52002PC0304(02)

Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συνθήκες πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) /* COM/2002/0304 τελικό - COD 2001/0078 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 227 E της 24/09/2002 σ. 0440 - 0455


Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις συνθήκες πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

A. Βασικές αρχές

Η Επιτροπή υπέβαλε στις 13 Μαρτίου 2001 την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συνθήκες πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε κατά τη σύνοδο της ολομελείας του στις 13 Μαρτίου 2002 την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συνθήκες πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας, υπό τον όρο της ένταξης ορισμένων τροπολογιών. Η πρόταση έγινε επίσης αποδεκτή από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η Επιτροπή των Περιφερειών δεν έχει ακόμη διατυπώσει την άποψή της επί της πρότασης.

Οι συζητήσεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 2001 και οδήγησαν στις μεταβολές οι οποίες προτάθηκε να επέλθουν στην πρόταση της Επιτροπής από διαδοχικές Προεδρίες. Πολλές από τις αλλαγές αυτές αποτελούν χρήσιμες διευκρινίσεις και είναι αποδεκτές για την Επιτροπή ενώ είναι επίσης συμβιβάσιμες με τις τροπολογίες οι οποίες υποδείχθηκαν από το Κοινοβούλιο και με τις οποίες μπορεί να συμφωνήσει η Επιτροπή. Οι αλλαγές εμπνέονται εν μέρει από τα αποτελέσματα του όγδοου ρυθμιστικού φόρουμ (Βήματος εργασιών) για την ευρωπαϊκή ηλεκτρική ενέργεια το οποίο συνήλθε στις 21-22 Φεβρουαρίου του 2002.

Υπό το φως των προαναφερόμενων εξελίξεων, η Επιτροπή τροποποιεί την πρότασή της, βάσει του άρθρου 250 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

B. Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφωνεί με τα κύρια στοιχεία της πρότασης της Επιτροπής, αλλά διατύπωσε ορισμένες τροπολογίες. Από τις 34 τροπολογίες που έγιναν αποδεκτές (τροπολογίες 1-35, εκτός από την τροπολογία 11), η Επιτροπή αποδέχτηκε τις 6 (τις τροπολογίες 1, 6, 8, 10, 12 και 14) με τη μορφή που προτάθηκαν από το Κοινοβούλιο ή με αναδιατύπωσή τους σε κάποιο βαθμό. Δύο τροπολογίες έγιανα εν μέρει αποδεκτές (οι τροπολογίες 3 και 4), ενώ 10 τροπολογίες έγιναν αποδεκτές κατ'αρχήν (οι τροπολογίες 18, 21, 27-34). Η εναπομένουσα τροπολογία 16 απορρίφθηκε.

Τροπολογίες που έγιναν εν μέρει αποδεκτές

Τροπολογία 3

Η τροπολογία αφορά την αιτιολογική σκέψη στην οποία αναφέρεται ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται ειδικά τέλη πρόσβασης δικτύου στους εξαγωγείς και εισαγωγείς και υποδεικνύεται η υιοθέτηση κάπως σαφέστερης διατύπωσης, η οποία συνιστά βελτίωση. Η Επιτροπή δεν μπορεί, ωστόσο, να αποδεχθεί ότι τα τέλη δεν επιτρέπεται να "βασίζονται στις συναλλαγές", εφόσον ο όρος αυτός είναι επαμφοτερίζων και έχει ερμηνευθεί στο παρελθόν από τις εμπλεκόμενες πλευρές με αντιφατικό τρόπο.

Τροπολογία 4

Στόχος του πρώτου σκέλους της τροπολογίας είναι η περαιτέρω αποσαφήνιση του πρώτου εδαφίου της αιτιολογικής σκέψης 12, την οποία κάνει αποδεκτή η Επιτροπή. Αντιθέτως, με το δεύτερο σκέλος διαβρώνεται η βασική αντίληψη ότι η διαθέσιμη δυναμικότητα των γραμμών διασύνδεσης πρέπει να καθορίζεται στο "ανώτατο δυνατό βαθμό" αντικαθιστώντας την έκφραση "σε ανώτατο δυνατό βαθμό" από μια κάπως ασαφέστερη διατύπωση, η οποία αφήνει χώρο για ερμηνεία. Η Επιτροπή δεν βλέπει την ανάγκη επέλευσης της τροποποίησης αυτής.

Τροπολογίες οι οποίες έγιναν κατ'αρχήν αποδεκτές

Τροπολογία 18

Η τροπολογία αυτή αφορά τη μεταχείριση των αποκαλούμενων "εμπορικών διασυνδέσεων" στον κανονισμό, με άλλα λόγια δηλαδή τις διασυνδέσεις, στο πλαίσιο των οποίων ο επενδυτής οφείλει να ανακτήσει το συνολικό κόστος των τελών χρήσης που αποτελούν απόρροια της χρήσης της ίδιας της διασύνδεσης και δεν μπορεί να βασίζεται στα τέλη που προκύπτουν για τη χρήση των δικτύων τα οποία έχουν συνδεθεί μέσω της διασύνδεσης. Η βασική ιδέα της τροπολογίας έγκειται στον αποκλεισμό των προαναφερόμενων διασυνδέσεων από τους αυστηρούς κανόνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούνται οι εισροές που προέρχονται από τον καταμερισμό της δυναμικότητας των διασυνδέσεων. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι ενώ οι προαναφερόμενοι κανόνες είναι οι κατάλληλοι για τις υφιστάμενες διασυνδέσεις, ενδέχεται να είναι υπερβολικά περιοριστικοί για τις εμπορικές διασυνδέσεις, ακριβώς επειδή περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις προοπτικές κερδών, αποθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό τους πιθανούς επενδυτές.

Η κύρια ουσία της τροπολογίας μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ωστόσο, η διαδικασία για τον αποκλεισμό ορισμένων οργανισμών διασύνδεσης από τους εν λόγω κανόνες πρέπει να ενισχυθεί: ο αποκλεισμός αυτός επιτρέπεται να είναι μόνο χρονικά περιορισμένος, αλλά ανανεώσιμος και για τη θέσπισή του πρέπει όχι μόνο να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των εμπλεκόμενων ρυθμιστικών αρχών αλλά και της Επιτροπής, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα της Κοινότητας στο σύνολό τους.

Η αιτιολογική σκέψη (14) προσαρμόστηκε ούτως ώστε να αντικατοπτρίζονται οι τροπολογίες που έχουν επέλθει στο κείμενο.

Τροπολογίες 21 και 27-33

Με τις τροπολογίες 27-33 διατυπώνεται η υπόδειξη συγκρότησης επιτροπής από τις ευρωπαϊκές ενεργειακές ρυθμιστικές αρχές, η οποία θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και θα διαθέτει τις αντίστοιχες συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Η Επιτροπή αποδέχεται την ουσία της τροπολογίας αυτής. Βαδίζοντας πάνως στα βήματα παρόμοιων παραδειγμάτων σε άλλους τομείς πολιτικής [1], η Επιτροπή έχει την πρόθεση να συγκροτήσει την ομάδα εκδίδοντας τη σχετική απόφαση της Επιτροπής και όχι, όπως υποδεικνύεται από το Κοινοβούλιο, εντός του πλαισίου του κανονισμού. Η ομάδα θα χειρίζεται τα ζητήματα που σχετίζονται με τον κανονισμό, την οδηγία 96/92 (οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια) και την οδηγία 98/30/EΚ (την οδηγία για το φυσικό αέριο).

[1] Για παράδειγμα, στα χνάρια της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με το κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο).

