ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

63ό έτος
7 Σεπτεμβρίου # 2020


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2020/C 297/01

Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2020/C 297/02

Υπόθεση C-378/16 P: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — Inclusion Alliance for Europe GEIE κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής [Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρα διαιτησίας – Συμβάσεις επιχορηγήσεως συναπτόμενες στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) καθώς και του προγράμματος-πλαισίου για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα (2007-2013) – Έργα MARE, Senior και ECRN – Απόφαση της Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης]

2

2020/C 297/03

Υπόθεση C-517/17: Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland (Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρα 14 και 34 – Υποχρέωση παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης πριν από τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου – Παράβαση της υποχρέωσης κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία – Συνέπειες)

2

2020/C 297/04

Υπόθεση C-584/17 P: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — ADR Center SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρα διαιτησίας – Συμφωνίες επιχορηγήσεως συναφθείσες στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος Αστική Δικαιοσύνη για την περίοδο 2007-2013 – Εκθέσεις ελέγχου με τις οποίες αμφισβητήθηκε η επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Άρθρο 299 ΣΛΕΕ – Εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει απόφαση αποτελούσα εκτελεστό τίτλο στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία)

3

2020/C 297/05

Υπόθεση C-311/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του High Court (Irlande) (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Data Protection Commissioner κατά Facebook Ireland Limited, Maximillian Schrems [Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8 και 47 – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Πεδίο εφαρμογής – Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες για εμπορικούς σκοπούς – Άρθρο 45 – Απόφαση επάρκειας εκδοθείσα από την Επιτροπή – Άρθρο 46 – Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις – Άρθρο 58 – Εξουσίες των αρχών ελέγχου – Επεξεργασία των διαβιβαζόμενων δεδομένων από τις δημόσιες αρχές τρίτης χώρας για λόγους εθνικής ασφάλειας – Εκτίμηση της επάρκειας του επιπέδου προστασίας που εξασφαλίζεται στην τρίτη χώρα – Απόφαση 2010/87/ΕΕ – Τυποποιημένες ρήτρες προστασίας για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες – Κατάλληλες εγγυήσεις τις οποίες παρέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας – Κύρος – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/1250 – Επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από την ασπίδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ηνωμένων Πολιτειών – Κύρος – Καταγγελία φυσικού προσώπου του οποίου τα δεδομένα διαβιβάστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες]

4

2020/C 297/06

Υπόθεση C-549/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ρουμανίας [Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Παράλειψη μεταφοράς ή/και ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη – Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Αίτημα περί επιβολής υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού]

5

2020/C 297/07

Υπόθεση C-550/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Παράλειψη μεταφοράς ή/και ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη – Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Αίτημα περί επιβολής υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού]

6

2020/C 297/08

Υπόθεση C-606/18 P: Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — Nexans France SAS, Nexans SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής [Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 20 – Ελεγκτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων – Εξουσία αντιγραφής των δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εν συνεχεία εξετάσεώς τους στα γραφεία της Επιτροπής – Πρόστιμα – Πλήρης δικαιοδοσία]

6

2020/C 297/09

Υπόθεση C-610/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — AFMB Ltd κ.λπ. κατά Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank [Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο α' – Έννοια του προσώπου που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς μιας επιχείρησης – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β' – Έννοια του εργοδότη – Οδηγοί φορτηγών που ασκούν κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) – Οδηγοί φορτηγών που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας με μια επιχείρηση αλλά υπόκεινται, στην πράξη, στη διευθυντική εξουσία άλλης επιχείρησης εγκατεστημένης στο κράτος μέλος κατοικίας των οδηγών αυτών – Καθορισμός της επιχείρησης που έχει την ιδιότητα του εργοδότη]

7

2020/C 297/10

Υπόθεση C-658/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Giudice di pace di Bologna (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — UX κατά Governo della Repubblica italiana (Προδικαστική παραπομπή – Παραδεκτό – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια του εθνικού δικαστηρίου – Κριτήρια – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 7 – Ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP περί εργασίας ορισμένου χρόνου – Ρήτρες 2 και 3 – Έννοια του εργαζόμενου ορισμένου χρόνου – Ειρηνοδίκες και τακτικοί δικαστές – Διαφορετική μεταχείριση – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Έννοια των αντικειμενικών λόγων)

8

2020/C 297/11

Υπόθεση C-686/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — OC κ.λπ., Adusbef, Federconsumatori, PB κ.λπ., QA κ.λπ. κατά Banca d’Italia, Presidenza del Consiglio dei Ministri, Ministero dell’Economia e delle Finanze [Προδικαστική παραπομπή – Παραδεκτό – Άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Άρθρα 107 επ. ΣΛΕΕ – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Επιχειρηματική ελευθερία – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 – Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων – Άρθρο 29 – Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 – Άρθρο 6, παράγραφος 4 – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Ειδικά καθήκοντα τα οποία έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 241/2014 – Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα – Εθνική νομοθεσία η οποία θέτει ανώτατο όριο ενεργητικού για τις λαϊκές τράπεζες που έχουν συσταθεί υπό τη μορφή συνεταιριστικών εταιριών και επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος των αποχωρούντων εταίρων σε εξόφληση των μετοχών τους]

9

2020/C 297/12

Υπόθεση C-714/18 P: Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — ACTC GmbH κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), Taiga AB [Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου tigha ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης TAIGA – Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β' – Εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως – Εκτίμηση της ομοιότητας των αντιπαρατιθεμένων σημείων από εννοιολογικής απόψεως – Άρθρο 42, παράγραφος 2 – Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος – Απόδειξη της χρήσης για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών – Καθορισμός αυτοτελούς υποκατηγορίας προϊόντων]

10

2020/C 297/13

Υπόθεση C-771/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας [Παράβαση κράτους μέλους – Εσωτερικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου – Δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου – Προϋποθέσεις πρόσβασης – Κανονισμός (ΕΚ) 714/2009 – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Κανονισμός (ΕΚ) 715/2009 – Άρθρο 13, παράγραφος 1 – Κόστος – Καθορισμός των τελών πρόσβασης στα δίκτυα – Οδηγία 2009/72/ΕΚ – Άρθρο 37, παράγραφος 17 – Οδηγία 2009/73/ΕΚ – Άρθρο 41, παράγραφος 17 – Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά το εσωτερικό δίκαιο – Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας]

10

2020/C 297/14

Υπόθεση C-73/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Belgische Staat, εκπροσωπούμενο από τον Minister van Werk, Economie en Consumenten, αρμόδιο για το Buitenlandse handel, και από τον Directeur-Generaal van de Algemene Directie Controle en Bemiddeling van de FOD Economie, K.M.O., Middenstand en Energie, νυν Algemene Directie Economische Inspectie, Directeur-Generaal van de Algemene Directie Controle en Bemiddeling van de FOD Economie, K.M.O., Middenstand en Energie, νυν Algemene Directie Economische Inspectie κατά Movic BV, Events Belgium BV, Leisure Tickets & Activities International BV [Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων – Αγωγή παραλείψεως αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ασκηθείσα από δημόσια αρχή με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών]

11

2020/C 297/15

Υπόθεση C-80/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας που κίνησε ο E. E. [Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια του όρου κληρονομική διαδοχή που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις – Έννοια του όρου συνήθης διαμονή του θανόντος – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Έννοια του όρου δικαστήριο – Υπαγωγή των συμβολαιογράφων στους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζ' και θ' – Έννοιες των όρων απόφαση και δημόσιο έγγραφο – Άρθρα 5, 7 και 22 – Συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας και επιλογής του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου – Άρθρο 83, παράγραφοι 2 και 4 – Μεταβατικές διατάξεις]

12

2020/C 297/16

Υπόθεση C-97/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Köln (Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακός κώδικας – Τελωνειακές διασαφήσεις – Άρθρο 78 του εν λόγω κώδικα – Επανεξέταση της διασαφήσεως – Όνομα του διασαφιστή – Τροποποίηση των πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπο του διασαφιστή προκειμένου να αναφερθεί η ύπαρξη σχέσεως έμμεσης αντιπροσωπεύσεως – Έμμεση αντιπροσώπευση του προσώπου που έλαβε πιστοποιητικό εισαγωγής)

13

2020/C 297/17

Υπόθεση C-129/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Corte suprema di cassazione (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Presidenza del Consiglio dei Ministri κατά BV (Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/80/ΕΚ – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Εθνικά συστήματα για την αποζημίωση θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας, τα οποία διασφαλίζουν εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση – Πεδίο εφαρμογής – Θύμα που κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας – Υποχρέωση υπαγωγής του θύματος αυτού στο εθνικό σύστημα αποζημιώσεως – Έννοια της εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως – Ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης)

13

2020/C 297/18

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-133/19, C-136/19 και C-137/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αιτήσεις του Conseil d’État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — B. M. M. (C-133/19 και C-136/19), B. S. (C-133/19), B. M. (C-136/19), B. M. O. (C-137/19) κατά État belge (Προδικαστική παραπομπή – Xώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Έννοια του ανηλίκου τέκνου – Άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Βέλτιστο συμφέρον του παιδιού – Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Τέκνα του συντηρούντος τα οποία ενηλικιώνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεως ή της διοικητικής διαδικασίας που κινείται κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση για οικογενειακή επανένωση)

14

2020/C 297/19

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-224/19 και C-259/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αιτήσεις των Juzgado de Primera Instancia no 17 de Palma de Mallorca, Juzgado de Primera Instancia e Instrucción de Ceuta (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — CY κατά Caixabank SA (C-224/19), LG, PK κατά Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA (C-259/19) (Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 6 και 7 – Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές – Ενυπόθηκα δάνεια – Καταχρηστικές ρήτρες – Ρήτρα βάσει της οποίας ο δανειολήπτης βαρύνεται με το σύνολο των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης – Αποτελέσματα της κηρύξεως της ακυρότητας των εν λόγω ρητρών – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως καταχρηστική – Κατανομή των εξόδων – Εφαρμογή εθνικών διατάξεων ενδοτικού δικαίου – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Εξαίρεση των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ή το ανάλογο ή μη του τιμήματος ή της αμοιβής – Προϋπόθεση – Άρθρο 5 – Υποχρέωση διατύπωσης των συμβατικών ρητρών κατά τρόπο σαφή και κατανοητό – Δικαστικά έξοδα – Παραγραφή – Αρχή της αποτελεσματικότητας)

15

2020/C 297/20

Υπόθεση C-249/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Tribunalul Bucureşti (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — JE κατά KF [Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1259/2010 – Ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και στον δικαστικό χωρισμό – Ενιαίοι κανόνες – Άρθρο 10 – Εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου]

16

2020/C 297/21

Υπόθεση C-253/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Tribunal da Relação de Guimarães (Πορτογαλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — MH, NI κατά OJ, Novo Banco SA [Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/848 – Άρθρο 3 – Διεθνής δικαιοδοσία – Κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη – Φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική ή άλλη ανεξάρτητη δραστηριότητα – Μαχητό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο το κέντρο των κύριων συμφερόντων του προσώπου αυτού βρίσκεται στον τόπο της συνήθους διαμονής του – Ανατροπή του τεκμηρίου – Κατάσταση κατά την οποία το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη βρίσκεται εκτός του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής]

16

2020/C 297/22

Υπόθεση C-411/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — WWF Italia o.n.l.u.s., κ.λπ. κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri, Azienda Nazionale Autonoma Strade SpA (ANAS) (Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Άρθρο 6 – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Ειδικές ζώνες διατηρήσεως – Κατασκευή τμήματος οδικού δικτύου – Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του εν λόγω έργου στην οικεία ζώνη διατηρήσεως – Άδεια – Επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος)

17

2020/C 297/23

Υπόθεση C-424/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Curtea de Apel Bucureşti (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Cabinet de avocat UR κατά Administraţia Sector 3 a Finanţelor Publice prin Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Bucureşti, Administraţia Sector 3 a Finanţelor Publice, MJ, NK [Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Έννοια του υποκειμένου στον φόρο – Πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου – Αμετάκλητη δικαστική απόφαση – Αρχή του δεδικασμένου – Έκταση της αρχής αυτής σε περίπτωση που η ως άνω απόφαση δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης]

18

2020/C 297/24

Υπόθεση C-496/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Commissione tributaria regionale della Campania (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Antonio Capaldo SpA κατά Agenzia delle dogane e dei monopoli — Ufficio delle dogane di Salerno [Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Κανονισμός (ΕΚ) 2913/92 – Έλεγχος των εμπορευμάτων – Αίτηση επανεξετάσεως της τελωνειακής διασαφήσεως – Εκ των υστέρων έλεγχος]

19

2020/C 297/25

Υπόθεση C-686/19: Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Augstākā tiesa (Senāts) (Λεττονία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — SIA Soho Group κατά Patērētāju tiesību aizsardzības centrs (Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Έννοια του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή – Έξοδα σχετικά με την παράταση της πιστώσεως)

19

2020/C 297/26

Υπόθεση C-436/19 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 6 Ιουνίου 2019 η Abaco Energy SA κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) στις 25 Μαρτίου 2019 στην υπόθεση T-186/18, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής

20

2020/C 297/27

Υπόθεση C-176/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Alba Iulia (Ρουμανία) στις 7 Απριλίου 2020 — SC Avio Lucos SRL κατά Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură — Centrul judeţean Dolj, Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură (APIA) — Aparat Central

20

2020/C 297/28

Υπόθεση C-179/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (Ρουμανία) στις 7 Απριλίου 2020 — Fondul Proprietatea SA κατά Guvernul României, SC Complexul Energetic Hunedoara SA, υπό εκκαθάριση, Compania Naţională de Transport a Energiei Electrice Transelectrica SA, SC Complexul Energetic Oltenia SA

21

2020/C 297/29

Υπόθεση C-182/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Suceava (Ρουμανία) στις 23 Απριλίου 2020 — BE, DT κατά Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Suceava, Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Iaşi, Accer Ipurl Suceva — lichidator judiciar al BE, EP

22

2020/C 297/30

Υπόθεση C-217/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το rechtbank Overijssel (Κάτω Χώρες) στις 25 Μαΐου 2020 — XXXX κατά Staatssecretaris van Financiën

22

2020/C 297/31

Υπόθεση C-218/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunalul Mureş (Ρουμανία) στις 27 Μαΐου 2020 — Sindicatul Lucrătorilor din Transporturi, TD κατά SC Samidani Trans SRL

23

2020/C 297/32

Υπόθεση C-225/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Constanța (Ρουμανία) στις 29 Μαΐου 2020 — Euro Delta Danube SRL κατά Agenția de Plăți și Intervenție pentru Agricultură — Centrul Județean Tulcea

23

2020/C 297/33

Υπόθεση C-233/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) στις 4 Ιουνίου 2020 — WD κατά job-medium GmbH υπό εκκαθάριση

24

2020/C 297/34

Υπόθεση C-237/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) στις 5 Ιουνίου 2020 — Federatie Nederlandse Vakbeweging κατά Heiploeg Seafood International BV, Heitrans International BV

25

2020/C 297/35

Υπόθεση C-241/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal de première instance du Luxembourg (Βέλγιο) στις 5 Ιουνίου 2020 — BJ κατά État belge

26

2020/C 297/36

Υπόθεση C-245/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το rechtbank Midden-Nederland (Κάτω Χώρες) στις 29 Μαΐου 2020 — X, Z κατά Autoriteit Persoonsgegevens

27

2020/C 297/37

Υπόθεση C-246/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen, Afdeling Gent (Βέλγιο) στις 3 Ιουνίου 2020 — Openbaar Ministerie κατά EA

28

2020/C 297/38

Υπόθεση C-251/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 10 Ιουνίου 2020 — Gtflix Tv κατά DR

28

2020/C 297/39

Υπόθεση C-253/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το hof van beroep te Brussel (Βέλγιο) στις 9 Ιουνίου 2020 — Impexeco N.V. κατά Novartis AG

29

2020/C 297/40

Υπόθεση C-254/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hof van beroep te Brussel (Βέλγιο) στις 9 Ιουνίου 2020 — PI Pharma NV κατά Novartis AG, Novartis Pharma NV

29

2020/C 297/41

Υπόθεση C-269/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) στις 18 Ιουνίου 2020 — Finanzamt T κατά S

30

2020/C 297/42

Υπόθεση C-274/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Giudice di pace di Massa (Ιταλία) στις 19 Ιουνίου 2020 — GN, WX κατά Prefettura di Massa Carrara — Ufficio Territoriale del Governo di Massa Carrara

31

2020/C 297/43

Υπόθεση C-283/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal du travail francophone de Bruxelles (Βέλγιο) στις 25 Ιουνίου 2020 — CO, ME, GC, και 42 άλλοι κατά MJ, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Eulex Κοσσυφοπέδιο

32

2020/C 297/44

Υπόθεση C-288/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal judiciaire — Bobigny (Γαλλία) στις 30 Ιουνίου 2020 — BNP Paribas Personal Finance SA κατά ZD

32

2020/C 297/45

Υπόθεση C-289/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Paris (Γαλλία) στις 30 Ιουνίου 2020 — IB κατά FA

