|
ISSN 1725-2415 |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
50ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
IV Πληροφορίες |
|
|
|
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
|
|
|
Δικαστήριο |
|
|
2007/C 020/01 |
||
|
EL |
|
IV Πληροφορίες
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Δικαστήριο
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/1 |
(2007/C 20/01)
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
|
|
EUR-Lex:http://eur-lex.europa.eu |
V Γνωστοποιήσεις
ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Δικαστήριο
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/2 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) στις 14 Νοεμβρίου 2006 — Heemskerk BV και BV v/h Firma Schaap κατά Productschap Vee en Vlees
(Υπόθεση C-455/06)
(2007/C 20/02)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
College van Beroep voor het bedrijfsleven
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσες: Heemskerk BV και BV v/h Firma Schaap
Καθού: Productschap Vee en Vlees
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1α. |
Έχει ένα διοικητικό όργανο εξουσία, παρεκκλίνοντας από τη δήλωση του επίσημου κτηνιάτρου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 615/98 (1), να αποφασίσει ότι η μεταφορά των ζώων που αφορά η δήλωση του επίσημου κτηνιάτρου δεν συνάδει προς τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ (2); |
|
1β. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα: Υπόκειται η εκ μέρους αυτού του διοικητικού οργάνου άσκηση της εν λόγω εξουσίας σε ειδικούς περιορισμούς βάσει του κοινοτικού δικαίου και, αν ναι, σε ποιους; |
|
2. |
Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι καταφατική: Οφείλει ένα διοικητικό όργανο κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν υφίσταται αξίωση επιστροφής, όπως επί παραδείγματι προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999 (3), να απαντήσει, στο ερώτημα αν επί μεταφοράς ζώντων ζώων τηρούνται οι κοινοτικές διατάξεις για την καλή μεταχείριση των ζώων, λαμβάνοντας ως βάση τους ισχύοντες στο κράτος μέλος όρους ή αυτούς του κράτους της σημαίας του πλοίου με το οποίο μεταφέρονται τα ζώντα ζώα και το οποίο έχει εκδώσει άδεια γι' αυτό το πλοίο; |
|
3. |
Υφίσταται κατά το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση αυτεπάγγελτης διενέργειας ελέγχου — δηλαδή ελέγχου για λόγους που δεν ανάγονται στα συστατικά των διαφορών στοιχεία — για λόγους που αντλούνται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1254/1999 (4) και τον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999; |
|
4. |
Έχει η φράση «τήρηση των διατάξεων που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων» του άρθρου 33, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 1254/1999 την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι ένα πλοίο ήταν τόσο πολύ φορτωμένο κατά τη μεταφορά ζώντων ζώων οπότε υπήρξε υπέρβαση της φορτώσεως που επιτρέπεται βάσει των εν προκειμένω σχετικών με την καλή μεταχείριση των ζώων διατάξεων, υφίσταται μη τήρηση των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων μόνον όσον αφορά τον συγκεκριμένο αριθμό ζώων, με τον οποίο επήλθε η υπέρβαση της επιτρεπόμενης φορτώσεως, ή πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν τηρήθηκαν αυτές οι διατάξεις ως προς το σύνολο των μεταφερθέντων ζώντων ζώων; |
|
5. |
Συνεπάγεται η αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ότι, ως εκ του αυτεπαγγέλτως διενεργούμενου ελέγχου βάσει διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, διασπάται η — εγκαθιδρυμένη στο ολλανδικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο — αρχή ότι ο προσφεύγων δεν επιτρέπεται συνεπεία της ασκήσεως της προσφυγής να περιέρχεται σε χειρότερη θέση από αυτή στην οποία θα βρισκόταν χωρίς να έχει ασκήσει την προσφυγή αυτή; |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 615/98 της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 1998, για ειδικές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή όσον αφορά την καλή μεταχείριση των ζωντανών βοοειδών κατά τη μεταφορά (ΕΕ L 82, σ. 19).
(2) Οδηγία 91/628/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1991, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ (ΕΕ L 340, σ. 17).
(3) Κανονισμός (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 11).
(4) Κανονισμός (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 160, σ. 21).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/3 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΣΩΤ. ΛΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-468/06)
(2007/C 20/03)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα: ΣΩΤ. ΛΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; |
Ειδικότερα:
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/3 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-469/06)
(2007/C 20/04)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/4 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΥΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-470/06)
(2007/C 20/05)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΥΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/5 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-471/06)
(2007/C 20/06)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΦΑΡΜΑΚΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό? Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/5 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΙΩΝΑΣ ΣΤΡΟΥΜΣΑΣ Ε.Π.Ε» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-472/06)
(2007/C 20/07)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΙΩΝΑΣ ΣΤΡΟΥΜΣΑΣ Ε.Π.Ε»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΙΩΝΑΣ ΣΤΡΟΥΜΣΑΣ Ε.Π.Ε» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-473/06)
(2007/C 20/08)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΙΩΝΑΣ ΣΤΡΟΥΜΣΑΣ Ε.Π.Ε»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/7 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΦΑΡΜΑΚΑΠΟΘΗΚΗ PHARMA — GROUP ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-474/06)
(2007/C 20/09)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΦΑΡΜΑΚΑΠΟΘΗΚΗ PHARMA — GROUP ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/7 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «Κ. Π. ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ — Ανώνυμος Εταιρεία Εμπορίας και Διανομής Φαρμακευτικών Προϊόντων» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-475/06)
(2007/C 20/10)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«Κ. Π. ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ — Ανώνυμος Εταιρεία Εμπορίας και Διανομής Φαρμακευτικών Προϊόντων»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/8 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «Κ. Π. ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ — Ανώνυμος Εταιρεία Εμπορίας και Διανομής Φαρμακευτικών Προϊόντων» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-476/06)
(2007/C 20/11)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«Κ. Π. ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ — Ανώνυμος Εταιρεία Εμπορίας και Διανομής Φαρμακευτικών Προϊόντων»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/9 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΚΟΚΚΟΡΗΣ Δ. ΤΣΑΝΑΣ Κ. Ε.Π.Ε. κ.λ.π.» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-477/06)
(2007/C 20/12)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΚΟΚΚΟΡΗΣ Δ. ΤΣΑΝΑΣ Κ. Ε.Π.Ε. κ.λ.π.»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/9 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Εφετείο Αθηνών (Ελλάς) στις 21 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση «ΚΟΚΚΟΡΗΣ Δ. ΤΣΑΝΑΣ Κ. Ε.Π.Ε. κ.λ.π.» κατά της GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
(Υπόθεση C-478/06)
(2007/C 20/13)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Εφετείο Αθηνών
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγουσα:«ΚΟΚΚΟΡΗΣ Δ. ΤΣΑΝΑΣ Κ. Ε.Π.Ε. κ.λ.π.»
Εναγομένη: GLAXOSMITHKLINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Προδικαστικά ερωτήματα:
|
1. |
Η άρνηση μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις παραγγελίες που της απευθύνουν οι χονδρέμποροι φαρμάκων, η οποία οφείλεται στην πρόθεσή της να περιορίσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα και μαζί με αυτή τη ζημιά που της προκαλεί το παράλληλο εμπόριο, είναι καθεαυτή καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ; Επηρεάζεται η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα από το γεγονός ότι το παράλληλο εμπόριο καθίσταται ιδιαιτέρως επικερδές για τους χονδρεμπόρους εξαιτίας των διαμορφουμένων με κρατική παρέμβαση διαφορετικών τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, δηλ. από το γεγονός ότι στην αγορά φαρμάκων δεν επικρατούν αμιγώς συνθήκες ανταγωνισμού αλλά ένα καθεστώς που διέπεται σε μεγάλο βαθμό από κρατικό παρεμβατισμό; Είναι εν τέλει ορθό ένα εθνικό δικστήριο να εφαρμόζει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού με τον ίδιο τρόπο σε αγορές, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, και σε εκείνες, στις οποίες ο ανταγωνισμός στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις; |
|
2. |
Εφόσον το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο περιορισμός του παραλλήλου εμπορίου, για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση καταχρηστική πρακτική, όταν ασκείται από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση, πως θα αποτιμηθεί η τυχόν καταχρηστικότητα; Ειδικότερα: |
|
2.1 |
Είναι πρόσφορο το κριτήριο του ποσοστού υπέρβασης της κανονικής εγχώριας κατανάλωσης ή/και της ζημίας που υφίσταται επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον όλο κύκλο εργασιών της και την όλη κερδοφορία της; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης πως προσδιορίζεται το ύψος του ως άνω ποσοστού υπέρβασης και το ύψος της ως άνω ζημίας, το τελευταίο ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών και στο σύνολο των κερδών, πέραν του οποίου καθίσταται καταχρηστική ή μη την εν λόγω συμπεριφορά; |
|
2.2 |
Είναι πρόσφορη μία προσέγγιση στάθμισης συμφερόντων, και σε καταφατική απάντηση ποια είναι τα συμφέροντα που θα αποτελέσουν αντικείμενο σύγκρισης. Ειδικότερα:
|
|
2.3 |
Ποια άλλα κριτήρια και ποιες άλλες προσεγγίσεις θεωρούνται πρόσφορα/ες εν προκειμένω; |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/10 |
Προσφυγή της 24ης Νοεμβρίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
(Υπόθεση C-480/06)
(2007/C 20/14)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: X. Lewis και B. Schima)
Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιτρέποντας στις διοικητικές περιφέρειες (Landkreise) Rotenburg (Wümme), Harburg, Soltau-Fallingbostel και Stade να συνάψουν απ' ευθείας με την Υπηρεσία Καθαριότητας της πόλεως του Αμβούργου (Stadtreinigung Hamburg) σύμβαση που έχει ως αντικείμενο τη διάθεση των αποβλήτων, χωρίς η σύμβαση αυτή να έχει αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικού διαγωνισμού και αναθέσεως με ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και των τίτλων III έως VI της οδηγίας 92/50/EOK του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (1)· |
|
— |
να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Στις 18 Δεκεμβρίου 1995, τέσσερις Landkreise (διοικητικές περιφέρειες) της Κάτω Σαξονίας συνήψαν με τη Stadtreinigung Hamburg, οργανισμό δημοσίου δικαίου, σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της διαθέσεως των αποβλήτων. Η σύμβαση αυτή συνήφθη χωρίς να διεξαχθεί διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και κοινοτικού μειοδοτικού διαγωνισμού.
Οι Landkreise αποτελούν αναθέτουσες αρχές και η οικεία σύμβαση αποτελεί σύμβαση υπηρεσιών, η οποία συνήφθη εγγράφως και εξ επαχθούς αιτίας. Η σύμβαση αυτή υπερβαίνει την κρίσιμη για την εφαρμογή της οδηγίας 92/50/EOK κατωτάτη τιμή και, επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
Το γεγονός ότι η Stadtreinigung Hamburg ως οργανισμός δημοσίου δικαίου αποτελεί η ίδια αναθέτουσα αρχή υπό την έννοια της οδηγίας 92/50/EOK δεν αλλάζει τίποτε, κατά την Επιτροπή, ως προς το γεγονός ότι η οικεία σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50/EOK: όπως ρητώς έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, οι οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων έχουν πάντοτε εφαρμογή οσάκις μία αναθέτουσα αρχή έχει την πρόθεση να συνάψει εγγράφως μία εξ επαχθούς αιτίας σύμβαση με ένα οργανισμό, ο οποίος τυπικώς διακρίνεται από αυτήν και διαθέτει έναντι αυτής ιδίαν εξουσία λήψεως αποφάσεων.
Κατά την Επιτροπή, δεν διακρίνονται περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν εν προκειμένω σύμβαση κατ' ανάθεση προσφεύγοντας σε διαδικασία διαπραγματεύσεων, χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού.
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να συμφωνήσει με την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως κατά την οποία, οι δημοτικές συνεργασίες, ως απόρροια του δικαιώματος για τοπική αυτοδιοίκηση, ανεξαρτήτως της επιλεγείσας νομικής μορφής, δεν εμπίπτουν στο δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων. Το δικαίωμα για τοπική αυτοδιοίκηση δεν μπορεί πράγματι να έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως να μη λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Οσάκις οι εν λόγω οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με άλλους οργανισμούς, ακόμη και αν αυτοί αποτελούν οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές, οι συμβάσεις αυτές διέπονται από το δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων. Η Γερμανική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε επίσης να αποδείξει ότι, για τεχνικούς λόγους, η παρούσα σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένον παρέχοντα υπηρεσίες.
Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιτρέποντας την απ' ευθείας σύναψη της συμβάσεως για την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της διαθέσεως των αποβλήτων, χωρίς να υπάρξει διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως και προκηρύξεως κοινοτικού διαγωνισμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 92/50/EOK.
(1) ΕΕ L 209, σ. 1.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/11 |
Προσφυγή της 24ης Νοεμβρίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-483/06)
(2007/C 20/15)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: L. Pignataro)
Καθής: Ιταλική Δημοκρατία
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, εξαιρώντας από την απαγόρευση χορηγίας μια εκδήλωση ή μια δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα εντός του εν λόγω κράτους μέλους, όταν η ως άνω εκδήλωση ή δραστηριότητα διεξάγεται αποκλειστικά στο έδαφος του ιταλικού κράτους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/33/ΕΚ (1)· |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η ιταλική νομοθεσία εισάγει παρέκκλιση από την κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/33/ΕΚ απαγόρευση χορηγίας, η οποία παρέκκλιση δεν προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία.
(1) ΕΕ L 152, σ. 16.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden στις 27 Νοεμβρίου 2006 — Fiscale eenheid Koninklijke Ahold NV κατά Staatssecretaris van Financiën
(Υπόθεση C-484/06)
(2007/C 20/16)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Hoge Raad der Nederlanden
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείουσα: Fiscale eenheid Koninklijke Ahold NV
Αναιρεσίβλητος: Staatssecretaris van Financiën
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Ισχύει ως προς τη στρογγυλοποίηση ποσών ΦΠΑ αποκλειστικώς το εθνικό δίκαιο ή αυτό το ερώτημα — λαμβανομένων ιδίως υπόψη του άρθρου 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της πρώτης οδηγίας (1) και του άρθρου 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α', της έκτης οδηγίας (2), καθώς και του άρθρου 22, παράγραφος 3, στοιχείο β', πρώτη περίοδος (ως είχε έως την 1η Ιανουαρίου 2004), και παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας — αποτελεί ζήτημα κοινοτικού δικαίου; |
|
2) |
Αν συμβαίνει το δεύτερο: έπεται από τις οδηγίες ΦΠΑ ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν τη στρογγυλοποίηση ανά είδος προς τα κάτω, όταν επίσης διάφορες συναλλαγές εμφαίνονται σε ένα μόνο τιμολόγιο και/ή περιλαμβάνονται σε μία μόνο δήλωση; |
(1) Πρώτη οδηγία 67/227/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 1967, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 3).
(2) Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van beroep te Antwerpen (Βέλγιο) στις 27 Νοεμβρίου 2006 — BVBA Van Landeghem κατά Βελγικού Δημοσίου
(Υπόθεση C-486/06)
(2007/C 20/17)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Hof van beroep te Antwerpen
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείουσα: BVBA Van Landeghem.
