ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

50ό έτος
29 Νοεμβρίου 2007


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

 

Συμβούλιο

2007/C 287/01

Ψήφισμα του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με μια ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό

1

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιτροπή

2007/C 287/02

Ισοτιμίες του ευρώ

5

2007/C 287/03

Διορισμός των μελών της επιτροπής ανώτερων επιθεωρητών εργασίας με θητεία από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009

6

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2007/C 287/04

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης EK στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ( 1 )

8

2007/C 287/05

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης EK στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ( 1 )

10

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

2007/C 287/06

Ανακοίνωση της εποπτεύουσας αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζεται τις καταγγελίες βάσει των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ

12

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Επιτροπή

2007/C 287/07

Κρατική ενίσχυση — Γερμανία — Κρατική ενίσχυση C 24/07 (πρώην NN 71/06) — Κρατική ενίσχυση σε Flughafen Lübeck GmbH και RyanAir — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

27

2007/C 287/08

Κρατική ενίσχυση — Ρουμανία — Κρατική ενίσχυση C 40/07 (πρώην NN 48/07) — Ιδιωτικοποίηση της Mittal Steel Roman — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

29

2007/C 287/09

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4910 — Motorola/Vertex Standard) ( 1 )

38

2007/C 287/10

Κρατική ενίσχυση — Ηνωμένο Βασίλειο — Κρατική ενίσχυση C 42/04 (πρώην N 350/04) — Απαλλαγές για την ανακαίνιση επαγγελματικών χώρων ( 1 )

39

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

Συμβούλιο

29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/1


ΨΉΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2007

σχετικά με μια ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό

(2007/C 287/01)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

(1)

υπενθυμίζοντας τους στόχους η εκπλήρωση των οποίων ανατίθεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ιδίως δυνάμει του άρθρου 151 της συνθήκης,

(2)

αναφερόμενο στις διατάξεις της σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας στις πολιτιστικές εκφράσεις,

(3)

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Μαΐου 2007 σχετικά με μια ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό σ' έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης (1),

(4)

Υπενθυμίζοντας τα συμπεράσματά του της 24ης Μαΐου 2007 για τη συμβολή των τομέων του πολιτισμού και της δημιουργίας στην εκπλήρωση των στόχων της Λισσαβόνας (2),

(5)

λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από το σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος εργασιών του Συμβουλίου για τις περιόδους 2002-2004 και 2005-2007 (3),

(6)

λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα του Πρώτου Πολιτιστικού Φόρουμ για την Ευρώπη, που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα στις 26και 27 Σεπτεμβρίου 2007,

(7)

πεπεισμένο ότι ο πολιτισμός και η ιδιαιτερότητά του, συμπεριλαμβανομένης της πολυγλωσσίας, συνιστούν βασικά στοιχεία της ευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκλήρωσης με βάση κοινές αξίες και μια κοινή κληρονομιά — διαδικασίας η οποία αναγνωρίζει, σέβεται και προωθεί την πολιτιστική πολυμορφία και τον εγκάρσιο ρόλο του πολιτισμού,

(8)

τονίζοντας ότι ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην προσωπική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, την οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα,

(9)

συμμεριζόμενο την άποψη ότι ο ρόλος του πολιτισμού πρέπει να αναγνωριστεί περισσότερο στην Ατζέντα της Λισσαβόνας, στο νέο κύκλο στον οποίο θα εισέλθει το 2008,

(10)

θεωρώντας ότι ο πολιτισμός πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ ως μέσο ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας,

(11)

υπογραμμίζοντας τον ισχυρό δεσμό μεταξύ πολιτισμού και ανάπτυξης και προσβλέποντας σε πλέον πρωτόβουλο ρόλο των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο πλαίσιο της αντίστοιχης εξωτερικής τους βοήθειας, προκειμένου να ενισχυθεί η δημιουργία δυναμικού πολιτιστικού τομέα στις αναπτυσσόμενες χώρες, και λαμβάνοντας υπό σημείωση την πρόταση της Επιτροπής να ενισχυθούν η κινητοποίηση και η διαφοροποίηση της χρηματοδότησης υπέρ της αυξανόμενης πρόσβασης του τοπικού πληθυσμού στον πολιτισμό, αλλά και των πολιτιστικών αγαθών αυτών των χωρών στις ευρωπαϊκές αγορές,

(12)

τονίζοντας τη σημασία της εμβάθυνσης του διαπολιτισμικού διαλόγου σε διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση, και της συμμετοχής μη κυβερνητικών παραγόντων προκειμένου να προωθηθούν μεγαλύτερη γνώση και κατανόηση,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

1.

ΕΠΙΚΡΟΤΕΙ την πρόταση της Επιτροπής να ορίσει μια ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό, που θεωρείται ως σημαντικό βήμα για την περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας στον πολιτιστικό τομέα και τη βελτίωση της συνοχής και της προβολής της ευρωπαϊκής δράσης στον τομέα αυτό και, συγχρόνως, για την ενίσχυση του εγκάρσιου ρόλου του πολιτισμού.

Στρατηγικοί στόχοι

2.

ΕΓΚΡΙΝΕΙ τους εξής τρεις στρατηγικούς στόχους που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προκειμένου να διαμορφωθεί η κοινή Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον πολιτισμό:

α)

προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας και του διαπολιτισμικού διαλόγου,

β)

προώθηση του πολιτισμού ως καταλύτη της δημιουργικότητας στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισσαβόνας για την ανάπτυξη, την απασχόληση, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα,

γ)

προώθηση του πολιτισμού ως ζωτικού στοιχείου των διεθνών σχέσεων της Ένωσης,

Ειδικοί στόχοι

3.

ΣΥΜΦΩΝΕΙ ότι αυτοί οι τρεις στρατηγικοί στόχοι θα καθοριστούν αναλυτικότερα ως εξής:

Α.

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ:

ενθάρρυνση της κινητικότητας των καλλιτεχνών και άλλων επαγγελματιών του πολιτιστικού τομέα,

προώθηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδίως με τη διευκόλυνση της κινητικότητας των συλλογών και την ενίσχυση της διαδικασίας ψηφιοποίησης με στόχο τη βελτίωση της πρόσβασης του κοινού σε διαφορετικές μορφές πολιτιστικών και γλωσσικών εκφράσεων,

προώθηση του διαπολιτισμικού διαλόγου ως βιώσιμης διαδικασίας που συμβάλει στην ευρωπαϊκή ταυτότητα, ιθαγένεια και κοινωνική συνοχή, μεταξύ άλλων μέσω της ανάπτυξης των διαπολιτισμικών δεξιοτήτων των πολιτών.

Β.

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΛΥΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ:

προώθηση καλύτερης χρήσης της συνέργειας μεταξύ πολιτισμού και εκπαίδευσης, ιδιαίτερα με την ενθάρρυνση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και της δραστήριας συμμετοχής σε πολιτιστικές δραστηριότητες με στόχο την ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της καινοτομίας,

προώθηση της διαθεσιμότητας εξειδικευμένων δυνατοτήτων κατάρτισης στον τομέα της διαχείρισης καθώς και στον εμπορευματικό ή επιχειρηματικό τομέα για επαγγελματίες του πολιτισμού και της δημιουργίας,

καλλιέργεια ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη του πολιτιστικού και δημιουργικού κλάδου, μεταξύ άλλων στον οπτικοακουστικό τομέα, ώστε να μεγιστοποιηθεί το δυναμικό τους, ιδιαίτερα δε το δυναμικό των ΜΜΕ, ιδίως με καλύτερη χρήση των υφιστάμενων προγραμμάτων και πρωτοβουλιών και με την προώθηση δημιουργικών εταιρικών σχέσεων μεταξύ του πολιτιστικού και άλλων τομέων, εκτός άλλων στο πλαίσιο της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης.

Γ.

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΩΣ ΖΩΤΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ:

ενίσχυση του ρόλου του πολιτισμού στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΕ όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις και την ανάπτυξη,

προαγωγή της σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας στις πολιτιστικές εκφράσεις και συμβολή στην εφαρμογή της σύμβασης αυτής σε διεθνές επίπεδο,

ενίσχυση του διαπολιτισμικού διαλόγου και της σύμπραξης μεταξύ των κοινωνιών των πολιτών των κρατών μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών,

ενθάρρυνση της περαιτέρω συνεργασίας μεταξύ των πολιτιστικών φορέων των κρατών μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των πολιτιστικών ιδρυμάτων, με τρίτες χώρες και με τα αντίστοιχα ιδρύματα στις χώρες αυτές.

Επικουρικότητα και ευελιξία

4.

ΤΟΝΙΖΕΙ ότι η δράση σύμφωνα με τους στόχους αυτούς πρέπει να έχει πραγματική ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία και να διεξάγεται με πλήρη σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας και ότι οι παρούσες κοινές κατευθυντήριες γραμμές σε επίπεδο ΕΕ δεν αποκλείουν τον καθορισμό και την εφαρμογή από τα κράτη μέλη των δικών τους στόχων εθνικής πολιτικής,

5.

ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕΙ ότι οι στόχοι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν ως ευέλικτο πλαίσιο για την καθοδήγηση της μέλλουσας δράσης στον πολιτιστικό τομέα.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Διάλογος με τον πολιτιστικό τομέα

6.

ΣΥΜΦΩΝΕΙ ότι ένας συνεχής, πολυεπίπεδος και ευέλικτος διάλογος με τους πολιτιστικούς παράγοντες και κατόπιν διαβουλεύσεων με το συγκεκριμένο τομέα σε όλα τα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό) είναι ουσιαστικής σημασίας τόσο για την ανάπτυξη όσο και για την εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής ατζέντας για τον πολιτισμό,

7.

ΕΠΙΚΡΟΤΕΙ την πρόθεση της Επιτροπής να εντοπίσει αντιπροσωπευτικούς συνομιλητές από τον τομέα και να αναλάβει τη χαρτογράφησή του, προκειμένου να δημιουργηθούν δίαυλοι επικοινωνίας και να αρχίσει διάλογος με τους διάφορους παράγοντες,

8.

ΣΥΜΦΩΝΕΙ ότι, λόγω του θετικού αντικτύπου του πρώτου Πολιτιστικού Φόρουμ που διεξήχθη στη Λισσαβόνα στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου 2007, η αλληλεπίδραση με τις κοινωνίες των πολιτών και εντός αυτών τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί μείζον στοιχείο για τη διαπίστωση των απόψεων των πολιτιστικών παραγόντων στο πλαίσιο της διαδικασίας τακτικής υποβολής εκθέσεων.

Ανοικτή μέθοδος συντονισμού

9.

ΚΡΙΝΕΙ ότι η νέα προσέγγιση που έχει προτείνει η Επιτροπή για τη συνεργασία στον τομέα του πολιτισμού, δηλαδή η χρήση της ανοικτής μεθόδου συντονισμού (ΑΜΣ), με ειδικά προσαρμοσμένο τρόπο και λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών του τομέα, θα προσφέρει ένα ευέλικτο και μη δεσμευτικό πλαίσιο για τη διάρθρωση της συνεργασίας γύρω από τους στρατηγικούς στόχους της ευρωπαϊκής ατζέντας για τον πολιτισμό και την προώθηση των ανταλλαγών βέλτιστων πρακτικών,

10.

ΑΠΟΦΑΣΊΖΕΙ ότι:

α)

η ΑΜΣ θα εφαρμόζεται με την ευελιξία που αρμόζει στον πολιτιστικό τομέα αλλά και με πλήρη σεβασμό των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, περιλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών και τοπικών αρχών τους, και σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας· η συμμετοχή των κρατών μελών στις σχετικές δράσεις και διαδικασίες θα είναι προαιρετική·

β)

κατά την εφαρμογή της ΑΜΣ θα δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη ελαχιστοποίησης της οικονομικής και διοικητικής επιβάρυνσης των διάφορων παραγόντων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στη συνθήκη ΕΚ (4)·

γ)

οι στόχοι της ευρωπαϊκής ατζέντας για τον πολιτισμό θα εφαρμόζονται μέσω τριετών προγραμμάτων εργασίας που θα καλύπτουν περιορισμένο αριθμό τομέων προτεραιότητας, τους οποίους το Συμβούλιο κρίνει κατάλληλους για το πλαίσιο ΑΜΣ την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Με βάση αυτούς τους τομείς προτεραιότητας, η Επιτροπή θα προτείνει ειδικές δράσεις για τα προγράμματα εργασιών που θα συζητούνται, συμπληρώνονται, επικαιροποιούνται και, ενδεχομένως, εγκρίνονται από το Συμβούλιο των Υπουργών·

δ)

το Συμβούλιο, σε συνεργασία με την Επιτροπή, θα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διασφάλιση της συνέχειας και παρακολούθησης των τομέων προτεραιότητας για την ανάληψη δράσης και στη διατήρηση της δυναμικής της διαδικασίας·

ε)

η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με το αρμόδιο όργανο του Συμβουλίου [την Επιτροπή Πολιτιστικών Υποθέσεων], θα καταρτίζει έκθεση προόδου προς υποβολή στο Συμβούλιο, μεταξύ άλλων βάσει των πληροφοριών που θα παρέχουν εθελοντικά τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο σημείο 10 στοιχεία α) και β) ανωτέρω·

στ)

προκειμένου να ενισχυθούν η γενική ενημέρωση και προβολή της πολιτιστικής συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι πολιτιστικοί παράγοντες και το ευρύ κοινό θα ενημερώνονται σχετικά με τους στόχους και τις δράσεις προτεραιότητας του προγράμματος εργασίας.

11.

ΣΥΜΦΩΝΕΙ, σύμφωνα με το σημείο 10 στοιχείο γ), ότι το πρόγραμμα εργασιών για την περίοδο 2008-2010 θα επικεντρωθεί στους τομείς προτεραιότητας για ανάληψη δράσης που ορίζονται στο παράρτημα,

12.

Το Συμβούλιο δύναται, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να επανεξετάζει την εφαρμογή της ανοικτής μεθόδου συντονισμού στον τομέα του πολιτισμού με βάση τη σημειωθείσα πρόοδο και λαμβάνοντας υπόψη του τις εκθέσεις και αξιολογήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ε) ανωτέρω.

13.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών θα ενημερώνονται σχετικά με την εφαρμογή των προγραμμάτων εργασίας.

Οριζόντιες πτυχές

14.

ΚΑΛΕΙ την Επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της στον τομέα των πολιτιστικών στατιστικών όσον αφορά τους ορισμούς και τις μεθοδολογίες, προκειμένου να υπάρχουν συγκρίσιμα στατιστικά δεδομένα για τη χάραξη πολιτικών και την ανάληψη δράσεων βάσει στοιχείων.

15.

ΧΑΙΡΕΤΙΖΕΙ τη δημιουργία διυπηρεσιακής ομάδας στο πλαίσιο της Επιτροπής, με στόχο την καλύτερη ενσωμάτωση των πολιτιστικών πτυχών στη δράση της δυνάμει άλλων διατάξεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 151 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ.

16.

ΣΥΝΙΣΤΑ να ενισχυθεί η διασύνδεση μεταξύ πολιτιστικών πτυχών και άλλων κοινοτικών πολιτικών, με συντονισμό μεταξύ των σχετικών συνθέσεων του Συμβουλίου σε θέματα που έχουν αντίκτυπο στον πολιτισμό και με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού και συνεκτικού μηχανισμού για την τακτική υποβολή εκθέσεων όσον αφορά πολιτιστικές πτυχές δυνάμει άλλων διατάξεων της συνθήκης και για την παρακολούθηση των εν λόγω εκθέσεων.

17.

ΚΑΛΕΙ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να εγκρίνει τα παρόντα συμπεράσματα στα οποία προβλέπεται το πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής ατζέντας για τον πολιτισμό.


(1)  Έγγρ. 9496/07 και συνοδευτικό έγγραφο εργασίας στο οποίο περιλαμβάνεται κατάλογος των κοινοτικών δράσεων στον τομέα του πολιτισμού (έγγρ. 9496/07 ΑDD1).

(2)  Έγγρ. 9021/07.

(3)  ΕΕ C 162 της 6.7.2002 και έγγρ. 13839/04.

(4)  Πρόκειται για το άρθρο 5 της συνθήκης, όπως ερμηνεύεται από το πρωτόκολλο αριθ. 30 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και συγκεκριμένα από το σημείο 9 του εν λόγω πρωτοκόλλου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΟΜΕΙΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2008-2010

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 10 στοιχείο γ) και της παραγράφου 11 ανωτέρω, θα αναληφθούν οι ακόλουθες δράσεις προτεραιότητας στο πλαίσιο των στρατηγικών στόχων της ευρωπαϊκής ατζέντας για τον πολιτισμό:

βελτίωση των συνθηκών για την κινητικότητα των καλλιτεχνών και άλλων επαγγελματιών του πολιτιστικού τομέα,

προώθηση της πρόσβασης στον πολιτισμό, ιδίως μέσω της προώθησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, της πολυγλωσσίας, της ψηφιοποίησης, του πολιτιστικού τουρισμού, των συνεργιών με την εκπαίδευση, ιδίως την καλλιτεχνική εκπαίδευση, και της μεγαλύτερης κινητικότητας των συλλογών,

ανάπτυξη δεδομένων, στατιστικών και μεθοδολογιών στον πολιτιστικό τομέα και βελτίωση της συγκρισιμότητάς τους,

μεγιστοποίηση του δυναμικού του πολιτιστικού και δημιουργικού κλάδου, ιδιαίτερα δε των ΜΜΕ,

προαγωγή και εφαρμογή της σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας στις πολιτιστικές εκφράσεις.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Επιτροπή

29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/5


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

28 Νοεμβρίου 2007

(2007/C 287/02)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,4747

JPY

ιαπωνικό γιεν

162,02

DKK

δανική κορόνα

7,4568

GBP

λίρα στερλίνα

0,71375

SEK

σουηδική κορόνα

9,3367

CHF

ελβετικό φράγκο

1,6463

ISK

ισλανδική κορόνα

91,89

NOK

νορβηγική κορόνα

8,1075

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5842

CZK

τσεχική κορόνα

26,494

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

255,27

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6984

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,6489

RON

ρουμανικό λέι

3,5445

SKK

σλοβακική κορόνα

33,239

TRY

τουρκική λίρα

1,7676

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6719

CAD

καναδικό δολάριο

1,4676

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

11,4817

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,9184

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,1293

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 374,13

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

10,2344

CNY

κινεζικό γιουάν

10,9047

HRK

κροατικό κούνα

7,319

IDR

ινδονησιακή ρουπία

13 887,99

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,9882

PHP

πέσο Φιλιππινών

63,184

RUB

ρωσικό ρούβλι

35,983

THB

ταϊλανδικό μπατ

45,627


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/6


Διορισμός των μελών της επιτροπής ανώτερων επιθεωρητών εργασίας με θητεία από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009

(2007/C 287/03)

1.

Με την απόφασή της 95/319/EΚ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκρότησε την επιτροπή ανώτερων επιθεωρητών εργασίας για την παρακολούθηση, βάσει της στενής συνεργασίας μεταξύ των μελών της και της Επιτροπής, της αποτελεσματικής και ισοδύναμης εφαρμογής του παράγωγου κοινοτικού δικαίου για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία.

2.

Το άρθρο 5 παράγραφος 2 της απόφασης ορίζει ότι τα μέλη της επιτροπής διορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση τις προτάσεις των κρατών μελών.

3.

Το άρθρο 5 παράγραφος 3 ορίζει ότι η θητεία των μελών της επιτροπής είναι τριετής.

4.

Η προηγούμενη θητεία της επιτροπής έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Επομένως, πρέπει να διοριστούν τα μέλη της επιτροπής για την επόμενη θητεία (από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009).

5.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη έχουν υποβάλει προτάσεις με τα ονόματα των εκπροσώπων τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

6.

Σύμφωνα με τις προτάσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διορίζει τους ακόλουθους εκπροσώπους ως μέλη της επιτροπής για τριετή περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2009.

ΒΕΛΓΙΟ

κ. Karel VAN DAMME

κ. Michel ASEGLIO

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

κ. Totyu MLADENOV

κ. Veselin VESELINOV

ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

κ. Rudolf HAHN

κα Anežka SIXTOVÁ

ΔΑΝΙΑ

κ. Jens JENSEN

κα Annemarie KNUDSEN

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

κ. Hans-Jürgen BIENECK

Δρ Helmut DEDEN

IΡΛΑΝΔΙΑ

κ. Michael HENRY

κ. Peter CLAFFEY

ΕΣΘΟΝΙΑ

κ. Herko SUNTS

κα Katrin KAARMA

ΕΛΛΑΔΑ

κ. Αλέξανδρος ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

κα Ιωάννα ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

ΙΣΠΑΝΙΑ

κ. Raimundo ARAGON BOMBIN

κ. Javier VALLEJO SANTAMARIA

ΓΑΛΛΙΑ

κ. Jean BESSIERE

κα Christiane GIRAUD

ΙΤΑΛΙΑ

κ. Mario NOTARO

κ. Mariano MARTONE

ΚΥΠΡΟΣ

κ. Λέανδρος ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

κ. Αναστάσιος ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

ΛΕΤΤΟΝΙΑ

κα Rita ELCE

κα Tatjana ZABAROVSKA

ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

κ. Mindaugas PLUKTAS

κα Dalia LEGIENE

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

κ. Robert HUBERTY

κ. Paul WEBER

ΟΥΓΓΑΡΙΑ

κ. István PAPP

κ. János GÁDOR

ΜΑΛΤΑ

κ. Mark GAUCI

κ. Vincent ATTARD

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

κ. Jaap UIJLENBROEK

κ. Peter WEEDA

ΑΥΣΤΡΙΑ

κα Eva-Elisabeth SZYMANSKI

κα Gertrud BREINDL

ΠΟΛΩΝΙΑ

κα Bozena BORYS-SZOPA

κ. Roman GIEDROJĆ

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

κ. Paulo MORGADO DE CARVALHO

κ. Manuel Joaquim FERREIRA MADURO ROXO

ΡΟΥΜΑΝΙΑ

κα Mariana BASUC

κα Silvia TRUFASILA

ΣΛΟΒΕΝΙΑ

κ. Borut BREZOVAR

κ. Boris RUŽIC

ΣΛΟΒΑΚΙΑ

κ. Andrej GMITTER

κα Jana GIBÓDOVÁ

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

κ. Mikko HURMALAINEN

κ. Jaakko ITAKANNAS

ΣΟΥΗΔΙΑ

κ. Bernt NILSSON

κ. Bertil REMAEUS

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

κ. Justin MC CRACKEN

κα Sandra CALDWELL


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/8


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης EK στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 287/04)

Αριθμός ενίσχυσης

XS 277/07

Κράτος μέλος

Ισπανία

Περιφέρεια

Galicia

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

IG139: Ayudas del Igape para el apoyo financiero 2007 a los establecimientos turísticos, hostelería y comercio minorista en las comarcas de Ferrol, Eume y Ortegal.

Νομική βάση

Resolución de 1 de octubre de 2007 (DOG no 194, de 5 de octubre de 2007) por la que se da publicidad a las bases reguladoras de las ayudas del Igape para el apoyo financiero 2007 a los establecimientos turísticos, hostelería y comercio minorista en las comarcas de Ferrol, Eume y Ortegal, instrumentadas mediante convenio de colaboración suscrito entre el Igape, las entidades financieras y las sociedades de garantía recíproca adheridas.

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 0,225 εκατ. EUR· προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση: —

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ημερομηνία εφαρμογής

8.10.2007

Διάρκεια

31.12.2013

Στόχος

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Κλάδοι της οικονομίας

Άλλος μεταποιητικός τομέας, άλλες υπηρεσίες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

El director general del Igape

Instituto Gallego de Promoción Económica (Igape)

Complejo Administrativo de San Lázaro, s/n

E-15703 Santiago de Compostela (A Coruña)


Αριθμός ενίσχυσης

XS 278/07

Κράτος μέλος

Αυστρία

Περιφέρεια

Niederösterreich

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

NAFES-Förderrichtlinien, Verlängerung Fall XS 79/04

Νομική βάση

Richtlinien der NAFES (Niederösterreichische Arbeitsgemeinschaft zur Förderung des Einkaufs in Stadt- und Ortszentren)

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 1,2 εκατ. EUR· προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση: 0,3 εκατ. EUR

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ημερομηνία εφαρμογής

2.4.2004

Διάρκεια

30.6.2008

Στόχος

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Κλάδοι της οικονομίας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για ενισχύσεις προς ΜΜΕ

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Landesregierung Niederösterreich, Abteilung Raumordnung und Regionalpolitik in Kooperation mit der Wirtschaftskammer NÖ

(Geschäftsstelle)

Landhausplatz 1,

A-3109 St. Pölten


Αριθμός ενίσχυσης

XS 279/07

Κράτος μέλος

Γερμανία

Περιφέρεια

Freistaat Sachsen

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Richtlinie des Sächsischen Staatsministeriums für Wirtschaft und Arbeit und des Sächsischen Staatsministeriums für Umwelt und Landwirtschaft zur Förderung von aus dem Europäischen Sozialfonds mitfinanzierten Projekten der beruflichen Bildung und Fachkräfteentwicklung (ESF-Richtlinie Berufliche Bildung)

Νομική βάση

Haushaltsordnung des Freistaates Sachsen

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 13,5 εκατ. EUR· προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση: —

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ημερομηνία εφαρμογής

7.9.2007

Διάρκεια

31.12.2013

Στόχος

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Κλάδοι της οικονομίας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για ενισχύσεις προς ΜΜΕ

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Sächsische Aufbaubank — Förderbank

Pirnaische Str. 9

D-01069 Dresden


29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/10


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης EK στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 287/05)

Αριθμός ενίσχυσης

XS 272/07

Κράτος μέλος

Αυστρία

Περιφέρεια

Burgenland

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Richtlinien für die Förderung von Beratungsleistungen

Νομική βάση

5-G-F48/202-2007, veröffentlicht im Amtsblatt vom 3.8.2007

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 0,5 εκατ. EUR· προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση: —

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ημερομηνία εφαρμογής

1.9.2007

Διάρκεια

31.12.2008

Στόχος

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Κλάδοι της οικονομίας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για ενισχύσεις προς ΜΜΕ

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

WiBAG treuhändig für das Land Burgenland

Kontaktperson: Mag. Sigrid Hajek, Daniela Linzer

Tel. (43) 05 9010-210

www.wibag.at

http://www.wibag.at/dateien/downloads/Beratungsrichtlinie.pdf

Marktstrasse 3

A-7000 Eisenstadt


Αριθμός ενίσχυσης

XS 273/07

Κράτος μέλος

Πολωνία

Περιφέρεια

Północno-zachodni — woj. Lubuskie

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Przedsiębiorstwo Produkcyjno-Usługowo-Handlowe „INTERCAL” Sp. z o. o.

Νομική βάση

1)

Art. 6 ustawy z dnia 29 lipca 2005 r. o niektórych formach wspierania działalności innowacyjnej (Dz.U. 79, poz. 1484, z późn. zm.)

2)

Umowa kredytu technologicznego nr 07/1164 udzielanego ze środków Funduszu Kredytu Technologicznego zawarta w dniu 20.9.2007

Είδος μέτρου

Ατομική ενίσχυση

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: —· προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση: 0,09276438 εκατ. EUR

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ημερομηνία εφαρμογής

20.9.2007

Διάρκεια

31.7.2013

Στόχος

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Κλάδοι της οικονομίας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για ενισχύσεις προς ΜΜΕ

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Bank Gospodarstwa Krajowego

Al. Jerozolimskie 7

PL-00-950 Warszawa

Dane do kontaktu:

1)

Elżbieta Bieniecka — Tel.: (48-022) 522 95 22

E-mail: elzbieta.bieniecka@bgk.com.pl

2)

Michał Tomaszewski — Tel.: (48-022) 522 95 09

E-mail: michal.tomaszewski@bgk.com.pl


Αριθμός ενίσχυσης

XS 275/07

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Provincia autonoma di Trento

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Agevolazione per l'acquisto o il leasing di nuove macchine utensili o di produzione (c.d. «Nuova Sabatini»)

Νομική βάση

Criteri e modalità per l'attuazione sul territorio provinciale della Legge 28 novembre 1965, n. 1329 — Deliberazione della Giunta provinciale n. 1898 del 7.9.2007.

Είδος μέτρου

Καθεστώς ενισχύσεων

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 0,3 εκατ. EUR· προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση: —

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ημερομηνία εφαρμογής

1.1.2007

Διάρκεια

30.6.2008

Στόχος

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Κλάδοι της οικονομίας

Όλοι οι μεταποιητικοί τομείς

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Provincia autonoma di Trento

Servizio Industria

Via Trenere, 3

I-38100 Trento


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/12


Ανακοίνωση της εποπτεύουσας αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζεται τις καταγγελίες βάσει των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ

(2007/C 287/06)

A.

Η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται βάσει της συμφωνίας για τον Eυρωπαϊκό Oικονομικό Xώρο (στο εξής «συμφωνία ΕΟΧ») και της συμφωνίας μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ για την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (στο εξής «συμφωνία για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο»).

B.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής η «Επιτροπή») εξέδωσε μία ανακοίνωση με τον τίτλο «ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο που χειρίζεται τις καταγγελίες βάσει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ» (1). Αυτή η μη δεσμευτική πράξη περιέχει αρχές και κανόνες που εφαρμόζει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξηγεί επίσης τον τρόπο που προτίθεται η Επιτροπή να χειρίζεται τις καταγγελίες.

Γ.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι η προαναφερόμενη πράξη παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ. Για να υπάρχουν ίδιοι όροι ανταγωνισμού και για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε ολόκληρο τον Eυρωπαϊκό Oικονομικό Xώρο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εγκρίνει την παρούσα ανακοίνωση βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο. Προτίθεται δε να συμμορφούται προς τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνει η παρούσα ανακοίνωση όταν θα εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες ΕΟΧ σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση (2).

Δ.

Ειδικότερα, ο στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διευκρινιστεί πώς σκοπεύει η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να χειρίζεται τις καταγγελίες που αφορούν ισχυρισμούς περί παραβίασης των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ.

E.

Η παρούσα ανακοίνωση αφορά τις περιπτώσεις που η εν λόγω Αρχή είναι η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή βάσει του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ

1.

Το κεφάλαιο ΙΙ του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο (στο εξής «κεφάλαιο ΙΙ») (3) προβλέπει ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ μπορούν να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Το κεφάλαιο II προβλέπει ειδικότερα ότι δρουν συμπληρωματικά η εν λόγω αρχή και οι αρχές ανταγωνισμού ΕΖΕΣ, όταν ενεργούν ως δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου αφενός, και τα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ αφετέρου, όταν εκδικάζουν υποθέσεις ιδιωτών, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των ιδιωτών που προβλέπονται από τα άρθρα 53 και 54.

2.

Σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ οι δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου μπορούν να εστιάζουν τις ενέργειές τους στη διερεύνηση των σοβαρών παραβιάσεων των άρθρων 53 και 54, οι οποίες συχνά είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Ως προς τις δραστηριότητες εφαρμογής, οι εν λόγω αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που τους παρέχουν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές στην αντίστοιχη αγορά.

3.

Για το λόγο αυτό η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ επιθυμεί να ενθαρρύνει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να απευθύνονται στις δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου και να τις ενημερώνουν σχετικά με τις εικαζόμενες παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού. Στο επίπεδο της αρχής προβλέπονται δύο διαδικασίες προς το σκοπό αυτό: η μία έγκειται στην υποβολή καταγγελίας δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 9 του κεφαλαίου ΙΙΙ του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο (στο εξής «κεφάλαιο ΙΙΙ») (4) οι καταγγελίες αυτές πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

4.

Η άλλη διαδικασία έγκειται στην παροχή πληροφοριών σχετικά με την αγορά οι οποίες δεν χρειάζεται να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου II. Οι πληροφορίες σχετικά με τις εικαζόμενες παραβιάσεις των άρθρων 53 και 54 μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα για έρευνα από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (5). Οι πληροφορίες σχετικά με τις εικαζόμενες παραβιάσεις μπορούν να αποστέλλονται στην ακόλουθη διεύθυνση:

EFTA Surveillance Authority

Competition and State Aid Directorate

Rue Belliard 35

B-1040 Bruxelles/Brussel

competition@eftasurv.int

5.

Με την επιφύλαξη της ερμηνείας των Κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ εκ μέρους του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ η παρούσα ανακοίνωση έχει ως σκοπό να παράσχει οδηγίες προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν την απαλλαγή τους από τις συνέπειες παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού. Η παρούσα ανακοίνωση περιλαμβάνει δύο κύρια μέρη:

το μέρος ΙΙ περιέχει πληροφορίες σχετικά με την επιλογή ανάμεσα στην υποβολή καταγγελίας προς την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ ή στην προσφυγή σε εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, υπενθυμίζει τις αρχές που διέπουν τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στην Εποπτεύουσα Αρχή και στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο του συστήματος επιβολής που θεσπίζεται με το κεφάλαιο ΙΙ, οι οποίες διευκρινίζονται με την ανακοίνωση περί συνεργασίας στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού της ΕΖΕΣ (6),

το μέρος ΙΙΙ εξηγεί τη διαδικασία χειρισμού εκ μέρους της Εποπτεύουσας Αρχής των καταγγελιών που γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ.

6.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

τις καταγγελίες που υποβάλλονται από τα κράτη ΕΖΕΣ δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ,

τις καταγγελίες με τις οποίες ζητείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να λάβει μέτρα κατά κράτους μέλους της ΕΖΕΣ δυνάμει του άρθρου 59 παράγραφος 3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ,

τις καταγγελίες που αφορούν το άρθρο 61 της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις,

τις καταγγελίες που έχουν σχέση με παραβιάσεις εκ μέρους των κρατών ΕΖΕΣ τις οποίες η Αρχή είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει στο πλαίσιο του άρθρου 31 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο.

II.   ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΓΙΑ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 53 ΚΑΙ 54 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΟΧ

A.   Καταγγελίες στο πλαίσιο του νέου συστήματος εφαρμογής του νόμου που θεσπίζεται με το κεφάλαιο ΙΙ

7.

Ανάλογα με τη φύση της καταγγελίας, ο καταγγέλλων μπορεί να υποβάλει την καταγγελία του είτε σε εθνικό δικαστήριο είτε σε κάποια αρχή ανταγωνισμού κράτους της ΕΖΕΣ που ενεργεί ως δημόσια αρχή εφαρμογής του νόμου. Το παρόν κεφάλαιο της ανακοίνωσης έχει ως σκοπό να βοηθήσει τους πιθανούς καταγγέλλοντες να αποφασίσουν, αφού ενημερωθούν, εάν θα απευθυνθούν στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, σε αρχή ανταγωνισμού κάποιου κράτους μέλους ή σε εθνικό δικαστήριο.

8.

Ενώ τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα και οφείλουν να εκδικάζουν αναλόγως τις υποθέσεις που υποβάλλονται σ' αυτά, οι δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου δεν μπορούν να διερευνούν όλες τις καταγγελίες και για το λόγο αυτό θα πρέπει να θέτουν προτεραιότητες κατά τον χειρισμό των υποθέσεων. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στην οποία έχει ανατεθεί βάσει του άρθρου 55 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ το καθήκον διασφάλισης της εφαρμογής των αρχών που προβλέπουν τα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ, είναι υπεύθυνη για τη χάραξη και την εφαρμογή των προσανατολισμών της πολιτικής ανταγωνισμού του ΕΟΧ (7). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Επιτροπή, για να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, πρέπει να καθορίζει προτεραιότητες ως προς τις καταγγελίες που λαμβάνει βάσει των άρθρων 81 ή 82 της συνθήκης ΕΚ (8). Η Εποπτεύουσα Αρχή πιστεύει ότι το ίδιο ισχύει και για την ίδια στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΟΧ.

9.

Το κεφάλαιο ΙΙ επιτρέπει στα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ και στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ καθ' ολοκληρίαν και παράλληλα με την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Το κεφάλαιο ΙΙ έχει ως κύριο στόχο του την ουσιαστική συμμετοχή των δικαστηρίων και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ στην εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 (9).

10.

Επιπλέον, το άρθρο 3 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπει ότι τα δικαστήρια και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ πρέπει να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε σχέση με όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας ΕΟΧ ως προς το οποίο εφαρμόζουν τους οικείους εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού. Επίσης, τα άρθρα 11 και 15 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπουν μια σειρά από μηχανισμούς με τους οποίους τα δικαστήρια και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ συνεργάζονται με την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατά την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54.

11.

Σ' αυτό το νέο νομοθετικό πλαίσιο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ προτίθεται να επαναπροσανατολίσει τα μέσα που διαθέτει για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού προς τις εξής κατευθύνσεις:

εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ στις περιπτώσεις που είναι σε θέση να το κάνει με αποτελεσματικότητα (10) εστιάζοντας τις προσπάθειές της στις σοβαρότερες παραβιάσεις,

χειρισμός των υποθέσεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ με σκοπό τον καθορισμό της πολιτικής ανταγωνισμού του ΕΟΧ ή/και την εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ.

B.   Οι συμπληρωματικοί ρόλοι των ιδιωτών και των δημόσιων αρχών εφαρμογής του νόμου

12.

Τα κοινοτικά δικαστήρια έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα που απορρέουν άμεσα από τα άρθρα 81 παράγραφος 1 και 82 (11). Από το άρθρο 7 της συμφωνίας ΕΟΧ και από το πρωτόκολλο 35 της συμφωνίας ΕΟΧ προκύπτει ότι το δίκαιο ΕΟΧ δεν προβλέπει την μεταβίβαση νομοθετικών αρμοδιοτήτων. Για το λόγο αυτό το δίκαιο ΕΟΧ δεν προβλέπει ότι οι ιδιώτες και οι οικονομικοί φορείς μπορούν να βασίζονται άμεσα σε μη εφαρμοζόμενους κανόνες ΕΟΧ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (12). Εντούτοις, σύμφωνα με το πρωτόκολλο 35 τα κράτη ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν με μια ξεχωριστή νομοθετική διάταξη, εν ανάγκη, ότι στις περιπτώσεις σύγκρουσης των εφαρμοστέων κανόνων ΕΟΧ με άλλες νομοθετικές διατάξεις υπερισχύουν οι εφαρμοστέοι κανόνες ΕΟΧ. Σύμφωνα με το δικαστήριο της ΕΖΕΣ η φύση της διάταξης αυτής συνεπάγεται ότι σε περίπτωση σύγκρουσης των εφαρμοστέων κανόνων ΕΟΧ με εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι ιδιώτες και οι οικονομικοί παράγοντες μπορούν να επικαλεστούν όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις της συμφωνίας ΕΟΧ και να τα θεωρούν ότι αποτελούν τμήμα της αντίστοιχης εθνικής έννομης τάξης, εφόσον δεν υπόκεινται σε όρους και είναι αρκετά σαφή (13).

13.

Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να αποφαίνονται ως προς την εγκυρότητα ή την ακυρότητα συμβάσεων και μόνο τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιδικάζουν αποζημίωση σε κάποιο πρόσωπο σε περίπτωση παραβίασης των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Για να διασφαλίζεται πλήρως η αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, κάθε ιδιώτης θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί αποζημίωση για ζημίες που υφίσταται από σύμβαση ή πρακτική που περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνισμό. Οι αγωγές αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας στο έδαφος που καλύπτεται από τη συμφωνία ΕΟΧ καθώς αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις από το να συνάπτουν και να εφαρμόζουν περιοριστικές συμφωνίες και πρακτικές (14).

14.

Το κεφάλαιο ΙΙ προβλέπει ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ (15). Επεκτείνοντας μάλιστα το δικαίωμα εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 3 προς τα εθνικά δικαστήρια αφαιρεί τη δυνατότητα από τις επιχειρήσεις να κωλυσιεργούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με κοινοποιήσεις προς την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και εξαλείφεται κατ' αυτόν τον τρόπο ένα εμπόδιο όσον αφορά την εκδίκαση διαφορών μεταξύ ιδιωτών, που υπήρχε βάσει των προηγούμενων κανόνων.

15.

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος ή της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να απευθύνουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 34 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπει ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ζητούν τη διατύπωση γνώμης ή πληροφορίες από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Η διάταξη αυτή έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων (16).

16.

Η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια παρουσιάζει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα για τους καταγγέλλοντες:

τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιδικάζουν αποζημιώσεις για ζημίες από παραβιάσεις των άρθρων 53 και 54,

τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να αποφαίνονται επί αγωγών πληρωμής ή επί συμβατικών υποχρεώσεων που βασίζονται σε συμφωνία που αυτά εξετάζουν βάσει του άρθρου 53,

εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να επιβάλλουν την αστική ποινή της ακυρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 53 παράγραφος 2, όταν πρόκειται για συμβατικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (17). Μπορούν δηλαδή με γνώμονα την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία να αξιολογούν το πεδίο εφαρμογής και τις συνέπειες της ακυρότητας ορισμένων συμβατικών διατάξεων βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 2, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη και όλα τα λοιπά ζητήματα που καλύπτονται από την εκάστοτε συμφωνία (18),

τα εθνικά δικαστήρια είναι πιο ενδεδειγμένα απ' ό,τι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ για τη λήψη προσωρινών μέτρων (19),

ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είναι δυνατόν να συνεκδικασθεί μια αγωγή βάσει της νομοθεσίας ΕΟΧ περί ανταγωνισμού με άλλες αγωγές βάσει της εθνικής νομοθεσίας,

τα δικαστήρια έχουν κανονικά την εξουσία να επιδικάζουν τα δικαστικά έξοδα στον δικαιωθέντα διάδικο. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν σε μια διοικητική διαδικασία ενώπιον της Εποπτεύουσας Αρχής.

17.

Το γεγονός ότι ένας καταγγέλλων μπορεί να διασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων του με προσφυγή σε εθνικό δικαστήριο αποτελεί σημαντικό στοιχείο, το οποίο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να λάβει υπόψη της, όταν εξετάζει κατά πόσο η διερεύνηση μιας καταγγελίας είναι προς το συμφέρον των κρατών που έχουν υπογράψει τη συμφωνία ΕΟΧ (20).

18.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι το νέο σύστημα εφαρμογής που θεσπίζεται με το κεφάλαιο ΙΙ ενισχύει τις δυνατότητες των καταγγελλόντων να επιζητούν και να επιτυγχάνουν ουσιαστική δικαίωση από τα εθνικά δικαστήρια.

Γ.   Καταμερισμός των εργασιών μεταξύ των δημοσίων αρχών επιβολής του νόμου των κρατών ΕΖΕΣ

19.

Το κεφάλαιο ΙΙ θεσπίζει ένα σύστημα όπου τόσο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ όσο και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ εξουσιοδοτούνται να εφαρμόζουν καθ' ολοκληρία τα άρθρα 53 και 54 (άρθρο 5). Η αποκεντρωμένη εφαρμογή από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ ενθαρρύνεται περαιτέρω με τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών (άρθρο 12) και αμοιβαίας συνδρομής κατά τις έρευνες (άρθρο 22).

20.

Το κεφάλαιο ΙΙ δεν ρυθμίζει τον καταμερισμό των εργασιών μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ, αλλά παρέχει την ευχέρεια καταμερισμού στο πλαίσιο της εργασίας της Εποπτεύουσας Αρχής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ εντός του δικτύου ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ. Το κεφάλαιο ΙΙ έχει ως στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 μέσω του ευέλικτου επιμερισμού των εργασιών μεταξύ των δημοσίων αρχών εφαρμογής του νόμου των κρατών ΕΖΕΣ.

21.

Οι προσανατολισμοί σχετικά με τον καταμερισμό των εργασιών μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ περιλαμβάνονται σε μία χωριστή ανακοίνωση (21). Οι οδηγίες που περιέχονται στην ανακοίνωση αυτή, η οποία αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δημόσιων αρχών εφαρμογής των κρατών ΕΖΕΣ, παρουσιάζουν ενδιαφέρον και για τους καταγγέλλοντες, διότι τους επιτρέπουν να υποβάλουν την καταγγελία τους στην αρχή που είναι η πλέον ενδεδειγμένη για τον χειρισμό της υπόθεσής τους.

22.

Η ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού αναφέρει συγκεκριμένα (22):

«Μία αρχή μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης, εάν συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις:

(1)

η συμφωνία ή πρακτική έχει σημαντικές άμεσες, πραγματικές ή προβλέψιμες, συνέπειες για τον ανταγωνισμό εντός των ορίων της επικράτειας της αρχής, εφαρμόζεται στο εσωτερικό της επικράτειας ή προέρχεται από αυτήν·

(2)

η αρχή μπορεί όντως να θέτει τέρμα στην όλη παράβαση, δηλαδή, αφενός, μπορεί να εκδώσει διαταγή παύσης και παράλειψης το αποτέλεσμα της οποίας αρκεί για τον τερματισμό της παράβασης και, αφετέρου, έχει την εξουσία, οσάκις ενδείκνυται, να επιβάλει την ενδεδειγμένη για την παράβαση κύρωση·

(3)

η αρχή είναι σε θέση να συγκεντρώσει, ενδεχομένως με τη συνδρομή άλλων αρχών, τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειάζονται προκειμένου να αποδειχθεί η παράβαση.

Από τις παραπάνω προϋποθέσεις συνάγεται ότι πρέπει να υπάρχει ουσιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης και του εδάφους ενός κράτους μέλους για να είναι δυνατό να θεωρηθεί κατάλληλη να επιληφθεί η αρχή ανταγωνισμού του εν λόγω κράτους ΕΖΕΣ. Είναι λογικό να υποτεθεί ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρχές εκείνων των κρατών ΕΖΕΣ όπου ο ανταγωνισμός επηρεάζεται σημαντικά από μία παράβαση είναι κατάλληλες να επιληφθούν αυτής, υπό τον όρο ότι είναι πράγματι ικανές να θέσουν τέλος στην παράβαση μόνες ή σε συνεργασία με άλλες αρχές, εκτός αν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι η πλέον ενδεδειγμένη για την ανάληψη δράσης (βλέπε κατωτέρω […]).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μία μόνο ΕΑΑ είναι κατάλληλη για να ασχοληθεί με συμφωνίες ή πρακτικές που έχουν σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό, όταν οι συνέπειες αυτές εκδηλώνονται κυρίως εντός των ορίων της επικράτειάς της […].

Εξάλλου, η ανάληψη ενιαίας δράσης από μία ΕΑΑ είναι επίσης πιθανό να ενδείκνυται όταν, καίτοι περισσότερες ΕΑΑ μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλες, η ανάληψη δράσης από μία και μόνο ΕΑΑ αρκεί για τον τερματισμό της παράβασης στο σύνολό της […].

Η εκ παραλλήλου ανάληψη δράσης από δύο ή τρεις ΕΑΑ ενδείκνυται ενδεχομένως όταν μία συμφωνία ή πρακτική παράγει σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως στην επικράτεια εκάστης ΕΑΑ, ενώ η ανάληψη δράσης από μία και μόνο ΕΑΑ δεν θα αρκούσε προκειμένου να τεθεί τέλος στην παράβαση συνολικά ή/και για να επιβληθεί η δέουσα κύρωση […].

Οι αρχές οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εκ παραλλήλου για δεδομένη υπόθεση καταβάλλουν προσπάθεια για το συντονισμό των ενεργειών τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Για τον σκοπό αυτό, μπορεί να κρίνουν χρήσιμο να ξεχωρίσουν μεταξύ τους μία αρχή που θα αναλάβει ηγετικό ρόλο για την υπόθεση και να εκχωρήσουν στην πρωτοστατούσα αυτή αρχή ορισμένα καθήκοντα, όπως είναι, επί παραδείγματι, ο συντονισμός των μέτρων έρευνας, ενώ εκάστη αρχή παραμένει αρμόδια για τη διεξαγωγή της έρευνας που έχει ξεκινήσει η ίδια.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ ενδείκνυται όλως ιδιαιτέρως όταν μία ή περισσότερες συμφωνίες ή πρακτικές, περιλαμβανομένων των δικτύων παρόμοιων συμφωνιών ή πρακτικών, παράγουν συνέπειες για τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη (διασυνοριακές αγορές οι οποίες εκτείνονται σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη ή περισσότερες εθνικές αγορές) […].

Εξάλλου, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι η πλέον κατάλληλη να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης οσάκις η υπόθεση αυτή συνδέεται στενά με άλλες διατάξεις ΕΟΧ οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν κατ' αποκλειστικότητα ή με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, εφόσον το συμφέρον των χωρών ΕΟΧ επιβάλλει την έκδοση απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ με στόχο την ανάπτυξη της πολιτικής ανταγωνισμού των χωρών ΕΟΧ, οσάκις ανακύπτει ένα νέο ζήτημα ανταγωνισμού, ή τη διασφάλιση της ουσιαστικής επιβολής της νομοθεσίας.»

23.

Στο πλαίσιο των κρατών ΕΖΕΣ οι πληροφορίες για τις υποθέσεις που ερευνώνται μετά από καταγγελία διατίθενται σε όλα τα άλλα κράτη μέλη του δικτύου και μάλιστα πριν ή αμέσως μετά την έναρξη της πρώτης επίσημης διαδικασίας έρευνας (23). Οσάκις η ίδια καταγγελία υποβάλλεται σε πολλές αρχές ή οσάκις μια υπόθεση δεν τίθεται υπόψη της ενδεδειγμένης αρχής, τα μέλη του δικτύου προσπαθούν να προσδιορίσουν, εντός ενδεικτικής προθεσμίας δύο μηνών, την αρχή ή τις αρχές που θα πρέπει να χειρισθούν την εκάστοτε υπόθεση.

24.

Οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω μείωση της δυνητικής ανάγκης νέας ανάθεσης μιας υπόθεσης που απορρέει από την καταγγελία τους, μέσω της παραπομπής στους προσανατολισμούς για τον καταμερισμό της εργασίας στο πλαίσιο του ΕΔΑ που εκτίθενται στο παρόν κεφάλαιο, όταν πρόκειται να αποφασίσουν πού να καταθέσουν την καταγγελία τους. Εάν, παρ' όλα αυτά, μια υπόθεση ανατίθεται εκ νέου σε άλλο δικαιοδοτικό όργανο στο πλαίσιο του ως άνω δικτύου, η εμπλεκόμενη επιχείρηση και ο καταγγέλλων (καταγγέλλοντες) ενημερώνονται το ταχύτερο δυνατόν από τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού (24).

25.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να απορρίψει μια καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ, με το σκεπτικό ότι με την αντίστοιχη υπόθεση ασχολείται ή έχει ασχοληθεί κάποια αρχή ανταγωνισμού κράτους ΕΖΕΣ. Στην περίπτωση αυτή η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κεφαλαίου ΙΙΙ, να γνωστοποιήσει αμελλητί στον καταγγέλλοντα την εθνική αρχή ανταγωνισμού που ασχολείται ή έχει ήδη ασχοληθεί με την υπόθεσή του.

III.   ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΖΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΙ

A.   Γενικές παρατηρήσεις

26.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του κεφαλαίου ΙΙ τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον (25) νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία και να ζητήσουν από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να εξακριβώσει μια παραβίαση των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς και να απαιτήσουν την παύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του κεφαλαίου ΙΙ. Το παρόν τμήμα της ανακοίνωσης επεξηγεί τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις καταγγελίες που βασίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, την αξιολόγησή τους και τη διαδικασία που ακολουθείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ.

27.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, διαφοροποιούμενη από τα αστικά δικαστήρια, τα οποία έχουν ως καθήκον την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των ιδιωτών, αποτελεί διοικητική αρχή, η οποία πρέπει να ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Τούτο αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της αποστολής της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ ως δημόσιας αρχής εφαρμογής του νόμου, η οποία διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες κατά την εφαρμογή του νόμου (26).

28.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ έχει το δικαίωμα να θέτει προτεραιότητες όσον αφορά τις καταγγελίες που της υποβάλλονται, μπορεί δε να επικαλείται το κοινοτικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει μια υπόθεση ως κριτήριο προτεραιότητας (27). Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να απορρίπτει μια καταγγελία οσάκις θεωρεί ότι η υπόθεση δεν παρουσιάζει επαρκές ενδιαφέρον για τις χώρες ΕΟΧ ώστε να δικαιολογεί περαιτέρω διερεύνηση. Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει μια καταγγελία, ο καταγγέλλων δικαιούται να ζητήσει τη λήψη απόφασης από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (28), με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ.

B.   Υποβολή καταγγελίας δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ

α)   Έντυπο καταγγελίας

29.

Καταγγελία δυνάμει του άρθρου 7 παρ. 2 του κεφαλαίου ΙΙ μπορεί να υποβληθεί μόνο για εικαζόμενη παραβίαση των άρθρων 53 ή 54, με σκοπό να λάβει μέτρα η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙ. Για τις καταγγελίες δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ πρέπει να χρησιμοποιείται το έντυπο Γ, του οποίου γίνεται μνεία στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ.

30.

Το έντυπο Γ είναι διαθέσιμο στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση: http://europa.eu.int/dgcomp/complaints-form, ενώ προσαρτάται και στην παρούσα ανακοίνωση. Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται σε τρία αντίτυπα σε χαρτί, καθώς και, ει δυνατόν, σε ηλεκτρονική μορφή. Ακόμη, ο καταγγέλλων πρέπει να υποβάλει μια μη εμπιστευτική εκδοχή της καταγγελίας (άρθρο 5 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Η ηλεκτρονική διαβίβαση στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατή μέσω του προαναφερόμενου δικτυακού τόπου, ενώ τα αντίτυπα σε χαρτί θα πρέπει να αποστέλλονται στην ακόλουθη ταχυδρομική διεύθυνση:

EFTA Surveillance Authority

Competition and State Aid Directorate

Rue Belliard 35

B-1040 Bruxelles/Brussel.

31.

Το έντυπο Γ απαιτεί από τους καταγγέλλοντες να υποβάλλουν πλήρεις πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία τους. Ακόμη, θα πρέπει να υποβάλλουν αντίγραφα όλων των σχετικών δικαιολογητικών που ευλόγως έχουν στη διάθεσή τους, ενόσω δε τούτο είναι δυνατόν, να παρέχουν ενδείξεις ως προς το πώς η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να εξασφαλίσει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αυτοί δεν έχουν στη διάθεσή τους. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να απαλλάσσει τους καταγγέλλοντες από την υποχρέωση υποβολής ενός μέρους των στοιχείων του εντύπου Γ (άρθρο 5 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι η δυνατότητα αυτή μπορεί κυρίως να συμβάλει στη διευκόλυνση της υποβολής καταγγελιών από ενώσεις καταναλωτών όταν, στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα τεκμηριωμένης καταγγελίας, δεν έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία κατέχει η καταγγελλόμενη επιχείρηση.

32.

Η αλληλογραφία με την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ που δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του κεφαλαίου ΙΙΙ, οπότε και δεν συνιστά καταγγελία κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, θεωρείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ως γενική πληροφόρηση, η οποία, εφόσον τούτο κρίνεται χρήσιμο, μπορεί να οδηγήσει σε έρευνα εξ ιδίας πρωτοβουλίας (πρβλ. και σημείο 4 ανωτέρω).

β)   Έννομο συμφέρον

33.

Το καθεστώς του επίσημου καταγγέλλοντος δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ επιφυλάσσεται στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον (29). Τα κράτη ΕΖΕΣ θεωρείται ότι έχουν έννομο συμφέρον για όλες τις καταγγελίες που υποβάλουν.

34.

Σε πολλές περιπτώσεις ο όρος του έννομου συμφέροντος δεν αποτελεί συχνά αντικείμενο αμφισβήτησης, επειδή οι περισσότεροι καταγγέλλοντες επηρεάζονται άμεσα και αρνητικά από την εικαζόμενη παράβαση. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο όρος του «έννομου συμφέροντος» κατά το άρθρο 7 παράγραφος 2 απαιτεί περαιτέρω ανάλυση μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι πληρούται. Ο καλύτερος τρόπος να δοθούν χρήσιμες οδηγίες είναι η παράθεση ορισμένων ενδεικτικών παραδειγμάτων.

35.

Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ότι μια ένωση επιχειρήσεων είναι δυνατόν να επικαλεσθεί έννομο συμφέρον κατά την υποβολή καταγγελίας για συμπεριφορά που θίγει τα μέλη της, ακόμη και αν η ένωση δεν εμπλέκεται άμεσα ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται στη σχετική με την καταγγελλόμενη συμπεριφορά αγορά, αρκεί, πρώτον, να έχει το δικαίωμα εκπροσώπησης των συμφερόντων των μελών της, και, δεύτερον, η καταγγελλόμενη συμπεριφορά να είναι δυνατόν να επηρεάσει αρνητικά τα συμφέροντα των μελών της (30). Αντίθετα, έχει συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να μη δώσει συνέχεια σε καταγγελία ένωσης επιχειρήσεων της οποίας τα μέλη δεν εμπλέκονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες του καταγγελλόμενου τύπου (31).

36.

Από την ως άνω νομολογία η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ συμπεραίνει ότι οι επιχειρήσεις (οι ίδιες ή μέσω ενώσεων που έχουν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους) μπορούν να επικαλεσθούν έννομο συμφέρον οσάκις δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά ή οσάκις η καταγγελλόμενη συμπεριφορά είναι δυνατόν να επηρεάσει άμεσα και αρνητικά τα συμφέροντά τους. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι επίκληση έννομου συμφέροντος μπορεί να γίνει, π.χ., από τα μέρη της καταγγελλόμενης συμφωνίας ή πρακτικής, από ανταγωνιστές των οποίων τα συμφέροντα εικάζεται ότι έχουν θιγεί από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά ή από επιχειρήσεις που αποκλείονται από ένα σύστημα διανομής.

37.

Καταγγελίες στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορούν να υποβάλουν και ενώσεις καταναλωτών (32). Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι μεμονωμένοι καταναλωτές των οποίων τα οικονομικά συμφέροντα επηρεάζονται άμεσα και αρνητικά, ενόσω είναι αγοραστές αγαθών ή υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο παράβασης, είναι δυνατόν να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον (33).

38.

Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν θεωρεί ως έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 το συμφέρον προσώπων ή οργανώσεων που επιθυμούν να ενεργήσουν προς το γενικό δημόσιο συμφέρον χωρίς να αποδεικνύουν ότι τα ίδια ή τα μέλη τους είναι δυνατόν να επηρεασθούν άμεσα και αρνητικά από την παράβαση (pro bono publico).

39.

Οι τοπικές ή περιφερειακές δημόσιες αρχές ενδέχεται να μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον με την ιδιότητα του αγοραστή ή χρήστη αγαθών ή υπηρεσιών που επηρεάζονται από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά. Αντίθετα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ ενόσω καταγγέλλουν στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εικαζόμενες παραβάσεις με γνώμονα το γενικό δημόσιο συμφέρον (pro bono publico).

40.

Οι καταγγέλλοντες οφείλουν να αποδεικνύουν το έννομο συμφέρον τους. Οσάκις ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει καταγγελία δεν είναι σε θέση να αποδείξει έννομο συμφέρον, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ έχει το δικαίωμα να μη δώσει συνέχεια στην καταγγελία με την επιφύλαξη, ωστόσο, του δικαιώματός της να κινεί διαδικασία με δική της πρωτοβουλία. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να εξετάζει αν ικανοποιείται ο όρος αυτός σε οποιαδήποτε φάση της έρευνας (34).

Γ.   Αξιολόγηση των καταγγελιών

α)   Συμφέρον βάσει της Συμφωνίας ΕΟΧ

41.

Δυνάμει της πάγιας νομολογίας των κοινοτικών δικαστηρίων και της πρακτικής της Επιτροπής η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν χρειάζεται να διενεργεί έρευνα σε κάθε υπόθεση (35) ούτε, πολύ περισσότερο, να εκδίδει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο α της Συμφωνίας για την Αρχή Εποπτείας και το Δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη ή μη παραβίασης των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (36), έχει όμως το δικαίωμα να θέτει προτεραιότητες όσον αφορά τις καταγγελίες που της υποβάλλονται και να επικαλείται το συμφέρον των κρατών της Συμφωνίας ΕΟΧ, έτσι ώστε να εξετάζει ανάλογα με την προτεραιότητά τους τις διάφορες καταγγελίες που λαμβάνει (37). Η θέση αυτή διαφοροποιείται μόνο εάν η καταγγελία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εποπτεύουσας Αρχής (38).

42.

Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα, για να αποφασίζει με βάση το συμφέρον των κρατών της Συμφωνίας ΕΟΧ για την περαιτέρω διερεύνηση μιας υπόθεσης (39).

43.

Η αξιολόγηση του συμφέροντος των κρατών της Συμφωνίας ΕΟΧ ως προς μια καταγγελία εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε μεμονωμένης υπόθεσης. Έτσι, ο αριθμός των κριτηρίων αξιολόγησης τα οποία μπορεί να επικαλεσθεί η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι περιορισμένος, ούτε απαιτείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να προσφεύγει αποκλειστικά σε ορισμένα κριτήρια. Καθώς δε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία είναι δυνατόν να διαφέρουν από τη μια υπόθεση στην άλλη, είναι επιτρεπτό να εφαρμόζονται και νέα κριτήρια, τα οποία δεν είχαν ληφθεί πριν υπόψη (40). Όπου ενδείκνυται, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να δίδει προτεραιότητα σε ένα και μόνο κριτήριο αξιολόγησης του κοινοτικού συμφέροντος βάσει του συμφέροντος των χωρών της συμφωνίας ΕΟΧ (41).

44.

Μεταξύ των κριτηρίων που έχουν θεωρηθεί, στο πλαίσιο της νομολογίας, κατάλληλα για την αξιολόγηση του συμφέροντος των χωρών ΕΟΧ ως προς την (περαιτέρω) διερεύνηση μιας υπόθεσης συγκαταλέγονται τα εξής:

η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να απορρίψει μια καταγγελία με το αιτιολογικό ότι ο καταγγέλλων μπορεί να κινήσει διαδικασίες για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (42),

η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν μπορεί να θεωρεί ορισμένες περιπτώσεις ως αποκλειόμενες κατ' αρχήν από την εξεταστική αρμοδιότητα που της έχει ανατεθεί με τη συμφωνία ΕΟΧ, αλλά οφείλει να αξιολογεί σε κάθε υπόθεση το πόσο σοβαρές είναι οι εικαζόμενες παραβάσεις και πόσο διαρκείς οι συνέπειές τους. Τούτο σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη διάρκεια και το εύρος των καταγγελλόμενων παραβάσεων, καθώς και την επίδρασή τους στον ανταγωνισμό στο έδαφος του ΕΟΧ (43),

η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να χρειασθεί να σταθμίσει τη σημασία των εικαζόμενων παραβάσεων όσον αφορά τη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα στοιχειοθέτησης παράβασης και το πεδίο της έρευνας που απαιτείται για την διεξαγωγή των εργασιών της με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (44),

ενώ η διακριτική ευχέρεια της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ δεν εξαρτάται από τον βαθμό προόδου της διερεύνησης μιας υπόθεσης, η εκάστοτε φάση της έρευνας αποτελεί μέρος των περιστάσεων της υπόθεσης τις οποίες η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να χρειασθεί να λάβει υπόψη (45),

η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να αποφασίζει ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να διερευνήσει μια καταγγελία οσάκις έχουν παύσει οι καταγγελλόμενες πρακτικές. Ωστόσο, προς τούτο η Εποπτεύουσα Αρχή είναι δυνατόν να χρειάζεται να βεβαιωθεί αν τα βλαπτικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα διατηρούνται και αν η σοβαρότητα των παραβάσεων ή η διατήρηση των αποτελεσμάτων τους προσδίδει στην καταγγελία ενδιαφέρον για τα κράτη ΕΟΧ (46),

ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να αποφασίζει ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να διερευνήσει μια καταγγελία οσάκις οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφωνούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους κατά τρόπο που να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται πλέον επαρκές ενδιαφέρον για τα κράτη ΕΟΧ ώστε να την διερευνήσει (47).

45.

Οσάκις διαμορφώνει την άποψη ότι μια υπόθεση δεν παρουσιάζει επαρκές ενδιαφέρον για τα κράτη ΕΟΧ για να δικαιολογείται (περαιτέρω) διερεύνηση, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, μπορεί να απορρίψει την καταγγελία με αυτό το αιτιολογικό. Η σχετική απόφαση μπορεί να ληφθεί είτε πριν αρχίσει η έρευνα είτε αφού ληφθούν τα σχετικά μέτρα (48). Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αγνοήσει μια καταγγελία λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για τα κράτη ΕΟΧ (49).

β)   Αξιολόγηση δυνάμει των άρθρων 53 και 54

46.

Η εξέταση μιας καταγγελίας δυνάμει των άρθρων 53 και 54 περιλαμβάνει δύο πτυχές: η μία έχει σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να διαπιστωθούν, για να αποδειχθεί η παραβίαση των άρθρων 53 ή 54, η δε άλλη έχει σχέση με τη νομική αξιολόγηση της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς.

47.

Οσάκις η καταγγελία, αν και είναι σύμμορφη με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του κεφαλαίου ΙΙΙ και του εντύπου Γ, δεν είναι σε θέση να αποδείξει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, είναι δυνατόν να απορριφθεί εξ αυτού του λόγου (50). Για να απορρίψει μια καταγγελία με το σκεπτικό ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά δεν παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ ή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της περιστάσεις που δεν τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα, αν και θα μπορούσαν να προκύψουν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης (51).

48.

Τα κριτήρια της νομικής αξιολόγησης των συμφωνιών και πρακτικών δυνάμει των άρθρων 53 και 54 δεν μπορούν να εξετασθούν διεξοδικά στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης. Πάντως, οι δυνητικοί καταγγέλλοντες θα πρέπει να αναφέρονται στις αναλυτικές οδηγίες που διατίθενται από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (52), πέρα από τις άλλες πηγές όπως η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ και των κοινοτικών δικαστηρίων και η διαδικαστική πρακτική της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και Επιτροπής (53). Στα σημεία που ακολουθούν θίγονται τέσσερα συγκεκριμένα ζητήματα, με ενδείξεις για το πώς μπορούν να εξασφαλισθούν περαιτέρω οδηγίες.

49.

Οι συμφωνίες και πρακτικές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 54 και 54 οσάκις είναι σε θέση να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ μερών της Συμφωνίας ΕΟΧ. Οσάκις μια συμφωνία ή πρακτική δεν ικανοποιεί αυτόν τον όρο, μπορεί να εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού, και όχι η αντίστοιχη του ΕΟΧ. Αναλυτικές οδηγίες ως προς αυτό περιέχονται στην ανακοίνωση περί της έννοιας της επίδρασης στο εμπόριο (54).

50.

Συμφωνίες εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 είναι δυνατόν να είναι συμφωνίες ελάσσονος σημασίας και θεωρούμενες ως μη περιοριστικές του ανταγωνισμού σε σημαντικό βαθμό. Αναλυτικές οδηγίες ως προς αυτό περιέχονται στην ανακοίνωση de minimis της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ (55).

51.

Συμφωνίες οι οποίες ικανοποιούν τους όρους ενός κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορία θεωρείται ότι ικανοποιούν τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3. Για να άρει η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, δυνάμει του άρθρου 29 του κεφαλαίου ΙΙΙ, το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία, πρέπει κατά την εκάστοτε αξιολόγηση να διαπιστωθεί ότι η αντίστοιχη συμφωνία για την οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός απαλλαγής παράγει αποτελέσματα που δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 53 παράγραφος 3.

52.

Συμφωνίες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, κατά την έννοια του άρθρου 53 παράγραφος 1, είναι δυνατόν να ικανοποιούν τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3. Δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ, και χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικής απόφασης, οι συμφωνίες αυτές δεν απαγορεύονται. Οδηγίες ως προς τους όρους που πρέπει να ικανοποιεί μια συμφωνία δυνάμει του άρθρου 53 παράγραφος 3 περιέχονται στην ανακοίνωση περί του άρθρου 53 παράγραφος 3 (56).

Δ.   Οι διαδικασίες της Επιτροπής κατά τον χειρισμό των καταγγελιών

α)   Επισκόπηση

53.

Όπως προαναφέρθηκε, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει έρευνα για κάθε υποβαλλόμενη καταγγελία με σκοπό να διαπιστώσει αν έχει διαπραχθεί παράβαση. Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή έχει υποχρέωση να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματολογικά και νομικά ζητήματα που τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα, έτσι ώστε να αξιολογεί αν τα ζητήματα αυτά αποτελούν ενδείξεις συμπεριφοράς που είναι δυνατόν να παραβιάζει τα άρθρα 53 και 54 (57).

54.

Η διαδικασία που ακολουθεί η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατά τον χειρισμό των καταγγελιών περιλαμβάνει διάφορες φάσεις (58).

55.

Κατά την πρώτη φάση, μετά την υποβολή της καταγγελίας, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εξετάζει την καταγγελία και είναι δυνατόν να συλλέξει περαιτέρω πληροφορίες με σκοπό να αποφασίσει τα μέτρα που θα λάβει σχετικά. Στη φάση αυτή είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται και ανεπίσημη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και καταγγέλλοντος με σκοπό την αποσαφήνιση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που σχετίζονται με την καταγγελία. Στην ίδια φάση η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να εκδηλώσει μια πρώτη αντίδραση δίδοντας στον καταγγέλλοντα την ευκαιρία να αναλύσει τους ισχυρισμούς του υπό το φως της πρώτης αυτής αντίδρασης της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ.

56.

Κατά τη δεύτερη φάση η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να διερευνήσει την υπόθεση με σκοπό την κίνηση διαδικασίας κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ κατά της καταγγελλόμενης επιχείρησης. Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να ενεργήσει, ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα για τους λόγους και του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει τυχόν περαιτέρω παρατηρήσεις εντός διορίας που αυτή καθορίζει (άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ).

57.

Εάν ο καταγγέλλων δεν γνωστοποιήσει τις απόψεις του εντός της τιθέμενης από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ διορίας, λογίζεται ότι ο καταγγέλλων έχει αποσύρει την καταγγελία του (άρθρο 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, κατά την τρίτη φάση της διαδικασίας, η Επιτροπή λαμβάνει γνώση των υποβαλλόμενων από τον καταγγέλλοντα παρατηρήσεων και είτε κινεί τη διαδικασία κατά του καταγγελλόμενου είτε εκδίδει απόφαση απόρριψης της καταγγελίας (59).

58.

Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει καταγγελία δυνάμει του άρθρου 13 του κεφαλαίου ΙΙ με το σκεπτικό ότι με την αντίστοιχη υπόθεση ασχολείται ή έχει ασχοληθεί άλλη αρχή, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 9 του κεφαλαίου ΙΙΙ.

59.

Σε όλη τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας, οι καταγγέλλοντες μπορούν να ασκήσουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του κεφαλαίου ΙΙΙ. Πάντως, οι διαδικασίες που ακολουθεί η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στις υποθέσεις ανταγωνισμού δεν συνιστούν διαδικασίες αντιδικίας μεταξύ του καταγγέλλοντος, αφενός, και της επιχείρησης που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, αφετέρου. Έτσι, τα διαδικαστικά δικαιώματα του καταγγέλλοντος έχουν μικρότερη εμβέλεια από το δικαίωμα δίκαιης ακρόασης της επιχείρησης που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας για παράβαση (60).

β)   Ενδεικτική διορία για την ενημέρωση του καταγγέλλοντος σχετικά με τις προθέσεις της Εποπτεύουσας αρχής ΕΖΕΣ

60.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένη να αποφαίνεται επί των καταγγελιών εντός ευλόγου χρόνου (61). Η έννοια του ευλόγου χρόνου εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, ιδίως δε από το πλαίσιό της, από τις διάφορες διαδικαστικές φάσεις που ακολουθούνται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, από τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και από τη σπουδαιότητα των διαφόρων εμπλεκομένων (62).

61.

Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατ' αρχήν προσπαθεί να ενημερώνει τους καταγγέλλοντες για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την εκάστοτε καταγγελία εντός ενδεικτικής διορίας τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της καταγγελίας. Έτσι, και ανάλογα με τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης, ιδίως δε της πιθανής ανάγκης να ζητηθούν συμπληρωματικές πληροφορίες από τον καταγγέλλοντα ή από τρίτους, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατ' αρχήν γνωστοποιεί εντός τεσσάρων μηνών στον καταγγέλλοντα αν προτίθεται να διερευνήσει την υπόθεσή του περαιτέρω. Η διορία αυτή δεν συνιστά δεσμευτική κανονιστική ρήτρα.

62.

Κατά συνέπεια, εντός αυτής της τετράμηνης περιόδου η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να γνωστοποιήσει την πρόθεσή της στον καταγγέλλοντα, να λάβει μέτρα, ως αρχική αντίδραση στο πλαίσιο της πρώτης φάσης της διαδικασίας (βλέπε σημείο 55 παραπάνω). Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, εάν η εξέταση της καταγγελίας έχει φθάσει σ' αυτή τη φάση, να προβεί αμέσως σε ενημέρωση του καταγγέλλοντος σχετικά με την προσωρινή της αξιολόγηση, με επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ.

63.

Για να εξασφαλίζουν την ταχύτερη δυνατή διεκπεραίωση των καταγγελιών τους, οι καταγγέλλοντες καλό είναι να συνεργάζονται με επιμέλεια κατά τις διαδικασίες (63), π.χ. ενημερώνοντας την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ για τυχόν νέες εξελίξεις.

γ)   Διαδικαστικά δικαιώματα του καταγγέλλοντος

64.

Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απευθύνει κοινοποίηση αιτιάσεων στις καταγγελλόμενες επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ, ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα να λάβει αντίγραφο του εγγράφου αυτού, αφού αφαιρεθούν από αυτό τα απόρρητα επαγγελματικά στοιχεία και οι λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων (μη εμπιστευτική εκδοχή της κοινοποίησης αιτιάσεων· πρβλ. στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Ο καταγγέλλων καλείται να σχολιάσει εγγράφως την κοινοποίηση αιτιάσεων. Για τις γραπτές αυτές παρατηρήσεις τίθεται διορία.

65.

Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, εφόσον τούτο ενδείκνυται, να δώσει στους καταγγέλλοντες τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους και κατά την προφορική εξέταση των μερών προς τα οποία έχει απευθυνθεί η κοινοποίηση αιτιάσεων, εφόσον οι καταγγέλλοντες ζητήσουν τούτο στις γραπτές παρατηρήσεις τους (64).

66.

Οι καταγγέλλοντες μπορούν να υποβάλλουν, με δική τους πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, έγγραφα που περιέχουν απόρρητα επαγγελματικά στοιχεία ή λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες προστατεύονται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (65). Δυνάμει του άρθρου 16 του κεφαλαίου ΙΙΙ οι καταγγέλλοντες είναι υποχρεωμένοι να προσδιορίζουν τα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία, να εκθέτουν τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά θεωρούνται εμπιστευτικά και να υποβάλλουν χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή όταν διατυπώνουν τις απόψεις τους δυνάμει των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ, καθώς και όταν μεταγενέστερα υποβάλλουν περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Ακόμη, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να ζητεί από τους καταγγέλλοντες που έχουν υποβάλει έγγραφα ή δηλώσεις να προσδιορίσουν τα έγγραφα ή τα τμήματα εγγράφων ή δηλώσεων που θεωρούν εμπιστευτικά. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να θέτει στους καταγγέλλοντες διορία για να εξηγήσουν γιατί θεωρούν κάποιο πληροφοριακό στοιχείο εμπιστευτικό και για να υποβάλουν μια μη εμπιστευτική εκδοχή μαζί με μία συνοπτική περιγραφή ή μη εμπιστευτική εκδοχή κάθε διαγραφέντος πληροφοριακού στοιχείου.

67.

Ο χαρακτηρισμός μιας πληροφορίας ως εμπιστευτικής δεν εμποδίζει την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να αποκαλύψει και να χρησιμοποιήσει τα πληροφοριακά στοιχεία οσάκις τούτο είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση παραβίασης των άρθρων 53 και 54 (66). Οσάκις για τη διαπίστωση μιας παράβασης είναι αναγκαία τα επαγγελματικά μυστικά και οι εμπιστευτικές πληροφορίες, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πρέπει να αξιολογεί ως προς κάθε επιμέρους στοιχείο αν η ανάγκη να αποκαλυφθεί είναι ισχυρότερη από τη βλάβη που είναι πιθανό να προκύψει από την αποκάλυψή του.

68.

Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ διαμορφώνει την άποψη ότι μια καταγγελία δεν πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, διότι η συνέχιση της υπόθεσης δεν παρουσιάζει επαρκές κοινοτικό ενδιαφέρον ή για άλλους λόγους, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα με επιστολή, η οποία αναφέρει τη νομική βάση (άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ), εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στο ως άνω προσωρινό συμπέρασμα και παρέχει στον καταγγέλλοντα τη δυνατότητα να υποβάλει επιπλέον στοιχεία και παρατηρήσεις εντός διορίας που τίθεται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ επισημαίνει τις συνέπειες, εάν δεν δοθεί απάντηση, δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ, όπως επεξηγείται κατωτέρω.

69.

Δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα πληροφοριακά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή θεμελιώνει την προκαταρκτική της γνώμη. Η πρόσβαση αυτή κανονικά παρέχεται με την προσάρτηση στην προαναφερόμενη επιστολή των σχετικών εγγράφων.

70.

Η διορία για την υποβολή παρατηρήσεων εκ μέρους του καταγγέλλοντος επί της επιστολής δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ τίθεται ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των τεσσάρων εβδομάδων (άρθρο 18 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Εάν ο καταγγέλλων δεν απαντήσει εντός της ως άνω διορίας, λογίζεται ότι η καταγγελία έχει αποσυρθεί δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ. Οι καταγγέλλοντες έχουν και το δικαίωμα να αποσύρουν την καταγγελία τους ανά πάσα στιγμή, εφόσον το επιθυμούν.

71.

Ο καταγγέλλων μπορεί να ζητήσει παράταση της διορίας για την υποβολή παρατηρήσεων. Ανάλογα με τις περιστάσεις της αντίστοιχης υπόθεσης η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να χορηγεί παράταση.

72.

Στην περίπτωση αυτή, όταν ο καταγγέλλων υποβάλλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ λαμβάνει γνώση των παρατηρήσεων αυτών. Οσάκις αυτές είναι σε θέση να οδηγήσουν την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ σε μεταβολή των προηγούμενων ενεργειών της, αυτή μπορεί να κινήσει διαδικασία κατά των καταγγελλόμενων επιχειρήσεων. Στη διαδικασία αυτή ο καταγγέλλων απολαμβάνει τα διαδικαστικά δικαιώματα που προαναφέρονται.

73.

Οσάκις οι παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος δεν μεταβάλλουν τις προθέσεις της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, αυτή εκδίδει απόφαση απόρριψης της καταγγελίας (67).

δ)   Η απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ για απόρριψη καταγγελίας

74.

Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει μια καταγγελία με απόφασή της δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ, πρέπει να εκθέτει τους σχετικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, δηλαδή με τρόπο που να ενδείκνυται για την απόφαση αυτή και να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της αντίστοιχης υπόθεσης.

75.

Η αναφορά των λόγων απόρριψης πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο το σκεπτικό της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, έτσι ώστε οι καταγγέλλοντες να μπορούν να βεβαιώνονται για τους λόγους αυτούς, το δε αρμόδιο κοινοτικό δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τις ελεγκτικές αρμοδιότητές του. Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι υποχρεωμένη να αποφαίνεται επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλονται από τους καταγγέλλοντες προς υποστήριξη της καταγγελίας τους. Απλώς χρειάζεται να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις αιτιολογικές σκέψεις που έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της εκάστοτε απόφασης (68).

76.

Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει καταγγελία σε μια υπόθεση που οδηγεί και σε απόφαση δυνάμει του άρθρου 10 του κεφαλαίου ΙΙ (Διαπίστωση του ανεφάρμοστου των άρθρων 53 ή 54) ή του άρθρου 9 του κεφαλαίου ΙΙ (Αναλήψεις δεσμεύσεων), η απόφαση απόρριψης μπορεί να παραπέμπει στην άλλη απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει των ως άνω διατάξεων.

77.

Η απόφαση απόρριψης καταγγελίας μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ΕΟΧ (69).

78.

Η απόφαση απόρριψης καταγγελίας δεν επιτρέπει στους καταγγέλλοντες να ζητήσουν την επανέναρξη της έρευνας, εκτός εάν αυτοί παράσχουν σημαντικά νέα αποδεικτικά στοιχεία. Έτσι, η συνέχιση της αλληλογραφίας σχετικά με την ίδια εικαζόμενη παράβαση από πρώην καταγγέλλοντες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέα καταγγελία, εκτός εάν τεθούν υπόψη της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σημαντικά νέα αποδεικτικά στοιχεία. Πάντως, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, υπό τις κατάλληλες περιστάσεις, να ανοίξει εκ νέου μιαν υπόθεση.

79.

Η απόφαση απόρριψης καταγγελίας δεν αποτελεί οριστική απόφαση επί του ερωτήματος κατά πόσο υφίσταται παραβίαση των άρθρων 53 ή 54, ακόμη και αν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ έχει προβεί σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών βάσει των άρθρων 53 ή 54. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ αξιολόγηση σε μια απορριπτική απόφαση δεν εμποδίζει ένα δικαστήριο ή μια αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους να εφαρμόσουν το άρθρα 53 και 54 στις καταγγελλόμενες συμφωνίες ή πρακτικές που θα τεθούν υπόψη τους. Οι αξιολογήσεις της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σε μια απορριπτική απόφαση αποτελούν πραγματικά περιστατικά τα οποία τα δικαστήρια ή οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ μπορούν να λαμβάνουν υπόψη, όταν εξετάζουν αν οι αντίστοιχες συμφωνίες ή πρακτικές είναι σύμμορφες με τα άρθρα 53 και 54 (70).

ε)   Ειδικές περιπτώσεις

80.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κεφαλαίου ΙΙ η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, οσάκις υπάρχει κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του ανταγωνισμού. Το άρθρο 8 του κεφαλαίου ΙΙ αποσαφηνίζει ότι τα προσωρινά μέτρα δεν μπορούν να ζητηθούν από τους καταγγέλλοντες δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ. Οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων εκ μέρους επιχειρήσεων μπορούν να υποβάλλονται στα δικαστήρια των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων (71).

81.

Ορισμένοι είναι δυνατόν να επιθυμούν να ενημερώνουν την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ για εικαζόμενες παραβιάσεις των άρθρων 53 ή 54 χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους στις επιχειρήσεις που θίγονται από τους ισχυρισμούς τους. Τα πρόσωπα αυτά είναι ευπρόσδεκτα από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένη να σέβεται το αίτημα τήρησης της ανωνυμίας ενός πληροφοριοδότη (72), εκτός εάν το αίτημα περί ανωνυμίας είναι εμφανώς αδικαιολόγητο.


(1)  ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 65.

(2)  Οι αρμοδιότητες για τον χειρισμό των περιπτώσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατανέμονται ανάμεσα στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 56 της συμφωνίας ΕΟΧ. Μόνο μία εποπτεύουσα αρχή είναι αρμόδια για τον χειρισμό κάθε υπόθεσης.

(3)  Μετά την έναρξη της ισχύος, στις 20 Μαΐου 2005, της συμφωνίας για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας των κρατών ΕΖΕΣ για την δημιουργία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, το κεφάλαιο II του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην διάταξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1) που αφορά την ΕΖΕΣ.

(4)  Μετά την έναρξη της ισχύος, την 1η Ιουλίου 2005, της συμφωνίας των κρατών ΕΖΕΣ σχετικά με την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2004, το κεφάλαιο III του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο θα αντικατοπτρίζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18.

(5)  Η Επιτροπή χειρίζεται την αλληλογραφία που προέρχεται από τους πληροφοριοδότες σύμφωνα με τις αρχές της ορθής διοικητικής πρακτικής.

(6)  Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού ΕΖΕΣ, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

(7)  Τα καθήκοντα αυτά τα ασκεί από κοινού με την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες περί αρμοδιοτήτων του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

(8)  Υπόθεση C-344/98, Masterfoods κατά HB Ice Cream, Συλλογή 2000, I-11369, σκέψη 46. Yπόθεση C-119/97 P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 88. Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 73-77. Το άρθρο 6 της συμφωνίας ΕΟΧ προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των μελλοντικών εξελίξεων της νομολογίας, οι διατάξεις αυτής της συμφωνίας, στο βαθμό που είναι παρόμοιοι ουσιαστικά με τους αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα καθώς και με τις πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή αυτών των δύο συνθηκών, θα πρέπει κατά την εφαρμογή τους να ερμηνεύονται με βάση τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίες εξεδόθησαν πριν την ημερομηνία υπογραφής της συνθήκης ΕΟΧ. Όσον αφορά τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου που εξεδόθησαν μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ΕΟΧ, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο ΕΖΕΣ θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις αρχές που θεσπίζονται με αυτές τις αποφάσεις.

(9)  Βλέπε ιδίως άρθρα 5, 6, 11, 12, 15, 22, 29 και 40 του κεφαλαίου ΙΙ.

(10)  Βλέπε ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία εντός του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού της ΕΖΕΣ, σημείο 5 και επόμενα.

(11)  Πάγια νομολογία στην Κοινότητα, βλ. υπόθεση 127/73, Belgische Radio en Televisie (BRT) κατά SABAM και Fonior, συλλογή [1974], 51, σκέψη 16. Υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συλλογή [1997], I-1503, σκέψη 39. Υπόθεση C-453/99, Courage κατά Bernhard Crehan, συλλογή [2001], I-6297, σκέψη 23.

(12)  Βλέπε υπόθεση Ε-401 Karlsson, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [2002], σ. 240, παράγραφο 28.

(13)  Βλέπε υπόθεση Ε-1/94 Restamark, έκθεση δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1994-1995], σ. 15, παράγραφο 77.

(14)  Υπόθεση C-453/99, Courage κατά Bernhard Crehan, [2001], συλλογή I-6297, σημεία 26 και 27 .

(15)  Βλέπε άρθρα 1, 6 και 15, του κεφαλαίου ΙΙ.

(16)  Για περισσότερες επεξηγήσεις σχετικά με αυτό τον κανονισμό βλέπε την ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία ανάμεσα στην Εποπτεύουσα Αρχή και στα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

(17)  Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 93.

(18)  Βλέπε αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ στην υπόθεση Ε-3/97 97 Jæger κατά Opel Norge, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1998], σ. 1, σκέψη 77, και υπόθεση E-7/01 Hegelstad κατά Hydro Texaco, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [2002], σ. 310, σκέψη 43, καθώς και αποφάσεις του Δικαστηρίου της Κοινότητας στην υπόθεση C-230/96, Cabour and Nord Distribution Automobile κατά Arnor «SOCO», Συλλογή [1998], I-2055, σκέψη 51. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-185/96, T-189/96 και T-190/96, Dalmasso και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1999], II-93, σκέψη 50.

(19)  Βλέπε άρθρο 8 του κεφαλαίου ΙΙ και σημείο 8 παρακάτω. Ανάλογα με την περίπτωση οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ ενδέχεται να είναι εξίσου ενδεδειγμένες για τη λήψη προσωρινών μέτρων.

(20)  Βλέπε σημείο 41 και επόμενα, κατωτέρω.

(21)  Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού.

(22)  Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού, σημεία 8-14.

(23)  Άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 του κεφαλαίου ΙΙ. Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού, σημεία 15/16.

(24)  Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού, σημείο 33.

(25)  Για αναλυτικότερες επεξηγήσεις αυτής της συγκεκριμένης έννοιας, βλέπε σημεία 33 και επόμ. κατωτέρω.

(26)  Τα κοινοτικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει αυτή τη διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή όσον αφορά τις εκτελεστικές της ενέργειες, βλέπε π.χ. υπόθεση C-119/97 P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 88. Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 73-77 και 85. Βλέπε επίσης σκέψη 8 ανωτέρω.

(27)  Η δυνατότητα της Επιτροπής να επικαλείται το κοινοτικό συμφέρον που παρουσιάζει μία υπόθεση ως κριτήριο προτεραιότητας αποτελεί πάγια νομολογία μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 85. Η Αρχή πιστεύει ότι την ίδια δυνατότητα έχει και η ίδια βάσει της συμφωνίας ΕΟΧ.

(28)  Στο κοινοτικό πλαίσιο βλέπε υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 36.

(29)  Βλέπε άρθρο 5 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙ.

(30)  Υπόθεση T-114/92, Bureau Européen des Médias et de l'Industrie Musicale (BEMIM) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1995, II-147, σκέψη 28. Ενώσεις επιχειρήσεων υπέβαλαν καταγγελία και στις υποθέσεις στις οποίες αναφέρονται οι αποφάσεις στην υπόθεση 298/83, Comité des industries cinématographiques des Communautés européennes (CICCE) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, 1105, καθώς και στην υπόθεση T-319/99, Federacion Nacional de Empresas (FENIN) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή 2003.

(31)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-133/95 και T-204/95, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1998, II-3645, σκέψεις 79-83.

(32)  Στο κοινοτικό πλαίσιο βλέπε υπόθεση T-37/92, Bureau Européen des Unions des Consommateurs (BEUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, II-285, σκέψη 36.

(33)  Το ζήτημα αυτό εγείρεται στη διεξαγόμενη αυτή τη στιγμή ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-213 και 214/01). Η Επιτροπή απεδέχθη ως καταγγέλλοντα έναν μεμονωμένο καταναλωτή, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1998, υπόθεση IV/D-2/34.466, Ελληνικά Πορθμεία, ΕΕ L 109 της 27.4.1999, σ. 24, σκέψη 1.

(34)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-133/95 και T-204/95, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1998, II-3645, σκέψη 79.

(35)  Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 76 . Υπόθεση C-91/95 P, Roger Tremblay και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996, I-5547, σκέψη 30.

(36)  Υπόθεση 125/78, GEMA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1979, 3173, σκέψη 17 . Υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 87.

(37)  Πάγια νομολογία μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 77 και 85. Βλέπε επίσης και υποσημειώσεις 26 και 27.

(38)  Πάγια νομολογία μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 75. Σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ, η αρχή αυτή μπορεί να θεωρείται σχετική μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 29 του κεφαλαίου αυτού.

(39)  Υπόθεση 210/81, Oswald Schmidt, ενεργών υπό το όνομα Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1983, 3045, σκέψη 19. Υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 86.

(40)  Υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1999, I-1341, σκέψεις 79-80.

(41)  Βλέπε υπόθεση C-450/98 P, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2001, I-3947, σκέψεις 57-59.

(42)  Βλέπε υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 88 και επόμ. Υπόθεση Τ-5/93, Roger Tremblay και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1995, ΙI-185, σκέψεις 65 και επόμ. Υπόθεση T-575/93, Casper Koelman κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996, II-1, σκέψεις 75-80. Βλέπε επίσης και μέρος ΙΙ ανωτέρω, όπου παρέχονται περισσότερες λεπτομέρειες ως προς την κατάσταση αυτή.

(43)  Βλέπε υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1999, I-1341, σκέψεις 92/93.

(44)  Πάγια νομολογία στην Κοινότητα μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 86.

(45)  Βλέπε υπόθεση C-449/98 P, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 2001, I-3875, σκέψη 37.

(46)  Βλέπε υπόθεση T-77/95, Syndicat français de Express International και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1997, II-1, σκέψη 57, επιβεβαιωθείσα, υπό τον όρο που αναφέρεται στην ίδια σκέψη, με την υπόθεση C-119/97 P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999 I-1341, σκέψη 95. Βλέπε επίσης την υπόθεση T-37/92, Bureau Européen des Unions des Consommateurs (BEUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, II-285, σκέψη 113, όπου μια άγραφη δέσμευση μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας εκτός κοινής εμπορικής πολιτικής εθεωρήθη ότι δεν επαρκούσε για να διαπιστωθεί αν η καταγγελθείσα συμπεριφορά είχε παύσει.

(47)  Βλέπε υπόθεση T-110/95, International Express Carriers (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων, Συλλογή 1998, II-3605, σκέψη 57, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, υπόθεση 449/98 P, International Express Carriers (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων, Συλλογή 2001, I-3875, σκέψεις 44-47.

(48)  Βλέπε υπόθεση C-449/98 P, International Express Carriers (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων, Συλλογή 2001, I-3875, σκέψη 37.

(49)  Βλέπε υπόθεση T-77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1994, II-549, σκέψεις 64/65.

(50)  Yπόθεση 298/83, Comité des industries cinématographiques des Communautés européennes (CICCE) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, 1105, σκέψεις 21-24. Υπόθεση T-198/98, Micro Leader Business κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, II-3989, σκέψεις 32-39.

(51)  Βλέπε υπόθεση T-319/99, Federacion Nacional de Empresas (FENIN) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή 2003, σκέψη 43.

(52)  Αναλυτικές οδηγίες παρέχονται στον εξής δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ:

http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldcompetition/.

(53)  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 58 της συμφωνίας ΕΟΧ και στο πρωτόκολλο 23 αυτής η Αρχή και η Επιτροπή θα συνεργάζονται με στόχο, εκτός των άλλων, την προώθηση της ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας της συμφωνίας ΕΟΧ. Παρά το γεγονός ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής και οι ανεπίσημες επιστολές με τις κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, η Αρχή θα λαμβάνει υπόψη την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή.

(54)  Ανακοίνωση περί της επίδρασης στο εμπόριο η οποία περιέχεται στα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

(55)  Ανακοίνωση της Αρχής — Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 της [συμφωνίας ΕΟΧ (de minimis)], ΕΕ C 67 της 20.3.2003, σ. 20 και συμπλήρωμα ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 15 της 20.3.2003, σ. 11.

(56)  Ανακοίνωση της Αρχής — Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της Συμφωνίας ΕΟΧ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

(57)  Βλέπε υπόθεση 210/81, Oswald Schmidt, ενεργών υπό το όνομα Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1983, 3045, σκέψη 19 . Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 79.

(58)  Βλέπε υπόθεση T-64/89, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1990, II-367, σκέψεις 45-47, και υπόθεση T-37/92, Bureau Européen des Unions des Consommateurs (BEUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, II-285, σκέψη 29.

(59)  Υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 36.

(60)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 142 και 156/84, British American Tobacco Company και R. J. Reynolds Industries κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1987, 249, σκέψεις 19/20.

(61)  Βλέπε υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 37.

(62)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-213/95 και T-18/96, Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf (SCK) και Federatie van Nederlandse Kraanbedrijven (FNK) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, 1739, σκέψη 57.

(63)  Η έννοια της «επιμέλειας» εκ μέρους του καταγγέλλοντος χρησιμοποιείται στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1997, υπόθεση T-77/94, Vereniging van Groothandelaren in Bloemkwekerijprodukten και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, II-759, σκέψη 75.

(64)  Άρθρο 6 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ της Επιτροπής.

(65)  Άρθρο 122 της συμφωνίας ΕΟΧ, άρθρο 14 παράγραφος 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, άρθρο 28 του κεφαλαίου ΙΙ και άρθρο 15 και 16 του κεφαλαίου ΙΙΙ.

(66)  Άρθρο 27 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ.

(67)  Άρθρο 27 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ. Υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 36.

(68)  Πάγια νομολογία, βλέπε υπόθεση Ε-2/94, Scottish Salmon Growers Association Limited κατά της Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1994-1995], σ. 59, υπόθεση E-4/97. Norwegian Bankers' Association κατά Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1998], σ. 38, και όσον αφορά την κοινότητα υπόθεση T-114/92, Bureau Européen des Médias et de l'Industrie Musicale (BEMIM) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1995] ECR II-147, σκέψη 41.

(69)  Άρθρο 36 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο. Βλέπε επίσης υπόθεση 210/81, Oswald Schmidt, ενεργών υπό το όνομα Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1983, 3045

(70)  Βλέπε υπόθεση T-575/93, Casper Koelman κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996, II-1, σκέψεις 41-43.

(71)  Ανάλογα με την περίπτωση οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών μπορεί να είναι εξίσου ενδεδειγμένες για τη λήψη προσωρινών μέτρων.

(72)  Υπόθεση 145/83, Stanley George Adams κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, 3539.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Image


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Επιτροπή

29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/27


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΓΕΡΜΑΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 24/07 (πρώην NN 71/06) — Κρατική ενίσχυση σε Flughafen Lübeck GmbH και RyanAir

Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 287/07)

Με την επιστολή τής 10ης Ιουλίου 2007 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το προαναφερθέν μέτρο.

Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην εξής διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Energy and Transport

Directorate A, General Affairs

DM 28, 6/109

B-1049 Brussels

Φαξ: (32-2) 296 41 04.

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Γερμανία. Η τήρηση της εμπιστευτικότητας ως προς την ταυτότητα του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί εγγράφως με αιτιολόγηση του αιτήματός του.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

—   Περιγραφή του μέτρου/της ενίσχυσης για το οποίο/την οποία η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία:

Η παρούσα υπόθεση αφορά ορισμένες επιχειρηματικές σχέσεις, οι οποίες εγείρουν, ενδεχομένως, θέματα κρατικών ενισχύσεων συνδεόμενα με τον αερολιμένα Lübeck Blankensee, τα οποία διαφέρουν ανάλογα με το εμπλεκόμενο μέρος.

Πιθανή κρατική ενίσχυση χορηγούμενη στην Flughafen Lübeck GmbH (φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα) για τη λειτουργία του αερολιμένα: Η Χανσεατική Πόλη του Lübeck φέρεται να έχει χρηματοδοτήσει τη λειτουργία του αερολιμένα με διάφορα μέσα, και πιο συγκεκριμένα με σύμβαση μεταφοράς ζημιών, με ευνοϊκή συμφωνία μίσθωσης, και με εγγυήσεις.

Πιθανή κρατική ενίσχυση χορηγούμενη στη Flughafen Lübeck GmbH μέσω της χρηματοδότησης υποδομών: Το Ομοσπονδιακό Κρατίδιο του Schleswig-Holstein χορήγησε στη Flughafen Lübeck GmbH μέσω της Χανσεατικής Πόλης του Lübeck χρηματοδότηση για ορισμένες επενδύσεις κατασκευών στον αερολιμένα του Lübeck (και πιο συγκεκριμένα με τη δημιουργία του συστήματος προσγείωσης με όργανα κατηγορίας ΙΙ (Category II Instrument Landing System (ILS Cat II)).

Πιθανή κρατική ενίσχυση χορηγούμενη στην Infratil στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της Flughafen Lübeck GmbH: Η Flughafen Lübeck GmbH «ιδιωτικοποιήθηκε» και το 90 % των μετοχών της Flughafen Lübeck GmbH πωλήθηκαν από την Χανσεατική Πόλη του Lübeck στην Infratil, φορέα εκμετάλλευσης υποδομών που έχει ως βάση τη Νέα Ζηλανδία.

Πιθανή κρατική ενίσχυση χορηγούμενη στη RyanAir: Στη σχέση μεταξύ της Flughafen Lübeck GmbH και της αεροπορικής εταιρείας χαμηλού κόστους Ryanair, η τελευταία ενδέχεται να έχει επωφεληθεί της κρατικής ενίσχυσης μέσω μειωμένων τελών προσγείωσης και επιβαρύνσεων των επιβατών ή συνδυασμένων τελών, και μέσω ιδιαίτερης εμπορικής ρύθμισης.

—   Αξιολόγηση του μέτρου/της ενίσχυσης:

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ενδεχομένως, η ιδιωτικοποίηση της Flughafen Lübeck GmbH πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής και, άρα, ότι δεν πρόκειται για τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να διαπιστώσει με βεβαιότητα εάν η τιμή που κατέβαλε η Infratil ήταν η τιμή της αγοράς.

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα για τα άλλα τρία μέτρα, ότι είναι πιθανόν να συνιστούν κρατική ενίσχυση.

Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με βάση την ισχύουσα νομική βάση, συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης των αμφιβολιών της Επιτροπής, με ακριβή αναφορά σε συγκεκριμένες διατάξεις των σχετικών κατευθυντηρίων γραμμών/πλαισίων

Η ενίσχυση λειτουργίας προς την Flughafen Lübeck GmbH αξιολογήθηκε με βάση το άρθρο 86 παράγραφος 2 και το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ. Προς το παρόν, η Επιτροπή διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες εάν το μέτρο είναι δυνατόν να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, καθώς δεν φαίνεται να ισχύει καμία εξαίρεση από τη γενική απαγόρευση χορήγησης κρατικής ενίσχυσης.

Η χορήγηση ενίσχυσης για επενδύσεις στην Flughafen Lübeck GmbH ίσως είναι δυνατόν να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με βάση το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του 2005 για τις κρατικές ενισχύσεις σε περιφερειακούς αερολιμένες, εφόσον πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Οι όροι είναι οι εξής:

η κατασκευή και η εκμετάλλευση ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης, κ.λπ.),

η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου,

η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν,

η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις,

η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το κοινοτικό συμφέρον.

Προς το παρόν, η Επιτροπή αμφιβάλλει εάν πληρούται κάποιος από τους όρους αυτούς.

Η κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης είναι αμφίβολο ότι είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, εάν διαπιστωθεί ότι η τιμή που κατέβαλε η Infratil ήταν μικρότερη εκείνης που ίσχυε στην αγορά, καθώς δεν φαίνεται να αιτιολογείται με κανέναν τρόπο το συμβιβάσιμο.

Η χορήγηση ενίσχυσης λειτουργίας στη RyanAir θα μπορούσε να κριθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, εφόσον, για την έγκριση της ενίσχυσης κατά την έναρξη πληρούνται οι όροι των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής του 2005 για την κρατική ενίσχυση των περιφερειακών αερολιμένων. Η Επιτροπή αμφιβάλλει ότι πληρούνται οι εξής όροι:

έναρξη νέων γραμμών: οι γερμανικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η ενίσχυση αφορά μόνον τις νέες γραμμές,

οικονομική βιωσιμότητα και προοδευτική μείωση της ενίσχυσης: οι γερμανικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η ενίσχυση αφορά μόνον τις νέες γραμμές, ούτε ότι η ενίσχυση μειώνεται προοδευτικά,

ενίσχυση για τις δαπάνες έναρξης λειτουργίας: οι γερμανικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η ενίσχυση αφορά μόνον τις δαπάνες έναρξης λειτουργίας,

δημοσιοποίηση και ισότιμη μεταχείριση: οι γερμανικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η ενίσχυση δημοσιοποιήθηκε και ότι διατέθηκε σε ισότιμη βάση.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (1), είναι δυνατόν να ζητηθεί η ανάκτηση κάθε παράνομης ενίσχυσης από τον δικαιούχο.


(1)  JO L 83 της 27.3.1999, σ. 1.


29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/29


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΡΟΥΜΑΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 40/07 (πρώην NN 48/07) — Ιδιωτικοποίηση της Mittal Steel Roman

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 287/08)

Με επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 2007 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Ρουμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τα προαναφερθέντα μέτρα.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των μέτρων για τα οποία η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία εντός ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General Competition

State aid Greffe

B-1049 Brussels,

Αριθ. φαξ: (32-2) 296 12 42.

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Ρουμανία. Όσοι από τους ενδιαφερόμενους που υποβάλλουν παρατηρήσεις επιθυμούν να παραμείνει απόρρητη η ταυτότητά τους πρέπει να το ζητήσουν γραπτώς, αναφέροντας τους λόγους του αιτήματός τους.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της επιχείρησης Mittal Steel Roman (MS Roman), πρώην Petrotub, το 2003 αρκετές δημόσιες αρχές ενέκριναν παραγραφές χρεών και την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης. Μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τις παραγραφές χρεών και την αναδιάρθρωση του χρέους. Η Ρουμανία υπέβαλε τις πληροφορίες αυτές στις 8 Μαρτίου 2007, στις 13 Μαρτίου 2007, στις 14 Ιουνίου 2007 και στις 5 Ιουλίου 2007.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η MS Roman είναι παραγωγός χυτοσιδήρου και χαλυβδοσωλήνων, εγκατεστημένη στην πόλη Roman της Ρουμανίας. Αποτελεί μέρος του τομέα της χαλυβουργίας, όπως αυτός ορίζεται στο παράρτημα Β του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Η επιχείρηση ιδιωτικοποιήθηκε το 2003, οπότε εξαγοράστηκε από την LNM Holdings N.V., η οποία ονομάζεται σήμερα Mittal Steel. Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης ο προϋπολογισμός κοινωνικής ασφάλισης, το ταμείο ανεργίας, το εθνικό ταμείο υγείας και η APAPS (Αρχή για την Ιδιωτικοποίηση και τη Διαχείριση της Κρατικής Περιουσίας), η οποία σήμερα ονομάζεται AVAS (Αρχή Ανάκτησης Κρατικών Περιουσιακών Στοιχείων) και είχε στην ιδιοκτησία της την Petrotub πριν την ιδιωτικοποίησή της, κατέληξαν σε συμφωνία για την παραγραφή των ανεξόφλητων χρεών, τα οποία ανέρχονταν σε ROL 931,47 δισ. περίπου (24,39 εκατ. ευρώ), και για την αναδιάρθρωση των οφειλών της επιχείρησης, ύψους ROL 20,00 εκατ. (0,52 εκατ. ευρώ). Η Ρουμανία υποστηρίζει ότι η ιδιωτικοποίηση συνέφερε περισσότερο το Δημόσιο από ό,τι η εκκαθάριση της εταιρείας και ότι το Δημόσιο ενήργησε ως ιδιωτικός οικονομικός φορέας κατά την παραγραφή και την αναδιάρθρωση των χρεών της επιχείρησης. Η Ρουμανία θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι η παραγραφή και η αναδιάρθρωση των χρεών δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Μολονότι η δυνητική ενίσχυση χορηγήθηκε πριν την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ, η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβεί στην αξιολόγησή της, δυνάμει των ειδικών διατάξεων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα VII του πρωτοκόλλου της πράξης προσχώρησης σχετικά με τις ενισχύσεις στον τομέα της χαλυβουργίας.

Η Επιτροπή δεν έχει πεισθεί ότι η παραγραφή και η αναδιάρθρωση χρεών δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση. Πρώτον, η Επιτροπή αμφιβάλλει αν μπορούν να υπολογιστούν σωρευτικά οι πληρωμές προς τους διάφορους πιστωτές του δημόσιου τομέα και την APAPS. Θεωρεί, αντιθέτως, ότι κάθε πιστωτής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη χωριστά. Επ' αυτής της βάσεως, φαίνεται ότι η κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση και η εκκαθάρισή της θα ήταν περισσότερο συμφέρουσες από ό,τι η ιδιωτικοποίησή της για κάθε έναν από τους πιστωτές και για την APAPS.

Δεύτερον, ακόμα και εάν η Επιτροπή δεχθεί ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη από κοινού οι πιστωτές του δημόσιου τομέα και η APAPS ως μέτοχος της επιχείρησης, η Επιτροπή εξακολουθεί να αμφιβάλλει αν η ιδιωτικοποίηση υπήρξε η καλύτερη λύση. Κατά τον υπολογισμό του κόστους σύμφωνα με το σενάριο της εκκαθάρισης, η Ρουμανία συνυπολογίζει το κόστος που ανέλαβε το Δημόσιο με τη μορφή πληρωμών οι οποίες καταβλήθηκαν στο πλαίσιο κρατικής εγγύησης που είχε παρασχεθεί στην Petrotub το 1998. Ωστόσο, για να αξιολογηθεί κατά πόσον το Δημόσιο ενήργησε ως ιδιωτικός οικονομικός φορέας, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των υποχρεώσεων που θα αναλάμβανε ένας ιδιωτικός φορέας σε παρόμοια κατάσταση και των υποχρεώσεων του Δημοσίου ως δημόσιας αρχής. Η κρατική εγγύηση φαίνεται ότι παρασχέθηκε από το Δημόσιο ως δημόσια αρχή, και, ως εκ τούτου, καμία πληρωμή που καταβλήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω εγγύησης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του κόστους της εκκαθάρισης. Εάν οι εν λόγω πληρωμές δεν είχαν ληφθεί υπόψη, φαίνεται ότι η κήρυξη της επιχείρησης σε πτώχευση θα συνέφερε περισσότερο το Δημόσιο από ό,τι η ιδιωτικοποίησή της.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«Comisia dorește să informeze România că, în urma examinării informațiilor furnizate de autoritățile dumneavoastră privind ajutorul menționat anterior, a decis să inițieze procedura prevăzută la articolul 88 alineatul (2) din Tratatul CE.

I.   PROCEDURĂ

(1)

La 2 februarie 2007, Comisia a solicitat informații referitoare la scutirile de la plata datoriilor și reeșalonarea acestora acordate întreprinderii Mittal Steel Roman (denumită în continuare «MS Roman»), fostă Petrotub, în contextul privatizării acesteia. România a furnizat informații prin intermediul unei scrisori din data de 8 martie 2007, înregistrată la aceeași dată și al unei alte scrisori din data de 9 martie 2007, înregistrată la data de 13 martie 2007. Comisia a solicitat informații suplimentare la 1 iunie 2007, pe care România le-a furnizat prin intermediul unei scrisori din data de 14 iunie 2007, înregistrată la aceeași dată și al unei alte scrisori din data de 5 iulie 2007, înregistrată la aceeași dată. Au fost organizate două reuniuni cu autoritățile române și reprezentanții societății, care au avut loc la 2 mai 2007 și, respectiv, 12 iulie 2007.

II.   DESCRIERE

2.1.   Întreprinderea vizată

(2)

MS Roman este o întreprindere producătoare de tuburi turnate din fontă și oțel, localizată în Roman, România. Aceasta aparține societății Mittal Steel și produce diverse tipuri de oțeluri carbon si slab aliate, fără sudură. Produsele societății sunt utilizate în industria petrolului și a gazelor naturale, în industria energiei nucleare și a celei pe bază de combustibili fosili, în industria producătoare de mașini și în industria construcțiilor civile. În conformitate cu informațiile prezentate pe site-ul internet al societății Mittal Steel, MS Roman are o capacitate anuală de producție de 500 000 de tone și aproximativ 3 100 de angajați.

(3)

De la data expirării Tratatului CECO la 23 iulie 2002, MS Roman aparține industriei oțelului, astfel cum este definită în anexa B la Cadrul multisectorial privind ajutorul regional pentru proiecte mari de investiții (1).

2.2.   Privatizarea

(4)

MS Roman a fost preluată în 2003 de societatea LNM Holdings N.V. (denumită în continuare «LNM»), numită ulterior Mittal Steel și în prezent Arcelor Mittal. Înaintea preluării de către LNM, statul era acționarul majoritar al societății, deținând aproximativ 70 % din acțiunile acesteia, numele societății fiind la acea vreme Petrotub. Privatizarea a fost efectuată pe baza unei proceduri de licitație, la care agenția română de privatizare APAPS (Autoritatea pentru Privatizare și Administrarea Participațiilor Statului) (2) a invitat câțiva posibili ofertanți să depună oferte. Conform informațiilor furnizate de România, APAPS a vândut societatea ofertantului care a propus condițiile cele mai avantajoase, și anume LNM. La momentul privatizării, Petrotub se afla într-o situație financiară dificilă. Cifra de afaceri a societății a scăzut de la 4 645 miliarde ROL (122 milioane EUR) în 2002 la 2 695 miliarde ROL (71 milioane EUR) (3) în 2003, iar cifra pierderilor a crescut de la 35 miliarde ROL (1 milion EUR) în 2002 la 1 235 miliarde ROL (32 milioane EUR) în 2003.

(5)

Acordul de vânzare-cumpărare pentru privatizare a fost semnat la data de 28 octombrie 2003. Transferul de acțiuni a avut loc la data de 14 ianuarie 2004. Prețul de achiziție a fost de 6 milioane USD și a fost achitat în două tranșe la data de 8 ianuarie 2004 și, respectiv, 14 iulie 2005.

2.3.   Posibil ajutor de stat în contextul privatizării

(6)

În contextul privatizării, câteva autorități publice au acceptat să acorde scutirea de la plata anumitor datorii sau să reeșaloneze plata acestora. Aceste măsuri au făcut parte integrantă din acordul de vânzare-cumpărare. Conform informațiilor furnizate de România la data de 8 martie 2007, au fost acordate societății în contextul privatizării următoarele măsuri:

Bugetul asigurărilor sociale: scutirea de la plata datoriilor restante la data de 31 decembrie 2002, în valoare de 201,24 miliarde ROL (5,27 milioane EUR); scutirea de la plata dobânzilor și penalităților pentru datoriile restante la data de 31 decembrie 2002 și acumulate până la momentul transferului de acțiuni de la data de 14 ianuarie 2004, în valoare de 583,09 milioane ROL (15,27 milioane EUR).

APAPS: scutirea de la plata datoriilor reprezentând dividende, despăgubiri și fonduri de restructurare în valoare de 46,79 miliarde ROL (1,23 milioane EUR).

Fondul național de asigurări sociale de sănătate: reeșalonarea plăților pentru datoriile restante în valoare de 20,00 miliarde ROL (0,52 milioane EUR); scutirea de la plata creșterilor și penalităților pentru datoriile restante la fondul național de asigurări sociale de sănătate, în valoare de 100,34 miliarde ROL (2,63 milioane EUR).

(7)

În total, urma ca datoriile publice în valoare de aproximativ 931,47 miliarde ROL (24,39 milioane EUR) să fie scutite de la plată, iar plata datoriilor restante în valoare de 20,00 milioane ROL (0,52 milioane EUR) urma să fie reeșalonată. Cu toate acestea, conform informațiilor furnizate de România, nu a fost încheiat până în prezent între societate și fondul național de asigurări sociale de sănătate niciun acord de reeșalonare a plăților. Celelalte scutiri au fost înscrise în evidențele contabile ale societății la data de 31 decembrie 2003.

(8)

România a înaintat un raport elaborat de un consultant extern pentru a demonstra faptul că scutirile de la plata datoriilor și reeșalonarea plății acestora acordate de autoritățile publice în contextul privatizării nu au reprezentat un ajutor de stat. Raportul este elaborat pe baza evaluării societății de la data de 20 septembrie 2003, adică pe baza datelor celor mai recente disponibile înaintea semnării acordului de vânzare-cumpărare în octombrie 2003. Informațiile privind valoarea scutirilor de la plata datoriilor și a reeșalonărilor plății acestora cuprinse în acest raport variază în anumite privințe față de informațiile furnizate de România la 8 martie 2007.

(9)

Conform raportului elaborat de consultant, au fost acordate măsurile următoare:

Fondul național de asigurări sociale de sănătate (capital și penalități de întârziere a plăților): scutire de la plata datoriilor în valoare de 746,94 miliarde ROL (19,56 milioane EUR) și reeșalonarea plăților în valoare de 1,89 miliarde ROL (0,05 milioane EUR). O sumă restantă de 4,21 miliarde ROL (0,11 milioane EUR) urma să fie plătită de către noul proprietar, fără reeșalonarea plății.

Fondul de șomaj (capital și penalități de întârziere a plăților): scutire de la plata sumei de 23,51 miliarde ROL (0,62 milioane EUR) și reeșalonarea plăților în valoare de 4,27 milioane ROL (112 EUR). O sumă restantă de 69,62 milioane ROL (1 823 EUR) urma să fie plătită de către noul proprietar, fără reeșalonarea plății.

Fondul național de asigurări sociale de sănătate: nu a fost acordată nicio scutire de la plata datoriilor, dar a fost stabilită plata sumei restante de 95,16 miliarde ROL (2,49 milioane EUR) de către noul proprietar.

APAPS: scutirea de la plata tuturor datoriilor restante (dividende, penalități și fonduri de restructurare) în valoare de 47,14 miliarde ROL (1,23 milioane EUR).

(10)

Conform raportului, în baza acordului de vânzare-cumpărare și în conformitate cu legislația în vigoare, APAPS și Ministerul Finanțelor Publice au emis un Ordin comun prin care sunt acordate aceste scutiri.

(11)

Sumele care au făcut obiectul scutirilor acordate de la bugetul asigurărilor sociale și de APAPS, astfel cum sunt prezentate în raportul consultantului, corespund mai mult sau mai puțin cu cele prezentate de România în scrisoarea din 8 martie 2007. Cu toate acestea, scutirile acordate de fondul de șomaj nu sunt menționate de România în scrisoarea trimisă. De asemenea, în raportul consultantului se presupune că nu au fost acordate scutiri de fondul național de asigurări sociale de sănătate, fapt care se pare că este în contradicție cu informațiile furnizate de România în scrisoarea din 8 martie 2007.

III.   EVALUARE

3.1.   Legislația aplicabilă

(12)

Anexa VII la Protocolul Tratatului de aderare a României conține măsuri de tranziție pentru România referitoare la procesul de restructurare a industriei oțelului. Conform punctului 1 din apendicele B la anexa VII, ajutoarele de stat acordate de România în scopul restructurării anumitor sectoare ale industriei oțelului din România în perioada 1993-2004 trebuie să fie considerate compatibile cu piața comună cu condiția ca, printre altele, să fie îndeplinite cerințele stabilite în anexa respectivă.

(13)

Conform punctului 2 din apendicele B la anexa VII, ajutorul pentru restructurare poate fi acordat numai societăților incluse pe lista din apendicele A, partea 1. România a selectat șase societăți pentru a fi incluse pe lista respectivă, iar MS Roman nu se afla printre acestea.

(14)

Punctul 6 din apendicele B la anexa VII interzice acordarea oricărui tip de ajutor de stat pentru restructurare societăților care nu sunt incluse pe lista din apendicele A, partea 1, precum și a oricărui alt ajutor care nu este considerat a fi compatibil cu normele privind ajutorul de stat comunitar. În acest scop, punctul 17 conferă Comisiei puterea de a adopta măsurile necesare, solicitând societății în cauză să ramburseze orice ajutor acordat prin încălcarea termenilor stabiliți în aceste dispoziții și în apendicele A, în cazul în care procesul de monitorizare demonstrează faptul că România a acordat ajutoare de stat suplimentare incompatibile cu piața comună vreunei societăți producătoare de oțel.

(15)

Prin urmare, deoarece articolele 87 și 88 nu se aplică, în mod normal, în cazul ajutoarelor de stat acordate înaintea momentului aderării, dispozițiile din apendicele B la anexa VII extind controlul privind ajutoarele de stat efectuat în temeiul Tratatului CE asupra oricărui ajutor acordat pentru restructurarea industriei oțelului din România în perioada 1993-2008.

(16)

Decizia poate fi adoptată după aderarea României în temeiul articolului 88 alineatul (2) din Tratatul CE deoarece, în absența unor dispoziții specifice în cadrul apendicelui B la anexa VII, se aplică normele și principiile generale. Ulterior, se aplică, de asemenea, Regulamentul (CE) nr. 659/1999 al Consiliului de stabilire a normelor de aplicare a articolului 93 (în prezent, articolul 88).

3.2.   Ajutor de stat în sensul articolului 87 alineatul (1) din Tratatul CE

(17)

În conformitate cu articolul 87 alineatul (1) din tratat, cu excepția derogărilor prevăzute de tratatul menționat, sunt incompatibile cu piața comună ajutoarele acordate de state sau prin intermediul resurselor de stat care denaturează sau amenință să denatureze concurența prin favorizarea anumitor întreprinderi sau sectoare de producție, în măsura în care acestea afectează schimburile comerciale dintre statele membre.

3.2.1.   Favorizarea unei anumite întreprinderi

(i)   Scutirea de la plata datoriilor publice

(18)

Ștergerea datoriilor de către autoritățile publice conferă un avantaj economic, deoarece autoritățile publice acceptă să renunțe la veniturile respective. Din acest motiv, astfel de măsuri pot fi considerate drept ajutoare. Cu toate acestea, o intervenție a statului reprezintă un ajutor de stat în sensul articolului 87 alineatul (1) din Tratatul CE numai dacă întreprinderii care beneficiază de ajutorul respectiv i se acordă un avantaj pe care nu l-ar fi obținut în condiții normale de piață. Din acest motiv, trebuie efectuată o evaluare prin care să se stabilească dacă un agent economic din cadrul economiei de piață ar fi acordat aceleași scutiri precum cele acordate de autoritățile publice. Pentru a decide dacă scutirea de la plata datoriilor ar reprezenta opțiunea cea mai adecvată din punct de vedere economic, un agent economic privat ar compara rezultatul financiar obținut în eventualitatea acordării scutirilor cu rezultatul care ar putea fi obținut în cazul adoptării unor scenarii alternative și ar alege opțiunea cea mai avantajoasă.

(19)

România afirmă că scutirile acordate societății MS Roman în contextul privatizării nu reprezintă un ajutor de stat. În acest sens, România afirmă că privatizarea prin acordarea scutirilor de la plata datoriilor a fost considerată a fi mai avantajoasă de către autoritățile române decât orice alt scenariu posibil. Astfel, autoritățile române au acționat în același mod în care ar fi acționat agenții economici din cadrul economiei de piață.

(20)

Pentru a demonstra faptul că privatizarea a reprezentat soluția cea mai avantajoasă pentru stat, România a furnizat un raport elaborat de către un consultant extern. Conform acestui raport, singurele scenarii alternative la privatizarea prin scutirea de la plata datoriilor au fost declararea falimentului societății și vinderea ulterioară a acesteia ca unitate funcțională (scenariu de faliment I) sau lichidarea societății, activele acesteia fiind vândute în mod individual (scenariu de faliment II).

(21)

Raportul a calculat rezultatul fiecăruia dintre aceste scenarii și implicațiile acestora pentru creditorii publici și pentru acționarul APAPS. Scenariul de privatizare reflectă condițiile care au fost agreate în cadrul acordului de vânzare-cumpărare. Scenariul de faliment I presupune inițierea procedurilor de recuperare și de declarare a insolvabilității societății și vinderea activelor societății ca unitate funcțională de către mandatar, sub supravegherea judecătorului sindic. Scenariul de faliment II presupune inițierea procedurilor de recuperare și de declarare a insolvabilității societății și vinderea individuală a activelor societății de-a lungul unei perioade de cinci ani de către mandatar, sub supravegherea judecătorului sindic.

(22)

Rezultatele fiecăruia dintre scenariile respective, astfel cum sunt calculate în raport, sunt prezentate mai jos:

În mii de ROL

Privatizare

Scenariu de faliment I

Scenariu de faliment II

Plăți în cadrul unei garanții de stat

0

[– 570 000 000-1 145 000 000] (4)

[– 570 000 000-954 000 000]

Bugetul asigurărilor sociale

[sume indexate]

[2]

[213]

[243]

Fondul de șomaj

[sume indexate]

[0,02]

[6]

[7]

Fondul de asigurări sociale de sănătate

[sume indexate]

[31]

[26]

[30]

APAPS

0

0

0

Preț de achiziție

200 646 000

nu se aplică

nu se aplică

TOTAL instituții de stat

[sume indexate]

[100]

[12]

[65]

TOTAL instituții de stat

(în EUR) [sume indexate]

[100]

[12]

[65]

TOTAL instituții de stat fără garanția de stat

[sume indexate]

[100]

[243]

[282]

TOTAL instituții de stat fără garanția de stat

(în EUR) [sume indexate]

[100]

[243]

[282]

(23)

Primul rând face referire la plățile cu care statul român s-ar confrunta în cazul unui faliment. Aceste plăți rezultă din garanția de stat acordată Petrotub în 1998 de către Ministerul Finanțelor din România pentru un credit acordat de KfW. Potrivit autorităților române, în cazul unui faliment, garanția de stat ar fi preluată de KfW, iar Ministerul Finanțelor ar trebui să plătească [570 miliarde-1 145 miliarde ROL (15-30 milioane EUR)] (scenariul de faliment I) sau [570 miliarde-954 miliarde ROL (15-25 milioane EUR) (scenariul de faliment II) (5). În raport se presupune că în scenariul privatizării, societatea ar continua să ramburseze creditul KfW și garanția de stat nu ar fi preluată. Așadar, pentru statul român nu ar exista plăți în cadrul garanției de stat din scenariul de privatizare.

(24)

Rândurile doi-cinci indică sumele pe care creditorii în cauză, respectiv bugetul asigurărilor de stat, fondul de șomaj, fondul național de asigurări sociale de sănătate și APAPS le-ar putea recupera în diferitele scenarii. Se poate remarca faptul că niciun creditor nu ar putea recupera întreaga sumă solicitată în cererile lor din niciunul din cele două scenarii de faliment.

(25)

Rândul șase indică prețul de achiziție pe care APAPS l-ar obține în scenariul privatizării. În scenariile de faliment, APAPS nu ar obține acest preț de achiziție.

(26)

Consultantul cumulează sumele care urmează să fie recuperate de creditorii publici și autoritățile statului, precum și suma care urmează să fie plătită de Ministerul Finanțelor în cadrul garanției de stat pentru a obține plata totală către stat. Consultantul concluzionează că în cazul privatizării instituțiile statului ar încasa [indexat 100] ROL, inclusiv prețul de achiziție, în timp ce în cazul declarării falimentului și al vinderii societății ca unitate funcțională instituțiile statului ar încasa doar [indexat 12] ROL, și respectiv, [indexat 65] ROL în cazul declarării falimentului și al vinderii individualea activelor acesteia. Astfel, România concluzionează că scenariul de privatizare a fost cel mai avantajos.

Evaluarea individuală a diferiților creditori

(27)

Comisia își exprimă unele îndoieli cu privire la calculele prezentate de România. În primul rând, în conformitate cu hotărârea emisă în cauza Hamsa (6), creanțele diferiților creditori publici și ale altor instituții ale statului nu pot fi cumulate, ci trebuie să fie tratate în mod separat. Fiecare creditor, precum și APAPS, care este atât investitor cât și acționar și creditor, trebuie să decidă asupra sumei care va fi primită în cadrul scenariului de privatizare, pe de o parte, și suma pe care se așteaptă să o poată recupera în urma declarării falimentului societății și a lichidării acesteia.

