ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2011.111.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

54ό έτος
9 Απριλίου 2011


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 111/01

Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 1 )

1

2011/C 111/02

Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 2 )

5

2011/C 111/03

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6147 — Rosneft Oil Company/BP/Ruhr Oel) ( 2 )

9

2011/C 111/04

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6116 — Europ Assistance France/Malakoff Mederic/EAP France) ( 2 )

9

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 111/05

Ισοτιμίες του ευρώ

10

2011/C 111/06

Γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση, της 2ας Ιουλίου 2010, σχετικά με σχέδιο απόφασης για την υπόθεση COMP/38.866 (1) — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές — Εισηγητής: Ελλάδα

11

2011/C 111/07

Γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσπόζουσων Θέσεων που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση, της 16ης Ιουλίου 2010, σχετικά με σχέδιο απόφασης για την υπόθεση COMP/38.866 (2) — Φωσφορικά άλατα για τις ζωοτροφές — Εισηγητής: Ελλάδα

12

2011/C 111/08

Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων — Υπόθεση COMP/38.866 — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές

13

2011/C 111/09

Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του αρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.866 — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 5004]  ( 2 )

15

2011/C 111/10

Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής, της 20ης Ιουλίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.866 — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 5004]  ( 2 )

19

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 111/11

Κρατική ενίσχυση — Γερμανία — Κρατική ενίσχυση C 33/10 (πρώην N 700/09) — Ενίσχυση στους παραγωγούς μη σιδηρούχων μετάλλων για το κόστος του CO2 στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 2 )

22

2011/C 111/12

Κρατικές ενισχύσεις — Πορτογαλία — Κρατική ενίσχυση C 28/10 (πρώην NN 19/10) — Βραχυπρόθεσμη ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων — Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ ( 2 )

46

2011/C 111/13

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.6170 — First Reserve Fund XII/Finmeccanica/Ansaldo Energia) ( 2 )

54

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης

 

(2)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/1


Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης)

2011/C 111/01

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

10.2.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

NN 58/05 (πρώην N 576/2000)

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας

Περιφέρεια

Σκωτία

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Modification of the Rural Development Plan for Scotland: Stand alone Aids

Νομική βάση

 

ESA Scheme

The Agriculture Act 1986 (Section 18)

 

CPS

Section 98 of the Environment Act 1995

The Countryside Premium Scheme (Scotland) Regulations 1997: SI 1997 No 330 (S.23)

 

RSS

Section 98 of the Environment Act 1995

The Rural Stewardship Scheme (Scotland) Regulations 2001

The Rural Stewardship Scheme (Scotland) Amendment Regulations 2003

The Rural Stewardship Scheme (Scotland) Amendment (No 2) Regulations 2003

 

OAS

The Organic Aid (Scotland) Regulations 1994

The Organic Aid (Scotland) Amendment Regulations 1996

The Organic Aid (Scotland) Amendment Regulations 1999

The Organic Aid (Scotland) Regulations 2004

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Στόχος

Γεωργοπεριβαλλοντικές συμφωνίες

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιχορήγηση

Προϋπολογισμός

Εκτιμώμενες συνολικές δαπάνες 54 908,1 εκατομμύρια GBP (Περίπου 64 280,9 εκατομμύρια ευρώ)

Ένταση

Μεταβλητή

Διάρκεια

Ανάλογα με το συγκεκριμένο καθεστώς: CPS 2010, ESA 2012, OAS 2011, RSS 2010

Κλάδοι της οικονομίας

Γεωργία

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

The Scottish Executive Environment and Rural Affairs Department (SEERAD)

Mailpoint 1-E

Pentland House

47 Robb's Loan

Edinburgh

EH14 ITY

UNITED KINGDOM

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

23.2.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

N 601/09

Κράτος μέλος

Λουξεμβούργο

Περιφέρεια

Luxembourg (Grand-Duché)

Άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Régime d'aides pour la sauvegarde de la diversité biologique

Νομική βάση

Loi du 18 avril 2008 concernant le renouvellement du soutien au développement rural

Loi modifiée du 19 janvier 2004 concernant la protection de la nature et des ressources naturelles (art. 26)

Projet de règlement grand-ducal instituant un ensemble de régimes d'aides pour la sauvegarde de la diversité biologique

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Δασοκομία, Γεωργοπεριβαλλοντικές δεσμεύσεις, Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

Συνολικός προϋπολογισμός: 5,40 EUR (σε εκατ.)

Ένταση

90 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2013

Κλάδοι της οικονομίας

Γεωργία, δασοκομία και αλιεία

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ministère de l'agriculture, de la viticulture et du développement rural

1 Rue de la Congrégation

2913 Luxembourg

LUXEMBOURG

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

25.2.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

N 268/10

Κράτος μέλος

Φινλανδία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Maatalousalan valtiontakaukset

Νομική βάση

Laki maatalouden rakennetuista

Valtioneuvoston asetus maatalouden investointituesta ja nuoren viljelijän aloitustuesta

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Στόχος

Η μεθοδολογία για τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης της υποστήριξης η οποία παρέχεται με μορφή εγγύησης

Είδος ενίσχυσης

Εγγύηση

Προϋπολογισμός

Ένταση

Μεταβλητή

Διάρκεια

Έως τις 31.12.2015

Κλάδοι της οικονομίας

A1 — Φυτική και ζωική παραγωγή, θήρα και συναφείς δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Maa- ja metsätalousministeriö

PL 30

FI-00023 Valtioneuvosto

SUOMI/FINLAND

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

11.2.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

N 546/10

Κράτος μέλος

Βουλγαρία

Περιφέρεια

Άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

„Помощ за инвестиции в земеделски стопанства чрез преотстъпване на корпоративен данък“

Νομική βάση

Чл. 189б, ал. 1—4, от Закона за корпоративно подоходно облагане (ЗКПО),

Чл. 48, ал. 6—7 от Закон за данъците върху доходите на физическите лица (ЗДДФЛ)

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις

Είδος ενίσχυσης

Έκπτωση φόρου

Προϋπολογισμός

Συνολικός προϋπολογισμός: 132,02 BGN (σε εκατ.)

Ένταση

50 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2013

Κλάδοι της οικονομίας

Φυτική και ζωική παραγωγή, θήρα και συναφείς δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Национална агенция за приходите (НАП)

бул. Княз Дондуков № 52

1000 София/Sofia

БЪЛГАРИЯ/BULGARIA

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_en.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

28.2.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32185-2011N

Κράτος μέλος

Σουηδία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Stöd för marknadsfrämjande åtgärder för ekologiska produkter

Νομική βάση

17 § förordningen (2011:93) om stöd till insatser på livsmedelsområdet

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Διαφήμιση (AGRI),Προστασία του περιβάλλοντος

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

 

Συνολικός προϋπολογισμός: 48,00 SEK (σε εκατ.)

 

Ετήσιος προϋπολογισμός: 8,00 SEK (σε εκατ.)

Ένταση

50 %

Διάρκεια

1.3.2011-31.12.2016

Κλάδοι της οικονομίας

Φυτική και ζωική παραγωγή, θήρα και συναφείς δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Statens Jordbruksverk

Jordbruksverket

SE-551 82 Jönköping

SVERIGE

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/5


Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/02

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

17.12.2010

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32030 (2010/N)

Κράτος μέλος

Γερμανία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Prolongation of the Federal Framework for low interest loans („Bundesrahmenregelung Niedrigverzinsliche Darlehen“) (N 38/09)

Νομική βάση

Regelung zur vorübergehenden Gewährung niedrigverzinslicher Darlehen („Bundesrahmenregelung Niedrigverzinsliche Darlehen“)

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία

Είδος ενίσχυσης

Επιδότηση επιτοκίου

Προϋπολογισμός

 

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 2 500 εκατ. EUR

 

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 2 500 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

1.1.2011-31.12.2011

Κλάδοι της οικονομίας

Όλοι οι κλάδοι

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

14.2.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32054 (2010/N)

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Aiuto al salvataggio di Agile S.r.l. in A.S.

Νομική βάση

Decreto Legislativo 8 luglio 1999, n. 270, «Nuova disciplina dell'amministrazione straordinaria delle grandi imprese in stato di insolvenza, a norma dell'articolo 1 della legge 30 luglio 1998, n. 274»;

Είδος μέτρου

Ατομική Ενίσχυση

Στόχος

Διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων

Είδος ενίσχυσης

Εγγύηση

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 15 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

Φεβρουαρίου 2011-Αυγούστου 2011

Κλάδοι της οικονομίας

Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και συναφείς δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ministero dello Sviluppo Economico

Via Molise 2

00196 Roma RM

ITALIA

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

21.1.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32157 (2010/N)

Κράτος μέλος

Πορτογαλία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Extenção do regime de recapitalização pública das instituições de crédito em Portugal

Νομική βάση

Lei n.o 63-A/2008, de 24 de Novembro, Lei do Orçamento do Estado para 2011 (Proposta de lei no 42/XI)

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία

Είδος ενίσχυσης

Άλλες μορφές εισφοράς μετοχικού κεφαλαίου

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 3 000 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

μέχρι τις 30.6.2011

Κλάδοι της οικονομίας

Χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ministro de Estado e das Finanças

Av. Infante D. Henrique 1.o

1149-009 Lisboa

PORTUGAL

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

21.1.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32158 (2010/N)

Κράτος μέλος

Πορτογαλία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Extenção do regime de concessão estraordinária de garantias pessoais pelo estado, no âmbito do sistema financeiro

Νομική βάση

Lei n.o 60-A/2008, de 20 de Outubro, Lei do Orçamento do Estado para 2011 (Proposta de lei no 42/XI)

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία

Είδος ενίσχυσης

Εγγύηση

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 9 146,2 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

μέχρι τις 30.6.2011

Κλάδοι της οικονομίας

Χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ministro de Estado e das Finanças

Av. Infante D. Henrique 1.o

1149-009 Lisboa

PORTUGAL

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

30.3.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32171 (2010/N)

Κράτος μέλος

Αυστρία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Weitere Gewährung von 500 000 EUR — Pauschalbeihilfen nach dem „Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmen“ (N 47a/09)

Νομική βάση

Konjunkturbelebungsgesetz 2008 — KMU-Förderungsgesetz — Arbeitsmarktförderungsgesetz — Garantiegesetz — Forschungs- und Technologieförderungsgesetz (FTFG) — Wirtschaftsförderungsgesetze der Bundesländer — Mittelstandsfinanzierungsgesellschaften-Gesetz (MiFiG-Gesetz)

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιχορήγηση, Εγγύηση, Επιδότηση επιτοκίου

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 300 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2011

Κλάδοι της οικονομίας

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/9


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6147 — Rosneft Oil Company/BP/Ruhr Oel)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/03

Στις 10 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32011M6147. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/9


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6116 — Europ Assistance France/Malakoff Mederic/EAP France)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/04

Στις 1 Απριλίου 2011, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα γαλλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32011M6116. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/10


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

8 Απριλίου 2011

2011/C 111/05

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,4401

JPY

ιαπωνικό γιεν

122,80

DKK

δανική κορόνα

7,4572

GBP

λίρα στερλίνα

0,88095

SEK

σουηδική κορόνα

8,9895

CHF

ελβετικό φράγκο

1,3163

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8020

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

24,430

HUF

ουγγρικό φιορίνι

264,09

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,7090

PLN

πολωνικό ζλότι

3,9560

RON

ρουμανικό λέι

4,1118

TRY

τουρκική λίρα

2,1646

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,3687

CAD

καναδικό δολάριο

1,3741

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

11,1889

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,8446

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,8105

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 559,19

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

9,5811

CNY

κινεζικό γιουάν

9,4115

HRK

κροατικό κούνα

7,3655

IDR

ινδονησιακή ρουπία

12 454,48

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,3441

PHP

πέσο Φιλιππινών

61,908

RUB

ρωσικό ρούβλι

40,4165

THB

ταϊλανδικό μπατ

43,275

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,2619

MXN

μεξικανικό πέσο

16,8978

INR

ινδική ρουπία

63,4720


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/11


Γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουλίου 2010 σχετικά με σχέδιο απόφασης για την υπόθεση COMP/38.866 (1) — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές

Εισηγητής: Ελλάδα

2011/C 111/06

1.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι οι αποδέκτες των σχεδίων αποφάσεων συμμετείχαν σε συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ.

2.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με το προϊόν και τη γεωγραφική περιοχή της συμφωνίας και/ή της συντονισμένης πρακτικής που περιλαμβάνεται στα σχέδια αποφάσεων.

3.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι οι αποδέκτες των αποφάσεων και των σχεδίων αποφάσεων συμμετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ.

4.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι αντικείμενο της συμφωνίας και/ή της εναρμονισμένης πρακτικής ήταν να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ.

5.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η συμφωνία και/ή η εναρμονισμένη πρακτική μπόρεσαν να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

6.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης για κάθε αποδέκτη.

7.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με τα σχέδια αποφάσεων της Επιτροπής όσον αφορά τους αποδέκτες των αποφάσεων, ιδίως για τον καταλογισμό ευθύνης στις μητρικές εταιρείες των εμπλεκόμενων ομίλων.

8.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την εφαρμογή από την Επιτροπή της διαδικασίας που θεσπίζεται στο άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της 30ής Ιουνίου 2008 και την ανακοίνωση σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων.

9.

Η συμβουλευτική επιτροπή προτίθεται να ζητήσει από την Επιτροπή να λάβει υπόψη όλα τα άλλα σημεία που εθίγησαν κατά τη διάρκεια της ζήτησης.

10.

Η συμβουλευτική επιτροπή συνιστά τη δημοσίευση της παρούσας γνώμης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/12


Γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσπόζουσων Θέσεων που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2010 σχετικά με σχέδιο απόφασης για την υπόθεση COMP/38.866 (2) — Φωσφορικά άλατα για τις ζωοτροφές

Εισηγητής: Ελλάδα

2011/C 111/07

1.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

2.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επί των βασικών ποσών των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε κάθε αποδέκτη των σχεδίων αποφάσεων.

3.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι δεν υφίστανται επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση για κανέναν από τους αποδέκτες των σχεδίων αποφάσεων.

4.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τα ποσά κατά τα οποία θα μειωθούν τα πρόστιμα που υπολογίστηκαν με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ).

5.

Η συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της κατάλληλης μείωσης του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης, με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής περί διευθέτησης διαφορών.

6.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την αδυναμία πληρωμής.

7.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τα τελικά ποσά των προστίμων.

8.

Η συμβουλευτική επιτροπή συνιστά τη δημοσίευση της παρούσας γνώμης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/13


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων (1)

Υπόθεση COMP/38.866 — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές

2011/C 111/08

Η υπόθεση αυτή αφορά μία σύμπραξη μεταξύ έξι ομίλων επιχειρήσεων που αναπτύσσουν δραστηριότητες παραγωγής φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές. (2) Οι επιχειρήσεις συμμετείχαν σε μία σύμπραξη που διήρκησε συνολικά περίπου 35 έτη (1969-2004) και κάλυψε πολλά κράτη μέλη.

Όσον αφορά τους πέντε ομίλους εταιρειών, το σχέδιο απόφασης είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών (3), ενώ ένας όμιλος επέλεξε να μην συμμετάσχει στην εν λόγω διαδικασία και, ως εκ τούτου, επέλεξε τη συνήθη διαδικασία (καλούμενη μεικτή υπόθεση). Κατά συνέπεια, στην υπόθεση αυτή, θα εκδοθούν δύο χωριστές αποφάσεις, μία κοινή απόφαση για τις εταιρείες που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών και μία απόφαση για την άλλη επιχείρηση.

Ιστορικό

Ύστερα από την αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου που υπέβαλε η Kemira το Νοέμβριο 2003, διενεργήθηκαν, το Φεβρουάριο 2004, αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις. Πέντε έτη αργότερα, στις 19 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή κίνησε επισήμως διαδικασία και κάλεσε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να δηλώσουν γραπτώς κατά πόσο είναι διατεθειμένες να συμμετάσχουν σε συζητήσεις διευθέτησης διαφορών ενόψει υποβολής αιτημάτων διευθέτησης διαφορών (4). Όλες οι επιχειρήσεις αποδέχτηκαν την πρόσκληση και ακολούθησαν διμερείς συζητήσεις διευθέτησης διαφορών μεταξύ της ΓΔ Ανταγωνισμού και καθεμιάς από τις αποδέκτριες.

Μετά από αυτές τις συζητήσεις, όλες οι εταιρείες, πλην της Timab Industries S.A. και της μητρικής της εταιρείας Compagnie Financière et de Participation Roullier (στο εξής Timab/CFPR), υπέβαλαν αιτήματα διευθέτησης διαφορών. Κατά συνέπεια, όσον αφορά την Timab/CFPR, η υπόθεση υπήχθη εκ νέου στη συνήθη διαδικασία.

Γραπτή διαδικασία

Κοινοποίηση αιτιάσεων

Στις 23 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε έξι κοινοποιήσεις αιτιάσεων (ΚΑ), οι οποίες γνωστοποιήθηκαν ατομικά σε καθένα από τα μέρη της διαδικασίας. Σύμφωνα με την ΚΑ, οι εταιρείες Ercros, FMC Foret, Kemira, Tessenderlo, Quimitecnica και Timab/CFPR συμμετείχαν από τις 19 Μαρτίου 1969 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004 τουλάχιστον, για διαφορετικές χρονικές περιόδους, σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η γεωγραφική έκταση τη σύμπραξης ανά πάσα στιγμή κάλυπτε την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες τη Νορβηγία, τη Σουηδία και το ΗΒ, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία καλύφθηκαν αντιστοίχως από το 1992 και 1993 και μετά (5). Όσον αφορά την Timab/CFPR, η εικαζόμενη παράβαση διήρκεσε από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 2004. Η παράβαση συνίστατο στην κατανομή μεγάλου μέρους της αγοράς της ΕΕ με κατανομή ποσοστώσεων πωλήσεων και πελατών, καθώς και στο συντονισμό τιμών και όρων πωλήσεως. Στην ΚΑ, η Επιτροπή ανήγγειλε την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση παράβασης και να επιβάλει πρόστιμα (6).

Πρόσβαση στο φάκελο

Πριν από την γνωστοποίηση της ΚΑ, οι όμιλοι των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών είχαν ήδη ενημερωθεί προφορικά κατά τη διάρκεια των συζητήσεων διευθέτησης για τις προβλεπόμενες αιτιάσεις και τους είχε δοθεί πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονταν στο φάκελο της Επιτροπής. Στα αιτήματά τους για διευθέτηση, οι όμιλοι αυτοί επιβεβαίωσαν ότι τους είχαν παρασχεθεί επαρκείς ευκαιρίες για να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους και ότι δεν θα απαιτείτο περαιτέρω πρόσβαση, υπό τον όρο ότι η ΚΑ θα αντανακλούσε τα υποβληθέντα αιτήματά τους στο πλαίσιο της διευθέτησης.

Αφού έλαβαν την ΚΑ, τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών επιβεβαίωσαν κατηγορηματικά ότι η ΚΑ αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των αιτημάτων διευθέτησης που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης.

Μετά τη λήψη της ΚΑ, χορηγήθηκε στην Timab/CFPR πλήρης πρόσβαση στο φάκελο έρευνας της Επιτροπής μέσω DVD και μέσω της πρόσβασης, στα γραφεία της Επιτροπής, στις εταιρικές δηλώσεις καθώς και σε μία μη εμπιστευτική εκδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν από τα υπόλοιπα μέρη στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης. Εξάλλου, χορηγήθηκε στην Timab/CFPR, μετά από αίτημά της, συμπληρωματική πρόσβαση, στα γραφεία της Επιτροπής, στις παρατηρήσεις που διατύπωσαν τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης σχετικά με τις ΚΑ.

Προθεσμίες για τις απαντήσεις

Αφού έλαβαν την ΚΑ, χορηγήθηκε στα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης προθεσμία δύο εβδομάδων για να απαντήσουν σύμφωνα με το σημείο 26 της κοινοποίησης διευθέτησης της διαφοράς. Μετά από αίτημα ενός από τα μέρη, της Ercros, χορηγήθηκε παράταση κατά δύο ημέρες για την υποβολή της απάντησης.

Αρχικά, είχε χορηγηθεί στην Timab/CFPR προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων για να απαντήσει στην ΚΑ. Μετά από αίτημά της, η προθεσμία παρατάθηκε κατά πέντε πρόσθετες εβδομάδες.

Προφορική διαδικασία

Προφορική ακρόαση

Στις 24 Φεβρουαρίου 2010, διεξήχθη προφορική ακρόαση μετά από αίτημα της Timab/CFPR.

Παρά το γεγονός ότι τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης αποποιήθηκαν του δικαιώματός τους να ζητήσουν προφορική ακρόαση, ο σύμβουλος ακροάσεων που ήταν αρμόδιος για την υπόθεση την εποχή εκείνη, αποφάσισε, για λόγους διαφάνειας και αμεροληψίας, να τα καλέσει σε ακρόαση, ως επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η διαδικασία. Όλοι οι όμιλοι των επιχειρήσεων, πλην της Tessenderlo, αποδέχτηκαν την πρόσκληση και παρευρέθηκαν στην ακρόαση.

Το σχέδιο απόφασης

Σε σχέση με τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης, το σχέδιο απόφασης διατηρεί τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν στην κοινοποίηση αιτιάσεων και αντικατοπτρίζει επίσης τα αντίστοιχα αιτήματα διευθέτησης διαφορών των μερών. Ως εκ τούτου, το σχέδιο απόφασης περιέχει μόνον τις αντιρρήσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους. Σε σχέση με αυτό το σημείο, έλαβα επίσης υπόψη το γεγονός ότι τα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία διευθέτησης επιβεβαίωσαν κατηγορηματικά στα αιτήματά τους διευθέτησης διαφορών ότι τους είχε δοθεί κάθε δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους και ότι δεν είχαν εγείρει κανένα διαδικαστικό θέμα ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων.

Όσον αφορά την Timab/CFPR, το σχέδιο απόφασης διατηρεί επίσης τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν στην κοινοποίηση αιτιάσεων. Εντούτοις, ενόψει των γραπτών και προφορικών προτάσεων της Timab/CFPR, η διάρκεια της παράβασης μειώθηκε σημαντικά από 25 χρόνια περίπου σε λιγότερο από έντεκα χρόνια.

Θεωρώ ότι, στην παρούσα υπόθεση, έγινε σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης όλων όσων συμμετείχαν στη διαδικασία.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2010.

Michael ALBERS


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 της απόφασης (2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ) της Επιτροπής της 23ης Μαΐου 2001 σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού — ΕΕ L 162 της 19.6.2001, σ. 21.

(2)  Ercros (Ercros S.A., Ercros Industrial S.A.), FMC Foret (FMC Foret S.A., FMC Chemicals Netherlands B.V., FMC Corporation), Kemira, (Kemira Oyj, Yara Phosphates Oy, Yara Soumi Oy), Tessenderlo Chemie N.V., Quimitécnica (Quimitécnica.com — Cemércio e Industria Quimica S.A., José de Mello SGPS S.A.) και Timab (Timab Industries S.A., Compagnie Financière et de Participation Roullier).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της Επιτροπής που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 773/2004 σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων, ΕΕ L 171 της 1.7.2008, σ. 3 και ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών ενόψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων, ΕΕ C 167 της 2.7.2008, σ. 1.

(4)  Άρθρο 10α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18).

(5)  Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και/ή του άρθρου 53 της συνθήκης ΕΟΧ, η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία υφίσταται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

(6)  Άρθρα 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1.


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/15


Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής

της 20ής Ιουλίου 2010

σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του αρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ

(Υπόθεση COMP/38.866 — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 5004]

(τα κείμενα στην αγγλική και γαλλικη γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/09

Στις 20 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου  (1), η Επιτροπή δημοσιεύει τα ονόματα των μερών και τα ουσιώδη στοιχεία της απόφασης, περιλαμβανομένων των κυρώσεων που επιβάλλονται, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(1)

Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης εκδόθηκαν δύο αποφάσεις, δηλαδή, αφενός, μια «απλουστευμένη» απόφαση υπέρ των επιχειρήσεων που αναγνώρισαν στις επίσημες αιτήσεις διευθέτησης διαφορών («προτάσεις διευθέτησης διαφορών») (2) τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη όσον αφορά την πώληση φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές και, αφετέρου, μια άλλη απόφαση σχετικά με τις επιχειρήσεις Timab Industries S.A. και Compagnie Financière et de Participation Roullier (Γαλλία) (στο εξής «CFPR/Timab»), οι οποίες εγκατέλειψαν τη διαδικασία διευθέτησης. Η παρούσα περίληψη αφορά την απόφαση που απευθύνεται στα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης.

(2)

Οι ένδεκα αποδέκτες της παρούσας απόφασης συμμετείχαν σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και, από την 1η Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής «συμφωνία ΕΟΧ»), με την οποία συνεννοήθηκαν σχετικά με την πώληση φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές.

2.   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

2.1.   Διαδικασία

(3)

Η διαδικασία κινήθηκε ύστερα από αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου που υποβλήθηκε από την Kemira στις 28 Νοεμβρίου 2003 σε σχέση με την περίοδο 1989-2003. Η Επιτροπή συγκέντρωσε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία κατά τις επιθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 10 και 11 Φεβρουαρίου 2004. Στις 18 Φεβρουαρίου 2004, η Tessenderlo υπέβαλε αίτηση επιεικούς μεταχείρισης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή έλαβε και άλλες αιτήσεις επιεικούς μεταχείρισης εκ μέρους της Quimitécnica και της CFPR/Timab.

(4)

Η απόφαση σχετικά με την κίνηση διαδικασίας διευθέτησης γνωστοποιήθηκε στα μέρη με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2009. Ύστερα από συζητήσεις σ’ αυτό το πλαίσιο, όλα τα μέρη υπέβαλαν τις προτάσεις διευθέτησης διαφορών εντός των προθεσμιών που τους είχαν ορισθεί, με εξαίρεση την CFPR/Timab, η οποία εγκατέλειψε τη διαδικασία διευθέτησης.

