52002PC0022

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγία 2001/16/ΕΚ σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος /* COM/2002/0022 τελικό - COD 2002/0023 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 126 E της 28/05/2002 σ. 0312 - 0322


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος

(υποβλεθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγη

1.1. Η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας

Σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ (άρθρα 154 και 155), η Κοινότητα συμβάλλει στην εγκατάσταση και την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των μεταφορών. Για να υλοποιήσει αυτούς τους στόχους, η Κοινότητα αναλαμβάνει κάθε δράση που αποδεικνύεται αναγκαία για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων, ιδίως στον τομέα της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων.

Στον σιδηροδρομικό τομέα το Συμβούλιο έλαβε ένα πρώτο μέτρο στις 23 Ιουλίου 1996 με την έγκριση της οδηγίας 96/48/ΕΚ σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

Για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτής της οδηγίας καταρτίζονται σχέδια τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (AEIF), η οποία έχει αναλάβει το ρόλο του κοινού αντιπροσωπευτικού οργανισμού που ορίζεται στην οδηγία και στον οποίο συμμετέχουν οι αντιπρόσωποι των φορέων διαχείρισης της υποδομής, των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και της βιομηχανίας.

Για την προετοιμασία αυτών των ΤΠΔ χρειάστηκε να αναπτυχθεί μία σειρά εργαλείων και μεθοδολογιών. Εν αναμονή της θέσπισης των ΤΠΔ και με στόχο την καθοδήγηση των τεχνικών επιλογών των σχεδίων που εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε πολλά κράτη μέλη, η Επιτροπή ενέκρινε αφενός την απόφαση 2001/260/EK σχετικά με τα χαρακτηριστικά του συστήματος ERTMS [1] και αφετέρου τη σύσταση 2001/290/EK σχετικά με τις θεμελιώδεις παραμέτρους του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

[1] Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαχείρισης της Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας (European Rail Traffic Management System)

Ένα πρόγραμμα ανάπτυξης των αντίστοιχων ευρωπαϊκών προτύπων ξεκίνησε το 1998 και ενημερώνεται τακτικά με βάση τις εργασίες προετοιμασίας των ΤΠΔ.

Η πλειοψηφία των κρατών μελών έχει κοινοποιήσει τα εθνικά εκτελεστικά μέτρα με τα οποία μεταφέρεται η οδηγία στο εθνικό δίκαιο, καθώς και τους ανεξάρτητους οργανισμούς οι οποίοι θα είναι επιφορτισμένοι με τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας ή/και της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, καθώς και ελέγχου ΕΚ των υποσυστημάτων.

Η Επιτροπή έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για την έγκριση απόφασης σχετικά με τις ΤΠΔ στις αρχές του 2002, ούτως ώστε από το 2002 να μπορούν να κατασκευαστούν νέες γραμμές μεγάλης ταχύτητας ή διευθετημένες γραμμές με βάση το νέο διαλειτουργικό πρότυπο.

1.2. Διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος

Η οδηγία 2001/16/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα των συμβατικών σιδηροδρόμων, η οποία εγκρίθηκε στις 19 Μαρτίου 2001, θεσπίζει, όπως και η οδηγία για τα τρένα μεγάλης ταχύτητας, κοινοτικές διαδικασίες για την προετοιμασία και την υιοθέτηση ΤΠΔ, καθώς και κοινούς κανόνες για την αξιολόγηση της πιστότητας προς αυτές τις προδιαγραφές.

Η οδηγία επιβάλλει την υιοθέτηση μίας πρώτης ομάδας ΤΠΔ προτεραιότητας μέσα σε διάστημα τριών ετών, ήτοι έως το 2004, στους ακόλουθους τομείς: συστήματα ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης, τηλεματικές εφαρμογές για τις μεταφορές φορτίου, εκμετάλλευση και διαχείριση της κυκλοφορίας (συμπεριλαμβανομένων των προσόντων του προσωπικού για τις διασυνοριακές υπηρεσίες), βαγόνια εμπορευμάτων και ηχητικές οχλήσεις που συνδέονται με το τροχαίο υλικό και την υποδομή.

Έξι μήνες μετά τη δημοσίευση της οδηγίας, η Επιτροπή έχει ήδη εξασφαλίσει την επίσημη συμφωνία της κανονιστικής επιτροπής σχετικά με το πρώτο πρόγραμμα εργασίας, σχετικά με τον ορισμό της AEIF ως κοινού αντιπροσωπευτικού οργανισμού και σχετικά με την εντολή της AEIF για την ανάπτυξη της πρώτης ομάδας ΤΠΔ.

2. Για ποιο λογο να τροποποιηθουν οι οδηγιες για τη διαλειτουργικοτητα;

2.1. Αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Η Επιτροπή ενέκρινε στις 10 Σεπτεμβρίου 1999 την έκθεση υπ' αριθ. COM(1999)414 σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η εν λόγω έκθεση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταρτίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 96/48/ΕΚ και παρείχε μία πρώτη αξιολόγηση της προόδου που είχε σημειωθεί στην υλοποίηση της διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

Στο ψήφισμά του της 17ης Μαΐου 2000 το ΕΚ «ζητεί από την Επιτροπή, στα πλαίσια της επόμενης έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα της οδηγίας 96/48/ΕΚ, να παρουσιάσει προτάσεις αναθεώρησης της εν λόγω οδηγίας με βάση το πρότυπο που θα εγκριθεί στα πλαίσια της προσεχούς οδηγίας για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος, και ιδιαίτερα όσον αφορά τη θέσπιση μιας σειράς προτεραιοτήτων, ενός χρονοδιαγράμματος και κοινωνικών διατάξεων».

2.2. Αξιοποίηση της αποκτηθείσας εμπειρίας

Οι εργασίες για την εκπόνηση των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος της μεγάλης ταχύτητας, η εφαρμογή της οδηγίας σε συγκεκριμένα σχέδια και οι εργασίες της επιτροπής που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ μάς επιτρέπουν να αντλήσουμε κάποια διδάγματα και ωθούν την Επιτροπή να προτείνει αλλαγές στις δύο οδηγίες σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρομικών συστημάτων.

Πρόκειται κυρίως για τα εξής στοιχεία: ακριβείς στόχοι της οδηγίας, γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής, τεχνικό πεδίο εφαρμογής, τρόπος χρήσεως των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών, εφαρμογή της οδηγίας και των ΤΠΔ στην περίπτωση εργασιών διευθέτησης, ανανέωσης και συντήρησης, στρατηγική εφαρμογής η οποία θα προσδιορίζεται στις ΤΠΔ, έλεγχοι μετά τη θέση σε λειτουργία, περιπτώσεις ΤΠΔ οι οποίες δεν καλύπτουν όλες τις βασικές απαιτήσεις, ανάγκη ύπαρξης των μητρώων της υποδομής και του τροχαίου υλικού, ανεξαρτησία των κοινοποιημένων οργανισμών.

2.3. Προτάσεις για τη σύσταση Οργανισμού και την έκδοση οδηγίας για την ασφάλεια του σιδηροδρόμων

Η σύσταση Οργανισμού και η έκδοση οδηγίας για την ασφάλεια, όπως προτείνονται από κοινού με την παρούσα πρόταση, καθιστούν αναγκαία την αναδιατύπωση ορισμένων διατάξεων των δύο οδηγιών σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρομικών συστημάτων.

Συγκεκριμένα, οι εντολές για την ανάπτυξη και την αναθεώρηση των ΤΠΔ δεν θα απευθύνονται πλέον στον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό (ΚΑΟ) αλλά στον Οργανισμό, ο οποίος θα αναλάβει την κατάρτιση των σχεδίων ΤΠΔ βασιζόμενος στις μικτές ομάδες εργασίας που προτείνει ο ΚΑΟ. Οι σχέσεις ανάμεσα στον Οργανισμό και τον ΚΑΟ προσδιορίζονται στην πρόταση κανονισμού σχετικά με τον Οργανισμό, που υποβάλλεται από κοινού με την παρούσα πρόταση. Αυτός ο κανονισμός προβλέπει επίσης ότι ο Οργανισμός θα αναλάβει τις διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους και με τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τους πελάτες.

2.4. Έγκριση της δέσμης μέτρων για την υποδομή (οδηγίες 2001/12, 13 και 14)

Η θέση σε ισχύ των νέων αυτών οδηγιών επηρεάζει επίσης την υλοποίηση της διαλειτουργικότητας.

Συγκεκριμένα, το πλήρες άνοιγμα του σιδηροδρομικού δικτύου στις διεθνείς εμπορευματικές μεταφορές που προβλέπει για το 2008 η οδηγία 2001/12/ΕΚ συνεπάγεται την ανάγκη να εφαρμοστεί η διαλειτουργικότητα στο σύνολο του δικτύου. Επομένως, πρέπει να επεκταθεί το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής, ιδιαίτερα δε καθόσον η πρόταση τροποποίησης της οδηγίας 91/440/ΕΚ, που υποβάλλεται από κοινού με την παρούσα πρόταση, προβλέπει την επίσπευση αυτού του ανοίγματος.

Παρ' όλα αυτά, η επέκταση αυτή δεν συνεπάγεται την πλήρη και αναγκαστική τεχνική εναρμόνιση του συστήματος. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία «διαλειτουργικότητας» μπορεί να αναλυθεί σε πολλές επιμέρους πτυχές:

- Εφαρμογή ομοιογενούς νομικού πλαισίου. Δεν υπάρχουν σύνορα ανάμεσα στο συμβατικό διευρωπαϊκό δίκτυο και στο υπόλοιπο δίκτυο: όλα τα τρένα πρέπει να μπορούν να κυκλοφορούν με ασφάλεια και συνεχώς σε ολόκληρο το δίκτυο. Η εφαρμογή ίδιων βασικών απαιτήσεων είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής που επιθυμούμε.

- Εφαρμογή της ίδιας διαδικασίας θέσης σε λειτουργία. Θα συνιστούσε διάκριση η εφαρμογή διαφορετικών διαδικασιών θέσης σε λειτουργία για τρένα που πρόκειται να κυκλοφορήσουν στην ίδια υποδομή.

