ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 310E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

51ό έτος
5 Δεκεμβρίου 2008


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

2008/C 310E/01

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 27/2008, της 18ης Νοεμβρίου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (αναδιατύπωση)

1

 

2008/C 310E/02

Σημείωση για τον αναγνώστη(βλέπε σελίδα 3 του εξωφύλλου)

s3

EL

 


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 310/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 27/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 18 Νοεμβρίου 2008

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης

(αναδιατύπωση)

(2008/C 310 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 150,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Aποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στις 8 και 9 Δεκεμβρίου 1989 στο Στρασβούργο, ζήτησε από το Συμβούλιο να λάβει, στις αρχές του 1990, τις αναγκαίες αποφάσεις για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό, στις 7 Μαΐου 1990, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1360/90.

(2)

Ο κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 1360/90, του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1990, για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (3) έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση του εν λόγω κανονισμού.

(3)

Στις 18 Δεκεμβρίου 1989, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3906/89 σχετικά με την οικονομική ενίσχυση υπέρ της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας (4), με τον οποίο προβλέπεται η παροχή ενίσχυσης σε τομείς που συμπεριλαμβάνουν την εκπαίδευση με σκοπό την υποστήριξη της διαδικασίας της οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης στην Ουγγαρία και στην Πολωνία.

(4)

Το Συμβούλιο επέκτεινε, εν συνεχεία, την παροχή αυτής της ενίσχυσης και σε άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με σχετικές νομοθετικές πράξεις.

(5)

Στις 27 Ιουλίου 1994, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2063/94 (5) για την τροποποίηση του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 1360/90 με σκοπό να συμπεριληφθούν στις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης τα κράτη που λαμβάνουν βοήθεια βάσει του κανονισμού (Eυρατόμ, EOΚ) αριθ. 2053/93 της 19ης Ιουλίου 1993, για τη χορήγηση τεχνικής συνδρομής στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τη Μογγολία για την προσπάθεια εξυγίανσης και ανάκαμψης των οικονομικών τους (6) (πρόγραμμα TACIS).

(6)

Στις 17 Ιουλίου 1998, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1572/98 (7) για την τροποποίηση του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 1360/90 με σκοπό να συμπεριληφθούν στις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης οι χώρες και τα εδάφη μη μέλη της Μεσογείου που είναι δικαιούχοι των χρηματοδοτικών και τεχνικών συνοδευτικών μέτρων για την αναδιάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών δομών τους βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1488/96 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τα συνοδευτικά χρηματοδοτικά και τεχνικά μέτρα (MEDA) για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών στα πλαίσια της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης (8).

(7)

Στις 5 Δεκεμβρίου 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2666/2000 για την παροχή βοήθειας προς την Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Κροατία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (9), για την τροποποίηση του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 1360/90 με σκοπό να συμπεριληφθούν στις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2666/2000.

(8)

Τα προγράμματα εξωτερικής βοήθειας που συνδέονται με τις χώρες οι οποίες καλύπτονται από τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα αντικατασταθούν από τα νέα μέσα της πολιτικής εξωτερικών σχέσεων, κυρίως από το μέσο που ιδρύεται με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1085/2006 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (10) και από το μέσο που ιδρύεται με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1638/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, για τον καθορισμό γενικών διατάξεων σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκού μηχανισμού γειτονίας και εταιρικής σχέσης (11).

(9)

Μέσω της υποστήριξης που παρέχει στην ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου στο πλαίσιο της πολιτικής της εξωτερικών σχέσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών, παρέχοντας τις αναγκαίες ειδικότητες για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η απασχόληση, ενώ στηρίζει την κοινωνική συνοχή δίνοντας προώθηση στη συμμετοχή των πολιτών.

(10)

Στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλουν οι εν λόγω χώρες για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών τους, η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου είναι ουσιώδης για την επίτευξη μακροπρόθεσμης σταθερότητας και ευημερίας, και ιδίως κοινωνικοοικονομικής ισορροπίας.

(11)

Το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά, στο πλαίσιο της πολιτικής εξωτερικών σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη βελτίωση της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου, ιδίως της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, με προοπτική τη δια βίου μάθηση.

(12)

Για να παράσχει τη συμβολή αυτή, το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα πρέπει να αξιοποιήσει την πείρα που έχει αποκτηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την εκπαίδευση και την κατάρτιση με προοπτική τη δια βίου μάθηση και στα θεσμικά όργανά της που συμμετέχουν στη δραστηριότητα αυτή.

(13)

Υπάρχουν, στην Κοινότητα και σε τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που καλύπτονται από τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, περιφερειακοί ή/και εθνικοί, δημόσιοι ή/και ιδιωτικοί φορείς που μπορεί να κληθούν να συνεργασθούν για την αποτελεσματική παροχή ενίσχυσης στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου, ιδίως της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με προοπτική τη δια βίου μάθηση.

(14)

Το καθεστώς και η δομή του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα πρέπει να του επιτρέπουν μια ευέλικτη ανταπόκρισή στις συγκεκριμένες και ξεχωριστές απαιτήσεις κάθε χώρας στην οποία πρέπει να χορηγηθεί βοήθεια και να του επιτρέπουν να εκτελεί την αποστολή του σε στενή συνεργασία με τους υπάρχοντες, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, φορείς.

(15)

Το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διατηρεί στενές οργανικές σχέσεις με την Επιτροπή και να σέβεται τις γενικές πολιτικές και επιχειρησιακές ευθύνες της Κοινότητας και των θεσμικών της οργάνων.

(16)

Το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα πρέπει να συνδέεται στενά με το Ευρωπαϊκό κέντρο για την ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης, (Cedefop), το διευρωπαϊκό πρόγραμμα κινητικότητας για πανεπιστημιακές σπουδές (Tempus) και με τυχόν άλλα προγράμματα που θεσπίζονται από το Συμβούλιο για την παροχή ενίσχυσης στις χώρες που καλύπτονται από τις δραστηριότητές του στον τομέα της εκπαίδευσης.

