|
ISSN 1725-2415 doi:10.3000/17252415.C_2010.100.ell |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
53ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
IV Πληροφορίες |
|
|
|
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
|
|
|
Δικαστήριο |
|
|
2010/C 100/01 |
||
|
EL |
|
IV Πληροφορίες
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Δικαστήριο
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/1 |
2010/C 100/01
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu
V Γνωστοποιήσεις
ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Δικαστήριο
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/2 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Commissione tributaria provinciale di Roma (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Pontina Ambiente Srl κατά Regione Lazio
(Υπόθεση C-172/08) (1)
(Περιβάλλον - Οδηγία 1999/31/ΕΚ - Άρθρο 10 - Ειδικό τέλος επί της αποθέσεως των στερεών αποβλήτων - Υπαγωγή του φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής στο τέλος αυτό - Λειτουργικές δαπάνες χώρου υγειονομικής ταφής - Οδηγία 2000/35/ΕΚ - Τόκοι υπερημερίας)
2010/C 100/02
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Commissione tributaria provinciale di Roma
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Pontina Ambiente Srl
κατά
Regione Lazio
Αντικείμενο
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Commissione tributaria provinciale di Roma — Ερμηνεία του άρθρου 10 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182, σ. 1), της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ L 20, σ. 35) και των άρθρων 12, 14, 43 και 46 ΕΚ — Εθνική νομοθεσία με την οποία, αφενός, θεσπίζεται ένας ειδικός φόρος επί της αποθέσεως των στερεών αποβλήτων σε χώρο υγειονομικής ταφής αποβλήτων (ΧΥΤΑ) και, αφετέρου, υποχρεώνεται ο φορέας εκμετάλλευσης του ΧΥΤΑ να προκαταβάλλει τον φόρο αυτό, ο οποίος υπολογίζεται με βάση την ποσότητα των αποτιθεμένων αποβλήτων και οφείλεται από το πρόσωπο που πραγματοποιεί την απόθεση
Διατακτικό
|
1) |
Το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων την καταβολή τέλους, το οποίο πρέπει να του ανακαταβάλει ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος απέθεσε απόβλητα στον χώρο υγειονομικής ταφής, και η οποία προβλέπει την επιβολή χρηματικών κυρώσεων στον φορέα εκμετάλλευσης σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του τέλους αυτού, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση συνοδεύεται από μέτρα που εξασφαλίζουν ότι το εν λόγω τέλος ανακαταβάλλεται πράγματι και εντός σύντομης προθεσμίας και ότι όλες οι δαπάνες που συνδέονται με την είσπραξη και, ειδικότερα, οι δαπάνες που προκύπτουν από την καθυστέρηση πληρωμής στον φορέα αυτόν εκμετάλλευσης των οφειλομένων ποσών του τέλους αυτού από τον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων που ενδεχομένως επιβλήθηκαν στον φορέα εκμετάλλευσης λόγω της καθυστέρησης αυτής, ενσωματώνονται στην τιμή που πρέπει να καταβάλει ο οργανισμός αυτός τοπικής αυτοδιοίκησης στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. |
|
2) |
Τα άρθρα 1, 2, σημείο 1, και 3 της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έχουν την έννοια ότι τα ποσά που οφείλονται στον φορέα εκμετάλλευσης χώρου υγειονομικής ταφής αποβλήτων από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που απέθεσε απόβλητα στον εν λόγω χώρο υγειονομικής ταφής, όπως είναι τα ποσά που οφείλονται λόγω ανακαταβολής τέλους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και τα κράτη μέλη πρέπει συνεπώς να διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτής, ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να απαιτήσει τόκο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής των εν λόγω ποσών που καταλογίζονται στον οργανισμό αυτόν τοπικής αυτοδιοίκησης. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/3 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 23ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — London Borough of Harrow κατά Nimco Hassan Ibrahim, Secretary of State for the Home Department
(Υπόθεση C-310/08) (1)
(Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Δικαίωμα διαμονής υπηκόου τρίτου κράτους, ο οποίος είναι σύζυγος υπηκόου κράτους μέλους, και των τέκνων τους, τα οποία είναι υπήκοοι κράτους μέλους - Παύση της μισθωτής δραστηριότητας του υπηκόου κράτους μέλους και, εν συνεχεία, αναχώρησή του από το κράτος μέλος υποδοχής - Εγγραφή των τέκνων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα - Έλλειψη μέσων διαβιώσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 - Άρθρο 12 - Οδηγία 2004/38/ΕΚ)
2010/C 100/03
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
Court of Appeal
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
London Borough of Harrow
κατά
Nimco Hassan Ibrahim, Secretary of State for the Home Department
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Court of Appeal — Ερμηνεία της οδηγίας 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών (EE L 158, σ. 77) και του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33) — Σύζυγος έχουσα την ιθαγένεια τρίτης χώρας και τα τέκνα αυτής, έχοντα την ιθαγένεια κράτους μέλους, η οποία, προκειμένου να ζήσει μαζί με τον έχοντα την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους σύζυγό της, μετέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου αυτός εργαζόταν ως μισθωτός — Δικαίωμα διαμονής της συζύγου και των τέκνων μετά την απώλεια, εκ μέρους του συζύγου, της ιδιότητας του μισθωτού και την αναχώρησή του από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Διατακτικό
Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα τέκνα υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται ή εργάστηκε στο κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά τους μπορούν να επικαλούνται, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, δικαίωμα διαμονής δυνάμει μόνον του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992, ανεξαρτήτως του αν διαθέτουν επαρκείς πόρους και πλήρη ασφάλιση υγείας στο εν λόγω κράτος μέλος.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/3 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — X Holding BV κατά Staatssecretaris van Financiën
(Υπόθεση C-337/08) (1)
(Άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ - Φορολογική νομοθεσία - Φόρος εταιριών - Ενιαία φορολογική μονάδα αποτελούμενη από ημεδαπή μητρική εταιρία και μία ή περισσότερες ημεδαπές θυγατρικές της - Φορολόγηση της μητρικής εταιρίας για τα κέρδη - Αποκλείονται οι αλλοδαπές θυγατρικές)
2010/C 100/04
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Hoge Raad der Nederlanden
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
X Holding BV
κατά
Staatssecretaris van Financiën
Αντικείμενο
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Hoge Raad der Nederlanden — Ερμηνεία των άρθρων 43 ΕΚ και 48 ΕΚ — Ρύθμιση που επιτρέπει στις μητρικές εταιρίες που εδρεύουν στην ημεδαπή να δημιουργούν ενιαία φορολογική μονάδα με μία ή περισσότερες ημεδαπές θυγατρικές τους και προβλέπει τη φορολόγηση της μητρικής εταιρίας για τα κέρδη της εν λόγω μονάδας — Αποκλεισμός των θυγατρικών εταιριών που εδρεύουν στην αλλοδαπή από τον μηχανισμό αυτό
Διατακτικό
Δεν αντιβαίνει στα άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ η νομοθεσία κράτους μέλους που παρέχει στη μητρική εταιρία τη δυνατότητα να δημιουργεί, μαζί με την εγκατεστημένη στην ημεδαπή θυγατρική της, ενιαία φορολογική μονάδα, αλλά απαγορεύει τη δημιουργία τέτοιας ενιαίας φορολογικής μονάδας με εγκατεστημένες στην αλλοδαπή θυγατρικές, εφόσον τα κέρδη των εταιριών αυτών δεν εμπίπτουν στη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/4 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Bundesgerichtshof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Car Trim GmbH κατά KeySafety Systems SRL
(Υπόθεση C-381/08) (1)
(Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 - Άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β' - Διεθνής δικαιοδοσία επί διαφορών εκ συμβάσεως - Καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως της παροχής - Κριτήρια διακρίσεως μεταξύ «πωλήσεως εμπορευμάτων» και «παροχής υπηρεσιών»)
2010/C 100/05
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesgerichtshof
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Car Trim GmbH
κατά
KeySafety Systems SRL
Αντικείμενο
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Bundesgerichtshof — Ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1) — Σύμβαση με αντικείμενο την παράδοση εμπορευμάτων που πρόκειται να κατασκευαθούν, η οποία περιλαμβάνει επίσης οδηγίες του παραγγέλλοντος σχετικά με την κατασκευή, τη μεταποίηση και την παράδοση των εμπορευμάτων που πρόκειται να κατασκευασθούν, περιλαμβανομένης της διασφαλίσεως της ποιότητας κατασκευής, της αξιοπιστίας της παραδόσεως και της απρόσκοπτης διεκπεραιώσεως της παραγγελίας — Κριτήρια διακρίσεως μεταξύ πωλήσεως εμπορευμάτων και παροχής υπηρεσιών — Καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως της παροχής στην περίπτωση πωλήσεως καταρτιζομένης εξ αποστάσεως
Διατακτικό
|
1) |
Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι οι συμβάσεις με αντικείμενο την παράδοση εμπορευμάτων που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν, μολονότι ο αγοραστής έθεσε ορισμένους όρους όσον αφορά την κατασκευή, τη μεταποίηση και την παράδοση των εμπορευμάτων, χωρίς να παράσχει τα υλικά, και ενώ ο προμηθευτής φέρει την ευθύνη για την ποιότητα των εμπορευμάτων και για το αν αυτά έχουν τις συνομολογηθείσες ιδιότητες και δεν έχουν πραγματικά ελαττώματα, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β', πρώτη περίπτωση, του κανονισμού. |
|
2) |
Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β', πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση πωλήσεως καταρτιζομένης εξ αποστάσεως, ο τόπος όπου, βάσει της συμβάσεως, παραδόθηκαν ή έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα πρέπει να καθορίζεται βάσει των διατάξεων της συμβάσεως αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατος ο καθορισμός του τόπου παραδόσεως επί της βάσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί υπόψη το εφαρμοστέο στη σύμβαση ουσιαστικό δίκαιο, τόπος παραδόσεως είναι αυτός της πραγματικής παραδόσεως των εμπορευμάτων στον αγοραστή, με την οποία ο αγοραστής απέκτησε ή έπρεπε να αποκτήσει την εξουσία να διαθέτει τα εμπορεύματα αυτά, στον τόπο που αποτελεί τον τελικό προορισμό της πράξεως της πωλήσεως. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/4 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Firma Brita GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Hafen
(Υπόθεση C-386/08) (1)
(Συμφωνία Συνδέσεως ΕΚ-Ισραήλ - Εδαφικό πεδίο εφαρμογής - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΚ-ΟΑΠ - Άρνηση εφαρμογής του προτιμησιακού δασμολογικού καθεστώτος που αναγνωρίζεται υπέρ των προϊόντων καταγωγής Ισραήλ επί των προϊόντων καταγωγής Δυτικής Όχθης - Αμφιβολίες ως προς την καταγωγή των προϊόντων - Εγκεκριμένος εξαγωγέας - Εκ των υστέρων έλεγχος των δηλώσεων τιμολογίου από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής - Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών - Αρχή ότι οι συνθήκες δεσμεύουν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη)
2010/C 100/06
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Finanzgericht Hamburg
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Firma Brita GmbH
κατά
Hauptzollamt Hamburg-Hafen
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Finanzgericht Hamburg — Ερμηνεία της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες, στις 20 Νοεμβρίου 1995 (ΕΕ L 147, σ. 3), και ειδικότερα των άρθρων 32 και 33 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της εν λόγω συμφωνίας, καθώς και της Ευρωμεσογειακής Ενδιάμεσης Συμφωνίας Συνδέσεως για το εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) εξ ονόματος της Παλαιστινιακής Αρχής της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, αφετέρου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες, στις 24 Φεβρουαρίου 1997 (ΕΕ L 187, σ. 3) — Άρνηση εφαρμογής του προτιμησιακού δασμολογικού καθεστώτος που προβλέπεται για καταγόμενα από το Ισραήλ προϊόντα επί προϊόντων καταγομένων από περιοχή της Δυτικής Όχθης στην οποία έχουν εγκατασταθεί Ισραηλινοί έποικοι — Εξουσία των αρχών του κράτους εισαγωγής να ελέγξουν εκ των υστέρων τα πιστοποιητικά εισαγωγής ελλείψει αμφιβολιών ως προς την καταγωγή των προϊόντων άλλων πλην εκείνων που προκύπτουν από τη διαφορετική ερμηνεία που δίδουν τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Ισραήλ μέρη στον όρο «έδαφος του κράτους του Ισραήλ» και ελλείψει προσφυγής προηγουμένως στη διαδικασία επιλύσεως διαφορών που προβλέπει το άρθρο 33 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της εν λόγω συμφωνίας όσον αφορά την ερμηνεία του όρου αυτού
Διατακτικό
|
1) |
Οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής οφείλουν να αρνηθούν την παροχή της προνομιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 20 Νοεμβρίου 1995, στην περίπτωση κατά την οποία τα επίμαχα εμπορεύματα κατάγονται από τη Δυτική Όχθη. Επιπλέον, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν μπορούν να υπαγάγουν τα εμπορεύματα στο καθεστώς προνομιακής μεταχειρίσεως βάσει και των δύο συμφωνιών, χωρίς να λάβουν θέση ως προς το ζήτημα ποια από τις σχετικές συμφωνίες, ήτοι η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, και η Ευρωμεσογειακή Ενδιάμεση Συμφωνία Συνδέσεως για το εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) εξ ονόματος της Παλαιστινιακής Αρχής της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, αφετέρου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 24 Φεβρουαρίου 1997, είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω και αν το πιστοποιητικό καταγωγής θα έπρεπε να εκδοθεί από τις ισραηλινές αρχές ή τις παλαιστινιακές αρχές. |
|
2) |
Στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 που έχει προσαρτηθεί στην Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν δεσμεύονται από το υποβληθέν πιστοποιητικό καταγωγής και από την απάντηση των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής σε περίπτωση που η εν λόγω απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες, κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 6, του πρωτοκόλλου ΕΚ-Ισραήλ, για τη διαπίστωση της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων. Επιπλέον, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν έχουν την υποχρέωση να υποβάλουν στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας, η οποία συγκροτείται με το άρθρο 39 του εν λόγω πρωτοκόλλου, διαφορά η οποία σχετίζεται με την ερμηνεία του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας συνδέσεως. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/5 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 — Lancôme parfums et beauté & Cie SNC κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), CMS Hasche Sigle
(Υπόθεση C-408/08 P) (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 - Άρθρα 55, παράγραφος 1, στοιχείο α', και 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ' - Έννομο συμφέρον για την υποβολή αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος βάσει απόλυτου λόγου ακυρότητας - Δικηγορικό γραφείο - Λεκτικό σημείο «COLOR EDITION» - Περιγραφικός χαρακτήρας λεκτικού σήματος αποτελούμενου από περιγραφικά στοιχεία)
2010/C 100/07
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Lancôme parfums et beauté & Cie SNC (εκπρόσωπος: A. von Mühlendahl, Rechtsanwalt)
Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: A. Folliard-Monguiral), CMS Hasche Sigle
Αντικείμενο
Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2008, T-160/07, Lancôme κατά ΓΕΕΑ και CMS Hasche Sigle, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 26ης Φεβρουαρίου 2007, περί ακυρώσεως της καταχωρίσεως του σήματος COLOR EDITION για καλλυντικά και είδη μακιγιάζ — Παράβαση των άρθρων 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', και 55, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1) — Έννομο συμφέρον για την υποβολή αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος — Δικηγορικό γραφείο — Έλλειψη ιδίου οικονομικού συμφέροντος για να ζητηθεί η ακύρωση ενός σήματος για καλλυντικά — Αισθητή διαφορά μεταξύ της αλληλουχίας των όρων που προτείνονται για την καταχώριση ενός σήματος και του συνήθους λεξιλογίου του ενδιαφερόμενου κοινού προς δήλωση των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών ή των ουσιωδών χαρακτηριστικών τους
Διατακτικό
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Lancôme parfums et beauté & Cie SNC στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/6 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 23ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Maria Teixeira κατά London Borough of Lambeth, Secretary of State for the Home Department
(Υπόθεση C-480/08) (1)
(Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Δικαίωμα διαμονής - Υπήκοος κράτους μέλους που απασχολήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο παρέμεινε μετά την παύση της επαγγελματικής του δραστηριότητας - Τέκνο το οποίο παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής - Έλλειψη ιδίων μέσων διαβιώσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 - Άρθρο 12 - Οδηγία 2004/38/ΕΚ)
2010/C 100/08
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
Court of Appeal
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Maria Teixeira
κατά
London Borough of Lambeth, Secretary of State for the Home Department
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο) — Ερμηνεία της οδηγίας 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ενώσεως και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, (ΕΕ L 158, σ. 77) και του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001 σ. 33) — Δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο πολίτη της Ενώσεως που δεν φέρει πλέον τη ιδιότητα του εργαζομένου και δεν θεμελιώνει πλέον δικαίωμα διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων — Δικαίωμα του τέκνου ενός τέτοιου πολίτη να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να ολοκληρώσει κύκλο σπουδών επαγγελματικής καταρτίσεως — Δικαίωμα της μητέρας να διαμένει με το τέκνο της υπό την ιδιότητά της ως έχουσας την επιμέλειά του
Διατακτικό
|
1) |
Υπήκοος κράτους μέλους που εργάσθηκε στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, στο οποίο το τέκνο του φοιτά, μπορεί, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να επικαλεστεί ως γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει μόνον του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ L 257, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2434/92 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1992, χωρίς να χρειάζεται να πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ. |
|
2) |
Το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του οποίου απολαύει ο γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια τέκνου το οποίο ασκεί δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να διαθέτει ο γονέας αυτός επαρκείς πόρους, ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους μέλους αυτού κατά τη διάρκεια της εκεί διαμονής του και να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος |
|
3) |
Το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής το οποίο αναγνωρίζεται υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, όταν το τέκνο αυτό φοιτά στο κράτος αυτό, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ένας εκ των γονέων του τέκνου αυτού να ασκούσε, κατά τον χρόνο που το τέκνο να άρχισε να φοιτά, επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος αυτό ως διακινούμενος εργαζόμενος. |
|
4) |
Το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής υπέρ του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, το οποίο φοιτά στο κράτος αυτό, παύει όταν το τέκνο αυτό ενηλικιωθεί, εκτός αν το τέκνο εξακολουθεί να χρειάζεται την παρουσία και τη φροντίδα του γονέα αυτού προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/7 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Müller Fleisch GmbH κατά Land Baden-Württemberg
(Υπόθεση C-562/08) (1)
(Σύστημα επιτήρησης της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών - Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 - Βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών - Συνήθης σφαγή - Κρέας το οποίο προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο - Υποχρεωτική δοκιμή ανίχνευσης - Εθνική νομοθεσία - Υποχρέωση εξετάσεως - Επέκταση - Βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών)
2010/C 100/09
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesverwaltungsgericht
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Müller Fleisch GmbH
κατά
Land Baden-Württemberg
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Bundesverwaltungsgericht — Ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ, κεφάλαιο Α, μέρος Ι, του κανονισμού (ΕΚ) 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1248/2001 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 173 σ. 12) — Υποβολή σε δοκιμή για ΣΕΒ όλων των βοοειδών ηλικίας άνω των 30 μηνών που υποβάλλονται σε συνήθη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο — Εθνική νομοθετική ρύθμιση που επεκτείνει την υποχρέωση εξετάσεως σε όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών
Διατακτικό
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, και το παράρτημα III, κεφάλαιο A, μέρος I, του ως άνω κανονισμού, όπως το παράρτημα αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1248/2001 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2001, δεν απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμές για σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/7 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Fővárosi Bíróság (Δημοκρατία της Ουγγαρίας) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Sió-Eckes kft κατά Mezőgazdasági és Vidékfejlesztési Hivatal Központi Szerve
(Υπόθεση C-25/09) (1)
(Κοινή γεωργική πολιτική - Κανονισμός (ΕΚ) 2201/96 - Κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά - Κανονισμός (ΕΚ) 1535/2003 - Καθεστώς ενισχύσεων στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά - Μεταποιημένα προϊόντα - Ροδάκινα σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων - Τελικά προϊόντα)
2010/C 100/10
Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική
Αιτούν δικαστήριο
Fővárosi Bíróság
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Sió-Eckes kft
κατά
Mezőgazdasági és Vidékfejlesztési Hivatal Központi Szerve
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Fővárosi Bíróság (Ουγγαρία) — Ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 297, σ. 29), του άρθρου 2, αριθμός 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1535/2003 της Επιτροπής, της 29ης Αυγούστου 2003, με αντικείμενο λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/96 του Συμβουλίου, όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 218, σ. 14), και του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2320/89 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1989, για την πρόβλεψη των ελάχιστων ποιοτικών προδιαγραφών για τα ροδάκινα σε σιρόπι, καθώς και για τα ροδάκινα σε φυσικό χυμό φρούτων, για την εφαρμογή του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή (ΕΕ L 220, σ. 54) — Σάρκα ροδάκινου παρασκευασμένη στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά — Εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων στα προϊόντα από ροδάκινο που διαθέτουν χαρακτηριστικά τα οποία δεν προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2320/89, καθώς και στα ημικατεργασμένα προϊόντα που προκύπτουν από διάφορα στάδια της παραγωγής και προορίζονται για περαιτέρω κατεργασία
Διατακτικό
|
1) |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 386/2004 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2004, έχει την έννοια ότι στο καθεστώς ενισχύσεων που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη μπορεί να επιλέγεται ένα προϊόν το οποίο, αφενός μεν, υπάγεται στους απαριθμούμενους στο παράρτημα Ι του ως άνω τροποποιημένου κανονισμού κωδικούς ΣΟ, περιλαμβανομένου του κωδικού ΣΟ 2008 70 92, αφετέρου δε, πληροί τα κριτήρια της έννοιας «ροδάκινα σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων», όπως αυτή ορίζεται στον ως άνω κανονισμό, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1535/2003 της Επιτροπής, της 29ης Αυγούστου 2003, με αντικείμενο λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 386/2004, και τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 2320/89 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1989, για την πρόβλεψη των ελάχιστων ποιοτικών προδιαγραφών για τα ροδάκινα σε σιρόπι καθώς και για τα ροδάκινα σε φυσικό χυμό φρούτων, για την εφαρμογή του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 996/2001 της Επιτροπής, της 22ας Μαΐου 2001. |
|
2) |
Το προϊόν που προκύπτει από κάθε στάδιο κατεργασίας των ροδάκινων μπορεί να λογίζεται ως τελικό προϊόν υπό την έννοια των κανονισμών 2201/96 και 1535/2003, όπως τροποποιήθηκαν, εφόσον διαθέτει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 2, σημείο 1, του τροποποιημένου κανονισμού 1535/2003 χαρακτηριστικά. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/8 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-170/09) (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2005/60/ΕΚ - Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας - Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη)
2010/C 100/11
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: V. Peere και P. Dejmek)
Καθής: Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: G. de Bergues et B. Messmer)
Αντικείμενο
Παράβαση κράτους μέλους — Παράλειψη εμπρόθεσμης θεσπίσεως ή ανακοινώσεως των αναγκαίων διατάξεων για τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309, σ. 15)
Διατακτικό
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/9 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 [αίτηση του Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Διαδικασία που κίνησε η Lahti Energia Oy
(Υπόθεση C-209/09) (1)
(Οδηγία 2000/76/ΕΚ - Αποτέφρωση αποβλήτων - Μονάδα αποτεφρώσεως - Μονάδα συναποτεφρώσεως - Συγκρότημα αποτελούμενο από ένα εργοστάσιο αεριοποιήσεως και από μονάδα παραγωγής ενέργειας - Αποτέφρωση στη μονάδα παραγωγής ενέργειας του ακάθαρτου αερίου που προέρχεται από θερμική επεξεργασία αποβλήτων στο εργοστάσιο αεριοποιήσεως)
2010/C 100/12
Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Korkein hallinto-oikeus
Αναιρεσείουσα της κύριας δίκης
Lahti Energia Oy
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Korkein hallinto-oikeus — Ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων (ΕΕ L 332, σ. 91) — Συγκρότημα αποτελούμενο από εργοστάσιο παραγωγής αερίου με βάση απόβλητα και από σταθμό παραγωγής ενέργειας, στο λέβητα του οποίου καίγεται το αέριο που προέρχεται από θερμική επεξεργασία αποβλήτων στο εργοστάσιο παραγωγής αερίου — Καύση στον ατμολέβητα του σταθμού παραγωγής ενέργειας ακάθαρτου αντί καθαρισμένου αερίου
Διατακτικό
Μια μονάδα παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιεί ως συμπληρωματικό καύσιμο, επιπλέον των ορυκτών καυσίμων τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για την παραγωγική δραστηριότητά του, αέριο παραγόμενο σε εργοστάσιο με θερμική επεξεργασία αποβλήτων πρέπει να θεωρείται, μαζί με το ως άνω εργοστάσιο αεριοποιήσεως, ως «μονάδα συναποτεφρώσεως», υπό την έννοια του άρθρου 3, σημείο 5, της οδηγίας 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων, όταν το αέριο αυτό δεν υφίσταται διαδικασία καθαρισμού εντός του εν λόγω εργοστασίου.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/9 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας
(Υπόθεση C-295/09) (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2006/43/ΕΚ - Δίκαιο των εταιριών - Υποχρεωτικοί έλεγχοι των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών - Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη)
2010/C 100/13
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Braun και E. Adsera Ribera)
Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: F. Díez Moreno)
Αντικείμενο
Παράβαση κράτους μέλους — Παράλειψη θεσπίσεως, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157, σ. 87)
Διατακτικό
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. |
|
2) |
Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/10 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας
(Υπόθεση C-330/09) (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2006/43/ΕΚ - Δίκαιο των εταιριών - Υποχρεωτικοί έλεγχοι των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών - Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη)
2010/C 100/14
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Braun και M. Adam)
Καθής: Δημοκρατία της Αυστρίας (εκπρόσωπος: C. Pesendorfer)
Αντικείμενο
Παράβαση κράτους μέλους — Παράλειψη εμπρόθεσμης θεσπίσεως ή κοινοποιήσεως των αναγκαίων διατάξεων προς συμμόρφωση με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157, σ. 87)
Διατακτικό
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Η Δημοκρατία της Αυστρίας, παραλείποντας να θεσπίσει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και να κοινοποιήσει στην Επιτροπή όλες τις ως άνω διατάξεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/10 |
Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 [αιτήσεις του High Court of Justice (Chancery Division), High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) (Ηνωμένο Βασίλειο), για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Football Association Premier League Ltd, NetMed Hellas SA, Multichoice Hellas SA κατά QC Leisure, David Richardson, AV Station plc, Malcolm Chamberlain, Michael Madden, SR Leisure Ltd, Philip George Charles Houghton, Derek Owen (C-403/08), Karen Murphy κατά Media Protection Services Ltd (C-429/08)
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-403/08 και C-429/08) (1)
(Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία - Απόρριψη)
2010/C 100/15
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
High Court of Justice (Chancery Division), High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court)
Διάδικοι στις υποθέσεις των κύριων δικών
Football Association Premier League Ltd, NetMed Hellas SA, Multichoice Hellas SA (C-403/08), Karen Murphy (C-429/08)
κατά
QC Leisure, David Richardson, AV Station plc, Malcolm Chamberlain, Michael Madden, SR Leisure Ltd, Philip George Charles Houghton, Derek Owen (C-403/08), Media Protection Services Ltd (C-429/08)
Αντικείμενο
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — High Court of Justice (Chancery Division), Queen's Bench Division (Administrarive Court) — Ερμηνεία των άρθρων 28, 30, 49, και 81 ΕΚ καθώς και των άρθρων 2, στοιχεία α' και ε', 4, στοιχείο α' και 5 της οδηγίας 98/84/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 1998, για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρους (ΕΕ L 320, σ. 54), των άρθρων 2, 3 και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167, σ. 10), του άρθρου 1, στοιχεία α' και β' της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ.23) και ερμηνεία της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248, σ. 15) — Χορήγηση, έναντι αμοιβής, αποκλειστικών αδειών για την εξασφάλιση αναμεταδόσεως μέσω δορυφόρου ποδοσφαιρικών αγώνων — Εμπορία στο Ηνωμένο Βασίλειο νομίμως διατιθέμενων στην αγορά άλλου κράτους μέλους καρτών αποκωδικοποίησης, οι οποίες καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των αγώνων αυτών κατά παράβαση των αποκλειστικών αδειών που έχουν χορηγηθεί
Διατακτικό
|
1) |
Οι αιτήσεις συμμετοχής στη διαδικασία που υπέβαλαν η Union des associations européennes de football (UEFA), η British Sky Broadcasting Ltd, η Setanta Sports Sàrl και η The Motion Picture Association απορρίπτονται. |
|
2) |
Παρέλκει η απόφαση επί των δικαστικών εξόδων. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/11 |
Διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2009 — Luigi Marcuccio κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-513/08 P) (1)
(Αναίρεση - Υπάλληλοι - Κοινωνική ασφάλιση - Ρητή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως για κάλυψη κατά 100 % ορισμένων ιατρικών εξόδων του υπαλλήλου - Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη)
2010/C 100/16
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Αναιρεσείων: Luigi Marcuccio (εκπρόσωπος: G. Cipressa)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Currall, C. Berardis-Kayser, υπάλληλοι, και A. dal Ferro, avvocato)
Αντικείμενο
Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T-143/08, Marcuccio κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα περί ακυρώσεως των αποφάσεων του γραφείου εκκαθάρισης ιατρικών εξόδων του κοινού συστήματος ασφαλίσεως υγείας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με τις οποίες απορρίφθηκε η αίτηση, αφενός, να καλυφθούν κατά 100 % ορισμένα ιατρικά έξοδα του προσφεύγοντος και, αφετέρου, να επιστραφούν τα έξοδα ιατρικής εξετάσεως σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις εξετάσεως από κορυφαίους ιατρούς, καθώς και το αίτημα περί επιβολής στην Επιτροπή της υποχρεώσεως να καταβάλει ορισμένα ποσά από τα ιατρικά έξοδα.
