ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

50ό έτος
26 Απριλίου 2007


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές και γνωμοδοτήσεις

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

 

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

2007/C 091/01

Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων περί της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

1

2007/C 091/02

Δεύτερη γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις

9

2007/C 091/03

Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας [COM(2006)16 τελικό]

15

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιτροπή

2007/C 091/04

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση [Υπόθεση COMP/M.4577 — Blackstone/Cardinal Health (PTS Division)] ( 1 )

24

2007/C 091/05

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4594 — OEP/Arvinmeritor Emissions Technologies Business) ( 1 )

24

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιτροπή

2007/C 091/06

Ισοτιμίες του ευρώ

25

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2007/C 091/07

Επίσημες αργίες για το έτος 2007

26

2007/C 091/08

Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2004 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων

27

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

2007/C 091/09

Επίσημες αργίες για το έτος 2007: Κράτη ΕΟΧ/ΕΖΕΣ και θεσμικά όργανα ΕΟΧ

33

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Επιτροπή

2007/C 091/10

Κρατική ενίσχυση — Ηνωμένο Βασίλειο — Κρατική ενίσχυση C 7/07 (πρώην NN 82/06 και NN 83/06) — Εικαζόμενη ενίσχυση υπέρ των Royal Mail και POL — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ ( 1 )

34

2007/C 091/11

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης [Υπόθεση COMP/M.4654 — IPR/Mitsui (UK Electricity Generation Business)] — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

42

2007/C 091/12

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4658 — Bridgepoint Capital/Wolters Kluwer Educational Division) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

43

2007/C 091/13

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4498 — HgCapital/Denton) ( 1 )

44

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές και γνωμοδοτήσεις

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/1


Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων περί της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

(2007/C 91/01)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 286,

το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 8,

Την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1),

Τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2),

Την αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, την οποία έλαβε στις 31 Ιουλίου 2006 από την Επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Η πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF (3) (εφεξής «η πρόταση») περιέχει αναθεωρήσεις για τα περισσότερα από τα άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 (4). Ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει τους επιχειρησιακούς κανόνες που πρέπει να ακολουθούν όσοι μετέχουν στις έρευνες της OLAF και, ως εκ τούτου, αποτελεί τη νομική βάση για τις επιχειρησιακές δραστηριότητες της OLAF.

Διαβούλευση με τον ΕΕΠΔ

2.

Η Επιτροπή έστειλε την πρόταση στον ΕΕΠΔ στις 15 Σεπτεμβρίου 2006. Ο ΕΕΠΔ αντιλαμβάνεται την κοινοποίηση αυτή ως αίτημα παροχής συμβουλών στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [εφεξής κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001]. Εν όψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα του άρθρου 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τη ρητή αναφορά αυτής της διαβούλευσης στο προοίμιο της πρότασης.

3.

Οι παρατηρήσεις που γίνονται στην παρούσα Γνωμοδότηση ισχύουν αναλογικώς για την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου της 25 Μαΐου 1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (5).

Η σημασία της πρότασης και οι συμβουλές του ΕΕΠΔ

4.

Ο ΕΕΠΔ κρίνει σημαντικό να εκφράσει γνώμη σχετικά με αυτή την πρόταση εν όψει των επιπτώσεών της στα ατομικά δικαιώματα προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Δεδομένου ότι η πρόταση θεσπίζει νέους κανόνες που πρέπει να ακολουθεί η OLAF όταν πραγματοποιεί έρευνες για καταγγελίες περί παράνομων δραστηριοτήτων, είναι σημαντικό να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες εγγυήσεις για τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής των προσώπων που εμπλέκονται σε τέτοιες έρευνες, των υπόπτων για παραβάσεις, αλλά και των μελών του προσωπικού και άλλων ατόμων που παρέχουν πληροφορίες στην OLAF. Αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο αν ληφθεί υπόψη το ιδιαίτερα ευαίσθητο είδος πληροφοριών που ενδέχεται να συλλέγει η OLAF, το οποίο περιλαμβάνει δεδομένα σχετικά με πιθανά αδικήματα, με αδικήματα, με ποινικές καταδίκες, δεδομένα υγείας καθώς και πληροφορίες που θα είχαν ως αποτέλεσμα να αποκλείσουν άτομα από κάποιο δικαίωμα, όφελος, ή κάποια σύμβαση στο μέτρο που τέτοιες πληροφορίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

Κύρια στοιχεία της πρότασης και προκαταρκτικές παρατηρήσεις

5.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 ανταποκρίνονται σε διαφορετικούς σκοπούς και στόχους (6). Παραδείγματος χάριν, μερικές τροποποιήσεις στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των ερευνών της OLAF, ώστε λ.χ. να εξασφαλιστεί ότι οι ερευνητικές δυνατότητες της OLAF καλύπτουν οικονομικούς φορείς στα κράτη μέλη που δέχονται κοινοτική χρηματοδότηση. Άλλες σκοπεύουν να διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών για υποψίες περί ατασθαλιών μεταξύ της OLAF και των διάφορων εμπλεκομένων οργάνων, τόσο στην ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο. (7) Τέλος, μερικές από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις επιδιώκουν να εγγυηθούν τα δικαιώματα των προσώπων που μετέχουν σε μια έρευνα, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής τους ζωής, και να καταστήσει ισχυρότερες τις διαδικαστικές εγγυήσεις.

6.

Ο ΕΕΠΔ συμφωνεί με τη σημασία των σκοπών και των στόχων που ακολουθούνται από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και, στο μέτρο αυτό, χαιρετίζει την πρόταση. Ο ΕΕΠΔ εκτιμά ιδιαίτερα τις ατομικές διαδικαστικές εγγυήσεις που δημιουργεί η πρόταση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σχετικά με τη δυνατότητα των υπόπτων να ζητούν γνωμοδότηση του Συμβούλου Αναθεώρησης ως προς το εάν τηρήθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ο ΕΕΠΔ είναι επίσης ικανοποιημένος με τις τροποποιήσεις που στοχεύουν στο να δίδονται περισσότερες πληροφορίες στους whistleblowers και τους πληροφοριοδότες. Από την οπτική της προστασίας των δικαιωμάτων των ατόμων στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής τους ζωής, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι γενικά η πρόταση περιέχει βελτιώσεις έναντι της τρέχουσας κατάστασης. Για παράδειγμα, ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για την αναγνώριση της ισχύος διάφορων δικαιωμάτων προστασίας δεδομένων κατά τη διάρκεια των ερευνών, όπως το δικαίωμα του υπόπτου να ενημερώνεται για την έρευνα και να εκφράζει τις απόψεις του/ της.

7.

Ωστόσο, παρά τη γενική θετική εντύπωση, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι, από άποψη προστασίας των προσωπικών δεδομένων, η πρόταση θα μπορούσε να βελτιωθεί περαιτέρω, χωρίς να διακινδυνεύσουν οι στόχοι που επιδιώκει. Ειδικότερα, ο ΕΕΠΔ ανησυχεί μήπως η πρόταση κριθεί ως lex specialis ο οποίος ρυθμίζει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται στο πλαίσιο των ερευνών της OLAF, και ο οποίος θα υπερίσχυε της εφαρμογής του γενικού πλαισίου προστασίας δεδομένων που περιλαμβάνει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό εάν ληφθεί υπόψη ότι οι προδιαγραφές προστασίας δεδομένων που περιλαμβάνονται στην πρόταση είναι χαμηλότερες από εκείνες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και αυτό χωρίς κανέναν προφανή λόγο.

8.

Προκειμένου να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται μια ανάλυση της πρότασης, η οποία αφ' ενός περιγράφει τις ανεπάρκειές της και αφ' ετέρου προτείνει συγκεκριμένους τρόπους να αντιμετωπιστούν. Προφανώς, το πεδίο αυτής της ανάλυσης περιορίζεται στις διατάξεις που έχουν επιπτώσεις στην προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδίως το άρθρο 1, παράγραφοι 5, 6 και 7, με τα οποία προστίθενται ή τροποποιούνται τα άρθρα 7α, 8 και 8α.

ΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

ΙΙ. 1.   Εξέταση της πρότασης κατ' άρθρο

ΙΙ. 1.α.   Αρχή της ποιότητας των δεδομένων

9.

Η αρχή της ποιότητας των δεδομένων, που αναγνωρίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, περιλαμβάνει διάφορες ειδικές όψεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτή την αρχή, τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να είναι ακριβή, να αντιστοιχούν στην αντικειμενική πραγματικότητα και επίσης να είναι πλήρη και ενημερωμένα. Δεύτερον, τα στοιχεία δεν πρέπει να είναι υπερβολικά και πρέπει να είναι επαρκή κατά τρόπο ώστε να υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ των πληροφοριών και του σκοπού για τον οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθούν. Η πρόταση λαμβάνει υπόψη την αρχή της ποιότητας των δεδομένων μέσω του άρθρου 1, παράγραφος 5, με την οποία προστίθεται το άρθρο 7α παράγραφος 1 που απαιτεί η OLAF να αναζητά στοιχεία υπέρ και κατά του ενδιαφερομένου.

10.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόβλεψη υποχρέωσης να αναζητούνται στοιχεία υπέρ και κατά του ενδιαφερομένου, διότι αυτό έχει επιπτώσεις στην ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία, πράγμα που συμβάλλει στη συμμόρφωση με την αρχή της ποιότητας των δεδομένων και ως εκ τούτου αυξάνει τις συνολικές εγγυήσεις περί προστασίας των δεδομένων στα πλαίσια των ερευνών της OLAF.

II.1.β.   Δικαίωμα πληροφόρησης

11.

Σύμφωνα με αυτό το δικαίωμα, εκείνοι που συλλέγουν προσωπικά δεδομένα πρέπει να ενημερώνουν τα άτομα, στα οποία αφορούν τα δεδομένα, ότι τα δεδομένα τους συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία. Τα άτομα περαιτέρω έχουν δικαίωμα να ενημερώνονται, μεταξύ άλλων, για τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους παραλήπτες των δεδομένων και τα συγκεκριμένα δικαιώματα που διαθέτουν τα άτομα ως υποκείμενα των δεδομένων. Η υποχρέωση να δίδονται πληροφορίες για την επεξεργασία των δεδομένων κάποιου σημαίνει ότι εξασφαλίζεται σύννομη επεξεργασία των προσωπικών πληροφοριών του ατόμου και συγχρόνως αποτελεί απαραίτητη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η πρόταση αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στο άρθρο 1, παράγραφος 5, με την οποία προστίθεται το άρθρο 7α, παράγραφος 2, και στο άρθρο 1, παράγραφος 7, με την οποία προστίθεται το άρθρο 8α.

12.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την προσθήκη των άρθρων 7α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και 8α, στο μέτρο που συμβάλλουν στο σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, στο συγκεκριμένο πλαίσιο των ερευνών που διενεργεί η OLAF.

13.

Πέραν της πρόβλεψης του δικαιώματος ενημέρωσης για την επεξεργασία προσωπικών πληροφοριών, τα άρθρα 11 και 12, τα οποία ισχύουν για τις καταστάσεις όπου πληροφορίες για ένα άτομο συλλέγονται απευθείας από το εν λόγω άτομο ή αντίστοιχα από τρίτους, ορίζουν ποιες πληροφορίες θα πρέπει απαραιτήτως να δίδονται στα άτομα ώστε να είναι σε θέση να έχουν εξακριβωμένες και πλήρεις πληροφορίες για την ύπαρξη μιας επιχείρησης επεξεργασίας που τα αφορά. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τους σκοπούς για τους οποίους θα χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα, τους πιθανούς παραλήπτες των δεδομένων και την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης σε αυτά.

14.

Δυστυχώς ούτε το πρώτο εδάφιο του άρθρου 7α, παράγραφος 2 ούτε το άρθρο 8α περιέχουν ανάλογες απαιτήσεις περί πληροφοριών όπως αυτές των άρθρων 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, και έτσι δεν διευκρινίζουν ποιες πληροφορίες πρέπει να δίδονται στα άτομα προκειμένου να είναι σύννομη η επεξεργασία. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι τα άρθρα 7α, παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και 8α πρέπει να συνάδουν με τα άρθρα 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Γι' αυτό, ο ΕΕΠΔ προτείνει στα άρθρα 7α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και 8α να περιληφθεί ρητή αναφορά στην εφαρμογή των άρθρων 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

15.

Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η έλλειψη αναφοράς στα άρθρα 11 και 12 θα δημιουργήσει ασάφεια δικαίου. Πράγματι, η πρόταση θα δημιουργούσε ένα νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει το δικαίωμα πληροφόρησης στα πλαίσια των ερευνών της OLAF που θα διαφέρει από το γενικό πλαίσιο που θεσπίζουν τα άρθρα 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Δυστυχώς, ένα τέτοιο πλαίσιο θα παρείχε λιγότερες εγγυήσεις προστασίας δεδομένων από το γενικό. Ο ΕΕΠΔ δεν βλέπει κανένα λόγο που να δικαιολογεί αυτή την ατυχή επιλογή.

16.

Τα άρθρα 7α, παράγραφος 2 και 8α, παράγραφος 2 της πρότασης προβλέπουν μια εξαίρεση στην εφαρμογή τους, εάν η γνωστοποίηση των πληροφοριών βλάπτει τη διενέργεια της έρευνας. Σύμφωνα με την εξαίρεση, ο Γενικός Διευθυντής της OLAF έχει δικαίωμα να αναβάλει την εκπλήρωση της υποχρέωσης να ζητήσει από το εμπλεκόμενο πρόσωπο να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

17.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η δυνατότητα περιορισμού της παροχής πληροφοριών σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις συμφωνεί με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, το οποίο προβλέπει ορισμένους περιορισμούς στο δικαίωμα αυτό, όπως, μεταξύ άλλων, όταν αυτό είναι απαραίτητο (i) για την πρόληψη και τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων, (ii) για την προστασία οικονομικού ή χρηματικού συμφέροντος ενός κράτους μέλους ή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και (iii) για την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων.

18.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο περιορισμός στο δικαίωμα πληροφόρησης συνοδεύεται από διάφορες εγγυήσεις προστασίας δεδομένων. Ειδικότερα, το άρθρο 20 παράγραφος 3 ορίζει ότι, όποτε επιβάλλεται περιορισμός, το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται για τους κύριους λόγους στους οποίους στηρίζεται η εφαρμογή του περιορισμού, καθώς και για το δικαίωμά του να προσφύγει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Η παροχή των πληροφοριών μπορεί να αναβληθεί εάν κάτι τέτοιο θα έβλαπτε την έρευνα.

19.

Ωστόσο, στην πρόταση οι διατάξεις που θεσπίζουν περιορισμούς στο δικαίωμα πληροφόρησης δεν συνοδεύονται από τις εγγυήσεις προστασίας δεδομένων που προβλέπει το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Κατά συνέπεια, στα πλαίσια των ερευνών της OLAF, οι περιορισμοί στο δικαίωμα πληροφόρησης παρέχονται χωρίς τις εγγυήσεις που θα ίσχυαν στα γενικά πλαίσια προστασίας δεδομένων, πράγμα που ο ΕΕΠΔ βρίσκει άστοχο. Για να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα, ο ΕΕΠΔ προτείνει να συνδεθεί ο περιορισμός στο δικαίωμα πληροφόρησης των άρθρων 7α, παράγραφος 2, εδάφιο 2, και 8α με τις εγγυήσεις του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

II.1.γ.   Δικαίωμα πρόσβασης

20.

Το δικαίωμα πρόσβασης δίνει στα άτομα τη δυνατότητα να μαθαίνουν εάν και τι είδους πληροφορίες που τα αφορούν υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η πρόταση αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στο άρθρο 1, παράγραφος 5, με την οποία προστίθενται τα άρθρα 7α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και 7α, παράγραφος 3.

21.

Οι ανωτέρω τροποποιήσεις, δηλ. τα άρθρα 7α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και 7α, παράγραφος 3 καθιερώνουν το δικαίωμα του υπόπτου για αδικήματα να ενημερώνεται για όλα τα θέματα που τον αφορούν. Πιο συγκεκριμένα, καθορίζουν πώς θα ασκείται το δικαίωμα αυτό στα πλαίσια των ερευνών της OLAF. Πρώτον, θα παρέχεται κατά την ολοκλήρωση μιας έρευνας, δηλ. στο τέλος της. Δεύτερον, θα παρέχεται μέσω μιας περίληψης των ζητημάτων που αφορούν το άτομο. Επιπλέον, η πρόσβαση θα παρέχεται και μέσω της καταγραφής μιας συνέντευξης με τον ύποπτο.

22.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την προσθήκη των άρθρων 7α, 7α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και 7α, παράγραφος 3 στο μέτρο που αποσαφηνίζουν στα πλαίσια των ερευνών της OLAF το δικαίωμα πρόσβασης εκ της προστασίας δεδομένων που θεσπίζει το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης του τρόπου με τον οποίο αναγνωρίζεται στην πρόταση το δικαίωμα αυτό. Ο ΕΕΠΔ ανησυχεί για το ότι το δικαίωμα πρόσβασης, όπως είναι διατυπωμένο στην πρόταση, είναι κατώτερο από το ίδιο δικαίωμα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001.

23.

Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, κατά γενική αρχή, τα άτομα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά τους δεδομένα, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις ειδικές περιστάσεις του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, που αναφέρεται ανωτέρω, η οποία να δικαιολογεί περιορισμό του δικαιώματος. Σε αυτή την περίπτωση, η πρόσβαση μπορεί να περιοριστεί έως ότου αλλάξουν οι περιστάσεις.

24.

Ο ΕΕΠΔ παρατηρεί ότι η πρόταση δεν αναγνωρίζει την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης ως ζήτημα αρχής. Η πρόταση προβλέπει την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε ορισμένα διαδικαστικά στάδια και όσον αφορά ορισμένα έγγραφα. Ως ένα ορισμένο βαθμό, μπορεί να ειπωθεί ότι, στο πλαίσιο της πρότασης, το δικαίωμα πρόσβασης έχει τόσο χρονικούς όσο και υλικούς περιορισμούς.

25.

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 7α, παράγραφος 2, η πρόσβαση μπορεί να δοθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, οπότε δίδεται στο άτομο μια περίληψη των ζητημάτων που το αφορούν και πραγματοποιείται συνέντευξη του ατόμου με την OLAF και συντάσσονται πρακτικά της συνέντευξης. Έξω από αυτά τα δύο στάδια της διαδικασίας, κατά γενικό κανόνα, δεν υπάρχει καμία πρόσβαση στις προσωπικές πληροφορίες. Όσον αφορά το υλικό στο οποίο χορηγείται πρόσβαση, ο ΕΕΠΔ διαπιστώνει ότι, βάσει της πρότασης, η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο όσον αφορά την περίληψη των ζητημάτων που αφορούν το άτομο και το πρακτικό της συνέντευξης βάσει του άρθρου 7α, παράγραφος 2 εδ. β' και 3 αντίστοιχα. Η πρόσβαση δεν ισχύει για καμία άλλη πληροφορία που μπορεί να τηρείται σχετικά με το άτομο, όπως αντίγραφα εγγράφων, ηλεκτρονικά ταχυδρομεία, τηλεφωνικές καταγραφές κ.λπ.

26.

Ο ΕΕΠΔ συμφωνεί με την πρόταση ότι η πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες έχει νόημα στα δύο διαδικαστικά στάδια και όσον αφορά τα δύο έγγραφα που αναφέρει ειδικά η πρόταση και εκφράζει την ικανοποίησή του που η πρόταση αναγνωρίζει τέτοιο δικαίωμα σε αυτές τις περιστάσεις. Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η πρόταση πρέπει κατά γενική αρχή να αναγνωρίσει επίσης την ύπαρξη ενός δικαιώματος πρόσβασης πέρα από τις δύο περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στην πρόταση.

27.

Ο ΕΕΠΔ αντιλαμβάνεται ότι ίσως υπάρξει αντίθεση προς την ιδέα της αναγνώρισης δικαιώματος πρόσβασης ως γενικού κανόνα κατά τη διάρκεια μιας έρευνας. Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι εάν σε ορισμένες περιπτώσεις έρευνας υπάρχει ανάγκη να προστατευθεί η εμπιστευτικότητα της έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η OLAF θα είναι σε θέση να αναστείλει την πρόσβαση. Πράγματι, η OLAF μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 20 και να αναστείλει την πρόσβαση προκειμένου να διασφαλισθούν παραδείγματος χάριν η αποτροπή και η διερεύνηση ποινικών και άλλων παραβάσεων. Κατά συνέπεια, η χορήγηση δικαιώματος πρόσβασης κατά γενική αρχή δεν κωλύει ειδικούς περιορισμούς σε τέτοια δικαιώματα, όταν προκύπτουν οι λόγοι που περιγράφονται ανωτέρω.

28.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει ουσιαστικό δικαίωμα πρόσβασης κατά τη διάρκεια μιας έρευνας και ταυτόχρονα ότι αναγνωρίζονται ενδεχόμενοι περιορισμοί, ο ΕΕΠΔ προτείνει να υπάρχει στην πρόταση ρητή αναφορά στο δικαίωμα του ατόμου προς πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του που περιλαμβάνονται στο φάκελο της έρευνας της OLAF. Ειδικότερα, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι μεταξύ πρώτου και δεύτερου εδαφίου του άρθρου 7α, παράγραφος 2 πρέπει να παρεμβληθεί μια παράγραφος αυτού του τύπου: «Κάθεπρόσωπο που εμπλέκεται σε έρευνα δικαιούται πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα τα οποία συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001».

29.

Η παράγραφος αυτή θα καθιέρωνε, ως γενική αρχή, την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης. Κατά συνέπεια, δεν θα επιτυγχανόταν μόνο ομοιομορφία αλλά και τα άτομα στα οποία αφορούν οι έρευνες της OLAF δεν θα υπόκειντο σε λιγότερο ευνοϊκό καθεστώς όσον αφορά στην πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα.

II.1.δ.   Δικαίωμα διόρθωσης

30.

Το δικαίωμα πρόσβασης αποτελεί λογική προϋπόθεση του δικαιώματος διόρθωσης. Αφού δοθεί στα άτομα η ευκαιρία να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα τους και να ελέγξουν την ακρίβεια και το σύννομο της επεξεργασίας, το δικαίωμα διόρθωσης τους επιτρέπει να απαιτήσουν τη διόρθωση τυχόν ελλιπών ή ανακριβών πληροφοριών.

31.

Στο πλαίσιο της πρότασης, το δικαίωμα διόρθωσης ρυθμίζεται μαζί με το δικαίωμα πρόσβασης. Το άρθρο 1, παράγραφος 5, με την οποία προστίθενται τα άρθρα 7α, 7α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και 7α, παράγραφος 3 αναφέρεται στη δυνατότητα του υπόπτου να διατυπώνει τις παρατηρήσεις του.