- Αναζήτηση του επιπέδου τεχνικής συμβατότητας που απαιτείται και επαρκεί για την κυκλοφορία ετερογενούς τροχαίου υλικού, μέσω της πιστότητας των υποσυστημάτων προς τις ΤΠΔ. Δεν τίθεται βεβαίως ζήτημα επιβολής της ίδιας ΤΠΔ σε ολόκληρο το υλικό χωρίς να ληφθεί υπόψη η χρήση του εν λόγω υλικού, εάν δηλαδή προορίζεται για τοπική, περιφερειακή, εθνική ή κοινοτική χρήση. Επομένως, πρέπει να αξιοποιήσουμε σωστά τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ), του άρθρου 23 και του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2001/16/ΕΚ, όπου ζητείται να καταρτιστούν οι ΤΠΔ με βάση ορισμένες προτεραιότητες, να δίδεται προτεραιότητα στο υλικό που προορίζεται για διεθνή χρήση, να υποδιαιρείται το τροχαίο υλικό σε πολλές κατηγορίες και να υπάρχει δυνατότητα διαφοροποίησης των προδιαγραφών των ΤΠΔ ανάλογα με τις κατηγορίες του τροχαίου υλικού.

- Αναζήτηση ενός επιπέδου τεχνικής εναρμόνισης το οποίο θα συμβάλει στην προοδευτική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς εξοπλισμού και υπηρεσιών κατασκευής, ανανέωσης, αναδιευθέτησης, και λειτουργίας του σιδηροδρομικού συστήματος. Αυτό εξαρτάται και από την κατάρτιση εναρμονισμένων προτύπων μη υποχρεωτικής εφαρμογής..

3. Σχολια επι των αρθρων

Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2

Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει προσαρμοστούν ώστε να υπάρχει συνοχή με τα αντίστοιχα της οδηγίας 2001/16/ΕΚ. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει μεταξύ άλλων να διευκρινιστεί ότι οι προϋποθέσεις διαλειτουργικότητας ισχύουν και για τις εργασίες αναδιευθέτησης και ανανέωσης.

Άρθρο 1, παράγραφος 3

Το άρθρο 3 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να υπάρχει συνοχή με το αντίστοιχο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

1. Στην παράγραφο 1 δίδονται παραδείγματα συμπληρωματικών ΤΠΔ.

Επίσης, προστίθεται μία νέα παράγραφος προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εμπειρία από την ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας και τις ΤΠΔ, αφενός, και στα ευρωπαϊκά πρότυπα και σε άλλα κείμενα ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφετέρου. Ειδικότερα, πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στα πρότυπα ή τα τμήματα προτύπων των οποίων η εφαρμογή πρέπει να καταστεί υποχρεωτική προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας και τα «εναρμονισμένα» πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί στο πνεύμα της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση [2].

[2] Οι αρχές της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση και την τυποποίηση καθορίστηκαν το 1985 (ΕΕ C 136 της 4.6.1985). Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι οδηγίες προσδιορίζουν τις βασικές απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα προϊόντα όταν διατίθενται στην αγορά, αλλά δεν διευκρινίζουν τα τεχνικά μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την τήρηση αυτών των απαιτήσεων.

Άρθρο 1, παράγραφος 4

Την ανάπτυξη νέων ΤΠΔ, εάν χρειαστεί, καθώς και την αναθεώρηση των ΤΠΔ που έχουν ήδη θεσπιστεί αναλαμβάνει ο Οργανισμός.

Επίσης, το άρθρο 6 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να υπάρχει συνοχή με το αντίστοιχο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ, κυρίως όσον αφορά τη συνεκτίμησης της άποψης των χρηστών και των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τα σχέδια των ΤΠΔ.

Άρθρο 1, παράγραφος 5

Το άρθρο 9 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να υπάρχει συνοχή με το αντίστοιχο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 1, παράγραφος 6

Όλες οι διατάξεις που πρέπει να πληρούνται από ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας, καθώς και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την αξιολόγηση της πιστότητας, καθορίζονται από την ΤΠΔ.

Οι παράγραφοι 3 έως 5 καθίστανται άνευ αντικειμένου από τη στιγμή που στο άρθρο 5 της οδηγίας 96/48/ΕΚ διευκρινίζονται οι σχέσεις ανάμεσα στις ΤΠΔ και στα πρότυπα. Αντίθετα, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι κάθε στοιχείο πρέπει να υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στις ΤΠΔ και ότι πρέπει να συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.

Άρθρο 1, παράγραφος 7

Πρόκειται για μία διευκρίνιση ως προς το ζήτημα των σχέσεων ΤΠΔ και προτύπων. επίσης, γίνεται προσαρμογή για λόγους συνοχής με την οδηγία 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 1, παράγραφος 8

Το άρθρο 14 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να υπάρχει συνοχή με το αντίστοιχο που εγκρίνεται στα πλαίσια της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Επίσης, προστίθεται μία διάταξη με την οποία ζητείται από τα κράτη μέλη να δίνουν έναν αναγνωριστικό κωδικό σε κάθε όχημα που κυκλοφορεί. Στη συνέχεια το όχημα καταγράφεται σε ένα εθνικό μητρώο. Όλα τα κράτη μέλη, καθώς και ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της ΕΕ, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύονται τα εθνικά αυτά μητρώα. Τα τελευταία πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνοχή όσον αφορά τη μορφή των δεδομένων. Γι' αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κοινών, λειτουργικών και τεχνικών, προδιαγραφών. Προτείνεται εξάλλου να διατυπωθεί πρόταση του Οργανισμού σχετικά με αυτές τις προδιαγραφές.

Άρθρο 1, παράγραφοι 9, 10 και 11

Τα άρθρα 15 έως 18 της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να υπάρχει συνοχή με την οδηγία 2001/16/ΕΚ.

Επιπλέον, και λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας που απέκτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η επιτροπή κατά την ανάπτυξη της ΤΠΔ «τροχαίο υλικό», προτείνεται να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις των βασικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται μεν σε ένα υποσύστημα χωρίς όμως να έχουν ακόμα διατυπωθεί πλήρεις σχετικές προδιαγραφές στα πλαίσια της αντίστοιχης ΤΠΔ.

Στην περίπτωση αυτή, προτείνεται:

- να προσδιορίζονται οι πτυχές αυτές σε ένα παράτημα της ΤΠΔ.

- να ζητείται από κάθε κράτος μέλος να ανακοινώνει στα υπόλοιπα κράτη μέλη και την Επιτροπή τον κατάλογο των εθνικών του τεχνικών κανόνων για την εφαρμογή των βασικών απαιτήσεων ως προς αυτές τις πτυχές, τις εφαρμοστέες διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας και ελέγχου, καθώς και τους οργανισμούς που ορίζει για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας και ελέγχου - εξυπακούεται ότι η οδηγία εξακολουθεί να ισχύει.

Άρθρο1, παράγραφος 13

Λαμβανομένης υπόψη της αποκτηθείσας εμπειρίας στον τομέα του συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, είναι απαραίτητο να ενημερωθεί το άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Άρθρο 1, παράγραφοι 14 και 15

Ενημέρωση της οδηγίας 96/48/ΕΚ στον τομέα της επιτροπολογίας και προσαρμογή ώστε να υπάρχει συνοχή με την οδηγία 2001/16/ΕΚ.

Προτείνεται μία διάταξη παρόμοια με εκείνη που προβλέπεται στο πλαίσιο της 2001/12/ΕΚ, ώστε να δίδεται η δυνατότητα στην επιτροπή να ασχολείται με πρακτικά ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 96/48/ΕΚ χωρίς να χρειάζεται να προσφεύγει σε περίπλοκες διαδικασίες, όπως η τροποποίηση της οδηγίας. Πράγματι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για έννοιες οι οποίες δεν εξετάζονται ρητά στην οδηγία λόγω του τεχνικού χαρακτήρα τους, αλλά είναι σημαντικό να εξεταστούν με συνοχή σε ολόκληρο το δίκτυο, διαφορετικά μπορεί να μην υλοποιηθεί πλήρως ο στόχος της οδηγίας.

Άρθρο 1, παράγραφος 16

Το κείμενο της οδηγίας 96/48/ΕΚ πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να υπάρχει με εκείνο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ σε ό,τι αφορά τα μητρώα της υποδομής και του τροχαίου υλικού.

Άρθρο 1, παράγραφοι 17 και 18

Τα Παραρτήματα I και II προσαρμόζονται ώστε να υπάρχει συνοχή με την οδηγία 2001/16/ΕΚ.

Στο Παράρτημα I, ο ορισμός του τροχαίου υλικού διευκρινίζεται: η οδηγία 96/48/ΕΚ καλύπτει και το τροχαίο υλικό που έχει σχεδιαστεί για να κυκλοφορεί αποκλειστικά σε γραμμές που έχουν διευθετηθεί για μεγάλη ταχύτητα, με ταχύτητες της τάξης των 200 χλμ./ώρα. Αυτό απαιτεί την αναθεώρηση της ΤΠΔ «τροχαίο υλικό», που έχει καταρτιστεί από τον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό με βάση μία περιοριστική ερμηνεία της ισχύουσας οδηγίας, σαν η οδηγία να εφαρμόζεται μόνο στο τροχαίο υλικό που έχει σχεδιαστεί για να κυκλοφορεί με ταχύτητα ίση προς ή μεγαλύτερη από 250 χλμ/ώρα στις γραμμές που έχουν κατασκευαστεί ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και, συμπληρωματικά, με ταχύτητες της τάξης των 200 χλμ/ώρα στις διευθετημένες γραμμές.

Άρθρο 1, παράγραφος 19

Στο Παράρτημα VII, είναι πολύ σημαντικό να διευκρινιστεί η έννοια της ανεξαρτησίας ενός κοινοποιημένου οργανισμού, ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή με τις διατάξεις της οδηγίας για τη σιδηροδρομική ασφάλεια, που προτείνεται από κοινού με την παρούσα πρόταση.

Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2

Η δημοσίευση, στις 15 Μαρτίου 2001, της δέσμης μέτρων για την υποδομή επηρεάζει την υλοποίηση της διαλειτουργικότητας. Ειδικότερα, το πλήρες άνοιγμα του σιδηροδρομικού δικτύου στις διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων, που προβλέπει η οδηγία 2001/12/ΕΚ για το 2008, συνεπάγεται την ανάγκη υλοποίησης της διαλειτουργικότητας στο σύνολο του δικτύου.