Τα μέτρα που σχεδιάζει να λάβει η Επιτροπή καλύπτουν επίσης τη βασική αντίληψη της τροπολογίας 21, με την οποία υποδεικνύεται η θέσπιση διάταξης βάσει της οποίας το Συμβούλιο των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών ενέργειας θα συνεπικουρεί την Επιτροπή κατά την υλοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

Τροπολογία 34

Η τροπολογία προτείνει να θεσπιστεί για την Επιτροπή ο όρος της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων και μπορεί να γίνει στην ουσία της αποδεκτή. Ωστόσο, από θεσμική σκοπιά, σκοπός της έκθεσης δεν μπορεί να είναι να παρασχεθεί στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο η δυνατότητα διερεύνησης της θέσπισης περαιτέρω αναγκαίων διατάξεων, όπως υποδεικνύεται στο κείμενο της τροπολογίας. Στην Επιτροπή εναπόκειται να συνοδεύσει την έκθεση από τις κατάλληλες προτάσεις και/ή συστάσεις για τη λήψη περαιτέρω μέτρων, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο.

Απορριφθείσες τροπολογίες

Τροπολογίες 2 και 13

Με τις τροπολογίες αυτές προτείνεται να διευκρινιστεί στο κείμενο του κανονισμού, στην αιτιολογική σκέψη (10) και στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ότι οφείλουν να "εναρμονιστούν" τα τέλη πρόσβασης εθνικού δικτύου για τους παραγωγούς (τέλη "Ζ"). Οι εν λόγω τροπολογίες δεν είναι δυνατό να γίνουν αποδεκτές, για δύο κύριους λόγους:

- Είναι ακατάλληλη η μνεία στην άμεσα εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία ότι ορισμένοι εθνικοί κανόνες "οφείλουν" να εναρμονιστούν, χωρίς να μνημονεύεται ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να συντελεστεί η εν λόγω εναρμόνιση, τόσο από ουσιαστική, όσο και από διαδικαστική άποψη.

- Κατά την εναρμόνιση των εθνικών τελών, δεν θα πρέπει κανείς να εξετάζει μόνο τα τέλη που επιβάλλονται στους παραγωγούς, αλλά να διερευνήσει τη διάρθρωση των τιμολογίων στο σύνολό τους, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ιδιομορφίες των εξεταζόμενων εθνικών δικτύων.

Κατά συνέπεια, η προσέγγιση στα θέματα της εναρμόνισης που υιοθετείται στην πρόταση της Επιτροπής είναι κατάλληλη και επαρκής. Στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού θεσπίζεται η εναρμόνιση των τελών για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές (φορτία) με κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες προβλέπεται να υιοθετηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας της επιτροπολογίας.

Τροπολογίες 5, 7, 16, 20, 22, 23, 24, 25

Με τις εν λόγω τροπολογίες επιδιώκεται η εξάλειψη όλων των παραπομπών στις "εθνικές ρυθμιστικές αρχές" στον κανονισμό, με τη διατύπωση της πρότασης να επιλεγεί περισσότερο ουδέτερη ορολογία, όπως "αρμόδιες αρχές". Αποτελεί πολιτική της Επιτροπής να επιφορτίζονται όλα τα κράτη μέλη με τον καθήκον του καθορισμού μιας ή περισσότερων ρυθμιστικών αρχών και η πολιτική αυτή αντικατοπτρίζεται στην αναθεωρημένη διατύπωση του άρθρου 22 της οδηγίας 96/92, όπως αυτή προτείνεται στην οδηγία για την τροποποίηση των οδηγιών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Οι προαναφερόμενες αρχές υποτίθεται ότι θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο στο πλαίσιο της υλοποίησης του κανονισμού. Η αποδοχή των προαναφερόμενων τροπολογιών θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει προς τη συγκρότηση του συμβουλευτικού σώματος που θα συναπαρτίζεται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, όπως υποδεικνύεται στις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, οι οποίες έχουν την υποστήριξη της Επιτροπής (βλ. προηγουμένως στις τροπολογίες 21 και 27 έως 33).

Τροπολογίες 9 και 15

Με τις δύο αυτές τροπολογίες υποδεικνύεται ο αποκλεισμός της εγκατεστημένης παραγωγής, δηλαδή της παραγωγής η οποία συνδέεται απευθείας με το δίκτυο διανομής, από ορισμένα τέλη δικτύων βάσει των εθνικών συστημάτων τιμολόγησης. Η εγκατεστημένη παραγωγή πρέπει να αντιμετωπίζεται προσηκόντως στο πλαίσιο των εθνικών συστημάτων τιμολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές αρχές της μη θέσπισης διακρίσεων και της αντικατόπτρισης του κόστους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού και, έχοντας υπόψη τη σημαντικότερη περίπτωση στην πρακτική - την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές - στο άρθρο 7 παράγραφος 6 της οδηγίας 2001/77 για την προώθηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές. Πάντως, δεν θα ήταν σωστός ο αποκλεισμός της εγκατεστημένης παραγωγής εξ αρχής, εν γένει, από την επιβολή ορισμένων τελών, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την μεμονωμένη εξέταση κάθε περίπτωσης.

Τροπολογία 17

Με την τροπολογία υποβάλλεται η πρόταση να παρέχεται στους διαχειριστές των οργανισμών διασύνδεσης η δυνατότητα χρήσης των εισροών που προκύπτουν από τον καταμερισμό της δυναμικότητας των διασυνδέσεων προς αποζημίωση των φορέων της αγοράς για τις περικοπές της δυναμικότητας, με επέκταση των τριών δυνατοτήτων επιτρεπόμενης χρήσης που περιλαμβάνονται στο άρθρο. Όμως, αντίθετα από τους τρεις προαναφερόμενους τρόπους χρήσης, η υποχρέωση καταβολής των αντίστοιχων αντισταθμιστικών πληρωμών επιβάλλεται από το νόμο. Οι εν λόγω πληρωμές αποτελούν μέρος του κόστους λειτουργίας της διασύνδεσης. Λαμβάνονται ήδη υπόψη κατά τον καθορισμό των διαθέσιμων εισροών που προκύπτουν από τον καταμερισμό της δυναμικότητας και δεν διαδραματίζουν ως εκ τούτου κανένα ρόλο όταν πρόκειται για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι εισροές επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν.

Τροπολογία 19

Στην τροπολογία προτείνεται η εφαρμογή της διαδικασίας της ρυθμιστικής επιτροπής που προβλέπεται στον κανονισμό μόνον επί μια τετραετία και, έπειτα από την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος, η επανεξέταση του θέματος από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τη σχετική πρόταση της Επιτροπής. Η Επιτροπή δεν διαβλέπει την αναγκαιότητα ένταξης της σχετικής ρήτρας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον εξαιρετικά τεχνικό χαρακτήρα των ζητημάτων που εξετάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της ρυθμιστικής επιτροπής. Η Επιτροπή θα καταβάλει φυσικά μέριμνα για να επικρατήσει ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός διαφάνειας έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα θέματα της διαδικασίας της Επιτροπολογίας που προβλέπεται βάσει του κανονισμού, σε αγαστή αρμονία με τη συμφωνία που έχει επέλθει μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά τις διαδικασίες υλοποίησης της απόφασης 1999/468/EΚ του Συμβουλίου για τη διαδικασία της επιτροπολογίας.