Διατακτικό
Το Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει τον L. Marcuccio στα έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/11 |
Διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2009 — Luigi Marcuccio κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-528/08 P) (1)
(Αίτηση aναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Κοινωνική ασφάλιση - Σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως επιστροφήςσε ποσοστό 100 % ορισμένων ιατρικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο υπάλληλος - Διάταξη με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως κρίνει εαυτόν αναρμόδιο - Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη)
2010/C 100/17
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Luigi Marcuccio (εκπρόσωπος: G. Cipressa, avvocato)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Currall, C. Berardis-Kayser και A. dal Ferro, avvocato)
Αντικείμενο
Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T-144/08, Marcuccio κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του προσφεύγοντος να καλυφθούν κατά ποσοστό 100 % ορισμένα ιατρικά έξοδα, καθώς και αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα ποσό 89,56 ευρώ ως συμπλήρωμα της αποδόσεως των ιατρικών εξόδων του ή ως αποζημίωση λόγω ζημίας που υπέστη.
Διατακτικό
Το Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει τον L. Marcuccio στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση διαδικασίας. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/12 |
Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2010 — Messer Group GmbH κατά Air Products and Chemicals Inc., Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
(Υπόθεση C-579/08 P) (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β' - Λεκτικά σήματα Ferromix, Inomix και Alumix - Προγενέστερα σήματα FERROMAXX, INOMAXX και ALUMAXX - Ανακοπή ασκηθείσα από τον δικαιούχο - Ενδιαφερόμενο κοινό - Βαθμός ομοιότητας - Προγενέστερο σήμα με διακριτικό χρακτήρα σε μικρό βαθμό - Κίνδυνος συγχύσεως)
2010/C 100/18
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Messer Group GmbH (εκπρόσωποι: W. Graf v. Schwerin και J. Schmidt, Rechtsanwälte)
Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Air Products and Chemicals Inc. (εκπρόσωπος: S. Heurung, Rechtsanwältin), Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: Δ. Μποτής)
Αντικείμενο
Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα), της 15ης Οκτωβρίου 2008, υποθέσεις T-305/06 έως Τ-307/06, Air Products and Chemicals κατά ΓΕΕΑ, με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε τις αποφάσεις του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ) της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, περί απορρίψεως των προσφυγών που άσκησε ο δικαιούχος των κοινοτικών λεκτικών σημάτων «FERROMAXX», «INOMAXX» και «ALUMAXX» για προϊόντα της κλάσεως 1 κατά των αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων, με τις οποίες έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή κατά των αιτήσεων καταχωρίσεως των λεκτικών σημάτων «FERROMIX», «INOMIX» και «ALUMIX» για προϊόντα των κλάσεων 1 και 4
Διατακτικό
Το Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και την ανταναίρεση. |
|
2) |
Η Messer Group GmbH φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Air Products and Chemicals Inc. |
|
3) |
Το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) φέρει τα έξοδά του. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/12 |
Διάταξη του Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 2010 — Makhteshim-Agan Holding BV, Makhteshim-Agan Italia Srl, Magan Italia Srl κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-69/09 P) (1)
(Ταχεία διαδικασία)
2010/C 100/19
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσες: Makhteshim-Agan Holding BV, Makhteshim-Agan Italia Srl, Magan Italia Srl (εκπρόσωποι: K. Van Maldegem και C. Mereu, avocats)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: N. B. Rasmussen και L. Parpala)
Αντικείμενο
Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της διατάξεως του Πρωτοδικείου (έκτο τμήμα) της 26ης Νοεμβρίου 2008, Makhteshim-Agan Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-393/06) — Με την διάταξη αυτή το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί μη υποβολής προτάσεως για την καταχώριση της δραστικής ουσίας azinphos-methyl στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), η οποία φέρεται ότι περιέχεται σε έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2006 (D/531125) — Πράξη υποκείμενη σε προσφυγή
Διατακτικό
Το Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Η αίτηση των Makhteshim-Agan Holding BV, Makhteshim-Agan Italia Srl και Magan Italia Srl να εκδικαστεί η υπόθεση C-69/09 P με ταχεία διαδικασία απορρίπτεται. |
|
2) |
Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/13 |
Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 13ης Ιανουαρίου 2010 [αιτήσεις της Commissione tributaria provinciale di Parma (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Isabella Calestani (C-292/09), Paolo Lunardi (C-293/09) κατά Agenzia delle Entrate Ufficio di Parma
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-292/09 και C-293/09) (1)
(Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Προδήλως απαράδεκτο)
2010/C 100/20
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Commissione tributaria provinciale di Parma
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Isabella Calestani (C-292/09), Paolo Lunardi (C-293/09)
κατά
Agenzia delle Entrate Ufficio di Parma
Αντικείμενο
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Commissione tributaria provinciale di Parma — Ερμηνεία του άρθρου 13, σημείο Β, στοιχείο γ', της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ: Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49) — Απαλλαγή των παραδόσεων των αγαθών τα οποία διατίθενται αποκλειστικά σε απαλλασσόμενη του φόρου δραστηριότητα ή τα οποία δεν δημιούργησαν δικαίωμα έκπτωσης — Εθνική νομοθεσία που αποκλείει την απαλλαγή
Διατακτικό
Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε η Commissione tributaria provinciale di Parma (Ιταλία), με αποφάσεις της 9ης και 17ης Ιουνίου 2009, είναι προδήλως απαράδεκτες
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Sofiyski gradski sad (Βουλγαρία) στις 18 Νοεμβρίου 2009 — Canon Kabushiki Kaisha κατά IPN Bulgaria OOD
(Υπόθεση C-449/09)
2010/C 100/21
Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική
Αιτούν δικαστήριο
Sofiyski gradski sad
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα: Canon Kabushiki Kaisha
Εναγομένη: IPN Bulgaria OOD
Προδικαστικό ερώτημα
Έχει το άρθρο 5 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), το οποίο απονέμει στον δικαιούχο του σήματος το αποκλειστικό δικαίωμα να απαγορεύει στους τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημεία πανομοιότυπα με το σήμα του, για παράδειγμα να εισάγουν ή να εξάγουν εμπορεύματα φέροντα τέτοια σημεία, την έννοια ότι τα δικαιώματα του δικαιούχου αυτού περιλαμβάνουν το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση του σήματος που συνίσταται στην εισαγωγή γνήσιων προϊόντων χωρίς τη συγκατάθεσή του, εφόσον τα δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος δεν έχουν αναλωθεί κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας;
(1) Πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (EE L 40, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberlandesgericht Innsbruck (Αυστρία) στις 28 Δεκεμβρίου 2009 — Pensionsversicherungsanstalt κατά Andrea Schwab
(Υπόθεση C-547/09)
2010/C 100/22
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Oberlandesgericht Innsbruck
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείον: Pensionsversicherungsanstalt
Εφεσίβλητη: Andrea Schwab
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχουν την έννοια τα άρθρα 2, παράγραφος 2, πρώτη παύλα, και 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ', της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ (1), καθώς και τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχεία α' και β', και 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ', της οδηγίας 2006/54/ΕΚ (2), ότι άμεση δυσμενής διάκριση λόγω φύλου (καταγγελία/απόλυση διορισμένης ιατρού) εκ μέρους δημοσίου φορέα ασφαλίσεως συντάξεως μπορεί να δικαιολογείται; |
|
2) |
Έχουν την έννοια τα άρθρα 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80/ΕΟΚ (3) και 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ — σε κάθε περίπτωση το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη παύλα, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 2006/54/ΕΚ ή το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (4) — ότι απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, στην περίπτωση των προσφυγών ακυρώσεως καταγγελίας/απολύσεως λόγω διακρίσεων, μεταξύ άλλων, λόγω φύλου, δεν επιτρέπει στάθμιση με κοινωνικά κριτήρια ή στάθμιση συμφερόντων, αλλά δέχεται μόνον εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με το αν η δυσμενής διάκριση λόγω φύλου αποτέλεσε τον κύριο λόγο για την καταγγελία-απόλυση, ή αν υπερίσχυσε άλλος λόγος, προβαλλόμενος επαρκώς προσδιορισμένος από τον εργοδότη; |
(1) Οδηγία 76/207/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976 περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας· ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70
(2) Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση)· EE L 204, σ. 23
(3) Οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου· EE L 1998, σ. 6
(4) Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία· EE L 303, σ. 16
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Krajský soud de Brno (Τσεχική Δημοκρατία) στις 11 Ιανουαρίου 2010 — Toshiba Corporation, Areva T&D Holding SA, Areva T&D SA, Areva T&D AG, Mitsubishi Electric Corp., Alstom, Fuji Electric Holdings Co. Ltd, Fuji Electric Systems Co. Ltd, Siemens Transmission & Distribution SA, Siemens AG Österreich, VA TECH Transmission & Distribution GmbH & Co. KEG, Siemens AG, Hitachi Ltd, Hitachi Europe Ltd, Japan AE Power Systems Corp., Nuova Magrini Galileo SpA κατά Úřad pro ochranu hospodářské soutěže
(Υπόθεση C-17/10)
2010/C 100/23
Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική
Αιτούν δικαστήριο
Krajský soud de Brno
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσες: Toshiba Corporation, Areva T&D Holding SA, Areva T&D SA, Areva T&D AG, Mitsubishi Electric Corp., Alstom, Fuji Electric Holdings Co. Ltd, Fuji Electric Systems Co. Ltd, Siemens Transmission & Distribution SA, Siemens AG Österreich, VA TECH Transmission & Distribution GmbH & Co. KEG, Siemens AG, Hitachi Ltd, Hitachi Europe Ltd, Japan AE Power Systems Corp., Nuova Magrini Galileo SpA
Καθής: Úřad pro ochranu hospodářské soutěže
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Πρέπει το άρθρο 81 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 (1), της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή (σε διαδικασία που κινήθηκε μετά την 1η Μαΐου 2004) για ολόκληρη την περίοδο λειτουργίας μιας συμπράξεως, η οποία άρχισε μεν στην Τσεχική Δημοκρατία πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ήτοι πριν από την 1η Μαΐου 2004), πλην όμως συνεχίστηκε και τερματίστηκε μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; |
|
2) |
Πρέπει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, με το σημείο 51 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών του ανταγωνισμού (2), με την αρχή ne bis in idem που απορρέει από το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3) και με τις γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αν η Επιτροπή κινήσει, μετά την 1η Μαΐου 2004, διαδικασία λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και εκδώσει απόφαση επί της οικείας υποθέσεως:
|
(1) EE L 1, σ. 1.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/15 |
Προσφυγή της 14ης Ιανουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-23/10)
2010/C 100/24
Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωπος: A. Caeiros)
Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία
Αιτήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, οι τελωνειακές αρχές της οποίας δέχονται κατά σύστημα τελωνειακές διασαφήσεις θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία νωπών μπανανών, ενώ γνωρίζουν ή όφειλαν ευλόγως να γνωρίζουν ότι το δηλούμενο βάρος τους δεν αντιστοιχεί προς το πραγματικό βάρος των μπανανών, και οι αρχές της οποίας αρνούνται να διαθέσουν τους ιδίους πόρους που αντιστοιχούν προς την απώλεια εσόδων και τους οφειλομένους τόκους υπερημερίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 68 επ. του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 (1), το άρθρο 290α του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 (2) και το παράρτημα 38 B αυτού, καθώς και τα άρθρα 2, 6, 9, 10 και 11 των κανονισμών (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 (3) και (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 (4)· |
|
— |
να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Το άρθρο 290α του κανονισμού 2454/93 ορίζει ότι: «Η εξέταση μπανανών της κλάσης ΣΟ 0803 00 19 για τον έλεγχο καθαρής μάζας κατά την εισαγωγή πρέπει να πραγματοποιείται κατ’ ελάχιστο όριο σε πλήθος διασαφήσεων θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ίσο προς το 10 % κάθε έτος και για κάθε τελωνείο. Η εξέταση των μπανανών πραγματοποιείται κατά τη στιγμή της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με τους κανόνες τους τιθέμενους στο παράρτημα 38β».
Το δε παράρτημα 38β ορίζει τα εξής: «1) Για την εφαρμογή του άρθρου 290α, οι υπηρεσίες του τελωνείου στο οποίο έχει κατατεθεί η διασάφηση για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία νωπών μπανανών προσδιορίζουν την καθαρή μάζα λαμβανομένου ως βάση δείγματος τις μονάδες συσκευασίας μπανανών για κάθε τύπο συσκευασίας και για κάθε καταγωγή. […]».
Λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική νομοθεσία και ειδικότερα τα προαναφερθέντα άρθρο 290α και παράρτημα 38β του κανονισμού 2454/93, που ήσαν οι ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι πορτογαλικές αρχές για να μη της διαθέσουν το ποσό των ιδίων πόρων που οφείλουν και των τόκων υπερημερίας που οφείλουν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000 δεν πρέπει να γίνουν δεκτά και ότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα προαναφερθέντα άρθρο 290α και παράρτημα 38β ήσαν απολύτως σαφή όσον αφορά το βάρος που έπρεπε να χρησιμεύσει ως βάση υπολογισμού των δασμών.
Τα προαναφερθέντα άρθρο 290α και παράρτημα 38β ορίζουν αναμφίβολα ότι στη διασάφηση περί θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία των μπανανών πρέπει να ορίζεται η «καθαρή μάζα», δηλαδή το «πραγματικό βάρος», των μπανανών και ότι το «πραγματικό βάρος» αυτό πρέπει, κατά συνέπεια, να χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού των δασμών.
Η Επιτροπή δεν είχε καμία έννομη υποχρέωση να δημοσιεύσει, στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδοποίηση προς τους εισαγωγείς να μη σημειώνουν βάρος 18,14 kg ή κάποιο κατ’ αποκοπή μέσο βάρος κατά τη συμπλήρωση των τελωνειακών διασαφήσεων.
Εφόσον τα προαναφερθέντα άρθρο 290α και παράρτημα 38β είναι σαφή ως προς το ζήτημα του βάρους που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δασμών, οι επιχειρήσεις που ασχολούνται τακτικά με την εισαγωγή μπανανών και οι οποίες γνωρίζουν, ως εκ τούτου, την ισχύουσα για τη δραστηριότητα αυτή νομοθεσία, θα ηδύναντο ευχερώς να γνωρίζουν ότι η τελωνειακή διασάφηση την οποία όφειλαν να υποβάλουν έπρεπε να περιλαμβάνει την «καθαρή μάζα», ήτοι το πραγματικό βάρος των μπανανών και όχι κάποιο «εμπορικό» βάρος που, όπως αποδεικνύεται στις πλείστες των περιπτώσεων, είναι πλασματικό.
Οι πορτογαλικές αρχές δεν δύνανται να επικαλούνται ότι η Επιτροπή ευθύνεται διότι δεν εξεπλήρωσε υποχρέωσή της να ειδοποιήσει τα κράτη μέλη κατόπιν των πληροφοριών που της είχαν στείλει οι ιταλικές αρχές. Πράγματι, οι τελωνειακές πορτογαλικές αρχές, οι οποίες δρούσαν τον χώρο εκτελωνισμού των εισαγομένων μπανανών, είχαν, χωρίς καμιά αμφιβολία, τη δυνατότητα να διαπιστώσουν — και χωρίς να έχουν λάβει οποιαδήποτε πληροφορία από την Επιτροπή — ότι οι τελωνειακές διασαφήσεις δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι, στις πλείστες των περιπτώσεων, το αληθές βάρος υπερέβαινε το «στερεότυπο» διασαφούμενο βάρος. Επομένως, εναπέκειτο αποκλειστικά στις πορτογαλικές αρχές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους δράσεως κι ελέγχου, να ελέγχουν την ακρίβεια των διασαφήσεων αυτών.
Το άρθρο 13 του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα αναθέτει στις τελωνειακές αρχές την εξουσία να λαμβάνουν «όλα τα μέτρα ελέγχου που κρίνουν αναγκαία για την ορθή εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας».
Οι πορτογαλικές αρχές εγνώριζαν ότι είχε γίνει τρέχουσα πρακτική οι επιχειρηματίες να υποβάλλουν τελωνειακές διασαφήσεις περί θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία μπανανών βάσει του εμπορικού βάρους 18,14 kg ανά κιβώτιο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι εν λόγω αρχές δεν δύνανται να υποστηρίζουν ότι το προαναφερθέν άρθρο 290α τις υποχρέωνε να εξετάζουν μόνον 10 % των διασαφήσεων θέσεως των μπανανών σε ελεύθερη κυκλοφορία.
Η ευχέρεια που παρέχεται στις τελωνειακές αρχές να πραγματοποιούν προσθέτους ελέγχους σχετικά με το βάρος των μπανανών, πέρα από το επιβαλλόμενο από το προαναφερθέν άρθρο 290α minimum του 10 %, μετατρέπεται σε υποχρέωση όταν, κατά την πραγματοποίηση των ελέγχων, διαπιστώνεται ότι συντρέχει κίνδυνος να γίνουν δεκτές ανακριβείς διασαφήσεις, υπό το πρίσμα της αποτελεσματικής προστασίας των κοινοτικών ιδίων πόρων.
Οσάκις οι τελωνειακές αρχές διαπιστώνουν ότι το διασαφούμενο βάρος δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό βάρος και ότι υφίσταται κίνδυνος αποδοχής ανακριβών διασαφήσεων, οι αρχές αυτές οφείλουν να μη επιτρέπουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των μπανανών χωρίς έλεγχο του βάρους, έστω και αν ο έλεγχος έχει ήδη καλύψει το ελάχιστο ποσοστό του 10 % στο οικείο τελωνείο και κατά το έτος αναφοράς.
Το γεγονός και μόνον ότι διασαφείται ένα «στερεότυπο» εμπορικό βάρος αρκεί για να αμφισβητηθεί το αληθές του διασαφουμένου βάρους και, συνεπώς, για να δικαιολογήσει τη διενέργεια ελέγχου εκ μέρους των τελωνειακών αρχών με σκοπό τον προσδιορισμό του πραγματικού βάρους.
Στα κράτη μέλη εναπέκειτο, δυνάμει του άρθρου 8 της αποφάσεως 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ (5), και της ευθύνης που υπέχουν προς είσπραξη των κοινοτικών ιδίων πόρων, να δημιουργήσουν την κατάλληλη υποδομή για τη διενέργεια των αναγκαίων ελέγχων για τον ορθό εκτελωνισμό των μπανανών που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, βάσει δηλαδή του πραγματικού τους βάρους.
Η πρακτική των πορτογαλικών αρχών να δέχονται κατά σύστημα τελωνειακές διασαφήσεις, ενώ εγνώριζαν ή όφειλαν ευλόγως να γνωρίζουν ότι το διασαφούμενο βάρος δεν ήταν το πραγματικό βάρος των μπανανών, χωρίς να προβαίνουν σε κανέναν έλεγχο, καθώς και η άρνησή τους να αναλάβουν την ευθύνη των οικονομικών συνεπειών για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν προστατεύει αποτελεσματικά τους ιδίους πόρους ούτε είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου.
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1).
(2) Κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1).
(3) Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ 1989, L 155, σ. 1).
(4) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ 2000, L 130, σ. 1).
(5) Απόφαση του Συμβουλίου, της 31ης Οκτωβρίου 1994, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1994, L 293, σ. 9).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/17 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Liège (Βέλγιο) στις 15 Ιανουαρίου 2010 — Missionswerk Werner Heukelbach E.v. κατά État belge — Service Public Fédéral Finances
(Υπόθεση C-25/10)
2010/C 100/25
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunal de première instance de Liège
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγον: Missionswerk Werner Heukelbach E.v.
Καθού: État belge — Service Public Fédéral Finances
Προδικαστικό ερώτημα
Έχουν τα άρθρα 18 (πρώην άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΚ), 45 (πρώην άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ), 49 (πρώην άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ) και 54 (πρώην άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ) της Συνθήκης της Λισσαβώνας, της 17ης Δεκεμβρίου 2007, την έννοια ότι απαγορεύουν τη θέσπιση ή τη διατήρηση από τον νομοθέτη κράτους μέλους ενός κανόνα, κατά τον οποίο το ευεργέτημα φορολογήσεως με τον μειωμένο συντελεστή 7 % προβλέπεται αποκλειστικώς για τις ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τους φορείς αλληλασφαλίσεως ή εθνικές ενώσεις φορέων αλληλασφαλίσεως, τις επαγγελματικές ενώσεις και τις διεθνείς ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα ιδιωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα κοινής ωφελείας κράτους μέλους, στο οποίο ο κληρονομούμενος –κάτοικος Βαλλονίας– κατοικούσε πράγματι ή είχε τον τόπο της εργασίας του κατά το χρονικό σημείο του θανάτου του ή στο οποίο προηγουμένως είχε πράγματι κατοικία ή τον τόπο της εργασίας του;
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/17 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Linköpings tingsrätt (Σουηδία) στις 19 Ιανουαρίου 2010 — Lotta Andersson κατά Staten genom Kronofogdemyndigheten i Jönkoping, Tillsynsmyndigheten
(Υπόθεση C-30/10)
2010/C 100/26
Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική
Αιτούν δικαστήριο
Linköpings tingsrätt (Σουηδία)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα: Lotta Andersson
Εναγόμενο: Staten genom Kronofogdemyndigheten i Jönkoping, Tillsynsmyndigheten
Προδικαστικό ερώτημα
Συμβιβάζεται προς το άρθρο 10, στοιχείο γ', της οδηγίας [80/987/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ (2)], εθνική διάταξη, η οποία αποκλείει έναν εργαζόμενο από το δικαίωμα προτιμήσεως λόγω του ότι αυτός, μόνος του ή από κοινού με στενούς συγγενείς του, λιγότερο από έξι μήνες πριν από την υποβολή αιτήσεως κηρύξεως πτωχεύσεως, είχε την κυριότητα σημαντικού μέρους της επιχειρήσεως και ασκούσε σημαντική επιρροή στη δραστηριότητά της;
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35.
(2) ΕΕ L 270, σ. 10.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/18 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) στις 20 Ιανουαρίου 2010 — Minerva Kulturreisen GmbH κατά Finanzamt Freital
(Υπόθεση C-31/10)
2010/C 100/27
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesfinanzhof
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείουσα: Minerva Kulturreisen GmbH
Αναιρεσίβλητο: Finanzamt Freital
Προδικαστικό ερώτημα
Ισχύει το «ειδικό καθεστώς των πρακτορείων ταξιδίων», το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 26 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (1), ακόμη και για τη μεμονωμένη πώληση εισιτηρίων για την όπερα, την οποία πραγματοποιεί το πρακτορείο ταξιδίων χωρίς να παρέχει καμία άλλη συναφή υπηρεσία;
(1) Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/18 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Varhoven kasatsionen sad (Βουλγαρία) στις 20 Ιανουαρίου 2010 — Toni Semerdzhiev κατά ET «Del Pi — Krasimira Mancheva»
(Υπόθεση C-32/10)
2010/C 100/28
Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική
Αιτούν δικαστήριο
Varhoven kasatsionen sad
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
|
Αναιρεσείων |
: |
Toni Georgiev Semerdzhiev |
|
Αναιρεσίβλητες |
: |
ET «Del-Pi-Krasimira Mancheva» ZAD «Bulstrad» |
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας 90/314/EOK εφαρμογή επί της συγκεκριμένης υπόθεσης [που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης]; |
|
2) |
Πώς πρέπει να ερμηνεύεται η φράση «άλλες τουριστικές υπηρεσίες» στο άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο γ', της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ (1) και, ειδικότερα, εμπίπτει στη διάταξη αυτή η υποχρέωση του διοργανωτή να ασφαλίζει τον καταναλωτή;
|
|
3) |
Έχει η υποχρέωση του διοργανωτή να ενημερώνει τον καταναλωτή πριν από την έναρξη του ταξιδιού για τη δυνατότητα σύναψης ασφαλιστικής σύμβασης που θα καλύπτει τα έξοδα επαναπατρισμού του σε περίπτωση ατυχήματος, υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', περίπτωση iv, της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ, την έννοια ότι περιλαμβάνει την υποχρέωση του διοργανωτή να συνάψει με τον καταναλωτή σύμβαση ατομικής ασφάλισης για την κάλυψη των εξόδων επαναπατρισμού του; |
|
4) |
Έχει ο διοργανωτής του ταξιδιού, κατά τις διατάξεις της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ, την υποχρέωση να εγχειρίσει στον καταναλωτή, πριν από το ταξίδι, το πρωτότυπο πιστοποιητικό ασφάλισης; |
|
5) |
Πώς πρέπει να ερμηνεύεται η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ έννοια «ζημίες» που προκύπτουν σε βάρος του καταναλωτή λόγω της μη εκτέλεσης ή της πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης; |
|
6) |
Περιλαμβάνει η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ έννοια «ζημίες» που προκύπτουν σε βάρος του καταναλωτή λόγω της μη εκτέλεσης ή της πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης ακόμη και την ευθύνη για τη μη περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί ο καταναλωτής; |
|
7) |
Πώς πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 5, παράγραφος 2, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ στην περίπτωση αξιώσεων για αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας που έχει προκληθεί λόγω σωματικής βλάβης, αξιώσεων που στηρίζονται στη μη εκπλήρωση ή στην πλημμελή εκπλήρωση των παροχών που προβλέπει η σύμβαση, π.χ. στην παράλειψη του διοργανωτή να παραδώσει στον καταναλωτή το πρωτότυπο πιστοποιητικό ασφάλισης, εφόσον δεν προβλέπεται κανείς περιορισμός της αποζημίωσης; |
(1) Οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ L 158, σ. 59).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/19 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 21 Ιανουαρίου 2010 — Prof. Dr Brüstle κατά Greenpeace e.V.
