ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

48ό έτος
21 Μαΐου 2005


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2005, για την ίδρυση Κοινοτικής πηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 769/2005 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2005, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμότης τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

15

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 770/2005 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2005, για έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής για τα προϊόντα του τομέα του βοείου κρέατος καταγωγής Μποτσουάνας, Κένυας, Μαδαγασκάρης, Σουαζιλάνδης, Ζιμπάμπουε και Ναμίμπιας

17

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 771/2005 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2005, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδονησίας, Ταϊβάν, Ταϊλάνδης και Βιετνάμ

19

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 772/2005 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2005, σχετικά με τις προδιαγραφές κάλυψης των χαρακτηριστικών και με τον καθορισμό του τεχνικού μορφοτύπου για την παραγωγή ετήσιων κοινοτικών στατιστικών χάλυβα για τα έτη αναφοράς 2003-2009 ( 1 )

51

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2005, για λήψη των αναγκαίων μέτρων όσον αφορά ένα φραγμό στο εμπόριο που συνίσταται σε εμπορικές πρακτικές που διατήρησε η Βραζιλία οι οποίες επηρεάζουν το εμπόριο αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 1302]

71

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2005, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/217/ΕΚ όσον αφορά το ευρετήριο των αρωματικών (αρτυματικών) υλών που χρησιμοποιούνται εντός ή επί των τροφίμων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 1437]  ( 1 )

73

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2005, για την πέμπτη τροποποίηση της απόφασης 2004/122/ΕΚ για τη λήψη συγκεκριμένων προστατευτικών μέτρων σχετικά με τη γρίπη των ορνίθων στη Βόρεια Κορέα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 1451]  ( 1 )

77

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 768/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Απριλίου 2005

για την ίδρυση Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο, την επιθεώρηση και την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής και να συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με τρίτες χώρες για το σκοπό αυτόν.

(2)

Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησής τους εντός της επικράτειάς τους, στα κοινοτικά και διεθνή ύδατα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και, ιδίως, τις υποχρεώσεις της Κοινότητας στο πλαίσιο περιφερειακών οργανώσεων αλιείας και βάσει συμφωνιών με τρίτες χώρες.

(3)

Κανένα σύστημα επιθεώρησης δε μπορεί να είναι οικονομικά αποδοτικό εάν δεν προβλέπει επιθεωρήσεις κατά ξηράν. Ως εκ τούτου, η ξηρά θα πρέπει να καλύπτεται από κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων.

(4)

Η εν λόγω συνεργασία, μέσω του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης, θα πρέπει να συμβάλλει στη βιώσιμη εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων καθώς και στη διασφάλιση ισότιμης μεταχείρισης για τον τομέα της αλιείας που ασχολείται με τις δραστηριότητες αυτές, μειώνοντας έτσι τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(5)

Ο αποτελεσματικός έλεγχος και επιθεώρηση της αλιείας θεωρούνται ουσιαστικοί για την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης αλιείας.

(6)

Με την επιφύλαξη των ευθυνών των κρατών μελών που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, υφίσταται ανάγκη ίδρυσης ενός τεχνικού και διοικητικού κοινοτικού οργάνου προκειμένου να διοργανώσει τη συνεργασία και το συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης.

(7)

Για το σκοπό αυτό, στο πλαίσιο της υφιστάμενης θεσμικής δομής της Κοινότητας και λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, είναι σκόπιμο να ιδρυθεί μία Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας (εφεξής η «Υπηρεσία»).

(8)

Για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους ιδρύεται η Υπηρεσία, θα πρέπει να καθοριστούν τα καθήκοντά της.

(9)

Ιδιαίτερα, είναι αναγκαίο για την Υπηρεσία, εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, να δύναται να υποστηρίζει την Κοινότητα και τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες ή/και περιφερειακές οργανώσεις αλιείας και να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τους στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας.

(10)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινής αλιευτικής πολιτικής, δηλαδή η πρόβλεψη βιώσιμης εκμετάλλευσης των έμβιων υδρόβιων πόρων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, το Συμβούλιο θεσπίζει μέτρα όσον αφορά τη διατήρηση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων.

(11)

Εξάλλου, πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών διαδικασιών επιθεώρησης. Η Υπηρεσία θα μπορούσε εν καιρώ να αποβεί πηγή αναφοράς για την παροχή επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας για τον έλεγχο και την επιθεώρηση της αλιείας.

(12)

Για να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή των μέτρων αυτών πρέπει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν κατάλληλα μέσα ελέγχου και εφαρμογής. Προκειμένου να καταστούν ο έλεγχος και η εφαρμογή πλέον αποτελεσματικοί και ουσιαστικοί είναι σκόπιμο η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και σε συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση καθεστώτος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική (3), θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(13)

Ο συντονισμός της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών από την Υπηρεσία θα πρέπει να αναλαμβάνεται με βάση σχέδια κοινής ανάπτυξης μέσων τα οποία θα στηρίζονται στα διαθέσιμα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης των ενδιαφερομένων κρατών μελών με στόχο την εφαρμογή προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης. Οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης της αλιείας που αναλαμβάνονται από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με κοινά κριτήρια, προτεραιότητες, σημεία αναφοράς και διαδικασίες όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης οι οποίες προβλέπονται από τα εν λόγω προγράμματα.

(14)

Η θέσπιση προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν πράγματι τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση του προγράμματος. Τα κράτη μέλη πρέπει να γνωστοποιούν αμελλητί στην Υπηρεσία τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης με τα οποία προτίθενται να εκτελέσουν οιοδήποτε τέτοιο πρόγραμμα. Τα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων δεν πρέπει να επιβάλουν καμία πρόσθετη υποχρέωση ελέγχου, επιθεώρησης και εφαρμογής ή διάθεσης των απαιτούμενων στη συνάρτηση αυτή πόρων.

(15)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να καταρτίζει κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων μόνον εάν προβλέπεται στο πρόγραμμα εργασιών.

(16)

Το πρόγραμμα εργασιών θα πρέπει να εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο, που εξασφαλίζει την επίτευξη επαρκούς συναίνεσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την αντιστοίχιση των καθηκόντων που προβλέπονται για την Υπηρεσία στο πρόγραμμα εργασιών και των πόρων που διαθέτει η Υπηρεσία, βάσει των πληροφοριών που θα παρέχονται από τα κράτη μέλη.

(17)

Το κύριο καθήκον του εκτελεστικού διευθυντή θα πρέπει να είναι να μεριμνά στις διαβουλεύσεις του με τα μέλη του Συμβουλίου και τα κράτη μέλη ότι για την υλοποίηση των επιδιωκομένων στόχων του προγράμματος εργασιών εκάστου έτους διατίθενται επαρκείς πόροι στην Υπηρεσία από τα κράτη μέλη ούτως ώστε να φέρει εις πέρας το πρόγραμμα εργασιών.

(18)

Ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει, ειδικότερα, να καταρτίζει ακριβή σχέδια ανάπτυξης μέσων χρησιμοποιώντας τους πόρους που του γνωστοποίησαν τα κράτη μέλη για την πραγματοποίηση εκάστου προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης και τηρώντας τους κανόνες και τους στόχους που ορίζονται στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης στο οποίο βασίζεται το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων, καθώς και άλλους σχετικούς κανόνες, όπως εκείνους που αφορούν τους κοινοτικούς επιθεωρητές.

(19)

Εν προκειμένω, πρέπει ο εκτελεστικός διευθυντής να διαχειρίζεται το χρονοδιάγραμμα κατά τρόπο ώστε να παρέχει στα κράτη μέλη επαρκή χρόνο να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, με βάση την επιχειρησιακή τους εμπειρογνωμοσύνη, ενώ ταυτόχρονα θα τηρείται και το πρόγραμμα εργασιών της Υπηρεσίας καθώς και οι χρονικές προθεσμίες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Πρέπει ο εκτελεστικός διευθυντής να λαμβάνει υπόψη το ενδιαφέρον των οικείων κρατών μελών για τον τύπο αλιείας που καλύπτεται από κάθε σχέδιο. Προκειμένου να εξασφαλισθεί αποτελεσματικός και έγκαιρος συντονισμός των κοινών δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης, πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία που θα επιτρέπει να αποφασισθεί η θέσπιση των σχεδίων όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

(20)

Η διαδικασία για την κατάρτιση και τη θέσπιση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων εκτός των κοινοτικών υδάτων πρέπει να είναι παρόμοια με εκείνη που αφορά τα κοινοτικά ύδατα. Η βάση για τέτοια κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων πρέπει να είναι ένα διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης για την υλοποίηση των διεθνών υποχρεώσεων όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση, που είναι δεσμευτικές για την Κοινότητα.

(21)

Για την εφαρμογή κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα πρέπει να θέσουν από κοινού τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που έχουν δεσμεύσει για τα σχέδια αυτά. Η Υπηρεσία θα πρέπει να αξιολογεί εάν επαρκούν τα διαθέσιμα μέσα και να ενημερώνει, κατά περίπτωση, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή ότι τα μέσα δεν επαρκούν για την εκτέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται βάσει του προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης.

(22)

Ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση, ιδίως στα πλαίσια του ειδικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης που θεσπίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, η Υπηρεσία δεν θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόσθετες υποχρεώσεις μέσω κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων ή να επιβάλλει κυρώσεις στα κράτη μέλη.

(23)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να επανεξετάζει περιοδικά την αποτελεσματικότητα των κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων.

(24)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα θέσπισης ειδικών εκτελεστικών κανόνων για τη θέσπιση και την έγκριση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων. Μπορεί να είναι χρήσιμο να αξιοποιηθεί η δυνατότητα αυτή μόλις αρχίσει να λειτουργεί η Υπηρεσία και κρίνει ο εκτελεστικός διευθυντής ότι πρέπει να θεσπισθούν τέτοιοι κανόνες στην κοινοτική νομοθεσία.

(25)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να δικαιούται, εφόσον της ζητηθεί, να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες όσον αφορά μέσα ελέγχου και επιθεώρησης προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για κοινή ανάπτυξη μέσων από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

(26)

Χάριν εκπλήρωσης των καθηκόντων της Υπηρεσίας, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και η Υπηρεσία θα πρέπει να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση με τη χρήση δικτύου πληροφοριών.

(27)

Το καθεστώς και η δομή της Υπηρεσίας θα πρέπει να ανταποκρίνονται στον αντικειμενικό χαρακτήρα των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων και να της επιτρέπουν να διεξάγει τα καθήκοντά της σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η Υπηρεσία θα πρέπει να διαθέτει νομική, οικονομική και διοικητική αυτονομία, ενώ, ταυτόχρονα, θα πρέπει να διατηρεί στενούς δεσμούς με τα κοινοτικά όργανα και τα κράτη μέλη. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο και σκόπιμο για την εν λόγω Υπηρεσία να είναι κοινοτικό όργανο το οποίο να διαθέτει νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις αρμοδιότητες οι οποίες της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό.

(28)

Για τη συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας, η οποία διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στις συμβάσεις που συνάπτονται από την Υπηρεσία, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα πρέπει να έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με τυχόν ρήτρα διαιτησίας η οποία προβλέπεται στη σύμβαση. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα πρέπει επίσης να έχει δικαιοδοσία σε διαφορές που έχουν σχέση με την αποζημίωση οποιασδήποτε βλάβης που προέκυψε από τη μη συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στη νομοθεσία των κρατών μελών.

(29)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να αντιπροσωπεύονται στο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο ανατίθεται η διασφάλιση της ορθής και αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας.

(30)

Θα πρέπει να συσταθεί γνωμοδοτικό συμβούλιο για να συμβουλεύει τον εκτελεστικό διευθυντή και να εξασφαλίζει στενή συνεργασία με τους ενδιαφερομένους.

(31)

Δεδομένου ότι η Υπηρεσία πρέπει να εκπληρώσει κοινοτικές υποχρεώσεις και, εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, να συνεργάζεται με τρίτες χώρες και περιφερειακές οργανώσεις αλιείας στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας είναι σκόπιμο ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου να εκλέγεται μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής.

(32)

Οι ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία στο διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών και της Επιτροπής στον τομέα της αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας.

(33)

Είναι σκόπιμο να υπάρξει πρόβλεψη για τη συμμετοχή στις συσκέψεις του διοικητικού συμβουλίου αντιπροσώπου του γνωμοδοτικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(34)

Είναι αναγκαίο να υπάρξει πρόβλεψη για το διορισμό και την απόλυση του εκτελεστικού διευθυντή της Υπηρεσίας καθώς επίσης και των κανόνων που διέπουν τα καθήκοντά του.

(35)

Για την προαγωγή της διαφανούς λειτουργίας της Υπηρεσίας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (4) θα πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς περιορισμούς στην Υπηρεσία.

(36)

Για λόγους προστασίας πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (5), θα πρέπει να εφαρμόζεται στον παρόντα κανονισμό.

(37)

Για τη διασφάλιση της λειτουργικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας, η Υπηρεσία θα πρέπει να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό, του οποίου τα έσοδα προέρχονται από συνεισφορά της Κοινότητας καθώς επίσης και από πληρωμές για συμβατικές υπηρεσίες που παρέχονται από την Υπηρεσία. Η κοινοτική δημοσιονομική διαδικασία θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά την κοινοτική συνεισφορά καθώς και οποιεσδήποτε άλλες επιχορηγήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος των λογαριασμών θα πρέπει να αναλαμβάνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(38)

Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (6), θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς περιορισμούς στην Υπηρεσία, η οποία θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με εσωτερικές έρευνες που αναλαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (7).

(39)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΤΟΧΟΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Στόχος

Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας (εφεξής «Υπηρεσία»), στόχος της οποίας είναι η διοργάνωση του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης της αλιείας από τα κράτη μέλη καθώς και η παροχή βοήθειας σε αυτά προκειμένου να συνεργάζονται με στόχο την τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή της.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί;

α)

«έλεγχος και επιθεώρηση» σημαίνει οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη, ιδίως δυνάμει των άρθρων 23, 24 και 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 για τον έλεγχο και την επιθεώρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων εντός του πεδίου εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποπτείας και παρακολούθησης που διεξάγονται, επί παραδείγματι, με τη χρήση δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης σκαφών και συστημάτων παρατηρητών·

β)

«μέσα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει περιπολικά πλοία, αεροσκάφη, οχήματα και άλλους υλικούς πόρους, καθώς επίσης και επιθεωρητές, παρατηρητές και άλλους ανθρώπινους πόρους που χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για τον έλεγχο και την επιθεώρηση·

γ)

«κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων» σημαίνει σχέδιο το οποίο προβλέπει τις επιχειρησιακές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των διαθέσιμων μέσων ελέγχου και επιθεώρησης·

δ)

«διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει πρόγραμμα με το οποίο καθορίζονται στόχοι, κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης για την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης·

ε)

«ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει πρόγραμμα το οποίο καθορίζει στόχους, κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες για τον έλεγχο και την επιθεώρηση δραστηριοτήτων, το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93·

στ)

«τύπος αλιείας» σημαίνει αλιευτική δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας αλιεύονται ορισμένα αποθέματα τα οποία καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα, ιδίως, με τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002·

ζ)

«κοινοτικοί επιθεωρητές» σημαίνει τους επιθεωρητές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 3

Αποστολή

Αποστολή της υπηρεσίας είναι:

α)

ο συντονισμός του ελέγχου και της επιθεώρησης που πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των υποχρεώσεων ελέγχου και επιθεώρησης της Κοινότητας·

β)

ο συντονισμός της ανάπτυξης των εθνικών μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που ομαδοποιούνται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ)

η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη στον τομέα της διαβίβασης προς την Επιτροπή και τρίτα μέρη πληροφοριών σχετικά με αλιευτικές δραστηριότητες καθώς και δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης·

δ)

στον τομέα των αρμοδιοτήτων της, η παροχή βοήθειας σε κράτη μέλη για την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεών τους, βάσει των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

ε)

η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή για την εναρμόνιση της εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής ανά την Κοινότητα·

στ)

η συμβολή στο έργο των κρατών μελών και της Επιτροπής για την έρευνα και την ανάπτυξη τεχνικών ελέγχου και επιθεώρησης·

ζ)

η συμβολή στο συντονισμό της κατάρτισης επιθεωρητών και στην ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των κρατών μελών·

η)

ο συντονισμός των ενεργειών για την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης αλιείας σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

Άρθρο 4

Καθήκοντα σχετικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση

1.   Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία:

α)

επικουρεί την Κοινότητα και τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες και περιφερειακές διεθνείς οργανώσεις αλιείας, στις οποίες συμμετέχει ως μέλος η Κοινότητα·

β)

συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές περιφερειακών διεθνών οργανώσεων αλιείας όσον αφορά τις υποχρεώσεις ελέγχου και επιθεώρησης της Κοινότητας στο πλαίσιο ρυθμίσεων εργασίας που έχουν συναφθεί με τους εν λόγω οργανισμούς.

2.   Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών για θέματα που έχουν σχέση με τον έλεγχο και την επιθεώρηση στο πλαίσιο συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και των εν λόγω χωρών.

3.   Εντός της αρμοδιότητός της, η Υπηρεσία μπορεί να εκτελεί για λογαριασμό κρατών μελών καθήκοντα βάσει διεθνών αλιευτικών συμφωνιών στις οποίες συμμετέχει η Κοινότητα.

Άρθρο 5

Καθήκοντα που σχετίζονται με τον επιχειρησιακό συντονισμό

1.   Ο επιχειρησιακός συντονισμός τον οποίο ασκεί η Υπηρεσία καλύπτει τον έλεγχο και την επιθεώρηση αλιευτικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν την εισαγωγή, τη μεταφορά και την εκφόρτωση αλιευτικών προϊόντων, μέχρι του σημείου παραλαβής των προϊόντων αυτών από τον πρώτο αγοραστή μετά από την εκφόρτωση.

2.   Χάριν επιχειρησιακού συντονισμού, η Υπηρεσία καταρτίζει σχέδια κοινής ανάπτυξης των μέσων και οργανώνει τον επιχειρησιακό συντονισμό του ελέγχου και της επιθεώρησης από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙΙ.

Άρθρο 6

Παροχή συμβατικών υπηρεσιών σε κράτη μέλη

Η Υπηρεσία δύναται να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες σε κράτη μέλη, κατόπιν αιτήσεώς τους, στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους που αφορούν την αλιεία σε κοινοτικά ή/και διεθνή ύδατα, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης, λειτουργίας και επάνδρωσης μέσων ελέγχου και επιθεώρησης και της παροχής παρατηρητών για κοινές επιχειρήσεις από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 7

Παροχή βοήθειας σε κράτη μέλη

Προκειμένου να βοηθήσει τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν καλύτερα τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής, η Υπηρεσία, ειδικότερα:

α)

θεσπίζει και αναπτύσσει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των εκπαιδευτών των επιθεωρητών αλιείας των κρατών μελών και παρέχει πρόσθετα μαθήματα επιμόρφωσης και σεμινάρια στους εν λόγω παρατηρητές και σε άλλο προσωπικό που συμμετέχει σε δραστηριότητες παρακολούθησης, ελέγχου και επιθεώρησης·

β)

κατόπιν αιτήσεως κρατών μελών, αναλαμβάνει την κοινή προκήρυξη διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών σχετικά με δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης των κρατών μελών καθώς επίσης και την προπαρασκευή και το συντονισμό της εφαρμογής από τα κράτη μέλη κοινών πιλοτικών έργων·

γ)

καταρτίζει κοινές επιχειρησιακές διαδικασίες σχετικά με κοινές δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης που αναλαμβάνονται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

δ)

καταρτίζει κριτήρια για την ανταλλαγή μέσων ελέγχου και επιθεώρησης μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών καθώς και για την παροχή των εν λόγω μέσων από τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

Άρθρο 8

Υλοποίηση των κοινοτικών υποχρεώσεων όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση

Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία συντονίζει τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης των κρατών μελών με βάση διεθνή προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης μέσω της κατάρτισης κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων.

Άρθρο 9

Εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης

Η Υπηρεσία συντονίζει την εφαρμογή, μέσω κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων, ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 34 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93.

Άρθρο 10

Περιεχόμενο των κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

Κάθε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων:

α)

πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης·

β)

υλοποιεί τα κριτήρια, σημεία αναφοράς, προτεραιότητες και κοινές διαδικασίες επιθεώρησης που καθορίζονται από την Επιτροπή στα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης·

γ)

επιδιώκει να συνδυάσει τα διαθέσιμα εθνικά μέσα ελέγχου και επιθεώρησης, που γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, με τις ανάγκες και οργανώνει την ανάπτυξή τους·

δ)

οργανώνει τη χρήση των ανθρώπινων και υλικών πόρων σε σχέση με τις περιόδους και ζώνες στις οποίες πρέπει να αναπτυχθούν, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας ομάδων κοινοτικών επιθεωρητών από πλείονα κράτη μέλη·

ε)

λαμβάνει υπόψη τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σε σχέση με άλλα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων καθώς και οιουσδήποτε ειδικούς περιφερειακούς ή τοπικούς περιορισμούς·

στ)

καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης ενός κράτους μέλους μπορούν να εισέλθουν στα ύδατα υπό την κυριαρχία και τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 11

Γνωστοποίηση των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης

1.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Υπηρεσία πριν από τις 15 Οκτωβρίου κάθε έτους τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν για τους σκοπούς του ελέγχου και της επιθεώρησης του επομένου έτους.

2.   Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Υπηρεσία τα μέσα με τα οποία προτίθεται να εκτελέσει το διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης ή το ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης το οποίο το αφορά, το αργότερο ένα μήνα από την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της απόφασης για τη θέσπιση οιουδήποτε τέτοιου προγράμματος.

Άρθρο 12

Διαδικασία για τη θέσπιση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

1.   Με βάση τις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 11 παράγραφος 2 και εντός τριών μηνών από την παραλαβή των γνωστοποιήσεων αυτών, ο εκτελεστικός διευθυντής της Υπηρεσίας καταρτίζει κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

2.   Το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων προσδιορίζει τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από κοινού προκειμένου να υλοποιηθεί το πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης στο οποίο αναφέρεται το σχέδιο με βάση το ενδιαφέρον των οικείων κρατών μελών στο συγκεκριμένο τύπο αλιείας.

Το ενδιαφέρον ενός κράτους μέλους σε ένα τύπο αλιείας αξιολογείται σε σχέση με τα ακόλουθα κριτήρια η σχετική στάθμιση των οποίων εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά εκάστου σχεδίου:

α)

τη σχετική έκταση των υδάτων που υπόκεινται, ενδεχομένως, στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία του, τα οποία καλύπτονται από το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

β)

την ποσότητα αλιευμάτων που εκφορτώθηκαν στο έδαφός του σε μια δεδομένη περίοδο αναφοράς σε σχέση προς τις συνολικές εκφορτώσεις που προέρχονται από τον τύπο αλιείας ο οποίος υπόκειται σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

γ)

το σχετικό αριθμό των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία του (ιπποδύναμη μηχανής και ολική χωρητικότητα) και τα οποία ασχολούνται με τον τύπο αλιείας που υπόκειται στο κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων σε σχέση προς το συνολικό αριθμό σκαφών τα οποία ασχολούνται με αυτόν τον τύπο αλιείας·

δ)

το σχετικό μέγεθος της ποσόστωσης η οποία του έχει κατανεμηθεί ή, ελλείψει ποσόστωσης, των αλιευμάτων του σε μία δεδομένη περίοδο αναφοράς όσον αφορά τον εν λόγω τύπο αλιείας·

3.   Εάν, κατά τη διάρκεια της κατάρτισης ενός κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, καθίσταται σαφές ότι διατίθενται ανεπαρκή μέσα ελέγχου και επιθεώρησης για την τήρηση των απαιτήσεων του σχετικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης, ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει αμελλητί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής κοινοποιεί το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Εάν εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή η Επιτροπή δεν έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις, ο εκτελεστικός διευθυντής θεσπίζει το σχέδιο.

5.   Εάν ένα ή περισσότερα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή η Επιτροπή διατυπώσουν αντιρρήσεις, ο Εκτελεστικός Διευθυντής παραπέμπει το ζήτημα στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δύναται να επιφέρει οιαδήποτε απαιτούμενη προσαρμογή στο σχέδιο και να το θεσπίσει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

6.   Κάθε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων υπόκειται σε ετήσια επανεξέταση από την Υπηρεσία σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προκειμένου να ληφθούν υπόψη οποιαδήποτε νέα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης στα οποία υπόκεινται τα σχετικά κράτη μέλη καθώς και οποιεσδήποτε προτεραιότητες που καθορίζονται από την Επιτροπή με τα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης.

Άρθρο 13

Εφαρμογή κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

1.   Οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης διεξάγονται με βάσει τα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων.

2.   Τα ενδιαφερόμενα για κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων κράτη μέλη:

α)

διαθέτουν τα εν λόγω μέσα ελέγχου και επιθεώρησης τα οποία έχουν δεσμευθεί για το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

β)

ορίζουν ένα ενιαίο εθνικό σημείο επαφής/συντονιστή, ο οποίος διαθέτει επαρκή εξουσία προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται εγκαίρως σε αιτήσεις πληροφοριών και οδηγιών της Υπηρεσίας οι οποίες έχουν σχέση με την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία·

γ)

αναπτύσσουν τα τεθέντα από κοινού μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν σύμφωνα με το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων καθώς και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

δ)

παρέχουν στην Υπηρεσία απευθείας πρόσβαση σε πληροφορίες αναγκαίες για την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων·

ε)

συνεργάζονται με την Υπηρεσία για την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων·

στ)

διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μέσα ελέγχου και επιθεώρησης, τα οποία έχουν διατεθεί σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων της Κοινότητας, διεξάγουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

3.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων που έχει καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 12, η διοίκηση και ο έλεγχος των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που έχουν δεσμευθεί σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων αποτελούν ευθύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής δύναται να καθορίζει απαιτήσεις για την υλοποίηση κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, το οποίο έχει θεσπισθεί δυνάμει του άρθρου 12. Οι απαιτήσεις αυτές παραμένουν εντός των ορίων του εν λόγω σχεδίου.

Άρθρο 14

Αξιολόγηση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

Η Υπηρεσία πραγματοποιεί ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κάθε κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων καθώς και ανάλυση, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, με στόχο να καθοριστεί, εάν υπάρχει κίνδυνος μη τήρησης από τις αλιευτικές δραστηριότητες των ισχυόντων μέτρων ελέγχου. Οι εν λόγω αξιολογήσεις κοινοποιούνται αμελλητί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.

Άρθρο 15

Τύποι αλιείας οι οποίοι δεν υπόκεινται σε προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης

Δύο η περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Υπηρεσία να συντονίσει την ανάπτυξη των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν όσον αφορά έναν τύπο αλιείας ή περιοχή η οποία δεν υπόκειται σε πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης. Ο συντονισμός αυτός πραγματοποιείται σύμφωνα με κριτήρια και προτεραιότητες ελέγχου και επιθεώρησης που συμφωνούνται μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Άρθρο 16

Δίκτυο πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή, η Υπηρεσία και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν όσον αφορά τις κοινές δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης εντός των κοινοτικών και διεθνών υδάτων.

2.   Κάθε εθνική αρμόδια αρχή λαμβάνει, σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία, μέτρα για την κατάλληλη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών που λαμβάνει δυνάμει του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93.

Άρθρο 17

Λεπτομερείς κανόνες

Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να θεσπιστούν με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

Οι κανόνες αυτοί μπορούν να καλύπτουν ιδίως τις διαδικασίες για την κατάρτιση και τη θέσπιση σχεδίων κοινής ανάπτυξης μέσων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 18

Νομικό καθεστώς και έδρα της Υπηρεσίας

1.   Η Υπηρεσία θα είναι οργανισμός της Κοινότητας και θα διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη, η Υπηρεσία θα απολαύει της πλέον ευρείας νομικής ικανότητας που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από τις εθνικές νομοθεσίες τους. Ιδίως, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται σε δικαστήρια.

3.   Η Υπηρεσία αντιπροσωπεύεται από τον εκτελεστικό διευθυντή της.

4.   Η έδρα της Υπηρεσίας είναι στο Vigo, Ισπανία.

Άρθρο 19

Προσωπικό

1.   Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων ως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (9) και οι όροι απασχόλησης λοιπών υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και οι κανόνες που θεσπίστηκαν από κοινού από τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και όρων απασχόλησης εφαρμόζεται στο προσωπικό της Υπηρεσίας. Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή, εκδίδει τους αναγκαίους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, οι εξουσίες που χορηγούνται στην αρμόδια για το διορισμό αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και τους όρους απασχόλησης άλλων υπαλλήλων ασκούνται από την Υπηρεσία όσον αφορά το προσωπικό της.

3.   Το προσωπικό της Υπηρεσίας απαρτίζεται από υπαλλήλους που διορίζονται ή αποσπώνται από την Επιτροπή σε προσωρινή βάση καθώς και άλλους αναγκαίους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από την Υπηρεσία προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά της.

Η Υπηρεσία μπορεί επίσης να απασχολεί υπαλλήλους οι οποίοι αποσπώνται από τα κράτη μέλη σε προσωρινή βάση.

Άρθρο 20

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στην Υπηρεσία.

Άρθρο 21

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας η οποία προβλέπεται στη σύμβαση που συνάπτεται από την Υπηρεσία.

3.   Στην περίπτωση μη συμβατικής ευθύνης, η Υπηρεσία αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν το δίκαιο των κρατών μελών, οποιαδήποτε ζημία που προκαλείται από αυτήν ή από τους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε οποιαδήποτε διαφορά που έχει σχέση με την αποζημίωση της εν λόγω βλάβης.

4.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Υπηρεσίας διέπεται από τις διατάξεις που καθορίζονται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή τους όρους απασχόλησης που εφαρμόζονται στο εν λόγω προσωπικό.

Άρθρο 22

Γλώσσες

1.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (10), εφαρμόζονται στην Υπηρεσία.

