ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2010.161.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

53ό έτος
19 Ιουνίου 2010


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2010/C 161/01

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EE C 148 της 5.6.2010

1


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2010/C 161/02

Υπόθεση C-92/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Κανόνες standstill και απαγορεύσεως των διακρίσεων — Υποχρέωση καταβολής τελών για τη χορήγηση και την παράταση άδειας διαμονής — Αναλογικότητα των επιβαλλόμενων τελών — Σύγκριση με τα τέλη που καταβάλλουν οι πολίτες της Ένωσης — Άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως — Άρθρο 41, παράγραφος 1, του πρόσθετου πρωτοκόλλου — Άρθρα 10, παράγραφος 1, και 13 της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως)

2

2010/C 161/03

Υπόθεση C-246/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Σουηδίας (Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση των άρθρων 10 ΕΚ και 300, παράγραφος 1, ΕΚ — Σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους — Μονομερής πρόταση κράτους μέλους για την εγγραφή ουσίας στο παράρτημα Α της Σύμβασης)

3

2010/C 161/04

Υπόθεση C-423/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 93/37/ΕΟΚ — Άρθρα 3 και 11 — Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων — Υποχρεώσεις αφορώσες τη δημοσιότητα — Έκταση των υποχρεώσεων — Προκήρυξη διαγωνισμού — Περιγραφή του αντικειμένου της συμβάσεως παραχωρήσεως και του τόπου εκτελέσεως των έργων — Πρόσθετα έργα μη προβλεπόμενα ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στη συγγραφή υποχρεώσεων — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως)

3

2010/C 161/05

Υπόθεση C-160/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Παράβαση κράτους μέλους — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες υπηρεσίες πρώτων βοηθειών — Επείγουσα μεταφορά ασθενών και εξειδικευμένη μεταφορά ασθενών — Υποχρέωση διαφάνειας — Άρθρο 45 ΕΚ — Δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας — Άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ — Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος)

4

2010/C 161/06

Υπόθεση C-230/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Østre Landsret (Δανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Dansk Transport og Logistik κατά Skatteministeriet (Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Άρθρα 202, 215, παράγραφοι 1 και 3, 217, παράγραφος 1, και 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ’ — Έννοια της φράσεως όταν τα εμπορεύματα κατασχεθούν και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν — Κανονισμός εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα — Άρθρο 867α — Οδηγία 92/12/ΕΟΚ — Άρθρα 5, παράγραφοι 1 και 2, 6, 7, παράγραφος 1, 8 και 9 — Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρα 7, 10, παράγραφος 3, και 16, παράγραφος 1 — Παράτυπη είσοδος εμπορευμάτων — Μεταφορά εμπορευμάτων με δελτίο TIR — Κατάσχεση και καταστροφή — Προσδιορισμός του κράτους μέλους στο οποίο γεννάται η τελωνειακή οφειλή, καθώς και η υποχρέωση καταβολής ειδικού φόρου καταναλώσεως και ΦΠΑ — Απόσβεση της τελωνειακής και της φορολογικής οφειλής)

4

2010/C 161/07

Υπόθεση C-265/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Απριλίου 2010 [αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Federutility, Assogas, Libarna Gas spa, Collino Commercio spa, Sadori gas spa, Egea Commerciale, E.On Vendita srl, Sorgenia spa κατά Autorità per l’energia elettrica e il gas (Οδηγία 2003/55/ΕΚ — Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου — Κρατική παρέμβαση στην τιμή παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 — Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου)

6

2010/C 161/08

Υπόθεση C-340/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — The Queen, κατόπιν αιτήσεως των M κ.λπ., κατά Her Majesty’s Treasury [Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και φορέων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων — Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 — Άρθρο 2, παράγραφος 2 — Απαγόρευση διάθεσης κεφαλαίων σε πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού — Περιεχόμενο — Κοινωνικές παροχές ή παροχές πρόνοιας υπέρ συζύγου προσώπου το οποίο περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα I]

6

2010/C 161/09

Υπόθεση C-346/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας [Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2001/80/ΕΚ — Ρύπανση και βλαβερές εκπομπές — Εγκαταστάσεις καύσεως — Περιορισμός των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων — Μη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Lynemouth (Ηνωμένο Βασίλειο)]

7

2010/C 161/10

Υπόθεση C-446/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Conseil d’État (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Solgar Vitamin’s France, Valorimer SARL, Christian Fenioux, L’Arbre de Vie SARL, Source Claire, Nord Plantes EURL, RCS Distribution, Ponroy Santé, Syndicat de la Diététique et des Compléments Alimentaires κατά Ministre de l’Economie, des Finances et de l’Emploi, Ministre de la Santé, de la Jeunesse et des Sports, Ministre de l’Agriculture et de la Pêche (Οδηγία 2002/46/ΕΚ — Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συμπληρώματα διατροφής — Βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής — Ανώτατες ποσότητες — Εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο — Έλλειψη εναρμονίσεως — Αρμοδιότητα των κρατών μελών — Λεπτομέρειες εφαρμογής οι οποίες πρέπει να τηρούνται και κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των ανωτέρω ποσοτήτων — Εθνική κανονιστική ρύθμιση καθορίζουσα τις εν λόγω ποσότητες — Καθορισμός μηδενικής ποσότητας)

8

2010/C 161/11

Υπόθεση C-486/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Landesgericht Innsbruck (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols κατά Land Tirol (Κοινωνική πολιτική — Συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου — Δυσμενείς διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους συμβασιούχους εργαζόμενους που εργάζονται με μειωμένο ωράριο, περιστασιακά ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου — Αρχή της ίσης μεταχείρισης)

9

2010/C 161/12

Υπόθεση C-510/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Vera Mattner κατά Finanzamt Velbert (Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ — Φόρος δωρεάς — Οικόπεδο με κτίσμα — Δικαίωμα εκπτώσεως ποσού από τη φορολογητέα βάση — Διαφορετική μεταχείριση κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής)

10

2010/C 161/13

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-536/08 και C-539/08: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αιτήσεις του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Staatssecretaris van Financiën κατά X (C-536/08), fiscale eenheid Facet BV κατά Facet Trading BV (C-539/08) (Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3 — Άρθρο 28β, A, παράγραφος 2 — Δικαίωμα προς έκπτωση — Μεταβατικό καθεστώς φορολογήσεως των συναλλαγών εντός των κρατών μελών — Τόπος των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών)

10

2010/C 161/14

Υπόθεση C-62/09: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) — Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — The Queen, κατόπιν αιτήσεως της Association of the British Pharmaceutical Industry, κατά Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency (Οδηγία 2001/83/ΕΚ — Άρθρο 94 — Οικονομικά κίνητρα υπέρ ιατρείων που συνταγογραφούν ορισμένα φάρμακα στους ασθενείς τους — Αρμόδιες στον τομέα της υγείας δημόσιες αρχές — Ιατροί — Ελευθερία συνταγογραφήσεως)

11

2010/C 161/15

Υπόθεση C-82/09: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Δήμος Αγίου Νικολάου Κρήτης κατά Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων [Κανονισμός (ΕΚ) 2152/2003 — Παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Ένωση — Ορισμοί — Έννοιες δάσος και άλλη δασική έκταση — Πεδίο εφαρμογής]

11

2010/C 161/16

Υπόθεση C-102/09: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Tribunale di Firenze (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Camar Srl κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri (Διεθνείς συμφωνίες — Σύμβαση της Γιαουντέ — Τέταρτη σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ της Λομέ — Ρήτρα standstill — Εσωτερικός φόρος — Μπανάνες)

12

2010/C 161/17

Υπόθεση C-122/09: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας κ.λπ. κατά Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Υπουργού Αιγαίου [Θαλάσσιες μεταφορές — Θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ — Κανονισμός (ΕΟΚ) 3577/92 — Προσωρινή εξαίρεση από την εφαρμογή του κανονισμού αυτού — Υποχρέωση των κρατών μελών να μη θεσπίζουν, πριν από τη λήξη της περιόδου εξαιρέσεως, διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν σοβαρά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού]

12

2010/C 161/18

Υπόθεση C-123/09: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Finanzgericht München (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Roeckl Sporthandschuhe GmbH & Co. KG. κατά Hauptzollamt München (Κοινό Δασμολόγιο — Δασμολογικές κλάσεις — Κατάταξη των γαντιών ιππασίας στη Συνδυασμένη Ονοματολογία — Κλάση 3926 — Κλάση 6116)

13

2010/C 161/19

Υπόθεση C-124/09: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Raad van State (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Smit Reizen BV κατά Minister van Verkeer en Waterstaat [Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Κανονισμοί (ΕΟΚ) 3820/85 και 3821/85 — Οδικές μεταφορές — Υποχρέωση καταγραφής — Χρόνος αναπαύσεως και άλλες περίοδοι εργασίας — Χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο όπου θα αναληφθεί όχημα στο οποίο έχει τοποθετηθεί συσκευή ελέγχου — Έννοια του κέντρου εκμεταλλεύσεως]

13

2010/C 161/20

Υπόθεση C-374/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 ο Constantin Hârsulescu κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) στις 22 Ιουλίου 2009 στην υπόθεση T-234/09, Hârsulescu κατά Ρουμανίας

14

2010/C 161/21

Υπόθεση C-109/10 P: Αναίρεση που άσκησε την 1η Μαρτίου 2010 η Solvay SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 17 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση T-57/01, Solvay κατά Επιτροπής

14

2010/C 161/22

Υπόθεση C-110/10 P: Αναίρεση που άσκησε την 1η Μαρτίου 2010 η Solvay SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 17 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση T-58/01, Solvay κατά Επιτροπής

16

2010/C 161/23

Υπόθεση C-124/10 P: Αναίρεση που άσκησε στις 8 Μαρτίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 15 Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-156/04, Électricité de France (EDF) κατά Επιτροπής

16

2010/C 161/24

Υπόθεση C-125/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Bundespatentgericht (Γερμανία) στις 9 Μαρτίου 2010 — Merck & Co Inc κατά Deutsches Patent- und Markenamt

17

2010/C 161/25

Υπόθεση C-134/10: Προσφυγή της 15ης Μαρτίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου

18

2010/C 161/26

Υπόθεση C-136/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Târgu-Mureș (Ρουμανία) στις 15 Μαρτίου 2010 — Daniel Ionel Obreja κατά Direcția Generală a Finanțelor Publice a județului Mureș, Administrația Fondului pentru Mediu

18

2010/C 161/27

Υπόθεση C-140/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van Cassatie van België (Βέλγιο) στις 17 Μαρτίου 2010 — Greenstar-Kanzi Europe NV κατά 1. Jean Hustin και 2. Jo Goossens

19

2010/C 161/28

Υπόθεση C-141/10: Προσφυγή της 16ης Μαρτίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

19

2010/C 161/29

Υπόθεση C-148/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van Beroep te Brussel στις 29 Μαρτίου 2010 — Express Line NV κατά Belgisch Instituut voor Postdiensten en Telecommunicatie

20

2010/C 161/30

Υπόθεση C-150/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Bruxelles (Βέλγιο) στις 29 Μαρτίου 2010 — Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB) κατά Beneo Orafti SA

21

2010/C 161/31

Υπόθεση C-151/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Arbeidshof te Antwerpen — Afdeling Hasselt (Βέλγιο) στις 31 Μαρτίου 2010 — Dai Cugini NV κατά Rijksdienst voor Sociale Zekerheid

22

2010/C 161/32

Υπόθεση C-155/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 2 Απριλίου 2010 — Williams κ.λπ. κατά British Airways plc.

23

2010/C 161/33

Υπόθεση C-158/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) στις 6 Απριλίου 2010 — Johan van Leendert Holding BV κατά Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid

24

2010/C 161/34

Υπόθεση C-159/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) στις 2 Απριλίου 2010 — Gerhard Fuchs κατά Land Hessen

24

2010/C 161/35

Υπόθεση C-160/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) στις 2 Απριλίου 2010 — Peter Köhler κατά Land Hessen

26

2010/C 161/36

Υπόθεση C-162/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το High Court of Ireland στις 7 Απριλίου 2010 — Phonographic Performance (Ireland) Ltd κατά Ιρλανδίας και Attorney General

28

2010/C 161/37

Υπόθεση C-163/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale di Isernia (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Ποινική διαδικασία κατά Aldo Patriciello

28

2010/C 161/38

Υπόθεση C-164/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Emanuele Ferazzoli κατά Ministero dell’Interno

29

2010/C 161/39

Υπόθεση C-165/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Cosima Barberio κατά Ministero dell’Interno

29

2010/C 161/40

Υπόθεση C-166/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Patrizia Banchetti κατά Ministero dell’Interno

30

2010/C 161/41

Υπόθεση C-167/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Andrea Palomba κατά Ministero dell’Interno

30

2010/C 161/42

Υπόθεση C-168/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Michelle Fanelli κατά Ministero dell’Interno

30

2010/C 161/43

Υπόθεση C-169/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Sandra Castronovo κατά Ministero dell’Interno

31

2010/C 161/44

Υπόθεση C-170/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Mirko De Filippo κατά Ministero dell’Interno

31

2010/C 161/45

Υπόθεση C-171/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Andrea Sacripanti κατά Ministero dell’Interno

32

2010/C 161/46

Υπόθεση C-172/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Emiliano Orru’ κατά Ministero dell’Interno

32

2010/C 161/47

Υπόθεση C-173/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Fabrizio Cariulo κατά Ministero dell’Interno

32

2010/C 161/48

Υπόθεση C-174/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Paola Tonachella κατά Ministero dell’Interno

33

2010/C 161/49

Υπόθεση C-175/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Pietro Calogero κατά Ministero dell’Interno

33

2010/C 161/50

Υπόθεση C-176/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Danilo Spina κατά Ministero dell’Interno

34

2010/C 161/51

Υπόθεση C-178/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Târgu-Mureș (Ρουμανία) στις 17 Μαρτίου 2010 — Ministerul Economiei și Finanțelor, Direcția Generală a Finanțelor Publice Mureș, Administrația Finanțelor Publice Târgu-Mureș κατά SC Darmi SRL

34

2010/C 161/52

Υπόθεση C-179/10: Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας

35

2010/C 161/53

Υπόθεση C-188/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 16 Απριλίου 2010 — Ποινική διαδικασία κατά Aziz Melki

35

2010/C 161/54

Υπόθεση C-189/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 16 Απριλίου 2010 — Ποινική διαδικασία κατά Sélim Abdeli

36

2010/C 161/55

Υπόθεση C-191/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 19 Απριλίου 2010 — Société Rastelli Davide et C. κατά Jean-Charles Hidoux, υπό την ιδιότητα του δικαστικού εκκαθαριστή της εταιρείας Médiasucre international

36

2010/C 161/56

Υπόθεση C-196/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 22 Απριλίου 2010 — Paderborner Brauerei Haus Cramer KG κατά Hauptzollamt Bielefeld

37

 

Γενικό Δικαστήριο

2010/C 161/57

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-303/06 και Τ-337/06: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — UniCredito Italiano κατά ΓΕΕΑ — Union Investment Privatfonds (UNIWEB) [Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως των λεκτικών κοινοτικών σημάτων UNIWEB και UniCredit Wealth Management — Προγενέστερα λεκτικά εθνικά σήματα UNIFONDS και UNIRAK και προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα UNIZINS — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009)]

38

2010/C 161/58

Υπόθεση T-392/06: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Union Investment Privatfonds κατά ΓΕΕΑ — Unicre-Cartão International De Crédito (unibanco) [Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού κοινοτικού σήματος unibanco — Προγενέστερα εικονιστικά εθνικά σήματα UniFLEXIO, UniVARIO και UniZERO — Εκπρόθεσμη προσκόμιση εγγράφων — Εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009)]

38

2010/C 161/59

Υπόθεση T-388/07: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2010 — Comune di Napoli κατά Επιτροπής (ΕΤΠΑ — Μείωση χρηματοδοτικής ενίσχυσης — Αστικό πιλοτικό πρόγραμμα σχετικά με την κατασκευή δικτύου τηλεματικών κόμβων στην πόλη της Νεάπολης — Έννοια της παρατυπίας — Επιλέξιμες δαπάνες)

39

2010/C 161/60

Υπόθεση T-109/08: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Freixenet κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα λευκής φιάλης της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα) [Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που απεικονίζει λευκή φιάλη της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Απουσία διακριτικού χαρακτήρα — Απουσία διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009)]

39

2010/C 161/61

Υπόθεση T-110/08: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Freixenet κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα μαύρης θαμπής φιάλης της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα) [Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που απεικονίζει μαύρη θαμπή φιάλη της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Απουσία διακριτικού χαρακτήρα — Απουσία διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009)]

40

2010/C 161/62

Υπόθεση T-586/08: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2010 — Kerma κατά ΓΕΕΑ (BIOPIETRA) [Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος BIOPIETRA — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Απουσία διακριτικού χαρακτήρα — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]]

40

2010/C 161/63

Υπόθεση T-22/09: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2010 — Katjes Fassin κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση του κεφαλιού ενός πάντα) (Κοινοτικό σήμα — Άρνηση καταχωρίσεως εκ μέρους του εξεταστή — Απόσυρση της αιτήσεως καταχωρίσεως — Κατάργηση της δίκης)

40

2010/C 161/64

Υπόθεση T-18/10 R: Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2010 — Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου [Ασφαλιστικά μέτρα — Κανονισμός (ΕΚ) 1007/2009 — Εμπόριο των προϊόντων φώκιας — Απαγόρευση εισαγωγής και πωλήσεως — Εξαίρεση υπέρ των κοινοτήτων Inuit — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Παραδεκτό — Fumus boni juris — Δεν συντρέχει επείγον]

41

2010/C 161/65

Υπόθεση T-103/10 P(R): Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Κοινοβούλιο κατά U (Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόφαση περί απολύσεως — Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων — Δεν συντρέχει επείγον)

41

2010/C 161/66

Υπόθεση T-429/09: Αγωγή της 21ης Οκτωβρίου 2009 — Campailla κατά Επιτροπής

42

2010/C 161/67

Υπόθεση T-510/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 12 Απριλίου 2010 η V κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 21 Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση F-33/08, V κατά Επιτροπής

42

2010/C 161/68

Υπόθεση T-15/10: Αγωγή της 25ης Ιανουαρίου 2010 — Noko Ngele κατά Επιτροπής

43

2010/C 161/69

Υπόθεση T-154/10: Προσφυγή της 2ας Απριλίου 2010 — Γαλλία κατά Επιτροπής

43

2010/C 161/70

Υπόθεση T-158/10: Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2010 — Dow Chemical κατά Συμβουλίου

44

2010/C 161/71

Υπόθεση T-159/10: Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2010 — Air France κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση παραλληλόγραμμου)

45

2010/C 161/72

Υπόθεση T-162/10: Προσφυγή της 13ης Απριλίου 2010 — Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής

45

2010/C 161/73

Υπόθεση T-163/10: Προσφυγή της 7ης Απριλίού 2010 — Entegris κατά ΓΕΕΑ — Optimize Technologies (OPTIMIZE TECHNOLOGIES)

46

2010/C 161/74

Υπόθεση T-164/10: Προσφυγή της 13ης Απριλίου 2010 — Pioneer Hi-Bred International κατά Επιτροπής

46

2010/C 161/75

Υπόθεση T-167/10: Προσφυγή της 7ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής

47

2010/C 161/76

Υπόθεση T-168/10: Αγωγή της 15ης Απριλίου 2010 — Επιτροπή κατά SEMEA

48

2010/C 161/77

Υπόθεση T-170/10: Προσφυγή-αγωγή της 19ης Απριλίου 2010 — CTG Luxembourg PSF κατά Δικαστηρίου

48

2010/C 161/78

Υπόθεση T-172/10: Προσφυγή της 8ης Απριλίου 2010 — Colas κατά ΓΕΕΑ

49

2010/C 161/79

Υπόθεση T-175/10: Προσφυγή της 15ης Απριλίου 2010 — Milux κατά ΓΕΕΑ (FERTILITYINVIVO)

50

2010/C 161/80

Υπόθεση T-176/10: Προσφυγή της 15ης Απριλίου 2010 — Seven κατά ΓΕΕΑ — Seven for all mankind (SEVEN FOR ALL MANKIND)

50

2010/C 161/81

Υπόθεση T-177/10: Προσφυγή-αγωγή της 19ης Απριλίου 2010 — Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής

51

2010/C 161/82

Υπόθεση T-178/10: Προσφυγή-αγωγή της 21ης Απριλίου 2010 — Ισπανία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

52

2010/C 161/83

Υπόθεση T-179/10: Προσφυγή της 21ης Απριλίου 2010 — Zitro IP κατά ΓΕΕΑ — Show Ball Informática (BINGO SHOWALL)

53

2010/C 161/84

Υπόθεση T-180/10: Προσφυγή της 16ης Απριλίου 2010 — Nickel Institute κατά Επιτροπής

53

2010/C 161/85

Υπόθεση T-182/10: Προσφυγή της 19ης Απριλίου 2010 — AISCAT κατά Επιτροπής

54

2010/C 161/86

Υπόθεση T-188/10: Προσφυγή της 26ης Απριλίου 2010 — DTL Corporación κατά ΓΕΕΑ — Recursos y Soluciones Empresariales (Solaria)

55

2010/C 161/87

Υπόθεση T-190/10: Προσφυγή της 22ας Απριλίου 2010 — Egan και Hackett κατά Κοινοβουλίου

55

2010/C 161/88

Υπόθεση T-200/10: Προσφυγή της 29ης Απριλίου 2010 — Avery Dennison κατά ΓΕΕΑ — Dennison Hesperia (AVERY DENNISON)

56

2010/C 161/89

Υπόθεση T-109/04: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2010 — DB Schenker Rail Deutschland κατά Επιτροπής

56

2010/C 161/90

Υπόθεση T-511/08: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2010 — Unity OSG FZE κατά Συμβουλίου

56

 

Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2010/C 161/91

Υπόθεση F-19/10: Προσφυγή-αγωγή της 29ης Μαρτίου 2010 — Marsili κατά Επιτροπής

57

2010/C 161/92

Υπόθεση F-21/10: Προσφυγή-αγωγή της 31ης Μαρτίου 2010 — Marcuccio κατά Επιτροπής

57

2010/C 161/93

Υπόθεση F-23/10: Προσφυγή-αγωγή της 16ης Απριλίου 2010 — Allen κατά Επιτροπής

58

2010/C 161/94

Υπόθεση F-24/10: Προσφυγή της 21ης Απριλίου 2010 — Κασκαρέλης κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

58

2010/C 161/95

Υπόθεση F-25/10: Προσφυγή-αγωγή της 28ης Απριλίου 2010 — AG(*) κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

58


EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/1


(2010/C 161/01)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EE C 148 της 5.6.2010

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

EE C 134 της 22.5.2010

EE C 113 της 1.5.2010

EE C 100 της 17.4.2010

EE C 80 της 27.3.2010

EE C 63 της 13.3.2010

EE C 51 της 27.2.2010

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/2


Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

(Υπόθεση C-92/07) (1)

(Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Κανόνες «standstill» και απαγορεύσεως των διακρίσεων - Υποχρέωση καταβολής τελών για τη χορήγηση και την παράταση άδειας διαμονής - Αναλογικότητα των επιβαλλόμενων τελών - Σύγκριση με τα τέλη που καταβάλλουν οι πολίτες της Ένωσης - Άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως - Άρθρο 41, παράγραφος 1, του πρόσθετου πρωτοκόλλου - Άρθρα 10, παράγραφος 1, και 13 της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως)

(2010/C 161/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P.J. Kuijper και S. Boelaert.)

Καθού: Βασίλειο των Κάτω Χωρών (εκπρόσωποι: H.G. Sevenster, C.M. Wissels και D.J.M. de Grave)

Παρεμβαίνουσα υπέρ του καθού: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: M. Lumma και J. Möller)

Αντικείμενο

Παράβαση κράτους μέλους — Παραβίαση του άρθρου 9 της συμφωνίας για της δημιουργία σχέσης σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 και συνήφθη εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48), του άρθρου 41 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, το οποίο εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ L 293, σ. 1), και του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 13, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου συνδέσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Τουρκίας — Τέλη που συνιστούν δυσμενή διάκριση όσον αφορά τις άδειες παραμονής

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ καθεστώς, για τη χορήγηση άδειας διαμονής, που προβλέπει τέλη δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που επιβάλλονται για τη χορήγηση όμοιων εγγράφων σε υπηκόους των κρατών μελών και εφαρμόζοντας τη νομοθεσία αυτή στους Τούρκους υπηκόους που έχουν δικαίωμα διαμονής στις Κάτω Χώρες βάσει:

της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963,

του πρόσθετου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, και

της αποφάσεως 1/80, που εξέδωσε στις 19 Σεπτεμβρίου 1980 το Συμβούλιο Συνδέσεως, που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως και αποτελείται, αφενός, από μέλη των κυβερνήσεων των κρατών μελών, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως καθώς και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, από μέλη της Τουρκικής Κυβερνήσεως,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως, από το άρθρο 41 του πρόσθετου πρωτοκόλλου και από το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 13, της αποφάσεως 1/80.

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


(1)  ΕΕ C 95 της 28.4.2007.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/3


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Σουηδίας

(Υπόθεση C-246/07) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση των άρθρων 10 ΕΚ και 300, παράγραφος 1, ΕΚ - Σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους - Μονομερής πρόταση κράτους μέλους για την εγγραφή ουσίας στο παράρτημα Α της Σύμβασης)

(2010/C 161/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Valero Jordana και C. Tufvesson)

Καθού: Βασίλειο της Σουηδίας (εκπρόσωποι: A. Kruse και A. Falk)

Παρεμβαίνοντες υπέρ του καθού: Βασίλειο της Δανίας (εκπρόσωποι: C. Pilgaard Zinglersen και R. Holdgaard), Βασίλειο των Κάτω Χωρών (εκπρόσωποι: C. M. Wissels και D. J. M. de Grave), Δημοκρατία της Φινλανδίας (εκπρόσωπος: J. Heliskoski), Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωποι: V. Jackson και D. Anderson, QC)

Αντικείμενο

Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση των άρθρων 10 EK και 300, παράγραφος 1, ΕΚ — Μονομερής πρόταση για εγγραφή ουσίας, του σουλφονικού υπερφθοροοκτανίου, στο παράρτημα Α της Σύμβασης της Στοκχόλμης περί έμμονων οργανικών ρύπων

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Το Βασίλειο της Σουηδίας, προτείνοντας μονομερώς την προσθήκη ουσίας, του σουλφονικού υπερφθοροοκτανίου, στο παράρτημα Α της Σύμβασης της Στοκχόλμης περί έμμονων οργανικών ρύπων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)

Το Βασίλειο της Δανίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


(1)  ΕΕ C 183 της 4.8.2007.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/3


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας

(Υπόθεση C-423/07) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 93/37/ΕΟΚ - Άρθρα 3 και 11 - Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων έργων - Υποχρεώσεις αφορώσες τη δημοσιότητα - Έκταση των υποχρεώσεων - Προκήρυξη διαγωνισμού - Περιγραφή του αντικειμένου της συμβάσεως παραχωρήσεως και του τόπου εκτελέσεως των έργων - Πρόσθετα έργα μη προβλεπόμενα ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στη συγγραφή υποχρεώσεων - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως)

(2010/C 161/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: D. Kukovec, M. Κωνσταντινίδης, S. Pardo Quintillán και M. Canal Fontcuberta, abogada)

Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: F. Díez Moreno)

Αντικείμενο

Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση των άρθρων 3 και 11, παράγραφοι 3, 6, 7 και 12, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54) — Παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Έργα που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο συμβάσεως παραχωρήσεως — Ανάθεση μεταγενέστερη του χρονικού σημείου της αναθέσεως των έργων που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως παραχωρήσεως

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Το Βασίλειο της Ισπανίας, λόγω της από 5 Νοεμβρίου 1999 αναθέσεως στην Ibérica de Autopistas SA:

της κατασκευής τρίτης λωρίδας κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση στο μέρος του περιλαμβάνοντος διόδια τμήματος του αυτοκινητοδρόμου A 6 που βρίσκεται μεταξύ της πόλεως Villalba και του κόμβου Valle de los Caídos,

της κατασκευής τρίτης λωρίδας κυκλοφορίας εναλλασσόμενης κατευθύνσεως στο μέρος του περιλαμβάνοντος διόδια τμήματος του αυτοκινητοδρόμου A 6 που βρίσκεται μεταξύ του κόμβου Valle de los Caídos και της πόλεως San Rafael, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής νέας σήραγγας, και

της κατασκευής τέταρτης λωρίδας κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση στο τμήμα δωρεάν διελεύσεως του αυτοκινητοδρόμου A 6 που βρίσκεται μεταξύ των πόλεων της Μαδρίτης και της Villalba,

χωρίς να έχει γίνει μνεία των έργων αυτών στο αντικείμενο της συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίων έργων, όπως αυτό προσδιορίζεται στην προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στη συγγραφή υποχρεώσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, παράγραφος 1, καθώς και 11, παράγραφοι 3 και 6, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε συνδυασμό με το παράρτημα V αυτής.