(17)

Στο Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι δυνατή η συμμετοχή χωρών που δεν είναι κράτη μέλη της Κοινότητας, που συμμερίζονται με την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της τη δέσμευση να παρέχουν ενίσχυση στις χώρες που καλύπτονται από τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου, ιδίως της εκπαίδευσης και κατάρτισης με προοπτική τη δια βίου μάθηση, με βάση διευθετήσεις που καθορίζονται σε συμβάσεις μεταξύ της Κοινότητας και αυτών των χωρών.

(18)

Όλα τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο πλαίσιο διοικητικού συμβουλίου ώστε να επιβλέπουν αποτελεσματικά τις λειτουργίες του ιδρύματος.

(19)

Για να εξασφαλίζεται η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία του Ιδρύματος, θα πρέπει να προβλεφθεί αυτόνομος προϋπολογισμός, τα έσοδα του οποίου θα προέρχονται κατά βάση από συνεισφορά της Κοινότητας. Η κοινοτική δημοσιονομική διαδικασία θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά την κοινοτική συνεισφορά καθώς και οποιεσδήποτε άλλες επιχορηγήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(20)

Το Ίδρυμα αποτελεί οργανισμό που έχει συσταθεί από τις Κοινότητες σύμφωνα με το άρθρο 185, παράγραφος 1 του κανονισμού (EΚ, Eυρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (12) (στο εξής «ο δημοσιονομικός κανονισμός»), και θα πρέπει να θεσπίσει ανάλογα τους δημοσιονομικούς του κανόνες.

(21)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (13) του Συμβουλίου (εφεξής επονομαζόμενος «ο δημοσιονομικός κανονισμός-πλαίσιο», θα πρέπει να εφαρμόζεται στο Ίδρυμα.

(22)

Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (14) θα πρέπει να εφαρμόζονται στο Ίδρυμα χωρίς περιορισμούς.

(23)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (15), θα πρέπει να εφαρμόζεται στο Ίδρυμα.

(24)

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (16) θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Ίδρυμα.

(25)

Σύμφωνα με την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1993, η οποία ελήφθη με κοινή συμφωνία από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνήλθαν σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων σχετικά με τον καθορισμό της έδρας ορισμένων οργανισμών και υπηρεσιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και της Ευρωπόλ (17)το ίδρυμα έχει την έδρα του στο Τορίνο της Ιταλίας.

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βοήθεια προς τρίτες χώρες στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα με δράση σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(27)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στο άρθρο 43,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ιδρύει το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, εφεξής καλούμενο «Ίδρυμα», στόχος του οποίου είναι να συμβάλλει, στο πλαίσιο των πολιτικών εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, στη βελτίωση της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου στις εξής χώρες:

α)

χώρες που είναι επιλέξιμες για υποστήριξη βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1085/2006 και των επακόλουθων σχετικών νομοθετικών πράξεων·

β)

χώρες που είναι επιλέξιμες για υποστήριξη βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/2006 και των επακόλουθων σχετικών νομοθετικών πράξεων·

γ)

άλλες χώρες, οι οποίες ορίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου βάσει πρότασης υποστηριζόμενης από τα δύο τρίτα των μελών της και γνώμης της Επιτροπής, οι οποίες καλύπτονται από κοινοτικό μηχανισμό ή από διεθνή συμφωνία που εμπεριέχει συνιστώσα ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου και στο βαθμό που επιτρέπεται από τους διαθέσιμους πόρους.

Οι χώρες των στοιχείων α), β) και γ) αναφέρονται ως «χώρες εταίροι».

2.   Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου ορίζεται ως «εργασία που συμβάλλει στην δια βίου ανάπτυξη των δεξιοτήτων και ικανοτήτων ενός εκάστου μέσω βελτίωσης των συστημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης».

3.   Χάριν επίτευξης του στόχου αυτού, το Ίδρυμα μπορεί να παρέχει βοήθεια προς χώρες εταίρους για τα εξής:

α)

την ευκολότερη προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας, ιδίως μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού·

β)

τη βελτίωση της αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και της συνεχούς επιμόρφωσης, ούτως ώστε να διευκολύνεται η επαγγελματική ένταξη και η επανένταξη στην αγορά της εργασίας·

γ)

τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων, ιδίως των νέων·

δ)

την τόνωση της συνεργασίας στον τομέα της κατάρτισης μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων ·

ε)

την ανάπτυξη της ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των συστημάτων κατάρτισης των κρατών μελών·

στ)

την αυξημένη προσαρμοστικότητα των εργαζομένων, ειδικότερα μέσω της μεγαλύτερης συμμετοχής στην εκπαίδευση και την κατάρτιση υπό το πρίσμα της δια βίου μάθησης·

ζ)

τον σχεδιασμό, τη θέσπιση και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, προκειμένου να αναπτυχθεί η απασχολησιμότητα και η προσαρμογή στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

Άρθρο 2

Καθήκοντα

Για την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1 το Ίδρυμα, εντός των ορίων των εξουσιών του διοικητικού συμβουλίου και σύμφωνα με τους καθοριζόμενους σε κοινοτικό επίπεδο γενικούς προσανατολισμούς, έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

παροχή πληροφοριών, αναλύσεων πολιτικής και συμβουλών σε θέματα ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου στις χώρες εταίρους·

β)

προαγωγή της γνώσης και της ανάλυσης των δεξιοτήτων που απαιτούνται στις εθνικές και τοπικές αγορές εργασίας·

γ)

παροχή υποστήριξης στους ενδιαφερομένους στις χώρες εταίρους για τη δημιουργία ικανότητας στην ανάπτυξη ανθρωπίνου κεφαλαίου·

δ)

διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών μεταξύ των χορηγών που συμμετέχουν στη μεταρρύθμιση της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου στις χώρες εταίρους·

ε)

στήριξη στην παροχή κοινοτικής βοήθειας στις χώρες εταίρους στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου·

στ)

διάδοση πληροφοριών και ενθάρρυνση της δικτύωσης και των ανταλλαγών εμπειριών και καλών πρακτικών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών εταίρων, καθώς και ανάμεσα στις χώρες εταίρους, σε θέματα ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου·

ζ)

συμβολή, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, στην ανάλυση της συνολικής αποτελεσματικότητας της παροχής βοήθειας στις χώρες εταίρους σε θέματα εκπαίδευσης·

η)

εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα τυχόν συμφωνηθούν μεταξύ του διοικητικού συμβουλίου και της Επιτροπής, στα γενικά πλαίσια του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Γενικές διατάξεις

1.   Το Ίδρυμα διαθέτει νομική προσωπικότητα και απολαύει, σε κάθε κράτος μέλος, της ευρύτερης δυνατής ικανότητας που αναγνωρίζεται από το δίκαιό του, στα νομικά πρόσωπα. Το Ίδρυμα μπορεί ιδίως να αποκτά ή διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Το Ίδρυμα δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

2.   Το Ίδρυμα έχει την έδρα του στο Τορίνο της Ιταλίας.

3.   Το Ίδρυμα συνεργάζεται με τους λοιπούς αρμόδιους κοινοτικούς φορείς, με την υποστήριξη της Επιτροπής. Το Ίδρυμα συνεργάζεται, ιδίως, με το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) στο πλαίσιο κοινού ετήσιου προγράμματος εργασίας που προσαρτάται στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας κάθε οργανισμού με στόχο την προώθηση της συνέργειας και της συμπληρωματικότητας μεταξύ των δραστηριοτήτων των δύο οργανισμών.

4.   Οι αντιπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίοι ήδη δραστηριοποιούνται στα πλαίσια των εργασιών των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, και οι διεθνείς οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της εκπαίδευσης, μπορούν να προσκαλούνται να συμμετάσχουν στο έργο του Ιδρύματος.

5.   Το Ίδρυμα υπόκειται στο διοικητικό έλεγχο του ευρωπαίου διαμεσολαβητή, βάσει των όρων του άρθρου 195 της Συνθήκης.

6.   Το Ίδρυμα δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με άλλους οικείους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην ΕΕ και παγκοσμίως. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις συμφωνίες αυτές με βάση ένα σχέδιο που υποβάλλει ο διευθυντής, αφού προηγουμένως η Επιτροπή διατυπώσει γνώμη. Οι εργασιακές ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες αυτές πρέπει να συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο.

Άρθρο 4

Διαφάνεια

1.   Το Ίδρυμα ενεργεί με υψηλό επίπεδο διαφάνειας και τηρεί ιδίως τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4.

2.   Το Ίδρυμα δημοσιοποιεί εντός έξι μηνών από τη σύσταση του διοικητικού του συμβουλίου:

α)

τον εσωτερικό κανονισμό του Ιδρύματος και τον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου·

β)

την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Ιδρύματος.

3.   Εφόσον απαιτείται, το διοικητικό συμβούλιο δύναται να επιτρέπει στους εκπροσώπους των ενδιαφερομένων να παρίστανται στις συνεδριάσεις των φορέων του Ιδρύματος με καθεστώς παρατηρητή.

4.   Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Ίδρυμα.

Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τους πρακτικούς κανόνες εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 5

Εμπιστευτικότητα

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 4, το Ίδρυμα δεν αποκαλύπτει σε τρίτους εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έχει λάβει και για τις οποίες έχει ζητηθεί και αιτιολογηθεί η εμπιστευτική μεταχείριση.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθυντής υπόκεινται στην απαίτηση εμπιστευτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 287 της Συνθήκης.

3.   Οι πληροφορίες που συλλέγει το Ίδρυμα σύμφωνα με την ιδρυτική του πράξη υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 6

Ένδικα μέσα

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το Ίδρυμα κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 195 και 230 της Συνθήκης, αντίστοιχα.

Άρθρο 7

Διοικητικό συμβούλιο

1.   Το Ίδρυμα διαθέτει διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο ενός εκάστου κράτους μέλους, τρεις αντιπροσώπους της Επιτροπής. καθώς και τρεις εμπειρογνώμονες χωρίς δικαίωμα ψήφου που διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Επί πλέον, τρεις αντιπρόσωποι των χωρών εταίρων μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητές.

Οι αντιπρόσωποι δύνανται να αντικαθίστανται από αναπληρωτές, οι οποίοι διορίζονται ταυτόχρονα.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διορίζουν έκαστος τους δικούς του αντιπροσώπους και τα αναπληρωματικά μέλη στο διοικητικό συμβούλιο.

Οι αντιπρόσωποι των χωρών εταίρων διορίζονται από την Επιτροπή, με βάση πίνακα υποψηφίων που προτείνουν οι χώρες αυτές και με βάση την εμπειρία και την εμπειρογνωμοσύνη τους στους τομείς εργασίας του ιδρύματος.

Τα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή καταβάλλουν προσπάθειες για την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Η θητεία των αντιπροσώπων είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά.

4.   Την προεδρία του διοικητικού συμβουλίου ασκεί ένας από τους αντιπροσώπους της Επιτροπής. Η θητεία του Προέδρου λήγει όταν παύει να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 8

Κανόνες περί ψηφοφορίας και καθήκοντα του Προέδρου

1.   Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών, στα πλαίσια του διοικητικού συμβουλίου, έχουν μία ψήφο ο καθένας. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής μοιράζονται μία ψήφο.

Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, εκτός από τις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, με ομόφωνη απόφαση των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, το γλωσσικό καθεστώς του Ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλίζεται η πρόσβαση και η συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις εργασίες του Ιδρύματος.

3.   Ο Πρόεδρος συγκαλεί το διοικητικό συμβούλιο, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Άλλες συνεδριάσεις μπορούν να συγκαλούνται κατόπιν αιτήσεως της απλής πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου που έχουν δικαίωμα ψήφου.

Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με κάθε κοινοτική δραστηριότητα που αφορά το έργο του και με τα αναμενόμενα από την Επιτροπή αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του Ιδρύματος κατά το επόμενο έτος.