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Υπηρεσίας παρέχονται από το Κέντρο Μετάφρασης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Ίδρυση και εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου

1.   Η Υπηρεσία διαθέτει διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο:

α)

διορίζει και απολύει τον εκτελεστικό διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 30·

β)

εγκρίνει, έως την 30ή Απριλίου κάθε έτους, τη γενική έκθεση της Υπηρεσίας για το προηγούμενο έτος και τη διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στα κράτη μέλη. Η έκθεση δημοσιεύεται·

γ)

εγκρίνει, έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και των κρατών μελών, το πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας για το προσεχές έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη·

Το πρόγραμμα εργασίας περιέχει τις προτεραιότητες της Υπηρεσίας. Δίδει προτεραιότητα στα καθήκοντα της Υπηρεσίας σχετικά με τα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης. Εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού της Κοινότητας. Εάν η Επιτροπή εκφράσει, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του προγράμματος εργασίας, τη διαφωνία της σχετικά με το εν λόγω πρόγραμμα, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, εντός δύο μηνών, σε δεύτερη ανάγνωση·

δ)

εγκρίνει τον οριστικό προϋπολογισμό της Υπηρεσίας πριν την έναρξη του οικονομικού έτους, προσαρμόζοντάς τον, εφόσον χρειάζεται, σύμφωνα με την κοινοτική συνεισφορά και οποιαδήποτε άλλα έσοδα της Υπηρεσίας·

ε)

εκτελεί τα καθήκοντά του όσον αφορά τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας σύμφωνα με τα άρθρα 35, 36 και 38·

στ)

ασκεί πειθαρχική εξουσία έναντι του εκτελεστικού διευθυντή·

ζ)

καταρτίζει τους κανόνες διαδικασίας του, οι οποίοι μπορούν να προβλέπουν, εφόσον απαιτείται, τη συγκρότηση υποεπιτροπών του διοικητικού συμβουλίου·

η)

θεσπίζει τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από την Υπηρεσία, των καθηκόντων του.

Άρθρο 24

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και έξη αντιπροσώπους της Επιτροπής. Κάθε κράτος μέλος δικαιούται να διορίζει ένα μέλος. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διορίζουν έναν αναπληρωματικό για κάθε μέλος που εκπροσωπεί το μέλος σε περίπτωση απουσίας του/της.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται βάσει της πείρας και εμπειρογνωμοσύνης που διαθέτουν στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης της αλιείας.

3.   Η διάρκεια της θητείας εκάστου μέλους ανέρχεται σε πέντε έτη από την ημερομηνία διορισμού του. Η θητεία μπορεί να ανανεώνεται.

Άρθρο 25

Προεδρία του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει έναν πρόεδρο μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει έναν αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών του. Ο αντιπρόεδρος αναλαμβάνει αυτοδικαίως τη θέση του προέδρου εάν ο πρόεδρος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.   Η θητεία του προέδρου και του αντιπροέδρου ανέρχεται σε τρία έτη και λήγει στην περίπτωση που παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

Άρθρο 26

Συνεδριάσεις

1.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Η ημερήσια διάταξη καθορίζεται από το πρόεδρο λαμβανομένων υπόψη των προτάσεων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εκτελεστικού διευθυντή της Υπηρεσίας.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής και ο αντιπρόσωπος που ορίζεται από τη γνωμοδοτικό συμβούλιο λαμβάνουν μέρος στις συζητήσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τακτική συνεδρίαση τουλάχιστον άπαξ του έτους. Επιπροσθέτως, συνεδριάζει κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Σε περίπτωση ύπαρξης θέματος τήρησης του απορρήτου ή σύγκρουσης συμφερόντων, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων της ημερήσιας διάταξής του χωρίς την παρουσία του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί από το γνωμοδοτικό συμβούλιο. Λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής μπορούν να καθοριστούν στους κανόνες διαδικασίας.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσκαλεί οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η γνώμη μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, να παρίσταται στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

6.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των κανόνων διαδικασίας του, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

7.   Οι υπηρεσίες γραμματείας του διοικητικού συμβουλίου παρέχονται από την Υπηρεσία.

Άρθρο 27

Ψηφοφορία

1.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με απόλυτη πλειοψηφία.

2.   Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση απουσίας ενός μέλους, ο αναπληρωτής του δικαιούται να ασκεί το δικαίωμα ψήφου του.

3.   Οι κανόνες διαδικασίας καθορίζουν λεπτομερέστερα τις ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία, ιδίως τους όρους υπό τους οποίους ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό ενός άλλου μέλους καθώς επίσης και οποιεσδήποτε, κατά περίπτωση, απαιτήσεις απαρτίας.

Άρθρο 28

Δήλωση συμφερόντων

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλουν δήλωση συμφερόντων στην οποία αναφέρουν είτε την απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους είτε την ύπαρξη οποιωνδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται εγγράφως κάθε έτος ή οποτεδήποτε ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση το ενδιαφερόμενο μέλος δε δικαιούται να ψηφίσει για κανένα από τα θέματα αυτά.

Άρθρο 29

Καθήκοντα και εξουσίες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Η Υπηρεσία διοικείται από τον εκτελεστικό της διευθυντή. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητά ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλο οργανισμό.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο εκτελεστικός διευθυντής εφαρμόζει τις αρχές της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει τα εξής καθήκοντα και εξουσίες:

α)

καταρτίζει το σχέδιο προγράμματος εργασίας και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του προγράμματος εργασίας εντός των ορίων που προσδιορίζονται από τον παρόντα κανονισμό, τους κανόνες εφαρμογής του και οποιοδήποτε ισχύον δίκαιο·

β)

προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και της δημοσίευσης ανακοινώσεων, προκειμένου να διασφαλίσει την οργάνωση και τη λειτουργία της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων που αφορούν τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας βάσει των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης και της λειτουργίας μέσων ελέγχου και επιθεώρησης καθώς και της λειτουργίας δικτύου πληροφοριών·

δ)

ανταποκρίνεται σε αιτήματα της Επιτροπής καθώς και σε αιτήματα παροχής βοήθειας κράτους μέλους, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, και 15·

ε)

θέτεί σε εφαρμογή ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης προκειμένου να μπορεί να συγκρίνει τα επιτεύγματα της υπηρεσίας με τους επιχειρησιακούς στόχους της. Πάνω στη βάση αυτή, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο γενικής έκθεσης κάθε έτος και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο. Θεσπίζει διαδικασίες τακτικής αξιολόγησης, οι οποίες πληρούν αναγνωρισμένους επαγγελματικούς κανόνες·

στ)

ασκεί, έναντι του προσωπικού, τις εξουσίες που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 2·

ζ)

καταρτίζει εκτιμήσεις των εσόδων και δαπανών της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 35 και εφαρμόζει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 36.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος έναντι του διοικητικού συμβουλίου για τις ενέργειές του.

Άρθρο 30

Διορισμός και απόλυση του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και την τεκμηριωμένη σχετική πείρα του στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής και στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης της αλιείας, από έναν κατάλογο δύο τουλάχιστον υποψηφίων που προτείνονται από την Επιτροπή ύστερα από διαδικασία επιλογής, μετά από τη δημοσίευση της θέσεως μέσω πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα μέσα ενημέρωσης.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο έχει την εξουσία απόλυσης του εκτελεστικού διευθυντή. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ζήτημα αυτό κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή ενός τρίτου των μελών του.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών.

4.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή ανέρχεται σε πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να παραταθεί άπαξ για μια ακόμη πενταετία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού εγκριθεί από πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 31

Γνωμοδοτικό συμβούλιο

1.   Το γνωμοδοτικό συμβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των περιφερειακών γνωμοδοτικών συμβουλίων όπως προβλέπεται από το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, και συγκεκριμένα από έναν αντιπρόσωπο που ορίζεται από κάθε περιφερειακό γνωμοδοτικό συμβούλιο. Οι αντιπρόσωποι μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι ορίζονται ταυτόχρονα με αυτούς.

2.   Τα μέλη του γνωμοδοτικού συμβουλίου μπορεί να μην είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη του το οποίο λαμβάνει μέρος στις συσκέψεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το γνωμοδοτικό συμβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του εκτελεστικού διευθυντή, του παρέχει συμβουλές όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής προεδρεύει του γνωμοδοτικού συμβουλίου. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο συνεδριάζει κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.

5.   Η Υπηρεσία παρέχει την απαιτούμενη υλικοτεχνική στήριξη προς το γνωμοδοτικό συμβούλιο και εκτελεί χρέη γραμματείας κατά τις συνεδριάσεις του.

6.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται να παρίστανται στις συνεδριάσεις του γνωμοδοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 32

Διαφάνεια και ενημέρωση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που τηρούνται από την Υπηρεσία.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανονισμό εφαρμογής (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Η Υπηρεσία μπορεί να ενημερώνει, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, στο πλαίσιο των τομέων της αποστολής της. Διασφαλίζει ιδίως την άμεση παροχή στο κοινό και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αντικειμενικών, αξιόπιστων και ευκολονόητων πληροφοριών σχετικά με το έργο της.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες για την εφαρμογή της παραγράφου 3.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να παρέχουν δικαίωμα κατάθεσης καταγγελίας στο Διαμεσολαβητή ή να αποτελούν αντικείμενο κίνησης διαδικασίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βάσει των άρθρων 195 και 230 της συνθήκης ΕΚ.

6.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από την Επιτροπή και την Υπηρεσία υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 33

Τήρηση του απορρήτου

1.   Ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, υπόκεινται στις απαιτήσεις της τήρησης του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 287 της συνθήκης.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες σχετικά με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων τήρησης του απορρήτου που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 34

Πρόσβαση σε πληροφορίες

1.   Η Επιτροπή διαθέτει πλήρη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που συλλέγονται από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες καθώς και αξιολόγηση των εν λόγω πληροφοριών στην Επιτροπή κατόπιν αιτήσεώς της υπό τη μορφή που προσδιορίζεται από αυτήν.

2.   Τα κράτη μέλη τα οποία ενδιαφέρονται για οιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που συγκεντρώνει η Υπηρεσία όσον αφορά την ενέργεια αυτή με την επιφύλαξη όρων που μπορεί να θεσπισθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35

Προϋπολογισμός

1.   Τα έσοδα της Υπηρεσίας συνίστανται από:

α)

συνεισφορά της Κοινότητας η οποία εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)·

β)

αμοιβές για υπηρεσίες που παρέχονται από την Υπηρεσία σε κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)

τέλη για εκδόσεις, δραστηριότητες κατάρτισης ή/και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία που παρέχεται από την Υπηρεσία.

2.   Οι δαπάνες της Υπηρεσίας καλύπτουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες καθώς και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο προβλεπόμενης κατάστασης εσόδων και εξόδων της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος και τα διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Τα έσοδα και οι δαπάνες πρέπει να ισοσκελίζονται.

5.   Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, με βάση το σχέδιο κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, υποβάλλει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου την εν λόγω κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων η οποία συνοδεύεται από σχέδιο οργανογράμματος καθώς και προσωρινό πρόγραμμα εργασίας.

7.   Η κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο («αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.   Με βάση την κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες για το οργανόγραμμα καθώς και το ποσό της επιχορήγησης που θα βαρύνει το γενικό προϋπολογισμό, τον οποίο υποβάλει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης.

9.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εξουσιοδοτεί τις πιστώσεις για την επιχορήγηση που παρέχεται στην Υπηρεσία. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας.

10.   Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο προϋπολογισμός καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, ο προϋπολογισμός υφίσταται σχετική προσαρμογή.

11.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατόν, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει οποιοδήποτε σχέδιο το οποίο έχει ενδεχομένως σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ιδίως οποιοδήποτε σχέδιο που έχει σχέση με ακίνητη περιουσία, όπως η μίσθωση ή η αγορά κτιρίων. Ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά.

12.   Αν ένα τμήμα της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να εκδώσει γνώμη, διαβιβάζει τη γνώμη του στο διοικητικό συμβούλιο εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία γνωστοποίησης του έργου.

Άρθρο 36

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας.

2.   Έως την 1η Μαρτίου το αργότερο μετά τη λήψη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της υπηρεσίας κοινοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής μαζί με έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, της 25ης Ιουνίου 2002, για το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (11) («δημοσιονομικός κανονισμός»).

3.   Έως την 31η Μαρτίου το αργότερο μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας στο Ελεγκτικό Συνέδριο μαζί με έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος. Η έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.   Μετά τη λήψη των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει την τελική κατάσταση λογαριασμών με δική του ευθύνη και τη διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο για την έκδοση γνώμης.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει γνώμη σχετικά με την οριστική κατάσταση λογαριασμών της Υπηρεσίας.

6.   Έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους το αργότερο, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει την οριστική κατάσταση λογαριασμών, μαζί με τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

7.   Η οριστική κατάσταση λογαριασμών δημοσιεύεται.

8.   Η Υπηρεσία θεσπίζει καθήκοντα εσωτερικού λογιστικού ελέγχου που πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με τα σχετικά διεθνή πρότυπα.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως την 30ή Σεπτεμβρίου το αργότερο. Κοινοποιεί επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

10.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το εν λόγω οικονομικό έτος, όπως ορίζεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

11.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από σύσταση του Συμβουλίου, απαλλάσσει πριν από την 30ή Απριλίου του μεθεπόμενου έτους τον εκτελεστικό διευθυντή της Υπηρεσίας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το σχετικό έτος.

Άρθρο 37

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζονται έναντι της Υπηρεσίας χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Υπηρεσία προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμελλητί τις σχετικές διατάξεις οι οποίες ισχύουν για όλο το προσωπικό της.

3.   Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση καθώς και οι σχετικές συμφωνίες και μέσα εφαρμογής προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξαγάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των πόρων της Υπηρεσίας και των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για τη διανομή τους.

Άρθρο 38

Δημοσιονομικές διατάξεις

Το διοικητικό συμβούλιο, αφού λάβει την έγκριση της Επιτροπής και τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό της Υπηρεσίας. Ο δημοσιονομικός κανονισμός δεν πρέπει να αποκλίνει από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (12), εκτός εάν απαιτείται ειδικά για τη λειτουργία της Υπηρεσίας και κατόπιν προηγούμενης συναίνεσης της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 39

Αξιολόγηση

1.   Εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας και κάθε πέντε έτη μετέπειτα, το διοικητικό συμβούλιο αναθέτει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή παρέχει στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εν λόγω αξιολόγηση.

2.   Σε κάθε αξιολόγηση εκτιμάται η επίπτωση του παρόντος κανονισμού, η χρησιμότητα, η συνάφεια και η αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας καθώς και οι μέθοδοι εργασίας της καθώς και ο βαθμός στον οποίο συμβάλλει στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου συμμόρφωσης προς τους κανόνες που θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει ειδικούς όρους αναφοράς σε συνεργασία με την Επιτροπή και κατόπιν διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει την εν λόγω αξιολόγηση και διατυπώνει συστάσεις σχετικά με τις τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού, της Υπηρεσίας και των μεθόδων εργασίας της, και τις υποβάλλει στην Επιτροπή. Τόσο τα πορίσματα της αξιολόγησης όσο και οι συστάσεις διαβιβάζονται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και δημοσιεύονται.

Άρθρο 40

Έναρξη των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας

Η Υπηρεσία αρχίζει τις δραστηριότητές της εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 41

Τροποποίηση

Το άρθρο 34γ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34γ

1.   Η Επιτροπή ορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 36 και σε συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τους τύπους αλιείας οι οποίοι αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης, καθώς και τους όρους που διέπουν τα εν λόγω προγράμματα.

Το ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης καθορίζει τους τύπους αλιείας που αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία υπόκεινται στο πρόγραμμα καθώς και τους όρους που διέπουν τους εν λόγω τύπους αλιείας.

Κάθε ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης καθορίζει τους στόχους του, τις κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες καθώς επίσης και τα σημεία αναφοράς για τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης, τα αναμενόμενα αποτελέσματα των προσδιοριζόμενων μέτρων καθώς και τη στρατηγική που απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ομοιόμορφες, αποτελεσματικές και οικονομικές. Κάθε πρόγραμμα προσδιορίζει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Τα ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης δεν μπορούν να έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών ή οποιαδήποτε χρονική περίοδο, η οποία ορίζεται για το σκοπό αυτό σε σχέδιο αποκατάστασης που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (13), ή σχέδιο διαχείρισης που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού.

Τα ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης εφαρμόζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη με βάση κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων που θεσπίζονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2005, για την ίδρυση Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική (14).

2.   Η Επιτροπή ελέγχει και αξιολογεί τα αποτελέσματα κάθε ειδικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 26 Απριλίου 2005.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F. BODEN


(1)  Γνώμη της 23ης Φεβρουαρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(3)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 (ΕΕ L 289 της 7.11.2003, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(5)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 (ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1).

(10)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58.

(11)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(13)  ΕΕ L 358 της 21.12.2002, σ. 59.

(14)  ΕΕ L 128 της 21.5.2005, σ. 1».


21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/15


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 769/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2005

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμότης τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 21 Μαΐου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

J. M. SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1947/2002 (ΕΕ L 299 της 1.11.2002, σ. 17).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2005, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό τιμών εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

93,8

204

82,6

212

97,2

999

91,2

0707 00 05

052

124,5

204

51,2

999

87,9

0709 90 70

052

85,2

624

50,3

999

67,8

0805 10 20

052

41,7

204

37,7

212

55,7

220

44,3

388

50,1

400

42,8

528

45,4

624

58,6

999

47,0

0805 50 10

388

65,6

400

69,6

528

59,4

624

61,7

999

64,1

0808 10 80

388

87,9

400

116,3

404

78,7

508

60,8

512

69,6

524

57,3

528

68,5

720

70,9

804

94,0

999

78,2


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2081/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 313 της 28.11.2003, σ. 11). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/17


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 770/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2005

για έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής για τα προϊόντα του τομέα του βοείου κρέατος καταγωγής Μποτσουάνας, Κένυας, Μαδαγασκάρης, Σουαζιλάνδης, Ζιμπάμπουε και Ναμίμπιας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2286/2002 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με το καθεστώς που εφαρμόζεται στα γεωργικά προϊόντα και στα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίησή τους, καταγωγής των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ) και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1706/98 (2),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2247/2003 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2003, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής στον τομέα του βοείου κρέατος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2286/2002 του Συμβουλίου, σχετικά με το καθεστώς που εφαρμόζεται στα γεωργικά προϊόντα και σε ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων προέλευσης κρατών Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού (3), και ιδίως το άρθρο 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2247/2003 προβλέπει τη δυνατότητα εκδόσεως πιστοποιητικών εισαγωγής για προϊόντα του τομέα του βοείου κρέατος καταγωγής Μποτσουάνας, Κένυας, Μαδαγασκάρης, Σουαζιλάνδης, Ζιμπάμπουε και Ναμίμπιας. Εντούτοις, οι εισαγωγές πρέπει να πραγματοποιούνται εντός των ορίων των ποσοτήτων που προβλέπονται για καθεμιά από αυτές τις χώρες εξαγωγής.

(2)

Οι αιτήσεις των πιστοποιητικών που υποβλήβηκαν από την 1η έως τις 10 Μαΐου 2005, εκφρασμένες σε κρέας χωρίς κόκαλα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2247/2003, δεν υπερβαίνουν, για τα προϊόντα καταγωγής Μποτσουάνας, Κένυας, Μαδαγασκάρης, Σουαζιλάνδης, Ζιμπάμπουε και Ναμίμπιας, τις ποσότητες που διατίθενται για τις χώρες αυτές. Είναι εφεξής δυνατόν να εκδοθούν πιστοποιητικά εισαγωγής για τις ζητούμενες ποσότητες από τις χώρες αυτές.

(3)

Πρέπει να προβούμε στον καθορισμό των ποσοτήτων για τις οποίες μπορούν να εκδοθούν πιστοποιητικά από την 1η Ιουνίου 2005, στο πλαίσιο της συνολικής ποσότητας 52 100 t.

(4)

Είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί ότι ο κανονισμός αυτός δεν θίγει την οδηγία 72/462/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1972, περί των υγειονομικών προβλημάτων και των υγειονομικών μέτρων κατά τις εισαγωγές ζώων του βοείου, χοιρείου, προβείου και αιγείου είδους, νωπών κρεάτων ή προϊόντων με βάση το κρέας προέλευσης τρίτων χωρών (4),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα ακόλουθα κράτη μέλη εκδίδουν, στις 21 Μαΐου 2005, πιστοποιητικά εισαγωγής τα οποία αφορούν προϊόντα που υπάγονται στον τομέα του βοείου κρέατος εκφρασμένα σε κρέας χωρίς κόκαλα, καταγωγής ορισμένων κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού Ωκεανού, για τις ακόλουθες ποσότητες και χώρες καταγωγής:

 

Ηνωμένο Βασίλειο:

30 t καταγωγής Μποτσουάνας,

800 t καταγωγής Ναμίμπιας·

 

Γερμανία:

350 t καταγωγής Μποτσουάνας,

425 t καταγωγής Ναμίμπιας.

Άρθρο 2

Οι αιτήσεις πιστοποιητικών μπορούν να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2247/2003, κατά τη διάρκεια των δέκα πρώτων ημερών του Μαΐου 2005, για τις ακόλουθες ποσότητες βοείου κρέατος χωρίς κόκαλα:

Μποτσουάνα:

15 606 t,

Κένυα:

142 t,

Μαδαγασκάρη:

7 579 t,

Σουαζιλάνδη:

3 337 t,

Ζιμπάμπουε:

9 100 t,

Ναμίμπια:

9 125 t.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 21 Μαΐου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

J. M. SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1899/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 328 της 30.10.2004, σ. 67).

(2)  ΕΕ L 348 της 21.12.2002, σ. 5.

(3)  ΕΕ L 333 της 20.12.2003, σ. 37· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1118/2004 (ΕΕ L 217 της 17.6.2004, σ. 10).

(4)  ΕΕ L 302 της 31.12.1972, σ. 28· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).


21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/19


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 771/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2005

για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδονησίας, Ταϊβάν, Ταϊλάνδης και Βιετνάμ

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 7,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Έναρξη της παρούσας διαδικασίας

(1)

Τον Αύγουστο του 2004, η Επιτροπή ανήγγειλε, με ανακοίνωση που δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2), την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές στην Κοινότητα συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής «η ΛΔΚ»), Ινδονησίας, Μαλαισίας, Φιλιππίνων, Ταϊβάν, Ταϊλάνδης και Βιετνάμ, και κίνησε έρευνα.

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε συνεπεία δύο καταγγελιών που υποβλήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Βιομηχανικό Ινστιτούτο Συνδετήρων («EIFI»), εξ ονόματος των κοινοτικών παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος, στην προκειμένη περίπτωση περισσότερο από 50 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά το εν λόγο προϊόν και ως προς τη σημαντική ζημία που προέκυψε από την πρακτική αυτή, τα οποία θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας.

2.   Ενδιαφερόμενα μέρη και επιτόπιες επαληθεύσεις

(3)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα για την έναρξη της διαδικασίας τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, την ένωσή τους, άλλους κοινοτικούς παραγωγούς, τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους προμηθευτές και χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους των χωρών εξαγωγής. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(4)

Δεδομένου του μεγάλου αριθμού γνωστών παραγωγών-εξαγωγέων της ΛΔΚ και της Ταϊβάν, καθώς και κοινοτικών παραγωγών και εισαγωγέων, εξετάστηκε το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης της δειγματοληπτικής μεθόδου για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

(5)

Η Επιτροπή, για να δώσει τη δυνατότητα στους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ και του Βιετνάμ να υποβάλουν αίτηση για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ») ή τη χορήγηση ατομικής μεταχείρισης («ΑΜ»), εφόσον το επιθυμούσαν, απέστειλε έντυπα αίτησης στους παραγωγούς-εξαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και στις αρχές των δύο χωρών.

(6)

Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και έλαβε απαντήσεις από πέντε εξαγωγείς της Ταϊβάν που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, τέσσερις κοινοτικούς παραγωγούς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, δύο κοινοτικούς παραγωγούς που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, δύο παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ, δύο της Ινδονησίας, δύο της Μαλαισίας, δύο των Φιλιππίνων, τέσσερις της Ταϊλάνδης, έναν του Βιετνάμ, τέσσερις εισαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, έναν κοινοτικό χρήστη και έναν κοινοτικό προμηθευτή του ανάντη προϊόντος.

(7)

Μια γερμανική ένωση εισαγωγέων-διανομέων (Fachverband des Schrauben-Großhandels e.V.) γνωστοποίησε επίσης τις απόψεις της γραπτά. Όλα τα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας και ανέφεραν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση, έγιναν πράγματι δεκτά.

(8)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που θεώρησε απαραίτητες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ, της προκύπτουσας ζημίας και του κοινοτικού συμφέροντος, και διεξήγαγε ελέγχους στις εγκαταστάσεις των ακολούθων εταιρειών:

 

Κοινοτικοί παραγωγοί

Bontempi Vibo SpA, Brescia, Ιταλία

Bulnava Srl, Milano/Suello, Ιταλία

Inox Viti Snc, Grumello Del Monte, Ιταλία

Reisser Schraubentechnik GmbH, Ingelfingen-Criesbach, Γερμανία.

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς και συνδεδεμένες εταιρείες στις χώρες εξαγωγής

 

ΛΔΚ

Tong Ming Enterprise (Jiaxing) Co. Ltd, Zhejiang.

 

Ινδονησία

PT. Shye Chang Batam Indonesia, Batam.

 

Μαλαισία

Tigges Stainless Steel Fasteners (M) Sdn. Bhd., Ipoh, Chemor

Tong Heer Fasteners Co. Sdn., Bhd, Penang.

 

Φιλιππίνες

Rosario Fasteners Corporation, Cavite

Philshin Works Corporation, Cavite.

 

Ταϊβάν

Arrow Fasteners Co. Ltd and its related company Header Plan Co. Inc., Taipei

Jin Shing Stainless Ind. Co. Ltd, Tao Yuan

Min Hwei Enterprise Co. Ltd, Pingtung

Tong Hwei Enterprise, Co. Ltd and its related companies Tong Jou Enterprise Co. Ltd and Winlink Fasteners Co., Ltd, Kaohsiung

Yi Tai Shen Co. Ltd, Tainan.

 

Ταϊλάνδη

ABP Stainless Fasteners Co. Ltd, Ayutthaya

Bunyat Industries 1998 Co. Ltd, Samutsakorn

Dura Fasteners Company Ltd, Samutprakarn

Siam Screws (1994) Co. Ltd, Samutsakorn.

 

Συνδεδεμένος εισαγωγέας στην Κοινότητα

Tigges GmbH & Co. KG, Wuppertal, Γερμανία.

(9)

Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2003 έως τις 30 Ιουνίου 2004 (εφεξής «η περίοδος της έρευνας» ή «ΠΕ»). Η έρευνα για τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 30 Ιουνίου 2004 (εφεξής η «υπό εξέταση περίοδος»).

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Γενικά

(10)

Οι συνδετήρες και τα μέρη αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα («ΣΑΧ») είναι βίδες, περικόχλια (παξιμάδια) και κοχλίες από ανοξείδωτο χάλυβα που χρησιμοποιούνται για τη μηχανική σύνδεση δύο ή περισσοτέρων στοιχείων. Οι κοχλίες είναι προϊόντα σύνδεσης με εξωτερικό σπείρωμα στο στέλεχος. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς άλλο στοιχείο και να βιδωθούν στο ξύλο (κοχλίες για ξύλο) ή σε λαμαρίνες (έλικες που αυτοβυθίζονται με το σπείρωμα που ανοίγουν κατά το βίδωμά τους) ή να συνδυασθούν με περικόχλιο και ροδέλες ώστε να αποτελέσουν βίδα. Οι κοχλίες μπορούν να έχουν διάφορα είδη κεφαλών (κοίλες, με εσοχή, επίπεδες, εξαγωνικές, κ.λπ.), καθώς και διάφορα μήκη και διαμέτρους στελέχους. Το στέλεχος μπορεί να έχει σπείρωμα σε ολόκληρο το μήκος του ή σε μέρος αυτού. Οι ΣΑΧ χρησιμοποιούνται από διάφορες βιομηχανίες ευρείας κατανάλωσης και σε ευρύ φάσμα τελικών εφαρμογών όπου απαιτείται αντοχή τόσο στην ατμοσφαιρική όσο και στη χημική διάβρωση και όπου η υγιεινή είναι ουσιαστικής σημασίας, όπως στον εξοπλισμό για τη μεταποίηση και την αποθήκευση ειδών διατροφής, στις εγκαταστάσεις χημικής βιομηχανίας, στην παραγωγή ιατρικού εξοπλισμού, στον εξοπλισμό δημόσιου φωτισμού, στο ναυπηγικό κλάδο κ.λπ.

2.   Υπό εξέταση προϊόν

(11)

Οι ΣΑΧ, ήτοι οι βίδες, τα περικόχλια και οι κοχλίες από ανοξείδωτο χάλυβα που χρησιμοποιούνται για να συνδέσουν δύο ή περισσότερα στοιχεία, υπάγονται κανονικά στους κωδικούς ΣΟ 7318 12 10, 7318 14 10, 7318 15 30, 7318 15 51, 7318 15 61, 7318 15 70 και 7318 16 30. Υπάρχουν πολλοί τύποι ΣΑΧ, ο καθένας εκ των οποίων καθορίζεται από τα ειδικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του και από την ποιότητα του ανοξείδωτου χάλυβα από τον οποίον έχει κατασκευαστεί.

(12)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι εισαγωγείς και μια γερμανική ένωση εισαγωγέων-διανομέων προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι τα περικόχλια θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο έρευνας, λόγω, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, έλλειψης παραγωγής στην Κοινότητα.

(13)

Το θέμα αυτό εξετάστηκε. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής έρευνας, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για το κατά πόσον τα περικόχλια μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν ως ενιαίο προϊόν με άλλους ΣΑΧ. Σχετικά με αυτό το θέμα, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω ορισμένα θέματα, π.χ. εάν και κατά πόσον οι βίδες και τα περικόχλια τίθενται από κοινού σε εμπορία ως ενιαίο σύστημα, κατά πόσον οι εν λόγω τύποι προϊόντος αναπτύσσονται μαζί κ.λπ. Θα απαιτηθεί περαιτέρω εξέταση για το κατά πόσον οι παραγωγοί στην Κοινότητα είναι σε θέση να προσφέρουν αυτά τα συστήματα. Με βάση τα ανωτέρω, αποφασίστηκε προσωρινά να μη συμπεριληφθούν τα περικόχλια που κανονικά υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 7318 16 30 στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

(14)

Όσον αφορά αυτό το θέμα, είναι σκόπιμο να σημειώσουμε ότι σχεδόν όλες οι εισαγωγές από τις Φιλιππίνες φαίνεται ότι συνίστανται σε περικόχλια. Ως εκ τούτου, εάν αποφασιστεί στο οριστικό στάδιο της έρευνας ότι τα περικόχλια πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, η διαδικασία θα πρέπει να περατωθεί όσον αφορά τις Φιλιππίνες.

(15)

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός από τους εισαγωγείς και τη γερμανική ένωση εισαγωγέων-διανομέων ότι το πεδίο κάλυψης του προϊόντος θα πρέπει να περιοριστεί στους κωδικούς ΣΟ 7318 15 61 και 7318 15 70, ήτοι στους κοχλίες με έξι κοίλες πλευρές από ανοξείδωτο χάλυβα, διότι δεν υπάρχει επαρκής παραγωγή όλων των άλλων τύπων ΣΑΧ στην Κοινότητα. Εντούτοις, η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι άλλοι τύποι ΣΑΧ παράγονται στην Κοινότητα. Ως εκ τούτου, το αίτημα αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.