Άρθρο 2, παράγραφος 3

Κάποιοι ορισμοί της οδηγίας 2001/16/ΕΚ πρέπει να αναθεωρηθούν υπό το φως των πρόσφατων εργασιών για τη θέσπιση των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας. είναι σημαντικό μία και μόνη έννοια να έχει τον ίδιο ορισμό και στους δύο τομείς (σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας και συμβατικοί σιδηρόδρομοι).

Άρθρο 2, παράγραφος 4

Προστίθεται μία νέα παράγραφος προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εμπειρία από την ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, όσον αφορά τη σχέση των βασικών απαιτήσεων της οδηγίας και των ΤΠΔ, αφενός, και των ευρωπαϊκών προτύπων και άλλων κειμένων ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφετέρου. Ειδικότερα, πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στα πρότυπα ή τα τμήματα προτύπων των οποίων η εφαρμογή πρέπει να καταστεί υποχρεωτική προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας και τα «εναρμονισμένα» πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί στο πνεύμα της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση [3].

[3] Οι αρχές της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση και την τυποποίηση καθορίστηκαν το 1985 (ΕΕ C 136 της 4.6.1985). Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι οδηγίες προσδιορίζουν τις βασικές απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα προϊόντα όταν διατίθενται στην αγορά, αλλά δεν διευκρινίζουν τα τεχνικά μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την τήρηση αυτών των απαιτήσεων.

Άρθρο 2, παράγραφος 5

Την ανάπτυξη νέων ΤΠΔ, εάν χρειαστεί, καθώς και την αναθεώρηση των ΤΠΔ που έχουν ήδη θεσπιστεί αναλαμβάνει ο Οργανισμός.

Άρθρο 2, παράγραφος 6

Όλες οι διατάξεις που πρέπει να πληρούνται από ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας, καθώς και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την αξιολόγηση της πιστότητας, καθορίζονται από την ΤΠΔ.

Οι παράγραφοι 3 έως 5 καθίστανται άνευ αντικειμένου από τη στιγμή που στο άρθρο 5 της οδηγίας 96/48/ΕΚ διευκρινίζονται οι σχέσεις ανάμεσα στις ΤΠΔ και στα πρότυπα. Αντίθετα, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι κάθε στοιχείο πρέπει να υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στις ΤΠΔ και ότι πρέπει να συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.

Άρθρο 2, παράγραφος 7

Τροποποίηση του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ η οποία συνδέεται με το ζήτημα της σχέσης ΤΠΔ και προτύπων.

Άρθρο 2, παράγραφος 8

Όπως και για την τροποποίηση της οδηγίας 96/48/ΕΚ, προστίθεται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ μία διάταξη με την οποία ζητείται από τα κράτη μέλη να δίνουν έναν αναγνωριστικό κωδικό σε κάθε όχημα που κυκλοφορεί. Στη συνέχεια το όχημα καταγράφεται σε ένα εθνικό μητρώο. Όλα τα κράτη μέλη, καθώς και ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της ΕΕ, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύονται τα εθνικά αυτά μητρώα. Τα τελευταία πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνοχή όσον αφορά τη μορφή των δεδομένων. Γι' αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κοινών, λειτουργικών και τεχνικών, προδιαγραφών. Προτείνεται εξάλλου να διατυπωθεί πρόταση του Οργανισμού σχετικά με αυτές τις προδιαγραφές.

Άρθρο 2, παράγραφοι 9 και 10

Λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας που απέκτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η επιτροπή κατά την ανάπτυξη της ΤΠΔ «τροχαίο υλικό», προτείνεται να διευκρινιστεί, στα άρθρα 16, παράγραφος 3, και 17 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ, ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις των βασικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται μεν σε ένα υποσύστημα χωρίς όμως να έχουν ακόμα διατυπωθεί πλήρεις σχετικές προδιαγραφές στα πλαίσια της αντίστοιχης ΤΠΔ.

Άρθρο 2, παράγραφος 11

Λαμβανομένης υπόψη της αποκτηθείσας εμπειρίας στον τομέα του συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, είναι απαραίτητο να ενημερωθεί το άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 2, παράγραφος 12

Προτείνεται μία διάταξη παρόμοια με εκείνη που προβλέπεται στα πλαίσια της 2001/12/ΕΚ, ώστε να δίδεται η δυνατότητα στην επιτροπή να ασχολείται με πρακτικά ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 96/48/ΕΚ χωρίς να χρειάζεται να προσφεύγει σε περίπλοκες διαδικασίες, όπως η τροποποίηση της οδηγίας.

Άρθρο 2, παράγραφος 13

Στο Παράρτημα VII, είναι πολύ σημαντικό να διευκρινιστεί η έννοια της ανεξαρτησίας ενός κοινοποιημένου οργανισμού, ώστε να διασφαλίζεται η συνοχή με τις διατάξεις της οδηγίας για τη σιδηροδρομική ασφάλεια, που προτείνεται από κοινού με την παρούσα πρόταση.

Άρθρο 3

Είναι σημαντικό να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας να μη θίγει, κατά το δυνατόν:

- τις εργασίες για τις οποίες έχει ήδη δοθεί σχετική εντολή στο πλαίσιο των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ. Αυτό σημαίνει π.χ. ότι η ανάπτυξη των ΤΠΔ με χαρακτήρα προτεραιότητας στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ από την AEIF δεν θα πρέπει να επηρεαστεί από την έναρξη ισχύος της τροποποίησης της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

- την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο σχεδίων που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

2002/0023 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 71 και 156,

την πρόταση της Επιτροπής [4],

[4] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [5],

[5] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [6],

[6] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης [7],

[7] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με τα άρθρα 154 και 155 της Συνθήκης, η Κοινότητα συμβάλλει στην εγκατάσταση και την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των μεταφορών. Για να υλοποιήσει αυτούς τους στόχους, η Κοινότητα αναλαμβάνει κάθε δράση που αποδεικνύεται αναγκαία για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων, ιδίως στον τομέα της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων.

(2) Στον σιδηροδρομικό τομέα, ένα πρώτο μέτρο που ελήφθη ήταν η έγκριση της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας [8]. Για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτής της οδηγίας καταρτίζονται σχέδια τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (AEIF), η οποία ορίζεται ως κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός στο πλαίσιο αυτής της οδηγίας.

[8] ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6.

(3) Η Επιτροπή ενέκρινε στις 10 Σεπτεμβρίου 1999 έκθεση [9] προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία παρείχε μία πρώτη αξιολόγηση της προόδου που είχε σημειωθεί στην υλοποίηση της διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας. Στο ψήφισμά του της 17ης Μαΐου 2000 [10] το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να παρουσιάσει προτάσεις αναθεώρησης της οδηγίας 96/48/ΕΚ με βάση το πρότυπο της οδηγίας σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος.

[9] την έκθεση COM(1999)414, ΕΕ...

[10]

(4) Η οδηγία 2001/16/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των συμβατικών σιδηροδρόμων [11] θεσπίζει, όπως και η οδηγία για τα τρένα μεγάλης ταχύτητας, κοινοτικές διαδικασίες για την προετοιμασία και την υιοθέτηση ΤΠΔ, καθώς και κοινούς κανόνες για την αξιολόγηση της πιστότητας προς αυτές τις προδιαγραφές. Η εντολή για την ανάπτυξη της πρώτης ομάδας ΤΠΔ ανατέθηκε στην AEIF, η οποία ορίζεται επίσης ως κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός.

[11] ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

(5) Οι εργασίες για την ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, η εφαρμογή της οδηγίας 96/48/ΕΚ σε συγκεκριμένα σχέδια και οι εργασίες της επιτροπής που συγκροτήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία μάς επιτρέπουν να αντλήσουμε κάποια διδάγματα και ωθούν την Επιτροπή να προτείνει αλλαγές στις δύο οδηγίες για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

(6) Η έγκριση αφενός του κανονισμού xxx [12] για την ίδρυση ενός ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων και αφετέρου της οδηγίας xxx [13] σχετικά με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων καθιστά αναγκαία την αναδιατύπωση ορισμένων διατάξεων των δύο οδηγιών σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων. Συγκεκριμένα, άπαξ και συσταθεί ο Οργανισμός, οι εντολές της Επιτροπής για την κατάρτιση κάθε σχεδίου ΤΠΔ, νέας ή προς αναθεώρηση, θα ανατίθενται σε αυτόν.

[12] ΕΕ ...

[13] ΕΕ ...

(7) Η θέση σε ισχύ των οδηγιών 2001/12/ΕΚ [14], 2001/13/ΕΚ [15] και 2001/14/ΕΚ [16] επηρεάζει την υλοποίηση της διαλειτουργικότητας. Ειδικότερα, η οδηγία 2001/12/ΕΚ προβλέπει πλήρες άνοιγμα του σιδηροδρομικού δικτύου στις διεθνείς εμπορευματικές μεταφορές το 2008. Η διεύρυνση των δικαιωμάτων πρόσβασης πρέπει, όπως και στους άλλους τρόπους μεταφοράς, να προχωρήσει σε συνδυασμό με την παράλληλη εφαρμογή των αναγκαίων συνοδευτικών μέτρων εναρμόνισης. Κατά συνέπεια, απαιτείται η υλοποίηση της διαλειτουργικότητας σε ολόκληρο το δίκτυο, επεκτείνοντας το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/16/ΕΚ. Χρειάζεται επίσης να διευρυνθεί η νομική βάση της οδηγίας 2001/16/ΕΚ ώστε να συμπεριλάβει και το άρθρο 71 της Συνθήκης, στο οποίο βασίζεται η οδηγία 2001/12/ΕΚ.

[14] ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1.

[15] ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26.

[16] ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29.

(8) Η Λευκή Βίβλος σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών [17] προαναγγέλλει την παρούσα οδηγία, η οποία αποτελεί στοιχείο της στρατηγικής της Επιτροπής για την αναζωογόνηση των σιδηροδρόμων και, κατά συνέπεια, για την επαναφορά της ισορροπίας στη χρήση των μεταφορικών μέσων, στα πλαίσια της επιδίωξης του απώτερου στόχου της αποσυμφόρησης των δρόμων στην Ευρώπη.

