ISSN 1725-2415 doi:10.3000/17252415.C_2010.249.ell |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
53ό έτος |
|
V Γνωστοποιήσεις |
|
|
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ |
|
|
Ευρωπαϊκή Επιτροπή |
|
2010/C 249/08 |
||
|
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ |
|
|
Ευρωπαϊκή Επιτροπή |
|
2010/C 249/09 |
||
2010/C 249/10 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.6000 — E.ON/PP (II)) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 ) |
|
2010/C 249/11 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.5968 — Advent/Bain Capital/RBS Worldpay) ( 1 ) |
|
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
|
IV Πληροφορίες
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/1 |
Ισοτιμίες του ευρώ (1)
15 Σεπτεμβρίου 2010
2010/C 249/01
1 ευρώ =
|
Νομισματική μονάδα |
Ισοτιμία |
USD |
δολάριο ΗΠΑ |
1,2989 |
JPY |
ιαπωνικό γιεν |
111,04 |
DKK |
δανική κορόνα |
7,4471 |
GBP |
λίρα στερλίνα |
0,83550 |
SEK |
σουηδική κορόνα |
9,1950 |
CHF |
ελβετικό φράγκο |
1,3019 |
ISK |
ισλανδική κορόνα |
|
NOK |
νορβηγική κορόνα |
7,8970 |
BGN |
βουλγαρικό λεβ |
1,9558 |
CZK |
τσεχική κορόνα |
24,615 |
EEK |
εσθονική κορόνα |
15,6466 |
HUF |
ουγγρικό φιορίνι |
281,82 |
LTL |
λιθουανικό λίτας |
3,4528 |
LVL |
λεττονικό λατ |
0,7090 |
PLN |
πολωνικό ζλότι |
3,9357 |
RON |
ρουμανικό λέι |
4,2475 |
TRY |
τουρκική λίρα |
1,9398 |
AUD |
αυστραλιανό δολάριο |
1,3863 |
CAD |
καναδικό δολάριο |
1,3335 |
HKD |
δολάριο Χονγκ Κονγκ |
10,0888 |
NZD |
νεοζηλανδικό δολάριο |
1,7753 |
SGD |
δολάριο Σιγκαπούρης |
1,7375 |
KRW |
νοτιοκορεατικό γουόν |
1 506,00 |
ZAR |
νοτιοαφρικανικό ραντ |
9,2089 |
CNY |
κινεζικό γιουάν |
8,7574 |
HRK |
κροατικό κούνα |
7,2820 |
IDR |
ινδονησιακή ρουπία |
11 654,04 |
MYR |
μαλαισιανό ρίγκιτ |
4,0493 |
PHP |
πέσο Φιλιππινών |
57,510 |
RUB |
ρωσικό ρούβλι |
40,1000 |
THB |
ταϊλανδικό μπατ |
40,071 |
BRL |
ρεάλ Βραζιλίας |
2,2215 |
MXN |
μεξικανικό πέσο |
16,6603 |
INR |
ινδική ρουπία |
60,2050 |
(1) Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/2 |
Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα
Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκτέλεση τακτικών αεροπορικών πτήσεων σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2010/C 249/02
Κράτος μέλος |
Γαλλία |
|||||||||
Σχετικά δρομολόγια |
Castres (Mazamet)–Rodez (Marcillac)–Λυών (Saint-Exupéry) |
|||||||||
Διάρκεια ισχύος της σύμβασης |
1.6.2011-31.5.2015 |
|||||||||
Προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων και προσφορών |
|
|||||||||
Διεύθυνση όπου διατίθενται το κείμενο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, καθώς και κάθε πληροφορία ή/και έγγραφα σχετικά με την πρόσκληση υποβολής προσφορών και την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας |
|
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/3 |
Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα
Υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για τα τακτικά αεροπορικά δρομολόγια
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2010/C 249/03
Κράτος μέλος |
Πορτογαλία |
||||||||
Σχετικά δρομολόγια |
Funchal–Porto Santo–Funchal |
||||||||
Ημερομηνία έναρξης ισχύος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας |
Από την 1η Ιανουαρίου 2011 |
||||||||
Διεύθυνση όπου διατίθενται το κείμενο καθώς και κάθε πληροφορία ή/και έγγραφα σχετικά με την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας |
|
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/3 |
Ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκτέλεση τακτικών αεροπορικών δρομολογίων σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2010/C 249/04
Κράτος μέλος |
Πορτογαλία |
||||||||
Σχετικά δρομολόγια |
Funchal–Porto Santo–Funchal |
||||||||
Διάρκεια ισχύος της σύμβασης |
Από 1ης Ιανουαρίου 2011 έως 31 Δεκεμβρίου 2013 |
||||||||
Προθεσμία υποβολής προσφορών |
62 ημέρες από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης |
||||||||
Διεύθυνση όπου διατίθενται το κείμενο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, καθώς και κάθε πληροφορία ή/και έγγραφα σχετικά με την πρόσκληση υποβολής προσφορών και την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας |
|
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ
Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/4 |
Μη υφιστάμενη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ
2010/C 249/05
Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κρίνει ότι τα ακόλουθα μέτρα δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ:
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
: |
27 Ιανουαρίου 2010 |
||||
Αριθμός της υπόθεσης |
: |
66375 |
||||
Κράτος ΕΖΕΣ |
: |
Νορβηγία |
||||
Είδος μέτρου |
: |
μ.δ. |
||||
Οικονομικοί τομείς |
: |
Μίσθωση εγκαταστάσεων/Υπεραγορά |
||||
Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
: |
|
Το αυθεντικό κείμενο της απόφασης, χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ:
http://www.eftasurv.int/state-aid/state-aid-register/
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/5 |
Κρατική ενίσχυση — Αποφάσεις για την περάτωση υφιστάμενης υπόθεσης χορήγησης ενίσχυσης, συνεπεία της αποδοχής ενδεδειγμένων μέτρων ληφθέντων από κράτος ΕΖΕΣ
2010/C 249/06
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
: |
3 Φεβρουαρίου 2010 |
Αριθμός υπόθεσης |
: |
48095 |
Κράτος ΕΖΕΣ |
: |
Νορβηγία |
Τίτλος |
: |
Χρηματοδότηση του Νορβηγικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (Norsk Rikskringkasting — NRK) |
Νομική βάση |
: |
Νόμος αριθ. 127 της 4ης Δεκεμβρίου 1992 περί ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (Lov om kringkasting), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το νόμο αριθ. 92 της 19ης Ιουνίου 2009, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2009. |
Στόχος |
: |
Η αποζημίωση για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. |
Μορφή της ενίσχυσης |
: |
Οιονεί φορολογικές εισφορές, φοροαπαλλαγή |
Οικονομικοί τομείς |
: |
Μέσα ενημέρωσης |
Άλλες πληροφορίες |
: |
Με βάση τα ληφθέντα μέτρα και τις παραιτέρω αναληφθείσες δεσμεύσεις από τις αρχές της Νορβηγίας για την τροποποίηση του ισχύοντος καθεστώτος χρηματοδότησης του Νορβηγικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, οι ανησυχίες της αρχής όσον αφορά το ασυμβίβαστο της χρηματοδότησης του NRK διαλύθηκαν και η έρευνα τερματίστηκε. |
Το αυθεντικό κείμενο της απόφασης, χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ:
http://www.eftasurv.int/state-aid/state-aid-register/
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/6 |
Μη υφιστάμενη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ
2010/C 249/07
Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κρίνει ότι τα ακόλουθα μέτρα δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ:
Ημερομηνία έκδοσης |
: |
10 Φεβρουαρίου 2010 |
||||
Αριθμός υπόθεσης |
: |
62229 |
||||
Κράτος ΕΖΕΣ |
: |
Νορβηγία |
||||
Είδος μέτρου |
: |
μ.δ. |
||||
Οικονομικοί τομείς |
: |
Σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας |
||||
Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
: |
|
Το αυθεντικό κείμενο της απόφασης, χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ:
http://www.eftasurv.int/state-aid/state-aid-register/
V Γνωστοποιήσεις
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/7 |
Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές διαποδιαμορφωτών (μόντεμ) ασύρματου δικτύου ευρείας περιοχής (ΑΔΕΠ) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
2010/C 249/08
Η Επιτροπή έλαβε καταγγελία, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), στην οποία υποστηρίζεται ότι οι εισαγωγές διαποδιαμορφωτών (μόντεμ) ασύρματου δικτύου ευρείας περιοχής (ΑΔΕΠ) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και, επομένως, προκαλούν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.
1. Η καταγγελία
Την καταγγελία υπέβαλε, στις 2 Αυγούστου 2010, η εταιρεία OPTION NV («ο καταγγέλλων»), ο μοναδικός παραγωγός διαποδιαμορφωτών (μόντεμ) ασύρματου δικτύου ευρείας περιοχής (ΑΔΕΠ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αντιπροσωπεύει το 100 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής.
2. Το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας
Το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνα είναι οι διαποδιαμορφωτές ασύρματου δικτύου ευρείας περιοχής (WWAN) με κεραία εκπομπής, οι οποίοι παρέχουν συνεκτικότητα δεδομένων πρωτοκόλλου διαδικτύου (IP) για ηλεκτρονικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων των δρομολογητών Wi-Fi με διαποδιαμορφωτή WWAN (δρομολογητές WWAN/Wi-Fi) («το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας»).
3. Ισχυρισμός περί παροχής επιδότησης
Το προϊόν για το οποίο υποστηρίζεται ότι είναι επιδοτούμενο, είναι το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («η υπό εξέταση χώρα»), το οποίο επί του παρόντος υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 8517 62 00 και ex 8471 80 00. Οι εν λόγω κωδικοί ΣΟ παρατίθενται για πληροφοριακούς και μόνο λόγους.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, οι παραγωγοί του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, επωφελούνται από διάφορες επιδοτήσεις που χορηγεί η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Οι επιδοτήσεις συνίστανται, μεταξύ άλλων, σε προγράμματα φόρου εισοδήματος [π.χ. προγράμματα φόρου εισοδήματος (φοροαπαλλαγές ή μειώσεις της φορολογίας βάσει του προγράμματος «δύο έτη ελεύθερα, τρία έτη κατά το ήμισυ», μειώσεις του φόρου εισοδήματος για βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας ή νέας τεχνολογίας, εκπτώσεις στο φόρο εισοδήματος για εταιρείες που ανήκουν σε ημεδαπούς και αγοράζουν εξοπλισμό που παράγεται εγχώρια], προγράμματα έμμεσων φόρων και εισαγωγικών δασμών (π.χ. απαλλαγές από το φόρο προστιθέμενης αξίας («ΦΠΑ») και δασμολογικές απαλλαγές στον εισαγόμενο εξοπλισμό], προτιμησιακά συστήματα δανειοδότησης (π.χ. δάνεια οικονομικής πολιτικής που προβλέπουν χρηματοδότηση των εξαγωγών από κρατικές εμπορικές τράπεζες και κεντρικές τράπεζες), προγράμματα επιχορήγησης [π.χ. το ταμείο ανάπτυξης για τη βιομηχανία ηλεκτρονικών προϊόντων και πληροφοριών («ταμείο τεχνολογίας πληροφοριών»), το κρατικό ταμείο προγραμμάτων για τον εκσυγχρονισμό των βασικών τεχνολογιών, βραβεία σε γνωστές μάρκες (famous brands awards)], παροχή αγαθών και υπηρεσιών στο κράτος σε τιμές χαμηλότερες από τις κανονικές (π.χ. παροχή δικαιωμάτων χρήσης γης) καθώς και σε προτιμησιακές πολιτικές της τοπικής αυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των παροχών σε ειδικές ζώνες κα βιομηχανικά πάρκα (π.χ. προτιμησιακές πολιτικές στις πόλεις Shenzen, Σαγκάη, Πεκίνο, Xian).
Όπως υποστηρίζεται, τα προαναφερόμενα προγράμματα αποτελούν επιδοτήσεις, δεδομένου ότι συνεπάγονται χρηματοδοτική συνεισφορά εκ μέρους της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ή άλλων περιφερειακών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων) και αποφέρουν όφελος στους δικαιούχους, δηλαδή στους παραγωγούς-εξαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Επίσης, υποστηρίζεται ότι αυτές οι επιδοτήσεις εξαρτώνται από τις εξαγωγικές επιδόσεις και/ή από τη χρήση των εγχώριων παρά των εισαγόμενων αγαθών και/ή περιορίζονται σε ορισμένες εταιρείες ή ομάδες εταιρειών και/ή προϊόντα και/ή περιφέρειες και ότι, επομένως, είναι ειδικές και αντισταθμίσιμες.
4. Ισχυρισμός περί ζημίας
Ο καταγγέλλων υπέβαλε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από την υπό εξέταση χώρα αυξήθηκαν συνολικά τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε όρους μεριδίου της αγοράς.
Τα εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο καταγγέλλων καταδεικνύουν ότι ο όγκος και οι τιμές του εισαγόμενου υπό εξέταση προϊόντος έχουν, μεταξύ άλλων συνεπειών, επηρεάσει αρνητικά τις πωλούμενες ποσότητες, το επίπεδο των τιμών και το μερίδιο της αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των συνολικών επιδόσεων, της οικονομικής κατάστασης και της απασχόλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.
5. Διαδικασία
Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι η καταγγελία υποβλήθηκε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή εξ ονόματός του και ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη διαδικασίας, αρχίζει τη διενέργεια έρευνας δυνάμει του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού.
Η έρευνα θα καθορίσει αν το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, καταγωγής της υπό εξέταση χώρας, επιδοτείται και αν η αυτή η επιδότηση προκάλεσε ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Αν τα συμπεράσματα είναι καταφατικά, η έρευνα θα εξετάσει αν η επιβολή των μέτρων θα είναι αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης.
5.1. Διαδικασία για τον προσδιορισμό της επιδότησης
Οι παραγωγοί-εξαγωγείς (2) του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, από την υπό εξέταση χώρα, και οι αρχές της υπό εξέταση χώρας καλούνται να συμμετάσχουν στην έρευνα της Επιτροπής.
5.1.1. Έρευνα σχετικά με τους παραγωγούς-εξαγωγείς
α)
Λόγω του δυνητικά μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων στην υπό εξέταση χώρα οι οποίοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία, και προκειμένου να ολοκληρωθεί η έρευνα εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίσει τους παραγωγούς-εξαγωγείς που θα συμμετάσχουν στην έρευνα σε έναν εύλογο αριθμό, επιλέγοντας ένα δείγμα (η εν λόγω διαδικασία αναφέρεται επίσης ως «δειγματοληψία»). Η δειγματοληψία θα διενεργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού.
Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι εκπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους καλούνται να αναγγελθούν στην Επιτροπή. Τα εν λόγω μέρη οφείλουν να το πράξουν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά, υποβάλλοντας στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία ή τις εταιρείες τους:
— |
επωνυμία, ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμός τηλεφώνου, αριθμός φαξ και ονοματεπώνυμο του αρμόδιου υπαλλήλου, |
— |
κύκλος εργασιών σε τοπικό νόμισμα και όγκος σε μονάδες του υπό εξέταση προϊόντος που πωλήθηκε για εξαγωγή στην Ένωση κατά την περίοδο έρευνας («ΠΕ») (από την 1η Απριλίου 2009 έως τις 31 Μαρτίου 2010) για καθένα από τα 27 κράτη μέλη (3) ξεχωριστά και στο σύνολό τους, |
— |
κύκλος εργασιών σε τοπικό νόμισμα και όγκος σε μονάδες του υπό εξέταση προϊόντος που πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά κατά τη διάρκεια της ΠΕ (1 Απριλίου 2009 έως 31 Μαρτίου 2010), |
— |
ακριβείς δραστηριότητες της εταιρείας παγκοσμίως όσον αφορά το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, |
— |
επωνυμία και οι ακριβείς δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών (4) που συμμετέχουν στην παραγωγή και/ή στην πώληση (προς εξαγωγή και/ή στην εγχώρια αγορά) του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, |
— |
κάθε άλλη σχετική πληροφορία που θα βοηθήσει την Επιτροπή στην επιλογή του δείγματος. |
Οι παραγωγοί-εξαγωγείς πρέπει επίσης να δηλώσουν αν, σε περίπτωση που δεν επιλεγούν να συμπεριληφθούν στο δείγμα, θα επιθυμούσαν να λάβουν ένα ερωτηματολόγιο και άλλα έντυπα αιτήσεων, τα οποία να συμπληρώσουν και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να ζητήσουν ατομικό περιθώριο επιδότησης, σύμφωνα με το τμήμα β) κατωτέρω.
Με την παροχή των ανωτέρω πληροφοριών, η εταιρεία συγκατατίθεται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα. Αν η εταιρεία επιλεγεί να συμπεριληφθεί στο δείγμα, πρέπει, στη συνέχεια, να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο και να δεχθεί επίσκεψη στις εγκαταστάσεις της προκειμένου να επαληθευτεί η απάντησή της («επιτόπια επαλήθευση»). Αν η εταιρεία δηλώσει ότι δεν συμφωνεί να συμπεριληφθεί στο δείγμα, θα θεωρηθεί ότι δεν συνεργάστηκε στην έρευνα. Τα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά με τους μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς βασίζονται στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία και το αποτέλεσμα για τον εν λόγω ενδιαφερόμενο μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκό από ό,τι αν είχε συνεργαστεί.
Για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες για την επιλογή του δείγματος των παραγωγών-εξαγωγέων, η Επιτροπή θα έλθει επίσης σε επαφή με τις αρχές της οικείας εξάγουσας χώρας, καθώς και με οιεσδήποτε γνωστές ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων.
Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να υποβάλουν άλλες σχετικές πληροφορίες για την επιλογή του δείγματος, εκτός από τις πληροφορίες που απαιτούνται παραπάνω, πρέπει να τηρήσουν την προθεσμία των 21 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
Αν απαιτείται δείγμα, οι παραγωγοί-εξαγωγείς μπορεί να επιλεγούν με βάση τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών στην Ένωση που μπορεί λογικά να αποτελέσει αντικείμενο της έρευνας εντός του διαθέσιμου χρόνου. Η Επιτροπή θα κοινοποιήσει σε όλους τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς, στις αρχές της χώρας εξαγωγής και στις ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων τις εταιρείες που επελέγησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα.
Όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς που επελέγησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα θα πρέπει να υποβάλουν συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο εντός 37 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της επιλογής του δείγματος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.
Οι εταιρείες που είχαν συμφωνήσει να συμπεριληφθούν ενδεχομένως στο δείγμα, αλλά δεν επελέγησαν να συμπεριληφθούν σ’ αυτό θεωρούνται συνεργασθείσες («συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα»). Με την επιφύλαξη του τμήματος β) κατωτέρω, ο αντισταθμιστικός δασμός που μπορεί να εφαρμοστεί στις εισαγωγές από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα δεν θα υπερβαίνει το σταθμισμένο μέσο περιθώριο επιδότησης που καθορίστηκε για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα.
β)
Οι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα μπορούν να ζητήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, να καθορίσει η Επιτροπή τα ατομικά τους περιθώρια επιδότησης («ατομικό περιθώριο επιδότησης»). Οι παραγωγοί-εξαγωγείς που επιθυμούν να ζητήσουν ατομικό περιθώριο επιδότησης πρέπει να ζητήσουν ένα ερωτηματολόγιο, σύμφωνα με το τμήμα α) ανωτέρω, και να το επιστρέψουν δεόντως συμπληρωμένο εντός των προθεσμιών που καθορίζονται κατωτέρω. Το συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο πρέπει να υποβληθεί εντός 37 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της επιλογής του δείγματος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.
Εντούτοις, οι παραγωγοί-εξαγωγές που ζητούν ατομικό περιθώριο επιδότησης πρέπει να γνωρίζουν ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να μην καθορίσει το ατομικό τους περιθώριο επιδότησης αν, για παράδειγμα, ο αριθμός των παραγωγών-εξαγωγέων είναι τόσο μεγάλος ώστε ένας τέτοιες καθορισμός να συνεπάγεται υπέρμετρες δυσκολίες και να παρεμποδίζει την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.
γ)
Ερωτηματολόγια θα αποσταλούν, επίσης, στις αρχές της οικείας εξάγουσας χώρας.
5.2. Διαδικασία για τον προσδιορισμό της ζημίας
Ως ζημία νοείται η σημαντική ζημία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ή ο κίνδυνος σημαντικής ζημίας του κλάδου ή η σημαντική επιβράδυνση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου. Ο προσδιορισμός της ζημίας βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία και περιλαμβάνει έναν αντικειμενικό προσδιορισμό του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών, την επίδρασή τους στις τιμές της ενωσιακής αγοράς και την επακόλουθη επίδραση αυτών των εισαγωγών στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Προκειμένου να τεκμηριωθεί κατά πόσον ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία, οι ενωσιακοί παραγωγοί του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας καλούνται να συμμετάσχουν στην έρευνα της Επιτροπής.
5.2.1. Έρευνα σχετικά με τους ενωσιακούς παραγωγούς
Η Επιτροπή, για να συγκεντρώσει τα στοιχεία που κρίνει αναγκαία για την έρευνα, σχετικά με τους παραγωγούς της Ένωσης, αποστέλλει ερωτηματολόγια στους γνωστούς ενωσιακούς παραγωγούς και σε κάθε γνωστή ένωση ενωσιακών παραγωγών. Όλοι οι παραγωγοί της Ένωσης και οι ενώσεις τους, καλούνται να επικοινωνήσουν αμέσως με την Επιτροπή, με φαξ ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, και το αργότερο 15 ημέρες μετά τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, για να αναγγελθούν και να ζητήσουν το ερωτηματολόγιο.
Οι παραγωγοί της Ένωσης και οι ενώσεις τους πρέπει να υποβάλουν το ερωτηματολόγιο συμπληρωμένο μέσα σε 37 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Το συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο θα περιέχει πληροφορίες, μεταξύ άλλων, για τη δομή, την οικονομική κατάσταση και τις δραστηριότητες της εταιρείας/των εταιρειών τους σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν, για το κόστος παραγωγής και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος.
5.3. Διαδικασία για την αξιολόγηση του συμφέροντος της Ένωσης
Στην περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη επιδοτήσεων και ζημίας, θα αποφασιστεί αν η υιοθέτηση των αντισταθμιστικών μέτρων αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης βάσει του άρθρου 31 του βασικού κανονισμού. Οι ενωσιακοί παραγωγοί, εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι προμηθευτές και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών καλούνται να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά. Για να συμμετάσχουν στην έρευνα, οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών πρέπει να αποδείξουν, εντός της ίδιας προθεσμίας, ότι υπάρχει αντικειμενική σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων τους και του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.
Τα μέρη που θα αναγγελθούν εντός της ανωτέρω προθεσμίας μπορούν να υποβάλουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με το αν η επιβολή μέτρων θα είναι αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης εντός 37 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να υποβληθούν είτε σε ελεύθερη μορφή είτε με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου που έχει καταρτίσει η Επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 31 θα ληφθούν υπόψη μόνον εφόσον τεκμηριώνονται με πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία κατά την υποβολή τους.
5.4. Άλλες γραπτές παρατηρήσεις
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας ανακοίνωσης, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, να υποβάλουν πληροφορίες και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία. Οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή εντός 37 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
5.5. Δυνατότητα ακρόασης από τις υπηρεσίες της Επιτροπής που διενεργούν την έρευνα
Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν ακρόαση από τις υπηρεσίες της Επιτροπής που διενεργούν την έρευνα. Οιαδήποτε αίτηση ακρόασης θα πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς και να εξηγεί τους λόγους υποβολής της. Για ακροάσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν το αρχικό στάδιο της έρευνας το αίτημα πρέπει να υποβληθεί εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια η αίτηση ακρόασης πρέπει να υποβληθεί εντός συγκεκριμένων προθεσμιών τις οποίες ορίζει η Επιτροπή στην επικοινωνία της με τα μέρη.
5.6. Διαδικασία για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων και την αποστολή συμπληρωμένων ερωτηματολογίων και αλληλογραφίας
Όλες οι παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που υποβλήθηκαν για την επιλογή των δειγμάτων, των συμπληρωμένων ερωτηματολογίων και των επικαιροποιήσεών τους, που υποβάλλονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς, τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή, και πρέπει να αναγράφεται η επωνυμία, η ταχυδρομική διεύθυνση, η ηλεκτρονική διεύθυνση, οι αριθμοί τηλεφώνου και φαξ του ενδιαφερόμενου μέρους. Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορεί, για τεχνικούς λόγους, να υποβάλει τις παρατηρήσεις και τις αιτήσεις του σε ηλεκτρονική μορφή πρέπει να ενημερώσει αμέσως σχετικά την Επιτροπή.
Όλες οι γραπτές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ζητούνται στην παρούσα ανακοίνωση, των συμπληρωμένων ερωτηματολογίων και της αλληλογραφίας, που υποβάλλονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και ζητείται να αντιμετωπιστούν ως εμπιστευτικές πρέπει να φέρουν την ένδειξη «Limited» (5).
Τα ενδιαφερόμενα μέρη που υποβάλλουν εμπιστευτικές πληροφορίες («Limited») οφείλουν να προσκομίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, περιλήψεις μη εμπιστευτικού χαρακτήρα, οι οποίες να φέρουν την ένδειξη «For inspection by interested parties». Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτικές, ώστε να επιτρέπουν την σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας της εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίας που υποβάλλεται. Αν τα εμπιστευτικά στοιχεία που υποβάλει το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνοδεύονται από μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψή τους στην απαιτούμενη μορφή και ποιότητα, αυτά τα εμπιστευτικά στοιχεία ενδέχεται να μην ληφθούν υπόψη.
Διεύθυνση της Επιτροπής για την αλληλογραφία:
European Commission |
Directorate-General for Trade |
Directorate H |
Office: N-105 04/092 |
1049 Bruxelles/Brussel |
BELGIQUE/BELGIË |
Φαξ +32 22956505 |
6. Άρνηση συνεργασίας
Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να παράσχει πρόσβαση σε αναγκαία στοιχεία ή γενικότερα δεν τα παρέχει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.
Εάν διαπιστωθεί ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.
Εάν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει και, συνεπώς, τα συμπεράσματα βασίζονται στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού, το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργαστεί.
7. Σύμβουλος ακροάσεων
Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων της ΓΔ Εμπορίου. Ο σύμβουλος ακροάσεων ενεργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και των υπηρεσιών της Επιτροπής που διενεργούν την έρευνα. Ο σύμβουλος ακροάσεων εξετάζει τις αιτήσεις πρόσβασης στο αρχείο, συζητά σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων, ζητά την παράταση προθεσμιών και ζητά ακροάσεις τρίτων μερών. Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να διοργανώσει ακρόαση με ένα επιμέρους ενδιαφερόμενο μέρος και να μεσολαβήσει ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των ενδιαφερόμενων μερών.
Κάθε αίτηση για ακρόαση με το σύμβουλο ακροάσεων θα πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς και να διευκρινίζονται οι λόγοι υποβολής της. Για ακροάσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν το αρχικό στάδιο της έρευνας το αίτημα πρέπει να υποβληθεί εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια η αίτηση ακρόασης πρέπει να υποβληθεί εντός συγκεκριμένων προθεσμιών τις οποίες ορίζει η Επιτροπή στην επικοινωνία της με τα μέρη.
Ο σύμβουλος ακροάσεων θα παρέχει επίσης ευκαιρίες για ακρόαση των μερών ώστε να παρουσιαστούν διαφορετικές απόψεις και επιχειρήματα προς αντίκρουση των ισχυρισμών για ζητήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις επιδοτήσεις, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης. Μια τέτοια ακρόαση κατά κανόνα λαμβάνει χώρα το αργότερο στο τέλος της τέταρτης εβδομάδας μετά την κοινοποίηση των προσωρινών πορισμάτων.
Για περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία επικοινωνίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ανατρέξουν στις ιστοσελίδες του συμβούλου ακροάσεων στο δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου: (http://ec.europa.eu/trade/issues/respectrules/ho/index_en.htm).
8. Χρονοδιάγραμμα της έρευνας
Η έρευνα θα ολοκληρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού εντός 13 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του βασικού κανονισμού, μπορούν να θεσπιστούν προσωρινά μέτρα το αργότερο εντός 9 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
9. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θα συγκεντρωθούν στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6).
(1) ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93.
(2) Παραγωγός-εξαγωγέας είναι οποιαδήποτε εταιρεία στην υπό εξέταση χώρα η οποία παράγει και εξάγει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας στην αγορά της Ένωσης, είτε άμεσα είτε μέσω τρίτου, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε από τις συνδεδεμένες με αυτόν εταιρείες που συμμετέχουν στην παραγωγή, τις εγχώριες πωλήσεις ή τις εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος. Οι εξαγωγείς που δεν είναι παραγωγοί δεν δικαιούνται κανονικά ατομικό δασμολογικό συντελεστή.
(3) Τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τα ακόλουθα: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχική Δημοκρατία και Φινλανδία.
(4) Σύμφωνα με το άρθρο 143 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρόσωπα θεωρούνται ως συνδεόμενα μεταξύ τους μόνο αν: α) το ένα μετέχει στη διεύθυνση ή στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης του άλλου· β) έχουν από νομική άποψη την ιδιότητα των εταίρωνγ) ο ένας είναι εργοδότης του άλλου· δ) ένα οποιοδήποτε πρόσωπο έχει στην κυριότητά του, ελέγχει ή κατέχει άμεσα ή έμμεσα 5 % ή περισσότερο των μετοχών ή μεριδίων με δικαίωμα ψήφου, του ενός και του άλλου· ε) το ένα από αυτά ελέγχει το άλλο άμεσα ή έμμεσα· στ) και τα δύο ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από κάποιον τρίτο· ζ) και τα δύο μαζί ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ένα τρίτο πρόσωπο· ή η) είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη της ίδιας οικογένειας μόνον αν συνδέονται μεταξύ τους με μία από τις σχέσεις που αναφέρονται στη συνέχεια: i) σύζυγοι, ii) πρώτου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, iii) αδελφοί ή αδελφές (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), iv) δευτέρου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, v) θείος ή θεία και ανιψιός ή ανιψιά, vi) γονείς του ετέρου των συζύγων και γαμπρός ή νύφη, vii) αδελφοί ή αδελφές του ή της συζύγου. (EE L 253 της 11.10.1993, σ. 1). Σε αυτό το πλαίσιο, ως «πρόσωπο» νοείται οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
(5) Πρόκειται για έγγραφο εμπιστευτικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2009/597 του Συμβουλίου (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93) και του άρθρου 12 της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα. Είναι επίσης προστατευόμενο έγγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).
