ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2010.106.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

53ό έτος
24 Απριλίου 2010


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Διοικητική Επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης

2010/C 106/01

Απόφαση αριθ. A1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

1

2010/C 106/02

Απόφαση αριθ. A2, της 12ης Ιουνίου 2009, για την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία στους αποσπασμένους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους, οι οποίοι ασκούν προσωρινά δραστηριότητα εκτός του αρμόδιου κράτους ( 1 )

5

2010/C 106/03

Απόφαση αριθ. E1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες της μεταβατικής περιόδου για την ανταλλαγή δεδομένων με ηλεκτρονικά μέσα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

9

2010/C 106/04

Απόφαση αριθ. F1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων για οικογενειακές παροχές ( 1 )

11

2010/C 106/05

Απόφαση αριθ. Η1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με το πλαίσιο για τη μετάβαση από τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την εφαρμογή αποφάσεων και συστάσεων της Διοικητικής Επιτροπής για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ( 1 )

13

2010/C 106/06

Απόφαση αριθ. H2, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τις μεθόδους λειτουργίας και τη σύνθεση της τεχνικής επιτροπής για την επεξεργασία δεδομένων της Διοικητικής Επιτροπής για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ( 1 )

17

2010/C 106/07

Απόφαση αριθ. P1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 50 παράγραφος 4, του άρθρου 58 και του άρθρου 87 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εκκαθάριση παροχών αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων ( 1 )

21

2010/C 106/08

Απόφαση αριθ. S1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας ( 1 )

23

2010/C 106/09

Απόφαση αριθ. S2, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας ( 1 )

26

2010/C 106/10

Απόφαση αριθ. S3, της 12ης Ιουνίου 2009, για τον καθορισμό των παροχών που καλύπτονται από τα άρθρα 19 παράγραφος 1 και 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και το άρθρο 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 ( 1 )

40

2010/C 106/11

Απόφαση αριθ. U1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με το άρθρο 54 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αυξήσεις στις παροχές ανεργίας για εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας ( 1 )

42

2010/C 106/12

Απόφαση αριθ. U2, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το δικαίωμα σε παροχές ανεργίας πλήρως ανέργων, άλλων από τους μεθοριακούς εργαζόμενους, οι οποίοι κατοικούσαν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας ( 1 )

43

2010/C 106/13

Απόφαση αριθ. U3, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της μερικής ανεργίας που ισχύει για τους ανέργους, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

45

2010/C 106/14

Σύσταση αριθ. P1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την απόφαση στην υπόθεση Gottardo, σύμφωνα με την οποία τα προνόμια που απολαμβάνουν οι υπήκοοι ενός κράτους δυνάμει μιας διμερούς σύμβασης κοινωνικής ασφάλισης με τρίτη χώρα πρέπει επίσης να παρέχονται σε εργαζόμενους οι οποίοι είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών ( 1 )

47

2010/C 106/15

Σύσταση αριθ. U1, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα σε ανέργους οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχόλησης σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος στο οποίο κατοικούν ( 1 )

49

2010/C 106/16

Σύσταση αριθ. U2, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 64 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε ανέργους που συνοδεύουν τους συζύγους ή τους συντρόφους τους οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος ( 1 )

51

2010/C 106/17

Απόφαση αριθ. S4, της 2ας Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τις διαδικασίες απόδοσης για την εφαρμογή των άρθρων 35 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

52

2010/C 106/18

Απόφαση αριθ. S5, της 2ας Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας παροχές σε είδος, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο κβα) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στις περιπτώσεις ασθένειας ή μητρότητας σύμφωνα με τα άρθρα 17, 19, 20, 22, 24 παράγραφος 1, 25, 26, 27 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5, 28, 34 και 36 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και τον υπολογισμό των προς απόδοση ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 62, 63 και 64 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

54

2010/C 106/19

Απόφαση αριθ. H3, της 15ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των τιμών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 90 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

56

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας

EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή Διοικητική Επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης

24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/1


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. A1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/01

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (2),

το άρθρο 76 παράγραφος 3, παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 σχετικά με την υποχρέωση συνεργασίας των αρμοδίων αρχών και φορέων των κρατών μελών, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των κανονισμών,

το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που δείχνουν τη θέση ενός προσώπου,

το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας και την προσωρινή καταβολή παροχών σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας,

το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ένας από τους βασικούς παράγοντες για την αποτελεσματική λειτουργία των κοινοτικών κανόνων για τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι η στενή και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών και των φορέων των διαφόρων κρατών μελών.

(2)

Ένα από τα στοιχεία της καλής συνεργασίας στο πλαίσιο των Κανονισμών είναι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών, φορέων και προσώπων, η οποία θα έχει ως βάση τις αρχές της δημόσιας υπηρεσίας, της αποτελεσματικότητας, της ενεργού συνεργασίας, της ταχείας παράδοσης και της δυνατότητας πρόσβασης.

(3)

Είναι προς το συμφέρον τόσο των φορέων και των αρχών, όσο και των ενδιαφερομένων, να πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση η παροχή ή ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του ενδιαφερομένου.

(4)

Η αρχή της αγαστής συνεργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 της συνθήκης, απαιτεί επίσης από τους φορείς να διεξάγουν ορθή εκτίμηση των δεδομένων που σχετίζονται με την εφαρμογή των κανονισμών. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ορθότητα των δικαιολογητικών ή διάστασης απόψεων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή του φορέα που θα πρέπει να καταβάλει τις παροχές, είναι προς το συμφέρον των προσώπων που καλύπτονται από τον κανονισμό 883/2004 οι φορείς ή οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών να καταλήξουν σε συμφωνία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(5)

Τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 προβλέπουν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ακολουθείται διαδικασία συνδιαλλαγής.

(6)

Οι διατάξεις αυτές επικυρώνουν και επεκτείνουν τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου (3), δυνάμει του οποίου αναπτύχθηκε μια τυπική διαδικασία για την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών μελών σχετικά με την εγκυρότητα των πιστοποιητικών απόσπασης, η οποία ενοποιήθηκε με την προηγούμενη απόφαση αριθ. 181 της Διοικητικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων (4).

(7)

Τόσο το άρθρο 5 όσο και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 προβλέπουν τη δυνατότητα υποβολής του θέματος στη Διοικητική Επιτροπή, σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων ή αρχών.

(8)

Το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 προβλέπει ότι αυτή η διαδικασία θα πρέπει επίσης να ακολουθείται, εάν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

(9)

Το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 περιέχει παρόμοια αναφορά στο άρθρο 6 αυτού του κανονισμού, για την περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία κατά προτεραιότητα στον τομέα των οικογενειακών παροχών.

(10)

Αυτές οι διατάξεις στηρίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση δυσκολιών στην ερμηνεία ή την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, ο φορέας του αρμόδιου κράτους μέλους ή του κράτους κατοικίας επικοινωνεί με τους φορείς των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ενώ το θέμα μπορεί να υποβληθεί στη Διοικητική Επιτροπή, εφόσον δεν επιλυθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(11)

Τα κράτη μέλη έχουν εκφράσει την ανάγκη να θεσπιστεί τυπική διαδικασία, η οποία θα ακολουθείται πριν ένα θέμα να υποβληθεί στη Διοικητική Επιτροπή, καθώς επίσης και να προσδιοριστεί ακριβέστερα ο ρόλος της Διοικητικής Επιτροπής όσον αφορά τον συμβιβασμό των διιστάμενων απόψεων των φορέων σε σχέση με την εφαρμοστέα νομοθεσία.

(12)

Παρόμοια διαδικασία έχει ήδη θεσπιστεί σε πολλές διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών. Οι συμφωνίες αυτές αποτέλεσαν το υπόδειγμα για την παρούσα απόφαση.

(13)

Προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία, συνιστάται η επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων προσώπων των φορέων και των αρχών να διεξάγεται με ηλεκτρονικά μέσα.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.   Η παρούσα απόφαση θέτει τους κανόνες για την εφαρμογή μιας διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής, η οποία μπορεί να χρησιμοποιείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

περιπτώσεις στις οποίες αμφισβητείται η εγκυρότητα ενός εγγράφου ή η ορθότητα των δικαιολογητικών που βεβαιώνουν τη θέση ενός προσώπου για τον σκοπό της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009· ή

β)

περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

2.   Πριν από την υποβολή του θέματος στη Διοικητική Επιτροπή, ακολουθείται η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής.

3.   Η παρούσα απόφαση ισχύει με την επιφύλαξη των διοικητικών διαδικασιών που ακολουθούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

4.   Σε περίπτωση που το θέμα είναι αντικείμενο δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής βάσει της εθνικής νομοθεσίας στο κράτος μέλος του φορέα που εξέδωσε το εν λόγω έγγραφο, η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής πρέπει να ανασταλεί.

5.   Ο φορέας ή η αρχή που αμφισβητεί την εγκυρότητα ενός εγγράφου το οποίο εκδίδεται από φορέα ή αρχή άλλου κράτους μέλους ή που διαφωνεί με τον (προσωρινό) προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, καλείται στο εξής «ο αιτών φορέας». Ο φορέας του άλλου κράτους μέλους καλείται στο εξής «ο αποδέκτης της αίτησης φορέας».

Πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου

6.

Εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 1, ο αιτών φορέας επικοινωνεί με τον αποδέκτη φορέα, προκειμένου να ζητήσει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις σχετικά με την απόφαση του τελευταίου και, εάν είναι απαραίτητο, να ανακαλέσει ή να χαρακτηρίσει άκυρο το εν λόγω έγγραφο ή να αναθεωρήσει ή να καταργήσει την απόφασή του.

7.

Ο αιτών φορέας τεκμηριώνει το αίτημά του, υποδεικνύοντας την εφαρμογή της παρούσας απόφασης και παρέχει τα σχετικά δικαιολογητικά που αποτέλεσαν την αιτία του αιτήματος. Υποδεικνύει δε το πρόσωπο που είναι αρμόδιο κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου.

8.

Ο αποδέκτης της αίτησης φορέας επιβεβαιώνει τη λήψη του αιτήματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος. Υποδεικνύει επίσης το πρόσωπο που είναι αρμόδιο κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου.

9.

Ο αποδέκτης της αίτησης φορέας ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τον αιτούντα φορέα σχετικά με το αποτέλεσμα της εξέτασης που διεξήγαγε, αλλά το αργότερο εντός τριών μηνών μετά την παραλαβή του αιτήματος.

10.

Εάν η αρχική απόφαση επιβεβαιώνεται, καταργείται ή/και το έγγραφο ανακαλείται ή χαρακτηρίζεται άκυρο, ο αποδέκτης της αίτησης φορέας ενημερώνει τον αιτούντα φορέα. Ενημερώνει επίσης τον ενδιαφερόμενο και, κατά περίπτωση, τον εργοδότη του σχετικά με την απόφασή του και τη διαδικασία που μπορεί να ακολουθήσει για να προσβάλει αυτή την απόφαση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

11.

Εάν ο αποδέκτης της αίτησης φορέας αδυνατεί να ολοκληρώσει την εξέταση εντός τριών μηνών, λόγω της πολυπλοκότητας της περίπτωσης ή λόγω του ότι στην επαλήθευση συγκεκριμένων στοιχείων εμπλέκεται άλλος φορέας, δύναται να παρατείνει την προθεσμία έως και κατά τρεις μήνες. Ο αποδέκτης της αίτησης φορέας ενημερώνει τον αιτούντα φορέα για την παράταση το συντομότερο δυνατό, αλλά τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από τη λήξη της πρώτης προθεσμίας, τεκμηριώνοντας τους λόγους της καθυστέρησης και παρέχοντας ενδεικτικά το χρόνο ολοκλήρωσης της εξέτασης.

12.

Σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δύνανται να συμφωνήσουν παρέκκλιση από τα χρονικά περιθώρια που ορίζονται στα σημεία 9 και 11, με την προϋπόθεση ότι η παράταση είναι δικαιολογημένη και ανάλογη με τις επιμέρους συνθήκες, καθώς επίσης και χρονικά περιορισμένη.

Δεύτερη φάση της διαδικασίας διαλόγου

13.

Εάν οι φορείς δεν μπορούν να έλθουν σε συμφωνία κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου ή ο αποδέκτης της αίτησης φορέας δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρώσει την εξέταση εντός 6 μηνών από την παραλαβή του αιτήματος, οι φορείς ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους τους. Κάθε φορέας ετοιμάζει καταγραφή των δραστηριοτήτων του.

14.

Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δύνανται να αποφασίσουν την έναρξη της δεύτερης φάσης της διαδικασίας διαλόγου ή την υποβολή του θέματος απευθείας στη Διοικητική Επιτροπή.

15.

Εάν οι αρμόδιες αρχές ενεργοποιήσουν τη δεύτερη φάση της διαδικασίας διαλόγου, κάθε μία ορίζει ένα κεντρικό υπεύθυνο πρόσωπο εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση από τους φορείς. Τα ορισμένα ως υπεύθυνα πρόσωπα δεν είναι απαραίτητο να έχουν άμεση αρμοδιότητα επί του αντικειμένου.

16.

Τα ορισμένα ως υπεύθυνα πρόσωπα επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας επί του θέματος εντός έξι εβδομάδων από τον διορισμό τους. Κάθε ένα από τα υπεύθυνα πρόσωπα ετοιμάζει καταγραφή των δραστηριοτήτων του και γνωστοποιεί στους φορείς το αποτέλεσμα της δεύτερης φάσης της διαδικασίας διαλόγου.

Η διαδικασία συνδιαλλαγής

17.

Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τη διαδικασία διαλόγου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να υποβάλουν το θέμα στη Διοικητική Επιτροπή. Κάθε αρμόδια αρχή ετοιμάζει ένα υπόμνημα για τη Διοικητική Επιτροπή με τα κύρια σημεία της διαφωνίας.

18.

Η Διοικητική Επιτροπή προσπαθεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος. Δύναται δε να υποβάλει το θέμα στην επιτροπή συνδιαλλαγής, η οποία δύναται να συσταθεί με βάση τους κανόνες της Διοικητικής Επιτροπής.

Τελικές διατάξεις

19.

Τα κράτη μέλη αναφέρουν κάθε έτος στη Διοικητική Επιτροπή τα δεδομένα που έχουν συλλέξει σχετικά με τον αριθμό των διαφορών στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα απόφαση, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, τα κύρια προβλήματα, τη διάρκεια της διαδικασίας και το αποτέλεσμα αυτής.

20.

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν την πρώτη τους ετήσια έκθεση εντός τριών μηνών από τη συμπλήρωση ενός έτους εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

21.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πρώτων ετήσιων εκθέσεων, η Διοικητική Επιτροπή αξιολογεί τις εμπειρίες των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις των κρατών μελών. Η Διοικητική Επιτροπή μετά το πρώτο έτος θα αποφασίσει εάν θα συνεχιστεί η υποβολή εκθέσεων σε ετήσια βάση ή όχι.

22.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2.

(4)  ΕΕ L 329 της 14.12.2001, σ. 73.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/5


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. A2

της 12ης Ιουνίου 2009

για την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία στους αποσπασμένους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους, οι οποίοι ασκούν προσωρινά δραστηριότητα εκτός του αρμόδιου κράτους

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/02

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

τα άρθρα 5, 6 και 14 έως 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διατάξεις του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, οι οποίες προβλέπουν εξαίρεση στον γενικό κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού αυτού, αποσκοπούν κυρίως στη διευκόλυνση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών προς όφελος των εργοδοτών οι οποίοι αποσπούν εργαζόμενους σε κράτη μέλη άλλα από αυτό στο οποίο εδρεύουν, καθώς επίσης στην ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων σε άλλα κράτη μέλη. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν επίσης στην εξάλειψη των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ενθάρρυνση της οικονομικής αλληλοδιείσδυσης, αποφεύγοντας τις διοικητικές επιπλοκές, κυρίως για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις.

(2)

Οι ίδιες αυτές διατάξεις αποσκοπούν στην αποφυγή, τόσο για τους εργαζομένους όσο και τους εργοδότες και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, των διοικητικών επιπλοκών, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από την εφαρμογή του γενικού κανόνα που θέτει το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, εφόσον πρόκειται για περίοδο δραστηριότητας σύντομης διάρκειας σε ένα κράτος μέλος άλλο από το κράτος στο οποίο η επιχείρηση έχει την έδρα ή την εγκατάστασή της ή στο κράτος στο οποίο ο μη μισθωτός εργαζόμενος ασκεί κανονικά τη δραστηριότητά του.

(3)

Για τον σκοπό αυτό, η πρώτη καθοριστική προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού είναι η ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου που απασχολεί.

(4)

Η προστασία του εργαζομένου και η ασφάλεια δικαίου, την οποία δικαιούται τόσο ο ίδιος όσο και ο φορέας στον οποίο υπάγεται, επιβάλλουν να δίδονται όλες οι εγγυήσεις για τη διατήρηση της άμεσης σχέσης κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης.

(5)

Η δεύτερη καθοριστική προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού είναι η ύπαρξη δεσμών μεταξύ του εργοδότη και του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να περιοριστεί η δυνατότητα απόσπασης αποκλειστικά στις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες ασκούν κατά κανόνα τη δραστηριότητά τους στην επικράτεια του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου εξακολουθεί να υπάγεται ο αποσπασμένος εργαζόμενος, θεωρώντας, συνεπώς, ότι οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν μόνο τις επιχειρήσεις οι οποίες κανονικά πραγματοποιούν ουσιώδεις δραστηριότητες στην επικράτεια του κράτους μέλους εγκατάστασης.

(6)

Θα πρέπει να προσδιορίζονται ενδεικτικές περίοδοι για τους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζόμενους, με την επιφύλαξη της κατά περίπτωση αξιολόγησης.

(7)

Οι εγγυήσεις ως προς τη διατήρηση της άμεσης σχέσης παύουν να υφίστανται στην περίπτωση που ο αποσπασμένος εργαζόμενος τίθεται στη διάθεση τρίτης επιχείρησης.

(8)

Είναι απαραίτητο να υπάρχει δυνατότητα πραγματοποίησης όλων των ελέγχων, καθ’ όλη την περίοδο απόσπασης, κυρίως όσον αφορά την καταβολή των εισφορών και τη διατήρηση της άμεσης σχέσης, ώστε να αποφεύγεται η καταχρηστική χρήση των προαναφερόμενων διατάξεων και να εξασφαλίζεται η κατάλληλη ενημέρωση των διοικητικών οργάνων, των εργοδοτών και των εργαζομένων.

(9)

Ο εργαζόμενος και ο εργοδότης πρέπει να είναι κατάλληλα ενημερωμένοι σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο αποσπασμένος εργαζόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία της χώρας από την οποία έχει αποσπαστεί.

(10)

Η εκτίμηση και η παρακολούθηση της κατάστασης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων πρέπει να πραγματοποιούνται από τους αρμόδιους φορείς με τις κατάλληλες εγγυήσεις, έτσι ώστε να μην παρακωλύεται η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

(11)

Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10 της Συνθήκης, επιβάλλει στους αρμόδιους φορείς μια σειρά υποχρεώσεων σε σχέση με την ενεργοποίηση των διατάξεων του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Οι διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 εφαρμόζονται σε εργαζόμενο ο οποίος υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους (κράτος αποστολής) λόγω της άσκησης δραστηριότητας στο πλαίσιο της απασχόλησης από έναν εργοδότη και ο οποίος αποστέλλεται από τον εργοδότη αυτόν σε άλλο κράτος μέλος (κράτος απασχόλησης), προκειμένου να εργαστεί εκεί για λογαριασμό του εν λόγω εργοδότη.

Η εργασία θεωρείται ότι εκτελείται για λογαριασμό του εργοδότη του κράτους αποστολής, εφόσον καταδεικνύεται ότι πραγματοποιείται για τον εν λόγω εργοδότη και ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη ο οποίος τον απέσπασε.

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν εξακολουθεί να υφίσταται η άμεση σχέση, θεωρώντας, κατά συνέπεια, ότι ο εργαζόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στον εργοδότη που τον απέσπασε, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σειρά από στοιχεία, μεταξύ άλλων η ευθύνη για την πρόσληψη, η σύμβαση εργασίας, η αμοιβή (με την επιφύλαξη πιθανών συμφωνιών μεταξύ του εργοδότη στο κράτος αποστολής και της επιχείρησης στο κράτος απασχόλησης σχετικά με την αμοιβή των εργαζομένων), η απόλυση και η εξουσία καθορισμού της φύσης της εργασίας.

Για την εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, μπορεί ενδεικτικά να θεωρηθεί ότι πληροί την απαιτούμενη προϋπόθεση που ορίζεται με τη φράση «αμέσως πριν από την έναρξη της απασχόλησής του», η υπαγωγή στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει ο εργοδότης για τουλάχιστον ένα μήνα. Εάν η περίοδος υπαγωγής είναι συντομότερη, απαιτείται κατά περίπτωση αξιολόγηση λαμβάνοντας υπόψη όλους τους άλλους παράγοντες.

Προκειμένου να προσδιορισθεί, εφόσον είναι αναγκαίο ή σε περίπτωση αμφιβολιών, εάν ένας/μία εργοδότης/εργοδότρια κατά κανόνα πραγματοποιεί ουσιώδεις δραστηριότητες στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει, ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού οφείλει να εξετάσει το σύνολο των κριτηρίων που χαρακτηρίζουν τις ασκούμενες από την επιχείρηση αυτή δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του τόπου όπου βρίσκεται η έδρα και η διοίκηση της επιχείρησης, του αριθμού των διοικητικών υπαλλήλων οι οποίοι εργάζονται αντίστοιχα στο κράτος μέλος εγκατάστασης και στο άλλο κράτος μέλος, του τόπου στον οποίο προσλαμβάνονται οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι και αυτού στον οποίο συνάπτονται οι περισσότερες συμβάσεις με τους πελάτες, της εφαρμοστέας νομοθεσίας για τις συμβάσεις τις οποίες συνάπτει η επιχείρηση, αφενός μεν με τους εργαζομένους της, αφετέρου δε με τους πελάτες της, του κύκλου εργασιών ο οποίος πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια μιας αρκούντως τυπικής περιόδου σε κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, καθώς επίσης του αριθμού των συμβάσεων που εκτελούνται στο κράτος αποστολής. Ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός, καθότι η επιλογή των κριτηρίων πρέπει να προσαρμόζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και να συνεκτιμάται η φύση των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί η επιχείρηση στο κράτος εγκατάστασης.

2.

Για την εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, η αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις στο κράτος μέλος όπου το πρόσωπο έχει εγκατασταθεί, βασίζεται σε κριτήρια όπως η χρήση γραφείων, η καταβολή φόρων, η διατήρηση επαγγελματικής κάρτας και αριθμού φορολογικού μητρώου ή η εγγραφή σε εμπορικά επιμελητήρια ή σε επαγγελματικές οργανώσεις. Ενδεικτικά, η άσκηση δραστηριότητας για τουλάχιστον δύο μήνες μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί την απαιτούμενη προϋπόθεση που αναφέρεται στη φράση «για ορισμένο χρονικό διάστημα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία επιθυμεί να επωφεληθεί των διατάξεων του προαναφερόμενου άρθρου». Εάν η περίοδος υπαγωγής είναι συντομότερη, απαιτείται κατά περίπτωση αξιολόγηση, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους άλλους παράγοντες.

3.

α)

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 εξακολουθεί να εφαρμόζεται για την απόσπαση προσωπικού, εφόσον ο εργαζόμενος ο οποίος έχει αποσπαστεί από μια επιχείρηση του κράτους αποστολής σε επιχείρηση του κράτους απασχόλησης, αποσπάται επίσης σε μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις του ίδιου κράτους απασχόλησης, στο μέτρο, ωστόσο, που ο εργαζόμενος εξακολουθεί να ασκεί τη δραστηριότητά του για λογαριασμό της επιχείρησης η οποία τον απέσπασε. Τέτοια περίπτωση μπορεί να υπάρξει, ειδικότερα, εάν η επιχείρηση έχει αποσπάσει τον εργαζόμενο σε ένα κράτος μέλος, προκειμένου να εκτελέσει εκεί εργασία διαδοχικά ή ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε αυτό το κράτος μέλος. Το θεμελιώδες και καθοριστικό στοιχείο είναι η εργασία να εξακολουθεί να εκτελείται για λογαριασμό της επιχείρησης που απέσπασε τον εργαζόμενο.

Η απόσπαση διαδοχικά σε διαφορετικά κράτη μέλη οδηγεί σε κάθε περίπτωση σε νέα απόσπαση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

β)

Η προσωρινή διακοπή των δραστηριοτήτων του εργαζόμενου στην επιχείρηση του κράτους απασχόλησης, για οποιονδήποτε λόγο (διακοπές, ασθένεια, εκπαίδευση στην επιχείρηση που τον απέσπασε κ.ά.), δεν συνιστά διακοπή της απόσπασης κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

γ)

Όταν τερματιστεί η περίοδος απόσπασης ενός εργαζόμενου και δεν ακολουθήσει νέα περίοδος απόσπασης για τον ίδιο, οι ίδιες επιχειρήσεις και το ίδιο κράτος μέλος δύνανται να παραμείνουν αρμόδιοι μέχρι την πάροδο τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία λήξης της προηγούμενης περιόδου απόσπασης. Η παρέκκλιση από αυτή την αρχή είναι, ωστόσο, επιτρεπτή σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

4.

Οι διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 δεν ισχύουν ή παύουν να ισχύουν στις εξής περιπτώσεις:

α)

εάν η επιχείρηση στην οποία έχει αποσπαστεί ο εργαζόμενος τον θέσει στη διάθεση άλλης επιχείρησης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη·

β)

εάν ο εργαζόμενος, ο οποίος είναι αποσπασμένος σε ένα κράτος μέλος, τεθεί στη διάθεση επιχείρησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

εάν ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί σε ένα κράτος μέλος από μια επιχείρηση εγκατεστημένη σε δεύτερο κράτος μέλος, προκειμένου να αποσταλεί σε επιχείρηση τρίτου κράτους μέλους.

5.

α)

O αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου εξακολουθεί να υπάγεται ο ενδιαφερόμενος, βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται από την παρούσα απόφαση, ενημερώνει κατάλληλα τους ενδιαφερόμενους, εργοδότη και εργαζόμενο, για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο αποσπασμένος εργαζόμενος διατηρεί την υπαγωγή του στη συγκεκριμένη νομοθεσία. Έτσι, ο εργοδότης πληροφορείται για τη δυνατότητα ελέγχων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης, προκειμένου να διαπιστώνεται ότι αυτή δεν έχει λήξει. Οι έλεγχοι αυτοί μπορεί να σχετίζονται, κυρίως, με την καταβολή των εισφορών και τη διατήρηση της άμεσης σχέσης.

Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατασταθεί ο ενδιαφερόμενος, στη νομοθεσία του οποίου εξακολουθεί να υπάγεται ο μη μισθωτός εργαζόμενος βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, ενημερώνει κατάλληλα τον τελευταίο σχετικά με τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η διατήρηση της υπαγωγής του στη νομοθεσία αυτή. Ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται κατ’ αυτόν τον τρόπο για τη δυνατότητα ελέγχων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου άσκησης προσωρινής δραστηριότητας στο κράτος απασχόλησης, προκειμένου να διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται η δραστηριότητα αυτή δεν έχουν μεταβληθεί. Οι έλεγχοι αυτοί μπορεί να αφορούν, συγκεκριμένα, την καταβολή εισφορών και τη διατήρηση της αναγκαίας υποδομής για τη συνέχιση της δραστηριότητάς του στο κράτος εγκατάστασης.

β)

Επιπλέον, ο αποσπασμένος εργαζόμενος καθώς και ο εργοδότης του πληροφορούν τον αρμόδιο φορέα του κράτους αποστολής για κάθε μεταβολή η οποία επέρχεται κατά τη διάρκεια της απόσπασης, κυρίως:

εάν η απόσπαση που αιτήθηκε τελικά δεν πραγματοποιήθηκε,

εάν η δραστηριότητα διακόπτεται σε περίπτωση άλλη από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) της παρούσας απόφασης,

εάν ο αποσπασμένος εργαζόμενος έχει τοποθετηθεί από τον εργοδότη του σε άλλη επιχείρηση του κράτους αποστολής, ιδίως σε περίπτωση συγχώνευσης ή μεταβίβασης μιας επιχείρησης.

γ)

Ο αρμόδιος φορέας του κράτους αποστολής κοινοποιεί στον φορέα του κράτους απασχόλησης, κατά περίπτωση και κατόπιν αιτήσεως, τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο στοιχείο β).

δ)

Οι αρμόδιοι φορείς του κράτους αποστολής και του κράτους απασχόλησης συνεργάζονται για την υλοποίηση των προαναφερθέντων ελέγχων, καθώς και σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

6.

Οι αρμόδιοι φορείς εκτιμούν και παρακολουθούν τις καταστάσεις που καλύπτονται από το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, παρέχοντας στις επιχειρήσεις και στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους όλα τα εχέγγυα, προκειμένου να μην παρακωλύεται η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Ειδικότερα, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να εκτιμηθεί εάν ένας εργοδότης ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του στην επικράτεια ενός κράτους, εάν εξακολουθεί να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της επιχείρησης και του εργαζομένου ή εάν ο μη μισθωτός εργαζόμενος διατηρεί την αναγκαία υποδομή για την άσκηση της δραστηριότητάς του σε ένα κράτος, πρέπει να τυγχάνουν συνεπούς και ισότιμης εφαρμογής σε ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις.

7.

Η Διοικητική Επιτροπή ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, διευκολύνοντας την παρακολούθηση και την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειριών και ορθών πρακτικών, αφενός μεν κατά τον καθορισμό και την ιεράρχηση των κριτηρίων για την εκτίμηση των καταστάσεων οι οποίες αφορούν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους εργαζόμενους, αφετέρου δε σε σχέση με τα μέτρα ελέγχου τα οποία τίθενται σε ισχύ. Για τον σκοπό αυτόν, καταρτίζει προοδευτικά, προς όφελος των διοικητικών αρχών, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, έναν οδηγό ορθής πρακτικής σε θέματα απόσπασης μισθωτών εργαζομένων και άσκησης από τους μη μισθωτούς εργαζομένους προσωρινής δραστηριότητας εκτός του κράτους εγκατάστασης.

8.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/9


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. E1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες της μεταβατικής περιόδου για την ανταλλαγή δεδομένων με ηλεκτρονικά μέσα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/03

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 72 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, σύμφωνα με το οποίο η Διοικητική Επιτροπή ενθαρρύνει την ευρύτερη δυνατή χρήση των νέων τεχνολογιών,

το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, το οποίο προβλέπει ότι «Η διαβίβαση δεδομένων μεταξύ των φορέων ή των οργανισμών σύνδεσης γίνεται ηλεκτρονικά…» και ότι «Η Διοικητική Επιτροπή καθορίζει τη δομή, το περιεχόμενο, τη μορφή και τους λεπτομερείς διακανονισμούς ανταλλαγής των εγγράφων και των δομημένων ηλεκτρονικών εγγράφων»,

το άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, σχετικά με τη μεταβατική περίοδο, στο οποίο ορίζεται ότι «Κάθε κράτος μέλος μπορεί να τύχει μεταβατικής περιόδου για την ανταλλαγή στοιχείων με ηλεκτρονικά μέσα…» και ότι «Οι μεταβατικές αυτές περίοδοι δεν υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού εφαρμογής»,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 εξουσιοδοτεί τη Διοικητική Επιτροπή να ορίσει τις πρακτικές λεπτομέρειες για τυχόν αναγκαίες μεταβατικές περιόδους, προκειμένου να διασφαλιστεί η ανταλλαγή των δεδομένων που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής.

(2)

Είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν οι βασικές αρχές που θα εφαρμόζονται από τους φορείς κατά τη μεταβατική περίοδο.

(3)

Αναμένεται ότι μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των νέων κανονισμών θα εξακολουθήσει να υπάρχει σημαντικός αριθμός απαιτήσεων σε εξέλιξη, στις οποίες το δικαίωμα αποκτήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου (3) πριν από την ημερομηνία αυτή, και σε σχέση με αυτές τις απαιτήσεις προτείνεται η ανταλλαγή πληροφοριών να βασίζεται γενικά στις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου (4), συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εντύπων Ε.

(4)

Στο άρθρο 94 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 υπονοείται ότι, στις περιπτώσεις της προηγούμενης αιτιολογικής σκέψης, παρέχεται «διπλή σύνταξη» και ο ασφαλισμένος λαμβάνει το υψηλότερο ποσό παροχής.

(5)

Ωστόσο, στην πράξη και στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εάν όχι σε όλες τις περιπτώσεις, μια παροχή που βασίζεται σε προηγούμενους κανονισμούς δεν βελτιώνεται από την εφαρμογή των νέων κανονισμών. Θεωρείται, επομένως, ότι δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένεται από τους φορείς να διεξάγουν διπλές διαδικασίες σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(6)

Στην παράγραφο 5 της απόφασης αριθ. H1 (5) διευκρινίζεται το καθεστώς των πιστοποιητικών (έντυπα Ε) και της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας (συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών πιστοποιητικών αντικατάστασης) που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(7)

Εντός της μεταβατικής περιόδου είναι αποκλειστικά θέμα των κρατών μελών να αποφασίσουν πότε είναι έτοιμα να συμμετέχουν στην ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών για την κοινωνική ασφάλιση (EESSI) είτε συνολικά είτε ανά τομέα.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, η κατευθυντήρια αρχή είναι η καλή συνεργασία μεταξύ των φορέων, ο ρεαλισμός και η ευελιξία. Υπεράνω όλων, είναι υψίστης σημασίας η ανάγκη να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μετάβαση για τους πολίτες που ασκούν τα δικαιώματά τους δυνάμει του νέου κανονισμού.

2.

Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/04 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, τα έντυπα Ε που βασίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 αντικαθίστανται από έντυπες εκδόσεις των δομημένων ηλεκτρονικών εγγράφων.

3.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη που διαθέτουν εθνικές ηλεκτρονικές αιτήσεις με τις οποίες δημιουργούνται έντυπα Ε ή εφαρμόζουν ηλεκτρονικές ανταλλαγές (για παράδειγμα τα «σχέδια Build»), τα οποία δεν είναι εύλογο να αλλαχθούν σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, μπορούν να συνεχίσουν να τα χρησιμοποιούν κατά τη μεταβατική περίοδο, εφόσον εξασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα των πολιτών βάσει των νέων κανονισμών.

4.

Σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ένας φορέας δέχεται τις σχετικές πληροφορίες που αναγράφονται σε οποιοδήποτε έγγραφο εκδίδεται από κάποιον άλλο φορέα, ακόμη και αν αυτές βασίζονται σε παρωχημένη μορφή, περιεχόμενο ή δομή. Σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου πολίτη, ο φορέας επικοινωνεί με τον φορέα έκδοσης στο πνεύμα της καλής συνεργασίας.

5.

Όπως δηλώνεται στην παράγραφο 5 της απόφασης αριθ. H1, τα έντυπα Ε, τα έγγραφα και οι ευρωπαϊκές κάρτες ασφάλισης ασθένειας (συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών πιστοποιητικών αντικατάστασης) που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 παραμένουν έγκυρα και λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές άλλων κρατών μελών ακόμη και μετά την πάροδο αυτής της ημερομηνίας, μέχρι να παρέλθει η ημερομηνία λήξης των συγκεκριμένων εγγράφων ή μέχρι αυτά να ανακληθούν ή να αντικατασταθούν από τα έγγραφα που εκδίδονται ή κοινοποιούνται δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

6.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να ακολουθήσει μια ευέλικτη προσέγγιση σε φάσεις, ανά τομέα, όσον αφορά την εφαρμογή της ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών για την κοινωνική ασφάλιση (EESSI), κατά τη σύνδεση στο EESSI μέσω των σημείων πρόσβασης. Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να επιλέξει να συνδεθεί στο EESSI μόνο αφού ολοκληρωθεί η σύνδεση όλων των τομέων του.

7.

Η «σύνδεση στο EESSI» σημαίνει ότι ο εν λόγω τομέας/σημείο πρόσβασης μπορεί να στείλει και να λάβει όλα τα μηνύματα σε αυτόν τον τομέα, από και προς τα σημεία πρόσβασης άλλων κρατών μελών.

8.

Οι πληροφορίες σχετικά με τους τομείς κάθε κράτους μέλους που έχουν συνδεθεί στο δίκτυο EESSI περιλαμβάνονται σε έναν κατάλογο που είναι προσβάσιμος από τους εθνικούς φορείς και αντικατοπτρίζεται επίσης στον κατάλογο EESSI. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν εγγράφως τη Διοικητική Επιτροπή σχετικά, πριν από την ημερομηνία σύνδεσης.

9.

Κατά τη μεταβατική περίοδο, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δύο κρατών μελών στο πλαίσιο ενός τομέα πραγματοποιείται είτε μέσω του EESSI ή εκτός του EESSI. Δεν θα πραγματοποιείται συνδυασμός χρήσης και των δύο μεθόδων, με την επιφύλαξη τυχόν διμερών συμφωνιών, οι οποίες μπορεί, για παράδειγμα, να αφορούν κοινές δοκιμές ή εκπαίδευση ή συναφείς λόγους.

10.

Οι φορείς θα έχουν πρόσβαση σε μια τυποποιημένη διάταξη για τις έντυπες εκδόσεις των τυπικών ηλεκτρονικών εγγράφων, η οποία εγκρίνεται από τη Διοικητική Επιτροπή.

11.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2.

(4)  ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1.

(5)  Βλέπε σ. 13 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/11


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. F1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων για οικογενειακές παροχές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/04

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

το άρθρο 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Εάν οι οικογενειακές παροχές καταβάλλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το δικαίωμα σε οικογενειακές παροχές από ένα κράτος μέλος στο οποίο τα δικαιώματα αποκτώνται λόγω οφειλόμενης σύνταξης ή λόγω κατοικίας αναστέλλεται μέχρι του ποσού των οικογενειακών παροχών που λαμβάνονται από ένα κράτος μέλος στο οποίο τα δικαιώματα αποκτώνται λόγω άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, προκειμένου να καθοριστεί η προτεραιότητα σε περίπτωση σώρευσης, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες άλλες περίοδοι λογίζονται ως μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα.

(2)

Οι νομοθεσίες συγκεκριμένων κρατών μελών προβλέπουν ότι οι περίοδοι αναστολής ή διακοπής της μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, λόγω διακοπών, ανεργίας, προσωρινής ανικανότητας για εργασία, απεργιών ή ανταπεργιών, αντιμετωπίζονται είτε ως περίοδοι άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας για την απόκτηση δικαιώματος σε οικογενειακές παροχές είτε ως περίοδοι μη άσκησης δραστηριότητας από τις οποίες αποκτάται, κατά περίπτωση, είτε αυτό καθεαυτό είτε ως αποτέλεσμα προηγούμενης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, το δικαίωμα σε οικογενειακές παροχές.

(3)

Στο άρθρο 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 δίδεται ο ορισμός της «μισθωτής δραστηριότητας» ή της «μη μισθωτής δραστηριότητας» ως «η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση».

(4)

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το εύρος των «δικαιωμάτων που αποκτώνται λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας» που θεμελιώνονται στο άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, για την αποφυγή αμφιβολιών ή διαφορών στην ερμηνεία.

(5)

Σε μια υπόθεση όπου το καθεστώς ενεργούς απασχόλησης ενός εργαζομένου ανεστάλη λόγω άδειας άνευ αποδοχών του εν λόγω εργαζομένου, λόγω της γέννησης ενός τέκνου και είχε σκοπό την ανατροφή του τέκνου αυτού, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (3) παρέπεμψε στο άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου (4), σε συνδυασμό με το άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (5). Μια τέτοια άδεια άνευ αποδοχών πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται ως άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας για τους σκοπούς του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν μόνο για την περίοδο κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (6), το οποίο απαιτεί ο ενδιαφερόμενος να καλύπτεται τουλάχιστον από έναν κλάδο κοινωνικής ασφάλισης. Με αυτόν τον τρόπο εξαιρούνται πρόσωπα σε άδεια άνευ αποδοχών, τα οποία δεν καλύπτονται πλέον από οποιοδήποτε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο σχετικό κράτος μέλος.

(6)

Λόγω της πολυμορφίας των συστημάτων για τη χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών στα κράτη μέλη και των συνεχιζόμενων αλλαγών στις εθνικές νομοθεσίες, δεν μπορεί να καταρτιστεί πλήρης κατάλογος των περιπτώσεων κατά τις οποίες, σε περίοδο άδειας, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα. Συνεπώς, δεν είναι σκόπιμο να προσδιορισθούν όλες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια άνευ αποδοχών αντιστοιχεί με μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, ούτε εκείνες όπου δεν υπάρχει η αναγκαία στενή σύνδεση με την κερδοφόρο δραστηριότητα.

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Για τους σκοπούς του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, οι οικογενειακές παροχές θεωρείται ότι «αποκτώνται λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας» ιδίως:

α)

από την ίδια την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αλλά και

β)

κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου προσωρινής αναστολής της μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας

i)

ως αποτέλεσμα ασθένειας, μητρότητας, εργατικού ατυχήματος, επαγγελματικής ασθένειας ή ανεργίας, εφόσον καταβάλλονται μισθοί ή παροχές, εξαιρουμένων των συντάξεων, για τους εν λόγω κινδύνους· ή

ii)

λόγω άδειας μετ’ αποδοχών, απεργίας ή ανταπεργίας· ή

iii)

λόγω άδειας άνευ αποδοχών με σκοπό την ανατροφή τέκνου, εφόσον η άδεια αυτή θεωρείται αντίστοιχη με μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

2.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009 σ. 1.

(3)  Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005 στην υπόθεση C-543/03, «Dodl και Oberhollenzer κατά Tiroler Gebietskrankenkasse».

(4)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2.

(5)  Πλέον άρθρο 67 και άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

(6)  Πλέον άρθρο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/13


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. Η1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με το πλαίσιο για τη μετάβαση από τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την εφαρμογή αποφάσεων και συστάσεων της Διοικητικής Επιτροπής για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/05

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

τα άρθρα 87 έως 91 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

το άρθρο 64 παράγραφος 7 και τα άρθρα 93 έως 97 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 αρχίζουν να ισχύουν την 1η Μαΐου 2010 και οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (3) και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 (4) καταργούνται την ίδια ημερομηνία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 90 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του άρθρου 96 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(2)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 87 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του άρθρου 94 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, καταρχήν, οι απαιτήσεις που υποβλήθηκαν πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εν λόγω κανονισμών συνεχίζουν να υπάγονται στη νομοθεσία που ήταν εφαρμοστέα τη χρονική στιγμή της υποβολής τους και οι διατάξεις των εν λόγω κανονισμών ισχύουν μόνο για απαιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος αυτών.

(3)

Οι αποφάσεις αριθ. 74 έως 208 και οι συστάσεις αριθ. 14 έως 23 της Διοικητικής Επιτροπής για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων, οι οποίες παραμένουν σε ισχύ, καθίστανται παρωχημένες την ίδια ημερομηνία που καταργούνται οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 και τίθενται σε ισχύ οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(4)

Είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν συγκεκριμένες αποφάσεις και συστάσεις οι οποίες είναι εφαρμοστέες δυνάμει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72, ώστε να αντιστοιχούν στις διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(5)

Υπάρχει ανάγκη για διαφάνεια και καθοδήγηση των φορέων όσον αφορά την εφαρμογή των αποφάσεων και των συστάσεων της Διοικητικής Επιτροπής δυνάμει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(6)

Λόγω της νομικής και τεχνικής πολυπλοκότητας, καθώς επίσης των στενών χρονικών περιθωρίων και της ανάγκης για ιεράρχηση συγκεκριμένων καθηκόντων της Διοικητικής Επιτροπής, ορισμένες από τις αποφάσεις δεν θα είναι εγκαίρως έτοιμες για δημοσίευση πριν την έναρξη ισχύος των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, αλλά σε μεταγενέστερη φάση.

(7)

Ορισμένες διατάξεις των αποφάσεων και των συστάσεων οι οποίες είναι εφαρμοστέες δυνάμει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 ενσωματώνονται απευθείας στις διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

(8)

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1)

Οι αποφάσεις και οι συστάσεις που παραπέμπουν στους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις που διέπονται από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Εντούτοις, οι εν λόγω αποφάσεις και συστάσεις παραμένουν εφαρμοστέες όπου οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 παραμένουν σε ισχύ και συνεχίζουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα, ιδίως σε περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 90 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και στο άρθρο 96 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

2)

Οι αποφάσεις και οι συστάσεις που καταγράφονται στο μέρος Α του παραρτήματος δεν αντικαθίστανται από αποφάσεις ή συστάσεις για τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

3)

Οι αποφάσεις και οι συστάσεις που καταγράφονται στο μέρος Β του παραρτήματος αντικαθίστανται από νέες αποφάσεις και συστάσεις για τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, οι οποίες υποδεικνύονται.

4)

Οι αποφάσεις που καταγράφονται στο μέρος Γ του παραρτήματος θα προσαρμοστούν από τη Διοικητική Επιτροπή το συντομότερο δυνατό, ώστε να αντιστοιχούν στις διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, διότι οι αρχές που περιλαμβάνονται σε αυτές τις αποφάσεις πρέπει να εφαρμόζονται, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τους εν λόγω κανονισμούς.

5)

Τα απαραίτητα έγγραφα για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 (δηλαδή, τα έντυπα Ε, οι ευρωπαϊκές κάρτες ασφάλισης ασθένειας και τα προσωρινά πιστοποιητικά αντικατάστασης) που εκδίδονται από τους αρμόδιους φορείς, τις αρχές και άλλους οργανισμούς των κρατών μελών πριν την έναρξη ισχύος των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 εξακολουθούν να είναι έγκυρα [παρά το γεγονός ότι οι παραπομπές σχετίζονται με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72] και λαμβάνονται υπόψη από τους φορείς, τις αρχές και άλλους οργανισμούς των κρατών μελών, ακόμη και μετά την πάροδο αυτής της ημερομηνίας, μέχρι να παρέλθει η ημερομηνία λήξης των συγκεκριμένων εγγράφων ή μέχρι αυτά να ανακληθούν ή να αντικατασταθούν από τα έγγραφα που εκδίδονται ή κοινοποιούνται δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

6)

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2.

(4)  ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Αποφάσεις και συστάσεις που παραπέμπουν στους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 χωρίς να αντικαθίστανται σε σχέση με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009

Αποφάσεις:

 

Απόφαση 74

 

Απόφαση 76

 

Απόφαση 79

 

Απόφαση 81

 

Απόφαση 85

 

Απόφαση 89

 

Απόφαση 91

 

Απόφαση 115

 

Απόφαση 117

 

Απόφαση 118

 

Απόφαση 121

 

Απόφαση 126

 

Απόφαση 132

 

Απόφαση 133

 

Απόφαση 134

 

Απόφαση 135

 

Απόφαση 136

 

Απόφαση 137

 

Απόφαση 142

 

Απόφαση 143

 

Απόφαση 145

 

Απόφαση 146

 

Απόφαση 148

 

Απόφαση 151

 

Απόφαση 152

 

Απόφαση 156

 

Απόφαση 167

 

Απόφαση 171

 

Απόφαση 173

 

Απόφαση 174

 

Απόφαση 176

 

Απόφαση 178

 

Απόφαση 180

 

Απόφαση 192

 

Απόφαση 193

 

Απόφαση 197

 

Απόφαση 198

 

Απόφαση 199

 

Απόφαση 201

 

Απόφαση 202

 

Απόφαση 204

Συστάσεις:

 

Σύσταση 15

 

Σύσταση 16

 

Σύσταση 17

 

Σύσταση 19

 

Σύσταση 20

 

Σύσταση 23

ΜΕΡΟΣ Β

Αντικατασταθείσες αποφάσεις και συστάσεις που παραπέμπουν στους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 και αυτές που τις διαδέχθηκαν σε σχέση με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009

Αποφάσεις δυνάμει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72

Αντίστοιχες αποφάσεις δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009

Απόφαση 75

ΑΠΟΦΑΣΗ P1

Απόφαση 83

ΑΠΟΦΑΣΗ U1

Απόφαση 96

ΑΠΟΦΑΣΗ P1

Απόφαση 99

ΑΠΟΦΑΣΗ H1

Απόφαση 100

ΑΠΟΦΑΣΗ H1

Απόφαση 101

ΑΠΟΦΑΣΗ H1

Απόφαση 105

ΑΠΟΦΑΣΗ P1

Απόφαση 139

ΑΠΟΦΑΣΗ H1

Απόφαση 140

ΑΠΟΦΑΣΗ H1

Απόφαση 160

ΑΠΟΦΑΣΗ U2

Απόφαση 181

ΑΠΟΦΑΣΗ A2

Απόφαση 189

ΑΠΟΦΑΣΗ S1

Απόφαση 190

ΑΠΟΦΑΣΗ S2

Απόφαση 191

ΑΠΟΦΑΣΗ S1

Απόφαση 194

ΑΠΟΦΑΣΗ S3

Απόφαση 195

ΑΠΟΦΑΣΗ S3

Απόφαση 196

ΑΠΟΦΑΣΗ S3

Απόφαση 200

ΑΠΟΦΑΣΗ H3

Απόφαση 203

ΑΠΟΦΑΣΗ S1

Απόφαση 205

ΑΠΟΦΑΣΗ U3

Απόφαση 207

ΑΠΟΦΑΣΗ F1


Συστάσεις δυνάμει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72

Αντίστοιχες συστάσεις δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009

Σύσταση 18

ΣΥΣΤΑΣΗ U1

Σύσταση 21

ΣΥΣΤΑΣΗ U2

Σύσταση 22

ΣΥΣΤΑΣΗ P1

ΜΕΡΟΣ Γ

Αποφάσεις που παραπέμπουν στους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 και δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί από τη Διοικητική Επιτροπή

 

Απόφαση 138

 

Αποφάσεις 147 και 150

 

Απόφαση 170 (συμπεριλαμβάνει την απόφαση 185)

 

Απόφαση 175

 

Απόφαση 206

 

Απόφαση 208


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/17


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. H2

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τις μεθόδους λειτουργίας και τη σύνθεση της τεχνικής επιτροπής για την επεξεργασία δεδομένων της Διοικητικής Επιτροπής για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/06

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή προάγει και αναπτύσσει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών, εκσυγχρονίζοντας τις διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών, ιδίως με την προσαρμογή της ροής πληροφοριών μεταξύ φορέων ενόψει της ανταλλαγής με ηλεκτρονικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της επεξεργασίας των δεδομένων σε κάθε κράτος μέλος· η Διοικητική Επιτροπή εγκρίνει τους κοινούς κανόνες δομής για τις υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων, ιδίως σε θέματα ασφάλειας και χρήσης των προτύπων και θεσπίζει διατάξεις για τη λειτουργία του κοινού μέρους των εν λόγω υπηρεσιών,

το άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή συγκροτεί και καθορίζει τις μεθόδους λειτουργίας και τη σύνθεση μιας τεχνικής επιτροπής, η οποία καταρτίζει εκθέσεις και διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη πριν η Διοικητική Επιτροπή λάβει αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 72 στοιχείο δ),

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

1.   Η Διοικητική Επιτροπή συγκροτεί την τεχνική επιτροπή για την επεξεργασία δεδομένων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 73 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Στο εξής, καλείται «η τεχνική επιτροπή».

2.   Η τεχνική επιτροπή έχει τις λειτουργίες που προβλέπονται στο άρθρο 73 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

3.   Η εντολή για τα συγκεκριμένα καθήκοντα της τεχνικής επιτροπής δίδεται από τη Διοικητική Επιτροπή, η οποία μπορεί να τροποποιήσει τα καθήκοντα αυτά σύμφωνα με τις ανάγκες.

Άρθρο 2

Η τεχνική επιτροπή εγκρίνει τις εκθέσεις και τις αιτιολογημένες γνώμες βάσει τεχνικών εγγράφων και μελετών, εάν είναι απαραίτητο. Μπορεί να ζητήσει από τις εθνικές διοικήσεις οποιαδήποτε πληροφορία κρίνει απαραίτητη για την ορθή διενέργεια των καθηκόντων της.

Άρθρο 3

1.   Η σύνθεση της τεχνικής επιτροπής περιλαμβάνει δύο μέλη από κάθε κράτος μέλος, εκ των οποίων το ένα ορίζεται ως μόνιμο μέλος και το άλλο ως αναπληρωματικό. Τα ονόματα των διορισμένων μελών για κάθε κράτος μέλος προωθούνται στον γενικό γραμματέα της Διοικητικής Επιτροπής από τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης του κράτους μέλους στη Διοικητική Επιτροπή.

2.   Οι εκθέσεις και οι αιτιολογημένες γνώμες εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών της τεχνικής επιτροπής, ενώ κάθε κράτος μέλος έχει μία ψήφο την οποία ορίζει το μόνιμο μέλος ή σε περίπτωση απουσίας του, το αναπληρωματικό μέλος. Πρέπει να υποδεικνύεται εάν οι εκθέσεις ή αιτιολογημένες γνώμες της τεχνικής επιτροπής εγκρίθηκαν ομόφωνα ή με απλή πλειοψηφία. Σε περίπτωση που υπάρχει μειοψηφία, θα πρέπει να προσδιορίζονται τα συμπεράσματα ή οι επιφυλάξεις της μειοψηφίας.

3.   Η τεχνική επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την έγκριση εκθέσεων και αιτιολογημένων γνωμών με χρήση γραπτής διαδικασίας, εφόσον μια τέτοια διαδικασία συμφωνήθηκε σε προηγούμενη συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής.

Για το σκοπό αυτό, ο πρόεδρος κοινοποιεί το προς έγκριση κείμενο στα μέλη της τεχνικής επιτροπής. Δίδεται στα μέλη προθεσμία τουλάχιστον δέκα εργάσιμων ημερών, εντός των οποίων έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν ότι απορρίπτουν το προτεινόμενο κείμενο ή ότι απέχουν από την ψηφοφορία. Εάν δεν υπάρξει απάντηση εντός της προθεσμίας, η ψήφος τους θεωρείται θετική.

Ο πρόεδρος μπορεί επίσης να κινήσει γραπτή διαδικασία, σε περίπτωση που δεν έχει επιτευχθεί προηγούμενη συμφωνία σε συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής. Σε αυτή την περίπτωση, μόνο η γραπτή συμφωνία στο προτεινόμενο κείμενο θεωρείται θετική ψήφος, ενώ δίδεται προθεσμία τουλάχιστον 15 εργάσιμων ημερών.

Με τη λήξη της προθεσμίας, ο πρόεδρος ενημερώνει τα μέλη σχετικά με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Η απόφαση που έχει λάβει τον απαιτούμενο αριθμό θετικών ψήφων θεωρείται εγκεκριμένη την τελευταία ημέρα της προθεσμίας εντός της οποίας ζητήθηκε από τα μέλη να απαντήσουν.

4.   Εάν, κατά τη διάρκεια της γραπτής διαδικασίας, ένα μέλος της τεχνικής επιτροπής προτείνει τροποποιήσεις στο κείμενο, ο πρόεδρος:

α)

είτε κινεί εκ νέου τη γραπτή διαδικασία, κοινοποιώντας την προταθείσα τροποποίηση στα μέλη, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 3·

β)

είτε ακυρώνει τη γραπτή διαδικασία, προκειμένου το ζήτημα να συζητηθεί στην επόμενη συνεδρίαση,

ανάλογα με τη διαδικασία που ο πρόεδρος κρίνει κατάλληλη για το υπό εξέταση ζήτημα.

5.   Εάν πριν από τη λήξη της τεθείσας προθεσμίας ένα μέλος της τεχνικής επιτροπής ζητήσει να εξεταστεί το προτεινόμενο κείμενο σε συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής, η γραπτή διαδικασία ακυρώνεται.

Στη συνέχεια, το θέμα εξετάζεται στην επόμενη συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής.

6.   Ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή ένα πρόσωπο διορισμένο από αυτόν έχει συμβουλευτικό ρόλο στην τεχνική επιτροπή.

Άρθρο 4

Η θέση του προέδρου της τεχνικής επιτροπής καταλαμβάνεται κάθε εξάμηνο από το μόνιμο μέλος ή άλλον διορισμένο υπάλληλο του κράτους εκείνου, ο εκπρόσωπος του οποίου στη Διοικητική Επιτροπή κατέχει τη θέση του προέδρου της επιτροπής αυτής για την ίδια περίοδο. Ο πρόεδρος της τεχνικής επιτροπής αναφέρει σχετικά με τις δραστηριότητες αυτής, όπως απαιτείται από τον πρόεδρο της Διοικητικής Επιτροπής.

Άρθρο 5

Η τεχνική επιτροπή δύναται να συγκροτήσει ομάδες εργασίας ad hoc για την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων. Η τεχνική επιτροπή καθορίζει τις εργασίες που πρέπει να εκτελεστούν από αυτές τις ομάδες εργασίας, το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των εργασιών και τις οικονομικές συνέπειες της δράσης της στο πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 7.

Άρθρο 6

Η γραμματεία της Διοικητικής Επιτροπής προετοιμάζει και οργανώνει τις συνεδριάσεις της τεχνικής επιτροπής και συντάσσει τα πρακτικά.

Άρθρο 7

Η τεχνική επιτροπή υποβάλλει λεπτομερές πρόγραμμα εργασίας στη Διοικητική Επιτροπή για έγκριση. Η τεχνική επιτροπή υποβάλλει επίσης ετησίως στη Διοικητική Επιτροπή έκθεση των δραστηριοτήτων της και των αποτελεσμάτων σε σχέση με το πρόγραμμα εργασίας, καθώς και τυχόν προτάσεις για την τροποποίησή του.

Άρθρο 8

Κάθε πρόταση δράσης της τεχνικής επιτροπής η οποία συνεπάγεται δαπάνες που βαρύνουν την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να εγκριθεί από τον εκπρόσωπο του θεσμικού αυτού οργάνου.

Άρθρο 9

Οι γλώσσες εργασίας της τεχνικής επιτροπής είναι εκείνες που αναγνωρίζονται ως επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, σύμφωνα με το άρθρο 290 της συνθήκης.

Άρθρο 10

Οι συμπληρωματικές διατάξεις που αναφέρονται στο συνημμένο παράρτημα επίσης εφαρμόζονται για την τεχνική επιτροπή.

Άρθρο 11

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

1.   Συμμετοχή στις συνεδριάσεις

α)

Εάν ο εν ενεργεία πρόεδρος κωλύεται να συμμετάσχει σε συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής, καθήκοντα προέδρου ασκεί ο αναπληρωτής του.

β)

Τα μέλη μπορούν να συνοδεύονται στις συνεδριάσεις της τεχνικής επιτροπής από έναν ή περισσότερους εμπειρογνώμονες, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο λόγω της φύσης των θεμάτων που πρόκειται να εξεταστούν. Κατά κανόνα, κάθε αντιπροσωπεία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τέσσερα άτομα.

γ)

Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή ένα μέλος της γραμματείας ή οποιοδήποτε άτομο ορίζει η γενική γραμματεία της Διοικητικής Επιτροπής παρευρίσκεται σε κάθε συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής ή των ad hoc ομάδων εργασίας αυτής. Στις συνεδριάσεις αυτές μπορεί επιπλέον να συμμετέχει εκπρόσωπος άλλων τμημάτων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφόσον το προς συζήτηση θέμα τα αφορά.

2.   Ψηφοφορία

α)

Όταν ένα μόνιμο μέλος της τεχνικής επιτροπής ασκεί καθήκοντα προέδρου, ψηφίζει αντ’ αυτού ο αναπληρωτής του.

β)

Κάθε μέλος που είναι παρόν σε μια ψηφοφορία, αλλά απέχει από αυτήν, καλείται από τον πρόεδρο να καταστήσει γνωστά τα αίτια της αποχής του.

γ)

Εάν απέχει η πλειοψηφία των παρόντων μελών, η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι δεν ελήφθη υπόψη.

3.   Ημερήσια διάταξη

α)

Η προσωρινή ημερήσια διάταξη κάθε συνεδρίασης της τεχνικής επιτροπής ορίζεται από τη γραμματεία, σε συμφωνία με τον πρόεδρο της τεχνικής επιτροπής. Όπου είναι αναγκαίο, η γραμματεία δύναται, προ της πρότασης για εγγραφή ενός θέματος στην ημερήσια διάταξη, να ζητήσει από τις ενδιαφερόμενες αντιπροσωπείες να υποβάλουν εγγράφως τις απόψεις τους επί του θέματος αυτού.

β)

Η προσωρινή ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει, καταρχήν, θέματα, για τα οποία έχει ληφθεί από τη γραμματεία, τουλάχιστον 20 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης, αίτημα υποβληθέν από ένα μέλος ή από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς επίσης υπομνήματα σχετικά με το εν λόγω θέμα, εφόσον είναι αναγκαίο.

γ)

Η προσωρινή ημερήσια διάταξη αποστέλλεται στα μέλη της τεχνικής επιτροπής, στον εκπρόσωπο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στα πρόσωπα που αναμένεται να συμμετάσχουν στη συνεδρίαση, τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Τα έγγραφα που σχετίζονται με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης αποστέλλονται στα ανωτέρω πρόσωπα μόλις είναι διαθέσιμα.

δ)

Κατά την έναρξη κάθε συνεδρίασης, η τεχνική επιτροπή εγκρίνει την ημερήσια διάταξη. Για την εγγραφή στην ημερήσια διάταξη οποιουδήποτε άλλου θέματος πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στην προσωρινή ημερήσια διάταξη απαιτείται ομοφωνία της τεχνικής επιτροπής. Εκτός από επείγουσες περιπτώσεις, τα μέλη της τεχνικής επιτροπής μπορούν να επιφυλάσσονται ως προς την οριστική τους θέση μέχρι την επόμενη συνεδρίαση, όσον αφορά τα θέματα που είναι εγγεγραμμένα στην προσωρινή ημερήσια διάταξη, για τα οποία δεν έλαβαν τα σχετικά έγγραφα στη γλώσσα τους πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης.

4.   Ad hoc ομάδες εργασίας

α)

Οι ομάδες εργασίας ad hoc τελούν υπό την προεδρία ενός εμπειρογνώμονα, ο οποίος ορίζεται από τον πρόεδρο της τεχνικής επιτροπής με τη σύμφωνη γνώμη του εκπροσώπου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατό, ενός εμπειρογνώμονα από το κράτος του οποίου ο εκπρόσωπος ασκεί καθήκοντα προέδρου της Διοικητικής Επιτροπής.

β)

Ο πρόεδρος της ad hoc ομάδας εργασίας καλείται στη συνεδρίαση της τεχνικής επιτροπής, κατά τη διάρκεια της οποίας εξετάζεται η έκθεση της ομάδας.

5.   Διοικητικά θέματα

α)

Ο πρόεδρος της τεχνικής επιτροπής μπορεί να δίνει στη γραμματεία κάθε οδηγία για τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων και την εκτέλεση των δραστηριοτήτων που ανάγονται στις αρμοδιότητες της τεχνικής επιτροπής.

β)

Η τεχνική επιτροπή συγκαλείται με επιστολή πρόσκλησης, η οποία αποστέλλεται από τη γραμματεία, σε συμφωνία με τον πρόεδρο της τεχνικής επιτροπής, στα μέλη και στον εκπρόσωπο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/21


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. P1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 50 παράγραφος 4, του άρθρου 58 και του άρθρου 87 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εκκαθάριση παροχών αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/07

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2)

το άρθρο 50 παράγραφος 4, το άρθρο 58 και το άρθρο 87 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004·

Εκτιμώντας ότι είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί η εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 4, του άρθρου 58 και του άρθρου 87 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και να δοθεί η απαραίτητη καθοδήγηση στους φορείς οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή αυτών των διατάξεων.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Ι.   Εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004

1.

Ο φορέας που καταβάλλει μια παροχή, πραγματοποιεί αυτεπάγγελτα νέο υπολογισμό, εφόσον ενημερωθεί ότι ο δικαιούχος πληροί τις προϋποθέσεις για την εκκαθάριση παροχής δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.

Δεν πραγματοποιείται νέος υπολογισμός στην περίπτωση που οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την εκκαθάριση της παροχής και δεν πραγματοποιήθηκαν νέες περίοδοι μετά την εκκαθάριση της αρχικής παροχής.

Ωστόσο, εάν συντρέχουν πρόσθετες προϋποθέσεις (εκτός από τη συμπλήρωση περιόδων ασφάλισης), όπως η συμπλήρωση της απαιτούμενης ηλικίας για την εκκαθάριση της παροχής ή μια αλλαγή στον αριθμό των τέκνων που λαμβάνονται υπόψη, απαιτείται η πραγματοποίηση νέου υπολογισμού.

2.

Ο φορέας που πραγματοποιεί νέο υπολογισμό μιας παροχής την οποία έχει προηγουμένως εκκαθαρίσει, λαμβάνει υπόψη για τον υπολογισμό όλες τις περιόδους ασφάλισης ή/και κατοικίας, καθώς επίσης όλες τις άλλες προϋποθέσεις που πληροί ο δικαιούχος δυνάμει της νομοθεσίας του οικείου και άλλων κρατών μελών κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της παροχής μετά τον νέο υπολογισμό.

3.

Η σχετική ημερομηνία είναι η ημερομηνία επέλευσης του κινδύνου στο κράτος μέλος στο οποίο πληρούνταν τελευταία οι προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος.

II.   Εφαρμογή του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004

4.

Ο φορέας που προβαίνει σε εκκαθάριση συμπληρώματος σύμφωνα με το άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 ενημερώνει τον αρμόδιο φορέα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου ο ενδιαφερόμενος δικαιούται παροχή, η οποία εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 5 του κανονισμού.

5.

Ο αρμόδιος φορέας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, το οποίο καταβάλλει στον δικαιούχο παροχές δυνάμει του κεφαλαίου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, τον Ιανουάριο κάθε έτους κοινοποιεί στον φορέα, που καταβάλλει το συμπλήρωμα, το ύψος του ποσού των παροχών που καταβάλλεται στον δικαιούχο από την 1η Ιανουαρίου του ιδίου έτους.

III.   Εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004

6.

Όταν ένας ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση για την αναθεώρηση αναπηρικής σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/04, δεν είναι απαραίτητη η εκ νέου διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στον φάκελο του δικαιούχου θεωρούνται επαρκείς.

Εάν δεν συμβαίνει αυτό, ο ενδιαφερόμενος φορέας μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια νέων ιατρικών εξετάσεων.

IV.   Δημοσίευση και έναρξη ισχύος

7.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/23


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. S1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/08

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, σύμφωνα με το οποίο ο ασφαλισμένος και τα μέλη της οικογένειάς του που διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο, δικαιούνται τις παροχές σε είδος που καθίστανται αναγκαίες για ιατρικούς λόγους κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των παροχών και η αναμενόμενη διάρκεια της διαμονής,

το άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

το άρθρο 25 στοιχείο Α) και στοιχείο Γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Μαρτίου 2002 αποφάσισε: «ότι μια ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας θα αντικαταστήσει τα σημερινά έντυπα τα αναγκαία για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε άλλο κράτος μέλος. Η Επιτροπή θα υποβάλει σχετική πρόταση πριν από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2003. Η κάρτα αυτή θα απλουστεύσει τις διαδικασίες, δίχως να συνεπιφέρει αλλαγές στα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις» (σημείο 34).

(2)

Δεδομένου ότι η χρήση των καρτών υγείας και κοινωνικής ασφάλισης διαφέρει ευρύτατα από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας θεσπίζεται αρχικά σε μια μορφή η οποία επιτρέπει την ανάγνωση «διά γυμνού οφθαλμού» των δεδομένων που είναι απαραίτητα για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης και την απόδοση των δαπανών. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν επίσης να ενσωματωθούν σε ηλεκτρονικό μέσο. Η χρήση ηλεκτρονικού μέσου θα γενικευτεί σε μεταγενέστερη φάση.

(3)

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας πρέπει να είναι σύμφωνη με ένα ενιαίο υπόδειγμα που ορίζεται από τη Διοικητική Επιτροπή, το οποίο αφενός μεν θα διευκολύνει την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, αφετέρου δε την πρόληψη της παράνομης, καταχρηστικής ή δόλιας χρήσης της κάρτας.

(4)

Οι φορείς των κρατών μελών καθορίζουν τη διάρκεια ισχύος των ευρωπαϊκών καρτών ασφάλισης ασθένειας που εκδίδουν. Η διάρκεια ισχύος της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προβλεπόμενη διάρκεια του δικαιώματος του ασφαλισμένου.

(5)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, θα πρέπει να εκδίδεται ένα προσωρινό πιστοποιητικό αντικατάστασης περιορισμένης διάρκειας ισχύος. «Εξαιρετικές περιστάσεις» δύνανται να θεωρηθούν η κλοπή ή απώλεια της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας ή η αναχώρηση εντός τόσο σύντομου χρονικού διαστήματος, ώστε να καθίσταται ανέφικτη η έκδοση της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας. Η αίτηση για χορήγηση προσωρινού πιστοποιητικού αντικατάστασης μπορεί να αιτηθεί από τον ασφαλισμένο ή από τον φορέα του κράτους διαμονής.

(6)

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις προσωρινής διαμονής κατά τις οποίες ένας ασφαλισμένος χρειάζεται υγειονομική περίθαλψη, ανεξαρτήτως του σκοπού της διαμονής, ο οποίος μπορεί να είναι ο τουρισμός, οι επαγγελματικές δραστηριότητες ή οι σπουδές. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σκοπός της διαμονής στο εξωτερικό είναι αποκλειστικά η λήψη υγειονομικής περίθαλψης.

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν για τη θέση σε εφαρμογή διαδικασιών με τις οποίες, στην περίπτωση που ένα πρόσωπο παύει να δικαιούται παροχές ασθένειας σε είδος από ένα κράτος μέλος και καθίσταται δικαιούχο παροχών σε είδος για λογαριασμό ενός άλλου κράτους μέλους, θα αποφεύγεται αυτός/αυτή να συνεχίσει να χρησιμοποιεί την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας που εκδόθηκε στο πρώτο κράτος μέλος πέρα από την ημερομηνία μετά την οποία δεν δικαιούται πλέον παροχές σε είδος από το εν λόγω κράτος.

(8)

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας που εκδόθηκε πριν από την έναρξη εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στην κάρτα.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Γενικές αρχές

1.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας πιστοποιεί ότι ο ασφαλισμένος και ο συνταξιούχος, καθώς επίσης τα μέλη της οικογένειάς τους που διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος, δικαιούνται τις παροχές σε είδος που καθίστανται αναγκαίες για ιατρικούς λόγους κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των παροχών και η αναμενόμενη διάρκεια της διαμονής.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σκοπός της προσωρινής διαμονής είναι η ιατρική περίθαλψη.

2.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας είναι ατομική κάρτα, η οποία εκδίδεται στο όνομα του κατόχου της κάρτας.

3.

Η περίοδος ισχύος της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας καθορίζεται από τον φορέα που την εκδίδει.

4.

Οι παροχές σε είδος που χορηγούνται από τον φορέα του κράτους μέλους διαμονής βάσει μιας έγκυρης ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας αποδίδονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Έγκυρη ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας θεωρείται η κάρτα, η περίοδος διάρκειας ισχύος της οποίας δεν έχει παρέλθει.

Ο αρμόδιος φορέας δεν δύναται να απορρίψει την απόδοση του κόστους για τις παροχές με την αιτιολογία ότι το πρόσωπο έπαψε να είναι ασφαλισμένο στον φορέα που εξέδωσε την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας, υπό την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος της κάρτας ή του προσωρινού πιστοποιητικού αντικατάστασης έλαβε τις παροχές εντός της περιόδου διάρκειας ισχύος της κάρτας ή του πιστοποιητικού.

5.

Όταν εξαιρετικές περιστάσεις εμποδίζουν την έκδοση μιας ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας, εκδίδεται από τον αρμόδιο φορέα ένα προσωρινό πιστοποιητικό αντικατάστασης με περιορισμένη διάρκεια ισχύος. Η αίτηση για τη χορήγηση προσωρινού πιστοποιητικού αντικατάστασης μπορεί να γίνει είτε από τον ασφαλισμένο είτε από τον φορέα του κράτους διαμονής.

6.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας και το προσωρινό πιστοποιητικό αντικατάστασης είναι σύμφωνα με ένα ενιαίο υπόδειγμα, το οποίο φέρει τα χαρακτηριστικά και τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής.

Στοιχεία που περιέχονται στην ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας

7.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

Ονοματεπώνυμο του κατόχου της κάρτας

Προσωπικό αριθμό αναγνώρισης του κατόχου της κάρτας ή, εάν ο αριθμός αυτός δεν υπάρχει, τον αριθμό του ασφαλισμένου, από τον οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα του κατόχου της κάρτας

Ημερομηνία γέννησης του κατόχου της κάρτας

Ημερομηνία λήξης της κάρτας

Κωδικό ΙSO του κράτους μέλους έκδοσης της κάρτας

Κωδικό αριθμό και ακρώνυμο του αρμόδιου φορέα

Λογικό αριθμό της κάρτας

Χρήση της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας

8.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας μπορεί να χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις προσωρινής διαμονής κατά τις οποίες ένας ασφαλισμένος απαιτεί παροχές σε είδος, ανεξαρτήτως του σκοπού της διαμονής, ο οποίος μπορεί να είναι ο τουρισμός, οι επαγγελματικές δραστηριότητες ή οι σπουδές.

9.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας αποδεικνύει ότι ο κάτοχος της κάρτας δικαιούται παροχές ασθένειας σε είδος στο κράτος μέλος διαμονής, οι οποίες καθίστανται αναγκαίες για ιατρικούς λόγους και οι οποίες χορηγούνται κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε ένα άλλο κράτος μέλος, ώστε ο κάτοχος της κάρτας να μην αναγκάζεται να επιστρέψει στο αρμόδιο κράτος ή το κράτος κατοικίας για να λάβει την απαραίτητη θεραπεία.

Ο σκοπός των παροχών αυτού του τύπου είναι να επιτρέπεται στον/στην ασφαλισμένο/ασφαλισμένη να συνεχίσει τη διαμονή του/της υπό ιατρικά ασφαλείς συνθήκες.

10.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας δεν καλύπτει παροχές ασθένειας σε είδος στις περιπτώσεις εκείνες που ο σκοπός της διαμονής είναι η ιατρική περίθαλψη.

11.

Η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας εγγυάται ότι ο κάτοχος της κάρτας λαμβάνει στο κράτος μέλος διαμονής την ίδια περίθαλψη (διαδικασίες και τιμολόγια) με ένα πρόσωπο που καλύπτεται από το σύστημα ασφάλισης ασθένειας αυτού του κράτους.

Συνεργασία μεταξύ φορέων για την αποφυγή παράτυπης χρήσης της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας

12.

Στην περίπτωση που ένα πρόσωπο παύει να δικαιούται παροχές ασθένειας σε είδος βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους και καθίσταται δικαιούχο παροχών σε είδος βάσει της νομοθεσίας ενός άλλου κράτους μέλους, οι φορείς των ενδιαφερόμενων κρατών μελών θα πρέπει να συνεργάζονται, προκειμένου να αποφευχθεί ότι ο ασφαλισμένος θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας που εκδόθηκε στο πρώτο κράτος μέλος πέρα από την ημερομηνία μετά την οποία δεν δικαιούται πλέον παροχές σε είδος από το εν λόγω κράτος. Εφόσον είναι αναγκαίο, ο φορέας του τελευταίου κράτους παρέχει νέα ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας.

13.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/26


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. S2

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/09

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

την απόφαση αριθ. S1 της Διοικητικής Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποδοχή και η απόδοση των δαπανών για παροχές σε είδος βάσει της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας, είναι αναγκαίο τα τρία κυρίως ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή οι ασφαλισμένοι, οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας και οι ασφαλιστικοί φορείς, να αναγνωρίζουν εύκολα και να αποδέχονται την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας σύμφωνα με ένα ενιαίο υπόδειγμα και ομοιογενείς προδιαγραφές.

(2)

Οι πληροφορίες που πρέπει να είναι ορατές στην ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας ορίζονται στο σημείο 7 της απόφασης αριθ. S1. Η εισαγωγή μιας ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας με ορατά δεδομένα είναι η πρώτη φάση μιας διαδικασίας που οδηγεί στη χρήση ενός ηλεκτρονικού μέσου, το οποίο θα παρέχει δικαίωμα για παροχές σε είδος κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε ένα κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο ή το κράτος κατοικίας. Συνεπώς, οι αρμόδιοι φορείς των κρατών μελών που επιθυμούν να το πράξουν, μπορούν να ενσωματώσουν σε ένα ηλεκτρονικό μέσο, για παράδειγμα σε ένα μικροεπεξεργαστή ή μια μαγνητική ταινία, από το αρχικό στάδιο και μετέπειτα, τα δεδομένα που αναφέρονται στην παρούσα αιτιολογική σκέψη.

(3)

Όταν εξαιρετικές περιστάσεις εμποδίζουν την έκδοση μιας ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας, εκδίδεται ένα προσωρινό πιστοποιητικό αντικατάστασης σύμφωνα με ένα ενιαίο υπόδειγμα,

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Το σχέδιο και οι προδιαγραφές της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης.

2.

Το υπόδειγμα του προσωρινού πιστοποιητικού αντικατάστασης καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα 2 της παρούσας απόφασης.

3.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  Βλέπε σελίδα 23 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Τεχνικές διατάξεις σχετικά με το σχέδιο της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας περιέχει ένα ελάχιστο σύνολο ορατών δεδομένων, τα οποία χρησιμοποιούνται από κράτος μέλος άλλο από το κράτος ασφάλισης ή το κράτος κατοικίας με σκοπό:

την ταυτοποίηση του ασφαλισμένου, του αρμόδιου ασφαλιστικού φορέα και της κάρτας,

την πιστοποίηση του δικαιώματος υγειονομικής περίθαλψης κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε άλλο κράτος μέλος.

Τα παρακάτω υποδείγματα βασίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παρόν έγγραφο εν είδει παραδείγματος.

Image

Image

Παρότι η σειρά των ορατών δεδομένων είναι ταυτόσημη και στα δύο υποδείγματα, δηλαδή, ανεξάρτητα, από την πλευρά που χρησιμοποιείται για την ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας, η δομή που έχει οριστεί για την εμπρόσθια και την οπίσθια όψη είναι διαφορετική. Αυτό είναι το αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ του απαιτούμενου ενιαίου υποδείγματος ευρωπαϊκής κάρτας και των διαρθρωτικών διαφορών των δύο όψεων, ώστε να διατηρείται παράλληλα το ενιαίο ύφος των δύο όψεων της κάρτας.

2.   ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΤΥΠΩΝ

Αναφορά

Τίτλος εγγράφου/Περιγραφή

Ημερομηνία έκδοσης

ISO 3166-1

Κωδικοί ονομάτων χωρών και υποδιαιρέσεών τους — Μέρος 1: Κωδικοί χωρών

1997

ISO/IEC 7810

Κάρτες αναγνώρισης στοιχείων ταυτότητας — Φυσικά χαρακτηριστικά

1995

ISO/IEC 7816

Κάρτες αναγνώρισης στοιχείων ταυτότητας — Κάρτες ολοκληρωμένου(-ων) κυκλώματος(-άτων) με επαφές

 

Μέρος 1:

Φυσικά χαρακτηριστικά

1998

Μέρος 2:

Διαστάσεις και θέση των επαφών

1999

Σειρά ISO 8859

Σύνολα κωδικοποιημένων γραφικών χαρακτήρων με 8-bit και ένα byte

Μέρος 1-4: Λατινικό αλφάβητο αριθ. 1 έως 4

1998

EN 1867

Κάρτες αναγνώσιμες από μηχανή — Εφαρμογές υγείας — Σύστημα αρίθμησης και διαδικασία καταχώρησης για αναγνωριστικά στοιχείων ταυτότητας εκδότη

1997

3.   ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

3.1.   Ορισμοί

Η εμπρόσθια όψη είναι η όψη στην οποία ενσωματώνεται ο μικροεπεξεργαστής (εάν υπάρχει). Η οπίσθια όψη είναι η όψη στην οποία προστίθεται η μαγνητική ταινία (εάν υπάρχει). Εάν δεν υπάρχει ούτε μικροεπεξεργαστής ούτε μαγνητική ταινία, η εμπρόσθια όψη είναι η όψη στην οποία αναγράφονται οι πληροφορίες που παρουσιάζονται στο παρόν έγγραφο.

3.2.   Γενική δομή

Ο μορφότυπος της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας τηρεί τον μορφότυπο ΙD-1 (53,98 mm ύψος, 85,60 mm πλάτος και 0,76 mm πάχος). Ωστόσο, εάν η ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας έχει τη μορφή αυτοκόλλητης ετικέτας, η οποία εφαρμόζεται στην οπίσθια όψη της εθνικής κάρτας, τότε δεν ισχύει το κριτήριο πάχους ΙD-1.

3.2.1.   Ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας: εμπρόσθια όψη της κάρτας

Το φόντο διαιρείται σε δύο μέρη από έναν άξονα, ο οποίος χωρίζει την επιφάνεια της κάρτας κάθετα στο τμήμα 1 αριστερά (πλάτους 53 mm) και στο τμήμα 2 δεξιά.

Τέσσερα δεσμευτικά θέσης οριοθετούνται με τη βοήθεια διαχωριστικών γραμμών:

3 κάθετες διαχωριστικές γραμμές

α)

στα 5 mm από το αριστερό άκρο της κάρτας·

β)

στα 21,5 mm από το αριστερό άκρο της κάρτας·

γ)

στο 1 mm από το δεξιό άκρο της κάρτας·

3 οριζόντιες διαχωριστικές γραμμές

δ)

στα 2 mm από το επάνω άκρο της κάρτας·

ε)

στα 17 mm από το επάνω άκρο της κάρτας·

στ)

στα 5 mm από το κάτω άκρο της κάρτας.

α)   Κάρτα χωρίς μικροεπεξεργαστή

Image

β)   Κάρτα μικροεπεξεργαστή

Image

3.2.2.   Ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας: οπίσθια όψη της κάρτας

Το φόντο διαιρείται σε δύο μέρη από έναν άξονα, ο οποίος χωρίζει την επιφάνεια της κάρτας οριζόντια σε δύο ισομεγέθη τμήματα. Το τμήμα 1 αποτελεί το άνω τμήμα της κάρτας και το τμήμα 2 το κάτω.

Πέντε δεσμευτικά θέσης οριοθετούνται με τη βοήθεια διαχωριστικών γραμμών:

Συμμετρικά

ζ)

στα 9 mm από το αριστερό άκρο της κάρτας·

η)

στη μέση της κάρτας·

θ)

στα 9 mm από το δεξιό άκρο της κάρτας·

Κάθετα

ι)

στα 3 mm από το αριστερό άκρο της κάρτας·

ια)

στα 3 mm από το δεξιό άκρο της κάρτας·

Οριζόντια

ιβ)

στη μέση της κάρτας·

ιγ)

στα 2 mm από το κάτω άκρο της κάρτας.

γ)   Με μαγνητική ταινία

Image

δ)   Χωρίς μαγνητική ταινία

Image

3.3.   Φόντο και γραφικά στοιχεία

3.3.1.   Χρώματα του φόντου

Ο συνδυασμός των χρωμάτων του φόντου έχει ως εξής (1):

το τμήμα 1 είναι μπλε σκούρο και ιώδες (2),

το τμήμα 2 είναι ένας τόνος γκρι/μπλε (3), το οποίο σκουραίνει ελαφρά από το μέσο προς τα άκρα της κάρτας,

το πεδίο δεδομένων περιλαμβάνει λευκές λωρίδες, οι οποίες αποτελούν το φόντο για τις επιμέρους γραμμές δεδομένων (βλέπε παρακάτω).

Στο τμήμα 2 και στο πεδίο δεδομένων έχει χρησιμοποιηθεί εφέ σκίασης, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ανάγλυφου που φωτίζεται από την άνω αριστερή γωνία της κάρτας.

Ο κενός χώρος είναι του ίδιου χρώματος είτε με το τμήμα 2 (χωρίς το εφέ σκίασης) είτε με το πεδίο δεδομένων.

3.3.2.   Ευρωπαϊκό έμβλημα

Το ευρωπαϊκό σήμα αποτελείται από τα ευρωπαϊκά αστέρια σε λευκό χρώμα:

εάν βρίσκεται στην εμπρόσθια όψη της κάρτας, έχει διάμετρο 15 mm και τοποθετείται κάθετα κάτω από τη διαχωριστική γραμμή «δ» και με οριζόντια στοίχιση στο κέντρο του τμήματος 2 του φόντου·

εάν βρίσκεται στην οπίσθια όψη της κάρτας, έχει διάμετρο 10 mm και τοποθετείται συμμετρικά κατά μήκος του κάθετου άξονα «θ» και με στοίχιση στο κέντρο σε σχέση με τον ελεύθερο χώρο.

Θα χρησιμοποιηθεί ένα εναλλακτικό σήμα για τις χώρες στις οποίες πρόκειται να εκδοθεί ευρωπαϊκή κάρτα, αλλά δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.3.3.   Πεδίο δεδομένων

Ο χώρος του πεδίου δεδομένων αποτελείται από λευκές λωρίδες δεδομένων (5 στην εμπρόσθια όψη και 4 στην οπίσθια) ύψους 4 mm με μεσοδιαστήματα 2 mm:

στην εμπρόσθια όψη της κάρτας, το πεδίο δεδομένων βρίσκεται στο κέντρο μεταξύ των καθέτων διαχωριστικών γραμμών «β» και «γ» και των οριζοντίων «ε» και «στ»·

στην οπίσθια όψη της κάρτας, το πεδίο δεδομένων τοποθετείται συμμετρικά σε σχέση με τον κάθετο άξονα «η» και μεταξύ των κάθετων διαχωριστικών γραμμών «ι» και «ια» και πάνω από την οριζόντια γραμμή «ιγ».

3.3.4.   Κενός χώρος

Ο κενός χώρος βρίσκεται στην οπίσθια όψη της ευρωπαϊκής κάρτας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις εθνικές αρχές. Μπορεί, για παράδειγμα, να χρησιμοποιηθεί για την τοποθέτηση λωρίδας υπογραφής, κειμένου, λογότυπου ή άλλου σήματος. Ωστόσο, το περιεχόμενο του χώρου αυτού δεν έχει νομική αξία, αλλά μόνο ενημερωτική.

Ο κενός χώρος τοποθετείται ως εξής:

όταν η ευρωπαϊκή όψη της κάρτας είναι η εμπρόσθια, η οπίσθια αποτελεί ελεύθερο χώρο χωρίς καμία προδιαγραφή·

όταν η ευρωπαϊκή όψη της κάρτας είναι η οπίσθια όψη κάποιας άλλης κάρτας, ο κενός χώρος χωρίς άλλες προδιαγραφές πέρα από τις διαστάσεις του, παραμένει διαθέσιμος στην οπίσθια όψη της κάρτας (10 mm ύψος και 52 mm πλάτος). Τοποθετείται συμμετρικά κατά μήκος του κάθετου άξονα «η», με στοίχιση στο κέντρο μεταξύ του χώρου της μαγνητικής ταινίας και των πεδίων δεδομένων. Ο εκδότης της κάρτας μπορεί να χρησιμοποιήσει τον κενό χώρο για την τοποθέτηση λωρίδας υπογραφής ή κειμένου·

εάν δεν υπάρχει μαγνητική ταινία, ο κενός χώρος έχει 20 mm ύψος αντί για 10 mm.

3.4.   Προκαθορισμένα στοιχεία δεδομένων

3.4.1.   Όνομα κάρτας

Όνομα πεδίου

Όνομα κάρτας

Περιγραφή

Η κοινή ονομασία της κάρτας, όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 190 της Διοικητικής Επιτροπής.

Θέση

Στην εμπρόσθια όψη, κάτω από την οριζόντια διαχωριστική γραμμή «δ» και δεξιά της κάθετης διαχωριστικής γραμμής «α».

Στην οπίσθια όψη, τοποθετημένο συμμετρικά κατά μήκος του κάθετου άξονα «η» και στο κέντρο της περιοχής μεταξύ της μαγνητικής ταινίας και του άνω άκρου της κάρτας.

Τιμές

Η τιμή «ευρωπαϊκή κάρτα ασφάλισης ασθένειας» είναι γραμμένη σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, με κεφαλαίους χαρακτήρες και κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών στην εμπρόσθια όψη και 6 στιγμών στην οπίσθια όψη, λευκού χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Μήκος

40 χαρακτήρες

Παρατήρηση

Η ακριβής διατύπωση του ονόματος στη γλώσσα του κράτους μέλους έκδοσης εμπίπτει αποκλειστικά στην ευθύνη του τελευταίου.

3.4.2.   Τίτλος

Όνομα πεδίου

Τίτλος

Περιγραφή

Ο τίτλος προσδιορίζει τη σημασία του πεδίου δεδομένων.

Θέση

Πάνω από κάθε πεδίο προσωπικών δεδομένων

Στοίχιση αριστερά για τους τίτλους που βρίσκονται στην αριστερή πλευρά και στοίχιση δεξιά για τους τίτλους που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά της κάρτας.

Τιμές

Οι τιμές αναγράφονται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ορίζονται όπως φαίνεται παρακάτω (χρησιμοποιώντας ως κείμενο αναφοράς το αγγλικό κείμενο):

1.

(δεν υπάρχει τίτλος για τον κωδικό εντύπου)

2.

(δεν υπάρχει τίτλος για τον κωδικό αριθμό του κράτους μέλους)

3.

Επίθετο

4.

Όνομα(-τα)

5.

Ημερομηνία γέννησης

6.

Αριθμός μητρώου (προσωπικός αριθμός αναγνώρισης)

7.

Κωδικός αριθμός του φορέα

8.

Λογικός αριθμός της κάρτας

9.

Ημερομηνία λήξης

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 5 στιγμών, λευκού χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Διάστιχο 2 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων.

Μήκος

Όπως απαιτείται για κάθε μία από τις προαναφερθείσες σταθερές τιμές

Παρατήρηση

Κάθε τίτλος προσδιορίζεται με σαφήνεια από έναν αριθμό, προκειμένου να είναι δυνατή η υπέρθεση της κάρτας σε διαφορετικές γλώσσες.

Η ακριβής διατύπωση των τιμών τίτλου στη γλώσσα του κράτους μέλους έκδοσης είναι αποκλειστικά ευθύνη του τελευταίου.

3.4.3.   Κράτος έκδοσης

Όνομα πεδίου

Κωδικός κράτους έκδοσης

Περιγραφή

Αναγνωριστικός κωδικός του κράτους έκδοσης της κάρτας.

Θέση

Πεδίο 2: Στο κέντρο του ευρωπαϊκού σήματος, εντός λευκού τετραγώνου ύψους 4 mm και πλάτους 4 mm.

Τιμές

Ο διψήφιος κωδικός ISO της χώρας (ISO 3166-1)

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, με κεφαλαίους χαρακτήρες και κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Μήκος

2 χαρακτήρες.

Παρατήρηση

Για το Ηνωμένο Βασίλειο, θα χρησιμοποιείται ο κωδικός «UK» αντί για τον κωδικό «GB» που ορίζεται στο πρότυπο ISO.

Για κάθε κράτος μέλος θα χρησιμοποιείται ένας ενιαίος κωδικός.

3.5.   Στοιχεία προσωπικών δεδομένων

Τα στοιχεία προσωπικών δεδομένων έχουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:

συμμόρφωση προς το πρότυπο ΕΝ 1387, όσον αφορά το σύνολο χαρακτήρων: Λατινικό αλφάβητο αριθ. 1-4 (ISO 8859-1 έως 4)·

εάν προκύψει ανάγκη σύντμησης των στοιχείων λόγω του περιορισμένου αριθμού διαστημάτων, πρέπει να επισημαίνεται με μία τελεία.

Τα δεδομένα εκτυπώνονται με λέιζερ ή θερμική μεταφορά ή χαράσσονται, αλλά δεν είναι ανάγλυφα.

Κάθε στοιχείο δεδομένων τοποθετείται στο πεδίο δεδομένων σύμφωνα με τα παρακάτω σχέδια.

Image

Image

3.5.1.   Κενός χώρος (πρώην κωδικός εντύπου)

Όνομα πεδίου

Κενός χώρος

Περιγραφή

 

Θέση

Πεδίο 1:

Στην εμπρόσθια όψη, κάτω από την οριζόντια διαχωριστική γραμμή «δ» και αριστερά της κάθετης διαχωριστικής γραμμής «γ».

Στην οπίσθια όψη, τοποθετημένος συμμετρικά κατά μήκος του κάθετου άξονα «ζ» και ευθυγραμμισμένο στο κέντρο του ελεύθερου χώρου

Και στις δύο περιπτώσεις, τοποθετείται εντός λευκού παραλληλογράμμου ύψους 4 mm και πλάτους 10 mm.

3.5.2.   Στοιχεία δεδομένων που σχετίζονται με τον κάτοχο της κάρτας

Σημειώστε, ότι ο κάτοχος της κάρτας μπορεί να μην είναι ο άμεσα ασφαλισμένος αλλά ένας δικαιούχος, καθόσον η κάρτα είναι ατομική.

Όνομα πεδίου

Επίθετο του κατόχου της κάρτας

Περιγραφή

Το επίθετο του κατόχου της κάρτας, όπως χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος έκδοσης

Θέση

Πεδίο 3

Τιμές

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, με κεφαλαίους χαρακτήρες και κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Στοιχισμένο αριστερά.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων

Μήκος

Έως 40 χαρακτήρες

Παρατήρηση

Το πεδίο επιθέτου μπορεί να περιλαμβάνει τίτλους, πρόθεμα ή οποιοδήποτε άλλο συμπλήρωμα ή πρόθεμα ονόματος.


Όνομα πεδίου

Όνομα(-τα) ή μεσαίο(-α) όνομα(-τα) του κατόχου της κάρτας

Περιγραφή

Το όνομα (και το ενδιάμεσο όνομα) ή τα ονόματα του κατόχου της κάρτας όπως χρησιμοποιούνται στο κράτος μέλος έκδοσης.

Θέση

Πεδίο 4

Τιμές

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, με κεφαλαίους χαρακτήρες και κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Στοιχισμένο στην αριστερή πλευρά.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων

Μήκος

Έως 35 χαρακτήρες

Παρατήρηση

Το πεδίο ονόματος μπορεί να περιλαμβάνει αρχικό(-ά)


Όνομα πεδίου

Ημερομηνία γέννησης

Περιγραφή

Η ημερομηνία γέννησης του κατόχου της κάρτας, όπως χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος έκδοσης

Θέση

Πεδίο 5

Τιμές

ΗΗ/ΜΜ/ΕΕΕΕ, όπου Η είναι η ημέρα, Μ ο μήνας και Ε το έτος

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Εάν βρίσκεται στην εμπρόσθια όψη της κάρτας είναι στοιχισμένη αριστερά, ενώ εάν βρίσκεται στην οπίσθια όψη είναι στοιχισμένη δεξιά.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων

Μήκος

10 χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένης μιας καθέτου μεταξύ των ομάδων χαρακτήρων.

Παρατήρηση


Όνομα πεδίου

Προσωπικός αριθμός αναγνώρισης του κατόχου της κάρτας

Περιγραφή

Τα στοιχεία προσωπικού αριθμού αναγνώρισης που χρησιμοποιούνται από το κράτος μέλος έκδοσης.

Θέση

Πεδίο 6

Τιμές

Βλέπε ισχύοντα προσωπικό αριθμό αναγνώρισης

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Εάν βρίσκεται στην εμπρόσθια όψη της κάρτας είναι στοιχισμένη δεξιά, ενώ εάν βρίσκεται στην οπίσθια όψη είναι στοιχισμένη αριστερά.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων

Μήκος

Έως 20 χαρακτήρες για τον κωδικό ταυτότητας.

Παρατήρηση

Ο προσωπικός αριθμός αναγνώρισης του κατόχου της κάρτας ή, εάν ο αριθμός αυτός δεν υπάρχει, ο προσωπικός αριθμός αναγνώρισης του ασφαλισμένου από τον οποίο απορρέουν τα δικαιώματα του κατόχου της κάρτας.

Δεν δύναται να εκχωρηθεί ειδικό πεδίο στην κάρτα για προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως το φύλο και η κατάσταση του μέλους της οικογένειας. Ωστόσο, είναι δυνατό να περιλαμβάνονται στον προσωπικό αριθμό αναγνώρισης.

3.5.3.   Στοιχεία δεδομένων του αρμόδιου φορέα

Όνομα πεδίου

Όνομα του φορέα

Περιγραφή

Ο «φορέας» είναι ο αρμόδιος φορέας ασφάλισης.

Θέση

Πεδίο 7, τμήμα 1

Τιμές

Αντί για το πλήρες όνομα, αναγράφεται το ακρώνυμο του φορέα.

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, με κεφαλαίους χαρακτήρες και κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Το πεδίο 7 στοιχίζεται στο δεξιό περιθώριο και το τμήμα 1 βρίσκεται δεξιά του τμήματος 2.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων.

Μήκος

Έως 15 χαρακτήρες

Το τμήμα 1 χωρίζεται από το τμήμα 2 με δύο διαστήματα και μία παύλα

Το μήκος αυτού του τμήματος μπορεί να επεκταθεί στον βαθμό που μπορεί να μειωθεί το μήκος του τμήματος 2.

Παρατήρηση

Το ακρώνυμο παρέχεται ως ένα μέσο εντοπισμού τυχόν προβλήματος καταγραφής δεδομένων στον κωδικό αριθμό του φορέα (πεδίο 7, τμήμα 2) και κατά συνέπεια διασφάλισης του ποιοτικού ελέγχου του κωδικού αριθμού του φορέα.

Το πλήρες όνομα του φορέα θα διατίθεται βάσει του ακρωνύμου ή του κωδικού αριθμού του φορέα, για παράδειγμα μέσω ενός ηλεκτρονικού εργαλείου διαθέσιμου στο διαδίκτυο.

Δεν χρησιμοποιούνται τελείες στα ακρώνυμα


Όνομα πεδίου

Κωδικός αριθμός του φορέα

Περιγραφή

Ο κωδικός αριθμός που δίδεται σε εθνικό επίπεδο στον «φορέα», δηλαδή στον αρμόδιο φορέα ασφάλισης.

Θέση

Πεδίο 7, τμήμα 2

Τιμές

Ανατρέξτε στην εθνική λίστα κωδικών αρμόδιων φορέων

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Το πεδίο 7 στοιχίζεται στο δεξιό περιθώριο και το τμήμα 2 βρίσκεται αριστερά του τμήματος 1.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων.

Μήκος

Από 4 έως 10 χαρακτήρες.

Παρατήρηση

Συμπληρωματικά στοιχεία επικαιροποίησης και ιστορικά στοιχεία πληροφόρησης που ενδέχεται να απαιτούνται για την επικοινωνία με τον φορέα, θα μπορούσαν να διατίθενται στο διαδίκτυο μέσω ενός εργαλείου γνωσιακού κέντρου.

Ο αρμόδιος φορέας μπορεί να διαφέρει από τον σύνδεσμο ή τον οργανισμό που είναι αρμόδιος για τη διασυνοριακή απόδοση δαπανών, καθώς επίσης από τον οργανισμό που είναι αρμόδιος για την τεχνική έκδοση της ευρωπαϊκή κάρτας ασφάλισης ασθένειας. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί επίσης να διατίθενται στο διαδίκτυο μέσω ενός κέντρου συλλογής πληροφοριών.

3.5.4.   Στοιχεία δεδομένων που σχετίζονται με την κάρτα

Όνομα πεδίου

Λογικός αναγνωριστικός αριθμός της κάρτας

Περιγραφή

Λογικός, μοναδικός αριθμός που στοχεύει στην αναγνώριση της κάρτας και δίδεται σε κάθε κάρτα από τον εκδότη αυτής. Αποτελείται από δύο μέρη, τον αναγνωριστικό αριθμό του εκδότη και τον σειριακό αριθμό της κάρτας.

Θέση

Πεδίο 8

Τιμές

Οι πρώτοι 10 χαρακτήρες προσδιορίζουν τον εκδότη της κάρτας, σύμφωνα με το πρότυπο EN 1867 του 1997

Τα τελευταία 10 ψηφία συνιστούν τον μοναδικό σειριακό αριθμό

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων

Μήκος

20 χαρακτήρες (με όσα αρχικά 0 είναι απαραίτητα για τα 10 ψηφία που χρησιμοποιούνται για τον μοναδικό σειριακό αριθμό της κάρτας).

Παρατήρηση

Για τη χορήγηση ενός αναγνωριστικού αριθμού εκδότη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια ad hoc διαδικασία καταχώρησης, αντί της επίσημης που προβλέπεται στο πρότυπο EN 1867, στα κράτη μέλη που εκδίδουν ευρωπαϊκές κάρτες ασφάλισης ασθένειας χωρίς ηλεκτρονικά μέρη.

Αυτός ο λογικός αναγνωριστικός αριθμός κάρτας πρέπει να καθιστά εφικτή τη διασταύρωση των πληροφοριών που φέρει η κάρτα με τις πληροφορίες που τηρούνται από τον οργανισμό έκδοσης για τον ίδιο λογικό αριθμό, προκειμένου, για παράδειγμα, να περιοριστεί ο κίνδυνος απάτης ή να εντοπιστούν σφάλματα στην καταχώρηση δεδομένων κατά την επεξεργασία των πληροφοριών της κάρτας με σκοπό την αξίωση απόδοσης δαπανών.


Όνομα πεδίου

Ημερομηνία λήξης

Περιγραφή

Ημερομηνία λήξης του δικαιώματος περίθαλψης κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος έκδοσης.

Θέση

Πεδίο 9

Τιμές

ΗΗ/ΜΜ/ΕΕΕΕ, όπου Η είναι η ημέρα, Μ ο μήνας και Ε το έτος

Μορφότυπος

Γραμματοσειρά «Verdana True Type» ή παρόμοια, κανονικό στυλ γραμματοσειράς, μέγεθος 7 στιγμών, μαύρου χρώματος, με πλάτος χαρακτήρων συμπιεσμένο στο 90 % του κανονικού μεγέθους και «κανονική» θέση και διαστήματα χαρακτήρων.

Στοιχισμένο δεξιά.

Διάστιχο 3 στιγμών + μέγεθος χαρακτήρων.

Μήκος

10 χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένης μιας καθέτου μεταξύ των ομάδων χαρακτήρων.

Παρατήρηση

Ένα κράτος μέλος δικαιούται να αξιώσει την απόδοση δαπανών ιατρικής περίθαλψης που παρασχέθηκε κατά την περίοδο ισχύος της κάρτας, αν και η περίοδος που υφίσταται το δικαίωμα του ασφαλισμένου μπορεί να διαφέρει από την περίοδο ισχύος της κάρτας.

3.6.   Απαιτήσεις ασφάλειας

Όλα τα μέτρα ασφάλειας παραμένουν στην πλήρη αρμοδιότητα του εκδότη της κάρτας, ο οποίος μπορεί να αξιολογεί καλύτερα τους κινδύνους και να λαμβάνει τα κατάλληλα αντίμετρα.

Όταν η ευρωπαϊκή κάρτα βρίσκεται στην οπίσθια όψη μιας εθνικής κάρτας, ισχύουν και γι’ αυτήν όλα τα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονται στην εθνική κάρτα. Ωστόσο, ως πρόσθετο μέτρο ασφάλειας, προτείνεται ορισμένα από τα δεδομένα του κατόχου της κάρτας να είναι τα ίδια και στις δύο όψεις της κάρτας.

Σε περίπτωση που απαιτούνται επιπλέον στοιχεία ως μέτρα ασφάλειας, πέρα από όσα καθορίζονται ανωτέρω, (π.χ. φωτογραφία του κατόχου της κάρτας), αυτά εφαρμόζονται στην άλλη όψη της κάρτας.


(1)  Οι τεχνικές λεπτομέρειες του συνδυασμού χρωμάτων διατίθενται κατόπιν αιτήματος στη Γραμματεία της Διοικητικής Επιτροπής. Παρέχονται στον κατάλληλο μορφότυπο, σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές του κλάδου επαγγελματικών εκτυπώσεων (δηλαδή, ως αρχείο Quark Xpress. Η χρωματική διάταξη περιλαμβάνει τέσσερα χρώματα CYMK, και όλες οι εικόνες είναι σε μορφότυπο TIFF).

(2)  Ο κωδικός αναφοράς CMYK του χρώματος αυτού είναι C78 M65 Y21 K7.

(3)  Οι κωδικοί αναφοράς CMYK είναι C33 M21 Y13 K1 για το γκρι και C64 M46 Y16 K2 για το μπλε.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Υπόδειγμα του προσωρινού πιστοποιητικού αντικατάστασης της ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθένειας

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το προσωρινό πιστοποιητικό αντικατάστασης (εφεξής το «πιστοποιητικό») μπορεί να χορηγηθεί στον ασφαλισμένο μόνο κατόπιν αιτήσεως προσωρινής αντικατάστασης της ευρωπαϊκής κάρτας.

Το πιστοποιητικό έχει πανομοιότυπη μορφή σε όλα τα κράτη μέλη και περιέχει, με την ίδια σειρά, τα ίδια στοιχεία με την ευρωπαϊκή κάρτα (πεδία 1 έως 9), καθώς επίσης δεδομένα για την πιστοποίηση της προέλευσης και της εγκυρότητας του πιστοποιητικού (πεδία α έως δ).

2.   ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ

Βλέπε επόμενη σελίδα.

Image


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/40


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. S3

της 12ης Ιουνίου 2009

για τον καθορισμό των παροχών που καλύπτονται από τα άρθρα 19 παράγραφος 1 και 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και το άρθρο 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/10

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

τα άρθρα 19 και 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 σχετικά με τις παροχές σε είδος κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος,

το άρθρο 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τα άρθρα 19 παράγραφος 1 και 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, ένας ασφαλισμένος, κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος κατοικίας, δικαιούται να λάβει παροχές σε είδος οι οποίες καθίστανται ιατρικά αναγκαίες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση αυτών των παροχών και τη διάρκεια της διαμονής.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, οι παροχές που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 αφορούν παροχές σε είδος που χορηγούνται στο κράτος μέλος διαμονής, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, και οι οποίες καθίστανται ιατρικά αναγκαίες, ώστε να μην υποχρεωθεί ο ασφαλισμένος να επιστρέψει στο αρμόδιο κράτος μέλος πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης διαμονής του, προκειμένου να υποβληθεί εκεί στην απαιτούμενη θεραπεία.

(3)

Η ερμηνεία του άρθρου 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 πρέπει να γίνει με τέτοιον τρόπο, ώστε να καλύπτονται από αυτή τη διάταξη όλες οι παροχές σε είδος που πραγματοποιούνται σε σχέση με χρόνιες ή προϋπάρχουσες ασθένειες. Το Δικαστήριο αποφάσισε (3) ότι η έννοια της «αναγκαίας περίθαλψης» δεν μπορεί να ερμηνεύεται «υπό την έννοια ότι το δικαίωμα αυτό περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η παρασχεθείσα περίθαλψη κατέστη αναγκαία εξαιτίας αιφνίδιας εκδηλώσεως της παθήσεως. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η περίθαλψη που απαιτείται από την εξέλιξη της καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής του εντός άλλου κράτους μέλους συνδέεται ενδεχομένως με πάθηση προϋπάρχουσα και γνωστή στον ασφαλισμένο, όπως οι χρόνιες ασθένειες, δεν αρκεί ώστε να εμποδιστεί ο ενδιαφερόμενος να επωφεληθεί των διατάξεων αυτών».

(4)

Η ερμηνεία του άρθρου 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 πρέπει να γίνει με τέτοιον τρόπο, ώστε να καλύπτονται από αυτή τη διάταξη όλες οι παροχές σε είδος που πραγματοποιούνται σε σχέση με εγκυμοσύνη και τοκετό. Ωστόσο, αυτή η διάταξη δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο σκοπός της προσωρινής διαμονής στο εξωτερικό είναι ο τοκετός.

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, η Διοικητική Επιτροπή υποχρεούται να καταρτίζει κατάλογο των παροχών σε είδος για τις οποίες, προκειμένου να χορηγηθούν κατά τη διάρκεια της διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, απαιτείται για πρακτικούς λόγους προγενέστερη συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου και του φορέα που χορηγεί την περίθαλψη.

(6)

Ο στόχος της προγενέστερης συμφωνίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 είναι η διασφάλιση της συνέχειας της περίθαλψης που χρειάζεται ένας ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια της διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος.

(7)

Υπό το πρίσμα αυτού του στόχου, τα θεμελιώδη κριτήρια για τον προσδιορισμό των παροχών σε είδος για τις οποίες απαιτείται προγενέστερη συμφωνία μεταξύ του ασθενή και της μονάδας που παρέχει περίθαλψη σε ένα άλλο κράτος μέλος, είναι η ζωτική σημασία της ιατρικής περίθαλψης και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη θεραπεία παρέχεται μόνο σε ειδικευμένες ιατρικές μονάδες ή/και από ειδικευμένο προσωπικό ή/και εξοπλισμό. Στο παράρτημα της παρούσας απόφασης περιλαμβάνεται μη εξαντλητικός κατάλογος αυτών των κριτηρίων.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Οι παροχές σε είδος που χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 και του άρθρου 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, καθώς επίσης του άρθρου 25 μέρος Α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, περιλαμβάνουν παροχές σε σχέση με χρόνιες ή προϋπάρχουσες ασθένειες, καθώς επίσης σε σχέση με εγκυμοσύνη και τοκετό.

2.

Οι παροχές σε είδος, συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με χρόνιες ή προϋπάρχουσες ασθένειες ή με τοκετό, δεν καλύπτονται από αυτές τις διατάξεις, εφόσον ο σκοπός της διαμονής σε άλλο κράτος μέλος είναι η περίθαλψη.

3.

Οποιαδήποτε ιατρική περίθαλψη ζωτικής σημασίας, η οποία είναι προσβάσιμη μόνο σε ειδικευμένες ιατρικές μονάδες ή/και από ειδικευμένο προσωπικό ή/και εξοπλισμό, πρέπει καταρχήν να αποτελεί αντικείμενο προγενέστερης συμφωνίας μεταξύ του ασφαλισμένου και της μονάδας που παρέχει την περίθαλψη, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η περίθαλψη θα είναι διαθέσιμη κατά τη διαμονή του ασφαλισμένου σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος ή το κράτος κατοικίας.

Στο παράρτημα της παρούσας απόφασης περιλαμβάνεται μη εξαντλητικός κατάλογος των περιθάλψεων που πληρούν αυτά τα κριτήρια.

4.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-326/00, Ιωαννίδης


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αιμοκάθαρση

Οξυγονοθεραπεία

Ειδικές θεραπείες άσθματος

Ηχοκαρδιογράφημα σε περίπτωση χρόνιων αυτοάνοσων νοσημάτων

Χημειοθεραπεία.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/42


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. U1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με το άρθρο 54 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αυξήσεις στις παροχές ανεργίας για εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/11

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 54 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, εφόσον, δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, το ποσό των παροχών ανεργίας διαφέρει ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει επίσης υπόψη κατά τον υπολογισμό της παροχής τον αριθμό των μελών της οικογένειας που κατοικούν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο εδρεύει ο αρμόδιος φορέας.

(2)

Δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, οι φορείς παρέχουν ή ανταλλάσσουν χωρίς καθυστέρηση όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

(3)

Τα έγγραφα και τα δομημένα ηλεκτρονικά έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 συνιστούν μέσα απόδειξης των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου, αλλά η έκδοσή τους δεν συνιστά προϋπόθεση για τη θεμελίωση των δικαιωμάτων αυτών.

(4)

Τα έγγραφα που αφορούν μέλη της οικογένειας που κατοικούν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο εδρεύει ο αρμόδιος φορέας, κοινοποιούνται μόνο μετά την έναρξη της περιόδου ανεργίας για την οποία οφείλεται παροχή.

(5)

Οι καταβολές καθυστερούμενων πληρωτέων ποσών για οφειλόμενες προσαυξήσεις στο πλαίσιο παροχών ανεργίας για μέλη οικογένειας πρέπει να πραγματοποιούνται για την περίοδο που προηγείται της ημερομηνίας υποβολής των πληροφοριών που αφορούν μέλη της οικογένειας, τα οποία κατοικούν στην επικράτεια κράτους μέλους άλλου από αυτό στο οποίο εδρεύει ο αρμόδιος φορέας, με την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήταν ήδη εξαρτώμενα από τον άνεργο κατά την έναρξη της περιόδου ανεργίας για την οποία οφείλεται η παροχή.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Η κοινοποίηση του εγγράφου που αφορά μέλη της οικογένειας μετά την έναρξη της περιόδου ανεργίας για την οποία οφείλεται η παροχή, δεν έχει ως συνέπεια την αναβολή έναρξης για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε παροχή ανεργίας με προσαύξηση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους, για τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας.

2.

Εάν ο φορέας που κοινοποιεί το έγγραφο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν δύναται να πιστοποιήσει ότι τα μέλη της οικογένειας δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό των παροχών ανεργίας, λόγω της υπαγωγής άλλου προσώπου στη νομοθεσία του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου κατοικούν, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να συμπληρώσει το εν λόγω έγγραφο με δήλωση για το σκοπό αυτό.

3.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/43


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. U2

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το δικαίωμα σε παροχές ανεργίας πλήρως ανέργων, άλλων από τους μεθοριακούς εργαζόμενους, οι οποίοι κατοικούσαν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/12

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 65 παράγραφος 2 και παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 65 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 ορίζει ειδικούς κανόνες σχετικά με τη χορήγηση και την πληρωμή παροχών ανεργίας σε ανέργους οι οποίοι, κατά την άσκηση της τελευταίας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητάς τους, κατοικούσαν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος.

(2)

Ο καθοριστικός παράγοντας για την εφαρμογή του άρθρου 65 του εν λόγω κανονισμού ως προς όλα τα μέρη του είναι το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι κατοικούσαν, κατά την τελευταία περίοδο άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, σε ένα κράτος μέλος άλλο από εκείνο στη νομοθεσία του οποίου υπόκεινται, το οποίο δεν αντιστοιχεί απαραίτητα σε εκείνο στο οποίο ασκούσαν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα.

(3)

Σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχεται στο άρθρο 1 στοιχείο ι) του εν λόγω κανονισμού, «κατοικία» είναι ο τόπος στον οποίο διαμένει συνήθως ένα πρόσωπο, ενώ στο στοιχείο ια) του άρθρου αυτού ορίζεται ως «διαμονή» η προσωρινή κατοικία.

(4)

Στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 ορίζονται τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της κατοικίας, εφόσον υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών.

(5)

Από το άρθρο 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 προκύπτει ότι οι μεθοριακοί εργαζόμενοι έχουν τον τόπο κατοικίας τους σε χώρα άλλη από εκείνη στην οποία ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού είναι το αρμόδιο κράτος και ότι, συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι εργαζόμενοι υπάγονται στο άρθρο 65 του ιδίου κανονισμού.

(6)

Οι κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4 και στο άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, καθώς επίσης τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει η συμφωνία που αναφέρεται στο άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, είναι πιθανό να κατοικούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, σε ένα κράτος μέλος άλλο από το κράτος που ορίζεται ως αρμόδιο δυνάμει αυτών των άρθρων.

(7)

Ο προσδιορισμός του κράτους στο οποίο κατοικούν τα πρόσωπα που εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, και για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, αυτό πρέπει να γίνει για τον σκοπό της υπαγωγής τους.

(8)

Δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, η ευθύνη για την πληρωμή των παροχών μεταβιβάζεται από το αρμόδιο κράτος στο κράτος κατοικίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος θέσει εαυτόν στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του τελευταίου κράτους.

(9)

Αν και αυτό είναι επί του παρόντος αποδεκτό στην περίπτωση των μεθοριακών εργαζομένων και συγκεκριμένων κατηγοριών, οι οποίες ομοίως διατηρούν στενούς δεσμούς με τις χώρες προέλευσής τους, δεν είναι πλέον αποδεκτό εφόσον, λόγω της υπερβολικά ευρείας ερμηνείας της έννοιας «κατοικία», το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 επεκτείνεται και συμπεριλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που ασκούν σχετικά σταθερή μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος και έχουν αφήσει τις οικογένειές τους στη χώρα προέλευσης.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Το άρθρο 65 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 ισχύει ιδίως για:

α)

τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού·

β)

τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, τα οποία ασκούν συνήθως τις δραστηριότητές τους στην επικράτεια δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών·

γ)

πρόσωπα για τα οποία ισχύει μια συμφωνία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού,

εφόσον κατά την άσκηση της τελευταίας επαγγελματικής δραστηριότητάς τους κατοικούσαν σε ένα κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος.

2.

Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία κατά την άσκηση της τελευταίας επαγγελματικής τους δραστηριότητας υπάγονταν στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους άλλου από το κράτος άσκησης της μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, δικαιούνται παροχές δυνάμει των διατάξεων της νομοθεσίας του κράτους κατοικίας, σαν να υπάγονταν εκ των προτέρων σε αυτή τη νομοθεσία.

3.

Για τον σκοπό της εφαρμογής της παρούσας απόφασης, το κράτος κατοικίας προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

4.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/45


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. U3

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της «μερικής ανεργίας» που ισχύει για τους ανέργους, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/13

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που προκύπτουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 περιλαμβάνει διάταξη που συνιστά την εξαίρεση, στην περίπτωση των πλήρως ανέργων, από τη γενική αρχή lex loci laboris, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Πρέπει να εφαρμόζονται ενιαία κοινοτικά κριτήρια για τον ορισμό ενός προσώπου ως πλήρως ή μερικώς ανέργου, κατά την έννοια του άρθρου 65 παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού. Αυτή η εκτίμηση δεν πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία.

(3)

Καθώς οι πρακτικές των εθνικών φορέων κοινωνικής ασφάλισης στα διάφορα κράτη μέλη αντικατοπτρίζουν διαφορετικές ερμηνείες όσον αφορά τον καθορισμό του τύπου ανεργίας, είναι σημαντικό να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, με στόχο την έγκριση ενιαίων και ισορροπημένων κριτηρίων για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου από τους εν λόγω φορείς.

(4)

Δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, ένας πλήρως άνεργος που δεν έχει πλέον οποιαδήποτε σύνδεση με το αρμόδιο κράτος μέλος λαμβάνει παροχές ανεργίας από τον φορέα στον τόπο κατοικίας του.

(5)

Η εκτίμηση της ύπαρξης ή της διατήρησης οποιασδήποτε εργασιακής σχέσης βασίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους απασχόλησης.

(6)

Ο στόχος της προστασίας των ανέργων που επιδιώκεται με το άρθρο 65 του κανονισμού δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, εάν ένα πρόσωπο που εξακολουθεί να απασχολείται από την ίδια επιχείρηση σε ένα κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο κατοικεί — ενώ η δραστηριότητά του έχει διακοπεί προσωρινά — παρ’ όλα αυτά θεωρούνταν πλήρως άνεργο και έπρεπε να υποβάλει αίτηση στον φορέα του τόπου κατοικίας του για να λάβει παροχές ανεργίας.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 65 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, ο προσδιορισμός της φύσης της ανεργίας (δηλαδή μερική ή ολική) εξαρτάται από την ύπαρξη ή τη διατήρηση συμβατικής σχέσης εργασίας μεταξύ των μερών και όχι από τη διάρκεια τυχόν προσωρινής διακοπής της δραστηριότητας του εργαζομένου.

2.

Εάν ένα πρόσωπο εξακολουθεί να απασχολείται από μια επιχείρηση σε ένα κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο κατοικεί, αλλά η δραστηριότητά του διακόπτεται παρόλο που μπορεί να επιστρέψει στη θέση του οποιαδήποτε στιγμή, ο εν λόγω εργαζόμενος θεωρείται μερικώς άνεργος και οι αντίστοιχες παροχές καταβάλλονται από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους απασχόλησης, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού.

3.

Εάν ένα πρόσωπο, ελλείψει συμβατικής σχέσης εργασίας, δεν έχει πλέον κάποιο σύνδεσμο με το κράτος μέλος απασχόλησης (π.χ. λόγω τερματισμού ή λήξης της συμβατικής σχέσης εργασίας), θεωρείται πλήρως άνεργο, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, και οι παροχές καταβάλλονται από τον φορέα του κράτους κατοικίας.

4.

Εάν μη μισθωτός δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος δραστηριότητας, θεωρείται πλήρως άνεργος, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, και οι παροχές καταβάλλονται από τον φορέα του κράτους κατοικίας.

5.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/47


ΣΫΣΤΑΣΗ αριθ. P1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την απόφαση στην υπόθεση Gottardo, σύμφωνα με την οποία τα προνόμια που απολαμβάνουν οι υπήκοοι ενός κράτους δυνάμει μιας διμερούς σύμβασης κοινωνικής ασφάλισης με τρίτη χώρα πρέπει επίσης να παρέχονται σε εργαζόμενους οι οποίοι είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/14

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 72 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, δυνάμει του οποίου προάγει και αναπτύσσει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και των φορέων τους σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004, ο οποίος εγκρίθηκε βάσει των άρθρων 42 και 308 της συνθήκης, αποτελεί ουσιαστικό μέσο για την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται από τη συνθήκη.

(2)

Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω εθνικότητας αποτελεί ουσιαστική εγγύηση για την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 39 της συνθήκης. Αυτό υπονοεί την κατάργηση κάθε διάκρισης μεταξύ των εργαζομένων που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη και των διακινούμενων εργαζομένων όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και λοιπούς όρους εργασίας.

(3)

Στην υπόθεση Gottardo (3), το Δικαστήριο αποφάσισε με βάση αυτή την αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 39 της συνθήκης, σε σχέση με ένα πρόσωπο που κατοικούσε στην Κοινότητα και είχε εργαστεί στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελβετία. Το πρόσωπο αυτό δεν θεμελίωνε επαρκώς το δικαίωμα για σύνταξη στην Ιταλία και ζήτησε να συνυπολογιστούν οι περίοδοι ασφάλισης που συμπλήρωσε στην Ελβετία και την Ιταλία, όπως προβλέπεται στη διμερή σύμβαση μεταξύ Ιταλίας και Ελβετίας προς όφελος των υπηκόων τους.

(4)

Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι όταν ένα κράτος μέλος συνάπτει διμερή διεθνή σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης με τρίτη χώρα, η οποία προβλέπει ότι οι περίοδοι ασφάλισης που συμπληρώθηκαν στην τρίτη χώρα θα συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση δικαιώματος παροχών γήρατος, η θεμελιώδης αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει στο κράτος μέλος να παρέχει στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών τα ίδια πλεονεκτήματα που απολαύουν οι δικοί του υπήκοοι δυνάμει της σύμβασης, εκτός εάν είναι σε θέση να προβάλει αντικειμενική αιτιολογία για τη μη αναγνώριση του σχετικού δικαιώματος (παράγραφος 34).

(5)

Ως προς το θέμα αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ερμηνεία την οποία έδωσε στην έννοια της «νομοθεσίας» του άρθρου 1 στοιχείο ι) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (4) [το ισχύον άρθρο 1 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Συμβουλίου] δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι θίγεται η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να σέβεται την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προβλέπει το άρθρο 39 της συνθήκης.

(6)

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το γεγονός ότι η διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας και της αμοιβαιότητας μιας διμερούς σύμβασης συναφθείσας μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας δεν αποτελεί αντικειμενική αιτιολόγηση για την άρνηση του συμβαλλόμενου κράτους μέλους να επεκτείνει στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η σύμβαση για τους δικούς του υπηκόους.

(7)

Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, εξάλλου, τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν ως προς ενδεχόμενη αύξηση του οικονομικού βάρους και των διοικητικών δυσχερειών που αφορούν τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας, ως αιτιολόγηση της μη τήρησης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη συνθήκη εκ μέρους του κράτους μέλους που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη διμερή σύμβαση.

(8)

Είναι σημαντικό να εξαχθούν σωστά συμπεράσματα από αυτή την απόφαση, η οποία είναι κρίσιμης σημασίας για τους υπηκόους της Κοινότητας που έχουν ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος.

(9)

Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλισης που συνάπτονται μεταξύ ενός κράτους μέλους και τρίτης χώρας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι τα πλεονεκτήματα που απολαύουν οι υπήκοοι του κράτους μέλους το οποίο είναι μέρος της σύμβασης θα πρέπει καταρχήν να χορηγούνται και σε άλλον υπήκοο της Κοινότητας που βρίσκεται αντικειμενικά στην ίδια θέση.

(10)

Ανεξάρτητα από την ενιαία εφαρμογή της νομολογίας της υπόθεσης Gottardo σε επιμέρους περιπτώσεις, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι υφιστάμενες διμερείς συμβάσεις. Σε σχέση με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί προγενέστερα, το άρθρο 307 της συνθήκης ορίζει ότι: «το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προσφεύγουν σε όλα τα πρόσφορα μέσα για να άρουν τα διαπιστωθέντα ασυμβίβαστα», ενώ σε ό,τι αφορά συμφωνίες που πραγματοποιήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1958 ή μετά την ημερομηνία ένταξης ενός κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στο άρθρο 10 της συνθήκης απαιτείται από τα ίδια αυτά κράτη μέλη να «απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της συνθήκης».

(11)

Σε ό,τι αφορά τις νέες διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλισης που συνάπτονται μεταξύ ενός κράτους μέλους και τρίτης χώρας, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι θα πρέπει να περιέχουν ρητή αναφορά στην αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω εθνικότητας σε σχέση με τους υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι έχουν ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω σύμβασης.

(12)

Η εφαρμογή της απόφασης στην υπόθεση Gottardo σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία τρίτων χωρών, καθώς πρέπει να πιστοποιήσουν τις περιόδους ασφάλισης που συμπληρώθηκαν εκεί από τον ενδιαφερόμενο.

(13)

Η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια να ρυθμίσει αυτό το ζήτημα, δεδομένου ότι η νομολογία στην υπόθεση Gottardo αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης,

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΣΥΝΙΣΤΑ ΣΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ:

1.

Σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής διακρίσεων μεταξύ των υπηκόων ενός κράτους μέλους και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών που άσκησαν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 39 της συνθήκης, τα πλεονεκτήματα που απολαύουν οι εργαζόμενοι ενός κράτους σε σχέση με τις συντάξεις (είτε ασκούν μισθωτή είτε μη μισθωτή δραστηριότητα) δυνάμει μιας σύμβασης κοινωνικής ασφάλισης με τρίτη χώρα, χορηγούνται καταρχήν και στους εργαζόμενους (είτε ασκούν μισθωτή είτε μη μισθωτή δραστηριότητα) οι οποίοι είναι υπήκοοι των λοιπών κρατών μελών και βρίσκονται αντικειμενικά στην ίδια κατάσταση.

2.

Νέες διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλισης που συνάπτονται μεταξύ ενός κράτους μέλους και τρίτης χώρας πρέπει να αναφέρουν ρητά την αρχή της αποφυγής διακρίσεων λόγω εθνικότητας σε σχέση με τους υπηκόους ενός άλλου κράτους μέλους, οι οποίοι έχουν ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω σύμβασης.

3.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να ενημερώσουν τους φορείς στις χώρες με τις οποίες έχουν συνάψει συμβάσεις κοινωνικής ασφάλισης, οι διατάξεις των οποίων ισχύουν μόνο για τους υπηκόους των συμβαλλόμενων μερών, σχετικά με τις συνέπειες της απόφασης στην υπόθεση Gottardo και να τους ζητήσουν να συνεργαστούν για την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου. Τα κράτη μέλη που έχουν συνάψει διμερείς συμβάσεις με τις ίδιες τρίτες χώρες μπορούν να ενεργήσουν από κοινού για να ζητήσουν τέτοια συνεργασία. Η συνεργασία αυτή είναι σαφώς θεμελιώδης για τη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου.

4.

Η παρούσα σύσταση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002 στην υπόθεση C-55/00, Elide Gottardo/Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), Συλλογή [2002], σ. I-413.

(4)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/49


ΣΫΣΤΑΣΗ αριθ. U1

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τη νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα σε ανέργους οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχόλησης σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος στο οποίο κατοικούν

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/15

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) και το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Εάν πρόσωπα που κατοικούν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους δικαιούνται, δυνάμει της εφαρμοστέας νομοθεσίας, να λάβουν παροχές ανεργίας, θα πρέπει να τους επιτρέπεται η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας μερικής απασχόλησης στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους, ενώ παράλληλα διατηρούν το δικαίωμα σε παροχές ανεργίας από το κράτος στο οποίο κατοικούν.

(2)

Είναι αναγκαίο σε αυτή την περίπτωση να προσδιορισθεί η νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα στα πρόσωπα αυτά, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, προκειμένου να αποτραπούν πιθανές συγκρούσεις νόμων.

(3)

Δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχές σε χρήμα λόγω ή συνεπεία μισθωτής ή μη μισθωτής τους δραστηριότητας, θεωρούνται ότι ασκούν τη δραστηριότητα αυτή.

(4)

Δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε ένα κράτος μέλος υπάγονται στη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους.

(5)

Για το συμφέρον των προσώπων που αναφέρονται στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη (1), είναι ευκταίο τα πρόσωπα αυτά να συνεχίσουν να υπάγονται στη νομοθεσία της χώρας στην οποία κατοικούν, όσον αφορά την πληρωμή οφειλόμενων εισφορών λόγω της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, αλλά και την καταβολή παροχών.

(6)

Το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν εξαιρέσεις στα άρθρα 11 έως 15 του εν λόγω κανονισμού.

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΣΥΝΙΣΤΑ ΣΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ:

1.

Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών συνάπτουν ή δίνουν εντολή σε φορείς, οι οποίοι υποδεικνύονται από αυτές τις αρμόδιες αρχές, να συνάψουν συμφωνίες δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 με τους παρακάτω όρους:

Οι συμφωνίες αυτές θα πρέπει να προβλέπουν ότι τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχές ανεργίας στο κράτος κατοικίας και ταυτόχρονα ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχόλησης σε άλλο κράτος μέλος υπόκεινται αποκλειστικά στη νομοθεσία του κράτους κατοικίας, όσον αφορά την πληρωμή εισφορών και τη χορήγηση παροχών.

Ο φορέας που καταβάλλει την παροχή ανεργίας στο κράτος κατοικίας του ενδιαφερόμενου ενημερώνει τον φορέα που υποδεικνύεται από την αρμόδια αρχή του κράτους αυτού για τυχόν επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχόλησης την οποία ο ενδιαφερόμενος ασκεί σε άλλο κράτος μέλος.

Ο τελευταίος φορέας ενημερώνει αμέσως τον φορέα που υποδεικνύεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχόλησης, ότι ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας.

2.

Δυνάμει αυτών των συμφωνιών, ισχύουν οι διοικητικές διαδικασίες που ορίζονται στα άρθρα 19 έως 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

3.

Η συμφωνία που έχει συναφθεί από κράτη μέλη σύμφωνα με τη σύσταση αριθ. 18 της 28ης Φεβρουαρίου 1986, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της παρούσας, εξακολουθεί να ισχύει δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 με την επιφύλαξη του σημείου 2 της παρούσας σύστασης.

4.

Η παρούσα σύσταση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συμφωνία της 28ης Οκτωβρίου 1986 μεταξύ του Βελγίου και του Λουξεμβούργου για τον καθορισμό της νομοθεσίας που είναι εφαρμοστέα σε ανέργους οι οποίοι κατοικούν σε ένα από τα δύο κράτη στο οποίο και λαμβάνουν παροχές ανεργίας, ενώ εργάζονται με μερική απασχόληση στο άλλο κράτος.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/51


ΣΫΣΤΑΣΗ αριθ. U2

της 12ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 64 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σε ανέργους που συνοδεύουν τους συζύγους ή τους συντρόφους τους οι οποίοι ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/16

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 64 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και το άρθρο 55 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Δυνάμει του άρθρου 64 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, ένα πρόσωπο που είναι πλήρως άνεργο και μεταβαίνει σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος με σκοπό την αναζήτηση εργασίας επιτρέπεται, με την επιφύλαξη ορισμένων όρων και περιορισμών, να διατηρεί το δικαίωμα χρηματικών παροχών ανεργίας.

(2)

Μία από τις προϋποθέσεις που τίθενται στο στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου είναι ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει παραμείνει στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του αρμόδιου κράτους επί τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη της ανεργίας.

(3)

Ωστόσο, η τελευταία φράση του στοιχείου α) επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές ή στους αρμόδιους φορείς να εγκρίνουν την αναχώρηση του ανέργου που αναζητεί εργασία πριν από την πάροδο των τεσσάρων εβδομάδων.

(4)

Η έγκριση της αναχώρησης δεν θα πρέπει να απορρίπτεται για πρόσωπα τα οποία, ενώ πληρούν τις άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 64 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, επιθυμούν να συνοδεύσουν τον/τη σύζυγο ή τον/τη σύντροφό τους που έχει δεχθεί εργασία σε άλλο κράτος μέλος.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΣΥΝΙΣΤΑ ΣΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ:

1.

Η έγκριση της αναχώρησης πριν από την πάροδο των τεσσάρων εβδομάδων, όπως προβλέπεται στην τελευταία φράση του άρθρου 64 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, παρέχεται σε άτομο που είναι πλήρως άνεργο, πληροί όλες τις άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 64 παράγραφος 1 και συνοδεύει τον/τη σύζυγο ή σύντροφό του/της που έχει αναλάβει εργασία σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος.

Η έννοια του συντρόφου προσδιορίζεται βάσει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους.

2.

Η παρούσα σύσταση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Gabriela PIKOROVÁ


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/52


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. S4

της 2ας Οκτωβρίου 2009

σχετικά με τις διαδικασίες απόδοσης για την εφαρμογή των άρθρων 35 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/17

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), σύμφωνα με το οποίο η Διοικητική Επιτροπή είναι υπεύθυνη να χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

τα άρθρα 35 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

τα άρθρα 66 και 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι παροχές σε είδος που χορηγούνται από τον φορέα ενός κράτους μέλους για λογαριασμό του φορέα άλλου κράτους μέλους αποδίδονται στο ακέραιο.

(2)

Οι αποδόσεις μεταξύ φορέων, εκτός αντίθετης συμφωνίας, πρέπει να πραγματοποιούνται ταχέως και αποτελεσματικά, ούτως ώστε να αποφεύγεται η έγερση απαιτήσεων που παραμένουν εκκρεμείς επί μακρόν.

(3)

Η σώρευση απαιτήσεων παροχών θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του κοινοτικού συστήματος και να απειλήσει τα δικαιώματα των ατόμων.

(4)

Η Διοικητική Επιτροπή, στην απόφαση αριθ. S1 (3), αποφάσισε ότι πρέπει να αποδίδεται στον φορέα του τόπου διαμονής το κόστος υγειονομικής περίθαλψης που παρέχεται βάσει έγκυρης ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθενείας.

(5)

Οι από κοινού συμφωνηθείσες βέλτιστες πρακτικές θα συνέβαλλαν στον ταχύ και αποτελεσματικό διακανονισμό των αποδόσεων μεταξύ των φορέων.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Α.   Απόδοση βάσει της πραγματικής δαπάνης [άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009]

1.

Ο φορέας που προβάλλει απαίτηση απόδοσης βάσει της πραγματικής δαπάνης υποβάλλει τη σχετική αίτηση το αργότερο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 (εφεξής «κανονισμός εφαρμογής»). Ο φορέας ο οποίος λαμβάνει την αίτηση απαίτησης εξασφαλίζει την πληρωμή της απαίτησης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 5 του κανονισμού εφαρμογής, αλλά πριν από την εν λόγω προθεσμία, μόλις είναι σε θέση να το πράξει.

2.

Απαιτήσεις απόδοσης παροχών, οι οποίες παρασχέθηκαν βάσει ευρωπαϊκής κάρτας ασφάλισης ασθενείας (ΕΚΑΑ), εγγράφου που αντικαθιστά την ΕΚΑΑ ή οιουδήποτε άλλου εγγράφου δικαιωμάτων, μπορεί να απορριφθούν και η απαίτηση να επιστραφεί στον φορέα-πιστωτή, σε περίπτωση που η απαίτηση, για παράδειγμα:

δεν είναι πλήρης και/ή δεν έχει συμπληρωθεί σωστά·

αφορά παροχές που δεν χορηγήθηκαν εντός της περιόδου ισχύος της ΕΚΑΑ ή του εγγράφου δικαιώματος που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη των παροχών.

Μια απαίτηση δεν μπορεί να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι το άτομο έπαψε να είναι ασφαλισμένο στον φορέα ο οποίος εξέδωσε την ΕΚΑΑ ή το έγγραφο δικαιώματος, εφόσον οι παροχές χορηγήθηκαν στον δικαιούχο εντός της περιόδου ισχύος του χρησιμοποιηθέντος εγγράφου.

Ένας φορέας ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει το κόστος των παροχών που χορηγήθηκαν βάσει ΕΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από τον φορέα στον οποίο ήταν ορθώς εγγεγραμμένο το άτομο τη στιγμή της χορήγησης των παροχών να αποδώσει το κόστος των εν λόγω παροχών στον πρώτο φορέα ή, αν το άτομο δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την ΕΚΑΑ, να προβεί σε διακανονισμό του θέματος με το ενδιαφερόμενο άτομο.

3.

Μια απαίτηση δεν μπορεί να επανεξεταστεί από τον φορέα-οφειλέτη όσον αφορά τη συμμόρφωσή της με τα άρθρα 19 και 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που δικαιολογούν υπόνοια κατάχρησης, όπως αποσαφηνίζεται βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (4). Ο φορέας-οφειλέτης είναι, συνεπώς, υποχρεωμένος να δεχθεί τις πληροφορίες στις οποίες βασίζεται η απαίτηση και να εκτελέσει τη χρηματική επιστροφή. Σε περίπτωση που υπάρχει υπόνοια κατάχρησης, ο φορέας-οφειλέτης μπορεί, για σχετικούς λόγους, να απορρίψει την απαίτηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 5 του κανονισμού εφαρμογής.

4.

Για τον σκοπό της εφαρμογής των σημείων 2 και 3, αν ο φορέας-οφειλέτης εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των πραγματικών στοιχείων στα οποία βασίζεται μια απαίτηση, εναπόκειται στον φορέα-πιστωτή να επανεξετάσει κατά πόσον το τιμολόγιο εκδόθηκε σωστά και, εφόσον είναι απαραίτητο, να αποσύρει ή να υπολογίσει εκ νέου την απαίτηση.

5.

Απαίτηση που υποβάλλεται μετά την προθεσμία η οποία καθορίζεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού εφαρμογής δεν λαμβάνεται υπόψη.

Β.   Απόδοση βάσει κατ’ αποκοπή ποσών (άρθρο 63 του κανονισμού εφαρμογής)

6.

Η κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 64 παράγραφος 4 του κανονισμού εφαρμογής υποβάλλεται στον οργανισμό σύνδεσης του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση παροχών έως το τέλος του έτους που ακολουθεί το έτος αναφοράς, και οι απαιτήσεις που βασίζονται στην εν λόγω κατάσταση υποβάλλονται στον ίδιο φορέα το συντομότερο δυνατόν μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ετήσιων κατ’ αποκοπή ποσών κατ’ άτομο, αλλά εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής.

7.

Ο φορέας-πιστωτής υποβάλλει, όταν είναι δυνατόν, ταυτόχρονα, στον φορέα-οφειλέτη τις απαιτήσεις που αφορούν ένα συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

8.

Ο φορέας-οφειλέτης ο οποίος λαμβάνει απαίτηση απόδοσης η οποία καθορίζεται βάσει κατ’ αποκοπή ποσών εξασφαλίζει την πληρωμή της απαίτησης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 5 του κανονισμού εφαρμογής, αλλά πριν από την εν λόγω προθεσμία, μόλις είναι σε θέση να το πράξει.

9.

Απαίτηση που υποβάλλεται μετά την προθεσμία η οποία καθορίζεται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής δεν λαμβάνεται υπόψη.

10.

Απαίτηση απόδοσης παροχών η οποία καθορίζεται βάσει κατ’ αποκοπή ποσών μπορεί να απορριφθεί και να επιστραφεί στον φορέα-πιστωτή, σε περίπτωση που η απαίτηση, για παράδειγμα:

δεν είναι πλήρης και/ή δεν έχει συμπληρωθεί σωστά·

αναφέρεται σε χρονικό διάστημα το οποίο δεν καλύπτεται από εγγραφή βάσει έγκυρου εγγράφου δικαιώματος.

11.

Αν ο φορέας-οφειλέτης εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των πραγματικών στοιχείων στα οποία βασίζεται μια απαίτηση, εναπόκειται στον φορέα-πιστωτή να επανεξετάσει κατά πόσον το τιμολόγιο εκδόθηκε σωστά και, εφόσον είναι απαραίτητο, να αποσύρει ή να υπολογίσει εκ νέου την απαίτηση.

Γ.   Προκαταβολές βάσει του άρθρου 68 του κανονισμού εφαρμογής

12.

Σε περίπτωση πληρωμής προκαταβολής βάσει του άρθρου 68 του κανονισμού εφαρμογής, το ποσό που πρέπει να καταβληθεί καθορίζεται χωριστά για τις απαιτήσεις που βασίζονται σε πραγματικές δαπάνες (άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού εφαρμογής) και για τις απαιτήσεις βάσει κατ’ αποκοπή ποσών (άρθρο 67 παράγραφος 2 του κανονισμού εφαρμογής).

Δ.   Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

13.

Οι φορείς εξασφαλίζουν καλή συνεργασία μεταξύ τους και ενεργούν ως να εφαρμόζουν τη δική τους νομοθεσία.

Ε.   Έναρξη ισχύος

14.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Lena MALMBERG


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

(3)  Βλέπε σ. 23 της παρούσας Επίσημη Εφημερίδας.

(4)  Απόφαση της 12ης Απριλίου 2005 στην υπόθεση C-145/03 Κληρονόμοι της Annette Keller κατά των Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) και Instituto Nacional de Gestión Sanitaria (Ingesa), Συλλογή 2005, σ. I-02529.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/54


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. S5

της 2ας Οκτωβρίου 2009

σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας «παροχές σε είδος», όπως ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο κβα) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στις περιπτώσεις ασθένειας ή μητρότητας σύμφωνα με τα άρθρα 17, 19, 20, 22, 24 παράγραφος 1, 25, 26, 27 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5, 28, 34 και 36 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και τον υπολογισμό των προς απόδοση ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 62, 63 και 64 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/18

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), σύμφωνα με το οποίο η Διοικητική Επιτροπή είναι υπεύθυνη να χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

τα άρθρα 35 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 17, 19, 20, 22, 24 παράγραφος 1, 25, 26, 27 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5, 28, 34 και 36 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, πρέπει να δοθεί ακριβής ερμηνεία, δεσμευτική για όλα τα κράτη μέλη, στην έννοια «παροχές σε είδος» σε περιπτώσεις ασθένειας και μητρότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο κβα) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

(2)

Η έννοια των παροχών σε είδος στις περιπτώσεις ασθένειας και μητρότητας, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, πρέπει να περιλαμβάνει παροχές σε είδος που χορηγούνται υπέρ εξαρτώμενων προσώπων.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

I.   Γενικές διατάξεις

1.

Οι παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των προς απόδοση ποσών που αναφέρονται στα άρθρα 62, 63 και 64 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 (εφεξής «κανονισμός εφαρμογής»), είναι εκείνες οι οποίες θεωρούνται παροχές σε είδος από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας ο οποίος έχει χορηγήσει αυτές τις παροχές, στον βαθμό που αυτές είναι δυνατόν να αποκτηθούν σύμφωνα με τα άρθρα 17, 19, 20, 22, 24 παράγραφος 1, 25, 26, 27 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5, 28, 34 και το άρθρο 36 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (εφεξής «βασικός κανονισμός»).

2.

Τα ακόλουθα επίσης θεωρούνται παροχές σε είδος κατά την έννοια των προαναφερθέντων άρθρων του βασικού κανονισμού:

α)

οι παροχές σε είδος, στο πλαίσιο ασφάλισης φροντίδας, οι οποίες εγείρουν δικαίωμα για την κάλυψη, ολική ή μερική, ορισμένων από τις δαπάνες που προκύπτουν από την κατάσταση εξάρτησης του ασφαλισμένου και πραγματοποιούνται προς άμεσο όφελός του, όπως για παράδειγμα η νοσηλεία και η οικιακή βοήθεια που παρέχονται κατ’ οίκον ή σε εξειδικευμένα ιδρύματα, η αγορά σχετικού με την απαιτούμενη φροντίδα εξοπλισμού ή η εκτέλεση εργασιών βελτίωσης του περιβάλλοντος της κατοικίας. Οι παροχές αυτού του είδους έχουν ουσιαστικά σκοπό να συμπληρώσουν τις παροχές ασφάλειας ασθένειας σε είδος, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας και η ποιότητα της ζωής ατόμων που λαμβάνουν τη φροντίδα·

β)

οι παροχές σε είδος που δεν απορρέουν από ασφάλιση φροντίδας, αλλά έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και σκοπούς με εκείνες που αναφέρονται στο στοιχείο α) ανωτέρω, στο βαθμό κατά τον οποίο μπορούν να θεωρηθούν παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε είδος κατά την έννοια του βασικού κανονισμού και μπορούν να αποκτηθούν κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνες που αναφέρονται στο στοιχείο α), σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων του βασικού κανονισμού.

Οι παροχές σε είδος που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) περιλαμβάνονται στις δαπάνες που αναφέρονται στο σημείο 1 ανωτέρω.

3.

Τα ακόλουθα δεν θεωρούνται δαπάνες για παροχές σε είδος κατά την έννοια των προαναφερθέντων άρθρων του βασικού κανονισμού:

α)

οι δαπάνες που συνδέονται με τη διοίκηση του συστήματος ασφάλισης ασθενείας, για παράδειγμα κόστος που απορρέει από τη διαχείριση και την επεξεργασία των επιστροφών σε άτομα και μεταξύ φορέων·

β)

οι δαπάνες που συνδέονται με τη χορήγηση παροχών, όπως οι αμοιβές ιατρών για την έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών τα οποία απαιτούνται για την αξιολόγηση του βαθμού αναπηρίας ή ικανότητας προς εργασία του ατόμου που υποβάλλει την απαίτηση·

γ)

οι δαπάνες για ιατρική έρευνα και οι επιδοτήσεις σε οργανισμούς προληπτικής ιατρικής οι οποίες χορηγούνται για μέτρα προστασίας της υγείας, καθώς και οι δαπάνες που προορίζονται για μέτρα γενικού χαρακτήρα (τα οποία δεν συνδέονται με κίνδυνο)·

δ)

οι από κοινού πληρωμές που πραγματοποιούνται από άτομα.

II.   Διατάξεις για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπή ποσών που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού εφαρμογής

4.

Ο υπολογισμός των μηνιαίων κατ’ αποκοπή ποσών και του συνολικού κατ’ αποκοπή ποσού, σύμφωνα με το άρθρο 64 του κανονισμού εφαρμογής, περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

το ποσό των παροχών σε είδος που προβλέπονται στο πλαίσιο των εθνικών συστημάτων στο κράτος μέλος διαμονής, βάσει του άρθρου 17, του άρθρου 24 παράγραφος 1, του άρθρου 25 και του άρθρου 26 του βασικού κανονισμού·

β)

το ποσό των προβλεπόμενων παροχών σε είδος βάσει προγραμματισμένης περίθαλψης εκτός του κράτους μέλους διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 20 και το άρθρο 27 παράγραφοι 3 και 5 του βασικού κανονισμού·

γ)

το ποσό των προβλεπόμενων παροχών σε είδος που λαμβάνει ένα ασφαλισμένο άτομο κατά τη διάρκεια προσωρινής παραμονής εκτός του κράτους διαμονής, στον βαθμό που οι δαπάνες των εν λόγω παροχών πρέπει να αναληφθούν βάσει της εθνικής νομοθεσίας, εκτός από τις δαπάνες που προβλέπονται στο σημείο II παράγραφος 5 στοιχείο α) της παρούσας απόφασης.

5.

Ο υπολογισμός των μηνιαίων κατ’ αποκοπή ποσών και του συνολικού κατ’ αποκοπή ποσού, σύμφωνα με το άρθρο 64 του κανονισμού εφαρμογής, δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

το ποσό των παροχών που παρέχονται κατά τη διάρκεια προσωρινής παραμονής εκτός του κράτους διαμονής βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 1 και του άρθρου 27 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού·

β)

το ποσό των παροχών που αποδίδονται σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό ή βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών, με εξαίρεση τις αποδόσεις για προγραμματισμένη περίθαλψη.

III.   Λοιπές διατάξεις

6.

Ο υπολογισμός των προς απόδοση ποσών βασίζεται κατά το δυνατόν στις επίσημες στατιστικές και λογαριασμούς του τόπου διαμονής ή κατοικίας και κατά προτίμηση σε δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία. Πρέπει να προσδιορίζονται οι πηγές των στατιστικών.

7.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Lena MALMBERG


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.


24.4.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/56


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. H3

της 15ης Οκτωβρίου 2009

σχετικά με την ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των τιμών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 90 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

2010/C 106/19

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (1), σύμφωνα με το οποίο είναι υπεύθυνη να χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2),

το άρθρο 90 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη μετατροπή νομισμάτων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Πολλές διατάξεις, όπως π.χ. το άρθρο 5 στοιχείο α), το άρθρο 21 παράγραφος 1, τα άρθρα 29, 34, και 52, το άρθρο 62 παράγραφος 3, το άρθρο 65 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 68 παράγραφος 2 και το άρθρο 84 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 καθώς και το άρθρο 25 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 26 παράγραφος 7, το άρθρο 54 παράγραφος 2, και τα άρθρα 70, 72, 73, 78 και 80 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, περιλαμβάνουν καταστάσεις στις οποίες, για τους σκοπούς της πληρωμής, του υπολογισμού ή του εκ νέου υπολογισμού μιας παροχής ή συνεισφοράς, μιας απόδοσης ποσού, ή για τους σκοπούς των διαδικασιών συμψηφισμού και ανάκτησης, πρέπει να καθοριστεί η τιμή μετατροπής.

(2)

Το άρθρο 90 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 εξουσιοδοτεί τη Διοικητική Επιτροπή να ορίζει την ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των ισοτιμιών οι οποίες εφαρμόζονται κατά τον υπολογισμό ορισμένων παροχών και συνεισφορών.

Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

1.

Για τον σκοπό της παρούσας απόφασης, ως τιμή μετατροπής νοείται η ημερήσια τιμή μετατροπής που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

2.

Αν δεν αναφέρεται διαφορετικά στην παρούσα απόφαση, η τιμή μετατροπής είναι η τιμή που δημοσιεύεται την ημέρα κατά την οποία εκτελείται η συναλλαγή από τον φορέα.

3.

Ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος, για τη θεμελίωση ενός δικαιώματος και για τον πρώτο υπολογισμό της παροχής πρέπει να μετατρέψει ένα ποσό στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους, χρησιμοποιεί:

α)

την τιμή μετατροπής που δημοσιεύεται για την τελευταία ημέρα της εν λόγω περιόδου, όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ένας φορέας λαμβάνει υπόψη ποσά όπως αποδοχές ή παροχές, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την ημερομηνία για την οποία υπολογίζεται η παροχή·

β)

την τιμή μετατροπής που δημοσιεύεται για την πρώτη ημέρα του μήνα ακριβώς πριν από τον μήνα κατά τον οποίο πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη, όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, για τον υπολογισμό της παροχής, ένας φορέας λαμβάνει υπόψη ένα ποσό.

4.

Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται mutatis mutandis όταν ένας φορέας κράτους μέλους, για τον εκ νέου υπολογισμό της παροχής λόγω αλλαγών στην πραγματική ή νομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου ατόμου, πρέπει να μετατρέψει ένα ποσό στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους.

5.

Ένας φορέας ο οποίος καταβάλλει παροχή η οποία υφίσταται τακτικά τιμαριθμική αναπροσαρμογή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, και όταν τα ποσά σε άλλο νόμισμα έχουν αντίκτυπο στην εν λόγω παροχή, χρησιμοποιεί κατά τον εκ νέου υπολογισμό την τιμή μετατροπής που εφαρμόζεται την πρώτη ημέρα του μήνα που προηγείται του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να γίνει η τιμαριθμική αναπροσαρμογή, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εθνική νομοθεσία.

6.

Για τους σκοπούς των διαδικασιών συμψηφισμού και ανάκτησης, η τιμή μετατροπής που εφαρμόζεται για τη μετατροπή του αφαιρετέου ή καταβλητέου ποσού είναι η τιμή μετατροπής για την ημέρα κατά την οποία η αίτηση εστάλη για πρώτη φορά.

7.

Για τους σκοπούς του άρθρου 65 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του άρθρου 70 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009, όταν πραγματοποιείται σύγκριση μεταξύ του ποσού που πράγματι καταβλήθηκε από τον φορέα του τόπου διαμονής και του ανώτατου ποσού της απόδοσης που αναφέρεται στην τρίτη πρόταση του άρθρου 65 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (το ποσό της παροχής το οποίο θα δικαιούνταν ένα ενδιαφερόμενο άτομο σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου αυτό υπαγόταν τελευταία, αν είχε εγγραφεί στις υπηρεσίες απασχόλησης του εν λόγω κράτους μέλους), η ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της τιμής μετατροπής είναι η πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έληξε η περίοδος απόδοσης.

8.

Η παρούσα απόφαση θα επανεξεταστεί μετά το πρώτο έτος εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

9.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

Lena MALMBERG


(1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.