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 297 της 8.12.2007.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/4


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(Υπόθεση C-160/08) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών - Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ - Οδηγία 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ - Δημόσιες υπηρεσίες πρώτων βοηθειών - Επείγουσα μεταφορά ασθενών και εξειδικευμένη μεταφορά ασθενών - Υποχρέωση διαφάνειας - Άρθρο 45 ΕΚ - Δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας - Άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ - Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος)

(2010/C 161/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: M. Kellerbauer και D. Kukovec)

Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: M. Lumma και J. Möller)

Παρεμβαίνουσα προς στήριξη των αιτημάτων της καθής: Βασίλειο των Κάτω Χωρών, (εκπρόσωποι: C. M. Wissels και Y. de Vries)

Αντικείμενο

Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση των άρθρων 43 και 49 ΕΚ, των οδηγιών 92/50/EOK του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), και 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (EE L 134, σ. 114) — Πρακτική των τοπικών αρχών που συνίσταται στην απευθείας σύναψη δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχωρήσεως για την παροχή υπηρεσιών έκτακτης ιατρικής βοήθειας, χωρίς να διεξάγονται προηγουμένως ανοικτοί διαγωνισμοί, κατά παράβαση των αρχών της διαφάνειας και της απαγόρευσης των διακρίσεων

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας ή, από την 1η Φεβρουαρίου 2006, δυνάμει του άρθρου 22 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 35, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών επείγουσας μεταφοράς ασθενών και εξειδικευμένης μεταφοράς ασθενών κατά το πρότυπο της υποβολής προσφοράς στα ομόσπονδα κράτη της Σαξονίας-Άνχαλτ, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, της Κάτω Σαξονίας και της Σαξονίας, λόγω του ότι δεν δημοσίευσε προκηρύξεις με τα αποτελέσματα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρουν έκαστος τα δικαστικά τους έξοδα.


(1)  ΕΕ C 209 της 15.8.2008


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/4


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Østre Landsret (Δανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Dansk Transport og Logistik κατά Skatteministeriet

(Υπόθεση C-230/08) (1)

(Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας - Άρθρα 202, 215, παράγραφοι 1 και 3, 217, παράγραφος 1, και 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ’ - Έννοια της φράσεως «όταν τα εμπορεύματα κατασχεθούν και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν» - Κανονισμός εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα - Άρθρο 867α - Οδηγία 92/12/ΕΟΚ - Άρθρα 5, παράγραφοι 1 και 2, 6, 7, παράγραφος 1, 8 και 9 - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρα 7, 10, παράγραφος 3, και 16, παράγραφος 1 - Παράτυπη είσοδος εμπορευμάτων - Μεταφορά εμπορευμάτων με δελτίο TIR - Κατάσχεση και καταστροφή - Προσδιορισμός του κράτους μέλους στο οποίο γεννάται η τελωνειακή οφειλή, καθώς και η υποχρέωση καταβολής ειδικού φόρου καταναλώσεως και ΦΠΑ - Απόσβεση της τελωνειακής και της φορολογικής οφειλής)

(2010/C 161/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η δανική

Αιτούν δικαστήριο

Østre Landsret

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Dansk Transport og Logistik

κατά

Skatteministeriet

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Østre Landsret — Ερμηνεία των άρθρων 215 και 233 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), του άρθρου 454 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1), των άρθρων 5 και 6 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ L 76, σ. 1) καθώς και των άρθρων 7 και 19 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49) — Απόσβεση της δασμοφορολογικής οφειλής που συνδέεται με την εκ μέρους των αρχών κράτους μέλους κατάσχεση και καταστροφή εμπορευμάτων κατά την παράτυπη εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας

Διατακτικό

1)

Η διατύπωση «κατασχεθούν […] και συγχρόνως ή στη συνέχεια δημευθούν» του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ’, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 955/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 1999, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή αφορά περιπτώσεις όπου εμπορεύματα τα οποία, κατά την εισαγωγή τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, δεσμεύονται από τις κατά τόπους τελωνειακές και φορολογικές αρχές στη ζώνη εντός της οποίας βρίσκεται το πρώτο τελωνείο στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας, καταστρέφονται συγχρόνως ή στη συνέχεια καταστρέφονται από τις εν λόγω αρχές, χωρίς όμως, στη δεύτερη περίπτωση, να έχουν παύσει να βρίσκονται στην κατοχή τους, οπότε η τελωνειακή οφειλή αποσβένεται δυνάμει της διατάξεως αυτής.

2)

Τα άρθρα 5, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους καταναλώσεως, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 96/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1996, έχουν την έννοια ότι εμπορεύματα τα οποία κατάσχονται από τις κατά τόπους τελωνειακές και φορολογικές αρχές κατά την είσοδό τους στο έδαφος της Κοινότητας και συγχρόνως ή εν συνεχεία καταστρέφονται από αυτές, χωρίς να έχουν παύσει να βρίσκονται στην κατοχή τους, πρέπει να θεωρούνται ως μη εισαχθέντα στην Κοινότητα, οπότε δεν επέρχεται ως προς αυτά το γενεσιουργό γεγονός του ειδικού φόρου καταναλώσεως. Τα εμπορεύματα που κατάσχονται μετά την παράτυπη είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, δηλαδή αφού απομακρυνθούν από τη ζώνη εντός της οποίας βρίσκεται το πρώτο κοινοτικό τελωνείο, και συγχρόνως ή στη συνέχεια καταστρέφονται από τις αρχές αυτές, χωρίς να έχουν παύσει να βρίσκονται στην κατοχή τους, δεν βρίσκονται υπό καθεστώς «αναστολής των ειδικών φόρων καταναλώσεως», κατά την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και των άρθρων 84, παράγραφος 1, στοιχείο α’, και 98 του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 955/99, και του άρθρου 867α του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1662/1999 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1999, οπότε επέρχεται ως προς αυτά το γενεσιουργό γεγονός του ειδικού φόρου καταναλώσεως, ο οποίος καθίσταται, ως εκ τούτου, απαιτητός.

3)

Τα άρθρα 2, σημείο 2, 7 και 10, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 1999/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 1999, έχουν την έννοια ότι τα εμπορεύματα που κατάσχονται από τις κατά τόπους τελωνειακές και φορολογικές αρχές, κατά την παράτυπη είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, και συγχρόνως ή στη συνέχεια καταστρέφονται από αυτές χωρίς να έχουν παύσει να βρίσκονται στην κατοχή τους θεωρείται ότι δεν έχουν εισαχθεί στην Κοινότητα, οπότε δεν επέρχεται το γενεσιουργό γεγονός του φόρου προστιθέμενης αξίας και, ως εκ τούτου, ο φόρος δεν καθίσταται απαιτητός. Αντιθέτως, οι διατάξεις των άρθρων 10, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και 16, παράγραφος 1, τίτλος B, σημείο γ’, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και του άρθρου 867α του κανονισμού 2454/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1662/99, έχουν την έννοια ότι, αν τα εμπορεύματα κατασχεθούν από τις κατά τόπους τελωνειακές και φορολογικές αρχές μετά την παράτυπη είσοδό τους στο έδαφος αυτό, δηλαδή μετά την απομάκρυνσή τους από τη ζώνη εντός της οποίας βρίσκεται το πρώτο τελωνείο στο έδαφος της Κοινότητας, και συγχρόνως ή στη συνέχεια καταστραφούν από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να παύσουν να βρίσκονται στην κατοχή τους, επέρχεται το γενεσιουργό γεγονός του φόρου προστιθέμενης αξίας και ο φόρος αυτός καθίσταται απαιτητός, έστω και αν τα εμπορεύματα έχουν στη συνέχεια τεθεί υπό τελωνειακό καθεστώς.

4)

Τα άρθρα 202, 215, παράγραφοι 1 και 3, και 217 του κανονισμού 2913/92, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 955/1999, καθώς και τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 10, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας 77/388, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 1999/85, έχουν την έννοια ότι αρμόδιες να εισπράξουν την τελωνειακή οφειλή και τον φόρο προστιθέμενης αξίας είναι οι αρχές του κράτους μέλους στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας, από τα οποία εισήχθησαν παρατύπως στην Κοινότητα τα εμπορεύματα, έστω και αν αυτά μεταφέρθηκαν στη συνέχεια σε άλλο κράτος μέλος, όπου εντοπίστηκαν και κατόπιν κατασχέθηκαν. Τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 96/99, έχουν την έννοια ότι οι αρχές του δεύτερου κράτους μέλους είναι αρμόδιες για την είσπραξη των φόρων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα αυτά κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν η προϋπόθεση αυτή συντρέχει στο πλαίσιο της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.


(1)  ΕΕ C 197 της 2.8.2008.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/6


Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Απριλίου 2010 [αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Federutility, Assogas, Libarna Gas spa, Collino Commercio spa, Sadori gas spa, Egea Commerciale, E.On Vendita srl, Sorgenia spa κατά Autorità per l’energia elettrica e il gas

(Υπόθεση C-265/08) (1)

(Οδηγία 2003/55/ΕΚ - Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου - Κρατική παρέμβαση στην τιμή παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 - Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου)

(2010/C 161/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Federutility, Assogas, Libarna Gas spa, Collino Commercio spa, Sadori gas spa, Egea Commerciale, E.On Vendita srl, Sorgenia spa

κατά

Autorità per l'energia elettrica e il gas

Αντικείμενο

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia — Ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 2, και 23 της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 57) — Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα τον καθορισμό των τιμών πωλήσεως φυσικού αερίου στους οικιακούς πελάτες

Διατακτικό

Τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του επιπέδου της τιμής παροχής φυσικού αερίου με τον καθορισμό «τιμών αναφοράς», όπως αυτών της κύριας δίκης, μετά την 1η Ιουλίου 2007, με την προϋπόθεση ότι η παρέμβαση αυτή:

επιδιώκει γενικό οικονομικό συμφέρον το οποίο έγκειται στη διατήρηση της τιμής παροχής φυσικού αερίου στον τελικό καταναλωτή σε λογικά επίπεδα, λαμβανομένου υπόψη ότι απόκειται στα κράτη μέλη, συνεκτιμώντας την κατάσταση του τομέα του φυσικού αερίου, να προβαίνουν σε συγκερασμό των σκοπών της ελευθερώσεως και της απαραίτητης προστασίας του τελικού καταναλωτή, τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2003/55·

θίγει τον ελεύθερο καθορισμό των τιμών της παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 μόνον καθόσον απαιτείται για την πραγματοποίηση του σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος και, κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια μιας οπωσδήποτε περιορισμένης χρονικής περιόδου, και

είναι σαφώς καθορισμένη, διαφανής, αμερόληπτη, επαληθεύσιμη, και διασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές.


(1)  ΕΕ C 236 της 13.9.2008.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/6


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — The Queen, κατόπιν αιτήσεως των M κ.λπ., κατά Her Majesty’s Treasury

(Υπόθεση C-340/08) (1)

(Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας - Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και φορέων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν - Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων - Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 - Άρθρο 2, παράγραφος 2 - Απαγόρευση διάθεσης κεφαλαίων σε πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού - Περιεχόμενο - Κοινωνικές παροχές ή παροχές πρόνοιας υπέρ συζύγου προσώπου το οποίο περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα I)

(2010/C 161/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

House of Lords

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

The Queen, κατόπιν αιτήσεως των M κ.λπ.

κατά

Her Majesty’s Treasury

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — House of Lords — Ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν (ΕΕ L 139, σ. 9) — Έκταση της απαγόρευσης της διάθεσης οικονομικών πόρων στα περιλαμβανόμενα στο παράρτημα Ι πρόσωπα — Παροχές κοινωνικής ασφάλισης ή κοινωνικής πρόνοιας από το κράτος στη σύζυγο προσώπου που περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα

Διατακτικό

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 2003, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται επί της καταβολής κρατικών κοινωνικών παροχών και παροχών πρόνοιας στη σύζυγο προσώπου περιλαμβανόμενου στον κατάλογο που κατήρτισε η επιτροπή η οποία συνεστήθη κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 6, του ψηφίσματος 1267 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε, απλώς και μόνον επειδή η ανωτέρω σύζυγος συμβιεί με το εν λόγω πρόσωπο και διαθέτει ή δύναται να διαθέσει μέρος των παροχών αυτών για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, των οποίων θα κάνει χρήση ή θα επωφεληθεί και το πρόσωπο αυτό.


(1)  ΕΕ C 260 της 11.10.2008


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/7


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

(Υπόθεση C-346/08) (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2001/80/ΕΚ - Ρύπανση και βλαβερές εκπομπές - Εγκαταστάσεις καύσεως - Περιορισμός των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων - Μη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Lynemouth (Ηνωμένο Βασίλειο))

(2010/C 161/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Oliver και A. Alcover San Pedro)

Καθού: Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωποι: L. Seeboruth και D. Wyatt, QC)

Αντικείμενο

Παράβαση κράτους μέλους — Μη εφαρμογή, όσον αφορά τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Lynemouth του Northumberland, της οδηγίας 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (ΕΕ L 309, σ. 1) — Οι ρύποι από τον εν λόγω σταθμό δεν μειώθηκαν σημαντικά εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας.

Διατακτικό

Το Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να διασφαλίσει την εφαρμογή της οδηγίας 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης, στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που εκμεταλλεύεται η Rio Tinto Alcan Smelting and Power (UK) Ltd στο Lynemouth, στο βορειοανατολικό τμήμα της Αγγλίας, παρέβη τις υποχρεώσεις παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2)

Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 260 της 11.10.2008.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/8


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Conseil d’État (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Solgar Vitamin’s France, Valorimer SARL, Christian Fenioux, L’Arbre de Vie SARL, Source Claire, Nord Plantes EURL, RCS Distribution, Ponroy Santé, Syndicat de la Diététique et des Compléments Alimentaires κατά Ministre de l’Economie, des Finances et de l’Emploi, Ministre de la Santé, de la Jeunesse et des Sports, Ministre de l’Agriculture et de la Pêche

(Υπόθεση C-446/08) (1)

(Οδηγία 2002/46/ΕΚ - Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συμπληρώματα διατροφής - Βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής - Ανώτατες ποσότητες - Εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο - Έλλειψη εναρμονίσεως - Αρμοδιότητα των κρατών μελών - Λεπτομέρειες εφαρμογής οι οποίες πρέπει να τηρούνται και κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των ανωτέρω ποσοτήτων - Εθνική κανονιστική ρύθμιση καθορίζουσα τις εν λόγω ποσότητες - Καθορισμός μηδενικής ποσότητας)

(2010/C 161/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’ État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Solgar Vitamin’s France, Valorimer SARL, Christian Fenioux, L’Arbre de Vie SARL, Source Claire, Nord Plantes EURL, RCS Distribution, Ponroy Santé, Syndicat de la Diététique et des Compléments Alimentaires

κατά

Ministre de l'Economie, des Finances et de l'Emploi, Ministre de la Santé, de la Jeunesse et des Sports, Ministre de l'Agriculture et de la Pêche

Παρεμβαίνουσα: Syndicat de la Diététique et des Compléments Alimentaires

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Conseil d’État (Γαλλία) — Ερμηνεία της οδηγίας 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφής (ΕΕ L 183, σ. 51) και, ιδίως, των άρθρων της 5, παράγραφος 4, και 11, παράγραφος 2 — Αρμοδιότητα των κρατών μελών να προσδιορίζουν τις ανώτατες ποσότητες βιταμινών και ανόργανων στοιχείων οι οποίες επιτρέπονται στα συμπληρώματα διατροφής ελλείψει κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως επί του θέματος — Κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας — Παντελής απαγόρευση του φθορίου επιβαλλόμενη από τις αρχές κράτους μέλους πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 12 της ανωτέρω οδηγίας κανόνων — Ποσοτικός περιορισμός του εμπορίου αντικείμενος στα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ

Διατακτικό

1)

Η οδηγία 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφή, έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη της Συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για την έκδοση κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τις μέγιστες ποσότητες βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που δύνανται να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής ενόσω η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εξέδωσε πράξη σχετική με τις εν λόγω ποσότητες, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας.

2)

Πέραν της υποχρεώσεως τηρήσεως των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να εμπνέονται από τα απαντώντα στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2002/46 στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της επιταγής περί αξιολογήσεως των κινδύνων βάσει επιστημονικών δεδομένων γενικής αποδοχής, για τον καθορισμό των μέγιστων ποσοτήτων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής εν αναμονή της εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκδόσεως πράξεως σχετικά με τις ανωτέρω ποσότητες δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου 5 αυτής.

3)

Η οδηγία 2002/46 έχει την έννοια ότι, ενώπιον καταστάσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου, κατά τον καθορισμό της μέγιστης ποσότητας φθορίου δυναμένου να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, είναι αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός των προσλήψεων του ανόργανου αυτού στοιχείου από άλλες τροφικές πηγές, και ενόσω η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει εκδώσει πράξη σχετικά με τις μέγιστες ποσότητες βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας, ένα κράτος μέλος δύναται, εφόσον συντρέχει αποδεδειγμένος κίνδυνος οι εν λόγω προσλήψεις να εγγίζουν το θεσπισθέν για το επίδικο ανόργανο στοιχείο ανώτατο όριο ασφαλείας και υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, να καθορίσει την ως άνω μέγιστη ποσότητα σε μηδενική τιμή, χωρίς να προστρέξει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 12 της ίδιας οδηγίας διαδικασία.

4)

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/46 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι η προσαρμοσμένη επισήμανση θα μπορούσε να αποτρέψει την ομάδα καταναλωτών στην οποία αυτή απευθύνεται να κάνει χρήση θρεπτικής ουσίας, ευεργετικής για την ίδια, σε χαμηλή δόση δεν συνιστά στοιχείο ασκούν επιρροή για τον καθορισμό των μέγιστων ποσοτήτων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής. Το να λαμβάνεται υπόψη ο διαφορετικός βαθμός ευαισθησίας διαφόρων ομάδων καταναλωτών δεν είναι ικανό να παράσχει σε κράτος μέλος την ευχέρεια να εφαρμόσει επί του συνόλου του πληθυσμού μια τέτοια μέγιστη ποσότητα προσαρμοσμένη σε ειδική ομάδα καταναλωτών, όπως είναι αυτή των παιδιών, παρά μόνον εφόσον το μέτρο περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η προστασία της υγείας των ανηκόντων στην εν λόγω ομάδα προσώπων και εφόσον το μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά των συναλλαγών εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μέτρα, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

5)

Η οδηγία 2002/46 έχει την έννοια ότι προσκρούει σ’ αυτήν ο καθορισμός μέγιστων ποσοτήτων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής όταν, ελλείψει αποδεδειγμένου κινδύνου για την υγεία των προσώπων, δεν έχουν καθοριστεί ανώτατα όρια ασφαλείας για τις εν λόγω βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία, εκτός και αν το μέτρο αυτό δικαιολογείται δυνάμει της αρχής της προλήψεως, αν επιστημονική εκτίμηση των κινδύνων οδηγεί στη διαπίστωση ότι εξακολουθεί να υφίσταται αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των πραγματικών κινδύνων για την υγεία. Δεν μπορεί να αποκλείεται το ενδεχόμενο καθορισμού των μέγιστων ποσοτήτων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής σε επίπεδο αισθητά κατώτερο εκείνου των ανώτατων ορίων ασφαλείας μετά τον προσδιορισμό τους αφ’ ης στιγμής δικαιολογείται ενδεχομένως ο καθορισμός των συγκεκριμένων μέγιστων ποσοτήτων από τον συνυπολογισμό των απαντώντων στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2002/46 στοιχείων και ο καθορισμός αυτός είναι σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας. Η σχετική εκτίμηση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο και πρέπει να χωρεί κατά περίπτωση.


(1)  ΕΕ C 327 της 20.12.2008.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/9


Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Landesgericht Innsbruck (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols κατά Land Tirol

(Υπόθεση C-486/08) (1)

(Κοινωνική πολιτική - Συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου - Δυσμενείς διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους συμβασιούχους εργαζόμενους που εργάζονται με μειωμένο ωράριο, περιστασιακά ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου - Αρχή της ίσης μεταχείρισης)

(2010/C 161/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landesgericht Innsbruck

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols

κατά

Land Tirol

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Landesgericht Innsbruck — Ερμηνεία της ρήτρας 4, σημεία 1 και 2, του παραρτήματος της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ L 14, σ. 9), της ρήτρας 4 του παραρτήματος της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), καθώς και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ', της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ L 204, σ. 23) — Εθνική νομοθεσία σχετικά με τους συμβασιούχους υπαλλήλους, η οποία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων που απασχολούνται με μειωμένο ωράριο, περιστασιακά ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου — Διατάξεις που έχουν δυσμενείς επιπτώσεις επί του δικαιώματος ετήσιας άδειας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που καθίστανται εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης και των εργαζομένων που έχουν λάβει γονική άδεια δύο ετών — Αρχές της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών εργαζομένων, εργαζομένων μερικής απασχόλησης και εργαζομένων πλήρους απασχόλησης καθώς και εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου και εργαζομένων με σύμβαση αόριστου χρόνου

Διατακτικό

1)

Το εφαρμοστέο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 55, παράγραφος 5, του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους (Tiroler Landes-Vertragsbedienstetengesetz), της 8ης Νοεμβρίου 2000, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της άδειας προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχόλησης είτε να υφίσταται μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τα οποία απέκτησε, αλλά δεν μπόρεσε να ασκήσει, κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του είτε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την άδεια αυτή διαθέτοντας μικρότερο πλέον επίδομα άδειας.

2)

H ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους, της 8ης Νοεμβρίου 2000, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τους εργαζόμενους που απασχολούνται είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, είτε μόνο περιστασιακά.

3)

Η ρήτρα 2, σημείο 6, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 60, τελευταίο εδάφιο, του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους, της 8ης Νοεμβρίου 2000, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να λάβουν τη διετή γονική άδεια χάνουν, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, τα δικαιώματα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που είχαν αποκτήσει κατά το έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου τους.


(1)  ΕΕ C 44 της 21.2.2009


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/10


Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Vera Mattner κατά Finanzamt Velbert

(Υπόθεση C-510/08) (1)

(Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων - Άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ - Φόρος δωρεάς - Οικόπεδο με κτίσμα - Δικαίωμα εκπτώσεως ποσού από τη φορολογητέα βάση - Διαφορετική μεταχείριση κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής)

(2010/C 161/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Vera Mattner

κατά

Finanzamt Velbert

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Finanzgericht Düsseldorf — Ερμηνεία των άρθρων 39 και 43 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 56, σε συνδυασμό με το άρθρο 58 ΕΚ — Εθνική ρύθμιση περί της εισπράξεως φόρου δωρεάς ακινήτου, η οποία προβλέπει για τον μόνιμο κάτοικο αλλοδαπής, που αποκτά χαριστικώς από μόνιμο κάτοικο αλλοδαπής ακίνητο κείμενο στο εσωτερικό της χώρας, αφορολόγητο ποσό ύψους μόνον 1 100 ευρώ, ενώ, αν ο δωρητής ή ο αποκτών είχε την κατοικία του, κατά τον χρόνο της εκτελέσεως της δωρεάς του ιδίου ακινήτου, στο οικείο κράτος μέλος, το αφορολόγητο ποσό θα ανερχόταν σε 205 000 ευρώ

Διατακτικό

Οι διατάξεις του άρθρου 56 ΕΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 58 ΕΚ, πρέπει να ερμηνεύονται κατά την έννοια ότι απαγορεύουν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει, όσον αφορά τον υπολογισμό του φόρου δωρεάς, μικρότερο αφορολόγητο ποσό στην περίπτωση δωρεάς ακινήτου κειμένου στο εν λόγω κράτος μέλος αν, κατά τον χρόνο της δωρεάς, αμφότεροι ο δωρητής και ο δωρεοδόχος είναι κάτοικοι άλλου κράτους μέλους, σε σχέση με το αφορολόγητο ποσό που προβλέπει αν ένας τουλάχιστον από τους συμβαλλομένους είναι, κατά τον ίδιο χρόνο, κάτοικος του πρώτου κράτους μέλους.


(1)  ΕΕ C 44 της 21.2.2009


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/10


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αιτήσεις του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Staatssecretaris van Financiën κατά X (C-536/08), fiscale eenheid Facet BV κατά Facet Trading BV (C-539/08)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-536/08 και C-539/08) (1)

(Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3 - Άρθρο 28β, A, παράγραφος 2 - Δικαίωμα προς έκπτωση - Μεταβατικό καθεστώς φορολογήσεως των συναλλαγών εντός των κρατών μελών - Τόπος των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών)

(2010/C 161/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hoge Raad der Nederlanden

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Staatssecretaris van Financiën

κατά

X (C-536/08),

και

fiscale eenheid Facet BV

κατά

Facet Trading BV (C-539/08)

Αντικείμενο

Αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Hoge Raad der Nederlanden Den Haag — Ερμηνεία των άρθρων 17, παράγραφοι 2 και 3, και 28β, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, σ. 1) — Μεταβατικό καθεστώς φορολογήσεως των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών — Τόπος της ενδοκοινοτικής αποκτήσεως αγαθών

Διατακτικό

Τα άρθρα 17, παράγραφοι 2 και 3, καθώς και 28β, A, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως διαμορφώθηκε με την οδηγία 92/111/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1992, έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου της τελευταίας αυτής διατάξεως, ο υποκείμενος στον φόρο δεν δικαιούται να εκπέσει αμέσως τον φόρο προστιθέμενης αξίας εισροών που βαρύνει μια ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών.


(1)  ΕΕ C 44 της 21.2.2009


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/11


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) — Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — The Queen, κατόπιν αιτήσεως της Association of the British Pharmaceutical Industry, κατά Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency

(Υπόθεση C-62/09) (1)

(Οδηγία 2001/83/ΕΚ - Άρθρο 94 - Οικονομικά κίνητρα υπέρ ιατρείων που συνταγογραφούν ορισμένα φάρμακα στους ασθενείς τους - Αρμόδιες στον τομέα της υγείας δημόσιες αρχές - Ιατροί - Ελευθερία συνταγογραφήσεως)

(2010/C 161/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

The Queen, κατόπιν αιτήσεως της Association of the British Pharmaceutical Industry

κατά

Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency

παρισταμένης της:

NHS Confederation (Employers) Company Ltd

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) — Ερμηνεία του άρθρου 94, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311, σ. 67) — Εφαρμογή από δημόσιο φορέα υπαγόμενο στο εθνικό σύστημα υγείας προγράμματος οικονομικών κινήτρων για τα ιατρεία που συνταγογραφούν συγκεκριμένα φάρμακα στους ασθενείς

Διατακτικό

Το άρθρο 94, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει προγράμματα οικονομικών κινήτρων, όπως το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης, τα οποία εφαρμόζουν οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία εθνικές αρχές με σκοπό την περιστολή των σχετικών δαπανών τους και την προαγωγή της συνταγογραφήσεως εκ μέρους των ιατρών, όσον αφορά τη θεραπεία ορισμένων παθήσεων, ειδικώς επονομαζόμενων φαρμάκων που περιέχουν διαφορετική ενεργό ουσία από αυτή του προηγουμένως χορηγούμενου φαρμάκου ή αυτού που θα είχε συνταγογραφηθεί εάν δεν ίσχυαν τα εν λόγω προγράμματα.


