ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.CE2009.103.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 103E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

52ό έτος
5 Μαΐου 2009


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Συμβούλιο

2009/C 103E/01

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 15/2009, της 16ης Φεβρουαρίου 2009, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες καθώς και με τη διασύνδεσή τους και 2002/20/EΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1

2009/C 103E/02

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 16/2009, της 16ης Φεβρουαρίου 2009, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/EΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/EΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών ( 1 )

40

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

Συμβούλιο

5.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 103/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 15/2009

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 16 Φεβρουαρίου 2009

για την έκδοση της οδηγίας 2009/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες καθώς και με τη διασύνδεσή τους και 2002/20/ΕΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών

(2009/C 103 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η λειτουργία των πέντε οδηγιών που συγκροτούν το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία 2002/21/ΕΚ («οδηγία-πλαισίου») (4), οδηγία 2002/19/ΕΚ («οδηγία για την πρόσβαση») (5), οδηγία 2002/20/ΕΚ («οδηγία για την αδειοδότηση») (6), οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών («οδηγίας για την καθολική υπηρεσία») (7) και οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών («οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες») (8) (καλούμενες από κοινού «η οδηγία πλαίσιο και οι ειδικές οδηγίες»)) υπάγεται σε περιοδική ανασκόπηση εκ μέρους της Επιτροπής, ιδίως ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η τροποποίηση των εν λόγω πράξεων υπό το φως των εξελίξεων στην τεχνολογία και την αγορά.

(2)

Η Επιτροπή υπέβαλε εν προκειμένω τα αρχικά της πορίσματα με την ανακοίνωσή της, της 29ης Ιουνίου 2006, η οποία αφορά την ανασκόπηση του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Με βάση τα αρχικά αυτά ευρήματα πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση, όπου ως πλέον σημαντική πτυχή που πρέπει να αντιμετωπισθεί με μεταρρύθμιση του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων προσδιορίσθηκε η συνεχιζόμενη έλλειψη εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Διαπιστώθηκε ιδίως ότι ο κατακερματισμός της κανονιστικής ρύθμισης και οι ασυνέπειες στις δραστηριότητες των εθνικών κανονιστικών αρχών απειλούν όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα του τομέα, αλλά και τα σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές από το διασυνοριακό ανταγωνισμό.

(3)

Θα πρέπει κατά συνέπεια να μεταρρυθμισθεί το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών με στόχο την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών μέσω της ενισχύσεως του κοινοτικού μηχανισμού κανονιστικής ρύθμισης των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ στις βασικές αγορές. Τούτο συμπληρώνεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, [για τη δημιουργία Ομάδας Ευρωπαϊκών Κανονιστικών Αρχών Τηλεπικοινωνιών (GERT)]. Στη μεταρρύθμιση περιλαμβάνεται επίσης ο καθορισμός αποτελεσματικής και συντονισμένης στρατηγικής για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος με στόχο την επίτευξη ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου της πληροφορίας και την ενίσχυση των διατάξεων υπέρ χρηστών με αναπηρίες, με σκοπό την επίτευξη μιας κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς αποκλεισμούς.

(4)

Σκοπός είναι η προοδευτική μείωση των εκ των προτέρων τομεακών κανόνων, καθώς θα αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, ώστε τελικά οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες να διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του ανταγωνισμού. Δεδομένου ότι οι αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχουν επιδείξει ισχυρή ανταγωνιστική δυναμική τα τελευταία χρόνια, έχει σημασία να επιβάλλονται εκ των προτέρων κανονιστικές υποχρεώσεις μόνο εφόσον δεν υφίσταται πραγματικός και βιώσιμος ανταγωνισμός.

(5)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί αναλογική και προσαρμοσμένη προσέγγιση των ποικίλων όρων ανταγωνισμού, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν τις αγορές σε υποεθνική βάση ή να αίρουν τις κανονιστικές υποχρεώσεις στις αγορές ή/και γεωγραφικές ζώνες όπου υφίσταται πραγματικός ανταγωνισμός υποδομών.

(6)

Ένα κρίσιμο θέμα για τα επόμενα έτη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της στρατηγικής της Λισσαβώνας είναι να υπάρξουν οι όροι για αποτελεσματικές επενδύσεις σε νέα δίκτυα υψηλής ταχύτητας που θα στηρίξουν τις καινοτόμες υπηρεσίες Διαδικτύου με πλούσιο περιεχόμενο και θα ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα δίκτυα αυτά διαθέτουν τεράστιο δυναμικό για την παροχή πλεονεκτημάτων στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει συνεπώς ζωτική σημασία να προωθηθούν οι βιώσιμες επενδύσεις στην ανάπτυξη των νέων αυτών δικτύων και ταυτοχρόνως να διασφαλισθεί ο ανταγωνισμός και να ενισχυθούν οι δυνατότητες επιλογής των καταναλωτών μέσω της κανονιστικής προβλεψιμότητας και συνοχής.

(7)

Για να μπορούν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να ανταποκριθούν στους στόχους που έχουν ορισθεί στην οδηγία-πλαίσιο και στις ειδικές οδηγίες, ιδίως όσον αφορά τη διατερματική διαλειτουργικότητα, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύψει ορισμένες πτυχές του ραδιοεξοπλισμού και του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού, όπως ορίζονται στην οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητάς τους (9), καθώς επίσης και τον καταναλωτικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στην ψηφιακή τηλεόραση, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών με ειδικές ανάγκες.

(8)

Ορισμένοι ορισμοί θα πρέπει να αποσαφηνισθούν ή να μεταβληθούν, ώστε να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στην αγορά και την τεχνολογία και να απαλειφθούν αμφιβολίες που έχουν εντοπισθεί κατά την εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου.

(9)

Η ανεξαρτησία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να ενισχυθεί ώστε να εξασφαλισθεί αποτελεσματικότερη εφαρμογή του κανονιστικού και να αυξηθεί το κύρος τους και η προβλεψιμότητα των αποφάσεων τους. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη στην εθνική νομοθεσία που θα εξασφαλίσει ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, μια εθνική ρυθμιστική αρχή υπεύθυνη για την εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση των αγορών ή για την επίλυση των διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων προστατεύεται έναντι εξωτερικών παρεμβάσεων ή πολιτικών πιέσεων που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή της στα θέματα των οποίων επιλαμβάνεται. Προς τούτο θα πρέπει κατ’ αρχάς να θεσπισθούν κανόνες όσον αφορά τους λόγους για την απόλυση του επικεφαλής της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, ώστε να αρθεί κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την ουδετερότητα του εν λόγω φορέα και τη θωράκισή του έναντι εξωτερικών παραγόντων. Είναι σημαντικό οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκ των προτέρων ρύθμιση των αγορών να έχουν δικό τους προϋπολογισμό, που να τους παρέχει ιδίως τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν επαρκή αριθμό ειδικευμένου προσωπικού. Για την εξασφάλιση διαφάνειας θα πρέπει ο προϋπολογισμός αυτός να δημοσιεύεται ετησίως.

(10)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί ασφάλεια δικαίου για τους συντελεστές της αγοράς, τα όργανα προσφυγής θα πρέπει να εκτελούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους· οι διαδικασίες προσφυγής δεν πρέπει ιδίως να έχουν υπερβολικά μεγάλη διάρκεια.

(11)

Παρατηρήθηκε μεγάλη ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο όργανα προσφυγής εφήρμοσαν προσωρινά μέτρα για να αναστείλουν αποφάσεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών. Για επίτευξη μεγαλύτερης συνέπειας στην προσέγγιση θα πρέπει να ισχύσει κοινό πρότυπο σύμφωνα με την κοινοτική νομολογία. Τα όργανα προσφυγής θα πρέπει επίσης να δικαιούνται να ζητούν τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει δημοσιεύσει η GERT. Δεδομένης της σημασίας των προσφυγών για τη συνολική λειτουργία του κανονιστικού πλαισίου, θα πρέπει να συγκροτηθεί μηχανισμός για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις προσφυγές και τις αποφάσεις αναστολής που λαμβάνουν οι ρυθμιστικές αρχές σε όλα τα κράτη μέλη καθώς και για την υποβολή σχετικών εκθέσεων στην Επιτροπή.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να ασκούν αποτελεσματικά τα κανονιστικά τους καθήκοντα, θα πρέπει στα δεδομένα που συλλέγουν να περιλαμβάνονται λογιστικά δεδομένα για τις αγορές λιανικής που συνδέονται με αγορές χονδρικής στις περιπτώσεις που φορέας εκμετάλλευσης διαθέτει σημαντική ισχύ στην αγορά και επομένως υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση εκ μέρους της εθνικής ρυθμιστικής αρχής. Στα δεδομένα αυτά θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται δεδομένα που θα παρέχουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή τη δυνατότητα αξιολόγησης του πιθανού αντικτύπου από προγραμματισμένη αναβάθμιση ή αλλαγή στην τοπολογία δικτύου για την εξέλιξη του ανταγωνισμού ή σε προϊόντα χονδρικής που διατίθενται σε άλλα μέρη.

(13)

Η εθνική διαβούλευση που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας-πλαισίου θα πρέπει να διεξάγεται πριν από την κοινοτική διαβούλευση που προβλέπεται στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, ώστε να είναι δυνατόν να εκφρασθούν οι απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών στην κοινοτική διαβούλευση. Έτσι θα αποφευχθεί η ανάγκη δεύτερης κοινοτικής διαβούλευσης σε περίπτωση αλλαγών σε σχεδιαζόμενο μέτρο συνεπεία της εθνικής διαβουλεύσεως.

(14)

Η διακριτική ευχέρεια των εθνικών ρυθμιστικών αρχών θα πρέπει να συμβιβασθεί με την ανάπτυξη συνεκτικής κανονιστικής πρακτικής και με τη συνεπή εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου ώστε να υπάρξει αποτελεσματική συμβολή στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επομένως να υποστηρίζουν τις δραστηριότητες εσωτερικής αγοράς της Επιτροπής και τις αντίστοιχες της GERT.

(15)

Ο κοινοτικός μηχανισμός που παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να απαιτεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να αποσύρουν σχεδιαζόμενα μέτρα όσον αφορά τον καθορισμό της αγοράς και των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ στην αγορά έχει συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη συνεκτικής προσέγγισης όσον αφορά τον προσδιορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να υπάρξει εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση και εκείνων υπό τις οποίες οι φορείς εκμετάλλευσης υπάγονται σε τέτοια ρύθμιση. Από την παρακολούθηση της αγοράς από την Επιτροπή και, ιδίως, από την εμπειρία της διαδικασίας του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου προκύπτει ότι ανακολουθίες στην εφαρμογή επανορθωτικών μέτρων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ακόμη και υπό παρόμοιες συνθήκες αγοράς, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εσωτερική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κατά συνέπεια η Επιτροπή μπορεί να συμβάλει στην εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου συνοχής κατά την εφαρμογή των επανορθωτικών μέτρων εκδίδοντας γνώμες για τα σχέδια μέτρων που προτείνουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Η Επιτροπή, προκειμένου να επωφεληθεί από την πείρα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στην ανάλυση της αγοράς, θα πρέπει να διαβουλεύεται με την GERT προτού λάβει την απόφασή της και/ή διατυπώσει τη γνώμη της.

(16)

Είναι σημαντική η έγκαιρη εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου. Όταν η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση με την οποία απαιτεί από εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει σχεδιαζόμενο μέτρο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να υποβάλουν αναθεωρημένο μέτρο στην Επιτροπή. Ορίζεται προθεσμία για την κοινοποίηση του αναθεωρημένου μέτρου στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου, ώστε οι συντελεστές της αγοράς να μπορούν να γνωρίζουν τη διάρκεια της ανασκόπησης της αγοράς και να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου.

(17)

Λόγω των στενών χρονικών ορίων του κοινοτικού μηχανισμού διαβούλευσης, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εξουσίες για έκδοση συστάσεων ή/και κατευθυντήριων γραμμών που να αποβλέπουν σε απλούστευση των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών – π.χ. σε περιπτώσεις σταθερών αγορών ή ελασσόνων αλλαγών σε προηγουμένως κοινοποιημένα μέτρα. Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να επιτρέπει την εξαίρεση από την υποχρέωση κοινοποίησης για την εξομάλυνση των διαδικασιών σε ορισμένες περιπτώσεις.

(18)

Σύμφωνα με τους στόχους του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι όλοι οι χρήστες, περιλαμβανομένων των τελικών χρηστών με αναπηρίες, των ηλικιωμένων καθώς και χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες, θα έχουν εύκολη πρόσβαση σε οικονομικά προσιτές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας. Στη δήλωση 22, η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη του Άμστερνταμ, προβλέπεται ότι τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες κατά την κατάρτιση μέτρων στο πλαίσιο του άρθρου 95 της Συνθήκης.

(19)

Οι ραδιοσυχνότητες θεωρούνται σπάνιος δημόσιος πόρος με σημαντική δημόσια και αγοραία αξία. Η αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη δυνατή διαχείριση του ραδιοφάσματος, από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη και ο συνυπολογισμός των στόχων της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της πολυφωνίας των μέσων επικοινωνίας καθώς και η σταδιακή άρση των εμποδίων στην αποδοτική του χρήση είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

(20)

Προτού προταθεί ειδικό μέτρο εναρμόνισης σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κονοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος (10), η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί σε εκτιμήσεις του αντικτύπου, που θα αφορούν το κόστος και τα οφέλη του προτεινόμενου μέτρου, λ.χ. την επίτευξη οικονομικών κλίμακας και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών προς όφελος του καταναλωτή, τον αντίκτυπο στην αποδοτικότητα της χρήσης του ραδιοφάσματος ή τη ζήτηση για εναρμονισμένη χρήση στα διάφορα τμήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(21)

Μολονότι η διαχείριση του ραδιοφάσματος εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, ο συντονισμός και, οσάκις απαιτείται, η εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο μπορούν να συμβάλουν ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι χρήστες του ραδιοφάσματος θα επωφελούνται πλήρως από την εσωτερική αγορά και ότι τα συμφέροντα της ΕΕ θα μπορούν να προστατεύονται πραγματικά παγκοσμίως.

(22)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος θα πρέπει να είναι συνεπείς προς το έργο των διεθνών και περιφερειακών οργανισμών που ασχολούνται με τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, λ.χ. της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU) και της ευρωπαϊκής διάσκεψης των ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών οργανισμών (CEPT), ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική διαχείριση και η εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος σε ολόκληρη την Κοινότητα και παγκοσμίως.

(23)

Η διαχείριση των ραδιοσυχνοτήτων αποβλέπει στην εξασφάλιση της αποφυγής επιβλαβών παρεμβολών. Η βασική αυτή έννοια των επιβλαβών παρεμβολών θα πρέπει επομένως να ορισθεί κατάλληλα ώστε να εξασφαλισθεί ότι η κανονιστική παρέμβαση θα περιορίζεται στο βαθμό που είναι απαραίτητος για την αποτροπή αυτών των παρεμβολών.

(24)

Η τρέχουσα διαχείριση του ραδιοφάσματος και το σύστημα διανομής βασίζονται εν γένει σε διοικητικές αποφάσεις που δεν διαθέτουν επαρκή ευελιξία ώστε να προσαρμόζονται στις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, ιδίως με την ταχεία ανάπτυξη ασύρματων τεχνολογιών και την αυξανόμενη ζήτηση ζωνικού εύρους. Ο περιττός κατακερματισμός μεταξύ εθνικών πολιτικών επιφέρει αυξανόμενο κόστος και απώλεια ευκαιριών αγοράς για χρήστες του ραδιοφάσματος, ενώ επιβραδύνει την καινοτομία σε βάρος της εσωτερικής αγοράς, των καταναλωτών και της οικονομίας στο σύνολό της. Επιπλέον, οι όροι πρόσβασης και χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ενδέχεται να ποικίλουν ανάλογα με τον τύπο του φορέα εκμετάλλευσης, ενώ οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες που παρέχονται από τους εν λόγω φορείς εκμετάλλευσης αλληλεπικαλύπτονται διαρκώς περισσότερο, προκαλώντας έτσι εντάσεις μεταξύ των κατόχων δικαιωμάτων, ανισότητες στο κόστος πρόσβασης στο ραδιοφάσμα και δυνητικές στρεβλώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(25)

Τα εθνικά σύνορα παίζουν όλο και μικρότερο ρόλο για τον καθορισμό της βέλτιστης χρήσης τους ραδιοφάσματος. Ο κατακερματισμός της διαχείρισης της πρόσβασης σε δικαιώματα ραδιοφάσματος περιορίζει τις επενδύσεις και την καινοτομία και δεν παρέχει στους φορείς εκμετάλλευσης και τους κατασκευαστές εξοπλισμού τη δυνατότητα πραγματοποίησης οικονομιών κλίμακας, παρεμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη εσωτερικής αγοράς για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούν ραδιοφάσμα.

(26)

Η ευελιξία στη διαχείριση του ραδιοφάσματος και η πρόσβαση σε αυτό θα πρέπει να αυξηθούν, στο πλαίσιο αδειών ουδέτερων από άποψη τεχνολογίας και υπηρεσίας, ώστε οι χρήστες του ραδιοφάσματος να μπορούν να επιλέγουν την εφαρμογή των βέλτιστων τεχνολογιών και υπηρεσιών σε ζώνες συχνοτήτων που είναι διαθέσιμες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως ορίζονται στους εθνικούς πίνακες μερισμού ραδιοσυχνοτήτων και τον κανονισμό περί ραδιοεπικοινωνιών της ITU («αρχές ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες»). Ο διοικητικός καθορισμός τεχνολογιών και υπηρεσιών θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν διακυβεύονται στόχοι γενικού συμφέροντος και θα πρέπει να αιτιολογείται σαφώς και να υπάγεται σε τακτική περιοδική ανασκόπηση.

(27)

Οι περιορισμοί της αρχής της τεχνολογικής ουδετερότητας θα πρέπει να είναι κατάλληλοι και να δικαιολογούνται από την ανάγκη αποφυγής επιβλαβών παρεμβολών, λ.χ. με την επιβολή μάσκας εκπομπών και στάθμης ισχύος, την εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας με τον περιορισμό της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία, την εξασφάλιση της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών μέσω κατάλληλου επιπέδου τεχνικής ποιότητας της υπηρεσίας, χωρίς ωστόσο να αίρεται η δυνατότητα χρήσης περισσοτέρων της μίας υπηρεσιών στην αυτή ζώνη συχνοτήτων, την εξασφάλιση κατάλληλου μερισμού του ραδιοφάσματος, ιδίως όπου η χρήση του υπάγεται μόνο σε γενικές άδειες, τη διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης του ραδιοφάσματος ή την εκπλήρωση στόχου γενικού συμφέροντος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

(28)

Οι χρήστες του ραδιοφάσματος θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τις υπηρεσίες που επιθυμούν να προσφέρουν μέσω του ραδιοφάσματος, με την επιφύλαξη μεταβατικών μέτρων για την προσαρμογή με κεκτημένα δικαιώματα. Όπου είναι απαραίτητο και αναλογικό, θα πρέπει να επιτρέπονται εξαιρέσεις από την αρχή της ουδετερότητας ως προς την υπηρεσία, όπου απαιτείται η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας για την κάλυψη σαφώς προσδιορισμένων στόχων γενικού συμφέροντος, όπως η ασφάλεια της ζωής, η ανάγκη προαγωγής της κοινωνικής, περιφερειακής και εδαφικής συνοχής ή η αποφυγή μη αποδοτικής χρήσης ραδιοφάσματος. Οι στόχοι αυτοί περιλαμβάνουν και την προαγωγή της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας και την πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Εκτός περιπτώσεων που είναι απαραίτητες για την προστασία της ασφάλειας της ζωής ή την εκπλήρωση άλλων στόχων γενικού συμφέροντος, οι εξαιρέσεις δεν θα πρέπει να συνεπάγονται αποκλειστική χρήση ορισμένων υπηρεσιών, αλλά να συνιστούν παραχώρηση προτεραιότητας ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια ζώνη και άλλες υπηρεσίες ή τεχνολογίες.

(29)

Ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής και του χαρακτήρα κάθε εξαίρεσης που αφορά την προαγωγή της γλωσσικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας και της πολυφωνίας των μέσων επικοινωνίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

(30)

Καθώς η κατανομή ραδιοφάσματος σε ειδικές τεχνολογίες ή υπηρεσίες αποτελεί εξαίρεση από τις αρχές της ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες και περιορίζει την ελευθερία επιλογής της παρεχόμενης υπηρεσίας ή της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας, κάθε πρόταση τέτοιας κατανομής θα πρέπει να είναι διαφανής και να υπάγεται σε δημόσια διαβούλευση.

(31)

Προς το συμφέρον της ευελιξίας και αποτελεσματικότητας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να παρέχουν στους χρήστες του ραδιοφάσματος τη δυνατότητα να μεταβιβάζουν ελεύθερα ή να χρονομισθώνουν τα δικαιώματα χρήσης τους σε τρίτους. Τούτο θα επιτρέψει τη δυνατότητα αποτίμησης του ραδιοφάσματος από την αγορά. Καθώς είναι αρμόδιες για την εξασφάλιση αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αναλαμβάνουν δράση για να εξασφαλίζουν ότι η εμπορία δεν θα καταλήγει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού όπου παραμένει αχρησιμοποίητο ραδιοφάσμα.

(32)

Για την εισαγωγή της αρχής της ουδετερότητας ως προς τεχνολογία και υπηρεσίες και της εμπορευσιμότητας υφιστάμενων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος ενδέχεται να απαιτηθούν μεταβατικοί κανόνες, περιλαμβανομένων μέτρων για την εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού, καθώς το νέο σύστημα ενδέχεται να παρέχει το δικαίωμα σε ορισμένους χρήστες ραδιοφάσματος να ανταγωνισθούν χρήστες ραδιοφάσματος που έχουν αποκτήσει τα σχετικά δικαιώματά τους υπό επαχθέστερους όρους και προϋποθέσεις.

(33)

Για την προαγωγή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και την υποστήριξη της ανάπτυξης διασυνοριακών υπηρεσιών, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίζει τεχνικά εκτελεστικά μέτρα στο πεδίο της αριθμοδότησης.

(34)

Οι εκδιδόμενες άδειες για επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν πρόσβαση σε δημόσια ή ιδιωτική ιδιοκτησία αποτελούν βασικούς παράγοντες για την καθιέρωση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για νέα στοιχεία δικτύων. Περιττές περιπλοκές και καθυστερήσεις στις διαδικασίες χορήγησης δικαιωμάτων διέλευσης ενδέχεται επομένως να αποτελούν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η απόκτηση δικαιωμάτων διέλευσης από εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις θα πρέπει να απλουστευθεί. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να συντονίζουν την απόκτηση δικαιωμάτων διέλευσης, παρέχοντας σχετικές πληροφορίες στους δικτυακούς τόπους τους.

(35)

Είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι εξουσίες των κρατών μελών όσον αφορά κατόχους δικαιωμάτων διέλευσης ώστε να εξασφαλισθεί η είσοδος ή εγκατάσταση νέου δικτύου κατά δίκαιο, αποτελεσματικό και περιβαλλοντικά υπεύθυνο τρόπο και ανεξάρτητα από κάθε υποχρέωση φορέα εκμετάλλευσης με σημαντική ισχύ στην αγορά να παραχωρεί πρόσβαση στο δικό του δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ο βελτιωμένος μερισμός ευκολιών μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τον ανταγωνισμό και να μειώσει το συνολικό χρηματοοικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος ανάπτυξης και εγκατάστασης υποδομής ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις επιχειρήσεις, ιδίως δε νέων δικτύων πρόσβασης. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να απαιτούν από τους κατόχους των δικαιωμάτων εγκατάστασης ευκολιών επί δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου, επάνω ή κάτω από αυτό, το μερισμό των εν λόγω ευκολιών ή των ακινήτων (περιλαμβανομένης της φυσικής συνεγκατάστασης), ώστε να ενθαρρυνθούν οι αποτελεσματικές επενδύσεις ως προς την υποδομή και η προαγωγή της καινοτομίας, έπειτα από κατάλληλη περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους. Αυτές οι ρυθμίσεις μερισμού ή συντονισμού ενδέχεται να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών του μερισμού ευκολιών ή ακινήτου και θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι παρέχεται κατάλληλη ανταμοιβή για τον κίνδυνο μεταξύ των σχετικών επιχειρήσεων. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει ιδίως να είναι σε θέση να επιβάλουν μερισμό στοιχείων δικτύων και συναφών ευκολιών λ.χ. αγωγών, σωληνώσεων, ιστών, φρεατίων, κυτίων σύνδεσης, κεραιών, πύργων και άλλων φερουσών κατασκευών, κτηρίων ή εισόδων κτηρίων και καλύτερο συντονισμό τεχνικών έργων. Οι αρμόδιες αρχές, ιδίως οι τοπικές αρχές, θα πρέπει επίσης να καθιερώσουν κατάλληλες διαδικασίες συντονισμού, σε συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, όσον αφορά τα δημόσια έργα και επίσης άλλες κατάλληλες δημόσιες ευκολίες ή ακίνητα, περιλαμβανομένων ενδεχομένως διαδικασιών που εξασφαλίζουν ότι οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις κατάλληλες δημόσιες ευκολίες ή ακίνητα και τα εκτελούμενα και προγραμματισμένα δημόσια έργα, ότι ενημερώνονται εγκαίρως για τα έργα αυτά και ότι ο μερισμός διευκολύνεται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

(36)

Η αξιόπιστη και ασφαλής επικοινωνία πληροφοριών μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών καταλαμβάνει διαρκώς κεντρικότερη θέση στο σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει. Ο σύνθετος χαρακτήρας των συστημάτων, τεχνικές αστοχίες ή ανθρώπινα λάθη, ατυχήματα ή προσβολές ενδέχεται να έχουν συνέπειες για τη λειτουργία και τη διάθεση των υλικών υποδομών που παρέχουν υπηρεσίες καθοριστικής σημασίας για την ευημερία των πολιτών της ΕΕ, περιλαμβανομένων υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει συνεπώς να προωθούν την ακεραιότητα και την ασφάλεια των δημόσιων επικοινωνιακών δικτύων. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) (11) θα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη βελτιωμένου επιπέδου ασφάλειας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταξύ άλλων παρέχοντας εμπειρογνωμοσύνη και συμβουλές και προάγοντας την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών. Τόσο ο ENISA όσο και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να αποκτήσουν επαρκείς πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν το επίπεδο της ασφάλειας δικτύων ή υπηρεσιών, καθώς και περιεκτικά και αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τρέχοντα συμβάντα ασφάλειας που είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών. Δεδομένου ότι η επιτυχής εφαρμογή επαρκούς βαθμού ασφάλειας δεν αποτελεί ενέργεια που πραγματοποιείται άπαξ αλλά συνεχή διαδικασία εφαρμογής, ανασκόπησης και ενημέρωσης, θα πρέπει να απαιτείται από τους παρόχους δικτύου και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ασφάλειάς τους σύμφωνα με τους κινδύνους που έχουν εκτιμηθεί, βάσει του πλέον προηγμένου τεχνολογικού επιπέδου των εν λόγω μέτρων.

(37)

Εφόσον υπάρχει ανάγκη συμφωνίας επί κοινής δέσμης απαιτήσεων ασφάλειας, θα πρέπει να παρέχεται στην Επιτροπή η εξουσία προσαρμογής τεχνικών μέτρων εφαρμογής για την επίτευξη επαρκούς στάθμης ασφάλειας δικτύου και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην εσωτερική αγορά. Ο ENISA θα πρέπει να συμβάλλει στην εναρμόνιση των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας παρέχοντας την εμπειρογνωμοσύνη του. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να εκδίδουν δεσμευτικές οδηγίες όσον αφορά τεχνικά μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο. Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους θα πρέπει να διαθέτουν εξουσία για διερεύνηση και επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

(38)

Προκειμένου οι συντελεστές της αγοράς να γνωρίζουν με βεβαιότητα τους όρους των κανονιστικών ρυθμίσεων, απαιτείται καθορισμός προθεσμίας για τις περιπτώσεις ανασκόπησης της αγοράς. Είναι σημαντικό να διεξάγεται ανάλυση της αγοράς σε τακτική βάση και εντός εύλογης και ενδεδειγμένης προθεσμίας. Για τον καθορισμό της προθεσμίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κατά πόσον η συγκεκριμένη αγορά υπήρξε κατά το παρελθόν αντικείμενο ανάλυσης και εάν έχει κοινοποιηθεί δεόντως. Εάν μια εθνική ρυθμιστική αρχή δεν αναλύσει μια αγορά εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η εσωτερική αγορά, ενώ οι κανονικές διαδικασίες επί παραβάσει ενδέχεται να μην έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα εγκαίρως. Εναλλακτικά, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί τη συνδρομή της GERT για τη συμπλήρωση της ανάλυσης της αγοράς. Αυτή η συνδρομή θα μπορούσε, λ.χ., να λαμβάνει τη μορφή ειδικής ομάδας συγκροτούμενης από εκπροσώπους άλλων εθνικών ρυθμιστικών αρχών.

(39)

Λόγω του υψηλού επιπέδου τεχνολογικής καινοτομίας και των πολύ δυναμικών αγορών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να είναι δυνατή η ταχεία προσαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων κατά συντονισμένο και εναρμονισμένο τρόπο σε κοινοτική κλίμακα, καθώς, όπως προκύπτει από την εμπειρία, οι αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στην υλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμούς στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς.

(40)

Ένα σημαντικό καθήκον που έχει ανατεθεί στην GERT είναι η κατά περίπτωση έκδοση γνώμης σε σχέση με διασυνοριακές διαφορές. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επομένως να λαμβάνουν υπόψη τους ενδεχόμενες γνώμες της GERT σε ανάλογες περιπτώσεις.

(41)

Από την εμπειρία κατά την υλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ προκύπτει ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που παρέχουν στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές την εξουσία να επιβάλλουν πρόστιμα απέτυχαν να αποτελέσουν επαρκές κίνητρο συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις. Κατάλληλες εξουσίες επιβολής μπορούν να συμβάλουν στην έγκαιρη υλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ και επομένως να ενισχύσουν την κανονιστική ασφάλεια, που αποτελεί σημαντικό συντελεστή για επενδύσεις. Η έλλειψη αποτελεσματικών εξουσιών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ισχύει για ολόκληρο το πλαίσιο των κανονιστικών ρυθμίσεων. Η εισαγωγή μιας νέας διάταξης στην οδηγία-πλαίσιο για την αντιμετώπιση αθέτησης υποχρεώσεων που προβλέπονται στην οδηγία-πλαίσιο και στις ειδικές οδηγίες θα πρέπει επομένως να εξασφαλίζει την εφαρμογή συνεπών και συνεκτικών αρχών επιβολής καθώς και κυρώσεις για ολόκληρο το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ.

(42)

Το υφιστάμενο πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων της ΕΕ περιλαμβάνει ορισμένες διατάξεις για τη διευκόλυνση της μετάβασης από το παλαιό πλαίσιο του 1998 στο νέο του 2002. Η μετάβαση αυτή ολοκληρώθηκε σε όλα τα κράτη μέλη και τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να καταργηθούν καθώς είναι πλέον περιττά.

(43)

Θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι αποτελεσματικές επενδύσεις σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό, ώστε να προωθηθούν η οικονομική μεγέθυνση, η καινοτομία και οι δυνατότητες επιλογής του καταναλωτή.

(44)

Στο παράρτημα I της οδηγίας-πλαισίου προσδιορίσθηκε ο κατάλογος των αγορών που πρέπει να περιληφθούν στη σύσταση για τις σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών που ενδέχεται να επιδέχονται εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση. Το εν λόγω παράρτημα θα πρέπει να καταργηθεί δεδομένου ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός του ως βάσης για την κατάρτιση του αρχικού κειμένου της σύστασης για τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (12).

(45)

Μπορεί να μην είναι οικονομικά βιώσιμο για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά να εγκαταστήσουν νέο δίκτυο το οποίο θα επικαλύπτει εν μέρει ή πλήρως το δίκτυο τοπικής πρόσβασης της ήδη υπάρχουσας επιχείρησης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Εν προκειμένω, η επιβολή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο ή υποβρόχο φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ήδη σημαντική ισχύ στην αγορά μπορεί να διευκολύνει την είσοδο στην αγορά και να αυξήσει τον ανταγωνισμό στις λιανικές αγορές ευρυζωνικής πρόσβασης. Όταν η αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο ή υποβρόχο δεν είναι εφικτή από τεχνική ή οικονομική άποψη μπορεί να εφαρμόζονται σχετικές υποχρεώσεις για την παροχή πρόσβασης σε μη υλικά ή εικονικά δίκτυα, η οποία να παρέχει ισοδύναμες λειτουργίες.

(46)

Ο σκοπός του λειτουργικού διαχωρισμού, όπου ο καθετοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης απαιτείται να καθιερώσει λειτουργικά διακριτές επιχειρηματικές οντότητες, είναι η διασφάλιση της παροχής προϊόντων με πλήρως ισότιμη πρόσβαση σε όλους τους κατάντη φορείς εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των κατάντη τμημάτων του ίδιου του καθετοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης. Ο λειτουργικός διαχωρισμός έχει τη δυνατότητα βελτίωσης του ανταγωνισμού σε διάφορες σχετικές αγορές, δεδομένου ότι μειώνει σημαντικά το κίνητρο για διακριτική μεταχείριση και καθιστά ευκολότερη την επαλήθευση και επιβολή της συμμόρφωσης με υποχρεώσεις αμεροληψίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο λειτουργικός διαχωρισμός ενδέχεται να δικαιολογηθεί ως επανορθωτικό μέτρο όπου έχει σημειωθεί μόνιμη αδυναμία επίτευξης αποτελεσματικής αμεροληψίας σε περισσότερες από μία σχετικές αγορές και όπου υπάρχει περιορισμένη ή καμία προοπτική ανταγωνισμού υποδομής εντός εύλογου χρονικού ορίζοντα, έπειτα από προσφυγή σε ένα ή περισσότερα επανορθωτικά μέτρα που προηγουμένως θεωρούνταν ενδεδειγμένα. Είναι, ωστόσο, πολύ σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι η επιβολή του διαχωρισμού αυτού θα διαφυλάσσει τα συμφέροντα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης να επενδύσει στο δίκτυό της και ότι δεν θα συνεπάγεται δυνητικά αρνητικά αποτελέσματα για την ευημερία των καταναλωτών. Για την επιβολή του απαιτείται συντονισμένη ανάλυση διάφορων σχετικών αγορών που συνδέονται με το δίκτυο πρόσβασης, σύμφωνα με τη διαδικασία ανάλυσης της αγοράς που ορίζεται στο άρθρο 16 της οδηγίας-πλαισίου. Κατά την ανάλυση αγοράς και τη μελέτη των λεπτομερειών του εν λόγω επανορθωτικού μέτρου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης από τις διακριτές επιχειρηματικές οντότητες, λαμβάνοντας υπόψη τους την έκταση της εγκατάστασης του δικτύου και το βαθμό τεχνολογικής προόδου, που ενδέχεται να επηρεάσουν τη δυνατότητα υποκατάστασης σταθερών και ασύρματων υπηρεσιών. Για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά οι προτάσεις λειτουργικού διαχωρισμού θα πρέπει να εγκρίνονται εκ των προτέρων από την Επιτροπή.

(47)

Η εφαρμογή λειτουργικού διαχωρισμού δεν αποκλείει κατάλληλους μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των διάφορων διακριτών επιχειρηματικών οντοτήτων ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία των δικαιωμάτων οικονομικής και διαχειριστικής εποπτείας της μητρικής εταιρίας.

(48)

Η συνεχιζόμενη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτεί καλύτερο συντονισμό κατά την εφαρμογή της εκ των προτέρων κανονιστικής ρύθμισης, όπως προβλέπεται βάσει του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

(49)

Εάν καθετοποιημένη επιχείρηση επιλέξει να μεταφέρει σημαντικό μέρος ή το σύνολο των στοιχείων του δικτύου τοπικής πρόσβασής της σε διακριτή νομική οντότητα υπό διαφορετική ιδιοκτησία ή ιδρύοντας διακριτή επιχειρηματική οντότητα που ασχολείται με προϊόντα πρόσβασης, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να εκτιμά το αποτέλεσμα της σκοπούμενης συναλλαγής στο σύνολο των υφιστάμενων ρυθμιστικών υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί στον καθετοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης, ώστε να εξασφαλισθεί η συμβατότητα ενδεχόμενων νέων συμφωνιών με την οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία). Η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να αναλαμβάνει νέα ανάλυση των αγορών όπου δραστηριοποιείται η διαιρεμένη οντότητα και, ανάλογα, να επιβάλλει, να διατηρεί, να τροποποιεί ή να αίρει υποχρεώσεις. Για το σκοπό αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί πληροφορίες από την επιχείρηση.

(50)

Ενώ σε ορισμένες περιστάσεις είναι ενδεδειγμένο μια εθνική ρυθμιστική αρχή να επιβάλει υποχρεώσεις σε φορείς εκμετάλλευσης που δεν διαθέτουν σημαντική ισχύ στην αγορά αποβλέποντας στην επίτευξη στόχων όπως η διατερματική συνδετικότητα ή η διαλειτουργικότητα υπηρεσιών, είναι ωστόσο απαραίτητο να εξασφαλίζεται ότι τέτοιες υποχρεώσεις επιβάλλονται σε συμμόρφωση με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ και, ειδικότερα, με τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται σε αυτό.

(51)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για την προσαρμογή των όρων πρόσβασης σε υπηρεσίες ψηφιακής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα I, στις εξελίξεις στις αγορές και την τεχνολογία. Τούτο ισχύει επίσης για τον ελάχιστο κατάλογο θεμάτων, στο παράρτημα II, τα οποία θα πρέπει να δημοσιευθούν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφάνειας.

(52)

Η διευκόλυνση της πρόσβασης σε πόρους ραδιοσυχνοτήτων για τους συντελεστές της αγοράς θα συμβάλει στην άρση των εμποδίων για την είσοδο στην αγορά. Εξάλλου, η τεχνολογική πρόοδος περιορίζει τον κίνδυνο επιβλαβών παρεμβολών σε ορισμένες ζώνες συχνοτήτων και επομένως την ανάγκη για μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης. Κατά συνέπεια, οι όροι για τη χρήση ραδιοφάσματος με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει κατά κανόνα να καθορίζονται στο πλαίσιο γενικών αδειών, εκτός εάν απαιτούνται ειδικές άδειες, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης του ραδιοφάσματος, για προστασία έναντι επιβλαβών παρεμβολών, εξασφάλιση της τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών, τη διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης του φάσματος ή για κάλυψη συγκεκριμένου στόχου γενικού συμφέροντος. Οι αποφάσεις σχετικά με την ανάγκη μεμονωμένων δικαιωμάτων θα πρέπει να λαμβάνονται με διαφανή και αναλογικό τρόπο.

(53)

Η εισαγωγή των απαιτήσεων της ουδετερότητας ως προς την υπηρεσία και την τεχνολογία στη χορήγηση των δικαιωμάτων χρήσης, μαζί με την αυξημένη πιθανότητα μεταφοράς δικαιωμάτων μεταξύ επιχειρήσεων, αναμένεται ότι θα αυξήσουν την ελευθερία και τους τρόπους διανομής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό, διευκολύνοντας έτσι την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος. Ωστόσο, ορισμένες υποχρεώσεις γενικού συμφέροντος που επιβάλλονται σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς για τη διανομή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων επικοινωνίας ενδέχεται να απαιτούν τη χρήση ειδικών κριτηρίων για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης όταν κρίνεται ουσιώδες να καλυφθεί συγκεκριμένος στόχος γενικού συμφέροντος που ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Οι διαδικασίες που συνδέονται με την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση διαφανείς, αντικειμενικές, αναλογικές και αμερόληπτες.

(54)

Από την άποψη του περιοριστικού αντικτύπου του στην ελεύθερη πρόσβαση σε ραδιοσυχνότητες, η ισχύς ενός μεμονωμένου δικαιώματος χρήσης που δεν είναι εμπορεύσιμο θα πρέπει να είναι περιορισμένη χρονικά. Σε περίπτωση που δικαιώματα χρήσης περιλαμβάνουν διάταξη ανανέωσης της ισχύος τους, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να διεξάγουν πρώτα ανασκόπηση, συμπεριλαμβανομένης δημόσιας διαβούλευσης, συνεκτιμώντας τις αγορές, την κάλυψη και τεχνολογικές εξελίξεις. Λόγω της σπανιότητας του ραδιοφάσματος, τα μεμονωμένα δικαιώματα που χορηγούνται σε επιχειρήσεις θα πρέπει να υφίστανται τακτική ανασκόπηση. Κατά τη διεξαγωγή της εν λόγω ανασκόπησης, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να σταθμίζουν όπου αυτό είναι δυνατόν τα συμφέροντα των κατόχων δικαιωμάτων με την ανάγκη ενίσχυσης της εισαγωγής εμπορίας ραδιοφάσματος καθώς και με πλέον ευέλικτη χρήση ραδιοφάσματος μέσω γενικών αδειών.

(55)

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία για εξασφάλιση αποδοτικής χρήσης ραδιοφάσματος και, εφόσον παραμένουν αχρησιμοποίητοι πόροι ραδιοφάσματος, να αναλαμβάνουν δράση για την αποτροπή αποθεματοποίησης που αντιβαίνει στον ανταγωνισμό και η οποία μπορεί να παρεμποδίσει νέες εισόδους στην αγορά.

(56)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να αναλαμβάνουν αποτελεσματική δράση για την παρακολούθηση και ασφαλή συμμόρφωση με τους όρους και προϋποθέσεις της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας επιβολής αποτελεσματικών οικονομικών ή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εν λόγω όρων και προϋποθέσεων.

(57)

Οι όροι που μπορούν να επισυναφθούν σε άδειες καλύπτουν ειδικούς όρους που διέπουν την προσβασιμότητα για χρήστες με αναπηρίες και την ανάγκη δημόσιων αρχών για επικοινωνία με το ευρύ κοινό πριν, κατά τη διάρκεια και έπειτα από καταστροφές μεγάλης κλίμακας. Επίσης, λόγω της σημασίας της τεχνικής καινοτομίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδουν άδειες χρήσης ραδιοφάσματος για πειραματικούς σκοπούς, οι οποίες θα υπόκεινται σε συγκεκριμένους περιορισμούς και όρους που δικαιολογούνται αυστηρά λόγω του πειραματικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων αυτών.

(58)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο (13) αποδείχθηκε αποτελεσματικός κατά την αρχική φάση του ανοίγματος της αγοράς. Με την οδηγία-πλαίσιο η Επιτροπή καλείται να παρακολουθήσει τη μετάβαση από το πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων του 1998 σε αυτό του 2002 και να υποβάλει προτάσεις για την κατάργηση του εν λόγω κανονισμού. Βάσει του πλαισίου του 2002, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν καθήκον ανάλυσης της χονδρικής αγοράς αδεσμοποίητης πρόσβασης σε μεταλλικούς βρόχους και υποβρόχους για σκοπούς παροχής ευρυζωνικών και φωνητικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στη σύσταση για τις σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν αναλύσει τουλάχιστον μία φορά την εν λόγω αγορά και ότι έχουν τεθεί οι κατάλληλες υποχρεώσεις βάσει του πλαισίου του 2002, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 κατέστη περιττός και κατά συνέπεια θα πρέπει να καταργηθεί.

(59)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (14).

(60)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει συστάσεις ή/και εκτελεστικά μέτρα σε σχέση με τις κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου· την εναρμόνιση στα πεδία του ραδιοφάσματος και της αριθμοδότησης καθώς και σε θέματα που άπτονται της ασφαλείας δικτύων και υπηρεσιών· την ταυτοποίηση των σχετικών αγορών προϊόντων και υπηρεσιών· την ταυτοποίηση διεθνικών αγορών· την υλοποίηση των προτύπων και την εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων του κανονιστικού πλαισίου. Θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα προς ενημέρωση των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας για την πρόσβαση με βάση τις εξελίξεις της τεχνολογίας και των αγορών. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)

Η οδηγία 2002/21/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο για τη ρύθμιση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών. Καθορίζει τα καθήκοντα των εθνικών κανονιστικών αρχών και θεσπίζει σύνολο διαδικασιών για την εξασφάλιση της εναρμονισμένης εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου σε ολόκληρη την Κοινότητα. Το πλαίσιο περιλαμβάνει επίσης διατάξεις σχετικά με ορισμένες πτυχές του τερματικού εξοπλισμού ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών με ειδικές ανάγκες.»

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το στοιχείο (α) αντικαθίσταται από τα εξής:

«α)

“δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών”, τα συστήματα μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής ή δρομολόγησης και οι λοιποί πόροι, περιλαμβανομένων μη ενεργών στοιχείων δικτύου, που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων, με τη χρήση καλωδίου, ραδιοσημάτων, οπτικού ή άλλου ηλεκτρομαγνητικού μέσου, περιλαμβανομένων των δορυφορικών δικτύων, των σταθερών (μεταγωγής δεδομένων μέσω κυκλωμάτων και πακετομεταγωγής, περιλαμβανομένου του Διαδικτύου) και κινητών επίγειων δικτύων, των συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση σημάτων, των δικτύων που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και των δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, ανεξάρτητα από το είδος των μεταφερόμενων πληροφοριών·»·

β)

Το στοιχείο β) αντικαθίσταται από τα εξής:

«β)

“διακρατικές αγορές”, οι αγορές που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 και καλύπτουν την Κοινότητα ή σημαντικό μέρος της ευρισκόμενο σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.»·

γ)

Το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από τα εξής:

«δ)

“δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών”, το δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο χρησιμοποιείται, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, για την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που υποστηρίζουν τη μεταφορά πληροφοριών μεταξύ τερματικών σημείων δικτύου·»·

δ)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δα)

“σημείο τερματισμού δικτύου” (ΣΤΔ), το υλικό σημείο στο οποίο παρέχεται στο συνδρομητή πρόσβαση στο δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών· στα δίκτυα μεταγωγής ή δρομολόγησης, το ΣΤΔ καθορίζεται μέσω ειδικής διεύθυνσης δικτύου, η οποία μπορεί να συνδέεται με το όνομα ή τον αριθμό του συνδρομητή·»·

ε)

Το στοιχείο (ε) αντικαθίσταται ως εξής:

«ε)

“συναφείς εγκαταστάσεις”, οι υλικές υποδομές και άλλες εγκαταστάσεις ή στοιχεία που σχετίζονται με δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και καθιστούν δυνατή ή/και στηρίζουν την παροχή υπηρεσιών μέσω του εν λόγω δικτύου ή/και υπηρεσίας ή έχουν τη δυνατότητα αυτή, περιλαμβάνουν δε μεταξύ άλλων κτήρια ή εισόδους κτηρίων, κεραίες, πύργους και άλλες φέρουσες κατασκευές, αγωγούς, σωληνώσεις, ιστούς, φρεάτια και κυτία σύνδεσης·»·

στ)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

“συναφείς υπηρεσίες”, οι υπηρεσίες που σχετίζονται με δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και καθιστούν δυνατή ή/και στηρίζουν την παροχή υπηρεσιών μέσω του εν λόγω δικτύου ή/και υπηρεσίας ή έχουν τη δυνατότητα αυτή, περιλαμβάνουν δε, μεταξύ άλλων, συστήματα μετατροπής αριθμών ή συστήματα που παρέχουν παρόμοιες λειτουργικές δυνατότητες, συστήματα υπό όρους πρόσβασης και οδηγούς ηλεκτρονικών προγραμμάτων καθώς και άλλες υπηρεσίες όπως ταυτοποίηση, εντοπισμό θέσης και ικανότητα παρουσίας·»·

ζ)

Το στοιχείο (ιβ) αντικαθίσταται από τα εξής:

«ιβ)

“ειδικές οδηγίες”, η οδηγία 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), η οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), η οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) και η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (“οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες”) (15).

η)

Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιζ)

“κατανομή ραδιοφάσματος”, ο καθορισμός δεδομένης ζώνης συχνοτήτων προς χρήση ενός ή περισσότερων τύπων ραδιοεπικοινωνιακών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, υπό ειδικές συνθήκες·

ιη)

“επιβλαβείς παρεμβολές”, οι παρεμβολές οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία υπηρεσίας ραδιοπλοήγησης ή άλλων υπηρεσιών ασφάλειας ή οι οποίες, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, υποβαθμίζουν σοβαρά, εμποδίζουν ή επανειλημμένα διακόπτουν μια ραδιοεπικοινωνιακή υπηρεσία που λειτουργεί σύμφωνα με τους εφαρμοστέους διεθνείς, κοινοτικούς ή εθνικούς κανονισμούς·

ιθ)

“κλήση”, σύνδεση που πραγματοποιείται μέσω διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιτρέπει αμφίδρομη επικοινωνία ομιλίας σε πραγματικό χρόνο.»

3)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την αμεροληψία, τη διαφάνεια και την έγκαιρη δράση των εθνικών κανονιστικών αρχών κατά την άσκηση των εξουσιών τους. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς και ανθρώπινους πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.»·

β)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3α.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση των αγορών ή για την επίλυση των διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 20 ή 21 της παρούσας οδηγίας ενεργούν ανεξάρτητα και δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από κανέναν άλλον φορέα σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών που τους έχουν ανατεθεί βάσει εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων που υλοποιούν την κοινοτική νομοθεσία. Αυτό δεν εμποδίζει την επιτήρηση σύμφωνα με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο. Εξουσία αναστολής ή ακύρωσης αποφάσεων των εθνικών κανονιστικών αρχών διαθέτουν αποκλειστικά τα όργανα προσφυγής που έχουν συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο επικεφαλής εθνικής ρυθμιστικής αρχής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή ενδεχομένως τα μέλη του συλλογικού οργάνου που ασκούν το καθήκον αυτό ή ο αντικαταστάτης του μπορούν να απολυθούν μόνον εφόσον δεν καλύπτουν πλέον τους απαιτούμενους όρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως αυτά καθορίζονται εκ των προτέρων στην εθνική νομοθεσία. Η απόφαση απόλυσης του επικεφαλής της εν λόγω εθνικής ρυθμιστικής αρχής ή ενδεχομένως των μελών του συλλογικού οργάνου που ασκούν τη λειτουργία αυτή, λαμβάνει δημοσιότητα κατά τη χρονική στιγμή της απόλυσης. Ο απολυθείς επικεφαλής της εθνικής ρυθμιστικής αρχής ή ενδεχομένως τα μέλη του συλλογικού οργάνου που ασκούν τη λειτουργία αυτή λαμβάνουν δήλωση των λόγων απόλυσής τους και δικαιούνται να ζητήσουν και να επιτύχουν τη δημοσίευσή της, σε περίπτωση που αυτό δεν θα συνέβαινε διαφορετικά.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές που αναφέρονται στην πρώην υποπαράγραφο διαθέτουν χωριστούς ετήσιους προϋπολογισμούς. Οι προϋπολογισμοί δημοσιοποιούνται.

3β.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι στόχοι της Ομάδας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Τηλεπικοινωνιών] (GERT) (16) όσον αφορά την προώθηση υψηλότερου επιπέδου ρυθμιστικού συντονισμού και συνοχής να στηρίζονται ενεργά από τις αντίστοιχες εθνικές ρυθμιστικές αρχές.

3γ.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις γνώμες και τις κοινές θέσεις που εκδίδει η GERT κατά τη λήψη των αποφάσεών τους για τις εθνικές τους αγορές.

4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών σε εθνικό επίπεδο, βάσει των οποίων κάθε χρήστης ή επιχείρηση που παρέχει δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει, όταν θίγεται από απόφαση εθνικής ρυθμιστικής αρχής, δικαίωμα προσφυγής κατά της αποφάσεως ενώπιον οργάνου προσφυγής ανεξάρτητου από τους διαδίκους. Το εν λόγω όργανο προσφυγής, το οποίο μπορεί να είναι δικαστήριο, διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης και ότι υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός προσφυγής.

Έως την ολοκλήρωση της προσφυγής ισχύει η απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, εκτός εάν ληφθούν προσωρινά μέτρα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.»·

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των αιτήσεων προσφυγής, τη διάρκεια των διαδικασιών προσφυγής και τον αριθμό των αποφάσεων για λήψη προσωρινών μέτρων. Τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή και την GERT κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως οποιασδήποτε από αυτές.»·

5)

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διαβιβάζουν στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές όλες τις πληροφορίες, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών πληροφοριών, που απαιτούνται για να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών και προς τις αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή τους. Ειδικότερα από τις επιχειρήσεις αυτές απαιτείται επίσης να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με μελλοντικές εξελίξεις στα δίκτυα ή τις υπηρεσίες που θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στις υπηρεσίες χονδρικής που διαθέτουν σε ανταγωνιστές. Από τις επιχειρήσεις με σημαντική ισχύ στις αγορές χονδρικής μπορεί επίσης να απαιτείται να υποβάλλουν λογιστικά δεδομένα για τις αγορές λιανικής που συνδέονται με αυτές τις αγορές χονδρικής.

Οι επιχειρήσεις παρέχουν τις πληροφορίες αυτές αμέσως, κατόπιν αιτήσεως και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και το βαθμό λεπτομέρειας που απαιτεί η εθνική ρυθμιστική αρχή. Οι πληροφορίες που ζητεί η εθνική ρυθμιστική αρχή θα πρέπει να είναι ανάλογες προς την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Η εθνική ρυθμιστική αρχή αιτιολογεί την αίτησή της για παροχή πληροφοριών και μεταχειρίζεται τις πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 3.»·

6)

Τα άρθρα 6 και 7 αντικαθίστανται από τα εξής:

«Άρθρο 6

Μηχανισμός διαβούλευσης και διαφάνειας

Εκτός περιπτώσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 7 παράγραφος 9, 20 ή 21, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που εθνικές ρυθμιστικές αρχές προτίθενται να λάβουν μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τις ειδικές οδηγίες ή προτίθενται να προβλέψουν περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4 και εφόσον τα εν λόγω μέτρα ή περιορισμοί έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη σχετική αγορά, παρέχουν στα ενδιαφερόμενα μέρη δυνατότητα σχολιασμού του σχεδίου μέτρου εντός εύλογης χρονικής περιόδου.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δημοσιοποιούν τις εθνικές τους διαδικασίες διαβούλευσης.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημιουργία ενιαίου σημείου ενημέρωσης όπου παρατίθενται όλες οι τρέχουσες διαβουλεύσεις.

Η εθνική ρυθμιστική αρχή δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της διαδικασίας διαβούλευσης, με εξαίρεση τις πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα σύμφωνα με την κοινοτική και την εθνική νομοθεσία σχετικά με το επιχειρηματικό απόρρητο.

Άρθρο 7

Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τους όλους τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 8, στο βαθμό που αυτοί σχετίζονται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς συνεργαζόμενες μεταξύ τους και με την Επιτροπή καθώς και με την GERT, κατά διαφανή τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών σε όλα τα κράτη μέλη. Προς το σκοπό αυτό, συνεργάζονται ιδίως με την Επιτροπή και την GERT για τον προσδιορισμό των τύπων των μέσων και των επανορθωτικών μέτρων που ενδείκνυνται για συγκεκριμένες καταστάσεις που επικρατούν στην αγορά.

3.   Εάν δεν προβλέπεται άλλως σε συστάσεις ή/και κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7α, μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 6, σε περίπτωση που εθνική ρυθμιστική αρχή προτίθεται να λάβει μέτρο το οποίο:

α)

εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 ή του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 5 ή του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγίας για την πρόσβαση), και

β)

είναι πιθανόν να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών,

καθιστά το σχέδιο μέτρου προσβάσιμο στην Επιτροπή, την GERT και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές άλλων κρατών μελών, μαζί με την αιτιολόγηση στην οποία στηρίζεται το μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, την GERT και τις άλλες εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, η GERT και η Επιτροπή μπορούν εντός μηνός να διαβιβάσουν τα σχόλιά τους στην ενδιαφερόμενη εθνική ρυθμιστική αρχή. Η μηνιαία προθεσμία δεν μπορεί να παραταθεί.

4.   Εάν το σχεδιαζόμενο μέτρο που καλύπτεται από την παράγραφο 3 αποσκοπεί:

α)

στον καθορισμό μιας σχετικής αγοράς που διαφέρει από εκείνες που ορίζονται στη σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, ή

β)

στην απόφαση καθορισμού ή όχι επιχείρησης ως διαθέτουσας, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλους, σημαντική ισχύ στην αγορά, βάσει του άρθρου 16 παράγραφοι 3, 4 ή 5, ή

γ)

στην επιβολή, τροποποίηση ή άρση υποχρέωσης φορέα εκμετάλλευσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 9 έως 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγίας για την πρόσβαση), και του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγίας για την καθολική υπηρεσία),

και είναι πιθανόν να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, ενώ η Επιτροπή έχει επισημάνει στην εθνική ρυθμιστική αρχή ότι θεωρεί πως το σχέδιο μέτρου θα δημιουργούσε φραγμό στην εσωτερική αγορά ή εάν έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την κοινοτική νομοθεσία και ιδίως με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 8, αναβάλλεται η θέσπιση του σχεδίου μέτρου επί δύο περαιτέρω μήνες. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να παραταθεί. Η Επιτροπή ενημερώνει τις άλλες εθνικές ρυθμιστικές αρχές σχετικά με τις επιφυλάξεις της στην περίπτωση αυτή.

5.   Εντός της δίμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή μπορεί:

α)

να αποφασίσει, σε σχέση με το σχέδιο μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β), να καλέσει την ενδιαφερόμενη κανονιστική εθνική αρχή να τροποποιήσει ή να αποσύρει το σχέδιο μέτρου, ή/και

β)

να εκδώσει γνώμη σε σχέση με το σχέδιο μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ), ή

γ)

να αποφασίσει να άρει τις επιφυλάξεις της σε σχέση με το σχέδιο μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της GERT πριν από την λήψη απόφασης ή/και τη διατύπωση γνώμης βάσει των στοιχείων α) έως γ). Η απόφαση ή/και γνώμη βάσει των στοιχείων α) και β) συνοδεύεται από λεπτομερή και αντικειμενική ανάλυση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο μέτρου δεν πρέπει να θεσπισθεί καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για την τροποποίηση του σχεδίου μέτρου.

6.   Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α), ζητώντας από την εθνική ρυθμιστική αρχή να αποσύρει σχέδιο μέτρου, η εθνική ρυθμιστική αρχή τροποποιεί ή αποσύρει το σχέδιο μέτρου εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής. Σε περίπτωση που το σχέδιο μέτρου τροποποιείται, η εθνική ρυθμιστική αρχή διοργανώνει δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 και επανακοινοποιεί το τροποποιημένο σχέδιο μέτρου στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3.

7.   Η ενδιαφερόμενη εθνική ρυθμιστική αρχή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη της τα σχόλια των άλλων εθνικών κανονιστικών αρχών, της GERT και της Επιτροπής και, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β), μπορεί να θεσπίζει το προκύπτον σχέδιο μέτρου και, εφόσον το πράξει, το κοινοποιεί στην Επιτροπή.

Όταν η εθνική ρυθμιστική αρχή αποφασίζει να τροποποιήσει το σχέδιο μέτρου σύμφωνα με τη γνώμη που εκδόθηκε βάσει της παραγράφου 5 στοιχείο β), διοργανώνει, εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έκδοσης της γνώμης της Επιτροπής, δημόσια διαβούλευση με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 και κοινοποιεί το τροποποιημένο μέτρο στην Επιτροπή.

Όταν η εθνική ρυθμιστική αρχή αποφασίζει να μην τροποποιήσει το σχέδιο μέτρου βάσει της γνώμης που εκδόθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο β), δημοσιεύει επίσης τους λόγους της αποφάσεώς του και τους κοινοποιεί στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έκδοσης της γνώμης της Επιτροπής.

8.   Η εθνική ρυθμιστική αρχή ανακοινώνει στην Επιτροπή και στην GERT όλα τα τελικά μέτρα που εμπίπτουν βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β).

9.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν μια εθνική ρυθμιστική αρχή κρίνει ότι πρέπει να αναληφθεί δράση επειγόντως προκειμένου να διασφαλισθεί ο ανταγωνισμός και να προστατευθούν τα συμφέροντα των χρηστών, κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των παραγράφων 3 και 4, μπορεί να λαμβάνει αμέσως αναλογικά και προσωρινά μέτρα. Ανακοινώνει αμελλητί στην Επιτροπή, στις άλλες εθνικές ρυθμιστικές αρχές και στην GERT τα μέτρα αυτά, πλήρως αιτιολογημένα. Η λήψη αποφάσεως εκ μέρους εθνικής ρυθμιστικής αρχής για τη μονιμοποίηση των μέτρων ή την παράταση της ισχύος τους υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4.»·

7)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 7α

Κοινοποιήσεις

1.   Η Επιτροπή, μετά τη δημόσια διαβούλευση και τη διαβούλευση με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και αφού λάβει ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της GERT, μπορεί να εκδώσει συστάσεις ή/και κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με το άρθρο 7, που θα καθορίζουν τη μορφή, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομέρειας των ανακοινώσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν απαιτούνται κοινοποιήσεις καθώς και τον υπολογισμό των προθεσμιών.

2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2.»·

8)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από τα εξής:

«Εάν δεν προβλέπεται άλλως στο άρθρο 9 που αφορά τις ραδιοσυχνότητες, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τους την επιθυμία για τεχνολογικώς ουδέτερους κανονισμούς και, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και στις ειδικές οδηγίες, ιδίως όσων προβλέπονται για τη διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πράττουν αναλόγως.»·

β)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται ως εξής:

«α)

μεριμνώντας ώστε οι χρήστες, περιλαμβανομένων των μειονεκτούντων χρηστών, των ηλικιωμένων χρηστών και των χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες να αποκομίζουν το μέγιστο όφελος όσον αφορά την επιλογή, την τιμή και την ποιότητα,»·

γ)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) διαγράφεται.

δ)

Στην παράγραφο 3, το στοιχείο γ) διαγράφεται.

ε)

Στην παράγραφο 3, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από τα εξής:

«δ)

της συνεργασίας μεταξύ τους με την Επιτροπή και με την GERT, ώστε να εξασφαλίζονται η ανάπτυξη μιας συνεπούς κανονιστικής πρακτικής και η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών.»·

στ)

Στην παράγραφο 4, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από τα εξής:

«ε)

ανταποκρινόμενες στις ανάγκες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και ιδίως των μειονεκτούντων χρηστών, των ηλικιωμένων χρηστών και των χρηστών με ειδικές κοινωνικές ανάγκες·»

ζ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εφαρμόζουν, προς επίτευξη των στόχων πολιτικής που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, αντικειμενικές, διαφανείς, αμερόληπτες και αναλογικές ρυθμιστικές αρχές, ιδίως μέσω:

α)

της προαγωγής της κανονιστικής προβλεψιμότητας,

β)

της εξασφάλισης ότι, σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν γίνεται διάκριση στην αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών,

γ)

της εξασφάλισης του ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών και της προώθησης, κατά περίπτωση, ανταγωνισμού υποδομών,

δ)

της προώθησης αποτελεσματικών επενδύσεων και καινοτομιών όσον αφορά νέες και ενισχυμένες υποδομές, συνυπολογίζοντας και τους επενδυτικούς κινδύνους

ε)

του δέοντος συνυπολογισμού των ποικίλων συνθηκών όσον αφορά τον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές που υφίστανται στις διάφορες γεωγραφικές ζώνες του ίδιου κράτους μέλους,

στ)

της επιβολής ex-ante ρυθμιστικών υποχρεώσεων μόνον εφόσον δεν υφίσταται αποτελεσματικός και βιώσιμος ανταγωνισμός και της άρσης των υποχρεώσεων αυτών αφ’ ης στιγμής υφίσταται ανταγωνισμός».

9)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8α

Στρατηγικός σχεδιασμός και συντονισμός της πολιτικής του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση

1.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή κατά το στρατηγικό σχεδιασμό, το συντονισμό και την εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς το σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη τους μεταξύ άλλων την οικονομία, την ασφάλεια, την υγεία, το δημόσιο συμφέρον, την ελευθερία έκφρασης, τις πολιτιστικές, επιστημονικές, κοινωνικές και τεχνικές πτυχές των πολιτικών της ΕΕ καθώς και τα διάφορα συμφέροντα των κοινοτήτων χρηστών του ραδιοφάσματος, με στόχο τη βελτιστοποίηση της χρήσης του ραδιοφάσματος και την αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών.

2.   Τα κράτη μέλη προάγουν το συντονισμό των προσεγγίσεων πολιτικής του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, οσάκις ενδείκνυται, εναρμονισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος που απαιτούνται για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

3.   Τα κράτη μέλη προάγουν τον αποτελεσματικό συντονισμό των συμφερόντων της ΕΕ στους διεθνείς οργανισμούς με αρμοδιότητα σε θέματα ραδιοφάσματος. Όταν απαιτείται για την προαγωγή αυτού του αποτελεσματικού συντονισμού, η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της Ομάδας Πολιτικής Ραδιοφάσματος (RSPG) η οποία συστάθηκε με την απόφαση 2002/622/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ομάδας για την πολιτική ραδιοφάσματος (17), μπορεί να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κοινούς στόχους πολιτικής.

4.   Η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της RSPG, μπορεί να υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις για την καθιέρωση πολυετών προγραμμάτων στον τομέα της πολιτικής ραδιοφάσματος.

10)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 9

Διαχείριση ραδιοσυχνοτήτων για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.   Τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους το γεγονός ότι οι ραδιοσυχνότητες αποτελούν δημόσιο αγαθό με σημαντική κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική αξία, εξασφαλίζουν την ουσιαστική διαχείριση των ραδιοσυχνοτήτων για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην επικράτειά τους σύμφωνα με το άρθρο 8. Εξασφαλίζουν ότι η κατανομή του ραδιοφάσματος που χρησιμοποιείται για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και η χορήγηση γενικών αδειών ή μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων αυτών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βασίζονται σε αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια. Εν προκειμένω τηρούν τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους δημόσιας ασφάλειας.

2.   Τα κράτη μέλη προάγουν την εναρμόνιση της χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων σε ολόκληρη την Κοινότητα, σύμφωνα με την ανάγκη εξασφάλισης αποτελεσματικής και αποδοτικής χρήσης τους και επιδιώκοντας οφέλη για τον καταναλωτή, λ.χ. οικονομίες κλίμακας και διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών. Εν προκειμένω ενεργούν σύμφωνα με την απόφαση 676/2002/ΕΚ (απόφαση για το ραδιοφάσμα).

3.   Εάν δεν προβλέπεται άλλως στο δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι τύποι τεχνολογίας για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στις ζώνες ραδιοσυχνοτήτων που είναι διαθέσιμες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με το εθνικό τους πρόγραμμα μερισμού ραδιοσυχνοτήτων και τον κανονισμό περί ραδιοεπικοινωνιών της ITU.

Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προβλέπουν αναλογικούς και αμερόληπτους περιορισμούς όσον αφορά τη χρησιμοποιούμενη για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ραδιοδικτυακή ή ασύρματη τεχνολογία πρόσβασης, εφόσον αυτό απαιτείται:

α)

προς αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών,

β)

για την προστασία της δημόσιας υγείας από ηλεκτρομαγνητικά πεδία,

γ)

για την εξασφάλιση της τεχνικής ποιότητας της υπηρεσίας

δ)

για την εξασφάλιση της μεγιστοποίησης του μερισμού ραδιοσυχνοτήτων σε περιπτώσεις όπου η χρήση ραδιοσυχνοτήτων υπάγεται σε γενική άδεια,

ε)

προς διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης του ραδιοφάσματος, ή

στ)

για την εκπλήρωση στόχου γενικού συμφέροντος σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.   Εάν δεν προβλέπεται άλλως στο δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι τύποι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να μπορούν να παρασχεθούν στις ζώνες ραδιοσυχνοτήτων που είναι διαθέσιμες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με το εθνικό τους πρόγραμμα μερισμού ραδιοσυχνοτήτων και τον κανονισμό περί ραδιοεπικοινωνιών της ITU. Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να προβλέπουν αναλογικούς και αμερόληπτους περιορισμούς για τους παρεχόμενους τύπους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Τα μέτρα που απαιτούν να παρέχεται υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ειδική ζώνη διαθέσιμη για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να αιτιολογούνται με βάση την εκπλήρωση στόχου γενικού συμφέροντος όπως ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, όπως ενδεικτικά:

α)

της ασφάλειας της ζωής,

β)

της προαγωγής της κοινωνικής, περιφερειακής ή εδαφικής συνοχής,

γ)

της αποφυγής αναποτελεσματικής χρήσης ραδιοσυχνοτήτων, ή

δ)

της προαγωγής της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας και της πολυφωνίας των μέσων επικοινωνίας, λ.χ. με την παροχή υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.

Μέτρο που απαγορεύει την παροχή κάθε άλλης υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε συγκεκριμένη ζώνη μπορεί να προβλέπεται μόνον όπου αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας υπηρεσιών για την ασφάλεια της ζωής. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επεκτείνουν το μέτρο αυτό ώστε να καλύπτει υπηρεσίες για την εκπλήρωση άλλων στόχων γενικού συμφέροντος.

5.   Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τακτικά την ανάγκη ύπαρξης των περιορισμών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 και δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα της επανεξέτασης αυτής.

6.   Οι παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται στην κατανομή ραδιοφάσματος προς χρήση για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την έκδοση γενικών αδειών και τη χορήγηση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων που χορηγούνται μετά τις … (18).

Οι κατανομές του φάσματος, οι γενικές άδειες και τα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης που υφίσταντο κατά την … (18) υπόκεινται στο άρθρο 9α.

7.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των ειδικών οδηγιών και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εθνικών συνθηκών, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες για την αποφυγή της αποθεματοποίησης ραδιοφάσματος, ιδίως ορίζοντας αυστηρές προθεσμίες για την πραγματική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων χρήσης από τον κάτοχό τους και επιβάλλοντας κυρώσεις, περιλαμβανομένων των οικονομικών κυρώσεων ή της αφαίρεσης των δικαιωμάτων χρήσης, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις προθεσμίες. Οι κανόνες αυτοί θεσπίζονται και εφαρμόζονται κατά αναλογικό, αμερόληπτο και διαφανή τρόπο.»·

11)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Επανεξέταση των περιορισμών υφιστάμενων δικαιωμάτων

1.   Για περίοδο πέντε ετών που αρχίζει στις … (18) τα κράτη μέλη μπορούν να μεριμνούν ώστε οι κάτοχοι δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων που είχαν χορηγηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και εξακολουθούν να ισχύουν για περίοδο πέντε τουλάχιστον ετών μετά την ημερομηνία αυτή να μπορούν να υποβάλουν αίτηση προς την αρμόδια εθνική αρχή για την επανεκτίμηση των περιορισμών των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4.

Η αρμόδια εθνική αρχή, πριν εκδώσει την απόφασή της, γνωστοποιεί στον κάτοχο των δικαιωμάτων την επανεκτίμησή της σχετικά με τους περιορισμούς και του παρέχει εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να αποσύρει την αίτησή του.

Εάν ο κάτοχος των δικαιωμάτων αποσύρει την αίτησή του, το δικαίωμα παραμένει αμετάβλητο έως τη λήξη της ισχύος του ή έως το τέλος της πενταετούς περιόδου, αναλόγως με το ποια ημερομηνία προηγείται.

2.   Μετά την πενταετή περίοδο της παραγράφου 1 τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζεται σε όλες τις εναπομένουσες άδειες/μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης και κατανομές ραδιοσυχνοτήτων που υφίσταντο στις … (18).

3.   Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας τα κράτη μέλη λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα για την προαγωγή θεμιτού ανταγωνισμού.

4.   Τα μέτρα που θεσπίζονται κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν αποτελούν χορήγηση νέων δικαιωμάτων χρήσης και επομένως δεν υπάγονται στις οικείες διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση).

Άρθρο 9β

Μεταβίβαση ή χρονομίσθωση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να μεταβιβάζουν ή να χρονομισθώνουν μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων σε άλλες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες.

Οι όροι που συνδέονται με τα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων εξακολουθούν να ισχύουν μετά τη μεταβίβαση ή χρονομίσθωση, εκτός εάν ορίσει άλλως η αρμόδια εθνική αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η πρόθεση μιας επιχείρησης να μεταβιβάσει δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων καθώς και η ίδια η μεταβίβαση κοινοποιούνται σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες στην αρμόδια εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης και δημοσιοποιούνται. Σε περίπτωση που η χρήση ραδιοσυχνοτήτων έχει εναρμονισθεί με εφαρμογή της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ (απόφαση για το ραδιοφάσμα) ή άλλων κοινοτικών μέτρων, κάθε τέτοια μεταβίβαση συμμορφώνεται με την εν λόγω εναρμονισμένη χρήση.»·

12)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ελέγχουν τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης όλων των εθνικών πόρων αριθμοδότησης και τη διαχείριση του εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την παροχή επαρκούς πλήθους αριθμών και σειρών αριθμών, σε όλες τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καθορίζουν αντικειμενικές, διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης των εθνικών πόρων αριθμοδότησης.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μεριμνούν ώστε τα εθνικά σχέδια και διαδικασίες αριθμοδότησης να εφαρμόζονται κατά τρόπο ο οποίος να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση σε όλους τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι μια επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί το δικαίωμα χρήσης σειράς αριθμών δεν προβαίνει σε διακρίσεις σε βάρος άλλων παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών όσον αφορά την αλληλουχία αριθμών που χρησιμοποιούνται για πρόσβαση στις υπηρεσίες τους.»·

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα εξής:

«4.   Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν την εναρμόνιση των συγκεκριμένων αριθμών ή πεδίων αριθμοδότησης στην Κοινότητα όπου αυτή προάγει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ταυτοχρόνως την ανάπτυξη πανευρωπαϊκών υπηρεσιών. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει κατάλληλα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα στο θέμα αυτό.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.»·

13)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από τα εξής:

«—

ενεργεί βάσει αποτελεσματικών, διαφανών και προσιτών στο κοινό διαδικασιών που εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις και χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση λαμβάνει την απόφασή της εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων απαλλοτρίωσης, και»

β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα εξής:

«2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν οι δημόσιες ή οι τοπικές αρχές διατηρούν την κυριότητα ή τον έλεγχο των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται δημόσια δίκτυα ή/και προσιτές στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπάρχει ουσιαστικός διαρθρωτικός διαχωρισμός της αρμοδιότητας σχετικά με την παροχή των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την κυριότητα ή τον έλεγχο.»·

14)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από τα εξής:

«Άρθρο 12

Συνεγκατάσταση και μερισμός στοιχείων των δικτύων και συναφών ευκολιών για τους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.   Όταν μια επιχείρηση παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει το δικαίωμα, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να εγκαθιστά ευκολίες επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου ή δύναται να επωφελείται διαδικασίας για την απαλλοτρίωση ή τη χρήση ακινήτου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να επιβάλουν μερισμό των ευκολιών ή του ακινήτου αυτού, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων κτηρίων ή εισόδων κτηρίων, ιστών, κεραιών, πύργων και άλλων φερουσών κατασκευών, αγωγών, σωληνώσεων, φρεατίων και κυτίων σύνδεσης καθώς και μη ενεργών στοιχείων δικτύων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων το μερισμό χρήσεων ή ακινήτων (περιλαμβανομένης φυσικής συνεγκατάστασης) ή τη λήψη μέτρων διευκόλυνσης του συντονισμού δημόσιων έργων, λόγω ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας ή της δημόσιας ασφάλειας ή της επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων μόνον έπειτα από κατάλληλη περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέχεται σε όλους τους ενδιαφερομένους η δυνατότητα διατύπωσης των απόψεών τους. Οι ρυθμίσεις αυτές για μερισμό ή συντονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών του μερισμού ευκολιών ή ακινήτου.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον απαιτείται, να μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, κατ' αίτηση των αρμόδιων αρχών, για να μπορούν οι εν λόγω αρχές, από κοινού με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, να καταρτίσουν λεπτομερή κατάλογο του χαρακτήρα, της διαθεσιμότητας και της γεωγραφικής θέσης των ευκολιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να τον καταστήσουν διαθέσιμο στους ενδιαφερομένους.

4.   Τα μέτρα που λαμβάνονται από εθνική ρυθμιστική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά.»·

15)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙα

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Άρθρο 13α

Ασφάλεια και ακεραιότητα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό να λαμβάνουν πρόσφορα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την κατάλληλη διαχείριση του κινδύνου όσον αφορά την ασφάλεια των δικτύων και υπηρεσιών. Λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων τεχνικών δυνατοτήτων, τα μέτρα αυτά πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον υπάρχοντα κίνδυνο. Λαμβάνονται ιδίως μέτρα για την αποτροπή και ελαχιστοποίηση του αντικτύπου συμβάντων που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια χρηστών και διασυνδεδεμένων δικτύων.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των δικτύων τους και κατά τον τρόπο αυτό να εξασφαλίζουν τη συνέχεια της παροχής των υπηρεσιών που διανέμονται μέσω των δικτύων αυτών.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις που παρέχουν πρόσβαση σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό να κοινοποιούν στην αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή κάθε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας που είχε σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών.

Η οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή ανακοινώνει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των άλλων κρατών μελών και στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) εάν θα μπορούσαν να θιγούν ή έχουν θιγεί και άλλα κράτη μέλη. Η οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να ενημερώσει το κοινό ή να απαιτήσει την ενημέρωση αυτή από τις επιχειρήσεις, εφόσον κρίνει ότι η αποκάλυψη της παραβίασης είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

Η οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή υποβάλλει κατ' έτος στην Επιτροπή και στον ENISA συνοπτική έκθεση σχετικά με τις κοινοποιήσεις που έχει παραλάβει και τη δράση που έχει αναλάβει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

4.   Η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη του ENISA, μπορεί να εγκρίνει κατάλληλα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα με στόχο την εναρμόνιση των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, περιλαμβανομένων μέτρων που ορίζουν τις περιστάσεις, τη μορφή και τις διαδικασίες που ισχύουν για τις απαιτήσεις κοινοποίησης. Αυτά τα τεχνικά εκτελεστικά μέτρα θα βασίζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα και δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να επιβάλουν συμπληρωματικές απαιτήσεις προς επίτευξη των στόχων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με συμπλήρωσή της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3.

Άρθρο 13β

Εφαρμογή και επιβολή

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν την εξουσία έκδοσης δεσμευτικών οδηγιών προς τις επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμες στο κοινό, με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 13α.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τις επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό:

α)

να παρέχουν πληροφορίες απαραίτητες για την εκτίμηση της ασφάλειας και της ακεραιότητας των υπηρεσιών και δικτύων τους, περιλαμβανομένων τεκμηριωμένων πολιτικών ασφάλειας, και

β)

να υποβάλλονται σε έλεγχο ασφάλειας που διενεργείται από ειδικευμένο ανεξάρτητο φορέα ή αρμόδια εθνική αρχή και να θέτουν τα σχετικά πορίσματα στη διάθεση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής. Το κόστος του ελέγχου επιβαρύνει την επιχείρηση.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για τη διερεύνηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

4.   Οι εν λόγω διατάξεις θεσπίζονται με την επιφύλαξη του άρθρου 3 της παρούσας οδηγίας.»·

16)

Στο άρθρο 14 η παράγραφος 3:αντικαθίσταται ως εξής:

«3.   Εάν μια επιχείρηση έχει σημαντική ισχύ σε μια συγκεκριμένη αγορά, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι κατέχει σημαντική ισχύ και σε μια στενά συνδεδεμένη με αυτήν αγορά, εάν οι δεσμοί μεταξύ των δύο αγορών είναι τέτοιοι ώστε να είναι δυνατή η εκμετάλλευση της ισχύος στη μία αγορά στο πλαίσιο της άλλης αγοράς, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της θέσης ισχύος της επιχείρησης στην αγορά. Κατά συνέπεια είναι δυνατόν να ληφθούν στη συνδεδεμένη αγορά επανορθωτικά μέτρα με στόχο την αποτροπή της εκμετάλλευσης αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10, 11 και 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και, εάν τα εν λόγω μέτρα αποδειχθούν ανεπαρκή, είναι δυνατόν να επιβληθούν επανορθωτικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία).»·

17)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η επικεφαλίδα αντικαθίσταται από την εξής:

«Διαδικασία ταυτοποίησης και ορισμού αγορών»·

β)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Μετά τη δημόσια διαβούλευση και τη διαβούλευση με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και αφού λάβει ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη της GERT, η Επιτροπή εκδίδει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2, σύσταση σχετικά με συναφείς αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (“σύσταση”). Στη σύσταση ταυτοποιούνται οι εν λόγω αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα χαρακτηριστικά των οποίων δύναται να αιτιολογούν την επιβολή κανονιστικών υποχρεώσεων στις ειδικές οδηγίες, με την επιφύλαξη αγορών που σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να ορίζονται βάσει της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Η Επιτροπή καθορίζει τις αγορές σύμφωνα με τις αρχές του δίκαιου περί ανταγωνισμού.»·

γ)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«3.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τους τη σύσταση και τις κατευθυντήριες γραμμές, ορίζουν τις σχετικές αγορές που αντιστοιχούν στις εθνικές συνθήκες, ιδίως τις σχετικές γεωγραφικές αγορές εντός της επικράτειάς τους, σύμφωνα με τις αρχές της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ακολουθούν τη διαδικασία των άρθρων 6 και 7 πριν ορίσουν αγορές διαφορετικές από εκείνες που ταυτοποιούνται στη σύσταση.»·

δ)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα εξής:

«4.   Κατόπιν διαβούλευσης με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές η Επιτροπή μπορεί, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της GERT, να εκδίδει απόφαση για την ταυτοποίηση διακρατικών αγορών, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2α.»

18)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από τα εξής:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διεξάγουν ανάλυση των σχετικών αγορών βασιζόμενες στις αγορές που ταυτοποιούνται στη σύσταση και λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τους τις κατευθυντήριες γραμμές. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ανάλυση αυτή να διεξάγεται, κατά περίπτωση, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού.

2.   Όταν εθνική ρυθμιστική αρχή, δυνάμει των παραγράφων 3 ή 4 του παρόντος άρθρου, του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) ή του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), πρέπει να καθορίσει εάν θα επιβληθούν, θα διατηρηθούν, θα τροποποιηθούν ή θα αρθούν υποχρεώσεις επιχειρήσεων, καθορίζει, με βάση την ανάλυση αγοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κατά πόσον μια σχετική αγορά είναι όντως ανταγωνιστική»·.

β)

Οι παράγραφοι 4, 5 και 6 αντικαθίστανται από τα εξής:

«4.   Εφόσον εθνική ρυθμιστική αρχή διαπιστώσει ότι μια συγκεκριμένη αγορά δεν είναι όντως ανταγωνιστική, εντοπίζει επιχειρήσεις οι οποίες μεμονωμένα ή από κοινού με άλλες έχουν σημαντική ισχύ στην εν λόγω αγορά σύμφωνα με το άρθρο 14 και επιβάλλει τις ενδεδειγμένες ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή διατηρεί ή τροποποιεί τις εν λόγω υποχρεώσεις, εφόσον αυτές υφίστανται ήδη.

5.   Στην περίπτωση των διακρατικών αγορών που καθορίζονται στην απόφαση, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 4, οι οικείες εθνικές ρυθμιστικές αρχές πραγματοποιούν από κοινού την ανάλυση αγοράς, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τους τις κατευθυντήριες γραμμές, και αποφασίζουν έπειτα από συνεννόηση για την τυχόν επιβολή, διατήρηση, τροποποίηση ή άρση των κανονιστικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

6.   Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 υπόκεινται στις διαδικασίες των άρθρων 6 και 7. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διενεργούν ανάλυση της σχετικής αγοράς και κοινοποιούν το αντίστοιχο σχέδιο μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 7:

α)

εντός τριών ετών από τη θέσπιση προηγούμενου μέτρου για την αγορά αυτή. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή αιτιολογημένη προτεινόμενη επέκταση και η τελευταία δεν διατυπώνει αντιρρήσεις εντός μηνός από την κοινοποιούμενη επέκταση, η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί πέραν των τριών ετών,

β)

εντός δύο ετών από την έγκριση αναθεωρημένης σύστασης για σχετικές αγορές, όσον αφορά τις αγορές που δεν έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, ή

γ)

εντός δύο ετών από την προσχώρησή τους, όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν προσχωρήσει πρόσφατα στην Ένωση.»

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Όταν εθνική ρυθμιστική αρχή δεν έχει ολοκληρώσει την ανάλυσή της για σχετική αγορά που προσδιορίζεται στη σύσταση εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 16 παράγραφος 6, η GERT παρέχει συνδρομή στην οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή κατόπιν σχετικού αιτήματός της συμπληρώνοντας την ανάλυση της συγκεκριμένης αγοράς και των ειδικών υποχρεώσεων που θα επιβληθούν. Με τη συνδρομή αυτή η οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή κοινοποιεί εντός έξι μηνών το σχέδιο μέτρου στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7.»

19)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στη παράγραφο 1, στη δεύτερη πρόταση, η φράση «ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2» αντικαθίσταται από τη φράση «ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2α».

β)

Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από τα εξής:

«Ελλείψει τέτοιων προτύπων ή/και προδιαγραφών, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την εφαρμογή διεθνών προτύπων ή συστάσεων που εγκρίνονται από τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU), την Επιτροπή Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ECC), το Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO) ή τη Διεθνή Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή (IEC).»

γ)

Οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από τα εξής:

«4.   Εάν η Επιτροπή προτίθεται να καταστήσει υποχρεωτική την εφαρμογή ορισμένων προτύπων ή/και προδιαγραφών, δημοσιεύει ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καλεί όλους τους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους. Η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα εκτελεστικά μέτρα και καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή των σχετικών προτύπων, αναφέροντάς τα ως υποχρεωτικά πρότυπα στον κατάλογο προτύπων ή/και προδιαγραφών που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι τα πρότυπα ή/και οι προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν συμβάλλουν πλέον στην παροχή εναρμονισμένων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή ότι δεν ανταποκρίνονται πλέον στις ανάγκες των καταναλωτών ή ότι παρεμποδίζουν την τεχνολογική εξέλιξη, τα αποσύρει από τον κατάλογο των προτύπων ή/και προδιαγραφών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2α.»

δ)

Στην παράγραφο 6, η φράση «τα αποσύρει από τον εν λόγω κατάλογο των προτύπων ή/και προδιαγραφών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 3» αντικαθίσταται από τη φράση «λαμβάνει τα κατάλληλα εκτελεστικά μέτρα και αποσύρει τα εν λόγω πρότυπα ή/και προδιαγραφές από τον κατάλογο των προτύπων ή/και προδιαγραφών που αναφέρεται στην παράγραφο 1».

ε)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6α.   Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 4 και 6 εκτελεστικά μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3».

20)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

τους παρόχους υπηρεσιών και εξοπλισμού ψηφιακής τηλεόρασης να συνεργασθούν στην παροχή διαλειτουργικών τηλεοπτικών υπηρεσιών για τελικούς χρήστες με αναπηρίες.»·

β)

Η παράγραφος 3 διαγράφεται.

21)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από τα εξής:

«Άρθρο 19

Διαδικασίες εναρμόνισης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 6 και 8 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ύπαρξη αποκλίσεων κατά την υλοποίηση, εκ μέρους των εθνικών κανονιστικών αρχών, των κανονιστικών καθηκόντων που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία και στις ειδικές οδηγίες ενδέχεται να αποτελέσει φραγμό στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της GERT, εάν υπάρχει, μπορεί να εκδώσει σύσταση για την εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών με σκοπό την προαγωγή της επίτευξης των στόχων του άρθρου 8.

2.   Εάν η Επιτροπή εκδώσει σύσταση κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τους τις εν λόγω συστάσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εφόσον μια εθνική ρυθμιστική αρχή επιλέγει να μην ακολουθήσει μια σύσταση, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, αιτιολογώντας τη θέση της.

3.   Η GERT μπορεί με δική της πρωτοβουλία να συμβουλεύσει την Επιτροπή σχετικά με την έγκριση ενός μέτρου κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.»·

22)

Το άρθρο 20 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση διαφοράς που προκύπτει σε σχέση με υφιστάμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία ή τις ειδικές οδηγίες μεταξύ επιχειρήσεων παροχής δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ένα κράτος μέλος, ή μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και άλλων επιχειρήσεων στο κράτος μέλος που επωφελούνται από τις υποχρεώσεις πρόσβασης ή/και διασύνδεσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών, η ενδιαφερόμενη εθνική ρυθμιστική αρχή εκδίδει, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μερών και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεσμευτική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς, το ταχύτερο δυνατό, και, πάντως, εντός τεσσάρων μηνών, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το οικείο κράτος μέλος απαιτεί την πλήρη συνεργασία όλων των μερών με την εθνική ρυθμιστική αρχή.»·

23)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από τα εξής:

«Άρθρο 21

Επίλυση διασυνοριακών διαφορών

1.   Σε περίπτωση διασυνοριακής διαφοράς στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών μεταξύ μερών από διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον η διαφορά αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα εθνικών κανονιστικών αρχών δύο τουλάχιστον κρατών μελών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Κάθε μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στις οικείες εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές συντονίζουν τις προσπάθειές τους για την επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 8.

Κάθε εθνική ρυθμιστική αρχή που διαθέτει αρμοδιότητα σε τέτοια διαφορά μπορεί να ζητήσει από την GERT να εκδώσει γνώμη ως προς τη δράση που πρέπει να αναληφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας-πλαισίου ή/και των ειδικών οδηγιών για επίλυση της διαφοράς.

Εφόσον έχει διατυπωθεί σχετική αίτηση προς την GERT, κάθε εθνική ρυθμιστική αρχή που διαθέτει αρμοδιότητα σε οποιαδήποτε πτυχή της διαφοράς αναμένει τη γνώμη της GERT προτού αναλάβει δράση για επίλυση της διαφοράς, με την επιφύλαξη της δυνατότητας των εθνικών κανονιστικών αρχών να λάβουν επείγοντα μέτρα όπου αυτό είναι απαραίτητο.

Οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλει η εθνική ρυθμιστική αρχή σε επιχείρηση στο πλαίσιο της επίλυσης διαφοράς τηρεί τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή των ειδικών οδηγιών και λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη που εκδίδει η GERT.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να αρνούνται από κοινού την επίλυση διαφοράς, εάν υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί, περιλαμβανομένης της διαμεσολαβήσεως, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν καλύτερα σε έγκαιρη επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

Τα μέρη ενημερώνονται σχετικά αμελλητί. Εάν, έπειτα από τέσσερις μήνες, η διαφορά δεν έχει επιλυθεί, εάν η διαφορά δεν έχει παραπεμφθεί στα δικαστήρια από το μέρος το οποίο επιδιώκει επανόρθωση και εφόσον ζητηθεί από τα εκατέρωθεν μέρη, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να επιτευχθεί επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 και λαμβανομένης ιδιαιτέρως υπόψη κάθε γνώμης που εκδίδεται από την GERT.

4.   Η διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν στερεί από κανένα μέρος τη δυνατότητα να προσφύγει στα δικαστήρια.»·

24)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 21α

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των ειδικών οδηγιών και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες ποινές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εν λόγω διατάξεις το αργότερο έως τις … (19) καθώς και οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση που τις επηρεάζει χωρίς καθυστέρηση.».

25)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Στις περιπτώσεις παραπομπής στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από τα εξής:

«3.   Στις περιπτώσεις παραπομπής στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

γ)

Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

26)

Το άρθρο 27 διαγράφεται.

27)

Το Παράρτημα I διαγράφεται.

28)

Το Παράρτημα II αντικαθίσταται από τα εξής:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Κριτήρια προς χρήση από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές κατά την εκτίμηση της κοινής δεσπόζουσας θέσης, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

Δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις θεωρούνται ως ευρισκόμενες σε κοινή δεσπόζουσα θέση, κατά την έννοια του άρθρου 14, εάν, ακόμη και αν δεν υπάρχουν διαρθρωτικοί ή άλλοι δεσμοί μεταξύ τους, λειτουργούν σε μια αγορά η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού και στην οποία καμία μεμονωμένη επιχείρηση δεν έχει σημαντική ισχύ στην αγορά. Σύμφωνα με τις διατάξεις σχετικά με την κοινή δεσπόζουσα θέση που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (“Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων”) (20), αυτό είναι πιθανόν να συμβαίνει όταν η αγορά είναι συγκεντρωμένη και παρουσιάζει σειρά κατάλληλων χαρακτηριστικών από τα οποία τα ακόλουθα ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο των επικοινωνιών:

μικρή ελαστικότητα ζήτησης

παρεμφερή μερίδια αγοράς

υψηλοί νομικοί ή οικονομικοί φραγμοί στην είσοδο

κάθετη ολοκλήρωση με συλλογική άρνηση εφοδιασμού

έλλειψη αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος

έλλειψη δυνητικού ανταγωνισμού

Ο ανωτέρω κατάλογος είναι ενδεικτικός και όχι εξαντλητικός και τα κριτήρια δεν είναι σωρευτικά. Ο κατάλογος προτίθεται μάλλον να παρουσιάσει απλώς τα είδη αποδεικτικών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των ισχυρισμών περί υπάρξεως κοινής δεσπόζουσας θέσης.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/19/ΕΚ (Οδηγία πρόσβασης)

Η οδηγία 2002/19/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το εξής:

«α)

“Πρόσβαση”η διάθεση ευκολιών ή/και υπηρεσιών σε άλλη επιχείρηση, βάσει καθορισμένων όρων, σε αποκλειστική ή μη βάση, για το σκοπό παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και οσάκις χρησιμοποιούνται για τη διανομή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσιών περιεχομένου ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Καλύπτει, μεταξύ άλλων: την πρόσβαση σε στοιχεία του δικτύου και συναφείς ευκολίες, που μπορούν να αφορούν και τη σύνδεση εξοπλισμού δια σταθερών ή μη σταθερών μέσων (αυτό περιλαμβάνει συγκεκριμένα την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και σε ευκολίες και υπηρεσίες απαραίτητες για την παροχή υπηρεσιών μέσω τοπικού βρόχου)· την πρόσβαση σε υλική υποδομή, που περιλαμβάνει κτίρια, σωλήνες και ιστούς, την πρόσβαση σε συναφή συστήματα λογισμικού, που περιλαμβάνουν συστήματα λειτουργικής υποστήριξης· την πρόσβαση στα συστήματα πληροφοριών ή στις βάσεις δεδομένων για προπαραγγελία, εφοδιασμό, παραγγελία, αιτήσεις συντήρησης και επισκευής, και για τιμολόγηση· την πρόσβαση σε μετάφραση αριθμών ή σε συστήματα που παρέχουν παρόμοιες λειτουργικές δυνατότητες· την πρόσβαση σε σταθερά και κινητά δίκτυα, ιδίως για περιαγωγή· την πρόσβαση σε συστήματα υπό όρους πρόσβασης για υπηρεσίες ψηφιακής τηλεόρασης, και την πρόσβαση σε υπηρεσίες εικονικού δικτύου.»

β)

Το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από τα εξής:

«ε)

“Τοπικός βρόχος”φυσικό κύκλωμα που συνδέει το σημείο τερματισμού του δικτύου στις εγκαταστάσεις του συνδρομητή με τον κεντρικό κατανεμητή ή με την αντίστοιχη ευκολία στο σταθερό δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»·

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Οι φορείς εκμετάλλευσης δημοσίων δικτύων επικοινωνιών έχουν το δικαίωμα και, όταν ζητείται από άλλες επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση), την υποχρέωση να διαπραγματεύονται τη μεταξύ τους διασύνδεση για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή και η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών σε ολόκληρη την Κοινότητα. Οι φορείς εκμετάλλευσης παρέχουν πρόσβαση και διασύνδεση σε άλλες επιχειρήσεις υπό όρους και προϋποθέσεις συμβατές με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 8.»·

3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ενεργώντας με γνώμονα την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), ενθαρρύνουν και, κατά περίπτωση, εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση, καθώς και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, ασκώντας τις αρμοδιότητές τους κατά τρόπο ο οποίος εξασφαλίζει οικονομική απόδοση, βιώσιμο ανταγωνισμό, αποδοτική επένδυση και καινοτομία, και παρέχει το μέγιστο όφελος στους τελικούς χρήστες.»·

β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα εξής:

«2.   Οι υποχρεώσεις και οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, είναι αντικειμενικές, διαφανείς, αναλογικές και αμερόληπτες, και εφαρμόζονται με τη διαδικασία των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).»·

γ)

Η παράγραφος 3 διαγράφεται.

δ)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα εξής:

«3.   Όσον αφορά την πρόσβαση και τη διασύνδεση που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να εξουσιοδοτηθούν να παρεμβαίνουν αυτοβούλως εφόσον δικαιολογείται προκειμένου να διασφαλίσουν τους στόχους πολιτικής του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τις διαδικασίες οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 6, 7, 20 και 21 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).»·

4)

Το άρθρο 6 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα εξής:

«2.   Υπό το πρίσμα των εξελίξεων στην αγορά και την τεχνολογία, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα για την τροποποίηση του παραρτήματος I. Τα μέτρα αυτά, που προβλέπονται για την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.»·

5)

Το άρθρο 7 διαγράφεται.

6)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, οι λέξεις «άρθρα 9 έως 13» αντικαθίσταται από τις λέξεις «άρθρα 9 έως 13α»·

β)

Η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

Το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

στην πρώτη περίπτωση, οι λέξεις «του άρθρου 5 παράγραφος 1, 2 και του άρθρου 6» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 5 παράγραφος 1 και του άρθρου 6».

στη δεύτερη περίπτωση, οι λέξεις «η οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (21)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (22))

ii)

Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

«Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν μια εθνική ρυθμιστική αρχή προτίθεται να επιβάλει στους φορείς με σημαντική δύναμη στην αγορά υποχρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση και τη διασύνδεση άλλες από τις θεσπιζόμενες στα άρθρα 9 έως 13 της παρούσας οδηγίας, υποβάλει το αίτημά της στην Επιτροπή. Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη της Ομάδας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Τηλεπικοινωνιών (GERT) (23) Η Επιτροπή αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, να επιτρέψει ή να εμποδίσει την εθνική ρυθμιστική αρχή να λάβει τέτοιου είδους μέτρα.

7)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, να επιβάλλουν υποχρεώσεις διαφάνειας όσον αφορά τη διασύνδεση ή/και την πρόσβαση, βάσει των οποίων απαιτείται από τους φορείς εκμετάλλευσης να δημοσιοποιούν συγκεκριμένες πληροφορίες, όπως πληροφορίες λογιστικής φύσεως, τεχνικές προδιαγραφές, χαρακτηριστικά δικτύου, όρους και προϋποθέσεις παροχής και χρήσης, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών διαχείρισης φόρτου, καθώς και τιμών.»

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από τα εξής:

«4.   Παρά την παράγραφο 3, όταν ένας φορέας εκμετάλλευσης έχει, δυνάμει του άρθρου 12, υποχρεώσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε δίκτυο υποδομής χονδρικής, συμπεριλαμβανομένης της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο σε σταθερό σημείο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν τη δημοσίευση προσφοράς αναφοράς που περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ.»·

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«5.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τις απαραίτητες τροποποιήσεις στο παράρτημα II για την προσαρμογή του στις εξελίξεις της τεχνολογίας και της αγοράς. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3. Στην εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από την GERT.»

8)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από τα εξής:

«α)

η παροχή σε τρίτους πρόσβασης σε καθορισμένα στοιχεία ή/και ευκολίες δικτύου, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε μη ενεργά στοιχεία του δικτύου ή/και της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, ώστε συν τοις άλλοις να διευκολυνθεί η επιλογή ή η προεπιλογή των φορέων εκμετάλλευσης ή/και η δυνατότητα μεταπώλησης της συνδρομητικής γραμμής·»

β)

Στην παράγραφο 1, το στοιχείο στ) αντικαθίσταται ως εξής:

«στ)

η παροχή συντοπισμού ή άλλων μορφών από κοινού χρήσης συναφών ευκολιών, συμπεριλαμβανομένων αγωγών, κτιρίων ή εισόδων σε κτίρια, κεραιών, πύργων και άλλων κατασκευών στήριξης, σωληνώσεων, ιστών, φρεατίων και κυτίων σύνδεσης·»

γ)

Στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ι)

η παροχή πρόσβασης σε συναφείς υπηρεσίες, όπως υπηρεσία ταυτοποίησης, εντοπισμού θέσης και παρουσίας.»·

δ)

Στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση και το στοιχείο α) αντικαθίστανται ως εξής:

«2.   Όταν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο επιβολής υποχρεώσεων βάσει της παραγράφου 1, και ιδίως όταν αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο τέτοιου είδους υποχρεώσεις θα επιβάλλονταν έτσι ώστε να είναι ανάλογες με τους στόχους του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), λαμβάνουν υπόψη ιδίως τα ακόλουθα:

α)

την τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα της χρήσης ή της εγκατάστασης ανταγωνιστικών ευκολιών, ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον τύπο της διασύνδεσης ή/και της πρόσβασης περί των οποίων πρόκειται, συμπεριλαμβανομένης της βιωσιμότητας άλλων προϊόντων ανάντη πρόσβασης όπως η πρόσβαση σε αγωγούς·»

ε)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από τα εξής:

«δ)

την ανάγκη μακροπρόθεσμης διασφάλισης του ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων με ανταγωνισμό που στηρίζεται σε οικονομικά αποδοτικές υποδομές·»·

στ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Στο πλαίσιο της επιβολής υποχρεώσεων σε φορέα εκμετάλλευσης για παροχή πρόσβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν τεχνικές ή λειτουργικές προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν ο πάροχος ή/και οι δικαιούχοι αυτής της πρόσβασης εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του δικτύου. Οι υποχρεώσεις για την τήρηση συγκεκριμένων τεχνικών προτύπων ή προδιαγραφών είναι σύμφωνες προς τα πρότυπα και τις προδιαγραφές που ορίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).»·

9)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Η εθνική ρυθμιστική αρχή δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, να επιβάλλει υποχρεώσεις σχετικά με την ανάκτηση κόστους και ελέγχους τιμών, που περιλαμβάνουν υποχρέωση καθορισμού των τιμών με γνώμονα το κόστος και υποχρέωση όσον αφορά τα συστήματα κοστολόγησης, για την παροχή ειδικών τύπων διασύνδεσης ή/και πρόσβασης, σε περιπτώσεις όπου η ανάλυση της αγοράς καταδεικνύει ότι η έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να διατηρεί τις τιμές σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα ή να συμπιέζει τις τιμές, εις βάρος των τελικών χρηστών. Για να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις από τον φορέα εκμετάλλευσης μεταξύ άλλων στα δίκτυα νεώτερης γενεάς, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη την επένδυση του φορέα εκμετάλλευσης και του επιτρέπουν έναν εύλογο συντελεστή απόδοσης επί του επαρκούς επενδυμένου κεφαλαίου, συνυπολογίζοντας τους συναφείς κινδύνους.»·

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Αντί της επιβολής υποχρεώσεων σχετικά με τα συστήματα κοστολόγησης, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να δέχονται τη χρήση άλλης μεθόδου τιμολόγησης της διασύνδεσης, όπως της καλούμενης “bill and keep”, στο μέτρο που αυτή δεν παρεμποδίζει και δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.»·

10)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 13α

Λειτουργικός διαχωρισμός

1.   Όταν η εθνική ρυθμιστική αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προσήκουσες υποχρεώσεις δυνάμει των άρθρων 9 έως 13 απέτυχαν να εξασφαλίσουν αποτελεσματικό ανταγωνισμό και ότι σημαντικά προβλήματα ανταγωνισμού ή αδυναμίες της αγοράς παραμένουν όσον αφορά την χονδρική παροχή ορισμένων προϊόντων πρόσβασης, μπορεί ως εξαιρετικό μέτρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, να επιβάλει υποχρέωση σε καθετοποιημένες επιχειρήσεις να μεταθέσουν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη χονδρική παροχή συναφών προϊόντων πρόσβασης σε επιχειρησιακή μονάδα που λειτουργεί ανεξάρτητα.

Η εν λόγω επιχειρησιακή μονάδα προμηθεύει προϊόντα και υπηρεσίες πρόσβασης σε όλες τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων άλλων επιχειρησιακών μονάδων της μητρικής εταιρίας, με τα ίδια χρονικά περιθώρια, όρους και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων όσον αφορούν επίπεδα τιμών και στάθμη υπηρεσιών, καθώς και μέσω των ίδιων συστημάτων και διαδικασιών.

2.   Εφόσον η εθνική ρυθμιστική αρχή προτίθεται να επιβάλει υποχρέωση λειτουργικού διαχωρισμού, υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή, η οποία περιλαμβάνει:

α)

τεκμηρίωση η οποία να αιτιολογεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η εθνική ρυθμιστική αρχή βάσει της παραγράφου 1,

β)

αιτιολογημένη τεκμηρίωση από την οποία να προκύπτει ότι οι προοπτικές αποτελεσματικού και βιώσιμου ανταγωνισμού με βάση την υποδομή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είναι ελάχιστες ή μηδαμινές,

γ)

ανάλυση του αναμενόμενου αντίκτυπου στη ρυθμιστική αρχή, στην επιχείρηση καθώς και στα επενδυτικά κίνητρα στον τομέα συνολικά, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη να εξασφαλισθεί η κοινωνική και εδαφική συνοχή, και σε άλλους ενδιαφερομένους, ιδίως δε του αναμενόμενου αντίκτυπου στον ανταγωνισμό και ενδεχόμενων αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές.

3.   Το σχέδιο μέτρου περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον ακριβή χαρακτήρα και το επίπεδο του διαχωρισμού, προσδιορίζοντας ιδίως το νομικό καθεστώς της χωριστής επιχειρηματικής οντότητας,

β)

προσδιορισμό των στοιχείων ενεργητικού της χωριστής επιχειρηματικής οντότητας καθώς και των προϊόντων ή υπηρεσιών που θα προμηθεύει η εν λόγω οντότητα,

γ)

τις οργανωτικές ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του προσωπικού που απασχολείται από τη χωριστή επιχειρηματική οντότητα και την αντίστοιχη διάρθρωση κινήτρων,

δ)

κανόνες για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις,

ε)

κανόνες για την εξασφάλιση της διαφάνειας επιχειρησιακών διαδικασιών, ιδίως έναντι άλλων ενδιαφερομένων,

στ)

πρόγραμμα παρακολούθησης για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης, που περιλαμβάνει τη δημοσίευση ετήσιας έκθεσης.

4.   Έπειτα από την απόφαση της Επιτροπής για το σχέδιο μέτρου που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3, η εθνική ρυθμιστική αρχή διεξάγει συντονισμένη ανάλυση των διάφορων αγορών που σχετίζονται με το δίκτυο πρόσβασης σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου). Βάσει της αξιολογήσεώς της, η εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλλει, διατηρεί, τροποποιεί ή καταργεί υποχρεώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).

5.   Επιχείρηση στην οποία έχει επιβληθεί λειτουργικός διαχωρισμός μπορεί να υπάγεται σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 9 έως 13 σε οποιαδήποτε επιμέρους αγορά όπου έχει καθορισθεί ως διαθέτουσα σημαντική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου) ή σε κάθε άλλη υποχρέωση που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 3.

Άρθρο 13β

Εθελούσιος διαχωρισμός από καθετοποιημένη επιχείρηση

1.   Επιχειρήσεις που έχουν ορισθεί ως διαθέτουσες σημαντική ισχύ σε μία ή περισσότερες σχετικές αγορές σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου) ενημερώνουν την εθνική ρυθμιστική αρχή εκ των προτέρων και εγκαίρως προκειμένου να της επιτρέψουν να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της σκοπούμενης μεταβίβασης, εφόσον προτίθενται να μεταβιβάσουν στοιχεία του τοπικού δικτύου πρόσβασής τους ή σημαντικό μέρος τους σε χωριστή νομική οντότητα υπό διαφορετική ιδιοκτησία ή να καθιερώσουν χωριστή επιχειρηματική οντότητα για την παροχή πλήρως ισότιμων προϊόντων πρόσβασης σε όλους τους παρόχους λιανικής, συμπεριλαμβανομένων και των δικών της τμημάτων λιανικής.

Οι επιχειρήσεις ενημερώνουν επίσης την εθνική ρυθμιστική αρχή για τυχόν αλλαγή του επιδιωκόμενου σκοπού, καθώς και για την τελική έκβαση της διαδικασίας διαχωρισμού.

2.   Η εθνική ρυθμιστική αρχή αξιολογεί το αποτέλεσμα της σκοπούμενης μεταβίβασης υφιστάμενων κανονιστικών υποχρεώσεων βάσει της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).

Για το σκοπό αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή διεξάγει συντονισμένη ανάλυση των διάφορων αγορών που σχετίζονται με το δίκτυο πρόσβασης σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).

Με βάση την αξιολόγησή της, η εθνική ρυθμιστική αρχή επιβάλλει, διατηρεί, τροποποιεί ή καταργεί υποχρεώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).

3.   Η νομικά ή/και λειτουργικά χωριστή επιχειρησιακή οντότητα μπορεί να υπάγεται σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις των άρθρων 9 έως 13 σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αγορά όπου έχει ορισθεί ως διαθέτουσα σημαντική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου) ή οποιασδήποτε άλλη υποχρέωση που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 3.»·

11)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από τα εξής:

«3.   Στις περιπτώσεις παραπομπής στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.»·

β)

Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

12)

Το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον εξής:

β)

Ο ορισμός (α) αντικαθίσταται ως εξής:

«α)

“τοπικός υποβρόχος” ο μερικός τοπικός βρόχος που συνδέει το σημείο τερματισμού του δικτύου με σημείο συγκέντρωσης ή προσδιορισμένο ενδιάμεσο σημείο πρόσβασης στο σταθερό δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»

γ)

Ο ορισμός (γ) αντικαθίσταται ως εξής:

«γ)

“πλήρως αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο” η παροχή σε δικαιούχο πρόσβασης στον τοπικό βρόχο ή στον τοπικό υπο-βρόχο του ειδοποιηθέντος φορέα εκμετάλλευσης με ΣΙΑ, η οποία επιτρέπει τη χρήση της πλήρους δυναμικότητας της υποδομής του δικτύου·»

δ)

Ο ορισμός (δ) αντικαθίσταται ως εξής:

«δ)

“μεριζόμενη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο” η παροχή σε δικαιούχο πρόσβασης στον τοπικό βρόχο ή στον τοπικό υπο-βρόχο του ειδοποιηθέντος φορέα εκμετάλλευσης με ΣΙΑ, η οποία επιτρέπει τη χρήση της δυναμικότητας ενός συγκεκριμένου τμήματος της υποδομής του δικτύου, όπως μέρους της συχνότητας ή ισοδύναμου·»

ε)

Στο Μέρος Α, τα σημεία 1, 2 και 3 αντικαθίστανται ως εξής:

«1.

Στοιχεία δικτύου στα οποία παρέχεται η πρόσβαση που καλύπτει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία, μαζί με τις αντίστοιχες σχετικές εγκαταστάσεις:

α)

αδεσμοποίητη πρόσβαση σε τοπικούς βρόχους και υποβρόχους (ολική και μεριζόμενη)·

β)

αδεσμοποίητη πρόσβαση σε τοπικούς υποβρόχους (ολική και μεριζόμενη) περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, της πρόσβασης σε συναφείς ευκολίες όπως αγωγούς, και/ή οπτικές ίνες για οπισθόζευξη·

γ)

εφόσον απαιτείται, πρόσβαση σε αγωγούς που επιτρέπουν την ανάπτυξη δικτύων πρόσβασης·

2.

Πληροφορίες που αφορούν τις θέσεις των τόπων φυσικής πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων κυτίων πρόσβασης και πλαισίων διανομής, και την ύπαρξη τοπικών βρόχων και υποβρόχων, αγωγών και ευκολιών οπισθόζευξης σε συγκεκριμένα σημεία του δικτύου πρόσβασης και, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία αγωγών και τη διαθεσιμότητα στους αγωγούςç

3.

Τεχνικές προϋποθέσεις που αφορούν την πρόσβαση και τη χρήση των τοπικών βρόχων, υποβρόχων και αγωγών, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών χαρακτηριστικών του στρεπτού ζεύγους μεταλλικών αγωγών και ή οπτικών ινών, διανεμητών καλωδίων, αγωγών και συναφών ευκολιών και, κατά περίπτωση, τεχνικούς όρους σχεετικά με την πρόσβαση σε αγωγούς.»

στ)

Στο Μέρος Β, το σημείο 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.

Πληροφορίες σχετικά με τους υπάρχοντες τόπους ή τα σημεία εξοπλισμού του ειδοποιηθέντος φορέα εκμετάλλευσης με ΣΙΑ και την προγραμματισμένη αναβάθμισή τους.»

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση)

Η οδηγία 2002/20/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από τα εξής:

«2.   Εφαρμόζεται επίσης ο ακόλουθος ορισμός:

“Γενική άδεια”: νομικό πλαίσιο που θεσπίζεται από τα κράτη μέλη και εξασφαλίζει δικαιώματα για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών και θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις ανά τομέα που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε όλους ή συγκεκριμένους τύπους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

2)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από τα εξής:

«Άρθρο 5

Δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών

1.   Τα κράτη μέλη διευκολύνουν τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων βάσει γενικών αδειών. Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης ώστε:

να αποφεύγονται οι επιβλαβείς παρεμβολές,

να εξασφαλίζεται η τεχνική ποιότητα των υπηρεσιών,

να διαφυλάσσεται η αποτελεσματική χρήση του φάσματος, ή

να πληρούνται άλλοι στόχοι γενικού συμφέροντος όπως ορίζονται σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

2.   Όταν είναι απαραίτητη η χορήγηση ατομικών δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών, τα κράτη μέλη χορηγούν τα δικαιώματα αυτά, κατόπιν αιτήματος, σε κάθε επιχείρηση για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών βάσει της γενικής άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 3, με την επιφύλαξη των άρθρων 6 και 7 και του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας και των άλλων κανόνων που διασφαλίζουν την αποδοτική χρήση των εν λόγω πόρων σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

Με την επιφύλαξη ειδικών κριτηρίων που ορίζονται εκ των προτέρων από τα κράτη μέλη για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων σε παρόχους υπηρεσιών περιεχομένου ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών προς επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, τα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών χορηγούνται μέσω ανοικτών, αντικειμενικών, διαφανών, αμερόληπτων και αναλογικών διαδικασιών και, στην περίπτωση των ραδιοσυχνοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου). Μια εξαίρεση από την απαίτηση για ανοικτές διαδικασίες θα μπορούσε να ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η χορήγηση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων σε φορείς παροχής υπηρεσιών περιεχομένου ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών είναι απαραίτητη για την επίτευξη στόχου γενικού συμφέροντος όπως ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

Κατά τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν κατά πόσον τα εν λόγω δικαιώματα μπορούν να μεταβιβαστούν από τον κάτοχο των δικαιωμάτων καθώς και υπό ποιους όρους. Στην περίπτωση των ραδιοσυχνοτήτων, η εν λόγω διάταξη είναι σύμφωνη με το άρθρο 9β της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).

Σε περίπτωση που κράτη μέλη χορηγούν δικαιώματα χρήσης για περιορισμένη χρονική περίοδο, η διάρκεια είναι κατάλληλη για τη σχετική υπηρεσία λόγω του επιδιωκόμενου στόχου και των απαιτούμενων επενδύσεων.

Οποιοδήποτε μεμονωμένο δικαίωμα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων που χορηγείται για χρονικό διάστημα άνω της δεκαετίας και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί ή να χρονομισθωθεί μεταξύ επιχειρήσεων όπως προβλέπεται από το άρθρο 9β της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), υπόκειται σε επανεξέταση από την αρμόδια εθνική αρχή βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 1, ιδίως έπειτα από αιτιολογημένη αίτηση του κατόχου του δικαιώματος. Εάν τα κριτήρια για τη χορήγηση μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης δεν ισχύουν πλέον, το μεμονωμένο δικαίωμα χρήσης μετατρέπεται σε γενική άδεια χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή επιτρέπεται η μεταβίβαση ή χρονομίσθωσή του μεταξύ επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 9β της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).

3.   Οι αποφάσεις για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης λαμβάνονται, ανακοινώνονται και δημοσιοποιούνται το συντομότερο δυνατόν μετά την παραλαβή της πλήρους αίτησης από την εθνική ρυθμιστική αρχή, εντός τριών εβδομάδων στην περίπτωση αριθμών που έχουν χορηγηθεί για συγκεκριμένους σκοπούς στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης και εντός έξι εβδομάδων στην περίπτωση ραδιοσυχνοτήτων που έχουν κατανεμηθεί για χρήση από υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος συχνοτήτων. Η εν λόγω τελευταία προθεσμία ισχύει με την επιφύλαξη ισχυουσών διεθνών συμφωνιών που αφορούν τη χρήση των ραδιοσυχνοτήτων ή των τροχιακών θέσεων.

4.   Όταν αποφασίζεται, έπειτα από διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου), ότι τα δικαιώματα χρήσης αριθμών εξαιρετικής οικονομικής αξίας πρέπει να χορηγούνται με διαδικασίες ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τη μέγιστη χρονική περίοδο των τριών εβδομάδων κατά τρεις εβδομάδες ακόμη το πολύ.

Για τις διαδικασίες ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής για τις ραδιοσυχνότητες, εφαρμόζεται το άρθρο 7.

5.   Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν τον αριθμό των προς παροχή δικαιωμάτων χρήσης, εκτός εάν τούτο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της αποδοτικής χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 7.

6.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξασφαλίζουν αποδοτική και αποτελεσματική χρήση των ραδιοσυχνοτήτων σύμφωνα με τα άρθρα 8 παράγραφος 2 και 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου). Εξασφαλίζουν ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός από οποιαδήποτε μεταβίβαση ή συσσώρευση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων. Για τους σκοπούς αυτούς, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα όπως την εντολή πώλησης ή την εκμίσθωση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων.»

3)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Η γενική άδεια για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και τα δικαιώματα χρήσης αριθμών μπορούν να υπόκεινται μόνο στους όρους που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι. Οι όροι αυτοί είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς και, στην περίπτωση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων, σύμφωνοι με το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου)».

β)

Στην παράγραφο 2, οι λέξεις «των άρθρων 16, 17, 18 και 19 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγίας για την καθολική υπηρεσία)».

γ)

Στην παράγραφο 3, η λέξη «παραρτήματος» αντικαθίσταται από «παραρτήματος I».

4)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

Η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από τα εξής:

«1.   Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος εξετάζει εάν πρέπει να περιορίσει τον αριθμό των προς παροχή δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή να παρατείνει τη διάρκεια υφισταμένων δικαιωμάτων κατ’ άλλο τρόπο απ’ ό,τι σύμφωνα με τους όρους που προσδιορίζονται στα εν λόγω δικαιώματα, μεταξύ άλλων:»

ii)

Το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από τα εξής:

«γ)

δημοσιεύει οποιαδήποτε απόφασή του να περιορίσει τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ή την ανανέωση δικαιωμάτων χρήσης, δηλώνοντας τους σχετικούς λόγους,»·

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από τα εξής:

«3.   Εάν απαιτείται περιορισμός της παροχής δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων, τα κράτη μέλη παρέχουν τα εν λόγω δικαιώματα βάσει αντικειμενικών, διαφανών, αμερόληπτων, και αναλογικών κριτηρίων επιλογής. Όλα τα εν λόγω κριτήρια επιλογής πρέπει να σταθμίζουν δεόντως την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου) και των απαιτήσεων του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.»·

γ)

Στην παράγραφο 5 οι λέξεις «το άρθρο 9» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το άρθρο 9β».

5)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται ως εξής:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν και επιβλέπουν τη συμμόρφωση με τους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης και με τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, σύμφωνα με το άρθρο 11.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δύνανται να ζητούν από τις επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπηρεσιών, τα οποία καλύπτονται από τη γενική άδεια, ή απολαύουν δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών, να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ή προς τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, σύμφωνα με το άρθρο 11.

2.   Εάν η εθνική ρυθμιστική αρχή διαπιστώσει ότι μια επιχείρηση δεν τηρεί έναν ή περισσότερους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης, ή τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, κοινοποιεί στην επιχείρηση την εν λόγω διαπίστωση και παρέχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις της, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

3.   Η αρμόδια αρχή έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει την παύση της παράβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, είτε αμέσως είτε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα που αποβλέπουν στην εξασφάλιση της συμμόρφωσης.

Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν κατά περίπτωση οικονομικές κυρώσεις. Τα μέτρα και οι λόγοι στους οποίους βασίζονται, ανακοινώνονται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση χωρίς καθυστέρηση και προβλέπουν εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση της επιχείρησης προς το μέτρο.»·

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«4.   Παρά τις παραγράφους 2 και 3, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν την αρμόδια αρχή να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις, ανάλογα με την περίπτωση, στις επιχειρήσεις που δεν παρέχουν πληροφορίες σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β) της παρούσας οδηγίας ή το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγίας για την πρόσβαση), εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από την εθνική ρυθμιστική αρχή».

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«5.   Σε περιπτώσεις σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων των όρων της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ή των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, εάν τα μέτρα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν φέρουν αποτέλεσμα, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να εμποδίζουν την περαιτέρω παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από μια επιχείρηση ή να αναστέλλουν ή να αποσύρουν τα δικαιώματα χρήσης. Μπορούν να επιβληθούν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις και ποινές που θα καλύπτουν τη χρονική περίοδο κάθε παράβασης, ακόμη και εάν η παράβαση έχει στη συνέχεια διορθωθεί».

δ)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«6.   Ανεξάρτητα από τις παραγράφους 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου, εάν η αρμόδια αρχή έχει αποδείξεις ότι η παράβαση των όρων της γενικής άδειας, των δικαιωμάτων χρήσης ή των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 συνιστά άμεση και σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια υγεία ή ότι θα προξενήσει σοβαρά οικονομικά ή λειτουργικά προβλήματα σε άλλους παρόχους ή σε χρήστες δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλους χρήστες του ραδιοφάσματος, μπορεί να λαμβάνει έκτακτα προσωρινά μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης, πριν από τη λήψη τελικής απόφασης. Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση παρέχεται εν συνεχεία εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της και να προτείνει επανορθωτικά μέτρα. Εφόσον απαιτείται, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβεβαιώνει τα προσωρινά μέτρα, τα οποία έχουν μέγιστη ισχύ τριών μηνών, αλλά μπορούν, σε περιπτώσεις μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών εκτέλεσης, να παραταθούν για περαιτέρω χρονική περίοδο έως και τριών μηνών».

6)

Το άρθρο 11 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το στοιχείο α) αντικαθίσταται ως εξής:

«α)

το συστηματικό ή κατά περίπτωση έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους 1 και 2 του μέρους Α, με τους όρους 2 και 6 του μέρους Β και με τους όρους 2 και 7 του μέρους Γ του παραρτήματος Ι και της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2,»·

β)

Στο στοιχείο β), η λέξη «παράρτημα» αντικαθίσταται από τη λέξη «παράρτημα Ι».

γ)

Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ζ)

τη διασφάλιση της αποδοτικής χρήσης και της αποτελεσματικής διαχείρισης των ραδιοσυχνοτήτων,

η)

την αξιολόγηση των μελλοντικών εξελίξεων στα δίκτυα ή τις υπηρεσίες που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στις υπηρεσίες χονδρικής που διατίθενται σε ανταγωνιστές. »

δ)

Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), δ), ε), στ), ζ) και η) του πρώτου εδαφίου, δεν μπορούν να απαιτούνται εκ των προτέρων ή ως όρος για την είσοδο στην αγορά.»·

7)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 14

Τροποποίηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα, οι όροι και οι διαδικασίες που αφορούν γενικές άδειες και δικαιώματα χρήσης ή δικαιώματα για εγκατάσταση ευκολιών μπορούν να τροποποιηθούν μόνο σε αντικειμενικά αιτιολογημένες περιπτώσεις και κατά αναλογικό τρόπο, συνεκτιμώντας, κατά περίπτωση, τις ειδικές συνθήκες που ισχύουν για μεταβιβάσιμα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων. Με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι ήσσονος σημασίας και έχουν συμφωνηθεί με τον κάτοχο των δικαιωμάτων ή της γενικής άδειας, η πρόθεση διενέργειας των σχετικών τροποποιήσεων γνωστοποιείται καταλλήλως και παρέχεται στους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των καταναλωτών, επαρκές χρονικό διάστημα, το οποίο, εκτός εκτάκτων περιπτώσεων, είναι τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες, ώστε να μπορέσουν να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των προτεινόμενων τροποποιήσεων.

2.   Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν ούτε καταργούν δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών ή δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία αυτά έχουν χορηγηθεί, εκτός αιτιολογημένων περιπτώσεων και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα Ι και τις σχετικές εθνικές διατάξεις όσον αφορά την παροχή αντισταθμιστικού ανταλλάγματος λόγω ανακλήσεως δικαιώματος».

8)

Το άρθρο 15 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι συναφείς πληροφορίες για δικαιώματα, όρους, διαδικασίες, επιβαρύνσεις, τέλη και αποφάσεις που αφορούν γενικές άδειες, δικαιώματα χρήσης και δικαιώματα εγκατάστασης ευκολιών δημοσιεύονται και ενημερώνονται με κατάλληλο τρόπο, ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να είναι ευχερώς προσιτές σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη».

9)

Στο άρθρο 17, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9α της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου), τα κράτη μέλη ευθυγραμμίζουν τις γενικές άδειες και τα μεμονωμένα δικαιώματα χρήσης που υφίστανται ήδη στις 31 Δεκεμβρίου 2009 με τα άρθρα 5, 6, 7 και το παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας το αργότερο εντός δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της παρούσας οδηγίας.

2.   Εφόσον η εφαρμογή της παραγράφου 1 επιφέρει περιορισμό των δικαιωμάτων ή επέκταση των υποχρεώσεων βάσει ήδη υφιστάμενων γενικών αδειών και μεμονωμένων δικαιωμάτων χρήσης, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την ισχύ αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012 το αργότερο, υπό τον όρο ότι, με τον τρόπο αυτό, δεν θίγονται τα δικαιώματα άλλων επιχειρήσεων βάσει του κοινοτικού δικαίου. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις παρατάσεις αυτές και δηλώνουν τους σχετικούς λόγους.»·

10)

Το παράρτημα τροποποιείται ως έχει στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 καταργείται.

Άρθρο 5

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο στις …, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις ….

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 7

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 224, 30.8.2008, σ. 50.

(2)  ΕΕ C 257, 9.10.2008, σ. 51.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 16 Φεβρουαρίου 2009 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της …

(4)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 33.

(5)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 21.

(7)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 51.

(8)  ΕΕ L 201, 31.7.2002, σ. 37.

(9)  ΕΕ L 91, 7.4.1999, σ. 10.

(10)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 1.

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 460/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 77, 13.3.2004, σ. 1).

(12)  Σύσταση της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2003 για τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών - (ΕΕ L 114, 8.5.2003, σ. 45).

(13)  ΕΕ L 336, 30.12.2000, σ. 4.

(14)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(15)  ΕΕ L 201, 31.7.2002, σ. 37.»·

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τη δημιουργία Ομάδας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L …)»·

(17)  ΕΕ L 198, 27.7.2002, σ. 49

(18)  Ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 2009/…/ΕΚ [για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/21/ΕΚ].

(19)  Προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2009/…/ΕΚ [για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/21/ΕΚ].

(20)  ΕΕ L 24, 29.1.2004, σ. 1

(21)  ΕΕ L 24, 30.1.1998, σ. 1.

(22)  ΕΕ L 201, 31.7.2002, σ. 37.»·

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. …/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [για τη δημιουργία Ομάδας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Τηλεπικοινωνιών] (ΕΕ L …)».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση) τροποποιείται ως εξής:

1.

Η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι όροι που απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα παρέχουν το μέγιστο κατάλογο όρων που δύνανται να συνοδεύουν γενικές άδειες (μέρος Α), δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων (μέρος Β) και δικαιώματα χρήσης αριθμών (μέρος Γ), όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α), εντός των επιτρεπόμενων ορίων των άρθρων 5, 6, 7, 8 και 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου)».

2.

Το Μέρος A τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«4.

Προσβασιμότητα για τους τελικούς χρήστες όσον αφορά τους αριθμούς του εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης, τους αριθμούς του Ευρωπαϊκού Χώρου Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης, τους καθολικούς διεθνείς αριθμούς ατελών κλήσεων και, εφόσον είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό, τους αριθμούς των σχεδίων αριθμοδότησης άλλων κρατών μελών, και σχετικοί όροι σύμφωνα με την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)».

β)

Το σημείο 7 αντικαθίσταται ως εξής:

«7.

Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής ειδικά για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (1).

γ)

Το σημείο 8 αντικαθίσταται ως εξής:

«8.

Κανόνες προστασίας των καταναλωτών ειδικά για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιλαμβανομένων όρων σύμφωνα με την οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) καθώς και όρων προσβασιμότητας για χρήστες με αναπηρίες σύμφωνα με το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας».

δ)

Στο σημείο 11, οι λέξεις «οδηγία 97/66/ΕΚ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οδηγία 2002/58/ΕΚ».

ε)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«11α.

Όροι χρήσης για επικοινωνία των δημόσιων αρχών με το κοινό για προειδοποίηση του κοινού σχετικά με επικείμενες απειλές και για περιορισμό των συνεπειών από μείζονες καταστροφές».

στ)

Το σημείο 12 αντικαθίσταται ως εξής:

«12.

Προδιαγραφή χρήσης σε περίπτωση μείζονος καταστροφής ή εθνικής έκτακτης ανάγκης ώστε να εξασφαλίζεται η επικοινωνία των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης με τις αρχές.»

ζ)

Το σημείο 16 αντικαθίσταται ως εξής:

«16.

Ασφάλεια δημόσιων δικτύων έναντι μη επιτρεπόμενης πρόσβασης σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες).»

η)

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«19.

Υποχρεώσεις διαφάνειας για τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό ώστε να εξασφαλίζεται η διατερματική συνδεσιμότητα, σύμφωνα με τους στόχους και τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαίσιο), ανακοίνωση των περιορισμών όσον αφορά τις πολιτικές διαχείρισης της κίνησης και, εφόσον είναι αναγκαίο και αναλογικό, πρόσβαση των εθνικών κανονιστικών αρχών στις σχετικές πληροφορίες προς επαλήθευση της ακρίβειας της εν λόγω ανακοίνωσης.»

3.

Το Μέρος Β τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.

Υποχρέωση παροχής υπηρεσίας ή χρήσης τύπου τεχνολογίας για τα οποία χορηγήθηκαν τα δικαιώματα χρήσης της συχνότητας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, απαιτήσεων κάλυψης και ποιότητας».

β)

Το σημείο 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.

Πραγματική και αποδοτική χρήση των αριθμών σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο)».

γ)

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«9.

Υποχρεώσεις που διέπουν την πειραματική χρήση των ραδιοσυχνοτήτων.»

4.

Στο Μέρος Γ το σημείο 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.

Καθορισμός της υπηρεσίας για την οποία χρησιμοποιείται ο αριθμός, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε απαιτήσεων που συνδέονται με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και, για λόγους σαφήνειας, αρχές τιμολόγησης και ανώτατες τιμές που μπορούν να ισχύσουν στη συγκεκριμένη περιοχή αριθμών προς εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαισίου).»


(1)  ΕΕ L 201, 31.7.2002, σ. 37


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόταση οδηγίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας στις 13 Νοεμβρίου 2007 (1). Η πρόταση αυτή ανήκει στη λεγόμενη δέσμη επανεξέτασης του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, η οποία συμπεριλαμβάνει δύο προτάσεις για την τροποποίηση οδηγιών ( της αποκαλούμενης οδηγίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας η οποία τροποποιεί το ισχύον πλαίσιο, των οδηγιών αδειοδότησης και πρόσβασης και της οδηγίας για τα δικαιώματα των πολιτών η οποία τροποποιεί τις οδηγίες για τις καθολικές υπηρεσίες και την προστασία της ιδιωτικής ζωής ) και πρόταση κανονισμού ( για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών). Το παρόν έγγραφο αφορά την πρόταση οδηγίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας.

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 (2), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) εξέδωσε τη γνώμη της στις 29 Μαΐου 2008 (3) και η Επιτροπή των Περιφερειών εξέδωσε τη γνώμη της στις 19 Ιουνίου 2008 (4).

3.

Η Επιτροπή ενέκρινε την τροποποιημένη της πρόταση στις 6 Νοεμβρίου 2008 (5).

4.

Το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση την 16η Φεβρουαρίου 2009.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

1.

Με την πρότασή της για οδηγία για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η Επιτροπή αποσκοπεί στην προσαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του, τη μείωση των διοικητικών πόρων που απαιτούνται για την εφαρμογή των οικονομικών ρυθμίσεων ( της διαδικασίας ανάλυσης της αγοράς) και την απλούστευση και βελτίωση της πρόσβασης στις ραδιοσυχνότητες.

2.

Σκοπός της πρότασης είναι:

Η αποτελεσματικότερη διαχείριση του ραδιοφάσματος για την ευκολότερη πρόσβαση των φορέων στο ραδιοφάσμα και την ενίσχυση της καινοτομίας.

Να εξασφαλισθεί ότι, όπου απαιτούνται ρυθμίσεις, να είναι αυτές αποτελεσματικότερες και απλούστερες για τους φορείς και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ).

Αποφασιστική δράση για μεγαλύτερη συνέπεια στην εφαρμογή των κανόνων ΕΕ με σκοπό την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

3.

Τα πιο διαφιλονικούμενα ζητήματα στην πρόταση για τη βελτίωση της νομοθεσίας αφορούν το ραδιοφάσμα, την νέα αρχή τηλεπικοινωνιών, το λειτουργικό διαχωρισμό και το ρυθμιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα νεώτερης γενιάς (ΔΝΓ).

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Γενικές παρατηρήσεις

Κατά την υιοθέτηση της κοινής του θέσης, το Συμβούλιο ενέκρινε σε μεγάλο βαθμό την προσέγγιση και τους στόχους που πρότεινε η Επιτροπή και συμπεριέλαβε περίπου τις μισές από τις 126 εγκεκριμένες τροπολογίες του Κοινοβουλίου. Έχουν γίνει ωστόσο ορισμένες μεταβολές τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τη διατύπωση της προτεινόμενης οδηγίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας με σκοπό:

να ληφθεί υπόψη η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

να αντιμετωπισθεί μικρός αριθμός συγκεκριμένων θεμάτων που προκάλεσαν δυσκολίες,

να γίνει ακριβέστερη η διατύπωση των τριών οδηγιών βελτιώνοντας έτσι τη νομική σαφήνεια των κειμένων.

Σε γενικό επίπεδο, η κοινή θέση του Συμβουλίου διαφέρει από την αρχική πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά τη χρήση της επιτροπολογίας καθώς και τη δομή, τη λειτουργία και τα καθήκοντα της νέας αρχής τηλεπικοινωνιών. Επί αμφοτέρων θεμάτων, το Συμβούλιο υιοθέτησε πιο επιφυλακτική στάση από την προτεινόμενη υπό της Επιτροπής, διότι θεωρεί ότι το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες έχει λειτουργήσει αρκετά καλά τα τελευταία χρόνια και δεν υπάρχει λόγος γενικής αναθεώρησης των ισχυουσών θεσμικών ρυθμίσεων και αρμοδιοτήτων.

Ειδικές παρατηρήσεις

1.   Βασικές αλλαγές που επήλθαν στην πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία πλαίσιο:

α)   Εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ) (άρθρο 3)

Όσον αφορά τις ΕΡΑ, το Συμβούλιο συμφώνησε διατύπωση η οποία διευκρινίζει ότι, παρά «την επιτήρηση σύμφωνα με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο», οι ΕΡΑ εκτελούν τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα «ανεξάρτητα» και «με επαρκείς χρηματοδοτικούς και ανθρώπινους πόρους».

β)   Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 7)

Το Συμβούλιο δεν συμφωνεί με την προτεινόμενη προσέγγιση, να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα έκδοσης «αποφάσεων» επί σχεδίων μέτρων τα οποία πρόκειται να ληφθούν από τις ΕΡΑ, ήτοι δυνατότητα «βέτο» για τα επανορθωτικά μέτρα. Το Συμβούλιο πιστεύει μάλλον ότι είναι σκόπιμο να εκδίδει η Επιτροπή μη δεσμευτικές «γνώμες» επί σχεδίων μέτρων που προτείνονται από τις ΕΡΑ και να καλεί τις ΕΡΑ να αιτιολογούν δημόσια την οριστική τους απόφαση. Αυτό το ζήτημα ευρίσκεται στον πυρήνα της συζήτησης για την κατανομή των αρμοδιοτήτων κατά την εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και θα πρέπει επίσης να εξετασθεί σε σχέση με την πρόταση για τη σύσταση ευρωπαϊκής αρχής τηλεπικοινωνιών σε αυτόν τον τομέα.

γ)   Πολιτική ραδιοφάσματος (άρθρο 9 σχετικά με τη διαχείριση ραδιοσυχνοτήτων για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, άρθρο 9α για την επανεξέταση των περιορισμών υφισταμένων δικαιωμάτων και άρθρο 9γ για τα μέτρα εναρμόνισης της διαχείρισης ραδιοσυχνοτήτων )

Το Συμβούλιο υποστηρίζει τις προτάσεις της Επιτροπής, οι οποίες αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη διαχείριση του ραδιοφάσματος για την ευκολότερη πρόσβαση των φορέων στο ραδιοφάσμα και την ενίσχυση της καινοτομίας. Ωστόσο, το Συμβούλιο διευκρίνισε λεπτομερέστερα τους περιορισμούς που μπορούν να επιβληθούν στα είδη τεχνολογίας και υπηρεσιών που θα παρασχεθούν. Δεδομένου ότι οι ισχύουσες ρυθμίσεις ήδη επιτρέπουν τη θέσπιση τεχνικών εκτελεστικών μέτρων στον τομέα του ραδιοφάσματος, το Συμβούλιο διέγραψε το προτεινόμενο άρθρο 9γ.

2.   Βασικές αλλαγές που επήλθαν στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την οδηγία αδειοδότησης:

α)   Μέτρα εναρμόνισης, κοινή διαδικασία επιλογής για τη χορήγηση δικαιωμάτων και η εναρμονισμένη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης για ραδιοσυχνότητες και εναρμονισμένοι όροι για πανευρωπαϊκά δίκτυα ή για πανευρωπαϊκές υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρα 6α, 6β και 8)

Το Συμβούλιο εξέτασε πολύ αναλυτικά τις προτεινόμενες διατάξεις της οδηγίας περί αδειοδότησης που αφορούν το ραδιοφάσμα (ιδίως τα άρθρα 6α, 6β και 8), συμπεριλαμβανομένων της χορήγησης ατομικών δικαιωμάτων χρήσης, μέτρων εναρμόνισης και κοινών διαδικασιών επιλογής για τη χορήγηση δικαιωμάτων. Καίτοι το Συμβούλιο συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της Επιτροπής εν προκειμένω, θεωρεί ότι μερικές από τις προτάσεις συνεπάγονται υπερβολικές μεταβολές των ισχυουσών ρυθμίσεων για την πολιτική ραδιοφάσματος χωρίς να υπάρχει ικανός λόγος. Συνεπώς, το Συμβούλιο διέγραψε τα προτεινόμενα άρθρα 6α και 6β αλλά επανέφερε το άρθρο 8 ούτως ώστε να επιτρέψει την εναρμονισμένη εισαγωγή πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα ραδιοφάσματος.

3.   Βασικές αλλαγές που επήλθαν στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την οδηγία πρόσβασης:

α)   Λειτουργικός διαχωρισμός (άρθρο 13α)

Το Συμβούλιο τροποποίησε την προτεινόμενη διάταξη περί λειτουργικού διαχωρισμού προκειμένου να διευκρινισθεί ότι οι ΕΡΑ μπορούν να επιβάλλουν λειτουργικό διαχωρισμό ως «έκτακτο μέτρο» και κατόπιν απόφασης της Επιτροπής προκειμένου να εξασφαλίζεται η χονδρική παροχή ορισμένων προϊόντων πρόσβασης.

4.   Η θέση του Συμβουλίου ως προς τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την οδηγία περί βελτίωσης της νομοθεσίας:

Η κοινή θέση περιλαμβάνει περίπου τις μισές από τις 126 τροπολογίες που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση.

4.1   Σχετικά με τις αιτιολογικές σκέψεις:

Το Συμβούλιο δέχθηκε εξ ολοκλήρου, εν μέρει ή κατ' αρχήν τις τροπολογίες 2, 4, 5, 6, 15, 16, 17, 21, 22, 25, 27, 29, 30, 32, 33 και 35.

Ορισμένες από τις τροπολογίες αυτές ενσωματώθηκαν σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή της διατύπωσής τους, ενώ άλλες ενσωματώθηκαν υπό διαφορετική μορφή η οποία ωστόσο εξυπηρετεί το στόχο που επιδιώκουν οι τροπολογίες ή τμήματα των τροπολογιών.

Το Συμβούλιο δεν ενσωμάτωσε τις ακόλουθες τροπολογίες στην κοινή του θέση: 1, 3, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14/αναθ., 18, 19, 20, 23, 24, 26, 28, 31, 34, 36, 37, 38 και 39.

4.2   Σχετικά με τα άρθρα της οδηγίας πλαισίου:

Το Συμβούλιο δέχθηκε εξ ολοκλήρου, εν μέρει ή κατ' αρχήν τις τροπολογίες 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 50, 60, 62, 63/αναθ., 64/αναθ., 65, 66, 69, 70,71, 73/αναθ., 74, 76, 77, 80, 81, 86 και 90. Ορισμένες από τις τροπολογίες αυτές ενσωματώθηκαν σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή της διατύπωσής τους, ενώ άλλες ενσωματώθηκαν υπό διαφορετική μορφή η οποία ωστόσο εξυπηρετεί το στόχο που επιδιώκουν οι τροπολογίες ή τμήματα των τροπολογιών.

Το Συμβούλιο δεν ενσωμάτωσε τις ακόλουθες τροπολογίες στην κοινή του θέση: 48, 49, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 61, 67/αναθ., 68, 72, 75, 78, 79, 82, 83, 84, 85, 87, 88, 89 και138.

4.3   Σχετικά με τα άρθρα της οδηγίας αδειοδότησης:

Το Συμβούλιο δέχθηκε εξ ολοκλήρου, εν μέρει ή κατ' αρχήν τις τροπολογίες 107, 109, 110, 112, 113, 115, 116, 120, 121 και124. Ορισμένες από τις τροπολογίες αυτές ενσωματώθηκαν σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή της διατύπωσής τους, ενώ άλλες ενσωματώθηκαν υπό διαφορετική μορφή η οποία ωστόσο εξυπηρετεί το στόχο που επιδιώκουν οι τροπολογίες ή τμήματα των τροπολογιών.

Το Συμβούλιο δεν ενσωμάτωσε τις ακόλουθες τροπολογίες στην κοινή του θέση: 106, 108/αναθ., 111, 114, 117/αναθ., 118, 119, 122, 123 και 125.

4.4   Σχετικά με τα άρθρα της οδηγίας πρόσβασης:

Το Συμβούλιο δέχθηκε εξ ολοκλήρου, εν μέρει ή κατ' αρχήν τις τροπολογίες 91, 92, 95, 96, 98, 100, 101, 102, 103 και 105. Ορισμένες από τις τροπολογίες αυτές ενσωματώθηκαν σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή της διατύπωσής τους, ενώ άλλες ενσωματώθηκαν υπό διαφορετική μορφή η οποία ωστόσο εξυπηρετεί το στόχο που επιδιώκουν οι τροπολογίες ή τμήματα των τροπολογιών.

Το Συμβούλιο δεν ενσωμάτωσε τις ακόλουθες τροπολογίες στην κοινή του θέση: 93, 94, 97, 99 και 102.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν είναι σε θέση να δεχθεί όλες τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συμφωνεί με το Κοινοβούλιο και με την Επιτροπή ότι τα βασικά εκκρεμή σημεία της πρότασης για την βελτίωση της νομοθεσίας αφορούν το ραδιοφάσμα, την νέα αρχή τηλεπικοινωνιών και το λειτουργικό διαχωρισμό.

Για καθένα από αυτά τα σημεία, η Επιτροπή, η οποία υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από το Κοινοβούλιο, πρότεινε να μεταβληθεί η (ενδο) θεσμική δομή και, συνεπώς, η ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων φορέων, ρυθμιστικών αρχών, θεσμικών οργάνων της ΕΕ και λοιπών ενδιαφερομένων. Καίτοι το Συμβούλιο πιστεύει ότι η ενημέρωση του ρυθμιστικού πλαισίου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα ήταν επωφελής για τον τομέα και θα επέτρεπε τη λήψη σημαντικών επενδυτικών αποφάσεων, φερ’ ειπείν σε δίκτυα νεώτερης γενιάς (ΔΝΓ), είναι της γνώμης ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη βελτίωση των ισχυουσών ρυθμίσεων μάλλον παρά με τη θέσπιση εναλλακτικών μηχανισμών. Η κοινή θέση του Συμβουλίου επομένως επιδιώκει τη διευκρίνιση και βελτίωση των διατάξεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις ΕΡΑ, την Επιτροπή και τη χρήση της επιτροπολογίας καθώς και το ρόλο των θεσμικών οργάνων της ΕΕ όσον αφορά την πολιτική ραδιοφάσματος.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, η κοινή θέση του Συμβουλίου προορίζεται ως βάση για την αναζήτηση, με τη σημαντική βοήθεια της Επιτροπής, συμβιβαστικών λύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι οποίες θα οδηγήσουν σε σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό περιβάλλον για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Το Συμβούλιο προσβλέπει στην έναρξη εποικοδομητικών συζητήσεων με το Κοινοβούλιο με σκοπό την έγκριση των νέων κειμένων προς το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου.


(1)  COM(2007) 697.

(2)  Δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(3)  ΕΕ C 257, της 9.10.2008, σ. 51.

(4)  ΕΕ C 224, της 30.8.2008, σ. 50.

(5)  COM(2008) 724.


5.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 103/40


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 16/2009

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 16 Φεβρουαρίου 2009

για την έκδοση της οδηγίας 2009/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/C 103 E/02)

TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

τη γνώμη του Ευρωπαίου επόπτη προστασίας δεδομένων (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (4),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η λειτουργία των πέντε οδηγιών που αποτελούν το υφιστάμενο πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (5), οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (6), οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (7), οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (8) και οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (9) (καλούμενες από κοινού «οδηγία πλαίσιο και ειδικές οδηγίες»), υπόκειται σε τακτική επανεξέταση από την Επιτροπή, με σκοπό ιδίως να καθοριστεί κατά πόσο υπάρχει ανάγκη τροποποίησης υπό το πρίσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και των εξελίξεων στην αγορά.

(2)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπέβαλε τα πορίσματά της στις ανακοινώσεις της προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, της 29ης Ιουνίου 2006, για την αναθεώρηση του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων της ΕΕ σχετικά με δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(3)

Η μεταρρύθμιση του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων της ΕΕ για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των διατάξεων για τους τελικούς χρήστες με αναπηρίες, αποτελεί σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της επίτευξης του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Πληροφοριών και, συγχρόνως, της κοινωνίας της πληροφορίας χωρίς αποκλεισμούς. Οι εν λόγω στόχοι περιλαμβάνονται στο στρατηγικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως περιγράφεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών της 1ης Ιουνίου 2005 με τίτλο «i2010 - Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση».

(4)

Για λόγους σαφήνειας και απλούστευσης, η παρούσα οδηγία αφορά μόνον τις τροποποιήσεις των οδηγιών 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) και 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες).

(5)

Υπό την επιφύλαξη της οδηγίας 1999/5/ΕΚ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (10) και ιδίως των απαιτήσεων περί ατόμων με αναπηρία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 στοιχείο στ), ορισμένες πτυχές του τερματικού εξοπλισμού συμπεριλαμβανομένου και αυτού που προορίζεται για άτομα με αναπηρία, πρέπει να ενταχθούν στο πεδίο αναφοράς της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στα δίκτυα και η χρήση των υπηρεσιών. Ο εξοπλισμός αυτός περιλαμβάνει επί του παρόντος ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό τερματικό εξοπλισμό λήψης καθώς και ειδικές τερματικές συσκευές για τελικούς χρήστες με προβλήματα ακοής.

(6)

Τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα για την προώθηση της δημιουργίας αγοράς ευρέως διαδεδομένων προϊόντων και υπηρεσιών με διευκολύνσεις για τους τελικούς χρήστες με αναπηρία. Τούτο μπορεί, μεταξύ άλλων, να επιτευχθεί με αναφορά σε ευρωπαϊκά πρότυπα, καθιερώνοντας προϋποθέσεις ηλεκτρονικής προσβασιμότητας (eAccessibility) στις διαδικασίες δημοσίων προμηθειών και τις υπηρεσίες διενέργειας διαγωνισμών, σύμφωνα με τη νομοθεσία που προστατεύει τα δικαιώματα των τελικών χρηστών με αναπηρία.

(7)

Οι ορισμοί χρειάζεται να προσαρμοστούν ώστε να είναι σύμφωνοι με την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας και να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Πρέπει ιδίως να διαχωρίζονται οι όροι παροχής μιας υπηρεσίας από τα στοιχεία που πραγματικά ορίζουν μια διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία, δηλαδή μια υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμη στο κοινό για τη δημιουργία και τη λήψη, άμεσα ή έμμεσα, εθνικών ή/και διεθνών κλήσεων μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης, είτε η υπηρεσία αυτή βασίζεται σε τεχνολογία μεταγωγής δικτύου είτε πακετομεταγωγής. Μια τέτοια υπηρεσία είναι εκ φύσεως αμφίδρομη και παρέχει δυνατότητα επικοινωνίας σε αμφότερα τα μέρη. Η υπηρεσία η οποία δεν πληροί όλους αυτούς τους όρους, όπως, για παράδειγμα, μια εφαρμογή που ενεργοποιείται με το «ποντίκι» σε μια ιστοθέση εξυπηρέτησης πελατών, δεν θεωρείται διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία. Η υπηρεσία που παρέχει μόνο διεθνείς κλήσεις δεν είναι διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία. Οι διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες περιλαμβάνουν επίσης μέσα επικοινωνίας που προορίζονται ειδικά για τους τελικούς χρήστες με αναπηρία που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μεταφοράς κειμένου ή πλήρους συνομιλίας.

(8)

Χρειάζεται να διασαφηνιστεί ότι η έμμεση παροχή υπηρεσίας μπορεί να περιλαμβάνει καταστάσεις στις οποίες η δημιουργία κλήσης γίνεται μέσω επιλογής φορέα ή προεπιλογής φορέα ή στις οποίες ένας πάροχος υπηρεσίας μεταπωλεί ή αλλάζει την επωνυμία διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται από άλλη επιχείρηση.

(9)

Ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και των εξελίξεων στην αγορά, τα δίκτυα μεταβαίνουν ολοένα και περισσότερο στην τεχνολογία «Πρωτοκόλλου Διαδικτύου» (IP) και οι καταναλωτές είναι ολοένα και πιο ικανοί να επιλέξουν μεταξύ ενός συνόλου ανταγωνιζόμενων παρόχων φωνητικής υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να διαχωρίζουν τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας που αφορούν την παροχή σύνδεσης στο δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών σε σταθερές θέσεις από την παροχή διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένων των κλήσεων σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης μέσω του αριθμού «112»). Αυτός ο διαχωρισμός δεν πρέπει να επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας που ορίστηκε και αναθεωρήθηκε σε κοινοτικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη τα οποία χρησιμοποιούν εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης παράλληλα με το «112» μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις παρόμοιες υποχρεώσεις για την πρόσβαση στους εν λόγω εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης.

(10)

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν με βάση αντικειμενικά κριτήρια ποιες επιχειρήσεις ορίζονται ως πάροχοι καθολικής υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την ικανότητα και την επιθυμία των επιχειρήσεων να αναλάβουν όλες ή μέρος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ορίζουν, κατά τη διαδικασία καθορισμού, ειδικές προϋποθέσεις που δικαιολογούνται για λόγους αποτελεσματικότητας, μεταξύ άλλων συγκέντρωση γεωγραφικών περιοχών, επιμέρους στοιχεία ή ελάχιστη περίοδο καθορισμού.

(11)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν την εξέλιξη και το επίπεδο των τιμολογίων λιανικής για υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας, ακόμη και όταν ένα κράτος μέλος δεν έχει ακόμη ορίσει την επιχείρηση παροχής καθολικής υπηρεσίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η παρακολούθηση θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να επιβαρύνει υπερβολικά από διοικητικής απόψεως ούτε τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ούτε τις επιχειρήσεις που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.

(12)

Οι περιττές υποχρεώσεις που απέβλεπαν στη διευκόλυνση της μετάβασης από το κανονιστικό πλαίσιο του 1998 σε αυτό του 2002 θα πρέπει να απαλειφθούν, μαζί με άλλες διατάξεις που επικαλύπτονται με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) και τις επαναλαμβάνουν.

(13)

Η απαίτηση παροχής στοιχειώδους δέσμης μισθωμένων γραμμών σε επίπεδο λιανικής, η οποία ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της αδιάλειπτης εφαρμογής των διατάξεων του ρυθμιστικού πλαισίου του 1998 στον τομέα των μισθωμένων γραμμών, που δεν ήταν αρκετά ανταγωνιστικός όταν τέθηκε σε ισχύ το πλαίσιο του 2002, δεν είναι πλέον αναγκαία και πρέπει να καταργηθεί.

(14)

Η συνέχιση άμεσης επιβολής από την κοινοτική νομοθεσία της επιλογής φορέα και της προεπιλογής φορέα μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην τεχνολογική πρόοδο. Τα διορθωτικά αυτά μέτρα είναι καλύτερο να επιβάλλονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ως αποτέλεσμα της ανάλυσης της αγοράς που διενεργείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) και μέσω των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση).

(15)

Οι διατάξεις για τις συμβάσεις δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στους πελάτες αλλά και σε άλλους τελικούς χρήστες, κυρίως μικρο-επιχειρήσεις και μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (ΜΜΕ) οι οποίες μπορεί να προτιμούν μία σύμβαση προσαρμοσμένη στις ανάγκες των καταναλωτών. Προκειμένου να αποφεύγονται περιττά διοικητικά βάρη στους παρόχους, καθώς και η πολυπλοκότητα που συνδέεται με τον ορισμό των ΜΜΕ, οι διατάξεις για τις συμβάσεις δεν θα εφαρμόζονται αυτομάτως στους υπόλοιπους τελικούς χρήστες, αλλά μόνο όταν οι ίδιοι το ζητήσουν ρητώς. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προωθήσουν τη ενημέρωση των ΜΜΕ σχετικά με αυτή τη δυνατότητα.

(16)

Συνεπεία των τεχνολογικών εξελίξεων, άλλοι τύποι αναγνωριστικών είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται στο μέλλον, επί πλέον των συνήθων μορφών αναγνώρισης με αριθμοδότηση.

(17)

Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιτρέπουν κλήσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πελάτες τους είναι κατάλληλα ενημερωμένοι σχετικά με το κατά πόσον παρέχεται ή όχι πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και για κάθε περιορισμό στην υπηρεσία (όπως περιορισμός στην παροχή πληροφοριών για τον εντοπισμό του καλούντος ή την δρομολόγηση κλήσεως έκτακτης ανάγκης). Οι εν λόγω πάροχοι θα πρέπει επίσης να παρέχουν στους πελάτες τους σαφείς και διαφανείς πληροφορίες στην αρχική σύμβαση και σε περίπτωση οιασδήποτε μεταβολής όσον αφορά την παροχή πρόσβασης, παραδείγματος χάριν στις πληροφορίες χρέωσης. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους περιορισμούς που αφορούν την εδαφική κάλυψη επί τη βάσει των προγραμματισμένων τεχνικών παραμέτρων για τη λειτουργία της υπηρεσίας και της διαθέσιμης υποδομής. Όταν η υπηρεσία δεν παρέχεται από τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγής, οι πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης το επίπεδο αξιοπιστίας της πρόσβασης καθώς και των πληροφοριών για τον εντοπισμό του καλούντος, σε σύγκριση με μια υπηρεσία παρεχόμενη μέσω τηλεφωνικού δικτύου μεταγωγής, λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές τεχνολογίες και τα ποιοτικά πρότυπα καθώς και κάθε ποιότητα παραμέτρων υπηρεσίας που καθορίζονται στην οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας).

(18)

Σε ό,τι αφορά τον τερματικό εξοπλισμό, στη σύμβαση πελάτη πρέπει να γίνεται σαφής μνεία, αφενός όλων των περιορισμών τους οποίους επιβάλλει ο πάροχος στη χρήση τέτοιου εξοπλισμού, όπως είναι το «κλείδωμα της κάρτας SIM» στις συσκευές κινητών επικοινωνιών, εάν τέτοιου είδους περιορισμοί δεν απαγορεύονται από την εθνική νομοθεσία, και αφετέρου όλων των τελών που συνεπάγεται ο τερματισμός της σύμβασης, είτε πριν από τη συμφωνημένη προθεσμία είτε στην καθορισμένη ημερομηνία λήξεώς της, περιλαμβανομένου του κόστους για τη διατήρηση του εξοπλισμού από τον πελάτη.

(19)

Χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση στον πάροχο να αναλάβει δράση πέραν αυτής που απαιτείται βάσει του κοινοτικού δικαίου, η σύμβαση πελάτη πρέπει επίσης να αναφέρει σαφώς τη μορφή των μέτρων, εφόσον προβλέπονται, τα οποία ενδέχεται να λάβει ο πάροχος σε περίπτωση περιστατικών που αφορούν την ασφάλεια ή την ακεραιότητα, ή σε απειλές και τρωτά σημεία.

(20)

Προκειμένου να προωθούν ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος σε ό,τι αφορά τη χρήση επικοινωνιακών υπηρεσιών και να ενθαρρύνουν την προστασία των δικαιωμάτων ή ελευθεριών άλλων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να παράγουν και να διανέμουν, με την βοήθεια των παρόχων, πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος σχετικά με τη χρήση των υπηρεσιών επικοινωνίας. Στις πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνονται πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος σχετικά με την παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, άλλες παράνομες χρήσεις και τη διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, καθώς και συμβουλές και τρόποι προστασίας κατά κινδύνων που απειλούν την προσωπική ασφάλεια, που θα μπορούσαν για παράδειγμα να προέλθουν από γνωστοποίηση προσωπικών στοιχείων σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς και κινδύνους για την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα. Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να συντονιστούν μέσω της διαδικασίας συνεργασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 33, παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας). Αυτές οι πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος πρέπει να ενημερώνονται εφόσον τούτο καθίσταται αναγκαίο και να παρουσιάζονται σε ευνόητη έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, όπως ορίζεται σε κάθε κράτος μέλος, καθώς και στους δικτυακούς τόπους των εθνικών δημόσιων αρχών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να υποχρεώνουν τους παρόχους να μεταδίδουν αυτές τις τυποποιημένες πληροφορίες σε όλους τους πελάτες τους κατά τον τρόπο που οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κρίνουν ως τον πιο κατάλληλο. Εφόσον το ζητήσουν τα κράτη μέλη, οι πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται και στις συμβάσεις.

(21)

Το δικαίωμα των συνδρομητών να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους χωρίς κυρώσεις αφορά τις τροποποιήσεις των συμβατικών όρων που επιβάλλονται από τους παρόχους δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(22)

Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, οι χρήστες θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι για τις πολιτικές διαχείρισης της κίνησης του παρόχου υπηρεσίας ή/και δικτύου με τον οποίο συνάπτουν τη σύμβαση. Όπου υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιούν τα διορθωτικά μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους δυνάμει της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) ώστε να διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση των χρηστών σε ιδιαίτερους τύπους περιεχομένου ή εφαρμογών δεν περιορίζεται χωρίς εύλογη αιτία.

(23)

Ελλείψει σχετικών κανόνων του κοινοτικού δικαίου, το περιεχόμενο, οι εφαρμογές και οι υπηρεσίες μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες ή επιβλαβείς σύμφωνα με το εθνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Είναι καθήκον των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, και όχι των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να αποφασίσουν, σύμφωνα με τη δέουσα διαδικασία, κατά πόσον το περιεχόμενο, οι εφαρμογές ή οι υπηρεσίες είναι νόμιμες ή επιβλαβείς. Η οδηγία-πλαίσιο και οι άλλες ειδικές οδηγίες δεν θίγουν την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (11), η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει κανόνα για την «απλή μετάδοση» για τους ενδιάμεσους παρόχους υπηρεσιών, όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία αυτή.

(24)

Η διαθεσιμότητα διαφανών, επικαιροποιημένων και συγκρίσιμων πληροφοριών όσον αφορά τις προσφορές και τις υπηρεσίες αποτελεί καίριο στοιχείο για τους καταναλωτές ανταγωνιστικών αγορών στις οποίες υπάρχουν αρκετοί πάροχοι που προσφέρουν υπηρεσίες. Οι τελικοί χρήστες και οι καταναλωτές υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν εύκολα τις τιμές διαφόρων υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά με βάση πληροφορίες που δημοσιεύονται σε ευκόλως προσβάσιμη μορφή. Προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να συγκρίνουν εύκολα τις τιμές, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν αρμοδιότητες να απαιτούν από τις επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τις πληροφορίες (μεταξύ άλλων σχετικά με τα τιμολόγια, τα καταναλωτικά πρότυπα και άλλες σχετικές στατιστικές) και να διασφαλίζουν ότι τρίτα μέρη έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν δωρεάν τις διαθέσιμες στο κοινό πληροφορίες που δημοσίευσαν οι επιχειρήσεις αυτές. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να καθιστούν διαθέσιμους οδηγούς τιμών, ιδίως στις περιπτώσεις που δεν τους παρέχει η αγορά, δωρεάν ή σε λογική τιμή. Οι επιχειρήσεις πρέπει να μην έχουν δικαίωμα σε οιαδήποτε αμοιβή για τη χρήση πληροφοριών οι οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί και συνεπώς έχουν καταστεί δημόσιο αγαθό. Επιπροσθέτως, οι τελικοί χρήστες και οι καταναλωτές πρέπει να ενημερώνονται κατάλληλα για τη σχετική τιμή και τον τύπο της προσφερόμενης υπηρεσίας πριν προβούν στην αγορά της, ιδίως εάν κάποιος αριθμός ατελών κλήσεων υπόκειται σε τυχόν επιπρόσθετα τέλη. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται γενικώς και, για ορισμένες κατηγορίες υπηρεσιών που καθορίζουν οι ίδιες, πριν από τη σύνδεση με τον καλούμενο αριθμό, εκτός εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει άλλως. Τη στιγμή που καθορίζονται οι κατηγορίες κλήσεων για τις οποίες απαιτείται πληροφόρηση για τα ισχύοντα τιμολόγια πριν από τη σύνδεση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση της υπηρεσίας, τους όρους τιμολόγησης που εφαρμόζονται σε αυτήν και εάν παρέχεται από πάροχο που δεν είναι πάροχος υπηρεσιών ηλεκτρικών επικοινωνιών. Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο), οι επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης, εφόσον το ζητήσουν τα κράτη μέλη, να παρέχουν στους συνδρομητές πληροφορίες δημόσιου ενδιαφέροντος που παρέχονται από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις κοινότερες παραβάσεις και τις έννομες συνέπειές τους.

(25)

Οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους όσον αφορά τη χρήση των πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν σε καταλόγους συνδρομητών, και ιδίως για τον σκοπό ή τους σκοπούς αυτών των καταλόγων, καθώς και σχετικά με το δικαίωμά τους να μπορούν ατελώς να μην περιλαμβάνονται σε δημόσιο κατάλογο συνδρομητών, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες). Οι πελάτες θα πρέπει επίσης να ενημερώνονται για τα συστήματα που επιτρέπουν να συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες στη βάση δεδομένων καταλόγου αλλά να μην αποκαλύπτονται στους χρήστες υπηρεσιών καταλόγου.

(26)

Μια ανταγωνιστική αγορά θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι χρήστες απολαύουν της ποιότητας υπηρεσιών που απαιτούν, αλλά σε ιδιαίτερες περιπτώσεις μπορεί να χρειάζεται να διασφαλισθεί ότι τα δημόσια δίκτυα επικοινωνιών διαθέτουν τα ελάχιστα επίπεδα ποιότητας ώστε να αποτρέπεται η υποβάθμιση της υπηρεσίας, η παρεμπόδιση της πρόσβασης και η επιβράδυνση της κυκλοφορίας επί των δικτύων.

(27)

Στα μελλοντικά δίκτυα IP στα οποία η παροχή μιας υπηρεσίας μπορεί να διαχωρίζεται από την παροχή δικτύου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν τα πλέον κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη διασφάλιση της ύπαρξης διαθέσιμων για το κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών που θα παρέχονται μέσω δημόσιων δικτύων επικοινωνίας και αδιάλειπτης πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση καταστροφικής βλάβης του δικτύου ή σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες των διαφόρων κατηγοριών συνδρομητών και τους τεχνικούς περιορισμούς.

(28)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τελικοί χρήστες με αναπηρία επωφελούνται από τον ανταγωνισμό και τη δυνατότητα επιλογής παρόχων υπηρεσιών από τις οποίες επωφελείται και η πλειονότητα των τελικών χρηστών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να προσδιορίζουν, κατά περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες, απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αυτές οι απαιτήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, την απαίτηση από τις επιχειρήσεις να προσφέρουν στους τελικούς χρήστες με αναπηρία τις υπηρεσίες τους υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των τιμών και των τιμολογίων, με αυτούς που προσφέρουν και στους άλλους τελικούς χρήστες του δικτύου τους και να χρεώνουν ίδιες τιμές για τις υπηρεσίες τους ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο επιπλέον κόστος. Άλλες απαιτήσεις μπορούν να σχετίζονται με τις ρυθμίσεις χονδρικής μεταξύ επιχειρήσεων.

(29)

Οι υπηρεσίες τηλεφωνητή καλύπτουν ένα φάσμα διαφορετικών υπηρεσιών για τους τελικούς χρήστες. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των παρόχων δημόσιων δικτύων επικοινωνιών και των παρόχων υπηρεσιών τηλεφωνητή, όπως και στην περίπτωση οιασδήποτε άλλης υπηρεσίας υποστήριξης των πελατών, και δεν χρειάζεται να συνεχιστεί η επιβολή της παροχής τους. Συνεπώς, θα πρέπει να καταργηθεί η σχετική υποχρέωση.

(30)

Οι υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου πρέπει να προσφέρονται, και συχνά προσφέρονται, σε καθεστώς ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (12). Τα μέτρα όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των δεδομένων των τελικών χρηστών (τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις που χορηγούν τηλεφωνικούς αριθμούς σε συνδρομητές) σε βάσεις δεδομένων θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις διασφαλίσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες). Η παροχή αυτών των δεδομένων για τους σκοπούς δημόσια διαθέσιμου καταλόγου και υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου πρέπει να είναι προσανατολισμένη στο κόστος ώστε να διασφαλίζεται ότι οι τελικοί χρήστες επωφελούνται από λογικούς και διαφανείς ανταγωνιστικούς όρους.

(31)

Οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να μπορούν να καλούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και να έχουν πρόσβαση σε αυτές χρησιμοποιώντας οιαδήποτε τηλεφωνική υπηρεσία επιτρέπει τη δημιουργία φωνητικών κλήσεων μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν στο εθνικό σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης. Οι αρχές έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι σε θέση να χειρίζονται και να απαντούν σε κλήσεις στον αριθμό «112» τουλάχιστον τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά όσο και σε κλήσεις σε εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης. Έχει σημασία να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση όσον αφορά τον αριθμό «112» προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο προστασίας και ασφάλειας των πολιτών που ταξιδεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον σκοπό αυτό οι πολίτες θα πρέπει να είναι πλήρως ενήμεροι, ιδίως μέσω πληροφοριών που παρέχονται σε διεθνείς τερματικούς σταθμούς λεωφορείων, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε λιμένες ή αερολιμένες, καθώς και στους τηλεφωνικούς καταλόγους, στους τηλεφωνικούς θαλάμους, σε πληροφοριακό υλικό προς τους συνδρομητές ή σε υλικό τιμολόγησης, ότι ο αριθμός «112» μπορεί να χρησιμοποιείται ως ενιαίος αριθμός κλήσης έκτακτης ανάγκης όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Αυτό αποτελεί πρωτίστως ευθύνη των κρατών μελών, αλλά η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει και να συμπληρώνει τις πρωτοβουλίες των κρατών μελών για καλύτερη συνειδητοποίηση της χρήσης του αριθμού «112» και να αξιολογεί περιοδικά τις γνώσεις των πολιτών σχετικά με τον αριθμό αυτό. Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τον εντοπισμό του καλούντος πρέπει να ενισχυθεί ώστε να βελτιωθεί η προστασία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης αμέσως μόλις η κλήση ληφθεί από την εν λόγω υπηρεσία ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας.

(32)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν στους τελικούς χρήστες υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών σχεδιασμένη για την πραγματοποίηση τηλεφωνικών κλήσεων μέσω αριθμού ή αριθμών σε εθνικό σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης παρέχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης με την ακρίβεια και την αξιοπιστία που είναι εφικτές σε τεχνικό επίπεδο για την εν λόγω υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι ανεξάρτητοι από δίκτυα πάροχοι υπηρεσιών δεν μπορούν να ασκούν έλεγχο στα δίκτυα και δεν μπορούν να εξασφαλίζουν ότι οι κλήσεις έκτακτης ανάγκης που πραγματοποιούνται μέσω της υπηρεσίας τους θα δρομολογούνται με την ίδια αξιοπιστία όπως οι πάροχοι παραδοσιακών ενοποιημένων τηλεφωνικών υπηρεσιών, διότι δεν θα μπορούν να εγγυηθούν τη διαθεσιμότητα της υπηρεσίας, δεδομένου ότι τα προβλήματα που αφορούν την υποδομή δεν υπόκεινται στον έλεγχό τους. Μετά τη θέσπιση διεθνώς αναγνωρισμένων κανόνων οι οποίοι θα εγγυώνται ακριβή και αξιόπιστη δρομολόγηση και σύνδεση με τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, οι πάροχοι υπηρεσιών ανεξαρτήτων από δίκτυα θα πρέπει επίσης να πληρούν τις υποχρεώσεις που αφορούν την πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης σε επίπεδο συγκρίσιμο με εκείνο άλλων επιχειρήσεων.

(33)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ειδικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένου του «112», έχουν εξίσου πρόσβαση οι τελικοί χρήστες με αναπηρία, ιδίως δε οι χρήστες που πάσχουν από κώφωση ή βαρηκοΐα, οι χρήστες με προβλήματα ομιλίας και οι χρήστες που πάσχουν συγχρόνως από κώφωση και τύφλωση. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν την παροχή ειδικών τερματικών συσκευών στους χρήστες με βαρηκοΐα, καθώς και υπηρεσιών αναμετάδοσης κειμένου ή άλλου ειδικού εξοπλισμού.

(34)

Οι φωνητικές κλήσεις εξακολουθούν να παραμένουν η ισχυρότερη και πιο αξιόπιστη μορφή πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Άλλοι τρόποι επαφής, όπως τα γραπτά μηνύματα, ενδέχεται να προσφέρουν μικρότερη αξιοπιστία και δεν έχουν τον ίδιο βαθμό αμεσότητας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, να προωθούν την ανάπτυξη και εφαρμογή άλλων τρόπων πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ικανών να εξασφαλίζουν ισοδύναμη πρόσβαση σε αυτές με τις φωνητικές κλήσεις.

(35)

Σύμφωνα με την απόφασή της 2007/116/ΕΚ, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με δέσμευση της εθνικής περιοχής αριθμοδότησης που αρχίζει με «116» για εναρμονισμένους αριθμούς που αφορούν εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος (13), η Επιτροπή ζήτησε από τα κράτη μέλη να προορίζουν αποκλειστικά τους αριθμούς στο πεδίου αριθμοδότησης «116» για ορισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος. Οι οικείες διατάξεις της απόφασης αυτής θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στην οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) με σκοπό να ενσωματωθούν πιο σταθερά στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των τελικών χρηστών με αναπηρία.

(36)

Η ενιαία αγορά συνεπάγεται ότι οι τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλους τους αριθμούς που περιλαμβάνονται στα εθνικά σχέδια αριθμοδότησης άλλων κρατών μελών καθώς και να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες, χρησιμοποιώντας μη γεωγραφικούς αριθμούς εντός της Κοινότητας, στους οποίους συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι αριθμοί ατελών κλήσεων και οι αριθμοί πρόσθετου τέλους. Οι τελικοί χρήστες πρέπει επίσης να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αριθμούς του Ευρωπαϊκού Χώρου Τηλεφωνικής Αριθμοδότησης (ETNS) και στους καθολικούς διεθνείς αριθμούς ατελών κλήσεων (UIFN). Η διασυνοριακή πρόσβαση στους πόρους αριθμοδότησης και στις συνδεδεμένες υπηρεσίες δεν πρέπει να παρεμποδίζεται εκτός από αντικειμενικά αιτιολογημένες περιπτώσεις, για παράδειγμα την καταπολέμηση της απάτης ή κατάχρησης (π.χ. σε σχέση με ορισμένες υπηρεσίες πρόσθετου τέλους) όταν ο αριθμός έχει οριστεί ότι έχει μόνο εθνικό πεδίο εφαρμογής (π.χ. εθνικός βραχύς κωδικός) ή όταν είναι οικονομικά ή τεχνικά ανέφικτο. Οι χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων, πλήρως και με σαφήνεια σχετικά με τυχόν χρεώσεις που επιβάλλονται στους αριθμούς ατελών κλήσεων, όπως τα τέλη διεθνών κλήσεων που επιβάλλονται σε αριθμούς που είναι προσβάσιμοι μέσω των τυποποιημένων διεθνών διακριτικών κλήσης.

(37)

Προκειμένου να επωφελούνται πλήρως από το ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι καταναλωτές πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν επιλογές μετά από ενημέρωση και να αλλάζουν πάροχο όταν αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον τους. Είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι μπορούν να το πράττουν χωρίς να αντιμετωπίζουν νομικά, τεχνικά ή πρακτικά κωλύματα, στα οποία συγκαταλέγονται οι συμβατικοί όροι, οι διαδικασίες, τα τέλη, και ούτω καθεξής. Αυτό δεν αποκλείει την επιβολή εύλογων ελάχιστων συμβατικών περιόδων στις συμβάσεις καταναλωτή. Η φορητότητα αριθμού αποτελεί κύριο παράγοντα διευκόλυνσης της επιλογής των καταναλωτών και του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Θα πρέπει να υλοποιείται με την ελάχιστη καθυστέρηση. Εν πάση περιπτώσει, η τεχνική μεταφορά του αριθμού δεν θα πρέπει να διαρκεί περισσότερο από μία ημέρα. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να καθορίζουν τη συνολική διαδικασία μεταφοράς αριθμών, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις περί συμβάσεων και ανάπτυξης τεχνολογιών, κατά περίπτωση δε και τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι συνδρομητές προστατεύονται καθ’ όλη τη διαδικασία αλλαγής φορέα. Η προστασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τον περιορισμό της κατάχρησης μεταφοράς αριθμών ή/και τον καθορισμό των δράσεων ταχείας αποκατάστασης.

(38)

Οι νομικές υποχρεώσεις «μεταφοράς σήματος» μπορούν να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια και συμπληρωματικές υπηρεσίες από συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν σαφή αιτιολόγηση των υποχρεώσεων «μεταφοράς σήματος» ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι διαφανείς, αναλογικές και κατάλληλα ορισμένες. Εν προκειμένω, οι κανόνες «μεταφοράς σήματος» πρέπει να εκπονούνται κατά τρόπο ώστε να παρέχονται επαρκή κίνητρα για αποδοτικές επενδύσεις στην υποδομή. Οι κανόνες «μεταφοράς σήματος» θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αναθεώρησης σε τακτά διαστήματα προκειμένου να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις εξελίξεις στην αγορά, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι συμπληρωματικές υπηρεσίες περιλαμβάνουν υπηρεσίες που αποβλέπουν στη βελτίωση της προσβασιμότητας των τελικών χρηστών με αναπηρία, όπως υπηρεσία τηλεεικονογραφίας, υπηρεσία υποτιτλισμού, ακουστικής περιγραφής και νοηματικής γλώσσας, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται σε αυτές.

(39)

Για την υπερνίκηση των υφισταμένων αδυναμιών όσον αφορά τη διαβούλευση με τους καταναλωτές και τη δέουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των πολιτών, τα κράτη μέλη πρέπει να καθιερώσουν κατάλληλο μηχανισμό διαβούλευσης. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να λάβει τη μορφή οργάνου το οποίο, ανεξάρτητα από την εθνική ρυθμιστική αρχή, καθώς και από τους παρόχους υπηρεσιών, θα διεξάγει έρευνα επί θεμάτων που αφορούν τους καταναλωτές, όπως η καταναλωτική συμπεριφορά και οι μηχανισμοί αλλαγής φορέα παροχής, και το οποίο θα λειτουργεί με διαφάνεια και θα συνεισφέρει στους υφιστάμενους μηχανισμούς διαβούλευσης με τους ενδιαφερόμενους. Πέραν τούτου, θα μπορούσε να καθιερωθεί ένας μηχανισμός με σκοπό να καταστήσει δυνατή την ενδεδειγμένη συνεργασία επί θεμάτων που σχετίζονται με την προαγωγή νόμιμου περιεχομένου. Οιεσδήποτε διαδικασίες συνεργασίας εγκρίνονται σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτό δεν πρέπει πάντως να επιτρέπουν τη συστηματική παρακολούθηση χρήσης του Διαδικτύου.

(40)

Οι υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας που επιβλήθηκαν σε επιχείρηση που έχει καθορισθεί ως έχουσα υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

(41)

Η επεξεργασία των δεδομένων κίνησης κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο για τον σκοπό της ανίχνευσης, του εντοπισμού και της εξάλειψης των σφαλμάτων και δυσλειτουργιών των δικτύων και για τον σκοπό της ασφάλειας των πληροφοριών με την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας, της αυθεντικότητας, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των αποθηκευμένων ή μεταδιδόμενων δεδομένων, θα βοηθήσει στην πρόληψη της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και της διανομής κακόβουλου κώδικα, των επιθέσεων με άρνηση εξυπηρέτησης, καθώς και των ζημιών σε υπολογιστές και ηλεκτρονικά συστήματα επικοινωνίας.

(42)

Ο συνδυασμός της απελευθέρωσης των αγορών δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με την ταχεία τεχνολογική εξέλιξη, προώθησε τον ανταγωνισμό και την οικονομική μεγέθυνση και οδήγησε σε μια πληθώρα υπηρεσιών για τον τελικό χρήστη οι οποίες είναι προσβάσιμες μέσω των δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές και οι χρήστες απολαμβάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας της προσωπικής τους ζωής και των προσωπικών τους δεδομένων, ανεξαρτήτως της τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας.

(43)

Σύμφωνα με τους στόχους του κανονιστικού πλαισίου για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, και για λόγους ασφάλειας δικαίου και αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων καθώς και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, η παρούσα οδηγία επικεντρώνεται σε δημόσια δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και δεν εφαρμόζεται σε κλειστές ομάδες χρηστών και για εταιρικά δίκτυα.

(44)

Η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει την ανάπτυξη νέων εφαρμογών βασιζόμενων σε συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης, οι οποίες μπορεί να είναι ανεπαφικές συσκευές που χρησιμοποιούν ραδιοσυχνότητες. Παραδείγματος χάριν, οι Συσκευές Ραδιοσυχνικής Αναγνώρισης (RFID) χρησιμοποιούν τις ραδιοσυχνότητες για να λαμβάνουν δεδομένα από μονοσήμαντα προσδιορισμένα αναρτήματα, δεδομένα τα οποία στη συνέχεια μπορούν να μεταφερθούν σε υφιστάμενα δίκτυα επικοινωνιών. Η ευρεία χρήση αυτών των τεχνολογιών μπορεί να αποφέρει σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη και, συνεπώς, να συμβάλει σημαντικά στην εσωτερική αγορά εάν η χρήση τους είναι αποδεκτή από τους πολίτες. Προς τούτο χρειάζεται να διασφαλισθεί ο σεβασμός όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων. Όταν οι εν λόγω συσκευές συνδέονται σε διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή χρησιμοποιούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ως βασική υποδομή, πρέπει να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), περιλαμβανομένων των διατάξεων για την ασφάλεια, για τα δεδομένα κίνησης και τα δεδομένα θέσης, καθώς και για το απόρρητο.

(45)

Ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να προστατεύεται η ασφάλεια των υπηρεσιών του. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (14), τέτοια μέτρα πρέπει να διασφαλίζουν ότι πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα μπορεί να έχει μόνον εγκεκριμένο προσωπικό, για νομίμως εγκεκριμένους σκοπούς, και ότι προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα που έχουν αποθηκευτεί ή διαβιβασθεί καθώς και το δίκτυο και οι υπηρεσίες. Πέραν αυτών, πρέπει να καθιερωθεί μία πολιτική ασφάλειας σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, ούτως ώστε να εντοπίζονται τα τρωτά σημεία του συστήματος και να πραγματοποιείται παρακολούθηση και να λαμβάνονται τακτικά μέτρα πρόληψης, διόρθωσης και μετριασμού.

(46)

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν τα λαμβανόμενα μέτρα και να διαδίδουν τις βέλτιστες πρακτικές μεταξύ των παρόχων των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(47)

Η παραβίαση της ασφάλειας που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ή τη διακύβευση προσωπικών δεδομένων μεμονωμένου συνδρομητή μπορεί να επιφέρει, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και εγκαίρως, σημαντική οικονομική απώλεια και κοινωνική ζημία, συμπεριλαμβανομένης της υποκλοπής ταυτότητας. Ως εκ τούτου, μόλις ο πάροχος των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πληροφορηθεί ότι έχει γίνει τέτοια παραβίαση, θα πρέπει να αξιολογεί τους κινδύνους που συνδέονται με αυτήν, π.χ. καθορίζοντας το είδος των δεδομένων που θίγονται από την παραβίαση (συμπεριλαμβανομένης της ευαισθησίας τους, του γενικότερου πλαισίου και των μέτρων ασφαλείας που ισχύουν), την αιτία και την έκταση της παραβίασης της ασφάλειας, τον αριθμό των παρόχων που θίγονται, τον αριθμό των εμπλεκομένων συνδρομητών, και τις ενδεχόμενες ζημίες για τους συνδρομητές ως αποτέλεσμα της παραβίασης (π.χ. κλοπή ταυτότητας, οικονομική απώλεια, απώλεια επιχειρηματικών ευκαιριών ή ευκαιριών απασχόλησης ή σωματική βλάβη). Όσον αφορά τους συνδρομητές που εμπλέκονται σε περιστατικά που αφορούν την ασφάλεια τα οποία θα μπορούσαν να συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους για την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής (π.χ. κλοπή ή υποκλοπή ταυτότητας, σωματική βλάβη, σημαντική ταπείνωση ή ηθική βλάβη), θα πρέπει να τους κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση προκειμένου να μπορούν να λαμβάνουν τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η κοινοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν από τον πάροχο για την αντιμετώπιση της παραβίασης, καθώς και συστάσεις προς τους θιγόμενους χρήστες. Η κοινοποίηση παραβίασης της ασφάλειας προς συνδρομητή δεν είναι αναγκαία εάν ο πάροχος έχει αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι έχει εφαρμόσει τα κατάλληλα τεχνολογικά μέτρα προστασίας και ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόσθηκαν για τα δεδομένα που αφορούσε η παραβίαση της ασφάλειας. Αυτά τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας θα πρέπει να κάνουν τα δεδομένα ακατανόητα για όσους δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά.

(48)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να προωθούν τα συμφέροντα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμβάλλοντας μεταξύ άλλων στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Για το σκοπό αυτόν, πρέπει να διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, στα οποία περιλαμβάνεται η πρόσβαση σε ολοκληρωμένα και αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την ασφάλεια που οδήγησαν στη διακύβευση των προσωπικών δεδομένων των ατόμων.

(49)

Κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) στο εθνικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών θα πρέπει όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την εν λόγω οδηγία, αλλά και να διασφαλίζουν ότι δεν θα βασίζονται σε ερμηνεία της η οποία θα συγκρουόταν με θεμελιώδη δικαιώματα ή γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας.

(50)

Θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια ώστε η Επιτροπή να εγκρίνει συστάσεις σχετικά με τα μέσα για την επίτευξη κατάλληλου επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων τα οποία μεταφέρονται ή υπόκεινται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της χρήσης δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην εσωτερική αγορά.

(51)

Κατά τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με το μορφότυπο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται κατά την κοινοποίηση παραβιάσεων σε προσωπικά δεδομένα, πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στις συνθήκες της παραβίασης, μεταξύ άλλων κατά πόσον τα προσωπικά δεδομένα ήταν προστατευμένα ή όχι με κρυπτογράφηση ή άλλα μέσα, περιορίζοντας αποτελεσματικά την πιθανότητα υποκλοπής ταυτότητας ή άλλων μορφών κατάχρησης. Επιπροσθέτως, κατά τη θέσπιση των εν λόγω κανόνων και διαδικασιών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των αρχών επιβολής του νόμου, σε περιπτώσεις όπου η πρόωρη αποκάλυψη μπορεί να παρεμποδίσει άνευ λόγου τη διερεύνηση των συνθηκών της παραβίασης.

(52)

Το λογισμικό το οποίο παρακολουθεί κρυφά τις ενέργειες του χρήστη ή υπονομεύει τη λειτουργία του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη προς όφελος τρίτων (το αποκαλούμενο «κατασκοπευτικό λογισμικό») αποτελεί σοβαρή απειλή κατά της ιδιωτικής ζωής των χρηστών. Χρειάζεται να διασφαλιστεί υψηλό και ισότιμο επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας των χρηστών, ανεξάρτητα από το εάν ανεπιθύμητα κατασκοπευτικά προγράμματα καταφορτώνονται εξ απροσεξίας μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή μεταφέρονται και εγκαθίστανται κρυμμένα σε λογισμικό που έχει διανεμηθεί με άλλα εξωτερικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, όπως σύμπυκνοι δίσκοι (CD), CD-ROM ή κλειδιά USB. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους τελικούς χρήστες να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του τερματικού εξοπλισμού τους από ιούς και «κατασκοπευτικό λογισμικό».

(53)

Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλουν να πραγματοποιούν ουσιαστικές επενδύσεις για την καταπολέμηση των ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα («spam»). Βρίσκονται επίσης σε πλεονεκτικότερη θέση από ό,τι οι τελικοί χρήστες διότι κατέχουν τις γνώσεις και τους πόρους που είναι αναγκαίοι για την ανίχνευση και ταυτοποίηση των δημιουργών ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα. Επομένως, οι πάροχοι υπηρεσίας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και οι πάροχοι άλλων υπηρεσιών θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη κατά των δημιουργών ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα και, συνεπώς, υπεράσπισης των συμφερόντων των πελατών τους, ως μέρος των δικών τους έννομων επιχειρηματικών συμφερόντων.

(54)

Η ανάγκη διασφάλισης κατάλληλου επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων που μεταφέρονται και υπόκεινται σε επεξεργασία σε σχέση με τη χρήση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα απαιτεί αποτελεσματικές αρμοδιότητες εφαρμογής και επιβολής, προκειμένου να παρασχεθούν κατάλληλα κίνητρα συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές και, όπου είναι αναγκαίο, άλλα κατάλληλα εθνικά όργανα θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς αρμοδιότητες και πόρους ώστε να διερευνούν αποτελεσματικά τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας για την απόκτηση οιωνδήποτε σχετικών πληροφοριών που ενδεχομένως χρειάζονται ώστε να αποφασίζουν σε περιπτώσεις καταγγελιών και να επιβάλουν κυρώσεις σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

(55)

Για την εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας απαιτείται συχνά η συνεργασία μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και δύο ή περισσότερων κρατών μελών, για παράδειγμα στην καταπολέμηση των διασυνοριακών ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα και του κατασκοπευτικού λογισμικού. Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή και ταχεία συνεργασία σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να καθορίζονται, υπό μορφή συστάσεων, διαδικασίες που αφορούν για παράδειγμα την ποσότητα και το μορφότυπο των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ αρχών ή τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται. Οι εν λόγω διαδικασίες διασφαλίζουν επίσης ότι οι απορρέουσες υποχρεώσεις για τους παράγοντες της αγοράς να είναι εναρμονισμένες, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού στην Κοινότητα.

(56)

Η διασυνοριακή συνεργασία και επιβολή της νομοθεσίας πρέπει να ενισχυθεί σύμφωνα με τους υφιστάμενους κοινοτικούς διασυνοριακούς μηχανισμούς επιβολής της νομοθεσίας όπως αυτός που θεσπίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών) (15) με τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(57)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (16).

(58)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνική πρόοδο ή στις μεταβολές της ζήτησης στην αγορά. Δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρα γενικής εμβέλειας τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγίας καθολικής υπηρεσίας) δια της συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(59)

Επομένως οι οδηγίες 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) και 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(60)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της Διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (17), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να εκπονήσουν, προς το δικό τους συμφέρον και προς το συμφέρον της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα εμφανίζουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ των οδηγιών 2002/22/ΕΚ (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) και 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία)

Η οδηγία 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), η παρούσα οδηγία αφορά την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες. Σκοπός είναι να εξασφαλισθεί η διάθεση, σε ολόκληρη την Κοινότητα, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών καλής ποιότητας μέσω πραγματικού ανταγωνισμού και επιλογών, καθώς και να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις όπου οι ανάγκες των τελικών χρηστών δεν καλύπτονται ικανοποιητικά από την αγορά. Η οδηγία περιλαμβάνει επίσης διατάξεις όσον αφορά ορισμένες πτυχές του τερματικού εξοπλισμού που αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την πρόσβαση για τελικούς χρήστες με αναπηρία.

2.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει τα δικαιώματα των τελικών χρηστών καθώς και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που παρέχουν διαθέσιμα στο κοινό δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όσον αφορά την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας μέσα σε ένα περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, η παρούσα οδηγία ορίζει τη στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών καθορισμένης ποιότητας στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι τελικοί χρήστες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή και χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η παρούσα οδηγία καθορίζει επίσης τις υποχρεώσεις όσον αφορά την παροχή ορισμένων υποχρεωτικών υπηρεσιών.

3.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα δικαιώματα των τελικών χρηστών εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κοινοτικών κανόνων για την προστασία των καταναλωτών, και ιδίως των οδηγιών 93/13/ΕΟΚ και 97/7/ΕΚ, καθώς και των εθνικών κανόνων που είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο.»

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το στοιχείο β) απαλείφεται.

β)

Τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το εξής:

«γ)

“διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία” υπηρεσία διαθέσιμη στο κοινό για τη δημιουργία και τη λήψη, άμεσα ή έμμεσα, εθνικών κλήσεων ή εθνικών και διεθνών κλήσεων, μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης·

δ)

“γεωγραφικός αριθμός” αριθμός ο οποίος περιλαμβάνεται στο εθνικό σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης, μέρος της ακολουθίας των ψηφίων του οποίου έχει γεωγραφική σημασία και χρησιμοποιείται για τη δρομολόγηση κλήσεων προς τον φυσικό τόπο του σημείου τερματισμού δικτύου (ΣΤΔ)·»

γ)

Το στοιχείο δ) διαγράφεται.

δ)

Το στοιχείο (στ) αντικαθίσταται ως εξής:

«στ)

“Μη γεωγραφικός αριθμός” αριθμός που περιλαμβάνεται στο εθνικό σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης και δεν είναι γεωγραφικός αριθμός. Συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αριθμοί κινητών τηλεφώνων, αριθμοί ατελούς κλήσης και αριθμοί πρόσθετου τέλους.»

3)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 4

Παροχή πρόσβασης σε σταθερές θέσεις και παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε εύλογο αίτημα για σύνδεση, σε σταθερές θέσεις, με δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ικανοποιείται από μια τουλάχιστον επιχείρηση.

2.   Η παρεχόμενη σύνδεση πρέπει να επιτρέπει την υποστήριξη φωνητικών επικοινωνιών, τηλεομοιοτυπικών επικοινωνιών και επικοινωνιών δεδομένων, με ρυθμούς δεδομένων που είναι επαρκείς προκειμένου να επιτρέπουν τη λειτουργική πρόσβαση στο Διαδίκτυο, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες τεχνολογίες που χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των συνδρομητών και την τεχνολογική σκοπιμότητα.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε εύλογο αίτημα για παροχή διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας μέσω της σύνδεσης με το δίκτυο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία επιτρέπει τη δημιουργία και τη λήψη εθνικών και διεθνών κλήσεων ικανοποιείται από μία τουλάχιστον επιχείρηση.»

4)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«2.   Οι κατάλογοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές τηλεπικοινωνίες) (18), όλους τους συνδρομητές των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.

5)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 7

Μέτρα για τελικούς χρήστες με αναπηρία

1.   Εκτός εάν έχουν οριστεί συγκεκριμένες απαιτήσεις δυνάμει του Κεφαλαίου IV που επιτυγχάνουν ισοδύναμο αποτέλεσμα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ειδικά μέτρα για να εξασφαλίζουν, στους τελικούς χρήστες με αναπηρία, πρόσβαση με οικονομικά προσιτό τρόπο στις υπηρεσίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, και στο άρθρο 5, παρόμοια με την πρόσβαση που παρέχεται σε άλλους τελικούς χρήστες. Τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώνουν τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να αξιολογούν τις γενικές ανάγκες και τις ειδικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων της έκτασης και της συγκεκριμένης μορφής τέτοιων ειδικών μέτρων για τελικούς χρήστες με αναπηρία.

2.   Αναλόγως των εθνικών συνθηκών, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν ειδικά μέτρα, για να εξασφαλίζουν ότι οι τελικοί χρήστες με αναπηρία μπορούν να επωφεληθούν εξίσου από τις δυνατότητες επιλογής μεταξύ των επιχειρήσεων και των φορέων παροχής υπηρεσιών που διαθέτει η πλειονότητα των τελικών χρηστών.»

6)

Στο άρθρο 8, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Σε περίπτωση που μία καθορισμένη σύμφωνα με την παράγραφο 1 επιχείρηση προτίθεται να διαθέσει σημαντικό μέρος ή το σύνολο των στοιχείων του δικτύου της τοπικής πρόσβασης σε διακριτή νομική οντότητα υπό διαφορετική ιδιοκτησία, ενημερώνει εκ των προτέρων και εγκαίρως την εθνική κανονιστική αρχή, ούτως ώστε αυτή να μπορέσει να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της σχεδιαζόμενης συναλλαγής στην παροχή πρόσβασης σε σταθερές θέσεις και στην παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 4. Η εθνική κανονιστική αρχή μπορεί να επιβάλλει, να τροποποιεί ή να καταγγέλλει ειδικές υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγία για την αδειοδότηση).»

7)

Στο άρθρο 9, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από τις ακόλουθες:

«1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν την εξέλιξη και το επίπεδο των λιανικών τιμολογίων των υπηρεσιών, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 7, υπάγονται στις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και είτε παρέχονται από καθορισμένες επιχειρήσεις είτε διατίθενται στην αγορά, εάν δεν έχουν καθοριστεί επιχειρήσεις για τις υπηρεσίες αυτές, ιδίως σε σχέση με τις εθνικές τιμές καταναλωτή και το εισόδημα.

2.   Αναλόγως των εθνικών συνθηκών, τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώνουν τις καθορισμένες επιχειρήσεις να παρέχουν στους καταναλωτές τιμολογιακές επιλογές ή δέσμες, οι οποίες είναι διαφορετικές από τους συνήθεις εμπορικούς όρους, προκειμένου ιδίως να εξασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα με χαμηλό εισόδημα ή με ειδικές κοινωνικές ανάγκες δεν αποκλείονται από την πρόσβαση στο δίκτυο που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή από τη χρήση των υπηρεσιών που προσδιορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, και στα άρθρα 5, 6 και 7 εφόσον εμπίπτουν στις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και παρέχονται από καθορισμένες επιχειρήσεις.

3.   Εκτός από τις διατάξεις για την υποχρέωση των καθορισμένων επιχειρήσεων να παρέχουν ειδικές τιμολογιακές επιλογές ή να τηρούν ανώτατα όρια τιμών ή γεωγραφική στάθμιση των τιμών ή άλλα παρόμοια συστήματα, τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν ότι παρέχεται στήριξη στους καταναλωτές οι οποίοι έχουν ανιχνευθεί ως έχοντες χαμηλό εισόδημα, ή ειδικές κοινωνικές ανάγκες.»

8)

Το άρθρο 11 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το εξής:

«4.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να ορίζουν στόχους επιδόσεων για τις επιχειρήσεις που υπέχουν υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερομένων, όπως προβλέπεται ιδίως στο άρθρο 33.»

9)

Ο τίτλος του Κεφαλαίου III αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

10)

Το άρθρο 16 απαλείφεται.

11)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές επιβάλλουν κατάλληλες κανονιστικές υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν προσδιοριστεί ως έχουσες σημαντική ισχύ σε μια συγκεκριμένη λιανική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) όταν:

α)

ως αποτέλεσμα ανάλυσης αγοράς, που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) μια εθνική κανονιστική αρχή κρίνει ότι μια συγκεκριμένη λιανική αγορά, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστική, και

β)

η εθνική κανονιστική αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται δυνάμει των άρθρων 9 έως 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση), δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).»

β)

Η παράγραφος 3 διαγράφεται.

12)

Τα άρθρα 18 και 19 διαγράφονται.

13)

Τα άρθρα 20 έως 23 αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 20

Συμβάσεις

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι καταναλωτές και άλλοι τελικοί χρήστες είναι συνδρομητές υπηρεσιών παροχής σύνδεσης σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφόσον το ζητήσουν, έχουν δικαίωμα για σύμβαση με επιχείρηση ή επιχειρήσεις που παρέχουν τη σύνδεση και/ ή τις υπηρεσίες αυτές. Στη σύμβαση αναφέρονται με σαφή, συνολική και ευκόλως προσβάσιμη μορφή τουλάχιστον:

α)

τα στοιχεία και η διεύθυνση του φορέα παροχής,

β)

οι παρεχόμενες υπηρεσίες, όπου περιλαμβάνονται ειδικότερα:

πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές του παρόχου για τη διαχείριση της κίνησης,

τα ελάχιστα προσφερόμενα επίπεδα ποιότητας υπηρεσιών, ιδίως η προθεσμία της αρχικής σύνδεσης και, κατά περίπτωση, άλλες παράμετροι της ποιότητας της υπηρεσίας, όπως ορίζονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές,

οι μορφές των παρεχόμενων υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης των πελατών, καθώς και οι δυνατότητες επαφής με τις υπηρεσίες αυτές,

τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται από τον πάροχο όσον αφορά τη χρήση του παρεχόμενου τερματικού εξοπλισμού,

γ)

εφόσον υπάρχει υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 25, οι επιλογές του συνδρομητή σχετικά με το εάν τα προσωπικά του δεδομένα θα περιληφθούν σε κατάλογο συνδρομητών και το είδος αυτών των δεδομένων,

δ)

οι λεπτομέρειες των τιμών και των τιμολογίων, τα μέσα με τα οποία δύναται να αποκτώνται επικαιροποιημένες πληροφορίες για όλα τα ισχύοντα τιμολόγια και τέλη συντήρησης, οι προσφερόμενες μέθοδοι πληρωμής και κάθε διαφορά κόστους που οφείλεται στη μέθοδο πληρωμής,

ε)

η διάρκεια της σύμβασης και οι όροι για την ανανέωση και την καταγγελία των υπηρεσιών και της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων:

των όρων όσον αφορά την ελάχιστη διάρκεια της σύμβασης που συνδέεται με παροχή προσφορών,

κάθε επιβάρυνσης για τη φορητότητα αριθμών και άλλων αναγνωριστικών,

κάθε επιβάρυνσης λόγω λήξης της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την ανάκτηση του τερματικού εξοπλισμού·

στ)

κάθε ρύθμιση για αποζημίωση και επιστροφή σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης όσον αφορά το επίπεδο ποιότητας της υπηρεσίας,

ζ)

ο τρόπος κίνησης των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 34,

η)

η μορφή των μέτρων που ενδέχεται να λάβει η επιχείρηση ως απάντηση σε περιστατικά που αφορούν την ασφάλεια ή την ακεραιότητα, ή σε απειλές και τρωτά σημεία.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτούν να περιλαμβάνει η σύμβαση κάθε είδους πληροφορία παρεχόμενη από τις σχετικές δημόσιες αρχές όσον αφορά τη χρήση των δικτύων και των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με σκοπό την ενασχόληση με παράνομες δραστηριότητες ή τη διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, καθώς και τα μέσα προστασίας έναντι των κινδύνων για την προσωπική ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 21, παράγραφος 4 στοιχείο α), και αφορούν την παρεχόμενη υπηρεσία.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν συνάπτονται συμβάσεις μεταξύ συνδρομητών και επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιτρέπουν φωνητική επικοινωνία, οι συνδρομητές ενημερώνονται σαφώς σχετικά με το κατά πόσον παρέχεται ή όχι πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και εντοπισμού θέσης καλούντος. Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες ενημερώνονται σαφώς πριν από τη σύναψη της σύμβασης για κάθε περιορισμό της πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και για κάθε αλλαγή που αφορά την πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνδρομητές έχουν το δικαίωμα να καταγγέλλουν τις συμβάσεις τους χωρίς κυρώσεις, όταν τους κοινοποιούνται τροποποιήσεις των συμβατικών όρων που προτείνουν οι επιχειρήσεις παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι συνδρομητές ειδοποιούνται εγκαίρως, τουλάχιστον ένα μήνα πριν, σχετικά με τις τροποποιήσεις αυτές, και ενημερώνονται, ταυτόχρονα, για το δικαίωμά τους να καταγγέλλουν τις συμβάσεις αυτές, χωρίς κυρώσεις, εφόσον δεν δέχονται τους νέους όρους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να καθορίζουν τη μορφή αυτών των κοινοποιήσεων.

Άρθρο 21

Διαφάνεια και δημοσίευση πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να απαιτούν από τις επιχειρήσεις παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να δημοσιεύουν διαφανείς, συγκρίσιμες, κατάλληλες και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις ισχύουσες τιμές και τιμολόγια, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους τυποποιημένους όρους και προϋποθέσεις όσον αφορά την πρόσβαση στις υπηρεσίες που παρέχονται στους τελικούς χρήστες και καταναλωτές και τη χρήση των υπηρεσιών αυτών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν επιπρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με τη μορφή υπό την οποία δημοσιεύονται οι πληροφορίες αυτές ώστε να εξασφαλίζονται η διαφάνεια, η συγκρισιμότητα, η σαφήνεια και η προσβασιμότητα προς όφελος των καταναλωτών.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενθαρρύνουν την παροχή συγκρίσιμων πληροφοριών ώστε οι τελικοί χρήστες και οι καταναλωτές να είναι σε θέση να προβαίνουν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση του κόστους των εναλλακτικών τρόπων χρήσης, παραδείγματος χάριν μέσω διαδραστικής καθοδήγησης ή παρόμοιων τεχνικών. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να καθιστούν διαθέσιμες την εν λόγω καθοδήγηση ή τις τεχνικές, ιδίως εφόσον αυτές δεν διατίθενται στην αγορά δωρεάν ή σε λογική τιμή. Τρίτα μέρη έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ατελώς τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν από τις επιχειρήσεις παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με σκοπό την πώληση ή τη διάθεση της καθοδήγησης ή των τεχνικών.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ άλλων:

α)

να παρέχουν στους συνδρομητές πληροφορίες για τα ισχύοντα τιμολόγια σχετικά με οιονδήποτε αριθμό ή οιαδήποτε υπηρεσία που υπόκειται σε ιδιαίτερους όρους τιμολόγησης· όσον αφορά τις επί μέρους κατηγορίες υπηρεσιών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να απαιτούν οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται πριν από τη σύνδεση με τον καλούμενο αριθμό·

β)

να ενημερώνουν τους συνδρομητές για οποιαδήποτε αλλαγή των πολιτικών του παρόχου για τη διαχείριση της κίνησης·

γ)

να ενημερώνουν τους συνδρομητές σχετικά με το δικαίωμά τους να αποφασίζουν εάν επιθυμούν ή όχι να περιληφθούν τα στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν σε δημόσιο κατάλογο συνδρομητών, καθώς και τη μορφή των στοιχείων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες)· και

δ)

να ενημερώνουν σε τακτά διαστήματα τους συνδρομητές με αναπηρία σχετικά με τις λεπτομέρειες των υφισταμένων προϊόντων και υπηρεσιών που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για αυτούς.

Εάν κριθεί ενδεδειγμένο, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να προωθήσουν μέτρα απορρύθμισης και συρρύθμισης πριν την επιβολή οιασδήποτε υποχρέωσης.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 να διανέμουν δωρεάν πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος σε υφιστάμενους και νέους συνδρομητές όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτές οι πληροφορίες παρέχονται από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές σε τυποποιημένη μορφή και καλύπτουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα θέματα:

α)

τις πιο κοινές χρήσεις των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών με σκοπό την ενασχόληση με παράνομες ενέργειες ή τη διάδοση υλικού επιβλαβούς περιεχομένου, ιδίως σε τομείς που θα μπορούσαν να βλάψουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων προσώπων, περιλαμβανομένων των παραβιάσεων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και των νομικών τους επιπτώσεων· και

β)

τα μέσα προστασίας του συνδρομητή κατά κινδύνων που απειλούν την προσωπική ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα κατά την χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Άρθρο 22

Ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, αφού λάβουν υπόψη τη γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών, μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις παροχής διαθέσιμων στο κοινό δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να δημοσιεύουν συγκρίσιμες, κατάλληλες και επικαιροποιημένες πληροφορίες για τους τελικούς χρήστες, σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών τους, και σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται ώστε να εξασφαλίζεται παρόμοια πρόσβαση σε τελικούς χρήστες με αναπηρία. Οι πληροφορίες διαβιβάζονται επίσης, κατόπιν αιτήματος, στην εθνική κανονιστική αρχή, πριν δημοσιευθούν.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τις προς μέτρηση παραμέτρους ποιότητας της υπηρεσίας και το περιεχόμενο, τη μορφή και τον τρόπο δημοσίευσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων πιθανών μηχανισμών πιστοποίησης της ποιότητας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των τελικών χρηστών σε πλήρεις, συγκρίσιμες, αξιόπιστες και εύχρηστες πληροφορίες. Ανάλογα με την περίπτωση, μπορούν να χρησιμοποιούνται οι παράμετροι, οι ορισμοί και οι μέθοδοι μέτρησης που περιέχονται στο Παράρτημα III.

3.   Προκειμένου να αποτραπούν η υποβάθμιση της υπηρεσίας και η παρακώλυση ή η επιβράδυνση της κίνησης στα δίκτυα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας της υπηρεσίας για την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις παροχής δημόσιων δικτύων επικοινωνιών.

Άρθρο 23

Διαθεσιμότητα των υπηρεσιών

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή διαθεσιμότητα διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται μέσω των δημόσιων δικτύων επικοινωνιών σε περίπτωση καταστροφικής βλάβης του δικτύου ή σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν αδιάλειπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.»

14)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 23a

Εξασφάλιση παρόμοιας πρόσβασης και επιλογής σε τελικούς χρήστες με αναπηρία

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές τη δυνατότητα να καθορίζουν κατά περίπτωση τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι τελικοί χρήστες με αναπηρία:

α)

έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρόμοιες με τις παρεχόμενες στην πλειονότητα των τελικών χρηστών, και

β)

έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ των επιχειρήσεων και των υπηρεσιών που διαθέτει η πλειονότητα των τελικών χρηστών.

2.   Προκειμένου να είναι σε θέση να θεσπίζουν να εφαρμόζουν ειδικές ρυθμίσεις για τους τελικούς χρήστες με αναπηρία, τα κράτη μέλη θα ενθαρρύνουν τη διαθεσιμότητα τερματικού εξοπλισμού που προσφέρει τις αναγκαίες υπηρεσίες και λειτουργίες»·

15)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

«Υπηρεσίες πληροφοριών τηλεφωνικού καταλόγου».

β)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των συνδρομητών των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών, να καταχωρίζονται τα στοιχεία τους στο διαθέσιμο στο κοινό κατάλογο, που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) και τα στοιχεία αυτά να διατίθενται σε παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου ή/και σε καταλόγους σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.»

γ)

Η παράγραφοι 3, 4 και 5 αντικαθίστανται ως εξής:

«3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι τελικοί χρήστες στους οποίους παρέχεται διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις και όρους στις επιχειρήσεις που ελέγχουν την πρόσβαση στους τελικούς χρήστες για την παροχή υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση). Αυτοί οι όροι και οι υποχρεώσεις είναι δίκαιοι, αντικειμενικοί, διαφανείς και δεν εισάγουν διακρίσεις.

4.   Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν κανονιστικούς περιορισμούς που εμποδίζουν την άμεση πρόσβαση των τελικών χρηστών ενός κράτους μέλους, στην υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου άλλου κράτους μέλους μέσω τηλεφωνικής κλήσης ή με αποστολή SMS, και λαμβάνουν μέτρα για την εξασφάλιση της πρόσβασης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 28.

5.   Οι παράγραφοι 1έως 4 εφαρμόζονται, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του κοινοτικού δικαίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, και ιδίως του άρθρου 12 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες).»

16)

Τα άρθρα 26 και 27 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και ενιαίος ευρωπαϊκός αριθμός κλήσης έκτακτης ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι τελικοί χρήστες των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών των κοινόχρηστων τηλεφώνων, έχουν τη δυνατότητα να καλούν τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ατελώς και χωρίς χρήση οιουδήποτε μέσου πληρωμής, χρησιμοποιώντας τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης “112” καθώς και κάθε εθνικό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης που ορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσίας για εξερχόμενες εθνικές ή/και διεθνές κλήσεις μέσω αριθμού ή αριθμών που υπάρχουν σε εθνικό ή διεθνές σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης παρέχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι κλήσεις προς τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης “112” απαντώνται δεόντως και διεκπεραιώνονται με τον τρόπο που αρμόζει καλύτερα στην εθνική οργάνωση των συστημάτων έκτακτης ανάγκης. Οι εν λόγω κλήσεις απαντώνται και διεκπεραιώνονται τουλάχιστον τόσο γρήγορα και αποτελεσματικά όσο και οι κλήσεις προς εθνικό αριθμό ή εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης, εφόσον αυτοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η πρόσβαση τελικών χρηστών με αναπηρία σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης είναι συγκρίσιμη με την πρόσβαση των άλλων τελικών χρηστών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι τελικοί χρήστες με αναπηρία μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη, τα μέτρα που λαμβάνονται για το σκοπό αυτό βασίζονται κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό στα ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο). Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν πρόσθετες απαιτήσεις προς επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στο μέτρο του τεχνικώς εφικτού, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις διαθέτουν ατελώς πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος στην αρχή που διαχειρίζεται τις κλήσεις και υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ευθύς ως η κλήση έκτακτης ανάγκης ληφθεί από την εν λόγω αρχή. Τούτο ισχύει για όλες τις κλήσεις στον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης “112”. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την υποχρέωση αυτή ώστε να καλύπτονται επίσης οι κλήσεις σε εθνικούς αριθμούς έκτακτης ανάγκης. Σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διατείνονται ότι η παροχή πληροφοριών για τον εντοπισμό του καλούντος δεν είναι τεχνικώς εφικτή, αναλαμβάνουν το βάρος της σχετικής απόδειξης.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πολίτες ενημερώνονται επαρκώς για την ύπαρξη και τη χρήση του ενιαίου ευρωπαϊκού αριθμού κλήσης έκτακτης ανάγκης “112”, ιδίως μέσω πρωτοβουλιών που εστιάζονται ειδικότερα σε πρόσωπα που ταξιδεύουν μεταξύ των κρατών μελών.

Άρθρο 27

Ευρωπαϊκοί τηλεφωνικοί κωδικοί πρόσβασης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο κωδικός “00” είναι ο τυποποιημένος διεθνής κωδικός πρόσβασης. Μπορούν να θεσπίζονται ή να εξακολουθούν να ισχύουν ειδικοί διακανονισμοί για τις κλήσεις μεταξύ παρακείμενων περιοχών εκατέρωθεν των συνόρων των κρατών μελών. Οι τελικοί χρήστες των περιοχών αυτών, πρέπει να ενημερώνονται πλήρως για τους εν λόγω διακανονισμούς.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες που επιτρέπουν τις διεθνείς κλήσεις διεκπεραιώνουν όλες τις κλήσεις προς και από τον ευρωπαϊκό χώρο τηλεφωνικής αριθμοδότησης (ΕΧΤΑ), με την επιφύλαξη της ανάγκης μιας επιχείρησης να ανακτά τα έξοδά της.»

17)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 27a

Εναρμονισμένοι αριθμοί για εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος, περιλαμβανομένης της ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής για αγνοούμενα παιδιά

1.   Τα κράτη μέλη προωθούν ειδικούς αριθμούς στο πεδίο αριθμοδότησης που αρχίζει με “116” και προσδιορίζεται στην απόφαση της Επιτροπής 2007/116/ΕΚ της 15ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με δέσμευση της εθνικής περιοχής αριθμοδότησης που αρχίζει με “116” για εναρμονισμένους αριθμούς που αφορούν εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος (19). Ενθαρρύνουν την παροχή εντός της επικράτειάς τους των υπηρεσιών για τις οποίες προορίζονται αυτοί οι αριθμοί.

2.   Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την πρόσβαση των τελικών χρηστών με αναπηρία σε υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται βάσει του πεδίου αριθμοδότησης “116”. Τα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να διευκολύνεται η πρόσβαση των τελικών χρηστών με αναπηρία μπορούν σε αυτές τις υπηρεσίες όταν ταξιδεύουν σε άλλα κράτη μέλη δυνατόν να περιλαμβάνουν τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τα σχετικά πρότυπα ή προδιαγραφές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πολίτες ενημερώνονται καταλλήλως σχετικά με την ύπαρξη και τη χρήση υπηρεσιών που παρέχονται βάσει του πεδίου αριθμοδότησης “116”, ιδίως μέσω πρωτοβουλιών που στοχεύουν ειδικά τα άτομα που ταξιδεύουν μεταξύ των κρατών μελών.

4.   Τα κράτη μέλη εκτός των μέτρων γενικής εφαρμογής σε όλους τους αριθμούς στο πεδίο αριθμοδότησης “116” που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, διευκολύνουν την πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσία που διαχειρίζεται ανοικτή τηλεφωνική γραμμή για την καταγγελία περιπτώσεων που αφορούν αγνοούμενα παιδιά. Η ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή διατίθεται στον αριθμό 116000.

18)

Το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«Άρθρο 28

Πρόσβαση σε αριθμούς και υπηρεσίες

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό, και εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία καλούμενος συνδρομητής έχει επιλέξει για εμπορικούς λόγους να περιορίσει την πρόσβαση από καλούντες που βρίσκονται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, οι αρμόδιες εθνικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν, ότι οι τελικοί χρήστες μπορούν:

α)

να έχουν πρόσβαση και να χρησιμοποιούν υπηρεσίες χρησιμοποιώντας μη γεωγραφικούς αριθμούς εντός της Κοινότητας· και

β)

να έχουν πρόσβαση σε όλους τους αριθμούς που παρέχονται στην Κοινότητα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι αριθμοί που υπάρχουν στα εθνικά σχέδια αριθμοδότησης των κρατών μελών, οι αριθμοί του ΕΧΤΑ και οι Παγκόσμιοι Διεθνείς Αριθμοί Ατελών Κλήσεων.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από τις επιχειρήσεις παροχής δημόσιων δικτύων επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να παρεμποδίζουν κατά περίπτωση την πρόσβαση σε αριθμούς ή υπηρεσίες, όταν αυτό δικαιολογείται για λόγους απάτης ή κατάχρησης και να απαιτούν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρακρατούν σημαντικά έσοδα διασύνδεσης ή άλλων υπηρεσιών.»

19)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να ζητούν από όλες τις επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες ή/και δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, να διαθέτουν στους τελικούς χρήστες πρόσθετες ευκολίες που αναφέρονται στο Μέρος Β του Παραρτήματος Ι, με την επιφύλαξη της τεχνικής σκοπιμότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας.»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τις υποχρεώσεις του Παραρτήματος Ι, Μέρος Α, στοιχεία α) και ε), ως γενική απαίτηση για όλες τις επιχειρήσεις που παρέχουν πρόσβαση σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή/και διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες.»

20)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 30

Διευκόλυνση της αλλαγής παρόχου

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι συνδρομητές κάτοχοι αριθμών που υπάρχουν στο εθνικό σχέδιο τηλεφωνικής αριθμοδότησης μπορούν, μετά από σχετική αίτηση, να διατηρούν τον (τους) αριθμό (-ούς) τους, ανεξαρτήτως της επιχείρησης που παρέχει την υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος I, Μέρος Γ.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η τιμολόγηση μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης ή/και παρόχων υπηρεσιών όσον αφορά την παροχή φορητότητας του αριθμού, αντανακλά το κόστος και ότι οι τυχόν άμεσες χρεώσεις των συνδρομητών δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για την αλλαγή του παρόχου υπηρεσιών από τους συνδρομητές.

3.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν επιβάλλουν τιμολόγια λιανικής για τη μεταφορά αριθμού κατά τρόπο που να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, όπως θεσπίζοντας ειδικά ή κοινά τιμολόγια λιανικής.

4.   Η μεταφορά αριθμών και η επακόλουθη ενεργοποίησή τους πραγματοποιείται εντός της συντομότερης δυνατής προθεσμίας. Εν πάση περιπτώσει, η τεχνική μεταφορά του αριθμού δεν διαρκεί περισσότερο από μια ημέρα.

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να καθορίζουν τη συνολική διαδικασία μεταφοράς αριθμών έχοντας κατά νου τις εθνικές διατάξεις περί συμβάσεων και τεχνικής σκοπιμότητας, κατά περίπτωση δε και για να εξασφαλίζεται ότι οι συνδρομητές προστατεύονται καθ’ όλη τη διαδικασία αλλαγής φορέα.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται μεταξύ χρηστών και επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν επιβάλλουν αρχική περίοδο δέσμευσης η οποία υπερβαίνει τους 24 μήνες.

6.   Με την επιφύλαξη τυχόν ελάχιστης συμβατικής περιόδου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι όροι και οι διαδικασίες καταγγελίας της σύμβασης δε λειτουργούν αποτρεπτικά για την αλλαγή των παρόχων υπηρεσιών.»

21)

Στο άρθρο 31, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν εύλογες υποχρεώσεις “μεταφοράς σήματος” για τη μετάδοση εκπομπών συγκεκριμένων ραδιοτηλεοπτικών καναλιών και συμπληρωματικών υπηρεσιών, ιδίως υπηρεσιών προσβασιμότητας για την εξασφάλιση της δέουσας πρόσβασης τελικών χρηστών με αναπηρία, σε επιχειρήσεις υπό τη δικαιοδοσία τους, οι οποίες παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση εκπομπών ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών καναλιών στο κοινό, όταν σημαντικός αριθμός τελικών χρηστών των δικτύων αυτών τα χρησιμοποιεί ως το κύριο μέσο λήψης ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών καναλιών. Οι εν λόγω υποχρεώσεις επιβάλλονται μόνον όταν είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων γενικού συμφέροντος όπως ορίστηκαν σαφώς από κάθε κράτος μέλος, και πρέπει είναι αναλογικές και διαφανείς.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο επανεξετάζονται από τα κράτη μέλη το αργότερο εντός ενός έτους… (20), εκτός εάν τα κράτη μέλη έχουν διεξαγάγει την εν λόγω επανεξέταση εντός των δύο προηγουμένων ετών.

Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τις υποχρεώσεις “μεταφοράς σήματος” σε τακτική βάση.»

22)

Το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των τελικών χρηστών και των καταναλωτών (συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των τελικών χρηστών με αναπηρία), των κατασκευαστών και των επιχειρήσεων που παρέχουν δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών για θέματα που άπτονται των δικαιωμάτων του συνόλου των τελικών χρηστών και των καταναλωτών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ιδίως όταν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ιδίως ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θεσπίζουν μηχανισμό διαβούλευσης ώστε στις αποφάσεις τους για θέματα που αφορούν τον τελικό χρήστη και τα δικαιώματα του καταναλωτή όσον αφορά διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των καταναλωτών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Με την επιφύλαξη εθνικών κανόνων που είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο για την προαγωγή των στόχων πολιτικής για τον πολιτισμό και τα μέσα επικοινωνίας, όπως η πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και η πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και άλλες αρμόδιες αρχές μπορούν να προωθούν τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή/και υπηρεσιών και των τομέων που ενδιαφέρονται για την προαγωγή νόμιμου περιεχομένου στα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Στη συνεργασία αυτή ενδέχεται να περιληφθεί επίσης και ο συντονισμός των στοιχείων δημοσίου ενδιαφέροντος τα οποία διατίθεται στο κοινό δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 4 στοιχείο α) και του άρθρου 20, παράγραφος 1.»

23)

Στο άρθρο 34, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διάθεση διαφανών, απλών και μη δαπανηρών εξώδικων διαδικασιών για την αντιμετώπιση των ανεπίλυτων διαφορών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων παροχής δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους ή/και την εκτέλεση συμβάσεων παροχής των εν λόγω δικτύων ή υπηρεσιών και προκύπτουν από την παρούσα οδηγία,. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι με τις διαδικασίες αυτές καθίσταται δυνατή η δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών, και μπορούν, όταν δικαιολογείται, να θεσπίζουν σύστημα επιστροφών ή/και αποζημιώσεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τις εν λόγω υποχρεώσεις ώστε να καλύπτουν διαφορές στις οποίες εμπλέκονται άλλοι τελικοί χρήστες.»

24)

Το άρθρο 35 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 35

Προσαρμογή των παραρτημάτων

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας και που απαιτούνται για την προσαρμογή των Παραρτημάτων I, ΙΙ, ΙΙΙ και VI στις τεχνολογικές εξελίξεις ή στις μεταβολές της ζήτησης της αγοράς, θεσπίζονται από την Επιτροπή, η οποία αποφασίζει σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 37 παράγραφος 2.»

25)

Στο άρθρο 36, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας που επιβάλλουν στις επιχειρήσεις οι οποίες ορίστηκαν ως έχουσες υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας. Κάθε μεταβολή που επηρεάζει αυτές τις υποχρεώσεις ή τις επιχειρήσεις που θίγονται δυνάμει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, κοινοποιείται αμελλητί στην Επιτροπή.»

26)

Το άρθρο 37 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 37

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή επικοινωνιών, η οποία έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 22 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο).

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.»

27)

Τα παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και VI αντικαθίστανται από το κείμενο που περιλαμβάνεται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της παρούσας οδηγίας.

28)

Το Παράρτημα VII απαλείφεται.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες)

Η οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«1.   Η παρούσα οδηγία προβλέπει την εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, και ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα.»

2)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το στοιχείο γ) αντικαθίσταται ως εξής:

«γ)

“δεδομένα θέσης” τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή από υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών»

β)

Το σημείο ε) διαγράφεται.

γ)

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«η)

“παραβίαση προσωπικών δεδομένων” η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, αλλοίωση, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση προσωπικών δεδομένων που διαβιβάσθηκαν, αποθηκεύθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία, σε συνδυασμό με την παροχή διαθέσιμης στο κοινό ηλεκτρονικής υπηρεσίας επικοινωνιών στην Κοινότητα.».

3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 3

Σχετικές υπηρεσίες

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών στην Κοινότητα, περιλαμβανομένων των δημοσίων δικτύων επικοινωνιών που υποστηρίζουν συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης.»

4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

«Ασφάλεια της επεξεργασίας»

β)

Προστίθενται οι εξής παράγραφοι:

«3.   Σε περίπτωση παραβίασης προσωπικών δεδομένων ο ενδιαφερόμενος πάροχος διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαπιστώνει την έκταση της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων, αξιολογεί τη σοβαρότητά της και εξετάζει εάν είναι απαραίτητη η γνωστοποίηση της παραβίασης προσωπικών δεδομένων στην αρμόδια εθνική αρχή και στον ενδιαφερόμενο συνδρομητή, λαμβάνοντας υπόψη τους συναφείς κανόνες που έχει θέσει η αρμόδια εθνική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Όταν η παραβίαση προσωπικών δεδομένων συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την ιδιωτική ζωή του συνδρομητή, ο πάροχος διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών γνωστοποιεί την παραβίαση αυτή στην αρμόδια εθνική αρχή και στον ενδιαφερόμενο συνδρομητή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Η γνωστοποίηση στο συνδρομητή περιγράφει τουλάχιστον τη φύση της παραβίασης προσωπικών δεδομένων και τα σημεία επαφής όπου μπορούν να αποκτηθούν περισσότερες πληροφορίες, και συνιστά μέτρα για να μετριαστούν ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα της παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Στην κοινοποίηση προς την αρμόδια εθνική αρχή περιγράφονται επίσης οι συνέπειες της παραβίασης και τα μέτρα που προτάθηκαν ή λήφθηκαν από τον πάροχο για την αντιμετώπιση της παραβίασης προσωπικών δεδομένων.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια εθνική αρχή να είναι ικανή να θέτει λεπτομερείς κανόνες και, όπου είναι απαραίτητο, να εκδίδει οδηγίες σχετικά με τις περιστάσεις κατά τις οποίες απαιτείται η γνωστοποίηση των παραβιάσεων προσωπικών δεδομένων από τον πάροχο διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το μορφότυπο καθώς και τον τρόπο με την οποία θα γίνεται η γνωστοποίηση αυτή.

5.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή κατά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA), με την Ομάδα του άρθρου 29 και με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, να εκδίδει συστάσεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες, το μορφότυπο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στις απαιτήσεις πληροφόρησης και κοινοποίησης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»

5)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποθήκευση πληροφοριών ή η πρόσβαση σε πληροφορίες ήδη αποθηκευμένες στον τερματικό εξοπλισμό συνδρομητή ή χρήστη να επιτρέπεται μόνον εάν παρέχονται στον συγκεκριμένο συνδρομητή ή χρήστη σαφείς και εκτεταμένες πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, μεταξύ άλλων για το σκοπό της επεξεργασίας, και ο υπεύθυνος ελέγχου των δεδομένων τού παρέχει το δικαίωμα να αρνείται την επεξεργασία αυτή. Τούτο δεν εμποδίζει οιαδήποτε τεχνικής φύσεως αποθήκευση ή πρόσβαση, αποκλειστικός σκοπός της οποίας είναι η διενέργεια ή η διευκόλυνση της διαβίβασης μιας επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που είναι απολύτως αναγκαία για την παροχή υπηρεσίας στην κοινωνία των πληροφοριών την οποία έχει ζητήσει ρητά ο συνδρομητής ή ο χρήστης.»

6)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«1.   Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον πάροχο δημόσιου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3, 5 και 7 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15 παράγραφος 1.»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«3.   Για την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για αυτή την υπηρεσία ή την εμπορική προώθηση, εφόσον ο συνδρομητής ή ο χρήστης τον οποίο αφορούν δίδει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του. Στους χρήστες ή συνδρομητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να ανακαλούν οποτεδήποτε τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία των δεδομένων κίνησης.»

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Τα δεδομένα κίνησης μπορούν να υφίστανται επεξεργασία κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την κατοχύρωση του δικτύου και των πληροφοριών, όπως ορίζεται από το άρθρο 4, στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 460/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2004, για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (21).

7)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το εξής:

«Άρθρο 13

Αυτόκλητες κλήσεις

1.   Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (συσκευές αυτόματων κλήσεων), τηλεομοιοτυπικών συσκευών (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών σύντομων μηνυμάτων (SMS) και υπηρεσιών μηνυμάτων με πολυμέσα (MMS)) για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης μπορεί να επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση συνδρομητών ή χρηστών οι οποίοι έχουν δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους.

2.   Παρά την παράγραφο 1, αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά από τους πελάτες του στοιχεία επαφής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους στο πλαίσιο της πώλησης ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, μπορεί να χρησιμοποιεί τα εν λόγω στοιχεία για την απευθείας εμπορική προώθηση των δικών του παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι πελάτες του έχουν σαφώς και ευδιάκριτα την ευκαιρία να αντιτάσσονται, δωρεάν και εύκολα, σε αυτή τη συλλογή και χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών στοιχείων επαφής κατά τη στιγμή της συλλογής τους, και τούτο με κάθε μήνυμα, σε περίπτωση που ο χρήστης αρχικά δεν είχε διαφωνήσει με αυτή τη χρήση.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι αυτόκλητες κλήσεις με σκοπό την απευθείας εμπορική προώθηση, σε περιπτώσεις εκτός των προβλεπομένων στις παραγράφους 1 και 2, δεν επιτρέπονται χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων συνδρομητών ή χρηστών ή όταν πρόκειται για συνδρομητές ή χρήστες οι οποίοι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν αυτές τις κλήσεις. Την επιλογή μεταξύ των δύο λύσεων καθορίζει η εθνική νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη ότι και οι δύο επιλογές θα πρέπει να είναι δωρεάν για το συνδρομητή ή τον χρήστη.

4.   Εν πάση περιπτώσει, απαγορεύεται η πρακτική της αποστολής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση, τα οποία συγκαλύπτουν ή αποκρύπτουν την ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα, ή κατά παράβαση του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, ή δίχως έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης να μπορεί να ζητεί τον τερματισμό της επικοινωνίας αυτής.

5.   Οι παράγραφοι 1 και 3 ισχύουν για τους συνδρομητές που είναι φυσικά πρόσωπα. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επίσης, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου και της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, ότι προστατεύονται επαρκώς τα έννομα συμφέροντα των συνδρομητών που δεν είναι φυσικά πρόσωπα σε ό,τι αφορά τις αυτόκλητες κλήσεις.

6.   Με την επιφύλαξη οιουδήποτε διοικητικού μέτρου επανόρθωσης το οποίο μπορεί να προβλεφθεί, μεταξύ άλλων, δυνάμει του άρθρου 15α παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο θίγεται από παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου και άρα έχει έννομο συμφέρον να τερματισθούν ή να απαγορευθούν οι εν λόγω παραβάσεις, περιλαμβανομένου του παρόχου υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών που προστατεύει τα έννομα επιχειρηματικά του συμφέροντα, να μπορεί να προσβάλει τις εν λόγω παραβάσεις ενώπιον των δικαστηρίων. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίοι, με την αμέλειά τους, συμβάλλουν σε παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί δυνάμει του παρόντος άρθρου.»

8)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

Εφαρμογή και επιβολή

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο εφαρμογής τους. Οι προβλεπόμενες ποινές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και μπορούν να εφαρμοσθούν ώστε να καλύπτουν την χρονική περίοδο κάθε παράβασης, έστω και αν η παράβαση έχει στην συνέχεια διορθωθεί. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εν λόγω διατάξεις το αργότερο έως τις … (22) καθώς και οιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση αφορά τις εν λόγω διατάξεις, χωρίς καθυστέρηση.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια εθνική αρχή και, όπου συντρέχει περίπτωση, άλλοι εθνικοί φορείς να έχουν την εξουσία να διατάξουν τον τερματισμό των παραβάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια εθνική αρχή και, όπου συντρέχει περίπτωση, άλλοι εθνικοί φορείς να έχουν όλες τις αναγκαίες ελεγκτικές εξουσίες και μέσα, περιλαμβανομένης της εξουσίας να αποκτούν οιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες ενδεχομένως χρειάζονται για την παρακολούθηση και επιβολή των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

4.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτελεσματική διασυνοριακή συνεργασία κατά την επιβολή των εθνικών νόμων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας και για να δημιουργηθούν εναρμονισμένοι όροι για την παροχή υπηρεσιών που περιλαμβάνουν διασυνοριακές ροές δεδομένων, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει συστάσεις, μετά από διαβουλεύσεις με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA), την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 και τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.».

Άρθρο 3

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών), προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«17.

Η οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες): άρθρο 13 (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).»

Άρθρο 4

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο στις …, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις ….

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 224, 30.8.2008, σ. 50.

(2)  ΕΕ C 257, 9.10.2008, σ. 51.

(3)  ΕΕ C 181, 18.7.2008, σ. 1.

(4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της … (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της …

(5)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 21.

(7)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 33.

(8)  ΕΕ L 108, 24.4.2002, σ. 51.

(9)  ΕΕ L 201, 31.7.2002, σ. 37.

(10)  ΕΕ L 91, 7.4.1999, σ. 10.

(11)  ΕΕ L 178, 17.7.2000, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 249, 17.9.2002, σ. 21.

(13)  ΕΕ L 49, 17.2.2007, σ. 30.

(14)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(15)  ΕΕ L 364, 9.12.2004, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(17)  ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 201, 31.7.2002, σ. 37

(19)  ΕΕ L 49, 17.2.2007, σ. 30».

(20)  Ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

(21)  ΕΕ L 77, 13.3.2004, σ. 1

(22)  Ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΥΚΟΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 (ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ),ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 (ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ) ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 (ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΠΑΡΟΧΟΥ)

Μέρος Α

Ευκολίες και υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 10

α)   Αναλυτικοί λογαριασμοί

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της σχετικής νομοθεσίας περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, μπορούν να καθορίζουν το βασικό επίπεδο ανάλυσης λογαριασμών που παρέχεται ατελώς από τις καθορισμένες επιχειρήσεις (όπως ορίζονται στο άρθρο 8) στους καταναλωτές, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν:

i)

να επαληθεύουν και να ελέγχουν τη χρέωσή τους για τη χρήση του δημόσιου δικτύου επικοινωνιών σε σταθερές θέσεις ή/και των συναφών διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών, και

ii)

να παρακολουθούν κατάλληλα τη χρήση και τις δαπάνες τους, ελέγχοντας έτσι σε εύλογο βαθμό τους λογαριασμούς τους.

Εφόσον κρίνεται αναγκαίο, είναι δυνατόν να προσφέρεται στους συνδρομητές λεπτομερέστερη ανάλυση του λογαριασμού με εύλογη επιβάρυνση ή δωρεάν.

Κλήσεις οι οποίες είναι δωρεάν για τον καλούντα συνδρομητή, περιλαμβανομένων των κλήσεων σε γραμμές βοήθειας, δεν εμφανίζονται στον αναλυτικό λογαριασμό του καλούντος συνδρομητή.

β)   Δωρεάν επιλεκτική φραγή για εξερχόμενες κλήσεις ή γραπτά μηνύματα (SMS) ή μηνύματα με πολυμέσα (MMS) πρόσθετου τέλους

Πρόκειται για τη διευκόλυνση βάσει της οποίας ο συνδρομητής, κατόπιν αιτήματος σε καθορισμένη επιχείρηση παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών, μπορεί να φράσσει δωρεάν εξερχόμενες κλήσεις ή γραπτά μηνύματα (SMS) ή μηνύματα με πολυμέσα (MMS) πρόσθετου τέλους από ή προς συγκεκριμένες κατηγορίες αριθμών.

γ)   Συστήματα προπληρωμής

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να απαιτούν από τις καθορισμένες επιχειρήσεις να παρέχουν τα μέσα ώστε οι καταναλωτές να έχουν τη δυνατότητα να προπληρώνουν την πρόσβαση στο δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών και τη χρήση διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.

δ)   Σταδιακή αποπληρωμή τελών σύνδεσης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από τις καθορισμένες επιχειρήσεις, να παρέχουν στους καταναλωτές τη δυνατότητα καταβολής των τελών σύνδεσης με το δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών στη βάση χρονικά κατανεμημένων πληρωμών.

ε)   Μη εξόφληση λογαριασμών

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη λήψη συγκεκριμένων αναλογικών, αμερόληπτων και δημόσιου χαρακτήρα μέτρων για να καλυφθεί η μη εξόφληση τηλεφωνικών λογαριασμών των επιχειρήσεων που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 8. Τα μέτρα αυτά εξασφαλίζουν ότι ο συνδρομητής προειδοποιείται δεόντως για κάθε επικείμενη διακοπή υπηρεσίας ή αποσύνδεση. Εκτός από τις περιπτώσεις απάτης, επανειλημμένης καθυστέρησης εξόφλησης ή μη εξόφλησης των λογαριασμών, τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, στο βαθμό που αυτό είναι τεχνικά εφικτό, ότι η διακοπή υπηρεσίας περιορίζεται μόνον στη συγκεκριμένη υπηρεσία. Η αποσύνδεση λόγω μη εξόφλησης λογαριασμών, θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο εφόσον ο συνδρομητής έχει ειδοποιηθεί δεόντως. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν μια περίοδο περιορισμένης εξυπηρέτησης η οποία προηγείται της πλήρους αποσύνδεσης, και κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπονται μόνον οι κλήσεις που δεν γίνονται με χρέωση του εν λόγω συνδρομητή (λ.χ. οι κλήσεις προς το “112”).

Μέρος B

Ευκολίες που αναφέρονται στο άρθρο 29

α)   Τονική επιλογή ή λειτουργία πολυσυχνότητας διπλού τόνου (DTMF)

Το δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών και/ ή οι διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες υποστηρίζουν τη χρήση τόνων DTMF που ορίζονται στο ETSI ETR 207 για διατερματική σηματοδοσία σε όλο το δίκτυο, τόσο στο εσωτερικό κράτους μέλους όσο και μεταξύ των κρατών μελών.

β)   Αναγνώριση καλούσας γραμμής

Ο αριθμός που καλεί εμφανίζεται στον δέκτη της κλήσης πριν την αποκατάσταση της κλήσης.

Η συγκεκριμένη ευκολία θα πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, ιδίως την οδηγία 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες).

Στο μέτρο του τεχνικώς εφικτού, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να παρέχουν δεδομένα και σήματα για τη διευκόλυνση της αναγνώρισης καλούντος και της δομικής επιλογής για υπεραστικές συνδιαλέξεις μεταξύ κρατών μελών.

Μέρος Γ

Εφαρμογή των διατάξεων για τη φορητότητα αριθμού που αναφέρονται στο άρθρο 30

Η απαίτηση όλοι οι συνδρομητές με αριθμούς τηλεφώνου από το εθνικό σχέδιο αριθμοδότησης να μπορούν, εφόσον το ζητήσουν, να διατηρήσουν τον(τους) αριθμό(-ούς) τους, ανεξαρτήτως της επιχείρησης παροχής της υπηρεσίας, εφαρμόζεται:

α)

εφόσον πρόκειται για γεωγραφικούς αριθμούς, σε συγκεκριμένο τόπο· και

β)

εφόσον πρόκειται για μη γεωγραφικούς αριθμούς, σε οιονδήποτε τόπο.

Το παρόν μέρος δεν ισχύει για τη μεταφορά αριθμών μεταξύ δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις και δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 21 (ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ)

Η εθνική κανονιστική αρχή είναι αρμόδια για τη δημοσίευση των πληροφοριών που ορίζονται στο παρόν Παράρτημα, σύμφωνα με το άρθρο 21. Η εθνική κανονιστική αρχή αποφασίζει ποιες πληροφορίες πρέπει να δημοσιεύονται από τις επιχειρήσεις παροχής δημόσιων δικτύων επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών και ποιες πληροφορίες πρέπει να δημοσιεύονται από την ίδια, προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα των καταναλωτών να κάνουν τις επιλογές τους με πλήρη ενημέρωση.

1.   Επωνυμία (-ες) και διεύθυνση (-εις) της επιχείρησης (-ων)

Πρόκειται για τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των κεντρικών γραφείων των επιχειρήσεων παροχής δημόσιων δικτύων επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.

2.   Περιγραφή των προσφερόμενων υπηρεσιών

2.1.   Πεδίο εφαρμογής των προσφερόμενων υπηρεσιών

2.2.   Τυποποιημένα τιμολόγια που αναφέρουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το περιεχόμενο εκάστου τιμολογιακού στοιχείου (π.χ. τέλη πρόσβασης, όλα τα είδη των τελών χρήσης, τέλη συντήρησης), περιλαμβανομένων των λεπτομερειών για τις ισχύουσες συνήθεις εκπτώσεις και τα ειδικά και στοχοθετημένα τιμολογιακά καθεστώτα, καθώς και τυχόν πρόσθετα τέλη και οι δαπάνες που αφορούν τον τερματικό εξοπλισμό.

2.3.   Πολιτική αποζημιώσεων/ επιστροφής, περιλαμβανομένων των ειδικών λεπτομερειών για τα προσφερόμενα συστήματα αποζημίωσης/επιστροφής.

2.4.   Τύποι παρεχόμενων υπηρεσιών συντήρησης.

2.5.   Τυποποιημένοι συμβατικοί όροι, στους οποίους περιλαμβάνονται η ελάχιστη συμβατική περίοδος, η λύση της σύμβασης και οι διαδικασίες και τα άμεσα τέλη που σχετίζονται με τη φορητότητα αριθμών και άλλων αναγνωριστικών, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

3.   Μηχανισμοί επίλυσης διαφορών, περιλαμβανομένων διαδικασιών που έχουν αναπτυχθεί από την επιχείρηση.

4.   Ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματα που αφορούν την καθολική υπηρεσία, περιλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των ευκολιών και των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Παράμετροι, ορισμοί και μέθοδοι μέτρησης του χρόνου παροχής και της ποιότητας της υπηρεσίας που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 22

Για επιχειρήσεις που παρέχουν πρόσβαση σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών

Παράμετρος

(Σημείωση 1)

Ορισμός

Μέθοδος μέτρησης

Χρόνος παροχής της αρχικής σύνδεσης

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Ποσοστό βλαβών ανά γραμμή πρόσβασης

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Χρόνος επισκευής βλαβών

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Για επιχειρήσεις που παρέχουν διαθέσιμη στο κοινό τηλεφωνική υπηρεσία

Παράμετρος

Ορισμός

Μέθοδος μέτρησης

Χρόνος αποκατάστασης κλήσης

(Σημείωση 2)

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Χρόνος απόκρισης για υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Αναλογία των εν λειτουργία κοινόχρηστων τηλεφώνων με κερματοδέκτη ή υποδοχή κάρτας

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Καταγγελίες για λάθη σε λογαριασμούς

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Αναλογία ανεπιτυχών κλήσεων

(Σημείωση 2)

ETSI EG 202 057

ETSI EG 202 057

Ο αριθμός έκδοσης του ETSI EG 2020 57-1 είναι 1.2.1 (Οκτώβριος 2005).

Σημείωση 1

Οι παράμετροι πρέπει να επιτρέπουν την ανάλυση των επιδόσεων σε περιφερειακό επίπεδο (δηλαδή τουλάχιστον στο επίπεδο 2 της στατιστικής ονοματολογίας εδαφικών ενοτήτων μονάδων (NUTS) της Eurostat).

Σημείωση 2

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην απαιτούν την τήρηση επικαιροποιημένων πληροφοριών για τις επιδόσεις που αφορούν τις δύο αυτές παραμέτρους, εφόσον από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι επιδόσεις στους δύο αυτούς τομείς είναι ικανοποιητικές.

»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΕΥΡΕΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 24

1.   Κοινός αλγόριθμος κρυπτογράφησης και ελεύθερη λήψη

Ο εξοπλισμός ευρείας κατανάλωσης για τη λήψη συμβατικών ψηφιακών τηλεοπτικών σημάτων (ήτοι η επίγεια, καλωδιακή ή δορυφορική μετάδοση που χρησιμεύει πρωτίστως στη σταθερή λήψη, όπως DVB-T, DVB-C ή DVB-S), ο οποίος προορίζεται για πώληση ή μίσθωση ή άλλου είδους διάθεση στην Κοινότητα και δύναται να αποκρυπτογραφεί ψηφιακά τηλεοπτικά σήματα, πρέπει να μπορεί:

να επιτρέπει την αποκρυπτογράφηση των σημάτων αυτών σύμφωνα με κοινό ευρωπαϊκό αλγόριθμο κρυπτογράφησης, όπως τον διαχειρίζεται ένας αναγνωρισμένος ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης, επί του παρόντος το ETSI,

να παρουσιάζει σήματα που έχουν μεταδοθεί χωρίς κρυπτογράφηση, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση μισθωμένου εξοπλισμού, ο μισθωτής έχει συμμορφωθεί με τη σχετική συμφωνία μίσθωσης.

2.   Διαλειτουργικότητα αναλογικών και ψηφιακών τηλεοπτικών συσκευών

Οι αναλογικές συσκευές τηλεοράσεως με οθόνη ολικής απεικόνισης ορατής διαγωνίου μεγαλύτερης των 42 cm, οι οποίες διατίθενται στην αγορά προς πώληση ή μίσθωση στην Κοινότητα, πρέπει να είναι εφοδιασμένες με τουλάχιστον μία πρίζα ανοικτής διασύνδεσης, όπως έχει τυποποιηθεί από αναγνωρισμένο ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης, π.χ. όπως προβλέπεται στο πρότυπο CENELEC EN 50 049-1:1997, η οποία επιτρέπει την απλή σύνδεση περιφερειακών και, ιδίως, πρόσθετων αποκωδικοποιητών και ψηφιακών δεκτών.

Οι ψηφιακές συσκευές τηλεοράσεως με οθόνη ολικής απεικόνισης ορατής διαγωνίου μεγαλύτερης των 30 cm, οι οποίες διατίθενται στην αγορά προς πώληση ή μίσθωση στην Κοινότητα, πρέπει να είναι εφοδιασμένες με τουλάχιστον μία πρίζα ανοικτής διεπαφής (είτε τυποποιημένη, είτε σύμφωνη προς πρότυπα που θεσπίζει αναγνωρισμένος ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης, είτε σύμφωνη με γενικά ισχύουσες προδιαγραφές του τομέα) π.χ. τον σύνδεσμο κοινής διεπαφής DVB, η οποία επιτρέπει την απλή σύνδεση περιφερειακών και η οποία μπορεί να μεταφέρει όλα τα στοιχεία του σήματος ψηφιακής τηλεόρασης, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που αφορούν τις διαλογικές και τις υπό όρους παρεχόμενες υπηρεσίες. »


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επιτροπή, το Νοέμβριο του 2007, ενέκρινε την πρότασή της (1) για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών. Η πρόταση αυτή υποβλήθηκε στο Συμβούλιο στις 29 Νοεμβρίου 2007.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Σεπτεμβρίου 2008.

Η Επιτροπή των Περιφερειών γνωμοδότησε στις 19 Ιουνίου 2008 (2).

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή γνωμοδότησε στις 29 Μαΐου 2008 (3).

Η Επιτροπή ενέκρινε την τροποποιημένη της πρόταση στις 6 Νοεμβρίου 2008.

Το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση στις 16 Φεβρουαρίου 2009.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Η προτεινόμενη οδηγία, η οποία αποτελεί τμήμα των τριών προτάσεων σχετικά με την επανεξέταση του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ όσον αφορά τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προτείνει τροποποιήσεις σε τρία νομοθετικά κείμενα, και συγκεκριμένα, στην οδηγία 2002/22/ΕΚ την αποκαλούμενη «οδηγία καθολικής υπηρεσίας», την οδηγία 2002/58/ΕΚ την αποκαλούμενη «προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες» και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών.

Στην πρότασή της όσον αφορά την οδηγία «καθολική υπηρεσία», η Επιτροπή έχει ως στόχο να υλοποιήσει τους τέσσερις μεγάλους άξονες αλλαγής που έχει χαράξει, δηλαδή: διαφάνεια και δημοσίευση πληροφοριών για τους χρήστες, βελτιωμένη πρόσβαση για τους χρήστες με αναπηρίες, υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και πρόσβαση στον αριθμό 112, και βασική συνδετικότητα και ποιότητα των υπηρεσιών (ουδετερότητα του δικτύου).

Η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την οδηγία «ιδιωτική ζωή», καλύπτει ιδίως τα εξής θέματα: να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές θα ενημερώνονται σε περίπτωση που κινδυνεύσουν τα προσωπικά τους δεδομένα εξαιτίας παραβίασης της ασφάλειας του δικτύου, να ανατεθεί στους φορείς και στις εθνικές κανονιστικές αρχές μεγαλύτερη ευθύνη αναφορικά με την ασφάλεια και την ακεραιότητα όλων των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να ενισχυθούν η εφαρμογή και οι εκτελεστικές αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών, αναφορικά, ιδίως, με την καταπολέμηση των ανεπίκλητων μηνυμάτων (spam), και να διευκρινιστεί η εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ στις συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης με χρήση δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Ο κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών τροποποιήθηκε κατά τρόπο ώστε να ενισχυθεί η διεθνική συνεργασία και ο έλεγχος της εφαρμογής των κανόνων, σύμφωνα με υπάρχοντα κοινοτικό μηχανισμό που θεσπίζεται από τον εν λόγω κανονισμό.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Γενικές παρατηρήσεις

Η κοινή θέση ενσωματώνει πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής, ένα μεγάλο αριθμό τροπολογιών που εγκρίθηκαν σε πρώτη ανάγνωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (87 από τις 155 συνολικά). Οι τροπολογίες αυτές βελτιώνουν ή διασαφηνίζουν το κείμενο της προτεινόμενος οδηγίας. Άλλες, ωστόσο, δεν περιλαμβάνονται στην κοινή θέση διότι το Συμβούλιο τις θεώρησε περιττές ή απαράδεκτες, ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, διότι οι διατάξεις της αρχικής πρότασης της Επιτροπής καταργήθηκαν ή επαναδιατυπώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι είναι ανάγκη να εξεταστούν προσεκτικά οι προτάσεις προκειμένου να διατηρηθεί η κατάλληλη ισορροπία ως προς την αναλογικότητα και την επικουρικότητα, καθώς και να αποφευχθεί κάθε περιττός φόρτος τόσο για τις εθνικές κανονιστικές αρχές, όσο και για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα τον ανταγωνισμό και τα πλεονεκτήματα για τους τελικούς χρήστες.

Το Συμβούλιο, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επέλεξαν μια προσέγγιση που υπογραμμίζει τη σημασία ανετότερης πρόσβασης για τους χρήστες με αναπηρίες. Το Συμβούλιο ευθυγραμμίζεται επίσης με την άποψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά ειδικό άρθρο για εναρμονισμένους αριθμούς για εναρμονισμένες υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος, ακόμη και αν το επίπεδο λεπτομερειών που επέλεξε το Συμβούλιο δεν ακολουθεί εντελώς την προσέγγιση του Κοινοβουλίου.

Μια συνολική διαφορά σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής αφορά το θέμα της επιτροπολογίας και των παραπομπών στην αρχή. Μια άλλη συνολική διαφορά, αυτή τη φορά σε σχέση με τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι οι παραπομπές στο περιεχόμενο. Στις δύο περιπτώσεις, ο αριθμός των παραπομπών αυτών μειώνεται στο ελάχιστο.

Εξάλλου, το Συμβούλιο προσέθεσε ή τροποποίησε ορισμένες διατάξεις προκειμένου να διασαφηνίσει τους στόχους του κειμένου και την εφαρμογή τους.

Ειδικές παρατηρήσεις

Η κοινή θέση του Συμβουλίου ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρακάτω αναφέρονται τα σημαντικότερα σημεία σχετικά με τα οποία το Συμβούλιο επέλεξε μια διαφορετική προσέγγιση από αυτήν του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής.

1)   Συμβάσεις

Το Συμβούλιο υποστήριξε το γενικό προσανατολισμό των προτάσεων της Επιτροπής αλλά, συμφωνώντας στο σημείο αυτό με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έκρινε ότι στις λεπτομερείς πληροφορίες που θα πρέπει να αναφέρονται στις συμβάσεις είναι αναγκαίο να προστεθούν, ιδίως σχετικά με τις παραμέτρους που αφορούν την ποιότητα της υπηρεσίας, οι υπηρεσίες προς τον πελάτη και οι όροι ελάχιστης διάρκειας της σύμβασης που αφορούν την προώθηση πωλήσεων.

2)   Ποιότητα των υπηρεσιών

Το κυριότερο ερώτημα που εξετάστηκε από το Συμβούλιο ήταν το σχετικό με το επίπεδο και τη φύση των παρεμβάσεων της Επιτροπής. Η προσέγγιση είναι να αφεθεί στις Εθνικές Κανονιστικές Αρχές (ΕΚΑ) η φροντίδα καθορισμού των απαιτήσεων ελάχιστης ποιότητας στων υπηρεσιών όσον αφορά τις επιχειρήσεις που παρέχουν τα δημόσια δίκτυα επικοινωνιών.

3)   Κοινοποίηση των παραβιάσεων της ασφάλειας

Το Συμβούλιο εξέτασε διεξοδικά το θέμα της κοινοποίησης των παραβιάσεων της ασφάλειας. Επέλεξε μια προσέγγιση που επιτρέπει στον πάροχο διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να αξιολογεί τη σοβαρότητα της παραβίασης καθώς και την ανάγκη κοινοποίησης στην ΕΚΑ και /ή στον εμπλεκόμενο συνδρομητή, σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που δεν επιθυμεί να αφήσει την αξιολόγηση αυτή στην πλήρη διακριτική ευχέρεια του παρόχου και θα προτιμούσε να προβλέψει μια υποχρεωτική κοινοποίηση στην ΕΚΑ σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς και τη δημοσίευση των παραβιάσεων. Για την εξασφάλιση ενός κατάλληλου επιπέδου εναρμόνισης, το Συμβούλιο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι οι ΕΚΑ είναι σε θέση να θεσπίσουν λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τις περιστάσεις, τη μορφή και τις διαδικασίες που θα ισχύουν για τις απαιτήσεις ενημέρωσης και κοινοποίησης που αφορούν παραβιάσεις σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα.

Θέση του Συμβουλίου σε σχέση με τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Συμβούλιο δέχθηκε πλήρως, εν μέρει ή επί της αρχής τις τροπολογίες 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 15, 16, 19, 20, 24, 32, 36, 37, 38, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 51, 53, 55, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 70, 71, 72, 73, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 82, 84, 85, 86, 87, 89, 90, 91, 95, 99, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 118, 119, 129, 131, 132, 138, 141, 144, 149, 150, 151, 152, 165, 180, 181, 182, 188, 189, 192, 193 και 194.

Το Συμβούλιο δεν δέχθηκε τις τροπολογίες 1, 10, 11, 12, 14, 17, 18, 21, 22, 23, 25, 26, 27, 28, 29, 31, 35, 39, 40, 41, 42, 43, 50, 52, 54, 56, 57, 58, 59, 69, 83, 88, 92, 93, 96, 97, 98, 100, 101, 114, 115, 116, 117, 120, 122, 124, 125, 127, 128, 133, 135, 136, 137, 139, 140, 142, 143, 145, 146, 147, 157, 163, 166, 174, 183, 184, 185, 186, 187 και 190.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κοινή θέση συνιστά ένα ισόρροπο σύνολο μέτρων που μπορούν να συμβάλουν στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας, της ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς και της υπεράσπισης των συμφερόντων του πολίτη.

Η κοινή θέση θα επιτρέψει να διασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα των καταναλωτών παραμένουν ένας σημαντικός άξονας της κανονιστικής πολιτικής που εφαρμόζεται στον τομέα. Επιτρέπει, εξάλλου, να διατηρηθεί κατάλληλη ισορροπία μεταξύ αναλογικότητας και επικουρικότητας, καθώς και να αποφευχθεί κάθε περιττός φόρτος τόσο για τις εθνικές κανονιστικές αρχές, όσο και για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα τον ανταγωνισμό και τα πλεονεκτήματα για τους τελικούς χρήστες.

Το Συμβούλιο ελπίζει να διεξάγει εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο την ταχεία έκδοση της οδηγίας.


(1)  COM (2007) 698 τελικό.

(2)  ΕΕ C 257, 9.10.2008, σ. 51.

(3)  ΕΕ C 224, 30.8.2008, σ. 50.