(6) ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/12 |
ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΦΙΝΛΑΝΔΊΑ
Κρατική ενίσχυση C 9/10 (ex N 417/09)
Προσωρινή φορολογική ελάφρυνση από το φόρο στην υπεραξία η οποία προκύπτει από τις πωλήσεις καλλιεργούμενης γης
Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
2010/C 249/09
Με την συνημμένη στην παρούσα περίληψη επιστολή της 24ης Μαρτίου 2010, που αναδημοσιεύεται στην γλώσσα του κειμένου που θεωρείται αυθεντικό, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Φινλανδία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το προαναφερόμενο μέτρο.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά το μέτρο σχετικά με το οποίο η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της συνημμένης επιστολής, στην ακόλουθη διεύθυνση:
European Commission |
Directorate-General for Agriculture |
Directorate M2 |
Building/Office L130 5/88 |
1049 Bruxelles/Brussel |
BELGIQUE/BELGIË |
Fax +32 22967672 |
Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Φινλανδία. Οι ενδιαφερόμενοι που θα υποβάλουν παρατηρήσεις μπορούν να ζητήσουν εγγράφως να τηρηθεί απόρρητη η ταυτότητά τους, με αναφορά των σχετικών λόγων.
I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Στις 13 Ιουλίου 2009 η Φινλανδία κοινοποίησε το ως άνω μέτρο στην Επιτροπή. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής οι φινλαδικές αρχές διέθεσαν επιπρόσθετες πληροφορίες με επιστολές της 4ης Νοεμβρίου 2009 και 19ης Ιανουαρίου 2010, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με την ίδια ημερομηνία παραλαβής.
Στις 16 Φεβρουαρίου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ 659/1999, παράταση της αρχικής δίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας η Επιτροπή όφειλε να εκδώσει απόφαση σχετικά με την προαναφερόμενη υπόθεση μέχρι τις 25 Μαρτίου 2010. Με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2010 οι φινλανδικές αρχές ενέκριναν την αιτηθείσα παράταση.
II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το παρόν μέτρο αφορά ελάφρυνση από τον φόρο στην υπεραξία που προκύπτει από τις πωλήσεις καλλιεργούμενης γης στην περίπτωση που οι πωλήσεις γης πραγματοποιούνται την περίοδο 2009-2010 από φυσικό πρόσωπο ή στην περίπτωση που πρόκειται για πωλήσεις ακίνητης περιουσίας θανόντος σε φυσικό πρόσωπο, το οποίο είναι γεωργός εν ενεργεία. Ο αγοραστής πρέπει να χρησιμοποιεί τη γη αυτή για γεωργική παραγωγή.
Οι δικαιούχοι του μέτρου υπολογίζονται άνω των 1 000 και ο συνολικός προϋπολογισμός καθορίζεται σε 20 εκατομμύρια EUR.
Στόχος της προβλεπόμενης με το παρόν μέτρο φορολογικής ελάφρυνσης είναι να αυξηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς γεωργικής γης για τους εν ενεργεία γεωργούς, ώστε να δημιουργηθούν μεγαλύτερες και με καλύτερη δομή γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ο στόχος αυτός θα υλοποιηθεί μέσω της μεγαλύτερης προσφοράς αρόσιμης γης, η οποία θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες ευκαιρίες αγοράς αρόσιμης γης για τους εν ενεργεία γεωργούς. Οι φινλανδικές αρχές εκτιμούν ότι η πλειοψηφία αυτών που θα πωλούσαν γεωργική γη λόγω της προβλεπόμενης από το παρόν καθεστώς φορολογικής ελάφρυνσης, θα ήταν αυτοί οι οποίοι επί του παρόντος ενοικιάζουν τη γη που τους ανήκει σε εν ενεργεία γεωργούς.
Στη Φινλανδία οι υπεραξίες θεωρούνται εισοδήματα από επενδύσεις σε κάθε περίπτωση. Σύμφωνα με τον Νόμο για τη φορολογία εισοδήματος, οι υπεραξίες φορολογούνται με συντελεστή 28 %. Η φορολογητέα υπεραξία υπολογίζεται με την αφαίρεση από την τιμή πώλησης του κόστους αγοράς και του κόστους πώλησης. Η ελάχιστη μείωση ανέρχεται στο 20 % της τιμής πώλησης. Αν η ιδιοκτησία παρέμεινε στην κατοχή του πωλητή για τουλάχιστον δέκα έτη, το ελάχιστο ποσοστό μείωσης ανέρχεται σε 40 %. Οι εν λόγω μειώσεις της τιμής πώλησης δεν ισχύουν για εταιρίες, περιλαμβανομένων των ομόρρυθμων και των ετερόρρυθμων εταιριών.
Στη Φινλανδία το γεωργικό εισόδημα ορίζεται ως το συνολικό καθαρό εισόδημα από τη γεωργία, συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών δραστηριοτήτων οι οποίες δεν αποτελούν χωριστή επιχειρηματική δραστηριότητα. Η φορολόγηση του γεωργικού εισοδήματος διέπεται από τον νόμο φορολογίας γεωργικού εισοδήματος ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του φορολογουμένου. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό το φορολογητέο γεωργικό εισόδημα για δεδομένο οικονομικό έτος είναι η διαφορά μεταξύ των κερδών σε μετρητά ή άλλο οικονομικό όφελος κατά το οικονομικό έτος και της δαπάνης για την απόκτηση και τη διατήρηση του εισοδήματος. Η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση γεωργικής εκμετάλλευσης ή μέρους αυτής φορολογείται σύμφωνα με το νόμο για τη φορολογία γεωργικού εισοδήματος, όπως ακριβώς προβλέπεται και από το νόμο φορολογίας εισοδήματος. Η υπεραξία που προκύπτει από την εκχώρηση καλλιεργούμενης γης φορολογείται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από το αν ο πωλητής της γης είναι γεωργός ή όχι. Επομένως, ο γεωργός και ο ιδιώτης έχουν το ίδιο όφελος από τη φορολογική ελάφρυνση. Όλοι οι ιδιώτες και οι περιουσίες θανόντων μπορούν να απολαμβάνουν φορολογικής ελάφρυνσης, ανεξάρτητα από την δραστηριότητα τους και από το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκούν.
III. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους υπό οποιαδήποτε μορφή και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό λόγω της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, στο βαθμό που επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.
Απ' ό,τι φαίνεται μέχρι τώρα, είναι πιθανόν το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης να αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ για τους εξής λόγους:
— |
Βάσει των πληροφοριών που υπάρχουν σήμερα φαίνεται ότι η ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. |
— |
Βάσει των πληροφοριών που υπάρχουν σήμερα και λαμβανομένου υπόψη ότι οι φινλανδικές αρχές δεν έχουν προτείνει μέχρι σήμερα μια νομική βάση που να κατοχυρώνει τη συμβατότητα πιθανού μέτρου κρατικής ενίσχυσης με τις ισχύουσες διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις, φαίνεται ότι το εν λόγω μέτρο μπορεί να αποτελεί λειτουργική ενίσχυση με μοναδικό στόχο τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του δικαιούχου. |
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων και ενεργώντας στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, η Επιτροπή καλεί τη Φινλανδία να υποβάλει παρατηρήσεις και όλες τις πληροφορίες που θα συνέβαλαν στην αξιολόγηση του μέτρου, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της παρούσας επιστολής.
Ειδικότερα, η Επιτροπή καλεί τη Φινλανδία τα υποβάλει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) |
Πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσο το μέτρο αυτό δικαιολογείται από τη φύση ή το γενικό πλαίσιο του συστήματος, ειδικότερα αν το σύστημα συμφωνεί με την εσωτερική φιλοσοφία του κρατικού φορολογικού συστήματος και ιδίως με τις θεμελιώδεις αρχές του. |
β) |
Αν κατά την έρευνα συναχθεί συμπέρασμα ότι το εν προκειμένω μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, τότε οι φινλανδικές αρχές παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι κατάλληλες για την αξιολόγηση της συμβατότητας του μέτρου, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. |
γ) |
Πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες που έχει η ενίσχυση για τους πωλητές και τους αγοραστές και τη σχετική αγορά γεωργικής γης. |
δ) |
Πληροφορίες σχετικά με το αν τα φυσικά πρόσωπα ή τα ακίνητα θανόντων που πωλούν καλλιεργούμενη γη σε εν ενεργεία γεωργούς θεωρούνται επιχειρήσεις που αποκομίζουν οικονομικό όφελος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ. |
ε) |
Πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο της προβλεπόμενης ενίσχυσης στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τη νόθευση του ανταγωνισμού. |
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
«Komissio ilmoittaa Suomelle, että komissio on, tutkittuaan Suomen viranomaisten toimittamat asiakohdassa mainittua toimenpidettä koskevat tiedot, päättänyt aloittaa Euroopan unionin toiminnasta tehdyn sopimuksen (’SEUT’) (1) 108 artiklan 2 kohdassa tarkoitetun menettelyn.
1. MENETTELY
(1) |
Suomen pysyvä edustusto Euroopan unionissa ilmoitti SEUT-sopimuksen 108 artiklan 3 kohdan mukaisesti komissiolle tästä toimenpiteestä 13 päivänä heinäkuuta 2009 päivätyllä ja samana päivänä saapuneeksi kirjatulla kirjeellä |
(2) |
Komissio lähetti 14 päivänä syyskuuta 2009 Suomen viranomaisille kirjeen, jossa pyydettiin tietoja kyseisestä toimenpiteestä. Suomen viranomaiset toimittivat tietoja 4 päivänä marraskuuta 2009 päivätyllä ja samana päivänä saapuneeksi kirjatulla kirjeellä. |
(3) |
Komission yksiköt pyysivät 3 päivänä joulukuuta 2009 päivätyllä kirjeellä Suomen viranomaisia toimittamaan lisätietoja neljän viikon kuluessa. Suomen viranomaiset pyysivät 31 päivänä joulukuuta päivätyllä kirjeellä tämän määräajan pidentämistä. Komissio myönsi 11 päivänä tammikuuta 2009 päivätyllä kirjeellä lisäaikaa 17 päivänä tammikuuta 2010 saakka. Suomen viranomaiset toimittivat lisätiedot 19 päivänä tammikuuta 2010 päivätyllä kirjeellä. |
(4) |
Komission yksiköt pyysivät 16 päivänä helmikuuta 2010 asetuksen (EY) N:o 659/1999 4 artiklan 5 kohdan mukaisesti, että alkuperäistä kahden kuukauden määräaikaa, jonka kuluessa komission on tehtävä edellä mainittua asiaa koskeva päätös, jatkettaisiin 25 päivänä maaliskuuta 2010 saakka. Suomen viranomaiset antoivat 17 päivänä helmikuuta 2010 päivätyllä kirjeellä suostumuksensa pyydettyyn määräajan jatkamiseen. |
2. KUVAUS
2.1 Nimi
(5) |
Pellon luovutusvoiton määräaikainen verovapaus |
2.2 Edunsaajat
(6) |
Yli 1 000 erikokoista edunsaajaa. Verohelpotus myönnetään luonnollisille henkilöille tai kuolinpesille pellon myynnistä maataloutta harjoittaville luonnollisille henkilöille vuosina 2009–2010. Yritykset eivät kuulu tämän järjestelmän piiriin. |
2.3 Talousarvio
(7) |
20 miljoonaa EUR |
2.4 Kesto
(8) |
1.1.2009–31.12.2010. |
2.5 Toimenpiteen tausta
(9) |
Suomen viranomaiset ilmoittavat, että tässä toimenpiteessä pellon (2) luovutusvoitosta myönnetään verohelpotusta, kun luonnollinen henkilö tai kuolinpesä myy pellon maataloutta aktiivisesti harjoittavalle luonnolliselle henkilölle vuosina 2009–2010 (3). Ostajan on käytettävä kyseistä peltomaata maataloustuotantoon. Seuraamuksia sovelletaan, jos ostaja myy peltomaan edelleen (4) tai käyttää sitä muihin kuin maataloustarkoituksiin (esim. rakentamiseen.). Suomen viranomaiset toteavat ilmoittaneensa tämän toimenpiteen komissiolle saadakseen selvyyden siihen, onko suunniteltu verohelpotus SEUT-sopimuksen 107 artiklassa tarkoitettua valtiontukea. |
(10) |
Suomen viranomaiset ilmoittavat, että noin kolmasosaa Suomen pelloista viljellään tällä hetkellä vuokrasopimusten perusteella. Tilanne vaikuttaa pitkällä aikavälillä tällaisen peltomaan kuntoon sekä vuokralaisten mahdollisuuksiin ja halukkuuteen kehittää tuotantoaan investoinnein ja hankkia lohkoja, jotka soveltuvat nykyiseen tilarakenteeseen. Tässä toimenpiteessä suunnitellun verohelpotuksen tavoitteena on lisätä aktiivisesti maataloutta harjoittavien henkilöiden osuutta maatalousmaan omistajista, mikä kasvattaisi tilakokoa (5) ja parantaisi tilarakennetta. Näiden tavoitteiden edistämiseksi on ehdotettu väliaikaista verohuojennusta. Suomen viranomaisten mukaan verohuojennuksen määräaikaisuudella tavoitellaan mahdollisimman suurta kannustinta myydä peltomaata nopeasti (6). |
