|
Επίσημη Εφημερίδα |
EL Σειρά C |
|
C/2025/3784 |
17.9.2025 |
P9_TA(2024)0358
Ρύποι επιφανειακών και υπόγειων υδάτων
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, της οδηγίας 2006/118/ΕΚ σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση και της οδηγίας 2008/105/ΕΚ σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (COM(2022)0540 – C9-0361/2022 – 2022/0344(COD))
(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)
(C/2025/3784)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
|
— |
έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2022)0540), |
|
— |
έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 192 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C9-0361/2022), |
|
— |
έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, |
|
— |
έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2023 (1), |
|
— |
αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών, |
|
— |
έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του, |
|
— |
έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, και της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου, |
|
— |
έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A9-0238/2023), |
|
1. |
εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω (2)· |
|
2. |
ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου την πρόταση στο Κοινοβούλιο, αν την αντικαταστήσει με νέο κείμενο, αν της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις· |
|
3. |
αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια. |
(1) ΕΕ C 146 της 27.4.2023, σ. 41.
(2) Η παρούσα θέση αντιστοιχεί στις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στις 12 Σεπτεμβρίου 2023 (ΕΕ C, C/2024/1777, 22.3.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/1777/oj).
P9_TC1-COD(2022)0344
Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίστηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Απριλίου 2024 εν όψει της έγκρισης οδηγίας (ΕΕ) 2024/... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, της οδηγίας 2006/118/ΕΚ σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση και της οδηγίας 2008/105/ΕΚ σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
|
(-1) |
Το νερό δεν είναι οποιοδήποτε εμπορικό προϊόν αλλά κοινό αγαθό και κληροδότημα, το οποίο πρέπει να προστατεύουμε και να μεταχειριζόμαστε ως τέτοιο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι διατηρούνται τα οικοσυστήματα και ότι υπάρχει καθολική πρόσβαση σε καθαρό νερό. [Τροπολογία 1] |
|
(-1α) |
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αναγνώρισε στις 28 Ιουλίου 2010 το δικαίωμα πρόσβασης σε ασφαλές και καθαρό πόσιμο νερό και στην αποχέτευση ως ανθρώπινο δικαίωμα, βασικό για την πλήρη απόλαυση της ζωής και όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά την επιτυχία της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών του 2014 με τίτλο «Right2Water», η Επιτροπή ενέκρινε το 2018 πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας για το πόσιμο νερό και η αντίστοιχη τροποποιημένη οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιανουαρίου 2021. Η εν λόγω οδηγία θεσπίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να βελτιώσουν την πρόσβαση σε νερό που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, βασιζόμενα, μεταξύ άλλων, στις γνώσεις που έχουν αντληθεί και στις δράσεις που έχουν υλοποιηθεί δυνάμει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την πραγματική άσκηση του δικαιώματος σε καθαρό νερό και στην αποχέτευση με τη βελτίωση της ποιότητας τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων υδάτων. [Τροπολογία 2] |
|
(1) |
Η χημική ρύπανση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων συνιστά απειλή για το υδάτινο περιβάλλον, με επιπτώσεις όπως η οξεία και η χρόνια τοξικότητα στους υδρόβιους οργανισμούς, η συσσώρευση ρυπογόνων ουσιών στο οικοσύστημα και οι απώλειες οικοτόπων και βιοποικιλότητας, και συνιστά επίσης απειλή για την ανθρώπινη υγεία. Ο καθορισμός προτύπων ποιότητας περιβάλλοντος συμβάλλει στην υλοποίηση της φιλοδοξίας μηδενικής ρύπανσης για ένα περιβάλλον απαλλαγμένο από τοξικές ουσίες , ενός από τους στόχους προτεραιότητας του 8ου προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (3) . [Τροπολογία 3] |
|
(1α) |
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, περίπου το 90 % της έκτασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων αναφέρεται ότι βρίσκεται σε καλή ποσοτική κατάσταση, περίπου το 75 % της έκτασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων βρίσκεται σε καλή χημική κατάσταση, το 40 % των συστημάτων επιφανειακών υδάτων βρίσκονται σε καλή ή υψηλή οικολογική κατάσταση και το 38 % των συστημάτων επιφανειακών υδάτων βρίσκονται σε καλή χημική κατάσταση, ενώ στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος της 4ης Δεκεμβρίου 2019 με τίτλο «The European environment – state and outlook 2020: knowledge for transition to a sustainable Europe» (Ευρωπαϊκό περιβάλλον – Κατάσταση και προοπτικές το 2020: γνώση για τη μετάβαση σε μια βιώσιμη Ευρώπη), διαπιστώθηκε ότι η μείωση της ρύπανσης έχει βελτιώσει την ποιότητα των υδάτων, αλλά ότι η Ένωση απείχε πολύ από την επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης για όλα τα υδατικά συστήματα έως το 2020. [Τροπολογία 4] |
|
(1β) |
Ο έλεγχος καταλληλότητας του 2019 της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα («έλεγχος καταλληλότητας») κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επόμενος γύρος προγραμμάτων μέτρων θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στη διασφάλιση της αναγκαίας προόδου προς την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ έως την προθεσμία του 2027, και ανέφερε ότι επί του παρόντος περισσότερα από τα μισά ευρωπαϊκά υδατικά συστήματα εξαιρούνται βάσει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη για την επίτευξη των περιβαλλοντικών προτύπων ποιότητας για ουσίες προτεραιότητας εντός της ορισθείσας προθεσμίας. Επιπλέον, ο έλεγχος καταλληλότητας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι δεν επιτεύχθηκαν πλήρως, σε μεγάλο βαθμό λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης, αργής υλοποίησης και ανεπαρκούς ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών στόχων στις τομεακές πολιτικές, και όχι λόγω ελλείψεων στη νομοθεσία. [Τροπολογία 5] |
|
(1γ) |
Λόγω γεωγραφικών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, ορισμένοι πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων των αυτόχθονων πληθυσμών, είναι πιο ευάλωτοι στη ρύπανση των υδάτων. Ο εξορυκτικός τομέας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να αυξηθεί για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη της βιομηχανίας των μηδενικών καθαρών εκπομπών. Όπως αναφέρεται στην έκθεση 09/2021 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (4), ο εξορυκτικός τομέας επηρεάζει άμεσα την ποιότητα και την ποσότητα των υδάτων. Συνεπώς, είναι αναγκαία η καλύτερη εφαρμογή των υφιστάμενων νομικών πλαισίων και ο σχεδιασμός και έλεγχος της χρήσης και απόρριψης υδάτων και στις εξορυκτικές εργασίες. [Τροπολογία 6] |
|
(1δ) |
Πολλά εδάφη στην Ένωση υπόκεινται σε μεγάλους και αυξανόμενους περιορισμούς ως προς τα ύδατα. Η σημαντική και συνεχής ξηρασία των τελευταίων ετών, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσογείου, θέτει σε κίνδυνο τη γεωργική παραγωγή και προκαλεί σοβαρή μείωση των αποθεμάτων των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων (5). [Τροπολογία 7] |
|
(1ε) |
Το νερό αποτελεί δημόσιο αγαθό προς όφελος όλων, το οποίο ως βασικός φυσικός πόρος που είναι αναντικατάστατος και απαραίτητος για τη ζωή, πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά με γνώμονα την κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική διάστασή του. Η κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης συχνότητας φυσικών καταστροφών και ακραίων καιρικών φαινομένων, καθώς και η υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα και την ποσότητα των υδάτων, με αποτέλεσμα να ασκούνται πιέσεις σε τομείς που εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα υδάτων, ιδίως στη γεωργία. [Τροπολογία 8] |
|
(1στ) |
Παρόλο που στην έκθεσή του για το 2018 «Ευρωπαϊκά ύδατα — αξιολόγηση της κατάστασης και των πιέσεων» ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) χαρακτήρισε ορισμένες γεωργικές πρακτικές ως εμπόδια για την επίτευξη καλής χημικής κατάστασης για τα υπόγεια ύδατα στην Ένωση, οι οποίες προκαλούν νιτρορύπανση και τη ρύπανση από φυτοφάρμακα, εντούτοις παρατηρείται σταθερή μείωση της χρήσης ορυκτών λιπασμάτων και πλεονασμάτων θρεπτικών ουσιών στην Ένωση τις τελευταίες δεκαετίες (6). Άλλες σημαντικές πηγές ρύπανσης είναι οι απορρίψεις που δεν συνδέονται με αποχετευτικό σύστημα, καθώς και οι μολυσμένες ή εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. [Τροπολογία 9] |
|
(1ζ) |
Η καλή κατάσταση των υδατικών συστημάτων και η αποδοτική διαχείριση των υδατικών πόρων αποτελεί προτεραιότητα για τη γεωργία, καθώς οι γεωργοί βασίζονται στο νερό για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων τους, και, ως εκ τούτου, έχουν κεκτημένο δικαίωμα ως προς τη βιώσιμη αξιοποίηση των εν λόγω πόρων. [Τροπολογία 10] |
|
(1η) |
Προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση σε έναν πιο βιώσιμο και παραγωγικό γεωργικό τομέα που θα είναι ανθεκτικός στους περιορισμούς ως προς το νερό, θα πρέπει να θεσπιστούν κίνητρα για τους αγρότες με στόχο τη βελτίωση της διαχείρισης των υδάτων και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων και τεχνικών άρδευσης. [Τροπολογία 11] |
|
(1θ) |
Η χρήση φυτοφαρμάκων μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα και την ποσότητα των υδάτων που διατίθενται για γεωργική χρήση, γεγονός που επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην υδρόβια όσο και στη χερσαία βιοποικιλότητα. Επομένως, είναι σκόπιμο να παρακολουθείται ο αντίκτυπος και η οικοτοξικολογική πορεία των φυτοφαρμάκων και των μεταβολιτών τους στα υδατικά συστήματα. [Τροπολογία 12] |
|
(1ι) |
Είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής σε τομείς όπως η γεωργία, όπου κατέστη ήδη δυνατή η μείωση της φυτοϋγειονομικής μόλυνσης κατά 14 % σε σύγκριση με την περίοδο 2015-2017 και κατά 26 % όσον αφορά τους πλέον επιβλαβείς ρύπους. Επομένως, τα στοιχεία δείχνουν συνεχή μείωση της χρήσης και του κινδύνου των χημικών ουσιών, το 2020 ήταν δε το δεύτερο συνεχόμενο έτος κατά το οποίο σημειώθηκε σημαντική μείωση στη χρήση φυτοφαρμάκων, ιδιαίτερα των πιο επικίνδυνων (7). [Τροπολογία 13] |
|
(1ια) |
Η χημική ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων αποτελεί επίσης απειλή για τη γεωργία, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα των υδάτων που είναι κατάλληλα για άρδευση καλλιεργειών και επιδεινώνοντας περαιτέρω τη λειψυδρία. Συνεπώς, η Ένωση και τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν τη στήριξη τους προς την έρευνα και τη καινοτομία ώστε να βρεθούν ταχύτατα λύσεις για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και της ρύπανσης των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Μεταξύ των λύσεων αυτών είναι η ψηφιοποίηση, η γεωργία ακριβείας, η βελτιστοποιημένη άρδευση, ο εκσυγχρονισμός της άρδευσης και η κυκλική χρήση των πόρων με στόχο τη βελτιωμένη και ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή διαχείριση των υδάτων και την πιο στοχευμένη εφαρμογή φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων για καλλιέργειες, οι λιγότερο ρυπογόνες και ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τις γεωργικές εισροές, οι πιο ανθεκτικές και αποδοτικές ως προς τα θρεπτικά συστατικά ποικιλίες καλλιεργειών και η αύξηση της χρήσης επεξεργασμένων λυμάτων για γεωργική άρδευση. Όλα αυτά αναμένεται να συμβάλουν στην επίτευξη ενός βιώσιμου και ανθεκτικού συστήματος τροφίμων της Ένωσης, μειώνοντας παράλληλα τη διάχυτη ρύπανση από τη γεωργία και την ανάγκη άντλησης γεωργικών πόρων. [Τροπολογία 14] |
|
(2) |
Σύμφωνα με το άρθρο 191 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». |
|
(2α) |
Επιδιώκοντας να πετύχει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και κατά την εφαρμογή του σχεδίου δράσης για μηδενική ρύπανση, η Ένωση θα πρέπει να λάβει υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στις διάφορες περιοχές της Ένωσης, τον αντίκτυπο στην επισιτιστική ασφάλεια, την παραγωγή τροφίμων, την οικονομική προσιτότητα των τροφίμων, καθώς και την υγιεινή και βιώσιμη διατροφή. [Τροπολογία 15] |
|
(3) |
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (8) αποτελεί τη στρατηγική της Ένωσης για τη διασφάλιση, έως το 2050, μιας κλιματικά ουδέτερης, καθαρής και κυκλικής οικονομίας, με βελτιστοποίηση της διαχείρισης των πόρων και, παράλληλα, ελαχιστοποίηση της ρύπανσης. Η στρατηγική της ΕΕ για τη βιωσιμότητα των χημικών προϊόντων (9) και το σχέδιο δράσης για μηδενική ρύπανση (10) εξετάζουν συγκεκριμένα τις πτυχές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που αφορούν τη ρύπανση. Άλλες ιδιαίτερα συναφείς και συμπληρωματικές πολιτικές περιλαμβάνουν τη στρατηγική της ΕΕ για τις πλαστικές ύλες του 2018 (11), τη φαρμακευτική στρατηγική του 2021 για την Ευρώπη (12), τη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα (13), τη στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» (14), τη στρατηγική της ΕΕ για το έδαφος με ορίζοντα το 2030 (15), την ψηφιακή στρατηγική της ΕΕ (16) και τη στρατηγική της ΕΕ για τα δεδομένα (17). |
|
(3α) |
Οι στόχοι της επίτευξης της «καλής κατάστασης των υδατικών συστημάτων» και της διασφάλισης της διαθεσιμότητας των υδάτων είναι οριζόντιοι και συχνά δεν επιδιώκονται με επαρκώς συνεκτικό τρόπο. Η ορθή διαχείριση των υδάτων θα πρέπει να ενσωματωθεί σε όλες τις πολιτικές της Ένωσης που αφορούν τους τομείς που χρησιμοποιούν νερό. [Τροπολογία 16] |
|
(3β) |
Στον έλεγχο καταλληλότητας επισημάνθηκε ότι ήταν απαραίτητη η καλύτερη ενσωμάτωση των στόχων σχετικά με τα ύδατα στη γεωργική πολιτική. Η νέα ΚΓΠ εισήγαγε μέτρα που καθιστούν τη διαχείριση των υδάτων πιο βιώσιμη. Για να ενισχυθεί η συνοχή μεταξύ της γεωργικής πολιτικής και της πολιτικής για τα ύδατα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιήσουν πλήρως τις ευκαιρίες που προσφέρει η νέα ΚΓΠ και να ενσωματώσουν πλήρως τα ζητήματα των υδάτων στα στρατηγικά τους σχέδια, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης συστημάτων γεωργικής γνώσης και καινοτομίας (AKIS), και να διευκολύνουν την ανάπτυξη συμβουλευτικών υπηρεσιών για την προώθηση βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά τη διαχείριση των υδάτων. [Τροπολογία 17] |
|
(4) |
Η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) θέσπισε πλαίσιο για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, μεταβατικών, παράκτιων και υπόγειων υδάτων. Στο εν λόγω πλαίσιο προσδιορίζονται οι ουσίες προτεραιότητας μεταξύ εκείνων που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού, σε επίπεδο Ένωσης. Η οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) καθορίζει ενωσιακά πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ) για τις 45 ουσίες προτεραιότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και οκτώ άλλους ρύπους που ρυθμίζονταν ήδη σε επίπεδο Ένωσης πριν από την εισαγωγή του παραρτήματος X με την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20). Η οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) καθορίζει πρότυπα ποιότητας των υπόγειων υδάτων σε επίπεδο Ένωσης για τη νιτρορύπανση και τις δραστικές ουσίες στα φυτοφάρμακα, καθώς και κριτήρια για τον καθορισμό εθνικών ανώτερων αποδεκτών τιμών για λοιπούς ρύπους των υπόγειων υδάτων. Καθορίζει επίσης έναν ελάχιστο κατάλογο 12 ρύπων και τους δείκτες τους για τους οποίους τα κράτη μέλη οφείλουν να εξετάσουν το ενδεχόμενο καθορισμού τέτοιων εθνικών ανώτερων αποδεκτών τιμών καθορίσουν τέτοιες εθνικές ανώτερες αποδεκτές τιμές . Τα πρότυπα ποιότητας για τα υπόγεια ύδατα καθορίζονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2006/118/ΕΚ. [Τροπολογία 18] |
|
(4α) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η ρύπανση μέσω της απόρριψης, της εκπομπής ή της διαρροής επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας παύει ή εξαλείφεται σταδιακά εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο 20 έτη μετά την καταχώριση μιας δεδομένης ουσίας προτεραιότητας ως επικίνδυνης στο μέρος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Το εν λόγω χρονοδιάγραμμα θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής αυστηρότερων χρονοδιαγραμμάτων σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία. [Τροπολογία 19] |
|
(5) |
Οι ουσίες εξετάζονται για καταχώριση στο παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ή στο παράρτημα I ή II της οδηγίας 2006/118/ΕΚ βάσει εκτίμησης του κινδύνου που ενέχουν για τον άνθρωπο και το υδάτινο περιβάλλον. Τα βασικά στοιχεία της εν λόγω αξιολόγησης είναι η γνώση των περιβαλλοντικών συγκεντρώσεων των ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται από την παρακολούθηση του καταλόγου επιτήρησης, και της (οικο-)τοξικολογίας των ουσιών, καθώς και της ανθεκτικότητας, της βιοσυσσώρευσης, της τοξικότητας, της κινητικότητας, της ικανότητας καρκινογένεσης, της ικανότητας μεταλλαξιγένεσης, της τοξικότητας στην αναπαραγωγή και του δυναμικού ενδοκρινικής διαταραχής. [Τροπολογία 20] |
|
(6) |
Η Επιτροπή προέβη σε επανεξέταση του καταλόγου των ουσιών προτεραιότητας του παραρτήματος X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας και το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/105/ΕΚ, καθώς και σε επανεξέταση των καταλόγων ουσιών των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας 2006/118/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας και κατέληξε στο συμπέρασμα, με βάση τις νέες επιστημονικές γνώσεις, ότι είναι σκόπιμο να τροποποιηθούν οι εν λόγω κατάλογοι με την προσθήκη νέων ουσιών, τον καθορισμό ΠΠΠ ή προτύπων ποιότητας υπόγειων υδάτων για τις εν λόγω ουσίες που προστέθηκαν πρόσφατα, την επανεξέταση των ΠΠΠ για ορισμένες υφιστάμενες ουσίες σύμφωνα με την επιστημονική πρόοδο και τον καθορισμό ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς για ορισμένες υφιστάμενες και προσφάτως προστεθείσες ουσίες. Προσδιόρισε επίσης ποιες πρόσθετες ουσίες είναι πιθανό να συσσωρευθούν σε ιζήματα ή σε ζώντες οργανισμούς και διευκρίνισε ότι θα πρέπει να διενεργείται παρακολούθηση των τάσεων μεταβολής των εν λόγω ουσιών σε ιζήματα ή σε ζώντες οργανισμούς. Η επανεξέταση των καταλόγων των ουσιών προτεραιότητας πραγματοποιήθηκε κατόπιν εκτεταμένης διαβούλευσης με εμπειρογνώμονες των υπηρεσιών της Επιτροπής, των κρατών μελών, των ενδιαφερόμενων φορέων και της επιστημονικής επιτροπής για τους υγειονομικούς, τους περιβαλλοντικούς και τους αναδυόμενους κινδύνους. |
|
(7) |
Απαιτείται συνδυασμός μέτρων ελέγχου στην πηγή και μέτρων τελικού σταδίου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των περισσότερων ρύπων σε όλες τις φάσεις του κύκλου ζωής τους, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, του σχεδιασμού, της αδειοδότησης ή της έγκρισης, του ελέγχου των εκπομπών κατά την παραγωγή και χρήση ή άλλων διεργασιών, και του χειρισμού των αποβλήτων των χημικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, ο καθορισμός νέων ή αυστηρότερων προτύπων ποιότητας στα υδατικά συστήματα συμπληρώνει και συνάδει με άλλες ενωσιακές νομοθετικές πράξεις που αντιμετωπίζουν ή μπορούν θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ρύπανσης σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω στάδια, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25), της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), της οδηγίας 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28) και της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου (29). Προκειμένου τα κράτη μέλη να επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς στόχους που προβλέπονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ με τον πλέον βέλτιστο και οικονομικά αποδοτικότερο τρόπο, θα πρέπει να διασφαλίζουν, κατά την κατάρτιση των οικείων προγραμμάτων μέτρων, ότι δίνεται προτεραιότητα σε μέτρα ελέγχου στην πηγή έναντι μέτρων τελικού σταδίου και ότι τα εν λόγω μέτρα συνάδουν με τη σχετική ενωσιακή τομεακή νομοθεσία σχετικά με τη ρύπανση. Όταν υπάρχει κίνδυνος τα μέτρα ελέγχου στην πηγή να μην επιτύχουν καλή κατάσταση των υδατικών συστημάτων, θα πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα τελικού σταδίου. Η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου στην πηγή και τη συμπληρωματικότητα των μέτρων τελικού σταδίου. [Τροπολογία 21] |
|
(7α) |
Η ρύπανση των υδάτων είναι κυρίως αποτέλεσμα βιομηχανικών και γεωργικών δραστηριοτήτων, απορρίψεων λυμάτων, και τις αστικές απορροές, συμπεριλαμβανομένων των ομβρίων υδάτων. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στο πλαίσιο των ενεργειών τους στα μέτρα που μειώνουν τη ρύπανση στην πηγή, καθώς και στην επιβολή τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διασφαλιστεί η συνέπεια μεταξύ όλων των ενωσιακών και εθνικών πράξεων που αντιμετωπίζουν τις εκπομπές ρύπων στην πηγή προκειμένου να μειωθεί η ρύπανση σε επίπεδα που δεν θεωρούνται πλέον επιβλαβή για την υγεία και τα φυσικά οικοσυστήματα. [Τροπολογία 22] |
|
(7β) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία για την πρόληψη της ρύπανσης των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων είναι επικαιροποιημένη σε σχέση με τον ταχέως εξελισσόμενο ρυθμό νέων και αναδυόμενων χημικών ουσιών που έχουν τη δυνατότητα, ως ρύποι, να προκαλέσουν σημαντικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το υδάτινο περιβάλλον, θα πρέπει να ενισχυθούν οι μηχανισμοί πολιτικής για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των εν λόγω ουσιών που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία. Από αυτήν την άποψη, θα πρέπει να σχεδιαστεί προσέγγιση που καθιστά δυνατή την παρακολούθηση και την ανάλυση πρόσθετων αριθμών των εν λόγω ουσιών ή ομάδων ουσιών στο πλαίσιο των καταλόγων επιτήρησης για τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα. Οι ουσίες ή οι ομάδες ουσιών που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο επιτήρησης θα πρέπει να επιλέγονται μεταξύ εκείνων για τις οποίες τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού και για τις οποίες τα στοιχεία παρακολούθησης είναι ανεπαρκή. Δεν θα πρέπει να περιορίζεται ο αριθμός τέτοιων ουσιών ή ομάδων ουσιών που πρέπει να παρακολουθούνται και να αναλύονται στο πλαίσιο των καταλόγων επιτήρησης για τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα. [Τροπολογία 23] |
|
(8) |
Οι νέες επιστημονικές γνώσεις καταδεικνύουν σημαντικό κίνδυνο από διάφορους λοιπούς ρύπους που βρίσκονται στα υδατικά συστήματα, πέραν εκείνων που ρυθμίζονται ήδη. Στα υπόγεια ύδατα, έχει εντοπιστεί ιδιαίτερο πρόβλημα μέσω της οικειοθελούς παρακολούθησης των υπερφθοροαλκυλιωμένων και πολυφθοριωμένων αλκυλιωμένων ουσιών (PFAS) και των φαρμακευτικών προϊόντων. Ουσίες PFAS έχουν εντοπιστεί σε περισσότερα από το 70 % των σημείων μέτρησης υπόγειων υδάτων στην Ένωση και υπάρχει σαφής υπέρβαση των υφιστάμενων εθνικών ανώτερων απoδεκτών τιμών σε σημαντικό αριθμό τοποθεσιών, ενώ εκτεταμένη είναι, επίσης, η ανεύρεση φαρμακευτικών ουσιών. Συνεπώς, θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο των ρύπων για τα υπόγεια ύδατα ένα υποσύνολο συγκεκριμένων PFAS καθώς και το σύνολο PFAS. Στα επιφανειακά ύδατα, το υπερφθοροοκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του έχουν ήδη χαρακτηριστεί ουσίες προτεραιότητας, αλλά αναγνωρίζεται πλέον ότι και άλλες PFAS ενέχουν κίνδυνο. Συνεπώς, θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας ένα υποσύνολο συγκεκριμένων PFAS καθώς και το σύνολο PFAS. Προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση και ίσοι όροι ανταγωνισμού στην Ένωση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ για την τροποποίηση του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/118/ΕΚ με τον καθορισμό προτύπου ποιότητας για το σύνολο PFAS. Η παρακολούθηση του καταλόγου επιτήρησης σύμφωνα με το άρθρο 8β της οδηγίας 2008/105/ΕΚ επιβεβαίωσε επίσης την ύπαρξη κινδύνου στα επιφανειακά ύδατα από ορισμένες φαρμακευτικές ουσίες, οι οποίες, ως εκ τούτου, θα πρέπει να προστεθούν στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας. [Τροπολογία 24] |
|
(8α) |
Η γλυφοσάτη είναι το ζιζανιοκτόνο που χρησιμοποιείται συχνότερα στην Ένωση για γεωργική χρήση. Ως δραστική ουσία, έχει εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά τον αντίκτυπό της στην ανθρώπινη υγεία και την τοξικότητα για το υδάτινο περιβάλλον. Τον Δεκέμβριο του 2022, η Επιτροπή αποφάσισε να χορηγήσει προσωρινή παράταση της άδειας κυκλοφορίας της γλυφοσάτης για ένα ακόμη έτος, εν αναμονή της επαναξιολόγησης της δραστικής ουσίας από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, η οποία αναμένεται τον Ιούλιο του 2023. Από διάφορες πρόσφατες επιστημονικές μελέτες (30) προκύπτει, ωστόσο, ότι θα πρέπει να εξεταστεί ένα πρότυπο ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ) χαμηλότερο από 0,1 μg/L για όλα τα συστήματα επιφανειακών υδάτων με βάση την υδατική τοξικότητα της γλυφοσάτης, του AMPA και των ζιζανιοκτόνων με βάση τη γλυφοσάτη. Λαμβανομένων υπόψη των εν εξελίξει αξιολογήσεων από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές της Ένωσης και των επιστημονικών πορισμάτων των σχετικών μελετών σχετικά με τις επιπτώσεις της γλυφοσάτης στους υδρόβιους οργανισμούς, και με σκοπό τη διασφάλιση της καλής χημικής κατάστασης της πλειονότητας των υδάτων της Ένωσης, με βάση την αρχή της προφύλαξης, θα πρέπει να εγκριθεί κοινή και ενοποιημένη ΕΜΤ-ΠΠΠ για τα εσωτερικά επιφανειακά ύδατα σε σχέση με τη γλυφοσάτη, και χωριστά για άλλα επιφανειακά ύδατα. [Τροπολογία 25] |
|
(8β) |
Η ατραζίνη είναι φυτοφάρμακο που χρησιμοποιείται για ετήσια πλατύφυλλα ζιζάνια και ετήσια αγρωστώδη στα σιτηρά. Η χρήση της ατραζίνης στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δεν είναι πλέον εγκεκριμένη στην Ένωση δυνάμει της απόφασης 2004/248/ΕΚ της Επιτροπής (31). Έχει αποδειχθεί ότι η ατραζίνη είναι ενδοκρινικός διαταράκτης, με στοιχεία ότι επηρεάζει την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη, και θα μπορούσε να είναι αιτία καρκίνου. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, κατά την αξιολόγηση φυτοφαρμάκων έναντι των ορίων επίδρασης ή ποιότητας μεταξύ των ετών 2013 και 2020, διαπίστωσε ότι ανιχνεύθηκαν υπερβάσεις ενός ή περισσότερων φυτοφαρμάκων, κυρίως υπερβάσεις της ατραζίνης και των μεταβολιτών της, σε ποσοστό 4 % έως 11 % των σημείων παρακολούθησης υπόγειων υδάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την εμμένουσα παρουσία της στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα της Ένωσης και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ανώτερες αποδεκτές τιμές για την ατραζίνη δεν υπερβαίνουν τα ΠΠΠ για το σύνολο των φυτοφαρμάκων και των μεταβολιτών, θα πρέπει να προσαρμοστεί η ανώτερη αποδεκτή τιμή για την ατραζίνη στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ, σύμφωνα επίσης με την ανώτερη αποδεκτή τιμή για την ίδια ουσία που ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 (32). [Τροπολογία 26] |
|
(8γ) |
Σύμφωνα με την SCHEER (33) και τον ΕΜΑ (34), το γενικό πρότυπο ποιότητας του 0,1 μg/L και 0,5 μg/L για τα υπόγεια ύδατα, το οποίο προτείνεται για μεμονωμένα φυτοφάρμακα και για το άθροισμα όλων των φυτοφαρμάκων αντίστοιχα, όπως προσδιορίζεται στην οδηγία 2006/118/ΕΚ, θεσπίστηκε τη δεκαετία του 1980 με βάση τη χημική αναλυτική ευαισθησία που ήταν διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή. Η προκαθορισμένη τιμή του 0,1 μg/L για μεμονωμένα φυτοφάρμακα δεν έχει αποδειχθεί ότι προστατεύει επαρκώς την ανθρώπινη υγεία και το οικοσύστημα υπόγειων υδάτων και, μερικές φορές, είναι σημαντικά υψηλότερη σε σύγκριση με τις ανώτερες αποδεκτές τιμές για πολλά φυτοφάρμακα και μυκητοκτόνα στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη γνώμη της SCHEER ότι καμία από τις ανώτερες αποδεκτές τιμές για τα υπόγεια ύδατα δεν θα πρέπει να είναι υψηλότερη από τα ΠΠΠ για τα επιφανειακά ύδατα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τις ανώτερες αποδεκτές τιμές για μεμονωμένα φυτοφάρμακα και το άθροισμα όλων των φυτοφαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταβολιτών τους, στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2006/118/ΕΚ με την εφαρμογή σύγχρονων αναλυτικών μεθόδων και τη σύγκρισή τους σε σχέση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τοξικολογικές γνώσεις. Εν αναμονή αυτής της επανεξέτασης και σύμφωνα με την προληπτική προσέγγιση που εξέφρασαν οι πάροχοι πόσιμου νερού στο Μνημόνιο για τα Ευρωπαϊκά Υπόγεια Ύδατα (35), θα πρέπει να καθοριστούν ενδιάμεσες ανώτερες αποδεκτές τιμές, με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις. [Τροπολογία ] |
|
(8δ) |
Η δισφαινόλη Α θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνη ουσία προτεραιότητας και θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Επιστημονικές εκθέσεις δείχνουν ότι και οι δισφαινόλες, πέραν της δισφαινόλης Α, έχουν αποδειχθεί ότι έχουν δυνατότητα πρόκλησης ενδοκρινικών διαταραχών και μείγματα των εν λόγω δισφαινολών αποτελούν οικοτοξικολογικό κίνδυνο. Δεδομένου ότι τα εν λόγω επιστημονικά ευρήματα εγείρουν ανησυχίες όσον αφορά την ασφαλή χρήση εναλλακτικών λύσεων αντί για τις δισφαινόλες που μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίσει παράμετρο για το «σύνολο δισφαινολών» και κατάλληλο ΠΠΠ για το σύνολο των ουσιών με δισφαινόλη. [Τροπολογία 28] |
|
(8ε) |
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) (36), τα οικοσυστήματα υπόγειων υδάτων είναι θεμελιωδώς διαφορετικά και, συνεπώς, μπορούν να είναι πιο ευάλωτα σε παράγοντες καταπόνησης σε σύγκριση με τα επιφανειακά ύδατα καθώς δεν έχουν την ικανότητα να ανακάμπτουν από διαταραχές. Συνεπώς, θα πρέπει να εφαρμόζεται προληπτική προσέγγιση κατά τον ορισμό των ανώτερων αποδεκτών τιμών για τα υπόγεια ύδατα, για να προστατεύεται η υγεία του ανθρώπου, τα οικοσυστήματα υπόγειων υδάτων και τα οικοσυστήματα που εξαρτώνται από τα υπόγεια ύδατα. Σύμφωνα με τις συμβουλές του ΕΜΑ, λόγω αυτής της ευπάθειας, οι ανώτερες αποδεκτές τιμές που ισχύουν για τα υπόγεια ύδατα πρέπει κανονικά να είναι 10 φορές χαμηλότερες από τις ανώτερες αποδεκτές τιμές για τα επιφανειακά ύδατα. Ωστόσο, όταν μπορεί να προσδιοριστεί ο πραγματικός κίνδυνος για τα οικοσυστήματα υπόγειων υδάτων, θα ήταν ίσως σκόπιμο να καθοριστούν ανώτερες αποδεκτές τιμές για τα υπόγεια ύδατα σε διαφορετικό επίπεδο. [Τροπολογία 29] |
|
(9) |
Η οδηγία 2000/60/ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προσδιορίσουν τα υδατικά συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη λήψη νερού για ανθρώπινη κατανάλωση, να τα παρακολουθούν και να λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να αποφεύγεται η υποβάθμιση της ποιότητάς τους, προκειμένου να μειωθεί το επίπεδο επεξεργασίας καθαρισμού που απαιτείται για την παραγωγή νερού κατάλληλου για ανθρώπινη κατανάλωση. Στο πλαίσιο αυτό, τα μικροπλαστικά έχουν προσδιοριστεί ως δυνητικός κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία, αλλά απαιτούνται περισσότερα δεδομένα παρακολούθησης για να επιβεβαιωθεί η ανάγκη καθορισμού προτύπου ποιότητας περιβάλλοντος για τα μικροπλαστικά στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα. Ως εκ τούτου, τα μικροπλαστικά θα πρέπει να συμπεριληφθούν στους καταλόγους επιτήρησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και θα πρέπει να αρχίσουν να παρακολουθούνται μόλις η Επιτροπή υποδείξει κατάλληλες μεθόδους παρακολούθησης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μεθοδολογίες για την παρακολούθηση και την εκτίμηση των κινδύνων από τα μικροπλαστικά στο πόσιμο νερό, οι οποίες αναπτύχθηκαν δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37). |
|
(9α) |
Σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προσδιορίζουν τα επηρεαζόμενα ύδατα και τα ύδατα σε κίνδυνο, να καθορίζουν ευπρόσβλητες στη νιτρορύπανση ζώνες, να αναπτύσσουν προγράμματα δράσης και να εφαρμόζουν σχετικά μέτρα. Από την άποψη αυτή, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η βελτίωση της εναρμόνισης των μέτρων ελέγχου και των συστημάτων μέτρησης της ποιότητας των υδάτων μεταξύ των κρατών μελών, ώστε να επιτραπεί η εναρμόνιση των προτύπων σε ολόκληρη την Ένωση, η οποία θα καταστήσει δυνατή τη συγκρισιμότητα μεταξύ των κρατών μελών, κι έτσι θα αποφευχθούν προβλήματα ανταγωνισμού στον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα διαταραχές στην εσωτερική αγορά. [Τροπολογία 30] |
|
(10) |
Εκτιμάται ότι το 2019, μεταξύ 900 000 και 1,7 εκατομμύρια θάνατοι παγκοσμίως μπορούσαν να αποδοθούν σε μολύνσεις που οφείλονταν στη μικροβιακή αντοχή (38). Ταυτόχρονα, έ χει εκφραστεί ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής από την παρουσία ανθεκτικών μικροοργανισμών και γονιδίων αντοχής στο υδάτινο περιβάλλον, αλλά έχει πραγματοποιηθεί ελάχιστη παρακολούθηση. Τα σχετικά γονίδια μικροβιακής αντοχής θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν στους καταλόγους επιτήρησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και να αρχίσουν να παρακολουθούνται μόλις αναπτυχθούν κατάλληλες μέθοδοι παρακολούθησης. Αυτό συνάδει με το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης κατά της μικροβιακής αντοχής στο πλαίσιο της προσέγγισης «Μία υγεία», το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή τον Ιούνιο του 2017, και με τη φαρμακευτική στρατηγική για την Ευρώπη, η οποία ασχολείται και αυτή με το συγκεκριμένο πρόβλημα. [Τροπολογία 31] |
|
(10α) |
Η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2020/1729 της Επιτροπής για την κατάργηση της εκτελεστικής απόφασης 2013/652/ΕΕ θέτει το πλαίσιο για την απόκτηση συγκρίσιμων και αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τη μικροβιακή αντοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ άλλων, με την παρακολούθηση των λυμάτων των σφαγείων ως δυνητικού φορέα ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων και, επομένως, μιας πιθανής οδού περιβαλλοντικής μόλυνσης. Έχουν βρεθεί βακτήρια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά σε λύματα από σφαγεία. [Τροπολογία 32] |
|
(10β) |
Έχει εκφραστεί ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο που συνιστούν τα θειικά και ξανθικά στο υδάτινο περιβάλλον. Τα θειικά όχι μόνο βλάπτουν την ποιότητα του πόσιμου νερού αλλά επηρεάζουν επίσης τον κύκλο υλικών του άνθρακα, του αζώτου και του φωσφόρου. Μεταξύ άλλων, τούτο αυξάνει τα φορτία θρεπτικών ουσιών στα υδατικά συστήματα και, με αυτόν τον τρόπο, την ανάπτυξη φυτών και φυκών, και επίσης αυξάνει την προσφορά τροφής για τους υδρόβιους οργανισμούς και οδηγεί σε μείωση του οξυγόνου στο νερό. Τα θειικά και τα προϊόντα αποδόμησής τους, ιδίως τα σουλφίδια, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορούν να έχουν τοξική επίδραση στους υδρόβιους οργανισμούς. Τα αποτελέσματα πρότυπης δοκιμής δείχνουν ότι ορισμένα ξανθικά και τα προϊόντα αποδόμησής τους είναι τοξικά για υδρόβια ασπόνδυλα και είδη ψαριών και ότι ενδέχεται να βιοσυσσωρεύονται. Τα θειικά είναι ήδη καταχωρισμένα ως ρύπος για τα υπόγεια ύδατα, ωστόσο η παρακολούθηση που έχει πραγματοποιηθεί είναι ανεπαρκής. Κατά συνέπεια, οι θειικές ενώσεις θα πρέπει να συμπεριληφθούν στους καταλόγους επιτήρησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Τα ξανθικά θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον κατάλογο επιτήρησης επιφανειακών υδάτων. [Τροπολογία 33] |
|
(10γ) |
Ουσίες όπως τα μικροπλαστικά αποτελούν σαφή κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, αλλά και για βασικές δραστηριότητες, όπως η ανάπτυξη της γεωργίας. Η παρουσία τέτοιων ουσιών και άλλων σωματιδίων μπορεί να έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο νερό που χρησιμοποιείται για την εκτροφή ζώων και τις καλλιέργειες, αλλά και στη γονιμότητα του εδάφους, κάτι που θέτει σε κίνδυνο την υγεία και την καλή ανάπτυξη των σημερινών και των μελλοντικών καλλιεργειών (39). [Τροπολογία 34] |
|
(11) |
Οι τρέχουσες και συμβατικές μέθοδοι παρακολούθησης της χημικής κατάστασης των υδατικών συστημάτων δεν μπορούν, γενικά, να προσδιορίσουν τον αντίκτυπο σύνθετων μειγμάτων χημικών στην ποιότητα των υδάτων. Με δεδομένη την αυξανόμενη επίγνωση της σημασίας των μειγμάτων και, ως εκ τούτου, της παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων για τον προσδιορισμό της χημικής κατάστασης, και δεδομένου ότι υπάρχουν ήδη επαρκώς αξιόπιστες μέθοδοι παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων για τις οιστρογόνες ουσίες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τέτοιες μεθόδους για την αξιολόγηση των σωρευτικών επιπτώσεων των οιστρογόνων ουσιών στα επιφανειακά ύδατα για περίοδο τουλάχιστον δύο ετών. Αυτό θα επιτρέψει τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων με τα αποτελέσματα που προκύπτουν με τη χρήση των συμβατικών μεθόδων για την παρακολούθηση των τριών οιστρογόνων ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Η σύγκριση αυτή θα χρησιμοποιηθεί για να διαπιστωθεί κατά πόσον πρέπει να συμπεριληφθεί σε έκθεση αξιολόγησης που θα δημοσιεύσει η Επιτροπή στην οποία αξιολογεί αν οι μέθοδοι παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων παρέχουν αξιόπιστα και ακριβή δεδομένα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αξιόπιστες μέθοδοι διαλογής. Η χρήση τέτοιων μεθόδων διαλογής θα έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει την κάλυψη των επιπτώσεων όλων των οιστρογόνων ουσιών με παρόμοιες επιπτώσεις, και όχι μόνο εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2008/105/ΕΚ, ώστε να καθορίζει ρυθμίσεις για τη χρήση μεθόδων παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων από τα κράτη μέλη για την αξιολόγηση της παρουσίας και άλλων ουσιών στα υδατικά συστήματα, εν αναμονή πιθανού καθορισμού τιμών ενεργοποίησης βάσει επιπτώσεων στο μέλλον. Ο ορισμός των ΠΠΠ στην οδηγία 2000/60/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να διασφαλιστεί ότι μπορεί, στο μέλλον, να καλύπτει και τιμές ενεργοποίησης που μπορούν να καθοριστούν για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων. [Τροπολογία 35] |
|
(11α) |
Θα πρέπει να καθοριστούν αυστηρότερες ανώτερες αποδεικτές τιμές όταν τα πρότυπα ποιότητας των υπόγειων υδάτων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αδυναμία επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα συναφή υδατικά συστήματα, όπως απαιτείται από την οδηγία 2006/118/ΕΚ. Η εν λόγω απαίτηση βάσει της οδηγίας 2006/118/ΕΚ θα πρέπει να επεκταθεί περαιτέρω για την καλύτερη προστασία των ευάλωτων περιοχών από τη ρύπανση. [Τροπολογία 36] |
|
(12) |
Η αξιολόγηση της ενωσιακής νομοθεσίας για τα ύδατα (40) (στο εξής: « αξιολόγηση » ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να επιταχυνθεί η διαδικασία προσδιορισμού και καταχώρισης των ρύπων που επηρεάζουν τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα, καθώς και καθορισμού ή επανεξέτασης των προτύπων ποιότητας για τους εν λόγω ρύπους υπό το πρίσμα των νέων επιστημονικών γνώσεων. Εάν οι εργασίες αυτές εκτελούνταν από την Επιτροπή Συνεπώς , και όχι στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται επί του παρόντος στα άρθρα 16 και 17 τυχόν μελλοντικής επανεξέτασης του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2000/60/ΕΚ 2008/105/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας και τα αντίστοιχα ΠΠΠ που ορίζονται στον τμήμα Α του εν λόγω παραρτήματος και στο άρθρο 10 παράρτημα Ι της οδηγίας 2006/118/ΕΚ, θα μπορούσε πρέπει να βελτιωθεί η λειτουργία των μηχανισμών του καταλόγου επιτήρησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, ιδίως όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη σειρά καταχώρισης, παρακολούθησης και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων, θα πρέπει να ενισχυθούν οι δεσμοί μεταξύ του μηχανισμού καταλόγου επιτήρησης και των επανεξετάσεων των καταλόγων ρύπων, ενώ οι αλλαγές στους καταλόγους ρύπων θα μπορούσαν να λαμβάνουν ταχύτερα υπόψη την επιστημονική πρόοδο. Ως εκ τούτου, και δεδομένης της ανάγκης ταχείας τροποποίησης και θα πρέπει να προσαρμοστεί η περίοδος επανεξέτασης των καταλόγων ρύπων και των ΠΠΠ τους με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα Ι της οδηγίας 2008/105/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας και των αντίστοιχων ΠΠΠ που παρατίθεται στο μέρος Α του εν λόγω παραρτήματος και να τροποποιεί το παράρτημα Ι της οδηγίας 2006/118/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο των ρύπων υπόγειων υδάτων και τα πρότυπα ποιότητας που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα λαμβάνεται ταχύτερα υπόψη η επιστημονική πρόοδος . Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των ουσιών που περιλαμβάνονται στους καταλόγους επιτήρησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και το παράρτημα X της εν λόγω οδηγίας, καθώς και το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/118/ΕΚ, θα πρέπει να απαλειφθούν , διατηρώντας παράλληλα την υποχρέωση λήψης μέτρων που αποσκοπούν στην παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών των επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας . [Τροπολογία 37] |
|
(12α) |
Συνολικά, από τα συμπεράσματα του ελέγχου καταλληλότητας προκύπτει ότι οι οδηγίες είναι σε γενικές γραμμές κατάλληλες για τον επιδιωκόμενο σκοπό, με περιθώρια βελτίωσης, συμπεριλαμβανομένης της επιτάχυνσης της ορθής υλοποίησης των στόχων τους, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μεγαλύτερης χρηματοδότησης από την ΕΕ. Από την αξιολόγηση προκύπτει ότι μέχρι στιγμής, χάρη στις οδηγίες, το επίπεδο προστασίας των υδατικών συστημάτων είναι υψηλότερο και η διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας καλύτερη. [Τροπολογία 38] |
|
(13) |
Η αξιολόγηση κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν υπερβολικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα πρότυπα ποιότητας και τις ανώτερες αποδεκτές τιμές που καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο για τους συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών και τους ρύπους υπόγειων υδάτων αντίστοιχα. Μέχρι σήμερα, οι συγκεκριμένοι ρύποι λεκανών απορροής ποταμών που δεν έχουν χαρακτηριστεί ουσίες προτεραιότητας βάσει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ υπόκεινται σε εθνικά ΠΠΠ και λογίζονται ως φυσικοχημικά στοιχεία ποιότητας που υποστηρίζουν την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης στα επιφανειακά ύδατα. Στα υπόγεια ύδατα, τα κράτη μέλη έχουν επίσης τη δυνατότητα να καθορίζουν τις δικές τους ανώτερες αποδεκτές τιμές, ακόμη και για τις τεχνητές συνθετικές ουσίες. Η ευελιξία αυτή οδήγησε σε μη βέλτιστα αποτελέσματα όσον αφορά τη συγκρισιμότητα της κατάστασης των υδατικών συστημάτων μεταξύ των κρατών μελών και την προστασία του περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί διαδικασία που θα επιτρέπει την επίτευξη συμφωνίας σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με τα ΠΠΠ και τις ανώτερες αποδεκτές τιμές που πρέπει να εφαρμόζονται για τις εν λόγω ουσίες, εφόσον προσδιορίζονται ως ουσίες εθνικού ενδιαφέροντος, και να δημιουργηθούν αποθετήρια των εφαρμοστέων ΠΠΠ και ανώτερων αποδεκτών τιμών. |
|
(13α) |
Οποιαδήποτε απόφαση για την επιλογή, την επανεξέταση ουσιών και τον καθορισμό ΠΠΠ πρέπει να βασίζεται σε εκτίμηση κινδύνου και να ακολουθεί μια αναλογική, διαφανή και επιστημονική προσέγγιση, και να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των κρατών μελών και των σχετικών ενδιαφερομένων. [Τροπολογία 39] |
|
(13β) |
Ενώ η οδηγία 2000/60/ΕΚ καθόρισε τους κανόνες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της προόδου όσον αφορά την ποσότητα και την ποιότητα των υδάτων, ο έλεγχος καταλληλότητας έδειξε ότι η αργή πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της εν λόγω οδηγίας μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων και στη νομική και οικολογική πολυπλοκότητα, συμπεριλαμβανομένων πιθανών καθυστερήσεων λόγω της αργής ανταπόκρισης των υπόγειων υδάτων στα μέτρα και του χρονοδιαγράμματος υποβολής εκθέσεων. Τα μέτρα που βελτιώνουν την κατάσταση των υδατικών συστημάτων μέσω της αποκατάστασης των ποταμών και των υπηρεσιών οικοσυστήματος παρέχουν οικονομικά οφέλη που υπερτερούν του κόστους και θα μπορούσαν να μειώσουν τις περιττές δαπάνες για τα κράτη μέλη. Επιπλέον, η αξιολόγηση επισημαίνει ελλιπή εφαρμογή μέτρων, ανεπαρκές πεδίο εφαρμογής και ανεπαρκή ή ακατάλληλα μέτρα αποκατάστασης για τη διασφάλιση της υδρολογικής και οικολογικής συνδεσιμότητας (41). [Τροπολογία 40] |
|
(14) |
Επιπλέον, η ενσωμάτωση των συγκεκριμένων ρύπων λεκανών απορροής ποταμών στον ορισμό της χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων εξασφαλίζει μια πιο συντονισμένη, συνεκτική και διαφανή προσέγγιση όσον αφορά την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των συστημάτων επιφανειακών υδάτων και των σχετικών πληροφοριών για το κοινό. Επίσης, διευκολύνει μια πιο στοχευμένη προσέγγιση όσον αφορά τον προσδιορισμό και την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων που σχετίζονται με τα χημικά προϊόντα με πιο ολιστικό, αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Κατά συνέπεια, οι ορισμοί της «οικολογικής κατάστασης» και της «χημικής κατάστασης» θα πρέπει να τροποποιηθούν και το αντικείμενο της «χημικής κατάστασης» θα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να καλύπτει επίσης τους συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών, οι οποίοι επί του παρόντος περιλαμβάνονται στον ορισμό της «οικολογικής κατάστασης» στο παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Ως εκ τούτου, η έννοια των ΠΠΠ για συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών και οι σχετικές διαδικασίες θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην οδηγία 2008/105/ΕΚ. |
|
(15) |
Προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην Ένωση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το μέρος Β του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2006/118/ΕΚ προσαρμόζοντας τον κατάλογο των ρύπων για τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο καθορισμού εθνικών ανώτερων αποδεκτών τιμών καθορίσουν εθνικές ανώτερες αποδεκτές τιμές . [Τροπολογία 41] |
|
(16) |
Δεδομένης της ανάγκης ταχείας προσαρμογής στις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις και διασφάλισης εναρμονισμένης προσέγγισης και ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην Ένωση όσον αφορά τους συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προσαρμόζει το παράρτημα II της οδηγίας 2008/105/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο των κατηγοριών ρύπων που παρατίθεται στο μέρος Α του εν λόγω παραρτήματος και να προσαρμόζει το μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τα εναρμονισμένα ΠΠΠ για συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών ή ομάδες αυτών. Τα εν λόγω εναρμονισμένα ΠΠΠ θα πρέπει να εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη κατά την αξιολόγηση της κατάστασης των συστημάτων επιφανειακών υδάτων τους όταν έχει εντοπιστεί κίνδυνος από τους εν λόγω ρύπους. |
|
(17) |
Η επανεξέταση του καταλόγου των ουσιών προτεραιότητας στο μέρος Α του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/105/ΕΚ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αρκετές ουσίες προτεραιότητας δεν προκαλούν πλέον ανησυχία σε επίπεδο Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας. Συνεπώς, οι εν λόγω ουσίες θα πρέπει να θεωρούνται συγκεκριμένοι ρύποι λεκανών απορροής ποταμών και να περιλαμβάνονται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2008/105/ΕΚ μαζί με τα αντίστοιχα ΠΠΠ τους. Δεδομένου ότι οι εν λόγω ρύποι δεν θεωρείται πλέον ότι προκαλούν ανησυχία σε ολόκληρη την Ένωση, τα ΠΠΠ πρέπει να εφαρμόζονται μόνον όταν οι εν λόγω ρύποι ενδεχομένως εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχία σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. |
|
(18) |
Προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και συγκρισιμότητα της κατάστασης των υδατικών συστημάτων μεταξύ των κρατών μελών, είναι αναγκαίο να εναρμονιστούν οι εθνικές ανώτερες αποδεκτές τιμές για ορισμένους ρύπους υπόγειων υδάτων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δημιουργηθεί αποθετήριο εναρμονισμένων ανώτερων αποδεκτών τιμών για τους ρύπους υπόγειων υδάτων εθνικού, περιφερειακού ή τοπικού ενδιαφέροντος ως νέο μέρος Δ στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2006/118/ΕΚ. Οι εναρμονισμένες ανώτερες αποδεκτές τιμές που καθορίζονται στο εν λόγω αποθετήριο χρειάζεται να εφαρμόζονται μόνο στα κράτη μέλη στα οποία οι ρύποι που υπόκεινται στις εν λόγω ανώτερες αποδεκτές τιμές επηρεάζουν την κατάσταση των υπόγειων υδάτων. Για το άθροισμα των δύο συνθετικών ρύπων τριχλωροαιθυλένιο και τετραχλωροαιθυλένιο, είναι αναγκαίο να εναρμονιστούν οι εθνικές ανώτερες αποδεκτές τιμές, δεδομένου ότι δεν εφαρμόζουν όλα τα κράτη μέλη, στα οποία οι εν λόγω ρύποι αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος, ανώτερη αποδεκτή τιμή για το άθροισμα των εν λόγω ρύπων και οι καθορισμένες εθνικές ανώτερες αποδεκτές τιμές δεν είναι όλες οι ίδιες. Η εναρμονισμένη ανώτερη αποδεκτή τιμή θα πρέπει να συνάδει με την παραμετρική τιμή που ορίζεται για το άθροισμα των εν λόγω ρύπων στο πόσιμο νερό βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2020/2184. |
|
(19) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην Ένωση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το μέρος Δ του παραρτήματος II της οδηγίας 2006/118/ΕΚ προκειμένου να προσαρμόσει το αποθετήριο εναρμονισμένων ανώτερων αποδεκτών τιμών όσον αφορά τους ρύπους που περιλαμβάνονται και τις εναρμονισμένες ανώτερες αποδεκτές τιμές στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο. |
|
(20) |
Όλες οι διατάξεις της οδηγίας 2006/118/ΕΚ σχετικά με την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων θα πρέπει να προσαρμοστούν στην εισαγωγή της τρίτης κατηγορίας εναρμονισμένων ανώτερων αποδεκτών τιμών στο μέρος Δ του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, επιπλέον των προτύπων ποιότητας που ορίζονται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και των εθνικών ανώτερων αποδεκτών τιμών που καθορίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο μέρος Α του παραρτήματος II της εν λόγω οδηγίας. |
|
(20α) |
Προκειμένου να παρέχονται επαρκή πρότυπα προστασίας για περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας, ευπάθειας ή ρύπανσης, όπως σπήλαια και καρστικές εκτάσεις, που περιέχουν οικοσυστήματα τα οποία συγκαταλέγονται στα πλέον ευάλωτα στη μόλυνση και αντιπροσωπεύουν σημαντική παροχή πόσιμου νερού, καθώς και σε πρώην βιομηχανικές εγκαταστάσεις και άλλες εκτάσεις με γνωστό ιστορικό μόλυνσης, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των εν λόγω περιοχών και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να υποβάλλει σχετική πρόταση για την αναθεώρηση της οδηγίας 2006/118/ΕΚ. [Τροπολογία 42] |
|
(21) |
Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και συνεκτική λήψη αποφάσεων και να αναπτυχθούν συνέργειες με το έργο που επιτελείται στο πλαίσιο άλλων ενωσιακών νομοθετικών πράξεων για τα χημικά προϊόντα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) θα πρέπει να έχει μόνιμο και σαφώς καθορισμένο ρόλο στην ιεράρχηση των ουσιών που πρόκειται να συμπεριληφθούν στους καταλόγους επιτήρησης και στους καταλόγους ουσιών των παραρτημάτων I και II της οδηγίας 2008/105/ΕΚ και των παραρτημάτων I και II της οδηγίας 2006/118/ΕΚ, καθώς και στην κατάρτιση κατάλληλων επιστημονικών προτύπων ποιότητας. Η επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων (RAC) και η επιτροπή κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης (SEAC) του ECHA θα πρέπει να διευκολύνουν με γνωμοδοτήσεις την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων που ανατίθενται στον ECHA. Ο ECHA θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσει καλύτερο συντονισμό μεταξύ των διαφόρων νομοθετικών πράξεων για το περιβάλλον μέσω αυξημένης διαφάνειας όσον αφορά τους ρύπους που περιλαμβάνονται σε κατάλογο επιτήρησης ή μέσω της ανάπτυξης ενωσιακών ή εθνικών ΠΠΠ ή ανώτερων αποδεκτών τιμών, μέσω της δημοσιοποίησης των σχετικών επιστημονικών εκθέσεων. Όσον αφορά την εκτίμηση των ανώτερων αποδεκτών τιμών για τις φαρμακευτικές ουσίες, ο ECHA θα πρέπει να συνεργάζεται με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA). [Τροπολογία 43] |
|
(22) |
Η αξιολόγηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απαιτείται συχνότερη και πιο εξορθολογισμένη ηλεκτρονική υποβολή εκθέσεων για την προώθηση της καλύτερης εφαρμογής και επιβολής της ενωσιακής νομοθεσίας για τα ύδατα. Δεδομένου του ρόλου του όσον αφορά την τακτικότερη παρακολούθηση της κατάστασης της ρύπανσης, όπως περιγράφεται στο σχέδιο δράσης για μηδενική ρύπανση, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (EEA) θα πρέπει να διευκολύνει την εν λόγω συχνότερη και πιο εξορθολογισμένη υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό να τίθενται εγκαίρως στη διάθεση του κοινού και της Επιτροπής περιβαλλοντικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής και του EEA τα δεδομένα παρακολούθησης που συλλέγονται στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, χρησιμοποιώντας αυτοματοποιημένους μηχανισμούς υποβολής εκθέσεων και διαβίβασης δεδομένων μέσω διεπαφής προγραμματισμού εφαρμογών (API) ή ανάλογων μηχανισμών. Ο διοικητικός φόρτος αναμένεται να είναι περιορισμένος, καθώς τα κράτη μέλη υποχρεούνται ήδη να δημοσιοποιούν θέματα χωρικών δεδομένων εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42), καθώς και βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43). Τα εν λόγω θέματα χωρικών δεδομένων περιλαμβάνουν την τοποθεσία και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων παρακολούθησης του περιβάλλοντος, τις σχετικές μετρήσεις των εκπομπών και την κατάσταση των περιβαλλοντικών μέσων. |
|
(23) |
Η καλύτερη ενοποίηση των ροών δεδομένων που υποβάλλονται στον EEA στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθεσίας για τα ύδατα και, ιδίως, των καταλόγων εκπομπών που απαιτούνται από την οδηγία 2008/105/ΕΚ, με τις ροές δεδομένων που υποβάλλονται στη διαδικτυακή πύλη για τις βιομηχανικές εκπομπές δυνάμει της οδηγίας 2010/75/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44), θα καταστήσει απλούστερη και αποτελεσματικότερη την υποβολή δεδομένων καταλόγου σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Ταυτόχρονα, θα μειώσει τον διοικητικό φόρτο και τον φόρτο εργασίας αιχμής κατά την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού. Σε συνδυασμό με την κατάργηση της ενδιάμεσης υποβολής εκθέσεων σχετικά με την πρόοδο των προγραμμάτων μέτρων, η οποία αποδείχθηκε αναποτελεσματική, η εν λόγω απλουστευμένη υποβολή εκθέσεων θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία για τις βιομηχανικές εκπομπές αλλά καλύπτονται από την υποβολή εκθέσεων για τις εκπομπές δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. [Τροπολογία 44] |
|
(24) |
Η Συνθήκη της Λισαβόνας θέσπισε τη διάκριση μεταξύ των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή για την έκδοση μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία μιας νομοθετικής πράξης (κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις) και των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή για την έκδοση πράξεων με σκοπό την εξασφάλιση ενιαίων προϋποθέσεων για την εκτέλεση νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης (εκτελεστικές πράξεις). Οι οδηγίες 2000/60/ΕΚ και 2006/118/ΕΚ θα πρέπει να εναρμονιστούν με το νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. |
|
(25) |
Οι εξουσιοδοτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και στο σημείο 1.4.1 ix) του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 290 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι αφορούν προσαρμογές των παραρτημάτων της εν λόγω οδηγίας και τη θέσπιση συμπληρωματικών κανόνων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μετατραπούν σε εξουσιοδοτήσεις της Επιτροπής να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. |
|
(26) |
Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2006/118/ΕΚ, το οποίο προβλέπει τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, πληροί τα κριτήρια του άρθρου 290 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι αφορά προσαρμογές των παραρτημάτων της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μετατραπεί σε εξουσιοδότηση της Επιτροπής να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. |
|
(27) |
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις εργασίες προπαρασκευής κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι δε διαβουλεύσεις να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. |
|
(28) |
Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, το οποίο προβλέπει τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, πληροί τα κριτήρια του άρθρου 290 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι αφορά την έγκριση τεχνικών προδιαγραφών και τυποποιημένων μεθόδων για την ανάλυση και την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων και, ως εκ τούτου, αποσκοπεί στη θέσπιση ενιαίων προϋποθέσεων για την εναρμονισμένη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μετατραπεί σε εξουσιοδότηση της Επιτροπής να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των δεδομένων, η εξουσιοδότηση θα πρέπει επίσης να επεκταθεί ώστε να περιλαμβάνει τον καθορισμό μορφοτύπων για την υποβολή δεδομένων παρακολούθησης και κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4. Οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45). |
|
(29) |
Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την έγκριση τεχνικών μορφοτύπων για την υποβολή δεδομένων παρακολούθησης και κατάστασης των υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. |
|
(30) |
Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/105/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την έγκριση τυποποιημένων μορφοτύπων για την υποβολή εκθέσεων στον EEA σχετικά με τις εκπομπές από σημειακές πηγές που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ).../... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46). Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. |
|
(31) |
Είναι αναγκαίο να ληφθεί λαμβάνονται υπόψη η επιστημονική και τεχνική πρόοδος και οι βέλτιστες διαθέσιμες μέθοδοι στον τομέα της παρακολούθησης της κατάστασης των υδατικών συστημάτων σύμφωνα με τις απαιτήσεις παρακολούθησης που ορίζονται στο παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν δεδομένα και υπηρεσίες από τεχνολογίες τηλεπισκόπησης, γεωσκόπηση (υπηρεσίες Copernicus), επιτόπιους αισθητήρες και συσκευές, ή επιστημονικά δεδομένα πολιτών, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη και η προηγμένη ανάλυση και επεξεργασία δεδομένων. [Τροπολογία 45] |
|
(31α) |
Οι βιομηχανικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του νερού. Ο μετριασμός τέτοιων μελλοντικών επιπτώσεων, όπως οι αλλαγές των φυσικών μοτίβων ροής και της θερμοκρασίας, και η ρύπανση των υδάτων, απαιτεί να αξιολογείται το πλήρες εύρος των δυνητικών παραγόντων καθώς και να λαμβάνονται μέτρα για την επίτευξη και τη διατήρηση καλής ποιότητας των υδάτων. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογούν τακτικά τον αντίκτυπο των βιομηχανικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση στην ποιότητα του νερού, και να ενημερώνουν την Επιτροπή για απειλές που εντοπίσθηκαν πρόσφατα προκειμένου να επικαιροποιείται ο κατάλογος επιτήρησης αναλόγως. Η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμη στο κοινό και η επικαιροποίηση θα πρέπει να επιτρέπεται να πραγματοποιείται εκτός των γενικών κύκλων επικαιροποίησης, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής βελτίωση της αξιολόγησης της ποιότητας των υδάτων. [Τροπολογία 46] |
|
(31β) |
Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της, της 11ης Δεκεμβρίου 2019, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και στην ανακοίνωσή της, της 14ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, δεσμεύτηκε να αναλάβει δράση για τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε όλα τα κράτη μέλη για τους πολίτες και τις περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις που έχουν συγκεκριμένες ανησυχίες σχετικά με τη συμβατότητα των διοικητικών πράξεων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον με το περιβαλλοντικό δίκαιο. Στην τελευταία ανακοίνωση, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι «η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, τόσο μέσω του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) όσο και μέσω των εθνικών δικαστηρίων ως δικαστηρίων της Ένωσης, αποτελεί σημαντικό μέτρο στήριξης για την υλοποίηση της μετάβασης που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τρόπο ενίσχυσης του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η κοινωνία των πολιτών ως φορέας ελέγχου στον δημοκρατικό χώρο». Οι δεσμεύσεις αυτές θα πρέπει να υλοποιηθούν επίσης βάσει της οδηγίας 2000/60/EK. [Τροπολογία 47] |
|
(31γ) |
Όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του ΔΕΕ (47), οι περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα άμεσα ενδιαφερόμενα άτομα θα πρέπει να διαθέτουν νομιμοποίηση για να προσβάλλουν απόφαση που λαμβάνεται από δημόσια αρχή, η οποία παραβιάζει τους περιβαλλοντικούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/EK. Με σκοπό τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για τις σχετικές υποθέσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε ολόκληρη την Ένωση και προκειμένου οι περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα άμεσα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να μπορούν να βασίζονται στην εθνική νομοθεσία όταν προσβάλλουν αποφάσεις που παραβιάζουν την οδηγία 2000/60/EK, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις στην οδηγία 2000/60/EK για τη διασφάλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. [Τροπολογία 48] |
|
(32) |
Δεδομένης της αύξησης των απρόβλεπτων καιρικών φαινομένων, ιδίως των ακραίων πλημμυρών και των παρατεταμένων ξηρασιών, καθώς και των σημαντικών περιστατικών ρύπανσης που προκαλούν ή επιδεινώνουν τη διασυνοριακή τυχαία ρύπανση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι παρέχεται άμεση ενημέρωση σχετικά με τέτοια περιστατικά σε άλλα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν και ότι συνεργάζονται αποτελεσματικά με τα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν για τον μετριασμό των επιπτώσεων του συμβάντος ή του περιστατικού. Είναι επίσης αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και να εξορθολογιστούν οι διαδικασίες διασυνοριακής συνεργασίας σε περίπτωση πιο διαρθρωτικών, δηλαδή μακροχρόνιων και μη τυχαίων, διασυνοριακών ζητημάτων, τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Σε περίπτωση που απαιτείται ευρωπαϊκή συνδρομή, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να αποστέλλουν αιτήματα συνδρομής στο Κέντρο συντονισμού αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών της Επιτροπής, το οποίο θα συντονίζει πιθανές προσφορές βοήθειας και την υλοποίησή τους μέσω του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 15 της απόφασης αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48). Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού μπορούν επίσης να εκτείνονται πέρα από το έδαφος της Ένωσης, η διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των σχετικών διατάξεων για την προστασία των υδάτων δυνάμει της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και ο κατάλληλος συντονισμός με τις σχετικές τρίτες χώρες θα συνέβαλε επίσης στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ για τις συγκεκριμένες περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Επιπλέον, οι ένοπλες συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σε στενή γεωγραφική εγγύτητα με την Ένωση θα πρέπει επίσης να θεωρούνται έκτακτα γεγονότα λόγω των εκτεταμένων αρνητικών διασυνοριακών περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης του αέρα, του εδάφους και των υδάτων. Δεδομένου ότι οι λεκάνες απορροής ποταμού που πλήττονται από τις εν λόγω συγκρούσεις θα μπορούσαν να εκτείνονται εκτός των ορίων της Ένωσης, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την καθιέρωση κατάλληλου συντονισμού με τις σχετικές τρίτες χώρες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. [Τροπολογία 49] |
|
(32α) |
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην έκθεσή του της 19ης Μαΐου 2021 με τίτλο «Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”: Ασυνεπής η εφαρμογή της στις πολιτικές και τις δράσεις της ΕΕ για το περιβάλλον» σημειώνει ότι τα κράτη μέλη δαπανούν ήδη περίπου 100 δισ. EUR ετησίως για την ύδρευση και την αποχέτευση και ότι οι αυξήσεις των εν λόγω δαπανών αναμένεται να υπερβούν το 25 % για την επίτευξη των στόχων της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με την επεξεργασία λυμάτων και το πόσιμο νερό, χωρίς να περιλαμβάνονται οι επενδύσεις που απαιτούνται για την ανανέωση των υφιστάμενων υποδομών ή την επίτευξη των στόχων της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα και της οδηγίας για τις πλημμύρες. Επιπλέον, στην Ένωση, οι χρήστες πληρώνουν κατά μέσο όρο περίπου το 70 % του κόστους παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, μέσω τιμολογίων ύδρευσης, ενώ το δημόσιο ταμείο χρηματοδοτεί το υπόλοιπο 30 %, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ περιφερειών και κρατών μελών. Τα νοικοκυριά στην Ένωση συνήθως πληρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, παρόλο που καταναλώνουν μόνο το 10 % του νερού, ενώ οι οικονομικοί τομείς που ασκούν τη μεγαλύτερη πίεση στους ανανεώσιμους πόρους γλυκού νερού συμβάλλουν λιγότερο στην κάλυψη του εν λόγω κόστους. [Τροπολογία 50] |
|
(32β) |
Το κόστος των προγραμμάτων παρακολούθησης για τον προσδιορισμό της κατάστασης των επιφανειακών υδάτων και των υπόγειων υδάτων χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών. Δεδομένου ότι ο αριθμός των χημικών ουσιών που ανιχνεύονται στο υδάτινο περιβάλλον αλλάζει συνεχώς, ότι υπάρχει αυξανόμενος αριθμός αναδυόμενων ρύπων που εμφανίστηκαν πρόσφατα στο υδάτινο περιβάλλον, ότι απαιτείται συνεχής βελτίωση των μεθόδων χημικής ανάλυσης για την ανίχνευση αυτών των αναδυόμενων και νέων ρύπων και την ορθή αξιολόγηση των οικολογικών επιπτώσεών τους, καθώς και ότι πρέπει να αναπτυχθούν νέες μέθοδοι παρακολούθησης για την καλύτερη αξιολόγηση των επιπτώσεων των μειγμάτων χημικών ουσιών, το εν λόγω κόστος παρακολούθησης αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Προκειμένου να καλυφθεί το εν λόγω κόστος, και σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 191 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), είναι σημαντικό οι παραγωγοί που διαθέτουν στην αγορά της Ένωσης προϊόντα που περιέχουν ουσίες οι οποίες έχουν αποδεδειγμένες ή δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο υδάτινο περιβάλλον να αναλαμβάνουν την οικονομική ευθύνη για τα μέτρα που απαιτούνται για τον έλεγχο των ουσιών που παράγονται στο πλαίσιο των εμπορικών τους δραστηριοτήτων και εντοπίζονται στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα. Ένα σύστημα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού είναι πιθανόν το καταλληλότερο μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου, καθώς θα περιόριζε την οικονομική επιβάρυνση για τους φορολογούμενους, ενώ παράλληλα θα παρείχε κίνητρο για την ανάπτυξη πιο οικολογικών προϊόντων. Συνεπώς, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει εκτίμηση επιπτώσεων που θα εξετάζει τη συμπερίληψη στην οδηγία 2006/118/ΕΚ και στην οδηγία 2008/105/ΕΚ μηχανισμού διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, ο οποίος θα εφαρμόζεται στις ουσίες προτεραιότητας που ορίζονται στην οδηγία 2006/118/ΕΚ και στην οδηγία 2008/105/ΕΚ, καθώς και στους αναδυόμενους και νέους ρύπους, όπως ορίζονται στους καταλόγους επιτήρησης βάσει της οδηγίας 2006/118/ΕΚ και της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. Η εκτίμηση επιπτώσεων θα πρέπει να συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση των οδηγιών 2006/118/ΕΚ και 2008/105/ΕΚ. [Τροπολογία 51] |
|
(32γ) |
Η παρακολούθηση ενός αυξημένου αριθμού ουσιών ή ομάδων ουσιών συνεπάγεται αυξημένο κόστος, αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης της διοικητικής ικανότητας στα κράτη μέλη, ιδίως στα κράτη μέλη με περιορισμένους πόρους. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσει έναν κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό παρακολούθησης για τη διαχείριση των απαιτήσεων παρακολούθησης, εφόσον το ζητήσουν τα κράτη μέλη, μειώνοντας έτσι τον οικονομικό και διοικητικό τους φόρτο. Η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίσει τις μεθόδους λειτουργίας του μηχανισμού παρακολούθησης. Η χρήση του εν λόγω μηχανισμού θα πρέπει να είναι προαιρετική και να μην θίγει τις ρυθμίσεις που έχουν ήδη ορίσει τα κράτη μέλη. [Τροπολογία 52] |
|
(32δ) |
Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει επενδυτική ανάγκη στον τομέα των υδάτων και η ενωσιακή χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας για τη συμμόρφωση ορισμένων κρατών μελών με τις νομικές υποχρεώσεις που ορίζονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, την οδηγία 2008/105/ΕΚ και την οδηγία 2006/118/ΕΚ. Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες τους τουλάχιστον κατά 20 % προκειμένου να επιτευχθούν τα πρότυπα της Ένωσης για τα ύδατα, ενώ υπάρχει συνολικό χρηματοδοτικό κενό ύψους 289 δισεκατομμυρίων EUR έως το 2030 (49). Συνεπώς, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι παρέχονται επαρκείς οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι για τη διενέργεια παρακολούθησης και επιθεωρήσεων των υδατικών συστημάτων σε όλα τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων μέσω των σχετικών διαρθρωτικών ταμείων και προγραμμάτων της Ένωσης, καθώς και μέσω συνεισφορών από τον ιδιωτικό τομέα, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του μηχανισμού διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, μόλις τεθεί σε εφαρμογή. [Τροπολογία 53] |
|
(33) |
Συνεπώς, οι οδηγίες 2000/60/ΕΕ, 2006/118/ΕΚ και 2008/105/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως. |
|
(34) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και η βελτίωση της ποιότητας περιβάλλοντος των γλυκών υδάτων της Ένωσης, δεν δύνανται να επιτευχθούν επαρκώς μόνο από τα κράτη μέλη αλλά, λόγω της διασυνοριακής φύσης της ρύπανσης των υδάτων, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτών των στόχων, |
|
(34α) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν συνέργειες μεταξύ των απαιτήσεων των σχετικών οδηγιών που αφορούν τόσο τη συλλογή δεδομένων όσο και τη χρήση ψηφιακών εργαλείων, όπως οι τεχνολογίες τηλεπισκόπησης ή η γεωσκόπηση (υπηρεσίες Copernicus). [Τροπολογία 54] |
|
(34β) |
Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποστηρίζουν την κατάρτιση, τα προγράμματα ανάπτυξης δεξιοτήτων και τις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο για τη στήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής των βέλτιστων τεχνολογιών και καινοτόμων λύσεων στο πλαίσιο των οδηγιών. Οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι προσβάσιμες στις διάφορες εθνικές γλώσσες για την ενίσχυση της προσβασιμότητας των σχετικών δεδομένων σε ολόκληρη την Ευρώπη για τους σχετικούς τοπικούς φορείς και τους πολίτες, [Τροπολογία 55] |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ
Η οδηγία 2000/60/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
Στο άρθρο 1 στοιχείο ε) , η τέταρτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: [Τροπολογία 56]
|
|
2) |
Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
|
3) |
Στο άρθρο 3, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4α: «4α. Σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων φυσικής προέλευσης ή ανωτέρας βίας, ιδίως ακραίων πλημμυρών και παρατεταμένων ξηρασιών, ή σημαντικών περιστατικών ρύπανσης, οι οποίες / τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν κατάντη υδατικά συστήματα που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές για τα κατάντη υδατικά συστήματα στα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς και η Επιτροπή, ενημερώνονται αμέσως και ότι εξασφαλίζεται η αναγκαία συνεργασία για τη διερεύνηση των αιτίων και την αντιμετώπιση των συνεπειών των εξαιρετικών περιστάσεων ή περιστατικών. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη που θα μπορούσαν να επηρεαστούν δυσμενώς από το σχετικό περιστατικό ρύπανσης. Για να βελτιωθεί περαιτέρω η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών στις διεθνείς περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, θεσπίζονται ρυθμίσεις για όλες τις διεθνείς περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού για την επικοινωνία και την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. ». [Τροπολογία 61] |
|
4) |
Το άρθρο 4 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
|
5) |
Στο άρθρο 7, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Για κάθε υδατικό σύστημα που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 1, επιπλέον της τήρησης των στόχων του άρθρου 4 σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων ποιότητας που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, υπό το εφαρμοζόμενο καθεστώς επεξεργασίας του ύδατος και σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, το ύδωρ που προκύπτει πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2). (*2) Οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 435 της 23.12.2020, σ. 1).»." |
|
6) |
Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:
|
|
7) |
Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:
|
|
7) |
Στο άρθρο 11, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά για τη θέσπιση, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή για το τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκεται εντός της επικράτειάς του, προγράμματος μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των αναλύσεων που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 5, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 4. Τα εν λόγω προγράμματα μέτρων δίνουν προτεραιότητα σε μέτρα ελέγχου στην πηγή σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή τομεακή νομοθεσία σχετικά με τη ρύπανση. Τα μέτρα τελικού σταδίου εφαρμόζονται επιπλέον των μέτρων ελέγχου στην πηγή όταν υπάρχει κίνδυνος τα μέτρα ελέγχου στην πηγή να μην επιτύχουν καλή κατάσταση των υδατικών συστημάτων. Τα προγράμματα μέτρων μπορούν να αναφέρονται σε μέτρα που προκύπτουν από νομοθεσία, η οποία έχει θεσπισθεί σε εθνικό επίπεδο, και καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους. Κατά περίπτωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να θεσπίζει μέτρα που ισχύουν για όλες τις περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού ή/και τα τμήματα διεθνών περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκονται στην επικράτειά του. Η Επιτροπή καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου στην πηγή και τη συμπληρωματικότητα των μέτρων τελικού σταδίου.». [Τροπολογία 67] |
|
7) |
Στο άρθρο 11 παράγραφος 3, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
8) |
Στο άρθρο 11 παράγραφος 3, το στοιχείο ια) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
8) |
Στο άρθρο 11 παράγραφος 5, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
9) |
Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 12 Ζητήματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο κράτους μέλους 1. Όταν ένα κράτος μέλος εντοπίσει ζήτημα που έχει επιπτώσεις στη διαχείριση των υδάτων του αλλά δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί από το εν λόγω κράτος μέλος, αναφέρει το ζήτημα στην Επιτροπή και σε οποιοδήποτε άλλο εμπλεκόμενο κράτος μέλος και προβαίνει σε συστάσεις για την επίλυσή του. Η Επιτροπή αποκρίνεται σε οποιαδήποτε γνωστοποίηση από κράτος μέλος εντός έξι μηνών. Όταν το ζήτημα αφορά τη μη επίτευξη καλής χημικής κατάστασης, η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 7α της οδηγίας 2008/105/ΕΚ. [Τροπολογία 70] 2. Τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη συνεργάζονται για τον προσδιορισμό των αιτιών των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και των μέτρων που απαιτούνται για την αντιμετώπισή τους. Τα κράτη μέλη απαντούν στα μεταξύ τους αιτήματα εγκαίρως και το αργότερο εντός 3 δύο μηνών από την κοινοποίηση από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1. 3. Η Επιτροπή ενημερώνεται και καλείται να παραστεί σε κάθε συνεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή εξετάζει, αφού λάβει υπόψη τις εκθέσεις που συντάσσονται βάσει του άρθρου 13, αν χρειάζεται περαιτέρω δράση σε ενωσιακό επίπεδο για να μειωθούν οι διασυνοριακές επιπτώσεις στα υδατικά συστήματα.» |
|
9) |
Στο άρθρο 13, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: « 4α. Η Επιτροπή απορρίπτει τα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού τα οποία παρουσιάζουν τα κράτη μέλη όταν τα εν λόγω σχέδια δεν περιλαμβάνουν τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα VII.». [Τροπολογία 72] |
|
9) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: « Άρθρο 14α Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη 1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του κοινού που έχει επαρκές συμφέρον ή υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, έχει πρόσβαση σε διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου, συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά, μεταξύ άλλων:
2. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τι συνιστά επαρκές συμφέρον και προσβολή δικαιώματος, κατά τρόπο που να συνάδει με τον στόχο να παρέχεται στο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κάθε μη κυβερνητική οργάνωση που προωθεί την προστασία του περιβάλλοντος και πληροί τις σχετικές απαιτήσεις βάσει της εθνικής νομοθεσίας θεωρείται ότι κατέχει δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν και τα συμφέροντά της κρίνονται επαρκή. 3. Οι διαδικασίες εξέτασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι δίκαιες, ισότιμες, ολοκληρώνονται εγκαίρως και δεν είναι απαγορευτικά δαπανηρές. Οι εν λόγω διαδικασίες περιλαμβάνουν επίσης την παροχή κατάλληλων και αποτελεσματικών μηχανισμών προσφυγής, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών μέτρων, κατά περίπτωση. 4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διατίθενται πρακτικές πληροφορίες στο κοινό σχετικά με την πρόσβαση στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες επανεξέτασης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.». [Τροπολογία 73] |
|
10) |
Στο άρθρο 15, η παράγραφος 3 απαλείφεται. [Τροπολογία 74] |
|
10) |
Στο άρθρο 15 παράγραφος 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: « Η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και υποδείγματα σχετικά με το περιεχόμενο, τη δομή και τη μορφή των ενδιάμεσων εκθέσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το αργότερο έως... [έξι μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας].». [Τροπολογία 75] |
|
11) |
Τα άρθρα 16 και 17 απαλείφονται. |
|
12) |
Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:
|
|
13) |
Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 20 Τεχνικές προσαρμογές και εφαρμογή της παρούσας οδηγίας 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20α για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και III και του σημείου 1.3.6 του παραρτήματος V με σκοπό την προσαρμογή των απαιτήσεων πληροφοριών σχετικά με τις αρμόδιες αρχές, του περιεχομένου της οικονομικής ανάλυσης και των επιλεγμένων προτύπων παρακολούθησης, αντίστοιχα, στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. 2. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20α για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον προσδιορισμό των τιμών που καθορίζονται για τις ταξινομήσεις των συστημάτων παρακολούθησης των κρατών μελών σύμφωνα με τη διαδικασία διαβαθμονόμησης που ορίζεται στο σημείο 1.4.1 του παραρτήματος V. 3. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών μορφοτύπων για τη διαβίβαση των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω μορφοτύπων, η Επιτροπή επικουρείται, εφόσον απαιτείται, από τον EEΑ.» |
|
14) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 20α: «Άρθρο 20α Άσκηση της εξουσιοδότησης 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου. 2. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 20 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις … [EE: να προστεθεί η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. 3. Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. 4. Πριν εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. 5. Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 6. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνο αν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.» |
|
15) |
Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 21 Διαδικασία επιτροπής 1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11). 2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η εν λόγω επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. (*11) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»." |
|
16) |
Στο άρθρο 22, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «4. Οι περιβαλλοντικοί στόχοι του άρθρου 4, τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος που ορίζονται στο μέρος Α του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/105/ΕΚ και οι ανώτερες αποδεκτές τιμές για τους συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών που καθορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8δ της εν λόγω οδηγίας θεωρούνται πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος για τους σκοπούς της οδηγίας 2010/75/ΕΕ.» |
|
17) |
Το παράρτημα V τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας. |
|
18) |
Το μέρος Α του παραρτήματος VII σημείο 7.7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
18) |
Στο παράρτημα VII, μέρος Α, παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:
|
|
19) |
Το παράρτημα VIII τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας. |
|
20) |
το παράρτημα X απαλείφεται Τα παραρτήματα IX και X απαλείφονται . [Τροπολογία 78] |
Άρθρο 2
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/118/ΕΚ
Η οδηγία 2006/118/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων». |
|
2) |
Στο άρθρο 1, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικά μέτρα για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων με σκοπό την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Η ιεραρχία των μέτρων που πρέπει να ληφθούν δίνει προτεραιότητα σε περιορισμούς και άλλα μέτρα ελέγχου στην πηγή, με την επιφύλαξη της σημασίας των μέτρων τελικού σταδίου, κατά περίπτωση. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται: [Τροπολογία 79]
|
|
3) |
Στο άρθρο 2, το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
4) |
Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
|
|
5) |
Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
6) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 6α: «Άρθρο 6α Κατάλογος επιτήρησης 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει, λαμβάνοντας υπόψη τις επιστημονικές εκθέσεις που καταρτίζει ο ECHA, εκτελεστικές πράξεις για την κατάρτιση καταλόγου επιτήρησης των ουσιών για τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να συλλέγουν δεδομένα παρακολούθησης σε επίπεδο Ένωσης και να καθορίζει τους μορφότυπους που πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για την υποβολή των αποτελεσμάτων της εν λόγω παρακολούθησης και των σχετικών πληροφοριών στην Επιτροπή. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2. Στον κατάλογο επιτήρησης περιλαμβάνονται έως τουλάχιστον πέντε ουσίες ή ομάδες ουσιών και αναφέρονται οι υλικοί φορείς παρακολούθησης και οι πιθανές μέθοδοι ανάλυσης για κάθε ουσία. Οι εν λόγω υλικοί φορείς και μέθοδοι παρακολούθησης δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος για τις αρμόδιες αρχές. Οι ουσίες που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο επιτήρησης που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία, οι οποίες επιλέγονται μεταξύ εκείνων των ουσιών για τις οποίες τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν οι διαθέσιμες πληροφορίες, επίσης σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο κατωτέρω, δείχνουν ότι ενδέχεται να συνιστούν σημαντικό κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού , και για τις οποίες τα στοιχεία δεδομένα παρακολούθησης είναι ανεπαρκή. Ο εν λόγω , εκτός εάν ο αριθμός των ουσιών ή ομάδων ουσιών για τις οποίες οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι ενδέχεται να συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού, μεταξύ των οποίων πρέπει να γίνει η επιλογή, είναι μικρότερος από πέντε, οπότε ο κατάλογος επιτήρησης περιλαμβάνει όλες τις εν λόγω ουσίες που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία. Εκτός από τον ελάχιστο αριθμό ουσιών ή ομάδων ουσιών, ο κατάλογος επιτήρησης μπορεί να περιλαμβάνει και δείκτες ρύπανσης. Στον κατάλογο επιτήρησης προσδιορίζονται οι υλικοί φορείς παρακολούθησης και οι πιθανές μέθοδοι ανάλυσης για κάθε ουσία. Οι εν λόγω υλικοί φορείς και μέθοδοι παρακολούθησης δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος για τις αρμόδιες αρχές. [Τροπολογία 85] Μόλις προσδιοριστούν Προσδιορίζονται κατάλληλες μέθοδοι παρακολούθησης για τα μικροπλαστικά και για επιλεγμένα γονίδια μικροβιακής αντοχής, οι ουσίες αυτές το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο έως... [την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται των 18 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας]. Μόλις προσδιοριστούν οι εν λόγω μέθοδοι παρακολούθησης, τα μικροπλαστικά και τα επιλεγμένα γονίδια μικροβιακής αντοχής προστίθενται στον κατάλογο επιτήρησης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 6α παράγραφος 2 . Η Επιτροπή εξετάζει επίσης αν είναι αναγκαία η συμπερίληψη των θειικών στον πρώτο κατάλογο επιτήρησης προκειμένου να βελτιωθεί η διαθεσιμότητα δεδομένων σχετικά με την παρουσία τους όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. [Τροπολογία 86] Ο ECHA καταρτίζει επιστημονικές εκθέσεις για να βοηθήσει την Επιτροπή στην επιλογή των ουσιών και των δεικτών ρύπανσης για τον κατάλογο επιτήρησης, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες πληροφορίες: [Τροπολογία 87]
Ο ECHA εκπονεί ανά τριετία έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα πορίσματα των επιστημονικών εκθέσεων που καταρτίζονται δυνάμει του τέταρτου εδαφίου και δημοσιοποιεί την εν λόγω έκθεση. Η πρώτη έκθεση καθίσταται διαθέσιμη έως τις … [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η πρώτη ημέρα του εικοστού πρώτου μήνα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. 2. Ο πρώτος κατάλογος επιτήρησης καταρτίζεται έως τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται 24 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Ο κατάλογος επιτήρησης επικαιροποιείται στη συνέχεια κάθε 36 μήνες το αργότερο ή συχνότερα εάν προκύψουν νέα επιστημονικά στοιχεία που θα απαιτούσαν την επικαιροποίηση του καταλόγου κατά την ενδιάμεση περίοδο μεταξύ των επιμέρους επανεξετάσεων . [Τροπολογία 89] Τα κράτη μέλη αξιολογούν ανά διετία τις επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων από τις βιομηχανικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις απειλές που εντοπίσθηκαν πρόσφατα με στόχο την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης αναλόγως. Η αξιολόγηση είναι εύκολα προσβάσιμη στο κοινό. [Τροπολογία 90] Κατά την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης, η Επιτροπή αφαιρεί από τον υφιστάμενο κατάλογο επιτήρησης κάθε ουσία ή ομάδα ουσιών για την οποία θεωρεί ότι είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ο κίνδυνος για το υδάτινο περιβάλλον χωρίς πρόσθετα δεδομένα παρακολούθησης. Κατά την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης, μια μεμονωμένη ουσία ή ομάδα ουσιών μπορεί να παραμείνει στον κατάλογο επιτήρησης για ακόμα μία τριετή περίοδο όταν απαιτούνται πρόσθετα δεδομένα παρακολούθησης για την αξιολόγηση του κινδύνου για το υδάτινο περιβάλλον. Ο επικαιροποιημένος κατάλογος επιτήρησης περιλαμβάνει επίσης μία ή περισσότερες πρόσθετες ουσίες για τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί, λαμβάνοντας υπόψη τις επιστημονικές εκθέσεις του ECHA, ότι ενδέχεται να υπάρχει κίνδυνος για το υδάτινο περιβάλλον. 3. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν κάθε ουσία ή ομάδα ουσιών που περιλαμβάνεται στον κατάλογο επιτήρησης σε επιλεγμένους αντιπροσωπευτικούς σταθμούς παρακολούθησης για περίοδο τουλάχιστον 24 μηνών. Η περίοδος παρακολούθησης αρχίζει εντός έξι μηνών από την κατάρτιση του καταλόγου επιτήρησης. Κάθε κράτος μέλος επιλέγει τουλάχιστον έναν σταθμό δύο σταθμούς παρακολούθησης, συν τον αριθμό των σταθμών που ισούται με το πηλίκο της συνολικής έκτασης, σε km2, των συστημάτων υπόγειων υδάτων του διαιρούμενης διά του 60 000 30 000 (στρογγυλοποιημένο στον πλησιέστερο ακέραιο). [Τροπολογία 91] Κατά την επιλογή των αντιπροσωπευτικών σταθμών παρακολούθησης, της συχνότητας παρακολούθησης και του εποχιακού χρονοδιαγράμματος για κάθε ουσία ή ομάδα ουσιών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα πρότυπα χρήσης και την πιθανή εμφάνιση της ουσίας ή της ομάδας ουσιών. Η παρακολούθηση πρέπει να διενεργείται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Όταν ένα κράτος μέλος είναι σε θέση να παράγει επαρκή, συγκρίσιμα, αντιπροσωπευτικά και πρόσφατα δεδομένα παρακολούθησης για μια συγκεκριμένη ουσία ή ομάδα ουσιών από υφιστάμενα προγράμματα ή μελέτες παρακολούθησης, μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί σε πρόσθετη παρακολούθηση στο πλαίσιο του μηχανισμού καταλόγου επιτήρησης για την εν λόγω ουσία ή ομάδα ουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η ουσία ή η ομάδα ουσιών παρακολουθείται με τη χρήση μεθοδολογίας που συμμορφώνεται με τους υλικούς φορείς παρακολούθησης και τις μεθόδους ανάλυσης που αναφέρονται στην εκτελεστική πράξη για την κατάρτιση του καταλόγου επιτήρησης. 4. Τα κράτη μέλη καθιστούν διαθέσιμα τα αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και με την εκτελεστική πράξη για την κατάρτιση του καταλόγου επιτήρησης, όπως εγκρίθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1. Παρέχουν επίσης πληροφορίες σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα των σταθμών παρακολούθησης και τη στρατηγική παρακολούθησης. 5. Ο ECHA επανεξετάζει τα αποτελέσματα της παρακολούθησης στο τέλος της 24μηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και κρίνει ποιες ουσίες ή ομάδες ουσιών πρέπει να παρακολουθούνται για ακόμα μία περίοδο 24 μηνών και, ως εκ τούτου, πρέπει να παραμείνουν στον κατάλογο επιτήρησης, και ποιες ουσίες ή ομάδες ουσιών μπορούν να διαγραφούν από τον κατάλογο επιτήρησης. Όταν η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την κρίση του ECHA που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται περαιτέρω παρακολούθηση για την περαιτέρω εκτίμηση του κινδύνου για το υδάτινο περιβάλλον, το συμπέρασμα αυτό λαμβάνεται υπόψη κατά την επανεξέταση του παραρτήματος I ή II που αναφέρεται στο άρθρο 8. (*12) Οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των επιφανειακών υδάτων καθώς και σχετικά με την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 84)." (*13) Οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 435 της 23.12.2020, σ. 1)." (*14) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1)." (*15) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1)." (*16) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1)." (*17) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 4 της 7.1.2019, σ. 43)." (*18) Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67)." (*19) Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 71).»." |
|
6) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: « Άρθρο 6ααα Βελτίωση της προστασίας των οικοσυστημάτων υπόγειων υδάτων Η Επιτροπή, το αργότερο έως... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], δημοσιεύει εκτίμηση των επιπτώσεων των φυσικοχημικών στοιχείων, όπως το pH, η οξυγόνωση και η θερμοκρασία, στην υγεία των οικοσυστημάτων υπόγειων υδάτων, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση για την αντίστοιχη αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να καθοριστούν οι αντίστοιχες παράμετροι, να προβλεφθούν εναρμονισμένες μέθοδοι παρακολούθησης και να καθοριστεί τι θα συνιστούσε “καλή οικολογική κατάσταση” για τα υπόγεια ύδατα.». [Τροπολογία 92] |
|
6) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 6αβ Ειδική μεταχείριση για περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας, ευπάθειας ή ρύπανσης Η Επιτροπή,... [το αργότερο τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], δημοσιεύει αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των περιοχών που χαρακτηρίζονται από υψηλή οικολογική αξία, ευπάθεια ή ρύπανση, όπως σπήλαια και καρστικές περιοχές, πρώην βιομηχανικοί χώροι και άλλες περιοχές με γνωστή ιστορική ρύπανση, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας. ». [Τροπολογία 93] |
|
6) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: « Άρθρο 6αγ Το αργότερο... [ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή υποβάλλει εκτίμηση επιπτώσεων στην οποία εξετάζεται η συμπερίληψη στην παρούσα οδηγία μηχανισμού διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, διασφαλίζοντας ότι οι παραγωγοί που διαθέτουν στην αγορά προϊόντα που περιέχουν οποιαδήποτε από τις ουσίες ή ενώσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, καθώς και ουσίες που προκαλούν νέες ανησυχίες και περιλαμβάνονται στον κατάλογο επιτήρησης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμβάλλουν στο κόστος των προγραμμάτων παρακολούθησης που σχεδιάζονται βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Οι εν λόγω εκτιμήσεις επιπτώσεων συνοδεύονται, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας. ». [Τροπολογία 94] |
|
6) |
Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: « Άρθρο 6αδ Ευρωπαϊκός μηχανισμός παρακολούθησης Η Επιτροπή δημιουργεί ως τις... [ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] κοινό μηχανισμό παρακολούθησης για τη διαχείριση των απαιτήσεων παρακολούθησης, εφόσον το ζητήσουν τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή καθορίζει τη λειτουργία του μηχανισμού παρακολούθησης, ο οποίος καλύπτει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
|
|
7) |
Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 8 Επανεξέταση των παραρτημάτων I έως IV 1. Η Επιτροπή επανεξετάζει, για πρώτη φορά έως τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: έξι τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] και στη συνέχεια ανά εξαετία τετραετία , τον κατάλογο ρύπων που παρατίθεται στο παράρτημα Ι και τα πρότυπα ποιότητας για τους εν λόγω ρύπους που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα, καθώς και τον κατάλογο ρύπων και δεικτών που παρατίθεται στο μέρος Β του παραρτήματος ΙΙ. [Τροπολογία 96] 2. Με βάση την επανεξέταση, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, νομοθετικές προτάσεις για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, προσθέτοντας ή αφαιρώντας ρύπους υπόγειων υδάτων και πρότυπα ποιότητας για τους ρύπους που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 8α, για την τροποποίηση του μέρους Β του παραρτήματος Ι με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο με την προσθήκη ή την αφαίρεση ρύπων υπόγειων υδάτων και προτύπων ποιότητας για τους ρύπους που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα και για την τροποποίηση του μέρους Β II με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο με την προσθήκη ρύπων ή δεικτών για τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο θέσπισης εθνικών ανώτερων αποδεκτών τιμών. [Τροπολογία 97] 3. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 8α, για την τροποποίηση του μέρους Δ του παραρτήματος ΙΙ με σκοπό την προσαρμογή του στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο με την προσθήκη ή την τροποποίηση εναρμονισμένων ανώτερων αποδεκτών τιμών για έναν ή περισσότερους ρύπους που απαριθμούνται στο μέρος Β του εν λόγω παραρτήματος. 4. Κατά την έκδοση των νομοθετικών πράξεως και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις επιστημονικές εκθέσεις που εκπονεί ο ECHA σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. [Τροπολογία 98] 5. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α για την τροποποίηση των μερών Α και Γ του παραρτήματος ΙΙ και των παραρτημάτων III και IV, για την προσαρμογή τους στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. 6. Για να συνδράμει την Επιτροπή στην επανεξέταση των παραρτημάτων Ι και ΙΙ, ο ECHA καταρτίζει επιστημονικές εκθέσεις. Οι εν λόγω εκθέσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
6α. Έως τις 12 Ιανουαρίου 2025, η Επιτροπή θεσπίζει τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης για την παρακολούθηση υπερφθοριωμένων και πολυφθοριωμένων αλκυλιωμένων ουσιών με βάση την παράμετρο “σύνολο PFAS”. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό προτύπου ποιότητας για το “σύνολο PFAS” και να τροποποιεί αναλόγως το παράρτημα I. Η Επιτροπή εκδίδει τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις έως τις 12 Ιανουαρίου 2026. [Τροπολογία 101] 7. Ο ECHA εκπονεί και δημοσιοποιεί ανά εξαετία έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα πορίσματα της επανεξέτασης που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: πέντε τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας].». [Τροπολογία 102] |
|
8) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 8α: «Άρθρο 8α Άσκηση της εξουσιοδότησης 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου. 2. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 , 3 και 6α εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις … [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία = η περίοδο έξι ετών από... [ ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της εξαετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλει αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου. [Τροπολογία 103] 3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουν την εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 , 3 και 6α . Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. [Τροπολογία 104] 4. Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότησης πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. [Τροπολογία 105 – δεν αφορά το ελληνικό κείμενο] 5. Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 6. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 ή 2 , 3 ή 6α τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν έχουν εκφρασθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή της στα εν λόγω θεσμικά όργανα ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.». [Τροπολογία 106] |
|
9) |
Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 9 Διαδικασία επιτροπής 1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*20). 2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. (*20) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»." |
|
10) |
Το άρθρο 10 απαλείφεται. |
|
11) |
Το παράρτημα I αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος III της παρούσας οδηγίας. |
|
12) |
Το παράρτημα II τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας. |
|
13) |
Στο παράρτημα III, το σημείο 2 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
14) |
Στο παράρτημα IV μέρος Β σημείο 1, η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Το σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή μέτρων για την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων , συμπεριλαμβανομένων των εποχικών ανοδικών τάσεων που προκαλούνται, μεταξύ άλλων, από χαμηλή απόρριψη υδάτινης μάζας, είναι εκείνο κατά το οποίο η συγκέντρωση του ρύπου φθάνει στο 75 % των παραμετρικών τιμών των προτύπων ποιότητας υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), εκτός εάν:». [Τροπολογία 107] |
Άρθρο 3
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2008/105/ΕΚ
Η οδηγία 2008/105/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των επιφανειακών υδάτων και σχετικά με την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου». |
|
1) |
Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής: « Άρθρο 1 Αντικείμενο Η παρούσα οδηγία καθορίζει πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ) για ουσίες προτεραιότητας και επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, με στόχο την επίτευξη καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων και σύμφωνα με τις διατάξεις και τους στόχους του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.». [Τροπολογία 108] |
|
2) |
Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
|
|
3) |
Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:
|
|
4) |
Στο άρθρο 7α παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Για τις ουσίες προτεραιότητας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012 ή του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*22), ή στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*23), της οδηγίας 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*24) ή της οδηγίας 2010/75/ΕΕ, η Επιτροπή αξιολογεί, στο πλαίσιο της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ανά διετία , αν τα μέτρα που εφαρμόζονται σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών επαρκούν για την επίτευξη των ΠΠΠ για τις ουσίες προτεραιότητας και του στόχου της παύσης ή σταδιακής κατάργησης των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. [Τροπολογία 114] Η ιεραρχία των μέτρων που πρέπει να ληφθούν δίνει προτεραιότητα σε περιορισμούς και άλλα μέτρα ελέγχου στην πηγή. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις, κατά περίπτωση, για την τροποποίηση των νομικών πράξεων της Ένωσης ώστε να διασφαλίζεται ότι οι απορρίψεις, οι εκπομπές και οι διαρροές των ουσιών προτεραιότητας ανακόπτονται στην πηγή. [Τροπολογία 115] (*22) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά φάρμακα και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ (ΕΕ L 4 της 7.1.2019, σ. 43)." (*23) Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67)." (*24) Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 71).»." |
|
4) |
Στο άρθρο 7α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: « 2. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού το αργότερο έξι μήνες μετά την αξιολόγησή της και συνοδεύει την έκθεσή της με τις τυχόν κατάλληλες προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων ελέγχου. ». [Τροπολογία 116] |
|
5) |
Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 8 Επανεξέταση των παραρτημάτων I και ΙΙ 1. Η Επιτροπή επανεξετάζει, για πρώτη φορά έως τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: έξι τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] και στη συνέχεια ανά εξαετία τετραετία , τον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας και τα αντίστοιχα ΠΠΠ για τις εν λόγω ουσίες που παρατίθενται στο μέρος Α του παραρτήματος Ι και τον κατάλογο ρύπων που παρατίθεται στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙ. [Τροπολογία 117] 2. Ανατίθεται στην Βάσει της επανεξέτασης, η Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις, κατά περίπτωση , έχοντας υπόψη τις επιστημονικές εκθέσεις που εκπονεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) δυνάμει της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 9α, για την τροποποίηση του παραρτήματος I με σκοπό την προσαρμογή του στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο ως εξής: [Τροπολογία 118]
3. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, έχοντας υπόψη τις επιστημονικές εκθέσεις που εκπονεί ο ECHA δυνάμει της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 9α, για την τροποποίηση του παραρτήματος II με σκοπό την προσαρμογή του στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο ως εξής:
4. Κατά τον προσδιορισμό συγκεκριμένων ρύπων λεκανών απορροής ποταμών για τους οποίους θα ήταν ενδεχομένως αναγκαίο να καθοριστούν ΠΠΠ σε επίπεδο Ένωσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:
5. Οι ουσίες προτεραιότητας οι οποίες, ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, έχουν διαγραφεί από τον κατάλογο των ουσιών προτεραιότητας επειδή δεν παρουσιάζουν πλέον κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης, περιλαμβάνονται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ, στο οποίο απαριθμούνται οι συγκεκριμένοι ρύποι λεκανών απορροής ποταμών και τα σχετικά εναρμονισμένα ΠΠΠ που πρέπει να εφαρμόζονται όταν οι ρύποι είναι εθνικού ή περιφερειακού ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 8δ. 6. Για να συνδράμει την Επιτροπή στην επανεξέταση των παραρτημάτων Ι και ΙΙ, ο ECHA καταρτίζει επιστημονικές εκθέσεις. Οι εν λόγω επιστημονικές εκθέσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
6α. Έως τις 12 Ιανουαρίου 2025, η Επιτροπή καθορίζει τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης για την παρακολούθηση υπερφθοριωμένων και πολυφθοριωμένων αλκυλιωμένων ουσιών βάσει της παραμέτρου “σύνολο PFAS”. Έως τις 12 Ιανουαρίου 2026, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 9α για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό προτύπου ποιότητας για το “σύνολο PFAS” και την ανάλογη τροποποίηση του παραρτήματος I. [Τροπολογία 120] 6β. Έως... [δύο έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή θεσπίζει τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης για την παρακολούθηση των δισφαινολών, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον της δισφαινόλης Α, της δισφαινόλης Β και της δισφαινόλης S, υπό την παράμετρο “σύνολο δισφαινολών”. Έως... [τρία έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 9α για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό ΠΠΠ για το “σύνολο δισφαινολών” χρησιμοποιώντας προσέγγιση συντελεστή σχετικής ισχύος και τροποποιώντας αναλόγως το παράρτημα I. [Τροπολογία 121] 7. Ο ECHA εκπονεί και δημοσιοποιεί ανά εξαετία τετραετία έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα πορίσματα των επιστημονικών εκθέσεων που εκπονούνται δυνάμει της παραγράφου 6. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: πέντε τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. [Τροπολογία 122] (*25) Οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων (ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 19)." (*26) Οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 435 της 23.12.2020, σ. 1).»." |
|
6) |
Το άρθρο 8α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 8α Ειδικές διατάξεις για ορισμένες ουσίες 1. Στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του σημείου 1.4.3 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την παρουσίαση της συνολικής χημικής κατάστασης και των στόχων και των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίζουν συμπληρωματικούς χάρτες που παρουσιάζουν τα στοιχεία σχετικά με τη χημική κατάσταση μιας ή περισσοτέρων από τις ακόλουθες ουσίες χωριστά από τα στοιχεία που αφορούν τις υπόλοιπες ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I μέρος Α της παρούσας οδηγίας:
Τα κράτη μέλη μπορούν να παρουσιάζουν την έκταση τυχόν απόκλισης από την τιμή ΠΠΠ για τις ουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Τα κράτη μέλη που παρέχουν συμπληρωματικούς χάρτες, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, επιδιώκουν να διασφαλίσουν τη μεταξύ τους συγκρισιμότητα σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού και σε επίπεδο Ένωσης και διαθέτουν τα δεδομένα σύμφωνα με την οδηγία 2003/4/ΕΚ, την οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*27) και την οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*28). [Τροπολογία 123] 2. Για τις ουσίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος A ως ουσίες που συμπεριφέρονται ως απανταχού παρούσες ουσίες ΑΒΤ , και οι οποίες δεν είναι πλέον εγκεκριμένες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον στην Ένωση , τα κράτη μέλη μπορούν να διενεργούν λιγότερο εντατική παρακολούθηση από εκείνη που απαιτείται για τις ουσίες προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας και το παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, υπό τον όρο ότι η παρακολούθηση είναι αντιπροσωπευτική και ότι υπάρχει αξιόπιστη στατιστική βάση αναφοράς σχετικά με την παρουσία των ουσιών αυτών στο υδάτινο περιβάλλον. Ως κατευθυντήρια γραμμή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, η παρακολούθηση θα πρέπει να πραγματοποιείται ανά τριετία, εκτός εάν οι τεχνικές γνώσεις και η κρίση των εμπειρογνωμόνων δικαιολογούν διαφορετικό χρονικό διάστημα. [Τροπολογία 124] 3. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν, από... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται 18 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] και για περίοδο δύο ετών, την παρουσία οιστρογόνων ουσιών στα υδατικά συστήματα, χρησιμοποιώντας μεθόδους παρακολούθησης βάσει επιπτώσεων. Διενεργούν την παρακολούθηση τουλάχιστον τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια καθενός από τα δύο έτη σε σημεία όπου παρακολουθούνται οι τρεις οιστρογόνες ορμόνες 7β-οιστραδιόλη (E2), οιστρόνη (E1) και α-αιθινυλοιστραδιόλη (EE2) που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας, με τη χρήση συμβατικών αναλυτικών μεθόδων σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και το παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν το δίκτυο των τόπων παρακολούθησης που έχουν προσδιοριστεί για την εποπτική παρακολούθηση αντιπροσωπευτικών συστημάτων επιφανειακών υδάτων σύμφωνα με το σημείο 1.3.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. 3α. Η Επιτροπή, εντός 12 μηνών από τη διετή περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 3, δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την αξιοπιστία των μεθόδων βάσει επιπτώσεων συγκρίνοντας τα αποτελέσματα βάσει επιπτώσεων με τα αποτελέσματα που προκύπτουν με τη χρήση των συμβατικών μεθόδων για την παρακολούθηση των τριών οιστρογόνων ουσιών που απαριθμούνται στην παράγραφο 3, εν αναμονή ενός πιθανού καθορισμού τιμών ενεργοποίησης βάσει επιπτώσεων στο μέλλον. Μόλις οι μέθοδοι βάσει επιπτώσεων είναι έτοιμες να χρησιμοποιηθούν και για άλλες ουσίες, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με την προσθήκη απαίτησης για τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τις μεθόδους βάσει επιπτώσεων, παράλληλα με τις συμβατικές μεθόδους παρακολούθησης, να διενεργούν παρακολούθηση για την αξιολόγηση της παρουσίας των εν λόγω ουσιών στα υδατικά συστήματα. [Τροπολογία 125] (*27) Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1)." (*28) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τα ανοικτά δεδομένα και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 172 της 26.6.2019, σ. 56).»." |
|
7) |
Το άρθρο 8β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 8β Κατάλογος επιτήρησης 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει, λαμβάνοντας υπόψη τις επιστημονικές εκθέσεις που καταρτίζει ο ECHA, εκτελεστικές πράξεις για την κατάρτιση καταλόγου επιτήρησης των ουσιών για τις οποίες είναι αναγκαίο να συλλέγονται δεδομένα παρακολούθησης σε επίπεδο Ένωσης από τα κράτη μέλη, και για τον καθορισμό των μορφοτύπων που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για την υποβολή των αποτελεσμάτων της εν λόγω παρακολούθησης και των σχετικών πληροφοριών στην Επιτροπή. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2. Στον κατάλογο επιτήρησης περιλαμβάνονται έως 10 τουλάχιστον πέντε ουσίες ή ομάδες ουσιών ανά πάσα στιγμή και οι υλικοί φορείς παρακολούθησης και οι πιθανές μέθοδοι ανάλυσης για κάθε ουσία. Οι εν λόγω υλικοί φορείς και μέθοδοι παρακολούθησης δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος για τις αρμόδιες αρχές. Οι ουσίες που πρέπει να συμπεριληφθούν στον κατάλογο επιτήρησης επιλέγονται μεταξύ των ουσιών για τις οποίες τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ενδέχεται να συνιστούν σημαντικό κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού και για τις οποίες τα στοιχεία παρακολούθησης είναι ανεπαρκή. Ο κατάλογος επιτήρησης περιλαμβάνει ουσίες που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία , οι οποίες επιλέγονται μεταξύ των ουσιών για τις οποίες οι διαθέσιμες πληροφορίες, επίσης σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, δείχνουν ότι ενδέχεται να συνιστούν σημαντικό κίνδυνο σε επίπεδο Ένωσης για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού, και για τις οποίες τα δεδομένα παρακολούθησης είναι ανεπαρκή, εκτός εάν ο αριθμός των ουσιών ή ομάδων ουσιών για τις οποίες οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι ενδέχεται να συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού, μεταξύ των οποίων πρέπει να γίνει η επιλογή, είναι μικρότερος από πέντε, οπότε ο κατάλογος επιτήρησης περιλαμβάνει όλες τις εν λόγω ουσίες . Εκτός από τον ελάχιστο αριθμό ουσιών ή ομάδων ουσιών, ο κατάλογος επιτήρησης μπορεί να περιλαμβάνει και δείκτες ρύπανσης. Στον κατάλογο επιτήρησης προσδιορίζονται οι υλικοί φορείς παρακολούθησης και οι πιθανές μέθοδοι ανάλυσης για κάθε ουσία. Οι εν λόγω υλικοί φορείς και μέθοδοι παρακολούθησης δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος για τις αρμόδιες αρχές. [Τροπολογία 126] Μόλις προσδιοριστούν Προσδιορίζονται κατάλληλες μέθοδοι παρακολούθησης για τα μικροπλαστικά και για τα επιλεγμένα γονίδια μικροβιακής αντοχής, οι ουσίες αυτές το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο έως... [την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται των 18 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας]. Μόλις προσδιοριστούν οι εν λόγω μέθοδοι παρακολούθησης, τα μικροπλαστικά και τα επιλεγμένα γονίδια μικροβιακής αντοχής προστίθενται στον κατάλογο επιτήρησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 . Η Επιτροπή εξετάζει αν είναι αναγκαία η συμπερίληψη των θειικών, των ξανθικών και μη κρίσιμων μεταβολιτών φυτοφαρμάκων (nrM) στον κατάλογο επιτήρησης προκειμένου να βελτιωθεί η διαθεσιμότητα δεδομένων σχετικά με την παρουσία τους όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. [Τροπολογία 127] Ο ECHA καταρτίζει επιστημονικές εκθέσεις για να βοηθήσει την Επιτροπή στην επιλογή των ουσιών και των δεικτών ρύπανσης για τον κατάλογο επιτήρησης, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες πληροφορίες: [Τροπολογία 128]
Ο ECHA εκπονεί ανά τριετία έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα πορίσματα των επιστημονικών εκθέσεων που καταρτίζονται δυνάμει του τέταρτου εδαφίου και δημοσιοποιεί την εν λόγω έκθεση. Η πρώτη έκθεση του ECHA καθίσταται διαθέσιμη έως τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η πρώτη ημέρα του εικοστού πρώτου μήνα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. 2. Ο κατάλογος επιτήρησης επικαιροποιείται έως τις ... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η τελευταία ημέρα του εικοστού τρίτου μήνα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], και στη συνέχεια κάθε 36 μήνες το αργότερο ή συχνότερα εάν προκύψουν νέα επιστημονικά στοιχεία που θα απαιτούσαν την επικαιροποίηση του καταλόγου κατά την περίοδο μεταξύ επιμέρους επανεξετάσεων. Τα κράτη μέλη αξιολογούν ανά διετία τον αντίκτυπο στην ποιότητα των υδάτων των βιομηχανικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις απειλές που εντοπίστηκαν πρόσφατα, ώστε να μπορεί να επικαιροποιεί αναλόγως τον κατάλογο επιτήρησης. Η αξιολόγηση είναι εύκολα προσβάσιμη στο κοινό. Κατά την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης, η Επιτροπή αφαιρεί από τον υφιστάμενο κατάλογο επιτήρησης κάθε ουσία για την οποία θεωρεί ότι είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ο κίνδυνος για το υδάτινο περιβάλλον χωρίς πρόσθετα δεδομένα παρακολούθησης. Κατά την επικαιροποίηση του καταλόγου επιτήρησης, μια μεμονωμένη ουσία ή ομάδα ουσιών μπορεί να παραμείνει στον κατάλογο επιτήρησης για ακόμα μία τριετή περίοδο κατ’ ανώτατο όριο, όταν απαιτούνται πρόσθετα δεδομένα παρακολούθησης για την εκτίμηση του κινδύνου για το υδάτινο περιβάλλον. Κάθε επικαιροποιημένος κατάλογος επιτήρησης περιλαμβάνει επίσης μία ή περισσότερες νέες ουσίες για τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί, βάσει των επιστημονικών εκθέσεων του ECHA, ότι υπάρχει κίνδυνος για το υδάτινο περιβάλλον. [Τροπολογία 130] 3. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν κάθε ουσία ή ομάδα ουσιών που περιλαμβάνεται στον κατάλογο επιτήρησης σε επιλεγμένους αντιπροσωπευτικούς σταθμούς παρακολούθησης για περίοδο τουλάχιστον 24 μηνών. Η περίοδος παρακολούθησης αρχίζει εντός έξι μηνών από την καταχώριση της ουσίας στον κατάλογο. Έκαστο κράτος μέλος επιλέγει τουλάχιστον έναν σταθμό παρακολούθησης και έναν επιπλέον σταθμό εφόσον ο πληθυσμός του υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο κατοίκους, συν τον αριθμό σταθμών που ισούται με το πηλίκο της γεωγραφικής του έκτασης, σε km2, διαιρούμενης διά 60 000 (με στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό), συν έναν αριθμό σταθμών που ισούται με το πηλίκο του πληθυσμού του διά πέντε εκατομμύρια (με στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό). Κατά την επιλογή των αντιπροσωπευτικών σταθμών παρακολούθησης, της συχνότητας παρακολούθησης και του εποχιακού χρονοδιαγράμματος για κάθε ουσία ή ομάδα ουσιών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα πρότυπα χρήσης και την πιθανή εμφάνιση της ουσίας ή της ομάδας ουσιών. Η συχνότητα της παρακολούθησης δεν είναι μικρότερη από δύο φορές ετησίως, με εξαίρεση τις ουσίες που . Η συχνότητα είναι ευαίσθητες στις κλιματικές ή εποχιακές διακυμάνσεις, για τις οποίες η παρακολούθηση διενεργείται συχνότερα υψηλότερη , όπως ορίζεται στην εκτελεστική πράξη για την κατάρτιση του καταλόγου επιτήρησης που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 , για ουσίες που είναι ευαίσθητες στις κλιματικές διακυμάνσεις, συμπεριλαμβανομένων των βροχοπτώσεων, και για ουσίες των οποίων η συγκέντρωση είναι πιθανόν να κορυφωθεί σε σύντομες περιόδους ως αποτέλεσμα εποχιακών διακυμάνσεων στη χρήση των εν λόγω ουσιών . [Τροπολογία 131] Όταν ένα κράτος μέλος είναι σε θέση να παράγει και να παρέχει στην Επιτροπή επαρκή, συγκρίσιμα, αντιπροσωπευτικά και πρόσφατα δεδομένα παρακολούθησης για μια συγκεκριμένη ουσία ή ομάδα ουσιών από υφιστάμενα προγράμματα ή μελέτες παρακολούθησης, μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί σε πρόσθετη παρακολούθηση στο πλαίσιο του μηχανισμού καταλόγου επιτήρησης για την εν λόγω ουσία ή ομάδα ουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η ουσία ή η ομάδα ουσιών παρακολουθείται με τη χρήση μεθοδολογίας σύμφωνης με τους υλικούς φορείς παρακολούθησης και τις μεθόδους ανάλυσης που αναφέρονται στην εκτελεστική πράξη για την κατάρτιση του καταλόγου επιτήρησης, καθώς και στην οδηγία 2009/90/ΕΚ (*29). 4. Τα κράτη μέλη καθιστούν διαθέσιμα τα αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και με την εκτελεστική πράξη για την κατάρτιση του καταλόγου επιτήρησης που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Παρέχουν επίσης πληροφορίες σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα των σταθμών παρακολούθησης και τη στρατηγική παρακολούθησης. 5. Ο ECHA επανεξετάζει τα αποτελέσματα της παρακολούθησης στο τέλος της 24μηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και κρίνει ποιες ουσίες ή ομάδες ουσιών πρέπει να παρακολουθούνται για ακόμα μία περίοδο 24 μηνών και, ως εκ τούτου, πρέπει να παραμείνουν στον κατάλογο επιτήρησης, και ποιες ουσίες ή ομάδες ουσιών μπορούν να διαγραφούν από τον κατάλογο επιτήρησης. Όταν η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την κρίση του ECHA που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται περαιτέρω παρακολούθηση για την περαιτέρω εκτίμηση του κινδύνου για το υδάτινο περιβάλλον, το συμπέρασμα αυτό λαμβάνεται υπόψη κατά την επανεξέταση του παραρτήματος I ή II που αναφέρεται στο άρθρο 8. (*29) Οδηγία 2009/90/ΕΚ της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2009, για την θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών για τη χημική ανάλυση και παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 201 της 1.8.2009, σ. 36).»." |
|
7) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 8βα: « «Άρθρο 8βα Το αργότερο... [ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή υποβάλλει εκτίμηση επιπτώσεων στην οποία εξετάζεται η συμπερίληψη στην παρούσα οδηγία μηχανισμού διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού, που διασφαλίζει ότι οι παραγωγοί που διαθέτουν στην αγορά προϊόντα που περιέχουν οποιαδήποτε από τις ουσίες ή ενώσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, καθώς και ουσίες που προκαλούν νέες ανησυχίες και περιλαμβάνονται στον κατάλογο επιτήρησης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμβάλλουν στο κόστος των προγραμμάτων παρακολούθησης που σχεδιάζονται βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Η εν λόγω εκτίμηση επιπτώσεων συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας.». [Τροπολογία 132] |
|
7) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: « Άρθρο 8ββ Ευρωπαϊκός μηχανισμός παρακολούθησης Η Επιτροπή έως... [ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], δημιουργεί κοινό μηχανισμό παρακολούθησης για τη διαχείριση των απαιτήσεων παρακολούθησης, εφόσον το ζητήσουν τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή καθορίζει τη λειτουργία του μηχανισμού παρακολούθησης, ο οποίος καλύπτει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
|
|
8) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 8δ: «Άρθρο 8δ Συγκεκριμένοι ρύποι λεκανών απορροής ποταμών 1. Τα κράτη μέλη καθορίζουν και εφαρμόζουν ΠΠΠ για τους συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών που καλύπτονται από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙ της παρούσας οδηγίας, όταν οι εν λόγω ρύποι συνιστούν κίνδυνο για τα υδατικά συστήματα σε μία ή περισσότερες από τις περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού τους με βάση τις αναλύσεις και τις επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΕ, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο μέρος Β του παραρτήματος ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη, έως τις ... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται 18 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας], ενημερώνουν τον ECHA σχετικά με τα ΠΠΠ που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Ο ECHA δημοσιοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες. 2. Όταν ΠΠΠ για συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών έχουν καθοριστεί σε επίπεδο Ένωσης και απαριθμούνται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ, σύμφωνα με το άρθρο 8, τα εν λόγω ΠΠΠ υπερισχύουν των ΠΠΠ για τους συγκεκριμένους ρύπους λεκανών απορροής ποταμών που καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με την παράγραφο 1. Τα εν λόγω ΠΠΠ που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης εφαρμόζονται επίσης από τα κράτη μέλη προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι συγκεκριμένοι ρύποι λεκανών απορροής ποταμών που απαριθμούνται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ ενέχουν κίνδυνο. 3. Απαιτείται συμμόρφωση με τα ισχύοντα εθνικά ΠΠΠ ή ΠΠΠ που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης, κατά περίπτωση, προκειμένου ένα υδατικό σύστημα να βρίσκεται σε καλή χημική κατάσταση, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 24 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. 3α. Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή ΠΠΠ για συγκεκριμένους ρύπους λεκάνης απορροής ποταμού, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τη βιοδιαθεσιμότητα των μετάλλων. ». [Τροπολογία 134] |
|
8) |
Το άρθρο 9α παράγραφος 2 τροποποιείται ως ακολούθως: « 2. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 8 παράγραφοι 3, 6α και 6β και στο άρθρο 8α παράγραφος 3α εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο 6 ετών από τις... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας]. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των έξι ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλει αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.». [Τροπολογία 135] |
|
8) |
Το άρθρο 9α παράγραφος 3 τροποποιείται ως ακολούθως: « 3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, 6α, 6β και στο άρθρο 8α παράγραφος 3α μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.». [Τροπολογία 136] |
|
8) |
Στο άρθρο 9α παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α: « 3α. Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.». [Τροπολογία 137] |
|
8) |
Στο άρθρο 9α, η παράγραφος 5 τροποποιείται ως ακολούθως: «5. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 8 παράγραφοι 3, 6α και 6β ή στο άρθρο 8α παράγραφος 3α τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.». [Τροπολογία 138] |
|
9) |
Το άρθρο 10 απαλείφεται. |
|
10) |
Το παράρτημα Ι τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα V της παρούσας οδηγίας. |
|
11) |
Προστίθεται το παράρτημα II, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 4
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις … [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται 18 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας].
2. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 5
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 6
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
…,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η Πρόεδρος
Για το Συμβούλιο
O/Η Πρόεδρος
(1) ΕΕ C της, σ..
(2) ΕΕ C της, σ..
(3) Απόφαση (ΕΕ) 2022/591 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2022, σχετικά με γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2030.
(4) Drivers of and pressures arising from selected key water management challenges: A European overview (Παράγοντες που επηρεάζουν και πιέσεις που ασκούνται λόγω επιλεγμένων βασικών ζητημάτων της διαχείρισης υδάτων: ευρωπαϊκή επισκόπηση), έκθεση 09/2021, ΕΟΠ.
(5) https://www.oecd.org/agriculture/topics/water-and-agriculture/
(6) https://www.eea.europa.eu/publications/state-of-water
(7) https://food.ec.europa.eu/plants/pesticides/sustainable-use-pesticides/farm-fork-targets-progress/eu-trends_en
(8) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» [COM(2019)0640].
(9) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Στρατηγική για τη βιωσιμότητα των χημικών προϊόντων — Για ένα περιβάλλον χωρίς τοξικές ουσίες» [COM(2020)0667.
(10) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Πορεία προς έναν υγιή πλανήτη για όλους — Σχέδιο δράσης της ΕΕ για μηδενική ρύπανση των υδάτων, του αέρα, και του εδάφους» [COM(2021)0400].
(11) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Ευρωπαϊκή στρατηγική για τις πλαστικές ύλες σε μια κυκλική οικονομία [COM(2018)0028].
(12) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Φαρμακευτική στρατηγική για την Ευρώπη» [COM(2020)0761].
(13) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 — Επαναφορά της φύσης στη ζωή μας» [COM(2020)0380].
(14) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Από το αγρόκτημα στο πιάτο — Μια στρατηγική για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα τροφίμων» [COM(2020)0381].
(15) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Στρατηγική της ΕΕ για το έδαφος με ορίζοντα το 2030 — Αποκομίζοντας τα οφέλη του υγιούς εδάφους για τους ανθρώπους, τα τρόφιμα, τη φύση και το κλίμα» [COM(2021)0699].
(16) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης» [COM(2020)0067].
(17) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Ευρωπαϊκή στρατηγική για τα δεδομένα» [COM(2020)0066].
(18) Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).
(19) Οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων καθώς και σχετικά με την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 84).
(20) Απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2001, για τη θέσπιση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και τροποποίησης της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).
(21) Οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση (ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 19).
(22) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).
(23) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1).
(24) Κανονισμός (EE) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1).
(25) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά φάρμακα και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ (ΕΕ L 4 της 7.1.2019, σ. 43).
(26) Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).
(27) Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 71).
(28) Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).
(29) Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).
(30) Transcriptomic signalling in zebrafish embryos exposed to environmental concentrations of glyphosate, 2022. Effects of low-concentration glyphosate and aminomethyl phosphonic acid on zebrafish embryo development, 2021. Global transcriptomic profiling demonstrates induction of oxidative stress and compensatory cellular stress responses in brown trout exposed to glyphosate and Roundup, 2018.
(31) Απόφαση 2004/248/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2004, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας atrazine στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και με την απόσυρση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή τη δραστική ουσία (ΕΕ L 78 της 16.3.2004, σ. 53).
(32) Οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 435 της 23.12.2020, σ. 1).
(33) SCHEER. Συμβολή στη διαβούλευση με τη ΓΔ ENV: Παρατηρήσεις σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα, της οδηγίας για τα υπόγεια ύδατα, και της οδηγίας για τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος, Μάρτιος 2023. SCHEER. Groundwater quality standards for proposed additional pollutants in the annexes to the Groundwater Directive (2006/118/EC) [Πρότυπα ποιότητας των υπόγειων υδάτων για προτεινόμενους πρόσθετους ρύπους στα παραρτήματα της οδηγίας για τα υπόγεια ύδατα (2006/118/ΕΚ)], Ιούλιος 2022.
(34) EMA, Assessing the toxicological risk to human health and groundwater communities from veterinary pharmaceuticals in groundwater - Scientific guideline (Αξιολόγηση του τοξικολογικού κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου και τις κοινότητες υπόγειων υδάτων από τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα στα υπόγεια ύδατα - Επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές), Απρίλιος 2018.
(35) European Groundwater Memorandum: To secure the quality and quantity of drinking water for future generations (Μνημόνιο για τα Ευρωπαϊκά Υπόγεια Ύδατα: για τη διασφάλιση της ποιότητας και της ποσότητας του πόσιμου νερού για τις μελλοντικές γενιές), Μάρτιος 2022.
(36) EMA. Assessing the toxicological risk to human health and groundwater communities from veterinary pharmaceuticals in groundwater - Scientific guideline (Αξιολόγηση του τοξικολογικού κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου και τις κοινότητες υπόγειων υδάτων από τα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα στα υπόγεια ύδατα - Επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές), Απρίλιος 2018.
(37) Οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 435 της 23.12.2020, σ. 1).
(38) «Global burden of bacterial antimicrobial resistance in 2019: a systematic analysis» (Παγκόσμια επιβάρυνση της αντοχής βακτηρίων έναντι αντιμικροβιακών το 2019: συστηματική ανάλυση), Lancet, 19 Ιανουαρίου 2022 https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0140673621027240?via%3Dihub
(39) https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S2352186422000724
(40) Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής «Fitness check of the Water Framework Directive, Groundwater Directive, Environmental Quality Standards Directive and Floods Directive» (Έλεγχος καταλληλότητας της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα, της οδηγίας για τα υπόγεια ύδατα, της οδηγίας για τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος και της οδηγίας για τις πλημμύρες) [SWD(2019)0439].
(41) https://www.igb-berlin.de/sites/default/files/media-files/download-files/IGB_Policy_Brief_WFD_2019.pdf
(42) Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Inspire) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).
(43) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τα ανοικτά δεδομένα και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 172 της 26.6.2019, σ. 56).
(44) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων και για την τροποποίηση των οδηγιών 91/689/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).
(45) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(46) ΕΕ: Να προστεθεί στο κείμενο ο αριθμός του κανονισμού που περιέχεται στο έγγραφο COM(2022)0157 και να συμπληρωθούν στην υποσημείωση ο αριθμός, η ημερομηνία, ο τίτλος και παραπομπή στην Επίσημη Εφημερίδα για την εν λόγω οδηγία.
(47) Υπόθεση C-535/18, απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 28ης Μαΐου 2020· IL και λοιποί κατά Land Nordrhein Westfalen. Υπόθεση C-664/15, απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 20ής Δεκεμβρίου 2017· Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation κατά Bezirkshauptmannschaft Gmünd.
(48) Απόφαση αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 924).
(49) ΟΟΣΑ, 6η Στρογγυλή Τράπεζα για τη Χρηματοδότηση του Νερού. Διατίθεται στον δικτυακό τόπο: https://www.oecd.org/water/6th-Roundtable-on-Financing-Water-in-Europe-Summary-and-Highlights.pdf
Παραρτημα I
Το παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
τα σημεία 1.1.1 έως 1.1.4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1.1.1. «Ποταμοί
1.1.2. Λίμνες
1.1.3. Μεταβατικά ύδατα
1.1.4. Παράκτια ύδατα
|
|
2) |
στο σημείο 1.2.1, ο πίνακας «Φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Γενικά στοιχεία φυσικοχημικής ποιότητας
|
|
3) |
στο σημείο 1.2.2, ο πίνακας «Φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Γενικά στοιχεία φυσικοχημικής ποιότητας
|
|
4) |
στο σημείο 1.2.3, ο πίνακας «Φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Γενικά στοιχεία φυσικοχημικής ποιότητας
|
|
5) |
στο σημείο 1.2.4, ο πίνακας «Φυσικοχημικά ποιοτικά στοιχεία» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Γενικά στοιχεία φυσικοχημικής ποιότητας
|
|
6) |
στο σημείο 1.2.5, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:
|
|
7) |
το σημείο 1.2.6 απαλείφεται· |
|
8) |
στο σημείο 1.3, προστίθεται η ακόλουθη τέταρτη και πέμπτη παράγραφος: «Όταν το δίκτυο παρακολούθησης περιλαμβάνει γεωσκόπηση και τηλεπισκόπηση και όχι τοπικά σημεία δειγματοληψίας, ή άλλες καινοτόμες τεχνικές, ο χάρτης του δικτύου παρακολούθησης περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ποιότητας και τα υδατικά συστήματα ή τις ομάδες υδατικών συστημάτων που παρακολουθούνται με τη χρήση των εν λόγω μεθόδων παρακολούθησης. Γίνεται αναφορά στα πρότυπα CEN, ISO ή άλλα διεθνή ή εθνικά πρότυπα που εφαρμόζονται για να εξασφαλιστεί ότι τα λαμβανόμενα χρονικά και χωρικά δεδομένα είναι εξίσου αξιόπιστα με εκείνα που λαμβάνονται με τη χρήση συμβατικών μεθόδων παρακολούθησης στα τοπικά σημεία δειγματοληψίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μεθόδους παθητικής δειγματοληψίας για την παρακολούθηση των χημικών ρύπων, κατά περίπτωση, ιδίως για σκοπούς διαλογής, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω μέθοδοι δειγματοληψίας δεν υποτιμούν τις συγκεντρώσεις ρύπων για τους οποίους ισχύουν πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος και, ως εκ τούτου, εντοπίζουν με αξιόπιστο τρόπο τυχόν “μη επίτευξη καλής κατάστασης”, και ότι διενεργείται χημική ανάλυση δειγμάτων των υδάτων, ζώντων οργανισμών ή ιζημάτων, σύμφωνα με τα εφαρμοζόμενα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος, οπουδήποτε παρατηρείται μη επίτευξη καλής κατάστασης. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εφαρμόζουν μεθόδους δειγματοληψίας βάσει επιπτώσεων υπό τους ίδιους όρους.»· |
|
9) |
στο σημείο 1.3.1, το τελευταίο εδάφιο, «Επιλογή των ποιοτικών στοιχείων», αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Επιλογή των ποιοτικών στοιχείων Η εποπτική παρακολούθηση διενεργείται σε κάθε τόπο παρακολούθησης για μια περίοδο ενός έτους στη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από ένα σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού. Η εποπτική παρακολούθηση καλύπτει τα ακόλουθα:
Ωστόσο, όταν η προηγούμενη εποπτική διαδικασία παρακολούθησης έχει καταδείξει ότι το εν λόγω σύστημα βρισκόταν σε καλή κατάσταση και δεν υπάρχουν στοιχεία από την εξέταση των επιπτώσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας που αναφέρεται στο παράρτημα II που να αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις στο σύστημα έχουν αλλάξει, η εποπτική παρακολούθηση διενεργείται μία φορά κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από τρία διαδοχικά σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.»· |
|
10) |
το σημείο 1.3.2 τροποποιείται ως εξής:
|
|
10) |
στο σημείο 1.3.4, τροποποιείται η παράγραφος 4 ως ακολούθως: «Στις συχνότητες που επιλέγονται, και αν είναι αναγκαίο αυξάνονται, λαμβάνεται υπόψη η διακύμανση των παραμέτρων λόγω φυσικών αλλά και ανθρωπογενών συνθηκών. Επιπλέον, η χρονική στιγμή που διενεργείται η παρακολούθηση επιλέγεται έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στην αξιολόγηση της κατάστασης που οφείλονται στις εποχικές διακυμάνσεις στη χρήση ουσιών και στις διακυμάνσεις της στάθμης των υδάτων και, έτσι, να εξασφαλίζεται ότι τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στο υδατικό σύστημα που προκαλούνται από την ανθρωπογενή πίεση και τις κλιματικές μεταβολές. Όσον αφορά τις ουσίες προτεραιότητας που είναι ευαίσθητες στις κλιματικές μεταβολές και τις ουσίες προτεραιότητας των οποίων η συγκέντρωση είναι πιθανόν να κορυφωθεί σε σύντομες περιόδους ως αποτέλεσμα εποχικών διακυμάνσεων στη χρήση των ουσιών αυτών, η παρακολούθηση διενεργείται συχνότερα από ό, τι για άλλες ουσίες.»· [Τροπολογία 139] |
|
11) |
στο σημείο 1.3.4, στον πίνακα, στην έκτη σειρά κάτω από τον τίτλο «Φυσικοχημικό», οι λέξεις «Λοιποί ρύποι» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Συγκεκριμένοι ρύποι λεκάνης απορροής ποταμού»· |
|
12) |
το σημείο 1.4.1 τροποποιείται ως εξής:
|
|
13) |
στο σημείο 1.4.2, το σημείο iii) απαλείφεται· |
|
14) |
στο σημείο 1.4.3, στο πρώτο εδάφιο, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Ένα υδατικό σύστημα καταγράφεται ως σύστημα που επιτυγχάνει καλή χημική κατάσταση όταν συμμορφώνεται με όλα τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος που ορίζονται στο μέρος Α του παραρτήματος I της οδηγίας 2008/105/ΕΚ και τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8δ της εν λόγω οδηγίας.»· |
|
15) |
στο σημείο 2.2.1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Όταν το δίκτυο παρακολούθησης περιλαμβάνει μεθόδους γεωσκόπησης ή τηλεπισκόπηση και όχι τοπικά σημεία δειγματοληψίας, ή άλλες καινοτόμες τεχνικές, γίνεται αναφορά στα πρότυπα CEN, ISO ή άλλα διεθνή ή εθνικά πρότυπα που εφαρμόζονται για να εξασφαλιστεί ότι τα λαμβανόμενα χρονικά και χωρικά δεδομένα είναι εξίσου αξιόπιστα με εκείνα που λαμβάνονται με τη χρήση συμβατικών μεθόδων παρακολούθησης στα τοπικά σημεία δειγματοληψίας.»· |
|
16) |
το σημείο 2.3.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
17) |
στο σημείο 2.4.1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Όταν το δίκτυο παρακολούθησης περιλαμβάνει γεωσκόπηση ή τηλεπισκόπηση και όχι τοπικά σημεία δειγματοληψίας, ή άλλες καινοτόμες τεχνικές, γίνεται αναφορά στα πρότυπα CEN, ISO ή άλλα διεθνή ή εθνικά πρότυπα που εφαρμόζονται για να εξασφαλιστεί ότι τα λαμβανόμενα χρονικά και χωρικά δεδομένα είναι εξίσου αξιόπιστα με εκείνα που λαμβάνονται με τη χρήση συμβατικών μεθόδων παρακολούθησης στα τοπικά σημεία δειγματοληψίας.»· |
|
18) |
το σημείο 2.4.5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2.4.5. Ερμηνεία και παρουσίαση της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων Κατά την εκτίμηση της χημικής κατάστασης υπόγειων υδάτων, τα αποτελέσματα των μεμονωμένων σημείων παρακολούθησης ενός συστήματος υπογείων υδάτων ενσωματώνονται στα αποτελέσματα για το όλο υδατικό σύστημα. Υπολογίζεται η μέση τιμή των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης σε κάθε σημείο του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων ως προς τις ακόλουθες παραμέτρους:
Οι μέσες τιμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο χρησιμοποιούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση με την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων, η οποία καθορίζεται με αναφορά στα πρότυπα ποιότητας και τις ανώτερες αποδεκτές τιμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Με την επιφύλαξη του σημείου 2.5, τα κράτη μέλη καταρτίζουν χάρτη της χημικής κατάστασης των υπογείων υδάτων, χρησιμοποιώντας χρωματικούς κώδικες ως εξής:
Τα κράτη μέλη σημειώνουν επίσης στον χάρτη με μαύρη κουκκίδα τα συστήματα υπόγειων υδάτων που υπόκεινται σε μόνιμη και σημαντική ανοδική τάση των συγκεντρώσεων οποιουδήποτε ρύπου οφειλόμενη στις επιπτώσεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων , συμπεριλαμβανομένων εποχικών ανοδικών τάσεων που προκαλούνται, μεταξύ άλλων, από χαμηλή απόρριψη υδάτινης μάζας . Η αναστροφή μιας τάσης σημειώνεται στον χάρτη με γαλάζια κουκκίδα. [Τροπολογία 140] Οι χάρτες αυτοί συμπεριλαμβάνονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.» |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Το παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
το σημείο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
2) |
προστίθεται το σημείο 13:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ (ΠΠ) ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΑ
|
Σημείωση 1: |
Τα ΠΠ για τους ρύπους που απαριθμούνται στις καταχωρίσεις 3 έως 7 εφαρμόζεται εφαρμόζονται από... [ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία = η πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται 18 έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας], με στόχο την επίτευξη καλής χημικής κατάστασης των υδάτων το αργότερο έως τις 22 Δεκεμβρίου 2033. [Τροπολογία 142] |
Όταν, για δεδομένο σύστημα υπόγειων υδάτων, ιδίως σύστημα υπόγειων υδάτων που βρίσκεται στο οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών δυνάμει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, κρίνεται ότι τα πρότυπα ποιότητας των υπόγειων υδάτων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μη επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα επιφανειακά ύδατα που συνδέονται με αυτό, ή τη σημαντική υποβάθμιση της οικολογικής ή χημικής ποιότητας των συστημάτων αυτών, ή σημαντική ζημία χερσαίων οικοσυστημάτων υπόγειων υδάτων άμεσα εξαρτώμενων από το εν λόγω σύστημα υπόγειων υδάτων, καθορίζονται αυστηρότερες ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με το άρθρο 3 και το παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Προγράμματα και μέτρα που απαιτούνται σε σχέση με τις εν λόγω ανώτερες αποδεκτές τιμές εφαρμόζονται και για δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ. [Τροπολογία 143]
|
(1) |
(2) |
(3) |
(4) |
(5) |
(6) |
|
[Εγγραφή] αριθ. |
Ονομασία της ουσίας |
Κατηγορία ουσιών |
Αριθμός CAS (1) |
Αριθμός ΕΕ (2) |
Πρότυπο ποιότητας (3) [μg/l, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά] |
|
1 |
Νιτρικές ενώσεις |
Θρεπτικές ουσίες |
άνευ αντικειμένου |
άνευ αντικειμένου |
50 mg/l |
|
2 [Τροπολογία 144] |
Δραστικές ουσίες φυτοφαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων μεταβολιτών, προϊόντων αποικοδόμησης και αντιδράσεων (4) |
Φυτοφάρμακα |
άνευ αντικειμένου |
άνευ αντικειμένου |
0,1 0,05 (επιμέρους) (5) |
|
0,5 0,25 (ολικό) (6) |
|||||
|
3 |
Υπερφθοριωμένες και πολυφθοριωμένες αλκυλιωμένες ουσίες (PFAS) - άθροισμα 24 (6) |
Βιομηχανικές ουσίες |
Βλέπε σημείωση 6 του πίνακα |
Βλέπε σημείωση 6 του πίνακα |
0,0044 (8) |
|
3α [Τροπολογία 145] |
Σύνολο PFAS |
Βιομηχανικές ουσίες |
άνευ αντικειμένου |
άνευ αντικειμένου |
|
|
4 [Τροπολογία 146] |
Καρβαμαζεπίνη |
Φαρμακευτικά προϊόντα |
298-46-4 |
άνευ αντικειμένου |
0,25 0,025 |
|
5 |
Σουλφαμεθοξαζόλη |
Φαρμακευτικά προϊόντα |
723-46-6 |
άνευ αντικειμένου |
0,01 |
|
6 [Τροπολογία 147] |
Φαρμακευτικές δραστικές ουσίες – σύνολο (10) |
Φαρμακευτικά προϊόντα |
άνευ αντικειμένου |
άνευ αντικειμένου |
0,25 0,025 |
|
7 [Τροπολογία 148] |
Μη κρίσιμοι μεταβολίτες φυτοφαρμάκων (nrM) |
Φυτοφάρμακα |
άνευ αντικειμένου |
άνευ αντικειμένου |
|
(1) CAS: Chemical Abstracts Service.
(2) Αριθμός ΕΕ: Ευρωπαϊκός κατάλογος των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο (EINECS) ή Ευρωπαϊκός κατάλογος κοινοποιημένων χημικών ουσιών (ELINCS).
(3) Η παράμετρος αυτή είναι το ΠΠ εκφραζόμενο ως ετήσια μέση τιμή. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει για την ολική συγκέντρωση όλων των ουσιών και ισομερών.
(4) Ως “φυτοφάρμακα” νοούνται τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και τα βιοκτόνα που αναφέρονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων, αντίστοιχα.
(5) H εν λόγω ανώτερη αποδεκτή τιμή εφαρμόζεται μόνο εν αναμονή της επανεξέτασης από την Επιτροπή.
(6) Ως “ολικό” νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους φυτοφαρμάκων που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικά κατά τη διαδικασία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταβολιτών και των προϊόντων αποδόμησης και αντίδρασης.
(7) Πρόκειται για τις ακόλουθες ενώσεις, οι οποίες παρατίθενται με τον αριθμό CAS, τον αριθμό ΕΕ και τον συντελεστή σχετικής δραστικότητας (RPF): Υπερφθοροοκτανοϊκό οξύ (PFOA) (CAS 335-67-1, ΕΕ 206-397-9) (RPF 1), Υπερφθοροοκτανοσουλφονικό οξύ (PFOS) (CAS 1763-23-1, ΕΕ 217-179-8) (RPF 2), Υπερφθοροεξανοσουλφονικό οξύ (PFHxS) (CAS 355-46-4, ΕΕ 206-587-1) (RPF 0,6), Υπερφθοροεννεανοϊκό οξύ (PFNA) (CAS 375-95-1, ΕΕ 206-801-3) (RPF 10), Υπερφθοροβουτανοσουλφονικό οξύ (PFBS) (CAS 375-73-5, ΕΕ 206-793-1) (RPF 0,001), Υπερφθοροεξανικό οξύ (PFHxA) (CAS 307-24-4, ΕΕ 206-196-6) (RPF 0,01), Υπερφθοροβουτανοϊκό οξύ (PFBA) (CAS 375-22-4, ΕΕ 206-786-3) (RPF 0,05), Υπερφθοροπεντανικό οξύ (PFPeA) (CAS 2706-90-3, ΕΕ 220-300-7) (RPF 0,03), Υπερφθοροπεντανοσουλφονικό οξύ (PFPeS) (CAS 2706-91-4, ΕΕ 220-301-2) (RPF 0,3005), Υπερφθοροδεκανικό οξύ (PFDA) (CAS 335-76-2, ΕΕ 206-400-3) (RPF 7), Υπερφθοροδωδεκανικό οξύ (PFDoDA ή PFDoA) (CAS 307-55-1, ΕΕ 206-203-2) (RPF 3), Υπερφθοροενδεκανικό οξύ (PFUnDA ή PFUnA) (CAS 2058-94-8, ΕΕ 218-165-4) (RPF 4), Υπερφθοροεπτανικό οξύ (PFHpA) (CAS 375-85-9, ΕΕ 206-798-9) (RPF 0,505), Υπερφθοροδεκατριανικό οξύ (PFTrDA) (CAS 72629-94-8, ΕΕ 276-745-2) (RPF 1,65), Υπερφθοροεπτανοσουλφονικό οξύ (PFHpS) (CAS 375-92-8, ΕΕ 206-800-8) (RPF 1,3), Υπερφθοροδεκανοσουλφονικό οξύ (PFDS) (CAS 335-77-3, ΕΕ 206-401-9) (RPF 2), Υπερφθοροδεκατετρανικό οξύ (PFTeDA) (CAS 376-06-7, ΕΕ 206-803-4) (RPF 0,3), Υπερφθοροδεκαεξανικό οξύ (PFHxDA) (CAS 67905-19-5, ΕΕ 267-638-1) (RPF 0,02), Υπερφθοροδεκαοκτανικό οξύ (PFODA) (CAS 16517-11-6, ΕΕ 240-582-5) (RPF 0,02), Υπερφθορο-(2-μεθυλο-3-οξαεξανοϊκό) αμμώνιο (HFPO-DA ή Gen X) (CAS 62037-80-3) (RPF 0,06), Προπανοϊκό οξύ/2,2,3-τριφθορο-3-(1,1,2,2,3,3-εξαφθορο-3-(τριφθορομεθοξυ)προποξυ)προπανικό αμμώνιο (ADONA) (CAS 958445-44-8) (RPF 0,03), 2-(Υπερφθοροεξυλ)αιθυλική αλκοόλη (6:2 FTOH) (CAS 647-42-7, ΕΕ 211-477-1) (RPF 0,02), 2-(Υπερφθοροοκτυλική) αιθανόλη (8:2 FTOH) (CAS 678-39-7, ΕΕ 211-648-0) (RPF 0,04) και Οξικό οξύ/2,2-διφθορο-2-(2,2,4,5-τετραφθορο-5-(τριφθορομεθοξυ)-1,3-διοξολαν-4-υλ)οξυ)-(C6O4) (CAS 1190931-41-9) (RPF 0,06).
(8) Το ΠΠ αναφέρεται στο άθροισμα των 24 PFAS που απαριθμούνται στην υποσημείωση 6 και εκφράζονται ως ισοδύναμα PFOA με βάση τη δραστικότητα των ουσιών σε σχέση με το PFOA, δηλαδή τα RPF στην υποσημείωση 6.
(9) Το πρότυπο ποιότητας καθορίζεται από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.
(10) Ως “ολικό” νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους φαρμακευτικών ουσιών που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικά κατά τη διαδικασία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων μεταβολιτών και προϊόντων αποδόμησης.
(11) Εφαρμόζεται σε nrM με “ελλιπή δεδομένα”, δηλαδή σε nrM για τους οποίους δεν υπάρχουν αξιόπιστα πειραματικά δεδομένα σχετικά με τις χρόνιες ή οξείες επιπτώσεις του nrM στην ταξινομική ομάδα για την οποία προβλέπεται με βεβαιότητα ότι είναι η πλέον ευαίσθητη.
(12) Εφαρμόζεται σε nrM με “επαρκή δεδομένα”, δηλαδή nrM για τα οποία υπάρχουν αξιόπιστα πειραματικά δεδομένα σχετικά με τις χρόνιες ή οξείες επιπτώσεις του nrM στην ταξινομική ομάδα που προβλέπεται με βεβαιότητα ότι είναι η πλέον ευαίσθητη, αλλά όπου τα δεδομένα δεν επαρκούν για να χαρακτηριστούν ουσίες με “πλούσια δεδομένα”.
(13) Εφαρμόζεται σε nrM με “πλούσια δεδομένα”, δηλαδή σε nrM για τα οποία υπάρχουν αξιόπιστα πειραματικά δεδομένα ή εξίσου αξιόπιστα δεδομένα που λαμβάνονται με εναλλακτικές επιστημονικά επικυρωμένες μεθόδους σχετικά με τις χρόνιες ή οξείες επιπτώσεις του nrM σε τουλάχιστον ένα είδος φυκών, ασπόνδυλων και ιχθύων, ώστε να επιβεβαιώνεται με βεβαιότητα η πλέον ευαίσθητη ταξινομική ομάδα, και για τα οποία μπορεί να υπολογιστεί ΠΠ με τη χρήση αιτιοκρατικής προσέγγισης που βασίζεται σε αξιόπιστα πειραματικά δεδομένα χρόνιας τοξικότητας για την εν λόγω ταξινομική ομάδα, Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν για τον σκοπό αυτό τις τελευταίες κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της κοινής στρατηγικής για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (έγγραφο καθοδήγησης αριθ. 27, όπως επικαιροποιήθηκε). Εφαρμόζεται το ΠΠ 2,5 για επιμέρους nrM, εκτός εάν το ΠΠ που υπολογίζεται με την αιτιοκρατική προσέγγιση είναι υψηλότερο, οπότε εφαρμόζεται ΠΠ 5.
(14) Ως “ολικό” νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους nrM σε κάθε κατηγορία δεδομένων που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικώς κατά τη διαδικασία παρακολούθησης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
Το παράρτημα ΙI της οδηγίας 2006/118/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
στο μέρος Α, η ακόλουθη παράγραφος παρεμβάλλεται μετά την πρώτη παράγραφο: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) σχετικά με τις ανώτερες αποδεκτές τιμές για τους ρύπους και τους δείκτες ρύπανσης. Ο ECHA δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές χωρίς καθυστέρηση.»· |
|
1) |
στο μέρος B, ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: « Στοιχειώδης κατάλογος ρύπων και των δεικτών τους για τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει να ορίσουν ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με το άρθρο 3»· [Τροπολογία 149] |
|
2) |
στο μέρος B, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
3) |
στο μέρος Γ, ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Πληροφορίες τις οποίες πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τους ρύπους και τους δείκτες τους για τους οποίους έχουν οριστεί ανώτερες αποδεκτές τιμές από τα κράτη μέλη»· |
|
4) |
προστίθεται το ακόλουθο μέρος Δ: «Μέρος Δ Αποθετήριο εναρμονισμένων ανώτερων αποδεκτών τιμών για ρύπους υπόγειων υδάτων εθνικού, περιφερειακού ή τοπικού ενδιαφέροντος
|
(1) CAS: Chemical Abstracts Service.
(2) Αριθμός ΕΕ: Ευρωπαϊκός κατάλογος των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο (EINECS) ή Ευρωπαϊκός κατάλογος κοινοποιημένων χημικών ουσιών (ELINCS).
(3) Ως “ολικό” νοείται το άθροισμα των συγκεντρώσεων τριχλωροαιθυλενίου και τετραχλωροαιθυλενίου.»
Παραρτημα V
Το παράρτημα I της οδηγίας 2008/105/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΠΠΠ) ΓΙΑ ΟΥΣΙΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΥΔΑΤΑ»· |
|
2) |
το μέρος Α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «ΜΕΡΟΣ Α: ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
3) |
το μέρος B τροποποιείται ως εξής:
|
(*1) Τα πρότυπα ποιότητας καθορίζονται από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.
(1) CAS: Chemical Abstracts Service.
(2) Αριθμός ΕΕ: Ευρωπαϊκός κατάλογος των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο (EINECS) ή Ευρωπαϊκός κατάλογος κοινοποιημένων χημικών ουσιών (ELINCS).
(3) Η παράμετρος αυτή είναι το ΠΠΠ εκφραζόμενο ως ετήσια μέση τιμή (ΕΜΤ-ΠΠΠ). Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει για την ολική συγκέντρωση όλων των ουσιών και ισομερών.
(4) Τα εσωτερικά επιφανειακά ύδατα περιλαμβάνουν τους ποταμούς και τις λίμνες, καθώς και τα συναφή τεχνητά ή ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα.
(5) Η παράμετρος αυτή είναι το ΠΠΠ εκφραζόμενο ως μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση (ΜΕΣ-ΠΠΠ). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για το ΜΕΣ-ΠΠΠ σημειώνεται “άνευ αντικειμένου”, οι τιμές ΕΜΤ-ΠΠΠ θεωρείται ότι προστατεύουν έναντι βραχυπρόθεσμων αιχμών ρύπανσης σε συνεχείς απορρίψεις, καθώς είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές που προκύπτουν με βάση την οξεία τοξικότητα.
(6) Εάν παρέχεται ΠΠΠ για ζώντες οργανισμούς, αυτό εφαρμόζεται, αντί του ΠΠΠ για τα ύδατα, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 3 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας που επιτρέπει αντ’ αυτού την παρακολούθηση εναλλακτικής ταξινομικής ομάδας ζώντων οργανισμών ή άλλου υλικού φορέα, εφόσον το ΠΠΠ που εφαρμόζεται παρέχει ισοδύναμο επίπεδο προστασίας. Το ΠΠΠ στους ζώντες οργανισμούς αναφέρεται στους ιχθύες, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. Για τις ουσίες με αριθμό 15 (φλουορανθένιο), 28 (ΠΑΥ) και 51 (δισφαινόλη Α), το ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς αναφέρεται σε μαλακόστρακα και μαλάκια. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της χημικής κατάστασης, δεν ενδείκνυται η παρακολούθηση του φλουροανθενίου και των ΠΑΥ και της δισφαινόλης Α στους ιχθύες. Για τις ουσίες με αριθμό 37 (διοξίνες και παρόμοιες με τις διοξίνες ενώσεις), το ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς αφορά ιχθύες, μαλακόστρακα και μαλάκια, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1259/2011* σημείο 5.3 του παραρτήματος.
(7) Για την ομάδα ουσιών προτεραιότητας που καλύπτεται από τους βρωμιούχους διφαινυλαιθέρες (με αριθμό 5), τα ΠΠΠ συγκρίνονται με το άθροισμα των συγκεντρώσεων των συγγενών ουσιών 28, 47, 99, 100, 153 και 154.
(8) Τετρα-, πεντα-, εξα-, επτα-, οκτα- και δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρας (αριθμοί CAS 40088-47-9, 32534-81-9, 36483-60-0, 68928-80-3, 32536-52-0, 1163-19-5 αντίστοιχα).
(9) Για το κάδμιο και τις ενώσεις του (με αριθμό 6), οι τιμές των ΠΠΠ διαφέρουν ανάλογα με τη σκληρότητα του νερού, που κατατάσσεται σε 5 κατηγορίες (κατηγορία 1: <40 mg CaCO3/l, κατηγορία 2: 40 έως <50 mg CaCO3/l, κατηγορία 3: 50 έως <100 mg CaCO3/l, κατηγορία 4: 100 έως <200 mg CaCO3/l και κατηγορία 5: ≥200 mg CaCO3/l).
(10) Δεν παρέχεται ενδεικτική παράμετρος γι’ αυτή την ομάδα ουσιών. Η ενδεικτική παράμετρος/-οι πρέπει να καθορίζεται μέσω της αναλυτικής μεθόδου.
(11) Το ολικό DDT περιλαμβάνει το άθροισμα των ισομερών 1,1,1-τριχλωρο-2,2 δις(p-χλωροφαινυλ)αιθάνιο (CAS 50-29-3, ΕΕ 200-024-3)· 1,1,1-τριχλωρο-2-(ο-χλωροφαινυλο)-2-(p-χλωροφαινυλ)-αιθάνιο (CAS 789 02 6, ΕΕ 212 332 5)· 1,1-διχλωρο-2,2-δις(p-χλωροφαινυλ)-αιθυλένιο (CAS 72 55 9, ΕΕ 200 784 6)· και 1,1-διχλωρο-2,2-δις(p-χλωροφαινυλ)-αιθάνιο (CAS 72 54 8, ΕΕ 200 783 0).
(12) Αυτά τα ΠΠΠ αναφέρονται στις βιοδιαθέσιμες συγκεντρώσεις των ουσιών.
(13) Τα ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς συγκρίνονται με τον μεθυλυδράργυρο.
(14) Εννεϋλοφαινόλη (CAS 25154-52-3, ΕΕ 246-672-0) συμπεριλαμβανομένων των ισομερών 4-εννεϋλοφαινόλη (CAS 104-40-5, ΕΕ 203-199-4) και 4-εννεϋλοφαινόλη (διακλαδισμένης αλυσίδας) (CAS 84852-15-3, ΕΕ 284-325-5).
(15) Οκτυλοφαινόλη (CAS 1806-26-4, ΕΕ 217-302-5) συμπεριλαμβανομένου του ισομερούς 4-(1,1',3,3'-τετραμεθυλοβουτυλο)-φαινόλη (CAS 140-66-9, ΕΕ 205-426-2).
(16) Βενζο[a]πυρένιο (CAS 50-32-8) (RPF 1), βενζο[b]φλουορανθένιο (CAS 205-99-2) (RPF 0,1), βενζο[k]φλουορανθένιο (CAS 207-08-9) (RPF 0,1), βενζο[g,h,i]περυλένιο (CAS 191-24-2) (RPF 0), ινδενο[1,2,3-cd]πυρένιο (CAS 193-39-5) (RPF 0,1), χρυσένιο (CAS 218-01-9) (RPF 0,01), βενζο[a]ανθρακένιο (CAS 56-55-3) (RPF 0,1), και διβενζο[a,h]ανθρακένιο (CAS 53-70-3) (RPF 1). Οι ΠΑΥ ανθρακένιο, φλουορανθένιο και ναφθαλίνιο παρατίθενται χωριστά.
(17) Για την ομάδα πολυαρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ) (αριθ. 28), το ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς συγκρίνεται με το άθροισμα των συγκεντρώσεων επτά από τους οκτώ ΠΑΥ που απαριθμούνται στην υποσημείωση 17 εκφραζόμενων ως ισοδύναμα βενζο[a]πυρενίου με βάση την καρκινογόνο δραστικότητα των ουσιών σε σχέση με εκείνη του βενζο[a]πυρενίου, δηλαδή τα RPF στην υποσημείωση 16. Το βενζο[g,h,i]περυλένιο δεν χρειάζεται να μετράται σε ζώντες οργανισμούς για τους σκοπούς του προσδιορισμού της συμμόρφωσης με το συνολικό ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς.
(18) Ενώσεις τριβουτυλοκασσιτέρου, συμπεριλαμβανομένου του κατιόντος τριβουτυλοκασσιτέρου (CAS 36643-28-4).
(19) ΠΠΠ ιζημάτων
(20) Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να καθοριστεί ΜΕΣ-ΠΠΠ για τις ουσίες αυτές.
(21) Αναφέρεται στις εξής ενώσεις:
(22) 7 πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες (PCDD): 2,3,7,8-T4CDD (CAS 1746-01-6, ΕΕ 217-122-7), 1,2,3,7,8-P5CDD (CAS 40321-76-4), 1,2,3,4,7,8-H6CDD (CAS 39227-28-6), 1,2,3,6,7,8-H6CDD (CAS 57653-85-7), 1,2,3,7,8,9-H6CDD (CAS 19408-74-3), 1,2,3,4,6,7,8-H7CDD (CAS 35822-46-9), 1,2,3,4,6,7,8,9-O8CDD (CAS 3268-87-9)
(23) 10 πολυχλωριωμένα διβενζοφουράνια (PCDF): 2,3,7,8-T4CDF (CAS 51207-31-9), 1,2,3,7,8-P5CDF (CAS 57117-41-6), 2,3,4,7,8-P5CDF (CAS 57117-31-4), 1,2,3,4,7,8-H6CDF (CAS 70648-26-9), 1,2,3,6,7,8-H6CDF (CAS 57117-44-9), 1,2,3,7,8,9-H6CDF (CAS 72918-21-9), 2,3,4,6,7,8-H6CDF (CAS 60851-34-5), 1,2,3,4,6,7,8-H7CDF (CAS 67562-39-4), 1,2,3,4,7,8,9-H7CDF (CAS 55673-89-7), 1,2,3,4,6,7,8,9-O8CDF (CAS 39001-02-0)
(24) 12 παρόμοια με τις διοξίνες πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB-DL): 3,3',4,4'-T4CB (PCB 77, CAS 32598-13-3), 3,3',4',5-T4CB (PCB 81, CAS 70362-50-4), 2,3,3',4,4'-P5CB (PCB 105, CAS 32598-14-4), 2,3,4,4',5-P5CB (PCB 114, CAS 74472-37-0), 2,3',4,4',5-P5CB (PCB 118, CAS 31508-00-6), 2,3',4,4',5'-P5CB (PCB 123, CAS 65510-44-3), 3,3',4,4',5-P5CB (PCB 126, CAS 57465-28-8), 2,3,3',4,4',5-H6CB (PCB 156, CAS 38380-08-4), 2,3,3',4,4',5'-H6CB (PCB 157, CAS 69782-90-7), 2,3',4,4',5,5'-H6CB (PCB 167, CAS 52663-72-6), 3,3',4,4',5,5'-H6CB (PCB 169, CAS 32774-16-6), 2,3,3',4,4',5,5'-H7CB (PCB 189, CAS 39635-31-9).
(25) Για την ομάδα των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες ενώσεων (αριθ. 37), το ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς συγκρίνεται με το άθροισμα των συγκεντρώσεων των ουσιών που αναφέρονται στην υποσημείωση 20, εκφραζόμενο ως τοξικά ισοδύναμα με βάση τους συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας 2005 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
(26) Το CAS 52315-07-8 αναφέρεται σε μείγμα ισομερών κυπερμεθρίνης, α-κυπερμεθρίνης (CAS 67375-30-8, ΕΕ 257-842-9), β-κυπερμεθρίνης (CAS 65731-84-2, ΕΕ 265-898-0), θ-κυπερμεθρίνης (CAS 71691-59-1) και ζ-κυπερμεθρίνης (CAS 52315-07-8, ΕΕ 257-842-9).
(27) Συμπεριλαμβάνονται το 1,3,5,7,9,11-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (CAS 25637-99-4, ΕΕ 247-148-4), το 1,2,5,6,9,10-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (CAS 3194-55-6, ΕΕ 221-695-9), το α-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (CAS 134237-50-6), το β-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (CAS 134237-51-7) και το γ-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (CAS 134237-52-8).
(28) Για γλυκά ύδατα που χρησιμοποιούνται για την άντληση και την παρασκευή πόσιμου νερού.
(29) Για γλυκά ύδατα που δεν χρησιμοποιούνται για την άντληση και την παρασκευή πόσιμου νερού.
(30) Πρόκειται για τις ακόλουθες ενώσεις, οι οποίες παρατίθενται με τον αριθμό CAS, τον αριθμό ΕΕ και τον συντελεστή σχετικής δραστικότητας (RPF):
Υπερφθοροοκτανοϊκό οξύ (PFOA) (CAS 335-67-1, ΕΕ 206-397-9) (RPF 1), Υπερφθοροοκτανοσουλφονικό οξύ (PFOS) (CAS 1763-23-1, ΕΕ 217-179-8) (RPF 2), Υπερφθοροεξανοσουλφονικό οξύ (PFHxS) (CAS 355-46-4, ΕΕ 206-587-1) (RPF 0,6), Υπερφθοροεννεανοϊκό οξύ (PFNA) (CAS 375-95-1, ΕΕ 206-801-3) (RPF 10), Υπερφθοροβουτανοσουλφονικό οξύ (PFBS) (CAS 375-73-5, ΕΕ 206-793-1) (RPF 0,001), Υπερφθοροεξανικό οξύ (PFHxA) (CAS 307-24-4, ΕΕ 206-196-6) (RPF 0,01), Υπερφθοροβουτανοϊκό οξύ (PFBA) (CAS 375-22-4, ΕΕ 206-786-3) (RPF 0,05), Υπερφθοροπεντανικό οξύ (PFPeA) (CAS 2706-90-3, ΕΕ 220-300-7) (RPF 0,03), Υπερφθοροπεντανοσουλφονικό οξύ (PFPeS) (CAS 2706-91-4, ΕΕ 220-301-2) (RPF 0,3005), Υπερφθοροδεκανικό οξύ (PFDA) (CAS 335-76-2, ΕΕ 206-400-3) (RPF 7), Υπερφθοροδωδεκανικό οξύ (PFDoDA ή PFDoA) (CAS 307-55-1, ΕΕ 206-203-2) (RPF 3), Υπερφθοροενδεκανικό οξύ (PFUnDA ή PFUnA) (CAS 2058-94-8, ΕΕ 218-165-4) (RPF 4), Υπερφθοροεπτανικό οξύ (PFHpA) (CAS 375-85-9, ΕΕ 206-798-9) (RPF 0,505), Υπερφθοροδεκατριανικό οξύ (PFTrDA) (CAS 72629-94-8, ΕΕ 276-745-2) (RPF 1,65), Υπερφθοροεπτανοσουλφονικό οξύ (PFHpS) (CAS 375-92-8, ΕΕ 206-800-8) (RPF 1,3), Υπερφθοροδεκανοσουλφονικό οξύ (PFDS) (CAS 335-77-3, ΕΕ 206-401-9) (RPF 2), Υπερφθοροδεκατετρανικό οξύ (PFTeDA) (CAS 376-06-7, ΕΕ 206-803-4) (RPF 0,3), Υπερφθοροδεκαεξανικό οξύ (PFHxDA) (CAS 67905-19-5, ΕΕ 267-638-1) (RPF 0,02), Υπερφθοροδεκαοκτανικό οξύ (PFODA) (CAS 16517-11-6, ΕΕ 240-582-5) (RPF 0,02) και Υπερφθορο-(2-μεθυλο-3-οξαεξανοϊκό) αμμώνιο (HFPO-DA ή Gen X) (CAS 62037-80-3) (RPF 0,06), Προπανοϊκό οξύ/2,2,3-τριφθορο-3-(1,1,2,2,3,3-εξαφθορο-3-(τριφθορομεθοξυ)προποξυ)προπανικό αμμώνιο (ADONA) (CAS 958445-44-8) (RPF 0,03), 2-(Υπερφθοροεξυλ)αιθυλική αλκοόλη (6:2 FTOH) (CAS 647-42-7, ΕΕ 211-477-1) (RPF 0,02), 2-(Υπερφθοροοκτυλική) αιθανόλη (8:2 FTOH) (CAS 678-39-7, ΕΕ 211-648-0) (RPF 0,04) και Οξικό οξύ/2,2-διφθορο-2-(2,2,4,5-τετραφθορο-5-(τριφθορομεθοξυ)-1,3-διοξολαν-4-υλ)οξυ)-(C6O4) (CAS 1190931-41-9) (RPF 0,06).
(31) Για την ομάδα των PFAS (αριθ. 65), τα ΠΠΠ αναφέρονται στο άθροισμα των συγκεντρώσεων των 24 PFAS που αναφέρονται στην υποσημείωση 27 και εκφράζονται ως ισοδύναμα PFOA με βάση τις δραστικότητες των ουσιών σε σχέση με το PFOA, δηλαδή τα RPF στην υποσημείωση 27.
(32) Ως “φυτοφάρμακα” νοούνται τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 και τα βιοκτόνα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.
(33) Ως “ολικό”, νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους φυτοφαρμάκων που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικά κατά τη διαδικασία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταβολιτών και των προϊόντων αποδόμησης και αντίδρασης.».
Παραρτημα VI
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ
Μέρος A: ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΡΥΠΩΝ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ
|
1. |
Οργανοαλογονούχες ενώσεις και ουσίες που μπορεί να σχηματίζουν τέτοιες ενώσεις στο υδάτινο περιβάλλον.
THIS PARAGRAPH IS MISSING. THANK YOU FOR USING ANOTHER LANGUAGE. |
|
2. |
Οργανοφωσφορικές ενώσεις. |
|
3. |
Οργανοκασσιτερικές ενώσεις. |
|
4. |
Ουσίες και παρασκευάσματα ή προϊόντα αποδόμησής τους, που αποδεδειγμένα έχουν καρκινογόνες ή μεταλλαξιογόνες ιδιότητες ή ιδιότητες που μπορεί να επηρεάσουν τη στεροειδογένεση, τη λειτουργία του θυρεοειδούς, την αναπαραγωγή ή άλλες λειτουργίες που σχετίζονται με το ενδοκρινικό σύστημα μέσα στο υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού. |
|
5. |
Έμμονοι υδρογονάνθρακες και έμμονες και βιοσυσσωρεύσιμες οργανικές τοξικές ουσίες. |
|
6. |
Κυανιούχες ενώσεις. |
|
7. |
Μέταλλα και ενώσεις τους. |
|
8. |
Αρσενικό και ενώσεις του. |
|
9. |
Βιοκτόνα και φυτοπροστατευτικά προϊόντα. |
|
10. |
Υλικά σε εναιώρημα, συμπεριλαμβανομένων των μικροπλαστικών/νανοπλαστικών , καθώς και υλικά τα οποία είναι γνωστό ότι αυξάνουν τα μικροπλαστικά/νανοπλαστικά [Τροπολογία 155] |
|
11. |
Ουσίες που συμβάλλουν στον ευτροφισμό (ιδίως νιτρικές και φωσφορικές ενώσεις). |
|
12. |
Ουσίες που επηρεάζουν δυσμενώς το ισοζύγιο οξυγόνου και μπορούν να μετρηθούν χρησιμοποιώντας παραμέτρους, όπως BOD, COD κ.λπ. |
|
13. |
Μικροοργανισμοί, γονίδια ή γενετικό υλικό που υποδηλώνουν την παρουσία μικροοργανισμών ανθεκτικών σε αντιμικροβιακούς παράγοντες, ιδίως μικροοργανισμών παθογόνων για τον άνθρωπο ή τα εκτρεφόμενα ζώα. |
ΜΕΡΟΣ Β: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των ΠΠΠ για συγκεκριμένους ρύπους λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στάδια:
|
α) |
προσδιορισμός των αποδεκτών και των διαμερισμάτων του περιβάλλοντος ή των υλικών φορέων που διατρέχουν κίνδυνο από την ουσία που προκαλεί ανησυχία, |
|
β) |
συγκέντρωση και αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων σχετικά με τις ιδιότητες της ουσίας που προκαλεί ανησυχία, συμπεριλαμβανομένης της (οικο-)τοξικότητάς της, ιδίως από εκθέσεις εργαστηριακών μελετών, μελετών “μεσόκοσμου” και μελετών πεδίου που καλύπτουν τόσο τις χρόνιες όσο και τις οξείες επιπτώσεις σε περιβάλλοντα τόσο γλυκών υδάτων όσο και αλμυρών υδάτων, |
|
γ) |
παρέκταση των δεδομένων (οικο-)τοξικότητας σε συγκεντρώσεις χωρίς επιπτώσεις ή παρόμοιες συγκεντρώσεις με τη χρήση αιτιοκρατικών ή πιθανοθεωρητικών μεθόδων, και επιλογή και εφαρμογή κατάλληλων συντελεστών εκτίμησης για τη συνεκτίμηση των αβεβαιοτήτων και τον καθορισμό ΠΠΠ, |
|
δ) |
σύγκριση των ΠΠΠ για διαφορετικούς αποδέκτες και διαμερίσματα του περιβάλλοντος και επιλογή κρίσιμων ΠΠΠ, δηλαδή των ΠΠΠ που παρέχουν προστασία στον πιο ευαίσθητο αποδέκτη στο καταλληλότερο διαμέρισμα του περιβάλλοντος ή υλικό φορέα, |
|
δα) |
κατά τον καθορισμό ΠΠΠ για μέταλλα, εξετάζονται μοντέλα βιοδιαθεσιμότητας ώστε να λαμβάνονται υπόψη διάφορες παράμετροι της ποιότητας των υδάτων που επηρεάζουν τη βιοδιαθεσιμότητα των μετάλλων. [Τροπολογία 156] |
ΜΕΡΟΣ Γ: ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ
|
[Εγγραφή] αριθ. |
Ονομασία της ουσίας |
Κατηγορία ουσιών |
Αριθμός CAS (1) |
Αριθμός ΕΕ (2) |
ΜΕΤ-ΠΠΠ (3) Εσωτερικά επιφανειακά ύδατα (4) [μg/l] |
ΜΕΤ-ΠΠΠ (3) Λοιπά επιφανειακά ύδατα [μg/l] |
ΜΕΣ-ΠΠΠ (5) Εσωτερικά επιφανειακά ύδατα (4)[μg/l] |
ΜΕΣ-ΠΠΠ (5) Λοιπά επιφανειακά ύδατα [μg/l] |
ΠΠΠ Ζώντες οργανισμοί (6) [μg/kg καθαρού βάρους] ή ΠΠΠ σε ίζημα όπου αναφέρεται [μg/kg ξηρού βάρους] |
|
1 |
Alachlor (αλαχλώριο) (7) |
Φυτοφάρμακα |
15972-60-8 |
240-110-8 |
0,3 |
0,3 |
0,7 |
0,7 |
|
|
2 |
Τετραχλωράνθρακας (7) |
Βιομηχανικές ουσίες |
56-23-5 |
200-262-8 |
12 |
12 |
άνευ αντικειμένου |
άνευ αντικειμένου |
|
|
3 |
Chlorfenvinphos (χλωροφαινβινφός) (7) |
Φυτοφάρμακο |
470-90-6 |
207-432-0 |
0,1 |
0,1 |
0,3 |
0,3 |
|
|
4 |
Simazine (σιμαζίνη) (7) |
Φυτοφάρμακο |
122-34-9 |
204-535-2 |
1 |
1 |
4 |
4 |
|
(1) CAS: Chemical Abstracts Service.
(2) Αριθμός ΕΕ: Ευρωπαϊκός κατάλογος των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο (EINECS) ή Ευρωπαϊκός κατάλογος κοινοποιημένων χημικών ουσιών (ELINCS).
(3) Η παράμετρος αυτή είναι το ΠΠΠ εκφραζόμενο ως ετήσια μέση τιμή (ΕΜΤ-ΠΠΠ). Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει για την ολική συγκέντρωση όλων των ουσιών και ισομερών.
(4) Τα εσωτερικά επιφανειακά ύδατα περιλαμβάνουν τους ποταμούς και τις λίμνες, καθώς και τα συναφή τεχνητά ή ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα.
(5) Η παράμετρος αυτή είναι το ΠΠΠ εκφραζόμενο ως μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση (ΜΕΣ-ΠΠΠ). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για το ΜΕΣ-ΠΠΠ σημειώνεται “άνευ αντικειμένου”, οι τιμές ΕΜΤ-ΠΠΠ θεωρείται ότι προστατεύουν έναντι βραχυπρόθεσμων αιχμών ρύπανσης σε συνεχείς απορρίψεις, καθώς είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές που προκύπτουν με βάση την οξεία τοξικότητα.
(6) Εάν παρέχεται ΠΠΠ για ζώντες οργανισμούς, αυτό εφαρμόζεται, αντί του ΠΠΠ για τα ύδατα, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 3 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας που επιτρέπει αντ’ αυτού την παρακολούθηση εναλλακτικής ταξινομικής ομάδας ζώντων οργανισμών ή άλλου υλικού φορέα, εφόσον το ΠΠΠ που εφαρμόζεται παρέχει ισοδύναμο επίπεδο προστασίας. Το ΠΠΠ στους ζώντες οργανισμούς αναφέρεται στους ιχθύες, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.
(7) Ουσία που είχε προηγουμένως καταχωριστεί ως ουσία προτεραιότητας στο παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ ή στο παράρτημα I της οδηγίας 2008/105/ΕΚ..
ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2025/3784/oj
ISSN 1977-0901 (electronic edition)