(1)  ΕΕ C 90 της 18.4.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/11


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Δήμος Αγίου Νικολάου Κρήτης κατά Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

(Υπόθεση C-82/09) (1)

(Κανονισμός (ΕΚ) 2152/2003 - Παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Ένωση - Ορισμοί - Έννοιες «δάσος» και «άλλη δασική έκταση» - Πεδίο εφαρμογής)

(2010/C 161/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Αιτούν δικαστήριο

Συμβούλιο της Επικρατείας

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Δήμος Αγίου Νικολάου Κρήτης

κατά

Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

Αντικείμενο

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Συμβούλιο της Επικρατείας — Ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχεία α' και β', του κανονισμού (ΕΚ) 2152/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Κοινότητα (Έμφαση στα δάση) (ΕΕ L 324, σ. 1) — Όροι «δάσος» και «δασική έκταση» — Αποκλίνοντες ορισμοί στον κανονισμό

Διατακτικό

Οι διατάξεις του άρθρου 3, στοιχεία α' και β', του κανονισμού (ΕΚ) 2152/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Κοινότητα (Έμφαση στα δάση), οι οποίες ορίζουν, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, τις έννοιες «δάσος» και «δασική έκταση», δεν αποκλείουν εθνικές διατάξεις περιέχουσες διαφορετικούς ορισμούς των εννοιών αυτών όσον αφορά προγράμματα τα οποία δεν διέπονται από τον κανονισμό αυτόν.


(1)  ΕΕ C 102 της 1.5.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/12


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Tribunale di Firenze (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Camar Srl κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri

(Υπόθεση C-102/09) (1)

(Διεθνείς συμφωνίες - Σύμβαση της Γιαουντέ - Τέταρτη σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ της Λομέ - Ρήτρα «standstill» - Εσωτερικός φόρος - Μπανάνες)

(2010/C 161/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale di Firenze

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Camar Srl

κατά

Presidenza del Consiglio dei Ministri

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Tribunale di Firenze — Κοινή οργάνωση των αγορών — Μπανάνες — Συμβατότητα εθνικής νομοθεσίας επιβάλλουσας φόρο καταναλώσεως επί των μπανανών καταγωγής Σομαλίας προς το άρθρο 14 της πρώτης συμβάσεως της Γιαουντέ και προς το καθεστώς των εισαγωγών που αφορά η Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ της Λομέ

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 14 της συμβάσεως συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και των συνδεδεμένων με αυτήν αφρικανικών κρατών και της Μαδαγασκάρης, που υπογράφηκε στη Γιαουντέ στις 20 Ιουλίου 1963, δεν απαγόρευε την επιβολή φόρου επί των μπανανών καταγωγής Σομαλίας όπως αυτός που θεσπίστηκε με τον νόμο 986/1964, της 9ης Οκτωβρίου 1964.

2)

Ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται σε εξέταση των συγκεκριμένων επιπτώσεων των αυξήσεων φόρου ο οποίος επιβαρύνει τις εισαγωγές μπανανών καταγωγής Σομαλίας, όπως αυτός που θεσπίστηκε με ρύθμιση όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, σε σχέση με την προ της 1ης Απριλίου 1976 κατάσταση, προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα των αυξήσεων αυτών προς τη ρήτρα «standstill» του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 5, για τις μπανάνες, που προσαρτάται στην τέταρτη σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ, που υπογράφηκε στη Λομέ στις 15 Δεκεμβρίου 1989. Εντούτοις, αυξήσεις του φόρου αυτού, οι οποίες περιορίζονται σε αναπροσαρμογή του σε σχέση με τον πληθωρισμό, δεν είναι αντίθετες προς την εν λόγω ρήτρα.


(1)  ΕΕ C 129 της 6.6.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/12


Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010 [αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας κ.λπ. κατά Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Υπουργού Αιγαίου

(Υπόθεση C-122/09) (1)

(Θαλάσσιες μεταφορές - Θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ - Κανονισμός (ΕΟΚ) 3577/92 - Προσωρινή εξαίρεση από την εφαρμογή του κανονισμού αυτού - Υποχρέωση των κρατών μελών να μη θεσπίζουν, πριν από τη λήξη της περιόδου εξαιρέσεως, διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν σοβαρά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού)

(2010/C 161/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Αιτούν δικαστήριο

Συμβούλιο της Επικρατείας

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ένωση Εφοπλιστών Ακτοπλοΐας, ANEK, Μινωικές Γραμμές, N. E. Λέσβου και Blue Star Ferries

κατά

Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Υπουργού Αιγαίου

Αντικείμενο

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Συμβούλιο της Επικρατείας — Ερμηνεία των άρθρων 1, 2, 4 και 6, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές–καμποτάζ) (ΕΕ L 364, σ. 7) — Προσωρινή εξαίρεση από την εφαρμογή του κανονισμού — Υποχρέωση των κρατών μελών να μη υιοθετήσουν, πριν από την εκπνοή της περιόδου της εξαιρέσεως, διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν την πλήρη και τέλεια εφαρμογή του κανονισμού — Δικαίωμα των ιδιωτών να αμφισβητούν το κύρος των εθνικών διατάξεων που έχουν τέτοιο αποτέλεσμα

Διατακτικό

Αν υποτεθεί ότι ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε, κατά τη διάρκεια της περιόδου εξαιρέσεως της εφαρμογής στην Ελλάδα του κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ), να απόσχει από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού από την 1η Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω περίοδος εξαιρέσεως έληξε, η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύεται σοβαρά εκ μόνου του λόγου ότι ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε το 2001 διατάξεις αντίθετες προς τον εν λόγω κανονισμό, με εξαντλητικό και πάγιο χαρακτήρα, οι οποίες δεν προβλέπουν ότι παύουν να ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2004.


(1)  ΕΕ C 141 της 20.6.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/13


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Finanzgericht München (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Roeckl Sporthandschuhe GmbH & Co. KG. κατά Hauptzollamt München

(Υπόθεση C-123/09) (1)

(Κοινό Δασμολόγιο - Δασμολογικές κλάσεις - Κατάταξη των γαντιών ιππασίας στη Συνδυασμένη Ονοματολογία - Κλάση 3926 - Κλάση 6116)

(2010/C 161/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht München

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Roeckl Sporthandschuhe GmbH & Co. KG

κατά

Hauptzollamt München

Αντικείμενο

Αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης — Finanzgericht München — Ερμηνεία του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1789/2003 της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ L 281, σ. 1) — Κλωστοϋφαντουργικό προϊόν του οποίου η μία όψη έχει καταστεί τραχιά με μόνο σκοπό την καλύτερη στερέωση ενός στρώματος πλαστικής ύλης — Κατάταξη στη διάκριση 3926 20 00 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας

Διατακτικό

Η Συνδυασμένη Ονοματολογία που αποτελεί το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1789/2003 της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα γάντια ιππασίας που, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποτελούνται από υφαντική ύλη η οποία, κατόπιν επεξεργασίας, έχει γίνει από τη μία όψη τραχιά και έχει επικαλυφθεί με πλαστική ύλη και στα οποία το υπόθεμα από υφαντική ύλη υφίσταται επεξεργασία, ώστε η μία του όψη να γίνει τραχιά, και η τραχιά αυτή όψη επικαλύπτεται στη συνέχεια πλήρως με αφρό από πολυουρεθάνιο, ο οποίος επιτελεί ουσιώδη λειτουργία για τη χρήση των γαντιών ως γαντιών ιππασίας, πρέπει να καταταγούν στη διάκριση 3926 20 00 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας αυτής.


(1)  ΕΕ C 129 της 6.6.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/13


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 [αίτηση του Raad van State (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Smit Reizen BV κατά Minister van Verkeer en Waterstaat

(Υπόθεση C-124/09) (1)

(Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Κανονισμοί (ΕΟΚ) 3820/85 και 3821/85 - Οδικές μεταφορές - Υποχρέωση καταγραφής - Χρόνος αναπαύσεως και άλλες περίοδοι εργασίας - Χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο όπου θα αναληφθεί όχημα στο οποίο έχει τοποθετηθεί συσκευή ελέγχου - Έννοια του «κέντρου εκμεταλλεύσεως»)

(2010/C 161/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Raad van State

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Smit Reizen BV

κατά

Minister van Verkeer en Waterstaat

Αντικείμενο

Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Raad van State — Ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 1) και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3821/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 8) — Διακοπές στην οδήγηση, περίοδοι ημερήσιας αναπαύσεως και χρόνος εργασίας — Έννοια — Υποχρέωση καταγραφής — Χρόνος που αναλίσκεται για να μεταβεί ο οδηγός στον τόπο στον οποίο αναλαμβάνει το όχημα και ο οποίος βρίσκεται έξω από το κέντρο εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως — Έννοια — Μεταφορά του οδηγού από τρίτον

Διατακτικό

1)

Η έννοια του «κέντρου εκμεταλλεύσεως», η οποία περιλαμβάνεται στις σκέψεις 21 επ. της αποφάσεως της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-297/99, Skills Motor Coaches κ.λπ., ορίζεται ως ο τόπος που αποτελεί τη συγκεκριμένη βάση του οδηγού, ήτοι ως η εγκατάσταση της επιχειρήσεως μεταφοράς από την οποία ο οικείος οδηγός ξεκινά κανονικά την υπηρεσία του και στην οποία επιστρέφει μετά το πέρας αυτής, στο πλαίσιο της συνήθους ασκήσεως των καθηκόντων του και χωρίς να συμμορφώνεται προς ιδιαίτερες οδηγίες του εργοδότη του.

2)

Το ζήτημα αν ο οικείος οδηγός οδηγεί ο ίδιος προς τον τόπο όπου οφείλει να αναλάβει όχημα στο οποίο έχει τοποθετηθεί συσκευή ελέγχου ή αν κάποιος άλλος οδηγεί το όχημα με το οποίο ο οικείος οδηγός μεταβαίνει στον τόπο αυτόν δεν έχει σημασία όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του χρόνου διαδρομής υπό το πρίσμα της κατά το άρθρο 1, σημείο 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών, έννοιας της «αναπαύσεως».


(1)  ΕΕ C 129 της 6.6.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/14


Αναίρεση που άσκησε στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 ο Constantin Hârsulescu κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) στις 22 Ιουλίου 2009 στην υπόθεση T-234/09, Hârsulescu κατά Ρουμανίας

(Υπόθεση C-374/09 P)

(2010/C 161/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Constantin Hârsulescu (εκπρόσωπος: C. Stanciu)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ρουμανία

Με διάταξη της 4ης Μαρτίου 2010, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) απέρριψε την αναίρεση.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/14


Αναίρεση που άσκησε την 1η Μαρτίου 2010 η Solvay SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 17 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση T-57/01, Solvay κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-109/10 P)

(2010/C 161/21)

Γλώσσα διαδικασίας:η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Solvay SA (εκπρόσωποι: P.-A. Foriers, R. Jafferali, F. Louis, A. Vallery, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2009·

ως εκ τούτου, να εξετάσει εκ νέου την προσφυγή επί των αναιρεθέντων σημείων και να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, στο σύνολό της ή εν μέρει, ανάλογα με την έκταση των σχετικών λόγων αναιρέσεως·

να ακυρώσει το πρόστιμο των 19 εκατομμυρίων ευρώ ή, άλλως, να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο αυτό για την αποκατάσταση της σοβαρής ζημίας που υπέστη η αναιρεσείουσα λόγω της εξαιρετικής διάρκειας της διαδικασίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης καθώς και στα δικαστικά έξοδα της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει εννέα λόγους αναιρέσεως.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει πέντε σκέλη, η αναιρεσείουσα προσάπτει προσβολή του δικαιώματος του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου, καθόσον η απόφαση 2003/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000 (1), εκδόθηκε μετά την παρέλευση άνω των δέκα ετών από την έναρξη των διώξεων ή, τουλάχιστον, μετά την κίνηση της διαδικασίας με κοινοποίηση των αιτιάσεων της Επιτροπής στην αναιρεσείουσα. Η Solvay προσάπτει ειδικότερα στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εκτίμησε συνολικά τον χρόνο ώστε να συμπεριλάβει τόσο το διοικητικό όσο και το δικαστικό στάδιο της διαδικασίας (πρώτο σκέλος), ότι δεν έλαβε υπόψη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο σκέλος), ότι εξάρτησε την κύρωση της υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου από την απόδειξη συγκεκριμένης προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας ενώ οι δύο αρχές είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες (τρίτο σκέλος), ότι αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω τέτοια προσβολή (τέταρτο σκέλος) και ότι παραμόρφωσε τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά εκτιμώντας ότι η αναιρεσείουσα είχε παραιτηθεί από τη δυνατότητα να ζητήσει, επικουρικώς, μείωση του προστίμου λόγω υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου (πέμπτο σκέλος), μολονότι είχε ρητώς ζητήσει την ακύρωση ή, τουλάχιστον, τη μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτό.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει τρία σκέλη, η Solvay προβάλλει παραβίαση των άρθρων 14 και 20 του κανονισμού 17/62 του Συμβουλίου (2), καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την εκ μέρους της Επιτροπής χρήση, στο πλαίσιο της δικαδικασίας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εγγράφων κατασχεθέντων κατά τη διενέργεια ελέγχων σχετικών με ενδεχόμενη συμμετοχή σε συμπράξεις και/ή εναρμονισμένες πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (πρώτο σκέλος). Η αναιρεσείουσα προσάπτει, επίσης, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δέχθηκε την εκ μέρους της Επιτροπής χρήση εγγράφων που συνέλεξε τυχαία, μολονότι δεν θα μπορούσε τότε, ελλείψει υπονοιών, να προβεί σε έλεγχο για τη συλλογή των εγγράφων αυτών (δεύτερο σκέλος). Τέλος, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, δεχόμενο την ύπαρξη ουσιώδους ομοιότητας μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που σκοπούσε να ερευνήσει η απόφαση περί ελέγχου και εκείνων που αποτέλεσαν τη βάση της καταδίκης της (τρίτο σκέλος).

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει έξι σκέλη, η αναιρεσείουσα προβάλλει προσβολή από το Γενικό Δικαστήριο των δικαιωμάτων της άμυνας, καθόσον υποχρεώθηκε να αποδείξει ότι τα απωλεσθέντα από την Επιτροπή έγγραφα του φακέλου θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά της (πρώτο σκέλος). Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί αυτεπαγγέλτως, ελλείψει προσωρινής εξετάσεως του φακέλου, ότι τα επίμαχα έγγραφα θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή (δεύτερο και τρίτο σκέλος). Τέλος, αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία δεν αποδείχθηκε ότι τα εξαφανισθέντα έγγραφα θα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε χρησιμότητα για την άμυνά της σχετικά με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως (τέταρτο σκέλος), την έκπτωση που χορηγήθηκε στον όμιλο Saint-Gobain (πέμπτο σκέλος) και τον γεωγραφικό καθορισμό της σχετικής αγοράς (έκτο σκέλος).

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Solvay προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, παραβίαση των σχετικών με το βάρος αποδείξεως κανόνων και του τεκμηρίου αθωότητας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα απωλεσθέντα από τον φάκελο έγγραφα δεν ήταν χρήσιμα για την άμυνά της, μολονότι αρκεί τα έγγραφα αυτά να της παρέχουν τη δυνατότητα τεκμηριώσεως των αρχικώς προβληθέντων λόγων και όχι τη δυνατότητα προβολής νέων λόγων ακυρώσεως (πρώτο σκέλος), και να είναι έστω και περιορισμένως ικανά να επηρεάσουν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (δεύτερο σκέλος).

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως μετά την ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της πρώτης αποφάσεως επιβολής προστίμου και πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν απαντά στην προσφυγή ακυρώσεως και δεν αναγνωρίζει την υποχρέωση της Επιτροπής να ακούσει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην περίπτωση που με προγενέστερη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου διαπιστώθηκε διαδικαστική πλημμέλεια που επηρέασε τα προπαρασκευαστικά μέτρα.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και ότι αθέτησε την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, αποδεχόμενο έναν άλλο γεωγραφικό καθορισμό της σχετικής αγοράς ως αγοράς κοινοτικών διαστάσεων ή εθνικών αγορών.

Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Solvay επικρίνει, υπό το πρίσμα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως, κατά την οποία η σχετική αγορά είναι κοινοτικών (πρώτο σκέλος) ή εθνικών διαστάσεων (δεύτερο σκέλος). Επιπροσθέτως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις που αποδεικνύουν την έλλειψη δεσπόζουσας θέσεως (τρίτο σκέλος).

Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παραβίαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έκπτωση 1,5 % που χορηγήθηκε στον όμιλο Saint-Gobain συνιστούσε έκπτωση λόγω εμπιστοσύνης, η οποία επηρεάζει τις συνθήκες του ανταγωνισμού.

Με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη πρακτικής εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις, απορρέουσα από το σύστημα εκπτώσεων προς τους εμπορικούς εταίρους, ελλείψει ελέγχου με σκοπό να διαπιστωθεί αν η εν λόγω πρακτική συνεπάγεται ανταγωνιστικά μειονεκτήματα μεταξύ των πελατών του προμηθευτή που κατέχει δεσπόζουσα θέση (πρώτο σκέλος). Τέλος, η Solvay προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το χαμηλό ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ανθρακικό νάτριο στο συνολικό κόστος παραγωγής των πελατών της (δεύτερο σκέλος).


(1)  Απόφαση 2003/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 82 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 — C: Ανθρακικό νάτριο — Solvay) (ΕΕ 2003, L 10, σ. 10).

(2)  Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (EE 1962, 13, σ. 204).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/16


Αναίρεση που άσκησε την 1η Μαρτίου 2010 η Solvay SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 17 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση T-58/01, Solvay κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-110/10 P)

(2010/C 161/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Solvay SA (εκπρόσωποι: P.-A. Foriers, R. Jafferali, F. Louis, A. Vallery, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ενώσει και να συνεκδικάσει την παρούσα υπόθεση με την αναίρεση που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-57/01

να αναιρέσει την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2009·

ως εκ τούτου, να εξετάσει εκ νέου την προσφυγή επί των αναιρεθέντων σημείων και να ακυρώσει στο σύνολό της την απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000·

να ακυρώσει το πρόστιμο των 2,25 εκατομμυρίων ευρώ ή, άλλως, να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο αυτό για την αποκατάσταση της σοβαρής ζημίας που υπέστη η αναιρεσείουσα λόγω της εξαιρετικής διάρκειας της διαδικασίας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης καθώς και στα δικαστικά έξοδα της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει πέντε σκέλη, η αναιρεσείουσα προσάπτει προσβολή του δικαιώματος του δικάζεσθαι εντός ευλόγου χρόνου. Η Solvay προσάπτει ειδικότερα στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εκτίμησε συνολικά τον χρόνο ώστε να συμπεριλάβει τόσο το διοικητικό όσο και το δικαστικό στάδιο της διαδικασίας (πρώτο σκέλος), ότι δεν έλαβε υπόψη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο σκέλος), ότι εξάρτησε την κύρωση της υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου από την απόδειξη συγκεκριμένης προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας ενώ οι δύο αρχές είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες (τρίτο σκέλος), ότι αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω τέτοια προσβολή (τέταρτο σκέλος) και ότι παραμόρφωσε τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά εκτιμώντας ότι η αναιρεσείουσα είχε παραιτηθεί από τη δυνατότητα να ζητήσει, επικουρικώς, μείωση του προστίμου λόγω υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου (πέμπτο σκέλος), μολονότι είχε ρητώς ζητήσει την ακύρωση ή, τουλάχιστον, τη μείωση του προστίμου για τον λόγο αυτό.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει πέντε σκέλη, η αναιρεσείουσα προβάλλει προσβολή από το Γενικό Δικαστήριο των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον υποχρεώθηκε να αποδείξει ότι τα απωλεσθέντα από την Επιτροπή έγγραφα του φακέλου θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά της (πρώτο σκέλος). Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί αυτεπαγγέλτως, ελλείψει προσωρινής εξετάσεως του φακέλου, ότι τα επίμαχα έγγραφα θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή (δεύτερο και τρίτο σκέλος). Προσάπτει, επίσης, στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποφάνθηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι τα εξαφανισθέντα έγγραφα θα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε χρησιμότητα για την άμυνά της, με το σκεπτικό ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ισχυρισμό που να αμφισβητεί την ύπαρξη της συμφωνίας, το οποίο θα μπορούσε να έχει κάνει ακόμη και χωρίς να έχει πρόσβαση στον φάκελο, μολονότι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει τον ισχυρισμό αυτό ενώπιον της Επιτροπής και ότι το περιεχόμενο των απωλεσθέντων εγγράφων δεν μπορεί πλέον να καθορισθεί από κανένα (τέταρτο σκέλος). Προσάπτει, τέλος, στο Γενικό Δικαστήριο ότι αρνήθηκε να δεχθεί την ύπαρξη οποιουδήποτε συμφέροντος για τα απωλεσθέντα έγγραφα, με το σκεπτικό ότι είχε ήδη απορρίψει επί της ουσίας τον ισχυρισμό που προέβαλε η αναιρεσείουσα ότι η επίμαχη συμφωνία δεν μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, μολονότι δεν γνωρίζει το περιεχόμενο των απωλεσθέντων εγγράφων και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να αποκλείσει ότι τα εν λόγω έγγραφα θα παρείχαν στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να προβάλει συμπληρωματικά επιχειρήματα, και μάλιστα εντελώς νέους ισχυρισμούς, τόσο επί της ουσίας, όσο και επί του ύψους του προστίμου ή του νομότυπου της διαδικασίας (πέμπτο σκέλος).

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως μετά την ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της πρώτης αποφάσεως επιβολής προστίμου και πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν απαντά στην προσφυγή ακυρώσεως και δεν αναγνωρίζει την υποχρέωση της Επιτροπής να ακούσει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην περίπτωση που με προγενέστερη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου διαπιστώθηκε διαδικαστική πλημμέλεια που επηρέασε τα προπαρασκευαστικά μέτρα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/16


Αναίρεση που άσκησε στις 8 Μαρτίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 15 Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-156/04, Électricité de France (EDF) κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-124/10 P)

(2010/C 161/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: E. Gippini Fournier, B. Stromsky και D. Grespan)

Έτεροι διάδικοι: Électricité de France (EDF), Γαλλική Δημοκρατία, Iberdrola SA

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (τρίτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2009, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 16 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση T-156/04, EDF κατά Επιτροπής, καθόσον η απόφαση αυτή:

ακύρωσε τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου (C 68/2002, N 504/2003 και C 25/2003),

καταδίκασε την Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Électricité de France (EDF),

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς νέα εξέταση,

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της αναιρέσεώς της.

Με τον πρώτο λόγο, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η ένδικη διαφορά. Αντίθετα προς όσα αναφέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Γαλλική Δημοκρατία δεν προέβη πράγματι σε μετατροπή μιας φορολογικής απαιτήσεως σε κεφάλαιο, αλλά χορήγησε απλώς στην EDF ενίσχυση υπό τη μορφή απαλλαγής από τον φόρο εταιριών. Η ανακεφαλαιοποίηση της EDF, αυτή καθαυτή, δεν θεωρήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση κρατική ενίσχυση· μόνον ο φορολογικός της αντίκτυπος χαρακτηρίστηκε κρατική ενίσχυση από την Επιτροπή.

Με τον δεύτερο λόγο, που διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε περί το δίκαιο, θεωρώντας τις ενέργειες της Γαλλικής Κυβερνήσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση ως συμπεριφορά ενημερωμένου ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

Πρώτον, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η διάκριση μεταξύ του κράτους μετόχου και του κράτους καθόσον ασκεί τη δημόσια εξουσία εξαρτάται κυρίως από τον σκοπό που επιδιώκει το κράτος — εν προκειμένω την ανακεφαλαιοποίηση της EDF —, και όχι από αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία. Αφενός, συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν κάνει διάκριση ανάλογα με τις αιτίες και τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων. Αφετέρου, ένα κριτήριο στηριζόμενο στην κρατική παρέμβαση είναι ιδιαιτέρως ακατάλληλο για να εκτιμηθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, στον βαθμό που ένα τέτοιο κριτήριο είναι, εκ φύσεως, υποκειμενικό και επιδεκτικό ερμηνειών.

Δεύτερον, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν στήριξε την ανάλυσή του στη συγκριτική μελέτη, αφενός, της συμπεριφοράς που θα είχε υιοθετήσει σε παρόμοιες περιστάσεις ένας ενημερωμένος ιδιώτης επιχειρηματίας, χωρίς προνόμια, και, αφετέρου, της συμπεριφοράς που ακολούθησε εν προκειμένω το γαλλικό κράτος, που χαίρει των προνομιών της δημόσιας εξουσίας.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθιστώντας έτσι δυνατή την ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση του κράτους, ακόμη και όταν πρόκειται για εταιρίες στις οποίες το κράτος δεν είναι ο μοναδικός μέτοχος.

Τέλος, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους κανόνες που διέπουν την κατανομή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ενημερωμένου ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα έλαβε υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας εκδόσεως της ακυρωθείσας αποφάσεως.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/17


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Bundespatentgericht (Γερμανία) στις 9 Μαρτίου 2010 — Merck & Co Inc κατά Deutsches Patent- und Markenamt

(Υπόθεση C-125/10)

(2010/C 161/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundespatentgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούσα και προσφεύγουσα: Merck & Co Inc

Καθού: Deutsches Patent- und Markenamt

Προδικαστικό ερώτημα

Είναι δυνατόν να εκδίδεται συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για τα φάρμακα (1), αν το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως για το κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και της ημερομηνίας εκδόσεως της πρώτης άδειας κυκλοφορίας στην αγορά της Κοινότητας είναι μικρότερο από πέντε έτη;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 469/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, περί του συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα (ΕΕ L 152, σ. 1).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/18


Προσφυγή της 15ης Μαρτίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου

(Υπόθεση C-134/10)

(2010/C 161/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Nijenhuis και Vrignon)

Καθού: Βασίλειο του Βελγίου

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη μεταφέροντας ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 31 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (1), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής και από το άρθρο 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους με τους οποίος στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης εθνικής νομοθεσίας λόγω ελλείψεως αναλογικότητας, ειδικότερα όσον αφορά τη διαδικασία και τα κριτήρια καθορισμού των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών υπέρ των οποίων εφαρμόζεται το καθεστώς μετάδοσης που αποκαλείται καθεστώς «must carry» (υποχρεωτικής μεταφοράς σήματος).

Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσάπτει στο καθού ότι δεν καθόρισε κατά τρόπο σαφή και προβλέψιμο τους στόχους δημοσίου συμφέροντος που επιτρέπουν την υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς. Συνεπώς, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων τη φύση και το περιεχόμενο των όρων που πρέπει να πληρούν και των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες οφείλουν να τηρούν.

Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ταυτοχρόνως την αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τη διαδικασία εγκρίσεως, την αυξημένη διακριτική εξουσία των αρχών στο μέτρο που η εθνική νομοθεσία επιβάλλει προφανώς στους ενδιαφερόμενους οργανισμούς να μεταδίδουν το σύνολο των σταθμών που μεταδίδουν και όχι μόνον τους σταθμούς που επιδιώκουν τους απαιτούμενους στόχους δημοσίου συμφέροντος, καθώς και τη διάκριση που εισάγει το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να είναι εγκατεστημένοι στην ημεδαπή.

Τρίτον, και τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει υπέρβαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 31 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας όσον αφορά την εξάρτηση της μετάδοσης από την ύπαρξη σημαντικού αριθμού τελικών χρηστών των δικτύων επικοινωνιών.


