|
ISSN 1725-2415 doi:10.3000/17252415.C_2009.192.ell |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
52ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις |
|
|
|
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ |
|
|
|
Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων |
|
|
2009/C 192/01 |
||
|
2009/C 192/02 |
||
|
|
IV Πληροφορίες |
|
|
|
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
|
|
|
Επιτροπή |
|
|
2009/C 192/03 |
||
|
|
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ |
|
|
2009/C 192/04 |
||
|
2009/C 192/05 |
||
|
|
V Γνωστοποιήσεις |
|
|
|
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ |
|
|
|
Επιτροπή |
|
|
2009/C 192/06 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.5603 — ENI/TEC) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 ) |
|
|
2009/C 192/07 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.5609 — ISP/RDM/Manucor) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 ) |
|
|
|
ΛΟΙΠΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ |
|
|
|
Επιτροπή |
|
|
2009/C 192/08 |
||
|
|
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
|
EL |
|
I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/1 |
Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τη σύσταση όσον αφορά κανονισμό του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2533/98 της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
2009/C 192/01
Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 286,
το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα το άρθρο 8,
την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και ιδίως το άρθρο 41,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύσταση για την τροποποίηση του κανονισμού σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
|
1. |
Στις 23 Νοεμβρίου 1998 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εφεξής «κανονισμός αριθ. 2533/98») (1). Προκειμένου ο εν λόγω κανονισμός (ΕΚ) να εξακολουθήσει να αποτελεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (εφεξής «ΕΣΚΤ») στον τομέα της συλλογής στατιστικών πληροφοριών, εξετάζεται τώρα η δυνατότητα τροποποίησης σειράς διατάξεών του. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ΕΚΤ») ενέκρινε ομοφώνως μια σύσταση (2) (εφεξής «σύσταση») όσον αφορά κανονισμό του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 2533/98 (3). |
|
2. |
Στις 4 Φεβρουαρίου 2009 το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (εφεξής «ΕΕΠΔ») και τον κάλεσε να υποβάλει τη γνώμη του (4). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η πραγματοποίηση τέτοιων διαβουλεύσεων, μολονότι αυτές είναι ασυνήθιστες στο επίπεδο της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων, καλύπτεται ωστόσο από τα άρθρα 41 και 46 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. |
|
3. |
Τα κυριότερα άρθρα του κανονισμού αριθ. 2533/98 για τα οποία έχουν υποβληθεί τροποποιήσεις είναι τα άρθρα 1, 2, 3 (εν μέρει) και 8. Μολονότι το άρθρο 8 ασχολείται ειδικά με το καθεστώς απορρήτου, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι είναι πιθανόν και τα υπόλοιπα άρθρα να έχουν επιπτώσεις στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συνεπώς αποτελούν μέρος της παρούσας ανάλυσης. |
|
4. |
Τέλος, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου αναλύεται η εν λόγω σύσταση, θα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ευρωπαϊκές στατιστικές (5), πρόταση για την οποία ο ΕΕΠΔ έχει επίσης γνωμοδοτήσει (6). Τα δύο αυτά κείμενα αλληλοσυνδέονται. Η σύνδεση αυτή μεταξύ των δύο κανονισμών προϋποθέτει, όπως υπογραμμίζεται στην τελευταία γνωμοδότηση, ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί η στενή συνεργασία και ο κατάλληλος συντονισμός μεταξύ του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος και του ΕΣΚΤ, με παράλληλη διαφύλαξη των αντίστοιχων δομών διαχείρισής τους. Ο ΕΕΠΔ εξήγησε επίσης την εκ μέρους του ερμηνεία των εννοιών του απορρήτου και της ανωνυμίας στο πλαίσιο των στατιστικών. Η ανάλυση αυτή παραμένει έγκυρη. |
II. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Στατιστικές πληροφορίες
|
5. |
Ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για το γεγονός ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις περιλαμβάνουν ειδική αναφορά στο νομικό πλαίσιο της προστασίας δεδομένων. Πράγματι ενώ ο κανονισμός αριθ. 2533/98 αναφέρεται προς το παρόν μόνον στην οδηγία 95/46/ΕΚ, προτείνεται τώρα να γίνεται στο άρθρο 8 παρ. 8 αναφορά και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, καθώς ο τελευταίος καλύπτει ειδικότερα τις δραστηριότητες της ΕΚΤ ως ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου. |
|
6. |
Επιπλέον, η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει την αιτιολογική παράγραφο 34 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 στην οποία αναφέρεται ότι: «Σύμφωνα με το οικείο άρθρο 8 παράγραφος 8, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, όσον αφορά τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ». Στο πλαίσιο αυτό, εφαρμόζεται επίσης υπό την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. |
|
7. |
Όπως επεξηγείται στο προοίμιο της σύστασης, κύριος στόχος της είναι να επανεξεταστεί το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 2533/98 ούτως ώστε να διατηρηθεί αυτό ως αποτελεσματικό μέσο της ΕΚΤ για την εκτέλεση εργασιών συλλογής στατιστικών πληροφοριών στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει τη διατήρηση της διαθεσιμότητας στην ΕΚΤ των στατιστικών πληροφοριών με την αναγκαία ποιότητα (και) να καλύπτει όλο το φάσμα των καθηκόντων του ΕΣΚΤ. |
|
8. |
Μολονότι οι έκφραση «στατιστικές πληροφορίες» χρησιμοποιείται εκτενώς τόσο στον κανονισμό αριθ. 2533/98 όσο και στη σύσταση που εξέδωσε η ΕΚΤ, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η έκφραση «στατιστικές πληροφορίες» δεν ορίζεται σε κανένα από αυτά τα κείμενα, εκτός από κάποια αναφορά στον ορισμό των υποχρεώσεων παροχής (στατιστικών) στοιχείων (άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 2533/98). Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι το πεδίο εφαρμογής αυτής της έκφρασης θα πρέπει να αποσαφηνιστεί στο πλαίσιο του κανονισμού 2533/98, δεδομένου ιδίως ότι οι στατιστικές πληροφορίες μπορούν να καλύπτουν δεδομένα προερχόμενα όχι μόνο από νομικά αλλά και από φυσικά πρόσωπα (περιγραφόμενα επίσης ως πληθυσμός αναφοράς παροχής στοιχείων). Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να συλλέγονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και μολονότι τα δεδομένα αυτά θα τυγχάνουν στατιστικής επεξεργασίας, θα μπορούσαν να συνεχίζουν να αποτελούν δεδομένα για αναγνωρίσιμα άτομα (δηλαδή εμμέσως, είτε μέσω κωδικού είτε διότι αναφέρεται πολύ μικρή αναλογία ατόμων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά). Επιπλέον, είναι εξίσου σημαντικό να προβλέπεται ορισμός για την έκφραση αυτή, δεδομένου ότι η σύσταση ασχολείται με τη δυνατότητα να παρέχεται σε φορείς επιστημονικής έρευνας η πρόσβαση σε εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες που «δεν επιτρέπουν την άμεση αναγνώριση της ταυτότητας» (άρθρο 8 παράγραφος 4) ή να εκφράζεται κατά θετικό τρόπο: δηλαδή «που εξακολουθούν να επιτρέπουν την έμμεση αναγνώριση της ταυτότητας». |
|
9. |
Σύμφωνα με τον ΕΕΠΔ, η έκφραση θα μπορούσε να είναι κατανοητή κατά παρόμοιο τρόπο όπως στην πρόταση κανονισμού για τις ευρωπαϊκές στατιστικές (όπου σημαίνει «όλες τις διάφορες μορφές στατιστικών, περιλαμβανομένων των βασικών στοιχείων, των δεικτών, των λογαριασμών και των μεταδεδομένων»). Ωστόσο, στην περίπτωση της ΕΚΤ, η έννοια των στατιστικών πληροφοριών θα πρέπει να είναι περιορισμένη στα στατιστικά στοιχεία για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο του πεδίου αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να αποσαφηνιστεί περαιτέρω η έκφραση αυτή στο αιτιολογικό. |
Σκοπός
|
10. |
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση για τη σύσταση, η υπάρχουσα διάρθρωση του τρόπου συλλογής στατιστικών πληροφοριών βασίζεται στην αποκλειστική σύνδεση του πληθυσμού αναφοράς παροχής στοιχείων (δηλαδή των φυσικών και νομικών προσώπων που υπόκεινται σε υποχρεώσεις παροχής στοιχείων) με συγκεκριμένα είδη στατιστικών (όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 2 παρ. 2 του κανονισμού αριθ. 2533/98). Κατά την άποψη της ΕΚΤ, η εν λόγω διάρθρωση έχει καταστεί αναποτελεσματική διότι, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο φόρτος εργασίας τον οποίο συνεπάγεται η παροχή των στοιχείων, η συλλογή τους τείνει όλο και περισσότερο να λαμβάνει χώρα μία μόνο φορά και να εξυπηρετεί περισσότερους στατιστικούς σκοπούς. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των σκοπών με την πρόβλεψη ενός ενδεικτικού καταλόγου των στατιστικών σκοπών για τους οποίους θα επιτρέπεται η συλλογή στατιστικών πληροφοριών προερχόμενων από τον πληθυσμό αναφοράς παροχής στοιχείων. |
|
11. |
Ο ΕΕΠΔ σημειώνει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επέκταση του πεδίου εφαρμογής, υπογραμμίζει όμως ότι μία από τις βασικές αρχές που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 αφορά την οριοθέτηση του σκοπού. Με την εν λόγω αρχή δηλώνεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να τυγχάνουν επεξεργασίας για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς, και ότι η περαιτέρω επεξεργασία τους πρέπει να συμβιβάζεται με τους σκοπούς αυτούς. Η αρχή αυτή η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 στοιχείο α), αποσαφηνίζεται περαιτέρω καθώς αναφέρεται ότι «η περαιτέρω επεξεργασία, για ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς σκοπούς, δεν θεωρείται ασυμβίβαστη, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπεύθυνος της επεξεργασίας προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ιδίως ότι η επεξεργασία των δεδομένων δεν πραγματοποιείται για άλλους σκοπούς και ότι τα δεδομένα δεν θα χρησιμοποιηθούν προς υποστήριξη μέτρων ή αποφάσεων που αφορούν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο». |
|
12. |
Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιγράφονται στην αιτιολογική έκθεση της σύστασης, ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει ότι η υφιστάμενη πρακτική δεν υπήρξε σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, καθώς έχει γίνει περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων για σκοπούς μη προβλεπόμενους στον κανονισμό αριθ. 2533/98. Με το να δημιουργηθεί ένας «ενδεικτικός» κατάλογος σκοπών που να υπερβαίνουν το πλαίσιο του κανονισμού αριθ. 2533/98, θα εξακολουθήσει να μην εκπληρούται πλήρως η αρχή της οριοθέτησης του σκοπού του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. |
|
13. |
Ωστόσο, στα σχόλια που έλαβε η ΕΚΤ για το σημείο αυτό, τονίζεται ότι ο κανονισμός 2533/98 παραμένει ένας «πολυσυλλεκτικός κανονισμός» στον οποίο καθορίζεται ο πληθυσμός αναφοράς παροχής στοιχείων (το φάσμα νομικών προσώπων από τα οποία η ΕΚΤ μπορεί να συλλέγει δεδομένα για την εκτέλεση των καθηκόντων της). Για να μπορεί η ΕΚΤ να επιβάλει υποχρεώσεις παροχής στοιχείων στις μονάδες παροχής στοιχείων, πρέπει να εκδώσει συγκεκριμένη νομική πράξη της ΕΚΤ με την οποία να καθορίζονται τόσο ο πραγματικός πληθυσμός παροχής στοιχείων όσο και οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις παροχής στοιχείων. |
|
14. |
Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι οποιαδήποτε τροποποίηση που θα γίνει στον κανονισμό σχετικά με το θέμα αυτό θα πρέπει να αποσαφηνίζει την έκταση στην οποία θα γίνεται στο μέλλον επεξεργασία δεδομένων ή τουλάχιστον να προσδιορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τους προσδοκώμενους σκοπούς στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, ο ΕΕΠΔ δεν αντιτίθεται στη διεύρυνση των σκοπών συλλογής στατιστικών πληροφοριών, προτείνει όμως να απαλειφθεί οποιαδήποτε αναφορά στην καθιέρωση ενός ενδεικτικού καταλόγου σκοπών. Επιπλέον, το κείμενο θα μπορούσε να επιβεβαιώνει ότι κάθε νομική πράξη της ΕΚΤ η οποία καθορίζει τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων και τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις παροχής στοιχείων δεν θα υπερβαίνει τα όρια των σκοπών στο πλαίσιο των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. |
|
15. |
Επιπλέον, για λόγους σαφήνειας, ο ΕΕΠΔ αδυνατεί να συμφωνήσει με την επεξήγηση που δίδεται από την ΕΚΤ στην αιτιολογική έκθεση της σύστασης, σύμφωνα με την οποία «οι πληροφορίες χαρακτηρίζονται στατιστικές λόγω της χρήσης τους στην κατάρτιση στατιστικών, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο είχαν αρχικά συλλεχθεί». Η αρχή της οριοθέτησης του σκοπού δεν επιτρέπει μια τέτοια ερμηνεία. Πράγματι, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται κατ’ αρχάς για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, και η περαιτέρω επεξεργασία τους μπορεί να γίνεται για (άλλους) στατιστικούς σκοπούς υποκείμενους στις κατάλληλες εγγυήσεις (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 που αναφέρεται στο σημείο 11). |
|
16. |
Τέλος, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η οριοθέτηση του σκοπού υπογραμμίζεται ήδη στο προτεινόμενο άρθρο 8 παρ. 4 στοιχείο α) στο οποίο αναφέρεται ότι «(…)το ΕΣΚΤ χρησιμοποιεί τη στατιστική πληροφορία που του έχει διαβιβαστεί αποκλειστικά και μόνο για την άσκηση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, εκτός εάν: (α) η μονάδα παροχής στοιχείων ή το νομικό πρόσωπο, το φυσικό πρόσωπο, η θεσμική μονάδα ή το υποκατάστημα των οποίων μπορεί να αναγνωριστεί η ταυτότητα, έχουν δώσει ρητώς τη συγκατάθεσή τους για τη χρήση της εν λόγω στατιστικής πληροφορίας για άλλους σκοπούς». Με το να ζητά τη ρητή συγκατάθεση για την επέκταση του αρχικού σκοπού, η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι οι σκοποί θα πρέπει να είναι κατ’ αρχήν οριοθετημένοι. |
Στατιστικές πληρωμών
|
17. |
Επιπλέον, στον προτεινόμενο ενδεικτικό κατάλογο σκοπών για τους οποίους μπορούν να συλλέγονται στατιστικά στοιχεία από τον πληθυσμό αναφοράς παροχής στοιχείων, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι στη σύσταση (άρθρο 2 παρ. 1), εκτός από τον ήδη υπάρχοντα σκοπό των «στατιστικών των συστημάτων πληρωμών», προστίθεται και η έννοια των «στατιστικών για πληρωμές». Τούτο σημαίνει ότι τα στατιστικά στοιχεία που θα πρέπει να συλλέγονται θα καλύπτουν δεδομένα για μεμονωμένες πληρωμές ως μέρος των στατιστικών των συστημάτων πληρωμών (δηλ. υποδομές πληρωμών). Η προσθήκη αυτή των στατιστικών για πληρωμές καθιστά αναγκαίο να εξασφαλίζεται ο σεβασμός των κανόνων περί προστασίας δεδομένων. |
|
18. |
Μολονότι ο ΕΕΠΔ αντιλαμβάνεται ότι το άρθρο 105 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ επιφορτίζει το ΕΣΚΤ με την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη ολοκληρωμένης πληροφόρησης τόσο για τις υποδομές πληρωμών όσο και τις διενεργούμενες μέσω των υποδομών αυτών πληρωμές μπορεί να είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ, η εντολή αυτή θα πρέπει να είναι περιορισμένη σε ό,τι είναι αναγκαίο προκειμένου να επιτευχθεί η διαμόρφωση της πολιτικής της ΕΚΤ και ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπει τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών για φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί (είτε αμέσως είτε εμμέσως). Μολονότι ο ΕΕΠΔ μπορεί να κατανοήσει ότι είναι σημαντική η συλλογή πληροφοριών για τις πληρωμές καθαυτές - π.χ. δεδομένων για πληρωμές μέσω πιστωτικών καρτών για λόγους ανάλυσης της οικονομικής συγκυρίας ή για σκοπούς σχετικούς με το ισοζύγιο πληρωμών, επιθυμεί ωστόσο να τονίσει ότι, ανεξαρτήτως του κατά πόσο τα δεδομένα που αφορούν πιστωτικές κάρτες συλλέγονται απευθείας από τα φυσικά πρόσωπα ή από τις εταιρίες πιστωτικών καρτών και/ή από τους φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών συνολικώς, το γεγονός παραμένει ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν φυσικά πρόσωπα. |
|
19. |
Ωστόσο, εάν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ενδέχεται να υπάρχουν ορισμένοι λόγοι για την επεξεργασία τέτοιων στατιστικών για πληρωμές, η ΕΚΤ δήλωσε ότι αυτές θα συμμορφώνονται με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο για την προστασία δεδομένων. Τούτο καλύπτει την ανάγκη να επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων και να εξασφαλίζεται η λήψη μέτρων ασφαλείας. |
Πληθυσμός παροχής στοιχείων
|
20. |
Συμφωνώντας με την Επιτροπή στη γνωμοδότησή της για τη σύσταση (7), ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει την ανάγκη που εκφράζεται στη σύσταση από την ΕΚΤ, για προσαρμογή του πεδίου εφαρμογής του πληθυσμού αναφοράς παροχής στοιχείων. Ο λόγος που δίδεται από την ΕΚΤ, είναι ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές καθίστανται όλο και πιο σύνθετες, καθώς αυξάνεται σταθερά η αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και των θέσεων του ισολογισμού των ποικιλόμορφων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως είναι τα νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι χρηματοδοτικές εταιρείες ειδικού σκοπού. |
|
21. |
Τούτο, με τη σειρά του, ενδέχεται να σημαίνει ότι καθίσταται απαραίτητη για την ΕΚΤ η συχνή και έγκαιρη κατάρτιση συγκρίσιμων στατιστικών για τους εν λόγω υποτομείς, ούτως ώστε η ίδια να είναι σε θέση να συνεχίσει την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Ωστόσο, συνεπεία τούτου, μια τέτοια τροποποίηση του πληθυσμού αναφοράς παροχής στοιχείων θα αυξήσει τη συλλογή πληροφοριών από τους διάφορους παράγοντες του ΕΣΚΤ. Προκειμένου να αποφεύγεται η περιττή συλλογή δεδομένων, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η ΕΚΤ προτίθεται να διασφαλίσει ότι θα συλλέγει τις αναγκαίες στατιστικές πληροφορίες, μόνον εάν τα οφέλη από τη συλλογή τους υπερκεράζουν τα έξοδα και εάν οι εν λόγω πληροφορίες δεν έχουν ήδη συλλεχθεί από άλλους φορείς. |
|
22. |
Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο σεβασμός της αρχής της ποιότητας των δεδομένων καθώς επίσης και η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, ο ΕΕΠΔ εκτιμά ότι θα πρέπει να καθιερωθεί μια ειδική διαδικασία που να εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες δεν έχουν ήδη συλλεχθεί από άλλους φορείς. Η ΕΚΤ επιβεβαίωσε ότι συνεχίζονται οι συζητήσεις ανάμεσα στο ευρωπαϊκό στατιστικό σύστημα (ΕΣΣ) (Eurostat) και στην ΕΚΤ, ώστε να αναπτυχθούν διαδικασίες για την περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας και την ελαχιστοποίηση του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται η παροχή των στοιχείων. Ο ΕΕΠΔ πιστεύει ότι η συνεργασία αυτή θα πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω. |
Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών
|
23. |
Με τη σύσταση τροποποιείται το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 2533/98, με την αναφορά σε διάφορες στατιστικές αρχές, μεταξύ των οποίων και η αρχή του στατιστικού απορρήτου. Επιπλέον, τροποποιείται το άρθρο 8 όσον αφορά το θεσπιζόμενο καθεστώς απορρήτου. Πρόθεση είναι να αντανακλάται το περιεχόμενο της πρότασης κανονισμού για τις ευρωπαϊκές στατιστικές. Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί στο κείμενο, υπάρχει ανάγκη να εισαχθεί μεγαλύτερη ευελιξία στους υπάρχοντες κανόνες περί στατιστικού απορρήτου μεταξύ του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος (ΕΣΣ) και του ΕΣΚΤ. Στο προτεινόμενο νέο καθεστώς που εισάγεται με τη σύσταση επιβεβαιώνεται αυτή η ανάγκη, καθώς αναφέρεται ότι προκειμένου να εξασφαλίζεται αποτελεσματική και πραγματική ανταλλαγή των αναγκαίων στατιστικών πληροφοριών, θα πρέπει να προβλέπεται στο νομικό πλαίσιο η δυνατότητα πραγματοποίησης μιας τέτοιας διαβίβασης δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ανάπτυξη, παραγωγή και διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών. |
|
24. |
Ο ΕΕΠΔ είχε ήδη την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τη θέση του όσον αφορά τη διαβίβαση εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ του ΕΣΣ και του ΕΣΚΤ (8). Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι αυτές οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ της Eurostat και της ΕΚΤ πληρούν τις προϋποθέσεις αναγκαιότητας που προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Λαμβανομένων υπόψη των προτεινόμενων τροποποιήσεων, ο ΕΕΠΔ επιβεβαιώνει ότι μπορούν να πραγματοποιούνται αυτές οι μεταβιβάσεις, αλλά μόνον για στατιστικούς σκοπούς και με παροχή εγγυήσεων προστασίας από παράνομη κοινολόγηση. Η πτυχή αυτή θα μπορούσε να υπογραμμιστεί περαιτέρω στην τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 2533/98. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 περιλαμβάνει ήδη ορισμένα μέτρα, αλλά ο ΕΕΠΔ προτείνει να προστεθεί για παράδειγμα η πρόβλεψη ότι οι μονάδες παροχής στοιχείων θα πληροφορούνται ότι περαιτέρω διαβίβαση στοιχείων θα γίνεται μόνον για στατιστικούς σκοπούς και ότι στα πρόσωπα που λαμβάνουν αυτές τις στατιστικές πληροφορίες θα αποστέλλεται υπενθύμιση για τον εμπιστευτικό χαρακτήρα αυτών των στατιστικών πληροφοριών. |
Πρόσβαση σε μη άμεσα ταυτοποιήσιμες εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες για ερευνητικούς σκοπούς
|
25. |
Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι, η προσέγγιση που υιοθέτησε η ΕΚΤ απέναντι στην πρόσβαση σε μη άμεσα ταυτοποιήσιμες εμπιστευτικές στατιστικές πληροφορίες για ερευνητικούς σκοπούς, συνίσταται στο να επιτρέπεται η εν λόγω πρόσβαση με παράλληλη τήρηση αυστηρών εχεγγύων εμπιστευτικότητας. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 προβλέπει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση της αρχής που παρέχει την πληροφορία. |
|
26. |
Στο πλαίσιο της επεξεργασίας των μη άμεσα ταυτοποιήσιμων εμπιστευτικών στατιστικών πληροφοριών, ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι ο ορισμός των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ έχει ως εξής: «“δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί “το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα” ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη». |
|
27. |
Επιπλέον, όπως επεξηγείται από τον ΕΕΠΔ στη γνωμοδότησή του για την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινοτικές στατιστικές στους τομείς της δημόσιας υγείας και της υγείας και ασφάλειας στην εργασία (9), η «μη άμεση αναγνωρισιμότητα» αφορά την έννοια της ανωνυμίας από στατιστική άποψη. Μολονότι, από την άποψη της προστασίας δεδομένων, η έννοια της ανωνυμίας θα καλύπτει δεδομένα τα οποία δεν μπορούν πλέον να εξακριβωθούν (βλ. αιτιολογική παράγραφο 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ), από στατιστική άποψη, τα ανώνυμα δεδομένα είναι δεδομένα για τα οποία δεν είναι εφικτή μια άμεση ταυτοποίηση. |
|
28. |
Κατά συνέπεια, ο ορισμός αυτός συνεπάγεται ότι η έμμεση ταυτοποίηση των στατιστικών πληροφοριών θα παραμένει δυνατή, και ότι η επεξεργασία θα υπόκειται πάντοτε στη συμμόρφωση προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Εν προκειμένω, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) προσδιορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα «πρέπει να διατηρούνται υπό μορφή που να επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία. Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας προβλέπει, για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να αποθηκευθούν πέραν της περιόδου αυτής, για σκοπούς ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς, είτε να διατηρούνται μόνον υπό μορφήν η οποία τα καθιστά ανώνυμα, είτε, εάν αυτό είναι αδύνατο, να αποθηκεύονται μόνον υπό τον όρο ότι η ταυτότητα του υποκειμένου τους τελεί υπό κρυπτογραφική μορφή. Τα δεδομένα δεν πρέπει πάντως να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς εκτός από σκοπούς ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς» |
|
29. |
Συνεπεία τούτου, στην περίπτωση της εν λόγω πρόσβασης για ερευνητικούς σκοπούς, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι οι στατιστικές πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η μονάδα παροχής στοιχείων να μην μπορεί να προσδιοριστεί, είτε άμεσα είτε έμμεσα, αν ληφθούν υπόψη όλα τα σχετικά μέσα τα οποία θα μπορούσε εύλογα να χρησιμοποιήσει κάποιος τρίτος. |
III. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
|
30. |
Ο ΕΕΠΔ σημειώνει την προθυμία που υπάρχει ώστε να βελτιωθούν η ανταλλαγή στατιστικών πληροφοριών μεταξύ του ΕΣΣ και του ΕΣΚΤ καθώς και η πρόσβαση για ερευνητικούς σκοπούς. Παρόλο που είναι ευπρόσδεκτο το γεγονός ότι είναι δυνατή η ανταλλαγή πληροφοριών και η πρόσβαση με παράλληλη διασφάλιση του αυστηρού απορρήτου των δεδομένων, απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη ορολογία και τις έννοιες που καλύπτονται από την εν λόγω ανταλλαγή και πρόσβαση. |
|
31. |
Ο ΕΕΠΔ έχει να κάνει τα ακόλουθα σχόλια όσον αφορά την υποβληθείσα σύσταση και την μελλοντική αλλαγή του κανονισμού αριθ. 2533/98:
|
Βρυξέλλες, 8 Απριλίου 2009.
Peter HUSTINX
Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων
(1) ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.
(2) EE C 251, 3.10.2008, σ. 1.
(3) Η διαδικασία για την έγκριση τέτοιων τροποποιήσεων βασίζεται στο άρθρο 107 παρ. 6 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και επίσης στο άρθρο 5 παρ. 4 και στο άρθρο 41 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
(4) Το Συμβούλιο ζήτησε επίσης τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 13 Οκτωβρίου 2008, η οποία υπέβαλε γνώμη της Επιτροπής στις 13 Ιανουαρίου 2009, COM(2008) 898 τελικό.
(5) COM(2007) 625 τελικό της 16.10.2007.
(6) ΕΕ C 308, 3.12.2008, σ. 1.
(7) Γνώμη της Επιτροπής της 13ης Ιανουαρίου 2009, COM(2008) 898 τελικό.
(8) Βλ. σημείο 27 της γνωμοδότησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ευρωπαϊκές στατιστικές (COM (2007) 625 τελικό).
(9) ΕΕ C 295/1, 7.12.2007, βλ. σημεία 14 έως 18.
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/6 |
Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση
2009/C 192/02
Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 286,
το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 8,
την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και ιδίως το άρθρο 41,
την αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 που υποβλήθηκε στον ΕΕΠΔ στις 8 Δεκεμβρίου 2008.
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πρόταση οδηγίας για τον καθορισμό προτύπων ποιότητας και ασφάλειας των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση
|
1. |
Στις 8 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση (εφεξής: «πρόταση») (1). Η πρόταση διαβιβάσθηκε από την Επιτροπή στον ΕΕΠΔ προς διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. |
|
2. |
Η πρόταση αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση, προκειμένου να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας. Ειδικότερα, η πρόταση:
|
|
3. |
Η εφαρμογή του προτεινόμενου συστήματος σχετικά με τη δωρεά και τη μεταμόσχευση οργάνων απαιτεί την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με την υγεία («δεδομένα σχετικά με την υγεία») του δότη και του λήπτη των οργάνων από τις εξουσιοδοτημένες οργανώσεις και τους επαγγελματίες του χώρου της υγείας των διαφόρων κρατών μελών. Τα δεδομένα αυτά θεωρούνται ευαίσθητα και υπάγονται σε αυστηρότερους κανόνες προστασίας των δεδομένων όπως ορίζει το άρθρο 8 της οδηγίας 95/46/ΕΚ για τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων. |
|
4. |
Συγκεκριμένα, τα δεδομένα του δότη υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις οργανώσεις προμήθειας που εκτελούν το χαρακτηρισμό του δότη και του οργάνου και, άρα, καθορίζουν εάν το υπ’ όψιν όργανο είναι κατάλληλο για μεταμόσχευση (κατάλογος των δεδομένων αυτών παρατίθεται στο παράρτημα της πρότασης). Τα δεδομένα του λήπτη (ασθενούς) υποβάλλονται σε επεξεργασία στα κέντρα μεταμόσχευσης όπου πραγματοποιείται η επέμβαση. Μολονότι τα δεδομένα του δότη δεν κοινοποιούνται στον λήπτη (και αντίστροφα), απαιτείται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές να διατηρήσουν πλήρη δυνατότητα εντοπισμού του οργάνου από τον δότη στον λήπτη (και αντίστροφα), ο οποίος πρέπει να είναι δυνατός και στις περιπτώσεις διασυνοριακών ανταλλαγών οργάνων. |
Αίτηση γνωμοδότησης του ΕΕΠΔ
|
5. |
Ο ΕΕΠΔ επικροτεί την αίτηση γνωμοδότησής του και το γεγονός ότι η γνωμοδότηση αναφέρεται στο προοίμιο της πρότασης, σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. |
|
6. |
Η πρόταση θα προαγάγει τις διαδικασίες δωρεάς και μεταμόσχευσης οργάνων με τελικό στόχο να αυξηθεί η διαθεσιμότητα οργάνων και να μειωθεί η θνησιμότητα στις λίστες αναμονής οργάνων. Συμπληρώνει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο όσον αφορά τη χρήση βιολογικού υλικού ανθρώπινης προέλευσης (2). Επιπλέον, μπορεί να θεωρηθεί ως τμήμα της συνολικής κοινοτικής προσέγγισης προς τον καθορισμό διαφόρων κατηγοριών κοινών προτύπων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης στα κράτη μέλη, με βασικό στόχο την προαγωγή της διασυνοριακής διαθεσιμότητας των υπηρεσιών αυτών σε ολόκληρη την Ευρώπη (3). Όπως ήδη δηλώθηκε στη γνωμοδότηση σχετικά με τα δικαιώματα των ασθενών στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, ο ΕΕΠΔ υποστηρίζει αυτή την προσέγγιση. Ωστόσο, τονίζει εκ νέου την ανάγκη καλού συντονισμού και συνοχής της προστασίας των δεδομένων σε όλες τις πρωτοβουλίες που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη (4). |
|
7. |
Στην πρόταση εξετάσθηκαν ήδη οι ανάγκες προστασίας των δεδομένων που προκύπτουν τόσο για τους δότες όσο και για τους λήπτες των οργάνων. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι η απαίτηση να τηρηθούν μυστικές οι ταυτότητες του δότη και του λήπτη (αιτιολογικές παράγραφοι 11 και 16, άρθρα 10 και 17). Διάφορες γενικές αναφορές στην προστασία των δεδομένων απαντώνται επιπλέον σε κάποια μέρη της πρότασης [αιτιολογική παράγραφος 17, άρθρο 16, άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο α), άρθρο 15 παράγραφος 3 και άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο α), Παράρτημα], καθώς και πιο ειδικές αναφορές σχετικά με την ανάγκη συνεργασίας με τις εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων (άρθρο 18 στοιχείο στ) και άρθρο 20 παράγραφος 2]. |
|
8. |
Ο ΕΕΠΔ επικροτεί τα προαναφερόμενα στοιχεία της πρότασης. Ωστόσο, θα επιθυμούσε να εκφράσει τον προβληματισμό του για μερικές από τις διατάξεις που δεν διατυπώνονται ούτε διευκρινίζονται ρητώς και δημιουργούν, ως εκ τούτου, ασάφειες, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεάσουν την ενιαία εφαρμογή της πρότασης από τα κράτη μέλη. |
|
9. |
Ειδικότερα, η ενίοτε αντιφατική χρήση των εννοιών της «δυνατότητας εντοπισμού των οργάνων» και της «ανωνυμίας του δότη και του λήπτη» είναι θέμα που απαιτεί περαιτέρω διασαφήνιση και μεγαλύτερη ακρίβεια. Στη συνάρτηση αυτή, πρέπει να δοθεί περαιτέρω έμφαση στην ανάγκη υιοθέτησης ενισχυμένων μέτρων ασφαλείας για την προστασία των δεδομένων του δότη και του λήπτη σε επίπεδο κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλιστεί η βελτίωση του επιπέδου προστασίας των δεδομένων στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και να εξασφαλιστεί η προστασία των δεδομένων στις διασυνοριακές ανταλλαγές οργάνων (εντός ή εκτός Ευρώπης). |
|
10. |
Η παρούσα γνωμοδότηση θα μελετήσει περαιτέρω τα προαναφερθέντα θέματα με στόχο τη βελτίωση του περιεχομένου της πρότασης που αφορά την προστασία των δεδομένων, από την άποψη τόσο της σαφήνειας όσο και της συνέπειας. |
II. ΔΙΑΣΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΙΑΣ
Η εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ
|
11. |
Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοούνται: «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη». |
|
12. |
Ως βιολογικό υλικό ανθρώπινης προέλευσης, όπως όργανα, ιστοί, κύτταρα ή αίμα, μπορεί να οριστεί το υλικό που είναι δυνατόν να εξαχθεί από το ανθρώπινο σώμα. Είναι αμφίβολο αν το υλικό αυτό μπορεί, υπό αυτή τη μορφή, να θεωρηθεί ως δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πηγή πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τον κάτοχό του. Η εξαγωγή των πληροφοριών αυτών αποτελεί συχνά τον σκοπό της επεξεργασίας βιολογικού υλικού. Αλλά ακόμη και χωρίς να υπάρχει τέτοια πρόθεση, το βιολογικό υλικό συνοδεύεται συχνά από τέτοιες εξαχθείσες πληροφορίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις ισχύουν οι κανόνες της οδηγίας 95/46/EK (5). Ήτοι, καθόσον ο κάτοχος του βιολογικού υλικού είναι (φυσικό) πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. |
|
13. |
Στην αιτιολογική παράγραφο 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ εξηγείται πώς είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν η ταυτότητα ενός προσώπου μπορεί να εξακριβωθεί: «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μέσων που μπορούν ευλόγως να χρησιμοποιηθούν, είτε από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, είτε από τρίτο, για να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εν λόγω προσώπου». Στην ίδια αιτιολογική παράγραφο εξηγείται περαιτέρω ότι οι κανόνες της οδηγίας 95/46/ΕΚ δεν εφαρμόζονται εάν οι πληροφορίες αφορούν πρόσωπο η ταυτότητα του οποίου είναι αδύνατον να εξακριβωθεί ή δεν μπορεί πλέον να εξακριβωθεί: τα δεδομένα αυτά θεωρούνται ανώνυμα. |
|
14. |
Στη Σύσταση (2006) 4, το Συμβούλιο της Ευρώπης ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα της δυνατότητας ταυτοποίησης του βιολογικού υλικού, προβαίνοντας σε διάκριση μεταξύ ταυτοποιήσιμου και μη ταυτοποιήσιμου βιολογικού υλικού (6). |
|
15. |
Σύμφωνα με τη σύσταση, ως ταυτοποιήσιμο βιολογικό υλικό νοείται «το βιολογικό υλικό που, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με συναφή δεδομένα, επιτρέπει την ταυτοποίηση των ενδιαφερόμενων προσώπων είτε απευθείας είτε με τη χρήση κώδικα» (7). Στη δεύτερη περίπτωση, ο χρήστης του βιολογικού υλικού μπορεί είτε να έχει πρόσβαση στον κώδικα («κωδικοποιημένο υλικό») είτε να μην έχει πρόσβαση στον κώδικα, ο οποίος βρίσκεται υπό τον έλεγχο τρίτου («συνδεδεμένο ανώνυμο υλικό»). Στη γνώμη 4/2007 σχετικά με την έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Ομάδα του άρθρου 29 χρησιμοποίησε την έννοια ανιχνεύσιμα ψευδώνυμα δεδομένα για να περιγράψει τα έμμεσα ταυτοποιήσιμα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με πρόσωπα, τα οποία μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν στην ανίχνευση και στην ταυτοποίηση των προσώπων υπό προκαθορισμένους όρους (8). Ως παράδειγμα αναφέρονται τα κωδικοποιημένα με κλείδα αποκωδικοποίησης δεδομένα, όπου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθορίζονται από έναν κωδικό, ενώ η κλείδα για την αντιστοιχία μεταξύ του κωδικού και των κοινών αναγνωριστικών των προσώπων τηρείται χωριστά. Εάν οι χρησιμοποιούμενοι κωδικοί είναι μοναδικοί για κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο, η ταυτοποίηση είναι δυνατή μέσω της κλείδας που εφαρμόζεται για την κωδικοποίηση. |
|
16. |
Η σύσταση μνημονεύει επίσης το μη ταυτοποιήσιμο βιολογικό υλικό (ή «αποσυνδεδεμένο ανωνυμοποιημένο υλικό») ως «το βιολογικό υλικό που, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με συναφή δεδομένα, δεν επιτρέπει την με εύλογες προσπάθειες ταυτοποίηση των ενδιαφερόμενων προσώπων» (9). Τα εν λόγω θα θεωρούνται πραγματικά ανώνυμα δεδομένα, όπως καθορίζονται στην οδηγία 95/46/EK. |
|
17. |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 95/46/ΕΚ εφαρμόζεται στη συλλογή, την αποθήκευση και την επεξεργασία των ταυτοποιήσιμων οργάνων και την επακόλουθη εξαγωγή πληροφοριών από τα όργανα αυτά, για όσο χρονικό διάστημα παραμένει δυνατόν, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη όλα τα μέσα που είναι πιθανόν και εύλογο να χρησιμοποιηθούν, προκειμένου να ταυτοποιηθεί το σχετικό πρόσωπο. Όπως θα φανεί, η μόνιμη δυνατότητα εντοπισμού των οργάνων, όπως προβλέπεται στην προτεινόμενη οδηγία, θα διατηρεί τη δυνατότητα ταυτοποίησης των προσώπων καθ’ όλη τη διαδικασία. |
Δυνατότητα εντοπισμού έναντι ανωνυμίας των ανθρώπινων οργάνων
|
18. |
Ως δυνατότητα εντοπισμού βιολογικού υλικού νοείται η δυνατότητα ανίχνευσης του κατόχου του υλικού και, κατά συνέπεια, η ταυτοποίησή του. Με άλλα λόγια, όποτε είναι δυνατός ο εντοπισμός των κατόχων των βιολογικού υλικού, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μπορούν αυτοί να θεωρηθούν ως ταυτοποιήσιμοι και τούμπαλιν. Επομένως, οι έννοιες της «δυνατότητας εντοπισμού» και της «ταυτοποίησης» συνδέονται, κατ’ αρχήν, στενά η μία με την άλλη. Αντίθετα, η δυνατότητα εντοπισμού και η ανωνυμία των δεδομένων δεν μπορούν να συμβαδίζουν. Είναι αντίθετες μεταξύ τους. Εάν ορισμένες πληροφορίες είναι αληθινά ανώνυμες δεν είναι δυνατόν να ταυτοποιηθούν και να εντοπιστούν τα σχετικά πρόσωπα. |
|
19. |
Στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης, η δυνατότητα εντοπισμού αποτελεί υποχρεωτική απαίτηση που πρέπει να εισαχθεί διττώς στα εθνικά προγράμματα ποιότητας των κρατών μελών, δηλ. και για τους δότες και για τους λήπτες. Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι πληροφορίες για τους δότες και τους λήπτες τηρούνται εμπιστευτικές, οι πληροφορίες σχετικά με τα όργανα είναι ταυτοποιήσιμες. Συμπεριλαμβάνεται επίσης στον ορισμό της πρότασης για τη δυνατότητα εντοπισμού στο άρθρο 3: «η ικανότητα μιας αρμόδιας αρχής να εντοπίζει και να ταυτοποιεί το όργανο σε κάθε στάδιο της αλυσίδας από τη δωρεά έως τη μεταμόσχευση ή την αποβολή του οργάνου, η οποία, υπό συνθήκες που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, είναι εξουσιοδοτημένη να: ταυτοποιεί το δότη και τον οργανισμό προμήθειας· ταυτοποιεί το/τους λήπτη/-ες στο/στα μεταμοσχευτικό/-ά κέντρο/-α· εντοπίζει και ταυτοποιεί όλα τα σχετικά δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα όσον αφορά τα προϊόντα και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με το εν λόγω όργανο.». |
|
20. |
Επιπλέον, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 10 της πρότασης σχετικά με τη δυνατότητα εντοπισμού αναφέρεται ότι «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα όργανα που αφαιρούνται και διατίθενται στο έδαφός τους μπορούν να εντοπιστούν από το δότη έως το λήπτη και αντιστρόφως, ώστε να διαφυλάσσεται η υγεία των δοτών και των ληπτών». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου αναφέρεται ότι «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι: α) η αρμόδια αρχή ή άλλοι φορείς που συμμετέχουν στην αλυσίδα από τη δωρεά έως τη μεταμόσχευση ή την αποβολή του οργάνου τηρούν τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να εξασφαλίζεται η δυνατότητα εντοπισμού σε κάθε κρίκο της αλυσίδας από τη δωρεά έως τη μεταμόσχευση ή την αποβολή του οργάνου, σύμφωνα με τα εθνικά προγράμματα ποιότητας· β) τα δεδομένα που απαιτούνται για την πλήρη δυνατότητα εντοπισμού τηρούνται για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών μετά τη δωρεά. Τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να αποθηκεύονται σε ηλεκτρονική μορφή». |
|
21. |
Μολονότι η διαδικασία εντοπισμού υπόκειται σε μέτρα εφαρμογής (βλ. το άρθρο 25 της πρότασης), ως η πλέον πιθανή λύση φαίνεται ένα πρόγραμμα έμμεσης ταυτοποίησης του δότη και του λήπτη, το οποίο θα ακολουθεί ή, τουλάχιστον, θα είναι διαλειτουργικό με την οδηγία 2004/23/EK (10) για τους ιστούς και τα κύτταρα και τον ευρωπαϊκό κωδικό ταυτοποίησης που προβλέπει (11). Στην περίπτωση αυτή, η επεξεργασία σχετικά με τους δότες και τους λήπτες στο πλαίσιο της πρότασης αφορά το συνδεδεμένο ανώνυμο βιολογικό υλικό ή, με την ορολογία της προστασίας των δεδομένων, τα ανιχνεύσιμα ψευδώνυμα δεδομένα (βλ. ανωτέρω στο σημείο 15) για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις της οδηγίας 95/46/EK. |
|
22. |
Σημειώνεται, εντούτοις, ότι, παρά τις σαφείς απαιτήσεις δυνατότητας εντοπισμού και ταυτοποίησης, η πρόταση χρησιμοποιεί σε μερικά σημεία της τον όρο «ανωνυμία» ή «ανώνυμα δεδομένα» αναφερόμενη στα δεδομένα του δότη και του λήπτη. Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, αυτό είναι αντιφατικό και προκαλεί ιδιαίτερη σύγχυση (12). |
|
23. |
Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 της πρότασης, που μνημονεύει την ανάγκη να υπάρχει σύστημα ταυτοποίησης των δοτών, αναφέρεται ότι «Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εφαρμογή ενός συστήματος ταυτοποίησης των δοτών το οποίο θα μπορεί να ταυτοποιεί κάθε δωρεά και κάθε όργανο που συνδέεται με αυτή. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το εν λόγω σύστημα ταυτοποίησης σχεδιάζεται με στόχο τη συλλογή, την επεξεργασία ή τη χρήση κανενός ή όσο το δυνατόν λιγότερων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, κρίνεται σκόπιμη η αξιοποίηση των δυνατοτήτων χρήσης ψευδωνύμου ή ανωνυμίας για τα πρόσωπα» (13). Ο ΕΕΠΔ είναι της άποψης ότι οι υπογραμμισμένοι όροι στη συγκεκριμένη παράγραφο έρχονται σε σύγκρουση με την έννοια της δυνατότητας εντοπισμού, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα ανιχνεύσιμων και ταυτοποιήσιμων δεδομένων όταν οι δότες και οι λήπτες καθίστανται ανώνυμοι. Εκτός αυτού, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η εν λόγω παράγραφος αναφέρεται στην ταυτοποίηση του δότη, ενώ η ταυτοποίηση του λήπτη (που αποτελεί επίσης μέρος της διαδικασίας) δεν αναφέρεται καθόλου. |
|
24. |
Η προαναφερόμενη αντίφαση γίνεται ακόμα προφανέστερη στο άρθρο 17 σχετικά με την ανωνυμία δοτών και ληπτών, το οποίο προβλέπει ότι: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των δοτών και των ληπτών που αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας καθίστανται ανώνυμα, ώστε να μην μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα ούτε των δοτών ούτε των ληπτών». Το άρθρο αυτό έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τα άρθρα των προτάσεων σχετικά με τη δυνατότητα εντοπισμού. |
Εμπιστευτικότητα αντί ανωνυμίας
|
25. |
Ο ΕΕΠΔ αντιλαμβάνεται ότι ο όρος «ανωνυμία» χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανάγκη ιδιαίτερης εμπιστευτικότητας (14) των δεδομένων του δότη και του λήπτη, με την έννοια ότι οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες μόνο στους εξουσιοδοτημένους να έχουν πρόσβαση. Ο ΕΕΠΔ υποθέτει ότι η ανωνυμία χρησιμοποιείται ειδικότερα σαν να υπονοείται ότι χρησιμοποιείται ένα σχέδιο έμμεσης ταυτοποίησης του δότη και του λήπτη (15), το οποίο μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτό από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο εν λόγω όρος στην οδηγία 2004/23/ΕΚ για τους ιστούς και τα κύτταρα. Όπως δηλώθηκε νωρίτερα, ωστόσο, η ανωνυμία δεν είναι ο σωστός όρος που πρέπει να χρησιμοποιείται. |
|
26. |
Ένα παράδειγμα για τον χειρισμό τόσο της προστασίας των δεδομένων όσο και της δυνατότητας εντοπισμού σε διαδικασία μεταμόσχευσης ευρίσκεται στο πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική (16). Εκεί χρησιμοποιείται η έννοια της εμπιστευτικότητας αντί της ανωνυμίας. Ειδικότερα στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αναφέρεται ότι «όλα τα προσωπικά δεδομένα σχετικά με το πρόσωπο από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όργανα ή ιστοί και τα προσωπικά δεδομένα σχετικά με τον λήπτη θεωρούνται εμπιστευτικά. Τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να συλλέγονται, να υποβάλλονται σε επεξεργασία και να κοινοποιούνται μόνο σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας του επαγγελματικού απόρρητου και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου συνεχίζει ως εξής: «οι διατάξεις της παραγράφου 1 ερμηνεύονται χωρίς να θίγονται οι διατάξεις που καθιστούν δυνατή, με τις κατάλληλες διασφαλίσεις, τη συλλογή, την επεξεργασία και την κοινοποίηση των απαραίτητων πληροφοριών σχετικά με το πρόσωπο από το οποίο έχουν αφαιρεθεί τα όργανα ή οι ιστοί ή σχετικά με τον λήπτη των οργάνων και των ιστών στον βαθμό που απαιτείται για ιατρικούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης της ιχνηλασιμότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 του εν λόγω πρωτοκόλλου». |
|
27. |
Βάσει των προαναφερομένων, ο ΕΕΠΔ συνιστά αλλαγή της διατύπωσης σε ορισμένα μέρη της πρότασης προκειμένου να αποφευχθεί η ασάφεια και να δηλώνεται ρητώς το γεγονός ότι τα δεδομένα δεν είναι ανώνυμα, αλλά η επεξεργασία τους πρέπει να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες εμπιστευτικότητας και ασφάλειας. Ειδικότερα, ο ΕΕΠΔ συνιστά τις εξής αλλαγές:
|
|
28. |
Επιπλέον, όπως θα συζητηθεί στη συνέχεια της παρούσας γνωμοδότησης, ο ΕΕΠΔ προτείνει να καταγραφεί περαιτέρω η ανάγκη ενισχυμένης προστασίας των δεδομένων του δότη και του λήπτη μέσω της εφαρμογής αυστηρών μέτρων ασφαλείας, τόσο σε εθνικό όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο. |
III. ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Βασικές ανάγκες και προδιαγραφές ασφαλείας
|
29. |
Όπως προκύπτει από την πρόταση, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του δότη και του λήπτη πραγματοποιείται κυρίως σε εθνικό επίπεδο, ήτοι στα κέντρα προμήθειας και μεταμόσχευσης των κρατών μελών. Στο ίδιο επίπεδο τηρείται και το μητρώο ζώντων δοτών. Μολονότι δεν έχει ακόμα καθοριστεί ο μηχανισμός δυνατότητας εντοπισμού, θεωρείται λογικό οι δραστηριότητες κωδικοποίησης να πραγματοποιούνται σε εθνικό επίπεδο ακόμα και σε περίπτωση χρήσης ευρωπαϊκού συστήματος κωδικοποίησης, δεδομένου ότι η ταυτοποίηση των δοτών και των ληπτών είναι εφικτή μόνο μέσω των αρμοδίων εθνικών αρχών. |
|
30. |
Επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εφαρμοστεί πολιτική ασφάλειας των πληροφοριών που θα βασίζεται σε αυστηρά και άρτια μέτρα ασφαλείας στις σχετικές εθνικές υπηρεσίες, ιδίως προκειμένου να πληρούνται οι προδιαγραφές εμπιστευτικότητας που παρατίθενται στην πρόταση για τους δότες και τους λήπτες, και προκειμένου να διασφαλίζεται η ακεραιότητα (17), η δυνατότητα απόδοσης ευθυνών (accountability) (18) και η διαθεσιμότητα (19) των δεδομένων αυτών. Εν προκειμένω, η πολιτική ασφαλείας των πληροφοριών πρέπει να καλύπτει φυσικά και λογικά μέτρα ασφάλειας με έμφαση, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο της εισαγωγής, πρόσβασης, καταγραφής, διαβίβασης και κοινοποίησης των δεδομένων, καθώς και στον έλεγχο των μέσων αποθήκευσης των δεδομένων. |
|
31. |
Αναφορικά με την εμπιστευτικότητα, τα ιατρικά δεδομένα των ληπτών (20), καθώς και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό και την παρακολούθηση των δοτών [επίσης σε σχέση με τους «διευρυμένους δότες» (21)], μπορούν να αποκαλύπτουν ευαίσθητες πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, που είναι δυνατόν να επηρεάσουν την κοινωνική, επαγγελματική ή/και προσωπική ζωή τους. Η προστασία των δεδομένων ταυτοποίησης του δότη είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθόσον οι ζώντες δότες ή τα πρόσωπα που έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για δωρεά ενός ή περισσοτέρων οργάνων μετά θάνατον, μπορούν να αποτελέσουν θύματα της παράνομης διακίνησης ανθρώπινων οργάνων και ιστών εφόσον αποκαλυφθούν οι πληροφορίες αυτές. Η ακεραιότητα των δεδομένων για τα όργανα είναι επίσης πολύ σημαντική, καθώς ακόμα και ένα λάθος στις διαβιβαζόμενες πληροφορίες μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη ζωή του λήπτη. Το ίδιο ισχύει και για την ακρίβεια των δεδομένων περί της υγείας του δότη πριν από τη μεταμόσχευση, καθότι τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση της καταλληλότητας ή μη του οργάνου. Όσον αφορά τη δυνατότητα απόδοσης ευθυνών, καθόσον εμπλέκονται πολλές και διαφορετικές υπηρεσίες στο συνολικό πρόγραμμα δωρεάς και μεταμόσχευσης, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς να έχουν επίγνωση των ενεργειών τους και να φέρουν την ευθύνη αυτών, π.χ. στις περιπτώσεις που τα δεδομένα ταυτοποίησης του δότη αποκαλύπτονται σε μη εγκεκριμένα άτομα ή όταν τα ιατρικά δεδομένα των οργάνων δεν είναι ακριβή. Τέλος, καθώς ολόκληρο το σύστημα βασίζεται στη διαβίβαση δεδομένων που αφορούν τα όργανα και τον μηχανισμό δυνατότητας εντοπισμού από τον δότη στο λήπτη, τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των εξουσιοδοτημένων προσώπων όποτε απαιτείται και χωρίς καθυστέρηση (ειδάλλως η μη διαθεσιμότητα των δεδομένων θα θίγει την ορθή λειτουργία του συστήματος). |
|
32. |
Θα πρέπει σχετικά να εφαρμοστούν κατάλληλοι μηχανισμοί απόδοσης δικαιωμάτων (authorization), ακολουθώντας συγκεκριμένες πολιτικές ελέγχων της πρόσβασης, τόσο για τις εθνικές βάσεις δεδομένων όσο και στην περίπτωση των διασυνοριακών ανταλλαγών οργάνων. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει κατ' αρχάς να καθορίζονται σε οργανωτικό επίπεδο, ειδικότερα όσον αφορά τις διαδικασίες ταυτοποίησης για τους δότες και τους λήπτες (π.χ. ποια άτομα έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες πληροφορίες και υπό ποιες προϋποθέσεις). Με τον τρόπο αυτό θα αποδοθούν δικαιώματα πρόσβασης, καθώς και σενάρια πρόσβασης που θα περιγράφουν τον τρόπο εφαρμογής των δικαιωμάτων πρόσβασης (π.χ. προϋποθέσεις και διαδικασία για τη διαβίβαση δεδομένων από τον οργανισμό προμήθειας προς την αρμόδια αρχή, ορισμένες περιπτώσεις — εφόσον υφίστανται — κατά τις οποίες πρέπει να αποκαλυφθεί στον λήπτη η ταυτότητα του δότη και οι σχετικές διαδικασίες κλπ.). Προκειμένου οι πολιτικές αυτές να είναι αποτελεσματικές, τα ενεχόμενα στη διαδικασία πρόσωπα πρέπει να δεσμεύονται από συγκεκριμένους κανόνες εμπιστευτικότητας. |
|
33. |
Μετά τον καθορισμό τους, οι πολιτικές αυτές μπορούν να εφαρμόζονται σε τεχνικό επίπεδο, ήτοι όσον αφορά τον έλεγχο της πρόσβασης των χρηστών σε συστήματα και εφαρμογές βάσει των προκαθορισμένων δικαιωμάτων πρόσβασης. Υπάρχει δυνατότητα χρήσης δοκιμασμένων τεχνολογιών, όπως η κρυπτογράφηση και τα ψηφιακά πιστοποιητικά (22) (π.χ. λειτουργίες υποδομής δημόσιας κλείδας (23). Μπορούν επίσης να εφαρμόζονται μηχανισμοί επαλήθευσης ταυτότητας που βασίζονται στο ρόλο του χρήστη για τον περιορισμό των δικαιωμάτων πρόσβασης του χρήστη με βάση τη θέση τους (π.χ. μόνο οι γιατροί θα έχουν το δικαίωμα τροποποίησης των ιατρικών δεδομένων των δοτών και των ληπτών στις εθνικές βάσεις δεδομένων). |
|
34. |
Ο έλεγχος της πρόσβασης πρέπει να συμπληρώνεται με δυνατότητες καταγραφής των ενεργειών των χρηστών (π.χ. δικαιώματα πρόσβασης για ανάγνωση και γραφή στα ιατρικά δεδομένα), ειδικότερα εφόσον χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά συστήματα. Θα πρέπει επίσης να εφαρμοστούν φυσικά και λογικά μέτρα ασφαλείας για να διασφαλίζεται η πλήρης λειτουργικότητα των βάσεων δεδομένων των δοτών και των ληπτών, ως κεντρικού στοιχείου του προτεινόμενου συστήματος δωρεάς και μεταμόσχευσης. Η διαθεσιμότητα των δεδομένων θα πρέπει να θεωρείται ως ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος. Η πολιτική ασφάλειας των πληροφοριών πρέπει να βασίζεται, εν προκειμένω, σε ολοκληρωμένη ανάλυση και αξιολόγηση του κινδύνου, και να περιέχει στοιχεία όπως συμβάντα και διαχείριση της συνέχισης των δραστηριοτήτων. Όλα τα ως άνω στοιχεία πρέπει να διατηρούνται και να βελτιώνονται μέσω τακτικών διαδικασιών παρακολούθησης και επανεξέτασης. Οι ανεξάρτητοι έλεγχοι μπορούν επίσης να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα και να βελτιώσουν το σύστημα λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη δυνατότητα χρήσης ψευδωνύμων, τη δυνατότητα εντοπισμού και τις πρακτικές μεταφοράς των δεδομένων. |
|
35. |
Ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να δοθεί περαιτέρω έμφαση στην ανάγκη εφαρμογής αυτών των μέτρων στο πλαίσιο της προτεινόμενης οδηγίας. |
Ενίσχυση των σχετικών με την ασφάλεια διατάξεων της πρότασης
|
36. |
Στο άρθρο 16 της πρότασης περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εμπιστευτικότητας και ασφάλειας της επεξεργασίας, αναφέρεται ότι «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προασπίζεται πλήρως και αποτελεσματικά σε κάθε δραστηριότητα μεταμόσχευσης οργάνου, σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η οδηγία 95/46/ΕΚ, και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3, τα άρθρα 16 και 17 και το άρθρο 28 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας». Ο ΕΕΠΔ συνιστά την προσθήκη δεύτερης παραγράφου στο παρόν άρθρο, στην οποία θα περιγράφονται οι βασικές αρχές διασφάλισης της ασφάλειας στο επίπεδο των κρατών μελών, με αναφορά τουλάχιστον στα ακόλουθα σημεία:
|
|
37. |
Ο ΕΕΠΔ συνιστά τα ως άνω στοιχεία να περιληφθούν στο άρθρο 16 και εν συνεχεία να διευκρινιστούν περαιτέρω ως μέρος των μέτρων εφαρμογής του άρθρου 25, και ειδικότερα της παραγράφου 1, στοιχεία α), β) και γ). |
IV. ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΟΡΓΑΝΩΝ
Εναρμόνιση της ασφάλειας στα κράτη μέλη
|
38. |
Η διασυνοριακή ανταλλαγή οργάνων συνεπάγεται πάντα στην πράξη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον, ακόμα και κωδικοποιημένα, τα όργανα είναι (έμμεσα) δυνατόν να ταυτοποιηθούν μέσω των εθνικών αρμόδιων αρχών. |
|
39. |
Ο ΕΕΠΔ έχει ήδη διατυπώσει τη γνώμη του ως προς τις ανάγκες ασφαλείας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη εντός της Ευρώπης, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη εναρμόνισης των πολιτικών ασφάλειας των πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών ώστε να επιτευχθεί ολοκληρωμένο επίπεδο προστασίας των δεδομένων (24). Συνιστά το στοιχείο αυτό να αναφέρεται και στην παρούσα πρόταση και ειδικότερα στην αιτιολογική παράγραφο 17 όπου γίνεται αναφορά στη διάταξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ περί ασφάλειας της επεξεργασίας. |
Σύσταση του συστήματος δυνατότητας εντοπισμού
|
40. |
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σημαντική παράμετρο της διασυνοριακής ασφάλειας των δεδομένων αποτελεί ο προς σύσταση μηχανισμός δυνατότητας εντοπισμού. Προς τούτο, εκτός από τα μέτρα ασφάλειας που εφαρμόζονται σε επίπεδο κρατών μελών, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις δυνατότητες χρήσης ψευδωνύμου με στόχο την ταυτοποίηση του δότη και του λήπτη (π.χ. τύπος κωδικοποίησης, δυνατότητα διπλής κωδικοποίησης κλπ.) και για τη διατήρηση της διαλειτουργικότητας με το σύστημα ταυτοποίησης ιστών και κυττάρων. |
|
41. |
Ο ΕΕΠΔ συνιστά να γίνει ειδική αναφορά σχετικά με αυτό το σημείο στο πλαίσιο του άρθρου 25 της προτεινόμενης οδηγίας για τα μέτρα εφαρμογής, τροποποιώντας την παράγραφο 1 στοιχείο β) ως εξής: «διαδικασίες για την εξασφάλιση πλήρους ιχνηλασιμότητας των οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων επισήμανσης, με διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας του δότη και του λήπτη καθ’ όλη τη διαδικασία ιχνηλασιμότητας και διατήρηση της διαλειτουργικότητας με το σύστημα ταυτοποίησης ιστών και κυττάρων.» |
Ανταλλαγή οργάνων με τρίτες χώρες
|
42. |
Οι ανάγκες ασφαλείας είναι ακόμα σημαντικότερες όταν ανταλλάσσονται δεδομένα με τρίτες χώρες όπου δεν μπορεί πάντα να διασφαλισθεί ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας των δεδομένων. Ειδικό καθεστώς για τη μεταφορά των προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες προβλέπεται στα άρθρα 25 και 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Ο ΕΕΠΔ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οι απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την ταχεία και αποτελεσματική μεταφορά των οργάνων, η οποία είναι αναγκαία στο σύστημα της δωρεάς οργάνων και ενδέχεται συχνά να αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Οι δυνατότητες έγκρισης μεταφορών παρά την έλλειψη εν γένει ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα πρέπει, επομένως, να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης. Εν προκειμένω, πρέπει κανείς να λάβει υπόψη ότι λόγω του έμμεσου χαρακτήρα της ταυτοποίησης προσώπων σε διασυνοριακό επίπεδο, από κοινού με το γεγονός ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές έχουν τη γενική εποπτεία του συστήματος, οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι είναι πιθανότατα μικρότεροι από τους κινδύνους που προκύπτουν σε εθνικό επίπεδο (25). |
|
43. |
Προς τούτο, ο ΕΕΠΔ είναι της άποψης ότι η αρμόδια αρχή για την έγκριση των μεταφορών αυτών διαβουλεύεται με την εθνική αρχή προστασίας των δεδομένων προκειμένου να αναπτύξει, λαμβάνοντας υπόψη τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 26 της οδηγίας 95/46/EK, το απαραίτητο πλαίσιο για ασφαλή αλλά επίσης ταχεία και αποτελεσματική μεταφορά των δεδομένων των οργάνων από και προς τρίτες χώρες. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να γίνει ειδική αναφορά σχετικά με αυτό το σημείο στο πλαίσιο του άρθρου 21 σχετικά με την ανταλλαγή οργάνων με τρίτες χώρες ή στη σχετική αιτιολογική παράγραφο 15. |
Μέτρα εφαρμογής
|
44. |
Εν κατακλείδι, ο ΕΕΠΔ παροτρύνει το νομοθέτη να διασφαλίσει ότι, όσον αφορά το άρθρο 25, σε κάθε περίπτωση όπου εξετάζονται μέτρα εφαρμογής τα οποία θίγουν την προστασία και την ασφάλεια δεδομένων, ζητείται η γνώμη όλων των σχετικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του ΕΕΠΔ και της Ομάδας του άρθρου 29. |
V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
|
45. |
Ο ΕΕΠΔ κατέγραψε την πρωτοβουλία εξασφάλισης υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τα ανθρώπινα όργανα που προορίζονται για μεταμόσχευση, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως τμήμα της συνολικής κοινοτικής προσέγγισης προς τη θέσπιση κοινών προτύπων με στόχο να προαχθεί η διασυνοριακή διαθεσιμότητα των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης σε ολόκληρη την Ευρώπη. |
|
46. |
Στην πρόταση εξετάσθηκαν ήδη οι ανάγκες προστασίας των δεδομένων που προκύπτουν για τους δότες και για τους λήπτες των οργάνων, ιδίως όσον αφορά την απαίτηση εμπιστευτικότητας των ταυτοτήτων τους. Ο ΕΕΠΔ διαπιστώνει, ωστόσο, με λύπη του ότι μερικές από αυτές τις διατάξεις είναι ασαφείς, διφορούμενες ή πολύ γενικόλογες και, για τον λόγο αυτόν, συνιστά διάφορες τροποποιήσεις προκειμένου να βελτιωθεί το περιεχόμενο της πρότασης που σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων. |
|
47. |
Εν πρώτοις, ο ΕΕΠΔ σημειώνει την αντίφαση μεταξύ των εννοιών της δυνατότητας εντοπισμού και της ανωνυμίας που υπάρχει στην πρόταση. Από αυτή την άποψη, συνιστά συγκεκριμένες αλλαγές της διατύπωσης σε ορισμένα μέρη της πρότασης (συγκεκριμένα στην αιτιολογική παράγραφο 16, στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και στο άρθρο 17) προκειμένου να αποφευχθεί η ασάφεια και να δηλώνεται ρητώς το γεγονός ότι τα δεδομένα δεν είναι ανώνυμα, αλλά η επεξεργασία τους πρέπει να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες εμπιστευτικότητας και ασφάλειας. |
|
48. |
Επιπλέον, προτείνει μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη θέσπισης αυστηρών μέτρων ασφαλείας σε εθνικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να γίνει με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου στο άρθρο 16 στην οποία θα περιγράφονται οι βασικές αρχές διασφάλισης της ασφάλειας στο επίπεδο των κρατών μελών, καθώς και με την περαιτέρω διευκρίνιση των εν λόγω αρχών στο πλαίσιο των μέτρων εφαρμογής του άρθρου 25 παράγραφος 1. Στις προτεινόμενες αρχές ασφάλειας περιλαμβάνονται:
|
|
49. |
Όσον αφορά τη διασυνοριακή ανταλλαγή οργάνων, ο ΕΕΠΔ συνιστά να αναφέρεται στην αιτιολογική παράγραφο 17 της πρότασης η ανάγκη εναρμόνισης των πολιτικών ασφάλειας πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις δυνατότητες χρήσης ψευδωνύμου για την ταυτοποίηση του δότη και του λήπτη, καθώς και στη διατήρηση της διαλειτουργικότητας με το σύστημα ταυτοποίησης ιστών και κυττάρων. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να γίνει ειδική αναφορά σχετικά με αυτό το σημείο στο πλαίσιο του άρθρου 25 παράγραφος 1 στοιχείο β) της πρότασης. |
|
50. |
Σχετικά με την ανταλλαγή οργάνων με τρίτες χώρες, ο ΕΕΠΔ συνιστά να αναφέρεται στο άρθρο 21 ή στη σχετική αιτιολογική παράγραφο 15 της πρότασης ότι η αρμόδια αρχή θα διαβουλεύεται με την εθνική αρχή προστασίας των δεδομένων προκειμένου να αναπτύξει το απαραίτητο πλαίσιο για ασφαλή αλλά επίσης ταχεία και αποτελεσματική μεταφορά των δεδομένων των οργάνων από και προς τρίτες χώρες. |
|
51. |
Τέλος, ο ΕΕΠΔ συνιστά, σε κάθε περίπτωση όπου εξετάζονται μέτρα εφαρμογής τα οποία θίγουν την προστασία και την ασφάλεια δεδομένων, να ζητείται η γνώμη όλων των σχετικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του ΕΕΠΔ και της Ομάδας του άρθρου 29. |
Βρυξέλλες, 5 Μαρτίου 2009
Peter HUSTINX
Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων
(1) COM(2008) 818 τελικό.
(2) Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται οι οδηγίες 2002/98/ΕΚ, 2004/33/ΕΚ, 2005/61/ΕΚ και 2005/62/ΕΚ για το αίμα και τα προϊόντα αίματος και τις οδηγίες 2004/23/ΕΚ, 2006/17/ΕΚ και 2006/86/ΕΚ για τους ανθρώπινους ιστούς και τα κύτταρα.
(3) Βλ. επίσης την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των ασθενών στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, COM(2008) 414 τελικό.
(4) Γνώμη του ΕΕΠΔ της 2ας Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των ασθενών στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη.
(5) Ομάδα του άρθρου 29, Γνώμη 4/2007 σχετικά με την έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σ. 9.
(6) Σύσταση Rec(2004) 4 της Επιτροπής των Υπουργών προς τα κράτη μέλη σχετικά με την έρευνα επί βιολογικού υλικού ανθρώπινης προέλευσης.
(7) Άρθρο 3 σημείο i) της Σύστασης Rec(2006) 4.
(8) Ομάδα του άρθρου 29, Γνώμη 4/2007, σ. 21.
(9) Άρθρο 3 στοιχείο (ii) της σύστασης Rec(2006) 4.
(10) Δεδομένου ότι οι δότες οργάνων είναι πολύ συχνά δότες ιστών, υφίσταται η ανάγκη να ανιχνεύεται και να αναφέρεται κάθε απρόσμενη ανεπιθύμητη αντίδραση και στο σύστημα επαγρύπνησης για τον εντοπισμό ιστών, συνεπώς απαιτείται διαλειτουργικότητα με τη μέθοδο έμμεσης ταυτοποίησης που χρησιμοποιείται σε αυτό το σύστημα. Βλ: Οδηγία 2004/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων, ΕΕ L 102/48 της 7.4.2004, και οδηγία 2006/86/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας, την κοινοποίηση σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων και συμβάντων, καθώς και ορισμένες τεχνικές απαιτήσεις για την κωδικοποίηση, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων, ΕΕ L 294/32 της 25.10.2006.
(11) Ο κωδικός αυτός περιλαμβάνει έναν μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης για κάθε δωρεά, με τον οποίο, μαζί με το ίδρυμα ιστών και την ταυτοποίηση του προϊόντος, μπορούν να ανιχνεύονται οι δότες και οι λήπτες. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/86/ΕΚ, «ένας μοναδικός ευρωπαϊκός κωδικός ταυτοποίησης χορηγείται σε όλο το δωρηθέν υλικό στο ίδρυμα ιστών, ο οποίος εξασφαλίζει την ορθή ταυτοποίηση του δότη και την ιχνηλασιμότητα όλου του δωρηθέντος υλικού και παρέχει πληροφορίες για τα κύρια χαρακτηριστικά και τις κύριες ιδιότητες των ιστών και των κυττάρων». Όπως περιγράφεται στο Παράρτημα VII της ίδιας οδηγίας, ο κωδικός έχει δύο μέρη: α) ταυτοποίηση δωρεάς, που περιλαμβάνει έναν μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης για τη δωρεά και την ταυτοποίηση του ιδρύματος ιστών, και β), ταυτοποίηση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένου του κωδικού του προϊόντος, του αριθμού της υποπαρτίδας και της ημερομηνίας λήξης.
(12) Η παρατήρηση αυτή έγινε και από τον ΕΕΠΔ στα σχόλιά του, στις 19.9.2006, σχετικά με τη δημόσια διαβούλευση για τη μελλοντική δράση της ΕΕ στον τομέα της δωρεάς και της μεταμόσχευσης οργάνων.
(13) Δική μας έμφαση.
(14) Η εξασφάλιση πρόσβασης των πληροφοριών μόνο στους εξουσιοδοτημένους να έχουν πρόσβαση (ορισμός ISO, πηγή: http://www.wikipedia.org).
(15) Ο όρος «ανωνυμία», ανάλογα με το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται, υπονοεί μερικές φορές την έμμεση ταυτοποίηση δεδομένων, όπως π.χ. στις στατιστικές. Αυτό, όμως, δεν είναι ορθό από την άποψη της προστασίας των δεδομένων, όπως το εξήγησε ο ΕΕΠΔ στις γνωμοδοτήσεις του όσον αφορά την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για τη δημόσια υγεία και για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία [COM(2007) 46 τελικό], και όσον αφορά την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές [COM(2007) 625 τελικό].
(16) Συμβούλιο της Ευρώπης, Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, σχετικά με τη μεταμόσχευση οργάνων και ιστών ανθρώπινης προέλευσης, Στρασβούργο, 24.1.2002 για το διάγραμμα επικύρωσης βλέπε http://conventions.coe.int/Treaty/Commun/QueVoulezVous.asp?NT=186&CM=8&DF=2/13/2009&CL=ENG. Βλ. επίσης: Συμβούλιο της Ευρώπης, Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, Οβιέδο, 4.4.1997, βλέπε http://conventions.coe.int/Treaty/Commun/QueVoulezVous.asp?NT=164&CM=8&DF=2/13/2009&CL=ENG για το διάγραμμα επικύρωσης.
(17) Η εξασφάλιση ότι τα δεδομένα είναι «πλήρη» ή ολοκληρωμένα, η κατάσταση στην οποία τα δεδομένα διατηρούνται πανομοιότυπα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε ενέργειας (όπως μεταφορά, φύλαξη ή ανάκτηση), η διατήρηση των δεδομένων για την προβλεπόμενη χρήση τους ή, αναφορικά με ειδικές ενέργειες, η εκ των προτέρων προσδοκία της ποιότητας των δεδομένων. Με απλά λόγια, η ακεραιότητα των δεδομένων είναι η διασφάλιση ότι τα δεδομένα είναι συνεπή και ορθά (πηγή: http://www.wikipedia.org)· η διασφάλιση ότι στις πληροφορίες έχουν πρόσβαση και μπορούν να τις τροποποιήσουν μόνο εξουσιοδοτημένα πρόσωπα (πηγή: http://searchdatacenter.techtarget.com).
(18) Δυνατότητα απόδοσης ευθυνών ως προς τις πράξεις κάθε ατόμου· μη άρνηση αποστολής/λήψης πληροφορίας (non-repudiation): εξασφάλιση ότι τα δεδομένα έχουν σταλεί και έχουν παραληφθεί από εκείνους που ισχυρίζονται ότι τα έχουν στείλει και παραλάβει: η έννοια της διασφάλισης ότι μια πλευρά, σε περίπτωση διαφοράς, δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση ή την ισχύ μιας δήλωσης (πηγή: http://www.wikipedia.org).
(19) Ο βαθμός άμεσης πρόσβασης στα δεδομένα (πηγή: http://www.pcmag.com).
(20) Σημειωτέον ότι και απλώς το γεγονός της μεταμόσχευσης οργάνου σε λήπτη αποτελεί ευαίσθητο δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα για την υγεία του εν λόγω προσώπου.
(21) Δυνητικοί δότες, που δεν αποτελούν τους ιδανικούς υποψήφιους δότες, αλλά μπορούν να επιλεγούν υπό ορισμένες περιστάσεις, π.χ. για ηλικιωμένους λήπτες. Βλ.: Έγγραφο εργασίας της Επιτροπής που επισυνάπτεται στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας των ανθρώπινων οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση και Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με πρόγραμμα δράσης για τη δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων (2009-2015): Αξιολόγηση του αντικτύπου ως προς την ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών, 8.12.2008.
(22) Το ηλεκτρονικό αντίστοιχο δελτίου ταυτότητας που ταυτοποιεί τον δημιουργό ψηφιακής υπογραφής (πηγή: http://www.ffiec.gov/ffiecinfobase/booklets/e_banking/ebanking_04_appx_b_glossary.html).
(23) Η υποδομή δημόσιας κλείδας (PKI) είναι ένα σύνολο συστήματος εξοπλισμού, λογισμικού, ανθρώπων, πολιτικών και διαδικασιών που απαιτούνται για τη δημιουργία, διαχείριση, αποθήκευση, διανομή και ανάκληση ψηφιακών πιστοποιητικών (πηγή: http://www.wikipedia.org).
(24) Γνώμη του ΕΕΠΔ της 2ας Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με την πρόταση οδηγίας για την εφαρμογή των δικαιωμάτων των ασθενών στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη.
(25) Βλ. Ομάδα του άρθρου 29, Γνώμη 4/2007, σ. 18, σχετικά με τα ψευδώνυμα και τα κωδικοποιημένα με κλείδα δεδομένα.
IV Πληροφορίες
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Επιτροπή
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/14 |
Ισοτιμίες του ευρώ (1)
14 Αυγούστου 2009
2009/C 192/03
1 ευρώ =
|
|
Νομισματική μονάδα |
Ισοτιμία |
|
USD |
δολάριο ΗΠΑ |
1,4294 |
|
JPY |
ιαπωνικό γιεν |
135,61 |
|
DKK |
δανική κορόνα |
7,4444 |
|
GBP |
λίρα στερλίνα |
0,86160 |
|
SEK |
σουηδική κορόνα |
10,1835 |
|
CHF |
ελβετικό φράγκο |
1,5267 |
|
ISK |
ισλανδική κορόνα |
|
|
NOK |
νορβηγική κορόνα |
8,6165 |
|
BGN |
βουλγαρικό λεβ |
1,9558 |
|
CZK |
τσεχική κορόνα |
25,733 |
|
EEK |
εσθονική κορόνα |
15,6466 |
|
HUF |
ουγγρικό φιορίνι |
269,20 |
|
LTL |
λιθουανικό λίτας |
3,4528 |
|
LVL |
λεττονικό λατ |
0,7000 |
|
PLN |
πολωνικό ζλότι |
4,1240 |
|
RON |
ρουμανικό λέι |
4,2130 |
|
TRY |
τουρκική λίρα |
2,1160 |
|
AUD |
αυστραλιανό δολάριο |
1,6939 |
|
CAD |
καναδικό δολάριο |
1,5509 |
|
HKD |
δολάριο Χονγκ Κονγκ |
11,0784 |
|
NZD |
νεοζηλανδικό δολάριο |
2,0785 |
|
SGD |
δολάριο Σιγκαπούρης |
2,0628 |
|
KRW |
νοτιοκορεατικό γουόν |
1 769,06 |
|
ZAR |
νοτιοαφρικανικό ραντ |
11,5152 |
|
CNY |
κινεζικό γιουάν |
9,7688 |
|
HRK |
κροατικό κούνα |
7,3120 |
|
IDR |
ινδονησιακή ρουπία |
14 246,96 |
|
MYR |
μαλαισιανό ρίγκιτ |
5,0279 |
|
PHP |
πέσο Φιλιππινών |
68,695 |
|
RUB |
ρωσικό ρούβλι |
45,1200 |
|
THB |
ταϊλανδικό μπατ |
48,635 |
|
BRL |
ρεάλ Βραζιλίας |
2,6020 |
|
MXN |
μεξικανικό πέσο |
18,3544 |
|
INR |
ινδική ρουπία |
68,9610 |
(1) Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/15 |
Απόσπασμα της απόφασης σχετικά με τα μέτρα εξυγίανσης που εφαρμόζονται στην Banco Privado Português, S.A. δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (Οδηγία 2001/24/ΕΚ)
2009/C 192/04
Δημοσίευση προβλεπόμενη στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας και στο άρθρο 18 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 199/2006 της 25ης Οκτωβρίου 2006
Η Τράπεζα της Πορτογαλίας (Banco de Portugal), που είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για τους σκοπούς εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά την έννοια του άρθρου 2 έκτη περίπτωση της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη ότι δόθηκε διαταγή στη Banco Privado Português, S.A. να προβεί σε αναθεώρηση και αναδιατύπωση του σχεδίου εξυγίανσης που ήδη είχε υποβάλει και ότι θα πρέπει προς τούτο να δοθεί στην Τράπεζα περισσότερος χρόνος, αποφάσισε, στις 26 Μαΐου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας και σύμφωνα με το άρθρο 145 παράγραφοι 1 στοιχείο β) και 3 του Γενικού Κανονισμού για τα Πιστωτικά Ιδρύματα και τις Χρηματιστικές Εταιρίες (Regime Geral das Instituições de Crédito e Sociedades Financeiras), ο οποίος εγκρίθηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 298/92 της 31ης Δεκεμβρίου 1992 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), να παρατείνει μέχρι 1ης Σεπτεμβρίου 2009 την απαλλαγή της Banco Privado Português, S.A. από την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της εντός των τηρητέων προθεσμιών. Η απαλλαγή αυτή πρέπει να αξιοποιηθεί κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την αναδιάρθρωση και εξυγίανση της Τράπεζας, μη θιγομένων των δαπανών που είναι απαραίτητες για τις τρέχουσες διαχειριστικές πράξεις.
Προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί εφόσον κινηθεί με ένδικα μέσα η διοικητική διαδικασία κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου στην περιφέρεια της Λισαβόνας (Tribunal Administrativo do Círculo de Lisboa), Rua Filipe Folque, n.o 12-A, 1.o, Λισαβόνα, εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση ή τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης.
Ο Γραμματέας του Διοικητικού Συμβούλιου
Paulo Ernesto CARVALHO AMORIM
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/16 |
Απόσπασμα της απόφασης σχετικά με την Kaupthing Bank hf. βάσει της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων
2009/C 192/05
Πρόσκληση Αναγγελίας Απαιτήσεων — Τηρητέες Προθεσμίες
Με απόφαση του Πρωτοδικείου του Ρέικιαβικ (Reykjavík District Court) της 24ης Νοεμβρίου 2008, χορηγήθηκε στην Kaupthing Bank hf. ID-No. 560882-0419, Borgartun 19, 105 Reykjavik, ICELAND, αναστολή πληρωμών έως τις 13 Φεβρουαρίου 2009. Στις 19 Φεβρουαρίου παρατάθηκε η διάρκεια αναστολής πληρωμών έως την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009. Σύμφωνα με την προσωρινής ισχύος διάταξη II του νόμου αριθ. 44/2009, ο οποίος τροποποιεί τον νόμο αριθ. 161/2002, το Πρωτοδικείο του Ρέικιαβικ διόρισε στις 25 Μαΐου 2009 επιτροπή εκκαθάρισης της Τράπεζας, η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση, μεταξύ άλλων, των απαιτήσεων κατά της Τράπεζας καθόσον χρόνο ισχύει η αναστολή πληρωμών, και μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης στο πέρας του διαστήματος της αναστολής πληρωμών.
Ως ημερομηνία αναφοράς για την εκκαθάριση ορίστηκε η 15η Νοεμβρίου 2008, σύμφωνα με την προσωρινής ισχύος διάταξη III του νόμου αριθ. 44/2009, ο οποίος τροποποιεί τον νόμο αριθ. 161/2002. Η ημερομηνία έναρξης του χειρισμού των απαιτήσεων προσδιορίζεται με βάση την έναρξη ισχύος του νόμου αριθ. 44/2009 και, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της προσωρινής ισχύος διάταξης II του νόμου αριθ. 44/2009, είναι η 22α Απριλίου 2009.
Καλούνται με την παρούσα όλοι οι ενδιαφερόμενοι οι οποίοι προβάλλουν απαιτήσεις έναντι της Kaupthing Bank hf. ή περιουσιακών στοιχείων που τελούν υπό τον έλεγχο της Τράπεζας αυτής, για πάσης φύσεως οφειλές ή άλλα δικαιώματα, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στην επιτροπή εκκαθάρισης της Τράπεζας μέσα σε έξι μήνες από την πρώτη δημοσίευση της παρούσας γνωστοποίησης στην Icelandic Legal Gazette στις 30 Ιουνίου 2009. Συνεπώς, τελευταία προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων ορίζεται η 30ή Δεκεμβρίου 2009. Η αναγγελία απαιτήσεων γίνεται προς την εκκαθαριστική επιτροπή εντός της ταχθείσας προθεσμίας και πρέπει να είναι σύμφωνη με τις οδηγίες που περιέχονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 117 του νόμου περί Πτωχεύσεων κλπ. αριθ. 21/1991.
Οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις πρέπει να αποστέλλονται στην εκκαθαριστική επιτροπή, στη διεύθυνση:
|
The Winding-up Committee of Kaupthing Bank hf. |
|
Borgartun 19, |
|
105 Reykjavik |
|
ICELAND |
Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδοποιούνται οι πιστωτές ότι οφείλουν να συμπεριλάβουν αναλυτική κατάσταση με τα ποσά των απαιτήσεών τους όπως είχαν στις 22 Απριλίου 2009.
Οι απαιτήσεις σε ξένο νόμισμα πρέπει να αναγγέλλονται βάσει του οικείου νομίσματος. Οι πιστωτές από κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών δύνανται να συντάσσουν την αναγγελία τους σε γλώσσα του οικείου κράτους. Οι εν λόγω αναγγελίες απαιτήσεων συνοδεύονται απαραίτητα από μετάφραση στην ισλανδική γλώσσα. Δύνανται ωστόσο να κατατίθενται στην αγγλική, χωρίς να συνοδεύονται από μετάφραση στην ισλανδική. Οι λοιποί πιστωτές δύνανται να καταθέτουν τις αναγγελίες απαιτήσεών τους είτε στην ισλανδική είτε στην αγγλική γλώσσα.
Εάν ορισμένη απαίτηση έναντι της Kaupthing Bank hf. δεν αναγγελθεί εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας θα θεωρείται άκυρη, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 118 του νόμου περί Πτωχεύσεων κλπ. αριθ. 21/1991, εκτός περιπτώσεως εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στα εδάφια 1-6 της εν λόγω διατάξεως.
Ο πιστωτής, αναγγέλλοντας την απαίτηση, θεωρείται ότι έχει δηλώσει τη συγκατάθεσή του για την άρση του εμπιστευτικού χαρακτήρα (τραπεζικού απορρήτου) της σχετικής απαιτήσεως.
Γνωστοποιείται με την παρούσα ότι συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010, ώρα 10.00′ πμ., στο ξενοδοχείο Hilton Hotel Nordica, Suðurlandsbraut 2, 108 Reykjavik, ICELAND. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όσοι θα έχουν αναγγείλει απαιτήσεις κατά της Τράπεζας. Στη συνεδρίαση αυτή θα συζητηθεί ο πίνακας των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί και η θέση της εκκαθαριστικής επιτροπής όσον αφορά την αναγνώριση των απαιτήσεων, στο μέτρο που θα είναι διαθέσιμη τη στιγμή εκείνη. Πίνακας των απαιτήσεων που κατατέθηκαν θα έχει τεθεί στη διάθεση αυτών οι οποίοι έχουν προβεί σε αναγγελία απαιτήσεων κατά της Τράπεζας, μία τουλάχιστον εβδομάδα πριν από τη διεξαγωγή της ανωτέρω συνέλευσης.
Περισσότερες πληροφορίες για την αναγγελία και το χειρισμό των απαιτήσεων θα παρέχονται στο κοινό μέσω του ιστότοπου της Τράπεζας, http://www.kaupthing.com. Η επιτροπή εκκαθάρισης της Τράπεζας επιθυμεί να παράσχει στους πιστωτές τις εξής οδηγίες:
|
α) |
Μαζί με την αναγγελία απαιτήσεων παρακαλείσθε να γνωστοποιήσετε και τη διεύθυνσή σας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή αυτήν του εκπροσώπου σας. |
|
β) |
Παρακαλείσθε να υποβάλετε τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού σας προς διευκόλυνση της όποιας ενδεχόμενης πληρωμής. |
Συνιστάται στους πιστωτές να προβούν στην αναγγελία των απαιτήσεών τους το συντομότερο δυνατόν εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας.
Ρέικιαβικ, 6 Ιουλίου 2009.
Επιτροπή εκκαθάρισης της Kaupthing Bank hf.
David B. GISLASON, δικηγόρος στο Πρωτοδικείο
Feldis L. OSKARSDOTTIR, δικηγόρος στο Πρωτοδικείο
Olafur GARDARSSON, δικηγόρος στο ανώτατο δικαστήριο
V Γνωστοποιήσεις
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Επιτροπή
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/18 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης
(Υπόθεση COMP/M.5603 — ENI/TEC)
Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2009/C 192/06
|
1. |
Στις 7 Αυγούστου 2009, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (1) του Συμβουλίου με την οποία η επιχείρηση ENI S.p.A. («ENI», Ιταλία) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της Toscana Energia Clienti S.p.A. («TEC», Ιταλία) κοινώς ελεγχόμενη από την ENI και την Toscana Energia S.p.A. («Toscana Energia», Ιταλία), με αγορά μετοχών. |
|
2. |
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:
|
|
3. |
Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση. |
|
4. |
Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση. Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.5603 — ENI/TEC. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301 ή 22967244) ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
(1) ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.
(2) ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/19 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης
(Υπόθεση COMP/M.5609 — ISP/RDM/Manucor)
Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
2009/C 192/07
|
1. |
Στις 7 Αυγούστου 2009, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (1) του Συμβουλίου με την οποία οι επιχειρήσεις Intesa San Paolo S.p.A. («ISP», Ιταλία) και Reno de Medici («RDM», Ιταλία) αποκτούν με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου κοινό έλεγχο της επιχείρησης Manucor S.p.A. («Manucor», Ιταλία) επί του παρόντος ελεγχόμενη εξ ολοκλήρου από την Equinox Investment S.c.p.A («Equinox», Λουξεμβούργο), με αγορά μετοχών. |
|
2. |
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:
|
|
3. |
Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση. |
|
4. |
Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση. Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.5609 — ISP/RDM/Manucor. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301 ή 22967244) ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
(1) ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.
(2) ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.
ΛΟΙΠΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Επιτροπή
|
15.8.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 192/20 |
Ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες που προστίθενται στους καταλόγους των άρθρων 11 και 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 194/2008 του Συμβουλίου για την ανανέωση και την ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 747/2009 της Επιτροπής
2009/C 192/08
Στην κοινή θέση 2009/615/ΚΕΠΠΑ, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να τροποποιήσει περαιτέρω ορισμένα παραρτήματα της κοινής θέσης 2006/318/ΚΕΠΠΑ (1), έχοντας καθορίσει ότι:
|
1) |
Τα πρόσωπα, οι οντότητες και οι φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) 194/2008 είναι:
|
|
2) |
Τα νομικά πρόσωπα, οι οντότητες και οι φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα VΙΙ είναι:
|
Συνεπώς, η Επιτροπή εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 194/2008 του Συμβουλίου (2), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 747/2009 της Επιτροπής (3), που τροποποιεί τα παραρτήματα VI και VII του κανονισμού (ΕΚ) 194/2008.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 194/2008 προβλέπει τα εξής:
|
1) |
τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων που ανήκουν στα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα VI και την απαγόρευση της διάθεσης σε αυτά, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων, και |
|
2) |
την απαγόρευση κάθε νέας επένδυσης στις επιχειρήσεις, τα νομικά πρόσωπα, τις οντότητες και τους φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα VII. |
Εφιστάται η προσοχή των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα VI στη δυνατότητα που τους παρέχεται να υποβάλουν αίτηση στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους (ή των οικείων κρατών μελών), οι οποίες μνημονεύονται στους δικτυακούς τόπους που παρατίθενται στο παράρτημα ΙV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 194/2008, ώστε να τους χορηγηθεί άδεια για τη χρησιμοποίηση των δεσμευμένων κεφαλαίων για βασικές ανάγκες ή συγκεκριμένες πληρωμές σύμφωνα με το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού.
Τα πρόσωπα, οι οντότητες και οι φορείς που περιλαμβάνονται στους καταλόγους του κανονισμού 194/2008 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε περαιτέρω με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 747/2009 της Επιτροπής, μπορούν να υποβάλουν ανά πάσα στιγμή αίτηση στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τα σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης, για την επανεξέταση της απόφασης για τη συμπερίληψη ή/και διατήρησή τους στους προαναφερθέντες καταλόγους. Η αίτηση πρέπει να αποσταλεί στην παρακάτω διεύθυνση:
|
Council of the European Union |
|
Rue de la Loi/Wetstraat 175 |
|
1048 Bruxelles/Brussel |
|
BELGIQUE/BELGIË |
Τα πρόσωπα, οι οντότητες και οι φορείς που προστίθενται στα παραρτήματα VI ή VII του κανονισμού 194/2008 του Συμβουλίου με την κοινή θέση 2009/615/ΚΕΠΠΑ και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 747/2009 της Επιτροπής μπορούν να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή τις απόψεις τους σχετικά με τη συμπερίληψή τους στους καταλόγους. Αυτή η γνωστοποίηση αποστέλλεται στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
European Commission |
|
«Restrictive measures» |
|
Rue de la Loi/Wetstraat 200 |
|
1049 Bruxelles/Brussel |
|
BELGIQUE/BELGIË |
Κάθε τέτοια αίτηση και οι πληροφορίες θα εξετάζονται μετά την παραλαβή τους. Εν προκειμένω, εφιστάται η προσοχή των οικείων προσώπων και οντοτήτων στην τακτική επανεξέταση από μέρους του Συμβουλίου των καταλόγων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 της κοινής θέσης 2006/318/ΚΕΠΠΑ.
Επίσης εφιστάται η προσοχή των οικείων προσώπων και οντοτήτων στη δυνατότητα προσφυγής κατά του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 747/2009 της Επιτροπής ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 230 παράγραφοι 4 και 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
(1) ΕΕ L 116 της 29.4.2006, σ. 77. Κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την κοινή θέση 2009/615/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 210 της 14.8.2009, σ. 38).
(2) ΕΕ L 66 της 10.3.2008, σ. 1.
(3) ΕΕ L 212 της 15.8.2009, σ. 10.