(16)

Διαπιστώθηκε ότι όλοι οι τύποι του προϊόντος, εκτός από τα περικόχλια, υπάγονται στον ευρύ ορισμό των συνδετήρων και έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, τις ίδιες βασικές χρήσεις και τα ίδια κυκλώματα διανομής.

(17)

Ως εκ τούτου, όλοι οι διαφορετικοί τύποι ΣΑΧ, με εξαίρεση τα περικόχλια, που κανονικά υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 7318 12 10, 7318 14 10, 7318 15 30, 7318 15 51, 7318 15 61 και 7318 15 70, καταγωγής ΛΔΚ, Ινδονησίας, Μαλαισίας, Ταϊβάν, Ταϊλάνδης και Βιετνάμ, αποτελούν προσωρινά ενιαίο προϊόν για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας (εφεξής «το υπό εξέταση προϊόν»).

3.   Ομοειδές προϊόν

(18)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ΣΑΧ που παράγονται και πωλούνται στις αντίστοιχες εγχώριες αγορές της ΛΔΚ, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, της Ταϊβάν, της Ταϊλάνδης και του Βιετνάμ, εκείνοι που εξάγονται στην Κοινότητα από τις ενδιαφερόμενες χώρες, καθώς και εκείνοι που παράγονται και πωλούνται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, έχουν τα ίδια φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρήσεις. Συνήχθη επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι όλα τα ως άνω προϊόντα αποτελούν ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

1.   Επιλογή δείγματος παραγωγών-εξαγωγέων στην ΛΔΚ και στην Ταϊβάν

(19)

Λόγω του μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων στη ΛΔΚ και στη Ταϊβάν, εξετάστηκε το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης δειγματοληπτικής μεθόδου στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(20)

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει αν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί η δειγματοληπτική μέθοδος, και, εάν ναι, να επιλέξει δείγμα, οι παραγωγοί-εξαγωγείς κλήθηκαν να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας και να υποβάλουν βασικές πληροφορίες σχετικά με τις εξαγωγικές και τις εγχώριες πωλήσεις τους, τις συγκεκριμένες δραστηριότητές τους όσον αφορά την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, καθώς και την εταιρική επωνυμία και τις δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών στον τομέα της παραγωγής ή/και πώλησης του υπό εξέταση προϊόντος. Ζητήθηκε επίσης η γνώμη της ΛΔΚ και της Ταϊβάν.

1.1.   Προεπιλογή των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων

(21)

Μόνον δύο παραγωγοί-εξαγωγείς στη ΛΔΚ παρουσιάστηκαν και παρέσχον τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων που καθορίζει το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί η δειγματοληπτική μέθοδος για τους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ.

(22)

Σαράντα εννέα εταιρείες στην Ταϊβάν παρουσιάστηκαν και υπέβαλαν τις ζητηθείσες πληροφορίες εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων που καθορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, μόνον τριάντα επτά παραγωγοί-εξαγωγείς δήλωσαν ότι πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας. Αυτοί οι παραγωγοί-εξαγωγείς που εξήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας και εξέφρασαν την επιθυμία να συμμετάσχουν στη δειγματοληψία, θεωρήθηκαν αρχικά ως συνεργασθείσες εταιρείες και λήφθηκαν υπόψη στην επιλογή του δείγματος. Έντεκα από τις δώδεκα υπόλοιπες εταιρείες ήταν είτε έμποροι είτε παραγωγοί-εξαγωγείς, που δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Κοινότητα κατά την περίοδο έρευνας. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω εταιρείες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ντάμπινγκ. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μία από τις υπόλοιπες δώδεκα εταιρείες ήταν αποκλειστικός παραγωγός-εξαγωγέας περικοχλίων και συνεπώς δεν την αφορούν τα προσωρινά μέτρα.

(23)

Οι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς αντιπροσώπευαν περίπου 78 % των συνολικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ταϊβάν στην Κοινότητα.

(24)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς που δε γνωστοποίησαν την παρουσία τους εντός της προαναφερθείσας περιόδου θεωρήθηκαν ως μη συνεργασθέντες στην έρευνα.

1.2.   Επιλογή του δείγματος

(25)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε με βάση το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών, για τον οποίον ήταν εύλογο να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Με βάση το κριτήριο αυτό, πέντε παραγωγοί-εξαγωγείς της Ταϊβάν επελέγησαν δειγματοληπτικά. Οι επιλεγείσες εταιρείες αντιπροσώπευαν περίπου 47 % των εξαγωγών της Ταϊβάν στην Κοινότητα και περίπου 57 % των εγχώριων πωλήσεων στην Ταϊβάν. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, ζητήθηκε η γνώμη των αρχών της Ταϊβάν, οι οποίες δε διατύπωσαν αντίρρηση.

(26)

Οι τριάντα δύο συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που τελικά δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, ενημερώθηκαν για το γεγονός ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εξαγωγές τους θα υπολογιζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(27)

Απεστάλησαν ερωτηματολόγια προς συμπλήρωση και στις πέντε εταιρείες του δείγματος και υποβλήθηκαν απαντήσεις από όλες εντός των καθορισμένων προθεσμιών.

1.3.   Ατομική εξέταση

(28)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς της Ταϊβάν που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ζήτησαν ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ και, ενδεχομένως, ατομικό δασμό, κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 6 και του άρθρου 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Λόγω του μεγάλου αριθμού ενδιαφερομένων χωρών και μερών, καθώς και λόγω των χρονικών περιορισμών, η Επιτροπή συμπέρανε ότι δεν ήταν δυνατό να διεξαχθεί ατομική εξέταση των παραγωγών-εξαγωγέων στην Ταϊβάν, διότι η εξέταση αυτή θα ήταν ιδιαίτερα επαχθής και θα παρεμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που ζήτησαν ατομική μεταχείριση παρήγαγε μόνον περικόχλια, τα οποία, όπως αναφέρεται ανωτέρω, εξαιρούνται προσωρινά από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας.

2.   Δειγματοληψία των κοινοτικών παραγωγών

(29)

Λόγω του μεγάλου αριθμού κοινοτικών παραγωγών, εξετάστηκε το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης δειγματοληπτικής μεθόδου στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τους κοινοτικούς παραγωγούς να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος.

(30)

Οκτώ κοινοτικοί παραγωγοί παρουσιάστηκαν και υπέβαλαν τις ζητηθείσες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που καθορίζει το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή επέλεξε τέσσερις εταιρείες σε δύο κράτη μέλη, τρεις στην Ιταλία και μία στη Γερμανία για το δείγμα, δεδομένου ότι αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής στην Κοινότητα (περίπου 50 %), ο οποίος θα μπορούσε λογικά να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας εντός της καθορισμένης χρονικής περιόδου. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, ζητήθηκε η γνώμη της ένωσης κοινοτικών παραγωγών, η οποία δε διατύπωσε αντίρρηση. Επιπλέον, ζητήθηκε από τους υπόλοιπους τέσσερις παραγωγούς, που είναι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ιταλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, να υποβάλουν ορισμένα γενικά στοιχεία για την ανάλυση της ζημίας. Όλοι οι κοινοτικοί παραγωγοί του δείγματος και δύο άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί συνεργάσθηκαν και απέστειλαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο εντός των προθεσμιών. Εντούτοις, μία από τις δύο συνεργασθείσες εταιρείες που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ήταν αποκλειστικός παραγωγός ορισμένων ειδικών περικοχλίων που εξαιρέθηκαν προσωρινά από το πεδίο έρευνας και, ως εκ τούτου, η εν λόγω εταιρεία δε λήφθηκε περαιτέρω υπόψη στα προσωρινά πορίσματα.

3.   Δειγματοληψία των εισαγωγέων

(31)

Λόγω του μεγάλου αριθμού κοινοτικών παραγωγών, εξετάστηκε το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης δειγματοληπτικής μεθόδου στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τους εισαγωγείς να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τις εισαγωγές και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος.

(32)

Με βάση τις υποβληθείσες πληροφορίες, η Επιτροπή επέλεξε πέντε εισαγωγείς σε τέσσερα κράτη μέλη, δύο στη Γερμανία, ένα στην Ιταλία, ένα στη Σουηδία και ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο, για το δείγμα. Ζητήθηκε η γνώμη δύο γνωστών ενώσεων εισαγωγέων. Οι επιλεγέντες εισαγωγείς αντιπροσώπευαν τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο πωλήσεων των γνωστών εισαγωγέων στην Κοινότητα (περίπου 37 %), που θα μπορούσε λογικά να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Τέσσερις εισαγωγείς συνεργάσθηκαν και έστειλαν απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο. Ο σουηδός εισαγωγέας δε συνεργάσθηκε περαιτέρω και μόνο δύο εισαγωγείς υπέβαλαν πλήρεις απαντήσεις με όλες τις ζητηθείσες πληροφορίες.

Δ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Καθεστώς οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ)

(33)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ και Βιετνάμ, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς για τους οποίους διαπιστώθηκε ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, ήτοι στις περιπτώσεις που αποδείχθηκε ότι ισχύουν συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος. Εν συντομία, και για ενδεικτικούς μόνο λόγους, τα κριτήρια αυτά καθορίζονται συνοπτικά παρακάτω:

1)

οι επιχειρηματικές αποφάσεις και το κόστος καθορίζονται σε συνάρτηση με τις συνθήκες της αγοράς και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση·

2)

τα λογιστικά βιβλία ελέγχονται από εξωτερικό ελεγκτή, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα («ΔΛΠ»), και χρησιμοποιούνται για κάθε σκοπό·

3)

δεν παρατηρούνται σημαντικές στρεβλώσεις οφειλόμενες στη μετάβαση από παλαιότερο καθεστώς ελεγχόμενης οικονομίας·

4)

η ασφάλεια δικαίου και η σταθερότητα διασφαλίζονται μέσω νομοθεσίας περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος·

5)

η ανταλλαγή συναλλάγματος πραγματοποιείται σε τιμές αγοράς.

(34)

Δύο κινέζοι παραγωγοί και ένας βιετναμέζος παραγωγός ζήτησαν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού και συμπλήρωσαν την αίτηση για την αναγνώριση ΚΟΑ για παραγωγούς-εξαγωγείς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών.

(35)

Ένας κινέζος παραγωγός βρισκόταν σε φάση εκκίνησης και δεν είχε ελεγμένους ή άλλου είδους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς. Η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η έλλειψη τέτοιων λογαριασμών δεν επιτρέπει να διαπιστωθεί αν πληρούνται τα κριτήρια 2 και 3. Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η εταιρεία δεν πληρούσε τα κριτήρια για ΚΟΑ. Η εταιρεία ενημερώθηκε σχετικά και δε διατύπωσε αντιρρήσεις.

(36)

Για τον άλλο κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα, η Επιτροπή αναζήτησε όλες τις πληροφορίες που θεώρησε απαραίτητες και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που είχαν υποβληθεί στην αίτηση για αναγνώριση ΚΟΑ στις εγκαταστάσεις της εν λόγω εταιρείας.

(37)

Από την επαλήθευση των στοιχείων προέκυψε ότι η εταιρεία δε διέθετε συγκεκριμένη σειρά βασικών λογιστικών βιβλίων που καταρτίζονται και ελέγχονται σύμφωνα με τα ΔΛΠ. Παρόλο που οι λογαριασμοί είχαν ελεγχθεί από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, εξακολουθούσαν να υπάρχουν πολλά προβλήματα και διαφορές στον υπολογισμό. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η εταιρεία υπέβαλε αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές των λογαριασμών της, και όλες περιείχαν σημαντικά λάθη, π.χ. μη αντιστοιχία του ισολογισμού ανοίγματος και του ισολογισμού κλεισίματος διαδοχικών χρήσεων (ΔΛΠ 1), ή ισχυρισμούς για μεταβολές της πολιτικής στο λογιστικό τομέα όχι επαρκώς τεκμηριωμένους με στοιχεία που εμφαίνονται στους λογαριασμούς (ΔΛΠ 8). Διαπιστώθηκε ότι σημαντικά στοιχεία, όπως ο κύκλος εργασιών των πωλήσεων, δεν αντιστοιχούσαν με άλλα λογιστικά στοιχεία της εταιρείας. Επιπλέον, η εταιρεία ανέφερε σημαντικά κέρδη, ενώ στην πραγματικότητα αποδείχθηκε ότι είχε υποστεί σημαντικές απώλειες, και οι λογαριασμοί που παρουσίασε δεν περιείχαν ορθά ενοποιημένα αριθμητικά στοιχεία για τον κύκλο εργασιών όλων των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της. Οι εκθέσεις των ελεγκτών δεν ανέφεραν τίποτε σχετικά με τα προβλήματα που εκτίθενται ανωτέρω.

Με βάση τα ανωτέρω, δεν πληρούται το κριτήριο 2. Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εταιρεία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού:

(38)

Για τον βιετναμέζο παραγωγό η Επιτροπή αναζήτησε όλες τις πληροφορίες που θεώρησε απαραίτητες.

(39)

Όσον αφορά το κριτήριο 1, συνήχθη το συμπέρασμα ότι δεν πληρούται. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε κάποιος ποσοτικός περιορισμός στις εξαγωγές και στις εγχώριες πωλήσεις. Ο περιορισμός αυτός αφορούσε την άδεια για επενδύσεις της επιχείρησης, την αίτηση για την έκδοση της άδειας, καθώς και το ναυλοσύμφωνο της εταιρείας. Τέλος, όλες οι αποφάσεις για θέματα που αφορούν την πολιτική για τη μίσθωση γης καθορίζονται ρητά από το κράτος στην άδεια για επενδύσεις της εταιρείας. Χορηγείται επίσης στην εταιρεία απαλλαγή από την καταβολή μισθώματος για τη μίσθωση γης μέχρις ότου ολοκληρωθούν τα βασικά σχέδια κατασκευής, καθώς και πρόσθετη απαλλαγή από την καταβολή μισθώματος για σειρά ετών. Υπό αυτές τις συνθήκες, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία δεν είχε αποδείξει ότι λήφθηκαν υπόψη για τις επιχειρηματικές αποφάσεις και δαπάνες οι συνθήκες της αγοράς, και ότι δεν υπήρξε σημαντική κρατική ανάμειξη.

(40)

Όσον αφορά το κριτήριο 2, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν πληρούται διότι, κατά παράβαση του ΔΛΠ 1, τα δημοσιονομικά δελτία του 2002 δε δημοσιεύθηκαν εγκαίρως και δεν ελέγχθηκαν δεόντως.

(41)

Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εταιρεία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού:

(42)

Στους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς στην Κίνα και στο Βιετνάμ, καθώς και στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δόθηκε η δυνατότητα να σχολιάσουν τα προαναφερθέντα συμπεράσματα.

(43)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς έθεσαν υπό αμφισβήτηση την απόφαση και ισχυρίστηκαν ότι θα πρέπει να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ.

(44)

Ο κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι οι ακολουθούμενες λογιστικές πολιτικές ήταν σύμφωνες με τους λογιστικούς κανόνες και πρακτική των κινεζικών εταιρειών.

(45)

Σχετικά με αυτό το θέμα, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι λογαριασμοί των εταιρειών καταρτίζονται και ελέγχονται σύμφωνα με τα ΔΛΠ. Η συμμόρφωση ή μη συμμόρφωση με τα κινεζικά πρότυπα δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση της αίτησης για αναγνώριση ΚΟΑ. Επιπλέον, τα πορίσματα της επαλήθευσης είτε δε συμβιβάζονται με τις βασικές αρχές της λογιστικής είτε αποτελούν σημαντικές λογιστικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να τεκμηριωθούν ή να εξηγηθούν με κατάλληλο τρόπο.

(46)

Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, σημειώνεται ότι το κινεζικό λογιστικό σύστημα για τις επιχειρήσεις, στο άρθρο 155, απαιτεί από τις εταιρείες να υποβάλουν πλήρεις και λεπτομερείς λογιστικές καταστάσεις. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν σχετικές σημειώσεις ή εξηγήσεις στους λογαριασμούς της εταιρείας, αποδεικνύεται ότι ο λογιστικός έλεγχος όχι μόνον παραβίαζε τα ΔΛΠ, αλλά δεν ήταν σύμφωνος ούτε με τα κινεζικά πρότυπα.

(47)

Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι τα σχόλια του κινέζου παραγωγού-εξαγωγέα δε δικαιολογούνταν και δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί ΚΟΑ.

(48)

Ο βιετναμέζος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η αναλογία εξαγωγικών/εγχώριων πωλήσεων, που εμφαίνεται στην άδεια για επενδύσεις της επιχείρησης, δεν είναι δεσμευτική και απλώς εκφράζει τα ειδικά φορολογικά κίνητρα που έχει καθιερώσει η βιετναμέζικη κυβέρνηση για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, καμιά κρατική αρχή δε διευκρινίζει τις ποσότητες που μπορεί να πωλεί η εταιρεία στην εξαγωγική και στην εγχώρια αγορά.

(49)

Σχετικά με αυτό το θέμα, σημειώνεται ότι δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των διατάξεων σχετικά με την έκδοση άδειας και των διατάξεων σχετικά με τα φορολογικά και δημοσιονομικά θέματα. Επιπλέον, η ίδια η άδεια για επενδύσεις της επιχείρησης δεν περιείχε στοιχεία που να δείχνουν ότι η αναλογία των εξαγωγικών πωλήσεων καθορίζεται για καθαρά φορολογικούς λόγους.

(50)

Όσον αφορά τη μίσθωση γης, η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία μίσθωσης γης που ακολούθησε το Βιετνάμ δεν ήταν αντίθετη με τις αρχές της οικονομίας αγοράς και ότι όλες οι ειδικές διατάξεις σχετικά με την πολιτική μίσθωσης της γης αποτελούσαν απλώς κίνητρα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση του Βιετνάμ για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι το ίδιο το μίσθωμα ήταν ένα είδος «φόρου» και ότι είχε αγοράσει τη γη από άλλη εταιρεία που ήταν ο «αρχικός ιδιοκτήτης».

(51)

Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά γης στο Βιετνάμ. Σύμφωνα με την κυβερνητική εγκύκλιο που υπέβαλε η εταιρεία, η τιμή της γης καθορίζεται από το κράτος. Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την αγορά γης από τον «αρχικό ιδιοκτήτη», ο όρος είναι μάλλον παραπλανητικός, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία στο Βιετνάμ. Στην ουσία, η εταιρεία αναφερόταν στην αποζημίωση, που καθορίζεται μονομερώς από το κράτος, για το δικαίωμα χρησιμοποίησης της γης που κατέβαλε στον προηγούμενο μισθωτή. Επιπλέον, δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η μίσθωση γης είναι ένα είδος «φόρου». Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 39, η εταιρεία δεν έχει καταβάλει μίσθωμα για πολλά έτη.

(52)

Όσον αφορά το κριτήριο 2, η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι οι ελεγκτές παρατήρησαν ότι είχε δημοσιεύσει τα δημοσιονομικά δελτία της για το 2002 αργότερα απ' ό,τι ορίζουν τα ΔΛΠ, αλλά ότι το Υπουργείο Οικονομικών επέτρεψε να παραβλεφθεί αυτή η διαφορά.

(53)

Σημειώνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν επιβεβαιώθηκε από την έκθεση των ελεγκτών. Αντίθετα, οι ελεγκτές είχαν δηλώσει ότι ο λογιστικός έλεγχος ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τα ΔΛΠ και δεν είχαν διατυπωθεί επιφυλάξεις σχετικά με τους λογαριασμούς ή εξηγήσεις υπό μορφή σημειώματος για την παρέκκλιση της εταιρείας από τη σαφώς καθορισμένη από τα ΔΛΠ πρακτική. Επιπλέον, το γεγονός ότι μια επιστολή που εκδίδει το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί, κατά τους ισχυρισμούς, να μεταβάλει ή να μετριάσει μια σαφώς διατυπωμένη νομοθετική πολιτική αποδεικνύει ότι στην πράξη τα ΚΟΑ δεν εφαρμόζονταν ορθά.

(54)

Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια 1 και 2, και συνεπώς, δεν πρέπει να αναγνωριστεί ΚΟΑ.

2.   Ατομική μεταχείριση (ΑΜ)

(55)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, υπολογίζεται, ενδεχομένως, ενιαίος δασμός σε εθνική κλίμακα, για τις χώρες στις οποίες εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι εταιρείες είναι σε θέση να αποδείξουν ότι πληρούν όλα τα κριτήρια του άρθρου 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(56)

Όσον αφορά τη ΛΔΚ, και οι δύο συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που ζήτησαν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ ζήτησαν επίσης ΑΜ στην περίπτωση που δε θα τους αναγνωριζόταν ΚΟΑ.

(57)

Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι οι δύο εταιρείες πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ΑΜ που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(58)

Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι πρέπει να χορηγηθεί ΑΜ στους ακόλουθους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ:

Tengzhou Tengda Stainless Steel Product Co., Ltd, Tengzhou City,

Tong Ming Enterprise (Jiaxing) Co. Ltd., Zhejiang.

(59)

Όσον αφορά το Βιετνάμ, ο παραγωγός-εξαγωγέας που ζήτησε να του αναγνωριστεί ΚΟΑ, ζήτησε επίσης ΑΜ στην περίπτωση που δε θα του αναγνωριζόταν ΚΟΑ.

(60)

Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι η εν λόγω εταιρεία δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ΑΜ που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην ανάλυση για το ΚΟΑ, ότι οι ποσότητες των εξαγωγικών πωλήσεων δεν αποφασίστηκαν ελεύθερα από την εταιρεία, αλλά καθορίστηκαν από το κράτος στην άδεια άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εταιρείας. Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η εταιρεία δεν πληρούσε τους όρους για τη χορήγηση ΑΜ.

(61)

Δύο άλλοι βιετναμέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς ζήτησαν επίσης ΑΜ εντός των καθορισμένων προθεσμιών. Εντούτοις, ο ένας υπέβαλε ατελή απάντηση στο ερωτηματολόγιο και ο άλλος δεν υπέβαλε καμία απάντηση.

Οι δύο εταιρείες δεν παρέσχον τις ζητηθείσες πληροφορίες ή οποιαδήποτε άλλη εξήγηση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν απέδειξαν ότι πληρούσαν τους όρους για τη χορήγηση ΑΜ.

3.   Κανoνική αξία

3.1.   Ανάλογη χώρα

(62)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, σε οικονομίες υπό μεταβατικό καθεστώς, η κανονική αξία για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε ΚΟΑ πρέπει να καθορίζεται με βάση τις τιμές ή την κατασκευασμένη αξία ανάλογης χώρας.

(63)

Στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, προτάθηκε η Ινδία ως κατάλληλη ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ. Η Επιτροπή κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τα σχόλια τους επ’ αυτού.

Διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν σχόλια προτείνοντας ως ανάλογη χώρα την Ταϊβάν, την Ταϊλάνδη, τη Δημοκρατία της Κορέας ή την Ιταλία. Η Επιτροπή ήλθε σε επαφή με γνωστές εταιρείες στην Ινδία, η οποία θεωρήθηκε αρχικά ως κατάλληλη ανάλογη χώρα. Εντούτοις, δεν υποβλήθηκαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ή σημαντικά σχόλια από παραγωγούς της Ινδίας. Όσον αφορά τη Δημοκρατία της Κορέας και την Ιταλία, τα μέρη που τις πρότειναν δεν υπέβαλαν συγκεκριμένες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, δε λήφθηκαν περαιτέρω υπόψη ως εναλλακτικές ανάλογες χώρες.

Όσον αφορά την Ταϊλάνδη, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας κατέστη σαφές από τους συνεργασθέντες παραγωγούς ότι δεν πραγματοποιήθηκαν εγχώριες πωλήσεις κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις στην Ταϊλάνδη και, συνεπώς, δε μπορούσε να θεωρηθεί ως ανάλογη χώρα.

Αντίθετα, διαπιστώθηκε ότι η Ταϊβάν, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος, είχε αντιπροσωπευτική εγχώρια αγορά, όπου ευρύ φάσμα προϊόντων και μεγάλος αριθμός προμηθευτών εξασφάλιζαν επαρκές επίπεδο ανταγωνισμού. Από την έρευνα προέκυψε ότι πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εγχώριες πωλήσεις κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις από τους τέσσερις συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς της Ταϊβάν που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα.

(64)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι η Ταϊβάν αποτελεί κατάλληλη ανάλογη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

3.2.   Μέθοδος που εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας

3.2.1.   Συνολική αντιπροσωπευτικότητα

(65)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε πρώτα σε κάθε χώρα εξαγωγής κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος σε ανεξάρτητους πελάτες από έκαστο των παραγωγών-εξαγωγέων ήταν αντιπροσωπευτικές, ήτοι κατά πόσον ο συνολικός όγκος αυτών των πωλήσεων ήταν ίσος με ή μεγαλύτερος από το 5 % του συνολικού όγκου των αντίστοιχων εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα.

3.2.2.   Συγκρισιμότητα του προϊόντος ανά τύπο

(66)

Η Επιτροπή προσδιόρισε, μεταξύ των τύπων του προϊόντος που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά από τις εταιρείες που πραγματοποίησαν συνολικά αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις, εκείνους που ήταν πανομοιότυποι ή άμεσα συγκρίσιμοι με τους τύπους που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι τα ακόλουθα: κωδικός ΣΟ, τύπος χρησιμοποιούμενης πρώτης ύλης, αριθμός DIN (ήτοι κωδικός υπό τον οποίο κατατάσσεται το προϊόν στην ονοματολογία DIN), διάμετρος σε χιλιοστά, μήκος σε χιλιοστά.

3.2.3.   Αντιπροσωπευτικότητα του προϊόντος ανά τύπο

(67)

Θεωρήθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος είναι αρκετά αντιπροσωπευτικές εφόσον ο όγκος του εν λόγω τύπου προϊόντος που πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά σε ανεξάρτητους πελάτες κατά την περίοδο της έρευνας αντιπροσωπεύει 5 % ή περισσότερο του συνολικού όγκου του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Κοινότητα.

3.2.4.   Έλεγχος των συνήθων εμπορικών πράξεων

(68)

Η Επιτροπή στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις κάθε εταιρείας θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(69)

Για το σκοπό αυτό, υπολογίστηκε το ποσοστό εγχώριων πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες, καθενός από τους εξαγχθέντες τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν με ζημία στην εγχώρια αγορά κατά την περίοδο έρευνας:

α)

για τους τύπους του προϊόντος για τους οποίους περισσότερο από το 80 % του όγκου των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά πραγματοποιήθηκε σε τιμές όχι κατώτερες του μοναδιαίου κόστους και για τους οποίους ο σταθμισμένος μέσος όρος της τιμής πώλησης ήταν ίσος ή ανώτερος του σταθμισμένου μέσου όρου του κόστους παραγωγής, η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, υπολογίστηκε βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου όλων των τιμών των εγχωρίων πωλήσεων του εκάστοτε τύπου προϊόντος·

β)

για τους τύπους του προϊόντος για τους οποίους τουλάχιστον το 10 %, αλλά όχι περισσότερο από το 80 % του όγκου των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά, πραγματοποιήθηκε σε τιμές κατώτερες του μοναδιαίου κόστους, η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, υπολογίστηκε μόνο βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου των τιμών των εγχώριων πωλήσεων του εκάστοτε τύπου προϊόντος που διαπιστώθηκε ότι ήταν ίσες ή ανώτερες του μοναδιαίου κόστους·

γ)

για τους τύπους του προϊόντος για τους οποίους λιγότερο από το 10 % του όγκου των πωλήσεων πραγματοποιήθηκε στην εγχώρια αγορά, σε τιμή όχι κατώτερη του μοναδιαίου κόστους, θεωρήθηκε ότι ο εν λόγω τύπος προϊόντος δεν πωλήθηκε κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές και συνεπώς η κανονική αξία κατασκευάστηκε.

3.2.5.   Κανονική αξία με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή

(70)

Για τους τύπους που πωλήθηκαν για εξαγωγή στην Κοινότητα από εταιρείες που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, εφόσον πληρούνταν οι όροι που αναφέρονται στα ανωτέρω τμήματα 3.2.3 έως 3.2.4 στοιχεία α) και β), η κανονική αξία υπολογίστηκε, για τους αντίστοιχους τύπους προϊόντος, με βάση τις πράγματι καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές από ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά της χώρας που αποτελεί αντικείμενο έρευνας, κατά την ΠΕ, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

3.2.6.   Κανονική αξία με βάση την κατασκευασμένη αξία

(71)

Για τους τύπους του προϊόντος που αναφέρονται ανωτέρω στο τμήμα 3.2.4 στοιχείο γ), καθώς και για τους τύπους του προϊόντος που δεν πωλήθηκαν από τον παραγωγό-εξαγωγέα σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στην εγχώρια αγορά των χωρών που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, όπως αναφέρεται ανωτέρω στο τμήμα 3.2.3, η κανονική αξία κατασκευάστηκε.

Για την κατασκευή της κανονικής αξίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα (ΠΓΔ) που προέκυψαν και ο σταθμισμένος μέσος όρος του κέρδους που απεκόμισαν οι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς επί των εγχωρίων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, κατά την ΠΕ, προστέθηκαν στο δικό τους μέσο κόστος παραγωγής κατά την ΠΕ. Όπου κρίθηκε απαραίτητο, το κόστος παραγωγής και τα γενικά και διοικητικά έξοδα που αναφέρθηκαν διορθώθηκαν πριν χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο των συνήθων εμπορικών πράξεων και για την κατασκευή της κανονικής αξίας.

Στις υπό εξέταση χώρες, εφόσον δεν υπήρχαν παραγωγοί-εξαγωγείς που πραγματοποίησαν εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ή της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις κατά την ΠΕ, η κανονική αξία κατασκευάστηκε βάσει του κόστους κατασκευής που επιβάρυνε τον υπό εξέταση παραγωγό-εξαγωγέα, μετά από ενδεχόμενες διορθώσεις. Στο εν λόγω κόστος κατασκευής, θεωρήθηκε προσωρινά σκόπιμο να προστεθεί ο μέσος όρος των εξόδων ΠΓΔ που πραγματοποίησαν και του κέρδους που απεκόμισαν τέσσερις ταϊβανοί συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, στις εγχώριες αγορές του ομοειδούς προϊόντος κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

3.2.7.   Οικονομίες υπό μεταβατικό καθεστώς

(72)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία για τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ καθορίστηκε με βάση τα επαληθευμένα στοιχεία που υπέβαλαν οι παραγωγοί της ανάλογης χώρας, δηλαδή βάσει της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής στην εγχώρια αγορά της Ταϊβάν για τις πωλήσεις του συγκρίσιμου τύπου του προϊόντος, εφόσον διαπιστώθηκε ότι πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, ή βάσει κατασκευασμένης κανονικής αξίας, εφόσον δε διαπιστώθηκαν εγχώριες πωλήσεις κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις για συγκρίσιμους τύπους του προϊόντος.

Κατά συνέπεια, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση το σταθμισμένο μέσο όρο των εγχώριων πωλήσεων ή την κατασκευασμένη αξία ανά τύπο προϊόντος για τους τέσσερις συνεργασθέντες παραγωγούς της Ταϊβάν που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα.