Άρθρο 9

Εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου

Το διοικητικό συμβούλιο έχει τα ακόλουθα καθήκοντα και εξουσίες:

α)

Διορίζει και, αν χρειαστεί, παύει τον διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 5,

β)

ασκεί πειθαρχική εξουσία έναντι του διευθυντή,

γ)

θεσπίζει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του Ιδρύματος με βάση σχέδιο που υποβάλλει ο διευθυντής αφού προηγουμένως η Επιτροπή διατυπώσει γνώμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12,

δ)

καταρτίζει ετήσια εκτίμηση των δαπανών και των εσόδων του Ιδρύματος και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή,

ε)

εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του Ιδρύματος και τον οριστικό προϋπολογισμό, μετά την ολοκλήρωση της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16,

στ)

εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13 και την αποστέλλει στα κοινοτικά όργανα και στα κράτη μέλη,

ζ)

θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του Ιδρύματος με βάση σχέδιο που υποβάλλει ο διευθυντής, αφού προηγουμένως η Επιτροπή διατυπώσει τη γνώμη της,

η)

εγκρίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο Ίδρυμα με βάση σχέδιο που υποβάλλει ο διευθυντής αφού προηγουμένως η Επιτροπή διατυπώσει τη γνώμη της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19,

θ)

θεσπίζει τις διαδικασίες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 10

Διευθυντής

1.   Ο διευθυντής του Ιδρύματος διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο για πενταετή περίοδο βάσει καταλόγου τουλάχιστον τριών υποψηφίων που υποβάλλει η Επιτροπή. Πριν από το διορισμό του, ο υποψήφιος που επιλέγεται από το διοικητικό συμβούλιο καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής ή επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών τους.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 9 μηνών που προηγούνται της λήξης αυτής της πενταετούς περιόδου, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση, με βάση προηγούμενη αξιολόγηση εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, η οποία εκτιμά ιδίως τα εξής:

την επίδοση του διευθυντή·

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις του Ιδρύματος τα προσεχή έτη.

Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, συνεκτιμά την έκθεση αξιολόγησης και, μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτό κρίνεται αιτιολογημένο από τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις του Ιδρύματος, δύναται να ανανεώσει τη διάρκεια της θητείας του διευθυντή μία φορά και για διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών ετών.

Το διοικητικό συμβούλιο ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την πρόθεσή του να ανανεώσει τη θητεία του διευθυντή. Εντός ενός μηνός πριν από την ανανέωση της θητείας του, ο διευθυντής ενδέχεται να κληθεί να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής ή επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών τους.

Αν η θητεία δεν ανανεωθεί, ο διευθυντής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου διορισθεί ο αντικαταστάτης του/της.

2.   Ο διευθυντής διορίζεται με βάση την αξία, τα διοικητικά και διευθυντικά προσόντα και ειδικές γνώσεις, και την εμπειρία του στον τομέα εργασίας του Ιδρύματος.

3.   Ο διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Ιδρύματος.

4.   Ο διευθυντής έχει τα ακόλουθα καθήκοντα και αρμοδιότητες:

α)

προετοιμάζει, με βάση τους γενικούς προσανατολισμούς που ορίζει η Επιτροπή, το σχέδιο του ετησίου προγράμματος εργασίας, το σχέδιο εκτίμησης των δαπανών και των εσόδων του Ιδρύματος, το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού του και το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού του διοικητικού συμβουλίου, το σχέδιο δημοσιονομικών κανόνων και τις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου και τυχόν ομάδων εργασίας ad hoc που συγκαλούνται από το διοικητικό συμβούλιο·

β)

συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου·

γ)

εφαρμόζει τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου·

δ)

εφαρμόζει το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του Ιδρύματος και ανταποκρίνεται στα αιτήματα παροχής βοήθειας που υποβάλλει η Επιτροπή·

ε)

ασκεί τα καθήκοντα του διατάκτη σύμφωνα με τα άρθρα 33 έως 42 του δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου·

στ)

εκτελεί τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος·

ζ)

εφαρμόζει ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης που επιτρέπει τη διεξαγωγή των τακτικών αξιολογήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24 και, στη βάση αυτή, προετοιμάζει σχέδιο ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων·

η)

υποβάλλει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

θ)

διαχειρίζεται όλα τα ζητήματα που αφορούν το προσωπικό, και, ιδίως, ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 21·

ι)

καθορίζει την οργανωτική δομή του ιδρύματος και την υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση·

ια)

εκπροσωπεί το Ίδρυμα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18.

5.   Ο διευθυντής λογοδοτεί για τις ενέργειές του στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο δύναται, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, να παύσει από τα καθήκοντά του τον διευθυντή πριν από τη λήξη της θητείας του.

Άρθρο 11

Δημόσιο συμφέρον και ανεξαρτησία

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθυντής ασκούν τη δραστηριότητά τους με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και ανεξάρτητα από κάθε εξωτερική επιρροή. Για τον σκοπό αυτό, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση δέσμευσης και δήλωση συμφερόντων σε ετήσια βάση.

Άρθρο 12

Ετήσιο πρόγραμμα εργασίας

1.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας συνάδει με το αντικείμενο, το πεδίο εφαρμογής και τα καθήκοντα του Ιδρύματος, όπως ορίζονται στα άρθρα 1 και 2.

2.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας καταρτίζεται στο πλαίσιο τετραετούς πολυετούς προγράμματος εργασίας σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και σε σχέση με τις προτεραιότητες των εξωτερικών σχέσεων για τις σχετικές χώρες και περιοχές και βάσει της πείρας που έχει αποκτηθεί στον τομέα της εκπαίδευσης και κατάρτισης εντός της Κοινότητας.

3.   Τα σχέδια και οι δραστηριότητες που περιέχονται στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας συνοδεύονται από εκτίμηση των αναγκαίων δαπανών και κατανομή του προσωπικού και των δημοσιονομικών πόρων.