(11) |
Toimenpiteen tarkoituksena on luoda peltomaan tarjontaa, joka parantaisi aktiivisten maanviljelijöiden mahdollisuuksia hankkia peltomaata. Suomen viranomaiset arvioivat, että peltomaan lisääntyneellä tarjonnalla ja verohuojennuksella olisi myös peltomaan hintaa alentava vaikutus. Viranomaisten mukaan verohuojennus alentaisi maatalouteen liittyviä maksuja (7) komission valtiontukisääntöjen soveltamista yritysten välittömään verotukseen koskevan tiedonannon (8) 27 kohdassa tarkoitetulla tavalla (jäljempänä ”komission tiedonanto yritysten välittömästä verotuksesta”). |
(12) |
Suomen viranomaiset arvioivat, että suurin osa henkilöistä, jotka myisivät peltoaan tässä järjestelmässä suunnitellun verohuojennuksen houkuttamana, olisivat henkilöitä, jotka tällä hetkellä vuokraavat maataan maataloutta aktiivisesti harjoittaville maanviljelijöille. Nämä henkilöt eivät yleensä itse ole maatalouden harjoittajia. He ovat useimmiten perineet peltomaan sukulaisiltaan, jotka olivat viljelijöitä, tai he ovat itse olleet maanviljelijöitä ennen eläkkeelle jäämistään (9). Suomen viranomaiset toteavat, että eräissä tapauksissa verohelpotusta voitaisiin käyttää myös maatilojen järkeistämiseen kohdentamalla maa-alueita uudelleen keskinäisten vaihtojen avulla. Suomen viranomaiset katsovat, että muussa tapauksessa ei olisi kovin todennäköistä, että aktiiviset maatalouden harjoittajat haluaisivat myydä peltoaan (10). Suomen viranomaisten arvion mukaan noin 90 prosenttia pellon myyjistä olisi muita kuin aktiivitiloja. |
(13) |
Suomen viranomaiset vahvistavat, että Suomessa ei kanneta minkäänlaista varallisuusveroa varojen luonteesta riippumatta. Viranomaisten mukaan peltomaa on vapautettu kiinteistöverosta. Peltomaasta kannettavia veroja ovat maan hankinnan yhteydessä kannettava leimavero ja maan myynnin yhteydessä kannettava luovutusvoittovero. |
(14) |
Suomen viranomaiset toteavat, että Suomen verolainsäädännössä tunnetaan kolme tulolähdettä (henkilökohtainen tulolähde, elinkeinotoiminnan tulolähde ja maatalouden tulolähde), joita arvioidaan erikseen. Jos luonnollisella henkilöllä on elinkeinotoiminnan tulolähde, peltomaan luovutuksesta saatu tulo erotettaisiin siitä. |
(15) |
Maatilan tai sen osan luovutuksesta saadut voitot verotetaan maatilatalouden tuloverolain 21 pykälän mukaan tuloverolain 45–50 pykälässä säädetyllä tavalla. Peltomaan luovuttamisesta saatua luovutusvoittoa verotetaan samalla tavoin riippumatta siitä, onko pellon luovuttaja maanviljelijä vai ei. Suomen viranomaiset toteavat, että suunniteltu verohuojennus hyödyttäisi samalla tavoin sekä maanviljelijöitä että muita yksityishenkilöitä. Verohuojennus voidaan myöntää kaikille yksityishenkilöille ja kuolinpesille riippumatta siitä, mitä elinkeinoa tai liiketoimintaa ne harjoittavat. |
(16) |
Suomen viranomaiset ilmoittavat, että Suomen yleisten sääntöjen mukaan luovutusvoitto katsotaan kaikissa tapauksissa pääomatuloksi (11). Tuloverolain 45 pykälän 1 momentin mukaan pääomatulojen tuloveroprosentti on 28. Verotettava pääomatulo lasketaan vähentämällä luovutushinnasta omaisuuden hankintameno ja voiton hankkimisesta aiheutuneet menot. Luovutushinnasta vähennettävä määrä on vähintään 20 prosenttia. Jos omaisuus on ollut luovuttajalla vähintään 10 vuoden ajan, vähennettävä määrä on vähintään 40 prosenttia. Näitä luovutushinnasta vähennettäviä määriä ei sovelleta yhteisöihin, avoimiin yhtiöihin ja kommandiittiyhtiöihin. |
(17) |
Suomen viranomaiset ovat sitä mieltä, että edunsaajien rajoittamisesta luonnollisiin henkilöihin ja kuolinpesiin, jolloin oikeushenkilöt jäisivät toimenpiteen ulkopuolelle, ei aiheutuisi maatalousalan sektorikohtaista suosimista (12). Suomen verolainsäädännön mukaan verovelvollinen tarkoittaa paitsi luonnollisia henkilöitä myös Suomen tuloverolain 3 pykälässä määriteltyjä yhteisöjä, 4 pykälässä määriteltyjä yhtymiä ja 5 pykälässä määriteltyjä yhteisetuuksia. Suomen viranomaisten mukaan Suomen verojärjestelmän rakenteeseen ja logiikkaan kuuluu se, että luonnollisten henkilöiden ja kuolinpesien sekä muiden oikeudellisten muotojen verotuksessa noudatetaan erilaisia säännöksiä. Lisäksi Suomen verojärjestelmässä luonnollisten ja oikeushenkilöiden verotuksen välillä on eroja, jotka liittyvät luovutusvoittojen verotusta varten tehtäviin vähennyksiin luovutushinnasta (vrt. edellä oleva 16 kohta), poikkeuksiin, joihin sovelletaan luovutusvoittojen verovapauksia (13) sekä eräisiin metsätalouteen sovellettaviin säännöksiin. |
2.6 Oikeusperusta
(18) |
Hallituksen esitys laiksi tuloverolain 48 pykälän muuttamisesta ja väliaikaisesta muuttamisesta. |
(19) |
Suomen viranomaiset ovat vakuuttaneet, että edellä mainittu tuloverolain muutos tulisi voimaan vasta komission päätöksen jälkeen. |
3. TOIMENPITEEN ALUSTAVA ARVIOINTI
(20) |
Maaliskuun 22 päivänä vuonna 1999 annetun neuvoston asetuksen (EY) N:o 659/1999 6 artiklan 1 kohdassa säädetään, että muodollisen tutkintamenettelyn aloittamista koskevassa päätöksessä esitetään asiaan liittyvät oikeudelliset seikat ja tosiseikat lyhyesti, komission alustava arvio ehdotetun toimenpiteen tukiluonteesta ja epäilyt toimenpiteen soveltuvuudesta yhteismarkkinoille. |
3.1 Onko kyseessä SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdassa tarkoitettu tuki?
(21) |
SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdan mukaisesti jäsenvaltion myöntämä taikka valtion varoista muodossa tai toisessa myönnetty tuki, joka vääristää tai uhkaa vääristää kilpailua suosimalla jotakin yritystä tai tuotannonalaa, ei sovellu sisämarkkinoille, siltä osin kuin se vaikuttaa jäsenvaltioiden väliseen kauppaan. |
3.1.1 Myönnetäänkö toimenpide valtion varoista tai voidaanko sitä pitää valtion toteuttamana?
(22) |
SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdan mukaan yhtenä edellytyksenä tuen luokittelemiselle valtiontueksi on, että sen myöntäjänä on jäsenvaltio tai että se on myönnetty valtion varoista muodossa tai toisessa. Vaikka luovutusvoiton kaksivuotinen verovapaus ei merkitse suoraa menoerää valtion kassasta, sillä on siitä huolimatta suora vaikutus valtion talousarvioon. Valtio luopuu vapaaehtoisesti verotuloista, joihin sillä olisi lakisääteinen oikeus ja jotka sääntöjen mukaan olisi perittävä. Näin ollen vaikuttaa siltä, että kyseisen järjestelmän mukainen tuki myönnetään valtion varoista. |
3.1.2 Etu ja yrityksen käsite
(23) |
Unionin tuomioistuin on toistuvasti todennut, että ’toimenpide, jolla viranomaiset myöntävät tietyille yrityksille verovapautuksen, joka – vaikka valtion varoja ei siirretäkään – asettaa kyseisen edun saajat muita verovelvollisia edullisempaan taloudelliseen asemaan, on perussopimuksen 107 artiklan 1 kohdassa tarkoitettua valtiontukea’ (14). |
(24) |
Ensinnäkin voidaan todeta, että toimenpiteen edunsaajia ovat luonnolliset henkilöt ja kuolinpesät, jotka myyvät peltoa maataloutta aktiivisesti harjoittaville henkilöille verovuosina 2009 ja 2010. Suomen viranomaiset ovat todenneet, että Suomen verolainsäädännön mukaan luovutusvoitto katsotaan kaikissa tapauksissa pääomatuloksi ja että tuloverolain 45 pykälän 1 momentin mukaan pääomatuloon sovelletaan 28 prosentin verotusta (vrt. edellä oleva 16 kohta). Ehdotettu verohelpotus vapauttaisi pellon myyjän yleisestä velvoitteesta, jonka mukaan pääomatuloista on maksettava veroa, ja siitä näyttäisi olevan myyjälle siinä määrin etua, että tämä voidaan katsoa yritykseksi. Tuomioistuimen yleinen lähestymistapa on toiminnallinen siinä mielessä, että se keskittyy suoritetun toimen luonteeseen eikä toimijoihin (15). On selvitettävä ainoastaan, harjoittaako yksikkö taloudellista toimintaa. Taloudellinen toiminta määritellään tavaroiden ja palvelujen tarjoamiseksi markkinoilla (16). Suomen viranomaisten toimittamista tiedoista käy ilmi muun muassa, että suurin osa henkilöistä, jotka myisivät peltoaan tässä järjestelmässä suunnitellun verohuojennuksen houkuttamana, olisivat henkilöitä, jotka tällä hetkellä vuokraavat maataan maataloutta aktiivisesti harjoittaville maanviljelijöille (ks. edellä oleva 12 kohta). Tässä vaiheessa ei voida sulkea pois sitä mahdollisuutta, että luonnolliset henkilöt ja kuolinpesät, jotka myyvät peltomaata maataloutta aktiivisesti harjoittaville maanviljelijöille, on katsottava SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdassa tarkoitetuiksi taloudellista etua saaviksi yrityksiksi. |
(25) |
Toiseksi on todettava, että kun otetaan huomioon järjestelmän tavoitteet ja siitä todennäköisesti seuraavat vaikutukset sekä tällä hetkellä käytettävissä olevat tiedot, käsiteltävänä olevasta toimenpiteestä vaikuttaa tässä vaiheessa olevan etua myös kyseisen peltomaan ostajille. Sen vuoksi tässä yhteydessä näyttäisi siltä, että suunniteltu tuki vaikuttaa maataloustuotteiden tuotantoon lisäämällä tarjontaa ja mahdollisesti alentamalla maatalousmaan hintaa (vrt. edellä oleva 11 kohta). On otettava huomioon, että maatalousmaan osuus Suomen maatilojen omaisuudesta on merkittävä. Toimenpiteen vaikutuksena näyttäisi olevan, että maataloutta aktiivisesti harjoittavat maanviljelijät voisivat ostaa maata parempaan hintaan, samalla kun myyjä saisi verohuojennuksen. |
(26) |
Vakiintuneen oikeuskäytännön (17) mukaan toimenpiteen luokitteleminen valtiontueksi ei riipu menettelyistä eikä toimenpiteen muodosta tai tavoitteista vaan sen vaikutuksista. Suomen viranomaisten toimittamien tietojen perusteella vaikuttaa siltä, että tässä suunnitelmassa suunnitellun verohelpotuksen ensisijaisena tavoitteena on lisätä maataloutta aktiivisesti harjoittavien henkilöiden osuutta maatalousmaan omistajista, mikä kasvattaisi tilakokoa ja parantaisi tilarakennetta. Tämä tavoite toteutuisi luomalla peltomaan osalta tarjontaa, joka lisäisi aktiivisten maanviljelijöiden mahdollisuuksia hankkia peltomaata. Koska järjestelmän vaikutuksena näyttää olevan maataloutta aktiivisesti harjoittavien maanviljelijöiden suosiminen, voidaan päätellä, että kyseisestä tuesta on heille etua. |
3.1.3 Valikoivuus
(27) |
Euroopan yhteisöjen tuomioistuimen oikeuskäytännössä todetaan, että verotustoimenpiteen valikoivuuden osalta on SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdan mukaan ratkaistava, onko tietyssä oikeudellisessa järjestelmässä jokin kansallinen toimenpide omiaan suosimaan ”jotakin yritystä tai tuotannonalaa” verrattuna muihin, jotka ovat kyseisellä järjestelmällä tavoitellun päämäärän kannalta siihen rinnastettavassa tosiasiallisessa ja oikeudellisessa tilanteessa (18). Komission on näin ollen arvioitava verotustoimenpiteen aineellista valikoivuutta kolmessa vaiheessa (19). |
(28) |
Tämän mukaan ensiksi on määriteltävä yleinen eli ”tavanomainen” verojärjestelmä (”viitejärjestelmä”). Toiseksi on arvioitava ja selvitettävä, onko kyseisellä verotustoimenpiteellä myönnetty etu mahdollisesti valikoiva, osoittamalla, että toimenpide poikkeaa viitejärjestelmästä sikäli, että se johtaa erilaiseen kohteluun sellaisten taloudellisten toimijoiden välillä, jotka ovat kyseiselle järjestelmälle asetetun päämäärän kannalta samanlaisessa tosiasiallisessa ja oikeudellisessa tilanteessa. |
(29) |