Εφεσίβλητο: Βελγικό Δημόσιο
Προδικαστικό ερώτημα
«Πρέπει pick-ups — οχήματα με κινητήρα, τα οποία αποτελούνται, αφενός, από κλειστό θάλαμο που χρησιμεύει ως χώρος μεταφοράς προσώπων, όπου πίσω από τη θέση ή το έδρανο του οδηγού βρίσκονται πτυσσόμενα ή δυνάμενα να αφαιρεθούν καθίσματα με ζώνες ασφαλείας τριών σημείων και, αφετέρου, από μια χωριστή από τον θάλαμο ανατρεπόμενη καρότσα ύψους έως 50 εκ., που μπορεί να ανοίγει μόνο στην οπίσθια πλευρά και δεν διαθέτει κανένα σύστημα στερεώσεως φορτίων — τα οποία διαθέτουν ένα εξαιρετικά πολυτελές full-option εσωτερικό (που περιλαμβάνει ηλεκτρικώς ρυθμιζόμενα καθίσματα, δερμάτινα καθίσματα, καθρέπτες και παράθυρα με ηλεκτρικό χειρισμό, στερεοφωνική εγκατάσταση με συσκευή CD, κ.λπ.), σύστημα πεδήσεως ABS, αυτόματο βενζινοκινητήρα 4 έως 8 λίτρων πολύ υψηλής καταναλώσεως, κινήσεως 4 Χ 4 και με πολυτελείς (σπορ) ζάντες, που δηλώθηκαν προς θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία και χρήση κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.1995 έως 4.12.1997, να καταταγούν στην κλάση 8703 της τότε ισχύουσας συνδυασμένης ονοματολογίας (που αρχικώς θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2658/87 (1) του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία, ΕΕ L 256 της 7ης Σεπτεμβρίου 1987) ως αυτοκίνητα και άλλα οχήματα με κινητήρα, σχεδιασμένα κυρίως για τη μεταφορά προσώπων (άλλα από εκείνα της κλάσεως 8702), στα οποία περιλαμβάνονται και τα οχήματα τύπου στέισον βάγκον ή break και τα αγωνιστικά οχήματα, ή στην κλάση 8704 της όπως ίσχυε τότε συνδυασμένης ονοματολογίας ως αυτοκίνητα οχήματα για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή σε άλλη κλάση πλην της κλάσεως 8703 ή της κλάσεως 8704 της όπως ίσχυε τότε συνδυασμένης ονοματολογίας;»
(1) ΕΕ L 256, σ. 1.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/12 |
Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2006 η L & D, S.A. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση T-168/04, L & D, S.A. κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση C-488/06 P)
(2007/C 20/18)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: L & D, S.A. (εκπρόσωπος: S. Miralles Miravet, abogado)
Αντίδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (πρότυπα, σχέδια και υποδείγματα) και Julios Sämann Ltd
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να ανακληθεί στο σύνολο της η απόφαση του Πρωτοδικείου, |
|
— |
να ακυρωθούν τα σημεία 1 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 15ης Μαρτίου 2004, καθό μέρος, αφενός, ακυρώνει εν μέρει την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απορρίπτει την καταχώριση του αιτουμένου σήματος για τα προϊόντα των κλάσεων 3 και 5 και, αφετέρου, καταδικάζει καθένα από τα μέρη στα έξοδα των διαδικασιών ανακοπής και προσφυγής, |
|
— |
να καταδικαστεί το ΓΕΕΑ στο σύνολο των εξόδων. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 40/94 (1)
Το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 40/94, καθόσον έκρινε ότι: i) το προγενέστερο κοινοτικό σήμα 91 991 είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, ii) ότι το εικονιστικό σήμα με λεκτικό στοιχείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, «Aire Limpio», αριθμός 252 288, και το προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα 91 991 είναι παρόμοια και iii) ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως.
Παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94
Το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2003) και το τμήμα προσφυγών (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2004) περιόρισαν την εξέτασή τους στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση («Aire Limpio», αρ. 252 288) και στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα 91 991. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε και σε έγγραφα που σχετίζονται με άλλα σήματα, ιδίως με το διεθνές σήμα αρ. 328 915 «ARBRE MAGIQUE». Κατά συνέπεια, το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται σε ένα σήμα που το ίδιο το καθού απέκλεισε από τη συγκριτική του εξέταση για τη διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως. Έτσι, η αναιρεσείουσα στερήθηκε τη δυνατότητα να αμυνθεί επαρκώς έναντι των ισχυρισμών και των στοιχείων που αναφέρονται σε άλλα σήματα, πέραν του κοινοτικού σήματος 91 991, επί των οποίων στηρίχθηκε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) στις 28 Νοεμβρίου 2006 — Consorzio Elisoccorso San Raffaele κατά Elilombarda s.r.l.
(Υπόθεση C-492/06)
(2007/C 20/19)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Consiglio di Stato (Ιταλία)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείουσα: Consorzio Elisoccorso San Raffaele
Αναιρεσίβλητη: Elilombarda s.r.l.
Προδικαστικό ερώτημα
«Πρέπει το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ (2) του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθεσία κατά την οποία η προσφυγή κατά αποφάσεως περί συνάψεως δημόσιας συμβάσεως μπορεί να ασκηθεί ατομικώς από ένα μόνον εκ των μελών κοινοπραξίας στερούμενης νομικής προσωπικότητας, η οποία μετέσχε ως τέτοια σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως και δεν της ανατέθηκε το αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως;»
(1) ΕΕ L 395, σ. 33.
(2) ΕΕ L 209, σ. 1.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/13 |
Αναίρεση που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2006 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 6 Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση T-304/04, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Wam SpA
(Υπόθεση C-494/06 P)
(2007/C 20/20)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: V. Di Bucci και E. Righini)
Αντίδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ιταλική Δημοκρατία, Wam SpA
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-304/04 και T-316/04, Ιταλική Δημοκρατία και Wam κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, ως εκ τούτου, |
|
— |
αποφαινόμενο οριστικά επί της διαφοράς, να απορρίψει την εν λόγω προσφυγή ως αβάσιμη· |
|
— |
επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να εκδώσει νέα απόφαση· |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία και τη Wam SpA στα δικαστικά έξοδα τόσο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας όσο και της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η Επιτροπή προβάλλει μόνον ένα λόγο αναιρέσεως. Το Πρωτοδικείο, θεωρώντας ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ανεπαρκής για να προσδιοριστεί η επίπτωση της ενισχύσεως στις συναλλαγές και στον ανταγωνισμό, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 253 ΕΚ και αιτιολόγησε την απόφασή του κατά τρόπο αντιφατικό.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Koszalinie (Rzeczpospolita Polska) στις 8 Δεκεμβρίου 2006 — Halina Nerkowska κατά Zakład Ubezpieczeń Społecznych
(Υπόθεση C-499/06)
(2007/C 20/21)
Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική
Αιτούν δικαστήριο
Sąd Okręgowy w Koszalinie
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Halina Nerkowska
Καθού: Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Koszalinie
Προδικαστικό ερώτημα
Αντίκειται στο άρθρο 18 ΕΚ, το οποίο διασφαλίζει στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως το δικαίωμα να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών η εθνική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 5 του νόμου της 29ης Μαΐου 1974 σχετικά με την περίθαλψη των αναπήρων πολέμου και των οικογενειών τους (Dz. U. [Πολωνική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως] της 2ας Σεπτεμβρίου 1987 με μεταγενέστερες τροποποιήσεις) καθότι εξαρτά την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών λόγω ανικανότητας προς εργασία, η οποία προκλήθηκε από τη παραμονή σε τόπους εκτοπίσεως, από τη συνδρομή της προϋποθέσεως ότι ο δικαιούχος κατοικεί στο πολωνικό έδαφος;
Πρωτοδικείο
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/15 |
Αγωγή της 27ης Νοεμβρίου 2006 — 2Κ-Teint κ.λπ. κατά ΕΤΕ και Επιτροπής
(Υπόθεση T-336/06)
(2007/C 20/22)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Ενάγοντες: 2K-Teint SARL, Mohamed Kermoudi, Khalid Kermoudi, Laila Kermoudi, Mounia Kermoudi, Salma Kermoudi και Rabia Kermoudi (Casablanca, Μαρόκο) (εκπρόσωπος: P. Thomas, avocat)
Εναγόμενες: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (Λουξεμβούργο, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βρυξέλλες, Βέλγιο)
Αιτήματα των εναγόντων
Οι ενάγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή και βάσιμη· |
|
— |
να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (στο εξής: ΕΤΕ) να κοινοποιήσει ολόκληρο τον φάκελό της σχετικά με το δάνειο για τη συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρίας 2K-Teint, περιλαμβανομένης όλης της σχετικής αλληλογραφίας με την Banque Nationale pour le Développement Economique (Εθνική Τράπεζα Οικονομικής Αναπτύξεως, στο εξής: BNDE), με απειλή χρηματικής ποινής 10 000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως· |
|
— |
να κρίνει ότι έναντι των εναγόντων στοιχειοθετείται οιονεί αδικοπρακτική ευθύνη της ΕΤΕ λόγω πταισμάτων, παραβάσεων, αμελειών και παραλείψεων της ΕΤΕ έναντι των εναγόντων· |
|
— |
να κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία που θα αξιολογηθεί σύμφωνα με όσα εκθέτει η αγωγή· |
|
— |
να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την έκταση και το βάσιμο της πιο πάνω ζημίας· |
|
— |
να υποχρεώσει την ΕΤΕ και/ή την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στους ενάγοντες αποζημίωση, σε ευρώ, για την αποκατάσταση της πιο πάνω ζημίας, πλέον νομίμων τόκων από την πρώτη κλήτευση ενώπιον δικαστηρίου, δηλαδή την από 17 Ιουνίου 2003 κλήτευση ενώπιον του Tribunal d'arrondissement de Luxembourg, μέχρι την οριστική εξόφληση· |
|
— |
να κηρύξει την εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή χωρίς εγγυοδοσία· |
|
— |
να υποχρεώσει την ΕΤΕ και/ή την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως ποσό που δεν περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα, ποσό που υπολογίζεται προσωρινά σε 12 500 ευρώ, που οι ενάγοντες κατέβαλαν για να εξασφαλίσουν την άμυνά τους και την αρωγή τους κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση και που είναι άδικο να τους επιβαρύνει· |
|
— |
να καταδικάσει την ΕΤΕ και/ή την Ευρωπαϊκή Κοινότητα σε όλα τα έξοδα της παρούσας δίκης· |
|
— |
να δεχθεί την από τους ενάγοντες επιφύλαξη κάθε δικαιώματός τους. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με σύμβαση χρηματοδοτήσεως που υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 28 Απριλίου 1994, η ΕΤΕ, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας βάσει εντολής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χορήγησε στο Βασίλειο του Μαρόκου, ως χρηματοδοτική συνδρομή με επισφαλή κεφάλαια, δάνειο υπό όρους για τη χρηματοδότηση παραγωγικών έργων κυρίως στον βιομηχανικό τομέα, και ειδικά σε συνεργασία με επιχειρήσεις (φυσικά και νομικά πρόσωπα) της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (σχέδιο Prêt Global Secteur Financier II). Κατά τους όρους της συμβάσεως, το προϊόν του δανείου της ΕΤΕ προς το Μαρόκο έπρεπε να εκχωρηθεί για τη χρηματοδότηση σχεδίων βάσει συμβάσεων υπό τη μορφή δανείων από μαροκινά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία θα ενεργούσαν στη συνέχεια ως χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές. Τα δάνεια για την εκχώρηση αυτή προορίζονταν να εξασφαλίσουν την από τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές χρηματοδότηση δανείων ή συμμετοχών στο κεφάλαιο μαροκινών επιχειρηματιών, οι οποίοι ήσαν οι τελικοί αποδέκτες της χρηματοδοτήσεως. Η χορήγηση κάθε δανείου στους επιχειρηματίες έπρεπε να γίνει το αντικείμενο συμβάσεως μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του σχετικού επιχειρηματία. Ο διαμεσολαβητής είχε την υποχρέωση να υποβάλει στην ΕΤΕ κάθε αίτηση χρηματοδοτήσεως μιας συμμετοχής ή ενός δανείου προς έγκριση σε συνεννόηση με το Μαροκινό Δημόσιο. Η ΕΤΕ όφειλε να γνωστοποιήσει τη συμφωνία της στο Μαροκινό Δημόσιο και συγχρόνως να κοινοποιήσει αντίγραφο στον χρηματοπιστωτικό διαμεσολαβητή.
Στις 12 Οκτωβρίου 1994 για την κατά τα πιο πάνω εκχώρηση υπεγράφη σύμβαση μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου και της BNDE, η οποία τότε έγινε ένας από τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές υπό την έννοια της συμβάσεως μεταξύ της ΕΤΕ και του Βασιλείου του Μαρόκου. Στις 29 Νοεμβρίου 1995, στο πλαίσιο του δευτέρου πιστωτικού ορίου ΕΤΕ, υπεγράφη σύμβαση δανείου μεταξύ της BNDE και των εναγόντων, υπό την επιφύλαξη τόσο της συμφωνίας της ΕΤΕ όσο και της λήψεως των κεφαλαίων από την BNDE. Η σύμβαση αυτή αφορούσε τη μερική χρηματοδότηση μιας συμμετοχής στην εταιρία 2K-Teint. Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 1994, η ΕΤΕ συμφώνησε να τύχει της χρηματοδοτήσεως αυτής το σχέδιο 2K-Teint.
Με την παρούσα αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, οι ενάγοντες ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που θεωρούν ότι υπέστησαν λόγω φερόμενων πταισμάτων της ΕΤΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως εντολοδόχου της Κοινότητας στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του σχετικού δανείου. Προβάλλουν, ιδίως, ότι σημειώθηκε πολύ μεγάλη καθυστέρηση όσον αφορά την καταβολή του δανείου το οποίο ξεπάγωσε μόλις τον Ιούλιο του 1997, πράγμα που τους οδήγησε να συνάψουν βραχυπρόθεσμο δάνειο με την BNDE. Η μη τήρηση των οικονομικών υποχρεώσεων των εναγόντων οδήγησε την BNDE να αναζητήσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα καταβληθέντα. Με απόφαση μαροκινού εθνικού δικαστηρίου, η εταιρία 2K-Teint υποχρεώθηκε να πωλήσει τη φήμη και πελατεία της.
Κατ' αρχάς, οι ενάγοντες επικαλούνται διάφορες ατασθαλίες που θεωρούν ότι έγιναν από την BNDE κατά τη διαχείριση κοινοτικών πόρων και που γνωστοποίησαν στην ΕΤΕ ζητώντας την αντίδρασή της. Οι ενάγοντες προσάπτουν στην ΕΤΕ ότι δεν έδωσε καμία συνέχεια στις πληροφορίες που ισχυρίζονται ότι της διαβίβασαν. Διατείνονται ότι η ΕΤΕ όφειλε να ενεργήσει εφόσον η BNDE ενεργούσε, αν όχι βάσει οδηγιών ως εντολοδόχος της ΕΤΕ, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα ως εντολοδόχος της, καθόσον η ΕΤΕ κρατούσε για τον εαυτό της σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις όσον αφορά τα σχετικά δάνεια.
