|
ISSN 1725-2415 |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 184E |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
51ό έτος |
|
|
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
|
EL |
|
III Προπαρασκευαστικές πράξεις
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
|
22.7.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
CE 184/1 |
ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 15/2008
που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 6 Ιουνίου 2008
για την έκδοση της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/EΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2008/C 184 E/01)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),
αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
|
(1) |
Με την έκδοση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ (4), η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε συμπληρωματικά μέσα για την πρόληψη καταστάσεων που συνιστούν απειλή για τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. |
|
(2) |
Εφόσον η παρούσα οδηγία αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ, οι περισσότερες από τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνει δεν εφαρμόζονται στα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν θαλάσσιες ακτές ή θαλάσσια λιμάνια. Ως εκ τούτου, οι μόνες υποχρεώσεις που ισχύουν για την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο ή τη Σλοβακία αφορούν τα πλοία με σημαία των εν λόγω κρατών μελών, χωρίς να θίγεται η υποχρέωση των κρατών μελών για συνεργασία ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια μεταξύ των θαλάσσιων υπηρεσιών και των υπηρεσιών διαχείρισης άλλων τρόπων κυκλοφορίας, και ιδίως των υπηρεσιών πληροφοριών εσωτερικής ναυσιπλοΐας. |
|
(3) |
Δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, τα παράκτια κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που συλλέγουν στο πλαίσιο των αποστολών παρακολούθησης της θαλάσσιας κυκλοφορίας που εκτελούν στις περιοχές αρμοδιότητάς τους. Το κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία (εφεξής: SafeSeaNet), που έχει αναπτυχθεί από την Επιτροπή σε συμφωνία με τα κράτη μέλη, περιλαμβάνει αφενός δίκτυο ανταλλαγής δεδομένων και αφετέρου τυποποίηση των κύριων διαθέσιμων πληροφοριών για τα πλοία και τα φορτία τους (προειδοποιήσεις και υποβολή αναφορών). Παρέχει έτσι τη δυνατότητα να εντοπίζονται στην πηγή και να ανακοινώνονται σε κάθε αρχή ακριβείς και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τα πλοία που βρίσκονται στα ευρωπαϊκά ύδατα, τις κινήσεις και το επικίνδυνο ή ρυπογόνο φορτίο τους, καθώς και σχετικά με θαλάσσια συμβάντα. |
|
(4) |
Συναφώς, ουσιαστική σημασία για την εξασφάλιση επιχειρησιακής εκμετάλλευσης των πληροφοριών που συλλέγονται με τον τρόπο αυτό έχει η ένταξη στο κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών SafeSeaNet των απαραίτητων υποδομών για τη συλλογή και την ανταλλαγή των δεδομένων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, και οι οποίες αναπτύσσονται από τις εθνικές δημόσιες διοικήσεις. |
|
(5) |
Μεταξύ των πληροφοριών οι οποίες κοινοποιούνται και ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας 2002/59/EΚ, ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτές που αφορούν τα ακριβή χαρακτηριστικά των επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων που μεταφέρονται διά θαλάσσης. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων θαλάσσιων ατυχημάτων, είναι απαραίτητο να έχουν οι παράκτιες αρχές ευκολότερη πρόσβαση στα χαρακτηριστικά των δια θαλάσσης μεταφερόμενων υδρογονανθράκων, βασικό στοιχείο για την επιλογή των πλέον ενδεδειγμένων τεχνικών ελέγχου, καθώς και για την εξασφάλιση στις εν λόγω αρχές, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, άμεσης σύνδεσης με τους εκμεταλλευόμενους τα πλοία που γνωρίζουν καλύτερα τα μεταφερόμενα εμπορεύματα. |
|
(6) |
Ο εξοπλισμός που εξασφαλίζει την αυτόματη αναγνώριση των πλοίων (AIS-Automatic Identification System) και προβλέπεται από τη διεθνή σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974, δεν βελτιώνει μόνο τις δυνατότητες παρακολούθησης των εν λόγω πλοίων, αλλά κυρίως την ασφάλειά τους σε περιπτώσεις ναυσιπλοΐκής εγγύτητας. Ως εκ τούτου, το AIS εντάχθηκε στο διατακτικό της οδηγίας 2002/59/EΚ. Δεδομένου του σημαντικού αριθμού συγκρούσεων στις οποίες εμπλέκονται αλιευτικά σκάφη τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν αναγνωριστεί από τα εμπορικά πλοία ή δεν έχουν αναγνωρίσει εμπορικά πλοία γύρω τους, είναι ιδιαίτερα επιθυμητή η επέκταση του μέτρου αυτού σε αλιευτικά σκάφη μήκους άνω των 15 μέτρων. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Αλιευτικού Ταμείου, μπορεί να χορηγείται οικονομική βοήθεια για την εγκατάσταση επί των αλιευτικών σκαφών εξοπλισμού ασφαλείας όπως το AIS. |
|
(7) |
Η υποχρέωση τοποθέτησης του AIS θα πρέπει να νοείται ως υποχρέωση συνεχούς διατήρησης του AIS σε λειτουργία, εκτός των περιπτώσεων όπου διεθνείς κανόνες ή πρότυπα προβλέπουν την προστασία των πληροφοριών περί ναυσιπλοΐας. |
|
(8) |
Ενδείκνυται η μελέτη πιθανών περιπτώσεων συνέργειας μεταξύ του AIS και των συστημάτων εντοπισμού θέσης και επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όπως το δορυφορικό σύστημα παρακολούθησης των σκαφών. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, θα πρέπει να μελετήσει τη σκοπιμότητα και να ορίσει αναλυτικούς κανόνες για την ενσωμάτωση του AIS στα συστήματα εντοπισμού θέσης και επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Η έρευνα σχετικά με την ενοποίηση των εν λόγω συστημάτων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες και τις απαιτήσεις ελέγχου των αλιευτικών στόλων, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαβιβαζόμενων δεδομένων. |
|
(9) |
Η οδηγία 2002/59/EΚ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν ειδικά μέτρα για σκάφη που παρουσιάζουν δυνητικό κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα εξαιτίας της διαγωγής ή της κατάστασής τους. Θα ήταν επομένως επιθυμητό να προστεθούν στον κατάλογο των εν λόγω πλοίων εκείνα που δεν διαθέτουν ικανοποιητική ασφαλιστική κάλυψη ή οικονομικές εγγυήσεις ή επίσης εκείνα που, σύμφωνα με μαρτυρίες πλοηγών ή λιμενικών αρχών, παρουσιάζουν εμφανείς ανωμαλίες που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας ή να συνιστούν κίνδυνο για το περιβάλλον. |
|
(10) |
Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/EΚ, κρίνεται αναγκαίο, όσον αφορά κινδύνους από εξαιρετικά δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες, να ληφθούν υπόψη οι δυνητικοί κίνδυνοι για τη ναυσιπλοΐα από τον σχηματισμό πάγων. Επομένως, όταν μία αρμόδια αρχή, που έχει οριστεί από κράτος μέλος, εκτιμά, βάσει πρόγνωσης σχετικής με την κατάσταση των πάγων από ειδικευμένη μετεωρολογική υπηρεσία πληροφοριών, ότι οι συνθήκες ναυσιπλοΐας συνεπάγονται σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής ή σοβαρό κίνδυνο ρύπανσης, πρέπει να ενημερώνει τους κυβερνήτες των πλοίων που βρίσκονται στην περιοχή αρμοδιότητάς της ή που προτίθενται να καταπλεύσουν ή να αποπλεύσουν από λιμένες της οικείας περιοχής. Η οικεία αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και για την προστασία του περιβάλλοντος. |
|
(11) |
Η οδηγία 2002/59/EΚ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καταρτίζουν σχέδια για την υποδοχή, εφόσον απαιτηθεί, πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο στους λιμένες τους ή σε κάθε άλλο προστατευόμενο τόπο υπό τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες, με σκοπό να περιοριστεί η έκταση των συνεπειών των θαλασσίων ατυχημάτων. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τα καταφύγια για τα πλοία που χρήζουν συνδρομής, που επισυνάφθηκαν στοψήφισμα Α.949(23) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) της 13ης Δεκεμβρίου 2003 [εφεξής: ψήφισμα Α.949(23) του IMO], και οι οποίες υιοθετήθηκαν κατόπιν της εκδόσεως της οδηγίας 2002/59/ΕΚ και αφορούν μάλλον τα πλοία που χρήζουν συνδρομής όταν δεν διακυβεύεται η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, παρά τα πλοία που διατρέχουν κίνδυνο, η οδηγία αυτή θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. |
|
(12) |
Λαμβανομένου υπόψη του ψηφίσματος Α.949(23) του IMO και κατόπιν των εργασιών που διεξήχθησαν σε συνεργασία με την Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την ασφάλεια στη θάλασσα (εφεξής: Οργανισμός) και τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητη η θέσπιση των βασικών διατάξεων που θα πρέπει να περιέχονται στα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής, ώστε να εξασφαλίζεται εναρμονισμένη και αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου και να αποσαφηνίζονται οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη μέλη. |
|
(13) |
Το ψήφισμα Α.949(23) του IMO προορίζεται να αποτελέσει τη βάση για τυχόν σχέδια που προετοιμάζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις απειλές που προέρχονται από τα πλοία που χρήζουν συνδρομής. Ωστόσο κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που προέρχονται από τις απειλές αυτές, τα κράτη μέλη δύνανται, λόγω των ειδικών περιστάσεών τους, να λαμβάνουν υπόψη άλλους παράγοντες όπως η χρήση θαλασσινού νερού για την παραγωγή πόσιμου νερού καθώς και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. |
|
(14) |
Όταν ένα πλοίο χρήζει συνδρομής, ενδέχεται να πρέπει να ληφθεί απόφαση αναφορικά με την υποδοχή σε καταφύγιο του εν λόγω πλοίου. Ενδείκνυται προς τούτο η αρμόδια αρχή να προβεί σε εκ των προτέρων αξιολόγηση της κατάστασης, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στο ισχύον σχέδιο για την υποδοχή πλοίων σε καταφύγιο. |
|
(15) |
Τα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής πρέπει να περιγράφουν επακριβώς την αλληλουχία των αποφάσεων που καταλήγουν σε συναγερμό και στην αντιμετώπιση των εν λόγω καταστάσεων. Πρέπει να περιγράφονται με σαφήνεια οι αρμόδιες αρχές και η δικαιοδοσία τους, καθώς και τα μέσα επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει να εξασφαλίζουν ταχεία λήψη των κατάλληλων αποφάσεων, βάσει της εμπειρογνωμοσύνης και των κατάλληλων πληροφοριών που έχει στη διαθεσή της η αρμόδια αρχή. |
|
(16) |
Κατά την κατάρτιση των σχεδίων πρέπει επίσης τα κράτη μέλη να συγκεντρώνουν πληροφορίες για πιθανά καταφύγια κατά μήκος της ακτής, ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση, σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος στη θάλασσα να προσδιορίζει με σαφήνεια και ταχύτητα τις πλέον ενδεδειγμένες περιοχές για την υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής. Οι σχετικές αυτές πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν περιγραφή ορισμένων χαρακτηριστικών των εξεταζόμενων θέσεων, καθώς και του διαθέσιμου εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων που διευκολύνουν την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής ή την αντιμετώπιση των συνεπειών ενός ατυχήματος ή ενός συμβάντος ρύπανσης. |
|
(17) |
Είναι σημαντικό να γίνεται η κατάλληλη δημοσίευση του καταλόγου των αρμοδίων αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη της απόφασης για την υποδοχή ενός πλοίου σε καταφύγιο, καθώς και των αρχών που είναι υπεύθυνες για τη λήψη και διεκπεραίωση των συναγερμών. Μπορεί επίσης να αποδειχθεί χρήσιμη, για τα μέρη που συμμετέχουν σε επιχείρηση συνδρομής στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών παροχής συνδρομής και ρυμούλκησης, και τις αρχές των γειτονικών κρατών μελών που ενδέχεται να θιγούν από κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη θάλασσα, η παροχή πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες. |
|
(18) |
Συγκεκριμένος σκοπός των μέτρων παρακολούθησης και οργάνωσης της θαλάσσιας κυκλοφορίας είναι να παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να σχηματίζουν πραγματική εικόνα σχετικά με τα πλοία που πλέουν στα ύδατα υπό τη δικαιοδοσία τους και επομένως να προλαμβάνουν, κατά περίπτωση, καλύτερα τους δυνητικούς κινδύνους. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινοποίηση των πληροφοριών παρέχει τη δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας των συλλεγόμενων στοιχείων και διευκολύνει την επεξεργασία τους. |
|
(19) |
Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή έχουν πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο ως προς την εναρμόνιση της ανταλλαγής δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, ιδίως όσον αφορά τη μεταφορά επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων. Το SafeSeaNet, το οποίο τελεί υπό ανάπτυξη από το 2002, θα πρέπει πλέον να καθιερωθεί ως δίκτυο αναφοράς σε κοινοτική κλίμακα. |
|
(20) |
Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στις νέες τεχνολογίες και ιδίως στις διαστημικές εφαρμογές τους όπως στα συστήματα παρακολούθησης των πλοίων μέσω ραδιοφάρων, στα συστήματα απεικόνισης ή στο Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS) παρέχει σήμερα τη δυνατότητα επέκτασης της παρακολούθησης της θαλάσσιας κυκλοφορίας στην ανοιχτή θάλασσα και επομένως καλύτερης κάλυψης των ευρωπαϊκών υδάτων, και μέσω συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς αναγνώρισης και εντοπισμού πλοίων (LRIT). Για να εξασφαλιστεί η πλήρης ένταξη των εν λόγω εργαλείων στο σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης, το οποίο εγκαθιδρύθηκε με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, απαιτείται πλήρης κοινοτική συνεργασία για τα εν λόγω έργα. |
|
(21) |
Για να εξασφαλιστεί βέλτιστη και εναρμονισμένη σε κοινοτικό επίπεδο αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται βάσει της οδηγίας 2002/59/ΕΚ όσον αφορά την ασφάλεια στη θάλασσα, πρέπει η Επιτροπή να μπορεί, εφόσον απαιτηθεί, να εξασφαλίζει την επεξεργασία, αξιοποίηση και διάδοση των δεδομένων αυτών στις αρχές που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη. |
|
(22) |
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του συστήματος «Equasis» κατέδειξε τη σημασία που έχει η προώθηση της παιδείας που αφορά την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδίως στους θαλάσσιους μεταφορείς. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να συμβάλει στη διάδοση, ιδίως μέσω του εν λόγω συστήματος, κάθε πληροφορίας σχετικής με την ασφάλεια στη θάλασσα. |
|
(23) |
Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία (ασφάλειας στη θάλασσα) και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (5), συγκεντρώνει τα καθήκοντα των επιτροπών που έχουν συγκροτηθεί από την κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά την ασφάλεια στη ναυτιλία, την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία και την προστασία των όρων διαβίωσης και εργασίας στα πλοία. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αντικατασταθεί η υφιστάμενη επιτροπή από την COSS. |
|
(24) |
Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών νομικών πράξεων. |
|
(25) |
Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (6). |
|
(26) |
Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί την οδηγία 2002/59/ΕΚ, προκειμένου να εισαγάγει τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας αυτής, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 5α της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ. |
|
(27) |
Σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (7), ο Οργανισμός παρέχει στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη την απαραίτητη αρωγή για την εφαρμογή της οδηγίας 2002/59/ΕΚ. |
|
(28) |
Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (8), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση, και προς όφελος της Κοινότητας, και να δημοσιοποιούν τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. |
|
(29) |
Κατά συνέπεια, η οδηγία 2002/59/EΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις
Η οδηγία 2002/59/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1. |
Στο άρθρο 2 παράγραφος 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα κατωτέρω, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά:»· |
|
2. |
Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
|
|