(28)

În conformitate cu informațiile incluse în raport, bugetul asigurărilor sociale de sănătate și fondul de șomaj ar trebui să recupereze sume mai mari în cazul declarării falimentului societății decât în cazul privatizării acesteia. Astfel, se pare că scenariul falimentului ar fi fost mai avantajos pentru acestea, iar decizia adoptată de acordare a scutirilor nu corespunde deciziei pe care ar fi luat-o un creditor privat.

(29)

În ceea ce privește fondul de asigurări sociale de sănătate, din informațiile furnizate nu reiese în mod clar dacă a fost acordată sau nu scutirea de la plata datoriilor. În raport se presupune faptul că au fost acordate scutiri, în timp ce, conform scrisorii trimise de România la 8 martie 2007, fondul de asigurări sociale de sănătate a acceptat să acorde scutirea de la plata a [70-130] miliarde ROL ([1,8-3,4] milioane EUR).

(30)

Cu toate acestea, consultantul calculează rezultatul pentru fondul național de asigurări sociale de sănătate în cadrul celor două scenarii de faliment. Raportul concluzionează că fondul național de asigurări sociale de sănătate ar obține [indexat 26] ROL în cadrul scenariului de faliment I și [indexat 30] ROL în cadrul scenariului de faliment II. În cazul în care s-a aplicat scutirea de la plata datoriilor, astfel cum s-a arătat în scrisoarea transmisă de România la 8 martie 2007, se pare că fondul național de asigurări sociale de sănătate ar fi obținut plăți mai mari în cazul falimentului decât în cazul privatizării, când nu ar fi primit nimic. Așadar, scutirile, în cazul în care ar fi puse în aplicare, nu vor fi conforme comportamentului unui creditor privat.

(31)

În ceea ce privește APAPS, situația sa este diferită de a celorlalți creditori, deoarece APAPS este, de asemenea, proprietarul societății. APAPS a avut datorii restante din dividende, penalități și fonduri de restructurare. Conform consultantului, în cazul falimentului, APAPS nu ar putea recupera niciuna din aceste sume. Acest rezultat extrem de nefavorabil din faliment, care diferă de rezultatul pentru ceilalți creditori publici care cel puțin recuperează ceva, este provocat de faptul că bugetul asigurărilor sociale, fondul de șomaj și fondul național de asigurări sociale de sănătate sunt trecute în cea de-a doua categorie a creditorilor, cărora urmează să li se dea curs din sumele rămase din veniturile nete după plata creditorilor de prim rang (creditori cu credite garantate), în timp ce solicitările formulate de APAPS se înscriu în cea de-a cincea categorie care reprezintă creanțele acționarilor. Această categorie va fi abordată doar după ce ceilalți creditori au fost plătiți.

(32)

Comisia are îndoieli cu privire la faptul că clasificarea cererilor APAPS în cea de-a cincea categorie este justificată, în special în ceea ce privește fondurile de restructurare. Comisia nu deține informații cu privire la originea acestei datorii și prin urmare are îndoieli referitoare la faptul că aceasta reprezintă o creanță a unui acționar. În cazul în care cererea ar fi clasificată în aceeași categorie cu solicitările bugetare, APAPS ar putea recupera cel puțin partea datoriei în caz de faliment.

(33)

S-ar putea susține faptul că, chiar dacă ar fi cazul și APAPS ar urma să recupereze mai mult din cererile sale privind falimentul decât s-a presupus de către consultant, privatizarea ar reprezenta în continuare soluția cea mai avantajoasă din punct de vedere economic pentru APAPS, deoarece pentru orice soluționare a cererilor sale ar primi, în plus, prețul de achiziționare de 20,06 miliarde ROL.

(34)

Cu toate acestea, în această etapă, Comisia are îndoieli cu privire la plățile din prețul de achiziționare pe care l-a primit APAPS, iar sumele pe care APAPS le-ar recupera din cererile sale către societate pot fi cumulate pentru a fi comparate cu rezultatul diferitelor scenarii. Trebuie făcută diferența între obligațiile asumate de APAPS în calitate de acționar al societății și obligațiile sale ca autoritate a statului. Astfel cum s-a menționat anterior, Comisia nu deține informații cu privire la condițiile în care au fost acordate fondurile de restructurare. deoarece se pare că îndoielile Comisiei privind faptul că fondurile au fost acordate în condiții pe care un acționar privat le-ar fi furnizat, par total nefondate. Comisia nu deține niciun fel de informații nici în ceea ce privește originea datoriilor numite dividende și penalități, astfel încât aceasta nu se află în poziția de a evalua dacă acumularea acestor datorii a corespuns atitudinii unui agent economic din cadrul economiei de piață.

(35)

Prin urmare, Comisia are îndoieli că APAPS a acționat în calitate de acționar privat în acumularea de dividende și penalități și în furnizarea fondurilor de restructurare. Prin urmare, în compararea rezultatului APAPS în diferite scenarii, suma de recuperat pentru dividende, penalizări și fonduri de restructurare, care este posibil să nu fi fost oferite de APAPS în calitatea sa de acționar, ci în calitate de autoritate publică, precum și prețul de achiziționare obținut de APAPS în calitate de acționar, nu au putut fi cumulate.

Îndoieli cu privire la calcularea rezultatului în urma falimentului

(36)

În al doilea rând, chiar dacă s-ar accepta că creditorii publici și APAPS în calitate de acționar pot fi considerați împreună, Comisia are încă îndoieli cu privire la calculele prezentate. Aceste îndoieli privesc calcularea rezultatului pentru instituțiile statului în cazul unui faliment al societății și al lichidării acesteia.

(37)

Astfel cum a fost deja menționat anterior, în costurile de lichidare, consultantul a luat în considerare costurile pentru stat sub forma plăților în cadrul unei garanții de stat oferită Petrotub în 1998. România susține că această garanție a fost o obligație validă introdusă de stat în calitate de acționar. În cazul unui faliment, garanția ar fi invocată astfel încât statul s-ar confrunta cu plăți de [570 miliarde-1 145 miliarde ROL (15-30 milioane EUR)] (scenariul de faliment I) sau [570 miliarde-954 miliarde ROL (15-25 milioane EUR) (scenariul de faliment II).

(38)

În conformitate cu jurisprudența (7), pentru evaluarea capacității creditorilor și a agenției de privatizare APAPS în calitate de acționar de a recupera o sumă mai mare din privatizare decât din scenariul de faliment, numai obligațiile cu care s-ar confrunta un acționar privat într-o situație similară, precum și statul pot fi luate în considerare pentru calcularea scenariului de faliment. Prin urmare, trebuie realizată o distincție între obligațiile pe care trebuie să și le asume statul în calitate de proprietar al capitalului de acțiuni al unei societăți și obligațiile în calitate de autoritate publică (8). Astfel, trebuie evaluat dacă statul a oferit garanție în calitatea sa de acționar al societății, respectiv în condiții care ar fi fost acceptabile și pentru un acționar privat, astfel cum s-a solicitatde către România, sau în calitatea sa de organ public.

(39)

În această etapă, Comisia consideră că statul nu a acționat în calitate de investitor în economia de piață atunci când a oferit garanția. Garanția de stat a fost oferită de către Ministerul Finanțelor pentru un împrumut de investiții de [15-25 milioane EUR] de către banca germană Kreditanstalt für Wiederaufbau (KfW), până în 2011. La momentul acordării garanției, APAPS era acționarul majoritar al societății. Prin urmare, Comisia menționează că Ministerul Finanțelor, care a acordat garanția, nu era proprietarul societății, împrejurare care a pus la îndoială faptul că garanția era oferită de minister în calitatea sa de acționar.

(40)

De asemenea, Comisia a menționat că pentru același credit, o garantare a creditului la export a fost oferită de Germania. Conform explicațiilor oferite de România cu privire la relația dintre garanția statului, garantarea dreptului la export și creditul KfW, KfW a dorit să obțină garantarea creditului la export din partea Germaniei pentru împrumutul de [15-25 milioane EUR]. Pentru a obține garantarea acestui credit la export din partea Germaniei, KfW a trebuit să solicite o garanție suverană din partea țării de origine a importatorului. În cazul de față, garanția suverană putea fi acordată numai de către Ministerul Finanțelor din România.

(41)

Faptul că agenția germană de credit la export a solicitat în mod expres o garanție din partea statului, demonstrează în mod clar că statul nu a acționat în calitate de acționar atunci când a oferit garanția, deoarece niciun alt acționar privat nu ar fi putut să o furnizeze.

(42)

În plus, în același timp cu acordarea creditului garantat de stat, KfW a acordat un al doilea credit în valoare de [1-10 milioane EUR] care a fost asigurat de o garanție din partea băncii române BCR. Această garanție poate fi utilizată ca o comparație pentru a evalua dacă condițiile garanției de stat au fost conform pieței.

(43)

Comisia menționează că garanția statului a fost acordată cu un risc mai scăzut decât garanția BCR. Statul a perceput o taxă unică de 4 % pentru garanție, plus o taxă anuală de 0,45 % pentru suma restantă, în timp ce BCR a perceput un comision de 4 % pe an. Garanția statului a avut, de asemenea, o durată mai mare și a fost mai puțin asigurată. Astfel, se pare că statul a acordat garanția în condiții pe care niciun operator privat nu le-ar fi acceptat.

(44)

România susține că situația statului în calitate de acționar al Petrotub care oferă garanția a fost diferită de poziția BCR în calitate de unul din principalii creditori ai societății, care nu a avut un avantaj comercial din acordarea acestei garanții societății, altul decât prima de risc. Acest aspect ar putea justifica o primă de risc mai scăzută pentru stat, deoarece statul ar determina alte avantaje comerciale, de exemplu, sub forma unei performanțe îmbunătățite a societății.

(45)

Comisia nu este de această părere. La momentul acordării de către stat a garanției, statul era principalul acționar al societății (aproximativ 70 % din acțiuni), dar nu unicul acționar. Orice avantaj suplimentar datorat unei performanțe îmbunătățite nu poate fi acordat în întregime de stat, de acesta beneficiind și ceilalți acționari. Această situație nu ar fi acceptată de niciun acționar privat.

(46)

Prin urmare, în această etapă, Comisia concluzionează că statul nu a acționat în calitate de investitor privat când a acordat garanția. Prin urmare, plățile potențiale din cadrul garanției statului nu pot fi luate în considerare în calcularea costurilor de lichidare.

(47)

În cazul în care aceste plăți potențiale sunt excluse din calculele prezentate de România, ambele scenarii de faliment ar fi fost mult mai avantajoase pentru stat decât scenariul privatizării, astfel cum reiese din tabelul 1 de mai sus. În cazul privatizării, instituțiile statului primesc [indexat 100] ROL, în timp ce în cazul falimentului I ar primi [indexat 243] ROL, iar în varianta de faliment II ar primi [indexat 282] ROL. Prin urmare, un agent economic din cadrul economiei de piață a decis să conducă societatea la faliment în schimbul privatizării, în condițiile date incluzând și scutirile de la plata datoriilor.

(48)

Prin urmare, concluziile preliminare ale Comisiei privind scutirea de la plata datoriilor acordată de bugetul asigurărilor sociale, fondul de șomaj, fondul național de asigurări sociale de sănătate și APAPS nu au fost conforme pieței, oferind în schimb un avantaj selectiv societății.

(ii)   Reeșalonarea datoriilor publice

(49)

Referitor la reeșalonarea datoriilor, nu au fost furnizate niciun fel de informații potrivit cărora acestea ar fi în conformitate cu atitudinea unui agent economic din cadrul economiei de piață și acest aspect nu a fost abordat în raportul consultantului. Prin urmare, Comisia consideră că eventuala reeșalonare a datoriilor de către bugetul asigurărilor sociale, fondul de șomaj și fondul național de asigurări sociale de sănătate ar fi putut acorda un avantaj selectiv întreprinderii Roman.

3.2.2.   Alte condiții prevăzute la articolul 87 alineatul (1) din Tratatul CE

(50)

Măsurile au fost întreprinse de agenția română de privatizare APAPS, bugetul asigurărilor sociale, fondul de șomaj și fondul național asigurări sociale de sănătate. Acestea rezultă astfel din resursele statului și sunt imputabile statului. Întreprinderea Roman produce țevi și tuburi din oțel. Având în vedere faptul că aceste produse sunt comercializate la scară largă în Uniunea Europeană, măsurile amenință să denatureze competitivitatea și să afecteze comerțul între statele membre.

3.2.3.   Concluzie asupra articolului 87 alineatul (1) din Tratatul CE

(51)

Astfel, în această etapă, Comisia concluzionează că scutirile de la plata datoriilor și reeșalonarea constituie ajutor, iar compatibilitatea măsurilor trebuie evaluată în consecință.

3.3.   Derogare în cadrul articolului 87 alineatele (2) și (3) din Tratatul CE

(52)

Articolul 87 alineatele (2) și (3) din Tratatul CE prevăd scutiri de la incompatibilitatea generală, astfel cum este prevăzut la alineatul (1) al aceluiași articol. În această etapă, Comisia consideră că niciuna din scutiri nu poate fi aplicată în cazul de față.

(53)

În special, Comisia consideră că Liniile directoare în domeniul ajutorului de stat pentru salvarea și restructurarea întreprinderilor aflate în dificultate (9) nu se aplică sectorului industriei oțelului și prin urmare, unei societăți care face parte din acest sector nu i se poate acorda niciun fel de sprijin în acest sens. De asemenea, Comisia consideră că orientările privind ajutorul regional la nivel național (10) nu se aplică industriei oțelului.

(54)

În această etapă, Comisia consideră că niciuna din liniile directoare și regulamentele comunitare, ca de exemplu pentru cercetare și dezvoltare, pentru mediu, pentru întreprinderile mici și mijlocii, pentru ocuparea forței de muncă și formare sau pentru capitalul de risc nu se poate aplica prezentei măsuri.

IV.   DECIZIE

(55)

Astfel, în această etapă, Comisia concluzionează că scutirea de la plata datoriilor și reeșalonarea datoriei de către bugetul asigurărilor sociale, fondul de șomaj, fondul național de asigurări sociale de sănătate și APAPS reprezintă ajutor de stat și consideră cu titlu preliminar că acestea nu îndeplinesc condițiile de compatibilitate cu piața comună.

Având în vedere considerațiile anterioare, Comisia, acționând conform procedurii prevăzute în articolul 88 alineatul (2) din Tratatul CE, solicită României să-și prezinte observațiile și să furnizeze toate informațiile necesare pentru evaluarea ajutorului, în termen de o lună de la data primirii acestei scrisori. În caz contrar, Comisia va adopta o decizie în funcție de informațiile pe care le deține. Comisia solicită autorităților dumneavoastră să transmită o copie a acestei scrisori, în cel mai scurt termen, potențialului beneficiar al ajutorului.

Comisia dorește să reamintească României că articolul 88 alineatul (3) din Tratatul CE are efect suspensiv și vă atrage atenția asupra articolului 14 din Regulamentul (CE) nr. 659/1999, care prevede că orice ajutor de tip ilegal poate fi recuperat de la beneficiar.

Comisia informează România că va informa părțile interesate publicând această scrisoare, precum și un rezumat justificativ al acesteia în Jurnalul Oficial al Uniunii Europene. De asemenea, Comisia va informa Autoritatea de Supraveghere a AELS prin transmiterea către aceasta a unei copii a acestei scrisori. Toate părțile interesate vor fi invitate să-și prezinte observațiile în termen de o lună de la data acestei publicări.»


(1)  JO C 70, 19.3.2002, p. 8.

(2)  În luna mai 2004, APAPS (Autoritatea pentru Privatizare și Administrarea Participațiilor Statului) și AVAB (Autoritatea pentru Valorificarea Activelor Bancare) au fuzionat, rezultând astfel o nouă entitate — AVAS (Autoritatea pentru Valorificarea Activelor Statului).

(3)  Rata de schimb utilizată este de 38 185 ROL = 1 EUR care era rata de schimb oficială stabilită de Banca Națională a României la data de 30 septembrie 2003. România a utilizat această rată de schimb în datele furnizate.

(4)  Informațiile cuprinse între […] sunt informații cu caracter confidențial și reprezintă fie sumele indexate, fie marginile între care se situează sumele absolute.

(5)  Din raport nu reiese în mod clar din ce motiv plățile diferă în cele două scenarii de faliment.

(6)  Cauza T-152/99 HAMSA împotriva Comisiei, hotărârea Curții de Justiție din 11 iulie 2002.

(7)  A se vedea, de exemplu, cauza C-344/99 Germania v. Comisie (Gröditzer Stahlwerke), hotărârea Curții din 28 ianuarie 2003, alineatul (134); cauze conexe C-278/92, C-279/92 și C-280/92 Spania v. Comisie (Hytasa), hotărârea Curții din 14 septembrie 1994, alineatul (22).

(8)  A se vedea alineatul (134) din cauza C-344/99 (citat anterior).

(9)  A se vedea nota de subsol 5.

(10)  JO C 74, 10.3.1998, p. 9.


29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/38


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4910 — Motorola/Vertex Standard)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 287/09)

1.

Στις 16 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 και σε ακολουθία μιας παραπομπής δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Motorola Inc. («Motorola», ΗΠΑ) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Vertex Standard («Vertex Standard», Ιαπωνία) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Motorola: τεχνολογίες ασύρματων και ευρυζωνικών επικοινωνιών καθώς και ενσωματωμένα ηλεκτρονικά προϊόντα,

για την Vertex Standard: σχεδιασμός, κατασκευή και πώληση προϊόντων αμφίδρομου ραδιοεξοπλισμού.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4910 — Motorola/Vertex Standard. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


29.11.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 287/39


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΗΝΩΜΈΝΟ ΒΑΣΊΛΕΙΟ

Κρατική ενίσχυση C 42/04 (πρώην N 350/04) — Απαλλαγές για την ανακαίνιση επαγγελματικών χώρων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 287/10)

Η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η οποία κινήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2004 (1) σχετικά με το προαναφερόμενο μέτρο, σημειώνοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο απέσυρε την κοινοποίησή του στις 23 Απριλίου 2007.


(1)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 38.