(Υπόθεση C-34/10)
2010/C 100/29
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesgerichtshof
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείων: Prof. Dr Oliver Brüstle
Εφεσίβλητη: Greenpeace e.V.
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Ποια είναι η έννοια του όρου «ανθρώπινα έμβρυα» στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της οδηγίας 98/44/ΕΚ (1);
|
|
2) |
Ποια είναι η έννοια της φράσεως «χρήσεις ανθρωπίνων εμβρύων για βιομηχανικούς ή εμπορικούς σκοπούς»; Καλύπτει η φράση αυτή κάθε εμπορική εκμετάλλευση υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, και ειδικότερα τις χρήσεις για σκοπούς επιστημονικής έρευνας; |
|
3) |
Αποκλείεται κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της οδηγίας η κατοχύρωση μιας τεχνικής μεθόδου με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ακόμη και στην περίπτωση που η χρήση ανθρωπίνων εμβρύων δεν αποτελεί μέρος της καλυπτόμενης από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τεχνικής μεθόδου, αποτελεί όμως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής,
|
(1) Οδηγία 98/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 1998, για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων (ΕΕ L 213, σ. 13).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/20 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Landgerichts Berlin (Γερμανία) στις 22 Ιανουαρίου 2010 — Landwirtschaftliches Unternehmen e.G. Sondershausen κατά BVVG Bodenverwertungs- und -verwaltungs GmbH
(Υπόθεση C-37/10)
2010/C 100/30
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Landgericht Berlin
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα: Landwirtschaftliches Unternehmen e.G. Sondershausen
Εναγομένη: BVVG Bodenverwertungs- und -verwaltungs GmbH
Προδικαστικό ερώτημα
Αντιβαίνει η διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 1, δεύτερη και τρίτη περίοδος, του εκδοθέντος σε εκτέλεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, σημείο 1, του AusgILeistG διατάγματος περί κτήσεως εκτάσεων (Flächenerwerbsverordnung) στο άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΚ;
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/20 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Βέλγιο) στις 25 Ιανουαρίου 2010 — 1. Vlaamse Dierenartsenvereniging VZW και 2. Marc Janssens κατά Belgische Staat, παρεμβαίνων: Luk Vangheluwe
(Υπόθεση C-42/10)
2010/C 100/31
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Raad van State
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
|
Αιτούντες |
: |
Vlaamse Dierenartsenvereniging VZW Marc Janssens |
|
Καθού |
: |
Belgische Staat |
|
Παρεμβαίνων |
: |
Luk Vangheluwe |
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Μήπως τα άρθρα 3, στοιχείο β', 4, παράγραφος 2, 5 και 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 998/2003/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και τα άρθρα και παραρτήματα της αποφάσεως 2003/803/ΕΚ (2) της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γαλών και κουναβιών, εμποδίζουν μια εθνική ρύθμιση σχετικά με τα διαβατήρια για γάτες και κουνάβια, αφενός, να παραπέμψει στο υπόδειγμα και στις πρόσθετες απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2003, αλλά, αφετέρου, να επιβάλει ότι κάθε διαβατήριο πρέπει να φέρει ένα μοναδικό αριθμό 13 χαρακτήρων, δηλαδή “BE”, τον κωδικό ISO για το Βέλγιο, συνοδευόμενο με τον διψήφιο αριθμό εγκρίσεως του διανομέα του διαβατηρίου και με ένα εννεαψήφιο αύξοντα αριθμό; |
|
2) |
Μήπως τα άρθρα 3, στοιχείο β', 4, παράγραφος 2, 5 και 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 998/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και τα άρθρα και παραρτήματα της αποφάσεως 2003/803/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γαλών και κουναβιών, εμποδίζουν μια εθνική ρύθμιση να χρησιμοποιεί το υπόδειγμα ευρωπαϊκού διαβατηρίου ζώων συντροφιάς και ως απόδειξη της ταυτοποιήσεως και καταχωρίσεως σκύλων και να επιτρέπει σε τρίτους να επιφέρουν τροποποιήσεις σχετικά με την ταυτοποίηση του κυρίου και του ζώου θέτοντας αυτοκόλλητα, πάνω από τα προηγούμενα στοιχεία ταυτοποιήσεως, στα μέρη I έως III ενός ευρωπαϊκού διαβατηρίου ζώων συντροφιάς στο οποίο έχει αναγραφεί πιστοποίηση από εγκεκριμένο κτηνίατρο; |
(1) EE L 146, σ. 1.
(2) EE L 312, σ. 1.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/20 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα) στις 25 Ιανουαρίου 2010 — Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ, Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς κ.λπ και Παγκόσμιο Ταμείο για την Φύση WWF Ελλάς κατά Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων 'Εργων κ.λπ.
(Υπόθεση C-43/10)
2010/C 100/32
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Συμβούλιο της Επικρατείας
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αιτούντες: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ, Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς κ.λπ και Παγκόσμιο Ταμείο για την Φύση WWF Ελλάς
Καθών: Υπουργός Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων 'Εργων κ.λπ.
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
«Με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ “για την θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων” (ΕΕ L 327) τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22.12.2009) για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων ή θεσπίζεται μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία ειδική προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της ως άνω οδηγίας;». Σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ότι με την ως άνω διάταξη της οδηγίας τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: |
|
2) |
«Εθνική ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) σε άλλη ΛΑΠ, χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΠΛΑΠ) εντός των οποίων βρίσκονται οι ΛΑΠ από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τα άρθρο 2 παράγραφος 15 της ως άνω οδηγίας, βασική μονάδα διαχείρισης της ΛΑΠ είναι η ΠΛΑΠ, στην οποία ανήκει;». Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα θα πρέπει περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: |
|
3) |
«Κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από μια ΠΛΑΠ σε γειτονική ΠΛΑΠ; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο σκοπός αυτής της μεταφοράς μπορεί να είναι μόνο η κάλυψη αναγκών ύδρευσης ή μπορεί επίσης να εξυπηρετούνται η άρδευση και η παραγωγή ενέργειας; Σε κάθε περίπτωση απαιτείται, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της οδηγίας, να έχει κριθεί αιτιολογημένα από τη Διοίκηση και επί τη βάσει της αναγκαίας επιστημονικής μελέτης, ότι η ΠΛΑΠ υποδοχής αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες που έχει για ύδρευση, άρδευση κ.λπ με τους δικού της υδάτινους πόρους;». Σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει, ως προς το ερώτημα υπό στοιχείο 1), ότι με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 ης οδηγίας 2000/60/ΕΚ δεν τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22.12.2009) για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, αλλά θεσπίζεται ειδική προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: |
|
4) |
«Εθνική ρύθμιση, θεσπιζόμενη εντός της ανωτέρω ειδικής προθεσμίας μεταφοράς, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) σε άλλη ΛΑΠ, χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΠΛΑΠ), εντός των οποίων βρίσκονται οι ΛΑΠ, από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, θέτει, άνευ ετέρου, σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας ή πρέπει για να εκτιμηθεί το ζήτημα αν τίθεται σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της οδηγίας, να ληφθούν υπ'οψη κριτήρια, όπως η κλίμακα των προβλεπομένων επεμβάσεων και οι σκοποί της μεταφοράς ύδατος;», |
|
5) |
«Νομοθετική ρύθμιση, η οποία θεσπίζεται από εθνικό κοινοβούλιο και με την οποία εγκρίνονται σχέδια διαχείρισης ΛΑΠ χωρίς να προβλέπεται, από τους κρίσιμους εθνικούς κανόνες, στάδιο διαβουλεύσεως με το κοινό στη διαδικασία ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου και χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως ενώπιον της Διοικήσεως, είναι σύμφωνη με τις ρυθμίσεις των άρθρων 13, 14 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ που αφορούν στις διαδικασίες ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής του κοινού;», |
|
6) |
«Κατά την έννοια της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» (ΕΕ L 175), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 73), ΜΠΕ που αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στην μεταφορά ύδατος και που εισήχθη προς έγκριση ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου μετά από την δικαστική ακύρωση της πράξεως, με την οποία είχε ήδη εγκριθεί και για την οποία είχε ήδη τηρηθεί η διαδικασία δημοσιότητας, χωρίς να τηρηθεί εκ νέου η διαδικασία αυτή, καλύπτει τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 5, 6, 8, και 9 της ως άνω οδηγίας για ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού;», |
|
7) |
«Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001, “σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων” (ΕΕ L 197) σχέδιο εκτροπής ποταμού, το οποίο α) αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στη μεταφορά ύδατος από μια ΠΛΑΠ σε άλλη, β) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23.10.2000“για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων” (ΕΕ L 327), γ) αφορά σε έργα της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» (ΕΕ L 175) και δ) ενδέχεται να έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε περιοχές της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαϊου 1992, «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (ΕΕ L 206);». Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: |
|
8) |
«Κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 1 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, μπορούν να θεωρηθούν ως τυπικές προπαρασκευαστικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από τις 21 Ιουλίου 2004, έτσι ώστε να μην υφίσταται υποχρέωση για εκπόνηση μελέτης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, πράξεις που αφορούσαν στο επίδικο έργο και έχουν ακυρωθεί αναδρομικώς με δικαστικές αποφάσεις;». Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: |
|
9) |
«Κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, σε περίπτωση που σχέδιο εμπίπτει ταυτόχρονα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, καθώς και σε αυτό των οδηγιών 2000/60/ΕΚ και 85/337/ΕΚ που, επίσης, απαιτούν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου, αρκούν για την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 2001/42/ΕΚ οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί, με βάση τα οριζόμενα στις οδηγίες 2000/60/ΕΚ και 85/337/ΕΚ, ή θα πρέπει να εκπονηθεί αυτοτελής μελέτη στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης;», |
|
10) |
«Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, “για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας” (ΕΕ L 206), οι περιοχές που περιλαμβάνονταν στους εθνικούς καταλόγους των τόπων κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) και, τελικώς, συμπεριελήφθησαν στον κοινοτικό κατάλογο των ΤΚΣ, καταλαμβάνονταν από την προστασία της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, πριν από το χρόνο δημοσιεύσεως της 2006/613/ΕΚ απόφασης της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2006, με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος των προστατευόμενων ΤΚΣ για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή;», |
|
11) |
«Είναι δυνατόν, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4, και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, οι αρμόδιες εθνικές αρχές να παράσχουν άδεια για την πραγμάτωση σχεδίου εκτροπής ύδατος, μη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διατήρηση περιοχής που εντάσσεται σε Ζώνη Ειδικής Προστασίας όταν σε όλες τις μελέτες που περιλαμβάνονται στο φάκελο του έργου αυτού διαπιστώνεται η παντελής έλλειψη στοιχείων ή η απουσία αξιόπιστων και επικαιροποιημένων δεδομένων για την ορνιθοπανίδα της περιοχής αυτής;», |
|
12) |
«Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, λόγοι κυρίως αρδευτικοί και δευτερευόντως υδρευτικοί, για τους ο ποιους επιχειρείται σχέδιο εκτροπής ύδατος, μπορούν να αποτελέσουν το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον που απαιτεί η οδηγία, προκειμένου να επιτραπεί η διενέργεια του έργου αυτού, παρ 'όλες τις αρνητικές επιπτώσεις του στις προστατευόμενες από την ως άνω οδηγία περιοχές;». Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα: |
|
13) |
«Για τον καθορισμό της επάρκειας των αντισταθμιστικών μέτρων που είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής μιας περιοχής Natura 2000 η οποία βλάπτεται από σχέδιο εκτροπής ύδατος, είναι, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ληπτέα υπ 'όψιν κριτήρια, όπως το εύρος της ως άνω εκτροπής και το μέγεθος των έργων που αυτή συνεπάγεται;», |
|
14) |
«Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ερμηνευομένων υπο το φως της αρχής της αειφόρου αναπτύξεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 ΣυνθΕΚ, δύνανται οι αρμόδιες εθνικές αρχές να παράσχουν άδεια για την πραγμάτωση σχεδίου εκτροπής ύδατος εντός περιοχής Natura 2000, μη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διατήρηση της συνοχής της περιοχής αυτής, όταν από την ΜΠΕ του εν λόγω σχεδίου προκύπτει ότι αυτό θα έχει ως συνέπεια την μετατροπή φυσικού ποτάμιου οικοσυστήματος σε ανθρωπογενές ποτάμιο και λιμναίο οικοσύστημα;». |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/23 |
Προσφυγή που ασκήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-44/10)
2010/C 100/33
Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Alcover San Pedro και P. Guerra e Andrade)
Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία
Αιτήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει, μέσω της χορηγήσεως αδειών σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας 2008/1/ΕΚ (1), και μη θεσπίζοντας τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει, μέσω της επανεξετάσεως και ενδεχομένου εκσυγχρονισμού των αδειών για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, ότι, από 30 Οκτωβρίου 2007, η εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων αυτών θα γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 3, 7, 9, 10, 13, 14, στοιχεία α' και β', και 15, παράγραφος 2, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (οδηγία IPPC)· |
|
— |
να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Από την ανάγνωση των άρθρων 4 και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας IPPC εν συνδυασμώ, συνάγεται ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να εξασφαλίσουν τη χορήγηση αδειών, για νέες ή υφιστάμενες εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας. Όφειλαν δε να επανεξετάσουν και ενδεχομένως να εκσυγχρονίσουν τους όρους των αδειών για υφιστάμενες εγκαταστάσεις μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2007.
Σύμφωνα με πληροφορίες που παρέσχε η πορτογαλική διοίκηση το 2008, αφενός μεν για διάφορες εγκαταστάσεις δεν απαιτήθηκε σχετική άδεια. Αφετέρου δε, επί συνόλου 632 εγκαταστάσεων, 820 λειτουργούσαν χωρίς να έχει εκδοθεί σχετική άδεια.
Σύμφωνα με νεώτερες πληροφορίες, επί συνόλου 577 εγκαταστάσεων, έχουν άδεια 481 εγκαταστάσεις, ενώ εκκρεμούν προς εξέταση 17 υποθέσεις.
(1) JO 2008, L 24, σ. 8
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/23 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Βέλγιο) στις 28 Ιανουαρίου 2010 — 1. Vlaamse Dierenartsenvereniging VZW και 2. Marc Janssens κατά Belgische Staat
(Υπόθεση C-45/10)
2010/C 100/34
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Raad van State
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
|
Αιτούντες |
: |
|
||||
|
Καθού |
: |
Belgische Staat |
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Μήπως τα άρθρα 3, στοιχείο β', 4, παράγραφος 2, 5 και 17, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 998/2003/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και τα άρθρα και παραρτήματα της αποφάσεως 2003/803/ΕΚ (2) της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γαλών και κουναβιών, εμποδίζουν μια εθνική ρύθμιση να χρησιμοποιεί και το υπόδειγμα ευρωπαϊκού διαβατηρίου ζώων συντροφιάς ως απόδειξη της ταυτοποιήσεως και καταχωρίσεως σκύλων και επιπλέον να επιτρέπει σε τρίτους να επιφέρουν τροποποιήσεις σχετικά με την ταυτοποίηση του κυρίου και του ζώου θέτοντας αυτοκόλλητα, πάνω από τα προηγούμενα στοιχεία ταυτοποιήσεως, στα μέρη Ι έως ΙΙΙ ενός ευρωπαϊκού διαβατηρίου ζώων συντροφιάς στο οποίο έχει αναγραφεί πιστοποίηση από εγκεκριμένο κτηνίατρο; |
|
2) |
Μήπως οι εθνικές διατάξεις, που χρησιμοποιούν ως απόδειξη της ταυτοποιήσεως και καταχωρίσεως σκύλων και το υπόδειγμα ευρωπαϊκού διαβατηρίου ζώων συντροφιάς, όπως περιλαμβάνεται στην απόφαση 2003/803/ΕΚ […] της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γαλών και κουναβιών, και που επιπλέον επιτρέπουν σε τρίτους να επιφέρουν τροποποιήσεις σχετικά με την ταυτοποίηση του κυρίου και του ζώου θέτοντας αυτοκόλλητα στα μέρη Ι έως ΙΙΙ ενός τέτοιου διαβατηρίου, αποτελούν τεχνικούς κανόνες υπό την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ (3) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, οι οποίοι κατά το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής πρέπει να κοινοποιηθούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν θεσπιστούν; |
(1) ΕΕ L 146, σ. 1.
(2) ΕΕ L 312, σ. 1.
(3) ΕΕ L 204, σ. 37.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/24 |
Προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Βασιλείου της Ισπανίας που ασκήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2010
(Υπόθεση C-48/10)
2010/C 100/35
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωπος: A. Alcover San Pedro)
Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, μη λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι αρχές να μεριμνούν, με άδειες χορηγούμενες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 ή με την προσήκουσα επανεξέταση των όρων χορηγήσεως των αδειών και, ενδεχομένως, την επικαιροποίησή τους, ώστε να εξακολουθήσει η εκμετάλλευση των υφισταμένων εγκαταστάσεων κατά τις προβλεπόμενες στα άρθρα 3, 7, 9, 10 και 13, στο άρθρο 14, στοιχεία α' και β', και στο άρθρο 15, παράγραφος 2, απαιτήσεις, το αργότερο μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2007, με την επιφύλαξη άλλων ειδικών κοινοτικών διατάξεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/1/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρυπάνσεως (οδηγία IPPC). |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι και κύρια επιχειρήματα
Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/1/ΕΚ, η προθεσμία προς συμμόρφωση με την υποχρέωση προσαρμογής των υφιστάμενων εγκαταστάσεων προς τις απαιτήσεις της οδηγίας IPPC, με τη χορήγηση ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας, έληξε στις 30 Οκτωβρίου 2007.
Κατά την ημερομηνία αυτή, πλείονες υφιστάμενες εγκαταστάσεις εξακολουθούσαν να λειτουργούν στην Ισπανία χωρίς την εν λόγω άδεια. Μετά την έναρξη διαδικασίας λόγω της παραβάσεως αυτής, επιταχύνθηκε η διαδικασία χορηγήσεως των περιβαλλοντικών αδειών, χωρίς ωστόσο να σταματήσει η παράβαση αυτή ούτε εντός της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ούτε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, μέχρι σήμερα. Δυνάμει των στοιχείων που προσκομίσθηκαν από τις εθνικές αρχές με την απάντησή τους στην αιτιολογημένη γνώμη, κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, 533 υφιστάμενες εγκαταστάσεις εξακολουθούσαν να λειτουργούν χωρίς την υποχρεωτική άδεια IPPC.
Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι προφανές ότι το Βασίλειο της Ισπανίας εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη αυτή.
(1) ΕΕ L 24 της 29.1.2008, σ. 8.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/24 |
Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-50/10)
2010/C 100/36
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Alcover San Pedro και C. Zadra)
Καθής: Ιταλική Δημοκρατία
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές θα επιτύχουν, με τις άδειες που χορηγούνται κατά τα άρθρα 6 και 8 ή με επανεξέταση, οσάκις ενδείκνυται, και αναθεώρηση, οσάκις απαιτείται, των όρων αδείας, να λειτουργούν όλες οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/1/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, κατά τρόπο σύμφωνο με τις προδιαγραφές των άρθρων 3, 7, 9, 10 και 13, του άρθρου 14, στοιχεία α' και β', και του άρθρου 15, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής· |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές θα επιτύχουν, με τη χορήγηση αδειών κατά τα άρθρα 6 και 8 ή με επανεξέταση, οσάκις ενδείκνυται, και αναθεώρηση, οσάκις απαιτείται, των όρων αδείας, να λειτουργούν οι κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας υφιστάμενες εγκαταστάσεις κατά τρόπο σύμφωνο με τις προβλεπόμενες από την ίδια οδηγία προδιαγραφές, το αργότερο την 30ή Οκτωβρίου 2007.
Εντούτοις, τον Ιανουάριο του 2010, και ειδικότερα κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν έχει ακόμη εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας.
(1) EE L 24, σ. 8.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/25 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα) την 1η Φεβρουαρίου 2010 — Ελεύθερη Τηλεόραση Α.Ε. «ALTER CHANNEL» και Κωνσταντίνος Γιαννίκος κατά Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης
(Υπόθεση C-52/10)
2010/C 100/37
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Συμβούλιο της Επικρατείας
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αιτούντες: Ελεύθερη τηλεόραση A.E «ALTER CHANNEL» και Κωνσταντίνος Γιαννίκος
Καθών: Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης
Προδικαστικόó ερώτημα
«Η διάταξη της παραγράφου δ του άρθρου 1 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 202), περί του συντονισμού ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του εδαφίου γ του άρθρου 1 της οδηγίας 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 202) έχει την έννοια ότι, απαραίτητο εννοιολογικό στοιχείο του διαφημιστικού σκοπού, στο πλαίσιο της «συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως», αποτελεί η παροχή αμοιβής ή άλλου είδους πληρωμής ή ανταλλάγματος;».
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/25 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Βέλγιο) στις 28 Ιανουαρίου 2010 — Vlaamse Dierenartsenvereniging VZW κατά Belgische Staat
(Υπόθεση C-57/10)
2010/C 100/38
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Raad van State
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αιτών: Vlaamse Dierenartsenvereniging VZW
Καθού: Belgische Staat
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Μήπως τα άρθρα 3, στοιχείο β', 4, παράγραφος 2, 5 και 17, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 998/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, και τα άρθρα και παραρτήματα της αποφάσεως 2003/803/ΕΚ (2) της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γαλών και κουναβιών, εμποδίζουν μια εθνική ρύθμιση σχετικά με τα διαβατήρια για γάτες και κουνάβια να παραπέμψει στο υπόδειγμα και στις πρόσθετες απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2003, αλλά επιπλέον να επιβάλει ότι κάθε διαβατήριο πρέπει να φέρει ένα μοναδικό αριθμό 13 χαρακτήρων, δηλαδή «ΒΕ», τον κωδικό ISO για το Βέλγιο, συνοδευόμενο με τον διψήφιο αριθμό εγκρίσεως του διανομέα και ένα εννεαψήφιο αύξοντα αριθμό; |
|
2) |
Μήπως μια εθνική ρύθμιση, η οποία σχετικά με τα διαβατήρια για γάτες και κουνάβια παραπέμπει στο υπόδειγμα και στις πρόσθετες απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2003, αλλά επιπλέον ορίζει ότι κάθε διαβατήριο πρέπει να φέρει ένα μοναδικό αριθμό 13 χαρακτήρων, δηλαδή «ΒΕ», τον κωδικό ISO για το Βέλγιο, συνοδευόμενο με τον διψήφιο αριθμό εγκρίσεως του διανομέα και ένα αύξοντα εννεαψήφιο αριθμό, αποτελεί τεχνικό κανόνα υπό την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ (3) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, ο οποίος κατά το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής πρέπει να κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν θεσπιστεί; |
(1) ΕΕ L 146, σ. 1.
(2) ΕΕ L 312, σ. 1.
(3) ΕΕ L 204, σ. 37.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/26 |
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 3 Φεβρουαρίου 2010 στις υποθέσεις — Monsanto SAS, Monsanto Agriculture France SAS, Monsanto International SARL, Monsanto Technology LLC κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Monsanto SAS, Monsanto Agriculture France SAS, Monsanto International SARL, Monsanto Europe SA κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Association générale des producteurs de maïs (AGPM) κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — SCEA de Malaprade, SCEA Coutin, Jérôme Huard, Dominique Richer, EARL de Candelon, Bernard Mir, EARL des Menirs, Marie-Jeanne Darricau, GAEC de Commenian κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Pioneer Génétique, Pioneer Semences κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Syndicat des établissements de semences agréés pour les semences de maïs (SEPROMA) κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Caussade Semences SA κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Société Limagrain Verneuil Holding κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Société Maïsadour Semences κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Ragt Semences SA κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας — Euralis Semences SAS, Euralis Coop κατά Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας
((Υπόθεση C-58/10) - (Υπόθεση C-59/10) - (Υπόθεση C-60/10) - (Υπόθεση C-61/10) - (Υπόθεση C-62/10) - (Υπόθεση C-63/10) - (Υπόθεση C-64/10) - (Υπόθεση C-65/10) - (Υπόθεση C-66/10) - (Υπόθεση C-67/10) - (Υπόθεση C-68/10))
2010/C 100/39
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Conseil d'État (Γαλλία)
Διάδικοι στις υποθέσεις των κύριων δικών
Προσφεύγοντες: Monsanto SAS, Monsanto Agriculture France SAS, Monsanto International SARL, Monsanto Technology LLC (C-58/10), Monsanto SAS, Monsanto Agriculture France SAS, Monsanto International SARL, Monsanto Europe SA (C-59/10), Association générale des producteurs de maïs (AGPM) (C-60/10), SCEA de Malaprade, SCEA Coutin, Jérôme Huard, Dominique Richer, EARL de Candelon, Bernard Mir, EARL des Menirs, Marie-Jeanne Darricau, GAEC de Commenian (C-61/10), Pioneer Génétique, Pioneer Semences (C-62/10), Syndicat des établissements de semences agréés pour les semences de maïs (SEPROMA) (C-63/10), Caussade Semences SA (C-64/10), Société Limagrain Verneuil Holding (C-65/10), Société Maïsadour Semences (C-66/10), Ragt Semences SA (C-67/10), Euralis Semences SAS, Euralis Coop (C-68/10)
Καθού: Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Στην περίπτωση που γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός προοριζόμενος για ζωοτροφές διατέθηκε στο εμπόριο προ της δημοσιεύσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 (1) και η εγκριθείσα για αυτόν άδεια συνεχίζει να ισχύει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει, προ της εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως χορηγήσεως νέας άδειας υποβαλλόμενης σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κανονισμό αυτόν, το επίμαχο προϊόν να λογίζεται ως περιλαμβανόμενο στα προϊόντα των οποίων γίνεται μνεία στις διατάξεις του άρθρου 12 της οδηγίας 2001/18/ΕΚ (2), σε αυτήν δε την περίπτωση, επιβάλλεται για τον εν λόγω γενετικώς τροποποιημένο οργανισμό, αναφορικά με τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που μπορούν να ληφθούν μετά τη χορήγηση άδειας διαθέσεως στο εμπόριο, η τήρηση μόνον του άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 ή, αντιθέτως, μέτρα αυτού του περιεχομένου μπορούν να λαμβάνονται από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 23 της οδηγίας και των εθνικών διατάξεων μεταφοράς αυτού στην εσωτερική έννομη τάξη; |
|
2) |
Εφόσον γίνει δεκτό ότι τα μέτρα έκτακτης ανάγκης μπορούν να ληφθούν μόνον στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003, οι αρχές κράτους μέρους μπορούν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, στο πλαίσιο της περιστολής των κινδύνων στην οποία αναφέρεται το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 (3) ή των προσωρινών μέτρων προστασίας τα οποία μπορεί να λαμβάνει ένα κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 54 του ίδιου κανονισμού, να λαμβάνουν μέτρα όπως τα προβλεπόμενα με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση (4); |
|
3) |
Εφόσον γίνει δεκτό ότι οι αρχές κράτους μέλους μπορούν να λαμβάνουν μέτρα επί τη βάσει του άρθρου 23 της οδηγίας 2001/18/ΕΚ ή επί τη βάσει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 ή επί τη βάσει αμφότερων των ανωτέρω διατάξεων, και λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αρχής της προφυλάξεως, ποια διαβάθμιση του ελέγχου, αναφορικά με τις προϋποθέσεις διαπιστώσεως του κινδύνου, εκτιμήσεως της πιθανότητας επελεύσεώς του και αξιολογήσεως της φύσεως των συνεπειών του, επιβάλλουν οι διατάξεις, αφενός, του άρθρου 23 της οδηγίας, το οποίο εξαρτά τη λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης, όπως η αναστολή της χρήσεως του προϊόντος, από τη διαβεβαίωση του κράτους μέλους ότι «έχει τεκμηριωμένους λόγους να θεωρεί ότι ένας ΓΤΟ (…) συνιστά κίνδυνο για (…) το περιβάλλον», και, αφετέρου, του άρθρου 34 του κανονισμού, το οποίο εξαρτά τη λήψη μέτρου αυτού του περιεχομένου από τη διαπίστωση ότι το προϊόν «είναι πιθανό να θέσ[ει] σε σοβαρό κίνδυνο (…) το περιβάλλον»; |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (ΕΕ L 268, σ. 1).
