52000PC0854(02)

Πρόταση απόφασης πλαισιου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας /* COM/2000/0854 τελικό - CNS 2001/0025 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 062 E της 27/02/2001 σ. 0327 - 0330


Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 24 Φεβρουαρίου 1997, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινή δράση σχετικά με ενέργειες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών [1]. Η κοινή δράση καλύπτει ευρύ φάσμα θεμάτων όπως ορισμούς (με την επιφύλαξη ειδικότερων ορισμών στη νομοθεσία των κρατών μελών), δικαιοδοσία, ποινικές διαδικασίες, βοήθεια στα θύματα και αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Με την κοινή δράση τα κράτη μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να αναθεωρήσουν την υφιστάμενη νομοθεσία τους ώστε να θεωρούνται ποινικά αδικήματα η εμπορία ανθρώπων και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών.

[1] ΕΕ L 063, 4.3.1997

Μετά την έγκριση της κοινής δράσης το 1997, έχουν προκύψει σημαντικά πολλές και ουσιαστικές ενέργειες και πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο γενικότερα. Η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία δημιουργούν όλο και μεγαλύτερη ανησυχία και είναι σαφής πλέον η ανάγκη να αντιμετωπιστούν με περαιτέρω δράση οι αποκλίσεις των νομοθετικών προσεγγίσεων στα κράτη μέλη.

Επιπλέον, το άρθρο 29 της συνθήκης του Άμστερνταμ κάνει ρητή αναφορά στην εμπορία ανθρώπων. Το Σχέδιο Δράσης της Βιέννης [2] και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε ζήτησαν επίσης ρητά να αναληφθεί περαιτέρω νομοθετική δράση κατά της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών. Νομοθετική δράση υποδεικνύεται επίσης στον Πίνακα Αποτελεσμάτων της Επιτροπής [3]. Στις 29 Μαΐου 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση [4] για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας στο Διαδίκτυο.

[2] ΕΕ C 19, 23.1.1999

[3] COM (2000) 167 τελικό, 24.3.2000

[4] ΕΕ L 138/1, 9.6.2000

Δύο παραδείγματα των εξελίξεων σε ευρύτερο διεθνές πεδίο είναι το προαιρετικό πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού σχετικά με την πώληση παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, και η μελλοντική σύμβαση για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο που επεξεργάζεται το Συμβούλιο της Ευρώπης, τα οποία αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων, την παιδική πορνογραφία μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων. Η Επιτροπή συμμετείχε ενεργά στην επεξεργασία του τελευταίου αυτού μέσου και πολλά στοιχεία της μελλοντικής σύμβασης για την παιδική πορνογραφία στα ηλεκτρονικά συστήματα αντικατοπτρίζονται στην παρούσα πρόταση, αν και η πρόταση αυτή καλύπτει επίσης και άλλες μορφές παιδικής πορνογραφίας εκτός από εκείνες που συνδέονται με τα ηλεκτρονικά συστήματα.

Εξάλλου, ο ειδικός χαρακτήρας ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που θα δημιουργηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καταστήσει δυνατό για τα κράτη μέλη να εκπονήσουν μια απόφαση-πλαίσιο στην οποία ορισμένες πλευρές ποινικού δικαίου και δικαστικής συνεργασίας θα τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας απ' ότι ήταν δυνατό με τα διαθέσιμα προ της συνθήκης του Άμστερνταμ μέσα και τα μέσα που αναπτύχθηκαν σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Μια απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντιμετωπίζει επακριβέστερα θέματα όπως η ποινικοποίηση, ποινές και άλλες κυρώσεις, επιβαρυντικές περιστάσεις, δικαιοδοσία, συμπεριλαμβανομένων και διατάξεων για την εξωεδαφική δικαιοδοσία, και την έκδοση.

Τέλος, η Επιτροπή πιστεύει ότι, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται περαιτέρω ανταπόκριση στο θέμα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας. Η χρήση μιας απόφασης-πλαίσιο, μέσο που εισήχθη με τη συνθήκη του Άμστερνταμ, θα ενισχύσει την κοινή προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς αυτούς και θα πληρώσει τα κενά της υφιστάμενης νομοθεσίας. Η ανάγκη μιας σαφούς κοινής προσέγγισης για τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία θα πρέπει επίσης να εξεταστεί υπό το πρίσμα της μελλοντικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, όπως ανακοινώθηκε στον Πίνακα Αποτελεσμάτων, αποφάσισε να υποβάλει απόφαση-πλαίσιο για την προσέγγιση του ποινικού δικαίου των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και ποινών, σε ότι αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης διατάξεις επί οριζοντίων δικαστικών θεμάτων, όπως η δικαιοδοσία και η συνεργασία μεταξύ κρατών μελών. Η πρόταση καλύπτει τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία, και δεν περιλαμβάνει την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευσή τους, θέμα που καλύπτεται από ξεχωριστή πρόταση. Η διάκριση σε δύο αποφάσεις-πλαίσιο θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να επικεντρώσει την προσοχή του στη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία.

2. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Η παρούσα πρόταση για απόφαση-πλαίσιο αφορά την προσέγγιση της νομοθεσίας και των κανονιστικών ρυθμίσεων των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για ποινικά θέματα. Αφορά επίσης "ελάχιστους κανόνες για τη στοιχειοθέτηση ποινικών πράξεων και τις ποινές στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος". Η νομική βάση που αναφέρεται στο προοίμιο της πρότασης είναι συνεπώς τα άρθρα 29 με ρητή αναφορά της εμπορίας ανθρώπων, 31 εδάφιο ε) και 34 παράγραφος 2 εδάφιο β) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση δεν συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3. Η ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ: ΤΑ ΑΡΘΡΑ

Άρθρο 1 (Ορισμοί)

Το άρθρο 1 περιέχει ορισμούς των όρων που χρησιμοποιούνται στην απόφαση-πλαίσιο. Τα σημεία α), β) και γ) περιέχουν βασικούς ορισμούς για τους σκοπούς της απόφασης-πλαίσιο. Το σημείο α) ορίζει την έννοια "παιδί", το σημείο β) την "παιδική πορνογραφία" και το σημείο γ) το "ηλεκτρονικό σύστημα".

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, ως "παιδί" νοείται κάθε άτομο ηλικίας μικρότερης των 18 ετών. Όσον αφορά την ηλικία αυτή σε σχέση με την παιδική πορνογραφία, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η απεικόνιση ατόμων ηλικίας μικρότερης των 18 ετών σε καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά αποτελεί σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού. Αν και τα παιδιά κάτω των 18 ετών έχουν φθάσει σε τέτοιο βαθμό ωριμότητας ώστε να λαμβάνουν ενσυνείδητα αποφάσεις σχετικές με τη σεξουαλική τους δραστηριότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να απεικονίζονται οι δραστηριότητες αυτές. Εξάλλου, η ηλικία των 18 ετών είναι συμβατή με τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού.

Το σημείο β) καλύπτει το πορνογραφικό υλικό με απεικόνιση παιδιών σε καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά. Ο όρος οπτική απεικόνιση θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει φωτογραφικό φιλμ και βιντεοταινίες προ της εμφάνισής τους, καθώς και δεδομένα σε δισκέτα ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε ηλεκτρονικά μέσα που καθιστούν δυνατή τη μετατροπή σε οπτική εικόνα. Όσον αφορά ειδικότερα την καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά παιδιών, αυτή νοείται ότι περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) συνουσία, συμπεριλαμβανομένης της επαφής γεννητικών οργάνων, της επαφής στόματος και γεννητικών οργάνων, της επαφής πρωκτού και γεννητικών οργάνων ή στόματος και πρωκτού,

β) κτηνοβασία,

γ) αυνανισμό,

δ) σαδιστική ή μαζοχιστική κακοποίηση,

ε) ασελγή επίδειξη των γεννητικών οργάνων ή της ηβικής χώρας.

Στο σημείο δ) ορίζεται το "νομικό πρόσωπο". Ο ορισμός του νομικού προσώπου έχει ληφθεί από το Δεύτερο Πρωτόκολλο της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [5].

[5] ΕΕ C 221, 19.7.1997

Άρθρο 2 (Αδικήματα σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών)

Το άρθρο 2 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών τιμωρείται. Το σημείο α) αναφέρει ότι τιμωρούνται διάφορες μορφές εκμετάλλευσης παιδιών μέσω πορνείας. Στο σημείο β) αναφέρεται ότι η επίδοση παιδιού σε σεξουαλική συμπεριφορά τιμωρείται όταν χαρακτηρίζεται από τις περιστάσεις που αναφέροντα στα σημεία (i) ως (iii). Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο η σεξουαλική συμπεριφορά ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τη συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 1 για την καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά όσον αφορά την παιδική πορνογραφία.

Άρθρο 3 (Αδικήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία)

Το άρθρο 3 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι διάφορες μορφές εσκεμμένων πράξεων σχετικών με την παιδική πορνογραφία τιμωρούνται. Η παράγραφος 1 εδάφιο α) καλύπτει την παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας, η παράγραφος 1 εδάφιο β) τη διανομή, διάδοση και μετάδοση της παιδικής πορνογραφίας, η παράγραφος 1 εδάφιο γ) την προσφορά ή με άλλο τρόπο διάθεση της παιδικής πορνογραφίας, και, τέλος, η παράγραφος 1 εδάφιο δ) την απόκτηση ή κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας.

Τα ρήματα που υποδηλώνουν ενέργεια στα σημεία α) έως δ) αντιστοιχούν όχι μόνο στη μελλοντική σύμβαση για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, αλλά και σε στοιχεία που συναντώνται στο ποινικό δίκαιο των κρατών μελών. Πρόθεση της Επιτροπής είναι να καλύψει, κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, τους τύπους συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν την τυπική μορφή του ποινικού αδικήματος της παιδικής πορνογραφίας.

Στην παράγραφο 1 του άρθρου αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αδικήματα που καταγράφονται τιμωρούνται επίσης και στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού συστήματος.

Η παράγραφος 2 καλύπτει δύο συγκεκριμένους τύπους υλικού παιδικής πορνογραφίας που απεικονίζουν οπτικά παιδί να συμμετέχει σε καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά. Πρώτα, όπου το άτομο φαίνεται να είναι παιδί, και δεύτερο, εικόνες που περιλαμβάνουν απεικονίσεις που έχουν αλλοιωθεί ή έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου με ηλεκτρονικό υπολογιστή, δηλ. έχουν προσομοιωθεί ή κατασκευαστεί. Έτσι, η παράγραφος 2 καλύπτει πορνογραφικό υλικό όπου δεν υφίσταται "πραγματική" σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού πίσω από την απεικόνιση. Το διακυβευόμενο συμφέρον είναι συνεπώς διαφορετικό εδώ από την παιδική πορνογραφία που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Ενώ στην παράγραφο 1 επιδιώκεται η προστασία των παιδιών από σεξουαλική κακοποίηση, στην παράγραφο 2 στόχος είναι η προστασία παιδιών από τη χρησιμοποίησή τους ως σεξουαλικά αντικείμενα και η πρόληψη της διάδοσης ψευδοαπεικονήσεων παιδικής πορνογραφίας που κρύβει το ενδεχόμενο ενθάρρυνσης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών.

Η παράγραφος 2 επιβάλλει αξίωση στα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να τιμωρούνται πράξεις σχετικές με πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει οπτικά παιδί σε καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά. Τα μέτρα αυτά δεν θίγουν τους ορισμούς που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Ωστόσο, όσον αφορά την περίπτωση που στην παράσταση συμμετέχει άτομο εμφανιζόμενο ως παιδί, δηλ. όχι κατασκευασμένη απεικόνιση αλλά απεικόνιση πραγματικού προσώπου, τα κράτη μέλη εξαιρούν από το πεδίο ποινικοποίησης τις περιπτώσεις όπου μπορεί να αποδειχθεί ότι η εικόνα είναι στην πραγματικότητα εικόνα ατόμου ηλικίας 18 ετών ή άνω. Έτσι εξασφαλίζεται η ποινικοποίησή του, ως ελάχιστη απαίτηση σε όλα τα κράτη μέλη, όπου το δικαστήριο πείθεται ότι η εικόνα φαίνεται να είναι εικόνα παιδιού, αλλά η πραγματική ηλικία είναι άγνωστη.

Άρθρο 4 (Υποκίνηση, συνδρομή, συνεργία και απόπειρα)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η υποκίνηση, η συνδρομή, η συνεργία και η απόπειρα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και παιδικής πορνογραφίας τιμωρούνται.

Το άρθρο 4 παράγραφος 2 αφορά ειδικά την απόπειρα. Επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι τιμωρείται η απόπειρα διάπραξης σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, παραγωγής, διανομής, διάδοσης, μετάδοσης, προσφοράς ή με άλλο τρόπο διάθεσης υλικού παιδικής πορνογραφίας. Η παράγραφος 2 δεν περιλαμβάνει την απόπειρα εσκεμμένης απόκτησης και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας.

Άρθρο 5 (Ποινές και επιβαρυντικές περιστάσεις)

Το άρθρο 5 αφορά τις ποινές και τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Η παράγραφος 1 ορίζει ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3 και 4 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές, μεταξύ των οποίων φυλάκιση όχι μικρότερη των 4 ετών. Όσον αφορά την εσκεμμένη απόκτηση και κατοχή, γίνεται ειδική υπόδειξη η ανώτατη ποινή να μην είναι μικρότερη του έτους. Οι ποινές αυτές αρκούν ώστε να εντάσσεται η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία εντός άλλων μέσων που έχουν ήδη θεσπιστεί με σκοπό την ενδυνάμωση της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι η κοινή δράση 98/699/ΔΕΥ [6] για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, και η κοινή δράση 98/733/ΔΕΥ [7] σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.

[6] ΕΕ L 333/1, 9.12.1998

[7] ΕΕ L 351/1, 29.12.1998

Δεδομένου ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία συνεπάγονται σοβαρότατη εγκληματική συμπεριφορά, η παράγραφοι 2 έως 4 ορίζουν ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, τα αδικήματα τιμωρούνται με φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των 8 ετών. Η πρόταση της Επιτροπής των 8 τουλάχιστον ετών ως ελάχιστη ανώτατη ποινή βασίζεται στην άποψη ότι οι δυνατές ποινές για τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα του εγκλήματος και να έχουν έντονο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

Καταγράφονται επιβαρυντικές περιστάσεις που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν κανονικά την παιδική πορνεία, τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία ως επιβαρυντικά αδικήματα. Οι περιστάσεις αυτές αποτελούν το ελάχιστο και δεν αποκλείουν επιπρόσθετους ορισμούς στη νομοθεσία των κρατών μελών. Περαιτέρω εξήγηση της έννοιας αυτών των περιστάσεων για τους σκοπούς της απόφασης-πλαίσιο είναι τα εξής:

- "εμπλέκει παιδί ηλικίας μικρότερης των 10 ετών" ή στην περίπτωση της παιδικής πορνογραφίας "... απεικονίσεις παιδιού ηλικίας μικρότερης των 10 ετών": πρέπει να παρέχει ενισχυμένη και αρκούντως ρητή νομική προστασία σε πολύ μικρά παιδιά και να τονίζει τη σοβαρότητα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης πολύ μικρών παιδιών για τις πιθανές ποινές,

- "ενέχει ιδιαίτερη σκληρότητα": αποβλέπει στον εντοπισμό του επιπέδου εξαναγκασμού ή πίεσης που ασκείται από τον δράστη, και το επίπεδο αδιαφορίας ως προς την υγεία και την ακεραιότητα του θύματος, σωματικής ή ψυχικής. όσο μεγαλύτερος είναι ο εξαναγκασμός, η πίεση ή η αδιαφορία, τόσο σοβαρότερο είναι και το αδίκημα,

- "αποφέρει ουσιώδεις προσόδους": μπορεί, κατά περίπτωση, να ερμηνευθεί κατ' αναλογία προς επιβαρυντικά αδικήματα προξενείας και θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον πλουτισμό του δράστη από εγκληματικές δραστηριότητες,

- "διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης": θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα προς το άρθρο 1 της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [8].

[8] ΕΕ L 351/1 29.12.1998

- "περιλαμβάνει απεικονίσεις παιδιού εκτεθειμένου σε βία ή εξαναγκασμό": αποβλέπει στις απεικονίσεις που περιέχουν στοιχεία βίας ή εξαναγκασμού και υποδεικνύουν ότι το παιδί υπόκειται σε πόνο ή εκφράζει έντονο άγχος. όσο μεγαλύτερη είναι η βία ή ο εξαναγκασμός, τόσο σοβαρότερο είναι και το αδίκημα.

Το άρθρο 5 παράγραφος 5 επιβάλλει αξίωση στα κράτη μέλη να εξετάσουν την απαγόρευση σε φυσικά πρόσωπα να ασκούν, προσωρινά ή οριστικά, δραστηριότητες σχετικές με την επιμέλεια παιδιών όταν τα πρόσωπα αυτά έχουν καταδικαστεί για τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

Άρθρο 6 (Ευθύνη νομικών προσώπων)

Είναι αναγκαίο επίσης να καλυφθεί η περίπτωση ανάμιξης νομικών προσώπων στη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία. Ως εκ τούτου, το άρθρο 6 περιέχει διατάξεις για τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη για αδικήματα προβλεπόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4, εφόσον αυτά διαπράττονται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου. Ο όρος ευθύνη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιέχει ποινική ή αστική ευθύνη (βλ. επίσης άρθρο 7 περί κυρώσεων).

Επί πλέον, η παράγραφος 2 προβλέπει ότι νομικό πρόσωπο μπορεί να υπέχει ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους ατόμου που ευρίσκεται σε θέση να ασκεί έλεγχο έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη αδικήματος προς όφελός του. Η παράγραφος 3 ορίζει ότι η δικαστική δίωξη νομικού προσώπου δεν αποκλείει παράλληλη δικαστική δίωξη φυσικού προσώπου.

Όσον αφορά ειδικότερα το ποινικό αδίκημα της παιδικής πορνογραφίας με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος, το άρθρο 6 είναι σημαντικό ως προς την ευθύνη των φορέων παροχής υπηρεσίες στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας. Το άρθρο 6 δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας αριθ. 2000/31/EΚ για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») [9], όσον αφορά την ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών. Τα άρθρα 12 έως 14 της εν λόγω οδηγίας ορίζουν τους όρους υπό τους οποίους οι μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών υπέχουν ευθύνη για απλή μετάδοση, αποθήκευση και φιλοξενία των δραστηριοτήτων, και το άρθρο 15 ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στους φορείς παροχής υπηρεσιών γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες.

[9] ΕΕ L 178, 17.7.2000, σ. 1

Ο σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαίσιο είναι να εξασφαλίσει ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών υπέχουν ευθύνη όταν διαπράττουν αδικήματα παιδικής πορνογραφίας προς όφελος του φορέα παροχής υπηρεσιών. Ομοίως, συντρέχει ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη αδικημάτων παιδικής πορνογραφίας εκ μέρους ατόμου που ευρίσκεται υπό την εξουσία του φορέα παροχής υπηρεσιών και το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος του φορέα παροχής υπηρεσιών.

Άρθρο 7 (Κυρώσεις νομικών προσώπων)

Το άρθρο 7 επιβάλλει αξίωση κυρώσεων των νομικών προσώπων. Αξιώνει αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινές, με ελάχιστη υποχρέωση την επιβολή χρηματικών ποινών ή προστίμων. Αναφέρονται επίσης και άλλες κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβάλλονται κανονικά σε νομικά πρόσωπα.

Άρθρο 8 (Δικαιοδοσία και δίωξη)

Ο διεθνής χαρακτήρας των ποινικών αδικημάτων της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας συνεπάγεται ότι για την αποτελεσματική νομική αντιμετώπισή τους απαιτούνται διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη δικαιοδοσία και την έκδοση τόσο σαφείς και πλήρεις όσο επιτρέπουν τα εθνικά νομικά συστήματα, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι δράστες δεν διαφεύγουν τη δίωξη.

Στην παράγραφο 1 ορίζεται σειρά κριτηρίων για την δικαιοδοσία των εθνικών διωκτικών και δικαστικών αρχών όσον αφορά τη δίωξη και την ανάκριση για αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. ´Ενα κράτος μέλος θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του σε τρεις περιπτώσεις:

(α) όταν το αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην επικράτειά του, ανεξάρτητα από το καθεστώς ή την υπηκοότητα του ενεχόμενου προσώπου (αρχή της εδαφικότητας), ή

(β) όταν ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος του κράτους αυτού (αρχή της προσωπικότητας του δράστη). Το κριτήριο του καθεστώτος της υπηκοότητας σημαίνει ότι η δικαιοδοσία μπορεί να θεμελιωθεί ανεξάρτητα από το δίκαιο του τόπου του εγκλήματος (lex locus delicti). Αυτή η δυνατότητα των κρατών μελών να ασκούν δίωξη για αδικήματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα κράτη μέλη που απαγορεύουν την έκδοση των υπηκόων τους, ή

(γ) όταν το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

Δεδομένου ωστόσο ότι οι νομικές παραδόσεις των κρατών μελών δεν αναγνωρίζουν όλες την εξωεδαφική δικαιοδοσία για κάθε τύπο ποινικών αδικημάτων, τα κράτη μέλη μπορούν, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, να περιορίσουν τη δικαιοδοσία τους στην πρώτη από τις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις. Επίσης, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούν να προβλέψουν την εφαρμογή των παραγράφων 1 εδάφιο β) και 1 εδάφιο γ) μόνο σε υποθέσεις όπου το αδίκημα έχει διαπραχθεί εκτός του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Στην παράγραφο 3 λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν προβλέπουν έκδοση των υπηκόων τους. Στόχος είναι οι ύποπτοι ως δράστες αδικημάτων σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών ή παιδικής πορνογραφίας να μη διαφεύγουν τη δίωξη για το λόγο ότι η δίωξή τους δεν είναι κατ' αρχήν δυνατή λόγω της υπηκοότητάς τους.

Τα κράτη μέλη που δεν προβλέπουν έκδοση των υπηκόων τους πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 3, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους και να διώκουν, κατά περίπτωση, τα εν λόγω αδικήματα εφόσον διαπράττονται από υπηκόους τους στην αλλοδαπή. Η παράγραφος 4 ορίζει ότι τα κράτη μέλη ενημερώνουν τη Γενική Γραμματεία και την Επιτροπή στις περιπτώσεις που αποφασίζουν να εφαρμόσουν την παράγραφο 2.

Με το άρθρο 8 παράγραφος 5 επιδιώκεται να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν δικαιοδοσία για αδικήματα που διαπράττονται με πρόσβαση σε ηλεκτρονικό σύστημα τρίτης χώρας από το ίδιο κράτος μέλος, δηλ. αποθήκευση ή διάθεση πορνογραφικού υλικού σε εξυπηρετητή ή από εξυπηρετητή σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 9 (Θύματα)

Στην προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των θυμάτων και την παροχή συνδρομής σε αυτά. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην απόφαση-πλαίσιο ένα άρθρο σχετικά με τα θύματα. Μέρος της γενικότερης πολιτικής αποτελεί η κοινωνική αρωγή σε παιδιά προκειμένου να μπορέσουν να υπερνικήσουν τις συνέπειες παρόμοιων συμβάντων και να επανενταχθούν στον κανονικό ρυθμό ζωής.

Άρθρο 10 (Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών)

Σκοπός του άρθρου 10 είναι να εκμεταλλευθεί τα μέσα διεθνούς δικαστικής συνεργασίας στα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη τα κράτη μέλη και τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται σε θέματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Ειδικότερα, ρυθμίσεις για την αμοιβαία νομική συνδρομή και την έκδοση περιλαμβάνονται σε πλήθος διμερών και πολυμερών συμφωνιών και συμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον σκοπός του άρθρου αυτού είναι να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών.

Στην παράγραφο 1 προβάλλεται η αξίωση στα κράτη μέλη να παρέχουν την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνδρομή κατά τις δικαστικές διαδικασίες σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία. Σε περίπτωση θετικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η παράγραφος 2 ορίζει ότι τα κράτη μέλη διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να συντονίσουν τις ενέργειές τους για την αποτελεσματικότερη δυνατή δίωξη των δραστών. Η παράγραφος ορίζει επίσης ότι γίνεται η ενδεδειγμένη χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας, όπως οι δικαστικοί σύνδεσμοι [10] και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο [11]. Στην παράγραφο 3 τονίζεται η σημασία των ορισθέντων σημείων επαφής για τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριών. Ορίζεται ρητά η κανονική συμμετοχή της Ευρωπόλ. Στην παράγραφο 4 προβλέπεται η κυκλοφορία των πληροφοριών σχετικά με τα ορισθέντα σημεία επαφής για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία.

[10] ΕΕ L 105, 27.4.1996

[11] ΕΕ L 191/4, 7.7.1998

Άρθρο 11 (Εφαρμογή)

Το άρθρο 11 αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την απόφαση-πλαίσιο το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002. Ορίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, μέχρι την ίδια ημερομηνία, στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή τις διατάξεις με τις οποίες ενσωματώνονται στη νομοθεσία τους οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Με βάση έκθεση που συντάσσεται βάσει αφενός της εν λόγω πληροφορίας και αφετέρου γραπτής έκθεσης της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα προβεί, μέχρι την 30ή Ιουνίου 2004, σε αξιολόγηση του βαθμού λήψης των αναγκαίων μέτρων από τα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν με την απόφαση-πλαίσιο.

Άρθρο 12 (Έναρξη ισχύος)

Το άρθρο 12 ορίζει ότι η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2001/0025 (CNS)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδιαίτερα τα άρθρα 29, 31 εδάφιο ε) και 34 παράγραφος 2 εδάφιο β),

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας ότι:

(1) Το πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης [12], τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, η Επιτροπή στον Πίνακα Αποτελεσμάτων [13], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη νομοθετική του δράση της 11ης Απριλίου 2000 [14], θεωρούν ενδεδειγμένο ή ζητούν να αναληφθεί νομοθετική δράση για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, περιλαμβανομένων κοινών ορισμών, ποινικών χαρακτηρισμών και κυρώσεων,

[12] ΕΕ C 19, 23.1.1999

[13] COM (2000) 167 τελικό, παράγραφος 4.3 Καταπολέμηση ορισμένων μορφών εγκλήματος

[14] A5-0090/2000

(2) Η κοινή δράση της 24ης Φεβρουαρίου 1997 για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών [15] και η απόφαση του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας στο Ίντερνετ [16] πρέπει να τύχουν συνέχειας με περαιτέρω νομοθετική δράση που θα αντιμετωπίζει τις διαφορές των νομικών προσεγγίσεων στα κράτη μέλη και θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη αποτελεσματικής συνεργασίας των δικαστικών αρχών και των αρχών επιβολής του νόμου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας,

[15] ΕΕ L 063, 4.3.1997

[16] ΕΕ L 138/1, 9.6.2000

(3) Στο ψήφισμα της 30ής Μαρτίου 2000 [17] σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής που αφορά την εφαρμογή μέτρων για την καταπολέμηση του παιδεραστικού σεξουαλικού τουρισμού [18], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επαναλαμβάνει ότι ο παιδεραστικός σεξουαλικός τουρισμός αποτελεί εγκληματική πράξη που συνδέεται στενά προς εκείνες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση απόφασης-πλαίσιο με την οποία θα θεσπίζονται ελάχιστοι κανόνες για τη στοιχειοθέτηση αυτών των ποινικών αδικημάτων,

[17] A5-0052/2000

[18] COM (99) 262

(4) Η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία συνιστούν σοβαρή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του θεμελιώδους δικαιώματος του παιδιού σε αρμονική ανατροφή και ανάπτυξη,

(5) Η παιδική πορνογραφία, ιδιαίτερα σοβαρή μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, αυξάνεται και απλώνεται με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και του Διαδικτύου,

(6) Το σημαντικό έργο των διεθνών οργανισμών θα πρέπει να συμπληρωθεί με το έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(7) Είναι αναγκαίο τα σοβαρά ποινικά αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας να αντιμετωπιστούν με ολοκληρωμένη προσέγγιση στην οποία τα στοιχεία που στοιχειοθετούν το έγκλημα, κοινά σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων αποτελεσματικών, ανάλογων και αποτρεπτικών κυρώσεων, θα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κατά το δυνατόν ευρύτερης δικαστικής συνεργασίας. σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο περιορίζεται στο ελάχιστο που απαιτείται για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεν επεκτείνεται πέρα από τα αναγκαία για τον σκοπό αυτό,

(8) Είναι αναγκαίο να καθιερωθούν κυρώσεις όσον αφορά τους δράστες, επαρκώς αυστηρές ώστε να είναι δυνατό να ενταχθούν η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία στα μέσα που έχουν ήδη θεσπιστεί για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως η κοινή δράση 98/699/ΔΕΥ [19] για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, και η κοινή δράση 98/733/ΔΕΥ [20] σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση,

[19] ΕΕ L 333/1, 9.12.1998

[20] ΕΕ L 351/1, 29.12.1998

(9) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

(10) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να συμβάλει στην καταπολέμηση και την πρόληψη της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας με τη συμπλήρωση μέσων που έχει εκδώσει το Συμβούλιο, όπως η κοινή δράση 96/700/ΔΕΥ [21] για την κατάρτιση προγράμματος ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών (STOP), η κοινή δράση 96/748/ΔΕΥ [22] σχετικά με την επέκταση της εντολής που δόθηκε στη Μονάδα Ναρκωτικών της Europol, η απόφαση του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αριθ. 293/2000/EΚ [23] για τη θέσπιση του προγράμματος Daphne περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών, η κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ [24] για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, η κοινή δράση για την καταπολέμηση του παράνομου και επιβλαβούς περιεχομένου στο Internet [25], η κοινή δράση 96/277/ΔΕΥ [26], σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η κοινή δράση 98/427/JHA [27] για την ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων,

[21] ΕΕ L 322, 12.12.1996

[22] ΕΕ L 342, 31.12.1996

[23] ΕΕ L 34, 9.2.2000

[24] ΕΕ L 191/4, 7.7.1998

[25] ΕΕ L 33, 6.2.1999

[26] ΕΕ L 105, 27.4.1996

[27] ΕΕ L 191, 7.7.1998

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ:

Άρθρο 1 Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο:

(α) "Παιδί" νοείται κάθε πρόσωπο ηλικίας μικρότερης των 18 ετών,

(β) "Παιδική πορνογραφία" νοείται πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει οπτικά παιδί σε καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά,

(γ) "Ηλεκτρονικό σύστημα" νοείται κάθε μέσο ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μέσων, των οποίων ένα ή περισσότερα, σύμφωνα με πρόγραμμα, προβαίνουν σε αυτόματη επεξεργασία δεδομένων,

(δ) "Νομικό πρόσωπο" νοείται κάθε οντότητα η οποία αναγνωρίζεται ως νομικό πρόσωπο βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, πλην των κρατών ή των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών,

Άρθρο 2 Αδικήματα σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ακόλουθες μορφές συμπεριφοράς να τιμωρούνται:

(α) εξαναγκασμός, εκμετάλλευση, προτροπή, απόκτηση κέρδους, ή κατ' άλλο τρόπο διευκόλυνση της παιδικής πορνείας,

(β) επίδοση παιδιού σε σεξουαλική συμπεριφορά, κατά την οποία

(i) γίνεται χρήση προτροπής ή εξαναγκασμού, βίας ή απειλών, ή

(ii) παρέχονται στο παιδί, ως αντάλλαγμα για σεξουαλικές υπηρεσίες, χρήματα, άλλα αντικείμενα οικονομικής αξίας ή άλλες μορφές αμοιβής, ή

(iii) γίνεται χρήση εξουσίας ή επίδρασης εις βάρος της εύτρωτης προσωπικότητας του παιδιού.

Άρθρο 3 Αδικήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να τιμωρείται η ακόλουθη εσκεμμένη συμπεριφορά, είτε γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος είτε όχι:

(α) Παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας,

(β) Διανομή, διάδοση ή μετάδοση παιδικής πορνογραφίας, ή

(γ) Προσφορά ή με άλλο τρόπο διάθεση παιδικής πορνογραφίας, ή

(δ) Απόκτηση και κατοχή παιδικής πορνογραφίας.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει επίσης τα αναγκαία μέτρα ώστε, με την επιφύλαξη των ορισμών που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, να τιμωρείται η συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν περιλαμβάνει πορνογραφικό υλικό στο οποίο απεικονίζεται οπτικά παιδί σε καταφανώς σεξουαλική συμπεριφορά, εκτός αν αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο που παριστάνει παιδί ήταν ηλικίας μεγαλύτερης των 18 ετών κατά τον χρόνο της απεικόνισης.

Άρθρο 4 Υποκίνηση, συνδρομή, συνεργία και απόπειρα

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η υποκίνηση, η συνδρομή, η συνεργία ή η απόπειρα διάπραξης αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 2 και 3 να τιμωρούνται.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η απόπειρα διάπραξης της συμπεριφοράς που αναφέρεται στα άρθρα 2 και 3 παράγραφος 1 εδάφια α) έως γ) να τιμωρούνται.

Άρθρο 5 Ποινές και επιβαρυντικές περιστάσεις

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3 παράγραφος 1 εδάφια α) έως γ), και 4 να τιμωρούνται με ποινές αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, μεταξύ των οποίων και φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των τεσσάρων ετών, και, όσον αφορά το άρθρο 3 παράγραφος 1 εδάφιο δ), όχι μικρότερης του έτους.

2. Με την επιφύλαξη επιπρόσθετων ορισμών στη νομοθεσία των κρατών μελών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 2 εδάφιο α) και τα σχετικά του άρθρου 4 τιμωρούνται με φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των οκτώ ετών, όταν:

- εμπλέκει παιδί ηλικίας μικρότερης των 10 ετών, ή

- ενέχει ιδιαίτερη σκληρότητα, ή

- αποφέρει ουσιώδεις προσόδους, ή

- διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης.

3. Με την επιφύλαξη επιπρόσθετων ορισμών στη νομοθεσία των κρατών μελών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 2 εδάφιο β) και τα σχετικά στο άρθρο 4 τιμωρούνται με φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των οκτώ ετών, όταν:

- εμπλέκει παιδί ηλικίας μικρότερης των 10 ετών, ή

- ενέχει ιδιαίτερη σκληρότητα.

4. Με την επιφύλαξη επιπρόσθετων ορισμών στη νομοθεσία των κρατών μελών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 εδάφια α) έως γ), και τα σχετικά στο άρθρο 4 τιμωρούνται με φυλάκιση ανώτατης διάρκειας όχι μικρότερης των οκτώ ετών, όταν:

- περιλαμβάνει απεικονίσεις παιδιού ηλικίας μικρότερης των δέκα ετών, ή

- περιλαμβάνει απεικονίσεις παιδιού εκτεθειμένου βία ή εξαναγκασμό, ή

- αποφέρει ουσιώδεις προσόδους, ή

- διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης.

