ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 254E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

51ό έτος
7 Οκτωβρίου 2008


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

2008/C 254E/01

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 21/2008, της 19ης Μαΐου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των φυτοφαρμάκων ( 1 )

1

2008/C 254E/02

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 22/2008, της 23ης Ιουνίου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα αερολιμενικά τέλη ( 1 )

18

2008/C 254E/03

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 23/2008, της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

26

2008/C 254E/04

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 24/2008, της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης

36

 

2008/C 254E/05

Σημείωση για τον αναγνώστη(βλέπε σελίδα 3 του εξωφύλλου)

s3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

7.10.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 254/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 21/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 19 Μαΐου 2008

για την έκδοση οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των φυτοφαρμάκων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/C 254 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (4), η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό νομικό πλαίσιο για να επιτευχθεί ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων.

(2)

Σήμερα, η παρούσα οδηγία θα πρέπει εφαρμόζεται στα φυτοφάρμακα που είναι φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Εντούτοις, το πεδίο εφαρμογής της προβλέπεται να επεκταθεί και στα βιοκτόνα.

(3)

Τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμπληρώνουν δίχως να θίγουν τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί με άλλες συναφείς κοινοτικές νομοθετικές πράξεις και συγκεκριμένα με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ, της 2ας Απριλίου 1979, για τη διατήρηση των άγριων πτηνών (5), την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικότοπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (6), την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (7) τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης (8) και τον κανονισμό (EΚ) αριθ. …/… της για τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (9). Τα μέτρα αυτά δεν θα πρέπει επίσης να θίγουν τυχόν εθελοντικά μέτρα στα πλαίσια κανονισμών για Διαρθρωτικά Ταμεία ή μέτρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (10).

(4)

Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν εθνικά σχέδια δράσης, τα οποία θα αποβλέπουν στον καθορισμό στόχων, μέτρων και χρονοδιαγραμμάτων για τη μείωση των κινδύνων και των επιπτώσεων από τη χρήση των φυτοφαρμάκων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον και στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης και της εισαγωγής της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Επιβλαβών Οργανισμών καθώς και εναλλακτικών προσεγγίσεων ή τεχνικών με σκοπό τη μείωση της εξάρτησης από τα φυτοφάρμακα. Τα εθνικά σχέδια δράσης μπορούν να συντονίζονται με σχέδια που καταρτίζονται για την εφαρμογή άλλων συναφών κοινοτικών νομοθετικών πράξεων και να χρησιμοποιούνται για την ομαδοποίηση των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν σύμφωνα με άλλες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις για τα φυτοφάρμακα.

(5)

Η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους στόχους και τις δράσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη στα οικεία εθνικά σχέδια δράσης αποτελεί σημαντικότατο μέσο επίτευξης των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ενδείκνυται επομένως να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν τακτικές εκθέσεις στην Επιτροπή και στα υπόλοιπα κράτη μέλη, ιδίως σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα των οικείων εθνικών σχεδίων δράσης καθώς και σχετικά με τις εμπειρίες τους.

(6)

Για την κατάρτιση και την τροποποίηση των εθνικών σχεδίων δράσης ενδείκνυται να προβλεφθεί η εφαρμογή της οδηγίας 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον (11).

(7)

Έχει πρωταρχική σημασία να συγκροτήσουν τα κράτη μέλη συστήματα τόσο αρχικής όσο και συμπληρωματικής κατάρτισης για τους διανομείς, τους συμβούλους και τους επαγγελματίες χρήστες φυτοφαρμάκων καθώς και συστήματα πιστοποίησης που θα την επικυρώνουν, χάρη στα οποία όσοι χρησιμοποιούν ή πρόκειται να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον φυτοφάρμακα θα έχουν πλήρη γνώση των πιθανών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον και των κατάλληλων μέτρων μείωσης των κινδύνων αυτών στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Οι δραστηριότητες κατάρτισης των επαγγελματιών χρηστών μπορούν να συντονίζονται με εκείνες που οργανώνονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005.

(8)

Η πώληση φυτοφαρμάκων, περιλαμβανομένων των πωλήσεων μέσω του Διαδικτύου, είναι ένα σημαντικό στοιχείο στην αλυσίδα διανομής, στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να παρέχονται στον τελικό χρήστη ειδικές συμβουλές για την ασφάλεια της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, ιδίως σε επαγγελματίες χρήστες. Για μη επαγγελματίες χρήστες, οι οποίοι γενικά δεν διαθέτουν την ίδια εκπαίδευση και κατάρτιση θα πρέπει να παρέχονται συστάσεις κυρίως για τον ασφαλή χειρισμό και την ασφαλή αποθήκευση των φυτοφαρμάκων καθώς και για την διάθεση της συσκευασίας.

(9)

Λαμβανομένων υπόψη των πιθανών κινδύνων από τη χρήση φυτοφαρμάκων, το ευρύ κοινό θα πρέπει να ενημερώνεται καλύτερα για τις συνολικές επιπτώσεις από την χρήση φυτοφαρμάκων με εκστρατείες ευαισθητοποίησης, με τη διάδοση πληροφοριών από τους λιανέμπορους και με άλλα κατάλληλα μέτρα.

(10)

Στο βαθμό που ο χειρισμός και η εφαρμογή φυτοφαρμάκων απαιτούν τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων υγείας και ασφάλειας στους εργασιακούς χώρους, οι οποίες να καλύπτουν τους κινδύνους από την έκθεση των εργαζομένων στα συγκεκριμένα προϊόντα, καθώς και γενικά και ειδικά προληπτικά μέτρα για τη μείωση των κινδύνων αυτών, τα σχετικά μέτρα καλύπτονται από την οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (12) και την οδηγία 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία (13).

(11)

Δεδομένου ότι η οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα (14) θα ορίζει όταν τροποποιηθεί κανόνες για τη διάθεση εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων στην αγορά οι οποίοι θα εξασφαλίζουν την τήρηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων, ενδείκνυται, για την ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιπτώσεων των φυτοφαρμάκων στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον, να προβλεφθούν συστήματα τακτικού τεχνικού ελέγχου του ήδη χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζουν την εφαρμογή αυτών των απαιτήσεων στα εθνικά τους σχέδια δράσης.

(12)

Ο αεροψεκασμός φυτοφαρμάκων είναι ικανός να προκαλέσει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον, ιδίως μέσω της μετακίνησης του ψεκαστικού νέφους. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να επιβληθεί γενική απαγόρευση των αεροψεκασμών, με δυνατότητα παρέκκλισης στις περιπτώσεις όπου αυτοί προσφέρουν σαφή πλεονεκτήματα όσον αφορά τη μείωση των επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον συγκριτικά με άλλες μεθόδους ψεκασμού ή όταν δεν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις.

(13)

Το υδάτινο περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ευπαθές στα φυτοφάρμακα. Για τον λόγο αυτό, επιβάλλεται να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην αποτροπή της ρύπανσης των επιφανειακών και των υπογείων υδάτων με κατάλληλα μέτρα, όπως η δημιουργία ζωνών ανάσχεσης και προστασίας ή η φύτευση φρακτών κατά μήκος των επιφανειακών υδάτων, ώστε να περιορίζεται η έκθεση των υδατικών συστημάτων σε μετακινούμενα ψεκαστικά νέφη, αποχετευτικές ροές επιφανειακές και υπόγειες απορροές. Οι διαστάσεις των ζωνών ανάσχεσης πρέπει να εξαρτώνται ιδίως από τα χαρακτηριστικά του εδάφους, τις ιδιότητες των φυτοφαρμάκων, καθώς και από τα χαρακτηριστικά της γεωργίας στην εκάστοτε περιοχή. Η χρήση φυτοφαρμάκων στις περιοχές άντλησης πόσιμου νερού, στην επιφάνεια ή κατά μήκος οδών μεταφοράς, όπως οι σιδηροδρομικές γραμμές, ή σε σφραγισμένα ή πολύ διαπερατά εδάφη μπορεί να ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο ρύπανσης του υδάτινου περιβάλλοντος. Συνεπώς, η χρήση φυτοφαρμάκων στις περιοχές αυτές θα πρέπει να μειωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό ή να καταργηθεί, όπου ενδείκνυται.

(14)

Η χρήση φυτοφαρμάκων μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνη σε πολύ ευπαθείς περιοχές, όπως οι περιοχές του δικτύου Natura 2000 που προστατεύονται σύμφωνα με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ και την οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Σε άλλους χώρους, όπως τα δημόσια πάρκα, οι αθλητικές εγκαταστάσεις και οι παιδικές χαρές, το ευρύ κοινό διατρέχει μεγάλους κινδύνους λόγω έκθεσης σε φυτοφάρμακα. Συνεπώς, η χρήση φυτοφαρμάκων στις περιοχές αυτές πρέπει να απαγορεύεται, να περιορίζεται ή να μειώνονται στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη χρήση αυτή.

(15)

Ο χειρισμός των φυτοφαρμάκων, που περιλαμβάνει την αποθήκευση, την αραίωση και την ανάμιξη των φυτοφαρμάκων και τον καθαρισμό του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων μετά τη χρήση, καθώς και η ανάκτηση και διάθεση των μιγμάτων των βυτίων, των κενών συσκευασιών και των υπολειμμάτων των φυτοφαρμάκων ευνοεί ιδιαίτερα την ανεπιθύμητη έκθεση των ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Ενδείκνυται επομένως να προβλεφθούν ειδικά μέτρα για τις δραστηριότητες αυτές, συμπληρωματικά των μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για τα στερεά απόβλητα (15) και στα άρθρα 2 και 5 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (16). Μέτρα πρέπει επίσης να καλύπτουν και τους μη επαγγελματίες χρήστες, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ακατάλληλου χειρισμού από τη συγκεκριμένη ομάδα χρηστών, λόγω ελλιπών γνώσεων.

(16)

Η εφαρμογή των γενικών αρχών και των ειδικών κατά καλλιέργεια και τομέα κατευθυντήριων γραμμών της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Επιβλαβών Οργανισμών από όλους τους γεωργούς θα είχε ως αποτέλεσμα τη χρήση όλων των διαθέσιμων μέτρων καταπολέμησης των οργανισμών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των φυτοφαρμάκων, με ακριβέστερη στόχευση. Κατά συνέπεια, συμβάλλει στην περαιτέρω μείωση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον και της εξάρτησης από τα φυτοφάρμακα. Τα κράτη μέλη πρέπει να προωθήσουν τη διαχείριση των επιβλαβών οργανισμών με χαμηλές εισροές φυτοφαρμάκων, ειδικότερα δε την ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών, και να θεσπίσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις και μέτρα για την εφαρμογή της.

(17)

Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/… και της παρούσας οδηγίας, η εφαρμογή των αρχών της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών είναι υποχρεωτική και καθώς η αρχή της επικουρικότητας ισχύει για τον τρόπο που εφαρμόζονται οι αρχές ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών, τα κράτη μέλη πρέπει να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζουν την εφαρμογή των αρχών της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών στο εθνικό σχέδιο δράσης τους.

(18)

Είναι αναγκαία η μέτρηση της προόδου που σημειώνεται στη μείωση των κινδύνων και των δυσμενών επιπτώσεων για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον από τη χρήση φυτοφαρμάκων. Κατάλληλο μέσο για τον σκοπό αυτό είναι οι εναρμονισμένοι δείκτες κινδύνου, οι οποίοι θα θεσπιστούν σε κοινοτικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους δείκτες αυτούς για τη διαχείριση του κινδύνου σε εθνικό επίπεδο και την υποβολή εκθέσεων, ενώ η Επιτροπή θα πρέπει να υπολογίζει τις τιμές των δεικτών για την αξιολόγηση της προόδου σε κοινοτικό επίπεδο. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στατιστικά δεδομένα που έχουν συλλεγεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … για προϊόντα φυτοπροστασίας (9). Εκτός των εναρμονισμένων κοινών δεικτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν και τους οικείους εθνικούς δείκτες.

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(20)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τους πιθανούς κινδύνους που ενέχει η χρήση φυτοφαρμάκων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, μπορεί να επιτευχθεί πληρέστερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων.

(21)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται, ιδίως, από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, επιδιώκει την ενσωμάτωση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος στις κοινοτικές πολιτικές σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης, όπως ορίζει το άρθρο 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(22)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (17).

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί να καταρτίζει και να ενημερώνει τα Παραρτήματα της παρούσας οδηγίας. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικά και αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων δια της συμπληρώσεώς τους με άλλα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(24)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (18), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν,

ΕΞΕΔΩΣAN ΤHΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει πλαίσιο για την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των φυτοφαρμάκων, με τη μείωση των κινδύνων και των επιπτώσεων της χρήσης φυτοφαρμάκων στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον και την προώθηση της χρησιμοποίησης ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών και εναλλακτικών προσεγγίσεων ή τεχνικών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα φυτοφάρμακα που είναι φυτοπροστατευτικά προϊόντα, όπως αυτά ορίζονται στο σημείο 9α του άρθρου 3.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη κάθε άλλης συναφούς κοινοτικής νομοθετικής πράξης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«επαγγελματίας χρήστης»: κάθε πρόσωπο που χρησιμοποιεί φυτοφάρμακα κατά την επαγγελματική του δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των χειριστών, των τεχνικών, των εργοδοτών και των αυτοαπασχολούμενων, τόσο στον γεωργικό τομέα όσο και σε άλλους τομείς,

2)

«διανομέας»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει φυτοφάρμακα στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των χονδρεμπόρων, των λιανεμπόρων, των πωλητών και των προμηθευτών,

3)

«σύμβουλος»: κάθε πρόσωπο που παρέχει συμβουλές σχετικά με τη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών και την ασφαλή χρήση φυτοφαρμάκων στα πλαίσια επαγγελματικής ιδιότητας ή εμπορικής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων τόσο των ανεξάρτητων ιδιωτικών γραφείων παροχής συμβουλών όσο και των δημόσιων, των εμπορικών αντιπροσώπων και, ανάλογα με την περίπτωση, των παραγωγών και λιανεμπόρων τροφίμων,

4)

«εξοπλισμός εφαρμογής φυτοφαρμάκων»: συσκευή, ειδικά προορισμένη για την εφαρμογή φυτοφαρμάκων, που περιλαμβάνει εξαρτήματα που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική λειτουργία του εξοπλισμού αυτού, όπως ακροφύσια, μανόμετρα, φίλτρα, στραγγιστήρια και συστήματα καθαρισμού βυτίων,

5)

«αεροψεκασμός»: εφαρμογή φυτοφαρμάκων από αεροσκάφος (αεροπλάνο ή ελικόπτερο),

6)

«ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών»: η προσεκτική εξέταση όλων των διαθέσιμων μεθόδων προστασίας των φυτών και η επακόλουθη ενοποίηση των κατάλληλων μέτρων που αποθαρρύνουν την ανάπτυξη πληθυσμών επιβλαβών οργανισμών και διατηρούν την χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και άλλων μορφών επέμβασης σε δικαιολογημένα από οικονομικής και οικολογικής πλευράς επίπεδα και μειώνουν ή ελαχιστοποιούν τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Η ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών δίνει έμφαση στην ανάπτυξη μιας υγιούς καλλιέργειας με την ελάχιστη δυνατή διαταραχή των αγροτικών οικοσυστημάτων και προάγει τους φυσικούς μηχανισμούς ελέγχου των επιβλαβών οργανισμών,

7)

«δείκτης κινδύνου»: το αποτέλεσμα μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των κινδύνων από τα φυτοφάρμακα στην υγεία του ανθρώπου ή/και το περιβάλλον,

8)

οι όροι «επιφανειακά ύδατα» και «υπόγεια ύδατα» έχουν το ίδιο νόημα όπως και στην οδηγία 2000/60/ΕΚ,

9)

«φυτοφάρμακο»:

α)

φυτοπροστατευτικό προϊόν όπως ορίζεται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. …/…,

β)

βιοκτόνο όπως ορίζεται στην οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων (19).

Άρθρο 4

Εθνικά σχέδια δράσης

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εθνικά σχέδια δράσης για τον καθορισμό στόχων, μέτρων και χρονοδιαγραμμάτων για τη μείωση των κινδύνων και των επιπτώσεων από τη χρήση των φυτοφαρμάκων στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον και για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη και την εισαγωγή ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών καθώς και εναλλακτικών προσεγγίσεων ή τεχνικών προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τη χρήση φυτοφαρμάκων.

Κατά την κατάρτιση και την αναθεώρηση των οικείων εθνικών σχεδίων δράσης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τον κοινωνικό, οικονομικό, περιβαλλοντικό και υγειονομικό αντίκτυπο των προβλεπόμενων μέτρων. Τα κράτη μέλη περιγράφουν στα εθνικά σχέδια δράσης τους τον τρόπο εφαρμογής των μέτρων που προκύπτουν από τα άρθρα 5 έως 14 ώστε να επιτύχουν τους στόχους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

2.   Μέχρι την … (20), τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα οικεία εθνικά σχέδια δράσης στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη.

Τα εθνικά σχέδια δράσης επανεξετάζονται τουλάχιστον ανά πενταετία και οι τυχόν ουσιαστικές τροποποιήσεις τους αναφέρονται στην Επιτροπή αμελλητί.

3.   Ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή διαθέτει τα στοιχεία που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στο διαδίκτυο.

4.   Στην κατάρτιση και την τροποποίηση των εθνικών σχεδίων δράσης εφαρμόζονται οι σχετικές με τη συμμετοχή του κοινού διατάξεις του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/35/EΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Κατάρτιση, πωλήσεις φυτοφαρμάκων, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση

Άρθρο 5

Κατάρτιση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι επαγγελματίες χρήστες, διανομείς και σύμβουλοι να έχουν πρόσβαση στη δέουσα κατάρτιση. Η κατάρτιση αυτή συνίσταται σε αρχική και συμπληρωματική κατάρτιση για την απόκτηση και την επικαιροποίηση των γνώσεων, ανάλογα με την περίπτωση.

Η κατάρτιση σχεδιάζεται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι οι ανωτέρω χρήστες, διανομείς και σύμβουλοι αποκτούν επαρκείς γνώσεις για τα θέματα του Παραρτήματος I, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών ρόλων και ευθυνών τους.

2.   Μέχρι την … (21) τα κράτη μέλη θεσπίζουν συστήματα χορήγησης πιστοποιητικού και ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την υλοποίησή τους. Τα πιστοποιητικά αυτά παρέχουν, τουλάχιστον, απόδειξη επαρκούς γνώσης των θεμάτων του Παραρτήματος Ι, η οποία αποκτάται από τους επαγγελματίες χρήστες, τους διανομείς και τους συμβούλους, είτε μέσω κατάρτισης είτε με άλλα μέσα.

Τα συστήματα χορήγησης πιστοποιητικού πρέπει να περιλαμβάνουν τα απαιτούμενα και τις διαδικασίες για τη χορήγηση, την τήρηση και την ανάκληση των πιστοποιητικών.

3.   Τα μέτρα που προορίζονται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας σχετικά με την τροποποίηση του Παραρτήματος I για να ληφθεί υπόψη η επιστημονική και τεχνική πρόοδος, εγκρίνονται σύμφωνα με τη κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 19 παράγραφος 2.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις για τις πωλήσεις φυτοφαρμάκων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τουλάχιστον οι διανομείς που πωλούν φυτοφάρμακα σε επαγγελματίες χρήστες, να απασχολούν επαρκές προσωπικό το οποίο να διαθέτει το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2. Τα άτομα αυτά πρέπει να είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο πώλησης για να παρέχουν στους πελάτες κατάλληλες πληροφορίες όσον αφορά τη χρήση των φυτοφαρμάκων και την ανθρώπινη υγεία και οδηγίες για την ασφάλεια του περιβάλλοντος σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να περιορίζουν την πώληση φυτοφαρμάκων εγκεκριμένων για επαγγελματική χρήση στα πρόσωπα που διαθέτουν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

3.   Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στους διανομείς που πωλούν φυτοφάρμακα σε μη επαγγελματίες χρήστες την υποχρέωση να παρέχουν γενικές πληροφορίες για τους κινδύνους από τη χρήση φυτοφαρμάκων, ιδίως σχετικά με τις πηγές κινδύνου, την έκθεση, τον ορθό τρόπο αποθήκευσης, το χειρισμό και την εφαρμογή, καθώς και την ασφαλή διάθεση σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία για τα απόβλητα, καθώς και σχετικά με εναλλακτικές λύσεις χαμηλού κινδύνου. Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους παραγωγούς των φυτοφαρμάκων να παρέχουν αυτές τις πληροφορίες.

4.   Τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 λαμβάνονται μέχρι την … (22).

Άρθρο 7

Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να ενημερώνουν το ευρύ κοινό και για να προάγουν και διευκολύνουν την ευαισθητοποίηση και τη διάθεση ακριβών και ισορροπημένων πληροφοριών σχετικά με τα φυτοφάρμακα στο ευρύ κοινό, ιδίως όσον αφορά τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου, τους οργανισμούς που δεν αποτελούν στόχο και το περιβάλλον και την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων χωρίς χημικά μέσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Εξοπλισμός εφαρμογής φυτοφαρμάκων

Άρθρο 8

Επιθεώρηση του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τακτική επιθεώρηση του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων επαγγελματικής χρήσης. Το διάστημα μεταξύ των επιθεωρήσεων δεν θα υπερβαίνει τα πέντε έτη έως το 2020 και δεν θα υπερβαίνει τα τρία έτη στη συνέχεια.

2.   Μέχρι την … (23), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διενέργεια τουλάχιστον μίας επιθεώρησης του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων. Μετά από αυτό το διάστημα μόνον εξοπλισμός εφαρμογής φυτοφαρμάκων ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο με επιτυχή αποτελέσματα χρησιμοποιείται για επαγγελματικούς σκοπούς.

Ο νέος εξοπλισμός επιθεωρείται τουλάχιστον μία φορά εντός 5 ετών μετά την αγορά.

3.   Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, και μετά από αξιολόγηση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον που περιλαμβάνει αξιολόγηση του βαθμού χρήσης του εξοπλισμού, τα κράτη μέλη μπορούν:

α)

να εφαρμόζουν διαφορετικά χρονοδιαγράμματα και διαστήματα επιθεώρησης για τον εξοπλισμό εφαρμογής φυτοφαρμάκων που δεν χρησιμοποιείται για τον ψεκασμό φυτοφαρμάκων, για τον φορητό εξοπλισμό εφαρμογής φυτοφαρμάκων ή τους επινώτιους ψεκαστήρες και για πρόσθετο εξοπλισμό εφαρμογής που θα αναγράφεται στον εθνικό σχέδιο δράσης που προβλέπει το άρθρο 4, ο οποίος χρησιμοποιείται σε πολύ μικρό βαθμό.

Ο εξής πρόσθετος εξοπλισμός φυτοφαρμάκων δεν θεωρείται ποτέ ότι παρουσιάζει «πολύ μικρό βαθμό χρήσης»:

i)

εξοπλισμός ψεκασμού τοποθετημένος σε τραίνα ή αεροσκάφη,

ii)

ψεκαστήρες με βραχίονα μεγαλύτερο των 3 μέτρων, περιλαμβανομένων και των ψεκαστήρων των τοποθετημένων πάνω σε μηχανήματα σποράς,

β)

να εξαιρούν από επιθεώρηση τον φορητό εξοπλισμό εφαρμογής φυτοφαρμάκων ή τους επινώτιους ψεκαστήρες.

4.   Κατά τις επιθεωρήσεις, εξακριβώνεται αν ο εξοπλισμός εφαρμογής φυτοφαρμάκων ανταποκρίνεται στις σχετικές απαιτήσεις του Παραρτήματος II, ώστε να επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο προστασίας για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

Ο εξοπλισμός εφαρμογής φυτοφαρμάκων που πληροί εναρμονισμένα πρότυπα τα οποία εκπονούνται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στις βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας και τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις.

5.   Οι επαγγελματίες χρήστες διενεργούν τακτικά ρυθμίσεις και τεχνικούς ελέγχους του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων σύμφωνα με την κατάλληλη κατάρτιση που έχουν λάβει δυνάμει του άρθρου 5.