4.   Ο διευθυντής υποβάλλει το σχέδιο ετήσιο προγράμματος εργασίας στο διοικητικό συμβούλιο αφού προηγουμένως η Επιτροπή διατυπώσει σχετική γνώμη.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασίας το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου του προηγουμένου έτους. Η τελική έγκριση του ετήσιου προγράμματος εργασίας πραγματοποιείται στις αρχές του εν λόγω οικονομικού έτους.

6.   Για να εξασφαλίζεται αυξημένη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών πολιτικών, το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας μπορεί, ενδεχομένως, να αναπροσαρμοσθεί στη διάρκεια του έτους με την ίδια διαδικασία.

Άρθρο 13

Ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων

1.   Ο διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του/της με την υποβολή ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων.

2.   Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων περιλαμβάνει πληροφορίες για τα οικονομικά θέματα και τη διαχείριση, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων αναφορικά προς το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας και τους καθορισμένους στόχους, τους κινδύνους που συνδέονται με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες, τη χρησιμοποίηση των διατεθέντων πόρων και τον τρόπο λειτουργίας του εσωτερικού συστήματος ελέγχου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει ανάλυση και αξιολόγηση του σχεδίου ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του προηγηθέντος οικονομικού έτους.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Ιδρύματος και τη διαβιβάζει μαζί με την ανάλυσή του και μια αξιολόγηση, μέχρι τις 15 Ιουνίου του επόμενου έτους, το αργότερο, στα αρμόδια όργανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται επίσης στα κράτη μέλη και, προς ενημέρωση, στις χώρες εταίρους.

5.   Ο διευθυντής υποβάλλει την ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων του Ιδρύματος ενώπιον των αρμοδίων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συμβουλίου.

Άρθρο 14

Σχέσεις με άλλες κοινοτικές δράσεις

Η Επιτροπή, συνεργαζόμενη με το διοικητικό συμβούλιο, διασφαλίζει τη συνοχή και τη συμπληρωματικότητα μεταξύ των εργασιών του Ιδρύματος και άλλων κοινοτικών δράσεων, τόσο εντός της Κοινότητας όσο και στο πλαίσιο της παροχής βοήθειας προς τις χώρες εταίρους.

Άρθρο 15

Προϋπολογισμός

1.   Καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και εξόδων του Ιδρύματος για κάθε οικονομικό έτος και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Ιδρύματος, ο οποίος περιλαμβάνει και οργανόγραμμα. Kάθε οικονομικό έτος αντιστοιχεί με το ημερολογιακό έτος.

2.   Τα έσοδα και τα έξοδα του προϋπολογισμού του Ιδρύματος πρέπει να ισοσκελίζονται.

3.   Τα έσοδα του Ιδρύματος περιλαμβάνουν, πέραν άλλων τυχόν εσόδων, επιχορήγηση από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πληρωμές που πραγματοποιούνται ως αμοιβή για παρασχεθείσες υπηρεσίες καθώς και πόρους από άλλες πηγές.

4.   Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες των οιωνδήποτε πιστώσεων που διατίθενται από τις ίδιες τις χώρες εταίρους για τα προγράμματα τα οποία ενισχύει οικονομικά το Ίδρυμα.

Άρθρο 16

Διαδικασία του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, βάσει σχεδίου που καταρτίζεται από τον διευθυντή, συντάσσει κατάσταση των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών του Ιδρύματος για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, που συμπεριλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, διαβιβάζεται από το διοικητικό συμβούλιο στην Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Μαρτίου.

2.   Η Επιτροπή εξετάζει την κατάσταση προβλέψεων, λαμβάνοντας υπόψη τα προτεινόμενα όρια του συνολικού ποσού που διατίθεται για τις εξωτερικές ενέργειες και εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους πόρους που κρίνει αναγκαίους όσον αφορά τον πίνακα προσωπικού και το ύψος της επιδότησης από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (που καλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις στο πλαίσιο της επιδότησης που προορίζεται για το ίδρυμα.

Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του Ιδρύματος.

5.   Ο προϋπολογισμός του Ιδρύματος εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Οριστικοποιείται μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν ανάγκη, προσαρμόζεται αναλόγως.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο κοινοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να υλοποιήσει κάθε σχέδιο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του Ιδρύματος, ιδίως τα σχέδια περί ακινήτων, όπως η μίσθωση ή η απόκτηση ακινήτων. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Σε περίπτωση που ένα σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής κοινοποιεί την πρόθεσή του για διατύπωση γνώμης, διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στο διοικητικό συμβούλιο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποίησης του σχεδίου.

Άρθρο 17

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο υπόλογος του Ιδρύματος κοινοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής, το αργότερο την 1η Μαρτίου μετά κάθε οικονομικό έτος, τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού.

2.   Ο υπόλογος της Επιτροπής, το αργότερο στις 31 Μαρτίου μετά κάθε οικονομικό έτος, διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς του Ιδρύματος, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. Η έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.   Ο διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με τους προσωρινούς λογαριασμούς του Ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Ιδρύματος με δική του ευθύνη και τους διαβιβάζει για γνώμη στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει τη γνώμη του για τους οριστικούς λογαριασμούς του Ιδρύματος.

6.   Ο διευθυντής διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο τους οριστικούς αυτούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, το αργότερο την 1η Ιουλίου μετά κάθε οικονομικό έτος.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

8.   Ο διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου που ακολουθεί κάθε οικονομικό έτος, το αργότερο. Αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

9.   Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ' αίτησή του, όπως προβλέπεται από το άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.

10.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προβαίνει, έως τις 30 Απριλίου του έτους N+2, στην απαλλαγή του διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους N.

11.   Ο διευθυντής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που επιβάλλονται, ενδεχομένως, από τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής.

Άρθρο 18

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο

Με την επιφύλαξη των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού, και, ιδίως, των δημοσιονομικών διαδικασιών και των διαδικασιών απαλλαγής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύναται να ζητήσει οποτεδήποτε ακρόαση από το διευθυντή για οποιοδήποτε θέμα άπτεται των δραστηριοτήτων του Ιδρύματος.

Άρθρο 19

Δημοσιονομικές διατάξεις

1.   Οι δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο Ίδρυμα θεσπίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να αποκλίνουν από το δημοσιονομικό κανονισμό πλαίσιο, παρά μόνον εάν το απαιτούν οι ειδικές ανάγκες λειτουργίας του Ιδρύματος και με προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, το Ίδρυμα εφαρμόζει τους λογιστικούς κανόνες που έχουν θεσπισθεί από τον υπόλογο της Επιτροπής, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η ενοποίηση των λογαριασμών του Ιδρύματος με τους λογαριασμούς της Επιτροπής.

3.   Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1073/1999 εφαρμόζεται στο Ίδρυμα ως προς όλα τα μέρη του.

4.   Το Ίδρυμα τηρεί τη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (18). Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τα απαιτούμενα μέτρα για τη διευκόλυνση αυτών των εσωτερικών ερευνών που διεξάγει η OLAF.

Άρθρο 20

Προνόμια και ασυλίες

Το Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στο Ίδρυμα.

Άρθρο 21

Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης

1.   Το προσωπικό του Ιδρύματος υπόκειται στο καθεστώς και τους κανονισμούς που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Το Ίδρυμα ασκεί, έναντι του προσωπικού του, τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τις ενδεδειγμένες λεπτομέρειες εφαρμογής σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στο άρθρο 127 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να θεσπίζει διατάξεις βάσει των οποίων επιτρέπεται η απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη ή τις χώρες εταίρους για απασχόληση στο Ίδρυμα.

Άρθρο 22

Ευθύνη

1.   Η εκ συμβάσεως ευθύνη του Ιδρύματος διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, το Ίδρυμα υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά την ζημία που προξενείται από το Ίδρυμα ή από τους υπαλλήλους του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Kοινοτήτων είναι αρμόδιο για κάθε διαφορά που ανακύπτει όσον αφορά τις εν λόγω αποζημιώσεις.

3.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Ιδρύματος ρυθμίζεται από τις σχετικές διατάξεις του καθεστώτος που διέπει το προσωπικό του Ιδρύματος.

Άρθρο 23

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Στο Ίδρυμα μπορούν να συμμετέχουν χώρες που δεν είναι κράτη μέλη της Kοινότητας, οι οποίες έχουν αναλάβει από κοινού με την Κοινότητα και τα κράτη μέλη την υποχρέωση παροχής βοήθειας στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρωπίνου κεφαλαίου στις χώρες εταίρους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1 μετά από διευθετήσεις που θα καθορισθούν με συμφωνίες μεταξύ της Κοινότητας και των χωρών αυτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 300 της Συνθήκης.

Στις συμφωνίες καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η φύση, ο βαθμός και οι λεπτομερείς κανόνες της συμμετοχής αυτών των χωρών στο έργο του Ιδρύματος και περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικά με την οικονομική συνεισφορά και το προσωπικό. Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να μην προβλέπουν την εκπροσώπηση τρίτων χωρών στο διοικητικό συμβούλιο με δικαίωμα ψήφου ή ενδέχεται να περιλαμβάνουν διατάξεις που δεν συνάδουν με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού που αναφέρεται στο άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, τη συμμετοχή τρίτων χωρών σε ad hoc ομάδες εργασίας, χωρίς την αναφερόμενη στο άρθρο 1 συμφωνία.

Άρθρο 24

Αξιολόγηση

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου, το Ίδρυμα διενεργεί, σε τακτά χρονικά διαστήματα εκ των προτέρων και εκ των υστέρων, αξιολογήσεις των δραστηριοτήτων του, εφόσον αυτές συνεπάγονται σημαντικές δαπάνες. Τα αποτελέσματα αυτών των αξιολογήσεων κοινοποιούνται στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με το διοικητικό συμβούλιο, διενεργεί αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, των αποτελεσμάτων του Ιδρύματος και των μεθόδων εργασίας του σε σχέση με τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε τέσσερα έτη. Η αξιολόγηση διενεργείται από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες. H Επιτροπή ανακοινώνει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

3.   Το Ίδρυμα λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση τυχόν προβλημάτων που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης.

Άρθρο 25

Επανεξέταση

Μετά την αξιολόγηση, η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, πρόταση αναθεώρησης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Αν η Επιτροπή κρίνει ότι η ύπαρξη του Ιδρύματος δεν είναι πλέον αιτιολογημένη από την άποψη των στόχων που καλείται να εκπληρώσει, μπορεί να προτείνει την κατάργηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Κατάργηση

Οι κανονισμοί (EΟΚ) αριθ. 1360/90, (ΕΚ) αριθ. 2063/94, (ΕΚ) αριθ. 1572/98, (ΕΚ) αριθ. 1648/2003 του Συμβουλίου και το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2666/2000 του Συμβουλίου, όπως απαριθμούνται στο Παράρτημα I, καταργούνται.

Οι παραπομπές στους καταργούμενους κανονισμούς θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιέχεται στο Παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Έγινε στ …, στις …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C …

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην ΕΕ), κοινή θέση του Συμβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην ΕΕ) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

(3)  ΕΕ L 131, 23.5.1990, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 375, 23.12.1989, σ. 11.

(5)  ΕΕ L 216, 20.8.1994, σ. 9.

(6)  ΕΕ L 187, 29.7.1993, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 206, 23.7.1998, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 189, 30.7.1996, σ. 1. Kανονισμός που καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕK) αριθ. 1638/2006.

(9)  ΕΕ L 306, 7.12.2000, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 210, 31.7.2006, σ. 82.

(11)  ΕΕ L 310, 9.11.2006, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 357, 31.12.2002, σ. 72.

(14)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(16)  ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

(17)  ΕΕ C 323, 30.11.1993, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Καταργούμενος κανονισμός και διαδοχικές τροποποιήσεις

 

Κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 1360/90 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1990 (ΕΕ L 131 της 23.5.1990, σ. 1).