(2) Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 106, σ. 1).
(3) Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1).
(4) Υπουργική απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2007 στην υπόθεση C-58/10 και υπουργική απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε, στις υποθέσεις C-59/10 έως C-68/10.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/27 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal administratif (Λουξεμβούργο) στις 5 Φεβρουαρίου 2010 — Brahim Samba Diouf κατά Ministre du Travail, de l'Emploi et de l'Immigration
(Υπόθεση C-69/10)
2010/C 100/40
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunal administratif
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγων: Brahim Samba Diouf
Καθού: Ministre du Travail, de l'Emploi et de l'Immigration.
Προδικαστικά ερωτήματα
«Έχει το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ (1) την έννοια ότι αντιβαίνει στο άρθρο αυτό εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 20, παράγραφος 5, του νόμου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της 5ης Μαΐου 2006, περί δικαιώματος ασύλου και συμπληρωματικών μορφών προστασίας, κατ’ εφαρμογήν της οποίας ο αιτών άσυλο δεν διαθέτει δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως της διοικητικής αρχής περί εκτιμήσεως της βασιμότητας της οικείας αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας με ταχεία διαδικασία;
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, έχει η γενική αρχή παροχής αποτελεσματικής ένδικης προστασίας σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, η οποία βασίζεται στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950, την έννοια ότι αντιβαίνει στην αρχή αυτή εθνική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 20, παράγραφος 5, του νόμου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της 5ης Μαΐου 2006, περί δικαιώματος ασύλου και συμπληρωματικών μορφών προστασίας, κατ’ εφαρμογήν της οποίας ο αιτών άσυλο δεν διαθέτει δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως της διοικητικής αρχής περί εκτιμήσεως της βασιμότητας της οικείας αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας με ταχεία διαδικασία;»
(1) Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (EE L 326, σ. 13).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/27 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Corta Suprema di Cassazione (Ιταλία) στις 9 Φεβρουαρίου 2010 — Ποινική δίκη κατά Marcello Costa
(Υπόθεση C-72/10)
2010/C 100/41
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Corte Suprema di Cassazione
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Marcello Costa
Προδικαστικό ερώτημα
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερωτάται επί της ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε σχέση με την ελευθέρια εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των αθλητικών στοιχημάτων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης επιτρέπουν ή όχι εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα κρατικό μονοπώλιο και σύστημα παραχωρήσεων και αδειών καθορισμένου αριθμού, το οποίο προβλέπει: α) εν γένει προστασία των δικαιούχων παραχωρήσεων οι οποίες χορηγήθηκαν σε προγενέστερο χρόνο βάσει διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αποκλείσθηκε παρανόμως μέρος των επιχειρηματιών του τομέα· β) διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν εκ των πραγμάτων τη διατήρηση των εμπορικής φύσεως δικαιωμάτων που εκτήθησαν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αποκλείσθηκε παρανόμως μέρος των επιχειρηματιών του τομέα (επί παραδείγματι, μέσω της επιβαλλόμενης στους νέους παραχωρησιούχους υποχρεώσεως να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν της κατ’ ελάχιστο όριο οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)· γ) περιπτώσεις εκπτώσεως του παραχωρησιούχου και καταπτώσεως εγγυήσεων ιδιαιτέρως μεγάλου ύψους εις βάρος αυτού, μεταξύ των οποίων η περίπτωση κατά την οποία ο παραχωρησιούχος επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/28 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Corta Suprema di Cassazione (Ιταλία) στις 9 Φεβρουαρίου 2010 — Ugo Cifone κατά Giudice delle indagini preliminari del Tribunale di Trani
(Υπόθεση C-77/10)
2010/C 100/42
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Corte Suprema di Cassazione
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείων: Ugo Cifone
Προδικαστικό ερώτημα
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερωτάται επί της ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε σχέση με την ελευθέρια εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των αθλητικών στοιχημάτων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης επιτρέπουν ή όχι εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα κρατικό μονοπώλιο και σύστημα παραχωρήσεων και αδειών καθορισμένου αριθμού, το οποίο προβλέπει: α) εν γένει προστασία των δικαιούχων παραχωρήσεων οι οποίες χορηγήθηκαν σε προγενέστερο χρόνο βάσει διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αποκλείσθηκε παρανόμως μέρος των επιχειρηματιών του τομέα· β) διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν εκ των πραγμάτων τη διατήρηση των εμπορικής φύσεως δικαιωμάτων που εκτήθησαν κατόπιν διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας αποκλείσθηκε παρανόμως μέρος των επιχειρηματιών του τομέα (επί παραδείγματι, μέσω της επιβαλλόμενης στους νέους παραχωρησιούχους υποχρεώσεως να εγκαταστήσουν τα σημεία παροχής των υπηρεσιών τους πέραν της κατ’ ελάχιστο όριο οριζόμενης αποστάσεως από τα ήδη λειτουργούντα πρακτορεία)· γ) περιπτώσεις εκπτώσεως του παραχωρησιούχου και καταπτώσεως εγγυήσεων ιδιαιτέρως μεγάλου ύψους εις βάρος αυτού, μεταξύ των οποίων η περίπτωση κατά την οποία ο παραχωρησιούχος επιδίδεται, άμεσα ή έμμεσα, σε διασυνοριακές δραστηριότητες σχετικές με παίγνια εξομοιούμενα με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της παραχωρήσεως.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/28 |
Προσφυγή της 11ης Φεβρουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-80/10)
2010/C 100/43
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: F. Jimeno Fernández καιΑ. Μαρκουλή)
Καθής: Ελληνική Δημοκρατία
Αιτήματα
|
— |
να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ότι η Υπουργική απόφαση 552 της 25ης Αυγούστου 2004 της Ελληνικής Δημοκρατίας όπως αυτή έχει τροποποιηθεί μέχρι και την 8η Σεπτεμβρίου 2008 και συγκεκριμένα το άρθρο 4 παράγραφοι 2, 4, 5, 7, το άρθρο 5 παράγραφοι 4, 5, 6, 7 και το άρθρο 6 παράγραφος 2 αυτής, παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφοι 1 και 6, του άρθρου 15 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004. |
|
— |
να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω Υπουργική απόφαση σχετικά με τους επίσημους ελέγχους σε δημητριακά κατά την εισαγωγή τους από τρίτες χώρες απόφαση δεν συμβιβάζεται με συγκεκριμένες διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.
Ειδικότερα, η Ελληνική Υπουργική απόφαση καθορίζει γενικούς κανόνες για τη συχνότητα των φυσικών ελέγχων φορτίων ζωοτροφών και τροφίμων μη ζωικής προέλευσης από τρίτες χώρες, οι οποίοι δεν επιτρέπουν το βαθμό ευελιξίας και διαφοροποίησης στους φυσικούς ελέγχους από την αρμόδια αρχή που είναι απαραίτητες για το σύστημα που προβλέπει το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.
Περαιτέρω, καθορίζει γενικούς κανόνες για την επίσημη κράτηση τέτοιων φορτίων, οι οποίοι προβλέπουν την επίσημη κράτηση φορτίων ακόμη και σε περιπτώσεις ελέγχων ρουτίνας. Η αδιάκριτη αυτή κράτηση φορτίων χωρίς να υπάρχει υπόνοια για μη συμμόρφωση ή αμφιβολία είναι αντίθετη με το άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.882/2004. Επιπλέον, η Υπουργική απόφαση επιτρέπει την ελευθέρωση όλων των φορτίων μετά από επτά εργάσιμες μέρες, ακόμα και σε περιπτώσεις υπόνοιας για μη συμμόρφωση ή αμφιβολία επίσης κατά παράβαση του άρθρου 18 του εν λόγω Κανονισμού.
Η Υπουργική απόφαση προβλέπει ιδιαίτερους κανόνες για τους ελέγχους των φορτίων από τρίτες χώρες για την ύπαρξη μη εγκεκριμένων γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών. Οι έλεγχοι αυτοί πρέπει να διεξάγονται με συχνότητα 50 % για φορτία σίτου και 100 % για φορτία αραβόσιτου. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα συγκεκριμένα ποσοστά είναι εξαιρετικά υψηλά και δεν συμβιβάζονται με το σύστημα που θεσπίζει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004, ιδίως το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 2 αυτού, προκύπτουν δε από την έλλειψη σωστής εκτίμησης κινδύνου και διαφοροποίησης.
Στην ίδια απόφαση καθορίζεται ότι οι έλεγχοι για φορτία αραβόσιτου από την Βουλγαρία και Ρουμανία για την ύπαρξη μη εγκεκριμένων γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών διεξάγονται με συχνότητα 100 %. Η Επιτροπή θεωρεί ότι έλεγχοι σε τέτοια συχνότητα είναι αντίθετοι με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.882/2004, που προβλέπουν ότι οι έλεγχοι σε φορτία που προέρχονται από άλλα Κράτη Μέλη πρέπει να βασίζονται στους κινδύνους και να είναι αμερόληπτοι και αναλογικοί..
Η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει προβάλει επαρκείς εξηγήσεις και στοιχεία που να δικαιολογούν την θέσπιση των προαναφερθέντων διατάξεων της Υπουργικής απόφασης σχετικά με τους επίσημους ελέγχους σε δημητριακά κατά την εισαγωγή τους από τρίτες χώρες και άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/29 |
Αναίρεση που άσκησε στις 12 Φεβρουαρίου 2010 η Longevity Health Products, Inc. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 9 Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-484/08, Longevity Health Products, Inc. κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), Merck KGaA
(Υπόθεση C-84/10 P)
2010/C 100/44
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Longevity Health Products, Inc. (εκπρόσωπος: J. Korab, δικηγόρος)
Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), Merck KGaA
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως της Longevity Health Products, Inc. παραδεκτή· |
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση Τ-484/08· |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η υποβληθείσα αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 28ης Αυγούστου 2008, περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος «Kids Vits». Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών, κατά την οποία υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως με το προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα «VITS4KIDS».
Η αναιρεσείουσα προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως μια διαδικαστική πλημμέλεια και πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (στο εξής: κανονισμός).
Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε διαδικαστική πλημμέλεια καθόσον, παρά το αιτιολογημένο αίτημα της νυν αναιρεσείουσας, δεν όρισε καμία προθεσμία προκειμένου αυτή να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως κατόπιν της καταθέσεως υπομνήματος αντικρούσεως από τη νυν κατ’ αναίρεση αντίδικο. Κατά συνέπεια, επήλθε περιορισμός του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος έννομης προστασίας της νυν αναιρεσείουσας κατά παράβαση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.
Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού καθόσον, αποφαινόμενο επί του κινδύνου συγχύσεως, παρέλειψε πεπλανημένως να προβεί σε πλήρη στάθμιση όλων των κρίσιμων στοιχείων. Το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως έκρινε ότι η διαπίστωση κοινών γνωρισμάτων μεταξύ των αντικρουόμενων λεκτικών σημάτων αρκεί προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως από απόψεως δικαίου των σημάτων.
Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε αρκούντως υπόψη ότι τα επίμαχα σήματα αφορούν πρωτίστως προϊόντα και υπηρεσίες που συνδέονται, υπό την ευρύτατη δυνατή έννοια, με την ανθρώπινη υγεία και ότι, ως εκ τούτου, η αυξημένη προσοχή από μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι καταναλωτές γνωρίζουν ασφαλώς ότι, όταν πρόκειται για σήματα που προέρχονται από ή βασίζονται στη χημική ονοματολογία, ακόμα και οι ελάχιστες διαφορές μπορούν να έχουν καθοριστική σημασία. Επιπλέον, οι καταναλωτές επιδεικνύουν μεγαλύτερη προσοχή επειδή γνωρίζουν ότι η σύγχυση μεταξύ προϊόντων μπορεί να έχει πολύ δυσάρεστες συνέπειες. Για αυτόν και μόνο τον λόγο, ενδείκνυται να θεωρείται δεδομένος ένας υψηλός βαθμός προσοχής.
Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε εξάλλου να λάβει υπόψη ότι τα λεκτικά σήματα «Kids Vits» και «VITS4KIDS» διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους, καθόσον από τη φωνητική αναπαραγωγή των ονομάτων των σημάτων αυτών προκύπτουν σημαντικές διαφορές. Με την προφορά του ονόματός του, το σήμα αποτυπώνεται στη μνήμη των καταναλωτών κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκλείεται, για αυτόν και μόνο τον λόγο, ο κίνδυνος συγχύσεως. Μολονότι υφίσταται οπτική ομοιότητα, οι λέξεις «Kids» και «Vits» παρατάσσονται με διαφορετικό τρόπο στα επίμαχα σήματα, ενώ στο σήμα της νυν κατ’ αναίρεση αντιδίκου συμπληρώνονται από ένα επιπλέον σημείο (τον αριθμό «4», ο οποίος προφέρεται στα αγγλικά «for», με την έννοια «προοριζόμενο για»). Περαιτέρω, τα δυο σήματα, συνολικώς εξεταζόμενα, είναι προϊόντα δυο διαφορετικών μεθόδων παραγωγής σύνθετων όρων, στοιχείο που αρκεί αφεαυτού προκειμένου να διασφαλιστεί ο διακριτός τους χαρακτήρας.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/30 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Ordinario di Vicenza, Sezione distaccata di Schio (Ιταλία) στις 15 Φεβρουαρίου 2010 — Electrosteel Europe sa κατά Edil Centro SpA
(Υπόθεση C-87/10)
2010/C 100/45
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunale Ordinario di Vicenza
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ανακόπτουσα: Electrosteel Europe sa
Καθής η ανακοπή: Edil Centro SpA
Προδικαστικά ερωτήματα
Πρέπει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (1) και, συνεπώς, στο κοινοτικό δίκαιο εν γένει, το οποίο προβλέπει ότι τόπος εκπληρώσεως της παροχής, στην περίπτωση αγοραπωλησίας αγαθών, είναι ο τόπος όπου, βάσει της συμβάσεως, έγινε ή όφειλε να γίνει η παράδοση, να δοθεί η ερμηνεία ότι, για τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία, τόπος παραδόσεως είναι ο τόπος τελικού προορισμού των επίδικων εμπορευμάτων ή η ερμηνεία ότι τόπος παραδόσεως είναι ο τόπος στον οποίο ο πωλητής εκπληρώνει, βάσει του εφαρμοστέου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, την υποχρέωση παραδόσεως ή, μήπως, τέλος, η συγκεκριμένη διάταξη επιδέχεται και άλλη, διαφορετική, ερμηνεία;
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/30 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale di Palermo (Ιταλία) στις 15 Φεβρουαρίου 2010 — Assessorato del Lavoro e della Previdenza Sociale κατά Seasoft Spa
(Υπόθεση C-88/10)
2010/C 100/46
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunale di Palermo
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ανακόπτουσα: Assessorato del Lavoro e della Previdenza Sociale, della Formazione Professionale e dell’emigrazione della Regione Sicilia
Καθής η ανακοπή: Seasoft Spa
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχει η απόφαση 95/C 343/11 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 1995 (EE C 343 της 21ης Δεκεμβρίου 1995), με την οποία επετράπη η εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων ΝΝ 91/Α/95, το οποίο θέσπισε η Περιφέρεια Σικελίας σύμφωνα με το άρθρο 10 του περιφερειακού νόμου 27 της 15ης Μαΐου 1991 και το οποίο προέβλεπε μηχανισμό επιδοτήσεων για διάστημα από δύο έως πέντε έτη (2 έτη για πρόσληψη με σύμβαση επαγγελματικής καταρτίσεως και εργασίας πλέον τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο σε περίπτωση μετατροπής της συμβάσεως από σύμβαση επαγγελματικής καταρτίσεως και εργασίας σε αορίστου χρόνου) την έννοια ότι:
|
|
2) |
Έχει η προθεσμία για τη χορήγηση της κρατικής ενισχύσεως μέχρι το οικονομικό έτος 1997, την οποία έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1995 για την έγκριση του καθεστώτος που θεσπίστηκε με το άρθρο 10 του περιφερειακού νόμου 27/91 (ΕΕ C 343 της 21ης Δεκεμβρίου 1995), την έννοια
|
|
3) |
Μπορούσε (και όφειλε), κατά συνέπεια, η Περιφέρεια Σικελίας να εφαρμόσει in concreto, για πρόσληψη με σύμβαση επαγγελματικής καταρτίσεως και εργασίας υπό την έννοια του άρθρου 10 του περιφερειακού νόμου 27/91 που πραγματοποιήθηκε, για παράδειγμα, την 1η Ιανουαρίου 1996, και συνεπώς εντός της περιόδου εφαρμογής της ενισχύσεως που εγκρίθηκε με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1995 (ΕΕ C 343 της 21ης Δεκεμβρίου 1995), το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων για όλα τα εγκεκριμένα έτη (δηλαδή 2+3), ακόμα και αν, όπως στο αναφερόμενο παράδειγμα, η εφαρμογή του εγκεκριμένου καθεστώτος θα είχε ως συνέπεια την πραγματική εκταμίευση της επιδοτήσεως μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001 (1996 + 5 έτη = 2001); |
|
4) |
Έχει το άρθρο 1 της αποφάσεως 2003/195/ΕΚ (1) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2002, το οποίο ορίζει ότι: «[τ]ο καθεστώς ενισχύσεων που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, του περιφερειακού νόμου 16, της 27ης Μαΐου 1997, της Περιφερείας Σικελίας, το οποία η Ιταλία προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή, είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση αυτή δεν μπορεί να χορηγηθεί» την έννοια ότι
|
|
5) |
Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ερμηνεία της αποφάσεως της Επιτροπής η οποία εκτίθεται στο ερώτημα 4, πρώτη περίπτωση, συνάδει η εν λόγω απόφαση με την ερμηνεία του άρθρου 87 της Συνθήκης, το οποίο χρησιμοποιεί η Επιτροπή ως νομική βάση για ανάλογες περιπτώσεις σχετικές με την απαλλαγή των συμβάσεων επαγγελματικής καταρτίσεως και εργασίας από φορολογικές και κοινωνικές επιβαρύνσεις, τις οποίες αφορά η απόφαση 2000/128/ΕΚ (2) της 11ης Μαΐου 1999 (σχετικά με νομοθεσία του ιταλικού κράτους, στην οποία παραπέμπουν ρητώς οι αιτιολογικές σκέψεις της απορριπτικής αποφάσεως του 2002) και η απόφαση 2003/739/ΕΚ (3) της 13ης Μαΐου 2003 (σχετικά με νομοθεσία της Περιφερείας Σικελίας); |
|
6) |
Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ερμηνεία της αποφάσεως της Επιτροπής η οποία εκτίθεται στο ερώτημα 4, δεύτερη περίπτωση, πώς πρέπει να ερμηνευθεί η προηγούμενη απόφαση με την οποία εγκρίθηκε το μέτρο ενισχύσεως, λαμβανομένης υπόψη της διπλής εννοίας που μπορεί να αποδοθεί στον επιθετικό προσδιορισμό «νέα»: «νέα σε σχέση με τον προϋπολογισμό που προέβλεπε η απόφαση της Επιτροπής» ή «νέα σε σχέση με τη χρηματοδότηση που προέβλεψε η Περιφέρεια μόνο μέχρι τον προϋπολογισμό του 1996»; |
|
7) |
Σε τελική ανάλυση, ποιες ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθούν νόμιμες και ποιες παράνομες, κατά την άποψη της Επιτροπής; |
|
8) |
Ποιος από τους διαδίκους της παρούσας δίκης (η επιχείρηση ή η Περιφερειακή Διοίκηση) φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι συντρέχει υπέρβαση του προϋπολογισμού που όρισε η Επιτροπή; |
|
9) |
Πρέπει να ληφθεί υπόψη, για την εξακρίβωση της υπερβάσεως του προϋπολογισμού που εγκρίθηκε αρχικά με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1995 (ΕΕ C 343 της 21ης Δεκεμβρίου 1995), η ενδεχόμενη αναγνώριση υπέρ των δικαιούχων επιχειρήσεων νόμιμων τόκων λόγω της καθυστερήσεως καταβολής των επιδοτήσεων που κρίθηκαν νόμιμες και παραδεκτές; |
|
10) |
Στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό των τόκων πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εξακρίβωση της υπερβάσεως, με ποιο επιτόκιο πρέπει να υπολογιστεί; |
(1) EE L 77, σ. 57.
(2) EE L 42, σ. 1.
(3) EE L 267, σ. 29.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/32 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Vestre Landsret (Δανία) στις 17 Φεβρουαρίου 2010 — Danfos A/S και Sauer-Danfoss ApS κατά Skatteministeriet
(Υπόθεση C-94/10)
2010/C 100/47
Γλώσσα διαδικασίας: η δανική
Αιτούν δικαστήριο
Vestre Landsret
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσες: Danfos A/S και Sauer-Danfoss ApS
Καθού: Skatteministeriet
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτημα επιστροφής ειδικού φόρου κατανάλωσης επιβληθέντος κατά παράβαση κοινοτικής οδηγίας, το οποίο έχει υποβληθεί από επιχείρηση που επιβαρύνθηκε λόγω μετακυλίσεως με τον φόρο αυτόν, σε περίπτωση που, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το αίτημα απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι ο φόρος δεν έχει καταβληθεί στο Δημόσιο από την επιχείρηση; |
|
2) |
Απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτημα επιστροφής ειδικού φόρου κατανάλωσης επιβληθέντος κατά παράβαση κοινοτικής οδηγίας, το οποίο έχει υποβληθεί από επιχείρηση που επιβαρύνθηκε λόγω μετακυλίσεως με τον φόρο αυτόν, σε περίπτωση που το αίτημα έχει απορριφθεί για τους λόγους που το κράτος μέλος προβάλλει εν προκειμένω (συγκεκριμένα ότι η επιχείρηση δεν έχει υποστεί άμεση ζημία και ότι δεν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των πράξεων ή παραλείψεων που θεμελιώνουν την ευθύνη προς αποζημίωση); |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/32 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Korkein oikeus (Φινλανδία) στις 25 Φεβρουαρίου 2010 — Virallinen syyttäjä κατά Malik Gataev και Khadizhat Gataeva
(Υπόθεση C-105/10)
2010/C 100/48
Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Korkein oikeus (Φινλανδία)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείων: Virallinen syyttäjä (εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής)
Αναιρεσίβλητοι: Malik Gataev και Khadizhat Gataeva
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Πώς πρέπει να ερμηνευθεί η σχέση μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 2005/85/ΕΚ (1) (οδηγίας περί της διαδικασίας χορηγήσεως ασύλου) και εκείνων της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ (2) όταν έχον ιθαγένεια τρίτου κράτους άτομο του οποίου ζητείται η παράδοση δυνάμει του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως έχει ζητήσει άσυλο στο κράτος μέλος που πρέπει να εκτελέσει το ένταλμα συλλήψεως και η διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεως χορηγήσεως ασύλου διεξάγεται ταυτόχρονα με τη διαδικασία εκτελέσεως του εντάλματος συλλήψεως;
|
|
2) |
Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της αρχής που απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου και, αφετέρου, των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΕ και εκείνων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερμηνευθεί η απόφαση-πλαίσιο υπό την έννοια ότι, επιπλέον των κατά τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω αποφάσεως λόγων αρνήσεως παραδόσεως, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να αρνούνται την παράδοση ατόμου, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 12 και 13 της αποφάσεως αυτής, και για άλλους λόγους, αντλούμενους από τις περιστάσεις που παραθέτουν οι ως άνω αιτιολογικές;
|
|
3) |
Είναι δυνατό να ερμηνευθούν οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου υπό την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρνούνται οριστικά την παράδοση όταν δικαιολογείται προσωρινή αναστολή της παραδόσεως για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, π.χ. για λόγους υγείας, κατά τρόπον ώστε το σχετικό μέτρο να αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η προσβολή της αρχής αυτής δεν μπορεί να αρθεί απλώς αναβάλλοντας την εκτέλεση του μέτρου αυτού; |
|
4) |
Αν η απόφαση-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι δυνατή η άρνηση εκτελέσεως του εντάλματος συλλήψεως για λόγους που δεν προβλέπει ρητά η απόφαση-πλαίσιο, ποιες είναι οι προϋποθέσεις από τις οποίες πρέπει να εξαρτάται η άρνηση αυτή, ειδικότερα όταν το ένταλμα συλλήψεως έχει εκδοθεί προς εκτέλεση επιβληθείσας ποινής;
|
|
5) |
Τι σημασία πρέπει ή μπορεί να έχει, όσον αφορά την εκτέλεση του εντάλματος συλλήψεως, το γεγονός ότι το κρατούμενο άτομο, που είναι υπήκοος τρίτου κράτους, αντιτίθεται στην παράδοσή του ισχυριζόμενο ότι εντός του κράτους που εξέδωσε το ένταλμα συλλήψεως επαπειλείται η απέλασή του προς τρίτο κράτος;
|
|
6) |
Έχει το εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση, την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 34 και 42 έως 44 της αποφάσεώς του της 16ης Ιουνίου 2005 στην υπόθεση C-105/03, Pupino, να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο, ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία αυτή αποβαίνει υπέρ ή σε βάρος του ενδιαφερομένου, σε περίπτωση που δεν συντρέχουν οι περιστάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στις σκέψεις 44 και 45 της εν λόγω αποφάσεως; |
(1) Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ L 326, σ. 13).
(2) Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1).
(3) Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για (τη) θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12)
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/34 |
Διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2010 [αίτηση του Bundesgerichtshof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Sylvia Bienek κατά Condor Flugdienst GmbH
(Υπόθεση C-525/08) (1)
2010/C 100/49
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Ο πρόεδρος του τρίτο τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/34 |
Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας
(Υπόθεση C-313/09) (1)
2010/C 100/50
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/34 |
Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Εσθονίας
(Υπόθεση C-328/09) (1)
2010/C 100/51
Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
Γενικό Δικαστήριο
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/35 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2010 — Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου
(Υπόθεση T-16/04) (1)
(Περιβάλλον - Οδηγία 2003/87/ΕΚ - Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου - Προσφυγή ακυρώσεως - Η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά - Αγωγή αποζημιώσεως - Παραδεκτό - Κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα στους ιδιώτες - Δικαίωμα της ιδιοκτησίας - Ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας - Αναλογικότητα - Ίση μεταχείριση - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ασφάλεια δικαίου)
2010/C 100/52
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Arcelor SA (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωποι: αρχικώς W. Deselaers, B. Meyring και B. Schmitt-Rady, στη συνέχεια W. Deselaers και B. Meyring, δικηγόροι)
Καθών-εναγόμενοι: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: αρχικώς K. Bradley και M. Moore, στη συνέχεια L. Visaggio και Ι. Αναγνωστοπούλου) και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εκπρόσωποι: αρχικώς B. Hoff-Nielsen και M. Bishop, στη συνέχεια E. Karlsson και A. Westerhof Löfflerova, και τέλος A. Westerhof Löfflerova και K. Michoel)
Παρεμβαίνουσα υπέρ των καθών-εναγομένων: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωπος: U. Wölker)
Αντικείμενο
Αφενός, αίτημα μερικής ακυρώσεως της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32), και, αφετέρου, αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγω της εκδόσεως της εν λόγω οδηγίας.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την Arcelor SA στα δικαστικά της έξοδα και σε εκείνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. |
|
3) |
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/35 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2010 — Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA
(Υπόθεση T-70/05) (1)
(Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών - Διαδικασίες πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών του EMSA - Παροχή υπηρεσιών στον τομέα της πληροφορικής - Απόρριψη της προσφοράς - Προσφυγή ακυρώσεως - Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου - Μη σύμφωνη προσφορά - Ίση μεταχείριση - Τήρηση των κριτηρίων ανάθεσης που καθορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού - Καθορισμός υποκριτηρίων για τα κριτήρια ανάθεσης - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Υποχρέωση αιτιολογήσεως)
2010/C 100/53
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ (Αθήνα, Ελλάδα) (εκπρόσωπος: Ν. Κορογιαννάκης)
Καθού: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας (EMSA) (εκπρόσωποι: W. de Ruiter και J. Menze, επικουρούμενοι από τον J. Stuyck, δικηγόρο)
Αντικείμενο
Αίτημα ακύρωσης των αποφάσεων του EMSA να μην κάνει δεκτές τις προσφορές που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των διαδικασιών πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών EMSA C-1/01/04, σχετικά με σύμβαση τιτλοφορούμενη «Επικύρωση και περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου SafeSeaNet», και EMSA C-2/06/04, σχετικά με σύμβαση τιτλοφορούμενη «Προδιαγραφές και ανάπτυξη της βάσης δεδομένων των θαλάσσιων συμβάντων και του συστήματος κεντρικού δικτύου και διαχείρισης», και να αναθέσει το αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων σε άλλους προσφέροντες.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας (EMSA) να αναθέσει το αντικείμενο της σύμβασης στον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο στο πλαίσιο της πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών «EMSA C-2/06/04». |
|
2) |
Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά. |
|
3) |
Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/36 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010 — Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-163/05) (1)
(Κρατικές ενισχύσεις - Μεταβίβαση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στη Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale - Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση εν μέρει ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της - Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή - Υποχρέωση αιτιολογήσεως)
2010/C 100/54
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Bundesverband deutscher Banken eV (Βερολίνο, Γερμανία) (εκπρόσωποι: H.-J. Niemeyer, K.-S. Scholz και J.-O. Lenschow, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: N. Khan και T. Scharf)
Παρεμβαίνουσες υπέρ της καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: M. Lumma και C. Schulze-Bahr, επικουρούμενοι από τον J. Witting, δικηγόρο)· Land Hessen (Γερμανία) (εκπρόσωποι: αρχικώς H.-J. Freund και M. Holzhäuser, εν συνεχεία H. J. Freund και S. Lehr, δικηγόροι) και Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) (εκπρόσωπος: H.-J. Freund, δικηγόρος)
Αντικείμενο
Αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/742/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία προς την τράπεζα Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale (ΕΕ 2006, L 307, σ. 159).
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε η Bundesverband deutscher Banken eV στα παραρτήματα 9 και 10 του υπομνήματος απαντήσεως αποσύρονται από τη δικογραφία. |
|
2) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
3) |
Η Bundesverband deutscher Banken φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Land Hessen και της Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale. |
|
4) |
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά της έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/36 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 2010 — Artegodan κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-429/05) (1)
(Εξωσυμβατική ευθύνη - Φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση - Απόφαση η οποία επιβάλλει την ανάκληση της άδειας εμπορίας - Ακύρωση της αποφάσεως με απόφαση του Πρωτοδικείου - Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα σε ιδιώτες)
2010/C 100/55
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Ενάγουσα: Artegodan GmbH (Lüchow, Γερμανία) (εκπρόσωποι: αρχικώς U. Doepner, εν συνεχεία A. Lensing-Kramer, και τέλος U. Reese και A. Sandrock, δικηγόροι)
Εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Stromsky και M. Heller)
Παρεμβαίνουσα υπέρ της εναγομένης: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: M. Lumma και U. Forsthoff)
Αντικείμενο
Αγωγή αποζημιώσεως βάσει των άρθρων 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, με αίτημα την αποκατάσταση ζημίας που η ενάγουσα προβάλλει ότι υπέστη εκ της αποφάσεως της Επιτροπής C(2000) 453, της 9ης Μαρτίου 2000, περί ανακλήσεως της άδειας εμπορίας φαρμάκων προοριζομένων για ανθρώπους και περιεχόντων την ουσία αμφεπραμόνη.
Διατακτικό
Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την αγωγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την Artegodan GmbH στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. |
|
3) |
Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά της έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/37 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010 — Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-36/06) (1)
(Κρατικές ενισχύσεις - Μεταβίβαση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στη Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale - Απόφαση διαπιστώνουσα ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση - Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Σοβαρές δυσχέρειες)
2010/C 100/56
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Bundesverband deutscher Banken eV (Βερολίνο, Γερμανία) (εκπρόσωποι: H.-J. Niemeyer και K.-S. Scholz, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: N. Khan και T. Scharf)
Παρεμβαίνουσες υπέρ της καθής: Land Hessen (Γερμανία) (εκπρόσωποι: αρχικώς H.-J. Freund και M. Holzhäuser, εν συνεχεία H.-J. Freund και S. Lehr, δικηγόροι) και Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) (εκπρόσωπος: H.-J. Freund, δικηγόρος)
Αντικείμενο
Αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2005) 3232 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τη μεταβίβαση του Hessischer Investitionsfonds ως αφανούς εισφοράς στη Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Η Bundesverband deutscher Banken eV φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Land Hessen και της Landesbank Hessen-Thüringen Girozentrale. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/37 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010 — Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-102/07 και T-120/07) (1)
(Κρατικές ενισχύσεις - Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Γερμανία υπό μορφή αποκτήσεως συμμετοχής και εγγυήσεων για δάνεια - Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά - Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή - Έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως - Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων - Ποσό της ενισχύσεως - Υποχρέωση αιτιολογήσεως)
2010/C 100/57
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Freistaat Sachsen (Γερμανία) (εκπρόσωποι: C. von Donat και G. Quardt, δικηγόροι) (υπόθεση T-102/07)· MB Immobilien Verwaltungs GmbH (Neukirch, Γερμανία) (εκπρόσωποι: αρχικώς G. Brüggen, στη συνέχεια A. Seidl, K. Lengert και W. Sommer, δικηγόροι)· και MB System GmbH & Co. KG (Nordhausen, Γερμανία) (εκπρόσωποι: G. Brüggen, δικηγόρος) (υπόθεση T-120/07)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: K. Gross και T. Scharf)
Αντικείμενο
Αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/492/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/2005 (πρώην NN 52/2004) της Γερμανίας υπέρ του ομίλου Biria (EE L 183, σ. 27).
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση 2007/492/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C-38/2005 (πρώην NN 52/2004) της Γερμανίας υπέρ του ομίλου Biria. |
|
2) |
Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων εξόδων στην υπόθεση T-120/07. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/38 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010 — Lufthansa AirPlus Servicekarten κατά ΓΕΕΑ — Applus Servicios Tecnológicos (A+)
(Υπόθεση T-321/07) (1)
(«Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού εικονιστικού σήματος A+ - Προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα AirPlus International - Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου - Απουσία κινδύνου συγχύσεως - Απουσία ομοιότητας μεταξύ των σημείων - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Δικαιώματα άμυνας - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και παράγραφος 5, άρθρα 73, 74 και 79 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και παράγραφος 5, άρθρα 75, 76 και 83 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»)
2010/C 100/58
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Lufthansa AirPlus Servicekarten GmbH (Neu-Isenburg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: G. Würtenberger, R. Kunze και T. Wittman, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: D. Botis)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: Applus Servicios Tecnológicos, SL (Βαρκελώνη, Ισπανία) (εκπρόσωπος: E. Torner Lasalle, δικηγόρος)
Αντικείμενο
Προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 7ης Ιουνίου 2007 (υπόθεση R 310/2006-2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Lufthansa AirPlus Servicekarten GmbH και Applus Servicios Tecnológicos, SL.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Lufthansa AirPlus Servicekarten GmbH στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/38 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2010 — Doktor κατά Συμβουλίου
(Υπόθεση T-248/08 P) (1)
(Αναίρεση - Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Πρόσληψη - Δοκιμαστική υπηρεσία - Παράταση της δοκιμαστικής υπηρεσίας - Έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας - Απόλυση μετά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας - Άρθρο 34 του ΚΥΚ - Παραμόρφωση των πραγματικών και των αποδεικτικών στοιχείων - Υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης)
2010/C 100/59
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείων: Frantisek Doktor (Bratislava, Σλοβακία) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues και C. Bernard-Glanz, δικηγόροι)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εκπρόσωποι: M. Βιτσεντζάτος και M. Bauer)
Αντικείμενο
Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα), της 16ης Απριλίου 2008, F-73/07, Doktor κατά Συμβουλίου (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), με την οποία ζητείται, αφενός, η αναίρεση ης αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, η επιδίκαση αποζημιώσεως.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Ο F. Doktor και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα που αφορούν την κατ’ αναίρεση διαδικασία. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/39 |
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2010 — Özdemir κατά ΓΕΕΑ — Aktieselskabet af 21. november 2001 (James Jones)
(Υπόθεση T-11/09) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος James Jones - Προγενέστερο λεκτικό κοινοτικό σήμα JACK & JONES - Σχετικός λόγος απαραδέκτου - Κίνδυνος συγχύσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009])
2010/C 100/60
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Rahmi Özdemir (Dreieich, Γερμανία) (εκπρόσωποι: I. Hoes, M. Heinrich, C. Schröder, K. von Werder και J. Wittenberg, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: P. Bullock)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: Aktieselskabet af 21. november 2001 (Brande, Δανία) (εκπρόσωπος: C. Barrett Christiansen, δικηγόρος)
Αντικείμενο
Προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Νοεμβρίου 2008 (υπόθεση R 858/2007-2) σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Aktieselskabet af 21. november 2001 και M. Rahmi Özdemir.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Rahmi Özdemir στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/39 |
Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2010 — Crunch Fitness International κατά ΓΕΕΑ — ILG (CRUNCH)
(Υπόθεση T-408/07) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Έκπτωση από το δικαίωμα - Ανάκληση της αιτήσεως περί εκπτώσεως - Κατάργηση της δίκης)
2010/C 100/61
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Crunch Fitness International, Inc. (Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωποι: αρχικώς J. Barry, solicitor, στη συνέχεια H. Johnson, barrister)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωποι: S. Laitinen και D. Botis)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: ILG Ltd (Dun Laoghaire, Ιρλανδία) (εκπρόσωπος: A. von Mühlendahl, δικηγόρος)
Αντικείμενο
Προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Αυγούστου 2007 (υπόθεση R 1168/2005-4), σχετικά με διαδικασία περί εκπτώσεως μεταξύ ILG Ltd και Crunch Fitness International, Inc.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Παρέλκει πλέον η απόφανση επί της προσφυγής. |
|
2) |
Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα φέρουν τα έξοδά τους, καθώς και, εκάστη, το ήμισυ των εξόδων του καθού. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/40 |
Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2010 — Επιτροπή κατά CdT
(Υπόθεση T-456/07) (1)
(Προσφυγή ακυρώσεως - Κοινοτικό σύστημα συντάξεων - Υποχρέωση βαρύνουσα το Μεταφραστικό Κέντρο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταβάλει εισφορά για τα δημοσιονομικά έτη 1998 έως 2005 - Πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με την άσκηση προσφυγής - Πράξη μη παράγουσα έναντι τρίτων έννομα αποτελέσματα - Προδήλως απαράδεκτο)
2010/C 100/62
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J.-F. Pasquier και D. Martin)
Καθού: Μεταφραστικό Κέντρο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT) (εκπρόσωποι: αρχικώς, G. Vandersanden, εν συνεχεία, L. Levi, δικηγόροι)
Αντικείμενο
Αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία το CdT φέρεται ότι αρνήθηκε να καταβάλει στον γενικό προϋπολογισμό και για τα δημοσιονομικά έτη 1998 έως 2005, εισφορά αντιστοιχούσα στο τμήμα της χρηματοδοτήσεως του κοινοτικού συστήματος συντάξεων το οποίο αναλογεί στον εργοδότη.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη. |
|
2) |
Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
(1) ΕΕ C 190 της 12.8.2006 (αρχικώς, είχε εγγραφεί στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου ως υπόθεση C-269/06).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/40 |
Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2010 — Alisei κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-481/08) (1)
(Προσφυγή ακυρώσεως - Εξωτερικές ενέργειες και ΕΤΑ - Περάτωση ελέγχου και κατάρτιση τελικής εκθέσεως - Πράξη εντασσόμενη σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο - Αναρμοδιότητα - Έλλειψη άμεσου επηρεασμού - Απαράδεκτο - Αγωγή αποζημιώσεως - Προδήλως απαράδεκτες)
2010/C 100/63
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Alisei (Ρώμη, Ιταλία) (εκπρόσωποι: F. Sciaudone, R. Sciaudone, S. Gobbato, R. Rio και A. Neri, δικηγόροι))
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. van Nuffel και L. Prete)
Αντικείμενο
Αφενός, προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως που φέρεται ότι περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Αυγούστου 2008, σχετικά με την επιστροφή μέρους προκαταβολών που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο σχεδίων αναπτυξιακής συνεργασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΤΑ) και, αφετέρου, αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι υπέστη εξαιτίας της συμπεριφοράς της Επιτροπής.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την Alisei στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/41 |
Προσφυγή της 11ης Ιανουαρίου 2010 — Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου
(Υπόθεση T-18/10)
2010/C 100/64
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Inuit Tapiriit Kanatami (Ottawa, Καναδά), Nattivak Hunters & Trappers Association (Qikiqtarjuaq, Καναδά), Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Organisation (Pangnirtung, Καναδά), Jaypootie Moesesie (Qikiqtarjuaq, Καναδά), Allen Kooneeliusie (Qikiqtarjuaq, Καναδά), Toomasie Newkingnak (Qikiqtarjuaq, Καναδά), David Kuptana (Ulukhaktok, Καναδά), Karliin Aariak (Iqaluit, Καναδά), Ευστάθιος Ανδρέας Αγαθός (Αθήνα, Ελλάδα), Canadian Seal Marketing Group (Québec, Καναδά), Ta Ma Su Seal Products (Cap-aux-Meules, Καναδά), Fur Institute of Καναδά (Ottawa, Καναδά), NuTan Furs, Inc (Catalina, Καναδά), Inuit Circumpolar Conference Greenland (ICC) (Nuuk, Καναδά), Johannes Egede (Nuuk, Καναδά), Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK) (Nukk, Καναδά) (εκπρόσωποι: J. Bouckaert, M. van der Woude και H. Viaene, δικηγόροι)
Καθών: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αιτήματα των προσφευγόντων
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή· |
|
— |
να ακυρώσει τον κανονισμό 1007/2009 σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ· |
|
— |
να καταδικάσει τα καθών στα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων· |
|
— |
να καταδικάσει τα καθών στα δικαστικά τους έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα προσφυγή οι προσφεύγοντες, Inuit seal hunters and trappers, άτομα που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα των προϊόντων φώκιας, οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα της Inuit καθώς και άλλων ατόμων και εταιριών που ασχολούνται με τη μεταποίηση προϊόντων φώκιας, ζητούν την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εμπορίου προϊόντων φώκιας (1), που προβλέπει περιορισμούς στην εμπορία προϊόντων φώκιας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι προσφεύγοντες προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς προς στήριξη του αιτήματός τους.
Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπέπεσαν σε νομική πλάνη καθόσον χρησιμοποίησαν το άρθρο 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ) ως νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού. Συναφώς οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 95 ΕΚ πρέπει να έχουν βασικά ως αντικείμενο τη βελτίωση των όρων ιδρύσεως και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι επηρεάζουν την ίδρυσή της δεν αρκεί για να έχει εφαρμογή το άρθρο 95 ΕΚ. Κατά την άποψη των προσφευγόντων, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση που απαιτεί η νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, αλλά αντιθέτως, στην πραγματικότητα θα εξαφανίσει οποιαδήποτε δυνατότητα εσωτερικής αγοράς προϊόντων φώκιας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.
Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα καθών υπέπεσαν σε νομική πλάνη καθόσον παραβίασαν τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 5 ΣΕΕ και αναπτύσσει περαιτέρω το Πρωτόκολλο για την εφαρμογή των αρχών αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Υποστηρίζουν ότι τα καθών δεν απέδειξαν για ποιον λόγο απαιτείται παρέμβαση στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι μόνο δύο κράτη μέλη έχουν απαγορεύσει τα προϊόντα φώκιας. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η δράση στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σέβεται την αρχή της επικουρικότητας, θα ήταν αρκετά λιγότερα περιοριστικά μέτρα για να επιτευχθούν οι ρητοί στόχοι του κανονισμού. Οι προσφεύγοντες βάλλουν κατά της επιλογής της σχεδόν γενικής απαγόρευσης των προϊόντων φώκιας και όχι λιγότερο περιοριστικών λύσεων όπως είναι η υποχρέωση αναγραφής.
Τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιορίζει αδικαιολόγητα τις δυνατότητες βιοπορισμού των προσφευγόντων περιορίζοντας τις οικονομικές δραστηριότητες τους στις παραδοσιακές μεθόδους θήρας και βιοπορισμού. Υποστηρίζουν ότι, παρά το ότι επηρεάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο άμεσα η καθημερινή ζωή τους, ουδέποτε είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν την άποψή τους στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα καθών δεν στάθμισαν τα συμφέροντα της κοινότητας Inuit να επιβιώσουν στην Αρκτική, σε σύγκριση με τις ηθικές αντιλήψεις ορισμένων πολιτών της Ένωσης και κατά τούτο παρέβησαν το άρθρο 1, του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 10 της ΕΣΔΑ και όπως διευκρινίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου και προσέβαλαν το θεμελιώδες δικαίωμα τους να διατυπώσουν την άποψή τους.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/42 |
Προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά της Επιτροπής που ασκήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2010
(Υπόθεση T-21/10)
2010/C 100/65
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: J. Möller και C. von Donat, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση K (2009) 9049 της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2009, κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα με το από 16 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο, περί της μειώσεως της χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Ταμείου περιφερειακής αναπτύξεως (FEDER) για το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού (DOCUP) στον στόχο 2-ομόσπονδο κράτος του Σάαρ (1997/1999) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία χορηγήθηκε με τις αποφάσεις της Επιτροπής K(97) 1123 της 7ης Μαΐου 1997 και K(1999) 4928 της 28ης Δεκεμβρίου 1999· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι και κύρια επιχειρήματα
Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή μείωσε τη χρηματοδοτική συνδρομή του FEDER που χορηγήθηκε για το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού (1997-1999) για τον στόχο 2-ομόσπονδο κράτος του Σάαρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.
Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν υφίσταται καμία νομική βάση για τον κατ’ αποκοπήν υπολογισμό και την κατ’ επέκταση εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων για την περίοδο χρηματοδοτήσεως 1994-1999, στην οποία εμπίπτει το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 (1) εφόσον δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις περί μειώσεως. Μεταξύ άλλων, προσάπτει στην Επιτροπή ότι αλλοίωσε την έννοια της «παρατυπίας». Επιπλέον, η Επιτροπή δέχθηκε την ύπαρξη συστηματικών λαθών, χωρίς να διαπιστώσει ότι οι εθνικές αρχές που ήσαν επιφορτισμένες με τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων είχαν παραβεί τις κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 4253/88 υποχρεώσεις τους. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπάρχουν συστηματικά λάθη στη διαχείριση και στον έλεγχο των ταμείων βασιζόμενη σε εσφαλμένους πραγματικούς ισχυρισμούς. Σημαντικά στοιχεία των πραγματικών διαπιστώσεών της είναι εσφαλμένα και τα εκτίμησε κατά μη ορθό τρόπο.
Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ως τρίτο λόγο ακυρώσεως ότι οι διαταχθείσες με την προσβαλλομένη απόφαση μειώσεις είναι δυσανάλογες. Η Επιτροπή δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Οι εφαρμοσθείσες δημοσιονομικές διορθώσεις υπερβαίνουν την (ενδεχόμενη) ζημία που υφίσταται ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι η κατ’ επέκταση εφαρμογή των λαθών, την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή, είναι δυσανάλογη διότι συγκεκριμένα λάθη δεν μπορεί να μεταφέρονται σε διαφορετικής φύσεως σύνολο.
Η προσφεύγουσα αντλεί τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως από παράβαση ουσιώδους τύπου. Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλομένη απόφαση και δεν ακολούθησε την ορθή διαδικασία κατά τον χρόνο λήξεως της περιόδου χρηματοδοτήσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει τίνι τρόπω και για ποιόν λόγο η Επιτροπή καθόρισε το ποσόν των εφαρμοσθέντων κατ’ αποκοπή ποσών. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή τροποποίησε τις διαπιστώσεις των ελεγκτών που μετέβησαν επιτόπου χωρίς να προβεί σε νέο έλεγχο και δεν έλαβε ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την κατάθεση των γερμανικών αρχών.
Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ως πέμπτο λόγο ακυρώσεως ότι η καθής παραβίασε την αρχή της συνεργασίας, εφόσον, αφού διαπίστωσε ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου, βάσισε στη συνέχεια την προσβαλλομένη απόφαση στις συστηματικές ελλείψεις των συστημάτων αυτών.
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/42 |
Προσφυγή της 25ης Ιανουαρίου 2010 — Esprit International κατά ΓΕΕΑ — Marc O’Polo International (Απεικόνιση τσέπης με το γράμμα «e» επάνω σε αυτήν)
(Υπόθεση T-22/10)
2010/C 100/66
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Esprit International (Νέα Υόρκη, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωπος: M. Treis, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Marc O’Polo International GmbH (Stephanskirchen, Γερμανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 19ης Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1666/2008-4, |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: εικονιστικό σήμα που απεικονίζει τσέπη παντελονιού με το γράμμα «e» επάνω σε αυτήν, για προϊόντα των κλάσεων 18 και 25 (αίτηση αριθ. 5 089 859)
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Marc O’Polo International GmbH
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: ειδικότερα, το γερμανικό εικονιστικό σήμα αριθ. 30 303 672, για προϊόντα των κλάσεων 18 και 25, που απεικονίζει το γράμμα «e»
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Αποδοχή της ανακοπής
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 (1) δεδομένου ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/43 |
Προσφυγή της 27ης Ιανουαρίου 2010 — CECA κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-24/10)
2010/C 100/67
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: CECA SA (La Garenne Colombes, Γαλλία) (εκπρόσωποι: J. Joshua, Barrister, E. Aliende Rodríguez, lawyer)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως της Επιτροπής C(2009) 8682, της 11ης Νοεμβρίου 2009, κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα και, εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, κατά το μέτρο που με αυτό διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σε παράβαση σχετικά με σταθεροποιητές κασσιτέρου μεταξύ της 16ης Μαρτίου 1994 και της 31ης Μαρτίου 1996, |
|
— |
να ακυρώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα με το άρθρο 2, |
|
— |
σε περίπτωση που δεν ακυρώσει στο σύνολό τους τα πρόστιμα, να τα μειώσει ουσιαστικά κατ’ ενάσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την προσφυγή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, στην υπόθεση COMP/38.589 — Σταθεροποιητές θερμότητας, με την οποία διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σε δύο διαφορετικές παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ), μία στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου και μία στον τομέα ESBO, και επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε προϊόν.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
|
|
Πρώτον, υποστηρίζει ότι, κατ’ ορθή εφαρμογή του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (1), η ένδικη διαδικασία στην υπόθεση Akzo (2) δεν είχε ως αποτέλεσμα αναστολή της παραγραφής και ότι η εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή προστίμου παραγράφηκε ως προς αμφότερες τις παραβάσεις λόγω παρελεύσεως της δεκαετούς προθεσμίας που απορρέει από τον κανόνα του «διπλάσιου της προθεσμίας». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η δίκη στην υπόθεση Akzo ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είχε ως αποτέλεσμα αναστολή της παραγραφής και ότι εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανώτατη προθεσμία των δέκα ετών που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 5, του προαναφερθέντος κανονισμού θα μπορούσε να παραταθεί εν προκειμένω. |
|
|
Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για τη διαπίστωση παραβάσεων σε σχέση με τις οποίες δεν είχε πλέον εξουσία επιβολής προστίμων. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι έχει διαπραχθεί παράβαση χωρίς να επιβάλλει πρόστιμο, υπό τον όρον ότι αποδεικνύει την ύπαρξη σχετικού εννόμου συμφέροντος. |
|
|
Τρίτον, και ανεξάρτητα από τους δύο πρώτους ισχυρισμούς, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση, κατά την οποία η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει σε παράβαση στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου κατά την περίοδο μεταξύ 16ης Μαρτίου 1994 — 31ης Μαρτίου 1996 και ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος να προβεί σε τέτοια διαπίστωση. |
|
|
Τέταρτον, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν ακυρώσει τα πρόστιμα στο σύνολό τους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παράβαση επεκτάθηκε πέραν της 23ης Φεβρουαρίου 1999, γεγονός που συνεπάγεται ότι το επιβληθέν για τη δεύτερη περίοδο συμπράξεως πρόστιμο θα πρέπει να μειωθεί ώστε να ληφθεί υπόψη η μικρότερη διάρκεια των παραβάσεων. |
(1) Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) 1/2003 της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).
(2) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-125/03 και T-253/03, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3523.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/44 |
Προσφυγή της 27ης Ιανουαρίου 2010 — BASF Specialty Chemicals και BASF Lampertheim κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-25/10)
2010/C 100/68
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: BASF Specialty Chemicals Holding GmbH (Βασιλεία, Ελβετία) BASF Lampertheim GmbH (Lampertheim, Γερμανία) (εκπρόσωποι: F. Montag και T. Wilson, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ιστ' και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ' της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό, της 11ης Νοεμβρίου 2009 (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας) καθόσον αφορά την BASF Specialty Chemicals Holding GmbH, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ιζ' και το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο ιζ' της αποφάσεως καθόσον αφορά την BASF Lampertheim Gmb, όπως επίσης το άρθρο 2, σημεία 15 και 36 της αποφάσεως καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες · |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει αναλόγως το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με το άρθρο 2, σημεία 15 και 36, της αποφάσεως · |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της από 11 Σεπτεμβρίου 2009 αποφάσεως της Επιτροπής C(2009) 8682 τελικό, στην υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες και σε άλλες εταιρείες πρόστιμο λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και — από 1ης Ιανουαρίου 1994 — του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες μετείχαν σε σειρά συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα ESBO/εστέρες στον ΕΟΧ, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών μέσω κατανομής ποσοστώσεων παραδόσεως, την κατανομή πελατών, καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με πελάτες, ποσότητες παραγωγής και ποσότητες παράδοσης.
Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως.
Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (1), καθότι έχει παραγραφεί η εξουσία της καθής να τους επιβάλει πρόστιμα. Αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους η διάταξη περί αναστολής του άρθρου 25, παράγραφος 6, του Κανονισμού 1/2003.
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθότι δεν μπορούν να αποδοθούν οι παραβάσεις εκτενώς στην BASF Specialty Chemicals Holding GmbH και επομένως δεν έπρεπε να της επιβληθεί πρόστιμο. Επίσης, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται συναφώς ότι, κατά τον καθορισμό του προστίμου της BASF Lampertheim GmbH, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του Κανονισμού 1/2003, καθότι, κατά τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του προστίμου του 10 % για το διάστημα στο οποίο δεν ευθύνεται η BASF Specialty Chemicals Holding GmbH, έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον τον συνολικό κύκλο εργασιών της BASF Lampertheim GmbH.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων (2), καθότι η Επιτροπή μείωσε ανεπαρκώς τα επιβληθέντα σε αυτές πρόστιμα. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή όφειλε, στο πλαίσιο της ευνοϊκής μεταχείρισης (3), να λάβει περισσότερο υπόψη την δυσανάλογα παρατεταμένη διάρκεια της διαδικασίας και την εκ μέρους τους συνεργασία. Επιπροσθέτως η ενεργός συνεργασία των προσφευγουσών έπρεπε να ληφθεί υπόψη όχι μόνον στο πλαίσιο της ευνοϊκής μεταχείρισης, αλλά και στο πλαίσιο της μείωσης του προστίμου.
(1) Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) 1/2003, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).
(2) Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006 C 210, σ. 2).
(3) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/45 |
Προσφυγή της 25ης Ιανουαρίου 2010 — Alibaba Group κατά ΓΕΕΑ — allpay.net (ALIPAY)
(Απόφαση στην υπόθεση T-26/10)
2010/C 100/69
Γλώσσα στην οποία ασκήθηκε η προσφυγή: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Alibaba Group Holding Limited (Grand Cayman, Cayman Islands) (εκπρόσωπος: M. Graf, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: allpay.net.Limited (Hereford, Ηνωμένο Βασίλειο)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 5ης Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1790/2008-1, καθόσον με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η προσφυγή· και |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «ALIPAY», για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 35, 36, 38 και 42
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Καταχωρισμένο κοινοτικό λεκτικό σήμα «ALLPAY», για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 36, 40 και 42· καταχωρισμένο βρετανικό λεκτικό σήμα «ALLPAY.NET», για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16, 36, 38 και 42· καταχωρισμένα σήματα Ηνωμένου Βασιλείου που περιέχουν τη λέξη «ALLPAY», για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 36, 40 και 42· μη καταχωρισθέντα προγενέστερα σήματα που περιέχουν τη λέξη «ALLPAY», που χρησιμοποιούνται στο εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Δέχεται την ανακοπή για όλα τα επίδικα προϊόντα κει υπηρεσίες
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απορρίπτει εν μέρει την προσφυγή
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου (νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου) δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των οικείων σημάτων.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/45 |
Προσφυγή της 27ης Ιανουαρίου 2010 — AC-Treuhand κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-27/10)
2010/C 100/70
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: AC-Treuhand AG (Ζυρίχη, Ελβετία) (εκπρόσωποι: C. Steinle και I. Hermeneit, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2009) 8682 τελικό, της 11ης Νοεμβρίου 2009 (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 2, σημεία 17 και 38, της προαναφερθείσας αποφάσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της από 11 Σεπτεμβρίου 2009 αποφάσεως της Επιτροπής C(2009) 8682 τελικό, στην υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και σε άλλες εταιρείες πρόστιμο λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και — από 1ης Ιανουαρίου 1994 — του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα μετείχε σε σειρά συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών μία στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου και στον τομέα ESBO/εστέρες στον ΕΟΧ, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών μέσω κατανομής ποσοστώσεων παραδόσεως, την κατανομή πελατών, καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με πελάτες, ποσότητες παραγωγής και ποσότητες παράδοσης.
Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως.
Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι η σύμπραξη υφίστατο έως τις 21 Μαρτίου 2000 στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου και έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2000 στον τομέα ESBO/εστέρες. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, σχετικώς, ότι οι δραστηριότητες της σύμπραξης έπαυσαν ήδη κατά τα μέσα του 1999.
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει παραγραφεί η εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή προστίμου. Ισχυρίζεται ότι η απόλυτη προθεσμία παραγραφής των δέκα ετών εξέπνευσε στα μέσα του 1999. Επιπλέον, δεν ανεστάλη η παραγραφή κατά τη διάρκεια της δίκης των συνεκδικασθεισών υποθέσεων T-125/03 και T-253/03, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής.
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 81 ΕΚ, δεν μπορούν να της επιβληθούν κυρώσεις, καθόσον πρόκειται περί εταιρείας παροχής συμβουλών. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται σχετικά ότι η δράση της δεν εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη και ότι, σε κάθε περίπτωση, τέτοια ερμηνεία δεν ήταν προβλέψιμη κατά τη χρονική περίοδο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων.
Επικουρικώς, με τον τέταρτο, πέμπτο και έκτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει σφάλμα της Επιτροπής κατά τον υπολογισμό του προστίμου. Ισχυρίζεται, συγκεκριμένα, ότι έπρεπε να της επιβληθεί ένα μόνον συμβολικό πρόστιμο, καθότι κατά τη χρονική περίοδο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων δεν ήταν προβλέψιμη η ερμηνεία ότι το άρθρο 81 ΕΚ καλύπτει επίσης εταιρείες παροχής συμβουλών. Επίσης, προβάλλεται παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων (1), δεδομένου ότι τα πρόστιμα δεν έπρεπε να καθορισθούν κατ' αποκοπήν, αλλά βάσει της αμοιβής που έλαβε η προσφεύγουσα για την παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, δεδομένης της ύπαρξης μίας μόνον παράβασης, η Επιτροπή παρέβη το ανώτατο όριο του 10 %, του άρθρου 23, παράγραφος 2, εδάφιο 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (2). Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται σχετικά ότι τα επιβληθέντα πρόστιμα θέτουν σε κίνδυνο την ίδια της την ύπαρξή και δεν συνάδουν προς στο το πνεύμα και τους στόχους των ανώτατων αυτών ορίων.
Με τους τρεις τελευταίους λόγους ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει παρατυπίες της διαδικασίας. Ισχυρίζεται ότι παραβιάσθηκε η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας (έβδομος λόγος ακυρώσεως), προβάλλει την καθυστερημένη ενημέρωσή της σχετικά με την εν εξελίξει διαδικασία έρευνας εις βάρος της (όγδοος λόγος ακυρώσεως) και το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν της κοινοποιήθηκε νομίμως (ένατος λόγος ακυρώσεως).
(1) Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).
(2) Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) 1/2003, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/46 |
Προσφυγή της 26ης Ιανουαρίου 2010 — Hairdreams κατά ΓΕΕΑ — Bartmann (MAGIC LIGHT)
(Υπόθεση T-34/10)
2010/C 100/71
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα:«Hairdreams» HaarhandelsgmbH (Graz, Αυστρία) (εκπρόσωπος: Rechtsanwalt G. Kresbach)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Rüdiger Bartmann (Gladbeck, Γερμανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 18ης Νοεμβρίου 2009, στην υπόθεση R 656/2008-4, ούτως ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα στις 22 Απριλίου 2008 και να υποχρεωθεί ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών να φέρει τα έξοδα της ανακοπής και της προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης. |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο ΓΕΕΑ. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα «MAGIC LIGHT» για προϊόντα των κλάσεων 3, 8, 10, 21, 22, 26 και 44 (υπ’ αριθ. 5 196 597 αίτηση καταχωρίσεως)
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Rüdiger Bartmann
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: το γερμανικό λεκτικό σήμα «MAGIC LIFE» (αριθ. 30 415 611) για προϊόντα της κλάσεως 3.
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: μερική αποδοχή της ανακοπής.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής.
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 (1), λόγω νομικής πλάνης στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/47 |
Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 — Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
(Υπόθεση T-35/10)
2010/C 100/72
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Bank Melli Iran (Τεχεράνη, Ιράν) (εκπρόσωπος: L. Defalque, δικηγόρος)
Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
Να ακυρώσει την παράγραφο 4, τμήμα B, του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 1100/2009 του Συμβουλίου, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, καθώς και την απόφαση του Συμβουλίου της 18ης Νοεμβρίου 2009· |
|
— |
να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1100/2009 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2009 (1), για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (2), και την κατάργηση της απόφασης 2008/475/ΕΚ (3), καθόσον περιλαμβάνει την προσφεύγουσα στον κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων, επιχειρήσεων και οργανισμών των οποίων δεσμεύονται τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι βάσει της διατάξεως αυτής.
Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της παραγράφου 4, τμήμα B, του παραρτήματος, καθόσον την αφορά, προβάλλει δε προς στήριξη της προσφυγής της τους εξής λόγους ακυρώσεως.
Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνάς της και, ιδίως, του δικαιώματός της σε δίκαιη δίκη, δεδομένου ότι δεν της προσκομίσθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή έγγραφο προς στήριξη των ισχυρισμών του Συμβουλίου. Υποστηρίζει επίσης ότι οι πρόσθετες παραπομπές στην απόφαση του 2008 είναι αόριστες, ελάχιστα σαφείς και δεν καθιστούν δυνατή την αντίκρουσή τους στην προσφεύγουσα, καθόσον δεν της αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα ακροάσεως.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το καθού παρέβη την υποχρέωσή του επαρκούς αιτιολογήσεως.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, κατά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 423/2007, το Συμβούλιο δεν εξέθεσε τους λόγους που την αφορούν ατομικά και ειδικά και δικαιολογούν την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων.
Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το καθού υπέπεσε σε πλάνη ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχεία α', β' και γ', του κανονισμού 423/2007, καθόσον, κατά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο δεν εξήγησε κατά ποίο τρόπο οι συνήθεις τραπεζικές δραστηριότητες της προσφεύγουσας καταδείκνυαν ότι μετείχε ή ότι συνδεόταν άμεσα με τις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων.
Εξάλλου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, της 14ης Οκτωβρίου 2009 (4), κατά της οποίας έχει ασκήσει αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (5) και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της να ακυρωθεί η απόφαση 2008/475/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 (6). Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι ο κανονισμός 423/2007 και η απόφαση 2008/475/ΕΚ εκδόθηκαν νομίμως με ειδική πλειοψηφία και όχι ομόφωνα. Κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι ο κανονισμός 423/2007 αποτελεί τη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού και της αποφάσεως που προσβάλλονται με την υπό κρίση προσφυγή, η προεκτεθείσα συλλογιστική έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της υπό κρίση προσφυγής. Η προσφεύγουσα φρονεί, συνεπώς, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου που απαιτείται βάσει της Συνθήκης, των κανόνων δικαίου που αφορούν την εφαρμογή της και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Κοινής Θέσεως 2007/140/ΚΕΠΠΑ (7).
Επίσης, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόφαση του Πρωτοδικείου, καθόσον αποφαίνεται ότι η εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/200, είναι αυτοτελής και, ως εκ τούτου, δεν δέχεται ότι οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η ίδια συλλογιστική έχει εφαρμογή και εν προκειμένω, στην περίπτωση του προσβαλλομένου κανονισμού και της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και, ως εκ τούτου, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα ιδιοκτησίας.
(1) ΕΕ L 303 της 18.11.2009, σ. 31–36.
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, ΕΕ L 103 της 20.4.2007, σ. 1–23.
(3) Απόφαση του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, περί εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, ΕΕ L 163 της 24.6.2008, σ. 29–33.
(4) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, T-390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.
(5) Υπόθεση C-548/09, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου.
(6) ΕΕ L 163, σ. 29.
(7) Κοινή θέση 2007/140/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν, ΕΕ L 61 της 28.2.2007, σ. 49–55.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/48 |
Προσφυγή της 1ης Φεβρουαρίου 2010 — Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-36/10)
2010/C 100/73
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Internationaler Hilfsfonds e.V. (Rosbach, Γερμανία) (εκπρόσωπος: H. Kaltenecker, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει τις από 9 Οκτωβρίου 2009 και 1 Δεκεμβρίου 2009 αποφάσεις της Επιτροπής, στο μέτρο που δεν τις επιτράπηκε, με τις αποφάσεις αυτές, η πρόσβαση στα έγγραφα που δεν δημοσιοποιήθηκαν, και |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα βάλλει τόσο κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Οκτωβρίου 2009, με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει η αίτησή της να της επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα του σχετικού με τη σύμβαση LIEN 97-2011 φακέλου που δεν είχαν δημοσιοποιηθεί, όσο και κατά του από 1 Δεκεμβρίου 2009 εγγράφου της Επιτροπής, με το οποίο ενημερώθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η εμπρόθεσμη έκδοση αποφάσεως επί της δεύτερης αιτήσεώς της για παροχή προσβάσεως στον φάκελο της συμβάσεως LIEN 97-2011.
Προς στήριξη της προσφυγής της ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στις εξαιρέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 (1) για να απορρίψει την αίτησή της να της επιτραπεί η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/49 |
Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 — El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Pucci International (PUCCI)
(Υπόθεση T-39/10)
2010/C 100/74
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: El Corte Inglés, S.A. (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωποι: M. López Camba, J. Rivas Zurdo και E. Seijo Veiguela, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Emilio Pucci International B.V. (Baarn, Κάτω Χώρες)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 29ης Οκτωβρίου 2009, στην υπόθεση R 173/2009-1· |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα· |
|
— |
να καταδικάσει την αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα «PUCCI» για προϊόντα των κλάσεων 3, 9, 14, 18, 25 και 28
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: η προσφεύγουσα
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: ισπανικό εικονιστικό σήμα «Emidio Tucci» για προϊόντα των κλάσεων 3, 9, 14, 25 και 28· ισπανικό λεκτικό σήμα «E. Tucci» για προϊόντα της κλάσεως 25· κοινοτικό εικονιστικό σήμα «Emidio Tucci» για προϊόντα, μεταξύ άλλων, των κλάσεων 3, 9, 14, 25 και 28
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε εσφαλμένως ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαραβαλλομένων σημάτων· παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν αποφάνθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, διότι το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης στην Ισπανία για προϊόντα μόδας και η εκ μέρους τρίτου χρησιμοποίηση ενός παρόμοιου σήματος θα έβλαπτε τη φήμη και θα προσπόριζε στον τρίτο αθέμιτο όφελος από τη φήμη αυτή.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/49 |
Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 — Elf Aquitaine κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-40/10)
2010/C 100/75
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Elf Aquitaine (Courbevoie, Γαλλία) (εκπρόσωποι: É. Morgan de Rivery, S. Thibault-Liger και A. Noël-Baron, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
κυρίως, να ακυρώσει στο σύνολό της, δυνάμει του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), την από 11 Νοεμβρίου 2009 απόφαση C(2009) 8682 τελικό στην υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας, κατά το μέρος που αφορά την Elf Aquitaine· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ:
|
|
— |
επικουρικότερον:
|
|
— |
σε κάθε περίπτωση, να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της από 11 Νοεμβρίου 2009 αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2009) 8682 τελικό σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας) και με αντικείμενο συμφωνίες συμπράξεων στις αγορές σταθεροποιητών κασσιτέρου και σταθεροποιητών θερμότητας εποξειδωμένου σογιέλαιου (ESBO)/εστέρων, οι οποίες αφορούν το σύνολο του ΕΟΧ και αποσκοπούν στον καθορισμό των τιμών, στην κατανομή των αγορών και στην ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, ή, επικουρικώς, την ακύρωση ή μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.
Με την προσφυγή προβάλλονται, κυρίως, δύο λόγοι ακυρώσεως της αποφάσεως στο σύνολό της. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόφαση εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή κανόνων δικαίου σχετικά με τον καταλογισμό των παραβάσεων που διέπραξε η θυγατρική της εταιρία Arkema και η θυγατρική αυτής εταιρία CECA.
Επιπλέον, με την προσφυγή προβάλλονται, επικουρικώς, δυο λόγοι ακυρώσεως και, επικουρικότερον, άλλοι δυο λόγοι ακυρώσεως. Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει (επικουρικώς) ότι η διάπραξη πολλών νομικών σφαλμάτων πρέπει να έχει ως συνέπεια, τουλάχιστον, την ακύρωση των τεσσάρων προστίμων που της επιβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 2 της αποφάσεως. Με τον τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει (επικουρικώς) ότι, εάν το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτό τον τρίτο λόγο, πρέπει, ακολούθως, να ακυρώσει και το άρθρο 1 της αποφάσεως. Με τον πέμπτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει (επικουρικότερον) ότι, εάν το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου που αντλείται από παράβαση των κανόνων περί παραγραφής, πρέπει να ακυρωθεί τουλάχιστον το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο h, της αποφάσεως καθόσον με αυτό διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα παρέβη τα άρθρα 81 ΕΚ και 53 ΕΟΧ στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου για τον χρόνο μεταξύ της 16ης Μαρτίου 1994 και της 31ης Μαρτίου 1996. Με τον έκτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει (επικουρικότερον) ότι, εάν το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει τους δυο κυρίως προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και τον επικουρικώς προβαλλόμενο τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της πρέπει, τουλάχιστον, να έχει ως συνέπεια τη μείωση των τεσσάρων προστίμων που της επιβλήθηκαν.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/50 |
Προσφυγή της 2ας Φεβρουαρίου 2010 — SIMS — Ecole de ski internationale κατά ΓΕΕΑ — SNMSF (esf école du ski français)
(Υπόθεση T-41/10)
2010/C 100/76
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγον: Syndicat international des moniteurs de ski — Ecole de ski internationale (SIMS — Ecole de ski internationale) (Albertville, Γαλλία) (εκπρόσωπος: L. Raison-Rebufat, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Syndicat national des moniteurs du ski français (SNMSF) (Meylan, Γαλλία)
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει εξ ολοκλήρου την απόφαση R 235/2009-1 της 11ης Νοεμβρίου 2009 από το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, και αφορά την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει το προσφεύγον κατά της αποφάσεως 2557 C του Τμήματος Ακυρώσεως του ΓΕΕΑ με την οποία απερρίφθη η αίτηση ακυρώσεως του κοινοτικού σήματος 4 624 987 λόγω παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία η' και θ', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009· |
|
— |
να κηρύξει άκυρο το σήμα 4 624 987 λόγω:
|
|
— |
να κηρύξει την έκπτωση του σήματος 4 624 987 λόγω παραβάσεως του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: το εικονιστικό σήμα «esf école du ski français» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 25, 28 και 41(κοινοτικό σήμα 4 624 987)
Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: Syndicat national des moniteurs du ski français
Αιτούν την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: Το προσφεύγον
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: Απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής του προσφεύγοντος
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία η' και θ' καθώς και του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού 207/2009.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/51 |
Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 — Elementis κλ.π. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-43/10)
2010/C 100/77
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Elementis plc, Elementis Holdings Ltd, Elementis UK Ltd και Elementis Services Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: T. Wessely, A. de Brousse, E. Spinelli, lawyers και A. Woods, Solicitor)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 11ης Νοεμβρίου 2009, αριθ. C(2009) 8682, στην υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας, κατά το μέτρο που αφορά τις προσφεύγουσες, |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιαστικά το ποσό των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων δυνάμει της αποφάσεως, |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υπεβλήθησαν οι προσφεύγουσες λόγω της ολικής ή μερικής καταβολής του προστίμου, |
|
— |
να λάβει κάθε άλλο μέτρο το οποίο θα κριθεί από το Γενικό Δικαστήριο ως κατάλληλο. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, αριθ. C(2009) 8682, στην υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας, με την οποία διαπιστώνεται ότι ορισμένες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγουσών, παρέβησαν τα άρθρα 81 ΕΚ (νυν 101 ΣΛΕΕ) και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, κατά το μέτρο που συμμετείχαν σε δύο συμπράξεις αφορώσες, αντιστοίχως, τον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου και τον τομέα των σταθεροποιητών ESBO/esters στο σύνολο του ΕΟΧ.
Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς και κύρια επιχειρήματα:
|
|
Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον εξέδωσε απόφαση περί επιβολής προστίμου σε βάρος των προσφευγουσών κατά παράβαση των κανόνων περί παραγραφής που διατυπώνονται στα άρθρα 25, παράγραφος 5, και 25, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (στο εξής: κανονισμός 1/2003) για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 ΕΚ (νυν 101 και 102 ΣΛΕΕ) (1). Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003, η απόλυτη προθεσμία παραγραφής, μετά την πάροδο της οποίας η Επιτροπή δεν δύνανται να επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού, είναι 10 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η παράβαση. Κατ’ ακολουθία, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η ληφθείσα περισσότερα από 11 έτη μετά την εκ μέρους των προσφευγουσών παύση της παραβάσεως (στις 2 Οκτωβρίου 1998) απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η άποψη της Επιτροπής, όσον αφορά τη νομιμότητα του προστίμου παρά την παρέλευση της δεκαετούς προθεσμίας, στηρίζεται σε μια erga omnes ερμηνεία της κατά το άρθρο 25, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 αναστολής της παραγραφής, η οποία, κατά τις προσφεύγουσες, είναι εσφαλμένη. |
|
|
Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, στο μέτρο που η υπερβολική διάρκεια του σχετικού με τη συγκέντρωση στοιχείων σταδίου της έρευνας περιόρισε τη δυνατότητα των προσφευγουσών για αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. |
|
|
Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά τον υπολογισμό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου στηριζόμενη εσφαλμένως στα πρόστιμα που επιβλήθηκαν i) σε σχέση με το προηγούμενο της συστάσεως κοινής επιχειρήσεως διάστημα και ii) όσον αφορά το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, στον κύκλο εργασιών της κοινής επιχειρήσεως Akcros, αντί στον κύκλο εργασιών των προσφευγουσών. Κατά τις προσφεύγουσες, τα πρόστιμα θα έπρεπε να είναι μειωμένα κατά 50 %. |
|
|
Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο και παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προσωπικής ευθύνης και της αναλογικότητας, καθόσον παρέλειψε να προσδιορίσει το οφειλόμενο από τις προσφεύγουσες ποσό προστίμου (το οποίο επιβλήθηκε από κοινού και εις ολόκληρο στις προσφεύγουσες). |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/52 |
Προσφυγή της 28ης Ιανουαρίου 2010 — GEA Group κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-45/10)
2010/C 100/78
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: GEA Group AG (Bochum, Γερμανία) (εκπρόσωποι: A. Kallmayer, I. du Mont και G. Schiffers, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον σε αυτό διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην 81, παράγραφος 1, ΕΚ) και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον με αυτό επιβάλλεται στην προσφεύγουσα πρόστιμο· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει την διάρκεια της προβαλλόμενης στο άρθρο 1, παράγραφος 2, παραβάσεως της προσφεύγουσας και το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της από 11 Σεπτεμβρίου 2009 αποφάσεως της Επιτροπής C(2009) 8682 τελικό, στην υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και σε άλλες εταιρείες πρόστιμο λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και — από 1ης Ιανουαρίου 1994 — του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα μετείχε σε σειρά συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα ESBO/εστέρες στον ΕΟΧ, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών μέσω κατανομής ποσοστώσεων παραδόσεως, την κατανομή πελατών, καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με πελάτες, ποσότητες παραγωγής και ποσότητες παράδοσης. Η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρον από κοινού με δύο ακόμα επιχειρήσεις, οι οποίες διαδέχθηκαν εκείνες τις επιχειρήσεις, οι οποίες φέρεται ότι συμμετείχαν στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες.
Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η προκάτοχός της άσκησε αποφασιστική επιρροή στις ως άνω επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε ανακριβείς πραγματικές διαπιστώσεις και σε εσφαλμένη εφαρμογή των νομικών προϋποθέσεων καταλογισμού, ιδίως των προϋποθέσεων τεκμηρίωσης αποφασιστικής επιρροής
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει παραγραφεί η κατά το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (1), εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή προστίμου. Αναφέρει, σχετικώς, ότι η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε παραβάσεις των ως άνω εταιρειών κατά την περίοδο μετά το 1996/97 και, σε κάθε περίπτωση, για τα έτη 1999 και 2000. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής αναστολή της διαδικασίας λόγω της διαφοράς στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-125/03 και T-253/03, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, δεν είχε ως αποτέλεσμα αναστολή της παραγραφής ως προς την προσφεύγουσα.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. Στο πλαίσιο αυτό ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ανέστειλε χωρίς λόγο τις έρευνες για περισσότερα από τέσσερα χρόνια με αποτέλεσμα από την έναρξη των ερευνών να μεσολαβήσουν περίπου πέντε χρόνια μέχρι την ενημέρωση της προσφεύγουσας και περίπου έξι χρόνια μέχρι την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε έρευνες στις ως άνω επιχειρήσεις και στη σχετική εμπορική μονάδα, προκειμένου να διερευνήσει πλήρως την υπόθεση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εξαιτίας αυτών των παραλείψεων η Επιτροπή της στέρησε τη δυνατότητα να διασφαλίσει απαλλακτικά στοιχεία και να υπερασπίσει αποτελεσματικά τη θέση της.
(1) Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) 1/2003, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/53 |
Προσφυγή της 28ης Ιανουαρίου 2010 — Faci κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-46/10)
2010/C 100/79
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Faci SpA (Μιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωποι: S. Piccardo, S. Crosby και S. Santoro, lawyers)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που με αυτή διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σε σύμπραξη με σκοπό τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών μέσω ποσοστώσεων πωλήσεων και την κατανομή της πελατείας, |
|
— |
να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιαστικώς το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο, |
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση κατά το μέτρο που με αυτή μειώνεται το αρχικώς υπολογισθέν πρόστιμο για την Bärlocher ή να περιορίσει ουσιαστικώς την παρασχεθείσα μείωση, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009 (Υπόθεση COMP/38.589 — Σταθεροποιητές θερμότητας) κατά το μέτρο που με αυτή η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 8l ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον συμμετείχε σε σύμπραξη με σκοπό τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών μέσω ποσοστώσεων πωλήσεων και την κατανομή της πελατείας στον τομέα ESBO/esters. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί την ουσιαστική μείωση του σε βάρος της επιβληθέντος προστίμου.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε γενικές αρχές του δικαίου, υπέπεσε σε διάφορα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, ενήργησε χωρίς να έχει σχετική αρμοδιότητα, καθώς και ότι παραβίασε την αρχή του ανόθευτου ανταγωνισμού, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και δεν εφάρμοσε ορθώς τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων. Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε επιχειρήματα:
|
— |
Η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που προσέδωσε ελάχιστη σημασία στα προ της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη αποδεικτικά στοιχεία και μεγάλη σημασία στα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μια πλήρως λειτουργούσα σύμπραξη, αφορώσα τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών, την κατανομή της πελατείας, ζημιογόνες πρακτικές τιμών, ακόμη δε και αθέμιτη δωροδοκία, είχε παύσει πριν η προσφεύγουσα αρχίσει να συμμετέχει σε αυτή, δεν ελήφθη δεόντως υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της διαπραχθείσας από την προσφεύγουσα παραβάσεως. |
|
— |
Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που επιφύλαξε στην προσφεύγουσα την ίδια μεταχείριση με τις λοιπές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι, σε σύγκριση με αυτές, η βαρύτητα της διαπραχθείσας από την προσφεύγουσα παραβάσεως δικαιολογούσε ουσιωδώς διαφορετική μεταχείριση. Κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε διαφορά ύψους μόλις 1 % της αξίας των πωλήσεων στη σχετική αγορά, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διέπραξε λιγότερες παραβάσεις και ότι καμία από τις παραβάσεις αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική και παρά τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν εφάρμοσε τη σύμπραξη. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέβη τον κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων, στο μέτρο που ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι αποτελούσε το αντικείμενο έρευνας πολύ αργότερα απ’ ό,τι τις λοιπές επιχειρήσεις, γεγονός που προκάλεσε ζημία στην προσφεύγουσα. |
|
— |
Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, λόγω της μη εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας και της εκ μέρους της αναστολής της διαδικασίας προκειμένου να αποφανθεί επί παρεμπίπτοντος ζητήματος. Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που οι πράξεις της έβλαψαν αδίκως την προσφεύγουσα, η οποία, επομένως, θα έπρεπε να τύχει μειώσεως του επιβληθέντος σε βάρος της προστίμου ουσιωδώς μεγαλύτερης της χορηγηθείσας ποσοστού 1 %. |
|
— |
Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη μείωση του προστίμου (μεγαλύτερη του 95 %) της οποίας έτυχε η Bärlocher, που είναι υπάρχουσα ή δυνητική ανταγωνίστρια της προσφεύγουσας, επικαλούμενη αναρμοδιότητα, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εν ευρεία εννοία και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η μείωση του προστίμου ισοδυναμεί με ενίσχυση, δυνάμενη να προκαλέσει νόθευση του ανταγωνισμού στην αγορά. Επιπλέον, ή επικουρικώς, στο κείμενο της κοινοποιηθείσας στην προσφεύγουσα αποφάσεως, η Επιτροπή δεν αναφέρει τους λόγους που δικαιολογούν τη μείωση, γεγονός που ισοδυναμεί με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. |
|
— |
Το πρόστιμο σε βάρος της προσφεύγουσας επιβλήθηκε κατά παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων και των αρχών που απορρέουν από τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές. Κατά τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, σε αντίθεση προς τις λοιπές επιχειρήσεις, δεν είχε συμμετάσχει σε «σκληροπυρηνικές» συμπράξεις και ότι είχε επιδείξει σύμφωνη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά στο σύνολο της σχετικής αγοράς. Η βαρύτητα της διαπραχθείσας από την προσφεύγουσα παραβάσεως δεν εκτιμήθηκε ορθώς, στο μέτρο που αδίκως της καταλογίστηκε συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες τους ανταγωνισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξέτασε τον ρόλο που πράγματι διαδραμάτισε η Faci, δεν έλαβε υπόψη το περιορισμένο μέγεθος της προσφεύγουσας, την περιορισμένη ισχύ στην αγορά και την έλλειψη ικανότητάς της, σε σύγκριση με τις λοιπές επιχειρήσεις, να βλάψει τον ανταγωνισμό και δεν προέβη στις αναγκαίες συναφώς προσαρμογές, σύμφωνα με το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, ώστε να τις εφαρμόσει ορθώς κατά νόμον. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/54 |
Προσφυγή της 27ης Ιανουαρίου 2010 — Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-47/10)
2010/C 100/80
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Akzo Nobel NV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), Akzo Nobel Chemicals GmbH (Düren, Γερμανία), Akzo Nobel Chemicals B.V. (Amersfoort, Κάτω Χώρες), Akcros Chemicals Ltd (Stratford-upon-Avon, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: C. Swaak, and Marc van der Woude, lawyers)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως εν όλω ή εν μέρει, και/ή |
|
— |
να μειώσει τα επιβληθέντα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρόστιμα, και/ή |
|
— |
να διαπιστώσει ότι η Akzo Nobel Chemicals GmbH και η Akzo Nobel Chemicals B.V. δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις προγενέστερες του 1993 παραβάσεις και ότι η Akzo Nobel N.V. δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που διαπράχθηκε στο διάστημα μεταξύ 1987 και 1998, ούτε ατομικώς ούτε από κοινού με τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο Elementis, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, (Υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας), στο μέτρο που με αυτή κρίθηκαν υπεύθυνες για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον συμμετείχαν σε σύμπραξη με σκοπό τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των αγορών μέσω ποσοστώσεων πωλήσεων, την κατανομή της πελατείας και την ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικών ιδίως με την πελατεία, την παραγωγή και τις πωλήσεις, στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου. Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες ζητούν την ουσιαστική μείωση του επιβληθέντος σε βάρος τους προστίμου.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, κατά το μέτρο που τους καταλόγισε ευθύνη, υπέπεσε σε διάφορα νομικά και πραγματικά σφάλματα και προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς προς στήριξη των αιτημάτων τους.
Με τον πρώτο ισχυρισμό, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της διοικητικής επιμέλειας και της εύλογης προθεσμίας και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας κατά τη διεξαγωγή της έρευνας σχετικά με τις προβαλλόμενες παραβάσεις στον τομέα των σταθεροποιητών κασσιτέρου και των σταθεροποιητών θερμότητας ESBO/esters. Η καθυστέρηση αυτή κατά την έρευνα της Επιτροπής δεν συνιστά αναστολή υπό την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 (1). Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, στο μέτρο που αρνήθηκε στις προσφεύγουσες την πρόσβαση στο σύνολο των περιεχομένων στο φάκελο ενοχοποιητικών και απαλλακτικών στοιχείων.
Με τον δεύτερο ισχυρισμό, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη των παραβάσεων και της ευθύνης των προσφευγουσών καθ’ όλη την προβαλλόμενη περίοδο διάρκειάς τους. Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη παραβάσεως κατά τη διάρκεια ενός μέρους της περιόδου κατά την οποία προβάλλεται ότι αυτή διήρκεσε, γεγονός που θα έπρεπε να οδηγήσει σε μείωση κατά τον υπολογισμό του προστίμου. Η Επιτροπή παραβίασε τον κανόνα της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής που περιλαμβάνεται στο άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003 και η εξουσία της προς επιβολή οποιουδήποτε προστίμου σε βάρος των προσφευγουσών έχει παραγραφεί.
Ο τρίτος ισχυρισμός των προσφευγουσών έχει επικουρικό χαρακτήρα και είναι λυσιτελής μόνον εφόσον το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή κυρώσεων σε βάρος των προσφευγουσών δεν έχει παραγραφεί και/ή ότι οι εκτιθέμενες στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού παραβιάσεις δεν οδηγούν σε ακύρωση της αποφάσεως στο σύνολό της. Πρώτον, η Επιτροπή εσφαλμένως καταλόγισε ευθύνη στην Pure Chemicals Ltd και στην Akzo Nobel N.V. για τη συμπεριφορά της κοινής επιχειρήσεως Akcros, δεδομένου ότι η κοινή αυτή επιχείρηση είναι η μόνη υπεύθυνη για την αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά της. Δεύτερον, η Επιτροπή δεν έχει πλέον εξουσία επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Akzo Nobel Chemicals GmbH και Akzo Nobel Chemicals B.V. όσον αφορά το πριν τη σύσταση της κοινής επιχειρήσεως διάστημα. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει κατανείμει την ευθύνη μεταξύ των προσφευγουσών και (των εταιριών) του ομίλου Elementis όσον αφορά το διάστημα λειτουργίας της κοινής επιχειρήσεως. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή εσφαλμένως έλαβε υπόψη δύο φορές τον κύκλο εργασιών της κοινής επιχειρήσεως κατά τον υπολογισμό των προστίμων.
(1) Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) 1/2003 της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1)
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/55 |
Αναίρεση που άσκησε στις 2 Φεβρουαρίου 2010 ο Herbert Meister κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 30 Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση F-17/09, Meister κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση T-48/10 P)
2010/C 100/81
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείων: Herbert Meister (Muchamiel, Ισπανία) (εκπρόσωπος: H.-J. Zimmermann, δικηγόρος)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αιτήματα του αναιρεσείοντος
Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 30ής Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση F-17/09, Meister κατά ΓΕΕΑ· |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η αναίρεση βάλλει κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 30ής Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση F-17/09, Meister κατά ΓΕΕΑ, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή-αγωγή του αναιρεσείοντος ως προδήλως απαράδεκτη.
Προς θεμελίωση του ενδίκου μέσου του, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή-αγωγή υπήρξε αναγκαία διότι η υπόθεση βρίσκεται σε άμεση πραγματική σχέση με τα αντικείμενα της διαφοράς των προηγουμένων συνδεδεμένων υποθέσεων F-138/06 και F-37/08, οι οποίες κατά τον χρόνο της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής δεν είχαν ακόμη κριθεί. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι απόρριψη της προσφυγής-αγωγής στο πλαίσιο της υποθέσεως F-17/09 αμέσως ως απαράδεκτης χωρίς προφορική διαδικασία συνιστά παραβίαση των εγγυήσεων για νόμιμη ακρόαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Πέραν αυτού, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν δέχθηκε την αίτηση του αναιρεσείοντος για αναστολή της διαδικασίας ενόψει της καταθέσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως στην υπόθεση F-37/08. Τέλος, προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη σε ελλιπή και εσφαλμένη ανάλυση της υποθέσεως.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/56 |
Προσφυγή της 5ης Φεβρουαρίου 2010 — The Footwear Co. Ltd κατά ΓΕΕΑ — Reno Schuhcentrum (swiss cross FOOTWEAR)
(Υπόθεση T-49/10)
2010/C 100/82
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: The Footwear Co. Ltd (Chai Wan, Χονγκ Κόνγκ, Κίνα) (εκπρόσωποι: G. Gris και C. Loidl, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Reno Schuhcentrum GmbH (Thaleischweiler-Fröschen, Γερμανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 4ης Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1705/2008-4· |
|
— |
να απορρίψει πλήρως την ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του προς καταχώριση σήματος για τα προϊόντα των κλάσεων 25 και 28· |
|
— |
να αναθέσει στο Γραφείο Εναρμονίσεως να καταχωρίσει το προς καταχώριση σήμα· |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων που ανέκυψαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: Το εικονιστικό σήμα «swiss cross FOOTWEAR» για προϊόντα των κλάσεων 25 και 28 (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 4 686 549)
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Reno Schuhcentrum GmbH
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Το γερμανικό λεκτικό σήμα «criss cross» αριθ. 30 229 875 για προϊόντα των κλάσεων 14, 18, 25 και 28
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απόρριψη της ανακοπής
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 (1), διότι μεταξύ των αντικειμένων σημάτων δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/56 |
Προσφυγή της 5ης Φεβρουαρίου 2010 — Reisenthel κατά ΓΕΕΑ — Dynamic Promotion (τελάρα και καλάθια)
(Υπόθεση T-53/10)
2010/C 100/83
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Peter Reisenthel (Gilching, Γερμανία) (εκπρόσωπος: E. Aliki Busse, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Dynamic Promotion Co. Ltd (Bangkok, Ταϊλάνδη)
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών της 6ης Νοεμβρίου 2009, όπως διορθώθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση R 621/2009-3, |
|
— |
επικουρικώς, να διατάξει την υπέρ του προσφεύγοντος επαναφορά στην πρότερη κατάσταση, |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: Το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα αριθ. 217955-0001 για «τελάρα και καλάθια».
Δικαιούχος του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος: Η εταιρία Dynamic Promotion Co. Ltd.
Αιτών την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος: Ο προσφεύγων.
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: Απόρριψη της αίτησης κήρυξης της ακυρότητας.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης.
Λόγοι ακυρώσεως: Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και εσφαλμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το τμήμα προσφυγών.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/57 |
Προσφυγή της 9ης Φεβρουαρίου 2010 — Geemarc Telecom κατά ΓΕΕΑ — Audioline (AMPLIDECT)
(Υπόθεση T-59/10)
2010/C 100/84
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα): Geemarc Telecom International Ltd (Wanchai, Hong Kong) (εκπρόσωπος: G. Farrington, Solicitor)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Audioline GmbH (Neuss, Germany).
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 20ής Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 913/2009-2 και |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και τον αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: Το λεκτικό σήμα «AMPLIDECT» για αγαθά των κλάσεων 9 και 16
Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: η προσφεύγουσα
Αιτών την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: Ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: Απόρριψη της αιτήσεως περί κηρύξεως της ακυρότητας
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Δέχθηκε την προσφυγή και, επομένως, ακύρωσε την καταχώριση του κοινοτικού σήματος ως προς το οποίο είχε υποβληθεί η σχετική αίτηση
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1μ, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, διότι το τμήμα προσφυγών: α) δεν έλαβε υπόψη του ότι ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν απέδειξε την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος ως προς το οποίο υποβλήθηκε αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας και β) δεν έλαβε υπόψη του ότι το καταχωρισθέν κοινοτικό σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσεως· το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία και τους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι διάδικοι εντός της προθεσμίας που τους είχε τάξει.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/57 |
Προσφυγή της 10ης Φεβρουαρίου 2010 — Jackson International κατά ΓΕΕΑ — Royal Shakespeare (ROYAL SHAKESPEARE)
(Υπόθεση T-60/10)
2010/C 100/85
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Jackson International Trading Company Kurt D. Brühl Gesellschaft m.b.H. & Co. KG (Graz, Αυστρία) (εκπρόσωποι: S. Di Natale και H.G. Zeiner, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος) ενώπιον του τμήματος προσφυγών: The Royal Shakespeare Company (Stratford-upon-Avon, Ηνωμένο Βασίλειο).
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 19ης Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 317/2009-1, και |
|
— |
να καταδικάσει το καθού και τον αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: Το λεκτικό σήμα «ROYAL SHAKESPEARE» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 32, 33 και 42
Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: η προσφεύγουσα
Αιτών την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Σήμα του οποίου δικαιούχος είναι η αιτούσα/ο αιτών: κοινοτικό λεκτικό σήμα «RSC-ROYAL SHAKESPEARE COMPANY», για υπηρεσίες της κλάσεως 41, το καταχωρισθέν στο Ηνωμένο Βασίλειο εικονιστικό σήμα «RSC ROYAL SHAKESPEARE COMPANY», για υπηρεσίες της κλάσεως 41, το μη καταχωρισθέν σήμα «ROYAL SHAKESPEARE COMPANY», το οποίο χρησιμοποιείται στις συναλλαγές στο Ηνωμένο Βασίλειο για διάφορες υπηρεσίες.
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: απόρριψη του αιτήματος περί κηρύξεως της ακυρότητας
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως και, συνεπώς, κήρυξη της ακυρότητας του καταχωρισθέντος κοινοτικού σήματος, για το οποίο υποβλήθηκε η σχετική αίτηση
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, διότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/58 |
Προσφυγή-αγωγή της 8ης Φεβρουαρίου 2010 — Victoria Sánchez κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(Υπόθεση T-61/10)
2010/C 100/86
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Fernando Marcelino Victoria Sánchez (Σεβίλλη, Ισπανία) (εκπρόσωπος: N. Domínguez Varela, δικηγόρος)
Καθών: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να αποφανθεί ότι η παράλειψη απαντήσεως εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην από 6 Οκτωβρίου 2009 έγγραφη αναφορά είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και να υποχρεώσει τα εν λόγω θεσμικά όργανα να αποκαταστήσουν την παράλειψη αυτή. |
Λόγοι ακυρώσεως
Ο προσφεύγων απηύθυνε στις 28 Αυγούστου 2008 αναφορά στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ύπαρξη δικτύου διαφθοράς στην Ισπανία στους τομείς της κοινωνικής ασφαλίσεως και της δημόσιας υγείας. Στις 3 Μαΐου 2009 ο πρόεδρος της εν λόγω Επιτροπής του κοινοποίησε τη θέση της υποθέσεώς του στο αρχείο.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2009 ο προσφεύγων απηύθυνε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγγραφο οχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 265 ΣΛΕΕ. Με το έγγραφο αυτή ζήτησε:
|
— |
από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ακυρώσει την απόφαση του προέδρου της Επιτροπής Αναφορών που του κοινοποιήθηκε στις 3 Μαΐου 2009 και να διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση· |
|
— |
από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διεξαγάγει έρευνα σχετικά με τη διοίκηση της δικαιοσύνης στην Ισπανία. |
Μην έχοντας λάβει απάντηση εντός της σχετικώς προβλεπόμενης προθεσμίας, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραλείψεως.
Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι προσβλήθηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματά του της ισότητας έναντι του νόμου, της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως επίσης και ότι οι προϋποθέσεις για την διαπίστωση της παραλείψεως των καθών οργάνων πληρούνται εν προκειμένω.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/59 |
Προσφυγή της 11ης Φεβρουαρίου 2010 — Ισπανία κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-65/10)
2010/C 100/87
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγον: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: J. Rodríguez Cárcamo)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση C(2009) 9270 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, με την οποία μειώθηκε η συνδρομή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) που είχε χορηγηθεί αρχικά για το επιχειρησιακό πρόγραμμα Ανδαλουσία, Στόχος 1 (1994-1999), στην Ισπανία, κατ’ εφαρμογή της απόφασης C(94) 3456, της 9ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΤΠΑ αριθ. 94.11.09.001), |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Το Βασίλειο της Ισπανίας προσβάλλει, με την προσφυγή του, την παραπάνω αναφερόμενη απόφαση. Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον κράτος μέλος προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης:
|
— |
Παράβαση του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988 (1), καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος προέκτασης των στοιχείων, ενώ το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει τη δυνατότητα να προεκτείνονται οι παρατυπίες που διαπιστώνονται σε συγκεκριμένες δράσεις στο σύνολο των δράσεων που περιλαμβάνονται στα επιχειρησιακά προγράμματα που χρηματοδοτούνται με πόρους του ΕΤΠΑ. Η διόρθωση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει καμία νομική βάση, διότι οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις αμιγείς οικονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, δεν παράγουν, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2000 στην υπόθεση C-443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής (2), νομικά αποτελέσματα έναντι των κρατών μελών και διότι το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, αφορά μόνο τη μείωση της συνδρομής για την οποία έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη παρατυπίας, η αρχή δε αυτή απαγορεύει την εφαρμογή διορθώσεων κατόπιν προέκτασης των στοιχείων. |
|
— |
Επικουρικά, παράβαση του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, σε συνδυασμό με το ισχύον άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (αρχή της καλόπιστης συνεργασίας), διότι πραγματοποιήθηκε διόρθωση κατόπιν προέκτασης των στοιχείων, μολονότι δεν διαπιστώθηκε ανεπάρκεια του συστήματος διαχείρισης, ελέγχου ή επιθεώρησης σε σχέση με τις τροποποιημένες συμβάσεις, αφού τα διαχειριστικά όργανα εφάρμοσαν την ισπανική νομοθεσία, για την οποία το Δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η τήρηση του εθνικού δικαίου από τις διαχειριστικές αρχές, έστω και αν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη συγκεκριμένων παρατυπιών ή παραβάσεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα για προέκταση των στοιχείων με το επιχείρημα ότι το σύστημα διαχείρισης είναι ανεπαρκές, εφόσον ούτε το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η νομοθεσία που εφαρμόζουν τα εν λόγω όργανα είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε η Επιτροπή έχει ασκήσει προσφυγή κατά του κράτους μέλους βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. |
|
— |
Επικουρικά, παράβαση του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τον λόγο ότι το δείγμα που χρησιμοποιήθηκε για τη δημοσιονομική διόρθωση, κατόπιν της προέκτασης των στοιχείων, δεν ήταν αντιπροσωπευτικό. Η Επιτροπή διαμόρφωσε το δείγμα για την προέκταση των στοιχείων βασιζόμενη σε πολύ μικρό αριθμό σχεδίων (37 από 5 319), χωρίς να περιλάβει όλες τις βασικές πτυχές του επιχειρησιακού προγράμματος, αλλά περιέλαβε τις δαπάνες που είχαν αφαιρέσει προηγουμένως οι ισπανικές αρχές και βασίστηκε στις δηλωθείσες δαπάνες και όχι στη χορηγηθείσα συνδρομή, εφάρμοσε δε ένα πρόγραμμα πληροφορικής του οποίου η αξιοπιστία υπολείπεται του 85 %. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το δείγμα δεν πληροί συνεπώς τις αναγκαίες προϋποθέσεις αντιπροσωπευτικότητας για να χρησιμεύσει ως βάση για την προέκταση των στοιχείων. |
|
— |
Παραγραφή της δίωξης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995 (3). Τέλος, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η ανακοίνωση προς τις ισπανικές αρχές σχετικά με την ύπαρξη παρατυπιών (που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2004 και αφορούσε κατά το πλείστον παρατυπίες που είχαν τελεστεί κατά τα έτη 1997, 1998 και 1999) πρέπει να αποτελέσει το σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής των παρατυπιών αυτών, η οποία είναι τετραετής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95. |
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (EE L 74, σ. 1).
(2) Συλλογή 2000, σ. I-2415.
(3) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/60 |
Προσφυγή της 17ης Φεβρουαρίου 2010 — Βασίλειο της Ισπανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση T-67/10)
2010/C 100/88
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγον: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: M. Muñoz Pérez)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση C(2009) 9827 τελικό της 10ης Δεκεμβρίου 2009, της 10ης Δεκεμβρίου 2009, περί δημοσιονομικών διορθώσεων στη συνδρομή που χορήγησε το ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού, στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος CCI 2000 ES.16.1.PO.007 (Ισπανία: Καστίλη και Λεόν), για το μέτρο της βελτιώσεως της μεταποιήσεως και της διαθέσεως των αγροτικών προϊόντων στο εμπόριο, |
|
— |
να καταδικάσει το καθού κοινοτικό όργανο στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως
Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για δύο λόγους:
|
|
Ο πρώτος αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 39 του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (1), καθώς δεν στοιχειοθετούνται οι παρατυπίες που επικαλείται η Επιτροπή προς αιτιολόγηση της επιβληθείσας διορθώσεως, δεδομένου ότι οι ισπανικές αρχές διενήργησαν συστηματικά, πριν τη χορήγηση των ενισχύσεων, τους ενδεδειγμένους ελέγχους της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 26 και 28 του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 (2). Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρόγραμμα ελέγχου που κατάρτισαν οι ισπανικές αρχές μετά τον επιτόπιο έλεγχο δεν είχε ως σκοπό την εκ των υστέρων διενέργεια παραλειφθέντων ελέγχων, αλλά μόνον τη διαπίστωση της αποτελεσματικότητάς τους. |
|
|
Ο δεύτερος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 39, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999, σε συνδυασμό με τις Οδηγίες σχετικά με τις αρχές, τα κριτήρια και τους ενδεικτικούς συντελεστές που εφαρμόζουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των προβλεπόμενων από την εν λόγω διάταξη δημοσιονομικών διορθώσεων (3), δεδομένου ότι οι διαπιστωθείσες από την Επιτροπή παρατυπίες, εφόσον γίνει δεκτό, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του κράτους μέλους, ότι υπήρξαν, θα δικαιολογούσαν μόνο διόρθωση ανάλογη προς τη ζημία που ενδεχομένως υπέστησαν τα Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συνεπώς, διόρθωση μικρότερη της επιβληθείσας με συντελεστή 5 %. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 80).
(3) Έγγραφο C(2001) 476, της 2ας Μαρτίου 2001
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/60 |
Προσφυγή της 15ης Φεβρουαρίου 2010 — Sphere Time κατά ΓΕΕΑ — Punch (ρολόγια)
(Υπόθεση T-68/10)
2010/C 100/89
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Sphere Time société anonyme (Windhof, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: C. Jäger, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Punch, société par actions simplifiée (Νίκαια, Γαλλία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 2ας Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση R 1130/2008-3 και να υποχρεώσει το καθού να αναγνωρίσει την εγκυρότητα του προσβαλλόμενου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου· και |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης και να ορίσει ότι η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών φέρει τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως και ενώπιον του τμήματος προσφυγών. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: καταχωρισμένο σχέδιο για «ρολόγια»
Δικαιούχος του κοινοτικού σχεδίου: η προσφεύγουσα
Αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σχεδίου: η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: κήρυξη της ακυρότητας του προσβαλλόμενου κοινοτικού σχεδίου
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση των άρθρων 4, 5 και 6 του κανονισμού 6/2002 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε εσφαλμένως ότι το προσβαλλόμενο σχέδιο δεν έχει ατομικό χαρακτήρα και δεν είναι νέο· παράβαση του άρθρου 61, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε ορθώς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ερμήνευσε εσφαλμένα την ελευθερία του σχεδιαστή και στήριξε την απόφασή του σε εσφαλμένη εκτίμηση, με αποτέλεσμα την κατάχρηση εξουσίας.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/61 |
Προσφυγή της 18ης Φεβρουαρίου 2010 — IRO κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση T-69/10)
2010/C 100/90
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Industrie Riunite Odolesi SpA (IRO) (Via Brescia, Ιταλία) (εκπρόσωποι: A. Giardina, avvocato, P. Tomassi, avvocato)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το επιβληθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση πρόστιμο· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρεμφερείς με εκείνους που προβλήθηκαν στην υπόθεση T-55/10, SP κατά Επιτροπής.
Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει:
|
— |
παράβαση νόμου και υπέρβαση εξουσίας, διότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση με την οποία τιμώρησε την προσφεύγουσα για συμμετοχή σε φερόμενο καρτέλ τιμών, χωρίς να εξετάσει το σύνολο των δικαιολογητικών εγγράφων, λόγω της απουσίας συνημμένων στους τιμοκαταλόγους· |
|
— |
παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του κανονισμού 1/2003, καθόσον η Επιτροπή, κατόπιν της ακυρώσεως από το Πρωτοδικείο της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2002, C(2002) 5087 τελικό, εξέδωσε την απόφαση χωρίς διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξεως εκτός της αποστολής στους αποδέκτες της κοινοποιήσεως των προστίμων και/ή της διεξαγωγής ακροάσεως των μερών, χωρίς τη συμμετοχή των εθνικών αρχών, οπότε η συνολική διαδικασία της Επιτροπής είναι ελλιπής, ανακόλουθη και μη νόμιμη και προσβολή του δικαιώματος άμυνας των επιχειρήσεων στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις· |
|
— |
έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθώς τα υποβληθέντα κατά την εξεταστική διαδικασία στοιχεία σχετικά με τις διαστάσεις της οικείας αγοράς και τις συνέπειες της φερόμενης συμπράξεως. |
Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση ή τη μείωση του επιβληθέντος με την προσβαλλόμενη απόφαση προστίμου.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/61 |
Προσφυγή της 19ης Φεβρουαρίου 2010 — Feralpi κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-70/10)
2010/C 100/91
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Feralpi Holding SpA (Brescia, Ιταλία) (εκπρόσωποι: G. Roberti, avvocato, I. Perego, avvocato)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη· |
|
— |
να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η Feralpi Holding προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως:
|
— |
παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας, κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν υπέβαλε στο Σώμα των Επιτρόπων κείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως περιέχον το σύνολο των αναγκαίων πραγματικών και νομικών στοιχείων· |
|
— |
εσφαλμένος καθορισμός της νομικής βάσεως. Συναφώς υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΕΚΑΧ του κανονισμού 1/2003, αφής στιγμής καταργήθηκε η Συνθήκη ΕΚΑΧ· |
|
— |
παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας. Ισχυρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή δεν απέστειλε στην Feralpi Holding κοινοποίηση των αιτιάσεων και δεν ήταν σε θέση να ασκήσει να δικαιώματα αυτά άμυνάς της. Η Επιτροπή, επίσης, επέβαλε στη Feralpi Holding απρόσφορες προθεσμίες και παρεμπόδισε το δικαίωμα προσβάσεως το οποίο της έχει απονεμηθεί· |
|
— |
μη τήρηση των κριτηρίων καταλογισμού παραβάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή εσφαλμένως καταλόγισε στη Feralpi Holding παράβαση, χωρίς να λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις της εταιρικής της διαρθρώσεως που επήλθαν εν τω μεταξύ· |
|
— |
ομοίως, υποστηρίζει ότι μη λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη σχέση υποκαταστάσεως μεταξύ των ράβδων οπλισμού σκυροδέματος και των λοιπών προϊόντων της βιομηχανίας σιδήρου, όπως δοκοί και πλέγματα, η Επιτροπή έσφαλε κατά τον καθορισμό της οικείας αγοράς και απέρριψε αναιτιολογήτως την κοινοτική διάσταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς· |
|
— |
επίσης, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε την αναλυόμενη στην απόφαση πρακτική ως ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση των κοινοτικών αρχών περί ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας ότι η Feralpi Holding συμμετείχε σε αυτήν την παράβαση, παραβαίνοντας ως εκ τούτου το άρθρο 65 ΕΚΑΧ και προβαίνοντας σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. |
Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής καθόρισε εσφαλμένα το ύψος του προστίμου.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/62 |
Προσφυγή της 18ης Φεβρουαρίου 2010 — Xeda International και Pace International κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-71/10)
2010/C 100/92
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Xeda International (Saint Andiol, Γαλλία) και Pace International LLC (Σηάτλ, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) (εκπρόσωποι: C. Mereu και K. Van Maldegem, lawyers)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, |
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, |
|
— |
να διατάξει κάθε άλλο αναγκαίο κατά την κρίση του μέτρο. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με τις προσφυγές τους, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως 2009/859/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας diphenylamine στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή την ουσία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2009) 9262] (ΕΕ 2009 L 314, σ. 79).
Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως, η πρώτη προσφεύγουσα δεν θα έχει πλέον τη δυνατότητα να πωλεί diphénylamine ή προϊόντα με βάση την ουσία diphénylamine στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι θα χάσει τις άδειες κυκλοφορίας των προϊόντων της στα κράτη μέλη που θα ισχύσουν από τις 30 Μαΐου 2010.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, διότι στηρίζεται σε επιστημονικώς και νομικώς εσφαλμένη αξιολόγηση της diphénylamine. Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης.
Συνοπτικώς, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απαγορεύει τη χρήση της diphénylamine στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στηριζόμενη σε τρία αιτίες επιστημονικής ανησυχίας, περιλαμβανόμενες στην αιτιολογική σκέψη 5, καθεμία από τις οποίες είτε αντικρούσθηκε δεόντως από τις προσφεύγουσες είτε δεν συνιστά αιτία ανησυχίας δικαιολογούσα τη μη καταχώριση.
Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, στο μέτρο που τις εμπόδισε να κάνουν χρήση της δυνατότητας να αποσύρουν τον φάκελό τους και να υποβάλουν νέο φάκελο προκειμένου να τύχουν πιο μακράς περιόδου σταδιακής αποσύρσεως, όπως έγινε σε σχέση με άλλες ουσίες που υπάγονται στο ίδιο κανονιστικό πλαίσιο.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/63 |
Αναίρεση που άσκησε στις 17 Φεβρουαρίου 2010 ο Apostolov κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 15 Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση F-8/09, Apostolov κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-73/10 P)
2010/C 100/93
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείων: Svetoslav Apostolov (Saarwellingen, Γερμανία) (εκπρόσωπος: D. Schneider-Addae-Mensah, δικηγόρος)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα του αναιρεσείοντος
Ο αναιρεσείων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα), της 15ης Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση F-8/09, |
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιέχεται σε έγγραφο με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 2008, |
|
— |
να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις ειδικευμένες υπηρεσίες της, κυρίως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO), να θεωρήσει ως σωστές τις απαντήσεις που ο νυν αναιρεσείων έδωσε στα ερωτήματα 9, 30 και 32 της δοκιμασίας επάρκειας που έλαβε χώρα στις 14 Δεκεμβρίου2007, |
|
— |
επικουρικώς, να παράσχει στον νυν αναιρεσείοντα τη δυνατότητα να μετάσχει εκ νέου στη δοκιμασία επάρκειας, |
|
— |
επικουρικώς σε σχέση με το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ανωτέρω αίτημα, να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και |
|
— |
να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί την εξαφάνιση της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 15 Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση F-8/09, Apostolov κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή του νυν αναιρεσείοντος με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 21ης Οκτωβρίου 2008, με την οποία η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) είχε απορρίψει ένσταση του νυν αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως της 25ης Απριλίου 2008, με την οποία αυτός πληροφορήθηκε ότι η βαθμολογία που έλαβε στις δοκιμασίες επιλογής στο πλαίσιο της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος EPSO/CAST27/4/07 δεν ήταν επαρκής για την εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων.
Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, πρώτον, ότι, υπήρχε σύγχυση ως προς την προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής του και ότι, κατά συνέπεια, πρόκειται για συγγνωστή πλάνη η οποία καθιστά την υπ’ αυτού ασκηθείσα, στις 9 Ιουλίου 2009, ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγή παραδεκτή.
Ο αναιρεσείων υποστηρίζει επίσης ότι η EPSO εκτίμησε προδήλως εσφαλμένα ορισμένες απαντήσεις που αυτός έδωσε στο πλαίσιο των δοκιμασιών επιλογής που αφορούσαν την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος EPSO/CAST27/4/07. Επιπροσθέτως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η EPSO επέλεξε εντελώς ακατάλληλη διαδικασία για τον έλεγχο των γνώσεων των υποψηφίων προς τον σκοπό διασφαλίσεως ορθής διαδικασίας επιλογής.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/64 |
Προσφυγή της 16ης Φεβρουαρίου 2010 — Flaco Geräte κατά ΓΕΕΑ — Delgado Sánchez (FLACO)
(Υπόθεση T-74/10)
2010/C 100/94
Γλώσσα στην οποία ασκήθηκε η προσφυγή: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Flaco Geräte GmbH (Gütersloh, Γερμανία) (εκπρόσωπος: M. Wirtz, lawyer)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Jesús Delgado Sánchez (Socuellamos, Ισπανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 23ης Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 86/2009-2 και |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «FLACO», για προϊόντα των κλάσεων 7, 8, 9 και 11
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Το ισπανικό καταχωρισθέν σήμα «FLACO», για προϊόντα της κλάσεως 7
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απορρίπτει εν μέρει την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έλαβε υπόψη του λάθος μετάφραση των προϊόντων που καλύπτονται από το σήμα που αναφέρεται στη διαδικασία ανακοπής· παράβαση του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα περί μη χρήσεως του εν λόγω σήματος.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/64 |
Προσφυγή της 24ης Φεβρουαρίου 2010 — Tempus Vade κατά ΓΕΕΑ — Palacios Serrano
(Υπόθεση T-81/10)
2010/C 100/95
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Tempus Vade, S.L. (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωπος: A. Gómez López, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Palacios Serrano (Alcobendas, Ισπανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να κρίνει ότι η απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2009 που εξέδωσε το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ στην υπόθεση R 944/2006-1 αντιβαίνει στον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, καθόσον με αυτήν ακυρώθηκε η απόφαση του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ της 28ης Μαΐου 2008 επί της διαδικασίας ανακοπής αριθ. B 1009607 και, κατά συνέπεια, καταχωρίστηκε το κοινοτικό σήμα αριθ. 5 016 704 AIR FORCE στην κλάση 14. |
|
— |
να κρίνει ότι η αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος αριθ. 5 016 704 AIR FORCE στην κλάση 14 πρέπει να απορριφθεί δυνάμει της απαγορεύσεως που προβλέπουν τα άρθρα 8, παράγραφος 1, στοιχείο β' και 8, παράγραφος 5, του Κανονισμού για το κοινοτικό σήμα. |
|
— |
να καταδικάσει το καθού και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Juan Palacios Serrano
Σήμα προς καταχώριση: Λεκτικό σήμα «AIR FORCE» (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 5 016 704), για προϊόντα της κλάσεως 14
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: η προσφεύγουσα εταιρία
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: λεκτικό κοινοτικό σήμα «TIME FORCE» (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 395 657), για προϊόντα των κλάσεων 14, 18 και 25· και άλλα τέσσερα εικονιστικά κοινοτικά σήματα περιέχοντα το λεκτικό στοιχείο «TIME FORCE»: αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 398 776, για προϊόντα των κλάσεων 14, 18 και 25· αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 3 112 133, για προϊόντα των κλάσεων 3, 8, 9, 14, 18, 25, 34, 35 και 37, και αιτήσεις καταχωρίσεως αριθ. 1 998 375 και 2 533 667, για προϊόντα της κλάσεως 14.
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: αποδοχή της ανακοπής στο σύνολό της.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της.
Λόγοι ακυρώσεως: εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και παράγραφος 5 του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/65 |
Προσφυγή της 19ης Φεβρουαρίου 2010 — Riva Fire κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-83/10)
2010/C 100/96
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Riva Fire SpA (Μιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωποι: M. Merola, M. Pappalardo, και T. Ubaldi, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
Κυρίως:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, εφόσον αποδειχθεί ότι στο Σώμα των Επιτρόπων δεν είχε υποβληθεί, ενόψει της έγκρισής της, το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η εν λόγω απόφαση, |
|
— |
να ακυρώσει οπωσδήποτε το άρθρο 1 της απόφασης κατά το μέρος κατά το οποίο διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε διαρκή συμφωνία και/ή σε εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρολούς, με σκοπό ή με αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό και/ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων εντός της κοινής αγοράς, |
|
— |
να ακυρώσει κατά συνέπεια το άρθρο 2 της απόφασης της Επιτροπής κατά το μέρος κατά το οποίο επιβάλλει στην προσφεύγουσα πρόστιμο 26,9 εκατομμυρίων ευρώ. |
Επικουρικά:
|
— |
να μειώσει το πρόστιμο από τα 26,9 εκατ. ευρώ που προβλέπει για την προσφεύγουσα το άρθρο 2 της απόφασης και να καθορίσει εκ νέου το ύψος του προστίμου αυτού. |
Σε κάθε δε περίπτωση:
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C(2009) 7492 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με παράβαση του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (COMP/37.956 — Ράβδοι οπλισμού σκυροδέματος, επανέκδοση), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2009) 9912 τελικό, της 8ης Δεκεμβρίου 2009. Προς στήριξη της προσφυγής της, η εν λόγω εταιρία προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης.
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν αναρμόδια να διαπιστώνει παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΕΚΑΧ σε σχέση με υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής ακόμη και μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ και να επιβάλλει κυρώσεις για τις εν λόγω παραβάσεις βάσει των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (1), μολονότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΕΚ (νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ).
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 10, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 17/62 (2) και στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, διότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει αν η Επιτροπή προέβη σε νομότυπη διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή, όπως επιβάλλεται από τα εν λόγω άρθρα, και αν η επιτροπή αυτή είχε συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για να αξιολογήσει πλήρως επί της ουσίας την παράβαση για την οποία κατηγορούνται οι επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτες της απόφασης.
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 36, παράγραφος 1, ΕΚΑΧ, διότι, με την άρνησή της να γνωστοποιήσει τα κριτήρια που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό των προστίμων που επρόκειτο να επιβάλει, περιόρισε τις δυνατότητες των αποδεκτών των αιτιάσεων να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής (3), όπως ο κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί καθ’ ολοκληρία από την Επιτροπή, και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, διότι η Επιτροπή, κατόπιν της ακύρωσης της αρχικής απόφασής της από το Πρωτοδικείο, προχώρησε στην επανέκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να αποστείλει στις επιχειρήσεις νέα γνωστοποίηση αιτιάσεων.
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ανεπαρκής και αντιφατική, όσον αφορά αφενός το τμήμα στο οποίο η επικράτεια της Ιταλικής Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται ως η γεωγραφική αγορά αναφοράς και αφετέρου το τμήμα στο οποίο η κατά την Επιτροπή τελεσθείσα παράβαση κρίνεται ικανή να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο ως προς την εφαρμογή της αρχής του ηπιότερου νόμου.
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ανάλυση της Επιτροπής, όπως παρατίθεται στην απόφαση, είναι πλημμελής όσον αφορά ορισμένες εσφαλμένες εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που είχε ως συνέπεια την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 65 ΕΚΑΧ σε σχέση με διάφορα στοιχεία της αμφισβητούμενης παράβασης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ιδίως τα μέρη της συμφωνίας που αφορούσαν τον καθορισμό της βασικής τιμής των ράβδων, τον καθορισμό των τιμών των ράβδων ασυνήθων διαστάσεων, καθώς και τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και/ή των πωλήσεων.
Με τον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και ελλιπώς αιτιολογημένη (λόγω επίσης πλημμελούς έρευνας) ως προς το σημείο του καταλογισμού στην προσφεύγουσα της παράβασης .
Με τον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 1996 σχετικά με μέτρα επιείκειας και των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής του 1998 σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).
(2) ΕΟΚ/Συμβούλιο: Κανονισμός αριθ. 17: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).
(3) Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 123, σ. 18).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/66 |
Προσφυγή της 18ης Φεβρουαρίου 2010 — Alfa Acciai κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-85/10)
2010/C 100/97
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Alfa Acciai SpA (Brescia, Ιταλία) (εκπρόσωποι: D. Fosselard, S. Amoruso και L. Vitolo, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2009) 7492 τελικό, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, COMP/37.956 — Ράβδοι σκυροδέματος, επανέκδοση (στο εξής: απόφαση), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής C(2009) 9912 τελικό, της 8ης Δεκεμβρίου 2009 (στο εξής: συμπληρωματική απόφαση), κατά το μέρος που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ εκ μέρους της Alfa Acciai SpA και επιβάλλει στην εν λόγω εταιρία κύρωση που συνίσταται σε πρόστιμο ύψους 7,175 εκατομμυρίων ευρώ· |
Επικουρικώς:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2 της αποφάσεως που επιβάλλει την ως άνω κύρωση στην προσφεύγουσα· |
Όλως επικουρικώς:
|
— |
να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρεμφερείς με εκείνους που προβλήθηκαν στις υποθέσεις T-70/10, Feralpi Holding Spa κατά Επιτροπής, και T-83/10, Riva Fire Spa κατά Επιτροπής.
Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επικαλείται:
|
|
Αναρμοδιότητα της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις για την παράβαση του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ κατόπιν της λήξεως της ισχύος της εν λόγω Συνθήκης και, εν πάση περιπτώσει, αναρμοδιότητα της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει ως νομική βάση τα άρθρα 7, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (1)· |
|
|
Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της προηγηθείσας διοικητικής διαδικασίας, κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν απέστειλε νέα ανακοίνωση αιτιάσεων, αλλά περιορίσθηκε να γνωστοποιήσει, μέσω επιστολής, την πρόθεσή της να επανεκδώσει την απόφαση. Τα κράτη μέλη δεν ερωτήθηκαν επ’ αυτού και, πολλώ μάλλον, δεν συμμετείχαν σε τελική συνεδρίαση, η δε προσφεύγουσα περιήλθε, εν τοις πράγμασι, σε αδυναμία γνωστοποιήσεως της απόψεώς της υπό το πρίσμα της επανεκδόσεως της αποφάσεως· |
|
|
Παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά το μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφηκαν εντός της αποφάσεως δεν αντιστοιχούν σε ενιαία και διαρκή σύμπραξη· |
|
|
Παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, καθώς και παραβίαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας και στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (EE L 1, της 4ης Ιανουαρίου 2003, σ. 1).
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/67 |
Προσφυγή της 23ης Φεβρουαρίου 2010 — Chestnut Medical Technologies κατά ΓΕΕΑ (PIPELINE)
(Υπόθεση T-87/10)
2010/C 100/98
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Chestnut Medical Technologies, Inc. (Menlo Park, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) (εκπρόσωποι: R. Kunz-Hallstein και H. Kunz-Hallstein, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
Να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 10ης Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση R 968/2009-2, και |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα «PIPELINE» για προϊόντα της κλάσεως 10
Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το επίμαχο κοινοτικό σήμα είχε περιγραφικό χαρακτήρα· παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών, μη λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς που προέβαλε η προσφεύγουσα, παρέβη την υποχρέωσή του να εκθέσει το σκεπτικό στο οποίο στήριξε την απόφασή του.
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/67 |
Προσφυγή της 24ης Φεβρουαρίου 2010 — Δημοκρατία της Ουγγαρίας κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-89/10)
2010/C 100/99
Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Δημοκρατία της Ουγγαρίας (εκπρόσωποι: J. Fazekas, M.Z. Fehér και K. Szíjjártó)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4 και τα παραρτήματα Ι, σημείο 3.3, και II της αποφάσεως της Επιτροπής [C(2009) 10151], της 14ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με το σημαντικό έργο «τμήμα του αυτοκινητοδρόμου M43 Szeged–Makó», μέρος του επιχειρησιακού προγράμματος «Μεταφορές» για την διαρθρωτική ενίσχυση της Ένωσης μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής, στο πλαίσιο του στόχου «Σύγκλιση», καθόσον οι εν λόγω διατάξεις αποκλείουν από τις επιλέξιμες δαπάνες τον ΦΠΑ. |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως
Η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με το σημαντικό έργο «τμήμα του αυτοκινητόδρομου M43 Szeged–Makó», μέρος του επιχειρησιακού προγράμματος «Μεταφορές» για τη διαρθρωτική ενίσχυση της Ένωσης μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής, στο πλαίσιο του στόχου «Συγκλίσεως». Με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή ενέκρινε την καταβολή ειδικής συνδρομής από το Ταμείο Συνοχής για το προαναφερθέν σημαντικό έργο. Επιπλέον, στο κεφάλαιο «Μη επιλέξιμες δαπάνες» του παραρτήματος Ι της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των ουγγρικών αρχών να εντάξει, στο πλαίσιο του εν λόγω έργου, τον ΦΠΑ στις επιλέξιμες δαπάνες.
Προς θεμελίωση της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα, του άρθρου 56, παράγραφος 4, του Κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 (1) και του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1084/2006 (2).
Κατά την προσφεύγουσα το άρθρο 3, σημείο ε, του Κανονισμού 1084/2006 ορίζει σαφώς ότι ο ανακτήσιμος φόρος προστιθέμενης αξίας δεν είναι επιλέξιμος για συνεισφορά του Ταμείου Συνοχής. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι είναι επιλέξιμος ο μη ανακτήσιμος φόρος προστιθέμενης αξίας. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι δυνάμει του διατάξεων περί ΦΠΑ της Ένωσης ή των εθνικών διατάξεων περί ΦΠΑ ο δικαιούχος του σημαντικού έργου, τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει την ιδιότητα προσώπου υποκειμένου στον φόρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του καταβληθέντος φόρου που του μετακυλίστηκε, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αποκλείσει από τη συνδρομή τον ΦΠΑ στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Η προσφεύγουσα αιτιάται επίσης το ότι, επειδή η Επιτροπή δεν έκρινε ως επιλέξιμες τις δαπάνες που δυνάμει του Κανονισμού 1084/2006 δεν είναι επιλέξιμες, ενώ στην αντίστοιχη εθνική νομοθεσία αναφέρονται ρητώς ως επιλέξιμες δαπάνες, αφαίρεσε με την προσβαλλόμενη απόφαση από τα κράτη μέλη τις αρμοδιότητες που έχουν δυνάμει του άρθρου 56, παράγραφος 4, του κανονισμού 1083/2006.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επιπλέον ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο μετακυλισθείς στον δικαιούχο της ενισχύσεως ΦΠΑ είναι «ανακτήσιμος» μέσω του ΦΠΑ που συνυπολογίζεται στα διόδια τα οποία εισπράττει ο φορέας της εκμεταλλεύσεως της υποδομής που δημιούργησε ο δικαιούχος αποτελεί πολύ ευρεία ερμηνεία του όρου «ανακτήσιμος φόρος προστιθέμενης αξίας» του άρθρου 3, στοιχείο ε, του Κανονισμού 1084/2006, μη βασιζόμενη στο γράμμα της εν λόγω διατάξεως, και εξάλλου αντίκειται προς τη νομοθεσία της Ένωσης περί ΦΠΑ.
Τέλος η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν είναι σύμφωνη ούτε με τον Κανονισμό 1083/2006 ούτε με τον Κανονισμό 1084/2006 ερμηνεία κατά την οποία η Επιτροπή, αποφαινόμενη επί της επιλεξιμότητας των δαπανών, συμπεριλαμβανομένου του ανακτήσιμου ΦΠΑ, μπορεί να βασίσει την απόφασή της στο ότι το κράτος μέλος θα μπορούσε να είχε επιλέξει άλλη νόμιμη λύση όσον αφορά την εκπόνηση του σχεδίου και τη διαχείριση της υποδομής. Κατά την προσφεύγουσα, η οργάνωση της διαχειρίσεως των εθνικών υποδομών και οι συναφείς προς αυτές δημόσιες υπηρεσίες είναι κατά βάση αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το δίκαιο της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να αποδεχτεί την επιλογή του κράτους μέλους, έστω και αν τούτο έχει συνέπειες στην κρίση επί της επιλεξιμότητας των δαπανών, αναλόγως του αν ο δικαιούχος υπόκειται σε ΦΠΑ ή όχι.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής, και καταργήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 1084/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί ιδρύσεως του Ταμείου Συνοχής και καταργήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94, (ΕΕ L 210, σ. 79).
Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/69 |
Προσφυγή της 15ης Ιανουαρίου 2010 — AB κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση F-3/10)
2010/C 100/100
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: ΑΒ (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: Σ. Παππάς)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς
Η ακύρωση της από 4 Φεβρουαρίου 2009 αποφάσεως της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Λάος, με την οποία γνωστοποιήθηκε στον προσφεύγοντα ότι η σύμβαση εργασίας του ως συμβασιούχου υπαλλήλου δεν θα ανανεωνόταν, καθώς και της αποφάσεως της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής (ΑΔΑ) επί της διοικητικής ενστάσεως.
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ώστε ο προσφεύγων να επανέλθει στη Γενική Διεύθυνση Εξωτερικών Σχέσεων (RELEX) ή στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης που θα συσταθεί από 1ης Απριλίου 2010· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/69 |
Προσφυγή της 19ης Ιανουαρίου 2010 — Garcia Lledo κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση F-7/10)
2010/C 100/101
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Inès Garcia Lledo (Alicante, Ισπανία) κ.λπ. (εκπρόσωποι: S. Orlandi, A. Coolen, H.-N. Louis, E. Marchal, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς
Η ακύρωση των αποφάσεων του προέδρου του ΓΕΕΑ να θέσει τέρμα στις σχέσεις εργασίας των προσφευγόντων ως εκτάκτων υπαλλήλων για τον λόγο ότι δεν είναι επιτυχόντες γενικού διαγωνισμού.
Αιτήματα των προσφευγόντων
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει τις από 12 Μαρτίου 2009 αποφάσεις του προέδρου του ΓΕΕΑ να θέσει τέρμα στις σχέσεις εργασίας τους ως εκτάκτων υπαλλήλων· |
|
— |
να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/69 |
Προσφυγή της 25ης Ιανουαρίου 2010 — Gheysens κατά Συμβουλίου
(Υπόθεση F-8/10)
2010/C 100/102
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Johan Gheysens (Mechelen, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis, E. Marchal, δικηγόροι)
Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς
Ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου να μην παρατείνει τη σύμβαση του προσφεύγοντος και, κατά συνέπεια, να θέσει τέρμα στην εργασιακή του σχέση με το Συμβούλιο.
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση περί μη παρατάσεως πέραν της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 της συμβάσεως του προσφεύγοντος και την άρνηση λήψεως οποιουδήποτε μέτρου για την τακτοποίηση της διοικητικής καταστάσεως του προσφεύγοντος ο οποίος ασκεί επί 16 έτη μόνιμα καθήκοντα του θεσμικού οργάνου· |
|
— |
να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα. |
|
17.4.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 100/70 |
Προσφυγή της 29ης Ιανουαρίου 2010 — Hecq κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-10/10)
2010/C 100/103
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: André Hecq (Chaumont-Gistoux, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: L. Vogel, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς
Η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της αιτήσεως αποδόσεως του 100 % διαφόρων ιατρικών εξόδων.
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση την οποία η ΑΔΑ τεκμαίρεται ότι εξέδωσε στις 7 Απριλίου 2009, περί απορρίψεως της από 7 Δεκεμβρίου 2008 αιτήσεως του προσφεύγοντος με την οποία ζητούσε να του αποδοθούν στο σύνολό τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ, τα έξοδα τριών ιατρικών υπηρεσιών, ήτοι της από 6 Οκτωβρίου 2008 επισκέψεως σε ψυχίατρο, των φαρμάκων που συνταγογραφήθηκαν από τον εν λόγω ψυχίατρο και παραδόθηκαν στον προσφεύγοντα στις 21 Οκτωβρίου 2008 και της από 1 Δεκεμβρίου 2008 επισκέψεως σε γιατρό· |
|
— |
κατά το μέτρο που απαιτείται, να ακυρώσει την απόφαση που εξέδωσε η ΑΔΑ στις 20 Οκτωβρίου 2009, με την οποία απορρίφθηκε η από 25 Ιουνίου 2009 διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος κατά της εν λόγω σιωπηρής αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2009· |
|
— |
να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |