European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2025/5547

27.10.2025

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2025 [αίτηση του Sąd Apelacyjny w Krakowie (Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – «R» S.A. κατά AW «T» sp. z o.o.

(Υπόθεση C-225/22  (1) , AW «T»)

(Προδικαστική παραπομπή - Κράτος δικαίου - Ανεξαρτησία των δικαστών - Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ - Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης - Εθνική νομοθεσία και νομολογία που απαγορεύουν στα εθνικά δικαστήρια την αμφισβήτηση της νομιμότητας των δικαστηρίων και των συνταγματικών οργάνων ή τη διαπίστωση ή εκτίμηση της νομιμότητας του διορισμού των δικαστών - Έλεγχος, από κατώτερο δικαστήριο, της τήρησης, από ανώτερο δικαστήριο, απαιτήσεων σχετικών με την εγγύηση ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως - Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) - Όργανο το οποίο δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως - Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης - Δυνατότητα να κριθεί ανυπόστατη μια δικαστική απόφαση)

(C/2025/5547)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Apelacyjny w Krakowie

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

«R» S.A.

κατά

AW «T» sp. z o.o.

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε νομοθεσία ενός κράτους μέλους, καθώς και σε νομολογία του συνταγματικού δικαστηρίου του, συνεπεία των οποίων ένας εθνικός δικαστής οφείλει να συμμορφωθεί προς απόφαση δικαστικού σχηματισμού ανώτερου δικαστηρίου, στην περίπτωση κατά την οποία ο εν λόγω εθνικός δικαστής διαπιστώνει, βάσει αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι, όσον αφορά έναν ή περισσότερους από τους δικαστές που μετείχαν στον δικαστικό σχηματισμό αυτόν, δεν πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, και, επιπλέον, εμποδίζεται, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να ελέγξει, βάσει των ίδιων στοιχείων με εκείνα που έγιναν δεκτά με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, τη νομιμότητα της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού του ανώτερου δικαστηρίου.

2)

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται, βάσει αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι ένα δικαστικό όργανο τελευταίου βαθμού δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μια απόφαση του εν λόγω δικαστικού οργάνου με την οποία αναπέμπεται υπόθεση σε κατώτερο δικαστήριο για εκ νέου κρίση πρέπει να θεωρείται ως ανυπόστατη, εφόσον μια τέτοια συνέπεια είναι, δεδομένης της οικείας δικονομικής κατάστασης, αναγκαία για τη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.


(1)   ΕΕ C 284, της 25.07.2022.


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/5547/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)