(1)  ΕΕ L 108, σ. 51.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/18


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Târgu-Mureș (Ρουμανία) στις 15 Μαρτίου 2010 — Daniel Ionel Obreja κατά Direcția Generală a Finanțelor Publice a județului Mureș, Administrația Fondului pentru Mediu

(Υπόθεση C-136/10)

(2010/C 161/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Târgu-Mureș

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων-εφεσείων: Daniel Ionel Obreja

Καθής-εφεσίβλητη: Direcția Generală a Finanțelor Publice a județului Mureș, Administrația Fondului pentru Mediu

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Ερωτάται αν η καθιέρωση φόρου λόγω ρυπάνσεως κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2008 μέχρι 15 Δεκεμβρίου 2008, σύμφωνα με τη συναφή εθνική νομοθεσία, ήτοι με το επείγοντος χαρακτήρα διάταγμα αριθ. 50/2008, συνάδει προς τις αρχές της τελωνειακής ενώσεως και την απαγόρευση της διπλής φορολογήσεως, όπως αυτές προβλέπονται στα άρθρα 23, 25 και 90 ΣΕΚ, καθ’ ο μέτρο οι προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης επιτρέπουν τη θέσπιση φόρου λόγω ρυπάνσεως, σκοπούντος, σύμφωνα με τον Ρουμάνο νομοθέτη, όπως προβλέπεται στο προοίμιο του επείγοντος χαρακτήρα διατάγματος 50/2008, όπως προκύπτει επίσης και από τα άρθρα 174 επ. ΣΕΚ, στη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος χάρη στην εφαρμογή προγραμμάτων και σχεδίων για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και για την επίτευξη των οριακών τιμών, όπως προβλέπει η επί του θέματος κοινοτική νομολογία. Με άλλους λόγους, ειδικότερα, ερωτάται αν με την καθιέρωση φόρου λόγω ρυπάνσεως σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως επ’ ευκαιρία της πρώτης ταξινομήσεως ενός αυτοκινήτου οχήματος, καινουργούς ή μεταχειρισμένου και εισαχθέντος από άλλο κράτος μέλος στο πρώτο, οι διατάξεις των άρθρων 174 επ. της ΣΕΚ δικαιολογούν τη μη εφαρμογή των άρθρων 23, 25 και 90 της ΣΕΚ.

2)

Ερωτάται αν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, εφόσον ένα αυτοκίνητο όχημα υπόκειται σε παρόμοιο φόρο, ήτοι σε φόρο λόγω ρυπάνσεως [της ιδίας υφής και προς τον αυτό σκοπό, ήτοι τον σεβασμό του περιβάλλοντος σύμφωνα με τις αρχές και τους στόχους των άρθρων 174 επ. ΣΕΚ (παραλειπόμενα)], επ’ ευκαιρία της πρώτης ταξινομήσεως σε άλλο κράτος μέλος, είναι εφικτή η καθιέρωση ενός τέτοιου φόρου λόγω ρυπάνσεως με τους ιδίους στόχους όπως εκείνοι του άρθρου 174 επ. της ΣΕΚ, ακόμη και αν το εν λόγω όχημα είχε ήδη επιβαρυνθεί με φόρο λόγω ρυπάνσεως σε άλλο κράτος μέλος.

3)

Τέλος, σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι αν το αυτοκίνητο όχημα δεν επιβαρύνθηκε σε άλλο κράτος με φόρο λόγω ρυπάνσεως (είτε λόγω του ότι δεν υφίσταται παρόμοιος φόρος είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο), πλην όμως με τη διαδοχική ταξινόμηση σε άλλο κράτος μέλος, επί παραδείγματι στη Ρουμανία, όπου εισπράττεται παρόμοιος φόρος, ο φόρος λόγω ρυπάνσεως καταβάλλεται κατά την πρώτη ταξινόμηση εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ερωτάται αν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται οι αρχές της τελωνειακής ενώσεως ή της προβλεπόμενης στα άρθρα 23, 25 και 90 ΣΕΚ απαγορεύσεως της έμμεσης προστασίας των εθνικών προϊόντων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/19


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van Cassatie van België (Βέλγιο) στις 17 Μαρτίου 2010 — Greenstar-Kanzi Europe NV κατά 1. Jean Hustin και 2. Jo Goossens

(Υπόθεση C-140/10)

(2010/C 161/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hof van Cassatie van België

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα

:

Greenstar-Kanzi Europe

Αναιρεσίβλητοι

:

 

Jean Hustin

 

Jo Goossens

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το άρθρο 94 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 (1) του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 873/2004 του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 (2), σε συνδυασμό με τα άρθρα 11, παράγραφος 1, 13, παράγραφοι 1 έως 3, 16, 27 και 104 του πιο πάνω κανονισμού (ΕΚ) 2100/94, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο κάτοχος του δικαιώματος ή ο κάτοχος άδειας εκμεταλλεύσεως δύναται να ασκήσει αγωγή επί παραβάσει κατά οποιουδήποτε προβαίνει σε ενέργειες σχετικά με υλικό που πωλήθηκε ή μεταβιβάστηκε στον τελευταίο από τον κάτοχο άδειας εκμεταλλεύσεως, όταν δεν έχουν τηρηθεί οι περιορισμοί που είχαν συνομολογηθεί, για την περίπτωση πωλήσεως του υλικού αυτού, στη σύμβαση χορηγήσεως άδειας εκμεταλλεύσεως που είχε συναφθεί μεταξύ του κατόχου της άδειας εκμεταλλεύσεως και του κατόχου του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας;

2)

Αν ναι, έχει σημασία για την αξιολόγηση της παραβάσεως το ότι εκείνος που προέβη στις πιο πάνω ενέργειες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τους περιορισμούς που είχαν τεθεί με την προαναφερθείσα σύμβαση χορηγήσεως άδειας εκμεταλλεύσεως;


(1)  ΕΕ L 227, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 162, σ. 38.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/19


Προσφυγή της 16ης Μαρτίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

(Υπόθεση C-141/10)

(2010/C 161/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: V. Kreuschitz και M. van Beek)

Καθού: Βασίλειο των Κάτω Χωρών

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας όλα τα μέτρα για να θέσει τέλος στη ρύθμιση κατά την οποία ορισμένες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως δεν χορηγούνται σε υπηκόους άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως οι οποίοι εργάζονται σε δεξαμενές αντλήσεως πετρελαίου στις Κάτω Χώρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τα άρθρα 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (1) και από τα άρθρα 45 έως 48 ΣΛΕΕ·

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

1)

Στο πρόσφατο παρελθόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε κατ’ επανάληψη από την Επιτροπή πληροφόρηση σχετικά με το ότι Πορτογάλοι υπήκοοι που εργάζονται σε δεξαμενή αντλήσεως πετρελαίου στην ολλανδική υφαλοκρηπίδα και που κατοικούν στην Πορτογαλία δεν απολαύουν των συνθηκών εργασίας και κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύουν για τους εργαζόμενους που κατοικούν στις Κάτω Χώρες.

2)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, νυν άρθρου 258 ΣΛΕΕ, απέστειλε στις Κάτω Χώρες προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνωμοδότηση. Εκεί, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, κατ’ αυτήν, η ολλανδική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να έχει εφαρμογή και επί των υπηκόων άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως οι οποίοι εργάζονται σε δεξαμενές αντλήσεως πετρελαίου στις Κάτω Χώρες και ότι η άρνηση των ολλανδικών αρχών να χορηγήσουν στα πρόσωπα αυτά τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως της ημεδαπής αντίκειται στον τίτλο ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, και ειδικότερα στο άρθρο του 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, καθώς και στα άρθρα 39 έως 42 ΕΚ, νυν άρθρα 45 έως 48 ΣΛΕΕ.

3)

Μέχρι σήμερα οι Κάτω Χώρες δεν έχουν ακόμα θεσπίσει όλα τα μέτρα για να θέσουν τέλος στην εθνική ρύθμιση κατά την οποία ορισμένες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως δεν χορηγούνται σε υπηκόους άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως οι οποίοι εργάζονται σε δεξαμενές αντλήσεως πετρελαίου στις Κάτω Χώρες.

4)

Από τα προεκτεθέντα η Επιτροπή συνάγει ότι οι Κάτω Χώρες, αρνούμενες να χορηγήσουν συγκεκριμένες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως σε υπηκόους άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως οι οποίοι εργάζονται σε δεξαμενές αντλήσεως πετρελαίου στις Κάτω Χώρες, παρέβησαν τις υποχρεώσεις που έχουν από τα άρθρα 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και από τα άρθρα 45 έως 48 ΣΛΕΕ.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/20


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van Beroep te Brussel στις 29 Μαρτίου 2010 — Express Line NV κατά Belgisch Instituut voor Postdiensten en Telecommunicatie

(Υπόθεση C-148/10)

(2010/C 161/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hof van Beroep te Brussel

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Express Line NV

Καθού: Belgisch Instituut voor Postdiensten en Telecommunicatie

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Μήπως οι διατάξεις της οδηγίας 97/67/ΕΚ (1) της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/39/ΕΚ (2), και ειδικότερα, αλλά όχι μόνον, το άρθρο της 19, ειδικά με γνώμονα τις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2008/6/ΕΚ (3) που πρέπει να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010, πρέπει να νοηθούν και ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να καταστήσουν μια εξωτερική διαδικασία παραπόνων υποχρεωτική για τους φορείς παροχής μη καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών επειδή:

i)

όσον αφορά τις διαδικασίες παραπόνων οι οποίες ισχύουν για την προστασία των χρηστών ταχυδρομικών υπηρεσιών η οδηγία προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση· ή

ii)

η υποχρέωση αυτή είχε επιβληθεί από την οδηγία 2002/39/ΕΚ μόνο στον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας και από την οδηγία 2008/6/ΕΚ επιβάλλεται σε όλους τους φορείς παροχής καθολικών υπηρεσιών, ενώ κατά το κείμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/6/ΕΚ τα κράτη μέλη δύνανται μόνο να ενθαρρύνουν, αλλά όχι να επιβάλουν, την πρόβλεψη ανεξάρτητων διαδικασιών λύσεως διαφορών μεταξύ φορέων παροχής μη καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τελικών χρηστών;

2)

Αν στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αυτή καθ’ εαυτή, η ταχυδρομική οδηγία απαγορεύει στα κράτη μέλη να υποβάλουν υποχρεωτικά τους φορείς παροχής μη καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών σε εξωτερική διαδικασία παραπόνων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, για τους φορείς παροχής καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, μήπως πρέπει οι αρχές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 49 επ. ΕΚ, νυν άρθρα 56 επ. ΣΛΕΕ) να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών που εισάγονται από ένα κράτος μέλος για επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος προστασίας των καταναλωτών, βάσει των οποίων οι φορείς παροχής μη καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών υπόκεινται υποχρεωτικά στην εξωτερική διαδικασία παραπόνων που προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, για τους φορείς παροχής καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, είναι συμβατοί με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ακόμη και αν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της σχετικής διαδικασίας παραπόνων, δεν γίνεται διάκριση αναλόγως του αν πρόκειται για παράπονα καταναλωτών ή άλλων τελικών χρηστών, ενώ οι χρήστες των υπηρεσιών αυτών (εν προκειμένω, υπηρεσιών express και υπηρεσιών courier) είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους επαγγελματίες χρήστες;


(1)  Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (EE 1998, L 15, σ. 14).

(2)  Οδηγία 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά το περαιτέρω άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό (EE L 176, σ. 21).

(3)  Οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών (EE L 52, σ. 3).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/21


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Bruxelles (Βέλγιο) στις 29 Μαρτίου 2010 — Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB) κατά Beneo Orafti SA

(Υπόθεση C-150/10)

(2010/C 161/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal de première instance de Bruxelles

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγον: Bureau d’intervention et de restitution belge (BIRB)

Εναγομένη: Beneo Orafti SA

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Εξαιρούνται οι μεταβατικές ποσοστώσεις που έχουν χορηγηθεί σε επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης με βάση το άρθρο 9 του κανονισμού 493/2006 της Επιτροπής (1) από το πεδίο εφαρμογής του προσωρινού καθεστώτος αναδιαρθρώσεως που καθιέρωσαν ο κανονισμός 320/2006 του Συμβουλίου (2) και ο κανονισμός 968/2006 της Επιτροπής (3), περί κανόνων εφαρμογής, λαμβανομένου υπόψη ότι:

α)

οι ποσοστώσεις αυτές δεν υπόκεινται στην καταβολή του προσωρινού ποσού αναδιαρθρώσεως,

β)

δεν τυγχάνουν της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως και

γ)

δεν συνιστούν ποσοστώσεις κατά την έννοια του κανονισμού 320/2006 του Συμβουλίου, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 6, του εν λόγω κανονισμού;

2)

Ακόμη και αν δοθεί αρνητική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, είναι οι μεταβατικές ποσοστώσεις εντελώς ανεξάρτητες από τις τακτικές βασικές ποσοστώσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι:

α)

οι μεταβατικές ποσοστώσεις χορηγούνται με βάση το άρθρο 9 του κανονισμού 493/2006 της Επιτροπής και όχι με βάση το άρθρο 7 του κανονισμού 318/2006 του Συμβουλίου (4).

β)

τα κριτήρια χορηγήσεως των μεταβατικών ποσοστώσεων διαφέρουν από τα κριτήρια χορηγήσεως των τακτικών βασικών ποσοστώσεων και

γ)

οι μεταβατικές ποσοστώσεις συνιστούν μεταβατικά μέτρα που σκοπό έχουν να διευκολύνουν τη μετάβαση από το προηγούμενο κοινοτικό καθεστώς στον τομέα της ζάχαρης στο νέο και, συνεπώς, δεν εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, παρά μόνο κατά την διάρκεια της περιόδου εμπορίας 2006/2007;

3)

Αν η απάντηση σε ένα από τα δύο (ή σε αμφότερα τα) ανωτέρω ερωτήματα είναι καταφατική, δικαιούται επιχείρηση, η οποία ζήτησε ενίσχυση αναδιαρθρώσεως για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 320/2006 του Συμβουλίου, να τύχει της μεταβατικής ποσοστώσεως που χορηγήθηκε για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 με βάση το άρθρο 9 του κανονισμού 403/2006;

4)

Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι αρνητική, μπορεί η κύρωση που θα επιβληθεί να συνίσταται στην ανάκτηση του μέρους της καταβληθείσας ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως και στην ανάκτηση της μεταβατικής ποσοστώσεως; Πώς πρέπει να υπολογιστεί το ποσό ανακτήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, και η χρηματική ποινή που προβλέπεται στο άρθρο 27 του κανονισμού 968/2006 της Επιτροπής, στην περίπτωση που η επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης έλαβε ενίσχυση αναδιαρθρώσεως (για την περίοδο εμπορίας 2006/2007) και έκανε χρήση της μεταβατικής της ποσοστώσεως (σε σχέση με την οποία δεν της χορηγήθηκε καμία ενίσχυση αναδιαρθρώσεως); Πρέπει κατά τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού ανακτήσεως και χρηματικής ποινής να ληφθούν υπόψη, εν όλω ή εν μέρει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

η δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης για την οποία πρόκειται για τη διάλυση των εγκαταστάσεών της παραγωγής;

β)

οι ζημίες τις οποίες υπέστη η εν λόγω επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης συνεπεία της αποποιήσεως της τακτικής βασικής ποσοστώσεως;

γ)

το γεγονός ότι η μεταβατική ποσόστωση συνιστά ειδικό και μεταβατικό μέτρο το οποίο επιτρέπει παραγωγή μόνο για την περίοδο εμπορίας 2006/2007, αλλά το οποίο δεν ισχύει για τις άλλες περιόδους εμπορίας (εξαιρουμένης της περιπτώσεως της μεταβατικής ποσοστώσεως για τη ζάχαρη);

δ)

συνιστά ο υπολογισμός του ποσού ανακτήσεως χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία υπό α) έως γ) παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας;

5)

Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω ερωτήματα, από ποιο χρονικό σημείο αρχίζουν να επάγονται αποτελέσματα, ήτοι καθίστανται υποχρεωτικές για τον αιτούντα, οι δεσμεύσεις τις οποίες αυτός αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιαρθρώσεως;

α)

Την έναρξη της περιόδου εμπορίας για την οποία ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε αίτηση ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως;

β)

Τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως στην αρμόδια εθνική αρχή;

γ)

Όταν η αρμόδια εθνική αρχή ανακοινώνει στον ενδιαφερόμενο ότι η αίτησή του θεωρείται πλήρης;

δ)

Όταν η αρμόδια εθνική αρχή ανακοινώνει στον ενδιαφερόμενο ότι η αίτησή του για χορήγηση ενίσχυσης αναδιαρθρώσεως κρίθηκε παραδεκτή;

ε)

Όταν η αρμόδια εθνική αρχή κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της να του χορηγήσει ενίσχυση αναδιαρθρώσεως;

6)

Αν δοθεί καταφατική απάντηση σε ένα από τα ερωτήματα [1 και 2] (ή και στα δύο), δικαιούται επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης στην οποία χορηγήθηκε μεταβατική ποσόστωση για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 να κάνει χρήση της ποσοστώσεως αυτής κατά την εν λόγω περίοδο εμπορίας, ακόμη και αν της χορηγήθηκε ενίσχυση αναδιαρθρώσεως σε σχέση με την τακτική βασική της ποσόστωση, η οποία καλύπτει ήδη την περίοδο εμπορίας 2006/2007;

7)

Αν η απάντηση στα ερωτήματα [l, 2 και 6] είναι αρνητική, δικαιούται η αρμόδια εθνική αρχή κράτους μέλους, σε περίπτωση μη τηρήσεως των δεσμεύσεων μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, να σωρεύσει την ανάκτηση της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως και τις κυρώσεις των άρθρων 26 και 27 του κανονισμού 968/2006 της Επιτροπής με την επιβολή εισφοράς επί του παραχθέντος πλεονάσματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του κανονισμού 967/2006 της Επιτροπής (5), ή θα αντίκειται μια τέτοια σώρευση στις αρχές «non α in idem», της αναλογικότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 493/2006 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό μεταβατικών μέτρων στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της κοινής οργάνωσης της αγοράς της ζάχαρης και για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1265/2001 και (ΕΚ) 314/2002 (ΕΕ L 89, σ. 11).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 320/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, για τη θέσπιση προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης στην Κοινότητα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 58, σ. 42).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 968/2006 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2006, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 320/2006 του Συμβουλίου για τη θέσπιση προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης στην Κοινότητα (ΕΕ L 176, σ. 32).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) 318/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 58, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) 967/2006 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 318/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά την παραγωγή εκτός ποσόστωσης στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 176, σ. 22).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/22


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Arbeidshof te Antwerpen — Afdeling Hasselt (Βέλγιο) στις 31 Μαρτίου 2010 — Dai Cugini NV κατά Rijksdienst voor Sociale Zekerheid

(Υπόθεση C-151/10)

(2010/C 161/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Arbeidshof te Antwerpen — Afdeling Hasselt

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εφεσείουσα: Dai Cugini NV.

Εφεσίβλητη: Rijksdienst voor Sociale Zekerheid.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Είναι οι εθνικές διατάξεις, δηλαδή το τεκμήριο του άρθρου 22ter του νόμου της 27ης Ιουνίου 1969 περί αναθεωρήσεως του νομοθετικού διατάγματος της 28ης Δεκεμβρίου 1944 για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων (του λεγόμενου νόμου RSZ) και του άρθρου 171 του προγραμματικού νόμου της 22ας Δεκεμβρίου 1989, όπως έχουν τροποποιηθεί διαδοχικά, συμβατές με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και με την οδηγία 97/81/ΕΚ (1) του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997, και ειδικότερα με τη ρήτρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο α', η οποία αναφέρει ότι, στο πλαίσιο της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων μερικής απασχολήσεως και εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως, τα κράτη μέλη δύνανται, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσεως που μπορούν να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας κατά μερική απασχόληση;

2)

Είναι οι εθνικές διατάξεις, κατά τις οποίες οι εργοδότες οφείλουν να συντάσσουν και να τηρούν σωρεία κοινωνικών εγγράφων σύμφωνα με τα άρθρα 157 έως 169 του προγραμματικού νόμου της 22ας Δεκεμβρίου 1989 και κατά τις οποίες η μη τήρηση των πιο πάνω υποχρεώσεων επιφέρει ποινικές κυρώσεις και δύναται να επισύρει διοικητικά πρόστιμα καθώς και αστικές κυρώσεις, συμβατές με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και με την οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997, και ειδικότερα με τη ρήτρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο α', η οποία αναφέρει ότι, στο πλαίσιο της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων μερικής απασχολήσεως και εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως, τα κράτη μέλη δύνανται, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσεως που μπορούν να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας κατά μερική απασχόληση;


(1)  Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχολήσεως που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και τη CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/23


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 2 Απριλίου 2010 — Williams κ.λπ. κατά British Airways plc.

(Υπόθεση C-155/10)

(2010/C 161/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Supreme Court of the United Kingdom

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: Williams κ.λπ.

Αναιρεσιβαλλόμενη: British Airways plc

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104/ΕΚ (1) του Συμβουλίου, το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ (2) του Συμβουλίου, καθώς και τη ρήτρα 3 της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας που επισυνάπτεται στην οδηγία 2000/79/ΕΚ (3) του Συμβουλίου: α) καθορίζει ή θεσπίζει το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και αν ναι σε ποιο μέτρο, κριτήρια σχετικά με τη φύση και/ή το ύψος των αμοιβών που οφείλονται για τις περιόδους αδείας μετ’ αποδοχών, και β) καθορίζουν τα κράτη μέλη, και αν ναι σε ποιο μέτρο, τον τρόπο υπολογισμού των αμοιβών αυτών;

2)

Ειδικότερα, αρκεί, κατά το εθνικό δίκαιο και/ή την εθνική πρακτική και/ή δυνάμει των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και/ή των συμβατικών όρων εργασίας που καθορίζονται κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, η καταβαλλόμενη αμοιβή να παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα και το κίνητρο να χρησιμοποιεί και να αξιοποιεί στο έπακρο την ετήσια άδειά του και να μη καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο να μην τη χρησιμοποιήσει ο εργαζόμενος;

3)

Ή απαιτείται η αμοιβή α) είτε να αντιστοιχεί επακριβώς β) είτε να είναι εν γένει παρόμοια με την «κανονική» αμοιβή του εργαζομένου;

Επιπλέον, στην περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα υπό α' ή β':

4)

Συνιστά πρόσφορο μέτρο σύγκρισης α) η αμοιβή που θα οφειλόταν στον εργαζόμενο αν είχε εργαστεί κατά τη συγκεκριμένη περίοδο αδείας αντί να βρίσκεται σε άδεια, ή β) η αμοιβή η οποία καταβαλλόταν στον εργαζόμενο για άλλη περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας εργαζόταν, και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι η περίοδος αυτή;

5)

Πώς πρέπει να εκτιμηθεί η «κανονική» ή η «παρόμοια» αμοιβή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες α) οι αποδοχές του εργαζόμενου εφόσον εργάζεται προσαυξάνονται στο μέτρο που επιδίδεται σε ορισμένη δραστηριότητα β) υφίσταται ετήσιο ή άλλο όριο που καθορίζει σε ποιο μέτρο και για πόσο χρονικό διάστημα επιτρέπεται ο εργαζόμενος να επιδίδεται στη δραστηριότητα αυτή και ο εργαζόμενος έχει ήδη υπερβεί, ή σχεδόν υπερβεί, το όριο αυτό κατά τον χρόνο χρήσης της ετήσιας αδείας του, οπότε στην πραγματικότητα ο εργαζόμενος αυτός δεν θα μπορούσε να επιδοθεί στη δραστηριότητα αυτή αν εργαζόταν αντί να βρίσκεται σε άδεια;


(1)  Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18)

(2)  Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299, σ. 9)

(3)  Οδηγία 2000/79/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την εκτέλεση της ευρωπαϊκής συμφωνίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας που συνήφθη από την Ένωση Ευρωπαϊκών Αεροπορικών Εταιρειών (ΑΕΑ), την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (ETF), την Ευρωπαϊκή Ένωση Προσωπικού Θαλάμων Διακυβέρνησης Αεροσκαφών (ΕCΑ), την Ευρωπαϊκή Ένωση Αερομεταφορέων των Περιφερειών της Ευρώπης (ERA) και τη Διεθνή Ένωση για τις Ναυλωμένες Πτήσεις (IACA) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 302, σ. 57).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/24


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) στις 6 Απριλίου 2010 — Johan van Leendert Holding BV κατά Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid

(Υπόθεση C-158/10)

(2010/C 161/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Raad van State

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Johan van Leendert Holding BV

Αναιρεσίβλητος: Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει τα άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως εκείνη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 του Wet arbeid vreemdelingen, σε συνδυασμό με το άρθρο 1e, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο c, του Besluit uitvoering Wet arbeid vreemdelingen, βάσει της οποίας για την απόσπαση εργαζομένων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, αρχή και στοιχείο β', της οδηγίας 96/71/ΕΚ (1) απαιτείται άδεια απασχολήσεως;


(1)  Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/24


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) στις 2 Απριλίου 2010 — Gerhard Fuchs κατά Land Hessen

(Υπόθεση C-159/10)

(2010/C 161/34)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Verwaltungsgericht Frankfurt am Main

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Gerhard Fuchs

Καθού: Land Hessen

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Εξυπηρετούν οι ρυθμίσεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα της Έσσης (στο εξής: Hessisches Beamtengesetz), που προβλέπουν όριο ηλικίας για τους δημόσιους υπαλλήλους, η συμπλήρωση του οποίου συνεπάγεται κατ’ αρχήν τη συνταξιοδότησή τους, σκοπό γενικού συμφέροντος κατά το δίκαιο της Ενώσεως;

Ειδικότερα, τίθενται κυρίως τα ακόλουθα επιμέρους ερωτήματα:

 

Τι απαιτείται ειδικότερα, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ενώσεως ώστε να θεωρηθεί ότι ένας τέτοιος σκοπός εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον; Με ποια συμπληρωματικά ζητήματα για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών θα έπρεπε να ασχοληθεί το αιτούν δικαστήριο;

 

Αποτελεί η δημοσιονομική εξοικονόμηση και η μείωση του κόστους εργασίας, εν προκειμένω υπό τη μορφή αποφυγής νέων προσλήψεων και της συνεπαγόμενης από αυτήν μειώσεως των δαπανών προσωπικού, θεμιτό σκοπό υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/78/ΕΚ (1);

 

Είναι δυνατόν ο σκοπός του εργοδότη να αποκτήσει τη δυνατότητα όσο γίνεται ακριβέστερου προγραμματισμού της οριστικής αποχωρήσεως δημοσίων υπαλλήλων να αναγνωριστεί ως θεμιτός σκοπός προς το γενικό συμφέρον, όταν μάλιστα κάθε εργοδότης που υπάγεται στο πεδίο ισχύος του Hessisches Beamtengesetz ή του νόμου περί υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων (στο εξής: Beamtenstatusgesetz) μπορεί να αναπτύξει και να εφαρμόσει το δικό του τρόπο διαχειρίσεως του προσωπικού;

 

Μπορεί το συμφέρον για «ευνοϊκή ηλικιακή διαστρωμάτωση» ή «ευνοϊκή ηλικιακή διάρθρωση» να αναγνωριστεί ως σκοπός που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, παρόλο που δεν υφίστανται γενικά πρότυπα ή νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την ορθότητα μιας ηλικιακής διαστρωμάτωσης, μιας ηλικιακής διάρθρωσης;

 

Μπορεί το συμφέρον για τη δημιουργία δυνατοτήτων προαγωγής για τους ήδη υπηρετούντες κατόπιν προσλήψεως δημοσίους υπαλλήλους να θεωρηθεί θεμιτός σκοπός που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ;

 

Μπορεί η ρύθμιση περί ορίων ηλικίας, που θεσπίζεται για την αποτροπή ένδικων διαφορών με μεγαλύτερους στην ηλικία υπαλλήλους σε σχέση με την παράταση της ικανότητάς τους να εργάζονται, να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον;

 

Προϋποθέτει η αναφορά στο γενικό συμφέρον, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, έναν σχεδιασμό της πολιτικής της αγοράς εργασίας ως προς τη μισθωτή απασχόληση, ο οποίος να μην περιορίζεται σε συγκεκριμένο εργοδότη του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, και, αν ναι, με ποιο βαθμό ομοιομορφίας και δεσμευτικότητας;

 

Μπορούν μεμονωμένοι εργοδότες του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα να επιδιώκουν σκοπούς εξυπηρετούντες το γενικό συμφέρον σε σχέση με ομάδες απασχολούμενων, εν προκειμένω μόνο σε σχέση με τους δημόσιους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος του Hessisches Beamtengesetz, με τέτοιου είδους περιορισμένης ισχύος ρυθμίσεις περί ορίου ηλικίας;

 

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ο θεμιτός, αλλά όχι δεσμευτικός σκοπός του μεμονωμένου εργοδότη να πληρώσει θέσεις εργασίας που κενώθηκαν λόγω συνταξιοδοτήσεως προβαίνοντας σε νέες προσλήψεις, ενδεχομένως κατόπιν προηγούμενης προαγωγής ήδη υπηρετούντων υπαλλήλων, εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ; Πρέπει για την αναφορά στο γενικό συμφέρον να συντρέχουν, πέραν των γενικών ισχυρισμών ότι η ρύθμιση υπηρετεί αυτόν τον στόχο, και στατιστικά δεδομένα ή λοιπές διαπιστώσεις, από τα οποία να συνάγεται ότι ο εν λόγω σκοπός είναι αρκούντως σοβαρός και μπορεί πράγματι να επιτευχθεί;

2)

Ποιες είναι οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί λογική και πρόσφορη η ρύθμιση του ορίου ηλικίας υπό την έννοια των ρυθμίσεων που περιέχονται στον Hessisches Beamtengesetz;

Απαιτούνται ειδικότερες έρευνες, για να προσδιοριστεί ο –προβλεπόμενος–αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι θα παραμένουν οικειοθελώς στην υπηρεσία τους μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, σε σχέση με τον αριθμό εκείνων, οι οποίοι λαμβάνουν πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και για τον λόγο αυτό επιθυμούν σε κάθε περίπτωση να αποχωρήσουν από την υπηρεσία; Δεν θα ήταν λογικό να δοθεί προτεραιότητα στην οικειοθελή αποχώρηση έναντι της αναγκαστικής αποχωρήσεως, εφόσον ληφθεί μέριμνα μέσω ρυθμίσεων για τη μείωση της συντάξεως σε περίπτωση που αυτή λαμβάνεται πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, ώστε να αποφεύγονται μη προσήκουσες δαπάνες στον προϋπολογισμό των συντάξεων καθώς και με τις δαπάνες αυτές συνδεόμενες δαπάνες προσωπικού (εθελοντική αποχώρηση αντί για αναγκαστική, ως πιο πρόσφορη και κατ’ αποτέλεσμα όχι λιγότερο κατάλληλη ρύθμιση);

Μπορεί να θεωρηθεί προσήκον και αναγκαίο το να τεκμαίρεται γενικά και αμάχητα για τους δημόσιους υπαλλήλους ότι με τη συμπλήρωση ορισμένου ανώτατου ορίου ηλικίας, όπως εν προκειμένω η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, δεν είναι πλέον ικανοί να εργάζονται και εκ του λόγου τούτου να λήγει αυτόματα η δημοσιοϋπαλληλική σχέση;

Είναι πρόσφορο, να συνδεθεί η κατ’ αρχήν δυνατή περαιτέρω απασχόληση με δημοσιοϋπαλληλική σχέση τουλάχιστον μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας αποκλειστικά με ιδιαίτερα συμφέροντα του εργοδότη, ενώ σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων συμφερόντων να επέρχεται αναγκαστικά η λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως χωρίς οποιαδήποτε νομική δυνατότητα ενός νέου διορισμού με δημοσιοϋπαλληλική σχέση;

Οδηγεί η ρύθμιση του ορίου ηλικίας, η οποία συνεπάγεται την υποχρεωτική αποχώρηση από την απασχόληση, αντί να περιορίζεται στη θεμιτή θέσπιση των προϋποθέσεων αξιώσεως πλήρους συντάξεως σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, σε μη προσήκουσα υποτίμηση των αναγκών των μεγαλύτερων σε ηλικία σε σχέση με τις κατ’ αρχήν μη υψηλότερης αξίας ανάγκες των νεότερων σε ηλικία;

Εφόσον αναγνωρίζεται ως θεμιτός ο σκοπός της αποφυγής του βάρους νέων προσλήψεων ή/και προαγωγών, ανακύπτει το ζήτημα πώς μπορεί να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό χρησιμοποιούνται πράγματι οι αντίστοιχες δυνατότητες από κάθε μεμονωμένο εργοδότη που εφαρμόζει τη ρύθμιση του ορίου ηλικίας ή από όλους τους εργοδότες που εμπίπτουν στη νομοθετική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένης ή μη της αγοράς εργασίας γενικώς;

Είναι πρόσφορο και αναγκαίο, ενόψει των ήδη διακρινόμενων και οφειλόμενων σε δημογραφικούς λόγους κενών στην αγορά εργασίας, ενόψει της επικείμενης ανάγκης για κάθε είδους ειδικευμένο προσωπικό, ακόμη και στις δημόσιες υπηρεσίες του ομόσπονδου κράτους ή των ομόσπονδων κρατών, να εξαναγκαστούν σήμερα οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι είναι ικανοί και επιθυμούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους, να αποχωρήσουν από τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, παρόλο που σύντομα θα υπάρξει στο μέλλον μεγάλη ανάγκη για προσωπικό, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από την αγορά εργασίας; Απαιτούνται επομένως δεδομένα για την αγορά εργασίας, που αναφέρονται σε κάθε κλάδο χωριστά, τα οποία κατά περίπτωση θα έπρεπε να συγκεντρωθούν αργότερα;

3)

Ποιες απαιτήσεις θα πρέπει να τεθούν, ώστε οι ρυθμίσεις του ομόσπονδου κράτους της Έσσης και ενδεχομένως και οι ομοσπονδιακές ρυθμίσεις περί ορίου ηλικίας να έχουν συνοχή;

Μπορεί η σχέση μεταξύ του άρθρου 50, παράγραφος 1, και του άρθρου 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz να θεωρηθεί μη αντιφατική, όταν η κατ’ αρχήν δυνατή παραμονή στη θέση εργασίας μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τα συμφέροντα του εργοδότη;

Μήπως το άρθρο 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz θα έπρεπε να ερμηνευτεί σύμφωνα με την οδηγία κατά τρόπο ώστε για την αποφυγή μιας μη προσήκουσας διακρίσεως λόγω ηλικίας να απαιτείται η συνέχιση της απασχολήσεως σε κάθε περίπτωση που δεν συντρέχουν αντίθετοι υπηρεσιακοί λόγοι; Ποιες προϋποθέσεις θα έπρεπε ενδεχομένως να τεθούν σχετικά με τη συνδρομή τέτοιων λόγων; Πρέπει μήπως να γίνει συναφώς δεκτό ότι η συνέχιση της απασχολήσεως για υπηρεσιακούς λόγους επιβάλλεται όταν σε αντίθετη περίπτωση θα επερχόταν μη δικαιολογημένη διάκριση λόγω ηλικίας;

Πώς θα μπορούσε μια τέτοιου είδους επιβαλλόμενη ερμηνεία του άρθρου 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz να εφαρμοστεί, παρά την εν τω μεταξύ επελθούσα λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, ώστε να υπάρξει συνέχιση ή αναβίωση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως του προσφεύγοντος; Θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να μην τύχει εφαρμογής το άρθρο 50, παράγραφος 1, του Hessisches Beamtengesetz, τουλάχιστο μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας;

Είναι προσήκον και αναγκαίο αφενός να δυσχεραίνεται η οικειοθελής αποχώρηση λόγω συνταξιοδοτήσεως από τη συμπλήρωση του 60ού ή/και του 63ου έτους της ηλικίας μέσω μιας μόνιμης μειώσεως της συντάξεως και αφετέρου να αποκλείεται η οικειοθελής παραμονή στη θέση εργασίας πέραν του 65ου έτους, εάν ο εργοδότης δεν έχει κατ’ εξαίρεση κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον για συνέχιση της απασχολήσεως;

Αίρεται ο προσήκων και αναγκαίος χαρακτήρας της ρυθμίσεως του ορίου ηλικίας του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Hessisches Beamtengesetz, λόγω των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που ισχύουν αφενός για τους απασχολούμενους με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας και αφετέρου για τους έκτακτους δημόσιους υπαλλήλους;

Ποια σημασία έχουν για τη συνοχή οι διάφορες ρυθμίσεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες επιδιώκουν αφενός μια διαρκή αύξηση του ορίου ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου μπορεί να λάβει κανείς πλήρη σύνταξη, αφετέρου απαγορεύουν την καταγγελία λόγω συμπληρώσεως της προβλεπόμενης ηλικίας κανονικής συνταξιοδοτήσεως, ενώ προβλέπουν την αναγκαστική λήξη της σχέσεως απασχολήσεως με τη συμπλήρωση ακριβώς αυτής της ηλικίας;

Έχει σημασία για τη συνοχή το γεγονός ότι η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας στην κοινωνική ασφάλιση και στο υπαλληλικό δίκαιο της ομοσπονδίας και ορισμένων ομόσπονδων κρατών εξυπηρετεί πρώτιστα το συμφέρον των απασχολούμενων να ενταχθούν όσο το δυνατόν πιο αργά στις αυστηρές προϋποθέσεις της πλήρους συντάξεως; Μήπως τα ζητήματα αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, διότι δεν έχει συντελεστεί για τους δημόσιους υπαλλήλους που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Hessisches Beamtengesetz ακόμα καμία αύξηση των ορίων ηλικίας, παρόλο που η αύξηση αυτή θα ισχύσει προσεχώς για τους απασχολούμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου;


(1)  Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (EE L 303, σ. 16).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/26


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) στις 2 Απριλίου 2010 — Peter Köhler κατά Land Hessen

(Υπόθεση C-160/10)

(2010/C 161/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Verwaltungsgericht Frankfurt am Main

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Peter Köhler

Καθού: Land Hessen

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Εξυπηρετούν οι ρυθμίσεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα της Έσσης (στο εξής: Hessisches Beamtengesetz), που προβλέπουν όριο ηλικίας για τους δημόσιους υπαλλήλους, η συμπλήρωση του οποίου συνεπάγεται κατ’ αρχήν τη συνταξιοδότησή τους, σκοπό γενικού συμφέροντος κατά το δίκαιο της Ενώσεως;

Ειδικότερα, τίθενται κυρίως τα ακόλουθα επιμέρους ερωτήματα:

 

Τι απαιτείται ειδικότερα, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ενώσεως ώστε να θεωρηθεί ότι ένας τέτοιος σκοπός εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον; Με ποια συμπληρωματικά ζητήματα για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών θα έπρεπε να ασχοληθεί το αιτούν δικαστήριο;

 

Αποτελεί η δημοσιονομική εξοικονόμηση και η μείωση του κόστους εργασίας, εν προκειμένω υπό τη μορφή αποφυγής νέων προσλήψεων και της συνεπαγόμενης από αυτήν μειώσεως των δαπανών προσωπικού, θεμιτό σκοπό υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/78/ΕΚ (1);

 

Είναι δυνατόν ο σκοπός του εργοδότη να αποκτήσει τη δυνατότητα όσο γίνεται ακριβέστερου προγραμματισμού της οριστικής αποχωρήσεως δημοσίων υπαλλήλων να αναγνωριστεί ως θεμιτός σκοπός προς το γενικό συμφέρον, όταν μάλιστα κάθε εργοδότης που υπάγεται στο πεδίο ισχύος του Hessisches Beamtengesetz ή του νόμου περί υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων (στο εξής: Beamtenstatusgesetz) μπορεί να αναπτύξει και να εφαρμόσει το δικό του τρόπο διαχειρίσεως του προσωπικού;

 

Μπορεί το συμφέρον για «ευνοϊκή ηλικιακή διαστρωμάτωση» ή «ευνοϊκή ηλικιακή διάρθρωση» να αναγνωριστεί ως σκοπός που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, παρόλο που δεν υφίστανται γενικά πρότυπα ή νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την ορθότητα μιας ηλικιακής διαστρωμάτωσης, μιας ηλικιακής διάρθρωσης;

 

Μπορεί το συμφέρον για τη δημιουργία δυνατοτήτων προαγωγής για τους ήδη υπηρετούντες κατόπιν προσλήψεως δημοσίους υπαλλήλους να θεωρηθεί θεμιτός σκοπός που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ;

 

Μπορεί η ρύθμιση περί ορίων ηλικίας, που θεσπίζεται για την αποτροπή ένδικων διαφορών με μεγαλύτερους στην ηλικία υπαλλήλους σε σχέση με την παράταση της ικανότητάς τους να εργάζονται, να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό που εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον;

 

Προϋποθέτει η αναφορά στο γενικό συμφέρον, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, έναν σχεδιασμό της πολιτικής της αγοράς εργασίας ως προς τη μισθωτή απασχόληση, ο οποίος να μην περιορίζεται σε συγκεκριμένο εργοδότη του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, και, αν ναι, με ποιο βαθμό ομοιομορφίας και δεσμευτικότητας;

 

Μπορούν μεμονωμένοι εργοδότες του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα να επιδιώκουν σκοπούς εξυπηρετούντες το γενικό συμφέρον σε σχέση με ομάδες απασχολούμενων, εν προκειμένω μόνο σε σχέση με τους δημόσιους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος του Hessisches Beamtengesetz, με τέτοιου είδους περιορισμένης ισχύος ρυθμίσεις περί ορίου ηλικίας;

 

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ο θεμιτός, αλλά όχι δεσμευτικός σκοπός του μεμονωμένου εργοδότη να πληρώσει θέσεις εργασίας που κενώθηκαν λόγω συνταξιοδοτήσεως προβαίνοντας σε νέες προσλήψεις, ενδεχομένως κατόπιν προηγούμενης προαγωγής ήδη υπηρετούντων υπαλλήλων, εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ; Πρέπει για την αναφορά στο γενικό συμφέρον να συντρέχουν, πέραν των γενικών ισχυρισμών ότι η ρύθμιση υπηρετεί αυτόν τον στόχο, και στατιστικά δεδομένα ή λοιπές διαπιστώσεις, από τα οποία να συνάγεται ότι ο εν λόγω σκοπός είναι αρκούντως σοβαρός και μπορεί πράγματι να επιτευχθεί;

2)

Ποιες είναι οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί λογική και πρόσφορη η ρύθμιση του ορίου ηλικίας υπό την έννοια των ρυθμίσεων που περιέχονται στον Hessisches Beamtengesetz;

Απαιτούνται ειδικότερες έρευνες, για να προσδιοριστεί ο –προβλεπόμενος–αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι θα παραμένουν οικειοθελώς στην υπηρεσία τους μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, σε σχέση με τον αριθμό εκείνων, οι οποίοι λαμβάνουν πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και για τον λόγο αυτό επιθυμούν σε κάθε περίπτωση να αποχωρήσουν από την υπηρεσία; Δεν θα ήταν λογικό να δοθεί προτεραιότητα στην οικειοθελή αποχώρηση έναντι της αναγκαστικής αποχωρήσεως, εφόσον ληφθεί μέριμνα μέσω ρυθμίσεων για τη μείωση της συντάξεως σε περίπτωση που αυτή λαμβάνεται πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, ώστε να αποφεύγονται μη προσήκουσες δαπάνες στον προϋπολογισμό των συντάξεων καθώς και με τις δαπάνες αυτές συνδεόμενες δαπάνες προσωπικού (εθελοντική αποχώρηση αντί για αναγκαστική, ως πιο πρόσφορη και κατ’ αποτέλεσμα όχι λιγότερο κατάλληλη ρύθμιση);

Μπορεί να θεωρηθεί προσήκον και αναγκαίο το να τεκμαίρεται γενικά και αμάχητα για τους δημόσιους υπαλλήλους ότι με τη συμπλήρωση ορισμένου ανώτατου ορίου ηλικίας, όπως εν προκειμένω η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, δεν είναι πλέον ικανοί να εργάζονται και εκ του λόγου τούτου να λήγει αυτόματα η δημοσιοϋπαλληλική σχέση;

Είναι πρόσφορο, να συνδεθεί η κατ’ αρχήν δυνατή περαιτέρω απασχόληση με δημοσιοϋπαλληλική σχέση τουλάχιστον μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας αποκλειστικά με ιδιαίτερα συμφέροντα του εργοδότη, ενώ σε περίπτωση έλλειψης τέτοιων συμφερόντων να επέρχεται αναγκαστικά η λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως χωρίς οποιαδήποτε νομική δυνατότητα ενός νέου διορισμού με δημοσιοϋπαλληλική σχέση;

Οδηγεί η ρύθμιση του ορίου ηλικίας, η οποία συνεπάγεται την υποχρεωτική αποχώρηση από την απασχόληση, αντί να περιορίζεται στη θεμιτή θέσπιση των προϋποθέσεων αξιώσεως πλήρους συντάξεως σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, σε μη προσήκουσα υποτίμηση των αναγκών των μεγαλύτερων σε ηλικία σε σχέση με τις κατ’ αρχήν μη υψηλότερης αξίας ανάγκες των νεότερων σε ηλικία;

Εφόσον αναγνωρίζεται ως θεμιτός ο σκοπός της αποφυγής του βάρους νέων προσλήψεων ή/και προαγωγών, ανακύπτει το ζήτημα πώς μπορεί να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό χρησιμοποιούνται πράγματι οι αντίστοιχες δυνατότητες από κάθε μεμονωμένο εργοδότη που εφαρμόζει τη ρύθμιση του ορίου ηλικίας ή από όλους τους εργοδότες που εμπίπτουν στη νομοθετική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένης ή μη της αγοράς εργασίας γενικώς;

Είναι πρόσφορο και αναγκαίο, ενόψει των ήδη διακρινόμενων και οφειλόμενων σε δημογραφικούς λόγους κενών στην αγορά εργασίας, ενόψει της επικείμενης ανάγκης για κάθε είδους ειδικευμένο προσωπικό, ακόμη και στις δημόσιες υπηρεσίες του ομόσπονδου κράτους ή των ομόσπονδων κρατών, να εξαναγκαστούν σήμερα οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι είναι ικανοί και επιθυμούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους, να αποχωρήσουν από τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, παρόλο που σύντομα θα υπάρξει στο μέλλον μεγάλη ανάγκη για προσωπικό, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από την αγορά εργασίας; Απαιτούνται επομένως δεδομένα για την αγορά εργασίας, που αναφέρονται σε κάθε κλάδο χωριστά, τα οποία κατά περίπτωση θα έπρεπε να συγκεντρωθούν αργότερα;

3)

Ποιες απαιτήσεις θα πρέπει να τεθούν, ώστε οι ρυθμίσεις του ομόσπονδου κράτους της Έσσης και ενδεχομένως και οι ομοσπονδιακές ρυθμίσεις περί ορίου ηλικίας να έχουν συνοχή;

Μπορεί η σχέση μεταξύ του άρθρου 50, παράγραφος 1, και του άρθρου 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz να θεωρηθεί μη αντιφατική, όταν η κατ’ αρχήν δυνατή παραμονή στη θέση εργασίας μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τα συμφέροντα του εργοδότη;

Μήπως το άρθρο 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz θα έπρεπε να ερμηνευτεί σύμφωνα με την οδηγία κατά τρόπο ώστε για την αποφυγή μιας μη προσήκουσας διακρίσεως λόγω ηλικίας να απαιτείται η συνέχιση της απασχολήσεως σε κάθε περίπτωση που δεν συντρέχουν αντίθετοι υπηρεσιακοί λόγοι; Ποιες προϋποθέσεις θα έπρεπε ενδεχομένως να τεθούν σχετικά με τη συνδρομή τέτοιων λόγων; Πρέπει μήπως να γίνει συναφώς δεκτό ότι η συνέχιση της απασχολήσεως για υπηρεσιακούς λόγους επιβάλλεται όταν σε αντίθετη περίπτωση θα επερχόταν μη δικαιολογημένη διάκριση λόγω ηλικίας;

Πώς θα μπορούσε μια τέτοιου είδους επιβαλλόμενη ερμηνεία του άρθρου 50, παράγραφος 3, του Hessisches Beamtengesetz να εφαρμοστεί, παρά την εν τω μεταξύ επελθούσα λήξη της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, ώστε να υπάρξει συνέχιση ή αναβίωση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως του προσφεύγοντος; Θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να μην τύχει εφαρμογής το άρθρο 50, παράγραφος 1, του Hessisches Beamtengesetz, τουλάχιστο μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας;

Είναι προσήκον και αναγκαίο αφενός να δυσχεραίνεται η οικειοθελής αποχώρηση λόγω συνταξιοδοτήσεως από τη συμπλήρωση του 60ού ή/και του 63ου έτους της ηλικίας μέσω μιας μόνιμης μειώσεως της συντάξεως και αφετέρου να αποκλείεται η οικειοθελής παραμονή στη θέση εργασίας πέραν του 65ου έτους, εάν ο εργοδότης δεν έχει κατ’ εξαίρεση κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον για συνέχιση της απασχολήσεως;

Αίρεται ο προσήκων και αναγκαίος χαρακτήρας της ρυθμίσεως του ορίου ηλικίας του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Hessisches Beamtengesetz, λόγω των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που ισχύουν αφενός για τους απασχολούμενους με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας και αφετέρου για τους έκτακτους δημόσιους υπαλλήλους;

Ποια σημασία έχουν για τη συνοχή οι διάφορες ρυθμίσεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες επιδιώκουν αφενός μια διαρκή αύξηση του ορίου ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου μπορεί να λάβει κανείς πλήρη σύνταξη, αφετέρου απαγορεύουν την καταγγελία λόγω συμπληρώσεως της προβλεπόμενης ηλικίας κανονικής συνταξιοδοτήσεως, ενώ προβλέπουν την αναγκαστική λήξη της σχέσεως απασχολήσεως με τη συμπλήρωση ακριβώς αυτής της ηλικίας;

Έχει σημασία για τη συνοχή το γεγονός ότι η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας στην κοινωνική ασφάλιση και στο υπαλληλικό δίκαιο της ομοσπονδίας και ορισμένων ομόσπονδων κρατών εξυπηρετεί πρώτιστα το συμφέρον των απασχολούμενων να ενταχθούν όσο το δυνατόν πιο αργά στις αυστηρές προϋποθέσεις της πλήρους συντάξεως; Μήπως τα ζητήματα αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, διότι δεν έχει συντελεστεί για τους δημόσιους υπαλλήλους που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Hessisches Beamtengesetz ακόμα καμία αύξηση των ορίων ηλικίας, παρόλο που η αύξηση αυτή θα ισχύσει προσεχώς για τους απασχολούμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου;


(1)  Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (EE L 303, σ. 16).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/28


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το High Court of Ireland στις 7 Απριλίου 2010 — Phonographic Performance (Ireland) Ltd κατά Ιρλανδίας και Attorney General

(Υπόθεση C-162/10)

(2010/C 161/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

High Court of Ireland

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Phonographic Performance (Ireland) Ltd

Εναγόμενοι: Ιρλανδία και Attorney General

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Συνιστά μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα η οποία παρέχει, εντός των δωματίων, συσκευές τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου στις οποίες διανέμει ραδιοτηλεοπτικό σήμα, «χρήστη» προβαίνοντα σε «παρουσίαση στο κοινό» φωνογραφήματος δυνάμενου να αποτελέσει αντικείμενο ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της κωδικοποιημένης οδηγίας 2006/115/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ την υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν, για τη μετάδοση του φωνογραφήματος, δικαίωμα εισπράξεως δίκαιης αμοιβής από την ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα, επιπλέον της δίκαιης αμοιβής την οποία καταβάλει ο ραδιοτηλεοπτικός φορέας;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, επιτρέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/115/ΕΚ στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες από την υποχρέωση καταβολής «ενιαίας δίκαιης αμοιβής», λόγω «ιδιωτικής χρήσεως» υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α';

4)

Συνιστά μια ξενοδοχειακή επιχειρηματική μονάδα η οποία παρέχει, εντός των δωματίων, συσκευές άλλες (πλην συσκευών τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου) και φωνογραφήματα σε υλική ή ψηφιακή μορφή δυνάμενα να μεταδοθούν ή να καταστούν αντικείμενο ακροάσεως μέσω αυτών των συσκευών «χρήστη» προβαίνοντα σε «παρουσίαση στο κοινό» των φωνογραφημάτων υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, επιτρέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/115/ΕΚ στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν ξενοδοχειακές επιχειρηματικές μονάδες από την υποχρέωση καταβολής «ενιαίας δίκαιης αμοιβής», λόγω «ιδιωτικής χρήσεως» υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 2006/115/ΕΚ;


(1)  Οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (κωδικοποίηση) (ΕΕ L 376, σ. 28)


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/28


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale di Isernia (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Ποινική διαδικασία κατά Aldo Patriciello

(Υπόθεση C-163/10)

(2010/C 161/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale di Isernia

Ποινική διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Aldo Patriciello

Προδικαστικό ερώτημα

Ερωτάται αν η πράξη που αποδίδεται in abstracto στο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Patriciello Aldo (πράξη περιγραφόμενη στο κατηγορητήριο και αποτελούσα ήδη αντικείμενο αποφάσεως περί υπερασπίσεως της ασυλίας, την οποία έλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την 5η Μαΐου 2009), η οποία υπήχθη νομικώς στη διάταξη του άρθρου 368 του Ποινικού Κώδικα που τυποποιεί το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, συνιστά ή όχι γνώμη εκπεφρασμένη στο πλαίσιο της ασκήσεως των βουλευτικών καθηκόντων, κατά την έννοια του άρθρου 9 του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Απριλίου 1965.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/29


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Emanuele Ferazzoli κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-164/10)

(2010/C 161/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Emanuele Ferazzoli

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/29


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Cosima Barberio κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-165/10)

(2010/C 161/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Cosima Barberio

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/30


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Patrizia Banchetti κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-166/10)

(2010/C 161/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγoυσα: Patrizia Banchetti

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/30


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Andrea Palomba κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-167/10)

(2010/C 161/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Andrea Palomba

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/30


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Michelle Fanelli κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-168/10)

(2010/C 161/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Michelle Fanelli

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/31


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Sandra Castronovo κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-169/10)

(2010/C 161/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Sandra Castronovo

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/31


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Mirko De Filippo κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-170/10)

(2010/C 161/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Mirko De Filippo

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/32


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Andrea Sacripanti κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-171/10)

(2010/C 161/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Andrea Sacripanti

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/32


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Emiliano Orru’ κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-172/10)

(2010/C 161/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Emiliano Orru'

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/32


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Fabrizio Cariulo κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-173/10)

(2010/C 161/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Fabrizio Cariulo

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/33


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Paola Tonachella κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-174/10)

(2010/C 161/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Paola Tonachella

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/33


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Pietro Calogero κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-175/10)

(2010/C 161/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Pietro Calogero

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/34


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 2 Απριλίου 2010 — Danilo Spina κατά Ministero dell’Interno

(Υπόθεση C-176/10)

(2010/C 161/50)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Danilo Spina

Καθού: Ministero dell’Interno

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλεται ερώτημα επί του σύμφωνου ή μη χαρακτήρα με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία εισήχθη εν μέρει με το διάταγμα Bersani (νομοθετικό διάταγμα 223 της 4.7.2006, εν συνεχεία του νόμου 248 της 4.8.2006) και εγκαθιδρύει «εθνικό σύστημα το οποίο […] μεταξύ άλλων:

α)

σκοπεί εν γένει στην προστασία των αναδόχων συμβάσεων παραχωρήσεως των οποίων η ανάθεση έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο, κατόπιν διαδικασίας από την οποία είχε παρανόμως αποκλεισθεί μέρος των επιχειρηματιών·

β)

περιλαμβάνει διατάξεις που εγγυώνται εκ των πραγμάτων τη διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων εμπορικής φύσεως (όπως η επιβαλλόμενη στους νέους παραχωρησιούχους υποχρέωση να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν ελάχιστης οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)·

γ)

προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτός επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/34


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Târgu-Mureș (Ρουμανία) στις 17 Μαρτίου 2010 — Ministerul Economiei și Finanțelor, Direcția Generală a Finanțelor Publice Mureș, Administrația Finanțelor Publice Târgu-Mureș κατά SC Darmi SRL

(Υπόθεση C-178/10)

(2010/C 161/51)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Târgu-Mureș

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εφεσείον: Ministerul Economiei și Finanțelor, Direcția Generală a Finanțelor Publice Mureș, Administrația Finanțelor Publice Târgu-Mureș (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Γενική διεύθυνση δημόσιων οικονομικών του Mureș, Διεύθυνση δημόσιων οικονομικών του Târgu-Mureș)

Εφεσίβλητη: SC Darmi SRL

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Ερωτάται αν η καθιέρωση φόρου λόγω ρυπάνσεως κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2008 μέχρι 15 Δεκεμβρίου 2008, σύμφωνα με τη συναφή εθνική νομοθεσία (το επείγοντος χαρακτήρα διάταγμα αριθ. 50/2008), συνάδει προς τις αρχές της τελωνειακής ενώσεως και την απαγόρευση της διπλής φορολογήσεως, όπως αυτές προβλέπονται στα άρθρα 23, 25 και 90 ΕΚ, καθ’ ο μέτρο οι προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης επιτρέπουν τη θέσπιση φόρου λόγω ρυπάνσεως, σκοπούντος, σύμφωνα με τον Ρουμάνο νομοθέτη, όπως προβλέπεται στο προοίμιο του επείγοντος χαρακτήρα διατάγματος 50/2008, όπως προκύπτει επίσης και από τα άρθρα 174 επ. ΕΚ, στη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος χάρη στην εφαρμογή προγραμμάτων και σχεδίων για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και για την επίτευξη των οριακών τιμών, όπως προβλέπει η επί του θέματος κοινοτική νομολογία. Με άλλους λόγους, ειδικότερα, ερωτάται αν με την καθιέρωση φόρου λόγω ρυπάνσεως σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως επ’ ευκαιρία της πρώτης ταξινομήσεως ενός αυτοκινήτου οχήματος, καινουργούς ή μεταχειρισμένου και εισαχθέντος από άλλο κράτος μέλος στο πρώτο, οι διατάξεις των άρθρων 174 επ. ΕΚ δικαιολογούν τη μη εφαρμογή των άρθρων 23, 25 και 90 της Συνθήκης.

2)

Ερωτάται αν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, εφόσον ένα αυτοκίνητο όχημα υπόκειται σε παρόμοιο φόρο, ήτοι σε φόρο λόγω ρυπάνσεως [της ιδίας υφής και προς τον αυτό σκοπό, ήτοι τον σεβασμό του περιβάλλοντος σύμφωνα με τις αρχές και τους στόχους των άρθρων 174 επ. ΕΚ (…)], επ’ ευκαιρία της πρώτης ταξινομήσεως σε άλλο κράτος μέλος, είναι εφικτή η καθιέρωση ενός τέτοιου φόρου λόγω ρυπάνσεως με τους ιδίους στόχους όπως εκείνοι του άρθρου 174 επ. της Συνθήκης, ακόμη και αν το εν λόγω όχημα είχε ήδη επιβαρυνθεί με φόρο λόγω ρυπάνσεως σε άλλο κράτος μέλος.

3)

Τέλος, σε αντίθετη περίπτωση, ήτοι αν το αυτοκίνητο όχημα δεν επιβαρύνθηκε σε άλλο κράτος με φόρο λόγω ρυπάνσεως (είτε λόγω του ότι δεν υφίσταται παρόμοιος φόρος είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο), πλην όμως με τη διαδοχική ταξινόμηση σε άλλο κράτος μέλος, επί παραδείγματι στη Ρουμανία, όπου εισπράττεται παρόμοιος φόρος, ο φόρος λόγω ρυπάνσεως καταβάλλεται κατά την πρώτη ταξινόμηση εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ερωτάται αν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται οι αρχές της τελωνειακής ενώσεως ή της προβλεπόμενης στα άρθρα 23, 25 και 90 ΕΚ απαγορεύσεως της έμμεσης προστασίας των εθνικών προϊόντων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/35


Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-179/10)

(2010/C 161/52)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: E. Gippini Fournier και K. Walkerová)

Καθής: Γαλλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να εκτελέσει την απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2004, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας στην Κορσική από το 1986 έως το 1999 (1), μέσω της ανακτήσεως από τους δικαιούχους των ενισχύσεων που κρίθηκαν παράνομες και μη συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως, και παραλείποντας να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε προκειμένου να συμμορφωθεί προς την ως άνω απόφαση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και τα άρθρα 4 και 5 της εν λόγω αποφάσεως·

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως της Επιτροπής 2005/238/ΕΚ, η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς αυτή. Εντούτοις, πλέον των πέντε ετών από της παραλαβής της αποφάσεως από τις γαλλικές αρχές και παρά την αποστολή επτά εγγράφων, η χορηγηθείσα ενίσχυση δεν ανακτήθηκε από τις δικαιούχους επιχειρήσεις και, προφανώς, κανένα συγκεκριμένο μέτρο δεν λήφθηκε προς τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, η καθής δεν προέβαλε κανένα λόγο απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως της αποφάσεως.


(1)  Απόφαση της Επιτροπής 2005/238/ΕΚ, της 14ης Ιουλίου 2004, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας στην Κορσική από το 1986 έως το 1999 (ΕΕ 2005, L 74, σ. 41).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/35


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 16 Απριλίου 2010 — Ποινική διαδικασία κατά Aziz Melki

(Υπόθεση C-188/10)

(2010/C 161/53)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour de cassation

Ποινική διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Aziz Melki

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Ερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007, μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από τα άρθρα 23-2, δεύτερο εδάφιο, και 23-5, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης του υπουργικού συμβουλίου 58-1067, της 7ης Νοεμβρίου 1958, τα οποία προστέθηκαν με τον οργανικό νόμο 2009-1523, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, και τα οποία επιβάλλουν στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφασίζουν κατά προτεραιότητα κατά πόσον θα παραπέμψουν στο γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο το ζήτημα της συνταγματικότητας το οποίο υποβάλλεται στην κρίση τους, εφόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μια εσωτερική νομική ρύθμιση δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα λόγω του ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)

Ερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 67 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007, μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από το άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει τα εξής: «Εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων (km) από τα χερσαία σύνορα της Γαλλίας με τα άλλα κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης των λιμένων, αερολιμένων, σιδηροδρομικών σταθμών και σταθμών υπεραστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούνται για διεθνείς μεταφορές και έχουν καθοριστεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διεξάγεται, εφόσον στη ζώνη αυτή έχει πρόσβαση το κοινό, έλεγχος της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το ελεγχόμενο άτομο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Όταν ο έλεγχος αυτός διεξάγεται επί συρμού που πραγματοποιεί διεθνές δρομολόγιο, η διεξαγωγή του επιτρέπεται εντός του τμήματος της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσης του συρμού που βρίσκεται πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολόγίων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μεταξύ της στάσης αυτής και οποιασδήποτε στάσης που βρίσκεται εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υπάρχει τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται στους χώρους στάθμευσης πριν από τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους διπλανούς χώρους στάθμευσης. Οι σταθμοί διοδίων που αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση.»


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/36


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 16 Απριλίου 2010 — Ποινική διαδικασία κατά Sélim Abdeli

(Υπόθεση C-189/10)

(2010/C 161/54)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour de cassation

Ποινική διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Sélim Abdeli

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Ερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007, μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από τα άρθρα 23-2, δεύτερο εδάφιο, και 23-5, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης του υπουργικού συμβουλίου 58-1067, της 7ης Νοεμβρίου 1958, τα οποία προστέθηκαν με τον οργανικό νόμο 2009-1523, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, και τα οποία επιβάλλουν στα δικαστήρια την υποχρέωση να αποφασίζουν κατά προτεραιότητα κατά πόσον θα παραπέμψουν στο γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο το ζήτημα της συνταγματικότητας το οποίο υποβάλλεται στην κρίση τους, εφόσον στο πλαίσιο του ζητήματος αυτού προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μια εσωτερική νομική ρύθμιση δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα λόγω του ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)

Ερωτάται αν αντιβαίνει στο άρθρο 67 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007, μια νομοθετική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από τo άρθρο 78-2, τέταρτο εδάφιο, του γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει τα εξής: «Εντός ζώνης 20 χιλιομέτρων (km) από τα χερσαία σύνορα της Γαλλίας με τα άλλα κράτη που μετέχουν στη σύμβαση που υπογράφηκε στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990, καθώς και εντός κάθε ζώνης των λιμένων, αερολιμένων, σιδηροδρομικών σταθμών και σταθμών υπεραστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούνται για διεθνείς μεταφορές και έχουν καθοριστεί με διοικητική απόφαση, μπορεί επίσης να διεξάγεται, εφόσον στη ζώνη αυτή έχει πρόσβαση το κοινό, έλεγχος της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο, προκειμένου να εξακριβώνεται αν το ελεγχόμενο άτομο έχει στην κατοχή του, όπως είναι υποχρεωμένο, και μπορεί να επιδείξει τις άδειες και τα έγγραφα που προβλέπονται από τον νόμο. Όταν ο έλεγχος αυτός διεξάγεται επί συρμού που πραγματοποιεί διεθνές δρομολόγιο, η διεξαγωγή του επιτρέπεται εντός του τμήματος της διαδρομής μεταξύ των συνόρων και της πρώτης στάσης του συρμού που βρίσκεται πέραν των 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα. Εντούτοις, στους συρμούς που εξυπηρετούν γραμμές διεθνών δρομολόγίων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μεταξύ της στάσης αυτής και οποιασδήποτε στάσης που βρίσκεται εντός των 50 επόμενων χιλιομέτρων. Οι γραμμές και οι στάσεις αυτές καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Όταν υπάρχει τμήμα αυτοκινητοδρόμου που αρχίζει εντός της ζώνης που μνημονεύεται στην πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου και ο πρώτος σταθμός διοδίων βρίσκεται πέραν της γραμμής των 20 χιλιομέτρων, ο έλεγχος μπορεί επίσης να πραγματοποιείται στους χώρους στάθμευσης πριν από τον πρώτο αυτό σταθμό διοδίων, καθώς και στον χώρο του σταθμού αυτού και στους διπλανούς χώρους στάθμευσης. Οι σταθμοί διοδίων που αφορά η παρούσα διάταξη καθορίζονται με υπουργική απόφαση.»


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/36


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 19 Απριλίου 2010 — Société Rastelli Davide et C. κατά Jean-Charles Hidoux, υπό την ιδιότητα του δικαστικού εκκαθαριστή της εταιρείας Médiasucre international

(Υπόθεση C-191/10)

(2010/C 161/55)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour de cassation

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Société Rastelli Davide et C.

Αναιρεσίβλητος: Jean-Charles Hidoux, υπό την ιδιότητα του δικαστικού εκκαθαριστή της εταιρείας Médiasucre international

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Σε περίπτωση ενάρξεως της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας οφειλέτη με απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο κρίνει ότι το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη αυτού ευρίσκεται στο εν λόγω κράτος, αντιτίθεται ο κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (1), στην εφαρμογή από το δικαστήριο αυτό κανόνα του εθνικού του δικαίου ο οποίος του απονέμει τη διεθνή δικαιοδοσία να επεκτείνει τα αποτελέσματα της οικείας διαδικασίας σε εταιρεία της οποίας η καταστατική έδρα ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, στηριζόμενο μόνον στη διαπίστωση περί συγχύσεως της περιουσίας του οφειλέτη με αυτή της εν λόγω εταιρείας;

2)

Εάν το αίτημα περί επεκτάσεως των αποτελεσμάτων της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται την έναρξη νέας διαδικασίας αφερεγγυότητας υπό την προϋπόθεση, προκειμένου να μπορεί να επιληφθεί του αιτήματος αυτού το δικαστήριο το οποίο κήρυξε την αρχική διαδικασία αφερεγγυότητας, ότι αποδεικνύεται ότι η εταιρεία στην οποία ζητείται να επεκταθούν τα αποτελέσματα της εν λόγω διαδικασίας έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων της στο οικείο κράτος, μπορεί η απόδειξη αυτή να συνάγεται μόνον από τη διαπίστωση περί συγχύσεως των περιουσιών των δυο εταιρειών;


(1)  ΕΕ L 160, σ. 1.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/37


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 22 Απριλίου 2010 — Paderborner Brauerei Haus Cramer KG κατά Hauptzollamt Bielefeld

(Υπόθεση C-196/10)

(2010/C 161/56)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Paderborner Brauerei Haus Cramer KG

Καθού: Hauptzollamt Bielefeld

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει η Συνδυασμένη Ονοματολογία, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2031/2001 της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 2001 (1) και με τον κανονισμό (ΕΚ) 1832/2002 της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2002 (2) την έννοια ότι πρέπει να κατατάσσεται στην κλάση 2208 ένα προϊόν που χαρακτηρίζεται ως «malt beer base», με κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο περίπου 14 %, το οποίο έχει αποκτηθεί από ζυθοποιημένη μπύρα που υπέστη καθαρισμό και στη συνέχεια υπερδιήθηση, με την οποία αραιώθηκαν συστατικά όπως πικρές ύλες και πρωτεΐνες;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 2031/2001 της Επιτροπής, της 6 Αυγούστου 2001, που τροποποιεί το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (EE L 279, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1832/2002 της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2002, που τροποποιεί το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (EE L 290, σ. 1).


Γενικό Δικαστήριο

19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/38


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — UniCredito Italiano κατά ΓΕΕΑ — Union Investment Privatfonds (UNIWEB)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-303/06 και Τ-337/06) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως των λεκτικών κοινοτικών σημάτων UNIWEB και UniCredit Wealth Management - Προγενέστερα λεκτικά εθνικά σήματα UNIFONDS και UNIRAK και προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα UNIZINS - Σχετικός λόγος απαραδέκτου - Κίνδυνος συγχύσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009))

(2010/C 161/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: UniCredito Italiano SpA (Γένοβα, Ιταλία) (εκπρόσωποι: G. Floridia, R. Floridia και F. Polettini, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωπος: P. Bullock)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: Union Investment Privatfonds GmbH (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) (εκπρόσωπος: J. Zindel, δικηγόρος)

Αντικείμενο

Προσφυγές κατά δύο αποφάσεων του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 196/2005-2 και R 211/2005-2) και της 25ης Σεπτεμβρίου 2006 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 456/2005-2 και R 502/2005-2), σχετικά με διαδικασίες ανακοπής μεταξύ της Union Investment Privatfonds GmbH και της UniCredito Italiano SpA

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Οι υποθέσεις T-303/06 και Τ-337/06 ενώνονται προς έκδοση κοινής αποφάσεως

2)

Ακυρώνει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 196/2005-2 και R 211/2005-2), καθόσον απορρίπτει την προσφυγή της UniCredito Italiano SpA στην υπόθεση R 211/2005-2 και να δεχθεί τις ανακοπές στην καταχώριση του αιτουμένου σήματος UNIWEB, όσον αφορά τις «τραπεζικές υποθέσεις, χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, νομισματικές υποθέσεις, ασφάλειες, πληροφορίες και παροχή συμβουλών σε οικονομικά και ασφαλιστικά θέματα, υπηρεσίες πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μέσω του Διαδικτύου», που εμπίπτουν στην κλάση 36.

3)

Ακυρώνει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 456/2005-2 και R 502/2005-2) καθόσον απορρίπτει την προσφυγή της UniCredito Italiano SpA στην υπόθεση R 456/2005-2 και να δεχθεί τις ανακοπές στην καταχώριση του αιτουμένου σήματος UniCredit Wealth Managementο όσον αφορά τις «τραπεζικές υποθέσεις, χρηματοπιστωτικές υποθέσεις, νομισματικές υποθέσεις, ασφάλειες και παροχή πληροφοριών επί χρηματοπιστωτικών υποθέσεων», που εμπίπτουν στην κλάση 36.

4)

Απορρίπτει τις αιτήσεις της Union Investment Privatfonds GmbH.

5)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


(1)  EE C 326 της 30.12.2006.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/38


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Union Investment Privatfonds κατά ΓΕΕΑ — Unicre-Cartão International De Crédito (unibanco)

(Υπόθεση T-392/06) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού κοινοτικού σήματος unibanco - Προγενέστερα εικονιστικά εθνικά σήματα UniFLEXIO, UniVARIO και UniZERO - Εκπρόθεσμη προσκόμιση εγγράφων - Εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009))

(2010/C 161/58)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Union Investment Privatfonds GmbH (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) (εκπρόσωποι: H. Keller, στη συνέχεια J. Zindel, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωπος: G. Schneider)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: Unicre-Cartão International De Crédito, SA (Λισσαβώνα, Πορτογαλία)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Οκτωβρίου 2006 (υπόθεση R 442/2004-2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Union Investment Privatfonds GmbH και της Unicre-Cartão International De Crédito, SA

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Union Investment Privatfonds GmbH στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 42 της 24.2.2007.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/39


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2010 — Comune di Napoli κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-388/07) (1)

(ΕΤΠΑ - Μείωση χρηματοδοτικής ενίσχυσης - Αστικό πιλοτικό πρόγραμμα σχετικά με την κατασκευή δικτύου τηλεματικών κόμβων στην πόλη της Νεάπολης - Έννοια της παρατυπίας - Επιλέξιμες δαπάνες)

(2010/C 161/59)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Comune di Napoli (Ιταλία) (εκπρόσωποι: F. Sciaudone, G. Tarallo, G. Pizza και R. Sciaudone, δικηγόροι)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: L. Flynn, επικουρούμενος από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο)

Αντικείμενο

Αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής C(2007) 3893, της 8ης Αυγούστου 2007, σχετικά με τη μείωση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Αναπτύξεως (ΕΤΠΑ) βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4254/88, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2083/93, η οποία χορηγήθηκε στην πόλη της Νεάπολης (Ιταλία) με την απόφαση της Επιτροπής PH/1997/2761, για την έγκριση χρηματοδοτικής ενίσχυσης του ΕΤΠΑ στο πλαίσιο του πρότυπου αστικού πιλοτικού προγράμματος αριθ. 97.05.29.002 (πρόγραμμα σχετικά με την κατασκευή δικτύου τηλεματικών κόμβων στην πόλη της Νεάπολης), καθώς και, αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)

Καταδικάζει τον Comune di Napoli στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 283 της 24.11.2007.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/39


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Freixenet κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα λευκής φιάλης της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα)

(Υπόθεση T-109/08) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που απεικονίζει λευκή φιάλη της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Απουσία διακριτικού χαρακτήρα - Απουσία διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Δικαιώματα άμυνας - Άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009))

(2010/C 161/60)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Freixenet SA (Sant Sadurní d’Anoia, Ισπανία) (εκπρόσωποι: F. de Visscher, E. Cornu και D. Moreau, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωπος: A. Folliard-Monguiral)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Νοεμβρίου 2007 (υπόθεση R 97/2001-1), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως σήματος που απεικονίζει λευκή φιάλη της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα ως κοινοτικού σήματος

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει τη Freixenet SA στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 116 της 9.5.2008.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/40


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Freixenet κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα μαύρης θαμπής φιάλης της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα)

(Υπόθεση T-110/08) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που απεικονίζει μαύρη θαμπή φιάλη της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Απουσία διακριτικού χαρακτήρα - Απουσία διακριτικού χαρακτήρα κτηθέντος διά της χρήσεως - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Δικαιώματα άμυνας - Άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009))

(2010/C 161/61)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Freixenet SA (Sant Sadurní d’Anoia, Ισπανία) (εκπρόσωποι: F. de Visscher, E. Cornu και D. Moreau, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωπος: A. Folliard-Monguiral)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 20ής Νοεμβρίου 2007 (υπόθεση R 104/2001-1), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως σήματος που απεικονίζει μαύρη θαμπή φιάλη της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα ως κοινοτικού σήματος

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει τη Freixenet SA στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 116 της 9.5.2008.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/40


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2010 — Kerma κατά ΓΕΕΑ (BIOPIETRA)

(Υπόθεση T-586/08) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος BIOPIETRA - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Απουσία διακριτικού χαρακτήρα - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009])

(2010/C 161/62)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Kerma SpA (Raffa di Puegnago sul Garda, Ιταλία) (εκπρόσωπος: A. Manzoni, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: O. Montalto)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 16ης Οκτωβρίου 2008 (υπόθεση R 889/2008-1) σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου BIOPIETRA ως κοινοτικού σήματος

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Kerma SpA στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 55 της 7.3.2009.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/40


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2010 — Katjes Fassin κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση του κεφαλιού ενός πάντα)

(Υπόθεση T-22/09) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Άρνηση καταχωρίσεως εκ μέρους του εξεταστή - Απόσυρση της αιτήσεως καταχωρίσεως - Κατάργηση της δίκης)

(2010/C 161/63)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Katjes Fassin GmbH & Co. KG (Emmerich am Rhein, Γερμανία) (εκπρόσωπος: T. Schmitz, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωποι: αρχικώς C. Jenewein, στη συνέχεια C. Jenewein και G. Schneider)

Αντικείμενο

Προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 13ης Νοεμβρίου 2008 (υπόθεση R 1299/2006-4), σχετικά με την αίτηση καταχωρίσεως ενός τρισδιάστατου σήματος που αναπαριστά το κεφάλι ενός πάντα, χρώματος μαύρου, λευκού και κόκκινου, ως κοινοτικού σήματος.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Παρέλκει πλέον η απόφανση επί της προσφυγής.

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα


(1)  EE C 69 της 21.3.2009


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/41


Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2010 — Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου

(Υπόθεση T-18/10 R)

(Ασφαλιστικά μέτρα - Κανονισμός (ΕΚ) 1007/2009 - Εμπόριο των προϊόντων φώκιας - Απαγόρευση εισαγωγής και πωλήσεως - Εξαίρεση υπέρ των κοινοτήτων Inuit - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Παραδεκτό - Fumus boni juris - Δεν συντρέχει επείγον)

(2010/C 161/64)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αιτούντες: Inuit Tapiriit Kanatami (Οτάβα, Καναδάς), Nattivak Hunters & Trappers Association (Qikiqtarjuaq, Καναδάς), Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Organisation (Pangnirtung, Καναδάς), Jaypootie Moesesie (Qikiqtarjuaq, Καναδάς), Allen Kooneeliusie (Qikiqtarjuaq, Καναδάς), Toomasie Newkingnak (Qikiqtarjuaq, Καναδάς), David Kuptana (Ulukhaktok, Καναδάς), Karliin Aariak (Iqaluit, Καναδάς), Ευστάθιος Ανδρέας Αγαθός (Αθήνα, Ελλάδα), Canadian Seal Marketing Group (Κεμπέκ, Καναδάς), Ta Ma Su Seal Products (Cap-aux-Meules, Καναδάς), Fur Institute of Καναδάς (Οτάβα, Καναδάς), NuTan Furs, Inc (Catalina, Καναδάς), Inuit Circumpolar Conference Greenland (ICC) (Nuuk, Καναδάς), Johannes Egede (Nuuk, Καναδάς), Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK) (Nukk, Καναδάς) (εκπρόσωποι: J. Bouckaert, M. van der Woude και H. Viaene, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: Ι. Αναγνωστοπούλου και L. Visaggio) και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: M. Moore και K. Michoel)

Αντικείμενο

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εμπορίου των προϊόντων φώκιας (ΕΕ L 286, σ. 36).

Διατακτικό

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διατάσσει:

1)

Η γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 18ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί εμπορίου των προϊόντων φώκιας, που υποβλήθηκε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [COM (2008) 469 τελικό, της 23ης Ιουλίου 2008], η οποία αποτελεί το παράρτημα A 4 της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και το απόσπασμα της γνωμοδοτήσεως αυτής που περιέχεται στο σημείο 16 της ίδιας αυτής αιτήσεως, αφαιρούνται από τη δικογραφία της υποθέσεως T-18/10 R.

2)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/41


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2010 — Κοινοβούλιο κατά U

[Υπόθεση T-103/10 P(R)] (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Απόφαση περί απολύσεως - Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων - Δεν συντρέχει επείγον)

(2010/C 161/65)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: S. Seyr και K. Zejdová)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: U (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωποι: F. Moyse και A. Salerno, δικηγόροι)

Αντικείμενο

Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 18ης Δεκεμβρίου 2009, F-92/09 R, U κατά Κοινοβουλίου (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), με την οποία ζητήθηκε η αναίρεση της διατάξεως αυτής.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Αναιρεί τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Δεκεμβρίου 2009, F-92/09 R, U κατά Κοινοβουλίου (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

2)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε ο U.

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 113 της 1.5.2010.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/42


Αγωγή της 21ης Οκτωβρίου 2009 — Campailla κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-429/09)

(2010/C 161/66)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγων: Massimo Campailla (Boulogne-sur-Mer, Γαλλία) (εκπρόσωπος: P. Goergen, δικηγόρος)

Εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του ενάγοντος

Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να υποχρεώσει την Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να λάβει μέτρα κατόπιν καταγγελίας του περί προσβολής των θεμελιωδών του δικαιωμάτων από τις αρχές του Καμερούν.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό εξέταση αγωγή, ο ενάγων ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη εξαιτίας των αποφάσεων της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο έγγραφο D3 *3/2004/D/4809, της 30ής Ιουλίου 2004, και στο έγγραφο D3 D*3/2004/D/5438, της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, που απευθύνθηκαν στον ενάγοντα, με τα οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει μέτρα κατόπιν καταγγελίας του περί φερόμενης προσβολής των θεμελιωδών του δικαιωμάτων από τις αρχές του Καμερούν.

Προς υποστήριξη της αγωγής του ο ενάγων προβάλλει ισχυρισμούς που αντλούνται από τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως λόγω παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας, όπως επίσης και παραβάσεως των διατάξεων και αρχών της Συνθήκης ΕΚ και της Συνθήκης ΕΕ, καθώς και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται η ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και ο χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μεταξύ άλλων: των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της χρηστής διοικήσεως, της υποχρεώσεως περί μη εισαγωγής διακρίσεων, της χρηστής διακυβερνήσεως, της τηρήσεως των ουσιωδών τύπων, της απαγορεύσεως της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/42


Αναίρεση που άσκησε στις 12 Απριλίου 2010 η V κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 21 Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση F-33/08, V κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-510/09 P)

(2010/C 161/67)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: V (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: E. Boigelot, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη και, κατά συνέπεια,

να εξαφανίσει την εκδοθείσα στις 21 Οκτωβρίου 2009 από το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση F-33/08 αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 26 Οκτωβρίου 2009 και με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η προσφυγή της για την ακύρωση της αποφάσεως της 15ης Μαΐου 2007 με την οποία η Επιτροπή την ενημέρωσε ότι δεν πληρούσε τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων της και να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη·

να δεχθεί τα προβληθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αιτήματα της νυν αναιρεσείουσας·

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης και της κατ’ αναίρεση δίκης.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί την εξαφάνιση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) της 21ης Οκτωβρίου 2009, που εκδόθηκε στην υπόθεση V κατά Επιτροπής, F-33/08, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί μη προσλήψεως της αναιρεσείουσας διότι δεν πληρούσε τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων, καθώς και την επιδίκαση αποζημιώσεως.

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως αντλούμενους από πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, καθώς και από εσφαλμένη και ανεπαρκή αιτιολογία.

Πρώτον, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε πλημμέλεια εκ της παρεμβάσεως του ιατρού K. δυνάμενη να επηρεάσει τις διαδικαστικές πράξεις που κατέληξαν στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι το ΔΔΔ δεν τήρησε την υποχρέωση σεβασμού του ιατρικού απορρήτου καθώς και του δικαιώματος του ασθενούς, έστω και διαδίκου, καθόσον έκρινε ότι η επίκληση της αρχής αυτής από τη νυν αναιρεσείουσα παρακώλυε την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της γνωματεύσεως περί μη πληρώσεως των προϋποθέσεων υγείας που εξέδωσε η ιατρική επιτροπή.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι η συλλογιστική του ΔΔΔ είναι πλημμελής λόγω ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά την εκτίμηση του επιχειρήματος που αντλείται από τη μη εγγραφή του προέδρου της ιατρικής επιτροπής στο μητρώο του συλλόγου βέλγων ιατρών.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/43


Αγωγή της 25ης Ιανουαρίου 2010 — Noko Ngele κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-15/10)

(2010/C 161/68)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγων: Mariyus Noko Ngele (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: F. Sabakunzi, δικηγόρος)

Εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του ενάγοντος

Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι το ΚΑΕ δεν έχει αντικαταστήσει το KBA και δεν έχει νομική υπόσταση και νομική προσωπικότητα στο Βέλγιο·

να υποχρεώσει αλληλεγγύως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα από τα μέλη της και ορισμένους υπαλλήλους της να καταβάλουν ως αποζημίωση το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ, συν τους νόμιμους τόκους προς 10 % ετησίως από το 1995 και τόκους υπερημερίας·

να υποχρεώσει αλληλεγγύως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα από τα μέλη της και ορισμένους υπαλλήλους της να καταβάλουν ως ηθική και ψυχολογική βλάβη το ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ συν τόκους υπερημερίας

να κηρύξει την εκδοθησομένη απόφαση εκτελεστή παρά την ενδεχόμενη προσφυγή·

να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα αποτιμούμενα σε τριάντα χιλιάδες ευρώ.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή, ο ενάγων ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της αδυναμίας στην οποία περιήλθε να εισπράξει πίστωση που είχε έναντι του «Κέντρου Βιομηχανικής Ανάπτυξης (KBA)» μετά την αντικατάσταση του φορέα αυτού από κοινό ίδρυμα της ομάδας των κρατών ΑΚΕ (Αφρικής, Καραϊβικής, Ειρηνικού) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ονομαζόμενο «Κέντρο Ανάπτυξης των Επιχειρήσεων (KAE)».


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/43


Προσφυγή της 2ας Απριλίου 2010 — Γαλλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-154/10)

(2010/C 161/69)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: E. Belliard, G. de Bergues, B. Beaupère-Manokha και J. Gstalter)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2010) 133 τελικό της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2010, που χαρακτηρίζει κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά τη σιωπηρή και απεριόριστη εγγύηση υπέρ της La Poste που προκύπτει από διατάξεις της γαλλικής νομοθεσίας σχετικά με τις έννομες συνέπειες της φύσεως της επιχείρησης ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που εξομοιώνεται με δημόσιο ίδρυμα βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα [κρατική ενίσχυση αριθ. C 56/2007 (πρώην E 15/2005)].

Με την προσφυγή της η προσφεύγουσα προβάλει τρεις λόγους ακυρώσεως:

νομική πλάνη καθ’ ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν τήρησε τους κανόνες που διέπουν τα της αποδείξεως σε θέματα κρατικών ενισχύσεων και ως προς το βάρος αποδείξεως και ως προς το επίπεδο αποδείξεως·

πραγματική και νομική πλάνη, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι υπάρχει σιωπηρή και απεριόριστη εγγύηση υπέρ της La Poste·

κακή εκτίμηση του πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένα ότι η ύπαρξη της εγγύησης δημιουργεί πλεονέκτημα υπέρ της La Poste και, αφετέρου, η Επιτροπή εσφαλμένα θεώρησε ότι θετική αξιολόγηση της La Poste οφείλεται στην ύπαρξη της προβαλλόμενης εγγύησης.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/44


Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2010 — Dow Chemical κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-158/10)

(2010/C 161/70)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: The Dow Chemical Company (εκπρόσωποι: J.-F. Bellis, R. Luff και V. Hahn, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 54/2010 (1) κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα και μοναδικό νομικό ισχυρισμό με τον οποίο διατείνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (2), για τους ακόλουθους λόγους:

η κρίση ότι θα συνεχιστεί το ντάμπινγκ αιθανολαμινών από τις ΗΠΑ στηρίχθηκε εσφαλμένως στη διαπίστωση πρακτικής ντάμπινγκ κατά την περίοδο επανεξετάσεωςς σχετικά με παραγωγούς-εξαγωγείς που αντιπροσώπευαν πολύ μικρό ποσοστό των εισαγωγών από τις ΗΠΑ· τα θεσμικά όργανα αγνόησαν το ότι διαπιστώθηκε ότι ο παραγωγός που ήταν υπεύθυνος για τη μεγάλη πλειοψηφία των εισαγωγών από τις ΗΠΑ δεν είχε αποδυθεί σε πρακτικές ντάμπινγκ και ότι, ως εκ τούτου, οι εισαγωγές αιθανολαμινών από τις ΗΠΑ, λαμβανόμενες στο σύνολό τους, δεν είχαν γίνει αντικείμενο ντάμπινγκ·

η κρίση ότι η φερόμενη πρακτική ντάμπινγκ αιθανολαμινών από τις ΗΠΑ αυξήθηκε μετά την περίοδο επανεξετάσεως στηρίχθηκε σε αυθαίρετη επιλογή προσφορών που δεν αντικατοπτρίζουν την τάση των τιμών μετά την περίοδο επανεξετάσεως·

η κρίση ότι η αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα στις ΗΠΑ θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών αιθανολαμινών προς την ΕΕ στηρίχθηκε σε πρόδηλη πλάνη επειδή δεν υπήρχε αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα στις ΗΠΑ·

η κρίση ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που η Κίνα επιβάλλει από το 2004 στις αιθανολαμίνες από τις ΗΠΑ θα οδηγήσει τους εξαγωγείς αιθανολαμινών των ΗΠΑ να πωλήσουν αυξημένες ποσότητες στην ΕΕ έρχεται σε αντίφαση με την εξέλιξη των εμπορικών ρευμάτων από το 2005·

η κρίση ότι η πιθανή εξέλιξη της ζητήσεως στις ΗΠΑ και σε άλλες αγορές θα οδηγήσει τους παραγωγούς των ΗΠΑ να στραφούν σε εξαγωγές προς την ΕΕ είναι εντελώς υποθετική·

η κρίση ότι οι πολύ χαμηλές τιμές και η πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής μονοαιθυλενογλυκόλης –η οποία, όπως οι αιθανολαμίνες, είναι προϊόν επόμενου σταδίου σε σχέση με την παραγωγή αιθυλενοξειδίου– θα παροτρύνουν τους παραγωγούς να στραφούν από την παραγωγή μονοαιθυλενογλυκόλης στην παραγωγή αιθανολαμινών δεν στοιχεί με τα πραγματικά περιστατικά που είχαν καταγραφεί στον φάκελο της υποθέσεως και οφείλεται σε πλάνη εκτιμήσεως·

το καθού παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των τιμών των ΗΠΑ και της ΕΕ, επειδή ισχυρίζεται συγχρόνως ότι οι υψηλότερες τιμές στην ΕΕ παρέχουν κίνητρο στους εξαγωγείς από τις ΗΠΑ να στρέψουν τις πωλήσεις τους στην ΕΕ και ότι οι χαμηλότερες τιμές στην ΕΕ αναγκάζουν τους παραγωγούς από τις ΗΠΑ να πωλούν εντός της ΕΕ με τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.


(1)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 54/2010 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2010, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αιθανολαμινών καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2010, L 17, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/45


Προσφυγή της 9ης Απριλίου 2010 — Air France κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση παραλληλόγραμμου)

(Υπόθεση T-159/10)

(2010/C 161/71)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Air France (Roissy Charles de Gaulle, Γαλλία) (εκπρόσωπος: A. Grolée, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2010 του δεύτερου τμήματος προσφυγών στην υπόθεση 1018/2009-2 καθόσον αυτή απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως σήματος υπ’ αριθ. 007576218 όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας προσφυγής·

να δεχθεί την αίτηση για καταχώριση του εικονιστικού κοινοτικού σήματος υπ’ αριθ. 007576218 για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσδιορίζει·

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ να φέρει τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας κατά την ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία και στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: το εικονιστικό σήμα που αναπαριστά παραλληλόγραμμο σχήμα, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 14, 16, 18, 21, 24, 25, 28, 35, 36, 37, 38, 39, 41, 42, 43, 44 και 45 (αίτηση καταχωρίσεως υπ’ αριθ. 7 576 218)

Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, καθόσον το υποβληθέν για καταχώριση σήμα διαθέτει τον ελάχιστο απαιτούμενο διακριτικό χαρακτήρα προκειμένου να καταχωρισθεί.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/45


Προσφυγή της 13ης Απριλίου 2010 — Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-162/10)

(2010/C 161/72)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Niki Luftfahrt (Βιέννη, Αυστρία) (εκπρόσωπος: H. Asenbauer, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει, σύμφωνα με το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), την προσβαλλόμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COMP/M.5440 — Lufthansa/Austrian Airlines, της 28ης Αυγούστου 2009,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στα δικαστικά έξοδα στα οποία θα υποβληθεί η προσφεύγουσα λόγω της διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής C(2009) 6690 τελικό, της 28ης Αυγούστου 2009, με την οποία κρίθηκε συμβατή με την κοινή αγορά και τη Συμφωνία ΕΟΧ μια πράξη συγκέντρωσης επιχειρήσεων (υπόθεση COMP/M.5440 — Lufthansa/Austrian Airlines). Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι η απόκτηση από την Deutsche Lufthansa AG του αποκλειστικού ελέγχου της επιχείρησης Austrian Airlines (υπό την προϋπόθεση ότι η Deutsche Lufthansa AG θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε) είναι συμβατή με την κοινή αγορά και με τη Συμφωνία ΕΟΧ.

Η προσφεύγουσα, η οποία εκμεταλλεύεται μια ιδιωτική επιχείρηση αερομεταφορών, προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή παρέβη τη Συνθήκη ΕΚ (ή τη ΣΛΕΕ) και τις διατάξεις που έχουν εκδοθεί για την εφαρμογή της. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή βάσισε την απόφασή της σε έναν ορισμό της αγοράς, ο οποίος καθιστά αδύνατη την εκτίμηση όλων των αρνητικών επιπτώσεων που έχει για τον ανταγωνισμό η επίμαχη συγκέντρωση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τα αεροπορικά δρομολόγια προς την Ανατολική Ευρώπη, πράγμα που σημαίνει ότι η απόφαση ενέχει, τουλάχιστον όσον αφορά τα δρομολόγια αυτά, σοβαρό και πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε με τις κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (1). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, κατά την προσφεύγουσα, ότι η επίμαχη συγκέντρωση επηρεάζει αρνητικά τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, διότι περιορίζει την ανταγωνιστικότητα των εναπομενόντων ανταγωνιστών στις σχετικές αγορές, διότι στις εν λόγω αγορές υπάρχει έλλειψη παρόχων υπηρεσιών και διότι η πρόσβαση των επιχειρηματιών στις εν λόγω αγορές δεν είναι αρκετά εύκολη. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι δεσμεύσεις που πρότεινε να αναλάβει η Deutsche Lufthansa AG και τις οποίες αποδέχθηκε η Επιτροπή δεν είναι ενδεδειγμένες για την αποτροπή της σοβαρής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης η προσφεύγουσα προβάλλει την παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ (άρθρου 296 ΣΛΕΕ), διότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε προσηκόντως την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν ανέφερε σε ποια συγκεκριμένα επιχειρήματα βάσισε το συμπέρασμά της ότι αποκλείεται να υπάρξουν εμπόδια στον ανταγωνισμό στα αεροπορικά δρομολόγια προς την Ανατολική Ευρώπη. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εξακρίβωσε επαρκώς τα πραγματικά στοιχεία.

Ως τρίτο λόγο ακύρωσης η προσφεύγουσα προβάλλει την εκ μέρους της Επιτροπής κατάχρηση εξουσίας.


(1)  ΕΕ 2004, C 31, σ. 5.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/46


Προσφυγή της 7ης Απριλίού 2010 — Entegris κατά ΓΕΕΑ — Optimize Technologies (OPTIMIZE TECHNOLOGIES)

(Υπόθεση T-163/10)

(2010/C 161/73)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Entegris, Inc. (Billerica, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωποι: T. Ludbrook, Barrister και M. Rosser, Solicitor)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Optimize Technologies, Inc. (Oregon City, Ηνωμένες Πολιτείες)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να δεχθεί την προσφυγή·

να ακυρώσει την απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2010 του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στην υπόθεση R 802/2009-2·

να απορρίψει την οικεία αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος· και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις διαδικασίες ενώπιον του τμήματος προσφυγών και του τμήματος ανακοπών.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «OPTIMIZE TECHNOLOGIES», για προϊόντα της κλάσεως 9

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Καταχωρισμένο κοινοτικό λεκτικό σήμα «OPTIMIZER», για προϊόντα των κλάσεων 1, 9 και 11.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Δέχθηκε την ανακοπή

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε την εν λόγω διάταξη σύμφωνα με τη συναφή νομολογία και, ως εκ τούτου, εσφαλμένως έκρινε ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των οικείων σημάτων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/46


Προσφυγή της 13ης Απριλίου 2010 — Pioneer Hi-Bred International κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-164/10)

(2010/C 161/74)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Pioneer Hi-Bred International (Johnston, ΗΠΑ) (εκπρόσωποι: J. Temple Lang, solicitor και T. Müller-Ibold, lawyer)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 18 της οδηγίας 2001/18 για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον, καθόσον παρέλειψε να υποβάλει στο Συμβούλιο σχέδιο μέτρων που πρέπει να ληφθούν δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως του Συμβουλίου και παρέλειψε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί, αναλόγως της εξελίξεως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 18 της οδηγίας απόφαση θα εκδοθεί·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Στις 2 Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε, κατά το άρθρο 232 ΕΚ (1), την πρώτη της προσφυγή προβάλλοντας ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 18 της οδηγίας 2001/18 (2), δεν ενήργησε προκειμένου να εκδοθεί απόφαση σχετικά με την κοινοποίηση της προσφεύγουσας περί διαθέσεως στην αγορά ανθεκτικού στα παράσιτα γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου της σειράς 1507. Στις 21 Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή υπέβαλε στην κανονιστική επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468, πρόταση προς έκδοση αποφάσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου), οι διάδικοι, λαμβάνοντας υπόψη την υποβολή προτάσεως προς έκδοση αποφάσεως, δέχθηκαν από κοινού ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και το Πρωτοδικείο, με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, αποφάσισε την κατάργηση της δίκης στην υπόθεση T-139/07.

Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατά το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, ότι, παρά την αίτηση αυτής, η Επιτροπή εξακολούθησε να παραλείπει την υποβολή προτάσεως στο Συμβούλιο περί διαθέσεως στην αγορά ανθεκτικού στα παράσιτα γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου της σειράς 1507. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε σχέδιο προτάσεως επί της κοινοποιήσεως της προσφεύγουσας σε καμία από τις έξι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Περιβάλλοντος το οποίο συνήλθε αφού, στις 25 Φεβρουαρίου 2009, η κανονιστική επιτροπή απέστη από τη διατύπωση γνώμης επί της προτάσεως.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά την οριζόμενη στην οδηγία διαδικασία, η Επιτροπή υποχρεούται να διασφαλίσει την έκδοση και δημοσίευση αποφάσεως επί της κοινοποιήσεως εντός της τασσόμενης από την οδηγία προθεσμίας. Η προσφεύγουσα προβάλλει περαιτέρω ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να υποβάλει στο Συμβούλιο σχέδιο για τη λήψη μέτρων, δεν ενήργησε προκειμένου να διασφαλιστεί η έκδοση αποφάσεως καίτοι επληρούντο όλες οι σχετικές με την προσφεύγουσα και τους τρίτους προϋποθέσεις κατ’ εφαρμογή της οδηγίας.

Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή κλήθηκε να ενεργήσει υπό την έννοια του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Κατά την προσφεύγουσα, οι προβαλλόμενοι από την Επιτροπή λόγοι για τη μη υποβολή σχεδίου αποφάσεως στο Συμβούλιο είναι αλυσιτελείς και αβάσιμοι. Η παράλειψη ενέργειας της Επιτροπής είχε, κατά την προσφεύγουσα, δυσμενείς επιπτώσεις στην έννομη κατάσταση αυτής προκαλώντας της ειδική, ενεστώσα και δυνάμενη να αποτιμηθεί σε χρήμα ζημία.


(1)  Υπόθεση T-139/07, Pioneer Hi-Bred International κατά Επιτροπής, ΕΕ 2007, C 155, σ. 28

(2)  Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου — Δήλωση της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 106, σ. 1)


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/47


Προσφυγή της 7ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-167/10)

(2010/C 161/75)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ (Αθήνα, Ελλάδα) (εκπρόσωποι: Ν. Κορογιαννάκης και Μ. Δερμιτζάκης, δικηγόροι)

Καθής:Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2010 της Γενικής Γραμματείας– SG.E.3/FM/psi — Ares (2010)43764– περί απορρίψεως της αιτήσεως επανεξετάσεως της προσφεύγουσας, με την οποία αυτή ζήτησε, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001, την επανεξέταση της θέσεως την οποία έλαβε η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής με το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2009, κατόπιν της αρχικής αιτήσεως της προσφεύγουσας, με ημερομηνία 14 Αυγούστου 2009, σχετικά με την πρόσβαση σε όλες τις αιτήσεις καθορισμού τιμών (ΑΚΤ) που αφορούν το τμήμα 3A της ESP-DESIS,

να ακυρώσει την απόφαση της 11ης Μαρτίου 2010 της Γενικής Γραμματείας– SG.E.3/FM/MIB/rc/psi — Ares(2010)131966– περί απορρίψεως της αιτήσεως επανεξετάσεως της προσφεύγουσας, με την οποία αυτή ζήτησε, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001, την επανεξέταση της θέσεως την οποία έλαβαν η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Πληροφορικής, η Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (OP, πρώην OPOCE) και η Γενική Διεύθυνση Προϋπολογισμού με τα από 11 Δεκεμβρίου 2009 έγγραφά τους, κατόπιν των αρχικών αιτήσεων της προσφεύγουσας, με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την πρόσβαση σε όλες τις ΑΚΤ που αφορούν όλα τα τμήματα των συμβάσεων ESP, ESP-DIMA και ESP-DESIS (τις οποίες διαχειρίζεται η ΓΔ Πληροφορικής), τις συμβάσεις-πλαίσια του OPOCE αριθ. 6011, 6102, 6103, 6020, 10042, 6121, 6031, 10030 και τη σύμβαση-πλαίσιο της ΓΔ Προϋπολογισμού αριθ. BUDG/O101

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τα δικαστικά και λοιπά έξοδα και δαπάνες στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα σε σχέση με την προσφυγή της, ακόμη και αν η υπό κρίση προσφυγή απορριφθεί.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη τον κανονισμό 1049/2001, μη προβαίνοντας σε συγκεκριμένη, κατ’ ιδίαν εξέταση των εγγράφων στα οποία παραπέμπει η αίτηση προσβάσεως, προκειμένου να εκτιμήσει αν είχαν εφαρμογή οι εξαιρέσεις των οποίων έγινε επίκληση ή αν μπορούσε να επιτραπεί η μερική πρόσβαση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δικαιολόγηση που προέβαλε η Επιτροπή, σχετική με την προστασία της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων και τους λόγους δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να απορριφθεί ως πλήρως αβάσιμη, δεδομένου ότι οι λόγοι τους οποίους προέβαλε η Επιτροπή είναι, κατά την προσφεύγουσα, γενικοί και αφηρημένοι και δεν εμφαίνουν ότι η Επιτροπή προέβη σε ειδική κατ’ ιδίαν εξέταση του περιεχομένου των ζητηθέντων εγγράφων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/48


Αγωγή της 15ης Απριλίου 2010 — Επιτροπή κατά SEMEA

(Υπόθεση T-168/10)

(2010/C 161/76)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: S. Petrova και E. Bouttier, δικηγόρος)

Εναγομένη: Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA) (Millau, Γαλλία)

Αιτήματα της ενάγουσας

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να υποχρεώσει την εταιρία Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA), νομίμως εκπροσωπουμένη, να καταβάλει στην ενάγουσα 41 012 ευρώ, πλέων τόκων από 10ης Μαρτίου 1992 ή, επικουρικώς, από 27ης Απριλίου 1993·

να διατάξει την κεφαλαιοποίηση των τόκων·

να υποχρεώσει την εταιρία SEMEA να καταβάλει ποσό 5 000 ευρώ λόγω της καταχρηστικής της εναντιώσεως·

να καταδικάσει την εταιρία SEMEA στα δικαστικά έξοδα της υπό κρίση υποθέσεως.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Στις 6 Ιουλίου 1990 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με την εταιρία Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA) σύμβαση επιδοτήσεως που αφορά δράση τοπικής αναπτύξεως συνιστάμενη στην εκτέλεση εργασιών προετοιμασίας και δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Τοπικής Επιχειρήσεως (Centre Européen d’Entreprise Locale) στο Millau.

Η Επιτροπή εκθέτει ότι, δυνάμει της συμβάσεως αυτής, η SEMEA ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει διάφορες υπηρεσίες και να αποδίδει λογαριασμό σχετικά στην Επιτροπή με την υποβολή τακτικών εκθέσεων, ενώ η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της εκτελέσεως των ως άνω εργασιών μέχρις ανώτατου ποσού 135 000 ECU, καλύπτοντας κατ’ ανώτατο όριο το 50 % του δικαιολογημένου κόστους των εργασιών.

Τον Μάιο του 1991 η SEMEA ζήτησε από την Επιτροπή να δεχθεί την εκτέλεση της συμβάσεως από άλλη επιχειρησιακή μορφή, την «Ένωση CEI12», πράγμα το οποίο δέχθηκε η Επιτροπή, δηλώνοντας παράλληλα ότι η εν λόγω συμφωνία δεν απαλλάσσει τη SEMEA από τις υποχρεώσεις της, η δε SEMEA επιβεβαίωσε ότι εγγυάται την ορθή εκτέλεση των παροχών που προβλέπει η σύμβαση.

Κατόπιν ελέγχου αφορώντος την πρόοδο των εργασιών, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών ανερχόταν σε ποσό 187 977 ECU και, επομένως, η συμμετοχή της Επιτροπής έπρεπε να καθοριστεί στο 50 % του εν λόγω ποσού, ήτοι σε ποσό 93 988 ECU.

Καθόσον η SEMEA είχε ήδη λάβει ποσό 135 000 ECU στο πλαίσιο της συμβάσεως, με την παρούσα αγωγή ζητείται από τη SEMA η επιστροφή των υπέρ το δέον καταβληθέντων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/48


Προσφυγή-αγωγή της 19ης Απριλίου 2010 — CTG Luxembourg PSF κατά Δικαστηρίου

(Υπόθεση T-170/10)

(2010/C 161/77)

Γλώσσα διαδικασίας: η η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Computer Task Group Luxembourg PSF SA (Bertrange, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: M. Thewes, avocat)

Καθού-εναγόμενο: Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνάψεως της ευρωπαϊκής δημοσίας συμβάσεως «AO 008/2009: Υποστήριξη χρηστών συστημάτων πληροφορικής και τηλεφωνικών συστημάτων 1ου και 2ου επιπέδου, τηλεφωνικό κέντρο, διαχείριση υλικών πληροφορικής προοριζομένων για τον τελικό χρήστη», και, ειδικότερα:

την απόφαση της επιτροπής αποσφράγισης των προσφορών, της 9ης Φεβρουαρίου 2010 να απορρίψει την προσφορά της CTG CONSORTIUM ως εκπρόθεσμη,

την (χωρίς ημερομηνία και μη κοινοποιηθείσα) απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να συνάψει τη σύμβαση με άλλον υποψήφιο ανάδοχο,

την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, της 5ης Μαρτίου 2010, με την οποία επιβεβαιώθηκε η απόρριψη της προσφοράς της CTG CONSORTIUM,

να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και να υποχρεώσει το Δικαστήριο να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα αποζημίωση για το σύνολο της ζημίας που αυτή υπέστη λόγω των προσβαλλομένων αποφάσεων, καθώς και να ορίσει πραγματογνώμονα για την εκτίμηση της ζημίας,

να υποχρεώσει το Δικαστήριο να φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως, ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί, αφενός, ακύρωση της αποφάσεως της επιτροπής αποσφράγισης των προσφορών, της 9ης Φεβρουαρίου 2010 να απορρίψει την προσφορά της ως εκπρόθεσμη, στο πλαίσιο του διαγωνισμού για τη σύναψη συμβάσεως με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης χρηστών συστημάτων πληροφορικής και τηλεφωνικών συστημάτων 1ου και 2ου επιπέδου, τηλεφωνικό κέντρο, διαχείριση υλικών πληροφορικής προοριζομένων για τον τελικό χρήστη (ΕΕ 2009/S 217-312292), καθώς και την απόφαση περί συνάψεως της συμβάσεως με άλλον υποψήφιο ανάδοχο, και, αφετέρου, την καταβολή αποζημίωσης.

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους/ισχυρισμούς, σχετικά με:

παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων αναδόχων και της αρχής του ελεύθερου ανταγωνισμού, λόγω του ορισμού όχι μόνον ημερομηνίας, αλλά και ώρας λήξεως της προθεσμίας υποβολής προσφορών και, συγκεκριμένα, της ώρας καταθέσεως στο ταχυδρομείο,

παραβίαση της υποχρεώσεως απαντήσεως στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, οι οποίες υποβλήθηκαν εγκαίρως στην αναθέτουσα αρχή,

παραβίαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως στους αποκλεισθέντες υποψηφίους αναδόχους των λόγων απορρίψεως των προσφορών τους, της επωνυμίας του αναδόχου και των δυνατοτήτων ασκήσεως προσφυγής,

εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/49


Προσφυγή της 8ης Απριλίου 2010 — Colas κατά ΓΕΕΑ

(Υπόθεση T-172/10)

(2010/C 161/78)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Colas (Boulogne-Billancourt, Γαλλία) (εκπρόσωπος: E. Logeais, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Rosario García-Teresa Gárate (Βαρκελώνη, Ισπανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών:

καθόσον αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται καμία ομοιότητα μεταξύ των σημείων, στηριζόμενο σε εσφαλμένη κρίση περί της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, παραλείποντας ιδίως να προσδιορίσει επακριβώς το ενδιαφερόμενο κοινό και να δικαιολογήσει τον διακριτικό και κύριο χαρακτήρα των όρων BASE-SEAL·

καθόσον έκρινε ότι δεν υφίσταται καμία ομοιότητα μεταξύ των σημείων και, ως εκ τούτου, απέρριψε την ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος BASE-SEAL, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, και

επικουρικώς, να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση του τμήματος προσφυγών όσον αφορά μόνο τα προϊόντα εκτός των «χημικών προϊόντων προοριζομένων για τις επιστήμες, τη φωτογραφία, τη γεωργία, την κηπουρική και τη δασοκομία … των λιπασμάτων, των χημικών ουσιών για τη συντήρηση τροφίμων …».

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Rosario García-Teresa Gárate

Σήμα προς καταχώριση: εικονιστικό σήμα «BASE-SEAL» για προϊόντα των κλάσεων 1, 17 και 19 (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 3951464)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: πλείονα εθνικά εικονιστικά σήματα (ισπανικό, ουγγρικό, γαλλικό, πολωνικό, σουηδικό, γερμανικό και τσεχικό), καθώς και διεθνές εικονιστικό σήμα που απεικονίζει σχήμα ρόμβου, εν μέρει κιτρίνου χρώματος, και περιλαμβάνει τη λέξη «Colas» για προϊόντα των κλάσεων 1, 19 και 37

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, δεδομένου ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/50


Προσφυγή της 15ης Απριλίου 2010 — Milux κατά ΓΕΕΑ (FERTILITYINVIVO)

(Υπόθεση T-175/10)

(2010/C 161/79)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Milux Holding SA (Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: J. Bojs, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 2ας Φεβρουαρίου 2010, στην υπόθεση R 1116/2009-4, και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «FERTILITYINVIVO» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 10 και 44

Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη αποφαινόμενο ότι το σήμα προς καταχώριση δεν μπορεί να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα για τον λόγο ότι δεν διαθέτει σε επαρκή βαθμό εγγενή διακριτικό χαρακτήρα


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/50


Προσφυγή της 15ης Απριλίου 2010 — Seven κατά ΓΕΕΑ — Seven for all mankind (SEVEN FOR ALL MANKIND)

(Υπόθεση T-176/10)

(2010/C 161/80)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Seven SpA (Leinì, Ιταλία) (εκπρόσωπος: L. Trevisan, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Seven for all mankind LLC

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών της 28ης Ιανουαρίου 2010

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, πέραν των ιδίων εξόδων του, και στα έξοδα της SEVEN SPA στο πλαίσιο τόσο της παρούσας διαδικασίας όσον και της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Εταιρία SEVEN FOR ALL MANKIND LLC

Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα «SEVEN FOR ALL MANKIND» (αίτηση αριθ. 4 443 222), για προϊόντα των κλάσεων 14 και 18.

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η προσφεύγουσα.

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Δύο κοινοτικά εικονιστικά σήματα (αριθ. 591 206 και 3 489 234, για προϊόντα των κλάσεων 16, 18 και 25) και ένα διεθνές σήμα (731 954, για προϊόντα των κλάσεων 3, 9, 12, 14, 15, 16, 18, 20, 22, 25 και 28), τα οποία περιλαμβάνουν το λεκτικό στοιχείο «SEVEN».

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Μερική αποδοχή της ανακοπής.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 για το κοινοτικό σήμα (1).


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/51


Προσφυγή-αγωγή της 19ης Απριλίου 2010 — Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-177/10)

(2010/C 161/81)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Alcoa Trasformazioni S.r.l. (Portoscuso, Ιταλία) (εκπρόσωποι: M. Siragusa και T. Müller-Ibold, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την απόφαση C(2009) 5497 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 36/B/2006 (πρώην NN 38/2006), την οποία χορήγησε η Ιταλία στην Alcoa Trasformazioni S.r.l.

Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή ακυρώσεως έχει ως αντικείμενο την εκδοθείσα στις 19 Νοεμβρίου 2009 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την Alcoa Trasformazioni S.r.l (1).

Με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι η παράταση του τιμολογιακού καθεστώτος που ίσχυε για τις εγκαταστάσεις της Alcoa στη Σαρδηνία και τη Veneto, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 11, του διατάγματος 35 της 14ης Μαρτίου 2005 (2), με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2006, κρίθηκε ως νέα και ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση, οπότε διατάχθηκε η μερική ανάκτησή της.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι από το 1996 εφαρμόζεται στην περίπτωση της προσφεύγουσας προνομιακή τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενεργείας για δύο συγκροτήματά της παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου κείμενα στη Σαρδηνία και στη Veneto. Η σχετική τιμολόγηση περιήλθε εγκαίρως σε γνώση της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως της Alumix, εταιρίας παραγωγής αλουμινίου υπό τον έλεγχο του ιταλικού δημοσίου, η οποία στη συνέχεια πωλήθηκε στην προσφεύγουσα. Το 1996, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη τιμολόγηση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

Με την προσβαλλόμενη εν προκειμένω απόφασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατόπιν ορισμένων αλλαγών, η αμφισβητούμενη τιμολόγηση μετατράπηκε σε όλως διαφορετικό μέτρο από εκείνο το οποίο είχε αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως το 1996.

Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη νομιμότητας για τους ακόλουθους λόγους:

παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), καθόσον κρίθηκε ότι η τιμολόγηση της αγοραζόμενης από την Alcoa ηλεκτρικής ενεργείας για τα κείμενα στη Σαρδηνία και στη Veneto δύο συγκροτήματά της παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου συνιστά «ενίσχυση» μολονότι ουδέν πλεονέκτημα χορηγείται στη δικαιούχο,

παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθό μέτρο δεν υπολογίστηκε ορθώς το ύψος της ενισχύσεως,

παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθό μέτρο κρίθηκε πεπλανημένα ότι η επίδικη τιμολόγηση συνιστά ενίσχυση για τα έξοδα λειτουργίας, ασυμβίβαστη προς τις κατευθυντήριες γραμμές σε θέματα κρατικών ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα,

προσβολή της αρχής περί χρηστής διοικήσεως και του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή μετέβαλε ριζικά την εκτίμησή της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σχετικά με τον αντίκτυπο από τη θέσπιση του μηχανισμού αγοράς τον οποίο η ίδια είχε προτείνει για τη Σαρδηνία, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνιση ή προειδοποίηση και μάλιστα κατόπιν ανεπαρκών ελέγχων,

προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, καθόσον η ανωτέρω τιμολόγηση χαρακτηρίστηκε τόσον ως «νέα» όσον και ως «υφιστάμενη» ενίσχυση.

Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφασή της, η καθής παρέβη ορισμένους ουσιώδεις τύπους.


(1)  Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις αριθ. C 38/A/2004 (πρώην NN 58/2004) και αριθ. C 36/B/2006 (πρώην N 38/2006), τις οποίες η Ιταλία χορήγησε υπέρ της Alcoa Trasformazioni S.r.l.

(2)  Περί «επειγουσών διατάξεων στο πλαίσιο του σχεδίου δράσεως για την οικονομική, κοινωνική και εδαφική ανάπτυξη», το οποίο κατέστη, κατόπιν τροποποιήσεων, ο νόμος 80 της 14ης Μαΐου 2005.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/52


Προσφυγή-αγωγή της 21ης Απριλίου 2010 — Ισπανία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση T-178/10)

(2010/C 161/82)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγον-ενάγον: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: N. Díaz Abad)

Καθής-εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος

Το προσφεύγον-ενάγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την από 22 Φεβρουαρίου 2010 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί αναστολής των ενδιάμεσων πληρωμών που ζήτησε η Ισπανία μεταξύ της 17ης Νοεμβρίου και της 30ής Δεκεμβρίου 2009 και, επικουρικώς, να ακυρώσει μερικώς την απόφαση αυτή κατά το μέρος που αφορά τις εξής αιτήσεις ενδιάμεσων πληρωμών:

2007ES161PO008 Ανδαλουσία

94 370 752,75 ευρώ

2007ES161PO008 Ανδαλουσία

479 712 483,22 ευρώ

2007ES162PO001 Κανταβρία

4 697 332,79 ευρώ

2007ES162PO006 Καταλωνία

15 392 569,98 ευρώ

2007ES162PO008 Αραγωνία

12 451 358,48 ευρώ

να κρίνει βάσιμο το αίτημα να καταβληθούν από την Επιτροπή οι τόκοι υπερημερίας εξαιτίας της καθυστερήσεως της πραγματικής καταβολής των ενδιάμεσων πληρωμών που αδικαιολόγητα ανεστάλησαν, και

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή-αγωγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί διακοπής της προθεσμίας καταβολής ορισμένων πληρωμών που ζήτησε η Ισπανία μεταξύ της 17ης Νοεμβρίου και της 30ής Δεκεμβρίου 2009. Η διακοπή αυτή αφορά είκοσι ενδιάμεσες πληρωμές συνολικού ύψους 1 890 708 859,51 ευρώ.

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους:

παράβαση του άρθρου 91, παράγραφος 1, περίπτωση α', του κανονισμού 1083/2006 (1), καθόσον η Επιτροπή, χωρίς να δημοσιοποιήσει έκθεση κοινοτικού ή εθνικού φορέα λογιστικού ελέγχου μέσω της οποίας θα ήταν δυνατό να αποδειχτεί η ύπαρξη σημαντικών ελαττωμάτων στη λειτουργία των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου και, παρότι δεν υπήρχαν τέτοιου είδους ελαττώματα, διέκοψε με την προσβαλλόμενη απόφαση την προθεσμία καταβολής ορισμένων ενδιάμεσων πληρωμών που ζήτησε η Ισπανία.

μη τήρηση των στρατηγικών ελέγχου που ενέκρινε η Επιτροπή, καθόσον αυτή διέκοψε την προθεσμία καταβολής των προαναφερθεισών ενδιάμεσων πληρωμών, επειδή έκρινε ότι η ανυπαρξία ελέγχων συστημάτων συνιστά σημαντική καθυστέρηση κατά την εκτέλεση των στρατηγικών, παρότι οι στρατηγικές αυτές παρέχουν στο Βασίλειο της Ισπανίας τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ελέγχων συστημάτων έως την 30ή Ιουνίου 2010.

προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει στο Βασίλειο της Ισπανίας να επισπεύσει τους ελέγχους συστημάτων έναντι του χρονοδιαγράμματος που είχε συμφωνηθεί με την ίδια την Επιτροπή, και για τον λόγο αυτό η απαίτηση αυτή δεν ήταν προβλέψιμη για τις ισπανικές αρχές.

προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον οι εθνικές αρχές ενήργησαν βασιζόμενες στα χρονοδιαγράμματα που είχε εγκρίνει η Επιτροπή στο πλαίσιο των στρατηγικών, τα οποία τηρούσαν, χωρίς η Επιτροπή να έχει επισημάνει σε κάποιο χρονικό σημείο ότι τούτο προϋπέθετε κάποια ανεπάρκεια του συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου.

προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον αφενός το μέτρο που υιοθέτησε η Επιτροπή είναι δυσανάλογο και αντίθετο προς μια αποτελεσματική οικονομική διαχείριση και αφετέρου υπάρχουν άλλα λιγότερο επαχθή νομικά εργαλεία για την επίτευξη του ίδιου σκοπού.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, καθόσον δεν έλαβαν χώρα εντός της προθεσμίας των δύο μηνών από την υποβολή της αιτήσεως οι πληρωμές της υπό κρίση υποθέσεως.

Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, του άρθρου 83 του κανονισμού 1605/2002 (2) και του άρθρου 106, παράγραφος 5, του κανονισμού 2342/2002 της Επιτροπής (3).


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής, και καταργήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25).

(2)  Κανονισμός (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ, L 25, σ. 43).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής της 23ης Δεκεμβρίου 2002 για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/53


Προσφυγή της 21ης Απριλίου 2010 — Zitro IP κατά ΓΕΕΑ — Show Ball Informática (BINGO SHOWALL)

(Υπόθεση T-179/10)

(2010/C 161/83)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Zitro IP Sàrl (Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: A. Canela Giménez, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Show Ball Informática Ltda

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του ΓΕΕΑ και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα

Σήμα προς καταχώριση: Λεκτικό σήμα «BINGO SHOWALL» (αριθ. καταχωρίσεως 6 059 919) για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 28 και 41.

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Show Ball Informática Ltda.

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Κοινοτικό εικονιστικό σήμα (αριθ. 5 092 275) που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «SHOW BALL» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9 και 42.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/53


Προσφυγή της 16ης Απριλίου 2010 — Nickel Institute κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-180/10)

(2010/C 161/84)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Nickel Institute (Τορόντο, Καναδάς) (εκπρόσωποι: K. Nordlander, δικηγόρος και H. Pearson, Solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση SG.E3/HP/psi–Ares(2010)65824 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2010, με την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνήθηκε να επιτρέψει οποιαδήποτε πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας το οποίο υποβλήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 (1), και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί τη βάσει του άρθρου 253 ΣΛΕΕ ακύρωση της αποφάσεως SG.E3/HP/psi–Ares(2010)65824 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2010, με την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνήθηκε να επιτρέψει οποιαδήποτε πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας το οποίο υποβλήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001. Η απόφαση αυτή επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων:

την απόφαση του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής περί αρνήσεώς του να επιτρέψει οποιαδήποτε πρόσβαση σε επτά έγγραφα με τα οποία η υπηρεσία αυτή διατύπωσε τη γνώμη της επί του προσχεδίου της οδηγίας 2008/58/ΕΚ της Επιτροπής (2),

την απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Δ της ΓΔ Περιβάλλοντος περί αρνήσεώς του να επιτρέψει οποιαδήποτε πρόσβαση σε δύο έγγραφα με τα οποία άλλες Γενικές Διευθύνσεις της Επιτροπής διατύπωσαν τη γνώμη τους επί του προσχεδίου της οδηγίας 2008/58/ΕΚ της Επιτροπής, και

το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει στην κατοχή της κανένα έγγραφο, στοιχείο ή αλληλογραφία (περιλαμβανομένων των συναφώς εκδοθέντων ακόλουθων εγγράφων ή σχολίων επί αυτών) με τα οποία η νομική υπηρεσία να εκφράζει την άποψή της επί του προσχεδίου της οδηγίας 2009/2/ΕΚ της Επιτροπής (3).

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορους λόγους ακυρώσεως:

 

Πρώτον, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 κατά την ερμηνεία της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών σε σχέση με ορισμένα από τα έγγραφα στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση.

 

Επιπλέον, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 κατά την ερμηνεία της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία των δικαστικών διαδικασιών σε σχέση με ένα από τα έγγραφα στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση.

 

Τέλος, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 καθόσον δεν προσδιόρισε τα έγγραφα με τα οποία η νομική υπηρεσία εξέφρασε την άποψή της επί του προσχεδίου της οδηγίας 2009/2/ΕΚ της Επιτροπής ούτε παρέσχε πρόσβαση στα έγγραφα αυτά.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, (ΕΕ L 145, σ. 43).

(2)  Οδηγία 2008/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2008, για τροποποίηση, με σκοπό την προσαρμογή της στην τεχνική πρόοδο, για 30ή φορά, της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ L 246, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2009/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιανουαρίου 2009, για την τροποποίηση, με σκοπό την προσαρμογή της στην τεχνική πρόοδο για 31η φορά, της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ L 11, σ. 6).


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/54


Προσφυγή της 19ης Απριλίου 2010 — AISCAT κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-182/10)

(2010/C 161/85)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Associazione Italiana delle Società Concessionarie per la costruzione e l’esercizio di Autostrade e trafori stradali (AISCAT) (Ρώμη, Ιταλία) (εκπρόσωπος: M. Maresca, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2010.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της αποφάσεως η οποία περιέχεται στο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Φεβρουαρίου 2010 και με την οποία αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 87 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 107 ΣΛΕΕ) εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, παραβάσεως η οποία συνίστατο, όπως υποστηρίχθηκε, στο ότι η Ιταλική Δημοκρατία ανέθεσε την κατασκευή και τη διαχείριση τμήματος αυτοκινητοδρόμου (του επονομαζόμενου «Passante di Mestre») χωρίς διαγωνισμό σε μια μικτή επιχείρηση δημοσίου/ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στην CAV S.p.A. [ανώνυμη εταιρία συσταθείσα ισομερώς εκ μέρους της ANAS S.p.A. και της Regione Veneto (διοικητικής περιφέρειας Veneto)] και στο ότι χρηματοδότησε την κατασκευή αυτή μέσω αυξήσεως του αντιτίμου διελεύσεως από τους σταθμούς διοδίων που βρίσκονται στο παράλληλο και ανταγωνιζόμενο τμήμα αυτοκινητοδρόμου.

Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο ισχυρισμούς προς υποστήριξη του ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη το άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 107 ΣΛΕΕ).

Πρώτον, το γεγονός ότι η Ιταλική Δημοκρατία ανέθεσε απευθείας στην CAV τη σύμβαση παραχωρήσεως για την κατασκευή και τη διαχείριση του τμήματος αυτοκινητοδρόμου «Passante di Mestre» δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 290, του νόμου 244, της 24ης Δεκεμβρίου 2007, συνιστά κρατική ενίσχυση καθόσον, ενώ ήταν βέβαιο ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν τις επονομαζόμενες «in house» (εσωτερικές) προσκλήσεις προς υποβολή προσφορών, η εκτέλεση του ως άνω έργου ανατέθηκε σε μια μικτή επιχείρηση της οποίας τα χαρακτηριστικά, από την άποψη του καταστατικού και της διαχειρίσεως, συνεπάγονται την ύπαρξη μη σύννομου πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών της. Πράγματι, η CAV ανήκει κατά 50 % στην ANAS, η οποία, αν και διαδραματίζει ρόλο ρυθμιστικής δημόσιας αρχής, ασκεί επίσης επιχειρηματική δραστηριότητα (κατασκευή και διαχείριση αυτοκινητοδρόμων) εντός της αγοράς της οποίας η ίδια αποτελεί τη ρυθμιστική αρχή και στους κανόνες της οποίας και η ίδια υπόκειται και στο πλαίσιο της οποίας και η ίδια αποτελεί παραχωρούσα αρχή.

Δεύτερον, το γεγονός ότι η Ιταλική Δημοκρατία ενέκρινε τη σύμβαση, η οποία συνήφθη μεταξύ της ANAS (υπό την ιδιότητα της παραχωρούσας αρχής) και της CAV και η οποία είχε ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση του τμήματος αυτοκινητοδρόμου «Passante di Mestre» μέσω αυξήσεως του αντιτίμου διελεύσεως από τους σταθμούς διοδίων που βρίσκονται στο παράλληλο και ανταγωνιζόμενο τμήμα αυτοκινητοδρόμου, συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της CAV.

Πράγματι, η αύξηση του αντιτίμου διελεύσεως αποτέλεσε το μέσον που παρείχε τη δυνατότητα εκτροπής της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων προς το νέο τμήμα αυτοκινητοδρόμου (το «Passante di Mestre») και, συγχρόνως, προκάλεσε την πτώση της κυκλοφορίας στο ανταγωνιζόμενο τμήμα αυτοκινητοδρόμου (στο «Tangenziale di Mestre») το οποίο αφορά η εν λόγω αύξηση. Επομένως, το αντικείμενο της ενισχύσεως δεν συνίσταται στο ποσό που απορρέει από την αύξηση του αντιτίμου διελεύσεως, αυτή καθαυτή, αλλά στο έναντι των ανταγωνιστών πλεονέκτημα που αντλεί η CAV από την εν λόγω αύξηση, ενώ, αντιθέτως, οι ανάδοχοι εταιρίες που διαχειρίζονται το τμήμα αυτοκινητοδρόμου «Tangenziale di Mestre» υφίστανται ζημία λόγω της ως άνω αυξήσεως.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/55


Προσφυγή της 26ης Απριλίου 2010 — DTL Corporación κατά ΓΕΕΑ — Recursos y Soluciones Empresariales (Solaria)

(Υπόθεση T-188/10)

(2010/C 161/86)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: DTL Corporación, S.L. (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωπος: C. Rueda Pascual, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Gestión de Recursos y Soluciones Empresariales, S.L. (Pamplona, Ισπανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 17ης Φεβρουαρίου 2010 στην υπόθεση R 767/2009-2·

να την αντικαταστήσει με έτερη απορρίπτουσα την ασκηθείσα εμπροθέσμως από τη Gestión de Recursos y Soluciones Empresariales, S.L. ανακοπή κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος αριθ. 5 153 325«SOLARIA», και επιτρέπουσα το εν λόγω κοινοτικό σήμα να καταχωριστεί όχι μόνο για την κλάση 41 αλλά και για όλες τις αιτηθείσες υπηρεσίες στις κλάσεις 37 και 47, και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και τα λοιπά εμπλεκόμενα και αντιτιθέμενα στην παρούσα προσφυγή πρόσωπα στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: η προσφεύγουσα.

Σήμα προς καταχώριση: εικονιστικό σήμα περιλαμβάνον το λεκτικό στοιχείο «SOLARIA» (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 5 153 325) για υπηρεσίες των κλάσεων 37, 41 και 42.

Δικαιούχος του αντιταχθέντος κατά τη διαδικασία ανακοπής σήματος ή σημείου: Gestión de Recursos y Soluciones Empresariales, S.L.

Αντιταχθέν κατά τη διαδικασία ανακοπής σήμα ή σημείο: ισπανικό εικονιστικό σήμα περιλαμβάνον το λεκτικό στοιχείο «SOLARTIA» (αριθ. 2 689 747) για τις υπηρεσίες των κλάσεων 37 και 42.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Μερική αποδοχή της ανακοπής.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/55


Προσφυγή της 22ας Απριλίου 2010 — Egan και Hackett κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-190/10)

(2010/C 161/87)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Kathleen Egan (Athboy, Ιρλανδία) και Margaret Hackett (Borris-in-Ossory, Ιρλανδία) (εκπρόσωποι: C. MacEochaidh SC και J. Goode, Barristers, και K. Neary, Solicitor)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή,

να ακυρώσει, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2010 (A(2010) 579), με την οποία δεν επετράπη η πρόσβαση στα στοιχεία την οποία ζήτησαν οι προσφεύγουσες με την αρχική τους αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 2009 και με την επακόλουθη επιβεβαιωτική αίτησή τους της 28ης Ιανουαρίου 2010, και

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2010 (A(2010) 579), με την οποία δεν τους επετράπη η πρόσβαση σε έγγραφα, τα οποία συνίστανται σε δημόσια μητρώα των βοηθών των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είτε διαπιστευμένων είτε όχι, τα οποία περιέχουν τα ονόματα των ως άνω βοηθών ή/και αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα των βοηθών αυτών.

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, προς στήριξη της προσφυγής τους, ότι το Κοινοβούλιο εσφαλμένως στηρίχθηκε στον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 (1) και στον κανονισμό (ΕΚ) 45/2001 (2) για να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα που ήταν ήδη δημοσιοποιημένα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν διάφορους ισχυρισμούς:

 

Πρώτον, το Κοινοβούλιο παρέλειψε να διατυπώσει προσήκουσα αιτιολογία για την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς παρέβη το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001.

 

Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει εσφαλμένη εκτίμηση σχετικά με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 1049/200,1 καθόσον αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων θα συνιστούσε προσβολή των συμφερόντων προστασίας της ιδιωτικής ζωής των οικείων ατόμων ή/και παραλείπει να εκτιμήσει την αληθή φύση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', ή/και θεωρεί ότι το δημόσιο συμφέρον για πρόσβαση στα δημόσια μητρώα των βοηθών των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μειώνεται όταν τα συγκεκριμένα άτομα δεν κατέχουν πλέον τέτοια θέση.

 

Επιπροσθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει ουσιώδεις διαδικαστικούς κανόνες, καθόσον παρέλειψε να ενημερώσει τους προσφεύγοντες για τα ένδικα βοηθήματα που μπορούν να ασκήσουν μετά την απόρριψη της επιβεβαιωτικής αίτησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001.

 

Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον αρνείται την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα, ενώ τα έγγραφα αυτά ήταν προηγουμένως στη διάθεση των προσφευγουσών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ΕΕ L 145, σ. 43.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ΕΕ L 8, σ. 1.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/56


Προσφυγή της 29ης Απριλίου 2010 — Avery Dennison κατά ΓΕΕΑ — Dennison Hesperia (AVERY DENNISON)

(Υπόθεση T-200/10)

(2010/C 161/88)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Avery Dennison Corp. (εκπρόσωποι: E. Armijo Chavarri και A. Castán Pérez-Gómez, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Dennison Hesperia, SA (Torrejón de Ardoz, Ισπανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει ή, επικουρικώς, να τροποποιήσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 9ης Φεβρουαρίου 2010 στην υπόθεση R 798/2009-2,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα

Σήμα προς καταχώριση: Λεκτικό σήμα «AVERY DENNISON» (αριθ. καταχωρίσεως 3 825 114) για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 12, 16, 17, 19, 20, 22, 24, 28, 35, 37, 38, 39, 40, 41 και 42

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Dennison Hesperia, S.A.

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Ισπανικό σήμα «DENNISON» (αριθ. σήματος 1 996 088) για προϊόντα της κλάσεως 16

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Εν μέρει αποδοχή της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: Εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 42, παράγραφοι 2 και 3, και, επικουρικώς, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/09, για το κοινοτικό σήμα


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/56


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2010 — DB Schenker Rail Deutschland κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-109/04) (1)

(2010/C 161/89)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  EE C 146 της 29.5.2004.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/56


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2010 — Unity OSG FZE κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-511/08) (1)

(2010/C 161/90)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  EE C 32 της 7.2.2009


Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/57


Προσφυγή-αγωγή της 29ης Μαρτίου 2010 — Marsili κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-19/10)

(2010/C 161/91)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Letizia Marsili (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: K. Van Maldegem, C. Mereu και M. Velardo, δικηγόροι)

Καθής-εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην περιλάβει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στον εφεδρικό πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού EPSO/AST/51/08, καθώς και αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής της 17ης Δεκεμβρίου 2009 να μην περιλάβει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στον εφεδρικό πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού EPSO/AST/51/08, και να καταδικάσει την καθής-εναγόμενη να καταβάλει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, εκτιμώμενη προσωρινώς σε 1 ευρώ, η οποία θα προσδιοριστεί ακριβέστερα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και αντισταθμιστικούς τόκους και τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 6,75 %, για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/57


Προσφυγή-αγωγή της 31ης Μαρτίου 2010 — Marcuccio κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-21/10)

(2010/C 161/92)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Luigi Marcuccio (Tricase, Lecce) (εκπρόσωπος: G. Cipressa, avvocato)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω του ότι η καθής-εναγομένη απηύθυνε χρεωστικό σημείωμα για την αμοιβή του δικηγόρου στην υπόθεση T-241/03 στο δικηγόρο που εκπροσώπησε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στην προαναφερθείσα υπόθεση και όχι στον ίδιο.

Αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απορρίπτει το από 23 Φεβρουαρίου 2009 αίτημα·

εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει την πράξη, υπό οποιαδήποτε μορφή αυτή έχει διατυπωθεί, περί απορρίψεως της από 14 Σεπτεμβρίου 2009 διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε το υποβληθέν στις 23 Φεβρουαρίου αίτημα·

εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει το από 1ης Δεκεμβρίου 2009 έγγραφο, το οποίο έχει συνταχθεί στη γαλλική και κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 19 Ιανουαρίου 2010, συνοδευόμενο από μετάφραση στην ιταλική·

να υποχρεώσει την Επιτροπή στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αδικαιολογήτως υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων εξαιτίας της συντάξεως και αποστολής στον δικηγόρο που τον εκπροσώπησε στην υπόθεση T-241/03 του από 4 Δεκεμβρίου 2006 σημειώματος, καθώς και να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 10 000 ευρώ, ή οποιοδήποτε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό ορίσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατά δίκαιη κρίση·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, από την ημέρα που έπεται εκείνης κατά την οποία το αίτημα της 23ης Φεβρουαρίου 2009 περιήλθε στην Επιτροπή και μέχρι της οριστικής καταβολής του ποσού των 10 000 ευρώ, τόκους επί του τελευταίου αυτού ποσού, με επιτόκιο 10 % ετησίως και με ετήσια κεφαλαιοποίηση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/58


Προσφυγή-αγωγή της 16ης Απριλίου 2010 — Allen κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-23/10)

(2010/C 161/93)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Finolla Allen (Armação de Pera, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: L. Levi και A. Blot, δικηγόροι)

Καθής-εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της για αναγνώριση σοβαρής ασθενείας

Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την απόφαση της 30ής Ιουνίου 2009 με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της για αναγνώριση σοβαρής ασθενείας της και, εφόσον απαιτείται, να ακυρώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2009·

να ακυρώσει, εφόσον απαιτείται, την απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2010 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της προσφεύγουσας·

να αναγνωρίσει, κατά συνέπεια, την ασθένειά της ως σοβαρή όπως ζητεί με την από 19 Μαΐου αίτησή της, η οποία συμπληρώθηκε στις 2 Ιουλίου 2009, και την πλήρη ασφαλιστική κάλυψή της από την 1η Ιουλίου 2009·

να αναγνωρίσει, επικουρικώς, την ασφαλιστική κάλυψή της μέχρι τις 10 Ιουλίου 2009·

να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη σε καταβολή αποζημιώσεως, υπολογιζόμενης ex aequo et bono και προσωρινώς σε 1 Ευρώ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/58


Προσφυγή της 21ης Απριλίου 2010 — Κασκαρέλης κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση F-24/10)

(2010/C 161/94)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Λουκάς Κασκαρέλης (Auderghem, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: Σ. Παππάς, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως της καθής, με την οποία αρνήθηκε να χορηγήσει στον προσφεύγοντα επίδομα αποδημίας, αποζημίωσης εγκατάστασης και να του επιστρέψει έξοδα ταξιδίου.

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την απόφαση του PMO, περί μη χορήγησης επιδόματος αποδημίας, αποζημίωσης εγκατάστασης και περί μη επιστροφής εξόδων ταξιδίου, καθώς και της αποφάσεως της ΑΣΣΠΑ περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


19.6.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 161/58


Προσφυγή-αγωγή της 28ης Απριλίου 2010 — AG (*1) κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

(Υπόθεση F-25/10)

(2010/C 161/95)

Γλώσσα διαδικασίας:η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: AG (*1) (εκπρόσωποι: S. Rodriguez και C. Bernard-Glanz, δικηγόροι)

Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως περί απολύσεως της προσφεύγουσας/ενάγουσας κατά τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, καθώς και αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη.

Αιτήματα της προσφεύγουσας/ενάγουσας

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την απόφαση απολύσεως της 14ης Μαΐου 2009, η οποία ελήφθη μαζί με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2009 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας/ενάγουσας,

να υποδείξει στην ΑΔΑ τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων και, ιδίως, τη δυνατότητα ολοκλήρωσης μιας δεύτερης περιόδου δοκιμασίας ή την παράταση της περιόδου δοκιμασίας, κατά τη λήξη της οποίας θα γίνει νέα αξιολόγηση των υπηρεσιών της προσφεύγουσας/ενάγουσας,

να υποχρεώσει το καθού σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα, τόσο από επαγγελματικής και οικονομικής απόψεως (με βάση τον μισθό και τα συναφή ωφελήματα που θα είχε λάβει από την 16η Μαΐου 2009 μέχρι την ημερομηνία επανένταξής της κατόπιν της ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων), όσο και από ηθικής απόψεως (με βάση το ενδεικτικό και προσωρινό ποσό των 50 000 ευρώ),

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.


(*1)  Πληροφορίες που διεγράφησαν ή αντικαταστάθηκαν στο πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και/ή εμπιστευτικότητας.