Επί πλέον, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η ΕΤΕ πρέπει να αναλάβει όχι μόνο την ευθύνη για τα πταίσματα της BNDE, που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο αυτής της έννομης σχέσεως, αλλά και τις συνέπειες των δικών της παραλείψεων και παραβάσεων. Προσάπτουν στην ΕΤΕ ότι δεν παρακολούθησε ούτε έλεγξε αποτελεσματικά τη χρήση των κεφαλαίων από τότε που αυτά ελήφθησαν από τους μαροκινούς οργανισμούς, πράγμα που είχε ως συνέπεια να ευνοηθούν ή ακόμη και να εξασφαλιστούν οι κατά τους ενάγοντες απατηλές πράξεις της BNDE. Προσάπτουν στην ΕΤΕ παραβάσεις, αμέλειες και παραλείψεις, τις οποίες θεωρούν σοβαρές, σχετικά με τις υποχρεώσεις συνέσεως, επιμέλειας και προφυλάξεως κατά τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η ζημία που προβάλλουν ότι υπέστησαν έχει άμεση σχέση με τις παραλείψεις και παραβάσεις της ΕΤΕ. Κατά συνέπεια, ζητούν να υποχρεωθεί η ΕΤΕ να αποκαταστήσει τη ζημία αυτή.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/16 |
Προσφυγή της 1ης Δεκεμβρίου 2006 — Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-343/06)
(2007/C 20/23)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Shell Petroleum NV (Χάγη, Κάτω Χώρες), The Shell Transport and Trading Company Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο), Shell Nederland Verkoopmaatschappij BV (Capelle aan den IJssel, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: O.W. Brouwer, W. Knibbeler, S. Verschuur, avocats)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αιτήματα των προσφευγουσών
Η Shell Petroleum NV και η The Shell Transport and Trading Company Ltd ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει στο σύνολό της την απόφαση C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (Υπόθεση COMP/F/38.456 — Bitumen — Κάτω Χώρες, στο εξής: η προσβαλλόμενη απόφαση), στο μέτρο που απευθύνεται κατά της Shell Petroleum NV και της The Shell Transport and Trading Company Ltd ή, επικουρικώς, |
|
— |
να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση στο μέτρο που αποφαίνεται ότι η Shell Petroleum NV και η The Shell Transport and Trading Company Ltd παραβίασαν το άρθρο 81 ΕΚ το διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 1994 και 19ης Φεβρουαρίου 1996, και να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο, και |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Shell Petroleum NV, στηThe Shell Transport και στην Trading Company Ltd βάσει της προσβαλλόμενης αποφάσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υπεβλήθη η Shell Petroleum NV και η The Shell Transport and Trading Company Ltd σε συνδυασμό με την ολική ή μερική καταβολή του προστίμου ή με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, και |
|
— |
να λάβει κάθε άλλο μέτρο το οποίο θα κριθεί από το Πρωτοδικείο ως κατάλληλο. |
Η Shell Nederland Verkoopmaatschappij BV ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που αποφαίνεται ότι η Shell Nederland Verkoopmaatschappij BV παραβίασε το άρθρο 81 ΕΚ το διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 1994 και 19ης Φεβρουαρίου 1996, και να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο, και |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Shell Nederland Verkoopmaatschappij BV βάσει της προσβαλλόμενης αποφάσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υπεβλήθη η Shell Verkoopmaatschappij BV σε συνδυασμό με την ολική ή μερική καταβολή του προστίμου ή με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, και |
|
— |
να λάβει κάθε άλλο μέτρο το οποίο θα κριθεί από το Πρωτοδικείο ως κατάλληλο. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα ακόλουθα στοιχεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως βασίζονται σε νομική πλάνη και σε εσφαλμένη εκτίμηση:
|
α) |
το συμπέρασμα ότι η Shell Verkoopmaatschappij BV ήταν η υποκινήτρια και καθοδηγήτρια της συμπράξεως· |
|
β) |
ο καταλογισμός της ευθύνης για την παράβαση στη The Shell Transport and Trading Company Ltd και στη Shell Petroleum NV· |
|
γ) |
η προσαύξηση του προστίμου λόγω τελέσεως της παραβάσεως κατ' επανάληψη· |
|
δ) |
ο υπολογισμός του ποσού αφετηρίας για τη Shell Nederland Verkoopmaatschappij BV, και |
|
ε) |
η διάρκεια της παράβασης. |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/17 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Total κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-344/06)
(2007/C 20/24)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Total SA (Courbevoie, Γαλλία) (εκπρόσωποι: A. Gosset-Grainville, L. Godfroid και A. Lamothe, avocats)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση COMP/F/38.456 κατά το μέρος που αφορά την TOTAL SA στα άρθρα 1(m), 2(m), 3 και 4· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 1(m), 2(m) και να μειώσει αντίστοιχα το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (Υπόθεση COMP/F/38.456 — Bitum-Κάτω Χώρες), που αφορά σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τον καθορισμό, για την πώληση και την αγορά ασφάλτου στις Κάτω Χώρες, του ακαθάριστου τιμήματος, ομοιόμορφης εκπτώσεως υπέρ των συνεργαζόμενων κατασκευαστών οδών καθώς και ανώτατου ορίου εκπτώσεως επί του ακαθάριστου τιμήματος όσον αφορά τους υπόλοιπους κατασκευαστές. Επικουρικώς, ζητεί την ακύρωση ή, τουλάχιστον, ουσιαστική μείωση του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η κύρια βάση της προσφυγής στηρίζεται σε πέντε λόγους.
Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε τους κανόνες σχετικά με τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία των πρακτικών που εφάρμοσε θυγατρική της. Ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως της καταλόγισε η Επιτροπή την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της TOTAL Nederland NV και, εσφαλμένως την θεώρησε επομένως ως αλληλεγγύως υπεύθυνη για τις εν λόγω παραβάσεις. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη θεωρώντας ότι η κατοχή από την προσφεύγουσα του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της αρκούσε για την άσκηση καθοριστικής επιρροής επ' αυτής. Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε νομική πλάνη στον βαθμό που δεν εξέτασε σοβαρά όλα τα στοιχεία που θα επέτρεπαν να αποκαλυφθούν οι νομικές οντότητες που ενδεχομένως ευθύνονται για τις εν λόγω πρακτικές στον όμιλο Total.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε τους κανόνες αποδείξεως στο μέτρο που παρέλειψε να αποδείξει την άσκηση καθοριστικής επιρροής της προσφεύγουσας στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της, TOTAL Nederland NV, στην οικεία αγορά, και στο μέτρο που δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που προσκόμισε η TOTAL SA για να μπορεί να καθορίσει το μέγεθος της επιχειρήσεως την οποία αφορά η παράβαση στον όμιλο Total.
Η προσφεύγουσα εκτιμά, εξάλλου, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως της αυθαιρεσίας, δεδομένου ότι ισχυρίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι διέθετε ένα περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασίσει ποιες ήταν οι νομικές οντότητες μιας επιχειρήσεως τις οποίες θεωρούσε ως υπεύθυνες της παραβάσεως.
Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως δεδομένου ότι δεν απευθύνθηκε στην TOTAL SA για να της ζητήσει πληροφορίες κατά το στάδιο της έρευνας.
Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεως ακυρώσεως ή, τουλάχιστον, μειώσεως του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Θεωρεί ότι η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες σχετικά με τον καθορισμό προστίμων. Προβάλλει ότι, στην περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να καταλογιστούν στην TOTAL SA, η ημερομηνία την οποία θεώρησε η Επιτροπή ως αφετηρία της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση δεν είναι ορθή και η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόφασή της επί του ζητήματος αυτού. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται εξάλλου ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζοντας τον αποτρεπτικό συντελεστή 1,5, ο οποίος βασίστηκε στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών του ομίλου Total κατά την περίοδο αναφοράς, ενώ καμία αιτίαση δεν αναφέρεται στην προσφεύγουσα για τμήμα της εν λόγω περιόδου.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/18 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Complejo Agrícola κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-345/06)
(2007/C 20/25)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Complejo Agrícola S.A. (Μαδρίτη) (εκπρόσωποι: D. A. Menéndez Menéndez και G. Yanguas Montero)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να κρίνει παραδεκτή την παρούσα προσφυγή. |
|
— |
να κάνει δεκτή και να εφαρμόσει την αιτηθείσα εγγραφή απόδειξη. |
|
— |
να κρίνει εν μέρει άκυρο το άρθρο 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα 1 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2006, καθόσον αφορά την κήρυξη του Acebuchales ως ΤΚΣ, και να αποκαταστήσει την πλήρη άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της εταιρίας Complejo Agrícola επί του τμήματος της ιδιοκτησίας που δεν συγκεντρώνει τα περιβαλλοντικά κριτήρια για να κηρυχθεί ΤΚΣ. |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Complejo Agrícola. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η παρούσα προσφυγή ασκείται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2006, με την οποία εγκρίθηκε, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) ES6120015 «Acebuchales de la Campiña sur de Cádiz», δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είναι κύριος μιας ιδιοκτησίας που περιλαμβάνεται στον εν λόγω ΤΚΣ.
Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι:
|
— |
Η Επιτροπή υπερέβαλε κατά τον καθορισμό του ΤΚΣ«Acebuchales de la Campiña sur de Cádiz» που επηρεάζει την ιδιοκτησία της προσφεύγουσας ως συνέπεια της εσφαλμένης εφαρμογής των κριτηρίων που καθορίζουν τα παραρτήματα I, II και III της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Επιπλέον, η εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων του παραρτήματος III της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ εκ μέρους της Επιτροπής προσδιόρισε ότι θεωρείται ως ΤΚΣ μια μεγάλη περιοχή των γηπέδων που είναι ιδιοκτησία της προσφεύγουσας και που στερούνται περιβαλλοντικής σημασίας, πράγμα που προϋποθέτει παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της νομιμότητας. |
|
— |
Δημιουργήθηκε ένας αδικαιολόγητος και δυσανάλογος περιορισμός των δυνατοτήτων χρήσεως και εκμεταλλεύσεως που είναι συμφυείς με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας στις ζώνες που επηρεάζονται από τον ΤΚΣ«Acebuchales de la Campiña sur de Cádiz» που στερούνται περιβαλλοντικής αξίας. |
|
— |
Η προσφεύγουσα δεν είχε την ευκαιρία συμμετοχής στη διαδικασία κηρύξεως του ΤΚΣ«Acebuchales de la Campiña sur de Cádiz», πράγμα που αποτελεί παραβίαση των αρχών της ακροάσεως του ενδιαφερομένου και της ασφάλειας δικαίου. |
(1) ΕΕ L 259 της 21.9.2006, σ. 1.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/18 |
Προσφυγή/αγωγή της 6ης Δεκεμβρίου 2006 — IMS κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση T-346/06)
(2007/C 20/26)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα/ενάγουσα: IMS Industria Masetto Schio srl (Schio, Ιταλία) (εκπρόσωποι: F. Colonna και T. E. Romolotti, avvocati)
Καθής/εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας/ενάγουσας
Η προσφεύγουσα/ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τη γνώμη της Επιτροπής C(2006) 3914, της 6ης Δεκεμβρίου 2006, και να αναγνωρίσει το δικαίωμα για αποκατάσταση της εντεύθεν προκληθείσας ζημίας· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής/εναγομένη (στο εξής: καθής) στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα άρθρα 87 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η υπό κρίση προσφυγή/αγωγή (στο εξής: προσφυγή) στρέφεται κατά της γνώμης της Επιτροπής C(2006) 3914, της 6ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με ένα μέτρο απαγορεύσεως που αφορά ορισμένα μηχανικά πιεστήρια τύπου IMS και θεσπίστηκε από τις γαλλικές αρχές.
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατόπιν της εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας θεσπίσεως μέτρων που αφορούν τα μηχανικά πιεστήρια που κατασκευάζει η προσφεύγουσα IMS, η Επιτροπή προέβη, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/37/ΕΚ, στην επί της ουσίας εξέταση των μέτρων αυτών, διατυπώνοντας, μετά το πέρας της έρευνας, τη γνώμη ότι τα μέτρα που θέσπισαν οι γαλλικές αρχές ήσαν δικαιολογημένα.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα επικαλείται:
|
— |
τη μη συνεκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αποφάσεως του Γαλλικού Conseil d'État της 6ης Νοεμβρίου 2002. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, με την απόφαση αριθ. 238453, της 6ης Νοεμβρίου 2002, το Γαλλικό Conseil d'État διαπίστωσε ότι η διαδικασία θεσπίσεως της γαλλικής διυπουργικής αποφάσεως της 27ης Ιουνίου 2001 ήταν παράτυπη και διέταξε την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, η Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της σχετικά με μια πράξη η οποία, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που τη θέσπισε, είναι άκυρη. Τούτο έχει ως συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας της ως άνω γνώμης, δεδομένου ότι αυτή αποσκοπεί στην επικύρωση μιας πράξεως που ήδη κρίθηκε άκυρη από τις αρμόδιες αρχές και η οποία δεν παρήγε πλέον αποτελέσματα στην έννομη τάξη· |
|
— |
την εσφαλμένη αξιολόγηση επί της ουσίας. Κατά την προσφεύγουσα, η επί της ουσίας αξιολόγηση στην οποία προέβη η Επιτροπή δίδει την εντύπωση ότι είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των μηχανημάτων που παράγει η IMS αξιολογήθηκαν εσφαλμένως από την άποψη της τεχνικής συμμορφώσεως προς τα εφαρμοστέα πρότυπα· |
|
— |
όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας, η IMS ισχυρίζεται ότι υπέστη και ότι υφίσταται ακόμη και σήμερα, για τους προεκτεθέντες λόγους, αδικαιολόγητη ζημία εξωσυμβατικής φύσεως, προξενηθείσα από την Επιτροπή, η οποία δεν έλαβε ορθώς υπόψη την επελθούσα ακύρωση της γαλλικής αποφάσεως και, πέραν τούτου, αξιολόγησε εσφαλμένως τα προϊόντα της IMS. |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/19 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Nynäs Petroleum και Nynas Belgium κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-347/06)
(2007/C 20/27)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: AB Nynäs Petroleum (Στοκχόλμη, Σουηδία) και Nynas Belgium AB (Zaventem, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: A. Howard, Barrister, και M. Dean, Solicitor)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
Να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως στο μέτρο που καταλογίζει ευθύνη εις ολόκληρον και αλληλεγγύως της AB Nynas· |
|
— |
Να ακυρώσει το άρθρο 2 της αποφάσεως στο μέτρο που επιβάλλει πρόστιμο 13.5 εκατομμυρίων ευρώ στη Nynas, ή επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο αυτό· και |
|
— |
Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/F/38.456 — Bitumen — NL), με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, παραβίασαν το άρθρο 81 ΕΚ καθορίζοντας κατά συνήθη και συλλογικό τρόπο, για τις αγοραπωλησίες ασφάλτου στην Ολλανδία, όσον αφορά τη χονδρική τιμή, ομοιόμορφη έκπτωση επί της χονδρικής τιμής για τους κατασκευαστές οδών που συμμετείχαν στη σύμπραξη και μικρότερη έκπτωση επί της χονδρικής τιμής για τους μη συμμετέχοντες κατασκευαστές.
Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, πρώτον, ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η Nynäs Petroleum είναι υπεύθυνη, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με τη Nynas Belgium, υπέπεσε σε νομική πλάνη και εσφαλμένη εκτίμηση, διότι η Nynas Belgium ενήργησε ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο το οποίο καθόρισε την εμπορική του πολιτική ανεξάρτητα από τη Nynäs Petroleum. Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Nynäs Petroleum είχε την εξουσία να ορίζει τις πράξεις της Nynas Belgium σε βαθμό που να της αφαιρεί οποιαδήποτε πραγματική ανεξαρτησία ως προς τον καθορισμό της χάραξης δικής της πορείας στην αγορά.
Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις διατάξεις της ανακοίνωσης περί ευμενούς μεταχείρισης (1), αντίθετα με τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχείρισης, κατά την εκτίμηση της αξίας της πληροφορίας που έδωσαν με δική τους πρωτοβουλία οι προσφεύγουσες σύμφωνα με το μέρος B της ανακοίνωσης περί ευμενούς μεταχείρισης και αρνήθηκε να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή υπέπεσε, μεταξύ άλλων, σε σφάλμα εκτιμήσεως και νομική πλάνη ως εξής:
|
— |
η Επιτροπή εσφαλμένα συμπέρανε ότι η πληροφορία που έδωσαν οι προσφεύγουσες δεν ενίσχυσε την προσπάθεια της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση, επειδή άλλοι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν ήδη παραδεχθεί την παράβαση και άλλοι που απήντησαν στο αίτημα παροχής πληροφοριών είχαν ήδη επιβεβαιώσει την ύπαρξη ενός συστήματος συνεδριάσεων· |
|
— |
η Επιτροπή εσφαλμένα συμπέρανε ότι οι πληροφορίες που παρείχαν οι προσφεύγουσες δεν είχαν σημαντική πρόσθετη αξία. |
(1) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ), (ΕΕ (2002) C 45, σ. 3).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/20 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Total Nederland κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-348/06)
(2007/C 20/28)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Total Nederland NV (Voorburg, Ολλανδία) (εκπρόσωποι: A. Vandencasteele, lawyer)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/F/38.456 — Bitumen — Nederland), στο μέτρο που αποφαίνεται για την ύπαρξη μίας κατ' εξακολούθηση παραβάσεως την οποία διέπραξε η προσφεύγουσα κατά το χρονικό διάστημα 1994 έως 2002 και όχι κατά το διάστημα 1996 έως 2002· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2 της αποφάσεως στο μέτρο που:
|
|
— |
να μειώσει, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που του παρέχει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου, το ύψος του προστίμου έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην πράξη στη φύση της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38.456 — Bitumen — NL, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ καθορίζοντας κατά συνήθη και συλλογικό τρόπο, για τις αγοραπωλησίες ασφάλτου στην Ολλανδία, όσον αφορά τη χονδρική τιμή, ομοιόμορφη έκπτωση επί της χονδρικής τιμής για τους κατασκευαστές οδών που συμμετείχαν στη σύμπραξη και μικρότερη έκπτωση επί της χονδρικής τιμής για τους μη συμμετέχοντες κατασκευαστές.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία φαίνεται ότι η συμφωνία του 1994 τέθηκε σε ισχύ για ένα μόνο χρόνο και έπαυσε να ισχύει πριν το πέρας της και παρερμηνεύοντας τα αποδεικτικά στοιχεία αποφαινόμενη ότι αποδείχθηκε διαρκής προσχώρηση το 1995 σε ορισμένους από τους όρους της συμφωνίας του 1994, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα εφάρμοσε πράγματι τη συμφωνία ενώ βασίστηκε στην εφαρμογή αυτή κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως.
Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα δεν τήρησε τη συμφωνία.
Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά τον υπολογισμό του συντελεστή αποτροπής που εφάρμοσε στο επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο επί του κύκλου εργασιών της μητρικής της εταιρίας Total SA. Η Επιτροπή στηρίχθηκε προς τούτο, χωρίς καμία αιτιολογία, στην υπόθεση της συμμετοχής της μητρικής εταιρίας και δέχθηκε την έννοια της αντικειμενικής ευθύνης της μητρικής εταιρίας.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/20 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Γερμανία κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-349/06)
(2007/C 20/29)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: M. Lumma, C. Schulze-Bahr, επικουρούμενοι από τον δικηγόρο C. von Donat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής Ε(2006) 4194 τελ., της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, καθόσον μείωσε τη χρηματοδοτική συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), η οποία είχε εγκριθεί με την απόφαση Ε(95) 1736 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1995, στο επιχειρησιακό πρόγραμμα RESIDER για τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία (ΕΤΠΑ αριθ. 94.02.10.036)/ARINCO αριθ. 94.DE.16.051), |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακύρωσης και κύρια επιχειρήματα
Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή μείωσε τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) στο πρόγραμμα RESIDER για τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία.
Η προσφεύγουσα στηρίζει την προσφυγή της στον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 (1), διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για μείωση. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι οι αποκλίσεις από το ενδεικτικό σχέδιο χρηματοδότησης δεν αποτελούν ουσιώδη μεταβολή του προγράμματος.
Ακόμη και αν υπήρχε ουσιώδης μεταβολή του προγράμματος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπήρχε συγκατάθεση της Επιτροπής, η οποία είχε δοθεί με τις«Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη δημοσιονομική τακτοποίηση των επιχειρησιακών μέτρων (1994-1999) των διαρθρωτικών ταμείων» (SEC (1999) 1316).
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για μείωση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έκανε καμία χρήση της διακριτικής εξουσίας της ως προς το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει αν η μείωση της συμμετοχής του ΕΤΠΑ δεν θα ήταν δυσανάλογη.
Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει, κατά την προσφεύγουσα, στην αρχή της χρηστής διοίκησης, διότι υποχρεώνει την προσφεύγουσα να ασκήσει εκ νέου προσφυγή κατά απόφασης κατά της οποίας εκκρεμεί ήδη ένδικη προσφυγή.
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374 της 31.12.1988, σ. 1).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/21 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Dura Vermeer Groep κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-351/06)
(2007/C 20/30)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Dura Vermeer Groep NV (εκπρόσωπος: M.M. Slotboom, advocaat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 1, στοιχείο δ', και 2, στοιχείο δ', της αποφάσεως όσον αφορά την ευθύνη της Dura Vermeer Groep και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κατά την προσφεύγουσα, είναι εσφαλμένη η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου ως προς την ευθύνη των μητρικών εταιριών για τις παραβάσεις που φέρεται ότι έχουν διαπραχθεί από θυγατρικές εταιρίες. Έτσι, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στην περίπτωση της προσφεύγουσας ένα υπερβολικά αυστηρό κριτήριο. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εκτίμησε σωστά τις πραγματικές σχέσεις εντός του ομίλου Dura Vermeer. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα είχε καθοριστική επίδραση στη συμπεριφορά της Vermeer Infrastructuur BV.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι ουσιώδεις τύποι του άρθρου 253 ΕΚ και η υποχρέωση αιτιολογήσεως.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/21 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Dura Vermeer Infra κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-352/06)
(2007/C 20/31)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Dura Vermeer Infra ΒV (εκπρόσωπος: M.M. Slotboom, advocaat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 1, στοιχείο δ', και 2, στοιχείο δ', της αποφάσεως όσον αφορά την ευθύνη της Dura Vermeer Infra και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τον προσφεύγοντα στην υπόθεση T-351/06, Dura Vermeer Groep NV κατά Επιτροπής.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/22 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Vermeer Infrastructuur κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-353/06)
(2007/C 20/32)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Vermeer Infrastructuur BV (εκπρόσωπος: M.M. Slotboom, advocaat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
κυρίως, να ακυρώσει την απόφαση C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες) ή |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2, στοιχείο δ', και 3 της αποφάσεως κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές i) ορίζουν ότι η Vermeer έλαβε μέρος στον καθορισμό της ακαθάριστης τιμής αγοράς και πωλήσεως ασφάλτου για έργα οδοποιίας στις Κάτω Χώρες και ii) επιβάλλουν εν προκειμένω ένα πρόστιμο και μια απαγόρευση· |
|
— |
επικουρικότερα, να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο δ', της αποφάσεως αυτής κατά το μέρος που η διάταξη αυτή επιβάλλει πρόστιμο στη Vermeer· |
|
— |
ακόμη επικουρικότερα, να μετριάσει το πρόστιμο που το άρθρο 2, στοιχείο δ', επιβάλλει στη Vermeer και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στον καθορισμό των ακαθάριστων τιμών της ασφάλτου για έργα οδοποιίας ή έστω ότι είχε συμφέρον να λάβει μέρος. Έτσι, η Επιτροπή κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προμηθευτές ασφάλτου και οι επιχειρήσεις κατασκευής έργων οδοποιίας έλαβαν μέρος σε μία και την αυτή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται και ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος σε συνεννοήσεις μεταξύ ενός ομίλου προμηθευτών ασφάλτου και ενός ομίλου μεγάλων επιχειρήσεων κατασκευής έργων οδοποιίας για τον συστηματικό καθορισμό μικρότερης εκπτώσεως στην ακαθάριστη τιμή της ασφάλτου για τους άλλους κατασκευαστές έργων οδοποιίας.
Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, καθόσον δεν απέδειξε i) ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος σε σοβαρότατη παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και ii) ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη φερόμενη παράβαση διήρκεσε από την 1η Απριλίου 1994 μέχρι τις 15 Απριλίου 2002. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ως εκ τούτου η Επιτροπή έλαβε υπόψη υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.
Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ και ουσιωδών τύπων.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/22 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — BAM NBM Wegenbouw και HBG Civiel κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-354/06)
(2007/C 20/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: BAM NBM Wegenbouw BV και HBG Civiel BV (εκπρόσωποι: M.B.W. Biesheuvel και J.K. de Pree, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες — C(2006) 4090 τελικό), ή τουλάχιστον κατά το μέρος που ορίζεται ότι η BAM NBM και η HBG Civiel παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ, κατά το μέρος που ως εκ τούτου επιβλήθηκαν πρόστιμα στην BAM NMB και στην HBG Civiel, κατά το μέρος που η BAM NBM και η HBG Civiel διατάχθηκαν να θέσουν τέλος στην παράβαση αυτή και να απόσχουν στο μέλλον από κάθε πράξη ή συμπεριφορά την οποία αναφέρει το άρθρο 1, καθώς και από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που έχει τον ίδιο ή όμοιο σκοπό ή συνέπεια, και κατά το μέρος που η απόφαση αυτή απευθύνθηκε στην BAM NBM και στη HBG Civiel· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία τους επιβλήθηκαν πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι η απόφαση αντίκειται στο άρθρο 81 ΕΚ και στα άρθρα 7 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και ότι δεν στοιχεί με την υποχρέωση αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή εσφαλμένως διαπίστωσε και ερμήνευσε τα πραγματικά περιστατικά και δεν υπάρχει επαρκής απόδειξη ως προς το ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ.
Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το άρθρο 2 της αποφάσεως αντίκειται στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα πρόστιμα (1). Κατά τις προσφεύγουσες, εσφαλμένως καθορίστηκε η σοβαρότητα της φερόμενης παραβάσεως. Έτσι, η παράβαση κακώς χαρακτηρίστηκε ως σοβαρότατη και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν είναι δυσανάλογα.
Τέλος, η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση ουσιωδών τύπων, μεταξύ άλλων καθόσον η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τις επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων απαντήσεις των πετρελαϊκών εταιριών και των λοιπών κατασκευαστών έργων οδοποιίας, ενώ οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα.
(1) Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/23 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Koninklijke BAM Groep κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-355/06)
(2007/C 20/34)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Koninklijke BAM Groep NV (εκπρόσωποι: M.B.W. Biesheuvel και J.K. de Pree, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες — C(2006) 4090 τελικό), ή τουλάχιστον κατά το μέρος που ορίζεται ότι η BAM παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ, κατά το μέρος που ως εκ τούτου επιβλήθηκε πρόστιμο στην BAM, κατά το μέρος που η BAM διατάχθηκε να θέσει τέλος στην παράβαση αυτή και να απόσχει στο μέλλον από κάθε πράξη ή συμπεριφορά την οποία αναφέρει το άρθρο 1, καθώς και από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που έχει τον ίδιο ή όμοιο σκοπό ή συνέπεια, και κατά το μέρος που η απόφαση αυτή απευθύνθηκε στην BAM· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και τα άρθρα 7 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 όταν έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή κακώς καταλόγισε στην προσφεύγουσα, ως μητρική εταιρία, την παράβαση που φέρεται ότι διαπράχθηκε από μια θυγατρική εταιρία.
Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως καθόρισε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα. Η Επιτροπή καθόρισε ένα πρόστιμο που στηρίχθηκε σε χρονικό διάστημα 2 ετών και 5 μηνών κατοχής από την προσφεύγουσα του 100 % των μετοχών της BAM NBM, ενώ το χρονικό αυτό διάστημα ανερχόταν μόνο σε 1 έτος και 5 μήνες.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/24 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Koninklijke Volker Wessels Stevin κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-356/06)
(2007/C 20/35)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Koninklijke Volker Wessels Stevin (εκπρόσωποι: E.H. Pijnacker Hordijk και Y. de Vries, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2 και 3 της αποφάσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), ή τουλάχιστον κατά το μέρος που η απόφαση αυτή απευθύνθηκε στην Koninklijke Volker Wessels Stevin· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα και στα δικαστικά έξοδα της Koninklijke Volker Wessels Stevin. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και των άρθρων 7 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή χρησιμοποίησε εσφαλμένο κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης μιας μητρικής εταιρίας και ως εκ τούτου κακώς θεώρησε ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τη φερόμενη συμπεριφορά της Koninklijke Wegenbouw Stevin B.V.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/24 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-357/06)
(2007/C 20/36)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Koninklijke Wegenbouw Stevin B.V. (εκπρόσωποι: E.H. Pijnacker Hordijk και Y. de Vries, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει έναντι της προσφεύγουσας την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, η οποία κοινοποιήθηκε στην Koninklijke Wegenbouw Stevin στις 25 Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες — C(2006) 4090 τελικό)· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει έναντι της προσφεύγουσας το άρθρο 2 της αποφάσεως ή τουλάχιστον να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο που της επέβαλε το άρθρο 2 της αποφάσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ' αρχάς ότι έγινε εσφαλμένη ανάλυση των πραγματικών περιστατικών, η οποία οδήγησε σε εσφαλμένη αξιολόγηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων κατασκευής έργων οδοποιίας υπό το φως του άρθρου 81 ΕΚ. Κατά την προσφεύγουσα, στην περίπτωση των προμηθευτών ασφάλτου επρόκειτο για παραδοσιακή και σοβαρότατη παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Έναντι της συμπράξεως αυτής οι πέντε σημαντικότεροι αγοραστές ασφάλτου για έργα οδοποιίας προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο, με πρωταρχικό σκοπό να πετύχουν για τους εαυτούς τους τις καλύτερες κατά το δυνατόν συλλογικές εκπτώσεις.
Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 σχετικά με τον καθορισμό του ύψους του επιβληθέντος προστίμου. Κατά την προσφεύγουσα, το βασικό ποσό του προστίμου ήταν υπερβολικά υψηλό και οι αυξήσεις λόγω μη συνεργασίας και του φερόμενου ρόλου της ως υποκινητή και ηγέτη της συμπράξεως είναι αβάσιμες.
Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να της γνωστοποιήσει τις επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων απαντήσεις όλων των άλλων στους οποίους απευθύνθηκε η ανακοίνωση αυτή. Κατά την προσφεύγουσα, ο πιο πάνω τρόπος ενεργείας προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/25 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Wegenbouwmaatschappij J. Heijmans κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-358/06)
(2007/C 20/37)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Wegenbouwmaatschappij J. Heijmans B.V. (εκπρόσωποι: M.F.A.M. Smeets και A.M. van den Oord, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση που απευθύνθηκε στη Heijmans Ν.V. και στη Heijmans Infrastructuur B.V.· |
|
— |
να ακυρώσει ή τουλάχιστον να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Heijmans Ν.V. και στη Heijmans Infrastructuur B.V.· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες). Μολονότι η απόφαση δεν απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα, η τελευταία θεωρεί ότι η απόφαση αυτή την αφορά άμεσα και ατομικά, καθόσον η απόφαση αναφέρει ότι η προσφεύγουσα ήταν μέλος του ομίλου Heijmans και καθόσον βάσει της αποφάσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη και ότι οι σχετικές μορφές συμπεριφοράς θα της προσαφθούν.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και των άρθρων 2, 7 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθόσον η Επιτροπή κακώς δέχθηκε ότι για την αξιολόγηση των αποδείξεων κατά της Heijmans Infrastructuur B.V. η ολλανδική αγορά της ασφάλτου για έργα οδοποιίας αποτελεί το κατάλληλο οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή κακώς δέχθηκε και ότι η Heijmans Infrastructuur B.V. ήταν μέλος μιας κοινοπραξίας για την αγορά ασφάλτου από επιχειρήσεις κατασκευής έργων οδοποιίας και ότι υπό την ιδιότητα αυτή ήρθε σε συνεννοήσεις με προμηθευτές ασφάλτου στις Κάτω Χώρες με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Τέλος, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις οριζόντιες συνεργασίες (1), η Επιτροπή κακώς δεν εξέτασε τις συνέπειες της συμμετοχής της Heijmans Infrastructuur B.V. στις συνεννοήσεις αυτές.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και των άρθρων 11 και 16 του κανονισμού 1/2003, παραβίαση της αρχής της προνοίας και των γενικών αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ισότητας και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον κατά τη διοικητική διαδικασία η Επιτροπή αγνόησε τους σχετικούς με την ουσία και με τη διαδικασία αιτιολογημένους ισχυρισμούς της Heijmans Infrastructuur B.V. και της Wegenbouwmaatschappij J. Heijmans B.V. ως«αθώα ερμηνεία των γεγονότων».
Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον σε ουσιώδη σημεία η απόφαση είναι ασαφής ή διφορούμενη.
Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ή δεν προσκόμισε επαρκή απόδειξη σχετικά με τη συμμετοχή της Heijmans Infrastructuur B.V. στη φερόμενη παράβαση καθ' όλη τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής.
Πάλι επικουρικώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή αξιολόγησε εσφαλμένως τη σοβαρότητα και τη βαρύτητα της παραβάσεως. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Heijmans Infrastructuur B.V. είχε μόνο δευτερεύοντα ρόλο στη σχετική αγορά.
(1) Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ 2001, C 3, σ. 2).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/25 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Heijmans Infrastructuur κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-359/06)
(2007/C 20/38)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Heijmans Infrastructuur B.V. (εκπρόσωποι: M.F.A.M. Smeets και A.M. van den Oord, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση που απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα· |
|
— |
να ακυρώσει ή τουλάχιστον να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει όμοιους λόγους ακυρώσεως και όμοια επιχειρήματα με εκείνους και εκείνα που προβάλλονται από τον προσφεύγοντα στην υπόθεση Τ-358/06, Wegenbouwmaatschappij J. Heijmans BV κατά Επιτροπής.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/26 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Heijmans κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-360/06)
(2007/C 20/39)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Heijmans NV (εκπρόσωποι: M.F.A.M. Smeets και A.M. van den Oord, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση που απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα· |
|
— |
να ακυρώσει ή τουλάχιστον να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ' αρχάς παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και των άρθρων 2, 7 και 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα είναι ένας ενιαίος φορέας που αποτελείται από άτομα και από υλικά και άυλα αγαθά ο οποίος, ρυθμίζοντας τις τιμές της ασφάλτου στις Κάτω Χώρες, ενήργησε σε αντίθεση με το άρθρο 81 ΕΚ. Περαιτέρω, κατά την προσφεύγουσα, δεν υφίσταται νομική βάση για να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και η ευθύνη αυτή είναι δυσανάλογη.
Στη συνέχεια, προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει όμοιους λόγους ακυρώσεως και όμοια επιχειρήματα με εκείνους και εκείνα που προβάλλονται από τον προσφεύγοντα στην υπόθεση Τ-358/06, Wegenbouwmaatschappij J. Heijmans B.V. κατά Επιτροπής.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/26 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Ballast Nedam κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-361/06)
(2007/C 20/40)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ballast Nedam NV (εκπρόσωποι: A.R. Bosman και J.M.M. van de Hel, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2006)4090 τελικό της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 25 Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), κατά το μέρος που η απόφαση αυτή στρέφεται κατά της προσφεύγουσας· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή στρέφεται κατά της προσφεύγουσας, όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως και τη συναφή μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή για εσφαλμένους νομικούς και πραγματικούς λόγους δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε καθοριστική επίδραση στη συμπεριφορά της Ballast Nedam Infra B.V. και της Ballast Nedam Grond en Wegen B.V. στην αγορά.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον για πρώτη φορά στην προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η ύπαρξη ευθύνης της προσφεύγουσας. Έτσι, η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να αντικρούσει με αποδεικτικό υλικό την άποψη αυτή.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/27 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Ballast Nedam Infra κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-362/06)
(2007/C 20/41)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ballast Nedam Infra BV (εκπρόσωποι: A.R. Bosman και J.M.M. van de Hel, advocaten)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2006)4090 τελικό της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 25 Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), κατά το μέρος που η απόφαση αυτή στρέφεται κατά της προσφεύγουσας· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της αποφάσεως, κατά το μέρος που το άρθρο αυτό στρέφεται κατά της προσφεύγουσας, ή τουλάχιστον να μειώσει το πρόστιμο που το άρθρο 2 της αποφάσεως επιβάλλει στην προσφεύγουσα· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως, κατά το μέρος που το άρθρο αυτό στρέφεται κατά της προσφεύγουσας, όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως μέχρι τον Οκτώβριο του 2000 και τη συναφή μείωση του προστίμου που επιβάλλεται από το άρθρο 2· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση CΟΜΡ/38.456 — Άσφαλτος — Κάτω Χώρες), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πρόκειται μόνο για μία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι προμηθευτές ασφάλτου και οι μεγάλοι κατασκευαστές έργων οδοποιίας καθόρισαν από κοινού την ακαθάριστη τιμή της ασφάλτου και ότι οι μεγάλοι κατασκευαστές έργων οδοποιίας είχαν συμφέρον να συνάψουν τις συμφωνίες αυτές. Η Επιτροπή πάλι κακώς θεώρησε ως παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ τόσο τη συμφωνία σχετικά με την πάγια έκπτωση όσο και την επιθυμία των κατασκευαστών έργων οδοποιίας να πετύχουν καλύτερους όρους απ' ότι οι μικρότεροι κατασκευαστές έργων οδοποιίας με μικρότερη ποσότητα αγοραζόμενης ασφάλτου.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής για τον υπολογισμό των προστίμων (1). Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αξιολόγησε εσφαλμένως τη σοβαρότητα της παραβάσεως.
Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή για εσφαλμένους νομικούς και πραγματικούς λόγους δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε καθοριστική επίδραση στη συμπεριφορά της Ballast Nedam Grond και της Wegen B.V. στην αγορά.
Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον η Επιτροπή στέρησε την προσφεύγουσα από τη δυνατότητα να αντικρούσει πλείστα όσα νέα στοιχεία που η απόφαση περιέχει σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη φερόμενη παράβαση κατά το χρονικό διάστημα από τις 21 Ιουνίου 1996 μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2000.
(1) Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/27 |
Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2006 — Honda Motor Europe κατά ΓΕΕΑ — SEAT (MAGIC SEAT)
(Υπόθεση T-363/06)
(2007/C 20/42)
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Honda Motor Europe Ltd (Slough, Ηνωμένο Βασίλειο) (Εκπρόσωποι: S. Malynicz, Barrister και N. Cordell, Solicitor)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Seat SA (Βαρκελώνη, Ισπανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, η οποία εκδόθηκε στην υπόθεση R 960/2005-1· |
|
— |
να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ και την αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους, καθώς και αυτών της προσφεύγουσας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα.
Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό κοινοτικό σήμα«MAGIC SEAT» για προϊόντα και υπηρεσίες της κλάσεως 12 — καθίσματα οχημάτων και μηχανισμοί καθίσματος οχημάτων και μέρη και εξαρτήματα των προαναφερθέντων ειδών — αίτηση υπ' αριθ. 2 503 902.
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: SEAT SA.
Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Το εικονιστικό εθνικό σήμα«SEAT» για προϊόντα και υπηρεσίες της κλάσεως 12.
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Η ανακοπή έγινε δεκτή.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του Κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη ως προς την προσέγγιση που υιοθέτησε κατά την οπτική ανάλυση, καθόσον, συγκεκριμένα, αναγνώρισε ότι απολαύει προστασίας μόνον λεκτικού σήματος ένα προγενέστερο σύνθετο σήμα που περιέχει ένα εμφανέστατο εικονιστικό στοιχείο εμβλήματος.
Κατά την προσφεύγουσα, η φωνητική σύγκριση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών είναι εσφαλμένη για δύο λόγους. Πρώτον, παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η λέξη MAGIC στη φράση MAGIC SEAT δεν θα προφερθεί ως λέξη της ισπανικής γλώσσας και ότι, κατά συνεπεία, ούτε το σήμα MAGIC SEAT ως σύνολο θα προφερθεί κατά τον ισπανικό τρόπο. Δεύτερον, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο όρος MAGIC αποτελεί την πρώτη λέξη ενός σήματος, του MAGIC SEAT, που αποτελείται από δύο λέξεις.
Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών δεν εφήρμοσε εν προκειμένω τον«κανόνα της εξουδετερώσεως» και, συνεπώς, δεν έλαβε υπόψη, κατά την εννοιολογική ανάλυση, το γεγονός ότι το προγενέστερο ισπανικό σήμα, το οποίο αποτελείται από τη λέξη SEAT και ένα εμφανές στοιχείο συμβόλου που συνίσταται στο κεφαλαίο γράμμα S, θα γίνει άμεσα κατανοητό ως προσδιορίζον την ισπανική κατασκευάστρια αυτοκινήτων οχημάτων, ενώ το σήμα MAGIC SEAT δεν θα νοηθεί κατ' αυτόν τον τρόπο.
Επιπροσθέτως, όσον αφορά το ζήτημα των εννοιολογικών διαφορών, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τα γλωσσικής φύσεως αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα σχετικά με το πώς θα προσλάμβαναν οι Ισπανοί καταναλωτές τις λέξεις MAGIC SEAT.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να αξιολογήσει το γεγονός ότι η κατηγορία των προϊόντων, τα χαρακτηριστικά της επίμαχης αγοράς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των καταναλωτών των προϊόντων αυτών στο οικείο κράτος μέλος συνηγορούν υπέρ του ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.
Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τα αντλούμενα από τα συναλλακτικά ήθη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε και αφορούν τον τρόπο διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων αυτού του τύπου.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/28 |
Προσφυγή της 6ης Δεκεμβρίου 2006 — Xinhui Alida Polythene κατά Συμβουλίου
(Υπόθεση T-364/06)
(2007/C 20/43)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Xinhui Alida Polythene Ltd (Xinhui, Κίνα) (εκπρόσωπος: C. Munro, solicitor)
Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει κατά το άρθρο 230 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση τον κανονισμό (ΕΚ) 1425/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλαστικών σάκων και σακουλών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊλάνδης και για τον τερματισμό της διαδικασίας για τις εισαγωγές ορισμένων πλαστικών σάκων και σακουλών καταγωγής Μαλαισίας, και |
|
— |
να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1425/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλαστικών σάκων και σακουλών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊλάνδης και για τον τερματισμό της διαδικασίας για τις εισαγωγές ορισμένων πλαστικών σάκων και σακουλών καταγωγής Μαλαισίας (1).
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο παρέβη ουσιώδεις τύπους και ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας όταν εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό χωρίς να λάβει σωστά υπόψη τις διαδικασίες που εν προκειμένω είχε κινήσει η Επιτροπή.
Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή i) δεν εξέτασε σωστά την αντιπροσωπευτικότητα των καταγγελλόντων και/ή δεν καθόρισε σωστά την αντιπροσωπευτικότητά τους, ii) έλαβε υπόψη πληροφοριακά στοιχεία που δεν ασκούσαν επιρροή και/ή δεν έλαβε υπόψη διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία, iii) δεν αξιολόγησε προσηκόντως τη ζημία του σχετικού κοινοτικού κλάδου παραγωγής, iv) δεν απέδειξε ότι υπήρχε κοινοτικό συμφέρον για την επιβολή δασμών στις εισαγωγές και v) προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.
Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι τούτο καταλήγει σε κατάχρηση εξουσίας.
(1) ΕΕ L 270, σ. 4.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/29 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Calebus κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-366)
(2007/C 20/44)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Calebus, S.A. (Almería, Ισπανία) (εκπρόσωπος: R. Bocanegra Sierra, abogado)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρωθεί ή να ανακληθεί και να μην παραγάγει αποτελέσματα η απόφαση της Επιτροπής 2006/613/ΕΚ, της 19ης Ιουλίου 2006, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ L 259, της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με την έγκριση του καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή, καθό μέρος περιλαμβάνει στον τόπο κοινοτικής σημασίας «ES61110006 Ramblas de Gergal, Tabernas και Sur de Sierra Alhamilla», ο οποίος περιέχεται στον κατάλογο αυτόν, το αγρόκτημα «Las Cuerdas», και να διατάξει την Επιτροπή να μεταβάλει τα όρια του εν λόγω ΤΚΣ, έτσι ώστε να μην περιλαμβάνεται σε αυτόν το εν λόγω αγρόκτημα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι:
|
— |
αντίθετη προς την οδηγία 92/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (1), καθόσον περιλαμβάνει στον τόπο κοινοτικής σημασίας ES61110006 εκτάσεις ιδιοκτησίας της, οι οποίες δεν πληρούν τις απαιτούμενες περιβαλλοντικές προϋποθέσεις και |
|
— |
αυθαίρετη, διότι δεν περιλαμβάνει εκτάσεις της ίδιας περιοχής, οι οποίες όντως πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ΤΚΣ. |
(1) ΕΕ L 206, της 22.7.1992, σ. 7
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/29 |
Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2006 — Kuwait Petroleum Corp. κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση T-370/06)
(2007/C 20/45)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Kuwait Petroleum Corp. (Shuwaikh, Κουβέϊτ), Koweit Petroleum International Ltd (Woking, Ηνωμένο Βασίλειο) και Kuwait Petroleum (Κάτω Χώρες) BV (Ρότερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: D.W. Hull, Dr. G. M. Berrisch, avocats)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2006)4090 της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 στον βαθμό που έχει εφαρμογή στις προσφεύγουσες· επικουρικώς, |
|
— |
να μειώσει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου· και |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2006 (η προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες, Kuwait Petroleum Corp. («KPC»), Koweit Petroleum International Ltd («KPI») και Kuwait Petroleum (Κάτω Χώρες) BV («KPN»), αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους 16 632 εκατομμυρίων ευρώ για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ κατά τον καθορισμό των τιμών της ασφάλτου στην αγορά της Ολλανδίας. Καθεμία από τις προσφεύγουσες ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή, επικουρικώς, μείωση του προστίμου για τους ακόλουθους λόγους.
Με τον πρώτο λόγο, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά διότι, θεωρώντας υπεύθυνες για τις πράξεις της KPN τις KPC και KPI, εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο και διότι δεν παρέσχε ικανή απόδειξη βάσει του ορθού νομικού κριτηρίου. Ειδικότερα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι KPC και KPI ήταν υπεύθυνες για την εμπλοκή των διευθυντών της KPN στην Ολλανδική σύμπραξη της ασφάλτου για τους λόγους ότι η KPN είναι θυγατρική της KPC η οποία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της και ότι τόσο η KPC όσο και η KPI έχουν ευρεία εξουσία ελέγχου επί της KPN. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η μητρική εταιρία δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη μόνον επειδή κατέχει μερίδια και ευρείες εξουσίες ελέγχου, και ότι η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η μητρική εταιρία ασκούσε επαρκή έλεγχο στις πράξεις της θυγατρικής της στην αγορά όπου διενεργήθηκε η παράβαση, ώστε να φαίνεται λογικό να υποτεθεί ότι η θυγατρική δεν έδρασε κατά τρόπο αυτόνομο όσον αφορά την παράβαση.
Οι προσφεύγουσες προβάλλουν εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, ή επικουρικώς να μειωθεί το ύψος του προστίμου, διότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη νομική πλάνη επιβάλλοντας πρόστιμο στις προσφεύγουσες κατά παράβαση της ανακοίνωσης περί ευμενούς μεταχείρισης του 2002 (1). Με αυτήν ορίζεται ότι αν μία επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για πραγματικά περιστατικά που δεν έχουν αποδειχθεί προγενεστέρως, τα οποία έχουν άμεση συνέπεια στη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης παραβάσεως, η Επιτροπή μπορεί να μη λάβει υπόψη της τα πραγματικά αυτά περιστατικά σε βάρος αυτού που ζητεί την ευμενή μεταχείριση.
Τέλος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ποσοστού της μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοίνωσης περί ευμενούς μεταχείρισης του 2002, και ισχυρίζονται κατά συνέπεια ότι το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά το ανώτατο όριο του 50 %.
(1) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ), ΕΕ (2002) C 45, σ. 3.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/30 |
Προσφυγή της 14ης Δεκεμβρίου 2006 — ΙΜΙ κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-378/06)
(2007/C 20/46)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: IMI plc (Birmingham, Ηνωμένο Βασίλειο), IMI Kynoch Ltd (Birmingham, Ηνωμένο Βασίλειο), Yorkshire Fittings Limited (Leeds, Ηνωμένο Βασίλειο), VSH Italia Srl (Bregnano, Ιταλία), Aquatis France SAS (La Chapelle St. Mesmin, Γαλλία), και Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG (Ravensburg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: M. Struys και D. Arts, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο β', σημεία 1 και 2, της αποφάσεως της Επιτροπής της 20ης Σεπτεμβρίου 2006, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Συνδέσεις — C(2006) 4180 τελικό)· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει τα επιβληθέντα στις προσφεύγουσες πρόστιμα και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 4180 τελικό της 20ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Συνδέσεις, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθόσον καθόρισαν τιμές, συνήψαν συμφωνίες περί τιμοκαταλόγων, περί εκπτώσεων και επιστροφών τιμήματος και περί εφαρμογής μηχανισμών συντονισμού των αυξήσεων των τιμών, κατένειμαν μεταξύ τους εθνικές αγορές και πελάτες και αντάλλαξαν άλλες εμπορικές πληροφορίες.
Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διότι, σε σύγκριση με την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή σε προηγούμενές της αποφάσεις, το πρόστιμο που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το μέγεθος τόσο των προσφευγουσών εταιριών όσο και της οικείας αγοράς. Η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον, κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, περιέλαβε στην οικεία αγορά τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση των σωλήνων.
Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και κατά το μέτρο που έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν τα αποδεικτικά στοιχεία που θεμελίωναν την ύπαρξη του συνδέσμου μεταξύ των συμφωνιών που αφορούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο και των πανευρωπαϊκών συμφωνιών. Συναφώς, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της. Επιπλέον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών που αφορούσε τη μείωση των επιβληθέντων προστίμων λόγω της συνεργασίας τους με την Επιτροπή εκτός του πλαισίου της Ανακοινώσεως περί Επιείκειας (1) με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των συμπράξεων, αφενός, στο Ηνωμένο Βασίλειο και, αφετέρου, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ, αντιθέτως, μείωσε το πρόστιμο που είχε επιβληθεί για τον ίδιο λόγο στην εταιρία FRA.BO λόγω του ότι προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η συνέχιση της παραβάσεως κατόπιν του διενεργηθέντος ελέγχου.
Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται ως προς την επιβολή πρόσθετου προστίμου ύψους 2.04 εκατομμυρίων ευρώ στις εταιρίες Aquatis France και Simplex Armaturen + Fittings.
Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας στις Aquatis France και Simplex Armaturen + Fittings χωριστό πρόστιμο επιπλέον εκείνου που είχε επιβληθεί στις επιχειρήσεις τις οποίες αυτή διαδέχθηκε και νυν μητρικές της εταιρίες, παραβίασε την αρχή «non bis in idem», σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να καταδικασθεί δις για το ίδιο αδίκημα.
(1) Ανακοίνωση της Επιτροπής για τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωση του ύψους των προστίμων σε υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις (ΕΕ 2002 C 45, σ.3)
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/31 |
Προσφυγή της εταιρίας Vischim Srl κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2006
(Υπόθεση T-380/06)
(2007/C 20/47)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Vischim Srl (Mιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωποι: C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
Να ακυρώσει εν μέρει την οδηγία 2006/76/ΕΚ της Επιτροπής, μεταξύ άλλων το άρθρο 2, παράγραφος 2· |
|
— |
Να υποχρεώσει την καθής να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και να θέσει ακριβείς, εύλογες και αποδεκτές από νομικής απόψεως προθεσμίες· |
|
— |
Να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι και κύρια επιχειρήματα
Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα σκοπεί την εν μέρει ακύρωση της οδηγίας 2006/76/EΚ (1) της Επιτροπής, της 22ας Σεπτεμβρίου 2006, μεταξύ άλλων το άρθρο 2, παράγραφος 2, καθόσον η τροποποιηθείσα προδιαγραφή της δραστικής ουσίας χλωροθαλονίλης, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/41/ΕΟΚ (2) σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (στο εξής: ΟΔΑΦΠ) δεν προβλέπει εύλογες προθεσμίες, παρεμφερείς με τις προθεσμίες που χορηγήθηκαν για άλλες ουσίες στο πλαίσιο της ίδιας αξιολογήσεως, αντιθέτως δε προβλέπει αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε τα δικαιώματά της και προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της, που αντλούνται από την ιδιότητά της ως κοινοποιούσας και κυρίως παρέχουσας πληροφοριακά στοιχεία για τη χλωροθαλονίλη, κατά την έννοια της ΟΔΑΦΠ και των εκτελεστικών κανονισμών της, εφόσον δεν χορηγήθηκε, πριν από την προσθήκη της τροποποιηθείσας προδιαγραφής της χλωροθαλονίλης στο παράρτημα Ι, καμία εύλογη προθεσμία, κατά τη διάρκεια της οποίας τα κράτη μέλη και η προσφεύγουσα μπορούν να προετοιμαστούν ώστε να πληρούν τις νέες προϋποθέσεις. Συναφώς, η προσφεύγουσα τονίζει ότι, αντί να προβλεφθεί πρόσφορη προθεσμία για την ορθή αξιολόγηση των αδειών κυκλοφορίας του προϊόντος της με βάση τη χλωροθαλονίλη, προκειμένου να χορηγηθεί νέα άδεια στα κράτη μέλη, η προσβαλλομένη διάταξη τέθηκε σε ισχύ στις 23 Σεπτεμβρίου 2006 και προέβλεπε μόνο αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας από 1ης Σεπτεμβρίου 2006, παραπέμποντας σε γεγονότα που είχαν ήδη έννομα αποτελέσματα μέχρι τις 31 Αυγούστου 2006. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη διάταξη δεν συνάδει προς τις απαιτήσεις της ΟΔΑΦΠ και δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ. Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη διάταξη προβαίνει επίσης, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, σε δυσμενή διάκριση της προσφεύγουσας σε σχέση με άλλους κοινοποιούντες που μετείχαν στη διαδικασία αξιολογήσεως υφισταμένων δραστικών ουσιών.
(1) Οδηγία 2006/76/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Σεπτεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις προδιαγραφές της δραστικής ουσίας χλωροθαλονίλης (ΕΕ L 263, σ. 9).
(2) Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/31 |
Προσφυγή/ αγωγή της 19ης Δεκεμβρίου 2006 — Icuna.com κατά Κοινοβουλίου
(Υπόθεση T-383/06)
(2007/C 20/48)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα/ ενάγουσα: Icuna.com SCRL (Braîne-le-Château, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: J. Windey και P. de Bandt, δικηγόροι)
Καθού/ εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Αιτήματα της προσφεύγουσας/ ενάγουσας
Η προσφεύγουσα/ ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2006, με την οποία επιλέχθηκε η προσφορά της εταιρίας MOSTRA και απορρίφθηκε η προσφορά την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του διαγωνισμού EP/DGINFO/WEBTV/2006/2003· |
|
— |
να διαπιστώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας και να υποχρεώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα ποσό 58 700 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο του διαγωνισμού και χρηματικό ποσό προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας προσβολής της φήμης της, καθώς και να διορίσει εμπειρογνώμονα προς εκτίμηση της ηθικής βλάβης αυτής· |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του διαγωνισμού EP/DGINFO/WEBTV/2006/0003, ενότητα 2: περιεχόμενο των μεταδόσεων, ενόψει της δημιουργίας του δικτυακού τηλεοπτικού καναλιού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1).
Προς στήριξη της προσφυγής/ αγωγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν προδήλως μη σύννομη, λόγω αναρμοδιότητας του εκδόσαντος την πράξη, παραβάσεως του άρθρου 101 του δημοσιονομικού κανονισμού (2) και παραβάσεως του άρθρου 149 του κανονισμού 2342/2002 (3).
Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται, αφενός, ότι το Κοινοβούλιο εξέδωσε απόφαση με περιεχόμενο αντίθετο προς την αρχικώς εκδοθείσα στις 7 Αυγούστου 2006, με την οποία ανετίθετο στην προσφεύγουσα η εκτέλεση της συμβάσεως, χωρίς να αιτιολογήσει τη μεταστροφή αυτή και, αφετέρου, ότι τα κριτήρια επιλογής που λαμβάνει υπόψη η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι αυτά που εφαρμόσθηκαν με την πρώτη απόφαση του Κοινοβουλίου και δεν καθορίζονται ως τέτοια με την πρόσκληση προς υποβολή προσφορών. Συνεπώς, δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια επιλογής που περιέχει η πρόσκληση αυτή και υφίσταται προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και διαφάνειας, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.
(1) Προκήρυξη διαγωνισμού «Δικτυακό τηλεοπτικό κανάλι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» (ΕΕ 2006 S 87-91412)
(2) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1)
(3) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1)
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/32 |
Προσφυγή της 13ης Δεκεμβρίου 2006 — IBP και International Building Products France κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-384/06)
(2007/C 20/49)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: IBP Ltd (Tipton,Ηνωμένο Βασίλειο) και International Building Products France SA (Sartrouville, Γαλλία) (εκπρόσωποι: M. Clough, QC, και A. Aldred, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση κατά το μέτρο που αφορά τις προσφεύγουσες ως προς το χρονικό διάστημα από τις 23 Νοεμβρίου 2001 έως την 1η Απριλίου 2004· |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες ή να το μειώσει κατά το ποσόν που το Δικαστήριο κρίνει προσήκον σε όλες τις περιστάσεις και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 4180 τελικό της 20ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Συνδέσεις, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθόσον καθόρισαν τιμές, συνήψαν συμφωνίες περί τιμοκαταλόγων, περί εκπτώσεων και επιστροφών τιμήματος και περί εφαρμογής μηχανισμών συντονισμού των αυξήσεων των τιμών, κατένειμαν εθνικές αγορές και πελάτες και αντάλλαξαν άλλες εμπορικές πληροφορίες.
Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ, καθόσον έκρινε ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν από τις 23 Νοεμβρίου 2001 έως την 1η Απριλίου 2004 σε μια ενιαία, σύνθετη και διαρκή σύμπραξη κατά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, καίτοι, κατά την άποψη των προσφευγουσών, τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της η Επιτροπή δεν στηρίζουν τη διαπίστωση αυτή.
Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ, ουδόλως αιτιολόγησε ή, τουλάχιστον, δεν αιτιολόγησε επαρκώς τις διαπιστώσεις της.
Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους ακροάσεως προβαίνοντας σε διαπιστώσεις παραβάσεων χωρίς προηγουμένως να τις γνωστοποιήσει στις προσφεύγουσες με ανακοίνωση αιτιάσεων ή να παράσχει σε αυτές τη δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις τους πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Όσον αφορά την ακύρωση ή τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι:
|
α) |
η Επιτροπή παρέλειψε να εφαρμόσει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (1), το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (2) και το άρθρο 5, στοιχείο α', των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 για τον υπολογισμό των προστίμων (3)· |
|
β) |
η Επιτροπή επέβαλε στην International Building Products France πρόστιμο συνολικού ύψους 5.63 εκατομμυρίων ευρώ δις για την ίδια συμπεριφορά· |
|
γ) |
η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 για τον υπολογισμό των προστίμων και |
|
δ) |
η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως την ανακοίνωση του 1996 περί επιείκειας (4). |
(1) Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).
(2) Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).
(3) Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 1998, σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998 C 9, σ. 3).
(4) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996 C 207, σ. 4).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/33 |
Προσφυγή της 14ης Δεκεμβρίου 2006 — Aalberts Industries κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-385/06)
(2007/C 20/50)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Aalberts Industries NV (Utrecht, Κάτω Χώρες), Aquatis France (La Chapelle St. Mesmin, Γαλλία), και Simplex Armaturen + Fittings GmbH & Co. KG (Argenbühl-Eisenharz, Γερμανία) (εκπρόσωποι: R. Wesseling και M. van der Woude, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, στοιχείο α', και 3· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο β', σημείο 2, κατά το μέτρο που αφορά τις εταιρίες Aquatis και Simplex· |
|
— |
ή, επικουρικώς, να μειώσει σημαντικά το ποσό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου και |
|
— |
να καταδικάσει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική μείωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 4180 τελικό της 20ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Συνδέσεις, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθόσον καθόρισαν τιμές, συνήψαν συμφωνίες περί τιμοκαταλόγων, περί εκπτώσεων και επιστροφών τιμήματος και περί εφαρμογής μηχανισμών συντονισμού των αυξήσεων των τιμών, κατένειμαν μεταξύ τους εθνικές αγορές και πελάτες και αντάλλαξαν άλλες εμπορικές πληροφορίες.
Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους προκειμένου να αποδείξουν ότι η απόφαση της Επιτροπής στηρίχθηκε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και σε παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ και παραβιάσεις γενικών αρχών της χρηστής διοικήσεως.
Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Aalberts, αφενός, δεν άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εμπορική συμπεριφορά των εταιριών χαρτοφυλακίου Aquatis και Simplex Armaturen + Fittings και, αφετέρου, ανέτρεψε το τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής. Συνεπώς, η προσφεύγουσα εταιρία Aalberts δεν πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις φερόμενες παραβάσεις της Aquatis και της Simplex Armaturen + Fittings.
Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι α) ορισμένα από τα έγγραφα και τις δηλώσεις που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος τους δεν εμπίπτουν στην επίδικη περίοδο, καθόσον αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της 1ης Απριλίου 2004 και β) ορισμένα από τα καταλογισθέντα εις βάρος τους στοιχεία δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη διότι δεν είχαν περιληφθεί στην Ανακοίνωση των Αιτιάσεων που τους απηύθυνε η Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι τα εν λόγω έγγραφα και οι δηλώσεις δεν αποδεικνύουν, ούτε χωριστά ούτε σωρευτικά, την εκ μέρους τους παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.
Τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή δεν αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον τη συνέχιση της γενικής συμπράξεως κατόπιν των ελέγχων που διενεργήθηκαν τον Απρίλιο του 2001. Επιπλέον, κατά την άποψη των προσφευγουσών, η σύνδεση της συμπεριφοράς τους στην οικεία αγορά με τη φερόμενη σύμπραξη ουδόλως αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί, καθόσον η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων και υπέπεσε σε σφάλματα κατά τον υπολογισμό του προστίμου, καθορίζοντας παρανόμως το ύψος του αρχικού ποσού, καθόσον α) η φερόμενη παράβαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «πολύ σοβαρή», β) ο πραγματικός αντίκτυπος της παραβάσεως δεν ελήφθη προσηκόντως υπόψη και γ) η κρίση περί του ότι ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος συνιστά την οικεία γεωγραφική αγορά είναι εσφαλμένη.
Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται ως προς την επιβολή πρόσθετου προστίμου ύψους 2.04 εκατομμυρίων ευρώ στις εταιρίες Aquatis France και Simplex Armaturen + Fittings.
Πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003 (1) και παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων μεταθέτοντας το βάρος της αποδείξεως στις προσφεύγουσες, καθόσον στηρίχθηκε αποκλειστικώς σε δηλώσεις που σκοπούσαν στην εξασφάλιση επιεικούς αντιμετωπίσεως και δεν άσκησε τις εξουσίες της όσον αφορά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 773/2004 (2), κατά το μέτρο που διατύπωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εις βάρος τους αιτιάσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στην Ανακοίνωση των Αιτιάσεων που τους είχε απευθύνει.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003 L1, σ.1).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 2004 L123, σ. 18).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/34 |
Προσφυγή της 15ης Δεκεμβρίου 2006 — Pegler κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-386/06)
(2007/C 20/51)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Pegler Ltd (Doncaster, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: R. Thompson, QC, και A. Collinson, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 3 της αποφάσεως της Επιτροπής COMP/F-1/38.121 κατά το μέτρο που την αφορούν· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο η', της αποφάσεως αυτής, καθόσον της επιβάλλει πρόστιμο για το ποσό του οποίου ευθύνεται εις ολόκληρον· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει το επιβληθέν, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο η', της εν λόγω αποφάσεως, πρόστιμο σε 5.2 εκατομμύρια ευρώ· |
|
— |
να μειώσει το πρόστιμο για το ποσό του οποίου, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο η', της αποφάσεως, η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρον σε 1.7 εκατομμύρια ευρώ και |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 4180 τελικό της 20ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Συνδέσεις, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, παρέβησαν από κοινού το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθόσον καθόρισαν τιμές, συνήψαν συμφωνίες περί τιμοκαταλόγων, περί εκπτώσεων και επιστροφών τιμήματος και περί εφαρμογής μηχανισμών συντονισμού των αυξήσεων των τιμών, κατένειμαν εθνικές αγορές και πελάτες και αντάλλαξαν άλλες εμπορικές πληροφορίες.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία της προσκόμισε και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να απευθυνθεί αποκλειστικώς στην Tomkins, πρώην μητρική της εταιρία, για τους ακόλουθους λόγους.
Όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 31 Δεκεμβρίου 1988 έως τις 20 Ιανουαρίου 1989, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή της καταλόγισε ευθύνη απλώς και μόνο λόγω του ότι στις 20 Ιανουαρίου απέκτησε την εμπορική επωνυμία «Pegler Ltd» και λόγω της υπάρξεως σχέσεως αντιπροσωπείας με την εταιρία FHT Holdings Ltd (στο εξής: FHT) του ομίλου Tomkins, ενώ, στο πλαίσιο της σχέσεως αυτής, δεν της μεταβιβάσθηκαν ούτε στοιχεία του ενεργητικού ούτε προσωπικό ούτε υποχρεώσεις, αλλά παρέμενε αφανής, χωρίς να εισπράττει αμοιβή ως αντιπρόσωπος της FHT.
Όσον αφορά τη χρονική περίοδο από τις 20 Ιανουαρίου 1989 έως τις 29 Οκτωβρίου 1993, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή της καταλόγισε ευθύνη για πράξεις τις οποίες θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μόνον ως αντιπρόσωπος της HFT, καίτοι, στην προκειμένη περίπτωση, η FHT είχε στην κυριότητά της όλα τα στοιχεία του ενεργητικού, απασχολούσε όλο το προσωπικό και υπείχε όλες τις υποχρεώσεις που συνδέονταν με τον κύκλο εργασιών της Pegler.
Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε επακριβώς τον αποδέκτη της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, κατόπιν αυτού, απηύθυνε την απόφασή της επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών σε δύο διαφορετικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έκρινε, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και κατά παράβαση τόσο του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 (1) όσο και των κατευθυντηρίων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων (2), ότι δύο διαφορετικές επιχειρήσεις ευθύνονται εις ολόκληρον για πρόστιμο, το ύψος του οποίου προσδιορίσθηκε βάσει της ατομικής καταστάσεως μίας μόνον εξ αυτών, ήτοι της Tomkins, και όχι βάσει των περιστάσεων που προσιδίαζαν σε καθεμία χωριστά.
Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, υπολογίζοντας το πρόστιμο το οποίο της επέβαλε βάσει της ατομικής καταστάσεως μιας άλλης εταιρίας, ήτοι της Tomkins, δεν τήρησε ούτε τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων ούτε την πάγιά της τακτική ούτε τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον υπολογισμό του προστίμου.
(1) Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).
(2) Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 1998, σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998 C 9, σ. 3).
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/35 |
Προσφυγή της 20ής Δεκεμβρίου 2006 — Inter-IKEA κατά ΓΕΕΑ (απεικόνιση παλέτας)
(Υπόθεση T-387/06)
(2007/C 20/52)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Inter-IKEA Systems BV (Delft, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: J. Gulliksson, δικηγόρο)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αίτημα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Πρώτου Γραφείου Προσφυγών της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση R 353/2006-1 |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Σήμα προς καταχώριση: Εικονιστικό σήμα που παριστάνει παλέτα συνιστάμενη από μακρόστενη παραλληλόγραμμη βάση και επίσης μακρόστενο περιαυχένιο φέρον τετράγωνες οπές, σε γωνία 90 μοιρών μεταξύ τους, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 7, 16, 20, 35, 39 και 42 — αίτηση αριθ. 4 073 763
Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β' του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, καθόσον το σήμα δεν έχει αρκούντως διακριτικό χαρακτήρα για να γίνει δεκτό προς καταχώριση.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/35 |
Προσφυγή της 20ής Δεκεμβρίου 2006 — Inter-IKEA κατά ΓΕΕΑ (απεικόνιση παλέτας)
(Υπόθεση T-388/06)
(2007/C 20/53)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Inter-IKEA Systems BV (Delft, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: J. Gulliksson, δικηγόρο)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αίτημα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Πρώτου Γραφείου Προσφυγών της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση R 354/2006-1 |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Σήμα προς καταχώριση: Εικονιστικό σήμα που παριστάνει παλέτα συνιστάμενη από μακρόστενη παραλληλόγραμμη βάση και επίσης μακρόστενο περιαυχένιο φέρον τετράγωνες οπές, σε γωνία 90 μοιρών μεταξύ τους, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 7, 16, 20, 35, 39 και 42 — αίτηση αριθ. 4 073 731
Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β' του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, καθόσον το σήμα δεν έχει αρκούντως διακριτικό χαρακτήρα για να γίνει δεκτό προς καταχώριση.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/35 |
Προσφυγή της 20ής Δεκεμβρίου 2006 — Inter-IKEA κατά ΓΕΕΑ (απεικόνιση παλέτας)
(Υπόθεση T-389/06)
(2007/C 20/54)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Inter-IKEA Systems BV (Delft, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: J. Gulliksson, δικηγόρο)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αίτημα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Πρώτου Γραφείου Προσφυγών της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση R 355/2006-1 |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Σήμα προς καταχώριση: Εικονιστικό σήμα που παριστάνει παλέτα συνιστάμενη από μακρόστενη παραλληλόγραμμη βάση και επίσης μακρόστενο περιαυχένιο φέρον τετράγωνες οπές, σε γωνία 90 μοιρών μεταξύ τους, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 7, 16, 20, 35, 39 και 42 — αίτηση αριθ. 4 073 748
Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β' του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, καθόσον το σήμα δεν έχει αρκούντως διακριτικό χαρακτήρα για να γίνει δεκτό προς καταχώριση.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/36 |
Προσφυγή της 20ής Δεκεμβρίου 2006 — Inter-IKEA κατά ΓΕΕΑ (απεικόνιση παλέτας)
(Υπόθεση T-390/06)
(2007/C 20/55)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Inter-IKEA Systems BV (Delft, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: J. Gulliksson, δικηγόρο)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αίτημα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Πρώτου Γραφείου Προσφυγών της 26ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση R 356/2006-1 |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Σήμα προς καταχώριση: Εικονιστικό σήμα που παριστάνει παλέτα συνιστάμενη από μακρόστενη παραλληλόγραμμη βάση και επίσης μακρόστενο περιαυχένιο φέρον τετράγωνες οπές, σε γωνία 90 μοιρών μεταξύ τους, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 7, 16, 20, 35, 39 και 42 — αίτηση αριθ. 4 073 722
Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β' του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, καθόσον το σήμα δεν έχει αρκούντως διακριτικό χαρακτήρα για να γίνει δεκτό προς καταχώριση.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/36 |
Προσφυγή της 18ης Δεκεμβρίου 2006 — Makhteshim Agan Holding BV, Makhteshim Agan Italia Srl και Magan Italia Srl κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-393/06)
(2007/C 20/56)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Makhteshim Agan Holding BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), Makhteshim Agan Italia Srl (Bergamo, Ιταλία) και Magan Italia Srl (Bergamo, Ιταλία) (εκπρόσωποι: C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση D/531125 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2006· |
|
— |
να υποχρεώσει την καθής να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και να αξιολογήσει και να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων τον άνθρωπο στοιχείων, προκειμένου να διασφαλιστεί η καταχώριση της δραστικής ουσίας azinphos-methyl στο παράρτημα Ι της ΟΔΦΠ· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής D/531125 που περιέχεται σε έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2006, το οποίο απευθυνόταν στον οργανισμό του εισηγούμενου κράτους μέλους που ήταν επιφορτισμένος με την αξιολόγηση της δραστικής ουσίας azinphos-methyl στο πλαίσιο της οδηγίας 91/41/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (στο εξής: ΟΔΦΠ (1)), με το οποίο έγγραφο η καθής αναφέρει ότι δεν θα λάβει απόφαση σχετικά με την έγκριση και την καταχώριση της οικείας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και εκθέτει, περαιτέρω, ότι, ελλείψει εγκρίσεως, σε κοινοτικό επίπεδο, μέχρι την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της ΟΔΦΠ, θα παύσει πλέον να υφίσταται οποιαδήποτε νομική βάση για τη διατήρηση της ουσίας στην αγορά.
Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά de facto και de jure απαγόρευση της δραστικής ουσίας azinphos-methyl, στον βαθμό που αναφέρει απερίφραστα ότι δεν πρόκειται να ληφθεί καμία απόφαση σχετικά με την καταχώριση της ουσίας στο παράρτημα Ι της ΟΔΦΠ και στον βαθμό που αποσκοπεί στην επιβολή απαγορεύσεως της διαθέσεως της δραστικής ουσίας azinphos-methyl στην αγορά μέσω της αδράνειας της καθής μέχρι τη λήξη της ταχθείσας για την έγκριση προθεσμίας.
Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θέτει εν αμφιβόλω τα δικαιώματά τους για μια δίκαιη εξέταση της επίμαχης ουσίας υπό το πρίσμα των προηγμένης τεχνολογίας επιστημονικών μελετών που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες. Επιπλέον, η καθής, στερώντας από τις προσφεύγουσες το δικαίωμά τους να επανακαταχωρίσουν και να εξακολουθήσουν να πωλούν τα προϊόντα τους εντός των κρατών μελών, παραβίασε, όπως υποστηρίζεται, την αρχή της αναλογικότητας και προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμά τους να ασκούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους, θίγοντας, ως εκ τούτου, το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας.
Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω της υπάρξεως ουσιωδών διαδικαστικών πλημμελειών. Ακριβέστερα, η έλλειψη πρωτοβουλίας της καθής ως προς την υποβολή προτάσεως σχετικά με την καταχώριση της δραστικής ουσίας azinphos-methyl στο παράρτημα Ι της ΟΔΦΠ, καθώς και η απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο που επιδιώκει να επιτύχει η καθής με την αδράνειά της, παραβαίνουν το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ (2) του Συμβουλίου και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της ΟΔΦΠ.
Τέλος, στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο θεωρήσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πράξη δεκτική προσβολής σύμφωνα με το άρθρο 230, παράγραφος 4, ΕΚ, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσφυγή τους πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να κηρυχθεί παραδεκτή δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ, στον βαθμό που η αδράνεια της καθής συνιστά παράνομη παράλειψη.
(2) Απόφαση του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23).
Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/38 |
Προσφυγή της 31ης Οκτωβρίου 2006 — Molina Solano κατά Europol
(Υπόθεση F-124/06)
(2007/C 20/57)
Γλώσσα διαδικασίας: ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Beatriz Molina Solano (Rijswijk, Κάτω Χώρες) (Εκπρόσωπος: D.C. Coppens, avocat)
Καθής: Υπηρεσία Ευρωπαϊκής Αστυνομίας (Europol)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
H προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση που εξέδωσε η Europol την 1η Αυγούστου 2006, επί της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας, καθώς και την αρχική απόφαση της Europol της 27ης Ιανουαρίου 2006, |
|
— |
να υποχρεώσει την Europol να κατατάξει την προσφεύγουσα σε ανώτερο κλιμάκιο, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2005, |
|
— |
να καταδικάσει τη Europol στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Κατόπιν διοικητικής ενστάσεως, η Europol κατέταξε την προσφεύγουσα σε ένα από τα κλιμάκια που προβλέπονται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της εν λόγω υπηρεσίας. Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί η κατάταξή της να ισχύσει από 1ης Ιανουαρίου 2005. Προς στήριξη των ισχυρισμών της, υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθούσε η Europol κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, η βαθμολογία που έλαβε της παρείχε το δικαίωμα να καταταγεί σε ανώτερο κλιμάκιο από 1ης Ιανουαρίου 2005. Με την άρνησή της να της χορηγήσει το ευεργέτημα αυτό, το οποίο είχε χορηγήσει σε άλλους υπαλλήλους που είχαν λάβει παρόμοια βαθμολογία, η Europol παρέβη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η προσφεύγουσα προβάλλει ακόμη παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της αμεροληψίας και της απαγορεύσεως της αυθαιρεσίας.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/38 |
Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2006 — Reali κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-136/06)
(2007/C 20/58)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Enzo Reali (Σόφια, Βουλγαρία) (εκπρόσωπος: S. A. Pappas δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να συνάψει συμβάσεις προσλήψεως με ημερομηνία 30 Αυγούστου 2006 κατόπιν της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε ο Enzo Reali στις 7 Ιουλίου 2006· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων είναι υπάλληλος επί συμβάσει με κατάταξη στην ομάδα καθηκόντων IV, και στον βαθμό 14. Υποστηρίζει ότι έπρεπε να καταταχθεί στον βαθμό 16, διότι κατά τον υπολογισμό της επαγγελματικής πείρας του στην Επιτροπή έπρεπε να ληφθεί υπόψη το πτυχίο του (Laurea in Scienze Agrarie) ως ισότιμο με Bachelor Degree plus a Master.
Προς στήριξη της προσφυγής του ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι:
|
— |
Η Επιτροπή παρέβη την οδηγία 89/48/ΕΟΚ (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ (2), και παραβίασε την αρχή της επικουρικότητας δεδομένου ότι αρνήθηκε να αναγνωρίσει το πτυχίο του προσφεύγοντος ως ισότιμο με «Bachelor Degree plus a Master», καίτοι η ισοτιμία είχε προηγουμένως σαφώς αναγνωρισθεί στο εθνικό επίπεδο από το πανεπιστήμιό του· |
|
— |
Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων διότι αρνήθηκε αδικαιολόγητα να υπολογίσει το πτυχίο Master του προσφεύγοντος ως επαγγελματική πείρα ενός έτους· |
|
— |
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό της επαγγελματικής πείρας του προσφεύγοντος και λόγω ελλείψεως αιτιολογίας· |
|
— |
Η απόρριψη της ενστάσεως του προσφεύγοντος στηρίχθηκε σε εκτελεστικά μέτρα (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ', των γενικών εκτελεστικών διατάξεων σχετικά με τις διαδικασίες που διέπουν την πρόσληψη και την απασχόληση προσωπικού επί συμβάσει στην Επιτροπή) που υπερακοντίζουν την εξουσία την οποία αναθέτει στην Επιτροπή το άρθρο 86, παράγραφος 6, του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. |
(1) Οδηγία 89/48/ΕΟΚ Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ L 19, σ. 16).
(2) Οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2001 που τροποποιεί τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων καθώς και τις οδηγίες 77/452/ΕΟΚ, 77/453/ΕΟΚ, 78/686/ΕΟΚ, 78/687/ΕΟΚ, 78/1026/ΕΟΚ, 78/1027/ΕΟΚ, 80/154/ΕΟΚ, 80/155/ΕΟΚ, 85/384/ΕΟΚ, 85/432/ΕΟΚ, 85/433/ΕΟΚ και 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορούν το επάγγελμα του νοσηλευτού υπεύθυνου για γενικές φροντίδες, του οδοντιάτρου, του κτηνιάτρου, της μαίας, του αρχιτέκτονα, του φαρμακοποιού και του ιατρού.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/39 |
Προσφυγή της 27ης Νοεμβρίου 2006 — Chassagne κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-137/06)
(2007/C 20/59)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων/ενάγων: Olivier Chassagne (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues και C. Bernard-Glanz)
Καθής/εναγόμενη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων/ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την άρνηση της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής (ΑΔΑ) να λάβει ρητή απόφαση όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία ανέλαβε πρώτη φορά καθήκοντα ο προσφεύγων/ενάγων, όπως η άρνηση αυτή προκύπτει σιωπηρώς από την απόφαση της ΑΔΑ της 14ης Ιανουαρίου 2006· |
|
— |
να ακυρώσει, στο μέτρο που απαιτείται, την απόφαση της ΑΔΑ περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος/ενάγοντος· |
|
— |
να υποδείξει στην ΑΔΑ τις συνέπειες που επάγεται η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων και ιδίως να λάβει ρητή απόφαση με την οποία να αναγνωρίζει την 1η Ιουλίου 2002 ως ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων/ενάγων ανέλαβε για πρώτη φορά καθήκοντα υπό την έννοια του άρθρου 12, στοιχείο δ', του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (PPI)· |
|
— |
να καταδικάσει την ΑΔΑ να καταβάλει στον προσφεύγοντα/ενάγοντα: i) το ποσό των 9 523,26 ευρώ, ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τους νόμιμους τόκους από την ημερομηνία που θα καταστεί απαιτητό· ii) το ποσό των 5 000 ευρώ, ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τους νόμιμους τόκους από την ημερομηνία που θα καταστεί απαιτητό· |
|
— |
να επιφυλαχθεί να αποφασίσει ως προς το μέρος της υλικής ζημίας η οποία δεν μπορεί ακόμη να αποτιμηθεί και η οποία αποτελείται από τα έξοδα στα οποία εκτίθεται ο προσφεύγων/ενάγων από τις 18 Απριλίου 2006 και συνεχίζει να εκτίθεται στο πλαίσιο της διαφοράς του με τη βελγική φορολογική αρχή ενώπιον των βελγικών εθνικών δικαστηρίων ως προς τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία ανέλαβε για πρώτη φορά καθήκοντα· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής/εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής/αγωγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τις εξής αιτιάσεις:
|
— |
παράβαση του άρθρου 18 του PPI· |
|
— |
παράβαση του άρθρου 26 του ΚΥΚ, της αρχής της χρηστής διοικήσεως και του καθήκοντος αρωγής· |
|
— |
παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ύπαρξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως. |
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/39 |
Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2006 — Kurrer κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-139/06)
(2007/C 20/60)
Γλώσσα διαδικασίας: γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Christian Kurrer (Watermael-Boitsfort, Βέλγιο) (Εκπρόσωποι: S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και E. Marchal, avocats)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής να διορίσει τον προσφεύγοντα δόκιμο υπάλληλο, από 1ης Απριλίου 2006, κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή καθορίζει την κατάταξή του στον βαθμό A*6, κλιμάκιο 2, χωρίς διατήρηση των μορίων προαγωγής που είχε συγκεντρώσει ως έκτακτος υπάλληλος |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Στις 16 Ιανουαρίου 2004, ο προσφεύγων προσελήφθη στην Επιτροπή ως έκτακτος υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης «Έρευνα» με βαθμό Α7. Ως επιτυχών του γενικού διαγωνισμού COM/A/3/02, που δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουλίου 2002, με αντικείμενο την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεως κύριων υπαλλήλων Α7/Α6, διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος με βαθμό Α*6.
Έχοντας υπόψη τη δέσμευση της Επιτροπής να επεκτείνει τα αποτελέσματα τυχόν ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν το άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ο προσφεύγων προβάλλει μόνον παραβίαση της αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε σχέση με τους παλαιότερους συναδέλφους του, επίσης εκτάκτους υπαλλήλους στη Γενική Διεύθυνση «Έρευνα» και επιτυχόντες εσωτερικών διαγωνισμών, οι οποίοι συνάδελφοι διατήρησαν, κατά τη μονιμοποίησή τους, τόσο την κατάταξή τους σε βαθμό όσο και τα μόρια προαγωγής που είχαν συγκεντρώσει.
Επικουρικώς, ο προσφεύγων προβάλλει επιπλέον ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι παράνομο κατά το μέτρο που παραβιάζει την προαναφερθείσα αρχή, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/40 |
Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2006 — Hartwig κατά Επιτροπής και Κοινοβουλίου
(Υπόθεση F-141/06)
(2007/C 20/61)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Marc Hartwig (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: T. Bontinck, δικηγόρος]
Καθών: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει τις ατομικές αποφάσεις της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Απριλίου και της 27ης Μαρτίου 2006, αντιστοίχως, οι οποίες αφορούν μετάβαση από το καθεστώς του εκτάκτου υπαλλήλου στο καθεστώς του μονίμου υπαλλήλου· |
|
— |
να καταδικάσει τα καθών στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, ο οποίος είχε εργασθεί επί ορισμένα έτη στην Επιτροπή ως έκτακτος υπάλληλος με βαθμό B*7, πέτυχε στον εξωτερικό διαγωνισμό PE/34/B του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (βαθμός B5/B4). Διορίστηκε κατόπιν ως δόκιμος υπάλληλος με βαθμό B*3 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τούτο δε τον μετέθεσε αμέσως στην Επιτροπή, όπου κατετάγη στον ίδιο βαθμό.
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση των άρθρων 31 και 62 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (ΚΥΚ) και των άρθρων 5 και 2 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.
Επιπλέον υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διατηρήσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/40 |
Προσφυγή-αγωγή της 23ης Δεκεμβρίου 2006 — Bligny κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-142/06)
(2007/C 20/62)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων-ενάγων: Francesco Bligny (Tassin-la-Demi-Lune, Γαλλία) (εκπρόσωπος: P. Lebel-Nourissat, δικηγόρος)
Καθής-εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος
Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού EPSO/AD/06/05 της 7ης Δεκεμβρίου 2006, και αυτή της 23ης Δεκεμβρίου 2006, να μη γίνει ο προσφεύγων δεκτός στο διαγωνισμό και επομένως να μη διορθωθούν τα γραπτά του· |
|
— |
να κηρυχθεί παράνομο το προοριζόμενο για τους υποψήφιους του διαγωνισμού υπόδειγμα δηλώσεως υποψηφιότητας το οποίο δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου 2006 στον δικτυακό τόπο EPSO· |
|
— |
να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη (στο εξής: καθής) να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 5 000 ευρώ ως αποζημίωση· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, μετά την επιτυχία του στις δοκιμασίες προεπιλογής για τον πιο πάνω διαγωνισμό, δεν έγινε δεκτός στο επόμενο στάδιο καθόσον, αντιθέτως προς την προκήρυξη του διαγωνισμού η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (1), δεν επισύναψε στη δήλωσή του υποψηφιότητας κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει την ιθαγένειά του.
Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του καθήκοντος προνοίας. Ισχυρίζεται ιδίως ότι, όσον αφορά την ιθαγένεια, το υπόδειγμα δηλώσεως υποψηφιότητας το οποίο έπρεπε να φορτωθεί από τον δικτυακό τόπο EPSO περιοριζόταν να απαιτήσει μια υπεύθυνη δήλωση και να προειδοποιήσει τους υποψήφιους ότι, αν τους ζητηθεί, θα πρέπει να προσκομίσουν ένα δικαιολογητικό έγγραφο.
(1) ΕΕ C 178 Α της 27.7.2005, σ. 3.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/41 |
Προσφυγή της 18ης Δεκεμβρίου 2006 — Continolo κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-143/06)
(2007/C 20/63)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Donato Continolo (Duino, Ιταλία) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues, C. Bernard-Glanz και R. Albelice, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Ιανουαρίου 2006 περί προσδιορισμού και εκκαθαρίσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, καθόσον με την απόφαση αυτή η Επιτροπή έκρινε ότι ο συντάξιμος χρόνος για την περίοδο από τις 11 Ιουνίου 1981 έως την 1η Μαρτίου 1983, κατά την οποία ο προσφεύγων βρισκόταν σε άδεια για προσωπικούς λόγους, αντιστοιχεί σε ένα έτος, πέντε μήνες και έξι ημέρες και όχι σε ένα έτος, οκτώ μήνες και είκοσι ημέρες· |
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 περί απορρίψεως της ενστάσεως του προσφεύγοντος· |
|
— |
να υποδείξει στην Επιτροπή τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά το ποσοστό που δικαιούται ο προσφεύγων, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 66,66666 %, πλην όμως πρέπει να υπολογισθεί εκ νέου, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος του 1983 και |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής, συνταξιοδοτήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 2006. Με την προσφυγή του, βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί προσδιορισμού και εκκαθαρίσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, καθόσον από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι τα δικαιώματα που απέκτησε κατά τον χρόνο που βρισκόταν σε άδεια για προσωπικούς λόγους και λόγω των οποίων πέτυχε τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα δεν ελήφθησαν υπόψη στο σύνολό τους κατά τον υπολογισμό του συντάξιμου χρόνου.
Ο προσφεύγων προβάλλει, αφενός, την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των αρχών της χρηστής διοικήσεως και του καθήκοντος αρωγής και, αφετέρου, την ύπαρξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως, καθώς και την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.
|
27.1.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 20/41 |
Προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 2006 — Bleyaert κατά Συμβουλίου
(Υπόθεση F-144/06)
(2007/C 20/64)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Eric Bleyaert (Maldegem, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και E. Marchal, avocats)
Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοικήσεως:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) να μην εγγράψει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο των υπαλλήλων που επελέγησαν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα καταρτίσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας βεβαιώσεως 2005· |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, υπάλληλος του Συμβουλίου με βαθμό AST 8, ζήτησε να μετάσχει στη διαδικασία βεβαιώσεως 2005. Το όνομά του, το οποίο περιλαμβανόταν στο σχέδιο καταλόγου των υπαλλήλων που επελέγησαν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα καταρτίσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας βεβαιώσεως 2005, δεν περιελήφθη στον δημοσιευθέντα στις 22 Μαΐου 2006 οριστικό κατάλογο που η ΑΔΑ κατήρτισε λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη την οποία διατύπωσε η σχετική με τη διαδικασία βεβαιώσεως επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Η επιτροπή αυτή άκουσε τον προσφεύγοντα στις 17 Μαΐου 2006.
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει κατ' αρχάς παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πολλώ δε μάλλον καθόσον η ΑΔΑ δεν έδωσε απάντηση στη διοικητική του ένσταση. Επί πλέον, προβάλλει παράβαση του άρθρου 45α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (στο εξής: ΚΥΚ) και του άρθρου 5 των σχετικών με το πιο πάνω άρθρο του ΚΥΚ γενικών εκτελεστικών διατάξεων. Ειδικότερα, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως, η οποία μπορούσε να ακούσει μόνον τους υπαλλήλους που αμφισβητούσαν το σχέδιο καταλόγου, δεν είχε δικαίωμα να καλέσει σε ακρόαση τον προσφεύγοντα. Εν πάση περιπτώσει, ο τελευταίος θεωρεί ότι παραβιάστηκε και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως δεν άκουσε όλους τους υπαλλήλους των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στο σχέδιο καταλόγου.