32.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι, stricto sensu, η πρόταση δεν προβλέπει δικαίωμα διόρθωσης ως τέτοιο. Αντί' αυτού, η πρόταση προβλέπει δικαίωμα «να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του»και «να εγκρίνει ή να προσθέσει τις παρατηρήσεις του»(και στις δύο περιπτώσεις σχετικά με προσωπικές πληροφορίες). Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι τέτοια προνόμια ισοδυναμούν προς δικαίωμα διόρθωσης και ότι συμφωνούν με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 που θεσπίζει το νομικό πλαίσιο για το δικαίωμα διόρθωσης ανακριβών πληροφοριών. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι στα πλαίσια των ερευνών της OLAF δεν είναι δυνατό να παρασχεθεί στα άτομα η δυνατότητα απλώς να «διορθώσουν »τις πληροφορίες που κρίνουν ελλιπείς ή ανακριβείς, επειδή προφανώς σε πολλές περιπτώσεις, η απόφανση περί του εάν οι πληροφορίες είναι ανακριβείς θα αποτελέσει το αντικείμενο της έρευνας. Γι' αυτό, σε αυτό το πλαίσιο, το δικαίωμα διόρθωσης μπορεί να παρέχεται, όπως κάνει η πρόταση, με το να επιτραπεί στον ενδιαφερόμενο να γνωστοποιήσει τις απόψεις του και να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τις επίμαχες προσωπικές πληροφορίες.

33.

Εκτός των ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι τα ίδια σχόλια που διατυπώθηκαν προηγουμένως ως προς τον τρόπο με τον οποίο η πρόταση ρυθμίζει το δικαίωμα πρόσβασης, ισχύουν αναλογικώς και για το δικαίωμα διόρθωσης. Πράγματι, στο πλαίσιο της πρότασης, το δικαίωμα διόρθωσης έχει τις ίδιες ανεπάρκειες που περιγράφηκαν ανωτέρω ως προς το δικαίωμα πρόσβασης: η πρόταση δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα διόρθωσης ως γενική αρχή. Αντιθέτως, το δικαίωμα διόρθωσης περιορίζεται αδικαιολόγητα στην περίληψη των ισχυρισμών και την που ακολουθεί τη συνέντευξη.

34.

Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η πρόταση πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα διόρθωσης ως γενικό δικαίωμα και όχι ως μερικό. Γι' αυτό, ο ΕΕΠΔ προτείνει να προστεθεί μια διάταξη στην πρόταση η οποία να αναγνωρίζει την εφαρμογή του δικαιώματος διόρθωσης. Ειδικότερα, μετά τη φράση «οιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε έρευνα έχει ανά πάσα στιγμή δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά του δεδομένα τα οποία συλλέγονται κατά τη διάρκεια της έρευνας »να προστεθούν τα εξής: «και να καταθέσει τις απόψεις του περί του εάν τα προσωπικά δεδομένα είναι ανακριβή ή ελλιπή». Ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι η OLAF μπορεί πάντα να περιορίσει το δικαίωμα διόρθωσης εφαρμόζοντας το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, προκειμένου να προστατευθούν η πρόληψη, η έρευνα, η ανίχνευση και η δίωξη ποινικών αδικημάτων.

35.

Το άρθρο 7α, παράγραφος 2, 3o εδάφιο προβλέπει δυνατότητα να αποκλεισθεί η εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης και διόρθωσης. Όπως αναφέρθηκε σχετικά με τον περιορισμό του δικαιώματος πληροφόρησης, τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να συνοδεύονται από τις εγγυήσεις που ισχύουν βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Γι' αυτό, ο ΕΕΠΔ προτείνει ο περιορισμός της εφαρμογής τέτοιων δικαιωμάτων στο πλαίσιο της πρότασης να συνδεθεί με ρητή παραπομπή στο άρθρο 20.

II.1. ε.   Ανταλλαγές προσωπικών πληροφοριών

36.

Η πρόταση προβλέπει ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων και με τις αρχές κρατών μελών. Μάλιστα, ένας από τους στόχους της πρότασης είναι να ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των αρχών σε επίπεδο τόσο ΕΕ όσο και κρατών μελών.

37.

Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ θα επιθυμούσε να τονίσει ότι αυτές οι ανταλλαγές πρέπει να επιτραπούν μόνο μέχρι το σημείο που είναι απαραίτητο στη συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που επιδιώκει η έρευνα. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο παραλήπτης των δεδομένων θα τα επεξεργαστεί μόνο για τους λόγους για τους οποίους διαβιβάστηκαν.

38.

Η πρόταση δεν προβλέπει ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων με τρίτες χώρες, ούτε διεθνή συνεργασία. Ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να υποτεθεί ότι μια τέτοια συνεργασία δεν αποκλείεται. Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ θα επιθυμούσε να τονίσει ότι αυτές οι ανταλλαγές πρέπει να επιτραπούν μόνο εάν η τρίτη χώρα εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή εάν η μεταφορά εμπίπτει στο πεδίο μιας από τις παρεκκλίσεις που καθορίζει το άρθρο 9.6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι οι ίδιοι κανόνες ισχύουν σχετικά με τις ανταλλαγές πληροφοριών ανάμεσα στην OLAF και τα όργανα της ΕΕ και μη κοινοτικούς οργανισμούς, όπως η ΕΥΡΩΠΟΛ ή EUROJUST. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ΕΕΠΔ ελπίζει ότι θα θεσπιστεί η ενδεδειγμένη νομοθεσία που να αναγνωρίζει ότι το πλαίσιο προστασίας δεδομένων που διέπει τους οργανισμούς αυτούς είναι επαρκές, πράγμα που θα διευκόλυνε τις μεταφορές πληροφοριών προς αυτούς δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να θεσπιστεί νέα νομοθεσία εφόσον το καθεστώς τους περί προστασίας δεδομένων κριθεί ισοδύναμο με αυτό των κοινοτικών οργανισμών και οργάνων, δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, πράγμα που θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα να εκλείψει ο περιορισμός της μεταφοράς δεδομένων στους οργανισμούς αυτούς.

II. 1.στ.   Συμμόρφωση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001

39.

Η πρόταση έχει τροποποιήσει το άρθρο 8 παράγραφος 3 ώστε να περιληφθεί ρητή αναφορά στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την τροποποίηση του άρθρου 8 παράγραφος 3, στο μέτρο που επιβεβαιώνει ότι, όποτε η πρόταση δεν διευκρινίζει πώς εφαρμόζονται οι απαιτήσεις προστασίας δεδομένων στα πλαίσια των ερευνών της OLAF, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 εφαρμόζεται ελλείψει ειδικότερης διάταξης.

40.

Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι το άρθρο 8 παράγραφος 3 από μόνο του, δηλ. χωρίς τις τροποποιήσεις που προτείνονται με την παρούσα Γνωμοδότηση, δεν είναι επαρκές για να εξασφαλίσει ένα επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων τουλάχιστον ίσο με εκείνο που παρέχεται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Το άρθρο 8 παράγραφος 3 από μόνο του δεν επαρκεί επειδή θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι χρησιμοποιείται μόνο όποτε η πρόταση δεν διευκρινίζει πώς εφαρμόζονται οι απαιτήσεις προστασίας δεδομένων στα πλαίσια των ερευνών της OLAF. Ωστόσο, όταν η πρόταση διευκρινίζει πώς εφαρμόζονται οι απαιτήσεις προστασίας δεδομένων και καθορίζει έτσι ένα λιγότερο προστατευτικό καθεστώς προστασίας, τότε το ανεπαρκές αυτό καθεστώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τυγχάνει προτεραιότητας έναντι της γενικής προστασίας δεδομένων που συνιστά ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις που προτείνονται ανωτέρω για συγκεκριμένες παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 έχουν ως στόχο να αποφευχθούν τέτοιοι ερμηνευτικοί κίνδυνοι.

ΙΙΙ.   ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

ΙΙΙ. 1.   Προστασία των καταγγελλόντων δυσλειτουργίες («Whistleblowers»)

41.

Ο ΕΕΠΔ συμφωνεί πλήρως με την πρόταση στο ότι, χάριν μεγαλύτερης διαφάνειας, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί επαρκής βαθμός πληροφοριών για όσους καταγγέλλουν δυσλειτουργίες, και εκφράζει την ικανοποίησή του που η πρόταση προβλέπει υποχρέωση να παρέχονται στους πληροφοριοδότες πληροφορίες περί του εάν πρέπει να αρχίσουν έρευνα ή όχι.

42.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά να τηρείται απόρρητη η ταυτότητα των καταγγελλόντων κατά τη διάρκεια των ερευνών της OLAF και κατά τα επόμενα στάδια. Γι' αυτό, ο ΕΕΠΔ είναι της γνώμης ότι θα ήταν σκόπιμο να περιληφθεί στην πρόταση μια νέα παράγραφος που να εγγυάται αυτό το απόρρητο. Οι παρούσες εγγυήσεις (ανακοίνωση SEC/2004/151/2 της Επιτροπής) δεν φαίνονται επαρκείς από νομική άποψη. Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι μια τέτοια διάταξη θα ήταν σύμφωνη με τη Γνωμοδότηση της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία δεδομένων που ρυθμίζει την εφαρμογή των κανόνων προστασίας δεδομένων της ΕΕ σε εσωτερικά συστήματα καταγγελίας δυσλειτουργιών (8).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

43.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση αυτή στο μέτρο που καθιστά σαφέστερες τις διαδικαστικές εγγυήσεις των ατόμων που εμπλέκονται στις έρευνες της OLAF, περιλαμβανομένης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των ατόμων αυτών.

44.

Από την προοπτική της κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι ως επί το πλείστον η πρόταση περιέχει βελτιώσεις έναντι του τρέχοντος νομικού πλαισίου. Παραδείγματα βελτιώσεων αποτελούν τα άρθρα 7α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και 8α, καθώς συμβάλλουν στο σεβασμό του δικαιώματος πληροφόρησης, και το άρθρο 7α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 3, που επιβεβαιώνουν την εφαρμογή του μερικού δικαιώματος πρόσβασης και διόρθωσης στα πλαίσια των ερευνών της OLAF.

45.

Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του που η πρόταση αναγνωρίζει ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 εφαρμόζεται σε όλες τις δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιούνται στα πλαίσια ερευνών της OLAF, καθότι θα συμβάλει στην εξασφάλιση συνεπούς και ομοιογενούς εφαρμογής των κανόνων σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών πληροφοριών.

46.

Αν και ο ΕΕΠΔ εκτιμά τις τροποποιήσεις που στοχεύουν να ενισχύσουν τα δικαιώματα τα σχετικά με τη διαδικασία και την προστασία δεδομένων που περιγράφονται ανωτέρω, προβληματίζεται με το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν φθάνουν στα κατώτατα επίπεδα προστασίας δεδομένων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 45/2001. Ο ΕΕΠΔ ανησυχεί για το ότι, αν η πρόταση κριθεί ότι τυγχάνει προτεραιότητας έναντι της εφαρμογής του γενικού πλαισίου προστασίας δεδομένων που περιλαμβάνει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001, αυτό θα συνεπαγόταν απαράδεκτη εξασθένιση των προδιαγραφών προστασίας δεδομένων στα πλαίσια των ερευνών της OLAF. Κατά τη γνώμη του ΕΕΠΔ, αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, εάν ληφθεί υπόψη η ευαίσθητη φύση των στοιχείων που συλλέγονται στα πλαίσια των ερευνών της OLAF. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, ο ΕΕΠΔ ζητά από τον κοινοτικό νομοθέτη να λάβει υπόψη τα κάτωθι ζητήματα και να κάνει τις συναφείς τροποποιήσεις στην πρόταση προς αντιμετώπισή τους:

47.

Ανεπάρκειες σχετικά με το δικαίωμα πληροφόρησης στα πλαίσια των ερευνών της OLAF:

Η παροχή πληροφοριών στα άτομα για να εξασφαλισθεί σύννομη επεξεργασία αποτελεί απαραίτητη προστασία που δεν πρέπει να νοθευτεί άνευ λόγου, όπως κάνει η πρόταση. Για να αποφευχθεί αυτό, η πρόταση πρέπει να τροποποιηθεί ως εξής:

i)

Τα άρθρα 7α, παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και 8α πρέπει να περιλάβουν ρητή παραπομπή στα άρθρα 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 προκειμένου να εξασφαλιστεί σύννομη επεξεργασία.

ii)

Ο περιορισμός στο δικαίωμα πληροφόρησης των άρθρων 7α, παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και 8α δεύτερη παράγραφος πρέπει να συνδεθεί με τις εγγυήσεις του άρθρου 20 κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

48.

Ανεπάρκειες σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα πλαίσια των ερευνών της OLAF:

Η παροχή πρόσβασης στις προσωπικές πληροφορίες προκειμένου τα άτομα να μπορούν να μάθουν εάν δεδομένα που τα αφορούν υποβάλλονται σε επεξεργασία αποτελεί βασικό στυλοβάτη για το σεβασμό των προσωπικών δεδομένων. Για να εξασφαλίσει ουσιαστικά δικαιώματα πρόσβασης, η πρόταση πρέπει να τροποποιηθεί ως εξής:

i)

Πρέπει να προστεθεί νέα διάταξη που να αναγνωρίζει ως γενική αρχή το δικαίωμα πρόσβασης στις προσωπικές πληροφορίες που συγκεντρώνονται στα πλαίσια των ερευνών της OLAF. Αυτή θα μπορούσε να παρεμβληθεί μεταξύ πρώτου και δεύτερου εδαφίου του άρθρου 7α, παράγραφος 2. Μια τέτοια διάταξη θα μπορούσε να έχει ως εξής: «οιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε έρευνα δικαιούται πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα τα οποία συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001»

49.

Ανεπάρκειες σχετικά με το δικαίωμα διόρθωσης στα πλαίσια των ερευνών της OLAF:

Το δικαίωμα να διορθωθούν ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες είναι φυσική συνέπεια του δικαιώματος πρόσβασης στις προσωπικές πληροφορίες, και, ως τέτοιο, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της προστασίας του δικαιώματος στα προσωπικά δεδομένα. Οι περιορισμοί στο δικαίωμα διόρθωσης πρέπει να προβλέπονται μόνο μέχρι το σημείο που επιτρέπεται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Η πρόταση περιέχει πρόσθετους περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να αποφευχθούν ως εξής:

i)

πρέπει να προστεθεί διάταξη που να αναφέρει ότι οι ύποπτοι έχουν γενικό δικαίωμα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με οποιαδήποτε πληροφορία που τους αφορά, εκτός εάν συντρέχει εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Ειδικότερα, μετά την πρόβλεψη ότι οιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε έρευνα έχει «ανά πάσα στιγμή δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά του δεδομένα τα οποία συλλέγονται κατά τη διάρκεια της έρευνας», πρέπει να προστεθεί ότι το άτομο έχει το συνακόλουθο δικαίωμα «να καταθέσει τις απόψεις του περί του εάν τα προσωπικά δεδομένα είναι ανακριβή ή ελλιπή».

ii)

Ο ΕΕΠΔ προτείνει ο περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης και η διόρθωση που προβλέπεται στο άρθρο 7α, παράγραφος 2, 3o εδάφιο να συνδεθούν με τις εγγυήσεις του άρθρου 20 κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

50.

Εκτός των ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ είναι της γνώμης ότι θα ήταν σκόπιμο στην πρόταση να περιληφθεί νέα παράγραφος που να εγγυάται το απόρρητο των καταγγελλόντων.

Βρυξέλλες, 27 Οκτωβρίου 2006.

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

(5)  Η πρόταση τροποποιεί τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15.

(6)  Μερικά από τα προβλήματα που επιδιώκει να λύσει η πρόταση έχουν επισημανθεί στο παρελθόν από το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την αξιολόγηση της ίδιας της OLAF για τις δραστηριότητες της υπηρεσίας.

(7)  Η πρόταση θεσπίζει ένα σύνολο μέτρων για να εξασφαλιστεί ότι η πληροφόρηση ρέει προς όλες τις κατευθύνσεις: από την OLAF προς τα όργανα και τα κράτη μέλη και αντίστροφα.

(8)  Γνωμοδότηση 1/2006 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ περί προστασίας δεδομένων στα εσωτερικά συστήματα καταγγελίας δυσλειτουργιών στους τομείς της λογιστικής, των εσωτερικών λογιστικών ελέγχων, των ελεγκτικών ζητημάτων, της καταπολέμησης της δωροδοκίας, των τραπεζικών εργασιών και του οικονομικού εγκλήματος (00195/06/EN WP 117).


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/9


Δεύτερη γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις

(2007/C 91/02)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 286,

το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 8,

την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2) και ιδίως το άρθρο 41,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

1.

Στις 19 Δεκεμβρίου 2005 ο ΕΕΠΔ εξέδωσε γνωμοδότηση (3) όσον αφορά την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Στη γνωμοδότηση αυτή υπογράμμιζε τη σημασία της πρότασης ως αποτελεσματικού μέσου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα που καλύπτεται από τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ. Το μέσο αυτό δεν θα πρέπει μόνο να σέβεται τις αρχές της προστασίας δεδομένων, όπως καθορίζονται στη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης (4) και ειδικότερα στην οδηγία 95/46/ΕΚ, αλλά επίσης να προβλέπει ένα πρόσθετο σύνολο κανόνων που να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη φύση του τομέα της επιβολής του νόμου. Για τον ΕΕΠΔ είναι ουσιώδες να καλύπτεται από την απόφαση-πλαίσιο οποιαδήποτε επεξεργασία αστυνομικών και δικαστικών δεδομένων, ακόμη και αν τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν διαβιβασθεί ή τεθεί στη διάθεση των αρμόδιων αρχών από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Η συνοχή της προστασίας δεδομένων είναι ουσιώδης, ανεξάρτητα από το πού, από ποιον ή για ποιο σκοπό υποβάλλονται σε επεξεργασία. Ο ΕΕΠΔ έχει υποβάλει διάφορες προτάσεις για τη βελτίωση του επιπέδου της προστασίας.

2.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2006 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε νομοθετικό ψήφισμα σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής. Σε γενικές γραμμές, το ψήφισμα έχει τους ίδιους στόχους με τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ: γενική υποστήριξη της πρότασης και τροποποιήσεις προκειμένου να ενισχυθεί το επίπεδο προστασίας που παρέχει η απόφαση-πλαίσιο.

3.

Η πρόταση της Επιτροπής συζητείται προς το παρόν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο σημειώνει πρόοδο σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες (5) και τροποποιεί ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της πρότασης. Η Προεδρία του Συμβουλίου καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο. Επιδιώκει να επιτευχθεί κοινή προσέγγιση όσον αφορά τα κύρια στοιχεία έως το Δεκέμβριο του 2006.

4.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει με ικανοποίηση ότι το Συμβούλιο δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή τη σημαντική πρόταση. Ωστόσο, ανησυχεί σχετικά με την κατεύθυνση των εξελίξεων. Τα κείμενα που συζητούνται επί του παρόντος στο πλαίσιο του Συμβουλίου δεν ενσωματώνουν τις τροποποιήσεις τις οποίες πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε τις γνωμοδοτήσεις του ΕΕΠΔ και της Διάσκεψης των Ευρωπαϊκών Αρχών Προστασίας Δεδομένων. Αντιθέτως, σε αρκετές περιπτώσεις διατάξεις της προτάσεως της Επιτροπής, που προσφέρουν διασφαλίσεις στους πολίτες, διαγράφονται ή αποδυναμώνονται σε μεγάλο βαθμό. Κατά συνέπεια υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να παρασχεθεί επίπεδο προστασίας χαμηλότερο από εκείνο της οδηγίας 95/46/ΕΚ ή ακόμη και της γενικότερα διατυπωμένης Σύμβασης αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία δεσμεύει τα κράτη μέλη.

5.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι και η Επιτροπή LIBE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξέφρασε πρόσφατα την ανησυχία της όσον αφορά τις επιλογές του Συμβουλίου σχετικά με τη συγκεκριμένη πρόταση απόφασης-πλαισίου.

6.

Για τους λόγους αυτούς ο ΕΕΠΔ εκδίδει τώρα δεύτερη γνωμοδότηση. Αυτή η δεύτερη γνωμοδότηση επικεντρώνεται σε ορισμένες ουσιαστικές ανησυχίες και δεν επαναλαμβάνει όλα τα επιχειρήματα της γνωμοδότησης του ΕΕΠΔ του Δεκεμβρίου 2005, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν.

Γενική ανησυχία

7.

Στον αναπτυσσόμενο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης η ανταλλαγή αστυνομικών και δικαστικών πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών αποκτά διαρκώς μεγαλύτερη σημασία. Έχουν προταθεί ή εκδοθεί αρκετά νομοθετήματα προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών. Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει και πάλι ότι εν προκειμένω απαιτείται ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο που να προστατεύει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, ώστε να εξασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Η παρούσα (πρόταση για) απόφαση-πλαίσιο συνδέεται άμεσα με τις προτάσεις που διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών.

8.

Ο ΕΕΠΔ, μολονότι αναγνωρίζει τη σημασία της ταχύτερης δυνατής έκδοσης της απόφασης-πλαισίου από το Συμβούλιο, προειδοποιεί ότι η ταχύτητα κατά τη λήψη αποφάσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε χαμηλότερα πρότυπα προστασίας. Τα κείμενα που συζητούνται προς το παρόν στο πλαίσιο του Συμβουλίου γεννούν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον από το αποτέλεσμα θα προκύψει αποτελεσματικό επίπεδο προστασίας για τον πολίτη. Όπως έχουν τα πράγματα, ο στόχος της ταχύτητας φαίνεται να οδηγεί στη διαγραφή ή αποδυνάμωση ενδεχομένως αμφισβητούμενων διατάξεων. Η έλλειψη χρόνου για την επίτευξη συναίνεσης ως προς ενδεχομένως αμφισβητούμενες διατάξεις θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την ποιότητα της απόφασης-πλαισίου.

9.

Υπό τις συνθήκες αυτές ο ΕΕΠΔ συνιστά να δώσει το Συμβούλιο περισσότερο χρόνο για τις διαπραγματεύσεις, ώστε να επιτευχθεί αποτέλεσμα που να προσφέρει επαρκή προστασία.

Δυνατότητα εφαρμογής στην εγχώρια επεξεργασία

10.

Το ζήτημα αυτό αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο της γνωμοδότησης του Δεκεμβρίου 2005 και συζητήθηκε σε βάθος εν συνεχεία. Οι κοινοί κανόνες περί προστασίας δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα δεδομένα του τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας και όχι να περιορίζονται στις διασυνοριακές ανταλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Με τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής δεν θα παρεχόταν η κατάλληλη προστασία, όπως απαιτείται από το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) της Συνθήκης ΕΕ. Το συγκεκριμένο σημείο έχει υπογραμμισθεί επανειλημμένα και από άλλους ενδιαφερομένους πέραν του ΕΕΠΔ.

11.

Στη γνωμοδότηση του Δεκεμβρίου 2005 ο ΕΕΠΔ ανέφερε ότι ο περιορισμός στα δεδομένα που ανταλλάσσονται με άλλα κράτη μέλη θα καθιστούσε ιδιαίτερα ανασφαλές και αβέβαιο το πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου, πράγματα που θα ήταν αντίθετο προς το βασικό στόχο της. Κατά τη συλλογή ή επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι γνωστό εάν τα εν λόγω δεδομένα θα αποτελέσουν το αντικείμενο ανταλλαγής με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών.

12.

Για το λόγο αυτό ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής είναι ανεφάρμοστος και, σε περίπτωση εισαγωγής του, θα απαιτούσε δυσχερείς και λεπτές διακρίσεις μεταξύ των βάσεων δεδομένων των αρχών επιβολής του νόμου, που θα συνεπάγονταν επιπλέον διατυπώσεις και έξοδα για τις αρχές αυτές και ταυτοχρόνως θα έθιγαν την ασφάλεια δικαίου των προσώπων.

13.

Μπορούν να δοθούν δύο παραδείγματα των σχετικών συνεπειών. Κατά πρώτο λόγο προκύπτουν επιπλέον διατυπώσεις και έξοδα από το γεγονός ότι οι ποινικοί φάκελοι περιέχουν συχνά δεδομένα προερχόμενα από διαφορετικές αρχές. Η συνέπεια του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής θα ήταν ότι μέρη αυτών των σύνθετων φακέλων — τα μέρη με δεδομένα προερχόμενα από αρχές άλλων κρατών μελών — θα προστατεύονταν δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου και άλλα μέρη δεν θα προστατεύονταν. Κατά δεύτερο λόγο θα θιγόταν η ασφάλεια δικαίου των προσώπων, εφόσον — στην περίπτωση περιορισμού του πεδίου εφαρμογής — δεδομένα προερχόμενα από τρίτες χώρες που δεν θα είχαν αποτελέσει το αντικείμενο ανταλλαγής μεταξύ κρατών μελών δεν θα καλύπτονταν από την απόφαση-πλαίσιο. Εξυπακούεται ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών συνεπάγεται ειδικούς κινδύνους για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται, εάν, λ.χ., δεν υφίσταται έννομη υποχρέωση για την εξέταση της ακρίβειας των εν λόγω δεδομένων. Ένα καλό παράδειγμα θα ήταν η χρήση των καταλόγων «απαγορευμένων επιβατών »τρίτων χωρών για σκοπούς επιβολής του νόμου σε κράτος μέλος.

14.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει και πάλι ότι απαιτείται υψηλό επίπεδο προστασίας στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, έναν τομέα όπου η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θέτει, εκ φύσεως, ειδικούς κινδύνους για τον πολίτη, όπως έχει αναγνωρισθεί ιδίως στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) της Συνθήκης ΕΕ. Επιπλέον, οι μεγάλες διαφορές στην προστασία δεδομένων του πρώτου και του τρίτου πυλώνα δεν θα έθιγαν μόνο το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών, αλλά και την αποτελεσματικότητα της επιβολής του νόμου και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών.

15.

Η πρόταση εξυπηρετεί και τους δύο στόχους. Θα πρέπει να προσφέρει εγγυήσεις στον πολίτη έναντι της εσφαλμένης χρήσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν. Για το θιγόμενο πολίτη δεν έχει σημασία εάν τα δεδομένα αυτά υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο ανταλλαγής μεταξύ των κρατών μελών ή σε καθαρά εγχώριο πλαίσιο. Επιπλέον, η πρόταση θα πρέπει να συμβάλει στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, που αποτελεί προϋπόθεση της επιτυχούς ανταλλαγής πληροφοριών. Με την εφαρμογή κοινών προτύπων στην επεξεργασία δεδομένων θα διευκολυνθεί η αποδοχή της ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών.

16.

Ο ΕΕΠΔ προειδοποιεί ότι με τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής δεν θα εξασφαλισθεί πλήρως η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Εξάλλου, ένα περιορισμένο κείμενο δεν προστατεύει καταλλήλως τον πολίτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση-πλαίσιο δεν θα παρείχε πλέον στον πολίτη επαρκείς εγγυήσεις έναντι της ενδεχόμενης κατάχρησης των δεδομένων του από τις δημόσιες αρχές. Κατά τη γνώμη του ΕΕΠΔ, αυτή η προστατευτική λειτουργία της νομοθεσίας είναι ουσιώδης, αν μη τι άλλο προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ.

17.

Τέλος, υπάρχει ένα στρατηγικό επιχείρημα υπέρ της εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου σε οποιαδήποτε επεξεργασία. Όπως διαπιστώθηκε κατά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες για νέα συμφωνία σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (6), μια ισχυρή νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία του πολίτη σε οποιαδήποτε κατάσταση εντός της ΕΕ θα ενίσχυε επίσης τη θέση της ΕΕ κατά τις διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες. Χωρίς ισχυρή νομοθεσία στον τομέα αυτό θα ήταν μάλλον δύσκολο να ζητείται επαρκές επίπεδο προστασίας στις τρίτες χώρες ως προϋπόθεση για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άλλες ανησυχίες

18.

Έμφαση στην ποιότητα των δεδομένων. Το άρθρο 4 της πρότασης της Επιτροπής δεν περιλαμβάνει μόνο τις κύριες αρχές για την ποιότητα των δεδομένων της οδηγίας 95/46/ΕΚ, αλλά προβλέπει επίσης ορισμένους ειδικούς κανόνες. Περιέχει διάκριση μεταξύ των διάφορων ειδών προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα (υπόπτων, καταδικασθέντων, θυμάτων, μαρτύρων κ.λπ.). Τα δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να έχουν διαφορετική μεταχείριση, με ειδικές διασφαλίσεις, ιδίως όσον αφορά τους μη υπόπτους. Το άρθρο αυτό υποχρεώνει εξάλλου τα κράτη μέλη να διακρίνουν τα δεδομένα ανάλογα με το βαθμό ακρίβειας και αξιοπιστίας τους. Πρόκειται για μια σημαντική διάταξη, δεδομένου ότι οι αρχές επιβολής του νόμου χρησιμοποιούν και μη εξακριβωμένα δεδομένα βασιζόμενα σε υποθέσεις και όχι απαραιτήτως σε γεγονότα. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι οι σχετικές διατάξεις αποτελούν ουσιώδεις διασφαλίσεις και ότι δεν θα πρέπει να διαγραφούν από την πρόταση ούτε να καταστούν προαιρετικές.

19.

Επεξεργασία δεδομένων και περιορισμός του σκοπού. Στη γνωμοδότηση του Δεκεμβρίου 2005 ο ΕΕΠΔ ανέλυσε την ανάγκη καλύτερων νομοθετικών διατάξεων σχετικά με την περαιτέρω χρήση δεδομένων που έχει συλλέξει μια αρχή για συγκεκριμένο σκοπό. Προς το παρόν οι ανησυχίες του ΕΕΠΔ όσον αφορά το άρθρο 5 συνδέονται κυρίως με την άποψή του ότι, ενώ αφενός πρέπει να επιτραπεί η (περαιτέρω) επεξεργασία δεδομένων για ευρύτερους σκοπούς, αφετέρου πρέπει να προβλεφθούν στη νομοθεσία λεπτομερείς προϋποθέσεις για την επεξεργασία αυτή, ώστε να προστατεύεται το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Ο ΕΕΠΔ τάσσεται κατά των λύσεων που αφήνουν το ζήτημα στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της εθνικής νομοθεσίας ή δεν περιορίζουν τις προϋποθέσεις της περαιτέρω επεξεργασίας σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης (7). Όσον αφορά την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων, ρυθμίζεται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τη Σύμβαση αριθ. 108, με γενική απαγόρευση από την οποία προβλέπονται εξαιρέσεις (8). Ο ΕΕΠΔ ανησυχεί για τη σχεδιαζόμενη διαγραφή της γενικής απαγόρευσης από την οδηγία-πλαίσιο, που θα είχε ως αποτέλεσμα η εξαίρεση να αποτελεί πλέον τον κανόνα. Η λύση αυτή θα ήταν αντίθετη όχι μόνο προς την οδηγία 95/46/ΕΚ αλλά και προς τη Σύμβαση αριθ. 108.

20.

Ανταλλαγή δεδομένων με άλλες αρχές και ιδιωτικούς φορείς. Η πρόταση της Επιτροπής περιέχει περιορισμούς και ειδικές διασφαλίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες αρχές πέραν των αστυνομικών και δικαστικών καθώς και με ιδιωτικούς φορείς και αρχές τρίτων χωρών. Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει τη σημασία αυτών των ειδικών διατάξεων για τους ακόλουθους λόγους. Κατά πρώτο λόγο, η ανταλλαγή πληροφοριών με αυτούς τους «τρίτους φορείς »συνεπάγεται ειδικούς κινδύνους (παραβιάσεις της ασφάλειας, περαιτέρω επεξεργασία για διαφορετικούς σκοπούς κ.λπ.). Κατά δεύτερο λόγο, η συμμετοχή τρίτων στην επιβολή του νόμου και στην επεξεργασία πληροφοριών στον τομέα της επιβολής του νόμου έχει αρχίσει να γίνεται σύνηθες φαινόμενο. Η οδηγία 2006/24/ΕΚ για τη διατήρηση δεδομένων (9), η συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τα δεδομένα PNR και η λεγόμενη «υπόθεση Swift» (10) αποτελούν καλά παραδείγματα. Κατά τρίτο λόγο, η απόφαση για τα δεδομένα PNR του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2006 (11) δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται από ιδιωτικούς φορείς για εμπορικούς σκοπούς και εν συνεχεία υποβάλλονται σε επεξεργασία για το σκοπό της επιβολής του νόμου.

21.

Σχετικά με τη διαβίβαση προς και από άλλους — ιδιωτικούς ή δημόσιους — φορείς εντός της ΕΕ, έχει σημασία να ρυθμίζει ακριβώς το θέμα η πρόταση και να προσφέρει λύσεις σύμφωνες με την οδηγία 95/46/ΕΚ. Οι λύσεις αυτές πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι συνέπειες της διάρθρωσης κατά πυλώνες — ιδίως η αβεβαιότητα σχετικά με την οριοθέτηση των δύο πυλώνων όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ αρχών επιβολής του νόμου και άλλων φορέων — δεν θα θίξουν την αποτελεσματικότητα της προστασίας.

22.

Σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προς και από τρίτες χώρες, η πρόταση της Επιτροπής προβλέπει απόφαση επάρκειας από την Επιτροπή. Εάν αυτό δεν γινόταν δεκτό από το Συμβούλιο, κάθε κράτος μέλος θα αποφάσιζε χωριστά όσον αφορά την επάρκεια ή, ακόμη χειρότερα, θα διαβίβαζε τα δεδομένα χωρίς να εξετάζει το επίπεδο προστασίας στην τρίτη χώρα. Η έλλειψη εναρμονισμένου συστήματος για την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες θα μπορούσε επίσης:

να θίξει την εμπιστοσύνη μεταξύ των αρχών των κρατών μελών, δεδομένου ότι μια αρχή θα ήταν ενδεχομένως λιγότερο πρόθυμη να ανταλλάξει πληροφορίες με αρχή άλλου κράτους μέλους εάν το εν λόγω κράτος μέλος μπορούσε επίσης να ανταλλάξει τις πληροφορίες αυτές με αρχές τρίτων χωρών ελλείψει σαφών διασφαλίσεων,

να προκαλέσει μεταστροφές· εάν η αρχή κράτους μέλους δεν μπορούσε να λάβει πληροφορίες απευθείας από άλλο κράτος μέλος λόγω της προστασίας δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου, θα μπορούσε να ζητήσει τη συνδρομή αρχής τρίτης χώρας,

να ενθαρρύνει την άγρα φορέα από τις αρχές τρίτων χωρών: οι εν λόγω αρχές θα μπορούσαν να ζητούν πληροφορίες στο κράτος μέλος με τις χαμηλότερες νομοθετικές απαιτήσεις για τις διαβιβάσεις.

Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ουσιώδες να τεθούν σε λειτουργία μηχανισμοί για την εξασφάλιση κοινών προτύπων και συντονισμένων αποφάσεων σχετικά με την επάρκεια, μεταξύ άλλων για λόγους συμμόρφωσης με τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης (και ιδίως το άρθρο 12) (12). Το κείμενο της απόφασης-πλαισίου θα πρέπει να προβλέπει σχετικούς μηχανισμούς.

23.

Ο ΕΕΠΔ γνωρίζει ότι αρκετά κράτη μέλη αμφισβητούν τη νομική βάση για την προσθήκη διάταξης σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες, σε περιπτώσεις που τα δεδομένα δεν λαμβάνονται ούτε τίθενται στη διάθεση της ενδιαφερόμενης αρχής από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους. Κατά τον ΕΕΠΔ δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης αυτής της νομικής βάσης. Τα παραδείγματα που περιέχονται στη γνωμοδότηση του Δεκεμβρίου 2005 καθώς και τα επιχειρήματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο καταδεικνύουν την άμεση σύνδεση μεταξύ της ανταλλαγής αυτής με τρίτες χώρες και της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 29 της Συνθήκης ΕΕ. Η διάταξη σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρηθεί ως πρόσθετη και αναγκαία διάταξη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 29 ΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 6 ΕΕ, ιδίως δε η στενότερη συνεργασία των αστυνομικών δυνάμεων στο πλαίσιο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

24.

Δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα. Το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δικαιούται να ενημερώνεται σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Το δικαίωμα αυτό συνδέεται με την αρχή της δίκαιης και σύννομης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο γίνεται σεβαστό από την απόφαση-πλαίσιο και επιπλέον προστατεύεται σύμφωνα με τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης και ιδίως τα άρθρα 5 στοιχείο α) και 8. Ένα ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αυτού είναι ότι η ενημέρωση παρέχεται αυτεπαγγέλτως από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Δεδομένου ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα κατά κανόνα δεν γνωρίζει και δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ότι υποβάλλονται σε επεξεργασία πληροφορίες που το αφορούν, θα ήταν αντίθετο προς τη φύση του δικαιώματος αυτού να απαιτείται αίτηση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Φυσικά το δικαίωμα ενημέρωσης υπόκειται σε εξαιρέσεις και είναι σαφές ότι οι εν λόγω εξαιρέσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον τομέα της επιβολής του νόμου, δεδομένου ότι οι πληροφορίες σχετικά με ποινικές έρευνες θα έθιγαν ενδεχομένως την ίδια την έρευνα. Ωστόσο, οποιαδήποτε λύση που εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης από την υποβολή αίτησης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δεν είναι αποδεκτή ούτε σύμφωνη με τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης.

25.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει ότι η θέση των αρχών προστασίας δεδομένων θα πρέπει να ανάλογη με εκείνη που τους δόθηκε με την οδηγία 95/46/ΕΚ. Η θέση αυτή είναι ακόμη σημαντικότερη στον παρόντα τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Η συνεργασία μεταξύ αρχών επιβολής του νόμου για την αποτελεσματική καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών εγκλημάτων συνεπάγεται αρκετά συχνά την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και απαιτεί εξαιρέσεις από τα δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα (βλ., λ.χ., στο προηγούμενο σημείο, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης).

26.

Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει κατ' αρχάς την ανάγκη αποτελεσματικής επιτήρησης και επιθεώρησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου, ιδίως όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ανταλλάσσονται μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας. Κατά δεύτερο λόγο θα πρέπει να εξασφαλισθεί ο συμβουλευτικός ρόλος των αρχών, τόσο εντός της εθνικής δικαιοδοσίας όσο και εντός του θεσμοθετημένου δικτύου αρχών προστασίας δεδομένων, δηλ. της ομάδας αρχών (γνωστής στο πλαίσιο της οδηγίας ως «ομάδας εργασίας του άρθρου 29»). Επιβάλλεται η συμβολή των αρχών προστασίας δεδομένων προκειμένου να βελτιωθεί η συνοχή μεταξύ της προστασίας δυνάμει της παρούσας πράξης και της προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, να εξασφαλισθεί η τήρηση των νομικών υποχρεώσεων και να επιτευχθεί πλήρης εναρμόνιση μεταξύ των κρατών μελών και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής.

27.

Το άρθρο 24 της πρότασης της Επιτροπής περιέχει λεπτομερείς κανόνες περί ασφαλείας, ανάλογους προς τους κανόνες της Σύμβασης Ευρωπόλ. Ο ΕΕΠΔ τάσσεται κατά της διαγραφής των κανόνων αυτών από την πρόταση. Ένα εναρμονισμένο επίπεδο ασφαλείας αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, τόσο του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα όσο και μεταξύ των αρχών των κρατών μελών.

28.

Ο ΕΕΠΔ, στη γνωμοδότηση του Δεκεμβρίου 2005, συνιστούσε να προβλεφθούν ιδιαίτερες διασφαλίσεις όσον αφορά την επεξεργασία ορισμένων ειδικών κατηγοριών δεδομένων, όπως τα βιομετρικά δεδομένα και τα προφίλ DNA. Στον τομέα της επιβολής του νόμου η χρήση αυτών των κατηγοριών δεδομένων είναι διαρκώς σημαντικότερη και ταυτοχρόνως μπορεί να συνεπάγεται ιδιαίτερους κινδύνους για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Κατά συνέπεια απαιτούνται κοινοί κανόνες. Ο ΕΕΠΔ λυπάται για το γεγονός ότι η σύσταση αυτή δεν έχει ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο, τουλάχιστον εμφανώς. Ο ΕΕΠΔ καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εγκρίνουν σχετική πρόταση, είτε σχετική με την αρχή της διαθεσιμότητας είτε όχι.

Συμπέρασμα

29.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά να δώσει το Συμβούλιο περισσότερο χρόνο για τις διαπραγματεύσεις, ώστε να επιτευχθεί αποτέλεσμα που να προσφέρει επαρκή προστασία. Ο ΕΕΠΔ, μολονότι αναγνωρίζει τη σημασία της βραχυπρόθεσμης έκδοσης της απόφασης-πλαισίου από το Συμβούλιο, προειδοποιεί ότι η ταχύτητα κατά τη λήψη αποφάσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε χαμηλότερα πρότυπα προστασίας.

30.

Η συνοχή της προστασίας είναι ουσιώδης, ανεξάρτητα από το πού, από ποιον ή για ποιο σκοπό υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Ο ΕΕΠΔ καλεί το Συμβούλιο να επιδιώξει επίπεδο προστασίας όχι χαμηλότερο από εκείνο της οδηγίας 95/46/ΕΚ ή ακόμη και της γενικότερα διατυπωμένης Σύμβασης αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία δεσμεύει τα κράτη μέλη.

31.

Οι κοινοί κανόνες περί προστασίας δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα δεδομένα του τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας και όχι να περιορίζονται στις διασυνοριακές ανταλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Η παρούσα γνωμοδότηση περιέχει επιχειρήματα που καταδεικνύουν ότι ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής είναι ανεφάρμοστος και, σε περίπτωση εισαγωγής του, θα συνεπαγόταν επιπλέον διατυπώσεις και έξοδα για τις αρχές και ταυτοχρόνως θα έθιγε την ασφάλεια δικαίου των προσώπων.

32.

Άλλες ανησυχίες του ΕΕΠΔ είναι οι ακόλουθες:

Οι ειδικές διατάξεις σχετικά με την ποιότητα των δεδομένων που περιέχονται στην πρόταση της Επιτροπής δεν θα πρέπει να διαγραφούν από την πρόταση ούτε να καταστούν προαιρετικές.

Οι διατάξεις σχετικά με την περαιτέρω χρήση δεδομένων και σχετικά με τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων θα πρέπει να είναι σύμφωνες με την οδηγία 95/46/ΕΚ αλλά και με τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Οι ειδικές διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων με άλλους φορείς πέραν των αρχών επιβολής του νόμου εντός της ΕΕ δεν θα πρέπει να διαγραφούν από την πρόταση ούτε θα πρέπει να περιορισθεί το πεδίο εφαρμογής τους. Όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων με τρίτες χώρες, θα πρέπει να τεθούν σε λειτουργία τουλάχιστον μηχανισμοί για την εξασφάλιση κοινών προτύπων και συντονισμένων αποφάσεων σχετικά με την επάρκεια, μεταξύ άλλων για λόγους συμμόρφωσης με τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το κείμενο της απόφασης-πλαισίου θα πρέπει να προβλέπει σχετικούς μηχανισμούς.

Οι λύσεις που εξαρτούν την άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης από υποβολή αίτησης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα δεν είναι αποδεκτές ούτε σύμφωνες με τη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Η θέση των αρχών προστασίας δεδομένων θα πρέπει να ανάλογη με εκείνη που τους δόθηκε με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

Οι λεπτομερείς κανόνες περί ασφαλείας, ανάλογοι προς τους κανόνες της Σύμβασης Ευρωπόλ, δεν θα πρέπει να διαγραφούν από την πρόταση.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνουν πρόταση για την επεξεργασία ορισμένων ειδικών κατηγοριών δεδομένων, όπως τα βιομετρικά δεδομένα και τα προφίλ DNA, είτε σχετική με την αρχή της διαθεσιμότητας είτε όχι.

Έγινε στις Βρυξέλλες στις 29 Νοεμβρίου 2006

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 8 της12.1.2001, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 47 της 25.2.2006, σ. 27.

(4)  Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, 28 Ιανουαρίου 1981.

(5)  Επισήμως δεν υπάρχουν δημόσια έγγραφα για το θέμα αυτό και ο ΕΕΠΔ δεν συμμετέχει άμεσα στις εργασίες της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου. Έγγραφα που εκφράζουν τις εξελίξεις στο Συμβούλιο μπορούν να αναζητηθούν στον ιστότοπο του Statewatch (www.statewatch.org).

(6)  Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) από τους αερομεταφορείς στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, ΕΕ L 298, σ. 29.

(7)  Βλ. άρθρο 13, σε σύνδεση με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 95/46/ΕΚ και άρθρο 9, σε σύνδεση με το άρθρο 5 στοιχείο β) της Σύμβασης αριθ. 108.

(8)  Βλ. άρθρο 8 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και άρθρο 6 της Σύμβασης αριθ. 108.

(9)  Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, ΕΕ L 105, σ. 54.

(10)  Βλ. γνωμοδότηση 10/2006 της 22ας Νοεμβρίου 2006 της ομάδας εργασίας για την προστασία των δεδομένων του άρθρου 29 όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Εταιρία Παγκόσμιων Διατραπεζικών Χρηματοπιστωτικών Τηλεπικοινωνιών (SWIFT).

(11)  Απόφαση στις υποθέσεις C-317/04 και C-318/04.

(12)  Βλ. επίσης ειδικότερα το άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (έχει επικυρωθεί από αρκετά κράτη μέλη), που είναι σύμφωνο με τα άρθρα 25-26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/15


Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας [COM(2006)16 τελικό]

(2007/C 91/03)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 286,

το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 8,

την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1),

τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2), και ειδικότερα το άρθρο 41,

την αίτηση για γνωμοδότηση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, που υπέβαλε στις 7 Δεκεμβρίου 2006 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αίτηση γνωμοδότησης του ΕΕΠΔ

1.

Η πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (3) (εφεξής «η πρόταση») διαβιβάσθηκε από την Επιτροπή στον ΕΕΠΔ προς γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 45/2001/ΕΚ. Ο ΕΕΠΔ φρονεί ότι η παρούσα γνωμοδότηση θα πρέπει να αναφέρεται στο προοίμιο της απόφασης-πλαισίου.

2.

H επίσημη αίτηση γνωμοδότησης της Επιτροπής υποβλήθηκε κατόπιν των επαφών μεταξύ της γραμματείας του ΕΕΠΔ και των υπηρεσιών της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης της Επιτροπής (Γενική Διεύθυνση EMPL), στα πλαίσια της κατάρτισης του ευρετηρίου για το 2007 (4). Μάλιστα, η πρόταση αυτή είναι μια από εκείνες οι οποίες παρουσιάζουν υψηλό ενδιαφέρον για τον ΕΕΠΔ από το χαρτοφυλάκιο της Γενικής Διεύθυνσης EMPL. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ συμμετείχε σε ακρόαση που οργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 23 Νοεμβρίου 2006, και υπέβαλε κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις για την πρόταση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για αυτή την αίτηση και αναμένει να ζητηθεί εγκαίρως η γνώμη του στο μέλλον όσον αφορά άλλες προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων στους τομείς της κοινωνικής ασφάλειας και της απασχόλησης, και ιδιαίτερα εκείνους που αναφέρονται στο ευρετήριό του.

Το πλαίσιο της πρότασης

3.

Η πρόταση καθορίζει τη διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29 Aπριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Μάλιστα, οι νέοι κανόνες συντονισμού στον τελευταίο αυτό κανονισμό δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέχρι να εγκριθεί η τρέχουσα πρόταση, που καθορίζει τα αντίστοιχα μέτρα εφαρμογής (5). Επομένως, η πρόταση θα αξιολογηθεί από κοινού με το βασικό κανονισμό στον οποίο βασίζεται. Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ΕΕΠΔ δεν έχει εκφέρει τη γνώμη του σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004, δεδομένου ότι η αντίστοιχη πρόταση της Επιτροπής εγκρίθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1999 (6), προτού τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός αριθ. 45/2001/EK.

4.

H παρούσα πρόταση αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό και στην απλούστευση των υπαρχόντων κανόνων, κυρίως ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλειας και βελτιώνοντας τις μεθόδους ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ τους.

5.

H παρούσα πρόταση έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής, όσον αφορά τόσο τους πολίτες τους οποίους αφορά όσο και τους τομείς τους οποίους καλύπτει. Αφενός, καλύπτει όλους τους πολίτες της ΕΕ που είναι ασφαλισμένοι στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας (άρα περιλαμβάνει τους ανέργους), υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν διασυνοριακά στοιχεία. Αφ' ετέρου, ισχύει για τεράστιο αριθμό τομέων της κοινωνικής ασφάλειας: παροχές ασθένειας, παροχές μητρότητας και ισοδύναμες παροχές πατρότητας· παροχές αναπηρίας· συντάξεις γήρατος και επιζώντος· παροχές για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες· επιδόματα θανάτου· παροχές ανεργίας· πρόωρες συντάξεις· οικογενειακές παροχές.

6.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση αυτή στο βαθμό που αποσκοπεί να ευνοήσει την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και να βελτιώσει το επίπεδο ζωής και τις συνθήκες απασχόλησης των πολιτών της ΕΕ που μετακινούνται εντός της Ένωσης.

7.

Οι διατάξεις για την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για την κοινωνική ασφάλεια αποτελούν μείζον μέρος της πρότασης. Πράγματι, η κοινωνική ασφάλεια δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την επεξεργασία διαφόρων ειδών προσωπικών δεδομένων, σε πολλές περιπτώσεις ευαίσθητης φύσεως. Επιπλέον, η ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων σχετικά με την κοινωνική ασφάλεια μεταξύ διαφόρων κρατών μελών είναι φυσική συνέπεια μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου οι πολίτες κάνουν όλο και περισσότερο χρήση του δικαιώματός τους στην ελεύθερη κυκλοφορία.

8.

Ωστόσο, είναι επίσης απαραίτητο αυτή η αυξημένη ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών των κρατών μελών, ενόσω παρέχει καλύτερες συνθήκες ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων, να εξασφαλίζει και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων, και έτσι να εγγυάται ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα της ΕΕ. Συναφώς, ο ΕΕΠΔ σημειώνει με ικανοποίηση ότι και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή («ΕΟΚΕ»), στη γνώμη που εξέφρασε για την πρόταση στις 26 Οκτωβρίου 2006, επεσήμανε την ανάγκη να εξασφαλισθεί επαρκής προστασία των προσωπικών δεδομένων, ιδίως εν όψει της ενίοτε ευαίσθητης φύσης των επίδικων δεδομένων (7).

Βασικά σημεία της γνωμοδότησης

9.

H γνώμη του ΕΕΠΔ ζητήθηκε σχετικά με την πρόταση κανονισμού περί εφαρμογής. Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο κανονισμός εφαρμογής δεν μπορεί να αξιολογηθεί χωριστά από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 883/2004, ο οποίος καθορίζει τη βασική αρχή του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όσον αφορά και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Επομένως, ο ΕΕΠΔ κατά τη γνωμοδότησή του θα λάβει υπόψη το πλαίσιο που καθορίζεται από τον τελευταίο κανονισμό. Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ θα εστιάσει τις υποδείξεις του στα ζητήματα εκείνα για τα οποία ο νομοθέτης του κανονισμού εφαρμογής έχει ακόμα περιθώρια ελιγμών.

10.

Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η πρόταση, πέραν του ότι έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής, είναι επίσης πολύ σύνθετη, εφόσον θεσπίζει λεπτομερείς, και μερικές φορές τεχνικές, διατάξεις για τις διάφορες περιστάσεις, μηχανισμούς και περιορισμούς κατά το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας. Επομένως, κατά την ανάλυση της πρότασης, ο ΕΕΠΔ δεν θα ασχοληθεί χωριστά με όλες τις διατάξεις, αλλά θα υιοθετήσει μια οριζόντια προσέγγιση, εστιάζοντας στις αρχές προστασίας των δεδομένων που είναι κρίσιμες για την πρόταση.

11.

Bάσει αυτής της προσέγγισης, η παρούσα γνωμοδότηση στοχεύει να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, αλλά και την αποδοτικότητα των προτεινόμενων μέτρων, προλαμβάνοντας και αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα που μπορούν να προκύψουν κατά τη στιγμή της εφαρμογής στα εθνικά νομικά συστήματα. Στην παρούσα γνωμοδότηση, ο ΕΕΠΔ θα προσδιορίσει αρχικά το συναφές νομικό πλαίσιο προστασίας δεδομένων, και εν συνεχεία θα εξετάσει την εφαρμογή των συναφών αρχών προστασίας δεδομένων στην πρόταση. Στα συμπεράσματα, ο ΕΕΠΔ θα υπογραμμίσει τα κύρια ευρήματα και τις συστάσεις του.

II.   ΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

12.

Στα πλαίσια της πρότασης, τα προσωπικά δεδομένα των ασφαλισμένων υποβάλλονται συνήθως σε επεξεργασία από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και έτσι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ περί προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων αυτών (εφεξής «η οδηγία»). Στον περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων στον οποίο τα προσωπικά δεδομένα των ασφαλισμένων θα υποβληθούν σε επεξεργασία από τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας, υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (8) σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Αυτό θα συνέβαινε, για παράδειγμα, στην περίπτωση που υποβάλλονται σε επεξεργασία προσωπικά δεδομένα που αφορούν υπαλλήλους της ΕΕ (9). Επομένως, το τρέχον νομικό πλαίσιο περί προστασίας δεδομένων προβλέπει εναρμονισμένο επίπεδο προστασίας σε όλη την ΕΕ.

13.

Η τρέχουσα πρόταση θα στηριχθεί σε αυτό το εναρμονισμένο πλαίσιο. Ωστόσο, οι εθνικές νομοθεσίες για την εφαρμογή της οδηγίας δεν είναι πλήρως ομοιόμορφες και μπορεί να υπάρχουν ακόμα κάποιες αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών νόμων προστασίας δεδομένων. Είναι επομένως πολύ σημαντικό ο νομοθέτης να το λάβει αυτό υπόψη, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα προτεινόμενα μέτρα συμμορφώνονται πλήρως με αυτό το πλαίσιο και λαμβάνουν υπόψη αυτές τις ενδεχόμενες διαφορές.

14.

Επιπλέον, η αυξημένη διασυνοριακή ανταλλαγή δεδομένων θα απαιτήσει καλύτερο συντονισμό των εθνικών διατάξεων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Κατά τούτο, ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει το άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.883/2004. Η διάταξη αυτή ρητά αναφέρει ότι τα προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του κανονισμού, καθώς και των κανόνων εφαρμογής του, θα διαβιβάζονται σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.

15.

Το άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.883/2004 παρέχει επίσης καθοδήγηση σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περί προστασίας δεδομένων σε περίπτωση που γνωστοποιούνται δεδομένα μεταξύ των αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών, αναφέροντας ότι η γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων από ένα κράτος μέλος σε άλλο υπόκειται στη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων του πρώτου, του κράτους μέλους διαβίβασης. Αντίθετα, κάθε γνωστοποίηση από την αρχή ή τον φορέα του κράτους που έλαβε τα δεδομένα καθώς και η αποθήκευση, η τροποποίηση και η καταστροφή τους από αυτό το κράτος μέλος, υπόκεινται στη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων του κράτους μέλους που τα λαμβάνει. Αυτή η διάταξη συμφωνεί με τη διάταξη περί εφαρμοστέου εθνικού δικαίου που καθορίζεται στο άρθρο 4 τα ης οδηγίας.

16.

Στην πρόταση, γίνεται αναφορά στις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας προσωπικών δεδομένων στην αιτιολογική σκέψη 3, καθώς και στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Το σημείο 3, χονδρικά, αναφέρει ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν όλες τις εγγυήσεις που προβλέπονται από τις κοινοτικές διατάξεις τις σχετικές με την προστασία προσωπικών δεδομένων, ενώ το άρθρο 3 παράγραφος 2 αναφέρεται στην άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα και διόρθωσής τους.

17.

Ο ΕΕΠΔ συμφωνεί ότι μια νομική πράξη για την εφαρμογή ενισχυμένης επεξεργασίας και γνωστοποιήσεων προσωπικών δεδομένων απαιτείται να υπενθυμίζει σαφώς και ρητά το εφαρμοστέο πλαίσιο περί προστασίας δεδομένων. Σε αυτή την προοπτική, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι μια γενική αναφορά στις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας προσωπικών δεδομένων θα πρέπει όχι μόνο να περιέχεται στο αιτιολογικό του κανονισμού, αλλά να γίνεται ρητά και στις διατάξεις του (για παράδειγμα, στο άρθρο 3). Η γενική αυτή διάταξη δεν αποκλείει τη δυνατότητα άλλες διατάξεις, όπως εκείνες που περιέχει τώρα το άρθρο 3 παράγραφος 2, να αντιμετωπίσουν περαιτέρω πιο ειδικά ζητήματα σχετικά με τη συγκεκριμένη εφαρμογή των αρχών προστασίας δεδομένων στα πλαίσια του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (βλ. παρακάτω, σημεία 36-38).

III.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΑΡΧΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Περιορισμός του σκοπού

18.

Μια από τις βασικές αρχές του δικαίου προστασίας δεδομένων είναι ότι τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για το σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν ή για κάποιον συμβατό σκοπό [άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας]. Η πρόταση δεν περιλαμβάνει γενική διάταξη περιορισμού του σκοπού (10). Ωστόσο, η γενική προσέγγιση της πρότασης είναι ότι προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται για έναν από τους σκοπούς της κοινωνικής ασφάλειας (σύνταξη, επίδομα αναπηρίας, ανεργίας κ.λπ.) υποβάλλονται σε επεξεργασία και γνωστοποιούνται περαιτέρω στις αρχές άλλων κρατών μελών για τον ίδιο σκοπό. Επομένως, οι περισσότερες λειτουργίες επεξεργασίας που προβλέπει η πρόταση αφορούν προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τον ίδιο ή κάποιο συμβατό σκοπό. Αυτό συμβαίνει επίσης με τη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στα πλαίσια της γνωστοποίησης δεδομένων για την είσπραξη απαιτήσεων ή αχρεωστήτων παροχών (άρθρο 73).

19.

Ωστόσο, σε άλλες περιστάσεις, όπως στην περίπτωση της συνεργασίας μεταξύ οικονομικών εφοριών (αιτιολογική σκέψη 14), δεδομένα κοινωνικής ασφάλειας ίσως να είναι απαραίτητα και για άλλους λόγους πέραν της κοινωνικής ασφάλειας. Σε αυτή την περίπτωση, εξαιρέσεις από την αρχή του περιορισμού του σκοπού θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας, σε ειδικές περιστάσεις και υπό την προϋπόθεση ότι είναι απαραίτητες και βασίζονται σε νομοθετικά μέτρα, είτε σε εθνικό είτε σε κοινοτικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νομοθέτης μπορεί να εξετάσει εάν στην πρόταση θα αναφερθεί συγκεκριμένα στους όρους υπό τους οποίους τα δεδομένα κοινωνικής ασφάλειας μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία για διαφορετικό σκοπό.

20.

Εν όψει των ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η πρόταση σέβεται τις βασικές διατάξεις προστασίας δεδομένων σχετικά με τον περιορισμό του σκοπού. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η απαγόρευση χρησιμοποίησης προσωπικών δεδομένων για άλλους λόγους πέραν της κοινωνικής ασφάλειας προκύπτει από την εφαρμοστέα νομοθεσία προστασίας δεδομένων, η οποία επιτρέπει εξαιρέσεις σε αυτή τη γενική αρχή μόνο υπό ειδικές και αυστηρές προϋποθέσεις.

Αναλογικότητα στα επεξεργασμένα δεδομένα, αρμόδια όργανα και περίοδοι αποθήκευσης

21.

Σύμφωνα με τις αρχές περί προστασίας δεδομένων, τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή, σχετικά με την περίπτωση και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς της συλλογής ή της περαιτέρω επεξεργασίας των [άρθρο 6 παράγραφοι 1 στοιχείο γ) της οδηγίας]. Στα πλαίσια των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά γνωστοποιούνται μόνο τα δεδομένα που είναι απαραίτητα και ανάλογα προς το σκοπό.

22.

Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται ορθώς στο άρθρο 2.1 της πρότασης, το οποίο προβλέπει ότι οι φορείς των κρατών μελών διαβιβάζουν μεταξύ τους όλα τα δεδομένα που χρειάζονται για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ασφαλισμένων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι η εκτίμηση περί του ποια προσωπικά δεδομένα χρειάζονται μπορεί να ποικίλλει ελαφρώς ανάλογα με το είδος της επίδικης παροχής. Για παράδειγμα, το είδος προσωπικών πληροφοριών που απαιτείται για παροχές ασθένειας θα είναι διαφορετικό από τις πληροφορίες που απαιτούνται για συντάξεις γήρατος. Οι πληροφορίες που διαβιβάζουν οι αρχές των κρατών μελών δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο για τα επίδικα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση.

23.

Πρέπει επίσης να ισχύσει αναλογικότητα όσον αφορά τον αριθμό των αρμόδιων οργάνων που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα, καθώς και τις λεπτομέρειες και το χρόνο αποθήκευσης των προσωπικών δεδομένων. Μόνο οι αρμόδιες αρχές και φορείς θα έχουν πρόσβαση στα δεδομένα κοινωνικής ασφάλειας, και τα δεδομένα αυτά δεν θα αποθηκεύονται —σε μορφή που να επιτρέπει την ταυτοποίηση του ενδιαφερομένου— για περισσότερο χρόνο απ' όσο είναι απαραίτητο για το σκοπό της επεξεργασίας [άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας].

24.

Όσον αφορά τον αριθμό των αρχών και των φορέων που έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των ασφαλισμένων, το άρθρο 83 της πρότασης δημιουργεί μια δημόσια βάση δεδομένων, όπου απαριθμούνται οι αρμόδιοι οργανισμοί για κάθε κράτος μέλος. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η πρόταση αφήνει στα κράτη μέλη την ευελιξία να αποφασίσουν εάν τα προσωπικά δεδομένα γνωστοποιούνται μέσω ενός κεντρικού σημείου πρόσβασης σε κάθε κράτος μέλος ή απευθείας προς την αρμόδια αρχή ή οργανισμό (άρθρο 2.3). Επιπλέον, σε κάθε κράτος μέλος είναι δυνατό να ορισθούν πολλοί οργανισμοί, μερικοί από τους οποίους μπορούν να αναπτύσσουν δραστηριότητες σε περιφερειακό επίπεδο.

25.

Όσον αφορά την περίοδο αποθήκευσης προσωπικών δεδομένων, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι στα πλαίσια της κοινωνικής ασφάλειας, η δοκιμασία της αναλογικότητας μπορεί να οδηγήσει σε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με τον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας που καλύπτεται. Για παράδειγμα, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αφορούν παροχές ασθένειας είναι συνήθως απαραίτητη για μικρότερη χρονική περίοδο απ' ό,τι στην περίπτωση των συντάξεων, οι οποίες είναι παροχές που αναμένεται να παρέχονται για μεγαλύτερη περίοδο. Η περίοδος αποθήκευσης των προσωπικών δεδομένων εξαρτάται επίσης από το είδος του φορέα που τα επεξεργάζεται. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των κεντρικών σημείων πρόσβασης, αυτό θα σήμαινε ότι τα προσωπικά δεδομένα διαγράφονται μόλις γνωστοποιηθούν περαιτέρω στον αρμόδιο φορέα. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να είναι σαφές ότι τα προσωπικά δεδομένα θα πρέπει να διαγράφονται ή να καθίστανται ανώνυμα μόλις πάψουν να είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν σε επεξεργασία.

26.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εκτιμήσεις, ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι σε ένα τέτοιο σύνθετο σύστημα, με το οποίο τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία και διαβιβάζονται περαιτέρω μέσω ενός ασύμμετρου δικτύου οργανισμών, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να εξασφαλισθεί ότι τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές για μια αναλογική χρονική περίοδο, και να αποφευχθούν οι αλληλοεπικαλύψεις των βάσεων δεδομένων. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η βάση δεδομένων που ορίζεται στο άρθρο 83 θα συμβάλει ώστε τα απαραίτητα προσωπικά δεδομένα να διαβιβάζονται μόνο στις αρμόδιες αρχές σε κάθε ειδική περίπτωση. Ωστόσο, στην τρέχουσα πρόταση θα μπορούσαν να προστεθούν περαιτέρω διευκρινίσεις για τις μορφές της γνωστοποίησης και της αποθήκευσης των δεδομένων, όπως έχει κάνει ήδη η Επιτροπή σε άλλες προτάσεις (11). Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι μια κάποια εναρμόνιση των περιόδων αποθήκευσης όχι μόνο θα προστάτευε το δικαίωμα των πολιτών στην προστασία προσωπικών δεδομένων, αλλά θα ενίσχυε και την αποδοτικότητα του συντονισμού μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών των διαφόρων κρατών μελών.

Νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων

27.

Η πρόταση καθιερώνει μια ποικιλία μηχανισμών, σύμφωνα με τους οποίους προσωπικά δεδομένα που αφορούν τους ασφαλισμένους μεταφέρονται μεταξύ των αρμόδιων φορέων των διαφόρων κρατών μελών. Αυτές οι ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ευρείες κατηγορίες: εκείνες που γίνονται βάσει αιτήματος του ενδιαφερόμενου, και εκείνες που διενεργούνται αυτοδικαίως, συνήθως μεταξύ τρίτων (αρμόδιοι φορείς, εργοδότες), χωρίς κάποια ιδιαίτερη αίτηση του ενδιαφερόμενου. Σε πολλές περιπτώσεις, οι σχετικοί φορείς επεξεργάζονται και διαβιβάζουν ευαίσθητα δεδομένα, ιδίως δεδομένα σχετικά με την κατάσταση της υγείας.

28.

Όλες αυτές οι δραστηριότητες επεξεργασίας οφείλουν να τηρούν τις προϋποθέσεις περί προσωπικών δεδομένων που καθορίζονται στην οδηγία: οι αρμόδιοι εθνικοί φορείς και οι εργοδότες μπορούν να επεξεργαστούν τα προσωπικά δεδομένα μόνο βάσει της συγκατάθεσης του ενδιαφερόμενου ή κάποιας άλλης νόμιμης βάσης, όπως η συμμόρφωση με νομική υποχρέωση ή επιτέλεση ενός έργου που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον ή την άσκηση επίσημης εξουσίας (άρθρο 7, στοιχεία α, γ και ε της οδηγίας). Αυστηρότερες προϋποθέσεις ισχύουν για τα ευαίσθητα δεδομένα, δηλ. προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τις πολιτικές απόψεις, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικάτα, την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή (άρθρο 8 της οδηγίας).

29.

Εν όψει των ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι οι διατάξεις της πρότασης μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι θεσπίζουν νομική υποχρέωση — σύμφωνα με το άρθρο 7 στοιχείο γ) της οδηγίας — επεξεργασίας και γνωστοποίησης δεδομένων κοινωνικής ασφάλειας, στο μέτρο που αυτή η υποχρέωση είναι ειδική. Επομένως, στις περιπτώσεις όπου η πρόταση θεσπίζει σαφή υποχρέωση επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, οι πράξεις επεξεργασίας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών φορέων και των εργοδοτών θα μπορούσαν να βασιστούν στο άρθρο 7 στοιχείο (γ) της οδηγίας. Αντίθετα, όπου αυτή η νομική υποχρέωση δεν θεσπίζεται άμεσα από την πρόταση, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων θα βασιστεί είτε σε μια εθνική (μη-εναρμονισμένη) ειδική νομική υποχρέωση, είτε σε διαφορετική νομική βάση.

30.

Το άρθρο 7.ε της οδηγίας επιτρέπει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων όταν είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα. Αυτό θα συνέβαινε όταν ο φορέας επεξεργάζεται δεδομένα βάσει των καθηκόντων του ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που απορρέει από μια γενική — εθνική ή κοινοτική — νομική διάταξη, και όχι βάσει ειδικής νομικής υποχρέωσης. Στην περίπτωση αυτή, ισχύει το δικαίωμα αντίρρησης σύμφωνα με το άρθρο 14 στοιχείοα) της οδηγίας.

31.

Η χρήση της συγκατάθεσης ως νόμιμου λόγου, βάσει του άρθρου 7.α της οδηγίας, έχει περιορισμένο πεδίο όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις δημόσιες αρχές ή σε σχέσεις απασχόλησης, δεδομένου ότι η συγκατάθεση μπορεί να κριθεί ως ελεύθερη — σύμφωνα με το άρθρο 2 η της οδηγίας — μόνο εάν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για τον ενδιαφερόμενο.

32.

Όσον αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων (άρθρο 8 της οδηγίας), ισχύουν εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες που έγιναν στις προηγούμενες παραγράφους. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι υποχρεώσεις που προέρχονται από το εργατικό δίκαιο [άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας], περαιτέρω παρεκκλίσεις (άρθρο 8 παράγραφος 4) ή τη συγκατάθεση [άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α)] δύνανται να αποτελούν επαρκείς νόμιμους λόγους για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων κοινωνικής ασφάλειας. Στην περίπτωση αυτή, ίσως να απαιτούνται ειδικά μέτρα προστασίας — όπως τεχνικά μέτρα διαχωρισμού.

33.

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι όσο σαφέστερα η πρόταση θεσπίζει ειδικές νομικές υποχρεώσεις των αρμόδιων φορέων και των εργοδοτών να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, τόσο ευκολότερη και αποδοτικότερη θα είναι η εφαρμογή της στα κράτη μέλη, όσον αφορά τη συμμόρφωση με τους εθνικούς νόμους περί προστασίας δεδομένων που απορρέουν από την οδηγία. Γι' αυτό ο ΕΕΠΔ, χωρίς να εισέλθει στις λεπτομέρειες των διάφορων συγκεκριμένων μηχανισμών που καθορίζει η πρόταση, συνιστά στο νομοθέτη της ΕΕ να μεριμνήσει ώστε κάθε προτεινόμενος μηχανισμός επεξεργασίας και γνωστοποίησης προσωπικών δεδομένων να βασίζεται σαφώς σε ειδική νομική υποχρέωση που θεσπίζεται άμεσα από την πρόταση ή σε άλλους νόμιμους λόγους επεξεργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας.

Πληροφορίες για τους ασφαλισμένους

34.

Είναι ουσιώδους σημασίας να ενημερώνονται επαρκώς οι ενδιαφερόμενοι για την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων και για τα δικαιώματά τους, όπως προβλέπει η παράγραφος IV της οδηγίας 95/46. Αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο όταν τα προσωπικά δεδομένα τα επεξεργάζονται πολλές αρχές σε διαφορετικά κράτη μέλη και επομένως δημιουργείται κίνδυνος να μην είναι σαφές στους ενδιαφερομένους ποιος επεξεργάζεται τα προσωπικά τους δεδομένα, για ποιους σκοπούς, και πώς μπορούν να επιβάλουν την τήρηση των δικαιωμάτων τους.

35.

Ως προς το σημείο αυτό, ο ΕΕΠΔ υποστηρίζει σθεναρά μια προσέγγιση βασισμένη στην πρόληψη: να παρέχεται στους ενδιαφερομένους λεπτομερής και έγκαιρη πληροφόρηση, με σκοπό να διευκρινίζεται τόσο η χρήση των πληροφοριών που συλλέγονται όσο και τα δικαιώματά τους. Κατά τούτο, ο ΕΕΠΔ όχι μόνο προσυπογράφει την έκκληση που απηύθυνε η ΕΟΚΕ (12) να βελτιωθεί η πληροφόρηση μεταξύ όλων των δυνητικών χρηστών του κανονισμού, αλλά και καλεί το νομοθέτη να προσθέσει ρητή αναφορά στην ανάγκη να παρέχονται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ειδικές και επαρκείς πληροφορίες για την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με τροποποίηση του άρθρου 19 (Ενημέρωση των ασφαλισμένων) προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι στους ασφαλισμένους παρέχονται οι απαραίτητες πληροφορίες.

Δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων

36.

Τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων είναι ιδιαίτερα κρίσιμα στα πλαίσια των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, δεδομένου ότι επιτρέπουν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να διατηρήσουν τον έλεγχο των (ευαίσθητων) δεδομένων τους, να εξασφαλίσουν την ακρίβειά τους και να ελέγξουν τις πληροφορίες βάσει των οποίων λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις και χορηγούνται παροχές. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο σε διασυνοριακό πλαίσιο, όπου το περιθώριο λάθους κατά τη γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων ενδέχεται να είναι υψηλότερο λόγω της ανάγκης να μεταφράζονται οι πληροφορίες. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι, αν οι πληροφορίες είναι ακριβέστερες συνεπεία της επιβολής των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, αυτό ωφελεί όχι μόνο τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, αλλά και τους αρμόδιους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλειας.

37.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει ιδιαίτερη ικανοποίηση για το άρθρο 3.2 της πρότασης, που αναφέρει ότι τα κράτη μέλη εγγυώνται στα σχετικά πρόσωπα το δικαίωμα πρόσβασης και διόρθωσης αυτών των δεδομένων, τηρουμένων των κοινοτικών διατάξεων περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ προτείνει η διάταξη αυτή να συμπληρωθεί με μια ευρύτερη αναφορά στα δικαιώματα όλων των υποκειμένων των δεδομένων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος αντίρρησης (άρθρο 14 της οδηγίας 95/46) και των μέτρων προστασίας σχετικά με τις αυτοματοποιημένες ατoμικές αποφάσεις (άρθρο 15 της οδηγίας 95/46).

38.

Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ συνιστά η πρόταση να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ανάγκη να διευκολυνθεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σε διασυνοριακό πλαίσιο. Πράγματι, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα θα πρέπει να επιβάλουν την τήρηση των δικαιωμάτων τους σε μια κατάσταση στην οποία τα προσωπικά τους δεδομένα προέρχονται από διαφορετικές αρχές δύο ή περισσότερων χωρών. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν ευκταίο τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων να μπορούσαν επίσης να ασκηθούν απευθείας μέσω της αρμόδιας αρχής που λαμβάνει τα προσωπικά δεδομένα από άλλα κράτη μέλη. Αυτό θα σήμαινε ότι η αρμόδια αρχή που είναι σε άμεση επαφή με τον ασφαλισμένο καλείται να ενεργήσει ως μόνο κέντρο ελέγχου όχι μόνο όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφάλειας, αλλά και όσον αφορά όλα τα προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σχέση με τις εν λόγω παροχές. Ο ασφαλισμένος θα ήταν εν συνεχεία σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων του/της μέσω της αρμόδιας αρχής ανεξάρτητα από την προέλευση των δεδομένων. Γι' αυτό, ο ΕΕΠΔ καλεί το νομοθέτη να εξετάσει αυτή την δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη και τα παραδείγματα που δίνουν ήδη άλλες προτάσεις της Επιτροπής (13).

Μέτρα ασφαλείας

39.

Στην πρόταση, η ασφάλεια κατά την επεξεργασία των δεδομένων έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την πιο διαδεδομένη χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων από τις δημόσιες υπηρεσίες των διάφορων κρατών μελών. Επιπλέον, η διαβίβαση στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνει ευαίσθητα δεδομένα και, όπως επισημαίνει η ΕΟΚΕ, για το λόγο αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο «να εξασφαλίζεται ότι αυτά τα δεδομένα είναι δεόντως ασφαλή και δεν είναι δυνατό να πέσουν σε λάθος χέρια» (14).

40.

Συναφώς, ο ΕΕΠΔ εκφράζει ικανοποίηση για το άρθρο 4 της πρότασης, το οποίο αναφέρει ότι η γνωστοποίηση δεδομένων μεταξύ των συναφών οργανισμών «γίνεται ηλεκτρονικά, σε κοινό ασφαλές πλαίσιο ικανό να εγγυηθεί την εμπιστευτικότητα και την προστασία των ανταλλαγών δεδομένων». Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι, προκειμένου αυτό το «κοινό ασφαλές πλαίσιο »να καθοριστεί από τη Διοικητική Επιτροπή για το Συντονισμό των Κοινωνικών Συστημάτων (15), θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι συστάσεις που εκδίδονται από το πρόγραμμα IDABC (16) (διαλειτουργική παροχή πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στις δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες) σχετικά με τις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων, και ιδίως τις σχετικές με την ασφάλεια της επεξεργασίας (άρθρο 17 της οδηγίας). Σε αυτή την προοπτική, ο ΕΕΠΔ επίσης συνιστά στις σχετικές εργασίες αυτής της Διοικητικής Επιτροπής να περιλαμβάνονται δεόντως ως σύμβουλοι εμπειρογνώμονες στην προστασία δεδομένων και την ασφάλεια.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

41.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση αυτή στο βαθμό που αποσκοπεί να ευνοήσει την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και να βελτιώσει το επίπεδο ζωής και τις συνθήκες απασχόλησης των πολιτών της ΕΕ που μετακινούνται εντός της Ένωσης. Πράγματι, ο συντονισμός της κοινωνικής ασφάλειας δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την επεξεργασία και τη διαβίβαση διαφόρων ειδών προσωπικών δεδομένων, σε πολλές περιπτώσεις ευαίσθητης φύσεως.

42.

Ωστόσο, είναι επίσης απαραίτητο αυτή η αυξημένη ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών των κρατών μελών, ενόσω παρέχει καλύτερες συνθήκες ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων, να εξασφαλίζει και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων, και έτσι να εγγυάται ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα της ΕΕ.

43.

Η πρόταση θα στηριχθεί στο εναρμονισμένο πλαίσιο προστασίας δεδομένων που καθορίζεται από τις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, και ιδίως από την οδηγία 95/46/EK, και τους εθνικούς εκτελεστικούς νόμους. Ο ΕΕΠΔ είναι ευτυχής που η δυνατότητα εφαρμογής αυτού του πλαισίου προστασίας δεδομένων υπενθυμίζεται τόσο από το βασικό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 όσο και από την πρόταση. Ωστόσο, κάποια ειδικά ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή των αρχών προστασίας δεδομένων στα πλαίσια του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας πρέπει να ρυθμιστούν περισσότερο, και ρητά.

44.

Όσον αφορά την αρχή του περιορισμού του σκοπού, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι η πρόταση συμμορφώνεται προς τις βασικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων που αφορούν τον περιορισμό του σκοπού. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η απαγόρευση χρησιμοποίησης προσωπικών δεδομένων για άλλους λόγους πέραν της κοινωνικής ασφάλειας δεν θεσπίζεται ρητά στην πρόταση αλλά προκύπτει από την εφαρμοστέα νομοθεσία προστασίας δεδομένων, η οποία επιτρέπει εξαιρέσεις σε αυτή τη γενική αρχή μόνο σε ειδικές περιστάσεις και υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νομοθέτης μπορεί να εξετάσει εάν στην πρόταση θα αναφερθεί συγκεκριμένα στους όρους υπό τους οποίους τα δεδομένα κοινωνικής ασφάλειας μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία για διαφορετικό σκοπό.

45.

Όσον αφορά την αναλογικότητα στα υπό επεξεργασία δεδομένα, τους αρμόδιους φορείς και τις περιόδους αποθήκευσης, ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι σε ένα τέτοιο σύνθετο σύστημα, με το οποίο τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία και διαβιβάζονται περαιτέρω μέσω ενός ασύμμετρου δικτύου οργανισμών, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να εξασφαλισθεί ότι τα προσωπικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές για μια αναλογική χρονική περίοδο, και να αποφευχθούν οι αλληλοεπικαλύψεις των βάσεων δεδομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσαν να προστεθούν στην πρόταση περαιτέρω διευκρινίσεις για τις μορφές γνωστοποίησης και αποθήκευσης των δεδομένων.

46.

Όσον αφορά τους νομικούς λόγους επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, ο ΕΕΠΔ, χωρίς να εισέλθει στις λεπτομέρειες των διάφορων συγκεκριμένων μηχανισμών που καθορίζει η πρόταση, συνιστά στο νομοθέτη της ΕΕ να μεριμνήσει ώστε κάθε προτεινόμενος μηχανισμός επεξεργασίας και γνωστοποίησης προσωπικών δεδομένων να βασίζεται σαφώς σε ειδική νομική υποχρέωση που θεσπίζεται άμεσα από την πρόταση ή σε άλλους νόμιμους λόγους επεξεργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας.

47.

Όσον αφορά την πληροφόρηση των ασφαλισμένων, ο ΕΕΠΔ συνιστά στην πρόταση να υπάρχει ρητή αναφορά στην ανάγκη να παρέχονται στους ασφαλισμένους ειδικές και επαρκείς πληροφορίες για την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων.

48.

Όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, ο ΕΕΠΔ εκφράζει ιδιαίτερη ικανοποίηση για το άρθρο 3.2 της πρότασης και προτείνει αυτή η διάταξη να συμπληρωθεί με μια ευρύτερη αναφορά στα δικαιώματα όλων των υποκειμένων των δεδομένων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος αντίρρησης και των μέτρων προστασίας σχετικά με τις αυτοματοποιημένες ατoμικές αποφάσεις. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ καλεί το νομοθέτη να διευκολύνει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σε ένα διασυνοριακό πλαίσιο, προβλέποντας ότι η αρμόδια αρχή που είναι σε άμεση επαφή με τον ασφαλισμένο θα ενεργεί ως μόνο κέντρο ελέγχου όχι μόνο όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφάλειας, αλλά και όσον αφορά όλα τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σχέση με τις εν λόγω παροχές.

49.

Όσον αφορά τα μέτρα ασφάλειας, ο ΕΕΠΔ συνιστά το «κοινό ασφαλές πλαίσιο »για τη γνωστοποίηση δεδομένων που θεσπίζεται από το άρθρο 4 της πρότασης να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις σχετικές συστάσεις σχετικά με την προστασία δεδομένων και την ασφάλεια της επεξεργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμβουλοι εμπειρογνώμονες στην προστασία δεδομένων και την ασφάλεια πρέπει να μετέχουν δεόντως στις σχετικές εργασίες της αρμόδιας Διοικητικής Επιτροπής.

Βρυξέλλες, 6 Μαρτίου 2007.

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προσωπικών Δεδομένων


(1)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

(4)  Το Δεκέμβριο κάθε έτους, ο ΕΕΠΔ δημοσιεύει ένα ευρετήριο των προτεραιοτήτων του για το ερχόμενο έτος στον τομέα των αιτήσεων γνωμοδότησης. Απαριθμεί τις πιο κρίσιμες προτάσεις της Επιτροπής, για τις οποίες ενδέχεται να απαιτηθεί επίσημη αντίδραση του ΕΕΠΔ. Σε όσες προτάσεις αναμένεται να έχουν έντονη επίδραση στην προστασία δεδομένων, δίδεται υψηλή προτεραιότητα. Το ευρετήριο του ΕΕΠΔ για το 2007 είναι διαθέσιμο στον ιστοχώρο του ΕΕΠΔ www.edps.europa.eu

(5)  Επί του παρόντος, οι κανόνες καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2-50, και τον εκτελεστικό του κανονισμό, Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου της, ΕΕ L 74, 27.3.1972, σ. 1-83.

(6)  EE C 38 της 12.2.1999, σ. 10.

(7)  Γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, ΕΕ C 324 της 30.12.2006, σ. 59.

(8)  Εφόσον οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 αντανακλούν εκείνες που περιέχει η οδηγία 95/46/ΕΚ, χάριν ευκολίας του αναγνώστη η παρούσα γνωμοδότηση θα αναφερθεί μόνο στα σχετικά άρθρα της τελευταίας οδηγίας και όχι στις αντίστοιχες διατάξεις του προηγούμενου κανονισμού.

(9)  Για παράδειγμα, το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και το άρθρο 18 της τρέχουσας πρότασης εξετάζουν την περίπτωση των μεταφορών των στοιχείων ταυτότητας σχετικά με τους βοηθητικούς υπαλλήλους.

(10)  Η ΕΟΚΕ στη γνώμη της επισήμανε αυτό το ζήτημα, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της για την απουσία μιας διάταξης «που να απαγορεύει αυστηρά τη χρήση αυτών των δεδομένων για λόγους άλλους πέραν της κοινωνικής ασφάλεια;», όπως το τρέχον άρθρο 84 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ.1408/71. Γνώμη ΕΟΚΕ, σημείο 4.10.2.

(11)  Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτών των διατάξεων μπορεί να βρεθεί στην πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (COM(2005) 649 τελικό). Ειδικότερα, το άρθρο 46 της πρότασης προβλέπει υποχρέωση των κεντρικών εθνικών αρχών να διαγράφουν τις πληροφορίες — που έχουν λάβει από τις αρχές άλλων κρατών μελών — αμέσως μόλις τις διαβιβάσουν στον αρμόδιο εθνικό φορέα. Επιπλέον η παράγραφος 3 καθορίζει ρητή απαγόρευση αποθήκευσης των πληροφοριών που μεταβιβάζονται βάσει του κανονισμού για διάστημα μεγαλύτερο από το αναγκαίο για το σκοπό της γνωστοποίησης και σε καμία περίπτωση για περισσότερο από 1 έτος. Βλ. επίσης τη γνώμη τού ΕΕΠΔ σχετικά με την πρόταση αυτή, ΕΕ C 242 της 7.10.2006, σημεία 45-49.

(12)  Γνώμη ΕΟΚΕ, σημείο 1.11.

(13)  Ένα πρόσφατο παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο των ανταλλαγών, μεταξύ των κρατών μελών, πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο (COM (2005) 690 τελικό). Το άρθρο 6 της πρότασης επιτρέπει στα υποκείμενα των δεδομένων να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά τους δεδομένα όχι μόνο απευθυνόμενα στην αρχή που ελέγχει τα δεδομένα, αλλά και μέσω της αρχής κράτους όπου κατοικούν. Περαιτέρω παραδείγματα μπορούν να βρεθούν επίσης στο σύστημα πληροφοριών του Σένγκεν.

(14)  Γνώμη ΕΟΚΕ, σημείο 4.10.

(15)  Την οποία προβλέπει το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Το άρθρο 4 της πρότασης αναφέρει ότι αυτή η Διοικητική Επιτροπή καθορίζει το μορφότυπο και τον τρόπο ανταλλαγής των δεδομένων.

(16)  http://ec.europa.eu/idabc/en/home


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Επιτροπή

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/24


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

[Υπόθεση COMP/M.4577 — Blackstone/Cardinal Health (PTS Division)]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 91/04)

Στις 3 Απριλίου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32007M4577. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/24


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4594 — OEP/Arvinmeritor Emissions Technologies Business)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 91/05)

Στις 10 Απριλίου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32007M4594. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Επιτροπή

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/25


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

25 Απριλίου 2007

(2007/C 91/06)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,3649

JPY

ιαπωνικό γιεν

161,95

DKK

δανική κορόνα

7,4511

GBP

λίρα στερλίνα

0,68100

SEK

σουηδική κορόνα

9,1746

CHF

ελβετικό φράγκο

1,6416

ISK

ισλανδική κορόνα

87,34

NOK

νορβηγική κορόνα

8,1640

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5820

CZK

τσεχική κορόνα

28,106

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

246,30

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,7000

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,7864

RON

ρουμανικό λέι

3,3315

SKK

σλοβακική κορόνα

33,655

TRY

τουρκική λίρα

1,8168

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6405

CAD

καναδικό δολάριο

1,5298

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,6702

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,8321

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,0629

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 264,92

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

9,5817

CNY

κινεζικό γιουάν

10,5317

HRK

κροατικό κούνα

7,3745

IDR

ινδονησιακή ρουπία

12 396,02

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,6686

PHP

πέσο Φιλιππινών

64,498

RUB

ρωσικό ρούβλι

35,0650

THB

ταϊλανδικό μπατ

44,200


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/26


ΕΠΊΣΗΜΕΣ ΑΡΓΊΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΈΤΟΣ 2007

(2007/C 91/07)

BELGIQUE/BELGIË

1.1, 9.4, 30.4, 1.5, 17.5, 18.5, 28.5, 21.7, 15.8, 1.11, 2.11, 11.11, 15.11, 16.11, 24.12, 25.12, 26.12, 27.12, 28.12, 29.12, 30.12, 31.12

БЪЛГАРИЯ

1.1, 3.3, 9.4, 1.5, 6.5, 24.5, 6.9, 22.9, 24.12, 25.12, 26.12; 31.12

ČESKÁ REPUBLIKA

1.1, 9.4, 1.5, 8.5, 5.7, 6.7, 28.9, 28.10, 17.11, 24.12, 25.12, 26.12

DANMARK

1.1, 5.4, 6.4, 9.4, 4.5, 17.5, 28.5, 5.6, 24.12, 25.12, 26.12

DEUTSCHLAND

1.1, 6.4, 9.4, 1.5, 17.5, 28.5, 15.8, 3.10, 1.11, 24.12, 25.12, 26.12, 31.12

EESTI

1.1, 24.2, 6.4, 8.4, 1.5, 27.5, 23.6, 24.6, 20.8, 24.12, 25.12, 26.12

ÉIRE/IRELAND

1.1, 17.3, 9.4, 7.5, 4.6, 6.8, 29.10, 25.12, 26.12

ΕΛΛΑΔΑ

1.1, 6.1, 19.2, 25.3, 6.4, 9.4, 1.5, 28.5, 15.8, 28.10, 25.12, 26.12

ESPAÑA

1.1, 6.1, 6.4, 1.5, 15.8, 12.10, 6.12, 8.12, 25.12

FRANCE

1.1, 9.4, 1.5, 8.5, 17.5, 14.7, 15.8, 1.11, 11.11, 25.12

ITALIA

1.1, 6.1, 9.4, 25.4, 1.5, 2.6, 15.8, 1.11, 8.12, 25.12, 26.12

ΚΥΠΡΟΣ/KIBRIS

1.1, 6.1, 19.2, 25.3, 1.4, 6.4, 9.4, 1.5, 28.5, 15.8, 28.10, 24.12, 25.12, 26.12

LATVIJA

1.1, 6.4, 8.4, 9.4, 1.5, 4.5, 13.5, 27.5, 23.6, 24.6, 18.11, 25.12, 26.12, 31.12

LIETUVA

1.1, 16.2, 11.3, 8.4, 9.4, 1.5, 6.5, 24.6, 6.7, 15.8, 1.11, 25.12, 26.12

LUXEMBOURG

1.1, 19.2, 9.4, 1.5, 17.5, 28.5, 23.6, 15.8, 3.9, 1.11, 25.12, 26.12

MAGYARORSZÁG

1.1, 15.3, 9.4, 1.5, 28.5, 20.8, 23.10, 1.11, 25.12, 26.12

MALTA

1.1, 10.2, 19.3, 31.3, 6.4, 1.5, 7.6, 29.6, 15.8, 8.9, 21.9, 8.12, 13.12, 25.12

NEDERLAND

1.1, 9.4, 30.4, 5.5, 17.5, 28.5, 25.12, 26.12

ÖSTERREICH

1.1, 6.1, 9.4, 1.5, 17.5, 28.5, 7.6, 15.8, 26.10, 1.11, 8.12, 25.12, 26.12

POLSKA

1.1, 8.4, 9.4, 1.5, 3.5, 27.5, 7.6, 15.8, 1.11, 11.11, 25.12, 26.12

PORTUGAL

1.1, 6.4, 25.4, 1.5, 7.6, 10.6, 15.8, 5.10, 1.11, 1.12, 8.12, 25.12

ROMÂNIA

1.1, 2.1, 9.4, 1.5, 25.12, 26.12

SLOVENIJA

1.1, 2.1, 8.2, 8.4, 9.4, 27.4, 1.5, 2.5, 27.5, 25.6, 15.8, 31.10, 1.11, 25.12, 26.12

SLOVENSKO

1.1, 6.1, 6.4, 9.4, 1.5, 8.5, 5.7, 29.8, 1.9, 15.9, 1.11, 11.11, 24.12, 25.12, 26.12

SUOMI/FINLAND

1.1, 6.1, 6.4, 8.4, 9.4, 1.5, 17.5, 23.6, 3.11, 6.12, 25.12, 26.12

SVERIGE

1.1, 6.1, 6.4, 8.4, 9.4, 1.5, 17.5, 27.5, 6.6, 23.6, 3.11, 25.12, 26.12

UNITED KINGDOM

Wales and England: 1.1, 6.4, 9.4, 7.5, 28.5, 27.8, 25.12, 26.12

Northern Ireland: 1.1, 19.3, 6.4, 9.4, 7.5, 28.5, 12.7, 27.8, 25.12, 26.12

Scotland: 1.1, 2.1, 6.4, 7.5, 28.5, 6.8, 25.12, 26.12


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/27


Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2004 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων

(2007/C 91/08)

Αριθμός ενίσχυσης: XA 2/07

Κράτος μέλος: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Περιφέρεια: Όλα τα γερμανικά κρατίδια υπό την ιδιότητά τους ως αρχές χορήγησης των ενισχύσεων

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή ονομασία της επιχείρησης δικαιούχου μεμονωμένης ενίσχυσης: Βασικές αρχές για την προώθηση μέτρων βελτίωσης της γενετικής ποιότητας των ζώων εκτροφής

Νομική βάση:

Rahmenplan der Gemeinschaftsaufgabe „Verbesserung der Agrarstruktur und des Küstenschutzes“

Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: 20 εκατομμύρια EUR ετησίως

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Μέχρι το 60 % του κόστους των μέτρων που περιγράφονται στο κεφάλαιο για το στόχο της ενίσχυσης. Το ύψος της επιχορήγησης περιορίζεται επιπλέον στα ακόλουθα ανώτατα ποσά:

10,23 EUR ανά αγελάδα και έτος,

0,69 EUR ανά χοίρο παχύνσεως, για όλους τους χοίρους παχύνσεως οι οποίοι ελέγχονται μέχρι το τέλος της περιόδου παχύνσεως και οι οποίοι πωλούνται κατά το συγκεκριμένο οικονομικό έτος,

2,76 EUR ανά γέννα, για όλες τις ελεγχόμενες γέννες θηλυκών χοίρων κατά το συγκεκριμένο οικονομικό έτος,

0,28 EUR το μήνα, για κάθε βοοειδές παχύνσεως το οποίο ελέγχεται μέχρι το τέλος της περιόδου παχύνσεως,

0,61 EUR ανά ζώο, για όλους τους αμνούς παχύνσεως που εξετάζονται μέχρι το τέλος της περιόδου παχύνσεως και οι οποίοι πωλούνται κατά το συγκεκριμένο οικονομικό έτος

Ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής:

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Δεκέμβριος 2010

Στόχος της ενίσχυσης: Συγκέντρωση και αξιολόγηση στοιχείων για τη διατήρηση και βελτίωση της γενετικής ποιότητας των εκτρεφόμενων ζώων στο πλαίσιο προγραμμάτων εκτροφής. Προς το σκοπό αυτό, ο φορέας παροχής των υπηρεσιών πραγματοποιεί δοκιμές, συγκεντρώνει στοιχεία και τα αξιολογεί. Σε αντάλλαγμα, εισπράττει αμοιβή ανάλογη με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, η οποία συναπαρτίζεται από την ενίσχυση και από το μερίδιο του κόστους με το οποίο επιβαρύνεται ο γεωργός. Αποκλείεται από την ενίσχυση το κόστος για τους συνήθεις ελέγχους της ποιότητας του γάλακτος.

Το μέτρο στηρίζεται στο άρθρο 15 (υποστήριξη της κτηνοτροφίας)

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Εκτροφή βοοειδών, χοίρων και προβάτων

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής: Οι ενισχύσεις χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές των κρατιδίων

Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: www.bmelv.de > Landwirtschaft > Förderung > GAK

Λοιπές πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 8/07

Κράτος μέλος: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Περιφέρεια: Όλα τα γερμανικά κρατίδια υπό την ιδιότητά τους ως αρχές χορήγησης των ενισχύσεων

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης: Πρόγραμμα-πλαίσιο που εντάσσεται στον κοινοτικό στόχο «Βελτίωση των αγροτικών διαρθρώσεων και της προστασίας των ακτών»

Νομική βάση: Rahmenplan der Gemeinschaftsaufgabe „Verbesserung der Agrarstruktur und des Küstenschutzes“

Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης: Περίπου 1 δισεκατομμύριο EUR για όλα τα μέτρα του προγράμματος πλαισίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα χρησιμοποιηθεί για τη συγχρηματοδότηση του εθνικού προγράμματος-πλαισίου σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης:

Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, 40 % κατ'ανώτατο όριο και 400 000 EUR για τρεις περιόδους εμπορίας

Παροχή συμβουλών σε μεμονωμένες εκμεταλλεύσεις σχετικά με τις μεθόδους διαχείρισης, 80 % κατ'ανώτατο όριο και 2 000 EUR κατ'ανώτατο όριο

Αναδασμός γαιών, 90 % κατ'ανώτατο όριο

Δαπάνες εκκίνησης των οργανώσεων παραγωγών, 60 % κατ'ανώτατο όριο, αλλά συνολικά έως 400 000 EUR κατ'ανώτατο όριο ανά οργάνωση για 5 έτη

Ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής:

Λήξη του καθεστώτος:

Στόχος της ενίσχυσης:

Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις [Πρόγραμμα στήριξης των επενδύσεων στη γεωργία (AFP)]

Προκειμένου να προωθηθεί η ανταγωνιστική, αειφόρος, αβλαβής για το περιβάλλον, φιλική προς τα ζώα και πολυλειτουργική γεωργία,, μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις για την πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθούν τα συμφέροντα των καταναλωτών, η ανάπτυξη της υπαίθρου, η διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, εργασίας και παραγωγής

Τα μέτρα βασίζονται στο άρθρο 4 (Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις)

Παροχή συμβουλών σε μεμονωμένες εκμεταλλεύσεις σχετικά με τις μεθόδους διαχείρισης (AFP)

Ενίσχυση πέραν της συνήθους παροχής συμβουλών, σε μεμονωμένες εκμεταλλεύσεις για την εφαρμογή συστημάτων τεκμηρίωσης. Τα μέτρα θα βοηθήσουν τους γεωργούς προκειμένου να τηρήσουν τα πρότυπα της σύγχρονης και ποιοτικής γεωργίας και ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 καθώς και των παραρτημάτων III και IV του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1782/2003 (πολλαπλή συμμόρφωση). Τις συμβουλές θα παρέχουν αναγνωρισμένοι από τα κρατίδια, δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς. Τα αρχεία από τα συστήματα τεκμηρίωσης αποτελούν τη βάση των συμβουλών που παρέχονται στην κάθε εκμετάλλευση. Το μέτρο αφορά κατ'αρχήν όλους τους δικαιούχους και καταβάλλεται στους φορείς παροχής συμβουλών ως αμοιβή

Τα μέτρα βασίζονται στο άρθρο 15 [Παροχή τεχνικής υποστήριξης στον γεωργικό τομέα)

Αναδασμός [Αρχές για την προώθηση της ολοκληρωμένης ανάπτυξης της υπαίθρου (Προώθηση του αναδασμού των αγροκτημάτων)]

Στόχος της ενίσχυσης εξάλλου είναι ο αναδασμός των αγροκτημάτων και η διαμόρφωση της υπαίθρου κατά τρόπο ώστε να βελτιωθούν οι αγροτικές διαρθρώσεις κατά την έννοια του νόμου για τον αναδασμό και του νόμου περί προσαρμογής της γεωργίας, των μέτρων για τη διασφάλιση της αειφορίας και των σχεδίων για την προαιρετική ανταλλαγή χρήσης της γης. Οι διαδικαστικές δαπάνες είναι επιλέξιμες για επιδότηση.

Τα μέτρα βασίζονται στο άρθρο 13 (Ενισχύσεις υπέρ του αναδασμού)

Δαπάνες ίδρυσης οργανώσεων παραγωγών [Αρχές για την προώθηση διαρθρωτικών βελτιώσεων της αγοράς (Οργανώσεις)]

Ένας ακόμη στόχος της ενίσχυσης είναι η δημιουργία και η δραστηριοποίηση οργανώσεων παραγωγών καθώς και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, ώστε να διασφαλιστούν οι πωλήσεις προς όφελος των παραγωγών

Η ενίσχυση συμβάλλει στη συγκέντρωση, μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς ως προς τα χαρακτηριστικά, την ποσότητα και την ποιότητά τους.

Η προώθηση των ενώσεων παραγωγών βασίζεται στο άρθρο 19 (Ενισχύσεις για τη δημιουργία ενώσεων παραγωγών)

Οικονομικός τομέας: Γεωργία

Ονομασία και διεύθυνση της αρμόδιας υπηρεσίας χορήγησης της ενίσχυσης: Οι ενισχύσεις χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές των κρατιδίων

Ιστοσελίδα: www.bmelv.de > Landwirtschaft > Förderung > GAK > Rahmenplan 2007

Grundsätze für die einzelbetriebliche Förderung landwirtschaftlicher Unternehmen

Grundsätze für die Förderung der integrierten ländlichen Entwicklung (Förderung der Neuordnung des ländlichen Grundbesitzes)

Grundsätze für die Förderung zur Marktstrukturverbesserung (Zusammenschlüsse)

http://www.bmelv.de/cln_044/nn_751002/DE/04-Landwirtschaft/Foerderung/GAK/Rahmenplan/Rahmenplan2007.html__nnn=true

Άλλες πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 9/07

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Περιφέρεια: Επαρχία Noord-Brabant

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση:

Νομική βάση: Volgens AWB (art. 4:23 lid 3 sub d) en provinciale ASV (art. 33) aangemerkt als incidentele subsidie

Ετήσια δαπάνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: 38 000 EUR το 2007

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: 40 %

Ημερομηνία εφαρμογής: Φεβρουάριος/Μάρτιος 2007

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Δεκέμβριος 2007

Στόχος της ενίσχυσης: Εφαρμογή το 2007 νέας γενεάς διαχωριστήρων που μειώνουν σε μεγάλο ή μεγαλύτερο βαθμό τις εκπομπές οσμών, αμμωνίας και λεπτής σκόνης. Οι εν λόγω διαχωριστήρες θα αποτελέσουν το αντικείμενο επίδειξης, δοκιμής και μελέτης για τρία έτη. Πρόκειται για επενδυτική ενίσχυση για περιβαλλοντικά μέτρα πέραν όσων προβλέπονται στις νομοθετικές διατάξεις με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα.

Να αναφερθεί ποιο από τα άρθρα 4 έως 12 καθορίζει τις επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτονται από το καθεστώς ενίσχυσης ή τη μεμονωμένη ενίσχυση: Το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), παράγραφος 3 στοιχείο δ), παράγραφος 4 στοιχείο α)

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Τομέας της ζωικής παραγωγής, ιδιαίτερα πρωτογενής χοιροτροφία

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Provincie Noord-Brabant

Brabantlaan 1

Postbus 90151

5200 MC 's-Hertogenbosch

Nederland

Ιστότοποι για τη νομική βάση: http://wettenbank.sdu.nl/wettenbank.sdu.nl/demo/awb_main.html

http://www.brabant.nl/Beleid/Regels%20en%20kaders/Algemene%20subsidieverordening.aspx?docindexid={6E5EE4A7-1D3F-480A-900D-975DD48879C6}

Άλλες πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 11/07

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Περιφέρεια: Επαρχία του Λιμβούργου (Limburg)

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Subsidieverordening Inrichting Landelijk Gebied Limburg (κανονισμός για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου)

Σημείο 1.1: Αναδασμός και ανταλλαγή αγροτεμαχίων μέσω συμφωνίας με σκοπό τη γεωργική διαρθρωτική βελτίωση (συμβολαιογραφικά έξοδα και έξοδα κτηματολογίου)

Σημείο 6.4: Ενθάρρυνση της χρήσης της γης με σεβασμό των υπόγειων υδάτων (τμήμα αναδασμού· συμβολαιογραφικά έξοδα και έξοδα κτηματολογίου)

Νομική βάση: Artikel 11, lid 3 Wet Inrichting Landelijk Gebied, juncto Subsidieverordening inrichting landelijk gebied Limburg

Ετήσια δαπάνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: Περίπου 10 000 000 EUR για την περίοδο 2007-2013

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Έως το 100 % κατ' ανώτατο όριο των συμβολαιογραφικών εξόδων και των εξόδων κτηματολογίου (δαπάνες καταμέτρησης και καταχώρισης)

Ημερομηνία εφαρμογής: Η επιχορήγηση θα χορηγηθεί μετά την έγκριση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου από τον υπουργό Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του νόμου για τη χωροταξία των αγροτικών περιοχών (Wet Inrichting Landelijk Gebied), αλλά όχι πριν από την κοινοποίηση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Από το 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Ενισχύσεις αναδασμού, για την κάλυψη των δικαστικών και διοικητικών δαπανών, σύμφωνα με το άρθρο 13

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Provincie Limburg

Limburglaan 10

Postbus 5700

6202 MA Maastricht

Nederland

Ιστότοπος: www.limburg.nl

Άλλες πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 12/07

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Περιφέρεια: Επαρχία του Λιμβούργου (Limburg)

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Subsidieverordening Inrichting Landelijk Gebied Limburg (κανονισμός για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου)

Σημείο 1.2 Σχέδια εγκατάστασης μονάδων εντατικής κτηνοτροφίας

Σημείο 1.4 Συγκέντρωση μονάδων εντατικής κτηνοτροφίας σε βιώσιμες τοποθεσίες

Σημείο 1.5 Βελτίωση των γνώσεων και της καινοτομίας στη γεωργία (Greenport)

Σημείο 1.9 Εκτατικοποίηση των εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής

Σημείο 6.1 Αποκατάσταση αποξηραμένων φυσικών εκτάσεων

Σημείο 6.4 Ενθάρρυνση της χρήσης γης με σεβασμό των υπόγειων υδάτων

Νομική βάση: Artikel 11, lid 3 Wet Inrichting Landelijk Gebied, juncto Subsidieverordening inrichting landelijk gebied Limburg

Ετήσια δαπάνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση:

Σημείο 1.2: 3 000 000 EUR για την περίοδο 2007-2013·

Σημείο 1.4: 60 000 EUR για την περίοδο 2007-2013·

Σημείο 1.5: 1 250 000 EUR για την περίοδο 2007-2013·

Σημείο 1.9: 4 500 000 EUR για την περίοδο 2007-2013·

Σημείο 6.1: 3 000 000 EUR για την περίοδο 2007-2013·

Σημείο 6.4: 1 200 000 EUR για την περίοδο 2007-2013·

(Τα ποσά αποτελούν εκτίμηση των μεριδίου των μέγιστων διαθέσιμων ποσών για τους γεωργούς. Πράγματι, τα ανωτέρω σημεία αποτελούν επίσης τη βάση για επιχορηγήσεις σε ιδιώτες)

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης:

Σημείο 1.2: έως και 60 % των επιλέξιμων δαπανών με ανώτατο ποσό 1,2 εκατ. € ανά σχέδιο εγκατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) και παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ).

Σημείο 1.9: έως και 60 % των επιλέξιμων δαπανών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) και παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ).

Σημείο 6.1: έως και 60 % των επιλέξιμων δαπανών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) και παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ).

Σημείο 1.4: έως και 50 % των επιλέξιμων δαπανών με ανώτατο ποσό 20 000 EUR ανά έργο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) και παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ).

Σημείο 1.5: έως και 50 % των επιλέξιμων δαπανών με ανώτατο ποσό 1,25 εκατ. EUR, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) και παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ).

Σημείο 6.4: έως και 50 % των επιλέξιμων δαπανών με ανώτατο ποσό 50 000 EUR ανά έργο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) και παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ).

(Μόνο για τους γεωργούς· βάσει των ανωτέρω σημείων θα χορηγηθούν επίσης επιχορηγήσεις σε ιδιώτες)

Ημερομηνία εφαρμογής: Η επιχορήγηση θα χορηγηθεί μετά την έγκριση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου από τον υπουργό Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του νόμου για τη χωροταξία των αγροτικών περιοχών (Wet Inrichting Landelijk Gebied), αλλά όχι πριν από την κοινοποίηση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Από το 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης:

Σημείο 1.2: η ενίσχυση αφορά τα έξοδα εκπόνησης μελετών σκοπιμότητας και επιχειρηματικών σχεδίων καθώς και την κατασκευή και βελτίωση ακινήτων, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ).

Σημείο 1.9: η ενίσχυση αφορά τα έξοδα κατασκευής και βελτίωσης ακινήτων, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ).

Σημείο 6.1: η ενίσχυση αφορά τα έξοδα κατασκευής και βελτίωσης ακινήτων, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ).

Σημείο 1.4: η ενίσχυση αφορά τα έξοδα εκπόνησης μελετών σκοπιμότητας και επιχειρηματικών σχεδίων με άξονα την κατασκευή και βελτίωση ακινήτων, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ).

Σημείο 1.5: η ενίσχυση αφορά τα έξοδα εκπόνησης μελετών σκοπιμότητας και επιχειρηματικών σχεδίων καθώς και την κατασκευή και βελτίωση ακινήτων, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ).

Σημείο 6.4: η ενίσχυση αφορά τα έξοδα εκπόνησης μελετών σκοπιμότητας και επιχειρηματικών σχεδίων με άξονα τη βελτίωση ακινήτων, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ)

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Provincie Limburg

Limburglaan 10

Postbus 5700

6202 MA Maastricht

Nederland

Ιστότοπος: www.limburg.nl

Άλλες πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 14/07

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Περιφέρεια: Επαρχία του Λιμβούργου (Limburg)

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Subsidieverordening Inrichting Landelijk Gebied Limburg (κανονισμός για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου)

Σημείο 5.1: δημιουργία, αποκατάσταση και διαφύλαξη φυσικών, ημιφυσικών και ιστορικοπολιτιστικών στοιχείων του τοπίου

Νομική βάση: Artikel 11, lid 3 Wet Inrichting Landelijk Gebied, juncto Subsidieverordening inrichting landelijk gebied Limburg

Ετήσια δαπάνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: 400 000 EUR για την περίοδο 2007- 2013.

(Το ποσό αποτελεί εκτίμηση του μεριδίου των μέγιστων διαθέσιμων ποσών για τους γεωργούς. Πράγματι, το ανωτέρω σημείο αποτελεί επίσης τη βάση για επιχορηγήσεις σε ιδιώτες)

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Έως και 100 % των επιλέξιμων δαπανών για μη παραγωγικά στοιχεία του τοπίου και έως και 60 % για (εν μέρει) παραγωγικά στοιχεία του τοπίου. Στο πλαίσιο της ενίσχυσης μπορεί να χορηγηθεί ανώτατο ποσό 10 000 EUR ετησίως για εργασίες τις οποίες πραγματοποιεί ο ίδιος ο γεωργός ή το προσωπικό του (Μόνο για τους γεωργούς· βάσει του ανωτέρω σημείου θα χορηγηθούν επίσης επιχορηγήσεις σε ιδιώτες)

Ημερομηνία εφαρμογής: Η επιχορήγηση θα χορηγηθεί μετά την έγκριση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου από τον υπουργό Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του νόμου για τη χωροταξία των αγροτικών περιοχών (Wet Inrichting Landelijk Gebied), αλλά όχι πριν από την κοινοποίηση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Από το 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Ο στόχος είναι η διατήρηση των παραδοσιακών τοπίων μέσω της χορήγησης ενίσχυσης για τις δαπάνες δημιουργίας και αποκατάστασης παραδοσιακών στοιχείων του τοπίου, όπως οπωρώνες με ψηλά δένδρα, φράχτες από θάμνους, δενδροστοιχίες, τάφοι, αποξηραμένα κανάλια και λίμνες, δυνάμει του άρθρου 5.

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Provincie Limburg

Limburglaan 10

Postbus 5700

6202 MA Maastricht

Nederland

Ιστότοπος: www.limburg.nl

Άλλες πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 15/07

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Περιφέρεια: Επαρχία του Λιμβούργου (Limburg)

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Subsidieverordening Inrichting Landelijk Gebied Limburg (κανονισμός για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου)

Σημείο 1.14 Μετεγκατάσταση εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής

Νομική βάση: Artikel 11, lid 3 Wet Inrichting Landelijk Gebied, juncto Subsidieverordening inrichting landelijk gebied Limburg

Ετήσια δαπάνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: Σημείο 1.14: 700 000 EUR για την περίοδο 2007-2013

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Σημείο 1.14: 40 % κατ' ανώτατο όριο των εξόδων κατεδάφισης στην παλαιά τοποθεσία, μετακόμισης και κατασκευής στη νέα τοποθεσία, με μέγιστο ποσό 100 000 EUR ανά μετεγκατάσταση εκμετάλλευσης

Ημερομηνία εφαρμογής: Η επιχορήγηση θα χορηγηθεί μετά την έγκριση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις υπέρ της χωροταξίας των αγροτικών περιοχών στην επαρχία του Λιμβούργου από τον υπουργό Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του νόμου για τη χωροταξία των αγροτικών περιοχών (Wet Inrichting Landelijk Gebied), αλλά όχι πριν από την κοινοποίηση του κανονισμού για τις επιχορηγήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Από το 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Η μετεγκατάσταση εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής και η παύση των δραστηριοτήτων τους προς το γενικό συμφέρον, με ιδιαίτερη έμφαση στη φύση και στην ποιότητα του τοπίου και του περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 6

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Provincie Limburg

Limburglaan 10

Postbus 5700

6202 MA Maastricht

Nederland

Ιστότοπος: www.limburg.nl

Άλλες πληροφορίες: —

Αριθμός ενίσχυσης: XA 16/07

Κράτος μέλος: Τσεχική Δημοκρατία

Περιφέρεια: —

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Podpora poradenství v zemědělství – Metodická činnost k podpoře zemědělského poradenského systému

Νομική βάση: Zákon č. 252/1997 Sb., o zemědělství

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία: Έως 15 εκατομμύρια CZK

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Έως ποσοστό 100 % των επιλέξιμων δαπανών, με ανώτατο ποσό 500 000 CZK ετησίως για μεθοδολογικά εργαλεία

Ημερομηνία εφαρμογής: Από τις 16 Φεβρουαρίου 2007

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση χορηγείται με βάση το άρθρο 15 «Παροχή τεχνικής υποστήριξης στο γεωργικό τομέα »του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής

Αποβλέπει στην κάλυψη των δαπανών που συνδέονται με την παροχή συμβουλών στο γεωργικό τομέα και τη δημιουργία μεθοδολογικών εργαλείων για την πρακτική εφαρμογή επιστημονικών και ερευνητικών γνώσεων, ιδίως ως προς τις νομικές απαιτήσεις και τις ορθές γεωργικές πρακτικές

Οι αιτούμενοι ενίσχυσης υποβάλλουν σχέδιο εφαρμογής μεθοδολογικών εργαλείων που προορίζονται για γεωργικές εκμεταλλεύσεις και συμβούλους. Θα επιλεγούν προς υλοποίηση τα σχέδια που ανταποκρίνονται καλύτερα στις πρακτικές απαιτήσεις. Η επιλογή θα διενεργηθεί από επιτροπή της υπηρεσίας Έρευνας, Επιμόρφωσης και Δημιουργίας του Υπουργείου Γεωργίας της Τσεχικής Δημοκρατίας, επικουρούμενης από εκπρόσωπο του γεωργικού κλάδου, κατόπιν προτάσεως του εθνικού γνωμοδοτικού οργάνου Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης του Υπουργείου Γεωργίας της Τσεχικής Δημοκρατίας. Τα σχέδια θα αξιολογηθούν και βαθμολογηθούν ώστε να καταρτισθεί πίνακας με σειρά κατάταξης· έπειτα διατίθενται οι επιχορηγήσεις στους αιτούμενους κατά σειρά κατάταξης έως ότου εξαντληθούν οι διαθέσιμοι πόροι

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Πρωτογενής γεωργική παραγωγή

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Ministerstvo zemědělství ČR

Těšnov 17

CZ-117 05 Praha 1

Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.mze.cz/Index.aspx?deploy=1802&typ=2&ch=74&ids=1802&val=1802

Άλλες πληροφορίες: Το Υπουργείο Γεωργίας της Τσεχικής Δημοκρατίας δηλώνει ότι θα τηρηθούν οι όροι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, δηλαδή η ενίσχυση απευθύνεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ασχολούμενες με την πρωτογενή γεωργική παραγωγή, και ιδίως οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 «Παροχή τεχνικής υποστήριξης στο γεωργικό τομέα».