Jos tällaisia poikkeamia esiintyy, mikä tarkoittaa, että tarkasteltavana oleva toimenpide on ensi näkemältä valikoiva, on tutkittava, johtuuko kyseinen erottelu sen verojärjestelmän luonteesta ja rakenteesta, jonka osa toimenpide on, jolloin se voisi olla perusteltu. Tässä yhteydessä jäsenvaltion on oikeuskäytännön ja yritysten välittömästä verotuksesta annetun komission tiedonannon 23 kohdan mukaan selvitettävä, perustuvatko poikkeukset suoraan kyseisen jäsenvaltion verojärjestelmän perus- tai pääperiaatteisiin. |
a)
(30) |
Viitejärjestelmänä on Suomen voimassa oleva verojärjestelmä ja erityisesti luovutusvoittojen verotusta koskevat säännöt. Kuten edellä todetaan (vrt. 16 kohta), yleissääntönä on, että luovutusvoitto katsotaan kaikissa tapauksissa pääomatuloksi. Tuloverolain mukaan pääomatulojen tuloveroprosentti on 28. |
b)
(31) |
Tarkasteltavana oleva verotustoimenpide on luovutusvoiton verovapaus, joka myönnetään luonnolliselle henkilölle tai kuolinpesälle, joka myy Suomessa maatalousmaata vuosina 2009 ja 2010, edellyttäen että kyseinen maa myydään maataloutta aktiivisesti harjoittavalle luonnolliselle henkilölle, joka jatkaa maan viljelyä. Näyttää siltä, että Suomen viranomaisten suunnittelema luovutusvoiton verovapaus johtaa erilaiseen kohteluun peltomaan myyjien ja muunlaisten kiinteistöjen myyjien välillä ensiksi mainitun ryhmän eduksi. Suomen viranomaisten suunnittelema luovutusvoiton verovapaus näyttää näin ollen poikkeavan viitejärjestelmästä, sillä ainoastaan peltomaan myyjät voivat hyötyä siitä. Näin ollen toimenpide vaikuttaa ensi näkemältä valikoivalta. |
(32) |
Kuten edellä olevassa 16 kohdassa todetaan, kaikkiin luovutusvoittoihin sovelletaan pääsääntöisesti 28 prosentin verotusta. Näin ollen näyttää siltä, että peltomaan myyjät ja muunlaisten kiinteistöjen myyjät ovat samanlaisessa tosiasiallisessa ja oikeudellisessa tilanteessa. Luovutusvoiton verovapautta ei kuitenkaan sovelleta muunlaisten kiinteistöjen myyntiin. |
(33) |
Lisäksi on todettava, että tämän järjestelmän välittömiä edunsaajia ovat peltomaata myyvät luonnolliset henkilöt ja kuolinpesät. Tältä osin vaikuttaa siltä, että toimenpide on valikoiva myös siitä syystä, että oikeushenkilöt eivät kuulu toimenpiteen soveltamisalaan (vrt. edellä oleva 6 kohta). Järjestelmä vaikuttaa valikoivalta myös suhteessa välillisiin edunsaajiin (maataloutta aktiivisesti harjoittavat maanviljelijät), sillä veroetu aktivoituu vasta, kun he osallistuvat myyntitapahtumaan. Lisäksi verovapaus edellyttää kyseisen peltomaan viljelyn jatkamista. |
(34) |
Sen vuoksi komissio katsoo tässä vaiheessa, että Suomen luovutusvoittojen verovapaus on ensi näkemältä valikoiva toimenpide. |
c)
(35) |
Yritysten välittömästä verotuksesta annetun komission tiedonannon 12 kohdassa määrätään kuitenkin, että toimenpiteen valikoivuutta voidaan perustella myös ”järjestelmän luonteella tai taloudellisella rakenteella”, jolloin tukitoimenpidettä ei katsota SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdassa tarkoitetuksi tueksi. Tiedonannon 23 kohdassa mennään vieläkin pidemmälle toteamalla, että tämä koskee sellaisia toimenpiteitä, jotka ovat taloudellisen järkiperäisyytensä seurauksena tarpeellisia tai tarkoituksenmukaisia suhteessa verojärjestelmän tehokkuuteen. Tiedonannon 27 kohdan mukaan erityismääräyksiä, jotka eivät ole luonteeltaan harkinnanvaraisia ja jotka mahdollistavat esimerkiksi kiinteämääräisen veron vahvistamisen (esimerkiksi maatalous- tai kalastusalalla), voidaan perustella järjestelmän luonteella tai taloudellisella rakenteella, jos määräyksissä otetaan huomioon varsinkin määrätyt kirjanpitovelvoitteet ja kiinteistö- ja maaomaisuuden merkittävä osuus tiettyjen alojen toimijoiden omaisuudesta. Tällaisia määräyksiä ei näin ollen katsota valtiontueksi. |
(36) |
Vakiintuneen oikeuskäytännön (20) mukaan jäsenvaltion tehtävänä on osoittaa, että toimenpide on verojärjestelmän logiikan mukainen. Verojärjestelmän luonteella tai rakenteella perusteleminen on poikkeus valtiontukia koskevan kiellon periaatteesta ja sitä on näin ollen tulkittava suppeasti (21). Asianomaisen jäsenvaltion tehtävänä on osoittaa, että kyseistä poikkeusta voidaan perustella järjestelmän yleisellä luonteella tai taloudellisella rakenteella eikä se sen vuoksi ole SEUT-sopimuksen 107 artiklassa tarkoitettua valtiontukea. Tältä osin on erotettava toisaalta tietylle verojärjestelmälle asetetut tavoitteet, jotka ovat järjestelmään nähden ulkoisia, ja toisaalta itse verojärjestelmään olennaisena osana kuuluvat mekanismit, jotka ovat tarpeen mainitunlaisten tavoitteiden saavuttamiseksi (22). |
(37) |
On muistettava, että kyseisten toimenpiteiden perustelemisessa verojärjestelmän luonteella ja rakenteella on kyse siitä, onko erityinen verotuksellinen toimenpide johdonmukainen yleisen verojärjestelmän sisäisen logiikan kanssa (23). Sellaiseen yksittäiseen verotukselliseen toimenpiteeseen, jota voidaan perustella verojärjestelmän sisäisellä logiikalla – kuten veron progressiivisuudella, jota voidaan perustella sen uudelleenjakoon liittyvällä logiikalla – ei näin ollen sovelleta SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohtaa (24). |
(38) |
Kyseisillä toimenpiteillä tavoitellut päämäärät eivät mahdollista sitä, että näitä toimenpiteitä ei katsottaisi SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdassa tarkoitetuksi valtiontueksi. Tämän väitteen mukaan riittäisi, että viranomaiset vetoavat tukitoimenpiteen toteuttamisella tavoiteltujen päämäärien oikeutukseen, jotta tukea voitaisiin pitää SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdan soveltamisalan ulkopuolelle jäävänä yleisenä toimenpiteenä. Tässä määräyksessä ei kuitenkaan tehdä eroa valtioiden toimenpiteiden syiden tai tavoitteiden vaan niiden vaikutusten perusteella (25). |
(39) |
Niiden tietojen perusteella, joita Suomen viranomaiset ovat toimittaneet kyseisen järjestelmän tavoitteista ja Suomen verotusjärjestelmän luonteesta (esitetty yksityiskohtaisesti edellä 2.5 jaksossa), tässä vaiheessa vaikuttaa siltä, että suunniteltua toimenpidettä ei voitaisi perustella järjestelmän luonteella tai taloudellisella rakenteella. Suomen viranomaisten esittämät perustelut eivät näytä osoittavan, että tarkasteltavana oleva toimenpide on tarpeellinen tai tarkoituksenmukainen suhteessa yleisen verojärjestelmän tehokkuuteen tai että toimenpiteen väitettyjen erityispiirteiden ja myönnetyn verohelpotuksen välillä olisi yhteys. Suomen viranomaiset myöntävät itsekin, että kyseisellä verohelpotuksella tavoiteltu päämäärä – maatalousmaan omistusrakenteen muuttaminen – on verojärjestelmään nähden ulkoinen (luovutusvoittovero). |
3.1.4 Kilpailun vääristyminen ja vaikutukset kauppaan
(40) |
Jotta toimenpiteen voidaan katsoa kuuluvan SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdan soveltamisalaan, sen on vaikutettava kilpailuun ja jäsenvaltioiden väliseen kauppaan. Kun valtion varoista myönnetty tuki vahvistaa yrityksen (26) asemaa verrattuna toiseen yhteisön sisäisessä kaupassa kilpailevaan yritykseen, kyseisen tuen on katsottava vaikuttaneen viimeksi mainittuun yritykseen (27). |
(41) |
Kuten edellä 3.1.2 jaksossa todetaan, tällä hetkellä käytettävissä olevista tiedoista ilmenee, että tämän järjestelmän mukaisia edunsaajia olisivat sekä peltomaan myyjät että ostajat. Suunnitellun tukitoimenpiteen vaikutusten perusteella näyttää siis siltä, että se vaikuttaisi kilpailuun maataloustuotteiden alkutuotannon markkinoilla. Yritykselle myönnetty tuki näyttää vaikuttavan jäsenvaltioiden väliseen kauppaan, jos kyseinen yritys toimii markkinoilla, joilla käydään yhteisön sisäistä kauppaa (28). Yhteisön sisäinen kauppa on asianomaisella alalla huomattavaa (29). Kyseinen toimenpide näyttäisi sen vuoksi olevan omiaan vaikuttamaan jäsenvaltioiden väliseen kauppaan. |
(42) |
Edellä esitetyn perusteella 107 artiklan 1 kohdan edellytykset näyttäisivät lähtökohtaisesti täyttyvän. |
3.2 Tuen soveltuvuus
(43) |
Päädyttyään Suomen viranomaisten toimittamien tietojen perusteella siihen, että luovutusvoiton kaksivuotinen verovapaus vaikuttaa tuensaajayritysten osalta olevan SEUT-sopimuksen 107 artiklan 1 kohdassa tarkoitettua valtiontukea, komission on arvioitava, soveltuuko tuki sisämarkkinoille. Tämän vuoksi on tarpeen selvittää, voitaisiinko tarkasteltavana olevaan toimenpiteeseen soveltaa joitain SEUT-sopimuksen 107 artiklan 2 kohdassa vahvistettuja poikkeuksia. |
(44) |
Näyttää siltä, ettei SEUT-sopimuksen 107 artiklan 2 kohdan poikkeuksia voida tässä tapauksessa soveltaa, koska tukea ei ole suunnattu kyseisissä määräyksissä lueteltuihin tavoitteisiin. |
(45) |
SEUT-sopimuksen 107 artiklan 3 kohdan a alakohdan mukaan sisämarkkinoille soveltuvana voidaan pitää tukea taloudellisen kehityksen edistämiseen alueilla, joilla elintaso on poikkeuksellisen alhainen tai joilla vajaatyöllisyys on vakava ongelma, sekä 349 artiklassa tarkoitetuilla alueilla, niiden rakenteellinen, taloudellinen ja sosiaalinen tilanne huomioon ottaen. Koska tämä toimenpide koskee koko Suomea, se ei näytä soveltuvan sisämarkkinoille SEUT-sopimuksen 107 artiklan 3 kohdan a alakohdan nojalla. Se ei näytä kuuluvan myöskään SEUT-sopimuksen 107 artiklan 3 kohdan b, d ja c alakohdassa vahvistettujen poikkeusten soveltamisalaan. |
(46) |
SEUT-sopimuksen 107 artiklan 3 kohdan c alakohdassa määrätään, että sisämarkkinoille soveltuvana voidaan pitää tukea tietyn taloudellisen toiminnan tai talousalueen kehityksen edistämiseen, jos tuki ei muuta kaupankäynnin edellytyksiä yhteisen edun kanssa ristiriitaisella tavalla. |
(47) |
Tällä hetkellä saatavilla olevien tietojen perusteella ja ottaen huomioon, etteivät Suomen viranomaiset ole tähän mennessä ehdottaneet mitään oikeusperustaa tämän mahdollisen valtiontukitoimenpiteen toteamiseksi voimassa olevien valtiontukimääräysten mukaisiksi, komission alustava käsitys on, että Suomen viranomaisten suunnittelema toimenpide vaikuttaa olevan toimintatukea, jonka tarkoituksena on pelkästään parantaa tuensaajan taloudellista tilannetta. |
(48) |
Sen vuoksi komissio on asetuksen (EY) N:o 659/1999 4 artiklan 4 kohdan mukaisesti päättänyt aloittaa muodollisen tutkintamenettelyn ja kehottaa Suomea esittämään huomautuksensa. |
4. PÄÄTELMÄT
(49) |
Ottaen huomioon edellä esitetyn komissio kehottaa Suomea SEUT-sopimuksen 108 artiklan 2 kohdassa tarkoitetun menettelyn mukaisesti esittämään huomautuksensa ja toimittamaan kaikki tukitoimenpiteen arvioimiseksi tarpeelliset tiedot kuukauden kuluessa tämän kirjeen vastaanottamisesta. |
(50) |
Komissio kehottaa Suomea toimittamaan erityisesti seuraavat tiedot:
|
(51) |
Komissio ilmoittaa Suomelle tiedottavansa asiasta asianomaisille julkistamalla tämän kirjeen ja julkaisemalla tiivistelmän siitä Euroopan unionin virallisessa lehdessä. Komissio ilmoittaa asiasta myös ETA-sopimuksen allekirjoittaneiden EFTA-maiden asianomaisille julkaisemalla tiedonannon Euroopan unionin virallisen lehden ETA-täydennysosassa sekä EFTA:n valvontaviranomaiselle lähettämällä jäljennöksen tästä kirjeestä. Kaikkia mainittuja asianomaisia kehotetaan esittämään huomautuksensa kuukauden kuluessa julkaisupäivästä.» |
«Kommissionen önskar genom denna skrivelse informera Finland om att den, efter att ha granskat de upplysningar som tillhandahållits av Era myndigheter angående stödet i fråga, har beslutat att inleda det förfarande som anges i artikel 108.2 i fördraget om Europeiska unionens funktionssätt (nedan kallat EUF-fördraget) (30).
