ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2010.348.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

53ό έτος
21 Δεκεμβρίου 2010


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2010/C 348/01

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.5949 — Deutsche Bank/Actavis) ( 1 )

1

2010/C 348/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6069 — Mitsui Renewable/FCCE/Guzman) ( 1 )

1

2010/C 348/03

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6034 — Nordic Capital/SafeRoad/ViaCon) ( 1 )

2

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Συμβούλιο

2010/C 348/04

Ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/788/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου

3

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2010/C 348/05

Ισοτιμίες του ευρώ

5

2010/C 348/06

Γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση, της 13ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με προσχέδιο απόφασης της Επιτροπής για τη διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 82 της συνθήκης και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Microsoft Corporation, καθώς και για την κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (τελικό) — Εισηγητής: Τσεχική Δημοκρατία

6

2010/C 348/07

Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων — Στην υπόθεση COMP/C-3/37.792 — Microsoft — Διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ της Επιτροπής και κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 της Επιτροπής

7

2010/C 348/08

Περίληψη απόφασης της Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 2009, για τη διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Microsoft Corporation καθώς και για την κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (τελικό) (Υπόθεση COMP/C-3/39.792 — Microsoft) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 1361 τελικό]  ( 1 )

8

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2010/C 348/09

Παρουσίαση με σχόλια των ρυθμιζομένων αγορών και των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή σχετικών απαιτήσεων της οδηγίας MiFID (οδηγία 2004/39/εκ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

9

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2010/C 348/10

Ανακοίνωση σχετικά με την επικείμενη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ

16

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2010/C 348/11

Κρατική ενίσχυση — Ιταλία — Κρατική ενίσχυση C 26/10 (πρώην NN 43/10) — Καθεστώς απαλλαγής από τον δημοτικό φόρο ακίνητης περιουσίας για ακίνητα που χρησιμοποιούνται από μη εμπορικές οντότητες για ειδικούς σκοπούς — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 )

17

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.5949 — Deutsche Bank/Actavis)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2010/C 348/01

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32010M5949. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6069 — Mitsui Renewable/FCCE/Guzman)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2010/C 348/02

Στις 14 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32010M6069. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/2


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6034 — Nordic Capital/SafeRoad/ViaCon)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2010/C 348/03

Στις 14 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32010M6034. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Συμβούλιο

21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/3


Ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/788/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου

2010/C 348/04

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Οι ακόλουθες πληροφορίες τίθενται υπόψη των προσώπων και οντοτήτων που εμφανίζονται στο Παράρτημα της απόφασης 2010/788/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καθόρισε τα πρόσωπα και τις οντότητες που θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα μέτρα που επιβάλλονται δυνάμει των παραγράφων 13 και 15 της απόφασης αριθ. 1596 (2005), η οποία ανανεώθηκε με την παράγραφο 3 της απόφασης αριθ. 1952 (2010).

Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οντότητες μπορούν να υποβάλουν ανά πάσα στιγμή αίτηση στην Επιτροπή των ΗΕ που συστάθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 8 της ΑΣΑΗΕ 1533 (2004), μαζί με κάθε αποδεικτικό έγγραφο, για την επανεξέταση των αποφάσεων να περιληφθούν στον κατάλογο των ΗΕ. Η αίτηση πρέπει να αποσταλεί στην παρακάτω διεύθυνση:

United Nations — Focal point for delisting

Security Council Subsidiary Organs Branch

Room S-3055 E

New York, NY 10017

UNITED STATES OF AMERICA

Για περισσότερες πληροφορίες βλ. http://www.un.org/sc/committees/751/comguide.shtml

Σε συνέχεια της απόφασης του ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όρισε ότι τα πρόσωπα και oι οντότητες που εμφανίζονται στο προαναφερόμενο Παράρτημα θα πρέπει να περιληφθούν στους καταλόγους των προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/788/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου. Οι λόγοι για τον καθορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων και οντοτήτων αναφέρονται στα οικεία σημεία του Παραρτήματος της απόφασης του Συμβουλίου.

Εφιστάται η προσοχή των ενδιαφερομένων προσώπων και οντοτήτων στη δυνατότητα που τους παρέχεται να υποβάλουν αίτηση στις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους (ή των κρατών μελών) όπως αναφέρονται στους ιστοτόπους στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1183/2005, ώστε να τους χορηγηθεί άδεια για τη χρησιμοποίηση των δεσμευμένων κεφαλαίων για βασικές ανάγκες ή συγκεκριμένες πληρωμές (πρβ. άρθρο 3 του κανονισμού).

Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οντότητες μπορούν, προσκομίζοντας τα δέοντα αποδεικτικά στοιχεία, να υποβάλουν στο Συμβούλιο αίτηση επανεξέτασης της απόφασης να συμπεριληφθούν στον προαναφερόμενο κατάλογο, στην ανωτέρω διεύθυνση.

Εφιστάται επίσης η προσοχή των ενδιαφερομένων προσώπων και οντοτήτων στη δυνατότητα που τους παρέχεται να προσβάλουν την απόφαση του Συμβουλίου ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 275, δεύτερη παράγραφος και στο άρθρο 263, παράγραφοι 4 και 6 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Ευρωπαϊκή Επιτροπή

21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/5


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

20 Δεκεμβρίου 2010

2010/C 348/05

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,3147

JPY

ιαπωνικό γιεν

110,10

DKK

δανική κορόνα

7,4499

GBP

λίρα στερλίνα

0,84620

SEK

σουηδική κορόνα

8,9860

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2698

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8605

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

25,265

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

274,83

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,7094

PLN

πολωνικό ζλότι

3,9966

RON

ρουμανικό λέι

4,2915

TRY

τουρκική λίρα

2,0470

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,3232

CAD

καναδικό δολάριο

1,3316

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,2258

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,7718

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,7315

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 517,48

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

8,9648

CNY

κινεζικό γιουάν

8,7750

HRK

κροατικό κούνα

7,3843

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 886,00

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,1372

PHP

πέσο Φιλιππινών

58,467

RUB

ρωσικό ρούβλι

40,4550

THB

ταϊλανδικό μπατ

39,681

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,2466

MXN

μεξικανικό πέσο

16,3115

INR

ινδική ρουπία

59,7140


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/6


Γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων που διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίαση, της 13ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με προσχέδιο απόφασης της Επιτροπής για τη διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 82 της συνθήκης και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Microsoft Corporation, καθώς και για την κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (τελικό)

Εισηγητής: Τσεχική Δημοκρατία

2010/C 348/06

1.

Η συμβουλευτική επιτροπή συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (τελικό).

2.

Η συμβουλευτική επιτροπή συνιστά τη δημοσίευση της παρούσας γνώμης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/7


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων

Στην υπόθεση COMP/C-3/37.792 — Microsoft — Διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ της Επιτροπής και κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (1) της Επιτροπής

2010/C 348/07

Στις 24 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/53/ΕΚ σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 82 της συνθήκης (ΕΚ) και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Microsoft Corporation (υπόθεση COMP/C-3/37.792 — Microsoft, ΕΕ L 32 της 6.2.2007, σ. 23).

Το άρθρο 7 της απόφασης αυτής («η απόφαση») προβλέπει τη σύσταση κατάλληλου μηχανισμού που θα συνδράμει την Επιτροπή στην παρακολούθηση της τήρησης της παρούσας απόφασης από τη Microsoft Corporation.

Με την απόφαση αριθ. C(2005) 2988 της 28ης Ιουλίου 2005 («απόφαση για τον καταπιστευματοδόχο»), η Επιτροπή σύστησε μηχανισμό παρακολούθησης που προβλέπει τον διορισμό, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις καταπιστευματοδόχου παρακολούθησης. Καθήκον του καταπιστευματοδόχου είναι να συνδράμει την Επιτροπή κατά την εποπτεία της τήρησης της παρούσας απόφασης (2).

Το Πρωτοδικείο (3), στην απόφασή του, της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, έκρινε βάσιμο το ουσιαστικό μέρος της απόφασης κατά της οποίας είχε προσφύγει η Microsoft. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 7 της απόφασης το οποίο εντέλει την Microsoft να υποβάλει πρόταση σύστασης μηχανισμού εποπτείας που θα περιλαμβάνει καταπιστευματοδόχο με εξουσία πρόσβασης, ανεξάρτητα από την Επιτροπή, στη συνδρομή, τις πληροφορίες, τα έγγραφα, τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό της Microsoft, καθώς και στον πηγαίο κώδικα των σχετικών προϊόντων Microsoft.

Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός ο μηχανισμός παρακολούθησης όπως συστάθηκε από την απόφαση για τον καταπιστευματοδόχο δεν είναι πλέον κατάλληλος για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης της Microsoft με την απόφαση 2007/53/ΕΚ, ενημέρωσε τόσο τη Microsoft όσο και τον καταπιστευματοδόχο με επιστολή, της 28ης Ιανουαρίου 2009, για την πρόθεσή της να «διαγράψει» το άρθρο 7 της απόφασης και να καταργήσει την απόφαση για τον καταπιστευματοδόχο.

Η Microsoft απάντησε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 10 Φεβρουαρίου, χωρίς να σχολιάσει την εν λόγω απόφαση. Ο καταπιστευματοδόχος απάντησε με επιστολή την ίδια ημερομηνία χωρίς να διατυπώσει καμία γνώμη σχετικά με τις αποφάσεις της Επιτροπής που έχουν αντίκτυπο στα υπό παρακολούθηση θέματα.

Κατά την άποψή μου, το σχέδιο τελικής απόφασης, που απευθυνόταν στη Microsoft, δεν περιέχει στοιχεία δικαίου ή πραγματικά στοιχεία που δεν είχαν προσδιοριστεί στην επιστολή που διαβιβάστηκε στη Microsoft και στον καταπιστευματοδόχο, με ημερομηνία 28ης Ιανουαρίου 2009.

Βάσει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι στην παρούσα υπόθεση έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα ακρόασης τόσο της Microsoft όσο και του καταπιστευματοδόχου.

Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 2009.

Karen WILLIAMS


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 της απόφασης (2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ) της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού — ΕΕ L 162 της 19.6.2001, σ. 21.

(2)  Βλ. άρθρο 7 της απόφασης και άρθρο 3 της απόφασης για τον καταπιστευματοδόχο.

(3)  Υπόθεση Τ-201/04 Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. 11-3601.


21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/8


Περίληψη απόφασης της Επιτροπής

της 4ης Μαρτίου 2009

για τη διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Microsoft Corporation καθώς και για την κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (τελικό)

(Υπόθεση COMP/C-3/39.792 — Microsoft)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 1361 τελικό]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2010/C 348/08

Στις 4 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για τη διαγραφή του άρθρου 7 της απόφασης 2007/53/ΕΚ σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Microsoft Corporation και για την κατάργηση της απόφασης C(2005) 2988 (τελικό). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή δημοσιεύει τα ονόματα των μερών και τα ουσιώδη στοιχεία της απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου. Η απόφαση διατίθεται στο δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/competition/antitrust/cases/

(1)

Στις 24 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή απηύθυνε απόφαση στη Microsoft Corporation («Microsoft») σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), πρώην άρθρο 82 της συνθήκης ΕΚ, (απόφαση 2007/53/ΕΚ της Επιτροπής, «η απόφαση»). Στην απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Microsoft είχε παραβιάσει το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η Επιτροπή επέβαλε ορισμένα μέτρα με σκοπό να θέσει τέλος με αποτελεσματικό τρόπο στην εν λόγω παράβαση.

(2)

Το άρθρο 7 της απόφασης αναφέρει ότι: «Εντός 30 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, η Microsoft Corporation θα υποβάλει πρόταση στην Επιτροπή για τη σύσταση κατάλληλου μηχανισμού που θα συνδράμει την Επιτροπή στην παρακολούθηση της τήρησης από μέρους της Microsoft Corporation της παρούσας απόφασης. Ο μηχανισμός αυτός θα περιλαμβάνει καταπιστευματοδόχο παρακολούθησης ο οποίος θα είναι ανεξάρτητος από τη Microsoft Corporation. Σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προτεινόμενος μηχανισμός παρακολούθησης από τη Microsoft Corporation δεν είναι κατάλληλος, επιφυλάσσεται του δικαιώματος να επιβάλει τον μηχανισμό αυτό με την έκδοση απόφασης».

(3)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 της απόφασης, και λόγω ανεπαρκών προτάσεων από τη Microsoft, στις 28 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή απηύθυνε στη Microsoft την απόφαση C(2005) 2988 της Επιτροπής («απόφαση για τον καταπιστευματοδόχο»), η οποία επιβάλλει μηχανισμό παρακολούθησης, καθώς και διορισμό καταπιστευματοδόχου.

(4)

Σύμφωνα με την απόφαση για τον καταπιστευματοδόχο, τον Οκτώβριο του 2005 διορίστηκε καταπιστευματοδόχος παρακολούθησης, ο οποίος εκτέλεσε την εντολή του υπό την εποπτεία της Επιτροπής και χρηματοδοτήθηκε από τη Microsoft.

(5)

Στις 7 Ιουνίου 2004, η Microsoft υπέβαλε αίτηση για ακύρωση της απόφασης με το Γενικό Δικαστήριο.

(6)

Με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-201/04 («η απόφαση») (1), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 7 της απόφασης στο βαθμό που απαιτούσε από τη Microsoft να προτείνει (με την επιφύλαξη του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει) μηχανισμό, καθώς και καταπιστευματοδόχο παρακολούθησης που να έχει τις δικές του ελεγκτικές εξουσίες ανεξάρτητα από την Επιτροπή και να χρηματοδοτείται από τη Microsoft.

(7)

Η Επιτροπή μπορεί να δέχεται αντίστοιχης ποιότητας τεχνικές συμβουλές, όπως αυτές που παρέχονται από τον καταπιστευματοδόχο, από εξωτερικούς τεχνικούς εμπειρογνώμονες. Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε, στο μέλλον και στον βαθμό που απαιτείται, να στηριχθεί σε τέτοιου είδους εξωτερικούς τεχνικούς εμπειρογνώμονες για να τη βοηθήσουν να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω απόφαση τηρείται από τη Microsoft.

(8)

Η συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων εξέδωσε ευνοϊκή γνώμη στις 13 Φεβρουαρίου 2009.

(9)

Η απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009 διαγράφει το άρθρο 7 της απόφασης και καταργεί την απόφαση για τον καταπιστευματοδόχο.


(1)  Υπόθεση Τ-201/04 Microsoft κατά Επιτροπής Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-3601.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/9


Παρουσίαση με σχόλια των ρυθμιζομένων αγορών και των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή σχετικών απαιτήσεων της οδηγίας MiFID (οδηγία 2004/39/εκ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

2010/C 348/09

Σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (οδηγία 2004/39/ΕΚ, ΕΕ L 145 της 30.4.2004), κάθε κράτος μέλος δύναται να αναγνωρίζει την ιδιότητα της «ρυθμιζόμενης αγοράς» στις αγορές οι οποίες δημιουργούνται στην επικράτειά του και οι οποίες είναι σύμφωνες προς τη νομοθεσία του.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η έννοια της «ρυθμιζόμενης αγοράς» ορίζεται ως πολυμερές σύστημα που το διευθύνει ή το εκμεταλλεύεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων — εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια -κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων και/ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος τηρεί ενημερωμένο κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων έχει επιτρέψει τη λειτουργία. Τα σχετικά στοιχεία πρέπει να κοινοποιούνται στα άλλα κράτη μέλη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Βάσει του ίδιου άρθρου (άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ), η Επιτροπή καλείται να δημοσιεύει σε ετήσια βάση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών που της έχουν κοινοποιηθεί. Ο παρών κατάλογος έχει καταρτισθεί κατ’ εφαρμογή της συγκεκριμένης απαίτησης.

Στον συνημμένο κατάλογο επισημαίνεται η ονομασία των επιμέρους αγορών για τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν δεχθεί ότι ανταποκρίνονται στον ορισμό της «ρυθμιζόμενης αγοράς». Επιπλέον, διευκρινίζεται η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση των υπόψη αγορών, καθώς και η αρχή που φέρει την ευθύνη για τη θέσπιση ή την έγκριση των κανόνων λειτουργίας της εκάστοτε αγοράς.

Λόγω της άμβλυνσης των φραγμών εισόδου και της εξειδίκευσης σε επιμέρους κατηγορίες συναλλαγών, ο κατάλογος των «ρυθμιζόμενων αγορών» υπόκειται σε περισσότερες μεταβολές εν συγκρίσει με την οδηγία περί επενδυτικών υπηρεσιών 93/22/ΕΟΚ. Το άρθρο 47 της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ορίζει επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών στις ιστοσελίδες της και τον ενημερώνει τακτικά. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιπλέον της ετήσιας δημοσίευσης καταλόγου στην Επίσημη Εφημερίδα, θα τηρεί ενημερωμένη εκδοχή του καταλόγου αυτού στον επίσημο δικτυακό της τόπο (http://ec.europa.eu/internal_market/securities/isd/mifid_en.htm). Ο κατάλογος αυτός θα επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με βάση τα στοιχεία που κοινοποιούν οι εθνικές αρχές. Αυτές οι τελευταίες καλούνται να εξακολουθήσουν να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε προσθήκη ή διαγραφή η οποία επέρχεται στον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων αποτελούν το κράτος μέλος καταγωγής.

Χώρα

Ονομασία ρυθμ. αγοράς

Λειτουργικός φορέας

Αρχή αρμόδια για τον καθορισμό και την εποπτεία της αγοράς

Αυστρία

1.

Amtlicher Handel (επίσημη αγορά)

2.

Geregelter Freiverkehr (ημιεπίσημη αγορά)

1.-2.

Wiener Börse AG

1.-2.

Finanzmarktaufsichtsbehörde (FMA — Αρχή εποπτείας χρηματοοικονομικών αγορών)

Βέλγιο

1.

α)

Le marché «Euronext Brussels»/De «Euronext Brussels» markt,

β)

Le marché des instruments dérivés d'Euronext Brussels/De markt voor afgeleide producten van Euronext Brussels.

1.

Euronext Brussels SA/NV.

1.

α)

Reconnaissance: Ministre des Finances sur avis de la Commission bancaire, financière et des assurances (CBFA).

Erkenning: Minister van Financiën op advies van de Commissie voor het Bank-, Financie- en Assurantiewezen (CBFA)

β)

Surveillance: CBFA.

Toezicht: CBFA

2.

Le marché réglementé hors bourse des obligations linéaires, des titres scindés et des certificats de trésorerie/De gereglementeerde buitenbeursmarkt van de lineaire obligaties, de gesplitste effecten en de schatkistcertificaten.

2.

Fonds des rentes/Rentenfonds

2.

α)

Reconnaissance: Législateur (art. 144, §2 de la loi du 2.8.2002).

Erkenning: Regelgever (art. 144, §2 van de wet van 2.8.2002).

β)

Surveillance: Comité du Fonds des rentes, pour compte de la CBFA.

Toezicht: Comité van het Rentenfonds, voor rekening van de CBFA

Βουλγαρία

1.

Официален пазар (επίσημη αγορά)

2.

Неофициален пазар (ανεπίσημη αγορά)

Българска Фондова Борса — София АД (Βουλγαρικό Χρηματιστήριο Αξιών — Sofia JSCo)

Комисия за финансов надзор (Επιτροπή χρηματοοικονομικής εποπτείας)

Κύπρος

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου

1.

Κύρια αγορά

2.

Παράλληλη αγορά

3.

Εναλλακτική αγορά

4.

Αγορά χρεογράφων

5.

Αγορές επενδυτικών οργανισμών

6.

Αγορά μεγάλων έργων

7.

Αγορά ποντοπόρου ναυτιλίας

1.-7.

Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου

1.-7.

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου

Τσεχική Δημοκρατία

1.

Κύρια αγορά (Hlavní trh)

1.-2.

Χρηματιστήριο Αξιών Πράγας (Burza cenných papírů Praha, a.s.)

1.-5.

Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας

2.

Ελεύθερη αγορά (Volný trh)

3.

Επίσημη αγορά

3.

RM-SYSTEM, χρηματιστήριο αξιών της Τσεχίας (RM-SYSTÉM, česká burza cenných papírů a.s.)

4.

Προθεσμιακή αγορά

4.-5.

Χρηματιστήριο ενέργειας της Πράγας (Energetická burza Praha)

5.

Αγορά «spot» (άμεσης παράδοσης)

Δανία

1.

NASDAQ OMX Copenhagen A/S

Αγορά μετοχών·

Αγορά ομολόγων·

Αγορά παραγώγων

1.

Copenhagen Stock Exchange AS

Finanstilsynet (δανική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας)

2.

Dansk Autoriseret Markedsplads A/S (Danish Authorised Market Place Ltd. (DAMP)) (εγκεκριμένη αγορά στην οποία διενεργούνται τακτικές συναλλαγές σε κινητές αξίες δεκτές για διαπραγμάτευση αλλά μη εισηγμένες σε χρηματιστήριο)

2.

Danish Authorised Market Place AS (DAMP)

Εσθονία

1.

Väärtpaberibörs (Χρηματιστήριο αξιών)

Põhinimekiri (Κύρια αγορά)

Võlakirjade nimekiri (Αγορά χρεογράφων)

Fondiosakute nimekri (Αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων)

2.

Reguleeritud turg (Ρυθμιζόμενη αγορά)

Lisanimekiri (Δευτερογενής αγορά)

NASDAQ OMX Tallinn AS (NASDAQ OMX Tallinn Ltd.)

Finantsinspektsioon (Εσθονική αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας)

Φινλανδία

Arvopaperipörssi (Χρηματιστήριο αξιών)·

Pörssilista (επίσημη αγορά)·

Pre-lista (προκαταρκτική αγορά)·

Muut arvopaperit -lista (αγορά λοιπών τίτλων)

NASDAQ OMX Helsinki Oy (NASDAQ OMX Helsinki Ltd.)

Καθορισμός: Υπουργείο Οικονομικών.

Εποπτεία:

Έγκριση κανόνων: Υπουργείο Οικονομικών·

Έλεγχος συμμόρφωσης: Finanssivalvonta, αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας της Φινλανδίας

Γαλλία

1.

Euronext Paris

2.

MATIF

3.

MONEP

Euronext Paris (1.-3.)

Proposition de l’Autorité des marchés financiers (AMF).

Reconnaissance par le ministre chargé de l’économie (cf. article L.421-1 du code monétaire et financier).

Γερμανία

 

 

Börsenaufsichtsbehörden der Länder (αρχές εποπτείας χρηματιστηρίων των ομόσπονδων κρατιδίων) και Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht (BaFin).

 

 

Κρατικές αρχές:

1.

Börse Berlin (Regulierter Markt· Δεύτερη ρυθμιζόμενη αγορά του Βερολίνου)

1.

Börse Berlin AG.

1. & 2.

Senatsverwaltung für Wirtschaft, Technologie und Frauen, Berlin

2.

Tradegate Exchange (Regulierter Markt)

2.

Tradegate Exchange GmbH

3.

Börse Düsseldorf (Regulierter Markt)

3.

Börse Düsseldorf AG.

3.

Finanzministerium des Landes Nordrhein-Westfalen, Düsseldorf

4.

Frankfurter Wertpapierbörse (Regulierter Markt);

4.

Deutsche Börse AG

4. & 5.

Hessisches Ministerium für Wirtschaft, Verkehr und Landesentwicklung, Wiesbaden

5.

Eurex Deutschland

5.

Eurex Frankfurt AG

6.

Hanseatische Wertpapierbörse Hamburg (Regulierter Markt)

6.

BÖAG Börsen AG

6.

Freie und Hansestadt Hamburg, Behörde für Wirtschaft und Arbeit

7.

Niedersächsische Börse zu Hannover (Regulierter Markt)

7.

BÖAG Börsen AG

7.

Niedersächsisches Ministerium für Wirtschaft, Arbeit und Verkehr, Hannover

8.

Börse München (Regulierter Markt)

8.

Bayerische Börse AG

8.

Bayerisches Staatsministerium für Wirtschaft, Infrastruktur, Verkehr und Technologie, München

9.

Baden-Württembergische Wertpapierbörse(Regulierter Markt)

9.

Börse-Stuttgart AG

9.

Wirtschaftsministerium Baden-Württemberg, Stuttgart

10.

European Energy Exchange

10.

European Energy Exchange AG, Leipzig

10.

Sächsisches Staatsministerium für Wirtschaft und Arbeit, Dresden

Ελλάδα

1.

Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών

Αγορά αξιών

Αγορά παραγώγων

1.

Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών

1.

Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

2.

Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ — αγορά χρεωστικών τίτλων)

2.

Τράπεζα της Ελλάδος

2.

Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Ουγγαρία

Budapesti Értéktőzsde Zrt. (Χρηματιστήριο αξιών Βουδαπέστης)

Részvényszekció (τμήμα μετοχών)

Hitelpapír szekció (τμήμα χρεωστικών τίτλων)

Származékos szekció (τμήμα παραγώγων)

Áru szekció (τμήμα εμπορευμάτων)

Szabadpiaci szekció (ελεύθερο τμήμα)

Budapesti Értéktőzsde Zrt. (Χρηματιστήριο αξιών Βουδαπέστης)

Pénzügyi Szervezetek Állami Felügyelete (αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας της Ουγγαρίας)

Ιρλανδία

Κύρια αγορά κινητών αξιών του Χρηματιστηρίου αξιών της Ιρλανδίας

Irish Stock Exchange Ltd.

Η Central Bank of Ireland (Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας) χορηγεί άδεια στις «ρυθμιζόμενες αγορές» και κανόνες λειτουργίας (εκτός των όρων εισαγωγής στο χρηματιστήριο) εποπτεύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της MiFID εκ μέρους του διαχειριστή αγοράς.

Ιταλία

1.

Ηλεκτρονική αγορά μετοχών (MTA)

2.

Ηλεκτρονική αγορά ομολόγων (MOT)

3.

Ηλεκτρονική αγορά για επενδυτικές εταιρείες μεταβλητού κεφαλαίου και ETC (ETF-Plus)

4.

Ηλεκτρονική αγορά τιτλοποιημένων παραγώγων (SeDeX)

5.

Market for Investment Vehicles (MIV) (αγορά για επενδυτικά οχήματα)

6.

Ιταλική αγορά παραγώγων για την αγοραπωλησία των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στα άρθρα 1(2)(f) και 1(2)(i) του ενοποιημένου νόμου για τον χρηματοπιστωτικό τομέα (IDEM)

1.-6.

Borsa Italiana SpA

Η Consob χορηγεί άδεια στις εταιρείες που διαχειρίζονται τις αγορές και εγκρίνει τους κανονισμούς λειτουργίας τους.

Για τις αγορές μεγάλων συναλλαγών κρατικών τίτλων, ο φορέας διαχείρισης λαμβάνει άδεια από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών μετά από γνώμη της Consob και της Banca d’Italia.

7.

Αγορά μεγάλων συναλλαγών ιταλικών και αλλοδαπών κρατικών ομολόγων (MTS)

8.

Αγορά μεγάλων συναλλαγών μη κρατικών ομολόγων και τίτλων που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς με κρατική συμμετοχή (MTS Corporate)

9.

Αγορά για μεγάλες ηλεκτρονικές συναλλαγές κρατικών ομολόγων (BondVision)

7.-9.

Società per il Mercato dei Titoli di Stato — MTS SpA

Λετονία

NASDAQ OMX Riga:

Κύρια αγορά·

Αγορά χρεωστικών τίτλων·

Δευτερογενής αγορά·

Αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων.

JSC NASDAQ OMX Riga

Finanšu un kapitāla tirgus komisija (Επιτροπή Χρηματοπιστωτικών αγορών και Κεφαλαιαγορών)

Λιθουανία

Nasdaq OMX Vilnius:

Κύρια αγορά του Nasdaq OMX Vilnius

Δευτερογενής αγορά του Nasdaq OMX Vilnius

Αγορά χρεωστικών τίτλων του Nasdaq OMX Vilnius

Αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων του Nasdaq OMX Vilnius

Nasdaq OMX Vilnius

Επιτροπή κεφαλαιαγοράς της Λιθουανίας

Λουξεμβούρ-γο

Bourse de Luxembourg

Société de la Bourse de Luxembourg S.A.

Commission de surveillance du Secteur Financier

Μάλτα

Χρηματιστήριο αξιών της Μάλτας

Malta Stock Exchange

Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Μάλτας (Malta Financial Services Authority)

Κάτω Χώρες

1.

α)

Euronext Amsterdam Cash Market:

Euronext Amsterdam

β)

Euronext Amsterdam Derivatives Market

1.

NYSE Euronext (International) BV, NYSE Euronext (Holding) BV, Euronext NV, Euronext (Holdings) NV en Euronext Amsterdam NV

1.-3.

Αδειοδότηση από τον υπουργό Οικονομικών μετά από γνώμη της ολλανδικής αρχής χρηματοπιστωτικών αγορών

Εποπτεία από την ολλανδική αρχή χρηματοπιστωτικών αγορών και το ολλανδικό Υπουργείο Οικονομικών.

2.

Endex

2.

ENDEX European Energy Derivatives Exchange N.V.

Πολωνία

1.

Rynek podstawowy (Κύρια αγορά)

2.

Rynek równolegly (Παράλληλη αγορά)

1. και 2.

Gielda Papierów Wartościowych w Warszawie (χρηματιστήριο αξιών της Βαρσοβίας)

1.-3.

Komisja Nadzoru Finansowego (Επιτροπή χρηματοπιστωτικής εποπτείας)

3.

Regulowany Rynek Pozagiełdowy (OTC) (εξωχρηματιστηριακή αγορά)

3.

BondSpot S.A.

Πορτογαλία

1.

Eurolist by Euronext Lisbon (επίσημη αγορά)

2.

Mercado de Futuros e Opções (αγορά συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιωμάτων προαίρεσης)

1.-2.

Euronext Lisbon — Sociedade Gestora de Mercados Regulamentados, S.A.

Το Υπουργείο Οικονομικών χορηγεί άδεια στις αγορές μετά από πρόταση της Comissão do Mercado de Valores Mobiliários (CMVM, η οποία είναι αρμόδια για τη ρύθμιση και εποπτεία των αγορών).

3.

MEDIP — Mercado Especial de Dívida Pública (ειδική αγορά τίτλων δημόσιου χρέους)

3.

MTS Portugal — Sociedade Gestora do Mercado Especial de Dívida Pública, SGMR, S.A.

4.

MIBEL — Mercado Regulamentado de Derivados do MIBEL (αγορά ενέργειας)

4.

OMIP — Operador do Mercado Ibérico de Energia (Pólo Português), Sociedade Gestora de Mercado Regulamentado, SA (OMIP).

Ρουμανία

1.

Piața reglementată (ρυθμιζόμενη αγορά Spot — BVB)

2.

Piața reglementată la termen (ρυθμιζόμενη αγορά παραγώγων — BVB)

1. και 2.

S.C. Bursa de Valori București S.A. (χρηματιστήριο αξιών του Βουκουρεστίου Α.Ε.)

1.-4.

Comisia Națională a Valorilor Mobiliare (Ρουμανική Εθνική Επιτροπή Κινητών Αξιών)

3.

Piața reglementată – (ρυθμιζόμενη αγορά παραγώγων — BMFMS)

4.

Piața reglementată la vedere (ρυθμιζόμενη αγορά Spot — BMFMS)

3. και 4.

S.C. Bursa Monetar Financiară și de Mărfuri S.A. Sibiu (Χρηματιστήριο Νομισματικό — Χρηματοπιστωτικό και Εμπορευμάτων Α.Ε. του Sibiu)

Σλοβακική Δημοκρατία

1.

Αγορά εισηγμένων τίτλων

Κύρια αγορά εισηγμένων τίτλων

Παράλληλη αγορά εισηγμένων τίτλων

2.

Ρυθμιζόμενη ελεύθερη αγορά

Χρηματιστήριο αξιών Μπρατισλάβας

Εθνική Τράπεζα της Σλοβακίας

Σλοβενία

Επίσημη αγορά χρηματιστηρίου αξιών Λιουμπλιάνας (Borzni trg)

Χρηματιστήριο αξιών Λιουμπλιάνας (Ljubljanska borza)

Οργανισμός αγορών κινητών αξιών (Agencija za trg vrednostnih papirjev)

Ισπανία

Α.

Bolsas de Valores (περιλαμβάνουν όλες κύρια και παράλληλη αγορά)

 

CNMV (Comisión Nacional del Mercado de Valores)

Banco de España (αρμόδια για την αγορά τίτλων δημόσιου χρέους).

1.

Bolsa de Valores de Barcelona·

Α1.

Sociedad Rectora de la Bolsa de Valores de Barcelona S.A.

2.

Bolsa de Valores de Bilbao·

Α2.

Soc. Rectora de la Bolsa de Valores de Bilbao S.A.

3.

Bolsa de Valores de Madrid·

Α3.

Soc. Rectora de la Bolsa de Valores de Madrid S.A.

4.

Bolsa de valores de Valencia.