6.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για την υλοποίηση των συστημάτων επιθεώρησης και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει συστήματα χορήγησης πιστοποιητικών τα οποία καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση της διενέργειας των επιθεωρήσεων και αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά που χορηγούνται σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 4 όταν το χρονικό διάστημα από την τελευταία επιθεώρηση που διενεργήθηκε σε άλλο κράτος μέλος είναι ίσο ή μικρότερο από το διάστημα επιθεώρησης που ισχύει για το έδαφός του.

Τα κράτη μέλη επιδιώκουν να αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη υπό την προϋπόθεση συμμόρφωσης με τα διαστήματα επιθεώρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

7.   Τα μέτρα που προορίζονται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας σχετικά με την τροποποίηση του Παραρτήματος IΙ για να ληφθεί υπόψη η επιστημονική και τεχνική πρόοδος, εγκρίνονται σύμφωνα με τη κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 19 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ειδικές πρακτικές και χρήσεις

Άρθρο 9

Αεροψεκασμοί

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αεροψεκασμός απαγορεύεται.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο αεροψεκασμός μπορεί να επιτρέπεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις εφόσον τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

δεν πρέπει να υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, ή πρέπει να υπάρχουν σαφή πλεονεκτήματα από άποψη περιορισμένου αντικτύπου στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον σε σύγκριση με την επίγεια εφαρμογή φυτοφαρμάκων,

β)

τα χρησιμοποιούμενα φυτοφάρμακα πρέπει να έχουν εγκριθεί ρητώς για αεροψεκασμό από το κράτος μέλος μετά από ειδική αξιολόγηση των κινδύνων του αεροψεκασμού,

γ)

ο χειριστής που εκτελεί τον αεροψεκασμό πρέπει να διαθέτει το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2. Κατά τη μεταβατική περίοδο, όπου δεν υπάρχουν ακόμα τα συστήματα χορήγησης πιστοποιητικών, τα κράτη μέλη μπορούν να δεχτούν άλλη πιστοποίηση της αρμοδιότητας,

δ)

η επιχείρηση που είναι υπεύθυνη για την διενέργεια αεροψεκασμών λαμβάνει πιστοποιητικό από αρχή αρμόδια για την έγκριση εξοπλισμών και αεροσκαφών για την από αέρος εφαρμογή φυτοφαρμάκων.

3.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για τον καθορισμό των συγκεκριμένων συνθηκών υπό τις οποίες μπορεί να διενεργηθεί αεροψεκασμός και δημοσιοποιούν τις καλλιέργειες, τις περιοχές, τις περιστάσεις και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένων των καιρικών συνθηκών, όπου είναι δυνατόν να επιτραπεί ο αεροψεκασμός.

Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν τα αναγκαία μέτρα για την προειδοποίηση των κατοίκων και των διερχομένων και για την προστασία του περιβάλλοντος στις περιοχές που γειτνιάζουν με εκείνη στην οποία διενεργείται ο ψεκασμός.

4.   Ο επαγγελματίας χρήστης που επιθυμεί να εφαρμόσει φυτοφάρμακα με αεροψεκασμό υποβάλλει εγκαίρως αίτηση στην αρμόδια αρχή σχετικά με την πρόθεσή του να εφαρμόσει φυτοφάρμακα με αεροψεκασμό συνοδευόμενη από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν ότι θεωρούνται εγκριθείσες οι αιτήσεις στις οποίες δεν έχει δοθεί, εντός της οριζόμενης από τις αρμόδιες αρχές προθεσμίας, απάντηση για την απόφαση που ελήφθη.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 διενεργώντας την κατάλληλη παρακολούθηση.

6.   Οι αρμόδιες αρχές τηρούν αρχείο των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 10

Ειδικά μέτρα για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και του πόσιμου νερού

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και των παροχών πόσιμου νερού από τις επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων. Τα εν λόγω μέτρα στηρίζουν και είναι συμβατά με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2000/60/EK και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/….

2.   Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

χορήγηση προτεραιότητας στα φυτοφάρμακα που δεν έχουν ταξινομηθεί ως επικίνδυνα για το υδάτινο περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 1999/45/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων (24) ούτε περιέχουν πρωτεύουσες επικίνδυνες ουσίες όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ,

β)

χορήγηση προτεραιότητας στις αποδοτικότερες τεχνικές εφαρμογής όπως η χρήση του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων με χαμηλή διασπορά ψεκασμού ειδικά στις καλλιέργειες κατακόρυφης ανάπτυξης όπως οι οπωρώνες, οι αμπελώνες και οι φυτείες λυκίσκου,

γ)

χρήση μέτρων άμβλυνσης που ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο ρύπανσης εκτός του χώρου του ψεκασμού από μετακίνηση του ψεκαστικού νέφους, επιφανειακή και υπόγεια απορροή. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται, εφόσον απαιτείται, η δημιουργία ζωνών ανάσχεσης με κατάλληλο μέγεθος για την προστασία των υδρόβιων οργανισμών που δεν αποτελούν στόχο, καθώς και ζώνες ασφαλείας για τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου νερού, στις οποίες δεν επιτρέπεται η χρήση ή αποθήκευση φυτοφαρμάκων,

δ)

περιορίζοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό ή, ανάλογα με την περίπτωση, καταργώντας τις εφαρμογές φυτοφαρμάκων στην επιφάνεια ή κατά μήκος οδών, σιδηροδρομικών γραμμών, πολύ διαπερατών εδαφών ή άλλων υποδομών που βρίσκονται κοντά σε επιφανειακά ή υπόγεια ύδατα, καθώς και στην επιφάνεια σφραγισμένων εδαφών όπου υπάρχει μεγάλος κίνδυνος απορροής στα επιφανειακά ύδατα ή στο αποχετευτικό δίκτυο.

Άρθρο 11

Μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων ή των κινδύνων τους σε συγκεκριμένες περιοχές

Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αναγκαίες απαιτήσεις υγιεινής, δημόσιας υγείας και βιοποικιλότητας, ή τα αποτελέσματα των σχετικών εκτιμήσεων κινδύνου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να απαγορεύεται ή να περιορίζεται η χρήση φυτοφαρμάκων ή να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι από τη χρήση αυτήν:

1)

στις περιοχές που χρησιμοποιούνται από το ευρύ κοινό ή από ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως πάρκα, δημόσιους κήπους, αθλητικές εγκαταστάσεις, σχολεία και παιδικές χαρές,

2)

σε προστατευόμενες περιοχές όπως ορίζονται στην οδηγία 2000/60/EK ή σε άλλες περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί για τους σκοπούς της λήψης των αναγκαίων μέτρων διατήρησης σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/EOK και της οδηγίας 92/43/EOK,

3)

σε περιοχές που έχουν υποβληθεί πρόσφατα σε εφαρμογή και χρησιμοποιούνται ή είναι προσβάσιμες από τους εργαζομένους στη γεωργία.

Άρθρο 12

Χειρισμός και αποθήκευση των φυτοφαρμάκων και επεξεργασία των συσκευασιών τους και των περισσευμάτων τους

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ακόλουθες εργασίες από επαγγελματίες χρήστες, και ενδεχομένως από διανομείς, να μην θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον:

α)

αποθήκευση, χειρισμός, αραίωση και ανάμιξη φυτοφαρμάκων πριν από την εφαρμογή,

β)

χειρισμός των συσκευασιών και των περισσευμάτων φυτοφαρμάκων,

γ)

διάθεση του ψεκαστικού διαλύματος που απομένει μετά την εφαρμογή,

δ)

καθαρισμός του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται μετά την εφαρμογή,

ε)

ανάκτηση ή διάθεση των περισσευμάτων φυτοφαρμάκων και των συσκευασιών τους σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία για τα απόβλητα.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή των επικίνδυνων εργασιών χειρισμού φυτοφαρμάκων που είναι εγκεκριμένα για μη επαγγελματίες χρήστες. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τη χρήση φυτοφαρμάκων χαμηλής τοξικότητας, έτοιμα προς χρήση σκευάσματα και περιορισμούς στα μεγέθη των περιεκτών ή των συσκευασιών.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χώροι αποθήκευσης φυτοφαρμάκων για επαγγελματική χρήση να κατασκευάζονται έτσι ώστε να προλαμβάνεται η ακούσια ελευθέρωση. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στην τοποθεσία, το μέγεθος και τα κατασκευαστικά υλικά.

Άρθρο 13

Ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προώθηση της διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών με χαμηλή εισροή φυτοφαρμάκων, με προτεραιότητα ει δυνατόν σε μεθόδους χωρίς χημικά μέσα και ειδάλλως σε πρακτικές και προϊόντα με το χαμηλότερο δυνατό κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον μεταξύ εκείνων που είναι διαθέσιμα για την αντιμετώπιση του ίδιου προβλήματος επιβλαβών οργανισμών. Η διαχείριση επιβλαβών οργανισμών με χαμηλή εισροή φυτοφαρμάκων περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών καθώς και τη βιολογική καλλιέργεια σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 837/2007 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων (25).

2.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν τις αναγκαίες συνθήκες για την εφαρμογή ολοκληρωμένης διαχείρισης των επιβλαβών οργανισμών ή στηρίζουν τη δημιουργία των συνθηκών αυτών. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επαγγελματίες χρήστες να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες και μέσα για την παρακολούθηση των επιβλαβών οργανισμών και τη λήψη αποφάσεων, καθώς και πρόσβαση σε υπηρεσίες συμβουλευτικής για την ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών.

3.   Το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2013, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, αναφέροντας ειδικότερα αν έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες συνθήκες για την εφαρμογή ολοκληρωμένης διαχείρισης των επιβλαβών οργανισμών.

4.   Τα κράτη μέλη περιγράφουν στο εθνικό πρόγραμμα δράσης τους που αναφέρεται στο άρθρο 4, τον τρόπο με τον οποίο θα μεριμνήσουν ώστε οι γενικές αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών, όπως καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, να εφαρμοστούν από όλους τους επαγγελματίες χρήστες φυτοφαρμάκων το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.

Τα μέτρα που προορίζονται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας σχετικά με την τροποποίηση του Παραρτήματος IΙΙ για να ληφθεί υπόψη η επιστημονική και τεχνική πρόοδος, εγκρίνονται σύμφωνα με τη κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 19 παράγραφος 2.

5.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλα κίνητρα για να ενθαρρύνουν τους επαγγελματίες χρήστες να εφαρμόζουν ειδικές κατά καλλιέργεια ή τομέα κατευθυντήριες γραμμές ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών επί εθελοντικής βάσεως. Τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές μπορούν να εκπονήσουν δημόσιες υπηρεσίες ή/και οργανώσεις που αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένους επαγγελματίες χρήστες. Τα κράτη μέλη παραπέμπουν στις κατευθυντήριες γραμμές που θεωρούν σχετικές και κατάλληλες για τα εθνικά σχέδια δράσης τους τα οποία καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Δείκτες, υποβολή εκθέσεων και ανταλλαγή πληροφοριών

Άρθρο 14

Δείκτες

1.   Θεσπίζονται εναρμονισμένοι δείκτες κινδύνου όπως αναφέρεται στο Παράρτημα IV. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν υφιστάμενους εθνικούς δείκτες ή να υιοθετούν άλλους κατάλληλους δείκτες επιπλέον των εναρμονισμένων.

Τα μέτρα που προορίζονται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας σχετικά με την τροποποίηση του Παραρτήματος IV για να ληφθεί υπόψη η επιστημονική και τεχνική πρόοδος, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 19 παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη

α)

υπολογίζουν τους εναρμονισμένους δείκτες κινδύνου όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τη χρησιμοποίηση στατιστικών στοιχείων που συλλέγονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… καθώς και άλλα σχετικά στοιχεία,

β)

προσδιορίζουν τις τάσεις στη χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών,

γ)

προσδιορίζουν τα στοιχεία προτεραιότητας, όπως δραστικές ουσίες, καλλιέργειες, περιοχές ή πρακτικές, που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή ή τις ορθές πρακτικές που μπορούν να χρησιμεύσουν ως παράδειγμα για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας για τη μείωση των κινδύνων και των επιπτώσεων από τη χρήση φυτοφαρμάκων στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον και για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη και την εισαγωγή της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών καθώς και εναλλακτικών προσεγγίσεων ή τεχνικών προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τη χρήση φυτοφαρμάκων.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων που διενεργούν σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Η Επιτροπή υπολογίζει τους δείκτες κινδύνου σε κοινοτικό επίπεδο με τη χρησιμοποίηση των στατιστικών στοιχείων που συλλέγονται σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. …/… και άλλων σχετικών στοιχείων, με σκοπό την εκτίμηση των τάσεων των κινδύνων από τη χρήση φυτοφαρμάκων.

Η Επιτροπή χρησιμοποιεί επίσης αυτά τα στοιχεία και τις πληροφορίες για την αξιολόγηση της προόδου όσον αφορά την επίτευξη των στόχων άλλων κοινοτικών πολιτικών με τις οποίες επιδιώκεται να περιοριστούν οι επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων στην υγεία του ανθρώπου και στο περιβάλλον.

Άρθρο 15

Υποβολή εκθέσεων

Η Επιτροπή υποβάλλει τακτικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την πρόοδο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, συνοδευόμενη από προτάσεις τροποποίησης, εφόσον ενδείκνυται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 16

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις σχετικές διατάξεις στην Επιτροπή, το αργότερο μέχρι τις … (20) και της γνωστοποιούν αμέσως κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 17

Τέλη και επιβαρύνσεις

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ανακτούν τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται για οποιαδήποτε εργασία προκύπτει από την τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας μέσω τέλους ή επιβάρυνσης.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το τέλος ή η επιβάρυνση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 θεσπίζεται με διαφάνεια και αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος της σχετικής εργασίας.

Άρθρο 18

Τυποποίηση

1.   Τα πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (26).

Το αίτημα εκπόνησης των προτύπων αυτών είναι δυνατόν να διατυπώνεται ύστερα από διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τα στοιχεία αναφοράς των προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα πρότυπο δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις βασικές απαιτήσεις τις οποίες καλύπτει, η Επιτροπή ή το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παραπέμπει το θέμα στην επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει της οδηγίας 98/34/ΕΚ, αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά του. Η επιτροπή αυτή γνωμοδοτεί αμελλητί.

Με βάση τη γνωμοδότηση της εν λόγω επιτροπής, η Επιτροπή αποφασίζει να δημοσιεύσει τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή να μην τα δημοσιεύσει, να τα δημοσιεύσει υπό περιορισμούς, να τα διατηρήσει, να τα διατηρήσει υπό περιορισμούς ή να τα αποσύρει.

Άρθρο 19

Επιτροπές

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη Μόνιμη Επιτροπή για την Τροφική Αλυσίδα και την Υγεία των Ζώων που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 58 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (27).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 20

Δαπάνες

Για να στηριχθεί η θέσπιση εναρμονισμένης πολιτικής και συστημάτων στο πεδίο της ορθολογικής χρήσης των φυτοφαρμάκων, η Επιτροπή μπορεί να χρηματοδοτεί:

1)

την ανάπτυξη εναρμονισμένου συστήματος, συμπεριλαμβανομένης κατάλληλης βάσης δεδομένων για τη συλλογή και την αποθήκευση όλων των πληροφοριών που αφορούν τους δείκτες κινδύνου από φυτοφάρμακα, καθώς και για τη διάθεση των πληροφοριών αυτών στις αρμόδιες αρχές, σε άλλους ενδιαφερόμενους και στο ευρύ κοινό,

2)

τη διενέργεια των μελετών που απαιτούνται για την κατάρτιση και την εξέλιξη των νομοθετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής των Παραρτημάτων της παρούσας οδηγίας στην τεχνική πρόοδο,

3)

τη διατύπωση κατευθυντήριων γραμμών και βέλτιστων πρακτικών για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 21

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο … (28).

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 161, 13.7.2007, σ. 48.

(2)  ΕΕ C 146, 30.6.2007, σ. 48.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 23ης Oκτωβρίου 2007 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2008, και απόφαση του Συμβουλίου της … (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ L 242, 10.9.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 103, 25.4.1979, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 206, 22.7.1992, σ. 7.

(7)  ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 70, 16.3.2005, σ. 1.

(9)  EE L …

(10)  ΕΕ L 277, 21.10.2005, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 156, 25.6.2003, σ. 17.

(12)  ΕΕ L 131, 5.5.1998, σ. 11.

(13)  ΕΕ L 158, 30.4.2004, σ. 50. Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 229, 29.6.2004, σ. 23.

(14)  ΕΕ L 157, 9.6.2006, σ. 24.

(15)  ΕΕ L 114, 27.4.2006, σ. 9.

(16)  ΕΕ L 377, 31.12.1991, σ. 20.

(17)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(18)  ΕΕ C 321, 31.12.2003 σ. 1.

(19)  ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1.

(20)  Τριετία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(21)  4 χρόνια από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(22)  6 χρόνια από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(23)  7 χρόνια από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(24)  ΕΕ L 200, 30.7.1999, σ. 1.

(25)  ΕΕ L 189, 20.7.2007, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 37.

(27)  ΕΕ L 31, 1.2.2002, σ.1.

(28)  2 χρόνια από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Θέματα κατάρτισης που αναφέρονται στο άρθρο 5

1.

Όλη η νομοθεσία που διέπει τα φυτοφάρμακα και τη χρήση τους.

2.

Πηγές κινδύνου και κίνδυνοι που συνδέονται με τα φυτοφάρμακα και τρόποι εντοπισμού και ελέγχου αυτών, ειδικότερα δε:

α)

κίνδυνοι για τον άνθρωπο (χειριστές, κάτοικοι, διερχόμενοι, άτομα που εισέρχονται σε χώρους που έχουν υποβληθεί σε εφαρμογή και άτομα που χειρίζονται ή τρώγουν είδη που έχουν υποβληθεί σε εφαρμογή) και τρόπος με τον οποίον παράγοντες όπως το κάπνισμα επιτείνουν τους κινδύνους αυτούς,

β)

συμπτώματα δηλητηρίασης από φυτοφάρμακα και παροχή πρώτων βοηθειών,

γ)

κίνδυνοι για τα φυτά που δεν αποτελούν στόχο, τα επωφελή έντομα, την άγρια πανίδα και χλωρίδα, τη βιοποικιλότητα και για το περιβάλλον γενικότερα.

3.

Στοιχεία στρατηγικών και τεχνικών ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών, στρατηγικών και τεχνικών ολοκληρωμένης διαχείρισης καλλιεργειών, αρχές βιολογικής γεωργίας, πληροφορίες για τις γενικές αρχές και για τις ειδικές ανά καλλιέργεια ή ανά τομέα κατευθυντήριες γραμμές για την ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών.

4.

Εισαγωγή στη συγκριτική αξιολόγηση στο επίπεδο του χρήστη, ώστε να διευκολυνθούν οι επαγγελματίες χρήστες στην επιλογή, για δεδομένη κατάσταση, του πιο ενδεδειγμένου φυτοφαρμάκου με τις μικρότερες παρενέργειες στην ανθρώπινη υγεία, τους οργανισμούς που δεν αποτελούν στόχο και το περιβάλλον μεταξύ όλων των εγκεκριμένων προϊόντων για την καταπολέμηση δεδομένου προβλήματος επιβλαβών οργανισμών.

5.

Μέτρα ελαχιστοποίησης των κινδύνων για τον άνθρωπο, τους οργανισμούς που δεν αποτελούν στόχο και για το περιβάλλον: ασφαλείς εργασιακές πρακτικές για την αποθήκευση, το χειρισμό και την ανάμιξη φυτοφαρμάκων, και για τη διάθεση των κενών συσκευασιών, άλλων μολυσμένων υλικών και της περίσσειας φυτοφαρμάκου (συμπεριλαμβανομένου του ψεκαστικού διαλύματος), ανεξαρτήτως του εάν είναι πυκνά ή αραιωμένα· συνιστώμενος τρόπος ελέγχου της έκθεσης του χειριστή (μέσα ατομικής προστασίας).

6.

Διαδικασίες προετοιμασίας του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων για χρήση, συμπεριλαμβανομένης της βαθμονόμησής του, και για λειτουργία με ελάχιστους κινδύνους για τον χρήστη, άλλα άτομα, ζωικά και φυτικά είδη που δεν αποτελούν στόχο, καθώς και για τη βιοποικιλότητα και το περιβάλλον.

7.

Χρήση και συντήρηση του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων και ειδικές τεχνικές ψεκασμού (π.χ. ψεκαστήρες χαμηλού όγκου, ακροφύσια χαμηλής αερομεταφοράς), καθώς και στόχοι του τεχνικού ελέγχου των χρησιμοποιούμενων ψεκαστήρων και τρόποι βελτίωσης της ποιότητας του ψεκασμού.

8.

Μέτρα έκτακτης ανάγκης για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος σε περίπτωση τυχαίας διαρροής και μόλυνσης.

9.

Τεχνικά μέσα παρακολούθησης της υγείας και πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας για την αναφορά κάθε περιστατικού ή υποψίας περιστατικού.

10.

Τήρηση αρχείου για κάθε χρήση φυτοφαρμάκων, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας και περιβαλλοντικές απαιτήσεις για τον έλεγχο του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων

Η επιθεώρηση του εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων καλύπτει όλες τις παραμέτρους που έχουν σημασία για να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο ασφάλειας και προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Η πλήρης αποτελεσματικότητα της εργασίας εφαρμογής πρέπει να εξασφαλίζεται με τις πρέπουσες επιδόσεις των συστημάτων και λειτουργιών του εξοπλισμού προκειμένου να διασφαλίζεται η υλοποίηση των στόχων που ακολουθούν.

Ο εξοπλισμός εφαρμογής φυτοφαρμάκων πρέπει να λειτουργεί αξιόπιστα και να χρησιμοποιείται ορθά σε σχέση με τον προοριζόμενο σκοπό του εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα ακριβούς δοσολογίας και διανομής των φυτοφαρμάκων. Ο εξοπλισμός πρέπει να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να πληρώνεται και να εκκενώνεται ακίνδυνα, εύκολα και εντελώς και να αποτρέπεται η διαρροή των φυτοφαρμάκων. Πρέπει επίσης να επιτρέπει εύκολο και ολοκληρωτικό καθαρισμό, να εξασφαλίζει ασφαλείς διαδικασίες καθώς επίσης να ελέγχεται και διακόπτεται άμεσα η λειτουργία του από τη θέση του χειριστή. Οι προσαρμογές, εφόσον απαιτούνται, πρέπει να είναι απλές, ακριβείς και αναπαραγώγιμες.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να αποδίδεται στα εξής:

1)   Μέρη του συστήματος μετάδοσης της κίνησης

Ο προφυλακτήρας του κινητήριου άξονα λήψης ισχύος και ο προφυλακτήρας της σύνδεσης εισόδου ισχύος πρέπει να είναι τοποθετημένοι και να βρίσκονται σε καλή κατάσταση, η λειτουργία των προστατευτικών μηχανισμών και των τυχόν κινούμενων ή περιστρεφόμενων στοιχείων του συστήματος μετάδοσης της κίνησης δεν πρέπει να επηρεάζεται, ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του χειριστή.

2)   Αντλία

Η δυναμικότητα της αντλίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες του εξοπλισμού, η δε αντλία πρέπει να λειτουργεί σωστά, ώστε να εξασφαλίζει σταθερή και αξιόπιστη παροχή εφαρμογής. Δεν πρέπει να υπάρχουν διαρροές από τη αντλία.

3)   Ανάδευση

Οι αναδευτήρες πρέπει να εξασφαλίζουν την πρέπουσα ανακυκλοφορία, ώστε να επιτυγχάνεται ομοιόμορφη συγκέντρωση σε ολόκληρο τον όγκο του υγρού ψεκαστικού διαλύματος που περιέχεται στο βυτίο.

4)   Βυτίο ψεκασμού

Τα βυτία ψεκασμού, καθώς και ο δείκτης περιεχομένου του βυτίου, τα συστήματα πλήρωσης, τα στραγγιστήρια και τα φίλτρα, τα συστήματα εκκένωσης και έκπλυσης και τα συστήματα ανάμιξης πρέπει να λειτουργούν έτσι ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο η τυχαία διαφυγή, η ανομοιογενής κατανομή της συγκέντρωσης, η έκθεση του χειριστή και η ποσότητα περιεχομένου που παραμένει εντός του βυτίου.

5)   Συστήματα μετρήσεων, ελέγχου και ρυθμίσεων

Όλα τα συστήματα μέτρησης, εκκίνησης και διακοπής και ρύθμισης της πίεσης ή/και της ταχύτητας ροής πρέπει να έχουν την κατάλληλη ρύθμιση και να λειτουργούν σωστά και χωρίς διαρροές. Ο έλεγχος της πίεσης και ο χειρισμός των συστημάτων ρύθμισης της πίεσης πρέπει να είναι εφικτά με ευχέρεια κατά την εφαρμογή. Τα συστήματα ρύθμισης της πίεσης πρέπει να διατηρούν σταθερή ενεργό πίεση σε σταθερό αριθμό περιστροφών της αντλίας, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερή παροχή εφαρμογής.

6)   Σωληνώσεις και εύκαμπτοι σωλήνες

Οι σωληνώσεις και οι εύκαμπτοι σωλήνες πρέπει να βρίσκονται στην πρέπουσα κατάσταση για να αποτρέπεται η διατάραξη της ροής του υγρού ή η τυχαία διαφυγή σε περίπτωση αστοχίας. Δεν πρέπει να υπάρχουν διαρροές όταν οι σωληνώσεις και οι εύκαμπτοι σωλήνες λειτουργούν υπό τη μέγιστη πίεση που μπορεί να επιτευχθεί στο σύστημα.

7)   Φίλτρα

Για να αποφεύγονται η ανατάραξη και η ανομοιογένεια της ροής ψεκασμού, τα φίλτρα πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση, το δε μέγεθος των βροχίδων τους πρέπει να αντιστοιχεί στο μέγεθος των ακροφυσίων που φέρει ο ψεκαστήρας. Εφόσον υπάρχει, το σύστημα ένδειξης της απόφραξης φίλτρου πρέπει να λειτουργεί σωστά.

8)   Βραχίονας ψεκασμού (προκειμένου για εξοπλισμό που ψεκάζει φυτοφάρμακα με τη βοήθεια οριζόντιου βραχίονα που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την καλλιέργεια ή το υλικό που πρέπει να ψεκαστεί)

Ο βραχίονας ψεκασμού πρέπει να βρίσκεται σε καλή κατάσταση και να έχει σταθερότητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα συστήματα στερέωσης και ρύθμισης, καθώς και οι μηχανισμοί απόσβεσης των ακούσιων κινήσεων και αντιστάθμισης των κλίσεων του εδάφους πρέπει να λειτουργούν σωστά.

9)   Ακροφύσια

Τα ακροφύσια πρέπει να λειτουργούν σωστά, ώστε να ελέγχεται η στάλαξη όταν διακόπτεται ο ψεκασμός. Για να εξασφαλίζεται ομοιογενής ψεκασμός, η παροχή από κάθε επιμέρους ακροφύσιο δεν πρέπει να αποκλίνει σημαντικά από τα δεδομένα των πινάκων παροχής του κατασκευαστή.

10)   Κατανομή

Η εγκάρσια και η κατακόρυφη (στις περιπτώσεις εφαρμογής σε κατακόρυφες καλλιέργειες) κατανομή του ψεκαστικού διαλύματος, στην έκταση στόχο πρέπει να είναι ομοιογενής αναλόγως περιπτώσεως.

11)   Ανεμιστήρας (προκειμένου για εξοπλισμό που κατανέμει φυτοφάρμακα με τη βοήθεια ρεύματος αέρα)

Ο ανεμιστήρας πρέπει να βρίσκεται σε καλή κατάσταση και να εξασφαλίζει σταθερό και αξιόπιστο ρεύμα αέρα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Γενικές αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών

1.

Η πρόληψη ή/και η εξάλειψη των επιβλαβών οργανισμών πρέπει να επιτυγχάνεται ή να υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων επιλογών, ιδίως με:

αμειψισπορά,

χρήση κατάλληλων τεχνικών καλλιέργειας (π.χ., τεχνική ετεροχρονισμένης καλλιέργειας, ημερομηνίες και πυκνότητες σποράς, συγκαλλιέργεια, άροση συντήρησης, κλάδεμα και άμεση σπορά),

χρήση, όπου απαιτείται, ανθεκτικών/ανεκτικών ποικιλιών και τυποποιημένου/πιστοποιημένου υλικού σποράς και φύτευσης,

χρήση ισορροπημένων πρακτικών λίπανσης, ασβέστωσης και άρδευσης/αποστράγγισης,

παρεμπόδιση της διάδοσης επιβλαβών οργανισμών με μέτρα υγιεινής (π.χ. με τακτικό καθαρισμό των μηχανημάτων και του εξοπλισμού),

προστασία και ενίσχυση σημαντικών επωφελών οργανισμών, π.χ. με κατάλληλα μέτρα φυτοπροστασίας ή τη χρήση οικολογικών υποδομών εντός και εκτός των χώρων παραγωγής.

2.

Οι επιβλαβείς οργανισμοί πρέπει να παρακολουθούνται με κατάλληλες μεθόδους και εργαλεία, εφόσον υπάρχουν. Στα κατάλληλα αυτά εργαλεία πρέπει να περιλαμβάνονται επιτόπιες παρατηρήσεις καθώς και συστήματα επιστημονικώς ορθής προειδοποίησης, πρόβλεψης και έγκαιρης διάγνωσης, εφόσον είναι εφικτό, καθώς και η αξιοποίηση συμβουλών από συμβούλους με επαγγελματική κατάρτιση.

3.

Με βάση τα αποτελέσματα της παρακολούθησης, ο επαγγελματίας χρήστης πρέπει να αποφασίζει αν και πότε πρέπει να εφαρμόσει μέτρα φυτοπροστασίας. Άρτιες και επιστημονικά ορθές τιμές κατωτέρων ορίων είναι βασική προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων. Για τους επιβλαβείς οργανισμούς, πριν από τις εφαρμογές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα επίπεδα κατωτέρων ορίων επέμβασης που έχουν καθοριστεί για την περιοχή, τις συγκεκριμένες εκτάσεις, τις καλλιέργειες και τις ειδικές κλιματολογικές συνθήκες, εφόσον είναι εφικτό.

4.

Βιώσιμες βιολογικές, φυσικές και άλλες μέθοδοι χωρίς χημικά μέσα πρέπει να προτιμούνται από τις μεθόδους με χημικά μέσα εφόσον παρέχουν ικανοποιητικό έλεγχο των επιβλαβών οργανισμών.

5.

Τα φυτοφάρμακα που εφαρμόζονται πρέπει να είναι κατά το δυνατόν ειδικά για το συγκεκριμένο στόχο και να έχουν τις λιγότερες παρενέργειες για την υγεία του ανθρώπου, τους οργανισμούς που δεν αποτελούν στόχο και το περιβάλλον.

6.

Ο επαγγελματίας χρήστης πρέπει να τηρεί τη χρήση των φυτοφαρμάκων και άλλων μορφών παρέμβασης στα απαραίτητα επίπεδα, π.χ. με μειωμένες δόσεις, μειωμένη συχνότητα εφαρμογής ή μερική εφαρμογή, εφόσον το επίπεδο κινδύνου για τη βλάστηση είναι αποδεκτό και δεν αυξάνεται ο κίνδυνος ανάπτυξης της ανθεκτικότητας στους πληθυσμούς επιβλαβών οργανισμών.

7.

Εάν ο κίνδυνος να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα σε ένα μέτρο φυτοπροστασίας είναι γνωστός και εάν το επίπεδο επιβλαβών οργανισμών απαιτεί επανειλημμένη εφαρμογή φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες, πρέπει να εφαρμόζονται οι διαθέσιμες στρατηγικές καταστολής της αντίστασης προκειμένου να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα των προϊόντων. Σε αυτές μπορεί να περιλαμβάνεται η χρήση πολλαπλών φυτοφαρμάκων με διάφορους τρόπους δράσης.

8.

Με βάση το ιστορικό χρήσης των φυτοφαρμάκων και την παρακολούθηση των επιβλαβών οργανισμών, ο επαγγελματίας χρήστης πρέπει να ελέγχει την επιτυχία των εφαρμοζόμενων μέτρων φυτοπροστασίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Εναρμονισμένοι δείκτες κινδύνου

 


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Στις 18 Ιουλίου 2006 η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη αειφόρου χρήσης των φυτοφαρμάκων. Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 175 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Οκτωβρίου 2007 (1). Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών έδωσαν τις γνώμες τους στις 14 Μαρτίου και την 1η Φεβρουαρίου 2007 αντιστοίχως.

3.

Στις 19 Μαΐου 2008, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή θέση του σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΙ

Με την πρόταση επιδιώκεται να προστατευθεί η υγεία των ανθρώπων και των ζώων και το περιβάλλον από τις δυσμενείς επιπτώσεις της χρήσης φυτοφαρμάκων στη γεωργία και στο οικοσύστημα. Σκοπός είναι η μείωση των κινδύνων από τη χρήση των φυτοφαρμάκων κατά τρόπο που να είναι συνεπής με την αναγκαία προστασία των καλλιεργειών.

Ειδικότερα, η πρόταση προνοεί για:

την κατάρτιση Εθνικών Σχεδίων Δράσης (ΕΣΔ) για τη μείωση των κινδύνων και των επιπτώσεων από τη χρήση των φυτοφαρμάκων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον,

την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση του κοινού και την κατάρτιση συμβούλων και επαγγελματιών που κάνουν χρήση φυτοφαρμάκων,

συγκεκριμένες απαιτήσεις για την πώληση φυτοφαρμάκων,

τον τακτικό έλεγχο του εξοπλισμού εφαρμογής,

την απαγόρευση των αεροψεκασμών, με δυνατότητα παρεκκλίσεων,

ειδικά μέτρα για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος από τη ρύπανση από φυτοφάρμακα,

τον περιορισμό της χρήσης φυτοφαρμάκων σε συγκεκριμένες περιοχές,

τις απαιτήσεις για τον χειρισμό και την αποθήκευση φυτοφαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των συσκευασιών και των υπολειμμάτων τους,

την καθιέρωση υποχρεωτικών προτύπων ολοκληρωμένης διαχείρισης των επιβλαβών οργανισμών, και

την ανάπτυξη δεικτών κινδύνου για την μέτρηση της προόδου σχετικά με τη χρήση φυτοφαρμάκων.

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικές παρατηρήσεις

Η κοινή θέση του Συμβουλίου ευρίσκεται γενικά σε συμφωνία με τη θέση της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι:

επιβεβαιώνει τους στόχους και τις περισσότερες από τις ρυθμίσεις που προτείνονται από την Επιτροπή και υποστηρίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

ενσωματώνει πολλές από τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν σε πρώτη ανάγνωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Οι τροπολογίες 6, 17, 43, 49, 52, 60, 61, 62, 63, 68, 85, 93, 95, 103, 106, 112, 122, 137 και 155 ενσωματώνονται πλήρως.

Οι τροπολογίες 13, 18, 29, 35, 36, 39, 42, 48, 51, 54, 59, 64, 87, 90, 114, 146 και 164 γίνονται δεκτές ως προς το πνεύμα τους ή ενσωματώνονται εν μέρει.

Οι τροπολογίες 1, 5, 16, 22, 23, 28, 30, 32, 37, 40, 55, 57, 58, 69, 72, 77, 84, 88, 91, 96, 98, 99, 102, 104, 120, 121, 138, 139 δεν ενσωματώθηκαν, δεδομένου ότι το Συμβούλιο συμμερίστηκε την ίδια θέση με την Επιτροπή.

Οι τροπολογίες 2-4, 7-11, 15, 19-21, 24-27, 31, 33, 44, 46, 47, 50, 53, 56, 65, 66, 70, 71, 74, 76, 78, 79, 81-83, 92, 94, 97, 100, 101, 105, 107-111, 113, 115-119, 133, 135, 141, 143, 151 και 153, οι οποίες έγιναν δεκτές από την Επιτροπή, δεν περιελήφθησαν στην κοινή θέση, δεδομένου ότι το Συμβούλιο διαφοροποιήθηκε στις απόψεις του από την Επιτροπή.

Η κοινή θέση περιλαμβάνει επίσης και άλλες αλλαγές, οι οποίες δεν προβλέπονταν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τις οποίες αντιμετωπίζονται ορισμένες ανησυχίες που είχαν εκφραστεί από τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

Επίσης εισήχθησαν ορισμένες τροπολογίες τεχνικής και συντακτικής φύσεως ώστε να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής μερικών διατάξεων, να αποσαφηνιστεί η διατύπωση της οδηγίας και να αυξηθεί η συνοχή με το σχέδιο κανονισμού περί διάθεσης στην αγορά, να κατοχυρωθεί δε η νομική ασφάλεια, ή να καταστεί περισσότερο συνεκτική με άλλες κοινοτικές πράξεις.

Η Επιτροπή αποδέχθηκε την κοινή θέση για την οποία συμφώνησε το Συμβούλιο.

2.   Επιμέρους σχόλια

Νομική βάση

Το Συμβούλιο δεν δέχθηκε την τροπολογία 1 διότι έκρινε ότι το άρθρο 175 παράγραφος 1 αποτελεί την ορθή και επαρκή νομική βάση.

Ορισμοί

Οι ακόλουθες αλλαγές έγιναν στην αρχική πρόταση:

ο ορισμός της «χρήσης» διαγράφηκε διότι κρίθηκε περιττός,

η έννοια της επαγγελματικής ιδιότητας ή εμπορικής υπηρεσίας ενσωματώθηκε στον ορισμό του «συμβούλου»,

οι ορισμοί του «εξοπλισμού εφαρμογής φυτοφαρμάκων» και των «εξαρτημάτων εφαρμογής φυτοφαρμάκων» συγχωνεύθηκαν,

ο ορισμός της «ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών» μεταφέρθηκε από την πρόταση κανονισμού για τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά στην παρούσα πρόταση, και

προστέθηκαν οι ορισμοί των «επιφανειακών υδάτων» και των «υπόγειων υδάτων».

Η τροπολογία 29 (προσθήκη ορισμού των φυτοφαρμάκων ως φυτοπροστατευτικών προϊόντων) ενσωματώθηκε στην κοινή θέση αν και η Επιτροπή την είχε απορρίψει. Το Συμβούλιο περιέλαβε στον ορισμό αυτόν και τα βιοκτόνα προϊόντα.

Εθνικά σχέδια δράσης

Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν για τα εξής:

τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις που έχουν για την υγεία τα προγραμματιζόμενα μέτρα,

τα εθνικά σχέδια δράσης θα πρέπει να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίον τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία (και συγκεκριμένα τα μέτρα που απορρέουν από τα άρθρα 5 έως 14) ώστε να μειώνεται η εξάρτηση από τη χρήση φυτοφαρμάκων,

οι πληροφορίες που λαμβάνει η Επιτροπή σχετικά με αυτά τα εθνικά σχέδια δράσης θα πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες μέσω του Διαδικτύου.

Το Συμβούλιο δεν έκρινε σκόπιμο να λάβει υπόψη του άλλες τροπολογίες, ιδίως δε την καθιέρωση ποσοτικών στόχων μείωσης της χρήσης. Το Συμβούλιο προτίμησε να επικεντρωθεί στη μείωση των κινδύνων και όχι στον καθορισμό στόχων μείωσης της χρήσης.

Κατάρτιση

Το Συμβούλιο προσέθεσε διατάξεις που εξασφαλίζουν ότι προσφέρεται τόσο αρχική όσο και περαιτέρω κατάρτιση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμερίζεται το μέλημα αυτό. Το Συμβούλιο δέχθηκε επίσης μια από τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Παράρτημα Ι η οποία αφορά την εξοικείωση με τη συγκριτική αξιολόγηση ώστε να βοηθηθούν οι επαγγελματίες χρήστες να επιλέγουν το ορθό φυτοφάρμακο με τις λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Το Συμβούλιο έκρινε επίσης χρήσιμο να διευκρινίσει ότι η κατάρτιση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς ρόλους και ευθύνες των προσώπων που ασχολούνται με τα φυτοφάρμακα, ήτοι των χρηστών, των διανομέων και των συμβούλων. Επιπλέον, το Συμβούλιο ενσωμάτωσε μια διάταξη η οποία ορίζει ότι τα συστήματα χορήγησης πιστοποιητικού κατάρτισης που συγκροτούν τα κράτη μέλη πρέπει να περιλαμβάνουν τα απαιτούμενα και τις διαδικασίες για τη χορήγηση, την τήρηση και την ανάκληση των πιστοποιητικών.

Απαιτήσεις για την πώληση φυτοφαρμάκων

Το Συμβούλιο δέχθηκε την πρόταση του Κοινοβουλίου να παρέχουν τα πρόσωπα που πωλούν φυτοφάρμακα στους επαγγελματίες χρήστες συμβουλές όχι μόνον για τη χρήση των φυτοφαρμάκων αλλά και οδηγίες για την ασφάλεια για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

Το Συμβούλιο πρόσθεσε επίσης την υποχρέωση των διανομέων που πωλούν φυτοφάρμακα σε μη επαγγελματίες χρήστες να παρέχουν πληροφορίες για προϊόντα χαμηλού κινδύνου. Εξάλλου, το Συμβούλιο τροποποίησε το άρθρο αυτό ώστε να επιτρέπεται στον κάτοχο πιστοποιητικού να μην είναι φυσικώς παρών αλλά να είναι διαθέσιμος καθοιονδήποτε τρόπο. Το Συμβούλιο έκρινε ότι πρέπει να παρέχεται η ευελιξία αυτή, ιδίως για τους μικρούς λιανοπωλητές.

Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διεύρυνε σημαντικά το άρθρο 7, και το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχθεί όλες τις προτάσεις του. Ωστόσο, το Συμβούλιο διατήρησε την απαίτηση να είναι οι πληροφορίες που παρέχονται στο κοινό σχετικά με τα φυτοφάρμακα ακριβείς και ισόρροπες.

Επιθεώρηση του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού

Το Συμβούλιο δέχθηκε όλες τις τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου σχετικά με την επιθεώρηση του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού, πλην μιας. Το Συμβούλιο, όπως και το Κοινοβούλιο, έκρινε ότι απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια όσον αφορά τη συχνότητα επιθεώρησης, αλλά εισήγαγε αυστηρότερη διάταξη σύμφωνα με την οποία οι επιθεωρήσεις θα είναι συχνότερες μετά το 2020.

Ωστόσο, το Συμβούλιο έκρινε ότι θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται επιθεώρηση όλων των φορητών εξοπλισμών εφαρμογής φυτοφαρμάκων ή των επινώτιων ψεκαστήρων, και εισήγαγε δυνατότητα εξαίρεσής τους. Επίσης, το Συμβούλιο πρόσθεσε τη δυνατότητα εφαρμογής, ύστερα από αξιολόγηση κινδύνου, διαφορετικών χρονοδιαγραμμάτων και διαστημάτων επιθεώρησης για ορισμένους τύπους εξοπλισμού που χρησιμοποιούνται σε μικρή κλίμακα.

Εξάλλου, το Συμβούλιο έκρινε αναγκαίο να εισαγάγει την υποχρέωση των επαγγελματιών χρηστών να διενεργούν τακτικά ρυθμίσεις και τεχνικούς ελέγχους του εξοπλισμού εφαρμογής τους.

Τέλος, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν σύστημα χορήγησης πιστοποιητικών με αμοιβαία αναγνώριση.

Αεροψεκασμοί

Μολονότι το Συμβούλιο συμφωνεί με το Κοινοβούλιο όσον αφορά τη γενική προσέγγιση του ζητήματος αυτού και δέχθηκε την τροπολογία 63 και μέρος της τροπολογίας 64, έκρινε περιττές τις τροπολογίες οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν υπερβολικό διοικητικό φόρτο για τις αρμόδιες αρχές.

Το Συμβούλιο τροποποίησε την αρχική πρόταση, διευκρινίζοντας ότι τα χρησιμοποιούμενα προϊόντα πρέπει να εγκρίνονται ύστερα από αξιολόγηση κινδύνου και ότι οι επιχειρήσεις που διενεργούν αεροψεκασμούς πρέπει να διαθέτουν πιστοποιητικό, και προβλέποντας τη δυνατότητα σιωπηρής αποδοχής αιτήσεων των αρμόδιων αρχών για τη διενέργεια αεροψεκασμών ύστερα από την πάροδο ορισμένου χρόνου.

Ειδικά μέτρα για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος

Το Συμβούλιο ενσωμάτωσε την τροπολογία 68 προκειμένου να τονιστεί η σημασία της προστασίας του πόσιμου νερού. Το άρθρο 10 τροποποιήθηκε επίσης ώστε να δίνεται προτίμηση στα φυτοφάρμακα που δεν περιέχουν επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας.

Όσον αφορά την τροπολογία 70 σχετικά με την υποχρεωτική δημιουργία ζωνών ανάσχεσης, το Συμβούλιο έκρινε ότι ήταν σκοπιμότερο να διευρυνθεί το άρθρο 10 ώστε να καλύπτει ευρύτερο φάσμα μέτρων μετριασμού τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν εφόσον απαιτείται.

Μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων ή των κινδύνων τους σε συγκεκριμένες περιοχές

Το κείμενο αναδιατυπώθηκε ώστε να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους των φυτοφαρμάκων όταν αυτά χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκεκριμένες περιοχές. Το Συμβούλιο δεν δέχθηκε τις σχετικές τροπολογίες του Κοινοβουλίου.

Χειρισμός και αποθήκευση των φυτοφαρμάκων και επεξεργασία των συσκευασιών τους και των περισσευμάτων τους

Το Συμβούλιο αναδιατύπωσε το κείμενο των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 12 προκειμένου να διευκρινίσει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα εφαρμόζονται μόνον στους επαγγελματίες χρήστες και, ανάλογα με την περίπτωση, στους συμβούλους. Το Συμβούλιο πρόσθεσε επίσης μια διάταξη για την ανάκτηση ή τη διάθεση των περισσευμάτων και των συσκευασιών των φυτοφαρμάκων. Το Συμβούλιο έκρινε άσχετες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου για το θέμα αυτό.

Ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών

Οι απόψεις του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου συγκλίνουν κατ' ουσίαν στο θέμα αυτό. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο μπορεί να υποστηρίξει τις τροπολογίες 85 και 122 του Κοινοβουλίου για την προσθήκη, στην πρόταση, νέου Παραρτήματος με τις γενικές αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών. Το Συμβούλιο μπορεί επίσης να συμφωνήσει με μέρη των τροπολογιών 164 και 87.

Επιπλέον, το Συμβούλιο αντικατέστησε την έκφραση «γεωργίας χαμηλών εισροών φυτοφαρμάκων» από την έκφραση «διαχείριση επιβλαβών οργανισμών με χαμηλή εισροή φυτοφαρμάκων», διευκρινίζοντας ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει τόσο την ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών όσο και τη βιολογική γεωργία.

Δείκτες

Το Συμβούλιο συμφώνησε με την άποψη της Επιτροπής ότι οι τροπολογίες για τον συνυπολογισμό της χρήσης ήταν άσχετες. Το Συμβούλιο δέχθηκε εν μέρει μόνον την τροπολογία 93 και κατ' αρχήν την τροπολογία 95.

Επιτροπολογία

Το Συμβούλιο δέχθηκε τις τροπολογίες για την προσαρμογή ορισμένων άρθρων στη νέα απόφαση περί επιτροπολογίας (17, 52, 62, 103, 137 και 155).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το Συμβούλιο θεωρεί την παρούσα κοινή θέση ως ισόρροπη και ρεαλιστική λύση σε πολλές από τις ανησυχίες που διατυπώθηκαν ως προς την πρόταση της Επιτροπής, και προσβλέπει σε μια εποικοδομητική συζήτηση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να επιτευχθεί γρήγορα εφικτή συμφωνία ως προς την παρούσα οδηγία.


(1)  14183/07.


7.10.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 254/18


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 22/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 23 Ιουνίου 2008

για την έκδοση οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τα αερολιμενικά τέλη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/C 254 E/02)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Κύρια αποστολή και εμπορική δραστηριότητα των αερολιμένων είναι η διαχείριση των αεροσκαφών, από την προσγείωση έως την απογείωσή τους, των επιβατών και του φορτίου, ώστε να μπορούν οι αερομεταφορείς να παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς. Προς το σκοπό αυτόν, οι αερολιμένες προσφέρουν ορισμένες διευκολύνσεις και υπηρεσίες σχετιζόμενες με την εκμετάλλευση αεροσκαφών και τη διακίνηση επιβατών και φορτίου, το κόστος των οποίων ανακτούν εν γένει μέσω των αερολιμενικών τελών. Οι φορείς διαχείρισης του αερολιμένος που παρέχουν διευκολύνσεις και υπηρεσίες για τις οποίες επιβάλλονται αεροπορικά τέλη θα πρέπει να επιδιώκουν μια αποδοτική από άποψη κόστους λειτουργία.

(2)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί κοινό πλαίσιο το οποίο να διέπει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά των αερολιμενικών τελών και τον τρόπο καθορισμού τους, διότι, χωρίς τέτοιο πλαίσιο, ενδέχεται να μην τηρούνται οι βασικές απαιτήσεις στις σχέσεις μεταξύ των φορέων διαχείρισης αερολιμένων και των χρηστών των αερολιμένων. Ένα τέτοιο πλαίσιο δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίζουν το κατά πόσον τα έσοδα από τις εμπορικές δραστηριότητες του αεροδρομίου μπορούν να συνυπολογισθούν στα αερολιμενικά τέλη.

(3)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στους αερολιμένες οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος της Κοινότητας και υπερβαίνουν ένα ελάχιστο μέγεθος, καθόσον για τη διαχείριση και τη χρηματοδότηση των μικρών αερολιμένων δεν απαιτείται η εφαρμογή κοινοτικού πλαισίου, και στον αερολιμένα κάθε κράτους μέλους με την μεγαλύτερη επιβατική κίνηση.

(4)

Για λόγους εδαφικής συνοχής, τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν κοινό σύστημα επιβολής τελών που να καλύπτει ένα δίκτυο αερολιμένων. Οι οικονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ αερολιμένων των δικτύων αυτών θα πρέπει να συμμορφώνονται με την κοινοτική νομοθεσία.

(5)

Για λόγους κατανομής της κίνησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν στους φορείς διαχείρισης των αερολιμένων που εξυπηρετούν την ίδια πόλη ή αστικό κέντρο να εφαρμόζουν το αυτό επίπεδο αερολιμενικών τελών. Οι οικονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των αερολιμένων αυτών θα πρέπει να συμμορφώνονται με την κοινοτική νομοθεσία.

(6)

Κίνητρα για το άνοιγμα νέων δρομολογίων, όπως εκείνα που εξυπηρετούν, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη των μειονεκτουσών και άκρως απομακρυσμένων περιοχών θα πρέπει χορηγούνται μόνο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

(7)

Η είσπραξη τελών για την παροχή αεροναυτιλιακών υπηρεσιών και υπηρεσιών εδάφους έχει ήδη αποτελέσει το αντικείμενο του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1794/2006 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2006, για τον καθορισμό κοινού συστήματος χρέωσης των αεροναυτιλιακών υπηρεσιών (4) και της οδηγίας 96/67/EΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (5), αντίστοιχα. Tα τέλη που επιβάλλονται για τη χρηματοδότηση της παροχής βοήθειας σε επιβάτες με ειδικές ανάγκες και επιβάτες με περιορισμένη κινητικότητα ορίζονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1107/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς (6).

(8)

Το Συμβούλιο της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO ) ενέκρινε το 2004 πολιτικές για τα τέλη αερολιμένων που περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, τις αρχές της σχέσης των αερολιμενικών τελών με το κόστος, της απαγόρευση των διακρίσεων και ανεξάρτητο μηχανισμό για την οικονομική ρύθμιση των αερολιμένων.

(9)

Το Συμβούλιο της ICAO χαρακτήρισε το αερολιμενικό τέλος ως εισφορά που προβλέπεται και εφαρμόζεται ειδικά για την κάλυψη του κόστους παροχής εγκαταστάσεων και υπηρεσιών για την πολιτική αεροπορία, ενώ τον φόρο ως εισφορά που προορίζεται για την είσπραξη γενικών εσόδων για την εθνική και την τοπική κυβέρνηση που εν γένει δεν χρησιμοποιούνται στο σύνολό τους ή βάσει συγκεκριμένου κόστους για την πολιτική αεροπορία.

(10)

Τα αερολιμενικά τέλη δεν θα πρέπει να εισάγουν διακρίσεις. Θα πρέπει να θεσπιστεί μια υποχρεωτική διαδικασία τακτικής διαβούλευσης μεταξύ των φορέων διαχείρισηςκαι των χρηστών αερολιμένων, η οποία να παρέχει και στις δύο πλευρές τη δυνατότητα να προσφεύγουν σε ανεξάρτητο εποπτικό φορέα όποτε οι χρήστες του αερολιμένος αμφισβητούν μια απόφαση σχετικά με τα αερολιμενικά τέλη ή την τροποποίηση του συστήματος χρέωσης.

(11)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η αμεροληψία των αποφάσεων και η ορθή και ουσιαστική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να συσταθεί ανεξάρτητος εποπτικός φορέας σε κάθε κράτος μέλος. Ο φορέας αυτός θα πρέπει να διαθέτει όλους τους απαιτούμενους πόρους όσον αφορά το προσωπικό, την πείρα και τα οικονομικά μέσα, για να εκτελεί τα καθήκοντά του.

(12)

Είναι ζωτικής σημασίας για τους χρήστες των αερολιμένων να ενημερώνονται τακτικά από τον φορέα διαχείρισης των αερολιμένων για τον τρόπο και τη βάση υπολογισμού των αερολιμενικών τελών. Η διαφάνεια αυτή θα παρέχει στους αερομεταφορείς εικόνα για το κόστος που φέρει ο αερολιμένας και για την παραγωγικότητα των επενδύσεων του αερολιμένος. Για να μπορεί ένας φορέας διαχείρισης αερολιμένος να εκτιμά ορθά το ύψος των μελλοντικών του επενδύσεων, θα πρέπει να απαιτείται από τους χρήστες των αερολιμένων να διαβιβάζουν εγκαίρως στον φορέα διαχείρισης όλες τις επιχειρησιακές τους προβλέψεις, τα αναπτυξιακά τους έργα και τα ιδιαίτερα αιτήματα και επιθυμίες τους.

(13)

O φορέας διαχείρισης του αερολιμένος θα πρέπει να πληροφορεί τους χρήστες των αερολιμένων για τα σημαντικότερα έργα υποδομών, διότι τα έργα αυτά έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο σύστημα χρέωσης ή/και στο ύψος των αερολιμενικών τελών. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται κατά τρόπο που να επιτρέπει την παρακολούθηση του κόστους της υποδομής, καθώς και την παροχή κατάλληλων και οικονομικώς αποδοτικών διευκολύνσεων στο συγκεκριμένο αερολιμένα.

(14)

O φορέας διαχείρισης του αερολιμένος θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζει αερολιμενικά τέλη αντίστοιχα της παρεχόμενης υποδομής ή/και του παρεχόμενου επιπέδου υπηρεσιών, διότι οι αερομεταφορείς έχουν θεμιτό συμφέρον να απαιτούν από έναν αερολιμένα υπηρεσίες ανάλογες της σχέσης τιμής/ποιότητας. Ωστόσο, η πρόσβαση σε διαφοροποιημένο επίπεδο υποδομής ή υπηρεσιών θα πρέπει να παρέχεται χωρίς διακρίσεις σε όλους τους αερομεταφορείς που επιθυμούν να τις χρησιμοποιούν. Σε περίπτωση που η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, η πρόσβαση θα πρέπει να ρυθμίζεται με βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια που ορίζει ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος. Τυχόν διαφοροποίηση στα αερολιμενικά τέλη πρέπει να είναι διαφανής, αντικειμενική και να βασίζεται σε σαφή κριτήρια.

(15)

Οι χρήστες και ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος θα πρέπει να μπορούν να συνάπτουν συμφωνία για το επίπεδο υπηρεσιών όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται έναντι των αερολιμενικών τελών. Οι διαπραγματεύσεις για την ποιότητα υπηρεσιών έναντι των τελών θα μπορούσαν να γίνουν στο πλαίσιο των τακτικών διαβουλεύσεων.

(16)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 81 έως 89.

(17)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η κατάρτιση ορισμένων κοινών αρχών για την είσπραξη των αερολιμενικών τελών, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, διότι είναι αδύνατον να καθιερωθούν στο επίπεδό κράτους μέλους ενιαία συστήματα αερολιμενικών τελών σε όλη την Κοινότητα, και, επομένως, ως εκ της εκτάσεως και των επιπτώσεων της παρούσας δράσης, μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία θέτει κοινές αρχές για την είσπραξη αερολιμενικών τελών στους κοινοτικούς αερολιμένες.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε αερολιμένα ο οποίος βρίσκεται σε έδαφος υποκείμενο στις διατάξεις της Συνθήκης και είναι ανοικτός στην εμπορική κίνηση, εφόσον έχει ετήσια κίνηση άνω των 5 εκατομμυρίων επιβατών, και στον αερολιμένα με την υψηλότερη επιβατική κίνηση σε κάθε κράτος μέλος.

3.   Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν κατάλογο των αερολιμένων που ευρίσκονται στο έδαφός τους και υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Ο κατάλογος αυτός βασίζεται σε δεδομένα της Επιτροπής (EUROSTAT) και ενημερώνεται ετησίως.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται για τα αερολιμενικά τέλη που εισπράττονται επ' αμοιβή των επί διαδρομής αεροναυτιλιακών υπηρεσιών και των τερματικών αεροναυτιλιακών υπηρεσιών σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1794/2006 ή για τα τέλη που εισπράττονται επ' αμοιβή των υπηρεσιών εδάφους που αναφέρονται στο Παράρτημα της οδηγίας 96/67/EΚ ή για τα τέλη που επιβάλλονται για τη χρηματοδότηση της παροχής βοήθειας σε επιβάτες με ειδικές ανάγκες και επιβάτες με περιορισμένη κινητικότητα, που αναφέρονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1107/2006.

5.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν πρόσθετα κανονιστικά μέτρα τα οποία δεν αντίκεινται προς την παρούσα οδηγία ή άλλες σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου έναντι φορέων διαχείρισης αερολιμένων που ευρίσκονται στο έδαφός τους. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν μέτρα οικονομικής εποπτείας, όπως η έγκριση συστημάτων χρέωσης ή/και του ύψους των τελών, περιλαμβανομένων των μεθόδων επιβολής τελών βάσει κινήτρων ή ρύθμισης των ανωτάτων τιμών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«αερολιμένας»: έκταση διαρρυθμισμένη ειδικά για την προσγείωση, την απογείωση και τους ελιγμούς αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων των τυχών βοηθητικών εγκαταστάσεων για τις ανάγκες της κίνησης και της εξυπηρέτησης των αεροσκαφών, καθώς και οι εγκαταστάσεις που υποβοηθούν τις εμπορικές αεροπορικές υπηρεσίες,

2)

«φορέας διαχείρισης αερολιμένα»: φορέας ο οποίος, σε συνδυασμό ή όχι με άλλες δραστηριότητες, ανάλογα με την περίπτωση, έχει ως στόχο, δυνάμει εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ή συμβάσεων, τη διοίκηση και τη διαχείριση των αερολιμενικών υποδομών ή των υποδομών αερολιμενικών δικτύων και το συντονισμό και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων των διαφόρων αερομεταφορέων που εξυπηρετούν τους συγκεκριμένους αερολιμένες ή αερολιμενικά δίκτυα,

3)

«χρήστης αερολιμένος» : φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μεταφέρει αεροπορικώς επιβάτες, ταχυδρομείο ή/και φορτίο, από ή προς το συγκεκριμένο αερολιμένα,

4)

«αερολιμενικά τέλη»: η εισφορά που εισπράττεται από τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και καταβάλλεται από τους χρήστες του αερολιμένος για τη χρήση των διευκολύνσεων και των υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται αποκλειστικά από τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και αφορούν την προσγείωση, την απογείωση, το φωτισμό και τη στάθμευση αεροσκαφών και τη διακίνηση επιβατών και φορτίου,

5)

«δίκτυο αερολιμένων»: ομάδα αερολιμένων καθορισμένων από κράτος μέλος τα οποία διαχειρίζεται ο ίδιος φορέας διαχείρισης αερολιμένων.

Άρθρο 3

Απαγόρευση διακρίσεων

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αερολιμενικά τέλη να μην εισάγουν διακρίσεις μεταξύ χρηστών αερολιμένων, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό δεν αποκλείει τη διαφοροποίηση των αερολιμενικών τελών για λόγους δημόσιου και γενικού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών. Τα κριτήρια για τη διαφοροποίηση αυτήν πρέπει να είναι συναφή, αντικειμενικά και διαφανή.

Άρθρο 4

Δίκτυο αερολιμένων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στο φορέα διαχείρισης δικτύου αερολιμένων να εισάγει κοινό και διαφανές σύστημα αερολιμενικών τελών που να καλύπτει το δίκτυο αερολιμένων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους φορείς διαχείρισης των αερολιμένων που εξυπηρετούν την ίδια πόλη ή αστικό κέντρο να εφαρμόζουν το αυτό επίπεδο τελών σε όλους τους οικείους αερολιμένες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αερολιμένες συμμορφώνονται πλήρως προς τις απαιτήσεις περί διαφάνειας του άρθρου 6.

Άρθρο 5

Διαβουλεύσεις και επανόρθωση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν μια υποχρεωτική και τακτική διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και των χρηστών του αερολιμένος ή των αντιστοίχων εκπροσώπων ή ενώσεων τους για τη λειτουργία του συστήματος αερολιμενικών τελών, το ύψος των τελών αερολιμένος και, ανάλογα με την περίπτωση, της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας. Η εν λόγω διαβούλευση πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά το έτος, εκτός εάν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά κατά την προηγούμενη διαβούλευση. Εάν υπάρχει πολυετής συμφωνία μεταξύ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και των χρηστών του αερολιμένος, η διαβούλευση πραγματοποιείται όπως προβλέπεται στη συμφωνία αυτή. Ωστόσο, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να ζητούν συχνότερες διαβουλεύσεις.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όποτε είναι δυνατόν, οι μεταβολές του συστήματος αερολιμενικών τελών ή του ύψους τους να πραγματοποιούνται με συμφωνία του φορέα διαχείρισης του αερολιμένος με τους χρήστες του αερολιμένος. Προς το σκοπό αυτόν, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος υποβάλλει τυχόν πρόταση τροποποίησης του συστήματος αερολιμενικών τελών ή του ύψους τους στους χρήστες του αερολιμένος το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών πριν την έναρξη ισχύος των τελών, καθώς και την αιτιολόγηση των προτεινόμενων μεταβολών, εκτός αν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις που θα πρέπει να αιτιολογούνται στους χρήστες. Εντούτοις, το διάστημα αυτό δεν είναι μικρότερο των δύο μηνών. Πριν λάβει απόφαση, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος πραγματοποιεί με τους χρήστες του αερολιμένος διαβουλεύσεις για τις προτεινόμενες μεταβολές και λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις τους. Ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος δημοσιεύει την απόφασή του ή τη σύστασή του εντός ευλόγου διαστήματος πριν από την έναρξη ισχύος της. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και των χρηστών του αερολιμένος για τις προτεινόμενες μεταβολές, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος αιτιολογεί την απόφασή του σε σχέση με τις απόψεις των χρηστών του αερολιμένος.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση διαφωνίας επί απόφασης σχετικά με τα αερολιμενικά τέλη που έχει λάβει ο φορέας διαχείρισης αερολιμένων, οιαδήποτε πλευρά να μπορεί να ζητήσει την παρέμβαση του ανεξάρτητου εποπτικού φορέα του άρθρου 10 ο οποίος εξετάζει την αιτιολόγηση της τροποποίησης του συστήματος αερολιμενικών τελών ή του ύψους των.

4.   Εάν υποβληθεί στον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα τροποποίηση του συστήματος χρέωσης ή/και του ύψους των αερολιμενικών τελών η οποία αποφασίζεται από το φορέα διαχείρισης του αερολιμένος, η τροποποίηση δεν τίθεται σε ισχύ πριν εξεταστεί από τον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα. Ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας μπορεί να λάβει ενδιάμεση απόφαση για την έναρξη ισχύος της τροποποίησης των αερολιμενικών τελών.

5.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει να μην εφαρμόσει τις παραγράφους 3 και 4 για μεταβολές του συστήματος ή του ύψους των τελών σε αερολιμένες για τους οποίους έχει θεσπιστεί διαδικασία βάσει της οποίας υπάρχει οικονομική εποπτεία. Τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι τα ίδια με αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5. Όταν αυτά τα μέτρα οικονομικής εποπτείας περιλαμβάνουν έγκριση του συστήματος χρέωσης ή/και του ύψους των τελών αερολιμένος, πρέπει να εγκρίνονται από τον ίδιο φορέα ο οποίος έχει οριστεί ή συσταθεί ως ανεξάρτητος εποπτικός φορέας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 6

Διαφάνεια

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κάθε φορά που πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος να παρέχει, σε κάθε χρήστη αερολιμένα ή στους εκπροσώπους ή στις ενώσεις χρηστών του αερολιμένος, πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίζεται το σύστημα χρέωσης ή/και το ύψος όλων των τελών που εισπράττονται σε κάθε αερολιμένα από το φορέα διαχείρισης του αερολιμένος. Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:

(α)

κατάλογος των διαφόρων υπηρεσιών και υποδομών που παρέχονται έναντι του εισπραττόμενου τέλους,

(β)

η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των αερολιμενικών τελών,

(γ)

γενική διάρθρωση του κόστους του αερολιμένος, σε σχέση με τις καλυπτόμενες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες, που σχετίζονται με τα αερολιμενικά τέλη,

(δ)

το εισόδημα από τα διάφορα τέλη και το συνολικό κόστος των υπηρεσιών που καλύπτονται από αυτά,

(ε)

προβλέψεις σχετικά με την κατάσταση του αερολιμένος όσον αφορά τα τέλη, την αύξηση της κίνησης και τις προτεινόμενες επενδύσεις,

(στ)

την πραγματική χρήση της υποδομής και του εξοπλισμού του αερολιμένος για μια συγκεκριμένη περίοδο.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες του αερολιμένος να πληροφορούν τον φορέα διαχείρισης του αερολιμένος πριν από οποιαδήποτε διαβούλευση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, ιδίως σχετικά με:

(α)

τις προβλέψεις κίνησής τους,

(β)

τις προβλέψεις τους όσον αφορά τη σύνθεση και την προβλεπόμενη χρήση του στόλου τους,

(γ)

τα αναπτυξιακά τους έργα στον συγκεκριμένο αερολιμένα,

(δ)

τις απαιτήσεις τους στον συγκεκριμένο αερολιμένα.

3.   Με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, οι πληροφορίες που παρέχονται βάσει του παρόντος άρθρου θεωρούνται εμπιστευτικές ή οικονομικώς ευαίσθητες και αντιμετωπίζονται αναλόγως. Στην περίπτωση φορέων διαχείρισης αερολιμένων εισηγμένων στο χρηματιστήριο πρέπει να τηρούνται ιδιαίτερα οι διατάξεις του χρηματιστηριακού δικαίου.

Άρθρο 7

Νέες υποδομές

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος να συμβουλεύεται τους χρήστες του αερολιμένος πριν οριστικοποιηθούν τα σχέδια νέων έργων υποδομών.

Άρθρο 8

Ποιοτικά πρότυπα

1.   Για να εξασφαλίζεται η ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία ενός αερολιμένα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος και οι αντιπρόσωποι ή ενώσεις των χρηστών του αερολιμένος να έρχονται σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας για το επίπεδο υπηρεσιών όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στον αερολιμένα. Αυτές οι διαπραγματεύσεις για την ποιότητα των υπηρεσιών μπορούν να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1.

2.   Αυτές οι συμφωνίες για το επίπεδο των υπηρεσιών καθορίζουν το επίπεδο υπηρεσιών το οποίο πρέπει να παρέχει ο φορέας διαχείρισης του αερολιμένος και το οποίο λαμβάνει υπόψη το πραγματικό σύστημα χρέωσης ή/και επίπεδο των τελών αερολιμένος και το επίπεδο υπηρεσιών που δικαιούνται οι χρήστες του αερολιμένος έναντι των αερολιμενικών τελών.

Άρθρο 9

Εξατομικευμένες υπηρεσίες

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέπουν στον φορέα διαχείρισης του αερολιμένος να διαφοροποιεί την ποιότητα και το εύρος συγκεκριμένων αερολιμενικών υπηρεσιών, αεροσταθμών ή τμημάτων αεροσταθμών, προκειμένου να παρέχει εξατομικευμένες υπηρεσίες ή εξειδικευμένο αεροσταθμό ή τμήμα αυτού. Το σύστημα χρέωσης ή/και το ύψος των αερολιμενικών τελών είναι δυνατόν να διαφοροποιείται ανάλογα με την ποιότητα και το πεδίο αυτών των υπηρεσιών και το κόστος τους ή κάθε άλλη αντικειμενική αιτιολόγηση. Οι φορείς διαχείρισης αερολιμένων μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τα διαφοροποιημένα αυτά τέλη.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέπουν σε οιοδήποτε χρήστη αερολιμένα που επιθυμεί να χρησιμοποιεί τις εξατομικευμένες υπηρεσίες ή εξειδικευμένο αεροσταθμό ή μέρος αυτού να έχει την αντίστοιχη πρόσβαση.

Σε περίπτωση που, λόγω περιορισμένης χωρητικότητας, δεν είναι δυνατή η πρόσβαση σε εξατομικευμένες υπηρεσίες ή/και εξειδικευμένο αεροσταθμό ή μέρος αυτού από περισσότερους χρήστες που το επιθυμούν, η πρόσβαση καθορίζεται με βάση συναφή, αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά είναι δυνατόν να καθορίζονται από το φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν την έγκρισή τους από τον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα.

Άρθρο 10

Ανεξάρτητος εποπτικός φορέας

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ή συστήνουν ανεξάρτητο φορέα ως τον εθνικό ανεξάρτητο εποπτικό φορέα τους, προκειμένου να εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των μέτρων συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία και να εκτελεί, τουλάχιστον, τα καθήκοντα που ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 5. Ο φορέας αυτός μπορεί να είναι η οντότητα στην οποία το κράτος μέλος αναθέτει την εφαρμογή των πρόσθετων κανονιστικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης του συστήματος χρέωσης ή/και του ύψους των αερολιμενικών τελών, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη εγγυώνται την ανεξαρτησία του ανεξάρτητου εποπτικού φορέα μεριμνώντας για το νομικό διαχωρισμό και την ανεξάρτητη λειτουργία του από οιοδήποτε φορέα διαχείρισης αερολιμένα ή αερομεταφορέα. Τα κράτη μέλη που διατηρούν την κυριότητα αερολιμένων, φορέων διαχείρισης αερολιμένων ή αερομεταφορέων ή τον έλεγχο φορέων διαχείρισης αερολιμένων ή αερομεταφορέων μεριμνούν ώστε οι λειτουργίες που αφορούν αυτήν την κυριότητα ή αυτόν τον έλεγχο να μην ανατίθενται στον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας να ασκεί τις εξουσίες του με αμεροληψία και διαφάνεια.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το όνομα και τη διεύθυνση του ανεξάρτητου εποπτικού τομέα, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την παράγραφο 2.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μηχανισμό χρηματοδότησης του ανεξάρτητου εποπτικού φορέα, ο οποίος μπορεί να περιλαμβάνει την επιβολή τέλους στους χρήστες αερολιμένων και τους φορείς διαχείρισης αερολιμένων.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 5, παράγραφος 5, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, για τον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα, όσον αφορά τις διαφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα σχετικά με το ύψος ή τη δομή των αερολιμενικών τελών, συμπεριλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την ποιότητα υπηρεσιών, προκειμένου:

(α)

να θεσπίζεται διαδικασία για την επίλυση των διαφωνιών μεταξύ του φορέα διαχείρισης του αερολιμένος και των χρηστών του αερολιμένος,

(β)

να καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποβάλλεται μια διαφωνία στον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα. Ο φορέας αυτός μπορεί, ιδίως, να απορρίπτει τις αναιτιολόγητες ή ανεπαρκώς τεκμηριωμένες προσφυγές,

(γ)

να καθορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων οι διαφωνίες αξιολογούνται προς επίλυση.

Αυτές οι διαδικασίες, κριτήρια και προϋποθέσεις είναι αμερόληπτες, διαφανείς και αντικειμενικές.

6.   Όταν ερευνά την αιτιολόγηση της τροποποίησης του συστήματος ή του ύψους των αερολιμενικών τελών όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας έχει πρόσβαση στις απαιτούμενες πληροφορίες από τους ενδιαφερομένους και υποχρεούται να διαβουλεύεται με αυτούς προκειμένου να λάβει την απόφασή του. Ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας εκδίδει απόφαση το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός έξι μηνών από την παραλαβή της προσφυγής. Οι αποφάσεις του ανεξάρτητου εποπτικού φορέα είναι δεσμευτικές, με την επιφύλαξη κοινοβουλευτικού ή δικαστικού ελέγχου, όπως εφαρμόζεται στα κράτη μέλη.

7.   Ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας δημοσιεύει ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων του.

Άρθρο 11

Έκθεση και αναθεώρηση

1.   Tο αργότερο στις … (7), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στην οποία αξιολογείται η πρόοδος που έχει σημειωθεί όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας, καθώς και τυχόν ενδεδειγμένη πρόταση, εφόσον χρειάζεται.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά τη συλλογή των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη σύνταξη της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 12

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις … (8). Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτήν κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Aποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 10, 15.1.2008, σ. 35.

(2)  ΕΕ C 305, 15.12.2007, σ. 11.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ L 341, 7.12.2006, σ. 3.

(5)  ΕΕ L 272, 25.10.1996, σ. 36.

(6)  ΕΕ L 204, 26.7.2006, σ. 1.

(7)  4 έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(8)  36 μήνες από την έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Στις 29 Ιανουαρίου 2007 η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο την προαναφερόμενη πρόταση. Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 80 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ.

2.

Στις 29-30 Νοεμβρίου 2007, το Συμβούλιο «Μεταφορές, Τηλεπικοινωνίες και Ενέργεια» κατέληξε σε γενική προσέγγιση ως προς την πρόταση.

3.

Στις 15 Ιανουαρίου 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εισηγητής ο κ. Ulrich Stockmann (PSE-ΓΕ)) ψήφισε την πρόταση σε πρώτη ανάγνωση. Στη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περιλαμβάνονται 45 τροπολογίες.

4.

Στις 7 Απριλίου 2008, το Συμβούλιο «Μεταφορές, Τηλεπικοινωνίες και Ενέργεια» κατέληξε σε πολιτική συμφωνία επί της πρότασης, αποδεχόμενο ορισμένες από τις 45 τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (έγγρ. 8017/08). Η κοινή θέση που προέκυψε προβλέπεται να εγκριθεί από το Συμβούλιο της 23ης Ιουνίου 2008.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος της πρότασης οδηγίας είναι η θέσπιση κοινών αρχών για την είσπραξη αερολιμενικών τελών στα κοινοτικά αεροδρόμια. Αποσκοπεί να αποσαφηνίσει την σχέση μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης και των χρηστών των αερολιμένων, απαιτώντας διαφάνεια, διαβούλευση με τους χρήστες και εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων κατά τον υπολογισμό των τελών που χρεώνονται στους χρήστες. Επιπλέον, αποσκοπεί στη δημιουργία ισχυρών, ανεξάρτητων εθνικών αρχών στα κράτη μέλη για τη διαιτησία και την επίλυση διαφορών, ώστε να είναι ταχείες οι σχετικές διαδικασίες.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικά

Κατά την ολομέλειά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε 45 τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής. Η κοινή θέση του Συμβουλίου αποδίδει τις τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής (βλέπε σημείο 2.α. κατωτέρω) συμπεριλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό τροπολογιών

είτε επί λέξει (τροπολογίες 8, 10, 11, 45 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), είτε

κατά το πνεύμα, με παρόμοια διατύπωση (τροπολογίες 1, 2, 3, 15, 23, 28, 29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).

Παρ' όλ' αυτά, σημαντικός αριθμός τροπολογιών δεν έχει συμπεριληφθεί στην κοινή θέση, διότι όπως έκρινε το Συμβούλιο είτε

1.

περιττεύουν, διότι ήδη καλύπτονται από άλλες νομοθετικές πράξεις που εξεδόθησαν μετά την γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είτε

2.

έχουν ληφθεί υπόψη σε άλλο σημείο του κειμένου, δεδομένου ότι στην κοινή θέση η αρχική πρόταση της Επιτροπής έχει αναδιατυπωθεί.

2.   Συγκεκριμένα ζητήματα

α)   Βασικές τροποποιήσεις της πρότασης της Επιτροπής

Λαμβάνοντας ως βάση την πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο επέφερε ορισμένες τροποποιήσεις που μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

—   Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, άρθρο 1

Η Επιτροπή αρχικά πρότεινε να περιληφθούν όλοι οι αερολιμένες με ετήσια κίνηση άνω του ενός εκατομμυρίου επιβατών. Το Συμβούλιο συμφώνησε να αυξηθεί το όριο αυτό σε 5 εκατομμύρια και να προστεθεί ο μεγαλύτερος αερολιμένας κάθε κράτους μέλους. Αυτό το πεδίο εφαρμογής συμφωνεί επίσης με τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

—   Διαφοροποίηση των τελών για περιβαλλοντικούς λόγους και άλλους σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, άρθρο 3

Το Συμβούλιο συμφώνησε να συμπεριληφθεί η δυνατότητα αυτή στο άρθρο περί απαγόρευσης των διακρίσεων. Η προσθήκη αυτή δίνει υπόσταση στην επιθυμία των κρατών μελών να έχουν τη δυνατότητα να προωθούν τα αεροσκάφη που είναι φιλικότερα προς το περιβάλλον, μέσω διαφοροποίησης των αερολιμενικών τελών, καθώς και για άλλους σκοπούς.

—   Σχέση με το κόστος, αιτιολογική παράγραφος 8

Η αιτιολογική αυτή παράγραφος αποτελεί ισορροπημένο συμβιβασμό μεταξύ της επιθυμίας των κρατών μελών το ύψος των αερολιμενικών τελών να είναι εντελώς ανάλογο προς το κόστος παροχής των αερολιμενικών υπηρεσιών (σύμφωνα με τις συστάσεις πολιτικής της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας για τα αερολιμενικά τέλη) και κάποιου βαθμού ευελιξίας για άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων όσων θεωρούν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει επιπτώσεις στη λειτουργία του δικτύου αερολιμένων.

—   Δίκτυο αερολιμένων και σύστημα αερολιμένων, άρθρο 2 παράγραφοι 5 και 4

Το Συμβούλιο συμφώνησε ότι πρέπει απαραιτήτως να προστεθεί στο κείμενο του σχεδίου οδηγίας ορισμός του δικτύου αερολιμένων. Επίσης, έκρινε σκόπιμο να συμπεριληφθεί κείμενο που διασφαλίζει ότι οι αερολιμένες που εξυπηρετούν την ίδια πόλη ή το ίδιο αστικό κέντρο θα μπορούν να διαθέτουν κοινό σύστημα επιβολής τελών.

—   Μέτρα οικονομικής εποπτείας, άρθρο 5 παράγραφος 5

Το Συμβούλιο έκρινε σκόπιμη την προσθήκη διάταξης περί μέτρων οικονομικής εποπτείας δυνάμει της οποίας τα κράτη έλη που χρησιμοποιούν συστήματα οικονομικής εποπτείας δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών που προβλέπει η οδηγία, και τούτο διότι η οικονομική εποπτεία προσφέρει βαθμό προστασίας συγκρίσιμο προς εκείνον που κατοχυρώνει η οδηγία.

—   Προθεσμία για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, άρθρο 12

Το Συμβούλιο επεξέτεινε την περίοδο που απαιτείται για τη μεταφορά της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία σε 36 μήνες, ούτως ώστε να δοθεί σε όλα τα κράτη μέλη αρκετός χρόνος προκειμένου να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της.

β)   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Συμβούλιο εξέτασε επί πλέον έναν αριθμό τροπολογιών, παρότι δεν τις περιέλαβε στην κοινή του θέση. Τα ζητήματα αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

—   Τέλη ασφαλείας

Σχετικές τροπολογίες: 4, 13, 37-41

Η κοινή θέση δεν περιελάμβανε τις τροπολογίες για την χρηματοδότηση της ασφάλειας, δεδομένου ότι τα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το θέμα αυτό ικανοποιήθηκαν ήδη με την έναρξη ισχύος του νέου κανονισμού για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας (κανονισμός 300/2008). Τα αιτήματα αυτά θα διαλαμβάνονται επίσης σε μελλοντική πρωτοβουλία πολιτικής της Επιτροπής.

—   Προχρηματοδότηση

Σχετικές τροπολογίες: 31, 32

Η κοινή θέση αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των νέων έργων υποδομών και παρέχει τη δυνατότητα χρηματοδότησή τους, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των χρηστών των αερολιμένων. Η αρχή αυτή της προχρηματοδότησης μνημονεύεται ήδη σε κείμενα της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας, το Συμβούλιο όμως έκρινε ορθότερο να μη τις συμπεριλάβει στην κοινή του θέση λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων των κρατών μελών και της ανάγκης να διατηρηθεί η ευελιξία. Η Επιτροπή δεν δέχθηκε τις τροπολογίες αυτές.

—   Σύστημα ενιαίου ή διπλού ταμείου

Σχετικές τροπολογίες: 6, 22

Το Συμβούλιο έκρινε απαραίτητο να προβλεφθεί η θέσπιση κοινού πλαισίου το οποίο θα ρυθμίζει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των αερολιμενικών τελών και τον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται, έκρινε όμως επίσης ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιτρέπουν ενιαίο ή διπλό ταμείο ή συνδυασμό των δύο συστημάτων και να μην υποχρεωθούν να εκδώσουν νομοθεσία που θα καθιστά υποχρεωτικό ένα από αυτά τα συστήματα ή να παρέχουν το δικαίωμα στους αερολιμένες να επιλέγουν ποιο θα χρησιμοποιήσουν. Για τους λόγους αυτούς, η κοινή θέση δεν συμπεριέλαβε ρητή διάταξη για το ζήτημα αυτό.

—   Κάλυψη όλων των αερολιμένων ενός δικτύου

Σχετικές τροπολογίες: 9, 14

Η κοινή θέση δεν αποδέχθηκε αυτές τις τροπολογίες χάριν συνοχής με τη συνολική προσέγγιση όσον αφορά τα δίκτυα, και συγκεκριμένα με την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων έναντι δικτύων μεταξύ κρατών μελών, την εξάλειψη της περιττής γραφειοκρατίας στους μικρούς αερολιμένες και την έλλειψη ανάγκης στην πράξη, δεδομένου ότι κατά την άποψη του συμβουλίου ο κίνδυνος έμμεσων επιδοτήσεων είναι ανυπόστατος.

—   Άλλες τροπολογίες

Η κοινή θέση δεν συμπεριέλαβε ορισμένες τροπολογίες για τρεις λόγους:

το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν συνάδουν με τη φιλοσοφία και την προσέγγιση που ακολουθεί το σχέδιο οδηγίας,

το Συμβούλιο έκρινε ότι η διατύπωσή τους δεν ήταν αρκετά σαφής και θα μπορούσε να προξενήσει νομική αβεβαιότητα, διότι μπορούσαν να ερμηνευθούν ποικιλοτρόπως,

το Συμβούλιο έκρινε ότι η εφαρμογή τους στα κράτη μέλη θα ήταν ακατόρθωτη, ιδίως προκειμένου για τις τροπολογίες που ορίζουν προθεσμίες, τις οποίες τα κράτη μέλη θεωρούν είτε υπερβολικά σύντομες είτε υπερβολικά μεγάλες.

Οι τροπολογίες αυτές είναι οι εξής:

αρχές του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων (μέρος της 7, 16, 24, 25, 26),

απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων (34, 35, 36),

προϋποθέσεις παρέμβασης του ανεξάρτητου εποπτικού φορέα και μεταβίβαση αρμοδιοτήτων (19, 21, 42, 43),

επίπεδο και ποιότητα υπηρεσιών (5, 27, 33),

μνεία παραγόντων που προσδιορίζουν το ύψος των τελών (12),

διαβουλεύσεις (17),

προθεσμία για προτάσεις τροποποίησης του συστήματος επιβολής τελών (18),

αποδεκτό των καταγγελιών (20),

διαφάνεια (30),

προθεσμία λήψης αποφάσεων από τον ανεξάρτητο εποπτικό φορέα (44).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο φρονεί ότι την κοινή θέση χαρακτηρίζει η ισορροπία και ο σεβασμός των σκοπών και στόχων που επιδιώκει η πρόταση της Επιτροπής. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της πρώτης ανάγνωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το Συμβούλιο καταγράφει τις άτυπες διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί μεταξύ Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευελπιστεί ότι τα κείμενα συμβιβαστικών λύσεων που διατυπώθηκαν θα καταστήσουν δυνατή την ταχεία έκδοση της οδηγίας στο προσεχές μέλλον.


7.10.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 254/26


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 23/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 15 Σεπτεμβρίου 2008

για την έκδοση οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας

(2008/C 254 E/03)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 137 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Το άρθρο 137 της Συνθήκης ορίζει ότι η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Στις οδηγίες που εκδίδονται βάσει του άρθρου αυτού πρέπει να αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών κατά τρόπο που θα παρεμπόδιζε τη δημιουργία και την ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

(2)

Η οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, τα διαλείμματα, τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, την ετήσια άδεια, καθώς και ορισμένες πτυχές της νυχτερινής εργασίας, της εργασίας κατά βάρδιες και του ρυθμού εργασίας.

(3)

Το άρθρο 19 τρίτη παράγραφος και το άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2003/88/ΕΚ προβλέπουν την επανεξέτασή της πριν από τις 23 Νοεμβρίου 2003.

(4)

Πάνω από δέκα έτη μετά την έκδοση της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου (5), ήτοι της αρχικής οδηγίας στον τομέα οργάνωσης του χρόνου εργασίας, κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι νέες εξελίξεις και απαιτήσεις τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων, καθώς και να βρεθούν τρόποι επίτευξης των στόχων για την ανάπτυξη και την απασχόληση που όρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 22ας και 23ης Μαρτίου 2005 στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισσαβώνας.

(5)

Ο συνδυασμός της εργασίας με την οικογενειακή ζωή αποτελεί επίσης θεμελιώδες στοιχείο για την επίτευξη των στόχων που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη στρατηγική της Λισσαβώνας, ιδίως για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ των γυναικών. Ο συνδυασμός αυτός δύναται όχι μόνο να δημιουργήσει ένα πιο ικανοποιητικό κλίμα εργασίας, αλλά και να βελτιώσει την προσαρμογή στις ανάγκες των εργαζομένων, ιδίως όσων βαρύνονται με οικογενειακές ευθύνες. Ορισμένες από τις τροποποιήσεις που περιέχονται στην παρούσα οδηγία αποσκοπούν στο να επιτρέψουν τον καλύτερο συνδυασμό μεταξύ εργασίας και οικογενειακής ζωής.

(6)

Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους να συνάπτουν, στο κατάλληλο επίπεδο, συμφωνίες για τη βελτίωση του συνδυασμού εργασίας και οικογενειακής ζωής.

(7)

Γίνεται αισθητή η επιταγή να ενισχυθεί η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και να αυξηθεί η ευελιξία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, ιδίως όσον αφορά τον χρόνο ετοιμότητας και, πιο συγκεκριμένα, τις ανενεργές περιόδους κατά τη διάρκεια του χρόνου ετοιμότητας. Πρέπει επίσης να εξευρεθεί νέα ισορροπία μεταξύ, αφενός, του συνδυασμού της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής και, αφετέρου, της πιο ευέλικτης οργάνωσης του χρόνου εργασίας.

(8)

Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να διαθέτουν περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης στις περιπτώσεις που δεν χορηγούνται περίοδοι ανάπαυσης. Ο καθορισμός της διάρκειας της εύλογης προθεσμίας εντός της οποίας χορηγείται στους εργαζόμενους ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση, θα πρέπει να επαφίεται στα κράτη μέλη, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίζεται η υγεία και η ασφάλεια των ενδιαφερομένων εργαζομένων και της αρχής της αναλογικότητας.

(9)

Οι διατάξεις σχετικά με την περίοδο αναφοράς ως προς τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας πρέπει επίσης να επανεξεταστούν, προκειμένου να προσαρμοστούν στις ανάγκες των εργοδοτών και των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

(10)

Όταν η διάρκεια της σύμβασης εργασίας είναι μικρότερη του έτους, η περίοδος αναφοράς δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας.

(11)

Η εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ καταδεικνύει ότι η καθαρά ατομική απόφαση μη υπαγωγής στο άρθρο 6 της οδηγίας αυτής μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα όσον αφορά τόσο την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων όσο και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του εργαζομένου.

(12)

Η δυνατότητα που προβλέπει το άρθρο 22 παράγραφος 1 αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας των 48 ωρών, η οποία υπολογίζεται ως ο μέσος όρος εντός μιας περιόδου αναφοράς. Προϋποθέτει την αποτελεσματική προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, και τη ρητή, ελεύθερη και εν πλήρη γνώσει συναίνεση του εκάστοτε εργαζομένου. Για τη χρήση της εν λόγω δυνατότητας πρέπει να τηρούνται οι ενδεδειγμένες εγγυήσεις προκειμένου να διαφυλάσσεται η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών και να υπάρχει στενή παρακολούθηση.

(13)

Προτού εφαρμοστεί η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 22 παράγραφος 1, θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον η μέγιστη περίοδος αναφοράς ή άλλες διατάξεις ευελιξίας που προβλέπει η οδηγία 2003/88/ΕΚ εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ευελιξία.

(14)

Προκειμένου να αποφεύγονται οι κίνδυνοι για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, δεν είναι δυνατή η σωρευτική χρήση της ελαστικής περιόδου αναφοράς που προβλέπει το άρθρο 19 πρώτη παράγραφος στοιχείο β) και η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 22 παράγραφος 1.

(15)

Σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με τους ενδεχόμενους προσανατολισμούς της κοινοτικής δράσης στο θέμα αυτό.

(16)

Η Επιτροπή, έπειτα από τις διαβουλεύσεις αυτές, έκρινε ότι είναι σκόπιμη η ανάληψη σχετικής κοινοτικής δράσης και διαβουλεύθηκε περαιτέρω με τους κοινωνικούς εταίρους ως προς το περιεχόμενο της μελετώμενης πρότασης, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(17)

Στο πλαίσιο του δεύτερου αυτού σταδίου των διαβουλεύσεων, οι κοινωνικοί εταίροι σε κοινοτικό επίπεδο δεν πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι επιθυμούν να κινήσουν τη διαδικασία που θα μπορούσε να καταλήξει στη σύναψη συμφωνίας, όπως προβλέπει το άρθρο 139 της Συνθήκης.

(18)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή ο εκσυγχρονισμός της κοινοτικής νομοθεσίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, κατά συνέπεια, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(19)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6). Συγκεκριμένα, η παρούσα οδηγία έχει σκοπό να εξασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος των εργαζομένων σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 31 του Χάρτη και ιδίως στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου η οποία προβλέπει ότι «κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών».

(20)

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας διατηρεί το γενικό επίπεδο προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2003/88/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 2 παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«1α.

“χρόνος ετοιμότητας”: περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι διαθέσιμος στον χώρο εργασίας του, προκειμένου να επέμβει, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, με στόχο να ασκήσει τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του.

1β.

“χώρος εργασίας”: ο χώρος ή οι χώροι στους οποίους κανονικά ο εργαζόμενος ασκεί τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντά του και οι οποίοι καθορίζονται σύμφωνα με ό,τι προβλέπει η σχέση ή η σύμβαση εργασίας που ισχύει για τον εργαζόμενο.

1γ.

“ανενεργή περίοδος του χρόνου ετοιμότητας”: περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος τελεί σε ετοιμότητα κατά την έννοια του σημείου 1α, αλλά δεν καλείται από τον εργοδότη του να ασκήσει τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του.».

2.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 2α

Χρόνος ετοιμότητας

Η ανενεργή περίοδος του χρόνου ετοιμότητας δεν θεωρείται χρόνος εργασίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εθνική νομοθεσία ή, βάσει εθνικής νομοθεσίας και/ή εθνικής πρακτικής, ορίζεται άλλως σε συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

Η ανενεργή περίοδος του χρόνου ετοιμότητας μπορεί να υπολογίζεται βάσει ενός μέσου όρου αριθμού ωρών ή ποσοστού του χρόνου ετοιμότητας, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας στον οικείο κλάδο, βάσει συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ή βάσει της εθνικής νομοθεσίας κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους.

Η ανενεργή περίοδος του χρόνου ετοιμότητας δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των ημερήσιων και εβδομαδιαίων περιόδων ανάπαυσης που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 5 αντιστοίχως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά:

α)

σε συλλογική σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων,

ή

β)

βάσει της εθνικής νομοθεσίας, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.

Η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος ασκεί όντως τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντά του κατά τον χρόνο ετοιμότητας θεωρείται πάντοτε χρόνος εργασίας.

Άρθρο 2β

Συνδυασμός εργασίας και οικογενειακής ζωής

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους στο κατάλληλο επίπεδο, χωρίς να θίγεται η αυτονομία τους, να συνάπτουν συμφωνίες με σκοπό τον καλύτερο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, υπό την επιφύλαξη της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (7) και σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ότι οι εργοδότες ενημερώνουν τους εργαζόμενους εν ευθέτω χρόνω για οιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή του ρυθμού ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας τους.

Λαμβανομένων υπόψη των αναγκών των εργαζομένων για ευελιξία του ωραρίου και του ρυθμού εργασίας τους, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν επίσης τους εργοδότες, σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές, να εξετάζουν αιτήσεις αλλαγών του ωραρίου και του ρυθμού εργασίας, με την επιφύλαξη των επιχειρηματικών αναγκών, καθώς και των αναγκών ευελιξίας τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

3.

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, οι λέξεις «από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τα άρθρα 3 έως 6, 8 και 16 στοιχεία α) και γ)»,

β)

στην παράγραφο 2, οι λέξεις «υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης εντός εύλογης προθεσμίας σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων»,

γ)

στην εισαγωγική φράση της παραγράφου 3, οι λέξεις «από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16 στοιχεία α) και γ)»,

δ)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από το άρθρο 6 είναι δυνατόν να επιτρέπονται στην περίπτωση ασκούμενων γιατρών σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου έως και έκτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου»,

ii)

διαγράφεται το τελευταίο εδάφιο.

4.

Στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 18, οι λέξεις «εφόσον χορηγούνται στους οικείους εργαζομένους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης εντός εύλογης προθεσμίας σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων».

5.

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Περιορισμοί στις παρεκκλίσεις από τις περιόδους αναφοράς

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 22α στοιχείο β) και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16 στοιχείο β), τα κράτη μέλη δύνανται, τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να επιτρέπουν, για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους οργάνωσης της εργασίας, η διάρκεια της περιόδου αναφοράς να μην υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες:

α)

μέσω συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων όπως προβλέπει το άρθρο 18,

ή

β)

μέσω νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους στο κατάλληλο επίπεδο.

Τα κράτη μέλη, όταν κάνουν χρήση της δυνατότητας του στοιχείου β) της πρώτης παραγράφου, διασφαλίζουν ότι οι εργοδότες τηρούν τις υποχρεώσεις τους όπως ορίζονται στο Μέρος ΙΙ της οδηγίας 89/391/EΟΚ.».

6.

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

Διάφορες διατάξεις

1.   Μολονότι, κατά γενική αρχή, η μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται το πολύ σε 48 ώρες και, στην πράξη, οι εργαζόμενοι στην Ένωση προσφέρουν επιπλέον εργασία μόνον κατ' εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζεται το άρθρο 6 υπό τον όρο ότι λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται αποτελεσματικά η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Η χρήση της δυνατότητας αυτής πρέπει ωστόσο να ορίζεται ρητά σε συλλογική σύμβαση ή σε συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στο κατάλληλο επίπεδο ή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους στο κατάλληλο επίπεδο.

2.   Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη που επιθυμούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 οφείλουν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζουν ότι:

α)

ο εργοδότης δεν ζητεί από τον εργαζόμενο να εργασθεί περισσότερες από 48 ώρες ανά επταήμερο, διάρκεια που υπολογίζεται ως ο μέσος όρος της κατά το άρθρο 16 στοιχείο β) περιόδου αναφοράς, εκτός αν ο εργαζόμενος συναινεί για την παροχή της εργασίας αυτής. Η ισχύς της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος και είναι ανανεώσιμη,

β)

ο εργαζόμενος δεν υφίσταται ζημία από τον εργοδότη του αν δεν δεχθεί να εκτελέσει την εργασία αυτή ή αν αποσύρει για κάποιο λόγο τη συναίνεσή του,

γ)

η συναίνεση που παρέχεται:

i)

κατά την υπογραφή της ατομικής σύμβασης εργασίας, ή

ii)

κατά τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της σχέσης εργασίας

θεωρείται άκυρη,

δ)

κανένας εργαζόμενος, ο οποίος υπέγραψε σύμβαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν εργάζεται, ανά επταήμερο:

i)

άνω των 60 ωρών, που υπολογίζονται ως ο μέσος όρος σε τρίμηνη περίοδο, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε συλλογική σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ή

ii)

άνω των 65 ωρών, που υπολογίζονται ως ο μέσος όρος σε τρίμηνη περίοδο, ελλείψει συλλογικής σύμβασης και όταν η ανενεργή περιόδος του χρόνου ετοιμότητας θεωρείται χρόνος εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 2α,

ε)

ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ανακαλέσει με άμεσο αποτέλεσμα τη συναίνεσή του για την παροχή τέτοιας εργασίας, κατά τους έξι πρώτους μήνες μετά τη σύναψη της συμφωνίας ή διαρκούσης της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας που ορίζεται στη σύμβασή του και εώς και τρίμηνο μετά τη λήξη της, εφόσον το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι μεγαλύτερης διάρκειας, ενημερώνοντας γραπτώς τον εργοδότη του εν ευθέτω χρόνω. Στη συνέχεια, ο εργοδότης μπορεί να απαιτήσει από τον εργαζόμενο προθεσμία γραπτής προειδοποίησης, η οποία δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες,

στ)

ο εργοδότης τηρεί και ενημερώνει αρχείο για όλους τους εργαζομένους που παρέχουν τέτοια εργασία βάσει του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί εάν τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας,

ζ)

το αρχείο είναι στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, οι οποίες δικαιούνται να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη δυνατότητα υπέρβασης της ανώτατης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας, για λόγους ασφάλειας ή/και υγείας των εργαζομένων,

η)

έπειτα από αίτηση των αρμόδιων αρχών, ο εργοδότης τους παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη συναίνεση των εργαζομένων για την παροχή εργασίας που υπερβαίνει τις 48 ώρες ανά επταήμερο, που υπολογίζεται ως ο μέσος όρος της κατά το άρθρο 16 στοιχείο β) περιόδου αναφοράς, καθώς και τα κατάλληλα αρχεία βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί εάν τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Υπό την επιφύλαξη της τήρησης των γενικών αρχών προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, όταν ένας εργαζόμενος απασχολείται από τον ίδιο εργοδότη για περίοδο ή περιόδους εργασίας που δεν υπερβαίνουν τις δέκα εβδομάδες συνολικά ανά δωδεκάμηνο, οι διατάξεις της παραγράφου 2 εδάφια γ) στοιχείο ii) και δ) δεν εφαρμόζονται.».

7.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

Ειδικές διατάξεις

Όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 22:

α)

δεν εφαρμόζεται η δυνατότητα του άρθρου 19 πρώτη παράγραφος στοιχείο β),

β)

το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16 στοιχείο β) και για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση της εργασίας, να ορίζει με νόμο, κανονισμό ή διοικητικές διατάξεις ότι η περίοδος αναφοράς δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Αυτή η περίοδος αναφοράς πρέπει να συνάδει με τις γενικές αρχές περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και να μη θίγει την τρίμηνη περίοδο αναφοράς που ισχύει βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 2 στοιχείο δ) ως προς εργαζομένους που έχουν υπαχθεί σε υφιστάμενη ισχύουσα συμφωνία βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 2 στοιχείο α).».

8.

Το άρθρο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 24

Εκθέσεις

1.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που έχουν ήδη θεσπίσει ή που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ανά πενταετία στην Επιτροπή έκθεση σχετική με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στην πράξη, αναφέροντας τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων.

Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και τη συμβουλευτική επιτροπή για την ασφάλεια και την υγεία στον τόπο εργασίας.

3.   Ανά πενταετία, αρχής γενομένης από τις 23 Νοεμβρίου 1996, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετική με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τις παραγράφους 1 και 2.».

9.

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 24α

Έκθεση αξιολόγησης

1.   Μέχρι τις … (8):

α)

τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει το άρθρο 22 παράγραφος 1 ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τους λόγους, τον ή τους κλάδους, τις δραστηριότητες και τον αριθμό των οικείων εργαζομένων, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σε εθνικό επίπεδο. Η έκθεση κάθε κράτους μέλους παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και καταγράφει τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων στο κατάλληλο επίπεδο, διαβιβάζεται δε και στους κοινωνικούς εταίρους σε εθνικό επίπεδο,

β)

τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 19 στοιχείο β) ενημερώνουν την Επιτροπή για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν την παρούσα διάταξη και για τις επιπτώσεις της στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.

2.   Μέχρι τις … (9), η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετική με:

α)

τη χρήση της δυνατότητας του άρθρου 22 παράγραφος 1 καθώς και τους λόγους που την επιβάλλουν, και

β)

άλλους παράγοντες που μπορεί να συνηγορούν για επιπλέον ώρες εργασίας, όπως η χρήση του άρθρου 19 στοιχείο β).

Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται από κατάλληλες προτάσεις για τη μείωση του υπερβολικού χρόνου εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της δυνατότητας του άρθρου 22 παράγραφος 1, εκτιμώντας τον αντίκτυπό της για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων που καλύπτονται από τη δυνατότητα αυτή.

3.   Το Συμβούλιο, με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, αξιολογεί τη χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει η παρούσα οδηγία και κυρίως αυτές που επιτρέπονται από τα άρθρα 19 πρώτη παράγραφος στοιχείο β) και 22 παράγραφος 1.

Λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση αυτή, η Επιτροπή δύναται, μέχρι τις … (10), εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να υποβάλει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας, περιλαμβανομένης της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 22 παράγραφος 1.».

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν το καθεστώς κυρώσεων που ισχύει για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που λαμβάνονται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των κυρώσεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο στις … (11). Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών το συντομότερο δυνατό. Λαμβάνουν ιδίως μέριμνα ώστε οι εργαζόμενοι και/ή οι εκπρόσωποί τους να διαθέτουν κατάλληλα μέσα ώστε να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία μέχρι τις … (11) ή εξασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο με το οποίο θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 267, 27.10.2005, σ. 16.

(2)  ΕΕ C 231, 20.9.2005, σ. 69.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 (ΕΕ C 92 E, 20.4.2006, σ. 292), κοινή θέση του Συμβουλίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2008 και κοινή θέση του Συμβουλίου της … (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ L 299, 18.11.2003, σ. 9.

(5)  ΕΕ L 307, 13.12.1993, σ. 1. Οδηγία που καταργήθηκε με την οδηγία 2003/88/ΕΚ.

(6)  ΕΕ C 303, 14.12.2007, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 80, 23.3.2002, σ. 29.».

(8)  Έξι έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(9)  Επτά έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(10)  Οχτώ έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(11)  Τρία έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (1). Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 137 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

Ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση για την πρόταση στις 11 Μαΐου 2005 (2).

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της στις 11 Μαΐου 2005 (3) και η Επιτροπή των Περιφερειών στις 14 Απριλίου 2005 (4).

Η Επιτροπή υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση (5) στις 2 Ιουνίου 2005, στην οποία αποδέχτηκε δέκα τρεις από τις είκοσι πέντε τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στις 9 Ιουνίου 2008, το Συμβούλιο επέτυχε πολιτική συμφωνία με ειδική πλειοψηφία για κοινή θέση, παραλλήλως με πολιτική συμφωνία με ειδική πλειοψηφία για την κοινή θέση σχετικά με την οδηγία για τους όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων. Πέντε από τις αντιπροσωπίες δεν μπόρεσαν να δεχτούν το κείμενο της πολιτικής συμφωνίας για την οδηγία για τον χρόνο εργασίας και διατύπωσαν κοινή δήλωση προς καταχώρηση στα πρακτικά του Συμβουλίου (6).

Το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση με ειδική πλειοψηφία στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 σύμφωνα με το άρθρο 251 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΙ

Οι στόχοι της πρότασης είναι διττοί:

πρώτον, να επανεξετασθούν ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ (η οποία τροποποίησε τελευταία την οδηγία 93/104/EΚ) σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 22 αυτής της οδηγίας. Αυτές οι διατάξεις αφορούν τις παρεκκλίσεις από την περίοδο αναφοράς προς εφαρμογή του άρθρου 6 (μέγιστος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας) και τη δυνατότητα μη εφαρμογής του άρθρου 6, εάν ο εργαζόμενος συναινεί να παράσχει αυτήν την εργασία («ρήτρα opt-out»)·

δεύτερον, να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ, ειδικότερα οι αποφάσεις στις υποθέσεις SIMAP (7) και Jaeger (8), στις οποίες κρίθηκε ότι οι εφημερίες ιατρού κατά τις οποίες απαιτείται η φυσική του παρουσία στο νοσοκομείο πρέπει να θεωρούνται ως χρόνος εργασίας. Αυτή η ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας από το Δικαστήριο των ΕΚ, η οποία διατυπώθηκε μετά από διάφορες αιτήσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης βάσει του άρθρου 234 της Συνθήκης, είχε ισχυρό αντίκτυπο στην έννοια του «χρόνου εργασίας» και, συνεπώς, στις ουσιαστικές διατάξεις της οδηγίας.

Ειδικότερα:

προς επίτευξη ενδεδειγμένης ισορροπίας μεταξύ της προστασίας της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων αφενός, και τη ανάγκης για ευελιξία των εργοδοτών αφετέρου, η πρόταση θεσπίζει γενικές αρχές για την προστασία των εφημερευόντων εργαζομένων τόσο κατά τις ενεργές όσο και τις ανενεργές περιόδους εφημερίας. Στο σημείο αυτό, η πρόταση προβλέπει ότι η ανενεργή περίοδος εφημερίας δεν είναι χρόνος εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας, εκτός εάν προβλέπεται άλλως από την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων·

η πρόταση επιδιώκει να παράσχει μεγαλύτερη ευελιξία στους εργοδότες και στα κράτη μέλη κατά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκτείνοντας την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό του μέγιστου δυνατού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας έως ένα έτος, επιτρέπει δε με αυτόν τον τρόπο στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις περισσότερο ή λιγότερο τακτικές διακυμάνσεις της ζήτησης·

η πρόταση επιτρέπει τη βελτίωση του συνδυασμού επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, ιδίως με τις προτεινόμενες αλλαγές όσον αφορά το άρθρο 22·

όσον αφορά την ατομική επιλογή της ρήτρας opt-out, που επιτρέπει παρέκκλιση από το μέσο εβδομαδιαίο όριο των σαράντα οκτώ ωρών, η πρόταση ενισχύει τον κοινωνικό διάλογο, εμπλέκοντας τους κοινωνικούς εταίρους στη λήψη οιασδήποτε απόφασης από μέρους ενός κράτους μέλους, με σκοπό να μπορούν να εφαρμόζουν το opt-out οι εργαζόμενοι σε ατομική βάση. Με το νέο αυτό σύστημα, μία απόφαση κράτους μέλους με την οποία επιτρέπεται η χρησιμοποίηση του opt-out, πρέπει να εφαρμόζεται είτε μέσω προηγούμενης συλλογικής σύμβασης ή συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων, στο αρμόζον επίπεδο, είτε βάσει του εθνικού δικαίου κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους στο αρμόζον επίπεδο. Εξακολουθεί να ισχύει η αρχή σύμφωνα με την οποία κανένας εργοδότης δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν εργαζόμενο να εργασθεί πάνω από το μέσο εβδομαδιαίο όριο των σαράντα οκτώ ωρών, επομένως ο εργαζόμενος πρέπει επίσης να συμφωνεί με την εφαρμογή του opt-out. Θα ισχύουν επίσης ενισχυμένες προϋποθέσεις σε κοινοτικό επίπεδο, για την πρόληψη καταχρήσεων, και για να εξασφαλίζεται ότι ένας εργαζόμενος που εξετάζει το ενδεχόμενο χρήσης του opt-out, είναι απόλυτα ελεύθερος να κάνει την επιλογή του. Ακόμη, η πρόταση εισάγει μια γενική αρχή σύμφωνα με την οποία η μέγιστη διάρκεια του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας πρέπει να είναι ορισμένη.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

α)   Τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε είκοσι πέντε τροπολογίες για την πρόταση της Επιτροπής. Από αυτές τις τροπολογίες ενσωματώθηκαν συνολικά δέκα τρεις στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, ορισμένες από τις οποίες μετά την εκ νέου διατύπωσή τους (τροπολογίες αριθ. 1, 2, 3, 4, 8, 11, 12, 13, 16, 17, 18, 19 και 24). Ωστόσο, δώδεκα άλλες τροπολογίες δεν έγιναν δεκτές από την Επιτροπή (τροπολογίες αριθ. 5, 6, 7, 9, 10, 14, 15, 20, 21, 22, 23 και 25).

β)   Κοινή θέση του Συμβουλίου

Tο Συμβούλιο μπόρεσε να δεχτεί οκτώ από τις δέκα τρεις τροπολογίες, οι οποίες ενσωματώθηκαν εν όλω ή εν μέρει στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, ειδικότερα τις τροπολογίες αριθ. 1 και 2 (αιτιολογική παράγραφος αριθ. 4 που παραπέμπει στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας), 3 (αιτιολογική παράγραφος αριθ. 5 που αναφέρεται στην αύξηση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ των γυναικών), 4 (αιτιολογική παράγραφος αριθ. 7: προστίθεται παραπομπή στο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής), 8 (αιτιολογική παράγραφος αριθ. 14 που παραπέμπει στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του Χάρτη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), 16 (άρθρο 17 παράγραφος 2 για τις περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης), 17 (άρθρο 17 παράγραφος 5 πρώτη περίπτωση, διόρθωση λάθους) και 18 (άρθρο 18 παράγραφος 3 για τις περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης).

Tο Συμβούλιο δέχτηκε επίσης τις βασικές αρχές που διέπουν τις τροπολογίες, με την προϋπόθεση ότι θα διατυπωθούν εκ νέου:

αριθ. 12 (άρθρο 2β: προσθήκη διάταξης για το συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής)·

αριθ. 13 (διαγραφή του άρθρου 16β παράγραφος 2 σχετικά με την περίοδο αναφοράς των δώδεκα μηνών)·

αριθ. 19 (άρθρο 19: περίοδος αναφοράς).

Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν θεώρησε σκόπιμο να δεχτεί τις τροπολογίες:

αριθ. 11 (συνυπολογισμός των περιόδων του χρόνου εργασίας σε περίπτωση περισσότερων της μίας συμβάσεων εργασίας), δεδομένου ότι αυτή λαμβάνεται υπόψη στην αιτιολογική παράγραφο 2 της τροποποιημένης πρότασης, καθώς η αιτιολογική παράγραφος αριθ. 3 της σημερινής οδηγίας προβλέπει ότι «Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, εφαρμόζονται πλήρως στους τομείς που καλύπτει η παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη των περισσότερο περιοριστικών ή/και ειδικών διατάξεων αυτής» και το άρθρο της 1 παράγραφος 4 προβλέπει επίσης ότι οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/EΟΚ ισχύουν πλήρως για τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, το χρόνο διαλείμματος και τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και για ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας·

αριθ. 24 (διάταξη που αφορά την ισχύ των συμφωνιών περί επιλογής opt-out οι οποίες έχουν υπογραφεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας, άρθρο 22 παράγραφος 1 γ)): το Συμβούλιο δεν έκρινε αναγκαία την ενσωμάτωση αυτής της διάταξης, την οποία η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην στην τροποποιημένη της πρόταση·

αριθ. 25 (η οποία προβλέπει ότι αντίγραφο της οδηγίας πρέπει να αποσταλεί στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των υποψηφίων χωρών).

Tο Συμβούλιο δεν μπόρεσε επίσης να δεχτεί τις τροπολογίες αριθ. 5, 6, 7, 9, 10, 14, 15, 20, 21, 22 και 23 για τους λόγους που αναφέρονται από την Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση.

Η Επιτροπή αποδέχτηκε την κοινή θέση που ενέκρινε το Συμβούλιο.

2.   Ειδικές παρατηρήσεις

Διατάξεις για τις εφημερίες

Το Συμβούλιο συμφώνησε με τον ορισμό του «χρόνου εφημερίας» και της «ανενεργής περιόδου του χρόνου εφημερίας», όπως προτάθηκε από την Επιτροπή στην αρχική της πρόταση και επιβεβαιώθηκε στην τροποποιημένη της πρόταση.

Το Συμβούλιο συμφώνησε επίσης με την Επιτροπή ως προς την ανάγκη να προστεθεί ορισμός του όρου «χώρος εργασίας» στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σημείο 1 β) της κοινής θέσης, προκειμένου να καταστεί σαφέστερος ο ορισμός της «εφημερίας».

Όσον αφορά το νέο άρθρο 2α για τις εφημερίες, το Συμβούλιο συμφώνησε με την Επιτροπή σχετικά με τη βασική αρχή ότι η ανενεργή περίοδος της εφημερίας δεν πρέπει να θεωρείται ως χρόνος εργασίας, εκτός εάν προβλέπεται άλλως από την εθνική νομοθεσία, ή, από συλλογική σύμβαση ή συμφωνία των κοινωνικών εταίρων ευθυγραμμισμένη με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική. Tο Συμβούλιο συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι η εισαγωγή αυτής της νέας κατηγορίας θα βοηθούσε να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ χρόνου εργασίας και περιόδων ανάπαυσης.

Το Συμβούλιο συμμερίστηκε επίσης την άποψη της Επιτροπής για τη μέθοδο υπολογισμού της ανενεργής περιόδου της εφημερίας προβλέποντας παράλληλα ότι μπορεί να καθορίζεται όχι μόνον από συλλογική σύμβαση ή από συμφωνία των κοινωνικών εταίρων αλλά και από την εθνική νομοθεσία μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.

Το Συμβούλιο αναγνώρισε ως γενική αρχή ότι η ανενεργή περίοδος της εφημερίας δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό των περιόδων ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Ωστόσο, το Συμβούλιο έκρινε επίσης σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα μιας ορισμένης ευελιξίας κατά την εφαρμογή αυτής της διάταξης βάσει συλλογικών συμβάσεων, συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ή της εθνικής νομοθεσίας μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.

Χρόνος αντισταθμιστικής ανάπαυσης

Όσον αφορά τα άρθρα 17 παράγραφος 2 και 18 παράγραφος 3 της οδηγίας, το Συμβούλιο μπορεί να συμφωνήσει με τις τροπολογίες αριθ. 16 και 18, όπως διατυπώθηκαν εκ νέου στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής.

Η γενική αρχή συνίσταται στο ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να διαθέτουν περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης στις περιπτώσεις όπου δεν χορηγούνται κανονικές περίοδοι ανάπαυσης. Ο καθορισμός της διάρκειας της εύλογης προθεσμίας εντός της οποίας χορηγείται στους εργαζόμενους ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση, θα πρέπει να εναπόκειται στα κράτη μέλη, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίζεται η υγεία και η ασφάλεια των συγκεκριμένων εργαζομένων, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας.

Συνδυασμός εργασίας και οικογενειακής ζωής

Το Συμβούλιο συμφωνεί με το Κοινοβούλιο σχετικά με την ανάγκη να βελτιωθεί ο συνδυασμός επαγγελματικής και οικογνειακής ζωής. Η ανησυχία αυτή είναι αρκετά πρόδηλη στις αιτιολογικές παραγράφους αριθ. 5, 6 και 7 καθώς και στο άρθρο 1 παράγραφος 2, όπου έχει παρεμβληθεί νέο άρθρο 2β, της κοινής θέσης.

Το Συμβούλιο συμφωνεί με τις τροπολογίες αριθ. 2 και 3 (αφορούν τις αιτιολογικές παραγράφους αριθ. 4 και 5), όπως έχουν διατυπωθεί εκ νέου στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής.

Όσον αφορά το νέο άρθρο 2β, το Συμβούλιο συμπεριέλαβε το κείμενο της πρώτης παραγράφου της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής, η οποία ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους στο κατάλληλο επίπεδο, χωρίς να θίγεται η αυτονομία τους, να συνάπτουν συμφωνίες με σκοπό τον καλύτερο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.».

Οι δύο άλλες παράγραφοι είναι εμπνευσμένες από την τροπολογία αριθ. 12 και βασίζονται στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής. Η δεύτερη παράγραφος παραπέμπει περαιτέρω στην οδηγία 2002/14/EΚ περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και στη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Η τρίτη παράγραφος προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ενθαρρύνουν τους εργοδότες να εξετάζουν τα αιτήματα των εργαζομένων για αλλαγές στον χρόνο και τους ρυθμούς εργασίας τους, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της επιχείρησης και των αναγκών για ευελιξία τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

Περίοδος αναφοράς (άρθρο 19)

Το Συμβούλιο συμμερίζεται τις απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι η επέκταση της περιόδου αναφοράς πρέπει να συμβαδίζει με αυξημένη συμμετοχή των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους καθώς και με κάθε αναγκαίο προληπτικό μέτρο έναντι των κινδύνων που απειλούν την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Θεωρεί, ωστόσο, κατάλληλες σχετικές εγγυήσεις τη μνεία του Τμήματος ΙΙ της οδηγίας 89/391/EΚ (9) που θεσπίζει ορισμένες διατάξεις προς το σκοπό αυτόν.

Πλαίσιο της επιλογής opt-out (άρθρο 22)

Το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχτεί ούτε την τροπολογία αριθ. 20, η οποία προβλέπει διαγραφή του άρθρου 22, που αφορά την επιλογή opt-out, 36 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, ούτε την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης αυτής της επιλογής μετά από τρία έτη. Παρότι ορισμένες αντιπροσωπίες τάσσονται υπέρ της γενικής αρχής να τίθεται τέρμα στη χρήση της επιλογής opt-out μετά από ορισμένη περίοδο, η πλειοψηφία τους αντιτίθεται σε οποιαδήποτε τέτοια λύση, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι θα κάνουν όλες χρήση της επιλογής opt-out στο παρόν στάδιο.

Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο εξέτασε διάφορες πιθανές λύσεις και τελικώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόνη αποδεκτή λύση για μια ειδική πλειοψηφία των αντιπροσωπιών θα ήταν η συνέχιση της επιλογής opt-out, με παράλληλη καθιέρωση διασφαλίσεων κατά των καταχρήσεων σε βάρος του εργαζομένου.

Ειδικότερα, το άρθρο 1 παράγραφος 7 της κοινής θέσης που αφορά το άρθρο 22α σημείο α) της οδηγίας προβλέπει ότι η χρήση της επιλογής opt-out δεν μπορεί να συνδυαστεί με την επιλογή που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος β). Επιπλέον, η αιτιολογική παράγραφος 13 ορίζει ότι, προτού επιλεγεί η δυνατότητα opt-out, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον η μεγαλύτερη περίοδος αναφοράς ή άλλες διατάξεις περί ευελιξίας που προβλέπονται από την οδηγία εξασφαλίζουν την αναγκαία ευελιξία.

Όσον αφορά τους όρους που ισχύουν για την επιλογή opt-out, η κοινή θέση προβλέπει ότι:

η εβδομαδιαία εργασία στην ΕΕ πρέπει να παραμείνει στο μέγιστο όριο των 48 ωρών, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ισχύουσας οδηγίας, εκτός εάν ένα κράτος μέλος προβλέπει την επιλογή opt-out είτε βάσει συλλογών συμβάσεων, είτε συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ενδεδειγμένο επίπεδο, ή βάσει της εθνικής νομοθεσίας μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους στο ενδεδειγμένο επίπεδο, και ο συγκεκριμένος εργαζόμενος αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την επιλογή opt-out. Η σχετική απόφαση εναπόκειται στο συγκεκριμένο εργαζόμενο, και αυτός δεν μπορεί να υποχρεωθεί να εργασθεί πέραν του ορίου των 48 ωρών·

η επιλογή αυτή εξαρτάται, επιπροσθέτως, από αυστηρές προϋποθέσεις που αποσκοπούν στην προστασία της ελεύθερης συναίνεσης του εργαζόμενου, στην καθιέρωση νόμιμου ορίου στον αριθμό των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας στο πλαίσιο της επιλογής opt-out και στην καθιέρωση ειδικών υποχρεώσεων για τους εργοδότες να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές κατόπιν αιτήσεως των τελευταίων.

Όσον αφορά την προστασία της ελεύθερης συναίνεσης του εργαζομένου, η κοινή θέση ορίζει ότι η επιλογή opt-out είναι έγκυρη μόνον εάν ο εργαζόμενος συναινέσει εκ των προτέρων να παράσχει αυτήν την εργασία και για περίοδο που δεν υπερβαίνει το έτος, δυνάμενη να παραταθεί. Ο εργοδότης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προβεί σε αντίποινα σε βάρος εργαζομένου, αν αυτός δεν θελήσει να συναινέσει να παράσχει αυτήν την εργασία, ή επειδή αποσύρει την συναίνεση για οποιονδήποτε λόγο. Επί πλέον, εκτός από την περίπτωση βραχυπρόθεσμων συμβάσεων (βλ. κατωτέρω), μια ρήτρα opt-out μπορεί να υπογραφεί μόνον μετά τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες εργασίας, και δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον εργαζόμενο να υπογράψει τη ρήτρα opt-out κατά την υπογραφή της σύμβασής του. Τέλος, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αποσύρει εντός ειδικών προθεσμιών τη συναίνεσή του για εργασία με ρήτρα opt-out.

Η κοινή θέση εισάγει νομικά όρια στον αριθμό των επιτρεπομένων ωρών εβδομαδιαίας εργασίας στο πλαίσιο της ρήτρας opt-out, τα οποία δεν προβλέπονται από την ισχύουσα οδηγία. Το όριο θα ανέρχεται κανονικά σε 60 ώρες εβδομαδιαίως, που υπολογίζεται ως ο μέσος όρος για τρίμηνη περίοδο, εκτός αν προβλέπεται άλλως από συλλογική σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αυτό το όριο μπορεί να αυξηθεί στις 65 ώρες, που υπολογίζεται ως ο μέσος όρος για τρίμηνη περίοδο, ελλείψει συλλογικής σύμβασης και εφόσον η ανενεργή περίοδος της εφημερίας θεωρείται χρόνος εργασίας.

Τέλος, η κοινή θέση προβλέπει ότι οι εργοδότες πρέπει να τηρούν αρχείο των ωρών εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνται με ρήτρα opt-out. Τα αρχεία τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, οι οποίες δικαιούνται να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη δυνατότητα υπέρβασης της μέγιστου χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας, για λόγους ασφάλειας ή/και υγείας των εργαζομένων. Επί πλέον, ο εργοδότης μπορεί να κληθεί από τις αρμόδιες αρχές να παράσχει πληροφορίες για περιπτώσεις όπου εργαζόμενοι συναίνεσαν να παρέχουν εργασία πέραν των 48 ωρών για περίοδο επτά ημερών, η οποία υπολογίζεται ως μέσος όρος για την περίοδο αναφοράς του άρθρου 16 β).

Η κοινή θέση προβλέπει ειδικούς όρους στην περίπτωση βραχυπρόθεσμων συμβάσεων (όπου ένας εργαζόμενος απασχολείται από τον ίδιο εργοδότη για περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 10 εβδομάδες σε περίοδο 12 μηνών): η συναίνεση για τη ρήτρα opt-out μπορεί τότε να δοθεί εντός των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων μιας σχέσης απασχόλησης, και δεν ισχύουν τα νομικά όρια των επιτρεπομένων ωρών εβδομαδιαίας εργασίας στο πλαίσιο της ρήτρας opt-out. Ωστόσο είναι δυνατόν να μη ζητηθεί από τον εργαζόμενο να δώσει συναινέσει στη ρήτρα opt-out τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης απασχόλησής του.

Η κοινή θέση προβλέπει ακόμη ότι, κατά την εφαρμογή της ρήτρας opt-out, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει να μην υπερβαίνει η διάρκεια της περιόδου αναφοράς τους έξι μήνες, με νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις ή διοικητικές διατάξεις, για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους, ή λόγους που αφορούν την οργάνωση της εργασίας. Αυτή η περίοδος αναφοράς, ωστόσο, δεν πρέπει να θίγει την τρίμηνη περίοδο αναφοράς που ισχύει κατά τον υπολογισμό του μέγιστου εβδομαδιαίου ορίου των 60 ή 65 ωρών.

Διατάξεις σχετικές με την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και την επανεξέταση

Το άρθρο 1 παράγραφος 9 της κοινής θέσης που αφορά ένα νέο άρθρο 24α της οδηγίας προβλέπει απαιτήσεις υποβολής λεπτομερών εκθέσεων σχετικά με την χρήση του opt out καθώς και άλλων παραγόντων που μπορεί να συμβάλλουν σε παρατεταμένο χρόνο εργασίας, όπως η εφαρμογή του άρθρου 19 παράγραφος β) (δωδεκάμηνη περίοδος αναφοράς). Αυτές οι απαιτήσεις καθιστούν εφικτή την αυστηρότερη παρακολούθηση εκ μέρους της Επιτροπής.

Ειδικότερα, η κοινή θέση προβλέπει ότι η Επιτροπή:

το αργότερο μετά τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος της οδηγίας, υποβάλει έκθεση συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις για τη μείωση των υπερβολικών ωρών εργασίας, περιλαμβανομένης της δυνατότητας του opt-out, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεών της στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων οι οποίοι υπάγονται στη εν λόγω δυνατότητα. Η έκθεση αξιολογείται από το Συμβούλιο·

δύναται, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση αυτή, και όχι αργότερα από πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο κα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την αναθεώρηση της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας opt-out.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Έχοντας υπόψη την αισθητή πρόοδο που έχει σημειώσει παράλληλα η οδηγία περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόληση, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κοινή του θέση για την οδηγία σχετικά με το χρόνο εργασίας αποτελεί ισόρροπη και ρεαλιστική επίλυση των ζητημάτων που καλύπτονται από την πρόταση της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στις αγορές εργασίας των κρατών μελών και των απόψεών τους για τις απαραίτητες προϋποθέσεις προς διευθέτηση αυτών των διαφορών. Προσβλέπει σε εποικοδομητική συζήτηση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε να επιτευχθεί τελική συμφωνία για τη σημαντική αυτή οδηγία.


(1)  ΕΕ C 322, 29.12.2004, σ. 9.

(2)  ΕΕ C 92, 20.4.2006, σ. 292.

(3)  ΕΕ C 267, 27.10.2005, σ. 16.

(4)  ΕΕ C 231, 20.9.2005, σ. 69.

(5)  ΕΕ C 146, 16.6.2005, σ. 13.

(6)  Έγγρ. 10583/08 ADD 1.

(7)  Απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 3ης Οκτωβρίου 2000 στην υπόθεση C-303/98, Sindicato de Médicos de Asistencia Publica (SIMAP) κατά Conselleria de Sanidad y Consumo de la Generalidad Valenciana, Συλλογή 2000, σ. I-07963.

(8)  Απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 9ης Οκτωβρίου 2003 στην υπόθεση C-151/02, Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης: Landesarbeitsgericht Schleswig-Holstein (Γερμανία) στην εκκρεμούσα δίκη ενώπιον αυτού του δικαστηρίου μεταξύ Landeshauptstadt Kiel και Norbert Jaeger, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(9)  ΕΕ L 183, 29.6.1989, σ. 1.


7.10.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 254/36


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 24/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 15 Σεπτεμβρίου 2008

για την έκδοση οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης

(2008/C 254 E/04)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 137 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3). Συγκεκριμένα, η παρούσα πράξη αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση με το άρθρο 31 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του καθώς και σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών.

(2)

Εξάλλου, το σημείο 7 του Κοινοτικού Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των εργαζομένων προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα· αυτό θα επιτευχθεί με την εναρμόνιση της προόδου για τις εν λόγω συνθήκες, ιδίως όσον αφορά μορφές εργασίας όπως η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης και η εποχιακή εργασία.

(3)

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1995, η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 2 της Συνθήκης, σχετικά με τη δράση που θα έπρεπε να ληφθεί σε κοινοτικό επίπεδο όσον αφορά την ελαστικότητα του χρόνου εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς την εργασία τους.

(4)

Έπειτα από τη διαβούλευση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν επιθυμητή η ανάληψη κοινοτικής δράσης και, στις 9 Απριλίου 1996, διαβουλεύθηκε περαιτέρω με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 3 της Συνθήκης, επί του περιεχομένου της μελετώμενης πρότασης.

(5)

Στο προοίμιο της συμφωνίας-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, τα συμβαλλόμενα μέρη επεσήμαναν ότι είχαν την πρόθεση να εξετάσουν την ανάγκη σύναψης παρόμοιας συμφωνίας για την προσωρινή εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης και αποφάσισαν να μην περιλάβουν τους προσωρινά απασχολούμενους στην οδηγία περί εργασίας ορισμένου χρόνου.

(6)

Οι γενικοί διατομεακοί οργανισμοί, δηλαδή η Ένωση των συνομοσπονδιών βιομηχανιών και εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE) (4), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων και Επιχειρήσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC), ενημέρωσαν την Επιτροπή, με κοινή επιστολή της 29ης Μαΐου 2000, ότι επιθυμούν να κινήσουν τη διαδικασία του άρθρου 139 της Συνθήκης. Με επιπλέον κοινή επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2001 ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση της προθεσμίας του άρθρου 138 παράγραφος 4 κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή ικανοποίησε το αίτημα και παρέτεινε την προθεσμία των διαπραγματεύσεων έως τις 15 Μαρτίου 2001.

(7)

Στις 21 Μαΐου 2001, οι κοινωνικοί εταίροι αναγνώρισαν ότι οι διαπραγματεύσεις τους για την εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία.

(8)

Τον Μάρτιο του 2005, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε απαραίτητη την επανεργοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβώνας και την επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων της για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Το Συμβούλιο ενέκρινε τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση 2005-2008, οι οποίες μεταξύ άλλων επιδιώκουν να προωθηθεί η ευελιξία σε συνδυασμό με την ασφάλεια της απασχόλησης και να μειωθεί ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του ρόλου των κοινωνικών εταίρων.

(9)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την ατζέντα Κοινωνικής Πολιτικής που καλύπτει την περίοδο έως το 2010, η οποία έτυχε ευμενούς υποδοχής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο του 2005 ως συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβώνας μέσω της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεώρησε ότι οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας και η μεγαλύτερη ποικιλία συμβατικών ρυθμίσεων, που θα συνδυάζει καλύτερα ευελιξία και ασφάλεια θα συντελέσουν στη δυνατότητα προσαρμογής εργαζομένων και επιχειρήσεων. Επίσης, τον Δεκέμβριο του 2007, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε τις συμπεφωνημένες κοινές αρχές για την ευελιξία με ασφάλεια, οι οποίες επιτυγχάνουν τη χρυσή τομή μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας και βοηθούν εργαζομένους και εργοδότες να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση.

(10)

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη χρήση της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης, τη νομική κατάσταση, καθώς και το καθεστώς και τους όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Η εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης ανταποκρίνεται όχι μόνο στις ανάγκες ευελιξίας των επιχειρήσεων αλλά και στην ανάγκη των μισθωτών να συνδυασθεί η ιδιωτική και η επαγγελματική ζωή τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και στη συμμετοχή και στην ένταξη στην αγορά εργασίας.

(12)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει, για τους προσωρινά απασχολούμενους, προστατευτικό πλαίσιο το οποίο δεν επιτρέπει διακρίσεις, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι αναλογικό, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπ' όψη την ποικιλία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.

(13)

Η οδηγία 91/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας (5) ορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία.

(14)

Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης, οι οποίοι εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους πρέπει να είναι τουλάχιστον εκείνοι που θα ίσχυαν για τους εργαζόμενους αυτούς εάν είχαν προσληφθεί από τον έμμεσο εργοδότη για την ίδια θέση.

(15)

Οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων. Για τους εργαζομένους οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης προστασίας που παρέχει αυτή η σύμβαση, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα παρέκκλισης από τους κανόνες που εφαρμόζονται στον έμμεσο εργοδότη.

(16)

Για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η πολυμορφία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν τους όρους εργασίας και απασχόλησης, αρκεί να τηρείται το γενικό επίπεδο προστασίας για τους προσωρινά απασχολούμενους.

(17)

Επίσης, σε ορισμένες περιστάσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, βάσει συμφωνίας που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι σε εθνικό επίπεδο, να παρεκκλίνουν εντός ορίων από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφόσον παρέχεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας.

(18)

Η βελτίωση της στοιχειώδους προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων θα πρέπει να συνοδεύεται από περιοδική επανεξέταση των τυχόν περιορισμών ή απαγορεύσεων που ενδέχεται να έχουν επιβληθεί όσον αφορά την εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης. Οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις αυτές μπορούν να δικαιολογούνται μόνο για λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν, ιδίως, την προστασία των εργαζομένων, τις απαιτήσεις για την υγεία και την ασφάλεια κατά την εργασία και την ανάγκη να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας και η πρόληψη των καταχρήσεων.

(19)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων ούτε θα πρέπει να επηρεάζει τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως φερ' ειπείν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις βάσει της εθνικής νομοθεσίας και πρακτικής, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το προβάδισμα της κοινοτικής νομοθεσίας.

(20)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν περιορισμούς ή απαγορεύσεις της προσφυγής στην προσωρινή απασχόληση δεν θίγουν τις εθνικές νομοθεσίες ή πρακτικές που απαγορεύουν την αντικατάσταση των απεργών εργαζόμενων από προσωρινά απασχολούμενους.

(21)

Σε περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες χάριν διαφύλαξης των δικαιωμάτων των προσωρινά απασχολουμένων, καθώς και κυρώσεις οι οποίες να είναι ουσιαστικές, αποτρεπτικές και ανάλογες.

(22)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, όσον αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης, και υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (6).

(23)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση εναρμονισμένου, σε κοινοτικό επίπεδο, πλαισίου προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, ως εκ τούτου, λόγω της έκτασης ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, με τη θέσπιση στοιχειωδών απαιτήσεων που θα εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Κοινότητα, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους εργαζόμενους μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τοποθετούνται σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης ή έμμεσοι εργοδότες και οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του εάν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

3.   Έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εργασίας ή στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας που συνάπτονται στο πλαίσιο ειδικού δημόσιου ή επιδοτούμενου από δημόσιες αρχές προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης, ένταξης ή επιμόρφωσης.

Άρθρο 2

Σκοπός

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και στη βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης, με την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή εκτίθεται στο άρθρο 5, στους προσωρινά απασχολούμενους και με την αναγνώριση των εταιριών προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ανάγκη θέσπισης κατάλληλου πλαισίου για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

«εργαζόμενος»: το πρόσωπο το οποίο, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας για την απασχόληση,

β)

«εταιρία προσωρινής απασχόλησης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολουμένους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους,

γ)

«προσωρινά απασχολούμενος»: ο εργαζόμενος ο οποίος έχει σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με εταιρία προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του,

δ)

«έμμεσος εργοδότης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση του οποίου εργάζεται προσωρινά ο προσωρινά απασχολούμενος,

ε)

«τοποθέτηση»: η περίοδος κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του,

στ)

«βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης»: οι όροι εργασίας και απασχόλησης που ορίζονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις ή/και άλλες δεσμευτικές γενικές διατάξεις που ισχύουν για τον έμμεσο εργοδότη και αφορούν:

i)

τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες και τις αργίες,

ii)

τις αποδοχές.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό των αποδοχών, της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης, ή του εργαζόμενου.

Τα κράτη μέλη δεν εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εργαζομένους, συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας αποκλειστικώς και μόνο για τον λόγο ότι αφορούν εργαζομένους με μερική απασχόληση, εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή πρόσωπα που έχουν σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με εταιρία προσωρινής απασχόλησης.

Άρθρο 4

Επανεξέταση των περιορισμών ή απαγορεύσεων

1.   Απαγορεύσεις ή περιορισμοί όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση δικαιολογούνται μόνο από λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν ιδίως την προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στην εργασία ή την ανάγκη διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της αποφυγής καταχρήσεων.

2.   Μέχρι τις … (7), τα κράτη μέλη, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και τις πρακτικές, επανεξετάζουν τους περιορισμούς ή απαγορεύσεις σχετικά με τη χρήση της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν δικαιολογούνται από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Εάν τέτοιοι περιορισμοί ή απαγορεύσεις προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις, η επανεξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να διενεργείται από τους κοινωνικούς εταίρους οι οποίοι διαπραγματεύθηκαν τη σχετική σύμβαση.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν θίγουν τις εθνικές απαιτήσεις σχετικά με την καταχώριση, την αδειοδότηση, την πιστοποίηση, την οικονομική εγγύηση ή την εποπτεία των εταιριών προσωρινής απασχόλησης.

5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα αποτελέσματα της επανεξέτασης που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 μέχρι τις … (7).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Όροι εργασίας και απασχόλησης

Άρθρο 5

Αρχή της ίσης μεταχείρισης

1.   Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους σε έμμεσο εργοδότη, είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι κανόνες που ισχύουν στον έμμεσο εργοδότη όσον αφορά:

α)

την προστασία των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών και την προστασία των παιδιών και των νέων, καθώς και

β)

την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και κάθε δράση για την καταπολέμηση οιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,

πρέπει να τηρούνται όπως έχουν θεσπιστεί με νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις ή/και άλλες γενικές διατάξεις.

2.   Όσον αφορά τις αποδοχές, τα κράτη μέλη μπορούν, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, να προβλέπουν δυνατότητα εξαίρεσης από την αρχή που ορίζεται στην παράγραφο 1, στην περίπτωση που οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης, εξακολουθούν να αμείβονται στο διάστημα μεταξύ δύο τοποθετήσεων.

3.   Έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα κράτη μέλη μπορούν να τους παρέχουν, στο ενδεδειγμένο μέτρο και υπό τους όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη, την εναλλακτική δυνατότητα να διατηρούν ή να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες θα σέβονται μεν τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, παράλληλα όμως θα μπορούν να θεσπίζουν ρυθμίσεις όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν από εκείνες της παραγράφου 1.

4.   Εφόσον για τους εργαζόμενους αυτούς προβλέπεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας, τα κράτη μέλη στα οποία ο νόμος δεν προβλέπει σύστημα αναγόρευσης συλλογικών συμβάσεων γενικής εφαρμογής ή δεν προβλέπεται από τον νόμο ή την πρακτική σύστημα για την επέκταση των διατάξεών τους σε όλες τις ανάλογες επιχειρήσεις συγκεκριμένου κλάδου ή γεωγραφικής περιοχής, μπορούν, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους σε εθνικό επίπεδο και βάσει συμφωνίας που συνάπτουν με αυτούς, να ορίσουν ρυθμίσεις σχετικά με τις βασικές συνθήκες εργασίας και απασχόλησης που να παρεκκλίνουν από την αρχή που ορίζεται στην παράγραφο 1. Στις ρυθμίσεις αυτές προβλέπεται ενδεχομένως ικανό χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Οι ρυθμίσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παρούσα παράγραφο συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία και είναι επαρκώς ακριβείς και προσιτές ώστε οι σχετικοί τομείς και επιχειρήσεις να μπορούν να αναγνωρίζουν και να πληρούν τις υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διευκρινίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, αν τα επαγγελματικά συστήματα ασφάλισης στα οποία περιλαμβάνονται οι συντάξεις, οι παροχές σε περίπτωση ασθενείας ή τα συστήματα χρηματοδοτικής συμμετοχής εμπίπτουν στις βασικές συνθήκες εργασίας και απασχόλησης της παραγράφου 1. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν θίγουν τυχόν εξίσου ευνοϊκές ή ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους συμφωνίες σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό ή κλαδικό επίπεδο.

5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, για να αποτραπεί η καταχρηστική εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ειδικότερα να αποτραπούν οι διαδοχικές αλλαγές της θέσης απασχόλησης που αποσκοπούν σε καταστρατήγηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τυχόν λήψη τέτοιων μέτρων.

Άρθρο 6

Πρόσβαση σε θέση εργασίας, συλλογικές εγκαταστάσεις και επαγγελματική κατάρτιση

1.   Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τυχόν κενές θέσεις εργασίας στον έμμεσο εργοδότη, προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζομένους της επιχείρησης να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται με γενική ανακοίνωση αναρτημένη σε κατάλληλο σημείο μέσα στην επιχείρηση για την οποία και υπό την επίβλεψη της οποίας τοποθετούνται οι προσωρινά απασχολούμενοι.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να είναι άκυρες ή ακυρώσιμες τυχόν ρήτρες οι οποίες απαγορεύουν ή παρακωλύουν τη σύναψη σύμβασης εργασίας ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του έμμεσου εργοδότη και του προσωρινά απασχολούμενου μετά τη λήξη της τοποθέτησής του.

Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει διατάξεις δυνάμει των οποίων οι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης λαμβάνουν εύλογο αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρέχουν στον έμμεσο εργοδότη όσον αφορά την τοποθέτηση, την πρόσληψη και την κατάρτιση των προσωρινά απασχολουμένων.

3.   Οι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης δεν ζητούν αμοιβή από τους εργαζομένους ως αντάλλαγμα της πρόσληψής τους σε έμμεσο εργοδότη ή, σε περίπτωση που συνάπτουν σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον έμμεσο εργοδότη, μετά την εκτέλεση εργασίας στον εν λόγω έμμεσο εργοδότη.

4.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 5, παράγραφος 1, οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν πρόσβαση στις ανέσεις ή τις συλλογικές εγκαταστάσεις του έμμεσου εργοδότη, ιδίως δε στα κυλικεία, τους παιδικούς σταθμούς και τα μεταφορικά μέσα, με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους εργαζόμενους που απασχολούνται απ' ευθείας από την εν λόγω επιχείρηση, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση.

5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ή διευκολύνουν τον διάλογο μεταξύ κοινωνικών εταίρων, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές τους, με σκοπό:

α)

να βελτιωθεί η πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στην κατάρτιση και στους παιδικούς σταθμούς που παρέχουν οι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης, ακόμη και κατά τις περιόδους μεταξύ των τοποθετήσεων, προκειμένου να προαχθεί η σταδιοδρομία και η απασχολησιμότητά τους,

β)

να βελτιωθεί η πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στην κατάρτιση που παρέχεται στους εργαζομένους του έμμεσου εργοδότη.

Άρθρο 7

Εκπροσώπηση των προσωρινά απασχολουμένων

1.   Οι προσωρινά απασχολούμενοι συνυπολογίζονται, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, κατά τον υπολογισμό του ορίου που απαιτείται για τη σύσταση οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων στην εταιρία προσωρινής απασχόλησης, τα οποία προβλέπονται από το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο και τις συλλογικές συμβάσεις.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ότι, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν τα ίδια, οι προσωρινώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι συνυπολογίζονται κατά τον υπολογισμό του ορίου που απαιτείται για τη σύσταση οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων στον έμμεσο εργοδότη, τα οποία προβλέπονται από το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο και τις συλλογικές συμβάσεις, όπως εάν απασχολούνταν απ' ευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για το ίδιο χρονικό διάστημα.

3.   Τα κράτη μέλη που επιλέγουν την εναλλακτική δυνατότητα της παραγράφου 2 δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 8

Ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων

Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων ή/και ειδικότερων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων για την ενημέρωση και τη διαβούλευση και, ιδίως, της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (8), ο έμμεσος εργοδότης υποχρεούται να παρέχει κατάλληλες πληροφορίες για τη χρήση προσωρινά απασχολουμένων, όταν ενημερώνει τα όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με την εθνική και κοινοτική νομοθεσία, σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί εντός της επιχείρησης όσον αφορά την απασχόληση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 9

Στοιχειώδεις απαιτήσεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους ή να διευκολύνουν ή να επιτρέπουν τη σύναψη από τους κοινωνικούς εταίρους συλλογικών συμβάσεων ευνοϊκότερων προς τους εργαζομένους.

2.   Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν αποτελεί επ' ουδενί επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στους τομείς που αυτή καλύπτει, υπό την επιφύλαξη πάντως των δικαιωμάτων των κρατών μελών ή/και των κοινωνικών εταίρων να θεσπίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τους την εξέλιξη των συνθηκών, νομοθετικές, κανονιστικές ή συμβατικές ρυθμίσεις διαφορετικές από τις ισχύουσες κατά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι τηρούνται οι στοιχειώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 10

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα δέοντα μέτρα για τις περιπτώσεις μη τήρησης της παρούσας οδηγίας από την εταιρία προσωρινής απασχόλησης ή τον έμμεσο εργοδότη. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που να επιβάλλουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παράβασης των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο στις … (7). Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ιδίως ώστε οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποί τους να έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα μέσα για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που υπέχουν από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 11

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις … (7), ή διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, οπότε τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 12

Επανεξέταση από την Επιτροπή

Το αργότερο στις … (9), η Επιτροπή επανεξετάζει, σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο, την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, προκειμένου, εφόσον χρειάζεται, να προτείνει τις αναγκαίες τροποποιήσεις.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 61, 14.3.2003, σ. 124.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 368), κοινή θέση του Συμβουλίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2008 και κοινή θέση του Συμβουλίου της … (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 303, 14.12.2007, σ. 1.

(4)  Η UNICE άλλαξε την ονομασία της σε BUSINESSEUROPE τον Ιανουάριο του 2007.

(5)  ΕΕ L 206, 29.7.1991, σ. 19.

(6)  ΕΕ L 18, 21.1.1997, σ. 1.

(7)  Τρία έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(8)  ΕΕ L 80, 23.3.2002, σ. 29.

(9)  Πέντε έτη από τη θέσπιση της παρούσας οδηγίας.


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 20 Μαρτίου 2002, η Επιτροπή ενέκρινε, στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισσαβόνας, πρόταση οδηγίας «περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων» προκειμένου να συμβιβάσει καλύτερα την ευελιξία των αγορών εργασίας με την ασφάλεια της απασχόλησης, και να δημιουργήσει περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης.

Σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 21 Νοεμβρίου 2002.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της για την πρόταση της Επιτροπής στις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

Η Επιτροπή των Περιφερειών δήλωσε σε επιστολή με ημερομηνία 23 Μαΐου 2002 ότι δεν θα παρουσιάσει γνώμη για την πρόταση οδηγίας.

Στις 28 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή ενέκρινε τροποποιημένη πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη την γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το Συμβούλιο επέτυχε πολιτική συμφωνία για την κοινή θέση με ειδική πλειοψηφία κατά την σύνοδό του στις 9 και 10 Ιουνίου 2008, παράλληλα με πολιτική συμφωνία, επίσης με ειδική πλειοψηφία, για την οδηγία σχετικά με τον χρόνο εργασίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 251 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση με ειδική πλειοψηφία στις 15 Σεπτεμβρίου 2008.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος του σχεδίου οδηγίας είναι να εξασφαλίσει την προστασία των εργαζομένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και να βελτιώσει την ποιότητα της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης διασφαλίζοντας ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζεται στους εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και αναγνωρίζοντας τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης ως εργοδότες. Το σχέδιο οδηγίας έχει επίσης ως στόχο να θεσπίσει ένα κατάλληλο πλαίσιο για την χρησιμοποίηση της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης κατά τρόπον ώστε να συμβάλει ουσιαστικά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και στην ανάπτυξη ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 137 πρώτη παράγραφος της Συνθήκης, «η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών» σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των «όρων εργασίας».

Το άρθρο 137 παράγραφος 2 αναφέρει ότι το Συμβούλιο «δύναται να θεσπίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος».

Η κοινή θέση του Συμβουλίου είναι σύμφωνη προς τους στόχους του άρθρου 137 παράγραφος 2 της Συνθήκης στον εξεταζόμενο τομέα, εφόσον έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και την βελτίωση της ποιότητας της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Επιπλέον, στην κοινή θέση λαμβάνεται επίσης υπόψη η ανάγκη να θεσπισθεί ένα κατάλληλο πλαίσιο για την χρησιμοποίηση της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης προκειμένου να συμβάλει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και στην ανάπτυξη ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Η κοινή θέση τηρεί τους στόχους που πρότεινε η Επιτροπή και υποστήριξε το Κοινοβούλιο, συγκεκριμένα ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης από την πρώτη ημέρα θα πρέπει να αποτελεί τον γενικό κανόνα. Σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνει τις περισσότερες τροπολογίες που προέκυψαν από την πρώτη ανάγνωση της πρότασης της Επιτροπής από το Κοινοβούλιο.

2.   ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

2.1.   Γενική διάρθρωση και ο τίτλος της οδηγίας

Η γενική διάρθρωση της κοινής θέσης ευθυγραμμίζεται προς την γενική διάρθρωση της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής. Όσον αφορά τον τίτλο της οδηγίας, το Συμβούλιο ακολούθησε την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής και επέλεξε ένα γενικότερο τίτλο: οδηγία για την εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην κοινή θέση του Συμβουλίου αποσαφηνίζονται οι βασικοί όροι και οι εκφράσεις, συγκεκριμένα με τη χρησιμοποίηση σταθερά των αγγλικών όρων «temporary agency worker» και «temporary work agency».

2.2.   Kυριότερες διαφορές από την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής

Στο άρθρο 4 για την επανεξέταση των περιορισμών και απαγορεύσεων όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση, μολονότι ακολουθείται βασικά το πνεύμα της τροπολογίας 34 του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο προσέθεσε μία νέα παράγραφο 3 σχετικά με την επανεξέταση συμβάσεων τις οποίες έχουν διαπραγματευθεί κοινωνικοί εταίροι. Το Συμβούλιο έκρινε ότι, προκειμένου να γίνεται σεβαστή η αυτονομία τους, οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να επανεξετάζουν οι ίδιοι κατά πόσον οι περιορισμοί και απαγορεύσεις που έχουν διαπραγματευθεί δικαιολογούνται από τους λόγους που εκτίθενται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 4. Το Συμβούλιο δεν έκρινε αναγκαίο να διατηρήσει ρητή αναφορά στην κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών και απαγορεύσεων.

Μολονότι σε γενικές γραμμές ακολουθεί την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο τροποποίησε το άρθρο 5 παράγραφος 3 και αναδιατύπωσε σε μεγάλο βαθμό το άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5. Το Συμβούλιο έκρινε επίσης ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης από την πρώτη ημέρα θα πρέπει να αποτελεί τον γενικό κανόνα. Για κάθε μεταχείριση προσωρινά απασχολούμενων που θα διαφέρει από την αρχή αυτή θα πρέπει να έχουν συμφωνήσει οι κοινωνικοί εταίροι, είτε με συλλογικές συμβάσεις είτε με συμβάσεις που συνάπτονται σε εθνικό επίπεδο μεταξύ κοινωνικών εταίρων. Κάτω από το φως των τροποποιήσεων του άρθρου 5 παράγραφοι 3 έως 5, δεν θεωρήθηκε πλέον απαραίτητη ούτε αρμόζουσα η ειδική απαλλαγή για τις συμβάσεις μικρής διάρκειας (μέχρι έξη εβδομάδων), όπως προβλεπόταν στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής.

Στο άρθρο 5 παράγραφοι 3 και 4, όπως σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η κοινή θέση αντανακλά τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου που τονίζουν την σημασία του ρόλου των κοινωνικών εταίρων κατά τη διαπραγμάτευση ρυθμίσεων για τις συνθήκες εργασίας και απασχόλησης. Στο άρθρο 5 παράγραφος 5, η κοινή θέση απηχεί τις ανησυχίες του Κοινοβουλίου σε σχέση με την πρόληψη της κατάχρησης.

Στο άρθρο 10, η κοινή θέση του Συμβουλίου περιλαμβάνει νέα πρώτη παράγραφο σχετικά με μέτρα που αναμένεται ότι θα λάβουν τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης και οι χρήστριες επιχειρήσεις (έμμεσοι εργοδότες) συμμορφώνονται προς την οδηγία.

Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα κράτη μέλη θα χρειασθούν τρία έτη για την εφαρμογή της οδηγίας, ενώ η Επιτροπή είχε προτείνει διετή περίοδο για την θέση σε εφαρμογή (άρθρο 11).

Επιπλέον, ορισμένες αιτιολογικές παράγραφοι έχουν επικαιροποιηθεί και τροποποιηθεί, προκειμένου τόσο να επεξηγήσουν τις τροποποιήσεις που επέβαλε το Συμβούλιο στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής όσο και να περιγράψουν τις εξελίξεις μετά τη δημοσίευση της τροποποιημένης πρότασης το 2002. Παραδείγματος χάριν, στις αιτιολογικές παραγράφους 8 και 9 περιλήφθηκαν αναφορές στην επανενεργοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβόνας το 2005 και στις συμπεφωνημένες κοινές αρχές της ευελιξίας με ασφάλεια που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2007.

3.   ΟΙ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

3.1.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες ενέκρινε το Συμβούλιο

Συνολικά 26 τροπολογίες (υπ' αριθμόν 1, 15, 19, 20, 23, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 40, 42, 43, 46, 47, 48, 49, 51, 85 και 86) εγκρίνονται στην κοινή θέση στο σύνολό τους, αν όχι κατά λέξη, τουλάχιστον κατά το πνεύμα.

Ειδικότερα, το Συμβούλιο δέχθηκε την τροπολογία 1 του τίτλου, τρεις τροπολογίες των αιτιολογικών παραγράφων (τροπολογίες 15, 19 και 20) καθώς και ορισμένες τροπολογίες των ακόλουθων άρθρων: άρθρο 1 για το πεδίο εφαρμογής (τροπολογία 23), άρθρο 2 για τον σκοπό της οδηγίας (26), άρθρο 3 για τους ορισμούς (27-33 και 85), άρθρο 4 για την επανεξέταση των περιορισμών και απαγορεύσεων (34-36), άρθρο 5 για την αρχή της ίσης μεταχείρισης (40, 42, 43 και 86), άρθρο 6 για την πρόσβαση σε θέση εργασίας, συλλογικές διευκολύνσεις και επαγγελματική κατάρτιση (46-49) και άρθρο 7 για την εκπροσώπηση των προσωρινά απασχολούμενων (51).

Σημειώνεται ότι μερικές τροπολογίες περιλήφθηκαν σε διαφορετικό σημείο του κειμένου της κοινής θέσης από εκείνο που πρότεινε αρχικά το Κοινοβούλιο. Παραδείγματος χάριν, ένα μέρος της τροπολογίας 32 αντανακλάται στο άρθρο 5 πρώτη παράγραφος και όχι στο άρθρο 3 πρώτη παράγραφος εδάφιο δ). Ένα άλλο παράδειγμα συνιστά η τροπολογία 36, η οποία αντανακλάται σε γενικότερη μορφή στην αιτιολογική παράγραφο 20 αντί του άρθρου 4.

3.2.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες ενέκρινε εν μέρει το Συμβούλιο

Η τροπολογία 4 σχετικά με τις «νέες μορφές ρυθμισμένης ευελιξίας» αντανακλάται κατά το πνεύμα στο κείμενο της αιτιολογικής παραγράφου 9· ωστόσο, το Συμβούλιο έκρινε σκόπιμο να επικαιροποιήσει το κείμενο της αιτιολογικής παραγράφου και να αναφερθεί στις κοινές αρχές της ευελιξίας με ασφάλεια που συμφωνήθηκαν το 2007 μάλλον, παρά να χρησιμοποιήσει την διατύπωση που πρότεινε το Κοινοβούλιο στην γνώμη του μετά την πρώτη ανάγνωση.

Η τροπολογία 6 γίνεται δεκτή ως προς το πνεύμα, εφόσον η αιτιολογική παράγραφος 5 διευκρινίζει τους δεσμούς μεταξύ αυτής της οδηγίας και της οδηγίας 1999/70/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999 για την εργασία ορισμένου χρόνου. Όσον αφορά αυτή την τροπολογία, η κοινή θέση ακολουθεί την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής.

Η βασική ιδέα της τροπολογίας 12, ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν την γενική μορφή εργασιακών σχέσεων περιλαμβάνεται στην αιτιολογική παράγραφο 15.

Οι στόχοι που βρίσκονται στη βάση της τροπολογίας 18, να μπορούν οι κοινωνικοί εταίροι να διαπραγματεύονται και να καθορίζουν τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης για εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης σε περιπτώσεις απόκλισης από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, περιλαμβάνονται στην κοινή θέση (βλέπε αιτιολογικές παραγράφους 16 και 17 και άρθρο 5 παράγραφοι 3 και 4).

Η τροπολογία 24 γίνεται εν μέρει δεκτή, διότι είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί, σύμφωνα με την τροποποιημένη πρόταση, ότι η οδηγία καλύπτει τόσο τους έμμεσους εργοδότες (τις χρήστριες επιχειρήσεις) όσο και τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης. Ωστόσο, δεν θα άρμοζε να μπορούν τα κράτη μέλη να εξαιρούν ορισμένες επιχειρήσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης (το τελευταίο μέρος της τροπολογίας).

Η τροπολογία 54 (να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης, να καταστεί ελκυστικότερη η εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και να αναγνωρίζονται οι διαφορετικές εθνικές περιστάσεις) γίνεται δεκτή ως προς το πνεύμα στο άρθρο 2 (σκοπός της οδηγίας), όπου τώρα περιλαμβάνεται η διατύπωση «λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ανάγκη θέσπισης κατάλληλου πλαισίου για τη προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση προκειμένου να συμβάλει ουσιαστικά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και στην ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας». Στις αιτιολογικές παραγράφους 12, 16, 17 και 19 γίνεται ρητώς αναφορά στην ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές εθνικές περιστάσεις.

Η τροπολογία 87 περιλήφθηκε εν μέρει στο άρθρο 5 πρώτη παράγραφος· ενώ το πρώτο μέρος της τροπολογίας (για την αρχή της ίσης μεταχείρισης) περιλήφθηκε στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής και την περιέλαβε το Συμβούλιο στην κοινή του θέση, το δεύτερο μέρος είχε καταστεί περιττό αφού η έννοια του «συγκρίσιμου εργαζόμενου» έχει απαλειφθεί από το κείμενο (πρβ. τροπολογία 28 που έγινε δεκτή από την Επιτροπή και το Συμβούλιο).

Σύμφωνα με την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, η τροπολογία 92 γίνεται εν μέρει δεκτή στο άρθρο 5 παράγραφος 3. Ωστόσο θεωρήθηκε σκόπιμο να αναφερθεί συγκεκριμένα ότι οι συμβάσεις μεταξύ κοινωνικών εταίρων θα πρέπει να σέβονται «τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολούμενων» όταν θεσπίζουν ρυθμίσεις όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης που παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

3.3.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες δεν ενέκρινε το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο δεν έκρινε φρόνιμο να συμπεριλάβει τις τροπολογίες 3, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 12 (πρώτο μέρος), 13, 16, 21, 22, 25, 44, 45, 52, 53, 71, 84, 88, 91, 93, 94 και 95 στην κοινή του θέση, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:

i)   Αιτιολογικές παράγραφοι

Δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη να εξηγούνται στο κείμενο των αιτιολογικών παραγράφων ορισμένες ιστορικές εξελίξεις σχετικά με την εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ή το σχέδιο οδηγίας· συνεπώς το Συμβούλιο ακολούθησε την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής απορρίπτοντας τις τροπολογίες 3, 5, 7 και 11 καθώς και το πρώτο μέρος της τροπολογίας 12.

Σε συμφωνία με την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο δεν ενέκρινε τις τροπολογίες 8, 9, 10, 13 και 84. Οι τροπολογίες περιείχαν συγκεκριμένα παραδείγματα για τους τρόπους με τους οποίους η εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης θα μπορούσε είτε να βοηθήσει είτε να βλάψει τους ίδιους τους εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (γυναίκες, εργαζόμενους με ιστορικό διακεκομμένης εργασίας κλπ) ή τους έμμεσους εργοδότες (ιδίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις), ή να θίξει συστήματα ή παραδόσεις εργασιακών σχέσεων.

Οι τροπολογίες 16 και 94 είχαν καταστεί περιττές δεδομένου ότι η τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής δεν περιέχει πλέον την πρώην αιτιολογική παράγραφο 16 για το πότε θα θεωρούνται επιτρεπτές οι διαφορές μεταχείρισης.

Οι λόγοι που εξηγούνται σε σχέση με το άρθρο 7 (βλέπε παρακάτω σημείο ν)) ισχύουν και για την απόρριψη της τροπολογίας 21 για την ενημέρωση, τη διαβούλευση και την συμμετοχή των υπαλλήλων.

Η τροπολογία 22 σχετικά με την διασυνοριακή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού (που έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή), η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράδειγμα, δεν περιλαμβάνεται στην κοινή θέση διότι το κείμενο δεν περιορίζεται ειδικά στην διασυνοριακή κινητικότητα.

Το Συμβούλιο αναδιατύπωσε την αιτιολογική παράγραφο 12 καθιστώντας την κατά πολύ συντομότερη. Μερικές πτυχές της τροπολογίας 93 (π.χ. η έκκληση για σαφήνεια όσον αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και όσον αφορά το καθεστώς των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών) έχουν ωστόσο περιληφθεί στο αναδιατυπωμένο κείμενο της αιτιολογικής παραγράφου.

Ενώ η αιτιολογική παράγραφος 15 για τους προσωρινά εργαζόμενους που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με την εταιρεία τους έχει ενισχυθεί από το Συμβούλιο με την προσθήκη της πρότασης ότι οι συμβάσεις απασχόλησης αορίστου χρόνου αποτελούν τον γενικό τύπο εργασιακών σχέσεων, η κοινή θέση δεν περιλαμβάνει την λεπτομερέστερη διατύπωση της τροπολογίας 88 σχετικά με τι θα πρέπει να προσφέρουν αυτές οι συμβάσεις αορίστου χρόνου στους εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης.

ii)   Άρθρο 1 — Πεδίο εφαρμογής

Σύμφωνα με την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο δεν δέχθηκε την τροπολογία 25 η οποία θα επέκτεινε τη δυνατότητα να μην εφαρμόζεται η οδηγία σε συμβάσεις εργασίας ή σε σχέσεις εξαρτημένης εργασίας που συνάπτονται στο πλαίσιο ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης μη επιδοτούμενων από δημόσιες αρχές.

iii)   Άρθρο 4 — Επανεξέταση των περιορισμών και απαγορεύσεων

Στην τροπολογία 91, το Κοινοβούλιο ζητούσε συνολική επανεξέταση των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τους προσωρινά απασχολούμενους. Το Συμβούλιο, όπως και η Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση, έκρινε ότι αυτό θα υπερέβαινε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

iv)   Άρθρο 5 — Αρχή της ίσης μεταχείρισης

Σύμφωνα με την τροποποιημένη πρόταση, η τροπολογία 39 (για την μη διάκριση) θεωρήθηκε περιττή λόγω της ενσωμάτωσης στο κείμενο του άρθρου 5 πρώτη παράγραφος συναφών στοιχείων της τροπολογίας 32.

Ενώ η τροπολογία 44 έχει καταστεί περιττή, αφού το άρθρο 5 παράγραφος 5 της τροποποιημένης πρότασης δεν περιλήφθηκε στην κοινή θέση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακολουθήθηκε το πνεύμα της τροπολογίας στην γενική ιδέα του κειμένου όπου ζητείται η τήρηση των διαφόρων εθνικών πρακτικών.

Η τροπολογία 45 για την ασφάλεια και υγεία στον τόπο εργασίας και την εκπαίδευση ασφαλείας θεωρήθηκε περιττή αφού η συναφής κοινοτική νομοθεσία για την ασφάλεια και την υγεία στον χώρο εργασίας, και ιδίως η οδηγία 91/383/ΕΟΚ για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο ακολούθησε την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής απορρίπτοντας αυτή την τροπολογία.

v)   Άρθρο 7 — Εκπροσώπηση των προσωρινά απασχολούμενων

Η τροπολογία 95 και η τροπολογία 21 που την συνόδευε, όσον αφορά την αιτιολογική παράγραφο 21, δεν εγκρίθηκαν, διότι υπερέβαιναν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου για την εκπροσώπηση των προσωρινά απασχολούμενων.

Εν προκειμένω θα πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 8 της κοινής θέσης περιλαμβάνει παραπομπή στην οδηγία 2002/14/ΕΚ περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

vi)   Άρθρο 10 — Κυρώσεις

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η διατύπωση «οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποί τους» στο άρθρο 10 παράγραφος 2 ορθώς λαμβάνει υπόψη την ποικιλία των διαφορετικών καταστάσεων στις αγορές εργασίας των κρατών μελών. Συνεπώς στην κοινή θέση διατηρείται αυτή η έκφραση και απορρίπτεται η τροπολογία 52.

vii)   Άρθρο 11 — Εφαρμογή

Το κείμενο του άρθρου 11 για την εφαρμογή θεωρήθηκε επαρκώς σαφές χωρίς την προτεινόμενη τροπολογία 53 «όταν εφαρμόζονται σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία ή πρακτική».

Η τροπολογία 71 (για πενταετή περίοδο μη εφαρμογής της οδηγίας σε ορισμένες περιστάσεις) έχει καταστεί περιττή αφού η κοινή θέση στο άρθρο 5 καθιστά τώρα την αρχή της ίσης μεταχείρισης γενικό κανόνα από την πρώτη ημέρα και δεν περιλαμβάνει το ενδεχόμενο να εξαιρούνται από την εφαρμογή της αρχής αυτής οι τοποθετήσεις διάρκειας μικρότερης από έξη εβδομάδες. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ουσία του τελευταίου μέρους της τροπολογίας που αφορά την αποφυγή των καταχρήσεων έχει περιληφθεί στο άρθρο 5 παράγραφος 5 της κοινής θέσης.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο κρίνει ότι, στο σύνολό της, η κοινή θέση είναι ευθυγραμμισμένη προς τους βασικούς στόχους της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής. Επίσης το Συμβούλιο κρίνει ότι έχει λάβει υπόψη τους κυριότερους στόχους που επιδίωκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις τροπολογίες της αρχικής πρότασης της Επιτροπής.


7.10.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 254/s3


ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΏΣΤΗ

Τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να μην εμφανίζουν πλέον στα κείμενά τους τη μνεία της τελευταίας τροποποίησης των πράξεων στις οποίες παραπέμπουν.

Εάν δεν υπάρχει μνεία περί του αντιθέτου, οι πράξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή στα κείμενα που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος νοούνται στην εκάστοτε ισχύουσα μορφή τους.