1. FÖRFARANDE
(1) |
Finlands ständiga representation anmälde genom en skrivelse av den 13 juli 2009, registrerad samma dag, åtgärden ifråga till kommissionen i enlighet med artikel 108.3 i EUF-fördraget. |
(2) |
Den 14 september 2009 begärde kommissionen, i en skrivelse till de finska myndigheterna, kompletterande uppgifter om åtgärden. De finska myndigheterna inkom med information genom en skrivelse av den 4 november 2009, registrerad samma dag. |
(3) |
Genom en skrivelse av den 3 december 2009 begärde kommissionen att de finska myndigheterna skulle inkomma med kompletterande information inom fyra veckor. Genom en skrivelse av den 31 december begärde de finska myndigheterna förlängning av tidsfristen. Kommissionen godkände begäran om förlängning av tidsfristen till och med den 17 januari 2010 genom en skrivelse av den 11 januari 2010. De finska myndigheterna inkom med ytterligare upplysningar genom en skrivelse av den 19 januari 2010. |
(4) |
Den 16 februari 2010 begärde kommissionens avdelningar, på grundval av artikel 4.5 i förordning (EG) nr 659/1999 förlängning fram till den 25 mars 2010 av den ursprungliga tidsfrist på två månader inom vilken det åligger kommissionen att fatta beslut. Genom en skrivelse av den 17 februari 2010 godtog de finska myndigheterna den begärda förlängningen. |
2. BESKRIVNING
2.1 Benämning
(5) |
Tillfällig skattelättnad på överlåtelsevinster vid försäljning av jordbruksmark – (Pellon luovutusvoiton määräikanen verovapaus). |
2.2 Stödmottagare
(6) |
Det rör sig om fler än ettusen stödmottagare av olika slag. Skattelättnaden beviljas fysiska personer och dödsbon i samband med försäljning av jordbruksmark till jordbrukare under 2009–2010. Företag omfattas inte av stödordningen. |
2.3 Budget
(7) |
20 miljoner EUR. |
2.4 Varaktighet
(8) |
1.1.2009-31.12.2010. |
2.5 Bakgrund
(9) |
Den åtgärd som de finska myndigheterna har anmält rör skattelättnad på överlåtelsevinster vid försäljning av jordbruksmark (31), för försäljning som äger rum 2009–2010 och som görs av en fysisk person eller ett dödsbo och där köparen är en fysisk person som är jordbrukare (32). Köparen måste använda jorden ifråga för jordbruksproduktion och påföljder kommer att mätas ut om köparen säljer vidare jorden (33) i sin tur eller använder den för andra ändamål än jordbruk (som till exempel för byggnation). De finska myndigheterna anger att de anmäler åtgärden till kommissionen för att få tydliga besked om huruvida den planerade skattelättnaden skulle utgöra statligt stöd i den mening som avses i artikel 107 i EUF-fördraget eller inte. |
(10) |
De finska myndigheterna förklarar att för närvarande brukas uppskattningsvis en tredjedel av jordbruksmarken i Finland på arrende. Detta inverkar på längre sikt negativt på jordarnas kvalitet samt minskar jordbrukarnas möjligheter och önskemål om att utveckla produktionen genom investeringar och att förvärva arealer som kan passa in i ett jordbruksföretags befintliga struktur. Den skattelättnad som avses i denna åtgärd syftar till att öka de aktiva jordbrukarnas ägande av jordbruksmark och att därigenom skapa större (34) och mer välstrukturerade jordbruk. För att främja dessa syften har det föreslagits ett tillfälligt system med skattelättnader. Enligt de finska myndigheterna bör skattelättnaderna vara tillfälliga, då man anser att detta gör att det därigenom ges incitament för aktörerna att sälja jordbruksmarken så snart som möjligt (35). |
(11) |
Syftet med åtgärden är att öka utbudet av jordbruksmark som kan förvärvas av aktiva jordbrukare. De finska myndigheterna menar också att den ökade tillgången till jordbruksmark och skattelättnaderna bör göra att priset på jordbruksmark faller. Enligt de finska myndigheterna skulle systemet med skattelättnader kunna sänka kostnaderna för jordbruket (36) i den mening som avses i punkt 27 i kommissionens meddelande om tillämpningen av reglerna om statligt stöd på åtgärder som omfattar direkt beskattning av företag (37) (nedan kallat kommissionens meddelande om direkt företagsbeskattning). |
(12) |
De finska myndigheterna menar att majoriteten av de personer som skulle vara villiga att sälja jordbruksmark tack vare den skattelättnad som föreslagits skulle vara personer som för närvarande arrenderar ut sin mark till aktiva jordbrukare. De personerna är vanligtvis inte aktiva jordbrukare. Oftast har de ärvt marken från släktingar som varit jordbrukare eller så har de själva varit jordbrukare före pensionen (38). De finska myndigheterna hävdar att skattelättnaden i vissa fall kan användas för rationalisering inom jordbruket genom att arealer byter ägare och slås samman. Enligt de finska myndigheterna är det annars inte särskilt troligt att aktiva jordbrukare skulle vilja sälja sin jordbruksmark (39). De finska myndigheterna uppskattar att cirka 90 % av de presumtiva säljarna skulle vara andra personer än aktiva jordbrukare. |
(13) |
De finska myndigheterna bekräftar att det inte tas ut någon förmögenhetsskatt i Finland, oavsett vilka tillgångar det rör sig om. Enligt de finska myndigheterna är jordbruksmark befriad från fastighetsskatt. Den skatt som tas ut på jordbruksmark är stämpelskatt, som tas ut vid förvärvet av marken och inkomstskatt på överlåtelsevinster i samband med försäljning av mark. |
(14) |
De finska myndigheterna anger att det i den finska skattelagstiftningen anges tre olika inkomstkällor, dvs. inkomst från personlig förvärvskälla, inkomst av näringsverksamhet och inkomst från jordbrukets förvärvskälla, och att dessa skiljs från varandra vid bedömningen. Om en fysisk person har inkomst av näringsverksamhet skiljs denna från inkomsterna av en eventuell försäljning av jordbruksmark. |
(15) |
Överlåtelsevinst från försäljningen av ett jordbruksföretag eller en del av ett sådant är beskattningsbar i enlighet med 21 § i inkomstskattelagen för gårdsbruk analogt med 45§–50§i inkomstskattelagen. Överlåtelsevinst från försäljning av jordbruksmark beskattas på ett liknande sätt i de fall säljaren är jordbrukare eller då säljaren inte är en jordbrukare. De finska myndigheterna menar att den planerade skattelättnaden skulle kunna gynna både jordbrukare och icke-jordbrukare. Alla fysiska personer och dödsbon kan beviljas skattelättnad, oberoende av vilken typ av verksamhet de bedriver eller inom vilken näringsgren de är verksamma. |
(16) |
Myndigheterna anger att den allmänna regel som gäller i Finland är att överlåtelsevinst alltid betraktas som kapitalavkastning (40). Enligt 45.1§ i inkomstskattelagen ska skatt på 28 % tas ut på kapitalavkastning. Den beskattningsbara kapitalavkastningen beräknas genom att förvärvskostnaden och försäljningskostnaden dras av från försäljningspriset. Det görs ett minimiavdrag på 20 % av försäljningspriset. Om fastigheten har innehafts under minst tio år görs ett minimiavdrag på 40 %. Dessa avdrag på försäljningspriset gäller inte företag, öppna bolag eller kommanditbolag. |
(17) |
Beträffande det faktum att åtgärdens räckvidd har begränsats till fysiska personer och dödsbon, och alltså inte omfattar juridiska personer, anger de finska myndigheterna att man emellertid anser att detta inte ger någon sektorsspecifik selektivitet (41). Enligt finsk skattelagstiftning omfattar begreppet skattskyldig inte bara fysiska personer, utan även samfund enligt 3§ i inkomstskattelagen, sammanslutningar enligt 4 § och samfälligheter enligt 5§. Enligt de finska myndigheterna är det grundläggande för det finska skattesystemets struktur och logik att inte samma skatteregler gäller för fysiska personer och dödsbon som för andra juridiska former. Det finska skattesystemet gör också åtskillnad mellan hur fysiska personer och juridiska personer kan göra avdrag på försäljningspriset vid beskattning av kapitalinkomster (se punkt 16 ovan), och vad gäller i vilken mån skattebefrielse kan beviljas från skatten på kapitalinkomster (42) och vad gäller vissa bestämmelser som avser skogsbruket. |
2.6 Rättslig grund
(18) |
Regeringens lagförslag om ändring och tillfällig ändring av 48 § i inkomstskattelagen. |
(19) |
De finska myndigheterna intygar att ovannämnda ändring av inkomstskattelagen först kommer att träda ikraft när kommissionen har fattat sitt beslut. |
3. PRELIMINÄR BEDÖMNING AV ÅTGÄRDEN
(20) |
I artikel 6.1 i rådets förordning (EG) nr 659/1999 av den 22 mars 1999 fastställs att beslutet om att inleda ett formellt granskningsförfarande ska sammanfatta relevanta sak- och rättsfrågor och att det även ska innehålla kommissionens preliminära bedömning beträffande stödets art och kommissionens tvivel beträffande åtgärdens förenlighet med den gemensamma marknaden. |
3.1 Förekomsten av stöd i den mening som avses i artikel 107.1 i EUF-fördraget
(21) |
Enligt artikel 107.1 i EUF-fördraget är stöd som ges av en medlemsstat eller med hjälp av statliga medel, av vilket slag det än är, som snedvrider eller hotar att snedvrida konkurrensen genom att gynna vissa företag eller viss produktion, oförenligt med den inre marknaden i den utsträckning det påverkar handeln mellan medlemsstaterna. |
3.1.1 Statliga medel och frågan om huruvida åtgärden kan tillskrivas staten
(22) |
I artikel 107.1 i EUF-fördraget fastställs det att villkoren för att ett stöd ska anses vara statligt stöd är att det ges av en medlemsstat eller med hjälp av statliga medel, av vilket slag det än är. Även om det tvååriga undantaget från skatt på överlåtelsevinst inte medför direkta utgifter för staten har det ändå en direkt inverkan på de offentliga finanserna eftersom staten går miste om skatteintäkter som den har laglig rätt till och som den normalt sett skulle ha krävt in. Det verkar därför som om stödet enligt denna ordning betalas med statliga medel. |
3.1.2 Fördelar och begreppet företag
(23) |
Domstolen har i flera domar fastslagit att en åtgärd genom vilken de offentliga myndigheterna medger vissa företag undantag från skattskyldighet och som, trots att den inte innebär en överföring av statliga medel, försätter stödmottagarna i en finansiell situation som är fördelaktigare än den situation som övriga skattskyldiga befinner sig i utgör statligt stöd i den mening som avses i artikel 107.1 i fördraget (43). |
(24) |
För det första är stödmottagarna i föreliggande åtgärd fysiska personer och dödsbon som säljer jordbruksmark till aktiva jordbrukare under beskattningsåren 2009 och 2010. De finska myndigheterna har angivit att överlåtelsevinst i enlighet med finsk skattelagstiftning i alla sammanhang räknas som inkomst från investeringar och att en beskattning på 28 % tillämpas på överlåtelsevinst i enlighet med 45.1 § i inkomstskattelagen (se punkt 16 ovan). De föreslagna skattelättnaderna skulle undanta marksäljaren från en allmän förpliktelse att betala skatt på överlåtelsevinst och därför utgöra en fördel för säljaren i den mån denna kan anses vara ett företag. Domstolens allmänna riktlinje är funktionell, eftersom den utgår från den genomförda verksamhetens art, snarare än från aktörerna (44). Den enda frågan är huruvida företaget idkar näringsverksamhet. Näringsverksamhet definieras som att varor och tjänster erbjuds på marknaden (45). Bland annat framgår det av de uppgifter som de finska myndigheterna tillhandahållit att en stor majoritet av alla som skulle sälja mark för att dra fördel av den skattelättnad denna ordning skulle medföra, är de personer som i dag arrenderar ut sin mark till aktiva jordbrukare (se punkt 12 ovan), I dagsläget kan det inte uteslutas att fysiska personer och dödsbon som säljer jordbruksmark till aktiva jordbrukare bör ses som företag som erhåller en ekonomisk fördel i enlighet med artikel 107.1 i EUF-fördraget. |
(25) |
För det andra verkar den berörda åtgärden i detta läge även ge fördelar för köparna av den berörda odlade jordbruksmarken, med tanke på ordningens målsättning och de effekter den sannolikt medför, samt utgående från de uppgifter som idag är tillgängliga. I detta sammanhang verkar det därför också som om det planerade stödet skulle påverka produktionen av jordbruksvaror genom att öka tillgången och eventuellt minska priset på jordbruksmark, som i Finland utgör en avsevärd del av jordbruksföretagens tillgångar (se punkt 11 ovan). Åtgärden verkar innebära att aktiva jordbrukare skulle kunna köpa mark till ett fördelaktigare pris, eftersom säljaren skulle få skattefördelar. |
(26) |
Enligt vedertagen rättspraxis (46) är frågan huruvida en åtgärd kvalificeras som statligt stöd inte beroende av förfaranden, åtgärdens form eller dess målsättning, utan av dess effekter. Av de uppgifter som Finland lämnat in tycks det framgå att den skattelättnad som avses i denna åtgärd i första hand syftar till att öka de aktiva jordbrukarnas ägande av jordbruksmark och att därigenom skapa större och mer välstrukturerade jordbruk. Detta mål skulle uppnås genom att det skapas tillgång till jordbruksmark som i sin tur skulle ge aktiva jordbrukare större möjlighet att förvärva jordbruksmark. Eftersom ordningens effekter främst tycks vara till förmån för aktiva jordbrukare kan man sluta sig till att det berörda stödet ger dem fördelar. |
3.1.3 Selektivitet
(27) |
Enligt EG-domstolens rättspraxis förutsätter tillämpningen av artikel 107.1 i EUF-fördraget på frågan huruvida en skatteåtgärd är selektiv att det bedöms huruvida en nationell åtgärd inom ramen för en viss rättslig ordning främjar vissa företag eller produktionen av vissa varor mer än andra som i ljuset av ordningens syfte befinner sig i en jämförbar faktisk och rättslig situation (47). Därför måste kommissionen bedöma skatteåtgärdernas selektivitet i tre steg (48). |
(28) |
Först måste man identifiera den ’normala’ ordningen i det gällande skattesystemet (referenssystem). Sedan måste man bedöma och fastställa huruvida fördelar som den berörda skatteåtgärden medför är selektiva, genom att visa att åtgärden avviker från referenssystemet genom att den gör åtskillnad mellan ekonomiska aktörer som i ljuset av ordningens syfte befinner sig i en jämförbar faktisk och rättslig situation. |
(29) |
Om sådana undantag föreligger och åtgärden därför vid första påseende verkar vara selektiv måste man i ett tredje steg undersöka huruvida den åtskillnad som görs är en följd av det övergripande skattesystemets art eller funktion och därmed kan rättfärdigas. Enligt rättspraxis och i enlighet med punkt 23 i kommissionens meddelande om direkt företagsbeskattning är det i sådana fall medlemsstaten som måste visa huruvida åtskillnaden beror på systemets grundläggande principer. |
a)
(30) |
Referenssystemet är det gällande finska skattesystemet, särskilt bestämmelserna om beskattning av överlåtelsevinst. Som visas ovan (punkt 16) räknas överlåtelsevinst generellt sett alltid som inkomst från investeringar. Enligt inkomstskattelagen ska skatt på 28 % tas ut på överlåtelsevinster. |
b)
(31) |
Den berörda skatteåtgärden är ett undantag från beskattningen av överlåtelsevinst, som beviljas fysiska personer eller dödsbon som säljer jordbruksmark i Finland under skatteåren 2009 och 2010, förutsatt att marken säljs till en aktiv jordbrukare som är en fysisk person och som fortsätter att bruka jorden. Det undantag från skatten på överlåtelsevinst som de finska myndigheterna planerar verkar göra åtskillnad mellan säljare av jordbruksmark och säljare av andra fastigheter, till förmån för den förstnämnda gruppen. Undantaget från skatt på överlåtelsevinst som de finska myndigheterna planerar verkar därför avvika från referenssystemet, eftersom endast säljare av jordbruksmark kan dra fördel av undantaget från beskattningen av överlåtelsevinst. Åtgärden verkar därför vid första påseende vara selektiv. |
(32) |
Som nämns ovan i punkt 16 tillämpas i regel en skattesats på 28 % på all överlåtelsevinst. Därmed verkar säljare av jordbruksmark och säljare av andra typer av fastigheter vara i en jämförbar rättslig och faktisk situation. Försäljningen av andra typer av fastigheter ger emellertid inte behörighet till undantag från skatt på överlåtelsevinst. |
(33) |
Dessutom bör det noteras att de direkta stödmottagarna enligt denna stödordning är fysiska personer och dödsbon som säljer jordbruksmark. Även i detta sammanhang tycks åtgärden vara selektiv, eftersom juridiska personer utesluts från åtgärdens tillämpningsområde (se punkt 6 ovan). Ordningen tycks också vara selektiv vad gäller de indirekta stödmottagarna (aktiva jordbrukare), eftersom skattefördelarna endast gäller om de omfattas av transaktionen. Slutligen förutsätter skattelättnaden att marken fortsätts att odlas. |
(34) |
Kommissionen anser därför i detta skede att det finska undantaget från beskattning av överlåtelsevinst vid första påseende är en selektiv åtgärd. |
c)
(35) |
I punkt 12 i kommissionens meddelande om direkt företagsbeskattning föreskrivs emellertid att en åtgärds selektivitet kan motiveras av ’systemets art eller funktion’. Om så är fallet anses åtgärden inte vara statligt stöd enligt artikel 107.1 i EUF-fördraget. I punkt 23 fastställs vidare att så är fallet om åtgärderna är ’nödvändiga eller ändamålsenliga på grund av att de är ekonomiskt rationella med hänsyn till skattesystemets effektivitet’. Enlig punkt 27 kan särskilda bestämmelser som inte innehåller skönsmässiga inslag, vilka till exempel tillåter schablonmässigt fastställande av skatten (till exempel inom jordbruks- eller fiskesektorn) motiveras av systemets art eller funktion om de beaktar bland annat särskilda räkenskapskrav eller markens betydelse bland vissa sektorers tillgångar. Sådana bestämmelser utgör alltså inte statligt stöd. |
(36) |
Det är allmänt vedertaget i rättspraxis (49) att det är medlemsstaternas uppgift att visa att en åtgärd är förenlig med skattesystemets logik. Ett rättfärdigande av det berörda skattesystemet med ett skattesystems art eller allmänna struktur utgör ett undantag från principen att statligt stöd är otillåtet, och måste därför tolkas strikt (50). Det är den berörda medlemsstaten som ska visa att undantaget är befogat med hänsyn till systemets allmänna art, och att det därför inte föreligger statligt stöd enligt artikel 107.1 i EUF-fördraget. I detta sammanhang måste man skilja mellan å ena sidan de mål som förknippas med ett visst skattesystem men som inte ingår i detta, och å andra sidan inneboende mekanismer i själva skattesystemet som krävs för att uppnå sådana mål (51). |
(37) |
Det bör påminnas om att rättfärdigandet av åtgärderna med ’ett skattesystems art eller allmänna struktur’ avser en specifik skatteåtgärds förenlighet med det allmänna skattesystemets inneboende logik (52). En specifik skatteåtgärd som rättfärdigas genom skattesystemets inneboende logik – t.ex. en progressiv skatt som rättfärdigas av systemets mål att uppnå en omfördelning – omfattas inte av artikel 107.1 i EUF-fördraget (53). |
(38) |
Målet för den berörda åtgärden hindrar inte att den klassificeras som statligt stöd enligt artikel 107.1 i EUF-fördraget. Om det argumentet skulle godtas skulle det räcka för offentliga myndigheter att anföra att målen för en stödåtgärd är legitima för att åtgärden skulle räknas som allmän och därför inte omfattas av artikel 107.1. Den bestämmelsen skiljer emellertid inte statliga stödåtgärder på grundval av dessas syften eller mål, utan de definieras utifrån sina effekter (54). |
(39) |
För närvarande tycks det utgående från de uppgifter som de finska myndigheterna har tillhandahållit (avsnitt 2.5 ovan) avseende den berörda ordningens mål och det finska skattesystemets art som om den planerade åtgärden inte skulle vara motiverad på grund av ’systemets art eller funktion’. De argument som de finska myndigheterna lagt fram verkar inte visa att åtgärden är nödvändig för det allmänna skattesystemets funktion och effektivitet, eller att det finns ett samband mellan åtgärdens påstådda särskilda egenskaper och den skattelättnad som beviljas. De finska myndigheterna medger själva att skattelättnadens syfte ligger utanför skattesystemet (skatt på överlåtelsevinst), eftersom syftet är en förändring av ägandestrukturen för jordbruksmark. |
3.1.4 Snedvridning av konkurrensen och påverkan på handeln
(40) |
För att kunna anses omfattas av artikel 107.1 i EUF-fördraget måste åtgärden påverka konkurrensen och handeln mellan medlemsstaterna. När ett ekonomiskt stöd som ges med hjälp av statliga medel stärker ett företags ställning (55) i förhållande till andra konkurrerande företag i handeln inom gemenskapen, ska denna handel anses påverkas av detta stöd (56). |
(41) |
Som visas ovan i avsnitt 3.1.2 tyder den i dag tillgängliga informationen på att både säljarna och köparna av jordbruksmark skulle vara stödmottagare i det berörda systemet. Det tycks därför utgående från den planerade åtgärdens effekter som om konkurrensen på marknaden för primärproduktion av jordbruksprodukter skulle påverkas. Stöd till ett företag verkar påverka handeln mellan medlemsstater om företaget är verksamt på en marknad som är öppen för handel inom gemenskapen (57). I den berörda sektorn försiggår en avsevärd handel inom gemenskapen (58). Därför tycks den berörda åtgärden sannolikt kunna påverka handeln mellan medlemsstaterna. |
(42) |
I ljuset av det ovan anförda kan villkoren i artikel 107.1 vid första påseendet anses vara uppfyllda. |
3.2 Stödets förenlighet
(43) |
Kommissionen har på grundval av de uppgifter som de finska myndigheterna har lämnat in dragit slutsatsen att det tvååriga undantaget från skatt på överlåtelsevinst tycks utgöra statligt stöd enligt artikel 107.1 i EUF-fördraget för de företag som är stödmottagare, och måste nu undersöka huruvida stödet är förenligt med inre marknaden. Därvid måste man fastställa huruvida något av de undantag som anges i artikel 107.2 i EUF-fördraget kan tillämpas på denna åtgärd. |
(44) |
Det verkar som om undantagen i artikel 107.2 i EG-fördraget inte kan tillämpas i föreliggande fall, eftersom stödet inte har något av de syften som nämns i bestämmelserna i fråga. |
(45) |
Enligt artikel 107.3 a i EUF-fördraget kan ett stöd anses vara förenligt med gemensamma marknaden om det är avsett att främja den ekonomiska utvecklingen i regioner där levnadsstandarden är onormalt låg eller där det råder allvarlig brist på sysselsättning och i de regioner som avses i artikel 349 i EUF-fördraget, med hänsyn till dessa regioners strukturella, ekonomiska och sociala situation. Eftersom den berörda åtgärden avser hela Finland tycks den inte vara förenlig med artikel 107 a i EUF-fördraget. På samma sätt tycks stödet inte omfattas av undantagen i artikel 107.3 b, 107.3 d eller 107.3 c. |
(46) |
Enligt artikel 107.3 c i EUF-fördraget kan ’stöd för att underlätta utveckling av vissa näringsverksamheter eller vissa regioner, när det inte påverkar handeln i negativ riktning i en omfattning som strider mot det gemensamma intresset’ anses vara förenligt med den inre marknaden. |
(47) |
I detta sammanhang har kommissionen preliminärt kommit fram till att åtgärden, så som den planeras av de finska myndigheterna, tycks utgöra driftsstöd med syfte att förbättra stödmottagarens ekonomiska situation. Denna preliminära slutsats bygger på tillgängliga uppgifter och på att de finska myndigheterna hittills inte har föreslagit någon rättslig grund enligt vilken den eventuella statsstödåtgärden skulle vara förenlig med gällande bestämmelser om statligt stöd. |
(48) |
I enlighet med artikel 4.4 i förordning (EG) nr 659/1999 har kommissionen därför beslutat att inleda ett formellt granskningsförfarande, och uppmanar Finland att inkomma med synpunkter. |
4. SLUTSATS
(49) |
I ljuset av det ovan anförda uppmanar kommissionen Finland, i enlighet med det förfarande som anges i artikel 108.2 i EUF-fördraget, att inom en månad från mottagandet av denna skrivelse lämna synpunkter och tillhandahålla sådana uppgifter som kan vara till hjälp vid granskningen av stödåtgärden. |
(50) |
I synnerhet uppmanar kommissionen Finland att lämna följande uppgifter: |
(51) |
|
(52) |
Genom denna skrivelse meddelar kommissionen Finland att den kommer att underrätta berörda parter genom att offentliggöra skrivelsen och en sammanfattning av den i Europeiska unionens officiella tidning. Kommissionen kommer även att underrätta berörda parter i de Eftaländer som är avtalsslutande parter i EES-avtalet genom att offentliggöra ett tillkännagivande i EES-supplementet till Europeiska unionens officiella tidning, samt Eftas övervakningsmyndighet genom att skicka en kopia av denna skrivelse. De berörda parterna kommer att uppmanas att inkomma med synpunkter inom en månad från dagen för offentliggörandet.» |
(1) Joulukuun 1 päivänä 2009 EY:n perustamissopimuksen 87 artiklasta tuli SEUT-sopimuksen 107 artikla ja perustamissopimuksen 88 artiklasta SEUT-sopimuksen 108 artikla. Kyseiset kaksi määräyskokonaisuutta ovat asiasisällöltään samanlaiset. Viittauksia SEUT-sopimuksen 107 ja 108 artiklaan on tässä päätöksessä pidettävä soveltuvin osin viittauksina perustamissopimuksen 87 ja 88 artiklaan.
(2) Pellon käsitettä ei ole määritelty Suomen verolainsäädännössä. Käsitettä käytetään maataloustukilainsäädännössä, jossa tukikelpoinen pelto on määritelty. Tässä järjestelmässä suunniteltu verohelpotus viittaa samaan määritelmään kuin se, jota käytetään valtiontukilainsäädännön yhteydessä. Verohelpotusta sovellettaisiin, kun luonnollinen henkilö myy pellon, joka on merkitty Suomen peltolohkorekisteriin. Kyseinen rekisteri perustuu maaseutuhallinnon tietojärjestelmästä annettuun lakiin. Rekisteriin merkitään pelto, joka on viljelykelpoista ja jota joko viljellään erikseen säädetyllä tavalla tai joka on jätetty tilapäisesti viljelemättä ja jonka osalta noudatetaan vuosittaisia hoitotoimenpiteitä. Luovuttaja ilmoittaa verotusta varten kiinteistötunnuksen sekä pellon peruslohkotunnuksen. Veroviranomaiset voisivat näiden tunnusten avulla ja peruslohkorekisterin perusteella todeta, onko kyseinen maa-ala todella luokiteltu pelloksi.
(3) Tuloverolain muutos sisältäisi lisäksi kyseisen lain 48 pykälän 5 momenttiin tehtäviä teknisiä tarkennuksia, jotka koskevat oikaisuja, joita tehdään, jos peltomaan ostaja ei noudata verohelpotuksessa vahvistettuja vaatimuksia (vrt. seuraava alaviite).
(4) Ennen kuin viisi vuotta on kulunut. Yleissääntönä (sukulaisten välisissä kaupoissa) on, että jos ostaja myy peltomaan edelleen ennen kuin viisi vuotta on kulunut hänen saannostaan, tultaisiin hänen luovutusvoittoaan oikaisemaan sillä edulla, jonka alkuperäinen pellon myyjä verovapauden muodossa sai. Jos verovapaasti myydyn pellon ostaja ei ole myyjän sukulainen, vaan tästä täysin riippumaton osapuoli, Suomen viranomaisten mukaan ei ole mahdollista, että tämä pellon ostanut henkilö voisi selvittää hänelle pellon myyneen henkilön verotuksessa verottamatta jätetyn luovutusvoiton määrää. Tästä johtuen tuloverolain 48 pykälän 5 kohdassa on ehdotettu säädettäväksi, että, kun säännöksen mukaista oikaisua tehdään, ja kun ostaja on myyjästä riippumaton henkilö, tämän jatkoluovutuksen tekijän luovutusvoittoa laskettaessa pellon hankintamenona vähennetään 60 % hankintamenosta.
(5) Suomen viranomaiset selittävät, että Suomen maatilarakenne on hyvin pirstaleinen toisen maailmansodan jälkeen välttämättömänä toteutetun siirtolaisten asutuspolitiikan vuoksi. Maatilojen keskikoko on Suomessa nykyään noin 25 hehtaaria.
(6) Viranomaiset tarkentavat, että väliaikaisesti voimassa olevat verovapaudet eivät kuulu Suomen yleiseen verojärjestelmään. Huojennuksen väliaikaisuudella pyritään lisäämään peltoa omistavien henkilöiden myyntihalukkuutta. Suomen viranomaiset toteavat, että ministeriöille ja verohallinnolle saapuneiden tiedusteluiden perusteella on nähtävissä, että mahdollisuus pellon verovapaaseen myyntiin lisäisi todennäköisesti peltomaan tarjontaa. Jo asian esillä oleminen julkisuudessa on saanut aikaan suurta kiinnostusta mahdollisen verovapauden käyttöön nimenomaan sellaisten henkilöiden keskuudessa, jotka eivät itse ole aktiivisia maatalouden harjoittajia.
(7) Suomen viranomaisten mukaan peltomaan osuus Suomen maatilojen omaisuudesta on noin kolmasosa (viljanviljelyalan 41 prosentista puutarhatuotantoalan 7 prosenttiin), kun vastaava osuus suomalaisten kaupallisten yritysten omaisuudesta on alle 10 prosenttia.
(8) EYVL C 384, 10.12.1998, s. 3.
(9) Suomen viranomaiset ovat toimittaneet komissiolle tutkimuksen, jossa käsitellään suomalaisia pellonomistajia ja heidän maankäyttöön liittyviä tavoitteitaan (Myyrä, Sami – Pouta, Eija – Hänninen, Harri: Suomalainen pellonomistaja, Maa- ja elintarviketalouden tutkimuskeskus, Vammala, 2008). Tutkimuksen mukaan Suomessa on 475 438 pellonomistajaa. Peltoa on yhteensä 2 639 160 hehtaaria. 96 430 pellonomistajaa saa peltomaastaan vuokratuloa.
(10) Suomen viranomaiset ilmoittavat MTT:n taloustutkimuksen professorin Jukka Tauriaisen tekemän selvityksen ”Aktiivitilojen pellon myynti ja osto 2008” perusteella, että aktiivitilat ovat peltomarkkinoilla yleensä ostajia ja vain harvoin myyjiä. Vain 0,6 % aktiivitiloista on myynyt peltoa vuonna 2008 ja ainoastaan pieniä aloja. Yli 1,5 hehtaarin aloja myi vain 1,4 promillea aktiivitiloista. Myydyn alan keskikoko oli 5,2 hehtaaria. Peltoa osti vuonna 2008 sen sijaan 6 % aktiivitiloista, ja ostetun alan keskikoko oli 12 hehtaaria.
(11) Poikkeuksia ovat oman asunnon myynti ja tavanomaisen koti-irtaimiston myynti. Suomen viranomaisten mukaan luovutusvoitot ovat verovapaita, jos seuraavat edellytykset täyttyvät: a) verovelvollinen luovuttaa maataloudessa tai metsätaloudessa käytettyä kiinteää omaisuutta, avoimen yhtiön tai kommandiittiyhtiön osuuden taikka sellaisen yhteisön osakkeita tai osuuksia, jotka oikeuttavat vähintään 10 prosentin omistusosuuteen mainitussa yhtiössä; b) omaisuus tai osakkeet ovat olleet yli 10 vuotta verovelvollisen tai hänen ja sellaisen henkilön omistuksessa, jolta hän on saanut sen vastikkeettomasti; c) saajat ovat eräitä lähisukulaisia.
(12) Vuodelta 2007 olevan verotilaston mukaan Suomessa oli 180 488 maataloutta harjoittavaa luonnollista henkilöä, ja maatalouden tulolähteen tuloa saaneita oikeushenkilöitä oli vain 507 kappaletta Suomen viranomaiset arvioivat, että yhteisömuotoisia verovelvollisia, jotka eivät toimi maatalousalalla ja jotka kuitenkin omistaisivat verovapaasti luovutettavissa olevaa peltoa, on hyvin vähän, jos lainkaan.
(13) Yksittäisen henkilön tai kuolinpesän saama luovutusvoitto ei ole verotettavaa tuloa, jos luovutetun omaisuuden luovutushinta on verovuoden aikana yhteensä enintään 1 000 EUR.
(14) Asia C-6/97, Italian tasavalta v. komissio, Kok. 1999, s. I-2981, 16 kohta.
(15) Asia C 41/90, Hofner ja Elser, Kok. 1991, s. I-1979, 21 kohta.
(16) Asia 118/85, komissio v. Italia, Kok. 1987, s. 2599, 7 kohta ja asia C-35/96, komissio v. Italia, Kok. 1998, s. I-3851, 36 kohta; yhdistetyt asiat C-1180/98–C-184/98, Pavlov, Kok. 2000, s. I-6451, 74 kohta.
(17) Ks. esim. asia C-173/73 Italia v. komissio, Kok. 1974, s. 709, 27 kohta; asia C-241/94, Ranska v. komissio (”Kimberley-Clark”), Kok. 1996, s. I-4551, 20 kohta; asia C-480/98, Espanja v. komissio, Kok. 2000, s. I-8717, 16 kohta; ja asia C-5/01, Belgia v. komissio (”Cockerill”), Kok. 2002, s. I-11991, 45 kohta.
(18) Asia C-143/99, Adria Wien Pipeline, Kok. 2001, s. I-8365, 41 kohta; asia C-308/01, GIL Insurance ym., Kok. 2004, s. I-4777, 68 kohta; C-172/03 Heiser, Kok. 2005, s. I-1627, 40 kohta.
(19) Komission tiedonanto valtiontukisääntöjen soveltamisesta yritysten välittömään verotukseen, EYVL C 384, 10.12.1998, s. 3.
(20) Asiassa C-88/03, Azorit – Portugali v. komissio, 6.9.2006 annettu yhteisöjen tuomioistuimen tuomio.
(21) Asioissa T 127/99, T 129/99 ja T 148/99, Diputación Foral de Álava ym. v. komissio, 6.3.2002 annettu tuomio, Kok. 2002, s. II-1275, 250 kohta.
(22) Azorit – Portugali v. komissio, 81 kohta.
(23) Asia C-75/97, Belgia v. komissio, Kok. 1999, s. I-3671, 39 kohta.
(24) Diputación Foral de Álava ym. v. komissio, 164 kohta.
(25) Asia C-241/94, Ranska v. komissio, Kok. 1996, s. I-4551, 20 kohta, ja CETM v. komissio, 53 kohta.
(26) Oikeuskäytännön perusteella käsite ”yritys” tarkoittaa jokaista yksikköä, joka harjoittaa taloudellista toimintaa, riippumatta kyseisen yksikön oikeudellisesta muodosta ja rahoitustavasta (asia C-41/90, Höfner ja Elser, Kok. 1991, s. I-1978, 21 kohta.) Taloudellinen toiminta määritellään tavaroiden tai palvelujen tarjoamiseksi markkinoilla (asia 118/85, komissio v. Italia, Kok. 1987, 7 kohta ja asia C-35/96, komissio v. Italia, Kok. 1998, s. I-3851, 36 kohta; yhdistetyt asiat C-180/98–C-184/98, Pavlov, Kok. 2000, s. I-6451, 74 kohta.).
(27) Asia 730/79, Philip Morris Holland BV v. Euroopan yhteisöjen komissio, Kok. 1980, s. 2671, 11 kohta ja asia C-303/88, Italia v. komissio, Kok. 1991, s. I-1433, 17 kohta.
(28) Ks. erityisesti asiassa 102/87, Ranskan tasavalta v. Euroopan yhteisöjen komissio, 13.7.1988 annettu yhteisöjen tuomioistuimen tuomio, Kok. 1988, s. 4067.
(29) Maatalousala on hyvin avoin yhteisön sisäiselle kaupalle. Yhteisön sisäiseen kauppaan sisältyi vuonna 2007 maataloustuotteita 236 905 miljoonan EUR (tuonti) ja 239 132 miljoonan EUR (vienti) edestä. Suomen osuus EU:n sisäisestä maataloustuotteiden kaupasta oli vuonna 2007 tuonnin osalta 2 778 miljoonaa EUR ja viennin osalta 855 miljoonaa EUR.
(30) Med verkan från och med den 1 december 2009 har artiklarna 87 och 88 i EG-fördraget blivit artiklarna 107 och 108 i EUF-fördraget. Innehållet i bestämmelserna är dock i sak oförändrat. I detta beslut bör hänvisningar till artiklarna 107 och 108 i EUF-fördraget i förekommande fall förstås som hänvisningar till artiklarna 87 och 88 i EG-fördraget.
(31) Begreppet jordbruksmark definieras inte i finsk skattelagstiftning. Begreppet används inom den lagstiftning som rör jordbruksstöd och däri definieras vilken typ av jordbruksmark som kan komma ifråga för stöd. Den skattelättnad som det är fråga om i den aktuella stödordningen bygger på samma definition som ges i lagstiftningen om statligt stöd. Skattelättnaden är avsedd att tillämpas när en fysisk person säljer jordbruksmark som är upptagen i det nationella fastighetsregistret. Fastighetsregistret bygger på lagen om landsbygdsnäringsförvaltningens informationssystem (Maaseutuhallinon tietojärjestelmästä annettu laki). Jordbruksmark tas upp i registret, oavsett om den är odlingsbar, redan uppodlad eller ligger i tillfällig träda och förvaltas på årsbasis. För skatteändamål anger säljaren fastighetens identifieringsnummer och dessutom identifieringsnumret för de aktuella arealerna jordbruksmark. Dessa uppgifter gör att skattemyndigheterna med stöd av registret kan avgöra om det verkligen är fråga om jordbruksmark.
(32) Vidare skulle ändringen av inkomstskattelagen innebära att det görs vissa tekniska preciseringar avseende artikel 48.5 för de fall då den som förvärvar jordbruksmark inte uppfyller villkoren för skattelättnaden (se nästa fotnot).
(33) Före utgången av femårsperioden. Den allmänna regeln (för försäljning mellan släktingar) är att om köparen säljer marken innan fem år har gått sedan han förvärvade fastigheten ska hans överlåtelsevinst justeras med det skattelättnadsbelopp som den ursprungliga säljaren fick. Om den som köper jordbruksmark skattefritt inte är släkt med säljaren utan en oberoende part, är det enligt de finska myndigheterna omöjligt för den oberoende köparen att ta reda på vilken skattelättand som säljaren har fått. Det har därför föreslagits att det i punkt 5 i 48 § i inkomstskattelagen ska införas en bestämmelse om att det i de fall då det görs en justering enligt bestämmelserna och då köparen är oberoende av säljaren, vid beräkningen av överlåtelsevinsten, ska göras ett avdrag på 60 % av förvärvskostnaderna.
(34) De finska myndigheterna anger att strukturen inom jordbruket i Finland är väldigt splittrad, vilket beror på den bosättningspolitik för migranter som infördes efter andra världskriget. Ett genomsnittligt jordbruksföretag i Finland är för närvarande på 25 hektar.
(35) Myndigheterna tillägger att det är mycket ovanligt att det beviljas tillfälliga skattelättnader inom det finska skattesystemet. Systemet är tillfälligt för att förmå markägarna att sälja. De finska myndigheterna hävdar att det framgår tydligt av de undersökningar som begärts in av de finska ministerierna och skattemyndigheten att skattelättnader för försäljning av jordbruksmark torde innebära att utbudet av jordbruksmark ökar. Den reklam som har gjorts för åtgärden har väckt ett mycket stort intresse för att utnyttja möjligheten till skattelättnader hos personer som själva inte bedriver jordbruk aktivt.
(36) Enligt de finska myndigheterna utgör jordbruksmarken en tredjedel (mellan 41 % när det gäller jordbruksgrödor och 7 % när det gäller fruktodling) av de finska jordbruksföretagens tillgångar, vilket bör jämföras med andra kommersiella företags marktillgångar, för vilka andelen ligger på 10 %.
(37) EGT C 384, 10.12.1998, s. 3.
(38) De finska myndigheterna har till kommissionen lämnat in en undersökning om finska jordägare och de mål de har med sitt jordägande (2008, Myyrä, Sami – Pouta, Eija – Hänninen, Harri: Suomalainen pellonomistaja (Finska åkerägare), Maa- ja elintarviketalouden tutkimuskeskus, Vammala, 2008). Enligt undersökningen finns det i Finland 475 438 personer som äger jordbruksmark. Totalt finns det 2 639 160 hektar jordbruksmark. 96 430 markägare har inkomster från utarrendering av jordbruksmark.
(39) De finska myndigheterna hänvisar till en undersökning som har gjorts av professor Jukka Tauriainen vid MTT Agrifood Research Finland, och som har titeln ’Aktiivitilojen pellon myynti ja osto 2008’ (Aktiva jordbrukares försäljning och köp av jordbruksmark under 2008) och vilken det anges att aktiva jordbrukare främst köper jordbruksmark och endast undantagsvis säljer mark. Endast 0,6 % av de aktiva jordbrukarna sålde jordbruksmark under 2008 och i de fallen var det fråga om små arealer. Endast 1,4 promille av den mark som de sålde utgjordes av arealer på mer än 1,5 hektar. Genomsnittstorleken på de arealer som såldes låg på 5,2 hektar. Däremot förvärvade 6 % av de aktiva jordbrukarna jordbruksmark under 2008 och den genomsnittliga storleken på dessa arealer låg på tolv hektar.
(40) De enda undantagen gäller försäljning av egen bostad och av bohag. Enligt de finska myndigheterna befrias kapitalavkastningen från skatt om följande villkor uppfylls: a) Om den skattskyldige säljer fast egendom som hör till lant- eller skogsbruk som han bedriver, andel i ett öppet bolag eller ett kommanditbolag eller aktier eller andelar i ett bolag, vilka berättigar till en egendomsandel på minst 10 procent i bolaget. b) Om egendomen i sammanlagt över tio år har varit i den skattskyldiges eller i dennes och en sådan persons ägo av vilken han erhållit den utan vederlag. c) Om det är fråga om vissa former av nära släktskap.
(41) Skattestatistiken för år 2007 visar att 180 488 personer var verksamma inom primärproduktionen i Finland det året och att det endast fanns 507 juridiska personer som hade inkomst från jordbruksverksamhet. De finska myndigheterna menar att det endast finns ett fåtal skattskyldiga som betalar bolagsskatt och som inte är verksamma inom jordbrukssektorn, men som förfogar över jordbruksmark som kan avyttras med skattelättnad.
(42) En fysisk persons eller ett dödsbos kapitalinkomster är inte skattepliktiga, förutsatt att överlåtelsevinsten för försäljning av mark under skatteåret är högst 1 000 EUR.
(43) Dom av den 19 maj 1999 i mål C-6/97, Italienska republiken mot kommissionen, REG 1999, s. I-02981, punkt 16.
(44) Mål C-41/41, Höfner och Elser, REG 1991, s. I-1979, punkt 21.
(45) Mål 118/85, kommissionen mot Italien, [1987] REG 2599, punkt 7, och mål C-35/96, kommissionen mot Italien, [1998] REG I-3851, punkt 36. Förenade målen C-1180/98 till C-184/98 Pavlov REG 2000, s. I-6451, punkt 74.
(46) Se exempelvis mål 173/73, Italien mot kommissionen, REG 1974, s. 709, punkt 27; mål C-241/94, Frankrike mot kommissionen (Kimberley-Clark) (REG 2002, s. I-4551), punkt 20; mål C-480/98, Spanien mot kommissionen (REG 2000, s. I-8717), punkt 16 Se domstolens dom i mål C-5/01, Belgien mot kommissionen (Cockerill), REG I-11991, punkt 45.
(47) Domstolens dom i mål C-143/99, Adria-Wien Pipeline GmbH, REG, s. I-8365, punkt 41. Mål C-308/94, GIL Insurance m.fl. (REG 2004, s. I-4777), punkt 68; Mål C-172/03, Heiser, [2005] REG I-1627, punkt 40.
(48) Kommissionens meddelande om tillämpningen av bestämmelserna om statligt stöd på åtgärder som omfattar direkt beskattning av företag (EGT C 384, 10.12.1998, s. 3).
(49) Domstolens dom den 6 september, 2006, Azorerna – Portugal mot kommissionen, mål C-88/03.
(50) Dom av den 6 mars 2002, Diputación Foral de Álava e.a. mot kommissionen, T 127/99, T 129/99 och T 148/99, REG II 1275, punkt 250.
(51) Azorerna – Portugal mot kommissionen, punkt 81.
(52) Mål C-75/97 Belgien mot kommissionen [1999] REG I-3671, punkt 39.
(53) Diputación Foral de Álava e.a./kommissionen, punkt 164.
(54) Mål C-241/94 Frankrike mot kommissionen [1996] REG I-4551, punkt 20, och CETM mot kommissionen, punkt 53.
(55) Rättspraxis visar att konceptet företag omfattar varje enhet som utövar ekonomisk verksamhet, oavsett enhetens rättsliga form och sättet för dess finansiering (mål C 41/90, Höfner och Elser, [1991] REG I-1978, punkt 21.) Ekonomisk verksamhet definieras som all verksamhet som går ut på att erbjuda varor eller tjänster på en viss marknad (mål 118/85, kommissionen mot Italien, [1987] REG 2599, punkt 7, och mål C-35/96, kommissionen mot Italien, [1998] REG I-3851, punkt 36. Förenade målen C-180/98 till C-184/98 Pavlov REG 2000, s. I-6451, punkt 74.
(56) Mål 730/79 Philip Morris Holland BV mot kommissionen, [1980] REG 2671, punkt 11, och mål C-303/88 Italien mot kommissionen [1991] REG I-1433, punkt 17.
(57) Se bl.a. domstolens dom av den 13 juli 1988 i mål 102/87, Frankrike mot kommissionen, REG 1988, s. 4067.
(58) Jordbrukssektorn är mycket öppen för handel inom gemenskapen: Under 2007 omsattes jordbruksprodukter till ett värde av 236 905 miljoner EUR (i fråga om import) och 239 132 miljoner EUR (i fråga om export) i handeln inom gemenskapen. Finlands import och export av jordbruksprodukter till resp. från EU-länder uppgick under 2007 till 2 778 resp. 855 miljoner EUR.
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/25 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης
(Υπόθεση COMP/M.6000 — E.ON/PP (II))
Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2010/C 249/10
1. |
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (1) του Συμβουλίου με την οποία η επιχείρηση E.ON Czech Holding AG («ECH», Γερμανία), που ελέγχεται από την E.ON AG («E.ON», Γερμανία), αποκτά κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κοινοτικός κανονισμού συγκεντρώσεων έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Pražská plynárenská a.s. («PP», Τσεχική Δημοκρατία), με αγορά μετοχών. |
2. |
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:
|
3. |
Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση. |
4. |
Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση. Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.6000 — E.ON/PP (II). Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
(1) ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).
(2) ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32 («Ανακοίνωση σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία»).
16.9.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 249/26 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης
(Υπόθεση COMP/M.5968 — Advent/Bain Capital/RBS Worldpay)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2010/C 249/11
1. |
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 139/2004 του κανονισμού (1) με την οποία ορισμένα ταμεία, που τελούν υπό τη διοίκηση ή/και καθοδήγηση της Advent International Corporation («Advent», ΗΠΑ), και ορισμένα ταμεία, που ελέγχονται από την Bain Capital Investors, LLC («Bain Capital», ΗΠΑ), αποκτούν κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1β του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων κοινό έλεγχο των δραστηριοτήτων σχετικά με τις υπηρεσίες εμπορικών πληρωμών της επιχείρησης The Royal Bank of Scotland Group plc και των θυγατρικών της («RBS WorldPay», ΗΒ) με αγορά μετοχών και στοιχείων του ενεργητικού. |
2. |
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:
|
3. |
Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. |
4. |
Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση. Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.5968 — Advent/Bain Capital/RBS Worldpay. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
(1) ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).