(5)

Στις 23 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε έξι κοινοποιήσεις αιτιάσεων που απευθύνονταν προς όλα τα μέρη. Με εξαίρεση την CFPR/Timab, όλα τα μέρη απάντησαν επιβεβαιώνοντας ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των προτάσεων διευθέτησης που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης.

(6)

Η συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων εξέφρασε ευνοϊκή γνώμη στις 2 και στις 16 Ιουλίου 2010. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 20 Ιουλίου 2010 (όπως και η απόφαση που απευθύνθηκε στην TIMAB/CFPR).

2.2.   Συνοπτική περιγραφή της παράβασης

(7)

Η παρούσα απόφαση αφορά παράβαση του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και, από την 1η Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με την πώληση φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές. Η σύμπραξη είχε ως σκοπό τον καταμερισμό μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής αγοράς φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές μέσω της κατανομής των ποσοστώσεων πώλησης μεταξύ των μελών της σύμπραξης, καθώς και τον συντονισμό των τιμών και, στον βαθμό που ήταν αναγκαίο, των όρων πώλησης.

(8)

Οι συμφωνίες σύμπραξης, που έφεραν την επωνυμία «Club», CEPA (Centre d’Etude des Phosphates Alimentaires) και, αργότερα, Super CEPA, αποδείχθηκαν ανθεκτικές και ικανές να προσαρμόζονται από χρόνο σε χρόνο σε βιομηχανικές και εμπορικές συνθήκες που εξελίσσονται συνεχώς.

(9)

Ο συντονισμός είχε ως κύριο αντικείμενο τον καταμερισμό των όγκων φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές που παραδίδονταν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων ορισμένες χώρες που ήταν ήδη κράτη μέλη ή επρόκειτο να γίνουν, και ορισμένες χώρες που κατέστησαν στη συνέχεια συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι επιχειρήσεις συντόνιζαν επίσης ορισμένους περιορισμούς σε σχέση με την παραγωγή (για παράδειγμα, την παραγωγή που βασίζεται στην τεχνολογία του φωσφορικού οξέος ή τον αναπροσανατολισμό μέρους των πρώτων υλών και των πλεονασμάτων της παραγωγής προς την αγορά λιπασμάτων) και μοιράζονταν τους πελάτες. Ειδικότερα, τα μέλη της σύμπραξης είχαν καθορίσει σύστημα ποσοστώσεων που κάλυπτε διάφορες γεωγραφικές περιοχές εντός της Ευρώπης βάσει του οποίου κατανέμονταν στους παραγωγούς συγκεκριμένοι όγκοι πωλήσεων και πελάτες. Ενδεχομένως, εφαρμόζονταν αντισταθμίσεις για να διορθώνονται οι αποκλίσεις.

(10)

Η σύμπραξη είχε επίσης ως σκοπό να επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέλη να συντονίζουν τις τιμές που εφάρμοζαν σε κάθε χώρα και, ενδεχομένως, τους όρους πώλησης.

(11)

Οι επιχειρήσεις είχαν συχνές επαφές και τακτικές συναντήσεις για να εφαρμόζουν τον εν λόγω συντονισμό υπό μορφή συμφωνιών για τον έλεγχο των τιμών και τον καταμερισμό της αγοράς, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στις διάφορες χώρες. Προέβλεψαν και χρησιμοποίησαν επίσης μηχανισμούς παρακολούθησης και αντιστάθμισης για να ελέγχουν την τήρηση της συμφωνίας καταμερισμού της αγοράς, καθώς και για να παρεμβαίνουν και να ρυθμίζουν τις διαφορές που αφορούσαν σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τις ποσοστώσεις που είχαν συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, γεγονός που δεν εμπόδισε τα μέρη να παρέχουν με διάφορες ευκαιρίες λανθασμένα δεδομένα για να παραπλανούν το ένα το άλλο.

(12)

Οι τιμές, οι αυξήσεις των τιμών και διάφοροι άλλοι εμπορικοί όροι ή όροι αγοράς — μόνον εφόσον αυτό ήταν αναγκαίο όσον αφορά τους τελευταίους — συζητούνταν και συντονίζονταν ανά χώρα.

(13)

Συνολικά, η παράβαση κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της Ένωσης και, στη συνέχεια, μεγάλο μέρος του εδάφους του ΕΟΧ (3), και διήρκεσε από τις 19 Μαρτίου 1969 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004 τουλάχιστον.

2.3.   Αποδέκτες και διάρκεια

(14)

Στην παρούσα απόφαση, τα ακόλουθα νομικά πρόσωπα θεωρούνται υπεύθυνα για την παράβαση κατά τις ακόλουθες χρονικές περιόδους:

Yara Phosphates Oy: από τις 19 Μαρτίου 1969 τουλάχιστον έως 28 Νοεμβρίου 2003

Kemira Oyj: από την 1η Απριλίου 1989 τουλάχιστον έως τις 28 Νοεμβρίου 2003

Yara Suomi Oy: από την 1η Ιανουαρίου 1994 τουλάχιστον έως τις 28 Νοεμβρίου 2003

Tessenderlo Chemie N.V.: από τις 19 Μαρτίου 1969 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004

Ercros S.A.: από τις 31 Ιανουαρίου 1992 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004

Ercros Industrial S.A.: από τις 31 Ιανουαρίου 1992 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004

FMC Foret S.A.: από τις 31 Ιανουαρίου 1992 τουλάχιστον έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001

FMC Chemicals Netherlands B.V.: από τις 31 Ιανουαρίου 1992 τουλάχιστον έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001

FMC Corporation: από τις 31 Ιανουαρίου 1992 τουλάχιστον έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001

Quimitécnica.com — Comércio e Indústria Química S.A.: από τις 21 Οκτωβρίου 1993 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004

José de Mello SGPS S.A.: από την 1η Ιανουαρίου 1997 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004.

2.4.   Διορθωτικά μέτρα

(15)

Για να καθορίσει τα πρόστιμα που θα επιβάλει, η Επιτροπή στηρίζεται στις αρχές που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων (4). Η Επιτροπή εφαρμόζει επίσης τις διατάξεις της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002, καθώς και της ανακοίνωσής της σχετικά με την διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών ενόψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε υποθέσεις συμπράξεων.

2.4.1.   Βασικό ποσό του προστίμου

(16)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, τα βασικά ποσά των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν σε καθένα από τα μέρη προκύπτουν από το άθροισμα ενός μεταβλητού ποσού και ενός πρόσθετου ποσού. Το μεταβλητό ποσό του προστίμου συνδέεται με ένα ποσοστό, που κυμαίνεται μεταξύ 0 και 30 %, της αξίας των πωλήσεων, το οποίο προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ετών που διήρκεσε η παράβαση. Το πρόσθετο ποσό αντιστοιχεί στο 15 έως 25 % της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση κατά τη διάρκεια ενός δεδομένου οικονομικού έτους (ήτοι, κατά κανόνα, του τελευταίου έτους της παράβασης).

(17)

Το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στις επιχειρήσεις που δέχθηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, η οποία είναι η ίδια και για τις επιχειρήσεις που δεν επέλεξαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης (CFPR/Timab), στις οποίες απευθύνεται η απόφαση που αναφέρεται ανωτέρω. Μόνον οι επιχειρήσεις που δέχθηκαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης επωφελούνται, ωστόσο, από μείωση σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών.

(18)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε 17 % των πωλήσεων φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις στις χώρες του ΕΟΧ τις οποίες αφορά η παράβαση.

(19)

Το βασικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην σύμπραξη για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια συμμετοχής κάθε μεμονωμένης επιχείρησης στη σύμπραξη.

2.4.2.   Προσαρμογές του βασικού ποσού

(20)

Στην παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται καμία επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση.

2.4.3.   Εφαρμογή του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

(21)

Δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, το πρόστιμο που επιβάλλεται σε κάθε επιχείρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της ημερομηνίας απόφασης της Επιτροπής. Δεδομένου ότι τα βασικά ποσά των Tessenderlo Chemie N.V., Yara Suomi Oy, Yara Phosphates Oy και Quimitécnica.com — Comércio e Indústria Química S.A. υπερβαίνουν το ανώτατο όριο 10 % του κύκλου εργασιών του 2009, τα βασικά ποσά των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν σ’ αυτές προσαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.

2.4.4.   Εφαρμογή της ανακοίνωσης του 2002 περί επιείκειας: μείωση του ποσού των προστίμων

(22)

Στις 28 Νοεμβρίου 2003, η Kemira υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, η οποία και έγινε αποδεκτή υπό όρους στις 16 Δεκεμβρίου 2003, επειδή η ενδιαφερομένη πληρούσε τις απαιτήσεις της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Η Yara Phosphates και η Yara Suomi, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της ίδιας επιχείρησης με την Kemira τη στιγμή της υποβολής της αίτησης για μη επιβολή προστίμων, τυγχάνουν της ίδιας απαλλαγής προστίμου.

(23)

Τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την Tessenderlo αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Επομένως, χορηγήθηκε στην Tessenderlo μείωση κατά 50 % του προστίμου που θα της είχε επιβληθεί διαφορετικά για την περίοδο μετά την 31η Μαρτίου 1989. Εξάλλου, σύμφωνα με το σημείο 23 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, χορηγήθηκε στην Tessenderlo μερική απαλλαγή, δεδομένου ότι η αίτησή της για επιείκεια επέτρεψε στην Επιτροπή να παρατείνει τη διάρκεια της παράβασης.

(24)

Τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την Quimitécnica στις 27 Μαρτίου 2007 και συμπληρώθηκαν στη συνέχεια αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Πρέπει λοιπόν να χορηγηθεί στη Quimitécnica μείωση κατά 25 % του προστίμου το οποίο θα της είχε διαφορετικά επιβληθεί. Η José de Mello, η οποία συμμετείχε στην ίδια επιχείρηση με την Quimitécnica τη στιγμή της υποβολής της αίτησης για μη επιβολή προστίμου, τυγχάνει της ίδιας μείωσης.

(25)

Στις 14 Οκτωβρίου 2008, η CFPR/Timab υπέβαλε αίτηση στο πλαίσιο της ανακοίνωσης περί επιείκειας, η οποία συμπληρώθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2008. Κατ’ εφαρμογή της ανακοίνωσης περί επιείκειας, της χορηγήθηκε μείωση κατά 5 % στην απόφαση προς τις επιχειρήσεις αυτές.

2.4.5.   Εφαρμογή της ανακοίνωσης σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών

(26)

Με βάση το σημείο 32 της ανακοίνωσης σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών (5), η επιβράβευση για τα αποτελέσματα της διευθέτησης αντιστοιχεί σε μείωση 10 % του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί μετά την εφαρμογή του ανώτατου ορίου 10 % που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων. Όταν σε υποθέσεις διευθέτησης διαφορών ενέχονται επίσης μέρη τα οποία υπέβαλαν αίτηση επιείκειας, η μείωση προστίμου που τους επιδικάζεται λόγω της διευθέτησης προστίθεται στο ποσό της επιβράβευσης λόγω επιείκειας, κατά την έννοια του σημείου 33 της ανακοίνωσης σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών. Μετά την εφαρμογή της εν λόγω ανακοίνωσης, το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στο σύνολο των αποδεκτών της παρούσας απόφασης μειώνεται κατά 10 %.

2.4.6.   Ικανότητα πληρωμής

(27)

Δύο από τις επιχειρήσεις στην παρούσα υπόθεση επικαλέστηκαν την «αδυναμία τους να πληρώσουν» βάσει του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006. Η Επιτροπή επανεξέτασε αυτές τις αιτήσεις και ανέλυσε προσεκτικά τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω επιχειρήσεις. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της εξέτασης, δέχθηκε μία από τις αιτήσεις και χορήγησε μείωση κατά 70% επί του ποσού του προστίμου.

3.   ΑΠΟΦΑΣΗ

(28)

Τα πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 είναι τα ακόλουθα:

0 EUR

Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στις Yara Phosphates Oy, Yara Suomi Oy και Kemira Oyj.

83 752 000 EUR

Στην Tessenderlo Chemie N.V.

1 750 905 EUR

Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην Quimitécnica.com — Comércio e Indústria Química S.A. και José de Mello SGPS S.A.

1 044 095 EUR

στη José de Mello SGPS S.A.

14 400 000 EUR

Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στη FMC Foret S.A., FMC Chemicals Netherlands B.V. και FMC Corporation

14 850 000 EUR

Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην Ercros Industrial S.A. και στην Ercros S.A.


(1)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1.

(2)  Σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 622/2008 σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων.

(3)  Όσον αφορά τη γεωγραφική περιοχή την οποία αφορά η σύμπραξη, η εν λόγω σύμπραξη κάλυψε καθόλη τη διάρκεια την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, καλύφθηκαν από τη σύμπραξη από το 1992 και 1993 αντιστοίχως.

(4)  ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων (ΕΕ L 171 της 1.7.2008, σ. 3) και Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ C 167 της 2.7.2008, σ. 1).


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/19


Περίληψη της απόφασης της Επιτροπής

της 20ης Ιουλίου 2010

σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ

(Υπόθεση COMP/38.866 — Φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 5004]

(Τα κείμενα στην αγγλική και γαλλική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/10

Στις 20 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με τη διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου  (1), η Επιτροπή δημοσιεύει τα ονόματα των μερών και τα ουσιώδη στοιχεία της απόφασης, περιλαμβανομένων των κυρώσεων που επιβάλλονται, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου.

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(1)

Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης εκδόθηκαν δύο αποφάσεις, δηλαδή, αφενός, μία «απλουστευμένη» απόφαση υπέρ των επιχειρήσεων που αναγνώρισαν στις επίσημες αιτήσεις διευθέτησης διαφορών («προτάσεις διευθέτησης διαφορών») (2) τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη όσον αφορά την πώληση φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές και, αφετέρου, μία άλλη απόφαση σχετικά με τις επιχειρήσεις Timab Industries S.A. και Compagnie Financière et de Participation Roullier (Γαλλία) (στο εξής «CFPR/Timab»), οι οποίες εγκατέλειψαν τη διαδικασία διευθέτησης. Η παρούσα περίληψη αφορά την απόφαση που απευθύνεται στις CFPR/Timab.

(2)

Οι αποδέκτες της απόφασης συμμετείχαν σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και, από την 1η Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής «συμφωνία ΕΟΧ»), με την οποία συνεννοήθηκαν σχετικά με την πώληση φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004.

2.   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

2.1.   Διαδικασία

(3)

Η διαδικασία κινήθηκε ύστερα από αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου που υποβλήθηκε από την Kemira στις 28 Νοεμβρίου 2003 σε σχέση με την περίοδο 1989-2003. Η Επιτροπή συγκέντρωσε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία κατά τις επιθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 10 και 11 Φεβρουαρίου 2004. Στις 18 Φεβρουαρίου 2004, η Tessenderlo υπέβαλε αίτηση επιεικούς μεταχείρισης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή έλαβε και άλλες αιτήσεις επιεικούς μεταχείρισης εκ μέρους της Quimitécnica και της CFPR/Timab.

(4)

Η απόφαση σχετικά με την κίνηση διαδικασίας για την επίτευξη διευθέτησης κοινοποιήθηκε στα μέρη με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2009. Ύστερα από συζητήσεις σ'αυτό το πλαίσιο, όλα τα μέρη υπέβαλαν προτάσεις διευθέτησης διαφορών εντός των προθεσμιών που τους είχαν ορισθεί, με εξαίρεση την CFPR/Timab, η οποία εγκατέλειψε τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών.

(5)

Στις 23 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε έξι κοινοποιήσεις αιτιάσεων που απευθύνονταν προς όλα τα μέρη. Με εξαίρεση την CFPR/Timab, όλα τα μέρη απάντησαν επιβεβαιώνοντας ότι η κοινοποίηση αιτιάσεων αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των προτάσεων διευθέτησης διαφορών που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης.

(6)

Αφού συμβουλεύτηκε το σύνολο του φακέλου, η CFPR/Timab απάντησε γραπτώς στην κοινοποίηση αιτιάσεων στις 2 Φεβρουαρίου 2010 και έλαβε μέρος σε ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010.

(7)

Η συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων διατύπωσε ευνοϊκή γνώμη στις 2 και 16 Ιουλίου 2010. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 20 Ιουλίου 2010 (όπως και η απόφαση που είχε ως αποδέκτες τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης).

2.2.   Συνοπτική περίγραφη της παράβασης

(8)

Η παρούσα υπόθεση αφορά παράβαση του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και, από την 1η Ιανουαρίου 1994, του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με την πώληση φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές. Η σύμπραξη είχε ως σκοπό τον καταμερισμό ενός μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής αγοράς των φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές μέσω της κατανομής των ποσοστώσεων πώλησης μεταξύ των μελών της σύμπραξης, καθώς και το συντονισμό των τιμών και, στο βαθμό που ήταν αναγκαίο, των όρων πώλησης.

(9)

Οι δόλιες συμφωνίες, που έφεραν την επωνυμία «Club», CEPA (Centre d’Étude des Phosphates Alimentaires) και, αργότερα, Super CEPA, αποδείχθηκαν ανθεκτικές και ικανές να προσαρμόζονται από χρόνο σε χρόνο σε βιομηχανικές και εμπορικές συνθήκες που εξελίσσονται συνεχώς.

(10)

Ο συντονισμός είχε ως κύριο αντικείμενο τον καταμερισμό των όγκων φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές που παραδίδονταν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων, ορισμένες χώρες που ήταν ήδη κράτη μέλη ή επρόκειτο να γίνουν, και ορισμένες χώρες που κατέστησαν στη συνέχεια συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι επιχειρήσεις συντόνιζαν επίσης ορισμένους περιορισμούς σε σχέση με την παραγωγή (που αφορούσαν, για παράδειγμα, την παραγωγή που βασίζεται στην τεχνολογία του φωσφορικού οξέος ή τον αναπροσανατολισμό μέρους των πρώτων υλών και των πλεονασμάτων της παραγωγής προς την αγορά λιπασμάτων) και μοιράζονταν τους πελάτες. Τα μέλη της σύμπραξης συνεννοήθηκαν ιδίως σχετικά με ένα σύστημα ποσοστώσεων που κάλυπτε διάφορες γεωγραφικές περιοχές εντός της Ευρώπης, βάσει του οποίου κατανέμονταν στους παραγωγούς συγκεκριμένοι όγκοι πωλήσεων και πελάτες. Ενδεχομένως, εφαρμόζονταν αντισταθμίσεις για να διορθώνονται οι αποκλίσεις.

(11)

Η σύμπραξη είχε επίσης ως σκοπό να επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέλη να συντονίζουν τις τιμές που εφάρμοζαν σε κάθε χώρα και, ενδεχομένως, τους όρους πώλησης.

(12)

Οι επιχειρήσεις είχαν συχνές επαφές και τακτικές συναντήσεις για να κανονίζουν αυτό το συντονισμό μέσω συμφωνιών για τον έλεγχο των τιμών και τον καταμερισμό της αγοράς, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στις διάφορες χώρες. Προέβλεψαν και χρησιμοποίησαν επίσης μηχανισμούς παρακολούθησης και αντιστάθμισης για να ελέγχουν την τήρηση της συμφωνίας καταμερισμού της αγοράς, καθώς και για να παρεμβαίνουν και να ρυθμίζουν τις διαφορές που αφορούσαν σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τις ποσοστώσεις που είχαν συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, γεγονός που δεν εμπόδισε τα μέρη να παρέχουν με διάφορες ευκαιρίες λανθασμένα δεδομένα για να παραπλανούν το ένα το άλλο.

(13)

Οι τιμές, οι αυξήσεις των τιμών και διάφοροι άλλοι εμπορικοί όροι ή όροι αγοράς– μόνον εφόσον αυτό ήταν αναγκαίο όσον αφορά τους τελευταίους– συζητούνταν και συντονίζονταν ανά χώρα.

(14)

Συνολικά η παράβαση κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της Ένωσης και, στη συνέχεια, μεγάλο μέρος του εδάφους του ΕΟΧ (3) και διήρκεσε από τις 19 Μαρτίου 1969 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004 τουλάχιστον.

(15)

Όσον αφορά την Timab, διαπιστώθηκε ότι συμμετείχε και ήταν πλήρως ενταγμένη στις συμφωνίες Super CEPA και στη συνολική σύμπραξη σχετικά με τα φωσφορικά άλατα για ζωοτροφές από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004.

(16)

Η CFPR (μητρική εταιρεία του ομίλου Roullier) θεωρείται από κοινού και αλληλέγγυα υπεύθυνη με την Timab, για τη συμμετοχή της στην παράβαση, από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004.

2.3.   Αποδέκτες και διάρκεια

(17)

Τα ακόλουθα νομικά πρόσωπα θεωρούνται υπεύθυνα για την παράβαση κατά τις ακόλουθες χρονικές περιόδους:

Timab Industries S.A.: από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004·

Compagnie Financière et de Participation Roullier: από τις 16 Σεπτεμβρίου 1993 τουλάχιστον έως τις 10 Φεβρουαρίου 2004.

2.4.   Διορθωτικά μέτρα

(18)

Για να καθορίσει τα πρόστιμα που θα επιβάλει, η Επιτροπή στηρίζεται στις αρχές που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 (4) για τον υπολογισμό των προστίμων. Εφαρμόζει επίσης τις διατάξεις της ανακοίνωσης περί επιείκειας του 2002, καθώς και της ανακοίνωσής της σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών ενόψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 7 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε υποθέσεις συμπράξεων.

2.4.1.   Βασικό ποσό των προστίμων

(19)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβάλλονται σε καθένα από τα μέρη προκύπτουν από το άθροισμα ενός μεταβλητού ποσού και ενός πρόσθετου ποσού. Το μεταβλητό ποσό του προστίμου συνδέεται με ένα ποσοστό, που κυμαίνεται μεταξύ 0 και 30 %, της αξίας των πωλήσεων, το οποίο προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ετών που διήρκεσε η παράβαση. Το πρόσθετο ποσό αντιστοιχεί στο 15 έως 25 % της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση κατά τη διάρκεια ενός δεδομένου οικονομικού έτους (ήτοι, κατά κανόνα, του τελευταίου έτους της παράβασης).

(20)

Το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στις επιχειρήσεις που δέχθηκαν να λάβουν μέρος σε διαδικασία διευθέτησης διαφορών υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, η οποία είναι η ίδια και για τις επιχειρήσεις που δεν επέλεξαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία διευθέτησης (ήτοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η CFPR/Timab). Μόνον οι πρώτες επιχειρήσεις επωφελούνται ωστόσο από μείωση σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με τις διαδικασίες διευθέτησης διαφορών.

(21)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε 17 % των πωλήσεων φωσφορικών αλάτων για ζωοτροφές που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις στις χώρες του ΕΟΧ τις οποίες αφορά η παράβαση.

(22)

Το βασικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής στη σύμπραξη για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια συμμετοχής κάθε μεμονωμένης επιχείρησης στη σύμπραξη.

2.4.2.   Προσαρμογές του βασικού ποσού

(23)

Στην παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται καμία επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση.

2.4.3.   Εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

(24)

Δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, το πρόστιμο που επιβάλλεται σε κάθε επιχείρηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της ημερομηνίας της απόφασης της Επιτροπής.

2.4.4.   Εφαρμογή της ανακοίνωσης του 2002 περί επιείκειας: μείωση του ποσού των προστίμων

(25)

Στις 28 Νοεμβρίου 2003, η Kemira υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, η οποία και έγινε δεκτή στις 16 Δεκεμβρίου 2003, δεδομένου ότι η ενδιαφερομένη πληρούσε τους όρους της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Η Yara Phosphates και η Yara Suomi, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της ίδιας επιχείρησης με την Kemira τη στιγμή της υποβολής της αίτησης για μη επιβολή προστίμων, τυγχάνουν της ίδιας απαλλαγής προστίμου.

(26)

Τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την Tessenderlo αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Χορηγείται επομένως στην Tessenderlo μείωση κατά 50 % του προστίμου που θα της είχε επιβληθεί διαφορετικά για την περίοδο μετά την 31η Μαρτίου 1989. Εξάλλου, σύμφωνα με το σημείο 23 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, χορηγήθηκε στην Tessenderlo μερική απαλλαγή, εφόσον η αίτησή της για επιείκεια επέτρεψε στην Επιτροπή να παρατείνει τη διάρκεια της παράβασης.

(27)

Τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την Quimitécnica στις 27 Μαρτίου 2007 και συμπληρώθηκαν στη συνέχεια αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Πρέπει λοιπόν να χορηγηθεί στη Quimitécnica μείωση κατά 25 % του προστίμου το οποίο θα της είχε διαφορετικά επιβληθεί. Η ίδια μείωση χορηγήθηκε και στη José de Mello, η οποία συμμετείχε στην ίδια επιχείρηση με την Quimitécnica τη στιγμή της υποβολής της αίτησης για μη επιβολή προστίμου,.

(28)

Στις 14 Οκτωβρίου 2008, η CFPR/Timab υπέβαλε αίτηση στο πλαίσιο της ανακοίνωσης περί επιείκειας, η οποία συμπληρώθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2008. Κατ'εφαρμογή της ανακοίνωσης περί επιείκειας, της χορηγήθηκε μείωση κατά 5 %.

2.4.5.   Ικανότητα πληρωμής

(29)

Δύο από τις επιχειρήσεις στην παρούσα υπόθεση επικαλέστηκαν την «αδυναμία τους να πληρώσουν» βάσει του σημείου 35 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων. Η Επιτροπή επανεξέτασε αυτές τις αιτήσεις και ανέλυσε προσεκτικά τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω επιχειρήσεις. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της εξέτασης, δέχθηκε μία από τις αιτήσεις και χορήγησε μείωση κατά 70 % επί του ποσού του προστίμου.