34

2020/C 297/46

Υπόθεση C-290/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Satversmes tiesa (Λεττονία) στις 30 Ιουνίου 2020 — AS Latvijas Gāze κατά Latvijas Republikas Saeima, Sabiedrisko pakalpojumu regulēšanas komisija

34

2020/C 297/47

Υπόθεση C-299/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 6 Ιουλίου 2020 — Icade Promotion Logement SAS κατά Ministère de l’Action et des Comptes publics

35

2020/C 297/48

Υπόθεση C-328/20: Προσφυγή της 22ας Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας

36

2020/C 297/49

Υπόθεση C-331/20 P: Αναίρεση που άσκησε στις 22 Ιουλίου 2020 η Volotea, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 13 Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-607/17, Volotea κατά Επιτροπής

37

2020/C 297/50

Υπόθεση C-343/20 P: Αναίρεση που άσκησε στις 23 Ιουλίου 2020 η easyJet Airline Co. Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 13 Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-8/18, easyJet Airline κατά Επιτροπής

38

 

Γενικό Δικαστήριο

2020/C 297/51

Υπόθεση T-371/20: Προσφυγή της 15ης Ιουνίου 2020 — Pollinis France κατά Επιτροπής

39

2020/C 297/52

Υπόθεση T-381/20: Προσφυγή της 20ής Ιουνίου 2020 — Datax κατά REA

39

2020/C 297/53

Υπόθεση T-392/20: Προσφυγή της 19ης Ιουνίου 2020 — Flašker κατά Επιτροπής

40

2020/C 297/54

Υπόθεση T-404/20: Προσφυγή της 27ης Ιουνίου 2020 — Global Translation Solutions κατά Επιτροπής

41

2020/C 297/55

Υπόθεση T-415/20: Προσφυγή της 3ης Ιουλίου 2020 — KT κατά ΕΤΕπ

42

2020/C 297/56

Υπόθεση T-425/20: Προσφυγή-αγωγή της 3ης Ιουλίου 2020 — KU κατά ΕΥΕΔ

43

2020/C 297/57

Υπόθεση T-435/20: Προσφυγή της 7ης Ιουλίου 2020 — JR κατά Επιτροπής

44

2020/C 297/58

Υπόθεση T-440/20: Προσφυγή της 10ης Ιουλίου 2020 — Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής

44

2020/C 297/59

Υπόθεση T-441/20: Προσφυγή της 10ης Ιουλίου 2020 — Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής

45

2020/C 297/60

Υπόθεση T-442/20: Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2020 — Grangé και Van Strydonck κατά EUIPO — Nema (âme)

46

2020/C 297/61

Υπόθεση T-443/20: Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2020 — Sanford κατά EUIPO — Avery Zweckform (Ετικέτες)

46

2020/C 297/62

Υπόθεση T-457/20: Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2020 — VeriGraft κατά EASME

47

2020/C 297/63

Υπόθεση T-464/20: Προσφυγή της 21ης Ιουλίου 2020 — Eggy Food κατά EUIPO (YOUR DAILY PROTEIN)

48

2020/C 297/64

Υπόθεση T-474/20: Προσφυγή της 24ης Ιουλίου 2020 — LD κατά Επιτροπής

48


EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/1


Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2020/C 297/01)

Τελευταία δημοσίευση

ΕΕ C 287 της 31.8.2020

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 279 της 24.8.2020

ΕΕ C 271 της 17.8.2020

ΕΕ C 262 της 10.8.2020

ΕΕ C 255 της 3.8.2020

ΕΕ C 247 της 27.7.2020

ΕΕ C 240 της 20.7.2020

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/2


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — Inclusion Alliance for Europe GEIE κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-378/16 P) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Ρήτρα διαιτησίας - Συμβάσεις επιχορηγήσεως συναπτόμενες στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) καθώς και του προγράμματος-πλαισίου για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα (2007-2013) - Έργα MARE, Senior και ECRN - Απόφαση της Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών - Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης)

(2020/C 297/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Inclusion Alliance for Europe GEIE (εκπρόσωποι: A. D’Amico και S. Famiani, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: αρχικά F. Moro, S. Delaude και L. Di Paolo, στη συνέχεια F. Moro και S. Delaude, επικουρούμενοι από τον D. Gullo, avvocato)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Απριλίου 2016, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (T-539/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:235).

2)

Αναπέμπει την υπόθεση T-539/13 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 326 της 5.9.2016.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/2


Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland

(Υπόθεση C-517/17) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης - Πολιτική ασύλου - Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας - Οδηγία 2013/32/ΕΕ - Άρθρα 14 και 34 - Υποχρέωση παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης πριν από τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου - Παράβαση της υποχρέωσης κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία - Συνέπειες)

(2020/C 297/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesverwaltungsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Milkiyas Addis

κατά

Bundesrepublik Deutschland

Διατακτικό

Τα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η παράβαση της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης προτού ληφθεί απόφαση περί απαραδέκτου στηριζόμενη στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας αυτής δεν συνεπάγεται την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, εκτός αν η ρύθμιση αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον αιτούντα, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής κατά τέτοιας απόφασης, να εκθέσει αυτοπροσώπως όλα τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω απόφασης κατά τη διάρκεια ακρόασης, τηρουμένων των εφαρμοστέων προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που προβλέπονται από το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, και τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να τροποποιήσουν την ίδια απόφαση.


(1)  ΕΕ C 392 της 20.11.2017.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/3


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — ADR Center SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-584/17 P) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Ρήτρα διαιτησίας - Συμφωνίες επιχορηγήσεως συναφθείσες στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Αστική Δικαιοσύνη» για την περίοδο 2007-2013 - Εκθέσεις ελέγχου με τις οποίες αμφισβητήθηκε η επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών - Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών - Άρθρο 299 ΣΛΕΕ - Εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει απόφαση αποτελούσα εκτελεστό τίτλο στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων - Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης - Αποτελεσματική δικαστική προστασία)

(2020/C 297/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: ADR Center SpA (εκπρόσωποι: A. Guillerme και T. Bontinck, avocats)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Estrada de Solà και Α. Κατσιμέρου)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Η ADR Center SpA φέρει, πέραν των δύο τρίτων των δικαστικών εξόδων της, τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν του ενός τρίτου των δικαστικών εξόδων της, το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ADR Center SpA.


(1)  ΕΕ C 5 της 08.01.2018.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/4


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του High Court (Irlande) (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Data Protection Commissioner κατά Facebook Ireland Limited, Maximillian Schrems

(Υπόθεση C-311/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα - Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Άρθρα 7, 8 και 47 - Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 - Άρθρο 2, παράγραφος 2 - Πεδίο εφαρμογής - Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες για εμπορικούς σκοπούς - Άρθρο 45 - Απόφαση επάρκειας εκδοθείσα από την Επιτροπή - Άρθρο 46 - Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις - Άρθρο 58 - Εξουσίες των αρχών ελέγχου - Επεξεργασία των διαβιβαζόμενων δεδομένων από τις δημόσιες αρχές τρίτης χώρας για λόγους εθνικής ασφάλειας - Εκτίμηση της επάρκειας του επιπέδου προστασίας που εξασφαλίζεται στην τρίτη χώρα - Απόφαση 2010/87/ΕΕ - Τυποποιημένες ρήτρες προστασίας για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες - Κατάλληλες εγγυήσεις τις οποίες παρέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας - Κύρος - Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/1250 - Επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από την ασπίδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ηνωμένων Πολιτειών - Κύρος - Καταγγελία φυσικού προσώπου του οποίου τα δεδομένα διαβιβάστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες)

(2020/C 297/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

High Court (Irlande)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Data Protection Commissioner

κατά

Facebook Ireland Limited, Maximillian Schrems

παρισταμένων των: The United States of America, Electronic Privacy Information Centre, BSA Business Software Alliance Inc., Digitaleurope

Διατακτικό

1

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται για εμπορικούς σκοπούς από οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος προς άλλον οικονομικό φορέα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ανεξαρτήτως του ότι, κατά τη διάρκεια ή κατόπιν της διαβίβασης αυτής, τα δεδομένα ενδέχεται να υποστούν επεξεργασία από τις αρχές της αντίστοιχης τρίτης χώρας για λόγους δημόσιας ασφάλειας, εθνικής άμυνας και ασφάλειας του κράτους.

2

Το άρθρο 46, παράγραφος 1, και το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο γ', του κανονισμού 2016/679 έχουν την έννοια ότι οι κατάλληλες εγγυήσεις, τα εκτελεστά δικαιώματα και τα αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας που απαιτούνται κατά τις διατάξεις αυτές πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα των ατόμων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων τυγχάνουν ενός επιπέδου προστασίας ουσιαστικά ισοδύναμου με εκείνο που εγγυάται εντός της Ένωσης ο κανονισμός αυτός, όπως ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον Χάρτη. Προς τούτο, κατά την αξιολόγηση του επιπέδου προστασίας που εξασφαλίζεται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαβίβασης πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι συμβατικοί όροι που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, οι οποίοι είναι αμφότεροι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης, και του αποδέκτη της διαβίβασης ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην οικεία τρίτη χώρα όσο και, σε σχέση με την ενδεχόμενη πρόσβαση των δημοσίων αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας στα διαβιβαζόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα κρίσιμα στοιχεία του νομικού συστήματός της, ιδίως εκείνα που μνημονεύονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

3

Το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχεία στ' και ι', του κανονισμού 2016/679 έχει την έννοια ότι, αν δεν υφίσταται απόφαση επάρκειας εγκύρως εκδοθείσα από την Επιτροπή, η αρμόδια αρχή ελέγχου υποχρεούται να αναστέλλει ή να απαγορεύει τη διαβίβαση δεδομένων προς τρίτη χώρα βάσει τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων οι οποίες έχουν θεσπισθεί από την Επιτροπή, σε περίπτωση που η αρχή ελέγχου εκτιμά, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της διαβίβασης αυτής, ότι οι σχετικές ρήτρες δεν τηρούνται ή δεν μπορούν να τηρηθούν στην εν λόγω τρίτη χώρα και ότι η προστασία των διαβιβαζόμενων δεδομένων που απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε από τα άρθρα 45 και 46 του ΓΚΠΔ και από τον Χάρτη, δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί με άλλα μέσα, εφόσον η διαβίβαση δεν έχει ήδη ανασταλεί ή τερματιστεί είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τον εκτελούντα την επεξεργασία, οι οποίοι είναι αμφότεροι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης.

4

Από την εξέταση της αποφάσεως 2010/87/ΕΕ της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 2010, σχετικά με τις τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε εκτελούντες επεξεργασία εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/2297 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2016, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 47 του Χάρτη δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της αποφάσεως αυτής.

5

Η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/1250 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2016, βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από την ασπίδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής ΕΕ-ΗΠΑ, είναι ανίσχυρη.


(1)  ΕΕ C 249 της 16.07.2018.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/5


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ρουμανίας

(Υπόθεση C-549/18) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 258 ΣΛΕΕ - Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας - Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 - Παράλειψη μεταφοράς ή/και ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη - Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ - Αίτημα περί επιβολής υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού)

(2020/C 297/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: T. Scharf, L. Flynn, G. von Rintelen, L. Nicolae και L. Radu Bouyon)

Καθής: Ρουμανία (εκπρόσωποι: αρχικά C.-R. Canţăr, E. Gane, L. Liţu και R. I. Haţieganu, στη συνέχεια οι τρεις τελευταίες)

Παρεμβαίνοντες υπέρ της καθής: Βασίλειο του Βελγίου (εκπρόσωποι: C. Pochet, P. Cottin και J.-C. Halleux), Δημοκρατία της Εσθονίας (εκπρόσωπος: N. Grünberg), Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: A.-L. Desjonquères, B. Fodda και J.-L. Carré), Δημοκρατία της Πολωνίας (εκπρόσωπος: B. Majczyna)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Η Ρουμανία, παραλείποντας να θεσπίσει, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη της 8ης Δεκεμβρίου 2017 προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, και, ως εκ τούτου, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 67 της οδηγίας 2015/849.

2)

Υποχρεώνει τη Ρουμανία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσόν ύψους 3 000 000 ευρώ.

3)

Καταδικάζει τη Ρουμανία στα δικαστικά έξοδα.

4)

Το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


(1)  ΕΕ C 381 της 22.10.2018.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/6


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας

(Υπόθεση C-550/18) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 258 ΣΛΕΕ - Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας - Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 - Παράλειψη μεταφοράς ή/και ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη - Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ - Αίτημα περί επιβολής υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού)

(2020/C 297/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: T. Scharf, L. Flynn και G. von Rintelen)

Καθής: Ιρλανδία (εκπρόσωποι: G. Hodge, M. Browne και A. Joyce, επικουρούμενοι από τους G. Gilmore, BL, και P. McGarry, SC)

Παρεμβαίνουσες υπέρ της καθής: Δημοκρατία της Εσθονίας (εκπρόσωπος: N. Grünberg), Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: A.-L. Desjonquères, B. Fodda και J.-L. Carré)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Η Ιρλανδία, παραλείποντας να θεσπίσει, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη της 8ης Μαρτίου 2018 προθεσμίας, όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, και, ως εκ τούτου, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 67 της οδηγίας 2015/849.

2)

Υποχρεώνει την Ιρλανδία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσόν ύψους 2 000 000 ευρώ.

3)

Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

4)

Η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


(1)  ΕΕ C 436 της 03.12.2018.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/6


Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — Nexans France SAS, Nexans SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-606/18 P) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Ευρωπαϊκή αγορά υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων - Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 - Άρθρο 20 - Ελεγκτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων - Εξουσία αντιγραφής των δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εν συνεχεία εξετάσεώς τους στα γραφεία της Επιτροπής - Πρόστιμα - Πλήρης δικαιοδοσία)

(2020/C 297/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Nexans France SAS, Nexans SA (εκπρόσωποι: G. Forwood, avocate, καθώς και M. Powell και A. Rogers, solicitors)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: C. Giolito, P. Rossi, C. Sjödin και F. Castilla Contreras)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει τις Nexans France SAS και Nexans SA στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 427 της 26.11.2018.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/7


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — AFMB Ltd κ.λπ. κατά Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank

(Υπόθεση C-610/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Διακινούμενοι εργαζόμενοι - Κοινωνική ασφάλιση - Εφαρμοστέα νομοθεσία - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο α' - Έννοια του «προσώπου που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς μιας επιχείρησης» - Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 - Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β' - Έννοια του «εργοδότη» - Οδηγοί φορτηγών που ασκούν κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) - Οδηγοί φορτηγών που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας με μια επιχείρηση αλλά υπόκεινται, στην πράξη, στη διευθυντική εξουσία άλλης επιχείρησης εγκατεστημένης στο κράτος μέλος κατοικίας των οδηγών αυτών - Καθορισμός της επιχείρησης που έχει την ιδιότητα του «εργοδότη»)

(2020/C 297/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Centrale Raad van Beroep

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

AFMB Ltd κ.λπ.

κατά

Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank

Διατακτικό

Το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, καθώς και το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β', σημείο i, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, έχουν την έννοια ότι εργοδότης ενός οδηγού φορτηγών διεθνών μεταφορών, κατά τις διατάξεις αυτές, είναι η επιχείρηση η οποία ασκεί στην πράξη τη διευθυντική εξουσία επί του εν λόγω οδηγού φορτηγών, βαρύνεται στην πράξη με το αντίστοιχο μισθολογικό κόστος και διαθέτει στην πράξη την εξουσία να τον απολύσει, και όχι η επιχείρηση με την οποία ο εν λόγω οδηγός φορτηγών συνήψε σύμβαση εργασίας και η οποία εμφανίζεται τυπικώς στη σύμβαση αυτή ως εργοδότης του οδηγού.


(1)  ΕΕ C 455 της 17.12.2018.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/8


Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Giudice di pace di Bologna (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — UX κατά Governo della Repubblica italiana

(Υπόθεση C-658/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Παραδεκτό - Άρθρο 267 ΣΛΕΕ - Έννοια του «εθνικού δικαστηρίου» - Κριτήρια - Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 2003/88/ΕΚ - Πεδίο εφαρμογής - Άρθρο 7 - Ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών - Οδηγία 1999/70/ΕΚ - Συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP περί εργασίας ορισμένου χρόνου - Ρήτρες 2 και 3 - Έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» - Ειρηνοδίκες και τακτικοί δικαστές - Διαφορετική μεταχείριση - Ρήτρα 4 - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Έννοια των «αντικειμενικών λόγων»)

(2020/C 297/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Giudice di pace di Bologna

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

UX

κατά

Governo della Repubblica italiana

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι ο Giudice di pace (ειρηνοδίκης, Ιταλία) είναι «δικαστήριο κράτους μέλους», όπως ο όρος αυτός νοείται στο εν λόγω άρθρο.