3.3.   Προσδιορισμός της κανονικής αξίας

α)   Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

(73)

Δεδομένου ότι δεν αναγνωρίστηκε ΚΟΑ, η κανονική αξία για τη ΛΔΚ καθορίστηκε με τον τρόπο που αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 72.

β)   Ινδονησία

(74)

Για το μοναδικό ινδονήσιο συνεργασθέντα παραγωγό-εξαγωγέα, διαπιστώθηκε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος. Επομένως, η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 71.

(75)

Σημειώνεται ότι ένας άλλος παραγωγός-εξαγωγέας της Ινδονησίας είχε αρχικά απαντήσει στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή, αλλά αργότερα σταμάτησε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, πράγμα που κατέστησε αδύνατη την επαλήθευση της απάντησής του στο ερωτηματολόγιο. Συνεπώς, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η εν λόγω εταιρεία δεν εξακολούθησε να συνεργάζεται στην έρευνα. Η εταιρεία και οι ινδονησιακές αρχές ενημερώθηκαν σχετικά και δε διατύπωσαν σχόλια σχετικά με αυτή την εξέλιξη.

γ)   Μαλαισία

(76)

Για τους δύο συνεργασθέντες μαλαίσιους παραγωγούς-εξαγωγείς, που είχαν την έδρα τους σε ζώνες ελευθέρων συναλλαγών, διαπιστώθηκε ότι οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος που αναφέρθηκε ως εγχώριο πραγματοποιήθηκαν κυρίως στις ζώνες ελευθέρων συναλλαγών ή στις αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης, δηλαδή ήταν πωλήσεις για εξαγωγή από άλλα ανεξάρτητα μέρη.

Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι δεν πραγματοποιήθηκαν αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις κατά την ΠΕ για τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς και συνεπώς η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 71.

δ)   Ταϊβάν

(77)

Για τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς η κανονική αξία καθορίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 71.

(78)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι, από τους εν λόγω τέσσερις συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς, δύο ήταν συνδεδεμένοι. Οι εν λόγω εταιρείες πωλούσαν το ομοειδές προϊόν στην εγχώρια αγορά τόσο μέσω συνδεδεμένης εταιρείας πώλησης όσο και απευθείας σε μη συνδεδεμένους πελάτες. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση που οι τύποι του προϊόντος πωλούνται σε συνδεδεμένη εταιρεία πώλησης, οι εν λόγω πωλήσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Για το λόγο αυτό, και για να καθοριστεί η κανονική αξία, ζητήθηκε από τις δύο εταιρείες, πολύ πριν από την επιτόπια επαλήθευση, να υποβάλουν τις τιμές που εφήρμοσε η συνδεδεμένη εταιρεία μεταπώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη. Κατά τον επιτόπιο έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι οι δύο συνεργασθέντες παραγωγοί δεν ήταν σε θέση να παράσχουν τις εν λόγω πληροφορίες. Η εταιρεία μεταπώλησης αγόρασε το υπό εξέταση προϊόν από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των δύο παραγωγών-εξαγωγέων, και στη συνέχεια το πώλησε σε τελικούς χρήστες, εμπόρους λιανικής πώλησης και διανομείς. Εντούτοις, η εταιρεία μεταπώλησης δεν ήταν σε θέση να αποδείξει μέσω των λογιστικών της βιβλίων ποια προϊόντα αγοράστηκαν από τους δύο συνεργασθέντες παραγωγούς και συνεπώς δε μπορούσε να αναφέρει τις τιμές μεταπώλησης των εν λόγω προϊόντων που πωλήθηκαν σε ανεξάρτητους πελάτες.

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει προσωρινά ότι οι πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν στην εγχώρια αγορά μέσω της συνδεδεμένης εταιρείας μεταπώλησης δε θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό της κανονικής αξίας, δεδομένου ότι οι υπόλοιπες εγχώριες πωλήσεις εξακολουθούσαν να θεωρούνται αντιπροσωπευτικές.

(79)

Για τον πέμπτο παραγωγό-εξαγωγέα της Ταϊβάν που συμπεριλήφθηκε στο δείγμα, διαπιστώθηκε ότι δεν πραγματοποίησε εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος. Ως εκ τούτου, η κανονική αξία κατασκευάστηκε όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 71. Εντούτοις, διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας σοβαρές διαφορές όσον αφορά τις υποβληθείσες πληροφορίες. Κατά πρώτον, η εταιρεία δεν κατέταξε τους διάφορους τύπους του υπό εξέταση προϊόντος σύμφωνα με τις σαφείς προδιαγραφές που παρέσχε η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί σύγκριση με τις εγχώριες πωλήσεις των άλλων παραγωγών της Ταϊβάν για σημαντικό αριθμό τύπων του προϊόντος. Κατά δεύτερον, δε διαπιστώθηκε κατά τον επιτόπιο έλεγχο αντιστοίχιση του κόστους παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος, που αναφέρεται στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο, με το κόστος των πωληθέντων εμπορευμάτων που αναφέρεται στον πίνακα κέρδους και ζημίας της απάντησης στο ερωτηματολόγιο ή σε οποιοδήποτε λογιστικό βιβλίο της εταιρείας. Επίσης, δε διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ των αγορών πρώτων υλών και του αναφερθέντος κόστους παραγωγής ανά τύπο προϊόντος. Η εταιρεία υπέβαλε νέο κόστος παραγωγής μετά την επιτόπια επαλήθευση, το οποίο όμως δε συνοδεύτηκε από επαληθευμένες πληροφορίες.

Λόγω των ανωτέρω εξελίξεων και σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, κοινοποιήθηκε στην εταιρεία ότι ορισμένες πληροφορίες δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν για τους υπολογισμούς του ντάμπινγκ και ότι τα προσωρινά πορίσματα θα συνάγονταν εν μέρει με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Ως εκ τούτου, για τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, η Επιτροπή χρησιμοποίησε το προσαρμοσμένο κόστος παραγωγής για τους τύπους του εξαγχθέντος προϊόντος που προσδιορίστηκαν σαφώς με βάση τις διαθέσιμες προδιαγραφές. Στο εν λόγω κόστος παραγωγής, προστέθηκε ο σταθμισμένος μέσος όρος των εξόδων ΠΓΔ και του κέρδους από τις εγχώριες πωλήσεις των άλλων τεσσάρων συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων της Ταϊβάν.

ε)   Ταϊλάνδη

(80)

Για τους τέσσερις ταϊλανδούς παραγωγούς-εξαγωγείς, διαπιστώθηκε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις για το ομοειδές προϊόν. Επομένως, η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 71.

στ)   Βιετνάμ

(81)

Δεδομένου ότι δεν αναγνωρίσθηκε ΚΟΑ για κανένα βιετναμέζο παραγωγό-εξαγωγέα, η κανονική αξία για το Βιετνάμ καθορίστηκε με τον τρόπο που αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 72.

4.   Τιμή εξαγωγής

α)   Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

(82)

Οι εξαγωγές των δύο συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων στους οποίους χορηγήθηκε ΑΜ πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα. Οι τιμές εξαγωγής υπολογίστηκαν, κατά συνέπεια, με βάση την πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

β)   Ινδονησία

(83)

Οι εξαγωγές των δύο συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων στους οποίους χορηγήθηκε ΑΜ πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα. Η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε, κατά συνέπεια, με βάση την πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

γ)   Μαλαισία

(84)

Για έναν παραγωγό-εξαγωγέα που πραγματοποίησε εξαγωγές στην Κοινότητα απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε με βάση τις πράγματι καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

(85)

Ο άλλος μαλαίσιος παραγωγός-εξαγωγέας πραγματοποίησε εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος σε ανεξάρτητους πελάτες και σε ένα συνδεδεμένο μέρος στην Κοινότητα. Για τις πρώτες εξαγωγές, η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε με βάση την πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή του υπό εξέταση προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού. Για τις εξαγωγές που πραγματοποιήθηκαν προς το συνδεδεμένο μέρος, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, με βάση τις τιμές στις οποίες τα εισαχθέντα προϊόντα μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και φόρων, που προέκυψαν στο διάστημα μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, και τα κέρδη που απεκόμισαν κανονικά οι ανεξάρτητοι συνεργασθέντες εισαγωγείς, ούτως ώστε να καθοριστεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής.

δ)   Ταϊβάν

(86)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Κοινότητα είτε απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες είτε μέσω εμπορικών εταιρειών εγκατεστημένων στην Ταϊβάν.

(87)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν με βάση τις πράγματι καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές για το υπό εξέταση προϊόν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

(88)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν μέσω εμπορικών εταιρειών, οι τιμές εξαγωγής υπολογίστηκαν με βάση τις τιμές του προϊόντος που πωλήθηκε για εξαγωγή στις εμπορικές εταιρείες από τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

(89)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας, που πωλούσε επίσης το υπό εξέταση προϊόν μέσω εμπορικών εταιρειών της Ταϊβάν, δεν ήταν σε θέση να υποβάλει αιτιολογικά έγγραφα που να διευκρινίζουν τους προορισμούς των προϊόντων που πώλησε μέσω εμπορικών εταιρειών. Οι εν λόγω πωλήσεις συνεπώς δε λήφθηκαν υπόψη και η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε με βάση μόνο τις εξαγωγές απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα.

ε)   Ταϊλάνδη

(90)

Οι εξαγωγές των τεσσάρων συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα. Η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε, κατά συνέπεια, με βάση την πράγματι καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή του υπό εξέταση προϊόντος σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

στ)   Βιετνάμ

(91)

Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω στην ανάλυση της ΑΜ, μόνο μία εταιρεία συνεργάστηκε στο Βιετνάμ, αλλά δεν της χορηγήθηκε ΑΜ. Επιπλέον, η εν λόγω εταιρεία λειτουργούσε ως υπεργολάβος μιας συνδεδεμένης ταϊβανέζικης εταιρείας, που συνεργάστηκε στην έρευνα. Η ταϊβανέζικη εταιρεία ήταν ιδιοκτήτρια των πρώτων υλών και ασκούσε όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονταν με τις εξαγωγικές πωλήσεις. Εντούτοις, δε μπόρεσε να αποδείξει μέσω των λογαριασμών της ότι οι τιμές εξαγωγής σε ανεξάρτητους πελάτες, όπως αναφέρθηκαν στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο προς το βιετναμέζο υπεργολάβο, αφορούσαν προϊόντα που κατασκευάστηκαν στο Βιετνάμ και εξήχθησαν στην Κοινότητα. Ως εκ τούτου, οι τιμές αυτές δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τιμές εξαγωγής από το Βιετνάμ στην Κοινότητα. Η εταιρεία ενημερώθηκε σχετικά. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν άλλες διαθέσιμες πηγές, οι τιμές εξαγωγής βασίστηκαν προσωρινά στις στατιστικές της Eurostat για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς.

5.   Σύγκριση

(92)

Η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο τιμών «εκ του εργοστασίου».

(93)

Για να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους μεταφοράς, θαλασσίων ναύλων και ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και παρεπόμενων εξόδων, του κόστους πίστωσης, του κόστους εγγύησης και των προμηθειών, όπου κρίθηκε απαραίτητο και δικαιολογημένο.

6.   Περιθώρια ντάμπινγκ

6.1.   Γενική μέθοδος

(94)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 και το άρθρο 12, τα περιθώρια ντάμπινγκ καθορίστηκαν με βάση τη σύγκριση, ανά τύπο προϊόντος, μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής, οι οποίες καθορίστηκαν σύμφωνα με τις προαναφερόμενες μεθόδους.

(95)

Για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς που αναγγέλθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού αλλά δεν εξετάστηκαν ατομικά, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ των εταιρειών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(96)

Για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής ούτε αναγγέλθηκαν με άλλο τρόπο, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(97)

Για να υπολογιστεί το περιθώριο ντάμπινγκ για τους μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς, καθορίστηκε καταρχάς ο βαθμός άρνησης συνεργασίας. Προς το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ του όγκου των εξαγωγών στην Κοινότητα που αναφέρθηκε από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς και των αντίστοιχων στατιστικών της Eurostat ως προς τις εισαγωγές.

(98)

Στις περιπτώσεις που ο βαθμός άρνησης συνεργασίας ήταν υψηλός, δηλαδή πάνω από 20 %, κρίθηκε σκόπιμο να καθοριστεί το περιθώριο ντάμπινγκ για τους μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς σε επίπεδο που υπερέβαινε το υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς. Πράγματι, υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε ότι ο υψηλός βαθμός άρνησης συνεργασίας οφείλεται στο γεγονός ότι οι μη συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς της χώρας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ασκούν εν γένει πρακτικές ντάμπινγκ σε βαθμό υψηλότερο από οποιονδήποτε άλλο συνεργασθέντα παραγωγό-εξαγωγέα. Στις περιπτώσεις αυτές, επομένως, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε για τους αντιπροσωπευτικούς τύπους του προϊόντος που πωλήθηκαν περισσότερο από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς με τα υψηλότερα περιθώρια ντάμπινγκ.

(99)

Στις περιπτώσεις, αντίθετα, που ο βαθμός συνεργασίας ήταν υψηλός, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν σκόπιμο να καθοριστεί το περιθώριο ντάμπινγκ των μη συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για έναν συνεργασθέντα παραγωγό-εξαγωγέα της εκάστοτε χώρας, δεδομένου ότι δεν υπήρχε λόγος να θεωρηθεί ότι ένας μη συνεργασθείς παραγωγός-εξαγωγέας άσκησε ντάμπινγκ σε χαμηλότερο επίπεδο.

(100)

Είναι πάγια πρακτική της Επιτροπής να θεωρεί ότι οι συνδεδεμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι παραγωγοί-εξαγωγείς ανήκουν στην ίδια ομάδα ως μοναδική οντότητα για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και, επομένως, να υπολογίζει ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για αυτούς. Αυτό οφείλεται, ειδικότερα, στο γεγονός ότι τα ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ και να τα καταστήσουν αναποτελεσματικά, με το να επιτρέπουν στους συνδεδεμένους παραγωγούς-εξαγωγείς να πραγματοποιούν τις εξαγωγές τους προς την Κοινότητα μέσω της εταιρείας με το χαμηλότερο ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ.

Σύμφωνα με την πρακτική αυτή, οι δύο συνδεδεμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς που ανήκουν στην ίδια ομάδα εξετάστηκαν ως ενιαία οντότητα και έτυχαν ενιαίου περιθωρίου ντάμπινγκ. Για τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς αποφασίστηκε καταρχάς να υπολογισθεί περιθώριο ντάμπινγκ ανά εταιρεία και, εν συνεχεία, να καθορισθεί ο μέσος σταθμισμένος όρος των εν λόγω περιθωρίων ντάμπινγκ που χορηγήθηκε, επομένως, στο σύνολο της ομάδας.

6.2.   Περιθώρια ντάμπινγκ

α)   Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

(101)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς της ΛΔΚ αρνήθηκαν να συνεργαστούν κατά μεγάλο ποσοστό (περίπου 85 %).

(102)

Τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, είναι τα ακόλουθα:

Tengzhou Tengda Stainless Steel Product Co., Ltd, Tengzhou City 21,5 %,

Tong Ming Enterprise (Jiaxing) Co. Ltd., Zhejiang 12,2 %,

Όλες οι άλλες εταιρείες 27,4 %.

β)   Ινδονησία

(103)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδονησίας αρνήθηκαν να συνεργαστούν κατά μεγάλο ποσοστό (περίπου 60 %). Τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή δασμού, είναι τα ακόλουθα:

PT. Shye Chang Batam Indonesia, Batam 9,8 %,

Όλες οι άλλες εταιρείες 24,6 %.

γ)   Μαλαισία

(104)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Μαλαισίας συνεργάστηκαν πλήρως (κατά 100 %). Προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ δε διαπιστώθηκαν για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς [Tigges Stainless Steel Fasteners (M) Sdn. Bhd., Ipoh, Chemor και Tong Heer Fasteners Co. Sdn., Bhd, Penang] και, επομένως, δεν πρέπει να επιβληθούν προσωρινά μέτρα στις εισαγωγές καταγωγής Μαλαισίας. Αν επιβεβαιωθούν τα πορίσματα αυτά στη συνέχεια της έρευνας, η διαδικασία θα περατωθεί όσον αφορά τη Μαλαισία.

δ)   Φιλιππίνες

(105)

Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 14, διαπιστώθηκε ότι όλες σχεδόν οι εξαγωγές από τις Φιλιππίνες στην Κοινότητα φαίνεται ότι συνίστανται σε περικόχλια (παξιμάδια). Δεδομένου ότι συνήχθη προσωρινά το συμπέρασμα ότι τα περικόχλια πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, δεν καθορίστηκε περιθώριο ντάμπινγκ και δε θα πρέπει να επιβληθούν προσωρινά μέτρα στις εισαγωγές από τις Φιλιππίνες.

ε)   Ταϊβάν

(106)

Στην περίπτωση ενός ταϊβανού παραγωγού-εξαγωγέα που συμπεριλήφθηκε στο δείγμα, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε εν μέρει με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, δεν ελήφθη υπόψη το περιθώριο ντάμπινγκ του εν λόγω παραγωγού για τον υπολογισμό του σταθμισμένου μέσου περιθωρίου ντάμπινγκ που έχει χορηγηθεί στους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα.

(107)

Δύο από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ήταν συνδεδεμένοι, και επομένως, στην περίπτωσή τους υπολογίστηκε ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ.

(108)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ταϊβάν αρνήθηκαν να συνεργαστούν κατά μεγάλο ποσοστό (περίπου 22 %). Τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Liyang Industrial Co., Ltd, Taipei 15,2 %,

Jin Shing Stainless Ind. Co. Ltd, Tao Yuan 18,8 %,

Min Hwei Enterprise Co. Ltd, Pingtung 16,1 %,

Tong Hwei Enterprise, Co. Ltd, Kaohsiung 16,1 %,

Yi Tai Shen Co. Ltd, Tainan 11,4 %,

συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα 10,5 %,

Όλες οι άλλες εταιρείες 23,6 %.

στ)   Ταϊλάνδη

(109)

Όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ταϊλάνδης συνεργάστηκαν πλήρως (κατά 100 %). Τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα ως εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής εισαγωγής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

ABP Stainless Fastener Co. Ltd, Ayutthaya 15,9 %,

Bunyat Industries 1998 Co. Ltd, Samutsakorn 10,8 %,

Dura Fasteners Co. Ltd, Samutprakarn 14,6 %,

Siam Screws (1994) Co. Ltd., Samutsakorn 11,0 %,

όλες οι άλλες εταιρείες 15,9 %.

ζ)   Βιετνάμ

(110)

Το προσωρινό περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε για όλες τις εταιρείες στο Βιετνάμ, εκφραζόμενο ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, ανέρχεται σε 7,7 %.

E.   ΖΗΜΙΑ

1.   Κοινοτική παραγωγή

(111)

Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, στο πλαίσιο της διαδικασίας δειγματοληψίας, το ομοειδές προϊόν είχε κατασκευαστεί από επτά παραγωγούς στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 30). Ωστόσο, δύο από τους παραγωγούς αυτούς δε συνεργάστηκαν περαιτέρω στην έρευνα. Επιπλέον, στο πλαίσιο της καταγγελίας που υποβλήθηκε στην Επιτροπή αναφέρονταν και ορισμένοι άλλοι μικροπαραγωγοί της Κοινότητας που επίσης δε συνεργάστηκαν στην έρευνα.

(112)

Επομένως, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, ο όγκος της κοινοτικής παραγωγής υπολογίστηκε προσωρινά με βάση την παραγωγή των επτά γνωστών παραγωγών στο πλαίσιο της διαδικασίας δειγματοληψίας συν τον όγκο παραγωγής των λοιπών μη συνεργασθέντων μικροπαραγωγών που αναφέρονται στην καταγγελία.

2.   Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(113)

Οι πέντε συνεργασθέντες παραγωγοί που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 30 αντιπροσώπευαν το 54 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Οι εταιρείες αυτές αποτελούν, επομένως, τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού και, εν συνεχεία, αναφέρονται «κοινοτικός κλάδος παραγωγής». Τέσσερις από τις εταιρείες αυτές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο της παραγωγής, επελέγησαν στη δειγματοληψία σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Οι εν λόγω εταιρείες καλούνται εφεξής οι «κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας».

(114)

Δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της δειγματοληψίας, οι δείκτες ζημίας καθορίστηκαν εν μέρει για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στο σύνολό του και εν μέρει μόνο για τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας. Η ανάλυση της ζημίας βασίστηκε στα στοιχεία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, την παραγωγή, την ικανότητα και τη χρησιμοποίηση της ικανότητας, τον όγκο των πωλήσεων και την αξία, την ανάπτυξη, τα αποθέματα, την απασχόληση και την παραγωγικότητα. Αντίθετα, όσον αφορά τους υπόλοιπους δείκτες (τιμές συναλλαγών, επενδύσεις και απόδοση των επενδύσεων, μισθοί, αποδοτικότητα, ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίου), χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία τα σχετικά με τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας.

3.   Ανάλυση της κατάστασης της κοινοτικής αγοράς

3.1.   Εισαγωγή

(115)

Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat που αντιστοιχούν στους κωδικούς ΣΟ 7318 12 10, 7318 14 10, 7318 15 30, 7318 15 51, 7318 15 61 και 7318 15 70, καθώς και τα επαληθευμένα στοιχεία που περιείχαν οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της εξέλιξης του όγκου και των τιμών. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, στο προσωρινό αυτό στάδιο, τα περικόχλια δε θεωρούνται ως μέρος του πεδίου κάλυψης του προϊόντος. Επομένως, η παρούσα ανάλυση δε λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία που αφορούν την κλάση αυτή (κωδικός ΣΟ 7318 16 30).

(116)

Τα στοιχεία τα σχετικά με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής αντλήθηκαν από τις επαληθευμένες απαντήσεις των συνεργασθέντων κοινοτικών παραγωγών στο ερωτηματολόγιο.

(117)

Από το Σεπτέμβριο του 1997 έως το Φεβρουάριο του 2003, οι εισαγωγές ΣΑΧ καταγωγής ΛΔΚ, Ινδίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης υπόκειντο σε μέτρα αντιντάμπινγκ (3).

3.2.   Κοινοτική κατανάλωση

(118)

Για τον υπολογισμό της φαινομένης κοινοτικής κατανάλωσης του υπό εξέταση και του ομοειδούς προϊόντος, η Επιτροπή πρόσθεσε:

τον όγκο των συνολικών εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat,

τον όγκο των πωλήσεων στην Κοινότητα του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής,

και, με βάση τα στοιχεία της καταγγελίας, τον εκτιμώμενο όγκο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιούν στην Κοινότητα οι λοιποί γνωστοί κοινοτικοί παραγωγοί.

Όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα, η κοινοτική κατανάλωση του υπό εξέταση και του ομοειδούς προϊόντος αυξήθηκε κατά 24 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

Κατανάλωση (σε kg)

2001

2002

2003

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν και ομοειδές προϊόν

63 907 918

70 113 833

75 854 601

79 427 756

Δείκτης

100

110

119

124

3.3.   Εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα

3.3.1.   Σώρευση

(119)

Οι εισαγωγές των ΣΑΧ σε τιμές ντάμπινγκ καταγωγής ΛΔΚ, Ινδονησίας, Ταϊβάν, Ταϊλάνδης και Βιετνάμ (εφεξής «οι ενδιαφερόμενες χώρες») εκτιμήθηκαν σωρευτικά σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Υπενθυμίζεται ότι δε διαπιστώθηκε πρακτική ντάμπινγκ για τις εισαγωγές καταγωγής Μαλαισίας και ότι οι εισαγωγές καταγωγής Φιλιππίνων συνίσταντο μόνο σε περικόχλια, προϊόν που εξαιρέθηκε προσωρινά από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας διαδικασίας. Επομένως, οι εισαγωγές από τις δύο αυτές χώρες δεν εξετάστηκαν μαζί με τις εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ. Τα περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν όσον αφορά τις εισαγωγές από καθεμία από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι υψηλότερα από το ελάχιστο περιθώριο που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δηλαδή 2 % των τιμών εξαγωγής, ενώ ο όγκος των εισαγωγών αυτών από καθεμία από τις ενδιαφερόμενες χώρες υπερβαίνει το κατώτατο όριο 1 % του μεριδίου αγοράς που καθορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού. Οι μέσες τιμές των εισαγωγών από όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες μειώνονταν συνεχώς κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επιπλέον, οι ΣΑΧ που εισήχθησαν από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι ομοειδείς από κάθε άποψη και εναλλάξιμοι, διατίθενται δε στο εμπόριο στην Κοινότητα από παρόμοια κυκλώματα πωλήσεων και υπό παρόμοιες εμπορικές συνθήκες· πρόκειται, επομένως, για προϊόντα ανταγωνιστικά μεταξύ τους και με τους ΣΑΧ που παράγονται στην Κοινότητα. Επομένως, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμο να εκτιμηθούν σωρευτικά οι επιπτώσεις των εισαγωγών.

3.3.2.   Όγκος, τιμή και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που προέρχονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες

(120)

O όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος εξακολούθησε να αυξάνεται σημαντικά καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο. Κατά την περίοδο της έρευνας, οι εισαγωγές αυτές υπερέβαιναν κατά 96 % το επίπεδο του 2001.

Μέση τιμή εισαγωγής ανά kg

(σε EUR)

2001

2002

2003

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν

3,53

2,90

2,50

2,41

Δείκτης

100

82

71

68

(121)

Η μέση τιμή εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος εξακολούθησε να μειώνεται συνεχώς κατά την υπό εξέταση περίοδο. Συνολικά, κατά την περίοδο της έρευνας, τα επίπεδα των τιμών ήταν κατά 32 % χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2001.

Κοινοτικό μερίδιο αγοράς

2001

2002

2003

ΠΕ

Υπό εξέταση προϊόν

21,9 %

20,4 %

29,6 %

34,5 %

Δείκτης

100

93

135

158

(122)

Το μερίδιο της κοινοτικής αγοράς που κατείχαν οι ενδιαφερόμενες χώρες μειώθηκε κατά 7 % από το 2001 έως το 2002. Ωστόσο, από το 2003, οι ενδιαφερόμενες χώρες αύξησαν σημαντικά και επιτάχυναν τις δραστηριότητές τους στην κοινοτική αγορά, με αποτέλεσμα το μερίδιο αγοράς τους να αυξηθεί συνολικά κατά 58 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

3.3.3.   Πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(123)

Για τον καθορισμό των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές, η Επιτροπή ανέλυσε τα στοιχεία τα σχετικά με τις τιμές που αντιστοιχούν στην περίοδο της έρευνας. Προς το σκοπό αυτό, οι τιμές πώλησης που εφάρμοσε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έναντι των μη συνδεδεμένων πελατών του, στο επίπεδο εκ του εργοστασίου, συγκρίθηκαν με τις τιμές πώλησης που εφάρμοσαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς των ενδιαφερόμενων χωρών στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, στο επίπεδο cif κατά την εισαγωγή. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είχαν αφαιρεθεί οι μειώσεις, εκπτώσεις, προμήθειες και φόροι από τις τιμές που χρησιμοποιήθηκαν.

(124)

Οι τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και οι τιμές εισαγωγής cif των παραγωγών-εξαγωγέων συγκρίθηκαν στο ίδιο εμπορικό στάδιο, δηλαδή στο επίπεδο των εμπόρων-διανομέων στην κοινοτική αγορά, με βάση τις σταθμισμένες μέσες τιμές. Η σύγκριση πραγματοποιήθηκε χωριστά ανά τύπο ΣΑΧ και ανά τύπο χρησιμοποιηθέντος ανοξείδωτου χάλυβα. Κατά την περίοδο της έρευνας, οι παραγωγοί-εξαγωγείς πραγματοποίησαν όλες σχεδόν τις πωλήσεις τους στην Κοινότητα μέσω εμπόρων-διανομέων.

(125)

Τα αποτελέσματα της σύγκρισης, εκφραζόμενα ως ποσοστό των τιμών πώλησης των καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών κατά την περίοδο της έρευνας, φανερώνουν την ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων χαμηλότερων τιμών (έως 59,2 %). Τα εν λόγω περιθώρια χαμηλότερων τιμών φανερώνουν ότι οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες άσκησαν πίεση στις τιμές της κοινοτικής αγοράς.

(126)

Τα χαμηλότερα περιθώρια ανά χώρα καθορίζονται ως εξής:

Χώρα

Περιθώριο χαμηλότερων τιμών

ΛΔΚ

από 8,6 σε 59,2 %

Ινδονησία

από 28 σε 31,9 %

Ταϊβάν

από 7 σε 38,9 %

Ταϊλάνδη

από 13,1 σε 44,4 %

Βιετνάμ

28,2 %

3.4.   Οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

3.4.1.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

(127)

Αφού σημείωσε αύξηση 31 % το 2002, υπερβαίνοντας την ανάπτυξη της κοινοτικής κατανάλωσης σε σχετικές τιμές, η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε για να σταθεροποιηθεί, από το 2003, σε επίπεδο κατά 15 % υψηλότερο από εκείνο του 2001. Σημειωτέον ότι το επίπεδο αυτό αύξησης είναι χαμηλότερο από την αύξηση κατά 24 % που σημείωσε η κοινοτική κατανάλωση κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(128)

Η παραγωγική ικανότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 24 %, ανερχόμενη με τη σειρά της στο ανώτατο επίπεδο το 2002, λόγω των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους κοινοτικούς παραγωγούς της δειγματοληψίας.

(129)

Αφού σημείωσε ελαφρά βελτίωση το 2002, το ποσοστό χρησιμοποίησης της ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε, σημειώνοντας συνολική μείωση 7 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

3.4.2.   Όγκος των πωλήσεων, τιμή πώλησης, μερίδιο αγοράς και ανάπτυξη

(130)

Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 7 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ωστόσο, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι, μετά από αύξηση 22 % το 2002, ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειωνόταν συνεχώς. Επιπλέον, η αύξηση αυτή είναι αισθητά χαμηλότερη από την αύξηση κατά 24 % που σημειώθηκε από την κοινοτική κατανάλωση και υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με την αύξηση 96 % των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες που σημειώθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(131)

Οι μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν κατά 6 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αφού μειώθηκαν κατά 13 % μεταξύ του 2001 και του 2002, οι τιμές άρχισαν να σημειώνουν συνεχή αύξηση.

(132)

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 14 %. Αφού σημείωσε αύξηση κατά 12 % μεταξύ του 2001 και 2002, το μερίδιο αγοράς μειωνόταν συνεχώς. Από τη σύγκριση της κατάστασης μεταξύ της ΠΕ και του 2002, προκύπτει ακόμη κάμψη κατά 26 %. Συγχρόνως, το μερίδιο εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες αυξήθηκε σημαντικά.

(133)

Όπως φανερώνουν οι τάσεις του όγκου της παραγωγής και των πωλήσεων, σε απόλυτες τιμές, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής γνώρισε φάση ανάπτυξης κατά την υπό εξέταση περίοδο αλλά σημείωσε κάμψη από το 2002. Επιπλέον, το μερίδιο αγοράς μειώθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο, γεγονός που δηλώνει σε σχετικές τιμές, δηλαδή σε σχέση με τους ανταγωνιστές, ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δε σημείωσε αύξηση.

3.4.3.   Αποδοτικότητα

(134)

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας βελτιώθηκε. Μετά από μέτρια κέρδη που σημειώθηκαν το 2001, η αποδοτικότητα μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σημειώθηκαν απώλειες το 2002. Μεταξύ του 2002 και του 2003, η αποδοτικότητα βελτιώθηκε αλλά ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εξακολούθησε να υφίσταται απώλειες. Μεταξύ του 2003 και της ΠΕ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο αποδοτικότητάς του κατά την υπό εξέταση περίοδο και επέτυχε κατά μέσο όρο περιθώριο κέρδους 4,3 %. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως θετική, αλλά στην πράξη θα πρέπει να αξιολογηθεί εξεταζόμενη στο πλαίσιό της.

(135)

Πράγματι, ακόμη και κατά την ΠΕ, οι κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας δεν επέτυχαν, κατά μέσο όρο, το ελάχιστο περιθώριο κέρδους που θα θεωρείτο κατάλληλο και εφικτό αν δεν ασκείτο πρακτική ντάμπινγκ, δηλαδή 5 % (βλέπε αιτιολογική σκέψη 178 κατωτέρω) και απείχαν πολύ από το επίπεδο αποδοτικότητας που είχαν επιτύχει το 1991, δηλαδή 9,1 % (4) πριν διεισδύσουν στην αγορά εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ.

(136)

Εξάλλου, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι η βελτίωση αυτή της αποδοτικότητας που σημειώθηκε κατά την ΠΕ α) επετεύχθη εις βάρος του μεριδίου αγοράς που, από την πλευρά του, μειώθηκε και ότι β) στην ουσία ήταν το αποτέλεσμα της μεγάλης κερδοσκοπικής αύξησης των τιμών του κυριότερου παράγοντα κόστους, δηλαδή του ανοξείδωτου χάλυβα. Η προβλεπόμενη αύξηση των τιμών του ανοξείδωτου χάλυβα επέτρεψε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να επιτύχει υψηλότερες τιμές του ομοειδούς προϊόντος, με το να χρησιμοποιήσει προσωρινά στην παραγωγή του αποθέματα σχετικά φθηνού ανοξείδωτου χάλυβα που προμηθεύθηκε πριν από την εν λόγω κερδοσκοπική αύξηση των τιμών. Ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα από πλευράς κόστους έπαψε να υφίσταται όταν εξαντλήθηκαν τα υπάρχοντα αποθέματα πρώτων υλών και ήταν αναγκαίος ο ανεφοδιασμός του κλάδου με νέο χάλυβα σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα τιμών. Επιπλέον, οι κερδοσκοπικές αυτές φάσεις δεν έχουν διαρκή χαρακτήρα και οι πελάτες, κυρίως εταιρείες ευρείας διανομής με μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη, αρχίζουν εκ νέου να ασκούν πίεση στις τιμές, μόλις αντιληφθούν στασιμότητα ή κάμψη των τιμών του χάλυβα. Επομένως, η αύξηση της αποδοτικότητας οφείλεται στην ουσία στις ιδιαίτερα ευνοϊκές, αλλά όχι διαρκείς, συνθήκες της αγοράς για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής που παρατηρήθηκαν κατά τη δεύτερη φάση κυρίως της ΠΕ.

3.4.4.   Αποθέματα

(137)

Τα αποθέματα στο τέλος της περιόδου εμπορίας μειώθηκαν σημαντικά κατά 52 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Τούτο μπορεί να αποδοθεί σε δύο παράγοντες: α) στην αύξηση της παραγωγής «με βάση τη ζήτηση» (στην περίπτωση αυτή τα αποθέματα είναι αμελητέα) και β) στη μείωση της παραγωγής που παρατηρήθηκε από το 2002.

3.4.5.   Επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων, ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(138)

Από το 2001 έως το 2003, οι κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας εξακολούθησαν να αυξάνουν σταθερά τις επενδύσεις τους, με σκοπό ιδίως την αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων μηχανών και εξοπλισμών. Κατά την περίοδο της έρευνας, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 35 % σε σχέση με την έναρξη της υπό εξέταση περιόδου. Ωστόσο, η κάμψη αυτή κατά την ΠΕ μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από τις σημαντικές επενδύσεις των προηγούμενων ετών. Οι επενδύσεις για την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος είναι αναγκαίες για τη διατήρηση και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, καθώς και για τη βελτίωση των περιβαλλοντικών προδιαγραφών και των προδιαγραφών ασφαλείας.

(139)

Η απόδοση των επενδύσεων βελτιώθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η βελτίωση αυτή α) επιβεβαιώνει την καταλληλότητα των επενδυτικών αποφάσεων που έλαβε η διεύθυνση των επιχειρήσεων και β) εκφράζει τα βελτιωμένα επίπεδα αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας κατά την ΠΕ. Ωστόσο, όπως έχει ήδη καθοριστεί στο πλαίσιο της ανάλυσης για την αποδοτικότητα, η βελτίωση της αποδοτικότητας μπορεί να εξηγηθεί κατά μέγα μέρος από ειδικές και παροδικές περιστάσεις (δηλαδή την κερδοσκοπική αύξηση τιμών χάλυβα που σημειώθηκε κατά την ΠΕ). Επιπλέον, το γεγονός ότι μέρος των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας χρησιμοποιούν σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό μισθωμένες μηχανές για την παραγωγή, εξηγεί το λόγο για τον οποίο η απόδοση των επενδύσεων ακολούθησε εξέλιξη σχετικά ευνοϊκότερη από την αποδοτικότητα.

(140)

Παρότι βελτιώθηκαν από το 2002 και μετά, οι ταμειακές ροές που προήλθαν από τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας μειώθηκαν κατά 36 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(141)

Τέλος, οι κοινοτικοί παραγωγοί της δειγματοληψίας δεν αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες στην άντληση κεφαλαίων, όπως απέδειξε η επενδυτική ικανότητά τους κατά την υπό εξέταση περίοδο.

3.4.6.   Απασχόληση, παραγωγικότητα και μισθοί

(142)

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε τις θέσεις εργασίας το 2002. Εν συνεχεία, ωστόσο, ο αριθμός των απασχολούμενων παρουσίασε σταθερή μείωση, κατά 5 % συνολικά κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η αρνητική αυτή πορεία συμπίπτει με τη μείωση της παραγωγής που παρατηρήθηκε από το 2002 και μετά.

(143)

Η παραγωγικότητα, εκφραζόμενη σε χιλιόγραμμα παραγόμενα ανά απασχολούμενο, βελτιώθηκε κατά 22 % κατά την υπό εξέταση περίοδο, γεγονός που μαρτυρεί την αποφασιστικότητα και την ικανότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής να διατηρήσει και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του.

(144)

0ι μισθοί ανά υπάλληλο αυξήθηκαν κατά 10 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η αύξηση αυτή προέκυψε από τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την αποζημίωση των εργαζομένων σε σχέση με τον πληθωρισμό. Επιπλέον, το κόστος του εργατικού δυναμικού μειώθηκε σε απόλυτες τιμές από το 2002 και μετά.

3.4.7.   Μέγεθος του ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τις επιπτώσεις των προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ

(145)

Λαμβανομένου υπόψη ιδίως του όγκου των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες, τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν δε μπορούν να θεωρηθούν αμελητέα.

(146)

Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ΛΔΚ, Ινδίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης υπόκειντο σε μέτρα αντιντάμπινγκ έως τις αρχές του 2003. Ωστόσο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως από τις προηγούμενες πρακτικές ντάμπινγκ, όπως γίνεται ιδίως φανερό από την εξέλιξη του μεριδίου αγοράς, του όγκου των πωλήσεων και της απασχόλησης. Τούτο ήταν προφανές μετά τη λήξη των προηγούμενων μέτρων αντιντάμπινγκ.

3.4.8.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(147)

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, ο κοινοτικός κλάδος αύξησε τον όγκο της παραγωγής και των πωλήσεών του, κατόρθωσε να μειώσει τα αποθέματά του και πραγματοποιούσε συνεχώς επενδύσεις. Δεν αντιμετώπισε δυσχέρειες όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων και τη βελτίωση της παραγωγικότητάς του. Το κόστος εργατικού δυναμικού μειώθηκε σε απόλυτες τιμές. Επιπλέον, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές του κατά την ΠΕ κατά τέτοιο τρόπο που του επέτρεψε να βελτιώσει την αποδοτικότητά του και την απόδοση των επενδύσεών του.

(148)

Ωστόσο, τα θετικά αυτά στοιχεία πρέπει να αξιολογηθούν με βάση το πλαίσιό τους. Η αύξηση των τιμών και η βελτίωση της αποδοτικότητας επιτεύχθηκαν εις βάρος του μεριδίου της αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που μειώθηκε σημαντικά, ήτοι κατά 14 % κατά την υπό εξέταση περίοδο και μάλιστα κατά 26 % από το 2002 και μετά. Ειδικότερα, λόγω της διάθεσης εισαγωγών σε χαμηλές τιμές ντάμπινγκ, οι πελάτες επέλεξαν άλλες πηγές εφοδιασμού του υπό εξέταση προϊόντος και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση να τους παρακολουθήσει.

(149)

Επιπλέον, και σύμφωνα με τα πορίσματα για το μερίδιο αγοράς, κατά την υπό εξέταση περίοδο, η αύξηση της παραγωγής (+ 15 %) και η αύξηση του όγκου των πωλήσεων (+ 7 %) του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν ήταν επαρκείς για να συμβαδίσουν με την κοινοτική κατανάλωση, της οποίας η εξέλιξη ήταν σαφώς ευνοϊκότερη (24 %). Το ποσοστό απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 5 %, γεγονός που εξηγεί στην πράξη τη μείωση του εργατικού κόστους του ίδιου του κλάδου. Επιπλέον, η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας δε μπορεί να θεωρηθεί, συνολικά, ικανοποιητική. Για το μεγαλύτερο μέρος της υπό εξέταση περιόδου παρέμεινε σαφώς ανεπαρκής (δεδομένου ότι σημειώθηκαν απώλειες ή ανεπαρκές περιθώριο κέρδους). Παρότι βελτιώθηκε κατά την ΠΕ (με περιθώριο κέρδους 4,3 %), η αποδοτικότητα των κοινοτικών παραγωγών της δειγματοληψίας α) παρέμεινε χαμηλότερη από το ελάχιστο περιθώριο 5 % που θα μπορούσε να αναμένει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αν δεν ασκείτο ζημιογόνος πρακτική ντάμπινγκ και β) μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στις παροδικές επιπτώσεις της αύξησης της τιμής του χάλυβα. Η αρνητική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εκφράζεται επίσης με την εξέλιξη της ροής των ρευστών διαθέσιμων.

(150)

Ως εκ τούτου, οι δείκτες που σημείωσαν συνολικά αρνητική εξέλιξη υπερισχύουν των θετικών δεικτών και, επομένως, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   Εισαγωγή

(151)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο οι εισαγωγές με ντάμπινγκ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Εξετάστηκαν, επίσης, άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προξενήσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ούτως ώστε η προκαλούμενη από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες ζημία να μην αποδοθεί στις εισαγωγές με ντάμπινγκ.

2.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(152)

Από το 2003, οι ενδιαφερόμενες χώρες ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση τους στην αγορά. Τούτο αποδεικνύεται σαφώς από το μερίδιο αγοράς τους που αυξήθηκε κατά 58 % ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε. Εξάλλου, ο όγκος των εισαγωγών από τις χώρες αυτές αυξήθηκε ακόμη περισσότερο (96 %) από την κατανάλωση της κοινοτικής αγοράς (24 %). Τέλος, από το 2003 και μετά, λόγω των αθέμιτων πρακτικών ντάμπινγκ που ασκήθηκαν μετά τη λήξη των προηγούμενων μέτρων αντιντάμπινγκ, η μέση τιμή των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες παρέμεινε αισθητά χαμηλότερη από το επίπεδο των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και άσκησε κατά τον τρόπο αυτό πίεση επί των τιμών.

Επομένως, συνήχθη προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές με ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες είχαν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο, ιδίως όσον αφορά το μερίδιο αγοράς του και τον όγκο των πωλήσεών του.

3.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

3.1.   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

(153)

Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από χώρες άλλες από τις ενδιαφερόμενες μειώθηκαν συνολικά. Πράγματι, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών αυτών μειώθηκε κατά 20 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επιπλέον, η μέση τιμή των εισαγωγών αυτών από άλλες χώρες ήταν σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με το επίπεδο της τιμής εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

(154)

Δύο εξαγωγείς υποστήριξαν ότι οι εισαγωγές από την Ινδία, τη Δημοκρατία της Κορέας και τη Νορβηγία θα μπορούσαν να διασπάσουν την τυχόν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της σημαντικής ζημίας που μπορεί να έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και των εισαγωγών με ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

(155)

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, οι εισαγωγές από τη Δημοκρατία της Κορέας (κατά την ΠΕ, 221 τόνοι με μέση τιμή 2,72 EUR/kg) και από τη Νορβηγία (κατά την ΠΕ, 438 τόνοι με μέση τιμή 2,89 EUR/kg) δεν αρκούν για να εξηγηθεί η ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής τόσο λόγω του μέτριου όγκου τους όσο και του επιπέδου των τιμών τους. Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι οι εισαγωγές από τη Νορβηγία μειώθηκαν κατά 36 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(156)

Όσον αφορά την Ινδία, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι από το 2003 οι εισαγωγές από τη χώρα αυτή αυξήθηκαν σημαντικά (κατά την περίοδο της έρευνας 1 147,6 τόνοι) και ότι οι τιμές τους ήταν χαμηλές (μέση τιμή 1,91 EUR/kg). Δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι οι εισαγωγές αυτές από την Ινδία θα μπορούσαν να είχαν ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο της έρευνας, με την άσκηση ιδίως πίεσης επί των τιμών. Ωστόσο, λόγω του σχετικά χαμηλού όγκου τους σε σχέση με τον όγκο των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες (27 400 τόνοι με μέση τιμή 2,41 EUR/kg), συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις των εισαγωγών από την Ινδία (που κατά την ΠΕ κατείχαν μερίδιο αγοράς 1,4 %) δεν επαρκούσαν για να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Εξεταζόμενες μεμονωμένα, οι εισαγωγές από την Ινδία δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη σημαντική απώλεια του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ούτε την πιο βραδύρυθμη αύξηση των πωλήσεών του σε σχέση με την αύξηση της κατανάλωσης.

(157)

Επιπλέον, παρά τους ισχυρισμούς των δύο εμπειρογνωμόνων, το γεγονός ότι οι εισαγωγές από την Ινδία δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έρευνας δεν αποτελεί μεροληπτική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο, οι εισαγωγές από την Ινδία ήταν αμελητέες κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν μόνον κατά την ΠΕ αλλά ακόμη και τότε παρέμειναν σχετικά χαμηλές (μερίδιο αγοράς 1,4 %). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, τη στιγμή έναρξης της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή δε διέθετε αποδεικτικά στοιχεία εκ πρώτης όψεως, σύμφωνα με τα οποία οι εισαγωγές από την Ινδία αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ..

(158)

Δεδομένου ότι οι εισαγωγές από τις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία έχουν αποκλειστεί πλέον από την παρούσα έρευνα, εξετάστηκε, εν συνεχεία, κατά πόσο οι εισαγωγές αυτές θα μπορούσαν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών με ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, μετά την εξαίρεση των περικοχλίων από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, οι εισαγωγές άλλων ΣΑΧ από τις Φιλιππίνες ήταν προφανώς αμελητέες (με μερίδιο αγοράς 0,1 % κατά την περίοδο της έρευνας) και πραγματοποιήθηκαν σε τιμές σχετικά υψηλές (3,47 EUR/kg). Υπό τις συνθήκες αυτές, δε θα μπορούσαν να τους αποδοθούν σημαντικές ζημιογόνες επιπτώσεις. Οι εισαγωγές από τη Μαλαισία πραγματοποιήθηκαν επίσης σε μικρότερες ποσότητες και σε υψηλότερη μέση τιμή (κατά την ΠΕ, 1 456 τόνοι με τιμή 2,70 EUR/kg) σε σχέση με τις εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Επιπλέον, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη Μαλαισία μειώθηκε κατά 5 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επομένως, παρότι οι εισαγωγές από τη Μαλαισία μπορεί να άσκησαν αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις αυτές δεν ήταν ικανές να εξουδετερώσουν τις ζημιογόνες επιπτώσεις που προκάλεσαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

(159)

Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από χώρες άλλες από τις ενδιαφερόμενες χώρες δε διέσπασαν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.2.   Εξέλιξη της κατανάλωσης στην κοινοτική αγορά

(160)

Η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 24 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επομένως, η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δε μπορεί να αποδοθεί σε συμπίεση της ζήτησης στην αγορά της Κοινότητας.

3.3.   Ανταγωνιστικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(161)

Ο κοινοτικός κλάδος είναι σημαντικός ανταγωνιστής όσον αφορά το ομοειδές προϊόν, όπως αποδεικνύει το μερίδιο αγοράς του, και πραγματοποιούσε ανέκαθεν επενδύσεις με σκοπό να διατηρήσει επίπεδο παραγωγής ανάλογο προς την πλέον πρόσφατη τεχνολογία. Πράγματι, η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο βελτιώθηκε κατά 22 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς των τεσσάρων εξαγωγέων, η βελτίωση αυτή της παραγωγικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η οποία συνέπεσε με τις επενδύσεις του, φανερώνει ότι η σημαντική ζημία που υπέστη δε μπορεί να εξηγηθεί από την επενδυτική πολιτική του. Αντίθετα μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη η βελτίωση της παραγωγικότητάς του, οι επενδύσεις συνέβαλαν μάλλον στον περιορισμό της ζημίας. Συνεπώς, δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η έλλειψη ανταγωνιστικότητας θα μπορούσε να είχε εξαλείψει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος.

4.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

(162)

Συνολικά, συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι, εξεταζόμενες στο σύνολό τους, οι εισαγωγές από τις πέντε ενδιαφερόμενες χώρες προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Δε διαπιστώθηκε άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να είχε διασπάσει την αιτιώδη αυτή συνάφεια.

Z.   ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1.   Εισαγωγή

(163)

Εξετάστηκε εάν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επιβολή προσωρινών μέτρων αντίκειται προς το συμφέρον της Κοινότητας στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση. Προς το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκαν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των μέτρων για όλα τα μέρη που αφορά η έρευνα. Για να εκτιμηθεί κατά πόσον η επιβολή μέτρων ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας, απεστάλη ερωτηματολόγιο στους χρήστες και στους εισαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος, καθώς και στους ανάντη προμηθευτές πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εν λόγω προϊόντος.

2.   Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(164)

Η έρευνα κατέδειξε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι βιώσιμος και ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό υπό θεμιτές συνθήκες της αγοράς. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής διαθέτει σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα για την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος. Θα είχε δε κάθε συμφέρον να χρησιμοποιήσει την πλεονάζουσα αυτή ικανότητα για να αυξήσει τις πωλήσεις και το μερίδιο αγοράς του, να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης και, χάρη σε μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας, να επιτύχει σε τελική ανάλυση ικανοποιητική αποδοτικότητα μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, οι βελτιώσεις αυτές παρεμποδίζονται, ιδίως από τη σταθερή πίεση επί των τιμών που ασκούν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά. Η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να αμβλύνει τις επιπτώσεις της αθέμιτης αυτής πίεσης επί των τιμών.

(165)

Εκτιμάται ότι, αν δε ληφθούν μέτρα για την επανόρθωση των αρνητικών επιπτώσεων των εισαγωγών με ντάμπινγκ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα εξακολουθήσει να βρίσκεται αντιμέτωπος με πωλήσεις χαμηλότερες των κοινοτικών και, συνεπώς, με ύφεση των τιμών και με τις επακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις της ύφεσης αυτής, ιδίως όσον αφορά το μερίδιο αγοράς του και τον όγκο των πωλήσεών του. Σε τελική ανάλυση, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και τη βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων είναι προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.   Συμφέρον των εισαγωγέων-διανομέων

(166)

Οι εισαγωγείς-διανομείς είναι στην πράξη οι μοναδικοί μεσάζοντες μεταξύ των παραγωγών (εντός και εκτός της Κοινότητας) και των χρηστών ΣΑΧ. Η διαπραγματευτική ικανότητά τους και η ικανότητά τους να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες ΣΑΧ έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί των τιμών των ΣΑΧ.

(167)

Τέσσερις από τους εισαγωγείς-διανομείς της δειγματοληψίας απάντησαν στο ερωτηματολόγιο. Ωστόσο, οι απαντήσεις δύο μόνο εισαγωγέων ήταν πλήρεις. Οι δύο αυτοί εισαγωγείς αντιπροσώπευαν το 14 % περίπου των κοινοτικών εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ΠΕ. Επιπλέον, μια γερμανική ένωση εισαγωγέων-διανομέων διατύπωσε παρατηρήσεις και έγινε δεκτή σε κοινή ακρόαση με τους εισαγωγείς-διανομείς.

(168)

Οι εισαγωγείς-διανομείς στην Κοινότητα τάσσονται κατά της επιβολής μέτρων. Οι συνεργασθέντες εισαγωγείς και η ένωσή τους υποστήριξαν ότι, με την επιβολή των μέτρων, οι τιμές θα αυξηθούν για τους χρήστες, ακόμη και αν, πάντα κατά τους ισχυρισμούς, το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν που παράγει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν είναι πάντα συγκρίσιμα. Επιπλέον, πρόσθεσαν ότι τα μέτρα αυτά θα ήταν εις βάρος των εμπορικών δραστηριοτήτων τους και της απασχόλησης.

(169)

Ωστόσο, βάσει των πληροφοριών που ελήφθησαν, φαίνεται ότι οι εισαγωγείς-διανομείς αγοράζουν το υπό εξέταση προϊόν από διάφορες πηγές, εντός και εκτός της Κοινότητας, καθώς και από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς τον τύπο του προϊόντος μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων από τις ενδιαφερόμενες χώρες και του ομοειδούς προϊόντος που προέρχεται από οποιαδήποτε άλλη πηγή, θεωρείται προσωρινά, ιδίως λόγω του σημαντικού αριθμού των πιθανών προμηθευτών, ότι οι κοινοτικοί εισαγωγείς-διανομείς δε θα έχουν καμία δυσκολία να εφοδιαστούν το υπό εξέταση προϊόν σε περίπτωση επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, οι εισαγωγείς δεν τεκμηρίωσαν τον ισχυρισμό τους σύμφωνα με τον οποίο η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι εισαγωγικές δραστηριότητες απαιτούν ελάχιστο εργατικό δυναμικό. Όσον αφορά την αύξηση των τιμών που ενδέχεται να προκύψει από την προσωρινή επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ, σημειώνεται ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ίσχυαν από το 1997 έως το 2003 δεν έθεσαν σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση των εισαγωγέων-διανομέων. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, κατά την υπό εξέταση περίοδο, τα περιθώρια κέρδους που εξασφάλισαν οι εισαγωγείς ήταν σαφώς μεγαλύτερα από τα κέρδη του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια ενδεχόμενη αύξηση των τιμών λόγω της επιβολής των μέτρων δεν θα πρέπει να έχει αυτόματα αντίκτυπο στους χρήστες.

(170)

Παρότι οι εισαγωγείς-διανομείς δεν είναι υπέρ των μέτρων, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντλήσουν από τη μη επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ αντισταθμίζεται από το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής να επανορθωθούν οι αθέμιτες και ζημιογόνες εμπορικές πρακτικές των ενδιαφερόμενων χωρών.

4.   Συμφέρον των προμηθευτών ανάντη προϊόντων

(171)

Προκειμένου να εκτιμηθούν οι πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ στους προμηθευτές ανάντη προϊόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, απεστάλη ερωτηματολόγιο σε όλους τους γνωστούς προμηθευτές ανάντη προϊόντων. Συνολικά, απεστάλησαν εννέα ερωτηματολόγια και παρελήφθη μία απάντηση. Ο εν λόγω ανάντη προμηθευτής, ο οποίος είναι παραγωγός ανοξείδωτου χάλυβα, διάκειτο υπέρ της επιβολής των μέτρων. Παρότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πελάτες του, ο κλάδος αυτός συμβάλλει, ωστόσο, στην εξασφάλιση της απασχόλησης και της αποδοτικότητάς του. Σε περίπτωση που ο κοινοτικός κλάδος περιορίσει ή ακόμη διακόψει την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος, οι προμηθευτές ανάντη προϊόντων θα πρέπει να παραιτηθούν από ένα μέρος των δραστηριοτήτων τους.

(172)

Συνεπώς, ελλείψει οιασδήποτε άλλης πληροφορίας περί του αντιθέτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιβολή των μέτρων ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ανάντη προμηθευτών.

5.   Συμφέρον των χρηστών και των καταναλωτών

(173)

Ουδεμία ένωση καταναλωτών αναγγέλθηκε ούτε προσκόμισε στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Επομένως, και δεδομένου ότι οι ΣΑΧ χρησιμοποιούνται κυρίως για τη συναρμολόγηση άλλων κατάντη προϊόντων, η ανάλυση περιορίστηκε στις επιπτώσεις που ενέχουν τα μέτρα για τους χρήστες. Οι ΣΑΧ χρησιμοποιούνται σε ευρύτατο φάσμα τομέων, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία, τη ναυπηγική, τις κατασκευές, το χημικό, φαρμακευτικό και ιατρικό τομέα, καθώς και τον τομέα των ειδών διατροφής. Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγιο σε δώδεκα γνωστούς κοινοτικούς χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος. Μεταξύ διαφόρων άλλων στοιχείων, τους ζήτησε να της γνωστοποιήσουν αν η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ θα ήταν προς όφελος της Κοινότητας και με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να μέτρα αυτά να επηρεάσουν τις δραστηριότητές τους. Έλαβε μία μόνον απάντηση στο ερωτηματολόγιο από έναν παραγωγό τροχαίου υλικού. Ο εν λόγω παραγωγός υποστήριξε ότι το υπό εξέταση προϊόν αντιπροσωπεύει λιγότερο από 1 % του συνολικού κόστους παραγωγής των τελικών προϊόντων του.

(174)

Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι χρήστες μπορούν να εφοδιαστούν το υπό εξέταση προϊόν όχι μόνο από τις ενδιαφερόμενες χώρες αλλά και από άλλες πηγές εφοδιασμού, και ότι οι επιπτώσεις των ΣΑΧ στο κόστος των κατάντη προϊόντων είναι οριακές, δε διαπιστώνεται αντίθετο, εξίσου σημαντικό, συμφέρον των χρηστών.

6.   Συμπέρασμα

(175)

Αφού εξετάστηκαν τα διάφορα συμφέροντα που διακυβεύονται, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα, από την άποψη του γενικού συμφέροντος της Κοινότητας, ότι κανένα συμφέρον δεν είναι υπεράνω του συμφέροντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής να επιβληθούν μέτρα με σκοπό την εξάλειψη των στρεβλωτικών για το εμπόριο επιπτώσεων που προκύπτουν από τις εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ.

H.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(176)

Βάσει των συμπερασμάτων που συνήχθησαν για την πρακτική ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, κρίνεται σκόπιμο να επιβληθούν προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Για να καθοριστεί το επίπεδο των μέτρων αυτών, ελήφθησαν υπόψη τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας και το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για να εξαλειφθεί η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(177)

Η απαραίτητη αύξηση των τιμών για την εξάλειψη της ζημίας καθορίστηκε ανά εταιρεία με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος και της μη ζημιογόνου τιμής του ομοειδούς προϊόντος που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά. Η διαφορά της τιμής εκφράστηκε ως ποσοστό της τιμής cif κατά την εισαγωγή.

(178)

Η μη ζημιογόνος τιμή υπολογίστηκε βάσει του σταθμισμένου κόστους παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, προσαυξημένου με περιθώριο κέρδους 5 %. Το τελευταίο θεωρείται προσωρινά ως το περιθώριο κέρδους που θα μπορούσε να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ. Το περιθώριο αυτό ισοδυναμεί με το περιθώριο κέρδους που μπορεί να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για ομοειδείς ομάδες προϊόντων που δεν υπόκεινται σε αθέμιτο ανταγωνισμό, και συγκεκριμένα των ΣΑΧ που δεν υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ του πεδίου κάλυψης του προϊόντος της παρούσας έρευνας.

2.   Επίπεδο του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ

(179)

Βάσει των ανωτέρω, θεωρείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, πρέπει να επιβληθεί προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των ενδιαφερόμενων χωρών. Ο δασμός αυτός θα πρέπει να επιβληθεί στο επίπεδο των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν ή στο επίπεδο εξάλειψης της ζημίας, αν το επίπεδο αυτό είναι χαμηλότερο (άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού).

(180)

Όσον αφορά το επίπεδο της ζημίας, διαπιστώθηκε, για δύο συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς (έναν στην Ταϊβάν και έναν στη ΛΔΚ), ότι το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ. Στις περιπτώσεις αυτές, το επίπεδο του δασμού δε θα πρέπει να υπερβαίνει το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο δασμός θα πρέπει να καθοριστεί στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε. Το ύψος του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ για τις ενδιαφερόμενες χώρες καθορίζεται επομένως ως εξής:

Χώρα

Παραγωγός-εξαγωγέας

Δασμολογικός συντελεστής αντιντάμπινγκ

Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

Tengzhou Tengda Stainless Steel Product Co., Ltd, Tengzhou City

11,4 %

Tong Ming Enterprise (Jiaxing) Co. Ltd, Zhejiang

12,2 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

27,4 %

Ινδονησία

PT. Shye Chang Batam Indonesia, Batam

9,8 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

24,6 %

Ταϊβάν

Arrow Fasteners Co. Ltd, Taipei

15,2 %

Jin Shing Stainless Ind. Co. Ltd, Tao Yuan

8,8 %

Min Hwei Enterprise Co. Ltd, Pingtung

16,1 %

Tong Hwei Enterprise, Co. Ltd, Kaohsiung

16,1 %

Yi Tai Shen Co. Ltd, Tainan

11,4 %

Συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα

15,8 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

23,6 %

Ταϊλάνδη

A.B.P. Stainless Fasteners Co. Ltd, Ayutthaya

15,9 %

Bunyat Industries 1998 Co. Ltd, Samutsakorn

10,8 %

Dura Fasteners Company Ltd, Samutprakarn

14,6 %

Siam Screws (1994) Co. Ltd, Samutsakorn

11,0 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

15,9 %

Βιετνάμ

Όλες οι εταιρείες

7,7 %

(181)

Οι μεμονωμένοι δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν με βάση τα πορίσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, οι δασμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντιδιαστολή προς τους δασμούς σε επίπεδο χώρας, που ισχύουν για «όλες τις άλλες εταιρείες») εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών, τα οποία έχουν παραχθεί από τις εταιρείες, και, επομένως, από τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες που έχουν αναφερθεί. Τα εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από όλες τις άλλες εταιρείες, των οποίων η επωνυμία δεν αναφέρεται ρητά στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που συνδέονται με τις ειδικά αναφερόμενες εταιρείες, δε μπορούν να υποβληθούν σε αυτούς τους δασμολογικούς συντελεστές και υπόκεινται στο δασμό που εφαρμόζεται για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(182)

Οποιοδήποτε αίτημα για την εφαρμογή των εν λόγω δασμών αντιντάμπινγκ σε μεμονωμένες εταιρείες (π.χ. μετά από αλλαγή της επωνυμίας της οντότητας ή μετά τη δημιουργία νέων οντοτήτων παραγωγής ή πώλησης) θα πρέπει να υποβάλλεται στην Επιτροπή (5) μαζί με όλες τις σχετικές πληροφορίες, και ιδίως οποιαδήποτε μεταβολή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που συνδέεται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις, όπως για παράδειγμα την αλλαγή της επωνυμίας ή τη δημιουργία των εν λόγω νέων οντοτήτων παραγωγής και πώλησης. Η Επιτροπή, εάν το κρίνει σκόπιμο, και μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, τροποποιεί ανάλογα τον κανονισμό αναπροσαρμόζοντας τον κατάλογο των εταιρειών στις οποίες εφαρμόζεται ατομικός δασμός.