3.   ΑΠΟΦΑΣΗ

(30)

Τα πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 είναι τα ακόλουθα:

59 850 000 EUR

Αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλόμενα από την Timab Industries S.A. και την Compagnie Financière et de Participation Roullier


(1)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1.

(2)  Σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 622/2008 σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων.

(3)  Όσον αφορά τη γεωγραφική περιοχή την οποία αφορά η σύμπραξη, η εν λόγω σύμπραξη κάλυψε καθόλη τη διάρκεια την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, καλύφθηκαν από τη σύμπραξη από το 1992 και 1993 αντιστοίχως.

(4)  ΕΕ C 210 της 1.9.2006, σ. 2.


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/22


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΓΕΡΜΑΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 33/10 (πρώην N 700/09) — Ενίσχυση στους παραγωγούς μη σιδηρούχων μετάλλων για το κόστος του CO2 στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/11

Με επιστολή της 17η Νοεμβρίου 2010, που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα προαναφερθέντα μέτρα.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο για το οποίο η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State aid Greffe

Rue Joseph II/Jozef II-straat 70

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Φαξ +32 2296124

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Γερμανία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερομένου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

Η Γερμανία προτίθεται να χορηγήσει 40 εκατ. EUR σε παραγωγούς μη σιδηρούχων μετάλλων (κυρίως αλουμινίου, κωδικός NACE 2442, ψευδαργύρου εκτός από μόλυβδο και κασσίτερο, κωδικός NACE 2443, και χαλκού, κωδικός NACE 2444, εφεξής «ΜΣ μέταλλα»). Το μέτρο αποσκοπεί στην αντιστάθμιση μέρους του κόστους των έμμεσων εκπομπών CO2 που πραγματοποίησαν οι δικαιούχοι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2009, περίοδο κατά την οποία οι παραγωγοί ΜΣ μετάλλων επλήγησαν επίσης από εξαιρετικά χαμηλές τιμές των προϊόντων τους λόγω της οικονομικής κρίσης. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το μέτρο είναι αναγκαίο προκειμένου να αποτραπεί η μετεγκατάσταση των γερμανών παραγωγών ΜΣ μετάλλων σε χώρες που δεν ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (εφεξής «ΣΕΔΕ»), στις οποίες το κόστος του CO2 είναι χαμηλότερο. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η ενίσχυση δικαιολογείται από την ανάγκη πρόληψης της διαρροής άνθρακα.

Η ενίσχυση θα χορηγηθεί ως αντισταθμιστικές πληρωμές για το κόστος του CO2 του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε άνω του ενός GWh/ετησίως, δηλ. δεν θα καταβληθεί αντιστάθμιση για το πρώτο GWh που καταναλώθηκε. Η ενίσχυση θα υπολογιστεί ως το γινόμενο της ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας των αιτούντων (μείον 1 GWh) επί ποσό ανά MWh το οποίο θα προσδιοριστεί σε υπο-τομεακό επίπεδο (τομείς αλουμινίου, χαλκού, ψευδαργύρου). Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, τα ποσά αυτά υπολογίζονται βάσει κόστους του CO2 19 EUR/MWh (τιμή που προκύπτει ως το 75 % περίπου της μέσης τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 κατά τους πρώτους μήνες του 2008, δηλ. περίπου 24 EUR) (1). Οι γερμανικές αρχές, αφού αφαιρέσουν από το ποσό αυτό περιθώριο ασφαλείας ύψους 10%, καταλήγουν στην ανώτατη αντιστάθμιση των 17 ευρώ/MWh για το αλουμίνιο. Η αντιστάθμιση που προβλέπεται για τον ψευδάργυρο ανέρχεται σε 16 EUR/MWh και για τον χαλκό σε 9 EUR/MWh. Το ακριβές ποσό ανά δικαιούχο εξαρτάται από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας των δικαιούχων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009, δεδομένου ότι η ενίσχυση διατίθεται βάσει της πραγματικής κατανάλωσης των δικαιούχων και με την προαναφερόμενη τιμή ανά MWh ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε για την παραγωγή αλουμινίου, ψευδαργύρου και χαλκού. Σε περίπτωση παύσης της παραγωγής ή μετεγκατάστασής της εκτός Γερμανίας πριν από το τέλος του 2010, οι δικαιούχοι υποχρεούνται να επιστρέψουν κάθε ενίσχυση που έλαβαν έως τότε.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το προτεινόμενο μέτρο εμπεριέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ υπέρ των γερμανών παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων. Η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον η κρατική ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Οι γερμανικές αρχές παρέθεσαν μια σειρά στόχων κοινού συμφέροντος, των οποίων την επίτευξη υποστηρίζουν ότι εξυπηρετεί το μέτρο. Η Επιτροπή αξιολόγησε το κοινοποιηθέν μέτρο ως προς κάθε έναν από τους στόχους αυτούς και εξέτασε κατά πόσον το μέτρο είναι κατάλληλο, αναγκαίο και αναλογικό για την επίτευξή τους.

Πρώτον, οι γερμανικές αρχές ανέφεραν ότι η ενίσχυση ωφελεί το περιβάλλον και θα μπορούσε να εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ δεδομένου ότι συμβάλλει στην πρόληψη της μετεγκατάστασης των παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων σε χώρες εκτός της EE στις οποίες ισχύουν λιγότερο περιοριστικές υποχρεώσεις μείωσης των εκπομπών CO2, μετεγκατάσταση η οποία, εάν συνέβαινε, θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 («διαρροή άνθρακα»). Οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ιδίως ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είναι υψηλότερες στη Γερμανία σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσον όρο, κυρίως λόγω της συνισταμένης του κόστους του CO2 εξαιτίας του ΣΕΔΕ της EE, και ότι οι γερμανοί παραγωγοί μη σιδηρούχων μετάλλων δεν είναι σε θέση να μετακυλήσουν αυτό το πρόσθετο κόστος στους πελάτες τους χωρίς να απολέσουν μερίδια αγοράς προς το όφελος των ανταγωνιστών τους από τρίτες χώρες δεδομένου του παγκόσμιου χαρακτήρα της αγοράς μη σιδηρούχων μετάλλων. Οι γερμανικές αρχές παρατηρούν ότι η κατάσταση αυτή έχει επιδεινωθεί λόγω της υποχώρησης των τιμών μη σιδηρούχων μετάλλων στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (ΧΜΛ) το 2009. Οι γερμανικές αρχές υπογραμμίζουν καταλήγοντας ότι το υπό εξέταση μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό προκειμένου να προληφθεί η διακοπή των δραστηριοτήτων των γερμανών παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων στη Γερμανία και η μετεγκατάστασή τους σε τρίτες χώρες που δεν ανήκουν στο ΣΕΔΕ της EE.

Όταν η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία να υποβάλει δεδομένα που συνηγορούν υπέρ των επιχειρημάτων της, οι γερμανικές αρχές υποστήριξαν ότι τα περισσότερα από τα δεδομένα αυτά δεν ήταν διαθέσιμα διότι περιλάμβαναν στοιχεία που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε λόγος να ζητούνται τέτοια δεδομένα εφόσον ο κίνδυνος διαρροής άνθρακα είχε ήδη διαπιστωθεί με την απόφαση για τον κατάλογο των τομέων οι οποίοι εκτίθενται στον κίνδυνο διαρροής άνθρακα (2).

Ωστόσο, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον ο χαρακτήρας κινήτρου μιας αντιστάθμισης για το κόστος έμμεσων εκπομπών μπορεί να προσδιοριστεί αποκλειστικά βάσει της εν λόγω απόφασης, η οποία προσδιορίζει τους τομείς που είναι επιλέξιμοι για δωρεάν δικαιώματα άμεσων εκπομπών. Επιπλέον, οι ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τους σημαντικούς δικαιούχους, στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι ενδιαφερόμενοι, αναφέρουν ότι οι εταιρείες αυτές παρέμειναν κερδοφόρες παρά τις χαμηλές τιμές στο ΧΜΛ. Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο κατά πόσον οι δικαιούχοι θα διέκοπταν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους στη Γερμανία χωρίς την ενίσχυση, δεδομένης μάλιστα και της ανάκαμψης των τιμών στο ΧΜΛ. Εξάλλου, εάν δεν λάβει τις πληροφορίες που ζήτησε, η Επιτροπή δεν θα είναι σε θέση να αξιολογήσει κατάλληλα εάν, σε περίπτωση παύσης λειτουργίας των εγκαταστάσεων παραγωγής στη Γερμανία, θα κάλυπταν το κενό μονάδες παραγωγής σε άλλα κράτη μέλη, οπότε η παραγωγή θα παρέμενε εντός του ΣΕΔΕ της EE, ή εάν όντως θα κάλυπταν το κενό εταιρείες που λειτουργούν εκτός του ΣΕΔΕ της EE. Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας θεωρείται εν γένει ότι προκαλούν ιδιαίτερα σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, ιδίως έναντι επιχειρήσεων σε άλλα κράτη μέλη της EE ή του ΕΟΧ, και ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν αγώνα επιδοτήσεων. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά το παρόν στάδιο εάν το υπό εξέταση μέτρο μπορεί να θεωρηθεί συμβατό ως ενίσχυση για την προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Κρίνεται σκόπιμη η κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας ώστε να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες και παρατηρήσεις από τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη.

Δεύτερον, η Γερμανία υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι αποτρέπει τη μετεγκατάσταση των παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων, το μέτρο συμβάλλει στη διατήρηση θέσεων εργασίας στον τομέα των μη σιδηρούχων μετάλλων και των κατάντη βιομηχανικών κλάδων, στηρίζοντας κατά τον τρόπο αυτόν την ανάπτυξη του τομέα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον η πρόληψη της μετεγκατάστασης αυτών των επιχειρήσεων εκτός Γερμανίας μπορεί να θεωρηθεί στόχος κοινού συμφέροντος, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το παρόν στάδιο δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να βελτιώνει το υπό εξέταση μέτρο την ανταγωνιστικότητα των γερμανών παραγωγών μη σιδηρούχων μετάλλων έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.

Τρίτον, οι γερμανικές αρχές υποστήριξαν ότι το υψηλό κόστος των εκπομπών CO2 σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές στο ΧΜΛ προκαλεί σημαντική διαταραχή στην οικονομία κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ. Οι γερμανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η ύπαρξη σημαντικής διαταραχής στην οικονομία αναγνωρίζεται στο προσωρινό πλαίσιο της Επιτροπής (3). Ωστόσο, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον το επιχείρημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία αφορούσε κυρίως δυσκολίες πρόσβασης σε ρευστότητα, ισχύει για το υπό εξέταση μέτρο, δεδομένου ότι κανείς από τους δικαιούχους δεν φαίνεται να αντιμετώπισε τέτοια προβλήματα. Εξάλλου, ούτε το κόστος εκπομπής CO2 για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ούτε οι διακυμάνσεις των τιμών στο ΧΜΛ φαίνεται ότι μπορούν να χαρακτηριστούν «διαταραχή στην οικονομία». Ο συνυπολογισμός του κόστους των εκπομπών CO2 αποτελεί έναν από τους στόχους που επιδιώκει το ΣΕΔΕ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι σχετικά με τη μείωση των εκπομπών. Όσον αφορά δε τη διαμόρφωση των τιμών στο ΧΜΛ, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, πρόκειται για φυσικές διακυμάνσεις οι οποίες ακολουθούν τον οικονομικό κύκλο της προσφοράς και της ζήτησης, και όχι για «σοβαρή διαταραχή στην οικονομία». Επιπλέον, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον η μείωση της ανταγωνιστικότητας των παραγωγών ΜΣ μετάλλων στη Γερμανία θα προκαλούσε σημαντική διαταραχή στους κατάντη βιομηχανικούς κλάδους και γενικότερα στη γερμανική οικονομία.

Η Επιτροπή αμφιβάλλει, ως εκ τούτου, κατά πόσον η κοινοποιηθείσα κρατική ενίσχυση μπορεί να χαρακτηρισθεί συμβατή κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) ή γ) της ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αμφιβολίες, αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και καλεί τα τρίτα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«hiermit teilt die Kommission Deutschland mit, dass sie nach der Prüfung der von Deutschland übermittelten Informationen über die vorstehend genannten Maßnahme beschlossen hat, das förmliche Prüfverfahren nach Artikel 108 Absatz 2 AEUV (4) zu eröffnen.

I.   VERFAHREN

(1)

Am 17. Dezember 2009 meldete Deutschland die vorstehend genannte Maßnahme bei der Kommission an. Am 16. Februar 2010 wurde Deutschland ein erstes Auskunftsersuchen übermittelt. Am 15. März 2010 beantragte Deutschland eine Verlängerung der Frist zur Erteilung der geforderten Auskünfte, die daraufhin bis zum 10. Mai 2010 verlängert wurde. Die Kommission erhielt die Antwort Deutschlands am 10. Mai 2010 und übermittelte Deutschland nach Prüfung der Informationen am 9. Juli 2010 ein weiteres Auskunftsersuchen. Am 19. August 2010 beantragte Deutschland eine Verlängerung der Frist, die daraufhin bis zum 20. September 2010 verlängert wurde. Am 21. September 2010 übermittelte Deutschland die geforderten Informationen.

II.   BESCHREIBUNG DER MASSNAHME

(2)

Deutschland beabsichtigt, Erzeugern von Nichteisen-Metallen (nachstehend ‚NE-Metalle‘ genannt) 40 Mio. EUR zu gewähren. Mit der Maßnahme soll ein Teil der CO2-Kosten für indirekte Emissionen kompensiert werden, die die Begünstigten im zweiten Halbjahr 2009 zu tragen hatten. Deutschland zufolge ist die Maßnahme notwendig, um zu verhindern, dass deutsche NE-Metallerzeuger ihre Produktion in Länder verlagern, in denen das Europäische Emissionshandelsystem (nachstehend ‚EHS‘ genannt) nicht gilt und in denen die CO2-Kosten niedriger sind.

1.   Ziel der Maßnahme

(3)

Nach Angaben Deutschlands sollen mit der Maßnahme in erster Linie die sektorale Entwicklung der Erzeugung von Primäraluminium (NACE-Code 2242), Zink (NACE-Code 2243 ausgenommen Blei und Zinn) und Kupfer (NACE-Code 2244) unterstützt und eine beträchtliche Störung im Wirtschaftsleben behoben werden. Deutschland gibt ferner an, dass die Beihilfe — als sekundäre Ziele — auch den Umweltschutz und die Beschäftigung fördern solle.

(4)

Deutschland erklärt, dass die 2008 ausgebrochene Finanzkrise zu einem Fall der Weltmarktpreise für NE-Metalle an der Londoner Metallbörse (nachstehend ‚LME‘ genannt) geführt habe, während die Strompreise in der EU aufgrund der durch das EHS bedingten CO2-Kosten für indirekte Emissionen hoch blieben. Deutschland argumentiert, dass die Kombination von niedrigen Preisen auf dem Weltmarkt und hohen Strompreisen in der EU die Wettbewerbsfähigkeit von NE-Metallerzeugern in der EU gegenüber NE-Metallerzeugern außerhalb der EU geschwächt habe.

(5)

Deutschland gibt an, dass der Wettbewerbsnachteil europäischen NE-Metallerzeuger möglicherweise einen Anreiz bietet, ihre Produktion in Nicht-EU-Länder zu verlagern, in denen keine hohen CO2-Kosten anfallen. Nach Angaben Deutschlands könnten Standortverlagerungen deutscher NE-Metallerzeuger gravierende Auswirkungen auf die nachgelagerten Industrien (z.B. Bausektor, Automobilindustrie, Maschinenbau, Luft- und Raumfahrt) haben, die von großer Bedeutung für die deutsche und die europäische Industrie sind. Des Weiteren würde eine solche Verlagerung in Länder, die nicht am EHS teilnehmen, auf globaler Ebene zu einem höheren CO2-Ausstoß führen, da die NE-Metallerzeugung dort nicht unter CO2-Auflagen erfolgen würde, anders als in der EU, in der eine verbindliche Emissionsobergrenze gilt (Verlagerung von CO2-Emissionen, sog. Carbon Leakage).

(6)

Deutschland kommt zu dem Schluss, dass die geplante Maßnahme ein angemessenes Mittel sei, um einer Standortverlagerung und ihren negativen Folgen für die EU-Industrie sowie für die Anstrengungen der EU, den CO2-Ausstoß zu verringern, vorzubeugen.

2.   Rechtsgrundlage

(7)

Rechtsgrundlage der Maßnahme ist die deutsche ‚Richtlinie zur Förderung der Herstellung von klimaschonenden NE-Metallen‘ vom 6. August 2009 (nachstehend ‚Förderrichtlinie‘ genannt). Die Förderrichtlinie enthält eine Stillhalteklausel, nach der die Bewilligungsbehörde die Beihilfe erst nach Genehmigung der Regelung durch die Kommission gewähren kann.

3.   Begünstigte

(8)

Gemäß der Anmeldung kann die Beihilfe Erzeugern von Aluminium, Zink (ausgenommen Blei und Zinn) und Kupfer unter der Voraussetzung gewährt werden, dass sich die Produktionsanlage in Deutschland befindet, die Produktion mehr als 10 GWh Strom jährlich erfordert und die Stromkosten mehr als 15 % der Bruttowertschöpfung ausmachen. Die Kosten für die erste GWh des Jahresstromverbrauchs sind von der Kompensation ausgenommen. Deutschland erklärte, dass die Begünstigten die Kompensation monatlich für den Folgemonat beantragen mussten, für den die Kompensationszahlung gewährt wurde. Da die Beihilfe für das zweite Halbjahr 2009 gewährt werden sollte, bestand die erste Möglichkeit zur Beantragung der Beihilfe im Juni 2009 für die Kompensation für Juli 2009 und die letzte Möglichkeit im November 2009 für die Kompensation für Dezember 2009. Deutschland hat mitgeteilt, dass 11 Begünstigte Anträge eingereicht hatten. Nach den vorliegenden Informationen gehen 80 % der Beihilfe an drei Aluminiumerzeuger, von denen einer allein ([…] (5)) 46 % der Beihilfe erhalten wird. In Anhang 1 ist eine Tabelle zum Energieverbrauch der einzelnen Begünstigten und der für sie bestimmten Beihilfen aufgeführt.

4.   Höhe der Beihilfe

(9)

Der Gesamtbeihilfebetrag beläuft sich auf 40 Mio. EUR und wird für das zweite Halbjahr 2009 gewährt. Deutschland gibt an, dass derzeit nicht beabsichtigt werde, die Regelung zu verlängern, was teilweise durch haushaltsrechtliche Vorgaben bedingt sei. Die Beihilferegelung enthält eine Stillhalteklausel und die Beihilfen werden erst nach Genehmigung durch die Kommission gewährt.

5.   Form der Beihilfe und Finanzierung

(10)

Die Begünstigten mussten die Beihilfe beim Bundesamt für Wirtschaft und Ausfuhrkontrolle (BAFA) beantragen. Die einzelnen Beihilfebeträge hängen vom Stromverbrauch des jeweiligen Antragstellers ab. Nur der direkt mit dem Produktionsprozess verbundene Stromverbrauch ist beihilfefähig. Bei Aluminium wird die Kompensation für die Stromkosten der Elektrolyse gewährt, bei Kupfer und Zink auch für die Kosten anderer stromintensiver Produktionsprozesse (z.B. Elektroöfen). Im Fall von Zink und Kupfer ist eine Unterscheidung zwischen Primär- und Sekundärerzeugung nicht möglich und auch nicht notwendig, da die Unterschiede in der Stromintensität minimal sind.

(11)

Die Beihilfe wird den Begünstigten in Form von direkten Zuschüssen gewährt. Sie wird aus dem Bundeshauhalt finanziert und in Form von Kompensationszahlungen für die CO2-Kosten vergeben, die durch den über 1 GWh/Jahr hinausgehenden Stromverbrauch anfallen (d. h. für die erste verbrauchte GWh wird keine Kompensation gezahlt). Die Beihilfe wird auf der Grundlage des Jahresstromverbrauchs des Antragstellers (abzüglich 1 GWh) berechnet, der mit einem bestimmten, nach Teilsektoren (Aluminium, Kupfer, Zink) festgelegten Betrag pro MWh multipliziert wird. Nach Angaben Deutschlands werden diese Beträge auf der Basis von CO2-Kosten in Höhe von 19 EUR/MWh berechnet, was damit begründet wird, dass dies etwa 0,75 % der jahresdurchschnittlichen CO2-Zertifikatskosten in den ersten Monaten des Jahres 2008 entspricht, die bei rund 24 EUR lagen. Von diesem Betrag zieht Deutschland einen Sicherheitsabschlag von 10 % ab, wodurch sich eine Höchstkompensation von 17 EUR/MWh für Aluminium ergibt. Die für Zink vorgesehene Kompensation beträgt 16 EUR/MWh und für Kupfer 9 EUR/MWh. Die genauen Beträge für die Begünstigen hängen von deren Stromverbrauch im zweiten Halbjahr 2009 ab, da die Beihilfe auf der Grundlage des tatsächlichen Verbrauchs der Begünstigten und dem vorstehend genannte Preis pro MWh des für die Aluminium-, Zink- und Kupfererzeugung benötigten Stroms berechnet wird. In Anhang 1 ist eine Tabelle zum Energieverbrauch der einzelnen Begünstigten und der für sie bestimmten Beihilfen aufgeführt. Wird die Produktion bis Ende 2010 eingestellt oder aus Deutschland verlagert, muss das betreffende Unternehmen die gesamte bis dahin erhaltene Beihilfe zurückzahlen.

6.   Laufzeit

(12)

Deutschland gibt an, dass die Regelung nur für das zweite Halbjahr 2009 gelte und nicht beabsichtigt sei, die Maßnahme über 2009 hinaus zu verlängern, was auch durch haushaltsrechtliche Vorgaben bedingt sei. Deutschland bestätigte zwar, dass die für die Gewährung der Beihilfe angeführten Gründe (d.h., dass die Stromkosten in Deutschland im Vergleich zum weltweiten Durchschnitt aufgrund der CO2-Kosten höher sind) auch nach 2009 noch bestehen, erklärte jedoch, dass mit der Maßnahme für 2009 zumindest teilweise die Zeit bis 2013 überbrückt werden solle; Deutschland erwartet, dass dann eine vergleichbare Lösung nach den EU-Beihilfevorschriften möglich sein wird (6).

7.   Kumulierung

(13)

Deutschland gibt an, dass die Beihilfe nicht mit Beihilfen nach anderen lokalen, regionalen, nationalen und Gemeinschaftsregelungen zur Deckung derselben beihilfefähigen Kosten kumuliert werden könne.

III.   STANDPUNKT DEUTSCHLANDS

1.   Ausführungen Deutschlands zu den Stromkosten

(14)

Deutschland argumentiert, dass deutsche NE-Metallerzeuger Stromkosten von etwa 50 EUR/MWh tragen müssten. Wettbewerber aus anderen Ländern wie z. B. aus Russland, China, Indien, Südamerika oder Afrika zahlten dagegen Stromkosten von unter 25 EUR/MWh (7). Nach Angaben Deutschlands ist die Preisdifferenz von etwa 25 EUR/MWh überwiegend auf die CO2-Kosten für indirekte Emissionen zurückzuführen. Die CO2-Kosten für indirekte Emissionen ergäben sich aus der Tatsache, dass Stromerzeuger — obgleich sie bis Ende 2012 die Emissionsberechtigungen kostenfrei erhielten — diese als Opportunitätskosten in die Strompreise einpreisten (8). Nach Angaben Deutschlands belaufen sich diese Kosten indirekter Emissionen auf 19 EUR/MWh. Deutschland begründet diesen Wert wie folgt:

Der durchschnittliche CO2-Emissionsberechtigungspreis lag in den ersten Monaten des Jahres 2008 bei rund 24 EUR/t CO2.

Die durchschnittliche CO2-Intensität der deutschen Stromproduktion liegt unter Berücksichtigung der durchschnittlichen deutschen Mischung aus Kraftwerken mit verschiedenen CO2-Intensitäten (z.B. moderne Gaskraftwerke mit weniger als 0,4 t CO2/MWh und alte Braunkohlekraftwerke mit bis zu 1,2 t CO2/MWh) bei 0,75 t CO2/MWh.

Daher beläuft sich die durch das EHS bedingte durchschnittliche Preiserhöhung der Stromproduktionskosten auf 0,75 t CO2/MWh mal 24 EUR/t CO2, was 19 EUR/MWh ergibt (9).

(15)

Daher haben deutsche NE-Metallerzeuger Deutschland zufolge einen strukturellen Nachteil gegenüber denjenigen internationalen Wettbewerbern, die Strom zu einem niedrigeren Preis beziehen, insbesondere weil die Stromkosten letzterer in Drittländern keine CO2-Kosten umfassen. Die Entwicklung der Strompreise, die an der EEX in Leipzig seit 2005 notiert wurden, ist als Anhang 2 beigefügt. Die Entwicklung der CO2-Emissionspreise ist als Anhang 3 beigefügt.

2.   Ausführungen Deutschlands zu den NE-Metallmärkten

(16)

Deutschland erklärt, dass sich die NE-Metallmärkte durch einheitliche Preise auszeichnen, die an der LME ermittelt und in USD pro Tonne angegeben werden (10). Deutschland argumentiert daher, dass die relevanten räumlichen Märkte für Aluminium, Kupfer und Zink die jeweiligen Weltmärkte seien. Der Hauptgrund hierfür sei, dass NE-Metalle zu einem Stückkostenpreis transportiert werden könnten, der im Vergleich zu ihrem Mehrwert relativ niedrig sei. Deutschland gibt an, dass die Preise an der LME während des Wirtschaftsaufschwungs vor 2009 relativ hoch gewesen, infolge der Finanz- und Wirtschaftskrise jedoch dramatisch gefallen seien (z.B. für Aluminium von 3,359 USD/t im Juli 2008 auf 1,635 USD/t im Juli 2009). Nach Angaben Deutschlands stellte dieser Verfall der LME-Preise einen exogenen Schock für die Begünstigten dar, der sich als beträchtliche Störung im Wirtschaftsleben Deutschlands im Sinne von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b AEUV auswirkte. Die Entwicklung der LME-Preise für Aluminium, Kupfer und Zink ist als Anhang 4 beigefügt (11).