 

Κανονισμός (EΚ) αριθ. 2063/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994 (ΕΕ L 216 της 20.8.1994, σ. 9).

 

Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1572/98 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 206 της 23.7.1998, σ. 1).

 

Άρθρο 16 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2666/2000 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 306 της 7.12.2000, σ. 1).

 

Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1648/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003 (ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 22).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 1360/90

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 1, παράγραφος 1, εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 πρώτη έως τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 1 παρ. 1 στοιχεία α) έως γ)

Άρθρο 1, παρ. 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 2

Άρθρο 3 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 2 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 3 στοιχεία α) έως ζ)

Άρθρο 2 στοιχεία α) έως στ)

Άρθρο 3 στοιχείο η)

Άρθρο 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος

Άρθρο 3 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος

Άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 4α παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4α παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5

Άρθρο 4α παράγραφος 3

Άρθρο 6

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 7 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 4 τελευταίο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 τελευταίο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 5 παράγραφοι 7 έως 10

Άρθρο 9

Άρθρο 6

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 10 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση και δεύτερο έως τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ια)

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 8

Άρθρο 14

Άρθρο 9

Άρθρο 15

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφοι 4 έως (6)

Άρθρο 16 παράγραφοι 4 έως 6

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 11 παράγραφοι 4 έως 10

Άρθρο 17 παράγραφοι 4 έως 10

Άρθρο 17 παράγραφος 11

Άρθρο 18

Άρθρο 12

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφοι 2 έως 4

Άρθρο 13

Άρθρο 20

Άρθρο 14

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 21, παράγραφοι 2 έως 4

Άρθρο 15

Άρθρο 22

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και πρώτη περίοδος του δεύτερου εδαφίου

Άρθρο 23 παράγραφος 1 τελευταία περίοδος του δεύτερου εδαφίου

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 17

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 18

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 19

Άρθρο 27

Παράρτημα


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Στις 25 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή διαβίβασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την πρότασή της για αναδιατύπωση του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου (1) για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (εφεξής «ΕΙΕΕ»).

2.

Αμφότερες πλευρές αναγνώρισαν, από την έναρξη της διαδικασίας, ότι το ΕΙΕΕ πρέπει να είναι σε θέση, από το 2009, να καταρτίσει το πρόγραμμα εργασιών του βάσει του ανανεωμένου κανονισμού. Ως εκ τούτου, διεξήχθησαν άτυπες επαφές (2) μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων με σκοπό την πλέον αποτελεσματική προώθηση της νομοθετικής διαδικασίας.

3.

Το Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του στις 22 Μαΐου 2008. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν δέχθηκε ορισμένα σημεία της γνώμης αυτής, πραγματοποιήθηκαν νέες επαφές μετά τις οποίες συμφωνήθηκε ότι θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την ταχεία επίτευξη συμφωνίας σε δεύτερη ανάγνωση.

4.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της στις 22 Οκτωβρίου 2008.

5.

Στις 18 Νοεμβρίου 2008, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση, σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης.

II.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Η κοινή θέση αντικατοπτρίζει τη συμφωνία η οποία επετεύχθη μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων ως αποτέλεσμα των προαναφερόμενων άτυπων επαφών. Παρότι η κοινή θέση περιέχει σημαντικές αλλαγές όσον αφορά την αρχική πρόταση της Επιτροπής — ιδίως όσον αφορά τις διατάξεις για τη διοίκηση στα άρθρα 7 έως 10 — η ουσιώδης δομή της πρότασης παραμένει αναλλοίωτη. Οι κύριες αλλαγές περιγράφονται στα σημεία i), ii) και iii) κατωτέρω, ενώ οι λοιπές αλλαγές (στα άρθρα 4 παρ. 2, 12, 13 παρ. 2, 13 παρ. 4 και 19 παρ. 4 και στην αιτιολογική σκέψη 27) μπορούν να θεωρηθούν κυρίως τεχνικές/συντακτικές με μοναδικό στόχο τη βελτίωση της σαφήνειας του κειμένου.

(i)   Πεδίο εφαρμογής (άρθρα 1, 2 στοιχεία α), γ), δ), ε) και στ), 3 παρ. 6) και 23)· αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 12, 14, 18 και 26)

Η πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του Ιδρύματος πέραν της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, ούτως ώστε να συμπεριληφθεί η ανάπτυξη των ανθρωπίνων πόρων, κυρίως διότι οι διαφορετικοί επιμέρους τομείς της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, επαγγελματική, τριτοβάθμια, εκπαίδευση των ενηλίκων κλπ.) θα πρέπει πλέον να εξετάζονται συνολικά με την προοπτική της δια βίου μάθησης, η οποία περιλαμβάνει τα πάντα. Παρότι το Συμβούλιο μπορεί να συμφωνήσει ως προς τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του ΕΙΕΕ μέχρι ένα βαθμό, θεωρήθηκε γενικά ότι η έννοια του επαναλαμβανόμενου όρου «ανάπτυξη των ανθρωπίνων πόρων» είναι υπερβολικά ευρεία, δεδομένης της επιλεγείσας νομικής βάσης (άρθρο 150 ΣΕΚ). Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο προτιμά να αντικατασταθεί η έκφραση αυτή σε όλο το κείμενο από τον όρο «ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου» και να εισαχθεί στο άρθρο 1 σαφής ορισμός του όρου, όπως χρησιμοποιείται στον κανονισμό και ο οποίος θα βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο άρθρο 150 της Συνθήκης.

Όσον αφορά την προτεινόμενη επέκταση του πεδίου γεωγραφικής εφαρμογής του ΕΙΕΕ, έγιναν προσπάθειες — επίσης στο άρθρο 1 — να προσδιορισθεί σαφέστερα ποιες χώρες είναι επιλέξιμες για υποστήριξη και, κατά περίπτωση, υπό ποιους όρους.

Επίσης, το Συμβούλιο ενσωμάτωσε δύο τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — στα άρθρα 2 στοιχείο β) και 3, παρ. 3) — που έχουν ως στόχο, αντίστοιχα, την προαγωγή από το Ίδρυμα της γνώσης και της ανάλυσης των δεξιοτήτων που απαιτούνται στις εθνικές και τοπικές αγορές εργασίας και την αποφυγή της επικάλυψης των δράσεων του ΕΙΕΕ και των συμπληρωματικών δράσεων του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop).

Τέλος, το Συμβούλιο επανέφερε τη μνεία της ενδεχόμενης συμμετοχής στις εργασίες του ΕΙΕΕ των αντιπροσώπων των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που δεν υπήρχε στην πρόταση της Επιτροπής.

(ii)   Διοίκηση (άρθρα 4 παρ. 3), 7, 8 και 10· αιτιολογική σκέψη 19)

Οι βασικές τροποποιήσεις της πρότασης της Επιτροπής αφορούν τη δομή της διοίκησης και ειδικά το βαθμό στον οποίο τα τρία θεσμικά όργανα θα πρέπει να αντιπροσωπεύονται στο Διοικητικό Συμβούλιο. Προκειμένου να εξορθολογισθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων, η Επιτροπή πρότεινε να περιορισθεί ο αριθμός των αντιπροσώπων των κρατών μελών σε έξι μέλη το πολύ και να διπλασιασθεί ταυτόχρονα ο αριθμός των δικών της αντιπροσώπων, δηλαδή έξι, πράγμα το οποίο θα την τοποθετήσει στο ίδιο επίπεδο με το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο εξέτασε την πρόταση αυτή πολύ προσεκτικά, μεταξύ άλλων, στο ευρύτερο πλαίσιο της εν εξελίξει οριζόντιας συζήτησης για τη μελλοντική διοίκηση των ευρωπαϊκών οργανισμών. Καίτοι κατανοεί ορισμένα επιχειρήματα της Επιτροπής υπέρ μιας ελαφρύτερης διοικητικής δομής, το Συμβούλιο θεωρεί εν κατακλείδι ότι πρέπει να διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση, σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του κατέχοντας μία έδρα στο Διοικητικό Συμβούλιο και διαθέτοντας δικαίωμα ψήφου. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η ατομική εκπροσώπηση αποτελεί τον καλύτερο τρόπο ενίσχυσης της συμμετοχής των κρατών μελών στο έργο του Ιδρύματος.

Ομοίως, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν υπάρχει επαρκής λόγος για την τροποποίηση των υφισταμένων ρυθμίσεων σχετικά με την εκπροσώπηση της Επιτροπής στο Διοικητικό Συμβούλιο και αρχικά ήταν αντίθετο σε οποιουδήποτε είδους εκπροσώπηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λόγω ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων. Τούτου ρηθέντος, το Συμβούλιο προτίθεται — με πνεύμα συμβιβασμού — να δεχθεί τη διατύπωση που επινοήθηκε πρόσφατα, σύμφωνα με την οποία τρεις έδρες στο Διοικητικό Συμβούλιο απονέμονται σε «εμπειρογνώμονες χωρίς δικαίωμα ψήφου που διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

Οι υπόλοιπες αλλαγές που συμφωνήθηκαν μεταξύ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη διοίκηση έχουν ως στόχο να διευκρινισθεί το καθεστώς και τα βιογραφικά στοιχεία των αντιπροσώπων των χωρών εταίρων που συνεργάζονται με το ΕΙΕΕ, επιβεβαιώνοντας το στόχο της επίτευξης ίσης εκπροσώπησης των φύλων στο Διοικητικό Συμβούλιο, καθορίζοντας τις διαδικασίας ψηφοφορίας για τη λήψη αποφάσεων και τη σύγκληση συνεδριάσεων και θεσπίζοντας πρόσθετους κανόνες σχετικά με το διορισμό και την αξιολόγηση του Διευθυντή του Ιδρύματος.

(iii)   Υποβολή εκθέσεων και αξιολόγηση (άρθρα 13, παρ. 5), 18 και 24)

Το Συμβούλιο υποστήριξε αυτές τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου που έχουν ως στόχο την εξασφάλιση τακτικής ροής πληροφοριών και στοιχείων στα αρμόδια όργανα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτό μπορεί να γίνεται μέσω γραπτών εκθέσεων και ακροάσεων του Διευθυντή ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής (των αρμοδίων επιτροπών) του ΕΚ και του αρμοδίου οργάνου του Συμβουλίου.

Επίσης, οι δραστηριότητες του Ιδρύματος θα υπόκεινται σε αξιολόγηση, ανά τετραετία, από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες σε συνεργασία με την Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο.

III.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η κοινή θέση — αποτέλεσμα των άτυπων διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής — συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με την προσέγγιση και τους στόχους που επιδιώκει η Επιτροπή με την αρχική της πρόταση για την αναδιατύπωση του κανονισμού, εξαιρουμένων των διατάξεων για τη διοίκηση και, ιδίως, για την εκπροσώπηση στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΙΕΕ. Το πεδίο των εργασιών του Ιδρύματος επεκτάθηκε και διευκρινίσθηκε, ορισμένες διατάξεις για το Διοικητικό Συμβούλιο, τους κανόνες ψηφοφορίας του και το ρόλο του Διευθυντή αποσαφηνίσθηκαν και οι διαδικασίες για την υποβολή εκθέσεων και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων και των επιδόσεων του Ιδρύματος κατέστησαν αυστηρότερες.


(1)  Για τις λεπτομέρειες του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου, βλ. Παράρτημα Ι της κοινής θέσης του Συμβουλίου.

(2)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 251, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ και των παραγράφων 16 έως 18 της Κοινής Δήλωσης σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης (ΕΕ C 145, 30.6.2007, σ. 5).


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 310/s3


ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΏΣΤΗ

Τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να μην εμφανίζουν πλέον στα κείμενά τους τη μνεία της τελευταίας τροποποίησης των πράξεων στις οποίες παραπέμπουν.

Εάν δεν υπάρχει μνεία περί του αντιθέτου, οι πράξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή στα κείμενα που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος νοούνται στην εκάστοτε ισχύουσα μορφή τους.