ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

51ό έτος
9 Φεβρουαρίου 2008


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο

2008/C 037/01

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
EE C 22 της 26.1.2008

1

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2008/C 037/02

Υπόθεση C-481/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 2 Νοεμβρίου 2007 η SELEX Sistemi Integrati SpA, πρώην Alenia Marconi Systems SpA, κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 29 Αυγούστου 2007 στην υπόθεση T-186/05, SELEX Sistemi Integrati SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

2

2008/C 037/03

Υπόθεση C-496/07: Προσφυγή της 14ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Τσεχικής Δημοκρατίας

3

2008/C 037/04

Υπόθεση C-500/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 19 Νοεμβρίου 2007 η Territorio Energia Ambiente SpA (TEA) κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-175/07, Territorio Energia Ambiente SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

3

2008/C 037/05

Υπόθεση C-501/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 19 Νοεμβρίου 2007 η S.A.BA.R. SpA κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-176/07, S.A.BA.R. SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

4

2008/C 037/06

Υπόθεση C-505/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 19 Νοεμβρίου 2007 — Compañía Española de Comercialización de Aceite, SA κατά Asociación Española de la Industria y Comercio Exportador de Aceite de Oliva (ASOLIVA), Asociación Nacional de Industriales Envasadores y Refinadores de Aceites Comestibles (ANIERAC) και Administración del Estado

5

2008/C 037/07

Υπόθεση C-506/07: Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Audiencia Provincial de La Coruña (Ισπανία) στις 20 Νοεμβρίου 2007 — Lubricantes y Carburantes Galaicos, S. L. (Lubricarga) κατά Petrogal Española S.A., νυν GALP Energía España SAU

6

2008/C 037/08

Υπόθεση C-509/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale di Bergamo (Ιταλία) στις 21 Νοεμβρίου 2007 — Luigi Scarpelli κατά NEOS Banca SpA

7

2008/C 037/09

Υπόθεση C-516/07: Προσφυγή της 22ας Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας

8

2008/C 037/10

Υπόθεση C-518/07: Προσφυγή της 22ας Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

8

2008/C 037/11

Υπόθεση C-519/07 P: Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε στις 22 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-348/03, Koninklijke Friesland Foods NV (πρώην Friesland Coberco Dairy Foods Holding NV) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

9

2008/C 037/12

Υπόθεση C-521/07: Προσφυγή της 23ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

10

2008/C 037/13

Υπόθεση C-522/07: Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 22 Νοεμβρίου 2007 — Dinter GmbH κατά Hauptzollamt Düsseldorf

10

2008/C 037/14

Υπόθεση C-524/07: Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας

11

2008/C 037/15

Υπόθεση C-525/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2007 ο Philippe Combescot κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-249/04, Combescot κατά Επιτροπής

12

2008/C 037/16

Υπόθεση C-526/07 P: Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2007 ο Philippe Combescot κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-250/04, Combescot κατά Επιτροπής

12

2008/C 037/17

Υπόθεση C-529/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) στις 28 Νοεμβρίου 2007 — Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG κατά Franz Hauswirth GmbH

13

2008/C 037/18

Υπόθεση C-530/07: Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

14

2008/C 037/19

Υπόθεση C-531/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) στις 29 Νοεμβρίου 2007 — Fachverband der Buch- und Mediawirtschaft κατά LIBRO Handelsgesellschaft mbH

14

2008/C 037/20

Υπόθεση C-533/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof στις 29 Νοεμβρίου 2007 — Falco Privatsiftung και Thomas Rabitsch κατά Gisela Weller-Lindhorst

15

2008/C 037/21

Υπόθεση C-534/07 P: Αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν στις 30 Νοεμβρίου 2007 η William Prym GmbH & Co. KG και η Prym Consumer GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-30/05, William Prym GmbH & Co. KG και Prym Consumer GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

16

2008/C 037/22

Υπόθεση C-538/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia (Ιταλία) στις 3 Δεκεμβρίου 2007 — Assitur Srl κατά Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricoltura di Milano

16

2008/C 037/23

Υπόθεση C-539/07: Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

17

2008/C 037/24

Υπόθεση C-540/07: Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

17

2008/C 037/25

Υπόθεση C-542/07 P: Αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2007 η εταιρία Imagination Technologies Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) στις 20 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-461/04, Imagination Technologies κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

18

2008/C 037/26

Υπόθεση C-543/07: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου

18

2008/C 037/27

Υπόθεση C-544/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Wojewódzki Sąd Administracyjny we Wrocławiu (Πολωνία) στις 4 Δεκεμβρίου 2007 — Uwe Rüffler κατά Dyrektor Izby Skarbowej we Wrocławiu Ośrodek Zamiejscowy w Wałbrzychu

19

2008/C 037/28

Υπόθεση C-550/07 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 8 Δεκεμβρίου 2007 η Akzo Nobel Chemicals Ltd και η Akcros Chemicals Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-253/03: Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

19

2008/C 037/29

Υπόθεση C-552/07: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Conseil d'État (Γαλλία) στις 11 Δεκεμβρίιου 2007 — Commune de Sausheim (Δήμος Sausheim) κατά Pierre Azelvandre

20

2008/C 037/30

Υπόθεση C-556/07: Προσφυγή της 13ης Δεκεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας

20

2008/C 037/31

Υπόθεση C-559/07: Προσφυγή της 17ης Δεκεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

21

 

Πρωτοδικείο

2008/C 037/32

Υπόθεση T-133/03: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2007 — Schering-Plough κατά Επιτροπής και ΕOΑΦΠ (Προσφυγή ακυρώσεως — Μερικό απαράδεκτο — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή που κατέστη άνευ αντικειμένου — Κατάργηση της δίκης)

22

2008/C 037/33

Υπόθεση T-345/05 R ΙΙΙ: Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 2007 — V κατά Κοινοβουλίου (Ασφαλιστικά μέτρα — Άρση της ασυλίας μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Έλλειψη fumus boni juris)

22

2008/C 037/34

Υπόθεση T-120/07 R: Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Οκτωβρίου 2007 — MB Immobilien Verwaltungs GmbH κατά Επιτροπής (Ασφαλιστικά μέτρα — Κρατικές ενισχύσεις στα νέα ομόσπονδα κράτη — Υποχρέωση επιστροφής — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Επείγον — Στάθμιση των συμφερόντων)

23

2008/C 037/35

Υπόθεση T-349/07 R: Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — FMC Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής (Αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων — Οδηγία 91/414/ΕΟΚ — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Παραδεκτό — Μη συνδρομή επείγοντος)

23

2008/C 037/36

Υπόθεση T-350/07 R: Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — FMC Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής (Ασφαλιστικά μέτρα — Οδηγία 91/414/ΕΟΚ — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Παραδεκτό — Έλλειψη κατεπείγοντος)

23

2008/C 037/37

Υπόθεση T-429/07: Προσφυγή της 27ης Νοεμβρίου 2007 — BP Aromatics κατά Επιτροπής

24

2008/C 037/38

Υπόθεση T-431/07: Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2007 — Gebr. Heller Maschinenfabrik κατά ΓΕΕΑ — Fernández Martinez (HELLER)

24

2008/C 037/39

Υπόθεση T-434/07: Προσφυγή της 28ης Νοεμβρίου 2007 — Volvo Trademark Holding κατά ΓΕΕΑ — Grebenshikova (SOLVO)

25

2008/C 037/40

Υπόθεση T-435/07: Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — New Look κατά ΓΕΕΑ (NEW LOOK)

25

2008/C 037/41

Υπόθεση T-438/07: Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Spa Monopole κατά ΓΕΕΑ — De Francesco Import (SpagO)

26

2008/C 037/42

Υπόθεση T-439/07: Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2007 — Coats Holdings κατά Επιτροπής

26

2008/C 037/43

Υπόθεση T-441/07: Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — Ryanair κατά Επιτροπής

27

2008/C 037/44

Υπόθεση T-442/07: Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Ryanair κατά Επιτροπής

28

2008/C 037/45

Υπόθεση T-444/07: Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2007 — Centre de Promotion de l'Emploi par la Micro-Entreprise κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

29

2008/C 037/46

Υπόθεση T-445/07: Προσφυγή/αγωγή της 7ης Δεκεμβρίου 2007 — Berning & Söhne κατά Επιτροπής

30

2008/C 037/47

Υπόθεση T-446/07: Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2007, Royal Appliance International κατά ΓΕΕΑ — BSH Bosch und Siemens Hausgeräte (Centrixx)

30

2008/C 037/48

Υπόθεση T-447/07: Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2007 — Scovill Fasteners κατά Επιτροπής

31

2008/C 037/49

Υπόθεση T-449/07: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2007 — Rotter κατά ΓΕΕΑ (EU-BRUZZEL)

31

2008/C 037/50

Υπόθεση T-450/07: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2007 — Harwin International κατά ΓΕΕΑ — Cuadrado (Pickwick)

32

2008/C 037/51

Υπόθεση T-451/07: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2007 — WellBiz κατά ΓΕΕΑ — Wild (WELLBIZ)

32

2008/C 037/52

Υπόθεση T-453/07: Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — Dylog Italia κατά ΓΕΕΑ — GSI Office Management (IP Manager)

33

2008/C 037/53

Υπόθεση T-105/04: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007 — Sandoz κατά Επιτροπής

33

2008/C 037/54

Υπόθεση T-329/07: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — UPS Europe και UPS Deutschland κατά Επιτροπής

33

 

Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2008/C 037/55

Υπόθεση F-57/06: Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2007 — Hinderyckx κατά Συμβουλίου (Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2005 — Μη εγγραφή στον πίνακα προαχθέντων — Παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Εκθέσεις βαθμολογίας προερχόμενες από διαφορετικά κοινοτικά όργανα)

34

2008/C 037/56

Υπόθεση F-88/07: Αγωγή της 29ης Αυγούστου 2007 — Domínguez González κατά Επιτροπής

34

2008/C 037/57

Υπόθεση F-135/07: Προσφυγή–αγωγή της 30ής Οκτωβρίου 2007 — Smadja κατά Επιτροπής

35

EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο

9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/1


(2008/C 37/01)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EE C 22 της 26.1.2008

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

EE C 8 της 12.1.2008

EE C 315 της 22.12.2007

EE C 297 της 8.12.2007

EE C 283 της 24.11.2007

EE C 269 της 10.11.2007

EE C 247 της 20.10.2007

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

 

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/2


Αναίρεση που άσκησε στις 2 Νοεμβρίου 2007 η SELEX Sistemi Integrati SpA, πρώην Alenia Marconi Systems SpA, κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 29 Αυγούστου 2007 στην υπόθεση T-186/05, SELEX Sistemi Integrati SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-481/07 P)

(2008/C 37/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: SELEX Sistemi Integrati SpA, πρώην Alenia Marconi Systems SpA (εκπρόσωποι: F. Sciaudone, R. Sciaudone και A. Neri, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Αυγούστου 2007 στην υπόθεση T-186/05 και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων που θα παράσχει το Δικαστήριο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθώς και της διαδικασίας στην υπόθεση T-186/05.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η αναιρεσείουσα επικαλείται:

α)

εσφαλμένο αποκλεισμό των καταβληθέντων στο πλαίσιο της υποθέσεως T-155/04 δικαστικών εξόδων από την έννοια της δυναμένης να αποκατασταθεί ζημίας. Κατά τη γνώμη της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο:

εξέλαβε εσφαλμένως την αγωγή αποζημιώσεως ως απόπειρα «ανατροπής της αποφάσεως επί των δικαστικών εξόδων την οποία περιέχει η απόφαση του Δικαστηρίου» στην υπόθεση T-155/04·

ερμήνευσε εσφαλμένως τα άρθρα 87 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου σε σχέση με τις αρχές περί αποζημιώσεως.

θεώρησε εσφαλμένως ότι η νομολογία που απορρέει από την επονομαζόμενη απόφαση Montorio του Δικαστηρίου τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω·

β)

πλάνη του Πρωτοδικείου καθόσον αυτό απέκλεισε τα καταβληθέντα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας προ της ασκήσεως της αγωγής έξοδα από την έννοια της δυναμένης να αποκατασταθεί ζημίας. Η πλάνη του Πρωτοδικείου έγκειται, κατά την αναιρεσείουσα, στο ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 87 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας σε σχέση με μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η καταβολή αποζημιώσεως, η οποία είναι εντελώς ξένη προς το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων·

γ)

παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχε η αναιρεσείουσα. Το Πρωτοδικείο δεν ανέλυσε ορθώς τον φάκελο που προσκόμισε η αναιρεσείουσα και τα συνημμένα στον εν λόγω φάκελο έγγραφα.

δ)

έλλειψη λογικής συνοχής και αντιφατικότητα της αιτιολογίας, καθώς και μη συνεκτίμηση της κοινοτικής νομολογίας στον τομέα της αποζημιώσεως. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε ορθώς τις αρχές που διατυπώθηκαν με την επονομαζόμενη απόφαση Mulder (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-104/89 και C-37/90) (1) και με την επονομαζόμενη απόφαση Agraz (υπόθεση C-243/05 P) (2)·

ε)

παράβαση του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Κατά τη γνώμη της αναιρεσείουσας, μια ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής δεν απαιτεί να περιέχει το δικόγραφο της προσφυγής «κατ' ανάγκην» τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα, αλλά, αντιθέτως, η διάταξη στηρίζεται στην έννοια της «δυνατότητας», υπό την έννοια ότι ο διάδικος υποχρεούται να προσκομίσει τις αποδείξεις μόνον όταν τούτο είναι δυνατό·

στ)

έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η αναιρεσείουσα λόγω παραβιάσεως της αρχής της εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως σε σχέση με την ειδική αυτή παραβίαση που επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα·

ζ)

παραμόρφωση του περιεχομένου των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και παράθεση αιτιολογίας που δεν παρουσιάζει λογική συνοχή και έρχεται σε αντίφαση με την κοινοτική νομολογία στον τομέα της αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης. Το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα επιχειρήματα που αφορούν αποκλειστικώς τον αποκλεισμό από τις προσκλήσεις προς υποβολή προσφορών ή τη μη ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων προμήθειας προκειμένου να απορρίψει το αίτημα αποζημιώσεως σχετικά με την παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας ή την παράβαση του καθήκοντος εποπτείας εκ μέρους της Επιτροπής.


(1)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-104/89 και C-37/90, J. M. Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Συλλογή 2002, σ. I-203).

(2)  Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, C-243/05 P, Agraz, SA κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Συλλογή 2006, σ. I-10833).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/3


Προσφυγή της 14ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Τσεχικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-496/07)

(2008/C 37/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Rozet και M. Šimerdová)

Καθής: Τσεχική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Τσεχική Δημοκρατία, καθόσον η τσεχική νομοθεσία απαιτεί ότι ο πλοίαρχος πλοίου υπό τσεχική σημαία πρέπει να έχει την τσεχική ιθαγένεια, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 ΕΚ·

να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή στηρίζει την προσφυγή στους εξής λόγους:

Η τσεχική νομοθεσία (νόμος υπ' αριθ. 61/2000 Sb.) επιβάλλει στον πλοιοκτήτη να διασφαλίζει ότι ο πλοίαρχος πλοίου υπό τσεχική σημαία είναι υπήκοος της Τσεχικής Δημοκρατίας.

Σύμφωνα με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η σαφής και ανεπιφύλακτη αυτή προϋπόθεση σχετικά με την τσεχική ιθαγένεια βρίσκεται σε αντίθεση με την κρίση του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-405/01 (1) και C-47/02 (2). Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή παραπέμπει στην κρίση της σκέψης 44 της αποφάσεως που εξέδωσε στην υπόθεση C-405/01 και της σκέψης 63 της αποφάσεως που εξέδωσε στην υπόθεση C-47/02. Η προϋπόθεση ιθαγενείας που επιβάλλεται στους πλοιάρχους σύμφωνα με την τσεχική νομοθεσία είναι απόλυτη. Οι λυσιτελείς διατάξεις της τσεχικής νομοθεσίας δεν λαμβάνουν υπόψη τις λεπτομέρειες εφαρμογής και το περιεχόμενο της αληθούς ασκήσεως καθηκόντων του πλοιάρχου ενός πλοίου, περιλαμβανομένης της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, όπως απαιτεί η προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το γεγονός και μόνο ότι το τσεχικό δίκαιο χορηγεί στον πλοίαρχο πλοίου φέροντος τσεχική σημαία δικαιώματα εμπίπτοντα στην άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τις εξαιρέσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων υπό την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 4, ΕΚ.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φρονεί ότι στην Τσεχική Δημοκρατία εναπόκειται να συμμορφώσει την εθνική της νομοθεσία με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μολονότι (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Τσεχικής Δημοκρατίας) κανένα πλοίο δεν φέρει επί του παρόντος τσεχική σημαία.


(1)  Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-405/01, Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española (Συλλογή 2003, σ. I-10391) που αφορά την ισπανική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στον πλοίαρχο και υποπλοίαρχο πλοίου υπό ισπανική σημαία να έχουν ισπανική ιθαγένεια.

(2)  Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-47/02, Albert Anker, Klaas Ras και Albertus Snopek (Συλλογή 2003, σ. I-10447) που αφορά τη γερμανική νομοθεσία η οποία επιβάλει την υποχρέωση να έχει γερμανική ιθαγένεια ο πλοίαρχος των πλοίων που φέρουν γερμανική σημαία και ασκούν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο της μικρής ναυσιπλοΐας (Kleine Seeschifffahrt).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/3


Αναίρεση που άσκησε στις 19 Νοεμβρίου 2007 η Territorio Energia Ambiente SpA (TEA) κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-175/07, Territorio Energia Ambiente SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-500/07 P)

(2008/C 37/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Territorio Energia Ambiente SpA (TEA) (εκπρόσωποι: E. Coffrini και F. Tesauro, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει ή/και να μεταρρυθμίσει εν όλω την απόφαση του Πρωτοδικείου που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με κάθε απόφαση που το Δικαστήριο θεωρεί ενδεδειγμένη·

να δεχθεί τα αιτήματα που υποβλήθηκαν με την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2002 (1), η οποία αφορά «κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου», κρίθηκε ότι συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά το καθεστώς φοροαπαλλαγών που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 70, του νόμου 549/1995 και το άρθρο 66, παράγραφος 14, του νομοθετικού διατάγματος 331/1993, όπως έχει τροποποιηθεί, υπέρ των ανωνύμων εταιριών στις οποίες το Δημόσιο συμμετέχει κατά πλειοψηφία και οι οποίες ασκούν λειτουργίες κοινής ωφελείας σε τοπικό επίπεδο. Η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορούσε συγκεκριμένες εταιρίες, αλλά η ισχύς της εκτεινόταν στις εταιρίες που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου 241/1990 και στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει κατά πλειοψηφία το Δημόσιο. Επομένως, η εν λόγω απόφαση δεν κοινοποιήθηκε σε καμία εταιρία (ούτε στην αναιρεσείουσα) καθόσον δεν είχε ατομικά καθορισμένους αποδέκτες. Με το νομοθετικό διάταγμα 10 της 15ης Φεβρουαρίου 2007, το Ιταλικό Δημόσιο εκτέλεσε την προαναφερθείσα απόφαση αναθέτοντας το έργο της ανακτήσεως στις υπηρεσίες εισπράξεως εσόδων. Κατά συνέπεια, η Agenzia delle Entrate di Mantova (υπηρεσία εισπράξεως εσόδων της πόλεως Mantova) κοινοποίησε, στις 29 Μαρτίου 2007, στην αναιρεσείουσα εταιρία ανακοίνωση-ένταλμα πληρωμής ποσού του οποίου το κεφάλαιο ανέρχεται σε 1 748 289,75 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 912 180,64 ευρώ.

Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν είναι εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει κατά πλειοψηφία το Δημόσιο, αλλά εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει αποκλειστικά και μόνον το Δημόσιο και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να αφορούν την αναιρεσείουσα εταιρία «οι θεωρήσεις της Επιτροπής και η απόφασή της».

Στην αναιρεσείουσα εταιρία έχει ανατεθεί «ενδοϋπηρεσιακά» η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας σε τοπικό επίπεδο, των οποίων η διαχείριση είχε ανατεθεί από τον Δήμο της Mantova στη δημοτική επιχείρηση (ASM), της οποίας διάδοχος είναι, κατόπιν μετατροπής σύμφωνα με τον νόμο 127/97, η αναιρεσείουσα εταιρία.

Η ίδια εταιρία διαχειρίζεται τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας υπό καθεστώς ιδιωτικοοικονομικής δραστηριότητας, κατ' ουσίαν σε τοπικό πεδίο, χωρίς να μπορεί να επηρεάσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, που δεν είναι δυνατό να υπάρξει δεδομένου ότι δεν υφίσταται αγορά.

Μια εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει αποκλειστικά το Δημόσιο συνιστά απλώς και μόνον έμμεσο όργανο των δήμων που είναι εταίροι και οι οποίοι αποτελούν τους πραγματικούς αποδέκτες της φορολογικής ενισχύσεως κατά της οποίας βάλλει η Επιτροπή.

Επομένως, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, η χορηγηθείσα στην αναιρεσείουσα φοροαπαλλαγή δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως μη οφειλόμενη κρατική ενίσχυση αντίθετη προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 της Συνθήκης.

Για τους ανωτέρω συνοπτικά αναφερθέντες λόγους, ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής, που έδωσε λαβή για την υπόθεση T-175/07, η οποία ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα και επί της οποίας το Πρωτοδικείο εξέδωσε στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 διάταξη απαραδέκτου με το σκεπτικό ότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, κατά το οποίο η προσφυγή ακυρώσεως έπρεπε να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η ως άνω συλλογιστική είναι αβάσιμη υπό το πρίσμα τόσο των αποφάσεων της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 (730/79) (2), της 14ης Νοεμβρίου 1984 (323/82) (3) και της 12ης Δεκεμβρίου 1996 (T-358/94) (4) όσο και, προπάντων, της αποφάσεως του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Φεβρουαρίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-346/03 και C-529/03 (5) και, ως εκ τούτου, με την υποβληθείσα αίτηση αναιρέσεως ζητεί να αναιρεθεί η διάταξη του Πρωτοδικείου.

Πράγματι, η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ασκήθηκε μόλις η αναιρεσείουσα εταιρία έλαβε γνώση του ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των αποδεκτών της αποφάσεως της Επιτροπής, ήτοι όταν έλαβε κοινοποίηση των ενταλμάτων πληρωμής που εξέδωσε η υπηρεσία εισπράξεως εσόδων.

Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα προβάλλει έτερο λόγο αναιρέσεως της διατάξεως του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τον οποίο η διάταξη αυτή βαρύνεται με εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 225 της Συνθήκης.

Πράγματι, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με το σύμφυτο αίτημα περί μη υπαγωγής της αναιρεσείουσας στην εν λόγω απόφαση αυτή καθ' εαυτή και, ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα ζητεί τη μεταρρύθμιση της πρωτόδικης διατάξεως, υπό το πρίσμα, επίσης, της διαπιστωθείσας καθ' ύλην αναρμοδιότητας, από το ίδιο δικαιοδοτικό όργανο.


(1)  EE 2003, L 77, σ. 21.

(2)  Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980-IIΙ, σ. 13).

(3)  SA Intermills κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 3809).

(4)  Compagnie Nationale Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-2109).

(5)  Giuseppe Ageni κ.λπ. κατά Regione Autonoma della Sardegna (Συλλογή 2006, σ. I-1875).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/4


Αναίρεση που άσκησε στις 19 Νοεμβρίου 2007 η S.A.BA.R. SpA κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-176/07, S.A.BA.R. SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-501/07 P)

(2008/C 37/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: S.A.BA.R. SpA (εκπρόσωποι: E. Coffrini και F. Tesauro, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει ή/και να μεταρρυθμίσει εν όλω την απόφαση του Πρωτοδικείου που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με κάθε απόφαση που το Δικαστήριο θεωρεί ενδεδειγμένη·

να δεχθεί τα αιτήματα που υποβλήθηκαν με την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2002 (1), η οποία αφορά «κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου», κρίθηκε ότι συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά το καθεστώς φοροαπαλλαγών που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 70, του νόμου 549/1995 και το άρθρο 66, παράγραφος 14, του νομοθετικού διατάγματος 331/1993, όπως έχει τροποποιηθεί, υπέρ των ανωνύμων εταιριών στις οποίες το Δημόσιο συμμετέχει κατά πλειοψηφία και οι οποίες ασκούν λειτουργίες κοινής ωφελείας σε τοπικό επίπεδο. Η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορούσε συγκεκριμένες εταιρίες, αλλά η ισχύς της εκτεινόταν στις εταιρίες που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου 241/1990 και στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει κατά πλειοψηφία το Δημόσιο. Επομένως, η εν λόγω απόφαση δεν κοινοποιήθηκε σε καμία εταιρία (ούτε στην αναιρεσείουσα) καθόσον δεν είχε ατομικά καθορισμένους αποδέκτες. Με το νομοθετικό διάταγμα 10 της 15ης Φεβρουαρίου 2007, το Ιταλικό Δημόσιο εκτέλεσε την προαναφερθείσα απόφαση αναθέτοντας το έργο της ανακτήσεως στις υπηρεσίες εισπράξεως εσόδων. Κατά συνέπεια, η Agenzia delle Entrate di Guastalla (υπηρεσία εισπράξεως εσόδων της πόλεως Guastalla) κοινοποίησε, στις 20 Μαρτίου 2007, στην αναιρεσείουσα εταιρία τις ανακοινώσεις-εντάλματα πληρωμής υπ' αριθ. 3796 της 15.3.2007 για ποσό του οποίου το κεφάλαιο ανέρχεται σε 1 912 128,47 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 2 192 225 ευρώ, υπ' αριθ. 3799 της 1.3.2007 για ποσό του οποίου το κεφάλαιο ανέρχεται σε 815 406,94 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 783 529 ευρώ και υπ' αριθ. 3800 της 15.3.2007 για ποσό του οποίου το κεφάλαιο ανέρχεται σε 439 549,29 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 712 588 ευρώ.

Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν είναι εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει κατά πλειοψηφία το Δημόσιο, αλλά εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει αποκλειστικά και μόνον το Δημόσιο και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να αφορούν την αναιρεσείουσα εταιρία «οι θεωρήσεις της Επιτροπής και η απόφασή της».

Στην αναιρεσείουσα εταιρία έχει ανατεθεί «ενδοϋπηρεσιακά» η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας σε τοπικό επίπεδο για τους οκτώ δήμους που είναι εταίροι, δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρία συστάθηκε ειδικώς προς τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προβλέπει ο νόμος.

Η ίδια εταιρία διαχειρίζεται τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας υπό καθεστώς ιδιωτικοοικονομικής δραστηριότητας, κατ' ουσίαν σε τοπικό πεδίο, χωρίς να μπορεί να επηρεάσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, που δεν είναι δυνατό να υπάρξει δεδομένου ότι δεν υφίσταται αγορά.

Μια εταιρία στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει αποκλειστικά το Δημόσιο συνιστά απλώς και μόνον έμμεσο όργανο των δήμων που είναι εταίροι και οι οποίοι αποτελούν τους πραγματικούς αποδέκτες της φορολογικής ενισχύσεως κατά της οποίας βάλλει η Επιτροπή.

Επομένως, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, η χορηγηθείσα στην αναιρεσείουσα φοροαπαλλαγή δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως μη οφειλόμενη κρατική ενίσχυση αντίθετη προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 της Συνθήκης.

Για τους ανωτέρω συνοπτικά αναφερθέντες λόγους, ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής, που έδωσε λαβή για την υπόθεση T-176/07, η οποία ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα και επί της οποίας το Πρωτοδικείο εξέδωσε στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 διάταξη απαραδέκτου με το σκεπτικό ότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, κατά το οποίο η προσφυγή ακυρώσεως έπρεπε να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η ως άνω συλλογιστική είναι αβάσιμη υπό το πρίσμα τόσο των αποφάσεων της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 (730/79) (2), της 14ης Νοεμβρίου 1984 (323/82) (3) και της 12ης Δεκεμβρίου 1996 (T-358/94) (4) όσο και, προπάντων, της αποφάσεως του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Φεβρουαρίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-346/03 και C-529/03 (5) και, ως εκ τούτου, με την υποβληθείσα αίτηση αναιρέσεως ζητεί να αναιρεθεί η διάταξη του Πρωτοδικείου.

Πράγματι, η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ασκήθηκε μόλις η αναιρεσείουσα εταιρία έλαβε γνώση του ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των αποδεκτών της αποφάσεως της Επιτροπής, ήτοι όταν έλαβε κοινοποίηση των ενταλμάτων πληρωμής που εξέδωσε η υπηρεσία εισπράξεως εσόδων.

Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα προβάλλει έτερο λόγο αναιρέσεως της διατάξεως του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τον οποίο η διάταξη αυτή βαρύνεται με εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 225 της Συνθήκης.

Πράγματι, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με το σύμφυτο αίτημα περί μη υπαγωγής της αναιρεσείουσας στην εν λόγω απόφαση αυτή καθ' εαυτή και, ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα ζητεί τη μεταρρύθμιση της πρωτόδικης διατάξεως, υπό το πρίσμα, επίσης, της διαπιστωθείσας καθ' ύλην αναρμοδιότητας, από το ίδιο δικαιοδοτικό όργανο.


(1)  EE 2003, L 77, σ. 21.

(2)  Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980-III, σ. 13).

(3)  SA Intermills κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 3809).

(4)  Compagnie Nationale Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-2109).

(5)  Giuseppe Ageni κ.λπ. κατά Regione Autonoma della Sardegna (Συλλογή 2006, σ. I-1875).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/5


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 19 Νοεμβρίου 2007 — Compañía Española de Comercialización de Aceite, SA κατά Asociación Española de la Industria y Comercio Exportador de Aceite de Oliva (ASOLIVA), Asociación Nacional de Industriales Envasadores y Refinadores de Aceites Comestibles (ANIERAC) και Administración del Estado

(Υπόθεση C-505/07)

(2008/C 37/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Supremo (Ισπανία)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Compañía Española de Comercialización de Aceite, SA

Καθών: Asociación Española de la Industria y Comercio Exportador de Aceite de Oliva (ASOLIVA), Asociación Nacional de Industriales Envasadores y Refinadores de Aceites Comestibles (ANIERAC) και Administración del Estado

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Σύμφωνα με το άρθρο 12α του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1638/98 (2), μπορεί μία ανώνυμη εταιρία, της οποίας οι μέτοχοι είναι κυρίως παραγωγοί, ελαιοτριβεία και συνεταιρισμοί ελαιοπαραγωγών, καθώς και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να περιληφθεί στους «οργανισμούς» που είναι εγκεκριμένοι για τη σύναψη συμβάσεων αποθεματοποιήσεως ελαιολάδου; Μπορεί μία εταιρία με αυτά τα χαρακτηριστικά να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με τις ομάδες παραγωγών και τις ενώσεις τους, οι οποίες είναι αναγνωρισμένες κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 952/97 (3);

2)

Σε περίπτωση που η εταιρία μπορεί να συγκαταλεγεί στους «οργανισμούς» που θεωρούνται κατάλληλοι να ασκούν δραστηριότητες αποθεματοποιήσεως, μπορεί η «έγκριση από το κράτος μέλος», που πρέπει να παρέχεται στους οργανισμούς αυτούς, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 12α του κανονισμού 136/66, να είναι η έγκριση που παρέχεται κατόπιν αιτήσεως για τη χορήγηση ειδικής απαλλαγής («αδείας») που υποβάλλεται στις αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού εθνικές αρχές;

3)

Απαιτεί το άρθρο 12α του κανονισμού 136/66 οπωσδήποτε έγκριση της Επιτροπής για κάθε περίπτωση ιδιωτικής αποθεματοποιήσεως ελαιολάδου ή, αντιθέτως, επιτρέπεται η ύπαρξη μηχανισμού, κατόπιν συμφωνίας των παραγωγών, για την αγορά και την αποθεματοποίηση του ελαιολάδου αυτού με ιδιωτική χρηματοδότηση, ο οποίος θα ενεργοποιείται αποκλειστικά υπό τους ίδιους όρους και τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές της ιδιωτικής αποθεματοποιήσεως με κοινοτική χρηματοδότηση, με σκοπό τη συμπλήρωση και την επιτάχυνση της εν λόγω αποθεματοποιήσεως με κοινοτική χρηματοδότηση και χωρίς να υπερβαίνει τα όριά της;

4)

Μπορεί η νομολογιακή αρχή που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003 (υπόθεση C-137/00, Milk Marque), όσον αφορά την εφαρμογή από τις εθνικές αρχές των εθνικών κανόνων περί προστασίας του ανταγωνισμού στις συμφωνίες παραγωγών που μπορεί, κατ' αρχήν, να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο άρθρο 2 του κανονισμού 26 του Συμβουλίου (4) (περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων), να εφαρμοστεί και στις συμφωνίες οι οποίες, λόγω των χαρακτηριστικών τους και των χαρακτηριστικών του οικείου κλάδου, μπορούν να επηρεάσουν την κοινοτική αγορά ελαιολάδου στο σύνολό της;

5)

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού εθνικές αρχές είναι αρμόδιες να εφαρμόσουν τους εθνικούς κανόνες στις προαναφερθείσες συμφωνίες που μπορούν να επηρεάσουν την κοινή οργάνωση της αγοράς λιπαρών ουσιών, μπορούν οι αρχές αυτές να αρνηθούν πλήρως σε μια εταιρία όπως η αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να κάνει χρήση των μηχανισμών αποθεματοποιήσεως ελαιολάδου, ακόμη και στις περιπτώσεις «σοβαρής διαταραχής» [της αγοράς] που προβλέπει το άρθρο 12α του κανονισμού 136/66;


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1638/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ L 210, σ. 32).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 952/97 του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για τις ομάδες παραγωγών και τις ενώσεις τους (ΕΕ L 142, σ. 30).

(4)  ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/6


Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Audiencia Provincial de La Coruña (Ισπανία) στις 20 Νοεμβρίου 2007 — Lubricantes y Carburantes Galaicos, S. L. (Lubricarga) κατά Petrogal Española S.A., νυν «GALP Energía España SAU»

(Υπόθεση C-506/07)

(2008/C 37/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Audiencia Provincial de La Coruña (Ισπανία)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα και εκκαλούσα: Lubricantes y Carburantes Galaicos, S. L. (Lubricarga)

Εναγομένη και εκκαλούσα: Petrogal Española S.A., νυν «GALP Energía España SAU»

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αν η συναφθείσα σύμβαση μεταξύ της «Lubricarga S.L.» και της «Petrogal S.A.» είναι «ήσσονος σημασίας», εκφεύγει σε κάθε περίπτωση από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου [81] της Συνθήκης [ΕΟΚ] ή, παρά τον ως άνω χαρακτηρισμό, έχει επ' αυτής εφαρμογή η εν λόγω διάταξη, σε περίπτωση που επιβληθεί στον πρατηριούχο η υποχρέωση να τηρεί την καθορισμένη από τον προμηθευτή τελική τιμή πωλήσεως στο κοινό ή/και σε περίπτωση που επιβληθούν στον μεταπωλητή οι υποχρεώσεις αποκλειστικής προμήθειας και οι απαγορεύσεις του ανταγωνισμού, χωρίς αυτές να υπόκεινται στους χρονικούς περιορισμούς που προβλέπουν οι κανονισμοί (ΕΟΚ) 1984/83 (1) και (ΕΚ) 2790/1999 (2) της Επιτροπής;

2)

Σε περίπτωση που κριθεί εφαρμοστέος ο κανονισμός 1984/83, ο οποίος απαγορεύει τη σύναψη κάθετων συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας για τα πρατήρια καυσίμων για αόριστο χρόνο ή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, με την εξαίρεση της περιπτώσεως που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 2, σύμφωνα με το οποίο «(ε)άν η συμφωνία αφορά πρατήριο βενζίνης που ο προμηθευτής έχει παραχωρήσει στο μεταπωλητή, με βάση σύμβαση μισθώσεως ή στα πλαίσια πραγματικής ή νομικής σχέσης χρήσεως, είναι δυνατόν, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, περίπτωση γ', να επιβάλλονται στο μεταπωλητή υποχρεώσεις αποκλειστικής προμήθειας και απαγορεύσεις του ανταγωνισμού που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο, για το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός εκμεταλλεύεται πράγματι το πρατήριο», εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή περίπτωση όπως η επίδικη, κατά την οποία, σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό της 27ης Ιουλίου 1990 και το συμβολαιογραφικό έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 1995, η Lubricarga, ιδιοκτήτρια οικοπέδου, παραχώρησε στην Galp δικαίωμα επιφανείας για 25 έτη και η δεύτερη ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει πρατήριο καυσίμων, υπό τον όρο ότι, μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, οι εγκαταστάσεις θα παραχωρηθούν για το ίδιο χρονικό διάστημα προς εκμετάλλευση στη Lubricarga, η οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας όλων των καυσίμων από την εν λόγω εταιρία διανομής καυσίμων;

3)

Σε περίπτωση που κριθεί εφαρμοστέος ο κανονισμός 2790/1999, ο οποίος ορίζει με το άρθρο του 5 ότι «ο χρονικός περιορισμός πέντε ετών δεν ισχύει, εφόσον τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που αφορά η σύμβαση πωλούνται από τον αγοραστή σε χώρους και οικόπεδα που είτε ανήκουν στον προμηθευτή είτε σε τρίτα μέρη μη συνδεδεμένα με τον αγοραστή και τα οποία μισθώνονται από τον προμηθευτή, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα κατοχής των χώρων και οικοπέδων από τον αγοραστή», εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή περίπτωση όπως η επίδικη, στην οποία, σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό της 27ης Ιουλίου 1990 και το συμβολαιογραφικό έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 1995, η Lubricarga, ιδιοκτήτρια οικοπέδου, παραχώρησε στην Galp δικαίωμα επιφανείας για 25 έτη και η δεύτερη ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει πρατήριο καυσίμων, υπό τον όρο ότι, μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, οι εγκαταστάσεις θα παραχωρηθούν για το ίδιο χρονικό διάστημα προς εκμετάλλευση στη Lubricarga, η οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας όλων των καυσίμων από την εν λόγω εταιρία διανομής καυσίμων;

4)

Έχουν εφαρμογή το άρθρο [81], [παράγραφος 1, στοιχείο α'], [της] Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγορεύει τον άμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως, και ο κανονισμός […] 1984/83, ο οποίος αναφέρει, στην όγδοη αιτιολογική του σκέψη, ότι «άλλες υποχρεώσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα εκείνες που περιορίζουν την ελευθερία του μεταπωλητή ως προς τη διαμόρφωση των τιμών ή των άλλων συμβατικών όρων ή την επιλογή των πελατών του, δεν είναι δυνατόν να εξαιρούνται σύμφωνα με τον κανονισμό [αυτόν]», σε μια σύμβαση όπως η επίδικη, της οποίας η δέκατη ρήτρα και το παράρτημα I αναφέρονται στην επιδίωξη ανταγωνιστικών τιμών και προβλέπουν ότι «οι εκπτώσεις που παρέχονται στον ιδιοκτήτη δεν μπορούν να είναι κατώτερες από τον μέσο όρο των προμηθειών που λαμβάνουν οι πρατηριούχοι των τριών [μεγαλύτερων] (σε όγκο πωλήσεων) επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη γεωγραφική ζώνη όπου βρίσκεται το πρατήριο», με το σκεπτικό ότι η εν λόγω σύμβαση μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να περιορίσει τη δυνατότητα του αγοραστή να καθορίζει την τιμή πωλήσεως;

5)

Έχουν εφαρμογή το άρθρο [81], [παράγραφος 1, στοιχείο α'], [της] Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγορεύει τον άμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως, και ο κανονισμός 2790/99 […], σύμφωνα με τον οποίον η επιβολή σταθερής τιμής μεταπωλήσεως περιλαμβάνεται στους ιδιαίτερης σοβαρότητας περιορισμούς του ανταγωνισμού, σε σύμβαση όπως η επίδικη, της οποίας η δέκατη ρήτρα και το παράρτημα I αναφέρονται στην επιδίωξη ανταγωνιστικών τιμών και προβλέπουν ότι «οι εκπτώσεις που παρέχονται στον ιδιοκτήτη δεν μπορούν να είναι κατώτερες από τον μέσο όρο των προμηθειών που λαμβάνουν οι πρατηριούχοι των τριών [μεγαλύτερων] (σε όγκο πωλήσεων) επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη γεωγραφική ζώνη όπου βρίσκεται το πρατήριο», με το σκεπτικό ότι η εν λόγω σύμβαση μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να περιορίσει τη δυνατότητα του αγοραστή να καθορίζει την τιμή πωλήσεως;


(1)  Kανονισμός (ΕΟΚ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας (ΕE L 173, σ. 5).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 336, σ. 21).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/7


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale di Bergamo (Ιταλία) στις 21 Νοεμβρίου 2007 — Luigi Scarpelli κατά NEOS Banca SpA

(Υπόθεση C-509/07)

(2008/C 37/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale di Bergamo

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ανακόπτων: Luigi Scarpelli

Καθής: NEOS Banca SpA

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (1) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η συμφωνία μεταξύ προμηθευτή και πιστωτικού φορέα, βάσει της οποίας η πίστωση παρέχεται αποκλειστικά από τον συγκεκριμένο πιστωτικό φορέα στους πελάτες του προμηθευτή, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος του καταναλωτή να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα — σε περίπτωση μη εκτελέσεως της συμβάσεως από τον προμηθευτή — ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαίωμα αυτό αφορά α) αποκλειστικά τη λύση της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως ή β) τη λύση της συμβάσεως και την επιστροφή των ποσών που έχουν καταβληθεί στον πιστωτικό φορέα;


(1)  ΕΕ L 42, σ. 48.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/8


Προσφυγή της 22ας Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας

(Υπόθεση C-516/07)

(2008/C 37/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: S. Pardo Quintillán)

Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι:

παραλείποντας να προσδιορίσει όλες τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας αυτής·

παραλείποντας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τον κατάλογο με όλες τις αρμόδιες αρχές, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 8, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Το αίτημα της Επιτροπής στηρίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων.

Σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 7 και 8 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη όφειλαν να προσδιορίσουν τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας 2000/60/ΕΚκαι να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τον κατάλογο με όλες τις αρμόδιες αρχές εντός ορισμένης προθεσμίας.


(1)  ΕΕ L 327, σ. 1.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/8


Προσφυγή της 22ας Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(Υπόθεση C-518/07)

(2008/C 37/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: C. Docksey και C. Ladenburger)

Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προβλέποντας κρατική εποπτεία των ελεγκτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη της επεξεργασίας δεδομένων σε άλλους τομείς εκτός του δημοσίου στα ομόσπονδα κράτη Βάδης-Βιττεμβέργης, Βαυαρίας, Βερολίνου, Βραδεμβούργου, Βρέμης, Αμβούργου, Έσσης, Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, Κάτω Σαξωνίας, Βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Ρηνανίας-Παλατινάτου, Σάαρ, Σαξωνίας, Σαξωνίας-Άνχαλτ, Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν και Θουριγγίας και, με τον τρόπο αυτό, μεταφέροντας εσφαλμένα στην εθνική έννομη τάξη την επιταγή της «πλήρους ανεξαρτησίας» των επιφορτισμένων με τον έλεγχο της επεξεργασίας δεδομένων αρχών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46/ΕΚ (1)·

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

To άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 95/46/ΕΚ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ορίζουν «μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές», που «επιφορτίζονται με τον έλεγχο της εφαρμογής […] των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί από τα κράτη μέλη, κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας», ήτοι διατάξεων προς προστασία των προσωπικών δεδομένων. To άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας επιτάσσει την «πλήρη ανεξαρτησία» των αρχών αυτών. Κατά το γράμμα της οδηγίας πρέπει να ορίζεται ότι οι αρχές αυτές δεν πρέπει να επηρεάζονται από άλλες δημόσιες αρχές ή από φορείς εκτός του δημοσίου τομέα, ήτοι ότι οι σχετικές διατάξεις των κρατών μελών πρέπει να αποκλείουν την άσκηση επιρροής από τρίτους όσον αφορά τις αποφάσεις των αρχών και την εκτέλεσή τους. Η χρησιμοποίηση της λέξεως «πλήρης» σημαίνει ότι η ως άνω ανεξαρτησία δεν είναι μόνον ανεξαρτησία από οποιονδήποτε αλλά και ανεξαρτησία από οποιαδήποτε άποψη.

Επομένως, αντιβαίνει προς το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας η πρόβλεψη κρατικής εποπτείας των αρχών που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη της επεξεργασίας δεδομένων σε τομείς εκτός του δημοσίου όσον αφορά την εφαρμογή στην πράξη, την τήρηση των προβλεπομένων διατάξεων και το απασχολούμενο προσωπικό, όπως συμβαίνει και στα 16 ομόσπονδα κράτη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επειδή η νομοθεσία καθεμιάς των ομοσπόνδων κρατών προβλέπει την εποπτεία των σχετικών αρχών με διάφορους συνδυασμούς των τριών αυτών ειδών εποπτείας, τούτο συνιστά παραβίαση εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, που επιτάσσει την «πλήρη ανεξαρτησία» των αρχών. Ανεξάρτητα από τις διαφορές της εποπτείας όσον αφορά την εφαρμογή στην πράξη, την τήρηση των προβλεπομένων διατάξεων και το απασχολούμενο προσωπικό, όλοι αυτοί οι τρόποι εποπτείας συνιστούν προσβολή της ανεξαρτησίας την οποία επιβάλλει η οδηγία.

Από τελολογικής απόψεως ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε αναγκαία την πλήρη ανεξαρτησία, ώστε να μπορεί ασκείται πραγματικά η κατά το άρθρο 28 της οδηγίας αποστολή των ελεγκτικών αρχών. Η έννοια της «πλήρους ανεξαρτησίας» καθίσταται ακόμα πιο σαφής και βάσει του ιστορικού της θεσπίσεως του επίμαχου κανόνα. Αλλά και από συστηματικής απόψεως η επιταγή της «πλήρους ανεξαρτησίας» των ελεγκτικών αρχών συνάδει με τq ισχύοντα στο πλαίσιο της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Επιπλέον, το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτάσσει ο σεβασμός των κανόνων περί προστασίας προσωπικών δεδομένων να «υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής».

Η έννοια της σχετικής ανεξαρτησίας που επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήτοι της ανεξαρτησίας των ελεγκτικών αρχών μόνον από τους ελεγχομένους, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη σαφή και ευρύτερου περιεχομένου διατύπωση της οδηγίας, που επιτάσσει «πλήρη» ανεξαρτησία. Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 28, παράγραφος 1, στερεί του περιεχομένου της τη διάταξη αυτή. Απορριπτέα είναι και η επιχειρηματολογία κατά την οποία το άρθρο 95 ΕΚ ως κύρια νομική βάση της οδηγίας και οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας συνηγορούν υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας της επιταγής «πλήρους ανεξαρτησίας». Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η οδηγία εκδόθηκε νομοτύπως και ότι αποκλείεται μια συσταλτική ερμηνεία των διατάξεών της σε περιπτώσεις όπου το αντικείμενο δεν είναι οικονομικής φύσεως. Κατά τα λοιπά, η επίμαχη διάταξη δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου προς επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία, σύμφωνα με το άρθρο 95 ΕΚ και με την αρχή της επικουρικότητας.


(1)  ΕΕ L 281, σ. 31.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/9


Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε στις 22 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-348/03, Koninklijke Friesland Foods NV (πρώην Friesland Coberco Dairy Foods Holding NV) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-519/07 P)

(2008/C 37/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. Van Vliet και S. Noë)

Αναιρεσίβλητη: Koninklijke Friesland Foods NV, πρώην Friesland Coberco Dairy Foods Holding NV

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει την προσφυγή για την ακύρωση της Αποφάσεως (1) και να καταδικάσει την Koninklijke Friesland Foods NV (στο εξής: KFF) στα έξοδα τόσο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου·

επικουρικώς: να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που χορηγεί δικαιώματα σε άλλους επιχειρηματίες εκτός της KFF οι οποίοι στις 11 Ιουλίου 2001 είχαν υποβάλει στην ολλανδική εφορία αίτηση να υπαχθούν στο σχετικό καθεστώς ενισχύσεων και να απορρίψει την προσφυγή για την ακύρωση της Αποφάσεως κατά το μέρος που η προσφυγή στρέφεται κατά του ότι χορηγήθηκαν δικαιώματα σε άλλους επιχειρηματίες εκτός της KFF οι οποίοι στις 11 Ιουλίου 2001 είχαν υποβάλει στην ολλανδική εφορία αίτηση να υπαχθούν στο σχετικό καθεστώς ενισχύσεων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο:

(i)

κρίνοντας ότι η KFF έχει έννομο συμφέρον καθόσον, αν γίνει δεκτή η προσφυγή, θα έχει συγκεκριμένες αξιώσεις κατά των ολλανδικών αρχών σχετικά με ρύθμιση περί διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 58 έως 73)·

(ii)

κρίνοντας ότι η Απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά την KFF (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 93 έως 101)·

(iii)

ακυρώνοντας την Απόφαση λόγω πραγματικών περιστατικών που η Επιτροπή δεν γνώριζε και ούτε όφειλε να γνωρίζει τη στιγμή που εξέδωσε την Απόφαση, και ιδίως λόγω της συγκεκριμένης καταστάσεως της KFF (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 141 έως 143)·

(iv)

πρώτο σκέλος: κατά πρόδηλη πλάνη θεωρώντας αναμφισβήτητο και επομένως αποδεδειγμένα ένα στοιχείο ουσιώδους σημασίας για τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου (κακώς θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι η προσφεύγουσα έλαβε λογιστικά μέτρα και οικονομικού περιεχομένου αποφάσεις που δεν μπορούν να τροποποιηθούν εντός χρονικού διαστήματος δεκαπέντε μηνών (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 137)·

δεύτερο σκέλος: κρίνοντας ότι δύναται να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μια επιχείρηση η οποία απλώς υπέβαλε αίτηση να υπαχθεί σε μέτρο ενισχύσεως (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 125 έως 140)·

(v)

κρίνοντας ότι η KFF λυσιτελώς δύναται να επικαλεστεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 149 και 150)·

(vi)

επικουρικώς χορηγώντας δικαιώματα σε άλλους επιχειρηματίες εκτός της KFF (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διατακτικό, σημείο 1).


(1)  Απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 180, σ. 52).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/10


Προσφυγή της 23ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

(Υπόθεση C-521/07)

(2008/C 37/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: P. van Nuffel και R. Lyal)

Καθού: Βασίλειο των Κάτω Χωρών

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη απαλλάσσοντας τα μερίσματα που διανέμονται σε εταιρίες εδρεύουσες στη Νορβηγία ή Ισλανδία από την υποχρέωση παρακρατήσεως φόρου επί των μερισμάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τα μερίσματα που διανέμονται σε ολλανδικές εταιρίες, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ·

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Κατά την ολλανδική φορολογική νομοθεσία, δεν παρακρατείται φόρος μερισμάτων όταν μια ολλανδική εταιρία διανέμει μέρισμα σε άλλη εδρεύουσα στις Κάτω Χώρες εταιρία που κατέχει τουλάχιστον το 5 % του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας η οποία διανέμει μέρισμα· αντιθέτως, παρακρατείται φόρος επί των μερισμάτων όταν η εταιρία που λαμβάνει μέρισμα εδρεύει στη Νορβηγία ή στην Ισλανδία, εκτός αν η λαμβάνουσα εταιρία κατέχει τουλάχιστον το 25 % (Νορβηγία) ή 10 % (Ισλανδία) του μετοχικού κεφαλαίου της ολλανδικής εταιρίας η οποία διανέμει μέρισμα.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι έτσι η ολλανδική φορολογική νομοθεσία δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ των εταιριών που εδρεύουν στη Νορβηγία ή Ισλανδία και εκείνων που εδρεύουν στις Κάτω Χώρες. Τούτο συνιστά εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων μεταξύ των Κάτω Χωρών και της Νορβηγίας και Ισλανδίας, σε αντίθεση με το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Συμφωνίας ΕΟΧ) (1) το οποίο αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και, στην ουσία, στοιχεί με το άρθρο 56 ΕΚ. Η κατάσταση των νορβηγικών ή ισλανδικών εταιριών που έχουν συμμετοχή στο κεφάλαιο ολλανδικής εταιρίας μπορεί αντικειμενικά να συγκριθεί με την κατάσταση μιας ολλανδικής εταιρίας που έχει τέτοια συμμετοχή. Η ολλανδική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ναι μεν τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν μέτρα για την αποτροπή καταστρατηγήσεων, πλην όμως τα μέτρα αυτά πρέπει να έχουν σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.


(1)  ΕΕ L 1 της 3.1.1994.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/10


Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 22 Νοεμβρίου 2007 — Dinter GmbH κατά Hauptzollamt Düsseldorf

(Υπόθεση C-522/07)

(2008/C 37/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Dinter GmbH

Καθού: Hauptzollamt Düsseldorf

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει η συμπληρωματική σημείωση 5 β) του κεφαλαίου 20 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (1) την έννοια ότι με τον όρο «χυμοί φρούτων με πρόσθετα ζάχαρα» νοούνται και οι χυμοί φρούτων στους οποίους δεν έχουν μεν στην πραγματικότητα προστεθεί ζάχαρα, των οποίων όμως η εκάστοτε περιεκτικότητα σε πρόσθετα ζάχαρα υπολογίσθηκε σύμφωνα με τη συμπληρωματική σημείωση 5 α) του κεφαλαίου 20 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας;

2)

Έχει η συμπληρωματική σημείωση 5 β) του κεφαλαίου 20 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας την έννοια ότι ο παρατιθέμενος εκεί όρος «χυμός φρούτου στη φυσική του κατάσταση» απλώς διευκρινίζεται περαιτέρω με τη φράση «που παρασκευάσθηκε από φρούτα ή από αραίωση συμπυκνωμένων χυμών φρούτων», στην πραγματικότητα όμως έχει εφαρμογή σε όλα τα είδη χυμών φρούτων (που δεν έχουν υποστεί ζύμωση και στους οποίους δεν έχει προστεθεί αλκοόλη) ανεξαρτήτως της μορφής τους;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα δύο προαναφερθέντα ερωτήματα: Είναι η συμπληρωματική σημείωση 5 β) του κεφαλαίου 20 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας έγκυρη;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1810/2004 της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, που τροποποιεί το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (EE L 327, σ. 1).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/11


Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας

(Υπόθεση C-524/07)

(2008/C 37/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: B. Schima)

Καθής: Δημοκρατία της Αυστρίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, διότι δεν επιτρέπει καταρχήν την ταξινόμηση των εισαγόμενων παλαιών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα οποία ήταν ταξινομημένα σε άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν ανταποκρίνονται σε ορισμένες προδιαγραφές της αυστριακής νομοθεσίας ως προς τα καυσαέρια και τον θόρυβο, μολονότι οι απαιτήσεις αυτές δεν ισχύουν σε περίπτωση νέας ταξινόμησης των ταξινομημένων ήδη στην ημεδαπή αυτοκινήτων που έχουν τα ίδια κατασκευαστικά χαρακτηριστικά,

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Το άρθρο 28 ΕΚ απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς των εισαγωγών καθώς και κάθε μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών. Ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό θεωρείται κάθε ρύθμιση ή κάθε μέτρο των κρατών μελών που είναι ικανό να παρεμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του αυστριακού νόμου περί οχημάτων, δεν επιτρέπεται καταρχήν η ταξινόμηση στην Αυστρία των εισαγόμενων παλαιών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα οποία ήταν ταξινομημένα σε άλλο κράτος μέλος, αλλά δεν ανταποκρίνονται σε ορισμένες προδιαγραφές της αυστριακής νομοθεσίας ως προς τα καυσαέρια και τον θόρυβο, μολονότι οι απαιτήσεις αυτές δεν ισχύουν σε περίπτωση νέας ταξινόμησης των ταξινομημένων ήδη στην ημεδαπή αυτοκινήτων που έχουν τα ίδια κατασκευαστικά χαρακτηριστικά. Η Δημοκρατία της Αυστρίας έχει επομένως παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ.

Συγκεκριμένα, η εθνική ρύθμιση που θέτει ως προϋπόθεση για την πρώτη ταξινόμηση στην ημεδαπή των ταξινομημένων σε άλλο κράτος μέλος οχημάτων με κινητήρα την τήρηση ορισμένων ανώτατων τιμών θορύβου και καυσαερίων, οι οποίες είναι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες από τις εφαρμοστέες διατάξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, είναι ικανή, κατά την Επιτροπή, να περιορίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Επιπλέον, αυτός ο περιορισμός του εμπορίου δημιουργεί διακρίσεις σε βάρος των αλλοδαπών προϊόντων, αφού τα ημεδαπά μεταχειρισμένα αυτοκίνητα δεν χρειάζεται να ανταποκρίνονται στις αυστηρότερες ανώτατες τιμές, όταν ταξινομούνται εκ νέου μετά την αλλαγή κατόχου. Οι αυστριακές διατάξεις δεν προβλέπουν ούτε ότι πρέπει να αποσύρονται από την κυκλοφορία τα ταξινομημένα οχήματα που δεν ανταποκρίνονται στα όρια τιμών θορύβου και καυσαερίων που ισχύουν για τη χορήγηση ατομικής άδειας σε κάθε εισαγόμενο όχημα.

Η εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν αποκλείεται εν προκειμένω από άλλες ειδικές ρυθμίσεις. Πρώτον: οι διατάξεις των οδηγιών 93/59/ΕΟΚ και 92/97/ΕΟΚ, οι οποίες καθορίζουν ορισμένα όρια εκπομπών και ορισμένες τιμές για τον θόρυβο και στις διατάξεις των οποίων παραπέμπει η αυστριακή νομοθεσία ως προς τις ανώτατες τιμές που πρέπει να τηρούνται, δεν έχουν εφαρμογή στα οχήματα που είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν σε ένα κράτος μέλος πριν από το χρονικό σημείο που καθορίζει καθεμία από τις οδηγίες αυτές. Δεύτερον: το σημείο 1 του παραρτήματος ΙΙ της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε καταστάσεις που διέπονται αποκλειστικά από το κοινοτικό δίκαιο, όπως είναι η εισαγωγή οχήματος στην Αυστρία από άλλο κράτος μέλος που πραγματοποιείται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο τόσο η Αυστρία όσο και το άλλο κράτος μέλος ανήκουν στην Κοινότητα.

Οι περιορισμοί της ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ενδέχεται να επιτρέπονται, εφόσον συντρέχουν οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που απαριθμούνται ρητά στο άρθρο 30 ΕΚ ή άλλοι τέτοιοι επιτακτικοί λόγοι. Οι ρυθμίσεις πάντως πρέπει να είναι κατάλληλες και αναγκαίες και να τελούν σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, οι δε περιορισμοί δεν επιτρέπεται να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

Για τον επίμαχο εν προκειμένω περιορισμό του εμπορίου δεν υπάρχει όμως, κατά την Επιτροπή πάντα, κανείς τέτοιος δικαιολογητικός λόγος. Δεν είναι πράγματι δυνατόν να γίνεται επίκληση λόγων προστασίας της υγείας ή του περιβάλλοντος, προκειμένου να μην επιτρέπεται η ταξινόμηση των εισαγόμενων οχημάτων, και παράλληλα να μην απαγορεύεται για τους ίδιους λόγους η νέα ταξινόμηση των ταξινομημένων ήδη στην ημεδαπή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που έχουν τα ίδια κατασκευαστικά χαρακτηριστικά. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, μπορούν να ληφθούν λιγότερο περιοριστικά μέτρα για τη διασφάλιση της μετάβασης σε χαμηλότερες τιμές εκπομπών και θορύβου. Η επίτευξη όμως των σκοπών προστασίας της υγείας ή του περιβάλλοντος σε βάρος αποκλειστικά και μόνο των εισαγόμενων οχημάτων δεν συμβιβάζεται με τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/12


Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2007 ο Philippe Combescot κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-249/04, Combescot κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-525/07 P)

(2008/C 37/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Philippe Combescot (εκπρόσωποι: A. Maritati και V. Messa, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-249/04 και να κρίνει παράνομη την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας την οποία κατάρτισε ο Μ., παρά το απολύτως ασυμβίβαστο να ασκήσει, όπως πράγματι άσκησε, καθήκοντα προϊσταμένου του P. Combescot, επιφορτισμένου να αξιολογήσει τα επαγγελματικά προσόντα του, ασυμβίβαστο οφειλόμενο στη σοβαρή και αθεράπευτη εχθρότητα που υφίσταται μεταξύ του αναιρεσείοντος και του προϊσταμένου του, την οποία τελικά παραδέχθηκε ο ίδιος ο Μ· κατά συνέπεια, να αναγνωρίσει το δικαίωμα του P. Combescot στην αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υπέστη, τόσο από πλευράς ηθικής βλάβης και βλάβης της σωματικής και ψυχικής υγείας του όσο και από πλευράς βλάβης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, υπολογιζομένων σε ποσό που δεν θα πρέπει να είναι κατώτερο των 100 000 ευρώ·

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η διαφορά αφορά την κατάρτιση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του αναιρεσείοντος για την περίοδο αξιολογήσεως από 1 Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 (στο εξής: ΕΕΣ), την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε νόμιμη. Ο αναιρεσείων αμφισβητεί το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου υποστηρίζοντας ότι η ΕΕΣ ήταν παράνομη καθόσον καταρτίστηκε από άτομο, τον Μ, το οποίο διακατεχόταν από βαθιά αποστροφή έναντι του P. Combescot, καθόσον ο τελευταίος είχε καταγγείλει τις σοβαρότατες διαχειριστικές ατασθαλίες τις οποίες είχε διαπράξει ο Μ στην Αντιπροσωπεία της Γουατεμάλας. Πράγματι, κατόπιν των καταγγελιών αυτών, το όργανο είχε αποστείλει επιθεωρητές στη Γουατεμάλα και, στη συνέχεια, μετά την καταγγελία του P. Combescot, στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, η OLAF αποφάσισε να κινήσει διαδικασία έρευνας, κατά το πέρας της οποίας συντάχθηκε τελική έκθεση στις 30 Μαΐου 2006 (στο εξής: έκθεση της OLAF), που περιλαμβάνεται στη δικογραφία της παρούσας υποθέσεως, μαζί με την έκθεση που συνέταξε η επιτροπή επιθεωρήσεως που είχε αποσταλεί το 2002. Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, οι δικηγόροι του P. Combescot ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο μέτρο που δεν δέχεται τον παράνομο χαρακτήρα της ΕΕΣ και, κατά συνέπεια, δεν αναγνωρίζει στον αναιρεσείοντα δικαίωμα αποζημιώσεως. Με την αίτηση αναιρέσεως, ζητείται, συνεπώς, από το Δικαστήριο να κρίνει ότι, λόγω της μεροληπτικής και, ως εκ τούτου εσφαλμένης, εν πάση δε περιπτώσει παράνομης καταρτίσεως της ΕΕΣ για την περίοδο 2001/2002, ο Philippe Combescot υπέστη προφανή βλάβη της σταδιοδρομίας και της επαγγελματικής υπολήψεώς του και ότι, εν πάση περιπτώσει, η αξιολογική κρίση που διατυπώνεται στην ΕΕΣ, εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυθαίρετων και ταπεινωτικών συμπεριφορών εκ μέρους των ιεραρχικώς ανωτέρων του, του προκάλεσε ταλαιπωρία και ψυχικό πόνο που τον οδήγησε σε σοβαρή κατάθλιψη, αποδεικνυόμενη με πιστοποιητικά και, κυρίως, διαπιστωθείσα από το όργανο μέσω των ιατρικών συμβούλων της εμπιστοσύνης του. Εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει συνολικά τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπόθεση, θεωρώντας τα όλα ικανά να επιβεβαιώσουν το παράνομο της ΕΕΣ, και να αναγνωρίσει, ως εκ τούτου, το δικαίωμά του να λάβει αποζημίωση για τη βλάβη την οποία υπέστη.

Ο αναιρεσείων επικαλείται την αντιφατικότητα της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το οποίο, αφού επιβεβαιώνει ότι οι στόχοι της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας πρέπει να θεωρούνται δεσμευτικοί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ένας υπάλληλος οφείλει να εκφράσει κάποια άποψη επί ορισμένου ζητήματος και, ως εκ τούτου, ο υπάλληλος δεν πρέπει να τίθεται σε προσωπική κατάσταση η οποία, ανεξαρτήτως της νηφαλιότητας και της ορθότητας της αξιολογήσεώς του, τον εμφανίζει στα μάτια τρίτων ως ευρισκόμενο σε κατάσταση απώλειας της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του, καταλήγει, παρά ταύτα, στην περίπτωση του Μ, σε συμπεράσματα απολύτως ακατανόητα.Ο αναιρεσείων καταγγέλλει επίσης την αντιφατικότητα της αποφάσεως στο μέτρο που αναγνωρίζει ότι οι πρωτοβουλίες του P. Combescot, αφότου τοποθετήθηκε ως αποσπασμένος σύμβουλος στη Γουατεμάλα, είχαν προκαλέσει μεν μια κατάσταση τουλάχιστον ενοχλητική για τον Μ, θεωρεί, ωστόσο, ότι η κατάσταση αυτή δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει για τον Μ απόλυτο ασυμβίβαστο προκειμένου να προβεί σε αξιολόγηση τηρώντας τις αρχές της αμεροληψίας και της ουδετερότητας. Ο αναιρεσείων υπογραμμίζει ότι η κατάρτιση της ΕΕΣ αποτελεί διατύπωση κρίσεως κατά διακριτική ευχέρεια, οπότε κάθε αξιολογική κρίση επί της ουσίας δεν έχει καμία καθοριστική αξία και δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ούτε να αναιρέσει το βασικό πραγματικό γεγονός, δηλαδή του ότι ο Μ κατάρτισε την ΕΕΣ παρά το ότι βρισκόταν σε πρόδηλη και σοβαρή εχθρότητα έναντι του Combescot. Συναφώς, είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση, ως καθοριστικής περιστάσεως, του γεγονότος ότι παρενέβη, υπό την ιδιότητα του συμβαθμολογητή, ένα άτομο που αγνούσε πλήρως τις σχέσεις μεταξύ του P. Combescot και του Μ. Ο αναιρεσείων εξετάζει στη συνέχεια, σημείο προς σημείο, το περιεχόμενο της ΕΕΣ και εμμένει, τέλος, στη διεξαγωγή των αποδείξεων που είχε ζητήσει.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/12


Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2007 ο Philippe Combescot κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-250/04, Combescot κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-526/07 P)

(2008/C 37/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Philippe Combescot (εκπρόσωποι: A. Maritati και V. Messa, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-250/04· να κρίνει ότι η παράνομη απόρριψη της υποψηφιότητας του P. Combescot στον διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσεως του προϊσταμένου της Αντιπροσωπείας στην Κολομβία τού προκάλεσε επαγγελματική βλάβη και βλάβη της υγείας του· να καθορίσει κατ' άλλον τρόπο την ηθική βλάβη, προβαίνοντας ακολούθως στον καθορισμό του προσήκοντος ποσού της αποζημιώσεως που του οφείλεται· κατά συνέπεια, να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει εν προκειμένω: «να αναγνωρίσει ότι λόγω της παράνομης αποφάσεως περί αποκλεισμού του από τον διαγωνισμό, ο P. Combescot υπέστη βλάβη στην προσωπικότητά του και στην επαγγελματική του ζωή, με σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχική του ισορροπία· να τού επιδικάσει, ως αποζημίωση, το ποσό των 100 000 ευρώ»

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-250/04, που εκδόθηκε επί προσφυγής του μονίμου υπαλλήλου Philippe Combescot κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η εν λόγω προσφυγή αφορούσε τον αποκλεισμό του Philippe Combescot, τότε αποσπασμένου συμβούλου στη Γουατεμάλα, από τον διαγωνισμό COM/091/03 για την πλήρωση της θέσεως του προϊσταμένου της Αντιπροσωπείας στην Κολομβία (στο εξής: απόφαση περί αποκλεισμού).

Το Πρωτοδικείο έκρινε την απόφαση αυτή παράνομη και, κατά συνέπεια, ικανή να δικαιολογήσει το αίτημα αποζημιώσεως που είχε υποβάλει ο αναιρεσείων, δεν δέχθηκε όμως ότι ο P. Combescot είχε υποστεί επαγγελματική βλάβη και βλάβη της υγείας του και περιορίστηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη ηθικής βλάβης, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, για την οποία επιδίκασε στον υπάλληλο αποζημίωση ύψους 3 000 ευρώ.

Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, οι δικηγόροι του P. Combescot ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο μέτρο που δεν δέχεται την ύπαρξη επαγγελματικής βλάβης και βλάβης της υγείας του P. Combescot και καθορίζει, κατά συνέπεια, το ύψος της αποζημιώσεως αποκλειστικά σε συνάρτηση με την προμνησθείσα ηθική βλάβη. Συνεπώς, ζητείται από το Δικαστήριο να κρίνει ότι ο υπάλληλος, εξ αιτίας του παράνομου αποκλεισμού του από τον διαγωνισμό, υπέστη προφανή ζημία στη σταδιοδρομία του και στην επαγγελματική του υπόληψη και, εν πάση περιπτώσει, να κρίνει ότι η απόφαση περί αποκλεισμού τού προξένησε ταλαιπωρία και ψυχικό πόνο που τον οδήγησε σε σοβαρή κατάθλιψη, αποδεικνυόμενη με πιστοποιητικά και, κυρίως, διαπιστωθείσα από το όργανο μέσω των ειδικών επιστημόνων της εμπιστοσύνης του. Εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει συνολικά τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπόθεση, θεωρώντας τα ικανά να οδηγήσουν σε εκτίμηση της ηθικής βλάβης — κατά δίκαιη κρίση — σε ποσό σαφώς υψηλότερο, ευθέως ανάλογο τόσο των προοπτικών σταδιοδρομίας τις οποίες στέρησε στον υπάλληλο η απόφαση περί αποκλεισμού όσο και των ευνόητων σοβαρών επιπτώσεων της αποφάσεως.

Ο αναιρεσείων επαναλαμβάνει, ως εκ τούτου, το αίτημα αποζημιώσεως, όπως το είχε διατυπώσει με τα αιτήματα της προσφυγής.

Ο αναιρεσείων αμφισβητεί τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου σχετικά με ασάφεια της επαγγελματικής βλάβης, υπογραμμίζοντας, εξάλλου, ότι ουδέποτε του δόθηκε η πληροφορία που ζήτησε όσον αφορά τα κριτήρια επιλογής τα οποία εφάρμοσε η Επιτροπή για να επιλέξει τον προϊστάμενο της Αντιπροσωπείας στην Κολομβία.

Όσον αφορά την αποζημίωση λόγω βλάβης της υγείας, η απόδειξη της επιπτώσεως της παράνομης συμπεριφοράς στην κατάσταση της υγείας του P. Combescot προκύπτει από τη χρονική σύμπτωσή τους. Ο αποκλεισμός από τον διαγωνισμό αποτελεί, άλλωστε, την τελευταία μιας σειράς καταπιεστικών συμπεριφορών της Επιτροπής έναντι του υπαλλήλου. Σχετικά με τον καθορισμό της ηθικής βλάβης, τέλος, ο αναιρεσείων ζητεί την προσήκουσα εκτίμησή του, βάσει των κριτηρίων της κατά δίκαιη κρίση εκτιμήσεως της ζημίας, λαμβανομένων υπόψη των βλαπτικών συνεπειών από πλευράς του ψυχικού άγχους και της στενοχώριας που προκάλεσε στον υπάλληλο η απόφασή περί αποκλεισμού του από τον διαγωνισμό.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/13


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) στις 28 Νοεμβρίου 2007 — Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG κατά Franz Hauswirth GmbH

(Υπόθεση C-529/07)

(2008/C 37/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Oberster Gerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli AG

Εναγόμενη: Franz Hauswirth GmbH

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (1), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο καταθέτης αιτήσεως κοινοτικού σήματος πρέπει να θεωρείται κακόπιστος στην περίπτωση που κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως γνωρίζει ότι κάποιος ανταγωνιστής του χρησιμοποιεί σε ένα (τουλάχιστον) κράτος μέλος το ίδιο ή παρεμφερές σε βαθμό συγχύσεως σημείο για τα ίδια ή παρεμφερή προϊόντα ή υπηρεσίες, και καταθέτει την αίτηση κοινοτικού σήματος προκειμένου να εμποδίσει τον ανταγωνιστή του να εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το εν λόγω σημείο;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Πρέπει να θεωρείται κακόπιστος ο καταθέτης αιτήσεως κοινοτικού σήματος στην περίπτωση που καταθέτει την αίτηση προκειμένου να εμποδίσει ανταγωνιστή να εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το σημείο, μολονότι κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως γνωρίζει ή πρέπει να γνωρίζει ότι ο ανταγωνιστής έχει ήδη αποκτήσει «σημαντικά δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας» δια της χρήσεως του ιδίου ή παρεμφερούς σημείου για τα ίδια ή παρεμφερή σε βαθμό συγχύσεως προϊόντα ή υπηρεσίες;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1 ή στο ερώτημα 2:

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει κακή πίστη στην περίπτωση που το σημείο του καταθέτη αιτήσεως κοινοτικού σήματος έχει ήδη επικρατήσει στις συναλλαγές και, ως εκ τούτου, προστατεύεται βάσει των διατάξεων περί αθέμιτου ανταγωνισμού;


(1)  ΕΕ 1994, L 11, σ. 1.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/14


Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-530/07)

(2008/C 37/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: S. Pardo Quintillán και G. Braga da Cruz)

Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία,

α)

μη έχοντας εξοπλίσει με αποχετευτικά δίκτυα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, τους οικισμούς Angra do Heroísmo, Bacia do Rio Uima (Fiães de S. Jorge), Costa de Aveiro, Covilhã, Espinho/Feira, Fátima, Ponta Delgada, Ponte de Lima, Póvoa do Varzim/Vila do Conde, Santa Cita, Vila Real de Santo António, Viana do Castelo — Cidade, Vila Real και

β)

μη έχοντας υποβάλει σε δευτεροβάθμια ή σε ισοδύναμη επεξεργασία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, τα αστικά λύματα των οικισμών Alto Nabão, Alverca, Bacia do Rio Uima (Fiães de S. Jorge), Carvoeiro, Costa da Caparica/Trafaria, Costa de Aveiro, Costa Oeste, Covilhã, Espinho/Feira, Fátima, Fundão/Alcaria, Lisboa, Matosinhos, Milfontes, Moledo/Âncora/Afife, Nazaré/ Famalicão, Pedrógão Grande, Ponta Delgada, Ponte de Lima, Póvoa de Varzim/Vila do Conde, Santa Cita, Vila Nova de Gaia/Douro Nordeste, Vila Real de Santo António, Viana do Castelo — Cidade, Vila Franca de Xira, Vila Real,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 και 4 της προαναφερθείσας οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων·

να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Τα κράτη μέλη υπεχρεούντο να μεριμνήσουν ώστε, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000 το αργότερο, όλοι οι οικισμοί με ισοδύναμο πληθυσμό (ι.π.) άνω των 15 000 και, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 το αργότερο, οι οικισμοί με ι.π. μεταξύ 2 000 και 15 000, να διαθέτουν δίκτυα αποχέτευσης αστικών λυμάτων.

Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 4 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα αστικά λύματα που διοχετεύονται σε αποχετευτικά δίκτυα να υποβάλλονται, πριν από την απόρριψή τους, σε δευτεροβάθμια ή σε ισοδύναμη επεξεργασία, ως εξής:

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, για όλες τις απορρίψεις λυμάτων από οικισμούς με ι.π. άνω των 15 000,

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, για όλες τις απορρίψεις λυμάτων από οικισμούς με ι.π. μεταξύ 10 000 και 15 000,

το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, για τα λύματα που αποβάλλονται σε γλυκά ύδατα και σε εκβολές ποταμών, από οικισμούς με ι.π. μεταξύ 2 000 και 10 000.

[…]»


(1)  ΕΕ 1991, L 135, σ. 40.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/14


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) στις 29 Νοεμβρίου 2007 — Fachverband der Buch- und Mediawirtschaft κατά LIBRO Handelsgesellschaft mbH

(Υπόθεση C-531/07)

(2008/C 37/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Oberster Gerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: Fachverband der Buch– und Mediawirtschaft

Εναγομένη: LIBRO Handelsgesellschaft mbH

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 28 EΚ την έννοια ότι απαγορεύει, αφεαυτού, την εφαρμογή εθνικών διατάξεων, οι οποίες υποχρεώνουν μόνο τους εισαγωγείς γερμανόγλωσσων βιβλίων, για τα εισαγόμενα στην ημεδαπή βιβλία, να καθορίζουν και να ανακοινώνουν επιβεβλημένη τιμή λιανικής πωλήσεως, διευκρινιζομένου ότι ο εισαγωγέας δεν μπορεί να καθορίσει τιμή χαμηλότερη, αφαιρουμένου του φόρου προστιθέμενης αξίας που περιέχεται σ' αυτήν, από την τιμή λιανικής πωλήσεως την οποία καθόρισε ή συνέστησε ο εκδότης για το κράτος εκδόσεως, ή από την τιμή λιανικής πωλήσεως την οποία καθόρισε ή συνέστησε για την ημεδαπή εκδότης που δεν έχει την έδρα του σε συμβαλλόμενο κράτος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (EΟΧ), πλην όμως, κατά παρέκκλιση από τον ως άνω κανόνα, ο εισαγωγέας ο οποίος αγοράζει εντός κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ σε χαμηλότερη τιμή η οποία αποκλίνει από τη συνήθη τιμή αγοράς μπορεί να καθορίσει τιμή χαμηλότερη από την τιμή που καθόρισε ή συνέστησε ο εκδότης για το κράτος εκδόσεως — στην περίπτωση επανεισαγωγών από την τιμή που καθόρισε ο ημεδαπός εκδότης — ανάλογα με το επιτευχθέν εμπορικό πλεονέκτημα;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο υπ' αριθμ. 1 ερώτημα:

Δικαιολογείται η αφεαυτής αντίθετη προς το άρθρο 28 EΚ — εν πάση περιπτώσει και ως τρόπος πωλήσεως που θίγει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — εθνική νομοθεσία περί επιβεβλημένων τιμών για τα βιβλία κατά το υπ' αριθμ. 1 ερώτημα, της οποίας ο σκοπός περιγράφεται εντελώς γενικά με την επίκληση της ανάγκης να ληφθούν υπόψη «η θέση του βιβλίου ως πολιτιστικού αγαθού, τα συμφέροντα των καταναλωτών για λογικές τιμές των βιβλίων και τα επιχειρηματικά δεδομένα του εμπορίου βιβλίων», δυνάμει του άρθρου 30 ΕΚ ή του άρθρου 151 EΚ, για παράδειγμα λόγω του γενικού συμφέροντος για την προώθηση της παραγωγής βιβλίων, της ποικιλίας σε βιβλία σε ρυθμισμένες τιμές και της ποικιλίας σε βιβλιοπωλεία — παρά την έλλειψη εμπειρικών δεδομένων, βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι το μέσον της νομοθετικά επιβεβλημένης τιμής των βιβλίων είναι πρόσφορο για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτή σκοπών;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο υπ' αριθμ. 1. ερώτημα:

Συνάδει η εθνική νομοθεσία περί επιβεβλημένων τιμών για τα βιβλία κατά το υπ' αριθμ. 1 ερώτημα προς τα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ', 10 και 81 EΚ, μολονότι αυτή συνέχισε και αντικατέστησε, χωρίς διακοπή ούτε διαφορά επί της ουσίας, το προγενέστερο σύστημα επιβεβλημένων τιμών για τα βιβλία, το οποίο στηριζόταν στη συμβατική δέσμευση των βιβλιοπωλών να εφαρμόζουν τις τιμές που καθόρισαν οι εκδότες για τα εκδοτικά προϊόντα (σύστημα Sammelrevers 1993);


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/15


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof στις 29 Νοεμβρίου 2007 — Falco Privatsiftung και Thomas Rabitsch κατά Gisela Weller-Lindhorst

(Υπόθεση C-533/07)

(2008/C 37/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Oberster Gerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείοντες: Falco Privatsiftung, Thomas Rabitsch

Αναιρεσίβλητη: Gisela Weller-Lindhorst

Προδικαστικά ερωτήματα

1.

Σύμβαση με την οποία ο κάτοχος δικαιώματος επί αΰλου αγαθού μεταβιβάζει στον αντισυμβαλλόμενό του το δικαίωμα χρήσεως αυτού του δικαιώματος (σύμβαση παραχωρήσεως άδειας εκμεταλλεύσεως) συνιστά σύμβαση «παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (κανονισμός Βρυξέλλες Ι) (1);

2.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2.1

Θεωρείται ως τόπος εκπληρώσεως της παροχής ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της συμβάσεως, μπορούσε να γίνει και πράγματι έγινε η εκμετάλλευση του δικαιώματος;

2.2

Ή μήπως θεωρείται ότι η υπηρεσία παρασχέθηκε στον τόπο της κατοικίας ή στον τόπο εγκαταστάσεως της διοικήσεως του παρέχοντος την άδεια εκμεταλλεύσεως;

2.3

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο υπ' αριθ. 2.1 ή στο υπ' αριθ. 2.2 ερώτημα το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο δύναται επίσης να αποφανθεί επί της οφειλόμενης για την παραχώρηση της αδείας εκμεταλλεύσεως αμοιβής στην περίπτωση εκμεταλλεύσεως του δικαιώματος σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος;

3.

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα ή στα υπ' αριθ. 2.1 και 2.2 ερωτήματα: η ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση διαφορών σχετικών με την καταβολή αμοιβής λόγω παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχεία α' και γ', του κανονισμού Βρυξέλλες Ι πρέπει να κρίνεται βάσει των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική με το άρθρο 5, σημείο 1, της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Συμβάσεως των Βρυξελλών);


(1)  EE L 12, σ. 1.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/16


Αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν στις 30 Νοεμβρίου 2007 η William Prym GmbH & Co. KG και η Prym Consumer GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-30/05, William Prym GmbH & Co. KG και Prym Consumer GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-534/07 P)

(2008/C 37/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: William Prym GmbH & Co. KG και Prym Consumer GmbH (εκπρόσωποι: H.-J. Niemeyer και Ch. Herrmann, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα των αναιρεσειουσών

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

1.

να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-30/05 καθόσον οι αναιρεσείουσες επιβαρύνονται από την απόφαση,

2.

να κηρύξει άκυρη την απόφαση C (2004) 4221 τελικό της Επιτροπής ΕΚ, της 26ης Οκτωβρίου 2004 (Υπόθεση COMP/F-1/38.338 — PO/Βελόνες), καθόσον αυτή αφορά τις αναιρεσείουσες,

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες με το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής,

3.

επικουρικώς ως προς το αίτημα 2, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να αποφανθεί επ' αυτής,

4.

να καταδικάσει την καθής σε όλα τα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Το Πρωτοδικείο αρνείται ότι ο χωρισμός της αρχικώς ενιαίας διαδικασίας «ανθεκτικά είδη ραπτικής» στις (επί μέρους) διαδικασίες «ανθεκτικά είδη ραπτικής: βελόνες» και «ανθεκτικά είδη ραπτικής: φερμουάρ» χωρίς αναφορά των λόγων του χωρισμού αυτού προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών, ειδικότερα την αξίωσή τους για νόμιμη ακρόαση.

Αρνούμενο το Πρωτοδικείο να εξετάσει αν ο χωρισμός της διαδικασίας «ανθεκτικά είδη ραπτικής» είναι παράνομος λόγω υπάρξεως μιας μοναδικής και συνεχιζομένης παραβάσεως, παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως της αρνησιδικίας και προσβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική έννομη προστασία.

Το Πρωτοδικείο κακώς αρνείται την ύπαρξη παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ. Θεωρεί εσφαλμένως από νομικής απόψεως ως νομικώς επουσιώδεις τις ελλιπείς αναπτύξεις της Επιτροπής σχετικά με το μέγεθος των θεωρουμένων ως κρισίμων ουσιαστικών αγορών καθώς και αναφορικά με τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά.

Το Πρωτοδικείο παρέβη τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαδικασία καθορισμού προστίμων. Εξακριβώνει τη βαρύτητα της παραβάσεως μόνο λαμβάνοντας υπόψη γενικώς και αορίστως την παράβαση και θεωρεί το πλέον χαμηλό βασικό ποσό που αντιστοιχεί σε μία βαθμίδα βαρύτητας ως το ελάχιστο ποσό κάτω από το οποίο δεν θα πρέπει να κατεβεί το πρόστιμο. Αρνείται επίσης, παραβιάζοντας τις αρχές του κράτους δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως, να λάβει υπόψη την εκούσια παύση της παραβάσεως ως ελαφρυντική περίσταση.

Τέλος, το Πρωτοδικείο παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εφαρμόζει τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαδικασία του καθορισμού προστίμων κατά τη διαπίστωση της βαρύτητας της παραβάσεως εξίσου φορμαλιστικά και μονόπλευρα σε βάρος των αναιρεσειουσών, όπως η καθής στην αρχική διαδικασία. Πέραν αυτού, δεν επιχειρεί την απαιτουμένη ως προς την αρχή της αναλογικότητας συνολική εκτίμηση αντιμετωπίζοντας σωρευτικώς όλες τις κρίσιμες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αλλά εξετάζει την αναλογικότητα των προστίμων μόνον ως προς μεμονωμένα κριτήρια, χωριστά κάθε φορά.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/16


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia (Ιταλία) στις 3 Δεκεμβρίου 2007 — Assitur Srl κατά Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricoltura di Milano

(Υπόθεση C-538/07)

(2008/C 37/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Assitur Srl

Καθών: Camera di Commercio, Industria, Artigianato e Agricoltura di Milano

Προδικαστικό ερώτημα

Θεσπίζει το άρθρο 29 της οδηγίας 92/50/ΕΚ (1), το οποίο προβλέπει επτά περιπτώσεις αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς για την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, numerus clausus απαγορεύσεων και, συνεπώς, απαγορεύει τη θέσπιση από το άρθρο 10, παράγραφος 1bis, του νόμου 109/94 (το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34, τελευταία παράγραφος, του ν.δ. 136/06) απαγόρευσης ταυτόχρονης συμμετοχής σε διαγωνισμό επιχειρήσεων μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου;


(1)  EE L 209, σ. 1.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/17


Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-539/07)

(2008/C 37/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: E. Montaguti και A. Nijenhuis)

Καθής: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θέτοντας, στο μέτρο του τεχνικώς εφικτού και σχετικά με τις κλήσεις στον ευρωπαϊκό αριθμό έκτακτης ανάγκης «112», στη διάθεση των αρχών που αντιμετωπίζουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 26, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/22/EK (1)·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έληξε στις 24 Ιουλίου 2003.


(1)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 108, σ. 51).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/17


Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-540/07)

(2008/C 37/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: R. Lyal και A. Aresu)

Καθής: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ επαχθέστερο φορολογικό καθεστώς, όσον αφορά τα μερίσματα που διανέμονται σε εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη και στα προσχωρήσαντα στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη εταιρίες, έναντι του ισχύοντος για τα εγχώρια μερίσματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 56 ΕΚ και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των προσχωρησάντων στην εν λόγω Συμφωνία κρατών, καθώς και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 31 της ως άνω συμφωνίας σε σχέση με την ελευθερία εγκαταστάσεως μεταξύ των προσχωρησάντων στη Συμφωνία κρατών·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρεται στην επί του θέματος ισχύουσα ιταλική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της απορρέουσας από διεθνείς συμβάσεις, σύμφωνα με την οποία η διανομή μερισμάτων σε μη ιταλικές εταιρίες, αποκαλούμενων «εξερχόμενα μερίσματα», τυγχάνει φορολογικής μεταχειρίσεως σαφώς λιγότερο ευνοϊκής έναντι εκείνης που αφορά τη διανομή των μερισμάτων σε ιταλικές εταιρίες (αποκαλούμενων εγχώρια μερίσματα).

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ως άνω νομοθεσία — την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση προτίθεται εν πάση περιπτώσει να μεταρρυθμίσει — αντίκειται προφανώς προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων καθόσον επάγεται αρνητική επίπτωση επί των κερδών και των αποφάσεων περί επενδύσεων των μη κατοίκων μετόχων ιταλικών εταιριών, καθιστώντας παράλληλα για τις συγκεκριμένες ιταλικές εταιρίες δυσχερέστερη τη συγκέντρωση κεφαλαίων στο εξωτερικό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αναγνωριστεί σαφής παράβαση του άρθρου 56 ΕΚ, το οποίο απαγορεύει κάθε περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και του άρθρου 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Συμφωνία ΕΟΧ), το οποίο ρυθμίζει κατ' αναλογία τα της ως άνω ελευθερίας μεταξύ των προσχωρησάντων στη Συμφωνία κρατών.

Περαιτέρω, πάντοτε σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ως άνω νομοθεσία προσκρούει ενδεχομένως και στο δικαίωμα εγκαταστάσεως, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 31 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον τυγχάνει ενδεχομένως εφαρμογής και επί της συμμετοχής στον έλεγχο ιταλικών εταιριών εκ μέρους εταιριών εδρευουσών στα προσχωρήσαντα στη Συμφωνία κράτη, συμμετοχής επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το εναρμονισμένο φορολογικό καθεστώς σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 90/435/ΕΟΚ (1).

Στα πλαίσια της διαδικασίας παραβάσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε την ευκαιρία να εξετάσει τα αμυντικά επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας προς αιτιολόγηση της επίμαχης νομοθεσίας, τα οποία και θεώρησε ως απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Πάντως, προσφάτως η Ιταλική Κυβέρνηση έκανε γνωστή τη βούλησή της να μεταρρυθμίσει τη σχετική νομοθεσία προκειμένου να την καταστήσει σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο: η μόλις ασκηθείσα προσφυγή θα μπορούσε να επιταχύνει το εν λόγω μεταρρυθμιστικό έργο.


(1)  EE L 225, σ. 6.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/18


Αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2007 η εταιρία Imagination Technologies Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) στις 20 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-461/04, Imagination Technologies κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

(Υπόθεση C-542/07 P)

(2008/C 37/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Imagination Technologies Ltd (εκπρόσωπος: M. Edenborough, Barrister)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου.

να επιδικάσει τα δικαστικά έξοδα της αιτήσεως αναιρέσεως και της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος αριθ. 2396075, για το λεκτικό σήμα PURE DIGITAL (αίτηση) δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', ή 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου δεδομένου ότι το σημείο απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα μετά την άσκηση της προσφυγής. Υποστηρίζει επίσης ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη· ειδικότερα έσφαλε καθόσον δεν θεώρησε ότι λαμβάνεται υπόψη η χρήση μετά την ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής όσον αφορά το ζήτημα της απόκτησης διακριτικού χαρακτήρα.

Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κακώς απέρριψε την προσφυγή. Κατόπιν αυτού η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή. Η αναιρεσείουσα ζητεί επίσης να επιδικαστούν υπέρ αυτής τα έξοδά της τα σχετικά με την παρούσα διαδικασία και τη δίκη ενώπιον του Πρωτοδικείου.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/18


Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου

(Υπόθεση C-543/07)

(2008/C 37/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: M. Van Beek)

Καθού: Βασίλειο του Βελγίου

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας τα αναγκαία νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2002/73/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, ή τουλάχιστον μη ανακοινώνοντας τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από την οδηγία αυτή·

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έληξε στις 5 Οκτωβρίου 2005.


(1)  ΕΕ L 269, σ. 15.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/19


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Wojewódzki Sąd Administracyjny we Wrocławiu (Πολωνία) στις 4 Δεκεμβρίου 2007 — Uwe Rüffler κατά Dyrektor Izby Skarbowej we Wrocławiu Ośrodek Zamiejscowy w Wałbrzychu

(Υπόθεση C-544/07)

(2008/C 37/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Wojewódzki Sąd Administracyjny we Wrocławiu

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Uwe Rüffler

Καθού: Dyrektor Izby Skarbowej we Wrocławiu Ośrodek Zamiejscowy w Wałbrzychu

Προδικαστικό ερώτημα

Έχουν τα άρθρα 12, εδάφιο 1, και 39, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας την έννοια ότι αποκλείουν την εφαρμογή της ρυθμίσεως που προκύπτει από το άρθρο 27b, του νόμου της 26ης Ιουλίου 1991, περί φόρου εισοδήματος (ustawa o podatku dochodowym od osób fizycznych) κατά την οποία το δικαίωμα εκπτώσεως από τον φόρο εισοδήματος των εισφορών που καταβάλλονται στον εκ του νόμου προβλεπόμενο φορέα ασφαλίσεως υγείας περιορίζεται στις καταβαλλόμενες βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας εισφορές, όταν πρόκειται για κάτοικο ημεδαπής ο οποίος από το υποκείμενο στον φόρο στην Πολωνία εισόδημά του καταβάλλει εισφορές στον εκ του νόμου προβλεπόμενο φορέα ασφαλίσεως υγείας σε άλλο κράτος μέλος;


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/19


Αναίρεση που άσκησαν στις 8 Δεκεμβρίου 2007 η Akzo Nobel Chemicals Ltd και η Akcros Chemicals Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-253/03: Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-550/07 P)

(2008/C 37/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd (εκπρόσωποι: C. Swaak, advocaat, M. Mollica και M. van der Woude, avocats.)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Council of the Bars and Law Societies of the European Union, Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, Association européenne des juristes d'entreprise (AEJE), American Corporate Counsel Association (ACCA) — European Chapter, International Bar Association

Αιτήματα των αναιρεσειουσών

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, στην υπόθεση Τ-253/03, καθόσον απέρριψε το αίτημα προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας με δικηγόρο της Akzo Nobel απασχολούμενο με πάγια αντιμισθία,

να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2003, καθόσον αρνήθηκε την επιστροφή της αλληλογραφίας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) με δικηγόρο της Akzo Nobel απασχολούμενο με πάγια αντιμισθία (μέρος των εγγράφων της κατηγορίας Β),

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου καθόσον αυτά αφορούν τους λόγους που προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, με την απόρριψη του εν λόγω αιτήματός τους, το Πρωτοδικείο παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, ακολουθώντας αυστηρά μια μεροληπτική και γραμματική ερμηνεία ορισμένων σκέψεων της αποφάσεως AM&S Europe κατά Επιτροπής  (1), το Πρωτοδικείο:

1.

ερμήνευσε εσφαλμένα την αρχή του νομικού επαγγελματικού απορρήτου, όπως αυτή αναλύεται με την απόφαση AM&S, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας (τμήμα Β),

2.

επικουρικώς, αρνούμενο να ερμηνεύσει εκ νέου την αρχή του νομικού επαγγελματικού απορρήτου ενόψει των σημαντικών εξελίξεων στον τομέα αυτό, παραβίασε τις γενικές αρχές της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας και της ασφάλειας δικαίου (τμήμα Γ), και

3.

όλως επικουρικώς, παραβίασε το άρθρο 5 ΕΚ (αρχή περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων) και την αρχή της αυτονομίας των κρατών μελών ως προς την ακολουθητέα διαδικασία (τμήμα Δ).


(1)  Απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, C-155/79 (Συλλογή 1982 ΙΙ, σ. 1575).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/20


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Conseil d'État (Γαλλία) στις 11 Δεκεμβρίιου 2007 — Commune de Sausheim (Δήμος Sausheim) κατά Pierre Azelvandre

(Υπόθεση C-552/07)

(2008/C 37/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d'État (Γαλλία)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείων: Commune de Sausheim (Δήμος Sausheim)

Αναιρεσίβλητος: Pierre Azelvandre

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει η έκφραση «τόπος όπου θα πραγματοποιηθεί η ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών», ο οποίος δεν δύναται, κατά το άρθρο 19 της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον (1), να θεωρηθεί εμπιστευτικός, να νοηθεί ως αναφερόμενη σε καταχωρισμένο στο κτηματολόγιο γαιοτεμάχιο ή σε ευρύτερη γεωγραφική ζώνη αντιστοιχούσα είτε στον δήμο, στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η ελευθέρωση, είτε σε μια ακόμη ευρύτερη ζώνη (επαρχία, νομός);

2)

Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι ο ως άνω τόπος πρέπει να νοηθεί ως καταχωρισμένο στο κτηματολόγιο γαιοτεμάχιο, μπορεί μια επιφύλαξη αναγόμενη στην προστασία της δημοσίας τάξεως ή άλλων απορρήτων που προστατεύει ο νόμος να αντιταχθεί στη γνωστοποίηση των στοιχείων καταχωρίσεως στο κτηματολόγιο του γαιοτεμαχίου που συνιστά τόπο ελευθερώσεως των ως άνω οργανισμών, βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (νυν Ευρωπαϊκής Κοινότητας) ή της οδηγίας 2003/4/ΕΚ (2), της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες ή βάσει μιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου;


(1)  ΕΕ L 117, σ. 15.

(2)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41, σ. 26).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/20


Προσφυγή της 13ης Δεκεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-556/07)

(2008/C 37/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Nolin και M. van Heezik)

Καθής: Γαλλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να ελέγξει, να επιθεωρήσει και να επιτηρήσει προσηκόντως την άσκηση της αλιείας, ιδίως σε σχέση με την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως παρασυρόμενων διχτύων για την αλίευση ορισμένων ειδών, και παραλείποντας να λάβει κατάλληλα μέτρα κατά των υπευθύνων για παραβάσεις των κοινοτικών κανονιστικών ρυθμίσεων περί της χρησιμοποιήσεως παρασυρόμενων διχτύων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2847/1993 (1) και από τα άρθρα 23, παράγραφοι 1 και 2, 24 και 25, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2371/2002 (2) και

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στην καθής ότι εφάρμοσε πλημμελώς τις κοινοτικές κανονιστικές ρυθμίσεις περί αλιείας. Η πλημμελής αυτή εφαρμογή συνίσταται, αφενός, στο ότι, κατά τις γαλλικές αρχές, τα απλάδια για τον τόνο δεν αποτελούν παρασυρόμενα δίχτυα, καίτοι είναι πρόδηλον ότι, λόγω των τεχνικών τους χαρακτηριστικών, εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή, η οποία απαγορεύεται από την κοινοτική νομοθεσία. Συναφώς, το γεγονός ότι τα απλάδια για τον τόνο μπορούν να σταθεροποιηθούν με τη χρησιμοποίηση άγκυρας με πλωτήρα είναι άνευ σημασίας, στο μέτρο που η σταθεροποίηση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να παρασύρονται τα απλάδια για τον τόνο από τα θαλάσσια ρεύματα ή από τον άνεμο, αλλά έχει, απλώς, ως αποτέλεσμα το να συγκρατούνται κατακόρυφα με πλωτήρες ή βαρίδια για να αυξάνεται στο μέγιστο η αποτελεσματικότητά τους και να μην οριζοντιώνονται ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του νερού.

Η παράβαση έγκειται, αφετέρου, στην απουσία συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου που να διασφαλίζει την τήρηση της απαγόρευσης χρησιμοποιήσεως παρασυρόμενων διχτύων για την αλίευση ορισμένων ειδών και στην έλλειψη συνέπειας κατά τη δίωξη των παραβάσεων που διαπιστώνονται. Οι έλεγχοι που διενεργούνται αφορούν μόνον την τήρηση της εθνικής νομοθεσίας, η οποία είναι λιγότερο αυστηρή από την κοινοτική, και οι κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις παραβιάσεως αυτής της νομοθεσίας είναι ελαφρές και δεν έχουν το απαιτούμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ L 261, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ης Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕE L 358, σ. 59).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/21


Προσφυγή της 17ης Δεκεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-559/07)

(2008/C 37/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Πατακιά και M. van Beek)

Καθής: Ελληνική Δημοκρατία

Αιτήματα

Να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία διατηρώντας σε ισχύ τις διατάξεις περί διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδότησης και διαφορετικών απαιτήσεων ελάχιστης υπηρεσίας για τους άνδρες και τις γυναίκες βάσει του ελληνικού κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 141 της συνθήκης ΕΚ.

Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

1.

Η Επιτροπή αφού εξέτασε τις ισχύουσες διατάξεις του ελληνικού Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, διαπίστωσε ότι αυτές προβλέπουν ότι οι γυναίκες έχουν δικαίωμα συνταξιοδότησης σε διαφορετική ηλικία από τους άνδρες και υπό διαφορετικές προϋποθέσεις όσον αφορά την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία.

2.

Η Επιτροπή, υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου, θεωρεί ότι οι εν λόγω συντάξεις που καταβάλλονται από εργοδότη σε πρώην εργαζόμενο ως συνέπεια της μεταξύ τους σχέσης εργασίας, αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ. Επιπλέον, λόγω της ιδιαιτερότητας των εν λόγω συστημάτων συνταξιοδότησης τα οποία εξαρτούν τη σύνταξη από τον διανυθέντα χρόνο υπηρεσίας καθώς και από τον μισθό του εργαζομένου πριν συνταξιοδοτηθεί, οι επωφελούμενοι συνταξιούχοι συνιστούν κατά την Επιτροπή, «ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων», ενώ η μέθοδος χρηματοδότησης και διαχείρισης του συστήματος συνταξιοδότησης δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 141 ΕΚ.

3.

Επίσης, κατά την Επιτροπή δεν πληρούνται οι όροι της εφαρμογής της παραγράφου 4 του άρθρου 141 ΕΚ περί πρόβλεψης ειδικών πλεονεκτημάτων προς διευκόλυνση του λιγότερου εκπροσωπούμενου φύλου να συνεχίσει επαγγελματική δραστηριότητα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εν λόγω ρυθμίσεις, δεν ευνοούν την αποκατάσταση των προβλημάτων που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία αλλά, αντίθετα, διευκολύνουν την απόσυρσή τους από την αγορά εργασίας.

4.

Επιπλέον, η επικαλούμενη δικαιολογία εκ της πρόκλησης δυσλειτουργίας στον κρατικό μηχανισμό και τη συνακόλουθη πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων δεν είναι, κατά την άποψη της Επιτροπής, πειστική εφόσον αφενός οι οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσαν να απορρέουν για ένα κράτος μέλος δε δικαιολογούν καθαυτές τον χρονικό περιορισμό ως προς την εφαρμογή κανόνων κοινοτικού δικαίου και αφετέρου η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ουσιαστικά την ύπαρξη και το περιεχόμενο της επικαλούμενης δυσλειτουργίας.

5.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις περί διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδότησης και διαφορετικών απαιτήσεων ελάχιστης υπηρεσίας για τους άνδρες και τις γυναίκες βάσει του ελληνικού κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 141 ΕΚ.


Πρωτοδικείο

9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/22


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2007 — Schering-Plough κατά Επιτροπής και ΕOΑΦΠ

(Υπόθεση T-133/03) (1)

(«Προσφυγή ακυρώσεως - Μερικό απαράδεκτο - Έννομο συμφέρον - Προσφυγή που κατέστη άνευ αντικειμένου - Κατάργηση της δίκης»)

(2008/C 37/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Schering-Plough Ltd (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: G. Berrisch και P. Bogaert, avocats)

Καθών: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. Støvlbæk και M. Shotter) και Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων (ΕOΑΦΠ) (εκπρόσωποι: αρχικώς N. Khan, επικουρούμενος από τον C. Sherliker, solicitor, και στη συνέχεια C. Sherliker και T. Eicke, barrister)

Παρεμβαίνουσα υπέρ της προσφεύγουσας: European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations (EFPIA) (Γενεύη, Ελβετία) (εκπρόσωποι: N. Rampal, U. Zinsmeister και D. Waelbroeck, avocats)

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτημα ακυρώσεως της πράξεως του ΕOΑΦΠ, της 14ης Φεβρουαρίου 2003, με την οποία απορρίφθηκε η αποκαλούμενη «τύπου Ι» τροποποίηση του ονόματος του φαρμακευτικού προϊόντος «lyophilisat oral»«Allex 5 mg oral lyophilisate» σε «Allex Reditabs 5 mg oral lyophilisate».

Διατακτικό

Το Πρωτοδικείο διατάσσει:

1.

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη διότι απευθύνεται κατά του Ευρωπαΐκού Οργανισμού για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων (ΕOΑΦΠ).

2.

Καταργεί τη δίκη στο μέτρο που απευθύνεται κατά της Επιτροπής.

3.

Ο ΕOΑΦΠ φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

4.

Η Schering-Plough Ltd φέρει, εκτός των δικών της εξόδων, τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.


(1)  ΕΕ C 171 της 19.7.2003.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/22


Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 2007 — V κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-345/05 R ΙΙΙ)

(«Ασφαλιστικά μέτρα - Άρση της ασυλίας μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Έλλειψη fumus boni juris»)

(2008/C 37/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αιτών: V (εκπρόσωποι: J. Lofthouse, C. Hayes, barristers, και M. Monan, solicitor)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: H. Krück, D. Moore και M. Windisch)

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτηση επανεξετάσεως της πρώτης και δεύτερης αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες απορρίφθηκαν με τις διατάξεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου και 27ης Ιουνίου 2007, T-345/05 R και T-345/05 R ΙΙ αντιστοίχως, V κατά Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσες στη Συλλογή.

Διατακτικό της διατάξεως

Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διατάσσει:

1.

Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

2.

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/23


Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Οκτωβρίου 2007 — MB Immobilien Verwaltungs GmbH κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-120/07 R)

(«Ασφαλιστικά μέτρα - Κρατικές ενισχύσεις στα νέα ομόσπονδα κράτη - Υποχρέωση επιστροφής - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Επείγον - Στάθμιση των συμφερόντων»)

(2008/C 37/34)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αιτούσα: MB Immobilien Verwaltungs GmbH (Neukirch, Γερμανία) (εκπρόσωπος: mot-clés)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: K. Gross και T. Scharf)

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως 2007/429/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/2005 (πρώην NN 52/2004) της Γερμανίας υπέρ του ομίλου Biria (ΕΕ L 183, σ. 27)

Διατακτικό της διατάξεως

Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διατάσσει:

1.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.

2.

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/23


Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — FMC Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-349/07 R)

(«Αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων - Οδηγία 91/414/ΕΟΚ - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Παραδεκτό - Μη συνδρομή επείγοντος»)

(2008/C 37/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αιτούσες: FMC Chemical SPRL (Βρυξέλλες, Βέλγιο), Satec Handelsgesellschaft mbH (Elmshorn, Γερμανία), Belchim Crop Protection NV (Londerzeel, Βέλγιο), FMC Foret SA (Sant Cugat de Vallés, Ισπανία), F&N Agro Slovensko spol. s.r.o. (Μπρατισλάβα, Σλοβακία), F&N Agro Ceská republika spol. s.r.o. (Πράγα, Δημπκρατία της Τσεχίας), F&N Agro Polska sp. z o.o. (Βαρσοβία, Πολωνία) και FMC Corp. (Φιλαδέλφεια, Πενσυλβάνια, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής) (εκπρόσωποι: C. Mereu και K. Van Maldegem, avocats)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: L. Parpala και B. Doherty)

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως 2007/415/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας carbosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 156, σ. 28), μέχρι την έκδοση αποφάσεως στην κύρια δίκη.

Διατακτικό της διατάξεως

Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διατάσσει:

1.

Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

2.

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/23


Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — FMC Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-350/07 R)

(Ασφαλιστικά μέτρα - Οδηγία 91/414/ΕΟΚ - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Παραδεκτό - Έλλειψη κατεπείγοντος)

(2008/C 37/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: FMC Chemical (Βρυξέλλες, Βέλγιο), Arysta Lifescience SAS (Noguères, Γαλλία), Belchim Crop Protection NV (Londerzeel, Βέλγιο), FMC Foret, SA (Sant Cugat de Valles, Ισπανία), F&N Agro Slovensko spol. s.r.o. (Μπρατισλάβα, Σλοβακία), F&N Agro Ceská republika spol. s.r.o. (Πράγα, Τσεχική Δημοκρατία), F&N Agro Polska sp. z o.o. (Βαρσοβία, Πολωνία), και FMC Corp. (Φιλαδέλφεια, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωποι: C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: L. Parpala και B. Doherty)

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως 2007/416/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας καρμποφουράν στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την απόσυρση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή την ουσία (ΕΕ L 156, σ. 30), μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της κύριας δίκης.

Διατακτικό της αποφάσεως

Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/24


Προσφυγή της 27ης Νοεμβρίου 2007 — BP Aromatics κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-429/07)

(2008/C 37/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: BP Aromatics (Sunbury on Thames, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: A. Renshaw και G. Bushell, Solicitors)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα την καθής και οποιονδήποτε παρεμβαίνοντα κατά τη διαδικασία·

να λάβει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει πρόσφορο.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C (2007) 3202 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2007, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι η κοινοποιηθείσα από τις πορτογαλικές αρχές κρατική ενίσχυση υπέρ της Artensa (Artenius) για την κατασκευή νέου εργοστασίου παραγωγής χημικών προϊόντων είναι συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α', ΕΚ.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε παράβαση των άρθρων 87 και 88 ΕΚ, των σχετικών με την εφαρμογή τους κανόνων και ορισμένων ουσιωδών τύπων, καθώς και σε παραβίαση ορισμένων αρχών του κοινοτικού δικαίου, καθόσον:

υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια του 2002 (1), το οποίο απαιτεί ανάλυση βάσει της αγοράς του ΕΟΧ και όχι της παγκόσμιας αγοράς·

υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι η σχετική αγορά όσον αφορά το καθαρό τερεφθαλικό οξύ είναι παγκόσμια αγορά, μολονότι, κατά την προσφεύγουσα, πρόκειται για αγορά σε επίπεδο ΕΟΧ·

υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι το σχετικό μερίδιο πωλήσεων της Artensa θα υπολείπεται του 25 %, ενώ στην πραγματικότητα θα υπερβεί το 25 % με βάση τον ΕΟΧ.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν η Επιτροπή διεξήγαγε ενδελεχή και ακριβή έρευνα της αγοράς καθαρού τερεφθαλικού οξέος στον ΕΟΧ, θα αντιμετώπιζε σημαντικές δυσχέρειες για να καθορίσει αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, γεγονός που θα καθιστούσε αναγκαίο να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά την αξιολόγηση της ενισχύσεως κατά την προκαταρκτική διαδικασία και ότι θα όφειλε, κατά συνέπεια, να κινήσει την κατ' άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία επιβεβαιώνεται από το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της κοινοποιήσεως από τις πορτογαλικές αρχές και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι υπήρξε προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων της, καθόσον η Επιτροπή δεν κίνησε, ως όφειλε, επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την κατ' άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωσή της δικαιολογήσεως.


(1)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Πολυτομεακό πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια [κοινοποιηθέν με το έγγραφο C (2002) 315] (ΕΕ 2002 C 70, σ. 8).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/24


Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2007 — Gebr. Heller Maschinenfabrik κατά ΓΕΕΑ — Fernández Martinez (HELLER)

(Υπόθεση T-431/07)

(2008/C 37/38)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσa: Gebr. Heller Maschinenfabrik GmbH (Nürtingen, Γερμανία) (Εκπρόσωποι: οι δικηγόροι W. Kessler και S. Baur)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (Eμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Manuel Fernández Martinez (Alicante, Ισπανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, στο πλαίσιο της υποθέσεως R 974/2006-2·

να απορρίψει την ανακοπή του ανακόπτοντος Manuel Fernández Martinez ενώπιον του δεύτερου τμήματος προσφυγών·

να καταδικάσει τον ανακόπτοντα Manuel Fernández Martinez σε όλα τα δικαστικά έξοδα και τα τέλη της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, καθώς και της παρούσας δίκης.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος: η προσφεύγουσα.

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «HELLER» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 7,37 και 40 (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 3 306 602).

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Manuel Fernández Martinez.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Το ισπανικό εικονιστικό σήμα «HELLER» για προϊόντα της κλάσεως 7 (αριθ. 2 520 584).

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Γίνεται δεκτή η ανακοπή και απορρίπτεται η αίτηση καταχωρίσεως.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1), διότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθεμένων σημάτων.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/25


Προσφυγή της 28ης Νοεμβρίου 2007 — Volvo Trademark Holding κατά ΓΕΕΑ — Grebenshikova (SOLVO)

(Υπόθεση T-434/07)

(2008/C 37/39)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Volvo Trademark Holding ΑΒ (Gothenburg, Σουηδία) (Εκπρόσωποι: T. Dolde, V. von Bomhard και A. Renck, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Elena Grebenshikova (Αγία Πετρούπολη, Ρωσία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 2ας Αυγούστου 2007 στην υπόθεση R 1240/2006-2 και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Η Elena Grebenshikova

Σήμα προς καταχώριση: Το εικονιστικό σήμα «SOLVO» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 39 και 42 — αίτηση υπ' αριθ. 3 555 422

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Το κοινοτικό και εθνικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα «VOLVO» για, μεταξύ άλλων, προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9 και 42

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απόρριψη της ανακοπής στο σύνολό της

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β', και 5, του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, καθόσον τα επίμαχα σήματα ομοιάζουν τόσο οπτικώς όσο και φωνητικώς, το δε τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή, όπως τη φήμη της VOLVO και το ότι τα επίμαχα σήματα προσδιορίζουν πανομοιότυπα προϊόντα.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/25


Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — New Look κατά ΓΕΕΑ (NEW LOOK)

(Υπόθεση T-435/07)

(2008/C 37/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: New Look Ltd (Weymouth, Ηνωμένο Βασίλειο) (Εκπρόσωποι: S. Malynicz, Barrister, και M. Blair και K. Gilbert, Solicitors)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

H προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση R 670/2007-2 και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «New Look» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 9, 14, 16, 18, 25, 26 και 35 — αίτηση υπ' αριθ. 2 932 606

Απόφαση του εξεταστή: Απόρριψη της αιτήσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, στο μέτρο που το ΓΕΕΑ: α) υπέπεσε σε σφάλμα, καθόσον ζήτησε από την προσφεύγουσα να αποδείξει ότι το προς καταχώριση σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, μέσω της χρήσεώς του, και σε άλλο κράτος μέλος πλην του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, β) κακώς έκρινε ότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προέκυπτε ότι οι λέξεις «New Look» χρησιμοποιούνταν είτε με καλλιτεχνική γραφή είτε από κοινού με άλλο διακριτικό στοιχείο, δεν ήταν ικανά να προσδώσουν διακριτικό χαρακτήρα στο σήμα αυτό, και γ) δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία, στο πλαίσιο της συνολικής του εκτιμήσεως, στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα σχετικά με τη χρήση του σήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/26


Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Spa Monopole κατά ΓΕΕΑ — De Francesco Import (SpagO)

(Υπόθεση T-438/07)

(2008/C 37/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Spa Monopole, compagnie fermière de Spa (Spa, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: L. de Brouwer, E. Cornu, E. De Gryse και D. Moreau, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: De Francesco Import GmbH (Νυρεμβέργη, Γερμανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση R 1285/2006-2 και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος: De Francesco Import GmbH.

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «SpagO» για προϊόντα της κλάσεως 33 (αίτηση υπ' αριθ. 2 320 844).

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η προσφεύγουσα.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Τα λεκτικά και εικονιστικά κοινοτικά, εθνικά και διεθνή σήματα «SΡΑ», «SΡΑ Citron» και «SΡΑ Orange» για προϊόντα της κλάσεως 32.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Αποδοχή της ανακοπής στο σύνολό της

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και απόρριψη της ανακοπής.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, καθόσον το τμήμα προσφυγών υποτίμησε τη φήμη του Spa στο Μπενελούξ και δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

την ακουστική και οπτική ομοιότητα των εμπλεκομένων σημάτων·

το γεγονός ότι η χρήση του σήματος «SpagO» για οινοπνευματώδη ποτά θίγει τη φήμη του μεταλλικού νερού «SΡΑ», που δημιούργησε τη φήμη του βάσει της υψηλής ποιότητάς του, της καθαρότητάς του και των ευεργετικών αποτελεσμάτων του στην υγεία·

το γεγονός ότι η χρήση του «SpagO» για ποτά θα αντλούσε αδικαιολογήτως όφελος από τη φήμη του σήματος «SΡΑ» και της εικόνας του που έχει δημιουργηθεί από την ποιότητα και καθαρότητά του.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/26


Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2007 — Coats Holdings κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-439/07)

(2008/C 37/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Coats Holdings Ltd (εκπρόσωποι: W. Sibree και C. Jeffs, Solicitors)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τα άρθρα 1, παράγραφος 4, και 2, παράγραφος 4, της απόφασης, στο μέτρο που αφορούν την Coats,

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το επιβληθέν στην Coats με το άρθρο 2, παράγραφος 4, της απόφασης πρόστιμο, και

να υποχρεώσει την Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Coats.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2007) 4257, τελικό, της 19ης Σεπτεμβρίου 2007, στην υπόθεση COMP/E-1/39.168 — PO/Μεταλλικά και πλαστικά είδη ψιλικών: Φερμουάρ, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα παρέβη, μαζί με άλλες επιχειρήσεις, το άρθρο 81 ΕΚ μέσω, μεταξύ άλλων, της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικών με τις τιμές, του καθορισμού ελάχιστων τιμών και της κατανομής των αγορών.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η συνολική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους της Επιτροπής εμφανίζει στοιχεία προφανούς πλάνης. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι η προσφεύγουσα αποτελούσε μέρος διμερούς συμφωνίας με την Prym περί κατανομής των αγορών μεταξύ Ιανουαρίου 1977 και Ιουλίου 1998.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οποιαδήποτε παράβαση εξακολούθησε να υφίσταται μετά τις 19 Σεπτεμβρίου 1997 ούτε ότι υπήρξε οποιαδήποτε μεμονωμένη παράβαση διαρκούσα μέχρι τις 15 Ιουλίου 1998, η οποία να επιτρέπει στην Επιτροπή την επιβολή προστίμου στην προσφεύγουσα για παράβαση διάρκειας 21 Formula ετών.

Η προσφεύγουσα επίσης, επικουρικώς, προσάπτει στην Επιτροπή την προσβολή των θεμελιωδών διαδικαστικών δικαιωμάτων της να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν μάρτυρες κατηγορίας σε διαδικασία ποινικού χαρακτήρα, τα οποία απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ', της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή έσφαλε καθόσον εφάρμοσε μηχανικά έναν πολλαπλασιαστή 215 % επί του βασικού ποσού του προστίμου για διάρκεια 21 Formula ετών, αντί να κάνει χρήση της προβλεπόμενης στις κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή προστίμων διακριτικής της ευχέρειας.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/27


Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — Ryanair κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-441/07)

(2008/C 37/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ryanair Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία) (εκπρόσωπος: E. Vahida, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να διαπιστώσει, κατά το άρθρο 232 ΕΚ, ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της από τη Συνθήκη ΕΚ διότι δεν έλαβε θέση επί της καταγγελίας την οποία της υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 3 Νοεμβρίου 2005 και την οποία ακολούθησε έγγραφο οχλήσεως της 2ας Αυγούστου 2007·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει το σύνολο των εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ακόμη και αν, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής, η Επιτροπή προβεί σε ενέργειες οι οποίες, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, αίρουν την ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως ή αν το Πρωτοδικείο απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη· και

να λάβει κάθε περαιτέρω, πρόσφορο κατά την κρίση του, μέτρο.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κυρίως, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε επιμελή και αντικειμενική εξέταση της καταγγελίας την οποία υπέβαλε, με την οποία ισχυρίστηκε ότι το Ιταλικό κράτος χορήγησε παράνομη ενίσχυση στη Volare, υπό τη μορφή πλεονεκτημάτων, συνισταμένων στη διαγραφή χρεών ύψους περίπου 20 εκατομμυρίων ευρώ, οφειλομένων από τη Volare σε ιταλικούς αερολιμένες, και σε εκπτώσεις σε τέλη αερολιμένων και δαπάνες καυσίμων. Εναλλακτικώς, ως επικουρικό ισχυρισμό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί της καταγγελίας της με την οποία ισχυρίστηκε ότι εχώρησε δυσμενής διάκριση θίγουσα τον ανταγωνισμό και, επομένως, παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα μέτρα τα οποία αφορά η καταγγελία της συνιστούν κρατική ενίσχυση, πληρούσα όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάποια από τα χορηγηθέντα στη Volare πλεονεκτήματα δεν μπορούσα να καταλογισθούν στο κράτος διότι οι ιταλικοί αερολιμένες καθόρισαν τα τέλη τους κατά τρόπο αυτόνομο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τέτοια πλεονεκτήματα ισοδυναμούν με θίγουσα τον ανταγωνισμό δυσμενή διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους και, επομένως, αντιβαίνει στο άρθρο 82 ΕΚ.

Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (1) και με τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής (2), να εξετάσει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που της επισήμανε η καταγγέλλουσα προκειμένου να αποφασίσει, εντός ευλόγου χρόνου, αν πρέπει να κινήσει διαδικασία προς θεμελίωση της παραβάσεως ή να απορρίψει την καταγγελία. Η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση αφού παρέλαβε την καταγγελία, επιβεβαιώνουσα την παράβαση ή απορρίπτουσα την καταγγελία, κατόπιν πληροφορήσεως της καταγγέλλουσας κατά το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004, ούτε, τέλος, εξέδωσε πλήρως αιτιολογημένη απόφαση προβλέπουσα ότι δεν θα δοθεί συνέχεια στην καταγγελία λόγω ελλείψεως κοινοτικού ενδιαφέροντος.

Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συνέτρεξε εκ πρώτης όψεως παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι η Επιτροπή έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό σε διάστημα συντομότερο των 21 μηνών και, ως εκ τούτου, να κινήσει διαδικασία. Συνεπώς, η παράλειψη της Επιτροπής να ενεργήσει υπερέβη τα εύλογα όρια.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 1, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 123, σ. 18).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/28


Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2007 — Ryanair κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-442/07)

(2008/C 37/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ryanair Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία) (εκπρόσωπος: E. Vahida, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση, όπως υποχρεούται από τη Συνθήκη ΕΚ, περιλαμβανομένου, ειδικότερα του άρθρου 232 ΕΚ, επί των από 3 Νοεμβρίου και 13 Δεκεμβρίου 2005, 16 Ιουνίου και 10 Νοεμβρίου 2006 καταγγελιών της προσφεύγουσας και επί του από 2 Αυγούστου 2007 εγγράφου οχλήσεως·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει το σύνολο των εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ακόμη και αν, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής, η Επιτροπή προβεί σε ενέργειες οι οποίες, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, αίρουν την ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως ή αν το Πρωτοδικείο απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη· και

να λάβει κάθε περαιτέρω, πρόσφορο κατά την κρίση του, μέτρο.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με το εισαγωγικό της δικόγραφο, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ, ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί των καταγγελιών που υποβλήθηκαν στις 3 Νοεμβρίου 2005, στις 13 Δεκεμβρίου 2005, στις 16 Ιουνίου 2006 και στις 10 Νοεμβρίου 2006, ακολουθούμενων από έγγραφο οχλήσεως της 2ας Αυγούστου 2007.

Ως κύριο ισχυρισμό η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διεξαγάγει και να ολοκληρώσει επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών που υπέβαλε η προσφεύγουσα, με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι χορηγήθηκε παράνομη ενίσχυση υπό την μορφή πλεονεκτημάτων παρασχεθέντων από το Ιταλικό κράτος στις εταιρίες Alitalia, Air One και Meridiana. Εναλλακτικώς, ως επικουρικό ισχυρισμό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί των καταγγελιών της με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι εχώρησε δυσμενής διάκριση θίγουσα τον ανταγωνισμό και, επομένως, παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της καταγγελίας της και συγκεκριμένα: i) καταβολή στην Alitalia ενισχύσεως του τύπου «αποζημίωση 9/11», ii) ευνοϊκοί όροι για τη μεταβίβαση της Alitalia Servizi στη Fintecna, iii) παράλειψη του Ιταλικού κράτους να αξιώσει την καταβολή χρεών που οφείλει η Alitalia στους ιταλικούς αερολιμένες, iv) κρατική χρηματοδότηση των ποσών που κατέβαλε η Alitalia ως αποζημιώσεις λόγω απολύσεων για οικονομικούς λόγους, v) εκπτώσεις στις δαπάνες καυσίμων, vi) εκπτώσεις στα τέλη αεροδρομίου στους ιταλικούς κεντρικούς αερολιμένες, vii) μεταβίβαση άνω των 100 μισθωτών στη Meridiana και στην Air One και viii) συνιστώντες δυσμενή διάκριση περιορισμοί στη λειτουργία της προσφεύγουσας σε περιφερειακούς αερολιμένες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο αερολιμένας του Ciampino, είναι καταλογιστέα στο Ιταλικό κράτος, συνιστούν απώλεια εσόδων για αυτό και ευνοούν ειδικώς την Alitalia, ορισμένα δε από αυτά και την Air One και τη Meridiana. Κατά την προσφεύγουσα, τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση, πληρούσα όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Εναλλακτικώς, ως επικουρικό ισχυρισμό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η παράλειψη των ιταλικών αερολιμένων να επιτύχουν την καταβολή των χρεών που οφείλει η Alitalia, οι εκπτώσεις στα τέλη αεροδρομίου στους ιταλικούς κεντρικούς αερολιμένες, οι εκπτώσεις στις δαπάνες καυσίμων και οι συνιστώντες δυσμενή διάκριση περιορισμοί στη λειτουργία της προσφεύγουσας στους περιφερειακούς αερολιμένες συνιστούν παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάποια από τα χορηγηθέντα στην Alitalia, στην Air One και στη Meridiana πλεονεκτήματα δεν μπορούσα να καταλογισθούν στο κράτος διότι οι ιταλικοί αερολιμένες και οι Ιταλοί προμηθευτές καυσίμων που χορήγησαν τα ανωτέρω πλεονεκτήματα ενήργησαν κατά τρόπο αυτόνομο, τέτοια πλεονεκτήματα ισοδυναμούν με θίγουσα τον ανταγωνισμό δυσμενή διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους και, επομένως, αντιβαίνει στο άρθρο 82 ΕΚ.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έχει έννομο συμφέρον να υποβάλει τέτοιου είδους καταγγελία τόσο ως πελάτης των υπηρεσιών των αερολιμένων και των προμηθευτών καυσίμων για αεροσκάφη όσο και ως ανταγωνίστρια της Alitalia, της Air One και της Meridiana.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση ενέργειας, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) 659/1999 (1) και (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (2) και με τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής (3). Ωστόσο, η Επιτροπή δεν ενήργησε αφού παρέλαβε τις καταγγελίες ούτε έλαβε θέση όταν παρέλαβε το έγγραφό της καταγγελίας.

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συνέτρεξε εκ πρώτης όψεως παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι η αδράνεια που επέδειξε η Επιτροπή επί μη εύλογο χρονικό διάστημα, από 9 έως 21 μήνες, αναλόγως του αντικειμένου της καταγγελίας, αφότου παρέλαβε το έγγραφο, συνιστά παράλειψη ενέργειας υπό την έννοια του άρθρου 232 ΕΚ.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 1, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 123, σ. 18).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/29


Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2007 — Centre de Promotion de l'Emploi par la Micro-Entreprise κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση T-444/07)

(2008/C 37/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγον: Centre de Promotion de l'Emploi par la Micro-Entreprise (CPEM) (Μασσαλία, Γαλλία) (εκπρόσωπος: C. Bonnefoi, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2007) 4645 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία διεκόπη η συνδρομή την οποία χορηγούσε το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για τη χρηματοδότηση επιδοτήσεως ΕΚΤ στη Γαλλία (CPEM) βάσει της αποφάσεως C(1999) 2645 της 17ης Αυγούστου 1999·

να αναγνωρίσει ότι το προσφεύγον δικαιούται αποζημιώσεως λόγω προσβολής της φήμης οργανισμού ο οποίος επιτελεί έργο δημοσίου συμφέροντος (αποζημίωση το ποσό της οποίας υπολογίζεται σε 100 000 ευρώ)·

να αναγνωρίσει ότι οι εργαζόμενοι του CPEM δικαιούνται ατομικά συμβολικής αποζημιώσεως ύψους ενός ευρώ λόγω διαταράξεως της εργασιακής ηρεμίας τους (απειλή ως προς το μέλλον της επιχειρήσεως όπου εργάζονται και, επομένως, απειλή κατά της απασχολήσεώς τους καθόσον η καταβολή του ενός εκατομμυρίου ευρώ ισοδυναμεί με παύση λειτουργίας του CPEM και της MSD)·

να υποχρεώσει την καθής να καταβάλει στο προσφεύγον αποζημίωση για τα έξοδα δικηγόρου και νομικής συμπαραστάσεως που κατέστησαν αναγκαία και για τα οποία μπορούν να προσκομισθούν δικαιολογητικά.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, το προσφεύγον ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2007) 4645 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία διεκόπη, κατόπιν της εκθέσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η συνδρομή την οποία χορηγούσε το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (1) για τη χρηματοδότηση, με τη μορφή συνολικής επιδοτήσεως, ενός πιλοτικού προγράμματος του οποίου την υλοποίηση είχε αναλάβει το προσφεύγον.

Προς στήριξη της προσφυγής της, το προσφεύγον προβάλλει δύο ομάδες λόγων ακυρώσεως, η πρώτη των οποίων αφορά τον τρόπο με τον οποίο η OLAF διεξήγαγε την έρευνα η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας· οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως αφορούν την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Αφενός, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας της OLAF είχε ως συνέπεια την παραβίαση πλειόνων αρχών του κοινοτικού δικαίου και της αρχής της νηφάλιας και αμερόληπτης έρευνας, όπως του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος να καθίσταται γνωστό το αληθές και ακριβές περιεχόμενο των κατηγοριών που περιέχονται στις καταγγελίες εξαιτίας των οποίων κινήθηκε η διαδικασία. Υποστηρίζει επίσης ότι η OLAF υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ των διαδικασιών που προβλέπει ο κανονισμός 2185/96 (2) και των σχετικών με τις έρευνες διαδικασιών του κανονισμού 2988/95 (3). Αφετέρου, το προσφεύγον προσάπτει στην OLAF ότι στήριξε τα σε βάρος του συμπεράσματα σε διάφορες διαρκώς τροποποιούμενες εκδόσεις του «Οδηγού του υποψηφίου».

Επί της ουσίας, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι στήριξε την απόφασή της στα συμπεράσματα της εκθέσεως της OLAF, η οποία υπέπεσε σε σοβαρή παρανόηση των εννοιών του γαλλικού δικαίου περί «μη κερδοσκοπικού οργανισμού» και «διαθέσεως». Επίσης, ισχυρίζεται ότι η OLAF αντέταξε στο προσφεύγον την υπεροχή ενός «Οδηγού του υποψηφίου» έναντι κοινοτικού κανονισμού. Το προσφεύγον υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή ήταν ενήμερη και είχε μάλιστα εγκρίνει τις ενέργειες οι οποίες προσάπτονται στο προσφεύγον από την OLAF και την προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, το προσφεύγον προβάλλει λόγο ακυρώσεως που αντλείται από το ότι δεν είχε εφαρμογή και δεν ήταν δυνατό να της αντιταχθεί ο κανονισμός του κανονισμού 1605/2002 (4), στον οποίο στηρίχθηκε, κατά το προσφεύγον, μέρος της συλλογιστικής της OLAF και της προσβαλλομένης αποφάσεως.


(1)  Απόφαση C(1999) 2645 της Επιτροπής, της 17ης Αυγούστου 1999, η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2001) 2144 της 18ης Σεπτεμβρίου 2001.

(2)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292, σ. 2).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/30


Προσφυγή/αγωγή της 7ης Δεκεμβρίου 2007 — Berning & Söhne κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-445/07)

(2008/C 37/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Berning & Söhne GmbH & Co. KG (Wuppertal, Γερμανία) (εκπρόσωποι: P. Niggemann και K. Gassner, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2007) 4257 τελικό της 19ης Δεκεμβρίου 2007 (υπόθεση COMP/E-1/39.168 — μεταλλικά και πλαστικά είδη υφαντουργίας: φερμουάρ)

επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την προσβαλλόμενη απόφαση σε συμβολικό ή, τουλάχιστον, σε εύλογο ύψος,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής (2007) 4257 τελικό της 19ης Δεκεμβρίου 2007 (υπόθεση COMP/E-1/39.168 — μεταλλικά και πλαστικά είδη υφαντουργίας: φερμουάρ). Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, καθώς και σε άλλες επιχειρήσεις, πρόστιμο λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ. Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε συντονισμένες αυξήσεις τιμών, καθώς και σε ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με τις τιμές και με αυξήσεις τιμών στις αγορές των «λοιπών ειδών φερμουάρ» και των μηχανών τοποθέτησης.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της.

Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσβλήθηκε το δικαίωμα ακροάσεώς της, διότι δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της σχετικά με σειρά συναντήσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του λεγόμενου «κύκλου της Βασιλείας» ή «κύκλου του Wuppertal» και στις οποίες η Επιτροπή στήριξε την αιτίασή της περί συντονισμένης αυξήσεως τιμών, ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με τις τιμές και με αυξήσεις τιμών.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσαπτόμενη σύμπραξη έχει παραγραφεί, διότι, από την άνοιξη του 1997, η προσφεύγουσα έπαυσε να μετέχει στον «κύκλο της Βασιλείας» και στον «κύκλο του Wuppertal».

Η προσφεύγουσα προβάλλει, ακόμη, ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί της συμμετοχής της σε τυχόν συμφωνίες.

Η προσφεύγουσα προβάλλει, τέλος, ότι ο υπολογισμός του προστίμου είναι, βάσει των πραγματικών περιστατικών, εσφαλμένος. Συναφώς, προβάλλεται, ειδικότερα, ότι είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις της καθής σχετικά με τη διάρκεια και με τη σοβαρότητα της παραβάσεως στην οποία φέρεται να έχει υποπέσει η προσφεύγουσα, καθώς και ότι το ύψος του προστίμου είναι δυσανάλογο.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/30


Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2007, Royal Appliance International κατά ΓΕΕΑ — BSH Bosch und Siemens Hausgeräte (Centrixx)

(Υπόθεση T-446/07)

(2008/C 37/47)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Royal Appliance International GmbH (Hilden, Γερμανία) (εκπρόσωποι: K.-J. Michaeli και M. Schork, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: BSH Bosch und Siemens Hausgeräte GmbH (Μόναχο, Γερμανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Οκτωβρίου 2007 στην υπόθεση R 572/ 2006-4,

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της προσφεύγουσας.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα.

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «Centrixx» για προϊόντα της κλάσης 7 (αίτηση υπ' αριθ. 3 016 227).

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: BSH Bosch und Siemens Hausgeräte GmbH.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Το γερμανικό λεκτικό σήμα «sensixx» για προϊόντα της κλάσης 7 (αριθ. 30 244 090).

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απόρριψη της ανακοπής.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακύρωση της απόφασης του τμήματος ανακοπών και απόρριψη της αίτησης καταχώρισης.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1), διότι το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές που έχουν διαμορφωθεί με τη νομολογία των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων σχετικά με την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/31


Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2007 — Scovill Fasteners κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-447/07)

(2008/C 37/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Scovill Fasteners, Inc. (Clarkesville, United States) (εκπρόσωπος: O. Dugardyn, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την από 19 Σεπτεμβρίου 2007 απόφαση της Επιτροπής σχετικά με μια διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/E-1/39.168 — Μικρά πλαστικά και μεταλλικά προϊόντα ραπτικής (ψιλικά): κουμπιά και φερμουάρ)·

επικουρικά, να ακυρώσει ή να μειώσει το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C 2007) 4257 τελικό, της 19ης Σεπτεμβρίου 2007, στην υπόθεση COMP/ E-1/39.168 — Μικρά πλαστικά και μεταλλικά προϊόντα ραπτικής (ψιλικά): κουμπιά και φερμουάρ), με την οποία η Επιτροπή δέχθηκε ότι η θυγατρική της προσφεύγουσας, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ συμφωνώντας ή συντονίζοντας αυξήσεις τιμών και ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τις τιμές και για την εφαρμογή των αυξήσεων των τιμών.

Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεώρησε ότι η προσφεύγουσα αποτελεί μια ενιαία οικονομική οντότητα μαζί με τη θυγατρική της, καθώς και ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεη προς καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου για τις παραβάσεις που φέρεται ότι διέπραξε η θυγατρική αυτή.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως όφειλε, ότι η θυγατρική της προσφεύγουσας μετείχε στη σύμπραξη μετά από το 1997.

Επικουρικά, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή:

υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα κατά τον υπολογισμό του προστίμου,

δεν έλαβε υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία κατά την εκτίμηση της διάρκειας και της σοβαρότητας των παραβάσεων και

παρέλειψε να εκτιμήσει τα υπάρχοντα ελαφρυντικά στοιχεία, όπως είναι ο περιορισμένης σημασίας ρόλος που είχε η θυγατρική της προσφεύγουσας.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/31


Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2007 — Rotter κατά ΓΕΕΑ (EU-BRUZZEL)

(Υπόθεση T-449/07)

(2008/C 37/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Thomas Rotter (Μόναχο, Γερμανία) (εκπρόσωπος: M. Müller, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 27ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση R 1415/2006-4,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: Το τρισδιάστατο σήμα «EU-BRUZZEL» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 29, 30 και 43 (αίτηση υπ' αριθ. 4 346 185).

Απόφαση του εξεταστή: Μερική απόρριψη της αίτησης.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1), διότι το σήμα που αφορά η αίτηση έχει διακριτικό χαρακτήρα σε σχέση με τα επίμαχα αλλαντικά.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/32


Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2007 — Harwin International κατά ΓΕΕΑ — Cuadrado (Pickwick)

(Υπόθεση T-450/07)

(2008/C 37/50)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Harwin International LLC (Albany, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωπος: D. Przedborski, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Cuadrado SA (Paterna, Ισπανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ στην υπόθεση R 1245/2006-2, που εκδόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2007,

να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ και την Cuadrado SA να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταβάλουν στην προσφεύγουσα τα έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: Το εικονιστικό σήμα που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «PICKWICK COLOUR GROUP»  για προϊόντα και υπηρεσίες της κλάσεως 25 — αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 826669.

Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: Harwin International LLC

Αιτών την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: Cuadrado SA

Σήμα του οποίου δικαιούχος είναι ο αιτών: Το προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα «PICK OUIC, CUADRADO SA, VALENCIA»  και το εικονιστικό σήμα που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «Pick Ouic»  για προϊόντα της κλάσεως 25

Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: Κηρύσσει άκυρο στο σύνολό του το σήμα του οποίου ζητήθηκε καταχώριση

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απορρίπτει την προσφυγή

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και του άρθρου 56, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ως προς τη μη εξέταση από το τμήμα ακυρώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που υπέβαλε η Cuadrado είναι αντιφατικό και αντιβαίνει στον νόμο. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/32


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2007 — WellBiz κατά ΓΕΕΑ — Wild (WELLBIZ)

(Υπόθεση T-451/07)

(2008/C 37/51)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγον: WellBiz Verein, WellBiz Association (Eschen, Λιχτενστάιν) (εκπρόσωπος: M. Schnetzer, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Rudolf Wild GmbH & Co. KG (Eppelhein, Γερμανία)

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών, της 2ας Οκτωβρίου 2007 στην υπόθεση R 1575/2006-1,

να απορρίψει την υπ' αριθ. B 809 394 ανακοπή, της 9ης Μαρτίου 2005,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, καθώς και στα έξοδα των διαδικασιών ανακοπής και προσφυγής ενώπιον του ΓΕΕΑ.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Το προσφεύγον.

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «WELLBIZ» για υπηρεσίες των κλάσεων 35 και 41 (αίτηση υπ' αριθ. 3 844 479).

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η εταιρία Rudolf Wild GmbH & Co. KG.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Το λεκτικό σήμα «WILD.BIZ» για υπηρεσίες των κλάσεων 38, 41 και 42 (κοινοτικό σήμα αριθ. 2 225 175), η δε ανακοπή αφορούσε ένα τμήμα των υπηρεσιών της κλάσης 41.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Η ανακοπή έγινε δεκτή για όλες τις υπηρεσίες της κλάσης 41 τις οποίες αφορούσε.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1), διότι τα αντιτιθέμενα σήματα διαφέρουν από φωνητική, εικονιστική και εννοιολογική άποψη και, επιπλέον, το αντιταχθέν κατά την ανακοπή σήμα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και επομένως δεν έχει μεγάλη διακριτική δύναμη.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/33


Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — Dylog Italia κατά ΓΕΕΑ — GSI Office Management (IP Manager)

(Υπόθεση T-453/07)

(2008/C 37/52)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Dylog Italia (Τορίνο, Ιταλία) (Εκπρόσωπος: Α. Ruo, lawyer)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: GSI Office Management GmbH (Planegg, Γερμανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, στην υπόθεση R 982/2005-4, κατά το μέρος που διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης σχετικά με το σύνολο των υπηρεσιών για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση στις κλάσεις 35 και 38, καθώς και με την υπηρεσία της κλάσης 42, οι οποίες κρίθηκαν παρόμοιες με τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο ιταλικό σήμα· και επικουρικώς·

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το τμήμα προσφυγών διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης για το σύνολο των προϊόντων των κλάσεων 38 και 42 που κρίθηκαν παρόμοια με τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο ιταλικό σήμα·

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα κατ' εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος: GSI Office Management GmbH

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό κοινοτικό σήμα «IP Manager» για υπηρεσίες των κλάσεων 35, 36, 38, 41 και 42 — αίτηση υπ. αριθ. 2 177 277.

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: η προσφεύγουσα.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Τα προγενέστερα λεκτικά εθνικά και διεθνή σήματα «MANAGER» για προϊόντα των κλάσεων 9, 16, 35 37, 39, 41 και 42 καθώς και το εθνικό λεκτικό σήμα «ΗΟΤΕL MANAGER» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9 και 42.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απορρίπτει την ανακοπή στο σύνολό της.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απορρίπτει την προσφυγή.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/33


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007 — Sandoz κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-105/04) (1)

(2008/C 37/53)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 106 της 30.4.2004.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/33


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 — UPS Europe και UPS Deutschland κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-329/07) (1)

(2008/C 37/54)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 247 της 20.10.2007.


Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/34


Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2007 — Hinderyckx κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση F-57/06) (1)

(Υπάλληλοι - Προαγωγή - Περίοδος προαγωγών 2005 - Μη εγγραφή στον πίνακα προαχθέντων - Παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ - Συγκριτική εξέταση των προσόντων - Εκθέσεις βαθμολογίας προερχόμενες από διαφορετικά κοινοτικά όργανα)

(2008/C 37/55)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Jacques Hinderyckx (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: J. A. Martin, δικηγόρος)

Καθού-εναγόμενο: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: M. Simm και M. Bauer)

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αφενός, ακύρωση της αποφάσεως περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος στον βαθμό B*8 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2005 και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως

Διατακτικό της αποφάσεως

Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:

1.

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, το ένα τρίτο των εξόδων του Hinderyckx.

3.

Ο Hinderyckx φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του.


(1)  EE C 178 της 29.7.2006, σ. 34.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/34


Αγωγή της 29ης Αυγούστου 2007 — Domínguez González κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-88/07)

(2008/C 37/56)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Ενάγων: Juan Luis Domínguez González (Girona, Ισπανία) (εκπρόσωπος: R. Nicolazzi Angelats, δικηγόρος)

Εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του ενάγοντος

Ο ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20 310,68 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία την οποία υπέστη, συμπεριλαμβανομένης της υλικής ζημίας, της ηθικής βλάβης και της δαπάνης άσκησης της αγωγής.

να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η αγωγή έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας την οποία, κατά τον ενάγοντα, προκάλεσε η απόφαση της Επιτροπής της 20ής Ιουλίου 1999 με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση την οποία είχε συνάψει ο ενάγων με τη Γενική Διεύθυνση Ανθρωπιστικής Βοήθειας (ECHO) την 1η Ιουλίου 1999, κατόπιν της ιατρικής εξέτασης που προέβλεπε η σύμβαση αυτή.

Προς στήριξη της αγωγής του, ο ενάγων υποστηρίζει κυρίως:

ότι η καταγγελία της σύμβασης στηρίζεται σε εκτίμηση των προβλημάτων της υγείας του που πραγματοποιήθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πλέον πρόσφατες εξετάσεις και, συνεπώς, χωρίς να ληφθεί υπόψη η πραγματική κατάσταση της υγείας του·

ότι δεν έλαβε καμία απάντηση στις διαδοχικές επιστολές που απηύθυνε στους υπεύθυνους της ECHO για τη διόρθωση του ανωτέρω σφάλματος·

ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τους όρους της σύμβασης που προέβλεπαν ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή αν δεν είχε προηγουμένως κριθεί θετικά η κατάσταση της υγείας του υπαλλήλου·

ότι σημειώθηκε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.


9.2.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/35


Προσφυγή–αγωγή της 30ής Οκτωβρίου 2007 — Smadja κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-135/07)

(2008/C 37/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Daniele Smadja (Νέο Δελχί, Ινδία) (Εκπρόσωπος: E. Boigelot, avocat)

Καθής–εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί διορισμού της προσφεύγουσας, υπαλλήλου που είχε αρχικά καταταγεί στον βαθμό A*15, κλιμάκιο 4, καθόσον με την απόφαση αυτή κατετάγη στον βαθμό A*15, κλιμάκιο 1, μετά τον αναδιορισμό της στη θέση του Διευθυντή της Διεύθυνσης RELEX.B, κατόπιν ακυρώσεως του αρχικού διορισμού της. Αίτημα αποκατάστασης της υλικής ζημίας και ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης

Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

Η προσφεύγουσα–ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την πράξη διορισμού της προσφεύγουσας της 21ης Δεκεμβρίου 2006, καθόσον με αυτή κατατάσσεται ως διευθυντής στον βαθμό A*15, κλιμάκιο 1, και καθορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης αρχαιότητας κλιμακίου της η 1η Νοεμβρίου 2005, μετά τον αναδιορισμό της, στις 15 Νοεμβρίου 2005, στη θέση του Διευθυντή της Διεύθυνσης RELEX.B «Πολυμερείς σχέσεις και ανθρώπινα δικαιώματα», αναδιορισμό που έλαβε χώρα κατόπιν ακυρώσεως με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, T-218/02, Napoli Buzzanca κατά Επιτροπής, του αρχικού διορισμού της στην ίδια θέση·

να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη να καταβάλει ως αποζημίωση για υλική ζημία και ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καθώς και για βλάβη της σταδιοδρομίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας, το ποσό των 25 000 ευρώ·

να καταδικάσει την καθής-εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.