[17] ΕΕ ...

(9) Οι ΤΠΔ που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας 96/48/ΕΚ δεν αφορούν ρητά τις εργασίες ανανέωσης των υποδομών και του τροχαίου υλικού ούτε τις αντικαταστάσεις που πραγματοποιούνται στα πλαίσια προληπτικής συντήρησης. Αυτή η εφαρμογή προβλέπεται στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ σχετικά με τους συμβατικούς σιδηροδρόμους, και οι δύο οδηγίες πρέπει να εναρμονιστούν ως προς το σημείο αυτό.

(10) Η ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας απέδειξε την ανάγκη να διευκρινιστεί η σχέση ανάμεσα στις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και τις ΤΠΔ, αφενός, και τα ευρωπαϊκά πρότυπα και άλλα κείμενα ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφετέρου. Ειδικότερα, πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στα πρότυπα ή τα τμήματα προτύπων των οποίων η εφαρμογή πρέπει να καταστεί υποχρεωτική προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας και τα «εναρμονισμένα» πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί στο πνεύμα της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση [18].

[18] Οι αρχές της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση και την τυποποίηση καθορίστηκαν το 1985 (ΕΕ C 136 της 4.6.1985). Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι οδηγίες προσδιορίζουν τις βασικές απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα προϊόντα όταν διατίθενται στην αγορά, αλλά δεν διευκρινίζουν τα τεχνικά μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την τήρηση αυτών των απαιτήσεων.

(11) Σε γενικές γραμμές, οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές έχουν αναπτυχθεί στο πνεύμα της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση και την τυποποίηση. Βάσει αυτών τεκμηριώνεται η πιστότητα προς ορισμένες βασικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ιδίως στις περιπτώσεις των στοιχείων διαλειτουργικότητας και των διεπαφών. Αυτές οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές (ή τα εφαρμοστέα τμήματά τους) δεν είναι υποχρεωτικές και καμία ρητή αναφορά δεν πρέπει να προβλέπεται στις ΤΠΔ. Τα στοιχεία αναφοράς των ευρωπαϊκών αυτών προδιαγραφών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα στοιχεία αναφοράς των εθνικών προτύπων στα οποία έχουν μεταφερθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

(12) Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν κάτι τέτοιο είναι απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας, οι ΤΠΔ μπορούν να παραπέμπουν ρητώς σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές. Αυτή η ρητή παραπομπή έχει κάποιες συνέπειες που χρειάζεται να διευκρινιστούν. συγκεκριμένα, η εφαρμογή αυτών των ευρωπαϊκών προτύπων και προδιαγραφών καθίσταται υποχρεωτική από τη στιγμή που τίθεται σε ισχύ η ΤΠΔ.

(13) Όλες οι διατάξεις που πρέπει να πληρούνται από ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας, καθώς και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την αξιολόγηση της πιστότητας, καθορίζονται από την ΤΠΔ. Επίσης, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι κάθε στοιχείο πρέπει να υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στις ΤΠΔ και να συνοδεύεται από σχετικό πιστοποιητικό.

(14) Για λόγους ασφαλείας επιβάλλεται να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να δίνουν έναν αναγνωριστικό κωδικό σε κάθε όχημα που κυκλοφορεί. Στη συνέχεια το όχημα καταγράφεται σε ένα εθνικό μητρώο. Όλα τα κράτη μέλη, καθώς και ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της Κοινότητας, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύονται τα εθνικά αυτά μητρώα. Τα τελευταία πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνοχή όσον αφορά τη μορφή των δεδομένων. Κατά συνέπεια, τα μητρώα αυτά πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κοινών, λειτουργικών και τεχνικών, προδιαγραφών.

(15) Πρέπει να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις των βασικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται μεν σε ένα υποσύστημα χωρίς όμως να έχουν ακόμα διατυπωθεί πλήρεις σχετικές προδιαγραφές στα πλαίσια της αντίστοιχης ΤΠΔ. Στην περίπτωση αυτή είναι επιθυμητό οι οργανισμοί που έχουν επιφορτιστεί με τη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και με τη διαδικασία ελέγχου να είναι οι οργανισμοί που έχουν ήδη κοινοποιηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 20 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ.

(16) Πρέπει να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι σύμφωνη προς την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, η οποία καθορίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή [19]

[19] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(17) Πρέπει να διευκρινιστεί ο ορισμός του τροχαίου υλικού που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η εν λόγω οδηγία πρέπει να αναφέρεται και στο τροχαίο υλικό που έχει σχεδιαστεί για να κυκλοφορεί αποκλειστικά σε γραμμές που έχουν διευθετηθεί ή πρόκειται να διευθετηθούν για μεγάλη ταχύτητα, με ταχύτητες της τάξης των 200 χλμ/ώρα.

(18) Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν πρέπει να θίγει, κατά το δυνατόν, τις εργασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει στα πλαίσια των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ, ούτε την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών από τα κράτη μέλη στις περιπτώσεις σχεδίων που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(19) Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω του διευρωπαϊκού του χαρακτήρα που αναγνωρίζεται στη Συνθήκη, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(20) Οι οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 96/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1) Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1. Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί η διακοινοτική διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, όπως περιγράφεται στο Παράρτημα Ι.

Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν το σχέδιο, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία, την αναδιευθέτηση, την ανανέωση, την εκμετάλλευση και τη συντήρηση των στοιχείων του συστήματος αυτού, τα οποία θα τεθούν σε λειτουργία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, καθώς και τα προσόντα και τις συνθήκες υγείας και ασφάλειας του προσωπικού που συμβάλλει στην εκμετάλλευση του συστήματος.

2. Η επιδίωξη του στόχου αυτού πρέπει να οδηγήσει στον καθορισμό ενός ελαχίστου επιπέδου τεχνικής εναρμόνισης και:

α) να επιτρέψει τη διευκόλυνση, τη βελτίωση και την ανάπτυξη των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορικών υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με τρίτες χώρες.

β) να συντελέσει στην προοδευτική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς εξοπλισμού και υπηρεσιών κατασκευής, ανανέωσης αναδιευθέτησης και λειτουργίας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

γ) να συντελέσει στη διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.»

2) Στο άρθρο 2 προστίθενται τα ακόλουθα:

«ι) «θεμελιώδης παράμετρος»: κάθε ρυθμιστική, τεχνική ή λειτουργική προϋπόθεση, καίρια για τη διαλειτουργικότητα, η οποία πρέπει να αποτελεί αντικείμενο απόφασης ή σύστασης με βάση τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, πριν από την κατάρτιση ολοκληρωμένων σχεδίων ΤΠΔ.

ια) «ειδική περίπτωση»: κάθε τμήμα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας για το οποίο χρειάζονται ειδικές, προσωρινές ή οριστικές, διατάξεις στις ΤΠΔ εξαιτίας περιορισμών γεωγραφικών, τοπογραφικών, αστικού περιβάλλοντος ή συνοχής με το υπάρχον σύστημα. Σε αυτό μπορεί να περιλαμβάνονται, ιδίως, οι περιπτώσεις των σιδηροδρομικών γραμμών και των δικτύων που είναι αποκομμένα από το δίκτυο της υπόλοιπης Κοινότητας, το περιτύπωμα, το εύρος των τροχιών ή η απόσταση μεταξύ των τροχιών.

ιβ) «αναδιευθέτηση»: σοβαρές εργασίες τροποποίησης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος με τις οποίες τροποποιούνται οι επιδόσεις του υποσυστήματος.

ιγ) «αντικατάσταση στα πλαίσια συντήρησης»: αντικατάσταση στοιχείων από άλλα με την ίδια λειτουργία και τις ίδιες επιδόσεις στα πλαίσια προληπτικής ή διορθωτικής συντήρησης.

ιδ) «ανανέωση»: σοβαρές εργασίες υποκατάστασης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος με τις οποίες δεν τροποποιούνται οι επιδόσεις του υποσυστήματος.

ιε) «υπάρχον σιδηροδρομικό σύστημα»: το σύνολο το οποίο απαρτίζεται από τη σιδηροδρομική υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των γραμμών και των μόνιμων εγκαταστάσεων, του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου και από το υπάρχον τροχαίο υλικό κάθε κατηγορίας και προέλευσης που κυκλοφορεί επί της υποδομής αυτής.

ιστ) «θέση σε λειτουργία»: το σύνολο των λειτουργιών με τις οποίες ένα υποσύστημα τίθεται σε κατάσταση ονομαστικής λειτουργίας.»

3) Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Κάθε υποσύστημα αποτελεί αντικείμενο μίας ή περισσοτέρων ΤΠΔ. Για τα υποσυστήματα που αφορούν το περιβάλλον ή τους χρήστες καταρτίζονται ΤΠΔ μόνον αν χρειάζεται. Μία συμπληρωματική ΤΠΔ μπορεί να χρειαστεί κυρίως για να ευνοήσει τη χρήση του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας για την μεταφορά εμπορευμάτων με υψηλή προστιθέμενη αξία ή για τις εφαρμογές που απαιτούνται για τη διασύνδεση του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας με τα αεροδρόμια.»

β) Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

- Το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« στ) αναφέρει, σε κάθε προβλεπόμενη περίπτωση, τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται για την αξιολόγηση είτε της πιστότητας είτε της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, είτε τον έλεγχο «ΕΚ» των υποσυστημάτων. Οι εν λόγω διαδικασίες βασίζονται στις ενότητες που ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ. »

- Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία ζ) και η):

«ζ) προσδιορίζει τη στρατηγική εφαρμογής της ΤΠΔ, ιδίως τα στάδια για την προοδευτική μετάβαση από την υπάρχουσα κατάσταση στην τελική κατάσταση γενικευμένου σεβασμού της ΤΠΔ.

η) προσδιορίζει, για το οικείο προσωπικό, τις προϋποθέσεις επαγγελματικών προσόντων και υγιεινής και ασφάλειας κατά την εργασία που απαιτούνται για την εκμετάλλευση και τη συντήρηση του εν λόγω υποσυστήματος καθώς και για την υλοποίηση της ΤΠΔ.»

γ) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

«6. Οι ΤΠΔ μπορούν να παραπέμπουν ρητώς σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές όταν κάτι τέτοιο είναι απολύτως απαραίτητο για την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή τα εν λόγω ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές (ή το τμήμα εκείνο των προτύπων ή των προδιαγραφών στο οποίο γίνεται παραπομπή) θεωρούνται ότι επισυνάπτονται στη σχετική ΤΠΔ και η εφαρμογή τους καθίσταται υποχρεωτική από τη στιγμή που τίθεται σε ισχύ η ΤΠΔ. Ελλείψει ευρωπαϊκών προδιαγραφών και εν αναμονή της κατάρτισής τους μπορεί να γίνεται παραπομπή σε άλλα έγγραφα ρυθμιστικού χαρακτήρα. στην προκειμένη περίπτωση τα έγγραφα είναι εύκολα προσπελάσιμα και εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα»

4) Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1. Τα σχέδια ΤΠΔ καταρτίζονται κατόπιν εντολής της Επιτροπής, η οποία καθορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων, εφεξής καλούμενο «Οργανισμό».

Οι ΤΠΔ θεσπίζονται και αναθεωρούνται με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις ΤΠΔ στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Ο Οργανισμός αναλαμβάνει την προετοιμασία της αναθεώρησης, της αναπροσαρμογής των ΤΠΔ και την υποβολή οποιασδήποτε χρήσιμης σύστασης στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της τεχνικής ή οι κοινωνικές επιταγές.

3. Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη το προβλεπόμενο κόστος των τεχνικών λύσεων που επιτρέπουν την τήρησή τους, ώστε να επιλεγούν και να εφαρμοστούν οι αποδοτικότερες λύσεις. Για τον σκοπό αυτό ο Οργανισμός επισυνάπτει σε κάθε σχέδιο ΤΠΔ εκτίμηση κόστους/ωφέλειας των τεχνικών λύσεων για όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς και παράγοντες.

4. Η επιτροπή του άρθρου 21 ενημερώνεται τακτικά από τον Οργανισμό για τις εργασίες κατάρτισης των ΤΠΔ. Η επιτροπή μπορεί να του απευθύνει κάθε χρήσιμη εντολή ή σύσταση όσον αφορά τον σχεδιασμό των ΤΠΔ, με βάση τις βασικές απαιτήσεις και την αξιολόγηση του κόστους.

5. Κατά την έγκριση κάθε ΤΠΔ καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος της με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2.

6. Κατά τη θέσπιση και την αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των χρηστών, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες χρησιμοποίησης των υποσυστημάτων από αυτούς. Για το σκοπό αυτό ο Οργανισμός συμβουλεύεται τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και οργανώσεις χρηστών κατά τις εργασίες κατάρτισης και αναθεώρησης των ΤΠΔ. Στο σχέδιο ΤΠΔ επισυνάπτεται έκθεση των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων αυτών.

Ο κατάλογος των αντιπροσωπευτικών ενώσεων και οργανώσεων των οποίων πρέπει να ζητείται η γνώμη καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 προτού εγκριθεί η εντολή για την αναθεώρηση των ΤΠΔ, μπορεί δε να επανεξετάζεται και να ενημερώνεται κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

7. Κατά τη θέσπιση και αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ζ). Για τον σκοπό αυτό ζητείται η γνώμη των κοινωνικών εταίρων πριν από την υποβολή του σχεδίου ΤΠΔ στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, προς θέσπιση ή αναθεώρηση Η γνώμη των κοινωνικών εταίρων ζητείται στα πλαίσια της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής*. Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός προθεσμίας τριών μηνών.

*ΕΕ L 255 της 12.8.1998, σ. 27. »

5) Στο άρθρο 9 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, δεν μπορούν να απαιτούν τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη δήλωση πιστότητας «ΕΚ» ή καταλληλότητας χρήσης. »

6) Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής :

α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Κάθε στοιχείο υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στην αντίστοιχη ΤΠΔ και συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.»

β) Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 καταργούνται.

7) Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Άρθρο 11

Όταν κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι κάποιες ευρωπαϊκές προδιαγραφές οι οποίες χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν πληρούν τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να αποφασιστεί, με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, αφού ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί με την οδηγία 98/34/ΕΚ του Συμβουλίου*, να αποσυρθούν μερικώς ή πλήρως αυτές οι προδιαγραφές από τις δημοσιεύσεις όπου έχουν καταχωρηθεί ή να τροποποιηθούν»

* ΕΕ L 217 της 5.8.1998, σελ. 18. »

8) Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Άρθρο 14

1. Σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να επιτρέπει να τίθενται σε λειτουργία τα διαρθρωτικά υποσυστήματα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας τα οποία ευρίσκονται στην επικράτειά του ή αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε αυτή.

Για τον σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε τα εν λόγω υποσυστήματα να μπορούν να τεθούν σε λειτουργία μόνον εάν έχουν σχεδιαστεί, κατασκευαστεί και εγκατασταθεί κατά τρόπο εναρμονιζόμενο προς τις σχετικές βασικές απαιτήσεις, όταν είναι ενσωματωμένα στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας.

Ειδικότερα, ελέγχουν τη συνάφεια των εν λόγω υποσυστημάτων προς το σύστημα στο οποίο ενσωματώνονται.

2. Εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ελέγχει κατά τη διάρκεια της θέσης σε λειτουργία, και στη συνέχεια τακτικά, κατά πόσον η εκμετάλλευση ή η συντήρηση των υποσυστημάτων αυτών πραγματοποιείται σύμφωνα με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται οι διαδικασίες αξιολόγησης και ελέγχου που προβλέπονται στα πλαίσια των σχετικών διαρθρωτικών και λειτουργικών ΤΠΔ.

3. Σε περίπτωση ανανέωσης ή αναδιευθέτησης, ο διαχειριστής της υποδομής ή η σιδηροδρομική επιχείρηση υποβάλλουν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ένα φάκελο με την περιγραφή του σχεδίου. Το κράτος μέλος εξετάζει το φάκελο αυτό και αποφασίζει, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική υλοποίησης που αναφέρεται στην οικεία ΤΠΔ, κατά πόσον το μέγεθος των εργασιών επιβάλλει την έκδοση νέας έγκρισης για τη θέση σε λειτουργία κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

Η νέα έγκριση για τη θέση σε λειτουργία απαιτείται κάθε φορά που το επίπεδο ασφάλειας μπορεί να επηρεαστεί από τις επιχειρούμενες εργασίες.

4. Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη θέση σε λειτουργία τροχαίου υλικού, δίνουν σε κάθε όχημα έναν αναγνωριστικό αλφαριθμητικό κωδικό. Αυτός ο κωδικός πρέπει να αναγράφεται σε κάθε όχημα και να είναι καταγεγραμμένος σε ένα εθνικό μητρώο το οποίο πληροί τα εξής κριτήρια:

α) τηρεί τις κοινές προδιαγραφές που ορίζονται στην παράγραφο 5.

β) ενημερώνεται από έναν οργανισμό ανεξάρτητο από το διαχειριστή της υποδομής και από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση.

γ) έχουν πρόσβαση σε αυτό οι αρχές που αναφέρονται στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 18 της οδηγίας xxx/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, όσον αφορά τις πληροφορίες που έχουν σχέση με τη σιδηροδρομική ασφάλεια, καθώς και οι αρχές που αναφέρονται στο πλαίσιο του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ**, ο Οργανισμός, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές της υποδομής, για την ικανοποίηση οποιουδήποτε νόμιμου αιτήματός τους.

5. Οι κοινές προδιαγραφές του μητρώου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, βάσει σχεδίου που έχει καταρτίσει ο Οργανισμός. Το εν λόγω μητρώο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

α) στοιχεία αναφοράς της δήλωσης ελέγχου «ΕΚ» και του φορέα που εξέδωσε την εν λόγω δήλωση.

β) στοιχεία αναφοράς του μητρώου του τροχαίου υλικού που αναφέρεται στο άρθρο 22α.

γ) στοιχεία ταυτότητας του ιδιοκτήτη του οχήματος και της σιδηροδρομικής επιχείρησης η οποία χρησιμοποιεί το όχημα.

δ) ενδεχόμενους περιορισμούς όσον αφορά τον τρόπο εκμετάλλευσης του οχήματος.

ε) στοιχεία σχετικά με την κατάσταση συντήρησης του οχήματος.

* ΕΕ L ....

** ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σελ. 29 »

9) Στο άρθρο 15 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, δεν μπορούν να απαιτούν τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας για την έκδοση της δήλωσης ελέγχου «ΕΚ».»

10) Στο άρθρο 16, παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την ευκαιρία αυτή, τα κράτη μέλη ορίζουν και τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι να πραγματοποιούν, στην περίπτωση αυτών των τεχνικών κανόνων, τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 και τη διαδικασία ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18.»

11) Στο άρθρο 17 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στην περίπτωση αυτή οι ΤΠΔ υποβάλλονται σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Εάν δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν άμεσα και ρητά στο πλαίσιο μίας ΤΠΔ ορισμένες τεχνικές πτυχές οι οποίες αντιστοιχούν σε βασικές απαιτήσεις, τότε αυτές προσδιορίζονται σαφώς σε ένα παράρτημα της ΤΠΔ. Για τις πτυχές αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 16, παράγραφος 3.»

12) Στο άρθρο 18, παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Καλύπτει επίσης τον έλεγχο των διεπαφών του υποσυστήματος αυτού με το σύστημα στο οποίο ενσωματώνεται, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στη σχετική ΤΠΔ και στα μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 22α»

13) Στο άρθρο 20, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Η Επιτροπή συγκροτεί μία ομάδα συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών (εφεξής καλούμενη «ομάδα συντονισμού»), η οποία εξετάζει όλα τα ζητήματα που συνδέονται με την εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 και τη διαδικασία ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18 ή με την εφαρμογή των ΤΠΔ στον τομέα αυτό.

Η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή του άρθρου 21, παράγραφος 1, για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της ομάδας συντονισμού. Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών μπορούν να συμμετέχουν, ως παρατηρητές, στις εργασίες της ομάδας συντονισμού.»

14) Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο [ [20]]:

[20] Οι παράγραφοι 1 έως 3 αυτού του άρθρου καταργούνται σε περίπτωση που η πρόταση της Γενικής Γραμματείας για την ομοιογενοποίηση όλων των επιτροπών εγκριθεί πριν από την παρούσα πρόταση. ]

« Άρθρο 21

1. Η Επιτροπή επικουρείται από μία επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής (εφεξής καλούμενη «επιτροπή»).

2. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.»

15) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 21α, 21β και 21γ:

«Άρθρο 21α

1. Η επιτροπή μπορεί να συζητήσει οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τη διαλειτουργικότητα μεταξύ του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος και εκείνου τρίτων χωρών.

2. Η επιτροπή μπορεί να συζητήσει οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Εάν χρειαστεί, η Επιτροπή εγκρίνει σύσταση για την εφαρμογή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2.

Άρθρο 21β

1. Η Επιτροπή μπορεί, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, να αποφασίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, να εκπονήσει ΤΠΔ για κάποιο συμπληρωματικό θέμα, αρκεί αυτή να αφορά ένα από τα υποσυστήματα που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ.

2. Η επιτροπή, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, καταρτίζει το πρόγραμμα εργασίας της, το οποίο είναι σύμφωνο με τους στόχους της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 21γ

Τα παραρτήματα μπορούν να τροποποιηθούν βάσει της διαδικασίας του άρθρου 21, παράγραφος 2.»

16) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 22α:

« Άρθρο 22α

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δημοσιεύεται και να ενημερώνεται κάθε χρόνο ένα μητρώο για τις υποδομές και, αντίστοιχα, ένα μητρώο για το τροχαίο υλικό. Τα μητρώα αυτά αναγράφουν, για κάθε σχετικό υποσύστημα ή τμήμα υποσυστήματος, τα κύρια χαρακτηριστικά, όπως τις θεμελιώδεις παραμέτρους, και την αντιστοιχία τους με τα χαρακτηριστικά που επιτάσσουν οι εφαρμοστέες ΤΠΔ. Για το σκοπό αυτό κάθε ΤΠΔ αναφέρει επακριβώς ποια στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται στα μητρώα των υποδομών και του τροχαίου υλικού.

2. Αντίγραφο των μητρώων αυτών διαβιβάζεται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και στον Οργανισμό και τίθεται στη διάθεση του κοινού.»

17) Το Παράρτημα I αντικαθίσταται από το κείμενο του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.

18) Το Παράρτημα II αντικαθίσταται από το κείμενο του Παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας.

19) Στο Παράρτημα VII, στοιχείο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, ο οργανισμός και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή των ελέγχων δεν πρέπει να έχει καμία συμβατική, ιεραρχική ή λειτουργική σχέση με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγκρίσεων θέσης σε λειτουργία, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, των αδειών, στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/13/ΕΚ, και των πιστοποιητικών ασφαλείας, στο πλαίσιο της οδηγίας xxx/ΕΚ για τη σιδηροδρομική ασφάλεια, καθώς και με τους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή των ερευνών σε περίπτωση ατυχήματος.»

Άρθρο 2

Η οδηγία 2001/16/ΕΚ τροποποιείται ως εξής :

1) Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο: «Οδηγία 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος».

2) Στο άρθρο 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3. Από την 1η Ιανουαρίου 2008 το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας διευρύνεται ώστε να καλύπτει ολόκληρο το σιδηροδρομικό σύστημα, με εξαίρεση τις υποδομές και το τροχαίο υλικό που προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για τοπική, ιστορική ή τουριστική χρήση, και που είναι αποκομμένα από το υπόλοιπο σιδηροδρομικό σύστημα.»

3) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής :

α) Τα στοιχεία ιβ) και ιγ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

« ιβ) «αναδιευθέτηση»: σοβαρές εργασίες τροποποίησης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος με τις οποίες τροποποιούνται οι επιδόσεις του υποσυστήματος.

ιγ) «ανανέωση»: σοβαρές εργασίες υποκατάστασης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος με τις οποίες δεν τροποποιούνται οι επιδόσεις του υποσυστήματος »

β) Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία ιε) και ιστ):

« ιε) «αντικατάσταση στα πλαίσια συντήρησης»: αντικατάσταση στοιχείων από άλλα με την ίδια λειτουργία και τις ίδιες επιδόσεις στα πλαίσια προληπτικής ή διορθωτικής συντήρησης.

ιστ) «θέση σε λειτουργία»: το σύνολο των λειτουργιών με τις οποίες ένα υποσύστημα τίθεται σε κατάσταση ονομαστικής λειτουργίας. »

4) Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής :

α) Στην παράγραφο 3, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε) αναφέρει, σε κάθε υπό εξέταση περίπτωση, τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για να αξιολογείται είτε η πιστότητα είτε η καταλληλότητα προς χρήση των στοιχείων διαλειτουργικότητας, καθώς και ο έλεγχος ΕΚ των υποσυστημάτων. Οι εν λόγω διαδικασίες βασίζονται στις ενότητες που ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ.».

β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«Οι ΤΠΔ μπορούν να παραπέμπουν ρητώς σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές όταν κάτι τέτοιο είναι απολύτως απαραίτητο για την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές (ή το τμήμα εκείνο των προτύπων ή των προδιαγραφών στο οποίο γίνεται παραπομπή) θεωρούνται ότι επισυνάπτονται στην ΤΠΔ και η εφαρμογή τους καθίσταται υποχρεωτική από τη στιγμή που τίθεται σε ισχύ η ΤΠΔ. Ελλείψει ευρωπαϊκών προδιαγραφών και εν αναμονή της κατάρτισής τους, μπορεί να γίνει παραπομπή σε άλλα έγγραφα ρυθμιστικού χαρακτήρα. στην προκειμένη περίπτωση τα έγγραφα είναι εύκολα προσπελάσιμα και εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα.»

5) Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Άρθρο 6

1. Τα σχέδια ΤΠΔ καταρτίζονται, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, η οποία καθορίζεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, από τον Οργανισμό. Οι ΤΠΔ θεσπίζονται και αναθεωρούνται με την ίδια διαδικασία. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις ΤΠΔ στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Ο Οργανισμός επιφορτίζεται να προετοιμάζει την αναθεώρηση και την επικαιροποίηση των ΤΠΔ και να προβαίνει σε οιαδήποτε σκόπιμη σύσταση προς την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της τεχνολογίας ή των κοινωνικών απαιτήσεων.

3. Κάθε σχέδιο ΤΠΔ εκπονείται σε δύο φάσεις.

Κατά πρώτο λόγο, ο Οργανισμός προσδιορίζει τις θεμελιώδεις παραμέτρους για τη συγκεκριμένη ΤΠΔ, καθώς και τις διεπαφές με τα άλλα υποσυστήματα και όποια άλλη ειδική περίπτωση είναι αναγκαία. Για καθεμιά από τις παραμέτρους και τις διεπαφές αυτές υποβάλλονται οι πλέον συμφέρουσες εναλλακτικές λύσεις συνοδευόμενες από τεχνική ή οικονομική αιτιολόγηση. Λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2. εφόσον απαιτείται, προβλέπονται ειδικές περιπτώσεις.

Στη συνέχεια ο Οργανισμός καταρτίζει το σχέδιο της ΤΠΔ με βάση τις θεμελιώδεις αυτές παραμέτρους. Ενδεχομένως, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη του την πρόοδο της τεχνικής, τις ήδη επιτελεσθείσες εργασίες τυποποίησης, τις ήδη συγκροτημένες ομάδες εργασίας και τις αναγνωρισμένες ερευνητικές εργασίες. Στο σχέδιο της ΤΠΔ επισυνάπτεται μία συνολική εκτίμηση του κόστους και των αναμενόμενων πλεονεκτημάτων της εφαρμογής των ΤΠΔ. Στην εκτίμηση αναφέρεται ο αναμενόμενος αντίκτυπος για όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς και παράγοντες.

5. Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση κάθε ΤΠΔ (συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών παραμέτρων) λαμβάνεται υπόψη το κόστος και τα αναμενόμενα πλεονεκτήματα όλων των εξεταζόμενων τεχνικών λύσεων, καθώς και οι μεταξύ τους διεπαφές, προκειμένου να εντοπιστούν και να υλοποιηθούν οι πιο συμφέρουσες λύσεις. Τα κράτη μέλη συμμετέχουν στην εκτίμηση αυτή παρέχοντας τα αναγκαία δεδομένα.

6. Η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 κρατείται τακτικά ενήμερη για τις εργασίες εκπόνησης των ΤΠΔ. Η επιτροπή μπορεί, κατά τη διάρκεια των εργασιών, να διατυπώνει οποιεσδήποτε προϋποθέσεις ή χρήσιμες συστάσεις σχετικά με το σχεδιασμό των ΤΠΔ, καθώς και με την εκτίμηση του κόστους/οφέλους. Ειδικότερα, η επιτροπή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, να ζητά να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις και να συμπεριληφθεί στην επισυναπτόμενη στο σχέδιο ΤΠΔ έκθεση η εκτίμηση του κόστους/οφέλους των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων.

7. Κατά τη θέσπιση κάθε ΤΠΔ καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτής της ΤΠΔ με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2. Όταν πρέπει να τεθούν ταυτόχρονα σε υπηρεσία διάφορα υποσυστήματα για λόγους τεχνικής συμβατότητας, οι ημερομηνίες έναρξης ισχύος των αντίστοιχων ΤΠΔ πρέπει να συμπίπτουν.

8. Κατά την κατάρτιση και την αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των χρηστών, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες χρησιμοποίησης των υποσυστημάτων από αυτούς. Για το σκοπό αυτό ο Οργανισμός συμβουλεύεται τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και οργανώσεις χρηστών κατά τις εργασίες κατάρτισης και αναθεώρησης των ΤΠΔ. Στο σχέδιο ΤΠΔ επισυνάπτεται έκθεση των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων αυτών.

Ο κατάλογος των αντιπροσωπευτικών ενώσεων και οργανώσεων των οποίων πρέπει να ζητείται η γνώμη καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 προτού εγκριθεί η εντολή για την πρώτη ΤΠΔ και μπορεί να επανεξετάζεται και να ενημερώνεται κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

9. Κατά την κατάρτιση και αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ζ).

Για το σκοπό αυτό ζητείται η γνώμη των κοινωνικών εταίρων πριν από την υποβολή του σχεδίου ΤΠΔ στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, προς θέσπιση ή αναθεώρηση.

Η γνώμη των κοινωνικών εταίρων ζητείται στα πλαίσια της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής [21]. Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός προθεσμίας τριών μηνών. »

[21] Απόφαση 98/500/ΕΚ της Επιτροπής της 20ης Μαΐου 1998 σχετικά με τη σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου με προορισμό την προώθηση του διαλόγου ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ L 255 της 12.8.1998, σ. 27).

6) Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής :

α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε στοιχείο υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στην αντίστοιχη ΤΠΔ και συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.»

β) Οι παράγραφοι 4, 5 και 6 καταργούνται.

7) Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Άρθρο 11

Όταν κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνουν ότι κάποιες ευρωπαϊκές προδιαγραφές οι οποίες χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας δεν πληρούν τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να αποφασιστεί, με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, αφού ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί με την οδηγία 98/34/ΕΚ*, εφόσον πρόκειται για ευρωπαϊκά πρότυπα, να αποσυρθούν μερικώς ή πλήρως οι εν λόγω προδιαγραφές από τις δημοσιεύσεις όπου έχουν καταχωρηθεί ή να τροποποιηθούν

*ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37. ».

8) Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής :

α) Στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

« Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται οι διαδικασίες αξιολόγησης και ελέγχου που προβλέπονται στα πλαίσια των σχετικών διαρθρωτικών και λειτουργικών ΤΠΔ. »

β) Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 4 και 5:

«4. Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη θέση σε λειτουργία τροχαίου υλικού, δίνουν σε κάθε όχημα έναν αναγνωριστικό αλφαριθμητικό κωδικό. Αυτός ο κωδικός πρέπει να αναγράφεται σε κάθε όχημα και να είναι καταγεγραμμένος σε ένα εθνικό μητρώο το οποίο πληροί τα εξής κριτήρια:

α) τηρεί τις κοινές προδιαγραφές που ορίζονται στην παράγραφο 5.

β) ενημερώνεται από έναν οργανισμό ανεξάρτητο από το διαχειριστή της υποδομής και από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση.

γ) έχουν πρόσβαση σε αυτό οι αρχές που αναφέρονται στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 18 της οδηγίας xxx/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου;] *,όσον αφορά τις πληροφορίες που έχουν σχέση με τη σιδηροδρομική ασφάλεια, καθώς και οι αρχές που αναφέρονται στο πλαίσιο του άρθρου 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ**, ο Οργανισμός, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές της υποδομής, για την ικανοποίηση οποιουδήποτε νόμιμου αιτήματός τους.

5. Οι κοινές προδιαγραφές του μητρώου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, βάσει σχεδίου που έχει καταρτίσει ο Οργανισμός. Το εν λόγω μητρώο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

α) στοιχεία αναφοράς της δήλωσης ελέγχου ΕΚ και του φορέα που εξέδωσε την εν λόγω δήλωση.

β) στοιχεία αναφοράς του μητρώου του τροχαίου υλικού που αναφέρεται στο άρθρο 24.

γ) στοιχεία ταυτότητας του ιδιοκτήτη του οχήματος και της σιδηροδρομικής επιχείρησης η οποία χρησιμοποιεί το όχημα.

δ) ενδεχόμενους περιορισμούς όσον αφορά τον τρόπο εκμετάλλευσης του οχήματος.

ε) στοιχεία σχετικά με την κατάσταση συντήρησης του οχήματος.

* ΕΕ L. ...

**ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29 »

9) Στο άρθρο 16, παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την ευκαιρία αυτή, τα κράτη μέλη ορίζουν και τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι να πραγματοποιούν, στην περίπτωση αυτών των τεχνικών κανόνων, τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 και τη διαδικασία ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18.»

10) Στο άρθρο 17 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

Στην περίπτωση αυτή οι ΤΠΔ υποβάλλονται σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Εάν δεν αναφέρονται ρητά στα πλαίσια μιας ΤΠΔ ορισμένες τεχνικές πτυχές οι οποίες αντιστοιχούν σε βασικές απαιτήσεις, τότε αυτές προσδιορίζονται σαφώς σε ένα παράρτημα της ΤΠΔ.

Για τις πτυχές αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 16, παράγραφος 3».

11) Το άρθρο 20, παράγραφος 5, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Η Επιτροπή συγκροτεί μία ομάδα συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών η οποία εξετάζει όλα τα ζητήματα που συνδέονται με την εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 και τη διαδικασία ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18 ή με την εφαρμογή των ΤΠΔ στον τομέα αυτό. Η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή του άρθρου 21, παράγραφος 1, για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της εν λόγω ομάδας συντονισμού. Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών μπορούν να συμμετέχουν, ως παρατηρητές, στις εργασίες της εν λόγω ομάδας συντονισμού.»

12) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 21α και 21β:

«Άρθρο 21α

Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στην επιτροπή οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Εάν χρειαστεί, η Επιτροπή εγκρίνει σύσταση για την εφαρμογή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2.

Άρθρο 21β

Τα παραρτήματα μπορούν να τροποποιηθούν βάσει της διαδικασίας του άρθρου 21, παράγραφος 2»

13) Στο Παράρτημα VII, στοιχείο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, ο οργανισμός και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή των ελέγχων δεν πρέπει να έχει καμία συμβατική, ιεραρχική ή λειτουργική σχέση με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγκρίσεων θέσης σε λειτουργία, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, των αδειών, στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/13/ΕΚ, και των πιστοποιητικών ασφαλείας, στο πλαίσιο της οδηγίας xxx/ΕΚ για τη σιδηροδρομική ασφάλεια, καθώς και με τους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή των ερευνών σε περίπτωση ατυχήματος.»

14) Το Παράρτημα VIII καταργείται.

Άρθρο 3

Η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας να μη θίγει, κατά το δυνατόν, τις εργασίες ανάπτυξης ΤΠΔ για τις οποίες έχει ήδη δοθεί σχετική εντολή στο πλαίσιο των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ, καθώς και την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο σχεδίων που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο [...] [22]. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

[22] 24 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει [...] ημέρες μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, [...]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

[...] [...]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

1. Η ΥΠΟΔΟΜΗ

Η υποδομή του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας αποτελείται από την υποδομή των γραμμών του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών που προσδιορίζονται στην απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθύνσεις για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών [23], ή σε εκείνες που περιλαμβάνονται σε κάθε επικαιροποίηση της απόφασης αυτής η οποία προκύπτει από την αναθεώρηση που προβλέπεται στο άρθρο 21 αυτών των κατευθύνσεων.

[23] ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1.

Οι γραμμές μεγάλης ταχύτητας περιλαμβάνουν:

- τις γραμμές που κατασκευάζονται ή πρόκειται να κατασκευαστούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να επιτρέπουν ταχύτητες εν γένει ίσες προς ή μεγαλύτερες από 250 χλμ/ώρα,

- τις γραμμές που έχουν διευθετηθεί ή πρόκειται να διευθετηθούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και διαθέτουν εξοπλισμό για ταχύτητες της τάξης των 200 χλμ/ώρα,

- τις γραμμές που έχουν διευθετηθεί ειδικά για μεγάλη ταχύτητα ειδικού τύπου λόγω δυσκολιών σχετιζόμενων με την τοπογραφία, τη διαμόρφωση του εδάφους ή το αστικό περιβάλλον, των οποίων η ταχύτητα πρέπει να προσαρμόζεται κατά περίπτωση.

Η εν λόγω υποδομή περιλαμβάνει τα συστήματα διαχείρισης της κίνησης, εντοπισμού και καθορισμού θέσης και πορείας: τις τεχνικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας δεδομένων και τηλεπικοινωνιών που προβλέπονται για τη μεταφορά επιβατών στις εν λόγω γραμμές ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής και αρμονική εκμετάλλευση του δικτύου και η αποτελεσματική διαχείριση της κίνησης.

2. ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ

Το τροχαίο υλικό στο οποίο αναφέρεται η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει τα τρένα που είναι σχεδιασμένα για να κυκλοφορούν:

- είτε στις γραμμές που έχουν κατασκευαστεί ή πρόκειται να κατασκευαστούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα, με ταχύτητα τουλάχιστον 250 χλμ/ώρα, και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να είναι δυνατόν να φθάσουν ταχύτητες που υπερβαίνουν τα 300 χλμ/ώρα,

- είτε στις ειδικά διευθετημένες για μεγάλη ταχύτητα υφιστάμενες ή μελλοντικές γραμμές, με ταχύτητα της τάξης των 200 χλμ/ώρα.

3. ΣΥΝΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

Η ποιότητα των ευρωπαϊκών σιδηροδρομικών μεταφορών απαιτεί μεταξύ άλλων άριστη συνοχή μεταξύ των χαρακτηριστικών της υποδομής (υπό την ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή τα σταθερά μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων) και εκείνων του τροχαίου υλικού (το οποίο περιλαμβάνει τα επιβιβαζόμενα μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων). Από τη συνοχή αυτή εξαρτώνται τα επίπεδα επιδόσεων, ασφαλείας, ποιότητας εξυπηρέτησης και το κόστος τους.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

1. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Για τις ανάγκες της παρούσας οδηγίας, το σύστημα που συγκροτεί το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας υποδιαιρείται στα εξής υποσυστήματα που αντιστοιχούν :

α) είτε σε τομείς διαρθρωτικής φύσεως:

- υποδομή

- ενέργεια

- έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση

- εκμετάλλευση και διαχείριση της κυκλοφορίας

- τροχαίο υλικό

β) είτε σε τομείς λειτουργικής φύσεως:

- συντήρηση

- τηλεματικές εφαρμογές για την μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων

2. ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΟΙ ΤΟΜΕΙΣ

Για καθένα από τα υποσυστήματα, ο κατάλογος των πτυχών που συνδέονται με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου προσδιορίζεται στις εντολές που ανατίθενται στον Οργανισμό για την εκπόνηση σχεδίων ΤΠΔ.

Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, οι εντολές αυτές καθορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2.

Ενδεχομένως, ο κατάλογος των πτυχών που συνδέονται με τη διαλειτουργικότητα και προσδιορίζονται στις εντολές διευκρινίζεται από τον Οργανισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ).

3. ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ

Κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο β), βασικές παράμετροι για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας είναι κυρίως τα ακόλουθα στοιχεία [24]:

[24] βλ. σύσταση 2001/290/ΕΚ της Επιτροπής

- Ελάχιστο περιτύπωμα της υποδομής

- Ελάχιστη ακτίνα καμπυλότητας

- Εύρος των σιδηροτροχιών

- Μέγιστες καταπονήσεις στη γραμμή

- Ελάχιστο μήκος των κρηπιδωμάτων (αποβαθρών)

- Ύψος των κρηπιδωμάτων

- Τάση τροφοδότησης

- Γεωμετρία των αλυσοειδών

- Χαρακτηριστικά του ERTMS ( [25])

[25] European Rail Traffic Management System: βλ. αποφάσεις 1999/569/ΕΚ και 2001/260/ΕΚ της Επιτροπής

- Φορτίο κατ' άξονα

- Μέγιστο μήκος των τρένων

- Περιτύπωμα του τροχαίου υλικού

- Ελάχιστα χαρακτηριστικά πέδησης

- Οριακά ηλεκτρολογικά χαρακτηριστικά του τροχαίου υλικού

- Οριακά μηχανολογικά χαρακτηριστικά του τροχαίου υλικού

- Χαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης σχετικά με την ασφάλεια των τρένων

- Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τους εξωτερικούς θορύβους

- Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τις εξωτερικές δονήσεις

- Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τις εξωτερικές ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές

- Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τους εσωτερικούς θορύβους

- Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τον κλιματισμό

- Χαρακτηριστικά σχετικά με τη μεταφορά ατόμων με ειδικές ανάγκες

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ)

Τιτλος της προτασης

Οδηγία για την τροποποίηση των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος

Αριθμος αναφορας του εγγραφου

Η προταση

1. Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, γιατί απαιτείται κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτό και ποιοι είναι οι κύριοι στόχοι της;

Η εν λόγω πρόταση αποσκοπεί στην τροποποίηση των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ, ώστε να ληφθεί υπόψη η εμπειρία από την εφαρμογή αυτών των οδηγιών, οι προτάσεις για την ασφάλεια και τον Οργανισμό, καθώς και η έγκριση της δέσμης μέτρων για την υποδομή. Μόνο με κοινοτική νομοθεσία μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.

Οι επιπτωσεισ στις επιχειρησεις

2. Ποιον θα επηρεάσει η πρόταση;

Από τις πολλές τροποποιήσεις που προτείνονται οι μόνες που μπορεί να έχουν απτές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις είναι οι εξής:

- Το καθήκον εκπόνησης σχεδίων ΤΠΔ και αναθεώρησης των ΤΠΔ μετά τη θέσπισή τους ανατίθεται στον Οργανισμό και όχι στον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό.

- Το «γεωγραφικό» πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/16/ΕΚ διευρύνεται ώστε να καλύψει ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο.

Όσον αφορά την πρώτη τροποποίηση, η εντολή για την ανάπτυξη των ΤΠΔ στο πλαίσιο των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ είχε δοθεί στην AEIF (Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων). Όπως προβλέπει το άρθρο 32 της πρότασης, οι εργασίες για τις οποίες έχει ήδη δοθεί εντολή δεν πρόκειται να επηρεαστούν. Όσο για τις μελλοντικές εργασίες, όπως αναλύεται στην πρόταση για τον Οργανισμό, ο Οργανισμός θα χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν περισσότερο τους εμπειρογνώμονες που έχει προτείνει η AEIF. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις είναι μάλλον «πολιτικής» παρά οικονομικής φύσεως. Όταν η Επιτροπή εγκρίνει μια ΤΠΔ μέσω μιας πράξης κοινοτικού δικαίου, τότε νομοθετεί. είναι συνεπώς λογικό να ανατεθεί η εκπόνηση ενός σχεδίου νόμου σε έναν δημόσιο φορέα, όπως ο Οργανισμός που προτείνεται, και όχι σε έναν ιδιωτικό, όπως η AEIF.

Όσον αφορά τη δεύτερη τροποποίηση, αφορά τις ίδιες επιχειρήσεις που αφορά και η εφαρμογή της οδηγίας 2001/16/ΕΚ για το συμβατικό σιδηροδρομικό δίκτυο, δηλαδή τις επιχειρήσεις που παράγουν σιδηροδρομικό υλικό, τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους διαχειριστές της υποδομής, τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που παράγουν τηλεματικές εφαρμογές.

Ποια μεγέθη επιχειρήσεων (πέραν των μικρομεσαίων επιχειρήσεων);

Η παραγωγή σιδηροδρομικού υλικού είναι συγκεντρωμένη σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να προσαρμοστούν στις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συμμετέχουν σε αυτή τη δραστηριότητα ως υπεργολάβοι.

Υπάρχουν συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της Κοινότητας όπου βρίσκονται αυτές οι επιχειρήσεις;

Οι επιχειρήσεις παραγωγής σιδηροδρομικού υλικού βρίσκονται σε ολόκληρη την επικράτεια της Κοινότητας, παρατηρείται όμως κάποια συγκέντρωση τέτοιων επιχειρήσεων στη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Δανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία.

3. Πώς πρέπει να ενεργήσουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν με την πρόταση;

Όταν τεθεί σε ισχύ η παρούσα πρόταση οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα έχουν ήδη αντιμετωπίσει τις οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ, οπότε λογικά θα έχουν ήδη λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν προς αυτές. Κατά συνέπεια, η παρούσα πρόταση δεν αναμένεται να οδηγήσει στη λήψη νέων μέτρων.

4. Ποια είναι τα οικονομικά αποτελέσματα που αναμένονται από την πρόταση:

- στις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων;

Η διασύνδεση και η διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού δικτύου θα διευκολύνει την πρόσβαση στο δίκτυο και θα βελτιώσει τη ροή της κυκλοφορίας, γεγονός που θα ευνοήσει αφενός τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και αφετέρου τη βελτίωση της προσφοράς από τις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις. αυτό με τη σειρά του θα έχει ως αποτέλεσμα, μακροπρόθεσμα, ένα πιο μεγάλο μερίδιο της αγοράς για τους σιδηροδρόμους.

- στην απασχόληση;

Καθώς η διασύνδεση και η διαλειτουργικότητα ευνοούν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και την αύξηση της δραστηριότητας των ΜΜΕ, θα ευνοήσουν και την ανάπτυξη της απασχόλησης.

- στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων;

Η διαλειτουργικότητα συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και των ΜΜΕ, τόσο σε κοινοτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο παγκόσμιων αγορών. Πιο συγκεκριμένα, η διαλειτουργικότητα θα συμβάλει στο άνοιγμα των αγορών, δίδοντάς έτσι στις ΜΜΕ τη δυνατότητα να εξειδικευτούν περισσότερο στην παραγωγή και να αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις με περισσότερους παραγωγούς, ενώ σήμερα συνδέονται συνήθως μόνον με έναν. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούν να επωφελούνται περισσότερο από οικονομίες κλίμακας, και επομένως να αυξάνουν και την ανταγωνιστικότητά τους.

5. Περιλαμβάνει η πρόταση μέτρα για να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (μειωμένες ή διαφορετικές απαιτήσεις, κ.λπ.);

Η δημοσίευση των ΤΠΔ και των προτύπων θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τις ΜΜΕ, καθώς χάρη στη διαφάνεια και το άνοιγμα της αγοράς διευκολύνεται η πρόσβασή τους στην τελευταία.

Διαβουλευσεις

6. Κατάλογος των οργανισμών με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις σχετικά με την πρόταση και συνοπτική παρουσίαση των βασικών απόψεών τους.

Οι εμπειρογνώμονες των κυβερνήσεων των κρατών μελών και οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, των διαχειριστών της υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων συμφώνησαν ως προς την ανάγκη να τροποποιηθούν οι οδηγίες για τη διαλειτουργικότητα, κυρίως για να ληφθεί υπόψη η εμπειρία από την ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και για να ευθυγραμμιστεί η οδηγία 96/48/ΕΚ με την πιο πρόσφατη οδηγία για τους συμβατικούς σιδηροδρόμους.

Όσον αφορά τον ρόλο του Οργανισμού στην ανάπτυξη των ΤΠΔ, δεν σημειώθηκαν αρνητικές αντιδράσεις παρά μόνο από την πλευρά της UIC (Διεθνής Ένωση Σιδηροδρόμων) και της CCFE (Κοινότητα Ευρωπαϊκών Σιδηροδρόμων), που κατά τις πρώτες ακροάσεις θεωρούσαν ότι ο Οργανισμός θα μπορούσε να προκαλέσει επιπλέον καθυστερήσεις στην ανάπτυξη και την αναθεώρηση των ΤΠΔ σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση. Επιπλέον, πιστεύουν ότι η εμπειρία των μικτών ομάδων εργασίας (διαχειριστές της υποδομής, σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, βιομηχανία) πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία. Η Επιτροπή έλαβε πλήρως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές στην πρόταση για τον Οργανισμό, η οποία καταρτίστηκε από κοινού με την παρούσα πρόταση. Κατά τις συνεδριάσεις των αρμόδιων επιτροπών και ομάδων εργασίας πραγματοποιήθηκαν πολλές διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, αλλά και με τους παράγοντες του σχετικού τομέα, σχετικά με την πρόταση για τον Οργανισμό. η τελική έκδοση της πρότασης, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια ακρόασης στις 19 Νοεμβρίου 2001, έχαιρε ευρείας συναίνεσης.

Όσον αφορά τη διεύρυνση της οδηγίας 2001/16/ΕΚ ώστε να καλύψει ολόκληρο το συμβατικό σιδηροδρομικό δίκτυο, αυτό το σημείο μοιάζει να είναι αναπόφευκτο, εφόσον αποτελεί συνέπεια της έγκρισης της οδηγίας 2001/12/ΕΚ στις 26 Φεβρουαρίου 2001.

Η παρούσα πρόταση αποτελεί τμήμα ενός πακέτου που παρουσιάστηκε σε πολλά σεμινάρια και διασκέψεις κατά το 2001 και που έτυχε ευρείας υποστήριξης στις περισσότερες περιπτώσεις.