Α4.

Soc. Rectora de la Bolsa de Valores de Valencia. S.A.

Β.

Mercados oficiales de Productos Financieros Derivados

 

1.

MEFF Renta Fija·

Β1.

Soc. Rectora de Productos Financieros Derivados de RENTA Fija S.A.

2.

MEFF Renta Variable.

Β2.

Soc. Rectora de Productos Financieros Derivados de Renta Variable S.A.

Γ.

Mercado MFAO de Futuros del Aceite de Oliva

Γ.

(MFAO) Sociedad rectora del Mercado de Futuros del Aceite de Oliva, S.A.

Δ.

AIAF Mercado de Renta Fija

Δ.

AIAF Mercado de Renta Fija

Ε.

Mercados de Deuda Pública en Anotaciones

Ε.

Banco de España

Σουηδία

1.

Nasdaq OMX Stockholm AB

ρυθμιζόμενη αγορά μετοχών και χρηματοπιστωτικών μέσων εξομοιώσιμων με μετοχές

ρυθμιζόμενη αγορά παραγώγων

ρυθμιζόμενη αγορά ομολόγων και χρηματοπιστωτικών μέσων εξομοιώσιμων με ομόλογα

1.

Nasdaq OMX Stockholm AB

Finansinspektionen (αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας)

2.

Nordic Growth Market NGM AB

ρυθμιζόμενη αγορά μετοχών και λοιπών συμμετοχών σε κεφάλαιο

ρυθμιζόμενη αγορά λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων

2.

Nordic Growth Market NGM AB

Ηνωμένο Βασίλειο

1.

EDX

1.

EDX London Limited

1.-6.

Financial Services Authority

2.

PLUS-Markets Group — PLUS-listed Market

2.

PLUS Markets plc

3.

The London International Financial Futures and Options Exchanges (LIFFE)

3.

LIFFE Administration and Management

4.

The London Metal Exchange

4.

The London Metal Exchange Limited

5.

Intercontinental Exchange — ICE Futures Europe

5.

ICE Futures Europe

6.

Χρηματιστήριο αξιών Λονδίνου — Ρυθμιζόμενη αγορά

6.

London Stock Exchange plc

Ισλανδία

OMX Nordic Exchange á Islandi (ρυθμιζόμενη αγορά)

OMX Nordic Exchange

Fjármálaeftirlitið (αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας)

Λιχτενστάιν

στοιχεία μη διαθέσιμα

στοιχεία μη διαθέσιμα

στοιχεία μη διαθέσιμα

Νορβηγία

1.

Χρηματιστήριο αξιών του Όσλο (επίσημη αγορά)

αγορά μετοχών

αγορά (χρηματοπιστωτικών) παραγώγων

αγορά ομολόγων

1.

Oslo Børs ASA

Finanstilsynet (αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας της Νορβηγίας)

2.

Oslo Axess

αγορά μετοχών

2.

Oslo Børs ASA

3.

Nord Pool (επίσημη αγορά)

αγορά παραγώγων (εμπορευμάτων)

3.

Nord Pool ASA

4.

Imarex

αγορά παραγώγων (εμπορευμάτων)

4.

Imarex ASA

5.

Fish Pool

αγορά παραγώγων (εμπορευμάτων)

5.

Fish Pool ASA


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/16


Ανακοίνωση σχετικά με την επικείμενη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ

2010/C 348/10

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (1), για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποιεί ότι, αν δεν κινηθεί επανεξέταση σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, τα μέτρα αντιντάμπινγκ που αναφέρονται κατωτέρω θα λήξουν την ημερομηνία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα.

2.   Διαδικασία

Οι παραγωγοί της Ένωσης μπορούν να υποβάλουν γραπτή αίτηση επανεξέτασης. Η αίτηση αυτή πρέπει να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να επανεξετάσει τα εν λόγω μέτρα, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπρόσωποι της εξάγουσας χώρας και οι παραγωγοί της Ένωσης θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν, να αντικρούσουν ή να σχολιάσουν τα στοιχεία που παρατίθενται στην αίτηση επανεξέτασης.

3.   Προθεσμία

Οι παραγωγοί της Ένωσης μπορούν να υποβάλουν γραπτή αίτηση επανεξέτασης, βάσει των ανωτέρω, η οποία πρέπει να περιέλθει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου (Μονάδα H-1), N-105 4/92, 1049 Bruxelles/Brussel, BELGIQUE/BELGIË (2), μετά τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης και το αργότερο τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στον πίνακα που ακολουθεί.

4.   Η παρούσα ανακοίνωση δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009.

Προϊόν

Χώρα(-ες) καταγωγής ή εξαγωγής

Μέτρα

Έγγραφο αναφοράς

Ημερομηνία λήξης ισχύος

Σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα

Κροατία

Ουκρανία

Ρωσία

Δασμός αντιντάμπινγκ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 954/2006 του Συμβουλίου (ΕΕ L 175 της 29.6.2006, σ. 4) όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 812/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 220 της 15.8.2008, σ. 1)

30.6.2011


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51.

(2)  Φαξ +32 22956505.


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

21.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 348/17


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΙΤΑΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 26/10 (πρώην NN 43/10) — Καθεστώς απαλλαγής από τον δημοτικό φόρο ακίνητης περιουσίας για ακίνητα που χρησιμοποιούνται από μη εμπορικές οντότητες για ειδικούς σκοπούς

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2010/C 348/11

Με επιστολή της 12ης Οκτωβρίου 2010, που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το ανωτέρω μέτρο και μια διάταξη που αφορά τις μη εμπορικές οντότητες.

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τα μέτρα για τα οποία η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επισυναπτόμενης επιστολής, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State aid Greffe

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Φαξ +32 22961242

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ιταλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΙΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Ο δημοτικός φόρος ακίνητης περιουσίας («ICI»), ο οποίος εισήχθη το 1992 με το νομοθετικό διάταγμα 504/92, καταβάλλεται από κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που διαθέτει ακίνητη περιουσία. Ο φόρος καταβάλλεται τόσο από μόνιμους όσο και από μη μόνιμους κατοίκους ανεξάρτητα από τον τρόπο χρήσης της ακίνητης περιουσίας. Το πληρωτέο ποσό υπολογίζεται βάσει της κτηματολογικής αξίας της ακίνητης περιουσίας. Μεταξύ των κατηγοριών ακίνητης περιουσίας που επωφελούνται πλήρους φορολογικής απαλλαγής συγκαταλέγονται τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται από μη εμπορικές οντότητες, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, υγείας, εκπαίδευσης, και στέγασης, καθώς και πολιτιστικές, ψυχαγωγικές, αθλητικές, θρησκευτικές και λατρευτικές δραστηριότητες. Η επίμαχη απαλλαγή εφαρμόζεται σε αυτές τις υπηρεσίες και δραστηριότητες υπό τον όρο ότι δεν είναι αποκλειστικά εμπορικής φύσεως.

Το άρθρο 149 του κωδικοποιημένου κειμένου για τους φόρους εισοδήματος (TUIR) καθορίζει τα κριτήρια που μπορεί να οδηγήσουν στην απώλεια του «μη εμπορικού χαρακτήρα» μίας οντότητας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 149 παράγραφος 1 του TUIR ορίζει ότι εάν μία μη εμπορική οντότητα ασκεί κατά κύριο λόγο εμπορικές δραστηριότητες, χάνει τον «μη εμπορικό της χαρακτήρα». Το άρθρο 149 παράγραφος 4 του TUIR ορίζει ότι τα κριτήρια που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο δεν ισχύουν για εκκλησιαστικά ιδρύματα αστικού χαρακτήρα και ερασιτεχνικούς αθλητικούς συλλόγους.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Η Επιτροπή εκτιμά ότι και τα δύο εξεταζόμενα φορολογικά καθεστώτα φαίνεται να πληρούν όλα τα κριτήρια για να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση.

Συγκεκριμένα, τα μέτρα φαίνεται να συνιστούν παρέκκλιση από το ιταλικό φορολογικό σύστημα. Όσον αφορά την απαλλαγή από τον δημοτικό φόρο ακίνητης περιουσίας, δεδομένου ότι κατά τα φαινόμενα η ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται από μη εμπορικές οντότητες δύναται επίσης να χρησιμοποιηθεί για εμπορικές δραστηριότητες και λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά γενικό κανόνα, η μη εμπορική χρήση της ακίνητης περιουσίας απαλλάσσεται της φορολογίας, ενώ ή εμπορική φορολογείται εξ ολοκλήρου, το μέτρο σχετικά με την απαλλαγή από τον δημοτικό φόρο ακίνητης περιουσίας για τις μη εμπορικές οντότητες φαίνεται να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα. Όσον αφορά το άρθρο 149 παράγραφος 4 του TUIR, σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη που αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων που αφορούν την απώλεια του μη εμπορικού χαρακτήρα μόνο των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και των ερασιτεχνικών αθλητικών συλλόγων, εκ πρώτης όψεως, συνιστά επιλεκτικό μέτρο καθώς παρέχεται μόνο σε αυτές τις δύο οντότητες.

Συνεπώς, φαίνεται ότι τα μέτρα παρέχουν ένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο συνίσταται στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των εν λόγω οντοτήτων και αφορούν κρατικούς πόρους.

Τα μέτρα φαίνεται ότι επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και στρεβλώνουν, ή απειλούν να στρεβλώσουν, τον ανταγωνισμό υπό την έννοια ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τομείς που επωφελούνται των απαλλαγών φαίνεται να είναι εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό και το εμπόριο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν ισχύει καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3, και οι ενισχύσεις φαίνεται να είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, με εξαίρεση την ενίσχυση που παρέχεται σε ορισμένες οντότητες, οι οποίες προάγουν τον πολιτισμό και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ορισμένες από αυτές τις δραστηριότητες που επωφελούνται από αυτά τα μέτρα να μπορεί να θεωρηθούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος.

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι με την εφαρμογή των αμφισβητούμενων μέτρων, οι ιταλικές αρχές χορήγησαν ενδεχομένως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις αμφιβολίες της σχετικά με το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης, προτείνει να κινηθεί η επίσημη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου μπορεί να ζητηθεί η ανάκτηση κάθε παράνομης ενίσχυση από τον αποδέκτη.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«In seguito all’esame delle informazioni fornite dalle autorità italiane sui provvedimenti in oggetto, la Commissione informa l'Italia di aver deciso di avviare il procedimento di cui all’articolo 108, paragrafo 2, del trattato sul funzionamento dell’Unione europea (“TFUE”) (1).

1.   PROCEDIMENTO

(1)

Nel 2006 la Commissione ha ricevuto una serie di denunce incentrate fondamentalmente sui due regimi seguenti:

a)

l’esenzione dall’imposta comunale sugli immobili (in appresso “ICI”) per gli immobili utilizzati da enti non commerciali e destinati esclusivamente allo svolgimento di attività assistenziali, previdenziali, sanitarie, didattiche, ricettive, culturali, ricreative, sportive, nonché di attività di religione e di culto [articolo 7, comma 1, lettera i) del Decreto legislativo n. 504 del 30 dicembre 1992], e

b)

la riduzione alla metà dell’imposta sul reddito delle persone giuridiche per gli enti elencati all’articolo 6 del D.P.R. n. 601 del 29 settembre 1973, ossia principalmente enti di assistenza sociale, istituti di istruzione e di studio senza fine di lucro, ed enti con fini di beneficenza ed istruzione (compresi gli enti ecclesiastici). Tale disposizione contempla anche gli istituti autonomi per le case popolari, nonché fondazioni ed associazioni aventi scopi esclusivamente culturali.

(2)

A seguito delle denunce ricevute in merito alla sopra menzionata esenzione dall’ICI, il 5 maggio 2006 la Commissione ha inviato alle autorità italiane una richiesta di informazioni sul regime in questione, cui l'Italia ha risposto con lettera del 7 giugno 2006.

(3)

Con lettera dell’8 agosto 2006, in seguito all’entrata in vigore di alcuni emendamenti alla legislazione ICI, i servizi della Commissione hanno comunicato ai denuncianti che, in base ad un’analisi preliminare, non vi era motivo di proseguire l’indagine.

(4)

Il 5 settembre 2006 le autorità italiane hanno presentato ulteriori informazioni relativamente all’ICI, evidenziando le modifiche alla legislazione in materia entrate in vigore nel luglio 2006.

(5)

Con lettera del 25 ottobre 2006 i denuncianti hanno nuovamente affermato la non conformità dell’esenzione dall’ICI per gli enti non commerciali con l’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE. Con lettera del 14 novembre 2006 i servizi della Commissione hanno ribadito ai denuncianti che, in base alle informazioni disponibili, non vi era motivo di proseguire ulteriormente l’indagine su tale esenzione.

(6)

Con lettera del 25 gennaio 2007 la Commissione ha chiesto alle autorità italiane ulteriori informazioni sulla riduzione del 50 % dell’imposta sul reddito delle persone giuridiche applicabile a certi enti. Le autorità italiane hanno fornito le informazioni richieste con lettera del 2 luglio 2007.

(7)

La Commissione ha ricevuto dai denuncianti ulteriori lettere in merito all’esenzione dall’ICI nel gennaio e nel settembre 2007. Nella lettera del 12 settembre 2007 i denuncianti hanno portato all’attenzione della Commissione l’articolo 149 del Testo Unico delle Imposte sui Redditi approvato con D.P.R. n. 917 del 22 dicembre 1986 (in appresso “TUIR”), che, a loro avviso, accorderebbe un trattamento fiscale favorevole solo agli enti ecclesiastici e alle associazioni sportive dilettantistiche.

(8)

Il 5 novembre 2007 la Commissione ha invitato le autorità italiane a presentare ulteriori informazioni su tutte le disposizioni che, secondo i denuncianti, concedono un trattamento preferenziale. Lo stesso giorno la Commissione ha anche richiesto ai denuncianti di dimostrare gli effetti sulla concorrenza e sugli scambi delle misure denunciate, e di presentare dati sul presunto pregiudizio subito come conseguenza dell’applicazione di tali misure.

(9)

Le autorità italiane hanno fornito le informazioni richieste con lettere del 3 dicembre 2007 e del 30 aprile 2008.

(10)

Il 21 maggio 2008 i denuncianti hanno trasmesso ulteriore documentazione riguardante, a loro dire, l'esenzione dall’ICI applicata agli enti non commerciali e la riduzione del 50 % dell’imposta sul reddito delle persone giuridiche, concentrandosi principalmente sul presunto aiuto accordato agli enti ecclesiastici.

(11)

Il 20 ottobre 2008, i denuncianti hanno inviato una lettera di costituzione in mora (art. 265 TFUE), chiedendo alla Commissione di avviare il procedimento di indagine formale e di adottare una decisione formale in merito alle loro denunce.

(12)

Il 24 novembre 2008 la Commissione ha inviato un’ulteriore richiesta di informazioni alle autorità italiane, che hanno risposto con lettera dell’8 dicembre 2008.

(13)

Con lettera del 19 dicembre 2008, i servizi della Commissione hanno comunicato ai denuncianti di ritenere, in base ad un’analisi preliminare, che le misure contestate non configurassero un aiuto di Stato e che non fosse quindi necessario continuare l’indagine.

(14)

Il 26 gennaio 2009 le autorità italiane hanno emanato una circolare volta a chiarire il campo d'applicazione dell’esenzione dall’ICI per gli enti non commerciali. Il 2 marzo 2009 i denuncianti hanno scritto alla Commissione esprimendo la loro insoddisfazione per la legislazione vigente e criticando la sopra menzionata circolare.

(15)

Il 18 giugno 2009 i denuncianti hanno inviato un e-mail ai servizi della Commissione chiedendo informazioni sullo stato dell’indagine, e l'11 gennaio 2010, con un altro e-mail, hanno nuovamente domandato alla Commissione di avviare il procedimento di indagine formale. I servizi della Commissione hanno risposto con lettera del 15 febbraio 2010, confermando le argomentazioni avanzate nella precedente corrispondenza del 19 dicembre 2008 e ribadendo l'assenza di motivi per procedere ulteriormente l'indagine.

(16)

Il 26 aprile 2010 due denuncianti hanno proposto ciascuno un ricorso di annullamento dinanzi al Tribunale contro la lettera della Commissione del 15 febbraio 2010 (2).

(17)

Alla luce di ulteriori nuovi elementi e sulla base di tutte le informazioni di cui attualmente dispone, la Commissione è giunta alla conclusione che, a questo stadio, non è possibile escludere che le misure in questione possano costituire regimi di aiuti di Stato, ed ha pertanto deciso di proseguire l'indagine.

2.   DESCRIZIONE DELLE MISURE

2.1.   Osservazioni preliminari. Riduzione alla metà dell’imposta sul reddito delle persone giuridiche: aiuto esistente

(18)

Per quanto riguarda la riduzione del 50 % dell’imposta sul reddito delle persone giuridiche [vedi punto 1, lettera b)], la Commissione è giunta alla conclusione che tale misura potrebbe costituire un aiuto di Stato esistente. Infatti, lo speciale trattamento fiscale per i soggetti di cui all’articolo 6 del D.P.R. n. 601/73 risale almeno alla legge 6 agosto 1954, n. 603. Più precisamente, l’articolo 3 di tale legge prevedeva un’esenzione totale dall’imposta sulle società per una serie di enti, inclusi quelli ora figuranti all’articolo 6 del D.P.R. n. 601/73 (3). Risulta dunque che il trattamento preferenziale per gli enti in questione esisteva prima dell’entrata in vigore del trattato CE, e che le modifiche intervenute successivamente a tale data hanno semplicemente ridotto l’entità del vantaggio fiscale concesso da tale misura. La Commissione ritiene quindi che la misura in oggetto possa configurare un aiuto esistente (4), e sarà trattata nell’ambito di un procedimento relativo agli aiuti esistenti.

(19)

Ciò posto, il presente procedimento verterà solo sull’esenzione dall’ICI concessa agli enti non commerciali e sull’articolo 149, quarto comma, del TUIR, descritti più dettagliatamente in appresso. Nessuna delle due misure è stata mai notificata alla Commissione.

2.2.   Esenzione dall’imposta comunale sugli immobili

(20)

L’attuale sistema relativo all’ICI è stato introdotto col Decreto legislativo n. 504/92. Soggetti passivi dell’imposta sono tutte le persone fisiche e giuridiche in possesso di immobili (per motivi di proprietà, diritto di usufrutto, uso, abitazione od enfiteusi). L’imposta è corrisposta sia da residenti che da non residenti, indipendentemente dall’uso che viene fatto dell’immobile.

(21)

L’importo da corrispondere è calcolato sulla base del valore catastale dell’immobile.

(22)

Ai sensi dell’articolo 7, primo comma, lettera i) del Decreto Legislativo n. 504/92 [in appresso “articolo 7, c. 1, lettera i)”], sono totalmente esenti dall’imposta gli immobili utilizzati da enti non commerciali, destinati esclusivamente allo svolgimento di attività assistenziali, previdenziali, sanitarie, didattiche, ricettive, culturali, ricreative e sportive, nonché di attività di religione e di culto.

(23)

Ai sensi dell’articolo 7, comma 2-bis del Decreto legge n. 203/2005, convertito con legge 2 dicembre 2005 n. 248, e dell’articolo 39 del Decreto legge n. 223/2006, l'esenzione di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), del Decreto Legislativo n. 504/92 si intende applicabile alle attività indicate nella medesima lettera anche se sono di natura commerciale, alla sola condizione che tali attività non abbiano natura esclusivamente commerciale.

(24)

Le autorità italiane hanno chiarito che l'esenzione dall’ICI di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), si applica se ricorrono due condizioni cumulative:

i)

gli immobili devono essere utilizzati da enti non commerciali (5). La legge definisce enti non commerciali gli enti pubblici e privati diversi dalle società, che non hanno per oggetto esclusivo o principale l'esercizio di attività commerciali;

ii)

gli immobili devono essere usati esclusivamente per lo svolgimento delle attività elencate all’articolo 7, c. 1, lettera i).

(25)

Con circolare n. 2/DF del Ministero delle Finanze, del 26 gennaio 2009 (in appresso “la Circolare”), le autorità italiane hanno precisato quali enti possano essere considerati non commerciali e le caratteristiche che devono presentare le attività svolte dagli enti non commerciali affinché questi possano godere dell’esenzione in questione.

(26)

La Circolare ricorda che gli enti non commerciali possono essere sia pubblici che privati. Secondo la Circolare, possono essere considerati enti non commerciali pubblici i seguenti soggetti (6): lo Stato, le regioni le province, i comuni, le camere di commercio, le aziende sanitarie, gli enti pubblici istituiti esclusivamente per lo svolgimento di attività previdenziali, assistenziali e sanitarie, gli enti pubblici non economici, gli istituti previdenziali e assistenziali, le Università ed enti di ricerca e le aziende pubbliche di servizi alla persona (ex IPAB). Fra gli esempi di enti non commerciali privati menzionati nella circolare figurano: le associazioni, le fondazioni e i comitati, le organizzazioni non governative (ONG), le associazioni sportive dilettantistiche, le organizzazioni di volontariato, gli enti che acquisiscono la qualifica fiscale di Onlus e gli enti ecclesiastici, appartenenti alla Chiesa cattolica e ad altre confessioni religiose.

(27)

La Circolare precisa altresì che le attività svolte negli immobili esenti dall’ICI di fatto non dovrebbero essere disponibili sul mercato (7) oppure dovrebbero essere attività svolte per rispondere a bisogni socialmente rilevanti che non sono sempre soddisfatti dalle strutture pubbliche né dagli operatori privati commerciali.

(28)

La Circolare sviluppa una serie di criteri per ciascuna delle attività elencate all’articolo 7, c. 1, lettera i), per stabilire quando ciascuna di esse debba essere considerata non di natura esclusivamente commerciale. Ad esempio, nei settori delle attività sanitarie e sociali, è richiesto che i beneficiari abbiano concluso una convenzione o un contratto con le pubbliche autorità, condizione necessaria per fornire servizi che siano almeno parzialmente finanziati o rimborsati dal servizio sanitario nazionale o dagli organismi pubblici competenti. Per quanto riguarda le attività didattiche, la scuola deve soddisfare gli standard di insegnamento, deve accogliere alunni portatori di handicap, deve applicare la contrattazione collettiva e deve garantire la non discriminazione in fase di accettazione degli alunni; gli eventuali avanzi di gestione, inoltre, devono essere reinvestiti totalmente nell’attività didattica. Per quanto attiene alle sale cinematografiche, esse devono proiettare film di interesse culturale, film ai quali sia stato rilasciato l’attestato di qualità, o film per ragazzi. Quanto alla ricettività, in particolare alla ricettività turistica, è richiesto che le attività non siano rivolte a un pubblico indifferenziato ma a categorie predefinite, e che il servizio non sia fornito per l’intero anno solare. Il fornitore di servizi deve inoltre applicare rette di importo ridotto rispetto ai prezzi di mercato e non deve comportarsi come un normale proprietario d'albergo.

2.3.   Articolo 149 del TUIR

(29)

L’articolo 149 TUIR è contenuto nel Titolo II, Capo III del TUIR. Il Capo III stabilisce le disposizioni fiscali applicabili agli enti non commerciali, come le norme per il calcolo della base imponibile e per la loro tassazione (8). L’articolo 149 individua le condizioni che possono portare alla perdita della “qualifica di ente non commerciale”.

(30)

In particolare, l’articolo 149, primo comma, del TUIR stabilisce che un ente non commerciale perde tale qualifica qualora eserciti prevalentemente attività commerciale per un intero periodo d'imposta.

(31)

Il comma 2 dell’articolo 149 del TUIR indica quali criteri per la definizione di “commercialità” dell’ente la prevalenza dei redditi annui derivanti da attività commerciali rispetto alle entrate istituzionali, nonché la prevalenza delle immobilizzazioni relative all’attività commerciale rispetto alle restanti attività. La forma giuridica adottata dagli enti in questione non influisce in alcun modo sulla perdita della “qualifica di ente non commerciale”.

(32)

L’articolo 149, quarto comma, stabilisce che le disposizioni di cui all’articolo 149, commi 1 e 2 non si applicano agli enti ecclesiastici riconosciuti come persone giuridiche agli effetti civili ed alle associazioni sportive dilettantistiche.

3.   POSIZIONE DELLE AUTORITÀ ITALIANE

(33)

Per quanto riguarda l'esenzione dall’ICI per gli enti non commerciali in relazione allo svolgimento delle attività di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), le autorità italiane hanno in primo luogo indicato che, di norma, l'uso non commerciale di immobili è generalmente esente da imposizione, mentre l'uso commerciale è tassato interamente. In secondo luogo, le autorità italiane hanno argomentato che la misura in oggetto è giustificata dalla “logica del sistema fiscale”. In particolare, sarebbe in linea con la logica del sistema fiscale italiano un trattamento differenziato fra le attività a fini di lucro, da un lato, e le attività di carattere sociale, come quelle assistenziali, caritatevoli e religiose, dall’altro. Tale trattamento preferenziale è stato stabilito al momento dell’entrata in vigore della legislazione sull’ICI, e il regime fiscale più favorevole riservato alla categoria di immobili di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i) riguarderebbe un ampio numero di fabbricati, identificati in base a criteri oggettivi, secondo principi di utilità sociale e beneficio sociale.

(34)

Quanto all’articolo 149, quarto comma, del TUIR, le autorità italiane hanno spiegato che tale disposizione è volta a preservare la competenza esclusiva del Ministero dell’Interno, che è la sola autorità competente a revocare il riconoscimento degli enti ecclesiastici come persone giuridiche agli effetti civili. Il riconoscimento di tale ente come persona giuridica agli effetti civili, e quindi indirettamente il riconoscimento della sua qualifica non commerciale, nonché la sua revoca, sarebbe quindi una prerogativa esclusiva del Ministero dell’Interno italiano. Questo potrebbe spiegare il contenuto dell’articolo 149, quarto comma e, secondo le autorità italiane, costituirebbe altresì il motivo per tenere conto del controllo esercitato dal Ministero dell’Interno ai fini della valutazione della misura in termini di aiuto di Stato. Le autorità italiane hanno spiegato che il termine “ente ecclesiastico” non si riferisce solamente agli enti di culto cattolico ma anche a quelli appartenenti ad altre confessioni religiose.

4.   VALUTAZIONE

4.1.   Esistenza dell’aiuto

(35)

L’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE stabilisce che: “Salvo deroghe contemplate dai trattati, sono incompatibili con il mercato interno, nella misura in cui incidano sugli scambi tra Stati membri, gli aiuti concessi dagli Stati, ovvero mediante risorse statali, sotto qualsiasi forma che, favorendo talune imprese o talune produzioni, falsino o minaccino di falsare la concorrenza.”

(36)

Secondo una giurisprudenza costante, “la nozione di impresa abbraccia qualsiasi entità che esercita un’attività economica, a prescindere dallo status giuridico di detta entità e dalle sue modalità di finanziamento” (9). Analogamente, il fatto che un’entità non persegua scopi di lucro non è un criterio determinante per stabilire se si tratti o meno di un’impresa (10).

(37)

Per quanto riguarda l'esenzione dall’ICI concessa agli enti non commerciali, la Commissione ritiene, a questo stadio del procedimento, che a beneficiarne possano essere delle imprese, poiché la disposizione di legge si riferisce ad attività che risultano, almeno parzialmente, rientrare nel campo d’applicazione del diritto UE della concorrenza (11). Analogamente, per quanto riguarda l’articolo 149, quarto comma, del TUIR, la Commissione ritiene che i beneficiari di tale disposizione possano svolgere attività economiche e quindi essere qualificati come imprese relativamente a tali attività.

(38)

A questo stadio del procedimento, la Commissione ritiene inoltre che i criteri stabiliti dalla Circolare per escludere la natura commerciale (ai sensi della legislazione italiana) delle attività di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), non possano escludere la natura economica (ai sensi del diritto UE della concorrenza) delle stesse attività. Ad esempio, nei settori delle attività sanitarie e sociali, la Circolare richiede una convenzione con le pubbliche autorità. Ciò, tuttavia, risulta semplicemente essere la condizione necessaria per ottenere almeno un parziale rimborso dal servizio sanitario nazionale. Per quanto riguarda le attività didattiche, la Circolare, da un lato, sembra esigere il rispetto di una serie di obblighi affinché l’attività svolta sia paritaria rispetto a quella statale, e d’altro lato richiede che gli eventuali avanzi di gestione siano reinvestiti nella stessa attività didattica. Questi obblighi non sembrano tali da escludere la natura economica dell’attività. Quanto alle sale cinematografiche, i requisiti della Circolare, piuttosto che escludere la natura economica del servizio fornito, sembrano imporre agli operatori interessati di essere attivi in particolari segmenti di mercato (qualità, interesse culturale, film per ragazzi) qualora intendano ottenere l’esenzione fiscale. Lo stesso sembra verificarsi relativamente alle attività ricettive, laddove l’obbligo di applicare rette di importo ridotto rispetto ai prezzi di mercato e di non comportarsi come un normale albergo non sembra a sua volta escludere la natura economica dell’attività, come sostenuto anche dai denuncianti.

4.1.1.    Risorse statali

(39)

La Commissione osserva che il provvedimento comporta l'impiego di risorse statali, poiché il Tesoro italiano rinuncia a un gettito fiscale per l'importo corrispondente all’abbattimento dell’imposta.

(40)

Una perdita di gettito fiscale equivale in effetti al consumo di risorse statali sotto forma di spese fiscali. Consentendo ad enti, che possono essere classificati come imprese, di ridurre gli oneri fiscali attraverso esenzioni, le autorità italiane rinunciano ad entrate che spetterebbero loro se non vi fosse l’esenzione. Pertanto l’esenzione dall’ICI — nella misura in cui prevede un’esenzione dal pagamento di tale imposta — comporta una perdita di risorse statali. Analogamente, l’articolo 149, quarto comma, del TUIR implica una perdita di risorse statali e interessa risorse statali nella misura in cui prevede la non applicazione, agli enti ecclesiastici e alle associazioni sportive dilettantistiche, delle norme riguardanti la perdita della qualifica di ente non commerciale e dei vantaggi fiscali legati a tale status (vedi sezione in appresso) nel caso in cui detti enti svolgano prevalentemente attività commerciali.

4.1.2.    Vantaggio

(41)

Secondo la giurisprudenza, il concetto di aiuto vale a designare non soltanto prestazioni positive, ma anche interventi che in varie forme alleviano gli oneri che normalmente gravano sul bilancio di un’impresa (12).

(42)

Poiché l’esenzione dall’ICI riduce gli oneri generalmente inclusi nei costi operativi di imprese in possesso di immobili in Italia, essa sembra pertanto concedere agli enti interessati un vantaggio economico rispetto ad altre imprese che non possono beneficiare di tali agevolazioni fiscali pur svolgendo attività economiche analoghe.

(43)

L’articolo 149, quarto comma, del TUIR, consentendo agli enti ecclesiastici e alle associazioni sportive dilettantistiche di beneficiare delle disposizioni fiscali applicabili agli enti non commerciali (più precisamente, per gli enti ecclesiastici, la possibilità di optare per il regime forfetario applicabile agli enti non commerciali, e per le associazioni sportive dilettantistiche la possibilità di beneficiare del regime forfetario previsto dalla legge n. 389 del 16 dicembre 1991) (13), anche qualora gli enti in questione non possano più essere considerati come enti non commerciali, permette a tali enti di godere di un trattamento fiscale più vantaggioso. L’articolo 149, quarto comma risulta quindi apportare un vantaggio economico rispetto ad altre imprese che non possono beneficiare di tale trattamento fiscale vantaggioso pur svolgendo attività analoghe.

4.1.3.    Selettività

(44)

La comunicazione della Commissione sull’applicazione delle norme relative agli aiuti di Stato alle misure di tassazione diretta delle imprese (14) (in appresso la “comunicazione della Commissione”) indica che: “Il principale criterio per applicare l'articolo 92, paragrafo 1 (ora articolo 107, paragrafo 1, del TFUE) ad una misura fiscale è dunque il fatto che tale misura instauri, a favore di talune imprese dello Stato membro, un’eccezione all’applicazione del sistema tributario. Occorre quindi determinare innanzitutto quale sia il sistema generale applicabile. Si dovrà poi valutare se l’eccezione a tale sistema o le differenziazioni al suo interno siano giustificate dalla natura o dalla struttura del sistema stesso, ossia se discendano direttamente dai principi informatori o basilari del sistema tributario dello Stato membro interessato.”

(45)

In altre parole, per valutare la selettività di una misura, occorre accertare se, nell’ambito di un dato regime giuridico, detta misura rappresenti un vantaggio per talune imprese rispetto ad altre che si trovino in una situazione fattuale e giuridica analoga. La determinazione del contesto di riferimento assume un’importanza maggiore nel caso delle misure fiscali, dal momento che l’esistenza stessa di un vantaggio può essere accertata solo rispetto ad un livello di tassazione definito “normale” (15).

(46)

Tuttavia, come chiarito anche dalla Corte di giustizia, “una misura in deroga rispetto all’applicazione del sistema fiscale generale può essere giustificata dalla natura e dalla struttura generale del sistema tributario qualora lo Stato membro interessato possa dimostrare che tale misura discende direttamente dai principi informatori o basilari del suo sistema tributario. In proposito va operata una distinzione fra, da un lato, gli obiettivi che persegue un determinato regime fiscale e che sono ad esso esterni e, dall’altro, i meccanismi inerenti al sistema tributario stesso, necessari per il raggiungimento di tali obiettivi” (16).

(47)

La Corte di giustizia ha inoltre sostenuto in più occasioni che l’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE non fa alcuna distinzione fra le cause o le finalità degli aiuti di Stato, ma li definisce in relazione ai loro effetti (17). Il concetto di aiuto di Stato non si applica tuttavia ai provvedimenti statali che operano delle differenziazioni fra le imprese, laddove tale differenziazione scaturisca dalla natura o dalla struttura generale del sistema cui appartengono. Come spiegato nella comunicazione della Commissione, “talune condizioni possono essere giustificate da differenze oggettive tra i contribuenti”.

(48)

Pertanto, in linea con la giurisprudenza, la Commissione valuterà la selettività delle misure fiscali in oggetto seguendo tre fasi. In primo luogo verrà definito il regime comune o “normale” del sistema fiscale applicabile, che costituisce il sistema di riferimento. Occorrerà in secondo luogo valutare e stabilire se i vantaggi apportati dalla disposizione fiscale in questione derogano rispetto al sistema di riferimento, nella misura in cui la disposizione porta ad una differenziazione fra operatori economici che, alla luce dell’obiettivo perseguito dal regime, si trovano in una situazione fattuale e giuridica analoga. In terzo luogo, se tale deroga sussiste, sarà necessario esaminare se la stessa risulta dalla natura o dalla struttura del sistema tributario in cui rientra e se potrebbe quindi essere giustificata dalla natura o dalla logica di tale sistema. In tale contesto, in linea con la giurisprudenza, uno Stato membro deve dimostrare se tali differenziazioni discendono direttamente dai principi informatori o basilari del sistema.

a)   Sistema di riferimento

(49)

L’ICI è stata introdotta nel 1992 ed è un’imposta autonoma, dovuta ai comuni. La Commissione ritiene pertanto che il sistema di riferimento per la valutazione della misura in questione sia l’ICI in sé.

(50)

Per quanto riguarda l’articolo 149, quarto comma, del TUIR, figurante, come sopra indicato (cfr. punto 29 e segg.), nella sezione relativa al trattamento fiscale degli enti non commerciali, la Commissione ritiene che il sistema di riferimento per la valutazione della misura in questione sia il trattamento fiscale di altri enti non commerciali.

b)   Deroga al sistema di riferimento

i)   Esenzione dall’ICI

(51)

Ai sensi degli articoli 1 e 3 del Decreto Legislativo n. 504/92, soggetti passivi dell’ICI sono tutte le persone giuridiche in possesso di immobili, indipendentemente dall’uso che ne viene fatto. L’articolo 7 indica quali categorie di immobili sono esenti dall’imposta (18).

(52)

Pertanto, a questo stadio, va ritenuto che l'esenzione dall’ICI per gli immobili di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), del Decreto Legislativo n. 504/92 deroghi al sistema di riferimento, secondo il quale è tenuta a pagare l’ICI ogni persona giuridica, e quindi ogni impresa, in possesso di immobili, indipendentemente dall’uso che ne viene fatto.

(53)

La Commissione ha chiesto alle autorità italiane di fornire ulteriori informazioni riguardo agli enti e alle attività di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), del Decreto Legislativo 504/92, che sono stati l'oggetto delle denunce ricevute. Le autorità italiane hanno argomentato che una tale esenzione potrebbe essere giustificata da differenze oggettive tra i contribuenti. Di norma è esente dall’ICI l'uso non commerciale di un fabbricato, mentre l'uso commerciale è tassato interamente.

(54)

Tuttavia, a questo stadio, la Commissione ritiene che gli enti non commerciali possano svolgere, in certi casi, attività economiche. In tal caso potrebbero trovarsi nella stessa situazione giuridica e fattuale di qualsiasi altra società che eserciti un’attività economica. La Commissione ha ricevuto ad esempio dai denuncianti informazioni riguardanti presunte prestazioni, da parte degli enti ecclesiastici, di servizi sanitari o ricettivi, che sono in concorrenza con servizi analoghi offerti da altri operatori economici. A tale riguardo, le autorità italiane hanno indicato alla Commissione che un ente ecclesiastico che svolga un’attività economica, né marginale né direttamente legata alle attività di culto, deve essere trattato come qualunque altro operatore economico che eserciti la stessa attività. Le autorità italiane hanno inoltre precisato che gli enti ecclesiastici sono soggetti a controlli amministrativi da parte delle autorità competenti, come qualsiasi altro ente e contribuente. Tuttavia, come sopra indicato, risulta che gli enti non commerciali possano svolgere attività commerciali, che sono necessariamente di natura economica ai sensi del diritto UE della concorrenza. Ad esempio, la relazione finale della Commissione ministeriale di studi sulle problematiche applicative dell’esenzione dall’ICI disposta dall’art. 7, c. 1, lett. i) del D.Lgs. 504/1992, nella versione inviata dai denuncianti alla Commissione, precisa che le attività sanitarie e didattiche sono necessariamente di natura commerciale, poiché sono fornite in forma organizzata verso corrispettivi (paragrafo 3.2.). Attività di siffatta natura sono qualificate come attività di natura economica ai sensi del diritto UE della concorrenza. Tuttavia, se tali attività sono svolte da un ente non commerciale [e non sono prevalenti (19)], l’ente interessato godrà dell’esenzione dall’ICI per l’immobile utilizzato nell’esercizio di tali attività, a condizione che siano soddisfatti i requisiti minimi previsti dalla Circolare. Se un ente commerciale svolge la stessa attività non godrà dell’esenzione fiscale, anche se soddisfa i requisiti della Circolare.

(55)

A questo stadio del procedimento la Commissione ritiene quindi che l'esenzione dall’imposta comunale sugli immobili prevista per le categorie di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), del Decreto Legislativo n. 504/92 configuri prima facie una misura selettiva ai sensi della giurisprudenza.

ii)   Articolo 149, quarto comma, del TUIR

(56)

Quanto all’articolo 149, quarto comma, del TUIR, a questo stadio la Commissione stima che tale disposizione configuri prima facie una misura selettiva: solo gli enti ecclesiastici e le associazioni sportive dilettantistiche, difatti, hanno la possibilità di mantenere la qualifica di ente non commerciale anche qualora non possano più essere considerati enti non commerciali.

c)   Giustificazione in base alla logica del sistema tributario

(57)

Una misura può essere giustificata dalla natura e dalla struttura generale del sistema tributario qualora discenda direttamente dai principi informatori di tale sistema. Come costantemente sostenuto dalla Corte di giustizia, spetta allo Stato membro fornire tale giustificazione.

(58)

Nelle loro dichiarazioni, le autorità italiane hanno sostenuto che le misure in oggetto non derogano alla logica inerente del sistema tributario italiano (vedi sopra, sezione 3). Tuttavia, a questo stadio del procedimento, esse non hanno fornito prove sufficienti che consentano alla Commissione di ritenere che le misure in questione possano essere giustificate sulla base dei principi inerenti a tale sistema.

(59)

In particolare, per quanto riguarda l’esenzione dall’ICI, a questo stadio la Commissione non può condividere la posizione delle autorità italiane, secondo cui il valore sociale di un’attività costituisce un valido motivo per giustificare una misura secondo la logica del sistema tributario. La nozione di aiuto di Stato, infatti, non dipende dall’obiettivo perseguito dalla misura, e in ogni caso l’esenzione dall’ICI non si applica a tutte le imprese che esercitano tali attività di alto valore sociale, ma solo ad alcune di esse (quelle svolte da enti non commerciali). In sintesi, l’approccio delle autorità italiane risulta essere in contrasto con quanto statuito dalla Corte di giustizia nella causa Cassa di Risparmio di Firenze  (20), anch’essa riguardante un’agevolazione fiscale concessa a persone giuridiche senza scopo di lucro che perseguivano fini di utilità sociale. La Corte di giustizia ha dichiarato che:

“l’agevolazione fiscale in parola è concessa in considerazione della natura giuridica dell’impresa, persona giuridica di diritto pubblico o fondazione, e dei settori in cui tale impresa svolge la propria attività.

L’agevolazione deroga al regime fiscale generale senza essere giustificata dalla natura o dalla struttura del sistema fiscale in cui si inserisce. La deroga non è basata sulla logica della misura o sulla tecnica impositiva, ma deriva dall’obiettivo del legislatore nazionale di favorire finanziariamente enti ritenuti socialmente meritevoli.

Una tale agevolazione è quindi selettiva.”

(60)

Con riferimento alla disposizione di cui all’articolo 149, quarto comma, del TUIR, le autorità italiane hanno altresì spiegato che tale disposizione è volta a preservare la competenza esclusiva del Ministero dell’Interno. A tale riguardo, senza alcun pregiudizio in ordine alla valutazione di tale giustificazione, a questo stadio la Commissione ritiene che la misura in questione non sia comunque giustificata sulla base dei principi inerenti al sistema tributario italiano, ma eventualmente in base ad altre considerazioni che non riguardano tale sistema.

4.1.4.    Effetti sugli scambi tra Stati membri e distorsione della concorrenza

(61)

Ai sensi dell’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE, la misura deve incidere sugli scambi tra Stati membri e falsare, o minacciare di falsare, la concorrenza. Nella fattispecie, almeno alcuni dei settori che beneficiano dell’esenzione dall’ICI, come quelli relativi all’offerta di servizi ricettivi e sanitari, sono aperti alla concorrenza e agli scambi all’interno dell’Unione europea. Parimenti potrebbero esserlo anche altri settori, come ad esempio l'istruzione. Pertanto, a questo stadio la Commissione stima che sia la misura ICI che la disposizione riguardante gli enti non commerciali, potenzialmente applicabili a diversi settori economici, incidano sugli scambi tra gli Stati membri e falsino o minaccino di falsare la concorrenza.

4.1.5.    Nuovi aiuti

(62)

Entrambe le misure possono essere qualificate come nuovi aiuti. L’ICI è stata in effetti introdotta nel 1992, e l’esenzione fiscale in questione non è stata notificata né altrimenti approvata dalla Commissione. L’esenzione si applica a un ampia gamma di attività che non erano chiuse alla concorrenza quando l’ICI è stata introdotta, ed ha carattere annuo. Pertanto, ogni deroga alle normali disposizioni di questo regime fiscale configura necessariamente un nuovo aiuto nella misura in cui ricorrono le condizioni di cui all’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE. Analogamente, l’articolo 149 (ex articolo 111-bis) del TUIR è stato introdotto nel 1998, e neanch’esso è stato notificato o altrimenti approvato dalla Commissione. Per questo motivo la deroga di cui all’articolo 149, quarto comma del TUIR può essere qualificata come nuovo aiuto, nella misura in cui ricorrono le condizioni di cui all’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE.