Τροπολογία 26

Στην τροπολογία εξετάζεται η ερμηνεία των κανόνων που περιλαμβάνονται στην οδηγία 96/92 (οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια) και οι εν λόγω κανόνες δεν αφορούν ουδόλως τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι ασαφές για ποιους λόγους το Κοινοβούλιο υπερψήφισε την τροπολογία αυτή, στο πλαίσιο των διατάξεων του κανονισμού.

Τροπολογία 35

Στην τροπολογία προτείνεται η διασύνδεση της έναρξης ισχύος του κανονισμού με την έναρξη ισχύος της οδηγίας με την οποία τροποποιούνται οι υφιστάμενες οδηγίες για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια. Κατά συνέπεια, η προώθηση των διασυνοριακών συναλλαγών είναι οπωσδήποτε αναγκαία υπό όλες τις περιστάσεις, ανεξάρτητα από την υιοθέτηση των προτεινόμενων τροπολογιών της τρέχουσας οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια.

Γ. Επερχόμενες αλλαγές στις οποίες αντικατοπτρίζονται οι εξελίξεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου

Πολλές από τις αλλαγές που επήλθαν στο αρχικό κείμενο, ούτως ώστε να αντικατοπτριστούν οι εξελίξεις που έχουν επέλθει στο πλαίσιο του Συμβουλίου, αποτελούν διευκρινίσεις ή προσθήκες στη διατύπωση των διατάξεων, χωρίς να μεταβάλλεται η ουσία τους.

Ουσιαστικότερες αλλαγές αποτελούν ωστόσο οι εξής αλλαγές:

- Στην αρχική πρόταση της Επιτροπής ο μηχανισμός αντιστάθμισης για τους Διαχειριστές των Συστημάτων Μεταφοράς (ΔΣΜ) (άρθρο 3) βασιζόταν στην βασική έννοια των "διαμετακομιζόμενων ροών" ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ με την τροποποιημένη πρόταση η βασική έννοια είναι οι "διασυνοριακές ροές". Όπως αποδείχθηκε από τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού φόρουμ ρυθμιστικών φορέων ηλεκτρικής ενέργειας, η εν λόγω βασική έννοια θα οδηγήσει μάλλον σε αποτελέσματα που αντικατοπτρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό το κόστος.

- Στο άρθρο 3 παράγραφος 2 προβλεπόταν ότι οι αντισταθμιστικές πληρωμές θα καταβάλλονταν από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς εξαγωγής και/ή εισαγωγής. Το σημείο αυτό άλλαξε στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς εξαγωγής και/ή εισαγωγής.

- Στο άρθρο 3 παράγραφος 6, η περιγραφή της μεθόδου υπολογισμού του "κόστους ροών διαμεκατόμισης" (στο εξής: κόστος των διασυνοριακών ροών, βλ. προηγουμένως) διευκρινιζόταν περαιτέρω. Αυτή η αλλαγή αποτελεί αντανάκλαση των συμπερασμάτων του 8ου Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ρυθμιστικών Φορέων Ηλεκτρικής Ενέργειας.

- Όπως αναφέρεται πλέον σαφώς στη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 4, αποκλείεται η επιβολή τιμολογιών εξαγωγής/εισαγωγής, εφόσον λειτουργούν κατάλληλα και αποτελεσματικά σήματα χωροθέτησης. Στην αρχική πρόταση, η βασική έννοια των σημάτων χωροθέτησης συναποτελούσε ήδη μέρος της διάταξης, με παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 2.

Η ουσία των δυο άρθρων που σχετίζονται με τις επιτροπές της επιτροπολογίας (άρθρα 12 και 13) παρέμεινε αμετάβλητη. Ωστόσο, τα δύο άρθρα συγχωνεύθηκαν στο ενιαίο άρθρο 12.

2001/0078 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις συνθήκες πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής [2],

[2] ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [3],

[3] ΕΕ C

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [4],

[4] ΕΕ C

ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης [5],

[5] ΕΕ C

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η οδηγία 96/92/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας [6] αποτέλεσε σημαντικό βήμα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

[6] ΕΕ L 27, 30.1.1997, σ. 20; Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία .../.../EΚ (ΕΕ L ..., ..., σ. ...)

(2) Στη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβώνα στις 23 και 24 Μαρτίου 2000, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε να επισπευσθούν οι εργασίες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου και να επιταχυνθεί η ελευθέρωση σε αυτούς τους τομείς, ούτως ώστε να επιτευχθεί η πλήρης λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εν προκειμένω.

(3) Η δημιουργία πραγματικής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να προωθηθεί με εντονότερες συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες επί του παρόντος δεν είναι τόσο ανεπτυγμένες σε σύγκριση με άλλους οικονομικούς κλάδους.

(4) Πρέπει να θεσπισθούν ισότιμοι, ανταποκρινόμενοι στο κόστος, διαφανείς και άμεσα εφαρμόσιμοι κανόνες, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους τη σύγκριση μεταξύ των αποτελεσματικών διαχειριστών δικτύου από διαρθρωτικά συγκρίσιμες περιοχές και συμπληρωματικοί προς τις διατάξεις της οδηγίας 96/92/EΚ, για την διασυνοριακή τιμολόγηση και τον καταμερισμό των διαθέσιμων δυναμικοτήτων διασύνδεσης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στα συστήματα μεταφοράς για διασυνοριακές συναλλαγές.

(5) Στα συμπεράσματά του της 30ης Mαϊου 2000 το Συμβούλιο Ενέργειας κάλεσε την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές/διοικήσεις να εξασφαλίσουν την γρήγορη καθιέρωση σταθερού συστήματος τιμολόγησης και μεθόδου για τον καταμερισμό της διαθέσιμης δυναμικότητας διασύνδεσης μακροπροθέσμως.

(6) Tο Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του της 6ης Ιουλίου 2000 επί της δεύτερης έκθεσης της Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση της ελευθέρωσης των αγορών ενέργειας, ζήτησε να καθιερωθούν συνθήκες για την χρησιμοποίηση των δικτύων στα κράτη μέλη οι οποίες να μην εμποδίζουν το διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις για να υπερκερασθούν όλα τα υπάρχοντα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

(7) Ο κανονισμός αυτός πρέπει να καθορίζει τις βασικές αρχές όσον αφορά την τιμολόγηση και τον καταμερισμό της δυναμικότητας, ενώ παράλληλα να προβλέπει την υιοθέτηση κατευθυντηρίων γραμμών για τις περαιτέρω βασικές αρχές και μεθόδους, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ταχύρυθμη προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

(8) Σε μια ανοικτή και ανταγωνιστική αγορά, στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς πρέπει να καταβάλεται αντιστάθμιση, για το κόστος που προκύπτει ως αποτέλεσμα της χρήσης των δικτύων τους κατά τις διασυνοριακές ροές ηλεκτρικής ενέργειας από τους διαχειριστές των συστημάτων μεταφοράς από όπου προέρχονται οι διασυνοριακές ροές και των συστημάτων στα οποία λήγουν οι εν λόγω ροές.

(9) Οι πληρωμές και οι εισπράξεις από τις αντισταθμίσεις μεταξύ των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των εθνικών τιμολογίων δικτύου.

(10) Tο πραγματικό ποσό που καταβάλλεται για την διασυνοριακή πρόσβαση στο σύστημα ενδεχομένως να ποικίλει σημαντικά, ανάλογα με τους εμπλεκόμενους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και ως αποτέλεσμα των διαφορών της διάρθρωσης των τιμολογίων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, απαιτείται κάποιος βαθμός εναρμόνισης ώστε να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις στο εμπόριο.