Οι αιτούμενοι ενίσχυσης είναι κυρίως δημόσια ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια, αλλά και οργανισμοί ειδικευμένοι στους υπόψη τομείς. Τα μέτρα στοχεύουν στην πρακτική εφαρμογή των ερευνητικών αποτελεσμάτων στο γεωργικό τομέα. Τα σχέδια αφορούν την επινόηση και διάδοση μεθοδολογικών εργαλείων προς χρήση στη διαχείριση γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Τα κριτήρια επιλογής των σχεδίων εμφαίνονται στους δημοσιευμένους κανόνες σχετικά με τη χορήγηση ενισχύσεων

Αριθμός ενίσχυσης: XA 17/07

Κράτος μέλος: Τσεχική Δημοκρατία

Περιφέρεια: —

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Podpora poradenství v zemědělství – Regionální přenos informací o realizaci společné zemědělské politiky, zejména požadavků na plnění cross compliance, zajišťovaný prostřednictvím Krajských informačních středisek pro rozvoj zemědělství a venkova (KIS)

Νομική βάση: Zákon č. 252/1997 Sb., o zemědělství

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία: Έως 10 εκατομμύρια CZK

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Έως ποσοστό 100 % των επιλέξιμων δαπανών, με ανώτατο ποσό 500 000 CZK ετησίως για κάθε περιφερειακό κέντρο πληροφοριών για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη, το οποίο παρέχει ακολούθως τις υπηρεσίες του στους τελικούς δικαιούχους, δηλαδή στα πρόσωπα που λαμβάνουν τεχνική ενίσχυση

Ημερομηνία εφαρμογή: Από τις 16 Φεβρουαρίου 2007

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση χορηγείται με βάση το άρθρο 15 «Παροχή τεχνικής υποστήριξης στο γεωργικό τομέα »του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής

Στόχος της ενίσχυσης είναι να στηρίξει δραστηριότητες παροχής συμβουλών από διαπιστευμένους συμβούλους σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, τη διάδοση πληροφοριών σε περιφερειακό επίπεδο για την Κοινή Γεωργική Πολιτική και τα πρότυπα ορθής γεωργικής πρακτικής, και την πληροφόρηση για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης και προστασίας των καταναλωτών (ασφάλεια των τροφίμων)

Οι πληροφορίες παρέχονται δωρεάν με διάφορες μεθόδους, ιδίως μέσω των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας (Διαδίκτυο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, SMS), αλλά και σε έντυπη μορφή (επιστολές, ενημερωτικά φυλλάδια, κλπ.), καθώς και με προσωπικές επαφές (σε σεμινάρια και διαβουλεύσεις). Οι πληροφορίες παρέχονται με τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις σε όλες τις ομάδες αποδεκτών στην περιφέρεια και έχουν ως επίκεντρο τα γεωργικά προβλήματα και τα προβλήματα αγροτικής ανάπτυξης της περιφέρειας

Οι επιλέξιμες δαπάνες είναι οι εξής:

το πραγματικό κόστος της οργάνωσης υπηρεσιών παροχής πληροφοριών·

τα οδοιπορικά·

οι αμοιβές που καταβάλλονται για υπηρεσίες που δεν συνιστούν συνεχή ή περιοδική δραστηριότητα, ούτε αφορούν τις συνήθεις λειτουργικές δαπάνες της επιχείρησης

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Πρωτογενής γεωργική παραγωγή

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Ministerstvo zemědělství ČR

Těšnov 17

CZ-117 05 Praha 1

Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.mze.cz/Index.aspx?deploy=1802&typ=2&ch=74&ids=1802&val=1802

Άλλες πληροφορίες: Το Υπουργείο Γεωργίας της Τσεχικής Δημοκρατίας δηλώνει ότι θα τηρηθούν οι όροι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, δηλαδή η ενίσχυση απευθύνεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ασχολούμενες με την πρωτογενή γεωργική παραγωγή, και ιδίως οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 «Παροχή τεχνικής υποστήριξης στο γεωργικό τομέα».


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/33


Επίσημες αργίες για το έτος 2007: Κράτη ΕΟΧ/ΕΖΕΣ και θεσμικά όργανα ΕΟΧ

(2007/C 91/09)

2007

Ισλανδία

Λιχτενστάιν

Νορβηγία

Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ

Δικαστήριο ΕΖΕΣ

1 Ιανουαρίου

X

X

X

X

X

2 Ιανουαρίου

 

X

 

 

 

6 Ιανουαρίου

 

X

 

 

 

2 Φεβρουαρίου

 

X

 

 

 

20 Φεβρουαρίου

 

X

 

 

 

19 Μαρτίου

 

X

 

 

 

5 Απριλίου

X

 

X

 

 

6 Απριλίου

X

X

X

X

 

9 Απριλίου

X

X

X

X

X

19 Απριλίου

X

 

 

 

 

1 Μαΐου

X

X

X

X

X

17 Μαΐου

X

X

X

X

X

18 Μαΐου

 

 

 

X

 

28 Μαΐου

X

X

X

X

X

7 Ιουνίου

 

X

 

 

 

17 Ιουνίου

X

 

 

 

 

23 Ιουνίου

 

 

 

 

X

6 Αυγούστου

X

 

 

 

 

15 Αυγούστου

 

X

 

 

X

8 Σεπτεμβρίου

 

X

 

 

 

1 Νοεμβρίου

 

X

 

X

X

8 Δεκεμβρίου

 

X

 

 

 

24 Δεκεμβρίου

 

X

 

 

 

25 Δεκεμβρίου

X

X

X

X

X

26 Δεκεμβρίου

X

X

X

X

X

31 Δεκεμβρίου

 

X

 

 

 


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Επιτροπή

26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/34


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΗΝΩΜΈΝΟ ΒΑΣΊΛΕΙΟ

Κρατική ενίσχυση C 7/07 (πρώην NN 82/06 και NN 83/06) — Εικαζόμενη ενίσχυση υπέρ των Royal Mail και POL

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 91/10)

Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2007 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Ηνωμένο Βασίλειο την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με ορισμένα μέτρα.

Η Επιτροπή αποφάσισε να μην εγείρει αντιρρήσεις για ορισμένα άλλα μέτρα, όπως περιγράφονται στην επιστολή που ακολουθεί την παρούσα περίληψη.

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τα μέτρα για τα οποία η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επισυναπτόμενης επιστολής, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State Aid Greffe

SPA 3 6/5

B-1049 Brussels

Fax No: (32-2) 296 12 42

Οι εν λόγω παρατηρήσεις θα κοινοποιηθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ενδιαφερόμενοι που υποβάλλουν τις παρατηρήσεις μπορούν να ζητήσουν γραπτά να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, προσδιορίζοντας τους λόγους του αιτήματος.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Η Επιτροπή έλαβε γνώση των μέτρων για τα οποία κίνησε τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 είτε μέσω καταγγελιών, είτε μέσω αλληλογραφίας με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου μετά από τέτοιες καταγγελίες. Κανένα από τα εν λόγω μέτρα δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΙΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Δικαιούχος

Δικαιούχος της εικαζόμενης κρατικής ενίσχυσης είναι η Royal Mail Group plc (RM) η οποία (μέσω της εταιρείας χαρτοφυλακίου Royal Mail Holdings plc) είναι 100 % κρατική επιχείρηση. Η RM είναι ο κυριότερος ταχυδρομικός φορέας στο Ηνωμένο Βασίλειο και διέθετε νόμιμο μονοπώλιο για τις περισσότερες βασικές ταχυδρομικές υπηρεσίες ως τα τέλη του 2005. Το δίκτυο των ταχυδρομικών γραφείων διαχειρίζεται η POL, θυγατρική της RM. Η RM διαθέτει χωριστή υπηρεσία για τα δέματα, την Parcelforce. Η Parcelforce συσσωρεύει ζημίες μετά το 1991 και εκτός από μικρά εμπορικά κέρδη που πραγματοποίησε το 1995/1996 και παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες αναδιάρθρωσης, υπήρξε ζημιογόνα ως την επιστροφή στη κερδοφορία το 2005.

Το δάνειο του 2001

Το Φεβρουάριο του 2001, οι βρετανικές αρχές χορήγησαν δάνειο 500 εκατ. GBP στην RM ώστε να χρηματοδοτήσει εξαγορές στο εξωτερικό στις δραστηριότητες ταχυδρομείου και δεμάτων. Το δάνειο θα εξοφληθεί μεταξύ του 2021 και του 2025 και το μέσο επιτόκιό του ανέρχεται σε περίπου 5,8 %. Οι βρετανικές αρχές δήλωσαν, στην αλληλογραφία τους με την Επιτροπή, ότι το δάνειο χορηγήθηκε με εμπορικά κριτήρια και ότι ακολούθησαν τις οδηγίες συμβούλων προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τηρείται η εν λόγω αρχή. Εξάλλου, δήλωσαν ότι το δάνειο δεν προοριζόταν για την αναδιάρθρωση της Parcelforce, ότι οι όροι του δεν συνδέονταν με τέτοια αναδιάρθρωση και ότι χορηγήθηκε αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση εξαγορών στο εξωτερικό.

Πιστωτικές ευκολίες

Το 2003, οι βρετανικές αρχές χορήγησαν στην RM διάφορες πιστωτικές ευκολίες ώστε να χρηματοδοτήσει το «σχέδιο ανανέωσής της». Οι ευκολίες αυτές συνίστανται σε πιστωτική γραμμή 544 εκατ. GBP από το National Loans Fund (NLF) εγγυημένη από τα ταμειακά διαθέσιμα της RM και την αγορά από τις αρχές δύο ομολογιακών δανείων που εξέδωσε η RM (ένα 300 εκατ. GBP και ένα άλλο 200 εκατ. GBP). Και στην περίπτωση αυτή, οι βρετανικές αρχές δήλωσαν, στην αλληλογραφία με την Επιτροπή, ότι οι εν λόγω πιστωτικές ευκολίες χορηγήθηκαν με εμπορικά κριτήρια και ότι ακολούθησαν τις οδηγίες συμβούλων ώστε να τηρηθεί η σχετική αρχή. Τον Οκτώβριο του 2006, οι πιστωτικές αυτές ευκολίες δεν είχαν χρησιμοποιηθεί και η πιστωτική γραμμή των 200 εκατ. GBP είχε λήξει. Ωστόσο, η RM κατέβαλε σχετική προμήθεια. Τον Μάιο του 2006, οι βρετανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι σκόπευαν να επεκτείνουν τις υπολειπόμενες πιστωτικές ευκολίες αυξάνοντας το επίπεδό τους από 844 σε 900 εκατ. GBP.

Ο συνταξιοδοτικός λογαριασμός μεσεγγύησης

Το 2006, οι βρετανικές αρχές αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα «λογαριασμό μεσεγγύησης »με τα αποθεματικά της RM τα οποία ελέγχουν οι εν λόγω αρχές βάσει του άρθρου 72 του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες του 2000. Έτσι, μπορούν να γίνουν αναλήψεις από το λογαριασμό αυτό για το συνταξιοδοτικό σχέδιο της Royal Mail (RMPP) υπό ορισμένες προϋποθέσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας της RM. Πράγματι, τα διάφορα συνταξιοδοτικά συστήματα της RM, μεταξύ των οποίων το RMPP είναι μακράν το πιο σημαντικό, παρουσιάζουν συνολικό έλλειμμα 5,6 δισεκατ. GBP στους λογαριασμούς 2005/2006. Ο λογαριασμός αυτός επιτρέπει στην RM να συμφωνήσει με τους διαχειριστές της RMPP την παράταση της προθεσμίας για την κάλυψη του ελλείμματος, μειώνοντας τις συνταξιοδοτικές εισφορές τα επόμενα έτη. Οι βρετανικές αρχές δήλωσαν ότι, κατά τη γνώμη τους, η χρήση των αποθεματικών για το σκοπό αυτό είναι προς το εμπορικό συμφέρον της RM και ότι επιτρέποντάς της να εφαρμόσει το στρατηγικό της σχέδιο, αυξάνεται η αξία της συμμετοχής των βρετανικών αρχών. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο αυτό τηρήθηκε απολύτως και ότι παρήγαγε ήδη συνέπειες και, συνεπώς, έχει εφαρμοστεί.

Το μετοχικό δάνειο 300 εκατ. GBP

Στις 8 Φεβρουαρίου 2007 οι αρχές του ΗΒ υπέβαλαν πληροφορίες σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα, την πιστωτική γραμμή 900 εκατ. GBP και επίσης ένα νέο δάνειο 300 εκατ. GBP υπέρ της Royal Mail.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Ύπαρξη ενίσχυσης

Το δάνειο του 2001 πρέπει να εξοφληθεί μεταξύ του 2021 και του 2025 και συνοδεύεται από μέσο επιτόκιο σαφώς χαμηλότερο από το επιτόκιο αναφοράς που ίσχυε στο Ηνωμένο Βασίλειο την ημερομηνία κατά την οποία ενημέρωσαν οι βρετανικές αρχές την Επιτροπή για τη χορήγηση του δανείου, δηλαδή 7,06 %. Οι βρετανικές αρχές υπέβαλαν ορισμένα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα επιτόκια γι' αυτό το είδος μακροπρόθεσμων δανείων μπορούσαν να είναι χαμηλότερα από το επιτόκιο αναφοράς (που βασίζεται σε επιτόκια πέντε ετών) χωρίς να παραβιάζεται η αρχή του ιδιώτη επενδυτή. Ωστόσο, τα συγκεκριμένα στοιχεία αναφέρουν επίσης ότι ένα τμήμα του δανείου χορηγήθηκε το 1999 και το 2000. Όχι μόνο η πληροφορία αυτή έρχεται σε αντίφαση με τις προηγούμενες πληροφορίες, αλλά περιλαμβάνει και μία περίοδο κατά την οποία το επιτόκιο αναφοράς ήταν ακόμη υψηλότερο (7,64 % το 2000).

Οι πιστωτικές ευκολίες που χορηγήθηκαν το 2003 δεν χρησιμοποιήθηκαν. Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός αυτό και μόνο ότι δεν παρείχαν κανένα πλεονέκτημα αφού η διαθεσιμότητά τους πρόσφερε μια εναλλακτική λύση στην εταιρεία. Το 2003 δεν μπορούσε να γνωρίζει κανείς ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν. Οι πιστωτικές ευκολίες του 2003 που εξακολουθούσαν να υπάρχουν τον Οκτώβριο του 2006 θα επεκταθούν, με αναθεωρημένους όρους. Οι βρετανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή, στις 31 Οκτωβρίου, ότι συνεχίζεται η διαπραγμάτευση των σχετικών όρων. Βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει ότι περιέχουν στοιχεία ενίσχυσης.

Ένα από τα αποτελέσματα του συνταξιοδοτικού λογαριασμού μεσεγγύησης, ο οποίος είναι προφανώς επιλεκτικός έναντι της RM, είναι ότι μειώνει τις οφειλόμενες για το σκοπό αυτό εισφορές της RM στην RMPP ώστε να καλυφθεί το σημερινό της έλλειμμα. Αυτό σημαίνει ότι το μέτρο μπορεί να παράσχει πλεονέκτημα στην RM και να αποτελέσει, συνεπώς, κρατική ενίσχυση. Οι βρετανικές αρχές υποστήριξαν ότι το μέτρο δικαιολογείται ως παρέμβαση ιδιώτη επενδυτή γιατί επέτρεπε στην RM να εκσυγχρονίσει τη δραστηριότητά της χάρη στο σημερινό στρατηγικό της σχέδιο. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έχει πειστεί από το συγκεκριμένο επιχείρημα, το οποίο δεν στηρίζεται σε προβλέψεις ή οικονομική ανάλυση και δεν επιτρέπει τη διάλυση των αμφιβολιών σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης.

Οι όροι του δανείου των 300 εκατ. GBP δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι το δάνειο αποτελεί μέρος δέσμης μέτρων για τα οποία η Επιτροπή διατηρεί ακόμη υπόνοιες ότι μπορεί να περιλαμβάνουν κρατική ενίσχυση, οι όροι του δανείου δεν μπορούν να αξιολογηθούν ξεχωριστά σε καμιά περίπτωση.

Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης

Στην περίπτωση των μέτρων αυτών, δεν φαίνεται να ισχύει η νομική βάση του άρθρου 86 παράγραφος 2. Οι βρετανικές αρχές συνέδεσαν ρητά το δάνειο και τις πιστωτικές ευκολίες του 2001 με άλλα σχέδια εκτός των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, ιδίως εξαγορές της RM στο εξωτερικό και το σχέδιο ανανέωσης που εγκρίθηκε το 2003. Ο συνταξιοδοτικός λογαριασμός μεσεγγύησης και το μετοχικό δάνειο 300 εκατ. GBP δεν συνδέονται ομοίως με καμιά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος της RM.

Η μόνη βάση για τη συμβιβασιμότητα των μέτρων αυτών, εφόσον περιέχουν κρατική ενίσχυση, φαίνεται, στο στάδιο αυτό, να είναι το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης. Ωστόσο, τα μέτρα δεν φαίνεται να πληρούν κανένα από τους κανόνες εφαρμογής που έχει ανακοινώσει μέχρι σήμερα η Επιτροπή για τη συγκεκριμένη υποπαράγραφο. Έτσι, αν υπάρχει κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή αμφιβάλλει ότι τα εν λόγω μέτρα είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, οποιαδήποτε παράνομη ενίσχυση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανάκτησης από το δικαιούχο της.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«The Commission wishes to inform the United Kingdom that, having examined the information supplied by your authorities on the aid/measure referred to above, it has decided to initiate the procedure laid down in Article 88(2) of the EC Treaty. The Commission decided not to raise any objections to certain other measures, as described in this letter.

1.   PROCEDURAL ASPECTS

(1)

On 3 December 2002, Deutsche Post (DP) lodged a complaint against alleged cross-subsidies granted to the parcel activities of Royal Mail Group (RM).

(2)

In response to Commission requests for information, the UK authorities provided information relevant to the matters raised in the complaint by letters of 25 February 2003 and 13 February 2004, and by email dated 17 December 2003. This information included certain other Government measures in relation to Royal Mail.

(3)

On 27 May 2003, the Commission approved a series of measures in favour of Post Office Limited (“POL”) which is a subsidiary of RM (case N 784/02) (1). Under these measures, compensation was granted to POL, financed through a reserve constituted from surplus cash generated by RM. On 22 February 2006 the Commission raised no objection to continuation of one of these measures (rural network support) for a further period (case N 166/05).

(4)

On 8 October 2003, DP lodged an action for annulment (T-343/03) against the N 784/02 Commission Decision, arguing that this decision had implicitly rejected its CP 206/02 complaint. On 16 November 2005, the Court of First Instance rejected the action of DP saying that the N 784/02 Decision did not imply the rejection of the complaint and that the Commission was carrying on investigations (as demonstrated by the correspondence presented before the Court).

(5)

On 10 August 2006, DP sent a letter which invited the Commission to take a position on its complaint of 2002 within the period of two months, on the basis of Article 232 of the Treaty. The same letter contained information concerning a series of alleged new State aid measures. These measures are distinct from those which were the subject of the complaint of 2002 and the complaint against them was therefore treated as a separate complaint which was attributed the reference CP 221/06, subsequently NN 83/06. The alleged measures were as follows:

a transfer of GBP 850 million to a special account dedicated to finance RM's pensions,

decision of Department of Trade and Industry to increase the amount of a loan granted to RM from GBP 844 million to GBP 900 million,

violation of DG Comp's N 166/05 Decision concerning support for POL's rural network, since GBP 150 million was transferred to POL directly from the State budget and not, as approved by the Decision, from a special, ring-fenced reserve.

(6)

In response to Commission requests for information, the UK authorities provided information relevant to the matters raised in the two complaints by letters of 6 October and 31 October 2006. By letter of 5 December 2006 they supplemented this information with respect to one of the other measures mentioned at paragraph (3) above.

(7)

By letter of 27 October 2006, the Mail Competition Forum (MCF), a body representing entrants to the postal market in the UK, submitted a complaint about the special account dedicated to finance RM's pensions also covered by DP's second complaint. The complaint of MCF was attributed the reference CP 164/06, subsequently NN 82/06. A non-confidential version of the complaint was sent to the UK authorities on 20 November 2006. The UK authorities supplied some comments on the complaint by letter of 19 December 2006.

(8)

By letter of 7 December 2006 the Commission informed DP that it did not see sufficient grounds for continuing the investigation concerning complaint CP 206/02, and that if it did not hear from DP within 20 working days, the complaint would be considered withdrawn. No response was received within the deadline. That complaint is therefore considered withdrawn and the specific allegations made in it are not treated in this decision.

(9)

On 7 December 2006 the United Kingdom notified the proposed extension of another of the measures in favour of POL (debt payment funding) covered by N 784/02 which was otherwise due to expire in 2007. The Commission is treating this notification (N 822/06) in a separate decision.

(10)

On 8 February 2007 the UK authorities communicated to the Commission the terms of an announcement concerning the pensions measure, the GBP 900 million loan facility and also a new loan of GBP 300 million to Royal Mail.

2.   DESCRIPTION OF THE MEASURES

2.1.   The beneficiary of the alleged State aid

(11)

The beneficiary of the alleged State aid is Royal Mail Group plc (RM) which (through a holding company, Royal Mail Holdings plc) is a 100 % State-owned company. RM is the UK's main postal operator and had a legal monopoly over most basic letter services until the end of 2005. The post office network is operated by POL, which is a subsidiary of RM.

(12)

Before 2001, the postal activities in the UK were carried out by The Post Office Corporation, a statutory body created by the Post Office Act 1969. The assets and liabilities of The Post Office Corporation were transferred to Consignia Holdings (now renamed Royal Mail Holdings plc) and to its subsidiary, Consignia plc (now RM) on 26 March 2001, under the terms of the Postal Services Act 2000.

(13)

RM has a separate parcels business division, Parcelforce, which was cited as the particular beneficiary in DP's complaint of 2002. Parcelforce has its own separate hub and spoke infrastructure. In 2003 a part of parcels activity (including the provision of a universal service for parcels handed in at post offices) was transferred from Parcelforce to RM and is now operated through RM's infrastructure. Today Parcelforce is focused only on time critical parcels.

2.2.   Financial regime of the beneficiary and relationship with the State

(14)

Under the regime in existence before the incorporation and transfers of 2001, there was no requirement for The Post Office Corporation to pay any dividends to the UK authorities and it did not do so. It was however obliged to invest a proportion of the profits it generated each year in Government securities or National Loan Fund deposits. These investments, classed as current assets and often referred to as the “gilts”, remained with RM following the 2001 transfers and amounted to GBP 1,8 billion at 31 March 2002. Following directions of the UK authorities under section 72 of the Post Office Act 2000 dated 30 January 2003, RM placed these assets in a special reserve (“the mails reserve”) to be used to finance specific measures as directed.

(15)

Following the incorporation and transfers of 2001, the possibility exists for RM Holdings plc to pay a dividend to its shareholder the UK Government. It has not however done so having made losses for most of the subsequent years.

(16)

Beginning in 2001, the UK authorities have made certain loans or loan facilities available to RM. These are described in section 2.4 below.

(17)

Through directions dated 30 January 2003, 25 May 2006 and 11 July 2006, the UK authorities directed RM to use the mails reserve to fund measures in favour of POL. The Commission had raised no objection to these measures by decisions of 27 May 2003 (2) (case N 784/02) and 22 February 2006 (N 166/05). By means of an agreement dated 9 August 2006 and through directions dated the same day and 28 September 2006, the UK authorities made arrangements to end the use of the mails reserve to fund these measures and to fund them instead directly from the State budget. The UK authorities informed the Commission of this change by means of a letter dated 6 October 2006.

(18)

Parcelforce had accumulated losses since 1991. Before 1996 Parcelforce underwent a restructuring with the effect of containing its losses and Parcelforce made a small trading profit in 1995/1996. Since that date, despite numerous restructuring efforts, including the closure of five sort-centres, the elimination of some 5 000 jobs and the closure of 50 out of 102 depots in 2002, Parcelforce generated further losses until the implementation of a far-reaching restructuring plan starting in 2003. After a successful implementation of this plan, Parcelforce became profitable again in 2005.

2.3.   State financing measures in favour of RM

2.3.1.   The 2001 loan

(19)

In February 2001, the UK authorities made a loan of GBP 500 million to RM to finance overseas acquisitions for the mails and parcels business. The loan is repayable between 2021 and 2025 and carries an average interest rate of around 5,8 %. The UK authorities have stated in correspondence with the Commission that this loan was on commercial terms, and that they followed advice from consultants designed to ensure that this was so. In addition, they have stated that the loan was not for any Parcelforce restructuring, that its terms were not linked to such restructuring, and that it was made solely to finance overseas acquisitions. The loan was secured on RM's shareholding in General Logistics Systems International Holdings BV and certain other RM assets. The loan was not notified to the Commission.

2.3.2.   The measures in favour of POL

(20)

By letter dated 3 December 2002 the UK authorities notified the measures in favour of POL referred to at paragraph (4) above. These measures were approved by the Commission in May 2003. The decision noted the funding mechanism from the mails reserve.

(21)

By letter of 18 March 2005 the UK authorities notified the extension of one of these measures, Rural Network Support, which had been authorised for three years up to 31 March 2006. This extension was approved by the Commission on 22 February 2006. By letter of 6 October 2006 the UK authorities informed the Commission that they were now funding the two continuing measures, namely Rural Network Support and Debt Funding Mechanism, directly from the State budget and indeed had begun to make payments on that basis. In that letter the UK authorities noted that the mails reserve represented State resources and that therefore the UK believed the change in funding arrangements had any bearing on the previous clearance decisions. In the case of one payment, the State made a capital injection to RM for an amount (GBP 145 million) that RM had loaned to POL.

2.3.3.   The loan facilities

(22)

In 2003 the UK authorities made available to RM various loan facilities to finance its “renewal plan ”(including the restructuring of Parcelforce described at paragraph (19) above). These facilities, described by the UK authorities as “a commercial package ”were negotiated between RM and the Government and consisted of a loan facility of GBP 544 million from the National Loans Fund (NLF) secured on RM's accumulated cash balances (in particular the funds allocated to the mails reserve) and the acquisition by the authorities of two bonds issued by RM (one of GBP 300 million and one of GBP 200 million). Again, the UK authorities have stated in correspondence with the Commission that these loan facilities were on commercial terms, and that they followed advice from consultants designed to ensure that this was so. They also informed the Commission that as of October 2006 these loan facilities had not been drawn down, apart from a GBP 50 million testing of the draw down process which was repaid in 7 days, and that the GBP 200 million facility had by then expired. Commitment fees of some GBP […] (3) had nonetheless been paid by RM. These loan facilities were not notified to the Commission.

(23)

In May 2006 the UK authorities announced their intention to extend the remaining loan facilities and to increase their level from GBP 844 million to GBP 900 million. The UK authorities indicated on 31 October 2006 that the precise terms of this extension were still being finalised but the intention was that it would be on commercial terms and that the lending would not constitute State aid. They did not therefore intend to notify the extended loan facilities to the Commission. On 8 February 2007 the UK authorities announced that the terms of the extended facilities had been agreed.

2.3.4.   The pensions escrow account

(24)

In 2006 the UK authorities decided to release GBP 850 million of the cash balances remaining in the mails reserve within RM to set up an “escrow account”, which could be drawn on by the Royal Mail Pension Plan (RMPP) in certain circumstances if RM were to fail as a business. The background to this measure was that the various RM pension schemes, of which the RMPP is by far the largest, showed a total deficit (excess of projected liabilities over assets, on certain prudential assumptions) of GBP 5,6 billion in its 2005/6 accounts, where for the first time this deficit was included in RM's balance sheet. The RMPP, like other UK occupational pension schemes, is a funded scheme which is required to hold assets in respect of its liabilities. According to the UK authorities, RM would not be able to pay off this deficit quickly and modernise the business at the same time, given projected cash flows. The account therefore allows RM to agree with the trustees of the RMPP a longer period for addressing the deficit thereby reducing its pension contributions in the next years. The UK authorities have stated that they believe the use of the mails reserve for this purpose is in RM's best commercial interests, and that by enabling RM to complete its strategic plan they will bring about an increase in the value of the UK authorities' shareholding. Without the escrow account and the extended loan facilities, the UK authorities claim there is a possibility that shareholder value would be destroyed not enhanced, and therefore that they are acting in a commercial manner and notification is not necessary.

(25)

The Commission understands that the UK authorities have fully committed themselves to this measure including in statements to Parliament. They have informed the Commission that the measures in favour of POL are being financed from the State budget because the mails reserve has been allocated for this other purpose. The intention to implement the escrow account is referred to both in the accounts of the Department of Trade and Industry and in the recital to a legal act directing RM under s.72 of the Postal Services Act which ends the use of the mails reserve to fund the POL measures. The Commission therefore considers that this measure has been put into effect. It has therefore placed this measure on the register of non-notified aid, under the reference NN 82/06 (in relation to the complaint by the MCF) and NN 83/06 (in relation to the complaint by DP).

2.3.5.   The new GBP 300 million shareholder loan

(26)

On 8 February 2007 the UK authorities announced their agreement to provide RM with a GBP 300 million shareholder loan. This loan has not been notified to the Commission, nor have the UK authorities indicated their intention to do so. It is clear from the terms of the announcement that this loan is part of a package of measures with the pensions escrow account and loan facility.

3.   ANALYSIS

3.1.   Qualification of the measures as State aid

(27)

Article 87(1) of the EC Treaty states:

Save as otherwise provided in this Treaty, any aid granted by a Member State or through State resources in any form whatsoever which distorts or threatens to distort competition by favouring certain undertakings or the production of certain goods shall, in so far as it affects trade between Member States, be incompatible with the common market.

In order for aid in the sense of Article 87(1) to be present, there needs to be an aid measure imputable to the State which is granted by State resources, affects trade between Member States and distort competition in the common markets, and confers a selective advantage to undertakings.

(28)

The business of letters and parcels delivery is an international one, and the Commission believes that a selective advantage in favour of RM or Parcelforce would distort competition and affect trade between Member States.

3.1.1.   The 2001 loan

(29)

The 2001 loan was granted from State funds, and was selective in that it was granted only to RM.

(30)

In order to determine whether the loan provided an advantage to RM, it is necessary to examine its terms so as to assess whether a private lender, acting in a market economy, would have been prepared to lend on the same terms. For these purposes the Commission has equipped itself with reference interest rates (4) by which the terms of loans may be assessed. These reference rates are based on the five-year interbank swap rate, plus a premium of 0,75 percentage points. As it has made clear in its 1993 Communication on the Application of Articles 92 and 93 of the EEC Treaty and of Article 5 of Commission Directive 80/723/EEC to public undertakings in the manufacturing sector, “where the public authority controls an individual public undertaking … the Commission will take account of the nature of the public authorities' holding in comparing their behaviour with the benchmark of the equivalent market economy investor” (5), both for calls for funds to financially restructure a company and to finance specific projects. In the case of a company which “has underperformed”, the owner called upon to provide the extra finance to such undertaking will normally examine “more sceptically ”a call for finance. Where the call for finance “is necessary to protect the value of the whole investment the public authority like a private investor can be expected to take account of this wider context when examining whether the commitment of new funds is commercially justified ”and where a decision is made “to abandon a line of activity because of its lack of medium/long term commercial viability, a public group, like a private group, can be expected to decide the timing and scale of its run down in the light of the impact on the overall credibility and structure of the group”.

(31)

As noted above, the 2001 loan is repayable between 2021 and 2025 and carries an average interest rate of around 5,8 %. This is significantly below the reference rate applicable to the UK at the time the UK previously informed the Commission that the loan was granted, which was 7,06 %. The UK authorities have provided certain evidence that at that time the yield curve in the UK was downward sloping and that therefore the interest rates for such a long term loan could be below the reference rate (which is based on five year rates) without contravening the market economy investor principle. However, this evidence also appears to indicate that part of the loan was granted in 1999 and 2000. Not only does this contradict earlier information, but it involves a period when the reference rate was even higher (7,64 % in 2000). The Commission has also noted that, at least in 2001, the decline in Royal Mail's financial performance was beginning. This would normally be reflected in the terms of any loan. For this reason, when assessing a loan to a company in financial difficulties, the Commission may use as a point of comparison a rate higher than the reference rate.

(32)

The Commission also notes that the purpose of the loan was not linked to restructuring, and that it was made solely to finance overseas acquisitions. The UK authorities have not argued that the loan was necessary to protect the value of the whole investment in RM.

(33)

The Commission therefore has doubts concerning the aid character of this loan and cannot exclude a priori that aid is involved. The Commission wishes to examine, within the context of the Article 88(2) procedure, whether the 2001 loan provided an advantage to RM.

3.1.2.   The measures in favour of POL

(34)

The Commission has already assessed the aid character of the measures in favour of POL in cases reference N 784/02 and N 166/05. In the case of N 784/02 it should be noted that the Commission considered that the measures did not constitute State aid in the sense of Article 87(1), given the absence of overcompensation for the provision of a service of general economic interest, in accordance with the Community jurisprudence at the time. In the alternative, were they to be considered State aid, they were compatible under Article 86(2) of the Treaty.

(35)

As it has already stated in case N 166/05 in respect of one measure, the Commission believes that in the light of subsequent jurisprudence (6) these measures do constitute State aid because they do not meet the four criteria under which compensation for provision of services of general economic interest falls outside the definition in Article 87(1) of the Treaty. These conditions are that, first, the recipient undertaking must actually have public service obligations to discharge, and the obligations must be clearly defined. Second, the parameters on the basis of which the compensation is calculated must be established in advance in an objective and transparent manner. Third, the compensation cannot exceed what is necessary to cover all or part of the costs incurred in the discharge of the public service obligations, taking into account the relevant receipts and a reasonable profit. Finally, where the undertaking which is to discharge public service obligations, in a specific case, is not chosen pursuant to a public procurement procedure which would allow for the selection of the tenderer capable of providing those services at the least cost to the community, the level of compensation needed must be determined on the basis of an analysis of the costs which a typical undertaking, well run and adequately provided with means of transport, would have incurred. The Commission considers that the fourth condition is not met by the measures in favour of POL.

(36)

The qualification of these measures as State aid is not at all changed by the information provided by the UK in its letter of 6 October, that the two continuing measures, namely Rural Network Support and Debt Funding Mechanism, would now be funded directly from the State budget.

(37)

These measures therefore constitute State aid. In so far as they respect the terms on which they have already been authorised by the Commission, they constitute existing aid in the sense of Article 1(b)(ii) of Council Regulation (EC) No 659/1999.

3.1.3.   The loan facilities

(38)

The UK authorities have informed the Commission that as at October 2006 the loan facilities granted in 2003 had not been drawn down. However, it cannot be concluded from this point alone that the loan facilities provided no advantage, since the availability of the loan facilities has an “option value ”to the company. It could not have been known in 2003 that they would not be drawn down. The terms of the loan facilities therefore need to be assessed in the same way as the 2001 loan. The 1993 Commission communication mentioned and quoted at paragraph (31) above is also relevant to this assessment. It can be noted that these loan facilities were linked to RM's “renewal plan”.

(39)

The GBP 544 million NLF loan was granted at “[…] basis points above Libor or relevant gilt”. It should be noted that the reference rate is set at 75 points above an interbank swap rate. The UK authorities have justified the low margin by reference to the security provided, namely the cash reserves of RM. However, the Commission notes that these reserves constitute State resources over which the UK authorities had control through specific legislation. The Commission therefore questions whether their use as security could necessarily dispel its doubts as to the aid character of the measure. It notes that if the loan had been drawn down a saving of […] basis points would outweigh the value of the commitment fees which have been paid by RM.

(40)

The bonds of GBP 300 million and of GBP 200 million were issued at rates of […] and […] basis points above the “relevant gilt”. The larger bond was secured by a floating charge over all assets of RM while the smaller one had lower security. The margin of […] basis points above a rate based on Government securities (which are typically below interbank rates) implies the GBP 300 million loan may have been at a rate below the Commission's reference rate.

(41)

In order to assess whether the terms of these loan facilities contained an aid element, one test to be applied would be whether the commitment fees paid by RM covered the value of the option. If the loan facilities themselves contain an aid element (ie if the available loan was below a market economy investor rate) then it would be necessary to assess what account should be taken of this in assessing the value of the option.

(42)

The UK authorities have informed the Commission, in response to questions, that the 2003 loan facilities still existing in October 2006 (namely the GBP 544 million National Loan Fund loan and the GBP 300 million bond) are to be extended, on revised terms. The UK authorities informed the Commission on 31 October that the terms were still being negotiated but that they were taking advice from consultants to ensure that the terms were commercial.

(43)

On the basis of the information available to the Commission it cannot be ruled out that an aid element is involved.

(44)

In the light of all the above information the Commission is unable to allay its doubts that the loan facilities made available to RM may contain State aid. It therefore invites the UK to provide full details to the Commission within the context of the Article 88(2) procedure so that it can be assessed whether the past and proposed extended facilities provide any aid element.

3.1.4.   The pensions escrow account

(45)

It is established case law that measures of State intervention need to be assessed under Article 87(1) not by reference to their causes or their aims but in relation to their effects (7). The UK authorities have made clear that one clear effect of the escrow account, which is clearly selective towards RM, is to reduce the pensions contributions that RM has to make to the RMPP to address its current deficit. This is an indication that the measure may provide an advantage to RM and therefore be State aid.

(46)

As already noted the UK authorities have argued that the measure can be justified as the intervention of a market economy investor, which would imply that it does not provide any advantage and is therefore not State aid, because it allows RM to modernise its business through its current strategic plan. However, the Commission has doubts about this argument, which has not been backed up by projections or by financial analysis, and is not in a position to allay its doubts that aid may be involved. It therefore wishes to open the Article 88(2) procedure on this point.

(47)

In examining this question the Commission will be considering three aspects, given the particular nature of the funds being allocated to the escrow account. Given that the reserve funds within the reserve are already held within Royal Mail and on its balance sheet, one issue is whether the creation of the escrow account can be regarded as a commercial decision by RM in spite of the involvement of the UK authorities, which arises through the particular legal regime applicable. A second issue, given the particular powers taken by the UK authorities over these reserves, is whether a shareholder acting commercially would agree to this use of shareholders' equity. A third issue, given that the use of the reserves for the pensions measure requires the authorities to fund the POL measures from the State budget, is whether a shareholder would agree to bring new equity to fund an escrow account of this type.

3.1.5.   The new GBP 300 million shareholder loan

(48)

The terms of the loan have not been communicated to the Commission. The Commission has therefore been unable to assess whether its terms include aid. Given the fact that the loan is part of package of measures where the Commission has not allayed its doubts that State aid may be involved, the terms of the loan could not in any case be assessed independently. The Commission therefore wishes to assess the terms of this loan within the 88(2) procedure it is opening.

3.2.   Assessment of compatibility of the measures if State aid is present

(49)

RM carries out certain services of general economic interest. Aid destined to meet the extra costs of providing such services could, under appropriate conditions, be authorised on the basis of Article 86(2) of the EC Treaty. Indeed, the measures in favour of POL referred to in section 3.1.3 above were authorised on this basis. The Commission believes that this authorisation is not put into question by the change of funding arrangements under which the measures are financed direct from the State budget and therefore raises no objection to this change.

(50)

However, in the case of the other measures referred to above for which the Commission has not been able to allay its doubts that State aid may be involved, namely the 2001 loan, the loan facilities and the pensions escrow account, the legal basis of Article 86(2) does not seem to be available. The 2001 loan and loan facilities have been explicitly linked by the UK authorities to other projects, namely the overseas acquisitions of RM and the renewal plan adopted in 2003. The pensions escrow account and GBP 300 million shareholder loan have similarly not been linked to any service of general economic interest performed by RM.

(51)

The only basis for compatibility for these measures, if they contain State aid, would at this stage appear to be Article 87(3)(c) of the Treaty. However, the measures do not appear to conform with any of the rules concerning the application of that sub-paragraph that the Commission has promulgated to date. If therefore State aid is involved, the Commission doubts whether these measures are compatible with the common market.

4.   DECISION

(52)

In the light of the foregoing considerations, the Commission, acting under the procedure laid down in Article 88(2) of the EC Treaty, requests the United Kingdom to submit its comments and to provide all such information as may help to assess the 2001 loan, the loan facilities and the pensions escrow account within one month of the date of receipt of this letter.

(53)

In particular, the Commission requests the UK to provide:

clarification of the details and timing of the 2001 loan and any further considerations concerning its conformity to the market economy investor principle,

clarification of the details of the loan facilities issued in 2003, any further considerations concerning their conformity to the market economy investor principle including concerning the market conformity of the commitment fees paid, and full details of the extended loan facility negotiated with Royal Mail,

full details of the pensions escrow account, including the terms on which it may be called upon by the RMPP, the legal instruments establishing it, the effect of its creation on the pensions contributions to be paid by RM, and any further considerations concerning its assessment under Article 87(1) of the Treaty,

full details of the GBP 300 million shareholder loan announced on 8 February 2007.

(54)

The Commission raises no objection to the change of funding arrangements for the measures in favour of POL of which the United Kingdom informed the Commission on 6 October 2006.

(55)

The Commission requests your authorities to forward a copy of this letter to the potential recipient of the aid immediately.

(56)

The Commission wishes to remind the United Kingdom that Article 88(3) of the EC Treaty has suspensory effect, and would draw your attention to Article 14 of Regulation (EC) No 659/1999, which provides that all unlawful aid may be recovered from the recipient.

(57)

The Commission warns the United Kingdom that it will inform interested parties by publishing this letter and a meaningful summary of it in the Official Journal of the European Union. It will also inform interested parties in the EFTA countries which are signatories to the EEA Agreement, by publication of a notice in the EEA Supplement to the Official Journal of the European Union and will inform the EFTA Surveillance Authority by sending a copy of this letter. All such interested parties will be invited to submit their comments within one month of the date of such publication.»


(1)  These measures complement earlier measures the Commission approved in 2002. On 12 March 2002 the Commission approved the funding of a basic postal account to credit social benefits and from which cash can be withdrawn at post office counters for those benefits holders who do not want to open an account with a bank. On 18 September 2002 the Commission approved minimum funding necessary for POL to close 3 000 urban counters no longer required under the 2000 UK Postal Services Act (2000).

an annual compensation of GBP 150 million granted to POL for the net public service cost of rural counter coverage (“rural network support”),

an aid devoted to back POL's debt to Royal Mail Group plc which had financed POL's balance-sheet deficits up to 31 March 2002 (“debt payment funding”),

a rolling working capital loan to POL for over-the-counter cash payments meant to fund the basic postal account.

(2)  It should be noted that this decision stated the measures not to be State aid given the jurisprudence existent at the time, but in the alternative to be compatible with the common market if they were considered to be aid. When one measure (rural network support funding) was reassessed in case N 166/05 in the light of the subsequent jurisprudence, it was considered to be State aid.

(3)  Business secret.

(4)  Commission notice on the method for setting the reference and discount rates (OJ C 273, 9.9.1997, p. 3).

(5)  OJ C 307, 13.11.1993, p. 3, paragraph 30.

(6)  Judgment of the Court of 24 July 2003, Altmark Trans GmbH and Regierungspräsidium Magdeburg v Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, Case C-280-00, [2003] ECR I-7747.

(7)  Judgment of the Court of 2 July 1974, Italian Republic v Commission of the European Communities — Family allowances in the textile industry, Case 173-73, [1974] ECR 709.


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/42


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

[Υπόθεση COMP/M.4654 — IPR/Mitsui (UK Electricity Generation Business)]

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 91/11)

1.

Στις 19 Απριλίου 2007, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία οι επιχειρήσεις International Power plc («IPR», Ηνωμένο Βασίλειο) και Mitsui & Co., Ltd. («Mitsui», Ιαπωνία) αποκτούν με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου κοινό έλεγχο των επιχειρήσεων Deeside Power Development Company Limited («Deeside», Ηνωμένο Βασίλειο), Rugeley Power Limited («Rugeley», Ηνωμένο Βασίλειο), International Power IQ Limited («Indian Queens», Ηνωμένο Βασίλειο) και International Power Fuel Company Limited («IPFC», Ηνωμένο Βασίλειο), που επί του παρόντος ελέγχεται αποκλειστικά από την IPR, με αγορά μετοχών σε νεοδημιουργηθείσα εταιρεία που αποτελεί κοινή επιχείρηση.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την IPR: παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε χώρες εκτός ΕΕ·

για την Mitsui: εμπορική εταιρεία με δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο·

για τις Deeside, Rugeley και Indian Queens: παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο·

για την IPFC: αγορά άνθρακα και βιομάζας.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4654 — IPR/Mitsui (UK Electricity Generation Business). Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/43


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4658 — Bridgepoint Capital/Wolters Kluwer Educational Division)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 91/12)

1.

Στις 19 Απριλίου 2007, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Bridgepoint Capital Group Ltd. («Bridgepoint», Ηνωμένο Βασίλειο) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου του εκπαιδευτικού τμήματος της επιχείρησης Wolters Kluwer N.V. («WKE», Κάτω Χώρες) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Bridgepoint: επενδύσεις σε ιδιωτικό μετοχικό κεφάλαιο,

για την WKE: παροχή εκπαιδευτικού περιεχομένου.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4658 — Bridgepoint Capital/Wolters Kluwer Educational Division. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005. σ. 32.


26.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/44


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4498 — HgCapital/Denton)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 91/13)

1.

Στις 18 Απρίλιος 2007, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 και σε ακολουθία μιας παραπομπής δυνάμει του άρθρου 4, του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση HgCapital Investments Managers Ltd, ΗΒ («HgCapital») αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου των επιχειρήσεων Denton ATD, Inc., ΗΠΑ, Robert Denton, Inc., ΗΠΑ, και Denton COE GmbH, Γερμανία (από κοινού «Denton»), με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την HgCapital (FTSS): κατασκευή και προμήθεια συσκευών ελέγχου ασφαλείας και συναφείς υπηρεσίες,

για την Denton: κατασκευή και προμήθεια συσκευών ελέγχου ασφαλείας και συναφείς υπηρεσίες.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4498 — HgCapital/Denton. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.