4.1.6.    Conclusioni

(63)

Poiché risultano ricorrere tutte le condizioni enunciate all’articolo 107, paragrafo 1, del TFUE, a questo stadio del procedimento la Commissione ritiene che la misura di esenzione dall’ICI per gli immobili utilizzati da enti non commerciali per fini specifici (articolo 7, c. 1, lettera i), del Decreto Legislativo n. 504/92), e l'articolo 149, quarto comma, del TUIR, comportino un aiuto di Stato che può essere qualificato come nuovo aiuto.

4.2.   Compatibilità

(64)

Le misure che costituiscono aiuti di Stato possono essere considerate compatibili sulla base delle deroghe previste all’articolo 107, paragrafi 2 e 3, del TFUE.

(65)

Ad oggi la Commissione nutre dubbi sul fatto che le misure in questione possano considerarsi compatibili col mercato interno. Le autorità italiane non hanno presentato alcuna argomentazione atta ad indicare che nella fattispecie si applichi una delle deroghe di cui all’articolo 107, paragrafi 2 e 3, del TFUE, in base alle quali un aiuto di Stato può essere considerato compatibile col mercato interno.

(66)

Non risultano applicarsi, nella fattispecie, le deroghe di cui all’articolo 107, paragrafo 2, del TFUE, riguardanti gli aiuti a carattere sociale concessi ai singoli consumatori, gli aiuti destinati a ovviare ai danni arrecati dalle calamità naturali oppure da altri eventi eccezionali, e gli aiuti concessi a determinate regioni della Repubblica federale di Germania.

(67)

Non risultano applicarsi neppure le deroghe previste dall’articolo 107, paragrafo 3, del TFUE, che prevedono l'autorizzazione degli aiuti destinati a favorire lo sviluppo economico delle regioni ove il tenore di vita sia anormalmente basso, oppure si abbia una grave forma di sottoccupazione, nonché quello delle regioni di cui all’articolo 349 TFUE, tenuto conto della loro situazione strutturale, economica e sociale. Parimenti, non sembra si possa ritenere che le misure in questione siano destinate a promuovere la realizzazione di un importante progetto di comune interesse europeo oppure a porre rimedio a un grave turbamento dell’economia italiana, ai sensi dell’articolo 107, paragrafo 3, lettera b), del TFUE.

(68)

L’articolo 107, paragrafo 3, lettera d), del TFUE prevede che possano considerarsi compatibili col mercato interno gli aiuti destinati a promuovere la cultura e la conservazione del patrimonio, quando non alterino le condizioni degli scambi e della concorrenza nell’Unione in misura contraria all’interesse comune. Secondo la Commissione non si può escludere che alcuni enti, come gli enti non commerciali che svolgono esclusivamente attività didattiche, culturali e ricreative, abbiano ad oggetto la promozione della cultura e della conservazione del patrimonio, e possano quindi rientrare nel campo d'applicazione di tale articolo.

(69)

Ai sensi dell’articolo 107, paragrafo 3, lettera c), del TFUE gli aiuti concessi per agevolare lo sviluppo di talune attività o di talune regioni economiche possono essere considerati compatibili sempre che non alterino le condizioni degli scambi in misura contraria al comune interesse. A questo stadio, tuttavia, la Commissione non ha elementi per valutare se i vantaggi fiscali apportati dalle misure in esame siano legati a specifici investimenti idonei a beneficiare di aiuti sulla base di regole e orientamenti comunitari, alla creazione di posti di lavoro o a progetti specifici. La Commissione ritiene, al contrario, che le misure in questione sembrino costituire una riduzione degli oneri che gli enti interessati dovrebbero normalmente sostenere nel corso della propria attività, e che debbano pertanto essere considerate come aiuti al funzionamento. In base alla prassi della Commissione, questi aiuti non possono essere considerati compatibili col mercato interno poiché non agevolano lo sviluppo di talune attività o di talune regioni economiche, e poiché gli incentivi in questione non sono limitati nel tempo, decrescenti e proporzionati a quanto necessario per porre rimedio a specifici svantaggi economici delle regioni interessate.

(70)

La Commissione non può infine escludere, a questo stadio, che alcune delle attività beneficiarie delle misure in questione possano essere classificate ai sensi della legge italiana come servizi di interesse economico generale a norma dell’articolo 106, paragrafo 2, del TFUE e secondo la giurisprudenza Altmark. Le autorità italiane non hanno tuttavia fornito alcuna informazione che consenta alla Commissione di valutare se sia così e di esprimersi sull’eventuale qualifica di aiuto di queste misure e sulla loro compatibilità col mercato interno.

5.   CONCLUSIONI

(71)

In considerazione di quanto sopra esposto, la Commissione ha deciso di avviare un procedimento di indagine formale, conformemente all’articolo 108, paragrafo 2, del TFUE, in relazione al regime previsto dall’articolo 7, comma 1, lettera i) del Decreto Legislativo n. 504/92 e in relazione alla disposizione di cui all’articolo 149, quarto comma, del TUIR.

Decisione

(72)

La Commissione invita l'Italia a presentare le proprie osservazioni e a fornire tutte le informazioni utili ai fini della valutazione dell’aiuto, entro un mese dalla data di ricezione della presente.

(73)

La Commissione invita inoltre le autorità italiane a trasmettere senza indugio copia della presente lettera ai beneficiari potenziale dell’aiuto.

(74)

La Commissione fa presente al governo italiano che l’articolo 108, paragrafo 3, del TFUE ha effetto sospensivo e che in forza dell’articolo 14 del regolamento (CE) n. 659/1999 del Consiglio, essa può imporre allo Stato membro di recuperare un aiuto illegalmente concesso presso il beneficiario.

(75)

Con la presente la Commissione comunica all’Italia che informerà gli interessati attraverso la pubblicazione della presente lettera e di una sintesi della stessa nella Gazzetta ufficiale dell’Unione europea. Inoltre informerà gli interessati nei paesi EFTA firmatari dell’accordo SEE attraverso la pubblicazione di un avviso nel supplemento SEE della Gazzetta ufficiale dell’Unione europea e informerà infine l’Autorità di vigilanza EFTA inviandole copia della presente. Tutti gli interessati anzidetti saranno invitati a presentare osservazioni entro un mese dalla data di detta pubblicazione.»


(1)  Con effetto dal 1o dicembre 2009, l’articolo 87 e l’articolo 88 del trattato CE sono sostituiti rispettivamente dall’articolo 107 e dall’articolo 108 del trattato sul funzionamento dell’Unione europea (TFUE), ma non cambiano nella sostanza. Ai fini della presente decisione, i riferimenti agli articoli 107 e 108 del TFUE vanno intesi in riferimento rispettivamente agli articoli 87 e 88 del trattato CE, ove necessario.

(2)  Cfr. le cause T-192/10, Ferracci/Commissione (GU C 179 del 3.7.2010, pag. 45) e T-193/10, Scuola Elementare Maria Montessori/Commissione (GU C 179 del 3.7.2010, pag. 46).

(3)  Come sottolineato dalla Corte di giustizia, “in una situazione in cui la modifica di un regime esistente ha l’effetto di ridurre l’importo degli aiuti che possono o che devono essere corrisposti, essa non ha lo stesso effetto di un aiuto nuovo, in quanto quest’ultimo implica, per definizione, l’aumento degli oneri a carico dello Stato” (sentenza del 4.3.2009, causa T-265/04, Tirrenia, punto 127).

(4)  Sentenza del Tribunale del 4.3.2009, cause riunite T-265/04, T-292/04 e T-504/04, Tirrenia di navigazione contro Commissione, punto 127.

(5)  Più precisamente l'articolo 7, lettera i) del Decreto legislativo 504/92 si riferisce ai soggetti di cui all’articolo 87 (ora articolo 73), primo comma, lettera c), del D.P.R. n. 917/86 (TUIR). La definizione contenuta in quest’ultima disposizione è quella di enti non commerciali.

(6)  Non è chiaro se l’elenco contenuto nella circolare sia esaustivo o meno.

(7)  Cfr. la circolare n. 2/DF del 29 gennaio 2010, punto 5.

(8)  Vedi articolo 143 e segg. del TUIR.

(9)  Sentenza della Corte di giustizia del 23 aprile 1991, causa C-41/90, Höfner contro Macroton GmbH, Racc. 1991, pag. I-1979, punto 21.

(10)  Sentenza della Corte di giustizia del 1.7.2008, causa C-49/07, MOTOE, Racc. 2008, pag. I-4863, punti 27 e 28.

(11)  Ad esempio, la Commissione ministeriale si riferisce a quattro sentenze della Corte di Cassazione, la n. 4573, 4642, 4644 e 4645 dell’8 marzo 2004, relative a un ente ecclesiastico che gestiva una casa di cura e un pensionato secondo modalità commerciali (punto 1.3). Contrariamente all’interpretazione data dalla Corte di Cassazione, basata sulla versione originale dell’articolo 7, c. 1, lettera i), del Decreto legislativo n. 504/92, la Commissione ministeriale indica che, in base alle disposizioni dell’articolo 7, comma 2-bis del Decreto legge n. 203/2005, convertito con legge 2 dicembre 2005 n. 248, e dell’articolo 39 del Decreto legge n. 223/2006, tali situazioni dovrebbero rientrare nell’esenzione dall’ICI.

(12)  Sentenza della Corte di giustizia del 8.11.2001, causa C-143/99, Adria-Wien Pipeline, Racc. 2001, pag. I-8365, punto 38.

(13)  Cfr. l’articolo 145 del TUIR.

(14)  GU C 384 del 10.12.1998, pag. 3.

(15)  Sentenza della Corte di giustizia del 6.9.2006, causa C-88/03, Portogallo contro Commissione, Racc. 2006, pag. I-7115, punto 56.

(16)  Sentenza della Corte di giustizia del 6.9.2006, causa C-88/03, Portogallo contro Commissione, Racc. 2006, pag. I-7115, punto 81. Cfr. Anche la sentenza della Corte di giustizia del 29.4.2004, causa C-308/01, GIL Insurance, Racc. 2004, pag. I-4777, punto 68.

(17)  Si vedano ad esempio: sentenza della Corte di giustizia del 29.2.1996, causa C-56/93, Belgio contro Commissione, Racc. 1996, pag. I-723, punto 79; sentenza della Corte di giustizia del 26.9.1996, causa C-241/94, Francia contro Commissione, Racc. 1996, pag. I-4551, punto 20; sentenza della Corte di giustizia del 17.6.1999, causa C-75/97, Belgio contro Commissione, Racc. 1999, pag. I-3671, punto 25, e sentenza della Corte di giustizia del 13.2.2003, causa C-409/00, Spagna contro Commissione, Racc. 2003, pag. I-10901, punto 46.

(18)  Come indicato sopra, al par. 37, al presente stadio del procedimento non può essere escluso che gli immobili di cui all’articolo 7, c. 1, lettera i), possano essere usati per lo svolgimento di attività economiche.

(19)  Se tali attività fossero prevalenti, generalmente l’ente non sarebbe considerato non commerciale (si veda: Commissione ministeriale, paragrafo 2.2.1.).

(20)  Sentenza della Corte di giustizia del 10.1.2006, causa C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze, Racc. 2006, pag. I-289, punti 136-138.