3. |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 6α Χρήση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης (AIS) από αλιευτικά πλοία Κάθε αλιευτικό πλοίο συνολικού μήκους άνω των 15 μέτρων που φέρει σημαία κράτους μέλους και είναι νηολογημένο στην Κοινότητα ή αναπτύσσει δραστηριότητα στα εσωτερικά ύδατα ή στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους, ή που εκφορτώνει το αλίευμά του σε λιμάνι κράτους μέλους, είναι, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Παραρτήματος II, μέρος I, σημείο 3, εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματης αναγνώρισης (AIS) (κατηγορίας Α), το οποίο να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές επιδόσεων του ΙΜΟ. Τα αλιευτικά πλοία που είναι εξοπλισμένα με AIS, το διατηρούν πάντοτε εν λειτουργία. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο κυβερνήτης μπορεί να σταματήσει τη λειτουργία του AIS όταν το θεωρεί αναγκαίο για την προστασία του πλοίου του.»· |
|
4. |
Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 12 Υποχρεώσεις του φορτωτή Τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα δεν παραδίδονται προς μεταφορά ούτε φορτώνονται επί οιουδήποτε πλοίου, ανεξαρτήτως των διαστάσεών του, σε λιμένα κράτους μέλους, εάν δεν παραδοθεί στον πλοίαρχο ή τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο δήλωση που να περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:
Ο φορτωτής υποχρεούται να παραδίδει στον πλοίαρχο ή στον εκμεταλλευόμενο το πλοίο τη δήλωση αυτή και να εξασφαλίζει ότι το φορτίο που παραδίδεται προς μεταφορά είναι πράγματι αυτό που έχει δηλωθεί σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.»· |
|
5. |
Προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία στο άρθρο 16 παράγραφος 1:
|
|
6. |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 18α Μέτρα σε περίπτωση κινδύνων από την ύπαρξη πάγου 1. Εφόσον οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν, ενόψει της κατάστασης των πάγων, ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα ή για την προστασία των θαλάσσιων ή παράκτιων περιοχών τους, ή θαλάσσιων ή παράκτιων περιοχών άλλων κρατών:
2. Τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 βασίζονται, όσον αφορά τα δεδομένα για την κατάσταση των πάγων, σε προγνώσεις καιρού και πάγων προερχόμενες από ειδικευμένη μετεωρολογική υπηρεσία, αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος.»· |
|
7. |
Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο στο άρθρο 19 παράγραφος 2: «Για τον σκοπό αυτό διαβιβάζουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 12.»· |
|
8. |
Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 20 Υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής σε καταφύγια 1. Η αποδοχή ή άρνηση εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο προϋποθέτει την αξιολόγηση της κατάστασης βάσει του σχεδίου που προβλέπει το άρθρο 20α, και τη λήψη απόφασης από αρμόδια αρχή. 2. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αρχές συνέρχονται τακτικά με σκοπό την ανταλλαγή γνώσεων και τη βελτίωση των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου. Δύνανται να συνέρχονται οποτεδήποτε, αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.»· |
|
9. |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 20α Σχέδια για την υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής 1. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν σχέδια προκειμένου να αντιμετωπίζουν απειλές που προκαλούνται από την παρουσία πλοίων που χρήζουν συνδρομής σε ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. 2. Τα σχέδια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκπονούνται έπειτα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, βάσει των ψηφισμάτων Α.949(23) και Α.950(23) του ΙΜΟ, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
3. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν το όνομα της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, και των αρχών που ορίζονται για τη λήψη και διαχείριση των συναγερμών. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στα γειτονικά κράτη μέλη, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τις πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια. Κατά την υλοποίηση των διαδικασιών που προβλέπονται στα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση των εμπλεκομένων στις επιχειρήσεις μερών. Εφόσον ζητηθεί από τα κράτη μέλη, οι κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο παραλήπτες των πληροφοριών δεσμεύονται από υποχρέωση εχεμύθειας. 4. Μέχρι τις … (9), τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»· |
|
10. |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 22α Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία (SafeSeaNet) 1. Τα κράτη μέλη εγκαθιστούν εθνικά ή τοπικά συστήματα διαχείρισης των πληροφοριών για τη θαλάσσια κυκλοφορία με σκοπό την επεξεργασία των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία. 2. Τα συστήματα που καθιερώνονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθιστούν δυνατή την επιχειρησιακή αξιοποίηση των συλλεγόμενων πληροφοριών και πληρούν ιδίως τους όρους του άρθρου 14. 3. Για την εξασφάλιση αποτελεσματικής ανταλλαγής των αναφερομένων στην παρούσα οδηγία πληροφοριών, τα κράτη μέλη βεβαιώνονται ότι τα εθνικά ή τοπικά συστήματα που έχουν τεθεί σε λειτουργία για τη συλλογή, επεξεργασία και διατήρηση των εν λόγω πληροφοριών μπορούν να διασυνδεθούν με το SafeSeaNet. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το SafeSeaNet λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως.»· |
|
11. |
Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:
|
|
12. |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 23α Επεξεργασία και διαχείριση των πληροφοριών για την ασφάλεια στη θάλασσα 1. Η Επιτροπή εξασφαλίζει, εφόσον απαιτείται, την επεξεργασία, αξιοποίηση και διάθεση, στις αρχές που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη, των πληροφοριών που συλλέγονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. 2. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή συμβάλλει στην ανάπτυξη και λειτουργία συστημάτων συλλογής και διάδοσης δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδίως μέσω του συστήματος “Equasis” ή κάθε άλλου αντίστοιχου συστήματος με δημόσιο χαρακτήρα.»· |
|
13. |
Το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 28 Επιτροπή 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) της 5ης Νοεμβρίου 2002. 2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης. |
|
14. |
Στο παράρτημα II, μέρος I, προστίθεται το ακόλουθο σημείο 3: «3. Αλιευτικά σκάφη Κάθε αλιευτικό σκάφος ολικού μήκους άνω των 15 μέτρων έχει υποχρέωση να φέρει τον εξοπλισμό που προβλέπεται στο άρθρο 6α σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:
Τα νεότευκτα αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος άνω των 15 μέτρων υπόκεινται στην υποχρέωση εξοπλισμού που προβλέπει το άρθρο 6α από τις … (9)». |
Άρθρο 2
Μεταφορά της οδηγίας
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από … (9). Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
…,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
(1) ΕΕ C 318, 23.12.2006, σ. 195.
(2) ΕΕ C 229, 22.9.2006, σ. 38.
(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2008, και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).
(4) ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 10.
(5) ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).
(6) ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).
(7) ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 1. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 (ΕΕ L 394, 30.12.2006, σ. 1).
(8) ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.
(9) 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(10) ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).»·
(11) 3 έτη από την έναρξη ισχύος της οδηγίας.
(12) 4 έτη από την έναρξη ισχύος της οδηγίας.
(13) 5 έτη από την έναρξη ισχύος της οδηγίας.
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Νοέμβριο του 2005, η Επιτροπή ενέκρινε την πρότασή (1) της για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης. Η πρόταση αυτή διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο στις 13 Ιανουαρίου 2006.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Απριλίου 2007.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ενέκρινε τη γνώμη της στις 13 Σεπτεμβρίου 2006 (2).
Η Επιτροπή των Περιφερειών ενέκρινε τη γνώμη της στις 15 Ιουνίου 2006 (3).
Στα πλαίσια της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 της συνθήκης ΕΚ), το Συμβούλιο κατέληξε, στις 7 Ιουνίου 2007, σε πολιτική συμφωνία σχετικά με το σχέδιο οδηγίας. Μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου από τους Γλωσσομαθείς Νομικούς, το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή θέση του στις 6 Ιουνίου 2008.
ΙΙ. ΣΤΟΧΟΣ
Κύριος στόχος της προτεινόμενης οδηγίας είναι η τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ προκειμένου να ενσωματωθούν πρόσθετα μέτρα για την ενίσχυση της ασφάλειας των πλοίων και της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και την εναρμόνιση της εφαρμογής των «καταφυγίων».
Η πρόταση περιλαμβάνει, ειδικότερα, την ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών για την ασφάλεια στη θάλασσα SafeSeaNet, τον καθορισμό, από τα κράτη μέλη, ανεξάρτητης αρχής για την υποδοχή πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο, ληπτέα μέτρα σε περίπτωση ύπαρξης πάγου, καθώς και τη μεταχείριση μη ασφαλισμένων πλοίων. Εκτός αυτού, η πρόταση συνιστά να καταστεί υποχρεωτική η χρησιμοποίηση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης των πλοίων (AIS) όσον αφορά τα αλιευτικά σκάφη μήκους άνω των 15 μέτρων και να επιβληθούν στον φορτωτή αυστηρότερες υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών.
ΙΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ
Γενικά
Η κοινή θέση σχετικά με την προαναφερόμενη πρόταση, όπως συμφωνήθηκε από το Συμβούλιο, ενημερώνει την ισχύουσα οδηγία προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια στη θάλασσα. Μολονότι το Συμβούλιο συμφωνεί με την Επιτροπή όσον αφορά τον στόχο της πρότασης, η προσέγγιση του Συμβουλίου περιλαμβάνει ορισμένες αναπροσαρμογές με στόχο τη μεγαλύτερη ασφάλεια των αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους άνω των 15 μέτρων με την εγκατάσταση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης των πλοίων (AIS), τον καθορισμό των κανόνων για την αποδοχή ή άρνηση της εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο και την ενίσχυση της παρακολούθησης πλοίων μέσω του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών SafeSeaNet.
Σημειωτέον ότι η κοινή θέση περιλαμβάνει επίσης ορισμένες άλλες αλλαγές εκτός από εκείνες που προβλέπει η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, δεδομένου ότι διάφορες διατάξεις της πρότασης της Επιτροπής έχουν συμπληρωθεί με νέα στοιχεία ή έχουν αναδιατυπωθεί εξ ολοκλήρου.
Επιπλέον, ορισμένες αλλαγές όσον αφορά τη διατύπωση αποσκοπούν απλώς στη διευκρίνιση του κειμένου ή την εξασφάλιση της συνολικής συνοχής της οδηγίας.
Δύο μείζονα ζητήματα, η εγκατάσταση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης (AIS) στα αλιευτικά σκάφη και η υποδοχή πλοίων σε καταφύγια, θεωρήθηκαν ύψιστης σημασίας κατά τις συζητήσεις στο πλαίσιο των συναφών υπηρεσιών του Συμβουλίου.
Ειδικά θέματα
Α. Χρήση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης (AIS)
Η χρήση συστημάτων αυτόματης αναγνώρισης (AIS, κατηγορίας Α) από αλιευτικά σκάφη μήκους άνω των 15 μέτρων, που αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία της τροποποιημένης οδηγίας, έγινε δεκτή από το Συμβούλιο. Παρά ταύτα, το Συμβούλιο θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί σε ποια σκάφη εφαρμόζεται αυτή η υποχρέωση. Προς το σκοπό αυτό, η κοινή θέση του Συμβουλίου τροποποιεί την πρόταση της Επιτροπής και διευκρινίζει επακριβώς τους όρους της υποχρεωτικής αυτής διάταξης.
Εξάλλου, το Συμβούλιο δέχθηκε την τροπολογία αριθ. 17 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οπότε στην οδηγία γίνεται παραπομπή στο ψήφισμα Α.917(22) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) (Κατευθυντήριες γραμμές για την επί του πλοίου χρήση των AIS).
Επιπλέον, το Συμβούλιο επανεξέτασε το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής (παράρτημα ΙΙ, μέρος Ι) που πρότεινε η Επιτροπή για να βεβαιωθεί ότι τα χρονικά όρια είναι εφικτά στην πράξη για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι τα εξοπλισμένα με AIS αλιευτικά σκάφη πρέπει να διατηρούν πάντοτε το σύστημα σε λειτουργία, εκτός ορισμένων ειδικών περιπτώσεων.
Β. Υποδοχή πλοίων σε καταφύγια
Το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι, όσον αφορά την υποδοχή πλοίων σε καταφύγια, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ σχετικά με τα καταφύγια για πλοία που χρήζουν συνδρομής [ψήφισμα Α.949(23) του ΙΜΟ], οι οποίες ορίζουν ότι το κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να αποδέχεται ή να αρνείται την πρόσβαση ενός σκάφους σε καταφύγιο. Η τροποποίηση που επέφερε το Συμβούλιο στην πρόταση της Επιτροπής καθιστά σαφές ότι η αποδοχή ή άρνηση της πρόσβασης πλοίων που χρήζουν συνδρομής σε καταφύγιο προϋποθέτει προηγούμενη αξιολόγηση της κατάστασης βάσει του σχεδίου υποδοχής και λήψη απόφασης από την αρμόδια αρχή. Κατά το Συμβούλιο, είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται ότι τα σχέδια υποδοχής εκπονούνται βάσει των ψηφισμάτων Α.949(23) «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα καταφύγια για τα πλοία που χρήζουν συνδρομής» και A.950(23) «Υπηρεσίες συνδρομής στη θάλασσα (MAS)» του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ).
Εκτός αυτού, το Συμβούλιο, αντιθέτως προς την Επιτροπή, είναι της γνώμης ότι τα σχέδια υποδοχής πλοίων που χρήζουν συνδρομής πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την ακτογραμμή των κρατών μελών, οι οποίες πρέπει να συμβάλλουν στην αξιολόγηση της εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο. Σχετικά με την κοινοποίηση αυτών των σχεδίων σε γειτονικά κράτη μέλη, το Συμβούλιο εισήγαγε τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν εμπιστευτικότητα.
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο ετέθη κατά τις συζητήσεις στο πλαίσιο των υπηρεσιών του Συμβουλίου σχετικά με την υποδοχή πλοίων σε καταφύγια ήταν ο ρόλος της «αρμόδιας αρχής». Το Συμβούλιο πρόσθεσε συμπληρωματικό ορισμό της «αρμόδιας αρχής» που αποσκοπεί στην καλύτερη κατανόηση αυτού του όρου και ο οποίος περιγράφει τον ρόλο της αρμόδιας αρχής. Στόχος του Συμβουλίου είναι να δοθεί στα κράτη μέλη επαρκής ευελιξία για την οργάνωση της αρμόδιας αρχής τους, λαμβανομένων δεόντως υπόψη και των εσωτερικών διοικητικών και οργανωτικών διαρθρώσεών τους.
Άλλα ζητήματα
Εκτός από τα προαναφερόμενα δύο κύρια ζητήματα, το Συμβούλιο τροποποίησε περαιτέρω την πρόταση της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα σε περίπτωση πάγου. Σχετικά με αυτό το θέμα, αναφέρθηκε ρητά ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ενεργούν με την επιφύλαξη του καθήκοντος παροχής συνδρομής και σχετικών διεθνών κανόνων.
Όσον αφορά την προτεινόμενη διάταξη περί πιστοποιητικών ασφάλισης ή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων η οποία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ζητούν πιστοποιητικά ασφάλισης ή χρηματοοικονομικές εγγυήσεις από τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, το Συμβούλιο δεν θεωρεί σκόπιμη την παραπομπή σε άλλη πρόταση της Επιτροπής η οποία εξετάζεται επί του παρόντος στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης (αστική ευθύνη και χρηματοοικονομικές εγγυήσεις των πλοιοκτητών).
Προκειμένου για την έναρξη ισχύος της τροποποιημένης οδηγίας, το χρονικό διάστημα που παραχωρήθηκε στα κράτη μέλη για την υλοποίηση των εθνικών μέτρων εφαρμογής του εν λόγω σχεδίου οδηγίας παρατάθηκε από 12 σε 18 μήνες.
Όσον αφορά το SafeSeaNet, η κοινή θέση του Συμβουλίου περιλαμβάνει διάταξη, βάσει της τροπολογίας αριθ. 65 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι το SafeSeaNet είναι λειτουργικό επί 24ώρου βάσεως.
IV. ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
Η κοινή θέση συμπεριλαμβάνει ορισμένες από τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, οι οποίες βελτιώνουν ή διευκρινίζουν το κείμενο της προτεινόμενης οδηγίας.
Το Συμβούλιο δέχθηκε εξ ολοκλήρου τις τροπολογίες αριθ. 17 και 65 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (όπως παρατίθενται στο έγγρ. 8724/07) και συμφώνησε με την αναδιατύπωση των τροπολογιών αριθ. 22 και 23 ώστε το άρθρο 6α, δεύτερη παράγραφος, να διατυπωθεί ως εξής: «Τα αλιευτικά πλοία που είναι εξοπλισμένα με AIS, το διατηρούν πάντοτε εν λειτουργία. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο κυβερνήτης μπορεί να σταματήσει τη λειτουργία του AIS όταν το θεωρεί αναγκαίο για την προστασία του πλοίου του».
Ωστόσο, η κοινή θέση δεν αντικατοπτρίζει όλες τις λοιπές τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για διάφορους λόγους, δεν ήταν αποδεκτές από το Συμβούλιο. Για παράδειγμα, το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να δεχθεί τις τροπολογίες 10, 11, 15, 18, 35 και 45 διότι αποσκοπούν σε επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας. Το Συμβούλιο δεν μπορεί να δεχθεί τις τροπολογίες 5, 31, 32, 33 και 34, οι οποίες αφορούν την αρμόδια αρχή, διότι είναι υπερβολικά συγκεκριμένες και λεπτομερείς. Θα οδηγούσαν σε οργανωτική ακαμψία και δεν παρέχουν δυνατότητα συνυπολογισμού των ιδιαιτεροτήτων των κρατών μελών. Όσον αφορά τη χρήση του AIS από αλιευτικά σκάφη, το Συμβούλιο υποστηρίζει το μήκος που πρότεινε η Επιτροπή, λαμβανομένων επίσης υπόψη των συμπληρωματικών σχετικών τροποποιήσεων που περιλαμβάνονται στην κοινή θέση. Επομένως, το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να υποστηρίξει τις τροποποιήσεις 24, 50 και 51. Το Συμβούλιο έκρινε ακατάλληλες τις τροποποιήσεις 8, 9, 38, 39, 40 και 41, διότι παραπέμπουν σε άλλη πρόταση της τρίτης δέσμης για την ασφάλεια στη θάλασσα η οποία βρίσκεται ακόμη υπό εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης. Προκειμένου για την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών (τροπολογίες 7, 37, 44, 47 και 64), το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω τροπολογίες ενδέχεται να θέσουν ορισμένα προβλήματα σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω πληροφοριών. Τέλος, προκειμένου για τις τροπολογίες 50, 52, 53 και 54 που καθορίζουν πότε τα διάφορα αλιευτικά σκάφη υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας, το Συμβούλιο θεωρεί ότι το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής που περιλαμβάνεται στην κοινή θέση είναι ίσως καταλληλότερο για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Συμβούλιο θεωρεί επίσης ότι ορισμένες τροπολογίες θα ήταν σκοπιμότερο να διατυπωθούν ως αιτιολογικές σκέψεις, όπως π.χ. οι τροπολογίες 42 και 43.
V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι η κοινή θέση επιτρέπει στα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν κατάλληλες και προληπτικές δράσεις και να ανταποκρίνονται δεόντως σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο την ταχεία έκδοση της οδηγίας.
(1) Έγγρ. 5171/06 — COM(2005) 589 τελικό.
|
22.7.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
CE 184/11 |
ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 16/2008
που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 6 Ιουνίου 2008
για την έκδοση της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2008/C 184 E/02)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),
αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
|
(1) |
Η οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα κατά τρόπο ουσιαστικό. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας. |
|
(2) |
Λαμβανομένης υπόψη της φύσης των διατάξεων της οδηγίας 94/57/ΕΚ, κρίνεται σκόπιμη η αναδιατύπωση των διατάξεών της με δύο διαφορετικά κοινοτικά νομικά κείμενα, συγκεκριμένα μία οδηγία και έναν κανονισμό. |
|
(3) |
Με το ψήφισμά του της 8ης Ιουνίου 1993, σχετικά με μια κοινή πολιτική για την ασφάλεια στη θάλασσα, το Συμβούλιο έθεσε τον στόχο της απόσυρσης από τα κοινοτικά ύδατα όλων των πλοίων που δεν πληρούν τις βασικές προδιαγραφές και έδωσε προτεραιότητα σε κοινοτική δράση η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση αποτελεσματικής και ενιαίας εφαρμογής των διεθνών κανόνων με την κατάρτιση κοινών προτύπων για τους νηογνώμονες. |
|
(4) |
Η ασφάλεια και η πρόληψη της ρύπανσης στη θάλασσα είναι δυνατόν να ενισχυθούν αποτελεσματικά, με την αυστηρή εφαρμογή διεθνών συμβάσεων, κωδίκων και ψηφισμάτων, προωθώντας ταυτόχρονα το στόχο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. |
|
(5) |
Ο έλεγχος της συμμόρφωσης των πλοίων προς τα ενιαία διεθνή πρότυπα ασφαλείας και πρόληψης της ρύπανσης των θαλασσών αποτελεί ευθύνη των κρατών σημαίας και των κρατών του λιμένα. |
|
(6) |
Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την έκδοση των σχετικών με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης διεθνών πιστοποιητικών τα οποία προβλέπονται σε συμβάσεις όπως η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (MARPOL), καθώς και για την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων. |
|
(7) |
Σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, όλα τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν, σε διαφορετικό βαθμό, αναγνωρισμένους οργανισμούς για να πιστοποιούν την εν λόγω συμμόρφωση και μπορούν να μεταβιβάζουν την αρμοδιότητα έκδοσης των σχετικών πιστοποιητικών σχετικά με την ασφάλεια και με την πρόληψη της ρύπανσης. |
|
(8) |
Σε παγκόσμια κλίμακα, πολλοί από τους υφιστάμενους νηογνώμονες δεν εξασφαλίζουν ούτε τη δέουσα εφαρμογή των κανόνων ούτε επαρκή αξιοπιστία όταν ενεργούν για λογαριασμό των εθνικών αρχών, διότι δεν διαθέτουν αξιόπιστη και κατάλληλη δομή και πείρα που να τους επιτρέπει να εκτελούν τα καθήκοντά τους σε υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού. |
|
(9) |
Δυνάμει των διατάξεων της SOLAS 74, Κεφάλαιο ΙΙ-1, Μέρος Α-1, Κανονισμός 3-1, τα κράτη μέλη έχουν ευθύνη να μεριμνούν ώστε ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η συντήρηση των πλοίων που φέρουν τη σημαία του, να γίνεται σε συμμόρφωση προς τις δομικές, μηχανολογικές και ηλεκτρολογικές προδιαγραφές νηογνωμόνων αναγνωρισμένων από τις αρχές. Συνεπώς, οι νηογνώμονες αυτοί εκπονούν και εφαρμόζουν κανόνες για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συντήρηση και την επιθεώρηση των πλοίων και είναι αρμόδιοι να επιθεωρούν πλοία εξ ονόματος των κρατών μελών και να πιστοποιούν ότι τα πλοία αυτά πληρούν τις απαιτήσεις των διεθνών συμβάσεων για την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών. Για να μπορούν οι εν λόγω οργανισμοί να φέρουν σε πέρας το καθήκον αυτό με ικανοποιητικό τρόπο, πρέπει να είναι αυστηρά ανεξάρτητοι και να διαθέτουν άκρως ειδικευμένη τεχνική επάρκεια και υψηλής ποιότητας διαχείριση. |
|
(10) |
Οι οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μεριμνώντας παράλληλα για την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος. Θα πρέπει, επομένως, να θεσπισθούν και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη την Κοινότητα τα αναγκαία για τις δραστηριότητές τους επαγγελματικά πρότυπα. |
|
(11) |
Η έκδοση του πιστοποιητικού ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου μπορεί να ανατεθεί σε ιδιωτικούς οργανισμούς που διαθέτουν επαρκή τεχνογνωσία και ειδικευμένο προσωπικό. |
|
(12) |
Ένα κράτος μέλος μπορεί να περιορίζει τον αριθμό των αναγνωρισμένων οργανισμών τους οποίους εξουσιοδοτεί σύμφωνα με τις ανάγκες που έχει βάσει αντικειμενικών και διαφανών λόγων και υπό την επιφύλαξη της άσκησης ελέγχου από την Επιτροπή με τη διαδικασία της επιτροπολογίας. |
|
(13) |
Αφού η παρούσα οδηγία διασφαλίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Κοινότητα, η Κοινότητα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαπραγματεύεται με τις τρίτες χώρες στις οποίες είναι εγκατεστημένοι ορισμένοι από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, προκειμένου να εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση των αναγνωρισμένων οργανισμών που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα. |
|
(14) |
Η στενή ανάμειξη των εθνικών αρχών στην εξέταση πλοίων και την έκδοση των συναφών πιστοποιητικών είναι αναγκαία για να επιτευχθεί πλήρης συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες ασφαλείας, ακόμη και όταν τα κράτη μέλη επαφίενται σε αναγνωρισμένους οργανισμούς πλην των αρχών τους για την εκπλήρωση νομοθετικών καθηκόντων τους. Ενδείκνυται, συνεπώς, να καθιερωθούν στενές σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των αρχών και των αναγνωρισμένων οργανισμών τους οποίους εξουσιοδοτούν, πράγμα που μπορεί να απαιτεί οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί να διατηρούν τοπική αντιπροσωπεία στο έδαφος του κράτους μέλους για λογαριασμό του οποίου εκτελούν τα καθήκοντά τους. |
|
(15) |
Οι ανομοιότητες όσον αφορά τα καθεστώτα οικονομικής ευθύνης των αναγνωρισμένων οργανισμών που εργάζονται για λογαριασμό των κρατών μελών ενδέχεται να παρεμποδίσουν την ορθή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η επίλυση του προβλήματος αυτού, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί κάποιος βαθμός εναρμόνισης, σε κοινοτικό επίπεδο, των ευθυνών που απορρέουν από οποιοδήποτε ναυτικό συμβάν το οποίο προκαλείται από αναγνωρισμένο οργανισμό, κατόπιν δικαστικής απόφασης — συμπεριλαμβανομένης της επίλυσης των διαφορών με διαδικασίες διαιτησίας. |
|
(16) |
Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5). |
|
(17) |
Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει την παρούσα οδηγία, προκειμένου να ενσωματώσει επακόλουθες τροποποιήσεις στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, πρωτόκολλα, κώδικες και ψηφίσματα. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ. |
|
(18) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ωστόσο, να διατηρούν τη δυνατότητα αναστολής ή αφαίρεσης της εξουσιοδότησης που έχουν χορηγήσει σε κάποιο αναγνωρισμένο οργανισμό, ταυτόχρονα δε να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για την απόφασή τους παρέχοντας βάσιμη αιτιολόγηση. |
|
(19) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει περιοδικά να αξιολογούν τις επιδόσεις των αναγνωρισμένων οργανισμών που εργάζονται για λογαριασμό τους και να παρέχουν προς την Επιτροπή και όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις αυτές. |
|
(20) |
Ζητείται από τα κράτη μέλη, ως λιμενικές αρχές, να ενισχύουν την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης στα κοινοτικά ύδατα με την κατά προτεραιότητα επιθεώρηση πλοίων που διαθέτουν πιστοποιητικά οργανισμών οι οποίοι δεν πληρούν τα κοινά κριτήρια, εξασφαλίζοντας έτσι ότι δεν παρέχεται πιο ευνοϊκή μεταχείριση σε πλοία υπό σημαία τρίτου κράτους. |
|
(21) |
Σήμερα δεν υφίστανται ενιαία διεθνή πρότυπα τα οποία πρέπει να τηρούν όλα τα πλοία είτε στο στάδιο της ναυπήγησης είτε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους όσον αφορά το σκάφος, τα μηχανήματα και τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις ελέγχου. Τα εν λόγω πρότυπα είναι δυνατόν να καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες αναγνωρισμένων οργανισμών ή με ισοδύναμα πρότυπα τα οποία θα αποφασίζονται από τις εθνικές αρμόδιες υπηρεσίες σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (6). |
|
(22) |
Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση μέτρων τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τους οργανισμούς που λειτουργούν εντός της Κοινότητας και είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρο. |
|
(23) |
Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας στην οδηγία 94/57/ΕΚ. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται κατ' ουσία προκύπτει από την οδηγία αυτή. |
|
(24) |
Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο Παράρτημα I, Mέρος B. |
|
(25) |
Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (7), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν. |
|
(26) |
Τα μέτρα τα οποία ακολουθούν οι οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (8), |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει μέτρα τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων με στόχο τη συμμόρφωση προς τις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, προωθώντας, ταυτόχρονα, τον στόχο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη και εφαρμογή απαιτήσεων ασφαλείας για το σκάφος, τη μηχανολογική και ηλεκτρολογική εγκατάσταση και την εγκατάσταση ελέγχου για πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων.
Άρθρο 2
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
|
(α) |
«πλοίο» |
πλοίο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων· |
|
(β) |
«πλοίο που φέρει σημαία κράτους μέλους» |
πλοίο που είναι νηολογημένο σε ένα κράτος μέλος και φέρει τη σημαία αυτού του κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του· πλοία τα οποία δεν ανταποκρίνονται σ' αυτόν τον ορισμό εξομοιώνονται προς πλοία που φέρουν τη σημαία τρίτης χώρας· |
|
(γ) |
«επιθεωρήσεις και εξετάσεις» |
επιθεωρήσεις και εξετάσεις που διεξάγονται υποχρεωτικά βάσει των διεθνών συμβάσεων· |
|
(δ) |
«διεθνείς συμβάσεις» |
η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματος της, η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (MARPOL), καθώς και τα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές πρωτόκολλα και τροποποιήσεις και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη στην ενημερωμένη τους έκδοση· |
|
(ε) |
«οργανισμός» |
μια νομική οντότητα, οι θυγατρικές της και άλλοι φορείς υπό τον έλεγχό της, οι οποίοι από κοινού ή μεμονωμένα φέρουν σε πέρας καθήκοντα που εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας οδηγίας· |
|
(στ) |
«έλεγχος» |
για τους σκοπούς του στοιχείου ε), τα δικαιώματα, οι συμβάσεις ή άλλα μέσα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής επιρροής στη νομική οντότητα ή επιτρέπουν την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας οδηγίας· |
|
(ζ) |
«αναγνωρισμένος οργανισμός» |
ο οργανισμός που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/…· |
|
(η) |
«εξουσιοδότηση» |
η πράξη με την οποία κράτος μέλος δίνει αρμοδιότητα ή μεταβιβάζει αρμοδιότητα σε αναγνωρισμένο οργανισμό· |
|
(θ) |
«θεσμοθετημένο πιστοποιητικό» |
πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις· |
|
(ι) |
«κανόνες και διαδικασίες» |
οι απαιτήσεις ενός αναγνωρισμένου οργανισμού για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τον εξοπλισμό, τη συντήρηση και την εξέταση των πλοίων· |
|
(ια) |
«πιστοποιητικό κλάσης» |
έγγραφο το οποίο εκδίδεται από αναγνωρισμένο οργανισμό και πιστοποιεί την καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και διαδικασίες που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από τον εν λόγω αναγνωρισμένο οργανισμό· |
|
(ιβ) |
«πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου» |
το πιστοποιητικό το οποίο εισάγει το πρωτόκολλο του 1988 για την τροποποίηση της SOLAS 74 που υιοθέτησε ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (IMO). |
Άρθρο 3
1. Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να διασφαλίζουν τη δέουσα εφαρμογή των διατάξεων των συμβάσεων αυτών, και ειδικότερα εκείνων που αφορούν την επιθεώρηση και την εξέταση πλοίων και την έκδοση θεσμοθετημένων πιστοποιητικών και πιστοποιητικών απαλλαγής όπως προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις. Τα κράτη μέλη ενεργούν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παραρτήματος και του προσαρτήματος του ψηφίσματος A.847(20) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές που βοηθούν τα κράτη σημαίας κατά την εφαρμογή των πράξεων του IMO.
2. Σε περίπτωση που, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κράτος μέλος αποφασίζει, για τα πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία του:
|
(i) |
να εξουσιοδοτεί οργανισμούς να αναλαμβάνουν, πλήρως ή εν μέρει, τη διενέργεια επιθεωρήσεων και εξετάσεων που αφορούν θεσμοθετημένα πιστοποιητικά, περιλαμβανομένων και εκείνων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και, εφόσον χρειάζεται, να εκδίδουν ή να ανανεώνουν τα σχετικά πιστοποιητικά· ή |
|
(ii) |
να εμπιστεύεται σε οργανισμούς την διενέργεια, πλήρως ή εν μέρει, των επιθεωρήσεων και εξετάσεων που αναφέρονται στο σημείο i), |
αναθέτει τα καθήκοντα αυτά μόνο σε αναγνωρισμένους οργανισμούς.
Σε όλες τις περιπτώσεις, την πρώτη έκδοση των πιστοποιητικών απαλλαγής την εγκρίνει η αρμόδια αρχή.
Ωστόσο, όσον αφορά το πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου, τα καθήκοντα αυτά είναι δυνατόν να ανατίθενται σε ιδιωτικό φορέα αναγνωρισμένο από αρμόδια αρχή ο οποίος θα έχει επαρκή ικανότητα και ειδικευμένο προσωπικό για να διενεργεί, για λογαριασμό του, συγκεκριμένη αξιολόγηση της ασφάλειας των ραδιοεπικοινωνιών.
3. Το παρόν άρθρο δεν αφορά την πιστοποίηση ναυτικού εξοπλισμού ειδικού χαρακτήρα.
Άρθρο 4
1. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, καταρχήν, να αρνούνται να εξουσιοδοτήσουν οποιονδήποτε από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς να αναλάβει τα καθήκοντα αυτά, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 5 και 9. Μπορούν, ωστόσο, να περιορίζουν τον αριθμό των οργανισμών που εξουσιοδοτούν ανάλογα με τις ανάγκες τους, εφόσον συντρέχουν διαφανείς και αντικειμενικοί λόγοι.
Ύστερα από αίτηση κράτους μέλους, η Επιτροπή θεσπίζει κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2.
2. Προκειμένου ένα κράτος μέλος να αποδεχθεί ότι κάποιος αναγνωρισμένος οργανισμός εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα εκτελεί πλήρως ή εν μέρει τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 3, μπορεί να ζητεί από την εν λόγω τρίτη χώρα αμοιβαία μεταχείριση για εκείνους τους αναγνωρισμένους οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα.
Επιπλέον, η Κοινότητα μπορεί να ζητεί από το τρίτο κράτος όπου είναι εγκατεστημένος αναγνωρισμένος οργανισμός αμοιβαία μεταχείριση των αναγνωρισμένων οργανισμών που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα.
Άρθρο 5
1. Κάθε κράτος μέλος το οποίο αποφασίζει να ενεργεί όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, καθορίζει τις σχέσεις συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του και των οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό του.
2. Οι σχέσεις συνεργασίας ρυθμίζονται με επίσημη γραπτή και χωρίς διακρίσεις συμφωνία ή ισοδύναμες νομικές ρυθμίσεις, όπου εκτίθενται τα συγκεκριμένα καθήκοντα και ο ρόλος των οργανισμών και όπου περιλαμβάνονται τουλάχιστον:
|
(α) |
οι διατάξεις οι οποίες εκτίθενται στο προσάρτημα ΙΙ του ψηφίσματος Α.739(18) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξουσιοδότηση οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό των αρχών, αντλώντας έμπνευση από το Παράρτημα, τα προσαρτήματα και το συμπλήρωμα της εγκυκλίου 710/MSC του ΙΜΟ και της εγκυκλίου 307/MEPC σχετικά με την πρότυπη συμφωνία για την εξουσιοδότηση αναγνωρισμένων οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό των αρχών· |
|
(β) |
οι ακόλουθες διατάξεις που αφορούν την οικονομική ευθύνη:
|
|
(γ) |
διατάξεις για τη διενέργεια περιοδικού ελέγχου από την αρμόδια αρχή ή από αμερόληπτο εξωτερικό φορέα που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τα οποία οι οργανισμοί αναλαμβάνουν για λογαριασμό της, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1· |
|
(δ) |
δυνατότητα τυχαίων και λεπτομερών επιθεωρήσεων των πλοίων· |
|
(ε) |
διατάξεις για τη διαβίβαση βασικών πληροφοριών σχετικά με την κατάταξη των πλοίων του στόλου τους στον νηογνώμονά τους, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης. |
3. Η συμφωνία ή οι ισοδύναμες νομικές ρυθμίσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την υποχρέωση για τον αναγνωρισμένο οργανισμό να διατηρεί τοπική αντιπροσωπεία στο έδαφος του κράτους μέλους για λογαριασμό του οποίου ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 3. Η απαίτηση αυτή μπορεί να ικανοποιείται από τοπική αντιπροσωπεία έχουσα νομική προσωπικότητα δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους και υποκείμενη στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων του.
4. Κάθε κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις συνεργασίας που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Στη συνέχεια η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.
Άρθρο 6
1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφαλείας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία συστάθηκε βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2099/2002 (9).
2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.
3. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
Άρθρο 7
1. Η παρούσα οδηγία μπορεί, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της, να τροποποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία προκειμένου:
|
(α) |
να ενσωματώνει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), στο άρθρο 3 παράγραφος 1, και στο άρθρο 5 παράγραφος 2, οι οποίες έχουν τεθεί σε ισχύ· |
|
(β) |
να τροποποιηθούν τα ποσά που ορίζονται στα σημεία ii) και iii) του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β). |
Τα ανωτέρω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 6 παράγραφος 3.
2. Μετά την έγκριση νέων πράξεων ή πρωτοκόλλων των διεθνών συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, αποφασίζει, λαμβανομένων υπόψη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών των κρατών μελών καθώς και των σχετικών διαδικασιών του IMO, τις λεπτομέρειες για την επικύρωση των νέων αυτών πράξεων ή πρωτοκόλλων, μεριμνώντας συγχρόνως για την ομοιόμορφη και ταυτόχρονη εφαρμογή τους στα κράτη μέλη.
Οι τροποποιήσεις των διεθνών νομοθετημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), και στο άρθρο 5 μπορούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2099/2002.
Άρθρο 8
Παρά τα ελάχιστα κριτήρια που θέτει το Παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/…, όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι δεν είναι πλέον δυνατό κάποιος αναγνωρισμένος οργανισμός να έχει εξουσιοδότηση να εκτελεί για λογαριασμό του τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 3, μπορεί να αναστείλει ή να αφαιρέσει τη σχετική εξουσιοδότηση. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη για την απόφασή του και την αιτιολογεί.
Άρθρο 9
1. Κάθε κράτος μέλος διαπιστώνει αν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί που ενεργούν για λογαριασμό του στα πλαίσια του άρθρου 3 παράγραφος 2, εκπληρούν πράγματι τα καθήκοντα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή του.
2. Κάθε κράτος μέλος προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τουλάχιστον ανά διετία και απευθύνει στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή έκθεση των αποτελεσμάτων της εν λόγω παρακολούθησης το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους που ακολουθεί τα έτη για τα οποία πραγματοποιήθηκε η αξιολόγηση της συμμόρφωσης.
Άρθρο 10
Αν κατά την άσκηση των δικαιωμάτων επιθεώρησης και των αντίστοιχων υποχρεώσεών τους ως κρατών λιμένα, τα κράτη μέλη διαπιστώσουν ότι αναγνωρισμένοι οργανισμοί που ενεργούν για λογαριασμό κράτους σημαίας έχουν εκδώσει έγκυρα θεσμοθετημένα πιστοποιητικά για πλοίο το οποίο δεν πληροί τις σχετικές απαιτήσεις των διεθνών συμβάσεων, ή αν διαπιστώσουν τυχόν παράλειψη πλοίου εφοδιασμένου με έγκυρο πιστοποιητικό κλάσης η οποία αφορά στοιχεία που καλύπτονται από το εν λόγω πιστοποιητικό, αναφέρουν το γεγονός στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, και ενημερώνουν σχετικά το οικείο κράτος σημαίας. Μόνον περιπτώσεις που συνιστούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και το περιβάλλον ή μαρτυρούν ιδιαιτέρως πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους των αναγνωρισμένων οργανισμών αναφέρονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Ο οικείος αναγνωρισμένος οργανισμός ενημερώνεται για την σχετική περίπτωση κατά το χρόνο της αρχικής επιθεώρησης, ώστε να μπορεί να προβαίνει αμέσως στις ενδεδειγμένες επακόλουθες ενέργειες.
Άρθρο 11
1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα πλοία που φέρουν τη σημαία του σχεδιάζονται κατασκευάζονται, εξοπλίζονται και συντηρούνται σύμφωνα με κανόνες και διαδικασίες αναγνωρισμένου οργανισμού όσον αφορά το σκάφος, τη μηχανολογική και την ηλεκτρολογική εγκατάσταση και την εγκατάσταση ελέγχου.
2. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να χρησιμοποιεί κανόνες που θεωρεί ισοδύναμους προς τους κανόνες και τις διαδικασίες ενός αναγνωρισμένου οργανισμού μόνο υπό τον όρο ότι τους κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία της οδηγίας 98/34/EΚ, καθώς και στα άλλα κράτη μέλη, και υπό τον όρο ότι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ενστάσεων άλλου κράτους μέλους ή της Επιτροπής και δεν έχουν κριθεί, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 6 παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας, ως μη ισοδύναμοι.
3. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς τους οποίους εξουσιοδοτούν για την εκπόνηση κανόνων και διαδικασιών των εν λόγω οργανισμών. Διαβουλεύονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς με σκοπό να επιτευχθεί συνεπής ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων.
Άρθρο 12
Η Επιτροπή ενημερώνει ανά διετία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη.
Άρθρο 13
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις … (10). Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 14
Η οδηγία 94/57/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που εμφαίνονται στο Παράρτημα Ι, Μέρος A, καταργείται από … (11), με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι, Μέρος B.
Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ.
Άρθρο 15
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 16
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
…
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
(1) ΕΕ C 318, 23.12.2006, σ. 195.
(2) ΕΕ C 229, 22.9.2006, σ. 38.
(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007 (ΕΕ C 74 Ε, 20.3.2008, σ. 632), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2008, και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).
(4) ΕΕ L 319, 12.12.1994, σ. 20. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/84/ΕΚ (ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 53).
(5) ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση που τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).
(6) ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 37. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/96/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 363, 20.12.2006, σ. 81).
(7) ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.
(8) ΕΕ L …
(9) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).
(10) 24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(11) Ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Μέρος A
Καταργούμενη οδηγία με τις διαδοχικές τροποποιήσεις της
(που αναφέρεται στο άρθρο 14)
|
Οδηγία 94/57/EK του Συμβουλίου |
|
|
Οδηγία 97/58/ΕΚ της Επιτροπής |
|
|
Οδηγία 2001/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου |
|
|
Οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου |
Μέρος B
Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο
(που αναφέρεται στο άρθρο 14)
|
Οδηγία |
Προθεσμία μεταφοράς |
|
94/57/ΕΚ |
31 Δεκεμβρίου 1995 |
|
97/58/ΕΚ |
30 Σεπτεμβρίου 1998 |
|
2001/105/ΕΚ |
22 Ιουλίου 2003 |
|
2002/84/ΕΚ |
23 Νοεμβρίου 2003 |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ
|
Οδηγία 94/57/ΕΚ |
Παρούσα οδηγία |
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. …/… |
|
Άρθρο 1 |
Άρθρο 1 |
Άρθρο 1 |
|
Άρθρο 2(α) |
Άρθρο 2(α) |
Άρθρο 2(α) |
|
Άρθρο 2(β) |
Άρθρο 2(β) |
— |
|
Άρθρο 2(γ) |
Άρθρο 2(γ) |
— |
|
Άρθρο 2(δ) |
Άρθρο 2(δ) |
Άρθρο 2(β) |
|
Άρθρο 2(ε) |
Άρθρο 2(ε) |
Άρθρο 2(γ) |
|
— |
Άρθρο 2(στ) |
Άρθρο 2(δ) |
|
Άρθρο 2(στ) |
Άρθρο 2(ζ) |
Άρθρο 2(ε) |
|
Άρθρο 2(ζ) |
Άρθρο 2(η) |
Άρθρο 2(στ) |
|
Άρθρο 2(η) |
Άρθρο 2(θ) |
Άρθρο 2(ζ) |
|
Άρθρο 2(θ) |
Άρθρο 2(ια) |
Άρθρο 2(θ) |
|
— |
Άρθρο 2(ι) |
Άρθρο 2(η) |
|
Άρθρο 2(ι) |
Άρθρο 2(ιβ) |
— |
|
Άρθρο 2(ια) |
— |
Άρθρο 2(ι) |
|
Άρθρο 3 |
Άρθρο 3 |
— |
|
Άρθρο 4(1) πρώτη πρόταση |
— |
Άρθρο 3(1) |
|
Άρθρο 4(1) δεύτερη πρόταση |
— |
Άρθρο 3(2) |
|
Άρθρο 4(1) τρίτη πρόταση |
— |
— |
|
Άρθρο 4(1) τέταρτη πρόταση |
— |
Άρθρο 4(1) |
|
— |
— |
Άρθρο 3(3) |
|
— |
— |
Άρθρο 4(2), (3), (4) |
|
— |
— |
Άρθρο 5 |
|
— |
— |
Άρθρο 6 |
|
— |
— |
Άρθρο 7 |
|
Άρθρο 5(1) |
Άρθρο 4(1) |
— |
|
Άρθρο 5(3) |
Άρθρο 4(2) |
— |
|
Άρθρο 6(1), (2), (3), (4) |
Άρθρο 5(1), (2), (3), (4) |
— |
|
Άρθρο 6(5) |
— |
— |
|
Άρθρο 7 |
Άρθρο 6 |
Άρθρο 12 |
|
Άρθρο 8(1) πρώτη περίπτωση |
Άρθρο 7(1) πρώτο εδάφιο στοιχείο (α) |
— |
|
Άρθρο 8(1) δεύτερη περίπτωση |
— |
Άρθρο 13(1) |
|
Άρθρο 8(1) τρίτη περίπτωση |
Άρθρο 7(1) πρώτο εδάφιο στοιχείο (β) |
— |
|
— |
Άρθρο 7(1) δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 13(1) (δεύτερο εδάφιο) |
|
Άρθρο 8(2) |
Άρθρο 7(2) |
— |
|
Άρθρο 8(2) δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 13(2) |
|
Άρθρο 9(1) |
— |
— |
|
Άρθρο 9(2) |
— |
— |
|
Άρθρο 10(1) εισαγωγικές λέξεις |
Άρθρο 8 |
— |
|
Άρθρο 10(1)(α), (β), (γ), (2), (3), (4) |
— |
— |
|
Άρθρο 11(1), (2) |
Άρθρο 9(1), (2) |
— |
|
Άρθρο 11(3), (4) |
— |
Άρθρο 8(1)(2) |
|
Άρθρο 12 |
Άρθρο 10 |
— |
|
Άρθρο 13 |
— |
— |
|
Άρθρο 14 |
Άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 |
— |
|
— |
Άρθρο 11(3) |
— |
|
— |
Άρθρο 12 |
— |
|
— |
— |
Άρθρο 9 |
|
Άρθρο 15(1) |
— |
— |
|
— |
— |
Άρθρο 10(1)(2) |
|
Άρθρο 15(2) |
— |
Άρθρο 10(3) |
|
Άρθρο 15(3) |
— |
Άρθρο 10(4) |
|
Άρθρο 15(4) |
— |
Άρθρο 10(5) |
|
Άρθρο 15(5) |
— |
Άρθρο 10(6) πρώτο, δεύτερη, τρίτο και πέμπτο εδάφιο |
|
— |
— |
Άρθρο 10(6) τέταρτο εδάφιο |
|
Άρθρο 16 |
Άρθρο 13 |
— |
|
Άρθρο 17 |
Άρθρο 16 |
— |
|
— |
Άρθρο 14 |
— |
|
— |
Άρθρο 15 |
— |
|
— |
— |
Άρθρο 11 |
|
— |
— |
Άρθρο 14 |
|
— |
— |
Άρθρο 15 |
|
— |
— |
Άρθρο 16 |
|
— |
— |
Άρθρο 17 |
|
— |
— |
Άρθρο 18 |
|
— |
— |
Άρθρο 19 |
|
Παράρτημα |
— |
Παράρτημα Ι |
|
— |
Παράρτημα Ι |
— |
|
— |
Παράρτημα ΙΙ |
Παράρτημα ΙΙ |
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 TEC), το Συμβούλιο επέτυχε, στις 30 Noεμβρίου 2007, πολιτική συμφωνία για δύο χωριστές νομικές πράξεις με βάση τη σχετική πρόταση της Επιτροπής (1): ένα σχέδιο οδηγίας σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση) και έναν κανονισμό σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση). Το παρόν έγγραφο αφορά το μέρος της πρότασης της Επιτροπής που αποτελεί την αναδιατυπωμένη οδηγία (2).
Κατόπιν της αναθεώρησης από τους γλωσσομαθείς νομικούς, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση στις 6 Ιουνίου 2008.
Κατά την υιοθέτηση της κοινής του θέσης, το Συμβούλιο έλαβε υπ' όψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3) και της Επιτροπής των Περιφερειών (4). Μεγάλο μέρος των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υιοθετήθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Απριλίου 2007 (5), ενσωματώθηκε ή συνυπολογίσθηκε στο σχετικό κείμενο, είτε αποτελεί μέρος της οδηγίας είτε του κανονισμού σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου.
Η πρόταση έχει ως στόχο την αναδιατύπωση των διαδοχικών τροποποιήσεων στην οδηγία 94/57/EK που θεσπίζει κοινούς κανόνες και πρότυπα για οργανισμούς που επιθεωρούν πλοία και εκδίδουν πιστοποιητικά πλοίων, τους λεγόμενους «εγκεκριμένους οργανισμούς». Επιπλέον, ορισμένες διατάξεις της υπάρχουσας οδηγίας τροποποιούνται χάριν απλούστευσης ή εναρμόνισης ή προκειμένου να ενισχυθούν οι υπάρχοντες κανόνες, π.χ. με την ενίσχυση του ελέγχου των εγκεκριμένων οργανισμών και με τη μεταρρύθμιση του συστήματος των κυρώσεων προς όσους δεν πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια έγκρισης.
II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ
α) Τύπος της νομικής πράξης
Το κύριο ζήτημα που προέκυψε κατά τις συζητήσεις στις ομάδες του Συμβουλίου ήταν ο τύπος της νομικής πράξης που πρότεινε η Επιτροπή. Αρκετές διατάξεις στην προτεινόμενη οδηγία πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι είτε επιβάλλουν απευθείας υποχρεώσεις, είτε μεταβιβάζουν στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να επιβάλει υποχρεώσεις σε άτομα, εν προκειμένω στους εγκεκριμένους οργανισμούς. Αυτό το επιβεβαίωσε η Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου με τη γνώμη της 8ης Οκτωβρίου 2007 (έγγραφο 13616/07) όπου συνέστησε να εκδοθεί η πράξη υπό μορφή κανονισμού ή, εναλλακτικά, να αναδιαμορφωθούν οι επίμαχες διατάξεις ή να χωριστεί η πράξη σε μια οδηγία και έναν κανονισμό.
Στην πολιτική συμφωνία του, το Συμβούλιο συμφώνησε να χωριστεί το κείμενο σε δύο χωριστές πράξεις, μια οδηγία και έναν κανονισμό. Η οδηγία περιλαμβάνει τις διατάξεις που απευθύνονται στα κράτη μέλη και αφορούν τη σχέση τους με τους εγκεκριμένους οργανισμούς· ενώ ο κανονισμός περιέχει όλες τις διατάξεις που αφορούν την έγκριση σε κοινοτικό επίπεδο, δηλ. τη χορήγηση και την ανάκληση της έγκρισης από την Επιτροπή, τις υποχρεώσεις και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι οργανισμοί ώστε να δικαιούνται κοινοτική έγκριση καθώς και τις πιθανές κυρώσεις εις βάρος των εγκεκριμένων οργανισμών που δεν πληρούν αυτές τις υποχρεώσεις και τα κριτήρια.
β) Κύρια ζητήματα σχετικά με την οδηγία
Το Συμβούλιο ήταν σε θέση να συμφωνήσει ως προς όλα σχεδόν τα κύρια στοιχεία της πρότασης της Επιτροπής όσον αφορά τη σχέση των κρατών μελών με τους οργανισμούς που επιφορτίζονται με την επιθεώρηση, την έρευνα και την πιστοποίηση πλοίων. Οι σχετικές διατάξεις περιέχουν λίγες μόνο αλλαγές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις της υπάρχουσας οδηγίας 94/57/EK.
Οι τροποποιήσεις του κειμένου από το Συμβούλιο είτε ήταν αναγκαίες για λόγους ορολογίας ή διατύπωσης, είτε αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:
|
|
Πρώτον, σύμφωνα με το υπάρχον κοινοτικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη μπορούν να μεταβιβάζουν στους εγκεκριμένους οργανισμούς τις αρμοδιότητές τους να επιθεωρούν πλοία και να εκδίδουν πιστοποιητικά στο πλαίσιο των σχετικών διεθνών συμβάσεων, το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι, εάν ένα κράτος μέλος δεν επιθυμεί πλέον να επιτρέπει σε έναν συγκεκριμένο εγκεκριμένο οργανισμό να ενεργεί εξ ονόματός του, εναπόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αναστείλει ή να αποσύρει την ανάθεση. Το κείμενο της κοινής θέσης δεν προσδιορίζει κάποια ειδική διαδικασία, πέρα από την υποχρέωση των κρατών μελών να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση σχετικά με την αναστολή ή την απόσυρση και να αιτιολογούν επαρκώς αυτό το μέτρο. |
|
|
Δεύτερον, σύμφωνα με την τροποποιημένη απόφαση επιτροπολογίας (6), το Συμβούλιο εισάγει στην κοινή του θέση την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο προκειμένου να τροποποιήσει την οδηγία σύμφωνα με τις τροποποιήσεις στις διεθνείς συμβάσεις, τα πρωτόκολλα, τους κώδικες και τα ψηφίσματα. |
|
|
Τρίτον, το Συμβούλιο κρίνει σκόπιμο να διευκρινίσει το χρονικό πλαίσιο για την ενημέρωση εκ μέρους της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας από τα κράτη μέλη και ορίζει ότι αυτό θα γίνεται κάθε δύο έτη. |
ΙΙΙ. ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕς
Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις απόψεις που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την πρώτη του ανάγνωση της πρότασης. Τα ακόλουθα στοιχεία της γνώμης του EΚ αντανακλώνται στην κοινή θέση του Συμβουλίου, μερικά από αυτά εν μέρει ή ως προς το πνεύμα τους: τροπολογίες 3, 7, 9, 11, 13, 20, 29, 30, 31, 34, 35, 36, 37 και 51.
Το Συμβούλιο δεν ήταν σε θέση να δεχτεί μια ομάδα τροπολογιών (4, 5, 8, 27 και 48) για λόγους ορολογίας. Οι τροπολογίες 30 και 31 κατά την γνώμη του Συμβουλίου είναι εν μέρει μη αποδεκτές διότι θα άλλαζαν αισθητά τους υπάρχοντες κανόνες περί οικονομικής ευθύνης των εγκεκριμένων οργανισμών λόγω ατυχήματος. Το Συμβούλιο δεν συμφωνεί με τις τροπολογίες 46 και 47 επειδή είναι υπερβολικά δεσμευτικές και μη σύμφωνες με την προσέγγιση του Συμβουλίου ως προς την ανάθεση αρμοδιοτήτων που αποδίδεται στα κράτη μέλη. Τέλος, οι τροπολογίες 1, 21, 28, 33 και 49 δεν είναι απολύτως σαφείς ή φαίνονται μάλλον περιττές.
IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κοινή θέση είναι ο κατάλληλος τρόπος για να θεσπισθούν, μέσω αυτής της οδηγίας, τα μέτρα που θα ακολουθούν τα κράτη μέλη κατά τη σχέση τους με τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων, ενώ όλες οι διατάξεις που αφορούν την έγκριση των οργανισμών αυτών σε κοινοτικό επίπεδο καθορίζονται στον παράλληλο κανονισμό.
Το κείμενο της κοινής θέσης αντανακλά μεγάλο μέρος από τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο να επιτευχθεί συμφωνία το συντομότερο δυνατό.
(1) Η Επιτροπή διεβίβασε στις 30 Ιανουαρίου 2006 την πρότασή της για αναδιατυπωμένη οδηγία σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (έγγραφο 5912/06 MAR 11 ENV 50 CODEC 95).
(2) Η κοινή θέση του Συμβουλίου για το σχέδιο κανονισμού περιέχεται στο έγγραφο 5726/08, ενώ το αντίστοιχο σκεπτικό στο έγγραφο 5726/08 ADD 1.
(3) EΟΚE 1177/2006 της 13.9.2006 (ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195-201).
(4) ΕτΠ 43/2006 της 15.6.2006 (ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38).
(5) Έγγραφο 8724/07 CODEC 389 MAR 28 ENV 206 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
(6) Aπόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).
|
22.7.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
CE 184/23 |
ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 17/2008
που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 6 Ιουνίου 2008
για την έκδοση της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση των οδηγιών 1999/35/ΕΚ και 2002/59/ΕΚ
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2008/C 184 E/03)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),
αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),
Εκτιμώντας τα εξής:
|
(1) |
Η ασφάλεια στις θαλάσσιες μεταφορές στην Ευρώπη πρέπει να διατηρηθεί γενικώς σε υψηλό επίπεδο και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να μειωθεί ο αριθμός των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών. |
|
(2) |
Η ταχεία διεξαγωγή της τεχνικής διερεύνησης των ναυτικών ατυχημάτων βελτιώνει την ασφάλεια στην θάλασσα επειδή συμβάλλει στην πρόληψη της επανάληψης τέτοιων ατυχημάτων που έχουν ως αποτέλεσμα απώλεια ανθρωπίνων ζωών, απώλεια πλοίων και ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος. |
|
(3) |
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα (4), ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση οδηγίας σχετικά με την έρευνα των ναυτικών ατυχημάτων. |
|
(4) |
Το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 (εφεξής: UNCLOS) θεσπίζει το δικαίωμα των παράκτιων κρατών να διερευνούν τα αίτια οποιουδήποτε ναυτικού ατυχήματος εντός των χωρικών του υδάτων το οποίο ενδέχεται να παρουσιάζει κίνδυνο για τη ζωή ή το περιβάλλον, να αφορά τις αρχές έρευνας και διάσωσης παράκτιου κράτους ή να το επηρεάζει καθ' οποιονδήποτε τρόπο. |
|
(5) |
Το άρθρο 94 της UNCLOS ορίζει ότι το κράτος σημαίας φροντίζει για τη διεξαγωγή έρευνας από ή ενώπιον προσώπου ή προσώπων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για ορισμένα ατυχήματα ή περιστατικά στην ανοικτή θάλασσα. |
|
(6) |
Ο κανονισμός I/21 της διεθνούς σύμβασης περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (εφεξής: σύμβαση SOLAS 74), η διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 καθορίζουν την ευθύνη που υπέχει το κράτος σημαίας για τη διενέργεια ερευνών για τα ατυχήματα και για τη διαβίβαση των σχετικών πορισμάτων στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). |
|
(7) |
Ο κώδικας για την εφαρμογή των υποχρεωτικών πράξεων του ΙΜΟ που επισυνάφθηκε στο ψήφισμα Α.973(24) της Συνέλευσης του ΙΜΟ, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, υπενθυμίζει την υποχρέωση κάθε κράτους σημαίας να εξασφαλίζει ότι οι έρευνες για την ασφάλεια στη θάλασσα διενεργούνται από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Ο εν λόγω κώδικας απαιτεί επίσης από κάθε κράτος σημαίας να είναι έτοιμο να διαθέσει για τη διερεύνηση πρόσωπα με τα κατάλληλα προσόντα για το σκοπό αυτό, ανεξαρτήτως από την τοποθεσία που συνέβη το ατύχημα ή το περιστατικό. |
|
(8) |
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κώδικας για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, ο οποίος εγκρίθηκε με το ψήφισμα Α.849(20) της Συνέλευσης του IMO της 27ης Νοεμβρίου 1997 (εφεξής: κώδικας του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών), ο οποίος προβλέπει την εφαρμογή κοινής προσέγγισης για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών και για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών ώστε να εντοπίζονται οι συντελεστές που προκαλούν ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη το ψήφισμα της Συνέλευσης του ΙΜΟ A.861(20), της 27ης Νοεμβρίου 1997, και το ψήφισμα MSC.163(78) της επιτροπής για την ασφάλεια στη θάλασσα του ΙΜΟ, της 17ης Μαΐου 2004, τα οποία περιέχουν ορισμό για το όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου. |
|
(9) |
Κατά τη διεξαγωγή διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας έπειτα από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις Κατευθυντήριες γραμμές για τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος που επισυνάφθηκαν στο ψήφισμα A. 987(24) της Συνέλευσης του IMO και του Διευθύνοντος οργάνου του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, ή κάθε άλλη σχετική με τον ανθρώπινο παράγοντα σύσταση ή πράξη εκδοθείσα από οικείο διεθνή οργανισμό, στο μέτρο που εφαρμόζεται στις τεχνικές διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας. |
|
(10) |
Σύμφωνα με την οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη (5), απαιτείται από τα κράτη μέλη να ορίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων νομικών τους συστημάτων, το νομικό καθεστώς που θα επιτρέψει σε αυτά και σε οιοδήποτε άλλο ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συμμετέχουν, να συνεργάζονται ή, όπου προβλέπεται στο πλαίσιο του κώδικα για την έρευνα ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, να διεξάγουν οιαδήποτε διερεύνηση ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού στο οποίο εμπλέκεται οχηματαγωγό ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος. |
|
(11) |
Σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (6), απαιτείται από τα κράτη μέλη να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του κώδικα του IMO για την έρευνα των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, και να εξασφαλίζουν ότι τα πορίσματα της έρευνας δημοσιεύονται, το συντομότερο δυνατό, μετά την περάτωσή της. |
|
(12) |
Η αμερόληπτη διεξαγωγή της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας σχετικά με ατυχήματα και περιστατικά στα οποία εμπλέκονται σκάφη της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας, ή άλλα σκάφη σε λιμένες ή άλλες οριοθετημένες θαλάσσιες περιοχές, έχει ύψιστη σημασία για την διαπίστωση των πραγματικών περιστάσεων και αιτίων του ατυχήματος ή του περιστατικού. Η έρευνα αυτή, επομένως, θα πρέπει να διενεργείται από πρόσωπα ειδικευμένα για τη διενέργεια διερευνήσεων υπό τον έλεγχο ανεξάρτητου οργανισμού ή φορέα, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων. |
|
(13) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους όσον αφορά τις εξουσίες των αρμόδιων για τη δικαστική έρευνα αρχών και σε συνεργασία με τις αρχές αυτές, όταν ενδείκνυται, να εξασφαλίζουν ότι δίνεται στους υπεύθυνους για την τεχνική έρευνα η δυνατότητα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. |
|
(14) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το νομικό τους σύστημα επιτρέπει σε αυτά, καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να συμμετέχουν ή να συνεργάζονται στη διερεύνηση ατυχημάτων με βάση τις διατάξεις του κώδικα του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών. |
|
(15) |
Ένα κράτος μέλος επιτρέπεται να αναθέτει σε άλλο κράτος μέλος το καθήκον του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό (εφεξής: «διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας»), ή συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο μιας τέτοιας έρευνας, κατόπιν κοινής συμφωνίας. |
|
(16) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να μην χρεώνουν τις δαπάνες για συνδρομή που ζητείται στο πλαίσιο διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας στις οποίες συμμετέχουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Σε περιπτώσεις που ζητείται η συνδρομή κράτους μέλους το οποίο δεν εμπλέκεται στη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμφωνούν όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών με τις οποίες αυτό επιβαρύνθηκε. |
|
(17) |
Σύμφωνα με τον κανονισμό V/20 της συμβάσεως SOLAS 74, τα επιβατηγά πλοία και τα λοιπά πλοία εκτός των επιβατηγών ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3000 GT, τα οποία έχουν κατασκευαστεί από την 1η Ιουλίου 2002 και μετά, πρέπει να φέρουν όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου ως βοήθημα για την έρευνα ατυχημάτων. Δεδομένης της σημασίας του στο πλαίσιο της εκπόνησης πολιτικής για την πρόληψη των ναυτικών ατυχημάτων, ο εν λόγω εξοπλισμός πρέπει να καταστεί υποχρεωτικός στα πλοία που εκτελούν εσωτερικά ή διεθνή δρομολόγια και καταπλέουν σε λιμένες της Κοινότητας. |
|
(18) |
Τα δεδομένα που παρέχονται από σύστημα καταγραφής δεδομένων ταξιδίου, καθώς και από άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, μπορούν να χρησιμεύσουν αναδρομικώς, έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό για τη διερεύνηση των αιτίων του, και προληπτικώς, για την απόκτηση γνώσεων σχετικά με τις περιστάσεις που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε τέτοια συμβάντα. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα αυτά, όταν είναι διαθέσιμα, χρησιμοποιούνται καταλλήλως για τους δύο αυτούς σκοπούς. |
|
(19) |
Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (εφεξής: «ο Οργανισμός») οφείλει να συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη τεχνικών λύσεων και την παροχή τεχνικής βοήθειας σε συνάρτηση με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Σε θέματα διερεύνησης ατυχημάτων ο Οργανισμός έχει συγκεκριμένο καθήκον να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στην ανάπτυξη κοινής μεθοδολογίας για την έρευνα ναυτικών ατυχημάτων δυνάμει συμφωνημένων διεθνών αρχών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα διαφορετικά νομικά συστήματα των κρατών μελών. |
|
(20) |
Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ο Οργανισμός διευκολύνει τη συνεργασία στηρίζοντας τα κράτη μέλη σε δραστηριότητες που αφορούν διερευνήσεις και στην ανάλυση υφιστάμενων εκθέσεων έρευνας για ατυχήματα. |
|
(21) |
Οι συστάσεις ασφαλείας, οι οποίες συνιστούν αποτέλεσμα διερεύνησης θεμάτων ασφαλείας, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τα κράτη μέλη. |
|
(22) |
Δεδομένου ότι ο σκοπός της τεχνικής διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας είναι η πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, τα συμπεράσματα και οι συστάσεις ασφαλείας ουδόλως θα πρέπει να περιλαμβάνουν απόδοση ευθυνών ή καθορισμό υπαιτιότητας. |
|
(23) |
Δεδομένου ότι ο σκοπός της παρούσας οδηγίας, ήτοι η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα στην Κοινότητα και, με τον τρόπο αυτό, ο περιορισμός του κινδύνου ναυτικών ατυχημάτων στο μέλλον, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και επομένως είναι δυνατόν, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού αυτού. |
|
(24) |
Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8). |
|
(25) |
Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί την οδηγία αυτή, προκειμένου να εισαγάγει τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων και να εγκρίνει ή να τροποποιεί την κοινή μεθοδολογία για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 5α της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ. |
|
(26) |
Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, και να δημοσιοποιούν τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας προς τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, |
ΕΞΕΔΩΣAN ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα και η πρόληψη της ρύπανσης από πλοία, και επομένως ο περιορισμός του κινδύνου ναυτικών ατυχημάτων στο μέλλον, μέσω:
|
α) |
της διευκόλυνσης της ταχείας διεξαγωγής των ερευνών για θέματα ασφάλειας και της κατάλληλης ανάλυσης έπειτα από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά προκειμένου να διαπιστωθούν τα αίτια που τα προκάλεσαν, και |
|
β) |
της εξασφάλισης έγκαιρης και ακριβούς αναφοράς για τα αποτελέσματα των ερευνών θεμάτων ασφάλειας και της υποβολής προτάσεων για διορθωτικά μέτρα. |
2. Διερευνήσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν συνδέονται με τον καθορισμό της υπαιτιότητας ή με την απόδοση ευθυνών. Πάντως, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο οργανισμός ή ο φορέας που διενεργεί την έρευνα (εφεξής: οργανισμός διερευνήσεων) δεν αποφεύγει να υποβάλει πλήρη αναφορά όσον αφορά τα αίτια του ατυχήματος ή του περιστατικού, για τον λόγο ότι από τα πορίσματα θα μπορούσε να προκύψει σφάλμα ή υπαιτιότητα.
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά:
|
α) |
στα οποία εμπλέκεται πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους μέλους, ή |
|
β) |
τα οποία συμβαίνουν εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης ή των εσωτερικών υδάτων των κρατών μελών, όπως ορίζονται στην UNCLOS, ή |
|
γ) |
τα οποία αφορούν άλλα ουσιαστικά συμφέροντα των κρατών μελών. |
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά που αφορούν μόνο:
|
α) |
πολεμικά και οπλιταγωγά πλοία και άλλα πλοία την κυριότητα ή τη διαχείριση των οποίων έχει κράτος μέλος και τα οποία χρησιμοποιούνται μόνο για την παροχή δημόσιων μη εμπορικών υπηρεσιών· |
|
β) |
μη μηχανοκίνητα πλοία, ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, θαλαμηγούς και σκάφη αναψυχής που δεν χρησιμοποιούνται εμπορικά, εκτός αν είναι επανδρωμένα ή πρόκειται να επανδρωθούν με πλήρωμα και μεταφέρουν περισσότερους από 12 επιβάτες για εμπορικούς σκοπούς· |
|
γ) |
σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας που πλέουν σε εσωτερικές πλωτές οδούς· |
|
δ) |
αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων· |
|
ε) |
μόνιμες υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης. |
Άρθρο 3
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
|
1. |
Ως «κώδικας του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών» νοείται ο κώδικας για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών που επισυνάφθηκε στο ψήφισμα Α.849(20) της συνέλευσης του ΙΜΟ, της 27ης Νοεμβρίου 1997, στην επικαιροποιημένη του εκδοχή. |
|
2. |
Για τους ακόλουθους όρους ισχύουν οι ορισμοί που περιέχονται στον κώδικα του ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών:
|
|
3. |
Οι όροι «οχηματαγωγό ro-ro» και «ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος» νοούνται σύμφωνα με τους ορισμούς που περιέχονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ. |
|
4. |
Ο όρος «όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδίου» (VDR) νοείται σύμφωνα με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο ψήφισμα A.861(20) της συνέλευσης του ΙΜΟ και MSC.163(78) της επιτροπής για την ασφάλεια στη θάλασσα του ΙΜΟ. |
|
5. |
Ως «σύσταση ασφαλείας» νοείται οποιαδήποτε πρόταση προερχόμενη:
|
Άρθρο 4
Καθεστώς των διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας
1. Τα κράτη μέλη ορίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, το νομικό καθεστώς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, προκειμένου οι έρευνες να διεξάγονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και ταχύτερα.
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία τους και, όταν ενδείκνυται, μέσω συνεργασίας με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές, ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας:
|
α) |
είναι ανεξάρτητες από δικαστικές ή άλλες παράλληλες έρευνες που διενεργούνται για να καθοριστεί η υπαιτιότητα ή να αποδοθούν ευθύνες, και |
|
β) |
δεν παρακωλύονται, αναβάλλονται ή καθυστερούν αδικαιολόγητα εξαιτίας αυτών των ερευνών. |
2. Οι κανόνες που καλούνται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 10, διατάξεις οι οποίες προβλέπουν:
|
α) |
τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή κατά τη διεξαγωγή από άλλο κύριο κράτος μέλος διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ή την ανάθεση σε άλλο κράτος μέλος του καθήκοντος του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού σύμφωνα με το άρθρο 7, και |
|
β) |
τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των οικείων οργανισμών διερευνήσεων στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 5
Υποχρέωση διερεύνησης
1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι ο οργανισμός διερευνήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 8 αναλαμβάνει τη διερεύνηση ασφάλειας μετά από πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα:
|
α) |
στο οποίο εμπλέκεται πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία του, ανεξαρτήτως από τον τόπο όπου συνέβη το ατύχημα, |
|
β) |
το οποίο συμβαίνει στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ή στα εσωτερικά του ύδατα, όπως αυτά ορίζονται στην UNCLOS, ανεξαρτήτως από τη σημαία του πλοίου ή των πλοίων που εμπλέκονται στο ατύχημα ή, |
|
γ) |
για το οποίο είναι ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο το κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του τόπου του ατυχήματος και της σημαίας του πλοίου ή των πλοίων που εμπλέκονται. |
2. Επιπλέον, ο οργανισμός διερευνήσεων αποφασίζει εάν πρέπει να διενεργηθεί διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας έπειτα από οιοδήποτε άλλο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό.
Για την απόφασή του, ο οργανισμός διερευνήσεων λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του περιστατικού, τον τύπο του σκάφους ή και του φορτίου που αφορά, και την πιθανότητα τα ευρήματα της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας να χρησιμεύσουν στην πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων ή περιστατικών.
3. Το πεδίο εφαρμογής και οι πρακτικές διευθετήσεις για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας καθορίζονται από τον οργανισμό διερευνήσεων του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης σε συνεργασία με τους αντίστοιχους οργανισμούς άλλων ουσιαστικώς ενδιαφερόμενων κρατών, κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας και με στόχο την πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και περιστατικών.
4. Κατά τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας τηρούνται οι αρχές της κοινής μεθοδολογίας για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, που αναπτύχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002. Η Επιτροπή εγκρίνει ή τροποποιεί τη μεθοδολογία αυτή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.
Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη αναπτύσσουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις διαδικασίες και τις βέλτιστες πρακτικές των διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας προς χρήση κατά την εφαρμογή της κοινής μεθοδολογίας. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές ενημερώνονται τακτικά προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η πείρα που αποκτάται κατά τη διεξαγωγή διερευνήσεων θεμάτων ασφάλειας.
5. Η διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας αρχίζει όσο το δυνατόν ταχύτερα έπειτα από ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό.
Άρθρο 6
Υποχρέωση γνωστοποίησης
Στο πλαίσιο του νομικού του συστήματος, κάθε κράτος μέλος απαιτεί να γνωστοποιείται αμέσως στον οργανισμό διερευνήσεων, από τις αρμόδιες αρχές ή/και τα εμπλεκόμενα μέρη, κάθε ατύχημα και περιστατικό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 7
Κύριο και συμμετέχον κράτος σε διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας
1. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν να διενεργούν παραλλήλως διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας για το ίδιο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό. Απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου το οποίο θα μπορούσε να παρακωλύσει, αναβάλει ή καθυστερήσει αδικαιολόγητα τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
Σε περιπτώσεις διερεύνησης θεμάτων ασφαλείας στις οποίες εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, τα εν λόγω κράτη μέλη συνεργάζονται με στόχο να συμφωνήσουν ταχέως ποιο εξ αυτών θα είναι το κύριο κράτος μέλος διερεύνησης. Καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να συμφωνήσουν επί των διαδικασιών διερεύνησης. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη έχουν ίδια δικαιώματα και πρόσβαση σε μάρτυρες και αποδεικτικά στοιχεία, όπως το κράτος μέλος που διεξάγει τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας. Το κράτος μέλος που διεξάγει τη διερεύνηση οφείλει να λάβει υπόψη του την άποψή τους.
2. Ανεξαρτήτως της παραγράφου 1, έκαστο κράτος μέλος παραμένει υπεύθυνο για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας και για το συντονισμό με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μέχρις ότου συμφωνηθεί αμοιβαίως το κύριο κράτος διερεύνησης.
3. Χωρίς να απαλλάσσεται των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του διεθνούς δικαίου, ένα κράτος μέλος δύναται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, να αναθέσει σε άλλο κράτος μέλος, κατόπιν κοινής συμφωνίας, το καθήκον του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ή συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο της έρευνας.
4. Όταν ένα ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό αφορά οχηματαγωγό ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος, τη διαδικασία διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας κινεί το κράτος μέλος στα χωρικά ή εσωτερικά ύδατα του οποίου, όπως ορίζονται με την UNCLOS, συμβαίνει το ατύχημα ή το περιστατικό ή, εάν συμβαίνει σε άλλα ύδατα, το τελευταίο κράτος μέλος το οποίο επισκέφθηκε το οχηματαγωγό ή το σκάφος. Το κράτος αυτό είναι υπεύθυνο για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας και για το συντονισμό με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έως ότου συμφωνηθεί αμοιβαίως το κύριο κράτος διερεύνησης.
Άρθρο 8
Οργανισμοί διερεύνησης
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας εκτελούνται υπό την ευθύνη αμερόληπτου μόνιμου οργανισμού και από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά.
Προκειμένου να διεξάγει αμερόληπτα τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, ο οργανισμός διερευνήσεων πρέπει να έχει οργάνωση, νομική δομή και διαδικασία λήψης αποφάσεων ανεξάρτητη από οποιοδήποτε μέρος του οποίου τα συμφέροντα θα συγκρούονταν ενδεχομένως με τα καθήκοντα που του ανατίθενται.
Τα περίκλειστα κράτη μέλη των οποίων τη σημαία δεν φέρουν πλοία ή σκάφη θα ορίσουν ανεξάρτητο σημείο επαφής για τη συνεργασία σε διερεύνηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ).
2. Ο οργανισμός διερευνήσεων εξασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο που εκτελεί διερευνήσεις διαθέτει γνώσεις και πρακτική εμπειρία για θέματα που αφορούν τα συνήθη καθήκοντα διερεύνησης. Επιπλέον, ο οργανισμός διερευνήσεων εξασφαλίζει την ταχεία πρόσβαση στην κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη, όταν χρειάζεται.
3. Οι δραστηριότητες που ανατίθενται σε οργανισμό διερευνήσεων επιτρέπεται να επεκτείνονται στη συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων που αφορούν την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδιαιτέρως για προληπτικούς λόγους, καθόσον οι δραστηριότητες αυτές δεν επηρεάζουν την αμεροληψία ή δεν συνεπάγονται ευθύνη σε θέματα κανονιστικά, διοικητικά ή τυποποίησης.
4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, ότι επιτρέπεται στα πρόσωπα που εκτελούν τις διερευνήσεις είτε των οικείων οργανισμών διερευνήσεων ή οποιουδήποτε άλλου οργανισμού διερευνήσεων στον οποίο έχει ανατεθεί διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, και όταν ενδείκνυται σε συνεργασία με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές:
|
α) |
να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετική περιοχή ή τόπο ατυχήματος, καθώς και σε οποιοδήποτε πλοίο, ναυάγιο ή κατασκευή, συμπεριλαμβανομένων φορτίων, εξοπλισμού ή συντριμμιών· |
|
β) |
να εξασφαλίζουν την άμεση καταγραφή αποδεικτικών στοιχείων και την ελεγχόμενη αναζήτηση και απομάκρυνση υπολειμμάτων ναυαγίου, συντριμμιών ή άλλων κατασκευαστικών στοιχείων ή ουσιών προκειμένου να εξεταστούν ή να αναλυθούν· |
|
γ) |
να απαιτούν την εξέταση ή την ανάλυση των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο β), και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων ή αναλύσεων· |
|
δ) |
να έχουν ελεύθερη πρόσβαση, να αντιγράφουν και να χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες και καταγεγραμμένα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων του VDR που αφορούν το πλοίο, το ταξίδι, το φορτίο, το πλήρωμα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αντικείμενο, κατάσταση ή περίσταση· |
|
ε) |
να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα εξετάσεων που διενεργήθηκαν στα πτώματα θυμάτων ή δοκιμών που διενεργήθηκαν σε δείγματα τα οποία λήφθηκαν από τα πτώματα των θυμάτων· |
|
στ) |
να ζητούν και να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα εξετάσεων που έγιναν σε ανθρώπους που εμπλέκονται στην λειτουργία του πλοίου ή οποιοδήποτε άλλου εμπλεκόμενου προσώπου, ή στα αποτελέσματα δοκιμών που διενεργήθηκαν σε δείγματα τα οποία λήφθηκαν από αυτούς· |
|
ζ) |
να θέτουν ερωτήσεις σε μάρτυρες χωρίς να παρίσταται οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα μπορεί να θεωρηθεί ότι θα εμποδίσουν τη διενέργεια της διερεύνησης· |
|
η) |
να λαμβάνουν φακέλους επιθεωρήσεων και σχετικές πληροφορίες που διαθέτει το κράτος σημαίας, οι πλοιοκτήτες, οι νηογνώμονες ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό μέρος, εφόσον τα μέρη αυτά ή οι αντιπρόσωποί τους είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος· |
|
θ) |
να ζητούν τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών των οικείων κρατών, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρητών του κράτους σημαίας και του κράτους λιμένα, των αξιωματικών της ακτοφυλακής, της υπηρεσίας εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, των ομάδων αναζήτησης και διάσωσης, των πλοηγών και του λοιπού λιμενικού προσωπικού ή ναυτικών. |
5. Ο οργανισμός διερευνήσεων πρέπει να είναι σε θέση να κινητοποιείται αμέσως μόλις του κοινοποιείται ατύχημα και να έχει στη διάθεσή του επαρκείς πόρους για να ανταποκρίνεται με ανεξαρτησία στα καθήκοντά του. Το καθεστώς των προσώπων που εκτελούν τις διερευνήσεις εξασφαλίζει την απαραίτητη ανεξαρτησία τους.
6. Ο οργανισμός διερευνήσεων επιτρέπεται να συνδυάζει τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με τη διερεύνηση περιστατικών διαφορετικών από ναυτικά ατυχήματα, υπό τον όρο ότι από τις διερευνήσεις αυτές δεν διακυβεύεται η ανεξαρτησία του.
Άρθρο 9
Εμπιστευτικότητα
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των νομικών τους συστημάτων, ότι οι ακόλουθες πληροφορίες παρέχονται αποκλειστικώς και μόνο για τους σκοπούς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, εκτός εάν η αρμόδια δικαστική αρχή του οικείου κράτους αποφασίσει ότι τα πλεονεκτήματα από την αποκάλυψη των πληροφοριών υπερισχύουν των δυσμενών επιπτώσεων που θα είχε ενδεχομένως η αποκάλυψή τους, εντός του κράτους και διεθνώς, για τη συγκεκριμένη ή για οποιαδήποτε μελλοντική διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας:
|
α) |
όλες οι καταθέσεις μαρτύρων και άλλες δηλώσεις, εξηγήσεις και σημειώσεις που καταγράφηκαν ή παραλήφθηκαν από τον οργανισμό διερευνήσεων κατά την διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας· |
|
β) |
στοιχεία που αποκαλύπτουν την ταυτότητα των προσώπων που κατέθεσαν στο πλαίσιο διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας· |
|
γ) |
ιατρικά ή προσωπικά δεδομένα προσώπων που εμπλέκονται στο ατύχημα ή περιστατικό. |
Άρθρο 10
Πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας
1. Τα κράτη μέλη δημιουργούν, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα στους οργανισμούς διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας να συνεργάζονται μεταξύ τους στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.
2. Οι εσωτερικοί κανόνες λειτουργίας του μονίμου πλαισίου συνεργασίας και οι οργανωτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό αποφασίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 18 παράγραφος 2.
3. Στο πλαίσιο της μόνιμης συνεργασίας οι οργανισμοί διερεύνησης των κρατών μελών συμφωνούν, συγκεκριμένα, για τους βέλτιστους τρόπους συνεργασίας ούτως ώστε:
|
α) |
να μπορούν οι οργανισμοί διερευνήσεων να χρησιμοποιούν από κοινού εγκαταστάσεις, διευκολύνσεις και εξοπλισμό για τεχνικές διερευνήσεις σε απομεινάρια ναυαγίων και εξοπλισμό πλοίων και άλλα αντικείμενα που αφορούν την διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, όπου συμπεριλαμβάνεται η εξαγωγή και η αξιολόγηση πληροφοριών από VDR και από ηλεκτρονικές συσκευές· |
|
β) |
να προσφέρουν σε αλλήλους την τεχνική συνεργασία ή την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων· |
|
γ) |
να αποκτούν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις αναλύσεις δεδομένων ατυχήματος και να προβαίνουν στις κατάλληλες συστάσεις ασφαλείας σε επίπεδο Κοινότητας· |
|
δ) |
να καταστρώνουν από κοινού θεμελιώδεις αρχές για την παρακολούθηση των συστάσεων για την ασφάλεια και για την προσαρμογή των μεθόδων διερεύνησης στις εξελίξεις της τεχνολογίας και της επιστήμης· |
|
ε) |
να καταρτίζουν κανόνες εμπιστευτικότητας για την ανταλλαγή, τηρουμένων των εθνικών κανόνων, καταθέσεων μαρτύρων και επεξεργασίας δεδομένων, και άλλων στοιχείων εκ των αναφερομένων στο άρθρο 9, περιλαμβανομένων των σχετικών με τρίτες χώρες· |
|
στ) |
να διοργανώνουν, όπου χρειάζεται, κατάλληλες δραστηριότητες για την κατάρτιση προσώπων που εκτελούν διερευνήσεις· |
|
ζ) |
να προάγουν τη συνεργασία με οργανισμούς διερευνήσεων από τρίτες χώρες και με τους διεθνείς οργανισμούς διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων σε θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία· |
|
η) |
να παρέχουν στους οργανισμούς που διενεργούν διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας κάθε σχετική πληροφορία. |
Άρθρο 11
Κόστος
1. Σε περιπτώσεις ερευνών στις οποίες συμμετέχουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αντίστοιχες δραστηριότητες είναι δωρεάν.
2. Σε περιπτώσεις που ζητείται η συνδρομή κράτους μέλους το οποίο δεν εμπλέκεται στη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, τα κράτη μέλη συμφωνούν όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών με τις οποίες αυτό επιβαρύνθηκε.
Άρθρο 12
Συνεργασία με ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες
1. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με άλλες ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας.
2. Σε ουσιαστικώς ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες, επιτρέπεται, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας που διενεργείται από κύριο κράτος μέλος διερεύνησης, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
3. Η συνεργασία κράτους μέλους σε διερεύνηση ασφάλειας διεξαγόμενη από ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα δεν θίγει τις απαιτήσεις για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Εάν μια ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα διεξάγει, ως κύριο κράτος, διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας στην οποία εμπλέκονται ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι δεν θα διεξαγάγουν παράλληλη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω διερεύνηση διενεργείται από την τρίτη χώρα σύμφωνα με τον κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών.
Άρθρο 13
Διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέρη τα οποία έχουν σχέση με ατυχήματα και περιστατικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε:
|
α) |
να αποθηκεύονται όλες οι πληροφορίες από χάρτες, ημερολόγια πλοίων, ηλεκτρονικές και μαγνητικές καταγραφές και βιντεοταινίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών από VDR και από άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν, κατά και μετά το ατύχημα· |
|
β) |
να αποτρέπεται η επεγγραφή ή άλλη αλλοίωση αυτών των πληροφοριών· |
|
γ) |
να αποτρέπεται η παρέμβαση σε οποιονδήποτε άλλο εξοπλισμό ο οποίος μπορεί ευλόγως να θεωρείται ότι έχει σημασία για τη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας του ατυχήματος· |
|
δ) |
να συλλέγονται και να φυλάσσονται εσπευσμένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμεύουν για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας. |
Άρθρο 14
Εκθέσεις ατυχημάτων
1. Διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας που διενεργούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία καταλήγουν στη δημοσίευση έκθεσης που υποβάλλεται σε μορφή την οποία ορίζει ο αρμόδιος οργανισμός διερεύνησης και σύμφωνα με τα σχετικά μέρη του παραρτήματος Ι.
Οι οργανισμοί διερεύνησης μπορούν να αποφασίσουν ότι μια έρευνα θεμάτων ασφάλειας, η οποία δεν αφορά πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα και της οποίας τα ευρήματα δεν έχουν πιθανότητα να χρησιμεύσουν στην πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και περιστατικών, καταλήγει σε μια απλούστερη μορφή έκθεσης, η οποία δημοσιεύεται.
2. Οι οργανισμοί διερεύνησης καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να είναι διαθέσιμες στο κοινό εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος ή περιστατικού. Εάν δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί μέσα σε αυτό το χρόνο η έκθεση, δημοσιεύεται προσωρινή έκθεση εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος ή περιστατικού.
3. Ο οργανισμός διερεύνησης του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης αποστέλλει στην Επιτροπή αντίγραφο της τελικής, απλουστευμένης ή προσωρινής έκθεσης. Ο οργανισμός διερεύνησης λαμβάνει υπόψη του ενδεχόμενες παρατηρήσεις της Επιτροπής επί των τελικών εκθέσεων για την βελτίωση της ποιότητας της σύνταξης, κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 15
Συστάσεις ασφαλείας
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συστάσεις ασφαλείας που διατυπώνουν οι οργανισμοί διερεύνησης λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τους παραλήπτες των συστάσεων και, όταν ενδείκνυται, τους δίδεται η κατάλληλη συνέχεια σύμφωνα με την κοινοτική και διεθνή νομοθεσία.
2. Κατά περίπτωση, ο οργανισμός διερευνήσεων ή η Επιτροπή υποβάλλει συστάσεις ασφαλείας με βάση ανάλυση συνοπτικών δεδομένων.
3. Σύσταση ασφαλείας επ' ουδενί λόγω περιλαμβάνει τον καθορισμό υπαιτιότητας ή την απόδοση ευθυνών για ατύχημα.
Άρθρο 16
Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης
Ανεξαρτήτως του δικαιώματος του οργανισμού διερευνήσεων κράτους μέλους να προβαίνει ο ίδιος σε έγκαιρη προειδοποίηση, εφόσον κρίνει, σε οποιοδήποτε στάδιο διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι χρειάζεται επείγουσα δράση σε επίπεδο Κοινότητας για την πρόληψη του κινδύνου νέου ατυχήματος, ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη έγκαιρης προειδοποίησης.
Εάν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή απευθύνει μήνυμα προειδοποίησης στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, στη ναυπηγική βιομηχανία και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.
Άρθρο 17
Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων ναυτικών ατυχημάτων
1. Δεδομένα σχετικά με ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά αποθηκεύονται και αναλύονται με τη βοήθεια ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που δημιουργείται από την Επιτροπή, υπό την ονομασία Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Πληροφοριών Ναυτικών Ατυχημάτων European Marine Casualty Information Platform (EMCIP).
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που θα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στη βάση δεδομένων.
3. Οι οργανισμοί διερεύνησης των κρατών μελών κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά σύμφωνα με τον μορφότυπο στο παράρτημα ΙΙ. Παρέχουν επίσης στην Επιτροπή τα δεδομένα που προκύπτουν από τις διερευνήσεις θεμάτων ασφάλειας, σύμφωνα με το σύστημα κανόνων της βάσης δεδομένων EMCIP.
4. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη αναπτύσσουν το σύστημα της βάσης δεδομένων και μέθοδο για την κοινοποίηση δεδομένων εντός του κατάλληλου χρονοδιαγράμματος.
Άρθρο 18
Επιτροπή
1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από πλοία (COSS) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).
2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EK, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δίμηνη.
3. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
Άρθρο 19
Εξουσία τροποποίησης
Η Επιτροπή δύναται να επικαιροποιεί ορισμούς που περιέχονται στην παρούσα οδηγία, καθώς και τις παραπομπές σε πράξεις της Κοινότητας και του ΙΜΟ, ώστε να ευθυγραμμισθούν με τα μέτρα της Κοινότητας ή του ΙΜΟ που έχουν τεθεί σε ισχύ, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των ορίων που προβλέπει η παρούσα οδηγία.
Τα μέτρα αυτά, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο την οποία προβλέπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.
Η Επιτροπή δύναται επίσης να τροποποιεί τα παραρτήματα σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.
Τροποποιήσεις του κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών μπορεί να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.
Άρθρο 20
Πρόσθετα μέτρα
Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία δεν θίγουν καθ' οποιονδήποτε τρόπο την ευχέρεια κράτους μέλους να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για την ασφάλεια στη θάλασσα που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν παραβιάζουν την παρούσα οδηγία ή ότι επηρεάζουν καθ' οποιονδήποτε τρόπο δυσμενώς την επίτευξη του σκοπού της.
Άρθρο 21
Κυρώσεις
Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβιάσεις των τεχνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλιστεί η θέση τους σε εφαρμογή. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.
Άρθρο 22
Τροποποιήσεις ισχυουσών πράξεων
1. Το άρθρο 12 της οδηγίας 1999/35/ΕΚ απαλείφεται.
2. Το άρθρο 11 της οδηγίας 2002/59/EΚ απαλείφεται.
Άρθρο 23
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία έως τις … (11).
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.
Άρθρο 24
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 25
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
…,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
(1) ΕΕ C 318, 23.12.2006, σ. 195.
(2) ΕΕ C 229, 22.9.2006, σ. 38.
(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 25ης Απριλίου 2007 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2008 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).
(4) ΕΕ C 104 E, 30.4.2004, σ. 730.
(5) ΕΕ L 138, 1.6.1999, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 53).
(6) ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 10.
(7) ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 (ΕΕ L 394, 30.12.2006, σ. 1).
(8) ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).
(9) ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.
(10) ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).
(11) 24 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Πρόλογος
Στο παρόν μέρος καθορίζεται ο αποκλειστικός σκοπός της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι η σύσταση ασφαλείας ουδόλως αποτελεί τεκμήριο υπαιτιότητας ή ευθύνης και ότι η έκθεση δεν συντάχθηκε, ως προς το περιεχόμενο και τον τύπο, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για δικαστική δίωξη.
(Η έκθεση δεν θα πρέπει να παραπέμπει σε καταθέσεις μαρτύρων ούτε να συσχετίζει οποιονδήποτε αναφέρεται στην έκθεση με πρόσωπο το οποίο κατέθεσε αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας.)
1. Περίληψη
Στο μέρος αυτό περιγράφονται εν συντομία τα πραγματικά στοιχεία ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού: τι, πότε, που και πως συνέβη· δηλώνεται επίσης εάν το ατύχημα προκάλεσε θανάτους, τραυματισμούς, ζημίες στο πλοίο, το φορτίο, σε τρίτα μέρη ή στο περιβάλλον.
2. Τεκμηριωμένες πληροφορίες
Το μέρος αυτό περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους τμήματα, όπου παρέχονται επαρκείς πληροφορίες για τις οποίες ο οργανισμός διερεύνησης κρίνει ότι είναι τεκμηριωμένες, αποτελούν ουσιαστική βάση αναλύσεων και διευκολύνουν την κατανόηση.
Τα τμήματα αυτά περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:
|
2.1. |
Στοιχεία πλοίου Σημαία/νηολόγιο· Ταυτότητα· Κύρια χαρακτηριστικά· Ιδιοκτήτης και διαχειριστής· Κατασκευαστικές λεπτομέρειες· Ελάχιστη επαρκής επάνδρωση· Επιτρεπόμενο φορτίο. |
|
2.2. |
Στοιχεία ταξιδίου Λιμένες προσέγγισης· Τύπος ταξιδίου· Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο· Επάνδρωση. |
|
2.3. |
Πληροφορίες σχετικές με το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό Τύπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού· Ημερομηνία και ώρα· Στίγμα και τόπος ναυτικού ατυχήματος ή περιστατικού· Εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες περιβάλλοντος· Εκμετάλλευση σκάφους και τμήμα ταξιδίου· Θέσεις επί του σκάφους· Δεδομένα για τον ανθρώπινο παράγοντα· Επιπτώσεις (για ανθρώπους, πλοίο, φορτίο, περιβάλλον, λοιπές). |
|
2.4. |
Εμπλοκή παράκτιας αρχής και μέτρα έκτακτης ανάγκης Πρόσωπα που εμπλέχθηκαν· Μέσα που χρησιμοποιήθηκαν· Ταχύτητα ανταπόκρισης· Μέτρα που λήφθηκαν· Επιτευχθέντα αποτελέσματα. |
3. Περιγραφή
Στο μέρος αυτό περιγράφεται το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό ως αλληλουχία των κατά χρονολογική σειρά συμβάντων πριν, κατά και μετά το ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό, καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε παράγοντας (πρόσωπα, υλικό, περιβάλλον, εξοπλισμός ή εξωτερικός παράγοντας). Το χρονικό διάστημα που καλύπτει η περιγραφή εξαρτάται από τη στιγμή που επήλθαν τα συγκεκριμένα τυχαία συμβάντα που συνετέλεσαν άμεσα στο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό. Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται επίσης οιεσδήποτε λεπτομέρειες έχουν σχέση με τη διεξαγόμενη διερεύνηση θεμάτων ασφάλειας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων εξετάσεων ή δοκιμών.
4. Ανάλυση
Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται χωριστά τμήματα, στα οποία αναλύεται κάθε τυχαίο συμβάν, με σχόλια που αφορούν τα αποτελέσματα οποιασδήποτε σχετικής εξέτασης ή δοκιμής διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας και σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο για την ασφάλεια που ενδεχομένως έχει ήδη ληφθεί για την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.
Τα τμήματα αυτά πρέπει να καλύπτουν ζητήματα όπως:
|
— |
τυχαία συμβάντα και συνθήκες περιβάλλοντος· |
|
— |
ανθρώπινες εσφαλμένες ενέργειες και παραλείψεις, συμβάντα όπου εμπλέκονται επικίνδυνα υλικά, περιβαλλοντικοί παράγοντες, αστοχίες εξοπλισμού και εξωτερικές επιδράσεις· |
|
— |
παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με λειτουργίες που επιτελούν πρόσωπα, χειρισμούς επί του πλοίου, χερσαία μέτρα διαχείρισης ή με κανονιστικές διατάξεις. |
Η ανάλυση και τα σχόλια στην έκθεση καθιστούν δυνατόν να συναχθούν λογικά συμπεράσματα για όλους τους παράγοντες που συνετέλεσαν στο ατύχημα, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων για τους οποίους ήταν ανύπαρκτα ή εκτιμώνται ανεπαρκή μέτρα για την πρόληψη τυχαίου συμβάντος ή/και τα μέτρα που αποσκοπούσαν στην εξάλειψη ή μείωση των επιπτώσεών του.
5. Συμπεράσματα
Στο μέρος αυτό συνοψίζονται οι παράγοντες που διαπιστώθηκαν ότι συνετέλεσαν στο ατύχημα και τα ελλείποντα ή ανεπαρκή μέτρα πρόληψης ατυχήματος (υλικό, λειτουργίες, σύμβολα ή διαδικασίες) ώστε να αναπτυχθούν μέτρα ασφάλειας για την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.
6. Συστάσεις ασφαλείας
Όπου χρειάζεται, σε αυτό το μέρος της έκθεσης περιλαμβάνονται συστάσεις ασφαλείας που προκύπτουν από την ανάλυση και τα συμπεράσματα και αφορούν συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα: νομοθεσία, σχεδιασμός, διαδικασίες, επιθεώρηση, διαχείριση, υγεία και ασφάλεια στην εργασία, κατάρτιση, εργασίες επισκευής, συντήρηση, χερσαία συνδρομή και αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Οι συστάσεις ασφαλείας απευθύνονται σε εκείνους που είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για την υλοποίηση τους, όπως για παράδειγμα: πλοιοκτήτες, διαχειριστές, αναγνωρισμένοι οργανισμοί, αρχές αρμόδιες για τη ναυσιπλοΐα, υπηρεσίες εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (VTS), οργανισμοί άμεσης επέμβασης, διεθνείς ναυτιλιακοί οργανισμοί και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, με σκοπό την πρόληψη ναυτικών ατυχημάτων.
Στο μέρος αυτό περιλαμβάνονται επίσης προσωρινές συστάσεις ασφαλείας που ενδεχομένως έχουν ήδη προταθεί, ή κάθε άλλη ενέργεια ασφάλειας που ανελήφθη κατά τη διαδικασία της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας.
7. Προσαρτήματα
Στον ακόλουθο μη εξαντλητικό κατάλογο, απαριθμούνται πληροφορίες οι οποίες, κατά περίπτωση, επισυνάπτονται στην έκθεση σε χαρτί ή/και σε ηλεκτρονική μορφή:
|
— |
φωτογραφίες, ταινίες, ηχογραφήσεις, χάρτες, σχεδιαγράμματα· |
|
— |
ισχύοντα πρότυπα· |
|
— |
χρησιμοποιούμενοι τεχνικοί όροι και συντμήσεις· |
|
— |
ειδικές μελέτες ασφάλειας· |
|
— |
διάφορες πληροφορίες. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ Η ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
(Μέρος της ευρωπαϊκής πλατφόρμας πληροφοριών ναυτικών ατυχημάτων)
|
Σημείωση: |
Οι υπογραμμισμένοι αριθμοί υποδηλώνουν ότι τα δεδομένα πρέπει να παρέχονται για κάθε πλοίο σε περίπτωση που στο ναυτικό ατύχημα ή περιστατικό εμπλέκονται περισσότερα του ενός πλοία.
|
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στα πλαίσια της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 ΣΕΚ), το Συμβούλιο κατέληξε στις 7 Ιουνίου 2007 σε πολιτική συμφωνία για το σχέδιο οδηγίας για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση των οδηγιών 1999/35/ΕΚ και 2002/59/ΕΚ (1). Μετά την οριστική διατύπωση από τους Γλωσσομαθείς Νομικούς, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση στις 6 Ιουνίου 2008.
Λαμβάνοντας τη θέση του, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Απριλίου 2007 (2), καθώς και τις γνώμες της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3) και της Επιτροπής των Περιφερειών (4). Έλαβε επίσης υπόψη τη μελέτη επιπτώσεων που έκανε η Επιτροπή κατά την εξέταση της προτεινόμενης οδηγίας.
Η πρόταση αποσκοπεί στη βελτίωση της ασφάλειας με τη θέσπιση σαφών κανόνων που θα ισχύουν σε όλη την Κοινότητα για τις ανεξάρτητες τεχνικές διερευνήσεις που διεξάγονται μετά από ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά. Στόχος των τεχνικών διερευνήσεων στον ναυτιλιακό τομέα δεν είναι να καθοριστεί τυχόν αστική ή ποινική ευθύνη, αλλά να διαπιστωθούν οι περιστάσεις και να διερευνηθούν τα αίτια ναυτικών ατυχημάτων ή περιστατικών, προκειμένου να αντληθούν όλα τα πιθανά διδάγματα από αυτά. Για την εκπόνηση της πρότασης λήφθηκαν υπόψη οι κανόνες του διεθνούς ναυτικού δικαίου και οι ορισμοί και οι συστάσεις του Κώδικα του ΙΜΟ για τις διερευνήσεις των θαλάσσιων ατυχημάτων και περιστατικών.
ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ
Το Συμβούλιο συμφωνεί με τον στόχο και με τα κύρια στοιχεία της πρότασης της Επιτροπής που παρέχουν ένα κατάλληλο μηχανισμό για την αξιοποίηση των εμπειριών μετά από κάθε ατύχημα ή περιστατικό ώστε να προβλεφθούν άλλα ατυχήματα. Η προσέγγιση που υιοθέτησε ωστόσο το Συμβούλιο απαίτησε να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις στο κείμενο, ιδίως προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία και η διακριτική ευχέρεια των οργανισμών διερευνήσεων.
Τα παρακάτω θέματα θεωρήθηκαν μείζονος σημασίας κατά την εξέταση της προτεινόμενης οδηγίας στα όργανα του Συμβουλίου και αντανακλώνται στην κοινή θέση του Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο είναι της άποψης ότι, σε συνάφεια με τη φύση της νομικής πράξης, τα κράτη μέλη και ιδίως οι αντίστοιχοι οργανισμοί τους διερευνήσεων, θα πρέπει να έχουν κάποια ευελιξία και διακριτική ευχέρεια για τη διεξαγωγή διερευνήσεων σε θέματα ασφαλείας. Αντίθετα από την αρχική πρόταση που προέβλεπε υποχρεωτικές διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας για πολύ σοβαρά και σοβαρά ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά, το κείμενο για το οποίο επιτεύχθηκε συμφωνία από το Συμβούλιο περιορίζει την υποχρέωση για διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας σε πολύ σοβαρά ναυτικά ατυχήματα και περιστατικά και απαιτεί από τον οργανισμό διερευνήσεων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών να αποφασίσει αν θα διεξαγάγει ή όχι διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του περιστατικού και τα διδάγματα που μπορούν να αποκομισθούν από αυτό. Επιπλέον, κατά την άποψη του Συμβουλίου, δεν υπάρχει ανάγκη να γίνεται ρητή αναφορά σε ψευδείς συναγερμούς ως ειδική κατηγορία περιστατικών που απαιτούν διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας.
Επιπλέον, και ακολουθώντας το παράδειγμα του σιδηροδρομικού τομέα (5), το Συμβούλιο κρίνει καλό να τονίσει ότι ο οργανισμός διερευνήσεων θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος όσον αφορά την οργάνωση και τη νομική δομή του και να μην εξαρτάται από αποφάσεις που λαμβάνει άλλο μέρος τα συμφέροντα του οποίου θα μπορούσαν να συγκρούονται με τα έργο που του έχει ανατεθεί, ούτως ώστε να διεξάγει με ανεπηρέαστο τρόπο έρευνες θεμάτων ασφαλείας. Εννοείται ότι κάθε κράτος μέλος συστήνει, σύμφωνα με την διοικητική του οργάνωση, τον οργανισμό διερευνήσεων ως μία δημόσια δομή με τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία όσον αφορά την εσωτερική της λειτουργία. Η δομή αυτή μπορεί να συνδέεται με μία μεγαλύτερη ενότητα όπως ένα υπουργείο ή διοίκηση, αλλά θα πρέπει να ρυθμίζεται από διατάξεις που εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία της, ιδίως από τις άλλες διοικητικές αρχές που είναι δυνατόν να ενδιαφερθούν για κάποιο ναυτικό ατύχημα. Για λόγους αναλογικότητας, τα κράτη μέλη, που δεν έχουν ούτε πλοία ούτε σκάφη που φέρουν δική τους σημαία, θα ορίσουν ανεξάρτητο σημείο επαφής για τη συνεργασία σε διερεύνηση θεμάτων ασφαλείας για τα οποία είναι ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο το κράτος μέλος.
Σύμφωνα με τις απαιτήσεις που έχει θέσει το κοινοτικό δίκαιο για τις διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας στον αεροπορικό και σιδηροδρομικό τομέα, το Συμβούλιο συμφωνεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι οι διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας πρέπει να διαφοροποιηθούν από τις ποινικές έρευνες ή άλλες διαδικασίες που αποσκοπούν στον καθορισμό της υπαιτιότητας ή την απόδοση ευθυνών. Το κείμενο της κοινής θέσης ορίζει ότι μοναδικός στόχος των διερευνήσεων δυνάμει αυτής της οδηγίας είναι να ορίσουν τους λόγους του ατυχήματος. Παράλληλα, και σύμφωνα με τον κώδικα ΙΜΟ για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, ορίζει ότι το όργανο που διενεργεί την έρευνα δεν αποφεύγει να υποβάλει πλήρη αναφορά όσον αφορά τα αίτια του ατυχήματος ή του περιστατικού, για τον λόγο ότι από τα πορίσματα θα μπορούσε να προκύψει σφάλμα ή υπαιτιότητα. Σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει σαφή διάκριση μεταξύ των διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας και των ποινικών ή άλλων ερευνών, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν, ορίζοντας το νομικό καθεστώς της διερεύνησης θεμάτων ασφάλειας, ότι οι έρευνες μπορούν να διεξάγονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και ταχύτερα και δεν παρακωλύονται ή αναβάλλονται εξαιτίας άλλων ερευνών.
Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το Συμβούλιο περιλαμβάνει στην κοινή του θέση αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων, και όχι μόνο σκάφη άνω των 24 μέτρων μήκους όπως στην αρχική πρόταση. Αυτό γίνεται για λόγους συνοχής με την κοινή θέση του Συμβουλίου για το σχέδιο οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση τη οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης. Σύμφωνα με το παρόν σχέδιο οδηγίας, τα σκάφη αυτά υποχρεώνονται να είναι εξοπλισμένα με AIS (Αυτόματη Αναγνώριση των Πλοίων) για τη βελτίωση των δυνατοτήτων παρακολούθησης αυτών των πλοίων και της ασφάλειάς τους σε συνθήκες ναυσιπλοϊκής εγγύτητας. Πρέπει συνεπώς να καλύπτονται από την οδηγία όσον αφορά τη διερεύνηση των ατυχημάτων.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία της διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών, το Συμβούλιο θεωρεί πρόσφορο να προβλέψει περισσότερη ευελιξία, ορίζοντας συγχρόνως τις βάσεις για μία συνεχή ανταλλαγή εμπειριών. Σε σύγκριση με την αρχική πρόταση, τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εφαρμογής των αρχών της κοινής μεθοδολογίας η οποία έχει αναπτυχθεί με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα και εγκρίθηκε σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο. Συγχρόνως, με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη διενέργεια διερευνήσεων θεμάτων ασφαλείας, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα αναπτύσσουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις διαδικασίες και τις βέλτιστες πρακτικές προς χρήση κατά την εφαρμογή της κοινής μεθοδολογίας.
ΙΙΙ. ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ
Συμφωνώντας για την κοινή του θέση το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις απόψεις που εκφράστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση της πρότασης. Τα παρακάτω στοιχεία της γνώμης του ΕΚ αντανακλώνται στην κοινή θέση, ορισμένα εν μέρει ή κατ' αρχήν: τροπολογίες 3, 9, 10, 11, 22 και 23.
Ορισμένες άλλες τροπολογίες δεν έγιναν ωστόσο αποδεκτές από το Συμβούλιο. Όσον αφορά τις τροπολογίες 2 και 19, το Συμβούλιο πιστεύει ότι η κοινή μεθοδολογία δεν πρέπει να ασχολείται με πορίσματα διερευνήσεων ασφαλείας αλλά να εστιάζεται μάλλον σε διαδικαστικές πτυχές. Οι τροπολογίες 5 και 8 δεν είναι κατά τη γνώμη του Συμβουλίου συμβατές με την προσέγγισή του στην αρχή της διαφοροποίησης μεταξύ ποινικών και τεχνικών διερευνήσεων. Οι τροπολογίες 7 και 20 δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές διότι το Συμβούλιο πιστεύει ότι δεν ενδείκνυται να ορίσει το Συμβούλιο τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα στην παρούσα οδηγία. Οι τροπολογίες 12 και 13 θα περιορίζουν τις μεθόδους εργασίας του οργανισμού διερευνήσεων ή είναι υπερβολικά δεσμευτικές. Οι τροπολογίες 14 και 26 δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές διότι το Συμβούλιο αποδίδει μεγάλη σημασία στην αρχή της αμεροληψίας του οργανισμού διερευνήσεων και είναι της άποψης ότι κάθε κράτος μέλος πρέπει να συστήσει τον οργανισμό αυτό σύμφωνα με την οικεία του διοικητική δομή. Η τροπολογία 16 δεν συνάδει με την ανάγκη τήρησης του εθνικού δικαίου.
Μία ομάδα άλλων τροπολογιών (4, 6, 15, 17, 18 και 24) απορρίφτηκαν είτε γιατί δεν ήταν εντελώς σαφές είτε γιατί δεν αντιστοιχούν στην προσέγγιση του Συμβουλίου για ένα σύντομο κείμενο.
IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το Συμβούλιο πιστεύει ότι το κείμενο της κοινής θέσης είναι κατάλληλο και καλά ισορροπημένο. Συμμερίζεται το στόχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ορισθεί ένα πλαίσιο που θα εξασφαλίζει ταχείς διερευνήσεις θεμάτων ασφαλείας για ναυτικά ατυχήματα ή περιστατικά. Η κοινή θέση περιλαμβάνει ορισμένες από τις τροπολογίες του ΕΚ που εγκρίθηκαν σε πρώτη ανάγνωση.
Το Συμβούλιο επιβεβαιώνει τη δέσμευσή του να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το κείμενο αυτό προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία το συντομότερο δυνατό.
(1) Η Επιτροπή διαβίβασε την πρότασή της στις 13 Φεβρουαρίου 2006.
(2) Έγγρ. 8724/07 CODEC 389 MAR 28 ENV 206 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
(3) CESE 1177/2006 της 13.9.2006 (ΕΕ C 318 της 23.12.2006, σ. 195-201).
(4) CdR 43/2006 της 15.6.2006 (ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38).
(5) Άρθρο 21 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (Οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (ΕΕ L 164 της 30.4.2004).