(11) Δεν ενδείκνυται να εφαρμοσθούν τιμές εξαρτώμενες από την απόσταση ή, εφόσον λειτουργούν τα κατάλληλα σήματα χωροθέτησης, ειδικά τιμολόγια μόνον για τους εξαγωγείς ή εισαγωγείς τα οποία προστίθενται στα γενικά τέλη που καταβάλλονται στο εθνικό δίκτυο.

(12) Προαπαιτούμενος όρος για την επικράτηση αποτελεσματικών όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά είναι η ανυπαρξία διακρίσεων και η επιβολή διαφανών τελών για τη χρήση δικτύου, συμπεριλαμβανομένων των γραμμών διασύνδεσης, στο σύστημα μεταφοράς. Στις γραμμές αυτές πρέπει να προσφέρεται η μέγιστη δυναμικότητα που πληροί τα πρότυπα ασφαλείας για την απρόσκοπτη λειτουργία των δικτύων. Οποιαδήποτε διακριτική μεταχείριση κατά τον καταμερισμό της διαθέσιμης δυναμικότητας δεν πρέπει να στρεβλώνει αδικαιολογήτως ή να εμποδίζει την ανάπτυξη του εμπορίου.

(13) Πρέπει να είναι διαφανής για τους συντελεστές της αγοράς η διαθέσιμη δυναμικότητα μεταφοράς καθώς και τα πρότυπα ασφαλείας, προγραμματισμού και λειτουργίας που αφορούν τη διαθέσιμη δυναμικότητα μεταφοράς.

Πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για τη χρήση των εσόδων που προκύπτουν κατά τις διαδικασίες διαχείρισης της συμφόρησης, εκτός εάν ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του εμπλεκόμενου οργανισμού διασύνδεσης δικαιολογεί τη χρονικά περιορισμένη απαλλαγή από την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων (15) Πρέπει να είναι δυνατή η αντιμετώπιση των προβλημάτων συμφόρησης κατά διάφορους τρόπους, εφόσον οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται παρέχουν τα κατάλληλα οικονομικά μηνύματα στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και τους συντελεστές της αγοράς και βασίζονται στους μηχανισμούς της αγοράς.

(16) Για να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να προβλεφθούν διαδικασίες οι οποίες να καθιστούν δυνατή την έκδοση από την Επιτροπή, άμεσα εφαρμόσιμων αποφάσεων όσον αφορά την τιμολόγηση και τον καταμερισμό δυναμικότητας, ενώ παράλληλα να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των ρυθμιστικών αρχών των κρατών μελών σε αυτή τη διαδικασία.

(17) Πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες εθνικές αρχές να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή. Η Επιτροπή πρέπει να τηρεί το απόρρητο αυτών των πληροφοριών. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει σχετικές πληροφορίες άμεσα από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

(18) Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους κανόνες που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό και τις κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετούνται με βάση τον παρόντα κανονισμό.

(19) Τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν τους κανόνες που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να εξασφαλίζουν την εκτέλεσή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

(20) Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που ορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, δηλαδή η καθιέρωση εναρμονισμένου πλαισίου για τις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας, είναι αδύνατον να επιτευχθούν από τα κράτη μέλη και είναι συνεπώς δυνατόν, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Ο παρών κανονισμός περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για τον σκοπό αυτό.

(21) Σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης 1999/468/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [7], τα μέτρα για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού πρέπει να εγκρίνονται με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/EΚ, ή με τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης.

[7] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η τόνωση των διασυνοριακών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας και, κατά συνέπεια, του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με την καθιέρωση μηχανισμού αντισταθμίσεων για τις διασυνοριακές ροές ηλεκτρικής ενέργειας και με τον καθορισμό εναρμονισμένων αρχών για τα διασυνοριακά τέλη μεταφοράς και τον καταμερισμό της διαθέσιμης δυναμικότητας των διασυνδέσεων μεταξύ των εθνικών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 96/92/EΚ.

2. Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) Ως "διασυνοριακή ροή" ηλεκτρικής ενέργειας νoείται η φυσική ροή ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο μεταφοράς ενός κράτους μέλους το οποίο είναι το αποτέλεσμα της δραστηριότητας που αναπτύσσεται είτε από τους παραγωγούς είτε από τους καταναλωτές εκτός των ορίων του εν λόγω κράτους μέλους.(β) Ως "συμφόρηση" νοείται η κατάσταση κατά την οποίαν γραμμή διασύνδεσης που συνδέει τα εθνικά δίκτυα μεταφοράς δεν είναι ικανή να διεκπεραιώσει όλες τις συναλλαγές που προκύπτουν από τις διεθνείς συναλλαγές μεταξύ των συντελεστών της αγοράς, λόγω έλλειψης δυναμικότητας των διασυνδέσεων και/ή των εθνικών συστημάτων μεταφοράς που εμπλέκονται.

(γ) Ως "εξαγωγή" ηλεκτρικής ενέργειας νοείται η αποστολή ηλεκτρικής ενέργειας σε κάποιο κράτος μέλος στο πλαίσιο της οποίας γίνεται παραδεκτό ότι η ταυτόχρονη αντίστοιχη απορρόφηση ("εισαγωγή") ηλεκτρικής ενέργειας συντελείται σε κάποιο άλλο κράτος μέλος ή σε κάποια τρίτη χώρα.

Άρθρο 3

Μηχανισμός αντιστάθμισης μεταξύ διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς

1. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς εισπράττουν αντιστάθμιση για το κόστος που προέκυψε συνεπεία των διασυνοριακών ροών ηλεκτρικής ενέργειας μέσω του δικτύου τους.

2. Η αντιστάθμιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καταβάλλεται από τους διαχειριστές των εθνικών συστημάτων μεταφοράς από τα οποία προέρχονται οι διασυνοριακές ροές ροές και όπου καταλήγουν αυτές οι ροές.

3. Οι αντισταθμίσεις καταβάλλονται σε τακτική βάση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του παρελθόντος. Αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν προσαρμόζονται, κατά περίπτωση, εκ των υστέρων ώστε να ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος που προέκυψε και να αναγνωρίζονται.

Tο πρώτο χρονικό διάστημα για το οποίο καταβάλλονται αντισταθμίσεις καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 7.

4. Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 4, η Επιτροπή αποφασίζει σχετικά με τα ποσά αντιστάθμισης που πρέπει να καταβληθούν.

5. Οι ποσότητες των διασυνοριακών ροών και οι ποσότητες των διασυνοριακών ροών οι οποίες καθορίζεται ότι εξάγονται/εισάγονται από τα εθνικά συστήματα μεταφοράς καθορίζονται με βάση την φυσική ροή ηλεκτρικής ενέργειας που μετρήθηκε στην πράξη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

6. Tο κόστος που προέκυψε συνεπεία των διασυνοριακών ροών , λαμβάνοντας υπόψη τις απώλειες, τις επενδύσεις που γίνονται σε νέες υποδομές και την προσήκουσα αναλογία του κόστους των υφιστάμενων υποδομών. Κατά τον καθορισμό του κόστους που προκύπτει, πρέπει να χρησιμοποιούνται τυποποιημένες μέθοδοι υπολογισμού του κόστους. Τα κέρδη που προκύπτουν από κάποιο δίκτυο, συνεπεία της υποδοχής διασυνοριακών ροών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

Άρθρο 4

Τέλη πρόσβασης στα δίκτυα

1. Τα τέλη που εφαρμόζουν οι διαχειριστές δικτύου για την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα πρέπει να διέπονται από διαφάνεια και να αντανακλούν το πραγματικό κόστος στο βαθμό που αντιστοιχούν το κόστος αποτελεσματικού καικαι διαρθρωτικά συγκρίσιμου διαχειριστή δικτύου και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Τα τέλη πρέπει να μην εξαρτώνται από την απόσταση.