3.   Ausführungen Deutschlands zur Situation der einzelnen Begünstigten

(17)

Deutschland gibt an, dass sich die LME-Preise seit dem zweiten Halbjahr 2009 zwar erholt hätten (12), es für NE-Metallerzeuger aber aufgrund der Differenz zwischen den hohen Stromkosten in Deutschland und den niedrigen Stromkosten in anderen Ländern (insbesondere außerhalb der EU) unattraktiv sei, ihre Produktion in Deutschland aufrechtzuerhalten. Deutschland hat Daten vorgelegt, denen zufolge die Stromkosten seit der Einführung des EHS 2005 durchschnittlich etwa 40 % der Erlöse der deutschen NE-Metallerzeuger (die durch die LME-Preise bestimmt werden) entsprechen. Die in den Strompreisen enthaltenen CO2-Kosten für indirekte Emissionen belaufen sich auf etwa 20-25 % der Stromkosten und somit auf etwa 10 % des LME-Aluminiumpreises. In Anhang 5 ist eine Graphik zur Darstellung der Stromkosten der deutschen NE-Metallerzeuger im Verhältnis zu den LME-Preisen beigefügt.

(18)

Zusammenfassend lautet das Argument Deutschlands, dass die angemeldete Beihilfe notwendig sei, um zu verhindern, dass die deutschen NE-Metallerzeuger ihre Produktion in Deutschland einstellen. Deutschland führt an, dass infolge einer solchen Produktionseinstellung die Kapazitäten von Erzeugern außerhalb des EHS übernommen würden, was zu einer Verlagerung von CO2-Emissionen führe, da für die Produktion außerhalb der EU weniger strikte CO2-Auflagen als in der EU gälten, in der es eine verbindliche Emissionsobergrenze gibt.

(19)

Deutschland macht geltend, dass das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen im Zusammenhang mit der Überprüfung der EHS-Richtlinie (13) und dem darauf folgenden Kommissionsbeschluss zur Erstellung eines Verzeichnisses von Sektoren, in denen es ein solches Risiko gibt, anerkannt wurde, und dass dieses Risiko den Umweltschutzzielen des EHS entgegenstehe und mit Blick auf die Erhaltung eines rentablen Industriestandorts in der Europäischen Union nicht wünschenswert sei.

Kostenstrukturen der Begünstigten und ihrer Wettbewerber

(20)

Angesichts der vorstehenden Ausführungen forderten die Kommissionsdienststellen Deutschland auf, Informationen zu den Folgen für die Rentabilität der Begünstigten zu übermitteln. Deutschland lehnte es jedoch ab, diese Daten zur Verfügung zu stellen, und begründete dies damit, dass die Frage Geschäftsgeheimnisse betreffe, die die Unternehmen nicht offenlegen könnten (14). Dementsprechend verfügt die Kommission nur über sehr begrenzte Informationen über die Kostenstruktur der Begünstigten und ihrer Wettbewerber.

(21)

Deutschland erkennt an, dass es deutschen NE-Metallerzeugern durch bestimmte Faktoren möglich sein könnte, ihre Gewinnspanne gegenüber der ihrer globalen Wettbewerber zu verbessern. So sind die deutschen NE-Metallerzeuger stark mit wichtigen nachgelagerten Industrien wie dem Elektro- und Automobilsektor verflochten. Sie arbeiten eng mit Forschungseinrichtungen und Kunden in sogenannten Clustern zusammen. Infolgedessen können die deutschen NE-Metallerzeuger spezielle Formate, Legierungen, kleine Mengen und Just-in-time-Lieferungen anbieten. Deutschland bringt jedoch vor, dass diese Vorteile lediglich einen Preisaufschlag von in der Regel nicht mehr als 5 % auf den LME-Preis rechtfertigten und nicht ausreichend seien, um die Wettbewerbsfähigkeit auf internationaler Ebene sicherzustellen.

(22)

Deutschland bleibt jedoch bei seinem Standpunkt, dass auch ohne die geforderten Daten offensichtlich sei, dass die deutschen Erzeuger aufgrund der höheren CO2-Kosten für indirekte Emissionen eine geringere Rentabilität als ihre außereuropäischen Wettbewerber erzielen.

Möglichkeit der Abwälzung der CO2-Kosten für indirekte Emissionen

(23)

Die Kommission forderte Deutschland auf, Informationen über die Möglichkeiten einer Abwälzung der CO2-Kosten für indirekte Emissionen auf die Kunden zur Verfügung zu stellen. Hierzu gibt Deutschland an, dass die Begünstigten ihre CO2-Kosten für indirekte Emissionen nicht auf ihre Kunden abwälzen können. Deutschland erklärt, dass sich beispielsweise im Fall von Aluminium die CO2-Kosten für indirekte Emissionen auf bis zu 10 % des LME-Preises belaufen und daher die durchschnittlichen Aufschläge von 5 % auf den LME-Preis (15), den deutsche NE-Metallerzeuger ihren lokalen Kunden für Just-in-time-Lieferungen, Speziallegierungen, kleine Mengen etc. auferlegen können, aufwiegen würden. Deutschland betont, dass die meisten Kunden ebenso wie die Begünstigten auch auf den Weltmärkten tätig seien und Sonderkosten für lokale Komponenten, die teurer seien als andernorts erworbene Komponenten, nicht abwälzen könnten.

Verlagerung von CO2-Emissionen

(24)

Die Kommission forderte Deutschland auf, Informationen darüber zur Verfügung zu stellen, wie sich die indirekten Kosten auf die Investitionsentscheidungen der Begünstigten auswirken. Hierzu gab Deutschland an, dass die meisten Begünstigten in den vergangenen Jahren keine Investitionen in Nicht-EHS-Ländern getätigt hätten (16). Im Gegensatz hierzu hätten die meisten Begünstigten in den letzten Jahren beträchtliche Investitionen in ihre lokalen Produktionsanlagen vorgenommen (etwa 682 Mio. EUR). Deutschland weist jedoch darauf hin, dass sich ein großer Teil der Investitionen auf die Instandhaltung bezogen haben könnte und nur ein kleiner Teil der Investitionen für neue Kapazitäten aufgewendet worden sei.

(25)

Deutschland übermittelte keine weiteren Informationen zu der Frage, ob die Begünstigten im Fall einer Standortverlagerung sich zwangsläufig für ein Land außerhalb des EWR entscheiden oder vielleicht in andere EU-Mitgliedstaaten abwandern würden, in denen die Strompreis trotz eingepreister CO2-Kosten aufgrund der komparativen Vorteile in dem betreffenden Mitgliedstaat niedriger sein könnten, oder in EWR-Länder, in denen das preissetzende Grenzkraftwerk eine niedrigere CO2-Komponente hat. Deutschland gab jedoch an, dass eine im Vergleich zu den Geschäftsmöglichkeiten in Nicht-EHS-Ländern geringere Rentabilität ausreichend Anreiz für die deutschen NE-Metallerzeuger sein könnte, ihren Standort in Nicht-EHS-Länder zu verlagern, ohne festzustellen, ob die Rentabilität in Nicht-EHS-Ländern höher oder niedriger ist als in anderen EHS-Ländern.

(26)

Deutschland betonte, dass die Begünstigten die Rentabilität ihrer Produktionsanlagen kontinuierlich beobachteten. Die Entscheidung über eine Standortverlagerung könne schnell getroffen werden, wenn feststehe, dass die negativen Veränderungen bei den Produktionsparametern nicht nur vorübergehend sondern dauerhaft seien. Für die Begünstigten sei die Höhe der Stromkosten entscheidend und ein dauerhafter Anstieg könne den Ausschlag für eine Standortverlagerung geben. Deutschland gibt an, dass die Begünstigten diese Möglichkeit in Erwägung gezogen hätten, und die nur geringen neuen Investitionen im Sektor (unabhängig von Instandhaltungsinvestitionen) mehr als ein Warnsignal seien. Die Initiative der deutschen Regierung, die in Rede stehende Beihilfe zu gewähren, hat die Begünstigten — bislang — dazu bewogen, von einer Standortverlagerung abzusehen.

4.   Ausführungen Deutschlands zur Situation der nachgelagerten Industrien

(27)

Deutschland gibt zu den nachgelagerten Industrien an, dass eine umfangreiche und enge Zusammenarbeit zwischen den Begünstigten und den nachgelagerten Kunden bestehe (z.B. im Hinblick auf gemeinsame Forschung und Entwicklung). Deutschland zufolge hätte eine Standortverlagerung negative Folgen für den Automobil- und Elektrosektor sowie andere wichtige nachgelagerte Industrien.

IV.   BEIHILFERECHTLICHE WÜRDIGUNG

(28)

Die Kommission hat die vorgeschlagenen Änderungen im Einklang mit Artikel 107 ff. AEUV und Artikel 61 ff. EWR-Abkommen (17) geprüft und hat nach einer vorläufigen Bewertung zum gegenwärtigen Zeitpunkt Zweifel, dass die Beihilfe als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

1.   Vorliegen einer staatlichen Beihilfe

(29)

Eine Maßnahme stellt eine staatliche Beihilfe im Sinne von Artikel 107 Absatz 1 AEUV dar, wenn die folgenden vier Voraussetzungen erfüllt sind: Erstens wird die Maßnahme vom Staat oder aus staatlichen Mitteln finanziert. Zweitens verschafft die Maßnahme dem Empfänger einen Vorteil. Drittens begünstigt die Maßnahme selektiv bestimmte Unternehmen oder Produktionszweige. Viertens ist die Maßnahme geeignet, den Handel zwischen Mitgliedstaaten zu beeinträchtigen und den Wettbewerb im Binnenmarkt zu verfälschen.

(30)

Die angemeldete Maßnahme erfüllt alle diese Voraussetzungen. Die Beihilfe stammt aus staatlichen Mitteln, da sie aus dem Bundeshaushalt finanziert wird. Sie verschafft dem Begünstigten einen Vorteil, indem sie die Belastungen vermindert, ‚die ein Unternehmen normalerweise zu tragen hat‘ (18) (Stromkosten). Die Maßnahme ist selektiv, da sie nur Begünstigten in zuvor festgelegten Sektoren (d.h. im Aluminium-, Kupfer- und Zinksektor) gewährt wird und innerhalb dieser Sektoren weiter auf große Stromendverbraucher (d.h. mehr als 10 GWh/jährlich) beschränkt ist. Sie ist geeignet, den Handel zwischen Mitgliedstaaten zu beeinträchtigen und den Wettbewerb zu verfälschen, da die Begünstigten in einem Wirtschaftszweig tätig sind, in dem innerhalb der EU Wettbewerb herrscht. Unabhängig davon, ob es tatsächlich Handel mit bestimmten NE-Metallen zwischen den Mitgliedstaaten gibt, stehen EU-Erzeuger auf dem Weltmarkt im Wettbewerb miteinander, und ein Vorteil, der einem von ihnen verschafft wird, führt zu einem möglichen Absatzrückgang der anderen oder behindert eine Absatzsteigerung.

(31)

Daher handelt es sich bei der angemeldeten Maßnahme um eine staatliche Beihilfe im Sinne von Artikel 107 Absatz 1 AEUV.

2.   Rechtmäßigkeit der Beihilfe

(32)

In dem Gesetzesentwurf zur Durchführung der angemeldeten Regelung, der der Kommission übermittelt wurde, ist festgehalten, dass die Zahlung der Beihilfe erst nach Genehmigung durch die Europäische Kommission erfolgt. Deutschland ist durch die Anmeldung der Beihilfemaßnahme vor ihrer Durchführung seiner Verpflichtung aus Artikel 108 Absatz 3 AEUV nachgekommen.

3.   Vereinbarkeit der Beihilfe mit dem Binnenmarkt

(33)

In Abweichung vom allgemeinen Beihilfeverbot gemäß Artikel 107 Absatz 1 AEUV kann eine Beihilfe als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden, wenn sie die Voraussetzung für eine der im Vertrag genannten Ausnahmen erfüllt. Deutschland hat angeführt, dass die Beihilfe dem NE-Metallsektor dabei helfen soll, eine beträchtliche Störung im Wirtschaftsleben im Sinne von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b AEUV zu beheben. Des Weiteren argumentiert Deutschland, dass die Maßnahme durch die Verhinderung einer Abwanderung der NE-Metallerzeuger zur Erhaltung von Arbeitsplätzen im NE-Metallsektor und den nachgelagerten Industrien beiträgt und somit die sektorale Entwicklung im Sinne von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV fördert. Zudem erklärt Deutschland, dass die Beihilfe einen Umweltvorteil mit sich bringt, da sie eine Standortverlagerung der NE-Metallerzeuger in Nicht-EU-Länder verhindert, in denen es weniger strenge CO2-Auflagen gibt, so dass es ohne die Maßnahme zu einem Anstieg des globalen CO2-Ausstoßes kommen könnte (Carbon Leakage). Die Kommission hat die angemeldete Maßnahme im Hinblick auf alle vorgebrachten Ziele von gemeinsamem Interesse der EU geprüft, um die Vereinbarkeit der Förderung mit dem Binnenmarkt zu bewerten.

(34)

Hierzu hat die Kommission die mögliche Vereinbarkeit der Beihilfe auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstaben a, b und c AEUV geprüft. Die Kommission hat bei Beihilfesachen, die unter Artikel 107 Absatz 3 AEUV fallen, einen weiten Ermessensspielraum (19). In Ausübung dieses Ermessens hat sie Leitlinien und Mitteilungen veröffentlicht, in denen die Kriterien dargelegt sind, nach denen bestimmte Arten von Beihilfen auf Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden können. Nach ständiger Rechtssprechung ist die Kommission durch die von ihr im Bereich Beihilfenkontrolle veröffentlichten Leitlinien und Mitteilungen insofern gebunden, als diese nicht von den Vorschriften des EU-Vertrags abweichen und von den Mitgliedstaaten akzeptiert werden (20). Daher muss zunächst geprüft werden, ob die angemeldete Beihilfe in den Anwendungsbereich einer oder mehrerer Leitlinien oder Mitteilungen fällt. Ist dies der Fall, so ist die Kommission bei der Ausübung ihres Ermessensspielraums nach Artikel 107 Absatz 3 AEUV durch den entsprechenden Text gebunden. Ist dies nicht der Fall, so muss die Kommission klären, ob die Beihilfe direkt auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b und/oder Buchstabe c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

3.1    Spezifische Rahmen und Leitlinien

(35)

Die Kommission hat auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstaben a, b und c AEUV eine Reihe von Rahmen und Leitlinien aufgestellt, mit denen den Mitgliedstaaten Möglichkeiten an die Hand gegeben werden, beträchtliche Störungen in ihrem Wirtschaftsleben zu beheben, die Beschäftigung zu fördern, Unternehmen in Schwierigkeiten durch Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen zu helfen, Regionalbeihilfen in förderfähigen Regionen zu vergeben oder Beihilfen zur Verbesserung des Umweltschutzes zu gewähren.

Leitlinien für Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen

(36)

Die Leitlinien für Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen (21) gelten für Unternehmen in Schwierigkeiten (22), insbesondere solche, die die nach innerstaatlichem Recht vorgesehenen Voraussetzungen für die Eröffnung eines Insolvenzverfahrens erfüllen. Eine weitere Bedingung für Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen ist das Vorliegen eines tragfähigen Umstrukturierungsplans. Deutschland schließt jedoch Unternehmen, für die ein Insolvenzverfahren beantragt oder eröffnet worden ist, von der Beihilfe aus, so dass es unwahrscheinlich ist, dass einer der Begünstigten als Unternehmen in Schwierigkeiten einzustufen wäre. Daher fällt die Maßnahme nicht in den Anwendungsbereich der Leitlinien für Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen.

Regionalbeihilfen

(37)

Nach den Leitlinien für staatliche Beihilfen mit regionaler Zielsetzung 2007-2013 (23) sind Betriebsbeihilfen wie die vorliegende Maßnahme in der Regel untersagt, sofern nicht ganz bestimmte Umstände vorliegen (z. B. Arbeitslosigkeit, niedriger Lebensstandard) und die Region unter Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe a AEUV fällt. Die Kommission stellt fest, dass einige der Unternehmen, die unter die Regelung fallen, ihren Sitz in einem Fördergebiet nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe a AEUV haben könnten, das für Regionalbeihilfen in Frage kommt.

(38)

Ziel der Regelung ist es jedoch nicht, die wirtschaftliche Entwicklung in Regionen zu fördern, in denen der Lebensstandard außergewöhnlich niedrig ist. Daher ist die Kommission zum gegenwärtigen Zeitpunkt der Auffassung, dass die Maßnahme nicht in den durch die Regionalbeihilfeleitlinien ausgelegten Anwendungsbereich von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe a AEUV fällt.

Beschäftigungsbeihilfen

(39)

Die Allgemeine Gruppenfreistellungsverordnung sieht Beschäftigungsbeihilfen vor, die mit Investitionen verbunden sind oder zugunsten behinderter oder benachteiligter Arbeitnehmer gewährt werden (24). Die Allgemeine Gruppenfreistellungsverordnung ersetzt einen früheren, weiter gesteckten Rahmen für Beschäftigungsbeihilfen, der 2008 außer Kraft trat (25). Durch ihre Ausgestaltung fällt die deutsche Maßnahme nicht unter die Allgemeine Gruppenfreistellungsverordnung.

Vorübergehender Gemeinschaftsrahmen

(40)

Im Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmen (26) hat die Kommission anerkannt, dass die Finanzkrise eine beträchtliche Störung im Wirtschaftsleben der Mitgliedstaaten darstellt. Die Störung besteht in den unmittelbaren Auswirkungen der Krise auf den Bankensektor sowie den mittelbaren Auswirkungen auf die Realwirtschaft, insofern als Unternehmen nur erschwert Zugang zu erschwinglichen Finanzierungsmitteln haben. Die in Rede stehende Maßnahme zielt jedoch nicht auf Probleme im Zusammenhang mit dem Zugang zu Finanzierungsmitteln ab. Deutschland argumentierte selbst, dass die vom Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmen vorgesehenen Instrumente die Probleme der NE-Metallindustrie nicht lösen können, die in den im Vergleich zum weltweiten Durchschnitt hohen Kosten für indirekte Emissionen in Deutschland und nicht in einem erschwerten Zugang zu Finanzierungsmitteln bestehen. Daher fällt die Maßnahme nicht in den Anwendungsbereich des Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmens.

Gemeinschaftsrahmen für staatliche Umweltschutzbeihilfen

(41)

Im Gemeinschaftsrahmens für staatliche Umweltschutzbeihilfen (27) ist dessen Anwendungsbereich wie folgt festgelegt:

‚(58)

Diese Leitlinien gelten für staatliche Umweltschutzbeihilfen. Sie werden im Einklang mit anderen Maßnahmen der Gemeinschaft im Beihilfesektor, anderen Bestimmungen des Vertrags zur Gründung der Europäischen Gemeinschaft und des Vertrags über die Europäische Union sowie dem auf der Grundlage dieser Verträge erlassenen abgeleiteten Recht angewandt.

(59)

Sie gelten für Beihilfen zur Förderung des Umweltschutzes in allen Bereichen des EG-Vertrags, einschließlich der Bereiche, in denen für staatliche Beihilfen besondere Gemeinschaftsvorschriften gelten (Stahl, Schiffbau, Kraftfahrzeuge, Kunstfasern, Verkehr, Steinkohlenbergbau, Landwirtschaft und Fischerei), sofern diese nichts anderes bestimmen.‘

(42)

In den darauf folgenden Absätzen des Gemeinschaftsrahmens für staatliche Umweltschutzbeihilfen wird der Anwendungsbereich des Rahmens weiter ausgeführt; keine der Bestimmungen bezieht sich jedoch auf die Verlagerung von CO2-Emissionen.

(43)

Ferner lässt Artikel 10a Absatz 6 der EHS-Richtlinie darauf schließen, dass mit der Anerkennung eines möglichen Bedarfs an staatlichen Beihilfen zur Verhinderung einer Verlagerung von CO2-Emissionen, die aus den strengen EU-Umweltvorschriften (EHS) resultiert, auch vorgesehen wurde, dass neue Vorschriften in diesem Bereich erlassen werden müssen, mit denen Benchmarks für die indirekten CO2-Emissionen pro Produktionseinheit festgelegt werden (28). Dies legt wiederum nahe, dass der derzeitige Gemeinschaftsrahmen für staatliche Umweltschutzbeihilfen das Problem der Verlagerung von CO2-Emissionen nicht behandelt.

(44)

Daher fällt die Maßnahme nicht in den Anwendungsbereich des Gemeinschaftsrahmens für staatliche Umweltschutzbeihilfen.

Schlussfolgerung

(45)

Die Kommission ist daher zu diesem Zeitpunkt der Auffassung, dass die Maßnahme nicht in den Anwendungsbereich bestehender Leitlinien oder eines bestehenden Gemeinschaftsrahmens fällt. Daher muss sie prüfen, ob die Beihilfe direkt auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstaben b und c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

3.2    Entwicklung gewisser Wirtschaftszweige (Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV)

(46)

Nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV können Beihilfen zur Förderung der Entwicklung gewisser Wirtschaftszweige oder Wirtschaftsgebiete als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden, soweit sie die Handelsbedingungen nicht in einer Weise verändern, die dem gemeinsamen Interesse zuwiderläuft. Nach der Rechtsprechung des Gerichtshofs kann die Kommission staatliche Beihilfen als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklären, wenn die staatliche Beihilfe ein Ziel von gemeinsamem Interesse verfolgt (29), zur Erreichung dieses Ziels erforderlich ist (30) und die Handelsbedingungen nicht in einer Weise verändert, die dem gemeinsamen Interesse zuwiderläuft.

(47)

Nach ständiger Praxis der Kommission (31) können Maßnahmen unmittelbar auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden, sofern sie erforderlich und angemessen sind und der positive Beitrag zur Verwirklichung des Ziels von gemeinsamem Interesse die negativen Folgen für Handel und Wettbewerb aufwiegt. Daher betrachtet es die Kommission als angemessen, die folgenden Fragen zu prüfen:

1.

Dient die Beihilfemaßnahme einem genau definierten Ziel von gemeinsamem Interesse?

2.

Ist die Beihilfe geeignet, das Ziel von gemeinsamem Interesse zu verwirklichen? Insbesondere:

a)

Ist die Beihilfemaßnahme ein geeignetes und erforderliches Instrument, d.h. gibt es andere, bessere Instrumente?

b)

Hat sie einen Anreizeffekt, d.h. ändert sie das Verhalten von Unternehmen?

c)

Ist die Beihilfe verhältnismäßig, d.h. könnte dieselbe Verhaltensänderung auch mit weniger Beihilfen erreicht werden?

3.

Sind die Verfälschungen von Wettbewerb und Handel in ihrem Ausmaß begrenzt, so dass die positiven Folgen die negativen überwiegen?

3.2.1   Verlagerung von CO2-Emissionen (Carbon Leakage)

(48)

Deutschland führt an, dass die Beihilfe einen Umweltvorteil mit sich bringt, da sie einer Standortverlagerung der NE-Metallerzeuger in Länder außerhalb der EU vorbeugt, in denen es weniger strikte CO2-Auflagen gibt, was ohne die Maßnahme zu einem Anstieg des globalen CO2-Ausstoßes führen könnte (Verlagerung von CO2-Emissionen, sog. Carbon Leakage).

Ziel von gemeinsamem Interesse

(49)

Ein Ziel von gemeinsamem Interesse ist ein Ziel, das von der EU solches anerkannt ist. Die Kommission teilt die Auffassung, dass die Verhinderung einer Verlagerung von CO2-Emissionen, die Folge der strengen EU-Umweltvorschriften (EHS) ist, ein Ziel von gemeinsamem Interesse darstellen kann. Die EHS-Richtlinie sieht zu den Auswirkungen des EHS auf die Wettbewerbsfähigkeit der EU-Industrie und auf die Verlagerung von CO2-Emissionen in Randnummer 24 und 27 Folgendes vor:

‚(24)

Die Gemeinschaft wird bei der Aushandlung eines ehrgeizigen internationalen Abkommens über den Klimawandel, mit dem das Ziel der Begrenzung des Anstiegs der Erdtemperatur auf einen Anstieg von 2 °C erreicht wird, weiterhin Vorreiter sein und fühlt sich angesichts der auf der 13. Konferenz der Vertragsparteien des UNFCCC und dem 3. Treffen der Vertragsparteien des Kyoto-Protokolls vom 3. bis 14. Dezember 2007 in Bali, Indonesien, erzielten Fortschritte in dieser Richtung bestärkt. Sollten andere Industrieländer und andere Großemittenten von Treibhausgasen diesem internationalen Abkommen nicht beitreten, so könnte dies zu einem Anstieg von Treibhausgasemissionen in Drittländern führen, deren Industrien nicht an vergleichbare CO2-Auflagen gebunden sind (Verlagerung von CO2-Emissionen), und zugleich eine wirtschaftliche Benachteiligung bestimmter energieintensiver, im internationalen Wettbewerb stehender Sektoren und Teilsektoren in der Gemeinschaft bedeuten. Dies könnte die Umweltintegrität und den Nutzen von Gemeinschaftsmaßnahmen untergraben. […]

Die Mitgliedstaaten können es für notwendig erachten, Anlagen, für die ein erhebliches Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ermittelt wurde, übergangsweise für Kosten zu entschädigen, die im Zusammenhang mit den Treibhausgasemissionen stehen, deren Kosten auf den Strompreis abgewälzt werden. Diese Unterstützung sollte nur dann gewährt werden, wenn sie notwendig und verhältnismäßig ist, wobei sichergestellt werden sollte, dass das Gemeinschaftssystem auch weiterhin einen Anreiz für Energieeinsparungen und die Umstellung von ‚grauem‘ auf ‚grünen‘ Strom bietet.‘

(50)

Aus diesen Randnummern sowie aus Artikel 10a Absatz 6 der EHS-Richtlinie ergibt sich, dass es im gemeinsamen Interesse ist, die Verlagerung von CO2-Emissionen, die aus den strengen EU-Umweltvorschriften resultiert, so weit wie möglich zu verhindern, da diese Verlagerung von CO2-Emissionen bestimmte energienintensive Sektoren und Teilsektoren in der EU, die im internationalen Wettbewerb stehen, wirtschaftlich in einem Maße benachteiligen kann, dass sie ihre Produktion möglicherweise in Drittländer verlagern, was einen Anstieg der CO2-Emissionen auf globaler Ebene mit sich bringen kann.