Θ.   ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

(183)

Για λόγους χρηστής διαχείρισης, πρέπει να ταχθεί προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι τα συμπεράσματα τα σχετικά με την επιβολή των δασμών που έχουν συναχθεί για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού είναι προσωρινά και μπορούν να επανεξεταστούν για την επιβολή οριστικού δασμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων και μερών αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 7318 12 10, 7318 14 10, 7318 15 30, 7318 15 51, 7318 15 61, και 7318 15 70, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ινδονησίας, Ταϊβάν, Ταϊλάνδης και Βιετνάμ.

2.   Ο συντελεστής του προσωρινού δασμού που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από την επιβολή δασμού, για τα προϊόντα που παράγονται από ταϊβανούς παραγωγούς-εξαγωγείς που παρατίθενται στο παράρτημα, καθορίζεται σε 15,8 % (πρόσθετος κωδικός Taric A649).

3.   Ο συντελεστής του προσωρινού δασμού που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή cif, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, για τα προϊόντα που παράγονται από τις εταιρείες που απαριθμούνται κατωτέρω, καθορίζεται ως εξής:

Χώρα

Παραγωγός-εξαγωγέας

Συντελεστής δασμού αντιντάμπινγκ (σε %)

Πρόσθετος κωδικός Taric

Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

Tengzhou Tengda Stainless Steel Product Co. Ltd, Tengzhou City

11,4

A650

Tong Ming Enterprise (Jiaxing) Co. Ltd, Zhejiang

12,2

A651

Όλες οι άλλες εταιρείες

27,4

A999

Ινδονησία

PT. Shye Chang Batam Indonesia, Batam

9,8

A652

Όλες οι άλλες εταιρείες

24,6

A999

Ταϊβάν

Arrow Fasteners Co. Ltd, Taipei

15,2

A653

Jin Shing Stainless Ind. Co. Ltd, Tao Yuan

8,8

A654

Min Hwei Enterprise Co. Ltd, Pingtung

16,1

A655

Tong Hwei Enterprise, Co. Ltd, Kaohsiung

16,1

A656

Yi Tai Shen Co. Ltd, Tainan

11,4

A657

Όλες οι εταιρείες πλην των ανωτέρω και εκείνες που παρατίθενται στο παράρτημα

23,6

A999

Ταϊλάνδη

A.B.P. Stainless Fasteners Co. Ltd, Ayutthaya

15,9

A658

Bunyat Industries 1998 Co. Ltd, Samutsakorn

10,8

A659

Dura Fasteners Company Ltd, Samutprakarn

14,6

A660

Siam Screws (1994) Co. Ltd, Samutsakorn

11,0

A661

Όλες οι άλλες εταιρείες

15,9

A999

Βιετνάμ

Όλες οι εταιρείες

7,7

4.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπόκειται στην καταβολή εγγύησης που ισοδυναμεί με το ποσό του προσωρινού δασμού.

5.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων, βάσει των οποίων θεσπίστηκε ο παρών κανονισμός, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού ισχύει για περίοδο έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

Peter MANDELSON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ C 212 της 24.8.2004, σ. 2.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 393/98 (ΕΕ L 50 της 20.2.1998, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 243 της 5.9.1997, σ. 17, αιτιολογική σκέψη 69.

(5)

European Commission

Directorate General for Trade

Directorate B

J-79 5/17

Rue de la Loi/Wetstraat 200

B-1049 Brussels.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(πρόσθετος κωδικός Taric A649)

A-STAINLESS INTERNATIONAL CO LTD, Taipei

BOLTUN CORPORATION, Tainan

CHAEN WEI CORPORATION, Taipei

CHIAN SHYANG ENT CO LTD, Chung-Li City

CHONG CHENG FASTENER CORP., Tainan

DIING SEN FASTENERS & INDUSTRIAL CO LTD, Taipei

DRAGON IRON FACTORY CO LTD, Kaohsiung

EXTEND FORMING INDUSTRIAL CORP. LTD, Lu Chu

FORTUNE BRIGHT INDUSTRIAL CO LTD, Lung Tan Hsiang

FWU KUANG ENTERPRISES CO LTD, Tainan

HSIN YU SCREW ENTERPRISE CO LTD, Taipin City

HU PAO INDUSTRIES CO LTD, Tainan

J C GRAND CORPORATION, Taipei

JAU YEOU INDUSTRY CO LTD, Kangshan

JOHN CHEN SCREW IND CO LTD, Taipei

KUOLIEN SCREW INDUSTRIAL CO LTD, Kwanmiao

KWANTEX RESEARCH INC, Taipei

LIH LIN ENTERPRISES & INDUSTRIAL CO LTD, Taipei

LIH TA SCREW CO LTD, Kweishan

LU CHU SHIN YEE WORKS CO LTD, Kaohsiung

M & W FASTENER CO LTD, Kaoshsiung

MULTI-TEK FASTENERS & PARTS MANIFACTURER CORP., Tainan

NATIONAL AEROSPACE FASTENERS CORP., Ping Jen City

QST INTERNATIONAL CORP., Tainan

SEN CHANG INDUSTRIAL CO LTD, Ta-Yuan

SPEC PRODUCTS CORP., Tainan

SUMEEKO INDUSTRIES CO LTD, Kaoshiung

TAIWAN SHAN YIN INTERNATIONAL CO LTD, Kaohsiung

VIM INTERNATIONAL ENTERPRISE CO LTD, Taichung

YEA-JANN INDUSTRIAL CO LTD, Kaohsiung

ZONBIX ENTERPRISE CO LTD, Kaohsiung

ZYH YIN ENTERPRISE CO LTD, Kaohsiung


21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/51


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 772/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2005

σχετικά με τις προδιαγραφές κάλυψης των χαρακτηριστικών και με τον καθορισμό του τεχνικού μορφοτύπου για την παραγωγή ετήσιων κοινοτικών στατιστικών χάλυβα για τα έτη αναφοράς 2003-2009

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 48/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2003, για την παραγωγή ετήσιων κοινοτικών στατιστικών για τη βιομηχανία χάλυβος για τα έτη αναφοράς 2003-2009 (1), και ιδίως το άρθρο 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 48/2004 θέσπισε ένα κοινό πλαίσιο για την παραγωγή ετήσιων κοινοτικών στατιστικών χάλυβα για τα έτη αναφοράς 2003-2009.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 48/2004, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν μέτρα εφαρμογής για να προσδιοριστεί η κάλυψη των χαρακτηριστικών που απαιτούνται.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρου 7 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 48/2004, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν μέτρα εφαρμογής για να προσδιοριστούν τα τεχνικά μορφότυπα διαβίβασης των ετήσιων κοινοτικών στατιστικών χάλυβα.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Οι προδιαγραφές κάλυψης των χαρακτηριστικών περιγράφονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

2.   Σε αυτές τις προδιαγραφές οι αναφορές σε λογαριασμούς επιχειρήσεων χρησιμοποιούν τους τίτλους που ορίζονται, όσον αφορά την εμφάνιση του ισολογισμού, στο άρθρο 9 και, όσον αφορά την εμφάνιση των αποτελεσμάτων χρήσεως, στο άρθρο 23 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2).

Άρθρο 2

Το τεχνικό μορφότυπο που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 48/2004 περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις παρούσες προδιαγραφές και το παρόν τεχνικό μορφότυπο για το έτος αναφοράς 2003 και τα επόμενα έτη.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 7 της 13.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΑΛΥΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ

1.   ΕΤΗΣΙΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΧΑΛΥΒΑ ΚΑΙ ΧΥΤΟΣΙΔΗΡΟΥ

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Τα κράτη μέλη αναμένεται να συλλέξουν αυτές τις πληροφορίες από όλες τις εγκαταστάσεις που παράγουν σίδηρο, χάλυβα ή προϊόντα, όπως προσδιορίζονται στην ομάδα 27.1 της NACE. Αναθ. 1.1 και οι οποίες καταναλώνουν ή/και παράγουν απορρίμματα. Για το πρώτο έτος αναφοράς 2003, η Επιτροπή δέχεται ότι ο πληθυσμός που καλύπτεται αναφέρεται στην ομάδα 27.1 της NACE Αναθ. 1. Πρέπει να συμπληρωθεί χωριστό ερωτηματολόγιο για κάθε εργοστάσιο, ακόμη και αν διάφορα εργοστάσια ανήκουν στην ίδια επιχείρηση. Στις περιπτώσεις που το εργοστάσιο περιλαμβάνει τοπικά ενσωματωμένο χυτήριο, αυτό πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του εργοστασίου. Τοπικά ενσωματωμένα εργοστάσια είναι εκείνα που βρίσκονται κάτω από την ίδια διοίκηση και στον ίδιο τόπο. Το ερωτηματολόγιο απευθύνεται και στα ελασματουργεία τα οποία επανελασματοποιούν απευθείας χρησιμοποιημένα προϊόντα που συνήθως δε θεωρούνται απορρίμματα. Όλα τα χαλυβουργεία που δε διαθέτουν δικούς τους πόρους και, συνεπώς, αγοράζουν παλιοσίδερα από άλλες επιχειρήσεις πρέπει να συμπληρώνουν το ερωτηματολόγιο αυτό με τον ίδιο τρόπο όπως οι παραγωγοί. Επειδή δεν κατατάσσονται στην ομάδα 27.1 της NACE Αναθ. 1.1, τα χυτήρια σιδήρου, είτε είναι τοπικά ενσωματωμένα είτε δεν είναι, καθώς και τα μη ενσωματωμένα χυτήρια χάλυβα εξαιρούνται.

Ως απορρίμματα θεωρούνται:

όλα τα απορρίμματα χυτοσιδήρου ή χάλυβα που προκύπτουν κατά την παραγωγή και κατεργασία του χυτοσιδήρου ή του χάλυβα και όσα ανακτώνται από παλιά αντικείμενα από χυτοσίδηρο ή χάλυβα και είναι κατάλληλα για ανάτηξη (περιλαμβανομένων των απορριμμάτων που αγοράζονται· αλλά εξαιρουμένων των χυτών που έχουν καεί κατά την πύρωση ή των χυτών που έχουν προσβληθεί από οξέα),

οι οχετοί ροής και άλλα απορρίμματα κατά τη χύτευση του χάλυβα (κανονική χύτευση ή μέσα σε φρέαρ), περιλαμβανομένων των χοανών χύτευσης, των απορριμμάτων από τους αγωγούς σύνδεσης κατά τη χύτευση μέσα σε φρέαρ κ.λπ., καθώς και τα ελαττωματικά πλινθώματα που δεν περιλαμβάνονται στην παραγωγή,

οι πέτσες από τους κάδους (εκτός από τις πέτσες κατά τη χύτευση σε τύπους από άμμο).

Όμως, τα σιδηρούχα απορρίμματα που περιέχουν μη μεταλλικές ακαθαρσίες σε σημαντικό ποσοστό και τα οποία προκύπτουν κατά την τήξη ή κατά τη θερμική ή τη μηχανική κατεργασία δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στα παλιοσίδερα, παραδείγματος χάριν:

οχετοί απομετάλλωσης υψικαμίνων,

διάφορες πέτσες, πιτσιλίσματα και άλλα απορρίμματα από τη χύτευση του σιδήρου, απορρίμματα από τα πεδία απόχυσης χυτοσιδήρου,

σκουριές χαλυβουργείου,

σκουριές από καμίνους αναθέρμανσης και σκουριές που προκύπτουν κατά την έλαση και τη σφυρηλασία,

πιτσιλίσματα από μεταλλάκτες,

πέτσες από καπνοδόχους και χείλη, πέτσες από κάδους και υπολείμματα χύτευσης που προκύπτουν κατά τη χύτευση σε τύπους από άμμο.

Προδιαγραφές

Κωδικός:

1010

Τίτλος: Αποθέματα κατά την πρώτη ημέρα του έτους

Σε αυτούς τους κωδικούς θα πρέπει να καταχωρίζονται τα αποθέματα όλου του εργοστασίου, περιλαμβανομένων των τοπικά ενσωματωμένων δραστηριοτήτων, (περιλαμβανομένων των χυτηρίων χάλυβα), εκτός από τα αποθέματα που διατηρούν τα χυτήρια σιδήρου.

Κωδικός:

1020

Τίτλος: Δημιουργούμενα μέσα στο εργοστάσιο

Περιλαμβάνονται:

οχετοί ροής και άλλα απορρίμματα χύτευσης από τα χαλυβουργεία και τα ενσωματωμένα χυτήρια χάλυβα, όπως χοάνες και ψευδοκεφαλές από τη χύτευση χάλυβα. Περιλαμβάνονται τα ελαττωματικά πλινθώματα που δεν υπολογίζονται στην παραγωγή,

νέα απορρίμματα είναι εκείνα που προκύπτουν κατά την παραγωγή ημικατεργασμένων προϊόντων και προϊόντων έλασης και σφυρηλασίας, καθώς και τα απορρίμματα πλινθωμάτων και τα ελαττωματικά πλινθώματα και χυτά από χάλυβα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως ελαττωματικά αφού έχουν απομακρυνθεί από το χαλυβουργείο ή το χυτήριο (δηλαδή αφού έχουν υπολογιστεί στην παραγωγή του ακατέργαστου χάλυβα ή του χυτοχάλυβα). Περιλαμβάνονται τα απορρίμματα από τοπικά ενσωματωμένα χυτήρια χάλυβα, μονάδες σφυρηλασίας, σωληνουργεία και συρματουργεία, καθώς και εγκαταστάσεις ψυχρής έλασης, εργοστάσια μεταλλικών κατασκευών και άλλες μονάδες κατεργασίας χάλυβα, εξαιρουμένων των χυτηρίων σιδήρου (βλέπε γενική σημείωση 1 παραπάνω). Τα απορρίμματα ελασματουργείων που προορίζονται για επανέλαση στο ελασματουργείο της εταιρείας δε θεωρούνται νέα απορρίμματα,

ανακτημένα απορρίμματα είναι ο χάλυβας και ο χυτοσίδηρος που ανακτά το εργοστάσιο από την επισκευή, διάλυση και κατεδάφιση παλιών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και συσκευών του, όπως, για παράδειγμα, παλιών τύπων για πλινθώματα.

Κωδικός:

1030

Τίτλος: Παραλαβές (1031 + 1032 + 1033)

Απορρίμματα που παραλαμβάνονται μέσω εμπόρου ο οποίος ενεργεί ως μεσάζων καταχωρίζονται αναλόγως στις πηγές που δίνονται ως κωδικοί 1031, 1032 και 1033.

Τα παλιοσίδερα που προέρχονται από διαλυτήρια πλοίων στην Κοινότητα θα πρέπει να θεωρούνται εγχώρια ή κοινοτικά παλιοσίδερα.

Κωδικός:

1031

Τίτλος: Παραλαβές από εγχώριες πηγές

Περιλαμβάνονται οι παραλαβές παλιοσίδερων από άλλα εργοστάσια ή μονάδες της ίδιας εταιρείας στην ίδια χώρα, περιλαμβανομένων των υψικαμίνων, των χαλυβουργείων, των ελασματουργείων, των χυτηρίων σιδήρου (συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων χυτηρίων σιδήρου). Θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι παραλαβές παλιοσίδερων από άλλες χαλυβουργικές επιχειρήσεις και από μονάδες που δεν παράγουν ή χρησιμοποιούν χάλυβα, π.χ. ορυχεία.

Περιλαμβάνονται επίσης οι παραλαβές παλιοσίδερων από την εγχώρια αγορά, που ελήφθησαν απευθείας από μη χαλυβουργικές εταιρείες, π.χ. χυτήρια σιδήρου και χάλυβα, σωληνουργεία, μονάδες σφυρηλασίας, οικοδομικές επιχειρήσεις, εξορυκτικές βιομηχανίες, ναυπηγεία, σιδηροδρομικές εταιρείες, βιομηχανίες μεταλλικών και κάθε είδους κατασκευών κ.λπ.

Κωδικός:

1032

Τίτλος: Παραλαβές από κοινοτικές χώρες

Εδώ περιλαμβάνονται οι παραλαβές παλιοσίδερων από άλλες χώρες της Κοινότητας.

Κωδικός:

1033

Τίτλος: Παραλαβές από τρίτες χώρες

Εδώ περιλαμβάνονται οι παραλαβές παλιοσίδερων από χώρες εκτός ΕΕ (ή τρίτες χώρες).

Κωδικός:

1040

Τίτλος: Διαθέσιμο σύνολο (1010 + 1020 + 1030)

Σύνολο αποθεμάτων κατά την πρώτη ημέρα του έτους, δημιουργούμενων μέσα στο εργοστάσιο και παραλαβών.

Κωδικός:

1050

Τίτλος: Συνολική κατανάλωση …

Η συνολική κατανάλωση εμφανίζει τη συνολική ποσότητα απορριμμάτων (παλιοσίδερων) που καταναλώνονται για την παραγωγή χυτοσιδήρου στις υψικαμίνους, στις ηλεκτρικές καμίνους, καθώς και στις εγκαταστάσεις συσσωμάτωσης, όπως επίσης τη συνολική κατανάλωση παλιοσίδερων που χρησιμοποιούνται για τη συνολική παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα, περιλαμβανομένης της παραγωγής ειδικού χυτοσιδήρου με εξανθράκωση του χάλυβα και της παραγωγής τοπικά ενσωματωμένων χυτηρίων χάλυβα.

Κωδικός:

1051

Τίτλος: … από την οποία, σε ηλεκτρικές καμίνους

Κατανάλωση παλιοσίδερων για την παραγωγή χάλυβα σε ηλεκτρικές καμίνους.

Κωδικός:

1052

Τίτλος: … από την οποία, ανοξείδωτα σιδηρικά

Κατανάλωση ανοξείδωτων παλιοσίδερων, που περιέχουν χρώμιο σε ποσοστό 10,5 % και άνω και άνθρακα σε ποσοστό κάτω του 1,2 %, είτε έχουν είτε δεν έχουν άλλα στοιχεία προσθηκών.

Κωδικός:

1060

Τίτλος: Παραδόσεις

Αναφέρονται όλες οι παραδόσεις απορριμμάτων (παλιοσίδερων), περιλαμβανομένων των παραδόσεων σε όλα τα χυτήρια, ακόμη και σε εκείνα που είναι τοπικά ενσωματωμένα.

Κωδικός:

1070

Τίτλος: Αποθέματα την τελευταία ημέρα του έτους (1040 – 1050 – 1060)

Σε αυτούς τους κωδικούς θα πρέπει να καταχωρίζονται τα αποθέματα όλου του εργοστασίου, περιλαμβανομένων των τοπικά ενσωματωμένων δραστηριοτήτων, (περιλαμβανομένων των χυτηρίων χάλυβα), εκτός από τα αποθέματα που διατηρούν τα χυτήρια σιδήρου.

2.   ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΧΑΛΥΒΑ

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις για τα είδη μονάδων παραγωγής

Οι μονάδες προετοιμασίας φορτίου περιλαμβάνουν τις μονάδες προετοιμασίας φορτίου και τις μονάδες συσσωμάτωσης.

Όσον αφορά τις υψικαμίνους και τις ηλεκτρικές καμίνους παραγωγής χυτοσιδήρου, μόνον η κατανάλωση καυσίμων που εισάγονται ή χρησιμοποιούνται απευθείας στις καμίνους ως υποκατάστατο του κοκ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, δηλαδή εξαιρείται η κατανάλωση σε κλιβάνους, ανεμιστήρες και άλλο βοηθητικό εξοπλισμό των υψικαμίνων (θα πρέπει να αναφέρεται στις «άλλες μονάδες»).

Οι εγκαταστάσεις τήξης περιλαμβάνουν τις εγκαταστάσεις τήξης και συνεχούς χύτευσης των χαλυβουργείων.

Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνουν την κατανάλωση καυσίμων και ενέργειας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή όλης της ηλεκτρικής ενέργειας στο εργοστάσιο ή στους κοινούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής διάφορων χαλυβουργείων. Βλέπε επίσης γενική σημείωση 2.

Τα κράτη μέλη αναμένεται να συλλέγουν αυτές τις πληροφορίες από όλα τα εργοστάσια παραγωγής σιδήρου και χάλυβα, όπως προσδιορίζονται στην ομάδα 27.1 της NACE. Αναθ. 1.1, περιλαμβανομένων των μονάδων επανέλασης και των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χαλυβουργίας, που χρησιμοποιούνται από κοινού από διάφορα εργοστάσια και επιχειρήσεις. Οι εν λόγω σταθμοί παραγωγής ενέργειας θα πρέπει να θεωρούνται χαλυβουργεία που εμπίπτουν στην ομάδα 27.1 της NACE Αναθ. 1.1 για σκοπούς κατάρτισης αυτών των στατιστικών.

Κοινοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χαλυβουργίας

Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούνται από κοινού από διάφορα εργοστάσια ή επιχειρήσεις παραγωγής χάλυβα θα πρέπει να περιληφθούν ως μια ενότητα.

Οι κοινοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας της χαλυβουργίας θα πρέπει να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο απευθείας. Τα εργοστάσια που χρησιμοποιούν την ενέργεια που παράγουν οι εν λόγω σταθμοί δε θα πρέπει να περιλάβουν τα στοιχεία αυτά στις επιμέρους απαντήσεις τους, για να αποφευχθεί η διπλή καταμέτρηση.

Τα χαλυβουργεία θα πρέπει, ωστόσο, να εμφανίσουν στους πόρους τους το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παραλαμβάνουν από κοινούς σταθμούς παραγωγής (κωδικός 3102) με τις παραλαβές τους από το εξωτερικό.

Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που είναι συνδεδεμένοι με άλλες βιομηχανίες, π.χ. με ανθρακωρυχεία, εξαιρούνται.

Εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ατμού

Τα μεικτά αυτά εργοστάσια θα πρέπει να θεωρούνται εν μέρει ως σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η κατανάλωση καυσίμων θα πρέπει να περιλαμβάνει μόνον τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή να μην περιλαμβάνει τις ποσότητες που αποδίδονται για την προμήθεια θερμότητας.

Κατανάλωση ενέργειας

Στο μέρος Α καταχωρίστε την κατανάλωση καυσίμων και ενέργειας στα χαλυβουργεία και στις βοηθητικές μονάδες τους με εξαίρεση τις μονάδες παραγωγής κοκ (υψικάμινοι, μονάδες συσσωμάτωσης, τοπικά ενσωματωμένα χυτήρια χάλυβα, ελασματουργεία κ.λπ.).

Να περιληφθεί όλη η κατανάλωση των βοηθητικών μονάδων (για παράδειγμα, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και ατμού), ακόμη και αν αυτές δε λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο για χαλυβουργεία.

Εξαιρούνται τα συνεργεία που είναι ενσωματωμένα στα εργοστάσια σιδήρου και χάλυβα και των οποίων οι δραστηριότητες δεν καλύπτονται από την ομάδα 27.1 της NACE Αναθ. 1.1.

Μέρος Α:   Ετήσιες στατιστικές για την κατανάλωση καυσίμων και ενέργειας ανά είδος μονάδας παραγωγής

Κωδικός:

2010

Τίτλος: Στερεά καύσιμα (2011 + 2012)

Τα στερεά καύσιμα πρέπει να δηλώνονται σύμφωνα με την κατάστασή τους κατά την παραλαβή.

Κωδικός:

2011

Τίτλος: Κοκ

Περιλαμβάνονται το κοκ, το ημικόκ, το κοκ πετρελαίου και το ψιλομερές κοκ.

Κωδικός:

2012

Τίτλος: Άλλα στερεά καύσιμα

Περιλαμβάνεται ο λιθάνθρακας και τα συσσωματώματα λιθάνθρακα, ο λιγνίτης και οι μπρικέτες.

Κωδικός:

2020

Τίτλος: Υγρά καύσιμα

Περιλαμβάνεται η κατανάλωση όλων των υγρών καυσίμων στα εργοστάσια σιδήρου και χάλυβα και στις βοηθητικές μονάδες τους, στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλά όχι στις καμίνους παραγωγής κοκ.

Κωδικός:

2030

Τίτλος: Αέριο (2031 + 2032 + 2033 + 2034)

Η κατανάλωση που δηλώνεται πρέπει να είναι η καθαρή κατανάλωση, χωρίς τις απώλειες και χωρίς το αποβαλλόμενο αέριο που καίγεται.

Η κατανάλωση αερίου καταγράφεται σε gigajoules (1 gigajoule = 109 joules = 1 gigacalorie/4,186) με βάση τη χαμηλότερη θερμική αξία για κάθε αέριο (για ξηρό αέριο στους 0° και 760 mm/Hg).

Κωδικός:

2040

Τίτλος: Παραδόσεις αερίου υψικαμίνου έξω από το εργοστάσιο

Περιλαμβάνονται οι συνολικές παραδόσεις αερίου υψικαμίνου έξω από το εργοστάσιο στο δημόσιο δίκτυο, σε ενσωματωμένες μονάδες παραγωγής κοκ, σε άλλα χαλυβουργεία και σε άλλους πελάτες.

Κωδικός:

2050

Τίτλος: Παραδόσεις αερίου μεταλλακτών έξω από το εργοστάσιο

Περιλαμβάνονται οι συνολικές παραδόσεις αερίου μεταλλακτών έξω από το εργοστάσιο στο δημόσιο δίκτυο, σε ενσωματωμένες μονάδες παραγωγής κοκ, σε άλλα χαλυβουργεία και σε άλλους πελάτες.

Μέρος Β:   Ετήσιες στατιστικές για το ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία χάλυβα

Προδιαγραφές

Κωδικός:

3100

Τίτλος: Πόροι (3101 + 3102)

Βλέπε προδιαγραφές για 3101 και 3102.

Κωδικός:

3101

Τίτλος: Ακαθάριστη παραγωγή

Η ακαθάριστη παραγωγή αντιστοιχεί στη συνολική κατανάλωση σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αναφέρεται στο μέρος Α για τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Κωδικός:

3102

Τίτλος: Παραλαβές από το εξωτερικό

Το «εξωτερικό» περιλαμβάνει τα δημόσια δίκτυα, άλλες χώρες, χαλυβουργεία (περιλαμβάνονται οι κοινοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας), καμίνους παραγωγής κοκ χαλυβουργείων, τοπικά ενσωματωμένες μονάδες κ.λπ.

Κωδικός:

3200

Τίτλος: Χρήση (3210 + 3220 + 3230)

Το σύνολο της γραμμής 3200 θα πρέπει να αντιστοιχεί στο σύνολο της γραμμής 3100.

Κωδικός:

3210

Τίτλος: Κατανάλωση ανά μονάδα (3211 + 3212 + 3213 + 3214 + 3215 + 3216 + 3217)

Περιλαμβάνεται η συνολική κατανάλωση ανά μονάδα των γραμμών (3211 + 3212 + 3213 + 3214 + 3215 + 3216 + 3217).

Κωδικός:

3217

Τίτλος: Άλλες μονάδες

Αναφέρεται σε άλλα είδη μονάδων παραγωγής, όπως προσδιορίζεται στο μέρος Α.

Κωδικός:

3220

Τίτλος: Παραδόσεις στο εξωτερικό

Βλέπε κωδικό 3102.

Κωδικός:

3230

Τίτλος: Απώλειες

Περιλαμβάνονται όλες οι απώλειες ηλεκτρικής ενέργειας.

3.   ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΙΔΗΡΟΥ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (ΔΑΠΑΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ)

Μέρος A:   Ετήσιες στατιστικές για τις δαπάνες

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Πρέπει να συμπληρωθεί χωριστό ερωτηματολόγιο για κάθε εργοστάσιο ακόμη και αν διάφορα εργοστάσια ανήκουν στην ίδια επιχείρηση.

Οι επενδυτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν τις επενδύσεις σε υλικά αγαθά κατά την περίοδο αναφοράς. Περιλαμβάνονται τα καινούργια και τα ήδη υπάρχοντα υλικά κεφαλαιουχικά αγαθά, είτε έχουν αγοραστεί από τρίτους είτε έχουν παραχθεί για ιδία χρήση (δηλαδή κεφαλαιοποιημένη παραγωγή υλικών κεφαλαιουχικών αγαθών) που έχουν ωφέλιμη ζωή μεγαλύτερη του έτους, συμπεριλαμβανομένων των μη παραχθέντων υλικών αγαθών, όπως τα γήπεδα-οικόπεδα. Το κατώτατο όριο της ωφέλιμης ζωής ενός αγαθού που μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί αυξάνεται σύμφωνα με τη λογιστική πρακτική της επιχείρησης, εφόσον η πρακτική αυτή απαιτεί μεγαλύτερο προσδόκιμο ωφέλιμης ζωής από το έτος που αναφέρεται παραπάνω.

Όλες οι επενδύσεις αποτιμούνται πριν από τις διορθώσεις αξιών (δηλαδή ακαθάριστες) και πριν από την αφαίρεση των εσόδων από εκχωρήσεις. Τα αγαθά που αγοράζονται αποτιμούνται στην τιμή αγοράς, δηλαδή περιλαμβάνονται τα έξοδα μεταφοράς και εγκατάστασης, τα τέλη, οι φόροι και άλλες δαπάνες μεταβίβασης κυριότητας. Τα υλικά αγαθά ιδίας παραγωγής αποτιμούνται στο κόστος παραγωγής. Τα αγαθά που αποκτήθηκαν λόγω αναδιαρθρώσεων (όπως είναι οι συγχωνεύσεις, οι εξαγορές, οι διαλύσεις, οι αποσχίσεις επιχειρήσεων) εξαιρούνται. Οι αγορές μικροεργαλείων που δεν κεφαλαιοποιούνται περιλαμβάνονται στις τρέχουσες δαπάνες.

Περιλαμβάνονται επίσης όλες οι προσθήκες, μετατροπές, βελτιώσεις και ανακαινίσεις που παρατείνουν τη διάρκεια ζωής ή αυξάνουν την παραγωγική ικανότητα των κεφαλαιουχικών αγαθών.

Οι τρέχουσες δαπάνες συντήρησης εξαιρούνται, όπως επίσης εξαιρούνται η αξία και οι τρέχουσες δαπάνες κεφαλαιουχικών αγαθών που χρησιμοποιούνται βάσει συμβάσεων μίσθωσης και χρηματοδοτικής μίσθωσης.

Όσον αφορά την εγγραφή επενδύσεων των οποίων η τιμολόγηση, η παράδοση, η πληρωμή και η πρώτη χρήση του αγαθού γίνονται σε διαφορετικές περιόδους αναφοράς, προτείνεται η ακόλουθη μέθοδος ως στόχος:

Οι επενδύσεις εγγράφονται όταν μεταβιβάζεται η κυριότητα στη μονάδα που σκοπεύει να τις χρησιμοποιήσει. Η κεφαλαιοποιημένη παραγωγή εγγράφεται όταν παράγεται. Όσον αφορά την εγγραφή επενδύσεων που πραγματοποιούνται σε ξεχωριστά, ευπροσδιόριστα στάδια, κάθε επιμέρους επένδυση θα πρέπει να εγγράφεται στην περίοδο αναφοράς στην οποία πραγματοποιείται.

Στην πράξη, αυτό μπορεί να μην είναι εφικτό και οι λογιστικές συμβάσεις των επιχειρήσεων μπορεί να συνεπάγονται τις ακόλουθες προσπάθειες προσέγγισης της μεθόδου αυτής:

οι επενδύσεις εγγράφονται στην περίοδο αναφοράς κατά την οποία παραδίδονται,

οι επενδύσεις εγγράφονται στην περίοδο αναφοράς κατά την οποία μπαίνουν στη διαδικασία παραγωγής,

οι επενδύσεις εγγράφονται στην περίοδο αναφοράς κατά την οποία τιμολογούνται,

οι επενδύσεις εγγράφονται στην περίοδο αναφοράς κατά την οποία πληρώνονται,

οι επενδύσεις δεν εγγράφονται στον ισολογισμό. Ωστόσο οι προσθήκες, οι εκχωρήσεις και οι μεταβιβάσεις όλων των πάγιων στοιχείων ενεργητικού καθώς και οι διορθώσεις αξιών των εν λόγω πάγιων στοιχείων ενεργητικού εμφανίζονται στον ισολογισμό ή στο προσάρτημα.

Τα υλικά αγαθά περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς εταιρειών στον τίτλο «Πάγια στοιχεία ενεργητικού — υλικά στοιχεία ενεργητικού».

Προδιαγραφές ανά είδος μονάδας παραγωγής

Κωδικός:

4010

Τίτλος: Μονάδες παραγωγής κοκ

Σε αυτές περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

Κάμινοι, περιλαμβανομένων των συστοιχιών καμίνων παραγωγής κοκ με βοηθητικό εξοπλισμό, όπως είναι ο εξοπλισμός φόρτωσης, ώθησης, σύνθλιψης κ.λπ., καθώς και τα αμαξίδια μεταφοράς κοκ και οι πύργοι ψύξης.

Βοηθητικές μονάδες.

Σημείωση: Σε κάθε τίτλο περιλαμβάνονται η μονάδα, τα κτίρια και ο βοηθητικός εξοπλισμός.

Κωδικός:

4020

Τίτλος: Μονάδες προετοιμασίας φορτίου

Περιλαμβάνονται οι μονάδες προετοιμασίας του σιδηρομεταλλεύματος και του φορτίου.

Κωδικός:

4030

Τίτλος: Μονάδες παραγωγής χυτοσιδήρου και σιδηροκραμάτων (περιλαμβάνονται οι υψικάμινοι)

Περιλαμβάνονται οι ηλεκτρικές κάμινοι χυτοσιδήρου, οι κάμινοι χαμηλού φρέατος και άλλες μονάδες προτήξης κ.λπ.

Κωδικός:

4040

Τίτλος: Εγκαταστάσεις τήξης χαλυβουργείων

Η διεργασία AOD (εξανθράκωση αργού-οξυγόνου), η επεξεργασία κενού και η επεξεργασία κάδου κλπ. θεωρούνται ως επεξεργασίες μετά την τελική διεργασία· η σχετική επενδυτική δαπάνη πρέπει να περιλαμβάνεται (όπως όλη η παραγωγή) στην κατηγορία που καλύπτει την κατάλληλη τελική διεργασία.

Όταν το εργοστάσιο περιλαμβάνει (ή πρόκειται να περιλάβει) εγκατάσταση τήξης χάλυβα και αναμικτήρα, η δαπάνη για τον αναμικτήρα θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην αντίστοιχη εγκατάσταση τήξης. Εάν το εργοστάσιο δε διαθέτει εγκατάσταση τήξης, η δαπάνη αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη δαπάνη για τις υψικαμίνους.

Κωδικός:

4041

Τίτλος: από τις οποίες, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις

Περιλαμβάνει τη διεργασία EAF για την παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα από ηλεκτρική κάμινο (τόξου ή επαγωγική).

Κωδικός:

4050

Τίτλος: Συνεχής χύτευση

Αφορά πλάκες, χελώνες, μπιγιέτες, σιδηροδοκούς και ημικατεργασμένα προϊόντα σωληνουργίας, συνεχούς χύτευσης, εκτός των απορριμμάτων κεφαλής και ουράς.

Κωδικός:

4060

Τίτλος: Ελασματουργεία (4061 + 4062 + 4063 + 4064)

Για κάθε είδος ελασματουργείου, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο οι δαπάνες που αφορούν το ίδιο το ελασματουργείο αλλά επίσης οι δαπάνες εκείνες που αφορούν μονάδες προηγούμενου σταδίου της παραγωγής (π.χ. κάμινοι αναθέρμανσης) και επόμενου σταδίου της παραγωγής (π.χ. κλίνες ψύξης, ψαλίδια). Στο τίτλο «Άλλες μονάδες» (κωδικός 4070) περιλαμβάνονται οι δαπάνες που συνδέονται με όλο τον εξοπλισμό που δεν εμπίπτει σε ειδική κατηγορία μονάδας παραγωγής εκτός από τις εγκαταστάσεις επένδυσης προϊόντων (επικασσιτέρωσης, επιψευδαργύρωσης κ.λπ.), που διακρίνονται ως κωδικός 4060.

Οι δαπάνες για ελασματουργεία επιφανειακής κατεργασίας θα πρέπει να εμφανίζονται στον κωδικό 4063 — μονάδες παραγωγής πλατιών ταινιών ψυχρής έλασης.

Κωδικός:

4061

Τίτλος: Πλατέα προϊόντα

Στον κωδικό αυτό καταγράφεται η δαπάνη για μονάδες παραγωγής πλατέων προϊόντων θερμής έλασης.

Κωδικός:

4062

Τίτλος: Επιμήκη προϊόντα

Στον κωδικό αυτό καταγράφεται η δαπάνη για μονάδες παραγωγής επιμήκων προϊόντων θερμής έλασης.

Κωδικός:

4063

Τίτλος: Μονάδες παραγωγής πλατιών ταινιών ψυχρής έλασης

Στον κωδικό αυτό καταγράφεται η δαπάνη για μονάδες παραγωγής πλατιών ταινιών ψυχρής έλασης, είτε συνεχούς είτε μη συνεχούς.

Κωδικός:

4064

Τίτλος: Εγκαταστάσεις επένδυσης προϊόντων

Στο κωδικό αυτό καταγράφεται η δαπάνη για εγκαταστάσεις επένδυσης προϊόντων (γραμμές επένδυσης).

Κωδικός:

4070

Τίτλος: Άλλες μονάδες

Ο κωδικός αυτός περιλαμβάνει:

όλες τις κεντρικές μονάδες και τα δίκτυα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου, ύδατος, ατμού, αέρα και οξυγόνου,

τα μέσα μεταφοράς, τα μηχανουργεία, τα εργαστήρια και όλες τις άλλες εγκαταστάσεις που αποτελούν μέρος του εργοστασίου αλλά δε μπορούν να ταξινομηθούν ως μέρος ενός συγκεκριμένου τομέα,

ελασματουργεία που παράγουν χελώνες, πλάκες και μπιγιέτες, όταν αυτά τα ημικατεργασμένα προϊόντα δεν προκύπτουν από συνεχή χύτευση και αναφέρονται στον κωδικό 4050.

Κωδικός:

4200

Τίτλος: από τις οποίες, για την καταπολέμηση της ρύπανσης

Κεφαλαιακές δαπάνες για μεθόδους, τεχνολογίες, διαδικασίες ή εξοπλισμό για τη συλλογή και απομάκρυνση της ρύπανσης και των ρύπων (π.χ. εκπομπών αερίων, ρευστών ή στερεών αποβλήτων) αφού έχουν δημιουργηθεί, την πρόληψη της εξάπλωσης και τη μέτρηση του βαθμού της ρύπανσης, καθώς επίσης και την επεξεργασία και διάθεση των ρύπων που οφείλονται στη λειτουργία της επιχείρησης.

Ο τίτλος αυτός είναι το άθροισμα των δαπανών στους περιβαλλοντικούς τομείς: προστασία του αέρα του περιβάλλοντος και του κλίματος, διαχείριση υγρών αποβλήτων, διαχείριση αποβλήτων και λοιπές δραστηριότητες περιβαλλοντικής προστασίας. Άλλες ενέργειες περιβαλλοντικής προστασίας είναι προστασία και αποκατάσταση του εδάφους, των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων, μείωση θορύβων και δονήσεων, προστασία της βιοποικιλότητας και του τοπίου, προστασία από την ακτινοβολία, έρευνα και ανάπτυξη, γενική διαχείριση περιβάλλοντος, εκπαίδευση, κατάρτιση και ενημέρωση, δραστηριότητες που οδηγούν σε αδιαίρετες δαπάνες και δραστηριότητες που δεν έχουν ταξινομηθεί αλλού.

Περιλαμβάνονται:

επενδύσεις σε διακριτά και αναγνωρίσιμα στοιχεία που συμπληρώνουν τον υπάρχοντα εξοπλισμό και τα οποία εφαρμόζονται στο τέλος ή εντελώς εκτός της γραμμής παραγωγής (εξοπλισμός στο «τέλος της παραγωγικής διαδικασίας»),

επενδύσεις σε εξοπλισμό (π.χ. φίλτρα ή ξεχωριστά στάδια καθαρισμού) που συνθέτουν ή αφαιρούν ρύπους εντός της γραμμής παραγωγής, όταν η απομάκρυνση αυτών των πρόσθετων εγκαταστάσεων δεν επηρεάζει σε γενικές γραμμές τη λειτουργία της γραμμής παραγωγής.

Ο κύριος σκοπός ή λειτουργία της εν λόγω κεφαλαιακής επένδυσης είναι η προστασία του περιβάλλοντος και πρέπει να αναφέρονται οι συνολικές δαπάνες για το σκοπό αυτό.

Οι δαπάνες πρέπει να αναφέρονται ακαθάριστες από οποιαδήποτε αντισταθμίσματα κόστους που είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας και πώλησης εμπορεύσιμων υποπροϊόντων, την πραγματοποιηθείσα εξοικονόμηση ή τις χορηγούμενες επιδοτήσεις.

Η αξία των αγορασθέντων αγαθών είναι η τιμή αγοράς χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ και λοιπούς εκπεστέους φόρους που έχουν άμεση σχέση με τον κύκλο εργασιών.

Δεν περιλαμβάνονται:

ενέργειες και δραστηριότητες που έχουν ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον, οι οποίες, όμως, θα εκτελούνταν για λόγους που δεν έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που έχουν ως κύριο στόχο την προστασία της υγείας και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας, καθώς και την ασφάλεια της παραγωγής,

μέτρα για τη μείωση της ρύπανσης όταν τα προϊόντα έχουν χρησιμοποιηθεί ή είναι άχρηστα (περιβαλλοντική προσαρμογή των προϊόντων), εκτός εάν η περιβαλλοντική πολιτική και νομοθεσία επεκτείνει το πεδίο της νομικής ευθύνης του παραγωγού, ώστε να καλύπτει επίσης τη ρύπανση που παράγεται από τα προϊόντα όταν αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί ή τη φροντίδα των προϊόντων όταν γίνονται απόβλητα,

χρήση πόρων και δραστηριότητες εξοικονόμησης (π.χ. παροχή ύδατος ή εξοικονόμηση ενέργειας ή πρώτων υλών), εκτός εάν ο πρωταρχικός σκοπός είναι η προστασία του περιβάλλοντος: π.χ. όταν οι εν λόγω δραστηριότητες στοχεύουν στην εφαρμογή εθνικής ή διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής και δεν εκτελούνται για λόγους εξοικονόμησης κόστους.

Μέρος B:   Ετήσιες στατιστικές για την ικανότητα παραγωγής

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Η μέγιστη δυνατή παραγωγή αντιστοιχεί στην παραγωγή που μπορεί να έχει ένα εργοστάσιο κατά το υπό εξέταση έτος, με βάση τις συνήθεις ή τις αναμενόμενες πρακτικές και μεθόδους λειτουργίας και το συνήθη ή αναμενόμενο συνδυασμό παραγόμενων προϊόντων. Εξ ορισμού είναι υψηλότερη από την πραγματική παραγωγή.

Οι αλλαγές στη μέγιστη δυνατή παραγωγή (MPP) συνδέονται γενικά:

με την πραγματοποίηση επενδύσεων, παρόλο που η δαπάνη και η αλλαγή δε συμβαίνουν απαραιτήτως ταυτόχρονα,

με πραγματικό ή σχεδιαζόμενο οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου, μεταβίβαση ή πώλησή του. Η μέγιστη δυνατή παραγωγή δεν αντιστοιχεί στην τεχνική ή ονομαστική ικανότητα οποιουδήποτε μέρους του εξοπλισμού, αλλά βασίζεται στη συνολική τεχνική δομή του εργοστασίου και λαμβάνει υπόψη τις σχέσεις μεταξύ των διάφορων σταδίων παραγωγής, π.χ. μεταξύ χαλυβουργείου και υψικαμίνων.

Η μέγιστη δυνατή ετήσια παραγωγή είναι η μέγιστη παραγωγή που μπορεί να επιτευχθεί κατά το υπό εξέταση έτος σε κανονικές συνθήκες εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις επισκευές, τη συντήρηση και τις συνήθεις αργίες, με τον εξοπλισμό που υπάρχει στην αρχή του έτους και λαμβάνοντας επίσης υπόψη, αφενός, τη συμπληρωματική παραγωγή εξοπλισμού ο οποίος θα τεθεί σε λειτουργία και, αφετέρου, τον εξοπλισμό που θα παύσει οριστικά να λειτουργεί στη διάρκεια του έτους. Η ανάπτυξη της παραγωγής βασίζεται στις πιθανές αναλογίες της σύνθεσης της τροφοδοσίας της κάθε μονάδας εξοπλισμού που εξετάζεται και στην υπόθεση ότι οι πρώτες ύλες θα είναι διαθέσιμες.

Γενικές μέθοδοι υπολογισμού

Όλες οι εγκαταστάσεις που δεν έχουν κλείσει οριστικά πρέπει να περιληφθούν στην έρευνα.

Ο υπολογισμός της MPP βασίζεται στην υπόθεση ότι ισχύουν κανονικές συνθήκες λειτουργίας, μεταξύ άλλων:

κανονική διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού, δηλαδή καμία αλλαγή δε θα πρέπει να γίνεται στη MPP σε περίπτωση που ένα εργοστάσιο, προσαρμοζόμενο στις κυμαινόμενες συνθήκες της αγοράς, μειώνει ή αυξάνει προσωρινά το προσωπικό του,

κανονική διαθεσιμότητα εξοπλισμού, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχουν περιθώρια για περιοδικές διακοπές λειτουργίας, άδειες μετ’ αποδοχών, συνήθη συντήρηση και, ενδεχομένως, εποχική διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ενέργειας (1),

κανονική διαθεσιμότητα πρώτων υλών,

κανονική κατανομή της τροφοδοσίας, τόσο σε πρώτες ύλες όσο και σε ημικατεργασμένα προϊόντα («κανονική» σημαίνει όπως το προηγούμενο έτος, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά) στις διάφορες εγκαταστάσεις. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι απαραίτητο να γίνουν αλλαγές σε αυτή την κατανομή, για λόγους που ισχύουν ειδικά για κάποια μονάδα παραγωγής, οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνονται μόνον όταν οι πρώτες ύλες ή τα ημικατεργασμένα προϊόντα αναμένεται να είναι διαθέσιμα σε επαρκείς ποσότητες,

κανονικός συνδυασμός παραγόμενων προϊόντων σημαίνει όπως το προηγούμενο έτος, εκτός εάν σχεδιάζονται συγκεκριμένες αλλαγές,

χωρίς προβλήματα διάθεσης των προϊόντων,

χωρίς απεργίες ή ανταπεργίες (λοκ άουτ),

χωρίς τεχνικά ατυχήματα ή βλάβες μονάδας,

χωρίς σοβαρές διακοπές λόγω καιρικών συνθηκών, π.χ. πλυμμηρών.

Θέση σε λειτουργία ή απόσυρση από τη λειτουργία

Όταν μια μονάδα παραγωγής τίθεται σε λειτουργία, κλείνει οριστικά, μεταβιβάζεται ή πωλείται κατά το υπό εξέταση έτος, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε λειτουργία ή αποσύρεται από τη λειτουργία και να υπολογίζεται η MPP κατ’ αναλογία του αριθμού των μηνών που αναμένεται να λειτουργήσει ο εξοπλισμός. Όταν πρόκειται για νέο εξοπλισμό, ιδίως για μεγάλο σύστημα, θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στον υπολογισμό της παραγωγής που μπορεί να επιτευχθεί κατά την περίοδο εκκίνησης, η οποία μπορεί να κρατήσει αρκετά χρόνια.

1.   Χαλυβουργεία

—   Χάλυβες μεταλλακτών: στην περίπτωση των χαλύβων μεταλλακτών (π.χ. LD, OBM κ.λπ.) όλες οι μονάδες παραγωγής σιδήρου και χάλυβα πρέπει να εξετάζονται μαζί, δηλαδή η MPP του χαλυβουργείου μπορεί να περιορίζεται από τη διαθεσιμότητα του ζεστού μετάλλου· σε τέτοιες περιπτώσεις η MPP του χαλυβουργείου πρέπει να υπολογίζεται με βάση το διαθέσιμο σίδηρο, λαμβάνοντας υπόψη την κανονική κατανομή του σιδήρου μεταξύ των χαλυβουργείων, των χυτηρίων, των μονάδων κοκκοποίησης και των πωλήσεων, κατά περίπτωση, και του κανονικού φορτίου απορριμμάτων (παλιοσίδερων) που απαιτείται για έναν τόνο τελικού προϊόντος.

—   Ηλεκτρικοί χάλυβες: πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κανονικά διαθέσιμες προμήθειες ηλεκτρικού ρεύματος.

—   Γενικά: Μπορεί να σημειώνονται τεχνικές στενώσεις σε ορισμένες βοηθητικές μονάδες, οι οποίες μπορεί να επιβάλλουν, για παράδειγμα, την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση δύο μόνο καμίνων από τις τρεις. (Η αιτία μπορεί να είναι μια τεχνική στένωση στην προμήθεια οξυγόνου, στις καμίνους διαπότισης, στις γερανογέφυρες κ.λπ.). Γι’ αυτό, κάθε εγκατάσταση τήξης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μαζί με όλο το βοηθητικό εξοπλισμό που επηρεάζει τη χρήση της.

2.   Ελασματουργεία και γραμμές επένδυσης προϊόντων

Η MPP ενός ελασματουργείου πρέπει να καθορίζεται με βάση ένα δεδομένο συνδυασμό παραγόμενων προϊόντων, δηλαδή με βάση σταθερές ποσότητες προϊόντων δεδομένου μεγέθους και διατομής. Όταν μια επιχείρηση, λόγω απρόβλεπτων συνθηκών αγοράς, θεωρεί ότι δε μπορεί να κάνει πρόβλεψη, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο συνδυασμός προϊόντων του προηγούμενου έτους.

Επιπλέον, η MPP πρέπει να καθορίζεται επίσης με βάση το κανονικό φάσμα διαστάσεων των ημικατεργασμένων προϊόντων που τροφοδοτούν το ελασματουργείο.

Για τον υπολογισμό της MPP πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι στενώσεις τόσο του προηγούμενου σταδίου παραγωγής όσο και του επόμενου σε ολόκληρη τη μονάδα παραγωγής, π.χ. η διαθεσιμότητα των ημικατεργασμένων προϊόντων, η ικανότητα επεξεργασίας ή τελειώματος του προϊόντος.

Η αγορά ημικατεργασμένου χάλυβα μπορεί να δώσει τη δυνατότητα να αυξηθεί η MPP ενός ελασματουργείου ή ομίλου που υπόκειται σε περιορισμούς για άλλους λόγους, μόνον εφόσον η απαραίτητη ποσότητα ημικατεργασμένου χάλυβα αναμένεται να είναι διαθέσιμη σε ένα έτος ευνοϊκών εμπορικών συνθηκών. Αυτό γενικά προϋποθέτει την ύπαρξη μακροπρόθεσμων συμβάσεων ή σαφώς καθορισμένων προγραμμάτων εφοδιασμού.

Γενικά, σε ένα καθετοποιημένο εργοστάσιο ή στο εργοστάσιο ενός ομίλου θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της παραγωγής χάλυβα και της παραγωγής ελασματοποιημένων προϊόντων, εφόσον προβλεφθεί μια κανονική κατανομή του διαθέσιμου χάλυβα μεταξύ ελασματουργείων, χυτηρίων και ημικατεργασμένων προϊόντων για σωληνουργία ή σφυρηλασία.

Όσον αφορά την πραγματική παραγωγή (κωδικός ACP), θα πρέπει να καταγράφεται σε ακαθάριστη βάση, κατά την ολοκλήρωση του κάθε σταδίου της παραγωγικής διεργασίας, πριν από κάθε μετατροπή.

Θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα που παράγονται στο εργοστάσιο είτε για λογαριασμό του εργοστασίου είτε όχι. Συγκεκριμένα, όλα τα προϊόντα που παράγονται με υπεργολαβική ανάθεση πρέπει να υπολογίζονται στην παραγωγή του εργοστασίου στο οποίο κατασκευάστηκαν και όχι στην παραγωγή του εργοστασίου το οποίο ανέθεσε την υπεργολαβία. Θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα και τις ποιότητες (μη κραματοποιημένες και κραματοποιημένες κατηγορίες), περιλαμβανομένων των προϊόντων χαμηλής ποιότητας αλλά όχι για άμεση ανάτηξη, όπως τα προϊόντα δεύτερης διαλογής, τα κομμάτια από λαμαρίνες ή άλλα υπολείμματα· τα προϊόντα που έχουν ανακτηθεί από την κοπή ελασματοποιημένων ή εν μέρει ελασματοποιημένων προϊόντων χάλυβα ή ημικατεργασμένων προϊόντων, αφού απομακρυνθούν ως απορρίμματα τα ελαττωματικά μέρη για άμεση ανάτηξη.

Η διαβίβαση δεδομένων σχετικά με την ετήσια παραγωγή είναι προαιρετική.

Πρέπει να συμπληρωθεί χωριστό ερωτηματολόγιο για κάθε εργοστάσιο ακόμη και αν διάφορα εργοστάσια ανήκουν στην ίδια επιχείρηση.

Προδιαγραφές

Κωδικός:

5010

Τίτλος: Κοκ

Προϊόν καμίνων παραγωγής κοκ.

Κωδικός:

5020

Τίτλος: Προετοιμασία φορτίου

Προϊόν όλων των μονάδων συσσωμάτωσης, σβωλοποίησης και άλλων μονάδων που παράγουν συσσωματωμένα υλικά για τροφοδοσία υψικαμίνων καθώς και σπογγοσίδηρο άμεσης αναγωγής.

Κωδικός:

5030

Τίτλος: Χυτοσίδηρος και σιδηροκράματα

Προϊόν κάθε είδους σιδήρου, σπίγκελ και σιδηρομαγγανίου υψηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα από υψικαμίνους και ηλεκτρικές καμίνους παραγωγής χυτοσιδήρου στο εργοστάσιο.

Κωδικός:

5040

Τίτλος: Ακατέργαστος χάλυβας

Σύνολο ακατέργαστου χάλυβα.

Κωδικός:

5041

Τίτλος: από τον οποίο, σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις

από τον οποίο, παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα από ηλεκτρικές καμίνους (τόξου και επαγωγικές).

Κωδικός:

5042

Τίτλος: από τον οποίο, χρησιμοποιείται για συνεχή χύτευση

από τον οποίο παράγονται με συνεχή χύτευση πλάκες, χελώνες, μπιγιέτες, σιδηροδοκοί και ημικατεργασμένα προϊόντα σωληνουργίας.

Κωδικός:

5050

Τίτλος: Προϊόντα που λαμβάνονται απευθείας με θερμή έλαση (5051 + 5052)

Περιλαμβάνεται το σύνολο των προϊόντων θερμής έλασης.

Κωδικός:

5051

Τίτλος: Πλατέα προϊόντα

Περιλαμβάνεται το σύνολο των πλατέων προϊόντων θερμής έλασης.

Κωδικός:

5052

Τίτλος: Επιμήκη προϊόντα

Το σύνολο των επιμήκων προϊόντων θερμής έλασης. Για ευκολία, στον κωδικό αυτό περιλαμβάνονται τα ημικατεργασμένα προϊόντα για τη σωληνουργία, επειδή δε μπορούν να ταξινομηθούν σε κανέναν άλλο κωδικό.

Κωδικός:

5060

Τίτλος: Προϊόντα που λαμβάνονται από προϊόντα θερμής έλασης

(Εξαιρούνται τα επενδεδυμένα προϊόντα)

Προϊόντα που λαμβάνονται από προϊόντα θερμής έλασης (εξαιρούνται τα επενδεδυμένα προϊόντα). Στον κωδικό αυτό περιλαμβάνονται οι ταινίες θερμής έλασης από πλατιές ταινίες θερμής έλασης, οι λαμαρίνες θερμής έλασης που παράγονται με κοπή από πλατιές ταινίες θερμής έλασης, τα πλατέα προϊόντα ψυχρής έλασης σε φύλλα ή σε ρόλους.

Κωδικός:

5061

Τίτλος: από τα οποία, προϊόντα που λαμβάνονται με ψυχρή έλαση

από τα οποία, πλατέα προϊόντα (φύλλα και ταινίες) που λαμβάνονται με ψυχρή έλαση.

Κωδικός:

5070

Τίτλος: Επένδυση προϊόντων

Στον κωδικό αυτό περιλαμβάνονται οι χάλυβες συσκευασίας (λευκοσίδηρος, επικασσιτερωμένα φύλλα και ταινίες, χάλυβας ΕΚΑΧ) επιμεταλλωμένοι με εμβάπτιση εν θερμώ ή ηλεκτρολυτικά, λαμαρίνες και ρόλοι, επίπεδα ή κυματοειδή, και κάθε είδους φύλλα, λαμαρίνες και ρόλοι, επίπεδα ή κυματοειδή, με οργανική επικάλυψη.

Ο ορισμός των κωδικών στην παρούσα έρευνα δίνεται σε αναφορά με το πρώην ερωτηματολόγιο ΕΚΑΧ 2-61 της Eurostat.


(1)  Οι τακτικές γενικές επισκευές ανά σειρά ετών (π.χ. υψικάμινοι) μπορούν, ωστόσο, να υπολογίζονται κατά ετήσιο «μέσο όρο».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΟΡΦΟΤΥΠΟ

1.   Η ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Τα δεδομένα διαβιβάζονται ως σύνολο εγγραφών, μεγάλο μέρος των οποίων περιγράφει τα χαρακτηριστικά των δεδομένων (χώρα, έτος, οικονομική δραστηριότητα κλπ). Τα ίδια τα δεδομένα είναι αριθμοί που μπορούν να συνδεθούν με σηματοδότες και επεξηγηματικές σημειώσεις. Τα εμπιστευτικά δεδομένα θα πρέπει να διαβιβάζονται καταγράφοντας την πραγματική τιμή στο πεδίο τιμών και προσθέτοντας στην εγγραφή ένα σηματοδότη που θα δείχνει τη φύση των εμπιστευτικών δεδομένων.