2. Οι παραγωγοί και οι καταναλωτές (φορτίο) επιτρέπεται να επιβαρύνονται για την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα. Το μερίδιο του συνολικού ποσού των τελών δικτύου με το οποίο επιβαρύνονται οι παραγωγοί πρέπει να είναι χαμηλότερο από το μερίδιο με το οποίο επιβαρύνονται οι καταναλωτές. Κατά περίπτωση, το ύψος των τελών που εφαρμόζονται στους παραγωγούς ή/και τους καταναλωτές πρέπει να επισημαίνει γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των απωλειών δικτύου και την συμφόρηση που προκλήθηκαν.

3. Οι πληρωμές και οι εισπράξεις που προκύπτουν με βάση τον μηχανισμό αντιστάθμισης μεταξύ διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 3 λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των τελών για την πρόσβαση στο δίκτυο. Λαμβάνονται υπόψη οι πληρωμές που όντως πραγματοποιήθηκαν και οι εισπράξεις, καθώς και οι αναμενόμενες για μελλοντικές χρονικές περιόδους πληρωμές, που υπολογίζονται με βάση παρελθούσες χρονικές περιόδους.

4. Εφόσον λειτουργούν κατάλληλα και αποτελεσματικά σήματα χωροθέτησης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2, τα τέλη για την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα που ισχύουν για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της χώρας προορισμού και της χώρας προέλευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τη συναφθείσα εμπορική σύμβαση. Η εφαρμογή γίνεται με την επιφύλαξη των τελών που επιβάλλονται επί των εξαγωγών και εισαγωγών συνεπεία της διαχείρισης της συμφόρησης για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

5. Δεν επιβάλλεται ειδικό τέλος δικτύου σε μεμονωμένες συναλλαγές για διαμετακόμιση ηλεκτρικής ενέργειας. Άρθρο 5

Παροχή πληροφοριών σχετικά με τη δυνατότητα διασύνδεσης

1. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς συγκροτούν μηχανισμούς συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών για να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία των δικτύων στο πλαίσιο της διαχείρισης συμφόρησης.

2. Δημοσιεύονται τα πρότυπα ασφάλειας, λειτουργίας και προγραμματισμού που χρησιμοποιούν οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς. Στη δημοσίευση περιλαμβάνεται γενικό σχέδιο για τον υπολογισμό της συνολικής δυναμικότητας μεταφοράς και της ανοχής αξιοπιστίας μεταφοράς, με βάση τις ηλεκτρικές και φυσικές ιδιότητες του δικτύου. Tα γενικά αυτά σχέδια υπόκεινται στην έγκριση των ρυθμιστικών αρχών, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας με την οποία τροποποιείται η οδηγία 96/92/EΚ.

3. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς δημοσιεύουν κατά προσέγγιση υπολογισμούς της διαθέσιμης δυναμικότητας μεταφοράς για κάθε ημέρα, με μνεία οποιασδήποτε διαθέσιμης δυναμικότητας που έχει ήδη δεσμευθεί. Tα στοιχεία αυτά δημοσιεύονται σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή πριν από την ημέρα της μεταφοράς και περιλαμβάνουν, οπωσδήποτε, εκτιμήσεις για την επόμενη εβδομάδα και τον επόμενο μήνα, καθώς και την ποσοτική ένδειξη για την αναμενόμενη αξιοπιστία της διαθέσιμης δυναμικότητας.

Άρθρο 6

Γενικές αρχές διαχείρισης συμφόρησης

1. Τα προβλήματα συμφόρησης δικτύου αντιμετωπίζονται με λύσεις οι οποίες δεν δημιουργούν διακριτική μεταχείριση, είναι επικεντρωμένες στην αγορά και οι οποίες δίνουν αποτελεσματικά οικονομικώς μηνύματα στους συντελεστές της αγοράς και τους εμπλεκόμενους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς.

2. Διαδικασίες περικοπής των συναλλαγών χρησιμοποιούνται μόνον σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όταν ο διαχειριστής συστήματος μεταφοράς πρέπει να ενεργήσει επειγόντως και δεν είναι δυνατή η αντεπιστροφή ή αντίρροπη συναλλαγή των ροών. Κάθε διαδικασία που εφαρμόζεται σε συνάρτηση με το θέμα αυτό πρέπει να διενεργείται με τρόπο που δεν θεσπίζει διακρίσεις.

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις "ανωτέρας βίας", οι συντελεστές της αγοράς στους οποίους έχει καταμερισθεί δυναμικότητα αποζημιώνονται για οποιαδήποτε περικοπή. .3. Η μέγιστη δυναμικότητα των διασυνδέσεων διατίθεται στους συντελεστές της αγοράς που πληρούν τα πρότυπα ασφάλειας για την απρόσκοπτη λειτουργία του δικτύου.

4. Οι παράγοντες της αγοράς πληροφορούν τους εμπλεκόμενους Διαχειριστές των Συστημάτων Μεταφοράς σε εύλογο χρόνο πριν από την αντίστοιχη περίοδο δραστηριοτήτων κατά πόσο προτίθενται να εκμεταλλευθούν το καταμεριζόμενο δυναμικό. Καταμερισθείσα δυναμικότητα που δεν αξιοποιείται διατίθεται εκ νέου στην αγορά, με τρόπο ανοικτό, διαφανή και χωρίς διακρίσεις.

5. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς συμψηφίζουν, στον βαθμό που είναι τεχνικώς δυνατό, τις δυναμικότητες που ζητούνται για ροές ηλεκτρικής ενέργειας κατά αντίθετες φορές σε συμφορημένη γραμμή διασύνδεσης ούτως ώστε η γραμμή αυτή να χρησιμοποιηθεί με την μέγιστη δυναμικότητά της. Λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την ασφάλεια του δικτύου, δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται συναλλαγές οι οποίες μειώνουν τη συμφόρηση.

6. Οποιαδήποτε έσοδα προέρχονται από τον καταμερισμό δυναμικότητας διασύνδεσης, τα οποία υπερβαίνουν το λογικό ύψος απόδοσης επί της επένδυσης, χρησιμοποιούνται για έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) για να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία της καταμερισθείσας δυναμικότητας.

(β) για επενδύσεις στο δίκτυο ώστε να διατηρηθεί ή να αυξηθεί η δυναμικότητα διασύνδεσης.

(γ) για τη μείωση των τελών δικτύου.

7. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας με την οποία τροποποιείται η οδηγία 96/92/EΚ, εκείνων των κρατών μελών τα οποία συνδέονται από κάποιον οργανισμό διασύνδεσης, επιτρέπεται ανάλογα με τα δεδομένα της εκάστοτε περίπτωσης και από κοινού, να αποφασίσουν ότι για κάποια διασύνδεση θα ισχύει χρονικά περιορισμένη απαλλαγή από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 6. Η απαλλαγή είναι ανανεώσιμη. Η διασύνδεση η οποία απαλλάσσεται από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 6 εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 22 της οδηγίας με την οποία τροποποιείται η οδηγία 96/92/EΚ και από τους κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΚ.

8. Για να είναι επιλέξιμη για τη χορήγηση της απαλλαγής που αναφέρεται στην παράγραφο 7, η διασύνδεση πρέπει να πληροί τους εξής όρους:

(α) Να αποτελεί ιδιοκτησία φυσικού ή νομικού προσώπου χωριστού, τουλάχιστον, από τη σκοπιά της νομικής του μορφής, από τους διαχειριστές του συστήματος μεταφοράς των οποίων τα συστήματα συνδέει η εν λόγω διασύνδεση.

