ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

65ό έτος
25 Μαΐου 2022


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

2022/C 210/01

Σύσταση τησ Ευρωπαϊκησ Κεντρικησ Τραπεζασ, της 17ης Μαΐου 2022, προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές της Banco de Portugal, (ΕΚΤ/2022/24)

1


 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2022/C 210/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση M.10526 — CHEVRON / NESTE BASE OIL) ( 1 )

2

2022/C 210/03

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση M.10683 — APPLIED / TEMASEK / JV) ( 1 )

3

2022/C 210/04

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση M.10692 — SEGRO / PSPIB / TARGET ASSET SOUTH PARIS) ( 1 )

4


 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

2022/C 210/05

Γνωμη τησ Ευρωπαϊκησ Κεντρικησ Τραπεζασ της 16ης Φεβρουαρίου 2022 όσον αφορά πρόταση κανονισμού σχετικά με τη σύσταση της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (CON/2022/4)

5

2022/C 210/06

Γνωμη τησ Ευρωπαϊκησ Κεντρικησ Τραπεζασ της 16ης Φεβρουαρίου 2022 αναφορικά με πρόταση οδηγίας και κανονισμού σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (CON/2022/5)

15


 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2022/C 210/07

Ισοτιμίες του ευρώ — 24 Μαΐου 2022

26

 

Ελεγκτικό Συνέδριο

2022/C 210/08

Ειδική έκθεση αριθ. 11/2022 — Προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ – η καταχώριση σε μαύρη λίστα χρήζει καλύτερης εφαρμογής

27

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2022/C 210/09

Πληροφοριες που διαβιβαζουν τα κρατη μελη οσον αφορα την απαγορευση αλιειας

28

2022/C 210/10

Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα — Υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε τακτικές αεροπορικές γραμμές ( 1 )

29

2022/C 210/11

Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα — Υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε τακτικές αεροπορικές γραμμές ( 1 )

30

2022/C 210/12

Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα — Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ( 1 )

31


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο ΕΖΕΣ

2022/C 210/13

Αίτηση για την έκδοση συμβουλευτικής γνώμης που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ από το Trygderetten στις 26 Ιανουαρίου 2022 στην υπόθεση A κατά Arbeids- og velferdsdirektoratet (Υπόθεση E-2/22)

32

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2022/C 210/14

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.10438 — MOL / OMV SLOVENIJA) ( 1 )

33

2022/C 210/15

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.10739 – FORD OTOSAN / FORD ROMANIA) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

35

2022/C 210/16

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.10709 — PARTNERS GROUP / FORTERRO) ( 1 )

36

2022/C 210/17

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.10724 — ITOCHU / UNDER ARMOUR / DOME) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

37


 

Διορθωτικά

 

Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα τρέχοντα επιτόκια ανάκτησης και τα επιτόκια αναφοράς/προεξόφλησης κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν από την 1η Μαΐου 2022[Δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής] ( EE C 192 της 11.5.2022 )

39


 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/1


ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 17ης Μαΐου 2022

προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές της Banco de Portugal

(ΕΚΤ/2022/24)

(2022/C 210/01)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 27.1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, τους οποίους υποδεικνύει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και εγκρίνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(2)

Η θητεία της Deloitte & Associados — Sociedade de Revisores Oficiais de Contas S.A., έως πρότινος εξωτερικού ελεγκτή της Banco de Portugal, έληξε με το πέρας του ελέγχου για το οικονομικό έτος 2021. Είναι επομένως αναγκαίος ο διορισμός εξωτερικών ελεγκτών από το οικονομικό έτος 2022.

(3)

Η Banco de Portugal επέλεξε την PriceWaterhouseCoopers & Associados - Sociedade de Revisores Oficiais de Contas Lda ως εξωτερικό της ελεγκτή για τα οικονομικά έτη 2022 έως 2026,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

Συνιστάται ο διορισμός της PriceWaterhouseCoopers & Associados - Sociedade de Revisores Oficiais de Contas Lda ως εξωτερικού ελεγκτή της Banco de Portugal για τα οικονομικά έτη 2022 έως 2026.

Φρανκφούρτη, 17 Μαΐου 2022.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/2


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση M.10526 — CHEVRON / NESTE BASE OIL)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/02)

Στις 22.2.2022, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να τη χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1). Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στα αγγλικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του ιστότοπου της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O ιστότοπος αυτός παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις, όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών, καθώς και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον ιστότοπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/homepage.html?locale=el) με αριθμό εγγράφου 32022M10526. Ο ιστότοπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/3


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση M.10683 — APPLIED / TEMASEK / JV)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/03)

Στις 18.5.2022, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να τη χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1). Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στα αγγλικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του ιστότοπου της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O ιστότοπος αυτός παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις, όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών, καθώς και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον ιστότοπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/homepage.html?locale=el) με αριθμό εγγράφου 32022M10683. Ο ιστότοπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/4


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση M.10692 — SEGRO / PSPIB / TARGET ASSET SOUTH PARIS)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/04)

Στις 8.4.2022, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να τη χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1). Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στα αγγλικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του ιστότοπου της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O ιστότοπος αυτός παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις, όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών, καθώς και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον ιστότοπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/homepage.html?locale=el) με αριθμό εγγράφου 32022M10692. Ο ιστότοπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/5


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 16ης Φεβρουαρίου 2022

όσον αφορά πρόταση κανονισμού σχετικά με τη σύσταση της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

(CON/2022/4)

(2022/C 210/05)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 20 Ιουλίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (1) (εφεξής η «AMLAR»).

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κρίνει ότι ο προτεινόμενος κανονισμός εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, μολονότι δεν έλαβε χώρα σχετική διαβούλευση με την ίδια. Ως εκ τούτου, ασκεί το δικαίωμά της να υποβάλλει στα κατάλληλα θεσμικά όργανα της Ένωσης γνώμη για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης, δεδομένου ότι η AMLAR περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

1.   Επισκόπηση και εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.1.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει τη δέσμη των τεσσάρων νομοθετικών προτάσεων που δημοσίευσε η Επιτροπή στις 20 Ιουλίου 2021, συμπεριλαμβανομένης της ΑMLAR, και που σκοπό έχουν την επίρρωση των ενωσιακών κανόνων σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΚΞΧ) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΧΤ) (ΚΞΧ/ΧΤ). Η παρούσα γνώμη εστιάζει στην AMLAR. Χωριστές γνώμες της ΕΚΤ εξετάζουν τις υπόλοιπες τρεις συνιστώσες της νομοθετικής δέσμης: α) την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (2) (εφεξής η «AMLR1»)· β) την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους μηχανισμούς που πρέπει να συγκροτήσουν τα κράτη μέλη για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (3) (εφεξής η «AMLD6»)· και γ) την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και ορισμένων κρυπτοστοιχείων (αναδιατύπωση) (4).

1.2.

Όπως έχει ήδη επισημανθεί (5), η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά ένα ενωσιακό καθεστώς το οποίο διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη, οι αρχές και τα όργανα της Ένωσης και οι υπόχρεες οντότητες εντός της ΕΕ διαθέτουν αποτελεσματικά εργαλεία για την καταπολέμηση της κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΞΧ) ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΧΤ). Έχοντας εκφράσει την πλήρη υποστήριξή της προς το προηγούμενο στάδιο των προσπαθειών εναρμόνισης (6), κατά το οποίο ενισχύθηκε η εντολή της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ, η ΕΚΤ χαιρετίζει τη συνέχιση της διαδικασίας με τη μορφή σύστασης της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (AMLA).

1.3.

Δεν έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ το καθήκον εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς ΞΧ ή ΧΤ. Ούτε το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης επιτρέπει να χορηγούνται στην ΕΚΤ εποπτικές εξουσίες ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς περιορίζει σαφώς τα εποπτικά καθήκοντα που μπορούν να ανατίθενται σε αυτή στα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εξετάζονται τα αποτελέσματα της εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ για την εκπλήρωση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ, όταν αυτή συνυπολογίζει τις πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο των σχετικών δραστηριοτήτων προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων της εποπτικής αξιολόγησης και των διαδικασιών αξιολόγησης, των αξιολογήσεων της επάρκειας των ρυθμίσεων διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, των διαδικασιών και μηχανισμών και των αξιολογήσεων της καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων των εποπτευόμενων οντοτήτων. Περαιτέρω, σε συμμόρφωση με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) οι εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι αρχές προληπτικής εποπτείας και οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) των κρατών μελών πρέπει να συνεργάζονται στενά μεταξύ τους εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους και να διαβιβάζουν μεταξύ τους τις πληροφορίες που είναι σχετικές με τα καθήκοντά τους.

1.4.

Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την AMLA και να συμβάλει στη νομοθετική διαδικασία, μεταξύ άλλων μοιραζόμενη την εμπειρία της ως αρχή προληπτικής εποπτείας σε ενωσιακό επίπεδο, όταν η εμπειρία αυτή ενδέχεται να επηρεάζει την οικοδόμηση της εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ σε ενωσιακό επίπεδο.

1.5.

Η σύσταση Αρχής ΚΞΧ/ΧΤ σε ενωσιακό επίπεδο αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη διασφάλιση μιας πιο εναρμονισμένης εφαρμογής των ενωσιακών απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ στην ΕΕ. Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι η δυνατότητα μιας αρχής προληπτικής εποπτείας σε ενωσιακό επίπεδο να διευκολύνει τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε περισσότερα κράτη μέλη απαιτεί την ανάθεση σε εκείνη επαρκών αρμοδιοτήτων, τόσο άμεσης εποπτείας όσο και επίβλεψης. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες εποπτικές εξουσίες. Η AMLAR προβλέπει ότι πέραν των εξουσιών άμεσης εποπτείας, οι οποίες κατ’ αρχάς θα ασκούνται σε μια σχετικά περιορισμένη ομάδα υπόχρεων οντοτήτων, η AMLA θα διενεργεί περιοδικές αξιολογήσεις και αξιολογήσεις από ομοτίμους των αρχών χρηματοπιστωτικής και μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ, αντίστοιχα. Το γεγονός αυτό θα βοηθήσει την AMLA να εντοπίσει βέλτιστες πρακτικές σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να τις εφαρμόζει στη δική της άμεση εποπτεία αλλά και να τις αποτυπώνει σε συστάσεις ή άλλα ρυθμιστικά προϊόντα απευθυνόμενα στις αρχές ΚΞΧ/ΧΤ κάθε κράτους μέλους μεμονωμένα, οι εκπρόσωποι των οποίων θα συμμετέχουν επίσης στο γενικό συμβούλιο της AMLA. Υψηλότερα επίπεδα εναρμόνισης και συνέπειας στην εποπτεία ΚΞΧ/ΧΤ θα ευνοήσουν επίσης την προληπτική εποπτεία.

Ειδικές παρατηρήσεις

2.   Πεδίο εφαρμογής της άμεσης και έμμεσης εποπτείας της AMLA

2.1.

Τα κριτήρια προσδιορισμού των επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων που θα τελούν υπό την άμεση εποπτεία της AMLA (8) είναι σχετικά αυστηρά, με τα έγγραφα που συνοδεύουν τη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής να προβλέπουν ότι κατά προσέγγιση μόνο 12 έως 20 υπόχρεες οντότητες θα πληρούν τα εν λόγω κριτήρια. Δεν έχει υπολογιστεί πόσες από αυτές τις οντότητες αναμένεται να είναι ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της άμεσης προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (9). Για τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες (10) που υπόκεινται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ και θα πληρούν τα εν λόγω κριτήρια η AMLA θα αποτελέσει τον αντισυμβαλλόμενο της ΕΚΤ για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία κατά την καθημερινή εποπτεία, τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και τις «κοινές διαδικασίες» (11), στις οποίες περιλαμβάνονται αξιολογήσεις των αιτήσεων για χορήγηση και ανάκληση αδειών λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και αξιολόγηση περιπτώσεων απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών. Όταν λιγότερο σημαντικά ιδρύματα που αποτελούν εποπτευόμενες οντότητες (12) (ΛΣΙ) πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται στην AMLAR, η συνεργασία μεταξύ ΕΚΤ και AMLA θα περιορίζεται στις σχετικές πτυχές των κοινών διαδικασιών.

2.2.

Η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη το προτεινόμενο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της άμεσης εποπτείας της AMLA υπό το πρίσμα των δημοσιονομικών περιορισμών της πρότασης. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι είναι χρήσιμο να υφίσταται ευρύ πεδίο εφαρμογής άμεσης εποπτείας σε ενωσιακό επίπεδο και να επιλέγονται ιδρύματα που θα υπόκεινται σε άμεση εποπτεία βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά την τροποποίηση των κριτηρίων προσδιορισμού των επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων, ώστε η διαδικασία να οδηγήσει σε ευρύτερη δεξαμενή υπόχρεων οντοτήτων υπό την άμεση εποπτεία της AMLA, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει υπόχρεες οντότητες με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος και να προωθεί μια κοινή εποπτική νοοτροπία και σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών ΚΞΧ/ΧΤ. Αυτό θα μειώσει επίσης τον κίνδυνο αρμπιτράζ. Στην περίπτωση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ), ο εν λόγω στόχος διευκολύνεται από τα κριτήρια επιλογής των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων στις περιπτώσεις που ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 απαιτεί από την ΕΚΤ να ασκεί καθήκοντα άμεσης εποπτείας όσον αφορά τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, εκτός εάν δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις (13). Λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά αυστηρά και βάσει κινδύνων κριτήρια επιλογής που καθορίζονται στην AMLAR, η δημοσίευση του καταλόγου των επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της θα ισοδυναμεί με έμμεση δημοσιοποίηση της κατάστασης υψηλού κινδύνου ΞΧ/ΧΤ των επιλεγμένων εποπτευόμενων οντοτήτων, οι οποίες επί του παρόντος συνιστούν εμπιστευτικές πληροφορίες γνωστοποιούμενες μεταξύ αρμόδιων αρχών αποκλειστικά με βάση την ανάγκη γνώσης τους. Τα αντικειμενικά βάσει κινδύνου κριτήρια που δεν οδηγούν σε έμμεση δημοσιοποίηση τέτοιων εμπιστευτικών εποπτικών πληροφοριών κρίνονται προτιμότερα, δεδομένου ότι δεν αποστέλλουν ακούσια σήματα στις αγορές ούτε δημιουργούν κίνδυνο φήμης για τις επιλεγμένες υπόχρεες οντότητες που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της AMLA. Επιπλέον, θα πρέπει να προστεθεί διάταξη για τη διασφάλιση της επικοινωνίας μεταξύ της AMLA και των αρμόδιων αρχών προληπτικής εποπτείας στην Ένωση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης των υπόχρεων οντοτήτων προς επιλογή πριν από τη δημοσίευση του καταλόγου των επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων. Το γεγονός αυτό θα επιτρέπει στις αρχές προληπτικής εποπτείας να αναλύουν εκ των προτέρων τις πιθανές επιπτώσεις στην προληπτική εποπτεία που συνεπάγονται οι σχετιζόμενοι με τις οντότητες αυτές κίνδυνοι.

2.3.

Όσον αφορά σχεδόν όλες τις σημαντικές και λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, οι κύριοι αντισυμβαλλόμενοι της ΕΚΤ θα συνεχίσουν να είναι οι εθνικές εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και οι ΜΧΠ. Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι έως ένα βαθμό είναι ετερογενή τα στοιχεία που της έχουν παράσχει μεμονωμένες εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ από την έναρξη της συστηματικής συνεργασίας της ίδιας με τις εθνικές εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ το 2019, κατόπιν των νομοθετικών αλλαγών που επέφερε η οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14). Το γεγονός αυτό καθιστά δυσχερέστερο τον συνεπή συνυπολογισμό των αποτελεσμάτων της εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ για τα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας. Συναφώς η ΕΚΤ χαιρετίζει τον ρόλο που θα διαδραματίσει η AMLA στην ενίσχυση της εναρμόνισης των αξιολογήσεων κινδύνου ΞΧ/ΧΤ και άλλων εποπτικών καθηκόντων ΚΞΧ/ΧΤ που θα ασκούν οι αρχές στα κράτη μέλη. Ειδικότερα, όσον αφορά τη μεθοδολογία που θα αναπτύξει η AMLA για την ταξινόμηση του προφίλ εγγενούς κινδύνου και του προφίλ εναπομένοντος κινδύνου των υπόχρεων οντοτήτων είναι σημαντικό να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο εναρμόνισης αμφότερων των μεθοδολογιών, δεδομένου ότι οι μεθοδολογίες αυτές θα επηρεάσουν τη συνέπεια των στοιχείων που θα παραλαμβάνονται και θα συνυπολογίζονται στην προληπτική εποπτεία.

2.4.

Προσανατολιζόμενη στο μέλλον και με την επιφύλαξη της εκάστοτε επανεξέτασης στην οποία θα προβαίνει η Επιτροπή κατά τα προβλεπόμενα στην AMLAR (15), η ΕΚΤ επικροτεί την ενίσχυση του πεδίου εφαρμογής των καθηκόντων άμεσης εποπτείας της AMLA προκειμένου να καλυφθεί ένα ευρύτερο υποσύνολο οντοτήτων που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ. Τούτο ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλότερο επίπεδο συνέπειας των εποπτικών αξιολογήσεων ΚΞΧ/ΧΤ των οντοτήτων αυτών και, ως εκ τούτου, να συμβάλει και στην περαιτέρω υποστήριξη της προληπτικής εποπτείας για την οποία ορισμένες από τις αξιολογήσεις αυτές χρησιμεύουν ως στοιχεία τροφοδότησης.

3.   Συνεργασία μεταξύ της AMLA και της ΕΚΤ

3.1.

Η AMLAR ρυθμίζει τη συνεργασία μεταξύ της AMLA και των αρχών χωρίς αρμοδιότητα ΚΞΧ/ΧΤ (16). Η ΕΚΤ χαιρετίζει το γεγονός ότι ο τελευταίος όρος καλύπτει τέσσερα είδη αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ στον ρόλο της ως αρχής προληπτικής εποπτείας (17). Όσον αφορά τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών ΚΞΧ/ΧΤ και των αρχών προληπτικής εποπτείας, βασική προστιθέμενη αξία της AMLA θα μπορούσε να είναι όντως η δυνατότητα βελτίωσης της υφιστάμενης συνεργασίας, παρά η λειτουργία της ως ενός επιπλέον σταδίου κατά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ άλλων αρχών. Υπό αυτήν την έννοια θα πρέπει να προστεθεί μια γενική υποχρέωση για την AMLA να διασφαλίζει την αναλογική και αποτελεσματική χρήση των εργαλείων συνεργασίας με σκοπό την ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης των αρχών που μετέχουν στη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων μέσω πολλαπλών διαύλων, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ, της βάσης δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ και των συμφωνιών συνεργασίας.

3.2.

Η AMLAR προβλέπει ότι, εάν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η AMLA οφείλει να συνεργάζεται με τις αρχές που δεν είναι αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ (18). Η διάταξη αυτή θα πρέπει να είναι γενικότερη και η αναφορά στα καθήκοντα της AMLA θα πρέπει να απαλειφθεί. Εξ ορισμού, η συνεργασία πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα καθήκοντα όλων των συμμετεχουσών αρχών. Ως εκ τούτου, για παράδειγμα, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (19) απαιτεί τη συνεργασία της ΕΚΤ με τις αρχές που συναποτελούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, ενώ η οδηγία 2013/36/ΕΕ (20) απαιτεί την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών ΚΞΧ/ΧΤ και των αρχών προληπτικής εποπτείας, οι οποίες είναι σχετικές με τα καθήκοντα της παραλήπτριας αρχής, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη εάν η ανταλλαγή πληροφοριών είναι αναγκαία και για την εκπλήρωση των καθηκόντων της διαβιβάζουσας αρχής. Μολονότι σε πολλές περιπτώσεις η ανάγκη αυτή μπορεί να προσδιοριστεί, εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Συνεπώς, κρίνεται σκοπιμότερη η αντικατάσταση της αναφοράς στα καθήκοντα της AMLA με μια γενικότερη αναφορά που θα απαιτεί τη συνεργασία της AMLA με τις αρχές που δεν είναι αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ εντός των ορίων της εντολής της, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι άλλες οικείες αρχές θα υποβάλλουν αίτημα μόνο για σχετικές μορφές συνεργασίας. Αυτό ισχύει κυρίως και είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις αρχές προληπτικής εποπτείας, όπως η ΕΚΤ, δεδομένης της υποχρέωσής τους να συνυπολογίζουν τα στοιχεία σχετικά με την εποπτεία ΚΞΧ/ΧΤ στις οικείες αξιολογήσεις προληπτικής εποπτείας.

3.3.

Η AMLAR αναφέρεται στην άντληση πληροφοριών από τη βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ την οποία πρόκειται να δημιουργήσει η AMLA σύμφωνα με την AMLAR (21). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι αυτή η νέα βάση δεδομένων θα αντικαταστήσει τη βάση δεδομένων που σχετίζεται με αδυναμίες της ΚΞΧ/ΧΤ, την οποία η ΕΑΤ όφειλε να δημιουργήσει βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22). Οι δύο βάσεις δεδομένων διαφέρουν από πολλές απόψεις. Μολονότι η ΕΑΤ ήταν υποχρεωμένη να παρέχει πληροφορίες της βάσης δεδομένων στις αρχές προληπτικής εποπτείας και με δική της πρωτοβουλία (23), η AMLA απαιτείται να πράττει το ίδιο μόνον κατόπιν αιτήματος των αρχών προληπτικής εποπτείας (24). Η AMLAR θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η AMLA παρέχει πληροφορίες και με δική της πρωτοβουλία, τόσο στις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ όσο και στις εποπτικές αρχές που δεν είναι αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ. Εάν μια εποπτική αρχή αγνοεί την ύπαρξη των σχετικών πληροφοριών, δεν θα είναι σε θέση να ζητήσει τις εν λόγω πληροφορίες βάσει της AMLAR (25).

3.4.

Όσον αφορά τη βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ η AMLAR ορίζει τα είδη πληροφοριών που οφείλουν να διαβιβάζουν στη βάση αυτή οι εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ (26), οι περισσότερες εκ των οποίων αλληλοεπικαλύπτονται με πληροφορίες που επίσης οφείλουν να ανταλλάσσουν οι εποπτικές αυτές αρχές με τις αρμόδιες αρχές προληπτικής εποπτείας κατά το άρθρο 117 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Σε ευθυγράμμιση με το πνεύμα των υφιστάμενων διατάξεων για την κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ένας ευρύτερα προσβάσιμος κόμβος δεδομένων θα μπορούσε να παράσχει μια αξιόλογη υπηρεσία, ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ αρχών προληπτικής εποπτείας και εποπτικού μηχανισμού ΚΞΧ/ΧΤ, για παράδειγμα βάσει ψηφιακών λύσεων που είναι ήδη διαθέσιμες στις εποπτικές αρχές της ΕΕ (π.χ. για τη συνεργασία μεταξύ ΕΕΜ και Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης). Η δυνατότητα αυτή θα ελαχιστοποιούσε την άσκοπη επανάληψη και συναφή επιβάρυνση για τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ, οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να ανταλλάσσουν τις ίδιες πληροφορίες εις διπλούν, τόσο με τη βάση δεδομένων σύμφωνα με την AMLAR όσο και με τις αρμόδιες αρχές προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.5.

Η AMLAR απαιτεί από τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ να διαβιβάζουν στη βάση δεδομένων συμβουλές που παρέχονται σε άλλες «εθνικές» αρχές σε σχέση με τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης αδειών και τις αξιολογήσεις καταλληλότητας μετόχων ή μελών του διοικητικού οργάνου μεμονωμένων υπόχρεων οντοτήτων (27). Η λέξη «εθνικές» θα πρέπει να απαλειφθεί, καθώς οι εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ θα παρέχουν συναφώς πληροφορίες όχι μόνο στις εθνικές αρχές, αλλά και στην ΕΚΤ, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ (28) και την AMLD6 (29).

3.6.

Η AMLAR απαιτεί από την AMLA να συνάπτει μνημόνια συνεννόησης με τις αρχές που δεν είναι αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ, εάν αυτό είναι αναγκαίο (30). Το «εάν είναι αναγκαίο» είναι χρήσιμη προϋπόθεση, δεδομένου ότι υπάρχουν ήδη πολλές πλατφόρμες συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών ΚΞΧ/ΧΤ και των αρχών προληπτικής εποπτείας. Η ΕΚΤ συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και βάσει συμφωνίας που υπογράφηκε με την ίδια στις 10 Ιανουαρίου 2019 (31), σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) (εφεξής η «συμφωνία ΚΞΧ»). Η συμφωνία ΚΞΧ έχει πάνω από 50 υπογράφοντες, δεδομένου ότι σε κάθε κράτος μέλος υπάρχουν συνήθως περισσότερες εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ επιτρέπει τη διμερή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και καθεμίας από τις υπογράφουσες εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ. Λόγω της διμερούς φύσης μιας τέτοιας συνεργασίας και δεδομένου ότι η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 λειτουργεί με την εφαρμογή διαφορετικών αρχών στην ενοποιημένη εποπτεία βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η συμφωνία ΚΞΧ δεν έχει αποδειχθεί τόσο έγκαιρη και αποτελεσματική όσο άλλα εργαλεία που επιτρέπουν την πολυμερή συνεργασία, όπως τα σώματα ΚΞΧ/ΧΤ. Μολονότι η συμφωνία ΚΞΧ καθιστά δυνατή την ευχερή συμμετοχή της AMLA στη συμφωνία και η AMLAR παρέχει στην τελευταία τη δυνατότητα να συνάπτει ειδική συμφωνία με την ΕΚΤ, η ΕΚΤ χαιρετίζει την ευελιξία που παρέχει η AMLAR όσον αφορά την εξέταση της αναγκαιότητας μιας τέτοιας ρύθμισης, δεδομένης της διαθεσιμότητας άλλων εργαλείων συνεργασίας που θα επέτρεπαν μια αποτελεσματικότερη πολυμερή συνεργασία, έτσι ώστε η AMLA να αποτελέσει μεταξύ άλλων κάτι περισσότερο από απλώς έναν επιπλέον παράγοντα στη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών με την ΕΚΤ.

3.7.

Περαιτέρω, η AMLAR απαιτεί από την AMLA να εξασφαλίζει την αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ όλων των αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ του εποπτικού συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ και των αρχών που δεν είναι αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ (33). Η ΕΚΤ χαιρετίζει τη διάταξη αυτή, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί πολλές πλατφόρμες ανταλλαγής πληροφοριών για τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ και τις αρχές προληπτικής εποπτείας, η αλληλεπίδραση των οποίων δεν είναι πάντοτε σαφής. Για παράδειγμα, οι ανωτέρω εποπτικές αρχές απαιτείται να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους όχι μόνον απευθείας, αλλά και μέσω της βάσης δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ της ΕΑΤ. Η εν λόγω διάταξη σχετικά με την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συνεργασίας θα πρέπει να επεκταθεί προκειμένου να συμπεριλάβει επίσης τις ΜΧΠ και τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ. Οι ΜΧΠ και οι αρχές προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ήδη οφείλουν να συνεργάζονται σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ. Δεδομένου ότι το γενικό συμβούλιο της AMLA περιλαμβάνει επίσης τις ΜΧΠ όλων των κρατών μελών και δεδομένου ότι η AMLA απαιτείται να διαχειρίζεται τον μηχανισμό υποστήριξης και συντονισμού των ΜΧΠ (34), η προσθήκη των ΜΧΠ στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας διάταξης φαίνεται εύλογη. Όσον αφορά τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ, οι αρχές προληπτικής εποπτείας ενδέχεται να χρειαστεί να συνεργαστούν με αυτές εάν οι μη χρηματοπιστωτικές υπόχρεες οντότητες, όπως για παράδειγμα οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τα πιστωτικά ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στο γενικότερο πλαίσιο συνεργασίας με τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας, και όπως πρότεινε ΕΚΤ σε χωριστή γνώμη η οποία εστιάζει στις AMLR1 και AMLD6, θα μπορούσαν να εισαχθούν γενικές βελτιώσεις στις άδειες ανταλλαγής πληροφοριών για τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ προκειμένου να τους επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών με ευρύτερο φάσμα άλλων αρχών. Η εν λόγω βελτίωση θα επέκτεινε αυτόματα τις άδειες, μέσω της AMLAR (35), προκειμένου η AMLA να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες με άλλες αρχές.

3.8.

Δεδομένου ότι ενδέχεται να υπάρχουν ρυθμιστικά προϊόντα, όπως κατευθυντήριες γραμμές ή τεχνικά πρότυπα, τα οποία απευθύνονται ή επηρεάζουν τόσο τις εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ όσο και τις αρχές προληπτικής εποπτείας ή άλλες αρχές, είναι σημαντικό η AMLA να συνεργάζεται με την ΕΑΤ, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) στην ανάπτυξη των εν λόγω ρυθμιστικών προϊόντων. Η γενική απαίτηση συνεργασίας της AMLA με την ΕΑΤ (36) θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να συμπεριλάβει ειδική αναφορά στη συνεργασία για την ανάπτυξη τέτοιου είδους ρυθμιστικών προϊόντων, η οποία θα προσιδιάζει στη συνεργασία μεταξύ της AMLA και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, όπως πρότεινε η Επιτροπή (37).

4.   Διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στην άμεση και έμμεση εποπτεία

4.1.

Όπως με την εκπλήρωση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ, προτείνεται η χρησιμοποίηση μεικτών εποπτικών ομάδων (ΜΕΟ) από την AMLA στο πλαίσιο των καθηκόντων άμεσης εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ που ασκεί. Η AMLAR διευκρινίζει ότι οι ΜΕΟ της AMLA θα αποτελούνται τόσο από προσωπικό της ίδιας της AMLA όσο και από προσωπικό των εθνικών αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ και ότι ο συντονιστής ΜΕΟ θα «εξουσιοδοτείται» από την AMLA ως εθνική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της μια επιλεγμένη υπόχρεη οντότητα, κατόπιν συμφωνίας των αρμόδιων εθνικών αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ (38). Τα συνοδευτικά έγγραφα της νομοθετικής πρότασης αναφέρουν περαιτέρω ότι σχεδόν το σύνολο του προσωπικού της AMLA που θα εντάσσεται στις ΜΕΟ θα είναι εγκατεστημένο στα κράτη μέλη. Εν προκειμένω η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι ο όρος «εξουσιοδοτείται» (39) πρέπει να έχει την έννοια ότι οι συντονιστές ΜΕΟ θα ανήκουν μεν στο προσωπικό της AMLA, αλλά ότι συνήθης τόπος εργασίας τους δεν θα είναι η έδρα της AMLA, αλλά το κράτος μέλος όπου εδρεύει η εποπτευόμενη οντότητα. Ως εκ τούτου, ο όρος «εξουσιοδοτείται» σε καμία περίπτωση δεν έχει την έννοια της ανάθεσης των εξουσιών της AMLA στην εθνική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή εντός των κρατών μελών. Περαιτέρω, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι η AMLAR αναθέτει στις μεικτές εποπτικές ομάδες τη διενέργεια τόσο μη επιτόπιας εποπτείας όσο και επιτόπιων επιθεωρήσεων.

4.2.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει την ανάθεση στην εκτελεστική επιτροπή της AMLA εποπτικών εξουσιών λήψης αποφάσεων για τις επιλεγμένες υπόχρεες οντότητες ως ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ στην ΕΕ. Περαιτέρω, μολονότι η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι η εποπτεία ΚΞΧ/ΧΤ ενδέχεται να απαιτεί διαφορετική διάρθρωση συγκριτικά με την προληπτική εποπτεία, εντούτοις η ίδια θα ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία της σχετικά με τη διάρθρωση των ΜΕΟ εντός του ΕΕΜ. Οι ΜΕΟ του ΕΕΜ έχουν επίσης επικεφαλής έναν συντονιστή ΜΕΟ που είναι πάντοτε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ. Πάντως, ο συντονιστής ΜΕΟ είναι εγκατεστημένος στην έδρα της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη και όχι σε κράτος μέλος. Όσον αφορά άλλα μέλη της ΜΕΟ, σε αυτά περιλαμβάνονται τόσο μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ όσο και μέλη του προσωπικού των εθνικών αρμόδιων αρχών. Τα μέλη της ΜΕΟ που ανήκουν στο προσωπικό της ΕΚΤ έχουν επίσης τη βάση τους στην ΕΚΤ και όχι σε κράτη μέλη. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι αυτό διευκολύνει την επικοινωνία στο πλαίσιο του ιδρύματος και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, ενώ συμβάλλει θετικά στην οικοδόμηση κοινής εποπτικής νοοτροπίας. Επιπλέον, για την ενθάρρυνση του διαλόγου εντός της ΜΕΟ σχετικά με τις βέλτιστες εποπτικές διαδικασίες για καθεμία από τις εποπτευόμενες οντότητες, κατά γενικό κανόνα ο συντονιστής ΜΕΟ εντός του ΕΕΜ δεν προέρχεται από τη χώρα στην οποία εδρεύει η εποπτευόμενη τράπεζα. Τέλος, οι συντονιστές ΜΕΟ διορίζονται κατ’ αρχήν για χρονικό διάστημα 3 έως 5 ετών, ενώ αναμένεται να εναλλάσσονται τακτικά (λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι δυνατόν να εναλλάσσονται όλα τα μέλη της ΜΕΟ ταυτόχρονα).

4.3.

Όσον αφορά τη συγκέντρωση μη επιτόπιων και επιτόπιων καθηκόντων στην ίδια ομάδα, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι μια ανεξάρτητη λειτουργία επιτόπιας επιθεώρησης, συνδυαζόμενη με έναν τακτικό διάλογο μεταξύ μη επιτόπιων και επιτόπιων ομάδων, εμπλουτίζει την ποιότητα της συνεχούς εποπτείας της ΕΚΤ. Ειδικότερα, διασφαλίζεται ότι οι απόψεις της ΜΕΟ που διαμορφώνονται με βάση ήδη διαθέσιμες πληροφορίες δεν επηρεάζουν τα ευρήματα των επιτόπιων επιθεωρήσεων. Όπως διευκρινίζεται στον Οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με τις επιτόπιες επιθεωρήσεις και τις διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων, οι επιτόπιες επιθεωρήσεις συμπληρώνουν τη συνεχή εποπτεία. Η ΕΚΤ επιδιώκει να έχει διαρκώς εις βάθος γνώση του πιστωτικού ιδρύματος με την άσκηση συνεχούς μη επιτόπιας εποπτείας, η οποία στηρίζεται κυρίως στις πληροφορίες που υποβάλλει το πιστωτικό ίδρυμα, και με τη διενέργεια επιτόπιων επιθεωρήσεων κατά τις οποίες ελέγχει, μεταξύ άλλων, την ακρίβεια των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για την άσκηση της συνεχούς εποπτείας. Η ομάδα επιτόπιας επιθεώρησης, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της αποστολής, ενεργεί ανεξάρτητα από τη ΜΕΟ, σε συνεργασία όμως με αυτήν. Μετά τη λήψη της εποπτικής απόφασης για διενέργεια επιθεώρησης, την αποκλειστική ευθύνη για την εφαρμογή της έχει ο επικεφαλής της αποστολής, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη έκθεσης που παρουσιάζει τα ευρήματα της ομάδας επιθεώρησης. Το άρθρο 144 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ ορίζει ότι η ΕΚΤ είναι επιφορτισμένη με τη σύσταση και τον καθορισμό της σύνθεσης των ομάδων επιθεώρησης με συμμετοχή των εθνικών αρμόδιων αρχών (40) (ΕΑΑ). Η ομάδα επιθεώρησης μπορεί να αποτελείται από επιθεωρητές της ΕΚΤ, επόπτες που απασχολούνται στην Ε[Α]Α του κράτους μέλους της επιθεωρούμενης νομικής οντότητας και επόπτες από άλλες ΕΑΑ, καθώς και μέλη της ΜΕΟ ή άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΚΤ πρόσωπα. Ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, όλα τα μέλη της ομάδας εργάζονται για λογαριασμό της ΕΚΤ και υπό την ευθύνη του επικεφαλής της αποστολής. Ένα μέλος της ΜΕΟ δεν μπορεί να ορίζεται επικεφαλής της επιθεώρησης. Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι η αποτελεσματική στελέχωση ομάδας που ασκεί επιτόπια εποπτικά καθήκοντα και διενεργεί μη επιτόπιες επιθεωρήσεις μπορεί και να είναι δύσκολη· αυτό που θα μπορούσε να νοηθεί ως επαρκής καθημερινή στελέχωση θα μπορούσε να θεωρηθεί υποστελέχωση όταν μέρος της ομάδας συμμετέχει σε επιτόπια επιθεώρηση (41). Επιπλέον, η συμμετοχή εποπτικών αρχών διαφόρων ΕΑΑ σε ομάδες επιτόπιας επιθεώρησης έχει αποδειχθεί βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη κοινής προσέγγισης των επιτόπιων δραστηριοτήτων εντός του ΕΕΜ.

4.4.

Η AMLAR καθορίζει τις εποπτικές εξουσίες της AMLA (42) έναντι των επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της, οι οποίες προστίθενται στις εποπτικές εξουσίες που θα είναι διαθέσιμες σε όλες τις εθνικές εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ σύμφωνα με την AMLD6 (43). Η AMLA θα έχει επίσης τη δυνατότητα να απαιτεί, μέσω εντολών, από τις εθνικές αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ να κάνουν χρήση των εξουσιών τους, δυνάμει των όρων του εθνικού δικαίου και σύμφωνα προς αυτούς, εφόσον η AMLAR δεν παρέχει τις εν λόγω εξουσίες στην AMLA. Οι εξουσίες αυτές αλληλοεπικαλύπτονται εν μέρει με τις εξουσίες της ΕΚΤ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, και γενικότερα με τις εξουσίες των αρχών προληπτικής εποπτείας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για παράδειγμα με την εξουσία θέσπισης περιορισμών ή ορίων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των εποπτευόμενων οντοτήτων (44), ή την εξουσία να απαιτούν μεταβολές στο διαχειριστικό όργανο της εποπτευόμενης οντότητας (45). Ορισμένες αλληλοεπικαλύψεις εποπτικών εξουσιών υφίστανται ήδη όσον αφορά τις εξουσίες των εποπτικών αρχών ΚΞΧ/ΧΤ βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και των εθνικών εκτελεστικών διατάξεων. Η εν λόγω αλληλοεπικάλυψη εποπτικών εξουσιών απαιτεί συνεργασία μεταξύ των αρχών προληπτικής εποπτείας και των εποπτικών αρχών ΚΞΧ/ΧΤ προς αποτροπή συγκρούσεων και ακούσιων συνεπειών, συμπεριλαμβανομένης της μη συντονισμένης σώρευσης των εποπτικών μέτρων που απευθύνονται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την AMLA και τις εθνικές εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ. Επιπλέον, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι πριν από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και μέτρων στις υπόχρεες οντότητες που υπόκεινται στην εποπτεία και άλλων αρχών η AMLA συντονίζει τις εποπτικές δράσεις της με τις άλλες αρμόδιες αρχές και, ειδικότερα, με τις αρμόδιες αρχές προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, όταν οι εν λόγω εποπτικές δράσεις επηρεάζουν τα ιδρύματα αυτά. Ως εκ τούτου, σε χωριστή γνώμη που εστιάζει στην AMLD6 η ΕΚΤ προτείνει την τροποποίηση της τελευταίας προκειμένου να περιοριστούν οι ανεπιθύμητες συνέπειες της ενδεχομένως μη συντονισμένης άσκησης εποπτικών εξουσιών όσον αφορά την ίδια υπόχρεη οντότητα. Έχοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των AMLR1, AMLD6 και AMLAR (46), η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η εν λόγω απαίτηση συντονισμού που προβλέπεται στην AMLD6 έχει εφαρμογή τόσο στις εθνικές εποπτικές αρχές ΚΞΧ/ΧΤ όσο και στην AMLA.

4.5.

Όσον αφορά τον έμμεσο εποπτικό ρόλο της AMLA, η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόταση περί ανάθεσης στην AMLA του καθήκοντος έμμεσης εποπτείας των μη επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων, καθώς αυτό θα συμβάλει στην εποπτική σύγκλιση, και παροχής επίσης στην AMLA της δυνατότητας να ζητεί από μια εθνική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ να αναλάβει εποπτική δράση σε εξαιρετικές περιστάσεις. Σε σαφώς συγκεκριμένες περιπτώσεις η AMLAR παρέχει εξάλλου στην AMLA τη δυνατότητα να ζητεί από την Επιτροπή έγκριση για τη μεταβίβαση εποπτικών εξουσιών επί μη επιλεγμένης υπόχρεης οντότητας από μια εθνική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ στην ίδια (47). Η AMLA επιτρέπεται να υποβάλει τέτοιου είδους αίτημα στην Επιτροπή μόνον εάν η εθνική εποπτική αρχή ΚΞΧ/ΧΤ δεν συμμορφώνεται με αίτημα της AMLA για λήψη απόφασης απευθυνόμενης σε υπόχρεη οντότητα. Μολονότι στην πράξη ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις όπου τόσο η εθνική εποπτική αρχή ΚΞΧ/ΧΤ όσο και η AMLA συναινούν στη μεταβίβαση εποπτικών εξουσιών, η AMLAR δεν προβλέπει διαδικασία για μια τέτοια μεταβίβαση ελλείψει της ανωτέρω μη συμμόρφωσης της εθνικής εποπτικής αρχής ΚΞΧ/ΧΤ. Εν προκειμένω η ΕΚΤ επισημαίνει ότι τόσο ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (στην περίπτωση της ΕΚΤ) όσο και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48) (στην περίπτωση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης) καθιστούν επίσης δυνατή την ανάληψη εποπτικών εξουσιών κατόπιν αιτήματος της αντίστοιχης εθνικής αρχής (49). Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να προβλεφθεί και στο πλαίσιο του εποπτικού συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ για χρονικό διάστημα έως τριών ετών. Εάν η επιλογή αυτή ενσωματωθεί στην AMLAR, θα πρέπει να αναλυθεί η ενδεδειγμένη συμμετοχή της Επιτροπής στην εν λόγω διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη μεταξύ άλλων των ορίων που θέτει η θεωρία Meroni (50).

4.6.

Η ΕΚΤ επικροτεί το ευρύ φάσμα εξουσιών και εργαλείων που προβλέπονται για την εκπλήρωση της λειτουργίας επίβλεψης της AMLA και για τη διασφάλιση υψηλών εποπτικών προτύπων στην Ένωση. Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι η δέσμη εργαλείων επίβλεψης που διαθέτει η AMLA στον τομέα συλλογής πληροφοριών όσον αφορά μη επιλεγμένες υπόχρεες οντότητες δεν περιλαμβάνει ορισμένα από τα εργαλεία που είναι διαθέσιμα στην ΕΚΤ όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα ΛΣΙ.

4.7.

Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι η αποτελεσματική επίβλεψη απαιτεί εξισορρόπηση της ενθάρρυνσης της εποπτικής σύγκλισης και της επίβλεψης ειδικά για κάθε ίδρυμα. Η τελευταία αποτελεί ισχυρό εργαλείο για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εποπτικών προσεγγίσεων που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη μέλη, καθώς και προκειμένου να επιτραπεί η έγκαιρη παρέμβαση της έμμεσης εποπτικής αρχής, όταν απαιτείται. Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι βάσει της AMLAR, οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας απαιτείται να παρέχουν πληροφορίες στην AMLA σχετικά με μη επιλεγμένες υπόχρεες οντότητες μόνο σε πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων (51).

4.8.

Η ΕΚΤ θα ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία της σχετικά με τη διάρθρωση επίβλεψης των ΛΣΙ εντός του ΕΕΜ. Το πλαίσιο θεσπίζει τη δυνατότητα της ΕΚΤ να δημιουργεί κατηγορίες ΛΣΙ βάσει του βαθμού επικινδυνότητας και του αντικτύπου τους, και να απαιτεί διαφορετικά επίπεδα πληροφόρησης από τις ΕΑΑ (π.χ. εκ των προτέρων κοινοποιήσεις αποκλειστικά για ΛΣΙ υψηλής προτεραιότητας, ενώ όλα τα ΛΣΙ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ετήσιας εκ των υστέρων υποβολής εκθέσεων και της κοινοποίησης καταστάσεων οικονομικής επιδείνωσης).Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει στη λειτουργία επίβλεψης να είναι αναλογική και να διοχετεύει εστιασμένα πόρους στις πιο σοβαρές περιπτώσεις. Η ετήσια υποβολή ενός ελάχιστου συνόλου πληροφοριών σχετικά με τα ΛΣΙ είναι επίσης χρήσιμη για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων επίβλεψης (π.χ. οριζόντιους ελέγχους, αξιολόγηση των καταστάσεων ειδικά για το κάθε ίδρυμα ή διεξαγωγή εμπεριστατωμένου διαλόγου με τις ΕΑΑ). Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει συμμετάσχει και σε διάφορες επιτόπιες επιθεωρήσεις σχετικά με τα ΛΣΙ προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω την άσκηση της λειτουργίας επίβλεψης από την ίδια.

4.9.

Σύμφωνα με την AMLAR (52), οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας απαιτείται να ενημερώνουν την AMLA σε περίπτωση ταχείας και σημαντικής επιδείνωσης της κατάστασης μη επιλεγμένης υπόχρεης οντότητας. Δεδομένου ότι τα εν λόγω κριτήρια είναι σχετικά περιοριστικά και σωρευτικά, η κατάσταση μη επιλεγμένης υπόχρεης οντότητας που επιδεινώνεται σημαντικά αλλά όχι ταχέως, ή μια επείγουσα κατάσταση που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση χωρίς να χαρακτηρίζεται από ταχεία και σημαντική επιδείνωση (για παράδειγμα, όταν εντοπίζονται ουσιώδεις μακροχρόνιες παραβάσεις), δεν θέτουν ζήτημα ενημέρωσης της AMLA.

4.10.

Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης της AMLA έχει σχεδιαστεί στην AMLAR (53) όπως και το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013. Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι εκτός από το εν λόγω πρότυπο, υπάρχουν και άλλες πιθανές προσεγγίσεις, όπως το πρότυπο που χρησιμοποιείται στην ΕΑΤ, την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΑΕΣ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, όπου τα όργανα προσφυγής, μεταξύ άλλων, εκδίδουν αποφάσεις δεσμευτικές για τα αντίστοιχα όργανα, τα οποία ακολούθως εκδίδουν τις οριστικές αναθεωρημένες αποφάσεις. Ο σχεδιασμός της καταλληλότερης λύσης για την AMLA θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να ωφεληθεί από τη σύγκριση των εμπειριών που συλλέγονται από τη λειτουργία όλων των προτύπων.

4.11.

Στην περίπτωση που η εποπτική παρέμβαση της AMLA περιλαμβάνει εντολές ή αιτήματα προς τις εθνικές αρχές, οι διαφορές στις αντίστοιχες εξουσίες και υποχρεώσεις τους βάσει των εθνικών νομικών πλαισίων που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από εθνικούς διοικητικούς νόμους, ενδέχεται να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Σε τέτοιες καταστάσεις, η AMLA θα επωφεληθεί από τη συνδρομή των εθνικών αρχών στην ανάλυση των αποτελεσμάτων και των περιορισμών των εν λόγω εντολών, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης εξωσυμβατικής ευθύνης των αρχών που μετέχουν στην εποπτική δράση. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια συνδρομή θα καλύπτεται από τις γενικές διατάξεις συνεργασίας που περιλαμβάνονται στην AMLAR (54).

5.   Δομή διακυβέρνησης της AMLA και ρυθμίσεις συνέχισης των δραστηριοτήτων

5.1.

Το γενικό συμβούλιο της AMLA θα έχει δύο συνθέσεις: την εποπτική σύνθεση και τη σύνθεση ΜΧΠ (55). Το γενικό συμβούλιο με εποπτική σύνθεση υποχρεούται επίσης να δέχεται ως παρατηρητή έναν/μία εκπρόσωπο της ΕΚΤ που ορίζει το εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ, και έναν/μία εκπρόσωπο από καθεμία από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές όταν συζητούνται θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αντίστοιχων εντολών τους.

5.2.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει την εν λόγω διάταξη, καθώς θα διευκολύνει την αναγκαία αλληλεπίδραση μεταξύ, αφενός, της ρύθμισης και εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ και, αφετέρου, της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας. Επί του παρόντος, η ΕΚΤ συμβάλλει από την πλευρά της προληπτικής εποπτείας στο έργο της μόνιμης επιτροπής ΚΞΧ/ΧΤ εντός της ΕΑΤ (56). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της ως παρατηρητή στην AMLA θα αντικαταστήσει στην πράξη τον υφιστάμενο ρόλο της ως παρατηρητή στη μόνιμη επιτροπή ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς η τελευταία επιτροπή θα πάψει να υφίσταται (57). Eν προκειμένω, η AMLAR (58) θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να αναφέρεται σε «εκπρόσωπο της ΕΚΤ» και όχι σε «εκπρόσωπο που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ». Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι η διατύπωση της εν λόγω διάταξης βασίζεται στη διατύπωση που χρησιμοποιείται ήδη στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (59). Πάντως, η συμμετοχή των ειδικών οργάνων της ΕΚΤ στη διαδικασία ορισμού εκπροσώπων της είναι ζήτημα εξουσιών των εν λόγω οργάνων που καθορίζονται, ειδικότερα, στις Συνθήκες, το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, καθώς και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, και, ως εκ τούτου, ζήτημα εσωτερικής οργάνωσης της ΕΚΤ. Δεν κρίνεται σκόπιμη η παρέμβαση της AMLAR στην εσωτερική οργάνωση της ΕΚΤ με τον καθορισμό του οργάνου της ΕΚΤ που είναι αρμόδιο για τον ορισμό του εκπροσώπου της.

5.3.

Περαιτέρω, η ΕΚΤ χαιρετίζει το γεγονός ότι το γενικό συμβούλιο της AMLA με σύνθεση ΜΧΠ θα περιλαμβάνει επίσης την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, την Ευρωπόλ, τη Eurojust και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και ότι στην AMLAR περιλαμβάνεται απαίτηση συνεργασίας της AMLA με τα εν λόγω όργανα της Ένωσης (60). Η ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ και των οργάνων της Ένωσης με εντολές που σχετίζονται με το ποινικό δίκαιο, την οποία προορίζεται να υλοποιήσει η AMLA, αποτελεί σημαντικό βήμα προς την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ειδικότερα.

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε τεχνικό κείμενο εργασίας και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στο EUR-Lex.

Φρανκφούρτη, 16 Φεβρουαρίου 2022.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  COM(2021) 421 final.

(2)  COM(2021) 420 final.

(3)  COM(2021) 423 final.

(4)  COM(2021) 422 final.

(5)  Βλέπε γνώμη CON/2005/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Φεβρουαρίου 2005, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΕΕ C 40 της 17.2.2005, σ. 9), γνώμη CON/2013/32 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 17ης Μαΐου 2013, αναφορικά με πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και πρόταση κανονισμού περί των πληροφοριών που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (ΕΕ C 166 της 12.6.2013, σ. 2), γνώμη CON/2016/49 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/101/ΕΚ (ΕΕ C 459 της 9.12.2016, σ. 3), καθώς και γνώμη CON/2018/55 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Δεκεμβρίου 2018, αναφορικά με τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων (ΕΕ C 37 της 30.1.2019, σ. 1). Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στο EUR-Lex.

(6)  Βλέπε παράγραφο 1.1 της γνώμης CON/2018/55 της ΕΚΤ.

(7)  Βλέπε άρθρο 117 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Βλέπε άρθρα 12 και 13 της AMLAR.

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(10)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(11)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

(12)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 7) του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

(13)  Βλέπε άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(14)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43).

(15)  Βλέπε άρθρο 88 της AMLAR.

(16)  Βλέπε άρθρο 78 της AMLAR.

(17)  Βλέπε άρθρο 2 της AMLAR.

(18)  Βλέπε άρθρο 78 παράγραφος 1 της AMLAR.

(19)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(20)  Βλέπε άρθρο 117 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(21)  Βλέπε άρθρο 11 και άρθρο 78 παράγραφος 3 της AMLAR.

(22)  Βλέπε άρθρο 9α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(23)  Βλέπε άρθρο 9α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(24)  Βλέπε άρθρο 11 παράγραφος 1 το οποίο αναφέρεται μόνο στις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ, και άρθρο 11 παράγραφος 4 της AMLAR.

(25)  Βλέπε άρθρο 11 παράγραφος 4 της AMLAR.

(26)  Βλέπε άρθρο 11 παράγραφος 2 της AMLAR.

(27)  Βλέπε άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της AMLAR.

(28)  Βλέπε άρθρο 117 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(29)  Βλέπε άρθρο 48 παράγραφος 1 της AMLD6.

(30)  Βλέπε άρθρο 78 παράγραφος 2 της AMLAR.

(31)  Βλέπε πολυμερή συμφωνία σχετικά με τους πρακτικούς όρους της ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 57α παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(32)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(33)  Βλέπε άρθρο 78 παράγραφος 3 της AMLAR.

(34)  Βλέπε άρθρα 33 έως 37 της AMLAR.

(35)  Βλέπε άρθρο 75 της AMLAR.

(36)  Βλέπε άρθρο 77 παράγραφος 1 της AMLAR.

(37)  Βλέπε άρθρο 77 παράγραφος 2 της AMLAR.

(38)  Βλέπε άρθρο 15 της AMLAR.

(39)  Βλέπε άρθρο 15 παράγραφος 2 της AMLAR.

(40)  Ο όρος «εθνική αρμόδια αρχή» ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(41)  Στο πλαίσιο του ΕΕΜ η επιτόπια εποπτεία (δηλαδή οι επιθεωρήσεις) αποτελεί ειδική λειτουργία που ασκείται μέσω ειδικών δομών στην ΕΚΤ και στις ΕΑΑ, συμπεριλαμβανομένων ad hoc «αποστολών» για κάθε επιθεώρηση, με προσωπικό για το οποίο απαιτούνται συγκεκριμένες δεξιότητες και διαθεσιμότητα (μακρά χρονικά διαστήματα εκτός γραφείου/οικίας). Προκειμένου να παρασχεθεί μια τάξη μεγέθους, για τα σημαντικά ιδρύματα, ο ΕΕΜ στο σύνολό του διαθέτει στην εν λόγω ειδική επιτόπια λειτουργία περίπου το 40 % του ισοδύναμου πλήρους απασχόλησης που αποδίδεται σε μη επιτόπια εποπτεία (μέσω των ΜΕΟ).

(42)  Βλέπε άρθρο 20 της AMLAR.

(43)  Βλέπε άρθρο 41 της AMLD6.

(44)  Βλέπε άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της AMLAR.

(45)  Βλέπε άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της AMLD6.

(46)  Βλέπε, ειδικότερα, άρθρο 20 παράγραφος 3 της AMLAR το οποίο ορίζει ότι η AMLAR διαθέτει επίσης όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που έχουν οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας δυνάμει του σχετικού ενωσιακού δικαίου.

(47)  Βλέπε άρθρο 30 της AMLAR.

(48)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(49)  Βλέπε άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

(50)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, C-9/56, ECLI:EU:C:1958:7· απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1981, Romano, C-98/80, ECLI:EU:C:1981:104· απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2005, Alliance for Natural Health κ.λπ., C-154/04 και C-155/04, ECLI:EU:C:2005:449· και απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-270/12, ECLI:EU:C:2014:18.

(51)  Βλέπε άρθρα 29 και 30 της AMLAR.

(52)  Βλέπε άρθρο 30 παράγραφος 1 της AMLAR.

(53)  Βλέπε άρθρα 60 έως 63 της AMLAR.

(54)  Βλέπε άρθρο 7 παράγραφος 2 για όλες τις περιπτώσεις και άρθρο 14 παράγραφος 2 για την εποπτεία των επιλεγμένων υπόχρεων οντοτήτων.

(55)  Βλέπε άρθρο 46 της AMLAR.

(56)  Βλέπε άρθρο 9α παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(57)  Βλέπε άρθρο 86 της AMLAR [για την κατάργηση των άρθρων 9α, 9β και ορισμένων άλλων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010].

(58)  Βλέπε άρθρο 46 παράγραφος 4 της AMLAR.

(59)  Βλέπε άρθρο 9α παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(60)  Βλέπε άρθρο 80 της AMLAR.


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/15


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 16ης Φεβρουαρίου 2022

αναφορικά με πρόταση οδηγίας και κανονισμού σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας

(CON/2022/5)

(2022/C 210/06)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 8, 14 και 20 Οκτωβρίου 2021 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (1) (εφεξής ο «κανονισμός AML1») και αναφορικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους μηχανισμούς που πρέπει να συγκροτήσουν τα κράτη μέλη για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (2) (εφεξής η «οδηγία AML6»).

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι ο προτεινόμενος κανονισμός και η προτεινόμενη οδηγία περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν το βασικό καθήκον του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) σχετικά με την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης κατά το άρθρο 127 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση της Συνθήκης, το βασικό καθήκον του ΕΣΚΤ σχετικά με την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών κατά το άρθρο 127 παράγραφος 2 τέταρτη περίπτωση της Συνθήκης, τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, την ιδιότητα νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων σε ευρώ κατά το άρθρο 128 παράγραφος 1 της Συνθήκης και τη συμβολή του ΕΣΚΤ στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

1.   Επισκόπηση και εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.1.

Η παρούσα γνώμη εξετάζει τον κανονισμό AML1 και την οδηγία AML6, τα οποία αποτελούν μέρος δέσμης τεσσάρων νομοθετικών προτάσεων που δημοσιεύτηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Ιουλίου 2021 με σκοπό την ενίσχυση των κανόνων της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΚΞΧ) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΧΤ) (ΚΞΧ/ΧΤ). Χωριστές γνώμες της ΕΚΤ εξετάζουν τις υπόλοιπες δύο νομοθετικές προτάσεις: α) την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (3) (εφεξής ο «κανονισμός AMLA») και β) την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και ορισμένων κρυπτοστοιχείων (αναδιατύπωση) (4).

1.2.

H EKT χαιρετίζει αυτήν την πρωτοβουλία. Συνεπής προς τις προηγούμενες γνώμες της αναφορικά με νομοθετικές προτάσεις για την ΚΞΧ/ΧΤ (5), η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά ένα ενωσιακό καθεστώς το οποίο θα διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη, οι αρχές και τα όργανα της Ένωσης, καθώς και οι υπόχρεες οντότητες εντός της Ένωσης θα διαθέτουν αποτελεσματικά εργαλεία αντιμετώπισης της κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΞΧ) και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΧΤ).

1.3.

Το ενωσιακό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ επηρεάζει τόσο τα καθήκοντα της ΕΚΤ στον τομέα της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης και κατά τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (6), όσο και τα καθήκοντά της κατά το άρθρο 127 παράγραφος 2 της Συνθήκης τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ως κεντρικής τράπεζας. Αφορά επίσης την ΕΚΤ από θεσμική άποψη.

1.4.

Πρώτον, δεν έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ καθήκον εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς ΞΧ ή ΧΤ. Αυτό αποκλείεται από το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, το οποίο περιορίζει σαφώς τα καθήκοντα που μπορούν να ανατίθενται στην ΕΚΤ στα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας. Ωστόσο, η εξέταση των αποτελεσμάτων της εποπτείας στους τομείς ΚΞΧ/ΧΤ είναι σημαντικό να εξετάζονται τα αποτελέσματα της εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ για την εκπλήρωση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ. Ειδικότερα, ο κίνδυνος από τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς ΞΧ ή ΧΤ λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο κατά την έκδοση των αποφάσεων προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ αναφορικά με τις αποκτήσεις ειδικών συμμετοχών σε εποπτευόμενες οντότητες, τις χορηγήσεις και τις ανακλήσεις αδειών λειτουργίας τους και τις αξιολογήσεις της καταλληλότητας των εν ενεργεία ή μελλοντικών διευθυντικών στελεχών των εν λόγω οντοτήτων, αλλά και για σκοπούς καθημερινής άσκησης εποπτείας στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης. Σοβαρές παραβιάσεις των υποχρεώσεων ΚΞΧ/ΧΤ μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη φήμη των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων και, κατ’ επέκταση, να θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους. Οι παραβιάσεις αυτές μπορούν να επισύρουν σημαντικές διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες τις εποπτευόμενες οντότητες ή το προσωπικό τους. Ενίοτε οι σοβαρές αυτές παραβιάσεις μπορούν να συνεπάγονται την άμεση ανάγκη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος. Είναι, επομένως, απαραίτητες η αποτελεσματική εποπτεία στους τομείς ΚΞΧ/ΧΤ και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών προληπτικής εποπτείας και των εποπτικών αρχών της ΚΞΧ/ΧΤ (7). Οι τροποποιήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) κατά τα πρόσφατα έτη, καθώς και το έργο των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, έχουν οδηγήσει στη θέσπιση διαδικασιών για τη διευκόλυνση της εν λόγω ανταλλαγής πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του έργου της ΕΚΤ αναφορικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1.5.

Περαιτέρω, η ΕΚΤ μπορεί να ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος πληθώρας υπόχρεων οντοτήτων κατά τη διενέργεια πράξεων στην αγορά στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ως κεντρικής τράπεζας. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ υπόκειται στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τις οποίες υποχρεούνται να τηρούν οι υπόχρεες οντότητες αναφορικά με τους πελάτες τους σύμφωνα με τα ισχύοντα πλαίσια ΚΞΧ/ΧΤ.

Ειδικές παρατηρήσεις

2.   Ορισμός των υπόχρεων οντοτήτων

2.1.

Ο κανονισμός AML1 (10) περιλαμβάνει κατάλογο υπόχρεων οντοτήτων για τους σκοπούς των διατάξεών του, της οδηγίας AML6 και του κανονισμού AMLA. Συνεπής προς τις προηγούμενες οδηγίες AML (11), ο κατάλογος των υπόχρεων οντοτήτων δεν περιλαμβάνει τις κεντρικές τράπεζες. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες των υπόχρεων οντοτήτων του κανονισμού AML1, όπως τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, καθώς αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται χωριστά από τις κεντρικές τράπεζες στη Συνθήκη και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»). Περαιτέρω, οι ενωσιακές νομοθετικές πράξεις που ρυθμίζουν τις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων φορέων της χρηματοπιστωτικής αγοράς, παραδείγματος χάρη ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), η οδηγία 2013/36/ΕΕ, η οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) και η οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), εμπεριέχουν σαφείς διατάξεις που διευκρινίζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. Καθώς το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης οδηγείται μέσω του κανονισμού AML1 προς έναν κανονισμό που θα ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, θα ήταν χρήσιμο οι συννομοθέτες να επιβεβαιώσουν αυτή τη θέση αναφορικά με το καθεστώς των κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ, ιδίως όσον αφορά τα καθήκοντα που αυτές εκτελούνται βάσει των Συνθηκών. Όσον αφορά περαιτέρω δραστηριότητες που μπορούν να ασκούνται από ορισμένες εθνικές κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ (εφεξής «ΕθνΚΤ»), η ΕΚΤ κατανοεί ότι στις περιπτώσεις που κράτη μέλη κρίνουν ότι επιμέρους δραστηριότητες των ΕθνΚΤ, όπως η παροχή τρεχούμενων λογαριασμών στο προσωπικό τους, πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις με εκείνες του κανονισμού AML1, ή σε σχετικό υποσύνολο αυτών, τα κράτη μέλη θα διατηρούν τη δυνατότητα επίτευξης του εν λόγω στόχου μέσω της εθνικής νομοθεσίας.

3.   Πτυχές προληπτικής εποπτείας

3.1.   Ορισμοί

3.1.1.

Σύμφωνα με τον κανονισμό AML1 ο όρος «εποπτικός φορέας» ορίζεται ως φορέας στον οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων προς τις απαιτήσεις του κανονισμού AML1 (15). Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει επίσης τον όρο «αρμόδια αρχή» στον οποίο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η δημόσια αρχή με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (16). Ορισμένα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας περιλαμβάνουν στοιχεία συναφή με την ΚΞΧ/ΧΤ. Πάντως, οι φορείς προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, πρέπει να βασίζονται στις αξιολογήσεις κινδύνου ΞΧ/ΧΤ, στη διαπίστωση παραβιάσεων των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ ή σε άλλες πληροφορίες παρεχόμενες από τις εποπτικές αρχές της ΚΞΧ/ΧΤ. Αντίστοιχα, ο κανονισμός AMLA (17) κατατάσσει ως «αρχές που δεν είναι αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ» τις δύο αρχές που είναι αρμόδιες για την προληπτική εποπτεία δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και την ΕΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013. Συνεπώς, η EKT αντιλαμβάνεται ότι ούτε ο όρος «εποπτικός φορέας» ούτε ο όρος «αρμόδια αρχή» στον κανονισμό AML1 προορίζονται να συμπεριλάβουν την ΕΚΤ ή άλλες αρχές προληπτικής εποπτείας.

3.2.   Λειτουργία συμμόρφωσης σε επίπεδο υπόχρεων οντοτήτων

3.2.1.

Ο κανονισμός AML1 (18) ορίζει δύο κατηγορίες ανώτερων στελεχών ως υπεύθυνων για τη συμμόρφωση των υπόχρεων οντοτήτων με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ: τον «διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης» και τον «υπεύθυνο για τον έλεγχο της συμμόρφωσης». Ο διευθυντής για τον έλεγχο συμμόρφωσης πρέπει να είναι εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου (ή ισοδύναμου διοικητικού οργάνου) της υπόχρεης οντότητας και είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή των πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών της υπόχρεης οντότητας που αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον κανονισμό AML1 και τη λήψη πληροφοριών σχετικά με σημαντικές ή ουσιώδεις ανεπάρκειες των εν λόγω πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών. Η εν λόγω διάταξη εξειδικεύει την ισχύουσα σήμερα διάταξη της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (19), η οποία εμπεριέχει τον όρο «διοικητικό συμβούλιο». Η νέα διάταξη προτείνεται στο πλαίσιο του κανονισμού AML1, ο οποίος, ως κανονισμός, δεν θα μεταφερθεί στα εθνικά δίκαια με τους αντίστοιχους όρους που υφίστανται στα εν λόγω δίκαια. Προτείνεται, συνεπώς, να χρησιμοποιηθεί ο γενικότερος όρος «διοικητικού οργάνου» αντί της διατύπωσης «διοικητικού συμβουλίου τους ή, εάν δεν υπάρχει διοικητικό συμβούλιο, του ισοδύναμου διοικητικού οργάνου». Ο όρος «διοικητικό όργανο» χρησιμοποιείται σε σειρά πράξεων της Ένωσης που διέπουν τις δραστηριότητες των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως η οδηγία 2013/36/ΕΕ, η οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) (η οποία εμπεριέχει τον όρο «διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο»), η οδηγία 2014/65/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (21), καθώς και η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) (η οποία χρησιμοποιεί συχνότερα τον όρο «διοικητικό όργανο ή διεύθυνση»). Επομένως, ο κανονισμός AML1 θα μπορούσε να τροποποιηθεί έτσι ώστε να αναφέρει ότι ο διευθυντής για τον έλεγχο συμμόρφωσης πρέπει να είναι εκτελεστικό μέλος του «διοικητικού οργάνου».

3.2.2.

Ο κανονισμός AML1 ορίζει ότι ο διευθυντής για τον έλεγχο συμμόρφωσης πρέπει να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκθέσεις στο διοικητικό συμβούλιο ή στο ισοδύναμο διοικητικό όργανο. Στις μητρικές επιχειρήσεις το εν λόγω πρόσωπο θα είναι επίσης υπεύθυνο για την εποπτεία πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου. Ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα το διοικητικό όργανο λαμβάνει αποφάσεις συλλογικά και είναι υπεύθυνο, μεταξύ άλλων, για την έγκριση και επανεξέταση των στρατηγικών και πολιτικών για την ανάληψη, διαχείριση, παρακολούθηση και μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα (23). Επομένως, ο κανονισμός AML1 θα πρέπει να διευκρινίζει ότι ο ορισμός του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης δεν επηρεάζει τη συλλογική ευθύνη του διοικητικού οργάνου δυνάμει άλλων πράξεων της Ένωσης.

3.2.3.

Σύμφωνα με τον κανονισμό AML1 (24) ο υπεύθυνος για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο ή το διοικητικό όργανο της υπόχρεης οντότητας και θα είναι υπεύθυνος για την καθημερινή εφαρμογή των πολιτικών της υπόχρεης οντότητας για τη ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς και για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με ύποπτες συναλλαγές στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Ο υπεύθυνος για τον έλεγχο συμμόρφωσης θα είναι μέλος των ανώτερων διοικητικών στελεχών της υπόχρεης οντότητας (25). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι εντός των πιστωτικών ιδρυμάτων ο υπεύθυνος για τον έλεγχο συμμόρφωσης και ο διευθυντής για τον έλεγχο συμμόρφωσης θα εκτελούν εν μέρει καθήκοντα εσωτερικού ελέγχου τα οποία θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (εφεξής «EAT») (26). Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ανεξαρτησία από την πλευρά του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης και του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης, όρια στον συνδυασμό των καθηκόντων τους με άλλα καθήκοντα εντός του πιστωτικού ιδρύματος, επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και πρόσβαση στο διοικητικό όργανο.

3.2.4.

Περαιτέρω, ο κανονισμός AML1 ορίζει ότι όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες που υπόκεινται σε ελέγχους των ανώτερων διοικητικών στελεχών τους βάσει άλλων ενωσιακών πράξεων, οι υπεύθυνοι για τον έλεγχο της συμμόρφωσης πρέπει να υπόκεινται σε επαλήθευση της συμμόρφωσής τους με τις εν λόγω απαιτήσεις. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η εν λόγω διάταξη αφορά μόνο τις απαιτήσεις που ορίζονται σε άλλες πράξεις της Ένωσης και δεν θεσπίζει πρόσθετες απαιτήσεις για την επαλήθευση της καταλληλότητας του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης. Αυτό συνεπάγεται ότι μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες άλλες πράξεις της Ένωσης απαιτούν ήδη να υπόκειται σε επαλήθευση καταλληλότητας ο υπεύθυνος για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή ο διευθυντής για τον έλεγχο συμμόρφωσης θα πραγματοποιείται η εν λόγω επαλήθευση σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις της Ένωσης. Θα ήταν σκόπιμο να διευκρινιστούν διάφοροι πρακτικοί κανόνες για τις περιπτώσεις στις οποίες η επαλήθευση καταλληλότητας του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης πραγματοποιείται από αρχή διαφορετική από τους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ. Πρώτον, πρέπει να διασφαλιστεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι αντίστοιχοι εποπτικοί φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ θα παρέχουν στην εν λόγω αρχή κάθε απαραίτητη πληροφορία εντός της εποπτικής τους αρμοδιότητας και σε συνεργασία με άλλες αρχές αρμόδιες για την ΚΞΧ/ΧΤ, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο. Παραδείγματος χάρη, εάν οι αρχές προληπτικής εποπτείας έχουν επιφορτιστεί με τη διεξαγωγή της αξιολόγησης καταλληλότητας του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης, αυτές θα μπορούν κατά κανόνα να αξιολογήσουν ορισμένα κριτήρια καταλληλότητας, όπως τη φήμη, την εντιμότητα και την ακεραιότητα του εν λόγω ατόμου. Ωστόσο, προκειμένου για άλλα κριτήρια, όπως το εάν το άτομο διαθέτει επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για την άσκηση των καθηκόντων του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ή του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης, οι εποπτικοί φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ θα έχουν την εμπειρογνωσία και τις απαιτούμενες πληροφορίες. Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των πληροφοριών των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ όσον αφορά την επαλήθευση καταλληλότητας και τη σημασία των διευθυντών για τον έλεγχο συμμόρφωσης και των υπεύθυνων για τον έλεγχο της συμμόρφωσης για την αποστολή των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ η οποία ορίζεται στον κανονισμό AML1 (27), οι εποπτικές αρχές της ΚΞΧ/ΧΤ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν την άσκηση των καθηκόντων του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης ή του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης από άτομο το οποίο δεν θεωρούν ότι έχει τις απαιτούμενες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρογνωσία, ακόμη και όταν η συνολική επαλήθευση καταλληλότητας διενεργείται από άλλη αρχή. Ωστόσο, επειδή τα ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν διοριστεί για την άσκηση περισσότερων καθηκόντων εντός της υπόχρεης οντότητας, πρέπει να διασφαλιστεί ότι η αρνητική στάση του εποπτικού φορέα της ΚΞΧ/ΧΤ όσον αφορά τα καθήκοντα του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης ή του υπεύθυνου για τον έλεγχο της συμμόρφωσης δεν επηρεάζει τη δυνατότητα της αρχής που είναι αρμόδια για τη συνολική επαλήθευση καταλληλότητας να εκδώσει θετική απόφαση όσον αφορά τυχόν άλλα καθήκοντα των ορισμένων ατόμων. Ενόψει τούτου, πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι τα καθήκοντα του διευθυντή για τον έλεγχο συμμόρφωσης κατά τον κανονισμό AML1 (28) αφορούν μόνο τη διασφάλιση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του. Τρίτον, επειδή οι αξιολογήσεις καταλληλότητας υπόκεινται σε αυστηρές προθεσμίες, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι πληροφορίες του εποπτικού φορέα της ΚΞΧ/ΧΤ όσον αφορά τη συνολική επαλήθευση καταλληλότητας πρέπει να παρέχονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Από την άποψη αυτή προτείνεται επίσης να προβλεφθούν οι περιπτώσεις στις οποίες δεν θα παρέχεται αξιολόγηση από τον εποπτικό φορέα της ΚΞΧ/ΧΤ εντός της προθεσμίας. Τέταρτον, επειδή η αρχή που είναι αρμόδια για τη συνολική επαλήθευση καταλληλότητας θα βασίζεται πλήρως στις πληροφορίες του εποπτικού φορέα της ΚΞΧ/ΧΤ όσον αφορά τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρογνωσία του ορισμένου ατόμου, προτείνεται η αξιολόγηση των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ να αποτελεί μέρος της απόφασης της αρχής που διενεργεί τη συνολική επαλήθευση καταλληλότητας. Πέμπτον, προτείνεται επίσης οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη συνεργασία για την ΚΞΧ/ΧΤ που προβλέπονται στην οδηγία AML6 (29) να περιλαμβάνουν και πρακτικούς κανόνες για τον τρόπο συνεργασίας των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ με την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 κατά τη διαδικασία των επαληθεύσεων καταλληλότητας των διευθυντών για τον έλεγχο συμμόρφωσης ή των υπεύθυνων για τον έλεγχο της συμμόρφωσης, και να ορίζουν συγκεκριμένες προθεσμίες εντός των οποίων θα παρέχονται οι πληροφορίες των εποπτικών αυτών φορέων στις επαληθεύσεις καταλληλότητας.

3.3.   Εξουσίες των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και μέτρων

3.3.1.

Η οδηγία AML6 ορίζει ένα ευρύ φάσμα διοικητικών κυρώσεων και μέτρων τα οποία είναι διαθέσιμα στους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ (30) και τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορούν να συμπίπτουν με ή να παρεμποδίζουν τις κυρώσεις και τα μέτρα που επιβάλλονται από άλλες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013. Για τον λόγο αυτόν προτείνεται η δημιουργία κατάλληλου συντονιστικού μηχανισμού μεταξύ των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ και των λοιπών σχετικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των φορέων προληπτικής εποπτείας. Αυτές οι ρυθμίσεις μπορούν να υποστηρίξουν τις αρχές κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των κυρώσεων και μέτρων και να αποτρέψουν απρόβλεπτες συγκρούσεις ως προς τα αποτελέσματά τους. Μακροπρόθεσμα είναι σημαντικό να διευκρινιστούν περαιτέρω οι πρακτικές πτυχές των διαδικασιών συντονισμού μέσω κατευθυντήριων γραμμών (ή άλλου κανονιστικού εγγράφου), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι σχετικές αρχές μπορούν να προβαίνουν στις απαιτούμενες ενέργειες εντός προθεσμιών οι οποίες συχνά θα είναι σύντομες και σαφώς οριζόμενες στη νομοθεσία. Αυτό ισχύει επίσης για τη συνεργασία σε σχέση με τις αξιολογήσεις καταλληλότητας (βλ. παράγραφο 3.2.4). Περαιτέρω, όπου έχουν ανατεθεί οι ίδιες ή παρόμοιες εποπτικές εξουσίες στις αρχές ΚΞΧ/ΧΤ και στις αρχές προληπτικής εποπτείας οι κατευθυντήριες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εξουσίες θα ασκούνται σε κάθε περίπτωση από την πλέον κατάλληλη αρχή για την εφαρμογή τους. Καθώς η ανάπτυξη των εν λόγω κατευθυντήριων αρχών ενδέχεται να απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της ΕΑΤ (και ενδεχομένως επίσης της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών και της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), η ΕΚΤ έχει προτείνει ειδικές διατάξεις που διευκολύνουν τη συνεργασία των εν λόγω αρχών για την ανάπτυξη των κανονιστικών προϊόντων στη χωριστή γνώμη της για τον κανονισμό AMLA.

3.3.2.

Οι προτεινόμενες εξουσίες για τους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ στην οδηγία AML6 περιλαμβάνουν επίσης την εξουσία τους να ανακαλούν ή να αναστέλλουν τις άδειες λειτουργίας των υπόχρεων οντοτήτων και να επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα της άσκησης διοικητικών καθηκόντων σε υπόχρεες οντότητες (31). Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η αρχή που είναι αρμόδια για τη χορήγηση και την ανάκληση αδειών λειτουργίας σε διάφορες κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων ή για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την καταλληλότητα των μελών των διοικητικών οργάνων τους ή των κατόχων καίριων θέσεων είναι διαφορετική από τον εποπτικό φορέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Επίσης, η αρμοδιότητα χορήγησης και ανάκλησης αδειών λειτουργίας ή λήψης αποφάσεων σχετικά με την καταλληλότητα ενδέχεται να διέπεται από άλλες νομοθετικές πράξεις πλην την νομοθεσίας για την ΚΞΧ/ΧΤ. Παραδείγματος χάρη, η χορήγηση αδειών λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα· εντός της Ένωσης ρυθμίζεται πρωτίστως από την οδηγία 2013/36/ΕΕ ενώ, για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί σε κράτη μέλη τα οποία συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό η ΕΚΤ έχει επιφορτιστεί με την αποκλειστική αρμοδιότητα χορήγησης και ανάκλησης αδειών λειτουργίας. Περαιτέρω, οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να μην αναγνωρίζουν τη δυνατότητα αναστολής άδειας λειτουργίας: τούτο συμβαίνει, παραδείγματος χάρη, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι αυτές οι διατάξεις εμπεριέχονται επί του παρόντος στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και ότι, όσον αφορά ορισμένες υπόχρεες οντότητες, οι εποπτικοί φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ μπορεί να έχουν την εξουσία να χορηγούν και να ανακαλούν άδειες λειτουργίας. Ωστόσο, για να είναι σαφές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η αποκλειστική εξουσία για την ανάκληση αδειών λειτουργίας των υπόχρεων οντοτήτων ασκείται από άλλες αρχές πλην των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ και για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των εξουσιών εποπτείας σε άλλες περιπτώσεις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στις περιπτώσεις στις οποίες η εξουσία ανάκλησης άδειας λειτουργίας ή άλλης ενέργειας όσον αφορά την άδεια λειτουργίας υπόχρεης οντότητας ανατίθεται σε άλλη αρχή, οι εποπτικοί φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν την ανάκληση ή άλλη ενέργεια όσον αφορά την άδεια λειτουργίας μόνο στην αρχή που είναι αρμόδια για την εν λόγω ενέργεια. Ομοίως, στις περιπτώσεις στις οποίες η λήψη αποφάσεων σχετικά με την καταλληλότητα των μελών των διοικητικών οργάνων ή των κατόχων καίριων θέσεων εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλης αρχής, η οδηγία AML6 πρέπει να ορίζει ότι οι εποπτικοί φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ έχουν την εξουσία να προτείνουν τη λήψη της απόφασης στην αρχή που είναι αρμόδια για την εν λόγω ενέργεια. Η διατύπωση αυτή εναρμονίζεται περισσότερο με τη διατύπωση που προτείνεται από την Επιτροπή στον κανονισμό AMLA (32).

3.3.3.

Η οδηγία AML6 ορίζει ότι μπορούν να επιβληθούν διοικητικά μέτρα πλην των κυρώσεων για εντοπισθείσες παραβιάσεις οι οποίες δεν θεωρούνται αρκετά σοβαρές για να τιμωρηθούν με διοικητική κύρωση (33). Ωστόσο, ορισμένα από τα διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στην οδηγία AML6 ενδέχεται να έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις σε μια υπόχρεη οντότητα απ’ ό,τι οι διοικητικές κυρώσεις. Ο περιορισμός των διοικητικών μέτρων, πλην των κυρώσεων, σε λιγότερο σοβαρές παραβιάσεις μπορεί να περιορίσει τις αρχές της ΚΞΧ/ΧΤ ως προς την επιλογή της καταλληλότερης εποπτικής αντίδρασης σε παραβάσεις των απαιτήσεων του κανονισμού AML1. Κατά συνέπεια, προτείνεται να καταργηθεί η διατύπωση αυτή στην οδηγία AML6. Θα πρέπει ενδεχομένως να εξεταστεί, επίσης, η ευθυγράμμιση των διατυπώσεων του άρθρου 41 παράγραφος 1 της οδηγίας AML6 και του άρθρου 20 παράγραφος 1 του κανονισμού AMLA. Ενώ η προηγούμενη διάταξη απαιτεί από τους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ να έχουν τις εξουσίες που αναφέρονται σε αυτήν κατά τον εντοπισμό παραβιάσεων του κανονισμού AML1, η τελευταία διάταξη είναι ευρύτερη και προβλέπει ότι η AMLA θα έχει εποπτικές εξουσίες και σε περιπτώσεις πιθανών παραβιάσεων του κανονισμού AML1 και σε περιπτώσεις στις οποίες οι ρυθμίσεις που εφαρμόζει η επιλεγμένη υπόχρεη οντότητα δεν διασφαλίζουν ορθή διαχείριση των κινδύνων της. Όταν οι εν λόγω διατάξεις ευθυγραμμιστούν, πρέπει περαιτέρω να διασφαλιστεί ότι στις περιπτώσεις στις οποίες η οδηγία AML6 και ο κανονισμός AMLA συνδέουν εποπτικές εξουσίες με ανεπάρκειες στη διαχείριση κινδύνων από υπόχρεες οντότητες θα διευκρινίζεται ότι αυτό αφορά μόνο κινδύνους ΞΧ/ΧΤ και όχι άλλους κινδύνους, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν δυνητικές συγκρούσεις με τη νομοθεσία περί προληπτικής εποπτείας.

3.4.   Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών

3.4.1.

Η οδηγία AML6 ορίζει τις υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής συλλογικά οι «αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ»), εισάγοντας εξαιρέσεις στις περιπτώσεις στις οποίες οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ θα εξουσιοδοτηθούν να παρέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες σε άλλες αρχές (34). Οι εν λόγω διατάξεις δεν φαίνεται να επιτρέπουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με διάφορες κατηγορίες αρχών, ακόμη και αν η αυτή η ανταλλαγή μπορεί να απαιτείται στην πράξη. Παραδείγματος χάρη, παρά το γεγονός ότι η οδηγία AML6 απαιτεί από τους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ να συνεργάζονται με αρμόδιες αρχές (35) και με φορολογικές αρχές (36), η εξουσία παροχής εμπιστευτικών πληροφοριών σε αυτές τις αρχές φαίνεται ότι εξαρτάται από το εάν τα κράτη μέλη επιλέγουν να επιτρέψουν την εν λόγω ανταλλαγή (37). Για να γίνει πιο περιεκτικός ο κατάλογος των εξαιρέσεων από τη γενική απαίτηση επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με την οδηγία AML6 (38) πρέπει να διεξαχθεί έρευνα των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ για τον καθορισμό των κατηγοριών των αρχών στις οποίες θα κοινοποιούν (ή θα πρέπει να κοινοποιούν) εμπιστευτικές πληροφορίες στην πράξη. Επιπρόσθετα, μπορούν να εξεταστούν ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις με άλλες αρχές δυνάμει του προτεινόμενου κανονισμού για τις αγορές κρυπτοστοιχείων (39) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός MiCA»). Περαιτέρω, η οδηγία AML6 δεν φαίνεται να ορίζει απαίτηση επαγγελματικού απορρήτου για τους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ άλλων υπόχρεων οντοτήτων πλην των πιστωτικών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής συλλογικά οι «αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ»). Δεν είναι σαφές αν σε μια τέτοιου είδους περίπτωση οι αρχές χρηματοπιστωτικής και μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ μπορούν να συνεργάζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους και με άλλες αρχές.

3.4.2.

Η οδηγία AML6 απαιτεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορέων προληπτικής εποπτείας και των αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ να υπόκειται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στην ίδια (40). Καθώς το καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου στο οποίο υπόκεινται οι αρχές προληπτικής εποπτείας ρυθμίζεται σε άλλες πράξεις της Ένωσης, όπως η οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τους φορείς προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, προτείνεται η τροποποίηση των σχετικών διατάξεων της οδηγίας AML6 έτσι ώστε να καλύπτουν επίσης ισοδύναμες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου. Περαιτέρω, προτείνεται η εν λόγω απαίτηση να εφαρμόζεται και στην ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες αρχές που παρατίθενται στην οδηγία AML6 (41), προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη μεταχείριση των πληροφοριών που κοινοποιούνται, ανεξάρτητα από τις αρχές που εμπλέκονται στην ανταλλαγή. Οι τροποποιήσεις αυτές θα συνάδουν με τη λύση που προτείνεται σε άλλες διατάξεις της οδηγίας AML6 (42) και έχει υιοθετηθεί από τους νομοθέτες στην οδηγία 2013/36/ΕΕ (43).

3.4.3.

Η οδηγία AML6 φαίνεται ότι δεν επιτρέπει στους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ να κοινοποιούν πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες (44). Η πληροφορία ότι εποπτικός φορέας της ΚΞΧ/ΧΤ σκοπεύει να επιβάλει σημαντική διοικητική κύρωση σε πιστωτικό ίδρυμα (45) ή να προτείνει την ανάκληση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία AML6 (46) μπορεί να έχει μεγάλη σημασία για μια κεντρική τράπεζα. Προτείνεται η προσθήκη στην οδηγία AML6 διάταξης περί παροχής αντίστοιχης άδειας για την ανταλλαγή πληροφοριών τουλάχιστον για τις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ. Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που έχουν λάβει για την άσκηση των καθηκόντων τους.

3.4.4.

Η οδηγία AML6 δεν φαίνεται να επιτρέπει στις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ΚΞΧ/ΧΤ να κοινοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες στους φορείς προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η εν λόγω ανταλλαγή μπορεί να δικαιολογείται όταν υπόχρεες οντότητες πλην των πιστωτικών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως οι πάροχοι ενυπόθηκης και καταναλωτικής πίστης (47), ανήκουν σε όμιλο που περιλαμβάνει και πιστωτικά ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Προτείνεται, συνεπώς, η προσθήκη διάταξης περί παροχής μιας τέτοιου είδους άδειας.

3.5.   Άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται ότι ένα ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει

3.5.1.

Σύμφωνα με τον κανονισμό AML1, στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων η δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη πρέπει να εφαρμόζεται και υπό την επιτήρηση των εποπτικών φορέων της ΚΞΧ/ΧΤ κατά τη στιγμή κατά την οποία διαπιστώνεται ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48) ή όταν οι καταθέσεις δεν είναι διαθέσιμες σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (49). Στις περιπτώσεις αυτές οι εποπτικοί φορείς πρέπει να αποφασίσουν για την ένταση και το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω μέτρων δέουσας επιμέλειας σε σχέση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις που ισχύουν στο πιστωτικό ίδρυμα (50). Η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων όσον αφορά το σύνολο ή σημαντικό μέρος των πελατών του ιδρύματος ενδέχεται να είναι σχετικά επαχθής και χρονοβόρα, ιδίως εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει συγκεντρώσει τις σχετικές πληροφορίες από τους πελάτες του. Προτείνεται, συνεπώς, να διευκρινιστεί ότι τα εν λόγω μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη πρέπει να εφαρμόζονται μόνο εφόσον κρίνεται αναγκαίο.

4.   Όρια πληρωμών σε μετρητά

4.1.

Ο κανονισμός AML1 απαγορεύει στα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά και παρέχουν υπηρεσίες να εισπράττουν ή να καταβάλλουν πληρωμές σε μετρητά άνω του ποσού των 10 000 EUR ή του ισόποσου σε άλλα νομίσματα. Επιτρέπει, επίσης, στα κράτη μέλη να διατηρούν χαμηλότερα όρια ή να θεσπίζουν χαμηλότερα όρια κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ (51). Η θέσπιση αυτής της διάταξης θα αποκλείει τη χρήση τραπεζογραμματίων σε ευρώ για συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και μεταξύ επιχειρήσεων που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που ορίζεται.

4.2.

Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων σε ευρώ μέσα στην Ένωση (52). Τα τραπεζογραμμάτια σε ευρώ που εκδίδονται από την ΕΚΤ και τις ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στη ζώνη του ευρώ (53). Η χρήση των μοναδικών μέσων πληρωμής που αποτελούν νόμιμο χρήμα, η οποία κατοχυρώνεται στο πρωτογενές δίκαιο, θα είναι επομένως παράνομη όταν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που ορίζεται από την προβλεπόμενη απαγόρευση. Εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης να επιβεβαιώσει ότι η εν λόγω απαγόρευση δεν επηρεάζει αδικαιολόγητα το θεμελιώδες δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (54). Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς για λόγους δημόσιου συμφέροντος και στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο. Σε προηγούμενες γνώμες η ΕΚΤ αναγνώρισε ότι η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί λόγο δημόσιου συμφέροντος (55). Είναι σημαντικό οι εν λόγω περιορισμοί να βασίζονται σε τεκμήρια και να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή να είναι πρόσφοροι για την επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο (56).

4.3.

Η έννοια του «νομίμου χρήματος» εξετάστηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ειδικότερα, ότι η έννοια του «νομίμου χρήματος» που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ενός μέσου πληρωμής εκφραζόμενου σε συγκεκριμένη νομισματική μονάδα σημαίνει ότι κατά κανόνα δεν επιτρέπεται η μη αποδοχή του εν λόγω μέσου πληρωμής για την εξόφληση οφειλής εκφραζόμενης στην ίδια νομισματική μονάδα, στην ονομαστική της αξία, με αποτέλεσμα την απόσβεση της οφειλής (57). Για τη διασαφήνιση της έννοιας του «νομίμου χρήματος» σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη σύσταση 2010/191/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (58), η οποία παρέχει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Το σημείο 1 της σύστασης 2010/191/EE αναφέρει ότι στις περιπτώσεις που υπάρχει υποχρέωση πληρωμής η ιδιότητα των τραπεζογραμματίων και κερμάτων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος θα πρέπει να συνεπάγεται τα εξής: α) την υποχρεωτική αποδοχή αυτών των τραπεζογραμματίων και κερμάτων· β) την αποδοχή τους στην ονομαστική αξία· και γ) την εξοφλητική τους ενέργεια. Κατά το Δικαστήριο αυτό επιβεβαιώνει ότι η έννοια του νομίμου χρήματος καλύπτει, μεταξύ άλλων, μια κατ’ αρχήν υποχρέωση αποδοχής των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων σε ευρώ ως μέσου πληρωμής (59).

4.4.

Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω ότι η εν λόγω ιδιότητα των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος δεν επιβάλλει την απόλυτη, αλλά μόνον την κατ’ αρχήν αποδοχή των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ως μέσου πληρωμής. Ειδικότερα, η ιδιότητα νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων σε ευρώ δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος, στο πλαίσιο της άσκησης των ιδίων αρμοδιοτήτων του, να εισάγει για λόγους νόμιμου δημοσίου συμφέροντος παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα αποδοχής των τραπεζογραμματίων σε ευρώ για την εξόφληση των υποχρεώσεων πληρωμής, υπό την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων προϋποθέσεων (60). Παρά το γεγονός ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε μέτρο που εισήγαγε κράτος μέλος, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τα μέτρα που εισάγει η Ένωση στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

4.5.

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το Δικαστήριο για τους περιορισμούς στην ιδιότητα νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων σε ευρώ απαιτούν, ιδίως, α) το μέτρο να μην έχει ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος της ιδιότητας των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος· β) να μην συνεπάγεται, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, την κατάργηση των εν λόγω τραπεζογραμματίων, ιδίως θέτοντας υπό αμφισβήτηση την κατά κανόνα δυνατότητα εκπλήρωσης των υποχρεώσεων πληρωμής μέσω των μετρητών αυτών· γ) να έχει θεσπιστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος· δ) ο περιορισμός στις πληρωμές σε μετρητά που συνεπάγεται η ρύθμιση αυτή να είναι πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος· και ε) να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (61).

4.6.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το άρθρο 59 του κανονισμού AML1 δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος της ιδιότητας των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ως νομίμου χρήματος. Περαιτέρω, η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι, παρότι φαίνεται να λείπει μια ανάλυση ή εκτίμηση επιπτώσεων, το ανώτατο όριο για την προβλεπόμενη απαγόρευση στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και μεταξύ επιχειρήσεων έχει οριστεί σε αρκετά υψηλό επίπεδο, ώστε να αποτρέπει τυχόν πραγματικές επιπτώσεις που έχουν ως αποτέλεσμα την κατάργηση των τραπεζογραμματίων σε ευρώ. Η κατάργηση στην πράξη των τραπεζογραμματίων σε ευρώ ενδέχεται να προκύψει, μεταξύ άλλων, εάν τα ανώτατα όρια οριστούν σε τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε να απειλούν την οικονομική βιωσιμότητα των μετρητών ως γενικού και ευρέως αποδεκτού μέσου πληρωμής και να θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία του κύκλου πληρωμών σε μετρητά, εν τέλει επηρεάζοντας επίσης τις συναλλαγές κάτω του ανώτατου ορίου. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ παρατηρεί ότι τα μετρητά συνεχίζουν να κατέχουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνία και ότι η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ παραμένουν αποφασισμένες να διαφυλάξουν την ύπαρξή τους, την ευρεία γενική διαθεσιμότητα και δυνατότητα χρήσης τους ως μέσο πληρωμής και αποθήκευσης αξίας. Κατά συνέπεια, τυχόν τέτοιου είδους περιορισμοί στις πληρωμές σε μετρητά και οι επιδιωκόμενοι σκοποί τους πρέπει να διευκρινίζονται προσεκτικά από την Ένωση και τις εθνικές αρμόδιες αρχές στο ευρύ κοινό μέσω κατάλληλων μέτρων επικοινωνίας, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στα μετρητά ευρώ ως έγκυρο, νόμιμο και αξιόπιστο μέσο πληρωμής. Προτείνεται αυτά τα μέτρα επικοινωνίας να περιλαμβάνουν επίσης παρατηρήσεις αναφορικά με λιγότερα περιοριστικά μέτρα, όπως μια υποχρέωση κοινοποίησης για συναλλαγές πάνω από ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο και τους λόγους για τους οποίους αυτά θεωρούνται λιγότερο αποτελεσματικά.

4.7.

Η ικανότητα πληρωμής σε μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για όσους προτιμούν για διάφορους νόμιμους λόγους να χρησιμοποιούν μετρητά έναντι άλλων μέσων πληρωμής ή δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και σε ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Τα μετρητά είναι, κατά κανόνα, επίσης χρήσιμα και εκτιμώνται ως μέσο πληρωμής, καθώς επιτρέπουν τις ανεξάρτητες πληρωμές και διασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, είναι ένα ευρέως αποδεκτό, ταχύ μέσο πληρωμής και διευκολύνουν τον έλεγχο επί των δαπανών του πληρωτή. Επιπλέον, είναι επί του παρόντος το μοναδικό μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους πολίτες τον άμεσο διακανονισμό μιας συναλλαγής σε χρήμα κεντρικών τραπεζών (62), χωρίς διαμεσολαβητή και χωρίς επιπλέον κόστος. Ο διακανονισμός μιας συναλλαγής πληρωμής σε μετρητά δεν προϋποθέτει τη χρήση των υπηρεσιών που παρέχονται από ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη ούτε τη διαθεσιμότητα τεχνικού εξοπλισμού για την υλοποίηση της μεταφοράς αξίας από τον πληρωτή προς τον δικαιούχο πληρωμής. Συνεπώς, τα μετρητά λειτουργούν επίσης εφεδρικά σε περίπτωση προσωρινής μη διαθεσιμότητας των επιλογών ηλεκτρονικής πληρωμής, παραδείγματος χάρη, λόγω σφαλμάτων στα ηλεκτρονικά συστήματα έγκρισης και επεξεργασίας πληρωμών. Επί του παρόντος, όλες οι πληρωμές χωρίς μετρητά βασίζονται σε υπηρεσίες παρεχόμενες από εμπορικές οντότητες που επιβάλλουν χρεώσεις για τις επιμέρους συναλλαγές πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ επισημαίνει ότι η νέα δέσμη μέτρων για τον ψηφιακό χρηματοοικονομικό τομέα της Ένωσης θεσπίστηκε το 2020. Αυτή η δέσμη μέτρων περιλαμβάνει τη στρατηγική πληρωμών λιανικής, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ασφαλών, ταχειών και αξιόπιστων εγχώριων και πανευρωπαϊκών λύσεων πληρωμών για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις στην ΕΕ· και τη στρατηγική ψηφιακών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σκοπός της οποίας είναι να καταστήσει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες της Ευρώπης πιο φιλικές στις ψηφιακές τεχνολογίες, τηρώντας, ωστόσο, πολύ υψηλά πρότυπα όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων σύμφωνα με τη στρατηγική της Επιτροπής για τα δεδομένα. Εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης να συγχρονίσει τους περιορισμούς στις πληρωμές σε μετρητά με τη μελλοντική διαθεσιμότητα των πανευρωπαϊκών λύσεων πληρωμών εξασφαλίζοντας υψηλά επίπεδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων, προκειμένου να πληρούται η προϋπόθεση ύπαρξης άλλων πλήρως ισοδύναμων νόμιμων μέσων για τον διακανονισμό των νομισματικών οφειλών.

4.8.

Όσον αφορά την αναλογικότητα τυχόν περιορισμού της ιδιότητας νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων σε ευρώ το Δικαστήριο απαιτεί όχι μόνον το μέτρο να είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, αλλά και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Η ΕΚΤ παρείχε επιπλέον καθοδήγηση στις προηγούμενες γνώμες της σχετικά με το αν οι εθνικοί περιορισμοί στην ιδιότητα νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων σε ευρώ είναι ανάλογοι. Ειδικότερα, η ΕΚΤ επισήμανε ότι όσο πιο ευρύς και γενικός είναι ο περιορισμός, τόσο πιο στενή πρέπει να είναι η ερμηνεία της απαίτησης αναλογικότητας του περιορισμού προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Όταν εξετάζεται εάν ένας περιορισμός είναι ανάλογος, πρέπει πάντα να εκτιμώνται οι δυσμενείς επιπτώσεις του και κατά πόσον μπορούν να υιοθετηθούν εναλλακτικά μέτρα για την εκπλήρωση του σχετικού σκοπού με λιγότερο δυσμενείς επιπτώσεις (63).

4.9.

Στο παρόν πλαίσιο η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η απαγόρευση που πρόκειται να θεσπιστεί από τον κανονισμό AML1 είναι απόλυτη. Δεν ακολουθεί την προσέγγιση βάσει κινδύνου που εφαρμόζεται έως τώρα στο πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ, αλλά επηρεάζει όλους τους πολίτες και τους ταξιδιώτες στην Ένωση. Το Δικαστήριο επισήμανε, ωστόσο, ότι πρέπει να έχουν όλοι οι υπόχρεοι στην καταβολή πληρωμών εύκολη πρόσβαση στα εναλλακτικά νόμιμα μέσα πληρωμής (64) και, επομένως, υπέδειξε μια ανάγκη για θέσπιση εξαιρέσεων εάν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Στο στάδιο αυτό ο νομοθέτης δεν έχει, ειδικότερα, προτείνει τη συμπερίληψη εξαιρέσεων στον κανονισμό AML1 για την κάλυψη περιπτώσεων στις οποίες δεν είναι διαθέσιμα εναλλακτικά νόμιμα μέσα πληρωμής, παραδείγματος χάρη λόγω διακοπής ρεύματος ή άλλων σφαλμάτων των συστημάτων ηλεκτρονικών πληρωμών. Η ΕΚΤ επιθυμεί να ενθαρρύνει τη συμπερίληψη των εν λόγω τροποποιήσεων με σκοπό να ενισχυθεί η αναλογικότητα του επιδιωκόμενου μέτρου και να προβλεφθούν οι απαιτούμενες εξαιρέσεις στις περιπτώσεις στις οποίες δεν διατίθενται μέσα πληρωμής για την υλοποίηση άμεσων αυτοπρόσωπων πληρωμών. Οι εν λόγω εξαιρέσεις μπορούν να συμπληρωθούν από την απαίτηση εξακρίβωσης της ιχνηλασιμότητας μια συναλλαγής πληρωμής που πραγματοποιείται σε τραπεζογραμμάτια σε ευρώ με συγκρίσιμο τρόπο με τα εναλλακτικά μέσα πληρωμής, όπως με την τήρηση υποχρεώσεων σαφούς τεκμηρίωσης ή/και αναφοράς.

4.10.

Ο κανονισμός AML1 απαιτεί από την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση, τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία θα αξιολογείται η ανάγκη και η αναλογικότητα της περαιτέρω μείωσης για τις συναλλαγές μεγάλων ποσών σε μετρητά (65). Πρώτον, φαίνεται χρήσιμο να ευθυγραμμιστούν τα χρονοδιαγράμματα των άρθρων 62 και 63 του κανονισμού AML1 και να προβλεφθεί η πρώτη επανεξέταση μόνο μετά από πέντε έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ώστε να αφεθεί αρκετά μεγάλο διάστημα, μετά το οποίο θα είναι επίσης διαθέσιμη και η έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι για κάθε προγραμματισμένη επανεξέταση, η Επιτροπή πρέπει να παρέχει εμπεριστατωμένη έρευνα και εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις των ορίων πληρωμών σε μετρητά και την αποτελεσματικότητά τους για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Επιπλέον, τα εν λόγω εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία δεν συνεπάγονται αυτόματα την ανάγκη για περαιτέρω μείωση των ορίων των συναλλαγών σε μετρητά. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της απαιτούμενης επανεξέτασης από την Επιτροπή χρήζει αναθεώρησης έτσι ώστε να αξιολογούνται τόσο η ανάγκη όσο και η αναλογικότητα της προσαρμογής των ορίων των συναλλαγών σε μετρητά, αντί να διενεργείται η εν λόγω επανεξέταση αποκλειστικά από την άποψη της περαιτέρω μείωσής τους.

5.   Παράγοντες κινδύνου για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη

5.1.

Ο κανονισμός AML1 ορίζει έναν ενδεικτικό κατάλογο των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων που υποδεικνύουν την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου για τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που διεξάγονται από υπόχρεες οντότητας όσον αφορά τους πελάτες τους (66). Ο κατάλογος περιλαμβάνει επίσης τις «δημόσιες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις». Προτείνεται να διευκρινιστεί ότι ο όρος «δημόσιες επιχειρήσεις» καλύπτει επίσης τις δημόσιες αρχές και τους οργανισμούς, καθώς και τις κεντρικές τράπεζες. Η οδηγία 2005/60/ΕΚ (67), η τρίτη οδηγία AML, χρησιμοποίησε τον όρο «δημόσιες αρχές». Η οδηγία 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (68), η οποία θέσπισε μέτρα εφαρμογής της τρίτης οδηγίας AML, χρησιμοποίησε τον όρο «δημόσιες αρχές και οργανισμοί». Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η τέταρτη οδηγία AML, χρησιμοποίησε τον όρο «δημόσιες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις» (69). Σύμφωνα με την εμπειρία της ΕΚΤ, οι περισσότεροι αντισυμβαλλόμενοι της ΕΚΤ αντιλαμβάνονται ότι οι εν λόγω όροι περιλαμβάνουν τις κεντρικές τράπεζες. Εντούτοις, προς αποφυγή αμφιβολιών, προτείνεται διευκρίνιση της διατύπωσης.

6.   Ορισμός των κρυπτοστοιχείων

6.1.

Ο κανονισμός AML1 αντικαθιστά τον όρο «εικονικά νομίσματα» που εισήγαγε στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 η οδηγία (ΕΕ) 2018/843 (70) με τον όρο «κρυπτοστοιχεία». Η ΕΚΤ επικροτεί αυτήν την αλλαγή, καθώς ο όρος «εικονικά νομίσματα» ενδέχεται να οδηγήσει σε παρανοήσεις ως προς τη φύση των εν λόγω τύπων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία δεν είναι νομίσματα.

6.2.

Η ΕΚΤ κατανοεί επίσης ότι η συμπερίληψη της κατηγορίας των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού αποσκοπεί στην εναρμόνιση του πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης με τις τροποποιηθείσες συστάσεις της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης (εφεξής η «FATF»). Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι, ωστόσο, σαφές εάν ο ορισμός των κρυπτοστοιχείων που χρησιμοποιείται στον κανονισμό AML1 καλύπτει όλους τους τύπους εικονικών περιουσιακών στοιχείων, όπως ορίζονται στις συστάσεις FATF. Οι συστάσεις FATF ορίζουν το εικονικό περιουσιακό στοιχείο ως «ψηφιακή αναπαράσταση αξίας που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ψηφιακής συναλλαγής ή μεταβίβασης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς πληρωμών ή επενδύσεων. Τα εικονικά περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τις ψηφιακές αναπαραστάσεις παραστατικών νομισμάτων, τίτλων και άλλων χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχεία που καλύπτονται ήδη σε άλλα σημεία των συστάσεων FATF» (71). Ο κανονισμός AML1 επαναλαμβάνει τον ορισμό του κρυπτοστοιχείου (72) ο οποίος εισήχθηκε στον προτεινόμενο κανονισμό MiCA και ορίζει το «κρυπτοστοιχείο» ως «ψηφιακή αναπαράσταση αξίας ή δικαιωμάτων που μπορούν να μεταβιβαστούν και να αποθηκευτούν ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοιας τεχνολογίας» (73). Επομένως, ο ορισμός της FATF είναι τεχνολογικά ουδέτερος, ενώ ο ορισμός του κανονισμού AML1 περιορίζεται στα εικονικά περιουσιακά στοιχεία που βασίζονται σε τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοια τεχνολογία. Φαίνεται τουλάχιστον θεωρητικά δυνατό τα εικονικά περιουσιακά στοιχεία να βασίζονται επίσης σε άλλη τεχνολογία, οπότε δεν θα καλύπτονται από τον κανονισμό AML1.

6.3.

Εφόσον εξεταστεί ένας ευρύτερος, τεχνολογικά ουδέτερος ορισμός από τους συννομοθέτες με σκοπό τη διασφάλιση της συμβατότητας του πλαισίου της Ένωσης με τις συστάσεις FATF, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν επίσης επιλογές πολιτικής όσον αφορά τις ψηφιακές αναπαραστάσεις αξίας που ενδεχομένως να πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού AML1.

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας ή του προτεινόμενου κανονισμού, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε τεχνικό κείμενο εργασίας και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο EUR-Lex.

Φρανκφούρτη, 16 Φεβρουαρίου 2022.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  COM(2021) 420 final.

(2)  COM(2021) 423 final.

(3)  COM(2021) 421 final.

(4)  COM(2021) 422 final.

(5)  Βλ. γνώμη CON/2005/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 4ης Φεβρουαρίου 2005 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (COM(2004) 448 final) (ΕΕ C 40 της 17.2.2005, σ. 9), γνώμη CON/2013/32 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 17ης Μαΐου 2013, αναφορικά με πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και πρόταση κανονισμού περί των πληροφοριών που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (ΕΕ C 166 της 12.6.2013, σ. 2), γνώμη CON/2016/49 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/101/ΕΚ (ΕΕ C 459 της 9.12.2016, σ. 3) και γνώμη CON/2018/55 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 7ης Δεκεμβρίου 2018 αναφορικά με τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων (ΕΕ C 37 της 30.1.2019, σ. 1). Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο EUR-Lex.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(7)  Βλ. παράγραφο 1.2 της γνώμης CON/2018/55.

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(9)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(10)  Βλ. άρθρο 3 του κανονισμού AML1.

(11)  Οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77), οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγία[ς] 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 76), οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15), οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(14)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

(15)  Βλ. άρθρο 2 σημείο 32 του κανονισμού AML1.

(16)  Βλ. άρθρο 2 σημείο 31 του κανονισμού AML1.

(17)  Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5 του κανονισμού AMLA.

(18)  Βλ. άρθρο 9 του κανονισμού AML1.

(19)  Βλ. άρθρο 46 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(20)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(22)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

(23)  Βλ. άρθρο 76 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/EE.

(24)  Βλ. άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού AML1.

(25)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 28 του κανονισμού AML1.

(26)  Βλ. ιδίως τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την εσωτερική διακυβέρνηση στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (EBA/GL/2021/05). Διατίθενται στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ.

(27)  Βλ. άρθρο 2 σημείο 32 του κανονισμού AML1.

(28)  Βλ. άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού AML1.

(29)  Βλ. άρθρο 52 στοιχείο α) της οδηγίας AML6.

(30)  Βλ. άρθρα 39 έως 41 της οδηγίας AML6.

(31)  Βλ. άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) της οδηγίας AML6.

(32)  Βλ. άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο θ) του κανονισμού AMLA το οποίο αναφέρει ότι η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας διαθέτει την εξουσία «να προτείνει την ανάκληση της άδειας επιλεγμένης υπόχρεης οντότητας στην αρχή που έχει χορηγήσει την εν λόγω άδεια.».

(33)  Βλ. άρθρο 41 παράγραφος 1 της οδηγίας AML6.

(34)  Βλ., ιδίως, άρθρα 50 και 51 της οδηγίας AML6.

(35)  Ο όρος «αρμόδιες αρχές» ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 31 του κανονισμού AML1 και περιλαμβάνει α) τη Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών· β) εποπτική αρχή της ΚΞΧ/ΧΤ η οποία είναι δημόσιος φορέας ή δημόσια αρχή που εποπτεύει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς· γ) δημόσια αρχή που ασκεί καθήκοντα διερεύνησης ή δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή που ασκεί καθήκοντα εντοπισμού, κατάσχεσης ή δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες· δ) δημόσια αρχή με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(36)  Βλ. άρθρο 45 της οδηγίας AML6.

(37)  Βλ. άρθρο 51 παράγραφος 2 της οδηγίας AML6.

(38)  Βλ. κεφάλαιο V της οδηγίας AML6.

(39)  Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (COM(2020) 593 final).

(40)  Βλ. άρθρο 50 παράγραφος 2 τελευταίο εδάφιο της οδηγίας AML6.

(41)  Βλ. άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας AML6.

(42)  Βλ. άρθρο 51 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας AML6.

(43)  Βλ., παραδείγματος χάρη, άρθρο 56 της οδηγίας 2013/36/EE.

(44)  Βλ. άρθρα 50 και 51 της οδηγίας AML6.

(45)  Βλ. άρθρο 40 της οδηγίας AML6.

(46)  Βλ. άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας AML6.

(47)  Βλ. άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο ια) του κανονισμού AML1.

(48)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(49)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(50)  Βλ. άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού AML1.

(51)  Βλ. άρθρο 59 του κανονισμού AML1.

(52)  Άρθρο 128 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της Συνθήκης και άρθρο 16 πρώτο εδάφιο του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

(53)  Άρθρο 128 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο της Συνθήκης και άρθρο 16 τρίτο εδάφιο του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

(54)  Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 326 της 26.10.2012, σ. 391).

(55)  Βλ. γνώμη CON/2014/37· γνώμη CON/2017/18· και γνώμη CON/2019/4.

(56)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, σκέψεις 69-70.

(57)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, σκέψη 46.

(58)  Σύσταση της Επιτροπής 2010/191/ΕΕ, της 22ας Μαρτίου 2010, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής και τις έννομες συνέπειες του καθεστώτος νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων σε ευρώ (ΕΕ L 83 της 30.3.2010, σ. 70).

(59)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, σκέψεις 46 έως 49.

(60)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, σκέψη 67.

(61)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, σκέψη 78.

(62)  Βλ. παράγραφο 2.4 της γνώμης CON/2017/8, παράγραφο 2.1 της γνώμης CON/2019/41, παράγραφο 9.2.1 της γνώμης CON/2020/13, παράγραφο 2.3 της γνώμης CON/2020/21 και παράγραφο 7.2.1 της γνώμης CON/2021/9.

(63)  Βλ. παράγραφο 2.7 της γνώμης CON/2017/8.

(64)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/19 και C-423/19, ECLI:EU:C:2021:63, σκέψη 77.

(65)  Βλ. άρθρο 63 στοιχείο β) του κανονισμού AML1.

(66)  Βλ. παράρτημα II του κανονισμού AML1.

(67)  Βλ. άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 2005/60/EΚ.

(68)  Βλ. άρθρο 3 της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2006, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό του πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου και τα τεχνικά κριτήρια για την εφαρμογή της απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και την εφαρμογή της εξαίρεσης σε περιπτώσεις άσκησης χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας σε περιστασιακή ή πολύ περιορισμένη βάση (ΕΕ L 214 της 4.8.2006, σ. 29).

(69)  Βλ. παράρτημα II παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(70)  Βλ. άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/843.

(71)  Βλ. σελίδα 130 των συστάσεων FATF. Διατίθενται στον δικτυακό τόπο της FATF στη διεύθυνση https://www.fatf-gafi.org/

(72)  Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 13 του κανονισμού AML1.

(73)  Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού MiCA.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/26


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

24 Μαΐου 2022

(2022/C 210/07)

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,0720

JPY

ιαπωνικό γιεν

136,49

DKK

δανική κορόνα

7,4411

GBP

λίρα στερλίνα

0,85750

SEK

σουηδική κορόνα

10,5013

CHF

ελβετικό φράγκο

1,0334

ISK

ισλανδική κορόνα

139,30

NOK

νορβηγική κορόνα

10,2890

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

24,663

HUF

ουγγρικό φιορίνι

383,33

PLN

πολωνικό ζλότι

4,6015

RON

ρουμανικό λέου

4,9446

TRY

τουρκική λίρα

17,2572

AUD

δολάριο Αυστραλίας

1,5152

CAD

δολάριο Καναδά

1,3714

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

8,4143

NZD

δολάριο Νέας Ζηλανδίας

1,6656

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,4722

KRW

ουόν Νότιας Κορέας

1 353,65

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

16,7814

CNY

κινεζικό ρενμινπί γιουάν

7,1449

HRK

κροατική κούνα

7,5285

IDR

ρουπία Ινδονησίας

15 711,88

MYR

μαλαισιανό ρινγκίτ

4,7076

PHP

πέσο Φιλιππινών

56,152

RUB

ρωσικό ρούβλι

 

THB

ταϊλανδικό μπατ

36,609

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

5,1793

MXN

πέσο Μεξικού

21,2456

INR

ινδική ρουπία

83,1850


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


Ελεγκτικό Συνέδριο

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/27


Ειδική έκθεση αριθ. 11/2022

«Προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ – η καταχώριση σε “μαύρη λίστα” χρήζει καλύτερης εφαρμογής»

(2022/C 210/08)

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο δημοσίευσε την Ειδική έκθεσή του αριθ. 11/2022, με τίτλο «Προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ – η καταχώριση σε “μαύρη λίστα” χρήζει καλύτερης εφαρμογής».

Η έκθεση είναι άμεσα διαθέσιμη, είτε για ανάγνωση είτε για τηλεφόρτωση, στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου: https://www.eca.europa.eu/el/Pages/DocItem.aspx?did=61175


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/28


Πληροφοριες που διαβιβαζουν τα κρατη μελη οσον αφορα την απαγορευση αλιειας

(2022/C 210/09)

Σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως ενωσιακού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), αποφασίστηκε η απαγόρευση αλιείας όπως εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Ημερομηνία και ώρα απαγόρευσης

3.5.2022

Διάρκεια

Από 3.5.2022 έως 31.12.2022

Κράτος μέλος

Πορτογαλία

Απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων

BFT/AVARCH

Είδος

Τόνος (Thunnus Thynnus)

Ζώνη

Συγκεκριμένα νησιά της Ελλάδας (νησιά του Ιονίου), της Ισπανίας (Κανάριες Νήσοι) και της Πορτογαλίας (Αζόρες και Μαδέρα).

Τύπος/-οι αλιευτικών σκαφών

Μη βιομηχανικού τύπου

Αριθμός αναφοράς

02/TQ109


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/29


Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα

Υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε τακτικές αεροπορικές γραμμές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/10)

Κράτος μέλος

Πορτογαλία

Σχετική γραμμή

Porto Santo – Funchal – Porto Santo

Ημερομηνία έναρξης ισχύος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας

Από τις 24 Οκτωβρίου 2022

Διεύθυνση στην οποία διατίθεται το κείμενο, καθώς και όλες οι πληροφορίες και/ή τα έγγραφα που αφορούν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

Όλα τα έγγραφα είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο: http://www.saphety.com

Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στην εξής διεύθυνση:

Υπουργείο Υποδομών και Στέγασης

Γραφείο Υπουργού Υποδομών

Av. Barbosa du Bocage, no 5

1049-039 Lisboa

PORTUGAL

Τηλ. +351 210426200

Email: gabinete.seinf@mih.gov.pt


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/30


Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα

Υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε τακτικές αεροπορικές γραμμές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/11)

Κράτος μέλος

Ιταλία

Σχετικές γραμμές

 

Pantelleria - Trapani και αντιστρόφως

 

Pantelleria - Palermo και αντιστρόφως

 

Pantelleria - Catania και αντιστρόφως

 

Lampedusa - Palermo και αντιστρόφως

 

Lampedusa - Catania και αντιστρόφως

Ημερομηνία έναρξης ισχύος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας

1 Δεκεμβρίου 2022

Διεύθυνση στην οποία διατίθεται το κείμενο, καθώς και όλες οι πληροφορίες και/ή τα έγγραφα που αφορούν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στην εξής διεύθυνση:

Ministero delle infrastrutture e della mobilità sostenibili

Dipartimento per la mobilità sostenibile

Direzione generale per gli aeroporti, il trasporto aereo e i servizi satellitari

Via Giuseppe Caraci, 36

00157 Roma

ITALIA

Τηλ. +39 0644127190

ENAC

Direzione Sviluppo Trasporto Aereo e Licenze

Viale Castro Pretorio, n. 118

00185 Roma

ITALIA

Τηλ. +39 0644596515

Διαδίκτυο:

http://www.mit.gov.it

 

http://www.enac.gov.it

Email:

dg.ta@pec.mit.gov.it

 

osp@enac.gov.it.


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/31


Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα

Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/12)

Κράτος μέλος

Πορτογαλία

Σχετική γραμμή

Porto Santo – Funchal – Porto Santo

Περίοδος ισχύος της σύμβασης

3 έτη από την έναρξη της εκμετάλλευσης

Προθεσμία υποβολής προσφορών

62 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας πρόσκλησης υποβολής προσφορών

Διεύθυνση στην οποία διατίθεται το κείμενο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, καθώς και όλες οι πληροφορίες και/ή τα έγγραφα που αφορούν τον δημόσιο διαγωνισμό και τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

Όλα τα έγγραφα είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο: http://www.saphety.com

Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στην εξής διεύθυνση:

Υπουργείο Υποδομών και Στέγασης

Γραφείο Υπουργού Υποδομών

Av. Barbosa du Bocage, no 5

1049-039 Lisboa

PORTUGAL

Τηλ. +351 210426200

Email: gabinete.seinf@mih.gov.pt


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο ΕΖΕΣ

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/32


Αίτηση για την έκδοση συμβουλευτικής γνώμης που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ από το Trygderetten στις 26 Ιανουαρίου 2022 στην υπόθεση A κατά Arbeids- og velferdsdirektoratet

(Υπόθεση E-2/22)

(2022/C 210/13)

Στις 26 Ιανουαρίου 2022, το Trygderetten (Εθνικό Δικαστήριο Ασφαλιστικών Υποθέσεων) υπέβαλε αίτηση στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ, η οποία ελήφθη από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ στις 27 Ιανουαρίου 2022, για την έκδοση συμβουλευτικής γνώμης στην υπόθεση Α κατά Arbeids- og velferdsdirektoratet σχετικά με τα ακόλουθα ερωτήματα:

1)

Μια παροχή όπως η μεταβατική παροχή (overgangsstønad) — βλ. την πρώτη παράγραφο του άρθρου 15-5 του εθνικού νόμου για την κοινωνική ασφάλιση, σε συνδυασμό με την πρώτη πρόταση της δεύτερης παραγράφου — εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) σύμφωνα με:

α.

το άρθρο 3 παράγραφος 1, ιδίως το στοιχείο ι), ή

β.

το άρθρο 3 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 70;

2)

Έχει σημασία για την εκτίμηση στο πλαίσιο του ερωτήματος 1 το γεγονός ότι απαιτείται επαγγελματική δραστηριότητα για να συνεχιστεί να θεμελιώνεται το δικαίωμα σε παροχή όταν το νεότερο τέκνο συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του (βλ. άρθρο 15-6 του εθνικού νόμου για την κοινωνική ασφάλιση);


(1)  κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (EE L 166 της 30.4.2004, σ. 1).


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/33


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.10438 — MOL / OMV SLOVENIJA)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/14)

1.   

Στις 13 Μαΐου 2022, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

MOL Hungarian Oil και Gas Plc. («MOL» Ουγγαρία), μητρική εταιρεία του ομίλου MOL,

OMV Slovenija, trgovina z nafto in naftnimi derivati, d.o.o. («OMV Slovenija», Σλοβενία).

Η MOL θα αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της OMV Slovenija κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων.

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.   

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι οι εξής:

Ο όμιλος MOL είναι κάθετα ολοκληρωμένος όμιλος δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, του οποίου οι κύριες δραστηριότητες συνίστανται σε: i) έρευνα, παραγωγή και διύλιση αργού πετρελαίου, ii) διανομή προϊόντων διύλισης πετρελαίου τόσο σε επίπεδο χονδρικής όσο και σε επίπεδο λιανικής πώλησης, iii) παραγωγή και πώληση πετροχημικών προϊόντων, iv) έρευνα και παραγωγή φυσικού αερίου και v) μεταφορά φυσικού αερίου στην Ουγγαρία. Με έδρα στη Βουδαπέστη, ο όμιλος MOL δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 30 χώρες και απασχολεί περίπου 25 000 άτομα παγκοσμίως,

η OMV Slovenija είναι σλοβενική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του ομίλου OMV, μιας ενοποιημένης εταιρείας πετρελαίου, φυσικού αερίου και χημικών προϊόντων με έδρα στην Αυστρία, η οποία δραστηριοποιείται παγκοσμίως. Η κύρια δραστηριότητα της OMV Slovenija είναι η λιανική πώληση καυσίμων κίνησης μέσω του δικτύου 119 πρατηρίων καυσίμων τα οποία διαχειρίζεται είτε η OMV είτε οι συνεργαζόμενοι μισθωτές.

3.   

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

4.   

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.10438 – MOL / OMV SLOVENIJA

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού

Merger Registry/Μητρώο Συγχωνεύσεων

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («κανονισμός συγκεντρώσεων»).


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/35


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.10739 – FORD OTOSAN / FORD ROMANIA)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/15)

1.   

Στις 17 Μαΐου 2022, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

Ford Otomotiv Sanayi A.Ş. («Ford Otosan», Τουρκία),

Ford Romania S.A. («Ford Romania», Ρουμανία).

Η Ford Otosan θα αποκτήσει, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον αποκλειστικό έλεγχο της Ford Romania.

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.   

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι οι εξής:

η Ford Otosan είναι κατασκευαστής και διανομέας αυτοκινήτων με έδρα την Τουρκία, η οποία ανήκει εξίσου στη Ford Motor Company και την Koç Holding,

η Ford Romania θα διατηρεί και θα λειτουργεί κατά το κλείσιμο μόνο ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης και μια εγκατάσταση κατασκευής αυτοκινήτων στην Κραϊόβα της Ρουμανίας.

3.   

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2), σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια να εξεταστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.   

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.10739 – FORD OTOSAN / FORD ROMANIA

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού

Merger Registry/Μητρώο Συγχωνεύσεων

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 366 της 14.12.2013, σ. 5.


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/36


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.10709 — PARTNERS GROUP / FORTERRO)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/16)

1.   

Στις 17 Μαΐου 2022, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

Partners Group AG («Partners Group», Ελβετία)

Jeeves Information Systems AB («Forterro», Σουηδία)

Η Partners Group θα αποκτήσει, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον αποκλειστικό έλεγχο του συνόλου της Forterro.

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.   

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

Partners Group: παρέχει σε διεθνείς θεσμικούς επενδυτές που αναζητούν άμεση πρόσβαση σε περιουσιακά στοιχεία της ιδιωτικής αγοράς ευρύ φάσμα επενδυτικών κεφαλαίων και χαρτοφυλακίων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες των επενδυτών,

Forterro: παρέχει επιχειρηματικό λογισμικό και λύσεις ΤΠ, με έμφαση στην παροχή λύσεων λογισμικού για τον σχεδιασμό επιχειρηματικών πόρων σε εταιρείες μεταποίησης και παραγωγής που δραστηριοποιούνται στο μέσο της αγοράς.

3.   

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

4.   

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.10709 – PARTNERS GROUP / FORTERRO

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

Merger Registry

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («κανονισμός συγκεντρώσεων»).


25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/37


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.10724 — ITOCHU / UNDER ARMOUR / DOME)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2022/C 210/17)

1.   

Στις 17 Μαΐου 2022, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

ITOCHU Corporation («Itochu», Ιαπωνία),

Under Armour Europe («Under Armour», Κάτω Χώρες), θυγατρική κατά 100 % της Under Armour Inc. («Under Armour Inc», ΗΠΑ)·

Dome Corporation, («Dome», Ιαπωνία).

Η Itochu και η Under Armour θα αποκτήσουν, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 3 παράγραφος 4 του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον κοινό έλεγχο του συνόλου της Dome.

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.   

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

Itochu: εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η οποία δραστηριοποιείται σε ευρύ φάσμα κλάδων, μεταξύ άλλων στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.

Under Armour: εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η οποία δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη, εμπορία και διανομή ειδών ένδυσης (αθλητικής και καθημερινής ένδυσης), υποδημάτων και εξαρτημάτων που σχετίζονται με τον αθλητισμό.

Dome: ανώνυμη εταιρεία που πωλεί (ως λιανοπωλητής), διανέμει και διαφημίζει αθλητικά ενδύματα και αθλητικά υποδήματα της μάρκας «Under Armour» υπό το εμπορικό σήμα «Under Armour» στην Ιαπωνία.

3.   

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2), σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια να εξεταστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.   

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.10724 – ITOCHU / UNDER ARMOUR / DOME

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

Merger Registry

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 366 της 14.12.2013, σ. 5.


Διορθωτικά

25.5.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 210/39


Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα τρέχοντα επιτόκια ανάκτησης και τα επιτόκια αναφοράς/προεξόφλησης κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν από την 1η Μαΐου 2022

[Δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής]

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 192 της 11ης Μαΐου 2022 )

(2022/C 210/18)

Στο εξώφυλλο, στα περιεχόμενα και στη σελίδα 91, στον τίτλο:

αντί:

«Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα τρέχοντα επιτόκια ανάκτησης και τα επιτόκια αναφοράς/προεξόφλησης κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν από την 1η Μαΐου 2022»

διάβαζε:

«Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα τρέχοντα επιτόκια ανάκτησης και τα επιτόκια αναφοράς/προεξόφλησης κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν από την 1η Ιουνίου 2022».