2.   ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

Οι εγγραφές αποτελούνται από πεδία μεταβλητού μήκους που χωρίζονται από το σύμβολο (;). Στον πίνακα παρουσιάζεται για ενημέρωσή σας το μέγιστο αναμενόμενο μήκος. Με τη σειρά από τα αριστερά προς τα δεξιά είναι ως εξής:

Πεδίο

Τύπος

Μέγιστο μήκος

Τιμές

Σειρές

A

3

Αλφαριθμητικός κωδικός της σειράς (βλέπε κατάλογο παρακάτω)

Έτος

A

4

Έτος με τέσσερις χαρακτήρες, π.χ. 2003

Χώρα

A

6

Κωδικός χώρας (βλέπε κατάλογο παρακάτω)

Είδος παραγωγής

A

3

Να γίνεται διάκριση μεταξύ μέγιστης δυνατής παραγωγής και πραγματικής παραγωγής (χρησιμοποιείται μόνον στις στατιστικές για την παραγωγική ικανότητα) ή να γίνεται διάκριση βάσει του είδους μονάδας παραγωγής (μονάδα προετοιμασίας φορτίου, ελασματουργείο, υψικάμινος και ηλεκτρική κάμινος χυτοσιδήρου, σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εγκατάσταση τήξης, άλλη μονάδα) (χρησιμοποιείται μόνο στις στατιστικές για την κατανάλωση καυσίμων και ενέργειας)

Μεταβλητή

A

4

Κωδικός μεταβλητής. Οι κωδικοί που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 48/2004 για την παραγωγή ετήσιων κοινοτικών στατιστικών για τη βιομηχανία χάλυβα για τα έτη αναφοράς 2003-2009 έχουν 4 χαρακτήρες (βλέπε κατάλογο παρακάτω)

Τιμή δεδομένων

N

12

Αριθμητική τιμή των δεδομένων που εκφράζεται ως ακέραιος αριθμός, χωρίς δεκαδικές θέσεις

Σηματοδότης εμπιστευτικότητας

A

1

A, B, C, D: σημαίνει ότι τα δεδομένα είναι εμπιστευτικά και το λόγο της εμπιστευτικότητας (βλέπε κατάλογο παρακάτω). Το κενό διάστημα σημαίνει μη εμπιστευτικά δεδομένα

Δεσπόζουσα θέση

N

3

Αριθμητική τιμή μικρότερη ή ίση του 100. Σημαίνει το εκατοστιαίο ποσοστό δεσπόζουσας θέσης μίας ή δύο επιχειρήσεων που δεσπόζουν στα δεδομένα και τα καθιστούν εμπιστευτικά. Η τιμή στρογγυλεύεται προς τον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό: π.χ. το 90,3 γίνεται 90, το 94,50 γίνεται 95. Το πεδίο αυτό είναι κενό στα μη εμπιστευτικά δεδομένα. Το πεδίο χρησιμοποιείται μόνον όταν στο προηγούμενο πεδίο χρησιμοποιούνται οι σηματοδότες εμπιστευτικότητας B ή C

Μονάδες τιμών δεδομένων

A

4

Κωδικοί που δηλώνουν τις μονάδες

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΔΙΩΝ

3.1.   Τύποι σειρών

Τύπος σειράς

Κωδικός

Ετήσιες στατιστικές για το ισοζύγιο απορριμμάτων χάλυβα και χυτοσιδήρου

S10

Ετήσιες στατιστικές για την κατανάλωση καυσίμων και ενέργειας ανά είδος μονάδας παραγωγής

S2A

Ετήσιες στατιστικές για το ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία χάλυβα

S2B

Έρευνα για τις επενδύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα

S3A

Ετήσιες στατιστικές για την ικανότητα παραγωγής

S3B

3.2.   Χώρες

Χώρα

Κωδικός

Βέλγιο

BE

Τσεχική Δημοκρατία

CZ

Δανία

DK

Γερμανία

DE

Εσθονία

EE

Ελλάδα

GR

Ισπανία

ES

Γαλλία

FR

Ιρλανδία

IE

Ιταλία

IT

Κύπρος

CY

Λεττονία

LV

Λιθουανία

LT

Λουξεμβούργο

LU

Ουγγαρία

HU

Μάλτα

MT

Κάτω Χώρες

NL

Αυστρία

AT

Πορτογαλία

PT

Πολωνία

PL

Σλοβενία

SI

Σλοβακία

SK

Φινλανδία

FI

Σουηδία

SE

Ηνωμένο Βασίλειο

UK

Ισλανδία

IS

Λίχτενσταϊν

LI

Νορβηγία

NO

Ελβετία

CH

3.3.   Είδος παραγωγής ή είδος μονάδας παραγωγής

Είδος παραγωγής

Κωδικός

Μέγιστη δυνατή παραγωγή

MPP

Πραγματική παραγωγή (προαιρετικό)

ACP

Είδος μονάδας παραγωγής

 

Μονάδα προετοιμασίας φορτίου

PLP

Ελασματουργείο

RMD

Υψικάμινος και ηλεκτρική κάμινος χυτοσιδήρου

FRN

Σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

EGS

Εγκατάσταση τήξης

MLS

Άλλη μονάδα

OTH

3.4.   Μεταβλητές και μονάδα τιμής δεδομένων

Κωδικός

Τίτλος

Μονάδα τιμής δεδομένων

 

Ισοζύγιο απορριμμάτων χυτοσιδήρου και χάλυβα

Μετρικοί τόνοι

1010

Αποθέματα κατά την πρώτη ημέρα του έτους

MTON

1020

Δημιουργούμενα μέσα στο εργοστάσιο

MTON

1030

Παραλαβές (1031 + 1032 + 1033)

MTON

1031

από εγχώριες πηγές

MTON

1032

από κοινοτικές χώρες

MTON

1033

από τρίτες χώρες

MTON

1040

Διαθέσιμο σύνολο (1010 + 1020 + 1030)

MTON

1050

Συνολική κατανάλωση …

MTON

1051

… από την οποία, σε ηλεκτρικές καμίνους

MTON

1052

… από την οποία, ανοξείδωτα σιδηρικά

MTON

1060

Παραδόσεις

MTON

1070

Αποθέματα την τελευταία ημέρα του έτους (1040 – 1050 – 1060)

MTON

 

Κατανάλωση καυσίμων και ενέργειας

 

2010

Στερεά καύσιμα (2011 + 2012)

MTON

2011

Κοκ

MTON

2012

Άλλα στερεά καύσιμα

MTON

2020

Υγρά καύσιμα

MTON

2030

Αέριο (2031 + 2032 + 2033 + 2034)

GJ

2031

Αέριο υψικαμίνου

GJ

2032

Αέριο από καμίνους παραγωγής κοκ

GJ

2033

Αέριο από μεταλλάκτες

GJ

2034

Άλλα αέρια

GJ

2040

Παραδόσεις αερίου υψικαμίνου έξω από το εργοστάσιο

GJ

2050

Παραδόσεις αερίου μεταλλακτών έξω από το εργοστάσιο

GJ

 

Ετήσιες στατιστικές για το ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία χάλυβα

MWh

3100

Πόροι (3101 + 3102)

MWh

3101

Ακαθάριστη παραγωγή

MWh

3102

Παραλαβές από το εξωτερικό

MWh

3200

Χρήση (3210 + 3220 + 3230)

MWh

3210

Κατανάλωση ανά μονάδα

(3211 + 3212 + 3213 + 3214 + 3215 + 3216 + 3217)

MWh

3211

Μονάδες συσσωμάτωσης και προετοιμασίας φορτίου

MWh

3212

Υψικάμινοι και ηλεκτρικές κάμινοι χυτοσιδήρου

MWh

3213

Ηλεκτρικές εγκαταστάσεις τήξης και συνεχούς χύτευσης

MWh

3214

Άλλες εγκαταστάσεις τήξης και συνεχούς χύτευσης

MWh

3215

Ελασματουργεία

MWh

3216

Σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

MWh

3217

Άλλες μονάδες

MWh

3220

Παραδόσεις στο εξωτερικό

MWh

3230

Απώλειες

MWh

Τα νομισματικά δεδομένα πρέπει να εκφράζονται σε χιλιάδες ευρώ για τις χώρες της ευρωζώνης και σε χιλιάδες εθνικών νομισματικών μονάδων για τις χώρες που δεν ανήκουν στην ευρωζώνη.

Κωδικός

Τίτλος

Μονάδα τιμής δεδομένων

 

Δαπάνες για επενδύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα

Χιλιάδες ευρώ ή χιλιάδες εθνικού νομίσματος

4010

Μονάδες παραγωγής κοκ

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4020

Μονάδες προετοιμασίας φορτίου

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4030

Μονάδες παραγωγής χυτοσιδήρου και σιδηροκραμάτων (περιλαμβάνονται οι υψικάμινοι)

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4040

Εγκαταστάσεις τήξης χαλυβουργείων

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4041

από τις οποίες, ηλεκτρικές

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4050

Συνεχής χύτευση

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4060

Ελασματουργεία (4061 + 4062 + 4063 + 4064)

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4061

Πλατέα προϊόντα

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4062

Επιμήκη προϊόντα

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4063

Μονάδες παραγωγής πλατιών ταινιών ψυχρής έλασης

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4064

Εγκαταστάσεις επένδυσης προϊόντων

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4070

Άλλες μονάδες

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4100

Γενικό σύνολο (4010 + 4020 + 4030 + 4040 + 4050 + 4060 + 4070)

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

4200

από το οποίο, για την καταπολέμηση της ρύπανσης

ΧΕΥΡ ή ΧΕΝ

 

Μέγιστη δυνατή παραγωγή της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα (παραγωγική ικανότητα)

Χιλιάδες (1 000) τόνοι κατ’ έτος

5010

Κοκ

1 000

5020

Προετοιμασία φορτίου

1 000

5030

Χυτοσίδηρος και σιδηροκράματα

1 000

5040

Ακατέργαστος χάλυβας

1 000

5041

από τον οποίο, σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις

1 000

5042

από τον οποίο, χρησιμοποιείται για συνεχή χύτευση

1 000

5050

Προϊόντα που λαμβάνονται απευθείας με θερμή έλαση (5051 + 5052)

1 000

5051

Πλατέα προϊόντα

1 000

5052

Επιμήκη προϊόντα

1 000

5060

Προϊόντα που λαμβάνονται από προϊόντα θερμής έλασης (εξαιρούνται τα επενδεδυμένα προϊόντα)

1 000

5061

από τα οποία, προϊόντα που λαμβάνονται με ψυχρή έλαση

1 000

5070

Επένδυση προϊόντων

1 000

3.5.   Σηματοδότες εμπιστευτικότητας

Ζητείται από τα κράτη μέλη να τονίζουν τα εμπιστευτικά δεδομένα χρησιμοποιώντας τους παρακάτω σηματοδότες:

Λόγος εμπιστευτικότητας

Σηματοδότης

Υπερβολικά μικρός αριθμός επιχειρήσεων

A

Δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης στα δεδομένα

B

Δεσπόζουσα θέση δύο επιχειρήσεων στα δεδομένα

C

Εμπιστευτικά δεδομένα λόγω δευτερογενούς εμπιστευτικότητας

D

4.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Παράδειγμα 1

S10;2003;DE;;1010;12345;;;MTON

Όσον αφορά τις ετήσιες στατιστικές για το ισοζύγιο απορριμμάτων χάλυβα και χυτοσιδήρου, τα αποθέματα της Γερμανίας την 1η Ιανουαρίου 2003 ήταν 12 345 μετρικοί τόνοι. Τα δεδομένα αυτά δεν ήταν εμπιστευτικά.

Παράδειγμα 2

S3B;2003;SK;MPP;5010;12000;;;MTON

Όσον αφορά τις ετήσιες στατιστικές για την παραγωγική ικανότητα, η μέγιστη δυνατή παραγωγή κοκ της Σλοβακίας το 2003 ήταν 12 000 τόνοι. Τα δεδομένα αυτά δεν ήταν εμπιστευτικά.

Παράδειγμα 3

S3B;2003;ES;ACP;5040;12000;B;95;MTON

Όσον αφορά τις ετήσιες στατιστικές για την παραγωγική ικανότητα, η πραγματική παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα της Ισπανίας το 2003 ήταν 12 000 τόνοι. Τα δεδομένα αυτά ήταν εμπιστευτικά, επειδή μία επιχείρηση είχε δεσπόζουσα θέση στα δεδομένα αφού αντιπροσώπευε το 95 % της παραγωγής.

5.   ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα δεδομένα και τα μεταδεδομένα που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό σε ηλεκτρονική μορφή που συμφωνεί με το πρότυπο ανταλλαγής δεδομένων που πρότεινε η Επιτροπή (Eurostat).


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Επιτροπή

21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/71


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Μαΐου 2005

για λήψη των αναγκαίων μέτρων όσον αφορά ένα φραγμό στο εμπόριο που συνίσταται σε εμπορικές πρακτικές που διατήρησε η Βραζιλία οι οποίες επηρεάζουν το εμπόριο αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 1302]

(2005/388/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (1), που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως, αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, και ιδίως το άρθρο 12 παράγραφος 1 και το άρθρο 13 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 5 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή έλαβε μία καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 («κανονισμός για τους φραγμούς στο εμπόριο»). Η καταγγελία υπεβλήθη από την «BIPAVER» (Bureau International Permanent des Associations de Vendeurs et Rechapeurs de Pneumatiques).

(2)

Η καταγγελία αφορούσε ορισμένες εμπορικές πρακτικές της Βραζιλίας οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς, παρεμπόδιζαν την εισαγωγή στη χώρα αυτή αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων (2). Ιδίως, σύμφωνα με την καταγγελία, οι πρακτικές αυτές δε συμβιβάζονται με τα άρθρα ΙΙΙ και ΧΙ της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου 1994 («GATT 1994»). Στη βάση αυτή, ο καταγγέλων ζητούσε να λάβει η Επιτροπή τα αναγκαία μέτρα.

(3)

Η καταγγελία περιελάμβανε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη κοινοτικής διαδικασίας εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για τους εμπορικούς φραγμούς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής στις 7 Ιανουαρίου 2004 (3).

(4)

Μετά από την έναρξη της διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα. Η έρευνα αφορούσε τους ισχυρισμούς για απαγόρευση εισαγωγών και επιβολή χρηματικών προστίμων σε σχέση με εισαγόμενα αναγομωμένα ελαστικά επίσωτρα.

(5)

Στην έρευνα ελήφθη υπόψη η σχετική νομοθεσία της Βραζιλίας σε σχέση με την απαγόρευση εισαγωγών και την επιβολή χρηματικών προστίμων καθώς και οι απόψεις που εκφράστηκαν από διάφορα υπουργεία της Βραζιλίας καθώς και τις εμπορικές ενώσεις της Βραζιλίας.

(6)

Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα υπό εξέταση μέτρα της Βραζιλίας δε συμβιβάζονται με πολλές διατάξεις της GATT 1994, και συγκεκριμένα με τα άρθρα I:1, III:4, XI:1 και XIII:1, και δε δικαιολογούνται από το άρθρο XX της GATT 1994, τη ρήτρα εξουσιοδότησης ή άλλα εφαρμοστέα μέσα της διεθνούς νομοθεσίας. Δεδομένου ότι η συμφωνία ΠΟΕ απαγορεύει τις επίμαχες πρακτικές, υπάρχουν αποδείξεις ότι υφίσταται ένας φραγμός στο εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού για τους φραγμούς στο εμπόριο.

(7)

Η έρευνα έδειξε ότι η Βραζιλία ήταν μια σημαντική αγορά για τους ευρωπαίους κατασκευαστές αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων πριν από την καθιέρωση της απαγόρευσης, στις 25 Σεπτεμβρίου 2000. Κατά την περίοδο 1995-2000, οι εξαγωγές αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων στη Βραζιλία για επιβατικά αυτοκίνητα ανέρχονταν σε 58 % κατά μέσο όρο και, για πρώτη φορά κατά την εξαετή περίοδο, μειώθηκαν κατά 32 % το 2001, μετά την επιβολή της απαγόρευσης.

(8)

Ενώ οι εξαγωγές συνεχίστηκαν μετά την επιβολή της απαγόρευσης, είτε λόγω αδειών εισαγωγής που κυκλοφορούσαν ακόμη είτε λόγω προσφυγής ορισμένων εισαγωγέων στα δικαστήρια της Βραζιλίας, είναι προφανές ότι η αγορά έκλεισε σταδιακά για τους ευρωπαίους εξαγωγείς. Στη συνέχεια, μεγάλος αριθμός κοινοτικών εξαγωγέων μπόρεσε να βρει νέες αγορές, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την απώλεια της αγοράς της Βραζιλίας από την οποία αντλούσε μέχρι τότε μεγάλο μέρος των εξαγωγικών εισοδημάτων του. Δεν ήταν όλοι σε θέση να βρουν νέες αγορές ή να δημιουργήσουν νέες σειρές αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων για ειδικά οχήματα (4×4, σπορ κ.λπ.) και, κατά συνέπεια, η απαγόρευση εισαγωγής, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (καθυστερημένη πληρωμή εκ μέρους του βραζιλιάνου εισαγωγέα, διακυμάνσεις της ισοτιμίας) οδήγησαν ορισμένους κοινοτικούς παραγωγούς σε αναγκαστική διαχείριση.

(9)

Τα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν σαφώς ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται δυσμενείς συνέπειες κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 του κανονισμού για τους φραγμούς στο εμπόριο.

(10)

Τα σχετικά με τις εξαγωγές δεδομένα και οι απαντήσεις στα ερωτηματολόγια που απεστάλησαν από την Επιτροπή στους ευρωπαίους παραγωγούς και εξαγωγείς αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων ενισχύουν τις επιβεβαιώσεις της κοινοτικής βιομηχανίας, σύμφωνα με τις οποίες η Βραζιλία αντιπροσώπευε σημαντική αγορά για τις εξαγωγές πριν από την επιβολή της απαγόρευσης και είχαν προβλεφτεί πωλήσεις που θα έφταναν σε 3 εκατ. μονάδες έως τα τέλη του 2002. Τα αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης τον ισχυρισμό τους ότι, εδώ και τρία έτη, υφίστανται δυσμενείς εμπορικές συνέπειες που είναι αποτέλεσμα της επιβολής εκ μέρους της Βραζιλίας της απαγόρευσης των εισαγωγών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εταιρείες οι οποίες δε μπόρεσαν να βρουν νέες αγορές εξαγωγών επτώχευσαν.

(11)

Βάσει των ανωτέρω, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού για τους φραγμούς στο εμπόριο, να λάβει μέτρα, στο πλαίσιο του ΠΟΕ, για να επιτύχει ταχεία άρση της απαγόρευσης των εισαγωγών αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων, απαγόρευση η οποία αποτελεί παράβαση των θεμελιωδών κανόνων του ΠΟΕ και φραγμό στο εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού για τους φραγμούς στο εμπόριο.

(12)

Είναι υψίστης σημασίας να διασφαλίζει η Κοινότητα ότι οι εταίροι του ΠΟΕ ανταποκρίνονται πλήρως στις υποχρεώσεις τους ακριβώς όπως και η Κοινότητα. Για την ορθή λειτουργία του πολυμερούς εμπορικού συστήματος είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να τεθεί αυτό το θέμα της μη συμβατότητας με τους κανόνες του ΠΟΕ σ’ αυτό το φόρουμ.

(13)

Οι προσπάθειες επίλυσης αυτής της διαφοράς με την ευκαιρία πολυάριθμων συναντήσεων με τις αρχές της Βραζιλίας από την επιβολή της απαγόρευσης και καθόλη τη διάρκεια αυτής της έρευνας προσέκρουσαν στην έλλειψη βούλησης των αρχών της Βραζιλίας να επιτευχθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Δεδομένου ότι είναι απίθανο να αλλάξει η θέση της Βραζιλίας, κρίνεται σκόπιμο να κινηθεί μια διαδικασία στο πλαίσιο του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών του ΠΟΕ.

(14)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής του ΚΦΕ,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Η επιβολή εκ μέρους της κυβέρνησης της Βραζιλίας μιας απαγόρευσης εισαγωγών αναγομωμένων ελαστικών επισώτρων και τα σχετικά πρόστιμα φαίνεται να μη συμβιβάζονται με τις υποχρεώσεις της Βραζιλίας που απορρέουν από τη συμφωνία του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, και ιδίως με τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, και συνιστούν φραγμό στο εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94.

Άρθρο 2

Η Κοινότητα θα κινήσει διαδικασίες επίλυσης της διαφοράς κατά της Βραζιλίας στο πλαίσιο του μνημονίου συμφωνίας για τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών και άλλων σχετικών διατάξεων του ΠΟΕ με σκοπό τη διασφάλιση της άρσης του φραγμού στο εμπόριο.

Βρυξέλλες, 2 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

Peter MANDELSON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 71· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 356/95 (ΕΕ L 41 της 23.2.1995, σ. 3).

(2)  Η διαδικασία αφορά αναγομωμένα ελαστικά επίσωτρα που υπάγονται στους κωδικούς 4012 11, 4012 12, 4012 13 και 4012 19 της συνδυασμένης ονοματολογίας. Αναγομωμένα ελαστικά επίσωτρα είναι τα ελαστικά επίσωτρα που παράγονται από την αφαίρεση του φθαρμένου μέρους ενός χρησιμοποιημένου ελαστικού επισώτρου και την επισκευή του με ένα νέο πέλμα ελαστικού.

(3)  ΕΕ C 3 της 7.1.2004, σ. 2.


21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/73


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2005

για την τροποποίηση της απόφασης 1999/217/ΕΚ όσον αφορά το ευρετήριο των αρωματικών (αρτυματικών) υλών που χρησιμοποιούνται εντός ή επί των τροφίμων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 1437]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2005/389/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τις αρωματικές ύλες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν εντός ή επί των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 4 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2232/96 καθορίζει τη διαδικασία για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις αρωματικές ύλες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν εντός ή επί των τροφίμων. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει τη θέσπιση ευρετηρίου αρωματικών υλών («το ευρετήριο») ύστερα από την κοινοποίηση, από μέρους των κρατών μελών, καταλόγου των αρωματικών υλών που κυκλοφορούν στην επικράτειά τους και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός ή επί των τροφίμων, και κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης της κοινοποίησης αυτής από την Επιτροπή. Το εν λόγω ευρετήριο θεσπίστηκε με την απόφαση 1999/217/ΕΚ της Επιτροπής (2).

(2)

Επί πλέον, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2232/96 προβλέπει πρόγραμμα για την αξιολόγηση αρωματικών υλών προκειμένου να ελεγχθεί η συμμόρφωσή τους με τα γενικά κριτήρια για τη χρήση αρωματικών υλών, τα οποία καθορίζονται στο παράρτημα του εν λόγω κανονισμού.

(3)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή») εξέδωσε στις 13 Ιουλίου 2004 γνώμη σχετικά με τις p-υδροξυβενζοϊκές ενώσεις, με την οποία έκρινε ότι το 4-υδροξυβενζοϊκό προπύλιο (αριθ. FL: 09.915) έχει επίδραση στις σεξουαλικές ορμόνες και στα αναπαραγωγικά όργανα νεαρών αρσενικών αρουραίων. Η Αρχή δεν ήταν σε θέση να συστήσει αποδεκτή ημερήσια δόση (ΑΗΔ) για την εν λόγω ύλη, λόγω της έλλειψης σαφούς επιπέδου έως το οποίο δεν παρατηρούνται επιβλαβείς επιδράσεις (no-observed-adverse-effect-level –– NOAEL). Η χρήση του 4-υδροξυβενζοϊκού προπυλίου ως αρωματικής ύλης στα τρόφιμα δεν είναι αποδεκτή, δεδομένου ότι δε συμμορφώνεται με τα γενικά κριτήρια για τη χρήση αρωματικών υλών, τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96. Κατά συνέπεια, το 4-υδροξυβενζοϊκό προπύλιο πρέπει να διαγραφεί από το ευρετήριο.

(4)

Η Αρχή εξέδωσε, στις 7 Δεκεμβρίου 2004, γνώμη σχετικά με τις αλειφατικές διαλκοόλες, τις δικετόνες και τις υδροξυκετόνες, με την οποία έκρινε ότι η πεντανο-2,4-διόνη (αριθ. FL: 07.191) είναι γονιδιοτοξική τόσο in vitro όσο και in vivo. Συνεπώς, η χρήση της ως αρωματικής ύλης δεν είναι αποδεκτή διότι δε συμμορφώνεται με τα γενικά κριτήρια για τη χρήση αρωματικών υλών, τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96. Κατά συνέπεια, η πεντανο-2,4-διόνη πρέπει να διαγραφεί από το ευρετήριο.

(5)

Κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96 και της σύστασης 98/282/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 1998, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη, καθώς και οι χώρες που έχουν υπογράψει τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, θα πρέπει να εξασφαλίζουν την προστασία της διανοητικής (πνευματικής) ιδιοκτησίας που συνδέεται με την ανάπτυξη και την παρασκευή των αρωματικών υλών (ουσιών) οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), τα κράτη μέλη που προέβησαν σε σχετική κοινοποίηση ζήτησαν την εγγραφή μιας σειράς υλών στο ευρετήριο κατά τρόπο που να προστατεύονται τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας του παρασκευαστή.

(6)

Η περίοδος προστασίας για τις ύλες αυτές, οι οποίες απαριθμούνται στο μέρος B του ευρετηρίου, περιορίζεται σε πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής κοινοποίησης. Η περίοδος αυτή έχει πλέον λήξει για 28 ύλες, οι οποίες πρέπει, επομένως, να μεταφερθούν στο μέρος A του ευρετηρίου.

(7)

Ως εκ τούτου, η απόφαση 1999/217/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα της απόφασης 1999/217/ΕΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 299 της 23.11.1996, σ. 1. κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 84 της 27.3.1999, σ. 1. απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2004/357/ΕΚ (ΕΕ L 113 της 20.4.2004, σ. 28).

(3)  ΕΕ L 127 της 29.4.1998, σ. 32.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα της απόφασης 1999/217/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το μέρος A τροποποιείται ως εξής:

α)

Διαγράφονται οι σειρές του πίνακα που αναφέρονται στις ύλες που φέρουν τους ακόλουθους αριθμούς FL: 07.191 (πεντανο-2,4-διόνη) και 09.915 (4-υδροξυβενζοϊκό προπύλιο).

β)

Στον πίνακα προστίθενται οι ακόλουθες σειρές:

Αριθ. FL

Χημική ομάδα

CAS

Ονομασία

Fema

Einecs

Συνώνυμα

Παρατηρήσεις

01.070

31

111-66-0

1-οκτένιο

 

203-893-7

 

 

01.071

31

111-67-1

2-οκτένιο

 

203-894-2

 

 

01.072

31

544-76-3

δεκαεξάνιο

 

280-878-9

 

 

07.251

21

577-16-2

μεθυλακετοφαινόνη

 

 

 

Ο αριθ. CAS αντιστοιχεί στη 2-μεθυλακετοφαινόνη

01.073

31

592-99-4

4-οκτένιο

 

 

 

 

01.074

31

593-45-3

δεκαοκτάνιο

 

209-790-3

 

 

16.084

30

627-67-8

3-μεθυλο-1-νιτροβουτάνιο

 

211-008-0

 

 

01.075

31

629-78-7

δεκαεπτάνιο

 

211-108-4

 

 

12.260

20

4131-76-4

2-3-μερκαπτοπροπιονικό μεθύλιo

 

223-949-4

 

 

12.261

20

6725-64-0

μεθανοδιθειόλη

 

 

 

 

01.076

31

20996-35-4

3,7-δεκαδιένιο

 

 

 

 

16.085

20

27959-66-6

4,4-διμεθυλο-1,3-οξαθειάνιο

 

 

 

 

12.262

20

29414-47-9

(μεθυλοθειο)μεθανοθειόλη

 

 

 

 

05.210

04

30390-51-3

4-δωδεκενάλη

 

250-174-9

 

 

05.211

02

30689-75-9

6-μεθυλοκτανάλη

 

 

 

 

14.166

30

32536-43-9

ινδολοξικό οξύ

 

 

 

 

07.252

05

33665-27-9

4-οκτεν-2-όνη

 

 

 

 

02.244

04

54393-36-1

4-οκτεν-1-όλη

 

 

 

 

10.070

09

57681-53-5

λακτόνη του 4-υδροξυ-2-επτανοϊκού οξέος

 

260-902-7

 

 

05.212

04

76261-02-4

6-δωδεκενάλη

 

 

 

 

05.213

04

90645-87-7

5-εννεενάλη

 

 

 

 

15.124

29

103527-75-9

3-μεθυλο-2-βουτενυλοθειοφαίνιο

 

 

θειοφαίνιο του τριαντάφυλλου

 

05.214

04

121052-28-6

8-δωδεκενάλη

 

 

 

 

05.215

03

134998-59-7

2,6-δεκαδιενάλη (c,c)

 

 

 

 

05.216

03

134998-60-0

2,6-δεκαδιενάλη (t,t)

 

 

 

 

12.263

20

 

3-μερκαπτο-3-μεθυλοβουτανάλη

 

 

 

 

12.264

20

92585-08-5

4,2-θειοπεντανόνη

 

 

 

 

03.021

16

142-96-1

διβουτυλικός αιθέρας

 

205-575-3

 

 

2.

Ο πίνακας του μέρους Β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αρωματικές ύλες που έχουν κοινοποιηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96 και για τις οποίες έχει ζητηθεί προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του παρασκευαστή

Κωδικός

Ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από την Επιτροπή

Παρατηρήσεις

CN065

26.1.2001

 

CN074

18.4.2003

6

CN075

18.4.2003

6

CN076

18.4.2003

6


21.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 128/77


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2005

για την πέμπτη τροποποίηση της απόφασης 2004/122/ΕΚ για τη λήψη συγκεκριμένων προστατευτικών μέτρων σχετικά με τη γρίπη των ορνίθων στη Βόρεια Κορέα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 1451]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2005/390/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποίησης των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (1), και ιδίως το άρθρο 18 παράγραφος 7,

την οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (2), και ιδίως το άρθρο 22 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 2000/666/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2000, για καθορισμό των υγειονομικών όρων και των όρων κτηνιατρικής πιστοποίησης για εισαγωγή πτηνών άλλων πλην των πουλερικών και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) (3) προβλέπει ότι τα κράτη επιτρέπουν την εισαγωγή πτηνών από χώρες οι οποίες αναφέρονται στο δελτίο του ΟΙΕ (Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών) ως μέλη του ΟΙΕ και ότι τα εν λόγω πτηνά πρέπει να τίθενται σε απομόνωση και να υπόκεινται σε έλεγχο όταν εισάγονται στην Κοινότητα.

(2)

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας (Βόρεια Κορέα) επιβεβαίωσε την εκδήλωση εστίας γρίπης των ορνίθων στο έδαφός της. Η Βόρεια Κορέα είναι μέλος του ΟΙΕ και, συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν τις εισαγωγές παρόμοιων πτηνών από αυτή σύμφωνα με την απόφαση 2000/666/ΕΚ. Λαμβανομένων υπόψη των δυνητικών σοβαρών συνεπειών που συνδέονται με το συγκεκριμένο στέλεχος του ιού της γρίπης των ορνίθων στην υπόλοιπη Ασία, πρέπει να ανασταλεί η εισαγωγή παρόμοιων πτηνών από τη Βόρεια Κορέα, ως μέτρο προφύλαξης.

(3)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (4) επιτρέπεται η εισαγωγή αμεταποίητων φτερών και τμημάτων φτερών από τη Βόρεια Κορέα. Λόγω της τρέχουσας κατάστασης της νόσου στη Βόρεια Κορέα, οι εν λόγω εισαγωγές πρέπει να ανασταλούν.

(4)

Η απόφαση 2004/122/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2004, για τη λήψη συγκεκριμένων προστατευτικών μέτρων σχετικά με τη γρίπη των ορνίθων σε πολλές ασιατικές χώρες (5) εκδόθηκε σε συνέχεια της εκδήλωσης της γρίπης των ορνίθων σε πολλές ασιατικές χώρες. Στο άρθρο 4 της εν λόγω απόφασης προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αναστείλουν την εισαγωγή από ορισμένες τρίτες χώρες αμεταποίητων φτερών και τμημάτων φτερών και ζώντων πτηνών πλην των πουλερικών, όπως ορίζεται στην απόφαση 2000/666/ΕΚ. Για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων, η Βόρεια Κορέα πρέπει να προστεθεί στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 4 της απόφασης 2004/122/ΕΚ.

(5)

Η απόφαση 2004/122/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης 2004/122/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη αναστέλλουν την εισαγωγή από την Καμπότζη, την Κίνα, συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ, την Ινδονησία, το Λάος, τη Μαλαισία, τη Βόρεια Κορέα, το Πακιστάν, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ:

αμεταποίητων φτερών και τμημάτων φτερών και

“ζώντων πτηνών πλην των πουλερικών”, όπως ορίζεται στην απόφαση 2000/666/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των πτηνών που συνοδεύουν τους κατόχους τους (πτηνά συντροφιάς).»

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη τροποποιούν τα μέτρα που εφαρμόζουν για τις εισαγωγές έτσι ώστε να είναι σύμφωνα με την παρούσα απόφαση και δημοσιοποιούν αμέσως και κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο τα θεσπιζόμενα μέτρα. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 268 της 24.9.1991, σ. 56· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(2)  ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 278 της 31.10.2000, σ. 26· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2002/279/ΕΚ (ΕΕ L 99 της 16.4.2002, σ. 17).

(4)  ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 416/2005 της Επιτροπής (ΕΕ αριθ. L 66 της 12.3.2005, σ. 10).

(5)  ΕΕ L 36 της 7.2.2004, σ. 59· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2005/194/ΕΚ (ΕΕ L 63 της 10.3.2005, σ. 25).