(β) Να εισπράττονται τέλη από τους ειδικούς χρήστες της διασύνδεσης.

(γ) Να μην έχει ανακτήσει, σε καμιά χρονική στιγμή από την εποχή της εφαρμογής της οδηγίας 96/92/EΚ, οποιαδήποτε αναλογία του κεφαλαίου του ή του λειτουργικού κόστους της διασύνδεσης από οποιαδήποτε συνιστώσα των τελών που καταβάλλονται για τη χρήση των συστημάτων μεταφοράς ή διανομής τα οποία συνδέονται από τη διασύνδεση.

Η χορήγηση απαλλαγής αποκλείεται στις περιπτώσεις που η κοινοτική ή η εθνική νομοθεσία απαγορεύουν σε άλλα αντισυμβαλλόμενα μέρη, εκτός των δύο εμπλεκομένων διαχειριστών του δικτύου μεταφοράς και/ή διανομής να προβούν στην κατασκευή νέας διασύνδεσης μεταξύ των δύο εμπλεκομένων δικτύων μεταφοράς ή διανομής.

Η απαλλαγή εφαρμόζεται υπό ομάλες συνθήκες μόνο για τις τρέχουσες απευθείας διασυνδέσεις.

9. Η απόφαση και οι όροι οι οποίοι σχετίζονται με τη χορήγηση της σχετικής απαλλαγής δημοσιεύονται και κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή, από κοινού με κάθε άλλη συναφή πληροφορία σε συνάρτηση με την απόφαση. Η εν λόγω πληροοφορία μπορεί να υποβάλλεται στην Επιτροπή με ομαδοποιημένη μορφή, παρέχοντας στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε εύλογα αιτιολογημένη απόφαση. Η Επιτροπή επιτρέπεται να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη ρυθμιστική αρχή την τροποποίηση ή την ανάκληση της απόφασης με την οποία χορηγείται η σχετική απαλλαγή, εντός χρονικής προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την παραλαβή από την πλευρά της της εν λόγω ανακοίνωσης.. Εάν οι ενδιαφερόμενες ρυθμιστικές αρχές δεν συμμορφώνονται με το αίτημα αυτό, εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων εβδομάδων, η Επιτροπή εκδίδει ταχύτατα την τελική της απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή διαφυλάσσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.

Άρθρο 7

Κατευθυντήριες γραμμές

1. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εκδίδει και τροποποιεί κατευθυντήριες γραμμές επί των ακολούθων θεμάτων που αφορούν τον μηχανισμό αντιστάθμισης μεταξύ διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 3:

(α) λεπτομέρειες σχετικά με τον καθορισμό των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς που οφείλουν να καταβάλλουν αντιστάθμιση για διασυνοριακές ροές , σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

(β) λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία πληρωμής που πρέπει να τηρηθεί, καθώς και καθορισμός του πρώτου χρονικού διαστήματος για το οποίο πρέπει να καταβληθούν αντισταθμίσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3.

(γ) λεπτομέρειες των μεθόδων για τον καθορισμό της ποσότητας των υποδεχόμενων διασυνοριακών ροών και τον καθορισμό των ποσοτήτων των εν λόγω ροών οι οποίες λογίζεται ότι εισάγονται και/ή καταλήγουν στα εθνικά συστήματα μεταφοράς των μεμονωμένων κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5.

(δ) λεπτομέρειες της μεθόδου για τον καθορισμό του κόστους που προκύπτει συνεπεία των διερχόμενων διασυνοριακών ροών, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6.

(ε) τις λεπτομέρειες μεταχείρισης, στο πλαίσιο του εσωτερικού μηχανισμού αντιστάθμισης των ΔΣΜ, για τις ροές ηλεκτρικής ενέργειας με αφετηρία ή κατάληξη χώρες εκτός του ΕΟΧ).

(στ) συμμετοχή στον μηχανισμό αντιστάθμισης διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς των εθνικών συστημάτων που είναι διασυνδεδεμένα άμεσα με γραμμές ρεύματος, σύμφωνα με το άρθρο 3.

2. Στις κατευθυντήριες γραμμές καθορίζονται επίσης οι προσήκοντες κανόνες οι οποίοι οδηγούν στην προοδευτική εναρμόνιση των τελών που ισχύουν για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές (φορτίο) δυνάμει των εθνικών τιμολογίων, συμπεριλαμβανομένης της αντανάκλασης του εσωτερικού μηχανισμού αντιστάθμισης των ΔΣΜ στα εθνικά τέλη δικτύου, σύμφωνα με τις βασικές αρχές που ορίζονται στο άρθρο 4 .

3. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, τροποποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την διαχείριση και τον καταμερισμό διαθέσιμης δυναμικότητας μεταφοράς στις διασυνδέσεις μεταξύ εθνικών συστημάτων που ορίζονται στο παράρτημα, σύμφωνα με τις βασικές αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6. Κατά περίπτωση, στο πλαίσιο αυτών των τροποποιήσεων ορίζονται κοινοί κανόνες σχετικά με ελάχιστα πρότυπα ασφάλειας και λειτουργίας για την χρήση και εκμετάλλευση δικτύου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Ρυθμιστικές αρχές

Οι ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 96/92/EΚ [8], φέρουν την ευθύνη τα τιμολόγια και οι μέθοδοι διαχείρισης της συμφόρησης να ορίζονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και να υιοθετούνται οι κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 7.

[8] Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία .../.../EΚ (ΕΕ L ..., ..., σ. ...)

Άρθρο 9

Παροχή πληροφοριών και εμπιστευτικότητα

1. Τα κράτη μέλη και οι ρυθμιστικές αρχές, που αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 96/92/EΚ [9], παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 4 και του άρθρου 7.

[9] Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία .../.../EΚ (ΕΕ L ..., ..., σ. ...)

. Συγκεκριμένα, για τον σκοπό του άρθρου 3 παράγραφος 4 και 3 παράγραφος 6, οι ρυθμιστικές αρχές χορηγούν, σε τακτική βάση, τα δεδομένα και κάθε άλλη σχετική πληροφορία σε συνάρτηση με τις φυσικές ροές των δικτύων των διαχειριστών των συστημάτων μεταφοράς και με το κόστος του δικτύου. 2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και διοικήσεις είναι σε θέση και εξουσιοδοτημένες να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3. Κατά περίπτωση, για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 4 και του άρθρου 7, η Επιτροπή δύναται επίσης να ζητήσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες άμεσα από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων. Όταν η Επιτροπή αποστέλλει αίτημα με το οποίο ζητά πληροφορίες από επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, διαβιβάζει ταυτοχρόνως αντίγραφο του αιτήματός της στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 96/92/EΚ, του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η έδρα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων.

4. Στο αίτημά της για παροχή πληροφοριών η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση του αιτήματος, την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες, τον σκοπό του αιτήματος, καθώς και τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 για την παροχή εσφαλμένων, ελλιπών και παραπλανητικών πληροφοριών. Η Επιτροπή παρέχει εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη την περίπλοκη μορφή των απαιτούμενων πληροφοριών και τον κατεπείγοντα τρόπο με τον οποίο ζητούνται.

5. Οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων ή οι αντιπρόσωποί τους και, σε περίπτωση νομικών προσώπων, οι εταιρίες επιχειρήσεων, ή ενώσεις επιχειρήσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να τις αντιπροσωπεύουν εκ του νόμου ή βάσει του καταστατικού, παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Νομικοί σύμβουλοι νομίμως εξουσιοδοτημένοι να επιχειρούν πράξεις επιτρέπεται να παρέχουν τις πληροφορίες εξ ονόματος των πελατών τους. Οι πελάτες φέρουν την πλήρη ευθύνη εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ελλιπείς, εσφαλμένες ή παραπλανητικές.

6. Σε περίπτωση που επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε από την Επιτροπή ή παρέχει ελλιπείς πληροφορίες, η Επιτροπή απαιτεί τη παροχή των πληροφοριών με απόφαση. Στην απόφαση καθορίζονται οι πληροφορίες που απαιτούνται και ορίζεται εύλογη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν. Στην απόφαση αναφέρονται επίσης οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2. Επίσης, πρέπει να αναφέρεται το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η Επιτροπή αποστέλλει ταυτοχρόνως αντίγραφο της απόφασής της στην ρυθμιστική αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η κατοικία του προσώπου ή η έδρα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων.

7. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 4 και του άρθρου 7.

Η Επιτροπή δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που αποκτά σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και εφόσον διέπονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

Άρθρο 10

Το δικαίωμα των κρατών μελών να προβλέπουν λεπτομερέστερα μέτρα

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να διατηρούν εν ισχύ ή να θεσπίζουν μέτρα τα οποία περιέχουν λεπτομερέστερες διατάξεις από εκείνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετούνται με βάση το άρθρο 7.

Άρθρο 11

Κυρώσεις

1. Tα κράτη μέλη ορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εκτέλεσή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο [6 μήνες μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού] και κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2. Η Επιτροπή δύναται με απόφαση να επιβάλλει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα που να μην υπερβαίνουν το 1% του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο εμπορικό έτος, στις περιπτώσεις που, εσκεμμένα ή εξ αμελείας, παρέχουν εσφαλμένες, ελλιπείς ή παραπλανητικές πληροφορίες κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3, ή εάν δεν ανταποκριθούν σε αίτημα παροχής πληροφοριών εντός της ταχθείσας προθεσμίας με απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7.

Κατά τον καθορισμό του ύψους του πρόστιμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης.

3. Αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 δεν υπάγονται στο ποινικό δίκαιο.

Άρθρο 12

Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

4. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο

Άρθρο 13

Υποβολή εκθέσεων από την Επιτροπή

Η Επιτροπή παρακολουθεί την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού. Υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο μετά από την παρέλευση μιας τριετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, έκθεση για τις εμπειρίες οι οποίες αποκομίστηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Στην έκθεση εξετάζεται ιδίως σε ποιον βαθμό η εκτέλεση των διατάξεων του κανονισμού έχει αποδειχθεί επαρκής για να διασφαλίζεται ότι οι διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας θα αντιμετωπίζουν όρους πρόσβασης στο δίκτυο που δεν θεσπίζουν διακρίσεις και αντικατοπτρίζουν το συναφές κόστος, ώστε να συμβάλλουν στις επιλογές που έχουν οι καταναλωτές σε μία εσωτερική αγορά η οποία λειτουργεί εύρρυθμα και στην εμπέδωση της μακροπρόθεσμης ασφάλειας του εφοδιασμού. Σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο, η έκθεση συνοδεύεται από τις κατάλληλες προτάσεις και/ή συστάσεις.

Άρθρο 14

Θέση σε ισχύ

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την/τις [αναφέρεται η ημερομηνία].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείριση και τον καταμερισμό διαθέσιμης δυναμικότητας μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε γραμμές διασύνδεσης μεταξύ εθνικών συστημάτων

Γενικά

1. Η μέθοδος (οι) διαχείρισης της συμφόρησης που εφαρμόζεται(ονται) από τα κράτη μέλη πρέπει να αντιμετωπίζει(ουν) την βραχυπρόθεσμη συμφόρηση κατά οικονομικώς αποδοτικό τρόπο, ενώ παράλληλα να δίνει(ουν) τα κατάλληλα μηνύματα ή κίνητρα για αποδοτικές επενδύσεις σε δίκτυα και την παραγωγή ενέργειας στις ενδεδειγμένες τοποθεσίες.

2. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να καθορίζουν αμερόληπτα και διαφανή πρότυπα, όπου να περιγράφονται ποιες μέθοδοι διαχείρισης της συμφόρησης θα εφαρμόζονται υπό ποιες συνθήκες. Tα πρότυπα αυτά, καθώς και τα πρότυπα ασφαλείας, πρέπει να περιγράφονται σε έγγραφα προσιτά στο κοινό.

3. Η διαφορετική μεταχείριση για διαφορετικά είδη διασυνοριακών συναλλαγών, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για διμερείς συμβάσεις φυσικών ανταλλαγών ή για προσφορές σε οργανωμένες αγορές του εξωτερικού, πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο όταν καταστρώνονται οι κανόνες για τις συγκεκριμένες μεθόδους διαχείρισης της συμφόρησης. Η μέθοδος καταμερισμού σπανίζουσας δυναμικότητας μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να είναι διαφανής. Πρέπει να αποδεικνύεται ότι οποιεσδήποτε διαφορές του τρόπου αντιμετώπισης των συναλλαγών δεν στρεβλώνουν ή παρεμποδίζουν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού.

4. Τα μηνύματα μέσω των τιμών που απορρέουν από τα συστήματα διαχείρισης συμφόρησης πρέπει να εξαρτώνται από την διεύθυνση μεταφοράς.

5. Οι ΔΣΜ πρέπει να προσφέρουν στην αγορά δυναμικότητα μεταφοράς υπό όσο το δυνατόν 'αμετάβλητες' συνθήκες. Εύλογο μερίδιο της δυναμικότητας επιτρέπεται να προσφέρεται στην αγορά υπό λιγότερο αμετάβλητες συνθήκες αλλά, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γνωστοποιούνται στους συμμετέχοντες στην αγορά οι ακριβείς συνθήκες για την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διασυνοριακών γραμμών.

6. Δεδομένου ότι το δίκτυο της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι πολύ πυκνό και ότι η χρήση των γραμμών διασύνδεσης έχει συνέπειες στις ροές ηλεκτρικής ενέργειας σε τουλάχιστον δύο πλευρές των εθνικών συνόρων, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν ότι δεν καταστρώνεται μονομερώς διαδικασία διαχείρισης συμφόρησης που επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην ροή ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλα δίκτυα.

Μακροπρόθεσμες συμβάσεις

1. Δικαιώματα προτεραιότητας πρόσβασης σε δυναμικότητα διασύνδεσης δεν επιτρέπεται να εκχωρηθούν για συμβάσεις που παραβιάζουν τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης EΚ.

2. Για τρέχουσες μακροπρόθεσμες συμβάσεις δεν ισχύουν δικαιώματα προτίμησης κατά την ανανέωσή τους.

Παροχή πληροφοριών

1. Οι ΔΣΜ πρέπει να εφαρμόζουν τους κατάλληλους μηχανισμούς συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών οι οποίοι εγγυούνται την ασφάλεια του δικτύου.

2. Οι ΔΣΜ πρέπει να δημοσιεύουν όλα τα σχετικά δεδομένα που αφορούν τη συνολική δυναμικότητα διασυνοριακής μεταφοράς. Πέραν των χειμερινών και θερινών μεγεθών διαθέσιμης δυναμικότητας μεταφοράς, οι ΔΣΜ πρέπει να δημοσιεύουν για κάθε ημέρα κατά προσέγγιση υπολογισμούς της διαθέσιμης δυναμικότητας μεταφοράς, σε διάφορες χρονικές στιγμές πριν από την ημέρα της μεταφοράς. Τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την μεταφορά, πρέπει να διατίθενται στην αγορά ακριβείς εκτιμήσεις και οι ΔΣΜ πρέπει επίσης να προσπαθούν να παρέχουν πληροφορίες ένα μήνα εκ των προτέρων. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται περιγραφή σχετικά με την αξιοπιστία των δεδομένων.

3. Οι ΔΣΜ πρέπει να δημοσιεύουν γενικό σχέδιο για τον υπολογισμό της συνολικής δυναμικότητας μεταφοράς και της ανοχής αξιοπιστίας μεταφοράς με βάση τις ηλεκτρικές και φυσικές ιδιότητες του δικτύου. Tα σχέδια αυτά υπόκεινται στην έγκριση των ρυθμιστικών αρχών των εμπλεκομένων κρατών μελών. Τα πρότυπα ασφαλείας και τα πρότυπα λειτουργίας και προγραμματισμού αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των πληροφοριών που οφείλουν να δημοσιεύουν οι ΔΣΜ σε έγγραφα προσιτά στο κοινό.

Βασικές αρχές που διέπουν τις μεθόδους για τη διαχείριση συμφόρησης

1. Προβλήματα διαχείρισης δικτύου πρέπει κατά προτίμηση να επιλύονται με μεθόδους που δεν βασίζονται στις συναλλαγές, δηλαδή μεθόδους που δεν προϋποθέτουν την επιλογή μεταξύ συμβάσεων με διαφορετικούς συντελεστές της αγοράς.

2. Tο σύστημα διάσπασης της αγοράς (market splitting) που εφαρμόζεται στον γεωγραφικό χώρο Nordpool, είναι η μέθοδος διαχείρισης συμφόρησης που, κατ' αρχήν, πληροί κατά τον βέλτιστο τρόπο αυτήν την απαίτηση.

3. Βραχυπρόθεσμα όμως, οι έμμεσοι (implicit) και άμεσοι (explicit) πλειστηριασμοί και η διασυνοριακώς συντονισμένη επανακατανομή (παραγωγής, redispatching) είναι οι μέθοδοι που είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στην ηπειρωτική Ευρώπη για τη διαχείριση της συμφόρησης.

4. Η διασυνοριακώς συντονισμένη επανακατανομή ή οι αντίρροπες συναλλαγές (counter trading) είναι δυνατόν να εφαρμόζονται από κοινού από τους εμπλεκόμενους ΔΣΜ. Πρέπει ωστόσο να είναι εύλογο το κόστος που υφίστανται οι ΔΣΜ για τις αντίρροπες συναλλαγές και τη διασυνοριακώς συντονισμένη επανακατανομή.

5. Tα πλεονεκτήματα που προσφέρει ενδεχομένως ο συνδυασμός της διάσπασης της αγοράς για την επίλυση 'μόνιμης' συμφόρησης και των αντίρροπων συναλλαγών για την επίλυση προσωρινής συμφόρησης πρέπει να διερευνηθούν αμέσως, ως μονιμότερη προσέγγιση για τη διαχείριση συμφόρησης.

Κατευθυντήριες γραμμές για άμεσους πλειστηριασμούς

1. Tο σύστημα πλειστηριασμού πρέπει να έχει καταστρωθεί κατά τρόπο ώστε να προσφέρεται στην αγορά όλη η διαθέσιμη δυναμικότητα. Τούτο είναι δυνατό να επιτυγχάνεται με την διοργάνωση σύνθετου πλειστηριασμού, στο πλαίσιο του οποίου προσφέρονται σε πλειστηριασμό δυναμικότητες διαφορετικής διάρκειας και διαφορετικών χαρακτηριστικών (π.χ. όσον αφορά την αναμενόμενη αξιοπιστία της εκάστοτε διαθέσιμης δυναμικότητας).

2. Η συνολική δυναμικότητα διασύνδεσης πρέπει να προσφέρεται σε διάφορους πλειστηριασμούς, οι οποίοι, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να διενεργούνται ετησίως, μηνιαίως, εβδομαδιαίως, καθημερινώς και κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανάλογα με τις ανάγκες των ενδιαφερομένων αγορών. Με κάθε πλειστηριασμό πρέπει να καταμερίζεται προκαθορισμένο μερίδιο της διαθέσιμης δυναμικότητας μεταφοράς καθώς και κάθε υπόλοιπο δυναμικότητας που δεν έχει καταμερισθεί σε προηγούμενους πλειστηριασμούς.

3. Οι διαδικασίες άμεσων πλειστηριασμών πρέπει να εκπονούνται με τη στενή συνεργασία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και των εμπλεκομένων ΔΣΜ και να έχουν καταστρωθεί κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στους διαγωνιζόμενους η δυνατότητα να συμμετέχουν επίσης στις ημερήσιες συνεδρίες κάθε οργανωμένης αγοράς (δηλ. χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας) των χωρών που συμμετέχουν.

4. Οι ροές ηλεκτρικής ενέργειας προς αμφότερες τις διευθύνσεις σε συμφορημένες γραμμές διασύνδεσης πρέπει, κατ' αρχήν, να συμψηφίζονται ώστε να μεγιστοποιείται η δυναμικότητα μεταφοράς κατά την κατεύθυνση της συμφόρησης. Ωστόσο, η διαδικασία συμψηφισμού των ροών πρέπει να πληροί την ασφαλή λειτουργία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας.

5. Προκειμένου να προσφέρεται στην αγορά όσον το δυνατόν μεγαλύτερη δυναμικότητα, οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που αφορούν τον συμψηφισμό των ροών πρέπει να βαρύνουν τους συναλλασσόμενους που ευθύνονται για αυτούς τους κινδύνους.

6. Οποιαδήποτε διαδικασία πλειστηριασμού υιοθετείται πρέπει να ενέχει τη δυνατότητα να δίδει στους συμμετέχοντες στην αγορά μηνύματα μέσω των τιμών ανάλογα με την κατεύθυνση της μεταφοράς. Μεταφορές ηλεκτρικής ενέργειας προς κατεύθυνση αντίθετη της κυρίαρχης ροής ενέργειας μειώνουν τη συμφόρηση και, συνεπώς, έχουν ως αποτέλεσμα πρόσθετη δυναμικότητα μεταφοράς μέσω της συμφορημένης γραμμής διασύνδεσης.

7. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας ή επιδείνωσης προβλημάτων που σχετίζονται με την δεσπόζουσα θέση συντελεστή (ων) της αγοράς, κατά την κατάστρωση των μηχανισμών για τους πλειστηριασμούς, οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εξετάζουν σοβαρά τον καθορισμό ανωτάτων ορίων για το μέγεθος της δυναμικότητας που θα επιτρέπεται να αγοράζει/να κατέχει/να εκμεταλλεύεται μεμονωμένος οικονομικός φορέας.

8. Για να προωθηθεί η δημιουργία αγορών ηλεκτρισμού που να λειτουργούν εύρυθμα, η δυναμικότητα που αγοράζεται σε πλειστηριασμό πρέπει να είναι ελεύθερα εμπορεύσιμη έως τη στιγμή που θα γνωστοποιηθεί στον ΔΣΜ ότι η δυναμικότητα που έχει αγοραστεί πρόκειται να χρησιμοποιηθεί. .