Geeignetes und erforderliches Mittel

(51)

Die gewährte Beihilfe muss ein geeignetes und erforderliches Mittel sein, um das angestrebte Ziel, d. h. die Verlagerung von CO2-Emissionen zu verhindern, zu erreichen. Ein Mittel ist geeignet und erforderlich, wenn es keine anderen, weniger wettbewerbsverfälschenden Mittel gibt, mit denen dieselben Ergebnisse erzielt werden könnten.

(52)

Deutschland betont, die Kommission habe sich während der Verhandlungen über die EHS-Richtlinie politisch verpflichtet, die Kompensation von CO2-Kosten für indirekte Emissionen mangels eines internationalen Abkommens ab 2013 zu gestatten und die Beihilfevorschriften anzupassen, um die Kriterien für die Vereinbarkeit solcher Beihilfen für indirekte Emissionen mit dem AEUV darzulegen. Deutschland zufolge ist eine solche Beihilfe damit zu begründen, dass Stromerzeuger die Kosten für CO2-Zertifikate in ihre Strompreise einpreisen. Da dieser Einpreisungseffekt schon jetzt bestehe, auch wenn er auf einem anderen CO2-Preis beruhe als bei der Annahme der Richtlinie für die Zeit nach 2013 angenommen, sei es angemessen, Beihilfen für solche indirekten Emissionen schon vor 2013 zu gestatten.

(53)

Die Gesetzgeber haben in der geänderten EHS-Richtlinie (32) vereinbart, den Mechanismus zur Vorbeugung von CO2-Verlagerungen erst ab 2013 einzuführen. Dies scheint gerechtfertigt, da ab 2013 eine strengere Obergrenze für CO2-Emissionen gilt, die — sofern alle anderen Umstände unverändert bleiben — wohl zu höheren CO2-Preisen als zuvor führen wird.

(54)

Aus wirtschaftlicher Sicht könnte jedoch schon vor 2013 das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen bestehen. So geht die öffentliche Debatte über das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen weiter. Es ist von größter Bedeutung, dieses Risiko eingehend zu prüfen, da sich solche Beihilfen sehr wettbewerbsverfälschend auswirken. Im vorliegenden Fall verfügt die Kommission jedoch nicht über die notwendigen Informationen, um das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen für die Begünstigten zu prüfen. Im Übrigen haben die Mitgliedstaaten auch jetzt schon die Möglichkeit, energieintensive Industrien beim Übergang zu einer CO2-armen Wirtschaft zu unterstützen, indem sie Energiesparmaßnahmen und CO2-freie grüne Stromerzeugungsalternativen fördern, oder energieintensiven Unternehmen einen Ausgleich für einen Teil ihrer Stromkosten zu zahlen (z.B. durch Energiesteuerermäßigungen oder -befreiungen nach Kapitel 4 der Umweltbeihilfenleitlinien).

(55)

Daher hat die Kommission Zweifel, ob die in Rede stehende Maßnahme ein angemessenes Mittel ist, um einer Verlagerung von CO2-Emissionen in der Handelsperiode 2008-2012 vorzubeugen.

Anreizeffekt

(56)

Staatliche Beihilfen haben einen Anreizeffekt, wenn der Begünstigte sein Verhalten mit Blick auf die Erreichung des Ziels von gemeinsamem Interesse ändert. Deutschland zufolge bringt die Maßnahme insofern einen mittelbaren Umweltvorteil mit sich, als sie einer Verlagerung von CO2-Emissionen vorbeugt, und somit habe sie auch einen Anreizeffekt.

Beihilfefähige Sektoren — Beschluss zur Festlegung der dem Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzten Sektoren und Teilsektoren

(57)

Deutschland führt an, dass es seitens der Kommission unangebracht sei, den Anreizeffekt der Beihilfe in Frage zu stellen. Schließlich habe die Kommission mit dem Beschluss zur Festlegung der dem Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzten Sektoren und Teilsektoren (33) das Risiko einer Abwanderung der betreffenden Sektoren aus der EU schon deutlich zum Ausdruck gebracht. In diesem Beschluss ist ein Verzeichnis der Sektoren festgelegt, die für einen höheren Anteil kostenfreier Zertifikatszuteilungen für direkte Emissionen in Frage kommen. Da die Sektoren für Aluminium, Kupfer und Zink in der Liste aufgeführt sind, sei das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen für diese Sektoren anerkannt worden, so das Argument Deutschlands. Ferner habe sich die Kommission während der Verhandlungen über die EHS-Richtlinie politisch verpflichtet, die Kompensation von CO2-Kosten für indirekte Emissionen mangels eines internationalen Abkommens zu gestatten und die Beihilfevorschriften anzupassen, um die Kriterien für die Vereinbarkeit solcher Beihilfen für indirekte Emissionen mit dem AEUV für die 2013 beginnende Handelsperiode darzulegen. Deutschland führt an, dass eine solche Beihilfe dadurch begründet sei, dass Stromerzeuger die Kosten für CO2-Berechtigungen in ihre Strompreise einpreisen. Da dieser Effekt bereits jetzt bestehe, solle die Kommission Beihilfen für solche indirekten Emissionen für die im vorgenannten Beschluss aufgeführten Sektoren schon jetzt gestatten.

(58)

Die Kommission stellt fest, dass der Beschluss zur Festlegung der dem Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzten Sektoren und Teilsektoren erst ab 2013 (34) gilt. Daher kann er nicht als Rechtsgrundlage für die Rechtfertigung einer für das Jahr 2009 bestimmten staatlichen Beihilfe herangezogen werden.

(59)

Deutschland argumentierte, dass die Kommission verpflichtet sei, den Beschluss zur Festlegung der dem Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzten Sektoren und Teilsektoren analog anzuwenden. In diesem Zusammenhang erinnert die Kommission daran, dass eine EU-Vorschrift nach ständiger Rechtssprechung des Gerichtshofs nur unter den folgenden beiden Voraussetzungen analog angewandt werden kann (35):

a)

Die für den betreffenden Sachverhalt geltenden Vorschriften sind denen sehr ähnlich, die analog angewandt werden sollen; und

b)

die für den betreffenden Sachverhalt geltenden Vorschriften enthalten eine Lücke, die mit einem allgemeinen Grundsatz des EU-Rechts unvereinbar ist und die durch eine analoge Anwendung geschlossen werden kann.

(60)

Die Kommission stellt fest, dass es im vorliegenden Fall keine solche Lücke gibt, die mit einem allgemeinen Grundsatz des EU-Rechts unvereinbar ist. Die vorliegende Beihilfesache fällt in den Anwendungsbereich von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV und die Kommission muss diesen Artikel, wie er in der ständigen Rechtssprechung des Gerichtshofs ausgelegt wurde, anwenden, d. h., sie muss prüfen, ob die staatliche Beihilfe ein Ziel von gemeinsamem Interesse verfolgt (36), zur Erreichung dieses Ziels erforderlich ist (37) und die Handelsbedingungen nicht in einer Weise verändert, die dem gemeinsamen Interesse zuwiderläuft. In Ermangelung allgemein anwendbarer Vorschriften wird eine Einzelfallprüfung durchgeführt. Für die Prüfung der in Rede stehenden Beihilfesache muss das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen daher auf der Grundlage des Sachverhalts des Falles erfolgen.

(61)

Auf die von Deutschland vorgebrachten Argumente ist zu erwidern, dass die Rechtsinstrumente, mit denen die Kompensation für indirekte Emissionen gestattet wird, sich nur auf die in den Strompreis eingepreisten CO2-Kosten (38) beziehen sollten. Daher bestehen Zweifel, ob der Beschluss zur Festlegung der dem Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzten Sektoren und Teilsektoren direkt auf die Kompensation von in den Strompreis eingepreisten CO2-Kosten angewandt werden kann. In der Tat wurde mit der politischen Verpflichtung, Beihilfen zum Ausgleich von Kosten indirekter Emissionen zuzulassen, beabsichtigt, in Ausnahmefällen gezielt ausgerichtete Beihilfen für die Sektoren zu gestatten, die durch indirekte Emissionen einem beträchtlichen Kostenanstieg ausgesetzt und nicht in der Lage sind, diesen CO2-bedingten Kostenanstieg abzuwälzen.

Zweifel im Hinblick auf das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen auf der Grundlage des von Deutschland übermittelten Sachverhalts

(62)

Das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen könnte dann geltend gemacht werden, wenn die Strompreise aufgrund des EHS in einem Maß ansteigen würden, das Unternehmen einen Anreiz gibt, ihre Produktion in EHS-Ländern einzustellen, und die Kapazitäten dieser Unternehmen dann von Produktionsanlagen in Nicht-EHS-Ländern übernommen würden, was einen Anstieg der globalen Emissionen zur Folge hätte.

(63)

Die Kommission hat jedoch Zweifel, ob die Begünstigten bei einer Nichtgewährung der Beihilfe ihre Standorte in Deutschland aufgrund einer CO2-Kosten-Differenz schließen würden. In dieser Hinsicht bilden die CO2-Kostendifferenz und die Möglichkeit, solche Kosten auf Kunden abzuwälzen, die Schlüsselkriterien für die Prüfung eines solchen Risikos. Die Kommission hatte Deutschland daher aufgefordert, Informationen zu diesen beiden Aspekten zur Verfügung zu stellen. Nach Angaben Deutschlands betrachten die Begünstigten Angaben zur Kostenstruktur und ihren Gewinnspannen jedoch als Geschäftsgeheimnisse und lehnten es daher ab, der deutschen Regierung die entsprechenden Zahlen zu übermitteln (39). Daher kann die Kommission das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen in Bezug auf die betreffenden Begünstigten nicht auf der Grundlage der bisher von Deutschland vorgelegten Fakten prüfen. Die Kommission fordert daher Deutschland und Dritte auf, ihr alle relevanten Informationen zu übermitteln, insbesondere zur Kostenstruktur im Sektor und den Möglichkeiten, die CO2-Kostendifferenz auf die Kunden abzuwälzen.

(64)

Auch wenn die Rentabilität an sich kein entscheidendes Element ist, so werden doch die Zweifel daran, dass die Unternehmen ihre indirekten CO2-Kosten nicht abwälzen können, in gewissem Umfang durch die Jahresberichte der wichtigsten Begünstigten verstärkt, da diese nahe legen, dass die Unternehmen — trotz der niedrigen LME-Preise — während des geplanten Beihilfezeitraums weiterhin rentabel waren. Die Betriebsergebnisse von Trimet (Aluminium), Xtrata (Zink) und Aurubis (Kupfer) sind in Anhang 6 beigefügt.

(65)

Selbst wenn man davon ausgehen würde, dass bedingt durch das EHS das Risiko einer Schließung von deutschen Produktionsstandorten besteht, so hat die Kommission aber auch Zweifel, ob dies zwangsläufig zu einer Übernahme von Kapazitäten durch Produktionsanlagen in Nicht-EHS-Ländern führen würde. Es kann in der Tat nicht ausgeschlossen werden, dass die betreffenden Kapazitäten durch Produktionsanlagen in anderen EU- oder EWR-Mitgliedstaaten übernommen werden, in denen das EHS-System Anwendung findet. Im Hinblick darauf forderte die Kommission genaue Informationen zu den Strommärkten in anderen Mitgliedstaaten sowie zur Wettbewerbssituation von NE-Metallerzeugern in anderen Mitgliedstaaten, in denen die Stromkosten aufgrund von Produktionsvorteilen möglicherweise niedriger sind, oder in EWR-Staaten, in denen das preisbestimmende Grenzkraftwerk einen geringeren CO2-Ausstoß hat. Des Weiteren hat die Kommission Informationen zu den im Strompreis enthaltenen Kosten für indirekte Emissionen in anderen Mitgliedstaaten angefordert. Deutschland gab an, dass ihm keine Informationen über die Kostenstruktur von NE-Metallerzeugern in anderen Mitgliedstaaten oder über den CO2-Kostenanteil am Strompreis in anderen Mitgliedstaaten vorliegen. Ohne diese Informationen kann die Kommission jedoch nicht einwandfrei prüfen, ob die Kapazitäten — im Fall von Standortschließungen in Deutschland — von Produktionsanlagen in anderen Mitgliedstaaten übernommen und somit weiterhin dem EHS (40) unterliegen würden, oder ob sie tatsächlich von in Nicht-EHS-Ländern produzierenden Unternehmen übernommen würden.

(66)

Angesichts der anderen entscheidenden Aspekte, die Unternehmen bei der einer Standortentscheidung erwägen, kann die Kommission folglich zum gegenwärtigen Zeitpunkt nicht feststellen, ob eine Beihilfe zur Verhinderung einer Standortverlagerung vorliegt, ob Unternehmen im Fall einer Schließung in ein Land inner- oder außerhalb der EU abwandern würden, ob dies zu einem Anstieg der globalen Emissionen führen würde und ob die Beihilfe tatsächlich das ausschlaggebende Element wäre, die Begünstigten zu einer Aufrechterhaltung ihrer Produktion in Deutschland zu veranlassen. Um alle relevanten Informationen auch von Dritten zu erhalten, erachtet die Kommission die Eröffnung eines förmlichen Prüfverfahrens für angemessen.

Zweifel im Hinblick auf die Folgen für die nachgelagerten Märkte

(67)

Deutschland gibt an, dass eine umfangreiche Zusammenarbeit zwischen den Begünstigten und ihren nachgelagerten Kunden bestehe, insbesondere im Hinblick auf gemeinsame Forschungs- und Entwicklungsarbeit. Deutschland erklärt, dass die Standortverlagerung der Begünstigten zu einer Standortverlagerung der nachgelagerten Industrien führen könnte, wodurch das geltend gemachte Risiko einer Verlagerung der CO2-Emissionen noch steigen würde. Des Weiteren argumentierte Deutschland, dass die nachgelagerten Industrien durch die vorgebrachte enge Zusammenarbeit bei der Forschung und Entwicklung zunehmend umweltfreundliche Produkte herstellen könnten und dass diese Umweltvorteile aufs Spiel gesetzt würden, wenn die NE-Metallerzeuger ihre Produktion in Deutschland einstellen würden.

(68)

Die Kommission ist sich zwar der Bedeutung der Wertschöpfungskette bewusst, doch hat sie Zweifel, dass die Verbindung zwischen den NE-Metallerzeugern und den nachgelagerten Industrien so stark ist, dass die Nichtgewährung der Beihilfe die nachgelagerten Tätigkeiten in dem von Deutschland behaupteten Maße gefährden würde. Vielmehr betonte Deutschland, dass die nachgelagerten Industrien ihren Bedarf anderswo auf dem Weltmarkt decken könnten und dies auch täten, wenn die deutschen NE-Metallerzeuger versuchen würden, ihre indirekten Emissionskosten abzuwälzen. Des Weiteren hat Deutschland nicht ausreichend belegt, dass die nachgelagerten Industrien nur durch die gemeinsame Forschungs- und Entwicklungsarbeit mit NE-Metallen deutschen Ursprungs zunehmend umweltfreundliche Produkte herstellen können und nicht auch mit NE-Metallerzeugern, die in Drittstaaten inner- und außerhalb des EHS angesiedelt sind.

Zweifel im Hinblick auf die Höhe der Beihilfe

(69)

Schließlich hat die Kommission Zweifel, ob die Beihilfe genügend Anreiz bieten würde, um die Standortentscheidung der deutschen NE-Metallerzeuger zu ändern, und ob die Maßnahme als Anreiz für die Begünstigten zu einer mittel- oder langfristigen Aufrechterhaltung ihrer Produktion in Deutschland geeignet ist. Deutschland hat selbst angegeben, dass die Maßnahme das Problem höherer CO2-Kosten für indirekte Emission nicht dauerhaft lösen wird. So wird die Maßnahme nur für das zweite Halbjahr 2009 gewährt. Die einzige mit der Beihilfe verbundene Bedingung ist, dass die Begünstigten ihren Standort bis Ende 2010 nicht verlagern, und Deutschland hat erklärt, dass keine Verlängerung der Maßnahme beabsichtigt ist. Die Maßnahme scheint daher nicht geeignet zu sein, eine Standortverlagerung der Begünstigten nach 2010 zu verhindern.

Schlussfolgerungen zum Anreizeffekt

(70)

Angesichts der vorstehenden Ausführungen hat die Kommission Zweifel, ob während des Beihilfezeitraums — aufgrund der Kosten für indirekte Emissionen — das Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen bestand und, falls dem so wäre, die in Rede stehende Maßnahme den notwendigen Anreiz geschaffen hätte, diesem Risiko wirksam zu begegnen.

Angemessenheit

(71)

Eine staatliche Beihilfe ist dann angemessen, wenn die dem Begünstigten gewährte Beihilfe auf ein Minimum beschränkt und gleichzeitig ein Ziel von gemeinsamem Interesse erreicht wird.

(72)

Die Kommission stellt in diesem Fall fest, dass die Prüfung der Angemessenheit der Beihilfe komplex ist, was nicht zuletzt darauf zurückzuführen ist, dass die Standortentscheidung eines Unternehmens nicht durch ein Kostenelement, sondern durch eine Kombination verschiedener Elemente beeinflusst wird. Die Kommission hat am 28. Juli 2010 Auskünfte angefordert, um zu prüfen, ob die Beihilfe auf ein Minimum beschränkt ist. Deutschland gab an, dass die Beihilfe zeitlich und im Umfang begrenzt ist, begründete jedoch nicht, warum dasselbe Ergebnis für die betreffenden Begünstigten nicht mit einer geringeren Beihilfe hätte erzielt werden können. Tatsächlich kann die Kommission ohne die geforderten Informationen zur Kostenstruktur der Begünstigten und ihrer europäischen Wettbewerber sowie ohne Daten zur Handelsintensität auf den jeweiligen Produktmärkten und zur CO2-Intensität auf anderen EU-Strommärkten nicht ordnungsgemäß prüfen, ob die Beihilfe tatsächlich auf das Minimum beschränkt ist, das zur Verhinderung der Schließung von NE-Metallerzeugungsanlagen in Deutschland und der Abwanderung in Länder außerhalb des EHS erforderlich ist. Diese Informationen sind umso notwendiger, als es zu diesem Zeitpunkt keinen EU-Beihilferahmen gibt, der die Kriterien für die Prüfung der Angemessenheit der Beihilfe festlegt.

(73)

Die Kommission hat außerdem Zweifel, was die vorgeschlagene Methode zur Festsetzung des Beihilfebetrags angeht. Als Ausgangsbasis für die Berechnung des Beihilfebetrags setzt Deutschland den beobachteten Marktpreis für CO2-Berechtigungen an (siehe vorstehende ausführliche Beschreibung). Gleichzeitig unterscheidet Deutschland zwischen verschiedenen Teilsektoren (d. h. 17 EUR/MWh werden für Aluminium, 16 EUR/MWh für Zink und 9 EUR/MWh für Kupfer angesetzt), obwohl alle diese Teilsektoren den Kosten für indirekte Emissionen wahrscheinlich gleichermaßen ausgesetzt sind. Es bleibt unklar, ob und inwieweit die unterschiedliche Beihilfehöhe für jeden Teilsektor dadurch gerechtfertigt ist, dass diese Teilsektoren unterschiedlich stark von einer Verlagerung der CO2-Emissionen bedroht sind. Daher erachtet es die Kommission als angemessen, Dritten die Möglichkeit zur Stellungnahme hierzu zu geben. Ferner gibt Deutschland an, dass die Beihilfehöhe auf der Grundlage der durchschnittlichen CO2-Intensität der deutschen Stromerzeugung berechnet wird, die bei 0,75 t CO2/MWh liegen soll, wobei ein Kraftwerkpark mit einer Mischung aus Kraftwerken mit verschiedenen CO2-Intensitäten (z.B. moderne Gaskraftwerken mit weniger als 0,4 t CO2/MWh und alte Braunkohlekraftwerke mit bis zu 1,2 t CO2/MWh) zugrunde gelegt wird. Deutschland hat jedoch keine weiteren Belege zur durchschnittlichen Beihilfeintensität übermittelt und die Kommission möchte Dritten die Möglichkeit geben, zu diesen Daten Stellung zu nehmen. Abschließend stellt die Kommission fest, dass die von den Begünstigen gezahlten Nettostrompreise von einer Reihe von Kriterien beeinflusst werden, so z. B. durch steuerliche Sonderregelungen (Spitzenausgleich) oder Verträge mit einer Option der Versorgungsunterbrechung. Die Kommission weist insbesondere darauf hin, dass die von der EEX festgelegten Strompreise (Anhang 2) keine auf Verbraucherebene erhobenen Steuern beinhalten. Die Kommission erachtet es als angemessen, Dritten die Möglichkeit zur Stellungnahme zu dieser Frage zu geben.

(74)

Angesichts der vorstehenden Ausführungen hat die Kommission zu diesem Zeitpunkt Zweifel, ob die Maßnahme angemessen ist.

Verfälschungen des Wettbewerbs und Handels und Ausgleich

(75)

Damit eine staatliche Beihilfe mit dem Binnenmarkt vereinbar ist, müssen die durch die Beihilfe ausgelösten Verfälschungen des Wettbewerbs und Handels beschränkt sein, so dass die Gesamtbilanz mit Blick auf das Ziel von gemeinsamem Interesse positiv ausfällt. Zu diesem Zeitpunkt kann die Kommission nicht ausschließen, dass die Maßnahme zu beträchtlichen Wettbewerbsverfälschungen führen könnte. Erstens führt die Kompensation für indirekte CO2-Kosten zu einer Verzerrung in Bezug auf den Anreiz für die begünstigten Unternehmen, die CO2-Emissionen im Rahmen des EHS zu senken; zudem geschieht dies zulasten anderer Sektoren, die keine solche Beihilfe erhalten (41). Zweitens werden Betriebsbeihilfen im Allgemeinen als besonders wettbewerbsverfälschend angesehen, da Unternehmen, denen keine Beihilfe gewährt wird, im Gegensatz zu den Begünstigten ihre vollen Betriebskosten tragen müssen (42). Es ist in der Regel auch schwieriger, eine Verbindung zwischen solchen Beihilfen und einem Ziel von gemeinsamem Interesse herzustellen, das mit der Beihilfe erreicht werden soll. Im vorliegenden Fall gibt es Hinweise darauf, dass die Maßnahme den Wettbewerb auf dem Binnenmarkt vor allem mit Blick auf Unternehmen verfälschen könnte, die einen natürlichen Standortvorteil haben, weil günstigerer, aus Wasserkraft gewonnener Strom mit niedrigen CO2-Emissionen verfügbar ist (z.B. Unternehmen in Norwegen oder Island) (43). Folglich kann nicht ausgeschlossen werden, dass die Maßnahme einen Subventionswettlauf mit anderen Mitgliedstaaten auslösen könnte. Die Kommission hat zusätzliche Informationen und Daten zu den möglichen Auswirkungen der Maßnahme auf deutsche und europäische Wettbewerber der Begünstigten angefordert, aber Deutschland gab an, dass es keinen Zugang zu solchen Daten hat. Ohne diese Informationen kann die Kommission jedoch nicht das Ausmaß der negativen Auswirkungen der Maßnahme auf Wettbewerb und Handel prüfen und feststellen, ob die positive Wirkung für die Umwelt diese Folgen möglicherweise überwiegt. Daher scheint die Eröffnung eines eingehenden Prüfverfahrens angemessen zu sein, um Stellungnahmen von Dritten zu erhalten.

Schlussfolgerung

(76)

Die Kommission hat zu diesem Zeitpunkt Zweifel, ob die Maßnahme als Beihilfe zur Verhinderung einer Verlagerung von CO2-Emissionen nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

3.2.2   Vermeidung einer Standortverlagerung und Sicherung von Arbeitsplätzen

(77)

Wie schon vorstehend ausgeführt, kann die Kommission nach der Rechtsprechung des Gerichtshofs staatliche Beihilfen für mit dem Binnenmarkt vereinbar erklären, wenn die staatliche Beihilfe ein Ziel von gemeinsamem Interesse verfolgt (44), zur Erreichung dieses Ziels erforderlich ist (45) und die Handelsbedingungen nicht in einer Weise verändert, die dem gemeinsamen Interesse zuwiderläuft.

(78)

Deutschland gibt an, dass mit der Maßnahme eine Abwanderung deutscher NE-Metallerzeuger aus Deutschland verhindert werden soll, um so in der NE-Metallindustrie und den nachgelagerten Industrien Arbeitsplätze zu sichern.

(79)

Es ist ständige Praxis der Kommission (46), dass Maßnahmen unmittelbar auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden können, sofern sie erforderlich und angemessen sind und der positive Beitrag zur Verwirklichung des Ziels von gemeinsamem Interesse die negativen Folgen für Handel und Wettbewerb überwiegt.

(80)

Wie vorstehend ausgeführt, kann eine Beihilfe dann nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden, wenn sie in erforderlicher und angemessener Weise ein Ziel von gemeinsamem Interesse verfolgt. Bei der Prüfung der Vereinbarkeit der in Rede stehenden Maßnahme wird die Kommission daher die vorstehenden Kriterien untersuchen (Erwägungsgrund 47).

