ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.CE2010.008.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

52ό έτος
14 Ιανουαρίου 2010


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

Ευρωπαϊκό ΚοινοβούλιοΣΥΝΟΔΟΣ 2008/2009Συνεδριάσεις από 23 έως 25 Σεπτεμβρίου 2008ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΚΑΝΤα Συνοπτικά Πρακτικά αυτής της συνόδου έχουν δημοσιευθεί στην ΕΕ C 309 E της 4.12.2008.

 

 

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/01

Συνέχεια της Διάσκεψης του Μοντερέι του 2002 για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη συνέχεια της Διάσκεψης του Μοντερέι του 2002 για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (2008/2050(INI))

1

2010/C 008E/02

Πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τον πίνακα αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς (2008/2056(INI))

7

2010/C 008E/03

Βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών (2008/2068(INI))

12

2010/C 008E/04

Η διαδικασία της Μπολόνια και η κινητικότητα των φοιτητών
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη διαδικασία της Μπολόνια και την κινητικότητα των φοιτητών (2008/2070(INI))

18

2010/C 008E/05

Προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων στη νέα απόφαση για την επιτροπολογία
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων στη νέα απόφαση για την επιτροπολογία (2008/2096(INI))

22

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ TOY ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

24

2010/C 008E/06

Αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (2007/2238(INI))

26

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ (Ή ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ)

31

2010/C 008E/07

Διαφάνεια των θεσμικών επενδυτών
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη διαφάνεια των θεσμικών επενδυτών (2007/2239(INI))

34

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

38

2010/C 008E/08

Αποφάσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το 2007
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το 2007 (2008/2028(INI))

41

2010/C 008E/09

Η κατάσταση και οι προοπτικές της γεωργίας στις ορεινές περιοχές
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κατάσταση και τις προοπτικές της γεωργίας στις ορεινές περιοχές (2008/2066(INI))

49

2010/C 008E/10

Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Σταλινισμού και του Ναζισμού
Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ανακήρυξη της 23ης Αυγούστου ως Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα Θύματα του Σταλινισμού και του Ναζισμού

57

 

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/11

Να επωφεληθούμε πλήρως από το ψηφιακό μέρισμα στην Ευρώπη: κοινή προσέγγιση για τη χρήση του φάσματος που απελευθερώνεται από την ψηφιακή μετάβαση
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το Να επωφεληθούμε πλήρως από το ψηφιακό μέρισμα στην Ευρώπη: κοινή προσέγγιση για τη χρήση του φάσματος που απελευθερώνεται από την ψηφιακή μετάβαση (2008/2099(INI))

60

2010/C 008E/12

Διεθνής συμφωνία για την τροπική ξυλεία 2006
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με Διεθνή Συμφωνία Τροπικής Ξυλείας (ΙΤΤΑ) 2006

66

2010/C 008E/13

Προετοιμασία της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ινδίας
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την προετοιμασία της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ινδίας (Μασσαλία, 29 Σεπτεμβρίου 2008)

69

 

Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/14

Τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη (2008/2011(INI))

75

2010/C 008E/15

Κοινός Χώρος Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την ετήσια συζήτηση για την πρόοδο που επιτεύχθηκε κατά το 2007 στο Χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (άρθρα 2 και 39 της Συνθήκης ΕΕ)

79

2010/C 008E/16

Συγκέντρωση και πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη συγκέντρωση και την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2007/2253(INI))

85

2010/C 008E/17

Έλεγχος των τιμών της ενέργειας
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τον έλεγχο των τιμών της ενέργειας

94

2010/C 008E/18

Διατροφή, υπερβολικό βάρος και παχυσαρκία (Λευκή Βίβλος)
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για θέματα υγείας που έχουν σχέση με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία (2007/2285(INI))

97

2010/C 008E/19

Συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων on line
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη συλλογική διασυνοριακή διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων για τις νόμιμες επιγραμμικές (online) μουσικές υπηρεσίες

105

 

 

ΑΝΑΚΟΙΝΏΣΕΙΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/20

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (Τροποποίηση του άρθρου 121 του Κανονισμού)
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 121 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2007/2266(REG))

108

 

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/21

Κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1172/95 του Συμβουλίου (COM(2007)0653 — C6-0395/2007 — 2007/0233(COD))

110

P6_TC1-COD(2007)0233Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1172/95 του Συμβουλίου

111

2010/C 008E/22

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2008)0104 — C6-0087/2008 — 2008/0042(COD))

120

2010/C 008E/23

Στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1172/98 του Συμβουλίου σχετικά με τις στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2007)0778 — C6-0451/2007 — 2007/0269(COD))

121

P6_TC1-COD(2007)0269Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1172/98 του Συμβουλίου σχετικά με τις στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή

121

2010/C 008E/24

Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά το Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009) (COM(2008)0159 — C6-0151/2008 — 2008/0064(COD))

122

P6_TC1-COD(2008)0064Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης απόφασης (ΕΚ) αριθ. …/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009)

122

2010/C 008E/25

Καθορισμός των κατηγοριών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 549/69 περί καθορισμού των κατηγοριών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12, 13 δεύτερη παράγραφος και 14 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων (COM(2008)0305 — C6-0214/2008 — 2008/0102(CNS))

123

2010/C 008E/26

Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2008, Τμήμα ΙΙΙ — Επιτροπή (12984/2008 — C6-0317/2008 — 2008/2166(BUD))

123

2010/C 008E/27

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2008)0053 — C6-0054/2008 — 2008/0030(COD))

125

P6_TC1-COD(2008)0030Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή

125

2010/C 008E/28

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 σχετικά με τις στατιστικές των αποβλήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2007)0777 — C6-0456/2007 — 2007/0271(COD))

126

P6_TC1-COD(2007)0271Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 σχετικά με τις στατιστικές των αποβλήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή

126

2010/C 008E/29

Προσαρμογή ορισμένων πράξεων στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (Μέρος δεύτερο) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος δεύτερο (COM(2007)0824 — C6-0476/2007 — 2007/0293(COD))

127

P6_TC1-COD(2007)0293Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος Δεύτερο

127

2010/C 008E/30

Εκμετάλλευση και θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση) (COM(2007)0858 — C6-0005/2008 — 2007/0292(COD))

128

P6_TC1-COD(2007)0292Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση)

128

2010/C 008E/31

Χρωστικές ουσίες για φάρμακα (αναδιατύπωση) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις ουσίες που μπορούν να προστεθούν στο φάρμακα για το χρωματισμό (αναδιατύπωση) (COM(2008)0001 — C6-0026/2008 — 2008/0001(COD))

129

2010/C 008E/32

Τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση) (COM(2008)0003 — C6-0030/2008 — 2008/0003(COD))

130

P6_TC1-COD(2008)0003Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση)

130

2010/C 008E/33

Τεχνικός έλεγχος των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (αναδιατύπωση) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (αναδιατύπωση) (COM(2008)0100 — C6-0094/2008 — 2008/0044(COD))

131

P6_TC1-COD(2008)0044Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (αναδιατύπωση)

131

2010/C 008E/34

Διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση) ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση) (COM(2008)0154 — C6-0150/2008 — 2008/0060(COD))

132

P6_TC1-COD(2008)0060Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση)

132

2010/C 008E/35

Καταπολέμηση της τρομοκρατίας *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (COM(2007)0650 — C6-0466/2007 — 2007/0236(CNS))

133

2010/C 008E/36

Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (16069/2007 — C6-0010/2008 — 2005/0202(CNS))

138

 

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/37

Μετάβαση στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου που αφορά τη μετάβαση από το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS 1 +) στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (12059/1/2008 — C6-0188/2008 — 2008/0077(CNS))

150

2010/C 008E/38

Μετάβαση στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά τη μετάβαση από το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS 1 +) στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (11925/2/2008 — C6-0189/2008 — 2008/0078(CNS))

151

2010/C 008E/39

Κοινοτικό σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (5719/3/2008 — C6-0225/2008 — 2005/0239(COD))

152

P6_TC2-COD(2005)0239Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης

153

2010/C 008E/40

Διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση των οδηγιών 1999/35/ΕΚ και 2002/59/ΕΚ (5721/5/2008 — C6-0226/2008 — 2005/0240(COD))

171

P6_TC2-COD(2005)0240Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

171

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΚΘEΣΕΩΝ ΔΙΕΡΕYΝΗΣΗΣ ΘΕΜAΤΩΝ ΑΣΦAΛΕΙΑΣ

185

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΔΕΔΟΜΕΝΑ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ Ή ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

187

2010/C 008E/41

Ευθύνη των μεταφορέων στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ευθύνη των μεταφορέων στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος (6389/2/2008 — C6-0227/2008 — 2005/0241(COD))

188

P6_TC2-COD(2005)0241Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος

188

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ ΤΟΥΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

193

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ 'Η ΑΛΛΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

205

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΤΟΥ IMO ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΠΟΥ ΕΝΕΚΡΙΝΕ Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2006

206

2010/C 008E/42

Έλεγχος των πλοίων από το κράτος λιμένα (αναδιατύπωση) ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (αναδιατύπωση) (5722/3/2008 — C6-0224/2008 — 2005/0238(COD))

213

P6_TC2-COD(2005)0238Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (αναδιατύπωση)

214

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΣΤΟΙΧΕIΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟY ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΛΙΜΕΝΑ

236

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ

240

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIIΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΦΙΞΗΣ ΠΛΟΙΟΥ

241

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

241

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΑΦΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ

244

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΛΟΙΩΝ

245

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIIΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ

246

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIIIΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΛΙΜΕΝΕΣ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΥΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

247

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IXEΚΘΕΣΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

248

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

249

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΕΣ

254

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙΙ

255

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIIIΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ, ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΛΙΜΕΝΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

256

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIVΣΤΟΙΧΕIΑ ΠΑΡΕΧOΜΕΝΑ ΣΤΟ ΠΛΑIΣΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟYΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓHΣ

257

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XV

258

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVI

258

2010/C 008E/43

Κοινοί κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση) ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση) (5724/2/2008 — C6-0222/2008 — 2005/0237A(COD))

261

P6_TC2-COD(2005)0237AΘέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τήρηση των υποχρεώσεων των κρατών σημαίας και σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση)

261

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

273

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

273

2010/C 008E/44

Κοινοί κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση) ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση) (5726/2/2008 — C6-0223/2008 — 2005/0237B(COD))

275

P6_TC2-COD(2005)0237BΘέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση)

276

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

286

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

289

2010/C 008E/45

Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και της οδηγίας 2002/20/EΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (COM(2007)0697 — C6-0427/2007 — 2007/0247(COD))

291

P6_TC1-COD(2007)0247Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς εγκαταστάσεις, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/EΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών

292

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

334

2010/C 008E/46

Ευρωπαϊκή Αρχή για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (COM(2007)0699 — C6-0428/2007 — 2007/0249(COD))

337

P6_TC1-COD(2007)0249Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (BERT)

338

2010/C 008E/47

Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προστασία της ιδιωτικής ζωής και προστασία των καταναλωτών ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/EΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/EΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών (COM(2007)0698 — C6-0420/2007 — 2007/0248(COD))

359

P6_TC1-COD(2007)0248Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/EΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/EΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών

360

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΥΚΟΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 (ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ), ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 (ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ) ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 (ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΦΟΡΕΑ ΠΑΡΟΧΗΣ)

390

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 21 (ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ)

392

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

393

2010/C 008E/48

Διεθνής συμφωνία του 2006 για την τροπική ξυλεία *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για την υπογραφή και τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της διεθνούς συμφωνίας για την τροπική ξυλεία του 2006 που υπέβαλε η Επιτροπή (11964/2007 — C6-0326/2007 — 2006/0263(CNS))

393

 

Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008

2010/C 008E/49

ΦΠΑ στη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (COM(2007)0747 — C6-0473/2007 — 2007/0267(CNS))

396

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων

*

Διαδικασία διαβούλευσης

**I

Διαδικασία συνεργασίας, πρώτη ανάγνωση

**II

Διαδικασία συνεργασίας, δεύτερη ανάγνωση

***

Σύμφωνη γνώμη

***I

Διαδικασία συναπόφασης, πρώτη ανάγνωση

***II

Διαδικασία συναπόφασης, δεύτερη ανάγνωση

***III

Διαδικασία συναπόφασης, τρίτη ανάγνωση

(Η αναφερόμενη διαδικασία στηρίζεται στη νομική βάση που πρότεινε η Επιτροπή.)

Πολιτικές τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

Τεχνικές διορθώσεις και προσαρμογές εκ μέρους των υπηρεσιών: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ║.

EL

 


Ευρωπαϊκό ΚοινοβούλιοΣΥΝΟΔΟΣ 2008/2009Συνεδριάσεις από 23 έως 25 Σεπτεμβρίου 2008ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΚΑΝΤα Συνοπτικά Πρακτικά αυτής της συνόδου έχουν δημοσιευθεί στην ΕΕ C 309 E της 4.12.2008.

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/1


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Συνέχεια της Διάσκεψης του Μοντερέι του 2002 για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης

P6_TA(2008)0420

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη συνέχεια της Διάσκεψης του Μοντερέι του 2002 για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (2008/2050(INI))

2010/C 8 E/01

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη συναίνεση του Μοντερέι, που εγκρίθηκε από τη Διεθνή διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ) για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (ΧτΑ) στο Μοντερέι του Μεξικού, στις 18-22 Μαρτίου 2002 (Διάσκεψη του Μοντερέι),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα κράτη μέλη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης στις 14 Μαρτίου 2002 (δεσμεύσεις της Βαρκελώνης),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Απριλίου 2002 για τη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής βοήθειας (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 7ης Φεβρουαρίου 2002 για τη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής βοήθειας (2),

έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση του Συμβουλίου και της συνεδρίασης των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, σχετικά με την αναπτυξιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Η Ευρωπαϊκή Συναίνεση» (3), που υπεγράφη στις 20 Δεκεμβρίου 2005,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 9ης Απριλίου 2008 με τίτλο «Η ΕΕ παγκόσμιος εταίρος για την ανάπτυξη — επιτάχυνση της προόδου για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας» (COM(2008)0177),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2007 με τίτλο «Τηρώντας τις υποσχέσεις μας όσον αφορά τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης» (COM(2007)0164),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2 Μαρτίου 2006 με τίτλο «Χρηματοδότηση της ανάπτυξης και αποτελεσματικότητα της βοήθειας — Οι προκλήσεις για την κλιμάκωση της βοήθειας της ΕΕ 2006-2010» (COM(2006)0085),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Απριλίου 2005 με τίτλο «Επιτάχυνση της προόδου που σημειώνεται όσον αφορά την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας — Χρηματοδότηση της ανάπτυξης και αποτελεσματικότητα της βοήθειας» (COM(2005)0133),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2004 με τίτλο «Εφαρμογή της Συναίνεσης του Μοντερέι στην πράξη: η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (COM(2004)0150),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2002 σχετικά με τη διεθνή διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (Μοντερέι, Μεξικό, 18-22 Μαρτίου 2002),

έχοντας υπόψη τους αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετηρίδας (ΑΣΧ), που ενέκρινε η Διάσκεψη Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για τη χιλιετηρίδα στη Νέα Υόρκη στις 6-8 Σεπτεμβρίου 2000, και επαναβεβαίωσαν οι κατοπινές διασκέψεις του ΟΗΕ, ιδίως η Διάσκεψη του Μοντερέι για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης,

έχοντας υπόψη τη δέσμευση που αναλήφθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ στις 15-16 Ιουνίου 2001 να επιτύχουν τα κράτη μέλη τον στόχο του ΟΗΕ να αντιπροσωπεύει η επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια (ΕΑΒ) το 0,7 % του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2006 με τίτλο «Βοήθεια της ΕΕ: Περισσότερη, αποτελεσματικότερη και ταχύτερη» (COM(2006)0087),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 22ας Μαΐου 2008 σχετικά με την παρακολούθηση της Δήλωσης του Παρισιού του 2005 για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας (4),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ανάπτυξης και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A6-0310/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ο ΟΗΕ διοργανώνει παγκόσμια διάσκεψη κορυφής για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, η οποία θα διεξαχθεί στη Ντάχα από 29 Νοεμβρίου έως 2 Δεκεμβρίου 2008, με στόχο να συνευρεθούν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων και όχι μόνο οι υπουργοί Ανάπτυξης αλλά και Οικονομικών, καθώς και εκπρόσωποι των διεθνών πιστωτικών οργανισμών, του ιδιωτικού τραπεζικού και επιχειρηματικού τομέα και της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου να εξετάσουν την πρόοδο που σημειώθηκε από την πρώτη Διάσκεψη του Μοντερέι,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να επιτευχθούν οι ΑΣΧ, απαιτείται μεγάλη αύξηση της χρηματοδότησης,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοδότηση της ανάπτυξης πρέπει να οριστεί ως ο πλέον αποδοτικός από οικονομική σκοπιά τρόπος για να ανταποκριθούμε στις αναπτυξιακές ανάγκες του πλανήτη και στις παγκόσμιες αβεβαιότητες,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάγκη για επαρκείς, προβλέψιμους και βιώσιμους χρηματοδοτικούς πόρους είναι πιο επιτακτική από ποτέ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την πρόκληση της αλλαγής του κλίματος και τις συνεπαγωγές της, μεταξύ άλλων, τις φυσικές καταστροφές και τον ιδιαίτερα ευάλωτο χαρακτήρα των αναπτυσσόμενων χωρών,

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος χορηγός βοήθειας παγκοσμίως, μείζων μέτοχος στα διεθνή πιστωτικά ιδρύματα και ο πλέον σημαντικός εμπορικός εταίρος των αναπτυσσόμενων χωρών,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ δεσμεύτηκε στο πλαίσιο ενός σαφούς και υποχρεωτικού χρονοδιαγράμματος για την επίτευξη του στόχου του 0,56 % του ΑΕΕ μέχρι το 2010 και του στόχου του 0,7 % του ΑΕΕ μέχρι το 2015,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις όσον αφορά τα επίπεδα της ΕΑΒ των κρατών μελών, ορισμένα κράτη μέλη δεν θα επιτύχουν τους στόχους για τους οποίους έχουν δεσμευτεί, του 0,51 % (για την ΕΕ των 15, δηλαδή των κρατών μελών της ΕΕ πριν από τη διεύρυνση του 2004) και του 0,17 % (για την ΕΕ των 12, δηλαδή των κρατών μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 και την 1η Ιανουαρίου 2007) του ΑΕΕ μέχρι το 2010,

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προγραμματιζόμενη βοήθεια στην Αφρική αυξάνεται παρά τη γενική μείωση της ΕΑΒ το 2007,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εμφανίστηκαν προσφάτως σημαντικές νέες αναπτυξιακές προκλήσεις, μεταξύ άλλων, η αλλαγή του κλίματος, οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές βασικών προϊόντων και ιδίως στις αγορές τροφίμων και πετρελαίου και σημαντικές νέες τάσεις στη συνεργασία Νότου-Νότου, περιλαμβανομένης της στήριξης της Κίνας για υποδομές στην Αφρική και των δανειοδοτήσεων της Τράπεζας Ανάπτυξης της Βραζιλίας BNDES στη Λατινική Αμερική,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στην παροχή υπηρεσιών, της έλλειψης ασφάλειας δικαίου και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας,

1.

επαναβεβαιώνει τη δέσμευσή του για την εξάλειψη της φτώχειας, την αειφόρο ανάπτυξη και την επίτευξη των ΑΣΧ, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης και βελτιωμένης ποιότητας ζωής για το κατά προσέγγιση ένα δισ. ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, η οποία ορίζεται ως ημερήσιο εισόδημα χαμηλότερο του ενός δολαρίου ΗΠΑ·

2.

καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε σαφή διάκριση μεταξύ των αναπτυξιακών δαπανών και των δαπανών για συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής και, από αυτή την άποψη, η ΕΑΒ θα πρέπει να συνάδει με τα κριτήρια της ΕΑΒ που έχουν θεσπιστεί από την Επιτροπή Αναπτυξιακής Βοήθειας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ/ΕΑΒ) και με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ/ΕΑΒ σχετικά με την αποδέσμευση της ΕΑΒ·

3.

υπογραμμίζει την απόλυτη ανάγκη επιδίωξης από την ΕΕ του υψηλότερου επιπέδου συντονισμού για λόγους διασφάλισης συνοχής με άλλες κοινοτικές πολιτικές (περιβάλλον, μετανάστευση, ανθρώπινα δικαιώματα, γεωργία κ.λπ.) και αποφυγής της αλληλεπικάλυψης των εργασιών και της ασυνέπειας μεταξύ των δραστηριοτήτων·

4.

υπενθυμίζει ότι τα άμεσα και αναγκαία μέτρα που πρέπει να λάβει η ΕΕ για να αντιμετωπίσει τις συγκλονιστικές συνέπειες της εκτίναξης των τιμών των τροφίμων στα ύψη στις αναπτυσσόμενες χώρες, δεν θα πρέπει να θεωρούνται και να υλοποιούνται ως μέρος των οικονομικών προσπαθειών που απαιτούνται από τη συναίνεση του Μοντερέι· επομένως, προσβλέπει σε μια συγκεκριμένη πρόταση εκ μέρους της Επιτροπής για τη χρησιμοποίηση των κονδυλίων έκτακτης ανάγκης·

5.

τονίζει ότι ο υπερβολικός και δυσανάλογος διοικητικός φόρτος σε ορισμένες από τις χώρες εταίρους φθείρει την αποτελεσματικότητα της αναπτυξιακής βοήθειας· φοβάται ότι ο φόρτος αυτός μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των ΑΣΧ·

6.

σημειώνει ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη πετύχει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ δύο αντικρουόμενων προσεγγίσεων της αναπτυξιακής βοήθειας: αφενός, να εμπιστεύεται τις χώρες εταίρους για την κατάλληλη κατανομή των κονδυλίων και να βοηθά τις διοικήσεις τους να αναπτύξουν τα ενδεδειγμένα μέσα για τη αξιοποίηση των κονδυλίων· αφετέρου, να καθορίζει εξαρχής τον προορισμό της οικονομικής βοήθειας, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση ή η αναποτελεσματική διάθεση της βοήθειας·

Όγκοι της ΕΑΒ

7.

επισημαίνει ότι η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος χορηγός ΕΑΒ παγκοσμίως, αντιπροσωπεύοντας περίπου 60 % της επίσημης παγκόσμιας αναπτυξιακής βοήθειας, και επικροτεί το γεγονός ότι η συμβολή της ΕΕ στην παγκόσμια ΕΑΒ αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου· εντούτοις, ζητεί από την Επιτροπή να παρουσιάσει σαφή και διαφανή στοιχεία σχετικά με το μερίδιο του προϋπολογισμού της ΕΕ που διατίθεται στην αναπτυξιακή βοήθεια της ΕΕ, για να εκτιμηθεί η συνέχεια της συναίνεσης του Μοντερέι από όλους τους ευρωπαίους χορηγούς· εκφράζει επίσης τη λύπη του για την έλλειψη προβολής όσον αφορά το επίπεδο των χρηματοοικονομικών εισφορών της ΕΕ προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, και καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει κατάλληλα και στοχοθετημένα μέσα επικοινωνίας και πληροφόρησης για να αυξηθεί η προβολή της αναπτυξιακής βοήθειας της ΕΕ·

8.

χαιρετίζει το γεγονός ότι η ΕΕ εκπλήρωσε τον δεσμευτικό στόχο της αναφορικά με την ΕΑΒ για τον μέσο όρο της ΕΕ του 0,39 % του ΑΕΕ μέχρι το 2006, σημειώνει όμως την ανησυχητική μείωση της βοήθειας της ΕΕ το 2007 από 47,7 δισ. ευρώ το 2006 (0,41 % του συνολικού ΑΕΕ της ΕΕ) σε 46,1 δισ. ευρώ το 2007 (0,38 % του συνολικού ΑΕΕ της ΕΕ) και καλεί τα κράτη μέλη να αυξήσουν τους όγκους της ΕΑΒ για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου τους του 0,56 % του ΑΕΕ το 2010·

9.

επιμένει ότι δεν πρέπει να σημειωθούν εκ νέου μειώσεις στις δεδηλωμένες ΕΑΒ των κρατών μελών· επισημαίνει ότι, εάν συνεχιστεί η τρέχουσα τάση, η ΕΕ θα έχει δώσει 75 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα από όσα υποσχέθηκε για την περίοδο 2005-2010·

10.

εκφράζει σοβαρή ανησυχία για το γεγονός ότι η πλειονότητα των κρατών μελών (18 από τα 27, ιδίως η Λετονία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Τσεχική Δημοκρατία) δεν ήταν σε θέση να αυξήσουν το επίπεδο της ΕΑΒ μεταξύ του 2006 και του 2007 και ότι υπήρξε ακόμη και μία δραματική μείωση άνω του 10 % σε αρκετές χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο· καλεί τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν τους όγκους της ΕΑΒ, για τους οποίους έχουν δεσμευτεί· σημειώνει με ικανοποίηση ότι ορισμένα κράτη μέλη (η Δανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ισπανία, η Σουηδία και η Ολλανδία) είναι βέβαιο ότι θα επιτύχουν τους στόχους τους όσον αφορά την ΕΑΒ για το 2010, και είναι πεπεισμένο ότι αυτά τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν τα υψηλά τους επίπεδα ΕΑΒ·

11.

επικροτεί την αυστηρή στάση της Επιτροπής στις προσπάθειες να επικεντρωθεί τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα της αναπτυξιακής βοήθειας από τα κράτη μέλη, και στηρίζει θερμά την προειδοποίησή της για τις πιθανές ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες της παράλειψης των κρατών μελών να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις· καλεί την Επιτροπή να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη και την εξουσία της για να πείσει άλλους κρατικούς και ιδιωτικούς χορηγούς να τιμήσουν τις οικονομικές τους υποσχέσεις·

12.

είναι εξαιρετικά προβληματισμένο με το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη υπαναχωρούν από αυξήσεις της ΕΑΒ, επιφέροντας στις αναπτυσσόμενες χώρες περισσότερα από 17 δισ. ευρώ καθαρή απώλεια·

13.

χαιρετίζει την προσέγγιση ορισμένων κρατών μελών να αναπτύξουν πολυετή δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα για την αύξηση των επιπέδων της ΕΑΒ, προκειμένου να εκπληρώσουν τον στόχο του 0,7 % του ΟΗΕ μέχρι το 2015· ζητεί από τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη να γνωστοποιήσουν τα πολυετή χρονοδιαγράμματά τους το ταχύτερο δυνατόν· υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τα εγκρίνουν πριν από την προαναφερθείσα διεθνή διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης η οποία θα διεξαχθεί στη Ντόχα και να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους·

14.

παρατηρεί ότι οι μειώσεις στα δηλωθέντα επίπεδα βοήθειας το 2007 οφείλονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην τεχνητή αύξηση των αριθμητικών στοιχείων το 2006 μέσω της ελάφρυνσης του χρέους· καλεί τα κράτη μέλη να αυξήσουν τα επίπεδα της ΕΑΒ σε βιώσιμη βάση, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές τους στα αριθμητικά στοιχεία, αφαιρώντας όμως το σκέλος της ελάφρυνσης του χρέους·

15.

θεωρεί εντελώς απαράδεκτη την αναντιστοιχία μεταξύ των συχνών υποσχέσεων για αύξηση της χρηματοδοτικής βοήθειας και των σημαντικά χαμηλότερων ποσών που εκταμιεύονται στην πράξη και εκφράζει την ανησυχία του ότι ορισμένα κράτη μέλη παρουσιάζουν «κόπωση των χορηγών βοήθειας»·

16.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι η διαβούλευση με τις κυβερνήσεις των εταίρων, τα εθνικά κοινοβούλια και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είναι ζωτικής σημασίας για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον όγκο και τους προορισμούς της ΕΑΒ·

Ταχύτητα, ευελιξία, προβλεψιμότητα και σταθερότητα χρηματοδοτικών ροών

17.

υπογραμμίζει ότι η βοήθεια πρέπει να χορηγείται εγκαίρως και εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι στις διαδικασίες χορήγησης συχνά σημειώνονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις·

18.

υπογραμμίζει την ανάγκη εξισορρόπησης της ευελιξίας στη χορήγηση κεφαλαίων συνεργασίας, προκειμένου να δίνεται απάντηση στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, όπως είναι η άνοδος της τιμής των τροφίμων, με την επιτακτική ανάγκη για προβλέψιμη χρηματοδότηση, ώστε να παρέχεται στις χώρες εταίρους η δυνατότητα να σχεδιάζουν για την αειφόρο ανάπτυξη καθώς και για την προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος και την άμβλυνση των επιπτώσεών της·

19.

ζητεί μετ' επιτάσεως τη σαφή τήρηση των αρχών της υπεύθυνης δανειοδότησης και χρηματοδότησης προκειμένου οι δανειοδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις να καταστούν βιώσιμες από τη σκοπιά της οικονομικής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης, παράλληλα και σύμφωνα με τις αρχές του Ισημερινού· καλεί την Επιτροπή να συμμετάσχει στη θέσπιση ανάλογων αρχών και να πιέσει στα διεθνή φόρουμ για δεσμευτικά μέτρα, προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η κάλυψή τους να επεκτείνεται σε νέους παράγοντες της ανάπτυξης προερχόμενους από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα·

Χρέος και φυγή κεφαλαίων

20.

υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τις προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χωρών να διαφυλάξουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και να υλοποιήσουν την Πρωτοβουλία για τις υπερχρεωμένες φτωχές χώρες (ΥΦΧ), που είναι καίριας σημασίας για την εκπλήρωση των ΑΣΧ· εκφράζει, ωστόσο, τη λύπη του για το γεγονός ότι τα σχέδια για την ελάφρυνση του χρέους αποκλείουν έναν μεγάλο αριθμό χωρών στις οποίες το χρέος παραμένει εμπόδιο για την εκπλήρωση των ΑΣΧ· επιμένει ότι επείγει η διεξαγωγή μιας διεθνούς συζήτησης σχετικά με τη διεθνή επέκταση της μείωσης των μέτρων σε διάφορες χρεωμένες χώρες, που σήμερα αποκλείονται από την πρωτοβουλία για τις ΥΦΧ·

21.

καλεί την Επιτροπή να επιληφθεί του θέματος σχετικά με τα επαχθή και παράνομα χρέη, δηλαδή τα χρέη που έχουν ανακύψει από ανεύθυνο, ιδιοτελή, απερίσκεπτο ή αθέμιτο δανεισμό και τις αρχές της υπεύθυνης χρηματοδότησης στο πλαίσιο διμερών και πολυμερών διαπραγματεύσεων για την ελάφρυνση του χρέους· επικροτεί την έκκληση της Επιτροπής για δράση προκειμένου να περιοριστούν τα δικαιώματα των εμπορικών πιστωτών και να επιστραφούν τα κεφάλαια που επενδύονται σε επισφαλές επιχειρηματικό περιβάλλον (vulture funds), σε περίπτωση δικαστικών διαδικασιών·

22.

καλεί όλα τα κράτη μέλη να τηρήσουν το πλαίσιο της βιωσιμότητας του χρέους και να ασκήσουν πιέσεις προκειμένου η ανάπτυξή του να λαμβάνει υπόψη της το εσωτερικό χρέος και τις χρηματοδοτικές απαιτήσεις μίας χώρας· καλεί τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν ότι η ευθύνη του δανειστή δεν περιλαμβάνει απλώς τη συμμόρφωση προς το πλαίσιο βιωσιμότητας, αλλά συνεπάγεται επίσης:

τη συνεκτίμηση της ευπάθειας των δανειζόμενων χωρών σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, προνοώντας σε τέτοιες περιπτώσεις για τη δυνατότητα αναστολής ή διευκόλυνσης της αποπληρωμής·

την ενσωμάτωση απαιτήσεων διαφάνειας, για αμφότερα τα μέρη, στις δανειακές συμβάσεις·

την ενίσχυση της επαγρύπνησης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο δανεισμός δεν συντελεί σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή αύξηση της διαφθοράς·

23.

παροτρύνει την ΕΕ να προωθήσει διεθνείς προσπάθειες που αποσκοπούν στη θέσπιση κάποιας μορφής διεθνών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μίας διαδικασίας δίκαιης και διαφανούς διαιτησίας για την αποτελεσματική και δίκαιη αντιμετώπιση οποιασδήποτε μελλοντικής κρίσης χρέους·

24.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν δίνει περισσότερη έμφαση στην κινητοποίηση εσωτερικών πόρων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, καθώς αυτοί αποτελούν πηγή μεγαλύτερης αυτονομίας για τις αναπτυσσόμενες χώρες· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν πλήρως στην πρωτοβουλία διαφάνειας των εξορυκτικών βιομηχανιών και ζητεί την ενίσχυσή της· καλεί την Επιτροπή να ζητήσει από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) να συμπεριλάβουν μεταξύ αυτών των διεθνών λογιστικών προτύπων μία απαίτηση υποβολής εκθέσεων ανά χώρα σχετικά με τις δραστηριότητες των πολυεθνικών εταιρειών σε όλους τους τομείς·

25.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η δέσμη ανακοινώσεων της Επιτροπής για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας (COM(2008)0177) δεν αναφέρει τη φυγή κεφαλαίων ως παράγοντα κινδύνου για τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών· επισημαίνει ότι η φυγή κεφαλαίων προκαλεί σοβαρή ζημία στην ανάπτυξη βιώσιμων οικονομικών συστημάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες και ότι κάθε χρόνο η φοροδιαφυγή κοστίζει στις αναπτυσσόμενες χώρες περισσότερο από όσο λαμβάνουν υπό τη μορφή ΕΑΒ· καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στις πολιτικές της μέτρα για την πρόληψη της φυγής κεφαλαίων, όπως επιτάσσει η συναίνεση του Μοντερέι, συμπεριλαμβανομένης μιας ειλικρινούς ανάλυσης των αιτίων της φυγής κεφαλαίων με στόχο το κλείσιμο των φορολογικών παραδείσων, ορισμένοι εκ των οποίων βρίσκονται στο έδαφος της ΕΕ ή λειτουργούν σε στενή σχέση με κράτη μέλη·

26.

σημειώνει, ειδικότερα, ότι σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το παράνομο στοιχείο αυτής της φυγής κεφαλαίων ανέρχεται σε 1 000 έως 1 600 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως, τα μισά εκ των οποίων προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες· στηρίζει τις διεθνείς προσπάθειες για τη δέσμευση και την ανάκτηση των κλαπέντων στοιχείων του ενεργητικού και ζητεί από τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη να επικυρώσουν τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν καταβάλλονται ανάλογες προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προωθήσουν την παγκόσμια επέκταση της αρχής της αυτόματης ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών, να ζητήσουν την προσάρτηση στη δήλωση της Ντόχα του Κώδικα Συμπεριφοράς για τη φοροδιαφυγή που εκπονείται στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (Ecosoc) του ΟΗΕ, και να στηρίξουν τη μετατροπή της Επιτροπής Ειδικών των Ηνωμένων Εθνών για Διεθνή Συνεργασία σε Φορολογικά Θέματα σε έναν πραγματικό διακυβερνητικό φορέα εξοπλισμένο με πρόσθετους πόρους για τη διεθνή καταπολέμηση της φοροδιαφυγής σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ·

Καινοτόμοι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί

27.

χαιρετίζει τις προτάσεις για καινοτόμους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς τις οποίες παρουσίασαν τα κράτη μέλη, και καλεί την Επιτροπή να τις εξετάσει με σημεία αναφοράς την ευκολία πρακτικής εφαρμογής, τη βιωσιμότητα, την προσθετικότητα, το κόστος των συναλλαγών και την αποτελεσματικότητα· ζητεί τη θέσπιση χρηματοδοτικών μηχανισμών και μέσων που θα παρέχουν νέα χρηματοδότηση και δεν θα θέτουν σε κίνδυνο τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ροές·

28.

ζητεί να θεσπιστούν χρηματοδοτικοί μηχανισμοί και μέσα που θα παρέχουν μέτρα για να υπάρχει δυνατότητα άσκησης επιρροής σε ό,τι αφορά τα ιδιωτικά κεφάλαια, όπως αναφέρεται στη συναίνεση του Μοντερέι, και να αναπτυχθούν εγγυήσεις πιστώσεων·

29.

ζητεί από την Επιτροπή να ενισχύσει σημαντικά τη χρηματοδότηση μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και μετριασμού των επιπτώσεων της στις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως της παγκόσμιας συμμαχίας κατά της κλιματικής αλλαγής· υπογραμμίζει την έντονη ανάγκη χρηματοδότησης πέραν των τρεχουσών ροών ΕΑΒ καθώς μόνο η ΕΑΒ δεν μπορεί να παράσχει μια κατάλληλη απάντηση στα μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και μετριασμού των επιπτώσεων της στις αναπτυσσόμενες χώρες· υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να αναπτυχθούν επειγόντως για αυτόν τον σκοπό καινοτόμοι μηχανισμοί χρηματοδότησης, όπως οι φόροι επί των αερομεταφορών και της εμπορίας πετρελαίου, δεσμεύοντας για το σκοπό αυτό και έσοδα από πλειστηριασμούς στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ (EU ETS)·

30.

επικροτεί την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τη θέσπιση ενός χρηματοδοτικού μηχανισμού για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος του πλανήτη, ο οποίος θα βασίζεται στην αρχή της προκαταβολής της βοήθειας για τη χρηματοδότηση των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και μετριασμού των επιπτώσεων της στις αναπτυσσόμενες χώρες· καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να αναλάβουν σημαντικές χρηματοδοτικές υποχρεώσεις προκειμένου να εφαρμοστεί επειγόντως η πρόταση·

31.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δεσμεύσουν τουλάχιστον το 25 % των μελλοντικών εσόδων από τον πλειστηριασμό στο πλαίσιο του EU ETS για τη χρηματοδότηση των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και μετριασμού των επιπτώσεων της στις αναπτυσσόμενες χώρες·

32.

ζητεί από την Επιτροπή να αναπτύξει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση των μικροεπιχειρηματιών και μικροκαλλιεργητών, ως μέσο για την αύξηση της παραγωγής τροφίμων και την παροχή βιώσιμης λύσης στην επισιτιστική κρίση·

33.

καλεί την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) να διερευνήσει τις δυνατότητες άμεσης θέσπισης ενός ταμείου εγγυήσεων προς στήριξη των συστημάτων μικροπιστώσεων και αντιστάθμισης κινδύνων που θα ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες των τοπικών παραγωγών τροφίμων στις φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες·

34.

επικροτεί την πρόταση θέσπισης ενός πολυμερούς ταμείου για την ισότητα των φύλων που παρουσιάστηκε στον ΟΗΕ και το οποίο θα διευθύνεται από το Ταμείο Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών για τη Γυναίκα (Unifem), με στόχο την προώθηση και τη χρηματοδότηση πολιτικών ισότητας των φύλων στις αναπτυσσόμενες χώρες· καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάσουν και να εγκρίνουν αυτή τη διεθνή πρωτοβουλία·

35.

ζητεί να ενταθούν οι προσπάθειες προκειμένου να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι ο τραπεζικός τομέας έχει τις δυνατότητες να αποδεσμεύσει την τοπική χρηματοδότηση της ανάπτυξης και ότι επίσης ένας σταθερός τομέας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για την καταπολέμηση της φυγής κεφαλαίων·

36.

καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους να εκτιμήσουν πλήρως τις τεράστιες δυνατότητες εσόδων από φυσικούς πόρους· θεωρεί ζωτικής σημασίας εν προκειμένω οι βιομηχανίες πόρων να είναι διαφανείς· θεωρεί ότι, ενώ η πρωτοβουλία διαφάνειας των εξορυκτικών βιομηχανιών (EITI) και η διαδικασία Kimberley κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα προκειμένου να ενθαρρυνθεί η διαφανής διαχείριση των βιομηχανιών πόρων και των εσόδων τους·

Μεταρρύθμιση των διεθνών συστημάτων

37.

ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συμπεριλάβουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης στον προϋπολογισμό της ΕΕ στην ενδιάμεση αναθεώρηση 2008/2009, προκειμένου να ενισχυθεί η δημοκρατική νομιμότητα ενός σημαντικού σκέλους της αναπτυξιακής πολιτικής της ΕΕ και του προϋπολογισμού της·

38.

επισημαίνει το πρώτο βήμα που σημειώθηκε τον Απρίλιο του 2008 προς την καλύτερη εκπροσώπηση των αναπτυσσόμενων χωρών στο πλαίσιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η κατανομή των δικαιωμάτων ψήφου στο ΔΝΤ εξακολουθεί να διέπεται από μια στάθμιση που βασίζεται στον πλούτο· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για τη λήψη αποφάσεων βάσει διπλής πλειοψηφίας (ενδιαφερόμενοι/κράτη) εντός του ΔΝΤ, το οποίο είναι ο οργανισμός ο αρμόδιος για τη διεθνή χρηματοοικονομική σταθερότητα·

39.

ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν την προαναφερθείσα συνέχεια της διεθνούς διάσκεψης για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, που θα διεξαχθεί στην Ντόχα, ως ευκαιρία για να παρουσιάσουν μια κοινή θέση της ΕΕ για την ανάπτυξη με στόχο την επίτευξη των ΑΣΧ μέσω μιας βιώσιμης προσέγγισης·

40.

καλεί τα κράτη μέλη να αναλάβουν μία ταχεία και φιλόδοξη μεταρρύθμιση της Παγκόσμιας Τράπεζας ούτως ώστε οι αμεσότερα εμπλεκόμενοι στα προγράμματά της να εκπροσωπούνται καλύτερα·

*

* *

41.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και στους επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Ομίλου της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ.


(1)  ΕΕ C 131 E της 5.6.2003, σ. 164.

(2)  ΕΕ C 284 E της 21.11.2002, σ. 315.

(3)  ΕΕ C 46 της 24.2.2006, σ. 1.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ6_ΤΑ(2008)0237.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/7


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς

P6_TA(2008)0421

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τον πίνακα αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς (2008/2056(INI))

2010/C 8 E/02

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τον πίνακα αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς αριθ. 16α της 14ης Φεβρουαρίου 2008 (SEC(2008)0076),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Σεπτεμβρίου 2007 σχετικά με την επανεξέταση της ενιαίας αγοράς: εξάλειψη των εμποδίων και της αναποτελεσματικότητας με τη βελτίωση της υλοποίησης και της εφαρμογής (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2007 με τίτλο «Ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα» (COM(2007)0724),

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας (2),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 30ής Ιανουαρίου 2008 με τίτλο «Δεύτερη στρατηγική επισκόπηση για τη βελτίωση της νομοθεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (COM(2008)0032),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 8 και 9 Μαρτίου 2007 στις Βρυξέλλες, που ενέκρινε το πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου, καθόρισε τον στόχο μείωσης των διοικητικών επιβαρύνσεων κατά 25 % και κάλεσε τα κράτη μέλη να καθορίσουν αντίστοιχους στόχους σε εθνικό επίπεδο,

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2007 με τίτλο «Εφαρμογή της νέας μεθοδολογίας για την παρακολούθηση της αγοράς προϊόντων και του τομέα: αποτελέσματα της πρώτης αξιολόγησης του τομέα — Έγγραφο που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών — Ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα» (SEC(2007)1517),

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2007 με τίτλο «Μέσα για μια εκσυγχρονισμένη πολιτική για την ενιαία αγορά — Έγγραφο που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής — Ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα» (SEC(2007)1518),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 2008 με τίτλο «Παρακολούθηση των αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές στην ενιαία αγορά: πίνακας αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές» (COM(2008)0031),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου (Ανταγωνιστικότητα — Εσωτερική Αγορά, Βιομηχανία και Έρευνα) της 25ης Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με μια ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα,

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6-0272/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι επικροτεί τη δημοσίευση του πίνακα αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς, που συμβάλλει στη μείωση του ελλείμματος μεταφοράς της κοινοτικής νομοθεσίας στο εσωτερικό δίκαιο,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα κράτη μέλη υποχρεούνται νομικά να μεταφέρουν όλες τις οδηγίες που αφορούν την εσωτερική αγορά στην εθνική νομοθεσία εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πίνακας αποτελεσμάτων στοχεύει πρωτίστως στο να παρακινήσει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την έγκαιρη μεταφορά,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το τρέχον έλλειμμα του 1,2 % υπολείπεται του μελλοντικού στόχου του 1,0 % επί του οποίου συμφώνησαν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων το 2007,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο παράγοντας κατακερματισμού είναι 8 %, που σημαίνει ότι 124 οδηγίες δεν έχουν μεταφερθεί σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των επιπέδων μεταφοράς που καταγράφονται στα διάφορα κράτη μέλη,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια οδηγία μπορεί να μην είναι πλήρως αποτελεσματική, παρόλο που έχει μεταφερθεί ταχέως και με ορθό τρόπο, ιδίως όταν η εφαρμογή της δημιουργεί καταστάσεις νομικής αβεβαιότητας που οδηγεί σε διαδικασίες ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των διαδικασιών επί παραβάσει που εκκρεμούν εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλος και ότι πολλές από τις παραβάσεις αυτές σχετίζονται με τη μη μεταφορά ή την εσφαλμένη μεταφορά,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μπορεί να αποκτηθεί αθέμιτο πλεονέκτημα με την παράκαμψη ορισμένων οδηγιών και με τη μη μεταφορά ή την εσφαλμένη μεταφορά,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή των οδηγιών που αφορούν την εσωτερική αγορά είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη της ατζέντας της Λισαβόνας και της ατζέντας του Γκέτεμποργκ για την αειφόρο ανάπτυξη,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χρόνος που απαιτείται κατά μέσο όρο για την παραπομπή μιας διαδικασίας επί παραβάσει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπερβαίνει τους 20 μήνες,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν σέβονται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις υποθέσεις επί παραβάσει, πράγμα που ζημιώνει περαιτέρω τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διοικητικά βάρη είναι υπερβολικά επαχθή στα κράτη μέλη, πράγμα που απορρέει τόσο από την εθνική όσο και από την κοινοτική νομοθεσία,

Εφαρμογή — η βάση της εσωτερικής αγοράς

1.

τονίζει ότι η έγκαιρη θέση σε ισχύ, η ορθή μεταφορά και η ορθή εφαρμογή των οδηγιών που αφορούν την εσωτερική αγορά αποτελούν προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και έχουν επίσης επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στην οικονομική και κοινωνική ισορροπία στο εσωτερικό της ΕΕ·

2.

υπογραμμίζει τη σημασία της ενεργού δέσμευσης υπέρ της εσωτερικής αγοράς σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο· υπογραμμίζει τον ρόλο της Επιτροπής όσον αφορά τη δημιουργία εταιρικών σχέσεων στη σχετική διαδικασία χάραξης πολιτικής για τον σκοπό αυτόν·

3.

υπενθυμίζει ότι από το 2009 ο στόχος του ελλείμματος μεταφοράς ορίζεται στο 1,0 %· προτρέπει τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση προκειμένου να επιτύχουν αυτόν τον στόχο·

4.

προτρέπει τα κράτη μέλη με ιδιαίτερα υψηλό έλλειμμα να αναλάβουν άμεση δράση και την Επιτροπή να συνεργαστεί στενά μαζί τους με σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης· σημειώνει ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν αποδείξει ότι είναι δυνατόν να μειώσουν σημαντικά και ταχέως το έλλειμμα·

5.

υπενθυμίζει ότι ο υψηλός παράγοντας κατακερματισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως από τα κράτη μέλη καθώς και από την Επιτροπή·

6.

εκφράζει τη λύπη του ως προς το ότι τα κράτη μέλη ορισμένες φορές προσθέτουν επιπλέον απαιτήσεις όταν μεταφέρουν τις οδηγίες στο εθνικό δίκαιο· είναι της άποψης ότι η αποκαλούμενη «επιχρύσωση» παρακωλύει την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

7.

είναι της γνώμης ότι μια ισχυρή, ανοικτή και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά δρα ως ένα ουσιαστικό μέρος της απάντησης της Ευρώπης στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης προωθώντας την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ενισχύει τα κίνητρα για ξένες επενδύσεις και διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταναλωτών στην Ευρώπη· η εξωτερική διάσταση πρέπει συνεπώς να λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή όταν αναλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες σχετικά με την εσωτερική αγορά·

8.

υπενθυμίζει ότι σε μια ανοικτή και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά απαιτούνται καλύτερα στοχοθετημένα και αυστηρότερα εργαλεία προκειμένου να βελτιωθεί η καταπολέμηση της παραποίησης και της πειρατείας·

9.

καλεί τα κράτη μέλη να επιληφθούν επειγόντως της ορθής μεταφοράς και εφαρμογής των οδηγιών που αφορούν την εσωτερική αγορά αξιοποιώντας τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και βέλτιστες πρακτικές· ζητεί την ανάπτυξη μέσων μεγαλύτερης ακρίβειας για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα·

10.

καλεί την Επιτροπή να επιταχύνει τη διαδικασία επίλυσης διαφορών σε αρχικό στάδιο και να δώσει έμφαση στις διαδικασίες επί παραβάσει με τις πιο σοβαρές συνέπειες για τους ευρωπαίους πολίτες· επίσης ενθαρρύνει την Επιτροπή να συγκεντρώσει τις διαδικασίες επί παραβάσει ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκειμένου να παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω παράβαση·

11.

καλεί τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

Ανάπτυξη του πίνακα αποτελεσμάτων ως μέσου για τη χάραξη πολιτικής

12.

είναι της γνώμης ότι μολονότι ο πίνακας αποτελεσμάτων πρέπει να χρησιμεύει κυρίως για να ενθαρρύνει την έγκαιρη και ορθή μεταφορά, θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω ως μέσο το οποίο θα βοηθά τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής να αναγνωρίζουν τα εμπόδια και τους φραγμούς και να εντοπίζουν πού απαιτούνται νέες πρωτοβουλίες· καλεί την Επιτροπή να διευρύνει και να εμβαθύνει το φάσμα των πληροφοριών και των δεικτών που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων, μεταξύ άλλων, της ποιότητας, των κοινωνικών συνθηκών των εργαζομένων και των επιπτώσεων στο περιβάλλον και στην αλλαγή του κλίματος·

13.

καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει μια εύκολα κατανοητή σύνοψη στους μελλοντικούς πίνακες αποτελεσμάτων, προκειμένου να αυξηθεί η προσβασιμότητά της για τους πολίτες και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη· ενθαρρύνει τους σχετικούς εθνικούς και κοινοτικούς φορείς να δημοσιεύουν τον πίνακα αποτελεσμάτων στους ιστοτόπους τους και να εντείνουν τις προσπάθειες γα την προώθηση του πίνακα αποτελεσμάτων στα μέσα ενημέρωσης·

14.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο πίνακας αποτελεσμάτων δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις οδηγίες που δεν έχουν μεταφερθεί· είναι της γνώμης ότι ορισμένες οδηγίες, για παράδειγμα η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (3), είναι πιο σημαντικές για την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σύγκριση με άλλες· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει δείκτες που αντικατοπτρίζουν καλύτερα τη σχετική σημασία των οδηγιών για τη βιομηχανία και τους πολίτες σε διάφορους τομείς· πιστεύει ότι οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή μπορεί να είναι χρήσιμες για τον σκοπό αυτόν·

15.

υπενθυμίζει ότι η ποιότητα της κοινοτικής νομοθεσίας και η εφαρμογή της είναι καθοριστικής σπουδαιότητας για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ότι οι υποθέσεις που παραπέμφθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίες σχετίζονται με σαφείς διατάξεις και την εσφαλμένη εφαρμογή του παραγώγου δικαίου δείχνουν ότι είναι ανάγκη να διατυπώνεται ακριβέστερα η κοινοτική νομοθεσία· καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να συμπεριλάβει δείκτες στον πίνακα αποτελεσμάτων σχετικά με τον αριθμό των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που σχετίζονται τόσο με την ποιότητα του παραγώγου δικαίου όσο και την εσφαλμένη εφαρμογή του·

16.

επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να θεσπίσει μια πιο συστηματική προσέγγιση για την παρακολούθηση της λειτουργίας των αγορών βασικών προϊόντων και υπηρεσιών προκειμένου να αποκαλύψει τις ελλείψεις της αγοράς και να προωθήσει πιο αποτελεσματικά μέσα άσκησης πολιτικής· ως εκ τούτου, ζητεί να συμπεριλαμβάνονται περισσότερες πληροφορίες για συγκεκριμένους τομείς και συγκεκριμένα κράτη μέλη στον πίνακα αποτελεσμάτων και να συμπεριλαμβάνονται ακριβείς πληροφορίες· ζητεί να συμπεριλαμβάνονται επίσης δείκτες σχετικά με τις διασυνοριακές πτυχές των δημόσιων συμβάσεων·

17.

καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει, σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, ότι όλες οι προτάσεις οδηγιών της περιλαμβάνουν ειδική διάταξη που θα απαιτεί την κατάρτιση από τα κράτη μέλη πινάκων που θα δείχνουν την αντιστοιχία μεταξύ της εν λόγω πράξης και των μέτρων μεταφοράς και την κοινοποίηση αυτών των πινάκων στην Επιτροπή· εκφράζει εν προκειμένω τη λύπη του διότι τα κράτη μέλη, με το να εκφράζουν την αντίθεσή τους στη ρήτρα ή με το να την καθιστούν μη δεσμευτική αιτιολογική σκέψη, αποδυναμώνουν τις προσπάθειες της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου όσον αφορά στη διαφάνεια·

18.

θεωρεί ότι η επίτευξη της ατζέντας της Λισαβόνας και της ατζέντας του Γκέτεμποργκ για την αειφόρο ανάπτυξη αποτελεί πολιτική προτεραιότητα, και επισημαίνει ειδικότερα την σπουδαιότητα της εφαρμογής των οδηγιών που είναι απαραίτητες για την επίτευξή της· καλεί το Συμβούλιο να δώσει στα θέματα σχετικά με την εσωτερική αγορά πρωταγωνιστικό ρόλο στο πλαίσιο της αναθεωρημένης στρατηγικής μετά το 2010·

19.

επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να αναπτύξει μέσα για να βελτιώσει την πολιτική για την εσωτερική αγορά και μηχανισμούς καθιστώντας την πολιτική για την ενιαία αγορά περισσότερο βασισμένη σε στοιχεία, στοχοθετημένη, αποκεντρωμένη και προσβάσιμη, καθώς και περισσότερο γνωστή·

20.

καλεί την Επιτροπή, μέσω τομεακών ερευνών, ερευνών συγκυρίας στις επιχειρήσεις και σε καταναλωτές ή άλλων μέσων, να αξιολογεί την ποιότητα και τη συνέπεια της εφαρμογής στα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή λειτουργία της νομοθεσίας·

21.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι η καθυστερημένη και εσφαλμένη εφαρμογή στερεί από τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις τα δικαιώματά τους, ζημιώνει την ευρωπαϊκή οικονομία και υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην εσωτερική αγορά· καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει δείκτες μέτρησης του κόστους με το οποίο επιβαρύνονται οι πολίτες και η βιομηχανία ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης και εσφαλμένης μεταφοράς και καλεί την Επιτροπή να χαράξει επίσης δείκτες που αντικατοπτρίζουν τη σχέση μεταξύ της αποδοτικότητας της μεταφοράς και των διαδικασιών επί παραβάσει που κινούνται κατά των κρατών μελών·

22.

επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες για καλύτερη ρύθμιση, προκειμένου ειδικότερα να βελτιώσει τις εκτιμήσεις των επιπτώσεων και να μειώσει τις διοικητικές επιβαρύνσεις, δεδομένου ότι αυτό θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· είναι της γνώμης ότι οι εργασίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά αλληλοσυνδέονται και πρέπει να προσεγγίζονται με συνεκτικό τρόπο·

23.

επικροτεί τον στόχο να μειωθούν τα διοικητικά βάρη στην ΕΕ κατά 25 % έως το 2012· καλεί τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση για την επίτευξη αυτού του στόχου· είναι της γνώμης ότι ο πίνακας αποτελεσμάτων πρέπει να μετρά τις προσπάθειες και την πρόοδο σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο στο πλαίσιο αυτό· συνεπώς, καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη συμπερίληψη ενός κεφαλαίου στον πίνακα αποτελεσμάτων σχετικά με το θέμα αυτό·

24.

εκφράζει τη λύπη του για το ότι οι πολίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της εσωτερικής αγοράς· σημειώνει στο πλαίσιο αυτό ότι το 15 % των υποθέσεων που χειρίστηκε το Solvit το 2007 σχετιζόταν με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την ιθαγένεια της ΕΕ· καλεί συνεπώς τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εντείνουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να διασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων· καλεί συγκεκριμένα τα κράτη μέλη να ιδρύσουν μονοαπευθυντικές αρχές που μπορούν να βοηθούν τους ανθρώπους σχετικά με κάθε νομικό και πρακτικό ζήτημα όταν κυκλοφορούν εντός της εσωτερικής αγοράς· επίσης καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει δείκτες που θα συμπεριληφθούν στον πίνακα αποτελεσμάτων οι οποίοι θα μετρούν τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων·

25.

επαναλαμβάνει τον στόχο της βελτίωσης της λειτουργίας της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά· είναι της γνώμης ότι η βελτιωμένη εφαρμογή εξαρτάται επίσης από την ανάπτυξη πρακτικής συνεργασίας και εταιρικής σχέσης μεταξύ των διοικήσεων· καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να αναπτύξουν περαιτέρω συστήματα ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών· υπογραμμίζει ότι, λόγω του αριθμού των αρχών σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, απαιτείται η ενεργητική προώθηση και η στήριξη της διοικητικής συνεργασίας και της απλοποίησης· επισημαίνει ότι το σύστημα πληροφόρησης της εσωτερικής αγοράς έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για τον σκοπό αυτό·

26.

καλεί τα κράτη μέλη να ιδρύσουν εθνικά κέντρα εσωτερικής αγοράς προκειμένου να προωθήσουν τον συντονισμό, την απλοποίηση και την πολιτική προβολή των προσπαθειών τους για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· υπογραμμίζει ότι τα εν λόγω κέντρα πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο των υφιστάμενων φορέων, για παράδειγμα στα εθνικά Ενιαία Σημεία Επαφής· προτρέπει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη βελτίωση της πρακτικής γνώσης σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα εθνικής διοίκησης προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν θα αντιμετωπίζουν περιττά βάρη και εμπόδια λόγω της έλλειψης κατανόησης των κανόνων·

27.

επικροτεί την εργασία της Επιτροπής να καθιερώσει εταιρικές σχέσεις με τα κράτη μέλη στη διαδικασία εφαρμογής μέσω ομάδων εργασίας, δικτύων σε συγκεκριμένους τομείς, συναντήσεων με εθνικούς εμπειρογνώμονες και κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή· πιστεύει ότι το έργο της Επιτροπής που αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2006/123/ΕΚ θα στεφθεί από επιτυχία που θα επαναληφθεί στο μέλλον· υπογραμμίζει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται συνεχώς σχετικά με τις διαδικασίες εφαρμογής·

28.

επισημαίνει ότι τα προβλήματα εφαρμογής συχνά εντοπίζονται μέσω του δικτύου Solvit· σημειώνει με ανησυχία ότι τα κέντρα Solvit συχνά αντιμετωπίζουν έλλειψη προσωπικού και ότι ο χρόνος που απαιτείται κατά μέσο όρο για τον χειρισμό μιας υπόθεσης υπερβαίνει τις 10 εβδομάδες· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα κέντρα Solvit διαθέτουν επαρκές προσωπικό, και καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να βελτιώσουν τη διοικητική αποδοτικότητα προκειμένου να μειωθεί αισθητά ο χρόνος χειρισμού· καλεί επιπλέον τα κράτη μέλη να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για την προώθηση των υπηρεσιών του δικτύου Solvit μέσω των κατάλληλων διαύλων πληροφόρησης προκειμένου να αυξηθεί η εξοικείωση των πολιτών και των επιχειρήσεων με το Solvit·

29.

επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να βελτιώσει τον έλεγχο των ερωτημάτων και των καταγγελιών που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις και οι πολίτες μέσω του Solvit και άλλων υπηρεσιών υποστήριξης της ενιαίας αγοράς προκειμένου να διασφαλίσουν ότι παραπέμπονται αμέσως στο κατάλληλο διοικητικό όργανο ανεξάρτητα από το δίκτυο από το οποίο προήλθαν αρχικά· υπογραμμίζει ότι οι εμπειρίες από το Solvit πρέπει να ενσωματώνονται στην εθνική χάραξη πολιτικής, καθώς και στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ, πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα διαρθρωτικές ή κανονιστικές αλλαγές όπου κρίνεται απαραίτητο·

30.

καλεί την Επιτροπή, σε συνεργασία με το Κοινοβούλιο και την προεδρία του Συμβουλίου, να διεξαγάγουν ένα ετήσιο φόρουμ για την εσωτερική αγορά με τη συμμετοχή των κρατών μελών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών προκειμένου να θεσπίσουν σαφέστερη δέσμευση για την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή και να παράσχουν ένα πεδίο για τη συγκριτική αξιολόγηση και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών·

31.

καλεί το Συμβούλιο να δώσει μεγαλύτερη προτεραιότητα στα θέματα που αφορούν την εσωτερική αγορά είτε με τη σύσταση νέου τμήματος του Συμβουλίου που θα ασχολείται με αυτά τα ζητήματα είτε με τη συμπερίληψή τους ως θεμάτων ύψιστης προτεραιότητας στην ημερήσια διάταξη του υφιστάμενου Συμβουλίου Ανταγωνισμού·

32.

υπενθυμίζει το προαναφερθέν ψήφισμά του σχετικά με την επανεξέταση της ενιαίας αγοράς, στο οποίο κάλεσε την Επιτροπή να θεσπίσει Δοκιμασία της Εσωτερικής Αγοράς· καλεί την Επιτροπή να αναλάβει δράση προκειμένου να καθιερώσει την εν λόγω δοκιμασία·

Ο πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς και ο πίνακας αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές

33.

είναι της γνώμης ότι τόσο ο πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς όσο και ο πίνακας αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές χρησιμεύουν στην προώθηση μιας βελτιωμένης εσωτερικής αγοράς προς όφελος των πολιτών και των καταναλωτών·

34.

επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να διασφαλίσει καλύτερη ενημέρωση σχετικά με την εσωτερική αγορά, και είναι της γνώμης ότι οι δύο πίνακες αποτελεσμάτων αποτελούν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή·

35.

υπογραμμίζει ότι, ενώ οι δύο πίνακες αποτελεσμάτων αλληλοσυνδέονται και είναι σημαντικό να προωθηθεί η συνεκτική ανάπτυξή τους, στοχεύουν ωστόσο σε διαφορετικούς αποδέκτες και ως εκ τούτου πρέπει να διαχωρίζονται με διαφορετικές ομάδες δεικτών·

36.

είναι της γνώμης ότι πρέπει να πραγματοποιείται τακτικά αναθεώρηση των δεικτών που χρησιμοποιούνται καθώς και της σχέσης μεταξύ των δύο πινάκων αποτελεσμάτων προκειμένου να προσαρμόζονται στην ανάπτυξη στην εσωτερική αγορά·

*

* *

37.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 187 Ε της 24.7.2008, σ. 80.

(2)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/12


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών

P6_TA(2008)0422

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών (2008/2068(INI))

2010/C 8 E/03

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο(π), 149 και 150 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπή με τίτλο «Βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών» (COM(2007)0392) και τα σχετικά έγγραφα εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SEC(2007)0931 και SEC (2007)0933),

έχοντας υπόψη την απόφαση αριθ. 1720/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, για τη θέσπιση προγράμματος δράσης στον τομέα της διά βίου μάθησης (1), που περιλαμβάνει τον συγκεκριμένο στόχο της ενίσχυσης της ποιότητας και της ευρωπαϊκής διάστασης της εκπαίδευσης των δασκάλων (άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο ε),

έχοντας υπόψη τις οκτώ βασικές δεξιότητες που ορίζονται στη σύσταση 2006/962/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τίτλο «Βασικές ικανότητες για τη διά βίου μάθηση — ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς» (2),

έχοντας υπόψη το δεκαετές πρόγραμμα εργασίας «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010» και συγκεκριμένα τον στόχο 1.1 «Βελτίωση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης εκπαιδευτικών και εκπαιδευτών» (3), καθώς και τις μεταγενέστερες κοινές ενδιάμεσες εκθέσεις προόδου,

έχοντας υπόψη την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πολυγλωσσία και την έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου της Επιτροπής για την πολυγλωσσία (2007),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του ειδικού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας στις 23-24 Μαρτίου 2000,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης του Μαρτίου 2002, που ενέκρινε συγκεκριμένους στόχους για τη βελτίωση, μεταξύ άλλων, της εκπαίδευσης και της κατάρτισης εκπαιδευτικών και εκπαιδευτών,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 5ης Μαΐου 2003 σχετικά με τα επίπεδα αναφοράς μέσων ευρωπαϊκών επιδόσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση (Benchmarks) (4),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα που ενέκρινε το Συμβούλιο Παιδείας, Νεολαίας και Πολιτισμού κατά τη συνεδρίασή του της 15-16 Νοεμβρίου 2007 και ιδίως τα συμπεράσματα για την κατάρτιση των εκπαιδευτικών (5),

έχοντας υπόψη τις τριετείς έρευνες του προγράμματος PISA (πρόγραμμα για τη διεθνή αξιολόγηση των μαθητών) του ΟΟΣΑ, καθώς και την έκθεσή του με τίτλο «Teachers Matter: Attracting, Developing and Retaining Effective Teachers» (2005),

έχοντας υπόψη την έκθεση με τίτλο «How the world's best performing school systems come out on top» (McKinsey & Co, Σεπτέμβριος 2007),

έχοντας υπόψη τη μελέτη που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο 2007 με τίτλο «Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές για τη φυσική αγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση»,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με τον ρόλο του αθλητισμού στην παιδεία (6),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας (A6-0304/2008),

A.

έχοντας υπόψη ότι η υψηλής ποιότητας παιδεία και εκπαίδευση παρουσιάζουν πολύπλευρα οφέλη που υπερβαίνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση της ανταγωνιστικότητας, και ότι αποτελούν σημαντικά στοιχεία της διά βίου μάθησης,

Β.

έχοντας υπόψη την ανάγκη εκπαίδευσης ατόμων που να είναι αυτάρκη, ενημερωμένα και αφοσιωμένα στην κοινωνική συνοχή, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα της διδασκαλίας αποτελεί βασικό παράγοντα για την κοινωνική και οικονομική συνοχή καθώς και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε έναν παγκοσμιοποιούμενο κόσμο,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, συνεισφέροντας στην καλύτερη κατάρτιση των εκπαιδευτικών,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα της κατάρτισης των εκπαιδευτικών αντανακλάται στην εκπαιδευτική πράξη και έχει άμεση απήχηση όχι μόνο στο γνωστικό επίπεδο των μαθητών αλλά και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της σχολικής εμπειρίας τους,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού αυξάνονται διαρκώς, καθώς τα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα γίνονται ολοένα πιο πολύπλοκα και ετερογενή· λαμβάνοντας υπόψη ότι στις προκλήσεις αυτές περιλαμβάνονται οι εξελίξεις στις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), οι αλλαγές στις κοινωνικές και οικογενειακές δομές, και η ολοένα πιο ανομοιογενής σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού σε πολλά σχολεία, ως αποτέλεσμα της αυξημένης μετανάστευσης και της ανάδυσης πολυπολιτισμικών κοινωνιών, η αύξηση της αυτονομίας των σχολείων η οποία συνεπάγεται αύξηση των καθηκόντων των εκπαιδευτικών, και η ανάγκη για μεγαλύτερη προσοχή στις ατομικές μαθησιακές ανάγκες,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη τη σαφή και θετική σχέση μεταξύ της υψηλής ποιότητας κατάρτισης των εκπαιδευτικών και των υψηλών ποσοστών επιτυχίας των μαθητών,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπό το πρίσμα της αυξανόμενης προσφοράς πληροφοριών σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ψηφιοποίηση, πρέπει να αναπτυχθεί η ικανότητα της αποτελεσματικής χρήσης των μέσων ενημέρωσης και του περιεχομένου τους σύμφωνα με τους στόχους και τις ανάγκες των ατόμων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκπαίδευση σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης αποτελεί μορφή παιδαγωγικής προσέγγισης έναντι των μέσων ενημέρωσης η οποία πρέπει να βοηθήσει τους χρήστες να αναπτύξουν κριτική και σκεπτόμενη προσέγγιση κατά τη χρήση όλων των μέσων ενημέρωσης,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και από το 97 % των εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής στην ΕΕ είναι γυναίκες, ενώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 60 %,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα της κατάρτισης των εκπαιδευτικών μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και τις δεξιότητες ανάγνωσης των μεγαλύτερων μαθητών,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσχολική και η πρωτοβάθμια εκπαίδευση έχουν ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο στις μελλοντικές ακαδημαϊκές επιδόσεις των παιδιών,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με περισσότερα από 27 διαφορετικά συστήματα κατάρτισης εκπαιδευτικών ανά την Ένωση, οι προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπος ο κλάδος των εκπαιδευτικών είναι, επί της ουσίας, κοινές για όλα τα κράτη μέλη,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διδασκαλία αποτελεί επάγγελμα στο οποίο τα υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από την εργασία είναι σημαντικά για τη διατήρηση του ικανού προσωπικού,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι θα ήταν άδικο να θεωρείται το διδακτικό προσωπικό μόνο υπεύθυνο για την εκπαιδευτική του δραστηριότητα· λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να υπογραμμιστεί ότι η ικανότητα των εκπαιδευτικών να προσφέρουν κατάλληλη εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές τους, να δημιουργούν κλίμα στο οποίο όλοι μπορούν να συμβιώνουν και να μειώνουν τη βίαιη συμπεριφορά, συνδέεται στενά με τις συνθήκες υπό τις οποίες διδάσκουν, τα διαθέσιμα μέσα στήριξης, τον αριθμό των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες σε κάθε τάξη, το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον στα σχολεία, τη συνεργασία των οικογενειών, και τη λαμβανόμενη κοινωνική στήριξη· λαμβάνοντας υπόψη ότι το επίπεδο δέσμευσης των εκπαιδευτικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δέσμευση της κοινωνίας έναντι της εκπαίδευσης, και οι δύο παράγοντες αλληλεπιδρούν προς όφελος της βελτίωσης της εκπαίδευσης,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί αισθάνονται πως ανήκουν σε ένα αξιοσέβαστο και εκτιμώμενο επάγγελμα, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της επαγγελματικής ταυτότητας εξαρτάται από την άποψη της κοινωνίας,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσέλκυση ατόμων με κορυφαίες επιδόσεις στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού απαιτεί αντίστοιχα επίπεδα κοινωνικής αναγνώρισης, θέσης και αμοιβών,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν σημαντικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο που υπερβαίνει τα παραδοσιακά όρια της εκπαίδευσης, και μπορούν να επιτελέσουν σημαντική λειτουργία ως πρότυπα,

ΙΖ.

έχοντας υπόψη ότι ο στόχος των «ίσων ευκαιριών για όλους» εκφράζεται στη Συνθήκη ΕΚ, ιδίως στο άρθρο 13, για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα των σχολείων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον βαθμό αυτονομίας των σχεδίων και της διαχείρισής τους,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα των εκπαιδευτικών φυσικής αγωγής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σωματική και νοητική ανάπτυξη των παιδιών και τα ενθαρρύνουν να υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής,

1.

υποστηρίζει σθεναρά τη θέση ότι η βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών οδηγεί σε σημαντική βελτίωση των μαθητικών επιδόσεων·

2.

θεωρεί ότι η παροχή περισσότερης και καλύτερης ποιότητας κατάρτισης εκπαιδευτικών σε συνδυασμό με πολιτικές που αποσκοπούν στην πρόσληψη των καλύτερων υποψηφίων στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού πρέπει να αποτελούν προτεραιότητες όλων των υπουργείων Παιδείας·

3.

πιστεύει ότι η αύξηση των δαπανών για την παιδεία πρέπει να κατευθυνθεί στους τομείς που οδηγούν στις μεγαλύτερες βελτιώσεις των μαθητικών επιδόσεων·

4.

υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αποδώσουν μεγαλύτερη σημασία και να διαθέσουν περισσότερους πόρους στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών, προκειμένου να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος προς την κατεύθυνση της επίτευξης των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010», να προαχθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης και να ενισχυθεί η διά βίου μάθηση σε ολόκληρη την Ένωση·

5.

ενθαρρύνει την προαγωγή της συνεχούς και συνεκτικής επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους· συνιστά να παρέχονται σε όλους τους εκπαιδευτικούς τακτικά ευκαιρίες, ακαδημαϊκές και οικονομικές, όπως κρατικές υποτροφίες, με στόχο να βελτιώνουν και να αναβαθμίζουν τις δεξιότητες και τα προσόντα τους, καθώς και τις παιδαγωγικές γνώσεις τους· θεωρεί ότι αυτές οι ευκαιρίες κατάρτισης πρέπει να δομηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι τίτλοι να αναγνωρίζονται σε όλα τα κράτη μέλη·

6.

υπογραμμίζει την ανάγκη αυξημένου διεθνικού διαλόγου και ανταλλαγής εμπειριών, ιδίως όσον αφορά την παροχή και την αποτελεσματικότητα της συνεχιζόμενης επαγγελματικής ανέλιξης στον τομέα της κατάρτισης των εκπαιδευτικών προσχολικής, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης·

7.

προτρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αρχική κατάρτιση των νέων εκπαιδευτικών· ενθαρρύνει την ανάπτυξη δικτύων στήριξης και προγραμμάτων καθοδήγησης, μέσω των οποίων αποδεδειγμένης εμπειρίας και ικανότητας εκπαιδευτικοί θα μπορούν να συμβάλλουν καίρια στην κατάρτιση νέων συναδέλφων, μεταφέροντας τις γνώσεις που απέκτησαν στη διάρκεια της επιτυχημένης σταδιοδρομίας τους, προωθώντας την ομαδική μάθηση και συμβάλλοντας στην καταπολέμηση των υψηλών ποσοστών αποχώρησης των νεοπροσλαμβανόμενων από το επάγγελμα· πιστεύει ότι με την από κοινού εργασία και μάθηση οι εκπαιδευτικοί μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση των επιδόσεων ενός σχολείου και του συνολικού μαθησιακού περιβάλλοντος·

8.

καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η σύνθεση του εκπαιδευτικού προσωπικού σε όλα τα επίπεδα της σχολικής εκπαίδευσης αντικατοπτρίζει την κοινωνική και πολιτισμική πολυμορφία της κοινωνίας, με παράλληλη διατήρηση της έμφασης στην πρόσληψη και τη διατήρηση των καλύτερων εκπαιδευτικών, κυρίως καθιστώντας το επάγγελμα επαρκώς ελκυστικό·

9.

υπογραμμίζει τη στενή σχέση μεταξύ της διασφάλισης της ελκυστικότητας της διδασκαλίας ως ικανοποιητικού επαγγέλματος με καλές προοπτικές εξέλιξης, και της προσέλκυσης φιλόδοξων αποφοίτων και επαγγελματιών με υψηλές επιδόσεις· προτρέπει τα κράτη μέλη να λάβουν περαιτέρω μέτρα για την προαγωγή του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού ως επιλογής σταδιοδρομίας για άτομα με υψηλές επιδόσεις·

10.

τονίζει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προωθείται πολιτική ισότητας των φύλων και να διασφαλίζεται η υψηλή ποιότητα των εκπαιδευτικών στην προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και ότι τυγχάνουν της αναγκαίας κοινωνικής και επαγγελματικής στήριξης που απαιτούν τα καθήκοντά τους·

11.

αναγνωρίζει τη σημασία της συνεχιζόμενης συμμετοχής των εκπαιδευτικών σε ομάδες εργασίας και συζήτησης σχετικά με την εκπαιδευτική τους δραστηριότητα· αυτό το έργο θα πρέπει να στηρίζεται από συμβούλους και εκπαιδευτικές αρχές· θεωρεί ότι η συμμετοχή σε δραστηριότητες κριτικής σκέψης σχετικά με τη διδακτική διαδικασία πρέπει να δημιουργεί περισσότερο ενδιαφέρον εκ μέρους των εκπαιδευτικών για τη δουλειά τους και συνεπώς να βελτιώνει την απόδοσή τους·

12.

επιμένει στο σημαντικό ρόλο του σχολείου από την άποψη τόσο του κοινωνικού και του μαθησιακού βίου των παιδιών όσο και από την άποψη της παροχής σε αυτά των γνώσεων και των δεξιοτήτων, προκειμένου να συμμετέχουν στη δημοκρατική κοινωνία· υπογραμμίζει τη σημασία συμμετοχής ειδικευμένων, ικανών και έμπειρων δασκάλων στη σύλληψη αποτελεσματικών παιδαγωγικών μεθόδων κατάρτισης για εκπαιδευτικούς·

13.

καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι μόνο κατάλληλα ειδικευμένοι εκπαιδευτικοί φυσικής αγωγής θα μπορούν να παραδίδουν μαθήματα φυσικής αγωγής στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης·

14.

υπογραμμίζει τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των μέσων αποδοχών των εκπαιδευτικών, όχι μόνον μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών, αλλά και σε σχέση με τα μέσα εθνικά εισοδήματα και το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ· ζητεί τα πακέτα αποδοχών των εκπαιδευτικών να αντικατοπτρίζουν τη σημασία τους για την κοινωνία, και να αναληφθεί δράση ώστε να αποτρέπεται η «διαρροή εγκεφάλων» κορυφαίων εκπαιδευτικών προς καλύτερα αμειβόμενες θέσεις του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στους κλάδους των επιστημών και της τεχνολογίας·

15.

τονίζει ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα εφόδια για να αντιμετωπίζουν τις νέες απαιτήσεις· αναγνωρίζει ότι οι εξελίξεις στις ΤΠΕ δημιουργούν προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες· ενθαρρύνει την απόδοση προτεραιότητας στην κατάρτιση στις ΤΠΕ κατά τη διάρκεια της αρχικής και της μετέπειτα κατάρτισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ενημέρωση για τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις και τις διδακτικές εφαρμογές τους, καθώς και το ότι οι εκπαιδευτικοί διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες για να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία στην τάξη·

16.

πιστεύει ότι η κατάρτιση θα πρέπει να έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων, την παροχή στους εκπαιδευτικούς του καινοτόμου πλαισίου που χρειάζονται προκειμένου να εντάξουν την προοπτική του περιβάλλοντος στις δραστηριότητές τους και στα νέα θεματικά πεδία: ευνοεί τοπικά σεμινάρια που αποσκοπούν στην κάλυψη των αναγκών που εντοπίζονται σε συγκεκριμένα πλαίσια και μαθήματα που απευθύνονται στο προσωπικό ενός δεδομένου ιδρύματος με στόχο την εφαρμογή συγκεκριμένων σχεδίων·

17.

υπογραμμίζει ότι η κινητικότητα των εκπαιδευτικών, μέσω καλύτερης συνεργασίας και ομαδικής δουλειάς, θα μπορούσε να ενισχύσει τη δημιουργικότητα και την καινοτομία των μεθόδων διδασκαλίας επί τη βάσει βέλτιστων πρακτικών·

18.

καλεί την Επιτροπή να αυξήσει τους χρηματοδοτικούς πόρους που είναι διαθέσιμοι για τη στήριξη της κατάρτισης των εκπαιδευτικών μέσω του προγράμματος διά βίου μάθησης, και ιδίως των ανταλλαγών εκπαιδευτικών μεταξύ σχολείων γειτονικών χωρών και περιφερειών· υπογραμμίζει ότι η κινητικότητα διευκολύνει τη διάδοση ιδεών και βέλτιστων πρακτικών διδασκαλίας, και προάγει τη βελτίωση των γνώσεων ξένων γλωσσών καθώς και τη γνωριμία με άλλους πολιτισμούς· τονίζει ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να επωφελούνται μεγαλύτερων δυνατοτήτων εκμάθησης γλωσσών στη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, κάτι που μεταξύ άλλων θα μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες που παρέχουν τα προγράμματα κινητικότητας της Ένωσης·

19.

ζητεί να δοθεί προτεραιότητα στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών και οι ήδη υφιστάμενες ενότητες σπουδών για τα μέσα ενημέρωσης να αποτελέσουν βασικό στοιχείο στη βασική κατάρτιση των εκπαιδευτικών·

20.

υπογραμμίζει τον ζωτικό ρόλο των προγραμμάτων εταιρικής σχέσης σχολείων Comenius και Comenius-Regio στο πλαίσιο της κινητικότητας των εκπαιδευτικών·

21.

υποστηρίζει σθεναρά την εκμάθηση ξένων γλωσσών από πολύ νεαρή ηλικία και τη συμπερίληψη μαθημάτων ξένων γλωσσών σε όλα τα προγράμματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης· τονίζει ότι η επαρκής επένδυση στις προσλήψεις και την κατάρτιση καθηγητών ξένων γλωσσών έχει μεγάλη σημασία για την επίτευξη του στόχου αυτού·

22.

υπογραμμίζει ότι κάθε εκπαιδευτικός θα πρέπει να αποτελεί πρότυπο όσον αφορά τον χειρισμό της γλώσσας του, καθώς τούτη αποτελεί βασικό εργαλείο για την ορθή μετάδοση και διευκολύνει τους μαθητές να μαθαίνουν τα υπόλοιπα αντικείμενα αναπτύσσοντας την ικανότητά τους να επικοινωνούν, ένας παράγοντας με ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε πολυάριθμες επαγγελματικές δραστηριότητες·

23.

υπογραμμίζει την ανάγκη οι δάσκαλοι όλων των κρατών μελών να διαθέτουν πιστοποιημένη επάρκεια γνώσης μίας τουλάχιστον ξένης γλώσσας·

24.

ζητεί να προωθηθεί η γνώση σε σχέση με τα μέσα ενημέρωσης στη σχολική, μετασχολική και εξωσχολική κατάρτιση των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο των σπουδών σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης και της διά βίου μάθησης μέσω της συνεργασίας μεταξύ των δημόσιων αρχών και του ιδιωτικού τομέα·

25.

υπογραμμίζει ότι ο χρόνος που περνούν οι εκπαιδευτικοί στην τάξη με τους μαθητές είναι αναντικατάστατος και εκφράζει την ανησυχία ότι ο αυξανόμενος διοικητικός και γραφειοκρατικός φόρτος μπορεί να αποβεί σε βάρος του χρόνου αυτού, καθώς και του χρόνου προετοιμασίας του μαθήματος·

26.

ζητεί η πολιτική αγωγή να αποτελέσει υποχρεωτικό μάθημα τόσο στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών όσο και στα σχολεία, ούτως ώστε οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη και της Ένωσης, και να μπορούν να αναλύσουν και να αξιολογήσουν κριτικά τοπικές πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις και διαδικασίες·

27.

θεωρεί ότι κάθε σχολείο έχει μοναδική σχέση με την τοπική κοινότητα, και ότι οι επικεφαλής των σχολείων πρέπει να έχουν μεγαλύτερες αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές προκλήσεις και τις διδακτικές απαιτήσεις του περιβάλλοντός τους, σε συνεργασία με γονείς και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς της τοπικής κοινότητας· υπογραμμίζει ότι, με την άφιξη ενός εξαιρετικά ποικίλου μεταναστευτικού πληθυσμού, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να διαθέτουν ειδική ενημέρωση σχετικά με τα διαπολιτισμικά θέματα και διαδικασίες, όχι μόνο στο πλαίσιο των σχολείων αλλά επίσης σε σχέση με τις οικογένειες και το άμεσο τοπικό περιβάλλον τους, όπου ανθεί η ποικιλομορφία·

28.

υπογραμμίζει τις εξαιρετικά επωφελείς επιπτώσεις του προγράμματος Comenius στους εκπαιδευτικούς και τη σπουδαιότητά του για τις μικρές κοινότητες, ιδίως σε κοινωνικά και οικονομικά στερημένες περιοχές, προωθώντας την ένταξη και τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση όσον αφορά την ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση·

29.

επιδοκιμάζει τη συμφωνία των κρατών μελών να εργαστούν μαζί προκειμένου να ενισχύσουν τον συντονισμό των πολιτικών κατάρτισης των εκπαιδευτικών, συγκεκριμένα μέσω της ανοικτής μεθόδου συντονισμού· προτρέπει τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν πλήρως την εν λόγω ευκαιρία να ανταλλάξουν εμπειρίες και ζητεί να ληφθεί η γνώμη του Κοινοβουλίου σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τις εξελίξεις στον τομέα αυτόν·

30.

υπογραμμίζει την ανάγκη για καλύτερα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την κατάρτιση των εκπαιδευτικών σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να ενθαρρυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών, η μεγαλύτερη συνεργασία και η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών· προτείνει τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να θεσπίσουν συστήματα που θα διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα συγκριτικών δεδομένων σχετικά με την κατάρτιση των εκπαιδευτικών στην προσχολική, την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση·

31.

θεωρεί ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η βία στα σχολεία, είναι ζωτικής σημασίας να επιτευχθεί στενότερη συνεργασία μεταξύ των διευθυντών των σχολείων και των γονέων και να δημιουργηθούν τα εργαλεία και οι διαδικασίες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου·

32.

υπογραμμίζει τη σημασία της ευαισθητοποιημένης ως προς τη διάσταση του φύλου διδασκαλίας και της πτυχής του φύλου στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών·

33.

καλεί την Επιτροπή να διαδώσει μοντέλα βέλτιστης πρακτικής από τα κράτη μέλη που βελτιώνουν τις γενικές δεξιότητες καθημερινότητας μέσω σχολικών προγραμμάτων, π.χ. υγιεινή διατροφή και αθλητισμός, οικιακή οικονομία και ιδιωτικός οικονομικός προγραμματισμός·

34.

καλεί τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών προγράμματα επίλυσης διαφορών, ούτως ώστε οι εκπαιδευτικοί να μαθαίνουν νέες στρατηγικές για την επίλυση όλων των ειδών των διαφορών μέσα στην τάξη και για την αντιμετώπιση της βίας και της επιθετικότητας·

35.

καλεί τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών βασικές γνώσεις σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα θεσμικά της όργανα και τον τρόπο λειτουργίας τους και να προγραμματίσει επιτόπου επισκέψεις καταρτιζόμενων εκπαιδευτικών στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα·

36.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών, στον ΟΟΣΑ, την Unesco και το Συμβούλιο της Ευρώπης.


(1)  ΕΕ L 327 της 24.11.2006, σ 45.

(2)  ΕΕ L 394 της 30.12.2006, σ. 10.

(3)  ΕΕ C 142 της 14.6.2002, σ. 7.

(4)  ΕΕ C 134 της 7.6.2003, σ. 3.

(5)  ΕΕ C 300 της 12.12.2007, σ. 6.

(6)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0503.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/18


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Η διαδικασία της Μπολόνια και η κινητικότητα των φοιτητών

P6_TA(2008)0423

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη διαδικασία της Μπολόνια και την κινητικότητα των φοιτητών (2008/2070(INI))

2010/C 8 E/04

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Επίτευξη της ατζέντας εκσυγχρονισμού για τα πανεπιστήμια: Εκπαίδευση, έρευνα και καινοτομία», (COM(2006)0208),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κινητοποίηση του πνευματικού δυναμικού της Ευρώπης: ενδυνάμωση των πανεπιστημίων ώστε να εξασφαλισθεί η πλήρης συμβολή τους στη στρατηγική της Λισαβόνας» (COM(2005)0152),

έχοντας υπόψη την έκθεση με τίτλο «Εστίαση στη δομή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη: Εθνικές τάσεις στη διαδικασία της Μπολόνια» (Focus on the structure of higher education in Europe National trends in the Bologna Process) — 2006/07, Eurydice, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2007,

έχοντας υπόψη την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του Μαρτίου 2007 σχετικά με τις «Αντιλήψεις για τις μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση» (Perceptions of Higher Education Reforms),

έχοντας υπόψη τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση, της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την παραγωγή και την ανάπτυξη στατιστικών για την εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 2007, για τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων χάριν της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε μια παγκόσμια οικονομία γνώσης,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης και 14ης Μαρτίου 2008,

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A6-0302/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στόχοι της διαδικασίας της Μπολόνια είναι η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης έως το 2010, συμπεριλαμβανομένων μεταρρυθμίσεων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της εξάλειψης των εναπομενόντων εμποδίων στην κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, και της βελτίωσης της ποιότητας, της ελκυστικότητας και της ανταγωνιστικότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κινητικότητα των φοιτητών και η ποιότητα της εκπαίδευσης πρέπει να παραμείνουν μεταξύ των βασικών στοιχείων της διαδικασίας της Μπολόνια,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κινητικότητα των φοιτητών δημιουργεί πολιτιστικές, κοινωνικές και ακαδημαϊκές αξίες και δημιουργεί ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και βελτιούμενα ακαδημαϊκά πρότυπα και απασχολησιμότητα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κινητικότητα των φοιτητών δεν είναι ακόμη προσιτή για πολλούς φοιτητές, ερευνητές και άλλου είδους προσωπικό, ιδίως στα νεότερα κράτη μέλη, κυρίως λόγω ανεπαρκών επιχορηγήσεων, ενώ τα εμπόδια είναι γνωστά και έχουν επισημανθεί επανειλημμένως από πολλούς ενδιαφερόμενους που συμμετέχουν στη συζήτηση,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κατάλληλη χρηματοδότηση της μάθησης, των δαπανών διαβίωσης και της κινητικότητας των φοιτητών,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθιστούσε πάντοτε την κινητικότητα των φοιτητών δημοσιονομική προτεραιότητα και κατέβαλλε προσπάθειες ώστε να διασφαλίσει επαρκές επίπεδο χρηματοδότησης για τα κοινοτικά προγράμματα στον τομέα της εκπαίδευσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η σθεναρή του θέση στο θέμα αυτό οδήγησε, παρά τις περικοπές που επέφερε το Συμβούλιο στην πρόταση της Επιτροπής, σε αύξηση των πιστώσεων για τα προγράμματα «Διά βίου μάθηση» και «Erasmus Mundus», τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2007-2013 και σε πρόσφατες διαδικασίες του προϋπολογισμού,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι απαιτούνται αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την κινητικότητα των φοιτητών προκειμένου να διαπιστωθούν, να συγκριθούν και να αξιολογηθούν, καθώς και να αναπτυχθούν κατάλληλες πολιτικές και μέτρα,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναγνώριση της άτυπης και της μη τυπικής εκπαίδευσης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο μιας στρατηγικής για τη διά βίου μάθηση και ότι, συνεπώς, η εκπαίδευση ενηλίκων είναι σημαντική σε αυτήν τη διαδικασία,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιλογή να μεταβαίνει κανείς στο εξωτερικό δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από κανένα διοικητικό, οικονομικό ή γλωσσικό εμπόδιο,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κινητικότητα ενθαρρύνει την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη βελτίωση των συνολικών επικοινωνιακών δεξιοτήτων,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι απαιτείται επειγόντως μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός των πανεπιστημίων από άποψη ποιότητας, διάρθρωσης των σπουδών, καινοτομίας και ευελιξίας,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα της διδασκαλίας είναι εξίσου σημαντική με την ποιότητα της έρευνας και ότι πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να εκσυγχρονιστεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι οι δύο αυτές διαστάσεις συνδέονται στενά,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι διαφορετικά εθνικά συστήματα αναγνώρισης συνιστούν σημαντικό εμπόδιο για την ισότιμη μεταχείριση των φοιτητών και την πρόοδο στον ευρωπαϊκό χώρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο η αδυναμία πλήρους και δέουσας αναγνώρισης των μαθημάτων που παρακολουθήθηκαν και η έλλειψη ισοτιμίας των αποκτηθέντων βαθμών μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για την κινητικότητα,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι επείγον να εφαρμοστεί, να συντονιστεί και να προαχθεί συνεκτική προσέγγιση μεταξύ όλων των χωρών που υπέγραψαν τη διαδικασία της Μπολόνια,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία της Μπολόνια πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο προοδευτικό μοντέλο εκπαίδευσης το οποίο θα εγγυάται πρόσβαση στην κατάρτιση για όλους, με κύριο στόχο τη μετάδοση γνώσης και αξιών, δημιουργώντας μια βιώσιμη κοινωνία για το μέλλον, η οποία θα γνωρίζει την κατάστασή της και θα είναι απαλλαγμένη από κοινωνικές ανισότητες,

1.

θεωρεί ότι η αύξηση της κινητικότητας των φοιτητών και η ποιότητα των διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στο πλαίσιο του ανακαθορισμού των μειζόνων στόχων της διαδικασίας της Μπολόνια μετά το 2010·

2.

τονίζει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η κινητικότητα των φοιτητών, πρέπει να αναληφθούν οριζόντιες δράσεις σε διάφορους τομείς πολιτικής· διάφορες πτυχές της κινητικότητας ξεπερνούν το πεδίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εμπίπτουν στο πεδίο των κοινωνικών υποθέσεων, των οικονομικών, της μετανάστευσης και των πολιτικών θεώρησης διαβατηρίων·

3.

σημειώνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις περιορισμένες δυνατότητες για ελιγμούς λόγω των στενών περιθωρίων που απομένουν στον τίτλο 1α του δημοσιονομικού πλαισίου, είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες οι προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας για τη βελτίωση της ποιότητας και της ανταγωνιστικότητας της εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω, ιδίως, της προώθησης της κινητικότητας, της εξασφάλισης της αναγνώρισης των προσόντων και της διασφάλισης της ποιότητας·

4.

είναι πεπεισμένο ότι πρέπει να συνεχιστεί η μέθοδος διαβούλευσης που ακολούθησαν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που συμμετείχαν στη διαδικασία: ιδρύματα και εκπρόσωποι των φοιτητών πρέπει να συνεργαστούν στενά προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα εναπομένοντα εμπόδια στην κινητικότητα και τα προβλήματα που σχετίζονται με την ποιότητα και την εφαρμογή της διαδικασίας της Μπολόνια·

5.

επισημαίνει ότι, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας της Μπολόνια, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη στενή και εντατική συνεργασία και στο συντονισμό εντός του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας·

Κινητικότητα φοιτητών: Ποιότητα και αποτελεσματικότητα

6.

επιμένει ότι είναι επείγουσα η ανάγκη για συγκρίσιμες και αξιόπιστες στατιστικές σχετικά με την κινητικότητα των φοιτητών και το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των φοιτητών, όπως κοινοί δείκτες, κριτήρια και σημεία αναφοράς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η παρούσα έλλειψη δεδομένων και να προωθηθεί η ανταλλαγή καλών πρακτικών·

7.

καλεί τα πανεπιστήμια να βελτιώσουν και να απλουστεύσουν τις παρεχόμενες επιγραμμικές ή μη πληροφορίες τόσο για τους φοιτητές από το εξωτερικό όσο και για τους φοιτητές που μεταβαίνουν στο εξωτερικό· τα πανεπιστήμια και οι εθνικές υπηρεσίες Erasmus πρέπει να συνεργάζονται με φοιτητικές οργανώσεις προκειμένου να καθιστούν διαθέσιμες τις απαραίτητες πληροφορίες εγκαίρως· τα πανεπιστήμια πρέπει να στηρίζουν τα φοιτητικά δικαιώματα, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει βάσει του Πανεπιστημιακού Χάρτη Erasmus·

8.

υπογραμμίζει ότι, προκειμένου η διαδικασία της Μπολόνια να εκπληρώσει τους στόχους της, είναι απαραίτητη η αμοιβαιότητα από την άποψη της ροής φοιτητών και μελετητών· υπογραμμίζει τη δυσαναλογία στις τρέχουσες τάσεις και ιδίως την ανεπαρκή κινητικότητα προς τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ένωση το 2004 και το 2007·

9.

επισημαίνει τη σημασία της παροχής συμβουλών για την κοινωνική, πολιτιστική και γλωσσική ένταξη των φοιτητών από το εξωτερικό·

10.

υπογραμμίζει ότι η βελτιωμένη γνώση γλωσσών αποτελεί σημαντικό εφόδιο και έναν από τους λόγους για την κινητικότητα των φοιτητών, ότι είναι σημαντική η προσφορά εντατικών μαθημάτων γλώσσας σε φοιτητές από το εξωτερικό πριν ή/και κατά τη διάρκεια περιόδων σπουδών στο πλαίσιο του Erasmus·

Μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εκσυγχρονισμός των πανεπιστημίων: ποιότητα, καινοτομία και ευελιξία

11.

καλεί τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια να προβούν σε καινοτόμο, φιλόδοξη και μεθοδική μεταρρύθμιση του προγράμματος σπουδών· το φιλόδοξο και υψηλής ποιότητας περιεχόμενο και η αναδιάρθρωση της οργάνωσης είναι βασικά στοιχεία για την κινητικότητα των φοιτητών και τη μεγαλύτερη ευελιξία· ζητεί να εισαχθεί «περίοδος κινητικότητας σε συνδυασμό με σπουδές» σε όλα τα προγράμματα πτυχίων ώστε να ενθαρρύνονται οι φοιτητές να μεταβαίνουν στο εξωτερικό·

12.

ζητεί να δοθεί έμφαση στην ανάγκη θέσπισης κοινών ευρωπαϊκών διδακτορικών προγραμμάτων τα οποία θα προωθούν την κινητικότητα των διδακτορικών φοιτητών και τη δημιουργία ενός πλαισίου για ευρωπαϊκό διδακτορικό·

13.

τονίζει τον ουσιώδη ρόλο της ποιότητας και της αριστείας της διδασκαλίας, δεδομένου ότι η εξέλιξη και η συνεχής κατάρτιση των εκπαιδευτικών με προσόντα σε όλους τους τομείς είναι βασικοί παράγοντες για την ελκυστικότητα και την αποτελεσματικότητά τους και για την επίτευξη των στόχων της διαδικασίας της Μπολόνια·

14.

επαναλαμβάνει την ανάγκη για περισσότερο διεθνικό διάλογο και ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών προκειμένου να διευκολυνθεί η σύγκλιση της κατάρτισης των εκπαιδευτικών, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης των πρωτοβάθμιων εκπαιδευτικών και της αποτελεσματικότητας της συνέχισης της επαγγελματικής ανέλιξης·

Χρηματοδότηση και επένδυση στην κινητικότητα των φοιτητών και κοινωνική διάσταση

15.

ζητεί να παρέχεται ειδική αρωγή στους φοιτητές από μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες, προτείνοντας, για παράδειγμα, οικονομικά προσιτή και αξιοπρεπή στέγη· επιπλέον στήριξη μετά την άφιξη είναι συχνά απαραίτητη·

16.

προτείνει την εισαγωγή ενιαίας Ευρωπαϊκής Φοιτητικής Ταυτότητας, προκειμένου να διευκολυνθεί η κινητικότητα και να δοθεί η δυνατότητα στους φοιτητές να εξασφαλίσουν εκπτώσεις για τη στέγαση και τα μέσα διαβίωσης·

17.

καλεί τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές να εγγυηθούν ισότιμη και καθολική πρόσβαση στην κινητικότητα μέσω απλών, ευέλικτων και διαφανών διαδικασιών χορήγησης υποτροφιών και μέσω επιπρόσθετης οικονομικής στήριξης για προορισμούς με υψηλό κόστος και για τους φοιτητές που την χρειάζονται· θεωρεί απαραίτητο να λαμβάνουν οι φοιτητές αυτήν τη στήριξη πριν από την αναχώρησή τους, προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική οικονομική επιβάρυνσή τους·

18.

επικροτεί το γεγονός ότι στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αναθεώρησης του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου που προβλέπεται στη δήλωση που είναι προσαρτημένη στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, της 17ης Μαΐου 2006, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενίσχυσης του χρηματοδοτικού κονδυλίου που προβλέπεται για τα προγράμματα στον τομέα της εκπαίδευσης και κυρίως για τις υποτροφίες Erasmus, με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης και της αξιολόγησης του κάθε προγράμματος·

19.

επισημαίνει ότι πρέπει να εισαχθούν και να προωθηθούν νέα μέσα χρηματοδότησης της κινητικότητας των φοιτητών όπως τα άτοκα δάνεια ή/και τα μεταβιβάσιμα δάνεια·

20.

καλεί τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια να συνεργαστούν με τον ιδιωτικό τομέα (π.χ. οικονομικές ή επιχειρηματικές οργανώσεις όπως εμπορικά επιμελητήρια), προκειμένου να ανευρεθούν νέοι αποτελεσματικοί μηχανισμοί συγχρηματοδότησης της κινητικότητας των φοιτητών σε κάθε στάδιο (πτυχίο-μάστερ-διδακτορικό), βελτιώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ποιότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων·

21.

συνιστά εποικοδομητικό διάλογο και αμφίδρομες ανταλλαγές μεταξύ εταιρειών και πανεπιστημίων προκειμένου να δημιουργηθούν καινοτόμες εταιρικές σχέσεις και να διερευνηθούν νέοι τρόποι συνεργασίας·

Ποιότητα και πλήρης αναγνώριση των διπλωμάτων

22.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στην εφαρμογή ευρωπαϊκών πλαισίων αναφοράς (πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων της Μπολόνια, ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων για τη διά βίου μάθηση, ευρωπαϊκά πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές για τη διασφάλιση ποιότητας και τη Σύμβαση αναγνώρισης της Λισαβόνας) ώστε να εδραιωθεί ο Ευρωπαϊκός Χώρος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης·

23.

τονίζει, συνεπώς, τον επείγοντα χαρακτήρα της εφαρμογής του συνολικού, ενιαίου και αποτελεσματικού συστήματος μεταφοράς ακαδημαϊκών μονάδων ECTS: τα προσόντα φοιτητών και ακαδημαϊκών πρέπει να είναι δυνατόν να μεταφέρονται εύκολα σε όλη την Ευρώπη χάρη σε ένα ενιαίο κοινό πλαίσιο·

24.

υπογραμμίζει ότι το σύστημα πτυχίων τριών σταδίων (πτυχίο-μάστερ-διδακτορικό) θα μπορούσε να καταστεί περισσότερο ευέλικτο ιδίως χρησιμοποιώντας το σύστημα «4 + 1» αντί του «3 + 2» για το πρώτο και το δεύτερο στάδιο· τονίζει ότι αυτό θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλο προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη κινητικότητα και απασχολησιμότητα των πτυχιούχων·

25.

ζητεί οι πρακτικές ασκήσεις και άλλες άτυπες και μη τυπικές εμπειρίες κινητικότητας εγκεκριμένες από πανεπιστήμια να λάβουν μονάδες ECTS και να αναγνωριστούν ως αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος σπουδών·

Υλοποίηση της διαδικασίας της Μπολόνια σε όλες τις σχετικές χώρες

26.

ζητεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια να ενθαρρύνουν και να προωθήσουν την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τις πρωτοβουλίες για αύξηση της ενημέρωσης·

27.

προτρέπει τα κράτη μέλη να διευκολύνουν τις διαδικασίες θεώρησης και να μειώσουν το κόστος τους για τους φοιτητές που συμμετέχουν σε προγράμματα κινητικότητας, ιδίως όσον αφορά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και υποψήφιες χώρες σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για τη θεώρηση διαβατηρίων·

*

* *

28.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 219 Ε της 20.8.2008, σ. 68.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/22


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων στη νέα απόφαση για την επιτροπολογία

P6_TA(2008)0424

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων στη νέα απόφαση για την επιτροπολογία (2008/2096(INI))

2010/C 8 E/05

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου (2) (εφεξής «απόφαση για την επιτροπολογία»),

έχοντας υπόψη τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (2006/512/ΕΚ) (3),

έχοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (4),

έχοντας υπόψη το άρθρο 192, παράγραφος 2, και το άρθρο 202 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη την απόφασή του της 8ης Μαΐου 2008 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (5),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 39 και 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6-0345/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για λόγους ποιότητας της νομοθεσίας, καθίσταται ολοένα και πιο αναγκαία η ανάθεση στην Επιτροπή της ανάπτυξης των μη ουσιωδών και πιο τεχνικών πτυχών της νομοθεσίας, καθώς και η έγκαιρη προσαρμογή της, ώστε να λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική πρόοδο και τις οικονομικές αλλαγές· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω ανάθεση αρμοδιοτήτων πρέπει να διευκολυνθεί με την παροχή προς τον νομοθέτη των θεσμικών μέσων για τον έλεγχο της άσκησης αυτών των αρμοδιοτήτων,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι τούδε ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε άλλη επιλογή από τη χρήση του άρθρου 202 της Συνθήκης ΕΚ για την εν λόγω ανάθεση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσφυγή σε αυτήν τη διάταξη δεν υπήρξε ικανοποιητική, καθώς αναφέρεται στις εκτελεστικές εξουσίες της Επιτροπής και στις διαδικασίες ελέγχου στις οποίες υπόκεινται αυτές οι εξουσίες, διαδικασίες που αποφασίζονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία μετά από απλή διαβούλευση με το Κοινοβούλιο· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω διαδικασίες ελέγχου βασίζονται ουσιαστικά στη δράση των επιτροπών που απαρτίζονται από δημόσιους υπαλλήλους των κρατών μελών, και ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποκλείστηκε από όλες τις διαδικασίες αυτές έως την έγκριση της απόφασης του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της απόφασης για την επιτροπολογία εισάγει μέτρα στο πλαίσιο των οποίων ένα βασικό νομοθετικό μέσο εγκριθέν με συναπόφαση προβλέπει μέτρα γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του εν λόγω μέσου, μεταξύ άλλων με τη διαγραφή ορισμένων εξ αυτών των στοιχείων ή με τη συμπλήρωση του μέσου με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων· λαμβάνοντας υπόψη ότι εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης να καθορίσει, κατά περίπτωση, τα ουσιώδη στοιχεία κάθε νομοθετικής πράξης που μπορούν να τροποποιηθούν μόνο μέσω νομοθετικής διαδικασίας,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση για την επιτροπολογία θέτει τα αποκαλούμενα «οιονεί νομοθετικά» μέτρα σε κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, στο πλαίσιο της οποίας το Κοινοβούλιο συμμετέχει πλήρως στον έλεγχο αυτών των μέτρων και μπορεί να αντιτίθεται σε σχέδια μέτρων που προτείνονται από την Επιτροπή και τα οποία υπερβαίνουν τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στο βασικό μέσο ή σε σχέδιο πράξης που δεν είναι συμβατό με τον σκοπό ή το περιεχόμενο του βασικού μέσου ή που δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα διαδικασία εγγυάται τον δημοκρατικό έλεγχο των εκτελεστικών μέτρων όταν είναι οιονεί νομοθετικής φύσεως, θέτοντας αμφότερους τους συν-νομοθέτες, Κοινοβούλιο και Συμβούλιο, σε ισότιμη βάση και κατά συνέπεια θέτει τέλος σε μία από τις πιο σοβαρές πτυχές του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ένωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση για την επιτροπολογία θα επιτρέψει την ανάθεση των πιο τεχνικών πτυχών της νομοθεσίας και της προσαρμογής αυτής στην Επιτροπή, διασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη συγκέντρωση του νομοθέτη στις ουσιώδεις πτυχές και στη βελτίωση της ποιότητας του κοινοτικού δικαίου,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα κανονιστική διαδικασία με έλεγχο δεν είναι προαιρετική αλλά υποχρεωτική όταν τα εκτελεστικά μέτρα διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 της απόφασης για την επιτροπολογία,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα προσαρμογή του κεκτημένου με τη νέα απόφαση για την επιτροπολογία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν νομοθετικά μέσα που προβλέπουν εκτελεστικά μέτρα επί των οποίων θα πρέπει να εφαρμοστεί η νέα κανονιστική διαδικασία,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, της απόφασης για την επιτροπολογία ενδέχεται να πληρούν όχι μόνο τα εκτελεστικά μέτρα που μέχρι τούδε υπόκειντο στην κανονιστική διαδικασία, αλλά και ορισμένα από τα μέτρα που υπόκεινται στις διαδικασίες διαχείρισης ή διαβούλευσης,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγει ιεράρχηση κανόνων και θεσπίζει την «κατ' εξουσιοδότηση πράξη», όπου «με νομοθετική πράξη […] ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης»· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας αντιμετωπίζει επίσης τις εκτελεστικές πράξεις κατά νέο τρόπο και προβλέπει ειδικότερα τη συναπόφαση μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ως τη διαδικασία έγκρισης του κανονισμού που θεσπίζει τους μηχανισμούς ελέγχου των εκτελεστικών πράξεων εκ μέρους των κρατών μελών,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή των συναφών διατάξεων της Συνθήκης της Λισαβόνας θα απαιτήσει εντατική και περίπλοκη διαδικασία διοργανικών διαπραγματεύσεων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα διαδικασία προσαρμογής θα πρέπει συνεπώς να συμπληρωθεί το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε περίπτωση που τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, θα χρειαστεί η μετάβαση προς μια νέα —πιο σύνθετη— προσαρμογή του κεκτημένου με τις διατάξεις του άρθρου 290 της Συνθήκης σχετικά με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη μεταβίβαση νομοθετικών αρμοδιοτήτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι μολονότι ο ορισμός της κατ' εξουσιοδότηση πράξης στη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι παρόμοιος με την έννοια του «οιονεί νομοθετικού» μέτρου περιλαμβάνεται στην απόφαση για την επιτροπολογία, οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες και οι δύο διαδικασίες που προβλέπουν τα μέσα αυτά είναι εντελώς διαφορετικές· συνεπώς, η τρέχουσα προσαρμογή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επακριβές προηγούμενο για το μέλλον,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για τον ίδιο λόγο, τα αποτελέσματα της τρέχουσας προσαρμογής σε σχέση με κάθε επιμέρους νομικό μέσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν προηγούμενο για το μέλλον,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι φαίνεται σκόπιμο να συμφωνήσουν τα θεσμικά όργανα μεταξύ τους επί ενός κειμένου πρότυπο για τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, το οποίο η Επιτροπή θα ενσωματώνει στο σχέδιο νομοθετικής πράξης, μολονότι οι νομοθέτες θα έχουν τη δυνατότητα τροποποίησής του· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι απαραίτητο να εγκριθεί με συναπόφαση ο κανονισμός που θεσπίζει τους μηχανισμούς για έλεγχο εκ μέρους των κρατών μελών των εκτελεστικών πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

1.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει στο Κοινοβούλιο, βάσει των συναφών άρθρων της Συνθήκης ΕΚ, νομοθετικές προτάσεις που θα ολοκληρώνουν την προσαρμογή στις διατάξεις της επιτροπολογίας· ζητεί οι εν λόγω προτάσεις να καταρτισθούν υπό το φως των διοργανικών συζητήσεων και να αφορούν συγκεκριμένα τον κατάλογο νομοθετικών πράξεων που παρατίθενται στο Παράρτημα·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει σχετικές νομοθετικές προτάσεις για την προσαρμογή των εναπομεινουσών νομοθετικών πράξεων με την απόφαση για την επιτροπολογία, και ιδιαίτερα αυτών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα·

3.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, σε περίπτωση που οι τρέχουσες διαδικασίες προσαρμογής δεν ολοκληρωθούν πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, τις απαραίτητες νομοθετικές προτάσεις για προσαρμογή των νομικών πράξεων που δεν έχουν ακόμη ευθυγραμμιστεί, στο νέο καθεστώς που προβλέπεται από το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

4.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, εν πάση περιπτώσει, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, τις απαιτούμενες νομοθετικές προτάσεις για την προσαρμογή του συνόλου του κοινοτικού κεκτημένου στο νέο αυτό καθεστώς·

5.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν το σχέδιο νομοθετικής πρότασης για τον κανονισμό που θεσπίζει εκ των προτέρων τους κανόνες και τις γενικές αρχές που αφορούν τον μηχανισμό ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών εξουσιών από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 291, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

6.

ζητεί τη χορήγηση πρόσθετων πόρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για όλες τις διαδικασίες επιτροπολογίας, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της τρέχουσας μεταβατικής περιόδου, αλλά και κατά την προετοιμασία για το ενδεχόμενο της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε διαδικασία επιτροπολογίας μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων λειτουργεί ικανοποιητικά·

7.

διαπιστώνει ότι οι συστάσεις αυτές σέβονται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών·

8.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  EE L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(2)  ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11.

(3)  ΕΕ C 255 της 21.10.2006, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 143 της 10.6.2008, σ. 1.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0189.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ TOY ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Το Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει τις δέουσες νομοθετικές προτάσεις για την προσαρμογή των εναπομεινουσών νομοθετικών πράξεων προς την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, και συγκεκριμένα:

της οδηγίας 2000/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (1)·

της οδηγίας 2000/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών ρυπογόνων αερίων και σωματιδίων από κινητήρες προοριζόμενους για την πρόωση γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, και για την τροποποίηση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ (2) του Συμβουλίου·

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (3)·

της οδηγίας 2001/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 92/23/ΕΟΚ σχετικά με τα ελαστικά των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους και με την εγκατάστασή τους σε αυτά (4)·

της οδηγίας 2001/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/53/ΕΚ για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επίσημων ελέγχων στον τομέα της διατροφής και των ζώων καθώς και των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ, 96/25/ΕΚ και 1999/29/ΕΚ σχετικά με τη διατροφή των ζώων (5)·

της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος) (6)·

της οδηγίας 2002/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2002, για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις υγειονομικές απαιτήσεις για τα ζωικά υποπροϊόντα (7)·

της οδηγίας 2004/3/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για την τροποποίηση των οδηγιών 70/156/ΕΟΚ και 80/1268/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη μέτρηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της κατανάλωσης καυσίμων των οχημάτων της κατηγορίας N1 (8)·

της οδηγίας 2004/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την κατάργηση ορισμένων οδηγιών σχετικών με την υγιεινή των τροφίμων και τους υγειονομικούς όρους για την παραγωγή και διάθεση στην αγορά ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και για την τροποποίηση των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ και 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 95/408/ΕΚ του Συμβουλίου (9)·

της οδηγίας 2005/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2005, για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/32/ΕΚ σχετικά με την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο (10)·

της οδηγίας 2005/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησής τους, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου (11)·

της οδηγίας 2006/40/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τις εκπομπές των συστημάτων κλιματισμού των μηχανοκίνητων οχημάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου (12)·

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (13)·

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1905/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας (14).


(1)  ΕΕ L 105 της 3.5.2000, σ. 34.

(2)  ΕΕ L 173 της 12.7.2000, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 211 της 4.8.2001, σ. 25.

(5)  ΕΕ L 234 της 1.9.2001, σ. 55.

(6)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 315 της 19.11.2002, σ. 14.

(8)  ΕΕ L 49 της 19.2.2004, σ. 36.

(9)  ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 33.

(10)  ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 59.

(11)  ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 10.

(12)  ΕΕ L 161 της 14.6.2006, σ. 12.

(13)  ΕΕ L 210 της 31.7.2006, σ. 25.

(14)  ΕΕ L 378 της 27.12.2006, σ. 41.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/26


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών

P6_TA(2008)0425

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (2007/2238(INI))

2010/C 8 E/06

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη δεύτερη οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (1),

έχοντας υπόψη την τέταρτη οδηγία 78/660/EOK του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (2),

έχοντας υπόψη την έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (3),

έχοντας υπόψη την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (4),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (5),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 86/635/ΕΟΚ όσον αφορά τους κανόνες αποτίμησης για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών καθώς και τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (6),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τη ρύθμιση των εταιρειών διαχείρισης και τα απλοποιημένα ενημερωτικά δελτία (7),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όσον αφορά τις επενδύσεις των ΟΣΕΚΑ (8),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (9),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (10),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (11) (οδηγία για τα συνταξιοδοτικά ταμεία),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ, 86/635/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων (12),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (13),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (14),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (15),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (16) (οδηγία για την εφαρμογή της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (17),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (18),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (19),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (20) (οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (21) (οδηγία για την κεφαλαιακή επάρκεια),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (22),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2008, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (COM(2008)0119) (πρόταση «Φερεγγυότητα II»),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την άρση των φραγμών στις διασυνοριακές επενδύσεις από τα ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων (COM(2007)0853),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Ιανουαρίου 2004 σχετικά με το μέλλον των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των παράγωγων προϊόντων (23),

έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 27ης Απριλίου 2006 (24), σχετικά με τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και της 13ης Δεκεμβρίου 2007 σχετικά με τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων II (25),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) — Λευκή Βίβλος (26), και ιδίως την παράγραφο 19,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με τις Ολοκληρωμένες Κατευθυντήριες Γραμμές για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση (Τμήμα: ευρείες κατευθυντήριες γραμμές για τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών και της Κοινότητας): Εγκαινίαση του νέου κύκλου (2008-2010) (27),

έχοντας υπόψη το έγγραφο της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών Κινητών Αξιών (IOSCO) «Στόχοι και αρχές της ρύθμισης στον τομέα των κινητών αξιών» του Μαΐου 2003, όπου διατυπώνονται, μεταξύ άλλων, αρχές για την εμπορία σχημάτων συλλογικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου,

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Θεματικού Τμήματος Οικονομικής και Επιστημονικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου, τη διαφάνεια και τη σύγκρουση συμφερόντων,

έχοντας υπόψη τους κανόνες βέλτιστης πρακτικής της ομάδας εργασίας για τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου, της 22ας Ιανουαρίου 2008, και την επακόλουθη ίδρυση ενός συμβουλίου για τους κανόνες των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου με αποστολή να ενεργήσει ως θεματοφύλακας των κανόνων αυτών,

έχοντας υπόψη το άρθρο 192, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 39 και 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A6-0338/2008),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει σήμερα εθνικό και κοινοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις χρηματοπιστωτικές αγορές το οποίο, άμεσα ή έμμεσα αν και όχι αποκλειστικά, είναι εφαρμοστέο στα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και στα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών,

Β.

εκτιμώντας ότι τα κράτη μέλη και η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζουν τη συνεπή υλοποίηση και εφαρμογή αυτού του ρυθμιστικού πλαισίου· ότι κάθε περαιτέρω προσαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλη ανάλυση κόστους/ωφελείας και να μην εισάγει διακρίσεις,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δεν αποκρίθηκε θετικά σε όλες τις πτυχές των προηγούμενων αιτημάτων του Κοινοβουλίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διατυπώθηκαν στα προαναφερθέντα ψηφίσματά του της 15ης Ιανουαρίου 2004, της 27ης Απριλίου 2006, της 11ης Ιουλίου 2007 και της 13ης Δεκεμβρίου 2007,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και κανένα τους δεν διαθέτει σαφή ορισμό, αλλά είναι και τα δύο επενδυτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται από πεπειραμένους καταναλωτές και όχι από καταναλωτές λιανικής· ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά ως ενιαία κατηγορία για τους σκοπούς μιας ειδικής ανά προϊόν κανονιστικής ρύθμισης,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών αποτελούν εναλλακτικά επενδυτικά σχήματα, τα οποία όχι μόνο διαθέτουν σημαντικό και αυξανόμενο μερίδιο στο παγκόσμιο υπό διαχείριση ενεργητικό, αλλά και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δημιουργώντας νέες επενδυτικές ευκαιρίες,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι αρκετά παγκόσμια, ευρωπαϊκά και εθνικά ιδρύματα είχαν εκφράσει, πολύ καιρό πριν από τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση, τις ανησυχίες τους όσον αφορά τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών σε σχέση με τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, τους κανόνες διαχείρισης του κινδύνου, τον υπερβολικό δανεισμό (μόχλευση) και την αποτίμηση των μη ρευστοποιήσιμων και σύνθετων χρηματοπιστωτικών μέσων,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από το Φόρουμ για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα το 2007 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη αντιμετώπιση των ζητημάτων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιτυγχάνεται με την ενίσχυση της εποπτείας όλων των εμπλεκομένων,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τον Απρίλιο του 2008, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαπιστώνεται «συλλογική αποτυχία να εκτιμηθεί η έκταση της μόχλευσης στην οποία καταφεύγει ευρύ φάσμα ιδρυμάτων —τράπεζες, ασφαλιστές ομολογιακών εκδόσεων (monoline insurers), οργανισμοί στηριζόμενοι από το δημόσιο, αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου— και οι συναφείς κίνδυνοι αναστάτωσης κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων»,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίτευξη της ατζέντας της Λισσαβώνας απαιτεί μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτού του είδους οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις απαιτούν εύρυθμες και σταθερές χρηματοπιστωτικές αγορές σε επίπεδο ΕΕ και διεθνώς, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εξασφάλιση της ύπαρξης ενός ανταγωνιστικού και καινοτόμου χρηματοπιστωτικού κλάδου,

ΙΑ

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών σε πολλές περιπτώσεις παρέχουν ρευστότητα, προωθούν τη διαφοροποίηση και αποτελεσματικότητα της αγοράς δημιουργώντας ζήτηση για καινοτόμα προϊόντα και βοηθούν στον καθορισμό τιμών,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα απαιτεί επίσης καλύτερη συνεργασία ως προς την εποπτεία, μεταξύ άλλων σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτι που λογικά απαιτεί να συνεχιστεί η βελτίωση των σημερινών ρυθμίσεων της ΕΕ περί εποπτείας, με τακτικές ανταλλαγές πληροφοριών και αυξημένη διαφάνεια των θεσμικών επενδυτών,

ΙΓ.

εκτιμώντας ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα παγκόσμιας ρύθμισης για τους εξωχώριους παράγοντες της αγοράς,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ενισχυμένα κατάλληλα επίπεδα διαφάνειας προς τους επενδυτές και τις εποπτεύουσες αρχές είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας και της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών καθώς και για την προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ παραγόντων της αγοράς και μεταξύ προϊόντων,

ΙΕ.

εκτιμώντας ότι η Επιτροπή πρέπει να παρακολουθήσει και να αναλύσει τον αντίκτυπο της λειτουργίας των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και να εξετάσει το ενδεχόμενο εκπόνησης οδηγίας για τις ελάχιστες προϋποθέσεις διαφάνειας όσον αφορά τον τρόπο χρηματοδότησης των επενδύσεων στο μέλλον, τη διαχείριση κινδύνων, τις μεθόδους αποτίμησης, τα προσόντα των διαχειριστών και τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων, καθώς επίσης την αποκάλυψη των δομών ιδιοκτησίας και την καταχώριση των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου,

ΙΣΤ.

πιστεύοντας ότι, προκειμένου να εκπληρωθεί η ανάγκη παρακολούθησης της δραστηριότητας της αγοράς για λόγους εποπτείας, όλες οι απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα ανοίγματα και τον δανεισμό των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου πρέπει να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων εποπτικών αρχών χωρίς υπερβολικό διοικητικό φόρτο,

ΙΖ.

αναμένοντας από τον κλάδο των επενδυτικών κεφαλαίων, για περισσότερη διαφάνεια, την περαιτέρω ανάπτυξη δεσμευτικών μέτρων για την εταιρική διακυβέρνηση τα οποία να δημοσιοποιηθούν· απευθύνοντας έκκληση για μια βελτίωση των μηχανισμών ελέγχου,

ΙΗ.

εκτιμώντας ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αξιοποιήσουν τη βέλτιστη πρακτική για να εξασφαλίσουν ότι οι συντάξεις των εργαζομένων στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων θα προστατεύονται έναντι χρεωκοπιών,

ΙΘ.

εκτιμώντας ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να συμπεριλάβει στον ορισμό της αρχής του «συνετού επενδυτή», όπου η αρχή αυτή είναι ενσωματωμένη στην υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία, την απαίτηση οι επενδυτές να επαληθεύουν ότι τα εναλλακτικά επενδυτικά κεφάλαια στα οποία επενδύουν τηρούν τη δέουσα νομοθεσία και πληρούν τα πρότυπα βέλτιστης πρακτικής του κλάδου,

Κ.

εκτιμώντας ότι οι υφιστάμενες διαφορές στους ορισμούς για την ιδιωτική τοποθέτηση στα κράτη μέλη αποτελούν εμπόδιο για την εσωτερική αγορά και δημιουργούν κίνητρο για τη διαρροή προϊόντων υψηλού κινδύνου στη λιανική αγορά,

ΚΑ.

εκτιμώντας ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένας ενιαίος ιστότοπος για κώδικες συμπεριφοράς, ο οποίος θα περιλαμβάνει ένα μητρώο όσων συμμορφώνονται προς αυτούς, τη δημοσιοποίηση των στοιχείων τους και τις αιτιολογίες μη συμμόρφωσης· ότι οι λόγοι μη συμμόρφωσης μπορούν να αποτελέσουν επίσης μέσο μάθησης· ότι ο ιστότοπος αυτός θα πρέπει να γίνει για την ΕΕ και να προωθηθεί διεθνώς,

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τον Απρίλιο του 2008, το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι «η αγορά εταιρικού χρέους παρουσιάζει ευπάθεια καθώς τα ποσοστά αδυναμίας πληρωμής αναμένεται να αυξηθούν, εξαιτίας τόσο μακροοικονομικών όσο και διαρθρωτικών παραγόντων»,

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόσφατη αύξηση στις συναλλαγές των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών έχει αυξήσει σε σημαντικό βαθμό τον αριθμό των εργαζομένων, οι θέσεις απασχόλησης των οποίων ελέγχονται τελικά από κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, και ότι συνεπώς πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή στις εθνικές νομοθεσίες περί απασχόλησης καθώς και στην κοινοτική νομοθεσία περί απασχόλησης (ιδίως οδηγία 2001/23/ΕΚ), η οποία διαμορφώθηκε όταν δεν ίσχυε αυτό· ότι η εθνική και η κοινοτική νομοθεσία περί απασχόλησης πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις, κάτι που περιλαμβάνει τη δίκαιη και πρόσφορη μεταχείριση όλων των οικονομικών παραγόντων που έχουν παρόμοιες ευθύνες έναντι των εργαζομένων,

ΚΔ.

επισημαίνει ότι, στην έννομη τάξη πολλών χωρών, τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών που κατέχουν και ελέγχουν επιχειρήσεις δεν θεωρούνται εργοδότες και ως εκ τούτου απαλλάσσονται από τις νόμιμες υποχρεώσεις των εργοδοτών,

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε περίπτωση υπερβολικού δανεισμού, οι εταιρείες παρουσιάζουν προφίλ υψηλότερου κινδύνου,

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως συμβαίνει και με άλλες οντότητες, ενδέχεται να προκύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων, είτε από το επιχειρηματικό μοντέλο των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών είτε από τις σχέσεις μεταξύ των σχημάτων αυτών και άλλων παραγόντων των χρηματοπιστωτικών αγορών· ότι οι προσπάθειες για βελτίωση της υπάρχουσας κοινοτικής νομοθεσίας δεν πρέπει να περιορίζονται στα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών και πρέπει να συνάδουν προς τα παγκόσμια πρότυπα, όπως είναι οι αρχές της IOSCO για τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων από συστήματα συλλογικών επενδύσεων και μεσάζοντες της αγοράς,

ΚΖ.

εκτιμώντας ότι τα συστήματα αμοιβής για τους διαχειριστές των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών μπορούν να αποτελέσουν απαρχή ακατάλληλων κινήτρων με αποτέλεσμα την ανεύθυνη ανάληψη κινδύνων,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου περιλαμβάνονταν μεταξύ των επενδυτών στα σύνθετα δομημένα προϊόντα που επλήγησαν από την πιστωτική κρίση, και συνεπώς υπέστησαν ζημίες όπως και άλλοι επενδυτές,

ΚΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων και δεδομένης της έντονης αλληλεπίδρασης μεταξύ των αγορών και μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτές, αλλά και δεδομένου του στόχου της επίτευξης ίσων όρων ανταγωνισμού σε διασυνοριακό επίπεδο και μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά που υπόκεινται ή δεν υπόκεινται σε ρυθμιστικό πλαίσιο, βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορες πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ και παγκόσμιο, όπως η αναθεώρηση των οδηγιών για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και την κεφαλαιακή επάρκεια και μια πρόταση οδηγίας για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα περισσότερο συνεκτικό και εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο σε όλες τις περιπτώσεις,

Λ.

εκτιμώντας ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις που βασίζονται σε αρχές αποτελούν κατάλληλη προσέγγιση για τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, διότι μπορούν να συμβαδίσουν καλύτερα με τις εξελίξεις στην αγορά,

ΛΑ.

εκτιμώντας ότι χρειάζεται να αναληφθεί δράση σε επίπεδο ΕΕ με βάση τις ακόλουθες επτά αρχές όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές:

ρυθμιστική κάλυψη: η υπάρχουσα κοινοτική νομοθεσία πρέπει να επανεξετασθεί ώστε να εντοπισθούν τα ρυθμιστικά κενά· οι εθνικές διαφοροποιήσεις πρέπει να μελετηθούν και να προωθηθεί η εναρμόνιση, όπως μέσω επιτροπών των εποπτικών αρχών ή με άλλους τρόπους· χρειάζεται να επιδιωχθεί η διεθνής ισοδυναμία και συνεργασία·

κεφάλαιο: οι κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να είναι υποχρεωτικές για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να αντανακλούν τους κινδύνους από το είδος της επιχειρηματικής δράσης, τα ανοίγματα και τον έλεγχο των κινδύνων· πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι αυξημένοι χρονικοί ορίζοντες ρευστοποίησης·

δημιουργία και διανομή δανείων: για να επιτευχθεί καλύτερη ευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα στους επενδυτές και τις μεταβιβάζουσες οντότητες, οι τελευταίες πρέπει κατά κανόνα να διατηρούν μια έκθεση στον κίνδυνο των τιτλοποιημένων προϊόντων τους διακρατώντας μια αντιπροσωπευτική συμμετοχή σε αυτά· το επίπεδο των συμμετοχών που διατηρούνται από τις μεταβιβάζουσες οντότητες στα δανειακά προϊόντα πρέπει να γνωστοποιείται· εναλλακτικά προς τη διακράτηση, πρέπει να εξετασθούν και άλλα μέτρα για την ευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα στους επενδυτές και τις μεταβιβάζουσες οντότητες·

λογιστική καταγραφή: πρέπει να εξετασθεί μια εξομαλυντική τεχνική που να αντισταθμίζει τη φιλοκυκλική επίδραση της λογιστικής βάσει εύλογης αξίας·

αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας: για να αυξηθεί η διαφάνεια και η κατανόηση στην αγορά της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να υιοθετήσουν κώδικες συμπεριφοράς σχετικά με την ευκρίνεια των παραδοχών, τη συνθετότητα των προϊόντων και τις επιχειρηματικές πρακτικές· η σύγκρουση συμφερόντων πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο· η αυτόκλητη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να κατηγοριοποιείται ανεξάρτητα και όχι να χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης για να κλείνονται επιχειρηματικές συμφωνίες·

συναλλαγές σε παράγωγα: πρέπει να προωθηθεί η δημοσιότητα και η διαφάνεια των συναλλαγών σε παράγωγα, τόσο στις χρηματιστηριακές όσο και στις άλλες αγορές·

μακροχρόνιος ορίζοντας: τα πακέτα αμοιβών πρέπει να ευθυγραμμίζονται με περισσότερο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, αντανακλώντας τόσο τις ζημίες όσο και τα κέρδη,

ΛΒ.

εκτιμώντας ότι μια τέτοια δράση θα παρείχε μια καθολική και εξαντλητική νομική βάση, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πέραν ενός ορισμένου μεγέθους και λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εποπτικές και ρυθμιστικές πρακτικές,

1.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει στο Κοινοβούλιο έως το τέλος του 2008, με βάση το άρθρο 44, το άρθρο 47 παράγραφος 2 ή το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, νομοθετική πρόταση ή προτάσεις που να καλύπτει όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες και συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών, να ανταποκρίνεται στις επτά αρχές που εκτέθηκαν στην αιτιολογική σκέψη ΛΑ και να ακολουθεί τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις·

2.

διαπιστώνει ότι οι συστάσεις αυτές σέβονται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών·

3.

εκτιμά ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από τη ζητούμενη πρόταση πρέπει να καλυφθούν από κονδύλια του προϋπολογισμού της ΕΕ·

4.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

(3)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16.

(6)  ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28.

(7)  ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 20.

(8)  ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 35.

(9)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

(10)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(11)  ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

(12)  ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16.

(13)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(14)  ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12.

(15)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26.

(17)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(18)  ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9.

(19)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(20)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(21)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(22)  ΕΕ L 184 της 14.7.2007, σ. 17.

(23)  ΕΕ C 92 E της 16.4.2004, σ. 407.

(24)  ΕΕ C 296 E της 6.12.2006, σ. 257.

(25)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0627.

(26)  ΕΕ C 175 Ε της 10.7.2008, σ. 392.

(27)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0058.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ (Ή ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ)

Σύσταση 1 σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το κεφάλαιο και την καθολική ρυθμιστική κάλυψη

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η νομοθετική πράξη που θα εγκριθεί πρέπει να στοχεύει στη ρύθμιση των εξής:

Κεφαλαιακές απαιτήσεις — Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των ομόρρυθμων και ετερόρ ρυθμων εταιρειών, οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα συμβατικά ταμεία (όπως οι ΟΣΕΚΑ και τα συνταξιοδοτικά ταμεία) πρέπει να συμμορφώνονται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι σχετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα βασίζονται στον κίνδυνο και όχι στην οντότητα. Οι εποπτικές αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη την τήρηση κωδίκων συμπεριφοράς. Οι εν λόγω κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν πρέπει πάντως να προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρούνται εγγύηση σε περίπτωση χρεωκοπίας.

Μεταβιβάζουσες οντότητες και τιτλοποίηση — Η πρόταση (ή προτάσεις) της Επιτροπής για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να απαιτούν από τις μεταβιβάζουσες οντότητες να διατηρούν τμήματα των τιτλοποιημένων δανείων στον ισολογισμό τους, ή να τους επιβάλλουν κεφαλαιακές απαιτήσεις βασισμένες στην παραδοχή ότι διατηρούν τέτοια τμήματα, ή να παράσχουν άλλα μέσα για την ευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα στους επενδυτές και τις μεταβιβάζουσες οντότητες.

Εποπτεία της ΕΕ στους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας — Η Επιτροπή πρέπει να δημιουργήσει έναν μηχανισμό για την εκ μέρους της ΕΕ παρακολούθηση των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, των διαδικασιών και της συμμόρφωσης, με ανάθεση καθηκόντων σε υπάρχοντες οργα νισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών (CESR), μεταξύ άλλων προκειμένου να προαγάγει τον ανταγωνισμό και να καταστήσει δυνατή την πρόσβαση στην αγορά στον τομέα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

Αποτίμηση — Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει νομοθετικά μέτρα βάσει αρχών σχετικά με την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων που δεν διαθέτουν ρευστότητα, συμβαδίζοντας με το έργο των αρμόδιων διεθνών οργανισμών με στόχο τη βελτιωμένη προστασία των επενδυτών και της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες πρωτοβουλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη στην ΕΕ και διεθνώς σχετικά με την αποτίμηση και εξετάζοντας ποιοι είναι οι καλύτεροι τρόποι για την προώθηση της αποτίμησης αυτής.

Βασικοί διαμεσολαβητές — Οι απαιτήσεις διαφάνειας για κάθε ίδρυμα που παρέχει υπηρεσίες βασικής διαμεσο λάβησης πρέπει να αυξάνονται ανάλογα με τον βαθμό συνθετότητας και αδιαφάνειας της δομής ή της φύσης των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, στα οποία το εκθέτουν οι συναλλαγές του σε όλα τα προϊόντα και με όλους τους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών.

Κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών και τομέας των ΜΜΕ — Η Επιτροπή πρέπει να προτείνει νομοθεσία που θα παράσχει ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ για τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, ιδίως προκειμένου να διασφαλίσει έτσι τη διασυνοριακή πρόσβαση του τομέα των ΜΜΕ σε τέτοιου είδους κεφάλαια σύμφωνα με το πρόγραμμα της Λισσαβώνας. Για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή πρέπει να υλοποιήσει δίχως χρονοτριβή τις προτάσεις πολιτικής που διατυπώνονται στην ανακοίνωσή της σχετικά με την άρση των φραγμών στις διασυνοριακές επενδύσεις από τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών. Η πρόταση πρέπει να συνάδει προς τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας και να αποφεύγει πρόσθετες νομικές, φορολογικές και διοικητικές περιπλοκότητες σε επίπεδο ΕΕ.

Σύσταση 2 σχετικά με τα μέτρα διαφάνειας

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η νομοθετική πράξη που θα εγκριθεί πρέπει να στοχεύει στη ρύθμιση των εξής:

Καθεστώς ιδιωτικών τοποθετήσεων — Η Επιτροπή πρέπει να προτείνει μια νομοθετική πρόταση για τη δημιουργία ευρωπαϊκού καθεστώτος ιδιωτικών τοποθετήσεων που να επιτρέπει τη διασυνοριακή διανομή επενδυτικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών επενδυτικών σχημάτων, προς επιλέξιμες ομάδες πεπειραμένων επενδυτών. Μια τέτοια πρόταση θα πρέπει να θεσπίζει, όποτε κρίνεται πρόσφορο, τη γνωστοποίηση των ακόλουθων στοιχείων προς τους επενδυτές και τις αρμόδιες δημόσιες αρχές:

γενική επενδυτική στρατηγική και πολιτική όσον αφορά τις χρεώσεις,

έκθεση σε μόχλευση/δανεισμό, σύστημα διαχείρισης κινδύνων και μέθοδοι αποτίμησης χαρτοφυλακίου,

πηγή και ύψος των χρηματικών πόρων που συγκεντρώνονται, μεταξύ άλλων στο εσωτερικό του σχήματος,

κανόνες που καθιερώνουν πλήρη διαφάνεια για τα συστήματα αμοιβών των εκτελεστικών ιθυνόντων και των ανώτερων στελεχών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης σε μετοχές,

καταχώριση και προσδιορισμός των μετόχων πέραν ενός ορισμένου ποσοστού.

Επενδυτές — Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, πρέπει να επινοήσει κανόνες με στόχο να εξασφαλίζεται σαφής αποκάλυψη και διαβίβαση προς τους επενδυτές των βασικών και σημαντικών γι' αυτούς πληροφοριών.

Κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών και προστασία των εργαζομένων — Η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι η οδηγία 2001/23/ΕΚ θα παρέχει πάντα τα ίδια δικαιώματα στους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ενημέρωσης και διαβούλευσης, όποτε ο έλεγχος μιας επιχείρησης μεταβιβάζεται από οιουσδήποτε επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου.

Συνταξιοδοτικά συστήματα — Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ολοένα περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες συμμετείχαν σε αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, και κάθε αποτυχία θα επιδρούσε δυσμενώς στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μελών των συνταξιοδοτικών συστη μάτων. Κατά την επανεξέταση της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι ή οι εκπρόσωποί τους θα ενημερώνονται απευθείας ή μέσω εντεταλμένου προσώπου για τον τρόπο επένδυσης των συντάξεών τους και τους συναφείς κινδύνους.

Σύσταση 3 σχετικά με τα μέτρα που αφορούν τον υπερβολικό δανεισμό

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η νομοθετική πράξη που θα εγκριθεί πρέπει να στοχεύει στη ρύθμιση των εξής:

Μόχλευση των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών — Η Επιτροπή πρέπει, κατά την επανεξέταση της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ περί κεφαλαίου, να μεριμνήσει ώστε κάθε τροποποίηση να υπακούει στις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές: ότι θα διατηρείται κεφάλαιο αναλόγως των κινδύνων· ότι θα υπάρχει εύλογη προσδοκία πως ο βαθμός μόχλευσης είναι βιώσιμος τόσο για τα κεφάλαια (ή εταιρείες) ιδιωτικών συμμετοχών όσο και για την εταιρεία-στόχο· και ότι δεν θα υπάρχουν διακρίσεις εναντίον επιμέρους ιδιωτικών επενδυτών ούτε ανάμεσα σε διάφορα επενδυτικά κεφάλαια ή σχήματα που χρησιμοποιούν παρόμοια στρατηγική.

Μείωση του κεφαλαίου — Η Επιτροπή πρέπει να προτείνει εναρμονισμένα συμπληρωματικά μέτρα σε επίπεδο ΕΕ, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο, με βάση την επανεξέταση των υπαρχουσών εθνικών και κοινοτικών νομοθετικών δυνατοτήτων, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη εκποίηση περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών-στόχων.

Σύσταση 4 σχετικά με τα μέτρα για τις συγκρούσεις συμφερόντων

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η νομοθετική πράξη που θα εγκριθεί πρέπει να στοχεύει στη ρύθμιση των εξής:

Η Επιτροπή πρέπει να εισαγάγει κανόνες με στόχο να εξασφαλισθεί αποτελεσματικός διαχωρισμός μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχουν στους πελάτες τους οι επιχειρήσεις επενδύσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα επιθυμούσε να επαναλάβει ότι κάθε προσαρμογή θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και συνεπώς να μην εισάγει διακρίσεις. Όπως συνιστά η IOSCO, όσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρέχουν ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών πρέπει να διαθέτουν σε επίπεδο επιχείρησης ή ομίλου πολιτικές και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της αρμόζουσας γνωστοποίησης, που να επιτρέπουν τον εντοπισμό, την εκτί μηση και την ανάπτυξη κατάλληλων μέσων για την αντιμετώπιση συγκρούσεων ή δυνητικών συγκρούσεων συμφε ρόντων.

Οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας — Χρειάζεται να απαιτηθεί από τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας να αυξήσουν την πληροφόρηση, να εξαλείψουν ή να αμβλύνουν την ασύμμετρη πληροφόρηση και την αβεβαιότητα και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων που ενυ πάρχουν στη λειτουργία τους, χωρίς να καταστρέψουν το προσανατολισμένο στις συναλλαγές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ειδικότερα, χρειάζεται να απαιτηθεί από τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας να διαχωρίσουν το έργο της αξιολόγησης από οιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες (όπως παροχή συμβουλών για τη δόμηση των συναλλαγών) τις οποίες παρέχουν σε σχέση με οιαδήποτε ομόλογα ή οντότητες που αξιολογούνται από αυτούς.

Πρόσβαση στις αγορές και συγκέντρωση των αγορών: Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής πρέπει να δρομολογήσει μια γενική διερεύνηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης της αγοράς και της δεσπόζουσας θέσης ορισμένων παραγόντων στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υπό το πρίσμα της διεθνούς κατάστασης, συμπεριλαμβάνοντας τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών. Θα χρειαστεί να αξιολογήσει κατά πόσον οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού εφαρμόζονται σε όλους τους παράγοντες της αγοράς, κατά πόσον υπάρχει έκνομη συγκέντρωση της αγοράς ή οιαδήποτε ανάγκη άρσης των φραγμών για τους νεοεισερχομένους, καθώς και την ανάγκη να καταργηθεί νομοθεσία που ευνοεί τους εγκαθιδρυμένους παράγοντες και τις υπάρχουσες δομές της αγοράς όποτε ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος.

Σύσταση 5 σχετικά με την υπάρχουσα νομοθεσία για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτιμά ότι η νομοθετική πράξη που θα εγκριθεί πρέπει να στοχεύει στη ρύθμιση των εξής:

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει όλη την υπάρχουσα κοινοτική νομοθεσία που αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές για να εντοπίσει οιαδήποτε κενά της κανονιστικής ρύθμισης των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και, βάσει των αποτελεσμάτων της εξέτασης αυτής, να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινο βούλιο νομοθετική πρόταση ή προτάσεις τροποποίησης των υπαρχουσών οδηγιών όποτε απαιτείται, με στόχο τη βελτίωση της κανονιστικής ρύθμισης των αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου, των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και άλλων συναφών παραγόντων. Η εν λόγω νομοθετική πρόταση θα πρέπει να είναι στοχοθετημένη.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/34


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Διαφάνεια των θεσμικών επενδυτών

P6_TA(2008)0426

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη διαφάνεια των θεσμικών επενδυτών (2007/2239(INI))

2010/C 8 E/07

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη δεύτερη οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (1),

έχοντας υπόψη την τέταρτη οδηγία 78/660/EOK του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1978 περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (2),

έχοντας υπόψη την έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (3),

έχοντας υπόψη την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (4),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (5),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 86/635/ΕΟΚ όσον αφορά τους κανόνες αποτίμησης για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών καθώς και τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (6),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τη ρύθμιση των εταιρειών διαχείρισης και τα απλοποιημένα ενημερωτικά δελτία (7),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όσον αφορά τις επενδύσεις των ΟΣΕΚΑ (8),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (9),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (10),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (11),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2003 για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ, 86/635/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων (12),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (13),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (14),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (15),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (16) (οδηγία για τη διαφάνεια),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2005 για τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς επίσης των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (17),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (18),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (19),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (20),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (21) (οδηγία για την εφαρμογή της MiFID),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2007/16/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2007, για την εφαρμογή της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τη διευκρίνιση ορισμένων ορισμών (22),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (23),

έχοντας υπόψη τη θέση του της 25ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις επενδυτικές υπηρεσίες και τις ρυθμιζόμενες αγορές (24),

έχοντας υπόψη τη μελέτη «Αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου: Διαφάνεια και σύγκρουση συμφερόντων» που εκπονήθηκε κατά παραγγελίαν της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (25),

έχοντας υπόψη το άρθρο 192, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 39 και 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (A6-0296/2008),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά γενική ομολογία, τα εναλλακτικά επενδυτικά μέσα, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity), μπορούν να προσφέρουν νέα οφέλη διαφοροποίησης στους διαχειριστές χαρτοφυλακίων, να αυξήσουν τη ρευστότητα της αγοράς και τις προοπτικές υψηλών αποδόσεων για τους επενδυτές, να συνεισφέρουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών, τη διαφοροποίηση των κινδύνων και τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση, και να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της αγοράς,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών είναι διαφορετικά επενδυτικά μέσα τα οποία διαφέρουν όσον αφορά τον χαρακτήρα των επενδύσεων και την επενδυτική στρατηγική,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην ΕΕ χρειάζονται ένα κανονιστικό περιβάλλον που σέβεται τις καινοτόμες στρατηγικές τους, προκειμένου να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικά, περιορίζοντας ταυτοχρόνως τις επιπτώσεις ενδεχόμενων δυσμενών δυναμικών της αγοράς· λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει κίνδυνος η ειδική νομοθεσία για προϊόντα να είναι άκαμπτη και να πνίγει την καινοτομία,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην ΕΕ πρέπει να συμμορφώνονται με την υφιστάμενη και τη μελλοντική κοινοτική νομοθεσία· λαμβάνοντας υπόψη ότι οντότητες με έδρα εκτός της ΕΕ πρέπει επίσης να συμμορφώνονται με την εν λόγω νομοθεσία στο πλαίσιο συγκεκριμένης δραστηριότητας,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα onshore αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου της ΕΕ, οι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και οι εταιρείες κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών υπόκεινται στην υφιστάμενη νομοθεσία, κυρίως εκείνη που αφορά την κατάχρηση της αγοράς, και ότι υπόκεινται σε έμμεση ρύθμιση μέσω αντισυμβαλλόμενων και όταν πωλούνται σχετικές επενδύσεις σε ρυθμιζόμενα προϊόντα,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και οι εταιρείες κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών υπόκεινται σε εθνικά ρυθμιστικά καθεστώτα και μη ομοιόμορφη εφαρμογή των υφιστάμενων κοινοτικών οδηγιών· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτοί οι αποκλίνοντες εθνικοί κανόνες προκαλούν κίνδυνο ρυθμιστικού κατακερματισμού στην εσωτερική αγορά, ο οποίος θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση της διασυνοριακής ανάπτυξης αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ευρώπη,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι οδηγίες φαίνεται πως αποτελούν τα κατάλληλα νομικά μέσα για να επιληφθεί κανείς οιωνδήποτε θεμάτων χρειάζεται να αντιμετωπισθούν σε σχέση με τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών· λαμβάνοντας υπόψη ότι οιασδήποτε οδηγίας με θέμα τη διαφάνεια των αμοιβαίων κεφαλαίου υψηλού κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών πρέπει να προηγηθεί ανάλυση και αποτίμηση του αντικτύπου που έχει στον εν λόγω τομέα η ήδη εν ισχύι νομοθεσία στα κράτη μέλη και την ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή η νομοθεσία πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για εναρμόνιση· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι οι υφιστάμενες διατάξεις μπορεί να χρήζουν προσαρμογής αλλά πρέπει να αποφεύγουν αλλαγές οι οποίες θα εισήγαγαν αδικαιολόγητες αποκλίσεις,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά γενική παραδοχή, ένα από τα βασικά ζητήματα είναι η ανάγκη για διαφάνεια και η ανάλυση της διαφάνειας και των περιπτώσεων όπου μπορεί να τονωθεί· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια έχει ποικίλες πτυχές, όπως η διαφάνεια των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και —κατά περίπτωση— των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών έναντι των εταιρειών τις μετοχές των οποίων αγοράζουν ή κατέχουν, καθώς και έναντι των κύριων μεσιτών-διαχειριστών (prime brokers), των θεσμικών επενδυτών, όπως είναι τα συνταξιοδοτικά ταμεία ή οι τράπεζες, των μικροεπενδυτών, των επιχειρηματικών εταίρων, των ρυθμιστικών φορέων και των αρχών· λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα από τα κύρια προβλήματα διαφάνειας έγκειται στη σχέση ανάμεσα αφενός σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο υψηλού κινδύνου και —κατά περίπτωση— κεφάλαιο ιδιωτικών συμμετοχών και αφετέρου στις εταιρείες τις μετοχές των οποίων αποκτά ή κατέχει,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η νομοθεσία περί ελευθερίας της πληροφόρησης έχει χρησιμοποιηθεί από ανταγωνιστές προκειμένου να αποσπάσουν λεπτομέρειες για επενδύσεις κεφαλαίων που προορίζονται για επενδυτές, είναι ότι τούτο έχει θέσει σε κίνδυνο τόσο τους επενδυτές όσο και τα κεφάλαια,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανομοιογενής εφαρμογή της οδηγίας για τη διαφάνεια έχει οδηγήσει σε αποκλίνοντα επίπεδα διαφάνειας στην ΕΕ και σε υψηλό κόστος για τους επενδυτές,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου οι επενδυτές να εμπιστευτούν και να κατανοήσουν σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και ότι, ως εκ τούτου, συμβάλλει στη βέλτιστη λειτουργία και σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια αποτελεί στήριξη και όχι υποκατάστατο της δέουσας επιμέλειας,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου δεν μπορεί κατά κύριον λόγο να αποδοθεί σε έναν μόνο τομέα — έχοντας κατά νου ότι θα απαιτηθεί χρόνος για να γίνουν εξ ολοκλήρου κατανοητές οι πλήρεις αιτίες και συνέπειες αυτής της κρίσης και λαμβάνοντας υπόψη ότι στους πολλαπλούς λόγους για την κρίση συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων:

οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, ειδικότερα οι συγκρούσεις συμφερόντων των οργανισμών αξιολόγησης και η παρανόηση της έννοιας των αξιολογήσεων,

οι αμελείς πρακτικές δανεισμού στην αγορά ακινήτων των ΗΠΑ,

η ταχεία καινοτομία στον χώρο των σύνθετων δομημένων προϊόντων,

το μοντέλο «originate-to-distribute» (δημιουργίας και διανομής δανείων) και η μακρά αλυσίδα μεσαζόντων,

η απληστία των επενδυτών για ολοένα υψηλότερες αποδόσεις και η κοντόφθαλμη διάρθρωση των κινήτρων όσον αφορά τις αμοιβές,

η μη τήρηση της διεργασίας δέουσας επιμέλειας,

η διεργασία τιτλοποίησης και αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο σύνθετων δομημένων προϊόντων, η οποία οδήγησε στην υπερτιμολόγηση των εν λόγω προϊόντων σε σχέση με τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού,

οι συγκρούσεις συμφερόντων εντός των αμερικανικών τραπεζών επενδύσεων και η έλλειψη ρυθμιστικών διατάξεων για αυτές τις τράπεζες,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει μηχανισμούς, όπως είναι η επιτροπολογία ή οι διαδικασίες Lamfalussy, που επιτρέπουν ευελιξία αντίδρασης στο μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον μέσω εκτελεστικών μέτρων· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό το σύστημα θα βελτιωθεί με το μέσο των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει της Συνθήκης της Λισσαβώνας,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και πρωτοβουλίες ιδιωτικών συμμετοχών και οργανώσεις όπως η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και φορείς του κλάδου, περιλαμβανομένων όσων ασχολούνται με τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, έχουν θεσπίσει αρχές και κώδικες βέλτιστων πρακτικών που μπορεί να συμπληρώνουν και να αποτελούν πρότυπο για νομοθεσία στο επίπεδο της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι, πέρα από τη συμμόρφωση προς την κοινοτική νομοθεσία, οι εταιρείες και οι επιχειρηματικές ενώσεις πρέπει να ενθαρρύνονται να υιοθετούν αυτούς τους κώδικες βάσει της αρχής «συμμόρφωση ή αιτιολόγηση», οι δε πληροφορίες σχετικά με αυτή τη συμμόρφωση και τις αιτιολογήσεις πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό και να τυγχάνουν της δέουσας αποτίμησης,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι κάποια εξωχρηματιστηριακά προϊόντα (OTC) θα μπορούσαν να διατίθενται στο εμπόριο μέσω περισσότερο ανοικτών και ορατών συστημάτων εμπορίας για να αυξηθεί η αποτίμηση της τρέχουσας αξίας τους, όπου είναι τούτο δυνατό, και να υποδεικνύονται οι δυνάμει αλλαγές ιδιοκτησίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα πιο γενικευμένο σύστημα συμψηφισμού των OTC θα παρείχε τη διαφάνεια και τον έλεγχο που απαιτούνται ούτως ώστε οι επόπτες να αξιολογούν αυτούς τους κινδύνους, αλλά και ότι, προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, οιοδήποτε νέο σύστημα πρέπει να θεσπίζεται σε διεθνή βάση,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρακολούθηση και η υποβολή εκθέσεων σε επίπεδο κλάδου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση ανησυχιών του κοινού και για να γίνει αντιληπτός ο οικονομικός αντίκτυπος των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών, καθώς και ότι ήδη στις ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες επιβάλλεται η υποχρέωση να διαβουλεύονται με τους υπαλλήλους τους για θέματα που επηρεάζουν τα συμφέροντά τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρέπει να προκληθεί ανισορροπία μεταξύ των δημοσιοποιήσεων εμπορικού χαρακτήρα που απαιτούνται από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων και των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται από τις άλλες ιδιωτικές εταιρείες,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια νομοθεσία σχετικά με τα προϊόντα δεν φαίνεται να αποτελεί το κατάλληλο είδος ρύθμισης για τον χειρισμό αυτού του καινοτόμου τομέα,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας μονοαπευθυντικός ιστότοπος για κώδικες συμπεριφοράς θα βοηθούσε και ότι πρέπει να θεσπισθεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση και να προωθηθεί διεθνώς· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συγκεκριμένος ιστότοπος πρέπει να περιλαμβάνει μητρώο με τους παράγοντες της αγοράς που συμμορφώνονται προς τους κώδικες συμπεριφοράς, τα στοιχεία που γνωστοποιούν και αιτιολογήσεις για τη μη συμμόρφωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι λόγοι μη συμμόρφωσης μπορούν να αποτελέσουν επίσης εκπαιδευτικό μέσο,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εφιστάται προσοχή στην ανάγκη να ξεπεραστούν τα εμπόδια στη διασυνοριακή κατανομή εναλλακτικών επενδύσεων μέσω της θέσπισης ευρωπαϊκού καθεστώτος ιδιωτικών τοποθετήσεων για τους θεσμικούς επενδυτές·

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη, στο πλαίσιο των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών, ότι το κόστος τυχόν πρόσθετων υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, ιδιαίτερα όταν η συχνότητα είναι μεγάλη, πρέπει να αιτιολογείται και να είναι ανάλογο προς τα οφέλη που αποκομίζονται· λαμβάνοντας υπόψη ότι σε κάθε περίπτωση απαιτείται καλύτερη σύνδεση μεταξύ των πακέτων αποδοχών και της σε μακροπρόθεσμη κλίμακα επίδοσης,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προετοιμάζεται ουδεμία πρόταση στον εν λόγω τομέα,

1.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει, με βάση τα άρθρα 44, 47, παράγραφος 2 ή 95 της Συνθήκης ΕΚ, ανάλογα με το θέμα, νομοθετική πρόταση ή προτάσεις σχετικά με τη διαφάνεια των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών· ζητεί η κατάρτιση της εν λόγω πρότασης (ή προτάσεων) να γίνει υπό το πρίσμα συζητήσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και σύμφωνα με τις κατωτέρω λεπτομερείς συστάσεις·

2.

επιβεβαιώνει ότι οι συστάσεις αυτές σέβονται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών·

3.

εκτιμά ότι οι ζητούμενες προτάσεις δεν έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις·

4.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, καθώς και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

(3)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28.

(7)  ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 20.

(8)  ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 35.

(9)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

(10)  ΕΕ L 96 της 12. 4.2003, σ. 16.

(11)  ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 38.

(12)  ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16.

(13)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(14)  ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12.

(15)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(17)  ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9.

(18)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(19)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(21)  ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26.

(22)  ΕΕ L 79 της 20.3.2007, σ. 11.

(23)  ΕΕ L 184 της 14.7.2007, σ. 17.

(24)  ΕΕ C 77 E της 26.3.2004, σ. 329.

(25)  IP/A/ECON/IC/2007-24.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει μία ή περισσότερες οδηγίες που θα διασφαλίζουν ένα κοινό πρότυπο διαφάνειας και να ασχοληθεί με τα ζητήματα που αναφέρονται κατωτέρω και καλύπτουν τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, με βάση το σκεπτικό ότι η οδηγία ή οι οδηγίες θα πρέπει να παρέχουν στα κράτη μέλη, όπου απαιτείται, επαρκή ευελιξία προκειμένου να μεταφέρουν τους κανόνες της ΕΕ στα υφιστάμενα συστήματα του εταιρικού δικαίου τους· παράλληλα ζητεί από την Επιτροπή να ενθαρρύνει βελτιώσεις όσον αφορά τη διαφάνεια στηρίζοντας και παρακολουθώντας την εξέλιξη της αυτορρύθμισης που έχει ήδη καθιερωθεί από τους διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και τους αντισυμβαλλομένους τους, και να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να στηρίζουν αυτές τις προσπάθειες μέσω διαλόγου και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει ενιαία δημοσιοποίηση στο κοινό των κρατικών επενδυτικών ταμείων (SWF), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επικροτεί την πρωτοβουλία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη συγκρότηση ομάδας εργασίας με σκοπό την εκπόνηση διεθνούς κώδικα συμπεριφοράς για κρατικά επενδυτικά ταμεία, πιστεύει δε ότι αυτός ο κώδικας συμπεριφοράς θα συνέβαλλε σημαντικά στο να γίνουν κατανοητές οι δραστηριότητες των SWF· καλεί την Επιτροπή να συμμετάσχει σε αυτήν τη διεργασία.

Για τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις, μέσω μιας ανασκόπησης του υφιστάμενου κοινοτικού κεκτημένου που αφορά τα διάφορα είδη επενδυτών και αντισυμβαλλομένων από κοινού με μία αποτίμηση αντικτύπου και με τη σύμπραξη των σχετικών τομέων, να διερευνήσει τη δυνατότητα διαφοροποίησης μεταξύ επενδυτών αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, επενδυτών κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και άλλων επενδυτών και να προσαρμόσει ή να θεσπίσει κανόνες που θα προβλέπουν τη σαφή κοινοποίηση και έγκαιρη διαβίβαση συναφών και ουσιαστικών πληροφοριών ώστε να διευκολυνθεί η υψηλής ποιότητας λήψη αποφάσεων και η διεπόμενη από διαφάνεια επικοινωνία μεταξύ των επενδυτών και των διευθύνσεων των εταιρειών, καθώς και μεταξύ των επενδυτών και άλλων αντισυμβαλλομένων· όπου έχουν γίνει ήδη προτάσεις, πρέπει να εφαρμοστούν αναλόγως· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει τρόπους για την ενίσχυση της προβολής και της κατανόησης του κινδύνου, σε αντιδιαστολή προς την πιστοληπτική ικανότητα· πρέπει να δοθεί προσοχή στο εάν οι υφιστάμενες και μελλοντικές οδηγίες και τα μέτρα περί διαφανείας δεν υπονομεύονται από υπέρμετρες αποποιήσεις ευθυνών στις συμβάσεις.

Η νέα νομοθεσία πρέπει να ορίζει ότι οι μέτοχοι οφείλουν να γνωστοποιούν στους εκδότες το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου τους που απορρέει από την απόκτηση ή τη διάθεση μετοχών, όταν το ποσοστό αυτό αγγίζει, υπερβαίνει ή υποχωρεί κάτω από τα καθορισμένα κατώφλια αρχίζοντας από 3 % αντί του 5 %, όπως αναφέρεται στην οδηγία 2004/109/ΕΚ· πρέπει επίσης να υποχρεώνει τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, στον βαθμό όπου αυτές οι κατηγορίες επενδυτών μπορούν να διαφοροποιηθούν από άλλες, να γνωστοποιούν και να εξηγούν — στις εταιρείες τις μετοχές των οποίων αγοράζουν ή κατέχουν, στους μικροεπενδυτές και στους θεσμικούς επενδυτές, στους κύριους μεσίτες-διαχειριστές και στις εποπτικές αρχές — τη γενική επενδυτική πολιτική τους και τους συναφείς κινδύνους.

Οι προτάσεις αυτές πρέπει να βασίζονται σε εξέταση της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας που διενεργείται με σκοπό να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό οι υφιστάμενοι κανόνες για τη διαφάνεια μπορούν να εφαρμοστούν στην ειδική περίπτωση των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών.

Για τις προαναφερθείσες νομοθετικές προτάσεις η Επιτροπή πρέπει ειδικότερα:

να διερευνήσει τη δυνατότητα θέσπισης συμβατικών όρων που θα ισχύουν στις εναλλακτικές επενδύσεις και θα προβλέπουν σαφή γνωστοποίηση και διαχείριση του κινδύνου, μέτρα προς λήψη σε περίπτωση υπέρβασης των κατωφλίων, επαρκή κοινοποίηση, σαφή περιγραφή των περιόδων διακράτησης και ρητούς όρους που θα διέπουν την ακύρωση και τη λύση της σύμβασης·

να διερευνήσει το ζήτημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στο πλαίσιο των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών·

να διερευνήσει τις δυνατότητες εναρμόνισης κανόνων και συστάσεων για να εγγράφουν σε μητρώο και να γνωστοποιούν την ταυτότητα μετόχων πέρα από ένα συγκεκριμένο ποσοστό τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και — κατά περίπτωση — τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών, καθώς και για να γνωστοποιούν τις στρατηγικές και τις προθέσεις τους — έχοντας κατά νου ότι πρέπει να αποφεύγεται ο κατακλυσμός από πληροφορίες·

να διερευνήσει πόσο αναγκαίο είναι και με ποίους τρόπους θα επιτυγχάνεται το να υποχρεώνονται οι μεσάζοντες να δίνουν στους αρχικούς μετόχους τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στις ψηφοφορίες στις γενικές συνελεύσεις μετόχων και να εξασφαλίζεται ότι οι οδηγίες των μετόχων σχετικά με την ψηφοφορία γίνονται σεβαστές από τους πληρεξούσιους, καθώς και να εξασφαλίζεται ότι οι πολιτικές ψήφου των εγγεγραμμένων μετόχων γνωστοποιούνται·

να θεσπίσει, από κοινού με τον κλάδο κώδικα βέλτιστων πρακτικών σχετικά με το πώς θα αποκατασταθεί η ισορροπία της παρούσας διάρθρωσης εταιρικής διακυβέρνησης με σκοπό να ενισχυθεί ο μακροπρόθεσμος προσανατολισμός και να αποδυναμωθούν τα οικονομικά και λοιπά κίνητρα για τη βραχυπρόθεσμη ανάληψη υπερβολικά μεγάλων κινδύνων και την ανεύθυνη συμπεριφορά·

να θεσπίσει κανόνες που να προβλέπουν πλήρη διαφάνεια των συστημάτων αμοιβών των διαχειριστών, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης αγοράς μετοχών (stock options), μέσω της επίσημης έγκρισης από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας.

Ειδικά για τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να θεσπίσει κανόνες που να ενισχύουν τη διαφάνεια των πολιτικών ψήφου των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, με βάση το σκεπτικό ότι οι κοινοτικοί κανόνες θα πρέπει να απευθύνονται στους διαχειριστές των εν λόγω κεφαλαίων· οι κανόνες αυτοί θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν ένα σύστημα πανευρωπαϊκής εξακρίβωσης των στοιχείων των μετόχων· όπου έχουν γίνει ήδη προτάσεις, πρέπει να εφαρμοστούν αναλόγως.

Με σκοπό την ως άνω νομοθετική πρόταση ή νομοθετικές προτάσεις η Επιτροπή πρέπει ειδικότερα:

να διερευνήσει τις συνέπειες από τη δανειοδοσία τίτλων και την ψήφο με δανεισμένες μετοχές, έχοντας υπόψη τις αρχές της βελτίωσης του ρυθμιστικού πλαισίου·

να εξετάσει εάν οι απαιτήσεις γνωστοποίησης θα έπρεπε επίσης να ισχύουν για τις συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ διαφόρων μετόχων και για τις έμμεσες αποκτήσεις δικαιωμάτων ψήφου μέσω συμφωνιών δικαιωμάτων προαίρεσης.

Ειδικά για τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει κανόνες που θα απαγορεύουν στους επενδυτές να «λεηλατούν» εταιρείες (το αποκαλούμενο ₪asset stripping» — εκποίηση ενεργητικού) και έτσι να καταχρώνται της οικονομικής τους ισχύος κατά τρόπο που απλώς θέτει μακροπροθέσμως σε δυσμενή θέση την εξαγοραζόμενη εταιρεία, χωρίς να έχει κανέναν θετικό αντίτυπο στο μέλλον της εταιρείας και το συμφέρον των υπαλλήλων, των πιστωτών και των επιχειρηματικών εταίρων της· πέραν τούτου η Επιτροπή πρέπει να διερευνήσει κοινούς κανόνες για να διασφαλίζεται η διατήρηση κεφαλαίου των εταιρειών· παράλληλα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί επίσης από την Επιτροπή να εξετάσει εάν τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει μέτρα για την καταπολέμηση της εκποίησης ενεργητικού (asset stripping).

Για την προαναφερθείσα νομοθετική πρόταση ή προτάσεις, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τρόπους αντιμετώπισης των ζητημάτων που ανακύπτουν όταν οι τράπεζες δανείζουν τεράστια χρηματικά ποσά σε αγοραστές, περιλαμβανομένων και των κεφαλαίων ιδιωτικών συμμετοχών και στη συνέχεια αποποιούνται οιανδήποτε ευθύνη όσον αφορά τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται τα χρήματα αυτά ή την προέλευση των χρημάτων που χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του δανείου, έχοντας κατά νου ότι αυτά τα σημεία τελικώς παραμένουν ευθύνη του οφειλέτη και ότι οι απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίου για συγκρίσιμους κινδύνους πρέπει να είναι οι ίδιες απ' άκρου εις άκρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί επίσης από την Επιτροπή να εξετάσει εάν η οδηγία περί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων (1) χρήζει προσαρμογής στην ειδική κατάσταση όπου γίνεται χρήση δανειακών κεφαλαίων για εξαγορές.


(1)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/41


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Αποφάσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το 2007

P6_TA(2008)0437

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το 2007 (2008/2028(INI))

2010/C 8 E/08

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τις εργασίες της Επιτροπής Αναφορών, και συγκεκριμένα το ψήφισμά του της 21ης Ιουνίου 2007 για τα αποτελέσματα της διερευνητικής αποστολής στις περιφέρειες της Ανδαλουσίας, της Βαλένθια και της Μαδρίτης που διεξήχθη εξ ονόματος της Επιτροπής Αναφορών (1),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 21 και 194 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 και το άρθρο 192, παράγραφος 6, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών (A6-0336/2008),

Α.

αναγνωρίζοντας τη μοναδική σημασία της διαδικασίας των αναφορών, η οποία παρέχει σε μεμονωμένους πολίτες τη δυνατότητα να εφιστούν την προσοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε συγκεκριμένα ζητήματα που τους αφορούν άμεσα και που καλύπτουν τομείς δραστηριότητας της Ένωσης,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή Αναφορών πρέπει να καταβάλλει συνεχώς προσπάθειες για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της προκειμένου να εξυπηρετήσει καλύτερα τους πολίτες της ΕΕ και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους,

Γ.

γνωρίζοντας ότι, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η ανάπτυξη των δομών και των πολιτικών της Ένωσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι πολίτες εξακολουθούν να εντοπίζουν πολλές αδυναμίες κατά την εφαρμογή των πολιτικών και των προγραμμάτων της Ένωσης καθώς τους επηρεάζουν άμεσα,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ, οι πολίτες της ΕΕ έχουν όχι μόνο το δικαίωμα αναφοράς προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά μπορούν επίσης να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους και σε άλλα θεσμικά όργανα ή φορείς της ΕΕ, κυρίως στην Επιτροπή,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δράσεις προώθησης και πληροφόρησης όσον αφορά το δικαίωμα αναφοράς των πολιτών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι πάντα απαραίτητες σε εθνικό επίπεδο για την αφύπνιση του ενδιαφέροντος του κοινού και, κυρίως, την αποφυγή της σύγχυσης μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών υποβολής καταγγελιών,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι ευθύνη των κρατών μελών να εφαρμόζουν τους κοινοτικούς κανονισμούς και τις κοινοτικές οδηγίες και ότι την ευθύνη αυτή μπορούν να την εκχωρούν σε περιφερειακές ή τοπικές πολιτικές αρχές αναλόγως των συνταγματικών τους ρυθμίσεων,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο νομιμοποιείται να ασκεί δημοκρατικό έλεγχο και εποπτεία στις πολιτικές της Ένωσης, έχοντας υπόψη τη σημαντική αρχή της επικουρικότητας, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι νόμοι της Ένωσης γίνονται ορθώς κατανοητοί και εφαρμόζονται σωστά καθώς και ότι πληρούν τον σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκαν, συζητήθηκαν και εγκρίθηκαν από τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ένωσης,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες της ΕΕ και οι κάτοικοι της Ένωσης μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην εν λόγω δραστηριότητα ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωρίζοντας ότι οι ανησυχίες τους θα εξεταστούν και θα διερευνηθούν από την αρμόδια επιτροπή και ότι θα τους δοθεί προσήκουσα απάντηση,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχύουσες Συνθήκες περιέχουν ήδη δεσμεύσεις περί σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισότητας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, των βασικών δηλαδή αξιών της ευρωπαϊκής κοινωνίας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέες Συνθήκες για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν επικυρωθούν και από τα 27 κράτη μέλη, θα ενισχύσουν περαιτέρω τον σεβασμό αυτόν μέσω της ενσωμάτωσης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που προβλέπει την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και θεσπίζει νομική βάση για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες των πολιτών, καθώς και κατάλληλο σύστημα διοικητικού δικαίου για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει διαδικασίες με τις οποίες η Ένωση μπορεί να αναλάβει δράση για την αντιμετώπιση σοβαρών και επίμονων παραβιάσεων των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης από κάποιο κράτος μέλος, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 6 της εν λόγω Συνθήκης,

ΙΑ.

υπενθυμίζοντας συναφώς ότι οι πολίτες της ΕΕ υποβάλλουν συχνά αναφορές στο Κοινοβούλιο ζητώντας αποκατάσταση όταν αισθάνονται ότι παραβιάζονται τα αναγνωρισμένα από τις Συνθήκες δικαιώματά τους και όταν θεωρούν ότι τα ένδικα μέσα είναι ακατάλληλα, μη πρακτικά, υπερβολικά χρονοβόρα ή, πράγμα που συμβαίνει συχνά, δαπανηρά,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή Αναφορών, ως αρμόδια επιτροπή, έχει καθήκον όχι μόνο να απαντά σε ατομικές αναφορές αλλά και να προσπαθεί να επιλύει ικανοποιητικά τα προβλήματα που θίγουν οι αναφέροντες εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό αποτελεί τον βασικό σκοπό του έργου της,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι λύσεις των προβλημάτων που θίγουν οι αναφέροντες προκύπτουν συνήθως μέσα από την εμπιστευτική συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής Αναφορών αφενός και της Επιτροπής, των κρατών μελών και των περιφερειακών και τοπικών αρχών τους αφετέρου, που από κοινού παρέχουν εξωδικαστικές λύσεις,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη και οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές δεν έχουν πάντοτε σαφή βούληση όσον αφορά την εξεύρεση πρακτικών λύσεων στα προβλήματα που θίγουν οι αναφέροντες,

ΙΕ.

λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι οι αναφέροντες, παρότι οι ισχυρισμοί τους δεν είναι πάντοτε βάσιμοι, δικαιούνται να λαμβάνουν εξηγήσεις και απαντήσεις από την αρμόδια επιτροπή,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενισχυμένος διοργανικός συντονισμός πρέπει να καταστήσει περισσότερο αποτελεσματική την αναπομπή των μη παραδεκτών αναφορών στις εθνικές αρχές,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναφορές είναι δυνατό να χαρακτηριστούν μη παραδεκτές εάν δεν εμπίπτουν στους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία υποβολής αναφορών δεν συνιστά μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται από τους πολίτες ως μέσο προσφυγής κατά αποφάσεων των αρμόδιων εθνικών νομικών ή πολιτικών αρχών με τις οποίες ενδεχομένως διαφωνούν,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να εξοπλιστεί το Κοινοβούλιο με τα αναγκαία μέσα σε επίπεδο αρμοδιοτήτων, κανόνων, διαδικασιών και πόρων ώστε να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά και έγκαιρα στις αναφορές που λαμβάνει,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία υποβολής αναφορών μπορεί να συμβάλει εποικοδομητικά στη βελτίωση της νομοθεσίας, κυρίως μέσω του εντοπισμού τομέων, τους οποίους επισημαίνουν οι αναφέροντες, όπου το ισχύον κοινοτικό δίκαιο παρουσιάζει αδυναμίες ή είναι αναποτελεσματικό σε σχέση με τους στόχους της συναφούς νομοθετικής πράξης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι με τη συνεργασία και υπό τον έλεγχο της αρμόδιας νομοθετικής επιτροπής τέτοιου είδους καταστάσεις είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν μέσω της αναθεώρησης των συναφών νομοθετικών πράξεων,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία υποβολής αναφορών συμβάλλει επίσης σημαντικά στον εντοπισμό περιπτώσεων στις οποίες τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν σωστά την κοινοτική νομοθεσία, γεγονός το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί την Επιτροπή να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες επί παραβάσει αποσκοπούν να υποχρεώσουν τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο και ότι, επιπλέον, η σχετική απόφαση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής χωρίς να υπάρχει καμία πρόβλεψη για άμεση συμμετοχή του Κοινοβουλίου στην εν λόγω διαδικασία· επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι περίπου το ένα τρίτο των διαδικασιών επί παραβάσει σχετίζονται με ζητήματα που υποβλήθηκαν από αναφέροντες στο Κοινοβούλιο,

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες επί παραβάσει, ακόμη και αν έχουν επιτυχή έκβαση, μπορεί να μην παρέχουν άμεσα αποκατάσταση στους μεμονωμένους αναφέροντες για τα συγκεκριμένα ζητήματα που έθιξαν, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το γεγονός αυτό αμβλύνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους,

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2007, που ο αριθμός των μελών της Επιτροπής Αναφορών αυξήθηκε από 25 σε 40, το Κοινοβούλιο έλαβε 1 506 αναφορές, (αύξηση 50 % σε σχέση με το 2006) εκ των οποίων οι 1 089 κρίθηκαν παραδεκτές,

ΚΔ.

επισημαίνοντας ότι το 2007, στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναφορών συμμετείχαν συνολικά 159 αναφέροντες, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται πολλοί άλλοι που ήταν παρόντες στις διαδικασίες ως παρατηρητές,

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά το 2007 οργανώθηκαν έξι διερευνητικές επισκέψεις στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στην Πολωνία, στη Γαλλία και στην Κύπρο, βάσει των οποίων συντάχθηκαν στη συνέχεια εκθέσεις και διατυπώθηκαν συστάσεις που εστάλησαν κατόπιν σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ειδικά στους αναφέροντες,

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πραγματοποιήθηκαν εννέα συνεδριάσεις της ολομέλειας της επιτροπής στις οποίες συζητήθηκαν πάνω από 500 διαφορετικές αναφορές, με την πολύτιμη συνδρομή εκπροσώπων της Επιτροπής, και ότι όλοι οι αναφέροντες ενημερώθηκαν για το αποτέλεσμα,

ΚΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανησυχία των πολιτών της ΕΕ, όπως προκύπτει από τη διαδικασία υποβολής αναφορών, εστιάζεται κυρίως στους ακόλουθους τομείς: στο περιβάλλον και στην προστασία του, συμπεριλαμβανομένων των αδυναμιών της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ), της οδηγίας πλαισίου για τα ύδατα, της οδηγίας για το πόσιμο νερό, των οδηγιών για τα απόβλητα, της οδηγίας για τους οικοτόπους, της οδηγίας για τα πτηνά, της οδηγίας σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και άλλων, και, μεταξύ άλλων, σε γενικούς φόβους για τη ρύπανση και την αλλαγή του κλίματος, τα ατομικά δικαιώματα και τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, την ελεύθερη κυκλοφορία και τα δικαιώματα των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και άλλων διατάξεων κοινωνικής ασφάλισης, της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της φορολογίας, της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, της ελευθερίας εγκατάστασης, και καταγγελιών για διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, φύλου ή συμμετοχής σε μειονότητα,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναφορές και η διαδικασία εξέτασής τους το 2007 αφορούσαν μείζονα σύγχρονα προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, η λειψυδρία, ο κανονισμός περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΚΘ.

έχοντας υπόψη τις σταθερές και εποικοδομητικές σχέσεις που έχουν καθιερωθεί μεταξύ του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι αρμόδιος για τη διερεύνηση των καταγγελιών των πολιτών για κρούσματα κακοδιοίκησης στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και της Επιτροπής Αναφορών, η οποία υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με την ετήσια έκθεση του Διαμεσολαβητή ή τις ειδικές εκθέσεις —που αποτελούν το έσχατο μέσο δράσης που έχει στη διάθεσή του ο Διαμεσολαβητής όταν δεν εισακούγονται οι συστάσεις του— όπως αυτή που εκπονήθηκε το 2007,

Λ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων στις 15 Νοεμβρίου 2007 απορρίφθηκε αίτημα της αρμόδιας επιτροπής, υποβληθέν τον Ιούνιο του 2005, να της δοθεί άδεια να συντάξει έκθεση με αντικείμενο ειδική έκθεση του Διαμεσολαβητή προς το Κοινοβούλιο για κρούσμα κακοδιοίκησης στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης,

ΛΑ.

έχοντας υπόψη τις μελλοντικές εξελίξεις που θα επιφέρουν ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της συμμετοχής των πολιτών της ΕΕ στη δραστηριότητα και το έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως μέσω της θέσπισης της «πρωτοβουλίας πολιτών» που προβλέπεται στη Συνθήκη της Λισαβόνας, εάν επικυρωθεί και από τα 27 κράτη μέλη, η οποία θα δώσει τη δυνατότητα σε ένα τουλάχιστον εκατομμύριο πολίτες από διάφορα κράτη μέλη να υποβάλουν πρόταση για νέα νομοθετική πράξη, και για την οποία θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διαδικασίες στις οποίες θα συμμετέχει η Επιτροπή, προς την οποία θα πρέπει να απευθύνονται αρχικά οι εν λόγω πρωτοβουλίες, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,

ΛΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εάν οι ενέργειες της Επιτροπής Αναφορών είναι αποτελεσματικές και αποδοτικές θα σταλεί ένα σαφές μήνυμα στους πολίτες ότι οι θεμιτές τους ανησυχίες τυγχάνουν της δέουσας αντιμετώπισης, γεγονός που θα εδραιώσει μια πραγματική σχέση μεταξύ των πολιτών και της ΕΕ· επισημαίνει εντούτοις ότι εάν υπάρξουν απαράδεκτες καθυστερήσεις και απροθυμία εκ μέρους των κρατών μελών να εφαρμόσουν τις απαιτούμενες συστάσεις, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τότε αυτό θα χρησιμεύσει απλώς για την απομάκρυνση της ΕΕ από τους πολίτες και σε πολλές περιπτώσεις θα επιβεβαιώσει την άποψή τους ότι υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα,

ΛΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τη διάρκεια του 2007 τα μέλη της Επιτροπής Αναφορών είχαν στη διάθεσή τους τη σημαντικά βελτιωμένη βάση δεδομένων και το εργαλείο διαχείρισης ηλεκτρονικών αναφορών που σχεδίασε η γραμματεία της σε συνεργασία με την αρμόδια για τις τεχνολογίες των πληροφοριών υπηρεσία, που παρέχουν σε όλα τα μέλη της επιτροπής και στις πολιτικές ομάδες άμεση πρόσβαση σε όλες τις αναφορές και στη συναφή τεκμηρίωση, βελτιώνοντας έτσι την ικανότητά τους να εξυπηρετούν αποτελεσματικά τους αναφέροντες,

ΛΔ.

επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι το Κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να παράσχει τους πόρους που ζητήθηκαν στο ψήφισμα του περασμένου έτους σχετικά με το έργο της Επιτροπής Αναφορών και που είναι απαραίτητοι για τη βελτίωση των δυνατοτήτων της ηλεκτρονικής διαδικασίας υποβολής αναφορών και για την εφαρμογή του άρθρου 192, παράγραφος 2 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το οποίο «δημιουργείται ηλεκτρονικός κατάλογος στον οποίο οι πολίτες μπορούν να υποστηρίξουν τον αναφέροντα, προσυπογράφοντας ηλεκτρονικά αναφορές που έχουν κηρυχθεί παραδεκτές και έχουν εγγραφεί στο γενικό δημόσιο πρωτόκολλο»,

ΛΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό οι πολίτες της ΕΕ να ενημερώνονται σωστά για το έργο της Επιτροπής Αναφορών ενόψει της εκλογής των νέων μελών του Κοινοβουλίου κατά τις προσεχείς εκλογές της ΕΕ οι οποίες έχουν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο του 2009,

1.

επιδοκιμάζει τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής Αναφορών και του Διαμεσολαβητή και των υπηρεσιών της Επιτροπής καθώς και το κλίμα συνεργασίας που επικρατεί μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων που αμφότερα επιδιώκουν να ανταποκρίνονται στις ανησυχίες που εκφράζουν οι πολίτες της ΕΕ· πιστεύει ακράδαντα, πάντως, ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην περαιτέρω ενίσχυση των ανεξάρτητων ερευνητικών δυνατοτήτων της Επιτροπής Αναφορών, ιδίως μέσω της ενίσχυσης της γραμματείας της και των νομικών της υπηρεσιών· δεσμεύεται να εκσυγχρονίσει περαιτέρω τις εσωτερικές διαδικασίες της Επιτροπής Αναφορών προκειμένου να διευκολύνει περαιτέρω τη διαδικασία αναφορών, κυρίως με σεβασμό προς το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου εξετάζονται οι αναφορές, το παραδεκτό τους, την έρευνα και την παρακολούθηση, την οργάνωση των συνεδριάσεων της επιτροπής, τη συνεργασία με τις άλλες κοινοβουλευτικές επιτροπές που μπορεί να έχουν ενδιαφέρον ή αρμοδιότητα σε σχέση με ορισμένες αναφορές, και τις πρωτοβουλίες της επιτροπής όπως οι διερευνητικές αποστολές·

2.

υπογραμμίζει ότι η κανονιστική σημασία του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θα αναγνωριστεί, εάν επικυρωθεί πλήρως η Συνθήκη της Λισαβόνας, γεγονός που θα κατοχυρώσει επισήμως τον αυτόνομο δεσμευτικό χαρακτήρα του, και υπενθυμίζει την αναγκαιότητα της λήψης απτών μέτρων προκειμένου να προσδιοριστεί ο αντίκτυπός του στα δικαιώματα των πολιτών και, κατά συνέπεια, στο έργο και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Αναφορών·

3.

διατυπώνει εκ νέου προς τον Γενικό Γραμματέα του τα αιτήματά του περί επείγουσας αναθεώρησης της «διαδικτυακής πύλης των πολιτών» στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου με στόχο την ενίσχυση της προβολής του δικαιώματος αναφοράς μέσω της διαδικτυακής πύλης, και περί διασφάλισης της δυνατότητας των πολιτών να προσυπογράφουν ηλεκτρονικά αναφορές τις οποίες επιθυμούν να υποστηρίξουν, όπως προβλέπει το άρθρο 192, παράγραφος 2 του Κανονισμού· τονίζει ότι η διαδικτυακή πύλη πρέπει να διασφαλίζει διαλειτουργικότητα του λογισμικού για τη φυλλομέτρηση προκειμένου οι πολίτες να έχουν ίσα δικαιώματα πρόσβασης·

4.

εκτιμά ότι η ισχύουσα διαδικασία καταχώρισης αναφορών καθυστερεί υπερβολικά την εξέτασή τους και ανησυχεί διότι αυτό μπορεί να εκληφθεί ως έλλειψη ευαισθησίας προς τους αναφέροντες· καλεί επομένως επειγόντως τον Γενικό Γραμματέα του να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε η καταχώριση των αναφορών να γίνεται πλέον στη γραμματεία της αρμόδιας επιτροπής και όχι στη Γενική Διεύθυνση της Προεδρίας·

5.

ζητεί την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής με στόχο τον καλύτερο συντονισμό των εργασιών τους επί των καταγγελιών κατά τρόπο ο οποίος θα διευκολύνει, θα απλοποιεί και θα εκσυγχρονίζει τις διαδικασίες καταγγελίας και θα τις καθιστά περισσότερο διαφανείς και ταχείες· ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να ενημερώσει την Επιτροπή Αναφορών εντός έξι μηνών·

6.

υποστηρίζει την τυποποίηση μιας διαδικασίας μέσω της οποίας θα διαβιβάζονται στο δίκτυο Solvit οι αναφορές που άπτονται της εσωτερικής αγοράς, με στόχο τη σημαντική επίσπευση της διαδικασίας αναφοράς σε θέματα της εσωτερικής αγοράς όπως οι φόροι αυτοκινήτων, η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, οι άδειες διαμονής, οι συνοριακοί έλεγχοι και η πρόσβαση στην παιδεία, ενώ ταυτόχρονα το Κοινοβούλιο θα διατηρεί το δικαίωμά του να εξετάζει το ζήτημα σε περίπτωση μη εξεύρεσης ικανοποιητικής λύσης μέσω του Solvit·

7.

επαναλαμβάνει την ανάγκη μεγαλύτερης συμμετοχής εκ μέρους του Συμβουλίου και των Μόνιμων Αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών και τους ζητεί να αυξήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή τους προς όφελος των πολιτών·

8.

θεωρεί ότι, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της γραμματείας της Επιτροπής Αναφορών και της ανάπτυξης του συστήματος ηλεκτρονικών αναφορών, η δημιουργία μιας μονάδας τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών για επιγραμμική παρακολούθηση, η οποία θα απευθύνεται στους αναφέροντες θα συμβάλει στη δημιουργία μιας περισσότερο διαφανούς και αποτελεσματικής διαδικασίας μέσω, μεταξύ άλλων, τακτικών απολογισμών και αιτήσεων για συμπληρωματικές πληροφορίες· σημειώνει ότι ένα τέτοιο μέτρο θα ανταποκρινόταν καλύτερα στις προσδοκίες των πολιτών της ΕΕ βελτιώνοντας παράλληλα την άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων που κατέχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η οικεία του Επιτροπή Αναφορών·

9.

ζητεί από την Επιτροπή να λαμβάνει πλήρως υπόψη της τις συστάσεις της Επιτροπής Αναφορών όταν αποφασίζει να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά κρατών μελών και επαναλαμβάνει το αίτημά του περί άμεσης και επίσημης ενημέρωσης της Επιτροπής Αναφορών από την Επιτροπή σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας επί παραβάσει που σχετίζεται με αναφορά η οποία εξετάζεται από την επιτροπή·

10.

υπογραμμίζει εν προκειμένω εκ νέου τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της Επιτροπής Αναφορών καθώς και τον θεσμικό ρόλο και το καθήκον που επιτελεί έναντι των πολιτών και κατοίκων της ΕΕ·

11.

εκφράζει ανησυχία για τον υπερβολικό χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση των διαδικασιών επί παραβάσει από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και το Δικαστήριο, εάν και όταν αυτό εμπλέκεται, και —αναγνωρίζοντας ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται συχνά στις μεγάλες και συχνά σκόπιμες καθυστερήσεις των διοικητικών αρχών των κρατών μελών— απευθύνει έκκληση για θέσπιση αυστηρότερων χρονοδιαγραμμάτων· εκφράζει τις αμφιβολίες του για την αποτελεσματικότητα των αποκαλούμενων «οριζόντιων διαδικασιών επί παραβάσει» των οποίων η ολοκλήρωση είναι ακόμη πιο χρονοβόρα· ζητεί την αναθεώρηση της διαδικασίας επί παραβάσει ώστε να διασφαλιστεί περισσότερος σεβασμός στην εφαρμογή των κοινοτικών νομοθετικών πράξεων·

12.

καλεί τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα να αξιοποιήσουν με καλύτερο τρόπο τη διαδικασία αυτή προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας και εκφράζει τη βαθειά του λύπη για το γεγονός ότι πολύ συχνά η βραδύτητα των διαδικασιών που ακολουθούνται, και η σύγχυση που δημιουργείται συχνά ως προς το τι διακυβεύεται, οδηγεί σε εκ των πραγμάτων παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη, τα οποία ενεργούν στις περιπτώσεις αυτές υπό καθεστώς ατιμωρησίας, εις βάρος των συμφερόντων των άμεσα θιγόμενων τοπικών κοινοτήτων που έχουν υποβάλει αναφορά στο Κοινοβούλιο·

13.

θεωρεί προβληματικό το γεγονός ότι το ισχύον σύστημα παρακολούθησης του κοινοτικού δικαίου επιτρέπει στα κράτη μέλη να συμμορφώνονται την τελευταία στιγμή, λίγο πριν από την επιβολή της χρηματικής ποινής, και να μην αναλαμβάνουν ευθύνη για παρελθούσες σκόπιμες παραβιάσεις, όπως και το γεγονός ότι οι πολίτες δεν έχουν συχνά κατά τα φαινόμενα επαρκή πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σε ένδικα μέσα σε εθνικό επίπεδο ακόμη και όταν το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κάποιο κράτος μέλος δεν έχει σεβαστεί τα δικαιώματα των πολιτών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο·

14.

συνιστά να δοθεί προτεραιότητα στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της Επιτροπής Αναφορών σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας της από την αρχή έως το τέλος, καθώς αυτό αποτελεί πραγματική και απτή δέσμευση έναντι των πολιτών της, αποδεικνύοντας ότι η ΕΕ έχει τη βούληση και την ικανότητα να ανταποκριθεί στις θεμιτές ανησυχίες τους·

15.

εκφράζει την ανησυχία και τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι οι αναφέροντες καταγγέλλουν ότι, ακόμη και όταν η Επιτροπή Αναφορών στηρίξει επί της ουσίας τις αναφορές τους, πάρα πολύ συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες να τύχουν αποζημίωσης από τις αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια· φρονεί ότι αυτές οι συστημικές αδυναμίες πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω, ιδίως όταν εντοπίζονται στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως προέκυψε από τα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής σχετικά με την κατάρρευση της Equitable Life που βασίστηκαν σε αναφορές τις οποίες έλαβε το Κοινοβούλιο και για τα οποία συντάχθηκε έκθεση το 2007·

16.

επιδοκιμάζει την ταχεία αντίδραση της Επιτροπής και του Δικαστηρίου το 2007, μεταξύ άλλων, μέσω της λήψης ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αποτρέψουν την επικείμενη καταστροφή μιας προστατευόμενης δυνάμει της κοινοτικής οδηγίας για τους οικοτόπους περιοχής στην κοιλάδα του ποταμού Rospuda λόγω της κατασκευής του οδικού άξονα Via Baltica, θέμα για το οποίο η Επιτροπή Αναφορών είχε εκπονήσει τη δική της ανεξάρτητη έρευνα και είχε πραγματοποιήσει τη δική της διερευνητική αποστολή και είχε διατυπώσει συγκεκριμένες συστάσεις· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν υπήρξαν και άλλες τέτοιες περιπτώσεις·

17.

παροτρύνει την Επιτροπή, όταν εξετάζει αναφορές και καταγγελίες σχετικά με την περιβαλλοντική πολιτική —ένα από τα θέματα που πρωτίστως απασχολούν τους αναφέροντες στην ΕΕ— να βρίσκεται σε μεγαλύτερη ετοιμότητα προκειμένου να αποτρέψει παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου· επισημαίνει ότι η «αρχή της προφύλαξης» έχει ανεπαρκή νομική ισχύ στην πράξη και ότι πολύ συχνά αγνοείται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που παρόλα αυτά είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν τη Συνθήκη ΕΚ·

18.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει την Επιτροπή Αναφορών όταν, από τις διερευνητικές επισκέψεις κυρίως, συλλέγονται αδιάσειστα στοιχεία περί έλλειψης σεβασμού των κατοχυρωμένων στη Συνθήκη δικαιωμάτων των πολιτών, ή περί μη εφαρμογής της νομοθεσίας και απευθύνει έκκληση για τη θέσπιση νέων διαδικασιών που θα παρέχουν στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να παραπέμπει απευθείας τις υποθέσεις αυτές στο Δικαστήριο·

19.

αναγνωρίζει πλήρως ότι η διαδικασία υποβολής αναφορών, όπως προβλέπει η Συνθήκη, αποσκοπεί, ωστόσο, πρωταρχικά στην εξεύρεση εξωδικαστικών τρόπων επίλυσης και διευθέτησης των προβλημάτων που θίγουν οι πολίτες της ΕΕ μέσω της πολιτικής διαδικασίας, και, στο πλαίσιο αυτό, επιδοκιμάζει το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις επιτυγχάνονται ικανοποιητικά αποτελέσματα·

20.

αναγνωρίζει επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να δοθούν ικανοποιητικές λύσεις στους αναφέροντες λόγω των αδυναμιών που υφίστανται στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας·

21.

καλεί τις αρμόδιες νομοθετικές επιτροπές να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τους, κατά την επεξεργασία και τη διαπραγμάτευση νέων ή αναθεωρημένων νομοθετικών πράξεων, τα προβλήματα που εκτίθενται μέσω της διαδικασίας υποβολής αναφορών·

22.

καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει περισσότερο για την αξιοποίηση των Ταμείων Συνοχής σε περιοχές της ΕΕ όπου τα μεγάλα έργα κατασκευής υποδομών έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη διάθεση των κοινοτικών κονδυλίων υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης προς όφελος των τοπικών κοινοτήτων, εκ των οποίων όλο και περισσότερες υποβάλλουν αναφορές στο Κοινοβούλιο διαμαρτυρόμενες για την ενίοτε μη τήρηση των προτεραιοτήτων αυτών εκ μέρους των περιφερειακών και τοπικών αρχών· επιδοκιμάζει το έργο που η Επιτροπή Ελέγχου των Προϋπολογισμών και το Ελεγκτικό Συνέδριο επιτελούν στο θέμα αυτό·

23.

επισημαίνει ότι όλο και περισσότερες υποβαλλόμενες αναφορές, ιδίως από πολίτες των νέων κρατών μελών, αφορούν το ζήτημα της επιστροφής περιουσιακών στοιχείων, παρότι το θέμα αυτό εξακολουθεί να εμπίπτει κατά βάση στη δικαιοδοσία των κρατών μελών· καλεί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε η νομοθεσία τους που αφορά ιδιοκτησιακά δικαιώματα λόγω αλλαγής καθεστώτος να είναι πλήρως συμβατή με τις απαιτήσεις της Συνθήκης και τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας· τονίζει ότι οι αναφορές που έχουν ληφθεί για το θέμα αυτό δεν αφορούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς αλλά το δικαίωμα στη νομίμως αποκτηθείσα ιδιοκτησία· καλεί στο πλαίσιο αυτό την Επιτροπή να επαγρυπνεί όχι μόνο κατά τη συνεργασία της με τα σημερινά κράτη μέλη αλλά και κατά τις διαπραγματεύσεις της με τις υποψήφιες χώρες·

24.

επαναλαμβάνει τη δέσμευσή του να στηρίξει την αναγνώριση των δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ σε ατομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί νόμιμα και καταδικάζει όλες τις προσπάθειες αφαίρεσης περιουσιακών στοιχείων από οικογένειες χωρίς να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία, να δοθεί εύλογη αποζημίωση ή να γίνει σεβαστή η προσωπική τους αξιοπρέπεια· υπογραμμίζει την αύξηση του αριθμού των αναφορών που υποβλήθηκαν για το θέμα αυτό το 2007, ιδίως όσον αφορά την Ισπανία, και επισημαίνει ακόμη την έκθεση και τις συστάσεις της διερευνητικής επίσκεψης που πραγματοποίησε η Επιτροπή Αναφορών για τη διερεύνηση του προβλήματος για τρίτη κατά σειρά φορά· υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, οι εκκρεμούσες διαδικασίες επί παραβάσει είναι ακόμη σε εξέλιξη·

25.

επισημαίνει ακόμη τις επικρίσεις που διατύπωσε η Επιτροπή Αναφορών μετά τη διερευνητική της επίσκεψη στο Loiret στη Γαλλία, το 2007 και συγκεκριμένα καλεί τις γαλλικές αρχές να αναλάβουν αποφασιστική δράση προκειμένου να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις οδηγίες της ΕΕ, οι οποίες ενδέχεται να παραβιαστούν εάν συνεχιστούν τα προβλεπόμενα έργα κατασκευής γεφυρών στον ποταμό Λίγηρα, έχοντας υπόψη ότι η κοιλάδα του Λίγηρα δεν προστατεύεται μόνο από την οδηγία για τους οικοτόπους και από την οδηγία για τα πτηνά, αλλά και ότι αποτελεί περιοχή παγκόσμιας κληρονομιάς υπό την προστασία της Unesco και ένα από τα τελευταία εναπομείναντα συστήματα ορμητικών υδάτων στην Ευρώπη·

26.

εκφράζει τη συνεχή ανησυχία του για την αδυναμία εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας για το πόσιμο νερό στην Ιρλανδία, για τη μη διενέργεια εκτίμησης πριν την απόφαση του 2007 για την απομάκρυνση εθνικού μνημείου που βρισκόταν στο Lismullin στη σχεδιαζόμενη διαδρομή του αυτοκινητοδρόμου M3 κοντά στην Tara στην κομητεία Meath που είχε ως αποτέλεσμα την απόφαση της Επιτροπής να προσφύγει κατά της Ιρλανδίας στο Δικαστήριο, επειδή η γενικότερη στάση της χώρας αυτής όσον αφορά την απομάκρυνση των εθνικών μνημείων σε περιπτώσεις, όπως αυτή στο Lismullin, δεν συνάδει πλήρως με τις απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (2), για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τοπικές κοινότητες στο Limerick, και για άλλα ζητήματα που αναφέρονται στην έκθεση της διερευνητικής επίσκεψης στην Ιρλανδία την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή Αναφορών το 2007· επισημαίνει ότι ορισμένα από τα θέματα αυτά αποτελούν επί του παρόντος αντικείμενο διαδικασιών επί παραβάσει·

27.

επισημαίνει την έκθεση της διερευνητικής επίσκεψης στην Πολωνία, η οποία περιέχει συστάσεις για την προστασία της κοιλάδας του ποταμού Rospuda και του τελευταίου παρθένου δάσους της Ευρώπης· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να συνεργάζεται με τις πολωνικές αρχές προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης εναλλακτικών διαδρομών για το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο Via Baltica όπως συνιστά η έκθεση της Επιτροπής Αναφορών· ενθαρρύνει ακόμη την Επιτροπή να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κονδύλια ώστε να αποσυμφορηθεί το οδικό δίκτυο του Augustow με τρόπο που να προστατεύεται ο τοπικός πληθυσμός καθώς και το περιβάλλον στην περιοχή αυτή·

28.

σημειώνει τη διερευνητική επίσκεψη που πραγματοποίησε ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Αναφορών στην Κύπρο τον Νοέμβριο του 2007· καλεί τις ενδιαφερόμενες πλευρές να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να ανευρεθεί λύση μέσα από τις διαπραγματεύσεις για τα εκκρεμή ζητήματα που απασχολούν τους αναφέροντες, ιδίως όσον αφορά τη ζώνη αποκλεισμού της Αμμοχώστου, η οποία πρέπει να επιστραφεί στους νόμιμους ιδιοκτήτες της και χαιρετίζει το γεγονός ότι οι δύο πλευρές συνεχίζουν σε νέο πλαίσιο το διάλογο για την επίλυση του θέματος των περιουσιών· τονίζει επιπλέον τη σημασία της άμεσης εφαρμογής του ψηφίσματος 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ (1984), το οποίο θεσπίζει την υποχρέωση επιστροφής της πόλης της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της·

29.

επισημαίνει τον αυξανόμενο αριθμό αναφορών και επιστολών που λαμβάνει η Επιτροπή Αναφορών σχετικά με το ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα της επιμέλειας των παιδιών για το οποίο είναι πολύ δύσκολο να ληφθούν μέτρα, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση αναφορών σχετικά με τη γερμανική Jugendamt, λόγω της εμπλοκής των δικαστηρίων σε πολλές περιπτώσεις, και λόγω του γεγονότος ότι —εκτός από τις περιπτώσεις γονέων που προέρχονται από διαφορετικές χώρες μέλη της ΕΕ— δύσκολα στοιχειοθετείται αρμοδιότητα της ΕΕ·

30.

αναφέρει ότι το 2007 πολλοί βρετανοί αναφέροντες οι περιουσίες των οποίων κατασχέθηκαν από τις βρετανικές τελωνειακές και φορολογικές αρχές δεν είχαν ακόμη λάβει αποζημίωση παρότι η Επιτροπή σταμάτησε τη διαδικασία επί παραβάσει κατά του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω μη τήρησης της υποχρέωσης εκ της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων· καλεί τις βρετανικές αρχές να βρουν δίκαιη λύση που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την καταβολή χαριστικών πληρωμών σε αναφέροντες που υπέστησαν σοβαρή οικονομική ζημία προτού οι αρχές αναθεωρήσουν την πρακτική τους και αρχίσουν, σύμφωνα με την Επιτροπή, να ενεργούν σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες·

31.

αναφέρει επίσης το γεγονός ότι, στην Ελλάδα, οι τελωνειακές αρχές εξακολουθούν να κατάσχουν, ως έκτακτο μέτρο μόνον, τα αυτοκίνητα των ελλήνων υπηκόων που διαμένουν προσωρινά στο εξωτερικό και επιστρέφουν στην Ελλάδα με ξένες πινακίδες κυκλοφορίας, πολλοί από τους οποίους μάλιστα έχουν κατηγορηθεί για λαθρεμπόριο χωρίς να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους η νόμιμη διαδικασία, θέμα για το οποίο η Επιτροπή Αναφορών έχει υποβάλει παλαιότερα έκθεση στο Κοινοβούλιο· καλεί τις ελληνικές αρχές να καταβάλουν αποζημίωση στους αναφέροντες που υπήρξαν θύματα αυτής της πρακτικής· σημειώνει την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C-156/04 (7 Ιουνίου 2007) η οποία θεωρεί ικανοποιητικές τις περισσότερες από τις εξηγήσεις που παρέσχον οι ελληνικές αρχές στην υπόθεση αυτή· χαιρετίζει την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας που ενέκριναν οι ανωτέρω αρχές με σκοπό την αντιμετώπιση των ελλείψεων τις οποίες επεσήμανε η προαναφερθείσα απόφαση·

32.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι μεταξύ των παλαιότερων εκκρεμών αναφορών οι οποίες εξετάζονται ακόμη, η υπόθεση των «Lettori», των καθηγητών ξένων γλωσσών στην Ιταλία, παραμένει χωρίς λύση παρά τις δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου και τη στήριξη που παρέχουν η Επιτροπή και η Επιτροπή Αναφορών στις αξιώσεις και τις προσφυγές των ενδιαφερομένων· καλεί τις ιταλικές αρχές και τα αναμεμειγμένα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των πανεπιστημίων της Γένοβα, της Πάντοβα και της Νάπολης, να μεριμνήσουν για τη δίκαιη επίλυση των εν λόγω σύννομων αξιώσεων·

33.

υπενθυμίζει ότι μεταξύ των αναφορών που εξέτασε η Επιτροπή Αναφορών το 2007 συγκαταλέγεται —παρότι υποβλήθηκε για πρώτη φορά το 2006— η λεγόμενη αναφορά της «μίας έδρας», η οποία υποστηρίχθηκε από 1 250 000 πολίτες της ΕΕ και η οποία ζητά να έχει το Κοινοβούλιο μία μοναδική έδρα στις Βρυξέλλες· επισημαίνει ότι τον Οκτώβριο του 2007 ο Πρόεδρος ανέπεμψε την αναφορά στην Επιτροπή Αναφορών, η οποία κάλεσε στη συνέχεια το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει για το θέμα, έχοντας υπόψη ότι ο καθορισμός της έδρας του θεσμικού οργάνου διέπεται από τις διατάξεις της Συνθήκης και ότι αρμόδια για τη λήψη της σχετικής απόφασης είναι τα κράτη μέλη·

34.

αποφασίζει να επανεξετάσει κατά την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο την απόδοση της ονομασίας της Επιτροπής Αναφορών σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσει ότι η ονομασία αποδίδει τη φύση της Επιτροπής Αναφορών με κατανοητό τρόπο, πράγμα που φαίνεται ότι δεν ισχύει σήμερα σε ορισμένες γλώσσες και προκειμένου επίσης να τονίσει το στοιχείο της συμμετοχικής δημοκρατίας στο δικαίωμα αναφοράς· προτείνει τον όρο «Επιτροπή Αναφορών των Πολιτών» καθώς αυτός ενδέχεται να είναι περισσότερο κατανοητός·

35.

εκφράζει ανησυχία για τον αριθμό των αναφορών που του υποβλήθηκαν σχετικά με τα προβλήματα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της ΕΕ, οι οποίοι είναι εκπατρισμένοι ή ανήκουν σε κάποια μειονότητα σε κράτος μέλος· καλεί όλα τα κράτη μέλη να σεβαστούν τις ρυθμίσεις υπέρ όλων των πολιτών και των νομίμων κατοίκων της ΕΕ προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συμμετοχή τους στις προσεχείς εκλογές της ΕΕ·

36.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών, στις επιτροπές αναφορών τους και στους εθνικούς τους διαμεσολαβητές ή παρεμφερείς αρμόδιους φορείς.


(1)  ΕΕ C 146 E της 12.6.2008, σ. 340.

(2)  Οδηγία του Συμβουλίου 85/337/ΕΟΚ της 27ης Ιουνίου 1985 σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40).


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/49


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Η κατάσταση και οι προοπτικές της γεωργίας στις ορεινές περιοχές

P6_TA(2008)0438

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κατάσταση και τις προοπτικές της γεωργίας στις ορεινές περιοχές (2008/2066(INI))

2010/C 8 E/09

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 σχετικά με τα 25 χρόνια εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας για τη γεωργία στις ορεινές περιοχές (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Φεβρουαρίου 2006 σχετικά με την εφαρμογή μιας δασικής στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Μαρτίου 2008 σχετικά με τον «έλεγχο της υγείας» της ΚΑΠ (3),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της Επιτροπής των Περιφερειών με τίτλο «Για μια Πράσινη Βίβλο — Προς μια πολιτική της ΕΕ για τα όρη: ένα ευρωπαϊκό όραμα για τους ορεινούς όγκους» (4),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A6-0327/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορεινές περιοχές αποτελούν το 40 % του εδάφους της Ευρώπης και είναι πατρίδα του 19 % των πολιτών της Ευρώπης,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία, η Αυστρία και η Πορτογαλία οι ορεινές περιοχές καλύπτουν τμήμα μεγαλύτερο από το 50 % της επικράτειας τους και ότι στις εν λόγω περιοχές ο αγροτικός πληθυσμός παραμένει σημαντική συνιστώσα,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορεινές περιοχές (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) είναι τοπία πολιτιστικού ενδιαφέροντος που αντικατοπτρίζουν την αρμονική αλληλεπίδραση ανθρώπου και βιοσυστημάτων και ανήκουν στη φυσική κληρονομιά,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορεινές περιοχές υφίστανται έντονα τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών και των ακραίων καιρικών φαινομένων όπως ξηρασία, πυρκαγιές κλπ.,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το τοπίο των ορεινών περιοχών δεν είναι ενιαίο αλλά αποτελείται από διάφορα είδη ορεινών όγκων με διαφορετικό υψόμετρο (υψηλά όρη, υψίπεδα, παγετώνες, αντιπαραγωγικές περιοχές),

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορεινές περιοχές διακρίνονται εξαιτίας ειδικών παραγόντων (πλαγιές, υψομετρικές διαφορές, αδυναμία πρόσβασης, ανάπτυξη, συντομότερες φυσικές περίοδοι ανάπτυξης, χαμηλή ποιότητα εδάφους, καιρικές και ειδικές κλιματικές συνθήκες) από άλλα φυσικά τοπία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πάσχουν από μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα με αποτέλεσμα την σταδιακή απερήμωσή τους και τη μείωση της γεωργικής παραγωγής στις εν λόγω περιοχές,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορεινές περιοχές (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) διαθέτουν δυναμικό ή αποτελούν πρότυπα για υψηλής αξίας προϊόντα, υπηρεσίες και περιοχές αναψυχής, που μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνιμα μόνο με μια ολοκληρωμένη χρησιμοποίηση των πόρων και παραδόσεων με μακρόπνοο χαρακτήρα,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις ορεινές περιοχές παράγονται κτηνοτροφικά προϊόντα ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών και ότι στην παραγωγική τους διαδικασία πραγματοποιείται ολοκληρωμένη και αειφόρα αξιοποίηση των φυσικών πόρων, των βοσκοτόπων και των ειδικών προσαρμοσμένων ποικιλιών νομευτικών φυτών, αλλά και αξιοποίηση της παραδοσιακής τεχνολογίας,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα βουνά (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) είναι «πολυλειτουργικοί» οικότοποι όπου η οικονομία και η γεωργία είναι στενά συνδεδεμένες με κοινωνικούς, πολιτισμικούς και οικολογικούς παράγοντες και ότι ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να υποστηριχθούν οικονομικά οι περιοχές αυτές με τη διάθεση των κατάλληλων πόρων,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εξαιτίας μόνιμων διαρθρωτικών ελλειμμάτων, η οικονομία των ορεινών περιοχών είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας και εξαρτάται μακροπρόθεσμα από τη διαφοροποίηση και εξειδίκευση των διαδικασιών παραγωγής,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν ήδη ευρωπαϊκές συμβάσεις για την προστασία ορισμένων ορεινών περιοχών, όπως η Σύμβαση για την προστασία των Άλπεων της 7ης Νοεμβρίου 1991 (Σύμβαση των Άλπεων) και η Σύμβαση πλαίσιο για την προστασία και τη βιώσιμη ανάπτυξη των Καρπαθίων της 22ας Μαΐου 2003 (Σύμβαση των Καρπαθίων), που αποτελούν σημαντικά μέσα μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τις ορεινές περιοχές, η οποία παρουσιάζει ωστόσο έλλειμμα ως προς την επικύρωση και την εφαρμογή της,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η γεωργία, η δασοκομία και η διαχείριση βοσκοτόπων που συχνά ασκούνται συνδυαστικά στις ορεινές περιοχές αποτελούν παράδειγμα οικολογικής ισορροπίας που δεν πρέπει να αγνοηθεί,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πλειονότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων των ορεινών περιοχών είναι οικογενειακές επιχειρήσεις με αυξημένο οικονομικό κίνδυνο,

1.

επισημαίνει τις τεράστιες διαφορές στις προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη μέλη για τις ορεινές περιοχές (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) οι οποίες βασίζονται σε μια καθαρά τομεακή και όχι σφαιρική ανάπτυξη, καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχει συναφώς ολοκληρωμένο κοινοτικό πλαίσιο (όπως για παράδειγμα για τις θαλάσσιες περιοχές: COM(2007)0574)·

2.

τονίζει ότι το άρθρο 158 της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τη συνοχή, όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, χαρακτηρίζει τις ορεινές περιοχές πάσχουσες από σοβαρά και μόνιμα μειονεκτήματα, ενώ αναγνωρίζει την πολυμορφία τους και θεωρεί αναγκαίο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές αυτές· εκφράζει, ωστόσο, τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει καταφέρει ακόμη να εκπονήσει ολοκληρωμένη στρατηγική για την αποτελεσματική στήριξη των ορεινών περιοχών και των άλλων περιοχών που παρουσιάζουν μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα, παρά τα πολυάριθμα σχετικά αιτήματα του Κοινοβουλίου·

3.

τονίζει την ανάγκη για καλό συντονισμό στο πλαίσιο των διαφόρων κοινοτικών πολιτικών που στοχεύουν στη διασφάλιση αρμονικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε περιοχές, όπως οι ορεινές περιοχές, που παρουσιάζουν από μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα· εκφράζει την ανησυχία του, εν προκειμένω, για τη χρησιμότητα του διαχωρισμού της κοινοτικής πολιτικής συνοχής από την ανάπτυξη της υπαίθρου κατά την τρέχουσα περίοδο προγραμματισμού 2007-2013 (που προκύπτει από την ενσωμάτωση του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης στην Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ)· θεωρεί ότι η νέα αυτή προσέγγιση πρέπει να παρακολουθείται στενά προκειμένου να αξιολογηθεί ο αντίκτυπός της στην περιφερειακή ανάπτυξη·

4.

επισημαίνει ότι οι ορεινές περιοχές παρουσιάζουν μειονεκτήματα τα οποία δυσχεραίνουν την προσαρμογή της γεωργίας στις ανταγωνιστικές συνθήκες και συνεπάγονται πρόσθετο κόστος με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η παραγωγή πολύ ανταγωνιστικών προϊόντων σε χαμηλές τιμές·

5.

προτείνει, ενόψει της Πράσινης Βίβλου για την εδαφική συνοχή, που πρόκειται να εγκριθεί το φθινόπωρο του 2008, και σύμφωνα με τους στόχους της εδαφικής ατζέντας και της Ευρωπαϊκής Προοπτικής για τη Χωροταξική Ανάπτυξη, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, να υιοθετήσει μια εδαφική προσέγγιση προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα διαφόρων τύπων ορεινών περιοχών και να προβλέψει τέτοια μέτρα στο πλαίσιο της επόμενης νομοθετικής δέσμης για τα διαρθρωτικά ταμεία·

6.

επιθυμεί να αναπτύξει η Επιτροπή μια πραγματική ολοκληρωμένη στρατηγική για τις ορεινές περιοχές σε επίπεδο ΕΕ και θεωρεί ότι μια σχετική με το θέμα αυτό Πράσινη Βίβλος θα αποτελέσει το πρώτο σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση· ζητεί από την Επιτροπή να δρομολογήσει ευρεία δημόσια διαβούλευση με τη συμμετοχή περιφερειακών και τοπικών αρχών, κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών φορέων, καθώς και εθνικών και ευρωπαϊκών ενώσεων που εκπροσωπούν περιφερειακές αρχές ορεινών περιοχών, προκειμένου να εκτιμηθεί καλύτερα η κατάσταση σε αυτές τις περιοχές·

7.

επιδοκιμάζει την Πράσινη Βίβλο για την εδαφική συνοχή ως προσέγγιση για τις διάφορες κατηγορίες περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απευθύνει σε αυτό το πλαίσιο έκκληση για μια κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) με τη μορφή πρώτου και δεύτερου πυλώνα, προκειμένου να καταστεί δυνατόν οι γενικές οικονομικές συνθήκες, ενόψει των διεθνών προκλήσεων, να επηρεασθούν αποτελεσματικά στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς όφελος μιας λειτουργικής και πολυλειτουργικής ορεινής γεωργίας· τονίζει ότι για τον σκοπό αυτόν απαιτούνται και μέσα που αφορούν την παραγωγική λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφορών γάλακτος·

8.

καλεί ταυτόχρονα την Επιτροπή να εκπονήσει, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρησιμοποίηση των πόρων των ορεινών περιοχών (στρατηγική της ΕΕ για τις ορεινές περιοχές) εντός έξι μηνών από την έγκριση του παρόντος ψηφίσματος· ζητεί, επίσης, να εκπονηθούν σε αυτήν τη βάση, εθνικά προγράμματα δράσης με συγκεκριμένα μέτρα εφαρμογής, μετά από συνεννόηση με τις τοπικές αρχές και με εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών που γνωρίζουν και προασπίζουν τα τοπικά συμφέροντα και ανάγκες επί τόπου (π.χ. τις διάφορες μορφές ορεινών όγκων), λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις υφιστάμενες περιφερειακές πρωτοβουλίες·

9.

υπογραμμίζει τη σημασία της οριοθέτησης των ορεινών περιοχών ως προϋπόθεσης για στοχοθετημένα μέτρα, κυρίως για την ορεινή γεωργία, και την ανάγκη κατάλληλης διαφοροποίησης αυτών των περιοχών ανάλογα με το μέτρο των φυσικών μειονεκτημάτων, που πρέπει να ελέγχεται από τα κράτη μέλη βάσει της σημερινής εικόνας των περιοχών·

10.

ζητεί από την Επιτροπή για λόγους μεταφοράς γνώσης και προαγωγής της καινοτομίας μια επισκόπηση των προγραμμάτων και έργων που χρηματοδοτήθηκαν και αφορούν θέματα σημαντικά για τις ορεινές περιοχές·

11.

ζητεί από την Επιτροπή, στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας του δικτύου παρατήρησης ευρωπαϊκού χωρικού σχεδιασμού, να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των περιοχών που παρουσιάζουν από μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα, όπως είναι οι ορεινές περιοχές· θεωρεί ότι η εμπεριστατωμένη και ενδελεχής γνώση της κατάστασης, όσον αφορά τις ορεινές περιοχές, είναι απαραίτητη προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη διαφοροποιημένων μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εν λόγω περιοχών·

12.

δίνει έμφαση στον ρόλο της ορεινής γεωργίας για την παραγωγή, τη γενική διατήρηση και χρησιμοποίηση του φυσικού τοπίου, καθώς και ως πολυλειτουργικής βάσης για άλλους κλάδους της οικονομίας και ως χαρακτηριστικού στοιχείου παραδοσιακών πολιτιστικών τοπίων και κοινωνικών ιστών·

13.

θεωρεί ότι πολλές ορεινές περιοχές πρέπει να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις της αστικοποίησης επειδή είναι ελκυστικές για τον τουρισμό και ταυτόχρονα να προστατεύσουν το παραδοσιακό τοπίο, το οποίο χάνει τον αγροτικό του χαρακτήρα, την ομορφιά και την αξία του που είναι σημαντικά για το οικοσύστημα·

14.

σημειώνει ότι η γεωργία σε ορεινές περιοχές (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) απαιτεί μεγαλύτερες προσπάθειες (μεταξύ άλλων μεγάλη ένταση εργασίας και ανάγκη για χειρωνακτική εργασία) και υψηλότερο κόστος (π.χ. ειδικά μηχανήματα και υψηλότερο κόστος μεταφοράς) εξαιτίας φυσικών δεδομένων και κινδύνων·

15.

ζητεί να ληφθεί περισσότερο υπόψη ιδίως η πολυλειτουργικότητα της ορεινής γεωργίας στις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ, με την προσαρμογή των οδηγιών πλαίσιο για την ανάπτυξη της υπαίθρου και των εθνικών προγραμμάτων στον ρόλο των αγροτών των ορεινών περιοχών όχι μόνο ως παραγωγών, αλλά και ως εκείνων που προετοιμάζουν οικονομικά τον δρόμο για άλλους τομείς, και να δοθούν δυνατότητες συνεργειακής συνεργασίας (μεταξύ άλλων χρηματοδότηση έργων οικολογικού τουρισμού και διάθεση ποιοτικών προϊόντων στην αγορά κ.λπ.)· επισημαίνει ιδίως την ανάγκη της οικονομικής αντιστάθμισης της προσφοράς της ορεινής γεωργίας στο περιβάλλον·

16.

εκφράζει την εκτίμησή του για την εργασία των αγροτών των ορεινών περιοχών· παρατηρεί ότι οι σχετικές συνθήκες της γεωργίας στις ορεινές περιοχές (πρωτίστως η απόκτηση συμπληρωματικού εισοδήματος, η ισορροπία ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής και η δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας) δεν πρέπει να γίνονται πιο δύσκολες εξαιτίας της γραφειοκρατίας, αλλά πρέπει να βελτιωθούν με τη συνέργεια τομεακών πολιτικών· καλεί την Επιτροπή και τις αρμόδιες επιτροπές (επιτροπολογίας) να επανεξετάσουν τις υφιστάμενες και μελλοντικές διατάξεις (ιδίως αναφορικά με την υποχρέωση τήρησης μητρώων) σύμφωνα με το πνεύμα της πρωτοβουλίας για βελτίωση της νομοθεσίας και να τις κάνουν λιγότερο αυστηρές με στόχο την ευρεία απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών·

17.

υπογραμμίζει ότι οι αντισταθμιστικές πληρωμές για τις ορεινές περιοχές (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) θα πρέπει να συνεχισθούν, και να προσανατολίζονται στο μέλλον αποκλειστικά προς την αντιστάθμιση της διαρκούς μειονεκτικής κατάστασης και των πρόσθετων δαπανών εξαιτίας των δυσκολιών διαχείρισης, ότι οι πληρωμές αυτές δικαιολογούνται μακροπρόθεσμα λόγω της έλλειψης εναλλακτικής παραγωγής και ότι η πλήρης αποδέσμευση θα οδηγούσε σε συστηματική μείωση των δραστηριοτήτων σε όλους τους τομείς· τονίζει ότι οι ανάγκες των ορεινών περιοχών δεν μπορούν να καλυφθούν μόνο μέσω της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη της υπαίθρου·

18.

ζητεί μεγαλύτερη ενίσχυση των νέων αγροτών και ισότητα ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες (ιδίως με μέτρα φιλικά για την οικογένεια, τη ρύθμιση της πλήρους και μερικής απασχόλησης, τα συνδυαστικά πρότυπα αμοιβών, τα πρότυπα δευτερεύουσας απασχόλησης, την ισορροπία οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής και την δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας) διότι είναι καθοριστικοί παράγοντες για τη ζωή τους· καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί με τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων προσεγγίσεις στο πλαίσιο των προβληματισμών και των σχεδίων που αφορούν την ευελιξία με ασφάλεια·

19.

ζητεί να διατηρηθεί η δημογραφική ισορροπία στις περιοχές αυτές που αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα εξαιτίας της αστυφιλίας που εκδηλώνει ο πληθυσμός·

20.

είναι πεπεισμένο ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διατήρηση επαρκούς πληθυσμιακής πυκνότητας στις ορεινές περιοχές, καθώς και ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα κατά της απερήμωσης και για την προσέλκυση νέων πληθυσμών·

21.

τονίζει την σημασία διασφάλισης υψηλού επιπέδου υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, βελτίωσης της προσβασιμότητας, της διασύνδεσης των ορεινών περιοχών και της παροχής των απαραίτητων υποδομών, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης, της οικονομίας με βάση τη γνώση, των δικτύων επικοινωνιών και των μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένης της ευρυζωνικής πρόσβασης), προκειμένου να διευκολυνθεί η σύνδεση των αγορών των ορεινών και των αστικών περιοχών· καλεί τις αρμόδιες αρχές να προωθήσουν εταιρικές σχέσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για αυτούς τους σκοπούς·

22.

υπογραμμίζει ότι οι ενώσεις παραγωγών και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι συλλογικές πρωτοβουλίες διάθεσης προϊόντων των αγροτών και οι διατομεακές εταιρικές σχέσεις, που δημιουργούν προστιθέμενη αξία στην περιοχή μέσω μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης ανάπτυξης (π.χ. ομάδες Leader), συνεισφέρουν στη σταθερότητα και τη θέση που καταλαμβάνει η γεωργική παραγωγή στις αγορές όσον αφορά το εισόδημα και ως εκ τούτου πρέπει να ενισχυθούν περισσότερο βάσει σχεδίων αειφόρου διαχείρισης·

23.

ζητεί χωριστή οικονομική ενίσχυση για τη γαλακτοκομία, (μονάδες παραγωγής και μονάδες επεξεργασίας γάλακτος) η οποία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο για τις ορεινές περιοχές (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα), ελλείψει άλλων δυνατοτήτων παραγωγής· ζητεί να εκπονηθεί μια στρατηγική «ομαλής προσγείωσης» για τις ορεινές περιοχές κατά την αναθεώρηση των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, και να ληφθούν συνοδευτικά μέτρα (ειδικές πληρωμές) για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων, η οποία θα αφήνει το απαραίτητο περιθώριο για την εφαρμογή των διαδικασιών προσαρμογής και διατηρεί τις βάσεις της γεωργίας· ζητεί να διατεθούν πρόσθετοι πόροι από τον πρώτο πυλώνα, κυρίως υπό μορφή πριμοδότησης για τις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής·

24.

καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν, δίδοντας έμφαση στη στήριξη μιας βιώσιμης και προσαρμοσμένης στις ορεινές περιοχές γεωργίας, πρόσθετες πληρωμές ανά εκτάριο για τη βιολογική γεωργία και την εκτατική διαχείριση βοσκοτόπων, καθώς και ενίσχυση των επενδύσεων σε εγκαταστάσεις εκτροφής ζώων με συνθήκες σύμφωνες με το είδος τους·

25.

υπενθυμίζει ότι οι επιχειρήσεις παράγουν ποιοτικά προϊόντα στις ορεινές περιοχές χάρη στη σύγχρονη χρησιμοποίηση παραδοσιακών γνώσεων και μεθόδων παραγωγής, ότι είναι καίριος παράγων για τις θέσεις εργασίας και ότι ως εκ τούτου πρέπει να ληφθούν υπόψη στα συστήματα ενίσχυσης της ΕΕ·

26.

ζητεί να ληφθούν ιδιαίτερα μέτρα στήριξης, εξαιτίας του μεγάλου κόστους και εργασίας, ιδίως όσον αφορά τη μεταφορά και παράδοση γάλακτος και γαλακτοκομικών από και προς τις πεδινές περιοχές· επαναλαμβάνει το αίτημά του να συσταθεί πριμοδότηση για γαλακτοφόρες αγελάδες στις ορεινές περιοχές·

27.

υπογραμμίζει τη διατομεακή σημασία των χαρακτηριστικών περιφερειακών και παραδοσιακών (ποιοτικών) προϊόντων· ζητεί να συμπεριληφθούν στην στρατηγική της ΕΕ για τις ορεινές περιοχές μέτρα για την προστασία και την προώθηση αυτών των προϊόντων ή των διαδικασιών παραγωγής τους και την πιστοποίησή τους (π.χ. όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 509/2006 του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2006, για τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που χαρακτηρίζονται ως εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα (5) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (6) καθώς και τη διαφύλαξή τους από απομιμήσεις· ζητεί να προβλεφθεί στα κοινοτικά προγράμματα στήριξης ειδική διάταξη για τα τρόφιμα υψηλής ποιότητας (π.χ. εκείνα που προέρχονται από ορεινά λιβάδια, προϊόντα τυροκομείων καθώς και υψηλής ποιότητας κρέας)·

28.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν ομάδες παραγωγών και τοπικές κοινότητες στην καθιέρωση περιφερειακών σημάτων ποιότητας σύμφωνα με την παράγραφο 27· προτείνει η υποστήριξη να υλοποιηθεί με τη βελτίωση της ενημέρωσης και την κατάλληλη εκπαίδευση των αγροτών και των τοπικών μονάδων μεταποίησης τροφίμων, καθώς και μέσω οικονομικής ενίσχυσης για τη δημιουργία τοπικών μονάδων μεταποίησης τροφίμων και για εκστρατείες προαγωγής της διάθεσης των προϊόντων·

29.

ζητεί ένα ταμείο για τις μειονεκτούσες περιοχές στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονται οι ορεινές περιοχές (μεταξύ άλλων με πόρους από τον δεύτερο πυλώνα που δεν χρησιμοποιούνται εξαιτίας έλλειψης εθνικής συγχρηματοδότησης)·

30.

ζητεί να εξασφαλιστούν μέσω του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (7), η στοχοθετημένη ειδική οικονομική ενίσχυση των ορεινών περιοχών, η συγκεκριμένη και μη γραφειοκρατική πρόσβαση σε αυτήν, καθώς επίσης να αυξηθεί στο 20 % το ανώτατο όριο των πόρων του άρθρου 69·

31.

τονίζει ότι οι ορεινές περιοχές μπορούν να προσφέρουν την παραγωγή υψηλής ποιότητας αγροτικών προϊόντων και να συμβάλλουν στην διοχέτευση μεγαλύτερης ποικιλίας αγροτικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά, στη διατήρηση ορισμένων ειδών ζώων και φυτών, στην τήρηση των παραδόσεων, στην προώθηση των βιομηχανικών και τουριστικών δραστηριοτήτων καθώς και στην αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος προστατεύοντας τη βιοποικιλότητα και δεσμεύοντας το CO2 μέσω μόνιμων βοσκότοπων και δασών και ότι η βιώσιμη εκμετάλλευση των δασών θα καταστήσει δυνατή την παραγωγή ενέργειας μέσω της χρήσης υπολειμμάτων ξύλου·

32.

ζητεί τα συμφέροντα των κτηνοτρόφων και εκτροφέων ζώων (ιδίως αυτοχθόνων ειδών) των ορεινών περιοχών, ενόψει των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και τις πιέσεις που υφίστανται, να ληφθούν υπόψη στις διατάξεις για την υγεία και την προστασία των ζώων και για την ενίσχυση της εκτροφής (π.χ. προγράμματα εκτροφής, τήρηση μητρώου κοπαδιών, έλεγχος απόδοσης)·

33.

υπογραμμίζει κατηγορηματικά ότι η Επιτροπή συμβάλλει με τις ενέργειές της στο πλαίσιο της πολιτικής του ανταγωνισμού και του διεθνούς εμπορίου στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών· καλεί σε αυτό το πλαίσιο την Επιτροπή να ανταποκριθεί περισσότερο και περισσότερο στοχοθετημένα στις ανάγκες αυτών των περιοχών σε μελλοντικές προσαρμογές, ιδίως κατά τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ως προς την ευελιξία όσον αφορά τις ρυθμίσεις για τις κρατικές ενισχύσεις και τη συμπερίληψη των δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφελείας στο δίκαιο του ανταγωνισμού·

34.

ζητεί να ληφθεί ειδική μέριμνα για τους κτηνοτρόφους των πυρόπληκτων ορεινών περιοχών, δεδομένου ότι για την επόμενη πενταετία οι συγκεκριμένοι βοσκότοποι απαιτούν περιορισμένη και προσεκτική χρήση·

35.

ζητεί να ληφθούν υπόψη στη «στρατηγική» τα είδη του τοπίου στις ορεινές περιοχές (ορεινά λιβάδια, δάση προστασίας, υψηλά όρη, υψίπεδα, λειμώνες, τοπία υψηλής αισθητικής) και να προβλεφθούν για τα ορεινά λιβάδια, τους βοσκότοπους, τα δάση και άλλες μειονεκτούσες και ευαίσθητες περιοχές σχέδια και κίνητρα προστασίας και αειφόρου χρησιμοποίησης προκειμένου να επιτευχθεί η αναβάθμιση, η αναχλόαση, η αντιδιαβρωτική προστασία, η ορθολογική διαχείριση υδάτων και να αποφευχθούν ανεπιθύμητα φαινόμενα όπως η παύση χρησιμοποίησης βοσκοτόπων που έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθουν σε άγρια κατάσταση ή σε κατάσταση υπερβόσκησης·

36.

υπογραμμίζει ότι για τη διατήρηση της ποικιλίας των ειδών είναι αναγκαίο να συσταθούν βάσεις δεδομένων για τη φύλαξη γενετικού υλικού αυτοχθόνων ειδών φυτών και ζώων, ιδίως των εγχώριων ζώων εκμετάλλευσης και της χλωρίδας των υψηλών βουνών· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν και πώς μπορεί να δρομολογηθεί πρωτοβουλία για διεθνές σχέδιο δράσης·

37.

υπογραμμίζει ότι σε ορισμένες ορεινές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στα νέα κράτη μέλη, εντείνεται ο κίνδυνος απερήμωσης και περιορισμού των κοινωνικών δραστηριοτήτων του τοπικού πληθυσμού και ότι επιπροσθέτως στις περιφέρειες αυτές επαπειλείται μείωση ή και παύση της γεωργικής δραστηριότητας, το οποίο είναι πιθανόν να επιφέρει αλλαγές στο τοπίο και το οικοσύστημα·

38.

υπογραμμίζει ότι η πριμοδότηση χορτολιβαδικών εκτάσεων έχει μεγάλη σημασία για τη διατήρηση των αγροτικών δραστηριοτήτων στις ορεινές περιοχές και πρέπει ως εκ τούτου να συνεχιστεί·

39.

υπογραμμίζει τη σημασία μιας μακροπρόθεσμης δασικής στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, τον φυσικό κύκλο και τη φυσική σύνθεση των συνδυασμών δασών και θα δημιουργήσει μηχανισμούς αποτροπής, αντιμετώπισης και αντιστάθμισης σε καταστάσεις κρίσεων (π.χ. καταιγίδες και δασικές πυρκαγιές) και κίνητρα για μια ολοκληρωμένη διαχείριση των δασών· εφιστά την προσοχή στις δυνατότητες βιώσιμου μετασχηματισμού και αναβάθμισης της ξυλείας και των προϊόντων ξυλείας των ορεινών περιοχών σε τοπικό επίπεδο (ως ποιοτικά προϊόντα με μικρό κόστος μεταφοράς και συνακόλουθη εξοικονόμηση CO2, κατασκευαστικό υλικό και βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς)·

40.

τονίζει τη σημασία του θέματος της διαχείρισης των υδάτων στις ορεινές περιοχές και καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει τοπικές και περιφερειακές αρχές στο να αναπτύξουν την αλληλεγγύη σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης χρηματοδότησης για να στηρίξει την αειφόρο χρήση των υδάτινων πόρων στις εν λόγω περιοχές·

41.

τονίζει ότι οι ορεινές περιοχές είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών και καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, τους αρμόδιους περιφερειακούς και τους τοπικούς φορείς να προωθήσουν την άμεση υλοποίηση μέτρων πρόληψης από φυσικές καταστροφές και ιδιαίτερα τις δασικές πυρκαγιές στις περιοχές αυτές·

42.

επισημαίνει ότι οι ορεινές περιοχές χρειάζονται νέα μέσα προστασίας του εδάφους τους από πλημμύρες (με έμφαση στην πρόληψη των πλημμυρών), ενώ οι αγρότες και οι δασοκαλλιεργητές μπορούν να στηρίξουν τα προληπτικά αντιπλημμυρικά μέτρα μέσω άμεσων πληρωμών βάσει της έκτασης, τις οποίες λαμβάνουν στο πλαίσιο της ΚΓΠ·

43.

επισημαίνει ότι πρέπει να προβλέπεται ως επιμέρους τμήμα της γεωργικής και δασοκομικής πρακτικής η πλήρης και ολοκληρωμένη αντιδιαβρωτική προστασία του εδάφους και των κτιρίων καθώς και η διατήρηση του υδροφόρου ορίζοντα προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος πλημμύρας και διάβρωσης του εδάφους και να αποφευχθούν η ξηρασία και οι πυρκαγιές στα δάση, καθώς και προκειμένου να αυξηθεί η παροχή επιφανειακών και υπόγειων υδάτων στην ύπαιθρο·

44.

υπογραμμίζει ότι τα δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων απαιτούν ιδιαίτερη φροντίδα ως οικονομικός κλάδος, ως περιοχή αναψυχής κοντά σε αστικά κέντρα και ως βιότοπος, και ότι η μη αειφόρος χρησιμοποίηση των δασών συνεπάγεται περιβαλλοντικούς κινδύνους και προβλήματα ασφαλείας (όπως κατολισθήσεις και χείμαρροι λάσπης) που πρέπει να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα μέτρα·

45.

υπενθυμίζει το σημείο 15 του ψηφίσματος της 16ης Φεβρουαρίου 2006, ότι πρέπει να επιδιωχθεί ο χωρισμός δασών και βοσκοτόπων στις ορεινές περιοχές και να θεσπιστεί η υποχρεωτική χάραξη μονοπατιών (για λόγους ασφαλείας γενικότερα)·

46.

υπενθυμίζει ότι τα βουνά συνιστούν φυσικούς και συχνά εθνικούς φραγμούς και έτσι καθίσταται ουσιαστική η διασυνοριακή, διεθνής και διαπεριφερειακή συνεργασία και η προαγωγή της όσον αφορά τα κοινά τους προβλήματα (π.χ. κλιματική αλλαγή, επιζωοτίες, εξαφάνιση βιοποικιλότητας)·

47.

επικροτεί τις προσπάθειες για την προαγωγή ενός αειφόρου τουρισμού και για την αποτελεσματική αξιοποίηση της φύσης ως «οικονομικού πλεονεκτήματος» μέσω νέων βιώσιμων και ταυτόχρονα παραδοσιακών σχεδίων για τον ελεύθερο χρόνο και τον αθλητισμό που θα λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες αυτών των περιοχών· υπογραμμίζει τον ρόλο εκείνων που αξιοποιούν τη φύση, διότι με το σεβασμό στη φύση συνεισφέρουν στη δική τους υγεία·

48.

προτρέπει τον καλύτερο συντονισμό της ανάπτυξης της υπαίθρου και της διαρθρωτικής στήριξης καθώς και την ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων·

49.

συνιστά να συνδυαστεί η ανάπτυξη της υπαίθρου με τη διαρθρωτική ενίσχυση και να δημιουργηθούν ενιαία προγράμματα·

50.

τονίζει τη σημασία της εκπόνησης μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στις διοικητικές διαδικασίες όπως είναι η χωροταξία, η αδειοδότηση κατασκευαστικών έργων και η ανακαίνιση κατοικιών μέσω πρακτικών που έχουν ως γνώμονα τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία του περιβάλλοντος και πολεοδομικές μελέτες, προκειμένου να διασφαλιστεί η αειφόρος ανάπτυξη στις ορεινές περιοχές· προτείνει την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των ορεινών περιοχών ούτως ώστε να προαχθεί η ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη και η χρήση καινοτομιών στην κτηματική ανάπτυξη, και με αυτό το στόχο ενθαρρύνει τις τοπικές πρωτοβουλίες και τις πρωτοβουλίες αποκέντρωσης, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων ορεινών περιοχών·

51.

υπογραμμίζει ότι οι εκτάσεις που είναι ακατάλληλες για καλλιέργεια και παραγωγή πρέπει να χρησιμοποιηθούν, μεταξύ άλλων, για τη διατήρηση των δασών, της αειφόρου θήρας, της αλιείας και για την προαγωγή αυτών των δραστηριοτήτων, προκειμένου να μην καταλήξουν σε άγρια κατάσταση και να προληφθούν οι πυρκαγιές, η διάβρωση και η μείωση της βιοποικιλότητας·

52.

υπογραμμίζει τη σημασία των ορεινών περιοχών (ιδιαίτερα τα υψηλά όρη και τα υψίπεδα) όσον αφορά την προστασία της φύσης, τη βιοποικιλότητα και τη φροντίδα για τους βιοτόπους· τονίζει ωστόσο ιδιαίτερα ότι είναι ανάγκη να διατηρηθεί η γεωργική και δασική διαχείριση σε περιοχές του προγράμματος Natura 2000 και τα φυσικά πάρκα και ζητεί μεγαλύτερη σύνδεση αυτών των περιοχών μέσω της καθιέρωσης μιας ελάχιστης προδιαγραφής για τις εκτάσεις περιβαλλοντικής αντιστάθμισης σε αγροτικές περιοχές (ενδεχομένως 5 %)·

53.

καλεί την Επιτροπή να υποστηρίξει κατά το δυνατόν τη συμπερίληψη ορεινών περιοχών στην παγκόσμια κληρονομιά και να αξιοποιήσει τις διεθνείς δυνατότητές της για την προστασία των ορεινών περιοχών·

54.

επισημαίνει την ύπαρξη μοναδικών υδάτων και πηγών στις ορεινές περιοχές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με βιώσιμο τρόπο ως φυσικά συστήματα άρδευσης, πόσιμο νερό και πηγές ενέργειας καθώς και για ιαματικό τουρισμό· υπογραμμίζει ότι απαιτείται αλληλεγγύη σε όλα τα επίπεδα όσον αφορά τη διαχείριση αυτών των υδάτων· υπογραμμίζει συναφώς και με σκοπό την πρόληψη ενδεχομένων συγκρούσεων, την ανάγκη να βρεθούν, μέσω συνεργασίας, λύσεις για τη χρησιμοποίηση των αποθεμάτων ύδατος στις οικείες περιοχές·

55.

καλεί την Επιτροπή να προωθήσει την εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Άλπεων για την ορεινή γεωργία, σε στενή συνεργασία με τα θεσμικά όργανα της Σύμβασης των Άλπεων, να υποστηρίξει όσο καλύτερα γίνεται τη δικτύωση της γεωργίας στις ορεινές περιοχές με άλλους τομείς της πολιτικής και, στο πλαίσιο αυτό, να προβεί στη λήψη των αναγκαίων σχετικών μέτρων προκειμένου να ολοκληρωθεί η επικύρωση όσων πρωτοκόλλων της Σύμβασης των Άλπεων δεν συγκαταλέγονται ακόμα στο κοινοτικό κεκτημένο και να προσχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση των Καρπαθίων·

56.

υπογραμμίζει τη σημασία του εθελοντισμού (ιδίως ομάδων διάσωσης ορειβατών, της πολιτικής προστασίας και φιλανθρωπικών οργανώσεων) για την παροχή υπηρεσιών και για την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά στα βουνά·

57.

εκφράζει την εκτίμησή του για το έργο των οργανώσεων και ερευνητικών ινστιτούτων που ασχολούνται με τις ορεινές περιοχές και υπογραμμίζει ότι πρέπει να γίνει χρήση της εμπειρογνωμοσύνης τους και να αξιοποιηθεί ο ζήλος τους για την επεξεργασία της στρατηγικής της ΕΕ για τις ορεινές περιοχές και παρόμοιων μέτρων·

58.

υπογραμμίζει τον ρόλο της ενίσχυσης της επαγγελματικής και εξωεπαγγελματικής κατάρτισης, αρχικής και συνεχούς, καθώς και των πρωτοβουλιών και προγραμμάτων για τη «διά βίου μάθηση», και με σκοπό τη διαφοροποίηση επαγγελματικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων·

59.

θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να γίνουν επενδύσεις σε προηγμένα τοπικά κέντρα κατάρτισης στον τομέα της γεωργικής οικονομίας των ορεινών περιοχών, ούτως ώστε να καταρτιστούν επαγγελματίες στη διαχείριση δραστηριοτήτων σε ορεινό περιβάλλον, στην προστασία της γης και στην ανάπτυξη της γεωργίας·

60.

ζητεί να ληφθεί ειδική μέριμνα για την διαφύλαξη των τοπίων καθώς και για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές καθώς επίσης να γεφυρωθεί το ψηφιακό χάσμα και να δοθεί πρόσβαση στα αποτελέσματα των προγραμμάτων πλαισίων για την έρευνα (π.χ. για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση)·

61.

υπογραμμίζει ότι για τη διατήρηση του πληθυσμού και της ανταγωνιστικότητας απαιτούνται αποτελεσματικές υπηρεσίες σε τοπικό επίπεδο· ζητεί να υποστηριχθούν στοχοθετημένα οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφελείας·

62.

υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να βασιστούμε σε βιώσιμες λύσεις ως προς την κινητικότητα και σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση μεταξύ διεθνών (διέλευση, διάδρομοι συνδυαστικών μεταφορών) και τοπικών απαιτήσεων (όπως πρόσβαση σε περιοχές με διάφορα υψόμετρα και αστική κινητικότητα)·

63.

ζητεί να ενισχυθούν οι ορεινές περιοχές όσον αφορά τη διαχείριση των μεταφορών, την προστασία από τον θόρυβο και τη διατήρηση του τοπίου, με μέτρα για τον περιορισμό των οδικών μεταφορών (π.χ. ενίσχυση των «ευαίσθητων ζωνών» στην οδηγία για το κόστος υποδομών (8)), δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τη βάση για καλύτερη ποιότητα ζωής και αειφόρο τουρισμό·

64.

υπογραμμίζει τη σημασία των «μεταβατικών εκτάσεων» μεταξύ των πεδινών και ορεινών περιοχών για τη δημιουργία υψηλής αξίας ιδιωτικών και δημοσίων φορέων υποδομής και παροχής υπηρεσιών (π.χ. πανεπιστήμια, αερολιμένες, νοσοκομεία)· ζητεί ενισχύσεις για τη βελτίωση των επιμέρους δυνατοτήτων πρόσβασης σε αυτούς τους φορείς, ιδίως στον τομέα των δημόσιων μέσων μεταφοράς·

65.

υπογραμμίζει ότι χάρη στην έξυπνη χρησιμοποίηση πολλών διαφορετικών πηγών ενέργειας, οι ορεινές περιοχές αποτελούν πρότυπα ως προς τη διαφοροποιημένη σύνθεση ενεργειακού μίγματος, τις κατασκευαστικές λύσεις με καλή ενεργειακή απόδοση και τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς και ότι πρέπει να υποστηριχθούν οι ερευνητικές προσπάθειες με τέτοια κατεύθυνση· υπογραμμίζει ωστόσο ότι η ανάπτυξη βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς δεν πρέπει να οδηγήσει σε ανταγωνισμό μεταξύ των εκτάσεων που προορίζονται για την παραγωγή πρώτων υλών για τα βιοκαύσιμα (αγρανάπαυση, αμειψισπορά) και των βοσκοτόπων·

66.

συνιστά στα κράτη μέλη να βελτιώσουν τη διάρθρωση και τις διαδικασίες παροχής οικονομικής ενίσχυσης προοριζόμενης να στηρίξει την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών και παράλληλα να απλοποιήσουν τις διοικητικές διαδικασίες και την πρόσβαση σε πόρους που προορίζονται για τη στήριξη της προστασίας και της αειφόρου χρήσης των πλεονεκτημάτων μιας περιοχής: της πολιτιστικής κληρονομιάς και των φυσικών και ανθρώπινων πόρων·

67.

θεωρεί ότι η αειφόρος, εκσυγχρονισμένη και πολυλειτουργική γεωργία είναι απαραίτητη στις ορεινές περιοχές για την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων, όπως την ανάπτυξη των βιοκαυσίμων και του αγροτουρισμού και για την αύξηση του εισοδήματος των εκεί πληθυσμών και καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να λάβουν ιδιαίτερα υπόψη τις ανάγκες των ορεινών περιοχών στα πλαίσια της ΚΓΠ και της περιφερειακής πολιτικής: την έλευση νέων αγροτών, την αποζημίωση για τις πρόσθετες δαπάνες εξαιτίας του προβλήματος της μη προσβασιμότητας, για παράδειγμα όσον αφορά τη συλλογή γάλακτος, τη συντήρηση των υπηρεσιών στις αγροτικές περιοχές και την ανάπτυξη της υποδομής των μεταφορών·

68.

υπογραμμίζει τον ευάλωτο χαρακτήρα των βουνών και των παγετώνων έναντι της κλιματικής αλλαγής λόγω των τοπογραφικών τους χαρακτηριστικών και των διαρθρωτικών τους μειονεκτημάτων, αλλά επισημαίνει και το δυναμικό τους ως «εργαστηρίων ελέγχου» για καινοτόμες τεχνολογίες μίμησης της φύσης με σκοπό την προστασία του κλίματος· καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί μια διαφοροποιημένη κλιματική πολιτική σχετικά με τις ορεινές περιοχές χρησιμοποιώντας και τις ήδη υφιστάμενες γνώσεις όπως της Σύμβασης των Άλπεων και της Σύμβασης των Καρπαθίων· ζητεί να αναληφθούν ερευνητικές δραστηριότητες και να εγκριθούν μεταβατικά μέτρα στον τομέα αυτόν·

69.

ζητεί ο συντονισμός για τις ορεινές περιοχές και τις μειονεκτούσες περιοχές να γίνεται σε λειτουργική συνάρτηση με την ΚΓΠ και τον δεύτερο πυλώνα (την αγροτική ανάπτυξη)·

70.

υπογραμμίζει ότι η βιώσιμη γεωργία και η ανάπτυξη των ορεινών περιοχών δεν είναι σημαντικές μόνο για τον πληθυσμό των εν λόγω περιοχών, αλλά και για τους πληθυσμούς των όμορων περιοχών (π.χ. των πεδινών περιοχών), και ως εκ τούτου η στρατηγική της ΕΕ για τις ορεινές περιοχές θα επηρεάσει και την αειφορία αυτών των όμορων περιοχών όσον αφορά την υδροδότηση, τη σταθερότητα του περιβάλλοντος, τη βιοποικιλότητα, την ισόρροπη κατανομή του πληθυσμού και την πολιτισμική ποικιλομορφία· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει, κατά τη διαμόρφωση της στρατηγικής της ΕΕ, το πώς μπορούν να συμπεριληφθούν επωφελώς στη στρατηγική οι υφιστάμενες πρωτοβουλίες για την ενσωμάτωση των ορεινών περιοχών και των ομόρων περιοχών·

71.

αναθέτει στην Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου να παρακολουθήσει την πορεία του παρόντος ψηφίσματος στο Συμβούλιο και την Επιτροπή·

72.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 72 E της 21.3.2002, σ. 354.

(2)  ΕΕ C 290 Ε της 29.11.2006, σ. 413.

(3)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0093.

(4)  Επιτροπή Περιφερειών, 23-2008.

(5)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(7)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1.

(8)  Οδηγία 2006/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/62/ΕΚ περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 8).


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/57


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Σταλινισμού και του Ναζισμού

P6_TA(2008)0439

Δήλωση του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου σχετικά με την ανακήρυξη της 23ης Αυγούστου ως Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα Θύματα του Σταλινισμού και του Ναζισμού

2010/C 8 E/10

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το απαράγραφο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου,

έχοντας υπόψη τα ακόλουθα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών: Άρθρο 1: την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Άρθρο 2: το δικαίωμα στη ζωή, Άρθρο 3: την απαγόρευση των βασανιστηρίων και Άρθρο 4: την απαγόρευση της δουλείας και της αναγκαστικής εργασίας,

έχοντας υπόψη το ψήφισμα 1481 (2006) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την καταδίκη των εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων,

έχοντας υπόψη το άρθρο 116 του Κανονισμού του,

A.

εκτιμώντας ότι το Σύμφωνο Molotov-Ribbentrop της 23ης Αυγούστου 1939 μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας χώρισε την Ευρώπη σε δύο σφαίρες επιρροής με μυστικά πρόσθετα πρωτόκολλα,

Β.

εκτιμώντας ότι οι μαζικές εκτοπίσεις, οι δολοφονίες και οι υποδουλώσεις που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο των επιθέσεων του σταλινισμού και του ναζισμού εμπίπτουν στην κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας,

Γ.

εκτιμώντας ότι, βάσει του διεθνούς δικαίου, οι νόμιμες παραγραφές δεν ισχύουν για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας,

Δ.

εκτιμώντας ότι η επιρροή και η σημασία του σοβιετικού καθεστώτος και της σοβιετικής κατοχής για τους πολίτες των μετακομμουνιστικών κρατών παραμένουν ελάχιστα γνωστά στην Ευρώπη,

Ε.

εκτιμώντας ότι το άρθρο 3 της απόφασης αριθ. 1904/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση του προγράμματος «Ευρώπη για τους Πολίτες» για την περίοδο 2007-2013 με σκοπό την προώθηση της ενεργού συμμετοχής του ευρωπαίου πολίτη στα κοινά (1), καθιέρωσε τη δράση «Ενεργός Ευρωπαϊκή Μνήμη», που στοχεύει να εμποδίσει οποιαδήποτε επανάληψη των εγκλημάτων του ναζισμού και του σταλινισμού,

1.

Προτείνει να ανακηρυχθεί η 23η Αυγούστου Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Σταλινισμού και του Ναζισμού, με σκοπό τη διατήρηση της μνήμης των θυμάτων των μαζικών εκτοπίσεων και εξοντώσεων, και ταυτόχρονα, την εδραίωση της δημοκρατίας καθώς και την ενίσχυση της ειρήνης και της σταθερότητας στην ήπειρο μας·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα δήλωση, συνοδευόμενη από τα ονόματα των υπογραφόντων, στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ L 378 της 27.12.2006, σ. 32.


Κατάλογος υπογραφόντων

Jim Allister, Alexander Alvaro, Jan Andersson, Georgs Andrejevs, Laima Liucija Andrikienė, Εμμανουήλ Αγγέλακας, Roberta Angelilli, Robert Atkins, John Attard-Montalto, Elspeth Attwooll, Inés Ayala Sender, Liam Aylward, Maria Badia i Cutchet, Enrique Barón Crespo, Alessandro Battilocchio, Edit Bauer, Jean Marie Beaupuy, Christopher Beazley, Zsolt László Becsey, Bastiaan Belder, Ivo Belet, Irena Belohorská, Monika Beňová, Rolf Berend, Sergio Berlato, Giovanni Berlinguer, Adam Bielan, Šarūnas Birutis, Sebastian Valentin Bodu, Guy Bono, Mario Borghezio, Josep Borrell Fontelles, Victor Boștinaru, John Bowis, Sharon Bowles, Iles Braghetto, Elmar Brok, Danutė Budreikaitė, Cristian Silviu Bușoi, Philippe Busquin, Simon Busuttil, Jerzy Buzek, Martin Callanan, Mogens Camre, Luis Manuel Capoulas Santos, Marco Cappato, David Casa, Paulo Casaca, Michael Cashman, Françoise Castex, Giuseppe Castiglione, Jean-Marie Cavada, Charlotte Cederschiöld, Jorgo Chatzimarkakis, Ole Christensen, Sylwester Chruszcz, Philip Claeys, Luigi Cocilovo, Daniel Cohn-Bendit, Richard Corbett, Dorette Corbey, Titus Corlățean, Corina Crețu, Brian Crowley, Magor Imre Csibi, Marek Aleksander Czarnecki, Ryszard Czarnecki, Daniel Dăianu, Joseph Daul, Dragoș Florin David, Antonio De Blasio, Arūnas Degutis, Véronique De Keyser, Gérard Deprez, Marie-Hélène Descamps, Nirj Deva, Christine De Veyrac, Mia De Vits, Jolanta Dičkutė, Gintaras Didžiokas, Koenraad Dillen, Alexandra Dobolyi, Valdis Dombrovskis, Beniamino Donnici, Bert Doorn, Den Dover, Petr Duchoň, Bárbara Dührkop Dührkop, Andrew Duff, Árpád Duka-Zólyomi, Constantin Dumitriu, Michl Ebner, Lena Ek, Saïd El Khadraoui, Maria da Assunção Esteves, Edite Estrela, Jonathan Evans, Robert Evans, Göran Färm, Richard Falbr, Carlo Fatuzzo, Szabolcs Fazakas, Markus Ferber, Emanuel Jardim Fernandes, Francesco Ferrari, Petru Filip, Hélène Flautre, Alessandro Foglietta, Hanna Foltyn-Kubicka, Nicole Fontaine, Glyn Ford, Ingo Friedrich, Urszula Gacek, Michael Gahler, Kinga Gál, Milan Gaľa, Iratxe García Pérez, Patrick Gaubert, Jas Gawronski, Eugenijus Gentvilas, Γεώργιος Γεωργίου, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Adam Gierek, Maciej Marian Giertych, Neena Gill, Béla Glattfelder, Bogdan Golik, Bruno Gollnisch, Ana Maria Gomes, Alfred Gomolka, Donata Gottardi, Genowefa Grabowska, Dariusz Maciej Grabowski, Vasco Graça Moura, Ingeborg Gräßle, Lissy Gröner, Elly de Groen-Kouwenhoven, Françoise Grossetête, Ignasi Guardans Cambó, Ambroise Guellec, Zita Gurmai, Catherine Guy-Quint, Małgorzata Handzlik, Gábor Harangozó, Malcolm Harbour, Marian Harkin, Joel Hasse Ferreira, Satu Hassi, Christopher Heaton-Harris, Gyula Hegyi, Erna Hennicot-Schoepges, Jeanine Hennis-Plasschaert, Edit Herczog, Jim Higgins, Mary Honeyball, Karsten Friedrich Hoppenstedt, Milan Horáček, Richard Howitt, Ján Hudacký, Stephen Hughes, Alain Hutchinson, Jana Hybášková, Filiz Hakaeva Hyusmenova, Marie Anne Isler Béguin, Ville Itälä, Lily Jacobs, Anneli Jäätteenmäki, Mieczysław Edmund Janowski, Lívia Járóka, Rumiana Jeleva, Anne E. Jensen, Dan Jørgensen, Romana Jordan Cizelj, Ona Juknevičienė, Jelko Kacin, Filip Kaczmarek, Gisela Kallenbach, Syed Kamall, Othmar Karas, Sajjad Karim, Ιωάννης Κασουλίδης, Piia-Noora Kauppi, Metin Kazak, Tunne Kelam, Glenys Kinnock, Timothy Kirkhope, Dieter-Lebrecht Koch, Eija-Riitta Korhola, Magda Kósáné Kovács, Miloš Koterec, Holger Krahmer, Guntars Krasts, Ģirts Valdis Kristovskis, Aldis Kušķis, Zbigniew Krzysztof Kuźmiuk, Joost Lagendijk, André Laignel, Alain Lamassoure, Jean Lambert, Alexander Graf Lambsdorff, Vytautas Landsbergis, Carl Lang, Romano Maria La Russa, Vincenzo Lavarra, Henrik Lax, Johannes Lebech, Stéphane Le Foll, Roselyne Lefrançois, Klaus-Heiner Lehne, Lasse Lehtinen, Jörg Leichtfried, Jo Leinen, Fernand Le Rachinel, Katalin Lévai, Janusz Lewandowski, Bogusław Liberadzki, Marcin Libicki, Alain Lipietz, Pia Elda Locatelli, Eleonora Lo Curto, Antonio López-Istúriz White, Andrea Losco, Patrick Louis, Caroline Lucas, Sarah Ludford, Astrid Lulling, Elizabeth Lynne, Marusya Ivanova Lyubcheva, Linda McAvan, Arlene McCarthy, Edward McMillan-Scott, Jamila Madeira, Eugenijus Maldeikis, Toine Manders, Ramona Nicole Mănescu, Vladimír Maňka, Thomas Mann, Marian-Jean Marinescu, David Martin, Miguel Angel Martínez Martínez, Jan Tadeusz Masiel, Manuel Medina Ortega, Íñigo Méndez de Vigo, Emilio Menéndez del Valle, Rosa Miguélez Ramos, Marianne Mikko, Miroslav Mikolášik, Francisco José Millán Mon, Gay Mitchell, Nickolay Mladenov, Viktória Mohácsi, Claude Moraes, Javier Moreno Sánchez, Eluned Morgan, Philippe Morillon, Jan Mulder, Cristiana Muscardini, Riitta Myller, Pasqualina Napoletano, Robert Navarro, Cătălin-Ioan Nechifor, Catherine Neris, James Nicholson, null Nicholson of Winterbourne, Rareș-Lucian Niculescu, Lambert van Nistelrooij, Vural Öger, Péter Olajos, Jan Olbrycht, Seán Ó Neachtain, Gérard Onesta, Janusz Onyszkiewicz, Ria Oomen-Ruijten, Dumitru Oprea, Josu Ortuondo Larrea, Csaba Őry, Siiri Oviir, Reino Paasilinna, Maria Grazia Pagano, Borut Pahor, Justas Vincas Paleckis, Vladko Todorov Panayotov, Marco Pannella, Pier Antonio Panzeri, Neil Parish, Ioan Mircea Pașcu, Aldo Patriciello, Béatrice Patrie, Vincent Peillon, Bogdan Pęk, Alojz Peterle, Maria Petre, Willi Piecyk, Rihards Pīks, Mirosław Mariusz Piotrowski, Umberto Pirilli, Paweł Bartłomiej Piskorski, Gianni Pittella, Francisca Pleguezuelos Aguilar, Zita Pleštinská, Rovana Plumb, Zdzisław Zbigniew Podkański, Samuli Pohjamo, Lydie Polfer, Nicolae Vlad Popa, Bernd Posselt, Christa Prets, Vittorio Prodi, Jacek Protasiewicz, John Purvis, Poul Nyrup Rasmussen, Karin Resetarits, José Ribeiro e Castro, Teresa Riera Madurell, Karin Riis-Jørgensen, Maria Robsahm, Bogusław Rogalski, Zuzana Roithová, Dariusz Rosati, Wojciech Roszkowski, Christian Rovsing, Flaviu Călin Rus, Leopold Józef Rutowicz, Eoin Ryan, Guido Sacconi, Aloyzas Sakalas, Katrin Saks, José Ignacio Salafranca Sánchez-Neyra, Manuel António dos Santos, Sebastiano Sanzarello, Jacek Saryusz-Wolski, Gilles Savary, Toomas Savi, Christel Schaldemose, Agnes Schierhuber, Carl Schlyter, Olle Schmidt, Pál Schmitt, György Schöpflin, Esko Seppänen, Adrian Severin, Brian Simpson, Kathy Sinnott, Marek Siwiec, Peter Skinner, Csaba Sógor, Bogusław Sonik, María Sornosa Martínez, Bart Staes, Grażyna Staniszewska, Margarita Starkevičiūtė, Peter Šťastný, Petya Stavreva, Dirk Sterckx, Struan Stevenson, Catherine Stihler, Robert Sturdy, Margie Sudre, László Surján, József Szájer, Andrzej Jan Szejna, István Szent-Iványi, Konrad Szymański, Csaba Sándor Tabajdi, Hannu Takkula, Charles Tannock, Andres Tarand, Salvatore Tatarella, Britta Thomsen, Silvia-Adriana Țicău, Gary Titley, Patrizia Toia, László Tőkés, Ewa Tomaszewska, Witold Tomczak, Jacques Toubon, Catherine Trautmann, Helga Trüpel, Vladimir Urutchev, Inese Vaidere, Nikolaos Vakalis, Adina-Ioana Vălean, Frank Vanhecke, Anne Van Lancker, Geoffrey Van Orden, Daniel Varela Suanzes-Carpegna, Ari Vatanen, Armando Veneto, Riccardo Ventre, Donato Tommaso Veraldi, Marcello Vernola, Alejo Vidal-Quadras, Kristian Vigenin, Kyösti Virrankoski, Graham Watson, Henri Weber, Renate Weber, Anders Wijkman, Iuliu Winkler, Janusz Wojciechowski, Corien Wortmann-Kool, Anna Záborská, Zbigniew Zaleski, Iva Zanicchi, Andrzej Tomasz Zapałowski, Dushana Zdravkova, Roberts Zīle, Marian Zlotea, Tadeusz Zwiefka


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/60


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Να επωφεληθούμε πλήρως από το ψηφιακό μέρισμα στην Ευρώπη: κοινή προσέγγιση για τη χρήση του φάσματος που απελευθερώνεται από την ψηφιακή μετάβαση

P6_TA(2008)0451

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το Να επωφεληθούμε πλήρως από το ψηφιακό μέρισμα στην Ευρώπη: κοινή προσέγγιση για τη χρήση του φάσματος που απελευθερώνεται από την ψηφιακή μετάβαση (2008/2099(INI))

2010/C 8 E/11

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2007, με τίτλο «Να επωφεληθούμε πλήρως από το ψηφιακό μέρισμα στην Ευρώπη: κοινή προσέγγιση για τη χρήση του φάσματος που απελευθερώνεται από την ψηφιακή μετάβαση» (COM(2007)0700) (Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κοινή προσέγγιση για τη χρήση φάσματος),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 14ης Φεβρουαρίου 2007, με τίτλο «Διαμόρφωση ευρωπαϊκής πολιτικής για το ραδιοφάσμα» (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, με τίτλο «Προτεραιότητες της πολιτικής ραδιοφάσματος της ΕΕ για την ψηφιακή μετάβαση στο πλαίσιο της προσεχούς περιφερειακής διάσκεψης ραδιοεπικοινωνιών της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU) το 2006 (RRC-06)» (COM(2005)0461),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της ομάδας για την πολιτική ραδιοφάσματος, της 14ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με τις επιπτώσεις του ψηφιακού μερίσματος στην πολιτική φάσματος της ΕΕ,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με την επίσπευση της μετάβασης από τις αναλογικές στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6-0305/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση έως τα τέλη του 2012, ως αποτέλεσμα της ανώτερης απόδοσης ως προς τη μετάδοση που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, θα απελευθερώσει σημαντική ποσότητα φάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα ανακατανομής του ραδιοφάσματος καθώς και νέες ευκαιρίες για την ανάπτυξη της αγοράς και την επέκταση των ποιοτικών υπηρεσιών και επιλογών για τους καταναλωτές,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα οφέλη της χρήσης του ραδιοφάσματος θα μεγιστοποιηθούν μέσω συντονισμένης δράσης σε επίπεδο ΕΕ προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη χρήση ως προς την αποδοτικότητα,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ραδιοφάσμα είναι καθοριστικής σημασίας για την παροχή μεγάλου εύρους υπηρεσιών καθώς και για την ανάπτυξη αγορών που βασίζονται στην τεχνολογία, η αξία των οποίων υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο 2,2 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ, και συνιστά συνεπώς καίριο παράγοντα για την πρόοδο, την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε συμφωνία με τη Στρατηγική της Λισαβόνας,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ραδιοφάσμα αποτελεί και σπάνιο φυσικό πόρο και δημόσιο αγαθό, ενώ η αποδοτική χρήση του είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εξασφάλιση πρόσβασης στο ραδιοφάσμα των διαφόρων ενδιαφερομένων που επιθυμούν να παρέχουν συναφείς υπηρεσίες,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλο μέρος του φάσματος χρησιμοποιείται σήμερα για στρατιωτικούς σκοπούς με βάση την αναλογική τεχνολογία και, επομένως, η μεγάλη αύξηση στο συνολικό μέγεθος του φάσματος που είναι διαθέσιμο για δημόσιες ηλεκτρονικές επικοινωνίες θα περιλάβει επίσης και το μέρος αυτό μετά την ψηφιακή μετάβαση,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν κάποιο κοινό χρονοδιάγραμμα για την ψηφιακή μετάβαση καθώς και ότι σε πολλά κράτη μέλη τα σχέδια για την ψηφιακή μετάβαση είναι σε προχωρημένο στάδιο, ενώ σε κάποια άλλα η μετάβαση έχει ήδη πραγματοποιηθεί,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κοινή προσέγγιση για τη χρήση του φάσματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δέσμης για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που ενέκρινε η Επιτροπή τον Νοέμβριο 2007 σχετικά με τη μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι επί του παρόντος βρίσκεται σε εξέλιξη σε πολλά κράτη μέλη η (ανα)κατανομή των συχνοτήτων μετάδοσης σε ψηφιακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, με συνέπεια αυτές οι συχνότητες να κατανέμονται και ως εκ τούτου να δεσμεύονται για πολλά έτη,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η τεχνολογική ουδετερότητα είναι καίριας σημασίας για την προώθηση της διαλειτουργικότητας και απαραίτητη για μια πιο ευέλικτη και διαφανή πολιτική ψηφιακής μετάβασης που θα λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο ζήτησε από τα κράτη μέλη να ολοκληρώσουν, στο μέτρο του δυνατού, την ψηφιακή μετάβαση πριν από το 2012,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν δημοσιεύσει τις προτάσεις τους σχετικά με την ψηφιακή μετάβαση,

1.

αναγνωρίζει τη σημασία της πρωτοβουλίας i2010 ως μέρος της ανανεωθείσας Στρατηγικής της Λισαβόνας και υπογραμμίζει τη σημασία της αποτελεσματικής χρήσης και πρόσβασης στο ραδιοφάσμα για την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας· υπογραμμίζει, εν προκειμένω, την ανάγκη πρόσβασης στις ευρυζωνικές υπηρεσίες προκειμένου να ξεπερασθεί το ψηφιακό χάσμα·

2.

υπογραμμίζει την ανάγκη για ψηφιακή μετάβαση, που, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών και το ψηφιακό μέρισμα, θα βοηθήσει να γεφυρωθεί το ψηφιακό χάσμα και θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας·

3.

σημειώνει τις διαφορές μεταξύ των εθνικών καθεστώτων χορήγησης και εκμετάλλευσης του φάσματος· σημειώνει επίσης το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές ενδέχεται να εκπροσωπούν εμπόδια στην επίτευξη μιας αποτελεσματικά λειτουργούσας ενιαίας αγοράς·

4.

τονίζει ότι το μέγεθος του ψηφιακού μερίσματος θα ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, λόγω των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και του γεγονότος ότι αντικατοπτρίζει τις εθνικές πολιτικές για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον οπτικοακουστικό τομέα·

5.

αναγνωρίζει ότι η αύξηση της αποδοτικότητας του φάσματος της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης αναμένεται να επιτρέψει την ανακατανομή περίπου 100 MHz ψηφιακού μερίσματος σε κινητές ευρυζωνικές υπηρεσίες και άλλες υπηρεσίες (όπως υπηρεσίες δημόσιας ασφάλειας, αναγνώριση ραδιοσυχνότητας και εφαρμογές οδικής ασφάλειας), διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών θα μπορούν να συνεχίσουν να ανθίζουν·

6.

σημειώνει ότι τα περισσότερα κράτη μέλη σήμερα υστερούν σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες όσον αφορά τις επενδύσεις σε υποδομές επικοινωνίας νέας γενιάς, και τονίζει ότι η επίτευξη ηγετικής θέσης στην ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας και του Διαδικτύου είναι τεράστιας σημασίας για την ανταγωνιστικότητα και τη συνοχή της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή, ιδίως όσον αφορά την ανάπτυξη διαδραστικών ψηφιακών πλατφορμών και την παροχή νέων υπηρεσιών όπως ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική υγεία, ηλεκτρονική μάθηση και ηλεκτρονική διακυβέρνηση· υπογραμμίζει ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ενθαρρυνθεί η υποστήριξη των καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών· υπογραμμίζει ότι οι προσπάθειες για την εξασφάλιση της πρόσβασης στις ευρυζωνικές υπηρεσίες δεν πρέπει να εστιασθούν μόνο στο ψηφιακό μέρισμα·

7.

είναι πεπεισμένο ότι σύντομα θα μπορούν να προσφέρονται νέα πακέτα πολλαπλών χρήσεων που περιέχουν καινοτόμες τεχνολογίες και υπηρεσίες λόγω της αυξημένης τεχνολογικής σύγκλισης, και ταυτόχρονα παρατηρεί ότι η εμφάνιση αυτών των προσφορών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα πολύτιμου φάσματος καθώς και νέων διαδραστικών τεχνολογιών που επιτρέπουν ομαλή διαλειτουργικότητα, συνδεσιμότητα και σύγκλιση, όπως τεχνολογίες κινητών πολυμέσων και τεχνολογίες ευρυζωνικής ασύρματης πρόσβασης·

8.

σημειώνει ότι η τεχνολογική σύγκλιση αποτελεί πραγματικότητα και προσφέρει αφενός παραδοσιακές υπηρεσίες και αφετέρου νέα μέσα και δυνατότητες· τονίζει ότι η πρόσβαση στα τμήματα του φάσματος που προορίζονταν ως τώρα για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών μπορεί να επιτρέψει τη δυνατότητα δημιουργίας νέων υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι το φάσμα υπόκειται σε όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική και αποδοτική διαχείριση προκειμένου να αποφεύγονται οι παρεμβολές στην παροχή υψηλής ποιότητας ψηφιακών προγραμμάτων μετάδοσης·

9.

ζητεί τη στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών ώστε να δημιουργηθεί μια αποδοτική, ανοικτή και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά ηλεκτρονικών υπηρεσιών που θα επιτρέψει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών δικτύου·

10.

τονίζει τη στρατηγική σημασία της ανάπτυξης ενός περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου θα υπάρχει χώρος για καινοτομία, νέες τεχνολογίες, νέες υπηρεσίες και νεοεισερχόμενους, προκειμένου να ενισχύεται η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και συνοχή· υπογραμμίζει ότι είναι ζωτικής σημασίας να δίνεται στους τελικούς χρήστες η ελευθερία της επιλογής όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες, ούτως ώστε να επιτευχθεί δυναμική ανάπτυξη των αγορών και τεχνολογιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

11.

υπογραμμίζει ότι με το ψηφιακό μέρισμα προσφέρονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μοναδικές ευκαιρίες για να αναπτύξει νέες υπηρεσίες όπως κινητή τηλεόραση και ασύρματη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, να διατηρήσει την πρώτη θέση παγκοσμίως στις τεχνολογίες κινητών πολυμέσων, γεφυρώνοντας το ψηφιακό χάσμα, παρέχοντας νέες ευκαιρίες στους πολίτες, υπηρεσίες, μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολιτιστική πολυμορφία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση·

12.

καλεί τα κράτη μέλη, με πλήρη σεβασμό προς την κυριαρχία τους στο θέμα αυτό, να αναλύσουν τον αντίκτυπο της ψηφιακής μετάβασης στο φάσμα που χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς κατά το παρελθόν και, αν κριθεί αναγκαίο, να ανακατανείμουν μέρος του ειδικού αυτού ψηφιακού μερίσματος σε νέες μη στρατιωτικές εφαρμογές·

13.

αναγνωρίζει ότι ο συντονισμός σε επίπεδο ΕΕ θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη, θα προωθήσει την ψηφιακή οικονομία και θα επιτρέψει σε όλους τους πολίτες να έχουν οικονομικά προσιτή και ισότιμη πρόσβαση στην κοινωνία της πληροφορίας·

14.

παροτρύνει τα κράτη μέλη να απελευθερώσουν το ψηφιακό τους μέρισμα το ταχύτερο δυνατόν, επιτρέποντας στους πολίτες της Ένωσης να επωφεληθούν από την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων και ανταγωνιστικών υπηρεσιών· υπογραμμίζει ότι για το σκοπό αυτό απαιτείται η ενεργή συνεργασία μεταξύ κρατών μελών για να υπερπηδηθούν τα εμπόδια που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο για την αποτελεσματική ανακατανομή του ψηφιακού μερίσματος·

15.

τονίζει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί συνιστούν σημαντικούς παράγοντες των αρχών του πλουραλισμού και της δημοκρατίας και πιστεύει ακράδαντα ότι οι ευκαιρίες που προσφέρει το ψηφιακό μέρισμα θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα στους δημόσιους και ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς να προσφέρουν πολύ περισσότερα προγράμματα που να υπηρετούν στόχους γενικού συμφέροντος —οι οποίοι ορίζονται στην εθνική νομοθεσία— όπως η πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία·

16.

πιστεύει ότι το ψηφιακό μέρισμα πρέπει να δώσει την ευκαιρία στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς να αναπτύξουν και να επεκτείνουν τις υπηρεσίες τους, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και άλλες δυνητικές κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές εφαρμογές, όπως είναι οι νέες και ανοιχτές ευρυζωνικές τεχνολογίες και υπηρεσίες πρόσβασης, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να καλύψουν το ψηφιακό χάσμα, ενώ ταυτόχρονα δεν επιτρέπουν εμπόδια διαλειτουργικότητας·

17.

υπογραμμίζει τα δυνητικά οφέλη της συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη χρήση του φάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση από πλευράς οικονομιών κλίμακας, ανάπτυξης ασύρματων διαλειτουργικών υπηρεσιών και αποφυγής του κατακερματισμού που οδηγεί σε ανεπαρκή χρήση αυτού του σπάνιου πόρου· θεωρεί ότι, ενώ ο στενότερος συντονισμός και η μεγαλύτερη ευελιξία είναι στοιχεία απαραίτητα για την αποτελεσματική εκμετάλλευση του φάσματος, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να επιτύχουν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και βαθμού εναρμόνισης, με σκοπό να αποκομίσουν το μέγιστο δυνατό όφελος από το ψηφιακό μέρισμα·

18.

παρατηρεί ότι η αποτελεσματική κατανομή του ψηφιακού μερίσματος μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να παρεμποδίζεται οποιοσδήποτε από τους φορείς που διαθέτουν επί του παρόντος άδειες φάσματος στη ζώνη υπερυψηλής συχνότητας (UHF), και ότι η συνέχιση και επέκταση των σημερινών υπηρεσιών μετάδοσης μπορούν να επιτευχθούν αποτελεσματικά, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι κατανέμονται σημαντικοί πόροι φάσματος σε νέα κινητά πολυμέσα και ευρυζωνικές τεχνολογίες ασύρματης πρόσβασης στη ζώνη UHF για την παροχή νέων διαδραστικών υπηρεσιών στους πολίτες της Ένωσης·

19.

θεωρεί ότι σε περιπτώσεις δημοπρασιών για την κατανομή συχνοτήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υιοθετήσουν κοινή προσέγγιση όσον αφορά τις συνθήκες και τις μεθόδους των δημοπρασιών και την κατανομή των πόρων που παράγονται· καλεί την Επιτροπή να παρουσιάσει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με αυτές τις παραμέτρους·

20.

τονίζει ότι η κύρια κατευθυντήρια αρχή όσον αφορά την κατανομή του ψηφιακού μερίσματος θα πρέπει να είναι η εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος μέσω της διασφάλισης της βέλτιστης κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής αξίας από την πλευρά της ενίσχυσης και γεωγραφικής επέκτασης της προσφοράς υπηρεσιών και ψηφιακού περιεχομένου στους πολίτες, και όχι απλώς η μεγιστοποίηση των δημοσίων εσόδων, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα των τρεχόντων χρηστών των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και αντικατοπτρίζοντας την πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία·

21.

υπογραμμίζει ότι το ψηφιακό μέρισμα προσφέρει στην Ευρώπη μοναδική ευκαιρία να αναπτύξει τον ρόλο της ως παγκοσμίου ηγέτη σε τεχνολογίες κινητών πολυμέσων και ταυτόχρονα να γεφυρώσει το ψηφιακό χάσμα με αυξημένη ροή πληροφοριών, γνώσεων και υπηρεσιών που συνδέουν όλους τους πολίτες της Ένωσης μεταξύ τους και να παράσχει νέες ευκαιρίες για μέσα ενημέρωσης, πολιτισμό και πολυμορφία σε όλες τις περιοχές της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

22.

υπογραμμίζει ότι ένας ενδεχόμενος τρόπος με τον οποίο το ψηφιακό μέρισμα μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας είναι μέσω της αύξησης της διαθεσιμότητας των υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης για τους πολίτες και τους οικονομικούς παράγοντες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, της αντιμετώπισης του προβλήματος του ψηφιακού χάσματος με τη χορήγηση παροχών στις μη προνομιούχες, απομακρυσμένες ή αγροτικές περιοχές και της διασφάλισης καθολικής κάλυψης στα κράτη μέλη·

23.

εκφράζει την αποδοκιμασία του για την άνιση πρόσβαση των πολιτών της Ένωσης σε ψηφιακές υπηρεσίες, ιδίως όσον αφορά τον ραδιοτηλεοπτικό τομέα· σημειώνει ότι οι αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές βρίσκονται σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση (ως προς την αμεσότητα, τις επιλογές και την ποιότητα) όσον αφορά την ανάπτυξη των ψηφιακών υπηρεσιών· προτρέπει τα κράτη μέλη και τις περιφερειακές αρχές να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η ψηφιακή μετάβαση διενεργείται γρήγορα και δίκαια για όλους τους πολίτες·

24.

τονίζει ότι το ψηφιακό χάσμα δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο των αγροτικών περιοχών· επισημαίνει τη δυσκολία εγκατάστασης σε ορισμένα παλαιά ψηλά κτήρια των υποδομών για καινούργια δίκτυα· υπογραμμίζει τον καίριο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το φάσμα στη γεφύρωση του ψηφιακού χάσματος τόσο σε αστικές όσο και σε αγροτικές περιοχές·

25.

υπογραμμίζει τη συμβολή του ψηφιακού μερίσματος στην παροχή ενισχυμένων διαλειτουργικών κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η ηλεκτρονική υγεία, η ηλεκτρονική επαγγελματική κατάρτιση και η ηλεκτρονική εκπαίδευση για τους πολίτες, ιδιαίτερα για όσους διαμένουν σε λιγότερο ευνοημένες ή απομονωμένες περιοχές, όπως οι αγροτικές και οι λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές και τα νησιά·

26.

προτρέπει τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τα μέτρα ώστε να επιτραπεί στους χρήστες με αναπηρίες, τους ηλικιωμένους χρήστες και τους χρήστες με ειδικές κοινωνικές ανάγκες να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα οφέλη που προσφέρει το ψηφιακό μέρισμα·

27.

επιβεβαιώνει την κοινωνιακή αξία των υπηρεσιών δημόσιας ασφάλειας και την ανάγκη να συμπεριληφθεί η στήριξη των επιχειρησιακών αναγκών τους στις ρυθμίσεις του φάσματος που προκύπτουν από την αναδιοργάνωση της ζώνης UHF λόγω της κατάργησης των αναλογικών υπηρεσιών·

28.

τονίζει ότι η βασική προτεραιότητα της πολιτικής για να επωφεληθούμε πλήρως από το ψηφιακό μέρισμα στην Ευρώπη είναι να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές απολαμβάνουν πολύ ευρύ φάσμα υπηρεσιών υψηλής ποιότητας, ενώ τα δικαιώματά τους γίνονται απολύτως σεβαστά, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά το φάσμα που απελευθερώνεται από την ψηφιακή μετάβαση·

29.

τονίζει ότι το ψηφιακό μέρισμα παρέχει νέες ευκαιρίες για τους στόχους της πολιτικής στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων και των μέσων ενημέρωσης· είναι επομένως πεπεισμένο ότι οι αποφάσεις για τη διαχείριση του ψηφιακού μερίσματος πρέπει να προωθούν και να προστατεύουν στόχους γενικού ενδιαφέροντος που συνδέονται με πολιτικές στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων και των μέσων ενημέρωσης όπως η ελευθερία της έκφρασης, η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και η πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία καθώς και τα δικαιώματα των ανηλίκων·

30.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν την κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική αξία τού να επιτρέπεται η πρόσβαση χρηστών χωρίς άδεια στο μέρισμα του φάσματος, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και του μη κερδοσκοπικού τομέα, και να αυξήσουν με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματικότητα του φάσματος συγκεντρώνοντας αυτές τις χρήσεις χωρίς άδεια στις μη χρησιμοποιούμενες επί του παρόντος συχνότητες (λευκά διαστήματα)·

31.

ζητεί μία σταδιακή προσέγγιση στον εν λόγω τομέα· θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις για τα μικρότερα δίκτυα —κυρίως τα τοπικά ασύρματα δίκτυα— για τα οποία δεν εφαρμόζεται επί του παρόντος καμία απαίτηση στον τομέα της άδειας και ότι θα πρέπει να προωθηθεί μία ενιαία πρόσβαση στα δίκτυα ευρείας ζώνης, κυρίως στις αγροτικές περιοχές·

32.

καλεί τα κράτη μέλη να στηρίξουν μέτρα ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των αρχών διαχείρισης του φάσματος ώστε να εξεταστούν τομείς όπου η κατανομή των χωρίς άδεια λευκών διαστημάτων του φάσματος θα επέτρεπε την ανάδυση νέων τεχνολογιών και υπηρεσιών ούτως ώστε να προωθηθεί η καινοτομία·

33.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εξετάσουν στο πλαίσιο της κατανομής λευκών διαστημάτων τις ανάγκες για χωρίς άδεια, ανοικτή πρόσβαση στο φάσμα από μη εμπορικούς φορείς παροχής υπηρεσιών και από φορείς παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, καθώς και από τοπικές κοινότητες με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας·

34.

τονίζει ότι ένας από τους καίριους παράγοντες όταν επιδιώκεται η παροχή πρόσβασης στο ψηφιακό μέρισμα σε χρήστες χωρίς άδεια είναι η ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των κοινωνικών ομάδων που απειλούνται με αποκλεισμό, ιδίως των χρηστών με αναπηρίες, των ηλικιωμένων χρηστών και των χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες·

35.

αναγνωρίζει το όφελος από νέες τεχνολογίες, όπως οι WiFi και Bluetooth, που έχουν αναδυθεί στη ζώνη των 2,4 GHz, όπου δεν απαιτείται άδεια· αναγνωρίζει ότι ειδικές συχνότητες είναι πλέον κατάλληλες για ειδικές υπηρεσίες· πιστεύει ότι η κατανομή μικρής ποσότητας φάσματος χωρίς άδεια σε άλλες χαμηλότερες συχνότητες θα προωθούσε ακόμη περισσότερη καινοτομία σε νέες υπηρεσίες·

36.

τονίζει, συνεπώς, ότι η εκχώρηση των συχνοτήτων πρέπει να γίνεται με διαφάνεια, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι δυνατές χρήσεις του νέου φάσματος και τα οφέλη τους για την κοινωνία·

37.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αξιολογήσουν λεπτομερώς την κοινωνική και οικονομική αξία οποιασδήποτε απελευθέρωσης φάσματος τα προσεχή έτη λόγω της μετάβασης από τις αναλογικές στις ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές·

38.

αναγνωρίζει τη σημασία της συμφωνίας της Γενεύης που πραγματοποίησε η ITU το 2006 (Περιφερειακή Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών 2006) και των εθνικών σχεδίων κατανομής συχνοτήτων καθώς και των αποφάσεων της Παγκόσμιας Διάσκεψης Ραδιοεπικοινωνιών 2007 (WRC-07) για την αναδιοργάνωση της ζώνης UHF·

39.

καλεί τα κράτη μέλη να αναπτύξουν έως τα τέλη του 2009 εθνικές στρατηγικές για το ψηφιακό μέρισμα, ακολουθώντας μια κοινή μεθοδολογία· παροτρύνει την Επιτροπή να βοηθήσει τα κράτη μέλη στην ανάπτυξη των εθνικών τους στρατηγικών για το ψηφιακό μέρισμα και να προωθήσει τις βέλτιστες πρακτικές σε επίπεδο ΕΕ·

40.

υπογραμμίζει ότι η αμεσότητα της μετάβασης σε ορισμένα κράτη μέλη και οι διαφορές μεταξύ των εθνικών σχεδίων μετάβασης απαιτούν μια απάντηση σε κοινοτικό επίπεδο, η οποία όμως δεν μπορεί να περιμένει ωσότου τεθούν σε ισχύ οι οδηγίες για την αναθεώρηση·

41.

αναγνωρίζει το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν τη χρήση του ψηφιακού μερίσματος, αλλά επιβεβαιώνει επίσης ότι η υιοθέτηση μιας συντονισμένης προσέγγισης σε κοινοτικό επίπεδο αυξάνει σημαντικά την αξία του μερίσματος και είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για να αποφευχθούν οι επιζήμιες παρεμβολές μεταξύ των κρατών μελών καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών·

42.

επαναλαμβάνει ότι, για το συμφέρον των πολιτών της Ένωσης, η διαχείριση του ψηφιακού μερίσματος πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά και αποτελεσματικά, έτσι ώστε, αφενός να μην επηρεαστεί η προσφορά ψηφιακών τηλεοπτικών προγραμμάτων υψηλής ποιότητας απευθυνόμενων σε διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πολιτών, και αφετέρου να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των πολιτών καθώς και οι επενδύσεις τους σε εξοπλισμό·

43.

θεωρεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν τις τεχνολογικά ουδέτερες δημοπρασίες για τη διάθεση και εμπορευματοποίηση των συχνοτήτων που απελευθερώνονται λόγω του ψηφιακού μερίσματος· θεωρεί, ωστόσο, ότι αυτή η διαδικασία θα πρέπει να συμμορφώνεται πλήρως με τους κανονισμούς της ITU, τον εθνικό σχεδιασμό συχνοτήτων και τους στόχους των εθνικών πολιτικών, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβλαβής παρεμβολή μεταξύ παρεχόμενων υπηρεσιών· προειδοποιεί για το ενδεχόμενο του κατακερματισμού του φάσματος που οδηγεί σε κατώτερη της βέλτιστης χρήση σπάνιων πόρων· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οποιοδήποτε μελλοντικό συντονισμένο σχέδιο φάσματος δεν θα δημιουργήσει νέα εμπόδια στην καινοτομία του μέλλοντος·

44.

υποστηρίζει την υιοθέτηση μιας κοινής και ισορροπημένης προσέγγισης για τη χρήση του ψηφιακού μερίσματος, η οποία θα επιτρέψει τόσο στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να συνεχίσουν να προσφέρουν και να επεκτείνουν τις υπηρεσίες τους όσο και στους φορείς εκμετάλλευσης ηλεκτρονικών επικοινωνιών να χρησιμοποιήσουν τον πόρο αυτόν με σκοπό την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών, ικανοποιώντας άλλες σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές χρήσεις· τονίζει ωστόσο ότι σε κάθε περίπτωση το ψηφιακό μέρισμα θα πρέπει να κατανεμηθεί με τεχνολογικά ουδέτερο τρόπο·

45.

τονίζει ότι η πολιτική φάσματος πρέπει να είναι δυναμική και να δίνει τη δυνατότητα στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και τους φορείς εκμετάλλευσης επικοινωνιών να χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και να αναπτύσσουν νέες υπηρεσίες που τους παρέχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής για τον πολιτισμό και τα μέσα ενημέρωσης, παρέχοντας ταυτόχρονα νέες υπηρεσίες επικοινωνιών υψηλής ποιότητας·

46.

τονίζει τα δυνητικά οφέλη από πλευράς οικονομιών κλίμακας, καινοτομίας και διαλειτουργικότητας, καθώς και τη δυνατότητα παροχής πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ενός συνεπέστερου και ολοκληρωμένου σχεδιασμού φάσματος σε κοινοτικό επίπεδο· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εργαστούν από κοινού και σε συνεργασία με την Επιτροπή με σκοπό να προσδιορίσουν κοινές υποζώνες φάσματος στο ψηφιακό μέρισμα για τις διάφορες ομάδες εφαρμογών που θα μπορούσαν να εναρμονισθούν σε τεχνολογικά ουδέτερη βάση·

47.

πιστεύει ότι η ομαδοποίηση εντός της ζώνης UHF πρέπει να βασίζεται σε προσέγγιση από τα κάτω προς τα άνω, σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες των εθνικών αγορών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι γίνεται εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο όπου αυτό δημιουργεί σαφή προστιθέμενη αξία·

48.

προκειμένου να επιτευχθεί η αποδοτικότερη χρήση του ραδιοφάσματος και να διευκολυνθεί η εμφάνιση καινοτόμων και επιτυχημένων εθνικών, διασυνοριακών και πανευρωπαϊκών υπηρεσιών, υποστηρίζει μια συντονισμένη προσέγγιση σε κοινοτικό επίπεδο, η οποία βασίζεται σε διαφορετικές ομάδες του φάσματος UHF για μονοκατευθυντικές και δικατευθυντικές υπηρεσίες αντίστοιχα, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο να προκύψουν επιβλαβείς παρεμβολές από τη συνύπαρξη διαφορετικών τύπων δικτύων στην ίδια ζώνη, τα αποτελέσματα της συμφωνίας της Γενεύης της ITU του 2006 (Περιφερειακή Διάσκεψη Ραδιοεπικοινωνιών 2006) και της Παγκόσμιας Διάσκεψης Ραδιοεπικοινωνιών 2007 (WRC-07) καθώς και τις υφιστάμενες άδειες·

49.

θεωρεί ότι το τμήμα του εναρμονισμένου σε κοινοτικό επίπεδο φάσματος που προορίζεται ειδικά για τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης πρέπει να μπορεί να παρέχει πρόσβαση σε μελλοντικές ευρυζωνικές τεχνολογίες για την ανάκτηση και διαβίβαση των πληροφοριών που απαιτούνται για την προστασία της ανθρώπινης ζωής μέσω αποτελεσματικότερης ανταπόκρισης από την πλευρά των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης·

50.

παροτρύνει την Επιτροπή να διεξαγάγει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τις κατάλληλες τεχνικές και κοινωνικοοικονομικές μελέτες και αναλύσεις κόστους-οφέλους με σκοπό τον καθορισμό του μεγέθους και των χαρακτηριστικών των υποζωνών που θα μπορούσαν να συντονιστούν ή να εναρμονιστούν σε κοινοτικό επίπεδο· ζητεί αυτές οι μελέτες να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι το μέρισμα δεν είναι στατικό, αλλά ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις συνεχίζονται και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών πρέπει να καταστήσει δυνατή την χρήση της ζώνης UHF για νέους τύπους καινοτόμων, κοινωνικών πολιτιστικών και οικονομικών υπηρεσιών πέραν των εκπομπών και των ασύρματων εκπομπών· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη συμβάλλουν στις μελέτες αυτές με σκοπό να προσδιορίσουν κοινές ζώνες που θα μπορούσαν να εναρμονιστούν για σαφώς καθορισμένες πανευρωπαϊκές υπηρεσίες ή διαλειτουργικές υπηρεσίες σε κοινοτικό επίπεδο, και για την κατανομή αυτών των ζωνών·

51.

παροτρύνει την Επιτροπή να επιδιώξει συνεργασία με χώρες γειτονικές των κρατών μελών, ώστε αυτές να υιοθετήσουν παρόμοιους χάρτες συχνοτήτων ή να συντονίσουν την κατανομή συχνοτήτων τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση προς αποφυγή παρεμβολών στη λειτουργία των τηλεπικοινωνιακών εφαρμογών·

52.

ζητεί από την Επιτροπή να διεξαγάγει μελέτη για τις διαμάχες μεταξύ των χρηστών λογισμικού ανοικτής πηγής και των αρχών πιστοποίησης σχετικά με ραδιοεπικοινωνίες μέσω λογισμικού·

53.

ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει μέτρα για μείωση των νομικών ευθυνών στο πλαίσιο παροχής ασύρματων δικτύων πλέγματος·

54.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πρόταση για καλύτερο συντονισμό μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο της χρήσης του ψηφιακού μερίσματος βάσει των διεθνώς συμφωνηθέντων σχεδίων συχνοτήτων, αμέσως μόλις περατωθούν οι προαναφερθείσες μελέτες και κατόπιν διαβούλευσης τόσο με την ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος όσο και με την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες·

55.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 287 E της 29.11.2007, σ. 364.

(2)  ΕΕ C 280 E της 18.11.2006, σ. 115.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/66


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Διεθνής συμφωνία για την τροπική ξυλεία 2006

P6_TA(2008)0454

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με Διεθνή Συμφωνία Τροπικής Ξυλείας (ΙΤΤΑ) 2006

2010/C 8 E/12

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (11964/2007),

έχοντας υπόψη το νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2008 (COM(2007)0640),

έχοντας υπόψη την «Ετήσια Ανασκόπηση Αγοράς για τα Δασικά Προϊόντα» του Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων (FAO) για το 2006-2007,

έχοντας υπόψη την «Ανασκόπηση για την Οικονομία και την Αλλαγή του Κλίματος» του Sir Nicholas Stern της 30ής Οκτωβρίου 2006,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 7ης Ιουλίου 2005 σχετικά με την «επίσπευση της εφαρμογής του σχεδίου δράσης της ΕΕ για την εφαρμογή του νόμου περί δασών, τη διακυβέρνηση και το εμπόριο (FLEGT)» (1),

έχοντας υπόψη το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ενσωματωθούν στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής (άρθρα 6 και 3, παράγραφος 1, στοιχείο β) της Συνθήκης), δεδομένου ότι ένας από τους βασικούς στόχους της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον είναι η προώθηση μέτρων σε διεθνές επίπεδο προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα περιφερειακά ή παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα περιλαμβανομένης της διατήρησης και της βιώσιμης χρήσης της βιοποικιλότητας των δασών (άρθρο 174 της Συνθήκης),

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποδάσωση προχωρά με ρυθμό 13 περίπου εκατομμυρίων εκταρίων ετησίως, περιλαμβανομένων 6 εκατομμυρίων πρωτογενών δασών,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπολογίζεται πως η αποδάσωση συνέβαλε κατά 20 % στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά τη δεκαετία του 90,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις του FAO σύμφωνα με τις οποίες ποσοστό μικρότερο του 8 % της παγκόσμιας δασικής επιφάνειας διαθέτει οικολογική σήμανση και ότι λιγότερο του 5 % των τροπικών δασών τυγχάνει βιώσιμης διαχείρισης,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι φθηνές εισαγωγές παράνομων προϊόντων ξυλείας και δασικών προϊόντων, από κοινού με τη μη συμμόρφωση με τις βασικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές προδιαγραφές, αποσταθεροποιούν τις διεθνείς αγορές, περιορίζουν τα έσοδα των χωρών παραγωγών από τη φορολογία και απειλούν τις υψηλότερης ποιότητας θέσεις εργασίας τόσο στις χώρες που εισάγουν όσο και σε εκείνες που εξάγουν υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τη θέση των εταιρειών που συμπεριφέρονται υπεύθυνα και τηρούν τις υφιστάμενες προδιαγραφές,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρέπει να αναμένεται ότι οι κάτοικοι των χωρών που παράγουν ξυλεία θα επωμισθούν το κόστος της διατήρησης ενός αγαθού που αποτελεί παγκόσμιο αγαθό,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2008 περιλαμβάνει μια ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μέτρα για τη μείωση της αποδάσωσης καθώς και μια ανακοίνωση με συνοδευτική νομοθετική πρόταση για την πρόληψη της διοχέτευσης στην αγορά της ΕΕ παράνομα συλλεγείσας ξυλείας και προϊόντων ξυλείας,

1.

χαιρετίζει τη σύναψη της ΙΤΤΑ του 2006, δεδομένου ότι μια αποτυχία επίτευξης συμφωνίας θα έστελνε ένα επιβλαβές μήνυμα σχετικά με τη δέσμευση της διεθνούς κοινότητας στην προώθηση της προστασίας και της βιώσιμης χρήσης των τροπικών δασών· θεωρεί ωστόσο ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ περιορισμένο σε σχέση με τα όσα απαιτούνται για την αντιμετώπιση της απώλειας των δασών αυτών·

Ανάγκη για περισσότερο συμμετοχικές πολιτικές

2.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αυξήσουν σημαντικά τους οικονομικούς πόρους που διαθέτουν για την ενίσχυση της διατήρησης και της οικολογικά υπεύθυνης χρήσης των τροπικών δασών, να υποστηρίξουν ενέργειες με στόχο την ενίσχυση της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και της οικοδόμησης ικανοτήτων και να προωθήσουν οικονομικά βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις στις καταστρεπτικές πρακτικές υλοτομίας, εξόρυξης και καλλιέργειας·

3.

πιστεύει ότι είναι επίσης σημαντικό να ενισχυθεί η ικανότητα των εθνικών κοινοβουλίων και της κοινωνίας των πολιτών, περιλαμβανομένων των τοπικών κοινοτήτων και των ιθαγενών, να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε σχέση με τη διατήρηση, χρήση και διαχείριση των φυσικών πόρων και να προσδιορίζουν όπως επίσης και να προασπίζουν τα δικαιώματά τους στη γη·

4.

θεωρεί ότι οι πολιτικές δημοσίων προμηθειών θα έπρεπε να απαιτούν η ξυλεία και τα προϊόντα ξυλείας να προέρχονται από νόμιμους και βιώσιμους πόρους ούτως ώστε να ενθαρρύνεται η πρακτική δέσμευση των δημοσίων αρχών στη χρηστή διακυβέρνηση σε σχέση με τη δασοκομία και την καταπολέμηση της διαφθοράς·

5.

εμμένει ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα έπρεπε επίσης να εργασθούν προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι Οργανισμοί Εξαγωγικών Πιστώσεων, η Επενδυτική Διευκόλυνση Κοτονού και τα άλλα Διεθνή Δανειοδοτικά Ιδρύματα που χρηματοδοτούν προγράμματα με δημόσιο χρήμα της ΕΕ θα χρησιμοποιούν την αρχή της ελεύθερης, εκ των προτέρων και κατόπιν ενημέρωσης συναίνεσης πριν υποστηρίξουν οικονομικά τα οποιαδήποτε προγράμματα σε δασικές περιοχές και ότι θα πραγματοποιούνται αξιολογήσεις για το περιβάλλον και τις κοινωνικές επιπτώσεις και θα ακολουθούνται οι διαδικασίες ελέγχου σε σχέση με τα προγράμματα αυτά προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι δεν θα ενθαρρύνεται η αποδάσωση, η υποβάθμιση των δασών ή οι παράνομες υλοτομικές δραστηριότητες·

6.

θεωρεί τις πρωτοβουλίες σήμανσης που επιτρέπουν στους καταναλωτές να γνωρίζουν ότι η ξυλεία που αγοράζουν δεν είναι απλώς προϊόν νόμιμης υλοτομίας αλλά προέρχεται από βιωσίμως διαχειριζόμενα δάση, ως δυνάμει χρήσιμο συμπλήρωμα στις διεθνείς συμφωνίες, υπό την προϋπόθεση ότι η σήμανση θα βασίζεται σε ανεξάρτητη εξακρίβωση·

7.

εκφράζει την ανησυχία ότι οι εθελοντικές συμφωνίες δεν αρκούν για να εξακριβώνεται ότι τα προϊόντα ξυλείας που διοχετεύονται στην αγορά της ΕΕ προέρχονται από νόμιμες και βιώσιμες πηγές και πιστεύει ως εκ τούτου ότι η ΕΕ θα έπρεπε να αρχίσει να υιοθετεί νομικά δεσμευτικές προδιαγραφές συνοδευόμενες από εσωτερικά μέσα επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης·

8.

τονίζει ότι αυστηρά κριτήρια βιωσιμότητας που θα λαμβάνουν υπόψη τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, πρέπει να εφαρμόζονται στις εισαγωγές βιοκαυσίμων και βιομάζας προκειμένου τα οφέλη που θα έχει για το κλίμα η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων να μην αντισταθμίζονται σε μεγάλο βαθμό από αυξημένες εκπομπές CO2 προκύπτουσες από την αποδάσωση·

9.

καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει, στο πλαίσιο των διμερών και πολυμερών εμπορικών συμφωνιών που συνάπτει, την χρηστή διαχείριση των αποθεμάτων ξυλείας·

10.

θεωρεί ότι η προτεινόμενη εμπορική συμφωνία με τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική συναφώς και θεωρεί ότι η οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να περιέχει ένα ουσιαστικό κεφάλαιο βιώσιμης ανάπτυξης που θα αντιμετωπίζει τα θέματα της προστασίας των δασών και της καταπολέμησης της παράνομης και μη βιώσιμης υλοτομίας·

Χαρακτηριστικά μιας ισχυρότερης και αποτελεσματικότερης συμφωνίας

11.

θεωρεί ότι μια αποτελεσματική συμφωνία σχετικά με την τροπική ξυλεία θα πρέπει να περιλαμβάνει στους πρωταρχικούς της στόχους την ανάγκη εξασφάλισης της προστασίας και βιώσιμης διαχείρισης των τροπικών δασών και την αποκατάσταση των δασικών περιοχών που έχουν υποβαθμιστεί και ότι το εμπόριο τοπικής ξυλείας θα πρέπει να ενθαρρύνεται μόνον όταν συμβιβάζεται με τους πρωταρχικούς αυτούς στόχους·

12.

καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει κατάλληλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς για τις χώρες που αποφασίζουν να δώσουν προτεραιότητα μακροπρόθεσμα στον στόχο της προώθησης των βιώσιμων δασών αντί να μεγιστοποιήσουν τα βραχυπρόθεσμα έσοδα και να διερευνήσει τη δυνατότητα αναδιοργάνωσης του συστήματος ψηφοφορίας σε πλαίσιο ΙΤΤΑ ούτως ώστε να επιβραβεύονται οι χώρες παραγωγής ξυλείας που αποδίδουν προτεραιότητα στη διατήρηση και τη βιώσιμη χρήση των δασικών πόρων·

13.

πιστεύει πως η μελλοντική συμφωνία θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι βουλευτές και η κοινωνία των πολιτών θα μετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής και ότι θα προβλέπονται ανεξάρτητοι έλεγχοι σχετικά με τη βιωσιμότητα των πολιτικών διαχείρισης δασών και των επιπτώσεών τους στον ιθαγενή πληθυσμό·

Συμπεράσματα

14.

θεωρεί ότι η συμφωνία απαιτεί τη συναίνεση του Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 300, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ και πιστεύει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να θεωρήσουν ευπρόσδεκτες την ενισχυμένη νομιμότητα και τη δημόσια αποδοχή που θα απορρέουν από τη μεγαλύτερη συμμετοχή του Κοινοβουλίου·

15.

ζητεί από την Επιτροπή να εκπονεί ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της ΙΤΤΑ του 2006 καθώς και σχετικά με τα μέτρα για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων του εμπορίου στα τροπικά δάση, περιλαμβανομένων των συνεπειών των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και των διεθνών συμφωνιών στο πλαίσιο του προγράμματος FLEGΤ·

16.

πιστεύει ότι το Κοινοβούλιο θα έπρεπε να συμμετέχει πλήρως και να ενημερώνεται για την πρόοδο που επιτελείται σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων σχετικά με τις συμφωνίες εταιρικής σχέσης FLEGΤ·

17.

καλεί την Επιτροπή να αρχίσει την προπαρασκευή του προσεχούς γύρου διαπραγματεύσεων ΙΤΤΑ με στόχο την εξασφάλιση μιας σε μεγάλο βαθμό βελτιωμένης διάδοχης συμφωνίας·

18.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με την πρόοδο των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία που θα διαδεχθεί την ΙΤΤΑ του 2006 ούτως ώστε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών να τύχει ευρείας υποστήριξης·

*

* *

19.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 157 Ε της 6.7.2006, σ. 482.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/69


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Προετοιμασία της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ινδίας

P6_TA(2008)0455

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την προετοιμασία της συνόδου κορυφής ΕΕ-Ινδίας (Μασσαλία, 29 Σεπτεμβρίου 2008)

2010/C 8 E/13

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη Στρατηγική Εταιρική Σχέση ΕΕ-Ινδίας που ξεκίνησε στη Χάγη στις 8 Νοεμβρίου 2004 ,

έχοντας υπόψη την 9η διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Ινδίας που θα διεξαχθεί στις 29 Σεπτεμβρίου 2008 στη Μασσαλία,

έχοντας υπόψη το κοινό σχέδιο δράσης της Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης που εγκρίθηκε κατά την 6η διάσκεψη κορυφής ΕΕ-Ινδίας στις 7 Σεπτεμβρίου 2005 στο Νέο Δελχί,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της 8ης διάσκεψης κορυφής ΕΕ-Ινδίας που διεξήχθη στο Νέο Δελχί στις 30 Νοεμβρίου 2007,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 όσον αφορά τις σχέσεις ΕΕ-Ινδίας: Μια Στρατηγική Εταιρική Σχέση (1),

έχοντας υπόψη το μνημόνιο κατανόησης μεταξύ ΕΕ και Ινδίας σχετικά με το «Έγγραφο Στρατηγικής για την Ινδία 2007-2010»,

έχοντας υπόψη την 3η ενεργειακή ομάδα ΕΕ-Ινδίας που διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 2007,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 24ης Μαΐου 2007 σχετικά με το Κασμίρ: παρούσα κατάσταση και μελλοντικές προοπτικές (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Ιουλίου 2008 σχετικά με τις κατηγορίες για μαζικούς τάφους στο υπό ινδική διοίκηση τμήμα του Κασμίρ (3),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 28ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Ινδίας (4),

έχοντας υπόψη την ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας της Ινδίας προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 25 Απριλίου 2007,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Στρογγυλής Τράπεζας ΕΕ-Ινδίας στο Παρίσι στις 15 και 16 Ιουλίου 2008,

έχοντας υπόψη το άρθρο 103, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ινδία αποτελούν τις μεγαλύτερες δημοκρατίες της υφηλίου και ότι η κοινή δέσμευσή τους υπέρ της δημοκρατίας, του πλουραλισμού, του κράτους δικαίου και της πολυμερούς φύσης των διεθνών σχέσεων συμβάλλει στην παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το προαναφερθέν κοινό σχέδιο δράσης της Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης ΕΕ-Ινδίας χρησίμευσε ως βάση για την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των δύο μερών από το 2005,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ινδία κατέγραψε κατά τα τελευταία έτη οικονομική ανάπτυξη μεταξύ 8 και 10 % και είναι χώρα που αναδεικνύεται ως κύρια οικονομική δύναμη και έχει πραγματοποιήσει άλματα στην οικονομική ανάπτυξη· χαιρετίζει τις σημαντικές προόδους της Ινδίας σε πολλούς δείκτες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εμφάνιση ευρύτερης μέσης κοινωνικής τάξης που πλησιάζει τα 100 εκατ. ατόμων, καθώς και την πρόοδο της Ινδίας στο να καταστεί δωρητής όπως επίσης και αποδέκτης της αναπτυξιακής βοήθειας· εξακολουθεί να εκφράζει την ανησυχία του για τις τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες και τα 300 εκατ. Ινδών που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο η Ινδία αντιμετωπίζει σήμερα διάφορες κρίσεις, όπως οι συνεχείς βιαιοπραγίες των ισλαμιστών τζιχάντ και των ριζοσπαστών Hindu, οι εντάσεις μεταξύ κοινοτήτων στο Τζαμού και το Κασμίρ, οι επιθέσεις σε βάρος Χριστιανών στην Orissa πολλές εκ των οποίων προέρχονται από τους Dalit και η εξάπλωση της εξέγερσης των Μαοϊκών (Naxalites) σε τουλάχιστον 12 περιφέρειες καθώς και οι φυσικές καταστροφές στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας·

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα κύμα βίας και μια σειρά δολοφονιών ξέσπασαν σε βάρος Χριστιανών στην Orissa τον Αύγουστο του 2008 και επισημαίνει τους ισχυρισμούς ότι δεν υπήρξε ουσιαστική παρέμβαση από την τοπική αστυνομία και ότι η οι ινδουιστές ηγέτες Vishwa Parishad δήλωσαν πως οι βιαιοπραγίες δεν θα καταλαγιάσουν μέχρις ότου η Orissa απαλλαγεί πλήρως από τους Χριστιανούς και ότι ορισμένες χριστιανικές κοινότητες στην Ινδία είναι εκτεθειμένες σε συνεχιζόμενες εκδηλώσεις αδιαλλαξίας και βίας,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διακρίσεις για λόγους κάστας και οι πρακτικές σε βάρος των Dalits εξακολουθούν να επηρεάζουν τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα καθώς και τα πολιτικά δικαιώματα και τα δικαιώματα των πολιτών σε σημαντικό βαθμό παρά τις προσπάθειες της ινδικής κυβέρνησης για πολλές δεκαετίες·

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, από τον Οκτώβριο του 2005, έχουν βρει το θάνατο πάνω από 400 άτομα σε βομβιστικές επιθέσεις σε πόλεις της Ινδίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η τελευταία επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2008 με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 20 ατόμων και τον τραυματισμό πολλών άλλων εκ μέρους ισλαμιστών τρομοκρατών,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το εμπόριο μεταξύ ΕΕ και Ινδίας παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά τα τελευταία έτη, ανερχόμενο από τα 28,6 δις. ευρώ το 2003 σε επίπεδα άνω των 55 δις. ευρώ το 2007 και ότι οι εξωτερικές επενδύσεις της ΕΕ στην Ινδία υπερδιπλασιάστηκαν από το 2002 έως το 2006 φθάνοντας τα 2,4 δις. ευρώ· ότι το εμπορικό καθεστώς και το ρυθμιστικό περιβάλλον της Ινδίας εξακολουθούν να παραμένουν συγκριτικά περιοριστικά και η Παγκόσμια Τράπεζα κατέταξε το 2008 την Ινδία στην 120η θέση (σε 178 οικονομίες) από πλευράς «διευκόλυνσης στις επιχειρήσεις»,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ινδικό Κοινοβούλιο έχουν καθιερώσει επίσημες διμερείς σχέσεις,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ και η Ινδία εξακολουθούν να δεσμεύονται στη σύναψη συνολικής, ισορροπημένης και πλήρως συμμορφούμενης με τους κανόνες του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου η οποία θα προβλέπει τη σταδιακή και αμοιβαία ελευθέρωση του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και σε σχέση με εμπορικά θέματα· ότι η συμφωνία αυτή θα αποβεί ουσιαστικά προς όφελος αμφοτέρων των οικονομιών, θα αυξήσει τις επενδύσεις, τις γενικές εξαγωγές και εισαγωγές για αμφότερα τα μέρη και θα δώσει σημαντική ώθηση στο παγκόσμιο εμπόριο, ιδίως όσον αφορά τις υπηρεσίες,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ και η Ινδία έχουν αναπτύξει στενή συνεργασία στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ και η Ινδία έχουν δεσμευθεί στην εκρίζωση όλων των μορφών τρομοκρατίας που αποτελεί μία από τις σοβαρότερες απειλές για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ινδία έχει αναδειχθεί σημαντικός παράγοντας στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας και ένας από τους μεγαλύτερους χορηγούς στις ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ και ότι θα έπρεπε να της αναγνωρισθεί το ενισχυμένο αυτό καθεστώς σε πλαίσιο Ηνωμένων Εθνών με μία έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ινδία έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, ιδίως με τη συμμετοχή της στην Ένωση Περιφερειακής Συνεργασίας Νότιας Ασίας (SAARC) και τη συνεργασία της με το Σύνδεσμο των Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN)· έχοντας υπόψη το ρόλο της στην υποστήριξη της σταθερότητας στην περιοχή, όπως επίσης και τη συνεργασία της με την ΕΕ στο Νεπάλ και τη Σρι-Λάνκα,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΗΠΑ και η Ινδία έχουν υπογράψει συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα ειρηνικό μέλλον για το πρώην πριγκιπάτο του Τζαμού και Κασμίρ παραμένει σημαντικός στόχος για τη σταθερότητα στη Νότια Ασία,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αλλαγή του κλίματος, η χρήση της ενέργειας και η ενεργειακή ασφάλεια είναι θέματα ζωτικής σημασίας για τη διεθνή κοινότητα,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η παγκόσμια εκτόξευση των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων προκάλεσε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες και προκάλεσε ανησυχίες σχετικά με την προοπτική κοινωνικής αναταραχής,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ινδία συμμετέχει στα προγράμματα της ΕΕ Galileo και ITER,

1.

χαιρετίζει την πραγματοποίηση της 9ης διάσκεψης κορυφής Ινδίας-ΕΕ ως έκφραση βιώσιμης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης και συνιστά ένθερμα να πραγματοποιούνται μελλοντικά, πριν από τις ετήσιες αυτές συναντήσεις κορυφής, κοινοβουλευτικές προπαρασκευαστικές συναντήσεις προκειμένου να υπογραμμιστεί ο δημοκρατικός έλεγχος της διαδικασίας και να ενισχυθούν η κατανόηση των απόψεων και τα δημοκρατικά συστήματα αμφοτέρων των πλευρών·

2.

τονίζει εκ νέου τη σθεναρή του υποστήριξη στην ενίσχυση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ ΕΕ και Ινδίας και τη διερεύνηση περαιτέρω τρόπων αναβάθμισης της σχέσης αυτής και ζητεί να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα από τη διάσκεψη κορυφής επί οικονομικών, πολιτικών, εμπορικών θεμάτων και θεμάτων ασφαλείας καθώς και επί άλλων θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος·

3.

χαιρετίζει την αναθεώρηση του προαναφερθέντος κοινού σχεδίου δράσης, ελπίζει ότι θα θεσπίσει σαφείς προτεραιότητες και προθεσμίες για τις συμφωνηθείσες δραστηριότητες και επαναλαμβάνει την επιθυμία του να συμμετάσχει στη διαδικασία αναθεώρησης· είναι διατεθειμένο να αρχίσει συζητήσεις με την Επιτροπή για τον προσδιορισμό της μορφής αυτής της συμμετοχής·

4.

επισημαίνει ότι η ΕΕ και η Ινδία προτίθενται να εγκρίνουν αναθεωρημένο κοινό σχέδιο δράσης στο πλαίσιο της διάσκεψης κορυφής· υπογραμμίζει τη σημασία που έχει το να δοθεί πραγματική πολιτική ουσία στις προτεινόμενες κοινές ενέργειες και η παροχή επαρκών πόρων που θα επιτρέψουν την πλήρη υλοποίηση των προτεραιοτήτων του σχεδίου·

5.

χαιρετίζει τη σύσταση, τον Ιούνιο 2008, της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας Ινδίας-Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία θα δρα στα πλαίσια του Ινδικού Κοινοβουλίου κατ' αντιστοιχία προς την Αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις Σχέσεις με τη Δημοκρατία της Ινδίας· ελπίζει ότι αυτή η θετική εξέλιξη θα δρομολογήσει ένα μεστό νοήματος και δομημένο διάλογο μεταξύ των δύο Κοινοβουλίων επί θεμάτων παγκοσμίου και κοινού συμφέροντος μέσω τακτικών διμερών επισκέψεων και συζητήσεων στρογγυλής τραπέζης·

6.

υπογραμμίζει τη σταθερή δέσμευση για τη σύναψη συνολικής, ευρείας και φιλόδοξης Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (ΣΕΕ) μεταξύ ΕΕ και Ινδίας· επισημαίνει ότι ενώ οι διαπραγματευτές κατέληξαν σε ευρεία συναίνεση σε σχέση με το εμπόριο αγαθών, απαιτούνται περαιτέρω συζητήσεις προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία σε σχέση με τις υπηρεσίες, τον ανταγωνισμό, τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΔΠΙ), τις δημόσιες προμήθειες, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα μέτρα υγείας και φυτοϋγιεινής και τους μη δασμολογικούς φραγμούς· καλεί επειγόντως αμφότερα τα μέρη να εργαστούν προκειμένου να υπάρξει επιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων έως τα τέλη του 2008· επισημαίνει την τεράστια αύξηση του διμερούς εμπορίου και των επενδύσεων κατά την τελευταία δεκαετία και τονίζει τις τεράστιες δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξη που απορρέουν από μια τέτοια συμφωνία·

7.

ζητεί τη σύναψη μιας συνολικής ΣΕΕ που θα βελτιώσει την πρόσβαση στην αγορά για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες καλύπτοντας ουσιαστικά το σύνολο του εμπορίου και θα περιέχει διατάξεις σε σχέση με τη ρυθμιστική διαφάνεια σε τομείς που εμπίπτουν στο αμοιβαίο εμπόριο και τις επενδύσεις, περιλαμβανομένων των προδιαγραφών αξιολόγησης ΔΠΙ και μέτρων υγείας και φυτοϋγιεινής, της εφαρμογής, της διευκόλυνσης του εμπορίου και των δασμών, των δημοσίων προμηθειών, του εμπορίου και του ανταγωνισμού, καθώς και της ανάπτυξης και του εμπορίου όπως επίσης και των ρητρών για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως ουσιαστικό στοιχείο της ΣΕΕ·

8.

υποστηρίζει τις διαπραγματεύσεις για τη ΣΕΣ με την Ινδία με απόλυτο σεβασμό των διαφορετικών οικονομικών θέσεων των δύο εταίρων, της ιδιάζουσας κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης της Ινδίας και, ιδίως, της κατάστασης των φτωχών και των απασχολούμενων στη γεωργία συντήρησης· θεωρεί ότι ένα φιλόδοξο κεφάλαιο στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να αποτελεί ουσιώδη συνιστώσα κάθε συμφωνίας και να υπόκειται στον τυποποιημένο μηχανισμό διευθέτησης διαφορών·

9.

επισημαίνει ότι η ΕΕ αποτελεί σημαντική πηγή εξωτερικών αμέσων επενδύσεων για την Ινδία, καλύπτοντας το 19,5 % περίπου των συνολικών ροών εξωτερικών επενδύσεων της Ινδίας και ότι οι σωρευτικές άμεσες επενδύσεις της Ινδίας σε κοινοπραξίες και πλήρους ιδιοκτησίας θυγατρικές στην ΕΕ (από τον Απρίλιο 1996 έως το 2006/2007) ανήλθαν σε 4315,87 εκατ. ευρώ, καθιστώντας την ΕΕ το μεγαλύτερο προορισμό υπερπόντιων επενδύσεων για την Ινδία· αναγνωρίζει ότι οι επενδυτικές ροές μεταξύ ΕΕ και Ινδίας παρουσίασαν άνοδο και πρόκειται να ανέλθουν ακόμη περισσότερο μετά την επιτυχή σύναψη της ΣΕΕ·

10.

υπενθυμίζει ότι η ΕΕ και η Ινδία είναι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι και ιδρυτικά μέλη του ΠΟΕ· εκφράζει τη λύπη του για την πρόσφατη αποτυχία των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της Αναπτυξιακής Ατζέντα της Ντόχα και την αντιδικία σε σχέση με τους δασμούς στα γεωργικά προϊόντα μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας· επισημαίνει ότι το κόστος της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων σε πλαίσιο ΠΟΕ θα μπορούσε να περιλαμβάνει: την απώλεια της πιθανής ανόδου της ευημερίας εξ αιτίας των νέων μεταρρυθμίσεων του ΠΟΕ, τη σοβαρή απειλή για υπονόμευση της αξιοπιστίας του διεθνούς εμπορικού συστήματος και του ΠΟΕ και την πιθανότητα επέκτασης του προστατευτισμού στο εμπόριο και τον κίνδυνο να αντικαταστήσουν τα μέλη του ΠΟΕ την πολυμέρεια με διμερείς συμφωνίες και συμφωνίες σε περιφερειακό επίπεδο· καλεί επειγόντως την ΕΕ και την Ινδία να ανανεώσουν τις προσπάθειές τους για την εξεύρεση συνολικής εμπορικής συμφωνίας προς όφελος όχι μόνο της ΕΕ και της Ινδίας αλλά και της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας·

11.

καλεί την Επιτροπή, κατά τις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιεί για τη ΣΕΣ με την Ινδία, να δώσει τη δέουσα προσοχή στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως δε στην εφαρμογή των εργασιακών προτύπων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας όσον αφορά την παιδική και καταναγκαστική εργασία (Συμβάσεις αριθ. 138 και 182), στην κατάργηση των μη δασμολογικών φραγμών και των περιορισμών στον κλάδο των εξωτερικών άμεσων επενδύσεων σε σημαντικούς τομείς και στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας·

12.

επισημαίνει την αναγγελία, στις 28 Αυγούστου 2008, συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου Ινδίας-ΑSΕΑΝ· εκφράζει την ελπίδα ότι η συμφωνία αυτή θα οδηγήσει σε περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και σύσφιγξη των περιφερειακών πολιτικών σχέσεων και ότι θα αποτελέσει τη βάση για την ασφάλεια στη νοτιοανατολική Ασία·

13.

καλεί την ΕΕ και την Ινδία να επιτελέσουν πρόοδο σε σχέση με τη σύναψη συμφωνιών στους τομείς της ναυτιλίας και της αεροπλοΐας που θα δώσουν περαιτέρω ώθηση στο εμπόδιο και τις επενδύσεις· δηλώνει ότι η διάσκεψη κορυφής θα παράσχει επίσης την ευκαιρία για την υπογραφή της δημοσιονομικής συμφωνίας σε σχέση με το νέο πρόγραμμα συνεργασίας στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας·

14.

χαιρετίζει την εγκαινίαση στο Νέο Δελχί του Ευρωπαϊκού Κέντρου Επιχειρήσεων και Τεχνολογίας, το οποίο θα συμβάλει στην εδραίωση δεσμών μεταξύ ευρωπαϊκών και ινδικών επιχειρήσεων, καθώς και μεταξύ επιστημονικών και τεχνολογικών παραγόντων, με στόχο την ανταπόκριση στα αιτήματα της αγοράς της Ινδίας·

15.

καλεί το Συμβούλιο να σημειώσει επειγόντως πρόοδο όσον αφορά το καθεστώς διευκόλυνσης της χορήγησης αδειών εισόδου·

16.

χαιρετίζει την ίδρυση του ινδικού γραφείου ελέγχου των εγκλημάτων εις βάρος της άγριας πανίδας, εξακολουθώντας να ανησυχεί βαθιά για τη δεινή κατάσταση της άγριας τίγρης και καλεί την Ινδία να προστατεύσει τις τίγρεις από την απώλεια οικοτόπων και την εμπορία από διεθνή εγκληματικά δίκτυα· ζητεί ειδική στήριξη της ΕΕ για αυτήν την προσπάθεια διατήρησης, τόσο μέσω τεχνικής πραγματογνωμοσύνης όσο και μέσω χρηματοδοτικής στήριξης και ενίσχυσης της Σύμβασης για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων με εξάλειψη αγρίων ειδών πανίδας και χλωρίδας (CITES)·

17.

ενθαρρύνει αμφότερες τις πλευρές να συνεργαστούν στενά επί των κυρίων περιβαλλοντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο πλανήτης· καλεί σχετικά επειγόντως την ΕΕ και την Ινδία να αναπτύξουν στο μέτρο του δυνατού κοινές προσεγγίσεις σε σχέση με την απειλή που συνιστά η αλλαγή του κλίματος και τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου· τονίζει την ανάγκη δέσμευσης αμφοτέρων των μερών για συμφωνία μετά το 2012 σε σχέση με τις μειώσεις των αερίων θερμοκηπίου, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ινδία ως αναπτυσσόμενο έθνος·

18.

επισημαίνει τη μεγάλη άνοδο του κόστους της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο και τις επακόλουθες επιπτώσεις στους εγχώριους καταναλωτές, επιχειρήσεις και βιομηχανία· τονίζει ότι η ανάγκη ποικιλομορφίας στον ενεργειακό εφοδιασμό πρέπει να αποτελέσει τον κύριο πολιτικό στόχο, όπως επίσης και τους κινδύνους για την πολιτική σταθερότητα στην Ευρώπη και τη Νοτιοανατολική Ασία που δημιουργούν οι απειλές στην ενεργειακή ασφάλεια·

19.

χαιρετίζει την έγκριση της πυρηνικής συμφωνίας ΗΠΑ-Ινδίας για ειρηνικούς σκοπούς εκ μέρους της ομάδας πυρηνικών προμηθευτών (καθώς και της μονομερούς δήλωσης της Ινδίας σχετικά με την πρόθεσή της να τηρήσει τις δεσμεύσεις της όσον αφορά την μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και να συνεχίσει να εφαρμόζει εθελοντικό μορατόριουμ στις δοκιμές πυρηνικών όπλων)· καλεί την ινδική κυβέρνηση να μετατρέψει την προσωρινή αναστολή των πυρηνικών δοκιμών σε νομικά δεσμευτική υποχρέωση·

20.

αναγνωρίζει ότι η Ινδία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την πρόληψη των διενέξεων και την ειρήνευση στην περιοχή της και πέραν αυτής· ανησυχεί για τη σημερινή ασταθή πολιτική κατάσταση στο Πακιστάν και για την όλο και ανασφαλέστερη κατάσταση στο Αφγανιστάν και τη Σρι Λάνκα και εκφράζει την ελπίδα να λειτουργήσει η Ινδία, υπερέχουσα χώρα της περιοχής, ως παράγων προώθησης της σταθερότητας και της ειρήνης· καλεί την Ινδία και την ΕΕ, ιδιαίτερα με τη διαμεσολάβηση της ειδικής αποστολής της ΕΕ για τη Βιρμανία/Μυανμάρ, να συνεργαστούν ώστε να πιέσουν την στρατιωτική χούντα στη Βιρμανία να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατουμένους και να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα·

21.

εκφράζει την αποδοκιμασία του για την εκδήλωση ταραχών στο Τζαμού και Κασμίρ τον Αύγουστο του 2008 και συνιστά να λάβουν οι αρχές όλα τα απαραίτητα μέτρα ούτως ώστε να επιτραπεί η συντομότερη δυνατή διενέργεια εκλογών στο Τζαμού και Κασμίρ σε περιβάλλον σταθερότητας· πιστεύει ότι το άνοιγμα του Κασμίρ στην ελεύθερη ροή εμπορευμάτων και προσώπων είναι ουσιαστική προϋπόθεση για να διακοπεί ο φαύλος κύκλος της καταστολής και της βίας· προσβλέπει στη μείωση της στρατιωτικής παρουσίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών, των επιχειρήσεων και του τουρισμού·

22.

ανησυχεί έντονα για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι πλημμύρες στη βορειοανατολική Ινδία, πλήττοντας ιδίως την επαρχία του Bihar αλλά και το γειτονικό Νεπάλ και το Μπαγκλαντές· εκφράζει τη θλίψη του για το γεγονός ότι η καταστροφή προκάλεσε τεράστιο αριθμό θυμάτων και άφησε πίσω της πάνω από 1 εκατομμύριο άστεγους· καλεί την ΕΕ και την Ινδία να εντείνουν τη συνεργασία για την θέσπιση μέτρων που να αποσκοπούν στον μετριασμό των επιπτώσεων της αλλαγής του κλίματος και να εντείνουν τη συνεργασία στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·

23.

χαιρετίζει τις προσπάθειες της Ινδικής Κυβέρνησης και της κοινωνίας των πολιτών όσον αφορά τη διαδικασία διάσωσης και εκκένωσης, το συντονισμό και τη διανομή τροφίμων και τη διαχείριση των καταυλισμών για τους άστεγους· τονίζει ότι ύψιστη προτεραιότητα πρέπει πλέον να αποτελέσει η παροχή στέγης και καθαρού νερού για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση της δημόσιας υγείας· ζητεί μεγαλύτερη διεθνή συνεργασία με την Ινδία υπέρ της επείγουσας υλοποίησης των δράσεων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, δεδομένου ότι οι οφειλόμενες στον άνθρωπο καταστροφές, όπως οι πλημμύρες, αυξάνονται διαρκώς, καθιστώντας απαραίτητη την ενίσχυση των μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης·

24.

αναγνωρίζει ότι η Ινδία προσφέρει πρότυπο για το χειρισμό της πολιτιστικής και θρησκευτικής πολυφωνίας παρά τις περιοδικές και τοπικές δυσκολίες μεταξύ θρησκειών, συμπεριλαμβανομένων αυτών μεταξύ Ινδουιστών και Χριστιανών· εκφράζει ωστόσο βαθιά ανησυχία για την παρούσα κατάσταση των χριστιανικών μειονοτήτων, και για τον αντίκτυπο που ενδεχομένως θα έχουν οι νόμοι κατά του προσηλυτισμού οι οποίοι έχουν επεκταθεί σε διάφορες Πολιτείες της Ινδίας στην ελευθερία θρησκεύματος·

25.

εκφράζει τη βαθειά ανησυχία του για τις πρόσφατες επιθέσεις σε βάρος χριστιανών στην Orissa πολλές εκ των οποίων προέρχονται από τους Dalit και ιδιαίτερα στην περιφέρεια Kandhamal· υπογραμμίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί άμεση βοήθεια και υποστήριξη προς τα θύματα, περιλαμβανομένης της αποζημίωσης προς την εκκλησία για βλάβες που υπέστη η ιδιοκτησία της και προς μεμονωμένα άτομα η ιδιοκτησία των οποίων υπέστη παρόμοιες βλάβες· καλεί επειγόντως τις αρχές να επιτρέψουν την επιστροφή με ασφάλεια των ατόμων που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους· τονίζει την ανάγκη άμεσης δίωξης όλων εκείνων που κατηγορούνται, περιλαμβανομένων των ανώτερων αξιωματικών της αστυνομίας, μέσω του δικαστικού συστήματος· εκφράζει τη λύπη του για τη δολοφονία 35 τουλάχιστον ατόμων αφότου ξέσπασαν οι βιαιοπραγίες και καλεί τις τοπικές και εθνικές αρχές να πράξουν ό,τι είναι δυνατόν για την προστασία της χριστιανικής μειονότητας·

26.

εκφράζει τη βαθειά του συμπάθεια για τα θύματα των τρομοκρατικών βομβιστικών ενεργειών στην Ινδία τόσο στην επικράτειά της όσο και στο Αφγανιστάν και ιδιαίτερα στην Πρεσβεία της στην Καμπούλ· υπενθυμίζει ιδιαίτερα την τελευταία βομβιστική επίθεση της 13ης Σεπτεμβρίου 2008 στην ινδική πρωτεύουσα και το θάνατο άνω των 180 ατόμων στη Βομβάη το 2006 και άνω των 60 ατόμων στο Τζαϊπούρ το Μάιο του 2008· καταδικάζει τις τρομοκρατικές αυτές επιθέσεις όπως άλλωστε και όλες τις άλλες·

27.

επαναβεβαιώνει τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει η κοινωνία των πολιτών στις συνομιλίες για ζητήματα αρχής στις σημερινές διμερείς διαπραγματεύσεις· εμμένει εν προκειμένω στην ενίσχυση του ρόλου της στρογγυλής τράπεζας ΕΕ-κοινωνίας των πολιτών της Ινδίας που συστάθηκε το 2001 και καλεί, ειδικότερα, να της παρασχεθούν τα μέσα για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων της που συνίστανται στην διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών στην ΕΕ και στην Ινδία· ζητεί να λαμβάνονται σε μεγαλύτερο βαθμό υπόψη τα αποτελέσματα αυτών των ανταλλαγών στην διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ·

28.

χαιρετίζει, όσον αφορά το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη συνεργασία της Ινδίας με το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ· συγχαίρει επίσης την Ινδική Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την ανεξάρτητη και σοβαρή εργασία που επιτέλεσε όσον αφορά τις θρησκευτικές διακρίσεις και άλλα θέματα· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Ινδία δεν έχει ακόμη επικυρώσει τη διεθνή σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) ούτε το προαιρετικό πρωτόκολλό της· συνιστά να επικυρώσει η Ινδία χωρίς καθυστέρηση τα δύο αυτά μέσα· παροτρύνει την Ινδική Κυβέρνηση να καταργήσει πάραυτα τη θανατική ποινή με την επιβολή αναστολής των εκτελέσεων· ενθαρρύνει την Ινδική Κυβέρνηση να υπογράψει και επικυρώσει το προαιρετικό πρωτόκολλο της Σύμβασης περί κατάργησης κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών· παροτρύνει την Ινδία να συμμετάσχει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο· παροτρύνει τις ινδικές αρχές να προβούν σε μεταρρύθμιση της πράξης περί ειδικών αρμοδιοτήτων των ενόπλων δυνάμεων, η οποία χορηγεί καθεστώς ατιμωρησίας στο στρατό και την αστυνομία·

29.

ζητεί την κατάρτιση έκθεσης προόδου σχετικά με την πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα που εφαρμόζεται με την Ινδία, υπενθυμίζοντας ότι ο διάλογος ΕΕ-Ινδίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρουσιάζεται ως υπόδειγμα σε αυτόν τον τομέα· εκφράζει εν προκειμένω κατάπληξη για το γεγονός ότι η Ινδία δεν συγκαταλέγεται στον κατάλογο των χωρών που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας για τον Εκδημοκρατισμό και την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (EIDHR) (5) για σχέδια μικρής κλίμακας της κοινωνίας των πολιτών·

30.

καλεί την ΕΕ και την Ινδία να καταστήσουν σαφή την κοινή τους δέσμευση για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας που αποτελεί μια από τις κύριες απειλές στη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια· ζητεί επειγόντως την ενισχυμένη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών και ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην Ινδία προκειμένου να τυγχάνει προνομιακού καθεστώτος στο πλαίσιο της Europol·

31.

τονίζει ότι η επισιτιστική ασφάλεια της Ινδίας εξακολουθεί να προξενεί ανησυχίες· καλεί την Ινδική Κυβέρνηση να γεφυρώσει το κενό ζήτησης-προσφοράς επιταχύνοντας το ρυθμό της εγχώριας παραγωγής δημητριακών και διασφαλίζοντας την πραγματοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών·

32.

χαιρετίζει την πρόοδο που πέτυχε η Ινδία για την εξάλειψη της φτώχειας (ΑΣΧ 1)· σημειώνει πάντως την αργή πρόοδο προς τους ΑΣΧ για την παιδεία, την υγεία, την ισότητα των φύλων και τη χειραφέτηση των γυναικών· εκφράζει εκ νέου ανησυχία για το γεγονός ότι η παιδική θνησιμότητα και η υγεία των μητέρων (ΑΣΧ 4 και 5) είναι οι τομείς με τη μικρότερη πρόοδο και δεν φαίνεται πιθανή η επίτευξή τους έως το 2015· καλεί το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την Κυβέρνηση της Ινδίας να δώσουν προτεραιότητα στις ενέργειες για την ισότητα των φύλων, την παιδική θνησιμότητα και τη βελτίωση της υγείας των μητέρων·

33.

καλεί την ΕΕ και την Ινδία να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στις συναλλαγές μεταξύ των λαών και στην ενίσχυση του πολιτιστικού διαλόγου·

34.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και της Δημοκρατίας της Ινδίας.


(1)  ΕΕ C 227 Ε της 21.9.2006, σ. 589.

(2)  ΕΕ C 102 Ε της 24.4.2008, σ. 468.

(3)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ6_ΤΑ(2008)0366.

(4)  ΕΕ C 306 Ε της 15.12.2006, σ. 400.

(5)  Κανονισμóς (ΕΚ) αριθ. 1889/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την καθιέρωση χρηματοδοτικού μέσου για την προαγωγή της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου παγκοσμίως (ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 1).


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/75


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη

P6_TA(2008)0456

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη (2008/2011(INI))

2010/C 8 E/14

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 150 και 151 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη του Άμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς πράξεις, η οποία υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1997, και το πρωτόκολλο αριθ. 9 για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη (1),

έχοντας υπόψη το άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη σύμβαση της Unesco για την Προστασία και την Προώθηση της Πολυμορφίας της Πολιτιστικής Έκφρασης, η οποία αναγνωρίζει τη νομιμότητα των δημόσιων πολιτικών για την αναγνώριση και προώθηση της πολυφωνίας,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (2),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (3),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (4),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυο και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (5),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2007/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (6),

έχοντας υπόψη την απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος) (7),

έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο που παρουσίασε η Επιτροπή για μια ευρωπαϊκή πολιτική επικοινωνίας (COM(2006)0035),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 2007 για μια ευρωπαϊκή προσέγγιση σχετικά με τον γραμματισμό στα μέσα επικοινωνίας σε ψηφιακό περιβάλλον (COM(2007)0833),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο με τίτλο «Στρατηγικές επιλογές για την ενίσχυση της βιομηχανίας προγραμμάτων στο πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον οπτικοακουστικό τομέα» (8),

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (SEC(2007)0032),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 22ας Απριλίου 2004 σχετικά με τους κινδύνους παραβίασης, στην ΕΕ και ιδιαίτερα στην Ιταλία, των δικαιωμάτων της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης (άρθρο 11, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) (9),

έχοντας υπόψη τη μελέτη «Η κατάσταση των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση», την εκπόνηση της οποίας ζήτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη σύσταση «Community Media/Rec(2007)2» της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με την πολυφωνία στα μέσα επικοινωνίας και την ποικιλομορφία του περιεχομένου των μέσων,

έχοντας υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Decl-31.01.2007 E) σχετικά με την προστασία του ρόλου των μέσων επικοινωνίας στη δημοκρατία στο πλαίσιο της συγκέντρωσης των μέσων,

έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση για την πολυμορφία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων που υποβλήθηκε από τον ειδικό εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για την ελευθερία γνώμης και έκφρασης, τον εκπρόσωπο του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, τον ειδικό εισηγητή του ΟΑΚ για την ελευθερία έκφρασης και τον ειδικό εισηγητή της ACHPR (αφρικανική επιτροπή των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των λαών) για την ελευθερία έκφρασης και πρόσβασης στην πληροφόρηση, (που εγκρίθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας (A6-0263/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί οι οποίοι λογοδοτούν στην κοινότητα, την οποία επιθυμούν να υπηρετήσουν,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι «μη κερδοσκοπικοί» σημαίνει ότι πρωταρχικός στόχος των μέσων αυτών είναι να επιδοθούν σε δραστηριότητες δημοσίου ή/και ιδιωτικού συμφέροντος χωρίς κανένα εμπορικό ή χρηματικό κέρδος,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το «λογοδοτούν στην κοινότητα» σημαίνει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης οφείλουν να ενημερώνουν την κοινότητα για τις ενέργειες και τις αποφάσεις τους, να τις αιτιολογούν και να υφίστανται κυρώσεις σε περίπτωση ενδεχόμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο βαθμός διάδοσης και δράσης των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης στα κράτη μέλη παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις με μεγαλύτερη διάδοση και δράση στα κράτη μέλη στα οποία υπάρχει σαφής νομική αναγνώρισή τους και ενημέρωση ως προς την προστιθέμενη αξία τους,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης είναι ανοικτά στη συμμετοχή όσον αφορά την παραγωγή περιεχομένου από τα μέλη της κοινότητας, και έτσι προωθούν την ενεργό εθελοντική συμμετοχή σε αυτά αντί της παθητικής κατανάλωσης των μέσων,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, πολύ συχνά, τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης δεν αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα της κοινωνίας, αλλά υπηρετούν, αντίθετα, ποικιλία μικρότερων συγκεκριμένων ομάδων στόχων που αγνοούνται από άλλα μέσα ενημέρωσης τα οποία έχουν πολλές φορές τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν έναν ευρύ, αν και σε μεγάλο βαθμό μη αναγνωρισμένο ακόμα ρόλο στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης, ιδίως ως πηγή τοπικού περιεχομένου και ενθαρρύνουν την καινοτομία, τη δημιουργικότητα και την πολυμορφία του περιεχομένου,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης υποχρεούνται να τηρούν μια σαφώς ορισμένη εντολή, όπως το να παρέχουν κοινωνικό όφελος, το οποίο πρέπει επίσης να αντανακλάται στο περιεχόμενο που παράγουν,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κύριες αδυναμίες των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η έλλειψη της νομικής τους αναγνώρισης από την πλευρά πολλών εθνικών νομικών συστημάτων, και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι, έως τώρα, κανένα από τα σχετικά νομικά κείμενα της Κοινότητας δεν εξετάζει το ζήτημα των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή κώδικα πρακτικής, παράλληλα με τη νομική αναγνώριση, θα διασαφηνίσει το καθεστώς, τις διαδικασίες και τον ρόλο του κλάδου, συμβάλλοντας στην ασφάλειά του, ενώ παράλληλα θα διασφαλίσει την ανεξαρτησία του και θα αποτρέψει τυχόν ανάρμοστη συμπεριφορά,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Διαδίκτυο έχει ωθήσει τον τομέα σε μια νέα εποχή με νέες δυνατότητες και προκλήσεις, και ότι τα έξοδα μετάβασης από την αναλογική στην ψηφιακή μετάδοση θέτουν σημαντικό βάρος στα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2008 έχει ορισθεί «Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου», γεγονός που επιφυλάσσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στα μέσα ενημέρωσης στην ΕΕ ως κατεξοχήν φορείς έκφρασης και ενημέρωσης μικρότερων πολιτισμικών ομάδων του κοινωνικού συνόλου καθώς και φορείς που δύνανται να συνεχίσουν τον διαπολιτισμικό διάλογο και μετά το 2008,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν σημαντικούς φορείς χειραφέτησης των πολιτών και ενθάρρυνσης της ενεργού συμμετοχής τους στην κοινωνία των πολιτών, ενώ εμπλουτίζουν τον κοινωνικό διάλογο, και αποτελούν φορείς εσωτερικής πολυφωνίας (ιδεών) και ότι η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας συνιστά απειλή στην σε βάθος κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης ζητημάτων τοπικού ενδιαφέροντος για όλες τις ομάδες εντός της κοινότητας,

1.

τονίζει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν αποτελεσματικό μέσο για την ενίσχυση της πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας, καθώς και της κοινωνικής ενσωμάτωσης και της τοπικής ταυτότητας, πράγμα που εξηγεί και την ποικιλομορφία του τομέα·

2.

επισημαίνει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης βοηθούν στην ενίσχυση των ταυτοτήτων συγκεκριμένων κοινοτήτων συμφερόντων, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στα μέλη των κοινοτήτων αυτών να έρχονται σε επαφή με άλλες ομάδες της κοινωνίας και, με τον τρόπο αυτόν, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ανεκτικότητας και της πολυφωνίας στην κοινωνία και συμβάλλουν στον διαπολιτισμικό διάλογο·

3.