2)

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι ένας ειρηνοδίκης ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε καθαρά περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου», όπως αυτή χρησιμοποιείται στις ως άνω διατάξεις, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

3)

Η ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου, έχει την έννοια ότι ο όρος «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, μπορεί να καλύπτει ειρηνοδίκη, διοριζόμενο για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, παρέχει πραγματικές και ουσιαστικού χαρακτήρα υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι ούτε καθαρά περιθωριακές ούτε επουσιώδεις και για τις οποίες εισπράττει αποζημιώσεις που έχουν τον χαρακτήρα αμοιβής, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

4)

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που δεν προβλέπει το δικαίωμα των ειρηνοδικών για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών 30 ημερών, όπως αυτό προβλέπεται για τους τακτικούς δικαστές, σε περίπτωση που οι ειρηνοδίκες είναι «εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου», κατά την έννοια της ρήτρας 2, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, και σε περίπτωση που αυτοί τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των τακτικών δικαστών, εκτός αν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από τα διαφορετικά απαιτούμενα προσόντα και τη φύση των καθηκόντων των οποίων την ευθύνη οι εν λόγω δικαστές οφείλουν να αναλάβουν, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


(1)  ΕΕ C 25 της 21.1.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/9


Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — OC κ.λπ., Adusbef, Federconsumatori, PB κ.λπ., QA κ.λπ. κατά Banca d’Italia, Presidenza del Consiglio dei Ministri, Ministero dell’Economia e delle Finanze

(Υπόθεση C-686/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Παραδεκτό - Άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ - Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - Άρθρα 107 επ. ΣΛΕΕ - Κρατικές ενισχύσεις - Άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Επιχειρηματική ελευθερία - Δικαίωμα της ιδιοκτησίας - Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 - Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων - Άρθρο 29 - Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 - Άρθρο 6, παράγραφος 4 - Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων - Ειδικά καθήκοντα τα οποία έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) - Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 241/2014 - Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα - Εθνική νομοθεσία η οποία θέτει ανώτατο όριο ενεργητικού για τις λαϊκές τράπεζες που έχουν συσταθεί υπό τη μορφή συνεταιριστικών εταιριών και επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος των αποχωρούντων εταίρων σε εξόφληση των μετοχών τους)

(2020/C 297/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Consiglio di Stato

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

OC κ.λπ., Adusbef, Federconsumatori, PB κ.λπ., QA κ.λπ.

κατά

Banca d’Italia, Presidenza del Consiglio dei Ministri, Ministero dell’Economia e delle Finanze

παρισταμένων των: Banca Popolare di Sondrio ScpA, Veneto Banca ScpA, Banco Popolare — Società Cooperativa, Coordinamento delle associazioni per la tutela dell’ambiente e dei diritti degli utenti e consumatori (Codacons), Banco BPM SpA, Unione di Banche Italiane — Ubi Banca SpA, Banca Popolare di Milano, Amber Capital Italia SGR SpA, RZ κ.λπ., Amber Capital UK LLP, Unione di Banche Italiane — Ubi Banca ScpA, Banca Popolare di Vicenza ScpA, Banca Popolare dell’Etruria e del Lazio SC

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, το άρθρο 10 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 241/2014 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 575/2013 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα, καθώς και τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει στις εγκατεστημένες στο έδαφός του λαϊκές τράπεζες να αρνούνται την εξόφληση μέσων ιδίων κεφαλαίων, πλην όμως επιτρέπει στις τράπεζες αυτές να αναβάλλουν, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, την εξόφληση του μεριδίου του αποχωρούντος εταίρου και να περιορίζουν το προς εξόφληση ποσό εν όλω ή εν μέρει, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί της εξοφλήσεως που αποφασίζονται στο πλαίσιο ασκήσεως της δυνατότητας αυτής δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου, με βάση την προληπτική κατάσταση των οικείων τραπεζών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδουν οι εν λόγω τράπεζες είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των στοιχείων τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 241/2014, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

2)

Τα άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ανώτατο όριο ενεργητικού για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων από λαϊκές τράπεζες εγκατεστημένες στο έδαφος του κράτους μέλους και συσταθείσες υπό τη μορφή συνεταιριστικών εταιριών περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, πέραν του οποίου οι τράπεζες αυτές υποχρεούνται να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρίες, να μειώσουν το ενεργητικό τους κατά τρόπο ώστε να μην υπερβαίνει το εν λόγω ανώτατο όριο ή να τεθούν σε εκκαθάριση, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών γενικού συμφέροντος που επιδιώκει και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


(1)  ΕΕ C 35 της 28.1.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/10


Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — ACTC GmbH κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), Taiga AB

(Υπόθεση C-714/18 P) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 - Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου tigha ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης TAIGA - Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β' - Εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως - Εκτίμηση της ομοιότητας των αντιπαρατιθεμένων σημείων από εννοιολογικής απόψεως - Άρθρο 42, παράγραφος 2 - Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος - Απόδειξη της χρήσης «για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών» - Καθορισμός αυτοτελούς υποκατηγορίας προϊόντων)

(2020/C 297/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: ACTC GmbH (εκπρόσωποι: V. Hoene, D. Eickemeier και S. Gantenbrink, Rechtsanwälte)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: D. Gája), Taiga AB (εκπρόσωποι: C. Eckhartt, A. von Mühlendahl, K. Thanbichler-Brandl και C. Fluhme, Rechtsanwälte)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει την ACTC GmbH στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 82 της 04.03.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/10


Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας

(Υπόθεση C-771/18) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Εσωτερικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου - Δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου - Προϋποθέσεις πρόσβασης - Κανονισμός (ΕΚ) 714/2009 - Άρθρο 14, παράγραφος 1 - Κανονισμός (ΕΚ) 715/2009 - Άρθρο 13, παράγραφος 1 - Κόστος - Καθορισμός των τελών πρόσβασης στα δίκτυα - Οδηγία 2009/72/ΕΚ - Άρθρο 37, παράγραφος 17 - Οδηγία 2009/73/ΕΚ - Άρθρο 41, παράγραφος 17 - Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά το εσωτερικό δίκαιο - Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας)

(2020/C 297/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: O. Beynet και K. Talabér-Ritz)

Καθής: Ουγγαρία (εκπρόσωποι: αρχικά M. Z. Fehér και Z. Wagner, στη συνέχεια M. Z. Fehér)

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Η Ουγγαρία, μη διασφαλίζοντας δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά των κανονισμών της εθνικής ρυθμιστικής αρχής με τους οποίους καθορίζονται τα τέλη πρόσβασης στα δίκτυα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 37, παράγραφος 17, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ, και από το άρθρο 41, παράγραφος 17, της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ.

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


(1)  ΕΕ C 139 της 15.4.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/11


Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Belgische Staat, εκπροσωπούμενο από τον Minister van Werk, Economie en Consumenten, αρμόδιο για το Buitenlandse handel, και από τον Directeur-Generaal van de Algemene Directie Controle en Bemiddeling van de FOD Economie, K.M.O., Middenstand en Energie, νυν Algemene Directie Economische Inspectie, Directeur-Generaal van de Algemene Directie Controle en Bemiddeling van de FOD Economie, K.M.O., Middenstand en Energie, νυν Algemene Directie Economische Inspectie κατά Movic BV, Events Belgium BV, Leisure Tickets & Activities International BV

(Υπόθεση C-73/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 - Άρθρο 1, παράγραφος 1 - Πεδίο εφαρμογής - Έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» - Αγωγή παραλείψεως αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ασκηθείσα από δημόσια αρχή με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών)

(2020/C 297/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hof van beroep te Antwerpen

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Belgische Staat, εκπροσωπούμενο από τον Minister van Werk, Economie en Consumenten, αρμόδιο για το Buitenlandse handel, και από τον Directeur-Generaal van de Algemene Directie Controle en Bemiddeling van de FOD Economie, K.M.O., Middenstand en Energie, νυν Algemene Directie Economische Inspectie, Directeur-Generaal van de Algemene Directie Controle en Bemiddeling van de FOD Economie, K.M.O., Middenstand en Energie, νυν Algemene Directie Economische Inspectie

κατά

Movic BV, Events Belgium BV, Leisure Tickets & Activities International BV

Διατακτικό

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» της διατάξεως αυτής αγωγή των αρχών κράτους μέλους κατά επαγγελματιών εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος, στο πλαίσιο της οποίας οι αρχές αυτές ζητούν να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβάσεων που συνιστούν παράνομες, κατά τις εν λόγω αρχές, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και να διαταχθεί η παύση των παραβάσεων αυτών, υποβάλλουν δε παρεπόμενα αιτήματα με τα οποία ζητούν να διαταχθούν μέτρα δημοσιοποιήσεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως και να επιβληθεί χρηματική ποινή.


(1)  ΕΕ C 139 της 15.4.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/12


Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας που κίνησε ο E. E.

(Υπόθεση C-80/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 - Πεδίο εφαρμογής - Έννοια του όρου «κληρονομική διαδοχή που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις» - Έννοια του όρου «συνήθης διαμονή του θανόντος» - Άρθρο 3, παράγραφος 2 - Έννοια του όρου «δικαστήριο» - Υπαγωγή των συμβολαιογράφων στους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας - Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζ' και θ' - Έννοιες των όρων «απόφαση» και «δημόσιο έγγραφο» - Άρθρα 5, 7 και 22 - Συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας και επιλογής του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου - Άρθρο 83, παράγραφοι 2 και 4 - Μεταβατικές διατάξεις)

(2020/C 297/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Αιτούν δικαστήριο

Lietuvos Aukščiausiasis Teismas

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

E. E.

παρισταμένων των: Kauno miesto 4-ojo Notaro Biuro notarė Virginija Jarienė, K.-D. E.

Διατακτικό

1)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, εμπίπτει στην έννοια της «κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις» η περίπτωση κατά την οποία ο κληρονομούμενος, υπήκοος κράτους μέλους, διέμενε σε άλλο κράτος μέλος κατά τον χρόνο του θανάτου του, αλλά δεν είχε διακόψει τους δεσμούς του με το πρώτο κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν την κληρονομία του, ενώ οι κληρονόμοι του διαμένουν στα δύο αυτά κράτη μέλη. Η τελευταία συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου, κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, πρέπει να καθορίζεται από την αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής σε ένα μόνον από τα εν λόγω κράτη μέλη.

2)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 650/2012, υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι δεν ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα κατά την έκδοση εθνικού πιστοποιητικού κληρονομικών δικαιωμάτων. Εντούτοις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι συμβολαιογράφοι ενεργούν κατ’ ανάθεση εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχό της και μπορούν, κατά συνέπεια, να χαρακτηριστούν «δικαστήρια», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

3)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ', του κανονισμού 650/2012, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι μπορούν να χαρακτηριστούν «δικαστήρια», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, το πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων που οι ίδιοι εκδίδουν μπορεί να θεωρηθεί «απόφαση» κατά τη διάταξη αυτή και, επομένως, για την έκδοσή του, οι συμβολαιογράφοι μπορούν να εφαρμόσουν τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού.

4)

Κατ’ ορθή ερμηνεία των άρθρων 4 και 59 του κανονισμού 650/2012, συμβολαιογράφος κράτους μέλους ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται «δικαστήριο», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, μπορεί, χωρίς να εφαρμόζει τους γενικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, να εκδίδει τα πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων. Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τα πιστοποιητικά αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θ', του εν λόγω κανονισμού και μπορούν, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν «δημόσια έγγραφα», κατά την έννοια της ίδιας διάταξης τα ως άνω πιστοποιητικά παράγουν στα λοιπά κράτη μέλη τα αποτελέσματα που προσδίδουν στα δημόσια έγγραφα το άρθρο 59, παράγραφος 1, και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού 650/2012.

5)

Κατ’ ορθή ερμηνεία των άρθρων 4, 5, 7 και 22, καθώς και του άρθρου 83, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 650/2012, η βούληση του κληρονομουμένου καθώς και η συμφωνία μεταξύ των διαδόχων του μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό δικαστηρίου το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής και την εφαρμογή του κληρονομικού δικαίου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνα που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των κριτηρίων του κανονισμού αυτού.


(1)  ΕΕ C 148 της 29.04.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/13


Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Köln

(Υπόθεση C-97/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Τελωνειακός κώδικας - Τελωνειακές διασαφήσεις - Άρθρο 78 του εν λόγω κώδικα - Επανεξέταση της διασαφήσεως - Όνομα του διασαφιστή - Τροποποίηση των πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπο του διασαφιστή προκειμένου να αναφερθεί η ύπαρξη σχέσεως έμμεσης αντιπροσωπεύσεως - Έμμεση αντιπροσώπευση του προσώπου που έλαβε πιστοποιητικό εισαγωγής)

(2020/C 297/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG

κατά

Hauptzollamt Köln

Διατακτικό

Το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να κάνουν δεκτή αίτηση επανεξετάσεως τελωνειακής διασαφήσεως με την οποία ζητείται να υποδηλωθεί η ύπαρξη σχέσεως έμμεσης αντιπροσωπεύσεως μεταξύ, αφενός, του πληρεξουσίου ο οποίος δήλωσε εκ παραδρομής ότι ενεργεί αποκλειστικώς ιδίω ονόματι και για δικό του λογαριασμό, μολονότι διέθετε πληρεξούσιο από τον δικαιούχο του πιστοποιητικού εισαγωγής, και, αφετέρου, του παρασχόντος την πληρεξουσιότητα για λογαριασμό του οποίου διενεργήθηκε η διασάφηση.


(1)  ΕΕ C 182 της 27.05.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/13


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Corte suprema di cassazione (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Presidenza del Consiglio dei Ministri κατά BV

(Υπόθεση C-129/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Οδηγία 2004/80/ΕΚ - Άρθρο 12, παράγραφος 2 - Εθνικά συστήματα για την αποζημίωση θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας, τα οποία διασφαλίζουν εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση - Πεδίο εφαρμογής - Θύμα που κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας - Υποχρέωση υπαγωγής του θύματος αυτού στο εθνικό σύστημα αποζημιώσεως - Έννοια της «εύλογης και προσήκουσας αποζημιώσεως» - Ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης)

(2020/C 297/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Corte suprema di cassazione

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Presidenza del Consiglio dei Ministri

κατά

BV

παρισταμένης της: Procura della Repubblica di Torino

Διατακτικό

1)

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι το σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης κράτους μέλους για ζημία που προκλήθηκε από παραβίαση του δικαίου αυτού, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη του το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, έχει εφαρμογή, όσον αφορά τα θύματα που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου τελέστηκε το εκ προθέσεως έγκλημα βίας.

2)

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 έχει την έννοια ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που καταβάλλεται στα θύματα εγκλήματος σεξουαλικής βίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εύλογη και προσήκουσα», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν καθορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη και αν, ως εκ τούτου, δεν συνιστά προσήκουσα συμβολή στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας και στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτά υπέστησαν.


(1)  ΕΕ C 182 της 27.05.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/14


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αιτήσεις του Conseil d’État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — B. M. M. (C-133/19 και C-136/19), B. S. (C-133/19), B. M. (C-136/19), B. M. O. (C-137/19) κατά État belge

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-133/19, C-136/19 και C-137/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Xώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης - Μεταναστευτική πολιτική - Δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης - Οδηγία 2003/86/ΕΚ - Άρθρο 4, παράγραφος 1 - Έννοια του «ανηλίκου τέκνου» - Άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Βέλτιστο συμφέρον του παιδιού - Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής - Τέκνα του συντηρούντος τα οποία ενηλικιώνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεως ή της διοικητικής διαδικασίας που κινείται κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση για οικογενειακή επανένωση)

(2020/C 297/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

B. M. M. (C-133/19 και C-136/19), B. S. (C-133/19), B. M. (C-136/19), B. M. O. (C-137/19)

κατά

État belge

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ', της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς για να καθοριστεί κατά πόσον άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης των ανηλίκων τέκνων και όχι η ημερομηνία κατά την οποία αποφάνθηκαν επί της αιτήσεως αυτής οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε μια τέτοια αίτηση.

2)

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην απόρριψη προσφυγής που ασκείται κατά της μη αποδοχής αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης ανηλίκου τέκνου ως απαράδεκτης, για τον μόνο λόγο ότι το ανήλικο τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.


(1)  ΕΕ C 164 της 13.05.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/15


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αιτήσεις των Juzgado de Primera Instancia no 17 de Palma de Mallorca, Juzgado de Primera Instancia e Instrucción de Ceuta (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — CY κατά Caixabank SA (C-224/19), LG, PK κατά Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA (C-259/19)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-224/19 και C-259/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των καταναλωτών - Οδηγία 93/13/ΕΟΚ - Άρθρα 6 και 7 - Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές - Ενυπόθηκα δάνεια - Καταχρηστικές ρήτρες - Ρήτρα βάσει της οποίας ο δανειολήπτης βαρύνεται με το σύνολο των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης - Αποτελέσματα της κηρύξεως της ακυρότητας των εν λόγω ρητρών - Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως «καταχρηστική» - Κατανομή των εξόδων - Εφαρμογή εθνικών διατάξεων ενδοτικού δικαίου - Άρθρο 3, παράγραφος 1 - Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών - Άρθρο 4, παράγραφος 2 - Εξαίρεση των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ή το ανάλογο ή μη του τιμήματος ή της αμοιβής - Προϋπόθεση - Άρθρο 5 - Υποχρέωση διατύπωσης των συμβατικών ρητρών κατά τρόπο σαφή και κατανοητό - Δικαστικά έξοδα - Παραγραφή - Αρχή της αποτελεσματικότητας)

(2020/C 297/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Juzgado de Primera Instancia no 17 de Palma de Mallorca, Juzgado de Primera Instancia e Instrucción de Ceuta

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

CY (C-224/19), LG, PK (C-259/19)

κατά

Caixabank SA (C-224/19), Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA (C-259/19)

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας επιβάλλουσας την καταβολή από τον καταναλωτή του συνόλου των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης, αντιτίθενται στην απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος του καταναλωτή για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής, εκτός εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που θα είχαν εφαρμογή αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα υποχρεώνουν τον καταναλωτή σε καταβολή του συνόλου ή μέρους των εξόδων αυτών.

2)

Το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συμβατικές ρήτρες οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» είναι εκείνες με τις οποίες καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως και οι οποίες, ως τέτοιες, χαρακτηρίζουν τη σύμβαση. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν αυτή καθεαυτήν την ουσία της συμβατικής σχέσεως δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια. Το γεγονός ότι τα έξοδα φακέλου περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος ενός ενυπόθηκου δανείου δεν σημαίνει ότι συνιστούν ουσιώδη παροχή του δανείου αυτού. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο του κράτους μέλους οφείλει να ελέγξει τον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας αφορώσας το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, ανεξαρτήτως μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους.

3)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ρήτρα συμβάσεως δανείου συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και χρηματοπιστωτικού ιδρύματος η οποία επιβάλλει στον καταναλωτή την καταβολή εξόδων φακέλου είναι ικανή να δημιουργήσει εις βάρος του καταναλωτή, παρά την απαίτηση καλής πίστης, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των απορρεόντων εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, σε περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αποδεικνύει ότι τα έξοδα φακέλου αντιστοιχούν σε όντως παρασχεθείσες υπηρεσίες και πραγματοποιηθέντα έξοδα, στοιχείο το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

4)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να υπόκειται σε παραγραφή η άσκηση αγωγής με αίτημα την εφαρμογή των σχετικών με την επιστροφή αποτελεσμάτων της αναγνωρίσεως της ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, υπό την προϋπόθεση ότι το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής καθώς και η διάρκειά της δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος του καταναλωτή να ζητήσει την εν λόγω επιστροφή.

5)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και η αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε καθεστώς που επιτρέπει να επιβαρύνεται ο καταναλωτής με μέρος των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το ύψος των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που του επιστρέφονται κατόπιν της αναγνωρίσεως της ακυρότητας συμβατικής ρήτρας λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, δεδομένου ότι ένα τέτοιο καθεστώς δημιουργεί σημαντικό εμπόδιο ικανό να αποτρέψει τους καταναλωτές από το να ασκήσουν το δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών το οποίο τους απονέμει η οδηγία 93/13.


(1)  ΕΕ C 246 της 22.7.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/16


Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Tribunalul Bucureşti (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — JE κατά KF

(Υπόθεση C-249/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Κανονισμός (ΕΕ) 1259/2010 - Ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και στον δικαστικό χωρισμό - Ενιαίοι κανόνες - Άρθρο 10 - Εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου)

(2020/C 297/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunalul Bucureşti

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

JE

κατά

KF

Διατακτικό

Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 1259/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, έχει την έννοια ότι η έκφραση «[σ]ε περίπτωση στην οποία το εφαρμοστέο δυνάμει των άρθρων 5 ή 8 δίκαιο δεν προβλέπει τον θεσμό του διαζυγίου» αφορά αποκλειστικά τις περιπτώσεις στις οποίες το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο δεν προβλέπει καμία μορφή διαζυγίου.


(1)  ΕΕ C 206 της 17.06.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/16


Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Tribunal da Relação de Guimarães (Πορτογαλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — MH, NI κατά OJ, Novo Banco SA

(Υπόθεση C-253/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Διαδικασίες αφερεγγυότητας - Κανονισμός (ΕΕ) 2015/848 - Άρθρο 3 - Διεθνής δικαιοδοσία - Κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη - Φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική ή άλλη ανεξάρτητη δραστηριότητα - Μαχητό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο το κέντρο των κύριων συμφερόντων του προσώπου αυτού βρίσκεται στον τόπο της συνήθους διαμονής του - Ανατροπή του τεκμηρίου - Κατάσταση κατά την οποία το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη βρίσκεται εκτός του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής)

(2020/C 297/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal da Relação de Guimarães

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

MH, NI

κατά

OJ, Novo Banco SA

Διατακτικό

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι, για την ανατροπή του τεκμηρίου που προβλέπει η διάταξη αυτή για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το οποίο το κέντρο των κύριων συμφερόντων φυσικού προσώπου που δεν ασκεί επιχειρηματική ή άλλη ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα είναι ο τόπος της συνήθους διαμονής του, δεν αρκεί το γεγονός ότι το μοναδικό ακίνητο του προσώπου αυτού βρίσκεται εκτός του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του.


(1)  ΕΕ C 206 της 17.06.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/17


Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — WWF Italia o.n.l.u.s., κ.λπ. κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri, Azienda Nazionale Autonoma Strade SpA (ANAS)

(Υπόθεση C-411/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Περιβάλλον - Οδηγία 92/43/ΕΟΚ - Άρθρο 6 - Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας - Ειδικές ζώνες διατηρήσεως - Κατασκευή τμήματος οδικού δικτύου - Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του εν λόγω έργου στην οικεία ζώνη διατηρήσεως - Άδεια - Επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος)

(2020/C 297/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

WWF Italia o.n.l.u.s., Lega Italiana Protezione Uccelli o.n.l.u.s., Gruppo di Intervento Giuridico o.n.l.u.s., Italia Nostra o.n.l.u.s., Forum Ambientalista, FC κ.λπ.

κατά

Presidenza del Consiglio dei Ministri, Azienda Nazionale Autonoma Strade SpA (ANAS)

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη συνέχιση, για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, της διαδικασίας εγκρίσεως σχεδίου ή έργου του οποίου οι επιπτώσεις σε ειδική ζώνη διατηρήσεως δεν μπορούν να αμβλυνθούν και επί του οποίου η αρμόδια δημόσια αρχή έχει ήδη γνωμοδοτήσει αρνητικά, εκτός αν υφίσταται εναλλακτική λύση η οποία παρουσιάζει λιγότερα μειονεκτήματα για την ακεραιότητα της οικείας ζώνης, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

2)

Όταν η διενεργηθείσα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σε ειδική ζώνη διατηρήσεως υπήρξε αρνητική, το δε οικείο κράτος μέλος αποφάσισε, παρά ταύτα, δυνάμει της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, να υλοποιήσει το επίμαχο σχέδιο ή έργο για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, μετά την ως άνω αρνητική εκτίμηση βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού και πριν από την οριστική έγκρισή του κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, τη συμπλήρωση του εν λόγω σχεδίου ή έργου με μέτρα αμβλύνσεως των επιπτώσεών του στην οικεία ζώνη και τη συνέχιση της εκτιμήσεως των εν λόγω επιπτώσεων. Αντιθέτως, το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43 δεν αντιτίθεται, στην ίδια περίπτωση, σε ρύθμιση που επιτρέπει τον καθορισμό των αντισταθμιστικών μέτρων στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

3)

Η οδηγία 92/43 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο φορέας της προτάσεως εκπονεί μελέτη των επιπτώσεων του επίμαχου σχεδίου ή έργου στην οικεία ειδική ζώνη διατηρήσεως, βάσει της οποίας η αρμόδια αρχή προβαίνει στην εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο φορέας της προτάσεως μπορεί να υποχρεωθεί, μετά την αρνητική εκτίμηση του οριστικού σχεδίου ή έργου από την αρμόδια αρχή, να ενσωματώσει στο σχέδιο ή έργο αυτό απαιτήσεις, παρατηρήσεις και συστάσεις σχετικές με το τοπίο και το περιβάλλον, χωρίς το τροποποιηθέν κατόπιν της ενσωμάτωσης αυτής σχέδιο ή έργο να πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο νέας εκτιμήσεως από την εν λόγω αρχή.

4)

Η οδηγία 92/43 έχει την έννοια ότι, καίτοι καταλείπει στα κράτη μέλη την ευθύνη να ορίσουν την αρχή που είναι αρμόδια για την εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή έργου σε ειδική ζώνη διατηρήσεως τηρουμένων των κριτηρίων που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου, εντούτοις, αντιτίθεται στη δυνατότητα οποιασδήποτε αρχής να συνεχίσει ή να συμπληρώσει την εν λόγω εκτίμηση, αφ’ ης στιγμής αυτή διενεργηθεί.


(1)  ΕΕ C 328 της 30.09.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/18


Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Curtea de Apel Bucureşti (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Cabinet de avocat UR κατά Administraţia Sector 3 a Finanţelor Publice prin Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Bucureşti, Administraţia Sector 3 a Finanţelor Publice, MJ, NK

(Υπόθεση C-424/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Οδηγία 2006/112/ΕΚ - Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) - Άρθρο 9, παράγραφος 1 - Έννοια του «υποκειμένου στον φόρο» - Πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου - Αμετάκλητη δικαστική απόφαση - Αρχή του δεδικασμένου - Έκταση της αρχής αυτής σε περίπτωση που η ως άνω απόφαση δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης)

(2020/C 297/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Bucureşti

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Cabinet de avocat UR

κατά

Administraţia Sector 3 a Finanţelor Publice prin Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Bucureşti, Administraţia Sector 3 a Finanţelor Publice, MJ, NK

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου πρέπει να θεωρείται «υποκείμενος στον φόρο», κατά την ως άνω διάταξη.

2)

Το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), όταν η διαφορά αυτή δεν αφορά φορολογική περίοδο ταυτόσημη με την επίμαχη στη διαφορά επί της οποίας εκδόθηκε η δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει τέτοια ισχύ δεδικασμένου ούτε έχει το ίδιο αντικείμενο με την εν λόγω διαφορά, και όταν η εφαρμογή της εν λόγω αρχής εμποδίζει το δικαστήριο αυτό να λάβει υπόψη τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με τον ΦΠΑ.


(1)  ΕΕ C 288 της 26.08.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/19


Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Commissione tributaria regionale della Campania (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Antonio Capaldo SpA κατά Agenzia delle dogane e dei monopoli — Ufficio delle dogane di Salerno

(Υπόθεση C-496/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Τελωνειακή ένωση - Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας - Κανονισμός (ΕΚ) 2913/92 - Έλεγχος των εμπορευμάτων - Αίτηση επανεξετάσεως της τελωνειακής διασαφήσεως - Εκ των υστέρων έλεγχος)

(2020/C 297/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Commissione tributaria regionale della Campania

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Antonio Capaldo SpA

κατά

Agenzia delle dogane e dei monopoli — Ufficio delle dogane di Salerno

Διατακτικό

Το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την κίνηση της διαδικασίας επανεξετάσεως της τελωνειακής διασαφήσεως την οποία προβλέπει, ακόμη και αν το οικείο εμπόρευμα υποβλήθηκε, επί τη ευκαιρία προγενέστερης εισαγωγής, σε φυσική εξέταση που επιβεβαιώνει, χωρίς να υπάρξει συναφώς αμφισβήτηση, τη δασμολογική του κατάταξη.


(1)  ΕΕ C 257 της 21.10.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/19


Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020 [αίτηση του Augstākā tiesa (Senāts) (Λεττονία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — SIA «Soho Group» κατά Patērētāju tiesību aizsardzības centrs

(Υπόθεση C-686/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των καταναλωτών - Συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως - Οδηγία 2008/48/ΕΚ - Έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» - Έξοδα σχετικά με την παράταση της πιστώσεως)

(2020/C 297/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική

Αιτούν δικαστήριο

Augstākā tiesa (Senāts)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

SIA «Soho Group»

κατά

Patērētāju tiesību aizsardzības centrs

Διατακτικό

Η φράση «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζ', της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τις δαπάνες της ενδεχόμενης παρατάσεως της πιστώσεως, εφόσον, αφενός, οι συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις της ενδεχόμενης παρατάσεώς της, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειάς της, αποτελούν μέρος των ρητρών και των όρων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη στο πλαίσιο της συμβάσεως πιστώσεως και, αφετέρου, ο πιστωτικός φορέας γνωρίζει τις δαπάνες αυτές.


(1)  ΕΕ C 399 της 25.11.2019.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/20


Αναίρεση που άσκησαν στις 6 Ιουνίου 2019 η Abaco Energy SA κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) στις 25 Μαρτίου 2019 στην υπόθεση T-186/18, Abaco Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-436/19 P)

(2020/C 297/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Abaco Energy SA κ.λπ. (εκπρόσωπος: P. Holtrop, abogado)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Με διάταξη της 21ης Ιουλίου 2020, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη και έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/20


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Alba Iulia (Ρουμανία) στις 7 Απριλίου 2020 — SC Avio Lucos SRL κατά Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură — Centrul judeţean Dolj, Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură (APIA) — Aparat Central

(Υπόθεση C-176/20)

(2020/C 297/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Alba Iulia

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: SC Avio Lucos SRL

Εφεσίβλητοι: Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură — Centrul judeţean Dolj, Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură (APIA) — Aparat Central

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντιτίθεται ο κανονισμός (ΕΕ) 1307/2013, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (1), σε εθνική κανονιστική ρύθμιση με την οποία ορίζεται ότι η ελάχιστη δραστηριότητα που πρέπει να ασκείται σε γεωργικές εκτάσεις συνήθως διατηρούμενες σε κατάσταση κατάλληλη για βοσκή συνίσταται στη βόσκηση με ζώα που χρησιμοποιεί ο γεωργός;

2)

Εφόσον κριθεί ότι το προαναφερθέν δίκαιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν αντιτίθεται στην ως άνω εθνική κανονιστική ρύθμιση, έχουν, αντίστοιχα, οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία α' και γ', και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1307 της 17ης Δεκεμβρίου 2013, την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί «ενεργός γεωργός» το νομικό πρόσωπο που έχει συνάψει σύμβαση παραχώρησης υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης και το οποίο έχει στην κατοχή του ζώα βάσει συμβάσεων χρησιδανείου που έχει συνάψει με φυσικά πρόσωπα, διά των οποίων οι χρήστες παραχωρούν στους χρησάμενους, χωρίς αντάλλαγμα, τα ζώα που έχουν στην κατοχή τους ως ιδιοκτήτες, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για βοσκή στους βοσκοτόπους που διατίθενται στους χρησάμενους και κατά τα χρονικά διαστήματα που έχουν συμφωνηθεί;

3)

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 60 του κανονισμού (ΕΕ) 1306 της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (2), την έννοια ότι ο όρος «τεχνητές προϋποθέσεις» καλύπτει επίσης την περίπτωση συμβάσεως παραχωρήσεως και συμβάσεων χρησιδανείου όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη;


(1)  ΕΕ 2013, L 347, σ. 608.

(2)  ΕΕ 2013, L 347, σ. 549.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/21


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (Ρουμανία) στις 7 Απριλίου 2020 — Fondul Proprietatea SA κατά Guvernul României, SC Complexul Energetic Hunedoara SA, υπό εκκαθάριση, Compania Naţională de Transport a Energiei Electrice Transelectrica SA, SC Complexul Energetic Oltenia SA

(Υπόθεση C-179/20)

(2020/C 297/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Bucureşti

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Fondul Proprietatea SA

Καθών: Guvernul României, SC Complexul Energetic Hunedoara SA, υπό εκκαθάριση, Compania Naţională de Transport a Energiei Electrice Transelectrica SA, SC Complexul Energetic Oltenia SA

Παρεμβαίνον: Ministerul Economiei, Energiei și Mediului de Afaceri

Προδικαστικά ερωτήματα

α)

Συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, και ειδικότερα μέτρο το οποίο χρηματοδοτείται από το κράτος ή από κρατικούς πόρους, το οποίο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα και μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, η θέσπιση νομοθεσίας από τη Ρουμανία η οποία προβλέπει, υπέρ δύο εταιριών των οποίων το κεφάλαιο κατέχει κατά πλειοψηφία το Δημόσιο,

α.1.

την παροχή κατά προτεραιότητα πρόσβασης στην κατανομή και την υποχρέωση του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς να αγοράζει βοηθητικές υπηρεσίες από τις εν λόγω εταιρίες, και

α.2.

την παροχή εγγυημένης πρόσβασης στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αυτές τις δύο εταιρίες, η οποία διασφαλίζει τη συνεχή λειτουργία των τελευταίων;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, υπόκειται η εν λόγω κρατική ενίσχυση στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ;

β)

Συνάδει προς το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ (1), η παροχή εκ μέρους του Ρουμανικού Δημοσίου εγγυημένου δικαιώματος πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας σε δύο εταιρίες των οποίων το κεφάλαιο κατέχει κατά πλειοψηφία το Δημόσιο, η οποία διασφαλίζει τη συνεχή λειτουργία των τελευταίων;


(1)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/22


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Suceava (Ρουμανία) στις 23 Απριλίου 2020 — BE, DT κατά Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Suceava, Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Iaşi, Accer Ipurl Suceva — lichidator judiciar al BE, EP

(Υπόθεση C-182/20)

(2020/C 297/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Suceava

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούντες: BE, DT

Καθών: Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Suceava, Direcţia Generală Regională a Finanţelor Publice Iaşi, Accer Ipurl Suceva — lichidator judiciar al BE, EP

Προδικαστικό ερώτημα

Αντιβαίνει στην οδηγία 2006/112/EΚ (1) και στις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας, του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ και της βεβαιότητας του φόρου, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, εθνική νομοθεσία η οποία, με την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας επιχείρησης, επιβάλλει αυτόματα και χωρίς περαιτέρω ελέγχους διακανονισμό του ΦΠΑ, μέσω της άρνησης έκπτωσης του ΦΠΑ επί των υπαγόμενων σε ΦΠΑ πράξεων που διενεργήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και υποχρεώνει την επιχείρηση στην καταβολή του προς έκπτωση ΦΠΑ; Αντιβαίνουν οι εν λόγω ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών συνεπειών για την επιχείρηση και του οριστικού χαρακτήρα ενός τέτοιου διακανονισμού;


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. l ).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/22


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το rechtbank Overijssel (Κάτω Χώρες) στις 25 Μαΐου 2020 — XXXX κατά Staatssecretaris van Financiën

(Υπόθεση C-217/20)

(2020/C 297/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Rechtbank Overijssel

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: XXXX

Καθού: Staatssecretaris van Financiën

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, την έννοια ότι η άσκηση από τον εργαζόμενο του δικαιώματος ετήσιας άδειας δεν συνεπάγεται την απώλεια της αμοιβής του ή μέρους αυτής; Ή έχει η εν λόγω διάταξη την έννοια ότι ο εργαζόμενος εξακολουθεί να λαμβάνει την αμοιβή του κατά το διάστημα που ασκεί το δικαίωμά του για λήψη ετήσιας άδειας, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο δεν εργάζεται κατά τη διάρκεια της άδειας;

2)

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 […], την έννοια ότι απαγορεύει εθνικές διατάξεις και πρακτικές κατά τις οποίες ο εργαζόμενος που καθίσταται ανίκανος προς εργασία λόγω ασθενείας διατηρεί κατά τον χρόνο ενάρξεως της άδειας την αμοιβή του στο ύψος που αυτή ανερχόταν στο διάστημα αμέσως πριν από την έναρξη της άδειας ακόμη και αν, λόγω της μεγάλης διάρκειας της ανικανότητάς του, η αμοιβή αυτή είναι χαμηλότερης από εκείνη που θα ελάμβανε αν ήταν πλήρως ικανός προς εργασία;

3)

Έχει το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 […] και αναγνωρίζεται κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι, σε περίπτωση ανικανότητας προς εργασία, απαγορεύεται η μείωση της αμοιβής που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της άδειας;


(1)  ΕΕ 2003, L 299, σ. 9.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/23


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunalul Mureş (Ρουμανία) στις 27 Μαΐου 2020 — Sindicatul Lucrătorilor din Transporturi, TD κατά SC Samidani Trans SRL

(Υπόθεση C-218/20)

(2020/C 297/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunalul Mureş

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: Sindicatul Lucrătorilor din Transporturi, TD

Εναγομένη: SC Samidani Trans SRL

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (1), την έννοια ότι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου στην ατομική σύμβαση εργασίας αποκλείει την εφαρμογή του δικαίου της χώρας στην οποία ο μισθωτός ασκεί συνήθως τη δραστηριότητά του, ήτοι ότι, εφόσον επιλέχθηκε εφαρμοστέο δίκαιο, αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού;

2)

Έχει το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), την έννοια ότι ο εφαρμοστέος κατώτατος μισθός στη χώρα στην οποία ο μισθωτός ασκεί συνήθως τη δραστηριότητά του συνιστά δικαίωμα το οποίο εμπίπτει στις «διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο […] ελλείψει επιλογής», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού;

3)

Έχει το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) την έννοια ότι η μνεία, στην ατομική σύμβαση εργασίας, των διατάξεων του ρουμανικού Κώδικα Εργασίας ισοδυναμεί με επιλογή του ρουμανικού δικαίου, στο μέτρο που είναι γνωστό ότι στη Ρουμανία ο εργοδότης προκαθορίζει το περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/23


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Constanța (Ρουμανία) στις 29 Μαΐου 2020 — Euro Delta Danube SRL κατά Agenția de Plăți și Intervenție pentru Agricultură — Centrul Județean Tulcea

(Υπόθεση C-225/20)

(2020/C 297/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Constanța

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: Euro Delta Danube SRL

Εφεσίβλητος: Agenția de Plăți și Intervenție pentru Agricultură — Centrul Județean Tulcea

Προδικαστικό ερώτημα

1)

Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2, σημείο 23, και του άρθρου 19 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 6[4]0/2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση, εθνική νομοθεσία η οποία, σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, επιβάλλει στον γεωργό διοικητικές κυρώσεις λόγω δήλωσης έκτασης μεγαλύτερης από την πραγματική, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη δηλωθείσα έκταση που θεωρείται μεγαλύτερη από την πραγματική, δεδομένου ότι καλλιεργεί έκταση γης με εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας, την οποία κατέχει βάσει σύμβασης παραχώρησης, χωρίς να αποδεικνύει τη συγκατάθεση του παραχωρησιούχου για τη χρήση της γης για γεωργικό σκοπό;


(1)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014 L 181, σ. 48).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/24


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) στις 4 Ιουνίου 2020 — WD κατά job-medium GmbH υπό εκκαθάριση

(Υπόθεση C-233/20)

(2020/C 297/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Oberster Gerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων και αναιρεσείων: WD

Εναγομένη και αναιρεσίβλητη: job-medium GmbH υπό εκκαθάριση

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Συνάδει με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ (1), διάταξη του εθνικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος δεν δικαιούται αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το τρέχον (τελευταίο) έτος εργασίας, στην περίπτωση που λύσει μονομερώς την εργασιακή σχέση πρόωρα χωρίς σπουδαίο λόγο («αποχώρηση»);

2)

Στην περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική:

2.1.

Πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να εξεταστεί περαιτέρω εάν η εξάντληση της αδείας ήταν αδύνατη για τον εργαζόμενο;

2.2.

Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να διενεργείται η εξέταση αυτή;


(1)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/25


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) στις 5 Ιουνίου 2020 — Federatie Nederlandse Vakbeweging κατά Heiploeg Seafood International BV, Heitrans International BV

(Υπόθεση C-237/20)

(2020/C 297/34)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hoge Raad der Nederlanden

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Federatie Nederlandse Vakbeweging

Αναιρεσίβλητες: Heiploeg Seafood International BV, Heitrans International BV

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ (1) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προϋπόθεση να υπόκειται ο μεταβιβάζων «σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του» πληρούται όταν

i)

η πτώχευση του μεταβιβάζοντος είναι αναπότρεπτη και, ως εκ τούτου, ο μεταβιβάζων έχει περιέλθει σε κατάσταση πραγματικής αδυναμίας πληρωμών,

ii)

σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας είναι, σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ικανοποίηση του συνόλου των πιστωτών διά της ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη, και

iii)

κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης pre-pack και πριν από την κήρυξη της πτώχευσης προγραμματίζεται η μεταβίβαση (ενός τμήματος) της επιχείρησης, η οποία όμως επέρχεται μετά την κήρυξη της πτώχευσης και κατά την οποία

iv)

ο διορισμένος από το δικαστήριο προσωρινός σύνδικος της πτώχευσης πριν από την κήρυξη της πτώχευσης οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με γνώμονα τόσο τα συμφέροντα του συνόλου των πιστωτών όσο και εκείνα της επιχείρησης, όπως επί παραδείγματι το συμφέρον προς διατήρηση των θέσεων εργασίας, τα οποία πρέπει να διασφαλίζει και ο επίσης από το δικαστήριο διορισμένος προσωρινός εισηγητής της πτώχευσης,

v)

σκοπός της διαδικασίας εξυγίανσης pre-pack είναι να εξευρεθεί κατά την επικείμενη πτωχευτική διαδικασία μια μέθοδος ρευστοποίησης με την οποία εκποιείται η επιχείρηση (ή ένα τμήμα αυτής) που ανήκει στην περιουσία του μεταβιβάζοντος με συνέχιση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας («going-concern»), ούτως ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ικανοποίηση του συνόλου των πιστωτών αλλά και να διατηρηθούν παράλληλα κατά το μέγιστο δυνατό οι θέσεις εργασίας, και

vi)

η διάρθρωση της διαδικασίας διασφαλίζει ότι πράγματι ο ως άνω στόχος παραμένει στο επίκεντρο;

2)

Πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προϋπόθεση κατά την οποία η διαδικασία της πτώχευσης ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας «διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής» πληρούται όταν η μεταβίβαση (ενός τμήματος) της επιχείρησης σχεδιάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης pre-pack πριν από την κήρυξη της πτώχευσης αλλά επέρχεται μετά την πτώχευση και

i)

η επίβλεψη της διαδικασίας εξυγίανσης pre-pack πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ανατίθεται στον προσωρινό σύνδικο της πτώχευσης και στον προσωρινό εισηγητή αυτής, οι οποίοι έχουν μεν διοριστεί από το δικαστήριο, πλην όμως δεν διαθέτουν ανάλογη εξουσία,

ii)

πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ο προσωρινός σύνδικος οφείλει, σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, να ασκεί τα καθήκοντά του με γνώμονα τόσο τα συμφέροντα του συνόλου των πιστωτών όσο και εκείνα της επιχείρησης, όπως επί παραδείγματι το συμφέρον προς διατήρηση των θέσεων εργασίας, τα οποία πρέπει να διασφαλίζει και ο προσωρινός εισηγητής της πτώχευσης,

iii)

οι αρμοδιότητες του προσωρινού συνδίκου και του προσωρινού εισηγητή της πτώχευσης δεν διαφέρουν από εκείνες του οριστικού συνδίκου και του οριστικού εισηγητή της πτώχευσης,

iv)

η σύμβαση επί τη βάσει της οποίας μεταβιβάζεται η επιχείρηση και η οποία σχεδιάστηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης pre-pack συνάπτεται και υλοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης,

v)

μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο δύναται ενδεχομένως να διορίσει ως οριστικό σύνδικο της πτώχευσης ή ως οριστικό εισηγητή διαφορετικά πρόσωπα από εκείνα που αρχικά διόρισε ως προσωρινό σύνδικο και ως προσωρινό εισηγητή, και

vi)

ο σύνδικος και ο εισηγητής της πτώχευσης που κηρύχθηκε μετά τη διαδικασία εξυγίανσης pre-pack δεσμεύονται από τις ίδιες ακριβώς αρχές της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας που δεσμεύουν και κάθε σύνδικο και εισηγητή μιας πτώχευσης στην οποία δεν προηγήθηκε διαδικασία εξυγίανσης pre-pack, υποχρεούνται δε ως εκ της ιδιότητος και των εξουσιών τους, ανεξαρτήτως από το κατά πόσον συμμετείχαν στην προπτωχευτική διαδικασία, να ελέγξουν αν η προαποφασισμένη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης μεταβίβαση (ενός τμήματος) της επιχείρησης είναι επωφελής για το σύνολο των πιστωτών και –εφόσον δεν την κρίνουν επωφελή– να ματαιώσουν τη μεταβίβαση αυτή, ενώ, πέραν τούτου, έχουν και την εξουσία, για διαφορετικούς λόγους –όταν παραδείγματος χάριν διάφοροι λόγοι επιχειρηματικού συμφέροντος, όπως η σημασία της απασχόλησης, αντίκεινται στη μεταβίβαση– να μην επιτρέψουν την ολοκλήρωση της μεταβίβασης (ενός τμήματος) της επιχείρησης που σχεδιάστηκε πριν από την πτώχευση;


(1)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/26


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal de première instance du Luxembourg (Βέλγιο) στις 5 Ιουνίου 2020 — BJ κατά État belge

(Υπόθεση C-241/20)

(2020/C 297/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal de première instance du Luxembourg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: BJ

Καθού: État belge

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντιτίθεται το άρθρο 45 ΣΛΕΕ σε νομοθετική ρύθμιση, όπως η κρινόμενη στην επίδικη υπόθεση, είτε η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνεται είτε δεν περιλαμβάνεται σε σύμβαση που αποβλέπει στην αποφυγή της διπλής φορολογίας, δυνάμει της οποίας ένας φορολογούμενος χάνει, όσον αφορά τον υπολογισμό των φόρων επί του εισοδήματός του στο κράτος μέλος κατοικίας του, τη δυνατότητα να επωφεληθεί από ένα μέρος της φοροαπαλλαγής του εν λόγω εισοδήματος, καθώς και τα υπόλοιπα προσωπικά φορολογικά πλεονεκτήματά του (όπως μείωση φόρου για μακροπρόθεσμες αποταμιεύσεις, ήτοι ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση συμβάσεως ατομικής ασφάλισης ζωής και μείωση φόρου για δαπάνες προς εξοικονόμηση ενέργειας), λόγω του ότι αποκόμισε επίσης, κατά τη διάρκεια του υπό κρίση φορολογικού έτους, εισοδήματα από αμοιβές σε άλλο κράτος μέλος για τα οποία του υπολογίστηκε φόρος;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, παραμένει καταφατική η απάντηση εάν ο φορολογούμενος δεν λαμβάνει άξιο λόγου εισόδημα –ποσοτικά και αναλογικά– στο κράτος μέλος κατοικίας του, αλλά το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί παρά ταύτα να του χορηγήσει τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, παραμένει καταφατική η απάντηση εάν, δυνάμει συμβάσεως για την αποφυγή της διπλής φορολογίας μεταξύ του κράτους μέλους κατοικίας και του έτερου κράτους, ο φορολογούμενος επωφελήθηκε (επί των φορολογητέων εισοδημάτων στο έτερο κράτος μέλος) των φορολογικών πλεονεκτημάτων τα οποία προβλέπονται από τη νομοθεσία του έτερου αυτού κράτους μέλους, αλλά τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα δεν περιλαμβάνουν ορισμένα πλεονεκτήματα τα οποία δικαιούται ο φορολογούμενος στο κράτος μέλος κατοικίας του;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα, παραμένει η απάντηση καταφατική εάν, παρά την τελευταία αυτή διαφορά, ο φορολογούμενος δικαιούται στο έτερο κράτος μέλος μείωση φόρου τουλάχιστον ίση προς εκείνη την οποία έχασε στο κράτος μέλος κατοικίας του;

5)

Εξακολουθούν να δίδονται οι ίδιες απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα υπό το πρίσμα των άρθρων 63, παράγραφος 1, και 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με νομοθετική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, είτε η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνεται είτε δεν περιλαμβάνεται σε σύμβαση που αποβλέπει στην αποφυγή της διπλής φορολογίας, δυνάμει της οποίας ένας φορολογούμενος χάνει, όσον αφορά τον υπολογισμό των φόρων επί του εισοδήματός του στο κράτος μέλος κατοικίας του, τη δυνατότητα να επωφεληθεί από ένα μέρος της φοροαπαλλαγής του εν λόγω εισοδήματος, καθώς και τα υπόλοιπα προσωπικά φορολογικά πλεονεκτήματά του (όπως μείωση φόρου για μακροπρόθεσμες αποταμιεύσεις, ήτοι ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση συμβάσεως ατομικής ασφάλισης ζωής και μείωση φόρου για δαπάνες προς εξοικονόμηση ενέργειας), λόγω του ότι αποκόμισε επίσης, κατά τη διάρκεια του υπό κρίση φορολογικού έτους, εισοδήματα από αμοιβές σε άλλο κράτος μέλος για τα οποία του υπολογίστηκε φόρος;


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/27


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το rechtbank Midden-Nederland (Κάτω Χώρες) στις 29 Μαΐου 2020 — X, Z κατά Autoriteit Persoonsgegevens

(Υπόθεση C-245/20)

(2020/C 297/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Rechtbank Midden-Nederland

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγοντες: X, Z

Καθής: Autoriteit Persoonsgegevens

Προδικαστικό ερώτημα

1.

Έχει το άρθρο 55, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ (1) την έννοια ότι με τη φράση «πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας» μπορεί να νοείται η παροχή προσβάσεως σε διαδικαστικά έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από δικαστική αρχή, όταν η πρόσβαση αυτή τελείται μέσω της χορηγήσεως αντιγράφων των εν λόγω διαδικαστικών εγγράφων σε δημοσιογράφο, όπως αναλυτικά παρατίθεται στην απόφαση περί παραπομπής;

1α.

Έχει σημασία για την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αν ο έλεγχος που διενεργείται από την εθνική εποπτική αρχή και αφορά τέτοιου είδους επεξεργασία δεδομένων θίγει την ανεξάρτητη δικαστική κρίση σε σχέση με επιμέρους υποθέσεις;

1β.

Έχει σημασία για την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τη δικαστική αρχή, η φύση και ο σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων συνίσταται στην πληροφόρηση των δημοσιογράφων, η οποία τους επιτρέπει να ενημερώνουν καλύτερα το κοινό σχετικά με δημόσια συνεδρίαση που διεξάγεται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, πράγμα που συμβάλλει στην εφαρμογή της αρχής της δημοσιότητας και της διαφάνειας των ένδικων διαδικασιών;

1γ.

Έχει σημασία για την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αν η επεξεργασία των δεδομένων στηρίζεται σε ρητή εθνική νομική βάση;


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2006, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/28


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen, Afdeling Gent (Βέλγιο) στις 3 Ιουνίου 2020 — Openbaar Ministerie κατά EA

(Υπόθεση C-246/20)

(2020/C 297/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Rechtbank van eerste aanleg Oost-Vlaanderen, Afdeling Gent

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Κατηγορούσα αρχή: Openbaar Ministerie

Κατηγορούμενος: EA

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ (1) την έννοια ότι μια άδεια οδηγήσεως πρέπει να αναγνωρίζεται άνευ ετέρου από τα κράτη μέλη, ακόμη και στην περίπτωση που η έκδοση του εγγράφου αυτού στηρίζεται στην ανταλλαγή άδειας οδηγήσεως η οποία είχε καταχωρισθεί ως απoλεσθείσα στο κράτος εκδόσεως και είχε παύσει να ισχύει στο κράτος αυτό;

2)

Μπορεί ένα κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ανταλλαγείσα άδεια οδηγήσεως σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, όταν η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το κράτος μέλος που είχε χορηγήσει την αρχική άδεια οδηγήσεως είχε αφαιρέσει το δικαίωμα οδηγήσεως μέχρι την ολοκλήρωση των εξετάσεων ανακτήσεως του δικαιώματος;

3)

Μπορεί, εν πάση περιπτώσει, ένα κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει το ανταλλαγέν έγγραφο άδειας οδηγήσεως, όταν το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου τίθεται το ζήτημα της αναγνωρίσεως του εγγράφου άδειας οδηγήσεως μπορεί να διαπιστώσει, βάσει συγκεκριμένων και τεκμηριωμένων στοιχείων, ότι το δικαίωμα οδηγήσεως είχε παύσει να υφίσταται κατά το χρονικό σημείο της ανταλλαγής του εγγράφου άδειας οδηγήσεως;

4)

Μπορεί, εν πάση περιπτώσει, ένα κράτος μέλος να αρνηθεί να αναγνωρίσει το ανταλλαγέν έγγραφο άδειας οδηγήσεως, όταν το ζήτημα της αναγνωρίσεως αφορά υπήκοο του κράτους μέλους εντός του οποίου τίθεται το ζήτημα αυτό και το εν λόγω κράτος μέλος διαπιστώνει, βάσει συγκεκριμένων και τεκμηριωμένων στοιχείων, ότι ο ενδιαφερόμενος δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας οδηγήσεως στο εν λόγω κράτος μέλος κατά το χρονικό σημείο της ανταλλαγής και/ή της αιτήσεως αναγνωρίσεως;

5)

Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 την έννοια ότι δημιουργεί κατάσταση ανισότητας μεταξύ ενός υπηκόου κράτους μέλους στον οποίο το δικαίωμα οδηγήσεως χορηγείται εκ νέου μόνο μετά την ολοκλήρωση των εξετάσεων ανακτήσεως του δικαιώματος και ενός υπηκόου ο οποίος έχει επίσης υποχρεωθεί να συμμετάσχει σε τέτοιες εξετάσεις, αλλά ο οποίος, εν τω μεταξύ, αποκτά αλλοδαπή άδεια οδηγήσεως, ενδεχομένως κατά παράβαση της απαιτήσεως σχετικά με τη διαμονή ή μέσω ανταλλαγής βάσει άδειας οδηγήσεως που έχει παύσει να ισχύει στο κράτος μέλος εκδόσεως;


(1)  Οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδηγήσεως (ΕΕ 2006, L 403, σ. 18).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/28


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 10 Ιουνίου 2020 — Gtflix Tv κατά DR

(Υπόθεση C-251/20)

(2020/C 297/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour de cassation

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Gtflix Tv

Αναιρεσίβλητος: DR

Προδικαστικό ερώτημα

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (1) την έννοια ότι το πρόσωπο το οποίο, θεωρώντας ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά του λόγω της διάδοσης δυσφημιστικών σχολίων στο διαδίκτυο, ασκεί ένδικο βοήθημα με σκοπό τόσο τη διόρθωση των σχετικών στοιχείων και τη διαγραφή τους όσο και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και την αποκατάσταση της ζημίας που προκύπτουν από το περιεχόμενο αυτό, μπορεί να ζητήσει ενώπιον του δικαστηρίου κάθε κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι ή ήταν προσβάσιμο περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, σύμφωνα με την απόφαση eDate Advertising (σκέψεις 51 και 52) [απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-509/09 και C-161/10], ή ότι, κατ’ εφαρμογή της απόφασης Svensk Handel (σκέψη 48) [απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2017, υπόθεση C-194/16], το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να υποβάλει το αίτημα αυτό αποζημίωσης ενώπιον του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία να διατάξει τη διόρθωση των σχετικών στοιχείων και τη διαγραφή των δυσφημιστικών σχολίων;


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/29


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το hof van beroep te Brussel (Βέλγιο) στις 9 Ιουνίου 2020 — Impexeco N.V. κατά Novartis AG

(Υπόθεση C-253/20)

(2020/C 297/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hof van beroep te Brussel

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: Impexeco N.V.

Εφεσίβλητη: Novartis AG

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν τα άρθρα 34 έως 36 ΣΛΕΕ την έννοια ότι, όταν ένα επώνυμο φάρμακο (φάρμακο αναφοράς) και ένα γενόσημο φάρμακο διατίθενται στην αγορά από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις εντός του ΕΟΧ, η διατύπωση αιτιάσεων εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος κατά της συνεχίσεως της εμπορίας του γενόσημου φαρμάκου στο κράτος εισαγωγής από παράλληλο εισαγωγέα, ο οποίος το ανασυσκεύασε δι’ επιθέσεως του σήματος επώνυμου φαρμάκου (φαρμάκου αναφοράς), μπορεί να οδηγήσει σε τεχνητή στεγανοποίηση των αγορών μεταξύ των κρατών μελών;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό: Πρέπει η διατύπωση αιτιάσεων εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος κατά της εν λόγω νέας επισημάνσεως να εξεταστεί, εν συνεχεία, υπό το πρίσμα των κριτηρίων BMS;

3)

Έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα αυτό το γεγονός ότι το γενόσημο φάρμακο και το επώνυμο φάρμακο (φάρμακο αναφοράς) είναι πανομοιότυπα ή έχουν το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσμα βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος της 19ης Απριλίου 2001 περί παράλληλης εισαγωγής;


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/29


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hof van beroep te Brussel (Βέλγιο) στις 9 Ιουνίου 2020 — PI Pharma NV κατά Novartis AG, Novartis Pharma NV

(Υπόθεση C-254/20)

(2020/C 297/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hof van beroep te Brussel

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: PI Pharma NV

Εφεσίβλητες: Novartis AG, Novartis Pharma NV

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν τα άρθρα 34 έως 36 ΣΛΕΕ την έννοια ότι, όταν ένα επώνυμο φάρμακο (φάρμακο αναφοράς) και ένα γενόσημο φάρμακο διατίθενται στην αγορά από οικονομικώς συνδεδεμένες επιχειρήσεις εντός του ΕΟΧ, η διατύπωση αιτιάσεων εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος κατά της συνεχίσεως της εμπορίας του γενόσημου φαρμάκου στο κράτος εισαγωγής από παράλληλο εισαγωγέα, ο οποίος το ανασυσκεύασε δι’ επιθέσεως του σήματος επώνυμου φαρμάκου (φάρμακο αναφοράς), μπορεί να οδηγήσει σε τεχνητή στεγανοποίηση των αγορών μεταξύ των κρατών μελών;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό: Πρέπει η διατύπωση αιτιάσεων εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος κατά της εν λόγω νέας επισημάνσεως να εξεταστεί, εν συνεχεία, υπό το πρίσμα των κριτηρίων BMS;

3)

Έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα αυτό το γεγονός ότι το γενόσημο φάρμακο και το επώνυμο φάρμακο (φάρμακο αναφοράς) είναι πανομοιότυπα ή έχουν το ίδιο θεραπευτικό αποτέλεσμα βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος της 19ης Απριλίου 2001 περί παράλληλης εισαγωγής;


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/30


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) στις 18 Ιουνίου 2020 — Finanzamt T κατά S

(Υπόθεση C-269/20)

(2020/C 297/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesfinanzhof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Καθής και αναιρεσείουσα: Finanzamt T

Προσφεύγουσα και αναιρεσίβλητη: S

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (1), πρέπει η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό εξουσιοδότηση των καρτών μελών να θεωρούν ως έναν υποκείμενο στον φόρο τα εγκατεστημένα στο έδαφός τους πρόσωπα, τα οποία είναι μεν ανεξάρτητα μεταξύ τους από νομικής απόψεως, συνδέονται όμως στενά από χρηματοδοτικής, οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο

α)

ώστε ως υποκείμενος στον φόρο να θεωρείται ένα από τα πρόσωπα αυτά, το οποίο είναι ο υποκείμενος στον φόρο για ολόκληρο τον κύκλο εργασιών των εν λόγω προσώπων, ή κατά τέτοιο τρόπο

β)

ώστε ως υποκείμενος στον φόρο να πρέπει να θεωρηθεί κατ’ ανάγκην –και, επομένως, επίσης με σοβαρές φορολογικές απώλειες– ένας όμιλος ΦΠΑ χωριστός από τα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους πρόσωπα, ο οποίος αποτελεί πλασματική οντότητα που θα δημιουργηθεί ειδικά για σκοπούς ΦΠΑ;

2)

Εάν, στο πρώτο ερώτημα, ορθή είναι η απάντηση α): Έπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους ξένους προς την επιχείρηση σκοπούς, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας 77/388 (απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης VNLTO της 12ης Φεβρουαρίου 2009 — C-515/07, EU:C:2009:88), ότι στην περίπτωση υποκείμενου στον φόρο

α)

ο οποίος, αφενός, ασκεί οικονομική δραστηριότητα και, στο πλαίσιο αυτής, παρέχει υπηρεσίες εξ επαχθούς αιτίας κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της έκτης οδηγίας 77/388, και

β)

ο οποίος, αφετέρου, ασκεί συγχρόνως δραστηριότητα ως δημόσια εξουσία (δραστηριότητα σχετική με την άσκηση δημόσιας εξουσίας), για την οποία δεν θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας 77/388,

η άνευ ανταλλάγματος παροχή υπηρεσίας του τομέα της οικονομικής δραστηριότητάς του για τους σκοπούς του τομέα της σχετικής με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δραστηριότητάς του δεν πρέπει να φορολογείται κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β', της έκτης οδηγίας 77/388;


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/31


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Giudice di pace di Massa (Ιταλία) στις 19 Ιουνίου 2020 — GN, WX κατά Prefettura di Massa Carrara — Ufficio Territoriale del Governo di Massa Carrara

(Υπόθεση C-274/20)

(2020/C 297/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Giudice di pace di Massa

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγοντες: GN, WX

Καθής: Prefettura di Massa Carrara — Ufficio Territoriale del Governo di Massa Carrara

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει η απαγόρευση «διάκρισης λόγω ιθαγενείας», κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι απαγορεύεται, εκ μέρους των κρατών μελών, η θέσπιση νομοθετικής ρύθμισης που μπορεί, ακόμη και έμμεσα, σιωπηρά και/ή στην πράξη, να δημιουργήσει δυσχέρειες για τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, μπορεί το άρθρο 93, παράγραφος 1-bis, του Codice della Strada (Κώδικα οδικής κυκλοφορίας) περί απαγόρευσης κυκλοφορίας οχήματος με αλλοδαπές πινακίδες κυκλοφορίας (ανεξαρτήτως του κατόχου του οχήματος) κατόπιν διαμονής εξήντα ημερών στην Ιταλία, να δημιουργήσει δυσχέρειες στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών (κατόχους αυτοκινήτων με αλλοδαπές πινακίδες κυκλοφορίας) και, συνεπώς, να εισαγάγει διακρίσεις λόγω ιθαγένειας;

3)

Έχουν οι έννοιες:

α.

«δικαίωμα [κάθε πολίτη της Ένωσης] να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών» του άρθρου 21 ΣΛΕΕ·

β.

«εσωτερική αγορά» που «περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών» του άρθρου 26 ΣΛΕΕ·

γ.

«εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης» του άρθρου 45 ΣΛΕΕ·

δ.

«οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται» των άρθρων 49 έως 55 ΣΛΕΕ·

ε.

«οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής» των άρθρων 56 έως 62 ΣΛΕΕ,

την έννοια ότι απαγορεύονται επίσης οι εθνικές διατάξεις που μπορούν, ακόμη και μόνο έμμεσα, σιωπηρά και/ή στην πράξη, να περιορίσουν ή να καταστήσουν δυσχερή για τους Ευρωπαίους πολίτες την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών, του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή να επηρεάσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω δικαιώματα;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα, μπορεί το άρθρο 93, παράγραφος 1-bis, του Codice della strada (Κώδικα οδικής κυκλοφορίας) περί απαγόρευσης κυκλοφορίας οχήματος με αλλοδαπές πινακίδες κυκλοφορίας (ανεξαρτήτως του κατόχου του οχήματος) κατόπιν διαμονής εξήντα ημερών στην Ιταλία, να περιορίσει, να καταστήσει δυσχερή ή να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών, του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών;


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/32


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal du travail francophone de Bruxelles (Βέλγιο) στις 25 Ιουνίου 2020 — CO, ME, GC, και 42 άλλοι κατά MJ, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Eulex Κοσσυφοπέδιο

(Υπόθεση C-283/20)

(2020/C 297/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal du travail francophone de Bruxelles

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: CO, ME, GC και 42 άλλοι

Εναγόμενοι: MJ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Eulex Κοσσυφοπέδιο

Προδικαστικό ερώτημα

Έχουν τα άρθρα 8, παράγραφος 3, και 10, παράγραφος 3, της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ (1), πριν την τροποποίησή της με την απόφαση 2014/349/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2014 (2), ενδεχομένως σε συνδυασμό με όλες τις άλλες τυχόν συναφείς διατάξεις, την έννοια ότι προσδίδουν στον αρχηγό αποστολής, στο όνομά του και για λογαριασμό του, την ιδιότητα του εργοδότη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού που υπηρετούσε στην αποστολή EULEX Κοσσυφοπέδιο κατά το προγενέστερο της 12ης Ιουνίου 2014 χρονικό διάστημα, ή, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των άρθρων 8, παράγραφος 5, και 9, παράγραφος 3, της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ πριν από την τροποποίησή της την 12η Ιουνίου 2014, έχουν την έννοια ότι προσδίδουν την ιδιότητα του εργοδότη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενδεχομένως τυχόν άλλο θεσμικό όργανο, για λογαριασμό του οποίου/της οποίας ο αρχηγός αποστολής ενεργούσε μέχρι την ημερομηνία εκείνη δυνάμει εντολής, εξουσιοδοτήσεως ή οιασδήποτε άλλης μορφής εκπροσωπήσεως που ενδεχομένως πρέπει να προσδιοριστεί;


(1)  ΕΕ 2008, L 42, σ. 92.

(2)  Απόφαση για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ (ΕΕ 2014, L 174, σ. 42).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/32


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal judiciaire — Bobigny (Γαλλία) στις 30 Ιουνίου 2020 — BNP Paribas Personal Finance SA κατά ZD

(Υπόθεση C-288/20)

(2020/C 297/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Τribunal judiciaire — Bobigny

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: BNP Paribas Personal Finance SA

Εναγομένη: ZD

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, υπό την έννοια του άρθρου 4, [παράγραφος] 2, της οδηγίας 93/13 (1), ρήτρες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες ορίζουν, μεταξύ άλλων, ως λογιστικό νόμισμα το ελβετικό φράγκο και ως νόμισμα πληρωμής το ευρώ και συνεπάγονται την ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου από τον δανειολήπτη, ελλείψει αμφισβήτησης του ποσού των εξόδων μετατροπής συναλλάγματος και λόγω της ύπαρξης ρητρών που προβλέπουν τη δυνατότητα του δανειολήπτη να ασκήσει, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, το δικαίωμα μετατροπής σε ευρώ βάσει προκαθορισμένου τύπου;

2)

Αντιβαίνει στην οδηγία 93/13, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, νομολογία εθνικών δικαστηρίων βάσει της οποίας ρήτρα ή δέσμη ρητρών, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι «σαφείς και κατανοητές» όταν:

στην αρχική προσφορά δανείου αναγράφονται λεπτομερώς οι πράξεις αγοραπωλησίας συναλλάγματος οι οποίες διενεργούνται κατά τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης και διευκρινίζεται ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου είναι εκείνη που ισχύει δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του καθοριστικού για την πράξη γεγονότος και δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας·

στην προσφορά αναφέρεται ότι ο δανειολήπτης αποδέχεται όσες πράξεις μετατροπής ελβετικών φράγκων σε ευρώ και ευρώ σε ελβετικά φράγκα είναι αναγκαίες για τη λειτουργία και την αποπληρωμή του δανείου και ότι ο πιστωτικός φορέας θα μετατρέπει σε ελβετικά φράγκα το υπόλοιπο των μηνιαίων δόσεων σε ευρώ μετά την πληρωμή των πρόσθετων επιβαρύνσεων·

στην προσφορά επισημαίνεται ότι, αν από την πράξη αγοραπωλησίας συναλλάγματος προκύψει ποσό μικρότερο της οφειλόμενης δόσης σε ελβετικά φράγκα, η αποπληρωμή του κεφαλαίου επιβραδύνεται και το τυχόν μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου το οποίο αντιστοιχεί στη δόση προστίθεται στο πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού σε ελβετικά φράγκα, ενώ διευκρινίζεται επίσης ότι η αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου εξελίσσεται σε συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας που εφαρμόζεται στις μηνιαίες πληρωμές των δόσεων, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ανεξαρτήτως του αν η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται την επιμήκυνση ή τη μείωση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου και, ενδεχομένως, μεταβάλει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού προς αποπληρωμή·

τα άρθρα με τίτλο «εσωτερικός λογαριασμός σε ευρώ» και «εσωτερικός λογαριασμός σε ελβετικά φράγκα» εκθέτουν λεπτομερώς τις πράξεις που διενεργούνται σε κάθε καταβολή δόσης ως πίστωση και ως χρέωση κάθε λογαριασμού, ενώ στη σύμβαση περιγράφεται με διαφάνεια πώς ακριβώς λειτουργεί ο μηχανισμός μετατροπής του ξένου νομίσματος·

και μολονότι στην προσφορά δεν γίνεται ειδικότερα ρητή μνεία ούτε στον «συναλλαγματικό κίνδυνο» που φέρει ο δανειολήπτης δεδομένου ότι δεν πραγματοποιεί εισοδήματα στο λογιστικό νόμισμα, ούτε στον «κίνδυνο επιτοκίου»;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, αντιβαίνει στην οδηγία 93/13, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, νομολογία εθνικών δικαστηρίων βάσει της οποίας ρήτρα ή δέσμη ρητρών, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι «σαφείς και κατανοητές» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, σε περίπτωση που απλώς προστίθεται στα προεκτεθέντα στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στοιχεία ένας πίνακας προσομοίωσης της μείωσης κατά 5,27 % του νομίσματος πληρωμής έναντι του λογιστικού νομίσματος, σε σύμβαση αρχικής διάρκειας 25 ετών, και χωρίς να μνημονεύονται όροι όπως «κίνδυνος» ή «δυσχέρεια»;

4)

Ποιος φέρει το βάρος απόδειξης του «σαφούς και κατανοητού» χαρακτήρα μιας ρήτρας, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, περιλαμβανομένων των όλων περιστάσεων της σύναψης της σύμβασης, ο επαγγελματίας ή ο καταναλωτής;

5)

Σε περίπτωση που το βάρος απόδειξης του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα της ρήτρας φέρει ο επαγγελματίας, αντιβαίνει στην οδηγία 93/13 νομολογία εθνικών δικαστηρίων βάσει της οποίας, εφόσον υπάρχουν έγγραφα σχετικά με τις τεχνικές πώλησης, ο δανειολήπτης είναι εκείνος που οφείλει να αποδείξει αφενός, ότι έλαβε τις πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στα έγγραφα αυτά και, αφετέρου, ότι η τράπεζα ήταν εκείνη που του γνωστοποίησε τις πληροφορίες αυτές, ή, αντιθέτως, συνιστούν τα εν λόγω στοιχεία τεκμήριο ότι οι περιλαμβανόμενες στα έγγραφα πληροφορίες γνωστοποιήθηκαν, έστω προφορικώς, στους δανειολήπτες, δηλαδή μαχητό τεκμήριο που πρέπει να ανατραπεί από τον επαγγελματία, ο οποίος ευθύνεται για τις πληροφορίες που παρέχουν οι μεσάζοντες τους οποίους ο ίδιος έχει επιλέξει;

6)

Είναι δυνατή η διαπίστωση σημαντικής ανισορροπίας σε σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν συναλλαγματικό κίνδυνο, εφόσον, αφενός, ο επαγγελματίας διαθέτει ισχυρότερα μέσα από εκείνα του καταναλωτή προκειμένου να προβλέπει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και, αφετέρου, ότι τίθεται ανώτατο όριο στον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο επαγγελματίας αλλά όχι στον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο καταναλωτής;


(1)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/34


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Paris (Γαλλία) στις 30 Ιουνίου 2020 — IB κατά FA

(Υπόθεση C-289/20)

(2020/C 297/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour d’appel de Paris

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλών: IB

Εφεσίβλητη: FA

Προδικαστικό ερώτημα

Μπορεί να γίνει δεκτό, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 2201/2003 (1) και για την εφαρμογή του, σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, από τις πραγματικές περιστάσεις προκύπτει ότι ένας εκ των συζύγων διαβιοί σε δύο κράτη μέλη, ότι ο εν λόγω σύζυγος έχει τη συνήθη διαμονή του σε δύο κράτη μέλη, με αποτέλεσμα, εάν οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο συγκεκριμένο άρθρο πληρούνται σε δύο κράτη μέλη, τα δικαστήρια αμφοτέρων των κρατών αυτών να έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί του διαζυγίου;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/34


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Satversmes tiesa (Λεττονία) στις 30 Ιουνίου 2020 — AS Latvijas Gāze κατά Latvijas Republikas Saeima, Sabiedrisko pakalpojumu regulēšanas komisija

(Υπόθεση C-290/20)

(2020/C 297/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική

Αιτούν δικαστήριο

Satversmes tiesa

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: AS Latvijas Gāze

Καθής: Latvijas Republikas Saeima, Sabiedrisko pakalpojumu regulēšanas komisija

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν το άρθρο 23 και το άρθρο 32, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73/ΕΚ (1) την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίσουν νομική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, αφενός, να μπορεί κάθε τελικός πελάτης να επιλέξει σε ποιο είδος δικτύου –δίκτυο μεταφοράς ή δίκτυο διανομής– θα συνδεθεί και, αφετέρου, να υποχρεούται ο διαχειριστής του δικτύου να επιτρέπει τη σύνδεση στο εν λόγω δίκτυο;

2)

Έχει το άρθρο 23 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίσουν νομική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η σύνδεση στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου επιτρέπεται μόνον σε μη οικιακούς τελικούς πελάτες (δηλαδή, μόνον σε βιομηχανικούς πελάτες);

3)

Έχει το άρθρο 23 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ και, ειδικότερα, ο όρος «νέος βιομηχανικός πελάτης», την έννοια ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν νομική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η σύνδεση στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου επιτρέπεται μόνον σε μη οικιακούς τελικούς πελάτες (δηλαδή, μόνον σε βιομηχανικούς πελάτες), οι οποίοι δεν έχουν συνδεθεί προηγουμένως στο δίκτυο διανομής;

4)

Έχουν το άρθρο 2, σημείο 3, και το άρθρο 23 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ την έννοια ότι είναι αντίθετη προς αυτά νομική ρύθμιση κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία η μεταφορά φυσικού αερίου περιλαμβάνει τη μεταφορά φυσικού αερίου κατευθείαν στο δίκτυο προμήθειας φυσικού αερίου του τελικού πελάτη;


(1)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (EE 2009, L 211, σ. 94).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/35


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 6 Ιουλίου 2020 — Icade Promotion Logement SAS κατά Ministère de l’Action et des Comptes publics

(Υπόθεση C-299/20)

(2020/C 297/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Icade Promotion Logement SAS

Αναιρεσίβλητος: Ministère de l’Action et des Comptes publics

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 392 της οδηγίας της 28ης Νοεμβρίου 20062006 (1) την έννοια ότι περιορίζει την εφαρμογή του καθεστώτος φορολογήσεως επί του περιθωρίου κέρδους σε πράξεις παραδόσεως κτιρίων των οποίων η απόκτηση είχε υπαχθεί στον φόρο προστιθέμενης αξίας χωρίς ο υποκείμενος στον φόρο να είχε το δικαίωμα να προβεί στην έκπτωση του φόρου αυτού; Ή παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής του καθεστώτος αυτού σε πράξεις παραδόσεως κτιρίων των οποίων η απόκτηση δεν υπήχθη στον εν λόγω φόρο, είτε διότι η απόκτηση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του είτε διότι, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, τυγχάνει απαλλαγής από αυτόν;

2)

Έχει το άρθρο 392 της οδηγίας της 28ης Νοεμβρίου 2006 την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή του καθεστώτος φορολογήσεως επί του περιθωρίου κέρδους στις πράξεις παραδόσεων γηπέδων προς οικοδόμηση στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

εφόσον τα αποκτηθέντα αλλά μη οικοδομημένα γήπεδα αυτά κατέστησαν, μεταξύ της αποκτήσεως και της μεταπωλήσεώς τους από τον υποκείμενο στον φόρο, γήπεδα προς οικοδόμηση;

εφόσον τα γήπεδα αυτά υπέστησαν, κατά το διάστημα μεταξύ της αποκτήσεως και της μεταπωλήσεώς τους από τον υποκείμενο στον φόρο, μεταβολές των χαρακτηριστικών τους, όπως η κατάτμησή τους ή η πραγματοποίηση έργων που επιτρέπουν την εξυπηρέτησή τους από διάφορα δίκτυα (οδικό, πόσιμου νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, αποχετεύσεως, τηλεπικοινωνιών);


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/36


Προσφυγή της 22ας Ιουλίου 2020 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας

(Υπόθεση C-328/20)

(2020/C 297/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: D. Martin, B.-R. Killmann)

Καθής: Δημοκρατία της Αυστρίας

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, θεσπίζοντας μηχανισμό προσαρμογής όσον αφορά το οικογενειακό επίδομα και την έκπτωση φόρου λόγω τέκνων για εργαζομένους των οποίων τα τέκνα κατοικούν μόνιμα σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7 και το άρθρο 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (1) καθώς και τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 (2)·

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, θεσπίζοντας, επιπλέον, μηχανισμό προσαρμογής όσον αφορά την πρόσθετη έκπτωση φόρου οικογενειών, την έκπτωση φόρου λόγω μοναδικής πηγής εισοδήματος, την έκπτωση φόρου μονογονεϊκών οικογενειών και την έκπτωση φόρου λόγω διατροφής για διακινούμενους εργαζομένους των οποίων τα τέκνα κατοικούν μόνιμα σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011·

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η Αυστρία χορηγεί σε πρόσωπα που εργάζονται στην Αυστρία, για τα τέκνα των τελευταίων και υπό μορφή ενιαίων κατ’ αποκοπήν ποσών, την οικογενειακή παροχή και το κοινωνικό πλεονέκτημα του οικογενειακού επιδόματος και της έκπτωσης φόρου λόγω τέκνων καθώς και το φορολογικό πλεονέκτημα της πρόσθετης έκπτωσης φόρου οικογενειών, της έκπτωσης φόρου λόγω μοναδικής πηγής εισοδήματος, της έκπτωσης φόρου μονογονεϊκών οικογενειών και της έκπτωσης φόρου λόγω διατροφής. Από την 1η Ιανουαρίου 2019, οι αυστριακές ρυθμίσεις προβλέπουν ότι οι κρατικές αυτές παροχές πρέπει να προσαρμόζονται βάσει του γενικού επιπέδου τιμών του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει μόνιμα το τέκνο.

Πρώτος λόγος:

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το οικογενειακό επίδομα και η έκπτωση φόρου λόγω τέκνων αποτελούν οικογενειακή παροχή κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004. Σύμφωνα με το άρθρο 7 και το άρθρο 67 του κανονισμού αυτού, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά τη χορήγηση ή το ύψος των οικογενειακών παροχών από την κατοικία των μελών της οικογένειας του εργαζομένου στο κράτος μέλος που χορηγεί τις παροχές. Με τη θέσπιση όμως της προσαρμογής, η Αυστρία εξαρτά τις οικογενειακές παροχές υπέρ των τέκνων από το κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν τα τέκνα. Ως εκ τούτου, η Αυστρία παρέβη το άρθρο 7 και το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004.

Δεύτερος λόγος:

Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσαρμογή, όπως τη θέσπισε η Αυστρία, περιάγει τους δικαιούχους των οποίων τα τέκνα κατοικούν σε κράτη μέλη με υψηλότερο επίπεδο τιμών σε καλύτερη θέση σε σχέση με εκείνους των οποίων τα τέκνα κατοικούν στην Αυστρία, ενώ οι δικαιούχοι των οποίων τα τέκνα κατοικούν σε κράτη μέλη με χαμηλό επίπεδο τιμών τυγχάνουν δυσμενέστερης μεταχείρισης. Με τη θέσπιση όμως της προσαρμογής, η Αυστρία προσδοκά εξοικονόμηση στον εθνικό προϋπολογισμό, πράγμα το οποίο μπορεί να σημαίνει μόνον ότι υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι τέτοιων παροχών και πλεονεκτημάτων των οποίων τα τέκνα κατοικούν σε κράτη μέλη με χαμηλότερο επίπεδο τιμών απ’ ό,τι στην Αυστρία.

Με τον μηχανισμό προσαρμογής, η Αυστρία εισάγει, επομένως, έμμεση διάκριση εις βάρος των διακινούμενων εργαζομένων. Η διάκριση αυτή δεν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό. Συνεπώς, η Αυστρία παραβιάζει, όσον αφορά το οικογενειακό επίδομα και την έκπτωση φόρου λόγω τέκνων, την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, καθώς και, όσον αφορά την πρόσθετη έκπτωση φόρου οικογενειών, την έκπτωση φόρου λόγω μοναδικής πηγής εισοδήματος, την έκπτωση φόρου μονογονεϊκών οικογενειών και την έκπτωση φόρου λόγω διατροφής, την κατ’ άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αρχή της ίσης μεταχείρισης.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/37


Αναίρεση που άσκησε στις 22 Ιουλίου 2020 η Volotea, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 13 Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-607/17, Volotea κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-331/20 P)

(2020/C 297/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Volotea, SA (εκπρόσωποι: M. Carpagnano, avvocato, M. Nordmann, Rechtsanwalt)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως,

να ακυρώσει εν μέρει το άρθρο 1, παράγραφοι 2, 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής (1), της 29ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 που χορήγησε η Ιταλία ως αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και την ανάκτηση βάσει της αποφάσεως αυτής, στο μέτρο που αφορά την αναιρεσείουσα.

Επικουρικώς:

να αναιρέσει τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα την έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, εφάρμοσε εσφαλμένα την έννοια του οικονομικού πλεονεκτήματος, υπερέβη την αρμοδιότητά του αντικαθιστώντας την αιτιολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκτίμησε εσφαλμένα τα κριτήρια του επιλεκτικού χαρακτήρα, των κρατικών πόρων και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού.

Το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε εσφαλμένα την κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ και τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διατάσσοντας την ανάκτηση της ενισχύσεως, εκτίμησε εσφαλμένα αν συντρέχει παράβαση του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ελλείψει επαρκούς αιτιολογήσεως εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και προσέβαλε το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για αποτελεσματική έννομη προστασία.


(1)  Απόφαση (ΕΕ) 2017/1861 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) — Ιταλία — Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/38


Αναίρεση που άσκησε στις 23 Ιουλίου 2020 η easyJet Airline Co. Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 13 Μαΐου 2020 στην υπόθεση T-8/18, easyJet Airline κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-343/20 P)

(2020/C 297/50)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: easyJet Airline Co. Ltd (εκπρόσωποι: J. Rivas Andrés, avocat, A. Manzaneque Valverde, abogada)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και/ή να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2017/1861 (1) της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) — Ιταλία — Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ), στο μέτρο που αφορά την αναιρεσείουσα,

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για τους ακόλουθους τέσσερις λόγους:

Πρώτον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο διότι συγχέει την εκτίμηση δύο προϋποθέσεων για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως (των κρατικών πόρων και του πλεονεκτήματος).

Δεύτερον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενη ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων δεν συνεισέφεραν σημαντικά ποσά εξ ιδίων κεφαλαίων και δεν ενεργούσαν ως ιδιώτες επενδυτές στην οικονομία της αγοράς. Περαιτέρω, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη μη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς παρέβη το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της easyJet.

Τρίτον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενη ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων ενεργούσαν ως απλοί μεσάζοντες της Περιφέρειας της Σαρδηνίας.

Τέταρτον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον προσδιορισμό: (i) των τελικών δικαιούχων του περιφερειακού προγράμματος ενισχύσεων, (ii) του έμμεσου πλεονεκτήματος και (iii) των δευτερευόντων αποτελεσμάτων του προγράμματος ενισχύσεων.


(1)  ΕΕ 2017, L 268, σ. 1.


Γενικό Δικαστήριο

7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/39


Προσφυγή της 15ης Ιουνίου 2020 — Pollinis France κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-371/20)

(2020/C 297/51)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Pollinis France (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωπος: C. Lepage, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η επιβεβαιωτική αίτηση για πρόσβαση σε έγγραφα που καταχωρήθηκε υπό τον αριθμό αναφοράς GESTDEM 2020/0498 συμφώνως προς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 (1),

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να της καταβάλει 3 000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδά της, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στη δεύτερη υποπαράγραφο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την εφαρμογή της σχετικής με την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εξαίρεσης.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στη δεύτερη υποπαράγραφο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, δεδομένου ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα και δεδομένου ότι τα ζητηθέντα έγγραφα θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο της ευρύτερης πρόσβασης που παρέχεται σε «νομοθετικά έγγραφα».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), διότι η εξαίρεση που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 θα έπρεπε να ερμηνεύεται ακόμη πιο στενά και να εφαρμόζεται ακόμη πιο αυστηρά όταν οι ζητηθείσες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/39


Προσφυγή της 20ής Ιουνίου 2020 — Datax κατά REA

(Υπόθεση T-381/20)

(2020/C 297/52)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Datax sp. z o.o. (Βαρσοβία, Πολωνία) (εκπρόσωπος: J. Bober, δικηγόρος)

Καθού: Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019 (ARES 2019 7018535 — 13/11/2019) που αφορά μερική απόρριψη των επιλέξιμων δαπανών και την ανάκτηση της συνεισφοράς της ΕΕ και με την οποία καλείται η προσφεύγουσα να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση·

να καταδικάσει τον Εκτελεστικό Οργανισμό Έρευνας στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένων των εξόδων εκπροσώπησής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει οκτώ λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα ως προς τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά τεκμηριωθείσες διαπιστώσεις και παράβαση του πολωνικού εργατικού δικαίου.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση των βασικών αρχών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως της αρχής του κράτους δικαίου.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι δεν υφίστανται παρατυπίες εκ μέρους της προσφεύγουσας.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι δεν εφαρμόστηκε η αρχή της αναλογικότητας.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται εσφαλμένος ισχυρισμός περί παραβίασης των συμφωνιών περί μη επιστρεπτέας ενίσχυσης εκ μέρους της προσφεύγουσας.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως εκδόθηκε από τον REA, ο οποίος αποτελεί εκτελεστικό οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντί να εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

7.

Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται και αυτός επικουρικώς, αντλείται από παραβίαση του δικαίου του Βασιλείου του Βελγίου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επίσης επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι χρηματικές απαιτήσεις του καθού έχουν παραγραφεί.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/40


Προσφυγή της 19ης Ιουνίου 2020 — Flašker κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-392/20)

(2020/C 297/53)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Petra Flašker (Grosuplje, Σλοβενία) (εκπρόσωπος: K. Zdolšek, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 2020 στην υπόθεση SA.43546 — Εικαζόμενη κρατική ενίσχυση προς τη Lekarna Ljubljana, με την οποία κρίθηκε ότι τα μέτρα τα οποία κατήγγειλε η προσφεύγουσα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, χωρίς να κινηθεί επίσημη έρευνα·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ενέχει ουσιώδεις αντιφάσεις οι οποίες συνιστούν παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πραγματικά και νομικά σφάλματα ως προς τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα μέτρα συνιστούν υφιστάμενη ενίσχυση.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής βασίζεται σε ανακριβή και ελλιπή πραγματικά περιστατικά και σε εσφαλμένη υπαγωγή των ως άνω πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους νομικούς κανόνες και, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι τα πραγματικά και νομικά σφάλματα που περιγράφονται στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως μαρτυρούν αρκετές δυσχέρειες ως προς την αξιολόγηση της υπόθεσης αυτής από την Επιτροπή καθώς και ανεπαρκή εξέταση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών πριν από την έκδοση της απόφασης προκειμένου να κρίνει αν έπρεπε να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας. Πλέον των δυσχερειών αυτών εντοπίζονται και άλλες –διαδικαστικές– δυσχέρειες, στις οποίες αναφέρεται ο τρίτος λόγος ακυρώσεως. Δεδομένων των δυσχερειών αυτών, η Επιτροπή όφειλε να κινήσει διαδικασία επίσημης έρευνας και, αρνούμενη να το πράξει, προσέβαλε τα απορρέοντα εκ του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικαστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/41


Προσφυγή της 27ης Ιουνίου 2020 — Global Translation Solutions κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-404/20)

(2020/C 297/54)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Global Translation Solutions ltd. (Βαλέτα, Μάλτα) (εκπρόσωπος: C. Mifsud-Bonnici, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις της καθής της 17ης Απριλίου 2020 (i) να αναθέσει το Τμήμα 22 EN>MT της δημόσιας σύμβασης TRAD19 στον προσφέροντα που επιλέχθηκε και (ii) να απορρίψει την προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα για το Τμήμα 22 της ως άνω σύμβασης, καθώς και όλες τις αποφάσεις που εξέδωσε σχετικά η καθής·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι οι αποφάσεις της καθής της 17ης Απριλίου 2020 (i) να αναθέσει το Τμήμα 2 EN>MT της δημόσιας σύμβασης TRAD19 στον προσφέροντα που επιλέχθηκε και (ii) να απορρίψει την προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα για το Τμήμα 22 της ως άνω σύμβασης είναι παράνομες, καθόσον βασίζονται σε σοβαρό και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς τη διαμόρφωση της βαθμολογικής κλίμακας για την αξιολόγηση του τμήματος της εξέτασης που αφορούσε την αναθεώρηση μετάφρασης.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι οι αποφάσεις της καθής της 17ης Απριλίου 2020 (i) να αναθέσει το Τμήμα 2 EN>MT της δημόσιας σύμβασης TRAD19 στον προσφέροντα που επιλέχθηκε και (ii) να απορρίψει την προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα για το Τμήμα 22 της ως άνω σύμβασης είναι παράνομες, καθόσον η διαμόρφωση της βαθμολογικής κλίμακας αντιβαίνει στον νόμο, μεταξύ άλλων στο άρθρο 160, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού (1), καθώς και στις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της διαφάνειας στο πλαίσιο διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι οι αποφάσεις της καθής της 17ης Απριλίου 2020 (i) να αναθέσει το Τμήμα 2 EN>MT της δημόσιας σύμβασης TRAD19 στον προσφέροντα που επιλέχθηκε και (ii) να απορρίψει την προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα για το Τμήμα 22 της ως άνω σύμβασης είναι παράνομες, καθόσον η καθής δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να απορρίψει την προσφορά της προσφεύγουσας, όπως απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι οι αποφάσεις της καθής της 17ης Απριλίου 2020 (i) να αναθέσει το Τμήμα 2 EN>MT της δημόσιας σύμβασης TRAD19 στον προσφέροντα που επιλέχθηκε και (ii) να απορρίψει την προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα για το Τμήμα 22 της ως άνω σύμβασης είναι παράνομες, καθόσον η στάση που τήρησε η καθής στο πλαίσιο της αλληλογραφίας που αντάλλαξε με την προσφεύγουσα μετά τις 17 Απριλίου 2020, ιδίως ως προς τις διευκρινίσεις τις οποίες παρέσχε σχετικά με την τυπική βαθμολογική κλίμακα και τα «προκαθορισμένα λάθη», ήταν αντίθετη προς τις γενικές αρχές της δέουσας επιμέλειας, της χρηστής διοικήσεως, καθώς και προς τις γενικές αρχές που διέπουν τις διαδικασίες για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/42


Προσφυγή της 3ης Ιουλίου 2020 — KT κατά ΕΤΕπ

(Υπόθεση T-415/20)

(2020/C 297/55)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: KT (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την παρούσα προσφυγή, όπως και την ένταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται με αυτήν·

κατά συνέπεια:

να ακυρώσει την απόφαση της 24ης Μαρτίου 2020 με την οποία της επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απολύσεως για σπουδαίο λόγο, χωρίς προειδοποίηση, με επίδομα αποχωρήσεως·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται μη τήρηση εύλογης προθεσμίας και, ειδικότερα, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. Αφενός, η προσφεύγουσα προβάλλει ένταση ελλείψεως νομιμότητας, καθότι το άρθρο 40 του Κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) παραβλέπει την αρχή της αμεροληψίας όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία. Αφετέρου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η διαδικασία που ακολούθησε η ΕΤΕπ παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

6.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/43


Προσφυγή-αγωγή της 3ης Ιουλίου 2020 — KU κατά ΕΥΕΔ

(Υπόθεση T-425/20)

(2020/C 297/56)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: KU (εκπρόσωπος: R. Wardyn, δικηγόρος)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της ΕΥΕΔ της 17ης Σεπτεμβρίου 2019 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αρωγής που υπέβαλε·

να ακυρώσει την απόφαση της 3ης Απριλίου 2020 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ·

να υποχρεώσει την καθής-εναγόμενη (στο εξής: καθής) να καταβάλει 15 000 ευρώ ως δίκαιη αποζημίωση για την παρενόχληση την οποία υπέστη·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της (στο εξής: προσφυγή), η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολογία και μη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις της ΕΥΕΔ της 17ης Σεπτεμβρίου 2019 και της 3ης Απριλίου 2020 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, πράγμα που αντιβαίνει στην υποχρέωση της Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της (άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 18 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς).

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται νομικό σφάλμα: παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ.

Η ΕΥΕΔ παρέβη το άρθρο 12α του ΚΥΚ καθόσον αρνήθηκε να κρίνει ότι η περιγραφόμενη στην αίτηση αρωγής συμπεριφορά του X συνιστούσε ψυχολογική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

Η ΕΥΕΔ υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως καθόσον αρνήθηκε να κρίνει ότι η περιγραφόμενη στην αίτηση αρωγής συμπεριφορά του X συνιστούσε ψυχολογική παρενόχληση.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται αθέτηση του καθήκοντος αρωγής: παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι διάστημα υπερβαίνον τους δεκαέξι μήνες δεν συνιστά εύλογη διάρκεια για μία έρευνα και ότι η ΕΥΕΔ, από κοινού με την Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC), παραβίασαν την αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και αθέτησαν το καθήκον τους να επιληφθούν άμεσα, παραβαίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 24 του ΚΥΚ.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/44


Προσφυγή της 7ης Ιουλίου 2020 — JR κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-435/20)

(2020/C 297/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: JR (εκπρόσωποι: L. Levi και A. Champetier, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη;

κατά συνέπεια:

να ακυρώσει την απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 καθόσον με αυτήν απορρίπτεται το αίτημα της προσφεύγουσας περί επανεξετάσεως της από 16 Δεκεμβρίου 2019 αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής περί μη εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στον πίνακα επιτυχόντων του εσωτερικού διαγωνισμού COM/03/AD/18 (AD6) — 1 — Administrators, και, εφόσον απαιτείται, να ακυρώσει και την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2019,

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς και παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/44


Προσφυγή της 10ης Ιουλίου 2020 — Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-440/20)

(2020/C 297/58)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Jindal Saw Ltd (Νέο Δελχί, Ινδία), Jindal Saw Italia SpA (Τεργέστη, Ιταλία) (εκπρόσωποι: R. Antonini, E. Monard και B. Maniatis, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/527 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2020, για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας, όσον αφορά την Jindal Saw Limited, μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-301/16·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 και παραβίαση της γενικής αρχής της μη αναδρομικότητας.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παραβίαση της γενικής αρχής της μη αναδρομικότητας και της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και του άρθρου 264 ΣΛΕΕ.

4.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 103 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

7.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να επιβάλει την καταγραφή των εισαγωγών της Jindal και παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/45


Προσφυγή της 10ης Ιουλίου 2020 — Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-441/20)

(2020/C 297/59)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Jindal Saw Ltd (Νέο Δελχί, Ινδία), Jindal Saw Italia SpA (Τεργέστη, Ιταλία) (εκπρόσωποι: R. Antonini, E. Monard και B. Maniatis, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/526 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2020, για την εκ νέου επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας, όσον αφορά την Jindal Saw Limited, μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-300/16·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 597/2009 και παραβίαση της γενικής αρχής της μη αναδρομικότητας.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παραβίαση της γενικής αρχής της μη αναδρομικότητας και της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ και του άρθρου 264 ΣΛΕΕ.

4.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 103 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

7.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να επιβάλει την καταγραφή των εισαγωγών της Jindal και παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 597/2009.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/46


Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2020 — Grangé και Van Strydonck κατά EUIPO — Nema (âme)

(Υπόθεση T-442/20)

(2020/C 297/60)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Isaline Grangé (Edegem, Βέλγιο) και Alizée Van Strydonck (Strombeek-Bever, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: M. De Vroey, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Nema Srl (San Lazzaro di Savena, Ιταλία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσες: Οι προσφεύγουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Επίδικο σήμα: Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης âme — Υπ’ αριθ. 17 895 139 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 4ης Ιουνίου 2020 στην υπόθεση R 2960/2019-4

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα το EUIPO και την αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών εφόσον παρέμβει στη διαδικασία

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/46


Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2020 — Sanford κατά EUIPO — Avery Zweckform (Ετικέτες)

(Υπόθεση T-443/20)

(2020/C 297/61)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Sanford LP (Ατλάντα, Τζόρτζια, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωπος: J. Zecher, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Avery Zweckform GmbH (Oberlaindern/Valley, Γερμανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου ή υποδείγματος: Η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Επίδικο σχέδιο ή υπόδειγμα: Υπ’ αριθ. 141999-0002 κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 15ης Μαΐου 2020 στην υπόθεση R 2413/2018-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει την από 11 Δεκεμβρίου 2018 προσφυγή της αντιδίκου ενώπιον του τμήματος προσφυγών κατά της από 25 Οκτωβρίου 2018 απόφασης του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου·

Παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου·

Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου·

Παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/47


Προσφυγή της 13ης Ιουλίου 2020 — VeriGraft κατά EASME

(Υπόθεση T-457/20)

(2020/C 297/62)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: VeriGraft AB (Γκέτεμποργκ, Σουηδία) (εκπρόσωποι: P. Hansson και M. Persson, δικηγόροι)

Καθού: Εκτελεστικός Οργανισμός για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το ένταλμα είσπραξης που εξέδωσε ο EASME σχετικά με δαπάνες συνολικού ποσού 258 588,80 ευρώ·

να κρίνει ότι είναι επιλέξιμες οι δαπάνες συνολικού ποσού 258 588,80 ευρώ τις οποίες απέρριψε (εν λόγω ή εν μέρει) ο EASME·

να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα ποσού 106 928,74 ευρώ που εξέδωσε ο EASME· και

να καταδικάσει τον EASME στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το ένταλμα είσπραξης εκδόθηκε κατά προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης:

από το ένταλμα είσπραξης, συμπεριλαμβανομένων και των παραρτημάτων του, δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό ποιες ακριβώς δαπάνες απέρριψε ο EASME και τους λόγους της απόρριψής τους. Επομένως, συντρέχει προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και, συγκεκριμένα, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι με βάση τη συμφωνία επιχορήγησης οι απορριφθείσες δαπάνες είναι επιλέξιμες:

οι απορριφθείσες δαπάνες είναι σε κάθε περίπτωση επιλέξιμες βάσει των όρων της συμφωνίας επιχορήγησης που συνήφθη μεταξύ της VERIGRAFT και του EASME, δεδομένου ότι γινόταν μνεία τους στην συμφωνία επιχορήγησης και περιελήφθησαν στις περιοδικές εκθέσεις τις οποίες ενέκρινε ο EASME.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι το χρεωστικό σημείωμα είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο δεδομένου ότι οι απορριφθείσες δαπάνες της VERIGRAFT είναι επιλέξιμες βάσει της συμφωνίας επιχορήγησης:

η VERIGRAFT υποβλήθηκε σε δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό που επιδιώκει να ανακτήσει ο EASME με το ένταλμα εισπράξεως και το χρεωστικό σημείωμα είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο και για αυτόν τον λόγο.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/48


Προσφυγή της 21ης Ιουλίου 2020 — Eggy Food κατά EUIPO (YOUR DAILY PROTEIN)

(Υπόθεση T-464/20)

(2020/C 297/63)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Eggy Food GmbH & Co. KG (Osnabrück, Γερμανία) (εκπρόσωπος: J. Eberhardt, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Επίδικο σήμα: Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης YOUR DAILY PROTEIN — Υπ’ αριθ. 17 953 235 αίτηση καταχωρίσεως

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 8ης Μαΐου 2020 στην υπόθεση R 2235/2019-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να διατάξει τη δημοσίευση της υπ’ αριθ. 17 953 235 αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


7.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 297/48


Προσφυγή της 24ης Ιουλίου 2020 — LD κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-474/20)

(2020/C 297/64)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: LD (εκπρόσωπος: M. Velardo, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει:

την απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, με την οποία η προσφεύγουσα αποκλείστηκε από τον κατάλογο των υποψηφίων που κλήθηκαν για εξετάσεις σε κέντρο αξιολόγησης για τον διαγωνισμό EPSO/AD/371/19·

την απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα επανεξέτασης του αποκλεισμού της προσφεύγουσας από τον διαγωνισμό EPSO/AD/371/19·

την απόφαση της ΑΔΑ, της 22ας Απριλίου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που άσκησε η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι ακυρώσεως και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρεμφερείς με εκείνους που προβλήθηκαν στην υπόθεση T-456/20, LA κατά Επιτροπής.