Ziel von gemeinsamen Interesse

(81)

Ein Ziel von gemeinsamem Interesse ist ein Ziel, das von der EU als solches anerkannt ist. Auf der Grundlage der von Deutschland übermittelten Informationen scheint es fraglich, ob die Beihilfe einem klar definierten Ziel von gemeinsamem Interesse dient.

(82)

Deutschland führt an, dass der Fall der LME-Preise in Verbindung mit hohen Stromkosten für den NE-Metallerzeugungssektor einen exogenen Schock dargestellt habe, der als Marktversagen angesehen werden könne. Mit der Maßnahme sollen die Folgen dieses Schocks abgeschwächt und einer Standortverlagerung der NE-Metallerzeuger vorgebeugt werden, um Arbeitsplätze zu sichern. Deutschland erklärte, dass eine solche Standortverlagerung nicht nur Auswirkungen auf die NE-Metallerzeuger selbst hätte, sondern auch auf eine Reihe wichtiger nachgelagerter Industrien (z. B. Automobil- und Elektroindustrie, Maschinenbau).

(83)

Die Kommission hat jedoch Zweifel, ob die Verhinderung einer Abwanderung aus Deutschland als Ziel von gemeinsamem Interesse bewertet werden kann, zumal zum gegenwärtigen Zeitpunkt nicht auszuschließen ist, dass die Maßnahme (in gewissem Umfang) die Wettbewerbsfähigkeit deutscher NE-Metallerzeuger gegenüber ihren europäischen Wettbewerbern verbessert (47). In diesem Fall wäre die Maßnahme nicht von allgemeinem europäischen Interesse, sondern würde die deutsche Industrie gegenüber ihren EU-/EWR-Wettbewerber schützen und somit möglicherweise zu einem Subventionswettlauf führen. Zur Verhinderung einer Abwanderung aus Europa, um so eine Industriebasis in Europa zu erhalten, stellt die Kommission fest, dass es in ihrer Beschlusspraxis (z.B. wurden in den Beihilfesachen Terni  (48) und Alcoa  (49) im Hinblick auf vergünstigte Stromtarife Negativ-Beschlüsse gefasst) oder in der Rechtssprechung des Gerichtshofs der EU keine Präzedenzfälle gibt, in denen eine staatliche Beihilfe mit einem solchen Ziel als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt worden wäre.

(84)

Des Weiteren hat die Kommission Zweifel, ob der Fall der LME-Preise oder die Strompreise in Deutschland als ein Marktversagen angesehen werden können. Die Einpreisung von CO2-Kosten ist ein erklärtes Ziel des EHS, um die angestrebte Emissionssenkung zu erreichen. Mit Hinblick auf die LME-Preise scheint es, dass diese 2006-2008 bedingt durch den Wirtschaftsaufschwung ungewöhnlich hoch waren, bevor sie 2008/2009 fielen, wobei sie nun ohnehin wieder steigen. Die vorliegenden Informationen lassen darauf schließen, dass die Preisschwankungen — selbst wenn sie durch die Krise beeinflusst wurden — auf die konjunkturellen Angebots- und Nachfrageschwankungen im Sektor zurückzuführen sind, wie es auch in anderen Sektoren der Fall war. Die vorstehend genannten Schwankungen sind jedoch nicht zwangsläufig auf ein Marktversagen zurückzuführen.

(85)

Daher hat die Kommission Zweifel, ob das Ziel, eine Abwanderung der NE-Metallproduktion aus Deutschland oder der EU zu verhindern, als Ziel von gemeinsamem Interesse eingestuft werden kann. Des Weiteren bestehen Zweifel, ob der Fall der LME-Preise in Verbindung mit den Strompreisen in Deutschland als ein Marktversagen angesehen werden kann.

Geeignetes Mittel

(86)

Die gewährte Beihilfe muss ein geeignetes Mittel darstellen, um das angestrebte Ziel von gemeinsamem Interesse zu erreichen. Ein Instrument ist geeignet, wenn es keine anderen, weniger wettbewerbsverfälschenden Instrumente gibt, mit denen die gleichen Ergebnisse erzielt werden könnten. Deutschland argumentiert, dass die Beihilfe zum Erhalt von Arbeitsplätzen notwendig sei, indem eine Abwanderung der NE-Metallerzeuger und der nachgelagerten Industrien verhindert werde. Es bestehen jedoch Zweifel, ob Betriebsbeihilfen zur Verhinderung einer Standortverlagerung von Unternehmen in Schwierigkeiten das am wenigsten wettbewerbsverfälschende Mittel sind, um Arbeitsplätze zu sichern. So sind Beihilfen zur Verbesserung der Arbeitsmarktlage in der Regel auf nachhaltige Maßnahmen wie die Verbesserung der Bildung und Ausbildung von Beschäftigten oder einen erleichterten Zugang zu Finanzierungsmitteln für neue Investitionen ausgerichtet. Die Kommission hat Zweifel, dass Betriebsbeihilfen ein geeignetes Instrument zur Sicherung von Arbeitsplätzen sind.

Anreizeffekt

(87)

Staatliche Beihilfen haben einen Anreizeffekt, wenn der Begünstigte sein Verhalten mit Blick auf die Erreichung eines Ziels von gemeinsamem Interesse ändert. Deutschland führt an, dass mit der Maßnahme Arbeitsplätze in der Primärproduktion von NE-Metall und in den nachgelagerten Industrien gesichert werden, indem deren Abwanderung in Nicht-EU-Staaten verhindert wird. Aus den vorstehend genannten Gründen (Erwägungsgründe 56 ff.) hat die Kommission jedoch Zweifel, ob die in Rede stehende Maßnahme den erforderliche Anreizeffekt hat, um NE-Metallerzeuger von einer Einstellung ihrer Produktion in Deutschland abzuhalten.

Angemessenheit

(88)

Eine staatliche Beihilfe ist dann angemessen, wenn die den Begünstigten gewährte Beihilfe auf ein Minimum beschränkt und gleichzeitig ein Ziel von gemeinsamem Interesse erreicht wird. Aus den vorstehend genannten Gründen (Erwägungsgründe 71 ff.) hat die Kommission jedoch Zweifel, ob die Maßnahme angemessen ist. Insbesondere hat die Kommission Zweifel, ob die Beihilfe auf das Minimum beschränkt ist, das zur Verhinderung einer Abwanderung in Nicht-EU-Staaten notwendig ist.

Wettbewerbs- und Handelverfälschungen und Ausgleich

(89)

Damit eine staatliche Beihilfe mit dem Binnenmarkt vereinbar ist, müssen die durch die Beihilfe ausgelösten Verfälschungen des Wettbewerbs und Handels beschränkt sein, so dass die Gesamtbilanz mit Blick auf das Ziel von gemeinsamem Interesse positiv ausfällt. Über die vorstehend genannten Erwägungen hinaus (Erwägungsgründe 75 ff.) hat die Kommission Zweifel, ob in der NE-Metallproduktion abgebaute Arbeitsplätze tatsächlich durch zusätzliche Arbeitsplätze in Nicht-EU-Staaten ersetzt würden oder ob dies nicht eher zur Schaffung von mehr Arbeitsplätzen an anderen NE-Metallproduktionsstandorten in der EU führen würde. Des Weiteren hat die Kommission Zweifel, ob die Einstellung der Primärerzeugung von NE-Metallen tatsächlich beträchtliche negative Folgen für die nachgelagerten Industrien hätte. Gleichzeitig kann zum gegenwärtigen Zeitpunkt nicht ausgeschlossen werden, dass die Maßnahme den Wettbewerb zwischen den Erzeugern in den EU-Mitgliedstaaten nicht erheblich verfälschen könnte. Ohne die angeforderten, von Deutschland aber nicht zur Verfügung gestellten Informationen kann die Kommission jedoch nicht das Ausmaß der negativen Auswirkungen der Maßnahme auf Wettbewerb und Handel prüfen und feststellen, ob solche Auswirkungen durch die positiven Auswirkungen auf die Beschäftigungssituation aufgewogen werden.

Schlussfolgerung

(90)

Die Kommission hat daher Zweifel, ob die Maßnahme als Beihilfe zur Verhinderung einer Verlagerung von CO2-Emissionen und zur Sicherung von Arbeitsplätzen nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

3.2.3   Schlussfolgerung zur Vereinbarkeit mit Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV

(91)

Die Kommission hat daher Zweifel, ob die Maßnahme als nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe c AEUV mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

3.3    Behebung einer beträchtlichen Störung im Wirtschaftsleben (Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b AEUV)

(92)

Nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b AEUV kann die Kommission Beihilfen als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklären, die der ‚Behebung einer beträchtlichen Störung im Wirtschaftsleben eines Mitgliedstaats‘ dienen. Eine beträchtliche Störung im Wirtschaftsleben eines Mitgliedstaats ist jede wirtschaftliche Störung, die zu beträchtlichen wirtschaftlichen und gesellschaftlichen Schwierigkeiten führt und sich auf die gesamte Wirtschaft des betreffenden Mitgliedstaats auswirkt und nicht nur auf eine seiner Regionen oder Teile seines Gebiets. Die Bestimmung ist, da sie eine Ausnahme darstellt, sehr eng auszulegen (50).

(93)

Deutschland gibt an, dass NE-Metallerzeuger in Deutschland deutlich höhere Strompreise zu tragen hätten als ihre Wettbewerber außerhalb der EU. Laut den übermittelten Informationen liegen die deutschen Preise bei über 50 EUR/MWh, während der weltweite Durchschnitt bei unter 25 EUR/MWh liegt. Die Preisdifferenz ist angeblich auf die im Strompreis enthaltenen CO2-Kosten zurückzuführen, die nach Angaben Deutschlands im relevanten Zeitraum bei 19 EUR/MWh lagen. Deutschland gibt an, dass NE-Metallerzeuger in der EU vor der Wirtschaftskrise noch rentabel arbeiten konnten, ihre Wettbewerbsfähigkeit sich aber wegen des Falls der LME-Preise infolge der Krise deutlich verschlechtert habe. Die Kombination aus hohen indirekten CO2-Kosten und niedrigen LME-Preisen stelle eine ernsthafte Bedrohung für den europäischen NE-Metallsektor dar, die zu einer Standortverlagerung der Produktion in Nicht-EU-Länder führen könnte. Deutschland führt an, dass die Begünstigten ohne die angemeldete Beihilfe ihre Produktion in Deutschland einstellen und ihre Kapazitäten in Nicht-EHS-Länder verlagern würden.

(94)

Nach Angaben Deutschlands würde dies die enge Zusammenarbeit zwischen den europäischen NE-Metallerzeugern und wichtigen nachgelagerten Industrien gefährden (z.B. Automobil- und Elektroindustrie, Maschinenbau), was wiederum dazu führen könnte, dass diese Industrien ebenfalls weniger wettbewerbsfähig sind oder ebenfalls ihre Standorte verlagern (Dominoeffekt). Aufgrund der Bedeutung dieser nachgelagerten Sektoren für die deutsche Wirtschaft argumentiert Deutschland, dass die derzeitige Wirtschaftslage, der die NE-Metallerzeuger gegenüberstünden, eine ernsthafte Bedrohung für die deutsche Wirtschaft als Ganzes darstelle. Deutschland erklärt, dass der Vorübergehende Gemeinschaftsrahmen zwar nicht direkt auf die in Rede stehende Maßnahme angewandt werden könne, die angemeldete Maßnahme aber in Zusammenhang mit diesem Instrument zu sehen sei, da sie demselben Zweck diene.

(95)

Die Kommission hat jedoch Zweifel, ob das Konzept des Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmens auf die in Rede stehende Maßnahme angewandt werden kann. Der Vorübergehende Gemeinschaftsrahmen bezieht sich auf die Auswirkungen der Finanzkrise auf die Schwierigkeiten von Unternehmen, Zugang zu Finanzierungsmitteln zu erhalten. Es gibt aber keine Anzeichen dafür, dass die Begünstigten Schwierigkeiten beim Zugang zu Finanzierungsmitteln hatten. Des Weiteren scheinen weder die im Strompreis enthaltenen CO2-Kosten noch die Schwankung der LME-Preise eine Störung im Wirtschaftsleben darzustellen. Die Einpreisung von CO2-Kosten ist ein erklärtes Ziel des EHS, um die angestrebte Emissionssenkung zu erreichen. Mit Hinblick auf die LME-Preise scheint es, dass diese 2006-2008 bedingt durch einen Wirtschaftsaufschwung ungewöhnlich hoch waren, bevor sie 2008/2009 fielen, wobei sie nun ohnehin wieder steigen. Aus den vorliegenden Informationen geht hervor, dass die Preisschwankungen eher als eine natürliche Schwankung im konjunkturellen Angebots- und Nachfragezyklus und nicht als ‚beträchtliche Störung‘ zu bewerten sind. Die Entwicklung der LME-Preise für Aluminium, Kupfer und Zink ist in Anhang 4 beigefügt.

(96)

Die Kommission ist sich zwar der Bedeutung der Wertschöpfungskette bewusst, hat jedoch ferner Zweifel, dass die Verbindung zwischen den NE-Metallerzeugern und den nachgelagerten Industrien so stark ist, dass die Nichtgewährung der Beihilfe die nachgelagerten Tätigkeiten gefährden würde. Die Kommission hat zum gegenwärtigen Zeitpunkt außerdem Zweifel, ob die Belieferung nachgelagerter Industrien durch deutsche NE-Metallerzeuger nicht durch Importe aus anderen EU-Staaten oder Drittstaaten ersetzt werden könnte, da es einen Weltmarkt für primäre NE-Metalle zu geben scheint. Selbst wenn die nachgelagerten Tätigkeiten in Deutschland im Fall einer Nichtgewährung der Beihilfe in Schwierigkeiten gerieten, zweifelt die Kommission des Weiteren, ob sich dies auf die gesamte deutsche Wirtschaft auswirken würde. Zu diesem Zeitpunkt scheint es daher, dass die Beihilfe nur für den NE-Metallsektor in Deutschland positive Folgen hätte, ohne aber die Schwierigkeiten zu beheben, die durch die Wirtschaftskrise auf Ebene der gesamten deutschen Wirtschaft verursacht wurden.

(97)

Andererseits kann zu diesem Zeitpunkt nicht ausgeschlossen werden, dass die Maßnahme beträchtliche negative Auswirkungen auf den Wettbewerb und den Handel in der EU haben wird. Mit der Maßnahme wird den deutschen Erzeugern ein Teil ihrer Betriebskosten erstattet, weswegen sie zwangsläufig Einfluss auf die Auswahl der Standorte der NE-Metallproduktion in der EU haben dürfte. Daher besteht das Risiko, dass sich die Maßnahme auf die Verteilung von Arbeitsplätzen in der EU auswirkt. Die Kommission hat zu diesem Zeitpunkt Zweifel, ob diese negativen Folgen für Wettbewerb und Handel durch die positive Wirkung überwogen werden.

(98)

Die Kommission hat daher Zweifel, ob die Beihilfe auf der Grundlage von Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

3.4    Schlussfolgerung

(99)

In Anbetracht der möglichen wettbewerbsverfälschenden Auswirkungen der Beihilfe und dem fehlenden eindeutigen Beitrag zu einem Ziel von gemeinsamem Interesse sowie der Tatsache, dass die Erforderlichkeit und Angemessenheit der Beihilfe nicht belegt wurden, hat die Kommission Zweifel, dass die Beihilfe nach Artikel 107 Absatz 3 Buchstabe b oder c AEUV als mit dem Binnenmarkt vereinbar erklärt werden kann.

(100)

Da die Kommission als Ergebnis ihrer Prüfung der Beihilfesache Zweifel an der Vereinbarkeit der Maßnahme mit dem Binnenmarkt hat, erachtet sie die Eröffnung eines förmlichen Prüfverfahrens als erforderlich. Aufgrund der möglichen Wettbewerbsverzerrungen, die durch die Maßnahme auf dem Binnenmarkt ausgelöst werden könnten, möchte die Kommission außerdem allen Dritten die Möglichkeit zur Stellungnahme geben, was nach der Verfahrensverordnung nur im Rahmen einer eingehenden Prüfung vorgesehen ist.

(101)

Daher hat die Kommission im Einklang mit Artikel 4 Absatz 4 der Verordnung (EG) Nr. 659/1999 beschlossen, das förmliche Prüfverfahren zu eröffnen und fordert Deutschland zur Stellungnahme auf.

V.   BESCHLUSS

(102)

Aus diesen Gründen fordert die Kommission Deutschland im Rahmen des Verfahrens nach Artikel 108 Absatz 2 AEUV auf, innerhalb eines Monats nach Eingang dieses Schreibens Stellung zu nehmen und alle für die Würdigung der Beihilfemaßnahme sachdienlichen Informationen zu übermitteln. Deutschland wird aufgefordert, unverzüglich eine Kopie dieses Schreibens an die potenziellen Beihilfeempfänger weiterzuleiten.

(103)

Die Kommission erinnert Deutschland an die aufschiebende Wirkung des Artikels 108 Absatz 3 AEUV und verweist auf Artikel 14 der Verordnung (EG) Nr. 659/1999 des Rates, wonach alle rechtswidrigen Beihilfen von den Empfängern zurückgefordert werden können.

(104)

Die Kommission weist Deutschland darauf hin, dass sie Dritte durch die Veröffentlichung des vorliegenden Schreibens und einer aussagekräftigen Zusammenfassung desselben im Amtsblatt der Europäischen Union unterrichten wird. Außerdem wird sie Dritte in den EFTA-Staaten, die das EWR-Abkommen unterzeichnet haben, durch die Veröffentlichung einer Bekanntmachung in der EWR-Beilage zum Amtsblatt der Europäischen Union und die EFTA-Überwachungsbehörde durch die Übermittlung einer Kopie dieses Schreibens von dem Vorgang in Kenntnis setzen. Alle vorerwähnten Dritten werden aufgefordert, innerhalb eines Monats nach dem Datum dieser Veröffentlichung Stellung zu nehmen.

ANHANG 1

Energieverbrauch und Höhe der Beihilfen für die einzelnen Begünstigten

[…] (51)

ANHANG 2

Deutsche Strompreise in den vergangenen Jahren

Strom:   Forward-Preise für 2009 (grau) und 2011 (rot) — Grundlast (EEX)

Image

Strom:   Forward-Preise für 2009 (grau) und 2011 (rot) — Spitzenlast (EEX)

Image

Strom:   Forward-Preise für 2009 (grau) und 2013 (rot) — Grundlast (EEX)

Image

Strom:   Forward-Preise für 2009 (grau) und 2013 (rot) — Spitzenlast (EEX)

Image

Strom:   Spot-Preise Spitzenlast (rot) und Grundlast (schwarz) (EEX)

Image

Quelle: EEX

ANHANG 3

CO2-Emissionskosten in den vergangenen Jahren

Image

ANHANG 4

15-Monats-Terminkurs für NE-Metalle an der LME der letzten 10 Jahre in USD

LME-Aluminiumpreise der letzten 12 Jahre (15-Monats-Terminkurs)

Image

LME-Kupferpreise der letzten 12 Jahre (15-Monats-Terminkurs)

Image

LME-Zinkpreise der letzten 12 Jahre (15-Monats-Terminkurs)

Image

Quelle: LME

ANHANG 5

Strompreise (blau — rechte Skala), LME-Preise (grün — linke Skala) und Strompreise in % des LME-Preises (rot — rechte Skala) für 1-, 2- und 3-Jahres-Forward

Image

Image

Image

Quelle: Trimet

ANHANG 6

Rentabilität bestimmter Begünstigter in den letzten Jahren

Aluminium-Ergebnisse von Trimet in den letzten sechs Jahren

Image

Ergebnisse der europäischen Zinksparte von Xstrata in den letzten sechs Jahren

Image

Für von Deutschland als potenzielle Begünstigte benannten Zinkerzeuger lagen keine Jahresgeschäftsberichte vor. Den Jahresgeschäftsberichten der Xstrata-Holding lassen sich jedoch einige Daten entnehmen, die Rückschlüsse auf die europäische Zinkerzeugung zulassen.

Kupfer-Jahresgewinne der Norddeutschen Affinerie (Aurubis) in den vergangenen 5 Jahren

Image

»

(1)  Ελαφρές αποκλίσεις από αυτήν την τιμή ενδέχεται να οφείλονται σε στρογγυλοποίηση.

(2)  Απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Δεκεμβρίου 2009, που προσδιορίζει κατάλογο τομέων και κλάδων οι οποίοι θεωρείται ότι εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα (ΕΕ L 1 της 5.1.2010, σ. 10).

(3)  Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ενοποιημένο κείμενo), ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1.

(4)  Mit Wirkung vom 1. Dezember 2009 sind an die Stelle der Artikel 87 und 88 EG-Vertrag die Artikel 107 und 108 des Vertrags über die Arbeitsweise der Europäischen Union (AEUV) getreten. Die Artikel 87 und 88 EG-Vertrag und die Artikel 107 und 108 AEUV sind im Wesentlichen identisch. Im Rahmen dieses Beschlusses sind Bezugnahmen auf die Artikel 107 und 108 AEUV als Bezugnahmen auf die Artikel 87 und 88 EG-Vertrag zu verstehen, wo dies angebracht ist.

(5)  Berufsgeheimnis.

(6)  Deutschland bezieht sich auf die Randnummern 24 und 27 sowie Artikel 10a Absatz 6 der Richtlinie 2009/29/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 23. April 2009 zur Änderung der Richtlinie 2003/87/EG zwecks Verbesserung und Ausweitung des Gemeinschaftssystems für den Handel mit Treibhausgasemissionszertifikaten (ABl. L 140 vom 5.6.2009, S. 63).

(7)  Quelle: [… (Berufsgeheimnis))] ‚Aluminium Smelter Power Tariffs to 2009‘. Deutschland weist darauf hin, dass sich die Strompreise innerhalb der EU unterscheiden, die CO2-Preise jedoch überall in der EU dieselben sind. Deutschland gibt an, dass die NE-Metallerzeuger in einigen EU-Mitgliedstaaten regulierte oder vergünstigte Tarife erhielten oder ihnen günstige bilaterale Verträge mit subventionierten Preisen gewährt würden, die keine CO2-Kosten für indirekte Emissionen enthielten.

(8)  Opportunitätskosten sind ein Schlüsselkonzept der Wirtschaft. Es handelt sich hierbei um die Kosten, die mit der nächstbesten Wahlmöglichkeit verbunden sind, die jemandem zur Verfügung steht, der unter mehreren sich gegenseitig ausschließenden Möglichkeiten gewählt hat. Im vorliegenden Fall bedeutet dies, dass ein Erzeuger, der über eine Emissionsberechtigung verfügt, die Wahl hat, diese für die Erzeugung von Strom zu verwenden oder sie auf dem CO2-Markt zu versteigern. Die Opportunitätskosten für die Nutzung der Emissionsberechtigung sind der Preis, zu dem der Erzeuger die Berechtigung auf dem CO2-Markt hätte verkaufen können. Daher preisen Erzeuger den Wert der von ihnen genutzten CO2-Berechtigung in den Strompreis ein.

(9)  Geringfügige Abweichungen sind aufgrund von Auf- bzw. Abrundungen möglich.

(10)  Die LME ist die größte Metallbörse. Daneben gibt es in New York die Comex/Nymex für das amerikanische Inlandsgeschäft sowie in Shanghai die SHFE (Shanghai Futures Exchange) für das chinesische Inlandsgeschäft. Aufgrund des lebhaften Arbitragehandels zwischen den drei Börsen kann von weltweit einheitlichen Preisen gesprochen werden, die sich an den Referenzpreisen der LME orientieren.

(11)  LME-Preise werden in USD angegeben und werden so auch in der Tabelle dargestellt. Für Unternehmen, deren Kosten in EUR angegeben werden, sind diese in USD angegebenen Preise zum entsprechenden Umtauschkurs in EUR umzurechnen.

(12)  Sowohl in USD (Anhang 4) als auch in EUR (Anhang 5).

(13)  Richtlinie 2003/87/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 13. Oktober 2003 über ein System für den Handel mit Treibhausgasemissionszertifikaten in der Gemeinschaft und zur Änderung der Richtlinie 96/61/EG des Rates, überarbeitet durch Richtlinie 2009/29/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 23. April 2009 zur Änderung der Richtlinie 2003/87/EG zwecks Verbesserung und Ausweitung des Gemeinschaftssystems für den Handel mit Treibhausgasemissionszertifikaten (ABl. L 140 vom 5.6.2009, S. 63).

(14)  Deutschland erklärte jedoch, dass einige Begünstigte bereit seien, einen vereidigten Buchprüfer zur vertraulichen Prüfung der Rentabilität einschließlich der Stromkosten, Rohstoffkosten, CO2-Kosten usw. zuzulassen.

(15)  Nach Angaben Deutschlands entsprechen die Stromkosten seit 2006 ungefähr 40 % des LME-Preises für Aluminium und die indirekten Kosten machen etwa 20-25 % der Stromkosten aus.

(16)  Hydro hat jedoch in eine Produktionsanlage in Katar investiert.

(17)  Die folgende Würdigung basiert sowohl auf dem AEUV als auch auf dem EWR-Abkommen; aus Gründen der Einfachheit wird im Folgenden jedoch nur auf den AEUV Bezug genommen.

(18)  EuGH 15. März 1994, Banco Exterior de España SA/Ayuntamiento de Valencia, Rechtssache C-387/92, Slg. 1994, I-877, Randnummern 12 und 13.

(19)  EuGH 21. März 1990, Belgien/Kommission, Rechtssache C-142/87, Slg. 1990, I-959, Randnummer 56; EuGH 11. Juli 1996, SFEI und andere/La Poste, Rechtssache C-39/94, Slg. 1996, I-3547, Randnummer 36.

(20)  EuGH 24. März 1993, CIRFS und andere/Kommission, Rechtssache C-313/90, Slg. 1993, I-1125, Randnummer 36; EuGH 15. Oktober 1996, Ijssel-Vliet/Minister van Economische Zaken; Rechtssache C-311/94, Slg. 1996, I-5023, Randnummer 43; EuGH 26. September 2002, Spanien/Kommission, Rechtssache C-351/98, Slg. 2002, I-8031, Randnummer 53.

(21)  Leitlinien der Gemeinschaft für staatliche Beihilfen zur Rettung und Umstrukturierung von Unternehmen in Schwierigkeiten (ABl. C 244 vom 1.10.2004, S. 2).

(22)  Nach den Leitlinien für Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen geht die Kommission davon aus, dass sich ein Unternehmen im Sinne dieser Leitlinien in Schwierigkeiten befindet, wenn es nicht in der Lage ist, mit eigenen finanziellen Mitteln oder Fremdmitteln, die ihm von seinen Eigentümern/Anteilseignern oder Gläubigern zur Verfügung gestellt werden, Verluste aufzufangen, die das Unternehmen auf kurze oder mittlere Sicht so gut wie sicher in den wirtschaftlichen Untergang treiben werden, wenn der Staat nicht eingreift. Im Sinne dieser Leitlinien befindet sich ein Unternehmen unabhängig von der Größe insbesondere in folgenden Fällen in Schwierigkeiten:

a)

wenn bei Gesellschaften mit beschränkter Haftung mehr als die Hälfte des gezeichneten Kapitals verschwunden und mehr als ein Viertel dieses Kapitals während der letzten zwölf Monate verloren gegangen ist;

b)

wenn bei Gesellschaften, in denen mindestens einige Gesellschafter unbeschränkt für die Schulden der Gesellschaft haften, mehr als die Hälfte der in den Geschäftsbüchern ausgewiesenen Eigenmittel verschwunden und mehr als ein Viertel dieser Mittel während der letzten zwölf Monate verloren gegangen ist;

c)

wenn unabhängig von der Unternehmensform die im innerstaatlichen Recht vorgesehenen Voraussetzungen für die Eröffnung eines Insolvenzverfahrens erfüllt sind.

(23)  Leitlinien für staatliche Beihilfen mit regionaler Zielsetzung 2007-2013 ABl. C 54 vom 4.3.2006, S. 13.

(24)  Verordnung (EG) Nr. 800/2008 der Kommission vom 6. August 2008 zur Erklärung der Vereinbarkeit bestimmter Gruppen von Beihilfen mit dem Gemeinsamen Markt in Anwendung der Artikel 87 und 88 EG-Vertrag (Allgemeine Gruppenfreistellungsverordnung), ABl. L 214 vom 9.8.2008, S. 3.

(25)  Verordnung (EG) Nr. 1976/2006 der Kommission vom 20. Dezember 2006 zur Änderung der Verordnungen (EG) Nr. 2204/2002, (EG) Nr. 70/2001 und (EG) Nr. 68/2001 in Bezug auf die Ausdehnung ihrer Anwendungszeiträume (ABl. L 368 vom 23.12.2006, S. 85).

(26)  Siehe die vorstehenden Verweise auf die Mitteilungen der Kommission zum Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmen.

(27)  Leitlinien der Gemeinschaft für staatliche Umweltschutzbeihilfen (ABl. C 82 vom 1.4.2008, S. 1).

(28)  Nach Artikel 10a Absatz 6 EHS-Richtlinie gilt Folgendes: ‚Die Mitgliedstaaten können zugunsten der Sektoren bzw. Teilsektoren, für die ein erhebliches Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen durch auf den Strompreis übergewälzte Kosten der Treibhausgasemissionen ermittelt wurde, finanzielle Maßnahmen einführen, um diese Kosten auszugleichen, sofern dies mit den geltenden und künftigen Regeln für staatliche Beihilfen vereinbar ist. Diese Maßnahmen beruhen auf Ex-ante-Benchmarks für die indirekten CO2-Emissionen pro Produktionseinheit. Diese Ex-ante-Benchmarks werden für einen bestimmten Sektor bzw. Teilsektor berechnet als Produkt des Stromverbrauchs pro Produktionseinheit entsprechend den effizientesten verfügbaren Techniken und der CO2-Emissionen des entsprechenden europäischen Stromerzeugungsmix.‘

(29)  GeI 14. Januar 2009, Kronoply/Kommission, Rechtssache T-162/06, Slg. 2009, II-1, insb. Randnummern 65, 66, 74 und 75).

(30)  GeI 7. Juni 2001, Agrana Zucker und Stärke/Kommission, Rechtssache T-187/99, Slg. 2001, II-01587 (siehe Randnummer 74); GeI 14. Mai 2002, Graphischer Maschinenbau/Kommission, Rechtssache T-126/99, Slg. 2002, II-2427 (siehe Randnummern 41-43); EuGH 15 April 2008, Nuova Agricast Srl/Ministero delle Attività Produttive, Rechtssache C-390/06, Slg. 2008, I-2577) (siehe Randnummern 68-69).

(31)  Gemeinschaftsrahmen für staatliche Beihilfen für Forschung, Entwicklung und Innovation (ABl. C 323 vom 30.12.2006, S. 1, Abschnitt 1.3); Leitlinien der Gemeinschaft für staatliche Umweltschutzbeihilfen (ABl. C 82 vom 1.4.2008, S. 1, Abschnitt 1.3).

(32)  Richtlinie 2009/29/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 23. April 2009 zur Änderung der Richtlinie 2003/87/EG zwecks Verbesserung und Ausweitung des Gemeinschaftssystems für den Handel mit Treibhausgasemissionszertifikaten (ABl. L 140 vom 5.6.2009, S. 63).

(33)  Beschluss der Kommission vom 24. Dezember 2009 zur Festlegung eines Verzeichnisses der Sektoren und Teilsektoren, von denen angenommen wird, dass sie einem erheblichen Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzt sind, gemäß der Richtlinie 2003/87/EG des Europäischen Parlaments und des Rates (ABl. L 1 vom 5.1.2010, S. 10).

(34)  Beschluss zur Festlegung der dem Risiko einer Verlagerung von CO2-Emissionen ausgesetzten Sektoren und Teilsektoren, Randnummer 24.

(35)  EuGH 20. Februar 1975, Adolf Reich/Hauptzollamt Landau, Rechtssache 64-74, Slg. 1975, 261; EuGH 11. Juli 1978, Union française de Céréales/Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Rechtssache 6/78, Slg. 1978, 1675; EuGH (Dritte Kammer) 12. Dezember 1985, John Friedrich Krohn (GmbH & Co. KG)/Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung. — Ersuchen um Vorabentscheidung: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main — Deutschland: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main — Deutschland. Annullierung von Einfuhrlizenzen und Freigabe der Kaution — Kontingentierungsabkommen für Einfuhren aus Drittländern — Je nach Ursprung der Waren unterschiedliche Durchführungsbestimmungen. Rechtssache 165/84, Slg. 1985, 3997.

(36)  GeI 14. Januar 2009, Kronoply/Kommission, Rechtssache T-162/06, Slg. 2009, II-1, insb. Randnummern 65, 66, 74 und 75.

(37)  GeI 7. Juni 2001, Agrana Zucker und Stärke/Kommission, Rechtssache T-187/99, Slg. 2001, II-1587 (siehe Randnummer 74); GeI 14. Mai 2002, Graphischer Maschinenbau/Kommission, Rechtssache T-126/99, Slg. 2002, II-2427 (siehe Randnummern 41-43); EuGH 15. April 2008, Nuova Agricast Srl/Ministero delle Attività Produttive, Rechtssache C-390/06, Slg. 2008, I-2577) (siehe Randnummern 68-69).

(38)  Artikel 10a Absatz 6 der EHS-Richtlinie.

(39)  Einige Begünstigte sind jedoch anscheinend bereit, der Kommission diese Informationen nach der Prüfung durch einen Wirtschaftsprüfer auf vertraulicher Basis zur Verfügung zu stellen.

(40)  Hierzu ist anzumerken, dass unlängst beträchtliche Investitionen in Aluminiumerzeugungskapazitäten in Ländern getätigt wurden, die dem EHS angeschlossen sind.

(41)  Dies ist dadurch bedingt, dass begünstigte Unternehmen, die von ihren indirekten CO2-Kosten durch die Beihilfe ‚abgeschirmt‘ werden, erheblich weniger Anreize haben, ihre indirekten CO2-Emissionen zu senken, so dass Anstrengungen zur Senkung der Emissionen, die notwendig sind, um unterhalb dieser CO2-Obergrenze zu bleiben, vom ‚nicht abgeschirmten‘ Teil der Wirtschaft getragen werden.

(42)  Hierzu ist besonders hervorzuheben, dass die vorgelegte Beihilferegelung sich sogar im Hinblick auf kleinere deutsche Erzeuger in denselben Sektoren wettbewerbsverfälschend auswirkt, da sie nur auf diejenigen deutschen Erzeuger in den betreffenden Sektoren Anwendung findet, die mehr als 10 GWh jährlich verbrauchen, und die erste GWh des Stromverbrauchs nicht berücksichtigt wird.

(43)  Hierbei ist darauf hinzuweisen, dass die Maßnahme insbesondere einen großen Wettbewerbsvorteil aufheben würde, den Island durch die Erzeugung CO2-freien Stroms aus Wasserkraft und geothermischen Quellen hat.

(44)  GeI 14. Januar 2009, Kronoply/Kommission, Rechtssache T-162/06, Slg. 2009, II-1, insb. Randnummern 65, 66, 74 und 75.

(45)  GeI 7. Juni 2001, Agrana Zucker und Stärke/Kommission, Rechtssache T-187/99, Slg. 2001, II-01587 (siehe Randnummer 74); GeI 14. Mai 2002, Graphischer Maschinenbau/Kommission, Rechtssache T-126/99, Slg. 2002, II-2427 (siehe Randnummern 41-43); EuGH 15. April 2008, Nuova Agricast Srl/Ministero delle Attività Produttive, Rechtssache C-390/06, Slg. 2008, I-2577) (siehe Randnummern 68-69).

(46)  Gemeinschaftsrahmen für staatliche Beihilfen für Forschung, Entwicklung und Innovation (ABl. C 323 vom 30.12.2006, S. 1, Abschnitt 1.3); Leitlinien der Gemeinschaft für staatliche Umweltschutzbeihilfen (ABl. C 82 vom 1.4.2008, S. 1, Abschnitt 1.3).

(47)  Da den Begünstigten (deren Kapital- und Energieintensität über dem Durchschnitt liegt) die Vorteile zulasten anderer Sektoren verschafft würden, denen keine solche Beihilfe gewährt wird (wie in Fußnote 26 ausgeführt), kann ferner nicht direkt darauf geschlossen werden, dass Beihilfen für diese Sektoren keine negativen Auswirkungen auf die Beschäftigung in Deutschland insgesamt hätten.

(48)  Entscheidung der Kommission vom 20.11.2007 in der Sache C 36 A/06 über staatliche Beihilfen Italiens für ThyssenKrupp, Cementir und Nuova Terni Industrie Chemiche, Erwägungsgrund 145: ‚Zum angeblichen Risiko der Standortverlagerung nach außerhalb der EU stellt die Kommission fest, dass es weder in der Entscheidungspraxis noch in der Rechtssprechung der Gemeinschaftsgerichte Fälle gibt, in denen diese Argumentation als Rechtfertigung für die Gewährung einer staatlichen Beihilfe für zulässig erklärt wurde.‘

(49)  Entscheidung der Kommission vom 19. November 2009 über die staatlichen Beihilfen C 38/A/04 (ex NN 58/04) und C 36/B/06 (ex NN 38/06), die Italien zugunsten von Alcoa Trasformazioni gewährt hat, Erwägungsgrund 244.

(50)  GeI 15. Dezember 1999, Freistaat Sachsen und Volkswagen AG/Kommission, verbundene Rechtssachen T-132/96 und T-143/96, Slg. 1999, II-3663, Randnummer 167.

(51)  Berufsgeheimnis.


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/46


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΠΟΡΤΟΓΑΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 28/10 (πρώην NN 19/10) — Βραχυπρόθεσμη ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων

Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/12

Με επιστολή της 27ης Οκτωβρίου 2010, που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Πορτογαλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με το προαναφερθέν μέτρο.

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο για το οποίο η Επιτροπή κινεί την διαδικασία εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

Rue Joseph II/Jozef II straat 70

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Φαξ +32 22961242

Οι παρατηρήσεις αυτές θα διαβιβαστούν στην Πορτογαλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Με ηλεκτρονική επιστολή της 9ης Ιανουαρίου 2009, η Πορτογαλία ενημέρωσε την Επιτροπή για την πρόθεσή της να θεσπίσει καθεστώς βραχυπρόθεσμης ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την Πορτογαλία με ηλεκτρονική επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2009. Η Πορτογαλία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 2 Μαρτίου 2009. Η Επιτροπή απέστειλε δεύτερο αίτημα παροχής πληροφοριών με επιστολή της 9ης Μαρτίου 2009. Η Πορτογαλία υπέβαλε πληροφορίες στις 29 Απριλίου 2009. Η Επιτροπή απέστειλε αίτημα παροχής πληροφοριών στην Πορτογαλία με επιστολή της 13ης Μαΐου 2009. Η Πορτογαλία υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες στις 31 Ιουλίου 2009. Η Επιτροπή απέστειλε περαιτέρω αίτημα παροχής πληροφοριών με επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 2009. Η Πορτογαλία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 19 Φεβρουαρίου 2010. Δεδομένου ότι οι πορτογαλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το καθεστώς είχε […] (1) εφαρμοστεί από τον Ιανουάριο του 2009, μεταφέρθηκε στο μητρώο μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων. Η Πορτογαλία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 18 Ιουνίου 2010.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

Το δημόσιο καθεστώς ασφάλισης καλύπτει εμπορικούς κινδύνους (όπως αφερεγγυότητα και παρατεταμένη αθέτηση υποχρεώσεων) για περιόδους μικρότερες των δύο ετών με χώρες του ΟΟΣΑ, περιλαμβανομένων των εγχώριων εμπορικών συναλλαγών. Λειτουργεί ως διευκόλυνση καταμερισμού του κινδύνου (ως συμπλήρωμα) με ασφαλιστές του ιδιωτικού τομέα. Η δημόσια ασφάλιση παρέχεται μόνο ως συμπλήρωμα της κάλυψης που παρέχεται από ασφαλιστή του ιδιωτικού τομέα, ακριβώς υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που έχουν συμφωνηθεί με τον ασφαλιστή του ιδιωτικού τομέα. Το ποσό που καλύπτεται από τη δημόσια ασφάλιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που καλύπτεται από τον ασφαλιστή του ιδιωτικού τομέα. Το ασφάλιστρο που εφαρμόζεται ισούται με το 60 % του ασφαλίστρου που χρεώνει ο ασφαλιστής του ιδιωτικού τομέα. Το καθεστώς εφαρμόζεται μέσω ιδιωτικών φορέων ασφάλισης πιστώσεων που δραστηριοποιούνται στην πορτογαλική αγορά (COSEC, CESCE, COFACE και Credito Y Caución). Μέχρι στιγμής έχουν δηλώσει συμμετοχή στο καθεστώς 361 εταιρείες. Η συνολική κάλυψη που παρέχεται είναι 204 εκατομμύρια EUR εκ των οποίων 85 εκατομμύρια αφορούν το εξαγωγικό εμπόριο και τα υπόλοιπα το εγχώριο εμπόριο. Το μέτρο κοινοποιήθηκε αρχικά για την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2009 έως 31 Δεκεμβρίου 2010. Ο συνολικός προϋπολογισμός του μέτρου είναι 2 δισεκατ. EUR.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Το καθεστώς προβλέπει ασφαλιστική κάλυψη για εξαγωγικές πιστώσεις και εγχώριες εμπορικές συναλλαγές με ευνοϊκότερους όρους τιμολόγησης σε σχέση με εκείνους που ισχύουν για τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά. Συνεπώς, το καθεστώς φαίνεται να παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα σε εταιρείες με εμπορική δραστηριότητα. Παρόλο που η δυνατότητα εφαρμογής του καθεστώτος δεν περιορίζεται σε έναν ορισμένο τομέα της οικονομίας, μπορούν να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής στο δημόσιο καθεστώς ασφάλισης μόνο εταιρείες που έχουν ήδη μερική κάλυψη του αιτούμενου πιστωτικού ορίου τους από ασφαλιστή του ιδιωτικού τομέα. Συνεπώς, ο καθεστώς φαίνεται να παρέχει ένα επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε ορισμένες εταιρείες. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο το καθεστώς να περιλαμβάνει πλεονέκτημα στο επίπεδο των ασφαλιστών του ιδιωτικού τομέα στο μέτρο που θα μπορούσε να καταστήσει περιττή την ανάγκη για τους ασφαλιστές να προβλέψουν αντασφάλιση για τις δραστηριότητές τους στην ιδιωτική αγορά.

Σύμφωνα με το σημείο 4.4 της ανακοίνωσης της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 93 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης στη βραχυπρόθεσμη ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων, τα ασφάλιστρα των δημοσίων καθεστώτων θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα ασφάλιστρα που χρεώνονται από ιδιωτικούς φορείς ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων για το εξεταζόμενο είδος κινδύνου. Τα ασφάλιστρα που χρεώνονται βάσει του καθεστώτος είναι χαμηλότερα από εκείνα που χρεώνονται από ασφαλιστές του ιδιωτικού τομέα και χαμηλότερα από τις ιστορικές τιμές των ασφαλίστρων που χρεώνονταν από ασφαλιστές του ιδιωτικού τομέα πριν την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δεν μπορεί να συναχθεί σε αυτήν τη βάση ότι τα ασφάλιστρα ευθυγραμμίζονται με εκείνα που χρεώνονται από ασφαλιστές του ιδιωτικού τομέα.

Επιπλέον, μολονότι η Πορτογαλία υπέβαλε πληροφοριακά στοιχεία που δείχνουν τις πιέσεις που υπάρχουν στην ιδιωτική αγορά ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι πληροφορίες που δόθηκαν δεν φαίνεται να πληρούν τις απαιτήσεις του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (2) και δεν μπορεί να θεωρηθεί σε αυτήν τη βάση ότι υφίσταται αδυναμία κάλυψης στην αγορά.

Σχετικά με την ασφάλιση εγχώριων εμπορικών συναλλαγών, η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί η ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 93 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης στη βραχυπρόθεσμη ασφάλιση εξαγωγικών πιστώσεων. Επίσης, η Επιτροπή έχει επιφυλάξεις σχετικά με το συμβιβάσιμο του μέτρου δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή θεωρεί στο παρόν στάδιο ότι η τιμολόγηση του καθεστώτος παρέχει πλεονέκτημα στις εταιρείες που καλύπτονται από το καθεστώς, πράγμα που μπορεί να μην είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της διόρθωσης της εικαζόμενης αδυναμίας κάλυψης από την ιδιωτική αγορά ασφάλισης εγχώριου εμπορίου. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμπεράνει με βάση τις πληροφορίες που της δόθηκαν ότι το μέγεθος της αδυναμίας κάλυψης από την ιδιωτική αγορά ασφάλισης εγχώριου εμπορίου είναι τέτοιο ώστε να προκαλεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της Πορτογαλίας.

Ενόψει των ανωτέρω, οι πληροφορίες που χορηγήθηκαν από την Πορτογαλία δεν μπόρεσαν να άρουν τις επιφυλάξεις της Επιτροπής ως προς το συμβιβάσιμο του καθεστώτος με την εσωτερική αγορά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις, αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου μπορεί να ζητηθεί η ανάκτηση κάθε παράνομης ενίσχυσης από τον αποδέκτη.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«A Comissão deseja informar Vossa Excelência que decidiu dar início ao procedimento previsto no artigo 108.o, n.o 2, do TFUE em relação ao auxílio mencionado em epígrafe, pelas razões a seguir indicadas.

I.   PROCEDIMENTO

(1)

Portugal informou a Comissão da sua intenção de criar um regime de seguro de crédito à exportação de operações garantidas a curto prazo por correio electrónico de 9 de Janeiro de 2009, fornecendo informações sobre a sua estrutura. Em 12 de Janeiro de 2009, o regime foi notificado por Portugal nos termos da Secção 5.1 da Comunicação da Comissão — “Quadro comunitário temporário relativo às medidas de auxílio estatal destinadas a apoiar o acesso ao financiamento durante a actual crise financeira e económica (3)” (a seguir denominado “Quadro temporário”).

(2)

Por correio electrónico de 14 de Janeiro de 2009, a Comissão solicitou a Portugal informações adicionais. Em 26 de Fevereiro de 2009, foi enviada a Portugal uma carta de insistência relativa às informações solicitadas. Em 2 de Março de 2009, as autoridades portuguesas forneceram informações adicionais. Por carta de 9 de Março de 2009, a Comissão enviou um segundo pedido de informações, assinalando na mesma carta que as taxas de prémio previstas no regime não se afiguravam em conformidade com as regras em matéria de auxílios estatais. Por carta de 6 de Abril de 2009, Portugal solicitou uma prorrogação do prazo. Por carta de 21 de Abril de 2009, foi solicitada uma nova prorrogação do prazo. Em 29 de Abril de 2009, as autoridades portuguesas apresentaram as informações solicitadas pela Comissão pela carta de 9 de Março de 2009. Por carta de 13 de Maio de 2009, a Comissão enviou um terceiro pedido de informações. Por carta de 9 de Junho de 2009, Portugal solicitou uma prorrogação do prazo. A Comissão enviou uma carta de insistência em 10 de Julho de 2009. Em 31 de Julho de 2009, Portugal apresentou informações adicionais. Por carta de 25 de Setembro de 2009, a Comissão enviou a Portugal um quarto pedido de informações. Por carta de 26 de Outubro de 2009, Portugal solicitou uma prorrogação do prazo. Em 4 de Dezembro de 2009 e 1 de Fevereiro de 2010, a Comissão enviou a Portugal cartas de insistência. Portugal apresentou informações adicionais em 19 de Fevereiro de 2010.

(3)

Dado que as autoridades portuguesas confirmaram que o regime tem vindo a ser executado […] (4) desde Janeiro de 2009, foi o mesmo transferido para o registo de auxílios não notificados. Por carta de 19 de Abril de 2010, a Comissão informou Portugal dessa transferência.

(4)

Em 7 de Junho de 2010, os representantes da Comissão reuniram-se com as autoridades portuguesas. Na sequência de tal reunião, as autoridades portuguesas forneceram informações adicionais em 18 de Junho de 2010.

II.   MERCADO DO SEGURO DE CRÉDITO À EXPORTAÇÃO DE OPERAÇÕES GARANTIDAS A CURTO PRAZO EM PORTUGAL

(5)

De acordo com as autoridades portuguesas, quatro seguradoras privadas exercem em Portugal actividades no mercado do seguro de crédito à exportação, isto é, a COSEC, a CESCE, a COFACE e a Credito Y Caución. O líder do mercado do seguro de crédito é a COSEC, com uma quota de mercado de 42 %.

(6)

Segundo as autoridades portuguesas, uma das consequências da actual crise financeira é uma atitude cada vez mais conservadora por parte das seguradoras de crédito, com reflexo ao nível da concessão de seguros do risco inerente à realização de operações comerciais. Apenas 18 % do total solicitado para operações com clientes externos foi atribuído, sendo que das aceites o risco de crédito garantido é inferior a um 1/3 do volume solicitado. O ratio de aceitação para operações com clientes nacionais é de 20 %. Enquanto que o montante das garantias em vigor a 31 de Dezembro de 2007 era de 19,1 mil milhões de EUR para operações internas e de 7,3 mil milhões de EUR para operações externas, em 31 de Agosto de 2008 o montante das garantias em vigor ascendia respectivamente, a 18 mil milhões de EUR e 6,9 mil milhões de EUR.

(7)

A taxa de mercado cobrada pelas seguradoras privadas era em média de 0,36 % do volume de vendas em 2009. As taxas médias de mercado foram de 0,23 % e de 0,24 %, em 2007 e 2008, respectivamente.

(8)

Foram fornecidas cartas de exportadores em que se declara que os seus limites de seguro de crédito concedido por seguradoras privadas foram reduzidos ou cancelados. No caso de uma seguradora, as autoridades portuguesas forneceram um quadro de síntese em que se indicam os anteriores e novos limites da cobertura concedida por uma seguradora privada, revelando na maior parte dos casos a eliminação total da cobertura e num certo número de casos que os clientes sofreram uma redução da cobertura tanto para transacções externas como internas. Os motivos da recusa de cobertura, resumidos em relação a cada cliente inserido no quadro, são confidenciais ou indicam que os últimos dados financeiros da empresa candidata revelam uma situação frágil ou deficiente em termos de liquidez. Em relação a uma empresa exportadora, Portugal forneceu igualmente um elevado número de cartas de uma seguradora privada que se dedica ao ramo do seguro de crédito à exportação, em que esta empresa eliminou e nalguns casos reduziu a cobertura do risco de crédito em relação a vários clientes. Os motivos das recusas não são no entanto indicados. Por último, as autoridades portuguesas forneceram uma carta de uma seguradora privada (a COSEC) atestando o agravamento recente de risco verificado tanto em Portugal como nos mercados estrangeiros e a adopção subsequente, por parte das seguradoras, de políticas de risco mais restritivas, incluindo dados estatísticos em apoio a esta declaração tanto no que diz respeito a transacções externas como internas. Os dados estatísticos mostram em particular que o montante de garantias em vigor em 31 de Agosto de 2008 era 5,6 % e 4,9 % inferiores aos valores de 31 de Dezembro de 2007, respectivamente para os segmentos dos seguros de crédito das operações comerciais nacionais e das exportações.

III.   DESCRIÇÃO DA MEDIDA

3.1.   Objectivo

(9)

O objectivo da medida consiste em obviar a uma deficiência do mercado e ajudar a restabelecer a confiança no mercado do seguro de crédito.

(10)

O objectivo do regime consiste assim em fornecer uma cobertura de seguro de crédito a exportadores e empresas que se encontram temporariamente confrontados com uma indisponibilidade de cobertura de seguro à exportação no mercado privado para operações com empresas sedeadas nos países da OCDE, ou de cobertura para operações comerciais nacionais.

3.2.   Base jurídica

(11)

A base jurídica nacional para a medida é o Decreto-Lei n.o 175/2008 — Criação do Finova, de 26 de Agosto de 2008, bem assim como o Decreto-Lei n.o 211/1998, de 16 de Julho de 1998, estabelecendo as regras aplicáveis às sociedades de garantia mútua (tal como modificado pelos Decretos-Lei n.o 19/2001, de 30 de Janeiro de 2001, e n.o 309-A/2007, de 7 de Setembro de 2007).

3.3.   Organismo de execução

(12)

O regime é executado através das seguradoras privadas de crédito activas no mercado português (COSEC, CESCE, COFACE e Credito Y Caución).

3.4.   Modalidades e condições

(13)

O regime cobre riscos comerciais (tais como, a insolvência e o não pagamento prolongado) relativos a transacções externas por períodos inferiores a dois anos em países da OCDE, bem assim como a operações comerciais nacionais.

(14)

A garantia pública será atribuída em regime de partilha de risco (“cobertura complementar”) com garantias prestadas por companhias seguradoras privadas. A garantia pública será apenas atribuída em complemento de um seguro acordado por um operador privado, rigorosamente nos mesmos termos e condições. O prémio de seguro aplicável é no entanto equivalente a 60 % do prémio cobrado pela seguradora privada. O montante da garantia pública não poderá ser em caso algum superior ao seguro prestado pelo operador privado.

(15)

Em caso de sinistro, os montantes recuperados são distribuídos ao Estado e à seguradora privada que presta a cobertura de base, proporcionalmente à percentagem no total da cobertura prestada, isto é, pari passu. O mecanismo de recuperação é gerido pela seguradora privada.

(16)

Nos termos do regime, a taxa média aplicável é de 0,21 % do volume de vendas. Muito embora tenha sido notificado inicialmente como uma medida relativa ao seguro de crédito à exportação de operações garantidas a curto prazo, o regime abrange igualmente operações comerciais nacionais.

(17)

De acordo com as informações transmitidas em 18 de Junho de 2010 pelas autoridades portuguesas, 361 empresas beneficiaram do regime até esse momento. A cobertura total concedida foi de 204 milhões de EUR, dos quais 85 milhões dizem respeito a operações de exportação, correspondendo o resto a operações comerciais nacionais.

3.5.   Duração

(18)

A medida foi notificada em 12 de Janeiro de 2009, prevendo-se um período de vigência de 1 de Janeiro de 2010 a 31 de Dezembro de 2010.

3.6.   Orçamento

(19)

O montante máximo de garantia pública por beneficiário é de 1,5 milhões de EUR. O orçamento global da medida, cobrindo tanto transacções externas como internas, é de 2 mil milhões de EUR.

3.7.   Execução da medida

(20)

O regime começou a ser executado em 1 de Janeiro de 2009. As informações transmitidas por Portugal em 18 de Junho de 2010 apresentam uma distribuição da utilização do regime, consoante a seguradora que executa a medida, distinguindo entre operações nacionais e de exportação, consoante o sector de actividade e de acordo com a dimensão da empresa. A segmentação dos limites do seguro de crédito concedidos é reproduzida nas tabelas seguintes:

(21)

Utilização por companhia de seguros intermediária:

Companhia de seguros

Número de empresas

Limite de crédito em EUR

Cosec

255

144 640 571

Credito y Caucion

41

28 617 071

Cesce

45

26 505 350

Coface

20

4 224 000

Total

361

203 986 992

(22)

Repartição dos limites de crédito entre operações nacionais e de exportação:

 

Limite de crédito em EUR

Operações comerciais nacionais

119 066 366

Operações de exportação

84 920 626

(23)

Repartição por sector de actividade do beneficiário:

Sector de actividade

Número de empresas

Limite de crédito em EUR

Indústria

238

112 103 589

Comércio

111

87 631 904

Construção

4

1 700 000

Transportes

2

471 500

Outros

6

2 080 000

Total

361

203 986 992

(24)

Repartição por dimensão do beneficiário:

Dimensão

Número de empresas

Limite de crédito em EUR

Grandes empresas

117

111 669 611

Médias empresas

141

70 447 200

Pequenas e micro empresas

103

21 870 181

Total

361

203 986 992

IV.   POSIÇÃO DAS AUTORIDADES PORTUGUESAS

(25)

De acordo com as autoridades portuguesas, a medida notificada constitui uma medida de carácter geral posto que não acarreta qualquer vantagem económica e não suscita qualquer questão de facto ou de jure em matéria de selectividade. Em especial, a medida não implica selectividade a nível das seguradoras, na medida em que todas as companhias de seguros que operam em Portugal podem aderir ao regime.

(26)

Além disso, segundo as autoridades portuguesas, não foram detectados quaisquer efeitos sobre a concorrência ou sobre o comércio, uma vez que a medida colmata uma lacuna do mercado e não entra em concorrência nem impede a actividade das companhias de seguro de crédito.

(27)

Segundo as autoridades portuguesas, a repartição da utilização do regime consoante o sector de actividade, a dimensão dos clientes e a distribuição regional revela uma elevada dispersão e não diverge da actividade habitual das companhias de seguros. Por outro lado, o regime também é utilizado por empresas com sede noutros Estados-Membros, o que, de acordo com as autoridades portuguesas, sublinha mais uma vez a sua natureza não discriminatória e demonstra que a concorrência não foi distorcida.

V.   APRECIAÇÃO

5.1.   Existência de auxílio

(28)

Nos termos do artigo 107.o, n.o 1, do TFUE, são incompatíveis com o mercado interno, na medida em que afectem as trocas comerciais entre os Estados-Membros, os auxílios concedidos pelos Estados ou provenientes de recursos estatais, independentemente da forma que assumam, que falseiem ou ameacem falsear a concorrência, favorecendo certas empresas ou certas produções.

Recursos estatais

(29)

O seguro é directamente prestado pelo Estado e eventuais perdas decorrentes da aplicação do regime afectam o orçamento do Estado. Consequentemente, o regime implica o envolvimento de recursos estatais.

Selectividade da medida e vantagens conferidas

(30)

No que diz respeito às empresas seguradas, a Comissão observa antes de mais que apenas as empresas com actividades comerciais podem beneficiar da medida, enquanto as empresas com uma actividade económica não relacionada com uma actividade comercial (e.g. serviços) não podem beneficiar do regime. Tal constatação decorre igualmente da informação fornecida por Portugal demonstrando que os beneficiários do regime se concentram maioritariamente nos sectores industrial e do comércio.

(31)

Por outro lado, apenas empresas que disponham de um limite de cobertura de crédito junto de uma seguradora privada são elegíveis para beneficiar do regime. De facto, as empresas às quais as companhias de seguro de crédito privadas recusam totalmente uma cobertura não são elegíveis para um auxílio “complementar”. Finalmente, o regime comporta um montante máximo de garantia pública por cliente e por fornecedor que pode favorecer as PME relativamente às grandes empresas.

(32)

No que diz respeito à vantagem, as empresas exportadoras e empresas com actividades comerciais que recorrem ao regime pagam um prémio pago inferior ao prémio de mercado. Além disso, segundo as autoridades portuguesas, não existe no mercado disponibilidade para a cobertura dos riscos abrangidos pelo regime ou é a mesma reduzida. No caso presente, as empresas que beneficiam do regime recebem uma vantagem sob a forma de acesso a uma cobertura que de outra forma não estaria disponível.

(33)

Na medida em que riscos inerentes à carteira das seguradoras de crédito privadas e as necessidades de financiamento que daí decorrem são modificados pela medida, a Comissão não pode igualmente excluir nesta fase que o regime comporte elementos de selectividade e confira uma vantagem selectiva às seguradoras privadas.

(34)

Com base nas considerações expostas, a Comissão é da opinião que existem indícios fortes de que a medida confere uma vantagem selectiva às empresas exportadoras e empresas com actividades comerciais que recorrem ao regime.

Efeitos sobre as trocas comerciais e distorção da concorrência

(35)

O regime aplica-se simultaneamente aos créditos à exportação e às operações do mercado nacional que envolvem bens transaccionáveis, pelo que afecta directamente o comércio entre os Estados-Membros. No que diz respeito à cobertura de operações do mercado nacional, o regime pode potencialmente afectar as trocas comerciais entre os Estados-Membros na medida em que pode provocar distorções significativas dos fluxos comerciais, por exemplo ao desviar actividades económicas da exportação para o comércio nacional.

(36)

Nos termos da jurisprudência do Tribunal de Justiça, o mero facto de ser a posição concorrencial de uma empresa reforçada em relação a outras empresas concorrentes através da concessão de uma vantagem económica que a empresa em causa não teria obtido no âmbito das suas operações normais, aponta para uma possível distorção da concorrência (5).

(37)

A medida visa suportar actividades comerciais de empresas activas em Portugal em comparação com empresas activas em outros Estados-Membros. Por conseguinte, a medida é susceptível de falsear a concorrência no mercado interno.

Conclusão

(38)

Por conseguinte, a Comissão considera, nesta fase, que a medida em apreço constitui um auxílio estatal no sentido do artigo 107.o, n.o 1, do TFUE. Tal auxílio pode ser considerado compatível com o mercado interno na medida em que possa beneficiar de uma das derrogações previstas pelo Tratado

5.2.   Compatibilidade da medida relativa ao seguro de crédito à exportação

(39)

A Comissão apreciou a medida relativa ao seguro de crédito à exportação de operações garantidas a curto prazo à luz do Quadro temporário e da Comunicação da Comissão aos Estados-Membros nos termos do artigo 93.o, n.o 1, do Tratado CE relativa à aplicação dos artigos 92.o e 93.o do Tratado CE ao seguro de crédito à exportação em operações garantidas a curto prazo (6) (a seguir denominada “Comunicação”).

(40)

O ponto 2.5 da Comunicação define «riscos negociáveis» como os riscos comerciais relativos a devedores públicos e privados estabelecidos nos países enumerados no anexo da Comunicação (7). As vantagens financeiras a favor de empresas exportadoras e de seguradoras de crédito à exportação, que realizam ou cobrem, respectivamente, uma operação classificada como um risco negociável, são normalmente proibidos.

(41)

Relativamente aos efeitos sobre a concorrência no mercado privado do seguro de crédito à exportação de operações garantidas a curto prazo, o ponto 3.1 da Comunicação estabelece que entre os factores que podem falsear a concorrência a favor das seguradoras de crédito à exportação privadas ou objecto de apoio público que cobrem riscos negociáveis se incluem as garantias do Estado, de jure ou de facto, relativamente a empréstimos contraídos ou a perdas. Uma garantia deste tipo permite às seguradoras contraírem empréstimos a taxas inferiores às taxas normais de mercado ou contribui mesmo para viabilizar a contracção de empréstimos. Além disso, supre a necessidade de as seguradoras procederem, elas próprias, a um resseguro no mercado privado.

(42)

No que se refere aos países não enumerados no anexo da Comunicação, tais riscos são “não negociáveis” na acepção da Comunicação e o apoio público para garantir tais riscos está em conformidade com a Comunicação.

(43)

Além disso, em conformidade com o ponto 4.2 da Comunicação, os Estados-Membros não deverão conceder auxílios estatais relativamente a riscos negociáveis, a menos que tais riscos possam ser considerados temporariamente não negociáveis. O ponto 4.4 da Comunicação estabelece que os riscos incorridos sobre devedores estabelecidos em países enumerados no Anexo da Comunicação só são considerados temporariamente não negociáveis se se puder demonstrar que a cobertura por parte de seguradoras privadas de riscos geralmente considerados negociáveis não se encontra disponível. Em especial, os Estados-Membros que desejarem recorrer a esta cláusula de derrogação devem apresentar um relatório de mercado demonstrando a não disponibilidade de cobertura dos riscos no mercado do seguro privado, devendo as respectivas provas reportar-se a duas grandes seguradoras de crédito privado à exportação reconhecidas internacionalmente, bem como a uma seguradora de crédito nacional. Além disso, a seguradora de crédito à exportação objecto de apoio público deverá, na medida do possível, alinhar os prémios que pratica relativamente a tais riscos não negociáveis pelas taxas aplicadas por outras seguradoras de crédito à exportação privadas em relação ao tipo de risco em questão e fornecer uma descrição das condições que a seguradora de crédito à exportação pública tenciona aplicar em relação a esses riscos.

(44)

A fim de acelerar o processo, o Quadro temporário simplifica, até 31 de Dezembro de 2010, os elementos de prova que os Estados-Membros têm de apresentar para demonstrar a indisponibilidade da cobertura. Para o efeito, os Estados-Membros têm de apresentar elementos de prova fornecidos por uma grande seguradora privada de crédito à exportação reconhecida internacionalmente, bem como de uma seguradora de crédito nacional ou por pelo menos quatro empresas exportadoras bem estabelecidas no mercado nacional.

Indisponibilidade de cobertura no mercado das seguradoras privadas e aplicação da cláusula de derrogação

(45)

Portugal apresentou uma série de cartas de empresas exportadoras que demonstram que lhes tinha sido recusada cobertura de um certo número de operações. No entanto, a Comissão tem dúvidas que tais cartas demonstrem a indisponibilidade da cobertura, na medida em que os motivos aduzidos para a recusa são confidenciais ou indicam expressamente que a recusa se devia a uma liquidez e situação financeira deficientes do cliente. A este respeito, a Comissão observa que se a recusa por parte de uma seguradora privada de prestar cobertura, se baseada numa análise financeira sólida, não constitui em si mesma um elemento de prova da indisponibilidade de cobertura no mercado privado.

(46)

A Comissão observa ainda que Portugal forneceu uma carta de uma seguradora privada que indicava a indisponibilidade de cobertura no mercado privado, incluindo dados em apoio de tal afirmação. Todavia, a Comissão observa que para preencher os requisitos do Quadro temporário seria necessária uma segunda carta de uma seguradora privada para demonstrar a indisponibilidade de cobertura no mercado privado de seguros.

(47)

Em conclusão, embora as informações fornecidas por Portugal apontem para uma situação de tensão no mercado privado do seguro de crédito, a Comissão é da opinião que, na presente fase, tal não é suficiente para demonstrar a indisponibilidade de cobertura.

Alinhamento dos prémios com os praticados pelas seguradoras de crédito privadas

(48)

As taxas de prémios praticadas ao abrigo do regime de auxílios estatais correspondem a 60 % da taxa aplicada por uma seguradora privada para cobrir o mesmo cliente. A Comissão observa além disso que o risco transferido para o Estado nos termos do regime pode ser considerado mais elevado do que o risco coberto por si só pela seguradora privada. Com efeito, dado que o limite da cobertura pelo seguro de crédito é alargado para o dobro do limite inicial concedido pela seguradora privada, existe uma probabilidade mais elevada de ocorrência do sinistro objecto do seguro. Consequentemente, na presente fase a Comissão considera que, no caso de um regime de auxílios de carácter complementar em que a decisão de alargar a cobertura só é tomada após ter sido estabelecido o prémio relativo ao limite do seguro de crédito inicial, o prémio relativo ao auxílio que assegura a complementaridade deve reflectir um risco mais elevado de um eventual excesso de cobertura.

(49)

A Comissão observa que, de qualquer forma, os prémios praticados ao abrigo do regime são mais baixos do que os prémios actuais do mercado do seguro de crédito à exportação e também inferiores aos prémios praticados em 2007 e 2008. Consequentemente, a Comissão tem dúvidas quanto ao facto de os prémios praticados ao abrigo do regime poderem ser considerados como alinhados pelas taxas aplicadas pelas seguradoras de crédito à exportação privadas em relação ao tipo de risco em questão, tal como requerido pelo ponto 4.4 da Comunicação.

(50)

Com base no exposto, a Comissão tem nesta fase fortes dúvidas que a parte do regime relativa ao seguro de crédito à exportação possa ser considerada como um auxílio compatível à luz da Comunicação.

5.3.   Compatibilidade do auxílio ao seguro de operações comerciais nacionais

(51)

Enquanto a Comunicação e o Quadro temporário estabelecem os critérios para a apreciação da compatibilidade de medidas de auxílios relativas ao seguro de crédito à exportação de operações garantidas a curto prazo, a Comunicação não é aplicável a operações comerciais nacionais. Ademais, a Comissão considera que o regime de seguro de operações comerciais nacionais pode potencialmente distorcer as trocas comerciais entre os Estados-Membros na medida em que uma cobertura a taxas inferiores às praticadas no mercado pode desviar as torças comerciais das exportações para as transacções internas ou, de facto, ter um impacto importante nas importações.

(52)

No entanto, Portugal criou o regime no contexto da actual crise financeira pelo que se deve verificar à luz das consequências de grande alcance da crise económica actual se pode a medida em causa ser considerada compatível directamente ao abrigo do artigo 107.o, n.o 3, alínea b), do TFUE.

(53)

O artigo 107.o, n.o 3, alínea b), do TFUE permite que a Comissão declare um auxílio compatível com o mercado interno se se destinar a “sanar uma perturbação grave da economia de um Estado-Membro”. A Comissão recorda que o Tribunal de Primeira Instância sublinhou que o artigo 107.o, n.o 3, alínea b), do TFUE deve ser aplicado de forma restritiva e destinar-se a sanar uma perturbação grave que afecte o conjunto da economia de um Estado-Membro (8).

(54)

Em conformidade com os princípios estabelecidos no Quadro temporário (ponto 4.1), a fim de serem consideradas compatíveis, tais medidas devem preencher os seguintes critérios:

a)   Adequação: O auxílio deve ser bem orientado a fim de poder alcançar de forma eficaz o objectivo de sanar uma perturbação grave da economia. Não seria o caso se a medida não for adequada para sanar essa perturbação.

b)   Necessidade: A medida de auxílio deve, em termos de montante e de forma, ser necessária para alcançar o objectivo. Tal implica que o seu montante deve ser o mínimo necessário para alcançar o objectivo e que a sua forma deve ser a mais adequada para sanar a perturbação. Por outras palavras, se um montante mais reduzido de auxílio ou uma medida susceptível de provocar menos distorções forem suficientes para sanar uma perturbação do conjunto da economia, a medida em questão não seria necessária. Tal orientação é confirmada pela jurisprudência constante do Tribunal de Justiça (9).

c)   Proporcionalidade: Os efeitos positivos das medidas devem compensar de forma adequada as distorções da concorrência, por forma a que estas sejam limitadas ao mínimo necessário para atingir os objectivos visados pelas medidas. O artigo 107.o, n.o 1, do TFUE proíbe todas as medidas estatais selectivas susceptíveis de distorcerem o comércio entre Estados-Membros. Qualquer derrogação concedida ao abrigo do artigo 107.o, n.o 3, alínea b), do TFUE que autorize auxílios estatais deve assegurar que tais auxílios sejam limitados ao necessário para atingir os objectivos declarados.

(55)

A Comissão observa antes de mais que a medida foi criada no contexto da actual crise financeira e que é limitada no tempo até ao final de 2010.

(56)

A Comissão recebeu cartas de exportadores e uma carta de uma seguradora privada indicando uma redução da cobertura do seguro de operações comerciais nacionais. À luz da informação recebida a respeito do seguro de operações comerciais nacionais, a Comissão tem dúvidas quanto ao potencial da referida redução do volume de cobertura (parágrafo 8) para perturbar gravemente a economia de Portugal. A distribuição do orçamento do regime entre seguros de crédito às exportações e a operações comerciais nacionais poderá no entanto ser um indício de uma deficiência no mercado do financiamento de transacções internas que necessitaria de ser documentada pelas autoridades portuguesas. Assim sendo, a Comissão tem dúvidas, nesta fase, quanto à adequação da medida para sanar uma perturbação grave da economia.

(57)

A Comissão nota que a medida se destina a obviar uma indisponibilidade de cobertura no mercado de seguros. No entanto, a medida não só fornece uma cobertura adicional às empresas como lhes proporciona uma vantagem em termos de preço, posto que os prémios praticados são inferiores aos prémios do mercado. Tal como mencionado no parágrafo 48 relativo ao crédito à exportação, as taxas de prémios praticadas ao abrigo do regime de auxílios estatais correspondem a 60 % da taxa aplicada por uma seguradora privada para cobrir o mesmo cliente, muito embora o facto de o limite da cobertura ser alargado para o dobro do limite inicial implique um risco mais elevado, que desde logo não se reflecte no prémio. Assim sendo, a Comissão não considera, nesta fase, que o nível de prémios praticados ao abrigo do regime seja justificado à luz da necessidade de obviar a uma indisponibilidade de cobertura do seguro, nem que seja o mesmo proporcional para alcançar o seu objectivo declarado tendo em conta as distorções potenciais de concorrência que acarreta.

(58)

Assim sendo, a Comissão tem dúvidas sobre a compatibilidade da medida em apreço ao abrigo do artigo 107.o, n.o 3, alínea b), do TFUE.

(59)

Ademais, nesta fase do procedimento e tendo em conta as sérias preocupações exprimidas nos parágrafos 51 e seguintes, relativas à capacidade da medida em distorcer as trocas comerciais entre os Estados-Membros, a Comissão não antevê quaisquer outras disposições ao abrigo das quais a medida possa ser considerada compatível, seja por referência ao artigo 107o, n.o 2, ou ao artigo 107o, n.o 3, do TFUE, e tem fortes dúvidas quanto à sua compatibilidade com o Tratado.

5.4.   Conclusão

(60)

A Comissão é da opinião de que Portugal não apresentou provas suficientes para dissipar as dúvidas sobre se os prémios da cobertura complementar fornecida pelo Estado estão em consonância com os requisitos da Comunicação, sendo, por conseguinte, compatíveis com o mercado interno. Além disso, a Comissão tem dúvidas, na presente fase, sobre se a cobertura está indisponível no mercado português do seguro de crédito à exportação de operações garantidas a curto prazo. Em especial, as provas de indisponibilidade da cobertura não parecem preencher os requisitos do Quadro temporário.

(61)

Relativamente ao regime a favor das operações comerciais no mercado nacional, a Comissão tem dúvidas quanto à necessidade, adequação e proporcionalidade do regime e à sua compatibilidade nos termos do artigo 107.o, n.o 3, alínea b), do TFUE.

(62)

Pelas razões expostas, e nesta fase do procedimento, a Comissão tem dúvidas quanto à compatibilidade da medida com o mercado interno.

VI.   DECISÃO

(63)

À luz do que precede, a Comissão decidiu dar início ao procedimento previsto no artigo 108.o, n.o 2, do TFUE e solicita a Portugal que lhe forneça todos os documentos, informações e dados necessários para a apreciação do auxílio, no prazo de um mês a contar da data de recepção da presente carta.

(64)

A Comissão deseja recordar a Portugal o efeito suspensivo do artigo 108.o, n.o 3, do TFUE, e chama a atenção das autoridades portuguesas para o artigo 14.o do Regulamento (EC) n.o 659/1999 do Conselho, que estipula que os auxílios ilegais poderão ser recuperados do beneficiário.

(65)

A Comissão recorda a Portugal que informará as partes interessadas através da publicação da presente carta e de um resumo da mesma no Jornal Oficial da União Europeia. A Comissão informará igualmente o Órgão de Fiscalização da AECL, enviando uma cópia da presente carta. As partes interessadas serão convidadas a apresentar as suas observações no prazo de um mês a contar da data da referida publicação.»


(1)  Εμπιστευτικές πληροφορίες.

(2)  ΕΕ C 16 της 22.1.2009. Η Επιτροπή εφαρμόζει το προσωρινό πλαίσιο από τις 17.12.2008, και έχει επισήμως εγκρίνει το πορτογαλικό καθεστώς για περιορισμένα ποσά ενίσχυσης (υπόθεση N 13/09) στις 19.1.2009.

(3)  JO C 16 de 22.1.2009. A Comissão aplica o Quadro temporário desde 17.12.2008 e autorizou anteriormente o regime português “Montantes reduzidos de auxílio” (auxílio estatal N 13/09). em 19.1.2009.

(4)  Dados confidenciais.

(5)  Acordão do Tribunal de 17 de Setembro de 1980 no processo 730/79 Philip Morris Holland BV v Comissão das Comunidades Europeias [1980] Col. 2671.

(6)  JO C 281 de 17.9.1997, p. 4.

(7)  A lista inclui os países da UE e da OCDE.

(8)  Ver em termos de princípio os processos apensos T-132/96 e T-143/96 Freistaat Sachsen and Volkswagen AG/Comissão [1999] Col. II-3663, n.o 167. Confirmado na Decisão da Comissão relativa ao processo C 47/1996, Crédit Lyonnais (JO L 221 de 8.8.1998, p. 28), ponto 10.1.

(9)  Ver processo 730/79, Philip Morris [1980] Col. 2671. Este princípio foi recentemente reafirmado pelo Tribunal de Justiça no processo C-390/06, Nuova Agricast/Ministero delle Attività Produttive de 15 de Abril de 2008, onde o Tribunal de Justiça estabeleceu que “Conforme resulta do (processo) […] 730/79 […] um auxílio que conduz a uma melhoria da situação financeira da empresa beneficiária mas que não é necessário para atingir os objectivos previstos no artigo 87.o, n.o 3, CE não pode ser considerado compatível com o mercado comum […].”


9.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 111/54


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.6170 — First Reserve Fund XII/Finmeccanica/Ansaldo Energia)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 111/13

1.

Στις 31 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία οι επιχειρήσεις Finmeccanica SpA («FNM», Ιταλία) και FR Mansail Limited (ΗΒ), θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στην First Reserve Fund XII L.P. («FR», Νήσοι Κάιμαν), αποκτούν κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1β του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων κοινό έλεγχο της επιχείρησης Ansaldo Energia SpA («AEN», Ιταλία), που επί του παρόντος ελέγχεται από την FNM, με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την FR: εταιρεία επενδύσεων·

για την FNM: αεροδιαστημική, άμυνα και ασφάλεια·

για την AEN: συστήματα ηλεκτροπαραγωγής και εξαρτήματα.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.6170 — First Reserve Fund XII/Finmeccanica/Ansaldo Energia. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).