5. Κάθε κράτος μέλος εξετάζει επίσης την απαγόρευση σε φυσικά πρόσωπα να ασκούν, προσωρινά ή οριστικά, δραστηριότητες σχετικές με την επιμέλεια παιδιών όταν τα πρόσωπα αυτά έχουν καταδικαστεί για αδίκημα που αναφέρεται στα άρθρα 2, 3 ή 4.

Άρθρο 6 Ευθύνη νομικών προσώπων

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα νομικά πρόσωπα να μπορεί να υπέχουν ευθύνη για ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στα άρθρα 2, 3 και 4 και διαπράττεται προς όφελός τους από οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει εντός του νομικού προσώπου ηγετική θέση, βασιζόμενη:

(α) σε εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, ή

(β) σε εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή

(γ) σε εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ήδη στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ένα νομικό πρόσωπο να μπορεί να υπέχει ευθύνη σε περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή έλεγχου εκ μέρους ενός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 2, 3, και 4 προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.

3. Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων τα οποία είναι αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 2, 3 και 4.

Άρθρο 7 Κυρώσεις νομικών προσώπων

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε το νομικό πρόσωπο το οποίο υπέχει ευθύνη βάσει του άρθρου 6 να υπόκειται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, και είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται άλλες κυρώσεις, όπως:

(α) Αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις, ή

(β) Μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας, ή

(γ) Επιβολή δικαστικής εποπτείας, ή

(δ) Δικαστική εντολή διάλυσης ή

(ε) Προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.

Άρθρο 8 Δικαιοδοσία και δίωξη

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του για τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3 και 4 όταν:

(α) Το αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην επικράτεια αυτού του κράτους, ή

(β) Ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος αυτού του κράτους, ή

(γ) Το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους.

2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας που ορίζονται στην παράγραφο 1 εδάφια β) και γ) δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις ή περιστάσεις, εφόσον το αδίκημα διαπράττεται έξω από την επικράτειά του.

3. Ένα κράτος μέλος το οποίο, βάσει της νομοθεσίας του, δεν προβαίνει σε έκδοση των υπηκόων του λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του και να προβαίνει, όπου είναι αναγκαίο, στη δίωξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 2, 3 και 4 όταν το αδίκημα διαπράττεται από υπήκοό του έξω από την επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους.

4. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή όταν αποφασίζουν να εφαρμόσουν την παράγραφο 2, κατά περίπτωση με μνεία των ειδικών περιπτώσεων ή περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η απόφαση.

5. Για το σκοπό της θεμελίωσης δικαιοδοσίας για αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3, το αδίκημα θεωρείται ότι διεπράχθη εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους όταν διαπράττεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος στο οποίο υπάρχει πρόσβαση από το έδαφός του, ανεξάρτητα από το αν το ηλεκτρονικό σύστημα ευρίσκεται ή όχι επί του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 9 Θύματα

Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι στα θύματα αδικήματος που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο παρέχεται επαρκής νομική προστασία και εκπροσώπηση στις δικαστικές διαδικασίες. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ανακρίσεις και οι δικαστικές διαδικασίες δεν προκαλούν επιπρόσθετη ζημία στα θύματα.

Άρθρο 10 Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

1. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβάσεις, πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις, τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή στον ευρύτερο δυνατό βαθμό για τη δικαστική διαδικασία που αφορά τα αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

2. Όπου περισσότερα του ενός κράτη μέλη θεμελιώνουν δικαιοδοσία για τα αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προβαίνουν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους προς συντονισμό των ενεργειών τους με σκοπό την αποτελεσματική δίωξη. Γίνεται ενδεδειγμένη χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας, όπως οι δικαστικοί σύνδεσμοί και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο.

3. Για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3, και 4, και σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων, τα κράτη μέλη ορίζουν λειτουργικά σημεία επαφής ή κάνουν χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την πλήρη ανάμιξη της Ευρωπόλ, εντός των ορίων της εντολής της, και των κοινοποιηθέντων σημείων επαφής σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας,

4. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή ως προς το ορισθέν σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και την παιδική πορνογραφία. Η Γενική Γραμματεία πληροφορεί τα άλλα κράτη μέλη ως προς τα ορισθέντα σημεία επαφής.

Άρθρο 11 Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την παρούσα απόφαση-πλαίσιο το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002.

2. Μέχρι την ίδια ημερομηνία τα κράτη μέλη θα διαβιβάσουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες ενσωματώνονται στην εθνική τους νομοθεσία οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. Το αργότερο μέχρι την 30ή Ιουνίου 2004, και με βάση έκθεση που συντάσσεται βάσει αφενός της εν λόγω πληροφορίας και αφετέρου γραπτής έκθεσης της Επιτροπής, το Συμβούλιο προβαίνει σε αξιολόγηση του βαθμού λήψης των αναγκαίων μέτρων από τα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν με την απόφαση-πλαίσιο.

Άρθρο 12 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος