ISSN 1977-0901

doi:10.3000/19770901.C_2011.308.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

54ό έτος
20 Οκτωβρίου 2011


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 308/01

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6320 — GKN/Getrag Corporation/Getrag All Wheel Drive) ( 1 )

1

2011/C 308/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6333 — BMW/ING Car Lease) ( 1 )

1

2011/C 308/03

Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 2 )

2

2011/C 308/04

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6255 — Terex/Demag Cranes) ( 1 )

4

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 308/05

Ισοτιμίες του ευρώ

5

2011/C 308/06

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ ( 1 )

6

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

2011/C 308/07

Πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη ΕΖΕΣ όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την πράξη που αναφέρεται στο σημείο 1ι του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία)]

33

2011/C 308/08

Πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη ΕΖΕΣ όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την πράξη που αναφέρεται στο σημείο 1ι του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία)]

35

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 308/09

Πρόσκληση για υποβολή προτάσεων με βάση το πρόγραμμα εργασίας Άνθρωποι 2012 στα πλαίσια του έβδομου προγράμματος πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και παρουσίασης

37

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

 

(2)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6320 — GKN/Getrag Corporation/Getrag All Wheel Drive)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 308/01

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2011, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32011M6320. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6333 — BMW/ING Car Lease)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 308/02

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32011M6333. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/2


Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης)

2011/C 308/03

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

22.9.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.33025 (11/N)

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Calabria

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Modifica dell'aiuto di Stato N 723/07 «Interventi per il rilascio di garanzie di cui al regime N 391/03» dell'importo massimo garantibile e capitalizzazione del fondo a norma dell'articolo 11 comma 2 della legge regionale 26 febbraio 2010 n. 8.

Νομική βάση

Delibera della Giunta Regionale n. 563 del 23 agosto 2010«Aiuto di Stato N 723/07 “Interventi per il rilascio di garanzie di cui al regime N 391/03”. Modifica dell'importo massimo garantibile e capitalizzazione del fondo a norma dell'articolo 11 comma 2 della legge regionale 26 febbraio 2010 n. 8.»

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Είδος ενίσχυσης

Εγγύηση

Προϋπολογισμός

 

Συνολικός προϋπολογισμός: 10 EUR (σε εκατ.)

 

Ετήσιος προϋπολογισμός: 10 EUR (σε εκατ.)

Ένταση

0 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2015

Κλάδοι της οικονομίας

Γεωργία, δασοκομία και αλιεία

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Regione Calabria

Dipartimento Agricoltura

Via Molè

88100 Catanzaro CZ

ITALIA

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

22.9.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.33074 (11/N)

Κράτος μέλος

Κάτω Χώρες

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Wijziging van de heffingsgrondslag voor levende eenden ter financiering van onderzoek en ontwikkeling en preventieve diergezondheid

Νομική βάση

1.

Wet op de bedrijfsorganisatie (artikel 126),

2.

Instellingsbesluit Pluimvee en Eieren (artikelen 6 en 8),

3.

Verordening algemene bepalingen heffingen (PPE) 2005,

4.

Verordening bestemmingsheffingen pluimveevleessector (PPE) 2010 en

5.

Verordening tot wijziging van de verordening bestemmingsheffingen pluimveevleessector (PPE) 2010-I.

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Ζωονόσοι, Έρευνα και ανάπτυξη

Είδος ενίσχυσης

Επιδοτούμενες υπηρεσίες

Προϋπολογισμός

Συνολικός προϋπολογισμός: 0,18 EUR (σε εκατ.)

Ένταση

100 %

Διάρκεια

μέχρι τις 1.7.2017

Κλάδοι της οικονομίας

Εκτροφή πουλερικών

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Productschap voor Pluimvee en Eieren

Postbus 460

2700 AL Zoetermeer

NEDERLAND

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm


20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/4


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6255 — Terex/Demag Cranes)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 308/04

Στις 5 Αυγούστου 2011, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32011M6255. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/5


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

19 Οκτωβρίου 2011

2011/C 308/05

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,3828

JPY

ιαπωνικό γιεν

106,19

DKK

δανική κορόνα

7,4455

GBP

λίρα στερλίνα

0,87495

SEK

σουηδική κορόνα

9,1245

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2428

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,7350

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

24,873

HUF

ουγγρικό φιορίνι

295,80

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,7055

PLN

πολωνικό ζλότι

4,3351

RON

ρουμανικό λέι

4,3389

TRY

τουρκική λίρα

2,5637

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,3402

CAD

καναδικό δολάριο

1,3981

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,7532

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,7306

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,7436

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 566,48

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

11,0459

CNY

κινεζικό γιουάν

8,8203

HRK

κροατικό κούνα

7,4650

IDR

ινδονησιακή ρουπία

12 167,82

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,2957

PHP

πέσο Φιλιππινών

59,678

RUB

ρωσικό ρούβλι

42,8700

THB

ταϊλανδικό μπατ

42,438

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,4280

MXN

μεξικανικό πέσο

18,4878

INR

ινδική ρουπία

67,9850


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/6


Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 308/06

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1.

ΠΕΔΙΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ

2.

ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

2.1.

Αρχή των υποθέσεων

2.2.

Αρχική εκτίμηση και κατανομή των υποθέσεων

2.3.

Κίνηση διαδικασίας

2.4.

Γλώσσες

2.5.

Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

2.5.1.

Έκταση της αίτησης παροχής πληροφοριών

2.5.2.

Αυτοενοχοποίηση

2.5.3.

Προθεσμίες

2.5.4.

Προστασία του απορρήτου

2.5.5.

Συνεδριάσεις και άλλες επαφές με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τρίτους

2.5.6.

Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων (συνεντεύξεις)

2.6.

Έλεγχοι

2.7.

Αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών

2.8.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών

2.9.

Ενημερωτικές συσκέψεις

2.9.1.

Τρόπος διεξαγωγής των ενημερωτικών συσκέψεων

2.9.2.

Χρόνος διεξαγωγής των ενημερωτικών συσκέψεων

2.10.

Τριμερείς συνεδριάσεις

2.11.

Συσκέψεις με τον Επίτροπο ή τον Γενικό Διευθυντή

2.12.

Επανεξέταση βασικών εγγράφων

2.13.

Πιθανές εκβάσεις του σταδίου της έρευνας

3.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

3.1.

Δικαίωμα ακρόασης

3.1.1.

Κοινοποίηση αιτιάσεων

3.1.1.1.

Σκοπός και περιεχόμενο της κοινοποίησης αιτιάσεων

3.1.1.2.

Πιθανή επιβολή διορθωτικών μέτρων και επιχειρήματα των μερών έναντι των αιτιάσεων

3.1.1.3.

Πιθανή επιβολή προστίμων και επιχειρήματα των μερών

3.1.1.4.

Διαφάνεια

3.1.2.

Πρόσβαση στον φάκελο

3.1.3.

Διαδικασίες που διευκολύνουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των μερών της διαδικασίας

3.1.4.

Γραπτή απάντηση στην κοινοποίηση αιτιάσεων

3.1.5.

Δικαιώματα των καταγγελλόντων και των ενδιαφερόμενων τρίτων μερών

3.1.6.

Προφορική ακρόαση

3.1.7.

Συμπληρωματική κοινοποίηση αιτιάσεων και επιστολή πραγματικών περιστατικών

3.2.

Πιθανές εκβάσεις αυτού του σταδίου

4.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ

4.1.

Έναρξη συνομιλιών για ανάληψη δεσμεύσεων

4.2.

Προκαταρκτική εκτίμηση

4.3.

Υποβολή των δεσμεύσεων

4.4.

Η έρευνα αγοράς και οι συνακόλουθες συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

5.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ

5.1.

Λόγοι απόρριψης

5.2.

Διαδικασία

6.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

7.

ΕΚΔΟΣΗ, ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

8.

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

1.   ΠΕΔΙΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ

1.

Ο πρωταρχικός σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να παρασχεθούν πρακτικές οδηγίες για τη διεξαγωγή των διαδικασιών ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («Επιτροπή») όσον αφορά τα άρθρα 101 και 102 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») (1), σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (2), τον εκτελεστικό κανονισμό του (3) και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανακοίνωση επιδιώκει να γίνει καλύτερα κατανοητή η διαδικασία διερεύνησης (4) από την Επιτροπή και, ως εκ τούτου, να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των ερευνών και να διασφαλιστεί υψηλός βαθμός διαφάνειας και προβλεψιμότητας της διαδικασίας. Η ανακοίνωση καλύπτει τις κύριες διαδικασίες (5) που αφορούν εικαζόμενες παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ.

2.

Οι διαδικασίες κατά κρατών μελών λόγω παραβάσεων που βασίζονται κυρίως στο άρθρο 106 της ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 101/102 της ΣΛΕΕ δεν εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας ανακοίνωσης. Η ανακοίνωση δεν εφαρμόζεται ούτε και σε διαδικασίες βάσει του κανονισμού περί συγκεντρώσεων (6) ή των διαδικασιών για τις κρατικές ενισχύσεις (7).

3.

Οι διαδικασίες που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ (στο εξής αναφέρονται γενικά ως «διαδικασίες») ρυθμίζονται ειδικά από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και τον εκτελεστικό κανονισμό του. Σχετικές με τη διεξαγωγή αυτών των διαδικασιών είναι και οι ανακοινώσεις της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο (8) και περί χειρισμού των καταγγελιών (9) καθώς και η απόφαση σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων (10). Όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων οικονομικών συμβούλων και την υποβολή ποσοτικών δεδομένων, υπάρχει παραπομπή στις βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την υποβολή οικονομικών στοιχείων (11). Η παρούσα ανακοίνωση δεν πρέπει, συνεπώς, να εκλαμβάνεται ως πλήρης απαρίθμηση όλων των μέτρων που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής. Η ανακοίνωση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με άλλες συναφείς πράξεις και αποφάσεις του Δικαστηρίου.

4.

Η διερεύνηση περιπτώσεων συμπράξεων (καρτέλ), σύμφωνα με την ανακοίνωση περί επιεικούς μεταχείρισης (12), μπορεί επίσης να υπόκειται στις ειδικές διαδικασίες χειρισμού αιτήσεων για επιεική μεταχείριση και τη διευθέτηση διαφορών (13). Αυτές οι ειδικές διαδικασίες δεν καλύπτονται από την παρούσα ανακοίνωση. Επιπλέον, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των διαδικασιών για τις συμπράξεις (καρτέλ) απαιτεί σε ορισμένες περιπτώσεις ειδικές διατάξεις, ώστε να μην υπάρξει παρεμβολή σε ενδεχόμενες αιτήσεις για επιεική μεταχείριση (14) ή συζητήσεις για τη διευθέτηση διαφορών (15). Αυτές οι ειδικές διατάξεις, αναφέρονται, κατά περίπτωση.

5.

Η δομή της παρούσας ανακοίνωσης είναι η ακόλουθη. Το τμήμα 2 ορίζει τη διαδικασία που ακολουθείται κατά το στάδιο της διερεύνησης. Το μέρος αυτό αφορά κάθε έρευνα, ανεξάρτητα αν αυτή καταλήγει σε απόφαση απαγόρευσης (άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003), σε απόφαση ανάληψης δεσμεύσεων (άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003) ή σε απόφαση απόρριψης της καταγγελίας (άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού). Το τμήμα 3 περιγράφει τα κύρια στάδια της διαδικασίας και τα δικαιώματα υπεράσπισης στο πλαίσιο των διαδικασιών οι οποίες καταλήγουν στην έκδοση απαγορευτικών αποφάσεων. Το τμήμα 4 περιγράφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας ανάληψης δεσμεύσεων. Το τμήμα 5 καλύπτει την απόρριψη καταγγελιών. Τα υπόλοιπα τμήματα έχουν γενική εφαρμογή: το τμήμα 6 περιγράφει τα όρια της χρήσης πληροφοριών, το τμήμα 7 ασχολείται με την έκδοση, κοινοποίηση και δημοσίευση των αποφάσεων και το τμήμα 8 με τη μελλοντική αναθεώρηση.

6.

Η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται κυρίως στην μέχρι τώρα εμπειρία από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και του εκτελεστικού κανονισμού. Αποτυπώνει τις απόψεις της Επιτροπής κατά το χρόνο έκδοσης και θα τεθεί σε εφαρμογή από την ημερομηνία δημοσίευσής της για τις εκκρεμείς (16) και μελλοντικές υποθέσεις. Μπορεί, ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, να απαιτούν προσαρμογή ή παρέκκλιση από αυτή την ανακοίνωση, κατά περίπτωση.

7.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν δημιουργεί νέα δικαιώματα ή υποχρεώσεις, ούτε μεταβάλλει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003, τον εκτελεστικό κανονισμό και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.

Η Επιτροπή ενθαρρύνει τη χρήση ηλεκτρονικών πληροφοριών (ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή ψηφιακών συσκευών) για την αλληλογραφία σχετικά με υποθέσεις.

2.   ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

2.1.   Αρχή των υποθέσεων

9.

Μια υπόθεση που αφορά εικαζόμενη παράβαση του άρθρου 101 ή 102 της ΣΛΕΕ μπορεί να βασίζεται σε καταγγελία από επιχειρήσεις, από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ακόμη και από κράτη μέλη.

10.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από πολίτες και επιχειρήσεις είναι σημαντικές για την έναρξη ερευνών από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενθαρρύνει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να την ενημερώνουν σχετικά με υπόνοιες παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού (17). Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την υποβολή επίσημης καταγγελίας (18) είτε απλά με την παροχή στην Επιτροπή στοιχείων σχετικών με την αγορά. Κάθε πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει ότι έχει νόμιμο συμφέρον να υποβάλει καταγγελία και το οποίο υποβάλλει καταγγελία σύμφωνα με το έντυπο C (19) έχει ορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα. Οι λεπτομέρειες της ακολουθητέας διαδικασίας ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό και στην ανακοίνωση περί χειρισμού των καταγγελιών. Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, εκτός από τους καταγγέλλοντες, που αποδεικνύουν ότι έχουν εύλογο συμφέρον να κληθούν σε ακρόαση και γίνονται δεκτά στις διαδικασίες από τον σύμβουλο ακροάσεων έχουν επίσης ορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 13 του εκτελεστικού κανονισμού.

11.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να κινήσει διαδικασία αυτεπάγγελτα (ex officio). Μπορεί να το πράξει όταν περιέρχονται στην αντίληψή της ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή πληροφορίες πέρα από αυτές που έχουν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο τομεακών ερευνών, άτυπων συνεδριάσεων με εκπροσώπους του εξεταζόμενου κλάδου, από την παρακολούθηση των αγορών ή βάσει πληροφοριών που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού («ΕΔΑ») ή με τις αρχές ανταγωνισμού τρίτων χωρών. Η κίνηση διαδικασίας σε υποθέσεις συμπράξεων μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με έναυσμα την υποβολή αίτησης για επιεική μεταχείριση από ένα ή περισσότερα μέλη του καρτέλ.

2.2.   Αρχική εκτίμηση και κατανομή των υποθέσεων

12.

Όλες οι υποθέσεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο έναρξής τους, υπόκεινται σε ένα στάδιο αρχικής εκτίμησης. Κατά το στάδιο αυτό, η Επιτροπή εξετάζει αν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω διερεύνησης (20) και, σε αυτή την περίπτωση, προσδιορίζει προσωρινά το στοιχείο εστίασης, ιδίως όσον αφορά τα εμπλεκόμενα μέρη, τις σχετικές αγορές και την προς διερεύνηση συμπεριφορά. Σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιεί διάφορα μέτρα έρευνας, όπως οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

13.

Στην πράξη, το σύστημα αρχικής εκτίμησης συνεπάγεται ότι ορισμένες υποθέσεις απορρίπτονται από ένα πολύ αρχικό στάδιο, διότι κρίνεται ότι δεν χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Ως προς αυτό, η Επιτροπή εστιάζει τα μέσα που διαθέτει για την επιβολή της νομοθεσίας σε υποθέσεις που θεωρείται πιθανό να διαπιστωθεί παράβαση, ιδίως σε υποθέσεις με σημαντικότατη επίπτωση στη λειτουργία του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, με κίνδυνο να ζημιωθούν οι καταναλωτές, καθώς και σε υποθέσεις που είναι πιθανό να συμβάλουν στον καθορισμό της πολιτικής ανταγωνισμού της ΕΕ ή/και τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ (21).

14.

Σε αυτό το στάδιο της αρχικής εκτίμησης καταβάλλεται επίσης προσπάθεια να αντιμετωπιστεί έγκαιρα η κατανομή των υποθέσεων στο εσωτερικό του ΕΔΑ. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 θέσπισε τη δυνατότητα παραπομπής υποθέσεων σε άλλα μέλη του δικτύου, εάν αυτά είναι σε θέση να τις χειριστούν καλύτερα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει μια υπόθεση σε μια εθνική αρχή ανταγωνισμού και αντιστρόφως  (22).

15.

Όταν το πρώτο μέτρο έρευνας απευθύνεται σε αυτούς (συνήθως, αίτηση παροχής πληροφοριών (23) ή επιθεώρηση), οι αποδέκτες ενημερώνονται για το γεγονός ότι υποβάλλονται σε μια προκαταρκτική έρευνα, καθώς και για το αντικείμενο και τον σκοπό της εν λόγω έρευνας. Με αφορμή τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, τους υπενθυμίζεται επίσης ότι, εάν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη της υπό έρευνα συμπεριφοράς, αυτό θα συνιστούσε παράβαση των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ. Αφού λάβουν αίτηση παροχής πληροφοριών ή υποβληθούν σε έλεγχο, οι εμπλεκόμενοι (24) μπορούν να ζητήσουν ανά πάσα στιγμή από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να ενημερωθούν για το στάδιο της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών πριν από την κίνηση των διαδικασιών. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση θεωρεί ότι δεν ενημερώθηκε σωστά από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού σχετικά με το διαδικαστικό καθεστώς της, μπορεί να παραπέμψει το θέμα προς επίλυση στον σύμβουλο ακροάσεων, αφού προηγουμένως το αναφέρει στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (25). Ο σύμβουλος ακροάσεων εκδίδει απόφαση ότι η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού θα ενημερώσει την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων που υπέβαλαν την αίτηση σχετικά με το διαδικαστικό καθεστώς τους. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στην επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων που υπέβαλαν την αίτηση. Εάν σε οποιοδήποτε στάδιο, κατά την πρώτη φάση αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίσει να μην συνεχίσει περαιτέρω την έρευνα (και κατά συνέπεια να μην κινήσει διαδικασία), ενημερώνει σχετικά, με δική της πρωτοβουλία, τον υποκείμενο σε προκαταρκτική έρευνα.

16.

Σε υποθέσεις οι οποίες βασίζονται σε καταγγελία, η Επιτροπή καταβάλλει προσπάθεια να ενημερώσει τους καταγγέλλοντες εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της καταγγελίας τους σχετικά με τα μέτρα που προτίθεται να λάβει όσον αφορά την καταγγελία (26). Αυτό το χρονικό πλαίσιο είναι ενδεικτικό και εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και από το αν η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες από τον καταγγέλλοντα ή από τρίτα μέρη, ιδίως σε ανταπόκριση των αιτήσεών της για παροχή πληροφοριών, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίσει αν θα διερευνήσει ή όχι περαιτέρω την υπόθεση.

2.3.   Κίνηση διαδικασίας

17.

Η Επιτροπή κινεί διαδικασία (27) βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όταν από την αρχική εκτίμηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι η υπόθεση χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και έχει σαφώς οριστεί το πεδίο της έρευνας.

18.

Η κίνηση διαδικασίας προσδιορίζει την ανάθεση της υπόθεσης στο εσωτερικό του ΕΔΑ (28) και σε σχέση με τα μέρη και τον καταγγέλλοντα, κατά περίπτωση. Σηματοδοτεί επίσης τη δέσμευση της Επιτροπής να διερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση. Η Επιτροπή διαθέτει, στην περίπτωση αυτή, πόρους για την υπόθεση και καταβάλλει προσπάθεια να τη χειριστεί έγκαιρα.

19.

Η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας προσδιορίζει τα μέρη που υπόκεινται στη διαδικασία και περιγράφει συνοπτικά το πεδίο της έρευνας. Συγκεκριμένα, προσδιορίζει τη συμπεριφορά που εικάζεται ότι συνιστά παράβαση των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ η οποία πρέπει να καλυφθεί από την έρευνα και συνήθως προσδιορίζει τη γεωγραφική περιοχή και τον(τους) τομέα (τομείς) στους οποίους εκδηλώνεται η εν λόγω συμπεριφορά.

20.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιοποιεί την κίνηση διαδικασίας. Αποτελεί πολιτική της Επιτροπής να δημοσιεύει την κίνηση διαδικασιών στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και να εκδίδει ανακοίνωση τύπου, εφόσον η εν λόγω δημοσιοποίηση δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος της έρευνας.

21.

Τα μέρη που υποβάλλονται σε έρευνα ενημερώνονται προφορικά ή γραπτά για την κίνηση διαδικασίας αρκετά έγκαιρα πριν από τη δημοσιοποίηση της έρευνας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ετοιμάσουν την ανακοίνωσή τους (ιδίως προς τους μετόχους, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τον τύπο).

22.

Πρέπει να τονιστεί ότι η κίνηση διαδικασίας δεν προδικάζει κατά κανένα τρόπο την ύπαρξη παράβασης. Απλώς δηλώνει ότι η Επιτροπή θα διερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση. Αυτή η σημαντική διευκρίνιση αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας (που κοινοποιείται στα μέρη) καθώς και σε όλες τις δημόσιες ανακοινώσεις σχετικά με την έναρξη εξέτασης της υπόθεσης.

23.

Η κίνηση διαδικασιών δεν περιορίζει το δικαίωμα της Επιτροπής να επεκτείνει το πεδίο και/ή τους αποδέκτες της έρευνας σε μεταγενέστερο στάδιο. Στην περίπτωση μιας τέτοιας επέκτασης του πεδίου της έρευνας, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 20 και 21.

24.

Σε υποθέσεις συμπράξεων, η κίνηση διαδικασιών συνήθως πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων (βλ. παράγραφο 4 ανωτέρω), αν και μπορεί να γίνει νωρίτερα.

2.4.   Γλώσσες

25.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1 (29), τα έγγραφα που αποστέλλει η Επιτροπή σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση συντάσσονται στη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

26.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του ίδιου κανονισμού, τα έγγραφα που αποστέλλει μια επιχείρηση στην Επιτροπή μπορούν να συντάσσονται σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία επιλέγει ο αποστολέας. Η απάντηση και η συνακόλουθη αλληλογραφία συντάσσονται στην ίδια γλώσσα.

27.

Για την αποφυγή καθυστερήσεων λόγω της μετάφρασης, οι παραλήπτες μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους να λάβουν το κείμενο στη γλώσσα που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη και να επιλέξουν άλλη γλώσσα. Δεόντως εξουσιοδοτημένες εξαιρέσεις από το γλωσσικό καθεστώς μπορούν να δοθούν για ειδικά έγγραφα ή/και ολόκληρη τη διαδικασία.

28.

Όσον αφορά τις απλές αιτήσεις παροχής πληροφοριών, κατά πάγια πρακτική η συνοδευτική επιστολή συντάσσεται στη γλώσσα του τόπου εγκατάστασης του παραλήπτη ή στην αγγλική (με αναφορά στο άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1) και επισυνάπτεται το ερωτηματολόγιο στην αγγλική. Ο παραλήπτης ενημερώνεται επίσης σαφώς, στη γλώσσα του τόπου εγκατάστασής του, για το δικαίωμά του να λάβει μετάφραση της συνοδευτικής επιστολής ή/και του ερωτηματολογίου στη γλώσσα του τόπου εγκατάστασής του, καθώς και για το δικαίωμά του να απαντήσει σε αυτή τη γλώσσα. Η πρακτική αυτή επιτρέπει τον ταχύτερο χειρισμό των αιτήσεων πληροφοριών, ενώ ταυτόχρονα σέβεται τα δικαιώματα των παραληπτών.

29.

Η κοινοποίηση αιτιάσεων, η προκαταρκτική εκτίμηση και οι αποφάσεις κατ’ εφαρμογή των άρθρων 7, 9 και 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 κοινοποιούνται στην αυθεντική γλώσσα του παραλήπτη, εκτός εάν αυτός έχει υπογράψει την προαναφερόμενη δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα μετάφρασης.

30.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού αριθ. 1, η απάντηση και η συνακόλουθη αλληλογραφία με τον καταγγέλλοντα συντάσσονται στη γλώσσα της καταγγελίας.

31.

Οι συμμετέχοντες στην προφορική ακρόαση μπορούν να ζητήσουν να μιλήσουν σε μια επίσημη γλώσσα της ΕΕ διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας. Σε αυτή την περίπτωση, παρέχεται υπηρεσία διερμηνείας κατά την προφορική ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι το σχετικό αίτημα υποβάλλεται έγκαιρα στον σύμβουλο ακροάσεων.

2.5.   Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

32.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Η αίτηση πληροφοριών υποβάλλεται με επιστολή («απλή αίτηση» (άρθρο 18 παράγραφος 2) ή με απόφαση (άρθρο 18 παράγραφος 3) (30). Πρέπει να επισημανθεί ότι οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών συνήθως δεν απευθύνονται μόνο στις επιχειρήσεις για τις οποίες διενεργείται έρευνα, αλλά και σε άλλες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων οι οποίες ενδέχεται να έχουν πληροφορίες σχετικές με την υπόθεση.

2.5.1.   Έκταση της αίτησης παροχής πληροφοριών

33.

Σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Οι πληροφορίες είναι απαραίτητες, ιδίως, εάν επιτρέπουν στην Επιτροπή να διαπιστώσει την ύπαρξη της αναφερόμενης στην αίτηση εικαζόμενης παράβασης. Η Επιτροπή διαθέτει ευχέρεια εκτίμησης ως προς αυτό (31).

34.

Η Επιτροπή είναι αρμόδια να καθορίζει την έκταση και το μορφότυπο της αίτησης παροχής πληροφοριών. Κατά περίπτωση, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού θα μπορούσε να συζητήσει με τους αποδέκτες την έκταση και το μορφότυπο της αίτησης πληροφοριών. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε περιπτώσεις που οι αιτήσεις αφορούν ποσοτικά στοιχεία (32).

35.

Όταν, σε απάντησή τους σε αίτηση παροχής πληροφοριών, επιχειρήσεις υποβάλλουν προδήλως άσχετα στοιχεία (ιδίως έγγραφα τα οποία εμφανώς δεν σχετίζονται με το αντικείμενο της έρευνας), η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού μπορεί, για να μην επιβαρύνει άσκοπα τον συνήθως ογκώδη διοικητικό φάκελο, να επιστρέψει τις εν λόγω πληροφορίες στον αποδέκτη της αίτησης το συντομότερο μετά την παραλαβή της απάντησης. Στο φάκελο θα περιληφθεί συνοπτική αναφορά αυτού του γεγονότος.

2.5.2.   Αυτοενοχοποίηση

36.

Όταν ο αποδέκτης μιας αίτησης πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, αρνηθεί να απαντήσει σε ερώτηση που περιέχει η εν λόγω αίτηση, επικαλούμενος το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όπως ορίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (33), μπορεί να παραπέμψει το θέμα έγκαιρα μετά την παραλαβή της αίτησης στον σύμβουλο ακροάσεων, αφού προηγουμένως θέσει το θέμα στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού πριν από τη λήξη της καθορισθείσας αρχικής προθεσμίας (34). Όταν είναι απαραίτητο, αφού λάβει υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση των διαδικασιών, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη σύσταση για το αν πρέπει να εφαρμοστεί το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης και ενημερώνει τον αρμόδιο διευθυντή για τα συμπεράσματά του, ώστε να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση μεταγενέστερης έκδοσης απόφασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Ο αποδέκτης της αίτησης λαμβάνει αντίγραφο της αιτιολογημένης σύστασης. Επισημαίνεται στον αποδέκτη μιας απόφασης βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όπως αυτό ορίζεται από τη νομολογία του (35).

2.5.3.   Προθεσμίες

37.

Η αίτηση παροχής πληροφοριών προσδιορίζει ποιες πληροφορίες ζητούνται και καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες.

38.

Παρέχεται στους αποδέκτες των αιτήσεων εύλογη προθεσμία για να απαντήσουν στην αίτηση, σε συνάρτηση με την έκταση και την περιπλοκότητα της αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της έρευνας. Γενικά, η εν λόγω προθεσμία είναι τουλάχιστον δύο εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης. Εάν εξαρχής θεωρηθεί ότι απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η προθεσμία απάντησης στην αίτηση καθορίζεται ανάλογα. Όταν η έκταση της αίτησης είναι περιορισμένη, παραδείγματος χάρη αν καλύπτει μόνο μια συνοπτική διευκρίνιση πληροφορίας που έχει δοθεί προηγουμένως ή την έχει ήδη στη διάθεσή του ο παραλήπτης της αίτησης, η προθεσμία μπορεί να είναι μικρότερη (μία εβδομάδα ή και λιγότερο).

39.

Εάν είναι δύσκολο να απαντήσουν εντός της ορισθείσας προθεσμίας, οι παραλήπτες μπορεί να ζητήσουν παράταση. Αιτιολογημένη αίτηση πρέπει να υποβάλλεται ή να επιβεβαιώνεται εγγράφως (με επιστολή ή ηλεκτρονικό μήνυμα) αρκετά πριν από τη λήξη της προθεσμίας. Εάν η Επιτροπή θεωρήσει το αίτημα δικαιολογημένο, παρέχει πρόσθετο χρόνο (ανάλογα με την περιπλοκότητα των ζητούμενων πληροφοριών και με άλλους παράγοντες). Η Επιτροπή μπορεί να συμφωνήσει με τον αποδέκτη της αίτησης ότι ορισμένες από τις ζητούμενες πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία ή βρίσκονται ευχερώς στη διάθεση του αποδέκτη να παρασχεθούν σε συντομότερο χρόνο, ενώ μπορεί να δοθεί πρόσθετος χρόνος για την παροχή των υπόλοιπων πληροφοριών.

40.

Όταν υπάρχουν ανησυχίες του αποδέκτη μιας απόφασης παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όσον αφορά το προαναφερθέν χρονικό πλαίσιο της διαδικασίας, αυτός μπορεί να υποβάλει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων. Η αίτησή του πρέπει να υποβληθεί έγκαιρα πριν από τη λήξη της ορισθείσας αρχικής προθεσμίας (36). Ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει αν πρέπει να δοθεί παράταση της προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση και την περιπλοκότητα της αίτησης πληροφοριών για τις ανάγκες της έρευνας.

2.5.4.   Προστασία του απορρήτου

41.

Η συνοδευτική επιστολή της αίτησης πληροφοριών ζητεί επίσης από τον παραλήπτη να αναφέρει αν θεωρεί πως οι παρεχόμενες στην απάντηση πληροφορίες είναι εμπιστευτικές. Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 του εκτελεστικού κανονισμού, ο παραλήπτης οφείλει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του για κάθε πληροφορία χωριστά και να παράσχει μη εμπιστευτική εκδοχή των πληροφοριών. Η εν λόγω μη εμπιστευτική εκδοχή παρέχεται στον ίδιο μορφότυπο με αυτό των εμπιστευτικών πληροφοριών, αντικαθιστώντας τα σημεία που έχουν απαλειφθεί με συνοπτική περιγραφή τους. Εάν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, η μη εμπιστευτική εκδοχή πρέπει να υποβάλλεται ταυτόχρονα με το πρωτότυπο. Εάν οι επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται με αυτές τις απαιτήσεις, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι τα εν λόγω έγγραφα και οι δηλώσεις δεν περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4 του εκτελεστικού κανονισμού.

2.5.5.   Συνεδριάσεις και άλλες επαφές με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τρίτους

42.

Κατά το στάδιο της έρευνας, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού μπορεί να πραγματοποιεί συνεδριάσεις (ή τηλεφωνικές συνδιαλέξεις) με τους εμπλεκόμενους στις διαδικασίες, τους καταγγέλλοντες, ή τρίτα μέρη. Παρομοίως, πραγματοποιεί ενημερωτικές συσκέψεις ή τριμερείς συνεδριάσεις, όπως ορίζονται στα τμήματα 2.9 ή 2.10 κατωτέρω.

43.

Όταν μια συνεδρίαση πραγματοποιείται μετά από αίτηση των μερών, οι καταγγέλλοντες ή τα τρίτα μέρη οφείλουν κατά κανόνα να υποβάλουν εκ των προτέρων προτεινόμενη ημερήσια διάταξη με ζητήματα προς συζήτηση στη συνεδρίαση και υπόμνημα ή εισήγηση που καλύπτει αυτά τα ζητήματα αναλυτικότερα. Μετά από συσκέψεις ή τηλεφωνικές συνδιαλέξεις για ουσιαστικά ζητήματα, τα μέρη, οι καταγγέλλοντες ή οι τρίτοι μπορούν να τεκμηριώσουν εγγράφως τις δηλώσεις ή τις εισηγήσεις τους.

44.

Κάθε γραπτή τεκμηρίωση που συντάσσεται από τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν παραστεί σε συνεδρίαση η οποία κοινοποιείται στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού τοποθετείται στον φάκελο της υπόθεσης. Τα μέρη τα οποία αφορά η έρευνα έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε μη εμπιστευτική έκδοση αυτών των εγγράφων, καθώς και σε συνοπτικό υπόμνημα που συντάσσει η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, εάν δοθεί συνέχεια στην υπόθεση. Με την επιφύλαξη των αιτήσεων τήρησης της ανωνυμίας (37), το υπόμνημα αυτό αναφέρει τις επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στη σύσκεψη (ή συμμετείχαν στην τηλεφωνική συνδιάλεξη που αφορούσε ουσιαστικά ζητήματα) καθώς και τη διάρκεια και το θέμα (θέματα) που συζητήθηκαν στη σύσκεψη (ή κατά την τηλεφωνική συνδιάλεξη) (38). Συνοπτικό υπόμνημα συντάσσεται επίσης όταν η συνεδρίαση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Επιτροπής (π.χ. ενημερωτικές συνεδριάσεις).

45.

Η Επιτροπή μπορεί, ύστερα από σύσκεψη ή άλλη άτυπη επικοινωνία με τους εμπλεκόμενους, τους καταγγέλλοντες ή με τρίτα μέρη, να ζητήσει να παράσχουν πληροφορίες εγγράφως, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή να τους καλέσει σε ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού.

2.5.6.   Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων (συνεντεύξεις)

46.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και ο εκτελεστικός κανονισμός θεσπίζουν ειδική διαδικασία διεξαγωγής ακροάσεων φυσικών ή νομικών προσώπων που μπορεί να έχουν στην κατοχή τους χρήσιμα στοιχεία σχετικά με μια εικαζόμενη παράβαση των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ (βλ. άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού) (39).

47.

Η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, να υποβάλει ερωτήσεις με κάθε μέσο, όπως τηλεφωνικά ή με εικονοδιάσκεψη, σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δέχεται να καταθέσει για το σκοπό της συλλογής πληροφοριών σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνας.

48.

Πριν τη διεξαγωγή των εν λόγω ακροάσεων, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ενημερώνει το πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται οι ερωτήσεις για τη νομική βάση της ακρόασης, τον εθελοντικό χαρακτήρα της και το δικαίωμα του ερωτώμενου να συμβουλευθεί δικηγόρο. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ενημερώνει επίσης τον ερωτώμενο για τον σκοπό της συνέντευξης και την πρόθεσή της να καταγράψει τη συνέντευξη. Στην πράξη, αυτό γίνεται με τη χορήγηση εγγράφου που εξηγεί τη διαδικασία και υπογράφεται από τον ερωτώμενο. Για να διασφαλιστεί η ακρίβεια του περιεχομένου των ακροάσεων, αντίγραφο κάθε καταγραφής υποβάλλεται προς έγκριση στο πρόσωπο που έλαβε μέρος στην ακρόαση, σύντομα μετά την ακρόαση.

49.

Η διαδικασία ακροάσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και του άρθρου 3 του εκτελεστικού κανονισμού, εφαρμόζεται μόνο όταν υπάρχει ρητή συμφωνία μεταξύ του ερωτώμενου και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού να καταγραφεί η συνομιλία ως επίσημη συνέντευξη βάσει του άρθρου 19. Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να προτείνει τον χρόνο διεξαγωγής των ακροάσεων. Και ένα ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί ωστόσο να υποβάλει αίτηση στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να καταγραφεί η δήλωσή του ως συνέντευξη. Η αίτηση αυτή γίνεται καταρχήν αποδεκτή, με την επιφύλαξη των αναγκών και απαιτήσεων της σωστής διεξαγωγής της έρευνας.

2.6.   Έλεγχοι

50.

Στο πλαίσιο μιας έρευνας, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να διενεργεί ελέγχους στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων και, υπό ορισμένες περιστάσεις, και σε άλλους χώρους, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών χώρων. Η πρακτική της Επιτροπής σε σχέση με τους ελέγχους στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων περιγράφεται σε επεξηγηματικό υπόμνημα διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (40).

2.7.   Αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών

51.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (41), τα βασικά στοιχεία της οποίας παρουσιάζονται συνοπτικά κατωτέρω, ορισμένες μορφές επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών μπορεί, με την επιφύλαξη αυστηρών όρων, να προστατεύονται βάσει της αρχής του απορρήτου της επικοινωνίας (αναφέρεται επίσης ως «ΑΑΕ») και, ως εκ τούτου, να είναι απόρρητες έναντι της Επιτροπής, και να εξαιρούνται από τις εξουσίες της να διεξάγει έρευνες και να εξετάζει έγγραφα (42). Οι επικοινωνίες μεταξύ δικηγόρων και πελατών προστατεύονται από το απόρρητο της επικοινωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι πραγματοποιούνται για το σκοπό και προς το συμφέρον της άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης των πελατών σε διαδικασίες ανταγωνισμού και ότι αφορούν ανεξάρτητους δικηγόρους (43).

52.

Η επιχείρηση η οποία επικαλείται την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας όσον αφορά ένα συγκεκριμένο έγγραφο οφείλει να παράσχει στην Επιτροπή την απαιτούμενη αιτιολόγηση και το συναφές υλικό, ώστε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της, χωρίς να υποχρεώνεται να αποκαλύψει το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου (44). Πρέπει να υποβάλλονται εκδόσεις των εγγράφων από τα οποία έχουν αφαιρεθεί τμήματα που καλύπτονται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν έχουν παρασχεθεί αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, μπορεί να διατάξει την επίδοση του επίμαχου εγγράφου και, εάν είναι απαραίτητο, να επιβάλει στην επιχείρηση πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές για την άρνησή της είτε να προσκομίσει αυτά τα πρόσθετα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία είτε να επιδώσει το αμφισβητούμενο έγγραφο (45).

53.

Σε πολλές περιπτώσεις, και μόνο μια συνοπτική εξέταση από τους υπαλλήλους της Επιτροπής, συνήθως κατά τη διάρκεια μιας επιθεώρησης, της γενικής εικόνας, της επικεφαλίδας, των τίτλων ή άλλων επιφανειακών χαρακτηριστικών ενός εγγράφου τους επιτρέπει να επαληθεύσουν την ακρίβεια των δικαιολογιών που επικαλείται η επιχείρηση. Μια επιχείρηση έχει, ωστόσο, δικαίωμα να αρνηθεί σε υπαλλήλους της Επιτροπής ακόμη και την πρόχειρη εξέταση, υπό την προϋπόθεση ότι προβάλει επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσει γιατί θα ήταν αδύνατη η διενέργεια έστω και μιας πρόχειρης εξέτασης χωρίς να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο του εγγράφου (46).

54.

Όταν, κατά τη διάρκεια ελέγχου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής θεωρούν ότι η επιχείρηση: (i) δεν έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της ότι το επίμαχο έγγραφο καλύπτεται από την αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας· (ii) επικαλείται μόνο λόγους οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν παρόμοια προστασία· ή (iii) στηρίζεται σε προδήλως αβάσιμους ισχυρισμούς, οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να διαβάσουν αμέσως τα περιεχόμενα του εγγράφου και να λάβουν αντίγραφο (χωρίς τη διαδικασία σφράγισης του φακέλου). Όταν, εντούτοις, κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής θεωρούν ότι τα στοιχεία που παρέχει η επιχείρηση δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων, όπως αυτός ορίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όταν η επιχείρηση αρνείται στους υπαλλήλους της Επιτροπής να λάβουν συνοπτική γνώση ενός εγγράφου, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το έγγραφο αυτό ενδέχεται να υπόκειται σε προστασία του απορρήτου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να τοποθετήσουν αντίγραφο του επίμαχου εγγράφου σε σφραγισμένο φάκελο και να τον μεταφέρουν στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής ενόψει μεταγενέστερης επίλυσης της διαφοράς.

55.

Επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων μπορούν να ζητήσουν από τον σύμβουλο ακροάσεων να εξετάσει ισχυρισμούς ότι ένα έγγραφο που ζητεί η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18, 20 ή 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, τα οποίο έχει κρατηθεί από την Επιτροπή, καλύπτεται από προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας κατά την έννοια της νομολογίας, εάν δεν μπορέσουν να επιλύσουν το ζήτημα με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (47). Η επιχείρηση που προβάλλει τον ισχυρισμό μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων, εφόσον δέχεται να λάβει γνώση ο σύμβουλος ακροάσεων των πληροφοριών που κατά τους ισχυρισμούς της καλύπτονται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας και κάθε άλλου στοιχείου που είναι απαραίτητο για την εκτίμηση του συμβούλου ακροάσεων. Χωρίς να αποκαλύπτει το περιεχόμενο της πληροφορίας που δυνητικά προστατεύεται από το απόρρητο, ο σύμβουλος ακροάσεων κοινοποιεί στον αρμόδιο διευθυντή και στην επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων την προκαταρκτική του άποψη και ενδέχεται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

56.

Εάν δεν επιτευχθεί καμία λύση, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη σύσταση στον αρμόδιο Επίτροπο, χωρίς να αποκαλύψει το περιεχόμενο του εγγράφου που δυνητικά καλύπτεται από προστασία του απορρήτου. Ο εμπλεκόμενος που προβάλλει τον ισχυρισμό περί προστασίας του απορρήτου λαμβάνει αντίγραφο αυτής της σύστασης. Εάν το ζήτημα δεν λυθεί στη βάση αυτή, η Επιτροπή θα προβεί σε περαιτέρω εξέτασή του. Εάν είναι αναγκαίο, μπορεί να εκδώσει απόφαση απόρριψης του ισχυρισμού.

57.

Όταν η επιχείρηση προβάλλει τον ισχυρισμό περί προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας και έχει υποβάλει λόγους που τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό της, η Επιτροπή (με εξαίρεση τον σύμβουλο ακροάσεων, εάν έχει παραπεμφθεί σε αυτόν ο ισχυρισμός βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2 α) της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων), δεν διαβάζει το περιεχόμενο του εγγράφου πριν εκδώσει απόφαση που απορρίπτει τον εν λόγω ισχυρισμό και επιτρέπει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, εάν η επιχείρηση ασκήσει προσφυγή ακύρωσης και υποβάλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, η Επιτροπή δεν ανοίγει τον σφραγισμένο φάκελο και δεν διαβάζει τα έγγραφα πριν λάβει απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (48).

58.

Η υποβολή από επιχειρήσεις προδήλως αβάσιμων αιτήσεων προστασίας του απορρήτου καθαρά για παρελκυστικούς σκοπούς ή η άρνηση εκ μέρους τους, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, κάθε συνοπτικού ελέγχου εγγράφων κατά τη διάρκεια έρευνας μπορεί να επισύρει την επιβολή προστίμων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, εφόσον πληρούνται και οι άλλοι όροι αυτής της διάταξης. Παρομοίως, οι ενέργειες αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις για τον υπολογισμό ενδεχόμενου προστίμου που θα επιβληθεί με απόφαση λόγω παράβασης των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ (49).

2.8.   Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών

59.

Στο πλαίσιο έρευνας, η Επιτροπή μπορεί επίσης να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Η πρακτική της Επιτροπής σε σχέση με τις εν λόγω ανταλλαγές περιγράφεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο εσωτερικό του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (50).

2.9.   Ενημερωτικές συσκέψεις

60.

Σε όλη τη διάρκεια της συνεργασίας, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού προσπαθεί να δώσει, με δική της πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση, στα εμπλεκόμενα μέρη ευρεία δυνατότητα για ελεύθερες και ειλικρινείς συζητήσεις, λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο της έρευνας, και να τους επιτρέψει να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους.

61.

Γι’ αυτό τον λόγο, η Επιτροπή οργανώνει ενημερωτικές συσκέψεις σε συγκεκριμένα στάδια της διαδικασίας. Οι ενημερωτικές συσκέψεις, οι οποίες είναι απολύτως προαιρετικές για τους εμπλεκόμενους, μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας λήψης απόφασης και να διασφαλίσουν τη διαφάνεια και επικοινωνία μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και των εμπλεκομένων, και ιδίως να τους ενημερώσουν για την εξέλιξη της διαδικασίας σε καθοριστικά σημεία της. Οι ενημερωτικές συσκέψεις γίνονται μόνο με τους εμπλεκόμενους που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας και όχι με τον καταγγέλλοντα (εκτός εάν η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και προτίθεται να ενημερώσει τον καταγγέλλοντα ότι θα απορρίψει την καταγγελία του με επίσημη επιστολή βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού) ούτε με τρίτους. Όταν η έρευνα αφορά περισσότερους εμπλεκόμενους, οι ενημερωτικές συσκέψεις οργανώνονται για κάθε εμπλεκόμενο χωριστά. Σε διαδικασίες που αφορούν συμπράξεις, μια ενημερωτική συνεδρίαση διεξάγεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 65.

2.9.1.   Τρόπος διεξαγωγής των ενημερωτικών συσκέψεων

62.

Οι ενημερωτικές συσκέψεις πραγματοποιούνται συνήθως στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής, αλλά εάν είναι απαραίτητο, μπορούν επίσης να πραγματοποιηθούν με τηλεφωνική συνδιάλεξη ή εικονοδιάσκεψη. Στη συνεδρίαση συνήθως προΐσταται υψηλόβαθμο στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (Διευθυντής ή αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής). Εντούτοις, σε υποθέσεις με πολλά εμπλεκόμενα μέρη, μπορεί να προεδρεύσει ένας αρμόδιος προϊστάμενος μονάδας.

2.9.2.   Χρόνος διεξαγωγής των ενημερωτικών συσκέψεων

63.

Ο Γενικός Διευθυντής Ανταγωνισμού παρέχει τη δυνατότητα για ενημερωτικές συσκέψεις σε βασικά στάδια της υπόθεσης. Αυτά αντιστοιχούν κατά κανόνα (αν και αυτό δεν συμβαίνει συνήθως στο πλαίσιο διαδικασιών για συμπράξεις) στα ακόλουθα γεγονότα:

1)

Λίγο μετά την κίνηση της διαδικασίας: ο Γενικός Διευθυντής Ανταγωνισμού ενημερώνει τα εμπλεκόμενα μέρη της διαδικασίας για τα ζητήματα που έχουν εντοπιστεί στο παρόν στάδιο και για το προβλεπόμενο πεδίο της έρευνας. Η σύσκεψη αυτή παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα να εκδηλώσουν μια πρώτη αντίδραση στα θέματα που έχουν εντοπιστεί και μπορεί επίσης να βοηθήσει τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να αποφασίσει το κατάλληλο πλαίσιο για τη μετέπειτα πορεία της έρευνας. Σε αυτή τη σύσκεψη μπορεί να συζητηθεί ενδεχομένως με τους εμπλεκόμενους η δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα στη μετάφραση των εγγράφων σε σχέση με τη διεξαγωγή της έρευνας. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού κανονικά σε αυτό το στάδιο μπορεί να προσδιορίσει ένα ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για την υπόθεση. Αυτό το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα επανεξετάζεται, εάν είναι απαραίτητο, σε επόμενες ενημερωτικές συσκέψεις.

2)

Σε ένα επαρκώς προηγμένο στάδιο της έρευνας: η σύσκεψη αυτή παρέχει στα εμπλεκόμενα μέρη της διαδικασίας τη δυνατότητα να κατανοήσουν τις προκαταρκτικές απόψεις της Επιτροπής για την κατάσταση της υπόθεσης μετά την έρευνά της και για τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού. Η σύσκεψη μπορεί επίσης να βοηθήσει τον Γενικό Διευθυντή Ανταγωνισμού και τα εμπλεκόμενα μέρη να διασαφηνίσουν ορισμένα ζητήματα και πραγματικά περιστατικά σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης.

64.

Όταν εκδίδεται κοινοποίηση αιτιάσεων, παρέχεται επίσης στους εμπλεκόμενους η δυνατότητα ενημερωτικής σύσκεψης μετά την απάντησή τους στην κοινοποίηση αιτιάσεων ή μετά την προφορική ακρόαση, εάν διεξαχθεί. Οι εμπλεκόμενοι ενημερώνονται συνήθως σε αυτήν τη σύσκεψη για το πώς προτίθεται η Επιτροπή να συνεχίσει τη διερεύνηση της υπόθεσης.

65.

Στο πλαίσιο διαδικασιών για συμπράξεις (καρτέλ), πραγματοποιείται ενημερωτική σύσκεψη μετά την προφορική ακρόαση. Επιπλέον, οργανώνονται δύο ειδικές ενημερωτικές συσκέψεις στο πλαίσιο διαδικασιών ενόψει της έκδοσης αποφάσεων ανάληψης δεσμεύσεων (βλ. τμήμα 4 κατωτέρω) και για καταγγέλλοντες, εάν η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και προτίθεται να ενημερώσει τον καταγγέλλοντα ότι θα απορρίψει την καταγγελία του με επίσημη επιστολή βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (βλ. τμήμα 5 κατωτέρω).

66.

Οι ενημερωτικές συσκέψεις δεν αποκλείουν κατά κανένα τρόπο τις συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, των καταγγελλόντων ή τρίτων μερών και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού για ζητήματα ουσίας ή οργάνωσης του χρόνου και σε άλλες περιπτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο.

2.10.   Τριμερείς συνεδριάσεις

67.

Εκτός από τις διμερείς συνεδριάσεις μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και κάθε εμπλεκόμενου χωριστά, όπως οι ενημερωτικές συσκέψεις, η Επιτροπή μπορεί κατ’ εξαίρεση να αποφασίσει να καλέσει τα μέρη, ενδεχομένως και τον καταγγέλλοντα ή/και τρίτα μέρη, σε μια αποκαλούμενη «τριμερή» συνεδρίαση. Οι συνεδριάσεις αυτές συγκαλούνται όταν η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού πιστεύει ότι είναι προς το συμφέρον της έρευνας να ακούσει τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, ή να επαληθεύσει την ακρίβειά τους, σε μία μόνο σύσκεψη. Η συνεδρίαση αυτή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την έρευνα, παραδείγματος χάρη σε περιπτώσεις που έχουν διατυπωθεί δύο ή περισσότερες διιστάμενες απόψεις ή πληροφορίες ως προς τα βασικά δεδομένα ή αποδεικτικά στοιχεία.

68.

Κάθε τριμερής σύσκεψη οργανώνεται συνήθως με πρωτοβουλία της Επιτροπής και σε εθελοντική βάση. Στις τριμερείς συσκέψεις προεδρεύει συνήθως υψηλόβαθμο στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (Διευθυντής ή αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής). Μια τριμερής συνεδρίαση δεν αντικαθιστά την επίσημη προφορική ακρόαση.

69.

Όταν συγκαλούνται τριμερείς συνεδριάσεις, αυτό πρέπει να γίνεται όσο το δυνατό συντομότερα κατά το στάδιο της έρευνας (μετά την κίνηση διαδικασίας και πριν από την έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων), έτσι ώστε να είναι η Επιτροπή σε θέση να καταλήξει σε συμπέρασμα για τα ουσιαστικά ζητήματα πριν αποφασίσει αν θα εκδώσει κοινοποίηση αιτιάσεων, αν και δεν αποκλείεται η διεξαγωγή παρόμοιων συνεδριάσεων μετά την έκδοση κοινοποίησης αιτιάσεων, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο. Οι τριμερείς συνεδριάσεις πρέπει να προετοιμάζονται βάσει ημερήσιας διάταξης που καταρτίζει η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, μετά από διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους οι οποίοι συμφωνούν να παραστούν σε αυτήν. Η προετοιμασία της συνεδρίασης μπορεί να περιλαμβάνει αμοιβαία ανταλλαγή μη εμπιστευτικών παρατηρήσεων μεταξύ των μερών που θα παραστούν στη συνεδρίαση, αρκετά έγκαιρα πριν από τη συνεδρίαση.

2.11.   Συσκέψεις με τον Επίτροπο ή τον Γενικό Διευθυντή

70.

Εάν το ζητήσουν οι εμπλεκόμενοι, αποτελεί πάγια πρακτική να παρέχεται σε υψηλόβαθμα στελέχη των εμπλεκομένων και στον καταγγέλλοντα η δυνατότητα να συζητήσουν την υπόθεση είτε με τον Γενικό Διευθυντή Ανταγωνισμού είτε με τον αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή για θέματα συμπράξεων ή, εάν είναι απαραίτητο, με τον αρμόδιο Επίτροπο Ανταγωνισμού. Τα υψηλόβαθμα στελέχη των επιχειρήσεων μπορούν να συνοδεύονται από τους νομικούς ή/και οικονομικούς συμβούλους τους.

2.12.   Επανεξέταση βασικών εγγράφων

71.

Για να ενθαρρύνει την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, σε υποθέσεις που βασίζονται σε επίσημες καταγγελίες, η Επιτροπή παρέχει στους εμπλεκόμενους τους οποίους αφορούν οι διαδικασίες, σε αρχικό στάδιο (εκτός εάν αυτό θεωρηθεί ότι μπορεί να αποβεί σε βάρος της έρευνας) και το αργότερο σύντομα μετά την κίνηση της διαδικασίας, τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους για μια μη εμπιστευτική έκδοση της καταγγελίας (51). Εντούτοις, αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν η καταγγελία απορρίπτεται σε αρχικό στάδιο χωρίς περαιτέρω διεξοδική διερεύνηση (π.χ. βάσει «ανεπαρκών αιτίων για ανάληψη δράσης», που συνήθως χαρακτηρίζεται ως «απουσία ενδιαφέροντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση»).

72.

Η έγκαιρη πρόσβαση στην καταγγελία μπορεί να επιτρέψει στους εμπλεκόμενους να δώσουν χρήσιμες πληροφορίες σε ένα αρχικό στάδιο της διαδικασίας και να διευκολύνουν την αξιολόγηση της υπόθεσης.

73.

Με το ίδιο πνεύμα, στόχος της Επιτροπής είναι να δώσει στους εμπλεκόμενους τους οποίους αφορά η διαδικασία αμέσως μετά την κίνηση της διαδικασίας τη δυνατότητα να εξετάσουν μη εμπιστευτικές εκδόσεις ή άλλα «βασικά έγγραφα» που έχουν ήδη υποβληθεί στην Επιτροπή. Αυτά περιλαμβάνουν σημαντικά έγγραφα του καταγγέλλοντα ή ενδιαφερόμενων τρίτων μερών αλλά όχι, παραδείγματος χάρη, απαντήσεις σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Μετά από αυτό το αρχικό στάδιο, η δυνατότητα εξέτασης παρόμοιων εγγράφων από τα μέρη παρέχεται μόνον εάν αυτό είναι προς το συμφέρον της έρευνας και εφόσον υπάρχει κίνδυνος αδικαιολόγητης καθυστέρησης της διερεύνησης της υπόθεσης. Η Επιτροπή σέβεται τα δικαιολογημένα αιτήματα του καταγγέλλοντα ή ενδιαφερόμενων τρίτων μερών να μην αποκαλυφθούν τα έγγραφά τους πριν την έκδοση κοινοποίησης αιτιάσεων, όταν υπάρχουν εύλογες ανησυχίες όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, περιλαμβανομένων φόβων αντιποίνων και της προστασίας επιχειρηματικών απορρήτων.

74.

Δεν παρέχεται δυνατότητα εξέτασης βασικών εγγράφων στο πλαίσιο διαδικασιών για συμπράξεις (βλ. παράγραφο 4 ανωτέρω).

2.13.   Πιθανές εκβάσεις του σταδίου της έρευνας

75.

Όταν η Επιτροπή καταλήξει σε μια προκαταρκτική άποψη για τα βασικά ζητήματα μιας υπόθεσης, μπορεί να προβλεφθούν διάφοροι τρόποι διεξαγωγής της διαδικασίας:

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να εκδώσει κοινοποίηση αιτιάσεων με στόχο την έκδοση απαγορευτικής απόφασης σε σχέση με όλα ή ορισμένα από τα ζητήματα που εντοπίζονται κατά την κίνηση της διαδικασίας (βλ. τμήμα 3 κατωτέρω).

Οι εμπλεκόμενοι που υπόκεινται σε έρευνα μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αναλάβουν δεσμεύσεις που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα ανταγωνισμού τα οποία προκύπτουν από την έρευνα, ή τουλάχιστον να εκδηλώσουν την προθυμία τους να συζητήσουν αυτό το ενδεχόμενο· σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή συνομιλιών με στόχο τη λήψη απόφασης δεσμεύσεων (βλ. τμήμα 4 κατωτέρω).

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι δεν υπάρχουν λόγοι να συνεχιστεί η διαδικασία για όλα ή για ορισμένα από τα εμπλεκόμενα μέρη και να περατώσει αντίστοιχα τις διαδικασίες. Εάν η υπόθεση άνοιξε με καταγγελία, πριν θέσει την υπόθεση στο αρχείο, η Επιτροπή παρέχει στον καταγγέλλοντα τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του (βλ. τμήμα 5 σχετικά με την απόρριψη καταγγελιών).

76.

Όταν θέτει μια υπόθεση στο αρχείο σε αρχικό στάδιο μετά την κίνηση επίσημης διαδικασίας όσον αφορά ένα ή περισσότερα εμπλεκόμενα μέρη, σε πολυμερείς διαδικασίες, η Επιτροπή κανονικά δεν κοινοποιεί μόνο την απόφαση σε εκείνα τα εμπλεκόμενα μέρη αλλά, σε περίπτωση που η κίνηση διαδικασίας έχει δημοσιοποιηθεί, ανακοινώνει το κλείσιμο της διαδικασίας στον διαδικτυακό τόπο της ή/και εκδίδει ανακοίνωση τύπου. Το ίδιο συμβαίνει σε περιπτώσεις για τις οποίες δεν έχει κινηθεί μεν επίσημη διαδικασία, αλλά η Επιτροπή έχει ήδη δημοσιοποιήσει την έρευνά της (π.χ. με την επιβεβαίωση ότι έχουν διενεργηθεί έλεγχοι).

3.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

77.

Σημαντικό διαδικαστικό βήμα σε διαδικασίες οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν στην έκδοση απόφασης απαγόρευσης είναι η έκδοση κοινοποίησης αιτιάσεων. Εντούτοις, η έκδοση κοινοποίησης αιτιάσεων δεν προδικάζει την τελική έκβαση της έρευνας. Μπορεί κάλλιστα να έχει ως αποτέλεσμα να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο χωρίς να εκδοθεί απόφαση απαγόρευσης ούτε απόφαση ανάληψης δεσμεύσεων.

3.1.   Δικαίωμα ακρόασης

78.

Το δικαίωμα των εμπλεκόμενων να εισακουστούν πριν από την έκδοση τελικής απόφασης που θα επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντά τους αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της ΕΕ. Η Επιτροπή έχει αναλάβει δέσμευση να διασφαλίζει τον σεβασμό της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος ακρόασης στις διαδικασίες που εφαρμόζει (52).

79.

Οι σύμβουλοι ακροάσεων έχουν καθήκον να διασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων, κατ’ εξοχήν του δικαιώματος ακρόασης, σε διαδικασίες ανταγωνισμού (53). Οι σύμβουλοι ακροάσεων ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία έναντι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και οι διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ της τελευταίας και οποιουδήποτε εμπλεκόμενου στη διαδικασία μπορούν να παραπεμφθούν ενώπιον του αρμόδιου συμβούλου ακροάσεων προς επίλυση.

80.

Ο σύμβουλος ακροάσεων συμμετέχει άμεσα καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών σε υποθέσεις συμπράξεων, και ιδίως στη διοργάνωση και διεξαγωγή των προφορικών ακροάσεων, εφόσον διεξάγονται. Μετά την προφορική ακρόαση, και αφού λάβει υπόψη τις γραπτές απαντήσεις των εμπλεκομένων στην κοινοποίηση αιτιάσεων, ο σύμβουλος ακροάσεων υποβάλλει έκθεση στον αρμόδιο Επίτροπο Ανταγωνισμού σχετικά με την ακρόαση και τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν από αυτήν. Επιπλέον, πριν εκδοθεί τελική απόφαση από το Σώμα των Επιτρόπων, ο σύμβουλος ακροάσεων ενημερώνει την Επιτροπή αν έγινε σεβαστό το δικαίωμα αποτελεσματικής άσκησης των διαδικαστικών δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια των διοικητικών διαδικασιών. Η τελική έκθεση αποστέλλεται στους εμπλεκόμενους μαζί με την τελική απόφαση της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.1.1.   Κοινοποίηση αιτιάσεων

81.

Πριν εκδώσει απόφαση που επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα ενός αποδέκτη της, και ιδίως απόφαση που διαπιστώνει παράβαση των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ και διατάσσει την παύση της (άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003) ή/και την επιβολή προστίμων (άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003), η Επιτροπή οφείλει να παράσχει στα μέρη τα οποία αφορά η διαδικασία τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής (54). Η Επιτροπή το πράττει με την έκδοση κοινοποίησης αιτιάσεων, η οποία κοινοποιείται σε κάθε εμπλεκόμενο τον οποίο αφορά η διαδικασία.

3.1.1.1.   Σκοπός και περιεχόμενο της κοινοποίησης αιτιάσεων

82.

Η κοινοποίηση αιτιάσεων παραθέτει την αρχική θέση της Επιτροπής για την εικαζόμενη παράβαση των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ, μετά από διεξοδική εξέταση. Σκοπός της κοινοποίησης είναι να ενημερώσει τους εμπλεκόμενους για τις εις βάρος τους αιτιάσεις, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους γραπτά και προφορικά (κατά την ακρόαση). Συνιστά, συνεπώς, καθοριστικής σημασίας διαδικαστική διασφάλιση που εγγυάται ότι θα τηρηθεί το δικαίωμα ακρόασης. Πρέπει να παρέχονται στα εμπλεκόμενα μέρη όλες οι πληροφορίες που χρειάζονται για να υπερασπίσουν αποτελεσματικά τον εαυτό τους και να διατυπώσουν παρατηρήσεις για τους εις βάρος τους ισχυρισμούς.

3.1.1.2.   Πιθανή επιβολή διορθωτικών μέτρων και επιχειρήματα των μερών έναντι των αιτιάσεων

83.

Εάν η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει διορθωτικά μέτρα στα εμπλεκόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η κοινοποίηση αιτιάσεων αναφέρει τα προβλεπόμενα διορθωτικά μέτρα που θα είναι ενδεχομένως απαραίτητα για τον τερματισμό της εικαζόμενης παράβασης. Οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να είναι αρκούντως αναλυτικές, ώστε να επιτρέπουν στους εμπλεκόμενους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ως προς την αναγκαιότητα και αναλογικότητα των προβλεπόμενων διορθωτικών μέτρων. Εάν προβλέπεται να ληφθούν διαρθρωτικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η κοινοποίηση αιτιάσεων εξηγεί τον λόγο για τον οποίο δεν υπάρχει εξίσου αποτελεσματικό διορθωτικό μέτρο ως προς τη συμπεριφορά ή γιατί η Επιτροπή θεωρεί ότι οποιοδήποτε εξίσου αποτελεσματικό διορθωτικό μέτρο ως προς τη συμπεριφορά θα ήταν περισσότερο επαχθές για την εμπλεκόμενη επιχείρηση σε σχέση με το διαρθρωτικού χαρακτήρα διορθωτικό μέτρο.

3.1.1.3.   Πιθανή επιβολή προστίμων και επιχειρήματα των μερών

84.

Η κοινοποίηση αιτιάσεων πρέπει να αναφέρει σαφώς αν η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις, σε περίπτωση που υιοθετηθούν οι αιτιάσεις (άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κοινοποίηση αιτιάσεων παραπέμπει στις σχετικές αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων (55). Στην κοινοποίηση αιτιάσεων η Επιτροπή πρέπει να αναφέρει τα βασικά πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμου, όπως η διάρκεια και η σοβαρότητα της παράβασης και αν αυτή διαπράχθηκε σκόπιμα ή από αμέλεια. Η κοινοποίηση αιτιάσεων αναφέρει επίσης με επαρκή ακρίβεια ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά μπορούν να θεωρηθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις και, εάν είναι δυνατόν, ελαφρυντικές περιστάσεις.

85.

Αν και δεν υπάρχει νομική υποχρέωση ως προς αυτό, για λόγους μεγαλύτερης διαφάνειας, η Επιτροπή προσπαθεί να περιλάβει στην κοινοποίηση αιτιάσεων (χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία) και άλλα ζητήματα συναφή με τυχόν μεταγενέστερο υπολογισμό προστίμων, όπως τα στοιχεία για τις πωλήσεις που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τον αριθμό ετών για τον υπολογισμό της αξίας αυτών των πωλήσεων. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να κοινοποιηθούν στους εμπλεκόμενους και μετά την έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρέχεται στα εμπλεκόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

86.

Εάν η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία της τελικής απόφασής της τα πραγματικά περιστατικά ή νομικά στοιχεία που περιέχονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων και είναι σε βάρος ενός ή περισσότερων εμπλεκόμενων, ή προτίθεται να λάβει υπόψη συμπληρωματικά ενοχοποιητικά στοιχεία, παρέχεται πάντοτε στον ή τους εμπλεκόμενους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους με τον κατάλληλο τρόπο.

87.

Η Επιτροπή ενημερώνει επίσης στην κοινοποίηση αιτιάσεων τα μέρη ότι, σε έκτακτες περιπτώσεις, δύναται, εφόσον της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο και να μειώσει ή να ακυρώσει το πρόστιμο το οποίο θα μπορούσε υπό διαφορετικές περιστάσεις να επιβληθεί, εάν το εν λόγω πρόστιμο θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της επιχείρησης, σύμφωνα με την παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων (56).

88.

Οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν παρόμοια αίτηση πρέπει να είναι προετοιμασμένες να προσκομίσουν αναλυτικά και επικαιροποιημένα οικονομικά στοιχεία για να στηρίξουν το αίτημά τους. Συνήθως, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού είναι σε επικοινωνία με τα εμπλεκόμενα μέρη με στόχο τη συλλογή συμπληρωματικών πληροφοριών ή/και τη διασαφήνιση πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί, γεγονός που θα επιτρέψει στους εμπλεκόμενους να υποβάλουν στην Επιτροπή περισσότερα συναφή στοιχεία. Όταν αξιολογεί τον ισχυρισμό περί αδυναμίας πληρωμής μιας επιχείρησης, η Επιτροπή εξετάζει ιδίως τις οικονομικές καταστάσεις των τελευταίων ετών και τις προβλέψεις για το τρέχον και τα επόμενα έτη· τους δείκτες για τη μέτρηση της οικονομικής ισχύος, της κερδοφορίας, της φερεγγυότητας και της ρευστότητας και τις σχέσεις της επιχείρησης με εξωτερικούς χρηματοπιστωτικούς εταίρους και τους μετόχους της. Η Επιτροπή εξετάζει επίσης το ειδικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο κάθε επιχείρησης και αξιολογεί αν το πρόστιμο θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της (57).

89.

Η αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης πραγματοποιείται για όλες τις επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση αδυναμίας πληρωμών για τις οποίες επίκειται η έκδοση απόφασης και βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων, ανεξάρτητα από τον χρόνο υποβολής της αίτησης.

90.

Τα μέρη μπορούν επίσης να υποβάλουν τα επιχειρήματά τους κατά την προφορική ακρόαση σχετικά με θέματα που είναι ενδεχομένως σημαντικά για την πιθανή επιβολή προστίμων (58).

3.1.1.4.   Διαφάνεια

91.

Για να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια κατά τις διαδικασίες, η Επιτροπή εκδίδει, κατά κανόνα, ανακοίνωση τύπου όπου παραθέτει τα βασικά στοιχεία που τίθενται στην κοινοποίηση αιτιάσεων, αμέσως μετά την παραλαβή της από τους αποδέκτες της. Η εν λόγω ανακοίνωση τύπου αναφέρει ρητά ότι η κοινοποίηση αιτιάσεων δεν προδικάζει το τελικό αποτέλεσμα των διαδικασιών, αφότου διεξαχθεί η ακρόαση των μερών.

3.1.2.   Πρόσβαση στον φάκελο

92.

Παρέχεται στους αποδέκτες της κοινοποίησης αιτιάσεων δυνατότητα πρόσβασης στον φάκελο της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και τα άρθρα 15 και 16 του εκτελεστικού κανονισμού, ώστε να μπορούν να διατυπώσουν αποτελεσματικά τις απόψεις τους για τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής στην κοινοποίηση αιτιάσεών της.

93.

Οι πρακτικές λεπτομέρειες της πρόσβασης στον φάκελο, καθώς και αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το είδος των εγγράφων στα οποία θα παρέχεται πρόσβαση και για τα ζητήματα απορρήτου, καλύπτονται από χωριστή ανακοίνωση σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο (59). Η παροχή της δυνατότητας πρόσβασης στον φάκελο της Επιτροπής υπάγεται κατ’ εξοχήν στην αρμοδιότητα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Οι σύμβουλοι ακροάσεων αποφασίζουν για τις διαφορές μεταξύ των μερών, των παρόχων πληροφοριών και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής, σύμφωνα με την ανακοίνωση για τους κανόνες πρόσβασης στο φάκελο, τους εφαρμοστέους κανονισμούς και με τις αρχές που έχουν θεσπιστεί στη σχετική νομολογία. Τέλος, ειδικοί κανόνες διέπουν την πρόσβαση σε καταστάσεις επιχειρήσεων σε υποθέσεις συμπράξεων και διαδικασίες διευθέτησης διαφορών (60).

94.

Η επαρκής πρόσβαση στο φάκελο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία των μερών και άλλων επιχειρήσεων που έχουν δώσει πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται στον φάκελο. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 41 ανωτέρω, οι πάροχοι πληροφοριών πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 του εκτελεστικού κανονισμού, να τεκμηριώσουν την απαίτησή τους για την τήρηση του απορρήτου και να υποβάλουν μη εμπιστευτική έκδοση των εγγράφων. Η εν λόγω μη εμπιστευτική έκδοση πρέπει να έχει τον ίδιο μορφότυπο με αυτόν των εμπιστευτικών πληροφοριών, με συνοπτική περιγραφή στη θέση των αποσπασμάτων που έχουν απαλειφθεί. Εάν δεν υπάρχει διαφορετική συμφωνία, η μη εμπιστευτική έκδοση πρέπει να παρέχεται ταυτόχρονα με το πρωτότυπο. Σε περίπτωση υποβολής μη εμπιστευτικής έκδοσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα δεν περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες (61).

3.1.3.   Διαδικασίες που διευκολύνουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των μερών της διαδικασίας

95.

Πέρα από τις δυνατότητες που παρέχει η ανακοίνωση σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και δύο πρόσθετες διαδικασίες, με σκοπό να ελαφρυνθεί το βάρος της σύνταξης μη εμπιστευτικών εκδόσεων των εγγράφων: η αποκάλυψη στοιχείων σε περιορισμένο κύκλο προσώπων κατόπιν διαπραγμάτευσης και η διαδικασία της αίθουσας δεδομένων.

96.

Καταρχάς, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού μπορεί να δεχθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όταν πρόκειται για εξαιρετικά ογκώδεις φακέλους, να συμφωνήσουν τα εμπλεκόμενα μέρη σε εθελοντική βάση να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία της αποκάλυψης στοιχείων κατόπιν διαπραγμάτευσης. Βάσει αυτής της διαδικασίας, το μέρος που έχει δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο συμφωνεί διμερώς με τους παρόχους πληροφοριών που διεκδικούν την προστασία του απορρήτου να λάβει όλες ή ορισμένες από τις πληροφορίες τις οποίες έχει παράσχει ο τελευταίος στην Επιτροπή, περιλαμβανομένων εμπιστευτικών πληροφοριών. Το μέρος στο οποίο παρέχεται πρόσβαση στον φάκελο περιορίζει την πρόσβαση στις πληροφορίες σε περιορισμένο κύκλο προσώπων (που αποφασίζονται από τα εμπλεκόμενα μέρη κατά περίπτωση, κατόπιν αιτήσεως, υπό την εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού). Στον βαθμό που η εν λόγω πρόσβαση στον φάκελο κατόπιν διαπραγμάτευσης περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης ενός μέρους στον φάκελο της έρευνας, το εν λόγω μέρος παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο έναντι της Επιτροπής. Κανονικά, το εμπλεκόμενο μέρος λαμβάνει τις πληροφορίες που αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας στοιχείων αποκάλυψης κατόπιν διαπραγμάτευσης απευθείας από τον φορέα παροχής των πληροφοριών. Εάν, ωστόσο, τα στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο παρόμοιας συμφωνίας κοινοποιούνται, κατ’ εξαίρεση, από την Επιτροπή σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, οι πάροχοι των πληροφοριών πρέπει να παραιτηθούν από τα δικαιώματα προστασίας του απορρήτου έναντι της Επιτροπής.

97.

Δεύτερον, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού μπορεί να οργανώσει την επονομαζόμενη διαδικασία της «αίθουσας δεδομένων». Η διαδικασία αυτή χρησιμοποιείται συνήθως για την αποκάλυψη ποσοτικών δεδομένων που αφορούν την οικονομετρική ανάλυση. Βάσει αυτής της διαδικασίας, μέρος του φακέλου, που περιλαμβάνει και εμπιστευτικές πληροφορίες, συγκεντρώνεται σε μία αίθουσα στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής («αίθουσα δεδομένων»). Η πρόσβαση στην αίθουσα δεδομένων παρέχεται σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, π.χ. στον εξωτερικό νομικό σύμβουλο ή/και τους οικονομικούς συμβούλους του εμπλεκόμενου (οι οποίοι συλλογικά αποκαλούνται «σύμβουλοι») υπό την επίβλεψη υπαλλήλου της Επιτροπής. Οι σύμβουλοι μπορούν να κάνουν χρήση των πληροφοριών που περιέχονται στην αίθουσα δεδομένων για τους σκοπούς της υπεράσπισης του πελάτη τους, αλλά δεν μπορούν να αποκαλύψουν καμία εμπιστευτική πληροφορία στον πελάτη τους. Η αίθουσα δεδομένων είναι εξοπλισμένη με αρκετούς σταθμούς εργασίας σε υπολογιστές και το απαραίτητο λογισμικό (και, κατά περίπτωση, τα απαραίτητα σύνολα δεδομένων και σύστημα καταγραφής των παλινδρομήσεων για τη στήριξη της θέσης της Επιτροπής). Δεν υπάρχει διαδικτυακή σύνδεση και δεν επιτρέπεται εξωτερική επικοινωνία. Επιτρέπεται η παραμονή των συμβούλων στην αίθουσα δεδομένων κατά τις συνήθεις ώρες εργασίας και, εάν υπάρχει αιτιολόγηση, μπορεί να επιτραπεί η πρόσβαση για αρκετές ημέρες. Απαγορεύεται αυστηρά στους συμβούλους να λαμβάνουν αντίγραφα, σημειώσεις ή περιλήψεις των εγγράφων και μπορούν να αποκομίσουν εξερχόμενοι από την «αίθουσα δεδομένων» μόνο μία τελική έκθεση, η οποία ελέγχεται από την ομάδα που είναι υπεύθυνη για την υπόθεση, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν περιέχει καμία εμπιστευτική πληροφορία. Κάθε σύμβουλος υπογράφει συμφωνία τήρησης του απορρήτου και του εξηγούνται οι όροι της ειδικής πρόσβασης στην «αίθουσα δεδομένων» πριν από την είσοδό του. Στον βαθμό που η χρησιμοποίηση αυτής της διαδικασίας της «αίθουσας δεδομένων» περιορίζει το δικαίωμα ενός μέρους να έχει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας, εφαρμόζονται οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

98.

Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να αποφασίσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 παράγραφος 4 της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων, ότι η διαδικασία της αίθουσας δεδομένων θα εφαρμοστεί μόνο στις περιορισμένες περιπτώσεις που η πρόσβαση σε ορισμένες εμπιστευτικές πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητη για την άσκηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης ενός μέρους και όταν ο σύμβουλος ακροάσεων θεωρεί ότι, σε αντιστάθμιση, η σύγκρουση ανάμεσα στην τήρηση του απορρήτου και στα δικαιώματα υπεράσπισης επιλύεται καλύτερα με αυτόν τον τρόπο. Ο(η) σύμβουλος ακροάσεων δεν λαμβάνει παρόμοια απόφαση, εάν θεωρεί ότι η αίθουσα δεδομένων δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο και ότι η πρόσβαση στις πληροφορίες πρέπει να παρασχεθεί με διαφορετικό τρόπο (π.χ. μη εμπιστευτική έκδοση εγγράφου).

3.1.4.   Γραπτή απάντηση στην κοινοποίηση αιτιάσεων

99.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή παρέχει στους αποδέκτες της κοινοποίησης αιτιάσεων τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η γραπτή απάντηση παρέχει στα μέρη τα οποία αφορά η έρευνα τη δυνατότητα να παραθέσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων της Επιτροπής.

100.

Η προθεσμία απάντησης στην κοινοποίηση αιτιάσεων λαμβάνει υπόψη τόσο τον χρόνο ο οποίος απαιτείται για την προετοιμασία του εγγράφου όσο και τον επείγοντα χαρακτήρα της υπόθεσης (62). Οι αποδέκτες της κοινοποίησης αιτιάσεων έχουν δικαίωμα ελάχιστης προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων να απαντήσουν εγγράφως (63). Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού μπορεί να ορίσει μεγαλύτερη προθεσμία (συνήθως δύο μηνών, αν και το διάστημα αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης) λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

το μέγεθος και την περιπλοκότητα του φακέλου (π.χ. αριθμός των παραβάσεων, εικαζόμενη διάρκεια των παραβάσεων, μέγεθος και αριθμός των εγγράφων ή/και μέγεθος και περιπλοκότητα των μελετών εμπειρογνωμόνων) ή/και

το αν ο υποβάλλων την αίτηση αποδέκτης της κοινοποίησης αιτιάσεων είχε προηγουμένως πρόσβαση σε πληροφορίες (π.χ. βασικά έγγραφα, αιτήσεις για επιεική μεταχείριση) ή/και

κάθε άλλο αντικειμενικό εμπόδιο που μπορεί ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ο αποδέκτης της κοινοποίησης αιτιάσεων ο οποίος υποβάλλει το αίτημα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του·

101.

Ο αποδέκτης μιας κοινοποίησης αιτιάσεων μπορεί, εντός της αρχικής προθεσμίας, να ζητήσει παράταση της προθεσμίας για να απαντήσει με αιτιολογημένη αίτηση προς τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί το αίτημα για παράταση της προθεσμίας ή ο αποδέκτης της κοινοποίησης αιτιάσεων διαφωνεί με τη διάρκεια της παραχωρηθείσας παράτασης, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων για επανεξέταση πριν από την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας.

102.

Η προθεσμία αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία πρόσβασης στα βασικά έγγραφα του φακέλου (64). Συγκεκριμένα, οι προθεσμίες δεν αρχίζουν να υπολογίζονται συνήθως πριν παρασχεθεί στον αποδέκτη της κοινοποίησης αιτιάσεων πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία υπάρχουν μόνο στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής, π.χ. εταιρικές δηλώσεις. Το γεγονός ότι δεν έχει παρασχεθεί δυνατότητα πρόσβασης σε ολόκληρο τον φάκελο δεν συνεπάγεται αυτομάτως το ότι δεν έχει αρχίσει να υπολογίζεται η προθεσμία (65).

103.

Όταν αυτό επιβάλλεται λόγω δικαιωμάτων της υπεράσπισης (66), ή όταν κατά την άποψη της Επιτροπής θα συνέβαλε στην περαιτέρω διασαφήνιση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων σχετικά με την υπόθεση, η Επιτροπή μπορεί να χορηγήσει στους εμπλεκόμενους αντίγραφο της μη εμπιστευτικής έκδοσης (ή συγκεκριμένα αποσπάσματα) των γραπτών απαντήσεων άλλων μερών στην κοινοποίηση αιτιάσεων. Αυτό κανονικά συμβαίνει πριν από την προφορική ακρόαση, για να έχουν οι εμπλεκόμενοι τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους κατά την προφορική ακρόαση. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να αποφασίσει να το πράξει σε ενδεικνυόμενες υποθέσεις σε σχέση με τους καταγγέλλοντες και δεκτά τρίτα μέρη. Εάν παρέχεται πρόσβαση σε απαντήσεις άλλων μερών, επειδή αυτό είναι απαραίτητο για την άσκηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, οι εμπλεκόμενοι δικαιούνται επίσης επαρκή πρόσθετο χρόνο για να διατυπώσουν παρατηρήσεις επί αυτών των απαντήσεων.

3.1.5.   Δικαιώματα των καταγγελλόντων και των ενδιαφερόμενων τρίτων μερών

104.

Οι καταγγέλλοντες συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού, έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν μη εμπιστευτική έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων και η Επιτροπή ορίζει προθεσμία για να γνωστοποιήσει ο καταγγέλλων γραπτά τις απόψεις του. Αίτηση παράτασης της προθεσμίας αυτής μπορεί να υποβληθεί με τη δέουσα αιτιολόγηση στην Επιτροπή έγκαιρα πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Εάν η αίτηση παράτασης δεν ικανοποιηθεί ή υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού και τον καταγγέλλοντα ως προς τη ζητούμενη παράταση, ο καταγγέλλων μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων με αιτιολογημένη αίτηση (67).

105.

Κατόπιν αιτήσεως, η Επιτροπή δέχεται σε ακρόαση και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν επαρκές συμφέρον από την έκβαση της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 13 του εκτελεστικού κανονισμού. Ο σύμβουλος ακροάσεων αποφασίζει αν τα εν λόγω τρίτα πρόσωπα γίνουν δεκτά στη διαδικασία. Τα πρόσωπα που γίνονται δεκτά ενημερώνονται εγγράφως για τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας και η Επιτροπή ορίζει προθεσμία για να γνωστοποιήσουν γραπτά τις απόψεις τους. Αίτηση παράτασης αυτής της προθεσμίας μπορεί να υποβληθεί με τη δέουσα αιτιολόγηση στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, έγκαιρα πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Εάν η εν λόγω αίτηση παράτασης της προθεσμίας δεν ικανοποιηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού και το ενδιαφερόμενο τρίτο μέρος που έγινε δεκτό στη διαδικασία διαφωνήσει σχετικά με την αιτηθείσα παράταση, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων με αιτιολογημένη αίτηση (68).

3.1.6.   Προφορική ακρόαση

106.

Κάθε αποδέκτης μιας κοινοποίησης αιτιάσεων έχει δικαίωμα για προφορική ακρόαση. Αίτηση προφορικής ακρόασης μπορεί να υποβληθεί εντός της προθεσμίας που έχει οριστεί για τη γραπτή απάντησή του στην κοινοποίηση αιτιάσεων.

107.

Η προφορική ακρόαση παρέχει στους εμπλεκόμενους τη δυνατότητα να αναπτύξουν προφορικά τα επιχειρήματα που έχουν υποβάλει εγγράφως και να συμπληρώσουν, κατά περίπτωση, τα γραπτά στοιχεία ή να ενημερώσουν την Επιτροπή για άλλα ενδεχομένως συναφή θέματα. Η προφορική ακρόαση επιτρέπει επίσης στα εμπλεκόμενα μέρη να παραθέσουν τα επιχειρήματά τους σε σχέση με τα ζητήματα που ενδέχεται να είναι σημαντικά για την πιθανή επιβολή προστίμων. Το γεγονός ότι η ακρόαση δεν είναι δημόσια εγγυάται ότι όλοι οι παριστάμενοι μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα. Πληροφορίες που αποκαλύπτονται κατά την προφορική ακρόαση χρησιμοποιούνται μόνο για τις δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ και δεν αποκαλύπτονται ούτε χρησιμοποιούνται για άλλο σκοπό από τους συμμετέχοντες σε προφορική ακρόαση. Ο περιορισμός αυτός ισχύει επίσης και για την καταγραφή των προφορικών ακροάσεων καθώς και για κάθε παρουσίαση με οπτικοακουστικά μέσα. Σε περίπτωση χρησιμοποίησης πληροφοριών που αποκαλύπτονται κατά την προφορική ακρόαση για σκοπούς άλλους πλην των δικαστικών ή/και διοικητικών διαδικασιών για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ, ανά πάσα στιγμή με τη συμμετοχή εξωτερικού συμβούλου, η Επιτροπή μπορεί να αναφέρει το γεγονός στον δικηγορικό σύλλογο του εν λόγω συμβούλου για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων.

108.

Λόγω της σημασίας της προφορικής ακρόασης, αποτελεί πάγια πρακτική της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού να διασφαλίζει τη συνεχή παρουσία υψηλόβαθμου στελέχους της (Διευθυντή ή αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή) μαζί με την ομάδα υπαλλήλων της Επιτροπής που είναι υπεύθυνοι για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο σύμβουλος ακροάσεων καλεί επίσης να παραστούν τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, την ομάδα του προϊστάμενου οικονομολόγου και τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής (69), περιλαμβανομένης της Νομικής Υπηρεσίας.

3.1.7.   Συμπληρωματική κοινοποίηση αιτιάσεων και επιστολή πραγματικών περιστατικών

109.

Εάν, μετά την έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων, εντοπιστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή προτίθεται να βασιστεί ή να αλλάξει τη νομική εκτίμησή της σε βάρος των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, παρέχει την ευκαιρία στις εν λόγω επιχειρήσεις να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους γι’ αυτά τα νέα στοιχεία.

110.

Σε περίπτωση έκδοσης συμπληρωματικών αιτιάσεων ή τροποποίησης της φύσης της παράβασης για την οποία κατηγορείται μια επιχείρηση (70), η Επιτροπή γνωστοποιεί το στοιχείο αυτό στα εμπλεκόμενα μέρη στο πλαίσιο συμπληρωματικής κοινοποίησης αιτιάσεων. Πριν το πράξει, παρέχει στα εμπλεκόμενα μέρη τη δυνατότητα να παραστούν σε ενημερωτική σύσκεψη. Εφαρμόζονται οι κανόνες καθορισμού της προθεσμίας για την απάντηση σε κοινοποίηση αιτιάσεων (βλ. ανωτέρω), αν και για τον σκοπό αυτό ορίζεται συνήθως μικρότερη προθεσμία.

111.

Εάν, ωστόσο, οι αιτιάσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί κατά των επιχειρήσεων στην κοινοποίηση αιτιάσεων απλώς ενισχύονται με νέα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή προτίθεται να βασιστεί, γνωστοποιεί το γεγονός στα εμπλεκόμενα μέρη με απλή επιστολή («επιστολή πραγματικών περιστατικών») (71). Η επιστολή πραγματικών περιστατικών παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διατυπώσουν γραπτές παρατηρήσεις για τα νέα αποδεικτικά στοιχεία εντός καθορισμένης προθεσμίας. Μπορεί να υποβληθεί στην Επιτροπή αιτιολογημένη αίτηση για την παράταση αυτής της προθεσμίας. Εάν η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού και ο αποδέκτης των αιτιάσεων διαφωνήσουν ως προς τη διάρκεια της ζητούμενης παράτασης, ο αποδέκτης μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων με αιτιολογημένη αίτηση.

112.

Τα διαδικαστικά δικαιώματα που αρχίζουν να ισχύουν με την αποστολή της κοινοποίησης αιτιάσεων εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και μετά την έκδοση συμπληρωματικής κοινοποίησης αιτιάσεων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος των εμπλεκόμενων να ζητήσουν προφορική ακρόαση. Παρέχεται επίσης πρόσβαση σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά το διάστημα από την αρχική κοινοποίηση αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της συμπληρωματικής κοινοποίησης αιτιάσεων. Εάν εκδοθεί επιστολή πραγματικών περιστατικών, παραχωρείται γενικά πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν μετά την έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων μέχρι την ημερομηνία της εν λόγω επιστολής πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, όταν η Επιτροπή προτίθεται μόνο να βασιστεί σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν ένα μέρος ή περιορισμένο αριθμό μερών ή/και επιμέρους θέματα (ιδίως αυτά που αφορούν τον καθορισμό του ποσού του προστίμου ή ζητήματα ευθύνης ως μητρικής εταιρείας), η πρόσβαση παρέχεται μόνο στα μέρη που εμπλέκονται άμεσα και για τα αποδεικτικά στοιχεία που σχετίζονται με τα εν λόγω ζητήματα.

3.2.   Πιθανές εκβάσεις αυτού του σταδίου

113.

Εάν, αφού λάβει υπόψη τις γραπτές απαντήσεις των μερών ή/και τις παρατηρήσεις τους κατά την προφορική ακρόαση και βάσει ενδελεχούς αξιολόγησης όλων των πληροφοριών που αποκτήθηκαν μέχρι το παρόν στάδιο, τεκμηριωθούν οι αιτιάσεις, η Επιτροπή προβαίνει στην έκδοση απόφασης με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση των σχετικών κανόνων ανταγωνισμού. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να αποφασίσει να αποσύρει ορισμένες αιτιάσεις και να συνεχίσει για να εκδώσει απόφαση που διαπιστώνει παράβαση ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία.

114.

Εάν, ωστόσο, οι αιτιάσεις δεν έχουν τεκμηριωθεί σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή θέτει την υπόθεση στο αρχείο. Σε αυτή την περίπτωση, εφαρμόζονται επίσης τα μέτρα πληροφόρησης που περιγράφονται ανωτέρω στην παράγραφο 76.

4.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ

115.

Το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 προβλέπει τη δυνατότητα ανάληψης δεσμεύσεων από επιχειρήσεις για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντόπισε η Επιτροπή. Εάν η Επιτροπή αποδεχτεί αυτές τις δεσμεύσεις, μπορεί να εκδώσει απόφαση που τις καθιστά υποχρεωτικές για τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία. Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί ή να μην αποδεχτεί τις δεσμεύσεις. Βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή πρέπει να επαληθεύει ότι οι αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις ανταποκρίνονται στα διαπιστωθέντα προβλήματα ανταγωνισμού και ότι δεν υπερβαίνουν εμφανώς τα όρια του αναγκαίου για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Κατά τη διενέργεια αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα τρίτων μερών. Εντούτοις, δεν είναι υποχρεωμένη να συγκρίνει αυτές τις εκούσιες αναλήψεις δεσμεύσεων με μέτρα τα οποία θα μπορούσε να επιβάλει βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και να θεωρήσει αντίθετες με την αρχή της αναλογικότητας όλες τις δεσμεύσεις που υπερβαίνουν τα εν λόγω μέτρα (72).

116.

Οι αποφάσεις ανάληψης δεσμεύσεων δεν ενδείκνυνται για υποθέσεις στις οποίες η Επιτροπή θεωρεί ότι η φύση της παράβασης επισύρει επιβολή προστίμου (73). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν εφαρμόζει τη διαδικασία του άρθρου 9 σε μυστικές συμπράξεις (καρτέλ) οι οποίες εμπίπτουν στην ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ).

117.

Η βασική διαφορά ανάμεσα σε μια απόφαση απαγόρευσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 και σε μια απόφαση ανάληψης δεσμεύσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 είναι ότι η πρώτη περιέχει διαπίστωση παράβασης, ενώ η δεύτερη καθιστά τις αναλήψεις δεσμεύσεων υποχρεωτικές χωρίς να διατυπώνει συμπέρασμα για το αν συνέβη ή εξακολουθεί να διαπράττεται η παράβαση. Μια απόφαση ανάληψης δεσμεύσεων συμπεραίνει ότι δεν υφίστανται πλέον λόγοι για να λάβει η Επιτροπή μέτρα. Επιπλέον, οι δεσμεύσεις προσφέρονται από επιχειρήσεις σε εκούσια βάση. Αντίθετα, με απόφαση βάσει του άρθρου 7, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει σε επιχειρήσεις διορθωτικά μέτρα που θεωρεί απαραίτητα για την παύση της παράβασης (ή/και πρόστιμα).

4.1.   Έναρξη συνομιλιών για ανάληψη δεσμεύσεων

118.

Οι επιχειρήσεις μπορούν να επικοινωνούν με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ανά πάσα στιγμή για να διερευνήσουν την ετοιμότητα της Επιτροπής να συνεχίσει την υπόθεση με σκοπό να εκδώσει απόφαση για την ανάληψη δεσμεύσεων. Η Επιτροπή ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να εκδηλώσουν όσο το δυνατό νωρίτερα το ενδιαφέρον τους να συζητήσουν για ανάληψη δεσμεύσεων.

119.

Σε αυτό το στάδιο παρέχεται στα μέρη δυνατότητα ενημερωτικής σύσκεψης. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού αναφέρει στην επιχείρηση το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου πρέπει να ολοκληρωθούν οι συζητήσεις για ενδεχόμενη ανάληψη δεσμεύσεων και της υποβάλει μια προκαταρκτική εκτίμηση σχετικά με τα προβλήματα ανταγωνισμού που προκύπτουν από τη διαδικασία της έρευνας.

120.

Για την αποφυγή καθυστερήσεων λόγω της μετάφρασης, η σύσκεψη αυτή και τα επόμενα στάδια της διαδικασίας μπορούν να διεξαχθούν σε γλώσσα που συμφωνείται από κοινού βάσει της δέουσας δήλωσης «παραίτησης από το δικαίωμα της μετάφρασης», με την οποία οι εμπλεκόμενοι αποδέχονται να λαμβάνουν και να υποβάλλουν έγγραφα σε άλλη γλώσσα από τη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι (βλ. ανωτέρω τμήμα 2.4).

4.2.   Προκαταρκτική εκτίμηση

121.

Μόλις η Επιτροπή πειστεί για την ειλικρινή επιθυμία της επιχείρησης να προτείνει ανάληψη δεσμεύσεων οι οποίες θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα ανταγωνισμού, εκδίδεται προκαταρκτική εκτίμηση. Σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η προκαταρκτική εκτίμηση συνοψίζει τα κύρια πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και προσδιορίζει τα προβλήματα ανταγωνισμού που θα δικαιολογούσαν την έκδοση απόφασης η οποία απαιτεί τον τερματισμό της παράβασης. Πριν από την έκδοση της προκαταρκτικής εκτίμησης, προτείνεται στα εμπλεκόμενα μέρη η διεξαγωγή ενημερωτικής σύσκεψης.

122.

Η προκαταρκτική εκτίμηση αποτελεί τη βάση για να διατυπώσουν τα εμπλεκόμενα μέρη τις κατάλληλες δεσμεύσεις που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που έχει διατυπώσει η Επιτροπή ή θα προσδιορίζουν καλύτερα τις δεσμεύσεις που συζητήθηκαν προηγουμένως.

123.

Σε περίπτωση που έχει ήδη αποσταλεί στα εμπλεκόμενα μέρη κοινοποίηση αιτιάσεων, οι αναληφθείσες δεσμεύσεις μπορούν παρόλα αυτά να γίνουν αποδεκτές, σε ενδεικνυόμενες περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, μια κοινοποίηση αιτιάσεων ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας προκαταρκτικής εκτίμησης, εφόσον παρουσιάζει συνοπτικά τα κύρια πραγματικά περιστατικά καθώς και εκτίμηση των εντοπισθέντων προβλημάτων ανταγωνισμού.

124.

Τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους κοινοποίησε η Επιτροπή στην προκαταρκτική εκτίμησή της μπορούν να προσφύγουν στον σύμβουλο ακροάσεων ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, βάσει του άρθρου 9, σε σχέση με την αποτελεσματική άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους (74).

125.

Η Επιτροπή ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μπορούν να αποφασίσουν ανά πάσα στιγμή κατά τη διαδικασία ανάληψης δεσμεύσεων να διακόψουν τις συζητήσεις τους. Η Επιτροπή μπορεί τότε να συνεχίσει την επίσημη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (75).

4.3.   Υποβολή των δεσμεύσεων

126.

Αφού λάβουν την προκαταρκτική εκτίμηση, τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν συνήθως προθεσμία ενός μηνός για να υποβάλουν επίσημα τις δεσμεύσεις τους. Εάν τα μέρη έχουν λάβει κοινοποίηση αιτιάσεων και στη συνέχεια αποφασίσουν να υποβάλουν δεσμεύσεις, η προθεσμία να απαντήσουν στην κοινοποίηση αιτιάσεων κατά κανόνα παρατείνεται. Η υποβολή πρότασης δεσμεύσεων δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν με την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής.

127.

Τα μέρη μπορούν να προσφερθούν να αναλάβουν δεσμεύσεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους ή δεσμεύσεις διαρθρωτικής φύσης που να ρυθμίζουν επαρκώς τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού. Οι αναλήψεις δεσμεύσεων που δεν αποκαθιστούν επαρκώς αυτά τα προβλήματα δεν γίνονται δεκτές από την Επιτροπή.

128.

Οι αναλήψεις δεσμεύσεων πρέπει να είναι σαφείς και εκτελούνται από αυτούς που τις αναλαμβάνουν (76). Εάν παραστεί ανάγκη, μπορεί να οριστεί ένας εντολοδόχος που θα βοηθήσει την Επιτροπή κατά την εκτέλεσή τους (εντολοδόχος παρακολούθησης ή/και εκποίησης). Επιπλέον, όταν οι αναλήψεις δεσμεύσεων δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τη συμφωνία τρίτων (π.χ. όταν ένας τρίτος ο οποίος δεν θα ήταν κατάλληλος αγοραστής βάσει των δεσμεύσεων κατέχει δικαίωμα προαγοράς), η επιχείρηση πρέπει να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο τρίτος συμφωνεί.

4.4.   Η έρευνα αγοράς και οι συνακόλουθες συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

129.

Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή οφείλει να διενεργεί έρευνα αγοράς για τις αναληφθείσες δεσμεύσεις πριν τις καταστήσει υποχρεωτικές με απόφαση. Η Επιτροπή διενεργεί έρευνα αγοράς μόνο αν θεωρεί ότι οι προσφερθείσες αναλήψεις δεσμεύσεων αντιμετωπίζουν εκ πρώτης όψεως τα εντοπισθέντα προβλήματα ανταγωνισμού. Η Επιτροπή πρέπει να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση («ανακοίνωση σχετικά με την έρευνα αγοράς») που περιέχει συνοπτική παρουσίαση της υπόθεσης και του περιεχομένου της ανάληψης δεσμεύσεων, με την τήρηση των υποχρεώσεων περί επαγγελματικού απορρήτου (77). Δημοσιεύει επίσης στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού το πλήρες κείμενο των δεσμεύσεων (78) στην αυθεντική τους γλώσσα (79). Για να εξασφαλιστεί περισσότερη διαφάνεια της διαδικασίας, η Επιτροπή δημοσιεύει επίσης ανακοίνωση τύπου που παραθέτει τα βασικά ζητήματα της υπόθεσης και τις προταθείσες δεσμεύσεις. Εάν η υπόθεση βασίζεται σε καταγγελία, η Επιτροπή ενημερώνει επίσης, σε αυτό το στάδιο, τον καταγγέλλοντα σχετικά με την έρευνα αγοράς και τον καλεί να υποβάλει παρατηρήσεις. Παρομοίως, τα τρίτα μέρη που έχουν γίνει δεκτά στη διαδικασία ενημερώνονται και καλούνται να υποβάλουν παρατηρήσεις. Κατά τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, μπορούν να πραγματοποιηθούν τριμερείς συσκέψεις με τους εμπλεκόμενους και τον καταγγέλλοντα ή/και τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη που έχουν γίνει δεκτά.

130.

Τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός καθορισμένης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη του ενός μηνός σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

131.

Η Επιτροπή μπορεί να αποστείλει το έγγραφο της έρευνας αγοράς και σε άλλα μέρη που εικάζεται ότι ενδιαφέρονται για την έκβαση της υπόθεσης (π.χ. ενώσεις καταναλωτών).

132.

Μετά την παραλαβή των απαντήσεων στην έρευνα αγοράς, οργανώνεται ενημερωτική σύσκεψη με τα εμπλεκόμενα μέρη. Η Επιτροπή ενημερώνει προφορικά ή γραπτά τα εμπλεκόμενα μέρη για την ουσία των απαντήσεων.

133.

Όταν, βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας αγοράς (και άλλων διαθέσιμων πληροφοριών) η Επιτροπή διαμορφώσει την άποψη ότι δεν έχουν αντιμετωπιστεί τα διαπιστωθέντα προβλήματα του ανταγωνισμού ή ότι είναι απαραίτητο να γίνουν τροποποιήσεις στο κείμενο των δεσμεύσεων ώστε να είναι αποτελεσματικότερες, αυτό επισημαίνεται στις επιχειρήσεις που προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις. Εάν οι επιχειρήσεις είναι πρόθυμες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που προσδιόρισε η Επιτροπή, οφείλουν να υποβάλουν τροποποιημένη έκδοση των αναλήψεων δεσμεύσεων. Εάν η τροποποιημένη έκδοση των δεσμεύσεων αλλοιώνει την ουσία ή το πεδίο των δεσμεύσεων, τότε διενεργείται έρευνα αγοράς. Εάν οι επιχειρήσεις είναι απρόθυμες να υποβάλουν τροποποιημένη έκδοση των δεσμεύσεων, ενώ αυτό είναι απαραίτητο βάσει της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της έρευνας αγοράς από την Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να επανέλθει στη διαδικασία του άρθρου 7.

5.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ

134.

Οι επίσημες καταγγελίες αποτελούν σημαντικό μέσο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, εξετάζονται προσεκτικά από την Επιτροπή. Μετά από τη δέουσα αξιολόγηση των πραγματικών και νομικών στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει μια καταγγελία σύμφωνα με τους λόγους και τη διαδικασία που ορίζονται κατωτέρω (80).

5.1.   Λόγοι απόρριψης

135.

Η απόρριψη καταγγελιών μπορεί να βασίζεται σε «ανεπαρκείς λόγους για λήψη μέτρων» (διατυπώνεται επίσης με τους όρους «έλλειψη ενδιαφέροντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση»), σε αναρμοδιότητα ή έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη παράβασης.

136.

Απορρίψεις που βασίζονται σε «ανεπαρκείς λόγους για λήψη μέτρων (81)» αφορούν ιδίως καταγγελίες για τις οποίες, λόγω της περιορισμένης πιθανότητας να στοιχειοθετηθούν οι αποδείξεις των εικαζόμενων παραβάσεων και των σημαντικά μεγάλων πόρων που θα έπρεπε να επενδύσει η Επιτροπή για τις ανάγκες της έρευνας για να διαπιστώσει την ύπαρξη της παράβασης, η διάθεση των αναγκαίων πόρων για την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης θα ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την αναμενόμενη περιορισμένη επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή/και τη δυνατότητα του καταγγέλλοντα να προσφύγει σε άλλα μέσα (82).

137.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να απορρίψει καταγγελίες λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης (όταν ο καταγγέλλων δεν υποβάλλει έστω και τα ελάχιστα εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την τεκμηρίωση μιας παράβασης των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ) ή για ουσιαστικούς λόγους (απουσία παράβασης).

138.

Εάν μια εθνική αρχή ανταγωνισμού ασχολείται ή έχει ήδη ασχοληθεί με την ίδια υπόθεση (83), η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα. Σε αυτή την περίπτωση, ο καταγγέλλων μπορεί να αποσύρει την καταγγελία. Εάν ο καταγγέλλων εμμείνει στην καταγγελία, η Επιτροπή μπορεί να την απορρίψει με απόφαση βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και σύμφωνα με το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (84). Εάν ένα εθνικό δικαστήριο εξετάζει ή έχει ήδη ασχοληθεί με την ίδια υπόθεση, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει την καταγγελία βάσει «ανεπαρκών λόγων για λήψη μέτρων (85)».

5.2.   Διαδικασία

139.

Εάν η Επιτροπή, αφού εξετάσει προσεκτικά την υπόθεση, καταλήξει σε προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να δώσει συνέχεια στην υπόθεση για κανέναν από τους προαναφερόμενους λόγους, πρώτα ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σε σύσκεψη ή τηλεφωνικά ότι έχει διαμορφώσει την προκαταρκτική γνώμη ότι η υπόθεση μπορεί να απορριφθεί. Αφού ενημερωθεί, ο καταγγέλλων μπορεί να αποφασίσει να αποσύρει την καταγγελία. Σε διαφορετική περίπτωση, η Επιτροπή ενημερώνει τον καταγγέλλοντα με επίσημη επιστολή βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού για το προκαταρκτικό συμπέρασμά της ότι δεν υφίστανται επαρκείς λόγοι για τη λήψη μέτρων και ορίζει προθεσμία για να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις (86). Σε αυτό το πλαίσιο, ο καταγγέλλων έχει δικαίωμα να ζητήσει πρόσβαση στα έγγραφα στα οποία βάσισε η Επιτροπή την προκαταρκτική εκτίμησή της (87). Εάν κατά τη διάρκεια της εξέτασης της καταγγελίας, η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, παρέχεται στον καταγγέλλοντα η δυνατότητα να παραστεί σε ενημερωτική σύσκεψη πριν την αποστολή επίσημης επιστολής. Η προθεσμία που ορίζεται στην επίσημη επιστολή είναι τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων (88). Η προθεσμία αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία από την οποία παρέχεται πρόσβαση στα βασικά έγγραφα βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η εκτίμηση. Εάν είναι απαραίτητο, και μετά από την αποστολή αιτιολογημένης έκθεσης στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού πριν τη λήξη της αρχικής προθεσμίας, υπάρχει δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας (89). Εάν η αίτηση παράτασης δεν γίνει αποδεκτή ή η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού και ο καταγγέλλων διαφωνήσουν ως προς τη διάρκεια της ζητούμενης παράτασης, ο παραλήπτης της επιστολής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων με αιτιολογημένη αίτηση (90).

140.

Εάν ο καταγγέλλων δεν απαντήσει στην προαναφερόμενη επιστολή της Επιτροπής εντός της ορισθείσας προθεσμίας, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3 του εκτελεστικού κανονισμού. Ο καταγγέλλων θα ενημερωθεί, σχετικά με το διοικητικό κλείσιμο της υπόθεσης.

141.

Εάν οι παρατηρήσεις του καταγγέλλοντα στην απάντησή του στην προαναφερθείσα επιστολή της Επιτροπής δεν οδηγούν σε διαφορετική αξιολόγηση της καταγγελίας, η Επιτροπή απορρίπτει την καταγγελία με επίσημη απόφαση, βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού. Εάν τα στοιχεία της καταγγελίας οδηγούν σε διαφορετική εκτίμηση της καταγγελίας, η Επιτροπή θα συνεχίσει την έρευνά της.

6.   ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

142.

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών, και ιδίως στο πλαίσιο της πρόσβασης σε φάκελο και της εξέτασης των βασικών στοιχείων, χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ (91).

143.

Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, η Επιτροπή σέβεται τις αυθεντικές και αιτιολογημένες αιτήσεις από καταγγέλλοντες ή παρόχους πληροφοριών αναφορικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που υποβάλλουν ή των επαφών με την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ταυτότητάς τους, έτσι ώστε να προστατευθούν τα νόμιμα συμφέροντά τους (ιδίως σε περίπτωση πιθανών αντιποίνων) και για να μην αποθαρρυνθούν να προσφύγουν στην Επιτροπή (92).

144.

Οι υπάλληλοι της Επιτροπής και τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής δεσμεύονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απορρήτου που ορίζεται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Ως εκ τούτου, υπόκεινται σε απαγόρευση αποκάλυψης κάθε πληροφορίας που καλύπτεται από αυτή την υποχρέωση την οποία απέκτησαν ή αντάλλαξαν στο πλαίσιο της έρευνας και της προετοιμασίας και των συσκέψεων στη συμβουλευτική επιτροπή. Και τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής πρέπει επίσης να μην αποκαλύπτουν τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής πριν από τη δημοσίευσή της ή κάθε άλλο στοιχείο σχετικά με τις συζητήσεις που οδήγησαν στη διατύπωση της γνώμης.

7.   ΕΚΔΟΣΗ, ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

145.

Όλες οι αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 7, 9, 23 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 εκδίδονται από την Επιτροπή κατόπιν προτάσεως του αρμόδιου Επιτρόπου για την πολιτική ανταγωνισμού.

146.

Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης, ενημερώνονται οι αποδέκτες της. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού προσπαθεί να αποστείλει αντίγραφο στα εμπλεκόμενα μέρη. Ακριβές αντίγραφο ολόκληρου του κειμένου της απόφασης καθώς και αντίγραφο της τελικής έκθεσης του συμβούλου ακροάσεων κοινοποιούνται στη συνέχεια στους αποδέκτες της απόφασης με υπηρεσία ταχυμεταφορών.

147.

Μετά την έκδοση της απόφασης από την Επιτροπή, εκδίδεται ανακοίνωση τύπου. Η ανακοίνωση τύπου περιγράφει το αντικείμενο της υπόθεσης και τη φύση της παράβασης. Αναφέρει (κατά περίπτωση) το ποσό των προστίμων για κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση ή/και τα επιβληθέντα διορθωτικά μέτρα ή όταν πρόκειται για αποφάσεις βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, τις δεσμεύσεις που κατέστησε υποχρεωτικές η απόφαση.

148.

Η σύνοψη της απόφασης, η τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων καθώς και γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής δημοσιεύονται σύντομα μετά την έκδοση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες (93).

149.

Πέρα από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού προσπαθεί να δημοσιεύσει το συντομότερο δυνατό στον διαδικτυακό τόπο της μη εμπιστευτική έκδοση της απόφασης στις αυθεντικές γλώσσες καθώς και σε άλλες επιπλέον γλώσσες, εάν οι εκδόσεις αυτές είναι διαθέσιμες. Μη εμπιστευτική έκδοση της απόφασης αποστέλλεται επίσης στον καταγγέλλοντα. Ζητείται συνήθως από τους αποδέκτες της απόφασης να υποβάλουν στην Επιτροπή, εντός δύο εβδομάδων, μη εμπιστευτική έκδοση της απόφασης και να εγκρίνουν τη σύνοψη. Εάν ανακύψουν διαφορές όσον αφορά την απάλειψη επιχειρηματικών απορρήτων, δημοσιοποιείται στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού μια προσωρινή έκδοση της απόφασης από την οποία έχουν αφαιρεθεί όλες οι πληροφορίες για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση προστασίας του απορρήτου, σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα, σε αναμονή της τελικής έκδοσης μετά την επίλυση των διαφορών.

150.

Για λόγους διαφάνειας, η Επιτροπή προτίθεται να δημοσιοποιήσει στον δικό της διαδικτυακό τόπο τις αποφάσεις της απόρριψης καταγγελιών (σύμφωνα με το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού) ή σύνοψή τους. Εάν ζητηθεί για λόγους προστασίας των νόμιμων συμφερόντων του καταγγέλλοντος, η δημοσιευόμενη έκδοση της απόφασης δεν αναφέρει τον καταγγέλλοντα. Οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή για την τροποποίηση δεσμεύσεων που έχουν καταστεί υποχρεωτικές βάσει του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού δημοσιεύονται επίσης στον διαδικτυακό τόπο. Και άλλα είδη αποφάσεων μπορούν επίσης να δημοσιεύονται κατά περίπτωση.

8.   ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ

151.

Η παρούσα ανακοίνωση μπορεί να αναθεωρηθεί, ώστε να λάβει υπόψη τις αλλαγές στην εφαρμοστέα νομοθεσία, τις σημαντικές εξελίξεις στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την εμπειρία που θα αποκτηθεί κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού. Η Επιτροπή προτίθεται να αναπτύξει τακτικό διάλογο με τους επιχειρηματικούς και νομικούς κύκλους και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την εμπειρία που αποκτάται από την εφαρμογή της παρούσας ανακοίνωσης, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, του εκτελεστικού κανονισμού και των διαφόρων ανακοινώσεων και κατευθυντήριων γραμμών της.


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ. Τα δύο σύνολα διατάξεων είναι κατ’ ουσία ταυτόσημα. Για τους σκοπούς του παρόντος εγγράφου, οι αναφορές στα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ νοούνται κατά περίπτωση ως αναφορές στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 411/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2004, για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3975/87 και τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3976/87 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών (ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 1) και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2006 για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του, ώστε να συμπεριλάβει τις ενδομεταφορές και τις διεθνείς μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ L 171 της 1.7.2008, σ. 3).

(4)  Η παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζεται αποκλειστικά στις διαδικασίες της Επιτροπής για την τήρηση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και δεν αφορά τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, όταν εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις.

(5)  Η παρούσα ανακοίνωση δεν εξετάζει ειδικές διαδικασίες, παραδείγματος χάρη για την επιβολή προστίμων σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν κοινοποιήσει παραπλανητικά στοιχεία, αρνήθηκαν να υποβληθούν σε ελέγχους ή έχουν διαρρήξει σφραγίδες που έχουν τεθεί από υπαλλήλους (βλ. άρθρο 23 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003). Δεν καλύπτει ούτε αποφάσεις προσωρινών μέτρων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ούτε αποφάσεις διαπίστωσης της μη ύπαρξης παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(6)  Βλ. κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1). Βλ. σχετικά Βέλτιστες Πρακτικές της ΓΔ Ανταγωνισμού για τη διεξαγωγή των διαδικασιών ελέγχου των κοινοτικών συγκεντρώσεων, της 20ής Ιανουαρίου 2004, που δημοσιεύθηκε στον δικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού: http://ec.europa.eu/competition/mergers/legislation/proceedings.pdf

(7)  Βλ. κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (νυν άρθρο 108 ΣΛΕΕ) της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83/1 της 27.3.1999, σ. 1). Βλ. σχετικά την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον Κώδικα Βέλτιστων Πρακτικών για τη διεξαγωγή των διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ΕΕ C 136 της 16.6.2009, σ. 13.

(8)  Ανακοίνωση της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στο φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της συμφωνίας του ΕΟΧ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ C 325 της 22.12.2005, σ. 7).

(9)  Ανακοίνωση της Επιτροπής περί χειρισμού των καταγγελιών από την Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 65).

(10)  Απόφαση C (2011) 5742 του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 13ης Οκτωβρίου 2011 για τη λειτουργία και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού.

(11)  Έγγραφο εργασίας σχετικά με τις Βέλτιστες Πρακτικές για την υποβολή οικονομικών στοιχείων και τη συλλογή δεδομένων σε υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ και υποθέσεις συγκεντρώσεων, http://ec.europa.eu/competition/index_en.html

(12)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ C 298 της 8.12.2006, σ. 17) («Ανακοίνωση περί επιεικούς μεταχείρισης»), συγκεκριμένα: μυστικές «συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσότερων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στο συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή/και στον επηρεασμό των σχετικών παραμέτρων ανταγωνισμού μέσω πρακτικών όπως ο καθορισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, οι ποσοστώσεις παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών ή/και αντιανταγωνιστικές ενέργειες σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Οι εν λόγω πρακτικές συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων παραβιάσεων του άρθρου (101 της ΣΛΕΕ)».

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ L 171 της 1.7.2008, σ. 3) ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών ενόψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ C 167 της 2.7.2008, σ. 1).

(14)  Πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση απαλλαγής από πρόστιμα για τον λόγο ότι υποβλήθηκε μετά την έκδοση της κοινοποίησης αιτιάσεων (βλ. παραγράφους 14 και 29 της ανακοίνωσης περί επιεικούς μεταχείρισης).

(15)  Η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση για μη υποβολή προστίμου ή για τη μείωση προστίμων βάσει της ανακοίνωσης περί επιεικούς μεταχείρισης για τον λόγο ότι η αίτηση υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στους εμπλεκόμενους για να δηλώσουν εγγράφως εάν προτίθενται να συμμετάσχουν σε συζητήσεις διευθέτησης διαφοράς (βλ. παράγραφο 13 της ανακοίνωσης σχετικά με τη διευθέτηση διαφορών).

(16)  Όσον αφορά υποθέσεις που εκκρεμούν κατά το χρόνο έκδοσης του παρόντος εγγράφου, η παρούσα ανακοίνωση θα εφαρμοστεί σε όλα τα διαδικαστικά στάδια που θα ακολουθήσουν τη δημοσίευσή της.

(17)  Ή κατά περίπτωση, στην αρμόδια εθνική αρχή ανταγωνισμού.

(18)  Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 9 του εκτελεστικού κανονισμού, οι επίσημες καταγγελίες πρέπει να ικανοποιούν ορισμένες απαιτήσεις. Πληροφορίες που περιέχονται σε έγγραφα οι οποίες δεν πληρούν αυτές τις απαιτήσεις μπορούν, παρόλα αυτά, να ληφθούν υπόψη ως πληροφορίες σχετικές με την αγορά.

(19)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού.

(20)  Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα της Επιτροπής να καθορίζει τον βαθμό προτεραιότητας που πρέπει να δοθεί στις διάφορες υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί. Αυτό αποτελεί πάγια νομολογία από την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής (στο εξής «Automec II») (1992) Συλλογή II-2223, σκέψη 85.

(21)  Η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει μη εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων τα οποία προτίθεται να εφαρμόζει όταν εξετάζει εάν μία καταγγελία παρουσιάζει ή όχι επαρκές «ενδιαφέρον για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Τα κριτήρια αυτά δημοσιεύτηκαν στην Ετήσια Έκθεση για την Πολιτική Ανταγωνισμού 2005, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2006. Βλ. επίσης παράγραφο 44 της ανακοίνωσης σχετικά με τον χειρισμό καταγγελιών.

(22)  Βλέπε παράγραφοι 5 έως 15 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 43).

(23)  Βλ. υπόθεση T-99/04 AC Treuhand κατά Επιτροπής (2008) Συλλογή II-1501, σκέψη. 56.

(24)  Στην παρούσα ανακοίνωση, τα «μέρη» ορίζονται ως τα μέρη τα οποία αφορά η έρευνα. Εάν δεν αναφέρεται ρητά, τα «μέρη» δεν περιλαμβάνουν τους καταγγέλλοντες και τρίτα μέρη (αναφέρεται επίσης ως «τρίτα μέρη» στην παρούσα ανακοίνωση) που έγιναν δεκτά.

(25)  Άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της απόφασης για τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(26)  Ανακοίνωση περί χειρισμού καταγγελιών, παράγραφος 61.

(27)  Σύμφωνα με το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή την κίνηση διαδικασίας ενόψει της έκδοσης απόφασης (π.χ. απόφαση για τη διαπίστωση παράβασης ή απόφαση ανάληψης δεσμεύσεων) αλλά όχι αργότερα από την ημερομηνία έκδοσης της κοινοποίησης αιτιάσεων, προκαταρκτικής εκτίμησης (όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003) ή ανακοίνωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όποια εκδίδεται πρώτη.

(28)  Με την κίνηση διαδικασιών, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών παύουν να έχουν αρμοδιότητα να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ, βλ. άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(29)  Συμβούλιο ΕΟΚ: κανονισμός αριθ. 1 περί κανονισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385 ενοποιημένη έκδοση της 1.1.2007).

(30)  Η μη συμμόρφωση με απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 (ή η παροχή ελλιπών πληροφοριών ή η μη τήρηση της ορισθείσας προθεσμίας) μπορεί να επισύρει την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών, βλ. άρθρα 23 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. Η υποβολή ανακριβών ή παραπλανητικών στοιχείων μπορεί να επισύρει την επιβολή προστίμων τόσο σε περίπτωση απλής αίτησης παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2 όσο και απόφασης βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 (βλ. άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003).

(31)  Όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να καθορίζει τη μορφή της έρευνας, βλ. υπόθεση T-141/94 Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (1999) Συλλογή II-347, σκέψη 110· υπόθεση T-9/99 HFB και λοιποί κατά Επιτροπής (2002) Συλλογή II-1487, σκέψη 384 υπόθεση T-48/00 Corus UK κατά Επιτροπής (2004) Συλλογή II-2325, σκέψη 212. Κατά την άσκηση της ελευθερίας δράσεώς της, η Επιτροπή δεσμεύεται από την αρχή της αναλογικότητας και, σε σχέση με τις αποφάσεις βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3, πρέπει να σέβεται το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

(32)  Βλ. βέλτιστες πρακτικές για την υποβολή οικονομικών στοιχείων.

(33)  Βλ. παραδείγματος χάρη υπόθεση C-301/04 P Επιτροπή κατά SGL, (2006) Συλλογή I-5915, η οποία ορίζει ότι μπορεί να ζητηθεί από αποδέκτες απόφασης βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 να υποβάλουν προϋπάρχοντα έγγραφα, όπως πρακτικά συνεδριάσεων του καρτέλ, ακόμη και αν τα εν λόγω έγγραφα μπορούν να ενοχοποιήσουν αυτόν που τα παρέχει.

(34)  Άρθρο 4 παράγρ. 2 στοιχείο β) της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(35)  Βλέπε υποσημείωση 33.

(36)  Άρθρο 4 παράγρ. 2 στοιχείο β) της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(37)  Βλ. παράγραφο 143 κατωτέρω.

(38)  Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται επίσης στις ενημερωτικές συσκέψεις και στις τριμερείς συνεδριάσεις (βλ. τμήμα 2.10 κατωτέρω).

(39)  Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και στην εξουσία της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια ελέγχου, να ζητεί από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(40)  Βλ.: http://ec.europa.eu/competition/antitrust/legislation/legislation.html

(41)  Η εξαίρεση ορισμένων επικοινωνιών μεταξύ δικηγόρων και πελατών από τις ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής απορρέει από τις γενικές αρχές του κοινού δικαίου των κρατών μελών, όπως έχουν διευκρινισθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: υπόθεση 155/79 AM&S Europe Limited κατά Επιτροπής (στο εξής «AM&S») (1982) Συλλογή 1575·διαταγή στην υπόθεση T-30/89 Hilti κατά Επιτροπής (στο εξής «Hilti») (1990) Συλλογή II-163·συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-125/03 και T-253/03 Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (στο εξής «Akzo») (2007) Συλλογή II-3523, όπως επιβεβαιώθηκε από την απόφαση στην υπόθεση C-550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2010.

(42)  Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης (AM&S, σκέψεις 18 και 23). Σε κάθε περίπτωση, η ΑΑΕ δεν εμποδίζει τον πελάτη ενός δικηγόρου να αποκαλύψει το περιεχόμενο της μεταξύ τους αλληλογραφίας, εάν κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον του να το πράξει (AM&S, σκέψη 28).

(43)  AM&S, σκέψεις 21, 22 και 27. Σύμφωνα με την νομολογία, το ουσιαστικό πεδίο της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας καλύπτει επίσης, εκτός από την αλληλογραφία με ανεξάρτητο δικηγόρο για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης του πελάτη, (i) σημειώσεις που κυκλοφορούν στο εσωτερικό μιας επιχείρησης οι οποίες έχουν σκοπό να αναφέρουν το κείμενο ή το περιεχόμενο αλληλογραφίας με ανεξάρτητους δικηγόρους που περιέχει νομικές συμβουλές (Hilti, σκέψεις 13, 16 έως 18) και (ii) προπαρασκευαστικά έγγραφα που συντάσσονται από τον πελάτη, ακόμη και αν δεν έχουν ανταλλαγεί με τον δικηγόρο, ή δεν έχουν καταρτιστεί για να διαβιβαστούν αυτούσια στον δικηγόρο, εφόσον καταρτίστηκαν αποκλειστικά με σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας (Akzo, σκέψεις 120 έως 123). Όσον αφορά το προσωπικό πεδίο της αρχής του απορρήτου της επικοινωνίας, αυτό εφαρμόζεται μόνον όταν ο δικηγόρος είναι ανεξάρτητος (δηλ. δεν δεσμεύεται από εργασιακή σχέση με τον πελάτη του)· οι δικηγόροι που ανήκουν στο προσωπικό επιχειρήσεων εξαιρούνται ρητά από την ΑΑΕ, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη δικηγορικού συλλόγου ή εταιρείας δικηγόρων ή υπόκεινται στην επαγγελματική δεοντολογία και πειθαρχία ή προστασία βάσει της εθνικής νομοθεσίας: AM&S, σκέψεις 21, 22, 24 και 27· Akzo, σκέψεις 166 έως 168· επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο της ΕΕ στην απόφασή του της 14ης Σεπτεμβρίου 2010 στην υπόθεση C-550/07 P, σκέψεις 44 έως 51. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία, η προστασία βάσει της αρχής του απορρήτου της επικοινωνίας εφαρμόζεται μόνο σε δικηγόρους που έχουν δικαίωμα να ασκούν το επάγγελμά τους σε ένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ, ανεξάρτητα από τη χώρα διαμονής του πελάτη τους (AM&S, σκέψεις 25 και 26), και δεν επεκτείνεται σε άλλους επαγγελματικούς συμβούλους, όπως οι σύμβουλοι σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, λογιστές κλπ. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η προστασία βάσει της ΑΑΕ καλύπτει, καταρχήν, αλληλογραφία που ανταλλάσσεται μετά την κίνηση της διοικητικής διαδικασίας η οποία μπορεί να καταλήξει σε απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 101 ή/102 της ΣΛΕΕ ή σε απόφαση για την επιβολή χρηματικής ποινής στην επιχείρηση. Η προστασία αυτή μπορεί επίσης να επεκταθεί σε προγενέστερη αλληλογραφία που πραγματοποιήθηκε για τον σκοπό της άσκησης δικαιωμάτων υπεράσπισης και η οποία σχετίζεται με το αντικείμενο αυτής της διαδικασίας (AM&S, σκέψη 23).

(44)  Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι μια επιχείρηση διεκδικεί το απόρρητο ενός εγγράφου δεν είναι αρκετό από μόνο του, ώστε να εμποδίσει την Επιτροπή να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού, εάν η επιχείρηση δεν προσκομίσει κανένα χρήσιμο στοιχείο (Akzo, σκέψη 80· βλ. κατωτέρω). Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της, η επιχείρηση μπορεί ειδικότερα να ενημερώσει τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ποιος είναι ο συντάκτης του και ο αποδέκτης του, να εξηγήσει τα αντίστοιχα καθήκοντα και τις ευθύνες του καθενός και να αναφέρει τον σκοπό και το πλαίσιο εντός του οποίου συντάχθηκε αυτό το έγγραφο. Επίσης μπορεί να αναφέρει υπό ποιες συνθήκες βρέθηκε το έγγραφο αυτό, τον τρόπο με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί ή άλλα έγγραφα με τα οποία σχετιζόταν (Akzo, σκέψη 80).

(45)  AM&S, σκέψεις 29 έως 31. Η επιχείρηση μπορεί στη συνέχεια να ασκήσει προσφυγή ακύρωσης της εν λόγω απόφασης, κατά περίπτωση, σε συνδυασμό με αίτηση προσωρινών μέτρων (AM&S, σκέψη 32· βλ. κατωτέρω).

(46)  Akzo, σκέψεις 81 και 82.

(47)  Άρθρο 4 παράγρ. 2 στοιχείο α) της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(48)  Έτσι, η Επιτροπή περιμένει μέχρι να λήξει η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης, πριν διαβάσει το περιεχόμενο του αμφισβητούμενου εγγράφου. Εντούτοις, εφόσον η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, η εμπλεκόμενη επιχείρηση οφείλει να υποβάλει άμεσα αίτηση προσωρινών μέτρων ζητώντας την αναστολή της εφαρμογής της απόφασης που απέρριψε την αίτηση για προστασία βάσει της ΑΑΕ.

(49)  Akzo, σκέψη 89.

(50)  ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 43.

(51)  Στη συνέχεια μπορεί να δοθεί στον καταγγέλλοντα μη εμπιστευτική έκδοση της απάντησης του εμπλεκόμενου τον οποίο αφορά η διερεύνηση της καταγγελίας.

(52)  Άρθρο 27 του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(53)  Άρθρο 1 της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(54)  Άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(55)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2.

(56)  Βλέπε υποσημείωση 55.

(57)  Βλ. ανακοίνωση SEC(2010) 737/2 της 12ης Ιουνίου 2010.

(58)  Βλ. παράγραφο 107 κατωτέρω.

(59)  Προαναφερθείσα ανακοίνωση σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο της Επιτροπής.

(60)  Ανακοίνωση της Επιτροπής περί της μη επιβολής ή της μείωσης των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (προαναφερθείσα), παράγραφοι 31 έως 35, και ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών (προαναφερθείσα), παράγραφοι 35 έως 40.

(61)  Βλ. άρθρο 16 παράγραφος 4 του εκτελεστικού κανονισμού.

(62)  Βλ. υπόθεση T-44/00 Mannesmannröhren-Werke AG κατά Επιτροπής (2004) Συλλογή II-2223, σκέψη 65.

(63)  Βλ. άρθρο 17 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού. Για τον κανόνα που εφαρμόζεται για τη διευθέτηση διαφορών, βλ. άρθρο 10α) του εκτελεστικού κανονισμού.

(64)  Σε πολλές υποθέσεις, τα μέρη έχουν πρόσβαση στον πλήρη φάκελο μέσω CD-Rom που περιέχει όλα τα έγγραφα του φακέλου.

(65)  Βλ. υπόθεση T-44/00, Mannesmannröhren-Werke AG κατά Επιτροπής, (2004) Συλλογή II-2223, σκέψη 65. Βλέπε επίσης την παράγραφο 15 της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων που προβλέπει ότι: «Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να αναστείλει την προθεσμία απάντησης εκ μέρους του αποδέκτη της κοινοποίησης αιτιάσεων έως ότου λυθεί η διαφορά σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο, εάν ο αποδέκτης δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας και η επέκταση της διαδικασίας δεν θα αποτελούσε την κατάλληλη λύση κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή.»

(66)  Βλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-191/98 και T-212/98 έως T-214/98 Atlantic Container Line και λοιποί κατά Επιτροπής (2003) Συλλογή II-3275·υπόθεση T-54/03 Lafarge κατά Επιτροπής (2008) Συλλογή II-120, σκέψεις 69-73· υπόθεση T-52/03 Knauf κατά Επιτροπής (2008) Συλλογή II-115, σκέψεις 41-47, 67-79·υπόθεση C-407/08P Knauf κατά Επιτροπής, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010 (δεν έχει κοινοποιηθεί ακόμη), σκέψεις 23-28.

(67)  Άρθρο 9 παράγραφος 2 της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(68)  Βλέπε υποσημείωση 67.

(69)  Βλέπε παράγραφο «Key actors and checks and balances», που διατίθεται στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.

(70)  Παραδείγματος χάρη συμπληρωματική δήλωση αιτιάσεων πρέπει να εκδίδεται εάν υπάρξουν νέα αποδεικτικά στοιχεία που επιτρέπουν στην Επιτροπή να παρατείνει τη διάρκεια της παράβασης, το γεωγραφικό πεδίο και τη φύση ή την έκταση της παράβασης.

(71)  Η απλή κοινοποίηση από την Επιτροπή σε ένα εμπλεκόμενο μέρος μη εμπιστευτικής έκδοσης (ή συγκεκριμένων αποσπασμάτων) των γραπτών απαντήσεων άλλων εμπλεκομένων τους οποίους αφορά η κοινοποίηση αιτιάσεων και η παροχή της δυνατότητας υποβολής παρατηρήσεων (βλ. παράγραφο 103 ανωτέρω) δεν συνιστά επιστολή πραγματικών περιστατικών.

(72)  Υπόθεση C-441/07 P Επιτροπή κατά Alrosa, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, σκέψη 120.

(73)  Βλ. 13η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(74)  Άρθρο 15 παράγραφος 1 της απόφασης σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

(75)  Βλ. τμήμα 3 της παρούσας ανακοίνωσης.

(76)  Αυτό σημαίνει ότι η εφαρμογή τους δεν πρέπει να εξαρτάται από τη βούληση ενός τρίτου ο οποίος δεν δεσμεύεται από τις αναλήψεις υποχρεώσεων.

(77)  Άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(78)  Μη εμπιστευτική έκδοση.

(79)  Χωρίς μετάφραση.

(80)  Βλ. Επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής περί χειρισμού των καταγγελιών (προαναφερθείσα).

(81)  Βλ. ιδίως υπόθεση T-24/90, Automec II, (1992) Συλλογή II-2223 και υπόθεση C-119/97 P, Ufex, (1999) Συλλογή I-1341.

(82)  Η παράγραφος 44 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί χειρισμού των καταγγελιών παραθέτει ορισμένα κριτήρια που μπορούν να χρησιμοποιούνται μεμονωμένα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους για την απόρριψη λόγω έλλειψης «ενδιαφέροντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Επιπλέον, η Επιτροπή προσδιόρισε στην Έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού του 2005 ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποφασίσει αν υφίσταται ή όχι «ενδιαφέρον για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Βλέπε επίσης υπόθεση T-427/08, Confédération européenne des associations d'horlogeurs-réparateurs (CEAHR) κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(83)  Η έννοια της ίδιας υπόθεσης ουσιαστικά συνεπάγεται: παράβαση της ίδιας φύσης, ίδια αγορά προϊόντος, ίδια γεωγραφική αγορά, τουλάχιστον μία από τις ίδιες επιχειρήσεις, ίδια χρονική περίοδος.

(84)  Παράγραφος 25 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί χειρισμού καταγγελιών.

(85)  Βλ. Ετήσια Έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού του 2005, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2006, σ. 25.

(86)  Άρθρο 7 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού· παράγραφος 68 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί χειρισμού των καταγγελιών.

(87)  Άρθρο 8 του εκτελεστικού κανονισμού· παράγραφος 69 της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί χειρισμού των καταγγελιών.

(88)  Άρθρο 17 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού.

(89)  Άρθρο 17 παράγραφος 4 του εκτελεστικού κανονισμού.

(90)  Βλέπε υποσημείωση 67.

(91)  Βλ. άρθρο 15 παράγραφος 4 του εκτελεστικού κανονισμού.

(92)  Βλ. άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

(93)  Με εξαίρεση τα ιρλανδικά [βλ. άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 920/2005 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2005].


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Image


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/33


Πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη ΕΖΕΣ όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την πράξη που αναφέρεται στο σημείο 1ι του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία)]

2011/C 308/07

ΜΕΡΟΣ Ι

Αριθ. ενίσχυσης

GBER 11/11/ENV

Κράτος ΕΖΕΣ

Νορβηγία

Χορηγούσα αρχή

Ονομασία

Osterfjord Næringssamarbeid

Διεύθυνση

ved Industrikonsulenten på Osterøy

5282 Lonevåg

NORWAY

Ιστοσελίδα

http://www.rup.no; αναζητείστε «Osterfjord»

Τίτλος του μέτρου ενίσχυσης

Pilotprosjekt for å utløyse ei bioenerginæring i Hordaland

(Πιλοτικό σχέδιο για την προώθηση της δημιουργίας τομέα βιοενέργειας στην περιφέρεια Hordaland)

Εθνική νομική βάση (παραπομπή στην επίσημη εθνική δημοσίευση)

Χρηματοδότηση από το συμβούλιο της επαρχίας Hordaland επιστολή της 20ής Δεκεμβρίου 2006, FK06-06. Αριθμός αναφοράς: 200504724-16/3/AARN

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος στο πλήρες κείμενο του μέτρου ενίσχυσης

http://www.rup.no/vision/vision1.aspx?hierarchyid=753&type=5

Τύπος μέτρου

Καθεστώς

Ναι

Παράταση

Από 31.12.2010 έως 31.12.2011

Διάρκεια

Καθεστώς

19.12.2008 έως 31.12.2011

Σχετικός(-οί) οικονομικός(-οί) τομέας(-είς)

Όλοι οι οικονομικοί τομείς που είναι επιλέξιμοι να λάβουν την ενίσχυση

 

Περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς — Να διευκρινιστεί σύμφωνα με την NACE αναθ. 2.

 

Άρθρο 23:

Παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες βιολογικές πηγές ενέργειας στους ακόλουθους τομείς:

 

35.113 Παραγωγή ηλεκτρισμού από βιοκαύσιμα, καύση αποβλήτων και αέρια χώρων ταφής απορριμμάτων

(35.113 Produksjon av elektrisitet fra biobrensel, avfallsforbrenning og deponigass)

 

35.3 Παροχή ατμού και κλιματισμού

(35.3 Damp- og varmtvannsforsyning)

 

Άρθρο 15:

16.29 Κατασκευή άλλων προϊόντων από ξύλο

(16.29 Produksjon av andre trevarer)

Κατηγορία δικαιούχου

ΜΜΕ

Ναι

Μεγάλες επιχειρήσεις

Ναι

Προϋπολογισμός

Ετήσιο συνολικό ποσό του προϋπολογισμού που προγραμματίζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος

Για το συνολικό διάστημα των 3 ετών·

2 εκατ. NOK.

Μέσο ενίσχυσης (άρθρο 5)

Επιχορήγηση

Ναι

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Γενικοί στόχοι (κατάλογος)

Στόχοι (κατάλογος)

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης σε % ή ανώτατο ποσό της ενίσχυσης σε NOK

ΜΜΕ-πριμοδοτήσεις σε %

Ενίσχυση προς ΜΜΕ για επενδύσεις και απασχόληση

(άρθρο 15)

 

20 % μικρές επιχειρήσεις,

10 % μεσαίες επιχειρήσεις

 

Ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος

(άρθρα 17-25)

Ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος

(άρθρα 17-25)

45 %

20 % μικρές επιχειρήσεις,

10 % μεσαίες επιχειρήσεις


20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/35


Πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη ΕΖΕΣ όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με την πράξη που αναφέρεται στο σημείο 1ι του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία)]

2011/C 308/08

ΜΕΡΟΣ Ι

Αριθ. ενίσχυσης

GBER 10/11/ENV

Κράτος ΕΖΕΣ

Νορβηγία

Χορηγούσα αρχή

Ονομασία

Enova SF

Διεύθυνση

Professor Brochs gt 2

7030 Trondheim

NORWAY

Ιστοσελίδα

http://www.enova.no

Τίτλος του μέτρου ενίσχυσης

Πρόγραμμα για νέους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς στη βιομηχανία

Εθνική νομική βάση (παραπομπή στην επίσημη εθνική δημοσίευση)

Η εθνική νομική βάση για τα μέτρα στήριξης που διαχειρίζεται η Enova SF απορρέει από τις ακόλουθες πηγές δικαίου:

τους ετήσιους κρατικούς προϋπολογισμούς, που περιγράφουν την ενεργειακή πολιτική και προτείνουν τον προϋπολογισμό για το επόμενο έτος

την κοινοβουλευτική απόφαση της 5ης Απριλίου 2001 (1) βάσει προτάσεως του Υπουργείου Πετρελαίου και Ενέργειας της 21ης Δεκεμβρίου 2000. (2) Η κοινοβουλευτική απόφαση τροποποιεί τον νόμο για την ενέργεια της 29ης Ιουνίου 1990 αριθ. 50 (Energiloven)

τη συμφωνία μεταξύ του Υπουργείου και της Enova. Η τελευταία εκδοχή της συμφωνίας καθορίζει τους στόχους της Enova SF σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του Ταμείου Ενέργειας μεταξύ 1ης Ιουνίου 2008 και 31ης Δεκεμβρίου 2011

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1377/2001, της 10ης Δεκεμβρίου 2001, όσον αφορά την εισφορά επί των τελών ηλεκτρικού δικτύου (Forskrift om innbetaling av påslag på nettariffen til Energifondet).

Ένας κανονισμός σχετικά με το Ταμείο Ενέργειας (Vedteker for energifondet) ορίζει ότι το Ταμείο Ενέργειας υπάγεται στο Υπουργείο Πετρελαίου και Ενέργειας και προσδιορίζει ότι η διοικητική διαχείρισή του πραγματοποιείται από την Enova.

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος στο πλήρες κείμενο του μέτρου ενίσχυσης

http://naring.enova.no/sitepageview.aspx?articleID=4219%20

Τύπος μέτρου

Καθεστώς

Ναι

Διάρκεια

Καθεστώς

24.5.2011 έως 31.12.2014

Σχετικός (-οί) οικονομικός (-οί) τομέας (-είς)

Όλοι οι οικονομικοί τομείς που είναι επιλέξιμοι να λάβουν την ενίσχυση

Ναι, όλοι οι τομείς στη βιομηχανία

Κατηγορία δικαιούχου

ΜΜΕ

Ναι

Μεγάλες επιχειρήσεις

Ναι

Προϋπολογισμός

Ετήσιο συνολικό ποσό του προϋπολογισμού που προγραμματίζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος

60 000 000 NOK

Μέσο ενίσχυσης (άρθρο 5)

Επιχορήγηση

Ναι

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Γενικοί στόχοι (κατάλογος)

Στόχοι (κατάλογος)

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης σε % ή ανώτατο ποσό της ενίσχυσης σε NOK

ΜΜΕ-πριμοδοτήσεις σε %

Ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρα 17-25)

Επενδυτική ενίσχυση προς επιχειρήσεις για την υπέρβαση κοινοτικών προτύπων ή για την αύξηση της προστασίας του περιβάλλοντος ελλείψει κοινοτικών προτύπων (άρθρο 18)

Αναφέρατε παραπομπή στο συγκεκριμένο πρότυπο

… %

 

Περιβαλλοντικές επενδυτικές ενισχύσεις για την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (άρθρο 23)

40 %

Όχι


(1)  Odelstingets vedtak til lov om endringar i lov 29. juni 1990 nr. 50 om produksjon, omforming, overføring, omsetning og fordeling av energi m.m. (energilova). (Besl.O.nr.75 (2000-2001), jf. Innst.O.nr.59 (2000-2001) og Ot.prp.nr.35 (2000-2001)).

(2)  Ot.prp.nr.35 (2000-2001).


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

20.10.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 308/37


Πρόσκληση για υποβολή προτάσεων με βάση το πρόγραμμα εργασίας «Άνθρωποι» 2012 στα πλαίσια του έβδομου προγράμματος πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και παρουσίασης

2011/C 308/09

Με την παρούσα αναγγέλλεται η δρομολόγηση πρόσκλησης για υποβολή προτάσεων με βάση το πρόγραμμα εργασίας «Άνθρωποι» 2012 στα πλαίσια του έβδομου προγράμματος πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και παρουσίασης (2007-2013).

Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν προτάσεις για την ακόλουθη πρόσκληση. Οι καταληκτικές ημερομηνίες και οι προϋπολογισμοί των προσκλήσεων αναγράφονται στα κείμενα των προσκλήσεων, τα οποία δημοσιεύονται στον σχετικό ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ειδικό πρόγραμμα «Άνθρωποι»:

Τίτλος της πρόσκλησης

Αναγνωριστικός κωδικός της πρόσκλησης

Υποτροφίες επαγγελματικής ολοκλήρωσης

FP7-PEOPLE-2012-CIG

Η εν λόγω πρόσκληση υποβολής προτάσεων αφορά το πρόγραμμα εργασίας 2012 που εγκρίθηκε με την απόφαση C(2011) 5033 της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2011.

Πληροφορίες για τους λεπτομερείς όρους των προσκλήσεων, τα προγράμματα εργασίας και οι οδηγίες προς τους ενδιαφερομένους σχετικά με τον τρόπο υποβολής των προτάσεων διατίθενται στον σχετικό ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.