τονίζει επιπλέον ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης προωθούν τον διαπολιτισμικό διάλογο μέσα από την διαπαιδαγώγηση του ευρύτερου κοινού, την καταπολέμηση των αρνητικών στερεοτύπων και τον επαναπροσδιορισμό των ιδεών που προωθούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με κοινωνικές ομάδες που απειλούνται με κοινωνικό αποκλεισμό, όπως οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι Ρομά και άλλες εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες· τονίζει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν ένα από τα υπάρχοντα μέσα για τη διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των μεταναστών και επιτρέπουν επίσης στα μειονεκτούντα μέλη της κοινωνίας να συμμετέχουν περισσότερο ενεργά, λαμβάνοντας μέρος σε συζητήσεις που τους είναι σημαντικές·

4.

επισημαίνει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο προγραμμάτων κατάρτισης που αφορούν εξωτερικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων, και ανειδίκευτα μέλη της κοινωνίας και να δράσουν ως πολύτιμα κέντρα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας· επισημαίνει ότι η εκπαίδευση ατόμων σε ψηφιακές, διαδικτυακές και συντακτικές δεξιότητες μέσω της συμμετοχής τους σε δραστηριότητες των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης, παρέχει χρήσιμες και μεταβιβάσιμες δεξιότητες·

5.

επισημαίνει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης λειτουργούν ως καταλύτης για την τοπική δημιουργικότητα, παρέχοντας στους καλλιτέχνες και στους δημιουργικούς επιχειρηματίες μια δημόσια πλατφόρμα για τον έλεγχο νέων ιδεών και εννοιών·

6.

θεωρεί ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης συμβάλλουν στον στόχο της βελτίωσης του γραμματισμού των πολιτών στα μέσα επικοινωνίας, μέσω της άμεσης συμμετοχής τους στην παραγωγή και τη διανομή περιεχομένου και ενθαρρύνει τις κοινωνικές διεξόδους στα σχολεία, ώστε να αναπτυχθεί στους νέους το αίσθημα της ιδιότητας του πολίτη, να αυξηθεί ο γραμματισμός τους στα μέσα επικοινωνίας, καθώς και να καλλιεργηθεί σειρά από δεξιότητες που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω για συμμετοχή στα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης·

7.

τονίζει ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης βοηθούν στην ενίσχυση της πολυφωνίας στα μέσα επικοινωνίας, καθώς παρέχουν επιπρόσθετες προοπτικές επί ζητημάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο μιας δεδομένης κοινότητας·

8.

επισημαίνει ότι με δεδομένη την απόσυρση ή την ανυπαρξία δημόσιων και εμπορικών μέσων ενημέρωσης σε ορισμένες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των απομακρυσμένων περιοχών, και την τάση των εμπορικών μέσων ενημέρωσης για μείωση του τοπικού περιεχομένου, τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης ενδέχεται να αποτελούν τη μόνη πηγή τοπικών νέων και ενημέρωσης και το μοναδικό μέσο έκφρασης των τοπικών κοινοτήτων·

9.

χαιρετίζει το γεγονός ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης μπορούν να καταστήσουν τους πολίτες περισσότερο ενήμερους σε σχέση με υφιστάμενες δημόσιες υπηρεσίες και μπορούν να βοηθήσουν στην ενθάρρυνση της συμμετοχής των πολιτών στον δημόσιο διάλογο·

10.

θεωρεί ότι τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης ενδέχεται να χρησιμεύσουν ως αποτελεσματικό μέσο προσέγγισης μεταξύ της Ένωσης και των πολιτών της απευθυνόμενα σε συγκεκριμένο κοινό και συνιστά επίσης τα κράτη μέλη να συνεργαστούν περισσότερο ενεργά με τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης προκειμένου να συμμετάσχουν σε έναν στενότερο διάλογο με τους πολίτες·

11.

επισημαίνει ότι η καλή ποιότητα των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης είναι ουσιαστική για την υλοποίηση των δυνατοτήτων τους και τονίζει το γεγονός ότι είναι αδύνατη η επίτευξη τέτοιου είδους ποιότητας χωρίς κατάλληλους χρηματοδοτικούς πόρους· σημειώνει ότι οι οικονομικοί πόροι των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης ποικίλλουν κατά πολύ, αλλά σε γενικές γραμμές είναι λιγοστοί, και αναγνωρίζει ότι η πρόσθετη χρηματοδότηση και η ψηφιακή προσαρμογή θα επιτρέψουν στον τομέα των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης να επεκτείνει το προφίλ του όσον αφορά την καινοτομία και να παράσχει νέες και ζωτικής σημασίας υπηρεσίες που θα προσφέρουν προστιθέμενη αξία στις επί του παρόντος παρεχόμενες αναλογικές υπηρεσίες·

12.

σημειώνει ότι ο τομέας δεν διαθέτει την απαιτούμενη στήριξη ώστε να μπορέσει να καταβάλει μείζονες προσπάθειες για να βελτιώσει την εκπροσώπησή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους εθνικούς φορείς λήψης αποφάσεων και την επαφή του με αυτήν/αυτούς·

13.

τονίζει την ανάγκη πολιτικής ανεξαρτησίας των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης·

14.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη τα στοιχεία που περιέχονται στο ψήφισμα ορίζοντας τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης ως:

α)

μη κερδοσκοπικά και ανεξάρτητα, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο, επιδιδόμενα κατά κύριο λόγο σε δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος και συμφέροντος της κοινωνίας των πολιτών, εξυπηρετούντα σαφώς καθορισμένους στόχους, οι οποίοι περιλαμβάνουν πάντα κοινωνική ωφέλεια και συμβάλλουν στον διαπολιτισμικό διάλογο·

β)

λογοδοτούντα στην κοινότητα την οποία επιθυμούν να υπηρετήσουν, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλουν να ενημερώνουν την κοινότητα για τις ενέργειες και τις αποφάσεις τους, να τις αιτιολογούν και να υφίστανται κυρώσεις σε περίπτωση ενδεχόμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς, έτσι ώστε οι υπηρεσίες να εξακολουθούν να ελέγχονται από τα συμφέροντα της κοινότητας και να αποτρέπεται η δημιουργία δικτύων «εκ των άνω προς τα κάτω»·

γ)

ανοικτά στη συμμετοχή όσον αφορά την παραγωγή περιεχομένου από τα μέλη της κοινότητας, τα οποία μπορούν να συμμετέχουν σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας και διαχείρισης, ενώ αντίθετα τα άτομα που είναι υπεύθυνα για το συντακτικό περιεχόμενο πρέπει να είναι επαγγελματίες στον χώρο·

15.

συμβουλεύει τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν νομικά τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης ως ξεχωριστή ομάδα, παράλληλα με τα εμπορικά και δημόσια μέσα ενημέρωσης, εκεί όπου η αναγνώριση αυτή εξακολουθεί να μην υφίσταται, χωρίς αυτό να αποβεί σε βάρος των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης·

16.

καλεί την Επιτροπή να εκλάβει τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης ως εναλλακτική, «από κάτω προς τα πάνω» λύση για την αύξηση της πολυφωνίας στα μέσα επικοινωνίας κατά τον σχεδιασμό δεικτών πολυφωνίας στα μέσα επικοινωνίας·

17.

καλεί τα κράτη μέλη να στηρίξουν περισσότερο ενεργά τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης, ώστε να διασφαλιστεί η πολυφωνία στα μέσα επικοινωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι η στήριξη αυτή δεν θα πρέπει να αποβεί σε βάρος των δημόσιων μέσων ενημέρωσης·

18.

τονίζει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι τοπικές, περιφερειακές και εθνικές αρχές για την ενίσχυση και προώθηση των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης με την διάθεση της κατάλληλης υποδομής, αλλά και την ένταξη της στήριξής τους σε προγράμματα που ενθαρρύνουν την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών όπως είναι το κοινοτικό πρόγραμμα «Περιφέρειες για την οικονομική αλλαγή» (πρώην Interreg)·

19.

ζητεί από τα κράτη μέλη να καταστήσουν δυνατή την πρόσβαση στο φάσμα τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συχνοτήτων, τόσο αναλογικών όσο και ψηφιακών, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης δεν πρέπει να αξιολογούνται ως προς το ευκαιριακό κόστος ή την αιτιολόγηση του κόστους κατανομής του φάσματος, αλλά μάλλον με βάση την κοινωνική αξία τους·

20.

αναγνωρίζει ότι αφενός μόνο μια μικρή μερίδα του τομέα διαθέτει τη γνώση και την πείρα να ζητήσει ενίσχυση της ΕΕ, και να ωφεληθεί από αυτήν, και αφετέρου οι αρμόδιοι παροχής χρηματοδότησης δεν γνωρίζουν την έκταση των δυνατοτήτων των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης·

21.

αναγνωρίζει ότι ο τομέας θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερη χρήση των προγραμμάτων χρηματοδότησης της Κοινότητας στον βαθμό που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων των κοινοτικών μέσων ενημέρωσης, μέσω της υλοποίησης μιας σειράς ειδικών προγραμμάτων, όπως του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, καθώς και της δυνατότητας για εκπαίδευση και κατάρτιση των δημοσιογράφων μέσω των προγραμμάτων διά βίου μάθησης και άλλων· τονίζει ωστόσο ότι η χρηματοδότηση πρέπει να προέρχεται κυρίως από εθνικές, τοπικές ή/και άλλες πηγές·

22.

προτρέπει τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης να δημιουργήσουν ευρωπαϊκή πλατφόρμα στο Διαδίκτυο, μέσω της οποίας θα μπορούν να διαδίδονται χρήσιμες και σχετικές για τον τομέα πληροφορίες, και να διευκολύνουν τη δικτύωση και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών·

23.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 340 της 10.11.1997, σ. 109.

(2)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

(3)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.

(4)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21.

(5)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

(6)  ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 27.

(7)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1.

(8)  ΕΕ C 249 της 25.9.1995, σ. 219.

(9)  ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004, σ. 1026.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/79


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Κοινός Χώρος Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης

P6_TA(2008)0458

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την ετήσια συζήτηση για την πρόοδο που επιτεύχθηκε κατά το 2007 στο Χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (άρθρα 2 και 39 της Συνθήκης ΕΕ)

2010/C 8 E/15

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 2, 6 και 39 της Συνθήκης ΕΕ καθώς και τα άρθρα 13, 17-22, 61-69, 255 και 286 της Συνθήκης ΕΚ τα οποία αποτελούν τις κύριες νομικές βάσεις για την ανάπτυξη της ΕΕ και της Κοινότητας ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης,

έχοντας υπόψη τις προφορικές ερωτήσεις B6-0006/2008 και B6-0007/2008,

έχοντας υπόψη το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη είναι πρωτίστως αρμόδια να εξασφαλίζουν συνθήκες ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης για τους πολίτες τους, αλλά ότι αφότου τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη του Μάαστριχτ και ακόμη περισσότερο αφότου ισχύει η συνθήκη του Άμστερνταμ, η Ένωση οφείλει να συμβάλει στην υλοποίηση των ιδίων αυτών στόχων έχοντας κατά νουν τις απαιτήσεις των πολιτών της Ένωσης, την ανάγκη προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και εφαρμογής των αρχών του κράτους δικαίου στην Ένωση, καθώς και μιας έντιμης και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών·

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας αποτελεί ουσιαστική και επείγουσα προϋπόθεση προκειμένου η Ένωση να καταστεί χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ), κατά το μέτρο που επιφέρει θεμελιώδεις βελτιώσεις στη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα της δράσης της ΕΕ.

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με τις διάφορες παρεμβάσεις τόσο κατά την προπαρασκευαστική συνάντηση με τα εθνικά κοινοβούλια στις 26 Νοεμβρίου 2007 όσο και κατά την τελευταία συζήτηση στην Ολομέλεια στις 31 Ιανουαρίου 2008 τονίστηκε η σημασία της καλής προετοιμασίας της μετάβασης προς το νέο νομικό πλαίσιο που θα προέλθει από την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας που υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007 η οποία τροποποιεί τη Συνθήκη ΕΕ και θεσπίζει Συνθήκη για την οργάνωση της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Δ.

έχοντας επίγνωση του ότι η δημιουργία ενός πραγματικού ΧΕΑΔ πόρρω απέχει από την υλοποίησή του και ότι εξακολουθεί να προσκρούει σε σημαντικές δυσχέρειες και εμπόδια, όπως επιβεβαιώνεται με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 2008 με τίτλο «Έκθεση για την εφαρμογή του προγράμματος της Χάγης για το 2007» (COM(2008)0373),

Ε.

κρίνοντας λυπηρό το ότι, όπως υπογραμμίζει η εν λόγω έκθεση και παρά την έγκριση ορισμένων μέτρων μείζονος σημασίας, το πρόγραμμα που κατάρτισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Χάγης το 2004 παρουσιάζει τεράστιες καθυστερήσεις, ειδικότερα δε

ότι εξακολουθεί να παρατηρείται σημαντική έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, προπάντων, αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, συγκεκριμένα όταν πρόκειται για τις πολιτικές που συνδέονται με τη νόμιμη ή παράνομη μετανάστευση ή τη δικαστική και αστυνομική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις,

ότι οι δυσχέρειες αυτές επηρεάζουν επίσης τη φάση εφαρμογής των λίγων εγκριθέντων μέτρων, καθότι «μη ικανοποιητικό επίπεδο υλοποίησης παρατηρήθηκε στους ακόλουθους τομείς: πολιτική θεωρήσεων, ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών, πρόληψη και καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, διαχείριση κρίσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αστυνομική και τελωνειακή συνεργασία και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις»,

ΣΤ.

παρατηρώντας ότι τα ίδια τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών τους σχετικά με το μελλοντικό πρόγραμμα του ΧΕΑΔ για την περίοδο 2010-2014, αναφέρονται στις ίδιες δυσχέρειες· αναγνωρίζοντας ότι το υπάρχον κεκτημένο στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων, το οποίο αναπτύχθηκε προοδευτικά, είναι κατ' ανάγκην μη διαρθρωμένο και ως εκ τούτου δύσκολο να εξηγηθεί στους πολίτες της Ένωσης· σημειώνει ότι πολλές φορές μάλιστα είναι δυσνόητο και για τους ειδικούς ακόμα, ενώ ορισμένα από τα εν λόγω μέσα επικαλύπτονται, η δε νομική βάση ορισμένων μέτρων διασπάται μεταξύ διαφόρων πράξεων· παρατηρώντας, τέλος, ότι καθίσταται ολοένα δυσκολότερη και περισσότερο χρονοβόρα η παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής των οδηγιών της ΕΕ και από τα 27 κράτη μέλη,

Ζ.

συμμεριζόμενο ωστόσο την πεποίθηση του Συμβουλίου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει άλλες επιλογές από το να επιμείνει στη δημιουργία του ΧΕΑΔ, ο οποίος εγγίζει τον πυρήνα των εθνικών συνταγματικών τάξεων και ότι τα κράτη μέλη έχουν ιδιαίτερο συμφέρον να διατηρήσουν διάλογο, τόσο μεταξύ τους όσο και με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης,

Η.

πεπεισμένο ότι στο παρόν μεταβατικό στάδιο ενόψει της ολοκλήρωσης των κυρώσεων της Συνθήκης της Λισαβόνας, είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να εγκριθούν εντός του 2009 ορισμένα μέτρα γενικής εμβέλειας τα οποία, αν και εμπνεόμενα από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, θα μπορούσαν ακόμα να εγκριθούν υπό το καθεστώς των ισχυουσών Συνθηκών, σύμφωνα με το άρθρο 18 της Σύμβασης της Βιέννης σχετικά με το δίκαιο των Συνθηκών και τα οποία θα μπορούσαν να μειώσουν τον αρνητικό αντίκτυπο των ως άνω δυσχερειών· επισημαίνοντας ότι, συγκεκριμένα, πρόκειται για μέτρα που συνδέονται με:

την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη στις διαδικασίες, δομές και αποφάσεις των θεσμικών οργάνων, οι αρχές και οι στόχοι που ορίζει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διακήρυξη του οποίου έγινε στο Στρασβούργο, στις 12 Δεκεμβρίου 2007 (1),

την προαγωγή της διαφάνειας όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα στον τομέα του ΧΕΑΔ, σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, περί νομοθετικής διαφάνειας (υπόθεση Turco (2)),

την ουσιαστική συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στη δημιουργία και τη λειτουργία του ΧΕΑΔ, συμπεριλαμβανόμενης της αξιολόγησης των πολιτικών αυτών στα λοιπά κράτη μέλη, καθώς και από τους οργανισμούς της ΕΕ,

κατά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, τον σεβασμό της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι εκείνου της ΕΕ (άρθρο 47 ΣΕΕ), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κυρώσεις που αφορούν υπηκόους τρίτων χωρών ή όταν οι ευρωπαίοι πολίτες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα διακρίσεων (visa waiver) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να συμμετέχει συστηματικά στην εκ μέρους της ΕΕ σύναψη διεθνών συμφωνιών που άπτονται της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις,

την ενίσχυση της ειλικρινούς συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, κατά την εφαρμογή των πολιτικών και των μέτρων που εγκρίνει η ΕΕ, διά της ενίσχυσης και του εκδημοκρατισμού των μηχανισμών αμοιβαίας αξιολόγησης που ήδη προβλέπει η συνεργασία Schengen καθώς και στο πλαίσιο του αγώνα κατά της τρομοκρατίας,

την καθιέρωση, στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, των ενισχυμένων συνεργασιών στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται αδύνατη η επίτευξης της απαιτούμενης ομοφωνίας (π.χ. η συζήτηση που αφορά στην πρόταση της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2006 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε γαμικές διαφορές (COM(2006)0399)),

την υπέρβαση του εμβρυώδους και αβέβαιου ακόμη χαρακτήρα των πρωτοβουλιών που έχουν αναλάβει οι συσταθέντες από την Ευρωπαϊκή Ένωση οργανισμοί, καθώς και της συνεργασίας με τις εθνικές διοικήσεις,

την καθιέρωση μιας γνήσιας πολιτικής επικοινωνίας που θα επιτρέπει στους πολίτες της Ένωσης να ενημερώνονται καλύτερα σχετικά με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο και να γνωρίζουν τις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές στις οποίες μπορούν να απευθύνονται (υπό την αίρεση των προσφυγών στη δικαιοσύνη) για τις περιπτώσεις που ενδεχομένως θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών,

Θ.

εκτιμώντας ότι σε αυτή τη μεταβατική περίοδο επείγει, προς το συμφέρον των ευρωπαίων πολιτών, να ληφθούν επίσης υπόψη οι βελτιώσεις που επιφέρει η Συνθήκη της Λισαβόνας όσον αφορά:

την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τον δικαστικό έλεγχο από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως για τις πράξεις που εμπίπτουν στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας,

τον δημοκρατικό έλεγχο μέσω της διεύρυνσης της συναπόφασης του Κοινοβουλίου και της συμμετοχής των εθνικών κοινοβουλίων στην νομοθετική διαδικασία της Ένωσης και την εκτίμηση του αντικτύπου της, ιδιαίτερα δε στις πολιτικές που έχουν σχέση με τον ΧΕΑΔ,

Ι.

κρίνοντας λυπηρό το γεγονός ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες, οι δυνατότητες προσφυγής των ευρωπαίων πολιτών όσον αφορά τα μέτρα που συνδέονται με τον ΧΕΑΔ εξακολουθούν να είναι πιο περιορισμένες από ό,τι σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων της ΕΕ, ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαθέτει περιορισμένες εξουσίες, ειδικότερα στον τομέα της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και ότι, επιπλέον, ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να περιορίζουν τον διάλογο μεταξύ των δικαστών της Ένωσης και των εθνικών δικαστών στον εν λόγω τομέα· καλεί ως εκ τούτου το Συμβούλιο να αναβάλει για την περίοδο μετά την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας την έγκριση οιουδήποτε μέτρου θα μπορούσε να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματα,

1.

Προτείνει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή:

α)

να δρομολογήσει στο εξής τη διαδικασία προσδιορισμού των προτεραιοτήτων του προσεχούς πολυετούς προγράμματος για τον ΧΕΑΔ κατά την περίοδο 2010-2014, διατηρώντας μια φιλόδοξη και συνεκτική προσέγγιση, υπεράνω της υπουργικής λογικής και εμπνεόμενη από τους στόχους και τις αρχές του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

β)

να συνεργασθούν με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του διαλόγου με τα εθνικά κοινοβούλια όσον αφορά τις δράσεις στις οποίες θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα για την περίοδο 2010-2014, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα που προέκυψαν κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων του Τάμπερε και της Χάγης, των εργασιών που έχουν δρομολογηθεί στο Συμβούλιο, καθώς και των πρώτων στρατηγικών ενδείξεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσον αφορά τη μετανάστευση, το άσυλο και την ένταξη με σκοπό την ολοκλήρωση του πρώτου αυτού σταδίου του διαλόγου κατά την ετήσια συζήτηση 2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόοδο κατά το 2008 στον τομέα της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και να οδηγήσει εν συνεχεία σε ανακοίνωση της Επιτροπής, έχοντας υπόψη ότι το οριστικό πρόγραμμα θα εγκριθεί εν ευθέτω χρόνω από το νεοεκλεγέν Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,

γ)

να συμφωνήσουν με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με μία κατάσταση κειμένων ή προτάσεων που θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να εγκριθούν κατά προτεραιότητα πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και, εν πάση περιπτώσει, πριν το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου,

δ)

να συμφωνήσουν να προωθήσουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις προτάσεις στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας (που εμπίπτουν στη συναπόφαση) επιδιώκοντας ήδη την πολιτική συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να εξασφαλίσουν, αφ' ης στιγμής επιτευχθεί η συμφωνία:

είτε την αναβολή της επίσημης έγκρισης, ώστε να γίνει μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας,

είτε την έγκριση των λόγω αποφάσεων ή αποφάσεων πλαίσιο από το Συμβούλιο βάσει της ισχύουσας Συνθήκης ΕΕ, συμφωνώντας ταυτόχρονα για την επανέγκρισή τους βάσει της Συνθήκης ΕΕ όπως τροποποιείται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, διότι τούτο θα καταστήσει δυνατό τον πλήρη δικαστικό έλεγχο από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην περίπτωση που θα έχει επιτευχθεί προηγουμένως πολιτική συμφωνία, το ΕΚ μπορεί να δεχτεί να μην ανακινήσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την ουσία των προτάσεων, όπως ακριβώς γίνεται και με τις διαδικασίες έγκρισης των επίσημων κωδικοποιήσεων (3),

2.

Προτείνει ως προτεραιότητες για τους τομείς που υπάγονται ή θα υπάγονται στη διαδικασία συναπόφασης/σύμφωνης γνώμης κατ' αυτή τη μεταβατική περίοδο:

Στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ιθαγένειας

να καθορισθούν διαφανέστερα κριτήρια σε επίπεδο Ένωσης, κυρίως όταν μέτρα της Ένωσης θα μπορούσαν να περιορίσουν τις εγγυήσεις που απολαύουν συνταγματικής προστασίας στα κράτη μέλη (άρθρο 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)) και να αναθεωρηθούν τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία έχει επικρίνει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. υποθέσεις Τ-228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d' Iran κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τ-47/03 Sison κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τ-253/04 Kongra-Gel και άλλοι κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τ-229/02 PKK κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις μαύρες λίστες),

να λαμβάνεται συστηματικά υπόψη ο αντίκτυπος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των εθνικών μέτρων εφαρμογής της στα θεμελιώδη δικαιώματα, κυρίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό τις οποίες διαβίβασαν πρόσφατα τα κράτη μέλη στην Επιτροπή,

να δρομολογηθούν οι προπαρασκευαστικοί διάλογοι για την διαπραγματευτική εντολή για την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ (άρθρο 6, παράγραφος 2 της ΣΕΕ),

να αναθεωρηθεί το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του Οργανισμού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες που έχουν υποδείξει τα θεσμικά όργανα και, ειδικότερα, το Κοινοβούλιο όσον αφορά τη δικαστική και αστυνομική συνεργασία και τον σεβασμό των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. άρθρο 7 της ΣΕΕ) (βλ. τη διοργανική δήλωση που εγκρίθηκε κατά την έγκριση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 168/2007 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, για την ίδρυση Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4)),

να υποβληθεί νομοθετική πρόταση για τον περιορισμό των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων που επηρεάζουν την κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε χώρα άλλη από την χώρα καταγωγής και την προξενική και διπλωματική προστασία στις τρίτες χώρες (άρθρο 20 της Συνθήκης της ΕΕ),

να υποβληθεί πρόταση σχετικά με τη διαφάνεια και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και των εγγράφων που επεξεργάζονται τα θεσμικά όργανα της ΕΕ,

να υποβληθεί πρόταση σχετικά με την προστασία των δεδομένων (προβλέποντας κωδικοποίηση των μέτρων που επί του παρόντος διαφέρουν ανάλογα με τους πυλώνες στους οποίους υπάγονται), δίδοντας απάντηση στις ανησυχίες για την ταχεία διάβρωση των προτύπων προστασίας των δεδομένων στην Ένωση, κυρίως σε ό,τι αφορά τα για κατάλληλα πρότυπα προστασίας για τις διατλαντικές μεταφορές δεδομένων, και ζητώντας από το Συμβούλιο να προσαρμόσει σύμφωνα με τις συστάσεις του Κοινοβουλίου την πρόταση πλαίσιο σχετικά με την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα,

να ενισχυθούν οι εσωτερικές δομές των θεσμικών οργάνων που είναι αρμόδια για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση, κυρίως εντός του Συμβουλίου (μετατρέποντας, εντός του Συμβουλίου, σε μόνιμη την ομάδα εργασίας ad hoc για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ιθαγένεια, όπως προτάθηκε από τη σλοβενική προεδρία),

να ενισχυθεί μέσω της διοικητικής συνεργασίας (άρθρο 66 της ΣΕΚ) ο διάλογος μεταξύ των κρατών μελών, η αμοιβαία γνωριμία των νομικών συστημάτων, η ενεργοποίηση των σχημάτων διαλόγου μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως δε όταν προκύπτουν δυσχέρειες στην εφαρμογή των ευρωπαϊκών στρατηγικών και μέτρων που επηρεάζουν τον ΧΕΑΔ,

Σ' ό,τι αφορά τον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο

να αναθεωρηθεί η νομοθετική πρόταση για τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία (άρθρο 69 Α της ΣΛΕΕ),

να υποβληθεί πρόταση για τα δικαιώματα των θυμάτων της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας (άρθρο 69 Α της ΣΛΕΕ),

να ενισχυθεί η αμοιβαία αναγνώριση τόσο για τα μέτρα που λαμβάνονται «ερήμην» όσο και για τις αποδείξεις μεταξύ των κρατών μελών (άρθρο 69 Α ΣΛΕΕ),

να επιτελεσθεί η διασύνδεση των ποινικών μητρώων·

να αναθεωρηθεί το καθεστώς της Ευρωπόλ, της Eurojust και του Ευρωπαϊκού Δικαστικού δικτύου υπό το φως των νέων νομικών βάσεων.

Σε θέματα προστασίας των συνόρων

να εγκριθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί η πλήρης θέση σε ισχύ της δεύτερης γενιάς συστήματος πληροφοριών Schengen (SΙS ΙΙ) καθώς και των αποφάσεων που συνδέονται με τη Συνθήκη του Prüm (5),

να ενισχυθεί ο Frontex και να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των νέων προτάσεων της Επιτροπής σχετικά με τον έλεγχο των συνόρων,

να βελτιωθεί η ενημέρωση που παρέχει ο Frontex σχετικά με τις συμφωνίες που συνάπτει ο oργανισμός με τρίτες χώρες και τις εκθέσεις αξιολόγησης των κοινών επιχειρήσεων, και να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τους ελέγχους στα σύνορα· να τροποποιηθεί η εντολή του Frontex ώστε να περιλάβει επιχειρήσεις θαλάσσιας διάσωσης,

να εγκαθιδρυθεί διαρθρωμένη συνεργασία μεταξύ του Frontex και της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, με σκοπό την απλοποίηση των διεξαγόμενων επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

Σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, και πολιτικής ασύλου

να αναληφθεί ταχεία και φιλόδοξη δράση από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ώστε η εστραμμένη προς το μέλλον στρατηγική της Ένωσης να επικεντρώνεται:

σ' ό,τι αφορά τη νόμιμη μετανάστευση: προσεχής δέσμη μέτρων για τη νόμιμη μετανάστευση (προτάσεις, μεταξύ άλλων, για την ενιαία διαδικασία αίτησης της «μπλε κάρτας», για τους εποχιακούς εργαζομένους, για τους εργαζομένους που μετατίθενται προσωρινά από την επιχείρησή τους και για τους αμειβόμενους ασκουμένους),

σ' ό,τι αφορά την παράνομη μετανάστευση: προτάσεις που να προβλέπουν κυρώσεις και κοινοτικό σύστημα επανεγκατάστασης,

σ' ό,τι αφορά το άσυλο: εφαρμογή της φάσης ΙΙ, που περιλαμβάνει αναθεώρηση της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τη θέσπιση βασικών προδιαγραφών για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (6) καθώς και της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών και απάτριδων προσώπων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, και καθορισμό του περιεχομένου της παρεχόμενης προστασίας (7) και δημιουργία Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για τη στήριξη του δικαιώματος παροχής ασύλου,

χάραξη κοινοτικής πολιτικής στον τομέα της μετανάστευσης και του ασύλου, στηριζόμενης στο άνοιγμα διαύλων για την νόμιμη μετανάστευση και τον καθορισμό κοινών προτύπων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο στην Ένωση,

ενσωμάτωση στις κοινοτικές αποφάσεις και τις αποφάσεις πλαίσιο όλων των διατάξεων της Διεθνούς Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των διακινούμενων εργαζομένων και των μελών της οικογενείας τους, που θεσπίσθηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 18 Δεκεμβρίου 1990,

3.

εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση να συμπληρωθεί η δέσμη μέτρων για την καταπολέμηση των διακρίσεων και ζητεί από το Συμβούλιο να ενεργήσει σύμφωνα με το πνεύμα της Συνθήκης της Λισαβόνας και να ενσωματώσει τις συστάσεις του Κοινοβουλίου,

4.

εκτιμά ότι στο εξής τα εθνικά κοινοβούλια και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να συμμετέχουν με πιο διαρθρωμένο τρόπο στην χάραξη αυτών των νομοθετικών μέτρων και στην αξιολόγηση των πολιτικών αυτών στα κράτη μέλη· ζητεί, υπό το πρίσμα αυτό, από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να επανεξετάσουν με το Κοινοβούλιο, τα δίκτυα, τους οργανισμούς ή τα όργανα τα οποία έχουν ως καθήκον να αξιολογούν τον αντίκτυπο των πολιτικών του ΧΕΑΔ και να προωθούν μία στενότερη αλληλεπίδραση με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών·

5.

τονίζει ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας θα αναγνωρίζει τον ρόλο του Κοινοβουλίου στη σύναψη διεθνών συμφωνιών που εμπίπτουν στις πολιτικές του ΧΕΑΔ. Στο πλαίσιο αυτό ζητεί:

να ζητείται εγκαίρως η γνώμη του σχετικά με όλες οι συμφωνίες με τρίτες χώρες οι οποίες δεν θα έχουν συναφθεί ως τις 31 Δεκεμβρίου 2008,

να ενημερώνεται τακτικά για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις,

να πραγματοποιείται επειγόντως συζήτηση σχετικά με την εξωτερική διάσταση του ΧΕΑΔ κατά το μέτρο που η Ένωση καθιερώνει ντε φάκτο αστυνομική και δικαστική συνεργασία με τρίτες χώρες, ιδίως δε με τις ΗΠΑ, μέσω διμερών συμφωνιών σε διαφόρους τομείς, παρακάμπτοντας με τον τρόπο αυτό τις τυπικές διαδικασίες δημοκρατικής λήψεως αποφάσεων και κοινοβουλευτικού ελέγχου·

*

* *

6.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, καλώντας τα τελευταία να του υποβάλει σχόλια, υποδείξεις και προτάσεις έως τις 15 Νοεμβρίου 2008, εγκαίρως για την ετήσια συζήτηση του Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόοδο στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.


(1)  ΕΕ C 303 της 14.12.2007, σ. 1.

(2)  Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-39/05 P και C-52/05 P, Βασίλειο της Σουηδίας και Maurizio Turco κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)  Παράγραφος 4 της διοργανικής συμφωνίας της 20ής Δεκεμβρίου 1994 σχετικά με μία ταχεία μέθοδο εργασίας για την κωδικοποίηση των νομοθετικών κειμένων (ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2).

(4)  ΕΕ L 53 της 22.2.2007, σ. 1.

(5)  Συνθήκη της 27ης Μαϊου 2005 μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλίου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου της Ολλανδίας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας για την ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης.

(6)  ΕΕ L 326 της 13.12.2005, σ. 13.

(7)  ΕΕ L 304 της 30.9.2004, σ. 2.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/85


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Συγκέντρωση και πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση

P6_TA(2008)0459

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη συγκέντρωση και την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2007/2253(INI))

2010/C 8 E/16

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ σχετικά με το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη (1),

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο: Πλουραλισμός στα μέσα ενημέρωσης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (SEC(2007)0032),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2007/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τη συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης (3),

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του 2005 της Unesco για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας των πολιτιστικών εκφράσεων (Σύμβαση της Unesco για την πολιτιστική πολυμορφία),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 22ας Απριλίου 2004 σχετικά με τους κινδύνους παραβίασης, στην ΕΕ και ειδικότερα στην Ιταλία, της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης (άρθρο 11, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) (4),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2001 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στη δημόσια ραδιοτηλεόραση (5),

έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου της 25ης Ιανουαρίου 1999 σχετικά με τη δημόσια ραδιοτηλεόραση (6),

έχοντας υπόψη τη σύσταση Rec(2007)3 της 31ης Ιανουαρίου 2007 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με τις αρμοδιότητες των δημόσιων μέσων ενημέρωσης στην κοινωνία της πληροφορίας,

έχοντας υπόψη τη σύσταση Rec 1466(2000) της 27ης Ιουνίου 2000 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάρτιση όσον αφορά τα μέσα ενημέρωσης,

έχοντας υπόψη τη σύσταση Rec(2007)2 της 31ης Ιανουαρίου 2007 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης και την πολυμορφία του περιεχομένου τους,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών ψηφιακής διαλογικής τηλεόρασης (7),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0303/2008),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην προάσπιση και την προώθηση της πολυφωνίας στα μέσα ενημέρωσης, ως ουσιαστικού πυλώνα του δικαιώματος της πληροφόρησης και της ελευθερίας της έκφρασης, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και παραμένουν θεμελιώδεις αρχές για τη διατήρηση της δημοκρατίας, του πολιτικού πλουραλισμού και της πολιτιστικής πολυμορφίας,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία να θεσπίσει η Επιτροπή ένα σταθερό νομικό πλαίσιο, τόσο στον τομέα των μέσων ενημέρωσης όσο και σε ολόκληρη την κοινωνία της πληροφορίας, το οποίο να εξασφαλίζει ισοδύναμο επίπεδο προστασίας της πολυφωνίας στα κράτη μέλη και να επιτρέψει στους επιχειρηματίες να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που δημιουργεί η ενιαία αγορά,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στο προαναφερθέν έγγραφο εργασίας, η έννοια της πολυφωνίας στα μέσα ενημέρωσης δεν είναι δυνατόν να περιορισθεί στο ζήτημα της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων, αλλά περιλαμβάνει και θέματα σχετικά με τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεόρασης, την πολιτική εξουσία, τον οικονομικό ανταγωνισμό, την πολιτιστική πολυμορφία, την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, τη διαφάνεια και τις συνθήκες εργασίας των δημοσιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες πρέπει να διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους και τα μέσα τα οποία θα τους εξασφαλίζουν πραγματική ανεξαρτησία έναντι των πολιτικών πιέσεων και των δυνάμεων της αγοράς,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες εξωθούνται, αδικαιολογήτως και εις βάρος της ποιότητας των προγραμμάτων τους, σε έναν ανταγωνισμό ακροαματικότητας με τους εμπορικούς σταθμούς, τελικός στόχος των οποίων δεν είναι η ποιότητα, αλλά η ικανοποίηση των προτιμήσεων της πλειοψηφίας του κοινού,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Σύμβαση της Unesco για την πολιτιστική πολυμορφία προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, στη διαμόρφωση συνθηκών που ευνοούν την πολυμορφία των μέσων ενημέρωσης,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Σύμβαση της Unesco για την πολιτιστική πολυμορφία αναγνωρίζει το δικαίωμα των συμβαλλόμενων μερών να λάβουν μέτρα με στόχο την ενίσχυση της πολυμορφίας των μέσων ενημέρωσης, και μέσω του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σημαντικός ρόλος των δημόσιων οπτικοακουστικών μέσων για τη διασφάλιση της πολυφωνίας αναγνωρίζεται τόσο από την Σύμβαση της Unesco για την πολιτιστική πολυμορφία όσο και από το Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ σχετικά με το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το οποίο το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας, καθώς και με την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης, ενώ τα κράτη μέλη έχουν την αρμοδιότητα να καθορίζουν την αποστολή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και να μεριμνούν για τη χρηματοδότησή της,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής του 2001 αναγνωρίζει πλήρως τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί για την προώθηση της πολυφωνίας και της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας και επισημαίνει ότι κατά την εξέταση των εν λόγω κρατικών ενισχύσεων η Επιτροπή βασίζεται στα κριτήρια της προώθησης της πολιτιστικής πολυμορφίας και της εκπλήρωσης των δημοκρατικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών κάθε κοινωνίας,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το προαναφερθέν ψήφισμα του Συμβουλίου της 25ης Ιανουαρίου 1999 επαναλαμβάνει τον ζωτικό ρόλο των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών για τον πλουραλισμό και ζητεί από τα κράτη μέλη να παράσχουν σε αυτές ευρεία αποστολή η οποία θα αντικατοπτρίζει τον ρόλο τους όσον αφορά την παροχή στο κοινό των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τις νέες οπτικοακουστικές και ενημερωτικές υπηρεσίες καθώς και από τις νέες τεχνολογίες,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το προαναφερθέν Πρωτόκολλο της Συνθήκης του Άμστερνταμ έχει εγκριθεί για να διασφαλιστούν οι αρμοδιότητες των κρατών μελών να οργανώνουν το εθνικό σύστημα δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών κατά τρόπον προσαρμοσμένο στις δημοκρατικές και πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας τους, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο στόχος της διατήρησης του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προαναφερθείσα σύσταση της Επιτροπής Υπουργών υπογραμμίζει τον ειδικό ρόλο των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών ως πηγής αντικειμενικής και ανεξάρτητης ενημέρωσης και σχολιασμού, καθώς και καινοτόμου και ποικίλου περιεχομένου το οποίο πληροί υψηλά δεοντολογικά και ποιοτικά πρότυπα, και ως φόρουμ δημόσιου διαλόγου και μέσου προώθησης της ευρύτερης δημοκρατικής συμμετοχής των ατόμων και, συνεπώς, ζητεί από τα κράτη μέλη να διατηρήσουν την εξουσία προσαρμογής αυτής της αποστολής, ούτως ώστε να εκπληρώνει το σκοπό της σε ένα νέο περιβάλλον μέσων ενημέρωσης,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσω κατάλληλης πολιτικής ισορροπίας στο περιεχόμενο της δημόσιας τηλεόρασης,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πείρα καταδεικνύει ότι η ανεξέλεγκτη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας θέτει σε κίνδυνο τον πλουραλισμό και την πολιτιστική πολυμορφία και ότι ένα σύστημα το οποίο βασίζεται αμιγώς στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς δεν μπορεί να διασφαλίσει από μόνο του τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ευρώπη οι υπαγόμενες σε δύο πυλώνες ρυθμίσεις για την ιδιωτική και τη δημόσια τηλεόραση και τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσης απέδειξαν την αξία τους στην εδραίωση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης και θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας προκαλεί αύξηση της εξάρτησης των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης από ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέες τεχνολογίες, και ειδικά το πέρασμα στην ψηφιακή τεχνολογία ως προς την παραγωγή και διάδοση του οπτικοακουστικού περιεχομένου, καθώς και η είσοδος στην αγορά νέων μέσων επικοινωνίας και υπηρεσιών πληροφόρησης έχουν επηρεάσει σημαντικά την ποσότητα των διαθεσίμων προϊόντων και των τρόπων διανομής· λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι η αύξηση της ποσότητας των μέσων και υπηρεσιών δεν σηματοδοτεί αυτόματα και διασφάλιση της πολυμορφίας του περιεχομένου τους και ότι απαιτούνται νέα επικαιροποιημένα μέσα που θα εξασφαλίζουν την πολυφωνία και την πολιτιστική πολυμορφία στα μέσα ενημέρωσης και την έγκαιρη και ουσιαστική ενημέρωση του κοινού,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τηλεπικοινωνίες, ανταποκρινόμενο στην άμεση σχέση και αλληλεξάρτηση μεταξύ ρυθμίσεων για τις υποδομές και ρυθμίσεων περιεχομένου, παρέχει στα κράτη μέλη κατάλληλα τεχνικά εργαλεία για την προστασία της πολυφωνίας των μέσων και του περιεχομένου, όπως είναι οι κανόνες προσβασιμότητας και αναμετάδοσης σήματος (access and must carry rules),

ΙΘ.

λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι ο σεβασμός της πολυφωνίας της πληροφόρησης και της πολυμορφίας του περιεχομένου δεν εξασφαλίζεται αυτόματα από τις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω μιας ενεργού, συνεκτικής και προσεκτικής πολιτικής εκ μέρους των εθνικών και ευρωπαϊκών δημόσιων αρχών,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ το Διαδίκτυο έχει σε μεγάλο βαθμό αυξήσει την πρόσβαση σε διάφορες πηγές πληροφόρησης, απόψεις και γνώμες, δεν έχει αντικαταστήσει ακόμη τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ως καθοριστικός διαμορφωτής της κοινής γνώμης,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, οι εκδότες εφημερίδων διαδίδουν ολοένα περισσότερο περιεχόμενο μέσω του Διαδικτύου και, συνεπώς, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα των ηλεκτρονικών διαφημίσεων,

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέσα ενημέρωσης παραμένουν ισχυρό πολιτικό εργαλείο και ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος όσον αφορά την ικανότητα των μέσων ενημέρωσης να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους ως φύλακες της δημοκρατίας λόγω της τάσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων ενημέρωσης να προσανατολίζονται κατά κύριο λόγο με βάση το οικονομικό κέρδος· ότι αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο απώλειας της πολυμορφίας, του περιεχομένου ποιότητας και της πολυφωνίας και ότι, συνεπώς, η επιτήρηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης δεν θα πρέπει να εναπόκειται αμιγώς σε μηχανισμούς της αγοράς,

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου των μέσων ενημέρωσης έχουν διαμορφώσει σημαντικές και συχνά κυρίαρχες θέσεις σε ορισμένα κράτη μέλη και ότι η ύπαρξη εκδοτικών ομίλων που ανήκουν σε επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να αναθέτουν δημόσιες συμβάσεις αποτελεί απειλή για την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης,

ΚΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμβολή των πολυεθνικών επιχειρήσεων του κλάδου των μέσων ενημέρωσης σε ορισμένα κράτη μέλη συνεισφέρει σημαντικά στην αναζωογόνηση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης, αλλά ότι απαιτούνται επίσης ορισμένες βελτιώσεις στις συνθήκες εργασίας και στην αμοιβή,

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συνθήκες εργασίας και η ποιότητα της εργασίας των επαγγελματιών στα μέσα ενημέρωσης πρέπει να βελτιωθούν και ότι, ελλείψει κοινωνικών εγγυήσεων, αυξανόμενος αριθμός δημοσιογράφων απασχολούνται υπό επισφαλείς συνθήκες,

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού περιορίζεται μάλλον στην αντιμετώπιση ζητημάτων συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης, διότι οι δραστηριότητες που δημιουργούν συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε κάθετο και οριζόντιο επίπεδο στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ δεν έχουν φθάσει το οικονομικό κατώφλι στο οποίο θα ετίθετο σε εφαρμογή το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού,

ΚΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέσπιση υπερβολικά περιοριστικών κανόνων όσον αφορά την ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης εγκυμονεί τον κίνδυνο μείωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά και αύξησης της επιρροής μη ευρωπαϊκών ομίλων μέσων ενημέρωσης,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές των μέσων ενημέρωσης θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ευρύ φάσμα περιεχομένου,

ΚΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημιουργοί στα μέσα ενημέρωσης προσπαθούν να παράγουν περιεχόμενο με όσο το δυνατόν υψηλότερη ποιότητα αλλά οι συνθήκες για την επίτευξή του δεν είναι εξίσου ικανοποιητικές σε όλα τα κράτη μέλη,

Λ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διάδοση των νέων μέσων (ευρυζωνικό διαδίκτυο, δορυφορικά κανάλια, ψηφιακή επίγεια τηλεόραση, κ.λπ.) και οι ποικίλες μορφές ιδιοκτησίας μέσων ενημέρωσης δεν επαρκούν από μόνες τους ώστε να διασφαλίσουν τον πλουραλισμό όσον αφορά το περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης,

ΛΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται κανόνες για την ποιότητα του περιεχομένου και για την προστασία των ανηλίκων τόσο σε δημόσιο όσο και σε εμπορικό επίπεδο,

ΛΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης είναι απαραίτητες όσον αφορά την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και τη διατήρηση της δημοκρατίας και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συμμετέχουν περισσότερο ενεργά σε πρακτικές που σχετίζονται με τη δεοντολογία των επιχειρήσεων και την κοινωνική ευθύνη,

ΛΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εμπορικά μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο περιεχόμενο παραγόμενο από τους ιδιώτες χρήστες, ιδίως όσον αφορά το οπτικοακουστικό περιεχόμενο, έναντι συμβολικής αμοιβής ή χωρίς καμία αμοιβή, γεγονός που εγείρει προβλήματα δεοντολογίας και προστασίας της ιδιωτικότητας, πρακτική που θέτει τους δημοσιογράφους και τους άλλους επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης σε αδικαιολόγητη ανταγωνιστική πίεση,

ΛΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ιστολόγια (weblogs) αποτελούν σημαντική νέα συμβολή στην ελευθερία της έκφρασης και χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο από επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης αλλά και από απλούς πολίτες,

ΛΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς πρέπει να λαμβάνουν σταθερή χρηματοδότηση, να ενεργούν με δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο και να τους παρέχονται τα μέσα για την προώθηση του δημόσιου συμφέροντος και των κοινωνικών αξιών,

ΛΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν μεγάλη ευχέρεια όσον αφορά την ερμηνεία της αποστολής των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και της χρηματοδότησής τους,

ΛΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δημόσια μέσα ενημέρωσης έχουν σημαντική παρουσία στην αγορά μόνο στον οπτικοακουστικό και μη επιγραμμικό τομέα,

ΛΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαρκής βάση του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού μοντέλου πρέπει να είναι η ισορροπία μεταξύ μιας ισχυρής, ανεξάρτητης και πλουραλιστικής δημόσιας υπηρεσίας και ενός δυναμικού εμπορικού τομέα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνέχιση αυτού του μοντέλου είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωτικότητα και την ποιότητα της δημιουργίας, την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, καθώς και το σεβασμό και την προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας,

ΛΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ενίοτε τα δημόσια μέσα ενημέρωσης των κρατών μελών πάσχουν από ανεπαρκή χρηματοδότηση, αλλά και από πολιτική πίεση,

Μ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα από το εκάστοτε κράτος μέλος απαιτούν μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση και εγγυημένη ανεξαρτησία, γεγονός το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα σε όλα τα κράτη μέλη,

ΜΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη τα δημόσια μέσα ενημέρωσης μπορούν να διαδραματίσουν προεξέχοντα ρόλο σε σχέση τόσο με την ποιότητα όσο και με την ακροαματικότητα,

ΜΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η καθολική πρόσβαση του κοινού σε υψηλής ποιότητας ποικίλο περιεχόμενο καθίσταται ακόμη ζωτικότερης σημασίας σε αυτό το πλαίσιο των τεχνολογικών αλλαγών και της αυξημένης συγκέντρωσης και σε ένα ακόμη πιο ανταγωνιστικό και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιες οπτικοακουστικές υπηρεσίες είναι θεμελιώδεις για τη δημοκρατική διαμόρφωση γνώμης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα εξοικείωσης των ατόμων με την πολιτιστική πολυμορφία και να διασφαλιστεί η πολυφωνία· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι αυτές οι υπηρεσίες πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις νέες ραδιοτηλεοπτικές πλατφόρμες προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατίθεται, να προσεγγίσουν όλες τις ομάδες που συγκροτούν την κοινωνία, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου μέσου πρόσβασης,

ΜΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δημόσια μέσα ενημέρωσης χρειάζονται επαρκή δημόσια χρηματοδότηση προκειμένου να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται, όσον αφορά την προσφορά υψηλού επιπέδου πολιτιστικού και ειδησεογραφικού περιεχομένου, με εμπορικά μέσα ενημέρωσης,

ΜΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι την τελευταία δεκαετία έχουν εμφανιστεί νέοι σταθμοί μέσων ενημέρωσης και ότι αποτελεί πηγή ανησυχίας για τα παραδοσιακά μέσα το γεγονός ότι ένα αυξανόμενο μερίδιο των διαφημιστικών εσόδων διοχετεύεται σε διαδικτυακά μέσα,

ΜΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιοι και οι εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν συμπληρωματικούς ρόλους, μαζί με νέους φορείς, στο νέο τοπίο οπτικοακουστικών μέσων το οποίο χαρακτηρίζεται από πολλαπλό αριθμό πλατφορμών διανομής,

ΜΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και η αρμοδιότητά της σε διάφορους τομείς πολιτικής τής δίνει τη δυνατότητα να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη διασφάλιση και την προώθηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης, η ΕΕ δεν έχει ουσιαστική αρμοδιότητα ρύθμισης της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι το δίκαιο περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, η νομοθετική ρύθμιση των οπτικοακουστικών μέσων και των τηλεπικοινωνιών, καθώς και οι εξωτερικές (εμπορικές) σχέσεις αποτελούν τομείς στους οποίους η ΕΕ μπορεί και πρέπει να ασκεί πολιτική για την ενίσχυση και την τόνωση του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης,

ΜΖ.

λαμβάνοντας υπόψη τον αυξανόμενο αριθμό αντιπαραθέσεων σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης,

ΜΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας, η εκπαίδευση για τα μέσα ενημέρωσης αποτελεί θεμελιώδες μέσο που επιτρέπει στους πολίτες να συνεισφέρουν συνειδητά και ενεργά στη δημοκρατία,

ΜΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αυξημένη παροχή πληροφοριών (ιδίως χάρη στο Διαδίκτυο) καθιστά την ερμηνεία και την αξιολόγησή τους ολοένα και πιο σημαντική,

Ν.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προώθηση της γνώσης των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί τα μέσα ενημέρωσης χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη στήριξη,

ΝΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης δραστηριοποιούνται πλέον σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά και ότι, κατ' επέκταση, οι συνολικές περιοριστικές ρυθμίσεις του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους θα μειώσουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των φορέων τρίτων χωρών οι οποίοι δεν δεσμεύονται από αντίστοιχους περιορισμούς· λαμβάνοντας υπόψη, για τον λόγο αυτό, ότι απαιτείται η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στην συνεπή εφαρμογή των κανόνων του θεμιτού ανταγωνισμού και στην παροχή δικλείδων ασφαλείας υπέρ της πολυφωνίας, αφενός, και στην εξασφάλιση της αναγκαίας ευελιξίας για τις επιχειρήσεις του τομέα, αφετέρου, που θα τους εξασφαλίσει ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά μέσων ενημέρωσης,

ΝΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ζούμε σε μια κοινωνία η οποία βομβαρδίζεται διαρκώς από πληροφορίες, στιγμιαίες μορφές επικοινωνίας και αφιλτράριστα μηνύματα, ενώ η επιλογή των πληροφοριών απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες,

ΝΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εδραίωση και η προώθηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης οφείλει να αποτελέσει θεμελιώδες στοιχείο στις εξωτερικές (εμπορικές και μη) σχέσεις της ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, της στρατηγικής για τη διεύρυνση καθώς και των διμερών εταιρικών συμφωνιών,

1.

προτρέπει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης, να εξασφαλίσουν ότι όλοι οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ελεύθερα και διαφοροποιημένα μέσα ενημέρωσης σε όλα τα κράτη μέλη και να προτείνουν βελτιώσεις όποτε χρειάζονται·

2.

πιστεύει ακράδαντα ότι ένα πολυφωνικό σύστημα μέσων ενημέρωσης συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση του δημοκρατικού ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου·

3.

επισημαίνει ότι το ευρωπαϊκό τοπίο των μέσων ενημέρωσης υπόκειται σε συνεχή σύγκλιση τόσο όσον αφορά τα μέσα ενημέρωσης όσο και τις αγορές·

4.

τονίζει ότι η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας του συστήματος των μέσων ενημέρωσης δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για τη μονοπώληση της διαφημιστικής αγοράς, θέτει εμπόδια στην είσοδο νέων φορέων της αγοράς και οδηγεί επίσης στην ομοιομορφία του περιεχομένου των μέσων ενημέρωσης·

5.

τονίζει ότι η εξέλιξη του συστήματος των μέσων ενημέρωσης κατευθύνεται ολοένα περισσότερο από την κερδοσκοπία και, κατά συνέπεια, δεν διασφαλίζονται δεόντως οι κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές διαδικασίες, ή οι αξίες που εκφράζονται στους κώδικες συμπεριφοράς των δημοσιογράφων· θεωρεί ότι, για το λόγο αυτό, το δίκαιο στον τομέα του ανταγωνισμού πρέπει να διασυνδεθεί με τη νομοθεσία που διέπει τα μέσα ενημέρωσης προκείμενου να εξασφαλισθούν η πρόσβαση, ο ανταγωνισμός και η ποιότητα και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της συγκέντρωσης ιδιοκτησίας στα μέσα ενημέρωσης και της πολιτικής ισχύος που ζημιώνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ισότητα ευκαιριών και τον πλουραλισμό·

6.

υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι στις αποφάσεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει πάντα να επιδιώκεται ισορροπία μεταξύ των υποχρεώσεών τους και της ελευθερίας της έκφρασης, η προστασία της οποίας υπάγεται κατά βάση στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων·

7.

καλεί την Επιτροπή να δεσμευθεί ότι θα εργασθεί για τη δημιουργία σταθερού νομικού πλαισίου το οποίο θα εξασφαλίζει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της πολυφωνίας σε όλα τα κράτη μέλη·

8.

ζητεί συνεπώς να εξασφαλισθεί τόσο η ισορροπία μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων —στα κράτη μέλη στα οποία υπάρχουν σήμερα δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς— όσο και η διασύνδεση μεταξύ της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό και εκείνης που διέπει τα μέσα ενημέρωσης με στόχο την ενίσχυση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης·

9.

πιστεύει ότι οι δημόσιες αρχές θα πρέπει κατά κύριο λόγο να στοχεύουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα εξασφαλίζουν υψηλό ποιοτικό επίπεδο των μέσων ενημέρωσης (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων μέσων ενημέρωσης), την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και την πλήρη ανεξαρτησία των δημοσιογράφων·

10.

ζητεί να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών ομίλων επιχειρήσεων στον τομέα των μέσων ενημέρωσης ως σημαντική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, που θα προωθηθούν επίσης με την αύξηση της ευαισθητοποίησης και των γνώσεων των πολιτών σχετικά με οικονομικά και χρηματοπιστωτικά θέματα·

11.

τονίζει την αυξανόμενη επιρροή των επενδυτών τρίτων χωρών σε μέσα ενημέρωσης της ΕΕ και ιδίως στα νέα κράτη μέλη·

12.

ζητεί τη συνεπή εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο ούτως ώστε να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού καθώς και να διευκολυνθεί η είσοδος νέων ανταγωνιστών στην αγορά·

13.

υποστηρίζει την άποψη ότι η νομοθεσία της ΕΕ για τον ανταγωνισμό έχει συντελέσει στον περιορισμό της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης· τονίζει ωστόσο πόσο σημαντική είναι η ανεξάρτητη εποπτεία των μέσων ενημέρωσης στα κράτη μέλη, και προτρέπει, προς το σκοπό αυτό, οι ρυθμίσεις που θα θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο στον τομέα των μέσων ενημέρωσης να είναι αποτελεσματικές, σαφείς, διαφανείς και υψηλών προδιαγραφών·

14.

επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να καθορίσει συγκεκριμένους δείκτες για την αξιολόγηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης·

15.

ζητεί επίσης, εκτός από τους δείκτες για την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, να καθοριστούν και άλλοι δείκτες ως κριτήρια για την ανάλυση των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του προσανατολισμού τους όσον αφορά τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα του ανθρώπου και των μειονοτήτων και τους επαγγελματικούς κώδικες συμπεριφοράς των δημοσιογράφων·

16.

θεωρεί ότι οι κανόνες για τη συγκέντρωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να διέπουν τόσο την ιδιοκτησία και την παραγωγή του περιεχομένου των μέσων ενημέρωσης όσο και τους (ηλεκτρονικούς) διαύλους και μηχανισμούς για την πρόσβαση και τη διάδοση του περιεχομένου στο Διαδίκτυο, όπως είναι οι μηχανές αναζήτησης·

17.

υπογραμμίζει την ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης στην πληροφόρηση των ατόμων με αναπηρία·

18.

αναγνωρίζει ότι η αυτορρύθμιση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης· επικροτεί τις υφιστάμενες σχετικές πρωτοβουλίες του τομέα·

19.

ενθαρρύνει τη δημιουργία χάρτη για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης με στόχο τη διασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης και της πολυφωνίας·

20.

ζητεί τον σεβασμό της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και τη συνεπή συμμόρφωση των αναφορών των μέσων ενημέρωσης προς τον δεοντολογικό κώδικα·

21.

τονίζει την ανάγκη να θεσμοθετηθούν συστήματα παρακολούθησης και εφαρμογής για την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης βάσει αξιόπιστων και αντικειμενικών δεικτών·

22.

τονίζει ότι οι αρχές της ΕΕ και των κρατών μελών πρέπει να διασφαλίσουν τη δημοσιογραφική και συντακτική ανεξαρτησία με κατάλληλες και ειδικές νομικές και κοινωνικές εγγυήσεις, και επισημαίνει τη σημασία της δημιουργίας και της ενιαίας εφαρμογής, στα κράτη μέλη και σε όλες τις αγορές όπου λειτουργούν εταιρείες μέσων ενημέρωσης της ΕΕ, των συντακτικών χαρτών για την αποτροπή τυχόν παρέμβασης εκ μέρους ιδιοκτητών, μετόχων ή εξωτερικών φορέων, όπως οι κυβερνήσεις, στο ειδησεογραφικό περιεχόμενο·

23.

καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων μια κατάλληλη ισορροπία μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών ευαισθησιών, ιδίως στο πλαίσιο των προγραμμάτων ειδησεογραφίας και επικαιρότητας·

24.

χαιρετίζει τη δυναμική και την πολυφωνία που προσδίδουν στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης τα νέα μέσα και ενθαρρύνει την υπεύθυνη χρήση όλων των νέων τεχνολογικών διαύλων όπως η «κινητή τηλεόραση» ως πλατφόρμας εμπορικών, δημόσιων και κοινοτικών μέσων ενημέρωσης·

25.

ενθαρρύνει την ανοικτή συζήτηση για όλα τα θέματα σχετικά με το καθεστώς των ιστολογίων·

26.

υποστηρίζει την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο επίπεδο των επιγραμμικών μέσων ενημέρωσης, όπου τα τρίτα μέρη υποχρεούνται να αναφέρουν την πηγή όταν παραθέτουν δηλώσεις·

27.

συνιστά να ενταχθεί στις ευρωπαϊκές κύριες ικανότητες η γνώση περί τα μέσα ενημέρωσης και υποστηρίζει την ανάπτυξη ευρωπαϊκού κορμού μαθημάτων για την προώθηση της γνώσης αυτής, υπογραμμίζοντας παράλληλα το ρόλο τους στο ξεπέρασμα οιασδήποτε μορφής ψηφιακού χάσματος·

28.

υποστηρίζει ότι σκοπός της εκπαίδευσης για τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να είναι, όπως ορίζεται στη σύσταση Rec 1466(2000), η παροχή στους πολίτες των μέσων κριτικής ερμηνείας και χρησιμοποίησης του διαρκώς αυξανόμενου όγκου πληροφοριών που τους ανακοινώνεται· θεωρεί ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία θα δώσει έτσι τη δυνατότητα στους πολίτες να διατυπώσουν μηνύματα και να επιλέξουν τα καταλληλότερα μέσα για τη μετάδοσή τους, και συνεπώς να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματά τους όσον αφορά την ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης·

29.

προτρέπει την Επιτροπή, κατά την έγκριση ευρωπαϊκής προσέγγισης για τη γνώση περί τα μέσα ενημέρωσης, να δώσει εν προκειμένω επαρκή προσοχή στα πρότυπα κριτικής αξιολόγησης περιεχομένου και ανταλλαγών βέλτιστων πρακτικών·

30.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν αντικειμενικό πλαίσιο για τη χορήγηση αδειών μετάδοσης στους τομείς της καλωδιακής και δορυφορικής τηλεόρασης ή της αναλογικής και ψηφιακής μετάδοσης, βάσει διαφανών και αδιάβλητων κριτηρίων, προκειμένου να θεσπισθεί σύστημα πλουραλιστικού ανταγωνισμού και να προληφθούν καταχρήσεις από εταιρείες με μονοπωλιακή ή δεσπόζουσα θέση·

31.

υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι επανειλημμένα κατά το παρελθόν την έχει καλέσει να εκπονήσει οδηγία με σκοπό την εξασφάλιση της πολυφωνίας, την ενθάρρυνση και τη διατήρηση της πολιτιστικής πολυμορφίας, όπως ορίζεται στη Σύμβαση της Unesco για την πολιτιστική πολυμορφία καθώς και τη διασφάλιση της πρόσβασης όλων των επιχειρήσεων των μέσων ενημέρωσης στα τεχνικά μέσα που θα τους επιτρέπουν να φθάσουν σε όλους τους πολίτες·

32.

καλεί τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν τις υψηλής ποιότητος δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεόρασης οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν ως εναλλακτική λύση των προγραμμάτων των εμπορικών σταθμών και οι οποίες, χωρίς να υποχρεούνται απαραιτήτως να ανταγωνίζονται για την ακροαματικότητα και τα προερχόμενα από την διαφήμιση έσοδα, να μπορούν να κατακτήσουν σημαντικότερη θέση στο ευρωπαϊκό στερέωμα ως πυλώνες για τη διατήρηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης, τον δημοκρατικό διάλογο και την πρόσβαση όλων των πολιτών σε προγράμματα ποιότητας·

33.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών και να εντατικοποιήσουν τις τυπικές και άτυπες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων μεταξύ ρυθμιστικών αρχών του ραδιοτηλεοπτικού τομέα·

34.

συνιστά στα δημόσια μέσα ενημέρωσης των κρατών μελών να μεριμνήσουν, όπου κρίνεται αναγκαίο, να αντικατοπτρίζεται ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των περιφερειών·

35.

ενθαρρύνει τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας των ιδιοκτητών όλων των μέσων ενημέρωσης ώστε να είναι ευκολότερη η επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας σε σχέση με τους στόχους και την προέλευση του ραδιοτηλεοπτικού φορέα και του εκδότη·

36.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι η εφαρμογή του εθνικού δικαίου περί του ανταγωνισμού στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και στο Διαδίκτυο και στις τεχνολογίες των επικοινωνιών, διευκολύνει και προωθεί την πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης· καλεί την Επιτροπή, κατά την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ περί ανταγωνισμού, να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις τους στην πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης·

37.

συνιστά οι κανονισμοί που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να επιτρέπει στα δημόσια και στα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης να εκπληρώνουν την αποστολή τους σε ένα δυναμικό περιβάλλον, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα δημόσια μέσα ενημέρωσης εκπληρώνουν την αποστολή που τους έχει ανατεθεί από τα κράτη μέλη με διαφάνεια και λογοδοσία αποφεύγοντας την κατάχρηση της δημόσιας χρηματοδότησης για λόγους πολιτικής ή οικονομικής σκοπιμότητας·

38.

ζητεί από την Επιτροπή, κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ανάγκη αναθεώρησης της ανακοίνωσής της του 2001, να λάβει δεόντως υπόψη τη σύμβαση της Unesco για την πολιτιστική πολυμορφία και την προαναφερθείσα σύσταση Rec(2007)3· στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να αναθεωρήσει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές, ζητεί να αξιολογείται οποιοδήποτε προτεινόμενο μέτρο ή διευκρίνιση σε σχέση με τις επιπτώσεις τους στην πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και να τηρούνται δεόντως οι αρμοδιότητες των κρατών μελών·

39.

συνιστά στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία αναθεώρησης της προαναφερθείσας ανακοίνωσής της του 2001 —εάν το θεωρεί απαραίτητο— ως τρόπο ενίσχυσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ως σημαντικού εγγυητή της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ·

40.

θεωρεί απαραίτητη για την εκπλήρωση της αποστολής των δημόσιων οπτικοακουστικών μέσων στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, την ανάπτυξη από πλευράς τους νέων υπηρεσιών και μέσων ενημέρωσης πέρα από τα παραδοσιακά προγράμματα καθώς και την δυνατότητα συμμετοχής τους σε κάθε ψηφιακό δίκτυο και πλατφόρμα·

41.

χαιρετίζει την εφαρμογή σε ορισμένα κράτη μέλη διατάξεων που απαιτούν από παρόχους καλωδιακής τηλεόρασης να καλύπτουν κρατικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και να παρέχουν μέρος του ψηφιακού φάσματος σε δημόσιους παρόχους·

42.

προτρέπει την Επιτροπή να εφαρμόσει ευρεία αντίληψη περί αποστολής των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων σύμφωνα με μια δυναμική και μελλοντικά βιώσιμη ερμηνεία του προαναφερθέντος Πρωτοκόλλου της Συνθήκης του Άμστερνταμ, ιδίως σε σχέση με την απεριόριστη συμμετοχή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στις τεχνολογικές εξελίξεις και τις παράγωγες μορφές παραγωγής και παρουσίασης περιεχομένου (υπό τη μορφή τόσο επιγραμμικών όσο και μη επιγραμμικών υπηρεσιών)· αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης επαρκή χρηματοδότηση για νέες υπηρεσίες ως τμήμα της αποστολής της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης·

43.

επαναλαμβάνει ότι η ρύθμιση της χρήσης του φάσματος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους στόχους δημόσιου συμφέροντος, όπως η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, και συνεπώς δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς αμιγώς βασιζόμενο στην αγορά· επιπροσθέτως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν αρμόδια για τις αποφάσεις κατανομής των συχνοτήτων, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ιδιαίτερες ανάγκες των κοινωνιών τους ιδίως σε σχέση με τη διασφάλιση και την προώθηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης·

44.

συνιστά, κατά την αναθεώρηση της δέσμης «τηλεπικοινωνίες», να διατηρηθούν και, εάν χρειαστεί, να επεκταθούν οι κανόνες αναμετάδοσης σήματος·

45.

συμφωνεί με την προαναφερθείσα σύσταση Rec(2007)2 σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να εξασφαλίζεται η δίκαιη πρόσβαση των παρόχων περιεχομένου στα δίκτυα ηλεκτρονικής επικοινωνίας·

46.

εφιστά την προσοχή στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2007, καθώς η διαλειτουργικότητα είναι θεμελιώδους σημασίας για την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης·

47.

ζητεί ισορροπημένη προσέγγιση στην κατανομή του ψηφιακού μερίσματος, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισότιμη πρόσβαση όλων των παραγόντων, διασφαλίζοντας έτσι την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης·

48.

εκφράζει την ανησυχία του για την κυριαρχία λίγων μεγάλων επιγραμμικών φορέων, η οποία παρεμποδίζει τους νεοεισερχόμενους στην αγορά και περιορίζει, ως εκ τούτου, τη δημιουργικότητα και την επιχειρηματικότητα στον εν λόγω τομέα·

49.

ζητεί μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα και τις πληροφορίες για τους χρήστες που διατηρούν οι διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης, οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης·

50.

θεωρεί ότι η ρύθμιση σε επίπεδο ΕΕ διασφαλίζει επαρκώς τη δυνατότητα πρόσβασης σε ηλεκτρονικούς οδηγούς προγραμμάτων και παρόμοιες υπηρεσίες επισκόπησης και πλοήγησης, αλλά ότι θα μπορούσε να εξετασθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω δράσης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η ενημέρωση για τα διαθέσιμα προγράμματα, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η δυνατότητα ευχερούς πρόσβασης σε υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος· καλεί την Επιτροπή να εξακριβώσει μέσω διαδικασιών διαβούλευσης αν απαιτούνται ελάχιστες κατευθυντήριες γραμμές ή τομεακοί κανονισμοί ώστε να διαφυλαχθεί η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης·

51.

ζητεί να διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ ραδιοτηλεοπτικών φορέων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, και η συνεκτική εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό και τα μέσα ενημέρωσης, ούτως ώστε να ενισχυθεί η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης·

52.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 340 της 10.11.1997, σ. 109.

(2)  ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 27.

(3)  ΕΕ C 25 Ε της 29.1.2004, σ. 205.

(4)  ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004, σ. 1026.

(5)  ΕΕ C 320 της 15.11.2001, σ. 5.

(6)  ΕΕ C 30 της 5.2.1999, σ. 1.

(7)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0497.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/94


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Έλεγχος των τιμών της ενέργειας

P6_TA(2008)0460

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τον έλεγχο των τιμών της ενέργειας

2010/C 8 E/17

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, για την εξάρτηση από το πετρέλαιο (1) και το ψήφισμά του της 19ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την κρίση στον τομέα της αλιείας εξ αιτίας της ανόδου των τιμών των καυσίμων (2),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2008 με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση της ανόδου των τιμών του πετρελαίου» (COM(2008)0384),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 19ης-20ής Ιουνίου 2008,

έχοντας υπόψη τη συμφωνία που επετεύχθη στην άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ecofin στις 12-13 Σεπτεμβρίου 2008 στη Νίκαια,

έχοντας υπόψη το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τιμές του πετρελαίου έφθασαν το καλοκαίρι στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών σε πραγματικές τιμές, ότι οι τιμές άλλων ενεργειακών προϊόντων αυξήθηκαν επίσης και ότι οι τιμές κατανάλωσης καυσίμων ακολουθούν την τάση των τιμών του αργού πετρελαίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι το εξασθενημένο δολάριο ΗΠΑ συνέβαλε στις πιέσεις που ασκήθηκαν στις τιμές του πετρελαίου,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις οι τιμές του πετρελαίου μπορεί να παραμείνουν υψηλές μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα και ότι τούτο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην πληθωρισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΕ·

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υψηλότερα επίπεδα των τιμών ενέργειας υπονομεύουν την αγοραστική δύναμη των πολιτών της ΕΕ, δυσμενέστερος δε είναι ο αντίκτυπος στα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα και στους τομείς με βιομηχανίες έντασης ενέργειας,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η άνοδος των τιμών της ενέργειας επηρεάζεται από πολύπλοκο συνδυασμό παραγόντων: διαρθρωτική μεταβολή της προσφοράς και της ζήτησης πετρελαίου, μείωση του αριθμού και του μεγέθους των νέων πετρελαιοπηγών, περιορισμένη αύξηση της παραγωγής πετρελαίου, γεωπολιτικοί παράγοντες, λιγότερες επενδύσεις στις προόδους της τεχνολογίας, υψηλότερο κόστος των επενδύσεων και έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στις κύριες χώρες παραγωγής· λαμβάνοντας υπόψη ότι μερικές χώρες παραγωγής πετρελαίου έχουν την τάση να χρησιμοποιούν τους φυσικούς πόρους τους για πολιτικούς σκοπούς,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αύξηση της διαφάνειας και της αξιοπιστίας και η συχνότερη δημοσίευση στοιχείων για τα εμπορικά αποθέματα πετρελαίου έχουν σημασία για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών πετρελαίου,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές ώθησε τους επενδυτές να αναζητήσουν εναλλακτικές επενδύσεις και συνέβαλε στην αυξημένη βραχυπρόθεσμα αστάθεια των τιμών,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομία της ΕΕ εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου και τα πιθανά νέα κοιτάσματα έχουν τη μορφή «άτυπων αποθεμάτων», στοιχείο που καθιστά υψηλότερο το κόστος των επενδύσεων για την ανάπτυξή τους,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική για την ενέργεια, βασισμένη στην αλληλεγγύη και τη διαφοροποίηση της προσφοράς θα δημιουργούσε συνέργειες που θα εξασφάλιζαν την ασφάλεια του εφοδιασμού για την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα ενδυνάμωναν την ισχύ, την ικανότητα ανάληψης δράσης στο πλαίσιο θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και την αξιοπιστία της ΕΕ ως παγκόσμιου παράγοντα,

1.

τονίζει ότι η ενεργειακή ζήτηση θα συνεχίσει να αυξάνεται στις επόμενες δεκαετίες εκτός εάν εφαρμοσθεί μια παγκόσμια συντονισμένη μεταστροφή στην πολιτική και κατανάλωση ενέργειας· εκφράζει την ανησυχία του για την αύξηση των τιμών της ενέργειας, ιδίως λόγω της επίπτωσης που έχει στην παγκόσμια οικονομία και στους καταναλωτές, πράγμα που παρεμποδίζει επίσης την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας·

2.

υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα που θα βοηθήσουν την οικονομία της ΕΕ να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της και να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον που δημιουργήθηκε από τις τιμές της ενέργειας·

3.

ζητεί να αναληφθεί ισχυρή πολιτική δέσμευση για λήψη συγκεκριμένων μέτρων προς την κατεύθυνση της μείωσης της ενεργειακής ζήτησης, προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης, διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού, και μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα· θεωρεί ότι αυτή η μεταστροφή είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στις υψηλότερες τιμές ενέργειας, για να αυξηθεί η σταθερότητα στις αγορές ενέργειας, να επιτευχθούν μακροπρόθεσμα οφέλη σε σχέση με το κόστος για τους καταναλωτές και να υλοποιηθούν οι στόχοι της Σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος και του συναφούς με αυτήν Πρωτοκόλλου του Κυότο· συμμερίζεται την ανάγκη, τα στρατηγικά αυτά μέτρα να συνοδευθούν από ανάλογους χρηματοοικονομικούς πόρους για Ε&Α·

4.

θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα και στοχοθετημένα μέτρα από τα κράτη μέλη για να αμβλυνθεί ο αρνητικός αντίκτυπος στα φτωχότερα νοικοκυριά· πάντως, εφιστά την προσοχή στο ότι πρέπει να αποφευχθούν μέτρα που δημιουργούν περισσότερο πληθωρισμό, καθώς μπορεί να αποβούν εις βάρος της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών και να εξουδετερωθούν από υψηλότερες τιμές πετρελαίου·

5.

επαναλαμβάνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση της 18ης Ιουνίου 2008 σχετικά με πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (3) και της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (4) θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει ανακοίνωση σχετικά με την αντιμετώπιση της ενεργειακής πενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ζητεί από τα κράτη μέλη να ορίσουν σε εθνικό επίπεδο, τί σημαίνει ενεργειακή πενία, και να καταρτίσουν εθνικά σχέδια δράσης για την εξάλειψη της ενεργειακής πενίας· ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθεί και να συντονίζει τα στοιχεία που παρέχουν τα κράτη μέλη, διασφαλίζοντας παράλληλα την εκπλήρωση των υποχρεώσεων καθολικής και δημόσιας υπηρεσίας·

6.

ζητεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι ο προτεινόμενος Χάρτης των Καταναλωτών Ενέργειας θα καθορίζει σαφώς τα δικαιώματα των καταναλωτών· ζητεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να χρησιμοποιούν τις εξουσίες τους για να βοηθούν τους καταναλωτές·

7.

σημειώνει την απότομη μείωση των τιμών του αργού πετρελαίου σε 100 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι τις τελευταίες λίγες εβδομάδες, διακόπτοντας την τάση της συνεχούς ανόδου των τιμών πετρελαίου· σημειώνει πάντως με ανησυχία ότι οι καταναλωτές εξακολουθούν να πληρώνουν υψηλότερες τιμές ενέργειας, που δεν αντικατοπτρίζουν πάντα πλήρως τις καθοδικές διακυμάνσεις των τιμών του αργού πετρελαίου· ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθεί την εξέλιξη των τιμών, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι αυξήσεις ή οι μειώσεις των τιμών πλήττουν τους καταναλωτές·

8.

καλεί την Επιτροπή να εγγυηθεί τη συμμόρφωση προς τους υφιστάμενους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ, με ιδιαίτερη έμφαση στη διερεύνηση και την καταπολέμηση πρακτικών αντίθετων στον ανταγωνισμό στους τομείς του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και στη διύλιση και τη διανομή στα σημεία κατανάλωσης·

9.

ζητεί από την Επιτροπή να διερευνήσει τη συνάρτηση μεταξύ τιμών του πετρελαίου και του αερίου στις μακροπρόθεσμες συμβάσεις παροχής αερίου και να δώσει την κατάλληλη πολιτική απάντηση·

10.

ζητεί από το Ecofin να εισαγάγει μειωμένο ΦΠΑ για αγαθά και υπηρεσίες που εξοικονομούν ενέργεια·

11.

ενθαρρύνει τα μέτρα που διευκολύνουν τη διεργασία προσαρμογής των βιομηχανιών και υπηρεσιών έντασης ενέργειας για να καταστούν αποδοτικότερες από άποψη ενέργειας· καλεί ωστόσο την Επιτροπή να παρακολουθεί τον αντίκτυπο αυτών των μέτρων και να αναλαμβάνει την ενδεδειγμένη δράση σε περίπτωση στρέβλωσης του ανταγωνισμού·

12.

τονίζει πέραν τούτων ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε συνδυασμό με μέτρα διατήρησης της ενέργειας περιλαμβανομένων και των κινήτρων για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των νοικοκυριών, μειώνουν την εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ενέργειας και με τον τρόπο αυτό ελαττώνουν τους πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από αυτές τις εισαγωγές·

13.

ζητεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η εξοικονόμηση ενέργειας, η ενεργειακή απόδοση και οι ανανεώσιμες ενέργειες θα έχουν προτεραιότητα στο σχεδιασμό της μελλοντικής ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, ιδίως βάσει της επικείμενης 2ης στρατηγικής επισκόπησης της ενέργειας·

14.

θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων πρέπει να έχει πρωτεύοντα ρόλο στην παροχή χρηματοδότησης για την ενεργειακή απόδοση, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα έργα Έρευνας και Ανάπτυξης, με ιδιαίτερη προσοχή στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)·

15.

επισημαίνει την αύξηση στα φορολογικά έσοδα από την ενέργεια σε μερικά κράτη μέλη λόγω των πρόσφατων αυξήσεων της τιμής του πετρελαίου· υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα των ενδεδειγμένων φορολογικών πολιτικών, ως μέσων για τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος και για τη δημιουργία κινήτρων για επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα·

16.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει την πρότασή της σχετικά με την επανεξέταση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (5) (αποκαλούμενη «Οδηγία για τον φόρο ενέργειας», αφού εξετάσει προσεκτικά τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν τα φορολογικά μέτρα στον πληθωρισμό, τις νέες επενδύσεις και τη μετάβαση προς μια οικονομία της ΕΕ χαμηλών εκπομπών άνθρακα και αποδοτική ως προς την ενέργεια·

17.

τονίζει τη σπουδαιότητα της αύξησης της διαφάνειας και της αξιοπιστίας των δεδομένων σχετικά με τις αγορές πετρελαίου και τα εμπορικά αποθέματα πετρελαίου· θεωρεί σημαντικό να βελτιωθεί η κατανόηση της διαμόρφωσης των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων· ζητεί την έγκαιρη αναθεώρηση της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τα αποθέματα πετρελαίου εκτάκτου ανάγκης·

18.

τονίζει ότι η ΕΕ πρέπει να εκφράζεται με μία φωνή όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική· επαναλαμβάνει ότι μια κοινή ενεργειακή πολιτική και η προσήλωση στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας έχουν μεγάλη σημασία· επ' αυτού πιστεύει ότι η ΕΕ πρέπει να πάρει το προβάδισμα στον διάλογο για την ενέργεια με τις βασικές χώρες προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου· επιδοκιμάζει την ιδέα για σύνοδο κορυφής υψηλού επιπέδου μεταξύ των χωρών που καταναλώνουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο και εκείνων που τα παράγουν, με στόχο μεγαλύτερη σταθερότητα των τιμών, μεγαλύτερη προβλεψιμότητα στον εφοδιασμό και συναλλαγές σε ευρώ·

19.

ενθαρρύνει τις εταιρείες της ΕΕ να είναι πιο προορατικές, με την υλοποίηση περαιτέρω επενδύσεων, και να πάρουν το προβάδισμα στην τεχνογνωσία περί νέων τεχνολογιών και στις δεξιότητες στον τομέα της μηχανικής για να παραμείνουν βασικοί εταίροι με τις κύριες χώρες παραγωγής πετρελαίου· σημειώνει ότι οι επενδύσεις είναι ιδιαίτερα απαραίτητες για την ανάπτυξη των ικανοτήτων διύλισης και έρευνας ώστε να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη ζήτηση·

20.

επισημαίνει ότι η εταιρική κοινωνική ευθύνη θα πρέπει να βελτιωθεί στις μεγάλες επιχειρήσεις ενέργειας προκειμένου να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις στον κλάδο της ενέργειας, σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και σε εναλλακτικές ενεργειακές τεχνολογίες και σε σχετική Ε&Α·

21.

καλεί τα κράτη μέλη να συντονίσουν τις παρεμβάσεις τους ως προς την πολιτική που θα εφαρμόσουν για την αντιμετώπιση της αύξησης των τιμών ενέργειας· καλεί την Επιτροπή να συντάξει ανάλυση που θα βασίζεται στα μέτρα πολιτικής βέλτιστων πρακτικών που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση των προκλήσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας·

22.

ζητεί από το Συμβούλιο να επιτύχει συμφωνία το συντομότερο δυνατόν επί των βασικών επόμενων δράσεων προς την κατεύθυνση της επίτευξης πλήρους ελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, δεδομένου ότι τούτο θα συμβάλει στο να καταστεί η ΕΕ λιγότερο ευάλωτη στις τιμές ενέργειας και θα ενισχύσει την ασφάλεια του εφοδιασμού· επαναλαμβάνει επ' αυτού ότι υποστηρίζει ακράδαντα την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της ΕΕ·

23.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 227 Ε της 21.9.2006, σ. 580.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0308.

(3)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0294.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0347.

(5)  ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/97


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Διατροφή, υπερβολικό βάρος και παχυσαρκία (Λευκή Βίβλος)

P6_TA(2008)0461

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη Λευκή Βίβλο γιαθέματα υγείας που έχουν σχέση με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία (2007/2285(INI))

2010/C 8 E/18

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής της 30ής Μαΐου 2007 με τίτλο «Ευρωπαϊκή στρατηγική για θέματα υγείας που έχουν σχέση με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία» (COM(2007)0279),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 1ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την προώθηση της υγιεινής διατροφής και της σωματικής άσκησης (1),

έχοντας υπόψη το δεύτερο ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) για μια πολιτική για τα τρόφιμα και τη διατροφή 2007-2012, το οποίο εγκρίθηκε από την περιφερειακή επιτροπή της ΠΟΥ για την Ευρώπη κατά τη συνεδρίασή της στο Βελιγράδι από τις 17 έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2007, καθώς και τον ευρωπαϊκό χάρτη για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας που εγκρίθηκε από το περιφερειακό γραφείο της ΠΟΥ το 2006,

έχοντας υπόψη τους στόχους που τέθηκαν από την ευρωπαϊκή υπουργική διάσκεψη της ΠΟΥ, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τις 15 έως τις 17 Νοεμβρίου 2006, μαζί με τον ευρωπαϊκό χάρτη για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας,

έχοντας υπόψη την παγκόσμια στρατηγική για τη διατροφή, τη φυσική άσκηση και την υγεία, που εγκρίθηκε από την 57η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας στις 22 Μαΐου 2004,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών της 2 ας και 3ης Ιουνίου 2005 σχετικά με την παχυσαρκία, τη διατροφή και τη σωματική άσκηση,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών της 5 ης και 6ης Δεκεμβρίου 2007 με τίτλο «Θέτοντας σε λειτουργία την ευρωπαϊκή στρατηγική για θέματα υγείας που έχουν σχέση με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία»,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της συνάντησης του περιφερειακού γραφείου της ΠΟΥ, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη το 2006 με θέμα «σωματική άσκηση και υγεία στην Ευρώπη: στοιχεία για την ανάληψη δράσης»,

έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2007 για τον αθλητισμό (COM(2007)0391),

έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής της 25ης Σεπτεμβρίου 2007 για τη διαμόρφωση νέας παιδείας αστικής κινητικότητας (COM(2007)0551),

έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A6-0256/2008),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία, καθώς και οι ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή εξελίσσονται σε μια ολοένα και πιο σοβαρή επιδημία και αποτελούν σημαντικό παράγοντα των κυριότερων αιτιών θνησιμότητας και νοσηρότητας στην Ευρώπη,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η συχνότητα και ο βαθμός σοβαρότητας των παθήσεων που συνδέονται με τη διατροφή επηρεάζουν διαφορετικά τους άνδρες και τις γυναίκες,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την ΠΟΥ, πάνω από το 50 % του ενήλικου πληθυσμού της Ευρώπης είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι περισσότερα από 5 εκατομμύρια παιδιά είναι παχύσαρκα και περίπου 22 εκατομμύρια είναι υπέρβαρα και ότι οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να αναμένεται ότι μέχρι το 2010 θα είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα 1,3 εκατομμύρια παιδιά επιπλέον,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος θεωρούνται ότι απορροφούν το 6 % των κυβερνητικών δαπανών που διατίθενται για την υγεία σε ορισμένα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι το έμμεσο κόστος των παθήσεων αυτών, μέσω, για παράδειγμα, της μείωσης της παραγωγικότητας και των αναρρωτικών αδειών, είναι σαφώς υψηλότερο,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοιλιακή παχυσαρκία έχει αναγνωρισθεί επιστημονικά ως ένας από τους κύριους δείκτες πρόβλεψης αρκετών ασθενειών που σχετίζονται με το βάρος, όπως οι καρδιαγγειακές ασθένειες και ο διαβήτης τύπου 2,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διατροφικές συνήθειες που δημιουργούνται κατά την παιδική ηλικία διατηρούνται συχνά και κατά την ενηλικίωση και ότι η έρευνα έχει καταδείξει ότι τα παχύσαρκα παιδιά είναι πιθανότερο να εξελιχθούν σε παχύσαρκους ενήλικες,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες διαβιούν σε ένα «γενεσιουργό παχυσαρκίας» περιβάλλον, όπου ο καθιστικός τρόπος ζωής έχει αυξήσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κακή διατροφή αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση άλλων ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή και οι οποίες αποτελούν τις μείζονες αιτίες θανάτου σε ολόκληρη την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της στεφανιαίας νόσου, του καρκίνου, του διαβήτη και των εγκεφαλικών,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση της ΠΟΥ του 2005 για την υγεία στην Ευρώπη καταδεικνύει με αναλυτικό τρόπο ότι μεγάλος αριθμός θανάτων και ασθενειών προκαλούνται από επτά σημαντικούς παράγοντες κινδύνου, έξι εκ των οποίων (υπέρταση, χοληστερίνη, δείκτης μάζας σώματος, ανεπαρκής κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, έλλειψη σωματικής άσκησης και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ) σχετίζονται με τη διατροφή και τη σωματική άσκηση, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτοί οι καθοριστικοί για την υγεία παράγοντες πρέπει να αντιμετωπισθούν ταυτόχρονα, ούτως ώστε να αποτραπεί μεγάλος αριθμός θανάτων και ασθενειών,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η σωματική άσκηση, συνδυασμένη με μια ισορροπημένη από άποψη υγείας διατροφή, αποτελεί την πρωταρχική μέθοδο πρόληψης του υπερβολικού βάρους και σημειώνοντας με ανησυχία ότι ένας στους τρεις Ευρωπαίους δεν ασκείται καθόλου στον ελεύθερο χρόνο του, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος περνάει περισσότερες από πέντε ώρες ημερησίως καθήμενος, καθώς και ότι πολλοί Ευρωπαίοι δεν ακολουθούν μια ισορροπημένη διατροφή,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των μαθημάτων που είναι αφιερωμένα στον αθλητισμό έχει μειωθεί κατά την τελευταία δεκαετία, στα σχολεία τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, με τον ευρωπαϊκό χάρτη για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, η ΠΟΥ έχει θέσει ως στόχο την επίτευξη απτής προόδου όσον αφορά την καταπολέμηση της παιδικής παχυσαρκίας κατά τα επόμενα 4-5 έτη, με σκοπό την αντιστροφή της σημερινής τάσης έως το 2015 το αργότερο,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η υγιεινή διατροφή πρέπει να έχει ορισμένες ποσοτικές και ποιοτικές ιδιότητες, να είναι προσαρμοσμένη στις ατομικές ανάγκες και να τηρεί πάντα αυστηρά τις διατροφικές αρχές,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να θεωρηθεί μία διατροφή ότι έχει «αξία για την υγεία», πρέπει να πληροί τις εξής κατηγορίες κριτηρίων: (1) περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία και ενέργεια (θρεπτική αξία), (2) κριτήρια υγείας και τοξικολογίας (ασφάλεια τροφίμων), (3) φυσικές διατροφικές ιδιότητες («αισθητικές/γευστικές» και «πεπτικές» ιδιότητες), (4) οικολογική φύση της παραγωγής τροφίμων (αειφόρος γεωργία),

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με μια ολιστική προσέγγιση που θα καλύπτει τους διαφόρους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής και τα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης, ιδίως το εθνικό, το περιφερειακό και το τοπικό, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την επικουρικότητα,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η σημασία του αλκοόλ, με την υψηλή πρόσληψη θερμίδων που αυτό συνάγεται, και του καπνίσματος, που αμφότερα διαταράσσουν την όρεξη για την κατανάλωση φαγητού και ποτού και επιφέρουν πολλούς αναγνωρισμένους κινδύνους για την υγεία, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική διάσταση του προβλήματος και ιδίως το γεγονός ότι τα υψηλότερα ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας καταγράφονται στις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες· σημειώνοντας ότι το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι η επιδείνωση των ανισοτήτων όσον αφορά την υγεία και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ειδικότερα για τις πιο ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως τα άτομα με αναπηρία,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες αποκτούν νέα διάσταση με την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών (όπως τα δημητριακά, το βούτυρο και το γάλα), η οποία είναι άνευ προηγουμένου τόσο από την άποψη του αριθμού των προϊόντων που επηρεάζονται όσο και του μεγέθους των αυξήσεων,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συνδυασμός υψηλότερων τιμών των πρώτων υλών και αδιαφάνειας των κανόνων που διέπουν την ευρείας κλίμακας διανομή σε ορισμένα κράτη μέλη έχει οδηγήσει σε κλιμάκωση των τιμών βασικών προϊόντων διατροφής υψηλής διατροφικής αξίας, όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και τα μη σακχαρούχα γαλακτοκομικά προϊόντα, η οποία κατατρώει τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών της ΕΕ, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ πρέπει να αντεπεξέλθει σε αυτήν την πρόκληση,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα άτομα με αναπηρία αποτελούν το 15 % του ενεργού πληθυσμού της ΕΕ· λαμβάνοντας επίσης υπόψη μελέτες που καταδεικνύουν ότι τα άτομα με αναπηρία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας λόγω, μεταξύ άλλων, παθοφυσιολογικών μεταβολών στον μεταβολισμό της ενέργειας και στη σύνθεση του σώματος, καθώς και ατροφίας των μυών και σωματικής αδράνειας,

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες οι πολυμερείς πρωτοβουλίες πρέπει να διευκολυνθούν με στόχο την ενίσχυση του διαλόγου, της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και της αυτορρύθμισης, όπως, επί παραδείγματι, η πλατφόρμα της ΕΕ για τη δράση υπέρ της διατροφής, της σωματικής άσκησης και της υγείας, καθώς και η ομάδα εργασίας για τον αθλητισμό και την υγεία και το ευρωπαϊκό δίκτυο σωματικής άσκησης για τη βελτίωση της υγείας (Health Enhancing Physical Activity — HEPA),

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διάφορες παραδοσιακές κουζίνες πρέπει να προωθηθούν ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς μας αλλά συγχρόνως ότι πρέπει να αναληφθεί δράση, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι καταναλωτές έχουν επίγνωση της πραγματικής τους επίδρασης στην υγεία, ούτως ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνουν αποφάσεις κατόπιν ενημέρωσης,

ΚΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές στην Ευρώπη πρέπει να έχουν πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να επιλέξουν την καλύτερη πηγή θρεπτικών συστατικών για μία βέλτιστη διατροφή λαμβανομένου υπόψη του τρόπου ζωής και της κατάστασης της υγείας τους,

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της βιομηχανίας για τη διαφήμιση της αυτορρύθμισης θα επηρεάσουν την ισορροπία και τη φύση των διαφημίσεων τροφίμων και ποτών· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα αυτορρύθμισης πρέπει να καλύπτουν όλες τις μορφές μάρκετινγκ στο Διαδίκτυο και τα άλλα νέα μέσα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφήμιση τροφίμων αντιστοιχεί στο ήμισυ περίπου του συνόλου των διαφημίσεων που προβάλλονται σε ώρες κατά τις οποίες παρακολουθούν τηλεόραση τα παιδιά και ότι υπάρχουν σαφή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι τηλεοπτικές διαφημίσεις επηρεάζουν τα βραχυπρόθεσμα πρότυπα κατανάλωσης των παιδιών ηλικίας μεταξύ 2 και 11 ετών· σημειώνοντας ότι η χρήση νέων μορφών μάρκετινγκ που χρησιμοποιούν όλα τα τεχνολογικά μέσα και ιδίως τα αποκαλούμενα «advergames» (διαφημιστικά παιχνίδια), περιλαμβανομένων των κινητών τηλεφώνων, των υπηρεσιών ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων, των βιντεοπαιχνιδιών και των διαδραστικών παιχνιδιών στο Διαδίκτυο είναι πηγές ανησυχίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι πολυάριθμες εταιρείες παραγωγής τροφίμων, διαφήμισης και μάρκετινγκ και πολλές ενώσεις για την υγεία και την προστασία των καταναλωτών επιδεικνύουν ήδη σημαντικό βαθμό δέσμευσης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πλατφόρμας δράσης για τη διατροφή, τη σωματική άσκηση και την υγεία και μπορούν να παρουσιάσουν ήδη επιτυχείς μελέτες και προγράμματα,

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο υποσιτισμός, ο οποίος πλήττει κυρίως τους ηλικιωμένους, επιβαρύνει τα ευρωπαϊκά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης με παρόμοια ποσά όπως η παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος,

1.

χαιρετίζει την προαναφερθείσα Λευκή Βίβλο για τη διατροφή ως σημαντικό βήμα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την αναχαίτιση της εξάπλωσης της παχυσαρκίας και του υπερβολικού βάρους και την αντιμετώπιση χρόνιων ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή, όπως οι καρδιαγγειακές νόσοι, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών νοσημάτων και των εγκεφαλικών, ο καρκίνος και ο διαβήτης, στην Ευρώπη·

2.

επαναλαμβάνει την έκκλησή του στα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν την παχυσαρκία ως χρόνια ασθένεια· πιστεύει ότι θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπεί ο στιγματισμός των ατόμων που είναι ευάλωτα σε προβλήματα υγείας που σχετίζονται με τη διατροφή, το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία εξαιτίας πολιτιστικών παραγόντων, ασθενειών όπως ο διαβήτης ή παθολογικής κατανάλωσης όπως η ανορεξία και η βουλιμία, και συνιστά στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα άτομα αυτά θα έχουν πρόσβαση σε κατάλληλη θεραπεία στο πλαίσιο των εθνικών τους συστημάτων·

3.

θεωρεί ότι μια πολυεπίπεδη και ολοκληρωμένη προσέγγιση αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας στην ΕΕ και επισημαίνει ότι υπάρχουν πολλά ευρωπαϊκά προγράμματα (που αφορούν την έρευνα, την υγεία, την εκπαίδευση ή τη διά βίου μάθηση) που μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε αυτήν την πραγματική μάστιγα·

4.

εκτιμά ότι μια πολιτική που στοχεύει στην ποιότητα των τροφίμων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην προώθηση της υγείας και στη μείωση της παχυσαρκίας και ότι οι κατανοητές πληροφορίες που θα αναγράφονται στις ετικέτες θα αποτελέσουν το κλειδί που θα επιτρέψει στους καταναλωτές να επιλέξουν μεταξύ καλής, καλύτερης και λιγότερο καλής διατροφής·

5.

εγκρίνει τη σύσταση της ομάδας υψηλού επιπέδου για τη διατροφή και τη σωματική άσκηση και των ευρωπαϊκών συστημάτων έρευνας για την υγεία με τη συγκέντρωση σωματικών και βιολογικών μετρήσεων — όπως το Health Examination Survey — HES (Έρευνα για την Υγεία με Εξετάσεις) και το σύστημα παρακολούθησης European Health Interview Survey — EHIS (Ευρωπαϊκή Έρευνα για την Υγεία με Συνεντεύξεις), ως αποτελεσματικών εργαλείων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικών και όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς για να βελτιώσουν τις γνώσεις και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών στον αγώνα κατά της παχυσαρκίας·

6.

ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει ισορροπημένη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών στη μελλοντική ομάδα υψηλού επιπέδου για τη διατροφή και την σωματική άσκηση, έτσι ώστε να εντοπισθούν καλύτερα τα προβλήματα και να προταθούν οι καλύτερες λύσεις με βάση τη διάσταση του φύλου, δηλαδή τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες·

7.

αναγνωρίζει τον ουσιαστικό ρόλο της αυτορρύθμισης στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας· τονίζει την ανάγκη σαφών και συγκεκριμένων στόχων για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ανεξάρτητης παρακολούθησης των στόχων αυτών· σημειώνει ότι η ρύθμιση είναι ορισμένες φορές αναγκαία για την επίτευξη ουσιαστικών και σημαντικών αλλαγών σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας, ιδίως όταν αφορούν τα παιδιά, προκειμένου να διασφαλισθούν η προστασία των καταναλωτών και υψηλά πρότυπα δημόσιας υγείας· σημειώνει με ενδιαφέρον τις 203 δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της Πλατφόρμας Δράσης της ΕΕ για τη διατροφή, τη σωματική άσκηση και την υγεία και που στοχεύουν στην αλλαγή της σύνθεσης των προϊόντων, τη μείωση των διαφημίσεων που απευθύνονται σε παιδιά και την προώθηση μιας ισορροπημένης διατροφής μέσω της επισήμανσης· εκτιμά ότι η ιδιότητα του μέλους στην πλατφόρμα πρέπει να επεκταθεί, ώστε να περιλαμβάνει και τους κατασκευαστές ηλεκτρονικών παιχνιδιών και κονσολών, καθώς και τους παρόχους υπηρεσιών Διαδικτύου·

8.

ζητεί, ωστόσο, πιο απτά μέτρα, ιδίως για τα παιδιά και τις ομάδες κινδύνου·

9.

προτρέπει την Επιτροπή να τηρήσει μία περισσότερο ολιστική προσέγγιση έναντι της διατροφής και να καταστήσει τον υποσιτισμό, παράλληλα με την παχυσαρκία, βασική προτεραιότητα στον τομέα της διατροφής και της υγείας, ενσωματώνοντάς τον, όπου αυτό είναι εφικτό, σε ερευνητικές πρωτοβουλίες που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και σε εταιρικές σχέσεις σε επίπεδο ΕΕ·

10.

εκτιμά ότι οι ευρωπαίοι καταναλωτές πρέπει να έχουν πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να επιλέξουν τις καλύτερες πηγές θρεπτικών συστατικών που απαιτούνται για την επίτευξη και τη διατήρηση της βέλτιστης πρόσληψης θρεπτικών ουσιών, η οποία ταιριάζει καλύτερα στον προσωπικό τρόπο ζωής και την υγεία τους· πιστεύει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις περί υγείας γνώσεις των πολιτών, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποτελεσματικές αποφάσεις για τη διατροφή τη δική τους και των παιδιών τους· θεωρεί ότι η ενημέρωση και η εκπαίδευση των γονέων σχετικά με διατροφικά ζητήματα πρέπει να διεξάγεται από τους σχετικούς επαγγελματίες (δασκάλους, διοργανωτές πολιτιστικών εκδηλώσεων, επαγγελματίες στον χώρο της υγείας) στους κατάλληλους χώρους· είναι πεπεισμένο ότι η ενημέρωση του καταναλωτή, η διατροφική εκπαίδευση και η επισήμανση των τροφίμων θα πρέπει να βασίζονται σε καταναλωτική έρευνα·

11.

εφιστά την προσοχή, στο πλαίσιο αυτό, στη σημασία της ένταξης ενός μελλοντικού προγράμματος για τη διανομή φρούτων στα σχολεία στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής ιδέας, π.χ. μέσω μαθημάτων που θα παραδίδονται στο δημοτικό σχολείο σχετικά με τη διατροφή και την υγεία·

12.

εφιστά την προσοχή στο θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζουν οι γονείς στη διατροφική διαπαιδαγώγηση της οικογένειας και την αποφασιστική συμβολή τους στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας·

13.

καλεί τα κράτη μέλη, τις περιφέρειες και τις τοπικές αρχές να καταστούν περισσότερο προορατικά στην ανάπτυξη «κοινοτήτων φιλικών προς την άσκηση» ιδίως στο πλαίσιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, οδηγώντας τους δήμους να συμβάλουν σε ενθάρρυνση των ατόμων όσον αφορά την άσκηση φυσικών δραστηριοτήτων σε καθημερινή βάση και δημιουργώντας τις τοπικές συνθήκες που ενθαρρύνουν τον πληθυσμό να αρχίσει μια φυσική δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο του: τούτο μπορεί να επιτευχθεί με τη θέσπιση τοπικών μέτρων για τη μείωση της εξάρτησης από τα αυτοκίνητα και την προώθηση του βαδίσματος, καθώς και με το συνδυασμό της εμπορικής και οικιστικής ανάπτυξης, την προώθηση των δημόσιων μέσων μεταφοράς, των πάρκων και των προσβάσιμων αθλητικών εγκαταστάσεων, των ποδηλατοδρόμων και των διαβάσεων πεζών· καλεί τους δήμους να προωθήσουν τη δημιουργία ενός δικτύου «πόλεων υπέρ ενός υγιεινού τρόπου ζωής», που θα οργανώνει κοινές δράσεις για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας·

14.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν την έννοια των «ενεργών μετακινήσεων», τόσο των μαθητών όσο και των εργαζομένων· ενθαρρύνει τις τοπικές αρχές να εξετάσουν την έννοια αυτή ως προτεραιότητα κατά την αξιολόγηση των αστικών μεταφορών και του αστικού σχεδιασμού·

15.

σημειώνει ότι η πρόβλεψη χώρων, όπου παιδιά και νέοι θα μπορούν να έρχονται σε επαφή με τη φύση, τους προσφέρει μία εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές ψυχαγωγικές δραστηριότητες και ταυτόχρονα αυξάνει τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους, καθώς και την επιθυμία τους για εξερεύνηση·

16.

ζητεί από τα αθλητικά σωματεία να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι τα νεαρά κορίτσια, με το πέρας της εφηβείας, συχνά εγκαταλείπουν την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας· επισημαίνει ότι τα σωματεία αυτά καλούνται να διαδραματίσουν ρόλο μείζονος σημασίας για να διατηρήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον των νεαρών κοριτσιών και των γυναικών για τις διάφορες αθλητικές δραστηριότητες·

17.

τονίζει ότι ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να διαδραματίσει ρόλο στη μείωση της παχυσαρκίας μέσω της ανάπτυξης νέων και πιο υγιεινών προϊόντων· θεωρεί, ωστόσο, ότι υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ενθάρρυνση του ιδιωτικού τομέα με σκοπό την ανάπτυξη συστημάτων σαφούς ενημέρωσης και τη βελτίωση της επισήμανσης, έτσι ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν κατόπιν ενημέρωσης·

18.

τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας κοινής προσέγγισης και στην προώθηση του συντονισμού και της καλύτερης πρακτικής μεταξύ των κρατών μελών· είναι πεπεισμένο ότι μπορεί να παρασχεθεί σημαντική ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία σε τομείς όπως η ενημέρωση των καταναλωτών, η διατροφική αγωγή, οι διαφημίσεις στα μέσα επικοινωνίας, η γεωργική παραγωγή και η επισήμανση των τροφίμων, ειδικότερα με ένδειξη της περιεκτικότητας σε trans-λιπαρά οξέα· ζητεί την ανάπτυξη ευρωπαϊκών δεικτών, όπως η περιφέρεια της μέσης και οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας κινδύνου σχετίζεται με την παχυσαρκία (ιδίως την κοιλιακή)·

Προτεραιότητά μας: τα παιδιά

19.

καλεί την Επιτροπή και όλους τους φορείς να θέσουν ως προτεραιότητα την καταπολέμηση της παχυσαρκίας από τα πρώτα στάδια της ζωής, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διατροφικές συνήθειες που δημιουργούνται κατά την παιδική ηλικία συχνά διατηρούνται επί πολλά χρόνια·

20.

ζητεί τη διενέργεια ενημερωτικών εκστρατειών για την ενημέρωση των εγκύων σχετικά με τη σημασία μιας ισορροπημένης και υγιεινής διατροφής, με τη βέλτιστη παροχή ορισμένων θρεπτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και για την ενημέρωση των γυναικών και των συντρόφων τους ως προς τη σημασία του θηλασμού· υπενθυμίζει ότι ο θηλασμός, η καθυστέρηση του απογαλακτισμού έως ότου τα μωρά φτάσουν την ηλικία των έξι μηνών, η γνωριμία των παιδιών με τις υγιεινές τροφές και ο έλεγχος των μερίδων μπορούν να συμβάλουν ώστε τα παιδιά να μην γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα· τονίζει, εντούτοις, ότι ο θηλασμός δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο καταπολέμησης της παχυσαρκίας και ότι απαιτείται πολύς χρόνος για την απόκτηση ισορροπημένων διατροφικών συνηθειών· τονίζει ότι οι εκστρατείες ενημέρωσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη πως ο θηλασμός αποτελεί προσωπικό ζήτημα και οφείλουν να σέβονται την ελεύθερη βούληση και την επιλογή των γυναικών·

21.

καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι εθνικές υπηρεσίες υγείας προωθούν την παροχή ειδικών συμβουλευτικών υπηρεσιών σε θέματα διατροφής για εγκύους και γυναίκες στην εμμηνόπαυση, καθώς η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση συνιστούν δύο σημαντικούς σταθμούς στη ζωή των γυναικών, κατά τους οποίους υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αποθήκευσης λίπους·

22.

ζητεί από τα κράτη μέλη να προτείνουν κατευθυντήριες γραμμές, χαραγμένες από εμπειρογνώμονες, σχετικά με τους τρόπους βελτίωσης της σωματικής άσκησης από την προσχολική κιόλας ηλικία, καθώς και τους τρόπους προώθησης της διατροφικής αγωγής ήδη από αυτό το πρώιμο στάδιο·

23.

θεωρεί ότι τα μέτρα για την ένταξη της σωματικής άσκησης και της ισορροπημένης διατροφής στη συμπεριφορά ενός παιδιού πρέπει να λαμβάνονται καταρχάς στο σχολείο· ζητεί από την ομάδα υψηλού επιπέδου για τη διατροφή και τη σωματική άσκηση να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές για τις διατροφικές πολιτικές στο σχολείο και για την προώθηση της διατροφικής αγωγής και τη συνέχιση της αγωγής αυτής την περίοδο μετά το σχολείο· καλεί τα κράτη μέλη να περιλάβουν τα οφέλη της ισορροπημένης διατροφής και της σωματικής άσκησης στα σχολικά προγράμματα·

24.

ζητεί, επιπλέον, από τα κράτη μέλη, τους τοπικούς φορείς και τις σχολικές αρχές να παρακολουθήσουν και να βελτιώσουν την ποιότητα και τη θρεπτική αξία των γευμάτων σε σχολεία και νηπιαγωγεία, παρέχοντας μεταξύ άλλων ειδική κατάρτιση και κατευθυντήριες γραμμές στο προσωπικό τροφοδοσίας, έλεγχο της ποιότητας των υπευθύνων τροφοδοσίας και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις υγιεινές τροφές στις σχολικές καντίνες· υπογραμμίζει την ανάγκη να προσαρμόζονται τα μεγέθη των μερίδων στις ανάγκες και να συμπεριλαμβάνονται φρούτα και λαχανικά στα γεύματα αυτά· ζητεί περισσότερη διατροφική αγωγή για μια ισορροπημένη διατροφή και ενθαρρύνει τον περιορισμό της πώλησης τροφίμων και ποτών υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη και χαμηλής θρεπτικής αξίας στα σχολεία· συνιστά αντιθέτως τη μεγαλύτερη διάθεση φρέσκων φρούτων και λαχανικών στα σημεία πώλησης· καλεί τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίσουν τη διάθεση τουλάχιστον τριών ωρών εβδομαδιαίως από το σχολικό πρόγραμμα για τη σωματική άσκηση, σύμφωνα με τους στόχους της προαναφερθείσας Λευκής Βίβλου για τον αθλητισμό, και ζητεί από τις αρχές αυτές να καταρτίσουν σχέδια για την κατασκευή νέων δημόσιων αθλητικών εγκαταστάσεων, στις οποίες θα έχουν πρόσβαση και τα άτομα με αναπηρία, καθώς και για τη διαφύλαξη των υφιστάμενων αθλητικών εγκαταστάσεων στα σχολεία· επικροτεί ένα ενδεχόμενο πρόγραμμα «διανομής φρούτων στο σχολείο», το οποίο θα λάβει χρηματοδοτική ενίσχυση από την ΕΕ, ανάλογο με το υφιστάμενο πρόγραμμα διανομής σχολικού γάλακτος· ζητεί να εξευρεθούν λύσεις για τη συνέχιση της ελεύθερης διανομής φρούτων και λαχανικών στα σχολεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως έχουν ζητήσει ορισμένα κράτη μέλη, εν αναμονή της εφαρμογής του σχεδίου για τη διανομή φρούτων στα σχολεία από 1ης Ιανουαρίου 2009·

25.

καλεί τις τοπικές αρχές των κρατών μελών να διασφαλίσουν διαθεσιμότητα και προσιτές τιμές σε εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας και να προωθήσουν τη δημιουργία δυνατοτήτων σε τοπικό επίπεδο που θα προσφέρουν κίνητρα στους ανθρώπους να ασχοληθούν με τη σωματική άσκηση στον ελεύθερο χρόνο τους·

26.

καλεί τα κράτη μέλη, τους τοπικούς φορείς και τις σχολικές αρχές να διασφαλίσουν ότι στα σχολικά μηχανήματα αυτόματης πώλησης παρέχονται υγιεινές επιλογές· θεωρεί ότι η χορηγία και η διαφήμιση προϊόντων υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, αλάτι και λιπαρά και χαμηλής θρεπτικής αξίας στα σχολικά κτήρια θα πρέπει να προϋποθέτουν αίτημα ή τη ρητή συγκατάθεση των σχολικών αρχών και θα πρέπει να παρακολουθούνται από ενώσεις μαθητών-κηδεμόνων· θεωρεί ότι οι αθλητικές οργανώσεις και ομάδες πρέπει να αποτελέσουν υπόδειγμα όσον αφορά την άσκηση και την υγιεινή διατροφή· ζητεί από όλες τις αθλητικές οργανώσεις και ομάδες να δεσμευθούν, σε εθελοντική βάση, ότι θα προωθήσουν την ισορροπημένη διατροφή και τη σωματική άσκηση, ιδίως μεταξύ των παιδιών· υποστηρίζει ότι όλες οι αθλητικές οργανώσεις και ομάδες προωθούν την ισορροπημένη διατροφή και τη σωματική άσκηση· τονίζει, επιπλέον, ότι το ευρωπαϊκό αθλητικό κίνημα δεν ευθύνεται για το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία στην Ευρώπη·

27.

χαιρετίζει τη μεταρρύθμιση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, που επιτρέπει τη διάθεση περισσότερων φρούτων και λαχανικών στα σχολεία, υπό την προϋπόθεση ότι ελέγχονται η ποιότητα και η χημική ασφάλεια των προϊόντων αυτών·

28.

προτρέπει την ΕΕ, και ειδικότερα το Συμβούλιο Ecofin, να επιδεικνύει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά την επιβολή από τα κράτη μέλη χαμηλότερων συντελεστών ΦΠΑ για προϊόντα πρώτης ανάγκης κοινωνικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής φύσεως ή προσανατολισμένων στην υγεία· στο πλαίσιο αυτό, καλεί εκείνα τα κράτη μέλη που δεν το έχουν ακόμα πράξει να μειώσουν τον ΦΠΑ σε φρούτα και λαχανικά, υπενθυμίζοντας ότι η μείωσή του επιτρέπεται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας· ζητεί, επιπλέον, την τροποποίηση της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας, ώστε τα φρούτα και τα λαχανικά να επωφεληθούν από πολύ χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ (κάτω του 5 %)·

29.

χαιρετίζει τις πρωτοβουλίες της ΕΕ όπως η δημιουργία του ιστοτόπου «Μικροί σεφ της ΕΕ» και η διοργάνωση της Ευρωπαϊκής Ημέρας για την υγιεινή διατροφή και το υγιεινό μαγείρεμα που διεξήχθη στις 8 Νοεμβρίου 2007· συνιστά τη διοργάνωση ενημερωτικών εκστρατειών για την καλύτερη πληροφόρηση σχετικά με τη σχέση των προϊόντων υψηλής ενεργειακής πυκνότητας και του ισοδύναμου χρόνου σωματικής άσκησης που απαιτείται για την καύση των θερμίδων τους·

Ενημερωμένες επιλογές και διαθεσιμότητα υγιεινών προϊόντων

30.

θεωρεί ότι η αλλαγή της σύνθεσης των προϊόντων αποτελεί ισχυρό εργαλείο για τη μείωση της πρόσληψης λιπαρών, ζάχαρης και άλατος μέσω της διατροφής μας και ενθαρρύνει τους παραγωγούς τροφίμων να ασχοληθούν περαιτέρω με την αλλαγή της σύνθεσης των πλούσιων σε θερμίδες και φτωχών σε θρεπτική αξία τροφίμων, ούτως ώστε να μειώσουν την περιεκτικότητά τους σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι και να τα εμπλουτίσουν σε φυτικές ίνες, φρούτα και λαχανικά· χαιρετίζει τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται σε εθελοντική βάση από τους παραγωγούς για την εφαρμογή διατροφικών κριτηρίων κατά τον καθορισμό της σύνθεσης των τροφίμων·

31.

τονίζει ότι η επισήμανση των θρεπτικών στοιχείων των τροφίμων πρέπει να είναι υποχρεωτική και σαφής, ώστε να βοηθάει τους καταναλωτές να κάνουν υγιεινές διατροφικές επιλογές·

32.

ζητεί την απαγόρευση σε ολόκληρη την ΕΕ των τεχνητών trans λιπαρών οξέων και παροτρύνει τα κράτη μέλη της ΕΕ να ακολουθήσουν ορθή πρακτική για τον έλεγχο της περιεκτικότητας των τροφίμων στις διάφορες ουσίες (π.χ. σε αλάτι) και καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει πρόγραμμα για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών· επισημαίνει ότι πρέπει να ισχύσουν ειδικές εξαιρέσεις για τα προϊόντα ΠΟΠ (προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης), για τα προϊόντα ΠΓΕ (προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης), για τα προϊόντα ΕΠΙ (εγγυημένης παραδοσιακής ιδιαιτερότητας), καθώς και για άλλους τύπους παραδοσιακών προϊόντων, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι πρωτότυπες συνταγές· ως εκ τούτου, έχει υψηλές προσδοκίες από το μελλοντικό Πράσινο Βιβλίο για την πολιτική ποιότητας στη γεωργία όσον αφορά την καλύτερη ποιότητα και τα καθεστώτα ΠΓΕ·

33.

τονίζει ότι η σημερινή φάση της επιστημονικής γνώσης μάς δείχνει ότι η υπερβολική κατανάλωση trans λιπαρών οξέων (άνω του 2 % της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης) συνδέεται με σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών ασθενειών· εκφράζει, ως εκ τούτου, τη βαθιά λύπη του διότι μόνο μερικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα έχουν αναλάβει δράση με σκοπό τη μείωση της συνολικής έκθεσης των ευρωπαίων καταναλωτών στα τεχνητά trans λιπαρά οξέα και στα κορεσμένα λιπαρά οξέα που υπάρχουν σε πολυάριθμα επεξεργασμένα προϊόντα χαμηλής διατροφικής αξίας·

34.

υπογραμμίζει ότι τα βιομηχανικά επεξεργασμένα trans λιπαρά οξέα αποτελούν σοβαρή, επαρκώς τεκμηριωμένη και περιττή απειλή για την υγεία των Ευρωπαίων και πρέπει να αντιμετωπισθούν με κατάλληλη νομοθετική πρωτοβουλία που θα στοχεύει στην αποτελεσματική εξάλειψη των βιομηχανικά επεξεργασμένων trans λιπαρών οξέων από τα προϊόντα τροφίμων·

35.

ζητεί να αναλυθεί ο ρόλος των τεχνητών ενισχυτών γεύσεως, όπως τα γλουταμινικά, γουανιλικά και ινοσινικά άλατα, κυρίως σε έτοιμα φαγητά και σε τρόφιμα που παρασκευάζονται βιομηχανικά, προκειμένου να διαπιστωθεί η επίδρασή τους στην καταναλωτική συμπεριφορά·

36.

καλεί τη βιομηχανία να επανεξετάσει το μέγεθος των ατομικών μερίδων, παρέχοντας ένα ευρύτερο φάσμα επιλογών σε μικρότερες μερίδες·

37.

επικροτεί τη νέα πρόταση της Επιτροπής για αναθεώρηση της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1990 σχετικά με τους κανόνες επισήμανσης των τροφίμων όσον αφορά τις θρεπτικές τους ιδιότητες (2)· της ζητεί να διασφαλίσει ότι η επισήμανση θα είναι ορατή, σαφής και εύκολα κατανοητή από τον καταναλωτή·

38.

ζητεί επιπλέον από την Επιτροπή να προβεί σε ολοκληρωμένη επανεξέταση της επίδρασης της ΚΓΠ στην υγεία, ούτως ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσον θα μπορούσαν να επέλθουν αλλαγές στην πολιτική, οι οποίες θα διευκόλυναν τη βελτίωση της διατροφής σε ολόκληρη την Ευρώπη·

Μέσα επικοινωνίας και διαφήμιση

39.

καλεί όλους τους φορείς στον τομέα των μέσων επικοινωνίας, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και τις αθλητικές οργανώσεις, να δημιουργήσουν σε όλα τα μέσα επικοινωνίας πρόσθετα κίνητρα για την αύξηση της σωματικής άσκησης και της ενασχόλησης με κάποιο άθλημα·

40.

έχει επίγνωση της σημασίας των μέσων επικοινωνίας ως φορέων πληροφόρησης, εκπαίδευσης και πειθούς για την προώθηση μιας υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής, καθώς και του ρόλου τους στη δημιουργία στερεοτύπων για την εικόνα του σώματος· θεωρεί ότι η εθελοντική προσέγγιση που υιοθετείται στην οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων (3), σχετικά με τη διαφήμιση τροφίμων χαμηλής θρεπτικής αξίας με αποδέκτη τα παιδιά, αποτελεί ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, που χρήζει ειδικής παρακολούθησης, και ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει αυστηρότερες προτάσεις σε περίπτωση που η αναθεώρηση της οδηγίας το 2011 διαπιστώσει την αποτυχία της εθελοντικής αυτής προσέγγισης· ζητεί από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να ενθαρρύνουν τους παρόχους υπηρεσιών ΜΜΕ να αναπτύξουν κώδικες δεοντολογίας για τις ακατάλληλες οπτικοακουστικές εμπορικές ανακοινώσεις που σχετίζονται με τρόφιμα και ποτά και καλεί τους φορείς να προωθήσουν συγκεκριμένες δράσεις σε εθνικό επίπεδο για την εφαρμογή ή την ενίσχυση της οδηγίας αυτής·

41.

ζητεί από τη βιομηχανία να είναι ιδιαίτερα προσεκτική όσον αφορά τις διαφημίσεις τροφίμων που έχουν ως στόχο ειδικά τα παιδιά· ζητεί την καθιέρωση προστατευόμενων ωρών και περιορισμών για τις διαφημίσεις ανθυγιεινών τροφίμων που έχουν ως στόχο ειδικά τα παιδιά· οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να καλύπτουν επίσης τις νέες μορφές μέσων επικοινωνίας, όπως είναι τα παιχνίδια επί γραμμής, τα αναδυόμενα παράθυρα και τα γραπτά μηνύματα·

Υγειονομική περίθαλψη και έρευνα

42.

αναγνωρίζει ότι χρειάζεται ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών στον τομέα της υγείας, ιδίως των παιδιάτρων και των φαρμακοποιών, σχετικά με τον ουσιαστικό ρόλο τους στον έγκαιρο εντοπισμό των ατόμων που κινδυνεύουν να αναπτύξουν υπερβολικό βάρος και καρδιαγγειακές παθήσεις, και εκτιμά ότι πρέπει να αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες όσον αφορά την καταπολέμηση της επιδημίας της παχυσαρκίας και των μη μεταδιδόμενων ασθενειών· καλεί, κατά συνέπεια, την Επιτροπή να αναπτύξει ευρωπαϊκούς ανθρωπομετρικούς δείκτες και κατευθυντήριες γραμμές για τους παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου που σχετίζονται με την παχυσαρκία· δίνει, ως εκ τούτου, έμφαση στη σημασία της διεξαγωγής συστηματικών μετρήσεων ρουτίνας σε σχέση με την ανίχνευση άλλων καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου, ούτως ώστε να αξιολογηθούν οι συννοσηρότητες του υπερβολικού βάρους/της παχυσαρκίας σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης·

43.

εφιστά την προσοχή στο πρόβλημα του υποσιτισμού, μιας κατάστασης κατά την οποία μια ανεπάρκεια, ένα πλεόνασμα ή η έλλειψη ισορροπίας στη διατροφή έχει μετρήσιμες δυσμενείς επιπτώσεις στους ιστούς, το σχήμα και τη λειτουργία του σώματος· σημειώνει επίσης ότι ο υποσιτισμός επιβαρύνει σοβαρά την ευημερία τόσο των ατόμων όσο και της κοινωνίας, ιδίως του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, και ότι αυτό οδηγεί σε αυξημένη θνησιμότητα, μεγαλύτερη διάρκεια της νοσηλείας, περισσότερες επιπλοκές και χειρότερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς· υπενθυμίζει ότι οι επιπλέον ημέρες νοσηλείας και η αντιμετώπιση των επιπλοκών που οφείλονται στον υποσιτισμό κοστίζουν εκατομμύρια ευρώ δημόσιας χρηματοδότησης ετησίως·

44.

επισημαίνει εκτιμήσεις που καταδεικνύουν ότι το 40 % των ασθενών στα νοσοκομεία και μεταξύ 40 και 80 % των ατόμων στα γηροκομεία υποσιτίζονται· καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν την ποσότητα και την ποιότητα του φαγητού στα νοσοκομεία και τα γηροκομεία, κάτι που θα οδηγήσει σε μείωση του χρόνου νοσηλείας·

45.

είναι πεπεισμένο για την ανάγκη πλήρους ρύθμισης των «κλινικών διαιτολόγων» και «διατροφολόγων» ως επαγγελματιών του ιατρικού κλάδου·

46.

καλεί την Επιτροπή να προωθήσει τις βέλτιστες ιατρικές πρακτικές, επί παραδείγματι μέσω του Φόρουμ Υγείας της ΕΕ, καθώς και ενημερωτικές εκστρατείες για τους κινδύνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία και ιδίως την κοιλιακή παχυσαρκία, με έμφαση στους καρδιαγγειακούς κινδύνους· παροτρύνει την Επιτροπή να παράσχει πληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν οι δίαιτες που ακολουθούνται χωρίς ιατρική παρακολούθηση, ιδίως όταν περιλαμβάνουν τη χρήση φαρμάκων κατά της παχυσαρκίας που λαμβάνονται χωρίς ιατρική συνταγή· καλεί την Επιτροπή να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στα προβλήματα του υποσιτισμού, της ανεπαρκούς διατροφής και της αφυδάτωσης·

47.

καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν την οδηγία 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2002 σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα συμπληρώματα τροφών (4)·

48.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να χρηματοδοτήσουν την έρευνα των σχέσεων μεταξύ της παχυσαρκίας και των χρόνιων ασθενειών, όπως ο καρκίνος και ο διαβήτης, καθώς η επιδημιολογική έρευνα πρέπει να εντοπίσει τους παράγοντες που σχετίζονται κυρίως με την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης της παχυσαρκίας όπως ο εντοπισμός και η αξιολόγηση πολυμεταβλητών βιολογικών δεικτών σε υποκατηγορίες υποκειμένων, ούτως ώστε να διευκρινιστούν οι βιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν στην παχυσαρκία· ζητεί επίσης τη διενέργεια μελετών που θα συγκρίνουν και θα αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των διαφόρων παρεμβάσεων, περιλαμβανομένης και της ψυχολογικής έρευνας· καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σύστημα που θα διασφαλίζει την πρόσβαση και την ποιότητα των υπηρεσιών πρόληψης, ανίχνευσης και διαχείρισης του υπερβολικού βάρους, της παχυσαρκίας και των συναφών χρόνιων ασθενειών·

49.

χαιρετίζει την ένταξη του «διαβήτη και της παχυσαρκίας» ως προτεραιότητας στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος πλαισίου για την Έρευνα και την Τεχνολογική ανάπτυξη (ΠΠ7), στο τμήμα του που είναι αφιερωμένο στην υγεία·

50.

ενθαρρύνει την περαιτέρω επιστημονική έρευνα και παρακολούθηση της κοιλιακής παχυσαρκίας στο πλαίσιο του ΠΠ7·

51.

καλεί την Επιτροπή να προωθήσει πανευρωπαϊκές εκστρατείες πληροφόρησης που θα στοχεύουν στο ευρύ κοινό και, ειδικότερα, στο ιατρικό επάγγελμα, ούτως ώστε να αυξηθεί η ενημέρωση όσον αφορά τους κινδύνους της κοιλιακής παχυσαρκίας·

52.

ζητεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη το θέμα της διατροφής σε όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές και δράσεις·

*

* *

53.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψήφιων προς ένταξη χωρών, καθώς και στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας.


(1)  ΕΕ C 250 Ε της 25.10.2007, σ. 93.

(2)  ΕΕ L 276 της 6.10.1990, σ. 40.

(3)  Οδηγία 2007/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 27).

(4)  ΕΕ L 183 της 12.7.2002, σ. 51.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/105


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων on line

P6_TA(2008)0462

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τη συλλογική διασυνοριακή διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων για τις νόμιμες επιγραμμικές (online) μουσικές υπηρεσίες

2010/C 8 E/19

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής 2005/737/ΕΚ της 18ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με τη συλλογική διασυνοριακή διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων για τις νόμιμες επιγραμμικές (online) μουσικές υπηρεσίες (1) (εφεξής «η Σύσταση του 2005»),

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ειδικότερα τα άρθρα 95 και 151 αυτής,

έχοντας υπόψη τα άρθρα II-77 και II-82 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το άρθρο 97α της Συνθήκης της Λισαβόνας,

έχοντας υπόψη τις ισχύουσες διεθνείς συμφωνίες που εφαρμόζονται για τα μουσικά δικαιώματα, και συγκεκριμένα τη Σύμβαση της Ρώμης της 26ης Οκτωβρίου 1961 για τα συναφή δικαιώματα των καλλιτεχνών, ερμηνευτών και εκτελεστών, των οργανισμών ραδιοφωνίας και των παραγωγών φωνογραφημάτων, τη Σύμβαση της Βέρνης για τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία, τη Συνθήκη του ΠΟΠΙ για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της 20ής Δεκεμβρίου 1996, τη Συνθήκη του ΠΟΠΙ για τις ερμηνείες/εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα της 20ής Δεκεμβρίου 1996 και τη συμφωνία του ΠΟΕ για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPs) της 15ης Απριλίου 1994,

έχοντας υπόψη το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων που εφαρμόζεται στα μουσικά δικαιώματα, δηλαδή την οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίαςη (2), την οδηγία 93/83/ΕΟΚ της 27ης Σεπτεμβρίου 1993 περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοσ (3), την οδηγία 2006/116/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (4) και την οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (5),

έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 1995 σχετικά με το δικαίωμα δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία των πληροφοριών (COM(1995)0382),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Μαΐου 2003 σχετικά με την προστασία των καλλιτεχνών του οπτικοακουστικού τομέα (6),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Ιανουαρίου 2004 σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για τις εταιρείες συλλογικής διαχείρισης στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων (7),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2004 σχετικά με τη διαχείριση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην εσωτερική αγορά (COM(2004)0261),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισαβόνας: περισσότερη έρευνα και καινοτομία — επενδύσεις για την ανάπτυξη και την απασχόληση: Κοινή προσέγγιση (8),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με επιγραμμικό δημιουργικό περιεχόμενο στην ενιαία αγορά (COM(2007)0836),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης στο Διαδίκτυο (9),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2007 σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 2005, για τη συλλογική διασυνοριακή διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων για τις νόμιμες επιγραμμικές (online) μουσικές υπηρεσίες (2005/737/ΕΚ) (10),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4η Σεπτεμβρίου 2007 σχετικά με τις θεσμικές και νομικές επιπτώσεις της χρήσης μέσων ενδοτικού δικαίου (11),

έχοντας υπόψη τη συνοπτική έκθεση με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης της σύστασης του 2005 (12),

έχοντας υπόψη το άρθρο 108, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2007 το Κοινοβούλιο καλούσε την Επιτροπή να καταστήσει σαφές ότι η σύσταση του 2005 ισχύει αποκλειστικά για τις επιγραμμικές πωλήσεις μουσικών ηχογραφήσεων και να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν —και κατόπιν στενών διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη— πρόταση για τη θέσπιση ευέλικτης οδηγίας-πλαισίου από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τη διαδικασία της συναπόφασης, με στόχο τη ρύθμιση της συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων σε ό,τι αφορά τις διασυνοριακές, επιγραμμικές υπηρεσίες της μουσικής βιομηχανίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψηφιακής εποχής και προστατεύοντας την ευρωπαϊκή πολιτιστική πολυμορφία, τους μικρούς φορείς και τα τοπικά ρεπερτόρια επί τη βάσει της ισότιμης μεταχείρισης,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2007 θεωρούσε ότι τα συμφέροντα των δημιουργών και συνεπώς της πολιτισμικής πολυμορφίας στην Ευρώπη θα εξυπηρετηθούν καλύτερα με την καθιέρωση θεμιτού και διαφανούς συστήματος ανταγωνισμού που αποτρέπει την προς τα κάτω συμπίεση των εισοδημάτων των δημιουργών,

1.

υπενθυμίζει ότι, λόγω της εδαφικής φύσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και μολονότι υφίσταται η οδηγία 2001/29/ΕΚ, η κατάσταση στον τομέα της συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στις επιγραμμικές υπηρεσίες είναι πράγματι πολύπλοκη, κυρίως λόγω της μη ύπαρξης ευρωπαϊκών αδειών·

2.

πιστεύει ότι, λόγω της άρνησης νομοθέτησης —παρά τα αλλεπάλληλα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου— και της απόφασης να καταβληθεί προσπάθεια ρύθμισης του τομέα μέσω σύστασης, έχει δημιουργηθεί κλίμα νομικής ανασφάλειας τόσο για τους κατόχους δικαιωμάτων όσο και για τους χρήστες, ιδίως τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς μετάδοσης·

3.

επισημαίνει αφετέρου ότι, μετά από καταγγελία που υπέβαλαν χρήστες, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού παρενέβη κινώντας διαδικασία κατά της CISAC (Διεθνής Συνομοσπονδία Εταιρειών Δημιουργών και Συνθετών), στην οποία συμμετέχουν 24 ευρωπαϊκές ενώσεις συλλογικής διαχείρισης· επισημαίνει ότι το αποτέλεσμα της απόφασης αυτής θα είναι να παρεμποδίσει όλες τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς για από κοινού δράση για την εξεύρεση κατάλληλων λύσεων —όπως, επί παραδείγματι, ένα σύστημα εκκαθάρισης των δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο— και να αφήσει το δρόμο ανοιχτό για τη δημιουργία ολιγοπωλίου μερικών μεγάλων εταιρειών συλλογικής διαχείρισης που έχουν συνάψει αποκλειστικές συμφωνίες με εκδότες που ανήκουν στο παγκόσμιο ρεπερτόριο· πιστεύει ότι το αποτέλεσμα θα είναι ο περιορισμός της επιλογής και η εξάλειψη των μικρών εταιρειών συλλογικής διαχείρισης, πράγμα που θα λειτουργήσει αρνητικά για τον πολιτισμό των μειονοτήτων·

4.

πιστεύει ότι η έκθεση με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης της σύστασης του 2005 δεν απηχεί με ακρίβεια την υφιστάμενη κατάσταση και δεν λαμβάνει υπόψη τη γνωμοδότηση που διετύπωσε το Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2007·

5.

πιστεύει ότι η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε να αγνοήσει τις επισημάνσεις του Κοινοβουλίου, ιδίως αυτές που περιλαμβάνονταν στο ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2007, όπου περιλαμβάνονταν συγκεκριμένες προτάσεις για ελεγχόμενο ανταγωνισμό, καθώς και για προστασία και παροχή κινήτρων για τον πολιτισμό των μειονοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

6.

καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι το Κοινοβούλιο θα συμμετάσχει ενεργά, ως συννομοθέτης, στην πρωτοβουλία για το επιγραμμικό δημιουργικό περιεχόμενο·

7.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ L 276 της 21.10.2005, σ. 54.

(2)  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 28.

(3)  ΕΕ L 248 της 6.10.1993, σ. 15.

(4)  ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 12.

(5)  ΕΕ L 167 της 22.6.2001, σ. 10.

(6)  ΕΕ C 67 E της 17.3.2004, σ. 293.

(7)  ΕΕ C 92 E της 16.4.2004, σ. 425.

(8)  ΕΕ C 303 Ε της 13.12.2006, σ. 640.

(9)  ΕΕ C 303 Ε της 13.12.2006, σ. 879.

(10)  ΕΕ C 301 Ε της 13.12.2007, σ. 64.

(11)  ΕΕ C 187 Ε της 24.7.2008, σ. 75.

(12)  http://ec.europa.eu/internal_market/copyright/docs/management/monitoring-report_en.pdf


ΑΝΑΚΟΙΝΏΣΕΙΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/108


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (Τροποποίηση του άρθρου 121 του Κανονισμού)

P6_TA(2008)0440

Απόφαση του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 121 του Κανονισμούτου ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2007/2266(REG))

2010/C 8 E/20

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων με ημερομηνία 26 Σεπτεμβρίου 2007,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 201 και 202 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A6-0324/2008),

1.

αποφασίζει να επιφέρει την ακόλουθη τροποποίηση στον Κανονισμό του·

2.

υπενθυμίζει ότι η εν λόγω τροποποίηση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα της προσεχούς περιόδου συνόδου·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, προς ενημέρωση, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

ΙΣΧΥΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Τροπολογία 1

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 121 — παράγραφος 3α (νέα)

 

3α.

Ο Πρόεδρος υποβάλλει παρατηρήσεις ή παρεμβαίνει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή .

Εάν ο Πρόεδρος προτίθεται να απομακρυνθεί από τη γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής, ενημερώνει σχετικά την επιτροπή και παραπέμπει το θέμα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εκθέτοντας τους λόγους του .

Εάν η Διάσκεψη των Προέδρων εκτιμά ότι, κατ' εξαίρεση, το Κοινοβούλιο δεν θα πρέπει να υποβάλει παρατηρήσεις, ούτε να παρέμβει ενώπιον του Δικαστηρίου όταν αμφισβητείται η ισχύς πράξεως του Κοινοβουλίου, το θέμα παραπέμπεται αμελλητί στην ολομέλεια.

Σε επείγουσες περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να ενεργήσει προληπτικά προκειμένου να συμμορφωθεί με τις προθεσμίες που έχει τάξει το αρμόδιο δικαστήριο. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαδικασία που προβλέπει η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται όσο το δυνατόν ενωρίτερα .

Ερμηνεία:

Ο Κανονισμός ουδόλως εμποδίζει την αρμόδια επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα διαδικαστικά μέτρα για την έγκαιρη διαβίβαση της σύστασής της σε επείγουσες περιπτώσεις.


Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/110


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες ***I

P6_TA(2008)0414

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1172/95 του Συμβουλίου (COM(2007)0653 — C6-0395/2007 — 2007/0233(COD))

2010/C 8 E/21

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0653),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 285, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0395/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A6-0267/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0233

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1172/95 του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

αφού ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι στατιστικές πληροφορίες σχετικά με τις εμπορικές ροές των κρατών μελών με τις τρίτες χώρες έχουν ουσιαστική σημασία για τις ευρωπαϊκές οικονομικές και εμπορικές πολιτικές και για την ανάλυση των εξελίξεων της αγοράς ως προς μεμονωμένα αγαθά. Η διαφάνεια του στατιστικού συστήματος πρέπει να βελτιωθεί ώστε το σύστημα να ανταποκρίνεται στο μεταβαλλόμενο διοικητικό περιβάλλον και να ικανοποιεί τις νέες απαιτήσεις των χρηστών. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1172/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995, σχετικά με τις στατιστικές για τις ανταλλαγές αγαθών της Κοινότητας και των κρατών μελών της με τις τρίτες χώρες (3) πρέπει, επομένως, να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 285, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

(2)

Οι στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου βασίζονται σε δεδομένα που προέρχονται από τελωνειακές δηλώσεις, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (4) (στο εξής ο «τελωνειακός κώδικας»). Η πρόοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης και οι αλλαγές που συνεπάγεται ως προς τον εκτελωνισμό, συμπεριλαμβανομένων των ενιαίων αδειών για τη χρήση της απλουστευμένης διασάφησης ή της διαδικασίας εκτελωνισμού στον προσδιοριζόμενο από τον εισαγωγέα τόπο, καθώς και για τον κεντρικό εκτελωνισμό, που θα προκύψουν από την τρέχουσα διαδικασία εκσυγχρονισμού του τελωνειακού κώδικα, καθιστούν αναγκαία την προσαρμογή του τρόπου κατάρτισης των στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου, την επανεξέταση της έννοιας του κράτους μέλους εισαγωγής ή εξαγωγής και τον ακριβέστερο καθορισμό της πηγής δεδομένων για την κατάρτιση των κοινοτικών στατιστικών.

(3)

Για να καταγράφεται η πραγματική εμπορική ροή των αγαθών μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών και για να εξασφαλίζεται ότι στο σχετικό κράτος μέλος είναι διαθέσιμα τα δεδομένα για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, οι ρυθμίσεις μεταξύ των τελωνείων και των στατιστικών υπηρεσιών είναι αναγκαίες και πρέπει να καθοριστούν. Στις ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνονται κανόνες για την ανταλλαγή των δεδομένων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών.

(4)

Για την κατανομή των εξαγωγών και των εισαγωγών της ΕΕ ανά κράτος μέλος, είναι αναγκαίο να συγκεντρώνονται δεδομένα για το «κράτος μέλος τελικού προορισμού», για τις εισαγωγές, και για το «κράτος μέλος πραγματικής εξαγωγής», για τις εξαγωγές. Μεσοπρόθεσμα, για τους σκοπούς των στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου, αυτά τα κράτη μέλη πρέπει να ονομάζονται κράτος μέλος εισαγωγής και κράτος μέλος εξαγωγής.

(5)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα αγαθά που προορίζονται για το εξωτερικό εμπόριο πρέπει να ταξινομούνται σύμφωνα με τη «συνδυασμένη ονοματολογία» που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, σχετικά με τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (5) (στο εξής η «συνδυασμένη ονοματολογία»).

(6)

Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής σχετικά με το μερίδιο του ευρώ στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, η λογιστική μονάδα για τις εξαγωγές και τις εισαγωγές πρέπει να αναφέρεται σε συγκεντρωτικό επίπεδο.

(7)

Για τους σκοπούς των εμπορικών διαπραγματεύσεων και της διαχείρισης της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τη δασμολογική μεταχείριση των εμπορευμάτων που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τις ποσοστώσεις.

(8)

Οι στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου παρέχουν δεδομένα για την κατάρτιση των ισοζυγίων πληρωμών και των εθνικών λογαριασμών. Τα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων είναι δυνατή η προσαρμογή τους για τους σκοπούς των ισοζυγίων πληρωμών πρέπει να αποτελέσουν τμήμα του υποχρεωτικού και τυποποιημένου συνόλου δεδομένων.

(9)

Οι στατιστικές των κρατών μελών σχετικά με τις αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης και τις ελεύθερες ζώνες δεν υπόκεινται σε εναρμονισμένες διατάξεις. Ωστόσο, η κατάρτιση αυτών των στατιστικών για εθνικούς σκοπούς παραμένει προαιρετική.

(10)

Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν στη Eurostat ετήσια ομαδοποιημένα δεδομένα για το εμπόριο, ταξινομημένα κατά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά, που μεταξύ άλλων θα διευκολύνουν την ανάλυση του τρόπου λειτουργίας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Ο σύνδεσμος μεταξύ των επιχειρήσεων και των στατιστικών των εμπορικών συναλλαγών δημιουργείται συνδυάζοντας τα δεδομένα για τον εισαγωγέα και τον εξαγωγέα που είναι διαθέσιμα στην τελωνειακή διασάφηση με τα δεδομένα που ζητούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 177/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινού πλαισίου όσον αφορά τα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς  (6) , (στο εξής η «νομοθεσία για τα μητρώα επιχειρήσεων»).

(11)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997 ║, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (7) παρέχει πλαίσιο αναφοράς για τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, για να είναι χρήσιμες οι στατιστικές, το ιδιαίτερα λεπτομερές επίπεδο των πληροφοριών για τις εμπορικές συναλλαγές απαιτεί την εφαρμογή ειδικών κανόνων απορρήτου.

(12)

Η διαβίβαση δεδομένων που υπόκεινται στο στατιστικό απόρρητο διέπεται από τους κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΟΚ) αριθ. 1588/90 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο  (8). Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με αυτούς τους κανονισμούς διασφαλίζουν την πραγματική και λογική προστασία των εμπιστευτικών δεδομένων και αποτρέπουν την παράνομη γνωστοποίηση ή χρήση για μη στατιστικούς λόγους προϊόντων κοινοτικών στατιστικών κατά την παραγωγή και διάδοσή τους .

(13)

Για την παραγωγή και τη διάδοση κοινοτικών στατιστικών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες και η στατιστική υπηρεσία της Κοινότητας θα λάβουν υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στον κώδικα ορθής πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, ο οποίος εγκρίθηκε από την Επιτροπή Στατιστικού Προγράμματος στις 24 Φεβρουαρίου 2005 και προσαρτήθηκε στη σύσταση της Επιτροπής της 25ης Μαΐου 2005 σχετικά με την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και την υπευθυνότητα των εθνικών και κοινοτικών στατιστικών αρχών.

(14)

Πρέπει να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις έως ότου οι αλλαγές της τελωνειακής νομοθεσίας αποδώσουν πρόσθετα δεδομένα στην τελωνειακή διασάφηση και έως ότου η κοινοτική νομοθεσία επιβάλει την ηλεκτρονική ανταλλαγή των τελωνειακών δεδομένων.

(15)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού είναι αδύνατο να επιτευχθεί από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(16)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση ║ 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (9).

(17)

Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί για την προσαρμογή του καταλόγου των τελωνειακών διαδικασιών, ή της εγκεκριμένης μεταχείρισης και χρήσης από τα τελωνεία, που καθορίζουν μια εξαγωγή ή μια εισαγωγή για τις στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου, για τη θέσπιση διαφορετικών ή ειδικών κανόνων για τα εμπορεύματα ή τις μετακινήσεις για τα οποία, για μεθοδολογικούς λόγους, απαιτούνται ειδικές διατάξεις, για την προσαρμογή του καταλόγου εμπορευμάτων και μετακινήσεων που αποκλείονται από τις στατιστικές εξωτερικού εμπορίου, για την διευκρίνιση των πηγών δεδομένων εκτός της τελωνειακής διασάφησης για μητρώα εισαγωγών και εξαγωγών για συγκεκριμένα εμπορεύματα ή μετακινήσεις , για τον προσδιορισμό των στατιστικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των κωδίκων που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, για τον καθορισμό των απαιτήσεων για τα δεδομένα που έχουν σχέση με συγκεκριμένα εμπορεύματα ή μετακινήσεις, για τον καθορισμό των απαιτήσεων σχετικά με την κατάρτιση στατιστικών, για τη διευκρίνιση των χαρακτηριστικών δειγμάτων, για τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς και του επιπέδου ομαδοποίησης για τις χώρες-εταίρους, τα εμπορεύματα και τα εθνικά νομίσματα, καθώς και για την προσαρμογή της προθεσμίας για τη διαβίβαση των στατιστικών, του περιεχομένου, των συνθηκών κάλυψης και αναθεώρησης για τις στατιστικές που έχουν ήδη διαβιβασθεί και για τη θέσπιση της προθεσμίας για τη διαβίβαση στατιστικών για την ανάλυση των εμπορικών συναλλαγών κατά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και στατιστικές για την ταξινόμησή τους κατά λογιστική μονάδα, καθώς και για τη θέσπιση ειδικών κανόνων για τη διάδοση. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με νέα, μη ουσιώδη στοιχεία , αυτά τα μέτρα ║ πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα κοινό πλαίσιο για τη συστηματική παραγωγή κοινοτικών στατιστικών σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες (στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου).

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«εμπορεύματα» είναι κάθε κινητή περιουσία, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας·

β)

«στατιστικό έδαφος της Κοινότητας» είναι το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, όπως ορίζεται στον τελωνειακό κώδικα, με την προσθήκη της νήσου Ελιγολάνδης στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας·

γ)

«εθνικές στατιστικές αρχές» είναι τα εθνικά στατιστικά ιδρύματα και τα άλλα όργανα τα οποία είναι αρμόδια σε κάθε κράτος μέλος για την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου·

δ)

«τελωνειακές αρχές» είναι οι «τελωνειακές αρχές» όπως ορίζονται στον τελωνειακό κώδικα·

ε)

«τελωνειακή διασάφηση» είναι η «τελωνειακή διασάφηση» όπως ορίζεται στον τελωνειακό κώδικα·

στ)

«απόφαση των τελωνειακών αρχών» είναι κάθε επίσημη πράξη των τελωνειακών αρχών που συνδέεται με αποδεκτές τελωνειακές διασαφήσεις και έχει νομική ισχύ σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Στις στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου καταγράφονται οι εισαγωγές και οι εξαγωγές εμπορευμάτων.

Μια εξαγωγή καταγράφεται από τα κράτη μέλη όταν τα εμπορεύματα εξέρχονται από το στατιστικό έδαφος της Κοινότητας σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες τελωνειακές διαδικασίες ή αποδεκτό τελωνειακό προορισμό, όπως ορίζονται στον τελωνειακό κώδικα:

α)

εξαγωγή·

β)

τελειοποίηση προς επανεισαγωγή·

γ)

επανεξαγωγή ύστερα από τελειοποίηση προς επανεξαγωγή ή μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο.

Μια εισαγωγή καταγράφεται από τα κράτη μέλη όταν τα εμπορεύματα εισέρχονται στο στατιστικό έδαφος της Κοινότητας σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες τελωνειακές διαδικασίες, όπως ορίζονται στον τελωνειακό κώδικα:

α)

θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία·

β)

τελειοποίηση προς επανεξαγωγή·

γ)

μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο.

2.    Τα μέτρα που προορίζονται για την τροποποίηση των μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την προσαρμογή του καταλόγου των τελωνειακών διαδικασιών ή της εγκεκριμένης μεταχείρισης και χρήσης από τα τελωνεία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προκειμένου να συνεκτιμώνται οι αλλαγές του τελωνειακού κώδικα ή οι διατάξεις που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες. ▐ Εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

3.   Για ▐ μεθοδολογικούς λόγους, για ορισμένα εμπορεύματα ή για ορισμένες μετακινήσεις, απαιτούνται ειδικές διατάξεις («ειδικά εμπορεύματα ή μετακινήσεις»). Αυτό αφορά τις βιομηχανικές μονάδες, τα πλοία και αεροσκάφη, τα προϊόντα θαλάσσης, τις προμήθειες πλοίων και αεροσκαφών, τις τμηματικές αποστολές, τα στρατιωτικά είδη, τα αγαθά προς ή από εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας, τα διαστημικά οχήματα, τα προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου και τα απόβλητα .

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του, σε σχέση με ειδικά εμπορεύματα ή μετακινήσεις και τις διάφορες ειδικές διατάξεις που ισχύουν για αυτά, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

4.   Για λόγους μεθοδολογίας, ορισμένα εμπορεύματα ή μετακινήσεις αποκλείονται από τις στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου. Αυτό αφορά τον νομισματικό χρυσό και μέσα πληρωμής που αποτελούν το επίσημο νόμισμα, εμπορεύματα λόγω του διπλωματικού ή παρεμφερούς χαρακτήρα της προβλεπόμενης χρήσης τους, μετακινήσεις εμπορευμάτων μεταξύ του κράτους μέλους εισαγωγής και εξαγωγής και των εθνικών ενόπλων δυνάμεών του που ευρίσκονται στο εξωτερικό καθώς και ορισμένα εμπορεύματα που έχουν αγοράσει και διαχειρίζονται ξένες ένοπλες δυνάμεις, ειδικά εμπορεύματα που δεν αποτελούν αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής, μετακινήσεις δορυφορικών εκτοξευτών πριν από την εκτόξευσή τους, εμπορεύματα προς και μετά την επισκευή, εμπορεύματα για και μετά την προσωρινή χρήση, εμπορεύματα που χρησιμοποιούνται ως φορείς εξατομικευμένων και μεταφορτωμένων πληροφοριών, εμπορεύματα που δηλώθηκαν προφορικά στα τελωνεία τα οποία είτε έχουν εμπορικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση ότι η αξία τους δεν υπερβαίνει το στατιστικό όριο των 1 000 ευρώ ή των 1 000 χιλιόγραμμων ή εμπορεύματα μη εμπορικού χαρακτήρα. Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του, σε σχέση με τον αποκλεισμό εμπορευμάτων ή μετακινήσεων από τις στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

Άρθρο 4

Πηγή των δεδομένων

1.   Η πηγή δεδομένων για τα μητρώα εισαγωγών και εξαγωγών των εμπορευμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, είναι η τελωνειακή διασάφηση, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή αλλαγών των στατιστικών δεδομένων που απορρέουν από σχετικές με αυτά αποφάσεις των τελωνειακών αρχών.

Όταν χρησιμοποιείται η απλοποιημένη διαδικασία που ορίζεται στον τελωνειακό κώδικα και παρέχεται συμπληρωματική διασάφηση, η εν λόγω συμπληρωματική διασάφηση είναι η πηγή δεδομένων για τα μητρώα.

2.   Για τα ειδικά εμπορεύματα ή μετακινήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλες πηγές δεδομένων αντί της τελωνειακής διασάφησης.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του, σε σχέση με τις προδιαγραφές αυτών των άλλων πηγών δεδομένων, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

3.     Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν άλλες πηγές δεδομένων για την κατάρτιση των εθνικών στατιστικών εκτός εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έως ότου εφαρμοσθεί ο μηχανισμός αμοιβαίας ηλεκτρονικής ανταλλαγής των σχετικών δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3. Ωστόσο, η κατάρτιση των στατιστικών του κοινοτικού εξωτερικού εμπορίου βάσει του άρθρου 6 δεν πρέπει να βασίζεται σε εκείνες τις άλλες πηγές δεδομένων.

Άρθρο 5

Στατιστικά δεδομένα

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν το ακόλουθο σύνολο δεδομένων από τα μητρώα εισαγωγών και εξαγωγών που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1.

α)

ροή των εμπορικών συναλλαγών (εισαγωγές, εξαγωγές)·

β)

μηνιαία περίοδος αναφοράς·

γ)

στατιστική αξία των εμπορευμάτων στα εθνικά σύνορα του κράτους μέλους εισαγωγής ή εξαγωγής·

δ)

ποσότητα, εκφρασμένη σε καθαρή μάζα, και σε μια πρόσθετη μονάδα όταν αναφέρεται στην τελωνειακή διασάφηση·

ε)

εμπορευόμενος, δηλ. ο εισαγωγέας/παραλήπτης για τις εισαγωγές και ο εξαγωγέας/αποστολέας για τις εξαγωγές·

στ)

τα κράτη μέλη εισαγωγής ή εξαγωγής, δηλαδή το κράτος μέλος στο οποίο κατατίθεται η τελωνειακή διασάφηση και, όταν αναφέρεται στην τελωνειακή διασάφηση:

i)

για τις εισαγωγές, τα κράτη μέλη τελικού προορισμού·

ii)

για τις εξαγωγές, τα κράτη μέλη πραγματικής εξαγωγής·

ζ)

οι χώρες-εταίροι, δηλαδή για τις εισαγωγές, η χώρα καταγωγής και η χώρα αποστολής/εξαγωγής, ενώ για τις εξαγωγές, η χώρα προορισμού·

η)

το εμπόρευμα, σύμφωνα με τη συνδυασμένη ονοματολογία, δηλαδή:

i)

για τις εισαγωγές, ο κωδικός των εμπορευμάτων της διάκρισης Taric·

ii)

για τις εξαγωγές, ο κωδικός των εμπορευμάτων της διάκρισης της συνδυασμένης ονοματολογίας·

θ)

οι κωδικοί της τελωνειακής διαδικασίας που χρησιμοποιούνται για τη στατιστική διαδικασία·

ι)

η φύση της συναλλαγής, όπου αναφέρεται στην τελωνειακή διασάφηση·

ια)

αν υπάρχει, η δασμολογική μεταχείριση κατά την εισαγωγή, την οποία διαθέτουν οι τελωνειακές αρχές, δηλαδή τον προτιμησιακό κωδικό ▐ ·

ιβ)

η λογιστική μονάδα, όπου αναφέρεται στην τελωνειακή διασάφηση·

ιγ)

ο τρόπος μεταφοράς, με λεπτομερή αναφορά:

i)

του τρόπου μεταφοράς στα σύνορα·

ii)

του τρόπου μεταφοράς εντός του κοινοτικού εδάφους·

iii)

του εμπορευματοκιβωτίου.

2.    Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, ▐ με τη συμπλήρωσή του, σε σχέση με τις περαιτέρω προδιαγραφές των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των κωδίκων που πρέπει να χρησιμοποιούνται, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

3.   Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά και με την επιφύλαξη της τελωνειακής νομοθεσίας, τα δεδομένα περιλαμβάνονται στην τελωνειακή διασάφηση.

4.   Στην περίπτωση «ειδικών εμπορευμάτων ή μετακινήσεων», όπως αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, μπορεί να απαιτηθεί περιορισμένο σύνολο δεδομένων.

Το μέτρο που αποσκοπεί στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, ▐ με τη συμπλήρωσή του, σε σχέση με αυτό το περιορισμένο σύνολο δεδομένων, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

Άρθρο 6

Κατάρτιση των στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν, για κάθε μηνιαία περίοδο αναφοράς, στατιστικές για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές εμπορευμάτων, εκφραζόμενες σε αξία και ποσότητα, ανά:

α)

εμπόρευμα·

β)

κράτη μέλη εισαγωγής/εξαγωγής·

γ)

χώρες-εταίρους·

δ)

στατιστική διαδικασία·

ε)

φύση της συναλλαγής·

στ)

δασμολογική μεταχείριση, για τις εισαγωγές·

ζ)

τρόπο μεταφοράς.

Οι διατάξεις εφαρμογής για την κατάρτιση των στατιστικών μπορούν να θεσπίζονται από την Επιτροπή με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν ετήσιες στατιστικές των εμπορικών συναλλαγών κατά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά , και συγκεκριμένα την οικονομική δραστηριότητα που ασκεί η επιχείρηση σύμφωνα με τον τίτλο ή το διψήφιο επίπεδο της κοινής στατιστικής ονοματολογίας των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (NACE) και ανά κατηγορία μεγέθους ανάλογα με τον αριθμό των υπαλλήλων.

Οι στατιστικές καταρτίζονται με σύνδεση των δεδομένων για τα επιχειρηματικά χαρακτηριστικά που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τη νομοθεσία για τα μητρώα επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Προς το σκοπό αυτό, οι εθνικές τελωνειακές υπηρεσίες προσκομίζουν τον αριθμό ταυτότητας του αντίστοιχου εμπόρου στις εθνικές στατιστικές αρχές.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, ▐ με τη συμπλήρωσή του, σε σχέση με την σύνδεση των δεδομένων και αυτών των στατιστικών που πρέπει να καταρτισθούν, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

3.   Κάθε δύο έτη, τα κράτη μέλη καταρτίζουν στατιστικές των εμπορικών συναλλαγών ταξινομώντας τα δεδομένα κατά λογιστική μονάδα.

Τα κράτη μέλη καταρτίζουν τις στατιστικές με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα μητρώων για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές από τις τελωνειακές διασαφήσεις που περιλαμβάνουν τα δεδομένα για τη λογιστική μονάδα. Αν η λογιστική μονάδα για τις εξαγωγές δεν αναφέρεται στην τελωνειακή διασάφηση, πραγματοποιείται έρευνα για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων δεδομένων.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση των μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του δείγματος, την περίοδο αναφοράς ▐ και το επίπεδο ομαδοποίησης για τις χώρες-εταίρους, τα εμπορεύματα και τα εθνικά νομίσματα, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

4.   Η κατάρτιση από τα κράτη μέλη πρόσθετων στατιστικών για ▐ εθνικούς σκοπούς μπορεί να καθορίζεται όταν τα δεδομένα αναφέρονται στην τελωνειακή διασάφηση.

5.   Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να καταρτίζουν και να διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου για στατιστικά δεδομένα τα οποία, δυνάμει του τελωνειακού κώδικα ή εθνικών οδηγιών, δεν έχουν καταγραφεί προς το παρόν ούτε μπορούν να συναχθούν ευθέως από άλλα δεδομένα στην τελωνειακή διασάφηση που έχει κατατεθεί στις τελωνειακές τους υπηρεσίες. Η διαβίβαση αυτών των δεδομένων είναι προαιρετική για τα κράτη μέλη. Πρόκειται για τα εξής δεδομένα:

α)

για τις εισαγωγές, το κράτος μέλος τελικού προορισμού·

β)

για τις εξαγωγές, το κράτος μέλος πραγματικής εξαγωγής·

γ)

τη φύση της συναλλαγής.

Άρθρο 7

Ανταλλαγή δεδομένων

1.   Το συντομότερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός του μήνα που ακολουθεί εκείνον κατά τον οποίο οι τελωνειακές διασαφήσεις έγιναν δεκτές ή αποτέλεσαν το αντικείμενο τελωνειακών αποφάσεων, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες λαμβάνουν από την αντίστοιχη εθνική τελωνειακή υπηρεσία τα μητρώα εισαγωγών και εξαγωγών, με βάση τις διασαφήσεις που έχουν κατατεθεί ή παρασχεθεί στην εν λόγω υπηρεσία.

Τα μητρώα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα στατιστικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 τα οποία, σύμφωνα με τον τελωνειακό κώδικα ή τις εθνικές οδηγίες, περιλαμβάνονται στην τελωνειακή διασάφηση.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα μητρώα εισαγωγών και εξαγωγών που βασίζονται σε τελωνειακή διασάφηση η οποία έχει κατατεθεί στην εθνική τους τελωνειακή υπηρεσία διαβιβάζονται πάραυτα από την εν λόγω τελωνειακή υπηρεσία στην τελωνειακή υπηρεσία του κράτους μέλους που αναφέρεται στο μητρώο ως:

α)

για τις εισαγωγές, το κράτος μέλος τελικού προορισμού·

β)

για τις εξαγωγές, το κράτος μέλος πραγματικής εξαγωγής.

Εντός του κράτους μέλους, τα στοιχεία που παρελήφθησαν από την εθνική τελωνειακή υπηρεσία διαβιβάζονται στην εθνική στατιστική υπηρεσία όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3.   Βάσει της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να διαβιβάζουν τα μητρώα εισαγωγών και εξαγωγών σε άλλα κράτη μέλη έως ότου οι τελωνειακές αρχές των εν λόγω κρατών μελών θέσουν σε λειτουργία ένα μηχανισμό αμοιβαίας ηλεκτρονικής ανταλλαγής των σχετικών δεδομένων.

4.   Οι διατάξεις εφαρμογής για τον καθορισμό αυτής της διαβίβασης μπορούν να θεσπίζονται από την Επιτροπή με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 2.

5.     Εάν η εθνική τελωνειακή υπηρεσία δεν μπορεί να παράσχει όλα τα απαραίτητα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στην εθνική στατιστική υπηρεσία λόγω διαφόρων απλοποιημένων διαδικασιών στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας)  (10) και της απόφασης αριθ. 70/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, για ένα περιβάλλον χωρίς χαρτί για τα τελωνεία και τις εμπορικές επιχειρήσεις  (11) , η εθνική στατιστική υπηρεσία δεν υποχρεούται να παράσχει δεδομένα που δεν μπορούν να συλλεχθούν από την εθνική τελωνειακή υπηρεσία στην Επιτροπή (Eurostat).

Άρθρο 8

Διαβίβαση των στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου στην Επιτροπή (Eurostat)

1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τις στατιστικές που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, το αργότερο 40 ημέρες μετά τη λήξη κάθε μηνιαίας περιόδου αναφοράς.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι στατιστικές περιλαμβάνουν πληροφορίες για το σύνολο των εισαγωγών και τις εξαγωγών κατά τη συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς, πραγματοποιώντας προσαρμογές όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα μητρώα.

Όταν οι στατιστικές που έχουν ήδη διαβιβαστεί αναθεωρούνται, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν επικαιροποιημένες στατιστικές.

Στα αποτελέσματα που διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat), τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν και τυχόν απόρρητες στατιστικές πληροφορίες.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του, σχετικά με την προσαρμογή της προθεσμίας, του περιεχομένου, της κάλυψης και των αναθεωρήσεων , εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

2.    Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, ▐ με τη συμπλήρωσή του, σχετικά με την προθεσμία διαβίβασης των στατιστικών των εμπορικών συναλλαγών ταξινομημένων κατά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, και των στατιστικών των εμπορικών συναλλαγών ταξινομημένων κατά λογιστική μονάδα που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3.

3.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τις στατιστικές σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με ένα πρότυπο ανταλλαγής. Οι πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων μπορούν να καθορίζονται με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Αξιολόγηση της ποιότητας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθες παράμετροι ποιοτικής αξιολόγησης για τα διαβιβαζόμενα στοιχεία:

«χρησιμότητα»: αφορά τον βαθμό στον οποίο οι στατιστικές ικανοποιούν τις παρούσες και πιθανές ανάγκες των χρηστών·

║ «ακρίβεια»: αφορά την εγγύτητα των εκτιμήσεων προς τις άγνωστες αληθινές τιμές·

║ «επικαιρότητα»και «χρονική ακρίβεια»: αφορούν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της διαθεσιμότητας των αποτελεσμάτων και του περιγραφόμενου γεγονότος ή φαινομένου ║·

║ «προσβασιμότητα» και ║ «σαφήνεια»: αφορούν τις συνθήκες και μεθόδους υπό τις οποίες οι χρήστες μπορούν να αποκτούν, να χρησιμοποιούν και να ερμηνεύουν τα στοιχεία·

║ «συγκρισιμότητα»: αφορά τη μέτρηση της επίπτωσης των διαφορών όσον αφορά τις εφαρμοσμένες στατιστικές έννοιες και τα μέσα και διαδικασίες μέτρησης κατά τη σύγκριση των στατιστικών στοιχείων μεταξύ γεωγραφικών περιοχών, θεματικών τομέων ή χρονικών σημείων·

║ «συνοχή»: αφορά την καταλληλότητα των στοιχείων να συνδυάζονται αξιόπιστα κατά διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικές χρήσεις.

2.   Τα κράτη μέλη αποστέλλουν ετησίως στην Επιτροπή (Eurostat) έκθεση για την ποιότητα των δεδομένων που διαβιβάζονται.

3.   Κατά την εφαρμογή των ποιοτικών διαστάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα δεδομένα που καλύπτει ο παρών κανονισμός, οι διατυπώσεις και η δομή ▐ των εκθέσεων ποιότητας καθορίζονται με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφος 2.

Η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων.

Άρθρο 10

Διάδοση των στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου

1.    Σε επίπεδο Κοινότητας, οι στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη, διαδίδονται από την Επιτροπή (Eurostat) ταξινομημένες τουλάχιστον κατά διάκριση της συνδυασμένης ονοματολογίας.

Μόνον κατόπιν αιτήματος ενός εισαγωγέα ή εξαγωγέα, οι εθνικές αρχές ενός κράτους μέλους αποφασίζουν αν αυτές οι στατιστικές του συγκεκριμένου κράτους που ενδέχεται να επιτρέπουν την αναγνώριση του προαναφερόμενου εισαγωγέα ή εξαγωγέα θα διαδοθούν ή θα τροποποιηθούν κατά τρόπο ώστε με τη διάδοσή τους να μη θίγεται το στατιστικό απόρρητο.

2.    Με επιφύλαξη της διάδοσης δεδομένων σε εθνικό επίπεδο οι λεπτομερείς στατιστικές της διάκρισης Taric, οι προτιμήσεις και οι ποσοστώσεις δεν διαδίδονται από την Επιτροπή (Eurostat) εάν η αποκάλυψή τους παραβλάπτει την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά την εμπορική και αγροτική πολιτική της Κοινότητας.

Άρθρο 11

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης. Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρεις μήνες.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 12

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1172/95 καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 2010 .

Εξακολουθεί να ισχύει για τα δεδομένα που υπάγονται σε περιόδους αναφοράς προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2010 .

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2010 .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

║, […]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)   ΕΕ C 70 της 15.3.2008, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008.

(3)  ΕΕ L 118 της ║ 25.5.1995, σ. 10. ║.

(4)  ΕΕ L 302 της ║ 19.10.1992, σ. 1. ║.

(5)  ΕΕ L 256 της ║ 7.9.1987, σ. 1. ║.

(6)   ΕΕ L 61 της 5.3.2008, σ. 6.

(7)  ΕΕ L 52 της ║ 22.2.1997, σ. 1. ║.

(8)   ΕΕ L 151 της 15.6.1990, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 184 της ║ 17.7.1999, σ. 23. ║.

(10)   ΕΕ L 145 της 4.6.2008, σ. 1.

(11)   ΕΕ L 23 της 26.1.2008, σ. 21.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/120


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή ***I

P6_TA(2008)0415

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2008)0104 — C6-0087/2008 — 2008/0042(COD))

2010/C 8 E/22

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0104),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2 και το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0087/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0314/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/121


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων ***I

P6_TA(2008)0416

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1172/98 του Συμβουλίου σχετικά με τις στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2007)0778 — C6-0451/2007 — 2007/0269(COD))

2010/C 8 E/23

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0778),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 285, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0451/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0258/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0269

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1172/98 του Συμβουλίου σχετικά με τις στατιστικές καταγραφές των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. …/2009.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/122


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009) ***I

P6_TA(2008)0417

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά το Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009) (COM(2008)0159 — C6-0151/2008 — 2008/0064(COD))

2010/C 8 E/24

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0159),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και τα άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0151/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας (A6-0319/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2008)0064

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης απόφασης (ΕΚ) αριθ. …/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το Ευρωπαϊκό Έτος Δημιουργικότητας και Καινοτομίας (2009)

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, απόφαση αριθ. 1350/2008/ΕΚ.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/123


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Καθορισμός των κατηγοριών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων *

P6_TA(2008)0418

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 549/69 περί καθορισμού των κατηγοριών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12, 13 δεύτερη παράγραφος και 14 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Κοινοτήτων (COM(2008)0305 — C6-0214/2008 — 2008/0102(CNS))

2010/C 8 E/25

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2008)0305),

έχοντας υπόψη το άρθρο 291 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 16 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0214/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0339/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής·

2.

καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

3.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

4.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/123


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008

P6_TA(2008)0419

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2008, Τμήμα ΙΙΙ — Επιτροπή (12984/2008 — C6-0317/2008 — 2008/2166(BUD))

2010/C 8 E/26

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 272 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 177 της Συνθήκης Ευρατόμ,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), (στο εξής «δημοσιονομικός κανονισμός») συγκεκριμένα δε τα άρθρα του 37 και 38,

έχοντας υπόψη τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2008, όπως εγκρίθηκε οριστικά στις 13 Δεκεμβρίου 2007 (2),

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (3),

έχοντας υπόψη το προσχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2008, το οποίο υπέβαλε η Επιτροπή την 1η Ιουλίου 2008 (COM(2008)0429),

έχοντας υπόψη το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού που κατάρτισε το Συμβούλιο στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 (12984/2008 — C6-0317/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 69 και το Παράρτημα IV του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A6-0353/2008),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008 στον γενικό προϋπολογισμό 2008 καλύπτει τα εξής:

απαιτούμενες δημοσιονομικές προσαρμογές (οργανόγραμμα) λόγω της διεύρυνσης της εντολής των τριών εκτελεστικών οργανισμών: Εκτελεστικός Οργανισμός για την Εκπαίδευση, τα Οπτικοακουστικά Μέσα και τον Πολιτισμό (EACEA), Εκτελεστικός Οργανισμός για το Πρόγραμμα Δημόσιας Υγείας (PHEA), και Εκτελεστικός Οργανισμός Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (TEN-T EA),

δημιουργία της κατάλληλης δημοσιονομικής διάρθρωσης για την Κοινή Επιχείρηση Υδρογόνου και Κυψελών καυσίμου (FCH JU), και τη διάθεση πιστώσεων για την κάλυψη των σχετικών δημοσιονομικών αναγκών,

αύξηση των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων κατά 2 200 000 ευρώ, για την κάλυψη του κόστους νέου κτιρίου της Eurojust,

αύξηση των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων κατά 3 900 000 ευρώ για το Πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητας και Καινοτομίας (CIP) — Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008 είναι να εγγράψει επισήμως αυτές τις δημοσιονομικές προσαρμογές στον προϋπολογισμό του 2008,

1.

υπενθυμίζει ότι οι πιστώσεις που προορίζονται για κοινές επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται από τον επιχειρησιακό προϋπολογισμό του σχετικού προγράμματος·

2.

επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 179, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμού αρχής, θα έπρεπε να έχει πληροφορηθεί σχετικά με το ενοίκιο του νέου κτιρίου για την Eurojust, που έχει σημαντική δημοσιονομική επίπτωση στον προϋπολογισμό·

3.

αναμένει ότι στο μέλλον η Επιτροπή θα του υποβάλει τις σχετικές πληροφορίες, αν προκύψουν περαιτέρω ανάγκες για κτίρια, προκειμένου η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή να μπορέσει να γνωμοδοτήσει με βάση το άρθρο 179, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού·

4.

εγκρίνει το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 6/2008 χωρίς τροποποίηση·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.


(1)  EE L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 71 της 14.3.2008, σ. 1.

(3)  EE C 139 της 14.6.2006, σ. 1.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/125


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή ***I

P6_TA(2008)0427

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2008)0053 — C6-0054/2008 — 2008/0030(COD))

2010/C 8 E/27

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0053),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 154, παράγραφος 4 β) της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0054/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0279/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2008)0030

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 220/2009.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/126


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή ***I

P6_TA(2008)0428

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 σχετικά με τις στατιστικές των αποβλήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (COM(2007)0777 — C6-0456/2007 — 2007/0271(COD))

2010/C 8 E/28

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0777),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 251, παράγραφος 2 και 285, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0456/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0282/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύσει την έκθεση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002, το συντομότερο δυνατό·

4.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει την πρόταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να καταργηθούν επικαλυπτόμενες υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων·

5.

καλεί την Επιτροπή να υποβάλει περαιτέρω εκθέσεις και προτάσεις μετά από εκείνες που δημοσιεύθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002, σχετικά με την πρόοδο των πιλοτικών μελετών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, και στο άρθρο 5, παράγραφος 1 αυτού, το συντομότερο δυνατό.

6.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0271

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 σχετικά με τις στατιστικές των αποβλήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 221/2009.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/127


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Προσαρμογή ορισμένων πράξεων στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (Μέρος δεύτερο) ***I

P6_TA(2008)0429

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος δεύτερο (COM(2007)0824 — C6-0476/2007 — 2007/0293(COD))

2010/C 8 E/29

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0824),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και τα άρθρα 37, 44, παράγραφος 1, 71, 80, παράγραφος 2, 95, 152, παράγραφος 4, στοιχείο β), 175, παράγραφος 1, 179 και 285 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0476/2007),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, για την έγκριση της πρότασης όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού, της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0100/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0293

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος Δεύτερο

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 219/2009.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/128


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Εκμετάλλευση και θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση)***I

P6_TA(2008)0430

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση) (COM(2007)0858 — C6-0005/2008 — 2007/0292(COD))

2010/C 8 E/30

(Διαδικασία συναπόφασης — αναδιατύπωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0858),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0005/2008),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2008 για την έγκριση της πρότασης όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με μία πιο διαρθρωμένη προσφυγή στην τεχνική της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (1),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 80 και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0298/2008),

A.

εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με την συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην εκείνων που προσδιορίζονται ως τοιαύτες στην ως άνω πρόταση και ότι, όσον αφορά την κωδικοποίηση των αμετάβλητων διατάξεων των προηγούμενων πράξεων μαζί με τις τροποποιήσεις αυτές, η πρόταση περιορίζεται απλώς και μόνο σε κωδικοποίηση των υφισταμένων πράξεων, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους,

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως έχει προσαρμοστεί με βάση τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και όπως τροποποιείται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0292

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση)

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία …/ΕΚ.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/129


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Χρωστικές ουσίες για φάρμακα (αναδιατύπωση) ***I

P6_TA(2008)0431

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις ουσίες που μπορούν να προστεθούν στο φάρμακα για το χρωματισμό (αναδιατύπωση) (COM(2008)0001 — C6-0026/2008 — 2008/0001(COD))

2010/C 8 E/31

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0001),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0026/2008),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου για την έγκριση της πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ και σύμφωνα με τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη Διοργανική Συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με μία πιο διαρθρωμένη προσφυγή στην τεχνική της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (1),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 80α και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0280/2008),

A.

εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με την συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην εκείνων που προσδιορίζονται ως τοιαύτες στην ως άνω πρόταση και ότι, όσον αφορά τις διατάξεις που παραμένουν αμετάβλητες στα υπάρχοντα κείμενα, η πρόταση περιορίζεται απλώς και μόνο σε κωδικοποίηση των διατάξεων αυτών, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους,

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως έχει προσαρμοστεί με βάση τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/130


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση) ***I

P6_TA(2008)0432

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση) (COM(2008)0003 — C6-0030/2008 — 2008/0003(COD))

2010/C 8 E/32

(Διαδικασία συναπόφασης — αναδιατύπωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0003),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0030/2008),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με την επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2008 για την έγκριση της πρότασης όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τη Διοργανική Συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 για μια πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (1),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 80α και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Περι βάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0295/2008),

Α.

εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με την συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην εκείνων που προσδιορίζονται ως τοιαύτες στην ως άνω πρόταση και εκτιμώντας ότι, όσον αφορά την κωδικοποίηση των αμετάβλητων διατάξεων των προηγούμενων πράξεων μαζί με αυτές τις τροποποιήσεις, η πρόταση περιέχει απλώς και μόνο κωδικοποίηση των υπαρχόντων κειμένων, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους·

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως προσαρμόστηκε σύμφωνα με τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και όπως τροποποιείται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ 1.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2008)0003

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση)

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2009/39/ΕΚ.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/131


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Τεχνικός έλεγχος των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (αναδιατύπωση) ***I

P6_TA(2008)0433

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (αναδιατύπωση) (COM(2008)0100 — C6-0094/2008 — 2008/0044(COD))

2010/C 8 E/33

(Διαδικασία συναπόφασης: αναδιατύπωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0100),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 71 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0094/2008),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 για την έγκριση της πρότασης όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 για μία πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (1),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 80α και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της γνωμοδότηση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0299/2008),

Α.

εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με την συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην όσων προσδιορίζονται ούτως στην ως άνω πρόταση και ότι, όσον αφορά την κωδικοποίηση των αμετάβλητων διατάξεων των προηγούμενων πράξεων μαζί με τις τροποποιήσεις αυτές, η πρόταση περιορίζεται απλώς και μόνο σε κωδικοποίηση των υφισταμένων πράξεων, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους,

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως προσαρμόστηκε σύμφωνα με τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2008)0044

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους (αναδιατύπωση)

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2009/40/ΕΚ.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/132


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση) ***I

P6_TA(2008)0434

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση) (COM(2008)0154 — C6-0150/2008 — 2008/0060(COD))

2010/C 8 E/34

(Διαδικασία συναπόφασης: αναδιατύπωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0154),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0150/2008),

έχοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, για την έγκριση της πρότασης όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με μία πιο διαρθρωμένη προσφυγή στην τεχνική της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων (1),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 80α και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6-0284/2008),

Α.

εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με την συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην εκείνων που προσδιορίζονται ως τοιαύτες στην ως άνω πρόταση και ότι, όσον αφορά τις διατάξεις που παραμένουν αμετάβλητες στα υπάρχοντα κείμενα, η πρόταση περιορίζεται απλώς και μόνο σε κωδικοποίηση των διατάξεων αυτών, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους,

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως έχει προσαρμοστεί με βάση τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και όπως τροποποιείται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2008)0060

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση)

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2009/32/ΕΚ.)


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/133


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008
Καταπολέμηση της τρομοκρατίας *

P6_TA(2008)0435

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (COM(2007)0650 — C6-0466/2007 — 2007/0236(CNS))

2010/C 8 E/35

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2007)0650),

έχοντας υπόψη τον από 18 Απριλίου 2008 Προσανατολισμό του Συμβουλίου (8707/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 29, το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο ε), και το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β), της Συνθήκης ΕΕ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0466/2007),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 93 και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6-0323/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ·

3.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

5.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να διεκπεραιώσουν κατά προτεραιότητα κάθε μεταγενέστερη πρόταση αποβλέπουσα στην τροποποίηση του παρόντος κειμένου δυνάμει του άρθρου 10 του Πρωτοκόλλου περί των μεταβατικών διατάξεων οι οποίες προσαρτώνται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και δυνάμει της σχετικής με τα ανωτέρω άρθρο 10 Δήλωσης αριθ. 50·

6.

δηλώνει ήδη από τώρα έτοιμο, μόλις τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, να εξετάσει την εν λόγω πρόταση, εάν χρειαστεί, στο πλαίσιο της κατεπείγουσας διαδικασίας, σε στενή συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια· σε περίπτωση που η νέα πρόταση απηχεί το περιεχόμενο της παρούσας γνωμοδότησης, μπορεί να εφαρμοσθεί η διαδικασία που προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία επί θεμάτων κωδικοποίησης·

7.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Τροπολογία 1

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 6α (νέα)

 

(6α)

Η δράση της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας θα πρέπει να αναλαμβάνεται σε στενή συνεργασία με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, που έχουν βασικό ρόλο να διαδραματίσουν, ιδίως σε θέματα πρόληψης, δεδομένου ότι οι δράστες και οι ηθικοί αυτουργοί των τρομοκρατικών πράξεων ζουν μέσα στις τοπικές κοινωνίες, έρχονται σε επαφή με τον πληθυσμό των κοινωνιών αυτών και χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες και τους δημοκρατικούς μηχανισμούς τους .

Τροπολογία 2

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 7

(7)

Η παρούσα πρόταση προβλέπει την ποινικοποίηση των εγκλημάτων που συνδέονται με την τρομοκρατία ώστε να συμβάλει στον γενικότερο πολιτικό στόχο που αποτελεί η πρόληψη της τρομοκρατίας μέσω της μείωσης της διάδοσης εγγράφων που δύνανται να υποκινήσουν άτομα σε τέλεση τρομοκρατικών επιθέσεων.

(7)

Η παρούσα πρόταση προβλέπει την ποινικοποίηση των εγκλημάτων που συνδέονται με την τρομοκρατία ώστε να συμβάλει στον γενικότερο πολιτικό στόχο που αποτελεί η πρόληψη της τρομοκρατίας μέσω της μείωσης της διάδοσης εγγράφων με την πρόθεση και την πιθανότητα να υποκινήσουν άτομα σε τέλεση τρομοκρατικών επιθέσεων.

Τροπολογία 3

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 10

(10)

Οι ορισμοί των τρομοκρατικών εγκλημάτων, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με τρομοκρατικές δραστηριότητες, θα πρέπει να προσεγγίσουν περισσότερο σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τρόπο ώστε να καλύπτεται η δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος καθώς και η στρατολόγηση και εκπαίδευση τρομοκρατών, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως.

(10)

Οι ορισμοί των τρομοκρατικών εγκλημάτων, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με τρομοκρατικές δραστηριότητες, θα πρέπει να προσεγγίσουν περισσότερο σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τρόπο ώστε να καλύπτεται η δημόσια υποκίνηση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος καθώς και η στρατολόγηση και εκπαίδευση τρομοκρατών, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως.

(Η τροπολογία αυτή αφορά ολόκληρο το υπό εξέταση νομοθετικό κείμενο πλην της αιτιολογικής σκέψης 9.)

Τροπολογία 4

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 11

(11)

Πρέπει να προβλεφθούν ποινές και κυρώσεις κατά των φυσικών και νομικών προσώπων που κρίνονται ένοχοι ή υπεύθυνοι δημόσιας πρόκλησης για τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων, στρατολόγησης και εκπαίδευσης τρομοκρατών, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως. Οι συμπεριφορές αυτές θα πρέπει να επισύρουν τις ίδιες ποινές σε όλα τα κράτη μέλη, είτε διαπράττονται μέσω του Διαδικτύου είτε όχι.

(11)

Πρέπει να προβλεφθούν ποινές και κυρώσεις κατά των φυσικών και νομικών προσώπων που κρίνονται ένοχοι δημόσιας υποκίνησης για τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων, στρατολόγησης και εκπαίδευσης τρομοκρατών, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως. Οι συμπεριφορές αυτές θα πρέπει να επισύρουν τις ίδιες ποινές σε όλα τα κράτη μέλη, είτε διαπράττονται μέσω του Διαδικτύου είτε όχι.

Τροπολογία 5

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 11α (νέα)

 

(11α)

Το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν συμφώνησε σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα σε περίπτωση ποινικής δίωξης παρεμποδίζει την ευρωπαϊκή συνεργασία στο δικαστικό τομέα· αυτό το αδιέξοδο πρέπει να αρθεί επειγόντως·

Τροπολογία 6

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 12

(12)

Πρέπει να θεσπιστούν συμπληρωματικοί κανόνες περί δικαιοδοσίας, ώστε να υπάρξουν εγγυήσεις ότι η δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, καθώς και στη στρατολόγηση και εκπαίδευση τρομοκρατών, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποτελεσματικών διώξεων, όταν στοχεύουν ή έχουν ως αποτέλεσμα την τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους.

Διαγράφεται

Τροπολογία 7

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 12α (νέα)

 

(12α)

Αυτή η απόφαση-πλαίσιο είναι συμπληρωματική της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας, της 16ης Μαΐου 2005, και, ως εκ τούτου, παράλληλα με την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου, είναι απαραίτητο όλα τα κράτη μέλη να κυρώσουν το συντομότερο τη Σύμβαση αυτή.

Τροπολογία 8

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 14

(14)

Η Ένωση σέβεται τις αρχές που αναγνωρίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και συμπεριλαμβάνονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα κεφάλαια ΙΙ και VI. Τίποτα στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προοριζόμενο να μειώσει ή να εμποδίσει θεμελιώδη δικαιώματα ή ελευθερίες, όπως η ελευθερία έκφρασης, του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της εμπιστευτικότητας της αλληλογραφίας.

(14)

Η Ένωση σέβεται τις αρχές που αναγνωρίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και συμπεριλαμβάνονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα κεφάλαια ΙΙ και VI. Τίποτα στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προοριζόμενο να μειώσει ή να εμποδίσει θεμελιώδη δικαιώματα ή ελευθερίες, όπως η ελευθερία έκφρασης, του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία έκφρασης των άλλων μέσων ενημέρωσης καθώς και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της εμπιστευτικότητας της αλληλογραφίας , που καλύπτει επίσης και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλων μορφών ηλεκτρονικής επικοινωνίας .

Τροπολογία 9

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 15

(15)

Η δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων, τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση τρομοκρατών είναι εγκλήματα εκ προθέσεως. Κατά συνέπεια, τίποτα στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προοριζόμενο να μειώσει ή να εμποδίσει τη διάδοση δεδομένων για λόγους επιστημονικούς, ακαδημαϊκούς ή ενημέρωσης. Η έκφραση ριζοσπαστικών, πολεμικών ή αμφιλεγόμενων απόψεων στο πλαίσιο δημόσιας συζήτησης σε σχέση με ευαίσθητα πολιτικά θέματα, περιλαμβανομένης της τρομοκρατίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας απόφασης-πλαισίου και ιδίως στον ορισμό της δημόσιας πρόκλησης σε τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων,

(15)

Η δημόσια υποκίνηση για τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων, τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση τρομοκρατών είναι εγκλήματα εκ προθέσεως. Κατά συνέπεια, τίποτα στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προοριζόμενο να μειώσει ή να εμποδίσει τη διάδοση δεδομένων για λόγους επιστημονικούς, ακαδημαϊκούς , καλλιτεχνικούς ή ενημέρωσης. Η έκφραση ριζοσπαστικών, πολεμικών ή αμφιλεγόμενων απόψεων στο πλαίσιο δημόσιας συζήτησης σε σχέση με ευαίσθητα πολιτικά θέματα, περιλαμβανομένης της τρομοκρατίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας απόφασης-πλαισίου και ιδίως στον ορισμό της δημόσιας υποκίνησης σε τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων,

Τροπολογία 10

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 15α (νέα)

 

(15α)

Η ποινικοποίηση των πράξεων που απαριθμούνται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο πρέπει να εφαρμόζεται έτσι που να είναι ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς, να είναι αναγκαία και ενδεδειγμένη σε μια δημοκρατική κοινωνία και να μην εισάγει διακρίσεις συγκεκριμένα, θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών .

Τροπολογία 11

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο -1 (νέο)

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 1 — παράγραφος 2

 

- 1)

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, τροποποιείται ως εξής:

2.    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως αποτέλεσμα να τροποποιηθεί η υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών .

Τροπολογία 12

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 1 — στοιχείο α

(α)

«δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος», η διάδοση ή η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση ενός μηνύματος προς το κοινό, με πρόθεση την υποκίνηση σε τέλεση μιας από τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), όταν μια τέτοια συμπεριφορά , είτε υποστηρίζει άμεσα είτε όχι τα τρομοκρατικά εγκλήματα, προκαλεί κίνδυνο τέλεσης ενός ή περισσότερων τέτοιων εγκλημάτων.

(α)

«δημόσια υποκίνηση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος», η διάδοση ή η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση ενός μηνύματος προς το κοινό, που να προτείνει σαφώς και εκ προθέσεως την τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), όταν μια τέτοια συμπεριφορά προκαλεί καταφανώς κίνδυνο τέλεσης ενός ή περισσότερων τέτοιων εγκλημάτων.

Τροπολογία 13

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 1 — στοιχείο β

(β)

«στρατολόγηση τρομοκρατών», η υποκίνηση άλλου προσώπου σε τέλεση μιας από τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

(β)

«στρατολόγηση τρομοκρατών», η εκ προθέσεως υποκίνηση άλλου προσώπου σε τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 , στοιχεία α) έως η), ή στο άρθρο 2, παράγραφος 2.

Τροπολογία 14

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 1 — στοιχείο γ

(γ)

«εκπαίδευση τρομοκρατών», η παροχή οδηγιών σχετικά με την κατασκευή ή τη χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων όπλων, λοιπών όπλων ή επιβλαβών ή επικίνδυνων ουσιών ή άλλων ειδικών μεθόδων ή τεχνικών, ενόψει της διάπραξης μιας από τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, έχοντας επίγνωση ότι η διαβιβασθείσα τεχνογνωσία πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.

(γ)

«εκπαίδευση τρομοκρατών», η παροχή οδηγιών σχετικά με την κατασκευή ή τη χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων όπλων, λοιπών όπλων ή επιβλαβών ή επικίνδυνων ουσιών ή άλλων ειδικών μεθόδων ή τεχνικών, ενόψει της διάπραξης ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στοιχεία α) έως η), έχοντας επίγνωση ότι η διαβιβασθείσα τεχνογνωσία πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.

Τροπολογία 15

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 2 — στοιχείο δ

(δ)

η διακεκριμένη κλοπή που διαπράττεται με σκοπό την τέλεση μιας από τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

(δ)

η διακεκριμένη κλοπή που διαπράττεται με σκοπό την τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

Τροπολογία 16

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 2 — στοιχείο ε

(ε)

η εκβίαση με σκοπό την τέλεση μιας από τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

(ε)

η εκβίαση με σκοπό την τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

Τροπολογία 17

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 2 — στοιχείο στ

(στ)

η πλαστογραφία διοικητικών εγγράφων με σκοπό την τέλεση μιας από τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η) καθώς και στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β).

(στ)

η πλαστογραφία διοικητικών εγγράφων με σκοπό την τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η) καθώς και στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Τροπολογία 18

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 3α (νέα)

 

3α.     Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ποινικοποίηση των πράξεων που ορίζονται στην παράγραφο 2, στοιχεία α) έως γ) του παρόντος άρθρου, να γίνει με σεβασμό των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, και ειδικότερα των υποχρεώσεων που έχουν σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης και με τον δέοντα σεβασμό για την εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας που καλύπτει επίσης και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλων μορφών ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Η ποινικοποίηση των πράξεων που ορίζονται στην παράγραφο 2, στοιχεία α) έως γ) δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση ή τον περιορισμό της διάδοσης πληροφοριών για επιστημονικούς, ακαδημαϊκούς ή ενημερωτικούς σκοπούς, της έκφρασης ριζοσπαστικών, επικριτικών ή αντιφατικών απόψεων στη δημόσια συζήτηση για ευαίσθητα πολιτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας .

Τροπολογία 19

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 3 — παράγραφος 3β (νέα)

 

3β.     Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε η ποινικοποίηση των πράξεων που ορίζονται στην παράγραφο 2, στοιχεία α) έως γ) του παρόντος άρθρου να εφαρμόζεται με τρόπο ανάλογο προς τη φύση και της περιστάσεις του εγκλήματος, λαμβανομένων υπόψη των νόμιμων στόχων που επιδιώκονται και της αναγκαιότητάς τους σε μια δημοκρατική κοινωνία, και έτσι ώστε να αποκλείεται κάθε μορφή αυθαιρεσίας και άνισης ή ρατσιστικής μεταχείρισης.

Τροπολογία 20

Πρόταση απόφασης-πλαισίου — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 3

Απόφαση — πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ

Άρθρο 9 — παράγραφος 1α

1α.    Κάθε κράτος μέλος μπορεί επίσης να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως γ) όταν το έγκλημα στοχεύει ή έχει ως αποτέλεσμα την τέλεση ενός από τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 και όταν το εν λόγω έγκλημα εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους βάσει ενός από τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ε) του παρόντος άρθρου .

1α.    Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει, ή να εφαρμόσει μόνο σε ειδικές περιπτώσεις ή περιστάσεις, τις διατάξεις περί δικαιοδοσίας που ορίζονται στην παράγραφο 1, στοιχεία δ) και ε), για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως γ) και στο άρθρο 4, στο μέτρο που συνδέονται με τα εγκλήματα που ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία α) έως γ) .


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/138


Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2008
Προστασία των δεδομένων προσωπικούχαρακτήρα *

P6_TA(2008)0436

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (16069/2007 — C6-0010/2008 — 2005/0202(CNS))

2010/C 8 E/36

(Διαδικασία διαβούλευσης — επαναλαμβανόμενη διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο του Συμβουλίου (16069/2007),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής (COM(2005)0475),

έχοντας υπόψη τη θέση του της 27ης Σεπτεμβρίου 2006 (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του της 7ης Ιουνίου 2007 (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β), της Συνθήκης ΕΕ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0010/2008),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 93, 51 και 55, παράγραφος 3, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0322/2008),

1.

εγκρίνει το σχέδιο του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ·

3.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στο σχέδιο ή να το αντικαταστήσει με άλλο κείμενο·

5.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να διεκπεραιώσουν κατά προτεραιότητα κάθε μεταγενέστερη πρόταση αποβλέπουσα στην τροποποίηση του παρόντος κειμένου δυνάμει του άρθρου 10 του Πρωτοκόλλου περί των μεταβατικών διατάξεων οι οποίες προσαρτώνται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και δυνάμει της σχετικής με τα ανωτέρω άρθρο 10 Δήλωσης αριθ. 50, ιδίως όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου·

6.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Τροπολογία 1

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 4α (νέα)

 

(4α)

Το εισαχθέν με τη Συνθήκη της Λισαβόνας άρθρο 16 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα καταστήσει δυνατή την ενίσχυση των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων για τους σκοπούς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Τροπολογία 2

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 5

(5)

Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας των πληροφοριών δυνάμει του προγράμματος της Χάγης, πρέπει να υποστηριχθεί από σαφείς (…) κανόνες που θα ενισχύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αρμοδίων αρχών και θα κατοχυρώνουν ότι οι σχετικές πληροφορίες προστατεύονται κατά τρόπο που αποκλείει οποιαδήποτε διάκριση έναντι της συνεργασίας αυτή μεταξύ των κρατών μελών, ενώ συγχρόνως σέβεται στο ακέραιο τα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων. Οι ισχύουσες πράξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν επαρκούν. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι δραστηριότητες που προβλέπονται στις διατάξεις του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, εν πάση περιπτώσει, στην επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου.

(5)

Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας των πληροφοριών δυνάμει του προγράμματος της Χάγης, πρέπει να υποστηριχθεί από σαφείς (…) κανόνες που θα ενισχύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των αρμοδίων αρχών και θα κατοχυρώνουν ότι οι σχετικές πληροφορίες προστατεύονται με πλήρη σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων.

Τροπολογία 3

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 5α (νέα)

(5α)

Η απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται μόνον στα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί ή τύχει επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές για το σκοπό της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης ή της δίωξης αξιόποινων πράξεων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Η απόφαση-πλαίσιο αφήνει τα κράτη μέλη να καθορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια σε εθνικό επίπεδο ποιοι άλλοι σκοποί πρέπει να θεωρηθούν ασυμβίβαστοι με το σκοπό για τον οποίον συγκεντρώθηκαν αρχικά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Σε γενικές γραμμές η περαιτέρω επεξεργασία για ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς σκοπούς δεν είναι ασυμβίβαστη με τον αρχικό σκοπό της επεξεργασίας.

(5α)

Η απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται μόνον στα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί ή τύχει επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές για το σκοπό της πρόληψης, της διερεύνησης, της διαπίστωσης ή της δίωξης αξιόποινων πράξεων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Σε γενικές γραμμές η περαιτέρω επεξεργασία για ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς σκοπούς δεν είναι ασυμβίβαστη με τον αρχικό σκοπό της επεξεργασίας.

Τροπολογία 4

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 6β

(6β)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν ισχύει για προσωπικά δεδομένα που αποκτά κράτος μέλος στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου και τα οποία προέρχονται από αυτό το κράτος μέλος.

Διαγράφεται

Τροπολογία 5

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 7

(7)

Η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών δεν πρέπει να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της προστασίας των δεδομένων την οποία παρέχουν, αλλά αντίθετα πρέπει να στοχεύει στην κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας εντός της Ένωσης.

(7)

Η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών δεν πρέπει να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της προστασίας των δεδομένων την οποία παρέχουν, αλλά αντίθετα πρέπει να στοχεύει στην κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας εντός της Ένωσης σύμφωνα με τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων στο πλαίσιο της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (εφεξής καλούμενη «Σύμβαση 108»).

Τροπολογία 6

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 8β

(8β)

Η αρχειοθέτηση σε ξεχωριστή συλλογή δεδομένων επιτρέπεται, μόνον εφόσον τα δεδομένα έχουν πλέον πάψει να ζητούνται και να χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση ή τη δίωξη αξιόποινων πράξεων ή για την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων. Η αρχειοθέτηση σε ξεχωριστή συλλογή δεδομένων επιτρέπεται επίσης εφόσον τα αρχειοθετημένα δεδομένα έχουν αποθηκευθεί σε τράπεζα δεδομένων μαζί με άλλα δεδομένα κατά τρόπον ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν πλέον για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση ή τη δίωξη αξιόποινων πράξεων ή για την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων. Η καταλληλότητα της περιόδου αρχειοθέτησης εξαρτάται από τους στόχους της αρχειοθέτησης και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων. Στην περίπτωση αρχειοθέτησης για ιστορικούς σκοπούς μπορεί επίσης να προβλεφθεί πολύ μακρά περίοδος.

(8β)

Η αρχειοθέτηση σε ξεχωριστή συλλογή δεδομένων επιτρέπεται, μόνον εφόσον τα δεδομένα έχουν πλέον πάψει να ζητούνται και να χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση ή τη δίωξη αξιόποινων πράξεων ή για την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων. Η αρχειοθέτηση σε ξεχωριστή συλλογή δεδομένων επιτρέπεται επίσης εφόσον τα αρχειοθετημένα δεδομένα έχουν αποθηκευθεί σε τράπεζα δεδομένων μαζί με άλλα δεδομένα κατά τρόπον ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν πλέον για την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση ή τη δίωξη αξιόποινων πράξεων ή για την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων. Η καταλληλότητα της περιόδου αρχειοθέτησης εξαρτάται από τους στόχους της αρχειοθέτησης και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων.

Τροπολογία 7

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 11α

(11α)

Σε περίπτωση που η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι δυνατή κατόπιν προηγούμενης συναινέσεως του κράτους μέλους από το οποίο παρελήφθησαν τα δεδομένα, κάθε κράτος μέλος μπορεί να καθορίζει τις λεπτομέρειες αυτής της συναίνεσης, μεταξύ άλλων, λ.χ. με γενική συναίνεση για κατηγορίες πληροφοριών ή κατηγορίες περαιτέρω επεξεργασίας.

(11α)

Σε περίπτωση που η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι δυνατή κατόπιν προηγούμενης συναινέσεως του κράτους μέλους από το οποίο παρελήφθησαν τα δεδομένα, κάθε κράτος μέλος μπορεί να καθορίζει τις λεπτομέρειες αυτής της συναίνεσης.

Τροπολογία 8

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Αιτιολογική σκέψη 13α

(13α)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για την πραγματική ή ενδεχόμενη συλλογή, επεξεργασία ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων και οι σχετικές εξαιρέσεις ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Αυτή η υποχρέωση μπορεί να λάβει γενική μορφή, φερ' ειπείν μέσω του νόμου ή με τη δημοσίευση καταλόγου των πράξεων επεξεργασίας.

(13α)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για την πραγματική ή ενδεχόμενη συλλογή, επεξεργασία ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο κράτος μέλος, σε τρίτη χώρα ή σε ιδιωτικό φορέα για σκοπούς πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων και οι σχετικές εξαιρέσεις ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Αυτή η υποχρέωση μπορεί να λάβει γενική μορφή, φερ' ειπείν μέσω του νόμου ή με τη δημοσίευση καταλόγου των πράξεων επεξεργασίας.

Τροπολογία 9

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 1 — παράγραφος 2 — στοιχείο γα) (νέο)

 

γα)

τυγχάνουν επεξεργασίας σε εθνικό επίπεδο·

Τροπολογία 10

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 1, παράγραφος 4

4.     Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει τα ζωτικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας και τις ειδικές δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.

Διαγράφεται

Τροπολογία 11

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 2, σημείο 1

1)

«ανωνυμοποίηση», η αλλοίωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε τα μεμονωμένα δεδομένα για προσωπικές ή αντικειμενικές καταστάσεις να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο ή σε δυνάμενο να αναγνωρισθεί φυσικό πρόσωπο , παρά μόνο με δυσανάλογα μεγάλη δαπάνη χρόνου, χρήματος και εργατικού δυναμικού.

1)

«ανωνυμοποίηση», η αλλοίωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε τα μεμονωμένα δεδομένα για προσωπικές ή αντικειμενικές καταστάσεις να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο ή σε δυνάμενο να αναγνωρισθεί φυσικό πρόσωπο.

Τροπολογία 12

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 7

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία δεδομένων που αναφέρονται στην υγεία και τη σεξουαλική ζωή επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτό είναι αυστηρά απαραίτητο και εφόσον η εσωτερική νομοθεσία προβλέπει τις δέουσες διασφαλίσεις.

1.    Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία δεδομένων που αναφέρονται στην υγεία και τη σεξουαλική ζωή απαγορεύεται.

 

2.     Κατ' εξαίρεση, τα δεδομένα αυτά μπορούν να υποστούν επεξεργασία εάν:

αυτό προβλέπεται από το νόμο, μετά από προηγούμενη για κάθε μεμονωμένη περίπτωση έγκριση από αρμόδια δικαστική αρχή, και είναι απολύτως απαραίτητο για την πρόληψη, την εξακρίβωση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών ποινικών αδικημάτων,

τα κράτη μέλη παρέχουν κατάλληλες συγκεκριμένες διασφαλίσεις, για παράδειγμα δυνατότητα πρόσβασης στα σχετικά δεδομένα μόνο σε άτομα που είναι υπεύθυνα για την εκπλήρωση νόμιμων καθηκόντων που δικαιολογούν την επεξεργασία.

Οι ειδικές αυτές κατηγορίες δεδομένων δεν μπορούν να υποστούν αυτόματη επεξεργασία, εκτός εάν το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις. Η ίδια προϋπόθεση ισχύει για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες.

Τροπολογία 13

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 11, παράγραφος 1

1.   Κάθε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καταχωρείται ή τεκμηριώνεται για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, της αυτοπαρακολούθησης και της εξασφάλισης της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων.

1.   ΑΚάθε διαβίβαση και επακόλουθη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κάθε πρόσβαση σε αυτά καταχωρείται ή τεκμηριώνεται για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, της αυτοπαρακολούθησης και της εξασφάλισης της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων.

Τροπολογία 14

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 12, παράγραφος 1

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται ή διατίθενται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους επιτρέπεται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2, να υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία μόνο για τους εξής άλλους σκοπούς από εκείνους για τους οποίους διαβιβάσθηκαν ή διατέθηκαν:

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται ή διατίθενται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους επιτρέπεται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2, να υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία μόνο εφόσον είναι απαραίτητο για τους εξής άλλους σκοπούς από εκείνους για τους οποίους διαβιβάσθηκαν ή διατέθηκαν:

Τροπολογία 15

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δ)

δ)

για κάθε άλλον σκοπό και μόνο με την προηγούμενη συναίνεση του διαβιβάζοντος κράτους μέλους ή με τη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων, η οποία δίνεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

δ)

για κάθε άλλον ειδικό σκοπό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός προβλέπεται από το νόμο και είναι απαραίτητος σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία ενός εκ των συμφερόντων που ορίζει το άρθρο 9 της Σύμβασης 108, αλλά μόνο με την προηγούμενη συναίνεση του διαβιβάζοντος κράτους μέλους ή με τη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων, η οποία δίνεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Τροπολογία 16

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14 — παράγραφος 1

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάσθηκαν ή διατέθηκαν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορούν να διαβιβάζονται σε τρίτα κράτη ή σε διεθνείς οργανισμούς ή σε οργανισμούς που έχουν συσταθεί δυνάμει διεθνών συμφωνιών ή δηλωθεί ως διεθνείς φορείς, μόνον αν

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάσθηκαν ή διατέθηκαν για συγκεκριμένη υπόθεση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορούν να διαβιβάζονται σε τρίτα κράτη ή σε διεθνείς οργανισμούς ή σε οργανισμούς που έχουν συσταθεί δυνάμει διεθνών συμφωνιών ή δηλωθεί ως διεθνείς φορείς, μόνον αν

Τροπολογία 17

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο δ)

δ)

το συγκεκριμένο τρίτο κράτος ή ο συγκεκριμένος διεθνής οργανισμός εξασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο προστασίας για την επιδιωκόμενη επεξεργασία των δεδομένων.

δ)

το συγκεκριμένο τρίτο κράτος ή ο συγκεκριμένος διεθνής οργανισμός εξασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο προστασίας για την επιδιωκόμενη επεξεργασία των δεδομένων , ισοδύναμο προς το επίπεδο προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 2 του συμπληρωματικού πρωτόκολλου στη Σύμβαση 108 και από την αντίστοιχη νομολογία σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Τροπολογία 18

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14, παράγραφος 2

2.   Η διαβίβαση χωρίς την προηγούμενη συναίνεση που προβλέπεται από την παράγραφο 1 στοιχείο γ) είναι θεμιτή, μόνον εφόσον η διαβίβαση των δεδομένων είναι ουσιώδους σημασίας για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας ενός κράτους μέλους ή μιας τρίτης χώρας ή κατά ουσιαστικών συμφερόντων κράτους μέλους, και η προηγούμενη συναίνεση δεν μπορεί να δοθεί εγκαίρως. Η αρμόδια αρχή για τη διατύπωση της συναίνεσης ενημερώνεται αμελλητί.

2.   Η διαβίβαση χωρίς την προηγούμενη συναίνεση που προβλέπεται από την παράγραφο 1 στοιχείο γ) είναι θεμιτή, μόνον εφόσον η διαβίβαση των δεδομένων είναι ουσιώδους σημασίας για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας ενός κράτους μέλους ή μιας τρίτης χώρας ή κατά ουσιαστικών συμφερόντων κράτους μέλους, και η προηγούμενη συναίνεση δεν μπορεί να δοθεί εγκαίρως. Στην περίπτωση αυτή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υποστούν επεξεργασία από τον αποδέκτη μόνον εφόσον αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για το συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο τα δεδομένα διαβιβάστηκαν. Η αρμόδια αρχή για τη διατύπωση της συναίνεσης ενημερώνεται αμελλητί. Οι εν λόγω διαβιβάσεις δεδομένων κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή ελέγχου .

Τροπολογία 19

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14 — παράγραφος 3

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο δ), τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβάζονται εφόσον:

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο δ), τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβάζονται εφόσον:

α)

αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα

α)

αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα

i)

λόγω ειδικών εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, ή

i)

λόγω ειδικών εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, ή

ii)

όταν προέχουν έννομα συμφέροντα, ιδίως σημαντικά δημόσια συμφέροντα, ή

ii)

όταν προέχουν έννομα συμφέροντα, ιδίως στην περίπτωση επιτακτικών και ουσιωδών συμφερόντων κράτους μέλους ή προς αποσόβηση επικείμενων σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, και

β)

το τρίτο κράτος ή ο παραλαμβάνων διεθνής φορέας ή οργανισμός παρέχει διασφαλίσεις οι οποίες κρίνονται επαρκείς από το συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

β)

το τρίτο κράτος ή ο παραλαμβάνων διεθνής φορέας ή οργανισμός παρέχει διασφαλίσεις, την επάρκεια των οποίων εξασφαλίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

 

βα)

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαβιβάσεις αυτές να καταγράφονται και τα σχετικά στοιχεία να διατίθενται, σε πρώτη ζήτηση, στις εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων.

Τροπολογία 20

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14, παράγραφος 4

4.   Η επάρκεια του βαθμού προστασίας που προβλέπεται από την παράγραφο 1 στοιχείο δ) αξιολογείται με γνώμονα το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την πράξη διαβίβασης δεδομένων ή μια σειρά πράξεων διαβίβασης δεδομένων. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στη φύση των δεδομένων, στον σκοπό και τη διάρκεια της προτεινόμενης πράξης ή των πράξεων επεξεργασίας, στο ποιο είναι το κράτος καταγωγής και το κράτος ή ο διεθνής οργανισμός που αποτελεί τον τελικό προορισμό των δεδομένων, στους κανόνες δικαίου, τόσο γενικούς όσο και τομεακούς, οι οποίοι ισχύουν στην οικεία τρίτη χώρα ή στο πλαίσιο του οικείου διεθνούς οργανισμού και στους κανόνες δεοντολογίας και τα μέτρα ασφαλείας που τηρούνται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα ή στο πλαίσιο του συγκεκριμένου διεθνούς οργανισμού.

4.   Η επάρκεια του βαθμού προστασίας που προβλέπεται από την παράγραφο 1 στοιχείο δ) αξιολογείται από ανεξάρτητη αρχή με γνώμονα το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την πράξη διαβίβασης δεδομένων ή μια σειρά πράξεων διαβίβασης δεδομένων. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στη φύση των δεδομένων, στον σκοπό και τη διάρκεια της προτεινόμενης πράξης ή των πράξεων επεξεργασίας, στο ποιο είναι το κράτος καταγωγής και το κράτος ή ο διεθνής οργανισμός που αποτελεί τον τελικό προορισμό των δεδομένων, στους κανόνες δικαίου, τόσο γενικούς όσο και τομεακούς, οι οποίοι ισχύουν στην οικεία τρίτη χώρα ή στο πλαίσιο του οικείου διεθνούς οργανισμού και στους κανόνες δεοντολογίας και τα μέτρα ασφαλείας που τηρούνται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα ή στο πλαίσιο του συγκεκριμένου διεθνούς οργανισμού.

Τροπολογία 21

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14α, τίτλος

Διαβίβαση σε ιδιώτες σε κράτη μέλη

Διαβίβαση σε ιδιώτες και πρόσβαση σε δεδομένα που παραλαμβάνονται από ιδιώτες σε κράτη μέλη

Τροπολογία 22

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14α — παράγραφος 1 — εισαγωγική πρόταση

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν παραληφθεί ή διατεθεί από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορούν να διαβιβάζονται σε ιδιώτες μόνον εφόσον:

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν παραληφθεί ή διατεθεί για συγκεκριμένη υπόθεση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορούν να διαβιβάζονται σε ιδιώτες μόνον εφόσον:

Τροπολογία 23

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14α, παράγραφος 2α (νέα)

 

2α.     Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους δύνανται να έχουν πρόσβαση και να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαχειρίζονται ιδιώτες μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις, σε ειδικές καταστάσεις, για καθορισμένους σκοπούς και υπό δικαστικό έλεγχο στα κράτη μέλη.

Τροπολογία 24

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 14α, παράγραφος 2β (νέα)

 

2β.     Η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών προβλέπει ότι οι ιδιώτες που παραλαμβάνουν και επεξεργάζονται δεδομένα στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας υπηρεσίας υπέχουν υποχρεώσεις που είναι τουλάχιστον αντίστοιχες ή αυστηρότερες εκείνων που επιβάλλονται στις αρμόδιες αρχές.

Τροπολογία 25

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο α)

α)

τουλάχιστον την επιβεβαίωση από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή από την εθνική αρχή ελέγχου ότι έχουν ή όχι διαβιβασθεί ή διατεθεί δεδομένα που το αφορούν καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους παραλήπτες ή τις κατηγορίες των παραληπτών στις οποίες έχουν γνωστοποιηθεί τα δεδομένα αυτά, και την κοινοποίηση των υπό επεξεργασία δεδομένων, ή

α)

τουλάχιστον την επιβεβαίωση από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή από την εθνική αρχή ελέγχου ότι έχουν ή όχι υποστεί επεξεργασία δεδομένα που το αφορούν καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους παραλήπτες ή τις κατηγορίες των παραληπτών στις οποίες έχουν γνωστοποιηθεί τα δεδομένα αυτά, και την κοινοποίηση των υπό επεξεργασία δεδομένων, καθώς και γνώση των λόγων για τυχόν αυτοματοποιημένες αποφάσεις .

Τροπολογία 26

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 22 — παράγραφος 2 — στοιχείο η)

η)

την αποτροπή της άνευ αδείας ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων (έλεγχος μεταφοράς),

η)

την αποτροπή της άνευ αδείας ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων, μεταξύ άλλων μέσω κατάλληλων τεχνικών κρυπτογράφησης (έλεγχος μεταφοράς),

Τροπολογία 27

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 22 — παράγραφος 2 — στοιχείο ια) (νέο)

 

ια)

τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των μέτρων ασφαλείας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και τη λήψη των απαραίτητων οργανωτικών μέτρων σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο (αυτοέλεγχος)·

Τροπολογία 28

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 24

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαισίου και θεσπίζουν ιδίως αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαισίου και θεσπίζουν ιδίως αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών ή/και ποινικών κυρώσεων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

Τροπολογία 29

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 25, παράγραφος 1α (νέα)

 

1α.     Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι ζητείται η γνώμη των αρχών ελέγχου κατά την εκπόνηση κανονιστικών ή διοικητικών μέτρων σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για λόγους πρόληψης, εξακρίβωσης, διερεύνησης και δίωξης αξιόποινων πράξεων ή εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων.

Τροπολογία 30

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 25α (νέο)

 

Άρθρο 25α

Ομάδα εργασίας για την προστασία των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για λόγους πρόληψης, εξακρίβωσης, διερεύνησης και δίωξης αξιόποινων πράξεων

1.     Ιδρύεται ομάδα εργασίας για την προστασία των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για λόγους πρόληψης, εξακρίβωσης, διερεύνησης και δίωξης αξιόποινων πράξεων στον τομέα αυτό (εφεξής «ομάδα εργασίας»). Η ομάδα εργασίας έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και ενεργεί με ανεξαρτησία.

2.     Η ομάδα εργασίας απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο της αρχής ή των αρχών ελέγχου που ορίστηκαν από κάθε κράτος μέλος, έναν αντιπρόσωπο του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής.

Κάθε μέλος της ομάδας εργασίας διορίζεται από το θεσμικό όργανο, την αρχή ή τις αρχές που εκπροσωπεί. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει πλείονες αρχές ελέγχου, αυτές επιλέγουν κοινό αντιπρόσωπο.

Οι πρόεδροι των κοινών αρχών ελέγχου που συστάθηκαν κατ' εφαρμογή του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση εξουσιοδοτούνται να συμμετέχουν ή να εκπροσωπούνται στις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας. Η αρχή ή οι αρχές ελέγχου που ορίζονται από την Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ελβετία εξουσιοδοτούνται να εκπροσωπούνται στις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας για θέματα που συνδέονται με το κεκτημένο του Σένγκεν.

3.     Η ομάδα εργασίας λαμβάνει τις αποφάσεις της με απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των αρχών ελέγχου.

4.     Η ομάδα εργασίας εκλέγει τον πρόεδρό της. Η διάρκεια της εντολής του προέδρου είναι διετής. Η εντολή είναι ανανεώσιμη.

5.     Τη γραμματεία της ομάδας εργασίας αναλαμβάνει η Επιτροπή.

6.     Η ομάδα εργασίας θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

7.     Η ομάδα εργασίας εξετάζει τα θέματα που εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη από τον πρόεδρό της, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας του είτε κατόπιν αιτήσεως αντιπροσώπου των αρχών ελέγχου, της Επιτροπής, του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή των προέδρων των κοινών αρχών ελέγχου.

Τροπολογία 31

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 25β (νέο)

 

Άρθρο 25β

Καθήκοντα

1.     Η ομάδα εργασίας:

α)

παρέχει, ενδεχομένως, τη γνώμη της σχετικά με τα εθνικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το πρότυπο προστασίας δεδομένων κατά την επεξεργασία δεδομένων σε εθνικό επίπεδο είναι ισοδύναμο προς εκείνο που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο,

β)

γνωμοδοτεί για το επίπεδο προστασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, ιδίως για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 της παρούσας απόφασης-πλαισίου στις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς που εξασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας των δεδομένων,

γ)

συμβουλεύει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για οποιοδήποτε σχέδιο τροποποίησης της παρούσας απόφασης-πλαισίου, οποιοδήποτε σχέδιο πρόσθετων ή ειδικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων στον τομέα αυτό, καθώς και για οποιοδήποτε άλλο σχέδιο μέτρων έχει επιπτώσεις στα εν λόγω δικαιώματα και ελευθερίες.

2.     Εάν η ομάδα εργασίας διαπιστώσει ότι μεταξύ των νομοθεσιών και των πρακτικών των κρατών μελών υφίστανται διαφορές που δύνανται να θίξουν την ισοδυναμία της προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

3.     Η ομάδα εργασίας, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, μπορεί να διατυπώσει συστάσεις για οιοδήποτε θέμα αφορά την προστασία των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για λόγους πρόληψης, εξακρίβωσης, διερεύνησης και δίωξης αξιόποινων πράξεων στον τομέα αυτόν .

4.     Οι γνώμες και οι συστάσεις της ομάδας εργασίας διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

5.     Η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών που ανακοινώνονται από τα κράτη μέλη, συντάσσει έκθεση προς την ομάδα εργασίας σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στις γνώμες και συστάσεις της. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται και διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ομάδα εργασίας για οιοδήποτε μέτρο λαμβάνουν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1.

6.     Η ομάδα εργασίας εκπονεί ετήσια έκθεση σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για λόγους πρόληψης, εξακρίβωσης, διερεύνησης και δίωξης αξιόποινων πράξεων στον τομέα αυτόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε τρίτες χώρες. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται και διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή .

Τροπολογία 32

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 27α — παράγραφος 1

1.   Τρία έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 28 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με το ποια εθνικά μέτρα θέσπισαν για να εξασφαλισθεί πλήρης συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, ειδικότερα δε όσον αφορά εκείνες τις διατάξεις οι οποίες θα έπρεπε να εφαρμόζονται ήδη κατά τη συλλογή δεδομένων. Η Επιτροπή εξετάζει ειδικότερα τις επιπτώσεις του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 1 παράγραφος 2.

1.   Τρία έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 28 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με το ποια εθνικά μέτρα θέσπισαν για να εξασφαλισθεί πλήρης συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, ειδικότερα δε όσον αφορά εκείνες τις διατάξεις οι οποίες θα έπρεπε να εφαρμόζονται ήδη κατά τη συλλογή δεδομένων. Η Επιτροπή εξετάζει ειδικότερα την εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 2.

Τροπολογία 33

Σχέδιο απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου

Άρθρο 27, παράγραφος 2α (νέα)

 

2α.     Προς το σκοπό αυτόν, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις που έχουν υποβληθεί από τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 που έχει συσταθεί με την οδηγία 95/46/ΕΚ, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και την ομάδα εργασίας που προβλέπει το άρθρο 25α της παρούσας απόφασης-πλαισίου.


(1)  ΕΕ C 306 E της 15.12.2006, σ. 263.

(2)  ΕΕ C 125 E της 22.5.2008, σ. 154.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/150


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
Μετάβαση στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SISII) *

P6_TA(2008)0441

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου που αφορά τη μετάβαση από το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS1+) στοσύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SISII) (12059/1/2008 — C6-0188/2008 — 2008/0077(CNS))

2010/C 8 E/37

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (12059/1/2008),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής (COM(2008)0196),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 30, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), 31, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), και 34, παράγραφος 2, στοιχείο γ), της Συνθήκης ΕΕ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0188/2008),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 93 και 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0351/2008),

1.

εγκρίνει το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ·

3.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στο κείμενο επί του οποίου ζητήθηκε διαβούλευση·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Τροπολογία 1

Σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου

Άρθρο 11Αα (νέο)

 

Άρθρο 11Αα

Υποβολή εκθέσεων

Στο τέλος κάθε εξαμήνου, και την πρώτη φορά στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2009, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προόδου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ανάπτυξη του SIS II και τη μετάβαση από το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS 1 +) στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II).

Τροπολογία 2

Σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου

Άρθρο 12

Η παρούσα απόφαση αρχίσει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχύς της λήγει την ημερομηνία που ορίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 2, της απόφασης αριθ. 533/2007/JHA.

Η παρούσα απόφαση αρχίσει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχύς της λήγει την ημερομηνία που ορίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 2, της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ και, πάντως, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2010.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/151


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
Μετάβαση στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) *

P6_TA(2008)0442

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά τη μετάβαση από το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS 1+) στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (11925/2/2008 — C6-0189/2008 — 2008/0078(CNS))

2010/C 8 E/38

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου (11925/2/2008),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2008)0197),

έχοντας υπόψη το άρθρο 66 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0189/2008),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0352/2008),

1.

εγκρίνει το σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ·

3.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στο κείμενο επί του οποίου ζητήθηκε διαβούλευση·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Τροπολογία 1

Σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου

Άρθρο 11Αα (νέο)

 

Άρθρο 11Αα

Υποβολή εκθέσεων

Στο τέλος κάθε εξαμήνου, και την πρώτη φορά στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2009, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προόδου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ανάπτυξη του SIS II και τη μετάβαση από το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS 1 +) στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II).

Τροπολογία 2

Σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου

Άρθρο 12 — πρώτο εδάφιο

Ο παρών κανονισμός αρχίσει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχύς του λήγει την ημερομηνία που ορίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006.

Ο παρών κανονισμός αρχίσει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχύς του λήγει την ημερομηνία που ορίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1987/2006 και, πάντως, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2010 .


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/152


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Κοινοτικό σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης ***II

P6_TA(2008)0443

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (5719/3/2008 — C6-0225/2008 — 2005/0239(COD))

2010/C 8 E/39

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (5719/3/2008 — C6-0225/2008) (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0589),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ

έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0334/2008),

1.

εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 184 Ε της 22.7.2008, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 533.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC2-COD(2005)0239

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την έκδοση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ (4), η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε συμπληρωματικά μέσα για την πρόληψη καταστάσεων που συνιστούν απειλή για τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(2)

Εφόσον η παρούσα οδηγία αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ, οι περισσότερες από τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνει δεν εφαρμόζονται στα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν θαλάσσιες ακτές ή θαλάσσια λιμάνια. Ως εκ τούτου, οι μόνες υποχρεώσεις που ισχύουν για την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο ή τη Σλοβακία αφορούν τα πλοία με σημαία των εν λόγω κρατών μελών, χωρίς να θίγεται η υποχρέωση των κρατών μελών για συνεργασία ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια μεταξύ των θαλάσσιων υπηρεσιών και των υπηρεσιών διαχείρισης άλλων τρόπων κυκλοφορίας, και ιδίως των υπηρεσιών πληροφοριών εσωτερικής ναυσιπλοΐας.

(3)

Δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, τα παράκτια κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που συλλέγουν στο πλαίσιο των αποστολών παρακολούθησης της θαλάσσιας κυκλοφορίας που εκτελούν στις περιοχές αρμοδιότητάς τους. Το κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία (εφεξής: SafeSeaNet), που έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή σε συμφωνία με τα κράτη μέλη, περιλαμβάνει αφενός δίκτυο ανταλλαγής δεδομένων και αφετέρου τυποποίηση των κύριων διαθέσιμων πληροφοριών για τα πλοία και τα φορτία τους (προειδοποιήσεις και υποβολή αναφορών). Παρέχει έτσι τη δυνατότητα να εντοπίζονται στην πηγή και να ανακοινώνονται σε κάθε αρχή ακριβείς και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τα πλοία που βρίσκονται στα ευρωπαϊκά ύδατα, τις κινήσεις και το επικίνδυνο ή ρυπογόνο φορτίο τους, καθώς και σχετικά με θαλάσσια συμβάντα.

(4)

Συναφώς, ουσιαστική σημασία για την εξασφάλιση επιχειρησιακής εκμετάλλευσης των πληροφοριών που συλλέγονται με τον τρόπο αυτό έχει η ένταξη στο κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών SafeSeaNet των απαραίτητων υποδομών για τη συλλογή και την ανταλλαγή των δεδομένων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, και οι οποίες αναπτύσσονται από τις εθνικές δημόσιες διοικήσεις.

(5)

Μεταξύ των πληροφοριών οι οποίες κοινοποιούνται και ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας 2002/59/ΕΚ, ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτές που αφορούν τα ακριβή χαρακτηριστικά των επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων που μεταφέρονται διά θαλάσσης. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων θαλάσσιων ατυχημάτων, είναι απαραίτητο να έχουν οι παράκτιες αρχές ευκολότερη πρόσβαση στα χαρακτηριστικά των δια θαλάσσης μεταφερόμενων υδρογονανθράκων, βασικό στοιχείο για την επιλογή των πλέον ενδεδειγμένων τεχνικών ελέγχου, καθώς και για την εξασφάλιση στις εν λόγω αρχές, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, άμεσης σύνδεσης με τους εκμεταλλευόμενους τα πλοία που γνωρίζουν καλύτερα τα μεταφερόμενα εμπορεύματα.

(6)

Ο εξοπλισμός που εξασφαλίζει την αυτόματη αναγνώριση των πλοίων (AIS-Automatic Identification System) και προβλέπεται από τη διεθνή σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, της 1ης Νοεμβρίου 1974(Σύμβαση SOLAS), δεν βελτιώνει μόνο τις δυνατότητες παρακολούθησης των εν λόγω πλοίων, αλλά κυρίως την ασφάλειά τους σε περιπτώσεις ναυσιπλοϊκής εγγύτητας. Ως εκ τούτου, το AIS εντάχθηκε στο διατακτικό της οδηγίας 2002/59/ΕΚ. Δεδομένου του σημαντικού αριθμού συγκρούσεων στις οποίες εμπλέκονται αλιευτικά σκάφη τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν αναγνωριστεί από τα εμπορικά πλοία ή δεν έχουν αναγνωρίσει εμπορικά πλοία γύρω τους, είναι ιδιαίτερα επιθυμητή η επέκταση του μέτρου αυτού σε αλιευτικά σκάφη μήκους άνω των 15 μέτρων. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Αλιευτικού Ταμείου, μπορεί να χορηγείται οικονομική βοήθεια για την εγκατάσταση επί των αλιευτικών σκαφών εξοπλισμού ασφαλείας όπως το AIS. Ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΙΜΟ) έχει αναγνωρίσει ότι η δημοσίευση για εμπορικούς σκοπούς στο διαδίκτυο ή οπουδήποτε αλλού δεδομένων AIS (συστήματος αυτόματης αναγνώρισης), που μεταδίδονται από πλοία, μπορεί να είναι επιζήμια για την ασφάλεια των πλοίων και για τις λιμενικές εγκαταστάσεις και προέτρεψε τις κυβερνήσεις-μέλη του, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας, να αποθαρρύνουν εκείνους που διαθέτουν σε άλλους δεδομένα του AIS για δημοσίευση στο διαδίκτυο ή αλλού. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα πληροφοριών του AIS για διαδρομές και φορτία πλοίων δεν πρέπει να επηρεάζει αρνητικά το θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών στον τομέα της ναυτιλίας.

(7)

Η υποχρέωση τοποθέτησης του AIS θα πρέπει να νοείται ως υποχρέωση συνεχούς διατήρησης του AIS σε λειτουργία, εκτός των περιπτώσεων όπου διεθνείς κανόνες ή πρότυπα προβλέπουν την προστασία των πληροφοριών περί ναυσιπλοΐας.

(8)

Από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν εξ ονόματος της Επιτροπής συνάγεται σαφώς ότι η ενσωμάτωση του AIS στα συστήματα εντοπισμού θέσης και επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της κοινής αλιευτικής πολιτικής δεν είναι ούτε χρήσιμη ούτε εφικτή.

(9)

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, ένα κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα, κατόπιν αιτήσεώς του, να ζητήσει πληροφορίες από άλλο κράτος μέλος σχετικά με το πλοίο και με τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που αυτό μεταφέρει. Πρέπει να τονισθεί ότι τούτο δεν αποτελεί συστηματική ζήτηση πληροφοριών από ένα κράτος μέλος προς άλλο, αλλά οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ζητούνται μόνο για λόγους θαλάσσιας ασφάλειας και προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(10)

Η οδηγία 2002/59/ΕΚ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν ειδικά μέτρα για σκάφη που παρουσιάζουν δυνητικό κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα εξαιτίας της διαγωγής ή της κατάστασής τους. Θα ήταν επομένως επιθυμητό να προστεθούν στον κατάλογο των εν λόγω πλοίων εκείνα που δεν διαθέτουν ικανοποιητική ασφαλιστική κάλυψη ή οικονομικές εγγυήσεις ή επίσης εκείνα που, σύμφωνα με μαρτυρίες πλοηγών ή λιμενικών αρχών, παρουσιάζουν εμφανείς ανωμαλίες που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας ή να συνιστούν κίνδυνο για το περιβάλλον.

(11)

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, κρίνεται αναγκαίο, όσον αφορά κινδύνους από εξαιρετικά δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες, να ληφθούν υπόψη οι δυνητικοί κίνδυνοι για τη ναυσιπλοΐα από τον σχηματισμό πάγων. Επομένως, όταν μία αρμόδια αρχή, που έχει οριστεί από κράτος μέλος, εκτιμά, βάσει πρόγνωσης σχετικής με την κατάσταση των πάγων από ειδικευμένη μετεωρολογική υπηρεσία πληροφοριών, ότι οι συνθήκες ναυσιπλοΐας συνεπάγονται σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής ή σοβαρό κίνδυνο ρύπανσης, πρέπει να ενημερώνει τους κυβερνήτες των πλοίων που βρίσκονται στην περιοχή αρμοδιότητάς της ή που προτίθενται να καταπλεύσουν ή να αποπλεύσουν από λιμένες της οικείας περιοχής. Η οικεία αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και για την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τη Σύμβαση SOLAS, κεφάλαιο II-1, μέρος A-1, κανονισμός 3.1, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα πλοία που πλέουν με τη σημαία τους σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και συντηρούνται σύμφωνα με τις δομικές, μηχανικές και ηλεκτρολογικές απαιτήσεις των νηογνωμόνων που αναγνωρίζονται από τις διοικήσεις τους. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θεσπίζουν απαιτήσεις για τη ναυσιπλοΐα σε ύδατα που υπάρχουν πάγοι, κατ' αναλογία με τις απαιτήσεις των οργανισμών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (5) ή ισοδύναμα εθνικά πρότυπα. Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επαληθεύουν ότι η αναγκαία τεκμηρίωση επί του πλοίου παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι το πλοίο συμμορφούται με σύμμετρες απαιτήσεις δύναμης και ισχύος προς την κατάσταση των πάγων στη συγκεκριμένη περιοχή.

(12)

Η οδηγία 2002/59/ΕΚ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καταρτίζουν σχέδια για την υποδοχή, εφόσον απαιτηθεί, πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο στους λιμένες τους ή σε κάθε άλλο προστατευόμενο τόπο υπό τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες, με σκοπό να περιοριστεί η έκταση των συνεπειών των θαλασσίων ατυχημάτων. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τα καταφύγια για τα πλοία που χρήζουν συνδρομής, που επισυνάφθηκαν στο ψήφισμα Α.949(23) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) της 13ης Δεκεμβρίου 2003 (εφεξής: ψήφισμα Α.949(23) του IMO), και οι οποίες υιοθετήθηκαν κατόπιν της εκδόσεως της οδηγίας 2002/59/ΕΚ και αφορούν μάλλον τα πλοία που χρήζουν συνδρομής ▐ στη θάλασσα, παρά τα πλοία που διατρέχουν κίνδυνο, η οδηγία αυτή θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν διαφοροποιούνται από τους κανόνες που εφαρμόζονται για δράσεις διάσωσης, όπως αυτοί που καθορίζονται από τη Διεθνή Σύμβαση για τη Θαλάσσια Έρευνα και Διάσωση του 1979, όταν κινδυνεύει η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής. Κατά συνέπεια, η εν λόγω σύμβαση εξακολουθεί να εφαρμόζεται πλήρως.

(13)

Λαμβανομένου υπόψη του ψηφίσματος Α.949(23) του IMO και κατόπιν των εργασιών που διεξήχθησαν σε συνεργασία με την Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την ασφάλεια στη θάλασσα (εφεξής: Οργανισμός) και τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητη η θέσπιση των βασικών διατάξεων που θα πρέπει να περιέχονται στα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής, ώστε να εξασφαλίζεται εναρμονισμένη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου και να αποσαφηνίζονται οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη μέλη.

(14)

Το ψήφισμα Α.949(23) του IMO προορίζεται να αποτελέσει τη βάση για τυχόν σχέδια που προετοιμάζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις απειλές που προέρχονται από τα πλοία που χρήζουν συνδρομής. Ωστόσο κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που προέρχονται από τις απειλές αυτές, τα κράτη μέλη δύνανται, λόγω των ειδικών περιστάσεών τους, να λαμβάνουν υπόψη άλλους παράγοντες όπως η χρήση θαλασσινού νερού για την παραγωγή πόσιμου νερού καθώς και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

(15)

Με στόχο την απόκτηση της πλήρους εμπιστοσύνης και της συνεργασίας των κυβερνητών και των πληρωμάτων των πλοίων, πρέπει να διασφαλίζεται ότι τα άτομα αυτά μπορούν να βασίζονται στην καλή και δίκαιη μεταχείριση εκ μέρους των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους που καλείται να υποδεχθεί το πλοίο τους που διατρέχει κίνδυνο. Για αυτό το σκοπό, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ σχετικά με τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων στην περίπτωση θαλάσσιου ατυχήματος .

(16)

Όταν ένα πλοίο χρήζει συνδρομής, ενδέχεται να πρέπει να ληφθεί απόφαση αναφορικά με την υποδοχή σε καταφύγιο του εν λόγω πλοίου. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περίπτωση κινδύνου στη θάλασσα, δηλαδή όταν προκύπτει κατάσταση που θα μπορούσε να προκαλέσει απώλεια του σκάφους ή κίνδυνο απειλητικό για το περιβάλλον ή τη ναυσιπλοΐα. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές είναι απαραίτητο να υπάρχει η δυνατότητα να καλείται ανεξάρτητη αρχή —στο κράτος μέλος ή περιφέρεια, αναλόγως της εσωτερικής δομής του κράτους μέλους— η οποία θα έχει το δικαίωμα και την εμπειρογνωμοσύνη να λαμβάνει αναγκαίες αποφάσεις για τη βοήθεια σκαφών σε κίνδυνο με στόχο να σωθούν τόσο ανθρώπινες ζωές όσο και το περιβάλλον, και να ελαχιστοποιηθεί η οικονομική ζημία. Είναι σκόπιμο η εν λόγω αρμόδια αρχή να έχει μόνιμο χαρακτήρα. Ιδιαίτερα, η αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να λαμβάνει ανεξάρτητη απόφαση σχετικά με την υποδοχή σε καταφύγιο πλοίου που διατρέχει κίνδυνο. Ενδείκνυται προς τούτο ║ να προβεί σε εκ των προτέρων αξιολόγηση της κατάστασης, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στο ισχύον σχέδιο για την υποδοχή πλοίων σε καταφύγιο.

(17)

Τα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής πρέπει να περιγράφουν επακριβώς την αλληλουχία των αποφάσεων που καταλήγουν σε συναγερμό και στην αντιμετώπιση των εν λόγω καταστάσεων. Πρέπει να περιγράφονται με σαφήνεια οι αρμόδιες αρχές και η δικαιοδοσία τους, καθώς και τα μέσα επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει να εξασφαλίζουν ταχεία λήψη των κατάλληλων αποφάσεων κατά το χειρισμό ατυχημάτων όπου είναι δυνατόν να αναμένονται σοβαρές επιβλαβείς συνέπειες, βάσει της εμπειρογνωμοσύνης στον συγκεκριμένο τομέα και των κατάλληλων πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της η αρμόδια αρχή.

(18)

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων πρέπει επίσης τα κράτη μέλη να συγκεντρώνουν πληροφορίες για πιθανά καταφύγια κατά μήκος της ακτής, ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση, σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος στη θάλασσα να προσδιορίζει με σαφήνεια και ταχύτητα τις πλέον ενδεδειγμένες περιοχές για την υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής. Οι σχετικές αυτές πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν περιγραφή ορισμένων χαρακτηριστικών των εξεταζόμενων θέσεων, καθώς και του διαθέσιμου εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων που διευκολύνουν την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής ή την αντιμετώπιση των συνεπειών ενός ατυχήματος ή ενός συμβάντος ρύπανσης.

(19)

Είναι σημαντικό να γίνεται η κατάλληλη δημοσίευση του καταλόγου των αρμοδίων αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη της απόφασης για την υποδοχή ενός πλοίου σε καταφύγιο, καθώς και των αρχών που είναι υπεύθυνες για τη λήψη και διεκπεραίωση των συναγερμών. Μπορεί επίσης να αποδειχθεί χρήσιμη, για τα μέρη που συμμετέχουν σε επιχείρηση συνδρομής στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών παροχής συνδρομής και ρυμούλκησης, και τις αρχές των γειτονικών κρατών μελών που ενδέχεται να θιγούν από κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη θάλασσα, η παροχή πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες.

(20)

Η έλλειψη ασφάλισης ή άλλης οικονομικής εγγύησης δεν απαλλάσσει ένα κράτος μέλος από την υποχρέωσή του να συνδράμει πλοίο που διατρέχει κίνδυνο και να το υποδεχθεί σε καταφύγιο εάν, πράττοντας με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να μειώσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τόσο το πλήρωμα όσο και το περιβάλλον. Αν και η αρμόδια αρχή μπορεί να επαληθεύει εάν το πλοίο καλύπτεται από ασφάλιση ή άλλη οικονομική εγγύηση η οποία να καθιστά δυνατή την κατάλληλη αποζημίωση για έξοδα και ζημίες που συνδέονται με την υποδοχή του σε καταφύγιο, το αίτημα για την παροχή τέτοιων πληροφοριών δεν πρέπει να καθυστερεί το έργο της διάσωσης.

(21)

Οι λιμένες που υποδέχονται πλοίο το οποίο χρειάζεται παροχή συνδρομής πρέπει να είναι σε θέση να βασίζονται σε ταχεία επιστροφή σε ό,τι αφορά τα έξοδα και τη ζημία που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη δράση. Για το σκοπό αυτό είναι σημαντικό να εφαρμόζονται όχι μόνο οι διατάξεις της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, [σχετικά με την αστική ευθύνη και τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις των πλοιοκτητών] (6) και των Διεθνών Ταμείων για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης από το πετρέλαιο, αλλά και οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του 1996 σχετικά με την ευθύνη και την αποζημίωση για ζημίες σε σχέση με τη θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών, της Διεθνούς Σύμβασης του 2001 σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημίες που οφείλονται σε πετρελαϊκή ρύπανση και της Σύμβασης του 2007 για την ανάσυρση ναυαγίων. Επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν να κυρώσουν τις εν λόγω συμβάσεις το συντομότερο δυνατόν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την επιστροφή εξόδων και οικονομικής ζημίας που υπέστη ένας λιμένας λόγω της υποδοχής ενός πλοίου, ιδίως σε περίπτωση που τα εν λόγω έξοδα και η οικονομική ζημία δεν καλύπτονται από τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις των πλοιοκτητών και άλλων υφισταμένων αντισταθμιστικών μηχανισμών.

(22)

Συγκεκριμένος σκοπός των μέτρων παρακολούθησης και οργάνωσης της θαλάσσιας κυκλοφορίας είναι να παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να σχηματίζουν πραγματική εικόνα σχετικά με τα πλοία που πλέουν στα ύδατα υπό τη δικαιοδοσία τους και επομένως να προλαμβάνουν, κατά περίπτωση, καλύτερα τους δυνητικούς κινδύνους. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινοποίηση των πληροφοριών παρέχει τη δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας των συλλεγόμενων στοιχείων και διευκολύνει την επεξεργασία τους.

(23)

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή έχουν πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο ως προς την εναρμόνιση της ανταλλαγής δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, ιδίως όσον αφορά τη μεταφορά επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων. Το SafeSeaNet, το οποίο τελεί υπό ανάπτυξη από το 2002, θα πρέπει πλέον να καθιερωθεί ως δίκτυο αναφοράς σε κοινοτική κλίμακα. Σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι το SafeSeaNet δεν θα έχει ως αποτέλεσμα αύξηση των διοικητικών ή οικονομικών επιβαρύνσεων για τον εν λόγω κλάδο, ότι υπάρχει εναρμόνιση με διεθνείς κανόνες και ότι λαμβάνεται υπόψη η εμπιστευτικότητα σε ό,τι αφορά ενδεχόμενες εμπορικές επιπτώσεις.

(24)

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στις νέες τεχνολογίες και ιδίως στις διαστημικές εφαρμογές τους όπως στα συστήματα παρακολούθησης των πλοίων μέσω δορυφόρων , τα συστήματα απεικόνισης ή το σύστημα Galileo, παρέχει σήμερα τη δυνατότητα επέκτασης της παρακολούθησης της θαλάσσιας κυκλοφορίας στην ανοιχτή θάλασσα και επομένως καλύτερης κάλυψης των ευρωπαϊκών υδάτων. Εξάλλου, ο ΙΜΟ έχει τροποποιήσει τη Σύμβαση SOLAS για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, με στόχο την ανάπτυξη συστήματος μεγάλου βεληνεκούς για την αναγνώριση και τον εντοπισμό πλοίων (LRIT). Σύμφωνα με το σχεδιασμό του ΙΜΟ, ο οποίος εξασφαλίζει και τη δυνατότητα για την ίδρυση περιφερειακών κέντρων δεδομένων LRIT, και λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που αποκτήθηκε από το σχέδιο SafeSeaNet, πρέπει να ιδρυθεί ευρωπαϊκό κέντρο δεδομένων LRIT για τη συλλογή και τη διαχείριση πληροφοριών LRIT. Προκειμένου να αντλούν τα δεδομένα LRIT, τα κράτη μέλη πρέπει να συνδεθούν με το ευρωπαϊκό κέντρο δεδομένων LRIT.

(25)

Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα εξοικονομήσεων και να αποφευχθεί η περιττή εγκατάσταση εξοπλισμού σε πλοία που διαπλέουν θαλάσσιες περιοχές οι οποίες καλύπτονται από σταθμούς παρακολούθησης AIS, τα δεδομένα AIS πρέπει να ενσωματωθούν στο σύστημα LRIT. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν κατάλληλες πρωτοβουλίες, ιδίως στο πλαίσιο του IMO.

(26)

Για να εξασφαλιστεί βέλτιστη και εναρμονισμένη σε κοινοτικό επίπεδο αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται βάσει της οδηγίας 2002/59/ΕΚ όσον αφορά την ασφάλεια στη θάλασσα, πρέπει η Επιτροπή να μπορεί, εφόσον απαιτηθεί, να εξασφαλίζει την επεξεργασία, αξιοποίηση και διάδοση των δεδομένων αυτών στις αρχές που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη.

(27)

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του συστήματος «Equasis» κατέδειξε τη σημασία που έχει η προώθηση της παιδείας που αφορά την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδίως στους θαλάσσιους μεταφορείς. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να συμβάλει στη διάδοση, ιδίως μέσω του εν λόγω συστήματος, κάθε πληροφορίας σχετικής με την ασφάλεια στη θάλασσα.

(28)

Οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μπορούν να διαδοθούν και να χρησιμοποιηθούν μόνο ως μέσο για την πρόληψη καταστάσεων που απειλούν ανθρώπινες ζωές στη θάλασσα, καθώς και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος· κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών, να διερευνήσει πώς είναι δυνατόν να υπερνικηθούν τα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στον τομέα της ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών.

(29)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία (ασφάλειας στη θάλασσα) και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (7), συγκεντρώνει τα καθήκοντα των επιτροπών που έχουν συγκροτηθεί από την κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά την ασφάλεια στη ναυτιλία, την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία και την προστασία των όρων διαβίωσης και εργασίας στα πλοία. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αντικατασταθεί η υφιστάμενη επιτροπή από την COSS.

(30)

Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών νομικών πράξεων.

(31)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(32)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί την οδηγία 2002/59/ΕΚ, προκειμένου να εισαγάγει τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων και προκειμένου να τροποποιεί τα Παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και ΙV με βάση την κτώμενη εμπειρία, να θεσπίζει απαιτήσεις για την εγκατάσταση εξοπλισμού LRIT στα πλοία που εκτελούν διαδρομές σε περιοχές που καλύπτονται από σταθερούς σταθμούς παρακολούθησης των κρατών μελών (AIS), να καθορίζει την πολιτική και τις αρχές που διέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δεδομένων LRIT και να τροποποιεί τους ορισμούς, τις παραπομπές ή τα παραρτήματα προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με το κοινοτικό ή το διεθνές δίκαιο. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας αυτής, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(33)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (9), ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη την απαραίτητη αρωγή για την εφαρμογή της οδηγίας 2002/59/ΕΚ.

(34)

Κατά συνέπεια, η οδηγία 2002/59/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η οδηγία 2002/59/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται ως εξής :

(2)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής :

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το παρακάτω κείμενο:

« Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να θεσπιστεί στην Κοινότητα σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης, προκειμένου να ενισχυθούν η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της θαλάσσιας κυκλοφορίας, η ασφάλεια των λιμένων και της θάλασσας, να βελτιωθεί η ανταπόκριση των αρχών σε συμβάντα, ατυχήματα, ή ενδεχομένως επικίνδυνα περιστατικά στη θάλασσα, μεταξύ άλλων με επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, και να διευκολυνθούν η πρόληψη και η ανίχνευση της ρύπανσης από πλοία. »

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :

« Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους εφαρμοστέους κανόνες ως προς ορισμένες πτυχές των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης στην αλυσίδα των θαλάσσιων μεταφορών σε θέματα αστικής ευθύνης και εγκαθιδρύει ανάλογη χρηματοοικονομική προστασία των ναυτικών σε περίπτωση εγκατάλειψης. »

(3)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής :

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 1.     Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

στα πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή ανώτερης των 300 τόνων, εκτός εάν προβλέπεται άλλως, και

στις θαλάσσιες ζώνες δικαιοδοσίας των κρατών μελών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. »

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα κατωτέρω, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά:»

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

« γ)

εφόδια πλοίων και εξοπλισμός που χρησιμοποιείται επί του πλοίου»

(4)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

║ Το στοιχείο α) τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«“σχετικές διεθνείς πράξεις”, οι ακόλουθες πράξεις, στην επικαιροποιημένη τους εκδοχή:»

ii)

προστίθεται η ακόλουθη νέα περίπτωση μετά την τέταρτη περίπτωση :

«—

«Σύμβαση του 1996»: το ανακεφαλαιωτικό κείμενο της Σύμβασης του 1976 σχετικά με τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, που εγκρίθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1996· »

iii)

προστίθενται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

«—

το «ψήφισμα Α.917(22) του ΙΜΟ», το ψήφισμα Α.917(22) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την επί του πλοίου χρήση των AIS», όπως τροποποιήθηκε με το ψήφισμα Α.956(23) του ΙΜΟ·

«ψήφισμα Α.930(22) του ΙΜΟ»: το ψήφισμα του ΙΜΟ και του Διοικητικού Συμβουλίου του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας με τίτλο «Οδηγίες για την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλισης σε περίπτωση εγκατάλειψης των ναυτικών»·

το «ψήφισμα A.949(23) του ΙΜΟ», το ψήφισμα 949(23) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα καταφύγια για τα πλοία που χρήζουν συνδρομής»·

το «ψήφισμα A.950(23) του ΙΜΟ», το ψήφισμα 950(23) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού με τίτλο «Υπηρεσίες συνδρομής στη θάλασσα (MAS)»

«κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ για τη δίκαιη μεταχείριση των ναυτιλλομένων»: το ψήφισμα LEG. 3(91) της Νομικής Επιτροπής του IMO, της 27ης Απριλίου 2006, σχετικά με την έγκριση κατευθυντήριων γραμμών για τη δίκαιη μεταχείριση των ναυτιλλομένων σε περίπτωση θαλάσσιου ατυχήματος· »

β)

║ Το στοιχείο ια) τροποποιείται ως εξής:

«ια)

«αρμόδιες αρχές»: οι αρχές και οι οργανισμοί οι οποίοι ορίζονται από τα κράτη μέλη προκειμένου να εκτελούν καθήκοντα δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»

γ)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

« ιαα)

«πλοιοκτήτης»: ο κύριος του πλοίου ή κάθε άλλος οργανισμός ή πρόσωπο, όπως ο εφοπλιστής-διαχειριστής, ο πράκτορας ή ναυλωτής γυμνού πλοίου, στον οποίο ο κύριος του πλοίου ανέθεσε την ευθύνη εκμετάλλευσης του πλοίου και ο οποίος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη αυτή, έχει αποδεχθεί να εκτελέσει και να εκπληρώσει όλα τα συναφή καθήκοντα και υποχρεώσεις· »

δ)

Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιθ)

«SafeSeaNet», κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία, το οποίο έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη για την εξασφάλιση της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας·

κ)

«προγραμματισμένη γραμμή», μια σειρά δρομολογίων οργανωμένη κατά τρόπο που να εξασφαλίζει σύνδεση μεταξύ δύο ή περισσότερων ίδιων λιμένων, είτε σύμφωνα με δημοσιευμένο χρονοδιάγραμμα ή με δρομολόγια τόσο τακτικά ή συχνά ώστε να συνιστούν αναγνωρίσιμη συστηματική σειρά·

κα)

«αλιευτικό σκάφος», οποιοδήποτε σκάφος το οποίο είναι εξοπλισμένο για την εμπορική εκμετάλλευση έμβιων υδρόβιων πόρων·

κβ)

«πλοίο χρήζον συνδρομής», το πλοίο η κατάσταση του οποίου ▐ μπορεί να καταλήξει σε ναυάγιο ή σε κίνδυνο για το περιβάλλον ή τη ναυσιπλοΐα. Η διάσωση προσώπων επί του πλοίου, όταν υπάρξει τέτοια ανάγκη, διέπεται από το Σύμβαση ASAR, η οποία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα έναντι των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

κγ)

«αστική ευθύνη»: για τους σκοπούς της Σύμβασης του 1996, η ευθύνη βάσει της οποίας ένας τρίτος στην πράξη της θαλάσσιας μεταφοράς που ήταν η αιτία της ζημίας δικαιούται να εγείρει απαίτηση υποκείμενη στον περιορισμό του άρθρου 2 της εν λόγω Σύμβασης, εξαιρουμένων των απαιτήσεων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος] ( (10);

κδ)

«LRIT», σύστημα το οποίο μεταδίδει αυτομάτως μεγάλου βεληνεκούς πληροφορίες αναγνώρισης και εντοπισμού σύμφωνα με τον κανονισμό 19, κεφάλαιο V της Σύμβασης SOLAS για την θαλάσσια ασφάλεια, καθώς και για περιβαλλοντικούς σκοπούς.

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο :

«Άρθρο 4α

Εξαιρέσεις

1.     Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τα τακτικά δρομολόγια τα οποία εκτελούνται μεταξύ λιμένων που βρίσκονται στο έδαφός τους από την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εταιρεία που εκμεταλλεύεται τα τακτικά δρομολόγια που προβλέπονται ανωτέρω καταρτίζει, και ενημερώνει διαρκώς, τον κατάλογο των αντίστοιχων πλοίων και τον διαβιβάζει στην ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή·

β)

για κάθε ταξίδι που πραγματοποιείται, οι πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, σημείο 1), είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατόπιν αιτήματός της. Η εταιρεία διαμορφώνει εσωτερικό σύστημα που να εγγυάται τη διαβίβαση, ηλεκτρονικώς, επί 24 ώρες την ημέρα και χωρίς καμία καθυστέρηση από τη στιγμή της λήψης του αιτήματος, των εν λόγω πληροφοριών στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1·

γ)

κάθε απόκλιση έξι ή περισσότερων ωρών από τον υπολογιζόμενο χρόνο άφιξης στον λιμένα προορισμού ή τον σταθμό πλοήγησης γνωστοποιείται στην αρμόδια αρχή του λιμένα άφιξης σύμφωνα με το άρθρο 4·

δ)

εξαιρέσεις εγκρίνονται για μεμονωμένα πλοία και σε συγκεκριμένο δρομολόγιο·

ε)

ένα δρομολόγιο δεν θεωρείται τακτικό δρομολόγιο εκτός εάν προβλέπεται να εκτελείται επί ένα τουλάχιστον μήνα·

στ)

οι εξαιρέσεις από τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 4 περιορίζονται σε ταξίδια με προβλεπόμενη διάρκεια έως 12 ώρες.

2.     Όταν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη εκμεταλλεύονται από κοινού ένα διεθνές τακτικό δρομολόγιο, κάθε ένα από τα οικεία κράτη μέλη μπορεί να ζητήσει από τα άλλα κράτη μέλη την εξαίρεση αυτού του δρομολογίου από την υποχρέωση παροχής των ανωτέρω πληροφοριών. Τα οικεία κράτη μέλη συνεργάζονται από κοινού για την εξαίρεση του εν λόγω δρομολογίου από αυτή την υποχρέωση σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 όρους.

3.     Τα κράτη μέλη ελέγχουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα εάν πληρούνται οι προβλεπόμενοι στις παραγράφους 1 και 2 όροι. Όταν δεν πληρούται ένας τουλάχιστον από αυτούς τους όρους, τα κράτη μέλη αφαιρούν αμέσως το δικαίωμα εξαίρεσης από την ενδιαφερόμενη εταιρεία.

4.     Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κατάσταση των εταιρειών και των πλοίων που έχουν εξαιρεθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο καθώς και κάθε ενημερωμένη έκδοση της κατάστασης αυτής. »

(6)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 6α

Χρήση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης (AIS) από αλιευτικά πλοία

Κάθε αλιευτικό πλοίο συνολικού μήκους άνω των 15 μέτρων που φέρει σημαία κράτους μέλους και είναι νηολογημένο στην Κοινότητα ή αναπτύσσει δραστηριότητα στα εσωτερικά ύδατα ή στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους, ή που εκφορτώνει το αλίευμά του σε λιμάνι κράτους μέλους, είναι, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Παραρτήματος II, Μέρος I, σημείο 3, εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματης αναγνώρισης (AIS) (κατηγορίας Α), το οποίο να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές επιδόσεων του ΙΜΟ.

Τα αλιευτικά πλοία που είναι εξοπλισμένα με AIS, το διατηρούν πάντοτε εν λειτουργία. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο κυβερνήτης μπορεί να σταματήσει τη λειτουργία του AIS όταν το θεωρεί αναγκαίο για την προστασία του πλοίου του. ║

Άρθρο 6β

Χρήση συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς αναγνώρισης και εντοπισμού πλοίων (LRIT)

1.     Τα πλοία που πραγματοποιούν διεθνή ταξίδια και προσεγγίζουν σε λιμένα κράτους μέλους είναι εξοπλισμένα με σύστημα LRIT σύμφωνα με τον Κανονισμό 19, Κεφάλαιο V της Σύμβασης SOLAS και τα σταθερότυπα επίδοσης και τις λειτουργικές απαιτήσεις που έχει υιοθετήσει ο IMO.

Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, και σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τις λεπτομέρειες και τις απαιτήσεις για την εγκατάσταση εξοπλισμού LRIT επί των πλοίων τα οποία διαπλέουν ύδατα που καλύπτονται από σταθερούς σταθμούς παρακολούθησης των κρατών μελών (AIS) και υποβάλλει στον IMO τυχόν κατάλληλα μέτρα.

2.     Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Κέντρου Δεδομένων LRIT για την επεξεργασία πληροφοριών του συστήματος μεγάλου βεληνεκούς αναγνώρισης και εντοπισμού πλοίων.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δεδομένων LRIT αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της ναυτιλίας, SafeSeaNet. Το κόστος που σχετίζεται με τροποποιήσεις των εθνικών στοιχείων του SafeSeaNet προκειμένου να συμπεριλάβει τις πληροφορίες του LRIT βαρύνει τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν στη σύσταση και τη διατήρηση ενός συνδέσμου με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δεδομένων LRIT.

3.     Η Επιτροπή καθορίζει την πολιτική και τις αρχές για την πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δεδομένων LRIT βάσει της διαδικασίας του άρθρου 28, παράγραφος 2α.»

(7)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Υποχρεώσεις του φορτωτή

1.     Οι φορτωτές που παραδίδουν προς μεταφορά επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα ▐ σε λιμένα κράτους μέλους, παραδίδουν στον πλοίαρχο ή τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο , ανεξαρτήτως των διαστάσεών του, πριν τα εμπορεύματα φορτωθούν στο πλοίο, δήλωση που θα περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι σημείο 2·

β)

όσον αφορά τις ουσίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της σύμβασης MARPOL, το δελτίο των δεδομένων ασφαλείας όπου αναφέρονται τα φυσικο-χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων (και όπου είναι εφικτό) , συμπεριλαμβανομένου του ιξώδους σε cSt στους 50 °C και της πυκνότητας στους 15 °C , καθώς και τα άλλα δεδομένα που περιέχονται στο δελτίο των δεδομένων ασφαλείας σύμφωνα με το ψήφισμα MSC. 150 (77) του ΙΜΟ·

γ)

τους αριθμούς κλήσης έκτακτης ανάγκης του φορτωτή ή κάθε άλλου προσώπου ή οργανισμού που διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τα φυσικο-χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

2 .    Τα πλοία που προέρχονται από λιμένα εκτός της Κοινότητας και που κατευθύνονται σε λιμένα κράτους μέλους ή σε αγκυροβόλιο στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους και μεταφέρουν επικίνδυνες ή ρυπογόνους ουσίες, πρέπει να είναι εφοδιασμένα με δήλωση εκ μέρους του φορτωτή, που θα περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, τμήμα 3:

β)

τις πληροφορίες που απαιτούνται από την παράγραφο 1, στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου.

3 .   Ο φορτωτής υποχρεούται και είναι αρμόδιος να εξασφαλίζει ότι το φορτίο που παραδίδεται προς μεταφορά είναι πράγματι αυτό που έχει δηλωθεί σύμφωνα με τα εδάφια 1 και 2

(8)

Το άρθρο 14, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ), αντικαθίσταται από το εξής:

« γ)

γ) κάθε κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαβιβάζει αμελλητί στις αρμόδιες εθνικές και τοπικές αρχές ενός άλλου κράτους μέλους, κατόπιν αιτήσεώς τους, τις πληροφορίες SafeSeaNet σχετικά με το πλοίο και τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα που μεταφέρει, σε περίπτωση που αυτό χρειάζεται αυστηρώς για λόγους θαλάσσιας ασφάλειας και την προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. »

(9)

Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία στο άρθρο 16, παράγραφος 1:

«║

δ) πλοία που δεν έχουν κοινοποιήσει, ή που δεν διαθέτουν, πιστοποιητικά ασφάλισης ή χρηματοοικονομικές εγγυήσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τους διεθνείς κανόνες·

ε) πλοία που έχουν επισημανθεί από τους πλοηγούς ή από τις λιμενικές αρχές ότι παρουσιάζουν εμφανείς ανωμαλίες που είναι ικανές να διακυβεύσουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας ή να προκαλέσουν κίνδυνο για το περιβάλλον.»

(10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18α

Μέτρα σε περίπτωση κινδύνων από την ύπαρξη πάγου

1.   Εφόσον οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν, ενόψει της κατάστασης των πάγων, ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα ή για την προστασία των θαλάσσιων ή παράκτιων περιοχών τους, ή θαλάσσιων ή παράκτιων περιοχών άλλων κρατών:

α)

παρέχουν στους κυβερνήτες των πλοίων που βρίσκονται στις περιοχές αρμοδιότητάς τους ή που προτίθενται να καταπλεύσουν ή να αποπλεύσουν από λιμένα τους, κατάλληλες πληροφορίες για την κατάσταση των πάγων, τις συνιστώμενες διαδρομές και τις υπηρεσίες παγοθραυστικών στην περιοχή αρμοδιότητάς τους·

β)

μπορούν, με την επιφύλαξη του καθήκοντος παροχής συνδρομής σε πλοία χρήζοντα συνδρομής και άλλων υποχρεώσεων που απορρέουν από σχετικούς διεθνείς κανόνες, να ζητούν από τα πλοία που βρίσκονται στην εν λόγω περιοχή και που προτίθενται να καταπλεύσουν ή να αποπλεύσουν από λιμένα ή τερματικό σταθμό ή να αναχωρήσουν από περιοχή αγκυροβολίου, να πληρούν τεκμηριωμένα τις απαιτήσεις ανθεκτικότητας και ισχύος που αντιστοιχούν στην κατάσταση των πάγων στην εν λόγω περιοχή.

2.   Τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 βασίζονται, όσον αφορά τα δεδομένα για την κατάσταση των πάγων, σε προγνώσεις καιρού και πάγων προερχόμενες από ειδικευμένη μετεωρολογική υπηρεσία, αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος.»

(11)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο μετά την παράγραφος 2:

«Για τον σκοπό αυτό διαβιβάζουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 12»

β)

προστίθεται η ακόλουθη νέα παράγραφος:

« 3α.     Κατ' εφαρμογή της εθνικής τους νομοθεσίας, τα κράτη μέλη τηρούν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ σχετικά με τη δίκαιη μεταχείριση των ναυτιλλομένων σε περίπτωση θαλάσσιου ατυχήματος, ιδίως σε ό,τι αφορά τον κυβερνήτη και το πλήρωμα πλοίου που διατρέχει κίνδυνο στα υπό τη δικαιοδοσία τους ύδατα. »

(12)

Παρεμβάλλεται νέο άρθρο:

«Άρθρο 19α

Αρμόδια αρχή για την υποδοχή πλοίου χρήζοντος συνδρομής

1.     Κάθε κράτος μέλος ορίζει αρμόδια αρχή που διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη και είναι ανεξάρτητη υπό την έννοια ότι, κατά την επιχείρηση διάσωσης, έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας σχετικά με την υποδοχή των πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο με στόχο:

την προστασία ανθρώπινων ζωών

την προστασία των ακτών

την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος

την ασφάλεια στη θάλασσα

την ελαχιστοποίηση της οικονομικής ζημίας.

2.     Η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναλαμβάνει την ευθύνη για την εφαρμογή των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 20α .

3.     Η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί, μεταξύ άλλων:

α)

να περιορίζει την κίνηση του πλοίου ή να το κατευθύνει να ακολουθήσει ειδική πορεία. Αυτή η απαίτηση δεν επηρεάζει την ευθύνη του πλοιάρχου για την ασφαλή διακυβέρνηση του πλοίου του·

β)

να προειδοποιεί επισήμως τον πλοίαρχο ζητώντας του να σταματήσει την απειλή στο περιβάλλον ή στη θαλάσσια ασφάλεια·

γ)

να επιβιβάζεται ή να αποστέλλει στο πλοίο ομάδα αξιολόγησης για να εκτιμηθεί ο βαθμός του κινδύνου, να βοηθά τον πλοίαρχο να επανορθώνει την κατάσταση και να τηρεί ενήμερο τον αρμόδιο παράκτιο σταθμό·

δ)

να καλεί μόνη της και να αποστέλλει σωστικά συνεργεία όπου χρειάζεται·

ε)

να λαμβάνει μέριμνα για την πλοήγηση ή τη ρυμούλκηση του πλοίου.»

(13)

Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής σε καταφύγια

1.    Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 19α αποφασίζει για την υποδοχή πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο . Η εν λόγω αρχή διασφαλίζει ότι πλοία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης προϋποθέτουν την αξιολόγηση της κατάστασης βάσει των σχεδίων που προβλέπει το άρθρο 20α και εισέρχονται σε καταφύγιο σε περιπτώσεις που με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατή η μείωση ή η αποφυγή των σχετικών κινδύνων .

2.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αρχές συνέρχονται τακτικά με σκοπό την ανταλλαγή γνώσεων και τη βελτίωση των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου. Δύνανται να συνέρχονται οποτεδήποτε, αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.»

(14)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 20α

Σχέδια για την υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν σχέδια προκειμένου να αντιμετωπίζουν απειλές που προκαλούνται από την παρουσία πλοίων που χρήζουν συνδρομής σε ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και να διασφαλίσουν την υποδοχή πλοίων και τη προστασία ανθρώπινων ζωών.

2.   Τα σχέδια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκπονούνται έπειτα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, βάσει των ψηφισμάτων Α.949(23) και Α.950(23) του ΙΜΟ, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη και διαχείριση των συναγερμών·

β)

την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της κατάστασης και για τη λήψη απόφασης σχετικά με την αποδοχή ή την άρνηση εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής στο επιλεγμένο καταφύγιο·

γ)

πληροφορίες σχετικά με την ακτογραμμή των κρατών μελών και όλα τα στοιχεία που διευκολύνουν ταχεία αξιολόγηση και ταχεία απόφαση σχετικά με την επιλογή καταφυγίου για πλοίο χρήζον συνδρομής ║, καθώς και σχετικά με τους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες και τις φυσικές συνθήκες·

δ)

τις διαδικασίες αξιολόγησης για την αποδοχή ή την άρνηση εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο·

ε)

τα κατάλληλα μέσα και εγκαταστάσεις για συνδρομή, διάσωση και καταπολέμηση της ρύπανσης·

στ)

διαδικασίες για τον διεθνή συντονισμό και τη λήψη αποφάσεων·

ζ)

τις διαδικασίες χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και ευθύνης που υφίστανται όσον αφορά πλοία που γίνονται δεκτά σε καταφύγια.

3.   Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν το όνομα της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 19α και των αρχών που ορίζονται για τη λήψη και διαχείριση των συναγερμών , καθώς και διευθύνσεις επαφής.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στα γειτονικά κράτη μέλη, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τις πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια.

Κατά την υλοποίηση των διαδικασιών που προβλέπονται στα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση των εμπλεκομένων στις επιχειρήσεις μερών.

Εφόσον ζητηθεί από τα κράτη μέλη, οι κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο παραλήπτες των πληροφοριών δεσμεύονται από υποχρέωση εχεμύθειας.

4.   Μέχρι τις… (11), τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 20β

Καθεστώς αστικής ευθύνης και χρηματοοικονομικών εγγυήσεων

1.     Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν το καθεστώς αστικής ευθύνης των πλοιοκτητών και διασφαλίζουν ότι το δικαίωμα των πλοιοκτητών να περιορίζουν την ευθύνη τους διέπεται από όλες τις διατάξεις της Σύμβασης του 1996.

2.     Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε πλοιοκτήτης πλοίου φέροντος τη σημαία του εν λόγω κράτους μέλους να ασφαλίζεται χρηματοοικονομικά όσον αφορά την αστική του ευθύνη, σύμφωνα με το ανώτατο όριο που καθορίζεται με τη Σύμβαση του 1996 .

3.     Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε πλοιοκτήτης πλοίου φέροντος σημαία τρίτης χώρας να ασφαλίζεται χρηματοοικονομικά, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, από τη στιγμή που το πλοίο αυτό εισέρχεται στην αποκλειστική οικονομική ζώνη του κράτους μέλους ή σε ισοδύναμη ζώνη. Η εν λόγω χρηματοοικονομική ασφάλεια ισχύει επί διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία αυτή απαιτείται.

Άρθρο 20γ

Χρηματοοικονομική κάλυψη σε περίπτωση εγκατάλειψης ναυτικών

1.     Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε πλοιοκτήτης πλοίου φέροντος τη σημαία του εν λόγω κράτους μέλους να ασφαλίζεται χρηματοοικονομικά, με σκοπό την προστασία των ναυτολογημένων ή απασχολούμενων επί του πλοίου αυτού ναυτικών σε περίπτωση εγκατάλειψης, σύμφωνα με το ψήφισμα A.930(22) του ΙΜΟ.

2.     Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι πλοιοκτήτες σκάφους φέροντος σημαία τρίτης χώρας να ασφαλίζονται χρηματοοικονομικά, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, από τη στιγμή που το πλοίο αυτό καταπλέει σε λιμένα ή σε σταθμό ανοικτής θάλασσας που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή που αγκυροβολεί σε ζώνη που υπάγεται στη δικαιοδοσία του .

3.     Τα κράτη μέλη βεβαιώνονται για τη δυνατότητα πρόσβασης στο σύστημα χρηματοοικονομικής εγγύησης σε περίπτωση εγκατάλειψης ναυτικών, σύμφωνα με το ψήφισμα A.930(22) του ΙΜΟ.

Άρθρο 20δ

Πιστοποιητικό χρηματοοικονομικής κάλυψης

1.     Η ύπαρξη και η ισχύς των αναφερόμενων στα άρθρα 20β και 20γ χρηματοοικονομικών εγγυήσεων πιστοποιούνται από ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά.

2.     Τα πιστοποιητικά εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών αφού προηγουμένως αυτές βεβαιωθούν ότι ο πλοιοκτήτης πληροί τα οριζόμενα από την παρούσα οδηγία. Κατά την έκδοση των πιστοποιητικών, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν επίσης υπόψη κατά πόσον ο εγγυοδοτικός φορέας διαθέτει επιχειρηματική εγκατάσταση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν πρόκειται για πλοίο νηολογημένο σε κράτος μέλος, τα πιστοποιητικά εκδίδονται ή θεωρούνται από την αρμόδια αρχή του κράτους νηολόγησης του πλοίου.

Όταν πρόκειται για πλοίο νηολογημένο σε τρίτη χώρα, τα πιστοποιητικά μπορούν να εκδίδονται ή να θεωρούνται από την αρμόδια αρχή οιουδήποτε κράτους μέλους.

3.     Οι όροι έκδοσης και θεώρησης των πιστοποιητικών, και ειδικότερα τα κριτήρια και οι λεπτομέρειες χορήγησης, καθώς και τα μέτρα που αφορούν τους εγγυοδότες καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων δια της συμπληρώσεώς της, αποφασίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28, παράγραφος 2.

4.     Τα πιστοποιητικά περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ενδείξεις:

α)

όνομα του πλοίου και λιμένας νηολόγησης·

β)

ονοματεπώνυμο του πλοιοκτήτη και τόπος της κύριας εγκατάστασής του·

γ)

είδος της παρεχόμενης εγγύησης·

δ)

επωνυμία και διεύθυνση του κύριου καταστήματος του ασφαλιστή ή άλλου εγγυοδότη και, κατά περίπτωση, διεύθυνση του καταστήματος στο οποίο έχει συναφθεί η σύμβαση ασφάλισης ή εγγυοδοσίας·

ε)

περίοδο ισχύος του πιστοποιητικού, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει αυτή της συμβάσεως ασφάλισης ή εγγυοδοσίας.

5.     Τα πιστοποιητικά συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους που τα εκδίδει. Εάν η χρησιμοποιούμενη γλώσσα δεν είναι ούτε η αγγλική ούτε η γαλλική, το κείμενο περιλαμβάνει μετάφραση σε μία από τις γλώσσες αυτές.

Άρθρο 20ε

Γνωστοποίηση του πιστοποιητικού χρηματοοικονομικής κάλυψης

1.     Το πιστοποιητικό φυλάσσεται επί του πλοίου και αντίγραφό του κατατίθεται στην αρχή νηολόγησης του πλοίου ή, εάν το πλοίο δεν έχει νηολογηθεί σε κράτος μέλος, στην αρχή του κράτους που εξέδωσε ή θεώρησε το πιστοποιητικό. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει αντίγραφο του φακέλου πιστοποίησης στην κοινοτική υπηρεσία που προβλέπεται στο άρθρο 20θ προκειμένου αυτή να το προσθέσει στο σχετικό μητρώο.

2.     Ο εφοπλιστής, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος πλοίου εισπλέοντος στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή την ισοδύναμη ζώνη κράτους μέλους στις αναφερόμενες στο άρθρο 20β περιπτώσεις, γνωστοποιεί στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους την ύπαρξη επί του σκάφους του πιστοποιητικού χρηματοοικονομικής κάλυψης.

3.     Ο εφοπλιστής, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος πλοίου με προορισμό λιμάνι ή σταθμό σε θάλασσα που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους ή το οποίο πρόκειται να αγκυροβολήσει σε ζώνη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία κράτους μέλους στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20γ, γνωστοποιεί στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους την ύπαρξη επί του σκάφους του πιστοποιητικού χρηματοοικονομικής κάλυψης.

4.     Οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορούν να ανταλλάσσονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω του κοινοτικού συστήματος ανταλλαγής ναυτιλιακών πληροφοριών SafeSeaNet .

Άρθρο 20στ

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την τήρηση των κανόνων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και θεσπίζουν κυρώσεις για παραβίαση των εν λόγω κανόνων. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 20ζ

Αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ κρατών μελών των πιστοποιητικών χρηματοοικονομικής κάλυψης

Κάθε κράτος μέλος κάνει δεκτά τα πιστοποιητικά τα οποία εκδίδονται ή θεωρούνται υπ' ευθύνη άλλου κράτους μέλους κατ' εφαρμογή του άρθρου 20δ για όλους τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και τα αναγνωρίζει ως έχοντα την ίδια ισχύ με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται ή θεωρούνται από το ίδιο, ακόμη και αν έχουν εκδοθεί ή θεωρηθεί σε σχέση με πλοίο μη νηολογημένο σε κράτος μέλος.

Ένα κράτος μέλος δύναται οποτεδήποτε να ζητεί από το κράτος που εξέδωσε ή επικύρωσε το πιστοποιητικό να προβεί σε ανταλλαγή απόψεων, εάν εκτιμά ότι ο ασφαλιστής ή εγγυητής που αναφέρεται στο πιστοποιητικό δεν είναι οικονομικά ικανός να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 20η

Ευθεία αγωγή κατά του παρέχοντος τη χρηματοοικονομική εγγύηση κάλυψης της αστικής ευθύνης

Οιαδήποτε απαίτηση αποκατάστασης των ζημιών που προκλήθηκαν από πλοία στρέφεται απευθείας κατά του παρέχοντος τη χρηματοοικονομική εγγύηση η οποία καλύπτει την αστική ευθύνη του πλοιοκτήτη.

Ο παρέχων τη χρηματοοικονομική εγγύηση δύναται να προβάλει τα μέσα αμύνης τα οποία θα δικαιούτο να επικαλεστεί ο ίδιος ο πλοιοκτήτης, εκτός από τις ενστάσεις που απορρέουν από τη διαδικασία πτώχευσης ή εκκαθάρισης υπό την οποία τελεί ο πλοιοκτήτης.

Ο παρέχων τη χρηματοοικονομική εγγύηση δύναται επίσης να επικαλεστεί το γεγονός ότι οι ζημίες προήλθαν από εσκεμμένο πταίσμα του πλοιοκτήτη. Δεν δύναται, ωστόσο, να προβάλει κανένα από τα μέσα αμύνης τα οποία θα μπορούσε να επικαλεστεί στο πλαίσιο αγωγής που θα κατέθετε εναντίον του ο πλοιοκτήτης.

Ο παρέχων τη χρηματοοικονομική εγγύηση δύναται σε κάθε περίπτωση να υποχρεώσει τον πλοιοκτήτη να καταστεί ομόδικός του.

Άρθρο 20θ

Κοινοτική υπηρεσία

Ιδρύεται κοινοτική υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση λεπτομερούς μητρώου των εκδοθέντων πιστοποιητικών, με τον έλεγχο και την ενημέρωση της ισχύος τους, καθώς και με την εξακρίβωση της ύπαρξης των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που έχουν καταχωρίσει τρίτες χώρες.

Άρθρο 20ι

Χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και αποζημιώσεις

1.     Η απουσία πιστοποιητικού ασφάλισης ή χρηματοοικονομικής εγγύησης δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την προκαταρκτική αξιολόγηση και τη λήψη απόφασης που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1 και δεν αποτελεί αποχρώντα λόγο που μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος για να αρνηθεί την υποδοχή σε καταφύγιο πλοίου που διατρέχει κίνδυνο.

2.     Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν ένα κράτος μέλος υποδέχεται σε καταφύγιο πλοίο που διατρέχει κίνδυνο, δύναται να ζητήσει από τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, τον πράκτορα ή τον πλοίαρχο να παρουσιάσουν πιστοποιητικό ασφάλισης ή χρηματοοικονομική εγγύηση, υπό την έννοια της παρούσας οδηγίας, προς κάλυψη της ευθύνη του για βλάβες που προξενεί το πλοίο. Η ζήτηση του εν λόγω πιστοποιητικού δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε καθυστέρηση της διαδικασίας για την υποδοχή πλοίου που διατρέχει κίνδυνο.

3.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την επιστροφή δαπανών και πιθανών οικονομικών ζημιών που υπέστη ένας λιμένας εξ αιτίας της απόφασης που ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, εάν οι εν λόγω δαπάνες ή οι σχετικές ζημίες δεν επιστρέφονται εντός λογικού χρονικού διαστήματος από τον πλοιοκτήτη ή τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς και με τους ισχύοντες διεθνείς μηχανισμούς καταβολής αποζημιώσεων. »

(15)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία (SafeSeaNet)

1.   Τα κράτη μέλη εγκαθιστούν εθνικά ή τοπικά συστήματα διαχείρισης των πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία με σκοπό την επεξεργασία των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Τα συστήματα που καθιερώνονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθιστούν δυνατή την επιχειρησιακή αξιοποίηση των συλλεγόμενων πληροφοριών και πληρούν ιδίως τους όρους του άρθρου 14.

3.   Για την εξασφάλιση αποτελεσματικής ανταλλαγής των αναφερομένων στην παρούσα οδηγία πληροφοριών, τα κράτη μέλη βεβαιώνονται ότι τα εθνικά ή τοπικά συστήματα που έχουν τεθεί σε λειτουργία για τη συλλογή, επεξεργασία και διατήρηση των εν λόγω πληροφοριών μπορούν να διασυνδεθούν με το SafeSeaNet. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το SafeSeaNet λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως. Οι βασικές αρχές του SafeSeaNet καθορίζονται στο Παράρτημα III.

4.     Σε περίπτωση συνεργασίας στο πλαίσιο περιφερειακών συμφωνιών ή διασυνοριακών, διαπεριφερειακών ή διεθνικών σχεδίων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα συστήματα ή δίκτυα πληροφοριών που αναπτύσσονται συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και είναι συμβατά και συνδεδεμένα με το SafeSeaNet. »

(16)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

║ α)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

επέκταση της κάλυψης ή/και αναβάθμιση του κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης προκειμένου να βελτιωθούν ο εντοπισμός και η παρακολούθηση των πλοίων, λαμβανομένων υπόψη των εξελίξεων στις τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται για τη δημιουργία, όπου χρειάζεται, συστημάτων υποχρεωτικής υποβολής αναφορών, υπηρεσιών υποχρεωτικής εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων και κατάλληλων συστημάτων οργάνωσης της κυκλοφορίας των πλοίων, τα οποία υποβάλλουν στον IMO προς έγκριση. Συνεργάζονται επίσης, στο πλαίσιο των οικείων περιφερειακών ή διεθνών φορέων, για την ανάπτυξη συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς αναγνώρισης και εντοπισμού πλοίων.»

║ β)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ε):

«ε)

εξασφάλιση της διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας των εθνικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των πληροφοριών που αναφέρονται στο παράρτημα I, και για την ανάπτυξη και επικαιροποίηση του συστήματος SafeSeaNet.»

(17)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 23α

Επεξεργασία και διαχείριση των πληροφοριών για την ασφάλεια στη θάλασσα

1.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει, εφόσον απαιτείται, την επεξεργασία, αξιοποίηση και διάθεση, στις αρχές που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη, των πληροφοριών που συλλέγονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

2.   Κατά περίπτωση, η Επιτροπή συμβάλλει στην ανάπτυξη και λειτουργία συστημάτων συλλογής και διάδοσης δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδίως μέσω του συστήματος «Equasis» ή κάθε άλλου αντίστοιχου συστήματος με δημόσιο χαρακτήρα.»

(18)

Στο άρθρο 24 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

« Τα κράτη μέλη ελέγχουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι η δημοσίευση δεδομένων AIS και LRIT που εκπέμπονται από πλοία δεν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την προστασία του περιβάλλοντος και δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης των πλοίων. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπουν τη διάδοση πληροφοριών που αφορούν στοιχεία σχετικά με το φορτίο και τα άτομα που επιβαίνουν στο πλοίο, εκτός εάν ο κυβερνήτης ή ο φορέας εκμετάλλευσης του πλοίου έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για μια τέτοια χρήση.

Η Επιτροπή διερευνά πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στον τομέα της ασφάλειας των δικτύων και πληροφοριών, τα οποία ενδεχομένως συνδέονται με τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, και ιδιαίτερα στα άρθρα 6, 6α, 14 και 22α και προτείνει οιαδήποτε κατάλληλη τροποποίηση του Παραρτήματος ΙΙΙ για τη βελτίωση της ασφάλειας των δικτύων. »

(19)

Τα άρθρα 27 και 28 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο :

«Άρθρο 27

Τροποποιητική διαδικασία

1.     Οι ορισμοί στο άρθρο 3, οι αναφορές σε μηχανισμούς της Κοινότητας και του IMO και τα παραρτήματα μπορούν να τροποποιούνται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, προκειμένου να υπάρξει συμβατότητα με κοινοτική ή διεθνή νομοθεσία η οποία έχει εγκριθεί, τροποποιηθεί ή τεθεί σε ισχύ, στο βαθμό που τέτοιες τροπολογίες δεν διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

2.     Επιπλέον, τα Παραρτήματα I, III και IV της παρούσας οδηγίας μπορούν να τροποποιηθούν υπό το φως της κτηθείσας πείρας, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28, παράγραφος 2, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τροπολογίες δεν διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 28

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) ║.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

(20)

Στο Παράρτημα I, σημείο 4, η περίπτωση X αντικαθίσταται ως εξής:

«—

Χ. Διάφορα:

χαρακτηριστικά και κατ' εκτίμηση μεταφερόμενη ποσότητα καυσίμων δεξαμενής για όλα τα σκάφη,

καθεστώς πλοήγησης. »

(21)

Στο Παράρτημα II, Μέρος I, προστίθεται το ακόλουθο σημείο ║:

«3.

Αλιευτικά σκάφη

Κάθε αλιευτικό σκάφος ολικού μήκους άνω των 15 μέτρων έχει υποχρέωση να φέρει τον εξοπλισμό που προβλέπεται στο άρθρο 6α σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος ίσο ή μεγαλύτερο από 24 μέτρα και μικρότερο από 45 μέτρα: το αργότερο … ( (13);

αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος ίσο ή μεγαλύτερο από 18 μέτρα και μικρότερο από 24 μέτρα: το αργότερο … (14);

αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος μεγαλύτερο από 15 μέτρα και μικρότερο από 18 μέτρα: το αργότερο … (15).

Τα νεότευκτα αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος άνω των 15 μέτρων υπόκεινται στην υποχρέωση εξοπλισμού που προβλέπει το άρθρο 6α από τις … (16).

Άρθρο 2

Μεταφορά της οδηγίας

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο (17). Κοινοποιούν ▐ στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων μαζί με πίνακα αντιστοιχίας των διατάξεων προς την παρούσα οδηγία.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007(ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 533), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 184 Ε της 22.7.2008, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.,

(4)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10.

(5)   ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20.

(6)   ΕΕ L …

(7)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1. ║.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. ║.

(9)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1. ║.

(10)   ΕΕ L …

(11)  18 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(12)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1. ║»

(13)  3 έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(14)  4 έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(15)  5 έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(16)  18 μήνες από την έναρξη ισχύος τηςπαρούσας οδηγίας.»

(17)   12 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/171


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών ***II

P6_TA(2008)0444

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση των οδηγιών 1999/35/ΕΚ και 2002/59/ΕΚ (5721/5/2008 — C6-0226/2008 — 2005/0240(COD))

2010/C 8 E/40

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (5721/5/2008 — C6-0226/2008) (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0590),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ

έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0332/2008),

1.

εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 184 E της 22.7.2008, σ. 23.

(2)  ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 546.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC2-COD(2005)0240

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η ασφάλεια στις θαλάσσιες μεταφορές στην Ευρώπη πρέπει να διατηρηθεί γενικώς σε υψηλό επίπεδο και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να μειωθεί ο αριθμός των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.

(2)

Η ταχεία διεξαγωγή της τεχνικής διερεύνησης των ναυτικών ατυχημάτων βελτιώνει την ασφάλεια στην θάλασσα επειδή συμβάλλει στην πρόληψη της επανάληψης τέτοιων ατυχημάτων που έχουν ως αποτέλεσμα απώλεια ανθρωπίνων ζωών, απώλεια πλοίων και ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα (4), ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση οδηγίας σχετικά με την έρευνα των ναυτικών ατυχημάτων.

(4)

Το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου ║ 1982 (║ Unclos) θεσπίζει το δικαίωμα των παρακτίων κρατών να διερευνούν τα αίτια οποιουδήποτε ναυτικού ατυχήματος εντός των χωρικών του υδάτων το οποίο ενδέχεται να παρουσιάζει κίνδυνο για τη ζωή ή το περιβάλλον, να αφορά τις αρχές έρευνας και διάσωσης παράκτιου κράτους ή να το επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο.

(5)

Το άρθρο 94 της Unclos ορίζει ότι το κράτος σημαίας φροντίζει για τη διεξαγωγή έρευνας από ή ενώπιον προσώπου ή προσώπων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για ορισμένα ατυχήματα ή περιστατικά στην ανοικτή θάλασσα.

(6)

Ο κανονισμός I/21 της διεθνούς σύμβασης περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου ║ 1974 (║ σύμβαση SOLAS 74), η διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου ║1966 και η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 καθορίζουν την ευθύνη που υπέχει το κράτος σημαίας για τη διενέργεια ερευνών για τα ατυχήματα και για τη διαβίβαση των σχετικών πορισμάτων στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ).

(7)

Ο κώδικας για την εφαρμογή των υποχρεωτικών πράξεων του ΙΜΟ που επισυνάφθηκε στο ψήφισμα Α.973(24) της Συνέλευσης του ΙΜΟ, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, υπενθυμίζει την υποχρέωση κάθε κράτους σημαίας να εξασφαλίζει ότι οι έρευνες για την ασφάλεια στη θάλασσα διενεργούνται από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Ο εν λόγω κώδικας απαιτεί επίσης από κάθε κράτος σημαίας να είναι έτοιμο να διαθέσει για τη διερεύνηση πρόσωπα με τα κατάλληλα προσόντα για το σκοπό αυτό, ανεξαρτήτως από την τοποθεσία που συνέβη το ατύχημα ή το περιστατικό.

(8)

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κώδικας για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, ο οποίος εγκρίθηκε με το ψήφισμα Α.849 (20) της Συνέλευσης του IMO της 27ης Νοεμβρίου 1997 (εφεξής: κώδικας του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών), ο οποίος προβλέπει την εφαρμογή κοινής προσέγγισης για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών και για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών ώστε να εντοπίζονται οι συντελεστές που προκαλούν ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη το ψήφισμα της Συνέλευσης του ΙΜΟ A.861(20), της 27ης Νοεμβρίου 1997, και το ψήφισμα MSC.163(78) της επιτροπής για την ασφάλεια στη θάλασσα του ΙΜΟ, της 17ης Μαΐου 2004, τα οποία περιέχουν ορισμό για το όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου.

(9)

Κατά τη διεξαγωγή διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας έπειτα από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις Κατευθυντήριες γραμμές για τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος που επισυνάφθηκαν στο ψήφισμα LEG.3(91) της Συνέλευσης του IMO και της Νομικής Επιτροπής του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, της 27ης Απριλίου 2006▐.

(10)

Σύμφωνα με την οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη (5), απαιτείται από τα κράτη μέλη να ορίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων νομικών τους συστημάτων, το νομικό καθεστώς που θα επιτρέψει σε αυτά και σε οιοδήποτε άλλο ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συμμετέχουν, να συνεργάζονται ή, όπου προβλέπεται στο πλαίσιο του κώδικα για την έρευνα ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, να διεξάγουν οιαδήποτε διερεύνηση ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού στο οποίο εμπλέκεται οχηματαγωγό ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος.

(11)

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (6), απαιτείται από τα κράτη μέλη να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του κώδικα του IMO για την έρευνα των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, και να εξασφαλίζουν ότι τα πορίσματα της έρευνας δημοσιεύονται, το συντομότερο δυνατό, μετά την περάτωσή της.

(12)

Η αμερόληπτη διεξαγωγή της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας σχετικά με ατυχήματα και περιστατικά στα οποία εμπλέκονται σκάφη της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας, ή άλλα σκάφη σε λιμένες ή άλλες οριοθετημένες θαλάσσιες περιοχές, έχει ύψιστη σημασία για την διαπίστωση των πραγματικών περιστάσεων και αιτίων του ατυχήματος ή του περιστατικού. Η έρευνα αυτή, επομένως, θα πρέπει να διενεργείται από πρόσωπα ειδικευμένα για τη διενέργεια διερευνήσεων υπό τον έλεγχο ανεξάρτητου οργανισμού ή φορέα, που διαθέτει μόνιμες αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους όσον αφορά τις εξουσίες των αρμόδιων για τη δικαστική έρευνα αρχών και σε συνεργασία με τις αρχές αυτές, όταν ενδείκνυται, να εξασφαλίζουν ότι δίνεται στους υπεύθυνους για την τεχνική έρευνα η δυνατότητα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το νομικό τους σύστημα επιτρέπει σε αυτά, καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να συμμετέχουν ή να συνεργάζονται στη διερεύνηση ατυχημάτων με βάση τις διατάξεις του κώδικα του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.

(15)

Ένα κράτος μέλος επιτρέπεται να αναθέτει σε άλλο κράτος μέλος το καθήκον του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό (εφεξής: «διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας»), ή συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο μιας τέτοιας έρευνας, κατόπιν κοινής συμφωνίας.

(16)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να μην χρεώνουν τις δαπάνες για συνδρομή που ζητείται στο πλαίσιο διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας στις οποίες συμμετέχουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Σε περιπτώσεις που ζητείται η συνδρομή κράτους μέλους το οποίο δεν εμπλέκεται στη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμφωνούν όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών με τις οποίες αυτό επιβαρύνθηκε.

(17)

Σύμφωνα με τον κανονισμό V/20 της συμβάσεως SOLAS 74, τα επιβατηγά πλοία και τα λοιπά πλοία εκτός των επιβατηγών ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3 000 GT, τα οποία έχουν κατασκευαστεί από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά, πρέπει να φέρουν όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου ως βοήθημα για την έρευνα ατυχημάτων. Δεδομένης της σημασίας του στο πλαίσιο της εκπόνησης πολιτικής για την πρόληψη των ναυτικών ατυχημάτων, ο εν λόγω εξοπλισμός πρέπει να καταστεί υποχρεωτικός στα πλοία που εκτελούν εσωτερικά ή διεθνή δρομολόγια και καταπλέουν σε λιμένες της Κοινότητας.

(18)

Τα δεδομένα που παρέχονται από σύστημα καταγραφής δεδομένων ταξιδίου, καθώς και από άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, μπορούν να χρησιμεύσουν αναδρομικώς, έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό για τη διερεύνηση των αιτίων του, και προληπτικώς, για την απόκτηση γνώσεων σχετικά με τις περιστάσεις που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε τέτοια συμβάντα. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα αυτά, όταν είναι διαθέσιμα, χρησιμοποιούνται καταλλήλως για τους δύο αυτούς σκοπούς.

(19)

Πρέπει να διερευνώνται ή να εξετάζονται άλλως συναγερμοί από πλοία ή πληροφορίες που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή σχετικά με το ότι κάποιο πλοίο ή πρόσωπα επί πλοίου ή από πλοίο διατρέχουν κίνδυνο, ή ότι, ως αποτέλεσμα συμβάντος σχετιζομένου με τη λειτουργία πλοίου, υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να προκληθούν ζημίες σε πρόσωπα, στη δομή του πλοίου ή στο περιβάλλον.

(20)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (║ ο Οργανισμός ║) οφείλει να συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη τεχνικών λύσεων και την παροχή τεχνικής βοήθειας σε συνάρτηση με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Σε θέματα διερεύνησης ατυχημάτων ο Οργανισμός έχει συγκεκριμένο καθήκον να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στην ανάπτυξη κοινής μεθοδολογίας για την έρευνα ναυτικών ατυχημάτων δυνάμει συμφωνημένων διεθνών αρχών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα διαφορετικά νομικά συστήματα των κρατών μελών.

(21)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ο Οργανισμός διευκολύνει τη συνεργασία στηρίζοντας τα κράτη μέλη σε δραστηριότητες που αφορούν διερευνήσεις και στην ανάλυση υφιστάμενων εκθέσεων έρευνας για ατυχήματα.

(22)

Στην ανάπτυξη ή τροποποίηση κοινής μεθοδολογίας για τη διερεύνηση των θαλασσίων ατυχημάτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα συμπεράσματα που συνάγονται από τις αναλύσεις των υφισταμένων εκθέσεων διερεύνησης ατυχημάτων που μπορούν να αξιοποιηθούν για την πρόληψη μελλοντικών καταστροφών και τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(23)

Οι συστάσεις ασφαλείας, οι οποίες συνιστούν αποτέλεσμα διερεύνησης θεμάτων ασφαλείας, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τα κράτη μέλη και την Κοινότητα .

(24)

Δεδομένου ότι ο σκοπός της τεχνικής διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας είναι η πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, τα συμπεράσματα και οι συστάσεις ασφαλείας ουδόλως θα πρέπει να περιλαμβάνουν απόδοση ευθυνών ή καθορισμό υπαιτιότητας.

(25)

Δεδομένου ότι ο σκοπός της παρούσας οδηγίας, ήτοι η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα στην Κοινότητα και, με τον τρόπο αυτό, ο περιορισμός του κινδύνου ναυτικών ατυχημάτων στο μέλλον, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και επομένως είναι δυνατόν, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(26)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(27)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί την οδηγία αυτή προκειμένου να εισαγάγει τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων και να εγκρίνει ή να τροποποιεί την κοινή μεθοδολογία για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά ║συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα και η πρόληψη της ρύπανσης από πλοία, και επομένως ο περιορισμός του κινδύνου ναυτικών ατυχημάτων στο μέλλον, μέσω:

α) της διευκόλυνσης της ταχείας διεξαγωγής των ερευνών για θέματα ασφάλειας και της κατάλληλης ανάλυσης έπειτα από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά προκειμένου να διαπιστωθούν τα αίτια που τα προκάλεσαν, και

β) της εξασφάλισης έγκαιρης και ακριβούς αναφοράς για τα αποτελέσματα των ερευνών θεμάτων ασφάλειας και της υποβολής προτάσεων για διορθωτικά μέτρα.

2.   Διερευνήσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν συνδέονται με τον καθορισμό της υπαιτιότητας ή με την απόδοση ευθυνών. Πάντως, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο οργανισμός ή ο φορέας που διενεργεί την έρευνα (║ οργανισμός διερευνήσεων) δεν αποφεύγει να υποβάλει πλήρη αναφορά όσον αφορά τα αίτια του ατυχήματος ή του περιστατικού, για τον λόγο ότι από τα πορίσματα θα μπορούσε να προκύψει σφάλμα ή υπαιτιότητα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε ναυτικά ατυχήματα , περιστατικά και συναγερμούς κινδύνου :

α) στα οποία εμπλέκεται πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους μέλους, ή

β) τα οποία συμβαίνουν εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης ή των εσωτερικών υδάτων των κρατών μελών, όπως ορίζονται στην Unclos, ή

γ) τα οποία αφορούν άλλα ουσιαστικά συμφέροντα των κρατών μελών.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ναυτικά ατυχήματα , περιστατικά και συναγερμούς κινδύνου που αφορούν μόνο:

α) πολεμικά και οπλιταγωγά πλοία και άλλα πλοία την κυριότητα ή τη διαχείριση των οποίων έχει κράτος μέλος και τα οποία χρησιμοποιούνται μόνο για την παροχή δημόσιων μη εμπορικών υπηρεσιών·

β) μη μηχανοκίνητα πλοία, ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, θαλαμηγούς και σκάφη αναψυχής που δεν χρησιμοποιούνται εμπορικά, εκτός αν είναι επανδρωμένα ή πρόκειται να επανδρωθούν με πλήρωμα και μεταφέρουν περισσότερους από 12 επιβάτες για εμπορικούς σκοπούς·

γ) σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας που πλέουν σε εσωτερικές πλωτές οδούς·

δ) αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων·

ε) μόνιμες υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1)

ως «κώδικας του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών» νοείται ο κώδικας για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών που επισυνάφθηκε στο ψήφισμα Α.849(20) της Συνέλευσης του ΙΜΟ, της 27ης Νοεμβρίου 1997, στην ενημερωμένη του εκδοχή.

2)

Για τους ακόλουθους όρους ισχύουν οι ορισμοί που περιέχονται στον κώδικα του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών:

α) «ναυτικό ατύχημα»,

β) «πολύ σοβαρό ατύχημα»,

γ) «ναυτικό περιστατικό»,

δ) «διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό»,

ε)«κύριο κράτος διερεύνησης»,

στ) «ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος».

3)

Οι όροι «σοβαρό ατύχημα» και «λιγότερο σοβαρό ατύχημα» νοούνται σύμφωνα με τους προσαρμοσμένους στα πρόσφατα δεδομένα ορισμούς της εγκυκλίου 953 της επιτροπής του ΙΜΟ για την ασφάλεια στη θάλασσα.

4)

Οι όροι «οχηματαγωγό ro-ro» και «ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος» νοούνται σύμφωνα με τους ορισμούς που περιέχονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ.

5)

Ο όρος «όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου» (VDR) νοείται σύμφωνα με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα A.861(20) της Συνέλευσης του ΙΜΟ και MSC.163(78) της επιτροπής για την ασφάλεια στη θάλασσα του ΙΜΟ.

6)

Ως «συναγερμός κινδύνου» νοείται σήμα που εκπέμπει πλοίο, ή πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή, με τα οποία δηλώνεται ότι πλοίο ή πρόσωπα επί πλοίου ή από πλοίο βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα·

7)

Ως «σύσταση ασφαλείας» νοείται οποιαδήποτε πρόταση , ακόμη και για σκοπούς νηολόγησης και ελέγχου, προερχόμενη:

α)

είτε από οργανισμό διερευνήσεων του κράτους που διενεργεί ή είναι κύριο κράτος της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας και βασίζεται σε πληροφορίες που προέκυψαν από τη διερεύνηση, είτε, κατά περίπτωση,

β)

από την Επιτροπή, που ενεργεί με την συνδρομή του Οργανισμού και βάσει συνοπτικής ανάλυσης δεδομένων και των αποτελεσμάτων των ερευνών που διενεργήθηκαν .

Άρθρο 4

Καθεστώς των διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, το νομικό καθεστώς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, προκειμένου οι έρευνες να διεξάγονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και ταχύτερα.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία τους και, όταν ενδείκνυται, μέσω συνεργασίας με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές, ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας:

α) είναι ανεξάρτητες από δικαστικές ή άλλες παράλληλες έρευνες που διενεργούνται για να καθοριστεί η υπαιτιότητα ή να αποδοθούν ευθύνες, ούτως ώστε μόνον τα συμπεράσματα ή οι συστάσεις που προκύπτουν από τις έρευνες που έχουν διενεργηθεί βάσει της παρούσας οδηγίας να μπορούν να συμβάλουν σε δικαστικές διερευνήσεις και

β) δεν παρακωλύονται, αναβάλλονται ή καθυστερούν αδικαιολόγητα εξαιτίας αυτών των ερευνών.

2.   Οι κανόνες που καλούνται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 10, διατάξεις οι οποίες προβλέπουν:

α) τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή κατά τη διεξαγωγή από άλλο κύριο κράτος μέλος διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ή την ανάθεση σε άλλο κράτος μέλος του καθήκοντος του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού σύμφωνα με το άρθρο 7, και

β) τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των οικείων οργανισμών διερευνήσεων στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 5

Υποχρέωση διερεύνησης

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι ο οργανισμός διερευνήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 8 αναλαμβάνει τη διερεύνηση ασφάλειας μετά από σοβαρό ή πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα:

α) στο οποίο εμπλέκεται πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία του, ανεξαρτήτως από τον τόπο όπου συνέβη το ατύχημα,

β) το οποίο συμβαίνει στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ή στα εσωτερικά του ύδατα, όπως αυτά ορίζονται στην Unclos, ανεξαρτήτως από τη σημαία του πλοίου ή των πλοίων που εμπλέκονται στο ατύχημα ή,

γ) για το οποίο είναι ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο το κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του τόπου του ατυχήματος και της σημαίας του πλοίου ή των πλοίων που εμπλέκονται.

2.   Επιπλέον της διερεύνησης σοβαρών και πολύ σοβαρών ατυχημάτων, ο οργανισμός διερευνήσεων περί του οποίου το άρθρο 8, αφού τεκμηριώσει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, αποφασίζει εάν πρέπει να διενεργηθεί διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας λιγότερο σοβαρού ατυχήματος, έπειτα από οιοδήποτε άλλο ναυτικό ▐ περιστατικό ή συναγερμό κινδύνου .

Για την απόφασή του, ο οργανισμός διερευνήσεων λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του περιστατικού, τον τύπο του σκάφους ή και του φορτίου που αφορά τον συναγερμό κινδύνου και κάθε αίτηση εκ μέρους των ερευνητικών και σωστικών αρχών.

3.   Το πεδίο εφαρμογής και οι πρακτικές διευθετήσεις για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας καθορίζονται από τον οργανισμό διερευνήσεων του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης σε συνεργασία με τους αντίστοιχους οργανισμούς άλλων ουσιαστικώς ενδιαφερόμενων κρατών, κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, κατά την αντίληψη του εν λόγω οργανισμού διερευνήσεων, για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας και με στόχο την πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και περιστατικών.

4.   Κατά τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας τηρείται η κοινή μεθοδολογία για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, που αναπτύχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο ε), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002. Η Επιτροπή εγκρίνει ή τροποποιεί τη μεθοδολογία αυτή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18, παράγραφος 3.

Κατά την τροποποίηση της κοινής μεθοδολογίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα των εκθέσεων ατυχημάτων και τις συστάσεις ασφαλείας που περιέχονται σε αυτές.

5.   Η διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας αρχίζει όσο το δυνατόν ταχύτερα έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο δύο μήνες από την εμφάνισή του.

Άρθρο 6

Υποχρέωση γνωστοποίησης

Στο πλαίσιο του νομικού του συστήματος, κάθε κράτος μέλος απαιτεί να γνωστοποιείται αμέσως στον οργανισμό διερευνήσεων, από τις αρμόδιες αρχές ή/και τα εμπλεκόμενα μέρη, κάθε ατύχημα , περιστατικό και συναγερμό κινδύνου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 7

Κύριο και συμμετέχον κράτος σε διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας

1. ▐   Σε περιπτώσεις σοβαρών και πολύ σοβαρών ατυχημάτων που έχουν σοβαρό ενδιαφέρον για δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, τα εν λόγω κράτη μέλη συμφωνούν ταχέως ποιο εξ αυτών θα είναι το κύριο κράτος μέλος διερεύνησης. Εφόσον τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να καθορίσουν πιο κράτος μέλος θα είναι το κύριο κράτος μέλος διερεύνησης, επί του θέματος αποφασίζει η Επιτροπή με βάση γνωμοδότηση του οργανισμού, και η εφαρμογή της απόφασης είναι άμεση.

2.   Ανεξαρτήτως της παραγράφου 1, έκαστο κράτος μέλος παραμένει υπεύθυνο για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας και για το συντονισμό με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μέχρις ότου συμφωνηθεί αμοιβαίως ή η Επιτροπή αποφασίσει ποιό κράτος θα είναι το κύριο κράτος διερεύνησης.

3.   Χωρίς να απαλλάσσεται των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του διεθνούς δικαίου, ένα κράτος μέλος δύναται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, να αναθέσει σε άλλο κράτος μέλος, κατόπιν κοινής συμφωνίας, το καθήκον του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ή συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο της έρευνας.

4.   Όταν ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό αφορά οχηματαγωγό ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος, τη διαδικασία διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας κινεί το κράτος μέλος στα χωρικά ή εσωτερικά ύδατα του οποίου, όπως ορίζονται με την Unclos, συμβαίνει το ατύχημα ή το περιστατικό ή, ο συναγερμός κινδύνου εάν συμβαίνει σε άλλα ύδατα, το τελευταίο κράτος μέλος το οποίο επισκέφθηκε το οχηματαγωγό ή το σκάφος. Το κράτος αυτό είναι υπεύθυνο για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας και για το συντονισμό με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έως ότου συμφωνήσουν ή η Επιτροπή αποφασίσει ποιό κράτος θα είναι το κύριο κράτος διερεύνησης.

Άρθρο 8

Οργανισμοί διερεύνησης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας εκτελούνται υπό την ευθύνη αμερόληπτου μόνιμου οργανισμού ή φορέα («οργανισμός διερευνήσεων») που διαθέτει τις αναγκαίες αρμοδιότητες και απαρτίζεται από ερευνητές που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά.

Ο εν λόγω οργανισμός διερευνήσεων είναι λειτουργικά ανεξάρτητος, ιδίως από τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για το αξιόπλοο, την πιστοποίηση, την επιθεώρηση, την επάνδρωση, την ασφαλή ναυσιπλοΐα, τη συντήρηση, τον έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας, τον έλεγχο του κράτους λιμένα και τη λειτουργία των θαλάσσιων λιμένων, από τα όργανα που διενεργούν έρευνες με σκοπό τον εντοπισμό ευθύνης ή την επιβολή του νόμου και, γενικά, από οποιοδήποτε άλλο μέρος του οποίου τα συμφέροντα θα συγκρούονταν ενδεχομένως με τα καθήκοντα που του ανατίθενται.

Τα περίκλειστα κράτη μέλη των οποίων τη σημαία δεν φέρουν πλοία ή σκάφη θα ορίσουν ανεξάρτητο σημείο επαφής για τη συνεργασία σε διερεύνηση σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ).

2.   Ο οργανισμός διερευνήσεων εξασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο που εκτελεί διερευνήσεις διαθέτει γνώσεις και πρακτική εμπειρία για θέματα που αφορούν τα συνήθη καθήκοντα διερεύνησης. Επιπλέον, ο οργανισμός διερευνήσεων εξασφαλίζει την ταχεία πρόσβαση στην κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη, όταν χρειάζεται.

3.   Οι δραστηριότητες που ανατίθενται σε οργανισμό διερευνήσεων επιτρέπεται να επεκτείνονται στη συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων που αφορούν την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδιαιτέρως για προληπτικούς λόγους, καθόσον οι δραστηριότητες αυτές δεν επηρεάζουν την αμεροληψία ή δεν συνεπάγονται ευθύνη σε θέματα κανονιστικά, διοικητικά ή τυποποίησης.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, ότι επιτρέπεται στα πρόσωπα που εκτελούν τις διερευνήσεις είτε των οικείων οργανισμών διερευνήσεων ή οποιουδήποτε άλλου οργανισμού διερευνήσεων στον οποίο έχει ανατεθεί διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, και όταν ενδείκνυται σε συνεργασία με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές:

α) να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετική περιοχή ή τόπο ατυχήματος, καθώς και σε οποιοδήποτε πλοίο, ναυάγιο ή κατασκευή, συμπεριλαμβανομένων φορτίων, εξοπλισμού ή συντριμμιών·

β) να εξασφαλίζουν την άμεση καταγραφή αποδεικτικών στοιχείων και την ελεγχόμενη αναζήτηση και απομάκρυνση υπολειμμάτων ναυαγίου, συντριμμιών ή άλλων κατασκευαστικών στοιχείων ή ουσιών προκειμένου να εξεταστούν ή να αναλυθούν·

γ) να απαιτούν την εξέταση ή την ανάλυση των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο β), και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων ή αναλύσεων·

δ) να έχουν ελεύθερη πρόσβαση, να αντιγράφουν και να χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες και καταγεγραμμένα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων του VDR που αφορούν το πλοίο, το ταξίδι, το φορτίο, το πλήρωμα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αντικείμενο, κατάσταση ή περίσταση·

ε) να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα εξετάσεων που διενεργήθηκαν στα πτώματα θυμάτων ή δοκιμών που διενεργήθηκαν σε δείγματα τα οποία λήφθηκαν από τα πτώματα των θυμάτων·

στ) να ζητούν και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα εξετάσεων που έγιναν σε ανθρώπους που εμπλέκονται στην λειτουργία του πλοίου ή οποιοδήποτε άλλου εμπλεκόμενου προσώπου, ή στα αποτελέσματα δοκιμών που διενεργήθηκαν σε δείγματα τα οποία λήφθηκαν από αυτούς·

ζ) να θέτουν ερωτήσεις σε μάρτυρες χωρίς να παρίσταται οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα μπορεί να θεωρηθεί ότι θα εμποδίσουν τη διενέργεια της διερεύνησης·

η) να λαμβάνουν φακέλους επιθεωρήσεων και σχετικές πληροφορίες που διαθέτει το κράτος σημαίας, οι πλοιοκτήτες, οι νηογνώμονες ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό μέρος, εφόσον τα μέρη αυτά ή οι αντιπρόσωποί τους είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος·

θ) να ζητούν τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών των οικείων κρατών, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρητών του κράτους σημαίας και του κράτους λιμένα, των αξιωματικών της ακτοφυλακής, της υπηρεσίας εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, των ομάδων αναζήτησης και διάσωσης, των πλοηγών και του λοιπού λιμενικού προσωπικού ή ναυτικών.

5.   Ο οργανισμός διερευνήσεων πρέπει να είναι σε θέση να κινητοποιείται αμέσως μόλις του κοινοποιείται ατύχημα και να έχει στη διάθεσή του επαρκείς πόρους για να ανταποκρίνεται με ανεξαρτησία στα καθήκοντά του. Το καθεστώς των προσώπων που εκτελούν τις διερευνήσεις εξασφαλίζει την απαραίτητη ανεξαρτησία τους.

6.   Ο οργανισμός διερευνήσεων επιτρέπεται να συνδυάζει τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με τη διερεύνηση περιστατικών διαφορετικών από ναυτικά ατυχήματα, υπό τον όρο ότι από τις διερευνήσεις αυτές δεν διακυβεύεται η ανεξαρτησία του.

Άρθρο 9

Μη δημοσιοποίηση των πρακτικών

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, ότι οι ακόλουθες πληροφορίες παρέχονται αποκλειστικώς και μόνο για τους σκοπούς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας ▐:

α) όλες οι καταθέσεις μαρτύρων και άλλες δηλώσεις, εξηγήσεις και σημειώσεις που καταγράφηκαν ή παραλήφθηκαν από τον οργανισμό διερευνήσεων κατά την διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας·

β) στοιχεία που αποκαλύπτουν την ταυτότητα των προσώπων που κατέθεσαν στο πλαίσιο διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας·

γ) ιατρικά ή προσωπικά δεδομένα προσώπων που εμπλέκονται στο ατύχημα ή περιστατικό.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταθέσεις μαρτύρων και άλλες πληροφορίες που παρέχουν μάρτυρες κατά τις έρευνες για θέματα ασφαλείας δεν λαμβάνονται από αρχές τρίτων χωρών, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις αυτές και οι πληροφορίες να μην μπορούν να αξιοποιηθούν σε ποινικές έρευνες στις χώρες αυτές.

Άρθρο 10

Πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα στους οργανισμούς διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας να συνεργάζονται μεταξύ τους στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι εσωτερικοί κανόνες λειτουργίας του μονίμου πλαισίου συνεργασίας και οι οργανωτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό αποφασίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19, παράγραφος 2.

3.   Στο πλαίσιο της μόνιμης συνεργασίας οι οργανισμοί διερεύνησης των κρατών μελών συμφωνούν, συγκεκριμένα, για τους βέλτιστους τρόπους συνεργασίας ούτως ώστε:

α) να μπορούν οι οργανισμοί διερευνήσεων να χρησιμοποιούν από κοινού εγκαταστάσεις, διευκολύνσεις και εξοπλισμό για τεχνικές διερευνήσεις σε απομεινάρια ναυαγίων και εξοπλισμό πλοίων και άλλα αντικείμενα που αφορούν την διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, όπου συμπεριλαμβάνεται η εξαγωγή και η αξιολόγηση πληροφοριών από VDR και από ηλεκτρονικές συσκευές·

β) να προσφέρουν σε αλλήλους την τεχνική συνεργασία ή την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

γ) να αποκτούν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις αναλύσεις δεδομένων ατυχήματος και να προβαίνουν στις κατάλληλες συστάσεις ασφαλείας σε επίπεδο Κοινότητας·

δ) να καταστρώνουν από κοινού θεμελιώδεις αρχές για την παρακολούθηση των συστάσεων για την ασφάλεια και για την προσαρμογή των μεθόδων διερεύνησης στις εξελίξεις της τεχνολογίας και της επιστήμης·

ε)

προβλέπουν ταχέα μέτρα συναγερμού σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού·

στ)

να καταρτίζουν κανόνες εμπιστευτικότητας για την ανταλλαγή, τηρουμένων των εθνικών κανόνων, καταθέσεων μαρτύρων και επεξεργασίας δεδομένων, και άλλων στοιχείων εκ των σημειουμένων στο άρθρο 9 ▐·

ζ)

να διοργανώνουν, όπου χρειάζεται, κατάλληλες δραστηριότητες για την κατάρτιση προσώπων που εκτελούν διερευνήσεις·

η)

να προάγουν τη συνεργασία με οργανισμούς διερευνήσεων από τρίτες χώρες και με τους διεθνείς οργανισμούς διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων σε θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

4.     Κάθε κράτος μέλος, οι εγκαταστάσεις ή οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή θα μπορούσαν υπό κανονικές συνθήκες να χρησιμοποιηθούν από πλοίο πριν από ατύχημα ή περιστατικό, και το οποίο διαθέτει πληροφορίες σχετικές με την έρευνα, παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες στον οργανισμό διερευνήσεων που διενεργεί τη συγκεκριμένη έρευνα.

Άρθρο 11

Κόστος

1.   Σε περιπτώσεις ερευνών στις οποίες συμμετέχουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αντίστοιχες δραστηριότητες είναι δωρεάν.

2.   Σε περιπτώσεις που ζητείται η συνδρομή κράτους μέλους το οποίο δεν εμπλέκεται στη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, τα κράτη μέλη συμφωνούν όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών με τις οποίες αυτό επιβαρύνθηκε.

Άρθρο 12

Συνεργασία με ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με άλλες ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας.

2.   Σε ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες, επιτρέπεται, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας που διενεργείται από κύριο κράτος μέλος διερεύνησης, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Η συνεργασία κράτους μέλους σε διερεύνηση ασφάλειας διεξαγόμενη από ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα δεν θίγει τις απαιτήσεις για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Εάν μια ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα διεξάγει, ως κύριο κράτος, διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας στην οποία εμπλέκονται ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι δεν θα διεξαγάγουν παράλληλη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω διερεύνηση διενεργείται από την τρίτη χώρα σύμφωνα με τον κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.

Άρθρο 13

Διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέρη τα οποία έχουν σχέση με ατυχήματα και περιστατικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε:

α) να αποθηκεύονται όλες οι πληροφορίες από χάρτες, ημερολόγια πλοίων, ηλεκτρονικές και μαγνητικές καταγραφές και βιντεοταινίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών από VDR και από άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν, κατά και μετά το ατύχημα·

β) να αποτρέπεται η επεγγραφή ή άλλη αλλοίωση αυτών των πληροφοριών·

γ) να αποτρέπεται η παρέμβαση σε οποιονδήποτε άλλο εξοπλισμό ο οποίος μπορεί ευλόγως να θεωρείται ότι έχει σημασία για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας του ατυχήματος·

δ) να συλλέγονται και να φυλάσσονται εσπευσμένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμεύουν για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας.

Άρθρο 14

Εκθέσεις ατυχημάτων

1.   Διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας που διενεργούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία καταλήγουν στη δημοσίευση έκθεσης που υποβάλλεται σε μορφή την οποία ορίζει ο αρμόδιος οργανισμός διερεύνησης και σύμφωνα με τα σχετικά μέρη του Παραρτήματος Ι.

Οι οργανισμοί διερεύνησης μπορούν να αποφασίσουν ότι μια έρευνα θεμάτων ασφάλειας, η οποία δεν αφορά σοβαρό ή πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα και της οποίας τα ευρήματα δεν έχουν πιθανότητα να χρησιμεύσουν στην πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και περιστατικών, καταλήγει σε μια απλούστερη μορφή έκθεσης, η οποία δημοσιεύεται.

2.   Οι οργανισμοί διερεύνησης καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να είναι διαθέσιμες στο κοινό , και ιδίως στο σύνολο του ναυτιλιακού κλάδου, ο οποίος λαμβάνει συγκεκριμένα συμπεράσματα και συστάσεις, εφόσον απαιτείται, εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος ή περιστατικού. Εάν δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί μέσα σε αυτό το χρόνο η έκθεση, δημοσιεύεται προσωρινή έκθεση εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος ή περιστατικού.

3.   Ο οργανισμός διερεύνησης του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης αποστέλλει στην Επιτροπή αντίγραφο της τελικής, απλουστευμένης ή προσωρινής έκθεσης. Ο οργανισμός διερεύνησης λαμβάνει υπόψη του ενδεχόμενες παρατηρήσεις της Επιτροπής ▐ για την βελτίωση της ποιότητας της έκθεσης , κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.

4.     Κάθε τρία έτη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την οποία παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον βαθμό εφαρμογής της οδηγίας και συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της, καθώς και τυχόν περαιτέρω μέτρα που κρίνονται αναγκαία υπό το πρίσμα των συστάσεων της έκθεσης.

Άρθρο 15

Συστάσεις ασφαλείας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συστάσεις ασφαλείας που διατυπώνουν οι οργανισμοί διερεύνησης λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τους παραλήπτες των συστάσεων και, εφόσον απαιτείται, τους δίδεται η κατάλληλη συνέχεια σύμφωνα με την κοινοτική και διεθνή νομοθεσία.

2.   Κατά περίπτωση, ο οργανισμός διερευνήσεων ή η Επιτροπή , συνεπικουρούμενη από τον οργανισμό, υποβάλλει συστάσεις ασφαλείας με βάση ανάλυση συνοπτικών δεδομένων και τα αποτελέσματα των ερευνών που διενεργήθηκαν .

3.   Οι συστάσεις ασφαλείας επ' ουδενί λόγω περιλαμβάνουν τον καθορισμό υπαιτιότητας ή την απόδοση ευθυνών για ατύχημα.

Άρθρο 16

Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης

Ανεξαρτήτως του δικαιώματος του οργανισμού διερευνήσεων κράτους μέλους να προβαίνει ο ίδιος σε έγκαιρη προειδοποίηση, εφόσον κρίνει, σε οποιοδήποτε στάδιο διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι χρειάζεται επείγουσα δράση σε επίπεδο Κοινότητας για την πρόληψη του κινδύνου νέου ατυχήματος, ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη έγκαιρης προειδοποίησης.

Εάν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή απευθύνει μήνυμα προειδοποίησης στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, στη ναυπηγική βιομηχανία και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.

Άρθρο 17

Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων ναυτικών ατυχημάτων

1.   Δεδομένα σχετικά με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά αποθηκεύονται και αναλύονται με τη βοήθεια ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που δημιουργείται από την Επιτροπή, υπό την ονομασία Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Πληροφοριών Ναυτικών Ατυχημάτων (European Marine Casualty Information Platform (EMCIP).

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που θα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη βάση δεδομένων.

3.   Οι οργανισμοί διερεύνησης των κρατών μελών κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά σύμφωνα με τον μορφότυπο στο Παράρτημα ΙΙ. Παρέχουν επίσης στην Επιτροπή τα δεδομένα που προκύπτουν από τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας, σύμφωνα με το σύστημα κανόνων της βάσης δεδομένων EMCIP.

4.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη αναπτύσσουν το σύστημα της βάσης δεδομένων και μέθοδο για την κοινοποίηση δεδομένων εντός του κατάλληλου χρονοδιαγράμματος.

Άρθρο 18

Ίση μεταχείριση των πληρωμάτων

Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος .

Άρθρο 19

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από πλοία (COSS) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EK, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 20

Εξουσία τροποποίησης

Η Επιτροπή δύναται να προσαρμόζει στα πρόσφατα δεδομένα ορισμούς που περιέχονται στην παρούσα οδηγία, καθώς και τις παραπομπές σε πράξεις της Κοινότητας και του ΙΜΟ, ώστε να ευθυγραμμισθούν με τα μέτρα της Κοινότητας ή του ΙΜΟ που έχουν τεθεί σε ισχύ, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των ορίων που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19, παράγραφος 3.

Η Επιτροπή δύναται επίσης να τροποποιεί τα παραρτήματα σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

Τροποποιήσεις του κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών μπορεί να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 21

Πρόσθετα μέτρα

Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία δεν θίγουν καθ' οιονδήποτε τρόπο την ευχέρεια κράτους μέλους να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για την ασφάλεια στη θάλασσα που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν παραβιάζουν την παρούσα οδηγία ή ότι επηρεάζουν καθ' οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς την επίτευξη του σκοπού της ή των στόχων της Ένωσης .

Άρθρο 22

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβιάσεις των τεχνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλιστεί η θέση τους σε εφαρμογή. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

Άρθρο 23

Τροπολογίες στις υπάρχουσες πράξεις

1.   Το άρθρο 12 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ απαλείφεται.

2.   Το άρθρο 11 της οδηγίας 2002/59/ΕΚ απαλείφεται.

Άρθρο 24

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις … (10). Κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 26

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007(ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 546), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 184 Ε της 22.7.2008, σ. 23) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)  ΕΕ C 104 E της 30.4.2004, σ. 730.

(5)  ΕΕ L 138 της 1.6.1999, σ. 1. ║.

(6)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10. ║.

(7)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1. ║.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. ║.

(9)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1. ║.

(10)  24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Πρόλογος

Στο παρόν μέρος καθορίζεται ο αποκλειστικός σκοπός της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι η σύσταση ασφαλείας ουδόλως αποτελεί τεκμήριο υπαιτιότητας ή ευθύνης και ότι η έκθεση δεν συντάχθηκε, ως προς το περιεχόμενο και τον τύπο, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για δικαστική δίωξη.

(Η έκθεση δεν θα πρέπει να παραπέμπει σε καταθέσεις μαρτύρων ούτε να συσχετίζει οποιονδήποτε αναφέρεται στην έκθεση με πρόσωπο το οποίο κατέθεσε αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας.)

1.   Περίληψη

Στο μέρος αυτό περιγράφονται εν συντομία τα πραγματικά στοιχεία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού: τι, πότε, που και πως συνέβη· δηλώνεται επίσης εάν το ατύχημα προκάλεσε θανάτους, τραυματισμούς, ζημίες στο πλοίο, το φορτίο, σε τρίτα μέρη ή στο περιβάλλον.

2.   Τεκμηριωμένες πληροφορίες

Το μέρος αυτό περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους τμήματα, όπου παρέχονται επαρκείς πληροφορίες για τις οποίες ο οργανισμός διερεύνησης κρίνει ότι είναι τεκμηριωμένες, αποτελούν ουσιαστική βάση αναλύσεων και διευκολύνουν την κατανόηση.

Τα τμήματα αυτά περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

2.1   Στοιχεία πλοίου

Σημαία/νηολόγιο

Ταυτότητα

Κύρια χαρακτηριστικά

Ιδιοκτήτης και διαχειριστής

Κατασκευαστικές λεπτομέρειες

Ελάχιστη επαρκής επάνδρωση

Επιτρεπόμενο φορτίο.

2.2   Στοιχεία ταξιδίου

Λιμένες προσέγγισης

Τύπος ταξιδίου

Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο

Επάνδρωση

2.3   Πληροφορίες σχετικές με το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό

Τύπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

Ημερομηνία και ώρα

Στίγμα και τόπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

Εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες περιβάλλοντος

Εκμετάλλευση σκάφους και τμήμα ταξιδίου

Θέσεις επί του σκάφους

Δεδομένα για τον ανθρώπινο παράγοντα

Επιπτώσεις (για ανθρώπους, πλοίο, φορτίο, περιβάλλον, λοιπές)

2.4   Εμπλοκή παράκτιας αρχής και μέτρα έκτακτης ανάγκης

Πρόσωπα που εμπλέχθηκαν

Μέσα που χρησιμοποιήθηκαν

Ταχύτητα ανταπόκρισης

Μέτρα που λήφθηκαν

Επιτευχθέντα αποτελέσματα.

3.   Περιγραφή

Στο μέρος αυτό περιγράφεται το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό ως αλληλουχία των κατά χρονολογική σειρά συμβάντων πριν, κατά και μετά το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό, καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε παράγοντας (πρόσωπα, υλικό, περιβάλλον, εξοπλισμός ή εξωτερικός παράγοντας). Το χρονικό διάστημα που καλύπτει η περιγραφή εξαρτάται από τη στιγμή που επήλθαν τα συγκεκριμένα τυχαία συμβάντα που συνετέλεσαν άμεσα στο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό. Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται επίσης οιεσδήποτε λεπτομέρειες έχουν σχέση με τη διεξαγόμενη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων εξετάσεων ή δοκιμών.

4.   Ανάλυση

Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται χωριστά τμήματα, στα οποία αναλύεται κάθε τυχαίο συμβάν, με σχόλια που αφορούν τα αποτελέσματα οποιασδήποτε σχετικής εξέτασης ή δοκιμής διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας και σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο για την ασφάλεια που ενδεχομένως έχει ήδη ληφθεί για την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.

Τα τμήματα αυτά πρέπει να καλύπτουν ζητήματα όπως:

Τυχαία συμβάντα και συνθήκες περιβάλλοντος·

Ανθρώπινες εσφαλμένες ενέργειες και παραλείψεις, συμβάντα όπου εμπλέκονται επικίνδυνα υλικά, περιβαλλοντικοί παράγοντες, αστοχίες εξοπλισμού και εξωτερικές επιδράσεις·

Παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με λειτουργίες που επιτελούν πρόσωπα, χειρισμούς επί του πλοίου, χερσαία μέτρα διαχείρισης ή με κανονιστικές διατάξεις.

Η ανάλυση και τα σχόλια στην έκθεση καθιστούν δυνατόν να συναχθούν λογικά συμπεράσματα για όλους τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο ατύχημα, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων για τους οποίους ήταν ανύπαρκτα ή εκτιμώνται ανεπαρκή μέτρα για την πρόληψη τυχαίου συμβάντος ή/και τα μέτρα που αποσκοπούσαν στην εξάλειψη ή μείωση των επιπτώσεών του.

5.   Συμπεράσματα

Στο μέρος αυτό συνοψίζονται οι παράγοντες που διαπιστώθηκαν ότι συνετέλεσαν στο ατύχημα και τα ελλείποντα ή ανεπαρκή μέτρα πρόληψης ατυχήματος (υλικό, λειτουργίες, σύμβολα ή διαδικασίες) ώστε να αναπτυχθούν μέτρα ασφάλειας για την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.

6.   Συστάσεις ασφαλείας

Όπου χρειάζεται, σε αυτό το μέρος της έκθεσης περιλαμβάνονται συστάσεις ασφαλείας που προκύπτουν από την ανάλυση και τα συμπεράσματα και αφορούν συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα: νομοθεσία, σχεδιασμός, διαδικασίες, επιθεώρηση, διαχείριση, υγεία και ασφάλεια στην εργασία, κατάρτιση, εργασίες επισκευής, συντήρηση, χερσαία συνδρομή και αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

Οι συστάσεις ασφαλείας απευθύνονται σε εκείνους που είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για την υλοποίηση τους, όπως για παράδειγμα: πλοιοκτήτες, διαχειριστές, αναγνωρισμένοι οργανισμοί, αρχές αρμόδιες για τη ναυσιπλοΐα, υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (VTS), οργανισμοί άμεσης επέμβασης, διεθνείς ναυτιλιακοί οργανισμοί και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, με σκοπό την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.

Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται επίσης προσωρινές συστάσεις ασφαλείας που ενδεχομένως έχουν ήδη προταθεί, ή κάθε άλλη ενέργεια ασφάλειας που ανελήφθη κατά τη διαδικασία της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας.

7.   Προσαρτήματα

Στον ακόλουθο μη εξαντλητικό κατάλογο, απαριθμούνται πληροφορίες οι οποίες, κατά περίπτωση, επισυνάπτονται στην έκθεση σε χαρτί ή/και σε ηλεκτρονική μορφή:

Φωτογραφίες, ταινίες, ηχογραφήσεις, χάρτες, σχεδιαγράμματα·

Ισχύοντα πρότυπα·

Χρησιμοποιούμενοι τεχνικοί όροι και συντμήσεις·

Ειδικές μελέτες ασφάλειας·

Διάφορες πληροφορίες.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ Ή ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(Μέρος της ευρωπαϊκής πλατφόρμας πληροφοριών ναυτικών ατυχημάτων)

Σημείωση: Οι έντονοι αριθμοί υποδηλώνουν ότι τα δεδομένα πρέπει να παρέχονται για κάθε πλοίο σε περίπτωση που στο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό εμπλέκονται περισσότερα του ενός πλοία.

01.

Αρμόδιο κράτος μέλος/αρμόδιο πρόσωπο για επαφές

02.

Κράτος μέλος διερεύνησης

03.

Ρόλος κράτους μέλους

04.

Θιγόμενο παράκτιο κράτος

05.

Πλήθος ουσιαστικώς ενδιαφερόμενων κρατών

06.

Ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη

07.

Κοινοποιών φορέας

08.

Ώρα κοινοποίησης

09.

Ημερομηνία κοινοποίησης

10.

Όνομα πλοίου

11.

Αριθμός IMO/διακριτικό σήμα

12.

Σημαία πλοίου

13.

Τύπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

14.

Τύπος πλοίου

15.

Ημερομηνία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

16.

Ώρα ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

17.

Στίγμα — Γεωγραφικό πλάτος

18.

Στίγμα — Γεωγραφικό μήκος

19.

Τοποθεσία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού

20.

Λιμένας απόπλου

21.

Λιμένας προορισμού

22.

Σύστημα διαχωρισμού της θαλάσσιας κυκλοφορίας (ΣΔΘΚ)

23.

Τμήμα ταξιδίου

24.

Χειρισμός σκάφους

25.

Θέσεις επί του σκάφους

26.

Ανθρώπινα θύματα:

Πλήρωμα

Επιβάτες

Λοιποί

27.

Σοβαροί τραυματισμοί:

Πλήρωμα

Επιβάτες

Λοιποί

28.

Ρύπανση

29.

Ζημίες σκάφους

30.

Ζημίες φορτίου

31.

Λοιπές ζημίες

32.

Σύντομη περιγραφή του ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/188


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Ευθύνη των μεταφορέων στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος ***II

P6_TA(2008)0445

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ευθύνη των μεταφορέων στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος (6389/2/2008 — C6-0227/2008 — 2005/0241(COD))

2010/C 8 E/41

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (6389/2/2008 — C6-0227/2008) (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0592),

έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2007)0645),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ

έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0333/2008),

1.

εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 190 Ε της 29.7.2008, σ. 17.

(2)  ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 562.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC2-COD(2005)0241

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ KAI ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών, απαιτείται να θεσπισθούν περαιτέρω μέτρα ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται κανόνες περί ευθύνης για βλάβες και ζημίες που υφίστανται οι επιβάτες, δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται καταλλήλου ύψους αποζημίωση των επιβατών που υφίστανται ατύχημα στις θαλάσσιες μεταφορές.

(2)

Το Πρωτόκολλο του 2002 της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους εγκρίθηκε την 1η Νοεμβρίου 2002 υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ). Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της βρίσκονται στο στάδιο της λήψης απόφασης όσον αφορά την προσχώρηση στο Πρωτόκολλο ή την επικύρωσή του.

(3)

Η Σύμβαση των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 2002 (εφεξής: «Σύβαση των Αθηνών») έχει εφαρμογή μόνο στις διεθνείς μεταφορές. Ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικής και διεθνούς μεταφοράς έχει εξαλειφθεί στην εσωτερική αγορά υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών και είναι, επομένως, σκόπιμο να προβλέπονται το ίδιο επίπεδο και η ιδία φύση ευθύνης τόσο στις διεθνείς όσο και τις εθνικές μεταφορές εντός της Κοινότητας.

(4)

Τα ασφαλιστικά συστήματα που απαιτούνται κατά τη Σύμβαση των Αθηνών του 2002 θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των πλοιοκτητών και των ασφαλιστικών εταιρειών. Οι πλοιοκτήτες θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζονται τα ασφαλιστικά τους συστήματα με οικονομικά αποδεκτό τρόπο και, ειδικά όσον αφορά τις μικρές ναυτιλιακές εταιρείες που εκτελούν εγχώριες μεταφορές, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο εποχιακός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων τους. Η μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διαρκεί επαρκώς, ώστε να είναι δυνατό να εφαρμοστεί η υποχρεωτική ασφάλιση που προβλέπει ο παρών κανονισμός, χωρίς να θιγούν τα ισχύοντα ασφαλιστικά συστήματα.

(5)

Είναι σκόπιμο να επιβληθεί στους μεταφορείς υποχρέωση πληρωμής προκαταβολής σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, χωρίς η προκαταβολή να συνιστά αναγνώριση υπαιτιότητας.

(6)

Είναι απαραίτητο να παρέχονται στους επιβάτες πριν από τον απόπλου οι δέουσες, πλήρεις και εύληπτες πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που έχουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(7)

Κάθε τροποποίηση που επέρχεται στη Σύμβαση θα ενσωματώνεται στην κοινοτική νομοθεσία, εκτός αν η εν λόγω τροποποίηση αποκλεισθεί κατόπιν της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS)  (4).

(8)

Η Νομική Επιτροπή του IMO ενέκρινε στις 19 Οκτωβρίου 2006 τις επιφυλάξεις και κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές του IMO») προς αντιμετώπιση ορισμένων ζητημάτων στο πλαίσιο της Σύμβασης των Αθηνών, και συγκεκριμένα της αποκατάστασης ζημίας σχετικής με την τρομοκρατία, οπότε, υπό τη μορφή αυτή, οι κατευθυντήριες γραμμές του IMO μπορούν να θεωρηθούν ειδικός νόμος.

(9)

Ο παρών κανονισμός ενσωματώνει μέρη των κατευθυντήριων γραμμών του IMO και τα καθιστά δεσμευτικά. Προς τούτο, όπου στις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του IMO απαντούν οι λέξεις «θα πρέπει να» το ρήμα «πρέπει» θα νοείται στην οριστική φωνή.

(10)

Οι διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών (Παράρτημα Ι) και των κατευθυντήριων γραμμών του IMO (Παράρτημα ΙΙ) θα πρέπει να ερμηνεύονται κατ' αναλογίαν στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας.

(11)

Τα θέματα που διέπονται από τα άρθρα 17 και 17α της Σύμβασης των Αθηνών εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ║ Κοινότητας, καθόσον τα εν λόγω άρθρα επηρεάζουν τους κανόνες που θέσπισε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (5). Στον βαθμό αυτόν, οι εν λόγω δύο διατάξεις θα αποτελέσουν μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης κατά την προσχώρηση της ║ Κοινότητας στη Σύμβαση των Αθηνών.

(12)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έκφραση «ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος» θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το κράτος σημαίας, υπό την έννοια της νηολόγησης ναυλωμένου γυμνού πλοίου, είναι είτε κράτος μέλος είτε συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης των Αθηνών. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες ώστε να κληθεί ο IMO να διαμορφώσει κατευθυντήριες γραμμές για την έννοια της νηολόγησης ναυλωμένου γυμνού πλοίου.

(13)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θα πρέπει να θεωρούνται «εξοπλισμός κινητικότητας» ούτε οι αποσκευές ούτε τα οχήματα κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης των Αθηνών.

(14)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (6).

(15)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να ενσωματώσει μεταγενέστερες τροποποιήσεις που έχουν επέλθει σε διεθνείς συμβάσεις, συναφή πρωτόκολλα, κώδικες και ψηφίσματα. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(16)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (εφεξής «Οργανισμός»), ο οποίος συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 (7), θα πρέπει να επικουρεί την Επιτροπή κατά την κατάρτιση και τη σύνταξη εκθέσεως προόδου σχετικής με την εφαρμογή των νέων κανόνων.

(17)

Ως αποτέλεσμα της ανάγκης για καλύτερη συνεννόηση μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα θέματα ασφάλειας στη θάλασσα, θα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου οι αρμοδιότητες του Οργανισμού και να μελετηθεί το ενδεχόμενο διεύρυνσης των εξουσιών του.

(18)

Οι εθνικές αρχές, και κυρίως οι λιμενικές αρχές, διαδραματίζουν θεμελιώδη και ζωτικό ρόλο στον εντοπισμό και τη διαχείριση των διαφόρων κινδύνων για την ασφάλεια στη θάλασσα.

(19)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η καθιέρωση ενιαίου πλαισίου κανόνων που να διέπει τα δικαιώματα των θαλάσσιων μεταφορέων και των επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω της ανάγκης να διασφαλισθούν σε όλα τα κράτη μέλη ίδια όρια ευθύνης σε περίπτωση ατυχημάτων, είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο όριο για την επίτευξη του επιδιωκομένου στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει το κοινοτικό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις:

α)

της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 2002 (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών»), οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα Ι, και

β)

των επιφυλάξεων και κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του IMO στις 19 Οκτωβρίου 2006 (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές του IMO»), οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ.

Επίσης, ο παρών κανονισμός επεκτείνει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών εντός ενός και μόνο κράτους μέλους ▐ και θεσπίζει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της Σύμβασης των Αθηνών ή στη μεταφορά διά θαλάσσης, ▐ εφόσον:

α)

το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος, ║

β)

η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος, ή

γ)

ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, βρίσκεται σε κράτος μέλος.

Άρθρο 3

Ευθύνη και ασφάλιση

1.   Το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους και οι κανόνες για την ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια διέπονται από τον παρόντα κανονισμό καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, εξαιρουμένου του άρθρου 7, παράγραφος 2, και από τα άρθρα 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του IMO που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ.

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 δεν εφαρμόζεται στις μεταφορές επιβατών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ενεργώντας κατά τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, τροποποιήσουν τον παρόντα κανονισμό προς αυτήν την κατεύθυνση.

2.   Οι κατευθυντήριες γραμμές του IMO, εφόσον παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ, είναι δεσμευτικές.

Άρθρο 4

Αποζημίωση για εξοπλισμό κινητικότητας ή για άλλον ειδικό εξοπλισμό

Σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας εξοπλισμού κινητικότητας ή άλλου ειδικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται από επιβάτη μειωμένης κινητικότητας, η ευθύνη του μεταφορέα διέπεται από το άρθρο 3 παράγραφος 3 της Σύμβασης των Αθηνών. Η αποζημίωση αντιστοιχεί στην αξία αντικατάστασης του σχετικού εξοπλισμού ή, κατά περίπτωση, στις δαπάνες επισκευής.

Άρθρο 5

Προκαταβολές

Εφόσον ο θάνατος ή η σωματική βλάβη επιβάτη έχει προκληθεί σε ναυτικό συμβάν ▐, ο μεταφορέας που εκτέλεσε όντως εν όλω ή εν μέρει τη μεταφορά, κατά τη διάρκεια της οποίας επήλθε το ναυτικό συμβάν, πληρώνει προκαταβολή που επαρκεί για την κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών, ανάλογη με την προκληθείσα ζημία, εντός δεκαπέντε ημερών από τον προσδιορισμό του δικαιούχου αποζημίωσης. Σε περίπτωση θανάτου ή πλήρους και μόνιμης αναπηρίας επιβάτη ή στην περίπτωση τραυματισμών στο 75 % ή περισσότερο του σώματος επιβάτη που θεωρούνται πολύ σοβαροί από κλινική άποψη , το ποσό της προκαταβολής ανέρχεται σε 21 000 ευρώ τουλάχιστον.

Η παρούσα διάταξη ισχύει επίσης εάν ο μεταφορέας είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα.

Η προκαταβολή δεν συνιστά αναγνώριση ευθύνης και μπορεί να αντισταθμισθεί με οιοδήποτε άλλο ποσό καταβληθεί εν συνεχεία βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά δεν είναι επιστρεπτέα, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, ║ το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών και το Προσάρτημα Α των κατευθυντήριων γραμμών του IMO ή εάν ο αποδέκτης της προκαταβολής δεν είναι ο δικαιούχος της αποζημίωσης.

Η πληρωμή ή, αντιστοίχως, η αποδοχή προκαταβολής δίδει τη δυνατότητα στο μεταφορέα ή τον υποκαθιστώντα το μεταφορέα ή τον επιβάτη να κινήσουν δικαστική διαδικασία διακρίβωσης των ευθυνών και της υπαιτιότητας .

Άρθρο 6

Πληροφόρηση των επιβατών

Ο μεταφορέας ή/και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα διασφαλίζουν ότι παρέχονται στους επιβάτες κατάλληλες , πλήρεις και κατανοητές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που έχουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού πριν από την αναχώρησή τους. Εφόσον η υποχρέωση πληροφόρησης δυνάμει του παρόντος άρθρου έχει εκπληρωθεί είτε από τον μεταφορέα είτε από το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, το άλλο πρόσωπο δεν υποχρεούται να υποβάλει αναφορά. Οι πληροφορίες παρέχονται υπό κατάλληλη, πλήρη και εύληπτη μορφή , και στην περίπτωση πληροφοριών που παρέχονται από ταξιδιωτικούς πράκτορες, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια, τις οργανωμένες διακοπές και τις περιηγήσεις  (8).

Προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτή την απαίτηση για πληροφόρηση, ο μεταφορέας και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα μπορούν να χρησιμοποιούν σύνοψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, την οποία καταρτίζει η Επιτροπή και να τη δημοσιεύουν.

Άρθρο 7

Έκθεση

Το αργότερο … (9), η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κατά την κατάρτιση της οποίας λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη τις οικονομικές εξελίξεις και τις εξελίξεις στα διεθνή φόρα.

Η έκθεση αυτή δύναται να συνοδεύεται από πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού ή από πρόταση εισήγησης της Κοινότητας ενώπιον των αρμόδιων διεθνών φόρα.

Άρθρο 8

Διαδικασία

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την ενσωμάτωση τροποποιήσεων των ορίων που καθορίζονται με τα άρθρα 3 παράγραφος 1, 4α παράγραφος 1, 7 παράγραφος 1, και 8 της Σύμβασης των Αθηνών, ώστε να ληφθούν υπόψη αποφάσεις που έχουν ληφθεί δυνάμει του άρθρου 23 της Σύμβασης των Αθηνών και οι αντίστοιχες ενημερώσεις του Παραρτήματος Ι, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9, παράγραφος 2.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την ενσωμάτωση τροποποιήσεων των διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών του IMO, που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9, παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 ║.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 10

Μεταβατική διάταξη

Όσον αφορά τη μεταφορά διά θαλάσσης εντός ενός και μόνο κράτους μέλους, ▐ τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να αναβάλουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μέχρι και δυο έτη από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του όσον αφορά τις εγχώριες μεταφορές με τακτικά δρομολόγια οχηματαγωγών, και μέχρι και τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του όσον αφορά τις εγχώριες μεταφορές με τακτικά δρομολόγια οχηματαγωγών στις περιφέρειες που εμπίπτουν στο άρθρο 299, παράγραφος 2, της Συνθήκης .

Άρθρο 11

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών όσον αφορά την Κοινότητα.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  EE C 318 της 23.12.2006, σ. 195.

(2)  EE C 229 της 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007(ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 562), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 190 Ε της 29.7.2008, σ. 17) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)   ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1. ║.

(6)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. . ║.

(7)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1. ║.

(8)   ΕΕ L 158 της 23.6.1990, σ. 59.

(9)  Τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ ΤΟΥΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

(Ενοποιημένο κείμενο της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους και του Πρωτοκόλλου της του 2002)

Άρθρο 1

Ορισμοί

Στην παρούσα Σύμβαση, οι ακόλουθες εκφράσεις έχουν τη σημασία που τους αποδίδεται παρακάτω:

1.

α)

«μεταφορέας» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως του εάν η μεταφορά εκτελείται όντως από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα,

β)

«πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει το διαφορετικό από τον μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου και το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της, και

γ)

«μεταφορέας που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή τον μεταφορέα, εφόσον ο τελευταίος εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της,

2.

«σύμβαση μεταφοράς» σημαίνει τη σύμβαση που έχει συναφθεί από μεταφορέα ή για λογαριασμό του, με αντικείμενο τη θαλάσσια μεταφορά επιβάτη ή επιβάτη και των αποσκευών του, ανάλογα με την περίπτωση,

3.

«πλοίο» σημαίνει μόνο θαλασσοπλοούν πλοίο, αποκλειομένων των αερόστρωμνων οχημάτων,

4.

«επιβάτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο που μεταφέρεται επί του πλοίου:

α)

βάσει συμβάσεως μεταφοράς, ή

β)

το οποίο, με τη συναίνεση του μεταφορέα, συνοδεύει όχημα ή ζώντα ζώα, μεταφερόμενα βάσει συμβάσεως μεταφοράς αγαθών η οποία δεν διέπεται από την παρούσα Σύμβαση,

5.

«αποσκευές» σημαίνει κάθε αντικείμενο ή όχημα που μεταφέρεται από τον μεταφορέα βάσει συμβάσεως μεταφοράς, με εξαίρεση:

α)

τα αντικείμενα και οχήματα που μεταφέρονται βάσει ναυλοσυμφώνου, φορτωτικής ή άλλης σύμβασης που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά αγαθών, και

β)

τα ζώντα ζώα,

6.

«αποσκευές καμπίνας» σημαίνει αποσκευές που έχει ο επιβάτης στην καμπίνα του ή που βρίσκονται με άλλο τρόπο στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση ή τον έλεγχό του· στις αποσκευές καμπίνας περιλαμβάνονται και οι αποσκευές που έχει ο επιβάτης μέσα ή πάνω στο όχημά του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζονται η παράγραφος 8 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 8,

7.

η «απώλεια ή φθορά αποσκευών» περιλαμβάνει την οικονομική απώλεια που προέρχεται από τη μη παράδοση των αποσκευών στον επιβάτη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την άφιξη του πλοίου πάνω στο οποίο έχουν ή θα έπρεπε να είχαν μεταφερθεί οι αποσκευές, αλλά δεν περιλαμβάνει καθυστερήσεις που είναι αποτέλεσμα εργατικών διαφορών,

8.

η «μεταφορά» καλύπτει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

α)

σχετικά με τον επιβάτη και τις αποσκευές του καμπίνας, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο επιβάτης ή και οι αποσκευές του καμπίνας βρίσκονται πάνω στο πλοίο ή στη διαδικασία της επιβίβασης ή αποβίβασης, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο επιβάτης και οι αποσκευές του καμπίνας μεταφέρονται με πλωτά μέσα από την ξηρά στο πλοίο ή αντιστρόφως, εφόσον το κόστος της μεταφοράς αυτής περιλαμβάνεται στο ναύλο ή εφόσον το σκάφος που χρησιμοποιείται γι' αυτόν το σκοπό της βοηθητικής μεταφοράς έχει τεθεί στη διάθεση του επιβάτη από τον μεταφορέα. Εντούτοις, όσον αφορά τον επιβάτη, η μεταφορά δεν περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός βρίσκεται σε τερματικό σταθμό ή σταθμό ή σε προκυμαία ή μέσα ή πάνω σε κάθε άλλη λιμενική εγκατάσταση,

β)

σχετικά με τις αποσκευές καμπίνας, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο επιβάτης βρίσκεται σε τερματικό σταθμό ή σταθμό ή σε προκυμαία ή μέσα ή πάνω σε κάθε άλλη λιμενική εγκατάσταση εφόσον οι αποσκευές αυτές έχουν παραληφθεί από τον μεταφορέα ή τον υπάλληλό του ή από πράκτορα και δεν παραδόθηκαν στον επιβάτη,

γ)

σχετικά με αποσκευές άλλες από τις αποσκευές καμπίνας, το χρονικό διάστημα από το χρόνο της παραλαβής στην οποία προέβη ο μεταφορέας ή ο υπάλληλός του ή ο πράκτορας στην ξηρά ή στο πλοίο, έως τον χρόνο παράδοσης των εν λόγω αποσκευών από τα πρόσωπα αυτά,

9.

«διεθνής μεταφορά» σημαίνει κάθε μεταφορά, της οποίας, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνον κράτος, εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος,

10.

«Οργανισμός» σημαίνει τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό,

11.

«Γενικός Γραμματέας» σημαίνει τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού.

Άρθρο 1α

Παράρτημα

Το παράρτημα της παρούσας Σύμβασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της.

Άρθρο 2

Εφαρμογή

1.   […] (1)

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται όταν η μεταφορά διέπεται από καθεστώς αστικής ευθύνης, δυνάμει των διατάξεων οιασδήποτε άλλης διεθνούς σύμβασης η οποία αφορά τη μεταφορά επιβατών ή αποσκευών με άλλο είδος μεταφοράς, καθ' όσον οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται υποχρεωτικά στη θαλάσσια μεταφορά.

Άρθρο 3

Ευθύνη του μεταφορέα

1.   Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό που η ζημία αυτή ως προς τον εν λόγω επιβάτη δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250 000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν:

α)

ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή

β)

προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος.

Εφόσον και κατά το βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός εάν αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια.

2.   Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που δεν προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν το οποίο προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το βάρος απόδειξης του πταίσματος ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων.

3.   Για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν που προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το πταίσμα ή η αμέλεια του μεταφορέα τεκμαίρονται για τη ζημία που προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν.

4.   Για ζημία που προξενήθηκε από την απώλεια ή τη φθορά αποσκευών, πλην των αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εκτός εάν αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α)

«ναυτικό συμβάν» σημαίνει ναυάγιο, ανατροπή, σύγκρουση ή προσάραξη του πλοίου, έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή ελάττωμα του πλοίου,

β)

με τους όρους «πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα» νοούνται το πταίσμα ή η αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του,

γ)

«ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμφωνία με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, η οποία αφορά οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβόληση, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο ή έλεγχο βλάβης έπειτα από κατάκλυση· ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και

δ)

ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα.

6.   Η βάσει του παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία η οποία προκύπτει από συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς καθώς και την έκταση της ζημίας.

7.   Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν θίγει τα δικαιώματα αναγωγής του μεταφορέα κατά τρίτου ή τη δυνατότητα ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος βάσει του άρθρου 6 της παρούσας Σύμβασης. Κανένα σημείο του παρόντος άρθρου δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης βάσει των άρθρων 7 ή 8 της παρούσας Σύμβασης.

8.   Τα τεκμήρια σχετικά με το πταίσμα ή την αμέλεια ενός μέρους ή ο καθορισμός του μέρους που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν αποκλείουν το να ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του εν λόγω μέρους.

Άρθρο 4

Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα

1.   Εάν η εκτέλεση της μεταφοράς ή ενός μέρους της ανετέθη σε πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς που έχει ο ίδιος εκτελέσει.

2.   Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος, σε σχέση με τη μεταφορά που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, για τις πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας τους.

3.   Οποιαδήποτε ειδική συμφωνία, βάσει της οποίας ο μεταφορέας αναλαμβάνει υποχρεώσεις που δεν επιβάλλονται από την παρούσα Σύμβαση ή παραιτείται δικαιωμάτων που απονέμονται από την παρούσα Σύμβαση, ισχύει έναντι του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα μόνον εάν ο τελευταίος συμφωνήσει ρητώς και εγγράφως.

4.   Εφόσον και κατά τον βαθμό στον οποίο υπεύθυνοι είναι τόσο ο μεταφορέας όσο και το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

5.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θίγει δικαιώματα αναγωγής μεταξύ του μεταφορέα και του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα.

Άρθρο 4α

Υποχρεωτική ασφάλιση

1.   Όταν μεταφέρονται επιβάτες με πλοίο νηολογημένο σε κράτος μέλος της Σύμβασης, το οποίο έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από 12 επιβάτες, και εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση, κάθε μεταφορέας που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή ένα μέρος της οφείλει να διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, όπως τραπεζική εγγύηση ή εγγύηση από παρόμοιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, για την κάλυψη της βάσει της παρούσας Σύμβασης ευθύνης λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβατών. Το όριο της υποχρεωτικής ασφαλιστικής κάλυψης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε 250 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση.

2.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους της Σύμβασης, αφού διαπιστώσει ότι πληρούνται τα απαιτούμενα από την παράγραφο 1, εκδίδει για κάθε πλοίο πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιούται η ισχύς της ασφαλιστικής κάλυψης ή οποιασδήποτε άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Όσον αφορά τα πλοία που είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος της Σύμβασης, το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται ή επικυρούται από την αρμόδια αρχή του κράτους του νηολογίου του πλοίου· όσον αφορά τα πλοία που δεν είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος της Σύμβασης, το πιστοποιητικό εκδίδεται ή επικυρούται από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους της Σύμβασης. Το εν λόγω πιστοποιητικό συντάσσεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας Σύμβασης, περιλαμβάνει δε τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ονομασία του πλοίου, το διακριτικό αριθμό ή χαρακτήρες, και το λιμένα νηολόγησης,

β)

την επωνυμία και τον τόπο της κύριας εγκατάστασης του μεταφορέα που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή ένα μέρος της,

γ)

τον αριθμό αναγνώρισης του IMO του πλοίου,

δ)

το είδος και τη διάρκεια της ασφάλειας,

ε)

την επωνυμία και τον τόπο κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλιση και, όπου ενδείκνυται, τον τόπο εγκατάστασης όπου έχει συναφθεί η ασφάλιση ή έχει συσταθεί άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, και

στ)

τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού, η οποία δεν υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης ή της άλλου είδους χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

3.

α)

Τα κράτη μέλη της Σύμβασης δύνανται να εξουσιοδοτούν αναγνωρισμένο από αυτά ίδρυμα ή οργανισμό να εκδίδει το πιστοποιητικό. Το εν λόγω ίδρυμα ή οργανισμός ενημερώνει το κράτος αυτό για την έκδοση κάθε πιστοποιητικού. Οπωσδήποτε, το κράτος μέλος της Σύμβασης εγγυάται πλήρως την πληρότητα και ακρίβεια του εκδοθέντος πιστοποιητικού και αναλαμβάνει να μεριμνήσει για τις ρυθμίσεις τις αναγκαίες για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής.

β)

Κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης ενημερώνει τον Γενικό Γραμματέα:

i)

για τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες και τους όρους της εξουσιοδότησης που παραχώρησε σε αναγνωρισμένο ίδρυμα ή οργανισμό,

ii)

για την άρση της εξουσιοδότησης αυτής, και

iii)

για την ημερομηνία από την οποία τίθεται σε ισχύ η εν λόγω εξουσιοδότηση ή η άρση της.

Η παραχωρούμενη εξουσιοδότηση τίθεται σε ισχύ μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάσθηκε η σχετική κοινοποίηση στον Γενικό Γραμματέα.

γ)

Το ίδρυμα ή ο οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πιστοποιητικά σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, πρέπει, τουλάχιστον, να διαθέτει εξουσιοδότηση απόσυρσης των πιστοποιητικών αυτών, εφόσον δεν πληρούνται οι όροι βάσει των οποίων εκδόθηκαν. Τα ιδρύματα ή οι οργανισμοί γνωστοποιούν πάντοτε την απόσυρση στο κράτος, για λογαριασμό του οποίου είχε εκδοθεί το πιστοποιητικό.

4.   Το πιστοποιητικό συντάσσεται στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του εκδίδοντος κράτους. Εάν η χρησιμοποιούμενη γλώσσα δεν είναι τα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα ισπανικά, το κείμενο περιλαμβάνει μετάφραση σε μια από τις εν λόγω γλώσσες, εφόσον δε το αποφασίσει το κράτος, η επίσημη γλώσσα του είναι δυνατόν να παραλειφθεί.

5.   Το πιστοποιητικό διατηρείται επί του πλοίου, αντίγραφό του δε κατατίθεται στις αρχές που τηρούν το μητρώο νηολόγησης του πλοίου ή, εάν το πλοίο δεν είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος της Σύμβασης, στην αρχή του κράτους έκδοσης ή κύρωσης του πιστοποιητικού.

6.   Μια ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου εάν, για αιτία ανεξάρτητη από τη λήξη της διάρκειας ισχύος της ασφάλισης ή της χρηματοοικονομικής ασφάλειας την οποία αναφέρει το πιστοποιητικό, είναι δυνατόν να παύσει να ισχύει, πριν παρέλθουν τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της λήξης της ισχύος της στις αρχές τις οποίες αναφέρει η παράγραφος 5, εκτός εάν το πιστοποιητικό έχει παραδοθεί στις αρχές αυτές ή έχει εκδοθεί νέο πιστοποιητικό κατά την εν λόγω διάρκεια ισχύος της ασφάλισης ή της χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται ομοίως σε κάθε τροποποίηση δυνάμει της οποίας η ασφάλιση ή η άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια παύει να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

7.   Το κράτος νηολόγησης του πλοίου καθορίζει, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τους όρους έκδοσης και ισχύος του πιστοποιητικού.

8.   Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι εμποδίζει κάποιο κράτος μέλος της Σύμβασης να βασίζεται σε πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει από άλλα κράτη ή τον Οργανισμό ή άλλους διεθνείς οργανισμούς και οι οποίες αφορούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστών ή των φορέων που παρέχουν τη χρηματοοικονομική ασφάλεια για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος μέλος της Σύμβασης που βασίζεται σε τέτοιου είδους πληροφορίες δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη που φέρει ως κράτος που εκδίδει το πιστοποιητικό.

9.   Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται ή κυρώνονται με εξουσιοδότηση κράτους μέλους της Σύμβασης γίνονται δεκτά από τα άλλα κράτη μέλη της παρούσας Σύμβασης για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής και θεωρούνται από τα άλλα κράτη μέλη της Σύμβασης ότι έχουν την ίδια ισχύ με τα πιστοποιητικά τα οποία εκδίδουν ή κυρώνουν τα ίδια, ακόμα και εάν τα εν λόγω πιστοποιητικά έχουν εκδοθεί ή κυρωθεί για πλοίο που δεν είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος της Σύμβασης. Τα κράτη μέλη της Σύμβασης δύνανται να ζητήσουν ανά πάσα στιγμή διαβουλεύσεις με το κράτος που εκδίδει ή κυρώνει το πιστοποιητικό εάν θεωρήσουν ότι ο ασφαλιστής ή ο εγγυητής που σημειώνεται στο πιστοποιητικό ασφάλισης δεν είναι σε θέση να καλύψει χρηματοοικονομικά τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η παρούσα Σύμβαση.

10.   Κάθε απαίτηση αποζημίωσης που καλύπτεται από ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι δυνατόν να ασκηθεί ευθέως κατά του ασφαλιστή ή του άλλου προσώπου το οποίο παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό που αναφέρει η παράγραφος 1 αποτελεί το όριο ευθύνης του ασφαλιστή ή του άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια, ακόμη και εάν ο μεταφορέας ή το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δεν δικαιούται περιορισμό της ευθύνης τους. Ο εναγόμενος δύναται περαιτέρω να προβάλει προς υπεράσπιση του τους ισχυρισμούς (εκτός από την πτώχευση ή την εκκαθάριση) τους οποίους θα είχε το δικαίωμα να προβάλει σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ο μεταφορέας τον οποίο αναφέρει η παράγραφος 1. Περαιτέρω, ο εναγόμενος δύναται να επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι η ζημία προκλήθηκε από εσκεμμένο παράπτωμα του ασφαλισμένου, πλην όμως ο εναγόμενος δεν δύναται να προβάλει κανέναν άλλο ισχυρισμό υπεράσπισης τον οποίο θα είχε το δικαίωμα να επικαλεσθεί σε περίπτωση αγωγής του ασφαλισμένου εναντίον του. Ο εναγόμενος, οπωσδήποτε, έχει το δικαίωμα να προσεπικαλέσει στη δίκη τον μεταφορέα και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα.

11.   Τα ποσά που έχουν παρασχεθεί μέσω ασφαλίσεως ή άλλου είδους χρηματοοικονομικής ασφάλειας, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, διατίθενται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των βάσει της παρούσας Σύμβασης απαιτήσεων, οποιεσδήποτε δε καταβολές των ποσών αυτών απαλλάσσουν, μέχρι του ύψους των καταβληθέντων ποσών, από κάθε ευθύνη η οποία προκύπτει βάσει της παρούσας Σύμβασης.

12.   Ένα κράτος μέλος της Σύμβασης ουδέποτε επιτρέπει την εκμετάλλευση πλοίου που φέρει τη σημαία του και στο οποίο εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, εάν δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 15.

13.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης μεριμνά, βάσει του εθνικού του δικαίου, ώστε κάθε πλοίο, ανεξαρτήτως του λιμένα νηολόγησης, το οποίο έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες, να καλύπτεται, κατά τον κατάπλου ή τον απόπλου από λιμένα του εδάφους του, από ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, στην έκταση που προσδιορίζεται από την παράγραφο 1, καθ' όσον εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση.

14.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 5, ένα κράτος μέλος της Σύμβασης δύναται να γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 13, τα πλοία δεν υποχρεούνται να φέρουν ή να επιδεικνύουν το πιστοποιητικό που απαιτεί η παράγραφος 2 κατά τον κατάπλου ή τον απόπλου από λιμένες του εδάφους τους, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος της Σύμβασης το οποίο εκδίδει το πιστοποιητικό έχει γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα ότι διατηρεί μητρώα σε ηλεκτρονική μορφή, προσπελάσιμα για όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης, που βεβαιώνουν την ύπαρξη του πιστοποιητικού και επιτρέπουν στα κράτη μέλη της Σύμβασης να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της παραγράφου 13.

15.   Εάν ένα πλοίο το οποίο ανήκει σε κράτος μέλος της Σύμβασης δεν καλύπτεται από ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε αυτό. Ωστόσο, το εν λόγω πλοίο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους της νηολόγησης και βεβαιώνει ότι το πλοίο ανήκει στο εν λόγω κράτος και ότι η ευθύνη καλύπτεται μέχρι του ποσού που προβλέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να ακολουθεί, όσο το δυνατόν πιστότερα, το υπόδειγμα που αναφέρει η παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Τιμαλφή

Ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για την απώλεια ή ζημία σε χρήματα, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα, χρυσό, ασημικά, κοσμήματα, διακοσμητικά αντικείμενα, έργα τέχνης ή άλλα τιμαλφή, εκτός εάν αυτά παραδόθηκαν στον μεταφορέα με συμφωνία για τη φύλαξή τους, οπότε ο μεταφορέας ευθύνεται μέχρι του ορίου που προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 3, εκτός εάν συμφωνήθηκε υψηλότερο όριο ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1.

Άρθρο 6

Συντρέχον πταίσμα

Εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι πταίσμα ή αμέλεια του επιβάτη προκάλεσε ή συνέβαλε στο θάνατο ή τη σωματική του βλάβη ή στην απώλεια ή φθορά αποσκευών του, το δικάζον δικαστήριο δύναται να απαλλάξει τον μεταφορέα πλήρως ή εν μέρει από την ευθύνη του, σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζει.

Άρθρο 7

Όριο ευθύνης για θάνατο και σωματικές βλάβες

1.   Η βάσει του άρθρου 3 ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 400 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους μεταφορά. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, επιδικάζονται αποζημιώσεις υπό μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των εν λόγω καταβολών δεν υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.

2.   Ένα κράτος μέλος της Σύμβασης δύναται να ρυθμίζει με ειδικές διατάξεις εθνικού δικαίου το όριο ευθύνης που ορίζει η παράγραφος 1, υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό όριο ευθύνης, εφόσον υπάρχει, δεν είναι χαμηλότερο από εκείνο που ορίζει η παράγραφος 1. Το κράτος μέλος της Σύμβασης το οποίο κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει η παρούσα παράγραφος, ενημερώνει τον Γενικό Γραμματέα για το εγκριθέν όριο ευθύνης ή για τη μη ύπαρξη ορίου.

Άρθρο 8

Όριο ευθύνης για απώλεια ή ζημία σε αποσκευές και οχήματα

1.   Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά αποσκευών καμπίνας δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 2 250 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη και ανά μεταφορά.

2.   Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποσκευών που μεταφέρονται εντός ή επί του οχήματος, δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 12 700 μονάδες υπολογισμού ανά όχημα και ανά μεταφορά.

3.   Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά αποσκευών, πέραν εκείνων που αναφέρουν οι παράγραφοι 1 και 2, δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 3 375 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη και ανά μεταφορά.

4.   Ο μεταφορέας και ο επιβάτης δύνανται να συμφωνήσουν ότι η ευθύνη του μεταφορέα υπόκειται σε απαλλαγή, το ύψος της οποίας δεν υπερβαίνει τις 330 μονάδες υπολογισμού για την περίπτωση φθοράς οχήματος και τις 149 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για την περίπτωση απώλειας ή φθοράς άλλων αποσκευών. Το ποσό αυτό αφαιρείται από το ποσό της απώλειας ή της φθοράς.

Άρθρο 9

Μονάδα υπολογισμού και μετατροπή

 

   Η μονάδα υπολογισμού κατά την παρούσα Σύμβαση είναι τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα ποσά που αναφέρουν το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1, και το άρθρο 8 μετατρέπονται στο εθνικό νόμισμα του κράτους, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται το δικάζον δικαστήριο, βάσει της αξίας του εν λόγω νομίσματος σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή την ημερομηνία που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους. Η σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα αξία του εθνικού νομίσματος κράτους μέλους της Σύμβασης, το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατά την οικεία ημερομηνία για τις δικές του πράξεις και συναλλαγές. Η σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα αξία του εθνικού νομίσματος κράτους μέλους της Σύμβασης, το οποίο δεν είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπολογίζεται με τον τρόπο που καθορίζει αυτό το κράτος μέλος της Σύμβασης.

2.   Ωστόσο, ένα κράτος το οποίο δεν είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του οποίου η νομοθεσία δεν επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 δύναται, κατά τη στιγμή της κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη χρονική στιγμή, να δηλώσει ότι η μονάδα υπολογισμού την οποία αναφέρει η παράγραφος 1 ισούται με δεκαπέντε χρυσά φράγκα. Το χρυσό φράγκο που αναφέρει η παρούσα παράγραφος αντιστοιχεί σε εξήντα πέντε και μισό χιλιοστόγραμμα χρυσού καθαρότητας εννιακοσίων βαθμών. Η μετατροπή του χρυσού φράγκου σε εθνικό νόμισμα γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους.

3.   Ο υπολογισμός στον οποίο αναφέρεται η τελευταία περίοδος της παραγράφου 1 και η μετατροπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε, για τα ποσά του άρθρου 3 παράγραφος 1, του άρθρου 4α παράγραφος 1, του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 8, να εκφράζεται σε εθνικό νόμισμα των κρατών μελών της Σύμβασης, κατά το δυνατόν, η ίδια πραγματική αξία με εκείνη που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των τριών πρώτων εδαφίων της παραγράφου 1. Τα κράτη γνωστοποιούν στον Γενικό Γραμματέα τον τρόπο υπολογισμού σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή το αποτέλεσμα της μετατροπής σύμφωνα με την παράγραφο 2, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την κατάθεση της πράξης κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση και κάθε φορά που επέρχεται αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού ή στο αποτέλεσμα της μετατροπής.

Άρθρο 10

Συμπληρωματικές διατάξεις για τα όρια ευθύνης

1.   Ο μεταφορέας και ο επιβάτης δύνανται να συμφωνήσουν ρητώς και εγγράφως υψηλότερα όρια ευθύνης από εκείνα που ορίζονται από τα άρθρα 7 και 8.

2.   Οι τόκοι επί των αποζημιώσεων και τα δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνονται στα όρια ευθύνης που καθορίζουν τα άρθρα 7 και 8.

Άρθρο 11

Υπεράσπιση και όρια για υπαλλήλους μεταφορέων

Εφόσον ασκείται αγωγή κατά υπαλλήλου ή πράκτορα του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, σε σχέση με ζημία που καλύπτεται από την παρούσα Σύμβαση, αυτός ο υπάλληλος ή ο πράκτορας, εάν αποδεικνύει ότι ενήργησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, δικαιούται να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα υπεράσπισης και να επικαλεσθεί τα ίδια όρια ευθύνης τα οποία διαθέτει ο μεταφορέας ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

Άρθρο 12

Σώρευση απαιτήσεων

1.   Όταν εφαρμόζονται τα όρια ευθύνης που καθορίζονται από τα άρθρα 7 και 8, ισχύουν για το σύνολο των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση για όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες κάθε επιβάτη ή από την απώλεια ή φθορά αποσκευών του.

2.   Όταν πρόκειται για μεταφορά που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, το άθροισμα των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση από τον μεταφορέα και το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και από τους υπαλλήλους και πράκτορές τους που ενεργούν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που είναι δυνατόν να επιδικασθεί εις βάρος είτε του μεταφορέα είτε του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, αλλά κανένα από τα προαναφερθέντα πρόσωπα δεν φέρει ευθύνη για ποσό μεγαλύτερο από το όριο που ισχύει ως προς αυτό το ίδιο.

3.   Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος ή πράκτορας του μεταφορέα ή του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα έχει σύμφωνα με το άρθρο 11 της παρούσας Σύμβασης το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια ευθύνης που καθορίζονται από τα άρθρα 7 και 8, το άθροισμα των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση από τον μεταφορέα ή ενδεχομένως από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και από τον υπάλληλο ή πράκτορα δεν υπερβαίνει αυτά τα όρια.

Άρθρο 13

Απώλεια του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης

1.   Ο μεταφορέας δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια ευθύνης που καθορίζονται από τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 10 παράγραφος 1, εάν αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του μεταφορέα που έγινε με πρόθεση να προξενηθεί η ζημία αυτή ή από αμέλεια εν επιγνώσει του ότι θα μπορούσε πιθανότατα να προκληθεί η ζημία αυτή.

2.   Ο υπάλληλος ή πράκτορας του μεταφορέα ή του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια αυτά, εάν αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη αυτού του υπαλλήλου ή πράκτορα, που έγινε με πρόθεση να προξενηθεί η ζημία αυτή ή από αμέλεια εν επιγνώσει του ότι θα μπορούσε πιθανότατα να προκληθεί η ζημία αυτή.

Άρθρο 14

Βάση απαιτήσεων

Καμία αγωγή αποζημίωσης για τον θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση.

Άρθρο 15

Ενημέρωση για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών

1.   Ο επιβάτης ενημερώνει εγγράφως τον μεταφορέα ή τον πράκτορά του:

α)

σε περίπτωση εμφανούς φθοράς των αποσκευών:

i)

για αποσκευές καμπίνας, πριν από την αποβίβαση του επιβάτη ή κατά το χρόνο της εν λόγω αποβίβασης,

ii)

για όλες τις άλλες αποσκευές, πριν αυτές του παραδοθούν ή κατά το χρόνο που του παραδίδονται,

β)

σε περίπτωση μη εμφανούς φθοράς των αποσκευών ή απώλειας των αποσκευών, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία αποβίβασης ή επαναπαράδοσης ή από το χρόνο που θα έπρεπε να έχει γίνει η επαναπαράδοση αυτή.

2.   Ο επιβάτης που δεν συμμορφώνεται με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι έχει παραλάβει άθικτες τις αποσκευές του, εκτός εάν αποδείξει το αντίθετο.

3.   Η έγγραφη γνωστοποίηση δεν χρειάζεται να γίνει, εάν η κατάσταση των αποσκευών κατά το χρόνο παραλαβής τους ελέγχθηκε ή επιθεωρήθηκε από κοινού.

Άρθρο 16

Παραγραφή αγωγών

1.   Κάθε αγωγή αποζημίωσης που απορρέει από θάνατο ή σωματική βλάβη επιβάτη ή από απώλεια ή φθορά αποσκευών, παραγράφεται μετά την πάροδο δύο ετών.

2.   Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως:

α)

σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη,

β)

σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία κατά την οποία ο επιβάτης θα έπρεπε να έχει αποβιβασθεί και, σε περίπτωση σωματικής βλάβης που συνέβη κατά τη μεταφορά και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβίβασης,

γ)

σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς αποσκευών, από την ημερομηνία αποβίβασης ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει γίνει η αποβίβαση, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας που είναι μεταγενέστερη.

3.   Τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής διέπονται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται άσκηση αγωγής βάσει της παρούσας Σύμβασης μετά τη λήξη οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά διαστήματα:

α)

διαστήματος πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει λάβει χώρα η αποβίβαση, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη, ή, εάν προηγείται,

β)

διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν.

4.   Παρά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ο χρόνος παραγραφής είναι δυνατόν να παραταθεί με δήλωση του μεταφορέα ή κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων μετά την επέλευση της γενεσιουργού αιτίας της αγωγής. Η δήλωση ή συμφωνία πρέπει να είναι έγγραφη.

Άρθρο 17

Δικαιοδοσία  (2)

Άρθρο 17α

Αναγνώριση και εκτέλεση  (2)

Άρθρο 18

Ακυρότητα συμβατικών όρων

Οποιοσδήποτε συμβατικός όρος συναφθείς προτού λάβει χώρα το συμβάν που προκάλεσε το θάνατο ή σωματική βλάβη επιβάτη ή την απώλεια ή ζημία των αποσκευών του, ο οποίος αποσκοπεί στην απαλλαγή του μεταφορέα από την ευθύνη του έναντι του επιβάτη ή στον καθορισμό κατώτερου ορίου ευθύνης από το οριζόμενο στην παρούσα Σύμβαση, εκτός από το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 4, και οποιοσδήποτε όρος ο οποίος αποσκοπεί στη μετάθεση του βάρους απόδειξης του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος επιλογής, όπως ορίζει το άρθρο 17 παράγραφος 1, είναι άκυρος, αλλά η ακυρότητα του όρου αυτού δεν επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης μεταφοράς, η οποία εξακολουθεί να υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.

Άρθρο 20

Ζημίες από πυρηνική ενέργεια

Δεν υφίσταται ευθύνη σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση για ζημίες που προκλήθηκαν από συμβάν σχετικό με την πυρηνική ενέργεια:

α)

εάν ο φορέας εκμετάλλευσης πυρηνικής εγκατάστασης είναι υπεύθυνος για ζημία αυτού του είδους είτε σύμφωνα με τη Σύμβαση των Παρισίων της 29ης Ιουλίου 1960 περί Ευθύνης Τρίτων στο Πεδίο της Πυρηνικής Ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της 28ης Ιανουαρίου 1964, είτε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης της 21ης Μαΐου 1963 για την Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια, ή

β)

εάν ο φορέας εκμετάλλευσης πυρηνικής εγκατάστασης είναι υπεύθυνος για ζημία αυτού του είδους βάσει εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει την ευθύνη για ζημία αυτού του είδους, υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή είναι από κάθε άποψη εξίσου ευνοϊκή για τα πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να υποστούν ζημίες είτε με τη Σύμβαση των Παρισίων είτε με τη Σύμβαση της Βιέννης ή με οποιαδήποτε ισχύουσα τροποποίηση ή πρωτόκολλό τους.

Άρθρο 21

Εμπορική μεταφορά από δημόσιες αρχές

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται και στις εμπορικές μεταφορές τις οποίες αναλαμβάνουν κράτη ή δημόσιες αρχές βάσει συμβάσεως μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 1.

[Άρθρα 22 και 23 του Πρωτοκόλλου του 2002 της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους]

Άρθρο 22

Αναθεώρηση και τροποποίηση  (2)

Άρθρο 23

Τροποποίηση των ορίων

1.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22, η ειδική διαδικασία του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται μόνο για τροποποίηση των ορίων που προβλέπουν το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο.

2.   Κατ' αίτηση τουλάχιστον του ημίσεος των συμβαλλομένων μερών του παρόντος Πρωτοκόλλου και, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον έξι εξ αυτών, κάθε πρόταση τροποποίησης των ορίων, συμπεριλαμβανομένων των ατελειών, που προβλέπονται από το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, διανέμεται από τον Γενικό Γραμματέα σε όλα τα μέλη του Οργανισμού και σε όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης.

3.   Κάθε τροποποίηση που έχει προταθεί και διανεμηθεί βάσει των ανωτέρω, υποβάλλεται στη Νομική Επιτροπή του Οργανισμού (στο εξής αποκαλούμενη «Νομική Επιτροπή») προς εξέταση, τουλάχιστον έξι μήνες μετά την ημερομηνία της διανομής.

4.   Όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, ανεξάρτητα από το εάν είναι μέλη του Οργανισμού, έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες της Νομικής Επιτροπής για την εξέταση και έγκριση των τροποποιήσεων.

5.   Οι τροποποιήσεις εγκρίνονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των κρατών μελών της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, που είναι παρόντα και ψηφίζουν στη διευρυμένη Νομική Επιτροπή, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ψηφοφορία είναι παρόντα τουλάχιστον τα μισά από τα κράτη μέλη της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο.

6.   Η Νομική Επιτροπή, όταν καλείται να αποφανθεί για πρόταση τροποποίησης των ορίων, λαμβάνει υπόψη της την κτηθείσα πείρα όσον αφορά τα σχετικά συμβάντα και, ιδιαίτερα, το ύψος της ζημίας που προξένησαν, τις μεταβολές της αξίας των νομισμάτων και τον αντίκτυπο της προτεινόμενης τροποποίησης στο κόστος ασφάλισης.

7.

α)

Καμία τροποποίηση των ορίων βάσει του παρόντος άρθρου δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί πριν παρέλθουν πέντε έτη από την ημερομηνία ανοίγματος του παρόντος Πρωτοκόλλου για υπογραφή ούτε πριν παρέλθουν πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της προηγούμενης τροποποίησης βάσει του παρόντος άρθρου.

β)

Κανένα όριο δεν επιτρέπεται να αυξηθεί τόσο ώστε το ύψος του να υπερβαίνει το όριο που θεσπίζει η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, αυξημένο κατά έξι τοις εκατό ετησίως σε βάση ανατοκισμού από την ημερομηνία ανοίγματος του παρόντος Πρωτοκόλλου προς υπογραφή.

γ)

Κανένα όριο δεν επιτρέπεται να αυξηθεί τόσο ώστε να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ορίου που θεσπίζει η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο.

8.   Κάθε τροποποίηση η οποία εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 κοινοποιείται από τον Οργανισμό σε όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης. Η τροποποίηση θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή αφού παρέλθουν δεκαοκτώ μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης, εκτός εάν, εντός αυτού του διαστήματος, κράτη που αποτελούν το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών που ήταν κράτη μέλη της Σύμβασης κατά το χρόνο της έγκρισης της τροποποίησης κοινοποιήσουν στον Γενικό Γραμματέα ότι δεν την αποδέχονται. Στην περίπτωση αυτή, η τροποποίηση απορρίπτεται και δεν παράγει αποτέλεσμα.

9.   Μια τροποποίηση η οποία θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή σύμφωνα με την παράγραφο 8 τίθεται σε ισχύ δεκαοκτώ μήνες μετά την αποδοχή της.

10.   Όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης δεσμεύονται από την τροποποίηση, εκτός εάν καταγγείλουν το παρόν Πρωτόκολλο σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21, τουλάχιστον έξι μήνες προτού τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση. Η καταγγελία αυτή παράγει αποτελέσματα όταν τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση.

11.   Εφόσον τροποποίηση έχει εγκριθεί, πλην όμως δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών για την αποδοχή της, κάθε κράτος το οποίο καθίσταται κράτος μέλος της Σύμβασης κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού δεσμεύεται από την τροποποίηση εφόσον αυτή τεθεί σε ισχύ. Το κράτος το οποίο καθίσταται κράτος μέλος της Σύμβασης μετά το διάστημα αυτό δεσμεύεται από τροποποίηση η οποία έχει γίνει δεκτή σύμφωνα με την παράγραφο 8. Στις περιπτώσεις που αναφέρει η παρούσα παράγραφος, ένα κράτος δεσμεύεται από τροποποίηση όταν αυτή τεθεί σε ισχύ ή όταν το παρόν Πρωτόκολλο τεθεί σε ισχύ για το εν λόγω κράτος, εφόσον η δεύτερη αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη.


(1)  Δεν αναπαράγεται.

(2)  Δεν παρατίθεται.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ή ΑΛΛΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΕΠΙΒΑΤΩΝ

Εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους

Ονομασία του πλοίου

Διακριτικός αριθμός ή χαρακτήρες

Αριθμός αναγνώρισης IMO του πλοίου

Λιμένας νηολόγησης

Επωνυμία και πλήρης διεύθυνση της κύριας εγκατάστασης του μεταφορέα ο οποίος όντως εκτελεί τη μεταφορά

 

 

 

 

 

Με το παρόν πιστοποιείται ότι υπάρχει σε ισχύ σε σχέση με το πλοίο που φέρει την ανωτέρω ονομασία σύμβαση ασφάλισης ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια που ικανοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 2002.

Είδος ασφάλειας …

Διάρκεια της ασφάλειας …

Επωνυμία και διεύθυνση του(ων) ασφαλιστή(ών) και/ή του(ων) εγγυητή(ών)

Επωνυμία …

Διεύθυνση …

Το παρόν πιστοποιητικό ισχύει έως …

Εκδόθηκε ή επικυρώθηκε από τη κυβέρνηση …

(Πλήρης ονομασία του κράτους)

Ή

Το ακόλουθο κείμενο χρησιμοποιείται στην περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος της Σύμβασης κάνει χρήση του άρθρου 4α παράγραφος 3:

Το παρόν πιστοποιητικό εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της κυβέρνησης της (του) …

(Πλήρης ονομασία του κράτους) από … (ονομασία του φορέα ή του οργανισμού)

Τόπος … Ημερομηνία…

(Τόπος)

(Ημερομηνία)

(Υπογραφή και ιδιότητα του υπαλλήλου που εκδίδει ή επικυρώνει το πιστοποιητικό)

Επεξηγηματικές σημειώσεις:

1.

Η ονομασία του κράτους είναι δυνατόν να συνοδεύεται από παραπομπή στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας όπου εκδίδεται το πιστοποιητικό.

2.

Εάν το συνολικό ποσό της ασφάλειας προέρχεται από περισσότερες της μίας πηγές, πρέπει να αναγραφεί το ποσό καθεμιάς από αυτές.

3.

Εάν η ασφάλεια παρέχεται με διαφορετικές μορφές, αυτές πρέπει να σημειώνονται.

4.

Στο σημείο «Διάρκεια της ασφάλειας» πρέπει να αναγραφεί η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η ασφάλεια.

5.

Στο σημείο «διεύθυνση του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών» πρέπει να αναγραφεί ο τόπος της κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών. Εφόσον ενδείκνυται, πρέπει να αναγραφεί ο τόπος όπου έχει συναφθεί η ασφάλιση ή έχει συσταθεί η ασφάλεια.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΤΟΥ IMO ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΠΟΥ ΕΝΕΚΡΙΝΕ Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2006

ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ IMO ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Επιφύλαξη

1.

Η Σύμβαση των Αθηνών επικυρώνεται με την ακόλουθη επιφύλαξη ή με δήλωση με το ίδιο αποτέλεσμα:

«[1.1.]

Επιφύλαξη σχετικά με την επικύρωση από την Κυβέρνηση … της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους (εφεξής «η Σύμβαση»).

Περιορισμός της ευθύνης των μεταφορέων, κλπ.

[1.2.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την ευθύνη δυνάμει της παραγράφου 1 ή 2 του άρθρου 3 της Σύμβασης, εάν υπάρχει, σε σχέση με το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών στο μικρότερο από τα εξής ποσά:

250 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση,

ή

340 εκατομμύρια μονάδες υπολογισμού συνολικά ανά πλοίο για κάθε επί μέρους περίπτωση.

[1.3.]

Επιπλέον, η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εφαρμόσει και αναλαμβάνει να εφαρμόζει τις παραγράφους 2.1.1 και 2.2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών αναλογικά σε ευθύνες αυτού του είδους.

[1.4.]

Η ευθύνη του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δυνάμει του άρθρου 4 της Σύμβασης, η ευθύνη των υπαλλήλων και πρακτόρων του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δυνάμει του άρθρου 11 της Σύμβασης και το ανώτατο όριο του αθροίσματος των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 12 της Σύμβασης περιορίζονται με τον ίδιο τρόπο.

[1.5.]

Η επιφύλαξη και η υποχρέωση στην παράγραφο 1.2 ισχύουν ανεξάρτητα από την ύπαρξη ευθύνης δυνάμει των παραγράφων 1 ή 2 του άρθρου 3 και παρά ο,τιδήποτε αντίθετο στα άρθρα 4 ή 7 της Σύμβασης· όμως, η εν λόγω επιφύλαξη και υποχρέωση δεν επηρεάζουν τη λειτουργία των άρθρων 10 και 13.

Υποχρεωτική ασφάλιση και περιορισμός της ευθύνης των ασφαλιστών

[1.6.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την απαίτηση βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 4α να υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια για τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών στο μικρότερο από τα εξής ποσά:

250 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση,

ή

340 εκατομμύρια μονάδες υπολογισμού συνολικά ανά πλοίο για κάθε επί μέρους περίπτωση.

[1.7.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την ευθύνη του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει χρηματοοικονομική ασφάλεια βάσει της παραγράφου 10 του άρθρου 4α για το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, στο μέγιστο ανώτατο όριο του ποσού της ασφάλισης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας την οποία υποχρεούται να διαθέτει ο μεταφορέας βάσει της παραγράφου 1.6 της παρούσας επιφύλαξης.

[1.8.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται επίσης του δικαιώματος να εφαρμόσει και αναλαμβάνει να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών περιλαμβανομένων των ρητρών στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 2.1 και 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών σε κάθε υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της Σύμβασης.

[1.9.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εξαιρέσει και αναλαμβάνει να εξαιρέσει τον πάροχο ασφάλισης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας βάσει του άρθρου 4α, παράγραφος 1, από κάθε ευθύνη την οποία δεν έχει αναλάβει.

Πιστοποίηση

[1.10.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εκδίδει και αναλαμβάνει να εκδίδει πιστοποιητικά ασφάλισης βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 4α της Σύμβασης, ώστε:

να αντικατοπτρίζονται οι περιορισμοί της ευθύνης και οι απαιτήσεις ασφαλιστικής κάλυψης κατά τις παραγράφους 1.2, 1.6, 1.7 και 1.9, και

να περιλαμβάνονται τυχόν άλλοι περιορισμοί, απαιτήσεις και εξαιρέσεις που πιστεύει ότι απαιτούν οι συνθήκες της ασφαλιστικής αγοράς κατά το χρόνο έκδοσης του πιστοποιητικού.

[1.11.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να δέχεται και αναλαμβάνει να δέχεται πιστοποιητικά ασφάλισης που έχουν εκδοθεί από άλλα κράτη μέλη της Σύμβασης σύμφωνα με παρόμοια επιφύλαξη.

[1.12.]

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, απαιτήσεις και εξαιρέσεις θα αντικατοπτρίζονται σαφώς στο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί ή πιστοποιηθεί βάσει του άρθρου 4α, παράγραφος 2, της Σύμβασης.

Σχέση μεταξύ της παρούσας επιφύλαξης και των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών

[1.13.]

Τα δικαιώματα που προκύπτουν από την παρούσα επιφύλαξη θα ασκούνται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών ή κάθε τροποποίησή τους, με σκοπό τη διασφάλιση ενιαίας εφαρμογής. Εάν η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού εγκρίνει πρόταση τροποποίησης των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, περιλαμβανομένων των ορίων, οι τροποποιήσεις αυτές θα ισχύουν από την ημερομηνία που θα καθορίζει η Νομική Επιτροπή. Δεν θίγονται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου όσον αφορά το δικαίωμα ενός κράτους να αποσύρει ή να τροποποιεί την επιφύλαξή του.»

Κατευθυντήριες γραμμές

2.

Με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση της ασφαλιστικής αγοράς, τα κράτη μέλη της Σύμβασης θα πρέπει να εκδίδουν πιστοποιητικά ασφάλισης με βάση την αρχή ότι ένας ασφαλιστής καλύπτει κινδύνους κατά πολέμου και άλλος ασφαλιστής καλύπτει τους λοιπούς κινδύνους. Κάθε ασφαλιστής είναι υπεύθυνος μόνο για το μέρος της δικής του ασφάλειας. Εφαρμόζονται οι εξής κανόνες (οι ρήτρες στις οποίες παραπέμπουν παρατίθενται στο Προσάρτημα Α):

2.1.

Αμφότερες οι ασφαλίσεις —κατά πολέμου και κατά λοιπών κινδύνων— μπορούν να υπόκεινται στις ακόλουθες ρήτρες:

2.1.1.

Ρήτρα εξαίρεσης από ραδιενεργό μόλυνση, χημικά, βιολογικά, βιοχημικά και ηλεκτρομαγνητικά όπλα (ρήτρα αριθ. 370),

2.1.2.

Ρήτρα εξαίρεσης από επίθεση στον κυβερνοχώρο (ρήτρα αριθ. 380),

2.1.3.

Μέσα υπεράσπισης και περιορισμοί των προσώπων που παρέχουν υποχρεωτική χρηματοοικονομική ασφάλεια δυνάμει της Συμβάσεως, όπως τροποποιείται με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως το όριο των 250 000 μονάδων υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση,

2.1.4.

Επιφύλαξη ότι η ασφάλιση μπορεί να καλύπτει μόνον υποχρεώσεις που υπόκεινται στη Σύμβαση, όπως τροποποιείται με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, και

2.1.5.

Επιφύλαξη ότι τυχόν ρυθμιζόμενα δυνάμει της Συμβάσεως ποσά χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ποσού για το οποίο υπέχει ευθύνη ο μεταφορέας ή/και ο ασφαλιστής του δυνάμει του άρθρου 4α της Συμβάσεως, ακόμη και εάν δεν εξοφλούνται ή απαιτούνται από τους οικείους ασφαλιστές κατά πολέμου ή κατά λοιπών κινδύνων.

2.2.

Η ασφάλεια κατά πολέμου καλύπτει ευθύνη, εφόσον υπάρχει, για την απώλεια λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη εξαιτίας:

πολέμου, εμφυλίου πολέμου, επανάστασης, εξέγερσης, στάσης ή εμφύλιας σύγκρουσης ή οποιασδήποτε εχθρικής πράξης προερχόμενης από ή στρεφόμενης κατά εμπόλεμης δύναμης,

αιχμαλωσίας, αρπαγής, σύλληψης, κράτησης ή φυλάκισης και των συνεπειών τους ή οποιασδήποτε απόπειρας τέτοιων ενεργειών,

εγκαταλελειμμένων ναρκών, τορπιλών, βομβών ή άλλων εγκαταλελειμμένων οπλικών συστημάτων,

τρομοκρατικών ενεργειών ή ενεργειών οιουδήποτε προσώπου ενεργούντος δολίως ή κινουμένου από πολιτικά κίνητρα και οιασδήποτε ενέργειας που αναλαμβάνεται για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση κινδύνων αυτού του είδους,

κατάσχεσης και απαλλοτρίωσης,

και μπορεί να υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις, περιορισμούς και απαιτήσεις:

2.2.1.

Ρήτρα αυτόματου τερματισμού και εξαίρεσης λόγω πολέμου

2.2.2.

Εάν οι απαιτήσεις μεμονωμένων επιβατών υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 340 εκατομμυρίων μονάδων υπολογισμού ανά πλοίο για κάθε επί μέρους περίπτωση, ο μεταφορέας δικαιούται να επικαλεσθεί περιορισμό της ευθύνης του στο ποσό των 340 εκατομμυρίων μονάδων υπολογισμού, υπό τον όρο πάντοτε ότι:

το ποσό αυτό καταμερίζεται μεταξύ των εναγόντων κατ’ αναλογία των τεκμηριωμένων απαιτήσεών τους,

ο καταμερισμός αυτού του ποσού μπορεί να γίνει άπαξ ή τμηματικά στους γνωστοποιημένους ενάγοντες κατά το χρόνο της διανομής και

ο καταμερισμός αυτού του ποσού μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ασφαλιστή ή από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή της οποίας επιλαμβάνεται ο ασφαλιστής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Σύμβασης στο οποίο υπάρχουν δικαστικές διαδικασίες για απαιτήσεις οι οποίες τεκμαίρεται ότι καλύπτονται από την ασφάλεια.

2.2.3.

Ρήτρα γνωστοποίησης 30 ημερών σε περιπτώσεις που δεν υπάγονται στην 2.2.1.

2.3.

Η ασφαλιστική κάλυψη κατά λοιπών κινδύνων πλην πολέμου θα πρέπει να καλύπτει όλους τους κινδύνους που αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής ασφάλισης, εκτός των κινδύνων που παρατίθενται στην 2.2 και ανεξαρτήτως του εάν υπόκεινται σε εξαιρέσεις, περιορισμούς ή απαιτήσεις στις κατευθυντήριες γραμμές 2.1 και 2.2.

3.

Στο Προσάρτημα Β περιλαμβάνεται σύνολο υποδειγμάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Γαλάζιες Κάρτες) και πιστοποιητικού ασφάλισης, στο σύνολο των οποίων αντικατοπτρίζονται οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Α

ΡΗΤΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ 2.1.1, 2.1.2 ΚΑΙ 2.2.1

Ρήτρα εξαίρεσης από ραδιενεργό μόλυνση, χημικά, βιολογικά, βιοχημικά και ηλεκτρομαγνητικά όπλα (ρήτρα αριθ. 370, 10/11/2003)

Η ρήτρα αυτή υπερτερεί και προέχει οποιωνδήποτε στοιχείων τα οποία περιέχονται στην παρούσα ασφάλιση και δεν συνάδουν προς αυτήν

1.

Η παρούσα ασφάλιση δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη η οποία οφείλεται άμεσα ή έμμεσα ή στην οποία έχει συντελέσει ή η οποία απορρέει από:

1.1.

ιοντίζουσες ακτινοβολίες ή μόλυνση από ραδιενέργεια προερχόμενη από πυρηνικά καύσιμα ή από πυρηνικά απόβλητα ή από την καύση πυρηνικών καυσίμων,

1.2.

τα ραδιενεργά, τοξικά, εκρηκτικά ή άλλα επικίνδυνα ή μολυσματικά χαρακτηριστικά πυρηνικών εγκαταστάσεων, αντιδραστήρων ή άλλων πυρηνικών συστημάτων ή πυρηνικών συστατικών τους,

1.3.

όπλα ή συσκευές που χρησιμοποιούν ατομική ή πυρηνική σχάση ή/και σύντηξη ή άλλη παρεμφερή αντίδραση ή ραδιενεργή ισχύ ή ύλη,

1.4.

τα ραδιενεργά, τοξικά, εκρηκτικά ή άλλα επικίνδυνα ή μολυσματικά χαρακτηριστικά πυρηνικών υλών. Η εξαίρεση αυτού του εδαφίου δεν εκτείνεται στα ραδιενεργά ισότοπα, πέραν των πυρηνικών καυσίμων, εφόσον τα ισότοπα αυτά προετοιμάζονται, μεταφέρονται, αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται για εμπορικούς, γεωργικούς, ιατρικούς, επιστημονικούς ή άλλους συναφείς σκοπούς,

1.5.

χημικά, βιολογικά, βιοχημικά ή ηλεκτρομαγνητικά όπλα.

Ρήτρα εξαίρεσης από επίθεση στον κυβερνοχώρο (ρήτρα αριθ. 380, 10/11/2003)

1.

Με την επιφύλαξη της ρήτρας 10.2 που ακολουθεί, η παρούσα ασφάλιση δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη η οποία οφείλεται άμεσα ή έμμεσα ή στην οποία έχει συντελέσει ή η οποία απορρέει από τη χρήση ή τη λειτουργία, με σκοπό την πρόκληση βλάβης, υπολογιστών, συστημάτων υπολογιστών, λογισμικού υπολογιστών, κακόβουλων κωδικών, ιών υπολογιστών ή από επεξεργασία ή από οιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό σύστημα.

2.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρούσα ρήτρα εγκρίνεται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καλύπτουν τα ενδεχόμενα πολέμου, εμφυλίου πολέμου, επανάστασης, εξέγερσης, στάσης ή εμφύλιας σύγκρουσης ή οποιασδήποτε εχθρικής πράξης προερχόμενης από ή στρεφόμενης κατά εμπόλεμης δύναμης ή τρομοκρατίας ή προσώπων κινούμενων από πολιτικά κίνητρα, η ρήτρα 10.1 δεν χρησιμοποιείται για την εξαίρεση ζημιών (οι οποίες διαφορετικά θα εκαλύπτοντο) προερχομένων από τη χρήση υπολογιστών, συστημάτων υπολογιστών, λογισμικού υπολογιστών ή άλλων ηλεκτρονικών συστημάτων για συστήματα εκτόξευσης και/ή κατεύθυνσης και/ή μηχανισμούς πυροδότησης όπλων ή πυραύλων.

Αυτόματος τερματισμός και εξαίρεση λόγω πολέμου

1.1.   Αυτόματος τερματισμός κάλυψης

Ανεξαρτήτως του ένα έχει δοθεί κοινοποίηση ακύρωσης, η κατωτέρω κάλυψη ΤΕΡΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ

1.1.1.

εφόσον ξεσπάσει πόλεμος (με ή χωρίς κήρυξη πολέμου) μεταξύ οιουδήποτε των εξής κρατών: Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γαλλία, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας,

1.1.2.

όσον αφορά οιοδήποτε πλοίο, για το οποίο χορηγείται κάλυψη κατωτέρω, εφόσον αυτό επιταχθεί είτε κατά κυριότητα είτε για χρήση.

1.2   Πόλεμος των Πέντε Δυνάμεων

Η ασφάλιση αυτή εξαιρεί:

1.2.1.

απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη η οποία απορρέει από πόλεμο (με ή χωρίς κήρυξη πολέμου) μεταξύ οιουδήποτε των εξής κρατών: Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γαλλία, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας,

1.2.2.

επίταξη είτε κατά κυριότητα είτε για χρήση.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Β

I.   Υποδείγματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Γαλάζιες Κάρτες) κατά την κατευθυντήρια γραμμή 3

Γαλάζια Κάρτα που εκδίδει ασφαλιστής κινδύνων κατά πολέμου

Πιστοποιητικό το οποίο παρέχεται ως αποδεικτικό ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους.

Όνομα πλοίου: …

Αριθμός αναγνώρισης IMO του πλοίου: …

Λιμένας νηολόγησης: …

Όνομα και διεύθυνση του πλοιοκτήτη: …

Πιστοποιείται διά του παρόντος ότι το ανωτέρω πλοίο, το οποίο τελεί υπό την κυριότητα του ανωτέρω πλοιοκτήτη, διαθέτει σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, με την επιφύλαξη όλων των εξαιρέσεων και των περιορισμών που επιτρέπονται για την υποχρεωτική ασφάλιση κατά πολέμου δυνάμει της Συμβάσεως και των εκτελεστικών κατευθυντήριων γραμμών που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού τον Οκτώβριο του 2006, ιδίως δε των εξής ρητρών: [Στο σημείο αυτό μπορεί να προστεθεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, το κείμενο της Σύμβασης και των κατευθυντήριων γραμμών].

Περίοδος ασφάλισης από: 20 Φεβρουαρίου 2007

έως: 20 Φεβρουαρίου 2008

Με την επιφύλαξη πάντοτε του γεγονότος ότι ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει το παρόν πιστοποιητικό με έγγραφη κοινοποίηση 30 ημέρες πριν στην ανωτέρω Αρχή, όπου θα αναφέρεται ότι η ευθύνη του κατωτέρω ασφαλιστή παύει να υφίσταται από την ημερομηνία λήξεως της εν λόγω προθεσμίας κοινοποίησης, αλλά μόνον όσον αφορά συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα μετά την πάροδό της.

Ημερομηνία: …

Το παρόν πιστοποιητικό εκδόθηκε από

ογραφή του ασφαλιστή

War Risks, Inc

[Διεύθυνση]

Πράκτορας μόνο της War Risks, Inc.

Γαλάζια Κάρτα που εκδίδει ασφαλιστής κατά λοιπών κινδύνων, εκτός πολέμου

Πιστοποιητικό το οποίο παρέχεται ως αποδεικτικό ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους.

Όνομα πλοίου: …

Αριθμός αναγνώρισης IMO του πλοίου: …

Λιμένας νηολόγησης: …

Όνομα και διεύθυνση του πλοιοκτήτη: …

Πιστοποιείται διά του παρόντος ότι το ανωτέρω πλοίο, το οποίο τελεί υπό την κυριότητα του ανωτέρω πλοιοκτήτη, διαθέτει σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, με την επιφύλαξη όλων των εξαιρέσεων και των περιορισμών που επιτρέπονται για τους ασφαλιστές κατά λοιπών κινδύνων (ενν. εκτός πολέμου) δυνάμει της Συμβάσεως και των εκτελεστικών κατευθυντήριων γραμμών που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού τον Οκτώβριο του 2006, ιδίως δε των εξής ρητρών: [Στο σημείο αυτό μπορεί να προστεθεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, το κείμενο της Σύμβασης και των κατευθυντήριων γραμμών].

Περίοδος ασφάλισης από: 20 Φεβρουαρίου 2007

έως: 20 Φεβρουαρίου 2008

Με την επιφύλαξη πάντοτε του γεγονότος ότι ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει το παρόν πιστοποιητικό με έγγραφη κοινοποίηση τρεις μήνες πριν στην ανωτέρω Αρχή, όπου θα αναφέρεται ότι η ευθύνη του κατωτέρω ασφαλιστή παύει να υφίσταται από την ημερομηνία λήξεως της εν λόγω προθεσμίας κοινοποίησης, αλλά μόνον όσον αφορά συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα μετά την πάροδό της.

Ημερομηνία: …

Το παρόν πιστοποιητικό εκδόθηκε από

Υπογραφή του ασφαλιστή

PANDI P&I

[Διεύθυνση]

Πράκτορας μόνο της PANDI P&I

II.   Υπόδειγμα πιστοποιητικού ασφάλισης κατά την κατευθυντήρια γραμμή 3

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ή ΑΛΛΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΕΠΙΒΑΤΩΝ

Εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους

Ονομασία του πλοίου

Διακριτικός αριθμός ή χαρακτήρες

Αριθμός αναγνώρισης IMO του πλοίου

Λιμένας νηολόγησης

Επωνυμία και πλήρης διεύθυνση της κύριας εγκατάστασης του μεταφορέα ο οποίος όντως εκτελεί τη μεταφορά

 

 

 

 

 

Πιστοποιείται διά του παρόντος ότι υπάρχει σε ισχύ, σε σχέση με το πλοίο που φέρει την ανωτέρω ονομασία, σύμβαση ασφάλισης ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια που ικανοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 2002.

Είδος ασφάλειας …

Διάρκεια της ασφάλειας …

Επωνυμία και διεύθυνση του(ων) ασφαλιστή(ών) και/ή του(ων) εγγυητή(ών)

Η ασφαλιστική κάλυψη που πιστοποιείται διά του παρόντος διαχωρίζεται σε ένα μέρος ασφάλειας κατά πολέμου και ένα μέρος ασφάλειας λοιπών κινδύνων, σύμφωνα με τις εκτελεστικές κατευθυντήριες γραμμές που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού τον Οκτώβριο του 2006. Έκαστο των μερών αυτών της ασφαλιστικής κάλυψης υπόκειται σε όλες τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που επιτρέπονται δυνάμει της Συμβάσεως και των εκτελεστικών κατευθυντήριων γραμμών. Οι ασφαλιστές δεν ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Οι ασφαλιστές είναι:

Για τους κινδύνους πολέμου: War Risks, Inc., [διεύθυνση]

Για τους λοιπούς κινδύνους (ενν. εκτός πολέμου): Pandi P&I, [διεύθυνση]

Το παρόν πιστοποιητικό ισχύει έως…

Εκδόθηκε ή επικυρώθηκε από τη κυβέρνηση …

(Πλήρης ονομασία του κράτους)

Ή

Το εξής κείμενο χρησιμοποιείται στην περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος της Σύμβασης κάνει χρήση του άρθρου 4α παράγραφος 3:

Το παρόν πιστοποιητικό εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της κυβέρνησης … (Πλήρης ονομασία του κράτους) από … (ονομασία του φορέα ή του οργανισμού)

Ημερομηνία…

(Τόπος) (Ημερομηνία)

(Υπογραφή και ιδιότητα του υπαλλήλου που εκδίδει ή επικυρώνει το πιστοποιητικό)

Επεξηγηματικές σημειώσεις:

1.

Η ονομασία του κράτους είναι δυνατόν να συνοδεύεται από παραπομπή στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας όπου εκδίδεται το πιστοποιητικό.

2.

Εάν το συνολικό ποσό της ασφάλειας προέρχεται από περισσότερες της μίας πηγές, πρέπει να αναγραφεί το ποσό καθεμιάς από αυτές.

3.

Εάν η ασφάλεια παρέχεται με διαφορετικές μορφές, αυτές πρέπει να αναφερθούν.

4.

Στο σημείο «Διάρκεια της ασφάλειας» πρέπει να αναγραφεί η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η ασφάλεια.

5.

Στο σημείο «διεύθυνση του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών» πρέπει να αναγραφεί ο τόπος της κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών. Εφόσον ενδείκνυται, πρέπει να αναγραφεί ο τόπος όπου έχει συναφθεί η ασφάλιση ή έχει συσταθεί η ασφάλεια.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/213


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Έλεγχος των πλοίων από το κράτος λιμένα (αναδιατύπωση) ***II

P6_TA(2008)0446

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (αναδιατύπωση) (5722/3/2008 — C6-0224/2008 — 2005/0238(COD))

2010/C 8 E/42

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (5722/3/2008 — C6-0224/2008) (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0588),

έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2008)0208),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0335/2008),

1.

εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 184 Ε της 22.7.2008, σ. 11.

(2)  ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 584.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC2-COD(2005)0238

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα (4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα ουσιωδώς. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Η Κοινότητα ανησυχεί σοβαρά για τις απώλειες που οφείλονται σε ναυτικά ατυχήματα και για τη ρύπανση της θάλασσας και των ακτών των κρατών μελών.

(3)

Η Κοινότητα ανησυχεί επίσης για τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων.

(4)

Η ασφάλεια, η πρόληψη της ρύπανσης και οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων μπορούν να βελτιωθούν αισθητά με τη δραστική μείωση του αριθμού των πλοίων τα οποία πλέουν στα κοινοτικά ύδατα και τα οποία δεν ανταποκρίνονται στους σχετικούς κανόνες, αν εφαρμοστούν αυστηρά οι συμβάσεις, οι διεθνείς κώδικες και τα ψηφίσματα.

(5)

Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώξουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, η οποία, στον κανονισμό 5.2.1, περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν τις υποχρεώσεις του κράτους λιμένα.

(6)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προσαρμογή του εθνικού δικαίου προς τις διατάξεις περί περιορισμού της ευθύνης του ανακεφαλαιωτικού κειμένου της Σύμβασης του 1976 του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας σχετικά με τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1996 (Σύμβαση του 1996). Όσον αφορά την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-188/07  (5) , συνάγεται ότι η αποζημίωση προς τρίτους για ζημίες που έχουν προκληθεί από απόβλητα βασίζεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά την οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, σχετικά με τα απόβλητα  (6) και την οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας  (7) , αρχή που καθιερώνει το δικαίωμα αποζημίωσης για το σύνολο των ζημιών που προκλήθηκαν ακόμη και στην περίπτωση μη πλήρους κάλυψης και ανεξάρτητα από τις εθνικές διατάξεις για την ενσωμάτωση των συμβάσεων στο εσωτερικό δίκαιο.

(7)

Η ευθύνη για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των πλοίων με τα διεθνή πρότυπα για την ασφάλεια, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου, αποτελεί αρμοδιότητα πρωτίστως του κράτους σημαίας. Το κράτος σημαίας, βασιζόμενο, ανάλογα με την περίπτωση, σε αναγνωρισμένους οργανισμούς, εγγυάται πλήρως την πληρότητα και αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων κάθε τύπου που αναλαμβάνονται προκειμένου να εκδοθούν τα σχετικά πιστοποιητικά. Η ευθύνη για τη διατήρηση της κατάστασης του πλοίου και του πληρώματος μετά την επιθεώρηση, ώστε να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των συμβάσεων που εφαρμόζονται στο πλοίο, υπάγεται στην αρμοδιότητα της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Έχει παρατηρηθεί ωστόσο, σοβαρό κενό όσον αφορά την εφαρμογή και την επιβολή των διεθνών αυτών προτύπων από ορισμένα κράτη σημαίας. Εφεξής, ως δεύτερη γραμμή άμυνας κατά της μη ανταποκρινόμενης στα σχετικά πρότυπα ναυσιπλοΐας ο έλεγχος της συμμόρφωσης με τα διεθνή πρότυπα για την ασφάλεια, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου, πρέπει επίσης να διασφαλίζεται από το κράτος λιμένα, μολονότι αναγνωρίζεται ότι η επιθεώρηση ελέγχου του κράτους λιμένα δεν αποτελεί επιθεώρηση («survey») και ότι τα αντίστοιχα έντυπα επιθεώρησης δεν αποτελούν πιστοποιητικά αξιοπλοΐας.

(8)

Μια εναρμονισμένη προσέγγιση της αποτελεσματικής επιβολής αυτών των διεθνών προτύπων από τα κράτη μέλη στα πλοία που πλέουν στα ύδατα, τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, και χρησιμοποιούν τους λιμένες τους, θα επιτρέψει να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(9)

Ο κλάδος της ναυτιλίας απειλείται από τρομοκρατικές ενέργειες. Ενδείκνυται η αποτελεσματική εφαρμογή μέτρων ασφάλειας των μεταφορών, τα δε κράτη μέλη πρέπει να παρακολουθούν αυστηρά τη συμμόρφωση με τους κανόνες ασφάλειας πραγματοποιώντας ελέγχους ασφάλειας.

(10)

Ενδείκνυται να αξιοποιηθεί η πείρα που έχει αποκτηθεί στα πλαίσια του μνημονίου συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (ΜΣ του Παρισιού), το οποίο υπεγράφη στο Παρίσι στις 26 Ιανουαρίου 1982.

(11)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στην Θάλασσα που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 (8), πρέπει να παράσχει την αναγκαία υποστήριξη για να εξασφαλιστεί η συγκλίνουσα και αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος ελέγχου από το κράτος λιμένα. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα θα πρέπει να συμβάλει ιδιαίτερα στην ανάπτυξη και εφαρμογή της βάσης δεδομένων των επιθεωρήσεων που δημιουργείται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εναρμονισμένου κοινοτικού προγράμματος για την κατάρτιση και την εκτίμηση προσόντων των επιθεωρητών που πραγματοποιούν τον έλεγχο του κράτους λιμένα από τα κράτη μέλη.

(12)

Ένα αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου από το κράτος λιμένα θα πρέπει να έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ότι όλα τα πλοία που καταπλέουν στους λιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθεωρούνται τακτικά. Η επιθεώρηση πρέπει να επικεντρώνεται στα πλοία που δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα. Αντίθετα, τα ποιοτικά πλοία, δηλαδή εκείνα με ικανοποιητικό ιστορικό επιθεωρήσεων ή τα οποία φέρουν σημαία κράτους που συμμορφώνεται με το εθελοντικό πρόγραμμα ελέγχων των κρατών μελών του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), θα πρέπει να ανταμείβονται μέσω της διεξαγωγής λιγότερο συχνών επιθεωρήσεων. Οι νέες αυτές διευθετήσεις επιθεώρησης θα πρέπει να ενσωματωθούν στο κοινοτικό καθεστώς ελέγχου από το κράτος λιμένα ευθύς ως οριστούν οι διάφορες πτυχές τους και με βάση πρόγραμμα κατανομής των επιθεωρήσεων σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος συμβάλλει ισότιμα στην επίτευξη του στόχου της Κοινότητας για ένα πρόγραμμα πλήρους επιθεώρησης. Επιπλέον τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσλαμβάνουν και να διατηρούν τον απαιτούμενο αριθμό προσωπικού, μεταξύ άλλων και έμπειρων επιθεωρητών, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τα χαρακτηριστικά της κίνησης των πλοίων σε κάθε λιμένα.

(13)

Το καθεστώς επιθεωρήσεων που δημιουργείται με την παρούσα οδηγία λαμβάνει υπόψη τις εργασίες του ΜΣ του Παρισιού. Δεδομένου ότι οι τυχόν εξελίξεις που θα προκύψουν από το ΜΣ του Παρισιού θα πρέπει να συμφωνηθούν σε κοινοτικό επίπεδο προτού ισχύσουν εντός της ΕΕ, θα πρέπει να καθιερωθεί και να διατηρηθεί στενός συντονισμός μεταξύ της Κοινότητας και του ΜΣ προκειμένου να διευκολυνθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σύγκλιση.

(14)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαχειρίζεται και να ενημερώνει τη βάση δεδομένων, σε στενή συνεργασία με το ΜΣ του Παρισιού. Η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων θα πρέπει να ενσωματώνει τα δεδομένα των επιθεωρήσεων των κρατών μελών και όλων των κρατών που συμμετέχουν στο ΜΣ του Παρισιού. Μέχρις ότου το κοινοτικό σύστημα θαλάσσιων πληροφοριών, το SafeSeaNet, καταστεί πλήρως επιχειρησιακό και επιτρέπει την αυτόματη καταχώριση των δεδομένων όσον αφορά τις προσεγγίσεις πλοίων στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή τις απαιτούμενες πληροφορίες για την εξασφάλιση της κατάλληλης παρακολούθησης της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ιδίως ως προς τις κινήσεις των πλοίων. Βάσει των δεδομένων των επιθεωρήσεων που παρέχουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή θα πρέπει να εξάγει, από τη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, δεδομένα σχετικά με την κατηγορία κινδύνου των πλοίων, σχετικά με τα πλοία που πρέπει να υποβληθούν σε επιθεώρηση και σχετικά με τις κινήσεις των πλοίων, θα πρέπει δε να υπολογίζει τις υποχρεώσεις επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους. Η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων θα πρέπει επίσης να μπορεί να διασυνδέεται με άλλες κοινοτικές βάσεις δεδομένων στον τομέα της ασφάλειας στη θάλασσα.

(15)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να επανεξετάσουν τη μέθοδο υπολογισμού του λευκού/γκρίζου/μαύρου καταλόγου των κρατών της σημαίας στα πλαίσια του ΜΣ του Παρισιού, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μέθοδος είναι δίκαιη, ειδικότερα σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης των κρατών σημαίας με μικρούς στόλους.

(16)

Οι κανόνες και οι διαδικασίες σχετικά με τις επιθεωρήσεις από το κράτος λιμένα, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων σχετικά με την κράτηση πλοίου/κράτηση πλοίων, θα πρέπει να εναρμονιστούν, για να διασφαλιστεί σταθερό επίπεδο αποτελεσματικότητας στο σύνολο των λιμένων, έτσι ώστε να μειωθεί δραστικά η επιλεκτική χρησιμοποίηση ορισμένων λιμένων προορισμού, με στόχο να αποφευχθεί η διενέργεια κατάλληλου ελέγχου.

(17)

Οι περιοδικές και πρόσθετες επιθεωρήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν εξέταση προκαθορισμένων χώρων κάθε πλοίου οι οποίοι ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο του πλοίου, τον τύπο της επιθεώρησης και τα ευρήματα των προηγούμενων επιθεωρήσεων στο πλαίσιο του ελέγχου από το κράτος του λιμένα. Η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων αναφέρει τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των επικίνδυνων χώρων που πρέπει να ελέγχονται σε κάθε επιθεώρηση.

(18)

Ορισμένες κατηγορίες πλοίων παρουσιάζουν κίνδυνο μείζονος ατυχήματος ή ρύπανσης όταν φθάσουν σε ορισμένη ηλικία και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτεταμένη επιθεώρηση. Θα πρέπει μάλιστα να απαιτείται ο καθορισμός των λεπτομερειών αυτών των εκτεταμένων επιθεωρήσεων.

(19)

Στο πλαίσιο του καθεστώτος επιθεωρήσεων που θεσπίζει η παρούσα οδηγία τα διαστήματα μεταξύ των περιοδικών επιθεωρήσεων των πλοίων εξαρτώνται από την κατηγορία κινδύνου κάθε πλοίου η οποία καθορίζεται βάσει ορισμένων γενικών και ιστορικών παραμέτρων. Για τα πλοία υψηλού κινδύνου το διάστημα αυτό δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

(20)

Ορισμένα πλοία, λόγω της κακής κατάστασής τους, ▐ του κράτους της σημαίας τους και του ιστορικού τους, συνιστούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια στη θάλασσα και το θαλάσσιο περιβάλλον. Συνεπώς, θα πρέπει να απαγορεύεται στα πλοία αυτά η πρόσβαση σε κοινοτικούς λιμένες και αγκυροβόλια εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι σε θέση να κινηθούν με ασφάλεια εντός των κοινοτικών υδάτων. Θα πρέπει να θεσπιστούν κατευθυντήριες γραμμές που θα καθορίζουν τις διαδικασίες που θα εφαρμόζονται σε περίπτωση επιβολής τέτοιου είδους απαγόρευσης πρόσβασης καθώς και τις διαδικασίες άρσης της απαγόρευσης αυτής. Για λόγους διαφάνειας, ο κατάλογος των πλοίων στα οποία έχει απαγορευθεί η πρόσβαση σε λιμένες και αγκυροβόλια της Κοινότητας θα πρέπει να δημοσιεύεται.

(21)

Για να μειωθεί ο φόρτος που επιβάλλεται σε ορισμένες αρχές και εταιρείες λόγω επαναλαμβανόμενων επιθεωρήσεων, οι επιθεωρήσεις με βάση την οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με ένα σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη (9), οι οποίες πραγματοποιούνται σε οχηματαγωγά ro-ro ή σε ταχύπλοα επιβατηγά πλοία από κράτος υποδοχής το οποίο δεν είναι το κράτος της σημαίας του σκάφους και οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλα τα σημεία εκτεταμένης επιθεώρησης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της κατηγορίας κινδύνου του πλοίου, των διαστημάτων μεταξύ των επιθεωρήσεων και της εκπλήρωσης της υποχρέωσης επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον είναι σκόπιμη η μελλοντική τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ ώστε να αυξηθεί το απαιτούμενο επίπεδο ασφάλειας για την εκτέλεση δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη προς και από λιμένες κρατών μελών.

(22)

Η μη συμμόρφωση με τις διατάξεις των σχετικών συμβάσεων θα πρέπει να διορθωθεί. Στα πλοία τα οποία πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων αποκατάστασης, θα πρέπει να επιβάλλεται κράτηση όταν οι παρατηρούμενες ελλείψεις συνιστούν σαφώς κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον, μέχρις ότου οι σχετικές ελλείψεις αποκατασταθούν.

(23)

▐Πρέπει να προβλεφθεί δικαίωμα προσφυγής κατά των διαταγών των αρμοδίων αρχών περί επιβολής κράτησης, ώστε να αποφεύγεται η λήψη παράλογων αποφάσεων ικανών να προκαλέσουν αδικαιολόγητη κράτηση πλοίου και καθυστέρηση.

(24)

Όσον αφορά τις αρχές και τους επιθεωρητές που συμμετέχουν στις δραστηριότητες ελέγχου από το κράτος λιμένα δεν πρέπει να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, ούτε σε σχέση με τον λιμένα επιθεώρησης ούτε με τα επιθεωρούμενα πλοία και τα συναφή συμφέροντα. Οι επιθεωρητές πρέπει να έχουν επαρκή προσόντα και πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλη εκπαίδευση έτσι ώστε να διατηρούν και να βελτιώνουν τις ικανότητές τους όσον αφορά την διεξαγωγή των επιθεωρήσεων. Τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται για την ανάπτυξη και προώθηση εναρμονισμένου κοινοτικού προγράμματος για την κατάρτιση και την αξιολόγηση των προσόντων των επιθεωρητών.

(25)

Οι πλοηγοί και οι λιμενικές αρχές ή οργανισμοί θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τις εμφανείς ανωμαλίες που εντοπίζονται επί των πλοίων.

(26)

Οι καταγγελίες από πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων πρέπει να ερευνώνται. Σε κάθε άτομο που υποβάλλει καταγγελία πρέπει να παρέχεται πληροφόρηση σχετικά με τις ενέργειες που αναλήφθηκαν σε συνέχεια της εν λόγω καταγγελίας.

(27)

Η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και άλλων αρχών ή φορέων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής παρακολούθησης των πλοίων στα οποία επετράπη να συνεχίσουν τον πλου τους με ελλείψεις, και για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα ελλιμενισμένα πλοία.

(28)

Δεδομένου ότι η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων αποτελεί ζωτικό μέρος του ελέγχου από το κράτος λιμένα, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι αυτή επικαιροποιείται με βάση τις κοινοτικές απαιτήσεις.

(29)

Η δημοσίευση των πληροφοριών σχετικά με τα πλοία και τους αντίστοιχους εφοπλιστές ή εταιρείες που δεν συμμορφώνονται με τα διεθνή πρότυπα όσον αφορά την ασφάλεια, την υγεία και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, μπορεί να αποθαρρύνει αποτελεσματικά τους ναυλωτές από τη χρησιμοποίηση των πλοίων αυτών και να αποτελέσει κίνητρο για τη λήψη μέτρων αποκατάστασης από τους πλοιοκτήτες τους. Όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να διατίθενται, η Επιτροπή θα πρέπει να καθιερώσει στενή συνεργασία με το ΜΣ του Παρισιού και να λαμβάνει υπόψη της οποιεσδήποτε δημοσιευόμενες πληροφορίες ώστε να αποφεύγονται οι περιττές αλληλεπικαλύψεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες μόνο μία φορά.

(30)

Ολόκληρο το κόστος της επιθεώρησης πλοίων που δικαιολογούν κράτηση πλοίου, και εκείνων που συνδέονται με την άρση της απαγόρευσης πρόσβασης, πρέπει να καταλογίζεται στον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή.

(31)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών δραστηριοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10).

(32)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει την παρούσα οδηγία προκειμένου να εφαρμόσει τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των συμβάσεων των διεθνών κωδίκων και ψηφισμάτων, και να θεσπίσει τους κανόνες εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 7 και 9. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(33)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή ο περιορισμός της ναυσιπλοΐας που δεν ανταποκρίνεται στα σχετικά πρότυπα στα ύδατα τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών μελών με βελτίωση του κοινοτικού συστήματος επιθεωρήσεων για τα ποντοπόρα πλοία και ανάπτυξη των μέσων προληπτικής δράσης στον τομέα της ρύπανσης των υδάτων, είναι αδύνατον να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(34)

Η υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία πρέπει να περιορισθεί στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιαστική αλλαγή συγκριτικά προς την οδηγία 95/21/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες προκύπτει ήδη από τις προηγούμενες οδηγίες.

(35)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο Παράρτημα XV, Μέρος Β.

(36)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (11), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση, και προς όφελος της Κοινότητας, δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(37)

Για να μην υποβληθούν σε δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση τα περίκλειστα κράτη μέλη, ένας κανόνας του ελαχίστου θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη αυτά να αποκλίνουν από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, πράγμα που σημαίνει ότι τα εν λόγω κράτη μέλη, εφόσον πληρούν ορισμένα κριτήρια, δεν υποχρεούνται να τηρούν την παρούσα οδηγία.

(38)

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα ανήκουν σε διαφορετική γεωγραφική ζώνη, συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό σε άλλα περιφερειακά μνημόνια ελέγχου από το κράτος λιμένα και έχουν πολύ περιορισμένες ροές κυκλοφορίας με την ηπειρωτική Ευρώπη, το συγκεκριμένο κράτος μέλος θα πρέπει να δικαιούται να εξαιρεί τους λιμένες αυτούς από το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζεται στην Κοινότητα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στον δραστικό περιορισμό της ναυσιπλοΐας, που δεν ανταποκρίνεται στα σχετικά πρότυπα, στα ύδατα τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, με:

α)

πληρέστερη συμμόρφωση προς το διεθνές και το σχετικό κοινοτικό δίκαιο περί ασφαλούς ναυτιλίας, ασφάλειας στη θάλασσα, προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και συνθηκών διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων, ανεξαρτήτως σημαίας·

β)

θέσπιση κοινών κριτηρίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα και την εναρμόνιση των διαδικασιών επιθεώρησης και κράτησης πλοίων με βάση την εμπειρογνωμοσύνη και την πείρα του ΜΣ του Παρισιού·

γ)

εφαρμογή εντός της Κοινότητας ενός συστήματος ελέγχου από το κράτος του λιμένα βασιζόμενου σε επιθεωρήσεις που εκτελούνται εντός της Κοινότητας και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού, με στόχο την επιθεώρηση όλων των πλοίων με συχνότητα που εξαρτάται από την κατηγορία κινδύνου στην οποία ανήκουν, ώστε τα πλοία που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο να υποβάλλονται σε ενδελεχέστερη επιθεώρηση διεξαγόμενη σε συχνότερα χρονικά διαστήματα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«Συμβάσεις»: οι ακόλουθες συμβάσεις μαζί με τα πρωτόκολλα και τις τροποποιήσεις τους, καθώς και τους σχετικούς υποχρεωτικούς κώδικες, στην επικαιροποιημένη τους μορφή:

α)

Διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων του 1966 (LL 66)·

β)

Διεθνής σύμβαση περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής εν θαλάσση του 1974 (SOLAS 74)·

γ)

Διεθνής σύμβαση αποφυγής ρυπάνσεως της θαλάσσης από πλοία του 1973, και το σχετικό πρωτόκολλο του 1978 (Marpol 73/78)·

δ)

Διεθνής σύμβαση για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών ναυτικών του 1978 (STCW 78)·

ε)

Σύμβαση περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν θαλάσση του 1972 (Colreg 72)·

στ)

Διεθνής σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων του 1969 (ITC 69)·

ζ)

Σύμβαση εμπορικής ναυτιλίας (στοιχειώδεις κανόνες) του 1976 (ΔΟΕ αριθ. 147)·

η)

Διεθνής σύμβαση για την αστική ευθύνη, σε περίπτωση ζημίας από πετρελαϊκή ρύπανση 1992 (CLC 92).

2.

«ΜΣ του Παρισιού»: το μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα, το οποίο υπογράφηκε στο Παρίσι, στις 26 Ιανουαρίου 1982, 1 στην ενημερωμένη του έκδοση.

3.

«Πλαίσιο και διαδικασίες του εθελοντικού προγράμματος ελέγχων των κρατών μελών του ΙΜΟ»: η απόφαση Α.974(24) της συνέλευσης του ΙΜΟ.

4.

«Περιοχή του ΜΣ του Παρισιού»: ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο τα κράτη μέλη του ΜΣ του Παρισιού διενεργούν επιθεωρήσεις στα πλαίσια του ΜΣ του Παρισιού.

5.

«Λιμένας»: ζώνη ξηράς και νερού που περιλαμβάνει έργα και υλικό που κατά κύριο λόγο καθιστούν δυνατή την υποδοχή πλοίων, τη φόρτωση και εκφόρτωσή τους, την αποθήκευση εμπορευμάτων και την παραλαβή και αποστολή των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών.

6.

«Πλοίο»: κάθε ποντοπόρο σκάφος στο οποίο ισχύει μια τουλάχιστον από τις συμβάσεις και το οποίο φέρει σημαία διαφορετική από τη σημαία του κράτους λιμένα.

7.

«Διασύνδεση πλοίου/λιμένα»: οι αλληλεπιδράσεις που πραγματοποιούνται όταν πλοίο επηρεάζεται κατευθείαν και άμεσα από ενέργειες που περιλαμβάνουν τη διακίνηση προσώπων ή εμπορευμάτων ή την παροχή λιμενικών υπηρεσιών προς ή από το πλοίο.

8.

«Πλοίο σε αγκυροβόλιο»: πλοίο σε λιμένα ή άλλο τόπο εντός της δικαιοδοσίας λιμένα, αλλά όχι ελλιμενισμένο, το οποίο εκτελεί διασύνδεση πλοίου/λιμένα.

9.

«Επιθεωρητής»: υπάλληλος του δημόσιου τομέα ή άλλο πρόσωπο, δεόντως εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους να διενεργεί επιθεωρήσεις ελέγχου του κράτους λιμένα, και υπεύθυνος για τις επιθεωρήσεις αυτές έναντι της αρμόδιας αρχής.

10.

«Αρμόδια αρχή»: ναυτιλιακή αρχή αρμόδια για τον έλεγχο από το κράτος λιμένα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

11.

«Αρμόδια αρχή για την ασφάλεια στη θάλασσα»: η αρμόδια αρχή για την ασφάλεια στη θάλασσα όπως ορίζεται στο άρθρο 2, έβδομο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις  (12).

12.

«Αρχική, επιθεώρηση»: η επί του πλοίου επίσκεψη επιθεωρητή, με σκοπό τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις σχετικές συμβάσεις και κανονισμούς και η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τους ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1.

13.

«Λεπτομερέστερη επιθεώρηση»: η επιθεώρηση κατά την οποία ολόκληρο το πλοίο, ο εξοπλισμός και το πλήρωμα του, ή μέρος αυτών, ανάλογα με την περίπτωση, υποβάλλονται σε διεξοδική εξέταση, στις περιπτώσεις του άρθρου 13, παράγραφος 3, όσον αφορά την κατασκευή του πλοίου, τον εξοπλισμό του, την επάνδρωσή του, τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας και τη συμμόρφωση με τις επιχειρησιακές διαδικασίες που ισχύουν στο πλοίο.

14.

«Εκτεταμένη επιθεώρηση»: επιθεώρηση η οποίας καλύπτει τουλάχιστον τα σημεία στα οποία αναφέρεται το Παράρτημα VII. Η εκτεταμένη επιθεώρηση μπορεί να περιλαμβάνει λεπτομερέστερη επιθεώρηση σε περίπτωση που υπάρχουν σαφείς ενδείξεις σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3.

15.

«Καταγγελία»: κάθε πληροφορία ή αναφορά που υποβάλλεται από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με νόμιμο συμφέρον για την ασφάλεια του πλοίου, συμπεριλαμβανομένων του συμφέροντος για την ασφάλεια ή των κινδύνων της υγείας του πληρώματός του, των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου και της πρόληψης της ρύπανσης.

16.

«Κράτηση πλοίου»: η ρητή απαγόρευση του απόπλου ενός πλοίου λόγω διαπιστωθεισών ελλείψεων οι οποίες, μεμονωμένα ή από κοινού, καθιστούν το πλοίο αναξιόπλουν.

17.

«Διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης»: απόφαση που απευθύνεται στον πλοίαρχο ενός πλοίου, στην εταιρεία η οποία ευθύνεται για το πλοίο και στο κράτος σημαίας, με το οποίο τους κοινοποιείται η απόφαση ότι το πλοίο απαγορεύεται να καταπλεύσει σε όλους τους λιμένες και τα αγκυροβόλια της Κοινότητας.

18.

«Παύση λειτουργίας»: η ρητή απαγόρευση της συνέχισης μιας λειτουργίας πλοίου λόγω διαπιστωθεισών ελλείψεων οι οποίες, μεμονωμένα ή από κοινού, καθιστούν τη συνέχιση της λειτουργίας επικίνδυνη.

19.

«Εταιρεία»: ο πλοιοκτήτης ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός ή πρόσωπο όπως ο διαχειριστής ή ο ναυλωτής κενού πλοίου, που έχει αναλάβει την ευθύνη για την λειτουργία του πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος, κατά την ανάληψη αυτής της ευθύνης, συμφώνησε να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον διεθνή κώδικα ασφαλούς διαχείρισης («ISM»).

20.

«Αναγνωρισμένος οργανισμός»: νηογνώμονας ή άλλος ιδιωτικός φορέας που εκτελεί νόμιμες αποστολές για λογαριασμό της διοίκησης του κράτους σημαίας.

21.

«Προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό»: το πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις συμβάσεις.

22.

«Πιστοποιητικό κλάσης»: το έγγραφο που επιβεβαιώνει τη συμμόρφωση με τη SOLAS 74, Κεφάλαιο ΙΙ-1, Μέρος Α-1, Κανονισμός 3-1.

23.

«Βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων»: το σύστημα πληροφοριών που συμβάλλει στην εφαρμογή του καθεστώτος ελέγχου από το κράτος λιμένα το οποίο ευρίσκεται εντός της Κοινότητας και ενσωματώνει τα δεδομένα που αφορούν επιθεωρήσεις που διενεργήθησαν στην περιοχή του ΜΣ του Παρισιού.

24.

«Σύμβαση του 1996»: το κείμενο ανακεφαλαίωσης της Σύμβασης του 1976 του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας σχετικά με τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1996.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πλοία και τα πληρώματά τους τα οποία καταπλέουν σε λιμένα ή αγκυροβόλιο κράτους μέλους προκειμένου να εκτελέσουν διασύνδεση πλοίου/λιμένα.

Η Γαλλία μπορεί να αποφασίσει ότι οι λιμένες που εμπίπτουν στην παρούσα παράγραφο δεν περιλαμβάνουν τους λιμένες των υπερπόντιων διαμερισμάτων τα οποία μνημονεύει το άρθρο 299, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

Εφόσον κράτος μέλος διενεργεί επιθεώρηση επί πλοίου εντός των χωρικών υδάτων του αλλά εκτός λιμένος, η εν λόγω διαδικασία θεωρείται επιθεώρηση για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα επέμβασης ενός κράτους μέλους δυνάμει των σχετικών διεθνών συμβάσεων.

Τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν θαλάσσιους λιμένες μπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή εγκρίνει μέτρα για την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού παρέκκλισης, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 31, παράγραφος 3.

2.   Για τα πλοία με ολική χωρητικότητα κάτω των 500, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις απαιτήσεις οικείας σύμβασης οι οποίες έχουν εφαρμογή και, στο μέτρο που δεν ισχύει σύμβαση, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα πλοία αυτά δεν θα είναι σαφώς επικίνδυνα για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον. Κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη το Παράρτημα 1 του ΜΣ του Παρισιού.

3.   Κατά την επιθεώρηση πλοίου το οποίο φέρει τη σημαία κράτους το οποίο δεν είναι μέρος μιας εκ των συμβάσεων, τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε η μεταχείριση στο πλοίο αυτό και το πλήρωμά του να μην είναι ευνοϊκότερη από εκείνη σε πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους το οποίο είναι μέρος της σύμβασης αυτής.

4.   Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τα αλιευτικά σκάφη, τα πολεμικά πλοία, τα βοηθητικά πλοία, τα ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, τα σκάφη που ανήκουν σε δημόσιες αρχές και χρησιμοποιούνται για μη εμπορικούς σκοπούς και τα σκάφη αναψυχής που δεν χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς.

Άρθρο 4

Εξουσίες επιθεώρησης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να έχουν το δικαίωμα να πραγματοποιούν νομίμως επί ξένων πλοίων τις επιθεωρήσεις στις οποίες αναφέρεται η παρούσα οδηγία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

2.   Τα κράτη μέλη διατηρούν τις κατάλληλες αρμόδιες αρχές στις οποίες παραχωρείται , ακόμη και μέσω διαδικασίας προσλήψεων , ο αναγκαίος αριθμός υπαλλήλων, ιδίως επιθεωρητών με κατάλληλα προσόντα, για την επιθεώρηση πλοίων, και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι επιθεωρητές ασκούν τα καθήκοντά τους, όπως ορίζει η παρούσα οδηγία και ιδίως ότι είναι διαθέσιμοι για τη διεξαγωγή των επιθεωρήσεων που απαιτούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προσαρμογή του εθνικού δικαίου στις διατάξεις σχετικά με τον περιορισμό της ευθύνης κατά την Σύμβαση του 1996.

Η αρχή της αποζημίωσης προς τρίτους για ζημίες που έχουν προκληθεί από απόβλητα σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά την οδηγία 75/442/ΕΟΚ και την οδηγία 2004/35/ΕΚ, καθιερώνει το δικαίωμα αποζημίωσης για το σύνολο των ζημιών που προκλήθηκαν ακόμη και στην περίπτωση μη πλήρους κάλυψης και ανεξάρτητα από τις εθνικές διατάξεις για την ενσωμάτωση των συμβάσεων στο εσωτερικό δίκαιο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις αυστηρότερες από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Καθεστώς επιθεώρησης και υποχρέωση ετήσιων επιθεωρήσεων

1.   Τα κράτη μέλη διεξάγουν επιθεωρήσεις σύμφωνα με το σύστημα επιλογής που περιγράφεται στο άρθρο 12 και τις διατάξεις του Παραρτήματος Ι.

2.   Κάθε κράτος μέλος, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση ετήσιων επιθεωρήσεων που έχει αναλάβει,

α)

επιθεωρεί όλα τα πλοία προτεραιότητας Ι, σύμφωνα με το άρθρο 12, στοιχείο α), τα οποία καταπλέουν σε λιμένες ή σε αγκυροβόλιά του· και

β)

διεξάγει κατ' έτος συνολικό αριθμό επιθεωρήσεων πλοίων προτεραιότητας Ι και προτεραιότητας ΙΙ, σύμφωνα με το άρθρο 12, στοιχεία α) και β), που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο μερίδιό του επί του συνολικού αριθμού επιθεωρήσεων που πρέπει να διεξάγονται κατ' έτος εντός της Κοινότητας και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού. Το μερίδιο κάθε κράτους μέλους στις επιθεωρήσεις βασίζεται στον αριθμό των εξατομικευμένων πλοίων που καταπλέουν σε λιμένες ή αγκυροβόλια του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με το συνολικό αριθμό των εξατομικευμένων πλοίων που καταπλέουν σε λιμένες ή αγκυροβόλια κάθε κράτους της Κοινότητας και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού.

3.   Προκειμένου να υπολογισθεί το μερίδιο του συνολικού αριθμού επιθεωρήσεων που πρέπει να διεξάγονται κατ' έτος εντός της Κοινότητας και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού κατά το στοιχείο β) της παραγράφου 2, δεν λαμβάνονται υπόψη τα πλοία σε αγκυροβόλιο, εκτός εάν ορίσει άλλως το οικείο κράτος μέλος.

Άρθρο 7

Συμμόρφωση προς το κοινοτικό καθεστώς επιθεώρησης

Σύμφωνα με το άρθρο 5 , έκαστο κράτος μέλος:

α)

επιθεωρεί όλα τα πλοία προτεραιότητας I, κατά το άρθρο 12, στοιχείο α), τα οποία καταπλέουν σε λιμένες ή σε αγκυροβόλιά του και

β)

διενεργεί ετησίως συνολικό αριθμό επιθεωρήσεων επί πλοίων προτεραιότητας I και προτεραιότητας II, κατά το άρθρο 12, στοιχεία α) και β), που αντιστοιχούν τουλάχιστον στην υποχρέωσή του περί ετήσιας επιθεώρησης .

Άρθρο 8

Περιστάσεις μη επιθεώρησης ορισμένων πλοίων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να αναβάλουν την επιθεώρηση πλοίου προτεραιότητας Ι στις εξής περιστάσεις :

i )

εάν η επιθεώρηση είναι δυνατόν να διεξαχθεί κατά τον επόμενο κατάπλου του πλοίου στο ίδιο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι το πλοίο δεν θα καταπλεύσει σε άλλο λιμένα ή αγκυροβόλιο της Κοινότητας ή της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού εν τω μεταξύ και ότι η αναβολή δεν υπερβαίνει τις 15 ημέρες, ή

ii )

εάν η επιθεώρηση είναι δυνατόν να διεξαχθεί σε άλλο λιμένα κατάπλου ευρισκόμενο εντός της Κοινότητας ή της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού εντός 15 ημερών, με την προϋπόθεση ότι το κράτος στο οποίο ευρίσκεται ο εν λόγω λιμένας κατάπλου έχει συμφωνήσει ▐ να διενεργήσει την επιθεώρηση.

Εάν μια επιθεώρηση αναβληθεί αλλά δεν διενεργηθεί σύμφωνα με τα σημεία i) ή ii) και δεν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, ▐ υπολογίζεται ως μη διεξαχθείσα επιθεώρηση του κράτους μέλους το οποίο προέβη στην αναβολή.

2.    Εφόσον ισχύουν οι ακόλουθες εξαιρετικές περιστάσεις, επιθεώρηση η οποία δεν διεξήχθη επί πλοίου προτεραιότητας I για επιχειρησιακούς λόγους δεν εκλαμβάνεται ως μη διεξαχθείσα επιθεώρηση, υπό την προϋπόθεση ότι ο λόγος μη διεξαγωγής της καταχωρίζεται στη βάση δεδομένων σχετικά με τις επιθεωρήσεις και ότι, κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής, η διεξαγωγή της επιθεώρησης θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιθεωρητών, το πλοίο, το πλήρωμά του ή τον λιμένα, ή το θαλάσσιο περιβάλλον.

3.   Εάν η επιθεώρηση δεν διεξάγεται επί αγκυροβολημένου πλοίου, δεν εκλαμβάνεται ως μη διεξαχθείσα επιθεώρηση υπό τον όρο ότι, εφόσον έχει εφαρμογή το σημείο ii), ο λόγος για τη μη διεξαγωγή της επιθεώρησης καταχωρίζεται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, και εφόσον:

i)

το πλοίο επιθεωρείται σε άλλο λιμένα ║ εντός της Κοινότητας ή της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού σύμφωνα με το Παράρτημα I εντός 15 ημερών, ή

ii)

κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής, η διεξαγωγή της επιθεώρησης θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιθεωρητών, το πλοίο, το πλήρωμά του ή τον λιμένα, ή το θαλάσσιο περιβάλλον.

4.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, διά συμπληρώσεώς της, και αφορούν τους κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 31, παράγραφος 3.

Άρθρο 9

Αναγγελία της άφιξης πλοίων

1.   Ο εφοπλιστής, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος πλοίου, το οποίο είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το άρθρο 14 για εκτεταμένη επιθεώρηση και καταπλέει σε λιμένα ή αγκυροβόλιο κράτους μέλους αναγγέλλει την άφιξή του στον πρώτο λιμένα ή αγκυροβόλιο κατάπλου στην Κοινότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙΙ.

2.   Με τη λήψη της αναγγελίας κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (13), η αρμόδια λιμενική αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή, καθώς και στις αρμόδιες αρχές των λιμένων και αγκυροβολίων που αποτελούν τα επόμενα σημεία κατάπλου στην Κοινότητα .

3.   Για τους σκοπούς οιασδήποτε κοινοποίησης προβλέπεται στο παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα. Άλλα μέσα χρησιμοποιούνται μόνον εφόσον ηλεκτρονικά μέσα δεν είναι διαθέσιμα.

4.   Οι διαδικασίες και οι μορφότυποι που καταρτίζουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του Παραρτήματος ΙΙΙ συμμορφούνται με την οδηγία 2002/59/ΕΚ ▐.

Άρθρο 10

Κατηγορία κινδύνου πλοίων

1.   Όλα τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένα ή αγκυροβόλιο κράτους μέλους, της βάσης δεδομένων σχετικά με τις επιθεωρήσεις κατατάσσονται σε κατηγορία κινδύνου πλοίων η οποία καθορίζει την αντίστοιχη προτεραιότητά τους για επιθεώρηση, τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των επιθεωρήσεων και την εμβέλεια των επιθεωρήσεων.

2.   Η κατηγορία κινδύνου ενός πλοίου προσδιορίζεται από συνδυασμό γενικών και ιστορικών παραμέτρων κινδύνου, ως εξής:

α)

Γενικές παράμετροι

Οι γενικές παράμετροι βασίζονται στον τύπο, την ηλικία, τη σημαία, τους συμμετέχοντες αναγνωρισμένους οργανισμούς και τις επιδόσεις της εταιρείας σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, Μέρος Ι.1 και το Παράρτημα ΙΙ.

β)

Ιστορικές παράμετροι

Οι ιστορικές παράμετροι βασίζονται στον αριθμό διαπιστωθεισών ελλείψεων και κρατήσεων πλοίων εντός δεδομένης περιόδου σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, Μέρος Ι.2 και το Παράρτημα ΙΙ.

3.    Η Επιτροπή εγκρίνει, σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 31, παράγραφος 3, τους κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, προσδιορίζοντας ιδίως :

την αξία που αποδίδεται σε κάθε παράμετρο κινδύνου,

τον συνδυασμό των παραμέτρων κινδύνου που αντιστοιχούν σε κάθε επίπεδο επικινδυνότητας πλοίου,

τους όρους για την εφαρμογή των κριτηρίων του κράτους σημαίας κατά το Παράρτημα Ι, Μέρος 1.1, στοιχείο γ), σημείο iii), σε σχέση με την απόδειξη της συμμόρφωσης με τις σχετικές πράξεις.

Άρθρο 11

Συχνότητα των επιθεωρήσεων

║ Τα πλοία που καταπλέουν σε κοινοτικούς λιμένες ή αγκυροβόλια υπόκεινται σε περιοδικές επιθεωρήσεις, ή σε πρόσθετες επιθεωρήσεις, ως εξής:

α)

Τα πλοία υπόκεινται σε περιοδικές επιθεωρήσεις σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα ανάλογα με την κατηγορία κινδύνου στην οποία έχουν καταταγεί σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, Μέρος Ι. Το χρονικό διάστημα μεταξύ των περιοδικών επιθεωρήσεων των πλοίων υψηλού κινδύνου δεν πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες .

β)

Τα πλοία υπόκεινται σε πρόσθετες επιθεωρήσεις ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει μετά την τελευταία περιοδική τους επιθεώρηση, ως εξής:

Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει την επιθεώρηση των πλοίων για τα οποία ισχύουν προεξέχοντες παράγοντες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι, Μέρος ΙΙ 2Α,

Είναι δυνατή η επιθεώρηση των πλοίων για τα οποία ισχύουν μη αναμενόμενοι παράγοντες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι, Μέρος ΙΙ 2Β. Η απόφαση διενέργειας πρόσθετης επιθεώρησης επαφίεται στην επαγγελματική κρίση της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 12

Επιλογή πλοίων προς επιθεώρηση

Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι η επιλογή πλοίων προς επιθεώρηση πραγματοποιείται βάσει της κατηγορίας κινδύνου στην οποία έχουν καταταγεί, όπως περιγράφεται στο Παράρτημα Ι, Μέρος Ι, και, σε περίπτωση προεξεχόντων ή μη αναμενόμενων παραγόντων, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, Μέρος ΙΙ 2Α και 2Β.

Όσον αφορά την επιθεώρηση των πλοίων, η αρμόδια αρχή:

α)

επιλέγει τα πλοία για τα οποία προβλέπεται υποχρεωτική επιθεώρηση, δηλ. τα πλοία «προτεραιότητας Ι», σύμφωνα με το σύστημα επιλογής που περιγράφεται στο Παράρτημα Ι, Μέρος ΙΙ 3Α,

β)

μπορεί να επιλέξει πλοία επιλέξιμα για επιθεώρηση, δηλ. πλοία «προτεραιότητας ΙΙ», σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, Μέρος ΙΙ 3Β.

Άρθρο 13

Αρχική και λεπτομερέστερη επιθεώρηση

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πλοία που επιλέγονται προς επιθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 12 υποβάλλονται σε αρχική επιθεώρηση ή λεπτομερέστερη επιθεώρηση, ως εξής:

1.

Για κάθε αρχική επιθεώρηση πλοίου, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι ο επιθεωρητής, τουλάχιστον:

α)

ελέγχει τα πιστοποιητικά και τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το Παράρτημα IV και τα οποία απαιτείται να τηρούνται επί του πλοίου σύμφωνα με την κοινοτική ναυτιλιακή νομοθεσία και τις Συμβάσεις για την ασφάλεια και τη ναυτιλιακή ασφάλεια,

β)

επαληθεύει, εφόσον απαιτείται, εάν έχουν αποκατασταθεί οι εκκρεμούσες ελλείψεις από προηγούμενες επιθεωρήσεις οι οποίες διεξάχθηκαν από κράτος μέλος ή από κράτος που υπογράφει το ΜΣ του Παρισιού,

γ)

βεβαιώνεται για τη γενική κατάσταση του πλοίου, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών υγιεινής του πλοίου, του μηχανοστασίου και των ενδιαιτημάτων.

2.

Όταν κατόπιν επιθεωρήσεως κατά την παράγραφο 1 έχουν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων ελλείψεις που πρέπει να αποκατασταθούν στον επόμενο λιμένα κατάπλου, η αρμόδια αρχή του επόμενου λιμένα μπορεί να αποφασίσει να μη διενεργήσει τις επαληθεύσεις κατά την παράγραφο 1, στοιχεία α) και γ).

3.

Διεξάγεται λεπτομερέστερη επιθεώρηση, συμπεριλαμβανομένου του περαιτέρω ελέγχου της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των επιχειρησιακών διαδικασιών που ισχύουν στο πλοίο, όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για να θεωρηθεί, έπειτα από την επιθεώρηση κατά την παράγραφο 1, ότι η κατάσταση ενός πλοίου ή του εξοπλισμού του, ή του πληρώματός του, δεν ανταποκρίνεται ουσιαστικά στις σχετικές απαιτήσεις μιας εκ των συμβάσεων,

Υπάρχουν «σαφείς ενδείξεις» όταν ο επιθεωρητής έχει ενδείξεις οι οποίες, κατά την επαγγελματική του κρίση, δικαιολογούν λεπτομερέστερη επιθεώρηση του πλοίου, του εξοπλισμού του ή του πληρώματός του.

Το Παράρτημα V περιλαμβάνει παραδείγματα «σαφών ενδείξεων».

Άρθρο 14

Εκτεταμένες επιθεωρήσεις

1.   Οι ακόλουθες κατηγορίες πλοίων είναι επιλέξιμες για εκτεταμένη επιθεώρηση σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Μέρος ΙΙ 3Α και 3Β:

Πλοία που υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου,

επιβατηγά πλοία, πετρελαιοφόρα, δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν χημικά προϊόντα ή φυσικό αέριο, ή φορτηγά χύδην φορτίου, ηλικίας άνω των 12 ετών,

πλοία που υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου ή επιβατηγά πλοία, πετρελαιοφόρα, δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν χημικά προϊόντα ή φυσικό αέριο ή φορτηγά χύδην φορτίου, ηλικίας άνω των 12 ετών, σε περίπτωση προεξεχόντων ή μη αναμενόμενων παραγόντων,

πλοία που υπόκεινται σε νέα επιθεώρηση έπειτα από διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.    Ο εφοπλιστής ή ο πλοίαρχος του πλοίου φροντίζει να συμπεριληφθεί στο χρονοδιάγραμμα λειτουργίας επαρκής χρόνος για να γίνει δυνατή η διεξαγωγή της εκτεταμένης επιθεώρησης.

Χωρίς να θίγονται τα μέτρα ελέγχου που απαιτούνται για λόγους ασφαλείας, το πλοίο παραμένει στον λιμένα μέχρι την ολοκλήρωση της επιθεώρησης.

3.     Η αρμόδια αρχή, μόλις λάβει προαναγγελία από πλοίο επιλέξιμο για περιοδική εκτεταμένη επιθεώρηση, ενημερώνει το πλοίο εφόσον δεν διενεργηθεί η εκτεταμένη επιθεώρηση.

4    .Το πεδίο εφαρμογής της εκτεταμένης επιθεώρησης, περιλαμβανομένων των καλυπτόμενων επικίνδυνων περιοχών, καθορίζεται στο Παράρτημα VII. Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 31, παράγραφος 2, μέτρα για την εφαρμογή του Παραρτήματος VII.

Άρθρο 15

Κατευθυντήριες γραμμές και διαδικασίες στον τομέα της ασφάλειας και προστασίας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιθεωρητές τους ακολουθούν τις διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζονται στο Παράρτημα VI.

2.   Όσον αφορά τους ελέγχους ασφαλείας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις σχετικές διαδικασίες που καθορίζονται με το Παράρτημα VI της παρούσας οδηγίας σε όλα τα πλοία που εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφοι 1, 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004 και τα οποία καταπλέουν σε λιμένες τους, εκτός εάν δεν φέρουν τη σημαία του κράτους του λιμένα επιθεώρησης.

3.   Οι διατάξεις του άρθρου 14 της παρούσας οδηγίας σχετικά με τις εκτεταμένες επιθεωρήσεις εφαρμόζονται στα οχηματαγωγά ro-ro και στα ταχύπλοα επιβατηγά πλοία που αναφέρονται στο άρθρο 2, στοιχείο α) και β), της οδηγίας 1999/35/ΕΚ.

Όταν ένα πλοίο έχει επιθεωρηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ, από κράτος υποδοχής που δεν είναι το κράτος της σημαίας του πλοίου, αυτή η ειδική επιθεώρηση καταχωρίζεται ως λεπτομερέστερη ή εκτεταμένη επιθεώρηση, ανάλογα με την περίπτωση, στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων και λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς των άρθρων 10, 11 και 12 της παρούσας οδηγίας, καθώς και για τον υπολογισμό της εκπλήρωσης της υποχρέωσης επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους εφόσον καλύπτονται όλα τα σημεία που σημειώνονται στο Παράρτημα VII.

Υπό την επιφύλαξη απαγόρευσης εκτέλεσης δρομολογίων οχηματαγωγού ro-ro ή ταχύπλοου επιβατηγού πλοίου που έχει αποφασισθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την αποκατάσταση ελλείψεων, την κράτηση πλοίου, την απαγόρευση πρόσβασης και τη συνέχεια που δίνεται στις επιθεωρήσεις, στις κρατήσεις πλοίων και στην απαγόρευση πρόσβασης, ανάλογα με την περίπτωση.

4.   Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 31, παράγραφος 2, τους κανόνες για την εναρμονισμένη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 16

Μέτρα απαγόρευσης πρόσβασης που αφορούν ορισμένα πλοία

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την απαγόρευση πρόσβασης σε οποιοδήποτε πλοίο πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 6 , εφόσον :

φέρει σημαία κράτους που περιλαμβάνεται στη μαύρη λίστα ή στην γκρίζα λίστα , όπως ορίζονται από το ΜΣ του Παρισιού βάσει των πληροφοριών που καταχωρίζονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων και δημοσιεύεται ετησίως από την Επιτροπή, και

για το οποίο έχει εκδοθεί διαταγή κράτησης ή απαγόρευσης εκτέλεσης δρομολογίων με βάση την οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου πάνω από δύο φορές κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 36 μηνών σε λιμένα κράτους μέλους ή κράτους που υπογράφει το ΜΣ του Παρισιού,

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι κατάλογοι που ορίζονται στο ΜΣ του Παρισιού αρχίζει να ισχύει από 1ης Ιουλίου κάθε έτους.

Η διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης αναστέλλεται μόνο μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής και εφόσον πληρούνται οι όροι των παραγράφων 4 ως 10 του Παραρτήματος VΙΙΙ .

Εφόσον το πλοίο αποτελέσει αντικείμενο δεύτερης απαγόρευσης πρόσβασης, το εν λόγω χρονικό διάστημα παρατείνεται σε δώδεκα μήνες. Κάθε μεταγενέστερη απαγόρευση απόπλου από λιμένα της Κοινότητας έχει ως αποτέλεσμα μόνιμη απαγόρευση πρόσβασης του πλοίου σε όλους τους λιμένες ή αγκυροβόλια εντός της Κοινότητας.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις κατά το Παράρτημα VΙΙΙ διαδικασίες.

Άρθρο 17

Έκθεση επιθεώρησης προς τον πλοίαρχο

Μετά την περάτωση επιθεώρησης, λεπτομερέστερης επιθεώρησης ή εκτεταμένης επιθεώρησης, ο επιθεωρητής συντάσσει έκθεση σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ. Αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης παραδίδεται στον πλοίαρχο του πλοίου.

Άρθρο 18

Καταγγελίες

Όλες οι καταγγελίες αποτελούν αντικείμενο ταχείας αρχικής αξιολόγησης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής. Η αξιολόγηση αυτή καθιστά δυνατό να προσδιορισθεί εάν η καταγγελία είναι βάσιμη, συγκεκριμένη και δεόντως αιτιολογημένη.

Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή δίνει στην καταγγελία τη δέουσα συνέχεια. Διασφαλίζει ιδίως στον πλοίαρχο, στον πλοιοκτήτη και κάθε άλλο πρόσωπο άμεσα εμπλεκόμενο στην καταγγελία, περιλαμβανομένου του καταγγέλλοντος, τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους.

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η καταγγελία είναι προφανώς αβάσιμη, πληροφορεί τον καταγγέλλοντα για την απόφασή της και τους συναφείς λόγους.

Η ταυτότητα του καταγγέλλοντος δεν αποκαλύπτεται στον πλοίαρχο ή τον πλοιοκτήτη του συγκεκριμένου πλοίου. Ο επιθεωρητής εξασφαλίζει εχεμύθεια κατά την διάρκεια τυχόν συνεντεύξεων με μέλη του πληρώματος.

Τα κράτη μέλη πληροφορούν την διοίκηση του κράτους σημαίας, με αντίγραφο στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ΔΟΕ), εφόσον απαιτείται, για τις καταγγελίες που δεν είναι προφανώς αβάσιμες και για τις σχετικές μεταγενέστερες ενέργειες που έγιναν.

Άρθρο 19

Διόρθωση ελλείψεων και κράτηση πλοίου

1.   Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι όλες οι ελλείψεις που επιβεβαιώνονται ή αποκαλύπτονται κατά την επιθεώρηση, αποκαθίστανται ή θα αποκατασταθούν σύμφωνα με τις συμβάσεις.

2.   Εάν οι ελλείψεις συνιστούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον, η αρμόδια αρχή του κράτους λιμένα στον οποίο επιθεωρείται το πλοίο φροντίζει να επιβληθεί κράτηση ή να παύσει η λειτουργία στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν οι ελλείψεις. Η διαταγή κράτησης ή η παύση λειτουργίας αίρεται μόνον όταν εξαλειφθεί ο κίνδυνος ή όταν η αρμόδια αρχή βεβαιωθεί ότι το πλοίο μπορεί, υπό τις τυχόν αναγκαίες προϋποθέσεις, να αποπλεύσει ή ότι μπορεί να αναληφθεί εκ νέου η λειτουργία, χωρίς κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των επιβατών ή του πληρώματος, ή κίνδυνο για άλλα πλοία, ή χωρίς να υπάρχει υπερβολική απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

3.   Όταν ασκεί την επαγγελματική του κρίση ως προς το εάν πρέπει ή όχι να επιβληθεί κράτηση πλοίου, ο επιθεωρητής εφαρμόζει τα κριτήρια του Παραρτήματος Χ.

4.   Αν η επιθεώρηση αποκαλύψει ότι το πλοίο δεν είναι εξοπλισμένο με κατάλληλο σύστημα καταγραφής δεδομένων πλου, εφόσον η χρησιμοποίηση αυτού του συστήματος καταγραφής επιβάλλεται σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει την κράτηση του πλοίου.

Εάν η σχετική έλλειψη δεν μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα στον λιμένα κράτησης του πλοίου, η αρμόδια αρχή μπορεί είτε να επιτρέψει στο πλοίο να καταπλεύσει στο κατάλληλο επισκευαστικό ναυπηγείο που βρίσκεται πλησιέστερα στον λιμένα της κράτησης, όπου η έλλειψη μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα είτε να απαιτήσει την αποκατάσταση της έλλειψης εντός προθεσμίας 30 ημερών, κατ' ανώτατο όριο, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές που έχει καταρτίσει το ΜΣ του Παρισιού. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζονται οι διαδικασίες του άρθρου 21.

5.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η γενική κατάσταση του πλοίου σαφώς δεν ανταποκρίνεται προς τα σχετικά πρότυπα, η αρμόδια αρχή μπορεί να αναστέλλει την επιθεώρησή του, μέχρις ότου οι αρμόδιοι λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το πλοίο ανταποκρίνεται στις σχετικές απαιτήσεις των συμβάσεων.

6.   Σε περίπτωση κράτησης πλοίου, η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως, γραπτώς και συμπεριλαμβάνοντας την έκθεση επιθεώρησης, τις αρχές του κράτους σημαίας ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τον πρόξενο ή, εν απουσία του, τον πλησιέστερο διπλωματικό αντιπρόσωπο του κράτους αυτού, για όλες τις περιστάσεις οι οποίες κατέστησαν αναγκαία αυτή την επέμβαση. Επιπλέον, απευθύνεται κοινοποίηση, εφόσον απαιτείται, στους οριζόμενους επιθεωρητές ή στους αναγνωρισμένους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την έκδοση των πιστοποιητικών κλάσης ή των υποχρεωτικών πιστοποιητικών σύμφωνα με τις συμβάσεις.

7.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις πρόσθετες απαιτήσεις των συμβάσεων περί των διαδικασιών κοινοποίησης και αναφοράς που αφορούν τον έλεγχο από το κράτος λιμένα.

8.   Κατά την άσκηση του ελέγχου από το κράτος λιμένα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη κράτηση ή η καθυστέρηση ενός πλοίου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης κράτησης πλοίου ή καθυστέρησης, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής δικαιούνται αποζημίωσης για τις τυχόν απώλειες ή ζημία που υπέστησαν. Σε περίπτωση προβαλλόμενης αδικαιολόγητης κράτησης πλοίου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου.

9.   Για να μειώσει την συμφόρηση του λιμένα η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει σε πλοίο στο οποίο έχει επιβληθεί κράτηση να μετακινηθεί σε άλλο τμήμα του λιμένα, εφόσον η μετακίνηση αυτή είναι ασφαλής. Ωστόσο, ο κίνδυνος συμφόρησης του λιμένα δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης επιβολής κράτησης ή την αναστολή της.

Όταν εκδίδεται διαταγή κράτησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει τις λιμενικές αρχές ή τα όργανα όσο το δυνατόν ενωρίτερα.

Οι λιμενικές αρχές ή οργανισμοί συνεργάζονται με την αρμόδια αρχή για να διευκολύνουν τον ελλιμενισμό των πλοίων στα οποία έχει επιβληθεί κράτηση.

Άρθρο 20

Δικαίωμα προσφυγής

1.   Ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής ενός πλοίου ή ο εκπρόσωπός του στο κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της διαταγής της αρμόδιας αρχής για κράτηση πλοίου ή απαγόρευση πρόσβασης. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την κράτηση πλοίου ή την απαγόρευση πρόσβασης.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και διατηρούν κατάλληλες διαδικασίες για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και συνεργάζονται ιδίως προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η διεκπεραίωση των προσφυγών ολοκληρώνεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

3.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει δεόντως για το δικαίωμα προσφυγής και τις σχετικές πρακτικές ρυθμίσεις τον πλοίαρχο του πλοίου περί του οποίου η παράγραφος 1.

4.   Σε περίπτωση ανάκλησης ή τροποποίησης διαταγής επιβολής κράτησης ή απαγόρευσης πρόσβασης έπειτα από προσφυγή ή αίτημα του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ενός πλοίου ή του εκπροσώπου του:

α)

τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τροποποιείται αναλόγως, χωρίς καθυστέρηση, η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων,

β)

το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η διαταγή επιβολής κράτησης ή απαγόρευσης πρόσβασης, διασφαλίζει ότι, εντός 24 ωρών από τη λήψη τέτοιας απόφασης, διορθώνονται οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 26.

Άρθρο 21

Συνέχεια που δίνεται σε επιθεωρήσεις και κρατήσεις πλοίων

1.   Όταν οι ελλείψεις κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθούν στο λιμένα επιθεώρησης, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επιτρέψει στο πλοίο αυτό να πλεύσει αμέσως στο κατάλληλο επισκευαστικό ναυπηγείο που βρίσκεται πλησιέστερα στον λιμένα κράτησης πλοίου, στο οποίο είναι δυνατόν να ληφθούν σχετικά μέτρα και, το οποίο επιλέγεται από τον πλοίαρχο και τις οικείες αρχές, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες καθορίζει η αρμόδια αρχή του κράτους σημαίας και για τις οποίες συμφωνεί το οικείο κράτος μέλος. Οι προϋποθέσεις αυτές εξασφαλίζουν ότι το πλοίο μπορεί να πλεύσει χωρίς κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των επιβατών ή του πληρώματος, ή κίνδυνο για άλλα πλοία, ή χωρίς να υπάρχει υπερβολική απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

2.   Σε περίπτωση που η απόφαση να αποσταλεί το πλοίο σε επισκευαστικό ναυπηγείο οφείλεται σε έλλειψη συμμόρφωσης με το ψήφισμα A. 744(18) του ΙΜΟ για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το πρόγραμμα εντατικοποίησης των ελέγχων κατά την επιθεώρηση πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην και πετρελαιοφόρων, είτε όσον αφορά τα έγγραφα του πλοίου είτε όσον αφορά δομικές αστοχίες και ελλείψεις του πλοίου, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει την πραγματοποίηση των απαραίτητων μετρήσεων πάχους στον λιμένα κράτησης πλοίου προτού επιτραπεί ο απόπλους του πλοίου.

3.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο λιμένα επιθεώρησης κοινοποιεί όλες τις προϋποθέσεις του ταξιδιού στην αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο ευρίσκεται το επισκευαστικό ναυπηγείο, στα κατά το άρθρο 19, παράγραφος 6, μέρη και σε κάθε άλλη αρχή, κατά περίπτωση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στην οποία απευθύνεται η κοινοποίηση αυτή, γνωστοποιεί στην κοινοποιούσα αρχή τα λαμβανόμενα μέτρα.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η πρόσβαση σε όλους τους λιμένες ή αγκυροβόλια εντός της Κοινότητας απαγορεύεται στα πλοία περί των οποίων η παράγραφος 1 και τα οποία αποπλέουν:

α)

χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους στο λιμένα επιθεώρησης, ή

β)

έχοντας αρνηθεί να συμμορφωθούν προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των συμβάσεων, μη μεταβαίνοντας στο οριζόμενο επισκευαστικό ναυπηγείο.

Η εν λόγω απαγόρευση ισχύει μέχρις ότου ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής υποβάλλει στοιχεία στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο το πλοίο ευρέθη ελαττωματικό, τα οποία να αποδεικνύουν ότι το πλοίο ανταποκρίνεται πλήρως σε όλες τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των συμβάσεων.

5.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 4, στοιχείο α), η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ένα πλοίο ευρέθη με ελλείψεις ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών.

Στις περιπτώσεις της παραγράφου 4, στοιχείο β), η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το επισκευαστικό ναυπηγείο ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών.

Πριν απαγορεύσει την είσοδο, το κράτος μέλος μπορεί να ζητά διαβουλεύσεις με τη διοίκηση σημαίας του συγκεκριμένου πλοίου.

6.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 4, η αρμόδια αρχή ενός κράτους μπορεί να επιτρέπει την πρόσβαση σε συγκεκριμένο λιμένα ή αγκυροβόλιο αυτού του κράτους σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή για σημαντικούς λόγους ασφαλείας ή για να μειωθεί ή να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ρύπανσης, ή για την αποκατάσταση ελλείψεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής ή ο πλοίαρχος του συγκεκριμένου πλοίου έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, για την ασφαλή είσοδο, μέτρα τα οποία να ικανοποιούν την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

Άρθρο 22

Επαγγελματικά προσόντα των επιθεωρητών

1.   Οι επιθεωρήσεις διεξάγονται μόνον από επιθεωρητές οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια για τα προσόντα που προβλέπει το Παράρτημα ΧΙ και έχουν άδεια να πραγματοποιούν τους ελέγχους από το κράτος λιμένα της αρμόδιας αρχής.

2.   Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους λιμένα δεν διαθέτει άτομα με την απαιτούμενη επαγγελματική πείρα, ο επιθεωρητής της αρμόδιας αυτής αρχής μπορεί να επικουρείται από οποιοδήποτε άτομο με την απαιτούμενη πείρα.

3.   Η αρμόδια αρχή, οι επιθεωρητές που πραγματοποιούν ελέγχους του κράτους λιμένα και τα άτομα που τους επικουρούν δεν έχουν εμπορικά συμφέροντα ούτε στο λιμένα επιθεώρησης, ούτε στα επιθεωρούμενα πλοία, οι δε επιθεωρητές δεν απασχολούνται ούτε αναλαμβάνουν εργασίες για λογαριασμό μη κυβερνητικών οργανισμών οι οποίοι εκδίδουν τα υποχρεωτικά πιστοποιητικά ή πιστοποιητικά κλάσης ή οι οποίοι διενεργούν τις επιθεωρήσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση των πιστοποιητικών αυτών σε πλοία.

4.   Κάθε επιθεωρητής φέρει προσωπικό έγγραφο, υπό τη μορφή δελτίου ταυτότητας, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή του σύμφωνα με την οδηγία 96/40/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1996, για τη δημιουργία κοινού υποδείγματος για το δελτίο ταυτότητας των επιθεωρητών που διεξάγουν επιθεωρήσεις στα πλαίσια του ελέγχου του κράτους του λιμένα (14).

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα προσόντα των επιθεωρητών και η συμμόρφωσή τους προς τα ελάχιστα κριτήρια που προβλέπει το Παράρτημα ΧΙ επαληθεύονται, πριν τους επιτρέψουν να διεξάγουν επιθεωρήσεις, ακολούθως δε περιοδικά, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος κατάρτισης της παραγράφου 7.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιθεωρητές λαμβάνουν κατάλληλη κατάρτιση όσον αφορά τις αλλαγές του καθεστώτος ελέγχου του κράτους λιμένα που εφαρμόζονται στην Κοινότητα, με βάση τα καθοριζόμενα στην παρούσα οδηγία και τις τροποποιήσεις των συμβάσεων.

7.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, καταρτίζει και προωθεί εναρμονισμένο κοινοτικό πρόγραμμα για την κατάρτιση και την αξιολόγηση των προσόντων των επιθεωρητών που διεξάγουν τον έλεγχο του κράτους λιμένα από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 23

Αναφορές πλοηγών και λιμενικών αρχών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι πλοηγοί τους, οι οποίοι προσορμίζουν και αποπροσορμίζουν πλοία ή οι οποίοι αναλαμβάνουν να οδηγήσουν πλοία που καταπλέουν σε ένα λιμένα ή που διέρχονται από ένα κράτος μέλος, ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους λιμένα ή το παράκτιο κράτος, ανάλογα με την περίπτωση, κάθε φορά που πληροφορούνται, κατά την άσκηση των κανονικών καθηκόντων τους, ότι υπάρχουν καταφανείς ανωμαλίες οι οποίες ενδεχομένως μειώνουν την ασφάλεια ναυσιπλοΐας του πλοίου, ή οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

2.   Εάν οι λιμενικές αρχές, ή οργανισμοί κατά την άσκηση των κανονικών τους καθηκόντων, πληροφορηθούν ότι ένα πλοίο που ευρίσκεται στο λιμένα τους παρουσιάζει καταφανείς ανωμαλίες οι οποίες θίγουν την ασφάλεια του πλοίου ή συνιστούν αδικαιολόγητη απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους λιμένα.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους πλοηγούς και τις λιμενικές αρχές ή οργανισμούς να υποβάλλουν τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες υπό ηλεκτρονική μορφή όταν αυτό είναι δυνατόν:

πληροφορίες σχετικά με το πλοίο (όνομα, κωδικό αριθμό ΙΜΟ, διακριτικό κλήσης και σημαία),

πληροφορίες σχετικά με τον πλου (τελευταίο λιμένα κατάπλου, λιμένα προορισμού),

περιγραφή των καταφανών ανωμαλιών που διαπιστώθηκαν στο πλοίο.

4.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων αντιμετώπισης των καταφανών ανωμαλιών οι οποίες γνωστοποιούνται από τους πλοηγούς και τις λιμενικές αρχές ή οργανισμούς και καταχωρίζουν τις λεπτομέρειες των λαμβανομένων μέτρων.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 31, παράγραφος 2, μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων σχετικά με εναρμονισμένη ηλεκτρονική μορφή και διαδικασίες για τη γνωστοποίηση των καταφανών ανωμαλιών από τους πλοηγούς και τις λιμενικές αρχές ή οργανισμούς καθώς και των ενεργειών με τις οποίες τα κράτη μέλη δίνουν συνέχεια στη γνωστοποίηση αυτή.

Άρθρο 24

Βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων

1.   Η Επιτροπή αναπτύσσει, τηρεί και ενημερώνει τη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, βασιζόμενη στην εμπειρογνωμοσύνη και την πείρα του ΜΣ του Παρισιού.

Η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων περιέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή του συστήματος επιθεωρήσεων το οποίο θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία και περιλαμβάνει τις λειτουργίες που ορίζονται στο Παράρτημα ΧΙΙΙ.

2.     Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό χρόνο κατάπλου και απόπλου κάθε πλοίου που καταπλέει στους λιμένες του διαβιβάζεται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων μέσω των εθνικών συστημάτων διαχείρισης ναυτικών πληροφοριών κατά το άρθρο 25, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/59/ΕΚ εντός μιας ώρας από τον κατάπλου του πλοίου και εντός 3 ωρών από τον απόπλου του αντιστοίχως.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις επιθεωρήσεις που διεξάγονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία εισάγονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων μόλις ολοκληρωθεί η επιθεώρηση ή αρθεί η κράτηση πλοίου.

Εντός 72 ωρών τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που εισάγονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων επικυρώνονται για λόγους δημοσίευσης.

4.   Βάσει των δεδομένων των επιθεωρήσεων που παρέχουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή είναι σε θέση να εξάγει από τη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά την κατηγορία κινδύνου του πλοίου, τα πλοία πρέπει να επιθεωρηθούν, τα δεδομένα κίνησης των πλοίων και τις υποχρεώσεις επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους.

Τα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες της βάσης δεδομένων των επιθεωρήσεων οι οποίες συνδέονται με την εφαρμογή των διαδικασιών επιθεώρησης της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη και τα τρίτα κράτη που συμμετέχουν στο ΜΣ του Παρισιού έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε δεδομένα έχουν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων και στα δεδομένα σχετικά με πλοία που φέρουν τη σημαία τους.

Άρθρο 25

Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία

Κάθε κράτος μέλος φροντίζει όπως οι λιμενικές αρχές ή οργανισμοί και οι άλλες σχετικές αρχές ή φορείς παρέχουν στην αρμόδια αρχή ελέγχου στο κράτος λιμένα τις εξής πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους:

πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 και το Παράρτημα ΙΙΙ,

πληροφορίες σχετικά με τα πλοία που δεν κοινοποίησαν πληροφορίες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, της οδηγίας 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου (15) και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ, καθώς και, όπου απαιτείται, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 725/2004 ,

πληροφορίες σχετικά με πλοία που απέπλευσαν χωρίς να συμμορφώνονται με το άρθρο 7 ή το άρθρο 10 της οδηγίας 2000/59/ΕΚ,

πληροφορίες σχετικά με πλοία στα οποία απαγορεύτηκε η είσοδος ή εκδιώχθηκαν από λιμένες για λόγους ασφαλείας,

πληροφορίες σχετικά με καταφανείς ανωμαλίες σύμφωνα με το άρθρο 23.

Άρθρο 26

Δημοσίευση πληροφοριών

Η Επιτροπή καθιστά διαθέσιμες και διατηρεί σε δημόσιο ιστότοπο τις πληροφορίες που αφορούν τις επιθεωρήσεις, τις κρατήσεις πλοίων και τις απαγορεύσεις πρόσβασης σύμφωνα με το Παράρτημα XIII, αξιοποιώντας την εμπειρογνωμοσύνη και την πείρα του ΜΣ του Παρισιού.

Άρθρο 27

Δημοσίευση καταλόγου εταιρειών με χαμηλές και πολύ χαμηλές επιδόσεις

Η Επιτροπή καταρτίζει και δημοσιεύει τακτικά σε δημόσιο ιστότοπο πληροφορίες σχετικά με τις εταιρείες των οποίων οι επιδόσεις, για τον καθορισμό της κατηγορίας κινδύνου του πλοίου κατά το Παράρτημα I, Μέρος Ι, έχουν κριθεί χαμηλές και πολύ χαμηλές επί περίοδο τριών μηνών τουλάχιστον.

Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 31, παράγραφος 2, τους κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, φροντίζοντας οι κανόνες αυτοί να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος του στόλου τον οποίον εκμεταλλεύονται οι εταιρείες και ορίζοντας ιδίως τις λεπτομέρειες της δημοσίευσης.

Άρθρο 28

Επιστροφή δαπανών

1.   Όταν κατά τις επιθεωρήσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 13 και 14 επιβεβαιώνονται ή αποκαλύπτονται ελλείψεις σε σχέση με τις απαιτήσεις μιας σύμβασης, τα οποία δικαιολογούν την κράτηση πλοίου, όλες οι δαπάνες, σε μια κανονική λογιστική περίοδο, οι οποίες σχετίζονται με τις επιθεωρήσεις, καλύπτονται από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ή τον εκπρόσωπό του στο κράτος λιμένα.

2.   Όλες οι δαπάνες, οι οποίες σχετίζονται με τις επιθεωρήσεις που διεξάγει η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 21 παράγραφος 4, επιβαρύνουν τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή του πλοίου.

3.   Σε περίπτωση κράτησης πλοίου, όλες οι δαπάνες κράτησης στο λιμένα βαρύνουν τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή του πλοίου.

4.   Η κράτηση πλοίου αίρεται μόνον όταν καταβληθεί όλο το ποσό ή δοθεί επαρκής εγγύηση για την απόδοση των δαπανών.

Άρθρο 29

Στοιχεία για την παρακολούθηση της εφαρμογής

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες κατά το Παράρτημα XIV με τη συχνότητα που προβλέπει το εν λόγω Παράρτημα.

Άρθρο 30

Παρακολούθηση συμμόρφωσης και επιδόσεων των κρατών μελών

Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και για να παρακολουθήσει την λειτουργία του κοινοτικού καθεστώτος ελέγχου από το κράτος λιμένα σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο β), σημείο i), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, η Επιτροπή συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες και πραγματοποιεί επισκέψεις στα κράτη μέλη.

Άρθρο 31

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφαλείας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), που ιδρύθηκε βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002 (16).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 32

Διαδικασία τροποποίησης

Η Επιτροπή:

α)

αναπροσαρμόζει τα παραρτήματα, εκτός του Παραρτήματος Ι έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι τροποποιήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της ασφάλειας και της ναυτιλιακής ασφάλειας, οι οποίες έχουν τεθεί σε ισχύ, και οι συμβάσεις, οι διεθνείς κώδικες και τα ψηφίσματα αρμόδιων διεθνών οργανισμών καθώς και οι εξελίξεις του ΜΣ του Παρισιού,

β)

τροποποιεί τους ορισμούς που αφορούν συμβάσεις, διεθνείς κώδικες και ψηφίσματα καθώς και κοινοτική νομοθεσία που σχετίζονται με τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 31, παράγραφος 3.

Οι τροποποιήσεις των διεθνών πράξεων που παρατίθενται στο άρθρο 2 μπορούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 33

Κανόνες εφαρμογής

Κατά τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής στους οποίους αναφέρονται τα άρθρα 8 παράγραφος 4, 10 παράγραφος 3, 14 παράγραφος 3, 15 παράγραφος 4, 23 παράγραφος 5, και 27, σύμφωνα με τις διαδικασίες στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 31, παράγραφοι 2 και 3, η Επιτροπή θα φροντίσει ιδιαίτερα να ληφθούν υπόψη η εμπειρογνωμοσύνη και η πείρα από την εφαρμογή του συστήματος επιθεωρήσεων στο πλαίσιο της Κοινότητας και του ΜΣ του Παρισιού.

Άρθρο 34

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα κυρώσεων για την παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίζουν την επιβολή των κυρώσεων αυτών. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 35

Επανεξέταση

Η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως για την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού καθεστώτος επιθεωρήσεων, το αργότερο εντός 18 μηνών από … (17). Στο πλαίσιο της επανεξέτασης ερευνώνται, μεταξύ άλλων, η εκπλήρωση της γενικής κοινοτικής υποχρέωσης επιθεωρήσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 6, ο αριθμός των επιθεωρητών ελέγχου του κράτους λιμένα σε κάθε κράτος μέλος, ο αριθμός των επιθεωρήσεων που διεξάχθηκαν, και η συμμόρφωση προς την υποχρέωση ετήσιων επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους και την εφαρμογή των άρθρων 7 και 8.

Η Επιτροπή ανακοινώνει τα αποτελέσματα της επανεξέτασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και καθορίζει, βάσει της επανεξέτασης, εάν είναι αναγκαίο να προτείνει τροποποιητική οδηγία ή άλλη νομοθεσία στον εν λόγω τομέα.

Άρθρο 36

Εφαρμογή και κοινοποίηση

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα […] και τα σημεία[…] των παραρτημάτων [… ] [άρθρα ή εδάφια αυτών, και σημεία των παραρτημάτων που τροποποιήθηκαν ως προς την ουσία τους σε σύγκριση με την προγενέστερη οδηγία] το αργότερο 18 μήνες από την ημερομηνία που καθορίζει το άρθρο 38. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς και της διατύπωσης αυτής της δήλωσης καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

4.   Επιπλέον, η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη.

Άρθρο 37

Κατάργηση

Η οδηγία 95/21/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που εμφαίνονται στο Παράρτημα XV, Μέρος Α, καταργείται από τις … (18), με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο Παράρτημα XV, ΜέροςΒ.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο Παράρτημα XVI.

Άρθρο 38

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα άρθρα […] και τα σημεία […] των παραρτημάτων [… ] [άρθρα ή εδάφια αυτών, και σημεία των παραρτημάτων που παρέμειναν αμετάβλητα σε σύγκριση με την προγενέστερη οδηγία] εφαρμόζονται από τις …  (19).

Άρθρο 39

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007(ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 584), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 198 Ε της 5.8.2008, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)  ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1. ║.

(5)   Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2008 (Commune de Mesquer) — δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή.

(6)   ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 39.

(7)   ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56.

(8)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1. ║.

(9)  ΕΕ L 138 της 1.6.1999, σ. 1. ║.

(10)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. ║.

(11)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 129 της 29.4.2004, σ. 6.

(13)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10.

(14)  ΕΕ L 196 της 7.8.1996, σ. 8.

(15)  ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 81. ║.

(16)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1. ║.

(17)  Η ημερομηνία που αναγράφεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1.

(18)  Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(19)   Ημερομηνία θέσης σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού .

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΛΙΜΕΝΑ

(κατά το άρθρο 6)

Το κοινοτικό καθεστώς επιθεώρησης από το κράτος λιμένα περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

Ι.   Κατηγορία κινδύνου του πλοίου

Η κατηγορία κινδύνου του πλοίου προσδιορίζεται ως συνδυασμός των ακόλουθων γενικών και ιστορικών παραμέτρων:

1.   Γενικές παράμετροι

α)

Τύπος του πλοίου:

Τα επιβατηγά, τα πετρελαιοφόρα και τα πλοία μεταφοράς χημικών προϊόντων, τα πλοία μεταφοράς αερίου και τα πλοία μεταφορά φορτίου χύδην θεωρούνται ότι θέτουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

β)

Ηλικία του πλοίου

Τα πλοία άνω των 12 ετών θεωρούνται ότι θέτουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

γ)

Επιδόσεις του κράτους σημαίας

(i)

Τα πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους με υψηλότερο ποσοστό κρατήσεων πλοίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την περιοχή του ΜΣ του Παρισιού θεωρούνται ότι θέτουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

(ii)

Τα πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους με χαμηλότερο ποσοστό κρατήσεων πλοίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την περιοχή του ΜΣ του Παρισιού θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο.

(iii)

Τα πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους για το οποίο έχει ολοκληρωθεί έλεγχος και, κατά περίπτωση έχει υποβληθεί διορθωτικό σχέδιο δράσης, και τα δύο σύμφωνα με το πλαίσιο και τις διαδικασίες του εθελοντικού προγράμματος ελέγχων των κρατών μελών του ΙΜΟ, θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο. Μόλις ληφθούν τα μέτρα κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, το κράτος της σημαίας του πλοίου αυτού καταδεικνύει συμμόρφωση με τον κώδικα εφαρμογής των υποχρεωτικών πράξεων του ΙΜΟ.

δ)

Αναγνωρισμένοι οργανισμοί

(i)

Τα πλοία που έχουν λάβει πιστοποιητικά από αναγνωρισμένους οργανισμούς με χαμηλό ή πολύ χαμηλό επίπεδο επιδόσεων σε σχέση με τα ποσοστά κρατήσεων πλοίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού, θεωρούνται ότι θέτουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

(ii)

Τα πλοία που έχουν λάβει πιστοποιητικά από αναγνωρισμένους οργανισμούς με υψηλό επίπεδο επιδόσεων σε σχέση με τα ποσοστά κρατήσεων πλοίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού, θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο.

(iii)

Τα πλοία που έχουν λάβει πιστοποιητικά από οργανισμούς αναγνωρισμένους με βάση την οδηγία του Συμβουλίου 94/57/ΕΚ, θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο.

ε)

Επιδόσεις εταιρειών

(i)

Τα πλοία εταιρείας με χαμηλές ή πολύ χαμηλές επιδόσεις οι οποίες καθορίζονται με βάση τα ποσοστά ελλείψεων και κρατήσεων πλοίων των πλοίων της εντός της ΕΕ και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού, θεωρούνται ότι θέτουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

(ii)

Τα πλοία εταιρείας με υψηλές επιδόσεις οι οποίες καθορίζονται με βάση τα ποσοστά ελλείψεων και κράτησης των πλοίων της εντός της ΕΕ και της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού, θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο.

2.   Ιστορικές παράμετροι

(i)

Τα πλοία στα οποία έχει επιβληθεί κράτηση περισσότερες από μία φορές θεωρούνται ότι θέτουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

(ii)

Τα πλοία τα οποία, κατά τις επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν εντός της περιόδου στην οποία αναφέρεται το Παράρτημα ΙΙ, και παρουσίασαν τον αριθμό ελλείψεων κατά το Παράρτημα ΙΙ, θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο.

(iii)

Τα πλοία στα οποία δεν έχει επιβληθεί κράτηση εντός της περιόδου στην οποία αναφέρεται το Παράρτημα ΙΙ, θεωρούνται ότι θέτουν χαμηλότερο κίνδυνο.

Οι κατά το τμήμα 1 παράμετροι κινδύνου συνδυάζονται, μέσω στάθμισης που αντιστοιχεί στη σχετική επίδραση κάθε παραμέτρου στο συνολικό κίνδυνο του πλοίου, για τον καθορισμό των ακόλουθων κατηγοριών κινδύνου του πλοίου:

υψηλού κινδύνου,

τυπικού κινδύνου,

χαμηλού κινδύνου.

Κατά τον προσδιορισμό αυτών των κατηγοριών κινδύνου, δίδεται έμφαση στις παραμέτρους για τον τύπο του πλοίου τις επιδόσεις του κράτους σημαίας, των αναγνωρισμένων οργανισμών και στις επιδόσεις των εταιρειών.

ΙΙ.   Επιθεώρηση των πλοίων

1.   Περιοδικές επιθεωρήσεις

Οι περιοδικές επιθεωρήσεις διενεργούνται σε προκαθορισμένα διαστήματα. Η συχνότητά τους καθορίζεται με βάση την κατηγορία κινδύνου του πλοίου. Το διάστημα μεταξύ περιοδικών επιθεωρήσεων πλοίων υψηλού κινδύνου δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Το διάστημα μεταξύ περιοδικών επιθεωρήσεων πλοίων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες κινδύνου αυξάνεται ανάλογα με την μείωση του κινδύνου.

Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν περιοδική επιθεώρηση σε:

Κάθε πλοίο κατηγορίας υψηλού κινδύνου που δεν έχει υποστεί επιθεώρηση σε λιμένα της ΕΕ ή της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού κατά τους τελευταίους έξι μήνες. Τα πλοία υψηλού κινδύνου καθίστανται επιλέξιμα για επιθεώρηση από τον πέμπτο μήνα.

Κάθε πλοίο κατηγορίας τυπικού κινδύνου που δεν έχει υποστεί επιθεώρηση σε λιμένα της ΕΕ ή της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Τα πλοία τυπικού κινδύνου καθίστανται επιλέξιμα για επιθεώρηση από τον δέκατο μήνα.

Κάθε πλοίο κατηγορίας χαμηλού κινδύνου που δεν έχει υποστεί επιθεώρηση σε λιμένα της ΕΕ ή της περιοχής του ΜΣ του Παρισιού κατά τους τελευταίους 30 μήνες . Τα πλοία χαμηλού κινδύνου καθίστανται επιλέξιμα για επιθεώρηση από τον εικοστό τέταρτο μήνα.

2.   Πρόσθετες επιθεωρήσεις

Τα πλοία για τα οποία ισχύουν οι παρακάτω προεξέχοντες ή μη αναμενόμενοι παράγοντες υπόκεινται σε επιθεώρηση ανεξάρτητα του χρόνου που έχει περάσει από την τελευταία περιοδική επιθεώρησή τους. Ωστόσο, η ανάγκη συμπληρωματικής επιθεώρησης λόγω μη αναμενόμενων παραγόντων επαφίεται στην επαγγελματική κρίση του επιθεωρητή.

2Α.   Προεξέχοντες παράγοντες

Τα πλοία για τα οποία ισχύουν οι ακόλουθοι προεξέχοντες παράγοντες επιθεωρούνται ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την τελευταία τους περιοδική επιθεώρηση:

Πλοία τα οποία έχουν απολέσει την κλάση τους ή αυτή έχει ανακληθεί για λόγους ασφαλείας μετά την τελευταία επιθεώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην περιοχή του ΜΣ του Παρισιού.

Πλοία τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο έκθεσης ή κοινοποίησης από άλλο κράτος μέλος.

Πλοία των οποίων η ταυτότητα δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί στην βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων.

Πλοία τα οποία παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις σχετικές απαιτήσεις κοινοποίησης κατά το άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, την οδηγία 2000/59/ΕΚ, την οδηγία 2002/59/ΕΚ και, κατά περίπτωση, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 725/2004.

Πλοία για τα οποία υπάρχουν στοιχεία ότι παρουσιάζουν σημαντικές ανεπάρκειες, εκτός από εκείνα των οποίων οι ανεπάρκειες αποκαταστάθηκαν πριν από τον απόπλου.

Πλοία τα οποία:

ενεπλάκησαν σε συμβάν σύγκρουσης, προσάραξης ή εξώκειλαν κατευθυνόμενα προς τον λιμένα,

κατηγορήθηκαν για ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων σχετικά με την απόρριψη επικίνδυνων ουσιών ή προϊόντων εκροών,

εκτέλεσαν ασταθείς ή επισφαλείς ελιγμούς κατά τους οποίους δεν τηρήθηκαν τα μέτρα σχετικά με την πορεία που θεσπίστηκαν από το ΙΜΟ ή οι πρακτικές και οι διαδικασίες ασφαλούς ναυσιπλοΐας.

2Β.   Μη αναμενόμενοι παράγοντες

Τα πλοία για τα οποία ισχύουν οι ακόλουθοι μη αναμενόμενοι παράγοντες μπορούν να επιθεωρούνται ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την τελευταία τους περιοδική επιθεώρηση. Η απόφαση διεξαγωγής πρόσθετης επιθεώρησης επαφίεται στην επαγγελματική κρίση της αρμόδιας αρχής.

Πλοία τα οποία:

λειτουργούν κατά τρόπο ώστε να θέτουν σε κίνδυνο πρόσωπα, περιουσία ή το περιβάλλον, ή

δεν συμμορφώθηκαν με τη σύσταση για τη ναυσιπλοΐα μέσω των εισόδων της Βαλτικής, κατά τα παραρτήματα του ψηφίσματος MSC.138 (76) του ΙΜΟ,

Πλοία που φέρουν πιστοποιητικά τα οποία έχουν εκδοθεί από πρώην ανεγνωρισμένο οργανισμό του οποίου η αναγνώριση έχει ανακληθεί μετά την τελευταία επιθεώρηση στην ΕΕ ή στην περιοχή του ΜΣ του Παρισιού.

Πλοία για τα οποία οι πλοηγοί ή οι λιμενικές αρχές ή οργανισμοί ανέφεραν ότι έχουν καταφανείς ανωμαλίες οι οποίες ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφαλή πλεύση τους ή που θέτουν σε κίνδυνο το περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 23 της παρούσας οδηγίας.

Πλοία τα οποία παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις σχετικές απαιτήσεις κοινοποίησης του άρθρου 9 της παρούσας οδηγίας, στην οδηγία 2000/59/ΕΚ, στην οδηγία 2002/59/ΕΚ και, κατά περίπτωση, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 725/2004.

Πλοία τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο αναφοράς ή καταγγελίας του πλοιάρχου, μέλους του πληρώματος ή οποιουδήποτε προσώπου ή οργανισμού που έχει έννομο συμφέρον για την ασφαλή λειτουργία του πλοίου, τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου ή την πρόληψη της ρύπανσης, εκτός εάν το οικείο κράτος μέλος κρίνει ότι η αναφορά ή η καταγγελία είναι προφανώς αδικαιολόγητες.

Πλοία στα οποία είχε επιβληθεί κράτηση πριν από περισσότερους από τρεις μήνες.

Πλοία τα οποία έχουν αναφερθεί ως παρουσιάζοντα εκκρεμούσες ελλείψεις, εκτός εκείνων για τα οποία οι ελλείψεις έπρεπε να αποκατασταθούν εντός 14 ημερών μετά τον απόπλου, και για ελλείψεις που έπρεπε να αποκατασταθούν πριν από τον απόπλου.

Πλοία για τα οποία έχει αναφερθεί ότι παρουσιάζουν προβλήματα όσον αφορά το φορτίο τους, ιδίως για τοξικά και επικίνδυνα φορτία.

Πλοία που έχουν λειτουργήσει κατά τρόπο ώστε να θέσουν σε κίνδυνο πρόσωπα, ιδιοκτησία ή το περιβάλλον.

Πλοία για τα οποία περιήλθαν πληροφορίες από αξιόπιστη πηγή σχετικά με το γεγονός ότι οι παράμετροι κινδύνου των πλοίων αυτών είναι διαφορετικές από τις καταγεγραμμένες και, κατά συνέπεια, αυξάνεται το επίπεδο κινδύνου.

3.   Σύστημα επιλογής

3Α.

Τα πλοία προτεραιότητας Ι επιθεωρούνται ως εξής:

α)

Διεξάγεται εκτεταμένη επιθεώρηση επί:

Οποιουδήποτε πλοίου που ανήκει σε κατηγορία υψηλού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους 6 μήνες,

οποιουδήποτε επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των 12 ετών, που ανήκει σε κατηγορία τυπικού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες.

β)

Διεξάγεται αρχική ή λεπτομερέστερη επιθεώρηση ανάλογα με την περίπτωση επί:

Οποιουδήποτε πλοίου, πλην επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των 12 ετών που ανήκει σε κατηγορία τυπικού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες

γ)

Εφόσον πρόκειται για προεξέχοντα παράγοντα:

Διεξάγεται λεπτομερέστερη ή εκτεταμένη επιθεώρηση, κατά την επαγγελματική κρίση του επιθεωρητή, επί οποιουδήποτε πλοίου που ανήκει σε κατηγορία υψηλού κινδύνου και επί οποιουδήποτε επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των 12 ετών,

διεξάγεται λεπτομερέστερη επιθεώρηση επί οποιουδήποτε άλλου πλοίου πλην επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των 12 ετών.

3Β.

Αν η αρμόδια αρχή επιλέξει να επιθεωρήσει πλοίο προτεραιότητας ΙΙ , εφαρμόζεται το κάτωθι σχέδιο επιλογής :

α)

Διεξάγεται εκτεταμένη επιθεώρηση επί:

οποιουδήποτε πλοίου ανήκει σε κατηγορία υψηλού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους πέντε μήνες,

οποιουδήποτε επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην ηλικίας άνω των δώδεκα ετών, ανήκει σε κατηγορία τυπικού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους δέκα μήνες, ή

οποιουδήποτε επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην ηλικίας άνω των δώδεκα ετών, ανήκει σε κατηγορία χαμηλού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους 24 μήνες.

β)

Αρχική ή λεπτομερέστερη επιθεώρηση, ανάλογα με την περίπτωση, διενεργείται επί:

οποιουδήποτε πλοίου πλην επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των δώδεκα ετών ανήκει σε κατηγορία τυπικού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους δέκα μήνες, ή

οποιουδήποτε πλοίου πλην επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην ηλικίας άνω των δώδεκα ετών, ανήκει σε κατηγορία χαμηλού κινδύνου και δεν έχει επιθεωρηθεί κατά τους τελευταίους 24 μήνες.

γ)

Εφόσον πρόκειται για προεξέχοντα παράγοντα:

λεπτομερέστερη ή εκτεταμένη επιθεώρηση, κατά την επαγγελματική κρίση του επιθεωρητή, διενεργείται επί οποιουδήποτε πλοίου ανήκει σε κατηγορία υψηλού κινδύνου και επί οποιουδήποτε επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των δώδεκα ετών,

λεπτομερέστερη επιθεώρηση διενεργείται επί οποιουδήποτε άλλου πλοίου πλην επιβατηγού πλοίου, πετρελαιοφόρου, πλοίου μεταφοράς αερίου ή χημικών προϊόντων ή πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην, ηλικίας άνω των δώδεκα ετών.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ

(κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2)

 

Κατηγορία

Πλοίο υψηλού κινδύνου (ΠΥΚ)

Πλοίο τυπικού κινδύνου (ΠΤΚ)

Πλοίο χαμηλού κινδύνου (ΠΧΚ)

Γενικές παράμετροι

Κριτήρια

Βαθμοί

Κριτήρια

Κριτήρια

1

Τύπος πλοίου

Χημικό δεξαμενόπλοιο Πλοίο μεταφοράς αερίου Πετρελαιοφόρο δεξαμενόπλοιο Πλοίο μεταφοράς φορτίου χύδην Επιβατηγό

2

ούτε πλοίο υψηλού κινδύνου ούτε πλοίο χαμηλού κινδύνου

Όλοι οι τύποι

2

Ηλικία του πλοίου

όλοι οι τύπου > 12 έτη

1

Όλες οι ηλικίες

Σημαία

Κατάλογος-BGW

Μαύρος — ΠΥΚ, ΥΚ, M έως ΥΚ

2

Άσπρος

Μαύρος — ΜΚ

1

Έλεγχος ΙΜΟ

Ναι

Αναγνωρισμένος οργανισμός

Επιδόσεις

Υ

Υψηλές

M

Χ

Χαμηλές

1

ΠΧ

Πολύ χαμηλές

Αναγνωρισμένος από ΕΕ

Ναι

5

Εταιρεία

Επιδόσεις

Υ

Υψηλές

M

Χ

Χαμηλές

2

ΠΧ

Πολύ χαμηλές

Ιστορικές παράμετροι

 

 

6

Αριθμός καταχώρ. ελλείψεων σε κάθε επιθεώρ. εντός των προηγούμενων 36 μηνών

Ελλείψεις

Μη επιλέξιμο

≤ 5 (και μία τουλάχιστον επιθεώρηση κατά τους προηγούμενους 36 μήνες)

7

Αριθμός κρατήσεων πλοίων εντός των προηγούμενων 36 μηνών

Κρατήσεις πλοίων

≥ 2 Κρατήσεις πλοίψν

1

Όχι κράτηση πλοίου

Τα ΠΥΚ είναι πλοία που πληρούν κριτήρια τα οποία αντιστοιχούν συνολικά σε 5 βαθμούς τουλάχιστον.

Τα ΠΧΚ είναι πλοία που πληρούν όλα τα κριτήρια των παραμέτρων χαμηλού κινδύνου.

Τα ΠΤΚ είναι πλοία που δεν ανήκουν ούτε στην κατηγορία των ΠΥΚ ούτε στην κατηγορία των ΠΧΚ.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΦΙΞΗΣ ΠΛΟΙΟΥ

(κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1)

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1

Οι πληροφορίες που σημειώνονται παρακάτω υποβάλλονται στην λιμενική αρχή ή οργανισμό ή στην αρχή ή τον οργανισμό που έχει οριστεί για το σκοπό αυτό, τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τον αναμενόμενο χρόνο κατάπλου στον λιμένα ή στο αγκυροβόλιο ή πριν από τον απόπλου από τον προηγούμενο λιμένα σε περίπτωση που το ταξίδι αναμένεται να διαρκέσει λιγότερο από τρεις ημέρες:

α)

Στοιχεία του πλοίου (όνομα, σήμα κλήσης, αριθμός αναγνώρισης ΙΜΟ ή αριθμός MMSI),

β)

προβλεπόμενη διάρκεια παραμονής στον λιμένα, και κατάλογος των κοινοτικών λιμένων που θα επισκεφθεί διαδοχικά κατά το ίδιο ταξίδι ·

γ)

για δεξαμενόπλοια:

i)

δομή: μονό κύτος, μονό κύτος με δεξαμενή διαχωρισμένου έρματος, διπλό κύτος,

ii)

κατάσταση των δεξαμενών φορτίου και έρματος: γεμάτες, άδειες, αδρανείς,

iii)

όγκος και φύση του φορτίου,

δ)

προβλεπόμενες εργασίες στον λιμένα ή στο αγκυροβόλιο προορισμού (φόρτωση, εκφόρτωση, άλλες),

ε)

λιμένες ή αγκυροβόλια εντός της Κοινότητας στους οποίους καταπλέει διαδοχικά το πλοίο κατά το ίδιο ταξίδι,

στ)

προβλεπόμενες από το νόμο επιθεωρήσεις και εργασίες ουσιαστικής συντήρησης και επισκευής που προβλέπεται να πραγματοποιηθούν κατά την παραμονή στον λιμένα ή στο αγκυροβόλιο προορισμού,

ζ)

ημερομηνία τελευταίας εκτεταμένης επιθεώρησης στο ΜΣ του Παρισιού.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

(κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1)

1.

Διεθνές πρωτόκολλο καταμέτρησης της χωρητικότητας του πλοίου (1969).

2.

Πιστοποιητικό ασφαλείας επιβατηγού πλοίου,

πιστοποιητικό ασφαλείας κατασκευής φορτηγού πλοίου,

πιστοποιητικό ασφαλείας εξαρτισμού φορτηγού πλοίου,

πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου,

πιστοποιητικό εξαίρεσης, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου φορτίων,

πιστοποιητικό ασφαλείας φορτηγών πλοίων.

3.

Διεθνές Πιστοποιητικό Ασφάλειας Πλοίου (ISSC).

4.

Αρχείο Διαρκούς Καταγραφής Σύνοψης.

5.

Διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων χύδην

Πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων χύδην.

6.

Διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών ουσιών χύδην

Πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών ουσιών χύδην.

7.

Διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης από πετρέλαιο.

8.

Διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης για τη μεταφορά επιβλαβών υγρών ουσιών χύδην.

9.

Διεθνές πιστοποιητικό γραμμής φόρτωσης (1966)

Διεθνές πιστοποιητικό εξαίρεσης της τήρησης της γραμμής φόρτωσης.

10.

Βιβλίο πετρελαίου, Μέρος Ι και II.

11.

Βιβλίο καταγραφής φορτίου.

12.

Έγγραφο για τον ελάχιστο ασφαλή αριθμό επάνδρωσης.

13.

Πιστοποιητικά ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα που απαιτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης STCW.

14.

Ιατρικά πιστοποιητικά (βλέπε τη σύμβαση ΔΟΕ αριθ. 73 για τις ιατρικές εξετάσεις των ναυτικών).

15.

Πίνακας του καθεστώτος εργασίας επί του πλοίου (Σύμβαση ΔΟΕ αριθ, 180 και STCW 95).

16.

Αρχείο των ωρών εργασίας και των ωρών ανάπαυσης των ναυτικών (Σύμβαση ΔΟΕ αριθ. 180).

17.

Στοιχεία ευσταθείας.

18.

Αντίγραφο του εγγράφου συμμόρφωσης και του πιστοποιητικού ασφαλούς διαχείρισης που εκδίδονται σύμφωνα με τον Διεθνή Κώδικα Διαχείρισης για την Ασφαλή Ναυσιπλοΐα και την Πρόληψη της Ρύπανσης (SOLAS 74, κεφάλαιο ΙΧ).

19.

Πιστοποιητικά για την αντοχή του σκάφους και του μηχανολογικού εξοπλισμού του πλοίου, που εκδίδονται από τον σχετικό αναγνωρισμένο οργανισμό (απαιτείται μόνον όταν το πλοίο διατηρεί την κλάση του σε αναγνωρισμένο οργανισμό).

20.

Βεβαίωση συμμόρφωσης με τις ειδικές διατάξεις για πλοία που μεταφέρουν επικίνδυνα εμπορεύματα.

21.

Πιστοποιητικό ασφάλειας ταχύπλοων σκαφών και άδεια λειτουργίας ταχύπλοου σκάφους.

22.

Ειδικός κατάλογος ή δηλωτικό επικίνδυνων εμπορευμάτων ή λεπτομερές σχέδιο στοιβασίας.

23.

Ημερολόγιο πλοίου όπου έχουν καταχωριστεί δοκιμές και γυμνάσια συναγερμού συμπεριλαμβανομένων των ασκήσεων ασφαλείας και το ημερολόγιο καταχώρισης επιθεωρήσεων και συντηρήσεων των συσκευών και των διατάξεων διάσωσης καθώς και των συσκευών και διευθετήσεων πυρόσβεσης.

24.

Πιστοποιητικό ασφάλειας πλοίου ειδικού προορισμού.

25.

Πιστοποιητικό ασφάλειας κινητής μονάδας γεωτρήσεων ανοικτής θαλάσσης.

26.

Για τα πετρελαιοφόρα, τα στοιχεία του συστήματος παρακολούθησης και ελέγχου της απόρριψης πετρελαίου για το τελευταίο ταξίδι υπό έρμα.

27.

Πίνακας συγκέντρωσης, σχέδιο αντιμετώπισης πυρκαγιάς και, για τα επιβατηγά πλοία, σχέδιο αντιμετώπισης βλαβών.

28.

Σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση ρύπανσης από πετρέλαιο.

29.

Αρχείο των εκθέσεων ελέγχου (για τα πλοία μεταφοράς φορτίου χύδην και τα πετρελαιοφόρα).

30.

Εκθέσεις επιθεώρησης οι οποίες συντάχθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερων ελέγχων από το κράτος λιμένα.

31.

Για τα επιβατηγά πλοία ro-ro, πληροφορίες για τον λόγο Α/Α-max.

32.

Έγγραφο άδειας για τη μεταφορά σιτηρών.

33.

Εγχειρίδιο ασφάλισης φορτίου.

34.

Σχέδιο διαχείρισης απορριμμάτων και βιβλίο απορριμμάτων.

35.

Σύστημα υποστήριξης λήψης αποφάσεων για πλοιάρχους επιβατηγών πλοίων.

36.

Σχέδιο συνεργασίας SAR για επιβατηγά πλοία που εκτελούν προγραμματισμένα δρομολόγια.

37.

Κατάλογος επιχειρησιακών περιορισμών για επιβατηγά πλοία.

38.

Βιβλίο μεταφοράς φορτίου χύδην.

39.

Σχέδιο φόρτωσης και εκφόρτωσης πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην.

40.

Πιστοποιητικό ασφάλισης ή άλλη χρηματική εγγύηση για την κάλυψη της αστικής ευθύνης από ζημίες λόγω πετρελαϊκής ρύπανσης (Διεθνής Σύμβαση για την Αστική Ευθύνη σε περίπτωση Ζημίας από Πετρελαϊκή Ρύπανση, 1992).

41. Πιστοποιητικά που απαιτούνται με βάση την οδηγία 2008/ΧΧ/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με την αστική ευθύνη και τις οικονομικές εγγυήσεις εφοπλιστών.

42

Τα πιστοποιητικά που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 2008/ΧΧ/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και καθεστώτος αστικής ευθύνης και οικονομικής φερεγγυότητας των πλοιοκτητών] .

43.

Πιστοποιητικό που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. ΧΧΧΧ/2008 για την ευθύνη των μεταφορέων επιβατών δια θαλάσσης ή εσωτερικών υδάτων σε περίπτωση ατυχήματος. (1)

44.

Διεθνές πιστοποιητικό για την πρόληψη ρύπανσης της ατμόσφαιρας

45.

Διεθνές πιστοποιητικό για την πρόληψη της ρύπανσης από λύματα.


(1)  Προσθήκη των σημείων 41, ║ 42 και 43 εν αναμονή της θέσπισης αντίστοιχης νομοθεσίας που περιέχεται στην τρίτη δέσμη μέτρων στον τομέα της ναυσιπλοΐας.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ «ΣΑΦΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ»

(κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3)

Α.   Παραδείγματα σαφών ενδείξεων για λεπτομερέστερη επιθεώρηση

1.

Πλοία περί των οποίων το Παράρτημα ΙΙ Μέρος ΙΙ 2Α και 2Β.

2.

Το βιβλίο πετρελαίου δεν τηρείται ορθώς.

3.

Κατά την εξέταση των πιστοποιητικών και των λοιπών εγγράφων, διαπιστώθηκαν ανακρίβειες.

4.

Ενδείξεις ότι το πλήρωμα δεν είναι σε θέση να τηρήσει τις απαιτήσεις που αφορούν τις επικοινωνίες επί του πλοίου οι οποίες παρατίθενται στο άρθρο 17 της οδηγίας 2001/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών (1).

5.

Ένα πιστοποιητικό αποκτήθηκε δολίως ή ο κάτοχός του δεν είναι το πρόσωπο για το οποίο είχε αρχικά εκδοθεί το πιστοποιητικό.

6.

Το πλοίο έχει πλοίαρχο, αξιωματικό ή μέλος του πληρώματος με πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί από χώρα που δεν έχει κυρώσει τη σύμβαση STCW.

7.

Ενδείξεις ότι οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης και οι λοιπές εργασίες δεν εκτελούνται ασφαλώς, ή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ, π.χ. η περιεκτικότητα σε οξυγόνο του βασικού δικτύου παροχής αδρανούς αερίου των δεξαμενών φορτίου υπερβαίνει το οριζόμενο ανώτατο επίπεδο.

8.

Παράλειψη εκ μέρους του πλοιάρχου ενός πετρελαιοφόρου να προσκομίσει την καταγραφή του συστήματος παρακολούθησης και ελέγχου της απόρριψης πετρελαίου για το τελευταίο ταξίδι υπό έρμα.

9.

Απουσία ενημερωμένου πίνακα συγκέντρωσης ή άγνοια από τα μέλη του πληρώματος των καθηκόντων τους σε περίπτωση πυρκαγιάς ή εντολής εγκατάλειψης του πλοίου.

10.

Εκπομπή ψευδών συναγερμών, η οποία δεν ακολουθήθηκε από τις κατάλληλες διαδικασίες ακύρωσης.

11.

Απουσία εξοπλισμού ή διατάξεων κύριας σημασίας, απαιτούμενων από τις συμβάσεις.

12.

Εξαιρετικά ανθυγιεινές συνθήκες επί του πλοίου.

13.

Ενδείξεις από τη γενική εντύπωση και τις παρατηρήσεις του επιθεωρητή ότι το κύτος ή η δομή του πλοίου παρουσιάζουν σοβαρές φθορές ή ελαττώματα, τα οποία ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο τη δομική ακεραιότητα, τη στεγανότητα ή την αντοχή του πλοίου στις καιρικές συνθήκες.

14.

Πληροφορίες ή στοιχεία ότι ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα δεν είναι εξοικειωμένοι με βασικούς χειρισμούς επί του πλοίου, οι οποίοι αφορούν την ασφάλεια του σκάφους ή την πρόληψη της ρύπανσης ή ότι δεν έχουν εκτελεσθεί τέτοιου είδους χειρισμοί.

15.

Απουσία πίνακα με τις διαδικασίες εργασίας επί του πλοίου ή αρχείου των ωρών εργασίας και των ωρών ανάπαυσης των ναυτικών.

Β.   Παραδείγματα σαφών ενδείξεων για τον έλεγχο των πλοίων σχετικά με ζητήματα ασφάλειας.

1.

Ο επιθεωρητής μπορεί να εντοπίσει σαφείς ενδείξεις που δικαιολογούν περαιτέρω ελέγχους σχετικά με την ασφάλεια κατά την αρχική επιθεώρηση ελέγχου από το κράτος λιμένα ως εξής:

1.1.

Το ISSC δεν ισχύει ή έχει λήξει.

1.2.

Το πλοίο έχει κατώτερο επίπεδο ασφάλειας από τον λιμένα.

1.3.

Δεν πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις σχετικά με την ασφάλεια του πλοίου.

1.4.

Τα αρχεία για τις τελευταίες 10 διασυνδέσεις πλοίου/λιμένα ή πλοίου/πλοίου δεν είναι πλήρη.

1.5.

Στοιχεία ή παρατηρήσεις ότι βασικά μέλη του προσωπικού του πλοίου δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

1.6.

Στοιχεία από παρατηρήσεις που συνεπάγονται ότι υφίστανται σοβαρές ελλείψεις σε ζητήματα ασφάλειας.

1.7.

Πληροφορίες από τρίτα μέρη όπως για παράδειγμα εκθέσεις ή καταγγελίες σχετικά με πληροφορίες που αφορούν θέματα ασφάλειας.

1.8.

Το πλοίο διαθέτει μεταγενέστερο προσωρινό Διεθνές Πιστοποιητικό Ασφάλειας Πλοίου (ISSC) που έχει εκδοθεί μεταγενέστερα και κατά την επαγγελματική κρίση του επιθεωρητή ένας από τους λόγους που το πλοίο ή η εταιρεία ζήτησε την έκδοση τέτοιου πιστοποιητικού ήταν για να αποφύγει την πλήρη συμμόρφωση με την SOLAS 74 κεφάλαιο XI-2 και το μέρος A του κώδικα ISPS, πέραν από την περίοδο ισχύος του αρχικού προσωρινού πιστοποιητικού. Το Μέρος Α του κώδικα ISPS ορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να εκδοθεί προσωρινό πιστοποιητικό.

2.

Αν εντοπιστούν σαφείς ενδείξεις με βάση τα παραπάνω, ο επιθεωρητής πληροφορεί αμέσως την αρμόδια αρχή ασφάλειας (εκτός της περίπτωσης που ο επιθεωρητής είναι επίσης και δεόντως εξουσιοδοτημένος αξιωματικός ασφαλείας). Η αρμόδια αρχή ασφάλειας αποφασίζει στη συνέχεια για τα περαιτέρω αναγκαία μέτρα ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ασφάλειας σύμφωνα με τον κανονισμό 9 της SOLAS 74, κεφάλαιο XI.

3.

Οι σαφείς ενδείξεις εκτός από αυτές που σημειώνονται ανωτέρω αποτελούν ζήτημα που αφορά τον δεόντως εξουσιοδοτημένο αξιωματικό ασφαλείας.


(1)  ΕΕ L 136 της 18.5.2001, σ. 17. ║.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΛΟΙΩΝ

(κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1)

Παράρτημα I, «Διαδικασίες ελέγχου του κράτους λιμένα» του ΜΣ του Παρισιού και οι ακόλουθες οδηγίες ή κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκδώσει το ΜΣ του Παρισιού, στην πλέον ενημερωμένη τους μορφή.

Instruction 33/2000/02: Operational Control on Ferries and Passenger Ships (Οδηγία 33/2000/02 — Επιχειρησιακός έλεγχος των οχηματαγωγών και επιβατηγών πλοίων),

Instruction 35/2002/02: Guidelines for PSCOs on Electronic Charts (Οδηγία 35/2002/02 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους αξιωματικούς ελέγχου του κράτους λιμένα (ΑΕΚΛ) σχετικά με τους ηλεκτρονικούς πίνακες),

Instruction 36/2003/08: Guidance for Inspection on Working and Living Conditions (Οδηγία 36/2003/08 — Κατευθυντήριες γραμμές για τις επιθεωρήσεις όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης),

Instruction 37/2004/02: Guidelines in Compliance with STCW 78/95 Convention as Amended (Οδηγία 37/2004/02 — Κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τη σύμβαση STCW 78/95, όπως τροποποιήθηκε),

Instruction 37/2004/05: Guidelines on the Inspection of Hours of Work/Rest (Οδηγία 37/2004/05 — Κατευθυντήριες γραμμές για τις επιθεωρήσεις όσον αφορά τις ώρες εργασίας/ανάπαυσης),

Instruction 37/2004/10: Guidelines for Port State Control Officers on Security Aspects (Οδηγία 37/2004/10 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους αξιωματικούς ελέγχου του κράτους λιμένα σχετικά με τα θέματα ασφαλείας),

Instruction 38/2005/02: Guidelines for PSCO's Checking a Voyage Data Recorder (VDR) [Οδηγία 38/2005/02 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους ΑΕΚΛ που ελέγχουν το σύστημα καταγραφής δεδομένων πλου (VDR)],

Instruction 38/2005/05: Guidelines on MARPOL 73/78 Annex I (Οδηγία 38/2005/05 — Κατευθυντήριες γραμμές για το Παράρτημα Ι της MARPOL 73/78),

Instruction 38/2005/07: Guidelines on Control of the Condition Assessment Scheme (CAS) of Single Hull Oil Tankers [Οδηγία 38/2005/07 — Κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο του Προγράμματος Εκτίμησης της Κατάστασης (CAS) όσον αφορά τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους],

Instruction 39/2006/01: Guidelines for the Port State Control Officer on the ISM-Code (Οδηγία 39/2006/01 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους αξιωματικούς ελέγχου του κράτους λιμένα σχετικά με τον κώδικα ISM),

Instruction 39/2006/02: Guidelines for Port State Control Officers on Control of GMDSS (Οδηγία 39/2006/02 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους αξιωματικούς ελέγχου του κράτους λιμένα σχετικά με τον έλεγχο του GMDSS),

Instruction 39/2006/03: Optimisation of Banning and Notification Checklist (Οδηγία 39/2006/03 — Βελτιστοποίηση του πίνακα κράτησης πλοίων και κοινοποιήσεων),

Instruction 39/2006/10: Guidelines for PSCOs for the Examination of Ballast Tanks and Main Power Failure Simulation (black out test) [Οδηγία 39/2006/10 — Κατευθυντήριες γραμμές για τους ΑΕΚΛ σχετικά με την εξέταση των δεξαμενών έρματος και την προσομοίωση διακοπής ρεύματος του κεντρικού δικτύου (δοκιμή γενικής διακοπής ρεύματος)],

Instruction 39/2006/11: Guidance for Checking the Structure of Bulk Carriers (Οδηγία 39/2006/11 — Κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο των δοκιμών στοιχείων των πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην),

Instruction 39/2006/12: Code of Good Practice for Port State Control Officers (Οδηγία 39/2006/12 — Κώδικας ορθών πρακτικών για τους αξιωματικούς ελέγχου του κράτους λιμένα),

Instruction 40/2007/04: Criteria for Responsibility Assessment of Recognised Organisations (R/O) [Οδηγία 40/2007/04 — Κριτήρια για την αξιολόγηση της υπευθυνότητας των αναγνωρισμένων οργανισμών (ΑΟ)],

Instruction 40/2007/09: Guidelines for Port State Control Inspections for Compliance with Annex VI of MARPOL 73/78 (Οδηγία 40/2007/09: Κατευθυντήριες γραμμές για τους επιθεωρητές του ελέγχου του κράτους λιμένα όσον αφορά τη συμμόρφωση με το Παράρτημα VI της MARPOL 73/78).

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ

(κατά το άρθρο 14)

Η εκτεταμένη επιθεώρηση αφορά ιδίως τη γενική κατάσταση των ακόλουθων πεδίων κινδύνου:

έγγραφα

κατάσταση των δομικών στοιχείων

αντοχή στις καιρικές συνθήκες

συστήματα έκτακτης ανάγκης

ραδιοεπικοινωνία

εργασίες φορτοεκφόρτωσης

πυρασφάλεια

συναγερμοί

συνθήκες διαβίωσης και εργασίας

εξοπλισμός πλοήγησης

σωστικός εξοπλισμός

επικίνδυνα εμπορεύματα

μηχανήματα πρόωσης και βοηθητικά μηχανήματα

πρόληψη της ρύπανσης

Επιπλέον, με την επιφύλαξη της δυνατότητας διεξαγωγής της ή ενδεχόμενων περιορισμών συνδεόμενων με την ασφάλεια των προσώπων, του πλοίου ή του λιμένα, η εκτεταμένη επιθεώρηση περιλαμβάνει την εξακρίβωση ειδικών σημείων των πεδίων κινδύνου ανάλογα με τον τύπο του επιθεωρούμενου πλοίου, όπως έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΛΙΜΕΝΕΣ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΥΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(κατά το άρθρο 16)

1.

Όταν συντρέχουν οι συνθήκες που περιγράφονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή του λιμένα στον οποίο ανακοινώνεται η τρίτη, ανάλογα με την περίπτωση, κράτηση του πλοίου, ενημερώνει γραπτώς τον πλοίαρχο του πλοίου ότι επίκειται έκδοση διαταγής απαγόρευσης πρόσβασης η οποία θα εφαρμοστεί άμεσα μετά την αναχώρηση του πλοίου από τον λιμένα. Η διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης εφαρμόζεται αμέσως μετά τον απόπλου του πλοίου από τον λιμένα μετά την αποκατάσταση των ελλείψεων που είχαν ως αποτέλεσμα την κράτηση του πλοίου.

2.

Η αρμόδια αρχή αποστέλλει επίσης αντίγραφο της διαταγής απαγόρευσης πρόσβασης στην αρχή του κράτους σημαίας, στον αναγνωρισμένο οργανισμό, στα άλλα κράτη μέλη, και στους άλλους υπογράφοντες το ΜΣ, στην Επιτροπή, και στη Γραμματεία του ΜΣ του Παρισιού. Η αρμόδια αρχή οφείλει επίσης να επικαιροποιήσει χωρίς καθυστέρηση την βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων με τις πληροφορίες που αφορούν την απαγόρευση πρόσβασης.

3.

Για να αρθεί η απαγόρευση πρόσβασης, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής πρέπει να υποβάλουν επίσημη αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που επέβαλε την απαγόρευση πρόσβασης. Η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφο της αρχής του κράτους σημαίας που έχει εκδοθεί μετά από επίσκεψη επί του πλοίου από επιθεωρητή δεόντως εξουσιοδοτημένο από την διοίκηση του κράτους σημαίας, που να βεβαιώνει ότι το πλοίο ανταποκρίνεται πλήρως στις ισχύουσες διατάξεις των συμβάσεων. Η διοίκηση του κράτους σημαίας παρέχει αποδεικτικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι πραγματοποιήθηκε επίσκεψη επί του πλοίου.

4.

Η αίτηση άρσης της απαγόρευσης πρόσβασης πρέπει επίσης να συνοδεύεται, ανάλογα με την περίπτωση, από έγγραφο του νηογνώμονα ο οποίος έχει κατατάξει το πλοίο, μετά από επίσκεψη επί του πλοίου από επιθεωρητή του νηογνώμονα που να βεβαιώνει ότι το πλοίο ανταποκρίνεται στα πρότυπα κλάσης που έχει ορίσει ο εν λόγω νηογνώμονας. Ο νηογνώμονας παρέχει αποδεικτικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι πραγματοποιήθηκε επίσκεψη επί του πλοίου.

5.

Η απαγόρευση πρόσβασης μπορεί να αίρεται μόνο μετά την πάροδο της τρίμηνης περιόδου στην οποία αναφέρεται το άρθρο 16 της παρούσας οδηγίας και ύστερα από νέα επιθεώρηση του πλοίου σε συμφωνημένο λιμένα. Εάν ο συμφωνημένος λιμένας ευρίσκεται σε ένα κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μπορεί μετά από αίτημα της αρμόδιας αρχής που εξέδωσε την διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης, να επιτρέπει στο πλοίο να εισέλθει στον συμφωνημένο λιμένα για να πραγματοποιηθεί η νέα επιθεώρηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν πραγματοποιούνται φορτοεκφορτώσεις στον λιμένα μέχρι την αναστολή της διαταγής απαγόρευσης πρόσβασης.

6.

Σε περίπτωση που η κράτηση πλοίου η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση διαταγής απαγόρευσης πρόσβασης, περιελάμβανε ελλείψεις στην δομή του πλοίου, η αρμόδια αρχή που εξέδωσε την διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης μπορεί να απαιτήσει την υποχρεωτική διάθεση προς εξέταση κατά την νέα επιθεώρηση, ορισμένων χώρων, συμπεριλαμβανομένων των χώρων και των δεξαμενών φορτίου.

7.

Η νέα επιθεώρηση διεξάγεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που επέβαλλε την διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης, ή από την αρμόδια αρχή του λιμένα προορισμού κατόπιν συμφωνίας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που επέβαλλε την διαταγή απαγόρευσης πρόσβασης. Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί μέχρι και 14 ημέρες πριν από αυτήν τη νέα επιθεώρηση. Παρέχονται αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία το εν λόγω κράτος μέλος βεβαιώνεται ότι το πλοίο ικανοποιεί πλήρως τις ισχύουσες απαιτήσεις των συμβάσεων.

8.

Η νέα επιθεώρηση συνίσταται σε εκτεταμένη επιθεώρηση η οποία πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον τα σχετικά σημεία του Παραρτήματος VII.

9.

Όλα τα έξοδα της εκτεταμένης αυτής επιθεώρησης βαρύνουν τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή.

10.

Εάν τα αποτελέσματα της εκτεταμένης επιθεώρησης ικανοποιούν το κράτος μέλος σύμφωνα με το Παράρτημα VII, το μέτρο της απαγόρευσης πρόσβασης αίρεται και ενημερώνεται περί αυτού εγγράφως η εταιρεία του πλοίου.

11.

Επίσης, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφασή της εγγράφως στην αρχή του κράτους σημαίας, στον αρμόδιο νηογνώμονα, στα άλλα κράτη μέλη, στους άλλους υπογράφοντες το ΜΣ του Παρισιού στην Επιτροπή, και στη Γραμματεία του ΜΣ του Παρισιού. Η αρμόδια αρχή οφείλει επίσης να επικαιροποιήσει χωρίς καθυστέρηση την βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων με τις πληροφορίες που αφορούν την απαγόρευση πρόσβασης.

12.

Οι πληροφορίες που αφορούν τα πλοία στα οποία έχει απαγορευτεί η πρόσβαση στους λιμένες τους ευρισκόμενους εντός Κοινότητας διατίθενται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 και του Παραρτήματος XIII.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

(κατά το άρθρο 17)

Η έκθεση επιθεώρησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

I.   Γενικά

1.

Αρμόδια αρχή που συνέταξε την έκθεση

2.

Ημερομηνία και τόπο επιθεώρησης

3.

Όνομα του επιθεωρηθέντος πλοίου

4.

Σημαία

5.

Τύπο του πλοίου (όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό ασφαλούς διαχείρισης)

6.

Κωδικό αριθμό IMO

7.

Διακριτικό κλήσεως

8.

Ολική χωρητικότητα (ΚΟΧ)

9.

Νεκρό φορτίο (ενδεχομένως)

10.

Έτος ναυπήγησης όπως προκύπτει βάσει της ημερομηνίας που αναγράφεται στα πιστοποιητικά ασφαλείας του πλοίου

11.

Τον νηογνώμονα ή τους νηογνώμονες, καθώς και κάθε άλλον οργανισμό, αναλόγως, που έχει/έχουν εκδώσει για το συγκεκριμένο πλοίο πιστοποιητικά κλάσης, εφόσον υπάρχουν.

12.

Τον αναγνωρισμένο οργανισμό ή τους αναγνωρισμένους οργανισμούς ή/και οποιονδήποτε άλλο φορέα που έχει/έχουν εκδώσει, για το συγκεκριμένο πλοίο, πιστοποιητικά βάσει των ισχυουσών συμβάσεων για λογαριασμό του κράτους σημαίας

13.

Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση της πλοιοκτήτριας εταιρείας ή του εφοπλιστή.

14.

Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του ναυλωτή που είναι υπεύθυνος για την επιλογή του πλοίου και τύπος ναύλωσης, για τα πλοία που μεταφέρουν φορτία υγρών ή στερεών ουσιών χύδην

15.

Τελική ημερομηνία σύνταξης της έκθεσης της επιθεώρησης

16.

Προειδοποίηση ότι ενδέχεται να δημοσιευθούν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με επιθεώρηση ή κράτηση πλοίου.

II.   Πληροφορίες σχετικές με την επιθεώρηση

1.

Πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογή των σχετικών συμβάσεων, αρχή ή οργανισμός που εξέδωσε το/τα σχετικό(-ά) πιστοποιητικό(-ά), με μνεία της ημερομηνίας έκδοσης και λήξης ισχύος.

2.

Μέρη ή στοιχεία του πλοίου που αποτέλεσαν αντικείμενο επιθεώρησης (σε περίπτωση λεπτομερέστερης ή εκτεταμένης επιθεώρησης).

3.

Λιμένα και ημερομηνία της τελευταίας ενδιάμεσης ή ετήσιας επιθεώρησης ή επιθεώρησης ανανέωσης καθώς και ονομασία του οργανισμού που πραγματοποίησε την επιθεώρηση.

4.

Τύπο επιθεώρησης (επιθεώρηση, λεπτομερέστερη επιθεώρηση, εκτεταμένη επιθεώρηση).

5.

Φύση των ελλείψεων.

6.

Μέτρα που ελήφθησαν.

III.   Συμπληρωματικές πληροφορίες σε περίπτωση κράτησης πλοίου

1.

Ημερομηνία της απόφασης κράτησης πλοίου.

2.

Ημερομηνία άρσης της κράτησης πλοίου.

3.

Φύση των ελλείψεων που δικαιολογούν την απόφαση κράτησης πλοίου (παραπομπές σε συμβάσεις, εφόσον είναι σκόπιμο).

4.

Μνεία, ενδεχομένως, ότι ο αναγνωρισμένος οργανισμός ή άλλος ιδιωτικός οργανισμός ο οποίος πραγματοποίησε τον σχετικό έλεγχο στο πλοίο, φέρει ευθύνη σε σχέση με τις ελλείψεις οι οποίες, μόνες ή σε συνδυασμό με άλλες, δικαιολόγησαν την κράτηση πλοίου.

5.

Μέτρα που ελήφθησαν.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

(κατά το άρθρο 19, παράγραφος 3)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πριν αποφασίσει εάν οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν κατά την επιθεώρηση δικαιολογούν την κράτηση του συγκεκριμένου πλοίου, ο επιθεωρητής εφαρμόζει τα κριτήρια που σημειώνονται κατωτέρω, στα σημεία 1 και 2.

Στο σημείο 3 περιέχονται παραδείγματα ελλείψεων οι οποίες, αφ’ εαυτών, δικαιολογούν την κράτηση του εμπλεκόμενου πλοίου (βλέπε άρθρο 19, παράγραφος 4).

Οι τυχαίες βλάβες που προέκυψαν όταν το πλοίο βρισκόταν καθ’ οδόν προς τον λιμένα δεν αποτελούν αιτιολογία για να του επιβληθεί κράτηση, εφόσον:

α)

έχουν ληφθεί καταλλήλως υπόψη οι διατάξεις που περιέχονται στον κανονισμό I/11(γ) της σύμβασης SOLAS 74 σχετικά με την κοινοποίηση στις αρχές του κράτους σημαίας, στον οριζόμενο επιθεωρητή ή στον αναγνωρισμένο οργανισμό που είναι επιφορτισμένος με την έκδοση του κατάλληλου πιστοποιητικού,

β)

πριν από τον κατάπλου του σε λιμένα, ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης υπέβαλαν στην αρμόδια αρχή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες του συμβάντος και τις βλάβες που υπέστη το πλοίο, καθώς και πληροφορίες σχετικά με την απαιτούμενη κοινοποίηση στις αρχές του κράτους σημαίας,

γ)

έχουν ληφθεί από το πλοίο κατάλληλα μέτρα επιδιόρθωσης τα οποία ικανοποιούν την αρμόδια αρχή, και

δ)

η αρχή έχει βεβαιωθεί, αφού ενημερώθηκε για την περάτωση των επιδιορθώσεων, ότι αποκαταστάθηκαν οι ελλείψεις που σαφώς αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον.

1.   ΒΑΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Όταν ασκεί την επαγγελματική του κρίση ως προς το εάν πρέπει να επιβληθεί κράτηση πλοίου, ο επιθεωρητής οφείλει να εφαρμόσει τα ακόλουθα κριτήρια:

Χρονοδιάγραμμα:

Επιβάλλεται κράτηση των πλοίων τα οποία δεν μπορούν να αποπλεύσουν με ασφάλεια, κατά την πρώτη επιθεώρηση, ανεξάρτητα από το χρόνο ελλιμενισμού του πλοίου.

Κριτήριο:

 

Επιβάλλεται κράτηση πλοίου εάν οι ελλείψεις του πλοίου είναι αρκετά σοβαρές ώστε να δικαιολογούν την επιστροφή του επιθεωρητή στο πλοίο προκειμένου να βεβαιωθεί ότι αυτές έχουν αποκατασταθεί πριν αποπλεύσει το πλοίο.

 

Η ανάγκη επιστροφής του επιθεωρητή στο πλοίο αποτελεί μέτρο της σοβαρότητας των ελλείψεων. Ωστόσο η επιστροφή αυτή δεν είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση. Σημαίνει απλώς ότι η αρχή πρέπει να εξακριβώνει με κάποιο τρόπο, και κατά προτίμηση με νέα επίσκεψη, ότι οι ελλείψεις αποκαταστάθηκαν πριν από τον απόπλου.

2.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ

Όταν αποφασίζει εάν οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν σε ένα πλοίο είναι αρκετά σοβαρές ώστε να δικαιολογούν την κράτησή του, ο επιθεωρητής πρέπει να εξετάζει τα ακόλουθα:

1.

κατά πόσον το πλοίο διαθέτει τα σχετικά έγκυρα έγγραφα,

2.

κατά πόσον το πλοίο διαθέτει το πλήρωμα που απαιτείται βάσει του εγγράφου για τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό επάνδρωσης.

Κατά την επιθεώρηση, ο επιθεωρητής εξετάζει εάν το πλοίο ή/και το πλήρωμα είναι σε θέση:

3.

να ταξιδεύουν ασφαλώς καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

4.

να χειρίζονται, να μεταφέρουν και να παρακολουθούν την κατάσταση του φορτίου καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

5.

να χειρίζονται ασφαλώς το μηχανοστάσιο καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

6.

να διατηρούν την κατάλληλη πρόωση και πηδαλιουχία καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

7.

να κατασβένουν αποτελεσματικά τις πυρκαγιές σε οποιοδήποτε μέρος του πλοίου κατά το επόμενο ταξίδι,

8.

να εγκαταλείπουν το πλοίο ταχέως και ασφαλώς και να πραγματοποιούν, εφόσον χρειάζεται, ενέργειες διάσωσης κατά το επόμενο ταξίδι,

9.

να προλαμβάνουν τη ρύπανση του περιβάλλοντος καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

10.

να διατηρούν την απαιτούμενη ευστάθεια καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

11.

να διατηρούν την απαιτούμενη στεγανότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

12.

να επικοινωνούν, εφόσον χρειάζεται, σε καταστάσεις κινδύνου κατά το επόμενο ταξίδι,

13.

να εξασφαλίζουν ασφαλείς και υγιείς συνθήκες επί του πλοίου καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου ταξιδιού,

14.

να παρέχουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σε περίπτωση ατυχήματος.

Εάν η απάντηση σε οποιοδήποτε από τα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, και ανάλογα με όλες τις ελλείψεις που διαπιστώνονται, πρέπει να εξετάζεται σοβαρά η περίπτωση κράτησης πλοίου. Συνδυασμός ελλείψεων ήσσονος σημασίας ενδέχεται επίσης να δικαιολογεί την κράτηση του πλοίου.

3.   Για να υποβοηθηθεί ο επιθεωρητής κατά τη χρήση των κατευθυντήριων αυτών γραμμών, παρατίθεται κατάλογος ελλείψεων, ανά σύμβαση ή/και κώδικα, οι οποίες θεωρούνται τόσο σοβαρές, ώστε να μπορούν να δικαιολογήσουν την κράτηση του συγκεκριμένου πλοίου. Ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης.

3.1.   Γενικά

Έλλειψη πιστοποιητικών και εγγράφων σε ισχύ, όπως απαιτείται από τις σχετικές πράξεις. Ωστόσο, τα πλοία που φέρουν τη σημαία κρατών που δεν είναι μέρη μιας σχετικής σύμβασης ή που δεν έχουν εφαρμόσει μια άλλη σχετική πράξη, δεν δικαιούνται να φέρουν τα πιστοποιητικά που προβλέπονται από τη σύμβαση ή την άλλη σχετική πράξη. Συνεπώς, η έλλειψη των απαιτούμενων πιστοποιητικών δεν συνιστά, από μόνη της, λόγο για την κράτηση των πλοίων αυτών· ωστόσο, κατά την εφαρμογή της ρήτρας «μη ευνοϊκότερης μεταχείρισης», απαιτείται ουσιαστική τήρηση των διατάξεων πριν αποπλεύσει το πλοίο.

3.2.   Τομείς που υπάγονται στη σύμβαση SOLAS 74

1.

Βλάβη στη λειτουργία των μηχανημάτων πρόωσης και των λοιπών βασικών μηχανημάτων, καθώς και των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.

2.

Ανεπαρκής καθαριότητα του μηχανοστασίου, υπερβολική ποσότητα σεντινόνερων στους υδροσυλλέκτες, ρύπανση από πετρέλαιο της μόνωσης των σωληνώσεων, συμπεριλαμβανομένων των σωληνώσεων εξαγωγής ατμού ή καυσαερίων του μηχανοστασίου, κακή λειτουργία των συστημάτων άντλησης των υδροσυλλεκτών.

3.

Βλάβη στη λειτουργία της εφεδρικής γεννήτριας, του εφεδρικού φωτισμού, των εφεδρικών συσσωρευτών και των εφεδρικών διακοπτών.

4.

Βλάβη στη λειτουργία του κύριου και του βοηθητικού οιακοστροφίου.

5.

Έλλειψη, ανεπαρκής χωρητικότητα ή σοβαρή φθορά των προσωπικών σωστικών εξοπλισμών, των ναυαγοσωστικών λέμβων και των διατάξεων καθαίρεσης.

6.

Έλλειψη, ακαταλληλότητα ή σημαντική φθορά του συστήματος ανίχνευσης πυρκαγιάς, του συστήματος συναγερμού σε περίπτωση πυρκαγιάς, του πυροσβεστικού εξοπλισμού, της μόνιμης εγκατάστασης πυρόσβεσης, των βαλβίδων αερισμού, των φραγμάτων πυρός, των συστημάτων ταχέος κλεισίματος, σε βαθμό που να μην ανταποκρίνονται προς τη σκοπούμενη χρήση τους.

7.

Έλλειψη, σημαντική φθορά ή βλάβη στη λειτουργία του συστήματος πυρασφαλείας του καταστρώματος φορτίου επί των δεξαμενοπλοίων.

8.

Έλλειψη, ακαταλληλότητα ή σοβαρή φθορά των φωτεινών, οπτικών και ηχητικών σημάτων.

9.

Έλλειψη ή βλάβη στη λειτουργία του εξοπλισμού ραδιοεπικοινωνίας για την επικοινωνία ασφαλείας και την επικοινωνία κινδύνου.

10.

Έλλειψη ή βλάβη στη λειτουργία του εξοπλισμού πλοήγησης, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της SOLAS 74, κανονισμός V/16.2.

11.

Έλλειψη διορθωμένων ναυτικών χαρτών ή/και όλων των άλλων σχετικών ναυτικών εκδόσεων που απαιτούνται για το σκοπούμενο ταξίδι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο των χαρτών ένα ηλεκτρονικό σύστημα απεικόνισης χαρτών εγκεκριμένου τύπου και πληροφοριακό σύστημα (ECDIS) που λειτουργεί με βάση επίσημα δεδομένα.

12.

Έλλειψη μη σπινθηρογόνου συστήματος εξαερισμού για τα αντλιοστάσια φορτίου.

13.

Σοβαρές ανωμαλίες σε θέματα απαιτήσεων λειτουργίας, όπως περιγράφονται στο τμήμα 5.5 του Παραρτήματος Ι του ΜΣ του Παρισιού.

14.

Ο αριθμός, η σύνθεση ή τα πιστοποιητικά του πληρώματος δεν αντιστοιχούν προς το έγγραφο ασφαλούς επάνδρωσης.

15.

Μη εκτέλεση του προγράμματος ενισχυμένων επιθεωρήσεων δυνάμει της SOLAS 74, κεφάλαιο ΧΙ, κανονισμός 2.

3.3.   Τομείς που υπάγονται στον κώδικα IBC

1.

Μεταφορά ουσίας που δεν σημειώνεται στο πιστοποιητικό καταλληλότητας ή έλλειψη πληροφοριών για το φορτίο.

2.

Έλλειψη ή βλάβη των συστημάτων ασφαλείας υψηλής πίεσης.

3.

Οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις δεν είναι εγγενώς ασφαλείς ή δεν αντιστοιχούν στις απαιτήσεις του κώδικα.

4.

Πηγές ανάφλεξης σε επικίνδυνους χώρους.

5.

Παράβαση ειδικών διατάξεων.

6.

Ποσότητα φορτίου ανά δεξαμενή πέραν του ανωτάτου επιτρεπόμενου ορίου.

7.

Ανεπαρκής θερμοπροστασία ευαίσθητων προϊόντων.

3.4.   Τομείς που υπάγονται στον κώδικα IGC

1.

Μεταφορά ουσίας που δεν σημειώνεται στο πιστοποιητικό καταλληλότητας ή έλλειψη πληροφοριών για το φορτίο.

2.

Έλλειψη συστημάτων κλεισίματος στα ενδιαιτήματα ή στους χώρους υπηρεσίας.

3.

Το διάφραγμα δεν είναι αεροστεγές.

4.

Ελαττωματικός αεροφράκτης.

5.

Ελλείποντα ή ελαττωματικά επιστόμια ταχέος κλεισίματος.

6.

Ελλείποντα ή ελαττωματικά επιστόμια ασφαλείας.

7.

Οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις δεν είναι εγγενώς ασφαλείς ή δεν αντιστοιχούν στις απαιτήσεις του κώδικα.

8.

Οι ανεμιστήρες του χώρου φορτίου δεν λειτουργούν.

9.

Το σύστημα συναγερμού υψηλής πίεσης στις δεξαμενές φορτίου δεν λειτουργεί.

10.

Ελαττωματικό σύστημα ανίχνευσης αερίων ή/και ανίχνευσης τοξικών αερίων.

11.

Μεταφορά ουσιών που απαιτούν παρεμποδιστή χωρίς ισχύον πιστοποιητικό παρεμποδιστή.

3.5.   Τομείς που υπάγονται στη σύμβαση γραμμών φορτώσεως

1.

Σημαντικές περιοχές με ζημία ή διάβρωση, ή ευλογίαση των ελασμάτων και συνακόλουθη σκλήρυνση των καταστρωμάτων και του κύτους, που επηρεάζουν το αξιόπλοον ή την αντοχή σε τοπικά φορτία, εκτός εάν έχουν γίνει οι κατάλληλες προσωρινές επισκευές για ταξίδι προς λιμένα όπου θα γίνουν οι μόνιμες επισκευές.

2.

Αναγνωρισμένη περίπτωση ανεπαρκούς ευστάθειας.

3.

Έλλειψη επαρκών και αξιόπιστων πληροφοριών εγκεκριμένης μορφής, οι οποίες επιτρέπουν στον πλοίαρχο, με γρήγορα και απλά μέσα, να οργανώνει τη φόρτωση και τον ερματισμό του πλοίου του κατά τρόπον ώστε να διατηρείται ένα ασφαλές περιθώριο ευστάθειας σε όλες τις φάσεις και υπό διάφορες συνθήκες ταξιδιού και ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία απαράδεκτων καταπονήσεων στη δομή του πλοίου.

4.

Έλλειψη, σημαντική φθορά ή βλάβες των συστημάτων κλεισίματος των ανοιγμάτων του κύτους και των στεγανών θυρών.

5.

Υπερφόρτωση.

6.

Έλλειψη ή αδυναμία ανάγνωσης της βυθοσήμανσης.

3.6.   Τομείς που υπάγονται στη σύμβαση Marpol, Παράρτημα I

1.

Έλλειψη, σημαντική φθορά ή βλάβη στη λειτουργία των φίλτρων των σεντινόνερων, του συστήματος παρακολούθησης και ελέγχου των απορρίψεων πετρελαίου ή του συστήματος συναγερμού 15 ppm.

2.

Ανεπαρκής διαθέσιμη χωρητικότητα της δεξαμενής καταλοίπων ή/και σεντινόνερων για το σκοπούμενο ταξίδι.

3.

Έλλειψη βιβλίου πετρελαίου.

4.

Εγκατάσταση μη εγκεκριμένου βοηθητικού αγωγού απόρριψης.

5.

Απουσία του φακέλου εκθέσεων επιθεωρήσεων ή μη συμμόρφωσή του με τον κανονισμό 13G(3)(β) της σύμβασης Marpol.

3.7.   Τομείς που υπάγονται στη σύμβαση Marpol, Παράρτημα II

1.

Έλλειψη του εγχειριδίου Ρ&Α.

2.

Το φορτίο δεν κατατάσσεται σε κατηγορίες.

3.

Έλλειψη βιβλίου φορτίου.

4.

Μεταφορά πετρελαιοειδών ουσιών χωρίς να πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις ή χωρίς δεόντως τροποποιημένο πιστοποιητικό.

5.

Εγκατάσταση μη εγκεκριμένου βοηθητικού αγωγού απόρριψης.

3.8.   Τομείς που υπάγονται στη σύμβαση Marpol, Παράρτημα V

1.

Έλλειψη σχεδίου διαχείρισης απορριμμάτων.

2.

Δεν διατίθεται βιβλίο απορριμμάτων.

3.

Το προσωπικό του πλοίου δεν είναι εξοικειωμένο με τις απαιτήσεις διάθεσης/απόρριψης του σχεδίου διαχείρισης απορριμμάτων.

3.9.   Τομείς που υπάγονται στη σύμβαση STCW και στην οδηγία 2001/25/ΕΚ

1.

Οι ναυτικοί δεν είναι κάτοχοι πιστοποιητικού, ή του κατάλληλου πιστοποιητικού ή ισχύουσας απαλλαγής ή δεν προσκομίζουν δικαιολογητικό το οποίο να αποδεικνύει ότι έχει υποβληθεί αίτηση χορήγησης θεώρησης στις αρχές του κράτους σημαίας.

2.

Απόδειξη ότι ένα πιστοποιητικό αποκτήθηκε δολίως ή ο κάτοχός του δεν είναι το πρόσωπο για το οποίο είχε αρχικά εκδοθεί το πιστοποιητικό.

3.

Μη συμμόρφωση με τις ισχύουσες απαιτήσεις των αρχών του κράτους σημαίας όσον αφορά την ασφαλή επάνδρωση.

4.

Μη συμμόρφωση του τρόπου τήρησης φυλακών στη γέφυρα ή στο μηχανοστάσιο με τις απαιτήσεις που έχουν προβλεφθεί για το πλοίο από τις αρχές του κράτους σημαίας.

5.

Κατά την τήρηση φυλακής απουσία ατόμου το οποίο να διαθέτει τα προσόντα για το χειρισμό του εξοπλισμού που είναι απαραίτητος για την ασφάλεια της πλοήγησης, τη ραδιοεπικοινωνία για την επικοινωνία ασφαλείας ή την πρόληψη της ρύπανσης.

6.

Οι ναυτικοί δεν προσκομίζουν δικαιολογητικό επαγγελματικής επάρκειας για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται σχετικά με την ασφάλεια του πλοίου ή την πρόληψη της ρύπανσης.

7.

Αδυναμία εξεύρεσης ατόμων επαρκώς αναπαυμένων και σε κατάλληλη από κάθε άλλη άποψη φυσική κατάσταση, τα οποία να αναλάβουν την τήρηση των φυλακών στην αρχή του ταξιδίου και στις μετέπειτα αλλαγές φυλακής.

3.10.   Τομείς που υπάγονται στις συμβάσεις του ΔΟΕ

1.

Ανεπαρκή τρόφιμα για το ταξίδι μέχρι τον επόμενο λιμένα.

2.

Ανεπαρκές πόσιμο νερό για το ταξίδι μέχρι τον επόμενο λιμένα.

3.

Ιδιαίτερα ανθυγιεινές συνθήκες επί του πλοίου.

4.

Έλλειψη θέρμανσης στα ενδιαιτήματα πλοίου το οποίο λειτουργεί σε περιοχές όπου οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα χαμηλές.

5.

Ανεπαρκής εξαερισμός στα ενδιαιτήματα πλοίου

6.

Υπερβολική ποσότητα απορριμμάτων, κατάληψη των διαδρόμων ή/και των ενδιαιτημάτων από εξοπλισμό ή φορτίο ή εν γένει μη ασφαλής κατάσταση στους διαδρόμους ή/και τα ενδιαιτήματα.

7.

Σαφή στοιχεία ότι το προσωπικό φυλακής και το υπόλοιπο προσωπικό υπηρεσίας για την πρώτη φυλακή ή τις επόμενες βάρδιες αλλαγής είναι καταπονημένο από την κούραση

3.11.   Τομείς οι οποίοι ενδέχεται να μη δικαιολογούν την κράτηση πλοίου, αλλά να δικαιολογούν π.χ. την αναστολή των εργασιών φορτοεκφόρτωσης

Η βλάβη στη λειτουργία (ή η μη συντήρηση) του συστήματος αδρανούς αερίου ή των εργαλείων ή μηχανημάτων φορτοεκφόρτωσης θεωρούνται ως επαρκείς λόγοι για την διακοπή των εργασιών φορτοεκφόρτωσης.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΕΣ

(κατά το άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 5)

1.

Οι επιθεωρητές πρέπει να έχουν κατάλληλες θεωρητικές γνώσεις και πρακτική εμπειρία σχετικά με τα πλοία και τη λειτουργία τους. Πρέπει να γνωρίζουν καλά την επιβολή των απαιτήσεων των συμβάσεων και των σχετικών διαδικασιών ελέγχου από το κράτος λιμένα. Αυτή η γνώση και ικανότητα όσον αφορά την επιβολή των διεθνών και των κοινοτικών απαιτήσεων πρέπει να αποκτάται μέσω τεκμηριωμένων προγραμμάτων κατάρτισης

2.

Κατ' ελάχιστο οι επιθεωρητές πρέπει να διαθέτουν είτε:

α)

κατάλληλα πτυχία από ναυτικό ίδρυμα και σχετική ναυτική εμπειρία ως πτυχιούχοι αξιωματικοί που έχουν ή είχαν ισχύον πιστοποιητικό ικανότητας STCW II/2 ή III/2, χωρίς περιορισμούς όσον αφορά το χώρο δράσης ή την προωστική ισχύ ή τη χωρητικότητα ή

β)

έχουν συμμετάσχει επιτυχώς σε αναγνωρισμένες από την αρμόδια αρχή εξετάσεις ναυπηγού, μηχανολόγου ή μηχανικού στον τομέα της ναυτιλίας και έχουν εργαστεί, υπό την ιδιότητα αυτή, επί τουλάχιστον πέντε έτη, ή

γ)

σχετικό πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισοδύναμο και έχουν εκπαιδευθεί καταλλήλως και αποκτήσει πτυχίο ως επιθεωρητές ασφαλείας πλοίων.

3.

Ο επιθεωρητής πρέπει να έχει:

συμπληρώσει ένα τουλάχιστον έτος υπηρεσίας ως επιθεωρητής του κράτους σημαίας, είτε με αντικείμενο την επιθεώρηση και την πιστοποίηση σύμφωνα με τις συμβάσεις είτε συμμετέχοντας στην παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των αναγνωρισμένων οργανισμών στους οποίους έχουν ανατεθεί νόμιμες αποστολές, ή

αποκτήσει ανάλογη ικανότητα μετά από σχετική εκπαίδευση τουλάχιστον ενός έτους με συμμετοχή σε επιθεωρήσεις ελέγχου του κράτους λιμένα υπό την καθοδήγηση έμπειρων αξιωματικών ελέγχου του κράτους λιμένα.

4.

Οι επιθεωρητές στους οποίους αναφέρεται το σημείο 2, στοιχείο α), πρέπει να έχουν αποκτήσει ναυτική πείρα τουλάχιστον 5 ετών, περιλαμβανομένων περιόδων κατά τις οποίες έχουν υπηρετήσει ως αξιωματικοί στους κλάδους καταστρώματος ή μηχανής, αντίστοιχα ή ως επιθεωρητές του κράτους σημαίας ή βοηθοί επιθεωρητές ελέγχου του κράτους λιμένα· η πείρα αυτή περιλαμβάνει διετή τουλάχιστον περίοδο στη θάλασσα με καθήκοντα αξιωματικού καταστρώματος ή μηχανής.

5.

Οι επιθεωρητές πρέπει να είναι ικανοί να επικοινωνούν προφορικά και γραπτά με τους ναυτικούς στη γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως στη θάλασσα.

6.

Γίνονται επίσης δεκτοί οι επιθεωρητές που δεν ανταποκρίνονται στα ανωτέρω κριτήρια, εάν απασχολούνται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους για τη διεξαγωγή ελέγχου του κράτους λιμένα κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας.

7.

Στις περιπτώσεις που σε κάποιο κράτος μέλος, οι επιθεωρήσεις κατά το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, πραγματοποιούνται από επιθεωρητές του κράτους ελέγχου λιμένα, οι επιθεωρητές έχουν τα κατάλληλα προσόντα τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκή θεωρητική και πρακτική εμπειρία στον τομέα της ασφάλειας στη θάλασσα. Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνήθως τα εξής:

α)

καλή κατανόηση της ασφάλειας στη θάλασσα και του τρόπου που εφαρμόζεται στις εξεταζόμενες λειτουργίες,

β)

καλή πρακτική γνώση των τεχνολογιών και των τεχνικών ασφάλειας,

γ)

γνώση των βασικών αρχών, των διαδικασιών και των τεχνικών των επιθεωρήσεων,

δ)

πρακτική γνώση των επιθεωρούμενων λειτουργιών.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙΙ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΝ

(κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1)

1.

Η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες λειτουργίες:

ενσωματώνει τα δεδομένα των επιθεωρήσεων των κρατών μελών και όλων των κρατών που συμμετέχουν στο ΜΣ του Παρισιού,

παρέχει δεδομένα σχετικά με την κατηγορία κινδύνου του πλοίου και σχετικά με τα πλοία που πρέπει να επιθεωρηθούν,

υπολογίζει τις υποχρεώσεις επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους,

παράγει τη λευκή, γκρίζα και μαύρη λίστα των κρατών σημαίας σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1,

παράγει δεδομένα σχετικά με τις επιδόσεις των εταιρειών,

εντοπίζει τα σημεία των πεδίων κινδύνου που πρέπει να ελέγχονται σε κάθε επιθεώρηση.

2.

Η βάση δεδομένων έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στις μελλοντικές εξελίξεις και να διασυνδέεται με τις άλλες κοινοτικές βάσεις δεδομένων στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας, περιλαμβανομένου του SafeSeaNet, οι οποίες παρέχουν δεδομένα σχετικά με τους πραγματικούς κατάπλους πλοίων σε λιμένες των κρατών μελών και, ανάλογα με την περίπτωση, με τα σχετικά εθνικά συστήματα πληροφοριών.

3.

Η βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων παρέχει υπερσύνδεσμο με το σύστημα πληροφοριών Equasis. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τη χρήση των δημόσιων και ιδιωτικών βάσεων δεδομένων σχετικά με τις επιθεωρήσεις πλοίων που είναι διαθέσιμες μέσω του Equasis από τους επιθεωρητές.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ, ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΛΙΜΕΝΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

(κατά το άρθρο 26)

1.

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται βάσει του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρέπει να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

το όνομα του πλοίου,

β)

τον κωδικό αριθμό ΙΜΟ,

γ)

τον τύπο του πλοίου,

δ)

την ολική χωρητικότητα (ΚΟΧ),

ε)

το έτος ναυπήγησης, που προσδιορίζεται βάσει της ημερομηνίας ναυπήγησης που αναγράφεται στα πιστοποιητικά ασφάλειας του πλοίου,

στ)

το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση της εταιρείας του πλοίου,

ζ)

για τα πλοία που μεταφέρουν φορτία υγρών ή στερεών ουσιών χύδην, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του υπεύθυνου ναυλωτή για την επιλογή του πλοίου και τον τύπο ναύλωσης,

η)

το κράτος σημαίας,

θ)

τα πιστοποιητικά κλάσης και τα υποχρεωτικά πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις, και την αρχή ή τον οργανισμό που έχει εκδώσει κάθε ένα από τα εν λόγω πιστοποιητικά, συμπεριλαμβανομένης και της ημερομηνίας έκδοσης και λήξης ισχύος,

ι)

τον λιμένα και την ημερομηνία της τελευταίας ενδιάμεσης ή ετήσιας επιθεώρησης για τα πιστοποιητικά υπό το στοιχείο θ) καθώς και το όνομα της αρχής ή του οργανισμού που πραγματοποίησε την επιθεώρηση,

ια)

την ημερομηνία, τη χώρα, τον λιμένα επιβολής κράτησης,

2.

Για τα πλοία στα οποία έχει επιβληθεί κράτηση, οι πληροφορίες που δημοσιεύονται βάσει του άρθρου 26 πρέπει να περιλαμβάνουν και τα ακόλουθα:

α)

τον αριθμό των κρατήσεων πλοίων κατά τους 36 προηγούμενους μήνες,

β)

την ημερομηνία άρσης της κράτησης του πλοίου,

γ)

τη διάρκεια της κράτησης του πλοίου σε ημέρες,

δ)

τους λόγους της κράτησης του πλοίου με σαφή και διεξοδικό τρόπο,

ε)

μνεία, ενδεχομένως, ότι ο αναγνωρισμένος οργανισμός ο οποίος πραγματοποίησε την επιθεώρηση, φέρει ευθύνη σε σχέση με τις ελλείψεις οι οποίες, μόνες ή σε συνδυασμό με άλλες, δικαιολόγησαν την επιβολή κράτησης,

στ)

περιγραφή των μέτρων που ελήφθησαν για πλοίο στο οποίο επετράπη να προσεγγίσει το πλησιέστερο κατάλληλο επισκευαστικό ναυπηγείο,

ζ)

σε περίπτωση απαγόρευσης πρόσβασης του πλοίου σε οποιονδήποτε λιμένα εντός της Κοινότητας, τους λόγους της απαγόρευσης, με σαφή και διεξοδικό τρόπο.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

(κατά το άρθρο 29)

1.

Κάθε έτος, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία αφορούν το παρελθόν έτος, το αργότερο έως την 1η Απριλίου.

1.1.

Αριθμός επιθεωρητών που εργάζονται για λογαριασμό τους στο πλαίσιο του ελέγχου από το κράτος λιμένα.

Οι πληροφορίες πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή σύμφωνα με το υπόδειγμα του ακόλουθου πίνακα (1)  (2)

Λιμένας/περιοχή

Αριθμός επιθεωρητών πλήρους απασχόλησης (A)

Ακέραιος αριθμός επιθεωρητών μερικής απασχόλησης (B)

Μετατροπή του (B) σε πλήρους απασχόλησης (Γ)

Σύνολο (A + Γ)

Λιμένας Χ/ή Τομέας Χ …

 

 

 

 

Λιμένας Υ/ή Τομέας Y …

 

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

 

 

 

 

1.2.

Συνολικός αριθμός πλοίων που εισήλθαν στους λιμένες των κρατών σε εθνικό επίπεδο. Ο αριθμός αυτός είναι ο αριθμός των πλοίων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, τα οποία εισήλθαν στους λιμένες τους σε εθνικό επίπεδο προσμετρώμενα μία φορά.

2.

Τα κράτη μέλη πρέπει:

α)

να παρέχουν στην Επιτροπή, κάθε έξι μήνες, κατάλογο των κατάπλων των εξατομικευμένων πλοίων, εκτός των τακτικών δρομολογίων πορθμείων για επιβάτες και εμπορεύματα, που εισήλθαν στους λιμένες τους, ή που ανήγγειλαν σε λιμενική αρχή ή οργανισμό την άφιξη τους σε αγκυροβόλιο, στον οποίον αναγράφεται για κάθε κίνηση πλοίου ο κωδικός αριθμός ΙΜΟ του πλοίου, η ημερομηνία κατάπλου, και ο λιμένας. Ο κατάλογος υποβάλλεται υπό τη μορφή προγράμματος λογιστικού φύλλου που επιτρέπει την αυτόματη ανάκτηση και επεξεργασία των πληροφοριών που σημειώνονται παραπάνω. Ο κατάλογος υποβάλλεται εντός τετραμήνου από τη λήξη της περιόδου στην οποία αναφέρονται τα δεδομένα,

και

β)

διαβιβάζουν στην Επιτροπή ξεχωριστούς καταλόγους των τακτικών δρομολογίων πορθμείων για επιβάτες και κανονικά δρομολόγια πορθμείων για εμπορεύματα κατά το σημείο α) το αργότερο έξι μήνες μετά τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και εν συνεχεία, κάθε φορά που μεταβάλλονται οι υπηρεσίες αυτές. Ο κατάλογος περιλαμβάνει για κάθε πλοίο τον κωδικό αριθμό IMO του πλοίου, το όνομά του και το δρομολόγιο που καλύπτει το πλοίο. Ο κατάλογος υποβάλλεται υπό τη μορφή προγράμματος λογιστικού φύλλου που επιτρέπει την αυτόματη ανάκτηση και επεξεργασία των πληροφοριών που σημειώνονται παραπάνω.


(1)  Στην περίπτωση που οι επιθεωρήσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ελέγχου από το κράτος λιμένα, αντιπροσωπεύουν μέρος μόνον της εργασίας των επιθεωρητών, ο συνολικός αριθμός των επιθεωρητών πρέπει να μετατραπεί σε ισοδύναμο αριθμό επιθεωρητών πλήρους απασχόλησης. Σε περίπτωση που ο ίδιος επιθεωρητής εργάζεται σε περισσότερους του ενός λιμένες ή γεωγραφικές περιοχές, το αντίστοιχο ισοδύναμο μερικής απασχόλησης πρέπει να προσμετρηθεί σε κάθε έναν από τους λιμένες.

(2)  Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε εθνικό επίπεδο και για κάθε έναν από τους λιμένες του οικείου κράτους μέλους. Για τις ανάγκες του παρόντος παραρτήματος, ως λιμένας θεωρείται ένας μεμονωμένος λιμένας, ή η γεωγραφική ζώνη που καλύπτεται από έναν επιθεωρητή, ή μία ομάδα επιθεωρητών, ζώνη η οποία μπορεί, ενδεχομένως να περιλαμβάνει περισσότερους επιμέρους λιμένες.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XV

ΜΕΡΟΣ A

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΟΔΗΓΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ

(κατά το άρθρο 37)

Οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1)

Οδηγία 98/25/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 133 της 7.5.1998, σ. 19)

Οδηγία ║ 98/42/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 184 της 27.6.1998, σ. 40)

Οδηγία ║ 1999/97/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 331 της 23.12.1999, σ. 67)

Οδηγία 2001/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 19 της 22.1.2002, σ. 17)

Οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 53)

Μόνο το άρθρο 4

ΜΕΡΟΣ B

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΩΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

(κατά το άρθρο 37)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

Οδηγία 95/21/ΕΚ

30 Ιουνίου 1996

Οδηγία 98/25/ΕΚ

30 Ιουνίου 1998

Οδηγία 98/42/ΕΚ

30 Σεπτεμβρίου 1998

Οδηγία 1999/97/ΕΚ

13 Δεκεμβρίου 2000

Οδηγία 2001/106/ΕΚ

22 Ιουλίου 2003

Οδηγία 2002/84/ΕΚ

23 Νοεμβρίου 2003

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

(κατά το άρθρο 37)

Οδηγία 95/21/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 1, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1, στοιχείο α)

Άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1, στοιχείο β)

-

Άρθρο 1, στοιχείο γ)

Άρθρο 2, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 2, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 2, σημείο 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 2, σημείο 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 2, σημείο 1, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο α)

Άρθρο 2, σημείο 1, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο β)

Άρθρο 2, σημείο 1, τρίτη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο γ)

Άρθρο 2, σημείο 1, τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο δ)

Άρθρο 2, σημείο 1, πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο ε)

Άρθρο 2, σημείο 1, έκτη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο στ)

Άρθρο 2, σημείο 1, έβδομη περίπτωση

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο ζ)

-

Άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο η)

Άρθρο 2, σημείο 1, τελευταία πρόταση

-

Άρθρο 2, σημείο 2

Άρθρο 2, σημείο 2

-

Άρθρο 2, σημείο 3

-

Άρθρο 2, σημείο 4

-

Άρθρο 2, σημείο 5

Άρθρο 2, σημείο 3

Άρθρο 2, σημείο 6

Άρθρο 2, σημείο 4

-

-

Άρθρο 2, σημείο 7

-

Άρθρο 2, σημείο 8

Άρθρο 2, σημείο 5

Άρθρο 2, σημείο 9

-

Άρθρο 2, σημείο 10

-

Άρθρο 2, σημείο 11

Άρθρο 2, σημείο 6

Άρθρο 2, σημείο 12

Άρθρο 2, σημείο 7

Άρθρο 2, σημείο 13

Άρθρο 2, σημείο 8

Άρθρο 2, σημείο 14

-

Άρθρο 2, σημείο 15

Άρθρο 2, σημείο 9

Άρθρο 2, σημείο 16

-

Άρθρο 2, σημείο 17

Άρθρο 2, σημείο 10

Άρθρο 2, σημείο 18

-

Άρθρο 2, σημείο 19

-

Άρθρο 2, σημείο 20

-

Άρθρο 2, σημείο 21

-

Άρθρο 2, σημείο 22

-

Άρθρο 2, σημείο 23

-

Άρθρο 2, σημείο 24

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 3, σημείο 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 3, σημείο 1, δεύτερο εδάφιο

-

Άρθρο 3, σημείο 1, τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3, σημείο 1, τέταρτο εδάφιο

-

Άρθρο 3, σημείο 1, πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 4

Άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 4

-

Άρθρο 4, παράγραφος 1

Άρθρο 4

Άρθρο 4, παράγραφος 2

Άρθρο 5

-

-

Άρθρο 6

-

Άρθρο 7

-

Άρθρο 8

-

Άρθρο 9

-

Άρθρο 10

-

Άρθρο 11

-

Άρθρο 12

║ Άρθρο 6, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

-

-

Άρθρο 13, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α)

Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο α)

-

Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β)

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β)

Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ)

Άρθρο 6, παράγραφος 2

-

-

Άρθρο 13, παράγραφος 2

Άρθρο 6, παράγραφος 3

Άρθρο 13, παράγραφος 3

Άρθρο 6, παράγραφος 4

-

Άρθρο 7

-

Άρθρο 7α

-

Άρθρο 7β

-

-

Άρθρο 14

-

Άρθρο 15

-

Άρθρο 16

Άρθρο 8

Άρθρο 17

-

Άρθρο 18

Άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη πρόταση

Άρθρο 19, παράγραφος 3

Άρθρο 9, παράγραφος 3, προτάσεις 2 έως 4

Άρθρο 19, παράγραφος 4

Άρθρο 9, παράγραφοι 4 έως 7

Άρθρο 19, παράγραφοι 5 έως 8

-

Άρθρο 19 παράγραφος 9

Άρθρο 9α

-

Άρθρο 10, παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 3

-

Άρθρο 20, παράγραφος 4

Άρθρο 11, παράγραφος 1

Άρθρο 21, παράγραφος 1

-

Άρθρο 21, παράγραφος 2

Άρθρο 11, παράγραφος 2

Άρθρο 21, παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο

-

Άρθρο 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11, παράγραφοι 4 έως 6

Άρθρο 22, παράγραφοι 4 έως 6

Άρθρο 12, παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 22, παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 12, παράγραφος 4

Άρθρο 22, παράγραφος 4

-

Άρθρο 22, παράγραφοι 5 έως 7

Άρθρο 13, παράγραφοι 1 έως 2

Άρθρο 23, παράγραφοι 1 έως 2

-

Άρθρο 23 παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 14

-

Άρθρο 15

-

-

Άρθρο 24

-

Άρθρο 25

-

Άρθρο 26

-

Άρθρο 27

Άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 28, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 16, παράγραφος 2α

Άρθρο 28, παράγραφος 3

Άρθρο 16, παράγραφος 3

Άρθρο 28, παράγραφος 4

Άρθρο 17

Άρθρο 29

-

Άρθρο 30

Άρθρο 18

Άρθρο 31

Άρθρο 19

Άρθρο 32

-

Άρθρο 33

Άρθρο 19α

Άρθρο 34

-

Άρθρο 35

Άρθρο 20

Άρθρο 36

-

Άρθρο 37

Άρθρο 21

Άρθρο 38

Άρθρο 22

Άρθρο 39

Παράρτημα Ι

-

-

Παράρτημα Ι

-

Παράρτημα ΙΙ

-

Παράρτημα ΙΙΙ

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα IV

Παράρτημα ΙΙΙ

Παράρτημα V

Παράρτημα IV

Παράρτημα VΙ

Παράρτημα V

Παράρτημα VΙΙ

Παράρτημα VΙ

Παράρτημα X

Παράρτημα VΙΙ

Παράρτημα ΧΙ

-

Παράρτημα XII

Παράρτημα VΙΙΙ

Παράρτημα XIII

Παράρτημα IX

Παράρτημα IX

Παράρτημα X

Παράρτημα XIV

Παράρτημα ΧΙ

Παράρτημα VΙΙΙ

Παράρτημα ΧΙΙ

-

-

Παράρτημα XV

-

Παράρτημα XVΙ


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/261


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Κοινοί κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση) ***II

P6_TA(2008)0447

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίωνκαι για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση) (5724/2/2008 — C6-0222/2008 — 2005/0237A(COD))

2010/C 8 E/43

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (5724/2/2008 — C6-0222/2008) (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0587),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0331/2008),

1.

εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 184 Ε της 22.7.2008, σ. 11.

(2)  ΕΕ C 74 E της 20.3.2008, σ. 632.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC2-COD(2005)0237A

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τήρηση των υποχρεώσεων των κρατών σημαίας και σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα κατά τρόπο ουσιαστικό. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης των διατάξεων της οδηγίας 94/57/ΕΚ, κρίνεται σκόπιμη η αναδιατύπωση των διατάξεών της με δύο διαφορετικά κοινοτικά νομικά κείμενα, συγκεκριμένα μία οδηγία και έναν κανονισμό.

(3)

Στο ψήφισμά του της 8ης Ιουνίου 1993 σχετικά με μια κοινή πολιτική για την ασφάλεια στη θάλασσα (5), το Συμβούλιο καθόρισε το στόχο της απόσυρσης από τα κοινοτικά ύδατα όλων των πλοίων που δεν πληρούν τις βασικές προδιαγραφές και έδωσε προτεραιότητα σε μια κοινοτική δράση η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής και ενιαίας εφαρμογής των διεθνών κανόνων με την κατάρτιση κοινών προτύπων για τους νηογνώμονες, που ορίζονται ως οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (εφεξής «αναγνωρισμένοι οργανισμοί»).

(4)

Η ασφάλεια και η πρόληψη της ρύπανσης στη θάλασσα είναι δυνατόν να ενισχυθούν αποτελεσματικά, με την αυστηρή εφαρμογή διεθνών συμβάσεων, κωδίκων και ψηφισμάτων, προωθώντας ταυτόχρονα το στόχο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(5)

Ο έλεγχος της συμμόρφωσης των πλοίων προς τα ενιαία διεθνή πρότυπα ασφαλείας και πρόληψης της ρύπανσης των θαλασσών αποτελεί ευθύνη των κρατών σημαίας και των κρατών του λιμένα.

(6)

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την έκδοση των σχετικών με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης διεθνών πιστοποιητικών τα οποία προβλέπονται σε συμβάσεις όπως η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (Marpol), καθώς και για την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων.

(7)

Σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, όλα τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν, σε διαφορετικό βαθμό, αναγνωρισμένους οργανισμούς για να πιστοποιούν την εν λόγω συμμόρφωση και μπορούν να μεταβιβάζουν την αρμοδιότητα έκδοσης των σχετικών πιστοποιητικών σχετικά με την ασφάλεια και με την πρόληψη της ρύπανσης.

(8)

Σε παγκόσμια κλίμακα, πολλοί από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς δεν εξασφαλίζουν ούτε τη δέουσα εφαρμογή των κανόνων ούτε τη δέουσα αξιοπιστία όταν ενεργούν για λογαριασμό των εθνικών αρχών, διότι δεν διαθέτουν ▐ την κατάλληλη δομή και πείρα στην οποία να μπορούν να βασιστούν και η οποία να τους επιτρέπει να εκτελούν τα καθήκοντά τους σε υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού.

(9)

Επιπλέον, αυτοί οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί εκπονούν και εφαρμόζουν κανόνες για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συντήρηση και την επιθεώρηση των πλοίων και είναι αρμόδιοι να επιθεωρούν πλοία εξ ονόματος των κρατών μελών και να πιστοποιούν ότι τα πλοία αυτά πληρούν τις απαιτήσεις των διεθνών συμβάσεων για την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών. Για να μπορούν οι εν λόγω οργανισμοί να φέρουν σε πέρας το καθήκον αυτό με ικανοποιητικό τρόπο, πρέπει να είναι αυστηρά ανεξάρτητοι και να διαθέτουν άκρως ειδικευμένη τεχνική επάρκεια και υψηλής ποιότητας διαχείριση.

(10)

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μεριμνώντας παράλληλα για την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος. Θα πρέπει, επομένως, να θεσπισθούν και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη την Κοινότητα τα αναγκαία για τις δραστηριότητές τους επαγγελματικά πρότυπα.

(11)

Η έκδοση του πιστοποιητικού ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου μπορεί να ανατεθεί σε ιδιωτικούς οργανισμούς που διαθέτουν επαρκή τεχνογνωσία και ειδικευμένο προσωπικό.

(12)

Ένα κράτος μέλος μπορεί να περιορίζει τον αριθμό των αναγνωρισμένων οργανισμών τους οποίους εξουσιοδοτεί σύμφωνα με τις ανάγκες που έχει βάσει αντικειμενικών και διαφανών λόγων και υπό την επιφύλαξη της άσκησης ελέγχου από την Επιτροπή με τη διαδικασία της επιτροπολογίας.

(13)

Αφού η παρούσα οδηγία διασφαλίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Κοινότητα, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαπραγματεύεται με τις τρίτες χώρες, στις οποίες είναι εγκατεστημένοι ορισμένοι από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, ▐ την ίση μεταχείριση των αναγνωρισμένων οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα.

(14)

Η στενή ανάμειξη των εθνικών αρχών στην εξέταση πλοίων και την έκδοση των συναφών πιστοποιητικών είναι αναγκαία για να επιτευχθεί πλήρης συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες ασφαλείας, ακόμη και όταν τα κράτη μέλη επαφίενται σε αναγνωρισμένους οργανισμούς πλην των αρχών τους για την εκπλήρωση νομοθετικών καθηκόντων τους. Ενδείκνυται, συνεπώς, να καθιερωθούν στενές σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των αρχών και των αναγνωρισμένων οργανισμών τους οποίους εξουσιοδοτούν, πράγμα που μπορεί να απαιτεί οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί να διατηρούν τοπική αντιπροσωπεία στο έδαφος του κράτους μέλους για λογαριασμό του οποίου εκτελούν τα καθήκοντά τους.

(15)

Οι ανομοιότητες, όσον αφορά τα καθεστώτα οικονομικής ευθύνης, μεταξύ των αναγνωρισμένων οργανισμών που εργάζονται για λογαριασμό των κρατών μελών , ενδέχεται να παρεμποδίσουν την ορθή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η επίλυση του προβλήματος αυτού, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί κάποιος βαθμός εναρμόνισης, σε κοινοτικό επίπεδο, των ευθυνών που απορρέουν από οποιοδήποτε ναυτικό συμβάν το οποίο προκαλείται από αναγνωρισμένο οργανισμό, κατόπιν δικαστικής απόφασης — συμπεριλαμβανομένης της επίλυσης των διαφορών με διαδικασίες διαιτησίας.

(16)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (6).

(17)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει την παρούσα οδηγία, προκειμένου να ενσωματώσει επακόλουθες τροποποιήσεις στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, πρωτόκολλα, κώδικες και ψηφίσματα. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(18)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ωστόσο, να διατηρούν τη δυνατότητα αναστολής ▐ της εξουσιοδότησης που έχουν χορηγήσει σε κάποιο αναγνωρισμένο οργανισμό για λόγους σοβαρού κινδύνου για την ασφάλεια ή για το περιβάλλον. Η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει απόφαση χωρίς καθυστέρηση σύμφωνα με διαδικασία επιτροπολογίας για το εάν είναι αναγκαία η άρση του εθνικού αυτού μέτρου.

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει περιοδικά να αξιολογούν τις επιδόσεις των αναγνωρισμένων οργανισμών που εργάζονται για λογαριασμό τους και να παρέχουν προς την Επιτροπή και όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις αυτές.

(20)

Ζητείται από τα κράτη μέλη, ως λιμενικές αρχές, να ενισχύουν την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης στα κοινοτικά ύδατα με την κατά προτεραιότητα επιθεώρηση πλοίων που διαθέτουν πιστοποιητικά οργανισμών οι οποίοι δεν πληρούν τα κοινά κριτήρια, εξασφαλίζοντας έτσι ότι δεν παρέχεται πιο ευνοϊκή μεταχείριση σε πλοία υπό σημαία τρίτου κράτους.

(21)

Σήμερα δεν υφίστανται ενιαία διεθνή πρότυπα τα οποία πρέπει να τηρούν όλα τα πλοία είτε στο στάδιο της ναυπήγησης είτε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους όσον αφορά το σκάφος, τα μηχανήματα και τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις ελέγχου. Τα εν λόγω πρότυπα είναι δυνατόν να καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες αναγνωρισμένων οργανισμών ή με ισοδύναμα πρότυπα τα οποία θα αποφασίζονται από τις εθνικές αρμόδιες υπηρεσίες σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (7).

(22)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση μέτρων τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τους οργανισμούς που λειτουργούν εντός της Κοινότητας και είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρο.

(23)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας στην οδηγία 94/57/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται κατ’ ουσία προκύπτει από την οδηγία αυτή.

(24)

Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο Παράρτημα I, Μέρος B.

(25)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (8), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(26)

Τα μέτρα τα οποία ακολουθούν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της … (9), [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων]  (10),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός της οδηγίας αυτής είναι:

α)

να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη εκπληρώνουν με αποτελεσματικότητα και συνέπεια τις υποχρεώσεις τους ως κράτη σημαίας, σύμφωνα με τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις·

β)

να θεσπισθούν μέτρα τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τους οργανισμούς στους οποίους αυτά έχουν αναθέσει την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων με στόχο τη συμμόρφωση προς τις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, προωθώντας, ταυτόχρονα, τον στόχο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την ανάπτυξη και εφαρμογή απαιτήσεων ασφαλείας για το σκάφος, τη μηχανολογική , ηλεκτρολογική και ραδιοτηλεφωνική εγκατάσταση και την εγκατάσταση ελέγχου για πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διεθνών συμβάσεων.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

«πλοίο»: πλοίο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων·

β)

«πλοίο που φέρει σημαία κράτους μέλους»: πλοίο που είναι νηολογημένο σε ένα κράτος μέλος και φέρει τη σημαία αυτού του κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του· πλοία τα οποία δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτόν τον ορισμό εξομοιώνονται προς πλοία που φέρουν τη σημαία τρίτης χώρας·

γ)

«επιθεωρήσεις και εξετάσεις»: επιθεωρήσεις και εξετάσεις που διεξάγονται υποχρεωτικά βάσει των διεθνών συμβάσεων , καθώς και βάσει της παρούσας οδηγίας και άλλων κοινοτικών κανόνων που αφορούν την ασφάλεια στην θάλασσα ·

δ)

«διεθνείς συμβάσεις»: η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), ▐ η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 , η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (Marpol), η Διεθνής Σύμβαση του 1969 για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων, (Tonnage 69), η Διεθνής Σύμβαση του 1978 για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών (STCW 1978), η Σύμβαση του 1972 περί διεθνών κανονισμών για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα (Colreg 72), καθώς και τα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές πρωτόκολλα και τροποποιήσεις και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη στην ενημερωμένη τους έκδοση·

ε)

«Κώδικας του Κράτους Σημαίας (Flag State Code)»: τα μέρη 1 και 2 του «κώδικα για την εφαρμογή των δεσμευτικών πράξεων του ΙΜΟ», που εκγρίθηκε από τον IMO, με το ψήφισμα A.996(25) της Συνέλευσης της 29ης Νοεμβρίου 2007, στην ενημερωμένη του έκδοση·

στ)

«διοικητικές αρχές»: οι αρμόδιες ναυτιλιακές αρχές του κράτους μέλους του οποίου τη σημαία φέρει το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών, οργάνων και οργανισμών που έχουν ως καθήκον την εφαρμογή των διατάξεων του ΙΜΟ για την τήρηση των υποχρεώσεων των κρατών σημαίας·

ζ)

«οργανισμός»: μια νομική οντότητα, οι θυγατρικές της και άλλοι φορείς υπό τον έλεγχό της, οι οποίοι από κοινού ή μεμονωμένα φέρουν σε πέρας καθήκοντα που εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας οδηγίας·

η)

«έλεγχος»: για τους σκοπούς του στοιχείου (ζ), τα δικαιώματα, οι συμβάσεις ή άλλα μέσα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής επιρροής στη νομική οντότητα ή επιτρέπουν την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας οδηγίας·

θ)

«αναγνωρισμένος οργανισμός»: ο οργανισμός που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… (11), [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων]·

ι)

«εξουσιοδότηση»: η πράξη με την οποία κράτος μέλος δίνει αρμοδιότητα ή μεταβιβάζει αρμοδιότητα σε αναγνωρισμένο οργανισμό·

ια)

«θεσμοθετημένο πιστοποιητικό»: πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις·

ιβ)

«κανόνες και διαδικασίες»: οι απαιτήσεις ενός αναγνωρισμένου οργανισμού για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τον εξοπλισμό, τη συντήρηση και την εξέταση των πλοίων·

ιγ)

«πιστοποιητικό κλάσης»: έγγραφο το οποίο εκδίδεται από αναγνωρισμένο οργανισμό και πιστοποιεί την καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από τον εν λόγω αναγνωρισμένο οργανισμό·

ιδ)

«πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου»: το πιστοποιητικό το οποίο εισάγει το πρωτόκολλο του 1988 για την τροποποίηση της SOLAS 74 που υιοθέτησε ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (IMO).

Άρθρο 3

1.   Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να διασφαλίζουν τη δέουσα εφαρμογή των διατάξεων των συμβάσεων αυτών, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 .

2.     Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις του κώδικα του κράτους σημαίας.

3.     Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διενέργεια ανεξάρτητου ελέγχου των διοικητικών αρχών τους ανά πενταετία τουλάχιστον, σύμφωνα με τις διατάξεις του ψηφίσματος A.974 (24) που ενέκρινε η Συνέλευση του IMO την 1η Δεκεμβρίου 2005. Εξασφαλίζουν, βασιζόμενα στα πορίσματα του ελέγχου, την εκπόνηση, ενδεχομένως, συνολικού σχεδίου επανορθωτικής δράσης, σύμφωνα με το τμήμα 8 του Μέρους II του Παραρτήματoς στο ως άνω ψήφισμα, καθώς και την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του σχεδίου αυτού .

4.     Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την επιθεώρηση και την εξέταση των πλοίων, καθώς και την έκδοση θεσμοθετημένων πιστοποιητικών και πιστοποιητικών απαλλαγής όπως προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις.

5.   Σε περίπτωση που, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κράτος μέλος αποφασίζει, για τα πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία του:

i)

να εξουσιοδοτεί οργανισμούς να αναλαμβάνουν, πλήρως ή εν μέρει, τη διενέργεια επιθεωρήσεων και εξετάσεων που αφορούν θεσμοθετημένα πιστοποιητικά, περιλαμβανομένων και εκείνων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2 και, εφόσον χρειάζεται, να εκδίδουν ή να ανανεώνουν τα σχετικά πιστοποιητικά ή

ii)

να αναθέτει σε αναγνωρισμένους οργανισμούς την διενέργεια, πλήρως ή εν μέρει, των επιθεωρήσεων και εξετάσεων που αναφέρονται στο σημείο i),

αναθέτει τα καθήκοντα αυτά μόνο σε αναγνωρισμένους οργανισμούς.

Σε όλες τις περιπτώσεις, την πρώτη έκδοση των πιστοποιητικών απαλλαγής την εγκρίνει η αρμόδια αρχή.

Ωστόσο, όσον αφορά το πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου, τα καθήκοντα αυτά είναι δυνατόν να ανατίθενται σε ιδιωτικό φορέα αναγνωρισμένο από αρμόδια αρχή ο οποίος θα έχει επαρκή ικανότητα και ειδικευμένο προσωπικό για να διενεργεί, για λογαριασμό του, συγκεκριμένη αξιολόγηση της ασφάλειας των ραδιοεπικοινωνιών.

6.   Το παρόν άρθρο δεν αφορά την πιστοποίηση ναυτικού εξοπλισμού ειδικού χαρακτήρα.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις του κράτους σημαίας

1.     Πριν τη νηολόγηση οιουδήποτε πλοίου στο οποίο έχει δοθεί το δικαίωμα να φέρει τη σημαία του, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το εν λόγω πλοίο συμμορφώνεται με τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες και κανονισμούς. Ιδιαίτερα, ελέγχει με παν λογικό μέσο την προϊστορία του πλοίου σε θέματα ασφαλείας. Εάν υπάρξει λόγος, έρχεται σε επαφή με το προηγούμενο κράτος σημαίας, προκειμένου να εξακριβώσει αν κάποιες από τις ελλείψεις ή τα προβλήματα ασφαλείας που είχαν εντοπίσει οι διοικητικές αρχές της χώρας αυτής δεν έχουν ακόμα ρυθμιστεί.

2.     Οποτεδήποτε ένα κράτος σημαίας ζητεί πληροφορίες για πλοίο, το οποίο έφερε προηγουμένως σημαία άλλου κράτους μέλους, το δεύτερο αυτό κράτος παρέχει αμέσως στο κράτος σημαίας λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με ελλείψεις του πλοίου και κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την ασφάλεια.

3.     Όταν οι διοικητικές αρχές κράτους μέλους πληροφορηθούν ότι απαγορεύθηκε από τις αρχές του κράτους λιμένα ο απόπλους πλοίου που φέρει τη σημαία του, ελέγχουν την εκτέλεση όλων των απαραίτητων επανορθωτικών μέτρων, προκειμένου το πλοίο να συμμορφωθεί προς τους ισχύοντες κανόνες και κανονισμούς του ΙΜΟ. Οι ανωτέρω διοικητικές αρχές καθορίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμοσθούν προς τον σκοπό αυτόν.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα πλοία που φέρουν τη σημαία τους τηρούνται υπό τον άμεσο έλεγχο της κρατικής αρχής και ότι οι διοικητικές αρχές έχουν συνεχή πρόσβαση σε αυτά με τα κατάλληλα ηλεκτρονικά μέσα :

α)

στοιχεία του πλοίου (ονομασία, αριθμός ΙΜΟ κλπ.)·

β)

ημερομηνίες διενεργηθεισών επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως των επιπρόσθετων και συμπληρωματικών επιθεωρήσεων, και ελέγχων·

γ)

στοιχεία των αναγνωρισμένων οργανισμών που συμμετείχαν στην πιστοποίηση και την ταξινόμηση του πλοίου·

δ)

στοιχεία του φορέα που επιθεώρησε το πλοίο βάσει των διατάξεων του κράτους λιμένα για τον έλεγχο και τις ημερομηνίες των επιθεωρήσεων·

ε)

αποτελέσματα των ελέγχων από το κράτος λιμένα (Ελλείψεις : Ναί ή Όχι, Απαγορεύσεις απόπλου : Ναι ή Όχι)·

στ)

πληροφορίες σχετικά με ατυχήματα·

ζ)

στοιχεία των πλοίων που διαγράφηκαν από το νηολόγιο κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο .

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, εφόσον τους ζητηθεί, τα προαναφερθέντα στοιχεία .

Άρθρο 6

1.     Τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας, αξιολογούν και ελέγχουν συνεχώς τις επιδόσεις τους ως κρατών σημαίας. Οι αξιολογήσεις αυτές πρέπει να καλύπτουν, για περίοδο [36] μηνών, όλες τις πτυχές του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας για τις διοικητικές αρχές τους.

Η αξιολόγηση περιλαμβάνει τουλάχιστον τους ακόλουθους δείκτες επιδόσεων :

τα ποσοστά απαγόρευσης απόπλου κατόπιν ελέγχου από το κράτος λιμένα,

τα αποτελέσματα των ελέγχων από το κράτος σημαίας, και

δείκτες επιδόσεων, όπως ενδεχομένως ενδείκνυται, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον η στελέχωση, οι πόροι και οι διοικητικές διαδικασίες είναι κατάλληλες για την τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους σημαίας .

2.     Τα κράτη μέλη τα οποία έχουν διεξαγάγει τις αξιολογήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, την 1η Ιουλίου του έτους κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η αξιολόγηση και περιλαμβάνονται στον μαύρο [ή στον γκρίζο] κατάλογο, όπως δημοσιεύεται στην ετήσια έκθεση του Μνημονίου Συνεννόησης (ΜΣ) των Παρισίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα, υποβάλλουν στην Επιτροπή πριν την 1η Νοεμβρίου του έτους κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η αξιολόγηση έκθεση σχετικά με τις επιδόσεις τους ως κρατών σημαίας .

Η έκθεση εντοπίζει και αναλύει τους κυριότερους λόγους για αυτές τις χαμηλές επιδόσεις. Περιλαμβάνει επίσης σχέδιο επανορθωτικών μέτρων, μεταξύ των οποίων συμπληρωματικές επιθεωρήσεις, εφόσον ενδείκνυται, το οποίο εφαρμόζεται το συντομότερο δυνατόν.

3.     Το σύστημα διαχείρισης της ποιότητας καταρτίζεται και πιστοποιείται εντός … (12).

Άρθρο 7

Πριν το τέλος του [2010], η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με το εφικτό σύνταξης ενός Μνημονίου Συμφωνίας για τις υποχρεώσεις ελέγχου από το κράτος σημαίας, με σκοπό να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι μεταξύ των κρατών σημαίας, τα οποία έχουν δεσμευτεί να εφαρμόσουν υποχρεωτικά τον κώδικα για την εφαρμογή των δεσμευτικών πράξεων του ΙΜΟ και έχουν συμφωνήσει να ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ψηφίσματος A. 974 (24) που εγκρίθηκε από τη Συνέλευση του IMO την 1η Δεκεμβρίου 2005.

Άρθρο 8

Σχέσεις με αναγνωρισμένους οργανισμούς

1.   Κατά την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 5, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, καταρχήν, να αρνούνται να εξουσιοδοτήσουν οποιονδήποτε από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς να αναλάβει τα καθήκοντα αυτά, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 9 και 13. Μπορούν, ωστόσο, να περιορίζουν τον αριθμό των οργανισμών που εξουσιοδοτούν ανάλογα με τις ανάγκες τους, εφόσον συντρέχουν διαφανείς και αντικειμενικοί λόγοι.

Ύστερα από αίτηση κράτους μέλους, η Επιτροπή θεσπίζει κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 10, παράγραφος 2.

2.   Προκειμένου ένα κράτος μέλος να αποδεχθεί ότι κάποιος αναγνωρισμένος οργανισμός εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα εκτελεί εξ ονόματός του , τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 3 ή μέρος των καθηκόντων αυτών , μπορεί να απαιτεί από την εν λόγω τρίτη χώρα αμοιβαία μεταχείριση για εκείνους τους αναγνωρισμένους οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα.

Επιπλέον, η Κοινότητα μπορεί να ζητεί από το τρίτο κράτος όπου είναι εγκατεστημένος αναγνωρισμένος οργανισμός αμοιβαία μεταχείριση των αναγνωρισμένων οργανισμών που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα.

Άρθρο 9

1.   Κάθε κράτος μέλος το οποίο αποφασίζει να ενεργεί όπως περιγράφεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, καθορίζει τις σχέσεις συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του και των οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό του.

2.   Οι σχέσεις συνεργασίας ρυθμίζονται με επίσημη γραπτή και χωρίς διακρίσεις συμφωνία ή ισοδύναμες νομικές ρυθμίσεις, όπου εκτίθενται τα συγκεκριμένα καθήκοντα και ο ρόλος των οργανισμών και όπου περιλαμβάνονται τουλάχιστον:

α)

οι διατάξεις οι οποίες εκτίθενται στο προσάρτημα ΙΙ του ψηφίσματος Α.739 (18) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξουσιοδότηση οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό των αρχών, αντλώντας έμπνευση από το Παράρτημα, τα προσαρτήματα και το συμπλήρωμα της εγκυκλίου 710/MSC του ΙΜΟ και της εγκυκλίου 307/MEPC σχετικά με την πρότυπη συμφωνία για την εξουσιοδότηση αναγνωρισμένων οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό των αρχών·

Κατά συνέπεια, όταν αναγνωρισμένος οργανισμός, οι επιθεωρητές του ή το τεχνικό προσωπικό του προβαίνουν σε έκδοση των θεσμοθετημένων πιστοποιητικών εξ ονόματος της διοίκησης, απολαύουν των αυτών νομικών εγγυήσεων και της αυτής δικαιοδοτικής προστασίας, περιλαμβανομένης της άσκησης όλων των ενεργειών υπεράσπισης των οποίων η διοίκηση και τα μέλη της μπορούν να κάνουν χρήση σε περίπτωση εκ μέρους τους έκδοσης των εν λόγω θεσμοθετημένων πιστοποιητικών·

β)

οι ακόλουθες διατάξεις που αφορούν την οικονομική ευθύνη:

i)

εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε θαλάσσιο ατύχημα αποδοθεί τελικά και οριστικά από δικαστήριο στις αρχές ή προκύπτει ως μέρος της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαδικασιών διαιτησίας, μαζί με την απαίτηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων μερών για απώλεια ή ζημία σε περιουσία ή προσωπική βλάβη ή θάνατο, που αποδεικνύεται στο εν λόγω δικαστήριο ότι προκλήθηκε από ηθελημένη πράξη ή παράλειψη ή βαριά αμέλεια του αναγνωρισμένου οργανισμού, των φορέων, υπαλλήλων, πρακτόρων του ή άλλων που ενεργούν εξ ονόματος του αναγνωρισμένου οργανισμού, οι αρχές δικαιούνται οικονομική αποζημίωση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό στο βαθμό που η ανωτέρω απώλεια, ζημία, βλάβη ή θάνατος προκλήθηκε, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου, από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

ii)

εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε θαλάσσιο ατύχημα αποδοθεί τελικά και οριστικά από δικαστήριο στις αρχές ή προκύπτει ως μέρος της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαδικασιών διαιτησίας, μαζί με απαίτηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων μερών για προσωπική βλάβη , όχι όμως για θάνατο, που αποδεικνύεται στο εν λόγω δικαστήριο ότι προκλήθηκε από αμελή ή απερίσκεπτη πράξη ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού, των υπαλλήλων, πρακτόρων του ή άλλων που ενεργούν εξ ονόματος του αναγνωρισμένου οργανισμού, οι αρχές δικαιούνται να απαιτήσουν οικονομική αποζημίωση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, στο βαθμό που η ανωτέρω προσωπική βλάβη αλλά όχι θάνατος προκλήθηκε, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου, από τον αναγνωρισμένο οργανισμό· τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, το οποίο πρέπει, ωστόσο, να είναι τουλάχιστον ίσο προς 4 εκατομμύρια ευρώ, εκτός εάν το ποσό που όρισε η απόφαση ή η διαιτησία είναι μικρότερο, οπότε και θα είναι αυτό που θα πρέπει να καταβληθεί·

iii)

εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε θαλάσσιο ατύχημα αποδοθεί τελικά και οριστικά από δικαστήριο στις αρχές ή προκύπτει ως μέρος της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαδικασιών διαιτησίας, μαζί με απαίτηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων μερών για απώλεια ή ζημία σε περιουσία, η οποία αποδεικνύεται στο εν λόγω δικαστήριο ότι προκλήθηκε από αμελή ή απερίσκεπτη πράξη ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού, των υπαλλήλων, πρακτόρων του ή άλλων που ενεργούν εξ ονόματος του αναγνωρισμένου οργανισμού, οι αρχές δικαιούνται να απαιτήσουν οικονομική αποζημίωση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, στο βαθμό που η ανωτέρω απώλεια ή ζημία προκλήθηκε, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου, από τον αναγνωρισμένο οργανισμό· τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, το οποίο πρέπει, ωστόσο, να είναι τουλάχιστον ίσο προς 2 εκατομμύρια ευρώ, εκτός εάν το ποσό που όρισε η απόφαση ή η διαιτησία είναι μικρότερο, οπότε και θα είναι αυτό που θα πρέπει να καταβληθεί·

γ)

διατάξεις για τη διενέργεια περιοδικού ελέγχου από την αρμόδια αρχή ή από αμερόληπτο εξωτερικό φορέα που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τα οποία οι οργανισμοί αναλαμβάνουν για λογαριασμό της, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1·

δ)

δυνατότητα τυχαίων και λεπτομερών επιθεωρήσεων των πλοίων·

ε)

διατάξεις για την υποχρεωτική διαβίβαση βασικών πληροφοριών σχετικά με την κατάταξη των πλοίων του στόλου τους στον νηογνώμονά τους, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης.

3.   Η συμφωνία ή οι ισοδύναμες νομικές ρυθμίσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την υποχρέωση για τον αναγνωρισμένο οργανισμό να διατηρεί τοπική αντιπροσωπεία στο έδαφος του κράτους μέλους για λογαριασμό του οποίου ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 3. Η απαίτηση αυτή μπορεί να ικανοποιείται από τοπική αντιπροσωπεία έχουσα νομική προσωπικότητα δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους και υποκείμενη στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων του.

4.   Κάθε κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις συνεργασίας που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Στη συνέχεια η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 10

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφαλείας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία συστάθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 (13).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 11

1.   Η παρούσα οδηγία μπορεί, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της, να τροποποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία προκειμένου:

α)

να ενσωματώνει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 9, παράγραφος 2, οι οποίες έχουν τεθεί σε ισχύ,

β)

να τροποποιηθούν τα ποσά που ορίζονται στα σημεία ii) και iii) του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχείο β).

Τα ανωτέρω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 3.

2.   Μετά την έγκριση νέων πράξεων ή πρωτοκόλλων των διεθνών συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2, στοιχείο δ), το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, αποφασίζει, λαμβανομένων υπόψη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών των κρατών μελών καθώς και των σχετικών διαδικασιών του IMO, τις λεπτομέρειες για την επικύρωση των νέων αυτών πράξεων ή πρωτοκόλλων, μεριμνώντας συγχρόνως για την ομοιόμορφη και ταυτόχρονη εφαρμογή τους στα κράτη μέλη.

Οι τροποποιήσεις των διεθνών νομοθετημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2, στοιχείο δ), και στο άρθρο 9 μπορούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 12

Παρά τα ▐ κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο Παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/… (14), [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων], όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι δεν είναι πλέον δυνατό κάποιος αναγνωρισμένος οργανισμός να έχει εξουσιοδότηση να εκτελεί για λογαριασμό του τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 3, μπορεί να αναστείλει ▐ τη σχετική εξουσιοδότηση βάσει της ακόλουθης διαδικασίας:

α)

το κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη για την απόφασή του, αιτιολογώντας την·

β)

η Επιτροπή αναλύει, από την άποψη της ασφάλειας και της πρόληψης της ρύπανσης, τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος προκειμένου να αναστείλει την εξουσιοδότηση του αναγνωρισμένου οργανισμού·

γ)

ενεργώντας σύμφωνα με τη ρυθμιστική διαδικασία του άρθρου 10, παράγραφος 2, η Επιτροπή ενημερώνει το κράτος μέλος για το εάν θεωρεί ότι η απόφασή του να αναστείλει την εξουσιοδότηση είναι επαρκώς δικαιολογημένη ή όχι, λόγω σοβαρών κινδύνων για την ασφάλεια ή το περιβάλλον. Εφόσον δεν είναι δικαιολογημένη, ζητεί από το κράτος μέλος να ανακαλέσει την αναστολή. Εφόσον είναι δικαιολογημένη, εάν το κράτος μέλος έχει περιορίσει τον αριθμό των αναγνωρισμένων οργανισμών, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ζητεί να χορηγήσει, σε αντικατάσταση της αναστολής της εξουσιοδότησης, νέα εξουσιοδότηση σε άλλο αναγνωρισμένο οργανισμό.

Άρθρο 13

1.   Κάθε κράτος μέλος επιβλέπει ότι οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί που ενεργούν για λογαριασμό του στα πλαίσια του άρθρου 3, παράγραφος 5, εκπληρούν πράγματι τα καθήκοντα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή του.

2.   Κάθε κράτος μέλος επιθεωρεί τον κάθε αναγνωρισμένο οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό του, τουλάχιστον ανά διετία , και απευθύνει στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή έκθεση των αποτελεσμάτων των εν λόγω επιθεωρήσεων το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους που ακολουθεί τα έτη κατά τα οποία πραγματοποιήθηκαν οι επιθεωρήσεις.

Άρθρο 14

Αν κατά την άσκηση των δικαιωμάτων επιθεώρησης και των αντίστοιχων υποχρεώσεών τους ως κρατών λιμένα, τα κράτη μέλη διαπιστώσουν ότι αναγνωρισμένοι οργανισμοί που ενεργούν για λογαριασμό κράτους σημαίας έχουν εκδώσει έγκυρα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά για πλοίο το οποίο δεν πληροί τις σχετικές απαιτήσεις των διεθνών συμβάσεων, ή αν διαπιστώσουν τυχόν παράλειψη πλοίου εφοδιασμένου με έγκυρο πιστοποιητικό κλάσης η οποία αφορά στοιχεία που καλύπτονται από το εν λόγω πιστοποιητικό, αναφέρουν το γεγονός στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, και ενημερώνουν σχετικά το οικείο κράτος σημαίας. Μόνον περιπτώσεις που συνιστούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και το περιβάλλον ή μαρτυρούν ιδιαιτέρως πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους των αναγνωρισμένων οργανισμών αναφέρονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Ο οικείος αναγνωρισμένος οργανισμός ενημερώνεται για την σχετική περίπτωση κατά το χρόνο της αρχικής επιθεώρησης, ώστε να μπορεί να προβαίνει αμέσως στις ενδεδειγμένες επακόλουθες ενέργειες.

Άρθρο 15

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα πλοία που φέρουν τη σημαία του σχεδιάζονται κατασκευάζονται, εξοπλίζονται και συντηρούνται σύμφωνα με κανόνες και διαδικασίες αναγνωρισμένου οργανισμού όσον αφορά το σκάφος, τη μηχανολογική και την ηλεκτρολογική εγκατάσταση και την εγκατάσταση ελέγχου.

2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να χρησιμοποιεί κανόνες που θεωρεί ισοδύναμους προς τους κανόνες και τις διαδικασίες ενός αναγνωρισμένου οργανισμού μόνο υπό τον όρο ότι τους κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία της οδηγίας 98/34/ΕΚ, καθώς και στα άλλα κράτη μέλη, και υπό τον όρο ότι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ενστάσεων άλλου κράτους μέλους ή της Επιτροπής και δεν έχουν κριθεί, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας, ως μη ισοδύναμοι.

3.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς τους οποίους εξουσιοδοτούν για την εκπόνηση κανόνων και διαδικασιών των εν λόγω οργανισμών. Διαβουλεύονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς με σκοπό να επιτευχθεί συνεπής ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων.

Άρθρο 16

Τελικές διατάξεις

Η Επιτροπή ενημερώνει ανά διετία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη.

Άρθρο 17

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα […] και τα σημεία […] του Παραρτήματος Ι [άρθρα ή τμήματά τους και σημεία του Παραρτήματος Ι το περιεχόμενο των οποίων θα έχει μεταβληθεί σε σύγκριση με την οδηγία 94/57/ΕΚ] το αργότερο στις … (15). Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας .

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Η οδηγία 94/57/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που εμφαίνονται στο Παράρτημα Ι, Μέρος A, καταργείται από … (16), με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι, Μέρος B.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 19

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 20

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007 (ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 632), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 184 Ε της 22.7.2008, σ. 11) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)  ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20. ║.

(5)   ΕΕ C 271 της 7.10.1993, σ. 1 .

(6)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. ║.

(7)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37. ║.

(8)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(9)  ΕΕ: αριθμός και ημερομηνία. ║.

(10)  ΕΕ L …

(11)  ΕΕ: αριθμός. ║.

(12)   Τριών ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1). ║.

(14)  ΕΕ: αριθμός. ║.

(15)  ΕΕ: 18 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(16)  ║ Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΡΟΣ A

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΟΔΗΓΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ

(που αναφέρεται στο άρθρο 18)

Οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 319, ║ 12.12.1994, σ. 20

Οδηγία 97/58/ΕΚ της Επιτροπής

ΕΕ L 274, ║ 7.10.1997, σ. 8

Οδηγία 2001/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΕΕ L 19, ║ 22.1.2002, σ. 9

Οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΕΕ L 324, ║ 29.11.2002, σ. 53

ΜΕΡΟΣ B

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

(που αναφέρεται στο άρθρο 18)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

94/57/ΕΚ

31 Δεκεμβρίου 1995

97/58/ΕΚ

30 Σεπτεμβρίου 1998

2001/105/ΕΚ

22 Ιουλίου 2003

2002/84/ΕΚ

23 Νοεμβρίου 2003

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 94/57/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ …/… (1), [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων]

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2(α)

Άρθρο 2(α)

Άρθρο 2(α)

Άρθρο 2(β)

Άρθρο 2(β)

Άρθρο 2(γ)

Άρθρο 2(γ)

Άρθρο 2(δ)

Άρθρο 2(δ)

Άρθρο 2(β)

Άρθρο 2(ε)

Άρθρο 2(ζ)

Άρθρο 2(γ)

Άρθρο 2(η)

Άρθρο 2(δ)

Άρθρο 2(στ)

Άρθρο 2(θ)

Άρθρο 2(ε)

Άρθρο 2(ζ)

Άρθρο 2(ι)

Άρθρο 2(στ)

Άρθρο 2(η)

Άρθρο 2(ια)

Άρθρο 2(ζ)

Άρθρο 2(θ)

Άρθρο 2(ιγ)

Άρθρο 2(θ)

Άρθρο 2(ιβ)

Άρθρο 2(η)

Άρθρο 2(ι)

Άρθρο 2(ιδ)

Άρθρο 2(ια)

Άρθρο 2(ι)

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4(1) πρώτη πρόταση

Άρθρο 3(1)

Άρθρο 4(1) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 3(2)

Άρθρο 4(1) τρίτη πρόταση

Άρθρο 4(1) τέταρτη πρόταση

Άρθρο 4(1)

Άρθρο 3(3)

Άρθρο 4(2), (3), (4)

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 5(1)

Άρθρο 8(1)

Άρθρο 5(3)

Άρθρο 8(2)

Άρθρο 6(1), (2), (3), (4)

Άρθρο 9(1), (2), (3), (4)

Άρθρο 6(5)

Άρθρο 7

Άρθρο 10

Άρθρο 12

Άρθρο 8(1) πρώτη περίπτωση

Άρθρο 11(1), πρώτο εδάφιο, στοιχείο (α)

Άρθρο 8(1) δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 13(1)

Άρθρο 8(1) τρίτη περίπτωση

Άρθρο 11(1), πρώτο εδάφιο, στοιχείο (β)

Άρθρο 11(1) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13(1)(δεύτερο εδάφιο)

Άρθρο 8(2)

Άρθρο 11(2)

Άρθρο 8(2) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13(2)

Άρθρο 9(1)

Άρθρο 9(2)

Άρθρο 10(1) εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 12

Άρθρο 10(1)(α), (β), (γ), (2), (3), (4)

Άρθρο 11(1), (2)

Άρθρο 13(1), (2)

Άρθρο 11(3), (4)

Άρθρο 8(1)(2)

Άρθρο 12

Άρθρο 14

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 15(1), (2)

Άρθρο 15(3)

Άρθρο 16

Άρθρο 9

Άρθρο 15(1)

Άρθρο 10(1)(2)

Άρθρο 15(2)

Άρθρο 10(3)

Άρθρο 15(3)

Άρθρο 10(4)

Άρθρο 15(4)

Άρθρο 10(5)

Άρθρο 15(5)

Άρθρο 10(6) πρώτο, δεύτερη, τρίτο και πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 10(6) τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 17

Άρθρο 20

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 11

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Παράρτημα

Παράρτημα Ι

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ


(1)  ΕΕ: αριθμός. ║.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/275


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Κοινοί κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση) ***II

P6_TA(2008)0448

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση) (5726/2/2008 — C6-0223/2008 — 2005/0237B(COD))

2010/C 8 E/44

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (5726/2/2008 — C6-0223/2008) (1),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2005)0587),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0330/2008),

1.

εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 190 Ε της 29.7.2008, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 74 E της 20.3.2008, σ. 632.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC2-COD(2005)0237B

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Εχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα κατά τρόπο ουσιαστικό. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεών είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης των διατάξεων της οδηγίας 94/57/ΕΚ, κρίνεται σκόπιμη η αναδιατύπωση των διατάξεών της με δύο διαφορετικά κοινοτικά νομικά κείμενα, συγκεκριμένα μία οδηγία και έναν κανονισμό.

(3)

Οι οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μεριμνώντας παράλληλα για την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος. Θα πρέπει, επομένως, να θεσπισθούν και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη την Κοινότητα τα αναγκαία για τις δραστηριότητές τους επαγγελματικά πρότυπα.

(4)

Ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιδιωχθεί με μέτρα τα οποία θα συμβαδίζουν με τις εργασίες και τις δραστηριότητες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), ενδεχομένως δε θα τις χρησιμοποιούν ως υπόβαθρο και θα τις συμπληρώνουν. ▐

(5)

Πρέπει να καθορισθούν ελάχιστα κριτήρια αναγνώρισης οργανισμών με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας των πλοίων ή την πρόληψη της ρύπανσης που προέρχεται από αυτά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ενισχυθούν τα ελάχιστα κριτήρια που θεσπίζονται με την οδηγία 94/57/ΕΚ.

(6)

Για τη χορήγηση της αρχικής αναγνώρισης στους οργανισμούς που επιθυμούν να λάβουν εξουσιοδότηση για να εργάζονται για λογαριασμό των κρατών μελών, η συμμόρφωση προς τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζει ο παρών κανονισμός μπορεί να αξιολογείται αποτελεσματικότερα με εναρμονισμένο και συγκεντρωτικό τρόπο από την Επιτροπή από κοινού με τα κράτη μέλη που ζητούν την αναγνώριση.

(7)

Η αναγνώριση χορηγείται μόνον βάσει των επιδόσεων ποιότητας και ασφάλειας του συγκεκριμένου οργανισμού. Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι ο βαθμός της αναγνώρισης αυτής συμβαδίζει πάντοτε με τις ικανότητες που διαθέτει ο αντίστοιχος οργανισμός. Για την αναγνώριση των οργανισμών λαμβάνεται επίσης υπόψη το νομικό καθεστώς και η δομή τους ενόσω συνεχίζουν να εξασφαλίζουν ενιαία εφαρμογή των προαναφερθέντων ελάχιστων κριτηρίων και αποτελεσματικούς κοινοτικούς ελέγχους. ▐

(8)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(9)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να ενσωματώσει επακόλουθες τροποποιήσεις στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, πρωτόκολλα, κώδικες και ψηφίσματα να ενημερώνει τα ελάχιστα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι και να θεσπίζει κριτήρια για τη μέτρηση των επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης που προέρχεται από τα ταξινομημένα τους πλοία. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(10)

Είναι άκρως σημαντικό να αντιμετωπίζεται έγκαιρα, αποτελεσματικά και με ανάλογο τρόπο η παράλειψη ενός αναγνωρισμένου οργανισμού να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Κύριος στόχος πρέπει να είναι η επανόρθωση των ατελειών, προκειμένου να εξουδετερωθεί κάθε πιθανή απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος σε πρώιμο στάδιο. Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εξουσία για να απαιτεί από κάποιον αναγνωρισμένο οργανισμό να προβεί στην απαραίτητη προληπτική και διορθωτική δράση, και για να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές ως μέτρα καταναγκασμού. Κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα και θα πρέπει να εξασφαλίζει τη δυνατότητα του οργανισμού να εκφέρει την άποψή του καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

(11)

Σύμφωνα με την προσέγγιση σε επίπεδο Κοινότητας, η απόφαση για την ανάκληση της αναγνώρισης ενός οργανισμού που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός αν τα ανωτέρω μέτρα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά ή αν ο οργανισμός συνιστά, από άλλη άποψη, απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, πρέπει να λαμβάνεται σε κοινοτικό επίπεδο, και, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή, βάσει διαδικασίας επιτροπής.

(12)

Κατ' ανάλογο τρόπο, η συνεχής εκ των υστέρων παρακολούθηση των αναγνωρισμένων οργανισμών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τον παρόντα κανονισμό μπορεί να διενεργείται αποτελεσματικότερα με εναρμονισμένο και συγκεντρωτικό τρόπο. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να ανατεθεί η άσκηση αυτού του καθήκοντος εξ ονόματος της Κοινότητας στην Επιτροπή, από κοινού με το κράτος μέλος που ζητεί την αναγνώριση.

(13)

Στα πλαίσια της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των αναγνωρισμένων οργανισμών, είναι αποφασιστικής σημασίας να έχουν οι επιθεωρητές της Επιτροπής πρόσβαση στα πλοία και τους φακέλους των πλοίων ανεξαρτήτως της σημαίας του πλοίου, έτσι ώστε να βεβαιώνονται αν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συμμορφώνονται προς τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό ελάχιστα κριτήρια που ισχύουν για όλα τα πλοία της αντίστοιχης κλάσης τους.

(14)

Η ικανότητα των αναγνωρισμένων οργανισμών να εντοπίζουν γρήγορα και να επανορθώνουν τις αδυναμίες των κανόνων, των διαδικασιών και των εσωτερικών ελέγχων τους είναι κρίσιμης σημασίας για την ασφάλεια των πλοίων τα οποία επιθεωρούν και πιστοποιούν. Η ικανότητα αυτή πρέπει να αυξάνεται μέσω ανεξάρτητης επιτροπής αξιολόγησης, η οποία θα ενεργεί αυτόνομα και θα προτείνει ενέργειες για την ουσιαστική βελτίωση όλων των εγκεκριμένων οργανισμών και την εξασφάλιση παραγωγικής αλληλεπίδρασης με την Επιτροπή.

(15)

Οι κανόνες και οι κανονισμοί των αναγνωρισμένων οργανισμών είναι παράγων αποφασιστικής σημασίας για τη βελτίωση της ασφάλειας και της πρόληψης των ατυχημάτων και της ρύπανσης. Συνεπώς, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί έχουν κινήσει τη διαδικασία που θα οδηγήσει στην εναρμόνιση των κανόνων και διαδικασιών τους. Η διαδικασία αυτή πρέπει να προωθηθεί και να υποστηριχθεί από την κοινοτική νομοθεσία, δεδομένου ότι αυτό θα συνέβαλε στη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα καθώς επίσης και στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυπηγικής βιομηχανίας.

(16)

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν τα τεχνικά τους πρότυπα και να επιβάλλουν την εφαρμογή τους συνεχώς, προκειμένου να εναρμονίζονται οι κανόνες ασφαλείας και να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των διεθνών κανόνων εντός της Κοινότητας. Εφόσον τα τεχνικά πρότυπα αναγνωρισμένων οργανισμών είναι ταυτόσημα ή ομοιάζουν πολύ, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο αμοιβαίας αναγνώρισης των πιστοποιητικών για υλικά, εξοπλισμούς και δομικά στοιχεία στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις και πάντοτε με πρότυπο τις απαιτητικότερες και αυστηρότερες προδιαγραφές.

(17)

Εφόσον η διαφάνεια και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες, αποτελούν βασικά μέσα για την πρόληψη ατυχημάτων στη θάλασσα, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί θα πρέπει να παρέχουν όλες τις σχετικές θεσμοθετημένες πληροφορίες, που αφορούν τις συνθήκες των ταξινομημένων πλοίων, στις αρχές ελέγχου του κράτους του λιμένα και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο ευρύ κοινό.

(18)

Για να αποτραπεί η αλλαγή κλάσης πλοίων με σκοπό να αποφεύγεται η διενέργεια των ▐ επισκευών τις οποίες θα απαιτούσε ο οργανισμός επιθεώρησης και εξέτασης σε περίπτωση ελέγχου , πρέπει να υπάρξει ρύθμιση ώστε οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί να ανταλλάσσουν μεταξύ τους εκ προοιμίου όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την κατάσταση των πλοίων που επιδιώκεται να αλλάξουν κλάση και να ειδοποιούν το κράτος σημαίας, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο.

(19)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA), ο οποίος συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 (6), θα παρέχει την αναγκαία υποστήριξη για να διασφαλίζεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(20)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση μέτρων τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τους οργανισμούς που λειτουργούν εντός της Κοινότητας και είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(21)

Τα μέτρα τα οποία ακολουθούν οι οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων προβλέπονται στην οδηγία ║ αριθ. …/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της … (7), [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών]  (8) .

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει μέτρα τα οποία πρέπει να ακολουθούν οι οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων με στόχο τη συμμόρφωση προς τις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, προωθώντας, ταυτόχρονα, τον στόχο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη και εφαρμογή απαιτήσεων ασφαλείας για το σκάφος, τη μηχανολογική και ηλεκτρολογική εγκατάσταση και την εγκατάσταση ελέγχου για πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

║ α)

«πλοίο»: πλοίο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων·

║ β)

«διεθνείς συμβάσεις»: η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματός της, η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (MARPOL), καθώς και τα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές πρωτόκολλα και τροποποιήσεις και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη στην ενημερωμένη τους έκδοση·

║ γ)

«οργανισμός»: μια νομική οντότητα, οι θυγατρικές της και άλλοι φορείς υπό τον έλεγχό της, οι οποίοι από κοινού ή μεμονωμένα φέρουν σε πέρας καθήκοντα που εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος κανονισμού·

║ δ)

«έλεγχος»: για τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα δικαιώματα, οι συμβάσεις ή άλλα μέσα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής επιρροής στη νομική οντότητα ή επιτρέπουν την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος κανονισμού·

║ ε)

«αναγνωρισμένος οργανισμός»: ο οργανισμός που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

║ στ)

«εξουσιοδότηση»: η πράξη με την οποία κράτος μέλος δίνει αρμοδιότητα ή μεταβιβάζει αρμοδιότητα σε αναγνωρισμένο οργανισμό·

║ ζ)

«θεσμοθετημένο πιστοποιητικό»: πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις·

║ η)

«κανόνες και διαδικασίες»: οι απαιτήσεις ενός αναγνωρισμένου οργανισμού για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τον εξοπλισμό, τη συντήρηση και την εξέταση των πλοίων·

║ θ)

«πιστοποιητικό κλάσης»: έγγραφο το οποίο εκδίδεται από αναγνωρισμένο οργανισμό και πιστοποιεί την καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από τον εν λόγω αναγνωρισμένο οργανισμό·

║ ι)

« χώρα έδρας »: το κράτος όπου ευρίσκεται η έδρα, η κεντρική διοίκηση ή το κύριο κέντρο επιχειρήσεων ενός αναγνωρισμένου οργανισμού.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να χορηγήσουν εξουσιοδότηση σε οιονδήποτε οργανισμό ο οποίος δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί, υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης στην Επιτροπή, μαζί με πλήρεις πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση του οργανισμού προς τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα Ι καθώς και σχετικά με την απαίτηση και τη δέσμευσή του ότι θα συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, και των άρθρων 9, 10 και 11.

2.   Η Επιτροπή, μαζί με τα αντίστοιχα κράτη μέλη που υποβάλλουν αίτηση, προβαίνει σε αξιολογήσεις των οργανισμών για τους οποίους παρελήφθη αίτηση αναγνώρισης προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον οι οργανισμοί πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 και αναλαμβάνουν τη δέσμευση να συμμορφωθούν προς αυτές.

3.   Η Επιτροπή αρνείται την αναγνώριση οργανισμών, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 3, οι οποίοι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή των οποίων οι επιδόσεις κρίνεται ότι συνιστούν απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος με βάση τα κριτήρια που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 14.

Άρθρο 4

1.   Η αναγνώριση χορηγείται από την Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3.

2.   Η αναγνώριση χορηγείται στην αρμόδια νομική οντότητα, η οποία είναι η μητρική οντότητα όλων των νομικών οντοτήτων που αποτελούν τον αναγνωρισμένο οργανισμό. Η αναγνώριση περιλαμβάνει όλες τις νομικές οντότητες που συντελούν ώστε ο εν λόγω οργανισμός να παρέχει κάλυψη των υπηρεσιών τους σε παγκόσμιο επίπεδο.

3.   Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 3, μπορεί να περιορίσει την αναγνώριση για ορισμένους τύπους πλοίων, πλοία ορισμένου μεγέθους, ορισμένα είδη εμπορίου, ή συνδυασμό αυτών, σύμφωνα με την αποδεδειγμένη ικανότητα και εμπειρογνωμοσύνη του οικείου οργανισμού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή αναφέρει τους λόγους που επιβάλλουν τον περιορισμό και τις προϋποθέσεις άρσης ή διεύρυνσης του περιορισμού. Ο περιορισμός είναι δυνατόν να επανεξετάζεται ανά πάσα στιγμή.

4.   Η Επιτροπή καταρτίζει και ενημερώνει τακτικά κατάλογο των αναγνωρισμένων οργανισμών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι ο αναγνωρισμένος οργανισμός παρέλειψε να τηρήσει τα ελάχιστα κριτήρια που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι ή τις υποχρεώσεις του με βάση τον παρόντα κανονισμό ή ότι οι επιδόσεις ενός αναγνωρισμένου οργανισμού στην ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης έχουν χειροτερεύσει σημαντικά, χωρίς να συνιστούν, ωστόσο, απαράδεκτη απειλή για την ασφάλεια ή το περιβάλλον, ζητεί από τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό να λάβει τα αναγκαία προληπτικά ή διορθωτικά μέτρα εντός καθορισμένων προθεσμιών προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τα εν λόγω ελάχιστα κριτήρια και υποχρεώσεις και, ιδίως, προκειμένου να αρθεί οιαδήποτε πιθανή απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος ή προκειμένου άλλως να αντιμετωπίσει τα αίτια μείωσης των επιδόσεών του.

Στα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα είναι δυνατόν να περιληφθούν προσωρινά μέτρα προστασίας όταν η τυχόν απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος είναι άμεση.

Ωστόσο, και υπό την επιφύλαξη της άμεσης εφαρμογής τους, η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνει από πριν όλα τα κράτη μέλη που χορήγησαν εξουσιοδότηση στον εν λόγω αναγνωρισμένο οργανισμό, σχετικά με τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει.

Άρθρο 6

1.   Πέραν των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 5, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, να επιβάλει πρόστιμα σε αναγνωρισμένο οργανισμό:

║ α)

αν για τη σοβαρή ή επανειλημμένη μη τήρηση από πλευράς του των ελαχίστων κριτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα ή για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του με το άρθρο 8, παράγραφος 4, και τα άρθρα 9, 10 και 11 ή όταν η μείωση των επιδόσεών του αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη δομή του, τα συστήματά του, τις διαδικασίες του ή τους εσωτερικούς ελέγχους του· ή

║ β)

για την σκόπιμη παροχή από πλευράς του ανακριβών, ατελών ή παραπλανητικών πληροφοριών στην Επιτροπή κατά την αξιολόγησή του με βάση το άρθρο 8, παράγραφος 1, ή για παρεμπόδιση με άλλον τρόπο της εν λόγω αξιολόγησης.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, εφόσον ένας αναγνωρισμένος οργανισμός παραλείψει να εφαρμόσει τα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα που έχει ζητήσει η Επιτροπή, ή εφόσον καθυστερήσει αδικαιολόγητα, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει περιοδικές χρηματικές ποινές στον οργανισμό αυτό έως ότου τεθούν σε εφαρμογή τα μέτρα που του έχει ζητήσει.

3.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα και αναλογούν τόσο στη σοβαρότητα της περίπτωσης όσο και στην οικονομική ικανότητα του αντίστοιχου αναγνωρισμένου οργανισμού, λαμβανομένου ιδίως υπόψη μέχρι ποίου βαθμού τέθηκε σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος.

Τα ανωτέρω πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές επιβάλλονται μόνον αφού δοθεί στον αντίστοιχο αναγνωρισμένο οργανισμό και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Το συνολικό ποσό των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού των τριών προηγούμενων οικονομικών ετών για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

1.   Η Επιτροπή ανακαλεί την αναγνώριση οργανισμού:

α)

αν, για σοβαρή και επανειλημμένη μη τήρηση από πλευράς του οργανισμού των ελαχίστων κριτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι ή για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του με βάση τον παρόντα κανονισμό, οδηγεί σε απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος·

β)

του οποίου οι επανειλημμένες και σοβαρές παραλείψεις στις οικείες επιδόσεις όσον αφορά την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης οδηγεί σε απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος·

γ)

εάν ο οργανισμός αποτρέπει ή παρεμποδίζει κατ' επανάληψη την αξιολόγησή του από την Επιτροπή· ή

δ)

εάν παραλείπει να καταβάλει τα πρόστιμα ή/και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2. ║

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχεία α) και β), η Επιτροπή αποφασίζει με βάση όλες τις πληροφορίες που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων:

α)

των αποτελεσμάτων της δικής της αξιολόγησης του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1·

β)

των εκθέσεων που έχουν υποβάλει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας …/…/ΕΚ (9) [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών]·

γ)

των αναλύσεων ατυχημάτων στα οποία ενέχονται πλοία ταξινομημένα από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

δ)

τυχόν εμφάνισης των ελλείψεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α)·

ε)

της έκτασης στην οποία έχει θιγεί ο στόλος στην κλάση του αναγνωρισμένου οργανισμού· και

στ)

της αναποτελεσματικότητας των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

3.   Η ανάκληση της αναγνώρισης αποφασίζεται από την Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή εφόσον τη ζητήσει κάποιο κράτος μέλος, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, και αφού δοθεί η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο αναγνωρισμένο οργανισμό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Άρθρο 8

1.   Όλοι οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί αξιολογούνται από την Επιτροπή, μαζί με το κράτος μέλος που υπέβαλε τη σχετική αίτηση αναγνώρισης σε σταθερή βάση και τουλάχιστον ανά διετία προκειμένου να εξακριβωθεί ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με βάση τον παρόντα κανονισμό και ότι πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζει το Παράρτημα Ι. Η αξιολόγηση πρέπει να περιορίζεται σε εκείνες τις δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά την επιλογή των προς αξιολόγηση αναγνωρισμένων οργανισμών, η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στις επιδόσεις του αναγνωρισμένου οργανισμού από άποψη ασφάλειας και πρόληψης της ρύπανσης, στα περιστατικά ατυχημάτων και στις εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας …/…/ΕΚ (10) [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών].

3.   H αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει επίσκεψη στα περιφερειακά παραρτήματα του αναγνωρισμένου οργανισμού καθώς και τυχαία επιθεώρηση πλοίων, τόσο εν υπηρεσία όσο και υπό κατασκευή, προκειμένου να ελεγχθεί η επίδοση του αναγνωρισμένου οργανισμού. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει, κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη στα οποία ευρίσκεται το περιφερειακό παράρτημα. Η Επιτροπή παρέχει στα κράτη μέλη έκθεση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης.

4.   Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός καθιστά ετησίως διαθέσιμα στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τα αποτελέσματα της επισκόπησης του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας που χρησιμοποιεί.

Άρθρο 9

1.    Δεν επιτρέπεται η επίκληση ρήτρας σε σύμβαση του αναγνωρισμένου οργανισμού με τρίτο μέρος ή σε συμφωνία εξουσιοδότησης με κράτος σημαίας προκειμένου να περιορισθεί η πρόσβαση της Επιτροπής στις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1. ▐

2.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί εξασφαλίζουν στις συμβάσεις τους με τρίτα μέρη για την έκδοση των θεσμοθετημένων πιστοποιητικών ή πιστοποιητικών κλάσης για ένα πλοίο ότι προϋπόθεση για την εν λόγω έκδοση είναι να μην αντιτεθούν τα συγκεκριμένα τρίτα μέρη στην επιβίβαση των κοινοτικών επιθεωρητών στο συγκεκριμένο πλοίο για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 1.

Άρθρο 10

1.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί προβαίνουν περιοδικά σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους, με σκοπό τη διατήρηση της ισοδυναμίας και προκειμένου να επιτευχθεί εναρμόνιση με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις και την εφαρμογή τους. Συνεργάζονται μεταξύ τους με σκοπό να επιτύχουν συνεπή ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων, με την επιφύλαξη των εξουσιών των κρατών σημαίας. Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συμφωνούν όποτε κρίνεται σκόπιμο επί των τεχνικών και διαδικαστικών όρων υπό τους οποίους αναγνωρίζουν αμοιβαία τα αντίστοιχα πιστοποιητικά κλάσης βάσει ισοδύναμων προτύπων, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς τα πλέον απαιτητικά και αυστηρά πρότυπα και λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους θαλάσσιους εξοπλισμούς που φέρουν έγκριση τύπου σύμφωνα με την οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων  (11).

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί αναγνωρίζουν, για σκοπούς ταξινόμησης, πιστοποιητικά για θαλάσσιους εξοπλισμούς που φέρουν έγκριση τύπου (wheelmark) σύμφωνα με την οδηγία 96/98/ΕΚ ║.

Υποβάλλουν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη τακτικές εκθέσεις σχετικά με τις βασικές προόδους που επιτυγχάνονται όσον αφορά τις προδιαγραφές και την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών για υλικά, εξοπλισμούς και δομικά στοιχεία.

2.   Το αργότερο στις …  (12) , η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, βάσει ανεξάρτητης μελέτης ως προς το επίπεδο που επετεύχθη στη διαδικασία εναρμόνισης των κανόνων και των ρυθμίσεων και την αμοιβαία αναγνώριση. Σε περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων του άρθρου 10 από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, η Επιτροπή προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναγκαία μέτρα.

3.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συνεργάζονται με τις αρχές ελέγχου του κράτους του λιμένα, όταν πρόκειται για σκάφη του νηογνώμονά τους, προκειμένου ιδίως να διευκολύνεται η διευθέτηση αναφερόμενων ελλείψεων ή άλλων αποκλίσεων.

4.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί παρέχουν στις αρχές όλων των κρατών μελών που έχουν χορηγήσει ορισμένες από τις εξουσιοδοτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας …/…/ΕΚ (13) [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών] και στην Επιτροπή, κάθε πληροφορία σχετική με τα ταξινομημένα πλοία τους, τις μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρουν τα πλοία.

Οι πληροφορίες σχετικά με μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με οποιουσδήποτε τυχόν καθυστερούμενους ελέγχους, καθυστερούμενες συστάσεις, προϋποθέσεις κλάσης, όρους λειτουργίας ή περιορισμούς λειτουργίας που έχουν εκδοθεί εις βάρος των ταξινομημένων πλοίων τους, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρουν τα πλοία, γνωστοποιούνται ηλεκτρονικά και στην κοινή βάση δεδομένων επιθεωρήσεων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή της οδηγίας …/…/ΕΚ [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών], ταυτόχρονα με την καταχώρισή τους στα συστήματα του αναγνωρισμένου οργανισμού και ποτέ αργότερα από 72 ώρες μετά το συμβάν που δημιούργησε την υποχρέωση κοινοποίησης των πληροφοριών. Οι εν λόγω πληροφορίες, εξαιρουμένων των συστάσεων και των προϋποθέσεων κλάσης που δεν έχουν καθυστερήσει, δημοσιεύονται στις ιστοσελίδες των εν λόγω αναγνωρισμένων οργανισμών.

5.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί δεν εκδίδουν θεσμοθετημένα πιστοποιητικά για πλοίο, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρει, το οποίο έχει διαγραφεί από την κλάση του ή αλλάζει κλάση για λόγους ασφαλείας, πριν παράσχουν τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους σημαίας να δώσει τη γνώμη της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ως προς το κατά πόσον απαιτείται πλήρης επιθεώρηση.

6.   Σε περιπτώσεις μεταφοράς κλάσης από έναν αναγνωρισμένο οργανισμό σε άλλον, ο παραδίδων οργανισμός προμηθεύει, άνευ χρονοτριβής, στον παραλαμβάνοντα οργανισμό το πλήρες αρχείο με το ιστορικό του πλοίου και τον ενημερώνει ειδικότερα σχετικά με:

║ α)

τυχόν καθυστερούμενους ελέγχους·

║ β)

τυχόν καθυστερούμενες συστάσεις και προϋποθέσεις κλάσης·

║ γ)

τους όρους λειτουργίας που έχουν εκδοθεί εις βάρος πλοίου· και

║ δ)

τους περιορισμούς λειτουργίας που έχουν εκδοθεί εις βάρος πλοίου.

Τα νέα πιστοποιητικά του πλοίου μπορούν να εκδίδονται από τον παραλαμβάνοντα οργανισμό μόνο αφού ολοκληρωθούν ικανοποιητικά όλοι οι καθυστερούμενοι έλεγχοι και αφού εκπληρωθούν οι καθυστερούμενες συστάσεις ή προϋποθέσεις κλάσης που είχαν προηγουμένως εκδοθεί σχετικά με το πλοίο, καθ' υπόδειξη του παραδίδοντος οργανισμού.

Πριν από τη συμπλήρωση των νέων πιστοποιητικών, ο παραλαμβάνων οργανισμός γνωστοποιεί ║ την ημερομηνία έκδοσής τους στον παραδίδοντα οργανισμό και του επιβεβαιώνει τις ενέργειες που έγιναν για κάθε εκκρεμή έλεγχο, σύσταση ή προϋπόθεση κλάσης, καθώς και τον τόπο και τις ημερομηνίες έναρξης και ικανοποιητικής κατάληξής τους .

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί καθορίζουν και εφαρμόζουν ενδεδειγμένες κοινές απαιτήσεις για τις περιπτώσεις μετάταξης κλάσης εφόσον χρειάζονται ιδιαίτερες προφυλάξεις. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών είναι τουλάχιστον η μετάταξη πλοίου ηλικίας 15 ετών ή και περισσότερο και η μετάταξη από μη αναγνωρισμένο οργανισμό σε αναγνωρισμένο.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συνεργάζονται μεταξύ τους για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 11

1.    Τα κράτη μέλη, από κοινού με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, συγκροτούν το αργότερο στις …  (14) Επιτροπή Αξιολόγησης σύμφωνα με τις ▐ προδιαγραφές ποιότητας EN 45012. Οι ενδιαφερόμενες επαγγελματικές ενώσεις που δραστηριοποιούνται στον ναυτιλιακό κλάδο μπορούν να συμμετέχουν με συμβουλευτική ιδιότητα στην επιτροπή αυτή.

2.    Η Επιτροπή Αξιολόγησης διεκπεραιώνει τα εξής καθήκοντα:

║ α)

τη ρύθμιση και τη συνεχή αξιολόγηση του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας των αναγνωρισμένων οργανισμών σύμφωνα με τα πρότυπα ποιότητας ISO 9001·

║ β)

την πιστοποίηση του συστήματος ▐ ποιότητας των αναγνωρισμένων οργανισμών ▐ ·

║ γ)

την έκδοση δεσμευτικών ερμηνειών των διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων διαχείρισης της ποιότητας, ιδίως για να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φύσης και των υποχρεώσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών· και

║ δ)

την έγκριση ατομικών και συλλογικών συστάσεων για τη βελτίωση των κανόνων, των διαδικασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου των αναγνωρισμένων οργανισμών.

3.    Η Επιτροπή Αξιολόγησης είναι ανεξάρτητη και διαθέτει τις αναγκαίες αρμοδιότητες προκειμένου να δρα με αυτονομία σε σχέση με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς και διαθέτει τα αναγκαία μέσα για να φέρει σε πέρας τα καθήκοντά της αποτελεσματικά και με βάση τα υψηλότερα επαγγελματικά πρότυπα. Η Επιτροπή Αξιολόγησης θεσπίζει τις οικείες μεθόδους εργασίας και τον εσωτερικό της κανονισμό.

4.    Η Επιτροπή Αξιολόγησης παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένης της Επιτροπής, πλήρεις πληροφορίες για το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας της, καθώς και τα πορίσματα και τις συστάσεις της, ιδίως όσον αφορά καταστάσεις που ενδέχεται να απειλήσουν την ασφάλεια…

5.    Η Επιτροπή Αξιολόγησης ελέγχεται περιοδικά από την Επιτροπή , η οποία, ενεργώντας σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή Αξιολόγησης να λάβει τα μέτρα που η Επιτροπή κρίνει αναγκαία για να εξασφαλισθεί η πλήρης συμμόρφωση προς την παράγραφο 1.

6.   Η Επιτροπή υποβάλλει στα κράτη μέλη έκθεση των αποτελεσμάτων και της συνέχειας της αξιολόγησής της.

Άρθρο 12

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφαλείας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), που συστάθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 (15).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 13

1.   Ο παρών κανονισμός μπορεί, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του, να τροποποιείται , σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12, παράγραφος 4, προκειμένου να ενημερώνονται τα ελάχιστα κριτήρια του Παραρτήματος Ι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των σχετικών αποφάσεων του ΙΜΟ.

Τα ανωτέρω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4.

2.   Οι τροποποιήσεις των διεθνών συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2, στοιχείο β), του παρόντος κανονισμού μπορούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 14

1.   Η Επιτροπή θεσπίζει και δημοσιεύει:

║ α)

κριτήρια για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων και διαδικασιών καθώς και των επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια των ταξινομημένων τους πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, που προέρχεται από αυτά, έχοντας ιδίως κατά νου τα στοιχεία που παρέχονται από το μνημόνιο συνεννόησης των Παρισίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα ή/και από παρεμφερή προγράμματα· και

║ β)

κριτήρια για να προσδιορίζεται πότε οι εν λόγω επιδόσεις αποτελούν απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, στα οποία επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις που επηρεάζουν τους μικρότερου μεγέθους ή τους άκρως εξειδικευμένους οργανισμούς.

Τα ανωτέρω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4.

2.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού συμπληρώνοντάς τον και που σχετίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6, και κατά περίπτωση του άρθρου 7, θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4.

3.   Υπό την επιφύλαξη της άμεσης εφαρμογής των ελαχίστων κριτηρίων του Παραρτήματος Ι, η Επιτροπή μπορεί, με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, να θεσπίζει κανόνες και να εξετάζει τον καθορισμό στόχων για τα γενικά ελάχιστα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, Μέρος A, σημείο 3.

Άρθρο 15

1.   Οι οργανισμοί, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού ήταν αναγνωρισμένοι σύμφωνα με την οδηγία 94/57/ΕΚ, παραμένουν αναγνωρισμένοι, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 7, η Επιτροπή επανεξετάζει όλες τις περιορισμένες αναγνωρίσεις που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με την οδηγία 94/57/ΕΚ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του παρόντος κανονισμού έως … (16), προκειμένου να αποφασίσει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 3, εάν οι περιορισμοί πρέπει να αντικατασταθούν από άλλους ή να αρθούν. Οι περιορισμοί εξακολουθούν να ισχύουν έως ότου αποφασίσει η Επιτροπή.

Άρθρο 16

Κατά την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, η Επιτροπή ελέγχει εάν κάτοχος της αναγνώρισης είναι η αρμόδια νομική οντότητα του οργανισμού στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Εάν δεν είναι αυτός ο κάτοχος, η Επιτροπή τροποποιεί αναλόγως την αναγνώριση με απόφασή της.

Εφόσον η Επιτροπή τροποποιήσει την αναγνώριση, τα κράτη μέλη αναπροσαρμόζουν τις συμφωνίες τους με τον αναγνωρισμένο οργανισμό προκειμένου να ληφθεί υπόψη η τροποποίηση.

Άρθρο 17

Η Επιτροπή ενημερώνει ανά διετία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18

Οι παραπομπές της κοινοτικής και της εθνικής νομοθεσίας στην οδηγία 94/57/ΕΚ νοούνται, κατά περίπτωση, ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 19

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007 (ΕΕ C 74 Ε της 20.3.2008, σ. 632), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ C 190 Ε της 29.7.2008, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)  ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20. ║.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. ║.

(6)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1. ║.

(7)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός και η ημερομηνία.

(8)  ΕΕ L …

(9)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός ║.

(10)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός ║.

(11)   ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25.

(12)   Τρία έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(13)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός ║.

(14)   18 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(15)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1. ║.

(16)  ║ Δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

(ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3)

A.   ΓΕΝΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

1.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί, προκειμένου να επιτύχουν και να διατηρήσουν την κοινοτική αναγνώριση, πρέπει να έχουν νομική προσωπικότητα στο κράτος του τόπου τους. Οι λογαριασμοί τους πρέπει να πιστοποιούνται από ανεξάρτητους ορκωτούς λογιστές.

2.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει ότι διαθέτει εκτεταμένη πείρα σε αξιολογήσεις του σχεδιασμού και της κατασκευής εμπορικών πλοίων.

3.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να είναι επανδρωμένος ανά πάσα στιγμή με σημαντικό διοικητικό, τεχνικό, βοηθητικό και ερευνητικό προσωπικό ανάλογα με το μέγεθος του στόλου της κλάσης του, της σύνθεσης και της συμμετοχής του οργανισμού στην κατασκευή και την μετατροπή πλοίων. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να είναι ικανός να αποσπά σε κάθε τόπο εργασίας, όταν και εφόσον χρειάζεται, μέσα και προσωπικό ανάλογα με τα καθήκοντα που πρόκειται να φέρει σε πέρας σύμφωνα με τα γενικά ελάχιστα κριτήρια 6 και 7 και με τα ειδικά ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο Μέρος Β.

4.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να διαθέτει και να εφαρμόζει σύνολο οικείων αναλυτικών κανόνων και διαδικασιών ή τη σχετική αποδεδειγμένη ικανότητα για το σχεδιασμό, την κατασκευή και την περιοδική εξέταση εμπορικών πλοίων, οι οποίοι έχουν την ποιότητα διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων. Οι κανόνες και οι κανονισμοί δημοσιεύονται και ενημερώνονται συνεχώς, όπως επίσης βελτιώνονται μέσω ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων.

5.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να δημοσιεύει το νηογνώμονά του σε ετήσια βάση ή τον τηρεί σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό.

6.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν πρέπει να είναι υπό τον έλεγχο πλοιοκτητών ή ναυπηγών ή άλλων οι οποίοι αναπτύσσουν εμπορική δραστηριότητα στην κατασκευή, τον εξοπλισμό, την επισκευή ή την εκμετάλλευση πλοίων. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν πρέπει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, ως προς τις προσόδους του, από μία και μόνη εμπορική επιχείρηση. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν πρέπει να διενεργεί εργασίες κλάσης ή θεσμοθετημένες εργασίες εάν ταυτίζεται ή έχει επαγγελματικούς, προσωπικούς ή οικογενειακούς δεσμούς με τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει και για τους επιθεωρητές που απασχολούνται από τον αναγνωρισμένο οργανισμό.

7.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος του ψηφίσματος Α.789(19) του ΙΜΟ σχετικά με τους ειδικούς κανόνες που διέπουν τις εργασίες επιθεώρησης και πιστοποίησης, τις οποίες αναλαμβάνουν αναγνωρισμένοι οργανισμοί για λογαριασμό των αρχών, στο βαθμό κατά τον οποίο καλύπτονται ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

B.   ΕΙΔΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

1.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί παρέχουν παγκόσμια κάλυψη με το αποκλειστικά απασχολούμενο τεχνικό τους προσωπικό ή, σε ▐ δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, με αποκλειστικά απασχολούμενο τεχνικό προσωπικό άλλων ▐ οργανισμών.

2.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός διέπεται από κώδικα δεοντολογίας.

3.

Στον αναγνωρισμένο οργανισμό, η διοίκηση και η διαχείριση ασκούνται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η εχεμύθεια των πληροφοριών η απαιτούμενη από τις αρχές.

4.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός παρέχει σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή, στην Επιτροπή και στα ενδιαφερόμενα μέρη.

5.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός, οι επόπτες και το τεχνικό προσωπικό του ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς να παραβιάζονται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των ναυπηγείων, των προμηθευτών εξοπλισμών και των πλοιοκτητών, περιλαμβανομένων των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, των αδειών, της τεχνογνωσίας ή κάθε είδους γνώσεων, η χρησιμοποίηση των οποίων προστατεύεται νομικά σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο· σε καμία περίπτωση, και με την επιφύλαξη των αξιολογικών αρμοδιοτήτων των κρατών και της Επιτροπής, ιδίως δε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9, ο αναγνωρισμένος οργανισμός ή οι επόπτες και το τεχνικό προσωπικό που απασχολεί δεν μεταδίδουν ούτε γνωστοποιούν στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά από εμπορική άποψη που περιήλθαν στη γνώση τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους για την επιθεώρηση, τον έλεγχο ή την εποπτεία κατασκευής νέων ή επισκευαζόμενων πλοίων.

6.

Η διοίκηση του αναγνωρισμένου οργανισμού καθορίζει και τεκμηριώνει την πολιτική και τους στόχους του όσον αφορά την ποιότητα, καθώς και την προσήλωσή του σ' αυτή, και εξασφαλίζει ότι η πολιτική αυτή έχει γίνει αντιληπτή, εφαρμόζεται και ακολουθείται σε όλα τα επίπεδα του αναγνωρισμένου οργανισμού. Η πολιτική του αναγνωρισμένου οργανισμού αναφέρεται σε στόχους και δείκτες επιδόσεων από άποψη ασφάλειας και πρόληψης της ρύπανσης.

7.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός διασφαλίζει ότι:

║ α)

οι κανόνες και οι διαδικασίες καταρτίζονται και διατηρούνται κατά τρόπο συστηματικό·

║ β)

οι κανόνες και οι διαδικασίες τηρούνται και εφαρμόζεται εσωτερικό σύστημα μέτρησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε σχέση με τους εν λόγω κανόνες και τις διαδικασίες·

║ γ)

πληρούνται οι απαιτήσεις των θεσμοθετημένων εργασιών για τις οποίες έχει εξουσιοδοτηθεί ο αναγνωρισμένος οργανισμός και εφαρμόζεται εσωτερικό σύστημα μέτρησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε σχέση με τη συμμόρφωση με τις διεθνείς συμβάσεις·

║ δ)

είναι καθορισμένες και τεκμηριωμένες οι αρμοδιότητες, οι εξουσίες και η διαπλοκή του προσωπικού η εργασία του οποίου έχει αντίκτυπο στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο αναγνωρισμένος οργανισμός·

║ ε)

όλες οι εργασίες εκτελούνται υπό συνθήκες οι οποίες τελούν υπό έλεγχο·

║ στ)

υφίσταται σύστημα εποπτείας για τις πράξεις και την εργασία των επιθεωρητών και του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού που απασχολείται από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

║ ζ)

οι επιθεωρητές διαθέτουν εκτεταμένη γνώση του συγκεκριμένου τύπου πλοίου επί του οποίου εκτελούν τις εργασίες τους σε σχέση με τη συγκεκριμένη επιθεώρηση που πρέπει να διενεργηθεί καθώς και των σχετικών εφαρμοστέων απαιτήσεων·

║ η)

εφαρμόζεται σύστημα διαπίστωσης των ικανοτήτων των επιθεωρητών και συνεχούς ενημέρωσης των γνώσεών τους·

║ θ)

τηρούνται μητρώα στα οποία εμφαίνονται η τήρηση των απαιτούμενων προτύπων για τα θέματα τα καλυπτόμενα από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, καθώς και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του συστήματος ποιότητας·

║ ι)

ακολουθείται συνολικό σύστημα προγραμματισμένων και τεκμηριωμένων εσωτερικών ελέγχων όσον αφορά τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την ποιότητα, σε όλους τους τόπους εγκατάστασης·

║ ια)

οι θεσμοθετημένοι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις που επιβάλλει το εναρμονισμένο σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης για τις οποίες είναι εξουσιοδοτημένος ο αναγνωρισμένος οργανισμός διενεργούνται σύμφωνα με τη διάταξη που εκτίθεται στο παράρτημα και στο προσάρτημα του ψηφίσματος A.948(23) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές ελέγχου βάσει του εναρμονισμένου συστήματος ελέγχου και πιστοποίησης·

║ ιβ)

καθορίζονται σαφείς και άμεσες σχέσεις ευθύνης και ελέγχου μεταξύ των κεντρικών και περιφερειακών γραφείων του αναγνωρισμένου οργανισμού και μεταξύ των αναγνωρισμένων οργανισμών και των επιθεωρητών τους.

8.

Οι ▐ οργανισμοί πρέπει να έχουν αναπτύξει, εφαρμόσει καιδιατηρήσει αποτελεσματικό εσωτερικό σύστημα ποιότητας με βάση τα κατάλληλα μέρη διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων ποιότητας και σύμφωνα προς το πρότυπο EN ISO/IEC 17020:2004 (φορείς επιθεώρησης) και το πρότυπο EN ISO 9001:2000, ▐ όπως ερμηνεύονται και πιστοποιούνται από την Επιτροπή Αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1.

Η Επιτροπή Αξιολόγησης πρέπει να διαθέτει αυτονομία δράσης και, προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να έχει στη διάθεσή της όλα τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα και να παράγει διεξοδικό και συνεχές έργο. Πρέπει να κατέχει ιδιαίτερα εξειδικευμένες και υψηλής ποιότητος τεχνικές γνώσεις και κώδικα δεοντολογίας ο οποίος να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της δράσης των ελεγκτών.

9.

Οι κανόνες και οι ρυθμίσεις των ▐ οργανισμών εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε οι οργανισμοί να μπορούν πάντοτε, βασιζόμενοι στη δική τους άμεση γνώση και κρίση, να δηλώνουν αξιόπιστα και αντικειμενικά την ασφάλεια των πλοίων με πιστοποιητικά κλάσης, βάσει των οποίων μπορούν να εκδοθούν θεσμοθετημένα πιστοποιητικά.

10.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός διαθέτει τα αναγκαία μέσα αξιολόγησης, με τη χρήση ειδικευμένου προσωπικού και σύμφωνα με τις διατάξεις που εκτίθενται στο Παράρτημα του ψηφίσματος A.913(22) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις αρχές, της εφαρμογής και της διατήρησης του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, τόσο από την ξηρά όσο και επί των σκαφών, το οποίο πρόκειται να καλυφθεί στην πιστοποίηση.

11.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να επιτρέπει τη συμμετοχή αντιπροσώπων των αρχών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών στην κατάρτιση των κανόνων του και των διαδικασιών του.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 94/57/ΕΚ

Οδηγία …/…/ΕΚ  (1) [σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών]

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2, στοιχείο α)

Άρθρο 2, στοιχείο α)

Άρθρο 2, στοιχείο α)

Άρθρο 2, στοιχείο β)

Άρθρο 2, στοιχείο β)

-

Άρθρο 2, στοιχείο γ)

Άρθρο 2, στοιχείο γ)

-

Άρθρο 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 2, στοιχείο β)

Άρθρο 2, στοιχείο ε)

Άρθρο 2, στοιχείο ζ)

Άρθρο 2, στοιχείο γ)

-

Άρθρο 2, στοιχείο η)

Άρθρο 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 2, στοιχείο στ)

Άρθρο 2, στοιχείο θ)

Άρθρο 2, στοιχείο ε)

Άρθρο 2, στοιχείο ζ)

Άρθρο 2, στοιχείο ι)

Άρθρο 2, στοιχείο στ)

Άρθρο 2, στοιχείο η)

Άρθρο 2, στοιχείο ια)

Άρθρο 2, στοιχείο ζ)

Άρθρο 2, στοιχείο θ)

Άρθρο 2, στοιχείο ιγ)

Άρθρο 2, στοιχείο θ)

-

Άρθρο 2, στοιχείο ι)

Άρθρο 2, στοιχείο η)

Άρθρο 2, στοιχείο ι)

Άρθρο 2, στοιχείο ιδ)

-

Άρθρο 2, στοιχείο κ)

-

Άρθρο 2, στοιχείο ι)

Άρθρο 3

Άρθρο 3

-

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη πρόταση

-

Άρθρο 3, παράγραφος 1

Άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη πρόταση

-

Άρθρο 3, παράγραφος 2

Άρθρο 4, παράγραφος 1, τρίτη πρόταση

-

-

Άρθρο 4, παράγραφος 1, τέταρτη πρόταση

-

Άρθρο 4, παράγραφος 1

-

-

Άρθρο 3, παράγραφος 3

-

-

Άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3, 4

-

-

Άρθρο 5

-

-

Άρθρο 6

-

-

Άρθρο 7

Άρθρο 5, παράγραφος 1

Άρθρο 8, παράγραφος 1

-

Άρθρο 5, παράγραφος 3

Άρθρο 8, παράγραφος 2

-

Άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2, 3, 4

Άρθρο 9, παράγραφοι 1, 2, 3, 4

-

Άρθρο 6, παράγραφος 5

-

-

Άρθρο 7

Άρθρο 10

Άρθρο 12

Άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α)

-

Άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση

-

Άρθρο 13, παράγραφος 1

Άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση

Άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β)

-

-

Άρθρο 11, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8, παράγραφος 2,

Άρθρο 11, παράγραφος 2

-

Άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο

-

Άρθρο 13, παράγραφος 2

Άρθρο 9, παράγραφος 1

-

-

Άρθρο 9, παράγραφος 2

-

-

Άρθρο 10, παράγραφος 1, εισαγωγικό μέρος

Άρθρο 12

-

Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχεία α), β), γ), παράγραφοι 2, 3, 4

-

-

Άρθρο 11, παράγραφοι 1, 2

Άρθρο 13, παράγραφοι 1, 2

-

Άρθρο 11, παράγραφοι 3, 4

-

Άρθρο 8, παράγραφοι 1, 2

Άρθρο 12

Άρθρο 14

-

Άρθρο 13

-

-

Άρθρο 14

Άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2

-

-

Άρθρο 15, παράγραφος 3

-

-

Άρθρο 16

-

-

 

Άρθρο 9

Άρθρο 15, παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 10, παράγραφοι 1, 2

Άρθρο 15, παράγραφος 2

 

Άρθρο 10, παράγραφος 3

Άρθρο 15, παράγραφος 3

-

Άρθρο 10, παράγραφος 4

Άρθρο 15, παράγραφος 4

 

Άρθρο 10, παράγραφος 5

Άρθρο 15, παράγραφος 5

 

Άρθρο 10, παράγραφος 6, πρώτο, δεύτερο, τρίτο και πέμπτο εδάφιο

-

 

Άρθρο 10, παράγραφος 6, τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 16

Άρθρο 17

-

Άρθρο 17

Άρθρο 20

-

-

Άρθρο 18

-

-

Άρθρο 19

-

 

 

Άρθρο 11

 

 

Άρθρο 14

 

 

Άρθρο 15

 

 

Άρθρο 16

 

 

Άρθρο 17

 

 

Άρθρο 18

 

 

Άρθρο 19

Παράρτημα

 

Παράρτημα Ι

 

Παράρτημα Ι

 

 

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ


(1)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός ║.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/291


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ***I

P6_TA(2008)0449

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και της οδηγίας 2002/20/ΕΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (COM(2007)0697 — C6-0427/2007 — 2007/0247(COD))

2010/C 8 E/45

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0697),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0427/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0321/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0247

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς εγκαταστάσεις, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/ΕΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής ,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η λειτουργία των πέντε οδηγιών που συγκροτούν το υφιστάμενο πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (4) («οδηγία πλαίσιο»), οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (5) («οδηγία για την πρόσβαση»), οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (6) (οδηγία για την αδειοδότηση), οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (7) («οδηγία για την καθολική υπηρεσία») και οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (8) («οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες») (ονομαζόμενες ομού «οδηγία πλαίσιο» και «ειδικές οδηγίες») υπάγεται σε περιοδική ανασκόπηση εκ μέρους της Επιτροπής, αποβλέποντας ιδίως στον καθορισμό της ανάγκης τροποποίησης υπό το φως των εξελίξεων στην τεχνολογία και την αγορά.

(2)

Το 2007 πραγματοποιήθηκε αναθεώρηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων («Οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων»)  (9) , με στόχο να διασφαλιστούν άριστες συνθήκες ανταγωνιστικότητας και ασφάλειας δικαίου για την τεχνολογία των πληροφοριών και τις επιχειρήσεις και υπηρεσίες μέσων επικοινωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και να προστατευτεί η πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία. Ένα δίκαιο και ισόρροπο ρυθμιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελεί ζωτικής σημασίας πυλώνα για ολόκληρο τον οπτικοακουστικό τομέα στην ΕΕ.

(3)

Η Επιτροπή υπέβαλε εν προκειμένω τα αρχικά της πορίσματα, στην ανακοίνωσή της της 29ης Ιουνίου 2006, προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, σχετικά με την ανασκόπηση του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Με βάση τα αρχικά αυτά ευρήματα πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση, όπου ως πλέον σημαντική πτυχή που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεταρρύθμιση του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων προσδιορίστηκε η συνεχιζόμενη έλλειψη εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Διαπιστώθηκε ιδίως ότι ο κατακερματισμός στην κανονιστική ρύθμιση και οι ασυνέπειες στις δραστηριότητες των εθνικών ρυθμιστικών αρχών απειλούν όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα του τομέα, αλλά και τα σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές από τον διασυνοριακό ανταγωνισμό.

(4)

Πρέπει κατά συνέπεια να μεταρρυθμιστεί το κοινοτικό πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στοχεύοντας στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών με την ενίσχυση, του κοινοτικού μηχανισμού κανονιστικής ρύθμισης των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ στις βασικές αγορές. Στη μεταρρύθμιση περιλαμβάνεται επίσης ο καθορισμός αποτελεσματικής και συντονισμένης στρατηγικής για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος με στόχο την επίτευξη ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου της πληροφορίας και την ενίσχυση των διατάξεων υπέρ χρηστών με αναπηρίες, με σκοπό την επίτευξη μιας κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς αποκλεισμούς.

(5)

Πρωταρχικός στόχος του κοινού κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι η δημιουργία ενός βιώσιμου «οικοσυστήματος» για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, που θα βασίζεται στην προσφορά και τη ζήτηση: στην πρώτη μέσω πραγματικά ανταγωνιστικών αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, και στη δεύτερη χάρη στην επιτάχυνση των εξελίξεων στην κοινωνία της πληροφορίας.

(6)

Περαιτέρω στόχος του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι να μειωθούν σταδιακά οι ιδιαίτερες ανά τομέα εκ των προτέρων ρυθμίσεις, καθώς θα αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών ώστε, τελικά, οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες να ρυθμίζονται μόνο από τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Μολονότι οι αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών έδειξαν ισχυρή δυναμική ανταγωνισμού κατά τα τελευταία έτη, είναι σημαντικό, προληπτικές κανονιστικές υποχρεώσεις να επιβάλλονται μόνο όπου δεν υπάρχει ουσιαστικός και βιώσιμος ανταγωνισμός. Η ανάγκη για τη συνέχιση προληπτικής ρύθμισης θα πρέπει να αναθεωρηθεί το αργότερο τρία έτη από την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας.

(7)

Για να εξασφαλισθεί μια προσέγγιση αναλογική και προσαρμοσμένη σε ποικίλες συνθήκες ανταγωνισμού, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να ορίζουν αγορές στη βάση εθνικής υποδιαίρεσης και να αίρουν κανονιστικές υποχρεώσεις σε αγορές ή γεωγραφικές περιοχές όπου υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός στην υποδομή. Τούτο θα πρέπει να ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που οι γεωγραφικές περιοχές δεν προσδιορίζονται ως χωριστές αγορές.

(8)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Ατζέντας της Λισσαβώνας, είναι αναγκαία η παροχή κατάλληλων κινήτρων για επενδύσεις σε νέα δίκτυα υψηλής ταχύτητας που να υποστηρίζουν την καινοτομία σε πλούσιες σε περιεχόμενο υπηρεσίες διαδικτύου και να ενισχύουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα δίκτυα διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι, επομένως, ζωτικής σημασίας η προώθηση βιώσιμων επενδύσεων σε αυτά τα δίκτυα και, ταυτόχρονα, η διασφάλιση του ανταγωνισμού και η αύξηση της προσφοράς επιλογών στους καταναλωτές μέσω της ρυθμιστικής προβλεψιμότητας και συνέπειας.

(9)

Στην ανακοίνωσή της, της 20ής Μαρτίου 2006, «Η γεφύρωση του ευρυζωνικού φάσματος»  (10) , η Επιτροπή αναγνώριζε την ύπαρξη ενός γεωγραφικού διαχωρισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά την πρόσβαση σε γρήγορες ευρυζωνικές υπηρεσίες. Παρά τη γενική αύξηση της ευρυζωνικής συνδεσιμότητας, η πρόσβαση σε πολλές περιοχές παραμένει περιορισμένη, εξαιτίας του υψηλού κόστους που οφείλεται στη χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού και στις αποστάσεις. Τα εμπορικά κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων με στόχο την ανάπτυξη των ευρυζωνικών υπηρεσιών σε τέτοιες περιοχές, συχνά αποδεικνύονται ανεπαρκή. Είναι, ωστόσο, θετικό το γεγονός ότι η τεχνολογική καινοτομία μειώνει το κόστος της εγκατάστασης υποδομών. Για να εξασφαλισθεί η πραγματοποίηση επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, η ρύθμιση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τα μέτρα που λαμβάνονται σε άλλους τομείς πολιτικής, όπως η πολιτική για τις κρατικές ενισχύσεις, οι διαρθρωτικοί πόροι ή ευρύτεροι στόχοι βιομηχανικής πολιτικής.

(10)

Οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της νέας γενιάς δικτύων οπτικών ινών και την επίτευξη ευέλικτης και αποτελεσματικής πρόσβασης στο ραδιοφάσμα με την προαγωγή της έντασης του ανταγωνισμού και της ανάπτυξης καινοτόμων εφαρμογών και υπηρεσιών προς όφελος των καταναλωτών. Η πρόκληση συνίσταται στη δημιουργία της επόμενης γενιάς εκτεταμένων και εναρμονισμένων, δικτύου και υποδομής υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών, πληροφορικής και μέσων επικοινωνίας.

(11)

Η δημόσια πολιτική θα πρέπει να διαδραματίσει ρόλο στη συμπλήρωση της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, με ενέργειες τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και στην πλευρά της ζήτησης, για την τόνωση του φαύλου κύκλου όπου η ανάπτυξη καλύτερου περιεχομένου και καλύτερων υπηρεσιών εξαρτάται από την υποδομή, και αντιστρόφως. Η δημόσια παρέμβαση θα πρέπει να είναι αναλογική και να μην στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ούτε να εμποδίζει τις ιδιωτικές επενδύσεις, να ενισχύει τα κίνητρα για επενδύσεις και να περιορίζει τους φραγμούς για την είσοδο στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, οι δημόσιες αρχές μπορούν να ενισχύουν την ανάπτυξη μελλοντοστραφούς υποδομής υψηλής δυναμικότητας. Για τούτο, η δημόσια ενίσχυση θα πρέπει να χορηγείται με ανοικτές, διαφανείς και ανταγωνιστικές διαδικασίες, να μην ευνοεί εκ των προτέρων καμιά δεδομένη τεχνολογία και να παρέχει πρόσβαση στην υποδομή χωρίς διακρίσεις.

(12)

Το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει επίσης να προωθεί την προστασία των καταναλωτών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω της προσφοράς αξιόπιστων και διεξοδικών πληροφοριών με τη χρήση κάθε πρόσφορου μέσου προς τον σκοπό αυτόν, να παρέχει διαφάνεια σε σχέση με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις, και να επιβάλει υψηλό επίπεδο προδιαγραφών στην παροχή των υπηρεσιών· θα πρέπει επίσης να αναγνωρίζει πλήρως τον ρόλο των ενώσεων καταναλωτών στις δημόσιες διαβουλεύσεις και να διασφαλίζει τη διάθεση στις αρμόδιες αρχές των απαιτούμενων εξουσιών για την πρόληψη ενδεχόμενων απόπειρων εξαπάτησης και την καταπολέμηση των περιπτώσεων απάτης.

(13)

Η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις απόψεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και των φορέων των επιχειρήσεων κατά τη λήψη μέτρων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας μέσω της πραγματοποίησης αποτελεσματικών διαβουλεύσεων με στόχο τη διασφάλιση της διαφάνειας και της αναλογικότητας. Η Επιτροπή πρέπει να εκδίδει λεπτομερή έγγραφα όσον αφορά τη διαβούλευση, αναπτύσσοντας τις διάφορες προτεινόμενες δράσεις, πρέπει δε να παρέχεται στους ενδιαφερόμενους φορείς εύλογος χρόνος για να απαντήσουν. Σε συνέχεια της διαβούλευσης και αφού εξετάσει τις απαντήσεις, η Επιτροπή πρέπει να αιτιολογεί τη απόφασή της με μια δήλωση η οποία να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη οι απαντήσεις αυτές.

(14)

Για να καταστεί δυνατό οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να ανταποκριθούν στους στόχους που έχουν οριστεί στην οδηγία πλαίσιο και στις ειδικές οδηγίες, ιδίως όσον αφορά τη διατερματική διαλειτουργικότητα, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύψει ραδιοεξοπλισμό και τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό, όπως ορίζεται στην οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1999 σχετικά με ραδιοεξοπλισμό και τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της συμμόρφωσής τους (11), καθώς επίσης και καταναλωτικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στην ψηφιακή τηλεόραση.

(15)

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 1999/5/ΕΚ είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί η εφαρμογή πτυχών του τερματικού εξοπλισμού όσον αφορά την πρόσβαση αναπήρων τελικών χρηστών, ώστε να διασφαλίζεται διαλειτουργικότητα μεταξύ του τερματικού εξοπλισμού και των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(16)

Ορισμένοι ορισμοί πρέπει να αποσαφηνιστούν ή να μεταβληθούν ώστε να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στην αγορά και την τεχνολογία, και για να απαλειφθούν αμφιβολίες που έχουν εντοπισθεί κατά την υλοποίηση του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων.

(17)

Οι δραστηριότητες των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και της Επιτροπής στο πλαίσιο του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών συμβάλλουν στην εκπλήρωση ευρύτερων πολιτικών στόχων δημόσιας πολιτικής στους τομείς του πολιτισμού, της απασχόλησης, του περιβάλλοντος, της κοινωνικής συνοχής, της περιφερειακής ανάπτυξης και της χωροταξίας.

(18)

Οι εθνικές αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα εξακολουθήσουν να διαφέρουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι επομένως αναγκαίο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και ο φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στις Τηλεπικοινωνίες (BERT) να διαθέτουν τις απαιτούμενες αρμοδιότητες και γνώσεις για τη διαμόρφωση ενός ανταγωνιστικού ευρωπαϊκού «οικοσυστήματος» στις αγορές και τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, και επίσης να κατανοούν, ταυτοχρόνως, τις εθνικές και περιφερειακές διαφορές και να τηρούν την αρχή της επικουρικότητας .

(19)

Η ανεξαρτησία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών πρέπει να ενισχυθεί ώστε να εξασφαλιστεί αποτελεσματικότερη εφαρμογή του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων και να αυξηθεί το κύρος τους και η προβλεψιμότητα των αποφάσεων τους. Για το σκοπό αυτό πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη στην εθνική νομοθεσία που θα εξασφαλίσει ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων της, μια εθνική ρυθμιστική αρχή προστατεύεται έναντι εξωτερικών παρεμβάσεων ή πολιτικών πιέσεων που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή της στα θέματα που επιλαμβάνεται. Η εξωτερική αυτή επιρροή καθιστά έναν εθνικό νομοθετικό φορέα ακατάλληλο να αναλάβει δράση ως εθνική ρυθμιστική αρχή στο πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων. Προς τούτο πρέπει να θεσπιστούν εκ των προτέρων κανόνες αναφορικά με τους λόγους για την απόλυση του επικεφαλής της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, ώστε να αρθεί κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την ουδετερότητα του εν λόγω φορέα και την θωράκισή του έναντι εξωτερικών παραγόντων. Είναι σημαντικό οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να έχουν δικό τους προϋπολογισμό, που να τους παρέχει ιδίως τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν επαρκή αριθμό ειδικευμένου προσωπικού. Για την εξασφάλιση διαφάνειας πρέπει ο προϋπολογισμός να δημοσιεύεται ετησίως.

(20)

Παρατηρήθηκε μεγάλη ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο όργανα προσφυγής εφάρμοσαν προσωρινά μέτρα για να αναστείλουν αποφάσεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Για επίτευξη μεγαλύτερης συνέπειας στην προσέγγιση πρέπει να ισχύσει κοινό πρότυπο σύμφωνα με την κοινοτική νομολογία. Δεδομένης της σημασίας των προσφυγών στη συνολική λειτουργία του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων, πρέπει να συγκροτηθεί μηχανισμός για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με προσφυγές και τις αποφάσεις αναστολής που λαμβάνουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε όλα τα κράτη μέλη, καθώς και για την υποβολή σχετικών εκθέσεων στην Επιτροπή.

(21)

Για να είναι σε θέση οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να διεξάγουν αποτελεσματικά τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα πρέπει στα δεδομένα που συλλέγουν να περιλαμβάνονται λογιστικά δεδομένα για τις αγορές λιανικής που συνδέονται με αγορές χονδρικής στις περιπτώσεις που φορέας εκμετάλλευσης διαθέτει σημαντική ισχύ στην αγορά και επομένως υπόκειται σε ρύθμιση εκ μέρους της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται δεδομένα που θα παρέχουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή τη δυνατότητα αξιολόγησης του πιθανού αντίκτυπου από προγραμματισμένη αναβάθμιση ή αλλαγή στην τοπολογία δικτύου για την εξέλιξη του ανταγωνισμού ή σε προϊόντα χονδρικής που διατίθενται σε άλλα μέρη.

(22)

Η εθνική διαβούλευση που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας πλαίσιο πρέπει να διεξάγεται πριν από την κοινοτική διαβούλευση που προβλέπεται στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, ώστε να είναι δυνατό να εκφραστούν οι απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών στην κοινοτική διαβούλευση. Έτσι θα αποφευχθεί η ανάγκη δεύτερης κοινοτικής διαβούλευσης σε περίπτωση αλλαγών σε σχεδιαζόμενο μέτρο ως αποτέλεσμα της εθνικής διαβούλευσης.

(23)

Η διακριτική ευχέρεια των εθνικών ρυθμιστικών αρχών πρέπει να συμβιβαστεί με την ανάπτυξη συνεκτικής ρυθμιστικής πρακτικής και με τη συνεπή εφαρμογή του πλαισίων των κανονιστικών ρυθμίσεων ώστε να υπάρξει αποτελεσματική συμβολή στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει επομένως να υποστηρίζουν τις δραστηριότητες εσωτερικής αγοράς της Επιτροπής και τις αντίστοιχες του BERT , που πρέπει να συνιστούν το αποκλειστικό βήμα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στο πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων.

(24)

Ο κοινοτικός μηχανισμός που παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να απαιτεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να αποσύρουν σχεδιαζόμενα μέτρα αναφορικά με τον καθορισμό της αγοράς και φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ στην αγορά έχει συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη συνεκτικής προσέγγισης όσον αφορά τον προσδιορισμό των συνθηκών στις οποίες είναι δυνατό να υπάρξει εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση, στην οποία να υπάγονται οι φορείς εκμετάλλευσης. Δεν υπάρχει, ωστόσο, ανάλογος μηχανισμός για την εφαρμογή επανορθωτικών μέτρων. Από την παρακολούθηση της αγοράς από την Επιτροπή και, ιδίως, από την εμπειρία της διαδικασίας του άρθρου 7 της οδηγίας πλαίσιο προκύπτει ότι ανακολουθίες στην εφαρμογή επανορθωτικών μέτρων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ακόμα και υπό παρόμοιες συνθήκες αγοράς, υπονομεύουν την εσωτερική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν εξασφαλίζουν ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης που είναι εγκατεστημένοι σε διάφορα κράτη μέλη και εμποδίζουν την επίτευξη οφέλους για τους καταναλωτές από τον διασυνοριακό ανταγωνισμό και υπηρεσίες. Πρέπει να δοθούν στην Επιτροπή εξουσίες ώστε να απαιτεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές την απόσυρση σχεδίων μέτρων για τα επανορθωτικά μέσα που επιλέγουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Για την εξασφάλιση συνεπούς εφαρμογής του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων στην Κοινότητα πρέπει η Επιτροπή πριν από τη λήψη της απόφασής της να συμβουλεύεται τον BERT .

(25)

Είναι σημαντική η έγκαιρη εφαρμογή του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων. Όταν η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση με την οποία απαιτεί από εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει σχεδιαζόμενο μέτρο, πρέπει οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να υποβάλουν αναθεωρημένο μέτρο στην Επιτροπή. Ορίζεται καταληκτική ημερομηνία για την κοινοποίηση του αναθεωρημένου μέτρου στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας πλαίσιο ώστε οι συντελεστές της αγοράς να μπορούν να γνωρίζουν τη διάρκεια της ανασκόπησης της αγοράς ώστε να αυξάνεται η ασφάλεια δικαίου.

(26)

Παρομοίως, ενόψει της ανάγκης αποφυγής ρυθμιστικού κενού σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κινητικότητα, εάν η θέσπιση του επανακοινοποιημένου σχεδίου μέτρου θα συνέχιζε να αποτελεί φραγμό για την ενιαία αγορά ή θα συνέχιζε να είναι ασύμβατο με την κοινοτική νομοθεσία, η Επιτροπή, αφού συμβουλευθεί τον BERT , πρέπει να είναι σε θέση να απαιτεί από την σχετική εθνική ρυθμιστική αρχή να επιβάλει ειδικό επανορθωτικό μέτρο εντός καθορισμένου χρονικού περιθωρίου.

(27)

Εν όψει των στενών χρονικών περιθωρίων στον κοινοτικό μηχανισμό διαβούλευσης, πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εξουσίες για θέσπιση εκτελεστικών μέτρων που να αποβλέπουν σε απλούστευση των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών —π.χ. σε περιπτώσεις σταθερών αγορών ή ελασσόνων αλλαγών σε προηγουμένως κοινοποιημένα μέτρα— ή σε δυνατότητα εξαίρεσης κοινοποίησης για την εξομάλυνση των διαδικασιών σε ορισμένες περιπτώσεις.

(28)

Σύμφωνα με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τα θεμελιώδη δικαιώματα και της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, το πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων πρέπει να εξασφαλίζει ότι όλοι οι χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των τελικών χρηστών με αναπηρίες, των ηλικιωμένων, καθώς και χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες, έχουν εύκολη πρόσβαση σε οικονομικά προσιτές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας. Στη δήλωση 22, η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη του Άμστερνταμ, προβλέπεται ότι τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες ατόμων με αναπηρίες κατά την κατάρτιση μέτρων στο πλαίσιο του άρθρου 95 της Συνθήκης.

(29)

Οι ραδιοσυχνότητες θεωρούνται σπάνιος δημόσιος πόρος με σημαντική δημόσια και αγοραία αξία. Η αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη δυνατή διαχείριση του ραδιοφάσματος, από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, με συνεκτίμηση των στόχων της πολιτιστικής ποικιλότητας και της πολυφωνίας των μέσων επικοινωνίας , καθώς και η σταδιακή άρση των εμποδίων στην αποδοτική του χρήση είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

(30)

Παρότι η διαχείριση του ραδιοφάσματος παραμένει εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, μόνο ο συντονισμός και, όπου είναι σκόπιμο, η εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο μπορούν να εξασφαλίσουν στους χρήστες του ραδιοφάσματος τα πλήρη οφέλη της εσωτερικής αγοράς, αλλά και την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων της ΕΕ σε διεθνές επίπεδο.

(31)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος πρέπει να είναι συμβατές με το έργο των διεθνών και περιφερειακών οργανισμών που ασχολούνται με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, όπως η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU) και η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Διοικήσεων (CEPT), ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική διαχείριση και η εναρμονισμένη χρήση του ραδιοφάσματος, τόσο σε κοινοτικό επίπεδο, όσο και διεθνώς.

(32)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συγκαλέσουν το 2010 διάσκεψη κορυφής για το ραδιοφάσμα, ως συμβολή στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 8α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), με τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και όλων των ενδιαφερομένων. Η διάσκεψη κορυφής θα συμβάλλει ιδιαίτερα στη διασφάλιση μεγαλύτερης συνοχής της πολιτικής της ΕΕ για το ραδιοφάσμα γενικότερα, στην ελέυθέρωση φάσματος για νέες υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών μετά την ψηφιακή μετάβαση και στην παροχή καθοδήγησης στο πλαίσιο της στροφής από την αναλογική στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση.

(33)

Η στροφή από την αναλογική στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση, λόγω της μεγαλύτερης απόδοσης της ψηφιακής τεχνολογίας μετάδοσης, αναμένεται να ελευθερώσει σημαντικό μέρος του φάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το λεγόμενο «ψηφιακό μέρισμα». Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ελευθερώσουν τα ψηφιακά τους μερίσματα το ταχύτερο δυνατόν, επιτρέποντας στους πολίτες να επωφεληθούν πλήρως από την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων και ανταγωνιστικών υπηρεσιών. Για τον σκοπό αυτό, τα εμπόδια που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την αποτελεσματική κατανομή ή ανακατανομή του ψηφιακού μερίσματος θα πρέπει να εξαλειφθούν και να επιδιωχθεί μια συνεκτικότερη και πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στην κατανομή του ψηφιακού μερίσματος στην Κοινότητα.

(34)

Η διαχείριση των ραδιοσυχνοτήτων αποβλέπει στην εξασφάλιση της αποφυγής επιβλαβών παρεμβολών. Η βασική αυτή έννοια των επιβλαβών παρεμβολών πρέπει επομένως να οριστεί κατάλληλα, με βάση υπάρχοντα, διεθνώς συμφωνημένα σχέδια συχνοτήτων, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ρυθμιστική παρέμβαση περιορίζεται στον βαθμό που είναι απαραίτητος για την αποτροπή αυτών των παρεμβολών.

(35)

Η τρέχουσα διαχείριση του ραδιοφάσματος και το σύστημα διανομής βασίζονται εν γένει σε διοικητικές αποφάσεις που δεν διαθέτουν επαρκή ευελιξία ώστε να προσαρμόζονται στις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, ιδίως με την ταχεία ανάπτυξη ασύρματων τεχνολογιών και την αυξανόμενη ζήτηση ζωνικού εύρους. Ο περιττός κατακερματισμός μεταξύ εθνικών πολιτικών επιφέρει αυξανόμενο κόστος και απώλεια ευκαιριών αγοράς για χρήστες του ραδιοφάσματος, ενώ επιβραδύνει την καινοτομία σε βάρος της εσωτερικής αγοράς, των καταναλωτών και της οικονομίας στο σύνολό της. Επιπλέον, οι όροι πρόσβασης και χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ενδέχεται να ποικίλουν ανάλογα με τον τύπο του φορέα εκμετάλλευσης, ενώ οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες που παρέχονται από τους εν λόγω φορείς εκμετάλλευσης αλληλεπικαλύπτονται διαρκώς περισσότερο, προκαλώντας έτσι εντάσεις μεταξύ των κατόχων δικαιωμάτων, ανισότητες στο κόστος πρόσβασης στο ραδιοφάσμα και δυνητικές στρεβλώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(36)

Τα εθνικά σύνορα παίζουν όλο και μικρότερο ρόλο για τον καθορισμό της βέλτιστης χρήσης τους ραδιοφάσματος. Ο κατακερματισμός της διαχείρισης της πρόσβασης σε δικαιώματα ραδιοφάσματος περιορίζει τις επενδύσεις και την καινοτομία και δεν παρέχει στους φορείς εκμετάλλευσης και τους κατασκευαστές εξοπλισμού τη δυνατότητα πραγματοποίησης οικονομιών κλίμακας, παρεμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη εσωτερικής αγοράς για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν ραδιοφάσμα.

(37)

Η ευελιξία στη διαχείριση του ραδιοφάσματος και η πρόσβαση σε αυτό πρέπει να αυξηθούν, στο πλαίσιο αδειών ουδέτερων από άποψη τεχνολογίας και υπηρεσίας, ώστε οι χρήστες του ραδιοφάσματος να μπορούν να επιλέγουν την εφαρμογή των βέλτιστων τεχνολογιών και υπηρεσιών σε ζώνες συχνοτήτων διαθέσιμες σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως αυτές αναφέρονται στους εθνικούς πίνακες παραχώρησης συχνοτήτων και στους κανονισμούς της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU) (εφεξής «αρχές ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες»). Ο διοικητικός καθορισμός τεχνολογιών και υπηρεσιών θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν διακυβεύονται στόχοι γενικού συμφέροντος .

(38)

Περιορισμοί στην αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας πρέπει να ενδείκνυνται και να αιτιολογούνται από την ανάγκη αποφυγής επιβλαβών παρεμβολών, λόγου χάρη με την επιβολή μάσκας εκπομπών και στάθμης ισχύος, ή για την εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας με τον περιορισμό της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία, ή την εξασφάλιση κατάλληλου μερισμού του ραδιοφάσματος, ιδίως όπου η χρήση του υπάγεται μόνο σε γενικές άδειες, ή για τη συμμόρφωση προς στόχο γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

(39)

Οι χρήστες του ραδιοφάσματος πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τις υπηρεσίες που επιθυμούν να προσφέρουν μέσω του ραδιοφάσματος με την επιφύλαξη μεταβατικών μέτρων για την διαχείριση κεκτημένων δικαιωμάτων, και των διατάξεων των εθνικών σχεδίων κατανομής συχνοτήτων και των κανονισμών ραδιοφωνίας της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU). Πρέπει να επιτρέπονται εξαιρέσεις στην αρχή της ουδετερότητας ως προς την υπηρεσία, όπου απαιτείται η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της εθνικής δημόσιας πολιτικής, ή για την κάλυψη σαφώς προσδιορισμένων στόχων γενικού συμφέροντος, όπως, για παράδειγμα, η ασφάλεια της ζωής, η ανάγκη προαγωγής της κοινωνικής, περιφερειακής και εδαφικής συνοχής, η αποδοτική χρήση των ραδιοσυχνοτήτων και η αποτελεσματική διαχείριση του ραδιοφάσματος . Οι στόχοι αυτοί περιλαμβάνουν και την προαγωγή στόχων σε σχέση με την εθνική πολιτική για τα οπτικοακουστικά μέσα , τον πολιτισμό και τα μέσα ενημέρωσης, την πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και την πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία, σε συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία. Εκτός περιπτώσεων που είναι απαραίτητες για την προστασία της ασφάλειας της ζωής, ή για την εξασφάλιση της επίτευξης των παραπάνω στόχων, οι εξαιρέσεις δεν πρέπει να συνεπάγονται αποκλειστική χρήση ορισμένων υπηρεσιών, αλλά συνιστούν παραχώρηση προτεραιότητας ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια ζώνη και άλλες υπηρεσίες ή τεχνολογίες, στο βαθμό του δυνατού. Για να μπορεί ο κάτοχος της άδειας να επιλέγει ελεύθερα τα πλέον αποδοτικά μέσα για τη μεταφορά του περιεχομένου των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω ραδιοσυχνοτήτων, πρέπει στις άδειες χρήσης ραδιοσυχνοτήτων να μην υπάγεται σε κανονιστική ρύθμιση το περιεχόμενο.

(40)

Ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής και του χαρακτήρα κάθε εξαίρεσης που αφορά την προαγωγή της γλωσσικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας, της εθνικής πολιτικής για τα οπτικοακουστικά μέσα και τα μέσα επικοινωνίας και της πολυφωνίας των μέσων επικοινωνίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία.

(41)

Καθώς η κατανομή ραδιοφάσματος σε ειδικές τεχνολογίες ή υπηρεσίες αποτελεί εξαίρεση των αρχών της ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες και περιορίζει την ελευθερία επιλογής της παρεχόμενης υπηρεσίας ή της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας, κάθε πρόταση τέτοιας κατανομής πρέπει να είναι διαφανής και να υπάγεται σε δημόσια διαβούλευση.

(42)

Προς το συμφέρον της ευελιξίας και αποτελεσματικότητας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει επίσης να παρέχουν στους χρήστες του ραδιοφάσματος τη δυνατότητα, σε ζώνες που ταυτοποιούνται κατά εναρμονισμένο τρόπο, να μεταβιβάζουν ελεύθερα ή να χρονομισθώνουν τα δικαιώματα χρήσης τους σε τρίτους, πράγμα που θα επιτρέψει τη δυνατότητα αποτίμησης του ραδιοφάσματος από την αγορά. Καθώς είναι αρμόδιες για την εξασφάλιση αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αναλαμβάνουν δράση για να εξασφαλίζουν ότι η εμπορία δεν καταλήγει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού όπου παραμένει αχρησιμοποίητο ραδιοφάσμα.

(43)

Για σκοπούς της εσωτερικής αγοράς στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ενδέχεται επίσης να απαιτηθεί εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο της ταυτοποίησης ζωνών εμπορεύσιμων ραδιοσυχνοτήτων, των όρων εμπορευσιμότητας ή μετάβασης σε εμπορεύσιμα δικαιώματα σε συγκεκριμένες ζώνες, του ελάχιστου μορφότυπου για εμπορεύσιμα δικαιώματα, των απαιτήσεων για την εξασφάλιση της κεντρικής διάθεσης, της προσβασιμότητας και της αξιοπιστίας των απαραίτητων υπηρεσιών για εμπορία ραδιοφάσματος, καθώς και των απαιτήσεων για την προστασία του ανταγωνισμού και για την αποτροπή αποθεματοποίησης (δέσμευσης) ραδιοφάσματος. Πρέπει, κατά συνέπεια, να δοθούν στην Επιτροπή εξουσίες θέσπισης εκτελεστικών μέτρων για την εν λόγω εναρμόνιση. Στα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το κατά πόσο έχουν χορηγηθεί μεμονωμένα δικαιώματα σε εμπορική ή σε μη εμπορική βάση.

(44)

Για την εισαγωγή της αρχής της ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες και της εμπορευσιμότητας υφιστάμενων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος ενδέχεται να απαιτηθούν μεταβατικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού, καθώς το νέο σύστημα ενδέχεται να παρέχει το δικαίωμα σε ορισμένους χρήστες ραδιοφάσματος να ανταγωνιστούν χρήστες ραδιοφάσματος που έχουν αποκτήσει τα σχετικά δικαιώματά τους υπό επαχθέστερους όρους και προϋποθέσεις. Αντίθετα, όπου έχουν χορηγηθεί δικαιώματα ως παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες ή σύμφωνα με κριτήρια που δεν είναι αντικειμενικά, διαφανή, αναλογικά και αμερόληπτα αποβλέποντας στην επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος, δεν πρέπει να βελτιωθεί η κατάσταση των κατόχων των εν λόγω δικαιωμάτων σε βάρος των νέων ανταγωνιστών τους πέρα από τον απαραίτητο βαθμό για την επίτευξη των εν λόγω στόχων γενικού συμφέροντος. Κάθε τμήμα ραδιοφάσματος που έχει καταστεί περιττό για την επίτευξη στόχων δημοσίου συμφέροντος πρέπει να ανακτάται και να επανεκχωρείται σύμφωνα με την οδηγία για την αδειοδότηση.

(45)

Για την προαγωγή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και για την υποστήριξη της ανάπτυξης διασυνοριακών υπηρεσιών, θα πρέπει η Επιτροπή να μπορεί να συμβουλεύεται τον BERT στο πεδίο της αριθμοδότησης. Εξάλλου, για να δοθεί η δυνατότητα σε πολίτες των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων ταξιδιωτών και ατόμων με αναπηρίες, να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες υπηρεσίες χρησιμοποιώντας τους ίδιους αναγνωρίσιμους αριθμούς σε παρόμοιες τιμές σε όλα τα κράτη μέλη, πρέπει οι εξουσίες της Επιτροπής για θέσπιση εκτελεστικών μέτρων να περιλαμβάνουν επίσης, όπου απαιτείται, την ισχύουσα αρχή ή μηχανισμό τιμολόγησης, καθώς και τη θέσπιση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης εντός της ΕΕ, ώστε να εξασφαλίζεται η ευχερής πρόσβαση των χρηστών στις υπηρεσίες αυτές.

(46)

Οι εκδιδόμενες άδειες για επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν πρόσβαση σε δημόσια ή ιδιωτική ιδιοκτησία αποτελούν βασικούς παράγοντες για την καθιέρωση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για νέα στοιχεία δικτύων. Περιττές περιπλοκές και καθυστερήσεις στις διαδικασίες χορήγησης δικαιωμάτων διέλευσης ενδέχεται επομένως να αποτελούν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η απόκτηση δικαιωμάτων διέλευσης από εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις πρέπει να απλουστευθεί. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να συντονίζουν την απόκτηση δικαιωμάτων διέλευσης, παρέχοντας σχετικές πληροφορίες στους δικτυακούς τόπους τους.

(47)

Είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι εξουσίες των κρατών μελών όσον αφορά κατόχους δικαιωμάτων διέλευσης ώστε να εξασφαλιστεί η είσοδος ή εγκατάσταση νέου δικτύου κατά δίκαιο, αποτελεσματικό και περιβαλλοντικά υπεύθυνο τρόπο και ανεξάρτητα από κάθε υποχρέωση φορέα εκμετάλλευσης με σημαντική ισχύ στην αγορά να παραχωρεί πρόσβαση στο δικό του δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν, κατά περίπτωση, μερισμό στοιχείων του δικτύου και συναφών εγκαταστάσεων όπως αγωγών, ιστών και κεραιών, την είσοδο σε κτίρια και καλύτερο συντονισμό τεχνικών έργων. Ο βελτιωμένος μερισμός ευκολιών μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τον ανταγωνισμό και να μειώσει το συνολικό χρηματοοικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος ανάπτυξης και εγκατάστασης υποδομής ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις επιχειρήσεις, και ιδίως νέων δικτύων πρόσβασης με τη χρήση οπτικών ινών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι ιδίως σε θέση να επιβάλουν στους φορείς εκμετάλλευσης την υποχρέωση να καταθέτουν μια προσφορά αναφοράς για την εξασφάλιση της πρόσβασης στους αγωγούς τους κατά τρόπο δίκαιο και αμερόληπτο.

(48)

Η αξιόπιστη και ασφαλής επικοινωνία πληροφοριών μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών καταλαμβάνει διαρκώς κεντρικότερη θέση στο σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει. Ο σύνθετος χαρακτήρας των συστημάτων, τεχνικές αστοχίες ή ανθρώπινα λάθη, ατυχήματα ή προσβολές ενδέχεται να έχουν συνέπειες για τη λειτουργία και τη διάθεση των υλικών υποδομών που παρέχουν υπηρεσίες καθοριστικής σημασίας για την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων και υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει συνεπώς να προωθούν την ακεραιότητα και την ασφάλεια των δημόσιων επικοινωνιακών δικτύων. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA)  (12) πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη βελτιωμένου επιπέδου ασφάλειας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταξύ άλλων, παρέχοντας εμπειρογνωμοσύνη και συμβουλές και προάγοντας την ανταλλαγή βέλτιστης πρακτικής. Τόσο ο ENISA όσο και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων εξουσιών για απόκτηση επαρκούς πληροφόρησης ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν το επίπεδο της ασφάλειας δικτύων ή υπηρεσιών, καθώς επίσης και περιεκτικά και αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τρέχοντα συμβάντα ασφάλειας που είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών. Έχοντας υπόψη ότι η επιτυχής εφαρμογή επαρκούς βαθμού ασφάλειας δεν πρόκειται για ενέργεια που πραγματοποιείται άπαξ αλλά για συνεχή διαδικασία εφαρμογής, ανασκόπησης και επικαιροποίησης, πρέπει να απαιτείται από τους παρόχους δικτύου και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ασφάλειάς τους σύμφωνα με τους κινδύνους που έχουν εκτιμηθεί, λαμβάνοντας υπόψη το πλέον προηγμένο τεχνολογικό επίπεδο των εν λόγω μέτρων.

(49)

Εφόσον υπάρχει ανάγκη συμφωνίας επί κοινής δέσμης απαιτήσεων ασφάλειας, πρέπει να παρέχεται στην Επιτροπή η εξουσία προσαρμογής τεχνικών μέτρων εφαρμογής για την επίτευξη επαρκούς στάθμης ασφάλειας δικτύου και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην εσωτερική αγορά. Ο ENISA πρέπει να συμβάλλει στην εναρμόνιση των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας παρέχοντας την εμπειρογνωμοσύνη της. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να εκδίδουν δεσμευτικές οδηγίες αναφορικά με τεχνικά μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία πλαίσιο. Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους πρέπει να διαθέτουν εξουσία για διερεύνηση και επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

(50)

Από την εμπειρία της εφαρμογής του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων προκύπτει ότι η αγορά όπου ασκείται η επιρροή της σημαντικής ισχύος δεν συνιστά την πηγή του προβλήματος αλλά το αντικείμενο του αποτελέσματός της. Κατά συνέπεια, η σημαντική ισχύς σε μια αγορά πρέπει να αντιμετωπίζεται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές στην πηγή και όχι σε παρακείμενες αγορές όπου γίνονται αισθητά τα αποτελέσματά της.

(51)

Σε περίπτωση αγορών που έχουν ταυτοποιηθεί ως διακρατικές, η διαδικασία ανασκόπησης της αγοράς πρέπει να απλουστευθεί και να καταστεί αποτελεσματικότερη διευκολύνοντας την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του BERT , να ορίσει τις επιχειρήσεις με σημαντική ισχύ στην αγορά και να επιβάλλει μια ή περισσότερες ειδικές υποχρεώσεις, καθιστώντας έτσι δυνατή την απευθείας αντιμετώπιση θεμάτων με διακρατικά χαρακτηριστικά σε κοινοτικό επίπεδο.

(52)

Για να γνωρίζουν με βεβαιότητα οι συντελεστές της αγοράς τους όρους των κανονιστικών ρυθμίσεων, απαιτείται καθορισμός χρονικού ορίου για τις περιπτώσεις ανασκόπησης της αγοράς. Είναι σημαντικό να διεξάγεται ανάλυση της αγοράς σε τακτική βάση και σε εύλογο και ενδεδειγμένο χρονικό πλαίσιο. Στο εν λόγω πλαίσιο πρέπει να συνεκτιμάται το κατά πόσο η συγκεκριμένη αγορά υπήρξε κατά το παρελθόν αντικείμενο ανάλυσης και αν έχει κοινοποιηθεί δεόντως. Εάν μια εθνική ρυθμιστική αρχή δεν αναλύσει μια αγορά εντός του χρονικού περιθωρίου ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η εσωτερική αγορά, ενώ οι κανονικές διαδικασίες επί παραβάσει ενδέχεται να μην έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματά τους εγκαίρως. Η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να είναι σε θέση να ζητήσει από τον BERT να επικουρήσει την συγκεκριμένη εθνική ρυθμιστική αρχή στα καθήκοντα της, ιδίως να εκδώσει γνώμη συμπεριλαμβανομένου σχεδίου μέτρου, ανάλυσης της σχετικής αγοράς και των ενδεδειγμένων υποχρεώσεων που στη συνέχεια μπορεί να επιβάλλει η Επιτροπή.

(53)

Λόγω του υψηλού επιπέδου τεχνολογικής καινοτομίας και των πολύ δυναμικών αγορών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να είναι δυνατή η ταχεία προσαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων κατά συντονισμένο και εναρμονισμένο τρόπο σε ευρωπαϊκή κλίμακα, καθώς, όπως προκύπτει από την εμπειρία, οι αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στην υλοποίηση του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων ενδέχεται να προκαλέσουν φραγμούς στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Πρέπει επομένως να αποκτήσει η Επιτροπή εξουσίες για την θέσπιση εκτελεστικών μέτρων σε πεδία όπως η κανονιστική αντιμετώπιση νέων υπηρεσιών, η αριθμοδότηση, η ονοματοδοσία και διευθυνσιοδότηση, θέματα καταναλωτών συμπεριλαμβανομένης της ηλε-προσβασιμότητας και λογιστικών μέτρων κανονιστικού χαρακτήρα.

(54)

Ένα σημαντικό καθήκον που έχει ανατεθεί στον BERT είναι η κατά περίπτωση έκδοση γνώμης σε σχέση με διασυνοριακές διαφορές. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει επομένως να λαμβάνουν υπόψη ενδεχόμενες γνώμες του BERT σε ανάλογες περιπτώσεις.

(55)

Από την εμπειρία κατά την υλοποίηση του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων προκύπτει ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που παρέχουν στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές την εξουσία να επιβάλλουν πρόστιμα απέτυχαν να αποτελέσουν επαρκές κίνητρο συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις. Κατάλληλες εξουσίες επιβολής μπορούν να συμβάλλουν στην έγκαιρη υλοποίηση του πλαισίου των κανονιστικών ρυθμίσεων και επομένως να ενισχύσουν την κανονιστική ασφάλεια, που αποτελεί σημαντικό συντελεστή για επενδύσεις. Η έλλειψη αποτελεσματικών εξουσιών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ισχύει για ολόκληρο το πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων. Η εισαγωγή μιας νέας διάταξης στην οδηγία πλαίσιο για την αντιμετώπιση αθέτησης υποχρεώσεων που προβλέπονται στην οδηγία πλαίσιο και στις ειδικές οδηγίες πρέπει επομένως να εξασφαλίζει την εφαρμογή συνεπών και συνεκτικών αρχών επιβολής, καθώς και κυρώσεις για ολόκληρο το πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων.

(56)

Χρειάζεται ενθάρρυνση τόσο των επενδύσεων όσο και του ανταγωνισμού, προκειμένου να προστατευτεί και να μην υπονομευτεί η δυνατότητα επιλογής των καταναλωτών.

(57)

Το υφιστάμενο πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων περιελάμβανε ορισμένες διατάξεις για τη διευκόλυνση της μετάβασης από το παλαιό πλαίσιο του 1998 στο νέο, του 2002. Η μετάβαση αυτή ολοκληρώθηκε σε όλα τα κράτη μέλη και τα εν λόγω μέτρα πρέπει να καταργηθούν καθώς είναι πλέον περιττά.

(58)

Στο παράρτημα I της οδηγίας πλαίσιο προσδιορίστηκε ο κατάλογος των αγορών που πρέπει να περιληφθούν στη σύσταση για τις σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών που ενδέχεται να επιδέχονται εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση. Το εν λόγω παράρτημα πρέπει να καταργηθεί δεδομένου ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός του να εξυπηρετήσει ως βάση για την κατάρτιση της αρχικής έκδοσης της σύστασης (13).

(59)

Στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας πλαίσιο απαριθμούνται τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές όταν αξιολογούν την ενδεχόμενη ύπαρξη από κοινού δεσπόζουσας θέσης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 14 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας. Το εν λόγω παράρτημα ενδέχεται να είναι παραπλανητικό για τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές που διεξάγουν ανάλυση της αγοράς. Ως εκ τούτου, η έννοια της από κοινού δεσπόζουσας θέσης εξαρτάται επίσης από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια το παράρτημα ΙΙ θα πρέπει να καταργηθεί.

(60)

Ο σκοπός του λειτουργικού διαχωρισμού, όπου ο καθετοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης απαιτείται να καθιερώσει λειτουργικά διακριτές επιχειρηματικές οντότητες, προορίζεται για την εξασφάλιση της παροχής προϊόντων με πλήρως ισότιμη πρόσβαση σε όλους του κατάντη φορείς εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των κατάντη τμημάτων του ίδιου του καθετοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης. Ο λειτουργικός διαχωρισμός θα μπορούσε να έχει τη δυνατότητα βελτίωσης του ανταγωνισμού σε διάφορες σχετικές αγορές, μειώνοντας σημαντικά το κίνητρο για διακριτική μεταχείριση και καθιστώντας ευκολότερη την επαλήθευση και επιβολή της συμμόρφωσης με υποχρεώσεις αμεροληψίας. Για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά οι προτάσεις λειτουργικού διαχωρισμού πρέπει να εγκρίνονται εκ των προτέρων από την Επιτροπή.

(61)

Η εφαρμογή λειτουργικού διαχωρισμού δεν αποκλείει κατάλληλους μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των διάφορων διακριτών επιχειρηματικών οντοτήτων ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων οικονομικής και διαχειριστικής εποπτείας της μητρικής εταιρίας.

(62)

Η συνέχιση της ολοκλήρωσης των αγορών στην εσωτερική αγορά δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και δικτύων επιβάλλει στο μέλλον μεγαλύτερο συντονισμό της εφαρμογής προληπτικής ρύθμισης όπως προβλέπεται στο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(63)

Σε περίπτωση που καθετοποιημένη επιχείρηση επιλέξει να διαθέσει σημαντικό μέρος ή το σύνολο των στοιχείων του δικτύου τοπικής πρόσβασής της σε διακριτή νομική οντότητα υπό διαφορετική ιδιοκτησία ή ιδρύοντας διακριτή επιχειρηματική οντότητα που ασχολείται με προϊόντα πρόσβασης, η εθνική ρυθμιστική αρχή πρέπει να εκτιμά το αποτέλεσμα της σκοπούμενης συναλλαγής στο σύνολο των υφιστάμενων ρυθμιστικών υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί στον καθετοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης ώστε να εξασφαλιστεί η συμβατότητα ενδεχόμενων νέων συμφωνιών με την οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία). Η σχετική εθνική ρυθμιστική αρχή πρέπει να αναλαμβάνει νέα ανάλυση των αγορών όπου δραστηριοποιείται η διαιρεμένη οντότητα και, ανάλογα, να επιβάλλει, να διατηρεί, να τροποποιεί ή να αίρει υποχρεώσεις. Για το σκοπό αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί πληροφορίες από την επιχείρηση.

(64)

Ενώ σε ορισμένες περιστάσεις είναι ενδεδειγμένο μια εθνική ρυθμιστική αρχή να επιβάλει υποχρεώσεις σε φορείς εκμετάλλευσης που δεν διαθέτουν σημαντική ισχύ στην αγορά αποβλέποντας στην επίτευξη στόχων όπως η διατερματική συνδετικότητα ή η διαλειτουργικότητα υπηρεσιών , ή στην προώθηση της αποδοτικότητας, του βιώσιμου ανταγωνισμού και της μεγιστοποίησης του οφέλους για τους καταναλωτές , είναι ωστόσο απαραίτητο να εξασφαλίζεται ότι τέτοιες υποχρεώσεις επιβάλλονται σε συμμόρφωση με το πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων και, ειδικότερα, με τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται σε αυτόν.

(65)

Η Επιτροπή έχει την εξουσία εφαρμογής εκτελεστικών μέτρων με σκοπό την προσαρμογή των όρων πρόσβασης σε υπηρεσίες ψηφιακής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα I, με τις εξελίξεις στις αγορές και την τεχνολογία. Τούτο ισχύει επίσης για τον ελάχιστο κατάλογο θεμάτων, στο παράρτημα II, τα οποία πρέπει να δημοσιευθούν για την κάλυψη της υποχρέωσης της διαφάνειας.

(66)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, για τη λήψη μέτρων εναρμόνισης που υπερβαίνουν τα τεχνικά μέτρα εφαρμογής, για την υλοποίηση της κοινοτικής πολιτικής για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

(67)

Η διευκόλυνση της πρόσβασης σε πόρους ραδιοσυχνοτήτων για τους συντελεστές της αγοράς θα συμβάλει στην άρση των εμποδίων για την είσοδο στην αγορά. Εξάλλου, η τεχνολογική πρόοδος περιορίζει τον κίνδυνο επιβλαβών παρεμβολών σε ορισμένες ζώνες συχνοτήτων και επομένως την ανάγκη για μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης. Κατά συνέπεια, οι όροι για την χρήση ραδιοφάσματος με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει κατά κανόνα να καθορίζονται στο πλαίσιο γενικών αδειών, εκτός εάν απαιτούνται ειδικές άδειες, λαμβάνοντας υπόψη την χρήση του ραδιοφάσματος, για προστασία έναντι επιζήμιων παραγόντων ή για κάλυψη συγκεκριμένου στόχου γενικού συμφέροντος. Αποφάσεις σχετικά με την ανάγκη μεμονωμένων δικαιωμάτων πρέπει να λαμβάνονται με διαφανή και αναλογικό τρόπο.

(68)

Η εισαγωγή των απαιτήσεων της ουδετερότητας ως προς την υπηρεσία και την τεχνολογία στις αποφάσεις εκχώρησης και κατανομής, μαζί με την αυξημένη πιθανότητα μεταφοράς δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων, αναμένεται ότι θα αυξήσουν την ελευθερία και τους τρόπους διανομής ηλεκτρονικών επικοινωνιών και περιεχομένου και υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων επικοινωνίας στο κοινό, διευκολύνοντας έτσι την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος. Ωστόσο, ορισμένες υποχρεώσεις γενικού συμφέροντος που επιβάλλονται σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς για την διανομή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων επικοινωνίας μπορεί να απαιτούν την εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων για την εκχώρηση ραδιοφάσματος όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την κάλυψη συγκεκριμένου στόχου γενικού συμφέροντος που ορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Οι διαδικασίες που συνδέονται με την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση διαφανείς, αντικειμενικές, αναλογικές και αμερόληπτες.

(69)

Κάθε ολική ή μερική εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής τελών ή επιβαρύνσεων που ορίζονται για τη χρήση του ραδιοφάσματος πρέπει να είναι αντικειμενική και διαφανής και να βασίζεται στην ύπαρξη άλλων υποχρεώσεων γενικού συμφέροντος που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο.

(70)

Από την άποψη του περιοριστικού αντίκτυπού του στην ελεύθερη πρόσβαση σε ραδιοφάσμα, η ισχύς ενός μεμονωμένου δικαιώματος χρήσης που δεν είναι εμπορεύσιμο πρέπει να είναι περιορισμένη χρονικά. Σε περίπτωση που δικαιώματα χρήσης περιλαμβάνουν διάταξη ανανέωση της ισχύος τους, τα κράτη μέλη πρέπει να διεξάγουν πρώτα ανασκόπηση, συμπεριλαμβανομένης δημόσιας διαβούλευσης, συνεκτιμώντας τις αγορές, την κάλυψη και τεχνολογικές εξελίξεις. Ενόψει της σπανιότητας του ραδιοφάσματος, τα μεμονωμένα δικαιώματα που χορηγούνται σε επιχειρήσεις πρέπει να υφίστανται τακτική ανασκόπηση. Κατά την διεξαγωγή της εν λόγω ανασκόπησης, τα κράτη μέλη πρέπει να σταθμίζουν όπου αυτό είναι δυνατό τα συμφέροντα των κατόχων δικαιωμάτων με την ανάγκη ενίσχυσης της εισαγωγής εμπορίας ραδιοφάσματος, καθώς και με περισσότερο ευέλικτη χρήση ραδιοφάσματος μέσω γενικών αδειών.

(71)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να διαθέτουν την εξουσία για εξασφάλιση αποδοτικής χρήσης ραδιοφάσματος και αριθμών και, εφόσον παραμένουν αχρησιμοποίητοι πόροι ραδιοφάσματος ή αριθμοδότησης, να αναλαμβάνουν δράση για την αποτροπή αποθεματοποίησης που αντιβαίνει στον ανταγωνισμό, και η οποία μπορεί να παρεμποδίσει νέες εισόδους στην αγορά.

(72)

Η άρση νομικών και διοικητικών φραγμών για γενική άδεια ή δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος ή αριθμών με ευρωπαϊκή απήχηση πρέπει να ευνοεί την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των υπηρεσιών και να συμβάλει στην βελτίωση του ανταγωνισμού. Ενώ ο συντονισμός των τεχνικών όρων για τη διάθεση και αποδοτική χρήση των ραδιοσυχνοτήτων διοργανώνεται σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος)  (14), ενδέχεται επίσης να απαιτηθεί, για την επίτευξη στόχων της εσωτερικής αγοράς, ο συντονισμός ή η εναρμόνιση των διαδικασιών επιλογής και των όρων που ισχύουν για δικαιώματα και άδειες σε ορισμένες ζώνες, σε δικαιώματα χρήσης για αριθμούς και σε γενικές άδειες. Τούτο ισχύει ιδίως για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες έχουν από την φύση τους διάσταση εσωτερικής αγοράς ή διασυνοριακό δυναμικό, όπως οι δορυφορικές υπηρεσίες, η ανάπτυξη των οποίων θα παρεμποδίζονταν από ανακολουθίες στην εκχώρηση ραδιοφάσματος μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών, λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων των ITU και CEPT . Η Επιτροπή, επικουρούμενη από την Επιτροπή Επικοινωνιών και λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την γνώμη του BERT , πρέπει επομένως να είναι σε θέση να θεσπίζει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα για την επίτευξη τέτοιων στόχων. Τα εκτελεστικά μέτρα που θεσπίζει η Επιτροπή ενδέχεται να απαιτούν από τα κράτη μέλη να διαθέτουν δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος ή/και αριθμών σε όλη την έκταση της επικράτειάς τους και, εφόσον απαιτηθεί, να αποσύρουν κάθε άλλο υφιστάμενο εθνικό δικαίωμα χρήσης. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη δεν χορηγούν νέο δικαίωμα χρήσης για την σχετική ζώνη ραδιοφάσματος ή την περιοχή αριθμών βάσει εθνικών διαδικασιών.

(73)

Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και την αγορά κατέστησαν δυνατή την εγκατάσταση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που εκτείνονται πέρα από τα γεωγραφικά σύνορα των κρατών μελών. Με το άρθρο 16 της οδηγίας για την αδειοδότηση απαιτείτο από την Επιτροπή να προβαίνει σε ανασκόπηση της λειτουργίας των εθνικών συστημάτων αδειοδότησης και της εξέλιξης της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών στην Κοινότητα. Οι διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας για την αδειοδότηση αναφορικά με την εναρμονισμένη εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές όσον αφορά την ανταπόκριση στις ανάγκες μιας επιχείρησης που επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες σε κοινοτική κλίμακα και κατά συνέπεια πρέπει να τροποποιηθούν.

(74)

Ενώ η χορήγηση αδειών και η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με όρους χρήσης πρέπει να παραμείνει αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, τα κράτη μέλη πρέπει να απέχουν από επιβολή περαιτέρω όρων, κριτηρίων ή διαδικασιών που θα περιόριζαν, θα αλλοίωναν ή θα καθυστερούσαν την ορθή εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμονισμένης ή συντονισμένης επιλογής ή αδειοδότησης. Όπου δικαιολογείται για την διευκόλυνση της εφαρμογής τους, στα εν λόγω μέτρα συντονισμού ή εναρμόνισης θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν μεταβατικές παρεκκλίσεις ή, στην περίπτωση του ραδιοφάσματος, μεταβατικοί μηχανισμοί μερισμού ραδιοφάσματος που θα εξαιρούσαν ένα κράτος μέλος από την εφαρμογή ανάλογων μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν θα προκαλούσε αδικαιολόγητες διαφορές στην ανταγωνιστική ή ρυθμιστική κατάσταση μεταξύ κρατών μελών.

(75)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να αναλαμβάνουν αποτελεσματική δράση για την παρακολούθηση και ασφαλή συμμόρφωση με τους όρους και προϋποθέσεις της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας επιβολής αποτελεσματικών οικονομικών ή/και διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εν λόγω όρων και προϋποθέσεων.

(76)

Οι όροι που μπορούν να επισυναφθούν σε άδειες καλύπτουν ειδικούς όρους που διέπουν την προσβασιμότητα για χρήστες με αναπηρίες και την ανάγκη δημόσιων αρχών και των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης για επικοινωνία μεταξύ τους και με το ευρύ κοινό πριν, κατά την διάρκεια και έπειτα από καταστροφές μεγάλης κλίμακας. Επίσης, ενόψει της σημασίας της τεχνικής καινοτομίας, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδουν άδειες χρήσης ραδιοφάσματος για πειραματικούς σκοπούς, οι οποίες θα υπόκεινται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και όρους που δικαιολογούνται αυστηρά λόγω του πειραματικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων αυτών.

(77)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο (15) απεδείχθη αποτελεσματικός κατά την αρχική φάση του ανοίγματος της αγοράς. Με την οδηγία πλαίσιο η Επιτροπή καλείται να παρακολουθήσει την μετάβαση από το πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων του 1998 σε αυτό του 2002 και, να παρουσιάσει προτάσεις για την κατάργηση του εν λόγω κανονισμού. Βάσει του πλαισίου του 2002, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν καθήκον ανάλυσης της χονδρικής αγοράς αδεσμοποίητης πρόσβασης σε μεταλλικούς βρόχους και υποβρόχους για σκοπούς παροχής ευρυζωνικών και φωνητικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στην σύσταση για τις σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν αναλύσει τουλάχιστον μία φορά την εν λόγω αγορά και ότι έχουν τεθεί οι κατάλληλες υποχρεώσεις βάσει του πλαισίου του 2002, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 κατέστη περιττός και κατά συνέπεια πρέπει να καταργηθεί.

(78)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (16).

(79)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα σε σχέση με τις κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας πλαίσιο· την εναρμόνιση στα πεδία του ραδιοφάσματος και της αριθμοδότησης, καθώς και σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας δικτύων και υπηρεσιών· την ταυτοποίηση διακρατικών αγορών· την υλοποίηση των προτύπων· την εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων. Πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί για τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων για την επικαιροποίηση των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας για την πρόσβαση με βάση τις εξελίξεις της τεχνολογίας και των αγορών και για τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων για εναρμόνιση των κανόνων αδειοδότησης, των διαδικασιών και των όρων αδειοδότησης για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με την προσθήκη νέων μη ουσιαστικών στοιχείων, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ. Δεδομένου ότι η εφαρμογή της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο εντός των συνήθων προθεσμιών θα μπορούσε, σε ορισμένες εξαιρετικές καταστάσεις, να εμποδίσει την έγκαιρη έγκριση μέτρων εφαρμογής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή πρέπει να ενεργούν ταχέως για να εξασφαλίζουν την έγκαιρη έγκριση αυτών των μέτρων.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο)

Η οδηγία 2002/21/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Στο άρθρο 1 το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο για τη ρύθμιση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών, καθώς και ορισμένων πτυχών τερματικού εξοπλισμού για τη διευκόλυνση της πρόσβασης τελικών χρηστών με αναπηρία και την ενθάρρυνση της χρήσης ηλεκτρονικών επικοινωνιών από μειονεκτούντες χρήστες . Καθορίζει τα καθήκοντα των εθνικών κανονιστικών αρχών και θεσπίζει σύνολο διαδικασιών για την εξασφάλιση εναρμονισμένης εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου σε ολόκληρη την Κοινότητα.»

(2)

Στο άρθρο 2:

α)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

«Διακρατικές αγορές»: οι αγορές που καλύπτουν την Κοινότητα ή σημαντικό μέρος της, μεγαλύτερο από ένα κράτος μέλος.»

β)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

«Δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών»: το δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο χρησιμοποιείται, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, για την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που υποστηρίζουν τη μεταφορά πληροφοριών μεταξύ τερματικών σημείων δικτύου, συμπεριλαμβανομένων και μη ενεργών στοιχείων δικτύου·»

γ)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

«Συναφείς ευκολίες»: οι ευκολίες που σχετίζονται με δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και καθιστούν δυνατή ή/και στηρίζουν την παροχή υπηρεσιών μέσω του εν λόγω δικτύου και/ή υπηρεσίας, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, συστήματα μετατροπής αριθμών ή διευθύνσεων, συστήματα υπό όρους πρόσβασης και οδηγούς ηλεκτρονικών προγραμμάτων, καθώς και υλική υποδομή, όπως εισόδους σε κτίρια, καλωδιώσεις κτιρίων, πύργους και άλλες υψηλές κατασκευές στήριξης , αγωγούς, σωληνώσεις, ιστούς, κεραίες, φρεάτια και κυτία σύνδεσης , καθώς και κάθε άλλο ανενεργό στοιχείο δικτύου ·»

δ)

Το στοιχείο (ιβ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιβ)

«Ειδικές οδηγίες»: η οδηγία 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), η οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), η οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (17)

ε)

Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία (ιζ), (ιη), και (ιθ):

«ιζ)

«κατανομή»: ο καθορισμός δεδομένης ζώνης συχνοτήτων ή περιοχής αριθμών προς χρήση ενός ή περισσότερων τύπων υπηρεσιών, κατά περίπτωση, υπό ειδικές συνθήκες.

ιη)

«εκχώρηση»: η άδεια που δίδεται από εθνική ρυθμιστική αρχή σε νομική οντότητα [ή σε φυσικό άτομο] για χρήση ραδιοσυχνότητας ή καναλιού ραδιοσυχνότητας, ή αριθμού (ή ομάδας(ων) αριθμών).

ιθ)

«επιβλαβείς παρεμβολές»: οι παρεμβολές οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία υπηρεσίας ραδιοπλοήγησης ή άλλων υπηρεσιών ασφάλειας ή οι οποίες, καθ' οιονδήποτε τρόπο, υποβαθμίζουν σοβαρά, εμποδίζουν ή επανειλημμένα διακόπτουν μια ραδιοεπικοινωνιακή υπηρεσία που λειτουργεί σύμφωνα με τους εφαρμοστέους διεθνείς, κοινοτικούς ή εθνικούς κανονισμούς.»

(3)

Το άρθρο 3 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ανεξαρτησία, την αμεροληψία, τη διαφάνεια και την έγκαιρη δράση των εθνικών κανονιστικών αρχών κατά την άσκηση των εξουσιών τους. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από κανέναν άλλον φορέα σε σχέση με την εκτέλεση των τρεχόντων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί βάσει εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων που υλοποιούν την κοινοτική νομοθεσία. Εξουσία αναστολής ή ακύρωσης αποφάσεων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών διαθέτουν αποκλειστικά όργανα προσφυγής που έχουν συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 ή εθνικά δικαστήρια.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο επικεφαλής εθνικής ρυθμιστικής αρχής ή ο αντικαταστάτης του μπορεί να απολυθεί μόνον εφόσον δεν καλύπτει πλέον τους απαιτούμενους όρους για την εκτέλεση των καθηκόντων του όπως αυτά καθορίζονται εκ των προτέρων στην εθνική νομοθεσία, ή εάν έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα. Η απόφαση απόλυσης του επικεφαλής της εθνικής ρυθμιστικής αρχής περιλαμβάνει δήλωση των λόγων και δημοσιεύεται κατά τη χρονική στιγμή της απόλυσης.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για την διεξαγωγή των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και ότι διαθέτουν χωριστούς ετήσιους προϋπολογισμούς. Οι προϋπολογισμοί δημοσιοποιούνται.

3α.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι στόχοι του φορέα ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών στις τηλεπικοινωνίες (BERT) όσον αφορά την προώθηση μεγαλύτερου ρυθμιστικού συντονισμού και συνέπειας υποστηρίζονται ενεργά από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές .

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για να επιτελούν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί και για να μπορούν να συμμετέχουν και να συμβάλλουν ενεργά στον BERT. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να διαθέτουν χωριστούς ετήσιους προϋπολογισμούς και οι προϋπολογισμοί δημοσιοποιούνται.

3β.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις κοινές θέσεις που εκδίδει ο BERT όταν εγκρίνουν τις αποφάσεις τους για τις πάτριες αγορές. »

(4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών σε εθνικό επίπεδο, βάσει των οποίων κάθε χρήστης ή επιχείρηση που παρέχει δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει, όταν επηρεάζεται από απόφαση εθνικής κανονιστικής αρχής, δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης, ενώπιον οργάνου προσφυγής ανεξάρτητου από τα εμπλεκόμενα μέρη. Το εν λόγω όργανο προσφυγής, το οποίο μπορεί να είναι δικαστήριο, διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, ότι υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός προσφυγής και ότι οι διαδικασίες ενώπιον του οργάνου προσφυγής δεν είναι υπερβολικά μακροχρόνιες. Τα κράτη μέλη θέτουν χρονικά όρια στην εξέταση των προσφυγών αυτών.

Μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας προσφυγής, ισχύει η απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, εκτός εάν ληφθούν προσωρινά μέτρα. Τα προσωρινά μέτρα λαμβάνονται , σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, λόγω επείγουσας ανάγκης αναστολής των αποτελεσμάτων της απόφασης για την αποτροπή σοβαρής και μη επανορθώσιμης βλάβης του μέρους που αιτείται την λήψη των εν λόγω μέτρων και εφόσον τούτο απαιτείται από την στάθμιση των συμφερόντων.»

β)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι :

« 3.     Τα όργανα προσφυγής μπορούν να ζητούν τη γνώμη του BERT πριν λάβουν απόφαση κατά την εκδίκαση προσφυγής.

4.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τις προσφυγές, τον αριθμό των αιτημάτων προσφυγής, την διάρκεια των διαδικασιών προσφυγής, τον αριθμό των αποφάσεων για λήψη προσωρινών μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και την αιτιολογία των εν λόγω αποφάσεων. Τα κράτη μέλη διαθέτουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή και στον BERT σε ετήσια βάση.»

(5)

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διαβιβάζουν στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών πληροφοριών, που απαιτούνται για να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών και προς τις αποφάσεις που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή τους. Οι επιχειρήσεις αυτές παρέχουν τις πληροφορίες αυτές αμέσως, κατόπιν αιτήματος, και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και το βαθμό λεπτομέρειας που απαιτεί η εθνική ρυθμιστική αρχή. Οι πληροφορίες που ζητεί η εθνική ρυθμιστική αρχή πρέπει να είναι ανάλογες προς την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Η εθνική ρυθμιστική αρχή αιτιολογεί το αίτημά της για παροχή πληροφοριών και συμμορφούται προς το κοινοτικό και εθνικό δίκαιο σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επιχειρήσεων

(6)

Τα άρθρα 6 και 7 αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 6

Μηχανισμός διαβούλευσης και διαφάνειας

Εκτός περιπτώσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 7 παράγραφος 10, 20 ή 21, και εκτός αν ορίζεται άλλως στα εκτελεστικά μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που εθνικές ρυθμιστικές αρχές προτίθενται να λάβουν μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με τις ειδικές οδηγίες, ή σε περίπτωση που προτίθενται να παρεκκλίνουν από τις αρχές της ουδετερότητας ως προς υπηρεσίες και τεχνολογία βάσει αιτιολόγησης κατ' εφαρμογή του του άρθρου 9 παράγραφοι 3 και 4 , τα οποία έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην σχετική αγορά , παρέχουν στα ενδιαφερόμενα μέρη δυνατότητα σχολιασμού του σχεδίου μέτρου εντός εύλογης χρονικής περιόδου.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δημοσιοποιούν τις εθνικές τους διαδικασίες διαβούλευσης.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημιουργία ενιαίου σημείου ενημέρωσης όπου παρατίθενται όλες οι τρέχουσες διαβουλεύσεις.

Η εθνική ρυθμιστική αρχή δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης, με εξαίρεση τις πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα σύμφωνα με την κοινοτική και την εθνική νομοθεσία σχετικά με το επιχειρηματικό απόρρητο. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης μετάδοσης εμπιστευτικών πληροφοριών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μεριμνούν, μετά από αίτηση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, για την λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων, το συντομότερο.

Άρθρο 7

Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 8, και στο βαθμό που αυτοί σχετίζονται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς συνεργαζόμενες με την Επιτροπή και με τον BERT κατά τρόπο διαφανή, ώστε να εξασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών σε όλα τα κράτη μέλη. Προς το σκοπό αυτό, συνεργάζονται, ιδιαίτερα, με την Επιτροπή και τον BERT για τον προσδιορισμό των τύπων των μέσων και των επανορθωτικών μέτρων που ενδείκνυνται σε συγκεκριμένες καταστάσεις στην αγορά.

3.   Εκτός όπου προβλέπεται αλλιώς σε εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου , έπειτα από ολοκλήρωση της διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 6, σε περίπτωση που εθνική ρυθμιστική αρχή προτίθεται να λάβει μέτρο, το οποίο:

α)

εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 ή του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 5 ή του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), και

β)

είναι πιθανό να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών,

ενδέχεται να απαιτήσει η Επιτροπή, ιδίως εάν της ζητηθεί σχετικά από τον ΒΕΡΤ ή από εθνική ρυθμιστική αρχή, να καταστήσει το σχέδιο μέτρου προσβάσιμο ταυτόχρονα στην Επιτροπή, στον BERT και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές σε άλλα κράτη μέλη, μαζί με την αιτιολόγηση επί της οποίας στηρίζεται το μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές , ο BERT και η Επιτροπή μπορούν εντός ενός μηνός να διαβιβάσουν τα σχόλιά τους στην ενδιαφερόμενο εθνική ρυθμιστική αρχή. Η μηνιαία προθεσμία δεν μπορεί να παραταθεί.

4.   Αν το σχεδιαζόμενο μέτρο που καλύπτεται από την παράγραφο 3 αποσκοπεί:

α)

στον καθορισμό μιας σχετικής αγοράς που διαφέρει από εκείνες που ορίζονται στη σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, ή

β)

στην απόφαση καθορισμού ή όχι επιχείρησης ως διαθέτουσας, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλους, σημαντική ισχύ στην αγορά, βάσει του άρθρου 16 παράγραφοι 3, 4 ή 5·

και είναι πιθανό να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, ενώ η Επιτροπή έχει επισημάνει στην εθνική ρυθμιστική αρχή ότι θεωρεί πως το σχέδιο μέτρου θα δημιουργούσε φραγμό στην εσωτερική αγορά ή εάν έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την συμβατότητά του με την κοινοτική νομοθεσία και ιδίως με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 8, αναβάλλεται η θέσπιση του σχεδίου μέτρου επί δύο περαιτέρω μήνες. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να παραταθεί.

5.   Εντός της δίμηνης χρονικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, μπορεί η Επιτροπή να λάβει απόφαση ζητώντας από την ενδιαφερόμενη εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει το σχέδιο μέτρου. Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη την γνώμη του BERT που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (BERT)] (18) πριν από την έκδοση απόφασης. Η απόφαση συνοδεύεται από λεπτομερή και αντικειμενική ανάλυση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο μέτρου δεν πρέπει να θεσπιστεί, καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για την τροποποίηση του σχεδίου μέτρου.

6.   Εντός τριμήνου από την έκδοση απόφασης της Επιτροπής με την οποία ζητείται από την εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει σχέδιο μέτρου, η εθνική ρυθμιστική αρχή τροποποιεί ή αποσύρει το σχέδιο μέτρου. Σε περίπτωση που το σχέδιο μέτρου τροποποιείται, η εθνική ρυθμιστική αρχή διοργανώνει δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 6, και επανακοινοποιεί το τροποποιημένο σχέδιο μέτρου στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3.

7.   Η ενδιαφερόμενη εθνική ρυθμιστική αρχή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις παρατηρήσεις εθνικών ρυθμιστικών αρχών , του BERT και της Επιτροπής και, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, μπορεί να θεσπίζει το προκύπτον σχέδιο μέτρου και, εφόσον το πράξει, το ανακοινώνει στην Επιτροπή. Κάθε άλλος εθνικός φορέας που ασκεί καθήκοντα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών λαμβάνει επίσης ιδιαιτέρως υπόψη τα σχόλια της Επιτροπής.

8.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν μια εθνική κανονιστική αρχή κρίνει ότι πρέπει επειγόντως να αναληφθεί δράση, κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των παραγράφων 3 και 4, προκειμένου να διασφαλισθεί ο ανταγωνισμός και να προστατευθούν τα συμφέροντα των χρηστών, μπορεί να λαμβάνει αμέσως αναλογικά και προσωρινά μέτρα. Ανακοινώνει αμελλητί στην Επιτροπή, στις άλλες εθνικές ρυθμιστικές αρχές και στον BERT τα μέτρα αυτά, πλήρως αιτιολογημένα. Η απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής να καταστήσει αυτά τα μέτρα μόνιμα ή να επεκτείνει τον χρόνο για τον οποίο είναι εφαρμοστέα υπόκειται στις διατάξεις της παραγράφου 3 και 4.

(7)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 7α

Διαδικασία για τη συνεκτική εφαρμογή των επανορθωτικών μέτρων

1.     Όταν μια εθνική ρυθμιστική αρχή προτίθεται να θεσπίσει ένα μέτρο που αποσκοπεί στην επιβολή, τροποποίηση ή άρση υποχρέωσης φορέα εκμετάλλευσης κατ' εφαρμογή του άρθρου 16 σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 9 έως 13α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία), η Επιτροπή και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές των άλλων κρατών μελών έχουν στη διάθεσή τους χρονική περίοδο εννέα μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του σχεδίου μέτρου, εντός της οποίας μπορούν να διατυπώσουν τα σχόλιά τους προς την αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή.

2.     Εάν το σχέδιο μέτρου αφορά την επιβολή, τροποποίηση ή άρση υποχρέωσης φορέα εκμετάλλευσης άλλης από εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 13 α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), η Επιτροπή μπορεί, εντός της ίδιας περιόδου, να γνωστοποιήσει στην αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή και στον BERT τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το σχέδιο μέτρου δημιουργεί εμπόδια στην ενιαία αγορά ή ότι αμφιβάλλει σοβαρά για τη συμβατότητά του με την κοινοτική νομοθεσία. Σε μια τέτοια περίπτωση, το σχέδιο μέτρου δεν εγκρίνεται για δύο ακόμη μήνες μετά την κοινοποίηση της Επιτροπής.

Εάν δεν υπάρξει τέτοια κοινοποίηση, η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να εγκρίνει το μέτρο, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη οιαδήποτε σχόλια της Επιτροπής ή οιασδήποτε άλλης εθνικής ρυθμιστικής αρχής.

3.     Κατά τη δίμηνη περίοδο στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2, η Επιτροπή, ο BERT και η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή συνεργάζονται στενά με στόχο την εξεύρεση του καταλληλότερου και πιο αποτελεσματικού μέτρου υπό το πρίσμα των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 8, λαμβάνοντας ταυτόχρονα δεόντως υπόψη τις απόψεις των φορέων της αγοράς και την ανάγκη να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη συνεκτικής ρυθμιστικής πρακτικής.

Κατά την ίδια δίμηνη περίοδο, ο BERT διατυπώνει, αποφασίζοντας με απόλυτη πλειοψηφία, γνώμη για την επιβεβαίωση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας του σχεδίου μέτρου, ή για να σημειώσει ότι το σχέδιο μέτρου πρέπει να τροποποιηθεί, καταθέτοντας ταυτόχρονα συγκεκριμένες προτάσεις προς τον σκοπό αυτόν. Η ανωτέρω γνώμη πρέπει να τεκμηριώνεται και να δημοσιοποιείται.

Εάν ο BERT έχει επιβεβαιώσει την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα του σχεδίου μέτρου, η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να εγκρίνει το μέτρο, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις της Επιτροπής και του BERT. Η εθνική ρυθμιστική αρχή δημοσιεύει πώς έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις.

Εάν ο BERT επισημαίνει ότι το σχέδιο μέτρου πρέπει να τροποποιηθεί, η Επιτροπή μπορεί, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη γνώμη του BERT, να εγκρίνει απόφαση που να επιβάλλει στην εθνική ρυθμιστική αρχή να τροποποιήσει το σχέδιο μέτρου, αναφέροντας τους λόγους και υποβάλλοντας συγκεκριμένες προτάσεις προς τον σκοπό αυτόν.

4.     Εάν το σχέδιο μέτρου αφορά την επιβολή, τροποποίηση ή άρση υποχρέωσης που ορίζεται στο άρθρο 13 α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), το σχέδιο μέτρου δεν εγκρίνεται για δύο ακόμη μήνες από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Εντός της δίμηνης περιόδου του πρώτο εδαφίου, η Επιτροπή, ο BERT και η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή συνεργάζονται στενά προκειμένου να κρίνουν εάν το προτεινόμενο σχέδιο μέτρου συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 13α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγίας για την πρόσβαση), και, ιδίως, εάν συνιστά το καταλληλότερο και αποτελεσματικότερο μέτρο. Προς τον σκοπό αυτόν θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις των φορέων της αγοράς και η ανάγκη διασφάλισης της ανάπτυξης συνεκτικής ρυθμιστικής πρακτικής. Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος εκ μέρους του BERT ή της Επιτροπής, η δίμηνη αυτή περίοδος εκτείνεται σε δύο περαιτέρω μήνες

Εντός της μεγίστης περιόδου που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο, ο BERT διατυπώνει, αποφασίζοντας με απόλυτη πλειοψηφία, γνώμη για την επιβεβαίωση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας του σχεδίου μέτρου, ή για να επισημάνει ότι το σχέδιο μέτρου δεν πρέπει να εγκριθεί. Η ανωτέρω γνώμη πρέπει να τεκμηριώνεται και να δημοσιοποιείται.

Μόνο εάν η Επιτροπή και ο BERT έχουν επιβεβαιώσει την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα του σχεδίου μέτρου, η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να εγκρίνει το μέτρο, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις της Επιτροπής και του BERT. Η εθνική ρυθμιστική αρχή δημοσιεύει πώς έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις.

5.     Εντός τριμήνου από την έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής αιτιολογημένης απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 3, τέταρτο εδάφιο, που επιβάλλει στην αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή να τροποποιήσει το σχέδιο μέτρου, η εθνική ρυθμιστική αρχή τροποποιεί το μέτρο αυτό ή το αποσύρει. Σε περίπτωση που το σχέδιο μέτρου πρέπει να τροποποιηθεί, η εθνική ρυθμιστική αρχή διοργανώνει δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με τη διαδικασία διαβούλευσης και διαφάνειας που αναφέρεται στο άρθρο 6, και γνωστοποιεί εκ νέου το τροποποιημένο σχέδιο μέτρου στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7.

6.     Η εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να αποσύρει το προτεινόμενο σχέδιο μέτρου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Άρθρο 7β

Διατάξεις εφαρμογής

Η Επιτροπή , λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη γνώμη του BERT , μπορεί να θεσπίζει συστάσεις και/ή κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν την μορφή, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομέρειας των κοινοποιήσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, σε περίπτωση που απαιτούνται κοινοποιήσεις, καθώς και τον καθορισμό των χρονικών περιθωρίων του άρθρου 7.

»

(8)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με επιφύλαξη του άρθρου 9 αναφορικά με το ραδιοφάσμα ή άλλων απαιτήσεων για την εκπλήρωση των στόχων που περιγράφονται στις παραγράφους 2 έως 4 , τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη την επιθυμία για τεχνολογικώς ουδέτερους κανονισμούς και, κατά την διεξαγωγή των κανονιστικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και στις ειδικές οδηγίες, ιδίως όσων προβλέπονται για την διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πράττουν ανάλογα.»

β)

στην παράγραφο 2 τα στοιχεία α), β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

μεριμνώντας ώστε οι χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των μειονεκτούντων χρηστών, των ηλικιωμένων χρηστών και των χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες να αποκομίζουν το μέγιστο όφελος όσον αφορά την επιλογή, την τιμή και την ποιότητα , και οι πάροχοι να αποζημιώνονται για οποιοδήποτε πρόσθετο κόστος μπορούν να αποδείξουν ότι προέκυψε λόγω της επιβολής τέτοιων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας ·

β)

μεριμνώντας ώστε να μην υφίσταται στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως όσον αφορά τη διανομή περιεχομένου και την πρόσβαση σε αυτό και τις υπηρεσίες σε όλα τα δίκτυα·

γ)

ενθαρρύνοντας και διευκολύνοντας τις αποδοτικές και με κίνητρα αγοράς επενδύσεις σε υποδομές, καθώς και προωθώντας την καινοτομία· και»

γ)

Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο (γ) διαγράφεται .

ii)

το στοιχείο (δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(δ)

της συνεργασίας με την Επιτροπή και με τον BERT , ώστε να εξασφαλίζονται, η ανάπτυξη συνεπούς ρυθμιστικής πρακτικής και συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών.»

δ)

Η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο (ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

ανταποκρινόμενες στις ανάγκες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, και ιδίως των μειονεκτούντων χρηστών, των ηλικιωμένων χρηστών και των χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες·»

ii)

προστίθενται τα στοιχεία (ζ) και (η):

«ζ)

κατευθυνόμενες από την αρχή ότι οι τελικοί χρήστες πρέπει να είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν κάθε έννομο περιεχόμενο και να χρησιμοποιούν κάθε έννομη εφαρμογή ή/και υπηρεσία της επιλογής τους συμβάλλοντας στο πλαίσιο αυτό στην προαγωγή έννομου περιεχομένου σύμφωνα με το άρθρο 33 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγίας για την καθολική υπηρεσία) .

η)

εφαρμόζοντας την αρχή σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να επιβάλλεται κανένας περιορισμός επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των τελικών χρηστών, χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης, εκτός από περιπτώσεις όπου απειλείται η ασφάλεια των πολιτών και στις οποίες τα προς λήψη μέτρα θα είναι αντίστοιχα

στ)

Προστίθεται η ακόλουθη νέα παράγραφος:

5.    « Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, επιδιώκοντας την επίτευξη των στόχων στους οποίους αναφέρονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4, εφαρμόζουν αντικειμενικές, διαφανείς, αμερόληπτες και αναλογικές αρχές, με τους εξής τρόπους:

α)

προωθώντας τη ρυθμιστική προβλεψιμότητα με την κατάλληλη συνέχεια των επανορθωτικών μέσων στο πλαίσιο των ανασκοπήσεων της αγοράς·

β)

εξασφαλίζοντας ότι, σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν γίνονται διακρίσεις στην αντιμετώπιση των επιχειρήσεων κατασκευής και παροχής υπηρεσιών δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

γ)

διασφαλίζοντας τον ανταγωνισμό προς όφελος των καταναλωτών και προωθώντας τον ανταγωνισμό για την υποδομή όπου είναι δυνατόν·

δ)

προωθώντας επενδύσεις ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς σε νέα και βελτιωμένη υποδομή, μεταξύ άλλων με την ενθάρρυνση της κατανομής των κινδύνων μεταξύ του επενδυτή και των επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση στις νέες εγκαταστάσεις·

ε)

λαμβάνοντας κατάλληλα υπόψη την ποικιλία συνθηκών, όσον αφορά τον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές, που επικρατούν στα κράτη μέλη και τις διάφορες γεωγραφικές περιοχές εντός των κρατών μελών·

στ)

επιβάλλοντας προληπτικές κανονιστικές υποχρεώσεις μόνον όπου δεν υπάρχει πραγματικός και αυτοσυντηρούμενος ανταγωνισμός και χαλαρώνοντας ή αίροντας τις υποχρεώσεις αυτές μόλις πληρωθεί αυτή η προϋπόθεση. »

(9)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 8α

Επιτροπή Πολιτικής Ραδιοφάσματος

1.     Δημιουργείται Επιτροπή Πολιτικής Ραδιοφάσματος («ΕΠΡ») με σκοπό να συμβάλει στην εκπλήρωση των στόχων που τίθενται στο άρθρο 8β, παράγραφοι 1, 3 και 5.

Η ΕΠΡ παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, σε σχέση με ζητήματα πολιτικής ραδιοφάσματος.

Η ΕΠΡ απαρτίζεται από υψηλού επιπέδου εκπροσώπους των αρμόδιων εθνικών αρχών για την πολιτική ραδιοφάσματος σε κάθε κράτος μέλος. Κάθε κράτος μέλος διαθέτει μία ψήφο, ενώ η Επιτροπή δεν ψηφίζει.

2.     Η ΕΠΡ, αποφασίζοντας με απόλυτη πλειοψηφία, εκδίδει γνωμοδοτήσεις, είτε μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, είτε με δική της πρωτοβουλία.

3.     Η ΕΠΡ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.

Άρθρο 8β

Στρατηγικός σχεδιασμός και συντονισμός της πολιτικής για το ραδιοφάσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση

1.     Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή για τον στρατηγικό σχεδιασμό, το συντονισμό και την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πτυχές των πολιτικών της ΕΕ που αφορούν την οικονομία, την ασφάλεια, την υγεία, το δημόσιο συμφέρον, την ελευθερία έκφρασης, τον πολιτισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία, τις κοινωνικές πτυχές, καθώς και τα διάφορα συμφέροντα των κοινοτήτων χρηστών του ραδιοφάσματος, προκειμένου να βελτιστοποιήσουν τη χρήση του ραδιοφάσματος και να αποφύγουν τις επιβλαβείς παρεμβολές.

2.     Οι δραστηριότητες στο πλαίσιο της πολιτικής για το ραδιοφάσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβάνουν χώρα με την επιφύλαξη

α)

των μέτρων που λαμβάνονται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, τηρουμένης της κοινοτικής νομοθεσίας, για την επιδίωξη στόχων γενικού συμφέροντος, ιδίως σχετικά με τη ρύθμιση περιεχομένου και την πολιτική στον οπτικοακουστικό τομέα και τα μέσα επικοινωνίας·

β)

των διατάξεων της οδηγίας 1999/5/ΕΚ· και

γ)

του δικαιώματος των κρατών μελών να οργανώνουν και να χρησιμοποιούν το ραδιοφάσμα τους για σκοπούς δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και άμυνας.

3.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν το συντονισμό όσον αφορά τις προσεγγίσεις πολιτικής για το ραδιοφάσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, όπου χρειάζεται, την εναρμόνιση των συνθηκών σε σχέση με τη διαθεσιμότητα και την αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, που είναι αναγκαία για την υλοποίηση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε τομείς πολιτικής της ΕΕ όπως οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οι μεταφορές, και η έρευνα και ανάπτυξη.

4.     Η Επιτροπή, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη γνώμη της ΕΠΡ, μπορεί να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τη θέσπιση προγράμματος δράσης για το ραδιοφάσμα, με στόχο την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη λήψη άλλων νομοθετικών μέτρων για τη βελτιστοποίηση της χρήσης του ραδιοφάσματος και την αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών.

5.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τον ουσιαστικό συντονισμό των συμφερόντων της ΕΕ στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών, αρμόδιων για θέματα ραδιοφάσματος. Όταν είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση του αποτελεσματικού συντονισμού, η Επιτροπή μπορεί, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής Πολιτικής Ραδιοφάσματος (ΕΠΡ), να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κοινούς στόχους πολιτικής συμεπριλαμβανομένης, αν χρειαστεί, διαπραγματευτικής εντολής. »

(10)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Διαχείριση ραδιοφάσματος για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.    Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ότι οι ραδιοσυχνότητες είναι δημόσιο αγαθό με σημαντική κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική αξία, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την αποτελεσματική διαχείριση του ραδιοφάσματος για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην επικράτειά τους σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8β . Εξασφαλίζουν ότι η κατανομή και η εκχώρηση των ραδιοσυχνοτήτων αυτών από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό, τηρούν τις διεθνείς συμφωνίες και μπορεί να λαμβάνουν υπόψη τους προβληματισμούς που αφορούν την δημόσια πολιτική.

2.   Τα κράτη μέλη προάγουν την εναρμόνιση της χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων σε ολόκληρη την Κοινότητα, σύμφωνα με την ανάγκη εξασφάλισης της αποτελεσματικής και αποδοτικής χρήσης τους και επιδιώκοντας οφέλη για τους καταναλωτές, όπως οικονομίες κλίμακας και διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, τηρούν τις διατάξεις των άρθρων 8β και 9γ της παρούσας οδηγίας, και της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ (απόφαση για το ραδιοφάσμα).

3.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στo δεύτερο εδάφιο ή στα μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 9γ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε τύπος τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να χρησιμοποιείται στις ζώνες ραδιοσυχνοτήτων που είναι διαθέσιμες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με τις ραδιοφωνικές ρυθμίσεις της ΔΕΤ .

Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προβλέπουν αναλογικούς και αμερόληπτους περιορισμούς στους τύπους της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπου τούτο αιτιολογείται:

α)

προς αποφυγή της πιθανότητας επιβλαβών παρεμβολών·

β)

για την προστασία της δημόσιας υγείας από ηλεκτρομαγνητικά πεδία,

γ)

για τη διασφάλιση τεχνικής ποιότητας υπηρεσιών,

δ)

για την εξασφάλιση της μεγιστοποίησης του μερισμού ραδιοφάσματος,

ε)

για τη διασφάλιση της αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος,

στ)

για την επίτευξη στόχου γενικού συμφέροντος σύμφωνα με την παράγραφο 4 παρακάτω.

4.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε τύπος υπηρεσιών ηλεκτρικών επικοινωνιών μπορεί να παρέχεται στις ζώνες ραδιοσυχνοτήτων που είναι διαθέσιμες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με τους εθνικούς τους πίνακες κατανομής συχνοτήτων και τις ραδιοφωνικές ρυθμίσεις της ΔΕΤ . Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προβλέπουν αναλογικούς και αμερόληπτους περιορισμούς για τους παρεχόμενους τύπους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Μέτρα που επιβάλλουν την παροχή μιας υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε συγκριμένη ζώνη αιτιολογούνται με σκοπό να εξασφαλιστεί η κάλυψη στόχου γενικού συμφέροντος που καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία σε συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία, όπως η ασφάλεια της ζωής, η προαγωγή της κοινωνικής, περιφερειακής ή εδαφικής συνοχής, ή η αποφυγή αναποτελεσματικής χρήσης ραδιοφάσματος, ή η προαγωγή στόχων πολιτικής για τον πολιτισμό και τα μέσα επικοινωνίας όπως η πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και η πολυμορφία στα μέσα επικοινωνίας.

Μέτρο που απαγορεύει την παροχή κάθε άλλης υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε συγκεκριμένη ζώνη μπορεί να προβλέπεται μόνον όπου τούτο αιτιολογείται από την ανάγκη προστασίας υπηρεσιών για την ασφάλεια της ζωής.

5.   Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τακτικά την αναγκαιότητα των περιορισμών και μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα .

6.   Οι παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται για κατανομή και εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων από την … (19).

(11)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 9α, 9β και 9γ:

«Άρθρο 9α

Επανεξέταση περιορισμών υφισταμένων δικαιωμάτων

1.   Για πενταετή χρονική περίοδο από την … (20), τα κράτη μέλη μπορούν να μεριμνούν ώστε οι κάτοχοι δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων που έχουν χορηγηθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και θα ισχύουν τουλάχιστον για μια πενταετία από την ημερομηνία αυτή να μπορούν να υποβάλλουν αίτηση στην αρμόδια εθνική αρχή για επανεξέταση των περιορισμών των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4.

Πριν εκδώσει την απόφασή της, η αρμόδια εθνική αρχή γνωστοποιεί στον κάτοχο των δικαιωμάτων την επανεκτίμησή της σχετικά με τους περιορισμούς και του παρέχει εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να αποσύρει την αίτησή του.

Εάν ο κάτοχος των δικαιωμάτων αποσύρει την αίτησή του, το δικαίωμα παραμένει αμετάβλητο έως τη λήξη της ισχύος του ή το αργότερο έως το τέλος της πενταετούς περιόδου.

2.   Εφόσον ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 κάτοχος των δικαιωμάτων είναι πάροχος υπηρεσιών περιεχομένου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών και το δικαίωμα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων έχει χορηγηθεί για την εκπλήρωση ειδικού στόχου γενικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προσφοράς υπηρεσιών ραδιοφωνικών εκπομπών, το δικαίωμα χρήσης του μέρους των ραδιοσυχνοτήτων που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση του εν λόγω στόχου παραμένει αναλλοίωτο . Το μέρος των ραδιοσυχνοτήτων που καθίσταται περιττό για την εκπλήρωση του εν λόγω στόχου επανεκχωρείται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4 της παρούσας οδηγίας και με το άρθρο 7, παράγραφος 2 της οδηγίας για την αδειοδότηση.

3.   Έπειτα από την πενταετή περίοδο της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζεται σε όλες τις εναπομένουσες εκχωρήσεις και κατανομές ραδιοσυχνοτήτων που υφίσταντο κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

4.   Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα για την εγγύηση θεμιτού ανταγωνισμού.

Άρθρο 9β

Μεταβίβαση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να μεταβιβάζουν ή να χρονομισθώνουν σε άλλες επιχειρήσεις μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων στις ζώνες όπου αυτό προβλέπεται στα εκτελεστικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 9γ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η μεταβίβαση ή χρονομίσθωση είναι σύμφωνη με τις εθνικές διαδικασίες και τα εθνικά σχέδια κατανομής συχνοτήτων .

Σε άλλες ζώνες, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν την δυνατότητα επιχειρήσεων να μεταβιβάζουν ή να χρονομισθώνουν μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος σε άλλες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την κοινοποίηση στην αρμόδια εθνική αρχή που έχει την ευθύνη της εκχώρησης μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και τη δημοσίευση της πρόθεσης μιας επιχείρησης να μεταβιβάσει δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος καθώς και της διενέργειας αυτής της μεταβίβασης . Σε περίπτωση που η χρήση ραδιοσυχνοτήτων έχει εναρμονιστεί με εφαρμογή του άρθρου 9γ και της απόφασης για το ραδιοφάσμα ή άλλων κοινοτικών μέτρων, κάθε τέτοια μεταβίβαση συμμορφώνεται με την εν λόγω εναρμονισμένη χρήση.

Άρθρο 9γ

Μέτρα εναρμόνισης της διαχείρισης ραδιοσυχνοτήτων

Ως συμβολή στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς και αποβλέποντας στην επίτευξη των αρχών των άρθρων 8β, 9, 9α και 9β , η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει κατάλληλα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα με σκοπό:

α)

την εφαρμογή του προγράμματος δράσης για το ραδιοφάσμα που θεσπίζεται με βάση το άρθρο 8β, παράγραφος 4·

β)

την ταυτοποίηση των ζωνών στις οποίες οι επιχειρήσεις μπορούν να μεταβιβάζουν ή να χρονομισθώνουν δικαιώματα χρήσης μεταξύ τους·

γ)

την εναρμόνιση των όρων που επισυνάπτονται στην χορήγηση των δικαιωμάτων αυτών ·

δ)

τον προσδιορισμό των ζωνών για τις οποίες εφαρμόζεται η αρχή της ουδετερότητας ως προς υπηρεσία ·

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.

(12)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μεριμνούν ώστε τα σχέδια και οι διαδικασίες αριθμοδότησης να εφαρμόζονται κατά τρόπο ο οποίος εξασφαλίζει ίση μεταχείριση σε όλους τους παρόχους και χρήστες αριθμών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση . Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι μια επιχείρηση στην οποία εκχωρείται περιοχή αριθμών δεν προβαίνει σε διακρίσεις σε βάρος άλλων παρόχων και χρηστών όσον αφορά την ακολουθία αριθμών που χρησιμοποιούνται για πρόσβαση στις υπηρεσίες τους.»

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν την εναρμόνιση ορισμένων αριθμών ή περιοχών αριθμοδότησης στην Κοινότητα όπου αυτή προάγει την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή υποστηρίζει την ανάπτυξη πανευρωπαϊκών υπηρεσιών. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει κατάλληλα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα στο θέμα αυτό, τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν τη διασφάλιση διασυνοριακής πρόσβασης στην εθνική αριθμοδότηση για αναγκαίες υπηρεσίες όπως οι υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου. Με τα εκτελεστικά μέτρα μπορούν να χορηγούνται στον BERT ειδικές αρμοδιότητες κατά την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.»

(13)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, η τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ενεργεί βάσει απλών, διαφανών και προσιτών στο κοινό διαδικασιών που εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις και χωρίς καθυστέρηση, και σε κάθε περίπτωση λαμβάνει την απόφασή της εντός τετραμήνου από την υποβολή της αίτησης, και»

(14)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Συντοπισμός και μερισμός στοιχείων δικτύου και συναφών ευκολιών για παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.   Όταν μια επιχείρηση παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει το δικαίωμα, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να εγκαθιστά ευκολίες επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου, ή δύναται να επωφελείται διαδικασίας για την απαλλοτρίωση ή τη χρήση ακινήτου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να επιβάλουν μερισμό (κοινή χρήση) των ευκολιών ή του ακινήτου αυτού, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας , συμπεριλαμβανομένων εισόδων σε κτίρια, καλωδιώσεων κτιρίων, ιστών, κεραιών, πύργων και άλλων κατασκευών στήριξης, αγωγών, φρεατίων και κυτίων σύνδεσης , και κάθε άλλου μη ενεργού στοιχείου δικτύου .

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων το μερισμό χρήσεων ή ακινήτων (συμπεριλαμβανομένου φυσικού συντοπισμού) ή τη λήψη μέτρων διευκόλυνσης του συντονισμού δημόσιων έργων λόγω ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας ή της δημόσιας ασφάλειας, ή της επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων μόνον έπειτα από κατάλληλη περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέχεται σε όλους τους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα έκφρασης των απόψεών τους. Οι ρυθμίσεις αυτές για μερισμό ή συντοπισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών της από κοινού χρήσης ευκολιών ή ακινήτου. Οι ρυθμίσεις αυτές για μερισμό ή συντονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών του μερισμού ευκολιών ή ακινήτου.

3.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν εξουσία να απαιτούν, κατόπιν εύλογης περιόδου δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέχεται σε όλους τους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα έκφρασης των απόψεών τους, από τους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων το μερισμό χρήσεων ή ακινήτων (συμπεριλαμβανομένου φυσικού συντοπισμού) για την ενθάρρυνση της πραγματοποίησης αποτελεσματικών επενδύσεων στην υποδομή και την προώθηση της καινοτομίας, Οι ρυθμίσεις αυτές για μερισμό ή συντονισμό μπορεί να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών της από κοινού χρήσης εγκαταστάσεων ή ακινήτου, και διασφαλίζουν την κατάλληλη κατανομή των κινδύνων μεταξύ ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

4.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πραγματοποιούν λεπτομερή καταγραφή της φύσης, της διαθεσιμότητας και της γεωγραφικής θέσης των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με βάση πληροφορίες τις οποίες παρέχουν οι κάτοχοι δικαιωμάτων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, και ότι θέτουν τα αποτελέσματα της καταγραφής στη διάθεση των ενδιαφερόμενων μερών.

5.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την καθιέρωση, από τις αρμόδιες αρχές, κατάλληλων διαδικασιών συντονισμού, σε συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, για τα δημόσια έργα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και για άλλες δημόσιες εγκαταστάσεις ή ακίνητα. Σε αυτές τις εγκαταστάσεις ή τα ακίνητα μπορούν να περιλαμβάνονται διαδικασίες που διασφαλίζουν την ενημέρωση των ενδιαφερομένων μερών σχετικά με τις δημόσιες εγκαταστάσεις ή ακίνητα και για υπό κατασκευή ή προγραμματισμένα δημόσια έργα, την έγκαιρη κοινοποίηση τέτοιων έργων, και τη διευκόλυνση του μερισμού στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

6.   Τα μέτρα που λαμβάνονται από εθνική ρυθμιστική αρχή σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά.»

(15)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο ΙΙΙα:

«Κεφάλαιο ΙΙΙα

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Άρθρο 13α

Ασφάλεια και ακεραιότητα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμες στο κοινό να λαμβάνουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας των δικτύων ή των υπηρεσιών τους. Λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων τεχνικών δυνατοτήτων, τα μέτρα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον υπάρχοντα κίνδυνο. Ιδιαιτέρως, λαμβάνονται μέτρα για την αποτροπή και ελαχιστοποίηση του αντίκτυπου συμβάντων που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια σε χρήστες και διασυνδεμένα δίκτυα.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των δικτύων τους με σκοπό την εξασφάλιση της συνέχειας της παροχής υπηρεσιών που διανέμονται μέσω των δικτύων αυτών. Πριν λάβουν ειδικά μέτρα για την ασφάλεια και την ακεραιότητα των δικτύων ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές, διεξάγουν διαβουλεύσεις με όλους τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε επιχειρήσεις που παρέχουν πρόσβαση σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό να κοινοποιούν στην αρμόδια εθνική αρχή παραβιάσεις της ασφάλειας ή απώλεια ακεραιότητας με σημαντικό αντίκτυπο στην λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών.

Κατά περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές στα άλλα κράτη μέλη, καθώς και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) . Σε περίπτωση που η αποκάλυψη της παραβίασης είναι προς το δημόσιο συμφέρον, η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να ενημερώνει το κοινό.

Η αρμόδια εθνική αρχή υποβάλει μία φορά ετησίως στην Επιτροπή συνοπτική έκθεση σχετικά με τις κοινοποιήσεις που έχει παραλάβει και την δράση που έχει αναλάβει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

4.   Η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την γνώμη του ENISA , μπορεί να εγκρίνει κατάλληλα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα αποβλέποντας στην εναρμόνιση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που ορίζουν τις περιστάσεις, την μορφή και τις διαδικασίες που ισχύουν για απαιτήσεις κοινοποίησης. Η λήψη τέτοιων τεχνικών εκτελεστικών μέτρων δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν επιπλέον απαιτήσεις για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα που αφορούν την κοινοποίηση λαμβάνονται σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ με τη συμπλήρωση της με νέα, μη ουσιώδη στοιχεία .

Τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22, παράγραφος 3.

Άρθρο 13β

Εφαρμογή και επιβολή

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν την εξουσία έκδοσης δεσμευτικών οδηγιών προς τις επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμες στο κοινό, με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 13α. Οι δεσμευτικές οδηγίες πρέπει να είναι αναλογικές και οικονομικά και τεχνικά βιώσιμες και να εφαρμοστούν μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμες στο κοινό:

α)

να παρέχουν πληροφορίες απαραίτητες για την εκτίμηση της ασφάλειας και ακεραιότητας των υπηρεσιών και δικτύων τους, συμπεριλαμβανομένων τεκμηριωμένων πολιτικών ασφάλειας· και

β)

να απευθύνουν εντολή σε ειδικευμένο ανεξάρτητο φορέα για την διεξαγωγή ελέγχου ασφάλειας και διάθεση των σχετικών πορισμάτων στην εθνική ρυθμιστική αρχή.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για την διερεύνηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης , και των επιπτώσεών τους στην ασφάλεια και ακεραιότητα των δικτύων.

4.   Οι εν λόγω διατάξεις θεσπίζονται με την επιφύλαξη του άρθρου 3 της παρούσας οδηγίας.»

(16)

Το άρθρο 14, παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«Όταν μια επιχείρηση έχει σημαντική ισχύ σε μια συγκεκριμένη αγορά και όταν οι δεσμοί μεταξύ των δύο αγορών είναι τέτοιοι ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά της ισχύος από τη μία αγορά στην άλλη, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ισχύς της επιχείρησης, μπορούν να εφαρμοστούν επανορθωτικά μέτρα για την πρόληψη της επιρροής στην συνδεδεμένη αγορά, σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10, 11 και 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση). Σε περίπτωση που αυτού του είδους τα επανορθωτικά μέτρα δεν αρκούν, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία). »

(17)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η επικεφαλίδα αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Διαδικασία ταυτοποίησης και ορισμού αγορών»

β)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έπειτα από δημόσια διαβούλευση και διαβούλευση με τον BERT , η Επιτροπή εκδίδει σύσταση σχετικά με σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (εφεξής καλούμενη «σύσταση»). Στην απόφαση ταυτοποιούνται οι εν λόγω αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα χαρακτηριστικά των οποίων δύναται να αιτιολογούν την επιβολή κανονιστικών υποχρεώσεων στις ειδικές οδηγίες, με την επιφύλαξη αγορών που σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ορίζονται βάσει της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Η Επιτροπή καθορίζει τις αγορές σύμφωνα με τις αρχές της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.»

γ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 2α.     Έως την… (21), η Επιτροπή δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές όσον αφορά αποφάσεις που αποσκοπούν στην επιβολή, τροποποίηση ή κατάργηση των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά .

δ)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη σύσταση και τις κατευθυντήριες γραμμές, ορίζουν τις σχετικές αγορές που αντιστοιχούν στις εθνικές συνθήκες, ιδίως τις σχετικές γεωγραφικές αγορές εντός της επικράτειάς τους, σύμφωνα με τις αρχές της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ακολουθούν τη διαδικασία των άρθρων 6 και 7, πριν από τον ορισμό αγορών διαφορετικών από εκείνες που ταυτοποιούνται στη σύσταση.»

ε)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή λαμβάνοντας ιδιαιτέρως την γνώμη του BERT που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 [για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών], μπορεί να εκδίδει απόφαση για την ταυτοποίηση διακρατικών αγορών.

Η παρούσα απόφαση που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της, θεσπίζενται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.»

(18)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διεξάγουν ανάλυση των σχετικών αγορών λαμβάνοντας υπόψη τις αγορές αυτές που απαριθμούνται στη σύσταση, και λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ανάλυση αυτή να διεξάγεται, κατά περίπτωση, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού.

2.   Όταν εθνική ρυθμιστική αρχή, δυνάμει των παραγράφων 3 ή 4 του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία), ή του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), πρέπει να καθορίσει εάν θα επιβληθούν, θα διατηρηθούν, θα τροποποιηθούν ή θα αρθούν υποχρεώσεις επιχειρήσεων, καθορίζει, με βάση την ανάλυση αγοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κατά πόσον μια σχετική αγορά είναι όντως ανταγωνιστική.»

β)

Οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Στην περίπτωση των διακρατικών αγορών που καθορίζονται στην απόφαση, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4, η Επιτροπή απαιτεί από τον BERT να πραγματοποιήσει την ανάλυση αγοράς, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές και γνωμοδοτήσει για την τυχόν επιβολή, διατήρηση, τροποποίηση ή άρση των κανονιστικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την γνώμη του BERT , μπορεί να εκδώσει απόφαση για τον καθορισμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων που διαθέτουν σημαντική ισχύ στην εν λόγω αγορά, και να επιβάλουν μία ή περισσότερες ειδικές υποχρεώσεις βάσει των άρθρων 9 έως 13α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και του άρθρο 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ακολουθεί τους στόχους πολιτικής που ορίζονται στο άρθρο 8.

6.   Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3, και 4 του παρόντος άρθρου, υπόκεινται στη διαδικασία των άρθρων 6 και 7. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διεξάγουν ανάλυση της σχετικής αγοράς:

α)

εντός διετίας από προηγούμενη κοινοποίηση σχεδίου μέτρου που αναφέρεται στην εν λόγω αγορά·

β)

για αγορές που δεν έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, εντός έτους από την έγκριση αναθεωρημένης σύστασης για σχετικές αγορές, ή

γ)

για κράτη μέλη που έχουν προσχωρήσει πρόσφατα στην Ένωση, εντός έτους από την προσχώρησή τους.»

γ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«7.   Σε περίπτωση που εθνική ρυθμιστική αρχή δεν έχει ολοκληρώσει την ανάλυσή της για σχετική αγορά που προσδιορίζεται στην σύσταση εντός της χρονικής προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 16 παράγραφος 6, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να εκδώσει γνώμη, συμπεριλαμβανομένου σχεδίου μέτρου, για την ανάλυση της συγκεκριμένης αγοράς και των ειδικών υποχρεώσεων που θα επιβληθούν. Ο BERT διεξάγει δημόσια διαβούλευση για το σχετικό σχέδιο μέτρου.

»

(19)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην πρώτη πρόταση της παραγράφου 1, οι λέξεις «του άρθρου 22 παράγραφος 2» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 22 παράγραφος 3»· στη δεύτερη πρόταση, οι λέξεις «ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2,» αντικαθίστανται από τις λέξεις «να λάβει κατάλληλα εκτελεστικά μέτρα».

β)

Στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ελλείψει αυτών των προτύπων και/ή προδιαγραφών, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την εφαρμογή διεθνών προτύπων ή συστάσεων που εγκρίνουν η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών, η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Διοικήσεων Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT) , ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) ή η Διεθνής Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή (IEC).»

γ)

Στην παράγραφο 6, οι λέξεις «τα αποσύρει από τον κατάλογο των προτύπων ή/και προδιαγραφών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 3» αντικαθίστανται από τις λέξεις «λαμβάνει τα κατάλληλα εκτελεστικά μέτρα και αποσύρει αυτά τα πρότυπα ή/και προδιαγραφές από τον κατάλογο των προτύπων ή/και προδιαγραφών που αναφέρεται στην παράγραφο 1».

δ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 6α:

«6α.   Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1, 4 και 6 εκτελεστικά μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.»

(20)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο (γ):

«γ)

τους παρόχους υπηρεσιών και εξοπλισμού ψηφιακής τηλεόρασης να συνεργαστούν στην παροχή διαλειτουργικών τηλεοπτικών υπηρεσιών για τελικούς χρήστες με αναπηρίες.»

β)

Διαγράφεται η παράγραφος 3.

(21)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Διαδικασίες εναρμόνισης

1.   Με επιφύλαξη του άρθρου 9 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 6 και 8 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ύπαρξη αποκλίσεων κατά την υλοποίηση, εκ μέρους των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, των ρυθμιστικών καθηκόντων που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία και στις ειδικές οδηγίες αποτελεί φραγμό στην εσωτερική αγορά η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη την γνώμη του BERT , εάν υπάρχει, μπορεί να εκδώσει απόφαση για την εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών με σκοπό την προσαρμογή της επίτευξης των στόχων του άρθρου 8.

2.   Όταν η Επιτροπή θεσπίζει δεσμευτικά μέτρα κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, τα μέτρα αυτά, τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.

3.   Μέτρα που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 μπορούν να περιλαμβάνουν προσδιορισμό εναρμονισμένης ή συντονισμένης μεθόδου για την αντιμετώπιση των ακόλουθων θεμάτων:

α)

συνεκτική εφαρμογή κανονιστικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων, της κανονιστικής ρύθμισης νέων υπηρεσιών , επιμέρους αγορών και διασυνοριακών υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για επιχειρήσεις.

β)

θέματα αριθμοδότησης, ονοματοδοσίας και διευθυνσιοδότησης, συμπεριλαμβανομένων πεδίων αριθμών, φορητότητας αριθμών και αναγνωριστικών, συστημάτων μετατροπής αριθμών και διευθύνσεων, καθώς και πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης (αριθμός 112)·

γ)

θέματα καταναλωτών που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία περί καθολικής υπηρεσίας), ιδιαίτερα δε η προσβασιμότητα σε υπηρεσίες και εξοπλισμό ηλεκτρονικών επικοινωνιών εκ μέρους τελικών χρηστών με αναπηρίες·

δ)

λογιστική προβλεπόμενη από την κανονιστική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του επενδυτικού κινδύνου.

»

(22)

Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ παρόχων υπηρεσιών σε σχέση με υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία ή τις ειδικές οδηγίες, κατά την οποία ένα από τα μέρη είναι επιχείρηση παροχής δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ένα κράτος μέλος, η ενδιαφερόμενη εθνική ρυθμιστική αρχή εκδίδει, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μερών και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεσμευτική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς, το ταχύτερο δυνατό και, πάντως, εντός τεσσάρων μηνών, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απαιτεί την πλήρη συνεργασία όλων των μερών με την εθνική ρυθμιστική αρχή.»

(23)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

Επίλυση διασυνοριακών διαφορών

1.   Σε περίπτωση διασυνοριακής διαφοράς στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών μεταξύ μερών σε διαφορετικά κράτη μέλη, αν η διαφορά αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα εθνικών ρυθμιστικών αρχών δύο τουλάχιστον κρατών μελών, εφαρμόζεται η διαδικασία των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Κάθε μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στις ενδιαφερόμενες εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές συντονίζουν τις προσπάθειές τους με τον BERT για την επίλυση της διαφοράς, στο μέτρο του δυνατού με τη λήψη κοινής απόφασης , σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 8. Οι υποχρεώσεις που μπορoύν να επιβάλλουν οι εθνικές κανονιστικές αρχές σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της επίλυσης διαφοράς, πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών.

Κάθε εθνική ρυθμιστική αρχή που διαθέτει αρμοδιότητα σε τέτοια διαφορά μπορεί να ζητήσει από τον BERT να εκδώσει σύσταση κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 [για την ίδρυση του φoρέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT)] ως προς την δράση που πρέπει να αναληφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας πλαίσιο ή/και των ειδικών οδηγιών για επίλυση της διαφοράς.

Εφόσον έχει διατυπωθεί ανάλογο αίτημα προς τον BERT , κάθε εθνική ρυθμιστική αρχή που διαθέτει αρμοδιότητα σε οποιαδήποτε πτυχή της διαφοράς αναμένει την σύσταση του BERT κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 [για την ίδρυση του φoρέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT)] προτού αναλάβει δράση για επίλυση της διαφοράς, με την επιφύλαξη της δυνατότητας οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να λάβουν επείγοντα μέτρα όπου αυτό είναι απαραίτητο.

Οποιαδήποτε υποχρέωση που η εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλει σε επιχείρηση για επίλυση διαφοράς γίνεται με τήρηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την σύσταση που εκδίδει ο BERT σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 [για την ίδρυση του φoρέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT)].

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να αρνούνται από κοινού την επίλυση διαφοράς, εάν υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν καλύτερα σε έγκαιρη επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

Τα μέρη ενημερώνονται σχετικά, αμελλητί. Εάν, έπειτα από τέσσερις μήνες, η διαφορά δεν έχει επιλυθεί, εάν η διαφορά δεν έχει παραπεμφθεί στα δικαστήρια από το μέρος του οποίου εθίγησαν τα δικαιώματα , και το ζητεί το ένα από τα μέρη, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να επιτευχθεί επίλυση της διαφοράς, στο μέτρο του δυνατού με τη λήψη κοινής απόφασης , σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη κάθε σύσταση που εκδίδεται από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 [για την ίδρυση του φoρέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT)].

4.   Η διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν στερεί από κανένα μέρος τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων.»

(24)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 21α:

«Άρθρο 21α

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών, και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι προσήκουσες , αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως την (22) το αργότερο και την ενημερώνουν αμελλητί σχετικά με οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση που τις επηρεάζει.»

(25)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

Προστίθεται η ακόλουθη νέα παράγραφος:

« 1α.     Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για τη θέσπιση μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9γ, η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή Ραδιοφάσματος που συγκροτείται με βάση το άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ. »

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

γ)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

4.   « Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

(26)

Διαγράφεται το άρθρο 27.

(27)

Το Παράρτημα I διαγράφεται. Το παράρτημα II τροποποιείται σύμφωνα με το Παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση)

Η οδηγία 2002/19/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο (α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

«Πρόσβαση»: η διάθεση ευκολιών ή/και υπηρεσιών σε άλλη επιχείρηση, βάσει καθορισμένων όρων, σε αποκλειστική ή μη βάση, για τον σκοπό παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών συμπεριλαμβανομένης της διανομής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσιών περιεχομένου ρ/τ εκπομπών. Μεταξύ άλλων καλύπτει: πρόσβαση σε στοιχεία του δικτύου και συναφείς ευκολίες, που μπορούν να αφορούν τη σύνδεση εξοπλισμού με σταθερά ή μη σταθερά μέσα (περιλαμβάνεται ιδίως η πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και σε ευκολίες και υπηρεσίες απαραίτητες για την παροχή υπηρεσιών μέσω τοπικού βρόχου)· πρόσβαση σε υλική υποδομή, που περιλαμβάνει κτίρια, αγωγούς και ιστούς· πρόσβαση σε συναφή συστήματα λογισμικού, που περιλαμβάνουν συστήματα λειτουργικής υποστήριξης· πρόσβαση σε μετατροπή αριθμών ή σε συστήματα που παρέχουν παρόμοιες λειτουργικές δυνατότητες· πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες για τους συνδρομητές και σε μηχανισμούς για την επιστροφή ποσών που έχουν χρεωθεί σε τελικούς καταναλωτές στους παρόχους υπηρεσιών καταλόγου· πρόσβαση σε σταθερά και κινητά δίκτυα, ιδίως για περιαγωγή· πρόσβαση σε συστήματα υπό όρους πρόσβασης για υπηρεσίες ψηφιακής τηλεόρασης· και πρόσβαση σε υπηρεσίες εικονικού δικτύου.»

β)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« ε)

«Τοπικός βρόχος»: φυσικό κύκλωμα που συνδέει το σημείο τερματισμού του δικτύου […] με κεντρικό κατανεμητή ή με την αντίστοιχη ευκολία στο σταθερό δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών. »

(2)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι φορείς εκμετάλλευσης δημόσιων δικτύων επικοινωνιών έχουν το δικαίωμα και, εφόσον ζητείται από άλλες επιχειρήσεις που διαθέτουν τη σχετική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), την υποχρέωση, να διαπραγματεύονται τη μεταξύ τους διασύνδεση για παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ή την εκπομπή ραδιοτηλεοπτικού περιεχομένου ή την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή και η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών σε ολόκληρη την Κοινότητα. Οι φορείς εκμετάλλευσης παρέχουν πρόσβαση και διασύνδεση σε άλλες επιχειρήσεις υπό όρους και προϋποθέσεις συμβατούς με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 8. Ωστόσο, οι όροι και οι συνθήκες για τη διασύνδεση δεν πρέπει να εισάγουν αδικαιολόγητους φραγμούς στη διαλειτουργικότητα. »

(3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

« Οι εθνικές κανονιστικές αρχές, ενεργώντας με γνώμονα την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), ενθαρρύνουν και, κατά περίπτωση, εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση, καθώς και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, ασκώντας τις αρμοδιότητές τους κατά τρόπο ο οποίος εξασφαλίζει οικονομική απόδοση, βιώσιμο ανταγωνισμό, επενδύσεις και καινοτομία, και παρέχει το μέγιστο όφελος στους τελικούς χρήστες.

Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη των μέτρων που μπορούν να ληφθούν για τις επιχειρήσεις με σημαντική ισχύ στην αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 8, οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν:

α)

στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα τελικής διασύνδεσης ή δίκαιης και εύλογης πρόσβασης σε υπηρεσίες τρίτων, όπως υπηρεσίες καταλόγου, υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις που ελέγχουν την πρόσβαση στους τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένης, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, της υποχρέωσης να διασυνδέουν τα δίκτυά τους ή να το πράττουν με αμεροληψία, όταν αυτό δεν συμβαίνει ήδη, ή να καθιστούν τις υπηρεσίες τους διαλειτουργικές, μεταξύ άλλων με μηχανισμούς για την επιστροφή σε παρόχους, ποσών που έχουν χρεωθεί σε τελικούς καταναλωτές, με δίκαιους, διαφανείς και λογικούς όρους·

β)

στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης των τελικών χρηστών σε υπηρεσίες ψηφιακών ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών που προσδιορίζει το κράτος μέλος, υποχρεώσεις σε φορείς εκμετάλλευσης να παρέχουν πρόσβαση στις λοιπές ευκολίες οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, υπό δίκαιες, εύλογες και αμερόληπτες προϋποθέσεις.

2.   Οι υποχρεώσεις και οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι αντικειμενικές, διαφανείς, αναλογικές και αμερόληπτες, και εφαρμόζονται με τη διαδικασία των άρθρων 6, 7 και 7α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

Κατά την εξέταση της αναλογικότητας των προς επιβολή μέτρων και όρων, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τους διαφορετικούς όρους ανταγωνισμού που υπάρχουν στους διάφορους τομείς εντός του κράτους μέλους τους. »

β)

Διαγράφονται οι παράγραφοι 3 και 4.

(4)

Στο άρθρο 6, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά και την τεχνολογία, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα για την τροποποίηση του Παραρτήματος I. Τα μέτρα αυτά, που προβλέπονται για την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.

Κατά την κατάρτιση των διατάξεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών («BERT»). »

(5)

Διαγράφεται το άρθρο 7.

(6)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, οι λέξεις «άρθρα 9 έως 13» αντικαθίστανται από «άρθρα 9 έως 13α»

β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 2.     Εφόσον, έπειτα από ανάλυση της αγοράς η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), ο φορέας εκμετάλλευσης ορίζεται ως έχων σημαντική ισχύ στη συγκεκριμένη αγορά, οι εθνικές κανονιστικές αρχές επιβάλλουν, κατά περίπτωση, τις υποχρεώσεις οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 9 έως13 της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 7α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). »

γ)

Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

(i)

Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

στην πρώτη περίπτωση, οι λέξεις «του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 6» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 5 παράγραφος 1 και του άρθρου 6».

στην δεύτερη περίπτωση, οι λέξεις «της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 περί επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (23)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (24) (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες)».

(ii)

Η ακόλουθη πρόταση περιλαμβάνεται ως δεύτερη πρόταση στο δεύτερο εδάφιο:

«Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη την γνώμη του BERT που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, στοιχείο (ιγ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 [για την ίδρυση του φoρέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT)].»

(7)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής :

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 1.     Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, να επιβάλλουν υποχρεώσεις διαφάνειας όσον αφορά τη διασύνδεση και/ή την πρόσβαση, βάσει των οποίων απαιτείται από τους φορείς εκμετάλλευσης να δημοσιοποιούν συγκεκριμένες πληροφορίες, όπως πληροφορίες λογιστικής φύσεως, τεχνικές προδιαγραφές, χαρακτηριστικά δικτύου, περιορισμούς στην πρόσβαση σε υπηρεσίες και εφαρμογές, διαχείριση φόρτου, πολιτικές, όρους και προϋποθέσεις παροχής και χρήσης, καθώς και τιμές. »

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο :

« 4.     Ανεξάρτητα από την παράγραφο 3, όταν διαπιστώνεται ότι ένας φορέας εκμετάλλευσης διαθέτει σημαντική ισχύ στην αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο) όσον αφορά την τοπική πρόσβαση σε σταθερό σημείο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν τη δημοσίευση προσφοράς αναφοράς που περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ. »

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τις απαραίτητες τροποποιήσεις στο παράρτημα II για την προσαρμογή του στις εξελίξεις της τεχνολογίας και της αγοράς. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 4. Στην εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τον BERT

(8)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο :

«Άρθρο 12

Υποχρέωση3πρόσβασης και χρήση ειδικών εγκαταστάσεων δικτύου

1.     Η εθνική κανονιστική αρχή δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, να επιβάλλει, σε φορείς εκμετάλλευσης, υποχρεώσεις να ικανοποιούν εύλογες αιτήσεις για πρόσβαση ή χρήση ειδικών στοιχείων του δικτύου και συναφών ευκολιών, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου η εθνική κανονιστική αρχή κρίνει ότι η άρνηση πρόσβασης ή οι παράλογοι όροι και προϋποθέσεις με ανάλογο αποτέλεσμα, θα δυσχέραιναν τη δημιουργία βιώσιμης ανταγωνιστικής αγοράς, σε επίπεδο λιανικού εμπορίου ή ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον των τελικών χρηστών.

Από τους φορείς εκμετάλλευσης απαιτείται, μεταξύ άλλων:

α)

η παροχή σε τρίτους πρόσβασης σε καθορισμένα στοιχεία και/ή ευκολίες του δικτύου, συμπεριλαμβανομένης της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο·

β)

η καλόπιστη διαπραγμάτευση με επιχειρήσεις που ζητούν πρόσβαση·

γ)

η μη ανάκληση ήδη χορηγηθείσας πρόσβασης σε εγκαταστάσεις·

δ)

η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών χονδρικώς για μεταπώληση από τρίτους·

ε)

η χορήγηση ελεύθερης πρόσβασης σε τεχνικές διεπαφές, πρωτόκολλα ή άλλες βασικές τεχνολογίες που είναι απαραίτητες για τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών ή των υπηρεσιών εικονικού δικτύου·

στ)

η παροχή συντοπισμού ή άλλων μορφών από κοινού χρήσης ευκολιών, συμπεριλαμβανομένων αγωγών, κτιρίων ή εισόδων σε κτίρια, κεραιών , πύργων και άλλων κατασκευών στήριξης, ιστών, φρεατίων, κυτίων σύνδεσης· και άλλων μη ενεργών στοιχείων δικτύου·

(στα)

την παροχή, σε τρίτα μέρη, μιας ενός προτύπου προσφοράς για την παροχή πρόσβασης σε αγωγούς·

ζ)

η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας διατερματικών υπηρεσιών που παρέχονται σε χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των ευκολιών για υπηρεσίες ευφυών δικτύων ή περιαγωγής σε κινητά δίκτυα·

η)

η παροχή πρόσβασης σε συστήματα επιχειρησιακής υποστήριξης ή παρόμοια συστήματα λογισμικού, απαραίτητα για την εξασφάλιση ισότιμου ανταγωνισμού στην παροχή των υπηρεσιών·

θ)

η διασύνδεση δικτύων ή ευκολιών δικτύου·

ι)

η παροχή πρόσβασης σε συναφείς υπηρεσίες, όπως ταυτοποίηση, εντοπισμός θέσης και ικανότητα παρουσίας.

Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να συνοδεύουν τις υποχρεώσεις αυτές, με όρους ισότιμου, εύλογου και έγκαιρου χαρακτήρα.

2.     Όταν οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξετάζουν εάν θα επιβάλλουν τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ιδίως όταν εκτιμούν κατά πόσο οι υποχρεώσεις αυτές είναι ανάλογες προς τους στόχους που ορίζει το άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), λαμβάνουν υπόψη τους εξής ιδίως παράγοντες:

α)

την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα της χρήσης ή της εγκατάστασης ανταγωνιστικών εγκαταστάσεων, ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον τύπο της διασύνδεσης και της πρόσβασης περί των οποίων πρόκειται, συμπεριλαμβανομένης της βιωσιμότητας άλλων προϊόντων ανάντη πρόσβασης όπως η πρόσβαση σε αγωγούς·

β)

τη σκοπιμότητα παροχής της προτεινόμενης πρόσβασης σε συνάρτηση με τις διαθέσιμες δυνατότητες·

γ)

την αρχική επένδυση του κατόχου της ευκολίας, έχοντας υπόψη δημόσιες επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί και τους συναφείς με την υλοποίηση της επένδυσης κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου κατάλληλου μερισμού των κινδύνων μεταξύ των επιχειρήσεων που διαθέτουν πρόσβαση στις νέες αυτές εγκαταστάσεις·

δ)

η ανάγκη μακροπρόθεσμης διασφάλισης του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα όσον αφορά την υποδομή·

ε)

κατά περίπτωση, τα συναφή δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας·

στ)

την παροχή πανευρωπαϊκών υπηρεσιών.

3.   Στο πλαίσιο της επιβολής υποχρεώσεων σε φορέα εκμετάλλευσης για παροχή πρόσβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν τεχνικές ή λειτουργικές προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί ο πάροχος ή/και οι δικαιούχοι αυτής της πρόσβασης εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του δικτύου. Οι υποχρεώσεις για την τήρηση συγκεκριμένων τεχνικών προτύπων ή προδιαγραφών ικανοποιούν τα πρότυπα και τις προδιαγραφές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο)»

(9)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται ως εξής :

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 1.     Η εθνική κανονιστική αρχή μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, να επιβάλλει υποχρεώσεις σχετικά με την ανάκτηση κόστους και ελέγχους τιμών, που περιλαμβάνουν υποχρέωση καθορισμού των τιμών με γνώμονα το κόστος και υποχρέωση όσον αφορά τα συστήματα κοστολόγησης, για την παροχή ειδικών τύπων διασύνδεσης και/ή πρόσβασης, σε περιπτώσεις όπου η ανάλυση της αγοράς καταδεικνύει ότι η έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να διατηρεί τις τιμές σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα ή να συμπιέζει τις τιμές, εις βάρος των τελικών χρηστών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τις επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει ο φορέας εκμετάλλευσης και του επιτρέπουν εύλογο ποσοστό απόδοσης του επενδυθέντος κεφαλαίου, και, με την επιφύλαξη του άρθρου 19 παράγραφος 3, στοιχείο δ) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), λαμβάνουν υπόψη τους σχετικούς κινδύνους και τον κατάλληλο μερισμό τους μεταξύ του επενδυτή και των επιχειρήσεων που διαθέτουν πρόσβαση στις νέες ευκολίες, συμπεριλαμβανομένων διαφοροποιημένων βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων μερισμού. »

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 5.     Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διασφαλίζουν ότι η ρύθμιση των τιμών πρόσβασης για μακροπρόθεσμες συμβάσεις μερισμού κινδύνου είναι σύμφωνες με το μακροπρόθεσμο σωρευτικό κόστος ενός αποδοτικού φορέα εκμετάλλευσης, λαμβάνοντας υπόψη τον υπολογιζόμενο βαθμό διείσδυσης του φορέα εκμετάλλευσης σε νέες αγορές και το γεγονός ότι οι τιμές πρόσβασης για βραχυπρόθεσμες συμβάσεις περιλαμβάνουν ασφάλιστρο κινδύνου. Το ασφάλιστρο κινδύνου καταργείται σταδιακά με την αυξανόμενη διείσδυση στην αγορά νέας πρόσβασης. Οι δοκιμές συρρίκνωσης περιθωρίου δεν εφαρμόζονται σε βραχυπρόθεσμες συμβάσεις αν χρεώνεται ασφάλιστρο κινδύνου. »

(10)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 13α και 13β:

«Άρθρο 13α

Λειτουργικός διαχωρισμός

1.   Μια εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, και ιδίως του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3, να επιβάλει υποχρέωση, ως έκτακτο μέτρο , σε καθετοποιημένες επιχειρήσεις να μεταθέσουν δραστηριότητες που σχετίζονται με την χονδρική παροχή προϊόντων σταθερής πρόσβασης σε επιχειρησιακή μονάδα που λειτουργεί ανεξάρτητα.

Η εν λόγω επιχειρησιακή μονάδα προμηθεύει προϊόντα και υπηρεσίες πρόσβασης σε όλες τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και άλλων επιχειρησιακών μονάδων στην θυγατρική εταιρία, με τα ίδια χρονικά περιθώρια, όρους και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων όσον αφορούν επίπεδα τιμών και στάθμης υπηρεσιών, καθώς και μέσω των ίδιων συστημάτων και διαδικασιών.

2.   Εφόσον η εθνική ρυθμιστική αρχή προτίθεται να επιβάλει υποχρέωση λειτουργικού διαχωρισμού, υποβάλλει πρόταση στην Επιτροπή, η οποία περιλαμβάνει:

α)

τεκμηρίωση ότι η θέσπιση και η επιβολή μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο κατάλληλων υποχρεώσεων μεταξύ των οριζόμενων στα άρθρα 9-13 , στη βάση βέλτιστων ρυθμιστικών πρακτικών, για την επίτευξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού έπειτα από συντονισμένη ανάλυση των σχετικών αγορών σύμφωνα με την διαδικασία ανάλυσης της αγοράς που ορίζεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο) έχει αποτύχει και ότι θα συνεχίσει σε σταθερή βάση να αποτυγχάνει την επίτευξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού και ότι σε διάφορες από τις αγορές χονδρικής προϊόντων που έχουν αναλυθεί έχουν εντοπιστεί σημαντικά και επίμονα προβλήματα ανταγωνισμού/περιπτώσεις αποτυχίας της αγοράς·

β)

στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι προοπτικές ανάπτυξης ανταγωνισμού με βάση την υποδομή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είναι ελάχιστες ή μηδαμινές·

γ)

ανάλυση του αναμενόμενου αντίκτυπου στην ρυθμιστική αρχή, στην επιχείρηση και ιδιαίτερα στο εργατικό δυναμικό της, καθώς και στα κίνητρα της επιχείρησης για επένδυση στο δίκτυό της, καθώς και σε άλλους ενδιαφερόμενους, συμπεριλαμβανομένων ιδίως του αναμενόμενου αντίκτυπου στον ανταγωνισμό υποδομών και συγκεκριμένα ενδεχόμενων αποτελεσμάτων στους καταναλωτές·

δ)

ανάλυση των λόγων για τους οποίους η υποχρέωση αυτή θα αποτελούσε το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής επανορθωτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των προσδιοριζόμενων προβλημάτων του ανταγωνισμού ή περιπτώσεων δυσλειτουργίας της αγοράς·

3.    Η εθνική ρυθμιστική αρχή περιλαμβάνει στην πρότασή της σχέδιο του προτεινόμενου μέτρου, το οποίο περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον ακριβή χαρακτήρα και το επίπεδο του διαχωρισμού ·

β)

προσδιορισμό των στοιχείων ενεργητικού της χωριστής επιχειρηματικής οντότητας, καθώς και των προϊόντων ή υπηρεσιών που θα προμηθεύει η εν λόγω οντότητα·

γ)

τις οργανωτικές ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του προσωπικού που απασχολείται από την χωριστή επιχειρηματική οντότητα, και την αντίστοιχη διάρθρωση κινήτρων·

δ)

κανόνες για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις·

ε)

κανόνες για την εξασφάλιση της διαφάνειας επιχειρησιακών διαδικασιών, ιδίως έναντι άλλων ενδιαφερομένων·

στ)

πρόγραμμα παρακολούθησης για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης δημοσίευσης ετήσιας έκθεσης.

4.   Έπειτα από την απόφαση της Επιτροπής για το σχέδιο μέτρου που ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3, η εθνική ρυθμιστική αρχή διεξάγει συντονισμένη ανάλυση των διάφορων αγορών που σχετίζονται με το δίκτυο πρόσβασης σύμφωνα με την διαδικασία που ορίζει το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). Βάσει της αξιολόγησής της, η εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλει, διατηρεί, τροποποιεί ή καταργεί υποχρεώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

5.   Επιχείρηση στην οποία έχει επιβληθεί λειτουργικός διαχωρισμός μπορεί να υπάγεται σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 9-13 σε οποιαδήποτε επιμέρους αγορά όπου έχει καθοριστεί ως διαθέτουσα σημαντική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), ή σε κάθε άλλη υποχρέωση που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου 8.

Άρθρο 13β

Εθελούσιος διαχωρισμός από καθετοποιημένη επιχείρηση

1.   Επιχειρήσεις που έχουν οριστεί ως διαθέτουσες σημαντική ισχύ σε μία ή περισσότερες σχετικές αγορές σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο) ενημερώνουν την εθνική ρυθμιστική αρχή εκ των προτέρων εφόσον προτίθενται να μεταβιβάσουν στοιχεία του τοπικού δικτύου πρόσβασής τους ή σημαντικό μέρος τους σε χωριστή νομική οντότητα υπό διαφορετική ιδιοκτησία, ή να καθιερώσουν χωριστή επιχειρηματική οντότητα για την παροχή πλήρως ισότιμων προϊόντων πρόσβασης σε όλους τους παρόχους λιανικής, συμπεριλαμβανομένων και των δικών της τμημάτων λιανικής.

2.   Η εθνική ρυθμιστική αρχή αξιολογεί το αποτέλεσμα της σκοπούμενης μεταβίβασης υφιστάμενων ρυθμιστικών υποχρεώσεων βάσει της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

Για τον σκοπό αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή διεξάγει συντονισμένη ανάλυση των διάφορων αγορών που σχετίζονται με το δίκτυο πρόσβασης σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

Με βάση την αξιολόγησή της, η εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλει, διατηρεί, τροποποιεί ή καταργεί υποχρεώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

3.   Η νομικά ή/και λειτουργικά χωριστή επιχειρηματική οντότητα μπορεί να υπάγεται σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις των άρθρων 9-13 σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αγορά όπου έχει οριστεί ως διαθέτουσα σημαντική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), ή οποιασδήποτε άλλη υποχρέωση που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 8.»

(11)

Στο άρθρο 14 η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.»

(12)

Το παράρτημα II τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση)

Η οδηγία 2002/20/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εφαρμόζεται επίσης ο ακόλουθος ορισμός:

«Γενική άδεια»: νομικό πλαίσιο που θεσπίζεται από το κράτος μέλος και εξασφαλίζει δικαιώματα για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών και θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις ανά τομέα που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε όλους ή σε συγκεκριμένους τύπους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

(2)

Το άρθρο 3 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Τα άρθρα 5, 6 και 7 αντικαθίσταται από τα άρθρα 5, 6, 6α και 7.

β)

Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

« Επιχειρήσεις που παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη και υπέχουν υποχρέωση για μία μόνο απλουστευμένη κοινοποίηση ανά ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. »

(3)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών

1.   Τα κράτη μέλη διευκολύνουν τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων με βάση γενικές άδειες. Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν μεμονωμένα δικαιώματα με σκοπό:

α)

την αποφυγή της πιθανότητας επιβλαβών παρεμβολών,

β)

τη διασφάλιση τεχνικής ποιότητας υπηρεσιών,

γ)

την διασφάλιση της αποδοτικής χρήσης του φάσματος·

δ)

την εκπλήρωση άλλων στόχων γενικού συμφέροντος που καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία και είναι σύμφωνοι με την κοινοτική νομοθεσία· ή

ε)

τη συμμόρφωση με μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 6α·

2.    Τα κράτη μέλη χορηγούν μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης, κατόπιν αιτήματος, σε κάθε επιχείρηση, με την επιφύλαξη των άρθρων 6, 6α, 7 και του άρθρου 11, παράγραφος 1 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας και των λοιπών κανόνων που διασφαλίζουν την αποδοτική χρήση των εν λόγω πόρων σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

Με την επιφύλαξη ειδικών κριτηρίων και διαδικασιών που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για την χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων σε παρόχους υπηρεσιών περιεχομένου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών αποβλέποντας στην επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, τα εν λόγω δικαιώματα χρήσης χορηγούνται μέσω ανοικτών, αντικειμενικών, διαφανών, αμερόληπτων και αναλογικών διαδικασιών, και, στην περίπτωση των ραδιοσυχνοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). Οι διαδικασίες μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να μην είναι ανοικτές, σε περιπτώσεις όπου η χορήγηση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης για ραδιοσυχνότητες στους παρόχους υπηρεσιών περιεχομένου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών είναι αποδεδειγμένα ουσιαστικής σημασίας για την επίτευξη συγκεκριμένης υποχρέωσης που ορίζεται και αιτιολογείται εκ των προτέρων από τα κράτη μέλη και η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξη στόχου γενικού συμφέροντος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

Κατά την χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν κατά πόσο τα εν λόγω δικαιώματα μπορούν να μεταβιβαστούν από τον κάτοχο των δικαιωμάτων, καθώς και υπό ποιους όρους. Στην περίπτωση των ραδιοσυχνοτήτων, οι εν λόγω διατάξεις είναι σύμφωνες με το άρθρο 9 και 9β της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

Σε περίπτωση που κράτη μέλη χορηγούν δικαιώματα χρήσης για περιορισμένη χρονική περίοδο, η διάρκεια είναι κατάλληλη για την σχετική υπηρεσία ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της αναγκαίας περιόδου για την απόσβεση της επένδυσης .

Όταν μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων χορηγούνται για δέκα χρόνια ή περισσότερο και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να χρονομισθωθούν μεταξύ επιχειρήσεων όπως επιτρέπεται από το άρθρο 9β της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας πλαίσιο), η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να διασφαλίσει τα μέσα για να ελέγξει κατά πόσον τα κριτήρια για τη χορήγηση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης εξακολουθούν να ισχύουν και να τηρούνται καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της άδειας . Εάν τα κριτήρια αυτά δεν ισχύουν πλέον, τα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης μεταβάλλονται σε γενική άδεια για χρήση ραδιοσυχνοτήτων, υποκείμενη σε προηγούμενη ειδοποίηση και μετά από εύλογη προθεσμία ή καθίστανται ελεύθερα μεταβιβάσιμα ή χρονομισθώσιμα μεταξύ των επιχειρήσεων.

3.   Οι αποφάσεις για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης λαμβάνονται, ανακοινώνονται και δημοσιοποιούνται, το συντομότερο δυνατό, μετά την παραλαβή της πλήρους αίτησης από την εθνική ρυθμιστική αρχή, εντός τριών εβδομάδων στην περίπτωση αριθμών που έχουν χορηγηθεί για συγκεκριμένους σκοπούς στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης και εντός έξι εβδομάδων στην περίπτωση ραδιοσυχνοτήτων που έχουν κατανεμηθεί για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών , στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος συχνοτήτων. Η εν λόγω τελευταία προθεσμία ισχύει με την επιφύλαξη ισχυουσών διεθνών συμφωνιών που αφορούν τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων ή τροχιακών θέσεων.

4.   Όταν αποφασίζεται, έπειτα από διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), ότι τα δικαιώματα χρήσης αριθμών εξαιρετικής οικονομικής αξίας πρέπει να χορηγούνται με διαδικασίες ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την μέγιστη χρονική περίοδο των τριών εβδομάδων κατά τρεις ακόμη εβδομάδες το πολύ.

Για τις διαδικασίες ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής ραδιοφάσματος εφαρμόζεται το άρθρο 7.

5.   Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν τον αριθμό των προς χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης, εκτός εάν τούτο είναι απαραίτητο για τη εξασφάλιση αποδοτικής χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 7.

6.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξασφαλίζουν αποδοτική και αποτελεσματική χρήση των ραδιοσυχνοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2 και το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). Εξασφαλίζουν επίσης ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε μεταβίβασης ή συσσώρευσης δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων.»

(4)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η γενική αδειοδότηση για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και δικαιώματα χρήσης αριθμών μπορούν να υπάγονται μόνον στους όρους που απαριθμούνται στο παράρτημα I. Οι εν λόγω όροι είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς, και, στην περίπτωση των δικαιωμάτων χρήσης για ραδιοσυχνότητες, είναι σύμφωνη με το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).»

β)

Στην παράγραφο 2, οι λέξεις «άρθρα 16, 17, 18 και 19 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)».

γ)

Στην παράγραφο 3, η λέξη «παράρτημα» αντικαθίσταται από «παράρτημα I».

(5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 6α:

«Άρθρο 6α

Μέτρα εναρμόνισης

1.    Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 8β και 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα:

α)

για την ταυτοποίηση ζωνών ραδιοσυχνοτήτων για την χρήση των οποίων απαιτούνται γενικές άδειες ·

β)

για την ταυτοποίηση των περιοχών αριθμοδότησης που θα εναρμονιστούν σε κοινοτικό επίπεδο·

γ)

για την εναρμόνιση διαδικασιών χορήγησης γενικών αδειών μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών σε επιχειρήσεις παροχής πανευρωπαϊκών δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ·

δ)

για την εναρμόνιση των όρων που προσδιορίζονται στο παράρτημα II και αναφέρονται σε γενικές άδειες ή μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών σε επιχειρήσεις παροχής πανευρωπαϊκών δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών .

Τα μέτρα αυτά , που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 3.

2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν, κατά περίπτωση, να προβλέπουν για τα κράτη μέλη την δυνατότητα υποβολής αιτιολογημένου αιτήματος για τμηματική εξαίρεση ή/και χρονική παρέκκλιση από την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

Η Επιτροπή αξιολογεί την αιτιολόγηση του αιτήματος, συνεκτιμώντας την συγκεκριμένη κατάσταση στο κράτος μέλος, και δύναται να χορηγήσει μερική εξαίρεση ή χρονική παράταση ή και τα δύο, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα την υλοποίηση των μέτρων εφαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή δεν δημιουργεί αδικαιολόγητες ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών στην κατάσταση του ανταγωνισμού ή στο ρυθμιστικό πλαίσιο.

»

(6)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

(i)

Η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος εξετάζει εάν πρέπει να περιορίσει τον αριθμό των προς παροχή δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή να παρατείνει την διάρκεια υφισταμένων δικαιωμάτων κατ' άλλο τρόπο απ' ό,τι σύμφωνα με τους όρους που προσδιορίζονται στα εν λόγω δικαιώματα, μεταξύ άλλων:»

(ii)

Το στοιχείο (γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

δημοσιεύει οποιαδήποτε απόφασή του να περιορίσει την χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης, ή την ανανέωση δικαιωμάτων χρήσης, δηλώνοντας τους σχετικούς λόγους·»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν απαιτείται περιορισμός της χορήγησης δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων, τα κράτη μέλη παρέχουν τα εν λόγω δικαιώματα βάσει αντικειμενικών, διαφανών, αμερόληπτων, και αναλογικών κριτηρίων επιλογής. Όλα τα εν λόγω κριτήρια επιλογής πρέπει να σταθμίζουν δεόντως την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο) και των απαιτήσεων του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.»

γ)

Στην παράγραφο 5 οι λέξεις «άρθρο 9» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 9β».

(7)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν και επιβλέπουν την συμμόρφωση με τους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης και με τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, σύμφωνα με το άρθρο 11.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δύνανται να ζητούν από τις επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπηρεσιών, τα οποία καλύπτονται από τη γενική άδεια, ή που απολαύουν δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών, να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ή προς τις ειδικές υποχρεώσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, σύμφωνα με το άρθρο 11.

2.   Εάν η εθνική ρυθμιστική αρχή διαπιστώσει ότι μια επιχείρηση δεν τηρεί έναν ή περισσότερους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης, ή τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, κοινοποιεί στην επιχείρηση την εν λόγω διαπίστωση και παρέχει στην επιχείρηση την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

3.   Η αρμόδια αρχή έχει την δυνατότητα να απαιτήσει την παύση της παράβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, είτε άμεσα ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα που αποβλέπουν στην εξασφάλιση συμμόρφωσης.

Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν:

α)

κατά περίπτωση αποτρεπτικές οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν περιοδικές ποινές με αναδρομικό αποτέλεσμα · και

β)

διαταγή να διακοπεί η παροχή υπηρεσίας ή δέσμης υπηρεσιών η οποία, εάν συνεχιζόταν, θα κατέληγε σε σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού, ενώ εκκρεμεί η συμμόρφωση με υποχρεώσεις πρόσβασης που έχουν επιβληθεί μετά από ανάλυση αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). »

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν την αρμόδια αρχή να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις κατά περίπτωση σε επιχειρήσεις για την μη υποβολή πληροφοριών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 σημεία (α) ή (β) της παρούσας οδηγίας ή με το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) εντός εύλογης χρονικής περιόδου που ορίζεται από την εθνική ρυθμιστική αρχή.»

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Σε περιπτώσεις σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων των όρων της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης, ή των ειδικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, εάν τα μέτρα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, δεν φέρουν αποτέλεσμα, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να εμποδίζουν την περαιτέρω παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από μια επιχείρηση ή να αναστέλλουν ή να αποσύρουν τα δικαιώματα χρήσης. Μπορούν να επιβληθούν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις και ποινές που θα καλύπτουν την χρονική περίοδο κάθε παράβασης, ακόμα και εάν η παράβαση έχει στην συνέχεια διορθωθεί.»

δ)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Ανεξάρτητα από τις παραγράφους 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου, εάν η αρμόδια αρχή έχει αποδείξεις ότι η παράβαση των όρων της γενικής άδειας, των δικαιωμάτων χρήσης ή των ειδικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, συνιστά άμεση και σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια υγεία ή ότι θα προξενήσει σοβαρά οικονομικά ή λειτουργικά προβλήματα σε άλλους παρόχους ή σε χρήστες δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ή άλλους χρήστες του ραδιοφάσματος , μπορεί να λαμβάνει έκτακτα προσωρινά μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης, πριν από τη λήψη τελικής απόφασης. Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση παρέχεται εν συνεχεία εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της και να προτείνει επανορθωτικά μέτρα. Κατά περίπτωση, η σχετική αρχή μπορεί να επιβεβαιώνει τα προσωρινά μέτρα, τα οποία ισχύουν για χρονική περίοδο 3 μηνών το πολύ.»

ε)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 6α.     Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους, ότι τα μέτρα που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση. »

(8)

Το άρθρο 11, παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

στα στοιχεία α) και β) η λέξη «παράρτημα» αντικαθίσταται με τη λέξη «παράρτημα Ι».

β)

στο πρώτο εδάφιο προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

« ζ)

ενθάρρυνση της αποτελεσματικής χρήσης και διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης των ραδιοσυχνοτήτων. »

(9)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Τροποποίηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα, οι όροι και οι διαδικασίες που αφορούν γενικές άδειες και δικαιώματα χρήσης ή δικαιώματα για εγκατάσταση ευκολιών μπορούν να τροποποιηθούν μόνο σε αντικειμενικά αιτιολογημένες περιπτώσεις και κατά αναλογικό τρόπο, συνεκτιμώντας, κατά περίπτωση, τις ειδικές συνθήκες που ισχύουν για μεταβιβάσιμα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων. Η πρόθεση διενέργειας των σχετικών τροποποιήσεων γνωστοποιείται καταλλήλως και παρέχεται στους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των καταναλωτών, επαρκές χρονικό διάστημα, το οποίο, εκτός εκτάκτων περιπτώσεων, είναι τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες, ώστε να μπορέσουν να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των προτεινόμενων τροποποιήσεων.

2.   Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν ούτε καταργούν δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών ή δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία αυτά έχουν χορηγηθεί, εκτός αιτιολογημένων περιπτώσεων και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές διατάξεις όσον αφορά την παροχή αντισταθμιστικού ανταλλάγματος λόγω ανάκλησης δικαιώματος.»

(10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 14α:

«Άρθρο 14α

Επιτροπή επικοινωνιών

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή επικοινωνιών.

2.     Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για τη θέσπιση μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 6α παράγραφος 1, στοιχεία (α), (γ) και (δ), η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή Ραδιοφάσματος που συγκροτείται με βάση το άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, ισχύουν το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

»

(11)

Στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι συναφείς πληροφορίες για δικαιώματα, όρους, διαδικασίες, επιβαρύνσεις, τέλη και αποφάσεις που αφορούν γενικές άδειες, δικαιώματα χρήσης και δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών δημοσιεύονται και επικαιροποιούνται με κατάλληλο τρόπο, ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να είναι ευχερώς προσιτές σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.»

(12)

Στο άρθρο 17 οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), τα κράτη μέλη ευθυγραμμίζουν τις άδειες που υφίστανται ήδη στις 31 Δεκεμβρίου 2009 με τα άρθρα 5, 6, 7 και το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας το αργότερο έως την [31η Δεκεμβρίου 2010].

2.   Εφόσον η εφαρμογή της παραγράφου 1 επιφέρει περιορισμό των δικαιωμάτων ή επέκταση των υποχρεώσεων βάσει ήδη υφιστάμενων αδειών, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την ισχύ αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έως το πολύ 9 μήνες έπειτα από την [30ή Σεπτεμβρίου 2011], υπό τον όρο ότι, με τον τρόπο αυτό, δεν θίγονται τα δικαιώματα άλλων επιχειρήσεων βάσει του κοινοτικού δικαίου. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις επεκτάσεις αυτές και δηλώνουν τους σχετικούς λόγους.»

(13)

Το παράρτημα τροποποιείται όπως ορίζεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

(14)

Προστίθεται νέο παράρτημα II, το κείμενο του οποίου παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Διαδικασία προσφυγής

1.     Η Επιτροπή […] προβαίνει σε περιοδική επανεξέταση της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας και των οδηγιών 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση) και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1. Στην έκθεση αυτή, η Επιτροπή εκτιμά εάν, υπό το φως των εξελίξεων της αγοράς και σε συνάρτηση με τον ανταγωνισμό και την προστασία των καταναλωτών, παραμένει η ανάγκη για τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με ειδική κατά τομέα προληπτική ρύθμιση, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 13α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία), ή αν χρειάζεται τροποποίηση ή κατάργησή τους. Για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και τον BERT πληροφορίες, οι οποίες παρέχονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.     Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χρειάζεται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν, υποβάλλει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 5

Καταργούμενες διατάξεις

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 καταργείται.

Άρθρο 6

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν έως […] το αργότερο τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από […].

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την […] ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)   ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 50.

(2)  Γνώμη της 19ης Ιουνίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

(5)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21.

(7)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

(8)  ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37.

(9)   ΕΕ L 298 της 17.10.1989, σ. 23 .

(10)   EE C 151 της 29.6.2006, σ. 15.

(11)  ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 10.

(12)   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 460/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 1).

(13)  Σύσταση της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2003, για τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 114 της 8.5.2003, σ. 45).

(14)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 336 της 30.12.2000, σ. 4.

(16)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. .

(17)   ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37

(18)  ΕΕ L …»

(19)   Ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στη νομοθεσία των κρατών μελών. »

(20)   Ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. »

(21)   Ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας 2008/…/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της … [για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/21/ΕΚ]. »

(22)  Προθεσμία για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/…/ΕΚ (για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

(23)  ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 1.

(24)  ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(1)

Το Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2002/21/ΕΚ αντικαθίσταται από το εξής:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κριτήρια προς χρήση από τις εθνικές κανονιστικές αρχές κατά την εκτίμηση της κοινής δεσπόζουσας θέσης, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις θεωρείται ότι έχουν κοινή δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 14, εάν, ακόμη και αν δεν υπάρχουν διαρθρωτικοί ή άλλοι δεσμοί μεταξύ τους, λειτουργούν σε μια αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσιαστικού ανταγωνισμού και στην οποία καμιά μεμονωμένη επιχείρηση δεν διαθέτει σημαντική ισχύ. Με την επιφύλαξη της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την κοινή δεσπόζουσα θέση, εκτιμάται ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, εάν η αγορά είναι συγκεντρωμένη και παρουσιάζει ορισμένα κατάλληλα χαρακτηριστικά, από τα οποία τα ακόλουθα μπορεί να είναι τα σημαντικότερα στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών:

χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης

παρεμφερή μερίδια αγοράς

υψηλοί νομικοί ή οικονομικοί φραγμοί στην είσοδο

κάθετη ολοκλήρωση με συλλογική άρνηση εφοδιασμού

έλλειψη αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος

έλλειψη δυνητικού ανταγωνισμού

Ο ανωτέρω κατάλογος είναι ενδεικτικός και όχι εξαντλητικός, και τα κριτήρια δεν είναι σωρευτικά. Ο κατάλογος προορίζεται για την παράθεση μόνο των αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των ισχυρισμών περί ύπαρξης κοινής δεσπόζουσας θέσης. »

(2)

Στο Παράρτημα II της οδηγίας 2002/19/ΕΚ ο τίτλος, οι ορισμοί, το μέρος Α και το μέρος Β, σημείο 1 αντικαθίστανται ως εξής :

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Στοιχειώδης κατάλογος στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται σε προσφορά αναφοράς για πρόσβαση σε δίκτυο υποδομής χονδρικής, συμπεριλαμβανομένης της χονδρικής ή πλήρως αδεσμοποίητης πρόσβασης σε σταθερό σημείο, ο οποίος πρέπει να δημοσιεύεται από τους φορείς εκμετάλλευσης με σημαντική ισχύ στην αγορά (ΣΙΑ)

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«τοπικός υπο-βρόχος» ο μερικός τοπικός βρόχος που συνδέει το σημείο τερματισμού του δικτύου με σημείο συγκέντρωσης ή προσδιορισμένο ενδιάμεσο σημείο πρόσβασης στο σταθερό δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

β)

«αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο» η πλήρως αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και η μεριζόμενη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο· Η πρόσβαση αυτή δεν συνεπάγεται αλλαγές στο καθεστώς ιδιοκτησίας του τοπικού βρόχου·

γ)

«πλήρως αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο» η παροχή σε δικαιούχο πρόσβασης στον τοπικό βρόχο ή στον τοπικό υπο-βρόχο του φορέα εκμετάλλευσης με ΣΙΑ, η οποία επιτρέπει τη χρήση της πλήρους δυναμικότητας της υποδομής του δικτύου·

δ)

«μεριζόμενη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο» η παροχή σε δικαιούχο πρόσβασης στον τοπικό βρόχο ή στον τοπικό υπο-βρόχο του φορέα εκμετάλλευσης με ΣΙΑ, η οποία επιτρέπει τη χρήση της δυναμικότητας ενός συγκεκριμένου τμήματος της υποδομής του δικτύου, όπως μέρους της συχνότητας ή ισοδύναμου·

A.     Όροι αδεσμοποίητης πρόσβασης

1.

Στοιχεία δικτύου στα οποία παρέχεται η πρόσβαση που καλύπτει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία, μαζί με τις αντίστοιχες σχετικές εγκαταστάσεις:

α)

αδεσμοποίητη πρόσβαση σε τοπικούς βρόχους και υποβρόχους·

β)

μεριζόμενη πρόσβαση σε κατάλληλα σημεία του δικτύου, που επιτρέπει ισοδύναμη λειτουργικότητα προς την αδεσμοποίητη πρόσβαση σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η τελευταία δεν είναι εφικτή τεχνικά ή οικονομικά·

γ)

πρόσβαση σε αγωγούς που επιτρέπουν την εγκατάσταση δικτύων πρόσβασης και οπισθόζευξης·

2.

Πληροφορίες που αφορούν τις θέσεις των τόπων φυσικής πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων οδικών κυτίων πρόσβασης και πλαισίων διανομής, και την ύπαρξη τοπικών βρόχων και υποβρόχων, αγωγών και ευκολιών οπισθόζευξης σε συγκεκριμένα σημεία του δικτύου πρόσβασης και τη διαθεσιμότητα στους αγωγούςç

3.

Τεχνικές προϋποθέσεις που αφορούν την πρόσβαση και τη χρήση των τοπικών βρόχων, υποβρόχων και αγωγών, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών χαρακτηριστικών του στρεπτού ζεύγους μεταλλικών αγωγών και ή οπτικών ινών, διανεμητών καλωδίων, αγωγών και συναφών ευκολιών.

4.

Διαδικασίες παραγγελιών και εφοδιασμού, περιορισμοί χρήσης

Β.     Υπηρεσίες συνεγκατάστασης

1.

Πληροφορίες σχετικά με τους υπάρχοντες τόπους ή τα σημεία εξοπλισμού του φορέα εκμετάλλευσης με ΣΙΑ και την προγραμματισμένη αναβάθμισή τους. »

(3)

Το παράρτημα της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία αδειοδότησης) τροποποιείται ως εξής:

(1)

Η επικεφαλίδα «Παράρτημα» αντικαθίσταται από την επικεφαλίδα «Παράρτημα Ι».

(2)

Η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από την ακόλουθη επικεφαλίδα:

«Οι όροι που απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα παρέχουν τον μέγιστο κατάλογο όρων που δύνανται να συνοδεύουν γενικές άδειες (μέρος Α), δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων (μέρος Β) και δικαιώματα χρήσης αριθμών (μέρος Γ), όπως αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α), εντός των επιτρεπόμενων ορίων των άρθρων 5, 6, 7, 8 και 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).»

(3)

Το μέρος A τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Προσβασιμότητα αριθμών των εθνικών σχεδίων αριθμοδότησης των κρατών μελών για τελικούς χρήστες, αριθμών από τα πεδία ETNS και UIFN, καθώς και όρων σύμφωνα με την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία).»

β)

Το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, ιδίως για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (1)»

γ)

Το σημείο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Κανόνες προστασίας των καταναλωτών, ιδίως για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων όρων, σύμφωνα με την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία), καθώς και όρων προσβασιμότητας για χρήστες με αναπηρίες σύμφωνα με το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας.»

δ)

Στα σημεία 11 και 16, «οδηγία 97/66/ΕΚ» αντικαθίσταται από «οδηγία 2002/58/ΕΚ».

ε)

Προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο 11α:

«11α.

Όροι χρήσης για επικοινωνία των δημόσιων αρχών με το κοινό για προειδοποίηση του κοινού σχετικά με επικείμενες απειλές και για περιορισμό των συνεπειών από μείζονες καταστροφές.»

στ)

Στο σημείο 12 διαγράφονται οι λέξεις «και οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές προς το ευρύ κοινό».

ζ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 19.

Υποχρεώσεις διαφάνειας επί των παρόχων δημόσιων δικτύων επικοινωνιών για τη διασφάλιση διατερματικής συνδετικότητας, συμπεριλαμβανομένης της απεριόριστης πρόσβασης σε περιεχόμενο, υπηρεσίες και εφαρμογές, σύμφωνα με τους στόχους και τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, αποκάλυψη σε σχέση με τους περιορισμούς επί της προσβάσεως σε υπηρεσίες και εφαρμογές και σε σχέση με τις πολιτικές διαχείρισης της κίνησης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, πρόσβαση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών σε τέτοιες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την επαλήθευση της εν λόγω αποκάλυψης. »

(4)

Το μέρος B τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Υποχρέωση παροχής υπηρεσίας ή χρήσης τύπου τεχνολογίας για τα οποία χορηγήθηκαν τα δικαιώματα χρήσης της συχνότητας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, απαιτήσεων κάλυψης.»

(β)

Το στοιχείο 2 διαγράφεται.

γ)

Το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

Εθελούσιες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η επιχείρηση, η οποία αποκτά το δικαίωμα χρήσης κατά τη διαδικασία ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής. Αν τέτοια υποχρέωση αντιστοιχεί εκ των πραγμάτων σε μια ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που παρατίθενται στα άρθρα 9 έως 13α της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), η εν λόγω υποχρέωση θεωρείται ότι λήγει από την 1η Ιανουαρίου 2010 το αργότερο. »

δ)

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο 9:

«9.

Υποχρεώσεις που διέπουν πειραματική χρήση του ραδιοσυχνοτήτων.»

(5)

Το μέρος Γ τροποποιείται ως εξής: :

α)

το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 1.

Καθορισμός της υπηρεσίας για την οποία χρησιμοποιείται ο αριθμός, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε απαιτήσεων που συνδέονται με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και, προς αποφυγήν αμφιβολιών, των αρχών τιμολόγησης και των μέγιστων τιμών για συγκεκριμένα πεδία αριθμών για τους σκοπούς της εξασφάλισης της προστασίας των καταναλωτών, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο β), της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). »

(β)

Το ║ σημείο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Εθελούσιες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η επιχείρηση, η οποία αποκτά το δικαίωμα χρήσης κατά τη διαδικασία ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής.»

(4)

Το ακόλουθο παράρτημα II προστίθεται στην οδηγία 2002/20/ΕΚ (οδηγία αδειοδότησης):

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Όροι που μπορούν να εναρμονιστούν σύμφωνα με το στοιχείο (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 6

(1)

Όροι που συνοδεύουν δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων:

α)

η διάρκεια των δικαιωμάτων χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων·

β)

το χωρικό πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων·

γ)

η δυνατότητα μεταφοράς δικαιώματος σε άλλους χρήστες του ραδιοσυχνοτήτων, καθώς και οι σχετικοί όροι και διαδικασίες·

δ)

η μέθοδος καθορισμού τελών χρήσης για το δικαίωμα χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων, με την επιφύλαξη των συστημάτων που ορίζονται από τα κράτη μέλη στα οποία η υποχρέωση καταβολής τελών χρήσης αντικαθίστανται από την υποχρέωση εκπλήρωσης συγκεκριμένων στόχων γενικού συμφέροντος ·

ε)

ο αριθμός δικαιωμάτων χρήσης που χορηγούνται σε κάθε επιχείρηση·

στ)

όροι που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος Ι.

(2)

Όροι που συνοδεύουν δικαιώματα χρήσης αριθμών:

ζ)

η διάρκεια των δικαιωμάτων χρήσης των σχετικών αριθμών·

η)

το χωρικό πεδίο ισχύος τους·

θ)

ενδεχόμενες επιμέρους υπηρεσίες ή χρήσεις για τις οποίες πρέπει να δεσμευτούν αριθμοί·

ι)

η μεταφορά και η φορητότητα των δικαιωμάτων χρήσης·

κ)

[η μέθοδος καθορισμού τελών χρήσης (εάν υπάρχουν) για το δικαίωμα χρήσης των αριθμών]·

λ)

όροι που απαριθμούνται στο μέρος Γ του παραρτήματος I.»


(1)  ΕΕ L 201 της ║ 31.7.2002, σ. 37.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/337


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Ευρωπαϊκή Αρχή για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών ***I

P6_TA(2008)0450

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (COM(2007)0699 — C6-0428/2007 — 2007/0249(COD))

2010/C 8 E/46

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0699),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0428/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Ελέγχου των Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0316/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

σημειώνει ότι η Επιτροπή έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να χρηματοδοτήσει τoν νέο Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (BERT) στο πλαίσιο του τομέα 1α του τρέχοντος πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2007-2013 εν μέρει μέσω αναδιάταξης και εν μέρει μέσω αύξησης για την περίοδο 2009-2013· επισημαίνει, ωστόσο, ότι η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή δεν έχει λάβει ακόμη πληροφορίες για τις λεπτομέρειες της δράσης αυτής και, ως εκ τούτου, παραμένει έως σήμερα ασαφές ποια προγράμματα και ποιες προτεραιότητες επηρεάζονται και ποιες συνέπειες προκύπτουν καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσιονομικής περιόδου και κατά πόσον θα μείνει επαρκές περιθώριο στον τομέα 1α·

3.

επισημαίνει ότι ο προτεινόμενος BERT θα είναι επιφορτισμένος και με διοικητικά καθήκοντα και θα επικουρεί την Επιτροπή· είναι επομένως της άποψης ότι πρέπει να εξεταστούν όλες οι δυνατότητες χρηματοδότησης του φορέα στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2007 — 2013, συμπεριλαμβανομένου του τομέα 5, όπου φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη επαρκές περιθώριο·

4.

υπογραμμίζει ότι για την ίδρυση του BERT θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σημείου 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (1) υπογραμμίζει ότι, εάν η νομοθετική αρχή λάβει απόφαση υπέρ της ίδρυσης του οργανισμού αυτού, το Κοινοβούλιο θα αρχίσει διαπραγματεύσεις με το έτερο σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής με στόχο την επίτευξη έγκαιρης συμφωνίας για τη χρηματοδότηση του εν λόγω οργανισμού σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας·

5.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

6.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0249

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (BERT)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής ║,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (4), η οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (5), η οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (6), η οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (7) και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (8) (στο εξής αναφέρονται ομού ως «η οδηγία-πλαίσιο και οι ειδικές οδηγίες»), καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Ιουνίου 2007 σχετικά με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο ψηφιακό περιβάλλον  (9), έχουν ως στόχο τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντός της Κοινότητας και παράλληλα την κατοχύρωση υψηλών επιπέδων επενδύσεων, καινοτομίας και προστασίας του καταναλωτή μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού.

(2)

Το κανονιστικό πλαίσιο του 2002 για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες καθιερώνει ένα σύστημα κανονιστικής ρύθμισης από τις εθνικές κανονιστικές αρχές («ΕΚΑ») και προβλέπει τη συνεργασία των αρχών αυτών τόσο μεταξύ τους όσο και με την Επιτροπή, ώστε να διασφαλιστούν η ανάπτυξη εναρμονισμένων κανονιστικών πρακτικών και η συνεπής εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου σε όλη την Κοινότητα αφήνοντας όμως περιθώριο για κανονιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΕΚΑ, με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες των εθνικών αγορών.

(3)

Οι ΕΚΑ διαθέτουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια στην εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου, δεδομένου ότι γνωρίζουν πολύ καλά τις συνθήκες της τοπικής αγοράς, αλλά η διακριτική αυτή ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με στόχο τη διασφάλιση εναρμονισμένων κανονιστικών πρακτικών και συνεπούς εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου, συμβάλλοντας έτσι αποτελεσματικά στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.

(4)

Ο Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (BERT) πρέπει να συσταθεί για την επίτευξη συντονισμού μεταξύ των ΕΚΑ των κρατών μελών, χωρίς εναρμόνιση των υφιστάμενων κανονιστικών προσεγγίσεων μέχρι του σημείου να υπονομευθεί ο κανονιστικός ανταγωνισμός.

(5)

Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την ανάγκη συνεπούς εφαρμογής των σχετικών κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη η Επιτροπή δημιούργησε, με την απόφαση 2002/627/ΕΚ (10), την Ομάδα των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών (European Regulators Group — ERG) για να συμβουλεύει και να επικουρεί την Επιτροπή στο έργο της εδραίωσης της εσωτερικής αγοράς και, γενικότερα, για να διασφαλίζει τη διεπαφή μεταξύ των ΕΚΑ και της Επιτροπής.

(6)

Η ERG συνέβαλε θετικά στην ανάπτυξη εναρμονισμένων κανονιστικών πρακτικών, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατό. Η ERG ωστόσο αποτελεί εκ φύσεως ένα χαλαρό σχήμα εθελοντικής κυρίως συνεργασίας, το καθεστώς του οποίου δεν αντικατοπτρίζει τις σημαντικές αρμοδιότητες που ασκούν οι ΕΚΑ όσον αφορά την εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου.

(7)

Απαιτείται συνεπώς μια πιο ουσιαστική θεσμική βάση για την ίδρυση ενός οργάνου το οποίο θα συγκεντρώνει τις γνώσεις και την πείρα των ΕΚΑ καθώς και σαφώς καθορισμένες δεξιότητες, θα ασκεί ▐ εξουσία στα μέλη του και θα παρέχει ποιοτικό έργο το οποίο θα ρυθμίζει τον κλάδο.

(8)

Η αναγκαιότητα ενίσχυσης των μηχανισμών διασφάλισης εναρμονισμένων κανονιστικών πρακτικών για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών και υπηρεσιών υπογραμμίστηκε τόσο στα συμπεράσματα των εκθέσεων της Επιτροπής της 20ής Φεβρουαρίου 2006 και της 29ης Μαρτίου 2007 σχετικά με την εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου του 2002 (11) όσο και στη δημόσια διαβούλευση επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2006, προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών για την αναθεώρηση του πλαισίου των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ║. Στο πλαίσιο αυτό επισημάνθηκε ότι η συνεχιζόμενη απουσία εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελεί το σημαντικότερο ζήτημα που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με τη μεταρρύθμιση του κανονιστικού πλαισίου. Ο κατακερματισμός και η ανακολουθία των κανονιστικών ρυθμίσεων, που οφείλονται στην έλλειψη επαρκούς συντονισμού των δραστηριοτήτων των ΕΚΑ , ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα του κλάδου καθώς και τα ουσιαστικά οφέλη για τους καταναλωτές που προκύπτουν από τον διασυνοριακό ανταγωνισμό και τις υπερεθνικές αλλά και διακοινοτικές υπηρεσίες.

(9)

Ειδικότερα, οι καθυστερήσεις στη διενέργεια αναλύσεων της αγοράς κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), οι αποκλίνουσες προσεγγίσεις που ακολουθούν οι ΕΚΑ όσον αφορά την επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων όταν διαπιστώνεται έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού από την ανάλυση της αγοράς, οι ανομοιογενείς όροι χορήγησης δικαιωμάτων χρήσης, οι διαφορετικές διαδικασίες επιλογής για τις διακοινοτικές υπηρεσίες, οι διαφορετικοί αριθμοί στο εσωτερικό της Κοινότητας για διακοινοτικές υπηρεσίες και οι δυσκολίες επίλυσης διασυνοριακών διαφορών που αντιμετωπίζουν οι EKA οδηγούν σε μη αποτελεσματικές λύσεις και δημιουργούν φραγμούς στην εσωτερική αγορά.

(10)

Η υφιστάμενη προσέγγιση για την επίτευξη μεγαλύτερης συνοχής μεταξύ των ΕΚΑ, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών και γνώσης σχετικά με τις πρακτικές εμπειρίες, απεδείχθη επιτυχής στο περιορισμένο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υιοθέτησή της. Ωστόσο, θα απαιτηθεί στενότερος συντονισμός μεταξύ των κανονιστικών αρχών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να γίνει κατανοητή και να αναπτυχθεί περαιτέρω η εσωτερική αγορά υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε να ενισχυθεί η κανονιστική συνοχή.

(11)

Για τους λόγους αυτούς, είναι αναγκαίο να ιδρυθεί ένας νέος φορέας, ο BERT. Ο BERT θα συμβάλει ουσιαστικά στην προαγωγή της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς μέσω της βοήθειας που θα προσφέρει στην Επιτροπή και στις ΕΚΑ . Θα λειτουργεί ως σημείο αναφοράς και θα εμπνέει εμπιστοσύνη χάρη στην ανεξαρτησία της, την ποιότητα των συμβουλών που θα παρέχει και των πληροφοριών που θα διαδίδει, τη διαφάνεια των διαδικασιών και μεθόδων λειτουργίας της, και την ταχύτητα με την οποία θα εκτελεί τα καθήκοντα που θα της ανατεθούν.

(12)

Ο BERT θα συγκεντρώνει την εμπειρογνωσία των ΕΚΑ , θα ενισχύει κατ' αυτόν τον τρόπο τις ικανότητές τους χωρίς να τις υποκαθιστά στην άσκηση των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων τους ή να επικαλύπτει το έργο που έχουν ήδη αναλάβει και επιπλέον θα επικουρεί την Επιτροπή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

(13)

Ο BERT θα ▐ αντικαταστήσει την ERG και θα λειτουργεί ως αποκλειστικό φόρουμ συνεργασίας μεταξύ των ΕΚΑ και μεταξύ των εν λόγω αρχών και της Επιτροπής , για την άσκηση του πλήρους φάσματος αρμοδιοτήτων τους βάσει του κανονιστικού πλαισίου.

(14)

Ο BERT θα πρέπει να συσταθεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης θεσμικής δομής και ισορροπίας εξουσιών της Κοινότητας. Θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος όσον αφορά τα τεχνικά θέματα και να έχει νομική, διοικητική και δημοσιονομική αυτονομία. Για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαίο ▐ να αποτελεί κοινοτικό όργανο το οποίο να διαθέτει νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό.

(15)

Ο BERT θα πρέπει να έχει ως αφετηρία τις εθνικές και τις κοινοτικές προσπάθειες και, επομένως, να εκτελεί τα καθήκοντά του σε στενή συνεργασία με τις ΕΚΑ και την Επιτροπή και να είναι ανοικτός στις επαφές με τον ενδιαφερόμενο κλάδο, τις ενώσεις καταναλωτών, ομάδες πολιτιστικών συμφερόντων και άλλα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη.

(16)

Ο BERT θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στους μηχανισμούς που προβλέπονται για την εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών και στη διενέργεια αναλύσεων αγοράς σε ορισμένες περιστάσεις.

(17)

Ο BERT θα πρέπει να παρέχει στην Επιτροπή και στις ΕΚΑ, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον το ζητήσει, τις δέουσες κατά περίπτωση συμβουλές σύμφωνα με το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, και επομένως να υποβοηθά την αποτελεσματική εφαρμογή του.

(18)

▐ Η ετήσια αυτή επισκόπηση του BERT θα επισημαίνει τις βέλτιστες πρακτικές και τους εναπομένοντες φραγμούς και θα συμβάλλει στη βελτίωση του επιπέδου των πλεονεκτημάτων των πολιτών που ταξιδεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(19)

Στο πλαίσιο της υλοποίησης των στόχων της απόφασης 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος) (12) η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τις ανεξάρτητες και έγκυρες συμβουλές του BERT, κατά περίπτωση, ως προς τη χρήση των ραδιοσυχνοτήτων στην Κοινότητα. Για την παροχή αυτών των συμβουλών ο BERT μπορεί να χρειαστεί να διενεργήσει τεχνικές έρευνες, μελέτες εκτίμησης οικονομικού και κοινωνικού αντικτύπου και αναλύσεις των πολιτικών μέτρων που αφορούν τις συχνότητες. Το ίδιο μπορεί επίσης να συμβεί και για τα θέματα που συνδέονται με την εφαρμογή του άρθρου 4 της απόφασης 676/2002/ΕΚ, οπότε ο BERT μπορεί να κληθεί να παράσχει συμβουλές στην Επιτροπή ως προς τα αποτελέσματα των εντολών που έχει απευθύνει η Επιτροπή προς την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Διοικήσεων Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (CEPT).

(20)

Παρά το γεγονός ότι ο τομέας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελεί κομβική συνιστώσα της προσπάθειας για την επίτευξη περισσότερο προηγμένης ευρωπαϊκής οικονομίας με βάση τη γνώση και η εξέλιξη των τεχνολογιών και των αγορών έχει αυξήσει τις δυνατότητες επέκτασης των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν των γεωγραφικών συνόρων των μεμονωμένων κρατών μελών, οι διαφορετικές νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις που επιβάλλουν οι εθνικές νομοθεσίες για την ανάπτυξη αυτών των υπηρεσιών ενδέχεται να παρεμποδίζουν όλο και περισσότερο την παροχή τέτοιων διασυνοριακών υπηρεσιών. ▐

(21)

Η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει τον παγκόσμιο και διασυνοριακό χαρακτήρα της παγκόσμιας αγοράς τηλεπικοινωνιών, επισημαίνοντας ότι η αγορά αυτή διαφέρει από τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που παρέχονται σε αποκλειστικά εθνική βάση και ότι θεωρείται δεδομένη μια ενιαία αγορά για όλες τις παγκόσμιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες (ΠΤΥ), η οποία πρέπει να διακρίνεται από τις καθαρά εθνικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Οι ΠΤΥ αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία μπορεί να είναι αναγκαία η εναρμόνιση των όρων αδειοδότησης. Γενικώς αναγνωρίζεται ότι αυτές οι υπηρεσίες, οι οποίες αποτελούνται από τη διαχείριση επιχειρηματικών δεδομένων και φωνητικές υπηρεσίες για πολυεθνικές εταιρείες εγκατεστημένες σε διάφορες χώρες και συχνά σε διαφορετικές ηπείρους, είναι υπηρεσίες εκ φύσεως διασυνοριακές και εντός της Ευρώπης πανευρωπαϊκές. Ο BERT πρέπει να αναπτύξει κοινή ρυθμιστική προσέγγιση, ώστε όλα τα μέρη της Ευρώπης να αποκομίζουν τα οικονομικά οφέλη των ολοκληρωμένων, συνεχούς ροής υπηρεσιών.

(22)

Σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων που αφορούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις βάσει του κανονιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ο BERT θα πρέπει να είναι σε θέση να διερευνά το ιστορικό της διαφοράς και να συμβουλεύει τις ενδιαφερόμενες ΕΚΑ ως προς τα πλέον ενδεδειγμένα, κατά την κρίση του , μέτρα για την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονιστικού πλαισίου.

(23)

Οι επενδύσεις και η καινοτομία συνδέονται στενά με τον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και ο BERT θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη βέλτιστων κανονιστικών πρακτικών και στη συνεπή εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες προωθώντας την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών και υποστηρίζοντας τη διάθεση και προσβασιμότητα κατάλληλων πληροφοριών στο κοινό. Ο BERT θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει οικονομικά και τεχνικά ζητήματα και να έχει πρόσβαση στις πλέον επικαιροποιημένες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις οικονομικές και τεχνικές προκλήσεις που θέτει η αναπτυσσόμενη κοινωνία της πληροφορίας ▐.

(24)

▐ Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια των τιμών λιανικής για πραγματοποίηση και λήψη κλήσεων περιαγωγής υποκείμενων σε ρύθμιση εντός της Κοινότητας και για να διευκολύνονται οι πελάτες περιαγωγής να αποφασίζουν σχετικά µε τη χρήση των κινητών τους τηλεφώνων στο εξωτερικό, ο BERT θα πρέπει να διασφαλίζει τη διάθεση στα ενδιαφερόμενα μέρη επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 717/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2007, για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητής τηλεφωνίας εντός της Κοινότητας (13) ║ και να δημοσιεύει τα αποτελέσματα αυτής της παρακολούθησης σε ετήσια βάση.

(25)

Ο BERT πρέπει επίσης να μπορεί να αναθέτει μελέτες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του , εξασφαλίζοντας έτσι χάρη στις σχέσεις του με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη την αποφυγή των διπλών προσπαθειών.

(26)

Η δομή του BERT θα πρέπει να είναι απέριττη και κατάλληλη για την επιτέλεση των καθηκόντων που θα του ανατεθούν. Η δομή ▐ πρέπει να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κοινοτικού συστήματος κανονιστικής ρύθμισης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει σεβαστός ο ειδικός ρόλος των ΕΚΑ και η ανεξαρτησία τους τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο .

(27)

Ο BERT πρέπει να διαθέτει τις αναγκαίες εξουσίες για την άσκηση των ▐ καθηκόντων του με αποτελεσματικό και, προπάντων, ανεξάρτητο τρόπο. Ως εκ τούτου, το Ρυθμιστικό Συμβούλιο, το οποίο θα αποτυπώνει την επικρατούσα στα κράτη μέλη κατάσταση, πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα από τα συμφέροντα της αγοράς και να μη ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα.

(28)

Για να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του BERT , ο διευθύνων σύμβουλός του θα πρέπει να διορίζεται βάσει των προσόντων και των τεκμηριωμένων διοικητικών και διαχειριστικών ικανοτήτων του καθώς και βάσει των ικανοτήτων και της πείρας του στον τομέα των δικτύων, υπηρεσιών και αγορών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και ευελιξία ως προς την οργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας του BERT . Ο διευθύνων σύμβουλος θα πρέπει να εξασφαλίζει την αποτελεσματική επιτέλεση των καθηκόντων του BERT σε συνθήκες ανεξαρτησίας.

(29)

Για να κατοχυρωθεί η αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του BERT , θα πρέπει ανατεθούν στον διευθυντή του οι αναγκαίες αρμοδιότητες προκειμένου να εγκρίνει όλες τις γνώμες, αφού λάβει τη συγκατάθεση του Ρυθμιστικού Συμβουλίου, και να εξασφαλίζει ότι ο BERT ενεργεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτό.

(30)

Εκτός από τις αρχές λειτουργίας του , που βασίζονται στην ανεξαρτησία και τη διαφάνεια, ο ΒΕRT πρέπει να είναι ▐ ανοικτός σε επαφές, μεταξύ άλλων, με τον κλάδο, τους καταναλωτές , τα συνδικάτα, οργανισμούς του δημόσιου φορέα, ερευνητικά κέντρα και άλλα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη. Όταν κρίνεται σκόπιμο, ο BERT πρέπει να επικουρεί την Επιτροπή στη διάδοση και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ επιχειρήσεων.

(31)

Οι διαδικασίες του BERT θα πρέπει επομένως να του διασφαλίζουν την πρόσβασή του σε εξειδικευμένη τεχνογνωσία και πείρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως σε πεδία που χαρακτηρίζονται από τεχνική πολυπλοκότητα και ταχύτατες εξελίξεις ▐.

(32)

Για να κατοχυρωθεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία του BERT , θα πρέπει να διαθέτει δικό του προϋπολογισμό. Ενώ το ένα τρίτο της χρηματοδότησης του θα πρέπει να προέρχεται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άλλα δύο τρίτα θα πρέπει να παρέχονται από τις ΕΚΑ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι ΕΚΑ διαθέτουν επαρκή και άνευ όρων χρηματοδότηση για τον σκοπό αυτό. Η μέθοδος χρηματοδότησης δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία του BERT τόσο έναντι των κρατών μελών όσο και έναντι της Επιτροπής.

(33)

Ο BERT θα πρέπει, κατά περίπτωση, να διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη και να τους παρέχει την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις επί σχεδιαζόμενων μέτρων εντός εύλογης προθεσμίας.

(34)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση που επιχειρήσεις ▐ δεν παρέχουν τις πληροφορίες που χρειάζεται ο BERT για να εκτελέσει αποτελεσματικά τα καθήκοντά του. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώσουν ένα κατάλληλο πλαίσιο επιβολής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στις επιχειρήσεις εκείνες που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

(35)

Στα πλαίσια του πεδίου δραστηριότητας και των στόχων του και κατά την άσκηση των καθηκόντων του , οι ΕΚΑ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο BERT συμμορφώνεται ιδίως με τις διατάξεις που ισχύουν για τα κοινοτικά θεσμικά όργανα σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των ευαίσθητων εγγράφων. Θα ήταν σκόπιμη, εν ανάγκη, η αρμονική και ασφαλής ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος κανονισμού.

(36)

Οι ΕΚΑ πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο BERT εφαρμόζει τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες που αφορούν τη πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα και την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτοί ορίζονται αντιστοίχως στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (14), και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (15).

(37)

Την 1η Ιανουαρίου 2014, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί επισκόπηση προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον υπάρχει ανάγκη επέκτασης της εντολής του BERT. Σε περίπτωση που η επέκταση κριθεί αιτιολογημένη, θα πρέπει να επανεξετασθούν οι δημοσιονομικοί και διαδικαστικοί κανόνες καθώς και οι ανθρώπινοι πόροι .

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ιδρύεται ο Φορέας των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (BERT) στον οποίο ανατίθενται οι αρμοδιότητες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή διαβουλεύεται με τον BERT κατά την άσκηση των καθηκόντων της με βάση την οδηγία πλαίσιο και τις ειδικές οδηγίες, όπως ορίζει ο παρών κανονισμός.

2.    Ο BERT ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας-πλαισίου και των ειδικών οδηγιών και στηρίζεται στην εμπειρογνωσία που διαθέτουν οι ΕΚΑ . Συμβάλλει στη βελτίωση των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και ιδίως στην προώθηση της αποτελεσματικής και συνεκτικής εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου στην αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών και στην ανάπτυξη διακοινοτικών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ▐, εκτελώντας τα καθήκοντα που περιγράφονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ.

3.    Ο BERT εκτελεί τα καθήκοντά του σε συνεργασία με τις ΕΚΑ και την Επιτροπή ▐.

Ο BERT λειτουργεί ως μέσο ανταλλαγής πληροφοριών και έγκρισης συνεκτικών αποφάσεων από τις ΕΚΑ. Παρέχει οργανωτική βάση για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των ΕΚΑ. Εγκρίνει κοινές θέσεις και παρατηρήσεις. Επιπλέον, συμβουλεύει την Επιτροπή και επικουρεί τις ΕΚΑ σε όλα τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στις ΕΚΑ στο πλαίσιο της οδηγίας πλαίσιο και των εξειδικευμένων οδηγιών.

4.   Σε όλες τις δραστηριότητές της, και ιδίως κατά την εκπόνηση των γνωμοδοτήσεών της, ο BERT επιδιώκει τους ίδιους στόχους με εκείνους που ορίζει για τις ΕΚΑ το άρθρο της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

5.     Θα εγκριθεί απόφαση για τη δημιουργία υπηρεσίας που θα διασφαλίζει τους κατάλληλους πόρους για τον BERT, με τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

διάταξη που θα προβλέπει ότι η υπηρεσία αποτελεί τμήμα της κοινοτικής διοίκησης, όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης και τις δημοσιονομικές ευθύνες·

β)

ειδικό κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης για το προσωπικό της υπηρεσίας στον βαθμό που απαιτείται για να διασφαλιστεί η αυτόνομη εκπλήρωση των καθηκόντων του BERΤ· και

γ)

κανόνες για την πρώτη σύγκληση και την πρώτη προεδρία του BERT.

Η έδρα της υπηρεσίας είναι στις Βρυξέλλες.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ, στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ, στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ και στο άρθρο 2 της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ ║.

Άρθρο 3

Γενικά καθήκοντα του BERT

Βάσει του παρόντος κανονισμού ο BERT επιτελεί τα ακόλουθα γενικά καθήκοντα:

α)

γνωμοδοτεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής , ή με δική του πρωτοβουλία, και επικουρεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή παρέχοντάς τους πρόσθετη τεχνική υποστήριξη επί παντός θέματος σχετικού με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες·

β)

αναπτύσσει κοινές θέσεις, κατευθυντήριες γραμμές και βέλτιστες πρακτικές για την επιβολή κανονιστικών διορθωτικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και παρακολουθεί την υλοποίησή τους σε όλα τα κράτη μέλη·

γ)

επικουρεί την Κοινότητα, τα κράτη μέλη της και τις ΕΚΑ στις σχέσεις, συζητήσεις και ανταλλαγές με τρίτες χώρες·

δ)

παρέχει συμβουλές στους παράγοντες της αγοράς (συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών και των οργανώσεων καταναλωτών) και στις ΕΚΑ επί κανονιστικών ζητημάτων·

ε)

ανταλλάσει, διαδίδει και συλλέγει πληροφορίες και αναλαμβάνει μελέτες σε πεδία συναφή με τις δραστηριότητές της·

στ)

ανταλλάσσει εμπειρίες και προωθεί την καινοτομία στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

ζ)

συμβουλεύει τις ΕΚΑ σχετικά με διασυνοριακές διαφορές και , όπου χρειάζεται, σε ζητήματα ηλεκτρονικής προσβασιμότητας·

η)

αναπτύσσει κοινές θέσεις σε πανευρωπαϊκά ζητήματα, όπως οι ΠΤΥ, προκειμένου να αυξηθεί η κανονιστική συνέπεια και να προωθηθεί η πανευρωπαϊκή αγορά καθώς και οι πανευρωπαϊκοί κανόνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ BERT ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Άρθρο 4

Ρόλος του BERT στην εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου

1.   Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής ο BERT γνωμοδοτεί επί παντός θέματος σχετικού με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες όπως ορίζει ο παρών κανονισμός. Ο BERT μπορεί επίσης να γνωμοδοτεί επί των θεμάτων αυτών προς την Επιτροπή ή τις ΕΚΑ, ιδία πρωτοβουλία.

2.    Για να προωθηθεί η εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας-πλαισίου και των ειδικών οδηγιών, η Επιτροπή ζητεί επίσης τη βοήθεια του BERT προκειμένου να εκπονήσει συστάσεις ή να εκδώσει αποφάσεις σύμφωνα το άρθρο 19 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί επίσης να ζητήσει τη βοήθεια του BERT, εφόσον ευλόγως τη χρειαστεί για κάθε είδους έρευνα ή νομοθέτημα στο πλαίσιο των καθηκόντων του BERT .

3.    Τα θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 είναι:

α)

τα σχεδιαζόμενα μέτρα των ΕΚΑ που αφορούν τον καθορισμό αγορών, τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά και την εφαρμογή λύσεων σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

β)

ο καθορισμός των διακρατικών αγορών σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

γ)

ζητήματα τυποποίησης σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

δ)

οι αναλύσεις συγκεκριμένων εθνικών αγορών σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) και, όπου χρειάζεται, επί μέρους εθνικών αγορών·

ε)

η διαφάνεια και η πληροφόρηση των τελικών χρηστών σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

στ)

η ποιότητα των υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

ζ)

η αποτελεσματική εφαρμογή του ενιαίου ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης «112» σύμφωνα με το άρθρο 26 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

η)

η φορητότητα των αριθμών σύμφωνα με το άρθρο 30 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

θ)

η βελτίωση της πρόσβασης των μειονεκτούντων τελικών χρηστών σε υπηρεσίες και εξοπλισμό ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με το άρθρο 33 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)·

ι)

τα μέτρα που λαμβάνουν οι ΕΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 5 και το άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση)·

ια)

τα μέτρα διαφάνειας για την εφαρμογή της αποδεσμοποίησης του τοπικού βρόχου σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση)·

ιβ)

οι όροι πρόσβασης σε ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και η διαλειτουργικότητα των αμφίδρομων ψηφιακών τηλεοπτικών υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)·

ιγ)

θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του BERT όπως προσδιορίζονται στην οδηγία πλαίσιο και τις εξειδικευμένες οδηγίες, στον βαθμό που επηρεάζουν τη διαχείριση του φάσματος ή επηρεάζονται από τη διαχείρισή του·

ιδ)

τα μέτρα που εξασφαλίζουν την ανάπτυξη κοινών πανευρωπαϊκών κανόνων και απαιτήσεων για τους παρόχους ΠΤΥ .

4.   Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να αναλάβει τα ειδικότερα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 5 έως 18.

5.     Η Επιτροπή και οι ΕΚΑ λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις γνωμοδοτήσεις του BERT. Όπου ο BERT προτείνει εναλλακτικές λύσεις με βάση τις διαφορετικές συνθήκες της αγοράς και το ιστορικό των διαφόρων κανονιστικών προσεγγίσεων, οι ΕΚΑ εξετάζουν τη λύση που ταιριάζει καλύτερα στη δική τους κανονιστική προσέγγιση. Οι ΕΚΑ και η Επιτροπή δημοσιοποιούν τον τρόπο με τον οποίο ελήφθη υπόψη η γνώμη του BERT.

Άρθρο 5

Γνωμοδότηση του BERT σχετικά με τον καθορισμό και την ανάλυση των εθνικών αγορών και σχετικά με διορθωτικά μέτρα

1.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον BERT οσάκις ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 και παράγραφος 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

2.    Ο BERT γνωμοδοτεί προς την Επιτροπή σχετικά με το υπόψη σχέδιο μέτρου εντός 4 εβδομάδων από τη σχετική ενημέρωση. Η γνωμοδότηση περιλαμβάνει λεπτομερή και αντικειμενική ανάλυση του κατά πόσον το σχεδιαζόμενο μέτρο δημιουργεί φραγμούς στην ενιαία αγορά και είναι συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως προς τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο). Κατά περίπτωση, η Επιτροπή ζητεί από τον BERT να υποδείξει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην πρόταση μέτρου προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλέον αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των στόχων.

3.    Ο BERT παρέχει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, κάθε διαθέσιμη πληροφορία για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 6

Επανεξέταση των εθνικών αγορών από τον BERT

1.   Εάν η Επιτροπή ζητήσει από τον BERT σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) να αναλύσει μια συγκεκριμένη σχετική αγορά εντός της επικράτειας κράτους μέλους, γνωμοδοτεί και παρέχει στην Επιτροπή τις αναγκαίες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της δημόσιας διαβούλευσης και της ανάλυσης της αγοράς. Εάν ο BERT διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός στη συγκεκριμένη αγορά, συμπεριλαμβάνει στη γνωμοδότησή του , κατόπιν δημόσιας διαβούλευσης, ένα σχέδιο μέτρου όπου υποδεικνύει την ή τις επιχειρήσεις που ο ίδιος κρίνει ότι πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες σημαντική ισχύ στη συγκεκριμένη αγορά και τις υποχρεώσεις που ενδείκνυται να επιβληθούν.

2.    Ο BERT δύναται, κατά περίπτωση, να διαβουλεύεται με τις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές ανταγωνισμού πριν γνωμοδοτήσει προς την Επιτροπή.

3.    Ο BERT παρέχει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, κάθε διαθέσιμη πληροφορία για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 7

Καθορισμός και ανάλυση διακρατικών αγορών

1.   Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, ο BERT γνωμοδοτεί προς την Επιτροπή ως προς τον ενδεδειγμένο καθορισμό των διακρατικών αγορών.

2.   Εάν η Επιτροπή έχει καθορίσει διακρατική αγορά δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 4 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), ο BERT μπορεί, κατόπιν αιτήσεως, να επικουρεί τις ΕΚΑ που συμμετέχουν στην κοινή ανάλυση αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας αυτής ▐.

3.    Ο BERT παρέχει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, κάθε διαθέσιμη πληροφορία για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 8

Εναρμόνιση της αριθμοδότησης και της φορητότητας αριθμών

1.    Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο BERT συνεργάζεται με τις ΕΚΑ επί ζητημάτων σχετικών με τη δόλια ή καταχρηστική χρήση πόρων αριθμοδότησης εντός της Κοινότητας, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές υπηρεσίες. Δύναται να διατυπώσει γνώμη σχετικά με τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν σε κοινοτικό ή σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων απάτης ή κατάχρησης και άλλων ζητημάτων αριθμοδότησης που ανησυχούν τους καταναλωτές.

2.   Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής ο BERT γνωμοδοτεί προς την Επιτροπή ως προς την έκταση και τις τεχνικές παραμέτρους των υποχρεώσεων που αφορούν τη μεταφορά αριθμών ή κωδικών αναγνώρισης συνδρομητή και συναφών πληροφοριών μεταξύ δικτύων καθώς και ως προς τη σκοπιμότητα επέκτασης αυτών των υποχρεώσεων σε κοινοτικό επίπεδο.

Άρθρο 9

Χρησιμοποίηση του ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης «112»

1.   Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής ο BERT γνωμοδοτεί προς την Επιτροπή επί των τεχνικών ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή του ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης «112» σύμφωνα με το άρθρο 26 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία).

2.   Πριν γνωμοδοτήσει βάσει της παραγράφου 1, ο BERT διαβουλεύεται με τις αρμόδιες εθνικές αρχές και διεξάγει δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 31.

Άρθρο 10

Συμβουλές επί ζητημάτων που αφορούν τις ραδιοσυχνότητες και έχουν σχέση με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες

1.   Κατόπιν σχετικού αιτήματος, ο BERT παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή, στην Ομάδα Πολιτικής Ραδιοφάσματος («RSPG») ή την Επιτροπή Ραδιοφάσματος («RSC»), κατά περίπτωση, σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων του και που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τη χρήση των ραδιοσυχνοτήτων σε σχέση με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες στην Κοινότητα. Συνεργάζεται κατά περίπτωση στενά με το RSPG και το RSC .

2.   Οι δραστηριότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δύναται να αφορούν ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ (απόφαση ραδιοφάσματος) και αναλαμβάνονται με την επιφύλαξη διαχωρισμού των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 4 της ίδιας απόφασης.

3.    Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να παράσχει συμβουλές στην RSPG ή την RSC σχετικά με την παροχή συμβουλών της RSC στην Επιτροπή ως προς τον καθορισμό στόχων κοινής πολιτικής που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ (απόφαση ραδιοφάσματος), όταν οι στόχοι αυτοί εμπίπτουν στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

4.    Ο BERT συμβάλλει στις εκθέσεις τις οποίες δημοσιεύει η Επιτροπή, η RSPG, η RSC ή κάθε άλλος αρμόδιος φορέας, κατά περίπτωση, σχετικά με τις προοπτικές εξέλιξης των ραδιοσυχνοτήτων στον τομέα και τις πολιτικές των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στην οποία επισημαίνει τις πιθανές ανάγκες και προκλήσεις.

Άρθρο 11

Εναρμόνιση των όρων και των διαδικασιών που αφορούν τις γενικές άδειες και τα δικαιώματα χρήσης

1.    Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να υποβάλει στην Επιτροπή, την RSPG ή την RSC γνωμοδότηση επί του αντικειμένου και του περιεχομένου οιουδήποτε εκ των μέτρων εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 6α της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση). Η εν λόγω γνωμοδότηση δύναται ιδίως να συμπεριλαμβάνει εκτίμηση των οφελών που ενδέχεται να προκύψουν για την ενιαία αγορά δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζει η Κοινότητα δυνάμει του άρθρου 6α της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση) και προσδιορισμό των υπηρεσιών δυνητικά διακοινοτικού χαρακτήρα που θα ωφεληθούν από αυτά τα μέτρα.

2.    Ο BERT επεξηγεί ή συμπληρώνει γνωμοδοτήσεις που έχει εκδώσει δυνάμει της παραγράφου 1 κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής , της RSPG της RSC ή κάθε άλλου αρμόδιου φορέα, και εντός της χρονικής προθεσμίας που ορίζεται στο αίτημα αυτό.

Άρθρο 12

Ανάκληση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών που έχουν χορηγηθεί βάσει κοινών διαδικασιών

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να γνωμοδοτεί προς την Επιτροπή την RSPG ή την RSC ως προς την ανάκληση δικαιωμάτων χρήσης που έχουν χορηγηθεί βάσει των κοινών διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 6β της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση).

Στη γνωμοδότηση αυτή εξετάζεται κατά πόσον σημειώθηκαν σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των όρων που συνδέονται με τα δικαιώματα χρήσης.

Άρθρο 13

Ίδια πρωτοβουλία

Ο BERT δύναται να γνωμοδοτεί, με δική του πρωτοβουλία, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή , ιδίως επί των θεμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 1, στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στο άρθρο 10 παράγραφος 1, και στα άρθρα 12, 14, 21 και 22 ή επί οιουδήποτε άλλου θέματος θεωρεί σημαντικό .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ BERT

Άρθρο 14

Διασυνοριακές διαφορές

1.   Εάν μια ΕΚΑ ζητήσει από τον BERT να διατυπώσει συστάσεις ως προς την επίλυση διαφοράς δυνάμει του άρθρου 21 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), ο BERT ενημερώνει σχετικά όλα τα μέρη της διαφοράς και όλες τις ενδιαφερόμενες εθνικές κανονιστικές αρχές.

2.    Ο BERT διερευνά τις αιτίες της διαφοράς και ζητεί κατάλληλες πληροφορίες από τα μέρη της διαφοράς και από τις ενδιαφερόμενες ΕΚΑ .

3.    Ο BERT εκδίδει, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, σύσταση εντός τριών μηνών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος ║. Στη σύσταση περιγράφονται τα μέτρα που ο BERT κρίνει ενδεχομένως ενδεδειγμένο να ληφθούν από τις ενδιαφερόμενες ΕΚΑ σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας-πλαισίου ή/και των ειδικών οδηγιών.

4.    Ο BERT δύναται να αρνηθεί να διατυπώσει σύσταση, εάν κρίνει ότι άλλοι μηχανισμοί θα μπορούσαν να συμβάλουν καλύτερα στην έγκαιρη επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο). Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει αμελλητί τα μέρη της διαφοράς και τις ενδιαφερόμενες ΕΚΑ .

Εάν μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών η διαφορά δεν έχει επιλυθεί ή εάν τα μέρη δεν έχουν προσφύγει σε άλλο μηχανισμό, ο BERT ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 εφόσον το ζητήσει οποιαδήποτε ΕΚΑ .

Άρθρο 15

Ανταλλαγή, διάδοση και συλλογή πληροφοριών

1.    Ο BERT , λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική της Κοινότητας στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προωθεί την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των κρατών μελών, των ΕΚΑ και της Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση και την εξέλιξη των κανονιστικών ενεργειών στον τομέα των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά και το ιστορικό των διαφόρων εθνικών κανονιστικών προσεγγίσεων, ο BERT μπορεί να προωθήσει εναλλακτικές λύσεις για τα προβλήματα στο πλαίσιο του εναρμονισμένου κανονιστικού πλαισίου.

2.    Ο BERT ενθαρρύνει την ανταλλαγή πληροφοριών και προωθεί τις βέλτιστες κανονιστικές πρακτικές και τεχνικές εξελίξεις εντός και πέραν της Κοινότητας με τους εξής τρόπους:

α)

αναλαμβάνει τη συλλογή, την επεξεργασία και τη δημοσίευση πληροφοριών που έχουν σχέση με τα τεχνικά χαρακτηριστικά, την ποιότητα και την τιμολόγηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και τις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα,

β)

αναθέτει ή διεξάγει η ίδια μελέτες σχετικά με τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την κανονιστική ρύθμισή▐ τους και

γ)

διοργανώνει ή προωθεί δραστηριότητες επιμόρφωσης για τις ΕΚΑ επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των καθηκόντων του BERT, όπως ορίζονται από την οδηγία πλαίσιο και τις εξειδικευμένες οδηγίες.

3.    Ο BERT εξασφαλίζει τη διάθεση και την προσβασιμότητα κατάλληλων πληροφοριών στο κοινό. Η εμπιστευτικότητα γίνεται δεόντως σεβαστή .

Άρθρο 16

Παρακολούθηση του τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και υποβολή εκθέσεων

1.    Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ιδίως την εξέλιξη των τιμών λιανικής πώλησης των προϊόντων και υπηρεσιών που χρησιμοποιούν περισσότερο οι καταναλωτές.

2.    Ο BERT δημοσιεύει ετήσια έκθεση αναφερόμενη στις εξελίξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και σε θέματα που αφορούν τους καταναλωτές, στην οποία προσδιορίζει τους εναπομένοντες φραγμούς στην ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης επισκόπηση και ανάλυση των πληροφοριών σχετικά με τις εθνικές διαδικασίες προσφυγής τις οποίες έχουν παράσχει τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) και του βαθμού χρησιμοποίησης στα κράτη μέλη των εξώδικων διαδικασιών επίλυσης διαφορών που προβλέπονται στο άρθρο 34 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία). Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί γνωμοδοτήσει επ' αυτής .

3.    Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να γνωμοδοτήσει ▐ ως προς τα μέτρα που δύναται να ληφθούν για την επίλυση των διαπιστωθέντων προβλημάτων αξιολόγησης ζητημάτων προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 , σε σχέση με τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης. Η γνωμοδότηση αυτή υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

4.    Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να δημοσιεύει σε τακτά διαστήματα έκθεση σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των αμφίδρομων ψηφιακών τηλεοπτικών υπηρεσιών όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

Άρθρο 17

Ηλεκτρονική προσβασιμότητα

1.     Ο BERT συμβουλεύει την Επιτροπή και ΕΚΑ , κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, ή με δική του πρωτοβουλία, ως προς τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας, της προσβασιμότητας και της χρήσης υπηρεσιών και τερματικού εξοπλισμού ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και ιδίως της διασυνοριακής διαλειτουργικότητας, εξετάζοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες των μειονεκτούντων τελικών χρηστών και των ηλικιωμένων.

Άρθρο 18

Πρόσθετα καθήκοντα

Ο BERT δύναται να αναλάβει τα ειδικά πρόσθετα καθήκοντα που του ζητεί η Επιτροπή , εφόσον συναινέσουν όλα τα μέλη του .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ BERT

Άρθρο 19

Όργανα του BERT

Ο BERT αποτελείται από:

α)

ρυθμιστικό συμβούλιο

β)

διευθύνοντα σύμβουλο

Άρθρο 20

Ρυθμιστικό συμβούλιο

1.   Το ρυθμιστικό Συμβούλιο απαρτίζεται από ένα μέλος από κάθε κράτος μέλος που είναι ο επικεφαλής ή ο διορισμένος υψηλού επιπέδου εκπρόσωπος της ανεξάρτητης ΕΚΑ, με ευθύνη για την καθημερινή εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου στο κράτος μέλος. Οι ΕΚΑ διορίζουν έναν αναπληρωτή ανά κράτος μέλος. Η Επιτροπή παρίσταται με το καθεστώς του παρατηρητή, με την εκ των προτέρων σύμφωνη γνώμη του ρυθμιστικού συμβουλίου.

2.   Το ρυθμιστικό Συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό του μεταξύ των μελών του. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά αυτοδικαίως τον πρόεδρο σε περίπτωση αδυναμίας του τελευταίου να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η θητεία του προέδρου και του αντιπροέδρου διαρκεί δυόμιση έτη, σύμφωνα με τις διαδικασίες εκλογής που ορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό.

3.   Οι συνεδριάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου που συγκαλούνται από τον πρόεδρο, πραγματοποιούνται τουλάχιστον τέσσερις φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση. Το συμβούλιο μπορεί επίσης να συνεδριάσει κατ' εξαίρεση με πρωτοβουλία του προέδρου του κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του. Το ρυθμιστικό συμβούλιο δύναται να προσκαλεί στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητή κάθε πρόσωπο με σημαίνουσα ενδεχομένως γνώμη. Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου επιτρέπεται να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες κατ' εφαρμογή του εσωτερικού του κανονισμού. ▐

4.   Οι αποφάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών του , εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, την οδηγία πλαίσιο και τις εξειδικευμένες οδηγίες. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του BERT με πλειοψηφία δύο τρίτων. Ο εν λόγω εσωτερικός κανονισμός διασφαλίζει ότι τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου είναι πάντοτε εφοδιασμένα με τις πλήρεις ημερήσιες διατάξεις και τα σχέδια προτάσεων πριν από κάθε συνεδρίαση, προκειμένου να έχουν δυνατότητα να υποβάλλουν τροποποιήσεις πριν από την ψηφοφορία.

5.   Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει αναλυτικότερα τους κανόνες της ψηφοφορίας, κυρίως δε τους όρους αντιπροσώπευσης μέλους από άλλο μέλος, και, εφόσον είναι αναγκαίο, τους κανόνες για την απαρτία.

6.     Κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, το ρυθμιστικό συμβούλιο ενεργεί ανεξάρτητα και δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από κανένα κράτος μέλος, ούτε δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση.

7.     Ο BERT παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο ρυθμιστικό συμβούλιο.

Άρθρο 21

Καθήκοντα του ρυθμιστικού συμβουλίου

1.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει τον διευθύνοντα σύμβουλο σύμφωνα με την παράγραφο 7. Το ρυθμιστικό συμβούλιο λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του BERT, όπως αυτά καταγράφονται στο άρθρο 3.

2.   Πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής, το ρυθμιστικό συμβούλιο , ▐ σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3 και με το σχέδιο προϋπολογισμού που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25, εγκρίνει το πρόγραμμα εργασιών του BERT για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. ▐

3.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του εκτελεστικού διευθυντή ▐.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο θεσπίζει, εξ ονόματος του BERT, τις ειδικές διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα του BERT σύμφωνα με το άρθρο 36.

5.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του BERT , και τη διαβιβάζει, το αργότερο έως τις 15 Ιουνίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να ζητήσει είτε από τον πρόεδρο του ρυθμιστικού συμβουλίου είτε από τον διευθύνοντα σύμβουλο να ομιλήσει ενώπιόν του για ζητήματα που αφορούν τις δραστηριότητες του BERT .

6.     Το ρυθμιστικό συμβούλιο παρέχει καθοδήγηση στον διευθύνοντα σύμβουλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του .

7.     Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει τον διευθύνοντα σύμβουλο. Εκδίδει την εν λόγω απόφαση με πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του. Ο διευθύνων σύμβουλος δεν συμμετέχει στην εκπόνηση αυτής της απόφασης, ούτε στη σχετική ψηφοφορία.

8.     Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει τη σχετική με τις συμβουλευτικές δραστηριότητες ανεξάρτητη ενότητα της ετήσιας έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου καθώς και στο άρθρο 23, παράγραφος 7 .

Άρθρο 22

Διευθύνων σύμβουλος

1.    Ο BERT διοικείται από τον διευθύνοντα σύμβουλό του , ο οποίος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είναι υπόλογος και ενεργεί υπό τις οδηγίες του Ρυθμιστικού Συμβουλίου . Ο διευθύνων σύμβουλος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση και κανέναν φορέα.

2.    Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει τον διευθύνοντα σύμβουλο με κριτήρια την αξία του, τις δεξιότητες και την πείρα του στον τομέα των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ▐. Πριν από τον διορισμό , η καταλληλότητα του επιλεγομένου από το ρυθμιστικό συμβούλιο υποψηφίου είναι δυνατόν να υποβληθεί σε μη δεσμευτική γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Προς τον σκοπό αυτό, ο υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της.

3.   Η θητεία του διευθύνοντος συμβούλου είναι πενταετής ▐.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο δύναται ▐ να παρατείνει τη θητεία του διευθύνοντος αυμβούλου άπαξ για μέγιστο διάστημα τριών ετών λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση αξιολόγησης και μόνο εφόσον η παράταση αυτή δικαιολογείται από τα καθήκοντα και τις ανάγκες του BERT .

Το ρυθμιστικό συμβούλιο γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την πρόθεσή του να παρατείνει τη θητεία του διευθύνοντα συμβούλου . Ένα μήνα πριν από την παράταση της θητείας του ο διευθύνων σύμβουλος είναι δυνατόν να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

Εάν δεν παραταθεί η θητεία του, ο διευθύνων σύμβουλος εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι να διοριστεί ο αντικαταστάτης του.

5.   Ο διευθύνων σύμβουλος είναι δυνατόν να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνον με απόφαση του ρυθμιστικού συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου . Το ρυθμιστικό συμβούλιο λαμβάνει τη σχετική απόφαση με πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του.

6.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δύνανται να ζητήσουν από τον διευθύνοντα σύμβουλο να υποβάλει έκθεση των πεπραγμένων του. Αν αυτό κριθεί αναγκαίο, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δύναται να καλέσει τον διευθύνοντα σύμβουλο να λάβει τον λόγο και να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα θέσουν τα μέλη της .

Άρθρο 23

Καθήκοντα του διευθύνοντα συμβούλου

1.   Ο διευθύνων σύμβουλος είναι υπεύθυνος για την εκπροσώπηση του BERT και είναι επιφορτισμένος με τη διοίκησή της.

2.   Ο διευθύνων σύμβουλος προετοιμάζει την ημερήσια διάταξη του ρυθμιστικού συμβουλίου. Συμμετέχει στις εργασίες του ρυθμιστικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Κάθε έτος ο διευθύνων σύμβουλος καταρτίζει σχέδιο προγράμματος εργασιών του BERT για το επόμενο έτος και το υποβάλλει στο ρυθμιστικό συμβούλιο πριν από τις 30 Ιουνίου του έτους. Το ρυθμιστικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο προγράμματος εργασιών σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2 .

4.   Ο διευθύνων σύμβουλος είναι υπεύθυνος για την επίβλεψη και εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος εργασιών του BERT υπό την καθοδήγηση του ρυθμιστικού συμβουλίου ▐.

5.   Ο διευθύνων σύμβουλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, κυρίως δε εκδίδει εσωτερικές διοικητικές εγκυκλίους και δημοσιεύει ανακοινώσεις, ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία του BERT σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

6.   Ο διευθύνων σύμβουλος προβαίνει σε εκτίμηση των εσόδων και των δαπανών του BERT , σύμφωνα με το άρθρο 25 και εκτελεί τον προϋπολογισμό του BERT σύμφωνα με το άρθρο 26.

7.   Κάθε έτος ο διευθύνων σύμβουλος συντάσσει σχέδιο ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του BERT , η οποία περιλαμβάνει μία ενότητα για τις συμβουλευτικές δραστηριότητες του BERT και μία για τα οικονομικά και διοικητικά θέματα.

8.   Έναντι του προσωπικού του BERT, το ρυθμιστικό συμβούλιο μπορεί να εκχωρήσει στον διευθύνοντα σύμβουλο την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 38 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 24

Προϋπολογισμός του BERT

1.   Τα έσοδα και οι πόροι του BERT συνίστανται στα εξής:

α)

επιδότηση από την Κοινότητα, εγγεγραμμένη στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο τμήμα που αφορά την Επιτροπή), κατά την απόφαση της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής και σύμφωνα με την παράγραφο 47 της διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση  (16) ·

β)

χρηματοδοτική συνεισφορά από κάθε ΕΚΑ. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι ΕΚΑ διαθέτουν τους κατάλληλους χρηματοοικονομικούς πόρους που απαιτούνται για τη συμμετοχή τους στο έργο του BERΤ·

γ)

το ήμισυ των υπαλλήλων αποτελείται από αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες, που προέρχονται από τις εθνικές αρχές·

δ)

Το Ρυθμιστικό Συμβούλιο καθορίζει, το αργότερο 6 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, το ύψος της χρηματικής συνεισφοράς κάθε κράτους μέλους δυνάμει του στοιχείου β)·

ε)

έως την 1 Ιανουαρίου 2014, επανεξετάζονται η καταλληλότητα της δομής του προϋπολογισμού και η συμμόρφωση των κρατών μελών.

2.   Τα έξοδα του BERT περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

3.   Τα έσοδα και τα έξοδα ισοσκελίζονται.

4.   Όλα τα έσοδα και τα έξοδα ▐ αποτελούν αντικείμενο προβλέψεων για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του .

5.     Η οργανωτική και οικονομική διάρθρωση του BERT θα αναθεωρηθεί έως την 1 Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 25

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Το αργότερο έως τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους ο διευθύνων σύμβουλος καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού, το οποίο καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας και το πρόγραμμα εργασιών που προβλέπονται για το επόμενο οικονομικό έτος, και διαβιβάζει το εν λόγω προσχέδιο προϋπολογισμού στο ρυθμιστικό συμβούλιο συνοδευόμενο από πίνακα προσωρινών θέσεων προσωπικού. Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που έχει καταρτιστεί από τον διευθύνοντα σύμβουλο , το ρυθμιστικό συμβούλιο προβαίνει σε εκτίμηση των εσόδων και των εξόδων του BERT για το επόμενο οικονομικό έτος. Η εκτίμηση αυτή, που περιλαμβάνει και σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το ρυθμιστικό συμβούλιο στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου. ▐

2.   Η εκτίμηση διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (στο εξής «η αρμόδια για τον προϋπολογισμό Αρχή») ταυτόχρονα με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει των εκτιμήσεων η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες σε σχέση με το οργανόγραμμα και το ποσό της επιχορήγησης που θα καταλογιστεί στον γενικό προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 272 της Συνθήκης.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό Αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα του BERT .

5.   Ο προϋπολογισμός του BERT καταρτίζεται από το ρυθμιστικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν είναι αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

6.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο γνωστοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό Αρχή την πρόθεσή του να υλοποιήσει σχέδια τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ειδικότερα κάθε σχέδιο που σχετίζεται με ακίνητη περιουσία, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Εάν οποιοδήποτε από τα σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό Αρχής προτίθεται να γνωμοδοτήσει, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή στον BERT εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή των πληροφοριών που αφορούν το κτιριακό σχέδιο. Εάν δεν λάβει απάντηση, ο BERT μπορεί να προβεί στη σχεδιαζόμενη πράξη.

Άρθρο 26

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο διευθύνων σύμβουλος ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον προϋπολογισμό του BERT .

2.     Ο διευθύνων σύμβουλος συντάσσει ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του BERT, μαζί με δήλωση αξιοπιστίας. Τα έγγραφα αυτά δημοσιοποιούνται.

3.   Το αργότερο έως την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους ο υπόλογος του BERT διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς καθώς και την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Ο υπόλογος του BERT διαβιβάζει επίσης την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 ║.

4.   Το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς του BERT , συνοδευόμενους από την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους. Η έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς του BERT , σύμφωνα με το άρθρο 129 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 ║, ο διευθύνων σύμβουλος καταρτίζει υπ' ευθύνη του τους οριστικούς λογαριασμούς του BERT και τους διαβιβάζει στο ρυθμιστικό συμβούλιο για γνωμοδότηση.

6.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του BERT .

7.   Το αργότερο την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους ο διευθύνων σύμβουλος διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνωμοδότηση του ρυθμιστικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

8.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

9.   Ο διευθύνων σύμβουλος αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου το αργότερο έως τις 15 Οκτωβρίου. Κοινοποιεί επίσης την απάντηση αυτή στο ρυθμιστικό συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή.

10.   Ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπό εξέταση οικονομικό έτος.

11.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους N + 2 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί στον διευθύνοντα σύμβουλο απαλλαγή ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους N κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Άρθρο 27

Συστήματα εσωτερικού ελέγχου

Ο Εσωτερικός Ελεγκτής της Επιτροπής είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου του BERT.

Άρθρο 28

Οικονομικοί κανόνες

Οι οικονομικοί κανόνες που ισχύουν για τον BERT καταρτίζονται από το ρυθμιστικό συμβούλιο κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή. Επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης ·Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (17) εάν το επιβάλλουν οι ιδιαίτερες ανάγκες λειτουργίας του BERT και μόνο με προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.

Άρθρο 29

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζονται άνευ περιορισμών οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (18).

2.    Ο BERT προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (19) και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού του BERT .

3.   Οι χρηματοδοτικές αποφάσεις, οι συμφωνίες και οι εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές ορίζουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δύνανται, εάν χρειαστεί, να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους των δικαιούχων των ποσών που έχει καταβάλει ο BERT καθώς και των μελών του προσωπικού που είναι αρμόδια για τη χορήγηση των εν λόγω ποσών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 30

Παροχή πληροφοριών στον BERT

1.   Οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρέχουν στον BERT όλες τις πληροφορίες, μεταξύ άλλων και οικονομικές, που ζητεί ο BERT για την εκτέλεση των καθηκόντων του όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό. Οι επιχειρήσεις παρέχουν τις πληροφορίες αυτές αμέσως, κατόπιν αιτήματος, και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και τον βαθμό λεπτομέρειας που απαιτεί ο BERT . Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον BERT να αιτιολογήσει το αίτημά του για παροχή πληροφοριών.

2.   Οι ΕΚΑ παρέχουν στον BERT τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της βάσει του παρόντος κανονισμού. Στις περιπτώσεις που οι παρεχόμενες πληροφορίες αναφέρονται σε πληροφορίες οι οποίες είχαν προηγουμένως παρασχεθεί από επιχειρήσεις κατόπιν αιτήματος της ΕΚΑ ενημερώνονται σχετικά οι επιχειρήσεις αυτές.

3.     Όπου απαιτείται, εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Εφαρμόζεται το άρθρο 35 .

Άρθρο 31

Διαβούλευση

Ο BERT, όταν σκοπεύει να εκδώσει γνωμοδότηση κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, διαβουλεύεται κατά περίπτωση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους παρέχει την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για το σχέδιο γνωμοδότησης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Ο BERT δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης με εξαίρεση τις πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Άρθρο 32

Επιτήρηση, εκτέλεση και κυρώσεις

1.   Οι ΕΚΑ , σε συνεργασία με τον BERT , είναι υπεύθυνες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2.    Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή των επιχειρήσεων στο γεγονός ότι δεν συμμορφώνονται στο αίτημα για παροχή πληροφοριών που ορίζει το άρθρο 30. Εφόσον κριθεί σκόπιμο και ζητηθεί από τον BERT, η Επιτροπή δημοσιεύει τις επωνυμίες των ▐ επιχειρήσεων αυτών .

Άρθρο 33

Δήλωση συμφερόντων

Το προσωπικό του BERT, τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος του BERT, προβαίνουν σε ετήσια δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων όπου δηλώνουν τα τυχόν άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν την ανεξαρτησία τους. Οι εν λόγω δηλώσεις υποβάλλονται γραπτώς.

Άρθρο 34

Διαφάνεια

1.    Ο BERT διεξάγει τις δραστηριότητές της υπό συνθήκες μεγάλης διαφάνειας.

2.    Ο BERT μεριμνά ώστε να παρέχονται στο κοινό και σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος αντικειμενικές, αξιόπιστες και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα αποτελέσματα των εργασιών της, οσάκις ενδείκνυται. Ο BERT επίσης δημοσιοποιεί τις δηλώσεις συμφερόντων που υποβάλλονται από τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου και τον διευθύνοντα σύμβουλο .

3.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο, ενεργώντας κατόπιν προτάσεως του διευθύνοντα συμβούλου , δύναται να επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να παρίστανται ως παρατηρητές στις εργασίες που αφορούν ορισμένες δραστηριότητες του BERT .

4.    Ο BERT καθορίζει στον εσωτερικό της κανονισμό τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων διαφάνειας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 35

Εμπιστευτικότητα

1.    Ο BERT δεν αποκαλύπτει σε τρίτους πληροφορίες που επεξεργάζεται ή λαμβάνει και για τις οποίες έχει ζητηθεί η τήρηση εμπιστευτικότητας.

2.   Τα μέλη του ρυθμιστικού συμβουλίου του BERT, ο διευθύνων σύμβουλος , οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες, και τα μέλη του προσωπικού του BERT , έχουν, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, από τις υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με το άρθρο 287 της Συνθήκης.

3.    Ο BERT καθορίζει στον εσωτερικό της κανονισμό τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων περί εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 36 ο BERT λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (20) για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών στις οποίες έχει πρόσβαση ή οι οποίες της γνωστοποιούνται από τα κράτη μέλη ή από τις ΕΚΑ . Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ισοδύναμα μέτρα σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία. Λαμβάνεται δεόντως υπόψη η βαρύτητα της ενδεχόμενης ζημίας των ουσιωδών συμφερόντων της Κοινότητας ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της. Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή τηρούν τη σχετική διαβάθμιση ασφαλείας που έχει αποδοθεί από τον συντάκτη ενός εγγράφου.

Άρθρο 36

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Στα έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή του ο BERT εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο θεσπίζει τα πρακτικά μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του BERT .

Άρθρο 37

Νομικό καθεστώς

1.    Ο BERT είναι κοινοτικό όργανο με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος ο BERT έχει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζει σε νομικά πρόσωπα το εθνικό δίκαιο. Δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.    Ο BERT εκπροσωπείται από τον διευθυντή του .

4.    Ο BERT εδρεύει [στ …]. Μέχρις ότου ετοιμαστούν οι εγκαταστάσεις του , θα φιλοξενείται σε εγκαταστάσεις της Επιτροπής.

Άρθρο 38

Προσωπικό

1.   Στο προσωπικό του BERT , έχουν εφαρμογή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και οι κανόνες εφαρμογής τους που έχουν θεσπισθεί από κοινού από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, θεσπίζει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.   Έναντι του προσωπικού του ο BERT ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς Αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων Αρχή από το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.   Το ρυθμιστικό συμβούλιο δύναται να θεσπίζει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη στον BERT .

Άρθρο 39

Προνόμια και ασυλίες

Στον BERT και στο προσωπικό του εφαρμόζεται το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 40

Ευθύνη του BERT

1.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης ο BERT αποκαθιστά, σύμφωνα με τις κοινές γενικές αρχές των νομοθεσιών των κρατών μελών, οποιαδήποτε βλάβη προκαλεί ο ίδιος ή το προσωπικό του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς αφορά την αποκατάσταση τέτοιας βλάβης.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη των μελών του προσωπικού του BERT έναντι του BERT διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό του BERT .

Άρθρο 41

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Κατά την επεξεργασία δεδομένων που αφορούν φυσικά πρόσωπα ο BERT υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 42

Συμμετοχή τρίτων χωρών

Ο BERT είναι ανοικτός στη συμμετοχή ευρωπαϊκών χωρών που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Κοινότητα, δυνάμει των οποίων αυτές οι χώρες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Βάσει των σχετικών διατάξεων των συμφωνιών αυτών συνομολογούνται διακανονισμοί οι οποίοι προσδιορίζουν τους λεπτομερείς κανόνες συμμετοχής αυτών των χωρών στις εργασίες του BERT και ιδίως τη φύση και την έκταση αυτής της συμμετοχής. Μετά από απόφαση του ρυθμιστικού συμβουλίου, οι διακανονισμοί αυτοί ενδέχεται να προβλέπουν την εκπροσώπηση αυτών των χωρών στις συνεδριάσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου δίχως δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 43

Επιτροπή επικοινωνιών

1.   Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή επικοινωνιών, η οποία έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 22 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή  (21) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

3.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 44

Αξιολόγηση και επισκόπηση

Εντός τριών ετών από την έναρξη λειτουργίας ▐, η Επιτροπή δημοσιεύει ▐ έκθεση αξιολόγησης αναφερόμενη στην πείρα που έχει αποκτηθεί ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του BERT . Η έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που έχει επιτύχει ο BERT και των μεθόδων εργασίας του σε σχέση με τον σκοπό, την εντολή και τα καθήκοντα ▐ που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στα ετήσια προγράμματα εργασιών του . Κατά την αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις των ενδιαφερομένων τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδοτεί επί της έκθεσης αξιολόγησης .

Έως την 1η Ιανουαρίου 2014, πραγματοποιείται επισκόπηση προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον υπάρχει ανάγκη επέκτασης της εντολής του BERT. Σε περίπτωση που η επέκταση κριθεί αιτιολογημένη, επανεξετάζονται οι δημοσιονομικοί και διαδικαστικοί κανόνες καθώς και οι ανθρώπινοι πόροι.

Άρθρο 45

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις [31 Δεκεμβρίου 2009].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

║ …,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)   ΕΕ C 224 της ║ 30.8.2008, σ. 50.

(2)  EE C 257 της 9.10.2008, σ. 51.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(4)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 33.

(5)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 21.

(7)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 51.

(8)  ΕΕ L 201 της ║ 31.7.2002, σ. 37. ║.

(9)   ΕΕ C 146 Ε της 12.6.2008, σ. 370.

(10)  ΕΕ L 200 της ║ 30.7.2002, σ. 38.

(11)   ΕΕ C 104 της 3.5.2006, σ. 19 και ΕΕ C 191 της 17.8.2007, σ. 17.

(12)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 171 της ║ 29.6.2007, σ. 32.

(14)  ΕΕ L 145 της ║ 31.5.2001, σ. 43.

(15)  ΕΕ L 8 της ║ 12.1.2001, σ. 1.

(16)   ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(17)   ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(18)  ΕΕ L 136 της ║ 31.5.1999, σ. 1.

(19)  ΕΕ L 136 της ║ 31.5.1999, σ. 15.

(20)  ΕΕ L 317 της ║ 3.12.2001, σ. 1.

(21)   ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/359


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προστασία της ιδιωτικής ζωής και προστασία των καταναλωτών ***I

P6_TA(2008)0452

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών (COM(2007)0698 — C6-0420/2007 — 2007/0248(COD))

2010/C 8 E/47

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0698),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0420/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0318/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
P6_TC1-COD(2007)0248

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής ║,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Μετά από διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης  (4),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η λειτουργία των ║ οδηγιών, της 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (5), της 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (6), της 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (7), της 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (8) και της 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (9), οι οποίες συνιστούν το υφιστάμενο πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπόκειται σε τακτική επανεξέταση από την Επιτροπή, με σκοπό ιδίως να καθοριστεί κατά πόσο υπάρχει ανάγκη τροποποίησης υπό το πρίσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και των εξελίξεων στην αγορά.

(2)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέβαλε τα πορίσματά της στις ανακοινώσεις της προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 29ης Ιουνίου 2006, για την αναθεώρηση του πλαισίου των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(3)

Η μεταρρύθμιση του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων της ΕΕ για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των διατάξεων για τους χρήστες με αναπηρίες, αποτελεί σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της επίτευξης του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Πληροφοριών και, συγχρόνως, της κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς αποκλεισμούς. Οι εν λόγω στόχοι περιλαμβάνονται στο στρατηγικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως περιγράφεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 1ης Ιουνίου 2005, με τίτλο «i2010 ‐ Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση».

(4)

Η καθολική υπηρεσία αποτελεί ένα δίχτυ προστασίας για άτομα των οποίων οι οικονομικοί πόροι, η γεωγραφική θέση ή οι ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες δεν τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες που διατίθενται στην ευρεία πλειονότητα των πολιτών. Η βασική υποχρέωση για την παροχή καθολικής υπηρεσίας που ορίζεται στην οδηγία 2002/22/ΕΚ προβλέπει την παροχή στους χρήστες που το επιθυμούν σύνδεσης στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο από σταθερή θέση και σε προσιτή τιμή. Ως εκ τούτου, δεν καθορίζει την ταχύτητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο για συγκεκριμένο χρήστη, περιοριζόμενη στην παροχή δυνατότητας, στην περίπτωση αυτή, μετάδοσης φωνής και δεδομένων σε ταχύτητες επαρκείς για την ευρυζωνική πρόσβαση σε τέτοιου είδους υπηρεσίες που διατίθενται μέσω του δημοσίου Διαδικτύου. Η βασική αυτή υποχρέωση, αντιμετωπίζεται πλέον από τις εξελίξεις της τεχνολογίας και της αγοράς στις οποίες τα δίκτυα υιοθετούν διαρκώς περισσότερο την τεχνολογία που συνδέεται με τις κινητές επικοινωνίες και τις ευρυζωνικές επικοινωνίες, δημιουργώντας την ανάγκη να αξιολογηθεί κατά πόσον πληρούνται οι τεχνικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συμπερίληψη των κινητών επικοινωνιών και της πρόσβασης σε ευρυζωνικές υπηρεσίες στην υποχρέωση της παροχής καθολικής υπηρεσίας. Προς τον σκοπό αυτό η Επιτροπή θα υποβάλει, το φθινόπωρο του 2008 το αργότερο, πρόταση αναθεώρησης της καθολικής υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών, και προτάσεις για αναθεώρηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους δημοσίου συμφέροντος. Αυτή η αναθεώρηση θα λαμβάνει υπόψη την οικονομική ανταγωνιστικότητα και θα περιλαμβάνει ανάλυση, με βάση τις κοινωνικές, εμπορικές και τεχνολογικές τάσεις, του κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού. Θα περιλαμβάνει εκτίμηση της τεχνικής και οικονομικής βιωσιμότητας, του εκτιμώμενου κόστους και της κατανομής του, καθώς και μοντέλα χρηματοδότησης για οποιαδήποτε επανορισθείσα καθολική υποχρέωση παροχής υπηρεσίας σε περίπτωση παροχής των υπηρεσιών αυτών. Δεδομένου ότι τα σχετικά με την εμβέλεια της καθολικής υποχρέωσης παροχής υπηρεσίας ζητήματα θα ρυθμιστούν επομένως πλήρως στο πλαίσιο αυτής της χωριστής διαδικασίας, η παρούσα οδηγία ασχολείται μόνο με άλλες πτυχές της οδηγίας 2002/22/ΕΚ.

(5)

Για λόγους σαφήνειας και απλούστευσης, η παρούσα πράξη αφορά μόνο τις τροποποιήσεις των οδηγιών 2002/22/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ.

(6)

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών  (10) και ιδίως των απαιτήσεων περί ατόμων με ειδικές ανάγκες, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στ), ορισμένες πτυχές του τερματικού εξοπλισμού συμπεριλαμβανομένου και αυτού που προορίζεται για άτομα με ειδικές ανάγκες, πρέπει να ενταχθούν στο πεδίο αναφοράς της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στα δίκτυα και η χρήση των υπηρεσιών. Ο εξοπλισμός αυτός επί του παρόντος περιλαμβάνει ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό τερματικό εξοπλισμό λήψης καθώς και ειδικές τερματικές συσκευές για χρήστες με προβλήματα ακοής.

(7)

Τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν μέτρα για την προώθηση της δημιουργίας μιας αγοράς για ευρέως διαδεδομένα προϊόντα και υπηρεσίες που θα περιλαμβάνουν και διευκολύνσεις για τους χρήστες με ειδικές ανάγκες. Αυτό μπορεί, μεταξύ άλλων, να επιτευχθεί με αναφορά σε ευρωπαϊκές προδιαγραφές, καθιερώνοντας προϋποθέσεις ηλεκτρονικής προσβασιμότητας (eAccessibility) στις διαδικασίες δημοσίων προμηθειών και τις υπηρεσίες διενέργειας διαγωνισμών, σύμφωνα με τη νομοθεσία που προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

(8)

Οι ορισμοί χρειάζεται να προσαρμοστούν ώστε να είναι σύμφωνοι με την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας και να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Πρέπει ιδίως να διαχωρίζονται οι όροι παροχής μιας υπηρεσίας από τα στοιχεία που πραγματικά ορίζουν μια διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία, δηλαδή μια υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμη στο κοινό για τη δημιουργία και τη λήψη, άμεσα ή έμμεσα, μέσω επιλογής φορέα ή προεπιλογής φορέα ή μεταπώλησης, εθνικών ή/και διεθνών κλήσεων, και ειδικά μέσα επικοινωνίας για τους χρήστες με ειδικές ανάγκες που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μεταφοράς κειμένου ή πλήρους συνομιλίας μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης, είτε η υπηρεσία αυτή βασίζεται σε τεχνολογία μεταγωγής δικτύου είτε πακετομεταγωγής. Μια τέτοια υπηρεσία είναι εκ φύσεως αμφίδρομη και παρέχει δυνατότητα επικοινωνίας σε αμφότερα τα μέρη . Η υπηρεσία η οποία δεν πληροί όλους αυτούς τους όρους, όπως, για παράδειγμα, μια εφαρμογή που ενεργοποιείται με το «ποντίκι» σε μια ιστοθέση εξυπηρέτησης πελατών , δεν θεωρείται διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία.

(9)

Χρειάζεται να διασαφηνιστεί η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων ώστε να ληφθούν υπόψη καταστάσεις στις οποίες ένας πάροχος υπηρεσίας μεταπωλεί ή αλλάζει την επωνυμία διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται από άλλη επιχείρηση.

(10)

Ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και των εξελίξεων στην αγορά, τα δίκτυα μεταβαίνουν ολοένα και περισσότερο στην τεχνολογία «Πρωτοκόλλου Διαδικτύου» (IP) και οι καταναλωτές είναι ολοένα και πιο ικανοί να επιλέξουν μεταξύ ενός συνόλου ανταγωνιζόμενων παρόχων φωνητικής υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να διαχωρίζουν τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας που αφορούν την παροχή σύνδεσης στο δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών σε σταθερές θέσεις από την παροχή διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένων των κλήσεων σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης μέσω του αριθμού «112»). Αυτός ο διαχωρισμός δεν πρέπει να επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας που ορίστηκε και αναθεωρήθηκε σε κοινοτικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη τα οποία χρησιμοποιούν άλλους εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης παράλληλα με το «112» μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις παρόμοιες υποχρεώσεις για την πρόσβαση στους εν λόγω εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης.

(11)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν την εξέλιξη και το επίπεδο των τιμολογίων λιανικής για υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας, ακόμη και όταν ένα κράτος μέλος δεν έχει ακόμη ορίσει την επιχείρηση παροχής καθολικής υπηρεσίας.

(12)

Οι περιττές υποχρεώσεις που απέβλεπαν στη διευκόλυνση της μετάβασης από το παλαιό πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων του 1998 στο πλαίσιο του 2002 πρέπει να διαγραφούν, μαζί με άλλες διατάξεις που επικαλύπτονται με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/21/ΕΚ και τις επαναλαμβάνουν.

(13)

Η απαίτηση παροχής στοιχειώδους δέσμης μισθωμένων γραμμών σε επίπεδο λιανικής, η οποία ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της αδιάλειπτης εφαρμογής των διατάξεων του ρυθμιστικού πλαισίου του 1998 στον τομέα των μισθωμένων γραμμών, ο οποίος δεν ήταν ακόμη αρκετά ανταγωνιστικός όταν τέθηκε σε ισχύ το πλαίσιο του 2002, δεν είναι πλέον αναγκαία και πρέπει να καταργηθεί.

(14)

Η συνέχιση άμεσης επιβολής από την κοινοτική νομοθεσία της επιλογής φορέα και της προεπιλογής φορέα μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην τεχνολογική πρόοδο. Τα διορθωτικά αυτά μέτρα είναι καλύτερο να επιβάλλονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ως αποτέλεσμα της ανάλυσης της αγοράς, σύμφωνα με τις διαδικασίες της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

(15)

Οι διατάξεις για τις συμβάσεις δεν πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στους πελάτες αλλά και σε άλλους τελικούς χρήστες, κυρίως μικρο-επιχειρήσεις και μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (ΜΜΕ) οι οποίες μπορεί να προτιμούν μία σύμβαση προσαρμοσμένη στις ανάγκες των καταναλωτών. Προκειμένου να αποφεύγονται περιττά διοικητικά βάρη στους παρόχους, καθώς και η πολυπλοκότητα που συνδέεται με τον ορισμό των ΜΜΕ, οι διατάξεις για τις συμβάσεις δεν θα εφαρμόζονται αυτομάτως στους υπόλοιπους τελικούς χρήστες, αλλά μόνο όταν οι ίδιοι το ζητήσουν ρητώς. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προωθήσουν τη ενημέρωση των ΜΜΕ σχετικά με αυτή τη δυνατότητα.

(16)

Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πελάτες τους είναι κατάλληλα ενημερωμένοι σχετικά με το κατά πόσον παρέχεται ή όχι πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και σε πληροφορίες περί εντοπισμού του καλούντος και ότι λαμβάνουν σαφείς και διαφανείς πληροφορίες στην αρχική σύμβαση πελάτη και, μετέπειτα, σε τακτά διαστήματα, παραδείγματος χάριν στις πληροφορίες χρέωσης πελάτη. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους περιορισμούς που αφορούν την εδαφική κάλυψη επί τη βάσει των προγραμματισμένων τεχνικών παραμέτρων για τη λειτουργία της υπηρεσίας και της διαθέσιμης υποδομής. Όταν η υπηρεσία δεν παρέχεται από τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγής, οι πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης και το επίπεδο αξιοπιστίας της πρόσβασης καθώς και των πληροφοριών για τον εντοπισμό του καλούντος, σε σύγκριση με μία υπηρεσία παρεχόμενη μέσω τηλεφωνικού δικτύου μεταγωγής, λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές τεχνολογίες και τα ποιοτικά πρότυπα καθώς και κάθε ποιότητα παραμέτρων υπηρεσίας που καθορίζονται στην οδηγία 2002/22/ΕΚ. Οι φωνητικές κλήσεις εξακολουθούν να παραμένουν η ισχυρότερη και πιο αξιόπιστη μορφή πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Άλλοι τρόποι επαφής, όπως τα κειμενικά μηνύματα, ενδέχεται να προσφέρουν μικρότερη αξιοπιστία και δεν έχουν τον ίδιο βαθμό αμεσότητας με τις φωνητικές κλήσεις. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, να προωθούν την ανάπτυξη και εφαρμογή άλλων τρόπων πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ικανούς να εξασφαλίζουν ισοδύναμη πρόσβαση σε αυτές με τις φωνητικές κλήσεις. Οι πελάτες πρέπει επίσης να ενημερώνονται σωστά για τις πιθανές μορφές δράσεων τις οποίες ο πάροχος υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενδέχεται να αναλάβει προκειμένου να αντιμετωπίσει απειλές κατά της ασφάλειας ή ως απάντηση σε περιστατικό που αφορά την ασφάλεια ή την ακεραιότητα, δεδομένου ότι οι δράσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στα δεδομένα του πελάτη, στην ιδιωτική του ζωή ή σε άλλες πτυχές της παρεχόμενης υπηρεσίας.

(17)

Σε ό,τι αφορά τον τερματικό εξοπλισμό, στη σύμβαση πελάτη πρέπει να γίνεται σαφής μνεία, αφενός όλων των περιορισμών τους οποίους επιβάλλει ο πάροχος στην από τον πελάτη χρήση τέτοιου εξοπλισμού, όπως είναι το «κλείδωμα της κάρτας SIM» στις συσκευές κινητών επικοινωνιών, και αφετέρου όλων των τελών που συνεπάγεται ο τερματισμός της σύμβασης, είτε πριν από τη συμφωνημένη προθεσμία είτε στην καθορισμένη ημερομηνία λήξεώς της, περιλαμβανομένου του κόστους για τη διατήρηση του εξοπλισμού από τον πελάτη.

(18)

Χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση στον πάροχο να αναλάβει δράση πέραν αυτής που απαιτείται βάσει του κοινοτικού δικαίου, η σύμβαση πελάτη πρέπει επίσης να αναφέρει σαφώς τη μορφή των μέτρων, εφόσον προβλέπονται, τα οποία ενδέχεται να λάβει ο πάροχος σε περίπτωση περιστατικών που αφορούν την ασφάλεια ή την ακεραιότητα, ή σε απειλές και τρωτά σημεία, καθώς και τις διευθετήσεις σχετικά με την αποζημίωση στις οποίες προβαίνει ο πάροχος όταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά.

(19)

Για να προωθούν ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος σε ό,τι αφορά τη χρήση επικοινωνιακών υπηρεσιών και να ενθαρρύνουν την προστασία των δικαιωμάτων ή ελευθεριών άλλων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να παράγουν και να διανέμουν, με την βοήθεια των παρόχων, πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος σχετικά με τη χρήση των υπηρεσιών επικοινωνίας. Στις πληροφορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνονται προειδοποιήσεις δημοσίου ενδιαφέροντος σχετικά με την παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, άλλες παράνομες χρήσεις και διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, καθώς και συμβουλές και τρόποι προστασίας κατά κινδύνων που απειλούν την προσωπική ασφάλεια, που θα μπορούσαν για παράδειγμα να προέλθουν από γνωστοποίηση προσωπικών στοιχείων σε ορισμένες περιπτώσεις, την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα. Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να συντονιστούν μέσω της διαδικασίας συνεργασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2α της οδηγίας 2002/22/ΕΚ. Αυτές οι πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος πρέπει να ενημερώνονται όποτε είναι αναγκαίο και να παρουσιάζονται σε ευνόητη έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, όπως ορίζεται σε κάθε κράτος μέλος, καθώς και στους δικτυακούς τόπους των εθνικών δημόσιων αρχών. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να υποχρεώνουν τους παρόχους να μεταδίδουν αυτές τις τυποποιημένες πληροφορίες σε όλους τους πελάτες τους κατά τον τρόπο που οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κρίνουν ως τον πιο κατάλληλο. Τυχόν σημαντικό πρόσθετο κόστος στο οποίο υποβάλλονται οι πάροχοι υπηρεσιών για τη διάδοση αυτών των πληροφοριών συμφωνείται μεταξύ των παρόχων και των αρμόδιων αρχών και καταβάλλεται από τις αρχές αυτές. Οι πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται επίσης και στις συμβάσεις.

(20)

Το δικαίωμα των συνδρομητών να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς ποινή αφορά τις τροποποιήσεις των συμβατικών όρων που επιβάλλονται από τους παρόχους δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(21)

Οι κοινοτικοί κανόνες για την προστασία των καταναλωτών και οι εθνικοί κανόνες που είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εφαρμοσθούν χωρίς εξαίρεση στην οδηγία 2002/22/ΕΚ.

(22)

Οι τελικοί χρήστες πρέπει να αποφασίζουν ως προς το νόμιμο περιεχόμενο που θα ήθελαν να μπορούν να στέλνουν και να λαμβάνουν, και ως προς ποιες υπηρεσίες, εφαρμογές, υλικό και λογισμικό θέλουν να χρησιμοποιούν για τους σκοπούς αυτούς, με την επιφύλαξη των αναγκών για διαφύλαξη της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δικτύων και υπηρεσιών. Μια ανταγωνιστική αγορά με διαφανείς προσφορές, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2002/22/ΕΚ, πρέπει να διασφαλίζει ότι οι τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν οιοδήποτε νόμιμο περιεχόμενο και να χρησιμοποιούν οιεσδήποτε νόμιμες εφαρμογές ή/και υπηρεσίες της επιλογής τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ. Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, οι χρήστες πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι πλήρως ενημερωμένοι για τους τυχόν περιορισμούς ή/και όρια που επιβάλλονται στη χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τον πάροχο υπηρεσίας ή/και δικτύου. Τα ενημερωτικά αυτά στοιχεία πρέπει, κατ' επιλογήν του παρόχου, να καθορίζουν σαφώς είτε τη μορφή του περιεχομένου, της εφαρμογής ή της ενεχόμενης υπηρεσίας, ή τις μεμονωμένες εφαρμογές ή υπηρεσίες, ή και τα δύο. Ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία και τη μορφή του ορίου και/ή του περιορισμού ενδέχεται να απαιτηθεί για αυτά τα όρια και/ή τους περιορισμούς η συναίνεση του χρήστη σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ.

(23)

Μια ανταγωνιστική αγορά πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι οι χρήστες μπορούν να έχουν την ποιότητα υπηρεσιών που απαιτούν, αλλά σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μπορεί να χρειάζεται να διασφαλισθεί ότι τα δημόσια δίκτυα επικοινωνιών διαθέτουν τα ελάχιστα επίπεδα ποιότητας ώστε να αποτρέπεται η υποβάθμιση της υπηρεσίας, η χρήση ορίων και/ή περιορισμών και η επιβράδυνση της κυκλοφορίας. Όπου υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιούν τα διορθωτικά μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους δυνάμει των οδηγιών που εισάγουν κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ώστε να διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση των χρηστών σε ιδιαίτερους τύπους περιεχομένου ή εφαρμογών δεν περιορίζεται χωρίς εύλογη αιτία. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να μπορούν να εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές που θα ορίζουν ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας της υπηρεσίας σύμφωνα με την οδηγία 2002/22/ΕΚ και να λαμβάνουν άλλα μέτρα εκεί όπου τα διορθωτικά μέτρα δεν έφεραν, κατά την κρίση τους, αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των χρηστών και όλες τις άλλες σχετικές περιπτώσεις. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ή τα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πρόβλεψη για μία βασική δέσμη υπηρεσιών χωρίς περιορισμούς.

(24)

Ελλείψει σχετικών κανόνων του κοινοτικού δικαίου, το περιεχόμενο, οι εφαρμογές και οι υπηρεσίες θα πρέπει να θεωρηθούν νόμιμες ή επιβλαβείς σύμφωνα με το εθνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Είναι καθήκον των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, και όχι των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να αποφασίσουν, σύμφωνα με τη δέουσα διαδικασία, κατά πόσον το περιεχόμενο, οι εφαρμογές ή οι υπηρεσίες είναι ή όχι νόμιμες ή επιβλαβείς. Η οδηγία 2002/22/ΕΚ δεν θίγει την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο» ) (11) , η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει κανόνα για την «απλή μετάδοση» για τους ενδιάμεσους παρόχους υπηρεσιών. Η οδηγία 2002/22/ΕΚ δεν απαιτεί από τους παρόχους να παρακολουθούν τις πληροφορίες που μεταδίδονται μέσω των δικτύων τους ή να κινήσουν νομικές διαδικασίες κατά των πελατών τους λόγω των πληροφοριών αυτών, ούτε καθιστά υπεύθυνους τους παρόχους για τις πληροφορίες. Την ευθύνη για οποιαδήποτε τέτοια σωφρονιστικά μέτρα ή ποινική δίωξη εξακολουθούν να έχουν οι αρμόδιες αρχές για την επιβολή του νόμου.

(25)

Η οδηγία 2002/22/ΕΚ δεν θίγει την λογική και αμερόληπτη διαχείριση του δικτύου εκ μέρους των παρόχων.

(26)

Δεδομένου ότι η λήψη ανακόλουθων μέτρων αποκατάστασης πλήττουν σημαντικά την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τυχόν κατευθυντήριες γραμμές ή άλλα μέτρα που έχουν εγκριθεί από εθνικές κανονιστικές αρχές για πιθανή ρυθμιστική παρέμβαση σε παν-κοινοτική κλίμακα και, εφόσον απαιτηθεί, να εγκρίνει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα για την επίτευξη συνεπούς εφαρμογής σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(27)

Η διαθεσιμότητα διαφανών, επικαιροποιημένων και συγκρίσιμων τιμολογίων αποτελεί καίριο στοιχείο για τους καταναλωτές ανταγωνιστικών αγορών στις οποίες υπάρχουν αρκετοί πάροχοι που προσφέρουν υπηρεσίες. Οι καταναλωτές υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν εύκολα τις τιμές διαφόρων υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά με βάση τιμολογιακές πληροφορίες που δημοσιεύονται σε ευκόλως προσβάσιμη μορφή. Προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να συγκρίνουν εύκολα τις τιμές, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να έχουν αρμοδιότητες να απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης μεγαλύτερη τιμολογιακή διαφάνεια και να διασφαλίζουν ότι τρίτα μέρη έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν δωρεάν τα διαθέσιμα στο κοινό τιμολόγια που δημοσίευσαν οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Πρέπει επίσης να καθιστούν, οι ίδιες ή μέσω τρίτων , διαθέσιμους οδηγούς τιμών στις περιπτώσεις που δεν τους παρέχει η αγορά, δωρεάν ή σε λογική τιμή . Οι φορείς εκμετάλλευσης πρέπει να μην έχουν δικαίωμα σε οιαδήποτε αμοιβή για τη χρήση ▐ τιμολογιακών πληροφοριών οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί και συνεπώς έχουν καταστεί δημόσιο αγαθό. Επιπροσθέτως, οι χρήστες πρέπει να ενημερώνονται κατάλληλα για τη σχετική τιμή ή τον τύπο της προσφερόμενης υπηρεσίας πριν προβούν στην αγορά της, ιδίως εάν κάποιος αριθμός ατελών κλήσεων υπόκειται σε τυχόν επιπρόσθετα τέλη. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται γενικώς και, για ορισμένες κατηγορίες υπηρεσιών που καθορίζουν οι ίδιες, πριν από τη σύνδεση με τον καλούμενο αριθμό. Τη στιγμή που καθορίζονται οι κατηγορίες κλήσεων για τις οποίες απαιτείται πληροφόρηση για τα ισχύοντα τιμολόγια πριν από τη σύνδεση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση της υπηρεσίας, τους όρους τιμολόγησης που εφαρμόζονται σε αυτήν και εάν παρέχεται από πάροχο που δεν είναι πάροχος υπηρεσιών ηλεκτρικών επικοινωνιών.

(28)

Οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν σε καταλόγους συνδρομητών, και ιδίως για τον σκοπό ή τους σκοπούς αυτών των καταλόγων, καθώς και σχετικά με το δικαίωμά τους να μπορούν ατελώς να μην περιλαμβάνονται σε δημόσιο κατάλογο συνδρομητών, όπως προβλέπεται με την οδηγία 2002/58/ΕΚ. Όταν υπάρχουν συστήματα που επιτρέπουν να συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες στη βάση δεδομένων καταλόγου αλλά να μην αποκαλύπτονται στους χρήστες υπηρεσιών καταλόγου, οι πελάτες πρέπει να ενημερώνονται επίσης και για τη δυνατότητα αυτή.

(29)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν ενιαία σημεία ενημέρωσης για όλα τα ερωτήματα των χρηστών. Τα εν λόγω σημεία ενημέρωσης, τα οποία θα μπορούσαν να τεθούν υπό τη διαχείριση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών από κοινού με οργανώσεις των καταναλωτών, θα πρέπει να μπορούν επίσης να παρέχουν νομικές συμβουλές σε περίπτωση διαφορών με τους φορείς παροχής. Η πρόσβαση στα εν λόγω σημεία ενημέρωσης θα πρέπει να παρέχεται ατελώς και οι χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται για την ύπαρξή τους με τακτικές ενημερωτικές εκστρατείες.

(30)

Στα μελλοντικά δίκτυα IP στα οποία η παροχή μιας υπηρεσίας μπορεί να διαχωρίζεται από την παροχή δικτύου, τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν τα πλέον κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται χρησιμοποιώντας δημόσια δίκτυα επικοινωνίας και της αδιάλειπτης πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση καταστροφικής βλάβης του δικτύου ή σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας.

(31)

Οι υπηρεσίες τηλεφωνητή καλύπτουν ένα φάσμα διαφορετικών υπηρεσιών για τους τελικούς χρήστες. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των παρόχων δημόσιων δικτύων επικοινωνιών και των παρόχων υπηρεσιών τηλεφωνητή, όπως και στην περίπτωση οιασδήποτε άλλης υπηρεσίας υποστήριξης στους πελάτες, και δεν χρειάζεται να συνεχιστεί η επιβολή της παροχής τους. Συνεπώς, πρέπει να καταργηθεί η σχετική υποχρέωση.

(32)

Οι υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου πρέπει να προσφέρονται, και συχνά προσφέρονται, σε καθεστώς ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών  (12). Πρέπει να θεσπισθούν συνολικά μέτρα που να εξασφαλίζουν τη συμπερίληψη των δεδομένων των τελικών χρηστών (τόσο σταθερής όσο και κινητής τηλεφωνίας) σε βάσεις δεδομένων, την προσανατολισμένη στο κόστος παροχή αυτών των δεδομένων σε παρόχους υπηρεσιών και την παροχή πρόσβασης δικτύου υπό προσανατολισμένες στο κόστος, εύλογες και διαφανείς συνθήκες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι τελικοί χρήστες απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη του ανταγωνισμού με απώτερο σκοπό να καταστεί δυνατή η άρση των ρυθμίσεων λιανικής από αυτές τις υπηρεσίες.

(33)

Οι τελικοί χρήστες πρέπει να μπορούν να καλούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και να έχουν πρόσβαση σε αυτές χρησιμοποιώντας οιαδήποτε τηλεφωνική υπηρεσία επιτρέπει τη δημιουργία φωνητικών κλήσεων μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικά ή διεθνή σχέδια τηλεφωνικής αριθμοδότησης. Οι αρχές έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι σε θέση να χειρίζονται και να απαντούν σε κλήσεις στον αριθμό «112» τουλάχιστον τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά όσο και σε κλήσεις σε άλλους εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης. Έχει σημασία να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση όσον αφορά τον αριθμό «112» προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο προστασίας και ασφάλειας των πολιτών που ταξιδεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον σκοπό αυτό οι πολίτες πρέπει να συνειδητοποιήσουν πλήρως ότι ο αριθμός «112» μπορεί να χρησιμοποιείται ως ενιαίος αριθμός κλήσης έκτακτης ανάγκης όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως μέσω πληροφοριών που παρέχονται σε διεθνείς τερματικούς σταθμούς λεωφορείων, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε λιμένες ή αερολιμένες, καθώς και στους τηλεφωνικούς καταλόγους, στους τηλεφωνικούς θαλάμους, σε πληροφοριακό υλικό προς τους συνδρομητές ή σε υλικό τιμολόγησης. Αυτό αποτελεί πρωτίστως ευθύνη των κρατών μελών, αλλά η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει και να συμπληρώνει πρωτοβουλίες των κρατών μελών να ωθούν το ευρύ κοινό να συνειδητοποιήσει καλύτερα τη χρήση του αριθμού «112» και να προβαίνουν περιοδικά σε αξιολόγηση των γνώσεων των πολιτών γύρω από τον αριθμό «112» . Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τον εντοπισμό του καλούντος πρέπει να ενισχυθεί ώστε να βελτιωθεί η προστασία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι φορείς εκμετάλλευσης πρέπει να παρέχουν πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης υπό μορφή προωθούμενου μηνύματος («push» mode). Προκειμένου να ανταποκριθεί στις τεχνολογικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερη ακρίβεια των πληροφοριών εντοπισμού θέσης, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του «112» στην Κοινότητα προς όφελος των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(34)

Τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν ειδικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένου του «112», είναι εξίσου προσβάσιμες από τα μειονεκτούντα άτομα, ιδίως δε από χρήστες που πάσχουν από κώφωση ή βαρηκοΐα, από χρήστες με προβλήματα ομιλίας και από τους χρήστες που πάσχουν συγχρόνως από κώφωση και τύφλωση. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν την παροχή ειδικών τερματικών συσκευών στους χρήστες με βαρηκοΐα, καθώς και υπηρεσιών αναμετάδοσης κειμένου ή άλλου ειδικού εξοπλισμού.

(35)

Η ανάπτυξη του διεθνούς κωδικού «3883» ▐ ( του Ευρωπαϊκού Χώρου Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης (ETNS) ▐ ) προς το παρόν ▐ παρεμποδίζεται από την έλλειψη ζήτησης , από υπερβολικά γραφειοκρατικές διαδικαστικές απαιτήσεις και ανεπαρκή συνειδητοποίηση . Για την προαγωγή της ανάπτυξης του ETNS, η Επιτροπή πρέπει να αναθέσει την ευθύνη της διαχείρισής του, της αριθμοδότησης και της προώθησης είτε στο φορέα ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT) είτε, μετά το παράδειγμα της εφαρμογής του υψηλού επιπέδου ιστοτόπου «.eu», σε χωριστό οργανισμό που θα ορίζεται από την Επιτροπή με βάση μια ανοικτή, διαφανή και αμερόληπτη διαδικασία επιλογής, και με κανόνες λειτουργίας που θα εντάσσονται στην κοινοτική νομοθεσία .

(36)

Σύμφωνα με την απόφασή της 2007/116/ΕΚ, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με δέσμευση της εθνικής περιοχής αριθμοδότησης που αρχίζει με «116» για εναρμονισμένους αριθμούς που αφορούν εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος  (13) , η Επιτροπή προορίζει αποκλειστικά τους αριθμούς στο πεδίου αριθμοδότησης «116» για ορισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος. Οι αριθμοί που προσδιορίζονται στην απόφαση αυτή δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που καθορίζονται στην εν λόγω απόφαση, αλλά τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες που σχετίζονται με τους αποκλειστικούς αυτούς αριθμούς παρέχονται πραγματικά. Οι ενδεδειγμένες διατάξεις της απόφασης 2007/116/ΕΚ πρέπει να αντικατοπτρίζονται στην οδηγία 2002/22/ΕΚ με σκοπό να ενσωματωθούν πιο σταθερά στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα πρόσβασης των μειονεκτούντων τελικών χρηστών. Έχοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της καταγγελίας αγνοουμένων παιδιών και την επί του παρόντος περιορισμένη παροχή αυτής της υπηρεσίας, τα κράτη μέλη πρέπει όχι μόνον να διαθέσουν αποκλειστικά έναν αριθμό για το σκοπό αυτό αλλά και να εξασφαλίσουν ότι διατίθεται πραγματικά μια υπηρεσία για καταγγελία αγνοουμένων παιδιών στην επικράτειά τους υπό τον αριθμό 116000.

(37)

Η ενιαία αγορά συνεπάγεται ότι οι τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλους τους αριθμούς που περιλαμβάνονται στα εθνικά σχέδια αριθμοδότησης άλλων κρατών μελών καθώς και να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, χρησιμοποιώντας μη γεωγραφικούς αριθμούς εντός της Κοινότητας, στους οποίους συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι αριθμοί ατελών κλήσεων και οι αριθμοί πρόσθετου τέλους. Οι τελικοί χρήστες πρέπει επίσης να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αριθμούς του Ευρωπαϊκού Χώρου Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης (ETNS) και στους καθολικούς διεθνείς αριθμούς ατελών κλήσεων (UIFN). Η διασυνοριακή πρόσβαση στους πόρους αριθμοδότησης και στην συνδεδεμένη υπηρεσία δεν πρέπει να παρεμποδίζεται εκτός από αντικειμενικά αιτιολογημένες περιπτώσεις, όπως όταν αυτό είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της απάτης και της κατάχρησης, π.χ. σε σχέση με ορισμένες υπηρεσίες πρόσθετου τέλους ή όταν ο αριθμός έχει οριστεί ότι έχει μόνο εθνικό πεδίο εφαρμογής (π.χ. εθνικός βραχύς κωδικός). Οι χρήστες πρέπει να ενημερώνονται πλήρως και με σαφήνεια εκ των προτέρων σχετικά με τυχόν χρεώσεις που επιβάλλονται στους αριθμούς ατελών κλήσεων, όπως τα τέλη διεθνών κλήσεων που επιβάλλονται σε αριθμούς που είναι προσβάσιμοι μέσω των τυποποιημένων διεθνών διακριτικών κλήσης. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι τελικοί χρήστες έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε αριθμούς και υπηρεσίες εντός της Κοινότητας, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα. Οι τελικοί χρήστες πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να συνδέονται με άλλους τελικούς χρήστες (ιδίως μέσω αριθμών του πρωτοκόλλου του Διαδικτύου — Internet Protocol (IP)) προκειμένου να προβαίνουν σε ανταλλαγή δεδομένων, ανεξαρτήτως του επιλεγομένου φορέα παροχής.

(38)

Προκειμένου να επωφεληθούν πλήρως από το ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι καταναλωτές πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν επιλογές μετά από ενημέρωση και να αλλάζουν πάροχο όταν αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον τους. Είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι μπορούν να το πράττουν χωρίς να παρεμποδίζονται από νομικά, τεχνικά ή πρακτικά κωλύματα, στα οποία συγκαταλέγονται οι συμβατικοί όροι, οι διαδικασίες, τα τέλη, κ.λπ. Αυτό δεν αποκλείει την επιβολή εύλογων ελάχιστων συμβατικών περιόδων στις συμβάσεις καταναλωτή. Η φορητότητα αριθμού αποτελεί κύριο παράγοντα διευκόλυνσης της επιλογής των καταναλωτών και του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών και πρέπει να υλοποιείται με την ελάχιστη καθυστέρηση, συνήθως το αργότερο εντός μιας ημέρας από την αίτηση του καταναλωτή. Ωστόσο, οι εμπειρίες σε ορισμένα κράτη μέλη έδειξαν ότι υπάρχει κίνδυνος οι καταναλωτές να αλλάξουν πάροχο χωρίς συναίνεση. Μολονότι το ζήτημα αυτό είναι θέμα που πρέπει κατά κύριο λόγο να αντιμετωπίζεται από τις αρχές επιβολής του νόμου, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν τέτοιας φύσεως ελάχιστα αναλογικά μέτρα όσον αφορά τη διαδικασία αλλαγής παρόχου που είναι απαραίτητα για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων αυτών, χωρίς να καθιστούν τη διαδικασία λιγότερο ελκυστική για τους καταναλωτές. Προκειμένου να μπορεί να προσαρμόζει την φορητότητα αριθμού στις εξελίξεις στην αγορά και στις τεχνολογικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης μεταφοράς των προσωπικών τηλεφωνικών καταλόγων και των πληροφοριών σχετικά με την συμπεριφορά των συνδρομητών που έχουν αποθηκευτεί στο δίκτυο, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα στον εν λόγω τομέα. Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι τεχνολογικές συνθήκες και οι συνθήκες στην αγορά είναι τέτοιες που να επιτρέπουν τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων παροχής υπηρεσιών σε σταθερές θέσεις και κινητών δικτύων πρέπει ιδίως να λαμβάνονται υπόψη οι τιμές που επιβάλλονται στους χρήστες και το κόστος μεταγωγής για επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σε σταθερές θέσεις και σε κινητά δίκτυα.

(39)

▐ Οι νομικές υποχρεώσεις «μεταφοράς σήματος» μπορούν να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μέσων και συμπληρωματικών υπηρεσιών που παρέχονται από συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας. Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων ορίζονται στην οδηγία 2007/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον συντονισμό ορισμένων νομικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για την άσκηση της τηλεοπτικής δραστηριότητας  (14). Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν σαφή αιτιολόγηση των υποχρεώσεων «μεταφοράς σήματος» ▐ ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι διαφανείς, αναλογικές και κατάλληλα ορισμένες. Εν προκειμένω, οι κανόνες «μεταφοράς σήματος» πρέπει να εκπονούνται κατά τρόπο ώστε να παρέχονται επαρκή κίνητρα για αποδοτικές επενδύσεις στην υποδομή. Οι κανόνες «μεταφοράς σήματος» πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αναθεώρησης σε τακτά διαστήματα προκειμένου να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις εξελίξεις στην αγορά, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι συμπληρωματικές υπηρεσίες περιλαμβάνουν υπηρεσίες για τη βελτίωση της προσβασιμότητας των χρηστών με αναπηρίες, όπως υπηρεσία τηλεεικονογραφίας, υπηρεσία υποτιτλισμού, ακουστικής περιγραφής ή νοηματικής γλώσσας, χωρίς να εξαντλούνται σε αυτές .

(40)

Για την υπερνίκηση των υφιστάμενων αδυναμιών όσον αφορά τη διαβούλευση με τους καταναλωτές και τη δέουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των πολιτών, τα κράτη μέλη πρέπει να καθιερώσουν κατάλληλους μηχανισμούς διαβούλευσης. Αυτοί οι μηχανισμοί θα μπορούσαν να λάβουν τη μορφή ενός οργάνου το οποίο, ανεξάρτητα από την εθνική ρυθμιστική αρχή, καθώς και από τους παρόχους υπηρεσιών, θα διεξάγει έρευνα επί θεμάτων που αφορούν τους καταναλωτές, όπως η καταναλωτική συμπεριφορά και οι μηχανισμοί αλλαγής φορέα παροχής, και το οποίο θα λειτουργεί με διαφάνεια και θα συνεισφέρει στους υφιστάμενους μηχανισμούς διαβούλευσης με τους ενδιαφερόμενους. Πέραν τούτου, ένας τέτοιος μηχανισμός πρέπει να καθιερωθεί με σκοπό να καταστήσει δυνατή την ενδεδειγμένη συνεργασία επί θεμάτων που σχετίζονται με την προαγωγή νόμιμου περιεχομένου. Οιεσδήποτε διαδικασίες συνεργασίας εγκρίνονται σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτό δεν πρέπει πάντως να επιτρέπουν τη συστηματική παρακολούθηση χρήσης του διαδικτύου. Όπου υπάρχει ανάγκη να αντιμετωπιστεί η διευκόλυνση της πρόσβασης σε υπηρεσίες και τερματικό εξοπλισμό ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της χρήσης αυτών από μειονεκτούντες χρήστες, και με την επιφύλαξη της οδηγίας 1999/5/ΕΚ ║ και ιδίως των απαιτήσεων περί ατόμων με ειδικές ανάγκες, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο στ), η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα.

(41)

Πρέπει να ενισχυθεί η διαδικασία εξώδικης επίλυσης διαφορών, διασφαλίζοντας την προσφυγή σε ανεξάρτητα όργανα επίλυσης διαφορών και ότι η διαδικασία συμμορφώνεται τουλάχιστον με τις ελάχιστες αρχές που θεσπίζονται με τη σύσταση της Επιτροπής 98/257/ΕΚ της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης  (15). Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν προς τον σκοπό αυτό είτε τα υφιστάμενα όργανα επίλυσης διαφορών, υπό την προϋπόθεση ότι τα όργανα πληρούν τις εφαρμοστέες προϋποθέσεις, είτε μπορούν να προχωρούν στη σύσταση νέων οργάνων.

(42)

Οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν σε επιχείρηση που έχει καθορισθεί ως έχουσα υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

(43)

Η οδηγία 2002/58/ΕΚ προβλέπει την εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, και ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος απορρήτου και ασφάλειας των συστημάτων της τεχνολογίας των πληροφοριών, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα.

(44)

Η επεξεργασία των δεδομένων κίνησης για τους σκοπούς της ασφάλειας των δικτύων και των πληροφοριών, εξασφαλίζοντας τη διαθεσιμότητα, την αυθεντικότητα, την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα των αποθηκευμένων ή μεταδιδόμενων δεδομένων, θα επιτρέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων για το έννομο συμφέρον του υπευθύνου ελέγχου για τους σκοπούς της πρόληψης της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και της δόλιας διανομής κωδικού, θέτοντας τέλος στην άρνηση των επιθέσεων κατά της υπηρεσίας, καθώς και των ζημιών σε υπολογιστές και στα ηλεκτρονικά συστήματα επικοινωνίας. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) πρέπει να δημοσιεύει τακτικά μελέτες με σκοπό την αποτύπωση των τύπων επεξεργασίας που επιτρέπονται βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ .

(45)

Κατά τον καθορισμό των εκτελεστικών μέτρων για την ασφάλεια της επεξεργασίας, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η Επιτροπή πρέπει να προβεί σε διαβουλεύσεις με όλες τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές και οργανισμούς (τον ENISA, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και την ομάδα εργασίας του άρθρου 29) καθώς και με όλους τους άμεσα ενδιαφερομένους, ιδίως με στόχο να ενημερώνεται σχετικά με τις βέλτιστες τεχνικές και οικονομικές μεθόδους οι οποίες διατίθενται για τη βελτίωση της εφαρμογής της οδηγίας 2002/58/ΕΚ.

(46)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ εξειδικεύουν και συμπληρώνουν την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών  (16) και προβλέπουν τα έννομα συμφέροντα των συνδρομητών που είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

(47)

Η απελευθέρωση των αγορών δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και η ταχεία τεχνολογική εξέλιξη έχουν συνδυαστεί για την προώθηση του ανταγωνισμού και της οικονομικής μεγέθυνσης και έχουν οδηγήσει σε μια πληθώρα υπηρεσιών για τον τελικό χρήστη οι οποίες είναι προσβάσιμες μέσω των δημόσιων και ιδιωτικών δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ιδιωτικών δικτύων προσβάσιμων στο κοινό.

(48)

Οι διευθύνσεις ΙΡ είναι καίριας σημασίας για τη λειτουργία του διαδικτύου. Επιτρέπουν την εξακρίβωση της ταυτότητας των συσκευών που συμμετέχουν στο δίκτυο, όπως των υπολογιστών ή των κινητών συσκευών, με τη χρήση ενός αριθμού. Λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά περιβάλλοντα στα οποία χρησιμοποιούνται οι διευθύνσεις ΙΡ, καθώς και τις σχετικές τεχνολογίες που εξελίσσονται με ταχύτητα, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες όσον αφορά τη χρήση τους ως προσωπικών δεδομένων, υπό ορισμένες συνθήκες. Η Επιτροπή θα πρέπει, συνεπώς, να εκπονήσει μελέτη σχετικά με τις διευθύνσεις ΙΡ και τη χρήση τους και να υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις.

(49)

Η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει την ανάπτυξη νέων εφαρμογών βασιζόμενων σε συσκευές συγκέντρωσης δεδομένων και ταυτοποίησης, οι οποίες μπορεί να είναι ανεπαφικές συσκευές που χρησιμοποιούν ραδιοσυχνότητες. Παραδείγματος χάριν, οι Συσκευές Ραδιοσυχνικής Αναγνώρισης (RFID) χρησιμοποιούν τις ραδιοσυχνότητες για να λαμβάνουν δεδομένα από μονοσήμαντα προσδιορισμένα αναρτήματα, δεδομένα τα οποία στη συνέχεια μπορούν να μεταφερθούν σε υφιστάμενα δίκτυα επικοινωνιών. Η ευρεία χρήση αυτών των τεχνολογιών μπορεί να αποφέρει σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη και, συνεπώς, να συμβάλει σημαντικά στην εσωτερική αγορά εάν η χρήση τους είναι αποδεκτή από τους πολίτες. Προκειμένου αυτό να επιτευχθεί χρειάζεται να εξασφαλισθεί ότι διασφαλίζονται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων. Όταν οι εν λόγω συσκευές συνδέονται σε διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ως βασική υποδομή, πρέπει να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την ασφάλεια, για τα δεδομένα κίνησης και τα δεδομένα θέσης, καθώς και για το απόρρητο.

(50)

Ο φορέας παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να προστατεύεται η ασφάλεια των υπηρεσιών του. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ και της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών  (17) , τέτοια μέτρα πρέπει να διασφαλίζουν ότι πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα μπορεί να έχει μόνον εγκεκριμένο προσωπικό για αυστηρά νομίμως εγκεκριμένους σκοπούς και ότι προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα που έχουν αποθηκευτεί ή διαβιβασθεί καθώς και το δίκτυο και οι υπηρεσίες. Πέραν αυτών πρέπει να καταρτισθεί πολιτική ασφάλειας σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για να εντοπίζονται τα τρωτά σημεία του συστήματος και να πραγματοποιείται τακτική παρακολούθηση καθώς και λήψη μέτρων πρόληψης, διόρθωσης και μετριασμού.

(51)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να παρακολουθούν τα λαμβανόμενα μέτρα και να διαδίδουν τις βέλτιστες πρακτικές μεταξύ των παρόχων των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(52)

Η παραβίαση της ασφάλειας που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ή την διακύβευση προσωπικών δεδομένων ενός ▐ συνδρομητή ή άλλου ατόμου μπορεί να επιφέρει, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και εγκαίρως, σημαντική ▐ ζημία στους χρήστες . Ως εκ τούτου, η εθνική ρυθμιστική αρχή ή άλλη αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να ενημερώνεται από τον θιγόμενο φορέα παροχής υπηρεσιών για κάθε παραβίαση της ασφάλειας χωρίς καθυστέρηση. Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει τη σοβαρότητα της παραβίασης και ζητεί από τους παρόχους των σχετικών υπηρεσιών να προβούν σε κατάλληλη κοινοποίηση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, προς τους χρήστες που θίγονται από την παραβίαση. Ακόμη, στις περιπτώσεις που υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών (όπως σε περιπτώσεις μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στο περιεχόμενο ηλεκτρονικών μηνυμάτων, στοιχεία πιστωτικών καρτών κ.λπ.), οι πάροχοι των σχετικών υπηρεσιών πρέπει να ειδοποιούν απευθείας, όχι μόνο τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά και τους ίδιους τους θιγόμενους χρήστες. Τέλος, οι πάροχοι πρέπει να κοινοποιούν κάθε χρόνο στους θιγόμενους χρήστες όλες τις παραβιάσεις της ασφάλειας υπό την έννοια της οδηγίας 2002/58/ΕΚ που συνέβησαν στη διάρκεια της αντίστοιχης χρονικής περιόδου. Η κοινοποίηση προς τις εθνικές αρχές και τους χρήστες πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν από τον πάροχο για την αντιμετώπιση της παραβίασης, καθώς και συστάσεις προς τους θιγόμενους χρήστες σχετικά με την προστασία των χρηστών .

(53)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να προωθούν τα συμφέροντα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμβάλλοντας μεταξύ άλλων στη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται συνολικά και αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την ασφάλεια που οδήγησαν στη διακύβευση των προσωπικών δεδομένων των ατόμων.

(54)

Κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2002/58/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών θα πρέπει να ερμηνεύουν όχι μόνον το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την εν λόγω οδηγία, αλλά θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι δεν θα βασίζονται σε ερμηνεία της η οποία θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας .

(55)

Πρέπει να προβλεφθούν εκτελεστικά μέτρα για τη θέσπιση κοινής δέσμης απαιτήσεων με σκοπό την επίτευξη κατάλληλου επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων τα οποία μεταφέρονται ή υπόκεινται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της χρήσης δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην εσωτερική αγορά.

(56)

Κατά τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με τον μορφότυπο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται κατά την κοινοποίηση παραβιάσεων της ασφάλειας, πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στις συνθήκες της παραβίασης, μεταξύ άλλων κατά πόσον τα προσωπικά δεδομένα ήταν προστατευμένα ή όχι με κρυπτογράφηση ή άλλα μέσα, περιορίζοντας αποτελεσματικά την πιθανότητα υποκλοπής ταυτότητας ή άλλων μορφών κατάχρησης. Επιπροσθέτως, κατά τη θέσπιση των εν λόγω κανόνων και διαδικασιών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των αρχών επιβολής του νόμου, σε περιπτώσεις όπου η πρόωρη αποκάλυψη μπορεί να παρεμποδίσει άνευ λόγου τη διερεύνηση των συνθηκών της παραβίασης.

(57)

Το λογισμικό το οποίο παρακολουθεί κρυφά τις ενέργειες του χρήστη ή/και υπονομεύει τη λειτουργία του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη προς όφελος τρίτων (το αποκαλούμενο «κατασκοπευτικό λογισμικό») αποτελεί σοβαρή απειλή κατά της ιδιωτικής ζωής των χρηστών. Χρειάζεται να διασφαλισθεί ένα υψηλό και ισότιμο επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας των χρηστών, ανεξάρτητα από το εάν ανεπιθύμητα κατασκοπευτικά προγράμματα καταφορτώνονται εξ απροσεξίας μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή μεταφέρονται και εγκαθίστανται κρυμμένα σε λογισμικό που έχει διανεμηθεί με άλλα εξωτερικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, όπως σύμπυκνοι δίσκοι (CD), CD-ROM, κλειδιά USB. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους τελικούς χρήστες να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του τερματικού εξοπλισμού τους από ιούς και «κατασκοπευτικό λογισμικό» .

(58)

Οι πάροχοι υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλουν να πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της καταπολέμησης των ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα («spam»). Βρίσκονται επίσης σε πλεονεκτικότερη θέση από ό,τι οι τελικοί χρήστες διότι κατέχουν τις γνώσεις και τους πόρους που είναι αναγκαίοι για την ανίχνευση και ταυτοποίηση των δημιουργών ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα. Επομένως, οι πάροχοι υπηρεσίας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και οι πάροχοι άλλων υπηρεσιών πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ανάληψης νομικής δράσης κατά των δημιουργών ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα για τις παραβιάσεις αυτές και, συνεπώς, υπεράσπισης των συμφερόντων των πελατών τους, καθώς και των δικών τους έννομων επιχειρηματικών συμφερόντων.

(59)

Στις περιπτώσεις όπου δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης θα μπορούσαν να υποστούν επεξεργασία, η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον όταν αυτά καθίστανται ανώνυμα ή με τη ρητή συγκατάθεση των χρηστών ή συνδρομητών οι οποίοι θα λαμβάνουν σαφείς και εκτενείς πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα να ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή τη συγκατάθεσή τους.

(60)

Η ανάγκη διασφάλισης κατάλληλου επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων που μεταφέρονται και υπόκεινται σε επεξεργασία σε σχέση με τη χρήση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα απαιτεί αποτελεσματικές αρμοδιότητες εφαρμογής και επιβολής, προκειμένου να παρασχεθούν κατάλληλα κίνητρα συμμόρφωσης. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να διαθέτουν επαρκείς αρμοδιότητες και πόρους ώστε να διερευνούν αποτελεσματικά τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας απόκτησης οιωνδήποτε σχετικών πληροφοριών που ενδεχομένως χρειάζονται ώστε να αποφασίζουν σε περιπτώσεις καταγγελιών και να επιβάλουν κυρώσεις σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

(61)

Η διασυνοριακή συνεργασία και η επιβολή της νομοθεσίας πρέπει να ενισχυθεί σύμφωνα με τους υφιστάμενους κοινοτικούς διασυνοριακούς μηχανισμούς επιβολής της νομοθεσίας όπως αυτός που θεσπίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (18) με τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(62)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της ║ οδηγίας 2002/22/ΕΚ και της ║ οδηγίας 2002/58/ΕΚ πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (19).

(63)

Η Επιτροπή πρέπει, υπό την προϋπόθεση της έγκρισης της Συνθήκης της Λισαβόνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας  (20) , να υποβάλει στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νέα νομοθετική πρόταση για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την ασφάλεια των δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με νέα νομική βάση.

(64)

Πρέπει ιδίως να εκχωρηθούν αρμοδιότητες στην Επιτροπή προκειμένου να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για την τιμολογιακή διαφάνεια, τις ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των υπηρεσιών του «112», την αποτελεσματική πρόσβαση σε αριθμούς και υπηρεσίες, τη βελτίωση της προσβασιμότητας από μειονεκτούντες τελικούς χρήστες, καθώς και τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνική πρόοδο ή στις μεταβολές της ζήτησης στην αγορά. Οι εν λόγω αρμοδιότητες πρέπει επίσης να εκχωρηθούν για τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων σχετικά με τις απαιτήσεις ενημέρωσης και κοινοποίησης, καθώς και με τη διασυνοριακή συνεργασία. Επειδή πρόκειται για μέτρα γενικού χαρακτήρα τα οποία προβλέπεται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της οδηγίας 2002/22/ΕΚ με την συμπλήρωσή τους με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ. Δεδομένου ότι η διεξαγωγή της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο εντός των κανονικών χρονικών ορίων θα μπορούσε, σε ορισμένες εξαιρετικές καταστάσεις, να εμποδίσει την έγκαιρη έγκριση μέτρων εφαρμογής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή πρέπει να ενεργούν ταχέως για να εξασφαλίζουν την έγκαιρη έγκριση αυτών των μέτρων.

(65)

Ο σκοπός της οδηγίας 2002/22/ΕΚ είναι να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών και των τελικών χρηστών κατά την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Παρόμοια προστασία δεν απαιτείται στην περίπτωση των παγκόσμιων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών. Αυτές αποτελούν εταιρικές υπηρεσίες δεδομένων και φωνής, οι οποίες παρέχονται ως δέσμη σε μεγάλες επιχειρήσεις που ευρίσκονται σε διάφορες χώρες μέσα και έξω από την ΕΕ με βάση ατομικές συμβάσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ συμβαλλομένων μερών ίσης ισχύος.

(66)

Επομένως οι οδηγίες 2002/22/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις επί της οδηγίας 2002/22/ΕΚ

(Οδηγία καθολικής υπηρεσίας)

Η οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), η παρούσα οδηγία αφορά την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες. Σκοπός είναι να εξασφαλισθεί η διάθεση, σε ολόκληρη την Κοινότητα, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών καλής ποιότητας μέσω πραγματικού ανταγωνισμού και επιλογών, καθώς και να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ανάγκες των τελικών χρηστών δεν καλύπτονται ικανοποιητικά από την αγορά. Η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει επίσης διατάξεις σχετικά με τον τερματικό εξοπλισμό στο χώρο του καταναλωτή , με ιδιαίτερη προσοχή να δίδεται στον τερματικό εξοπλισμό για χρήστες με ειδικές ανάγκες, στους οποίους περιλαμβάνονται τα άτομα με αναπηρίες και οι ηλικιωμένοι .

2.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει τα δικαιώματα των τελικών χρηστών καθώς και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που παρέχουν διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όσον αφορά την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας σε ένα περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, η παρούσα οδηγία ορίζει τη στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών καθορισμένης ποιότητας στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι τελικοί χρήστες σε προσιτές τιμές, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, και χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει επίσης τις υποχρεώσεις παροχής ορισμένων υποχρεωτικών υπηρεσιών.

3.     Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κοινοτικών κανόνων για την προστασία των καταναλωτών, ιδίως των οδηγιών 93/13/ΕΟΚ και 97/7/ΕΚ, και των εθνικών κανόνων που είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο. »

(2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Το στοιχείο β) διαγράφεται.

β)

Τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«γ)

«Διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία»: υπηρεσία διαθέσιμη στο κοινό για τη δημιουργία και/ή τη λήψη, άμεσα ή έμμεσα, ▐ εθνικών ή/και διεθνών κλήσεων και άλλων μέσων επικοινωνίας που προορίζονται ειδικά για χρήστες με ειδικές ανάγκες που χρησιμοποιούν υπηρεσίες μεταφοράς κειμένου ή ολικής συνομιλίας, μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης·

δ)

«γεωγραφικός αριθμός» : αριθμός ο οποίος περιλαμβάνεται στο εθνικό σχέδιο αριθμοδότησης, μέρος της ακολουθίας των ψηφίων του οποίου έχει γεωγραφική σημασία και χρησιμοποιείται για τη δρομολόγηση κλήσεων προς τον φυσικό τόπο του σημείου τερματισμού δικτύου (ΣΤΔ)· »

γ)

Το στοιχείο ε) διαγράφεται.

(3)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Παροχή πρόσβασης σε σταθερές θέσεις και παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε εύλογο αίτημα για σύνδεση σε σταθερές θέσεις με το δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ικανοποιείται από μία τουλάχιστον επιχείρηση.

2.   Η παρεχόμενη σύνδεση επιτρέπει την υποστήριξη φωνητικών επικοινωνιών, τηλεομοιοτυπικών επικοινωνιών και επικοινωνιών δεδομένων, με ρυθμούς δεδομένων που είναι επαρκείς προκειμένου να επιτρέπουν τη λειτουργική πρόσβαση στο διαδίκτυο, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες τεχνολογίες που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των συνδρομητών και την τεχνολογική σκοπιμότητα.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε εύλογο αίτημα για παροχή μίας διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας μέσω της σύνδεσης με το δίκτυο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία επιτρέπει τη δημιουργία και τη λήψη εθνικών και διεθνών κλήσεων και κλήσεων σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης μέσω του αριθμού «112» καθώς και μέσω οποιασδήποτε άλλης εθνικής γραμμής έκτακτης ανάγκης , ικανοποιείται από μία τουλάχιστον επιχείρηση.»

(4)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι κατάλογοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, όλους τους συνδρομητές των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.»

(5)

Το άρθρο 6, τροποποιείται ως ακολούθως :

α)

Ο τίτλος τροποποιείται ως ακολούθως:

«Κοινόχρηστα τηλέφωνα και άλλα σημεία πρόσβασης στις τηλεπικοινωνίες»

β)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την εξής:

« 1.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δύνανται να επιβάλλουν υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις με στόχο τη διασφάλιση της παροχής κοινόχρηστων τηλεφώνων ή άλλων σημείων πρόσβασης στις τηλεπικοινωνίες για την ικανοποίηση των εύλογων αναγκών των τελικών χρηστών όσον αφορά τη γεωγραφική κάλυψη, τον αριθμό των τηλεφώνων ή άλλα σημεία πρόσβασης στις τηλεπικοινωνίες, τη δυνατότητα πρόσβασης χρηστών με αναπηρία στα τηλέφωνα αυτά, και την ποιότητα των υπηρεσιών

(6)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Μέτρα για μειονεκτούντες χρήστες

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ειδικά μέτρα για τους μειονεκτούντες τελικούς χρήστες προκειμένου να εξασφαλίζουν την πρόσβαση και την οικονομική προσιτότητα των ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών , συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, στις υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και στους καταλόγους, πρόσβασης ισοδύναμης με αυτή που παρέχεται στους άλλους τελικούς χρήστες.

2.   ║ Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν ειδικά μέτρα, τα οποία έχει προκύψει ότι απαιτούνται βάσει εκτίμησης των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών και των ειδικών απαιτήσεων για τα άτομα με αναπηρία , για να εξασφαλίζουν ότι και οι μειονεκτούντες τελικοί χρήστες μπορούν ▐ να επιλέγουν μεταξύ των επιχειρήσεων και των φορέων παροχής υπηρεσιών που διατίθενται στην πλειονότητα των τελικών χρηστών , και να προωθούν τη διαθεσιμότητα κατάλληλου τερματικού εξοπλισμού. Διασφαλίζουν ότι, σε κάθε περίπτωση, οι ανάγκες ειδικών ομάδων αναπήρων ικανοποιούνται τουλάχιστον από μία επιχείρηση.

3.     Κατά τη λήψη των ανωτέρω μέτρων τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση προς τα σχετικά πρότυπα ή προδιαγραφές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17, 18 και 19 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

4.     Τα κράτη μέλη προκειμένου να μπορέσουν να θεσπίσουν και εφαρμόσουν ειδικές ρυθμίσεις για τους ανάπηρους χρήστες ενθαρρύνουν την παραγωγή και διαθεσιμότητα τερματικού εξοπλισμού που θα προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες και λειτουργίες. »

(7)

Στο άρθρο 8 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος ║:

«3.   Όταν ένας φορέας εκμετάλλευσης που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 προτίθεται να εκχωρήσει σημαντικό μέρος ή όλα τα στοιχεία ενεργητικού του δικτύου τοπικής πρόσβασης σε διακριτή νομική οντότητα που ανήκει σε διαφορετικό ιδιοκτήτη, ενημερώνει εκ των προτέρων και εγκαίρως την εθνική ρυθμιστική αρχή, ούτως ώστε να επιτρέψει στην εθνική ρυθμιστική αρχή να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της προτιθέμενης συναλλαγής στην παροχή πρόσβασης σε σταθερές θέσεις και τηλεφωνικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 4. Η εθνική ρυθμιστική αρχή δύναται να επιβάλλει όρους σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση).»

(8)

Στο άρθρο 9, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν, ιδίως σε σχέση με τις εθνικές τιμές καταναλωτή και το εισόδημα, την εξέλιξη και το επίπεδο των τιμολογίων λιανικής των υπηρεσιών οι οποίες σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 6 και 7 ορίζεται ότι εμπίπτουν στις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και οι οποίες παρέχονται από καθορισμένες επιχειρήσεις ή εάν δεν έχουν οριστεί επιχειρήσεις για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αυτές διατίθενται με άλλους τρόπους στην αγορά.

2.   Υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών, τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώνουν αυτές τις καθορισμένες επιχειρήσεις να παρέχουν στους καταναλωτές τιμολογιακές επιλογές ή τιμολογιακά πακέτα που διαφέρουν από τις επιλογές ή τα πακέτα που παρέχονται στο πλαίσιο των κανονικών εμπορικών συνθηκών, προκειμένου ιδίως να εξασφαλίζεται ότι τα άτομα με χαμηλό εισόδημα ή με ειδικές κοινωνικές ανάγκες δεν αποκλείονται από την πρόσβαση στο δίκτυο που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή τη χρήση αυτής της πρόσβασης, ή των υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 και στα άρθρα 5, 6 και 7 ως υπηρεσίες που εμπίπτουν στις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και παρέχονται από καθορισμένες επιχειρήσεις.

3.   Εκτός από τις διατάξεις για την υποχρέωση των καθορισμένων επιχειρήσεων να παρέχουν ειδικές τιμολογιακές επιλογές ή να συμμορφώνονται με ανώτατα όρια τιμών ή με γεωγραφικούς μέσους όρους ή άλλα παρόμοια συστήματα, τα κράτη μέλη ▐ εξασφαλίζουν ότι παρέχεται στήριξη στους καταναλωτές που έχουν χαρακτηριστεί ως έχοντες χαμηλό εισόδημα, αναπηρία ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες.»

(9)

Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 αντικαθίσταται από την εξής:

« 2.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο) παρέχουν τις ειδικές ευκολίες και υπηρεσίες που περιγράφονται στο Παράρτημα Ι, μέρος Α της παρούσας οδηγίας, προκειμένου οι συνδρομητές να μπορούν να παρακολουθούν και να ελέγχουν τις δαπάνες τους και να αποφεύγουν τυχόν αδικαιολόγητη αποσύνδεση της υπηρεσίας. »

(10)

Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 αντικαθίσταται από την εξής:

« 1.     Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι, όλες οι καθορισμένες επιχειρήσεις που υπέχουν υποχρεώσεις δυνάμει των άρθρων 4, 5, 6 και 7 και του άρθρου 9 παράγραφος 2, δημοσιεύουν επαρκείς και ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις τους στην παροχή καθολικής υπηρεσίας, βάσει των παραμέτρων, των ορισμών και των μεθόδων μέτρησης της ποιότητας της υπηρεσίας που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα III. Οι εν λόγω πληροφορίες διαβιβάζονται στην εθνική ρυθμιστική αρχή κατόπιν σχετικού αιτήματος. »

(11)

Ο τίτλος του κεφαλαίου ΙΙΙ αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

(12)

Το άρθρο 16 διαγράφεται.

(13)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές επιβάλλουν κατάλληλες κανονιστικές υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις οι οποίες ορίστηκαν ως έχουσες σημαντική ισχύ σε συγκεκριμένη λιανική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο):

α) όταν ως αποτέλεσμα της ανάλυσης της αγοράς η οποία διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), μια εθνική ρυθμιστική αρχή διαπιστώνει ότι μια συγκεκριμένη λιανική αγορά που καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο) δεν είναι αποτελεσματικά ανταγωνιστική, και

β) όταν η εθνική ρυθμιστική αρχή συμπεραίνει ότι οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

" β)

Προστίθεται η εξής παράγραφος :

« 2α.     Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που μπορεί να επιβάλλονται στους φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι προσδιορίζονται ως έχοντες σημαντική ισχύ σε συγκεκριμένη λιανική αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι ρυθμιστικές αρχές των κρατών μελών μπορεί να εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις των οποίων μνεία γίνεται στην παράγραφο 2 για μία μεταβατική περίοδο σε φορείς εκμετάλλευσης που προσδιορίζονται ως έχοντες σημαντική ισχύ σε συγκεκριμένη αγορά χονδρικής πώλησης σε περιπτώσεις όπου έχουν επιβληθεί υποχρεώσεις χονδρικής αλλά δεν έχουν ακόμη φέρει αποτέλεσμα όσον αφορά την εξασφάλιση ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής πώλησης

γ)

║ η παράγραφος 3 διαγράφεται.

(14)

Τα άρθρα 18 και 19 διαγράφονται.

(15)

Τα άρθρα 20 και 21 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Συμβάσεις

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές και άλλοι τελικοί χρήστες , όταν είναι συνδρομητές υπηρεσιών παροχής σύνδεσης σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή/και ▐ υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας , εφόσον το ζητήσουν έχουν δικαίωμα για σύμβαση με επιχείρηση ή επιχειρήσεις που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές ή/και τη σύνδεση. Στη σύμβαση αναφέρονται τουλάχιστον με σαφή, συνολική και ευκόλως προσβάσιμη μορφή :

α) τα στοιχεία και η διεύθυνση του φορέα παροχής·

β) οι παρεχόμενες υπηρεσίες, όπου περιλαμβάνονται ειδικότερα:

σε περίπτωση που η πρόσβαση στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και οι πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 26, το επίπεδο αξιοπιστίας μιας τέτοιας μορφής πρόσβασης όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, και εφόσον η πρόσβαση χορηγείται σε ολόκληρο το εθνικό έδαφος,

πληροφορίες σχετικά με οιονδήποτε περιορισμό επιβάλλει ο πάροχος όσον αφορά την ικανότητα του συνδρομητή να έχει πρόσβαση, δυνατότητα χρήσης ή να διανέμει νόμιμο περιεχόμενο ή να εκτελεί νόμιμες εφαρμογές και υπηρεσίες,

τα προσφερόμενα επίπεδα ποιότητας υπηρεσιών με αναφορά σε κάθε παράμετρο που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 2, ανάλογα με την περίπτωση,

οι μορφές των υπηρεσιών συντήρησης και οι προσφερόμενες υπηρεσίες υποστήριξης στους πελάτες , καθώς και ο τρόπος για έρθει κανείς σε επαφή με υπηρεσία υποστήριξης στους πελάτες,

χρονική στιγμή έναρξης της σύνδεσης, και

κάθε περιορισμό που επιβάλλει ο πάροχος στη χρήση του τερματικού εξοπλισμού·

γ) η απόφαση του συνδρομητή σχετικά με το εάν τα δικά του δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα συμπεριληφθούν σε κατάλογο και τα δεδομένα αυτά·

δ) οι λεπτομέρειες των τιμών και των τιμολογίων, και τα μέσα με τα οποία είναι δυνατόν να αποκτώνται επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με το σύνολο των τιμολογίων και των τελών συντήρησης που ισχύουν , οι προσφερόμενες μέθοδοι πληρωμής και κάθε διαφορά κόστους που οφείλεται στη μέθοδο πληρωμής ·

ε) η διάρκεια της σύμβασης και οι όροι ανανέωσης και καταγγελίας των υπηρεσιών και της σύμβασης συμπεριλαμβανομένης :

κάθε σχετικής επιβάρυνσης, της φορητότητας αριθμών και άλλων αναγνωριστικών , και

οποιασδήποτε επιβάρυνσης οφειλομένης σε λύση της σύμβασης, περιλαμβανομένου και του κόστους για την ανάκτηση σε ό,τι αφορά τον τερματικό εξοπλισμό·

στ) οι αποζημιώσεις και οι διακανονισμοί επιστροφών που εφαρμόζονται σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης όσον αφορά το επίπεδο ποιότητας της υπηρεσίας·

ζ) ο τρόπος κίνησης των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 34·

η) η μορφή των μέτρων που ενδέχεται να λάβει η επιχείρηση παροχής σύνδεσης ή/και υπηρεσιών, ως απάντηση σε περιστατικά που αφορούν την ασφάλεια ή την ακεραιότητα, ή σε απειλές και τρωτά σημεία , καθώς και κάθε ρύθμιση περί αποζημιώσεως που εφαρμόζεται σε περίπτωση περιστατικών που αφορούν την ασφάλεια ή την ακεραιότητα .

Η σύμβαση περιλαμβάνει επίσης κάθε είδους πληροφορία παρεχόμενη από τις σχετικές δημόσιες αρχές όσον αφορά τη χρήση των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των υπηρεσιών με σκοπό την ενασχόληση με παράνομες δραστηριότητες ή τη διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, καθώς και τα μέσα προστασίας έναντι των κινδύνων για την προσωπική ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 21, παράγραφος 4, και αφορούν την παρεχόμενη υπηρεσία.

2.   Οι συνδρομητές έχουν το δικαίωμα να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς να υφίστανται κυρώσεις από τη στιγμή που τους κοινοποιούνται οι προτεινόμενες από τους φορείς εκμετάλλευσης τροποποιήσεις των συμβατικών όρων. Οι συνδρομητές ειδοποιούνται εγκαίρως, τουλάχιστον ένα μήνα πριν, για τις εν λόγω τροποποιήσεις και ταυτόχρονα ενημερώνονται για το δικαίωμά τους να καταγγέλλουν τη σύμβαση χωρίς να υφίστανται κυρώσεις εάν δεν αποδέχονται τους νέους όρους.

Άρθρο 21

Διαφάνεια και δημοσίευση πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν σύνδεση σε δημόσιο δίκτυο ή/και σε δημόσιες υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών δημοσιεύουν διαφανείς, συγκρίσιμες, κατάλληλες και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και τιμολόγια , οποιαδήποτε επιβάρυνση οφειλόμενη σε λύση συμβάσεως, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους τυποποιημένους όρους και προϋποθέσεις, όσον αφορά την πρόσβαση στις παρεχόμενες στους τελικούς χρήστες και καταναλωτές υπηρεσίες τους και τη χρήση αυτών , σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ. Οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύονται σε σαφή, κατανοητή και ευκόλως προσβάσιμη μορφή. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να προσδιορίζουν επιπρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με τη μορφή υπό την οποία δημοσιεύονται αυτές οι πληροφορίες.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενθαρρύνουν την παροχή συγκρίσιμων πληροφοριών ώστε οι τελικοί χρήστες και οι καταναλωτές να είναι σε θέση να προβαίνουν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση του κόστους των εναλλακτικών τρόπων χρήσης, μέσω διαδραστικής καθοδήγησης ή παρόμοιων τεχνικών. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν , είτε τα ίδια είτε μέσω τρίτων φορέων, ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καθιστούν διαθέσιμες την εν λόγω καθοδήγηση ή τις τεχνικές δωρεάν ή σε λογική τιμή . Τρίτα μέρη έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ατελώς τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν από τις επιχειρήσεις παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με σκοπό την πώληση ή τη διάθεση της διαδραστικής καθοδήγησης ή παρόμοιων τεχνικών.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που παρέχουν σύνδεση σε δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και/ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών , μεταξύ άλλων, θα:

α)

παρέχουν πληροφορίες για τα ισχύοντα τιμολόγια σε συνδρομητές σχετικά με οιονδήποτε αριθμό ή οιαδήποτε υπηρεσία με την επιφύλαξη των ιδιαίτερων όρων τιμολόγησης · όσον αφορά τις επί μέρους κατηγορίες υπηρεσιών, οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να απαιτούν οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται πριν από τη σύνδεση με τον καλούμενο αριθμό·

β)

υπενθυμίζουν σε τακτά διαστήματα στους συνδρομητές οιαδήποτε έλλειψη αξιόπιστης πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ή σε πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος στην υπηρεσία στην οποία έγιναν συνδρομητές·

γ)

ενημερώνουν τους συνδρομητές για οποιαδήποτε αλλαγή σε τυχόν περιορισμούς που επιβάλλει ο πάροχος στη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση, να χρησιμοποιούν ή να διανέμουν νόμιμο περιεχόμενο ή στη δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν οιεσδήποτε νόμιμες εφαρμογές και υπηρεσίες της επιλογής τους·

δ)

ενημερώνουν τους συνδρομητές σχετικά με το δικαίωμά τους να περιλαμβάνουν τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν σε δημόσιο κατάλογο συνδρομητών, καθώς και τη μορφή των στοιχείων αυτών· και

ε)

ενημερώνουν σε τακτά διαστήματα τους συνδρομητές με αναπηρία σχετικά με τις λεπτομέρειες των υφισταμένων προϊόντων και υπηρεσιών που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για αυτούς.

Εάν κριθεί κατάλληλο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να προωθήσουν μέτρα απορρύθμισης και συρρύθμισης πριν την επιβολή οιασδήποτε υποχρέωσης.

4.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 να διανέμουν πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος σε υφιστάμενους και νέους συνδρομητές όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Αυτές οι πληροφορίες παράγονται από τις σχετικές δημόσιες αρχές σε τυποποιημένη μορφή και καλύπτουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα θέματα:

α)

τις πιο κοινές χρήσεις των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με σκοπό την ενασχόληση με παράνομες ενέργειες ή τη διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, ιδίως όπου θα μπορούσαν να βλάψουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων προσώπων, περιλαμβανομένων των παραβιάσεων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και των επιπτώσεων αυτών· και

β)

τα μέσα προστασίας του συνδρομητή κατά κινδύνων που απειλούν την προσωπική ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα κατά την χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Το σημαντικό πρόσθετο κόστος επιχειρήσεως που μπορεί να συνεπάγεται η συμμόρφωση προς αυτές τις υποχρεώσεις επιστρέφεται από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές. »

(16)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, αφού λάβουν υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών, είναι σε θέση να απαιτούν από τις επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να δημοσιεύουν συγκρίσιμες, κατάλληλες και επικαιροποιημένες πληροφορίες υπόψη των τελικών χρηστών σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών τους, καθώς και για τα μέτρα που λαμβάνονται για την εξασφάλιση της ισοδύναμης πρόσβασης για τους μειονεκτούντες τελικούς χρήστες. Οι ▐ πληροφορίες διαβιβάζονται επίσης, κατόπιν ▐ αιτήματος, στην εθνική ρυθμιστική αρχή, πριν από τη δημοσίευσή τους.

2.     Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τις προς μέτρηση παραμέτρους ποιότητας της υπηρεσίας και το περιεχόμενο, τη μορφή και τον τρόπο δημοσίευσης των πληροφοριών, περιλαμβανομένων πιθανών μηχανισμών πιστοποίησης της ποιότητας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των τελικών χρηστών, περιλαμβανομένων των τελικών χρηστών με αναπηρία, σε πλήρεις, συγκρίσιμες, αξιόπιστες και εύχρηστες πληροφορίες. Ανάλογα με την περίπτωση, μπορούν να χρησιμοποιούνται οι παράμετροι, οι ορισμοί και οι μέθοδοι μέτρησης που περιέχονται στο Παράρτημα III. »

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.    Μία εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές που θα ορίζουν ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας της υπηρεσίας και, εάν κρίνεται σκόπιμο, να λάβει άλλα μέτρα προκειμένου να αποτραπεί η υποβάθμιση της υπηρεσίας και η επιβράδυνση της κίνησης στα δίκτυα και να διασφαλισθεί ότι η δυνατότητα των χρηστών να έχουν πρόσβαση σε περιεχόμενο ή να το διανέμουν, ή να χρησιμοποιούν οιεσδήποτε εφαρμογές και υπηρεσίες της επιλογής τους δεν περιορίζεται χωρίς εύλογη αιτιολογία. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ή τα μέτρα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τυχόν πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

Η Επιτροπή δύναται, αφού εξετάσει αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και κατόπιν διαβούλευσης με το φορέα ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (BERT), να θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα για τον σκοπό αυτό εφόσον κρίνει ότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ή τα μέτρα ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμό στην εσωτερική αγορά. Τα ▐ μέτρα εκείνα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 37, παράγραφος 2. ▐»

(17)

Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Διαθεσιμότητα των υπηρεσιών

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα των τηλεφωνικών υπηρεσιών που διατίθενται στο κοινό ▐ σε περίπτωση καταστροφικής βλάβης του δικτύου ή σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν την αδιάλειπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης από οποιοδήποτε μέρος εντός της επικράτειας της ΕΕ

(18)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

«Υπηρεσίες πληροφοριών ▐ καταλόγου»

β)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την εξής:

« 1.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι τελικοί χρήστες δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν δικαίωμα να διαθέτουν τις πληροφορίες τους σε παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγους σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2. »

γ)

Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι τελικοί χρήστες μιας υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και ότι οι φορείς εκμετάλλευσης που ελέγχουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές προσφέρουν υπηρεσίες πρόσβασης με όρους οι οποίοι είναι δίκαιοι, προσανατολισμένοι στο κόστος, αντικειμενικοί, δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι διαφανείς .

4.    Τα κράτη μέλη δεν πρέπει να εφαρμόζουν κανονιστικούς περιορισμούς που εμποδίζουν την άμεση πρόσβαση των τελικών χρηστών ενός κράτους μέλους, στην υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου άλλου κράτους μέλους μέσω τηλεφωνικής κλήσης ή με αποστολή SMS, και λαμβάνουν μέτρα για την εξασφάλιση της πρόσβασης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 28.

5.   Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, και ιδίως του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ.»

(19)

Τα άρθρα 26 και 27 ║ αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και ενιαίος ευρωπαϊκός αριθμός κλήσης έκτακτης ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εκτός από κάθε άλλο εθνικό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης που ορίστηκε από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, όλοι οι τελικοί χρήστες των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών των κοινόχρηστων τηλεφώνων, έχουν τη δυνατότητα να καλούν τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ατελώς και χωρίς χρήση οιουδήποτε μέσου πληρωμής, χρησιμοποιώντας τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης «112»

2.   Τα κράτη μέλη , σε συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και τους παρόχους, εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών για εξερχόμενες εθνικές ή/και διεθνές κλήσεις μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης παρέχουν αξιόπιστη πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης μπορούν να απαντούν δεόντως και να διεκπεραιώνουν όλες τις κλήσεις προς τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης «112» ▐ με τον τρόπο που αρμόζει καλύτερα στην εθνική οργάνωση των συστημάτων έκτακτης ανάγκης. Οι εν λόγω κλήσεις απαντώνται και διεκπεραιώνονται τουλάχιστον τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά όσο και οι κλήσεις προς εθνικό αριθμό ή εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση που αυτοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι μειονεκτούντες τελικοί χρήστες ▐ έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ισοδύναμες με αυτές τις οποίες απολαμβάνουν άλλοι τελικοί χρήστες. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι μειονεκτούντες τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη, τα μέτρα που λαμβάνονται ▐ περιλαμβάνουν τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τα σχετικά πρότυπα ή προδιαγραφές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος διατίθενται ατελώς και μόλις η κλήση έκτακτης ανάγκης ληφθεί από τις αρχές που χειρίζονται την έκτακτη ανάγκη. Αυτό εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις κλήσεις προς τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης «112».

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τις πληροφορίες όσον αφορά τους εθνικούς αριθμούς τους, ενημερώνονται κατάλληλα και σχετικά με την ύπαρξη και τη χρήση του ενιαίου ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης «112», ιδίως μέσω πρωτοβουλιών που στοχεύουν ειδικά τα άτομα που ταξιδεύουν μεταξύ των κρατών μελών. ▐

7.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των υπηρεσιών του «112» στα κράτη μέλη,▐ η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τον BERT , μπορεί να θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα.

Τα ▐ μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας δια της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 37, παράγραφος 2. ▐

Άρθρο 27

Ευρωπαϊκοί τηλεφωνικοί κωδικοί πρόσβασης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο κωδικός «00» είναι ο τυποποιημένος διεθνής κωδικός πρόσβασης. Μπορούν να θεσπίζονται ή να εξακολουθούν να ισχύουν ειδικοί διακανονισμοί για τις κλήσεις μεταξύ παρακείμενων περιοχών εκατέρωθεν των συνόρων των κρατών μελών. Οι τελικοί χρήστες των περιοχών αυτών πρέπει να ενημερώνονται πλήρως για τους εν λόγω διακανονισμούς.

2.   Τα κράτη μέλη στα οποία η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU) εκχώρησε τον διεθνή κωδικό «3883» αναθέτουν σε οργανισμό που ιδρύθηκε δυνάμει του κοινοτικού δικαίου και σχεδιάστηκε από την Επιτροπή επί τη βάσει ανοικτής, διαφανούς και αμερόληπτης διαδικασίας επιλογής, ή με τον BERT , με αποκλειστική ευθύνη διαχείρισης , συμπεριλαμβανομένης αριθμοδότησης και προβολής του Ευρωπαϊκού Χώρου Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι επιχειρήσεις παροχής διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών διεκπεραιώνουν όλες τις κλήσεις από και προς τον Ευρωπαϊκό Χώρο Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης εφαρμόζοντας τιμές οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις μέγιστες τιμές που εφαρμόζουν σε κλήσεις από και προς τα άλλα κράτη μέλη.»

(20)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 27α

Εναρμονισμένοι αριθμοί για εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος, περιλαμβανομένης της ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής για αγνοούμενα παιδιά

1.     Τα κράτη μέλη προωθούν ειδικούς αριθμούς στο πεδίο αριθμοδότησης που αρχίζει με «116» και προσδιορίζεται στην απόφαση 2007/116/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με δέσμευση της εθνικής περιοχής αριθμοδότησης που αρχίζει με «116» για εναρμονισμένους αριθμούς που αφορούν εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος (21). Ενθαρρύνουν την παροχή εντός της επικράτειάς τους των υπηρεσιών για τις οποίες προορίζονται αυτοί οι αριθμοί.

2.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι μειονεκτούντες τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται βάσει του πεδίου αριθμοδότησης «116». Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι μειονεκτούντες τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη, τα μέτρα που λαμβάνονται περιλαμβάνουν τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τα σχετικά πρότυπα ή προδιαγραφές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

3.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πολίτες ενημερώνονται καταλλήλως σχετικά με την ύπαρξη και τη χρήση υπηρεσιών που παρέχονται βάσει του πεδίου αριθμοδότησης «116», ιδίως μέσω πρωτοβουλιών που στοχεύουν ειδικά τα άτομα που ταξιδεύουν μεταξύ των κρατών μελών.

4.     Τα κράτη μέλη εκτός των μέτρων γενικής εφαρμογής σε όλους τους αριθμούς στο πεδίο αριθμοδότησης «116» που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, εξασφαλίζουν τη πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσία που διαχειρίζεται ανοικτή τηλεφωνική γραμμή για την καταγγελία περιπτώσεων που αφορούν αγνοούμενα παιδιά. Η ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή διατίθεται στον αριθμό 116000.

5.     Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του πεδίου αριθμοδότησης «116», ιδιαίτερα δε της ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής 116000 για αγνοούμενα παιδιά στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης των μειονεκτούντων τελικών χρηστών όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τον BERT, μπορεί να θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα.

Τα εν λόγω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2.

(21)

Το άρθρο 28 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

Πρόσβαση σε αριθμούς και υπηρεσίες

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι , όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό, και εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία καλούμενος συνδρομητής έχει επιλέξει για εμπορικούς λόγους να περιορίσει την πρόσβαση από καλούντες που βρίσκονται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι:

α)

οι τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλους τους αριθμούς που παρέχονται στην Κοινότητα, ανεξαρτήτως της τεχνολογίας και των συσκευών που χρησιμοποιεί ο πάροχος της υπηρεσίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι αριθμοί που υπάρχουν στα εθνικά σχέδια αριθμοδότησης των κρατών μελών, οι αριθμοί του Ευρωπαϊκού Χώρου Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης και οι Παγκόσμιοι Διεθνείς Αριθμοί Ατελών Κλήσεων · και

β)

υπηρεσίες σύνδεσης παρέχονται για τηλέφωνα κειμένου και εικόνας καθώς και για προϊόντα που βοηθούν τα ηλικιωμένα άτομα ή τα άτομα με αναπηρία να μπορούν να επικοινωνούν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά κλήσεις έκτακτης ανάγκης.

Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να παρεμποδίσουν κατά περίπτωση την πρόσβαση σε αριθμούς ή υπηρεσίες, όταν αυτό δικαιολογείται για λόγους απάτης ή κατάχρησης , και να εξασφαλίσουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία εκκρεμεί έρευνα, οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρακρατούν σημαντικά έσοδα διασύνδεσης ή άλλων υπηρεσιών .

2.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι τελικοί χρήστες έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε αριθμούς και υπηρεσίες στην Κοινότητα, η Επιτροπή δύναται ▐ να θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα. Τα εν λόγω μέτρα ▐ που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2. ▐

Τα εν λόγω τεχνικά εκτελεστικά μέτρα είναι δυνατόν να επανεξετάζονται σε τακτά διαστήματα ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά και οι τεχνολογικές εξελίξεις.

3.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να απαιτούν από επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση των δικτύων τους σε σχέση με τυχόν περιορισμούς στην πρόσβαση ή χρήση των υπηρεσιών, περιεχομένου ή εφαρμογών από τον τελικό χρήστη. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν κάθε αναγκαία εξουσία για να διερευνούν περιπτώσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις επέβαλαν περιορισμούς στην πρόσβαση του τελικού χρήστη σε υπηρεσίες, περιεχόμενο ή εφαρμογές. »

(22)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από όλες τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες ή/και δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, να διαθέτουν στους τελικούς χρήστες τις επιπρόσθετες ευκολίες που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι, μέρος Β, με την επιφύλαξη της τεχνικής σκοπιμότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας.»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν σε όλες τις επιχειρήσεις που παρέχουν πρόσβαση σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή/και διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες τις υποχρεώσεις του Παραρτήματος Ι, μέρος Α, στοιχείο ε) όσον αφορά την αποσύνδεση ως γενική απαίτηση.»

(23)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Διευκόλυνση της αλλαγής φορέα παροχής

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι συνδρομητές κάτοχοι αριθμών που υπάρχουν στο εθνικό τηλεφωνικό σχέδιο αριθμοδότησης μπορούν, μετά από σχετική αίτηση, να διατηρούν τον(τους) αριθμό(-ούς) τους, ανεξαρτήτως της επιχείρησης που παρέχει την υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος I, μέρος Γ.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η τιμολόγηση μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης σχετικά με την παροχή φορητότητας αριθμού είναι κοστοστρεφής και ότι οι τυχόν άμεσες χρεώσεις των συνδρομητών δεν λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς τη χρήση αυτών των ευκολιών.

3.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν επιβάλλουν τιμολόγια λιανικής για τη μεταφορά αριθμών κατά τρόπο που να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, όπως θεσπίζοντας ειδικά ή κοινά τιμολόγια λιανικής.

4.   Η μεταφορά αριθμών και η επακόλουθη ενεργοποίησή τους πραγματοποιείται εντός της συντομότερης δυνατής προθεσμίας, το αργότερο μία εργάσιμη ημέρα από την αρχική αίτηση του συνδρομητή. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο της μίας ημέρας και να προβλέψουν κατάλληλα μέτρα όπου είναι απαραίτητο για να εξασφαλισθεί ότι οι συνδρομητές δεν θα αλλάζουν φορέα ενάντια στη θέλησή τους. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιβάλουν τις προσήκουσες κυρώσεις στους παρόχους υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να αποζημιώνουν τους πελάτες σε περίπτωση καθυστέρησης μεταφοράς ή καταχρήσεως εκ μεταφοράς των ιδίων ή τρίτων εξ ονόματός τους.

5.     Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διάρκεια των συμβάσεων μεταξύ συνδρομητών και επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες. Εξασφαλίζουν επίσης ότι οι επιχειρήσεις προσφέρουν στους χρήστες τη δυνατότητα να συνάπτουν σύμβαση συνδρομής με μέγιστη διάρκεια 12 μήνες για όλους τους τύπους υπηρεσιών και εξοπλισμού.

6.    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ▐ οι διαδικασίες καταγγελίας των συμβάσεων δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για την αλλαγή φορέων παροχής υπηρεσιών.»

(24)

Στο άρθρο 31 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν εύλογες υποχρεώσεις «μεταφοράς σήματος» για τη μετάδοση εκπομπών συγκεκριμένων ραδιοφωνικών υπηρεσιών, υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και συμπληρωματικών υπηρεσιών, ιδίως υπηρεσιών προσβασιμότητας σε επιχειρήσεις υπό τη δικαιοδοσία τους, οι οποίες παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση ραδιοφωνικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων στο κοινό, όταν σημαντικός αριθμός τελικών χρηστών των δικτύων αυτών τα χρησιμοποιεί ως το κύριο μέσο λήψης ραδιοφωνικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων . Οι εν λόγω υποχρεώσεις επιβάλλονται μόνο όταν είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων γενικού συμφέροντος όπως ορίστηκαν σαφώς και ειδικώς από κάθε κράτος ▐ μέλος και πρέπει είναι αναλογικές και διαφανείς.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο επανεξετάζονται από τα κράτη μέλη το αργότερο εντός ενός έτους ▐ από την προθεσμία εφαρμογής της τροποποιητικής πράξης ▐, εκτός εάν τα κράτη μέλη έχουν διεξάγει την εν λόγω επανεξέταση εντός των δύο προηγουμένων ετών.

Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν στο εξής τις υποχρεώσεις «μεταφοράς σήματος» σε τακτική βάση

(25)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 31α

Εξασφάλιση ισότιμης πρόσβασης και επιλογής για τα άτομα με αναπηρία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών τις κατάλληλες απαιτήσεις με σκοπό να διασφαλισθεί ότι οι τελικοί χρήστες με αναπηρία:

α)

έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ισοδύναμες με αυτές που απολαμβάνει η πλειοψηφία των τελικών χρηστών· και

β)

μπορούν να επωφεληθούν από την επιλογή των επιχειρήσεων και υπηρεσιών που διατίθενται στη πλειοψηφία των τελικών χρηστών. »

(26)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο :

«Άρθρο 32α

Πρόσβαση στο περιεχόμενο, τις υπηρεσίες και τις εφαρμογές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τυχόν περιορισμοί στα δικαιώματα των χρηστών να έχουν πρόσβαση σε περιεχόμενο, υπηρεσίες και εφαρμογές, εφόσον είναι αναγκαίοι, υλοποιούνται με τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας και της αποτρεπτικότητας. Τα μέτρα αυτά δεν έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανάπτυξης της κοινωνίας της πληροφορίας, σύμφωνα με την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (22), και δεν έρχονται σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

(27)

Το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α) Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως ακολούθως:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των τελικών χρηστών, των καταναλωτών, των κατασκευαστών, και των επιχειρήσεων που παρέχουν δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών για θέματα που άπτονται των δικαιωμάτων του συνόλου των τελικών χρηστών και των καταναλωτών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ιδίως όταν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά. »

ii)

║ προστίθεται το ακόλουθο ║ εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ιδίως ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θεσπίζουν μηχανισμούς διαβούλευσης διασφαλίζοντας ότι, στην οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνονται δεόντως υπόψη και συνυπολογίζοντας θέματα που αφορούν τελικούς χρήστες, περιλαμβανομένων, ιδίως, των τελικών χρηστών με αναπηρία

β)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 2α.     Με την επιφύλαξη εθνικών κανόνων που είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο και προωθούν στόχους πολιτικής για τον πολιτισμό και τα μέσα επικοινωνίας, όπως η πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και η πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και άλλες συναφείς αρχές προωθούν στο μέτρο του δυνατού τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και υπηρεσιών και των τομέων που ενδιαφέρονται για την προαγωγή νόμιμου περιεχομένου στα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Στη συνεργασία αυτή ενδέχεται να περιληφθεί επίσης και ο συντονισμός των στοιχείων δημοσίου ενδιαφέροντος τα οποία διατίθεται στο κοινό δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 4 και του άρθρου 20, παράγραφος 1

γ)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι ║:

«▐

3.▐   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 1999/5/ΕΚ και ιδίως των απαιτήσεων για τα άτομα με ειδικές ανάγκες σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στ), και προκειμένου να βελτιωθεί η προσβασιμότητα σε υπηρεσίες και εξοπλισμό ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τους μειονεκτούντες τελικούς χρήστες, η Επιτροπή μπορεί ▐ να λαμβάνει κατάλληλα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα ▐ μετά από δημόσια διαβούλευση και αφού ζητήσει τη γνώμη του BERT . Τα εν λόγω μέτρα , τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την , θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 37, παράγραφος 2. ▐»

(28)

Το άρθρο 34 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ανεξάρτητοι φορείς προβαίνουν στη διάθεση διαφανών, απλών και μη δαπανηρών εξώδικων διαδικασιών για την αντιμετώπιση των ▐ διαφορών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους ή/και την εκτέλεση συμβάσεων παροχής των εν λόγω δικτύων ή υπηρεσιών. Αυτές οι διαδικασίες καθιστούν δυνατή τη δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών, και λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις της συστάσεως 98/257/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης  (23). Τα κράτη μέλη μπορούν, όταν δικαιολογείται, να θεσπίζουν σύστημα επιστροφής και/ή αποζημίωσης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τις εν λόγω υποχρεώσεις ώστε να καλύπτουν διαφορές στις οποίες εμπλέκονται άλλοι τελικοί χρήστες.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα όργανα που είναι επιφορτισμένα με το χειρισμό αυτών των διαφορών , τα οποία μπορεί να είναι ένα και μόνο σημείο επαφής, παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή και στις αρχές για στατιστικούς σκοπούς.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν αξιόπιστες εξώδικες διαδικασίες με ιδιαίτερη αναφορά στην αλληλεπίδραση μεταξύ οπτικοακουστικών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(29)

Το άρθρο 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 35

Προσαρμογή των Παραρτημάτων

Οι τροποποιήσεις που απαιτούνται για την προσαρμογή των Παραρτημάτων I, ΙΙ, ΙΙΙ και VI στις τεχνολογικές εξελίξεις ή στις μεταβολές της ζήτησης στην αγορά θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 37, παράγραφος 2.»

(30)

Στο άρθρο 36, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή τις υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί στις επιχειρήσεις οι οποίες ορίστηκαν ως έχουσες υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας. Κάθε μεταβολή που επηρεάζει τις υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις ή τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας κοινοποιείται αμελλητί στην Επιτροπή.»

(31)

Το άρθρο 37 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 37

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή επικοινωνιών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 22 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

ޯ

(32)

Τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ αντικαθίστανται από τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.

(33)

Το Παράρτημα VI σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 1.     Κοινός αλγόριθμος κωδικοποίησης και ελεύθερη λήψη

Ο εξοπλισμός ψηφιακής τηλεοπτικής λήψης ευρείας κατανάλωσης που προορίζεται για τη λήψη συμβατικού ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος (ήτοι, εκπομπές μέσω επίγειου, καλωδιακού και δορυφορικού δικτύου το οποίο προορίζεται αρχικά για σταθερή λήψη σήματος, όπως DVB-T, DVB-C ή DVB-S) που προορίζεται για πώληση ή μίσθωση ή άλλου είδους διάθεση στην Κοινότητα και δύναται να αποκωδικοποιεί ψηφιακά τηλεοπτικά σήματα, πρέπει να είναι σε θέση:

να επιτρέπει την αποκωδικοποίηση των σημάτων αυτών σύμφωνα με έναν κοινό ευρωπαϊκό αλγόριθμο κωδικοποίησης, όπως τον διαχειρίζεται ένας αναγνωρισμένος ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης, επί του παρόντος το ETSΙ·

να εμφανίζει σήματα που έχουν μεταδοθεί χωρίς κωδικοποίηση, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση μισθωμένου εξοπλισμού, ο μισθωτής έχει συμμορφωθεί με τη σχετική συμφωνία μίσθωσης. »

(34)

Το Παράρτημα VII διαγράφεται.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ

(Οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες)

Η οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) τροποποιείται ως εξής:

(1)

Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 αντικαθίσταται από την εξής:

« 1.     Η παρούσα οδηγία προβλέπει την εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, και ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος του απορρήτου και της ασφάλειας των συστημάτων της τεχνολογίας των πληροφοριών, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα.

2.     Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εξειδικεύουν και συμπληρώνουν την οδηγία 95/46/ΕΚ για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Πέραν αυτού, οι εν λόγω διατάξεις παρέχουν προστασία των εννόμων συμφερόντων των συνδρομητών που είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. »

(2)

Το άρθρο 2 στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

«κλήση», σύνδεση που πραγματοποιείται μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας που επιτρέπει αμφίδρομη επικοινωνία·»

(3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Σχετικές υπηρεσίες

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια και ιδιωτικά δίκτυα επικοινωνιών και ιδιωτικών δικτύων προσβάσιμων στο κοινό στην Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων και ιδιωτικών δικτύων επικοινωνιών και ιδιωτικών δικτύων προσβάσιμων στο κοινό που υποστηρίζουν συσκευές συγκέντρωσης δεδομένων και ταυτοποίησης.»

(4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

«Ασφάλεια της επεξεργασίας»

β)

Ενσωματώνονται οι εξής παράγραφοι:

« 1α.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ και της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών (24), τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν:

ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζεται ότι πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα μπορεί να έχει μόνον εξουσιοδοτημένο προσωπικό για αυστηρά νομίμως εγκεκριμένους σκοπούς και για να προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα που έχουν αποθηκευτεί ή διαβιβαστεί από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια ή αλλοίωση, και μη εγκεκριμένη ή παράνομη αποθήκευση, επεξεργασία, πρόσβαση ή αποκάλυψη·

ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να προστατεύονται το δίκτυο και οι υπηρεσίες από τυχαία, παράνομη ή μη εγκεκριμένη χρήση ή παρεμβολή ή παρεμπόδιση της λειτουργίας ή της διαθεσιμότητάς τους·

πολιτική ασφάλειας σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων·

διεργασία για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση ευλόγως προβλέψιμων τρωτών σημείων στα συστήματα που διαχειρίζεται ο πάροχος της υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η οποία περιλαμβάνει τακτική παρακολούθηση για τη διαπίστωση παραβιάσεων της ασφάλειας, και

διεργασία για τη λήψη μέτρων πρόληψης, διόρθωσης και μετριασμού οιωνδήποτε τρωτών σημείων εντοπίζονται στη διεργασία που περιγράφεται στο τέταρτο εδάφιο και διεργασία για τη λήψη μέτρων πρόληψης, διόρθωσης και μετριασμού κατά περιστατικών σχετικών με την ασφάλεια που ενδέχεται να οδηγήσουν σε παραβίαση της ασφάλειας.

1β.     Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να ελέγχουν τα μέτρα που λαμβάνονται από παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και να εκδίδουν συστάσεις σχετικά με βέλτιστες πρακτικές και δείκτες επιδόσεων όσον αφορά το επίπεδο ασφάλειας το οποίο πρέπει να επιτυγχάνουν αυτά τα μέτρα.

γ)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι ▐:

«3.   Σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, αλλοίωση, μη εξουσιοδοτημένη αποκάλυψη ή πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα που έχουν διαβιβαστεί, αποθηκευτεί ή αποτελέσει με άλλο τρόπο αντικείμενο επεξεργασίας, σε σχέση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών επικοινωνιών στην Κοινότητα, ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και οιαδήποτε εταιρεία παρέχουσα υπηρεσίες σε καταναλωτές μέσω του Διαδικτύου, ο υπεύθυνος ελέγχου των δεδομένων και ο πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας κοινοποιούν , χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ▐ στην εθνική ρυθμιστική αρχή ή την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους, την εν λόγω παραβίαση. Στην κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή περιγράφεται τουλάχιστον η φύση της παραβίασης και συνιστώνται μέτρα για τη μείωση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεών της. Στην κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή περιγράφονται επίσης οι συνέπειες της παραβίασης και τα μέτρα που ελήφθησαν από τον πάροχο για την αντιμετώπισή της.

Ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς επίσης οιαδήποτε επιχείρηση ασκεί δραστηριότητα στο Διαδίκτυο και παρέχει υπηρεσίες στους καταναλωτές, η οποία είναι ο ελεγκτής των δεδομένων και ο πάροχος των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ενημερώνουν εκ των προτέρων τους χρήστες τους προκειμένου να αποφευχθεί άμεσος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών.

Η κοινοποίηση παραβίασης της ασφάλειας προς συνδρομητή ή άλλο άτομο δεν είναι αναγκαία εάν ο πάροχος έχει αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι έχει εφαρμόσει τα κατάλληλα τεχνολογικά μέτρα προστασίας και ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόσθηκαν για τα δεδομένα που αφορούσε η παραβίαση της ασφάλειας. Αυτά τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας πρέπει να κάνουν τα δεδομένα ακατανόητα για όσους δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά.

4.     Η αρμόδια αρχή εξετάζει και προσδιορίζει τη σοβαρότητα της παραβίασης. Εάν η παραβίαση θεωρείται σοβαρή, η αρμόδια αρχή ζητεί από τον πάροχο διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και από τον πάροχο υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να προβούν σε κατάλληλη κοινοποίηση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση προς τα πρόσωπα που θίγονται από την παραβίαση. Η κοινοποίηση περιέχει τις πληροφορίες που περιγράφονται στην παράγραφο 3.

Η κοινοποίηση σοβαρής παραβίασης μπορεί να αναβληθεί σε περιπτώσεις όπου ενδέχεται να παρεμποδίσει την πρόοδο ποινικής έρευνας που αφορά τη σοβαρή παραβίαση.

Οι πάροχοι κάθε έτος κοινοποιούν στους θιγέντες χρήστες όλες τις παραβιάσεις ασφάλειας που έχουν οδηγήσει σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια ή αλλοίωση, ή τη μη εξουσιοδοτημένη αποκάλυψη ή πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα που έχουν διαβιβαστεί, αποθηκευτεί ή αποτελέσει με άλλο τρόπο αντικείμενο επεξεργασίας, σε σχέση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών επικοινωνιών στην Κοινότητα .

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ελέγχουν επίσης το κατά πόσον οι εταιρίες έχουν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις τους για κοινοποίηση με βάση αυτό το άρθρο και επιβάλλουν τις απαραίτητες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης, όπου ενδείκνυται, της δημοσίευσης, σε περίπτωση σχετικής παράλειψης.

5.     Η σοβαρότητα μιας παραβίασης που απαιτεί κοινοποίηση στους συνδρομητές προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της παραβίασης, όπως ο κίνδυνος για τα προσωπικά δεδομένα που θίγονται από την παραβίαση, ο αριθμός των εμπλεκομένων συνδρομητών και ο άμεσος ή δυνητικός αντίκτυπος της παραβίασης στην παροχή των υπηρεσιών.

6.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή κατά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5, η Επιτροπή , ▐ κατόπιν διαβούλευσης ▐ με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων , τους διάφορους ενδιαφερομένους και με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) συνιστά τεχνικά εκτελεστικά μέτρα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που περιγράφονται στην παράγραφο 1α και τις συνθήκες, τον μορφότυπο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στις απαιτήσεις πληροφόρησης και κοινοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 .

Η Επιτροπή επιδιώκει τη συμμετοχή όλων των άμεσα ενδιαφερομένων, ιδίως με στόχο να ενημερώνεται σχετικά με τις βέλτιστες τεχνικές και οικονομικές μεθόδους οι οποίες διατίθενται για τη βελτίωση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Τα εν λόγω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 2. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία του επείγοντος που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 3.»

(5)

Στο άρθρο 5 η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποθήκευση πληροφοριών ή η απόκτηση πρόσβασης σε ήδη αποθηκευμένες πληροφορίες στον τερματικό εξοπλισμό συνδρομητή ή χρήστη , είτε άμεσα είτε έμμεσα με οιοδήποτε μέσο αποθήκευσης, απαγορεύεται, εκτός εάν ο συνδρομητής ή χρήστης έχει δώσει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ανάλογες ρυθμίσεις φυλλομέτρησης συνιστούν προηγούμενη συγκατάθεση, και εάν παρέχονται στον συγκεκριμένο συνδρομητή ή χρήστη σαφείς και εκτενείς πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, μεταξύ άλλων για το σκοπό της επεξεργασίας, και ο υπεύθυνος ελέγχου των δεδομένων του παρέχει το δικαίωμα να αρνηθεί την επεξεργασία αυτή. Τούτο δεν εμποδίζει οιαδήποτε τεχνικής φύσεως αποθήκευση ή πρόσβαση, αποκλειστικός σκοπός της οποίας είναι η διενέργεια ▐ της μετάδοσης της επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που είναι αυστηρώς αναγκαία για την παροχή υπηρεσίας στην κοινωνία της πληροφορίας την οποία έχει ζητήσει ρητά ο χρήστης ή ο συνδρομητής.»

(6)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 3.     Για την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για αυτή την υπηρεσία ή την εμπορική προώθηση, εφόσον ο συνδρομητής ή ο χρήστης τον οποίο αφορούν δίδει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του. Στους χρήστες ή συνδρομητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να ανακαλούν οποτεδήποτε τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία των δεδομένων κίνησης. »

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 7.     Με την επιφύλαξη των διατάξεων πλην του άρθρου 7 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του άρθρου 5 της παρούσας οδηγίας, τα δεδομένα κίνησης μπορούν να υφίστανται επεξεργασία για το έννομο συμφέρον του υπευθύνου της επεξεργασίας για το σκοπό της εφαρμογής τεχνικών μέτρων για να κατοχυρωθεί η ασφάλεια του δικτύου και των πληροφοριών, όπως ορίζεται από το άρθρο 4, στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 460/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2004, για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (25), δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δημόσιου ή ιδιωτικού δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσίας στην κοινωνία της πληροφορίας ή σχετικού τερματικού εξοπλισμού και εξοπλισμού ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός εάν τα συμφέροντα αυτά υπερισχύουν συμφερόντων που άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Η επεξεργασία αυτή περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς των μέτρων εγγύησης της ασφάλειας.

(7)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την εξής:

« 1.     Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης και επικοινωνίας χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (συσκευές αυτόματων κλήσεων), τηλεομοιοτυπικών συσκευών (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών σύντομων μηνυμάτων (SMS) και υπηρεσιών μηνυμάτων με πολυμέσα (MMS)) για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης επιτρέπεται μόνον στην περίπτωση συνδρομητών οι οποίοι έχουν δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους. »

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από την εξής:

« 4.     Εν πάση περιπτώσει, απαγορεύεται η πρακτική της αποστολής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση, τα οποία συγκαλύπτουν ή αποκρύπτουν την ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα, ή κατά παράβαση του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, ή τα οποία περιέχουν συνδέσμους με ιστοθέσεις που έχουν δόλια ή απατηλή πρόθεση, ή δίχως έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης να μπορεί να ζητεί τον τερματισμό της επικοινωνίας αυτής. »

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος ║:

«6.   Με την επιφύλαξη οιουδήποτε διοικητικού μέτρου το οποίο μπορεί να προβλεφθεί, μεταξύ άλλων, δυνάμει του άρθρου 15α παράγραφος 2, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οιοδήποτε άτομο ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον όσον αφορά την καταπολέμηση των παραβιάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας , συμπεριλαμβανομένου του παρόχου υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών που προστατεύει τα έννομα επιχειρηματικά του συμφέροντα ή τα συμφέροντα των πελατών του, μπορεί να αναλάβει νομική δράση κατά των εν λόγω παραβιάσεων ενώπιον της δικαιοσύνης.»

(8)

Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 αντικαθίσταται από την εξής:

« 3.     Κατά περίπτωση, μπορούν να θεσπιστούν μέτρα που να εξασφαλίζουν ότι ο τερματικός εξοπλισμός είναι κατασκευασμένος κατά τρόπο συμβατό με το δικαίωμα των χρηστών να προστατεύουν και να ελέγχουν τη χρησιμοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων, σύμφωνα με την οδηγία 1999/5/ΕΚ και με την απόφαση 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την τυποποίηση στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών και των τηλεπικοινωνιών (26). Τα μέτρα αυτά σέβονται την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας.

(9)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο ║:

«Άρθρο 14α

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή επικοινωνιών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 22 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ιδίας απόφασης.

3.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ιδίας απόφασης.»

(10)

Στο άρθρο 15, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 1β.     Οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι πάροχοι υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας κοινοποιούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις ανεξάρτητες αρχές προστασίας δεδομένων όλες τις αιτήσεις πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα χρηστών που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και τη νομική αιτιολόγηση που δόθηκε και τη νομική διαδικασία που ακολουθήθηκε για κάθε αίτηση· η οικεία ανεξάρτητη αρχή προστασίας δεδομένων ενημερώνει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες θεωρεί ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση των σχετικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. »

(11)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο ▐ :

«Άρθρο 15α

Εφαρμογή και επιβολή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες των κυρώσεων , συμπεριλαμβανομένων ποινικών κυρώσεων όπου κρίνεται απαραίτητο, που επιβάλλονται για παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εν λόγω διατάξεις το αργότερο [έως την προθεσμία εφαρμογής της τροποποιητικής πράξης] καθώς και οιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση αφορά τις εν λόγω διατάξεις, χωρίς καθυστέρηση.

2.   Με την επιφύλαξη οιωνδήποτε ένδικων μέσων που είναι ενδεχομένως διαθέσιμα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η εθνική ρυθμιστική αρχή έχει τις αρμοδιότητες να επιβάλλει την παύση των παραβιάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν όλες τις ελεγκτικές εξουσίες και τους αναγκαίους πόρους, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να αποκτούν οιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες ενδεχομένως χρειάζονται για την παρακολούθηση και επιβολή των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

4.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διασυνοριακή συνεργασία κατά την επιβολή της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίστηκε κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να δημιουργηθούν εναρμονισμένοι όροι για την παροχή υπηρεσιών που περιλαμβάνουν διασυνοριακές ροές δεδομένων, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA), την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 και τις αρμόδιες κανονιστικές αρχές.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14α, παράγραφος 2. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία του επείγοντος που αναφέρεται στο άρθρο 14α, παράγραφος 3.»

(12)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«Άρθρο 18

Επανεξέταση

Το αργότερο … (27), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και τις συνέπειές της για τους οικονομικούς παράγοντες και τους καταναλωτές, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις διατάξεις για τις αυτόκλητες κλήσεις, τις κοινοποιήσεις παραβιάσεων και τη χρήση προσωπικών δεδομένων από ιδιωτικά ή δημόσια τρίτα μέρη για σκοπούς που δεν καλύπτει η παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από τα κράτη μέλη, οι οποίες παρέχονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης, τυχόν αλλαγές στον τομέα, τη Συνθήκη της Λισαβόνας που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (28), ιδιαίτερα τις νέες αρμοδιότητες σε θέματα προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 16 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόταση θεωρηθεί απαραίτητη προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας.

Το αργότερο … (27), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση, επί τη βάσει διεξοδικής μελέτης, με συστάσεις σχετικά με τυπικές χρήσεις των διευθύνσεων ΙΡ και με την εφαρμογή των οδηγιών για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και για την προστασία των δεδομένων σε σχέση με τη συλλογή και την περαιτέρω επεξεργασία τους, μετά από διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 και άλλους ενδιαφερόμενους, στους οποίους θα περιλαμβάνονται και εκπρόσωποι της βιομηχανίας.

Άρθρο 3

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

Στο Παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ║, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«17.

Όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών: άρθρο 13 (ΕΕ L 201 της ║ 31. ║ 7.2002, σ.37).»

Άρθρο 4

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο έως τις […], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις […].

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την […] ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

║,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)   ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 50.

(2)   ΕΕ C 257 της 9.10.2008, σ. 51 .

(3)   ΕΕ C 181 της 18.7.2008, σ. 1.

(4)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008.

(5)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 21.

(7)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 33.

(8)  ΕΕ L 108 της ║ 24.4.2002, σ. 51.

(9)  ΕΕ L 201 της ║ 31.7.2002, σ. 37.

(10)   ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 10.

(11)   ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1.

(12)   ΕΕ L 249 της 17.9.2002, σ. 21.

(13)   ΕΕ L 49 της 17.2.2007, σ. 30.

(14)   ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 27.

(15)   ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σ. 31.

(16)   ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(17)   ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 54.

(18)  ΕΕ L 364 της ║ 9.12.2004, σ.1.

(19)   ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(20)   ΕΕ C 306 της 17.12.2007, σ. 1.

(21)   ΕΕ L 49 της 17.2.2007, σ. 30. »

(22)   ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1

(23)   ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σ. 31. »

(24)   ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 54. »

(25)   ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 1. »

(26)   ΕΕ L 36 της 7.2.1987, σ. 31. »

(27)   Δύο έτη μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(28)   ΕΕ C 306 της 17.12.2007, σ. 1. »

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΥΚΟΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 (ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ), ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 (ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ) ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 (ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΦΟΡΕΑ ΠΑΡΟΧΗΣ)

Μέρος Α

Ευκολίες και υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10

α)

Αναλυτικοί λογαριασμοί

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της σχετικής νομοθεσίας περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, μπορούν να καθορίζουν το βασικό επίπεδο ανάλυσης λογαριασμών που παρέχεται ατελώς από τις καθορισμένες επιχειρήσεις (όπως ορίζονται στο άρθρο 8) στους τελικούς χρήστες , ώστε οι τελευταίοι να μπορούν:

i)

να επαληθεύουν και να ελέγχουν τη χρέωσή τους για τη χρήση του δημόσιου δικτύου επικοινωνιών σε σταθερές θέσεις ή/και των συναφών διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών, και

ii)

να παρακολουθούν κατάλληλα τη χρήση και τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνονται, ασκώντας έτσι έναν εύλογο βαθμό ελέγχου στους λογαριασμούς τους.

Όπου κρίνεται σκόπιμο, είναι δυνατόν να προσφέρεται στους συνδρομητές λεπτομερέστερη ανάλυση του λογαριασμού με εύλογη επιβάρυνση ή δωρεάν.

Κλήσεις οι οποίες είναι δωρεάν για τον καλούντα συνδρομητή, συμπεριλαμβανομένων των κλήσεων σε γραμμές βοήθειας, δεν εμφανίζονται στον αναλυτικό λογαριασμό του καλούντος συνδρομητή.

β)

Δωρεάν επιλεκτική φραγή εξερχόμενων κλήσεων

Πρόκειται για τη διευκόλυνση κατά την οποία ο συνδρομητής, κατόπιν υποβολής αιτήματος στην καθορισμένη επιχείρηση παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών, αποκτά δωρεάν τη δυνατότητα φραγής εξερχόμενων κλήσεων ή άλλων μορφών επικοινωνίας συγκεκριμένου τύπου ή κλήσεων προς συγκεκριμένες κατηγορίες αριθμών.

γ)

Συστήματα προπληρωμής

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να απαιτούν από τις καθορισμένες επιχειρήσεις να παρέχουν τα μέσα ώστε οι καταναλωτές να έχουν τη δυνατότητα να προπληρώνουν την πρόσβαση στο δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών και τη χρήση διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.

δ)

Σταδιακή αποπληρωμή τελών σύνδεσης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να απαιτούν από τις καθορισμένες επιχειρήσεις να παρέχουν στους καταναλωτές τη δυνατότητα πληρωμής των τελών σύνδεσης με το δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών καταβάλλοντας τμηματικά δόσεις.

ε)

Μη εξόφληση λογαριασμών

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη λήψη συγκεκριμένων αναλογικών, αμερόληπτων και δημοσιεύσιμων μέτρων για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μη εξόφλησης των λογαριασμών των φορέων εκμετάλλευσης που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 8. Τα μέτρα αυτά εξασφαλίζουν ότι ο συνδρομητής προειδοποιείται δεόντως για κάθε επικείμενη διακοπή υπηρεσίας ή αποσύνδεση. Εξαιρουμένων περιπτώσεων απάτης, επανειλημμένης καθυστέρησης εξόφλησης ή μη εξόφλησης των λογαριασμών, με τα μέτρα αυτά εξασφαλίζεται, στο μέτρο του τεχνικώς εφικτού, ότι οιαδήποτε διακοπή παροχής υπηρεσίας περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη υπηρεσία . Η αποσύνδεση λόγω μη εξόφλησης λογαριασμών πρέπει να πραγματοποιείται μόνο εφόσον ο συνδρομητής έχει ειδοποιηθεί δεόντως. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν μια περίοδο περιορισμένης εξυπηρέτησης πριν από την πλήρη αποσύνδεση, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπονται μόνο οι υπηρεσίες που παρέχονται χωρίς χρέωση του συνδρομητή (π.χ. κλήσεις προς το «112»). H πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης μέσω της τηλεφωνικής γραμμής του αριθμού 112 μπορεί να παρεμποδιστεί σε περιπτώσεις επανειλημμένης κατάχρησης από τον χρήστη.

στ)

Έλεγχος του κόστους

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές απαιτούν από όλες τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προσφέρουν στους συνδρομητές μέσα ελέγχου του κόστους των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στα οποία περιλαμβάνεται η δωρεάν προειδοποίηση των καταναλωτών σε περίπτωση κατανάλωσης μη φυσιολογικής μορφής.

ζ)

Βέλτιστη συμβουλή

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές απαιτούν από όλες τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προτείνουν στους καταναλωτές την καλύτερη δέσμη τιμών που διαθέτουν μία φορά κάθε έτος επί τη βάσει των καταναλωτικών τους προτύπων το προηγούμενο έτος.

ΜΕΡΟΣ Β

Κατάλογος των ευκολιών που αναφέρονται στο άρθρο 29

α)

Τονική επιλογή ή DTMF (λειτουργία πολυσυχνότητας διπλού τόνου)

Στην περίπτωση αυτή, το δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών υποστηρίζει τη χρήση τόνων DTMF που ορίζονται στο ETSI ETR 207 για διατερματική σηματοδοσία σε όλο το δίκτυο, τόσο στο εσωτερικό κράτους μέλους, όσο και μεταξύ κρατών μελών.

β)

Αναγνώριση καλούσας γραμμής

Πρόκειται για τη δυνατότητα να εμφανίζεται στον καλούμενο συνδρομητή ο αριθμός του καλούντα πριν από την αποκατάσταση της σύνδεσης.

Η ευκολία αυτή πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, ιδίως σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ.

Στο μέτρο του τεχνικώς εφικτού, οι φορείς εκμετάλλευσης πρέπει να παρέχουν δεδομένα και σήματα για τη διευκόλυνση της αναγνώρισης του καλούντος και της τονικής επιλογής για διασυνοριακές συνδιαλέξεις μεταξύ κρατών μελών.

γ)

Παροχή υπηρεσιών σε περίπτωση κλοπής

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι θα δημιουργηθεί μία δωρεάν τηλεφωνική γραμμή με κοινό αριθμό για όλους τους παρόχους υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας για την αναφορά περιπτώσεων κλοπής τερματικής συσκευής και ότι θα διακόπτονται αμέσως οι υπηρεσίες που συνδέονται με τη συγκεκριμένη συνδρομή. Επίσης, πρέπει να είναι δυνατό να έχουν πρόσβαση στην υπηρεσία αυτή όλα τα άτομα με αναπηρία. Οι χρήστες πρέπει να ενημερώνονται τακτικά σχετικά με την ύπαρξη του αριθμού αυτού ο οποίος πρέπει να είναι ευκόλως απομνημονεύσιμος.

δ)

Προστασία του λογισμικού

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να απαιτούν από όλους τους παρόχους υπηρεσιών να διαθέτουν δωρεάν στους συνδρομητές τους αξιόπιστο, εύχρηστο και πλήρως προσαρμόσιμο σύστημα προστασίας και/ή λογισμικό διαλογής για την πρόληψη της πρόσβασης των παιδιών ή ευάλωτων ατόμων σε ακατάλληλο για αυτά περιεχόμενο. Τα δεδομένα παρακολούθησης της κίνησης που ενδέχεται να συλλεγούν από το λογισμικό αυτό προορίζονται για την αποκλειστική χρήση του συνδρομητή και μόνο.

ΜΕΡΟΣ Γ

Εφαρμογή των διατάξεων για τη φορητότητα αριθμού που αναφέρονται στο άρθρο 30

Η απαίτηση όλοι οι συνδρομητές με αριθμούς από το εθνικό σχέδιο αριθμοδότησης να μπορούν, εφόσον το ζητήσουν, να διατηρήσουν τον(τους) αριθμό(-ούς) τους, ανεξαρτήτως της επιχείρησης παροχής της υπηρεσίας, εφαρμόζεται:

α)

εφόσον πρόκειται για γεωγραφικούς αριθμούς, σε συγκεκριμένο τόπο· και

β)

εφόσον πρόκειται για μη γεωγραφικούς αριθμούς, σε οιονδήποτε τόπο.

Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 21 (ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ)

Η εθνική ρυθμιστική αρχή είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της δημοσίευσης των πληροφοριών του παρόντος παραρτήματος, σύμφωνα με το άρθρο 21. Η εθνική ρυθμιστική αρχή αποφασίζει ποιες πληροφορίες πρέπει να δημοσιεύονται από τις επιχειρήσεις παροχής δημόσιων δικτύων επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών και ποιες πληροφορίες πρέπει να δημοσιεύονται από την ίδια την εθνική ρυθμιστική αρχή, προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα των καταναλωτών να κάνουν τις επιλογές τους μετά από πλήρη ενημέρωση. ▐

1.   Επωνυμία(-ες) και διεύθυνση(-εις) της επιχείρησης(-ων)

Πρόκειται για τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των κεντρικών γραφείων των επιχειρήσεων παροχής δημόσιων δικτύων επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.

2.   Περιγραφή των προσφερόμενων υπηρεσιών

2.1.

Πεδίο εφαρμογής των προσφερόμενων υπηρεσιών

2.2.

Τα τυποποιημένα τιμολόγια, που εμφαίνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το περιεχόμενο του κάθε τιμολογιακού στοιχείου (π.χ. τέλη πρόσβασης, όλα τα είδη των τελών χρήσης, τέλη συντήρησης). Περιλαμβάνονται επίσης λεπτομέρειες για τις ισχύουσες συνήθεις εκπτώσεις και τα ειδικά και στοχοθετημένα τιμολογιακά καθεστώτα και τυχόν πρόσθετα τέλη, καθώς και το κόστος όσον αφορά τον τερματικό εξοπλισμό .

2.3.

Πολιτική αποζημιώσεων/επιστροφών, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών λεπτομερειών για τα προσφερόμενα καθεστώτα αποζημιώσεων/επιστροφών.

2.4.

Τύποι προσφερόμενων υπηρεσιών συντήρησης.

2.5.

Τυποποιημένοι συμβατικοί όροι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η ελάχιστη συμβατική περίοδος, η λύση της σύμβασης, οι διαδικασίες και τα άμεσα τέλη που σχετίζονται με τη φορητότητα αριθμών και άλλων αναγνωριστικών, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

3.   Μηχανισμοί επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών που έχουν αναπτυχθεί από την επιχείρηση.

4.   Ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματα που αφορούν την καθολική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των ευκολιών και των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι.

Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 11 ΚΑΙ 22

Για επιχείρηση που έχει οριστεί για την παροχή πρόσβασης σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ (1)

ΟΡΙΣΜΟΣ

ΜΕΘΟΔΟΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

Χρόνος παροχής της αρχικής σύνδεσης

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Ποσοστό βλαβών ανά γραμμή πρόσβασης

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Χρόνος επισκευής βλαβών

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Για επιχείρηση που έχει οριστεί για την παροχή διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας

Χρόνος αποκατάστασης κλήσης (2)

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Χρόνος απόκρισης για υπηρεσίες τηλεφωνητή

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Χρόνος απόκρισης για υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Αναλογία των εν λειτουργία κοινόχρηστων τηλεφώνων με κερματοδέκτη ή υποδοχή κάρτας

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Καταγγελίες για λάθη σε λογαριασμούς

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Αναλογία ανεπιτυχών κλήσεων (2)2.

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Ο αριθμός έκδοσης ETSI EG 202 057 είναι 1.1.1 (Απρίλιος 2000).


(1)  Οι παράμετροι πρέπει να επιτρέπουν την ανάλυση των επιδόσεων σε περιφερειακό επίπεδο (δηλαδή τουλάχιστον στο επίπεδο 2 της στατιστικής ονοματολογίας εδαφικών ενοτήτων μονάδων (NUTS) της Eurostat).

(2)  Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην απαιτούν την τήρηση επικαιροποιημένων πληροφοριών για τις επιδόσεις που αφορούν τις δύο αυτές παραμέτρους, εφόσον από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι επιδόσεις στους δύο αυτούς τομείς είναι ικανοποιητικές.


14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/393


Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2008
Διεθνής συμφωνία του 2006 για την τροπική ξυλεία *

P6_TA(2008)0453

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για την υπογραφή και τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της διεθνούς συμφωνίας για την τροπική ξυλεία του 2006 που υπέβαλε η Επιτροπή (11964/2007 — C6-0326/2007 — 2006/0263(CNS))

2010/C 8 E/48

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (11964/2007),

έχοντας υπόψη το σχέδιο Συμφωνίας για την Τροπική Ξυλεία 2006 (11964/2007),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 133, 175 και το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο της Συνθήκης ΕΚ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0326/2007),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων όσον αφορά την προτεινόμενη νομική βάση,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 51, 83, παράγραφος 7, και 35 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A6-0313/2008),

1.

εγκρίνει το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε και εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας·

2.

επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να υπερασπισθεί τις προνομίες του όπως αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και τη γραμματεία του Διεθνούς Οργανισμού για την Τροπική Ξυλεία (ΔΟΤΞ).

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Τροπολογία 1

Αιτιολογική αναφορά 1

έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 133 και 175, σε συνδυασμό με την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 300, παράγραφος 2, και του πρώτου εδαφίου του άρθρου 300, παράγραφος 3,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 133 και 175, σε συνδυασμό με την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 300, παράγραφος 2, και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 300, παράγραφος 3,

Τροπολογία 2

Αιτιολογική σκέψη 4

(4)

Οι επιδιωκόμενοι από τη νέα συμφωνία στόχοι συνάδουν τόσο με την κοινή εμπορική πολιτική όσο και την περιβαλλοντική πολιτική.

(4)

Οι επιδιωκόμενοι από τη νέα συμφωνία στόχοι πρέπει να συνάδουν τόσο με την κοινή εμπορική πολιτική όσο και με την περιβαλλοντική και αναπτυξιακή πολιτική.

Τροπολογία 3

Αιτιολογική σκέψη 7α (νέα)

 

(7α)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετήσια έκθεση με ανάλυση της εφαρμογής της Διεθνούς Συμφωνίας για την Τροπική Ξυλεία 2006 και των μέτρων για την ελαχιστοποίηση του αρνητικού αντίκτυπου που έχει το εμπόριο στα τροπικά δάση, συμπεριλαμβανομένων και των διμερών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιο του προγράμματος για την Επιβολή της Δασικής Νομοθεσίας, Διακυβέρνηση και Εμπόριο (FLEGT). Το άρθρο 33 της Διεθνούς Συμφωνίας για την Τροπική Ξυλεία 2006 προβλέπει τη διενέργεια αξιολόγησης της εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας πέντε έτη από την έναρξη ισχύος της. Με βάση τη διάταξη αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να διαβιβάσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανασκόπηση της λειτουργίας της Διεθνούς Συμφωνίας για την Τροπική Ξυλεία 2006 μέχρι τα τέλη του 2010.

Τροπολογία 4

Αιτιολογική σκέψη 7β (νέα)

 

(7β)

Κατά την κατάρτιση της εντολής διαπραγμάτευσης για την αναθεώρηση της Διεθνούς Συμφωνίας για την Τροπική Ξυλεία 2006, η Επιτροπή θα πρέπει να προτείνει την αναθεώρηση του υφιστάμενου κειμένου, ούτως ώστε να θέσει το ζήτημα της προστασίας και της αειφόρου διαχείρισης των τροπικών δασών, καθώς και την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων δασικών περιοχών στο επίκεντρο της συμφωνίας, και να τονίσει τη σημασία της πολιτικής για την εκπαίδευση και την πληροφόρηση στις χώρες που έχουν πληγεί από το πρόβλημα της αποψίλωσης, ώστε να αυξηθεί η συνειδητοποίηση του κοινού σε ό,τι αφορά τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγεται η εκμετάλλευση των πόρων ξυλείας με καταχρηστικό τρόπο. Το εμπόριο τροπικής ξυλείας πρέπει να ενθαρρύνεται μόνο σε βαθμό συμβατό με τους ανωτέρω στόχους.

Τροπολογία 5

Αιτιολογική σκέψη 7γ (νέα)

 

(7γ)

Ειδικότερα, η εντολή αυτή για την αναθεώρηση της Διεθνούς Συμφωνίας για την Τροπική Ξυλεία 2006 πρέπει να προτείνει μηχανισμό ψηφοφορίας για το Διεθνές Συμβούλιο Τροπικής Ξυλείας που θα ανταμείβει σαφώς τη διατήρηση και την αειφόρο χρήση των τροπικών δασών.

Τροπολογία 6

Αιτιολογική σκέψη 7δ (νέα)

 

(7δ)

Το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο 2008, η Επιτροπή πρέπει να:

α)

προτείνει συνολική νομοθετική πρόταση που αποτρέπει τη διάθεση στην αγορά ξυλείας και προϊόντων ξυλείας που προέρχονται από παράνομες και καταστρεπτικές πηγές·

β)

υποβάλει ανακοίνωση που καθορίζει τη συμμετοχή της ΕΕ και τη στήριξη στους υφιστάμενους και μελλοντικούς παγκόσμιους μηχανισμούς χρηματοδότησης για την προώθηση της προστασίας των δασών και τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση, στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές (UNFCCC)/Πρωτοκόλλου του Κιότο. Η ανακοίνωση πρέπει να περιγράφει τη δέσμευση της ΕΕ να παράσχει πόρους για να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να προστατεύσουν τα δάση τους, να χρηματοδοτήσουν δίκτυο προστατευόμενων περιοχών και να προαγάγουν οικονομικές εναλλακτικές λύσεις έναντι της καταστροφής των δασών. Ειδικότερα, για να διασφαλιστούν πραγματικά οφέλη για το κλίμα, τη βιοποικιλότητα και τους πληθυσμούς, πρέπει να περιγράφει τις ελάχιστες αρχές και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα μέσα αυτά. Πρέπει επίσης να προσδιορίζει δράσεις και τομείς προτεραιότητας, όπου θα πρέπει να διοχετευθεί άμεση χρηματοδότηση στο πλαίσιο των εν λόγω μηχανισμών παροχής κινήτρων.


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008

14.1.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 8/396


Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2008
ΦΠΑ στη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών *

P6_TA(2008)0457

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τη μεταχείριση ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (COM(2007)0747 — C6-0473/2007 — 2007/0267(CNS))

2010/C 8 E/49

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2007)0747),

έχοντας υπόψη το άρθρο 93 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0473/2007),

έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (A6-0344/2008),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ·

3.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Τροπολογία 1

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 1

(1)

Ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία απασχόλησης, αλλά μπορεί να εκπληρώσει τον ρόλο αυτόν μόνον υπό ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού σε μια εσωτερική αγορά. Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο το οποίο θα παρέχει ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την μεταχείριση που επιφυλάσσεται, από άποψη φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα και στην εμπορία και διαχείρισή τους.

(1)

Ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία απασχόλησης, αλλά μπορεί να εκπληρώσει τον ρόλο αυτόν μόνον υπό ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού σε μια εσωτερική αγορά. Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο το οποίο θα παρέχει τις ουδέτερες αυτές συνθήκες όσον αφορά την μεταχείριση που επιφυλάσσεται, από άποψη φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα και στην εμπορία και διαχείρισή τους.

Τροπολογία 2

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 2

(2)

Οι υφιστάμενοι κανόνες περί απαλλαγής χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών προϊόντων από τον ΦΠΑ, που θεσπίζονται από την οδηγία 2006/112/ΕΚ της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας είναι παρωχημένοι και έχουν οδηγήσει σε ανομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή. Η πολυπλοκότητα των κανόνων και η ποικιλομορφία των διοικητικών πρακτικών δημιουργεί έλλειψη ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές. Η εν λόγω έλλειψη ασφάλειας δικαίου αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντικό αριθμό δικαστικών διενέξεων και έχει αυξήσει τον διοικητικό φόρτο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ποιες ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες απαλλάσσονται και με τον τρόπο αυτόν να αυξηθεί ο βαθμός ασφάλειας δικαίου και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος επιχειρήσεων και αρχών.

(2)

Οι υφιστάμενοι κανόνες περί απαλλαγής χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών προϊόντων από τον ΦΠΑ, που έχουν θεσπιστεί με την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, είναι παρωχημένοι και έχουν οδηγήσει σε ανομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή. Η πολυπλοκότητα των κανόνων και η ποικιλομορφία των διοικητικών πρακτικών δημιουργεί έλλειψη ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές και δεν εξασφαλίζει πλαίσιο ισότιμης μεταχείρισης στην ΕΕ. Η εν λόγω έλλειψη ασφάλειας δικαίου έχει οδηγήσει σε σημαντικό αριθμό δικαστικών διενέξεων και έχει αυξήσει τον διοικητικό φόρτο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ποιες ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες απαλλάσσονται και, με τον τρόπο αυτόν, να αυξηθεί ο βαθμός ασφάλειας δικαίου και να δημιουργηθεί πλαίσιο ισότιμης μεταχείρισης στην ΕΕ, αλλά και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος επιχειρήσεων και αρχών.

Τροπολογία 3

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 5

(5)

Οι ασφαλιστικές και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες απαιτούν παρόμοιες μορφές διαμεσολάβησης. Συνεπώς, η διαμεσολάβηση στις ασφαλιστικές υπηρεσίες και η διαμεσολάβηση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες πρέπει να χαίρουν της ίδιας μεταχείρισης.

(5)

Οι ασφαλιστικές και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες απαιτούν παρόμοιες μορφές διαμεσολάβησης. Συνεπώς, η διαμεσολάβηση στις ασφαλιστικές υπηρεσίες και η διαμεσολάβηση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης, ακόμα και η διαμεσολάβηση που πραγματοποιείται από πράκτορα ο οποίος δεν έχει ούτε συμβατική σχέση ούτε οιαδήποτε άλλη άμεση επαφή με τα συμβαλλόμενα μέρη για ασφάλιση ή χρηματοπιστωτική συναλλαγή στη σύναψη της οποίας έχει συμβάλει ο ίδιος. Στις περιπτώσεις αυτές, η απαλλαγή από το φόρο πρέπει να καλύπτει ομοιόμορφα όλες τις δραστηριότητες που είθισται να προσφέρουν οι ασφαλιστικοί ή χρηματοπιστωτικοί πράκτορες, συμπεριλαμβανομένων όλων των δραστηριοτήτων που προηγούνται και έπονται της σύναψης των σύμβασεων .

Τροπολογία 4

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 5α (νέα)

 

(5α)

Κρίνεται σκόπιμο να συνεχίσουν να τυγχάνουν της απαλλαγής οι δραστηριότητες που συνιστούν διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων, εφόσον διενεργούνται από τρίτους οικονομικούς παράγοντες.

Τροπολογία 5

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 7

(7)

Οι πάροχοι ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι όλο και περισσότερο σε θέση να συνδέουν επακριβώς τον ΦΠΑ εισροών, που έχουν καταβάλει για πραγματοποιηθείσες δαπάνες, με την εκάστοτε φορολογητέα εκροή. Όταν παρέχουν υπηρεσίες έναντι προκαθορισμένης αμοιβής, μπορούν εύκολα να προσδιορίζουν το φορολογητέο ποσό που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες αυτές. Συνεπώς είναι σκόπιμο να επεκταθεί η δυνατότητα επιλογής της φορολόγησης στους οικονομικούς αυτούς φορείς.

(7)

Οι πάροχοι ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι όλο και περισσότερο σε θέση να συνδέουν επακριβώς τον ΦΠΑ εισροών, που έχουν καταβάλει για πραγματοποιηθείσες δαπάνες, με την εκάστοτε φορολογητέα εκροή. Όταν παρέχουν υπηρεσίες έναντι προκαθορισμένης αμοιβής, μπορούν εύκολα να προσδιορίζουν το φορολογητέο ποσό που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες αυτές. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επεκταθεί η δυνατότητα επιλογής της φορολόγησης στους οικονομικούς αυτούς φορείς , αποφεύγοντας οιεσδήποτε ανησυχίες διπλής φορολογίας που ενδέχεται να ανακύψουν από το συντονισμό της φορολογίας αυτής με τους εθνικούς φόρους επί των ασφαλιστικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών .

Τροπολογία 6

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 8α (νέα)

 

(8α)

Κατά την έγκριση μέτρων στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα επιλογής της φορολόγησης, το Συμβούλιο πρέπει να εξασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών κανόνων στην εσωτερική αγορά. Εν αναμονή της έγκρισης τέτοιων κανόνων από το Συμβούλιο, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να καθορίζουν τους λεπτομερείς κανόνες που διέπουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος επιλογής. Τα κράτη μέλη πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα σχετικά σχέδια μέτρων έξι μήνες πριν από την έγκρισή τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογεί τα σχέδια μέτρων και να εκδίδει σύσταση.

Τροπολογία 7

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1 — σημείο α)

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135 — παράγραφος 1 — στοιχείο α)

α)

την ασφάλιση και αντασφάλιση ,

α)

την ασφάλιση , συμπεριλαμβανομένης της αντασφάλισης ,

Τροπολογία 8

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1 — σημείο α)

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135 — παράγραφος 1 — στοιχείο δ)

δ)

την ανταλλαγή νομισμάτων και χορήγηση μετρητών,

δ)

την ανταλλαγή νομίσματος, τη χορήγηση μετρητών και τις συναλλαγές επί απαιτήσεων·

Τροπολογία 9

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1 — σημείο α)

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135 — παράγραφος 1 — στοιχείο ε)

ε)

την παροχή κινητών αξιών,

ε)

τις συναλλαγές που αφορούν αγοραπωλησίες κινητών αξιών·

Τροπολογία 10

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1 — σημείο α)

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135 — παράγραφος 1 — στοιχείο ζα) (νέο)

 

ζα)

τα παράγωγα παντός είδους·

Τροπολογία 11

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 1 — σημείο β)

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135 — παράγραφος 1α

1α.   Η απαλλαγή που προβλέπεται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 1 καλύπτει την παροχή οιουδήποτε από τα συστατικά στοιχεία μιας ασφαλιστικής ή χρηματοπιστωτικής υπηρεσίας, το οποίο συνιστά διακριτό σύνολο και αποτελεί συγκεκριμένο και ουσιώδες στοιχείο της απαλλασσόμενης υπηρεσίας.

1α.   Η απαλλαγή που προβλέπει η παράγραφος 1, στοιχεία α) έως στ), καλύπτει την παροχή οιουδήποτε από τα συστατικά στοιχεία μιας ασφαλιστικής ή χρηματοπιστωτικής υπηρεσίας, το οποίο συνιστά διακριτό σύνολο και αποτελεί συγκεκριμένο και ουσιώδες στοιχείο της απαλλασσόμενης υπηρεσίας.

Τροπολογία 12

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — σημείο 1

(1)

ασφάλιση και αντασφάλιση : δέσμευση δια της οποίας ένα πρόσωπο αναλαμβάνει , έναντι πληρωμής, την υποχρέωση να καταβάλει σε άλλο πρόσωπο , σε περίπτωση υλοποίησης ενός κινδύνου, αποζημίωση ή παροχή, προσδιοριζόμενες κατά την ανάληψη της υποχρέωσης,

(1)

ασφάλιση: δέσμευση δια της οποίας ένα ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν , έναντι πληρωμής, την υποχρέωση να καταβάλουν σε άλλο ή άλλα πρόσωπα , σε περίπτωση υλοποίησης ενός κινδύνου, αποζημίωση ή παροχή, προσδιοριζόμενες κατά την ανάληψη της υποχρέωσης,

Τροπολογία 13

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — σημείο 8 — εισαγωγική πρόταση

(8)

παροχή κινητών αξιών: παροχή διαπραγματεύσιμων τίτλων πλην εκείνων που συνιστούν τίτλο επί εμπορευμάτων ή επί των αναφερόμενων στο άρθρο 15 παράγραφος 2 δικαιωμάτων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν οικονομική αξία και αντικατοπτρίζουν ένα ή περισσότερα από τα κάτωθι:

(8)

συναλλαγές που αφορούν αγοραπωλησίες κινητών αξιών: πώληση διαπραγματεύσιμων τίτλων πλην εκείνων που συνιστούν τίτλο επί εμπορευμάτων ή επί των αναφερόμενων στο άρθρο 15, παράγραφος 2 δικαιωμάτων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν οικονομική αξία και αντικατοπτρίζουν ένα ή περισσότερα από τα κάτωθι:

Τροπολογία 14

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — σημείο 8 — στοιχείο γ)

γ)

κατοχή μεριδίων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β), σε άλλα απαλλασσόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 135 ή σε άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων,

γ)

κατοχή μεριδίων σε επενδυτικά κεφάλαια, κατά την έννοια του στοιχείου 10 κατωτέρω, ή σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων,

Τροπολογία 15

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — στοιχείο 8 — στοιχείο γα) (νέο)

 

γα)

τίτλους επί διακανονιζομένων σε μετρητά χρηματοοικονομικών, πιστωτικών και εμπορευματικών παραγώγων και επί των συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης·

Τροπολογία 16

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — σημείο 9

(9)

διαμεσολάβηση σε ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές πράξεις: παροχή υπηρεσιών προς έναν αντισυμβαλλόμενο έναντι αμοιβής ως διακριτή πράξη μεσολάβησης για ασφαλιστικές ή χρηματοπιστωτικές πράξεις αναφερόμενες στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 135,

(9)

διαμεσολάβηση σε ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές πράξεις: παροχή υπηρεσιών, ως διακριτή , άμεση ή έμμεση πράξη μεσολάβησης για ασφαλιστικές ή χρηματοπιστωτικές πράξεις αναφερόμενες στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ε) , εκ μέρους τρίτων διαμεσολαβητών, υπό τον όρο ότι κανείς από τους διαμεσολαβητές δεν είναι αντισυμβαλλόμενος στις ίδιες ασφαλιστικές ή χρηματοπιστωτικές πράξεις·

Τροπολογία 17

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — σημείο 10

(10)

επενδυτικά κεφάλαια: οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων στα απαλλασσόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 135 και σε ακίνητα ,

(10)

επενδυτικά κεφάλαια: ειδικά επενδυτικά οχήματα, τα οποία δημιουργούνται με αποκλειστικό σκοπό τη συγκέντρωση στοιχείων ενεργητικού από επενδυτές και την επένδυση αυτών των στοιχείων ενεργητικού σε διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και των οχημάτων που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση και εκτέλεση συλλογικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων·

Τροπολογία 18

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 2

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 135α — σημείο 11

(11)

διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων: δραστηριότητες που αποσκοπούν στην υλοποίηση των επενδυτικών στόχων του εκάστοτε επενδυτικού κεφαλαίου.

(11)

διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων: δραστηριότητες που αποσκοπούν στην υλοποίηση των επενδυτικών στόχων του εκάστοτε επενδυτικού κεφαλαίου· περιλαμβάνει δε τουλάχιστον τη διαχείριση και κατανομή περιουσιακών στοιχείων από πλευράς στρατηγικής και τακτικής, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών παροχής συμβουλών καθώς και της διαχείρισης νομισμάτων και κινδύνων.

Τροπολογία 19

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 3

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137 — παράγραφος 1 — στοιχείο α)

(3)

Στο άρθρο 137 παράγραφος 1, το στοιχείο α) διαγράφεται.

Διαγράφεται

Τροπολογία 20

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137α — παράγραφος 1

1.   Από 1ης Ιανουαρίου 2012, τα κράτη μέλη χορηγούν στα φορολογούμενα πρόσωπα το δικαίωμα να επιλέγουν να φορολογηθούν για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 135.

1.   Από 1ης Ιανουαρίου 2012, τα κράτη μέλη χορηγούν στα φορολογούμενα πρόσωπα , για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα να επιλέγουν να φορολογηθούν για μία από τις υπηρεσίες στις οποίες αναφέρονται τα στοιχεία α) έως ζα) της παραγράφου 1 του άρθρου 135 , εφόσον η υπηρεσία αυτή παρέχεται σε άλλο φορολογούμενο πρόσωπο που έχει την έδρα του στο ίδιο κράτος μέλος ή αλλού στην Κοινότητα .

Τροπολογία 21

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137α — παράγραφος 1α (νέα)

 

1α.     Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του δικαιώματος προαίρεσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 έως … (1). Εφόσον κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες που διέπουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος προαίρεσης και οιεσδήποτε άλλες τροποποιήσεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με το θέμα αυτό.

Τροπολογία 22

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137α — παράγραφος 2

2.   Το Συμβούλιο εγκρίνει τα απαιτούμενα για την εφαρμογή της παραγράφου 1 μέτρα δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 397. Ενόσω το Συμβούλιο δεν έχει εγκρίνει μέτρα του είδους αυτού, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίσουν λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

2.   Το Συμβούλιο εγκρίνει τα απαιτούμενα για την εφαρμογή της παραγράφου 1 μέτρα δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 397. Ενόσω το Συμβούλιο δεν έχει εγκρίνει μέτρα του είδους αυτού, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν τους υφισταμένους λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Τροπολογία 23

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137β — σημείο 1

(1)

ο όμιλος και όλα τα μέλη του εδρεύουν ή κατοικούν μόνιμα στην Κοινότητα,

(1)

ο όμιλος εδρεύει στην Κοινότητα·

Τροπολογία 24

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137β — σημείο 3

(3)

τα μέλη του ομίλου παρέχουν υπηρεσίες απαλλασσόμενες βάσει του άρθρου 135 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) ή άλλες υπηρεσίες για τις οποίες δεν θεωρούνται φορολογούμενα πρόσωπα,

(3)

τα μέλη του ομίλου παρέχουν υπηρεσίες απαλλασσόμενες βάσει του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ζα), ή άλλες υπηρεσίες για τις οποίες δεν θεωρούνται φορολογούμενα πρόσωπα,

Τροπολογία 25

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137β — σημείο 4

(4)

οι υπηρεσίες παρέχονται από τον όμιλο μόνον προς τα μέλη του και είναι απαραίτητες ώστε αυτά να είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες απαλλασσόμενες βάσει του άρθρου 135 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) ,

(4)

οι υπηρεσίες που παρέχονται από τον όμιλο είναι απαραίτητες ώστε τα μέλη του να είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες απαλλασσόμενες βάσει του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ζα) ,

Τροπολογία 26

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 137β — σημείο 5

(5)

ο όμιλος αξιώνει από τα μέλη του να καταβάλουν μόνον το ακριβές ποσό του μεριδίου τους επί των κοινών δαπανών, εξαιρουμένης κάθε προσαρμογής των τιμών μεταβίβασης πραγματοποιούμενης για λόγους άμεσης φορολογίας.

(5)

ο όμιλος αξιώνει από τα μέλη του να καταβάλουν μόνον το ακριβές ποσό του μεριδίου τους επί των κοινών δαπανών· οι προσαρμογές των τιμών μεταβίβασης που πραγματοποιούνται για λόγους άμεσης φορολογίας δεν επηρεάζουν την απαλλαγή του ομίλου από το φόρο κύκλου εργασιών.

Τροπολογία 27

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 — σημείο 4α (νέο)

Οδηγία 2006/112/ΕΚ

Άρθρο 169 — στοιχείο γ)

 

(4α)

Στο άρθρο 169, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

γ)

συναλλαγές που απαλλάσσονται σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως ζα) του άρθρου 135 παράγραφος 1, όταν ο πελάτης έχει την έδρα του εκτός Κοινότητας ή όταν οι εν λόγω συναλλαγές σχετίζονται άμεσα με αγαθά προς εξαγωγή από την Κοινότητα.

Τροπολογία 28

Πρόταση οδηγίας — τροποποιητική πράξη

Άρθρο 2 — παράγραφος 1 — πρώτο εδάφιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο ως τις 31 Δεκεμβρίου 2009 . Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία , εξασφαλίζοντας ότι οι τελικοί καταναλωτές θα ωφεληθούν από την αναδιάρθρωση της παρούσας ρύθμισης ΦΠΑ. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της οδηγίας.


(1)   Τρία έτη από την έναρξη ισχύος της οδηγίας …/…/ΕΚ.