ISSN 1725-2415 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
49ό έτος |
|
III Πληροφορίες |
|
|
Επιτροπή |
|
2006/C 305/6 |
||
2006/C 305/7 |
||
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Επιτροπή
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/1 |
Ισοτιμίες του ευρώ (1)
13 Δεκεμβρίου 2006
(2006/C 305/01)
1 ευρώ=
|
Νομισματική μονάδα |
Ισοτιμία |
USD |
δολάριο ΗΠΑ |
1,3265 |
JPY |
ιαπωνικό γιεν |
155,34 |
DKK |
δανική κορόνα |
7,4534 |
GBP |
λίρα στερλίνα |
0,67280 |
SEK |
σουηδική κορόνα |
9,0407 |
CHF |
ελβετικό φράγκο |
1,5951 |
ISK |
ισλανδική κορόνα |
91,76 |
NOK |
νορβηγική κορόνα |
8,1520 |
BGN |
βουλγαρικό λεβ |
1,9558 |
CYP |
κυπριακή λίρα |
0,5781 |
CZK |
τσεχική κορόνα |
27,880 |
EEK |
εσθονική κορόνα |
15,6466 |
HUF |
ουγγρικό φιορίνι |
253,48 |
LTL |
λιθουανικό λίτας |
3,4528 |
LVL |
λεττονικό λατ |
0,6973 |
MTL |
μαλτέζικη λίρα |
0,4293 |
PLN |
πολωνικό ζλότι |
3,8008 |
RON |
ρουμανικό λέι |
3,4247 |
SIT |
σλοβενικό τόλαρ |
239,68 |
SKK |
σλοβακική κορόνα |
34,775 |
TRY |
τουρκική λίρα |
1,8919 |
AUD |
αυστραλιανό δολάριο |
1,6811 |
CAD |
καναδικό δολάριο |
1,5273 |
HKD |
δολάριο Χονγκ Κονγκ |
10,3094 |
NZD |
νεοζηλανδικό δολάριο |
1,9172 |
SGD |
δολάριο Σιγκαπούρης |
2,0421 |
KRW |
νοτιοκορεατικό γουόν |
1 223,76 |
ZAR |
νοτιοαφρικανικό ραντ |
9,2630 |
CNY |
κινεζικό γιουάν |
10,3819 |
HRK |
κροατικό κούνα |
7,3579 |
IDR |
ινδονησιακή ρουπία |
12 031,36 |
MYR |
μαλαισιανό ρίγκιτ |
4,7018 |
PHP |
πέσο Φιλιππινών |
65,536 |
RUB |
ρωσικό ρούβλι |
34,7980 |
THB |
ταϊλανδικό μπατ |
46,783 |
Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/2 |
Πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία 2005/4347
(2006/C 305/02)
Στις 18 Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλία συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή σχετικά με την καταγγελία 2005/4347. Περισσότερες πληροφορίες στα ιταλικά περιέχονται στο Διαδίκτυο:
http://ec.europa.eu/community_law/complaints/multiple_complaints/doc/2-2005-4347_it.pdf
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/3 |
Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1595/2004 της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ για τις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/03)
Αριθμός ενίσχυσης: XF 5/06
Επεξηγηματικές παρατηρήσεις: Σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 43/2000, καταβάλεται αποζημίωση στις αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών για κάλυψη μέρους των εξόδων εκκίνησης και διαχείρισης. Στον κρατικό προϋπολογισμό προβλέπεται ποσό 2 450 000 EEK (156 584 EUR) για την αντιστάθμιση αυτή. Αίτηση για τη χορήγηση αυτής της ενίσχυσης δύνανται να υποβάλουν οργανώσεις παραγωγών αναγνωρισμένες το προηγούμενο ημερολογιακό έτος με βάση τον νόμο για την οργάνωση της αγοράς αλιείας
Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Εσθονίας
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης: Έξοδα εκκίνησης ενώσεων παραγωγών προϊόντων αλιείας
Νομική βάση: Eesti Vabariigi Põllumajandusministri 2006. aasta määrus nr 43, «Kalandustoodete tootjate ühenduse tegevuse alustamise toetuse taotlemise ja taotluse menetlemise kord»
Ετήσιες δαπάνες που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του καθεστώτος: Το καθεστώς προβλέπει ενίσχυση ύψους 2 450 000 EEK (156 584 EUR) για τα έξοδα εκκίνησης οργανώσεων παραγωγών
Μέγιστη ένταση ενίσχυσης: Η ενίσχυση εκκίνησης στις οργανώσεις παραγωγών χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 του Συμβουλίου για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σχετικά με την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τομέα της αλιείας (ΕΕ L 337, 30.12. 1999, σ. 10-28). Σύμφωνα με τον κανονισμό, το μέγιστο ύψος της ενίσχυσης είναι 60 % των εξόδων εκκίνησης και διαχείρισης για το πρώτο έτος, 40 % για το δεύτερο έτος και 20 % για το τρίτο έτος, αλλά όχι υψηλότερο από 3 %, 2 % και 1 % αντίστοιχα της αξίας των προϊόντων που διατέθηκαν στο εμπόριο από την οργάνωση παραγωγών
Ημερομηνία εφαρμογής: Η προθεσμία κατάθεσης των αιτήσεων αρχίζει στις 8 Μαΐου 2006. Η αρμόδια αρχή (Γραφείο γεωργικών μητρώων και πληροφοριών — Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet) θα εξετάσει τις αιτήσεις εντός 40 εργάσιμων ημερών μετά από την ημερομηνία παραλαβής των αιτήσεων, και εν συνεχεία θα καταβληθούν οι αντισταθμίσεις
Διάρκεια του καθεστώτος: Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006
Στόχος της ενίσχυσης: Στόχος του μέτρου είναι να βοηθήσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τη χορήγηση αντιστάθμισης σε οργανώσεις παραγωγών για μέρος των εξόδων εκκίνησης και διαχείρισης.
Το καθεστώς ενισχύσεων βασίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1595/2004 της Επιτροπής, ενώ οι επιλέξιμες δαπάνες είναι τα έξοδα εκκίνησης και διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 908/2000 της Επιτροπής σχετικά με τις λεπτομέρειες υπολογισμού των ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη μέλη στις οργανώσεις παραγωγών στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (ΕΕ L 105, 2.5.2000, σ. 15-17)
Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Αλιεία και υδατοκαλλιέργειες
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:
Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet |
Narva mnt. 3 |
EE-51009 Tartu |
Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: https://www.riigiteataja.ee/ert/act.jsp?id=1017124
Αριθ. της ενίσχυσης: XF 8/06
Επεξηγηματικές σημειώσεις: Δυνάμει της απόφασης 81 του 2006 του Υπουργού Γεωργίας της Δημοκρατίας της Εσθονίας, χορηγείται μερική αντιστάθμιση για τους οφειλόμενους τόκους μακροπρόθεσμων δανείων (με προθεσμία εξόφλησης άνω του ενός έτους) που χορηγούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή για τους τόκους στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μίσθωσης από παραγωγό προϊόντων αλιείας για την άσκηση δραστηριοτήτων ιχθυοκαλλιέργιας, αλιείας εσωτερικών υδάτων ή σε αλιευτικούς λιμένες, οι οποίοι καταβλήθηκαν από τον εν λόγω παραγωγό κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της αίτησης επιδότησης επιτοκίου. Ο εθνικός προϋπολογισμός προβλέπει 1 500 000 EEK (95 867,50 EUR) για την αντιστάθμιση αυτή. Το ποσό αυτό κατανέμεται στο σύνολο των δικαιούχων ανάλογα με τις ποσοστιαίες μονάδες επιτοκίου που κατέβαλαν οι υποψήφιοι κατά το παρελθόν ημερολογιακό έτος. Η αντιστάθμιση αυτή προβλέπεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που διαθέτουν επαγγελματική άδεια αλιείας εσωτερικών υδάτων για το 2006, δραστηριοποιούνται στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας ή διαθέτουν εγκαταστάσεις σε αλιευτικό λιμένα
Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Εσθονίας
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης: Διαδικασία υποβολής αίτησης επιδότησης επιτοκίου για τους παραγωγούς προϊόντων αλιείας και για την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων
Νομική βάση: Eesti Vabariigi Põllumajandusministri 2006. aasta määrus nr 81, «Kalandustoodete tootjate ühenduse tegevuse alustamise toetuse taotlemise ja taotluse menetlemise kord»
Ετήσιες προβλεπόμενες δαπάνες στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης: 1 500 000 ΕΕΚ (95 867,50 EUR) για τη χορήγηση ενισχύσεων στους παραγωγούς προϊόντων αλιείας
Μέγιστη ένταση ενίσχυσης: Η μέγιστη ένταση ενίσχυσης καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας μετά την υποβολή όλων των αιτήσεων. Το ύψος της ενίσχυσης προσδιορίζεται βάσει των τόκων που καταβλήθηκαν από τους αιτούντες κατά το 2005 για μακροπρόθεσμα δάνεια ή στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μίσθωσης. Το ύψος της χορηγούμενης ενίσχυσης μπορεί να ανέλθει μέχρι και σε δέκα ποσοστιαίες μονάδες
Ημερομηνία εφαρμογής: Η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων λήγει στις 24 Αυγούστου 2006 και η αρμόδια αρχή (Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet) έχει στη διάθεσή της 45 εργάσιμες ημέρες για να εξετάσει τις αιτήσεις και, στη συνέχεια, να καταβάλει τα σχετικά ποσά
Διάρκεια του καθεστώτος: Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006
Στόχος της ενίσχυσης: Στόχος της ενίσχυσης είναι να συνδράμει τις ΜΜΕ, με την αντιστάθμιση του συνόλου ή μέρους των τόκων που έχουν καταβάλει κατά το 2005 για μακροπρόθεσμα δάνεια (με προθεσμία εξόφλησης άνω του ενός έτους) ή στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Το καθεστώς βασίζεται στα άρθρα 9 και 11 (κανονισμός 1595/2004 της Επιτροπής). Επιλέξιμες δαπάνες είναι οι δαπάνες για την καταβολή τόκων για μακροπρόθεσμα δάνεια ή στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μίσθωσης
Σχετικός τομέας ή σχετικοί τομείς: Αλιεία εσωτερικών υδάτων, υδατοκαλλιέργεια και ιδιοκτήτες εγκαταστάσεων αλιευτικών λιμένων
Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:
Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet |
Narva mnt. 3 |
EE-51009 Tartu |
Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.riigiteataja.ee/ert/act.jsp?id=1046970
Αριθ. ενίσχυσης: XF 9/06
Κράτος μέλος: Φινλανδία
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Pro Kala ry
Νομική βάση: Laki valtion tulo- ja menoarviosta (423/1988); tuki myönnetään eduskunnan maa- ja metsätalousministeriölle valtion vuosittaisessa tulo- ja menoarviossa antaman yleisen valtuutuksen perusteella kalatalouden edellytysten edistämiseen tarkoitetulta alamomentilta.
Tuen myöntämisessä, valvonnassa ja takaisinperinnässä noudatetaan valtionavustuslakia (688/2001)
Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία: Δεν χορηγούνται περισσότερα από 80 000 EUR για τη διεξαγωγή εκστρατείας προώθησης
Μέγιστη ένταση ενίσχυσης: 100 % των επιλέξιμων δαπανών
Ημερομηνία εφαρμογής: Όχι νωρίτερα από τις 4 Αυγούστου 2006
Διάρκεια του καθεστώτος ενίσχυσης ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Ιούνιος 2008
Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση αποβλέπει στην προώθηση της κατανάλωσης ψαριών στον τομέα των ξενοδοχείων, των εστιατορίων και των υπηρεσιών τροφοδοσίας. Στόχος της είναι η αύξηση της κατανάλωσης ψαριών, η οποία θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων του τομέα
Να αναφερθεί ποιο από τα [άρθρα 4 έως 12] καθορίζει τις επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτονται από το καθεστώς ενίσχυσης ή τη μεμονωμένη ενίσχυση: Άρθρο 7 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1595/2004 (άρθρο 14 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2792/1999 και παράρτημα III σημείο 3 του ιδίου κανονισμού).
Επιλέξιμες είναι οι δαπάνες προώθησης των προϊόντων αλιείας. Οι δαπάνες αυτές αφορούν τις εκστρατείες και τα σεμινάρια που διοργανώνονται στον τομέα των ξενοδοχείων και της εστίασης στο πλαίσιο του προγράμματος προώθησης
Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αποβλέπει στη στήριξη του αλιευτικού τομέα στο σύνολό του
Ονομασία και διεύθυνση της αρμόδιας αρχής:
Maa- ja metsätalousministeriö |
Kala- ja riistaosasto |
PL 30 |
FIN-00023 Valtioneuvosto |
Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.mmm.fi/fi/index/etusivu/kalastus_riista_porot/elinkeinokalatalous/elinkeinokalatalouden_tuki.html
Οι ιστοσελίδες του υπουργείου δεν είναι ακόμη έτοιμες
Αριθ. ενίσχυσης: XF 10/06
Κράτος μέλος: Φινλανδία
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Suomen Kalakauppiasliitto ry
Νομική βάση: Laki valtion tulo- ja menoarviosta (423/1988); tuki myönnetään eduskunnan maa- ja metsätalousministeriölle valtion vuosittaisessa tulo- ja menoarviossa antaman yleisen valtuutuksen perusteella kalatalouden edellytysten edistämiseen tarkoitetulta alamomentilta.
Tuen myöntämisessä, valvonnassa ja takaisinperinnässä noudatetaan valtionavustuslakia (688/2001)
Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία: Δεν χορηγούνται περισσότερα από 15 000 EUR για τη διεξαγωγή εκστρατείας προώθησης
Μέγιστη ένταση ενίσχυσης: 100 % των επιλέξιμων δαπανών
Ημερομηνία εφαρμογής: Όχι νωρίτερα από τις 4 Αυγούστου 2006
Διάρκεια του καθεστώτος ενίσχυσης ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Ιούνιος 2008
Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση αποβλέπει γενικά στην προώθηση των πωλήσεων ψαριών και, ειδικότερα, στον τομέα των εστιατορίων. Στόχος της είναι η αύξηση της κατανάλωσης ψαριών, η οποία θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων του τομέα
Να αναφερθεί ποιο από τα [άρθρα 4 έως 12] καθορίζει τις επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτονται από το καθεστώς ενίσχυσης ή τη μεμονωμένη ενίσχυση: Άρθρο 7 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1595/2004 (άρθρο 14 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2792/1999 και παράρτημα III σημείο 3 του ιδίου κανονισμού).
Οι επιλέξιμες δαπάνες περιλαμβάνουν το κόστος διοργάνωσης του διαγωνισμού για την ανάδειξη των καλύτερων σημείων πώλησης ψαριών στις σκανδιναβικές χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος προώθησης
Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αφορά το σύνολο του αλιευτικού τομέα και, ειδικότερα, την προώθηση των προϊόντων αλιείας
Ονομασία και διεύθυνση της αρμόδιας αρχής:
Maa- ja metsätalousministeriö |
Kala- ja riistaosasto |
PL 30 |
FIN-00023 Valtioneuvosto |
Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.mmm.fi/fi/index/etusivu/kalastus_riista_porot/elinkeinokalatalous/elinkeinokalatalouden_tuki.html
Οι ιστοσελίδες του υπουργείου δεν είναι ακόμη έτοιμες
Αριθ.ενίσχυσης: XF 11/06
Κράτος μέλος: Φινλανδία
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Pro Kala ry
Νομική βάση: Laki valtion tulo- ja menoarviosta (423/1988); tuki myönnetään eduskunnan maa- ja metsätalousministeriölle valtion vuosittaisessa tulo- ja menoarviossa antaman yleisen valtuutuksen perusteella kalatalouden edellytysten edistämiseen tarkoitetulta alamomentilta.
Tuen myöntämisessä, valvonnassa ja takaisinperinnässä noudatetaan valtionavustuslakia (688/2001)
Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία: Δεν χορηγούνται περισσότερα από 8 000 EUR ως εφάπαξ ενίσχυση
Μέγιστη ένταση ενίσχυσης: 100 % των επιλέξιμων δαπανών
Ημερομηνία εφαρμογής: Όχι νωρίτερα από τις 4 Αυγούστου 2006
Διάρκεια του καθεστώτος ενίσχυσης ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Δεκέμβριος 2006
Στόχος της ενίσχυσης: Ενίσχυση που αποσκοπεί στην ανάπτυξη διεθνούς εμπειρίας των ασχολουμένων στις ΜΜΕ και του λοιπού προσωπικού του κλάδου (ταξίδι μελετών στην Ισλανδία)
Να αναφερθεί ποιο από τα [άρθρα 4 έως 12] καθορίζει τις επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτονται από το καθεστώς ενίσχυσης ή τη μεμονωμένη ενίσχυση: Άρθρο 7 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1595/2004 (άρθρο 14 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2792/1999 και παράρτημα III σημείο 3).
Επιλέξιμες είναι οι γενικές δαπάνες που συνδέονται με τη διοργάνωση του ταξιδιού: αμοιβή του αρχηγού της αποστολής, υπηρεσίες διερμηνείας, ενοικίαση λεωφορείου, αμοιβή μεσολαβητών, ενοικίαση αιθουσών συνεδριάσεων και άλλες απαραίτητες υπηρεσίες.
Η ενίσχυση δεν καλύπτει τα μεμονωμένα έξοδα ταξιδίου των συμμετεχόντων. Επίσης, δεν καλύπτει τις λειτουργικές δαπάνες του δικαιούχου της ενίσχυσης
Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Η ενίσχυση αποβλέπει στη στήριξη του αλιευτικού τομέα στο σύνολό του
Ονομασία και διεύθυνση της αρμόδιας αρχής.:
Maa- ja metsätalousministeriö |
Kala- ja riistaosasto |
PL 30 |
FIN-00023 Valtioneuvosto |
Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.mmm.fi/fi/index/etusivu/kalastus_riista_porot/elinkeinokalatalous/elinkeinokalatalouden_tuki.html
Οι ιστοσελίδες του υπουργείου δεν είναι ακόμη έτοιμες
Αριθμός ενίσχυσης: XF 12/06
Επεξηγηματικές παρατηρήσεις: Στο πλαίσιο της μεταβατικής διαδικασίας που εφαρμόζουν οι Κάτω Χώρες όσον αφορά το στόλο μικρών σκαφών της Βόρειας Θάλασσας, ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων αποφάσισε να δρομολογηθούν ορισμένα πειραματικά σχέδια με θέμα την «προσεκτικότερη αλιεία» («zorgvuldiger vissen»). Οι αλιείς που συμμετέχουν στα σχέδια αυτά διεξάγουν, για μέγιστο χρονικό διάστημα 3 μηνών, πειράματα υπό επιστημονική παρακολούθηση με άξονα αποτελεσματικότερες από ενεργειακή άποψη, περισσότερο αειφόρους και επιλεκτικότερες αλιευτικές μεθόδους. Στο πλαίσιο του παρόντος πειραματικού σχεδίου, δεν προβλέπεται καμία επιδότηση για επενδύσεις σε εξοπλισμό, όπως δίχτυα, σκάφη, μηχανές, ούτε, ενδεχομένως, για επενδύσεις που έχουν άμεση σχέση με την αλιευτική προσπάθεια των σκαφών. Οι χορηγούμενες από τις αρχές επιδοτήσεις περιορίζονται στη χορήγηση εγγυημένου ποσού στους αλιείες/ιδιοκτήτες σκαφών που συμμετέχουν σε πειραματικό σχέδιο
Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Η ενίσχυση χορηγείται στην «Federatie van Visserijverenigingen», που είναι ο κύριος φορέας υλοποίησης του πειραματικού σχεδίου «zorgvuldiger vissen/outriggen»
Νομική βάση: Artikel 2 en 5 van de Kaderwet LNV-subsidies juncto artikel 4:23 van de Algemene wet bestuursrecht
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της χορηγούμενης στην επιχείρηση μεμονωμένης ενίσχυσης: Εφάπαξ ενίσχυση ύψους 150 000 EUR κατ' ανώτατο όριο, της οποίας το 1/5 προορίζεται για την τεχνική και επιστημονική παρακολούθηση
Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Το ανώτατο ποσό της ενίσχυσης για το σύνολο των φορέων υλοποίησης του σχεδίου και τις δαπάνες επιστημονικής παρακολούθησης ανέρχεται σε 150 000 EUR, εκ των οποίων 30 000 EUR κατ' ανώτατο όριο προορίζονται για την επιστημονική παρακολούθηση
Ημερομηνία εφαρμογής: Από τις 14 Αυγούστου 2006
Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Το πειραματικό σχέδιο λήγει στο τέλος του Οκτωβρίου 2006. Η πληρωμή αναμένεται να καταβληθεί το Νοέμβριο ή το Δεκέμβριο του 2006
Στόχος της ενίσχυσης: Οι ενέργειες που διεξάγονται από αλιευτικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο του πειραματικού σχεδίου «zorgvuldiger vissen/aanpassen vistuig» (προσεκτικότερη αλιεία/αναπροσαρμογή των αλιευτικών εργαλείων) αποβλέπουν στη δοκιμή νέων αλιευτικών μεθόδων αλιείας από τους ολλανδούς αλιείς. Οι εν λόγω δοκιμές αφορούν εναλλακτικές μεθόδους ως προς την παραδοσιακή αλιεία με τράτες, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σε ευρύτερη κλίμακα. Μέχρι σήμερα, ο επενδυτικός κίνδυνος λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις επιχειρήσεις, εμποδίζοντάς τις να επενδύσουν σε νέες αλιευτικές μεθόδους. Τώρα που οι αρχές ενεργούν ως εγγυητές, για σύντομο χρονικό διάστημα, για να στηρίξουν τους αλιείς που πραγματοποιούν τις δοκιμές στο πλαίσιο της μεταβατικής διαδικασίας του στόλου μικρών σκαφών της Βόρειας Θάλασσας προς μια αποτελεσματικότερη από ενεργειακή άποψη, περισσότερο αειφόρο και επιλεκτικότερη αλιεία, οι ενδιαφερόμενοι αλιείς είναι πρόθυμοι να υλοποιήσουν το πειραματικό σχέδιο. Στο πλαίσιο αυτό, μια ομάδα πέντε αλιέων μελών της Ομοσπονδίας των αλιευτικών ενώσεων («Federatie van Visserijverenigingen») θα χρησιμοποιήσει δοκιμαστικά και για περιορισμένη διάρκεια (από Αύγουστο έως και Οκτώβριο 2006) ένα αλιευτικό εργαλείο, το οποίο λειτουργεί χωρίς να έρχεται σε επαφή με το θαλάσσιο βυθό, πράγμα το οποίο αναμένεται να έχει άμεση θετική επίδραση στην αλίευση ψαριών με μέγεθος κατώτερο του επιδιωκόμενου καθώς και στην ποιότητά τους. Θα διεξαχθούν επίσης δοκιμές με άλλα κυκλικά ανοίγματα τράτας και προσαρμοσμένα μοντέλα δοκών, που προκαλούν μικρότερη αντίσταση και λιγότερη αναταραχή του βυθού.
Από το πειραματικό σχέδιο αναμένεται να προκύψουν γνώσεις σχετικά με τη μείωση των δαπανών, των απορρίψεων και της αναταραχής του βυθού
Σχετικά άρθρα του κανονισμού 1595/2004: Η χορήγηση εγγυημένου ποσού στους συμμετέχοντες του πειραματικού σχεδίου βασίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1595/2004 το οποίο, με τη σειρά του, παραπέμπει στο άρθρο 15 του ΧΜΠΑ. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ενθαρρύνουν ενέργειες συλλογικού ενδιαφέροντος, οι οποίες υπερβαίνουν κανονικά το πεδίο των ενεργειών των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το ΧΜΠΑ προβλέπει ότι οι εν λόγω ενέργειες τίθενται σε εφαρμογή με την ενεργό συμμετοχή των ίδιων των επαγγελματιών του κλάδου ή από άλλες οργανώσεις που έχουν αναγνωρισθεί από την αρχή διαχείρισης και συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής
Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Χορήγηση ενίσχυσης στους αλιείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας
Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:
Ministerie van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit |
Directie Visserij |
Postbus 20401 |
2500 EK 's Gravenhage |
Nederland |
Ιστότοπος: www.hetlnvloket.nl. Σας συνιστούμε να χρησιμοποιήσετε τη λειτουργία αναζήτησης
Άλλες πληροφορίες: Αρμόδιος: κ. Frans Vroegop, Directie Visserij
Αριθμός ενίσχυσης: XF 13/06
Επεξηγηματικές παρατηρήσεις: Στο πλαίσιο της μεταβατικής διαδικασίας που εφαρμόζουν οι Κάτω Χώρες όσον αφορά το στόλο μικρών σκαφών, ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, αποφάσισε να δρομολογηθούν ορισμένα πειραματικά σχέδια με θέμα την «προσεκτικότερη αλιεία» («zorgvuldiger vissen»). Οι αλιείς που συμμετέχουν στα σχέδια αυτά διεξάγουν, για μέγιστο χρονικό διάστημα 3 μηνών, πειράματα υπό επιστημονική παρακολούθηση με άξονα αποτελεσματικότερες από πλευρά ενέργειας, περισσότερο αειφόρους και επιλεκτικότερες αλιευτικές μεθόδους. Στο πλαίσιο του παρόντος πειραματικού σχεδίου, δεν προβλέπεται καμία επιδότηση για επενδύσεις σε εξοπλισμό, όπως δίχτυα, σκάφη, μηχανές, ούτε, ενδεχομένως, για επενδύσεις που έχουν άμεση σχέση με την αλιευτική προσπάθεια των σκαφών. Οι χορηγούμενες από τις αρχές επιδοτήσεις περιορίζονται στη χορήγηση εγγυημένου ποσού στους αλιείες/ιδιοκτήτες σκαφών που συμμετέχουν σε πειραματικό σχέδιο
Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες
Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Η ενίσχυση χορηγείται στην «Nederlandse Vissersbond», που είναι ο κύριος φορέας υλοποίησης του πειραματικού σχεδίου «zorgvuldiger vissen/outriggen»
Νομική βάση: Artikel 2 en 5 van de Kaderwet LNV-subsidies juncto artikel 4:23 van de Algemene wet bestuursrecht
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της χορηγούμενης στην επιχείρηση μεμονωμένης ενίσχυσης: Εφάπαξ ενίσχυση ύψους 150 000 EUR κατ' ανώτατο όριο, της οποίας το 1/5 προορίζεται για την τεχνική/επιστημονική παρακολούθηση.
Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Το ανώτατο ποσό της ενίσχυσης για το σύνολο των φορέων υλοποίησης του σχεδίου και τις δαπάνες επιστημονικής παρακολούθησης ανέρχεται σε 150 000 EUR, εκ των οποίων 30 000 EUR κατ' ανώτατο όριο προορίζονται για την επιστημονική παρακολούθηση
Ημερομηνία εφαρμογής: Από τις 14 Αυγούστου 2006
Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Το πειραματικό σχέδιο λήγει στο τέλος του Οκτωβρίου 2006. Η πληρωμή αναμένεται να καταβληθεί το Νοέμβριο ή το Δεκέμβριο του 2006
Στόχος της ενίσχυσης: Οι ενέργειες που διεξάγονται από αλιευτικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο του πειραματικού σχεδίου «zorgvuldiger vissen/aanpassen vistuig» (προσεκτικότερη αλιεία/αναπροσαρμογή των αλιευτικών εργαλείων) αποβλέπουν στη δοκιμή νέων αλιευτικών μεθόδων αλιείας από τους ολλανδούς αλιείς. Οι εν λόγω δοκιμές αφορούν εναλλακτικές μεθόδους ως προς την παραδοσιακή αλιεία με τράτες, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σε ευρύτερη κλίμακα. Μέχρι σήμερα, ο επενδυτικός κίνδυνος λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις επιχειρήσεις, εμποδίζοντάς τις να επενδύσουν σε νέες αλιευτικές μεθόδους. Τώρα που οι αρχές ενεργούν ως εγγυητές, για σύντομο χρονικό διάστημα, για να στηρίξουν τους αλιείς που πραγματοποιούν τις δοκιμές στο πλαίσιο της μεταβατικής διαδικασίας του στόλου μικρών σκαφών της Βόρειας Θάλασσας προς μια αποτελεσματικότερη από ενεργειακή άποψη, περισσότερο αειφόρο και επιλεκτικότερη αλιεία, οι ενδιαφερόμενοι αλιείς είναι πρόθυμοι να υλοποιήσουν το πειραματικό σχέδιο. Στο πλαίσιο αυτό, μια ομάδα τεσσάρων αλιέων μελών της Ομοσπονδίας Αλιέων των Κάτω Χωρών θα χρησιμοποιήσει δοκιμαστικά και για περιορισμένη διάρκεια (από Αύγουστο έως και Οκτώβριο 2006) μια νέα για τις Κάτω Χώρες αλιευτική μέθοδο, και συγκεκριμένα την αλιεία με προώστες. Πρόκειται για εναλλακτική μέθοδο ως προς την αλιεία με δοκότρατες, η οποία γίνεται με το λεγόμενο αετό «Perfect», αλλά αντίθετα απ' ό,τι στην αλιεία με συνήθη αετό ή δίδυμους προώστες, στην προκειμένη περίπτωση το δίχτυ είναι στερεωμένο απευθείας στον αετό. Πέρα από τη μείωση των δαπανών, το πειραματικό σχέδιο αποβλέπει επίσης στη μείωση σε σημαντικό βαθμό των απορρίψεων
Σχετικά άρθρα του κανονισμού 1595/2004: Η χορήγηση εγγυημένου ποσού στους συμμετέχοντες του πειραματικού σχεδίου βασίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1595/2004 το οποίο, με τη σειρά του, παραπέμπει στο άρθρο 15 του ΧΜΠΑ. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ενθαρρύνουν ενέργειες συλλογικού ενδιαφέροντος, οι οποίες υπερβαίνουν κανονικά το πεδίο των ενεργειών των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το ΧΜΠΑ προβλέπει ότι οι εν λόγω ενέργειες τίθενται σε εφαρμογή με την ενεργό συμμετοχή των ίδιων των επαγγελματιών του κλάδου ή από άλλες οργανώσεις που έχουν αναγνωρισθεί από την αρχή διαχείρισης και συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής
Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Χορήγηση ενίσχυσης στους αλιείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας
Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:
Ministerie van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit |
Directie Visserij |
Postbus 20401 |
2500 EK 's Gravenhage |
Nederland |
Ιστότοπος: www.hetlnvloket.nl. Σας συνιστούμε να χρησιμοποιήσετε τη λειτουργία αναζήτησης
Άλλες πληροφορίες: Αρμόδιος: κ. Frans Vroegop, Directie Visserij
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/8 |
Έγκριση των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ
Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/04)
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
20.9.2006 |
|||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 268/06 |
|||
Κράτος μέλος |
Ισπανία |
|||
Περιφέρεια |
Cataluña |
|||
Τίτλος |
Subvención para la producción de largometrajes cinematográficos que sean la ópera prima o el segundo largometraje de un nuevo realizador |
|||
Νομική βάση |
Resolución CLT/247/2006, de 2 de febrero, por la que se convoca concurso público para la concesión de subvenciones para la producción de largometrajes cinematográficos que sean la ópera prima o el segundo largometraje de un nuevo realizador (DOGC 4571, de 13.2.2006) |
|||
Είδος μέτρου |
Καθεστώς Ενισχύσεων |
|||
Στόχος |
Πολιτισμός |
|||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
|||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 0,5 εκατ. EUR· Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 3,5 εκατ. EUR |
|||
Ένταση |
18 % |
|||
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2010 |
|||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης |
|||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
20.9.2006 |
|||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 269/06 |
|||
Κράτος μέλος |
Ισπανία |
|||
Περιφέρεια |
Cataluña |
|||
Τίτλος |
Subvenciones a empresas de producción independientes para la realización de documentales, destinados a ser emitidos por televisión. |
|||
Νομική βάση |
Resolución CLT/246/2006, de 2 de febrero, por la que se abre convocatoria para la concesión de subvenciones a empresas de producción independientes para la realización de documentales, destinados a ser emitidos por televisión. (DOGC de 13.2.2006). |
|||
Είδος μέτρου |
Καθεστώς Ενισχύσεων |
|||
Στόχος |
Πολιτισμός |
|||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
|||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 0,3 εκατ. EUR· Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 2 εκατ. EUR |
|||
Ένταση |
17 % |
|||
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2010 |
|||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης |
|||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
4.7.2006 |
||||||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 281/06 |
||||||
Κράτος μέλος |
Σλοβακία |
||||||
Τίτλος |
ALEF Film & Media group s.r.o. |
||||||
Νομική βάση |
|
||||||
Είδος μέτρου |
Ατομική Ενίσχυση |
||||||
Στόχος |
Πολιτισμός |
||||||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
||||||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 2,5 εκατ. SKK· Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 44,11 εκατ. SKK |
||||||
Ένταση |
6 % |
||||||
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2006 |
||||||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες |
||||||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
4.7.2006 |
||||||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 282/06 |
||||||
Κράτος μέλος |
Σλοβακία |
||||||
Τίτλος |
TaO Productions s.r.o. |
||||||
Νομική βάση |
|
||||||
Είδος μέτρου |
Ατομική Ενίσχυση |
||||||
Στόχος |
Πολιτισμός |
||||||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
||||||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 5 εκατ. SKK· Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 64 εκατ. SKK |
||||||
Ένταση |
8 % |
||||||
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2006 |
||||||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες |
||||||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
27.11.2002 |
|||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 526/02 |
|||
Κράτος μέλος |
Ιταλία |
|||
Περιφέρεια |
Provincia autonoma di Trento |
|||
Τίτλος |
Misure agevolative in favore degli impianti a fune per l'anno 2002 |
|||
Νομική βάση |
Deliberazione della giunta provinciale n. 1354 del 14 giugno 2002, concernente provvidenze per gli impianti a fune e le piste da sci |
|||
Είδος μέτρου |
Καθεστώς Ενισχύσεων |
|||
Στόχος |
Τομεακή Ανάπτυξη |
|||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
|||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 5 000 εκατ. EUR· Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 5 000 εκατ. EUR |
|||
Ένταση |
40 % |
|||
Διάρκεια |
1 Ιανουαρίου 2002 — 31 Δεκεμβρίου 2002 |
|||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες |
|||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
21.1.2004 |
Αριθμός ενίσχυσης |
N 567/03 |
Κράτος μέλος |
Βέλγιο |
Τίτλος |
Belgacom |
Νομική βάση |
Loi concernant la reprise par l'État belge des obligations de pension légales de la société anonyme de droit public Belgacom vis à vis de son personnel statutaire/Wetsontwerp houdende overname door de Belgische Staat van de wettelijke pensioenverplichtingen van de naamloze vennootschap van publiek recht Belgacom ten opzichte van haar statutair personeel |
Είδος μέτρου |
Καθεστώς Ενισχύσεων |
Ένταση |
Μέτρο που δεν συνιστά ενίσχυση |
Κλάδοι της οικονομίας |
Ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες |
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
l'État belge |
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
24.10.2006 |
||||||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 615/06 |
||||||
Κράτος μέλος |
Σλοβακία |
||||||
Τίτλος |
Individuálna pomoc na audiovizuálnu tvorbu v prospech spoločnosti D.N.A. |
||||||
Νομική βάση |
|
||||||
Είδος μέτρου |
Ατομική Ενίσχυση |
||||||
Στόχος |
Πολιτισμός |
||||||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
||||||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 7 εκατ. SKK |
||||||
Ένταση |
41 % |
||||||
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2006 |
||||||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης |
||||||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
24.10.2006 |
||||||
Αριθμός ενίσχυσης |
N 618/06 |
||||||
Κράτος μέλος |
Σλοβακία |
||||||
Τίτλος |
Individuálna pomoc na audiovizuálnu tvorbu v prospech spoločnosti FÁMA s. r. o. |
||||||
Νομική βάση |
|
||||||
Είδος μέτρου |
Ατομική Ενίσχυση |
||||||
Στόχος |
Πολιτισμός |
||||||
Είδος ενίσχυσης |
Άμεση επιχορήγηση |
||||||
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 5 εκατ. SKK |
||||||
Ένταση |
14 % |
||||||
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2006 |
||||||
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης |
||||||
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
|
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης |
22.3.2006 |
Αριθμός ενίσχυσης |
NN 84/04 et N 95/04 |
Κράτος μέλος |
Γαλλία |
Τίτλος |
Régimes d'aide au cinéma et à l'audiovisuel |
Νομική βάση |
Décret no 99-130 du 24 février 1999; décret no 98-35 du 14 janvier 1998, décret no 95-110 du 2 février 1995; loi no 85-695 du 11 juillet 1985 |
Είδος μέτρου |
Καθεστώς Ενισχύσεων |
Στόχος |
Μέτρα στήριξης του κινηματογραφικού και του οπτικοακουστικού κλάδου |
Είδος ενίσχυσης |
Διάφορα |
Προϋπολογισμός |
Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 550 εκατ. EUR |
Ένταση |
Διάφορα |
Διάρκεια |
31 Δεκεμβρίου 2011 |
Κλάδοι της οικονομίας |
Ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες |
Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής |
Διάφορα |
Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στην διεύθυνση:
http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/13 |
Ανακοίνωση της Επιτροπής με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου
Επιβολή υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας σε τακτικές αεροπορικές γραμμές της Ιταλίας
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/05)
Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1, στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, η Ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε, σύμφωνα με τις αποφάσεις που εγκρίθηκαν κατά τη διάσκεψη των υπηρεσιών που διοργάνωσε η Περιφέρεια Σικελίας, να επιβάλει υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σε ορισμένα δρομολόγια τακτικών αεροπορικών γραμμών στις ακόλουθες γραμμές:
1. Συγκεκριμένες γραμμές
|
Pantelleria — Palermo και αντιστρόφως |
|
Lampedusa — Palermo και αντιστρόφως |
|
Lampedusa-Catania και αντιστρόφως |
|
Lampedusa- Roma και αντιστρόφως |
|
Pantelleria — Roma και αντιστρόφως |
Σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92, ως προορισμός Ρώμη νοείται το σύστημα αερολιμένων της Ρώμης που περιλαμβάνει τους αερολιμένες Roma-Fiumicino και Roma-Ciampino.
1.1. |
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 95/93 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1993, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 793/2004, σχετικά με τους κοινούς κανόνες κατανομής του διαθέσιμου χρόνου χρήσης (slots) στους κοινοτικούς αερολιμένες, οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να κρατήσουν ορισμένες χρονοθυρίδες για την εκτέλεση των δρομολογίων σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στο παρόν έγγραφο. 1.2. |
1.2. |
Οι προαναφερόμενες γραμμές αποτελούν αυτόνομο σύνολο, το οποίο πρέπει να δεχθούν οι ενδιαφερόμενοι αερομεταφορείς ως αυτούσιο και αναπόσπαστο. |
1.3. |
Η ENAC θα ελέγξει εάν η δομή των ενδιαφερόμενων αερομεταφορέων είναι η κατάλληλη και εάν συγκεντρώνουν τις ελάχιστες απαραίτητες προϋποθέσεις για να ανταποκριθούν στους στόχους της επιβολής δημόσιας υπηρεσίας. |
2. Οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας έχουν ως εξής
2.1 Ως προς την ελάχιστη συχνότητα:
α) Pantelleria — Palermo και αντιστρόφως
Οι ελάχιστες συχνότητες έχουν ως εξής:
— |
Τουλάχιστον 1 πτήση μετ'επιστροφής ημερησίως καθ'όλη τη διάρκεια του έτους εκτελούμενη με αεροσκάφος χωρητικότητας 44 επιβατών· |
— |
τουλάχιστον 1 πτήση μετ'επιστροφής ημερησίως καθ'όλη τη διάρκεια του έτους εκτελούμενη με αεροσκάφος χωρητικότητας 120 επιβατών· |
— |
κατά την περίοδο από 1 Μαΐου έως 30 Οκτωβρίου, επιπλέον των 2 ημερήσιων πτήσεων που προαναφέρθηκαν, 3 πτήσεις μετ'επιστροφής εβδομαδιαίως κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή εκτελούμενες με αεροσκάφος χωρητικότητας 44 επιβατών. |
β) Lampedusa — Palermo και αντιστρόφως
Οι ελάχιστες συχνότητες έχουν ως εξής:
— |
τουλάχιστον 1 πτήση μετ'επιστροφής ημερησίως καθ'όλη τη διάρκεια του έτους εκτελούμενη με αεροσκάφος χωρητικότητας 44 επιβατών· |
— |
τουλάχιστον 1 πτήση μετ'επιστροφής ημερησίως καθ'όλη τη διάρκεια του έτους εκτελούμενη με αεροσκάφος χωρητικότητας 120 επιβατών· |
— |
κατά την περίοδο από 1 Μαΐου έως 30 Οκτωβρίου, επιπλέον των 2 ημερήσιων πτήσεων που προαναφέρθηκαν, 3 πτήσεις μετ'επιστροφής εβδομαδιαίως κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή εκτελούμενες με αεροσκάφος χωρητικότητας 44 επιβατών. |
γ) Lampedusa — Catania και αντιστρόφως
Οι ελάχιστες συχνότητες έχουν ως εξής:
— |
κατά την περίοδο από 31 Οκτωβρίου έως 30 Απριλίου, τουλάχιστον 3 πτήσεις εβδομαδιαίως εκτελούμενες με αεροσκάφος χωρητικότητας 44 επιβατών· |
— |
κατά την περίοδο από 1 Μαΐου έως 30 Οκτωβρίου, τουλάχιστον 1 πτήση μετ'επιστροφής ημερησίως εκτελούμενη με αεροσκάφος χωρητικότητας 44 επιβατών. |
δ) Lampedusa — Roma και αντιστρόφως
Οι ελάχιστες συχνότητες έχουν ως εξής:
— |
κατά την περίοδο από 1 Οκτωβρίου έως 31 Μαΐου, τουλάχιστον 2 πτήσεις μετ'επιστροφής εβδομαδιαίως εκτελούμενες με αεροσκάφος χωρητικότητας 120 επιβατών. |
ε) Pantelleria — Ρώμη και αντιστρόφως
Οι ελάχιστες συχνότητες έχουν ως εξής:
— |
κατά την περίοδο από 1 Οκτωβρίου έως 31 Μαΐου, τουλάχιστον 1 πτήση μετ'επιστροφής εβδομαδιαίως εκτελούμενη με αεροσκάφος χωρητικότητας 120 επιβατών. |
Σε περίπτωση μηχανικής βλάβης ενός συνήθως χρησιμοποιούμενου αεροσκάφους πρέπει να έχει προβλεφθεί αεροσκάφος για την εκτέλεση των προβλεπόμενων πτήσεων που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί εντός 4ώρου.
Όλες οι θέσεις κάθε αεροσκάφους πρέπει να διατίθενται προς πώληση με βάση όσα προβλέπονται στις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας.
2.2. Ως προς τα ωράρια:
πρέπει να εξασφαλίζονται τα εξής:
Στη γραμμή Pantelleria-Palermo:
τουλάχιστον:
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 08:00 και 10:00 |
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 15:00 και 17:00 |
Στη γραμμή Palermo — Pantelleria:
τουλάχιστον:
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 08:00 και 10:00 |
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 15:00 και 17:00 |
Στη γραμμή Lampedusa — Palermo:
τουλάχιστον:
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 07:00:00 και 10:00 |
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 18:00:00 και 21:00 |
Στη γραμμή Palermo — Lampedusa:
τουλάχιστον:
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 07:00:00 και 10:00 |
— |
1 πτήση με αναχώρηση μεταξύ 18:00:00 και 21:00 |
Για τις γραμμές Lampedusa — Catania και αντιστρόφως, Lampedusa — Roma και αντιστρόφως και Pantelleria — Roma και αντιστρόφως πρέπει να προβλέπονται ωράρια που επιτρέπουν ανταποκρίσεις με το δίκτυο των εθνικών και διεθνών αεροπορικών δρομολογίων που έχουν προγραμματιστεί με ενδιάμεσο σταθμό την Catania και τη Ρώμη αντιστοίχως.
2.3. Ως προς τα χρησιμοποιούμενα αεροσκάφη ή την προσφερόμενη χωρητικότητα:
Τα δρομολόγια Pantelleria — Palermo και αντιστρόφως και Lampedusa — Palermo και αντιστρόφως πρέπει να πραγματοποιούνται με αεροσκάφη υπό πίεση με δύο στροβιλοκινητήρες πρόωσης ή δύο στροβιλοαντιδραστήρες, ελάχιστης χωρητικότητας 44 θέσεων ανά πτήση και με αεροσκάφη ελάχιστης χωρητικότητας 120 θέσεων ανά πτήση, όπως προβλέπεται αντιστοίχως στα σημεία 2.1 α και 2.1 β.
Τα δρομολόγια Lampedusa — Catania και αντιστρόφως πρέπει να πραγματοποιούνται με αεροσκάφη υπό πίεση με δύο στροβιλοκινητήρες πρόωσης ή δύο στροβιλοαντιδραστήρες ελάχιστης χωρητικότητας 44 θέσεων ανά πτήση, όπως προβλέπεται αντιστοίχως στα σημεία 2.1 γ.
Τα δρομολόγια Lampedusa — Roma και Pantelleria — Roma πρέπει να πραγματοποιούνται με αεροσκάφη ελάχιστης χωρητικότητας 120 θέσεων ανά πτήση, όπως προβλέπεται αντιστοίχως στα σημεία 2.1 δ και 2.1 ε.
Σε περίπτωση που το απαιτεί η ζήτηση στην αγορά, πρέπει να προσφέρεται μεγαλύτερη χωρητικότητα με την έναρξη πρόσθετων δρομολογίων, για τα οποία δεν θα χορηγηθεί πρόσθετη αντιστάθμιση ούτε θα εφαρμοσθούν διαφορετικοί ναύλοι από αυτούς που προβλέπονται στο σημείο 2.4.
Στις προβλεπόμενες ανωτέρω γραμμές πρέπει να κρατούνται 3 θέσεις για την εξυπηρέτηση επειγόντων περιστατικών ιατρικού ή υγειονομικού χαρακτήρα ή για εξυπηρέτηση μελών των θεσμικών οργάνων. Από τις ως άνω 3 θέσεις, οι 2 πρέπει να παραμένουν διαθέσιμες έως 24 ώρες πριν την αναχώρηση και 1 έως 12 ώρες πριν την αναχώρηση.
Στις πτήσεις που πραγματοποιούνται με αεροσκάφη ελάχιστης χωρητικότητας 120 θέσεων πρέπει να παρέχονται οι δέουσες εγγυήσεις για τη μεταφορά ατόμων μειωμένης κινητικότητας για διάφορους λόγους (WCHR, WCHS, WCHC) και φορείων, τη μετακομιδή σορών και, σε περίπτωση ανάγκης, τη μεταφορά εμπορευμάτων.
Ο αερομεταφορέας, ο οποίος θα δεχθεί την υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, εξαιρουμένων των περιπτώσεων άρνησης επιβίβασης για λόγους ασφαλείας, καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διευκολύνει τη μεταφορά αναπήρων ή προσώπων με μειωμένη κινητικότητα με τα χρησιμοποιούμενα αεροσκάφη.
2.4. Ως προς τους ναύλους:
α) |
οι μέγιστοι εφαρμοστέοι ναύλοι σε κάθε γραμμή είναι οι εξής:
Όλοι οι προαναφερόμενοι ναύλοι δεν περιλαμβάνουν τον ΦΠΑ, φόρους ή αερολιμενικά τέλη και δεν επιτρέπεται κανενός είδους επιβάρυνση. Όλοι οι επιβάτες που ταξιδεύουν στις προαναφερόμενες γραμμές έχουν δικαίωμα στους ναύλους που προαναφέρθηκαν. Πρέπει να προβλέπεται τουλάχιστον ένας τελείως δωρεάν τρόπος διάθεσης και πώλησης των εισιτηρίων, ο οποίος να μην εμπεριέχει καμία πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση για τον επιβάτη. |
β) |
Κάθε χρόνο τα αρμόδια όργανα επανεξετάζουν τους ναύλους με βάση το συντελεστή πληθωρισμού του προηγουμένου έτους, ο οποίος υπολογίζεται με βάση το γενικό δείκτη ISTAT/FOI των τιμών κατανάλωσης. Η αναπροσαρμογή των ναύλων κοινοποιείται στους αερομεταφορείς των συγκεκριμένων γραμμών, όπως επίσης γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σκοπό τη δημοσίευση των ναύλων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
γ) |
Σε περίπτωση που στον μέσο όρο κάθε εξαμήνου παρατηρηθεί διακύμανση του συντελεστή μετατροπής ευρώ/δολλαρίου ΗΠΑ ή/και αύξηση του κόστους των καυσίμων σε ποσοστό άνω του 5 %, οι ναύλοι πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως προς τη διακύμανση που σημειώθηκε και προς την επίδραση της αύξησης του καυσίμου στο κόστος της πτήσης. |
Το Υπουργείο Μεταφορών αναπροσαρμόζει, εφόσον χρειάζεται, ανά εξάμηνο τους ναύλους, σε συνεννόηση με τον Πρόεδρο της Περιφέρειας Σικελίας. Σε περίπτωση αύξησης σε ποσοστό ανώτερο αυτού που προαναφέρθηκε, η μικτή τεχνική επιτροπή κινεί τη διαδικασία αναπροσαρμογής κατόπιν υπόδειξης των αερομεταφορέων που εκτελούν τα συγκεκριμένα δρομολόγια. Σε περίπτωση μείωσης η διαδικασία κινείται ούτως ή άλλως. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης που προαναφέρθηκε, ζητείται η γνώμη των ενδιαφερόμενων αερομεταφορέων.
Η τυχόν αναπροσαρμογή τίθεται σε ισχύ έξι μήνες μετά τη σημείωση της διακύμανσης.
Το μέτρο αναπροσαρμογής των ναύλων κοινοποιείται σε όλους τους αερομεταφορείς που εκτελούν τα συγκεκριμένα δρομολόγια και γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία τους δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2.5. Ως προς τη συνέχεια των δρομολογίων:
Οι ενδιαφερόμενοι αερομεταφορείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συνέχεια, τη συστηματική εκτέλεση των πτήσεων και την χρονική ακρίβειά τους, δεσμεύονται:
— |
να εκτελούν το δρομολόγιο επί τουλάχιστον 12 διαδοχικούς μήνες και να μην το αναστείλουν χωρίς προειδοποίηση τουλάχιστον 6 μηνών· |
— |
να προσαρμόσουν την πολιτική τους έναντι των επιβατών σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Δικαιωμάτων των επιβατών με σκοπό να τηρούν τις σχετικές εθνικές, κοινοτικές και διεθνείς ρυθμίσεις· |
— |
να καταθέσουν εγγύηση εκμετάλλευσης για την ομαλή και συνεχή εκτέλεση του δρομολογίου· Η εγγύηση αυτή πρέπει να ανέρχεται σε 800 000,00 EUR υπό μορφή ασφαλιστικής εγγύησης η οποία θα κατατεθεί στο όνομα της ENAC-Ente Nazionale dell'Aviazione Civile (Εθνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας), η οποία με τη σειρά της θα την χρησιμοποιήσει για να εξασφαλίσει τη συνέχεια του καθεστώτος υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας· |
— |
να εκτελούν κάθε έτος τουλάχιστον το 98 % των προβλεπόμενων πτήσεων με περιθώριο ματαίωσης 2 % κατ'ανώτατο όριο για λόγους απευθείας καταλογιζόμενους στον αερομεταφορέα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτάτης βίας· |
— |
να καταβάλλουν στη ρυθμιστική αρχή ως πρόστιμο το ποσό των 3 000,00 EUR για κάθε ματαίωση πτήσης που υπερβαίνει το ανωτέρω όριο του 2 %. Τα ποσά που εισπράττονται όπως προαναφέρθηκε θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση της εδαφικής συνέχειας της Σικελίας· |
— |
Ο αερομεταφορέας οφείλει να εγγυάται ότι οι πτήσεις πραγματοποιούνται με απόκλιση 30 λεπτών από το καθορισμένο ωράριο (συντελεστής ακρίβειας του δρομολογίου)· |
— |
να προσφέρουν σε κάθε επιβάτη για κάθε καθυστέρηση άνω των 30 λεπτών πίστωση 15,00 EUR, την οποία ο επιβάτης θα μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά την αγορά του επόμενου εισιτηρίου. |
Εξαιρούνται από την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης οι ματαιωθείσες πτήσεις και οι πτήσεις των οποίων η καθυστέρηση οφείλεται σε καιρικές συνθήκες, απεργίες ή συμβάντα που δεν εμπίπτουν στην ευθύνη ή/και στον έλεγχο του αερομεταφορέα.
Τα πρόστιμα που προβλέπονται στο παρόν σημείο δύνανται να σωρευθούν με τις κυρώσεις που προβλέπονται στο νομοθετικό διάταγμα αριθ. 69 της 27.1.2006 που αφορά τις διατάξεις του συστήματος ποινών λόγω παραβίασης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης.
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/16 |
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ειδικό προορισμό «για βιομηχανική παραγωγή» για την εφαρμογή ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων για προϊόντα αλιείας καταγωγής Νορβηγίας και Ισλανδίας
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/06)
Για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή αυτών των Κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων η Επιτροπή, αφού έλαβε γνώση των απόψεων του τμήματος Οικονομικών δασμολογικών θεμάτων της Επιτροπής Τελωνειακού Κώδικα, θεσπίζει τις παρακάτω αναφερόμενες κατευθυντήριες γραμμές.
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
1) |
Για την εφαρμογή των δασμολογικών ποσοστώσεων με αύξοντες αριθμούς 09.0752, 09.0754, 09.0760, 09.0763, 09.0778 και 09.0792, ο όρος «που προορίζονται για βιομηχανική παραγωγή» νοείται ως εξής: «Οι δασμολογικές ποσοστώσεις εφαρμόζονται σε προϊόντα που προορίζονται να υποβληθούν σε οποιαδήποτε εργασία, εκτός εάν πρόκειται να υποβληθούν αποκλειστικά σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες: καθαρισμός, εκσπλαχνισμός, αφαίρεση της ουράς, αφαίρεση της κεφαλής, τεμαχισμός, δειγματοληψία, διαλογή, σήμανση, συσκευασία, διατήρηση με απλή ψύξη, κατάψυξη, διατήρηση με βαθιά ψύξη, απόψυξη και διαχωρισμός. Ωστόσο, οι δασμολογικές ποσοστώσεις εφαρμόζονται σε προϊόντα που προορίζονται να υποβληθούν στις ακόλουθες εργασίες τεμαχισμού: τεμαχισμό σε κύβους, τεμαχισμό σε φιλέτα, παραγωγή πλευρών (flaps), τεμαχισμό κατεψυγμένων συσσωματωμένων φιλέτων ή διαχωρισμό κατεψυγμένων συσσωματωμένων φιλέτων. Οι δασμολογικές ποσοστώσεις δεν εφαρμόζονται σε προϊόντα που προορίζονται να υποβληθούν σε εργασίες οι οποίες παρέχουν δικαίωμα δασμολογικών ποσοστώσεων, εάν οι εργασίες αυτές πραγματοποιούνται στο επίπεδο λιανικής πώλησης ή παρασκευής τροφών. Η παραχώρηση για τους τελωνειακούς δασμούς στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων ισχύει μόνο για τα ψάρια που προορίζονται “για τη διατροφή των ανθρώπων”». |
2) |
Για την εφαρμογή της δασμολογικής ποσόστωσης με αύξοντα αριθμό 09.0756, ο όρος «που προορίζονται για βιομηχανική παραγωγή» νοείται ως εξής: «Η δασμολογική ποσόστωση εφαρμόζεται σε προϊόντα που προορίζονται να υποβληθούν σε κάθε εργασία, εκτός εάν πρόκειται να υποβληθούν αποκλειστικά σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες: καθαρισμός, εκσπλαχνισμός, αφαίρεση της ουράς, αφαίρεση της κεφαλής, τεμαχισμός, δειγματοληψία, διαλογή, σήμανση, συσκευασία, διατήρηση με απλή ψύξη, κατάψυξη, διατήρηση με βαθιά ψύξη, απόψυξη και διαχωρισμός. Ωστόσο, η δασμολογική ποσόστωση εφαρμόζεται σε προϊόντα που προορίζονται να υποβληθούν στις ακόλουθες εργασίες τεμαχισμού: τεμαχισμό σε κύβους, τεμαχισμό σε φιλέτα, τεμαχισμό κατεψυγμένων συσσωματωμένων φιλέτων ή διαχωρισμό κατεψυγμένων συσσωματωμένων φιλέτων. Η δασμολογική ποσόστωση δεν εφαρμόζεται για προϊόντα που προορίζονται να υποβληθούν σε εργασίες οι οποίες παρέχουν δικαίωμα δασμολογικής ποσόστωσης, εάν οι εργασίες πραγματοποιούνται στο επίπεδο λιανικής πώλησης ή παρασκευής τροφών. Η παραχώρηση για τους τελωνειακούς δασμούς στο πλαίσιο της δασμολογικής ποσόστωσης ισχύει μόνο για τα ψάρια που προορίζονται “για τη διατροφή των ανθρώπων”». |
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/17 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση COMP/M.4455 — Schmolz + Bickenbach/Swiss Steel)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/07)
Στις 29 Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην γερμανική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4455. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu). |
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/17 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
[Υπόθεση COMP/M.4449 — KKR/SIF (Tarkett)]
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/08)
Στις 7 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4449. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu). |
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/18 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση COMP/M.4239 — Plastic Omnium/Inopart)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2006/C 305/09)
Στις 27 Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4239. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu). |
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/19 |
Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και των δικαστηρίων των κρατών της ΕΖΕΣ για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ
(2006/C 305/10)
Α. |
Η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται βάσει των διατάξεων της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (εφεξής «συμφωνία ΕΟΧ») και της συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής «συμφωνία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου»). |
Β. |
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής η «Επιτροπή») εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (1) Αυτή η μη δεσμευτικού χαρακτήρα πράξη περιλαμβάνει τις αρχές και τους κανόνες που ακολουθούνται από την Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Διευκρινίζεται επίσης ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να συνεργαστεί με τα δικαστήρια των κρατών μελών της ΕΕ. |
Γ. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θεωρεί ότι το αντικείμενο της προαναφερόμενης πράξης παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ. Ειδικότερα, στην προσπάθειά της να διασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού και ενιαία εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, η Αρχή εγκρίνει την παρούσα ανακοίνωση ασκώντας την εξουσία που της παρέχεται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. |
Δ. |
Η παρούσα ανακοίνωση αποσκοπεί, ιδίως, στη διευκρίνιση του τρόπου με τον οποίο η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σκοπεύει να συνεργαστεί με τα εθνικά δικαστήρια των κρατών της ΕΖΕΣ (2) για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε ατομικές περιπτώσεις (3), λαμβάνοντας πάντα υπόψη των ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων. |
I. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ
1. |
Η παρούσα ανακοίνωση αφορά τη συνεργασία μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και των δικαστηρίων των κρατών της ΕΖΕΣ, στις περιπτώσεις που τα τελευταία εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης, τα «δικαστήρια των κρατών της ΕΖΕΣ» (εφεξής «εθνικά δικαστήρια») είναι τα δικαστήρια εντός κράτους της ΕΖΕΣ τα οποία δύνανται να εφαρμόσουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ και τα οποία είναι εξουσιοδοτημένα δυνάμει του άρθρου 34 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου να ζητήσουν συμβουλευτική γνώμη από το Δικαστήριο ΕΖΕΣ σχετικά με την ερμηνεία της συμφωνίας ΕΟΧ και της συμφωνίας περί Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (4). |
2. |
Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται ενίοτε να εφαρμόσουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ στο πλαίσιο νομικών διαφορών μεταξύ ιδιωτών, όπως είναι οι αγωγές που αφορούν συμβάσεις και οι αγωγές για την καταβολή αποζημίωσης. Επιπλέον είναι δυνατόν να ενεργούν ως κρατικοί φορείς επιβολής του νόμου ή ως δικαστήρια που εξετάζουν υποθέσεις μετά την άσκηση ενδίκου μέσου. Μάλιστα ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να αναγορευθεί σε αρχή ανταγωνισμού από κράτος της ΕΖΕΣ (εφεξής «εθνική αρχή ανταγωνισμού») κατ' εφαρμογή του άρθρου 40 παράγραφος 1 του κεφαλαίου II του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής «κεφάλαιο II») για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που ορίζονται στα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (5) Στην περίπτωση αυτή, η συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ δεν διέπεται μόνο από την παρούσα ανακοίνωση, αλλά και από την ανακοίνωση για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ. (6) |
II. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΟΧ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
A. ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΟΧ
Στο βαθμό που τα εθνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να ασχολούνται με συγκεκριμένη υπόθεση (7), είναι αρμόδια να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (8). Επίσης, υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα 53 και 53 της συμφωνίας ΕΟΧ εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου συμφέροντος και έχουν ουσιώδη σημασία για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας ΕΟΧ, μεταξύ των οποίων και η διασφάλιση της καθιέρωσης συστήματος που εξασφαλίζει τη μη στρέβλωση του ανταγωνισμού καθώς και την υπό ίσους όρους τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού (9).
3. |
Σύμφωνα με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε περίπτωση κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, οφείλουν να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως νομικούς ισχυρισμούς αντλούμενους από υποχρεωτικούς εσωτερικούς κανόνες δικαίου παρότι δεν έχουν προβληθεί από τους διαδίκους, τα δικαστήρια οφείλουν να πράξουν το ίδιο σε περίπτωση εφαρμογής υποχρεωτικών κανόνων κοινοτικού δικαίου, όπως αυτών περί ανταγωνισμού. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια την αυτεπάγγελτη εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων δικαίου: τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τους κανόνες ανταγωνισμού, ακόμη και όταν ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή τους δεν τους έχει επικαλεστεί, οσάκις το εθνικό δίκαιο τους επιτρέπει να προβούν σε τέτοια εφαρμογή. Εντούτοις, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από την παράβαση διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την επιβαλλόμενη ουδετερότητά τους, εξερχόμενα των ορίων της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους και στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον από την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων (10). Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θεωρεί ότι τα εθνικά δικαστήρια των κρατών της ΕΖΕΣ έχουν παρόμοια υποχρέωση στην περίπτωση εφαρμογής των σχετικών κανόνων ΕΟΧ (11). |
4. |
Ανάλογα με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα εθνικά δικαστήρια καλούνται ενίοτε να εφαρμόσουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε διοικητικές, αστικές και ποινικές υποθέσεις (12). Ειδικότερα, εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ζητήσει από εθνικό δικαστήριο να προασπίσει τα ατομικά του δικαιώματα, τα εθνικά δικαστήρια επιτελούν συγκεκριμένο ρόλο για τη διασφάλιση της τήρησης των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, πράγμα το οποίο διαφέρει από την επιβολή του νόμου προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ή από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού (13). Τα εθνικά δικαστήρια δύνανται, όντως, να εφαρμόσουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, είτε διαπιστώνοντας την ακυρότητα σύμβασης είτε επιδικάζοντας αποζημίωση. |
5. |
Τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, χωρίς να είναι απαραίτητο να εφαρμόζουν εκ παραλλήλου την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού. Εντούτοις, οσάκις ένα εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (14) ή σε οποιαδήποτε κατάχρηση που απαγορεύεται βάσει του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, οφείλει να εφαρμόζει επίσης τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές (15). |
6. |
Με το κεφάλαιο II δεν εξουσιοδοτούνται απλώς τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ. Η παράλληλη εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας ΕΟΧ δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε διαφορετική έκβαση από εκείνη των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ. Το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κεφαλαίου II προβλέπει ότι οι συμφωνίες, οι αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές που δεν συνιστούν παράβαση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ δεν είναι δυνατόν να απαγορευθούν ούτε βάσει της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού (16). Από την άλλη, η συμφωνία ΕΟΧ προβλέπει ότι κατά την επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κατά την ταυτόχρονη εφαρμογή του εθνικού δικαίου και του δικαίου ΕΟΧ υπερισχύει το δίκαιο ΕΟΧ. Οι συμφωνίες, οι αποφάσεις ή οι εναρμονισμένες πρακτικές που αντιβαίνουν στο άρθρο 53 παράγραφος 1 και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 53 παράγραφος 3 ΕΟΧ δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές με βάση την εθνική νομοθεσία (17). Όσον αφορά την παράλληλη εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού και του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε περίπτωση μονομερούς συμπεριφοράς, το άρθρο 3 του κεφαλαίου II δεν προβλέπει ανάλογη υποχρέωση σύγκλισης. Ωστόσο, σε περίπτωση αντιφατικών διατάξεων, επιβάλλεται στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν οποιαδήποτε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας η οποία αντιβαίνει σε κάποιον εφαρμοζόμενο κανόνα ΕΟΧ, ανεξάρτητα με το εάν η επίμαχη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας θεσπίστηκε πριν ή μετά τον κανόνα ΕΟΧ (18). |
7. |
Εκτός από την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, τα εθνικά δικαστήρια είναι επίσης αρμόδια να εφαρμόζουν τις νομικές πράξεις που είναι ενσωματωμένες στη συμφωνία ΕΟΧ, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ και τις αποφάσεις της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ. Τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται συνεπώς να κληθούν να μεριμνήσουν για την εκτέλεση αποφάσεων της Αρχής (19) ή πράξεων ενσωματωμένων στη συμφωνία ΕΟΧ σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών, καθώς και αποφάσεων της Επιτροπής. Κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, τα εθνικά δικαστήρια ενεργούν εντός του πλαισίου του δικαίου ΕΟΧ και, συνεπώς, οφείλουν να συμμορφώνονται με τις γενικές αρχές του δικαίου ΕΟΧ. (20) |
8. |
Η εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ από τα εθνικά δικαστήρια εξαρτάται συχνά από περίπλοκες οικονομικές και νομικές αναλύσεις (21). Κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να συμμορφώνονται με τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου ΕΟΧ (22), καθώς επίσης με τις πράξεις που είναι ενσωματωμένες στη συμφωνία ΕΟΧ για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών (23). Επιπροσθέτως, η εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σε μια συγκεκριμένη υπόθεση είναι δεσμευτική για τα εθνικά δικαστήρια όταν αυτά εφαρμόζουν τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ για την ίδια υπόθεση ταυτόχρονα με τις ενέργειες της Αρχής ή κατόπιν αυτών (24). Ομοίως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ από την Επιτροπή σε συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζουν τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ στην ίδια υπόθεση ταυτόχρονα με τις ενέργειες της Επιτροπής ή κατόπιν αυτών. Τέλος, και με την επιφύλαξη της τελικής ερμηνείας της συνθήκης ΕΟΧ από το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ και τα κοινοτικά δικαστήρια, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ανατρέχουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σε αποφάσεις της Αρχής ή της Επιτροπής και σε πράξεις ενσωματωμένες στη συμφωνία ΕΟΧ, οι οποίες παρουσιάζουν στοιχεία ομοιότητας με την υπόθεση με την οποία ασχολούνται, καθώς και σε ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής που άπτονται της εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 ΕΟΧ (25). |
B. ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΟΧ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
9. |
Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ από τα εθνικά δικαστήρια και οι κυρώσεις που αυτά δύνανται να επιβάλουν σε περίπτωση παράβασης αυτών των κανόνων καθορίζονται ως επί το πλείστον από την εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, ως ένα βαθμό, οι όροι επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ καθορίζονται επίσης από το δίκαιο ΕΟΧ. Η συμφωνία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου παρέχει τη δυνατότητα στα εθνικά δικαστήρια να προσφεύγουν σε ορισμένα μέσα, π.χ. να ζητούν από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ να γνωμοδοτεί επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ (26). Είναι επίσης πιθανό να θεσπίζουν κανόνες οι οποίοι έχουν αναγκαστικά επιπτώσεις στις διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιόν τους, π.χ. σχετικά με την παροχή της δυνατότητας στην Αρχή και στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις (27). Οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου ΕΟΧ κατισχύουν των εθνικών κανόνων (28). |
10. |
Εάν δεν υπάρχουν διατάξεις του δικαίου ΕΟΧ σχετικά με τις διαδικασίες και τις κυρώσεις που ισχύουν για την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ από τα εθνικά δικαστήρια, αυτά τα τελευταία εφαρμόζουν το εθνικό δικονομικό δίκαιο και-στο μέτρο που νομιμοποιούνται να το πράξουν-επιβάλλουν τις κυρώσεις τις οποίες προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, η εφαρμογή των εθνικών αυτών διατάξεων πρέπει να συμβιβάζεται με τις γενικές αρχές του δικαίου ΕΟΧ. Σχετικά με το θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την οποία:
|
Λόγω του ό,τι οι εφαρμοστέοι κανόνες του ΕΟΧ υπερισχύουν των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας (33), ένα εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να εφαρμόσει εθνικούς κανόνες οι οποίοι δεν συμβιβάζονται με τις ανωτέρω αρχές.
Γ. ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ Η ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΟΧ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
11. |
Ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να εφαρμόζει το δίκαιο ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε συμφωνία, απόφαση, εναρμονισμένη πρακτική ή μονομερή συμπεριφορά που επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ συμβαλλομένων μερών ταυτόχρονα με την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (34) ή έπειτα από ανάλογες ενέργειες της Αρχής (35). Στα σημεία που ακολουθούν περιγράφονται ορισμένες υποχρεώσεις που τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τηρούν σε τέτοιες περιπτώσεις. |
12. |
Όταν ένα εθνικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση πριν από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ οφείλει να αποφύγει να εκδώσει απόφαση η οποία θα ερχόταν σε αντίφαση με την απόφαση που σκοπεύει να εκδώσει η Αρχή (36). Για τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο δύναται να ζητήσει από την Αρχή να του γνωστοποιήσει κατά πόσον έχει κινήσει διαδικασία με αντικείμενο τις ίδιες συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές (37) και, αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, να το ενημερώσει για την πρόοδο της διαδικασίας και για την πιθανότητα έκδοσης απόφασης επί της συγκεκριμένης απόφασης (38). Το εθνικό δικαστήριο δύναται, προς χάριν της ασφάλειας δικαίου, να εξετάσει επίσης τη σκοπιμότητα αναστολής της ενώπιόν του διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης εκ μέρους της Αρχής (39). Η Αρχή, από την πλευρά της, θα καταβάλλει προσπάθεια προκειμένου να δίνει το προβάδισμα σε υποθέσεις για τις οποίες έχει αποφασίσει την κίνηση διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κεφαλαίου III της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής «κεφάλαιο III») και οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου που έχει αναστείλει τη σχετική διαδικασία, ιδίως όταν εξαρτάται από αυτές η έκβαση αστικής νομικής διαφοράς. Ωστόσο, σε περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί εύλογα να αμφισβητήσει την απόφαση που προτίθεται να εκδώσει η Αρχή, ή σε περίπτωση που η Αρχή έχει ήδη εκδώσει απόφαση για παρεμφερή υπόθεση, το εθνικό δικαστήριο δύναται να εκδώσει απόφαση επί της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του στηριζόμενο στην εν λόγω σχεδιαζόμενη ή παλαιότερη απόφαση, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να ζητήσει από την Αρχή τις προαναφερθείσες πληροφορίες ή να περιμένει την έκδοση απόφασης από την Αρχή. |
13. |
Σε περίπτωση που η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καταλήξει σε απόφαση επί συγκεκριμένης υπόθεσης πριν από το εθνικό δικαστήριο, αυτό το τελευταίο δεν δικαιούται να εκδώσει απόφαση η οποία έρχεται σε αντίφαση με την απόφαση της Αρχής. Η δεσμευτική ισχύς της απόφασης της Αρχής δεν θίγει, ασφαλώς, την ερμηνεία του δικαίου ΕΟΧ από το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ. Συνεπώς, εάν το εθνικό δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής, δεν έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τις δεσμευτικές συνέπειες της εν λόγω απόφασης εφόσον δεν έχει εκδοθεί αντίθετη απόφαση από το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ (40). Επομένως, εάν ένα εθνικό δικαστήριο σκοπεύει να εκδώσει απόφαση η οποία αντιβαίνει στην απόφαση της Αρχής, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ για τη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης (άρθρο 34 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και το Δικαστηρίου). Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ αποφαίνεται σχετικά με τη συμβατότητα της απόφασης της Αρχής με το δίκαιο ΕΟΧ. Ωστόσο, αν ασκηθεί προσφυγή στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ κατά της απόφασης της Αρχής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 36 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου και η έκβαση της δίκης στο εθνικό δικαστήριο εξαρτάται από την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία μέχρι την έκδοση από το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ οριστικής απόφασης επί της προσφυγής επί ακυρώσει, εκτός αν θεωρεί ότι, με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, είναι σκόπιμη η παραπομπή της στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής (άρθρο 34 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου) (41). |
14. |
Όταν ένα εθνικό δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του, παραδείγματος χάρη εν αναμονή της απόφασης της Αρχής (πρόκειται για την περίπτωση που περιγράφεται στο σημείο 12 της παρούσας ανακοίνωσης) ή μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το Δικαστήριο ΕΖΕΣ, είτε επί προσφυγής με ακυρωτικό αίτημα, είτε στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης (περίπτωση που περιγράφεται στο σημείο 13), τότε οφείλει να ελέγξει κατά πόσον επιβάλλεται να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, ούτως ώστε να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα των μερών (42). |
III. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
15. |
Εκτός από τον μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ δυνάμει του άρθρου 34 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, το κύριο μέρος της συμφωνίας ΕΟΧ και της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου δεν προβλέπουν ρητώς συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ. Ωστόσο, το άρθρο 3 της συμφωνάς ΕΟΧ, το οποίο βασίζεται και έχει σε μεγάλο βαθμό την ίδια διατύπωση με το άρθρο 10 της συνθήκης ΕΚ, επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία ΕΟΧ. Τα κοινοτικά δικαστήρια έκριναν ότι το άρθρο 10 της συνθήκης ΕΚ επιβάλλει στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και στα κράτη μέλη την αμοιβαία υποχρέωση εντίμου συνεργασίας με σκοπό την επίτευξη των στόχων της συνθήκης ΕΚ. Συνεπώς, το άρθρο 10 ΕΚ συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να συνδράμει τα εθνικά δικαστήρια όταν εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία (43). Η Αρχή θεωρεί ότι υπέχει παρόμοια υποχρέωση εντίμου συνεργασίας έναντι των εθνικών δικαστηρίων των κρατών της ΕΖΕΣ, δυνάμει του αντίστοιχου άρθρου 3 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 2 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Ομοίως, τα εθνικά δικαστήρια είναι δυνατόν να κληθούν να συνδράμουν την Αρχή κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της (44). |
16. |
Είναι επίσης σκόπιμο να υπομνησθεί η συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και των εθνικών αρχών, ιδίως των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Ενώ η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών διέπεται πρωτίστως από τους εθνικούς κανόνες, το άρθρο 15 παράγραφος 3 του κεφαλαίου II προβλέπει την ευχέρεια των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να υποβάλλουν παρατηρήσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων του οικείου κράτους της ΕΖΕΣ. Τα σημεία 31 και 33 έως 35 της παρούσας ανακοίνωσης ισχύουν κατ' αναλογία για τέτοιες περιπτώσεις υποβολής παρατηρήσεων. |
B. Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ ΩΣ AMICUS CURIAE
17. |
Για την υποβοήθηση των εθνικών δικαστηρίων κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ αναλαμβάνει τη δέσμευση να συνδράμει τα εθνικά δικαστήρια οσάκις αυτά εκτιμούν ότι η συνδρομή της είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης επί συγκεκριμένης απόφασης. Στο άρθρο 15 του κεφαλαίου II μνημονεύονται οι συνηθέστερες μορφές αυτής της συνδρομής: διαβίβαση πληροφοριών (σημεία 21 έως 26 κατωτέρω) και γνωμοδότηση από την πλευρά της Αρχής (σημεία 27 έως 30 κατωτέρω), αμφότερες κατόπιν αιτήματος εθνικού δικαστηρίου, καθώς και ευχέρεια της Αρχής να υποβάλλει παρατηρήσεις (σημεία 31 έως 35 κατωτέρω). Δεδομένου ότι το κεφάλαιο II προβλέπει αυτές τις μορφές συνδρομής, η νομοθεσία των κρατών της ΕΖΕΣ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θέσει περιορισμούς στις σχετικές του ρυθμίσεις. Εντούτοις, τα κράτη της ΕΖΕΣ οφείλουν να θεσπίζουν τους ενδεδειγμένους διαδικαστικούς κανόνες, ελλείψει διαδικαστικών κανόνων του ΕΟΧ για τον σκοπό αυτό και στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι αναγκαίοι για τη διευκόλυνση των συγκεκριμένων μορφών συνδρομής, ούτως ώστε τα εθνικά δικαστήρια όσο και η Αρχή να είναι σε θέση να αξιοποιούν στο έπακρο τις δυνατότητες τις οποίες παρέχει το κεφάλαιο II (45). |
18. |
Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να απευθύνουν γραπτώς τις αιτήσεις τους για την παροχή συνδρομής στην εξής διεύθυνση:
ή να τις αποστέλλουν ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: registry@eftasurv.int |
19. |
Υπενθυμίζεται ότι ανεξαρτήτως της μορφής συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σέβεται την ανεξαρτησία τους. Κατά συνέπεια, η συνδρομή που παρέχει η Αρχή δεν δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο. Συγχρόνως, η Αρχή πρέπει να διασφαλίζει ότι τηρεί την υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας την οποία υπέχει, και ότι περιφρουρεί τη λειτουργία και την ανεξαρτησία της (46). Εκπληρώνοντας την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει του άρθρου 3 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 2 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, για την παροχή συνδρομής στα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, η Αρχή παραμένει απαρεγκλίτως ουδέτερη και αντικειμενική κατά την παροχή της συνδρομής της. Ειδικότερα, η συνδρομή της Αρχής προς τα εθνικά δικαστήρια εντάσσεται στο καθήκον της να υπεραμύνεται του δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου, πρόθεσή της δεν είναι η εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων των διαδίκων της υπόθεσης που εκκρεμεί στο εκάστοτε εθνικό δικαστήριο. Επομένως, η Αρχή δεν δέχεται σε ακρόαση κανέναν από τους διαδίκους σχετικά με τη συνδρομή της προς το εθνικό δικαστήριο. Σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα μέρη που εμπλέκονται στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου έχει επικοινωνήσει με την Αρχή για τα ζητήματα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το εθνικό δικαστήριο, ενημερώνει σχετικά το εθνικό δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν η επικοινωνία αυτή πραγματοποιήθηκε πριν ή μετά την αίτηση συνεργασίας του εθνικού δικαστηρίου. |
20. |
Κατ' εφαρμογή της παρούσας ανακοίνωσης, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ προτίθεται να δημοσιεύει στην ετήσια έκθεσή της περίληψη σχετικά με τη συνεργασία της με τα εθνικά δικαστήρια. Είναι ακόμη πιθανόν να αποφασίσει να δημοσιεύει τις γνώμες και τις παρατηρήσεις της στον δικτυακό της τόπο. |
1. Το καθήκον της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ να διαβιβάζει πληροφορίες στα εθνικά δικαστήρια
21. |
Το καθήκον της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ να συνδράμει τα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού του ΕΟΧ αποτυπώνεται κυρίως στην υποχρέωσή της να τους διαβιβάζει τις πληροφορίες που κατέχει. Ένα εθνικό δικαστήριο δύναται να ζητήσει, παραδείγματος χάρη, από την Αρχή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της ή πληροφορίες διαδικαστικού χαρακτήρα, προκειμένου να μπορέσει να εξακριβώσει κατά πόσον δεδομένη απόφαση εκκρεμεί ενώπιον της Αρχής ή κατά πόσον η Αρχή έχει κινήσει διαδικασία σχετικά ή έχει λάβει θέση επ' αυτής. Ένα εθνικό δικαστήριο δύναται, επίσης, να ρωτήσει την Αρχή σχετικά με τον πιθανολογούμενο χρόνο έκδοσης απόφασης, ούτως ώστε να είναι σε θέση να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την τυχόν αναστολή της διαδικασίας ή αν επιβάλλεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων (47). |
22. |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την παροχή στο εκάστοτε εθνικό δικαστήριο των πληροφοριών που της έχει ζητήσει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης. Σε περίπτωση που η Αρχή πρέπει να ζητήσει από το εθνικό δικαστήριο να αποσαφηνίσει περαιτέρω το αίτημά του ή σε περίπτωση που η Αρχή πρέπει να έλθει σε συνεννόηση με εκείνους που επηρεάζονται άμεσα από την αποστολή των στοιχείων, η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή της παραλαβής των στοιχείων που έχουν ζητηθεί. |
23. |
Κατά τη διαβίβαση πληροφοριών στα εθνικά δικαστήρια, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ οφείλει να τηρεί τις εγγυήσεις που αναγνωρίζονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα βάσει του άρθρου 122 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρο 14 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (48). Βάσει του άρθρου 14 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, τα μέλη, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Αρχής οφείλουν να μην καθιστούν γνωστές πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Βάσει του άρθρου 122 της συμφωνίας ΕΟΧ, οι εκπρόσωποι, οι αντιπρόσωποι και οι εμπειρογνώμονες των συμβαλλομένων μερών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσης, να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες του είδους που καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα στοιχεία κόστους. Η υποχρέωση αυτή διατυπώνεται επίσης στο άρθρο 28 του κεφαλαίου II. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο ενδέχεται να είναι τόσο εμπιστευτικές πληροφορίες όσο και επιχειρηματικά απόρρητα. Τα επιχειρηματικά απόρρητα είναι πληροφορίες των οποίων όχι μόνο η κοινολόγηση στο ευρύ κοινό αλλά ακόμη και η απλή διαβίβαση σε άλλο πρόσωπο πλην αυτού που διέθεσε την εκάστοτε πληροφορία ενδέχεται να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα αυτού του τελευταίου προσώπου (49). |
24. |
Τα άρθρα 3 και 122 της συμφωνίας ΕΟΧ σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου δεν προβλέπουν απόλυτη απαγόρευση διαβίβασης από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στα εθνικά δικαστήρια πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων σχετικά με το καθήκον εντίμου συνεργασίας της Επιτροπής, η Αρχή θεωρεί ότι το καθήκον εντίμου συνεργασίας επιβάλλει και σε αυτήν την υποχρέωση να παρέχει στα εθνικά δικαστήρια οποιαδήποτε πληροφορία της ζητείται από αυτά, ακόμη και πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Ωστόσο, όταν η Αρχή παρέχει τη συνεργασία της στα εθνικά δικαστήρια, δεν της επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να υπονομεύει τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 122 της συμφωνίας ΕΟΧ και στο άρθρο 14 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. |
25. |
Συνεπώς, πριν από τη διαβίβαση σε εθνικό δικαστήριο πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υπενθυμίζει στο δικαστήριο την υποχρέωσή του, βάσει του δικαίου ΕΟΧ, να μεριμνά για τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα δυνάμει του άρθρου 122 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 14 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου και ρωτά το δικαστήριο κατά πόσον μπορεί και προτίθεται να εγγυηθεί την προστασία των τυχόν εμπιστευτικών πληροφοριών και επιχειρηματικών απορρήτων. Εάν το εθνικό δικαστήριο αδυνατεί να παράσχει τέτοια εγγύηση, η Αρχή δεν διαβιβάζει στο εθνικό δικαστήριο πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο (50). Η Αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες που της έχουν ζητηθεί μόνον εφόσον το εθνικό δικαστήριο έχει ήδη παράσχει την εγγύηση ότι θα προστατεύσει κάθε εμπιστευτική πληροφορία και επιχειρηματικό απόρρητο. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή επισημαίνει τα επί μέρους εκείνα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, καθώς και εκείνα που δεν καλύπτονται και επομένως μπορούν να κοινολογηθούν. |
26. |
Η κοινολόγηση πληροφοριών από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σε εθνικά δικαστήρια υπόκειται σε ορισμένες επιπλέον εξαιρέσεις. Ειδικότερα, η Αρχή δύναται να αρνηθεί τη διαβίβαση πληροφοριών σε εθνικά δικαστήρια για επιτακτικούς λόγους που σχετίζονται με την ανάγκη διασφάλισης των συμφερόντων του ΕΟΧ ή προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε ανάμειξη στη λειτουργία και ανεξαρτησία της, ιδίως με την υπονόμευση της εκπλήρωσης των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί (51). Επομένως, η Αρχή δεν διαβιβάζει σε εθνικά δικαστήρια πληροφορίες που της έχουν υποβληθεί οικειοθελώς από τον αιτούντα επιεική μεταχείριση δίχως τη συναίνεση του τελευταίου. |
2. Αίτηση γνωμοδότησης σχετικά με ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ
27. |
Όταν καλείται να εφαρμόσει τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του, ένα εθνικό δικαστήριο δύναται να ανατρέξει πρώτα στη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ, στη νομοθεσία ΕΟΧ, στις αποφάσεις, τις ανακοινώσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ που εντάσσονται στην εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (52), καθώς και στη σχετική νομολογία και τις αποφάσεις των κοινοτικών δικαστηρίων και της Επιτροπής που εφαρμόζουν το δίκαιο ΕΟΧ και το αντίστοιχο κοινοτικό δίκαιο. Εάν οι προαναφερθείσες πηγές δεν παρέχουν επαρκή καθοδήγηση, το εθνικό δικαστήριο δύναται να ζητήσει από την Αρχή να γνωμοδοτήσει σχετικά με ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ. Το εθνικό δικαστήριο δύναται να ζητήσει από την Αρχή να γνωμοδοτήσει επί οικονομικών ή νομικών ζητημάτων ή ζητημάτων που αφορούν πραγματικά περιστατικά (53). Η ευχέρεια αυτή δεν θίγει, βέβαια, τη δυνατότητα ή την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να ζητήσει την έκδοση συμβουλευτικής γνώμης από το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ σχετικά με την ερμηνεία ή την εγκυρότητα του δικαίου ΕΟΧ κατ' εφαρμογή του άρθρου 34 της συμφωνίας για Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. |
28. |
Για να είναι σε θέση η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ να παρέχει χρήσιμες γνώμες στα εθνικά δικαστήρια, δύναται να τους ζητά συμπληρωματικές πληροφορίες (54). Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την παροχή στο εκάστοτε εθνικό δικαστήριο της γνώμης που αυτό της έχει ζητήσει εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης. Εάν η Αρχή έχει ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το εθνικό δικαστήριο για να μπορέσει να διατυπώσει τη γνώμη της, η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή της παραλαβής των συμπληρωματικών στοιχείων. |
29. |
Όταν η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ γνωμοδοτεί, περιορίζεται στο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα αντικειμενικά στοιχεία ή τις οικονομικές ή νομικές διευκρινήσεις που έχουν ζητηθεί, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Εξάλλου, η γνώμη της Αρχής δεν είναι νομικώς δεσμευτική για το εθνικό δικαστήριο. |
30. |
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στο σημείο 19 της παρούσας ανακοίνωσης, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ δεν δέχεται σε ακρόαση τα μέρη προτού διατυπώσει τη γνώμη της στο εθνικό δικαστήριο. Αυτό το τελευταίο οφείλει να λάβει υπόψη τη γνώμη της Αρχής σύμφωνα με τους οικείους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, οι οποίοι πρέπει να συνάδουν με τις γενικές αρχές του δικαίου ΕΟΧ. |
3. Υποβολή παρατηρήσεων από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στο εθνικό δικαστήριο
31. |
Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 3 του κεφαλαίου II, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις επί ζητημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου 53 ή του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε εθνικό δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει τις συγκεκριμένες διατάξεις. Στο κεφάλαιο II γίνεται διάκριση μεταξύ γραπτών παρατηρήσεων, τις οποίες οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και η Αρχή μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και προφορικών παρατηρήσεων, οι οποίες επιτρέπεται να υποβληθούν μόνο με την έγκριση του εθνικού δικαστηρίου (55). |
32. |
Στο κεφάλαιο II ορίζεται ότι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υποβάλλει παρατηρήσεις μόνον όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Εφόσον αυτός είναι ο σκοπός της υποβολής παρατηρήσεων από την Αρχή, οι παρατηρήσεις αυτές περιορίζονται σε οικονομική και νομική ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που ισχύουν στην υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. |
33. |
Για να είναι σε θέση η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ να υποβάλει χρήσιμες παρατηρήσεις, είναι δυνατόν να ζητηθεί από τα εθνικά δικαστήρια να διαβιβάσουν τα ίδια ή να φροντίσουν για τη διαβίβαση στην Αρχή αντιγράφων όλων των εγγράφων που απαιτούνται για την αξιολόγηση της εκάστοτε υπόθεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κεφαλαίου II, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ χρησιμοποιεί τα εν λόγω έγγραφα μόνο για την προετοιμασία των παρατηρήσεών της. (56) |
34. |
Δεδομένου ότι το κεφάλαιο II δεν προβλέπει διαδικαστικές ρυθμίσεις για την υποβολή των παρατηρήσεων, οι σχετικές διαδικαστικές ρυθμίσεις καθορίζονται με βάση τους διαδικαστικούς κανόνες και τις πρακτικές των κρατών της ΕΖΕΣ. Εάν ένα κράτος της ΕΖΕΣ δεν έχει θεσπίσει ακόμη τις σχετικές διαδικαστικές ρυθμίσεις, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει για το ποιοι διαδικαστικοί κανόνες είναι κατάλληλοι για την υποβολή παρατηρήσεων στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του. |
35. |
Οι διαδικαστικές ρυθμίσεις πρέπει να συνάδουν με τις αρχές που διατυπώνονται στο σημείο 10 της παρούσας ανακοίνωσης. Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι διαδικαστικές ρυθμίσεις που διέπουν την υποβολή παρατηρήσεων σε ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ:
|
Β. ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΟΧ
36. |
Λαμβανομένου υπόψη ότι το καθήκον εντίμου συνεργασίας συνεπάγεται επίσης ότι οι αρχές των κρατών της ΕΖΕΣ συνδράμουν την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ με σκοπό την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας ΕΟΧ (58), στο κεφάλαιο II προβλέπονται τρία παραδείγματα τέτοιου είδους συνδρομής: (1) διαβίβαση των εγγράφων που απαιτούνται για την αξιολόγηση μιας υπόθεσης σε σχέση με την οποία η Αρχή επιθυμεί να υποβάλει παρατηρήσεις (βλ. σημείο 33)·(2) διαβίβαση δικαστικών αποφάσεων επί της εφαρμογής των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ· και (3) ρόλος των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο των ελέγχων που διενεργεί η Αρχή. |
1. Διαβίβαση αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων επί της εφαρμογής των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ
37. |
Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κεφαλαίου II, τα κράτη της ΕΖΕΣ αποστέλλουν στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ αντίγραφο οιασδήποτε έγγραφης απόφασης των εθνικών δικαστηρίων σχετικής με την εφαρμογή των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, το συντομότερο δυνατό μετά την κοινοποίηση στα μέρη της πλήρους έγγραφης απόφασης. Η διαβίβαση εθνικών δικαστικών αποφάσεων σχετικών με την εφαρμογή των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ και η συνακόλουθη πληροφόρηση για διαδικασίες που διεξάγονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων επιτρέπουν, πρωτίστως, στην Αρχή να ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με υποθέσεις σε σχέση με τις οποίες ενδείκνυται ενδεχομένως να υποβάλει παρατηρήσεις σε περίπτωση που ένας εκ των διαδίκων ασκήσει έφεση κατά της δικαστικής απόφασης. |
2. Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο των ελέγχων που διενεργεί η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ
38. |
Τέλος, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο κατά τους ελέγχους που διενεργεί η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων εξαρτάται από το εάν οι έλεγχοι διενεργούνται στους χώρους των επιχειρήσεων ή σε άλλους χώρους εκτός των επιχειρήσεων. |
39. |
Σε ό,τι αφορά τους ελέγχους που διενεργούνται στους χώρους των επιχειρήσεων, η εθνική νομοθεσία ενδέχεται να ορίζει ως υποχρεωτική τη χορήγηση άδειας από εθνικό δικαστήριο προκειμένου να καταστεί δυνατό για μια εθνική αρχή επιβολής του νόμου να συνδράμει την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σε περίπτωση που η οικεία επιχείρηση εναντιώνεται στον έλεγχο. Η εν λόγω άδεια μπορεί επίσης να ζητηθεί ως προληπτικό μέτρο. Κατά την εξέταση της σχετικής αίτησης, το εθνικό δικαστήριο έχει το δικαίωμα να ελέγξει κατά πόσον η απόφαση της Αρχής για τη διενέργεια ελέγχου είναι πραγματική και να βεβαιωθεί ότι τα σχεδιαζόμενα αναγκαστικά μέτρα δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά αυστηρά σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων καταναγκασμού, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από την Αρχή, απ' ευθείας ή μέσω της εθνικής αρχής ανταγωνισμού, λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως για τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έχει υπόνοιες ότι υπάρχει παράβαση των άρθρων 53 και 54 της συνθήκης ΕΟΧ, καθώς και για τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της εμπλοκής της συγκεκριμένης επιχείρησης (59). |
40. |
Σε ό,τι αφορά τους ελέγχους που δεν διενεργούνται σε χώρους επιχειρήσεων, το κεφάλαιο II ορίζει ότι για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ με την οποία διατάσσεται η διενέργεια του ελέγχου, είναι υποχρεωτική η λήψη αδείας από εθνικό δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δικαστήριο δύναται να ελέγξει τη γνησιότητα της απόφασης της Αρχής για τη διενέργεια ελέγχου και να βεβαιωθεί ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα καταναγκασμού δεν είναι αυθαίρετα ούτε υπερβολικά αυστηρά σε σχέση, ιδίως, με τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης, τη σπουδαιότητα των αναζητούμενων αποδεικτικών στοιχείων, τη συμμετοχή της συγκεκριμένης επιχείρησης και την εύλογη πιθανότητα να φυλάσσονται πράγματι λογιστικά βιβλία και στοιχεία συναφή προς το αντικείμενο του ελέγχου στους χώρους για τους οποίους ζητείται η άδεια. Το εθνικό δικαστήριο δύναται να ζητήσει από την Αρχή, είτε απευθείας είτε διαμέσου της εθνικής αρχής ανταγωνισμού, λεπτομερείς εξηγήσεις για τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα για τον έλεγχο της αναλογικότητας των σχεδιαζόμενων μέτρων καταναγκασμού (60). |
41. |
Και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 39 και 40, το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ ή την αναγκαιότητα του ελέγχου, ούτε να ζητήσει να του παρασχεθούν στοιχεία από το φάκελο της Αρχής (61). Επιπλέον, το καθήκον εντίμου συνεργασίας υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να λάβει απόφαση εντός της ενδεδειγμένης προθεσμίας, ούτως ώστε να καταστεί δυνατό για την Αρχή να διενεργήσει αποτελεσματικά τον έλεγχο (62). |
IV. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
42. |
Η έκδοση της παρούσας ανακοίνωσης αποσκοπεί να συνδράμει τα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Δεν είναι δεσμευτική για τα εθνικά δικαστήρια ούτε θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών της ΕΖΕΣ και των φυσικών και νομικών προσώπων βάσει του δικαίου ΕΟΧ. |
43. |
Η παρούσα ανακοίνωση αντικαθιστά την ανακοίνωση του 1995 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (63). |
(1) ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 54.
(2) Για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης, οποιαδήποτε αναφορά στα κράτη της ΕΖΕΣ αφορά τα κράτη της ΕΖΕΣ στα οποία έχει αρχίσει να ισχύει η συμφωνία ΕΟΧ.
(3) Η αρμοδιότητα της εξέτασης μεμονωμένων υποθέσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ κατανέμεται μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και της Επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Αρμόδια για κάθε υπόθεση είναι μόνον μία από τις εποπτεύουσες αρχές.
(4) Για τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστεί ποιες οντότητες μπορούν να θεωρηθούν ως δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 34 της συμφωνίας περί Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, Υπόθεση E-1/94 Ravintoloitsijain Liiton Kustannus Oy Restamark, Έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1994-1995], σ. 15 και απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Υπόθεση C-516/99 Schmid [2002] Συλλογή I-4573, σκέψη 34: «το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ένα σύνολο στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ' αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του». Όσον αφορά τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων, το άρθρο 6 της συμφωνίας ΕΟΧ ορίζει ότι, με επιφύλαξη μελλοντικών εξελίξεων της νομολογίας, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, στο μέτρο που είναι ταυτόσημες στο γράμμα με τους αντίστοιχους κανόνες της συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, καθώς και με πράξεις που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή των δύο αυτών συνθηκών, κατά την εκτέλεση και εφαρμογή τους, ερμηνεύονται σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ΕΟΧ. Όσον αφορά σχετικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά την υπογραφή της συμφωνίας ΕΟΧ, από το άρθρο 3, παράγραφος 2 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο ΕΖΕΣ θα λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις αρχές που θεσπίζονται σ' αυτές.
(5) Όταν τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου 4 της Συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, το κεφάλαιο ΙΙ του Πρωτοκόλλου 4 της Συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου αντιπροσώπευε σε μεγάλο βαθμό τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1) για τον πυλώνα της ΕΖΕΣ.
(6) Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ για τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ, μη δημοσιευθείσα ακόμη.
(7) Η δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων εξαρτάται από τους εθνικούς κανόνες δικαιοδοσίας, τους σχετικούς κανόνες του ΕΟΧ και από τους διεθνείς κανόνες δικαιοδοσίας.
(8) Βλέπε άρθρο 6 του κεφαλαίου ΙΙ.
(9) Βλέπε άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο ε) της συμφωνίας ΕΟΧ που ορίζει ότι η καθιέρωση συστήματος που εξασφαλίζει τη μη στρέβλωση του ανταγωνισμού καθώς και την υπό ίσους όρους τήρηση των συναφών κανόνων είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας ΕΟΧ, Υπόθεση E-8/00 Landsorganisasjonen i Norge with Norsk Kommuneforbund, Έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [2002], σ. 114 παράγραφος 40.
(10) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-430/93 και C-431/93 van Schijndel [1995] Συλλογή I-4705, 13 έως15 και 22.
(11) Η κατάσταση διαφέρει όσον αφορά μη εφαρμοστέους κανόνες ΕΟΧ. Όπως προκύπτει από το άρθρο 7 και το πρωτόκολλο 35 της Συμφωνίας ΕΟΧ, το δίκαιο ΕΟΧ δεν συνεπάγεται μεταβίβαση νομοθετικών αρμοδιοτήτων. Το πρωτόκολλο 35 της συμφωνίας ΕΟΧ υποχρεώνει τα κράτη της ΕΖΕΣ να διασφαλίζουν, εάν χρειαστεί με τη θέσπιση ξεχωριστής νομοθετικής διάταξης, ότι σε περιπτώσεις που είναι δυνατόν να συγκρουστούν εφαρμοστέοι κανόνες του ΕΟΧ με άλλες νομοθετικές διατάξεις, υπερισχύουν οι κανόνες του ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, το δίκαιο του ΕΟΧ δεν ορίζει ότι τα οι ιδιώτες και οι οικονομικοί φορείς δύνανται να επικαλούνται απευθείας τους μη εφαρμοστέους κανόνες του ΕΟΧ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Συγχρόνως, ωστόσο, όπως προκύπτει από τον γενικό στόχο της συμφωνίας ΕΟΧ για τη θέσπιση δυναμικής και ομοιογενούς αγοράς, τη συνεπαγόμενη έμφαση στη δικαστική υπεράσπιση και στην επιβολή της εφαρμογής των δικαιωμάτων των ατόμων, καθώς και από την αρχή της αποτελεσματικότητας του διεθνούς δημόσιου δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια θα λαμβάνουν υπόψη κάθε σχετικό στοιχείο του δικαίου ΕΟΧ, ανεξαρτήτως εάν έχει εφαρμοστεί, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, Case E-4/01 Karl K. Karlsson, Συλλογή του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ [2002], σ. 240, παράγραφος 28.
(12) Σύμφωνα με την τελευταία πρόταση της αιτιολογικής σκέψης 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε φυσικά πρόσωπα, εκτός εάν οι κυρώσεις αυτές συνιστούν το μέσον δια του οποίου επιβάλλονται οι κανόνες ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις. Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θεωρεί ομοίως ότι το κεφάλαιο II δεν εφαρμόζεται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις σε κράτη της ΕΖΕΣ τα οποία επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε φυσικά πρόσωπα, εκτός εάν οι κυρώσεις αυτές συνιστούν το μέσον δια τού οποίου επιβάλλονται οι κανόνες ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις.
(13) Υπόθεση T-24/90 Automec [1992] ΣΥΛΛΟΓΗ II-2223, παράγραφος 85.
(14) Για περαιτέρω αποσαφήνιση της έννοιας του «επηρεασμού του εμπορίου», βλέπε την ανακοίνωση για το συγκεκριμένο θέμα (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην ΕΕ).
(15) Άρθρο 3 παράγραφος 1 του κεφαλαίου II.
(16) Βλέπε επίσης την ανακοίνωση για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην ΕΕ).
(17) Βλέπε σχετικά υπόθεση E-1/94 Restamark, την ανωτέρω υποσημείωση 4 και την υπόθεση 14/68 Walt Wilhelm [1969] Συλλογή 1 και τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 253/78 και 1 έως 3/79 Giry and Guerlain [1980] Συλλογή 2327, 15 έως 17.
(18) Βλέπε σχετικά υπόθεση E-1/94 Restamark, την ανωτέρω υποσημείωση 4 και την υπόθεση C-198/01, Consorzio Industrie Fiammiferi (CIF) [2003] Συλλογή 49. Βλέπε επίσης την ανωτέρω υποσημείωση 11.
(19) Π.χ. ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να κληθεί να μεριμνήσει για την εκτέλεση απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ βάσει των άρθρων 7 έως 10, 23 και 24 του κεφαλαίου II.
(20) Βλέπε π.χ. την υπόθεση 5/88 Wachauf [1989] Συλλογή 2609, 19
(21) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-215/96 και C-216/96 Bagnasco [1999] Συλλογή I-135, 50.
(22) Βλέπε υποσημείωση 4 της παρούσας ανακοίνωσης.
(23) Υπόθεση 63/75 Fonderies Roubaix [1976] Συλλογή 111, 9 έως 11 και υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 46.
(24) Σχετικά με την παράλληλη ή διαδοχική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ από τα εθνικά δικαστήρια και την Αρχή, βλέπε επίσης τα σημεία 11 έως 14.
(25) Υπόθεση 66/86 Ahmed Saeed Flugreisen [1989] Συλλογή 803, 27 και υπόθεση C-234/89 Δελίτης [1991] Συλλογή I-935, 50. Κατάλογος των κατευθυντηρίων γραμμών και ανακοινώσεων της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού, καθώς και των ενσωματωμένων πράξεων στη συμφωνία ΕΟΧ για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών επισυνάπτεται στην παρούσα ανακοίνωση.
(26) Περί της ευχέρειας των εθνικών δικαστηρίων να ζητούν γνωμοδότηση από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, βλέπε επίσης τα σημεία 27 έως 30.
(27) Σχετικά με την υποβολή παρατηρήσεων, βλέπε επίσης τα σημεία 31 έως 35 της παρούσας ανακοίνωσης.
(28) Βλέπε σημείο 3 της παρούσας ανακοίνωσης και την υποσημείωση 11.
(29) Υπόθεση 68/88 Επιτροπή κατά Ελλάδος [1989] Συλλογή 2965, 23 έως 25.
(30) Για το θέμα της αποζημίωσης για παράβαση που έχει διαπράξει κράτος της ΕΖΕΣ και για τις προϋποθέσεις που διέπουν την ευθύνη του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις, βλέπε υπόθεση E-9/97 Erla Maria Sveinbjφrnsdσttir, Συλλογή Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ [1995], σ. 95, παράγραφος 66 και υπόθεση E-4/01 Karl K. Karlsson hf, υποσημείωση 11 ανωτέρω. Για το θέμα της αποζημίωσης για παραβάσεις επιχειρήσεων βλέπε υπόθεση C-453/99 Courage and Crehan [2001] Συλλογή 6297, 26 και 27. Για το θέμα της αποζημίωσης για παράβαση που έχει διαπράξει κράτος μέλος ή αρχή η οποία αποτελεί προέκταση του κράτους και για τις προϋποθέσεις που διέπουν την ευθύνη του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις, βλέπε π.χ. τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90 Francovich [1991] Συλλογή I-5357, 33 έως 36· υπόθεση C-271/91 Marshall κατά Southampton and South West Hampshire Area Health Authority [1993] Συλλογή I-4367, 30 και 34 έως 35· συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pκcheur and Factortame [1996] Συλλογή I-1029· υπόθεση C-392/93 British Telecommunications [1996] Συλλογή I-1631, 39 έως 46 και συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-178/94, C-179/94 και C-188/94 έως 190/94 Dillenkofer [1996] Συλλογή I-4845, 22 έως 26 και 72.
(31) Βλέπε π.χ. την υπόθεση E-4/01 Karl K. Karlsson hf, ανωτέρω υποσημείωση 11, 33· υπόθεση 33/76 Rewe [1976] Συλλογή 1989, 5· υπόθεση 45/76 Comet [1976] Συλλογή 2043, 12 και υπόθεση 79/83 Harz [1984] Συλλογή 1921, 18 και 23.
(32) Βλέπε π.χ. την υπόθεση E-4/01 Karl K. Karlsson hf, ανωτέρω υποσημείωση 11, 33· την υπόθεση 33/76 Rewe [1976] Συλλογή 1989, 5· την υπόθεση 158/80 Rewe [1981] Συλλογή 1805, 44· την υπόθεση 199/82 San Giorgio [1983] Συλλογή 3595, 12 και την υπόθεση C-231/96 Edis [1998] Συλλογή I-4951, 36 και 37.
(33) Βλέπε σημείο 6 και υποσημείωση 11 ανωτέρω.
(34) Το άρθρο 11 παράγραφος 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 40 παράγραφοι 3 και 4 του κεφαλαίου II πρέπει να εμποδίζει την εκ παραλλήλου εφαρμογή των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν αυτό το τελευταίο έχει οριστεί ως εθνική αρχή ανταγωνισμού.
(35) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους κατ' εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν επιπλέον, να λαμβάνουν υπόψη τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, ούτως ώστε να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδεχομένως συγκρούονται με αποφάσεις που λαμβάνει ή σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή, Υπόθεση C-234/89, Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 47.
(36) Άρθρο 16 παράγραφος 1 του κεφαλαίου II.
(37) Η Αρχή δίδει δημοσιότητα στην κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ' εφαρμογή των άρθρων 7 έως 10 του κεφαλαίου II (βλ. άρθρο 2 παράγραφος 2 του κεφαλαίου III). Κατά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η κίνηση διαδικασίας ισοδυναμεί με πράξη άσκησης εξουσίας από την πλευρά της Επιτροπής, η οποία πιστοποιεί την πρόθεσή της να προβεί στην έκδοση απόφασης (υπόθεση 48/72 Brasserie de Haecht [1973] Συλλογή 77, 16).
(38) Υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 53, και συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-319/93, C-40/94 και C-224/94 Dijkstra [1995] Συλλογή I-4471, 34 Για το συγκεκριμένο θέμα, βλ. επίσης το σημείο 21 της παρούσας ανακοίνωσης.
(39) Βλέπε άρθρο 16 παράγραφος 1 του κεφαλαίου II και υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 47 και υπόθεση C-344/98 Masterfoods [2000] Συλλογή I-11369, 51.
(40) Υπόθεση 314/85 Foto-Frost [1987] Συλλογή 4199, 12 έως 20.
(41) Βλέπε άρθρο 16 παράγραφος 1 του κεφαλαίου II και υπόθεση C-344/98 Masterfoods [2000] Συλλογή I-11369, 52 έως 59.
(42) Υπόθεση C-344/98 Masterfoods [2000] Συλλογή I-11369, 58.
(43) Υπόθεση C-2/88 Imm Zwartveld [1990] Συλλογή I-3365, 16 έως 22 και υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 53.
(44) C-94/00 Roquette Frères [2002] Συλλογή 9011, 31.
(45) Σχετικά με τη συμβατότητα των εθνικών αυτών διαδικαστικών κανόνων με τις γενικές αρχές του δικαίου ΕΟΧ, βλέπε σημεία 9 και 10 της παρούσας ανακοίνωσης.
(46) Σχετικά με τα εν λόγω καθήκοντα, βλέπε τα σημεία 23 έως 26 της παρούσας ανακοίνωσης.
(47) Υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 53 και συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-319/93, C-40/94 και C-224/94 Dijkstra [1995] Συλλογή I-4471, 34.
(48) Υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 53.
(49) Υπόθεση T-353/94 Postbank [1996] Συλλογή II-921, 86 και 87 και υπόθεση 145/83 Adams [1985] Συλλογή 3539, 34.
(50) Υπόθεση C-2/88 Zwartveld [1990] Συλλογή I-4405, 10 και 11 και υπόθεση T-353/94 Postbank [1996] Συλλογή II-921, 93.
(51) Υπόθεση C-2/88 Zwartveld [1990] Συλλογή I-4405, 10 και 11 υπόθεση C-275/00 First and Franex [2002] Συλλογή I-10943, 49 και υπόθεση T-353/94 Postbank [1996] Συλλογή II-921, 93.
(52) Βλέπε σημείο 8 της παρούσας ανακοίνωσης.
(53) Υπόθεση C-234/89 Δελιμίτης [1991] Συλλογή I-935, 53 και συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-319/93, C-40/94 και C-224/94 Dijkstra [1995] Συλλογή I-4471, 34.
(54) Πρβλ. την υπόθεση 96/81 Επιτροπή κατά των Κάτω Χωρών [1982] Συλλογή 1791, 7 και την υπόθεση 272/86 Επιτροπή κατά Ελλάδας [1988] Συλλογή 4875, 30.
(55) Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 4 του κεφαλαίου II, η ρύθμιση αυτή δεν θίγει την ευρύτερη αρμοδιότητα υποβολής παρατηρήσεων ενώπιον του δικαστηρίου την οποία παρέχει στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού η εθνική τους νομοθεσία.
(56) Βλέπε επίσης το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κεφαλαίου II, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ να δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που συγκεντρώνει και οι οποίες καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.
(57) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 46/87 και 227/88 Hoechst [1989] Συλλογή 2859, 33. Βλέπε επίσης άρθρο 15 παράγραφος 3 του κεφαλαίου II.
(58) Υπόθεση C-69/90, Επιτροπή κατά Ιταλίας, [1991] Συλλογή 6011, 15.
(59) Άρθρο 20 παράγραφοι 6 έως 8 του κεφαλαίου II και υπόθεση C-94/00 Roquette Frères [2002] Συλλογή 9011
(60) Άρθρο 21 παράγραφος 3 του κεφαλαίου II.
(61) Υπόθεση C-94/00 Roquette Frères [2002] Συλλογή 9011, 39 και 62 έως 66.
(62) Αυτ. βλέπε επίσης 91 και 92
(63) ΕΕ C 112 της 4.5.1995, σ. 7.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΝ ΣΕ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΟΧ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ
Ο κατάλογος που ακολουθεί διατίθεται επίσης ενημερωμένος στον δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ στη διεύθυνση:
http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldcompetition/otherpublications/dbaFile1127.html
Α. Κανόνες που δεν αφορούν συγκεκριμένους κλάδους
1. Ανακοινώσεις γενικού χαρακτήρα
— |
Ανακοίνωση για τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του ΕΟΧ (ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 48 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 28 της 16.7.1998, σ. 3). |
— |
Ανακοίνωση σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας, οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (de minimis) (ΕΕ C 67 της 20.3.2003, σ. 20 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 15 της 20.3.2003, σ. 11). |
— |
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, που περιέχεται στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, μη δημοσιευθείσες ακόμη. |
— |
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, μη δημοσιευθείσες ακόμη. |
— |
Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία εντός του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού της ΕΖΕΣ, μη δημοσιευθείσα ακόμη. |
— |
Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, μη δημοσιευθείσα ακόμη. |
— |
Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού κατά την εξέταση υποθέσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, μη δημοσιευθείσα ακόμη. |
2. Κάθετες συμφωνίες
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2790/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 336 της 29.12.1999, σ. 21), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Β, σημείο 2 του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ, που αντικαταστάθηκε με την απόφαση αριθ. 18/2000 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, L 103 της 12.4.2001, σ. 36 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 20 της 12.4.2001, σ. 179. |
— |
Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς (ΕΕ C 122 της 23.5.2002, σ. 1 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 26 της 23.5.2002, σ. 7). |
3. Συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2658/2000 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2000, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών εξειδίκευσης (ΕΕ L 304 της 5.12.2000, σ. 3), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Δ, σημείο 6 του παραρτήματος IX της συμφωνίας ΕΟΧ, που αντικαταστάθηκε με την απόφαση αριθ. 113/2000 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 52 της 22.2.2001, σ. 38 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 9 της 22.2.2001, σ. 5. |
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2659/2000 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2000, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης (ΕΕ L 304 της 5.12.2000, σ. 7), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Δ, σημείο 7 του παραρτήματος IX της συμφωνίας ΕΟΧ (που αντικαταστάθηκε με την απόφαση αριθ. 113/2000 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, L 52 της 22.2.2001, σ. 38 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 9 της 22.2.2001, σ. 5). |
— |
Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας·(ΕΕ C 266 της 31.10.2002, σ. 1 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 55 της 31.10.2002, σ. 1). |
4. Συμφωνίες αδειών εκμετάλλευσης για τη μεταφορά τεχνολογίας
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 772/2004 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 11), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Γ, σημείο 5 του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ και προστέθηκε με την απόφαση 42/2005 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, μη δημοσιευθείσα ακόμη. |
Β. Κανόνες που αφορούν συγκεκριμένους τομείς
1. Ασφάλειες
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 358/2003 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων (ΕΕ L 53 της 28.2.2003, σ. 8) ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Ι, σημείο 15β του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ, που προστέθηκε με την απόφαση αριθ. 82/2000 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ (L 257 της 9.10.2003, σ. 37 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 51 της 9.10.2003, σ.24). |
2. Αυτοκινητοβιομηχανία
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1400/2002 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας (ΕΕ L 203 της 1.8.2002, σ. 30), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Β, σημείο 4β του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ, που προστέθηκε με την απόφαση αριθ. 136/2002 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, L 336 της 12.12.2002, σ. 38 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 61 της 12.12.2002, σ.31. |
3. Τηλεπικοινωνίες
— |
Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (ΕΕ L 153 της 18.6.1994, σ. 35 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 15 της 18.6.1994, σ. 34). |
4. Μεταφορές
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1617/93 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που αφορούν τον από κοινού προγραμματισμό και συντονισμό των δρομολογίων, την από κοινού εκμετάλλευση διαδρομών, τις διαβουλεύσεις για τους ναύλους μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων στις τακτικές αεροπορικές γραμμές και την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης στους αερολιμένες (ΕΕ L 155 της 26.6.1993, σ. 18-22), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Ζ, σημείο 11β του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ, που προστέθηκε με την απόφαση αριθ. 7/1994 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ και τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 65/1996 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 71 της 13.3,1997, σ. 38 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 11 της 13.3.1997, σ. 41, με την απόφαση αριθ. 87/1999 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 296 της 23.11.2000, σ. 47 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 54 της 23.11.2000, σ. 268 (ισλανδική γλώσσα) και Del 2, σ. 232 (νορβηγική γλώσσα) και με την απόφαση αριθ. 96/2001 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 251 της 20.9.2001, σ. 23 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 47 της 20.9.2001, σ. 10. |
— |
Πράξη που αντιστοιχεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες) (ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 24), ο οποίος αναφέρεται στο κεφάλαιο Ζ σημείο 11γ του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ, που προστέθηκε με την απόφαση αριθ. 12/1996 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 124 της 23.5.1996, σ. 13 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 22 της 23.5.1996, σ. 54, και αντικαταστάθηκε με την απόφαση αριθ. 49/2000 της Μικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, ΕΕ L 237 της 21.9.2000, σ. 60 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της ΕΕ 42 της 21.9.2000, σ. 3. |
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/32 |
Κοινοποίηση προς τις νορβηγικές αρχές σχετικά με τις περιφερειακά διαφοροποιημένες συνεισφορές κοινωνικής ασφάλισης
Η εποπτεύουσα αρχή της ΕΖΕΣ αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις κατά του κοινοποιηθέντος μέτρου
(2006/C 305/11)
Ημερομηνία έγκρισης:
Κράτος ΕΖΕΣ: Νορβηγία
Υπόθεση αριθ.: 59280
Τίτλος: Περιφερειακά διαφοροποιημένες συνεισφορές κοινωνικής ασφάλισης
Στόχος: Μείωση ή πρόληψη της μείωσης του πληθυσμού στις ελάχιστα κατοικημένες περιοχές στη Νορβηγία με τη δημιουργία κινήτρων απασχόλησης στις περιοχές αυτές.
Νομική βάση: Άρθρο 1 του ετήσιου ψηφίσματος του Κοινοβουλίου σχετικά με τις τιμές για τις συνεισφορές κοινωνικής ασφάλισης κλπ., και τμήμα 23-2 της πράξης αριθ. 19 της 28ης Φεβρουαρίου 1997 σχετικά με το εθνικό σύστημα ασφάλισης (Folketrygdloven)
Προϋπολογισμός: Περίπου 8,5 δισεκατομμύρια NOK (κατά προσέγγιση 1 δισεκατομμύριο EUR) ετησίως
Διάρκεια: Από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31η Δεκεμβρίου 2013
Το αυθεντικό κείμενο της απόφασης, χωρίς τις πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, υπάρχει στην ακόλουθη διεύθυνση:
http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/stateaidregistry/
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/33 |
Κατώτατα όρια στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων
(2006/C 305/12)
Τα κατώτατα όρια που ισχύουν σύμφωνα με την πράξη που αναφέρεται στο σημείο 2 (1) του παραρτήματος XVI της συμφωνίας ΕΟΧ [οδηγία 2004/18/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2083/2005 της Επιτροπής] και την Πράξη που αναφέρεται στο σημείο 4 (2) του παραρτήματος XVI της συμφωνίας ΕΟΧ [οδηγία 2004/17/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2083/2005 της Επιτροπής], είναι τα ακόλουθα:
Ευρώ |
Κορώνες Ισλανδίας |
Φράγκα Ελβετίας (Λιχτενστάιν) |
Κορώνες Νορβηγίας |
80 000 |
6 812 745 |
123 725 |
660 000 |
137 000 |
11 666 826 |
211 880 |
1 130 250 |
211 000 |
17 968 616 |
326 326 |
1 740 750 |
422 000 |
35 937 233 |
652 652 |
3 481 500 |
1 000 000 |
85 159 320 |
1 546 570 |
8 250 000 |
5 278 000 |
449 470 890 |
8 162 796 |
43 543 500 |
(1) Όπως τροποποιήθηκε από τις αποφάσεις της μικτής επιτροπής του ΕΟΧ αριθ. 68/2006 και αριθ. 69/2006, της 2ας Ιουνίου 2006, που τροποποιούν το παράρτημα XVI (δημόσιες συμβάσεις) της συμφωνίας ΕΟΧ.
(2) Idem.
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/34 |
Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με την ανεπίσημη καθοδήγηση ως προς καινοφανή ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε μεμονωμένες περιπτώσεις (επιστολές καθοδήγησης)
(2006/C 305/13)
Α. |
Η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται βάσει των κανόνων της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (εφεξής«Συμφωνία ΕΟΧ») και της Συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής«συμφωνία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου»). |
Β. |
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής «η Επιτροπή») εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ανεπίσημη καθοδήγηση ως προς καινοφανή ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ σε μεμονωμένες περιπτώσεις (επιστολές καθοδήγησης)» (1) Αυτή η μη δεσμευτική πράξη περιλαμβάνει αρχές και κανόνες τους οποίους ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξηγεί επίσης τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή σκοπεύει να παράσχει άτυπες οδηγίες σε επιχειρήσεις. |
Γ. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι η προαναφερόμενη πράξη αφορά τον ΕΟΧ. Στην προσπάθειά της να διατηρήσει τους ίδιους όρους ανταγωνισμού και να διασφαλίσει ενιαία εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η Αρχή εγκρίνει την παρούσα ανακοίνωση ασκώντας την εξουσία που της παρέχεται με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Προτίθεται μάλιστα να τηρεί τους κανόνες και τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση όταν θα εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες ανταγωνισμού ΕΟΧ σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση (2). |
Δ. |
Ειδικότερα, ο σκοπός της ανακοίνωσης είναι να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ σκοπεύει να παράσχει άτυπες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση. |
Ε. |
Η παρούσα ανακοίνωση αφορά υποθέσεις στις οποίες η Αρχή αποτελεί την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 56 της συμφωνίας ΕΟΧ. |
I. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ Ι ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ 4 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
1. |
Το κεφάλαιο ΙΙ του Μέρους Ι του Πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3) (εφεξής «Κεφάλαιο ΙΙ») καθορίζει νέο σύστημα εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ στον πυλώνα ΕΖΕΣ. Ενώ σκοπό έχει την εκ νέου εστίαση στο πρωταρχικό καθήκον της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, το Κεφάλαιο ΙΙ δημιουργεί και ασφάλεια δικαίου, στο μέτρο που προβλέπει ότι οι συμφωνίες (4) που εμπίπτουν μεν στο άρθρο 53 παράγραφος 1 αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 53 παράγραφος 3, είναι έγκυρες και πλήρως εφαρμόσιμες εξ υπαρχής, χωρίς να απαιτείται εκ των προτέρων η έκδοση απόφασης από αρχή ανταγωνισμού (άρθρο 1 του Κεφαλαίου ΙΙ). |
2. |
Το πλαίσιο του Κεφαλαίου ΙΙ, ενώ εισάγει ένα σύστημα όπου η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ και τα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ μπορούν να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 καθ' ολοκληρίαν, περιορίζει τους κινδύνους μη ενιαίας εφαρμογής με σειρά μέτρων, με τα οποία εξασφαλίζει την πρωταρχική πλευρά της ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις, δηλαδή ότι οι κανόνες ανταγωνισμού εφαρμόζονται με ενιαίο τρόπο σε ολόκληρο το έδαφος που καλύπτεται από τη συμφωνία ΕΟΧ. |
3. |
Οι επιχειρήσεις είναι εν γένει σε θέση να αξιολογούν τη νομιμότητα των ενεργειών τους κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες αποφάσεις σχετικά με την υιοθέτηση μιας συμφωνίας ή μιας πρακτικής, καθώς και με τη μορφή που αυτή πρέπει να έχει. Βρίσκονται κοντά στα πραγματικά περιστατικά και έχουν στη διάθεσή τους το πλαίσιο των πράξεων που αντιστοιχούν στους κανονισμούς απαλλαγής κατά κατηγορία της Κοινότητας που αναφέρονται στο παράρτημα XIV της συμφωνίας ΕΟΧ (εφεξής «απαλλαγές κατά κατηγορία»), της νομολογίας και της πάγιας πρακτικής, καθώς και τις αναλυτικές οδηγίες που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές και στις ανακοινώσεις της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ (5). |
4. |
Παράλληλα με τη μεταρρύθμιση των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 μέσω του Κεφαλαίου ΙΙ και των υφιστάμενων απαλλαγών κατά κατηγορίες, οι ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ αναθεωρήθηκαν με σκοπό την παροχή περαιτέρω συνδρομής στους οικονομικούς παράγοντες κατά την αυτοαξιολόγησή τους. Επίσης, η Αρχή εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 (6). Έτσι, οι επιχειρήσεις μπορούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, να αξιολογούν αξιόπιστα τις συμφωνίες τους με γνώμονα το άρθρο 53. Επιπλέον, η Αρχή θα επιβάλει πρόστιμα μεγαλύτερα των συμβολικών (7) μόνο στις περιπτώσεις όπου έχει αναγνωρισθεί, είτε σε οριζόντιες νομοθετικές πράξεις είτε στη νομολογία και την πάγια πρακτική, ότι μια συμπεριφορά συνιστά παράβαση. |
5. |
Στις τυχόν περιπτώσεις στις οποίες, παρά τα προαναφερθέντα στοιχεία, γεννάται πραγματική αβεβαιότητα επειδή ανακύπτουν καινοφανή ή ανεπίλυτα ζητήματα εφαρμογής των άρθρων 53 και 54, μεμονωμένες επιχειρήσεις ίσως θελήσουν να ζητήσουν άτυπες οδηγίες από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή το θεωρεί ενδεδειγμένο, και με γνώμονα τις προτεραιότητες εφαρμογής, είναι δυνατόν να παρέχει τέτοιες οδηγίες ως προς τα καινοφανή ζητήματα ερμηνείας των άρθρων 53 ή/και 54 σε γραπτή δήλωση (επιστολή καθοδήγησης). Η παρούσα ανακοίνωση εκθέτει τις λεπτομέρειες της σχετικής διαδικασίας. |
ΙΙ. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ
6. |
Το Κεφάλαιο ΙΙ εξουσιοδοτεί την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να διώκει αποτελεσματικά τις παραβιάσεις των άρθρων 53 και 54 και να επιβάλλει κυρώσεις (8). Ένας μείζων στόχος του Κεφαλαίου ΙΙ είναι η διασφάλιση αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ μέσω της κατάργησης του συστήματος των εκ των προτέρων κοινοποιήσεων, οπότε η Αρχή θα μπορεί να εστιάσει την πολιτική εφαρμογής στις περισσότερο σοβαρές παραβάσεις. |
7. |
Ενώ το Κεφάλαιο ΙΙ ισχύει με την επιφύλαξη της δυνατότητας της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ να παρέχει άτυπες οδηγίες σε μεμονωμένες επιχειρήσεις, όπως καθορίζεται στην παρούσα ανακοίνωση, ο πρωταρχικός στόχος του Κεφαλαίου ΙΙ είναι η εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων και δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τη δυνατότητα παροχής άτυπων οδηγιών. Εν πάση περιπτώσει, η Αρχή μπορεί να παρέχει άτυπες οδηγίες σε μεμονωμένες επιχειρήσεις μόνο εφόσον τούτο είναι συμβατό με τις προτεραιότητες που θέτει κατά την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. |
8. |
Με την επιφύλαξη του σημείου 7, οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ λαμβάνει αίτημα για την έκδοση επιστολής καθοδήγησης, εξετάζει αν είναι ενδεδειγμένη η διεκπεραίωση ενός τέτοιου αιτήματος. Η έκδοση μιας επιστολής καθοδήγησης είναι δυνατόν να εξεταστεί ευνοϊκά μόνο εφόσον ικανοποιούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:
|
9. |
Επιπλέον, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν θα εξετάζει αιτήματα έκδοσης επιστολής καθοδήγησης στις ακόλουθες περιπτώσεις:
|
10. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν θα εξετάζει υποθετικά ερωτήματα ούτε θα εκδίδει επιστολές καθοδήγησης για συμφωνίες ή πρακτικές που δεν εφαρμόζονται πλέον από τα εμπλεκόμενα μέρη. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις είναι δυνατόν να ζητήσουν την έκδοση επιστολής καθοδήγησης από την Αρχή σε σχέση με ζητήματα που ανακύπτουν από σχεδιαζόμενη συμφωνία ή πρακτική, δηλαδή πριν προβούν στην υλοποίηση αυτής της συμφωνίας ή πρακτικής. Στην περίπτωση αυτή, η οικονομική πράξη πρέπει να έχει προχωρήσει σε βαθμό επαρκή για να εξεταστεί σχετικό αίτημα. |
11. |
Ένα αίτημα έκδοσης επιστολής καθοδήγησης υποβάλλεται με την επιφύλαξη των εξουσιών της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ να κινεί διαδικασίες, σύμφωνα με τον κεφάλαιο ΙΙ, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο αίτημα. |
ΙΙΙ. ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ
12. |
Ένα αίτημα μπορεί να υποβληθεί από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν συνάψει ή πρόκειται να συνάψουν συμφωνία ή πρακτική που θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 53 ή/και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ από την άποψη των ζητημάτων ερμηνείας της εν λόγω συμφωνίας ή πρακτικής. |
13. |
Ένα αίτημα έκδοσης επιστολής καθοδήγησης θα πρέπει να υποβάλλεται στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
14. |
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο έντυπο. Θα πρέπει να υποβάλλεται υπόμνημα, το οποίο να αναφέρει σαφώς:
|
IV. ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ
15. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ αξιολογεί το αίτημα κατ' αρχήν βάσει των παρεχόμενων πληροφοριακών στοιχείων. Παρά τα προβλεπόμενα στο σημείο 8 στοιχείο γ), η Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει και πρόσθετα στοιχεία που διαθέτει από δημόσιες πηγές, προηγούμενες διαδικασίες ή και κάθε άλλη πηγή, ενώ μπορεί να ζητήσει από τους αιτούντες να παράσχουν και άλλα στοιχεία. Για τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέχονται από τους αιτούντες ισχύουν οι συνήθεις κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου. |
16. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να γνωστοποιεί τα στοιχεία που της υποβάλλονται στην Επιτροπή και στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ και να λαμβάνει άλλα στοιχεία από αυτές. Ακόμη, μπορεί να συζητεί την ουσία του αιτήματος με την Επιτροπή ή τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ πριν εκδώσει επιστολή καθοδήγησης. |
17. |
Οσάκις δεν εκδίδεται επιστολή καθοδήγησης, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ ενημερώνει σχετικά τους αιτούντες. |
18. |
Μια επιχείρηση μπορεί να αποσύρει το αίτημά της ανά πάσα στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο αιτήματος έκδοσης επιστολής καθοδήγησης παραμένουν στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μεταγενέστερες διαδικασίες του Κεφαλαίου ΙΙ (πρβ. σημείο 11 ανωτέρω). |
V. ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ
19. |
Μια επιστολή καθοδήγησης περιλαμβάνει:
|
20. |
Μια επιστολή καθοδήγησης είναι δυνατόν να περιορίζεται σε μέρος των ερωτημάτων που τίθενται στο υποβαλλόμενο αίτημα. Επίσης, είναι δυνατόν να περιλαμβάνει και άλλες πτυχές πέραν εκείνων που θίγονται στο αίτημα. |
21. |
Οι επιστολές καθοδήγησης εντάσσονται στο δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, με γνώμονα το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων ως προς την προστασία των επαγγελματικών απορρήτων τους. Πριν δημοσιεύσει επιστολή καθοδήγησης, η Αρχή συμφωνεί με τους αιτούντες ως προς την δημοσιοποιήσιμη εκδοχή. |
VI. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ
22. |
Οι επιστολές καθοδήγησης αποσκοπούν πρωτίστως στην παροχή συνδρομής προς τις επιχειρήσεις για να πραγματοποιούν οι ίδιες μιαν εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των συμφωνιών και πρακτικών τους. |
23. |
Μια επιστολή καθοδήγησης μπορεί να εκδίδεται μόνο με την επιφύλαξη της αξιολόγησης του αντίστοιχου ζητήματος εκ μέρους του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ ή των κοινοτικών δικαστηρίων. |
24. |
Εάν μία συμφωνία ή πρακτική αποτέλεσε αντικείμενο επιστολής καθοδήγησης, τούτο δεν εμποδίζει την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να εξετάσει εκ των υστέρων την ίδια συμφωνία ή πρακτική στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του Κεφαλαίου ΙΙ, ιδίως μετά από καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή, η Αρχή λαμβάνει υπόψη την προηγηθείσα επιστολή καθοδήγησης, με την επιφύλαξη ιδίως τυχόν μεταβολών στα υποκείμενα πραγματικά περιστατικά, νέων πτυχών που επισημαίνονται από τον καταγγέλλοντα, εξελίξεων στη νομολογία του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, των κοινοτικών δικαστηρίων ή ευρύτερων αλλαγών στην πολιτική της Αρχής. |
25. |
Οι επιστολές καθοδήγησης δεν αποτελούν αποφάσεις της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και δεν δεσμεύουν τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ ή τα δικαστήρια ΕΖΕΣ που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54. Ωστόσο, εναπόκειται στην κρίση των αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών ΕΖΕΣ να λαμβάνουν υπόψη τις επιστολές καθοδήγησης τις εκδοθείσες από την Αρχή, όπως το κρίνουν ενδεδειγμένο στο πλαίσιο μιας υπόθεσης. |
(1) ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σελίδες 78-80.
(2) Την αρμοδιότητα της εξέτασης μεμονωμένων υποθέσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ μοιράζονται μεταξύ τους η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και η Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 56 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Αρμόδια είναι μόνον μια από τις εποπτεύουσες αρχές για κάθε υπόθεση.
(3) Όταν τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου 4 της Συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, το Κεφάλαιο ΙΙ του Πρωτοκόλλου 4 της Συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου αντιπροσώπευε σε μεγάλο βαθμό τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1) για τον πυλώνα της ΕΖΕΣ.
(4) Στην παρούσα ανακοίνωση, ο όρος «συμφωνίες» χρησιμοποιείται για τις συμφωνίες, τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και τις εναρμονισμένες πρακτικές. Ο όρος «πρακτικές» αναφέρεται στη συμπεριφορά μιας δεσπόζουσας επιχείρησης. Ο όρος «επιχειρήσεις» καλύπτει και τις «ενώσεις επιχειρήσεων».
(5) Τα περισσότερα από τα αναφερόμενα κείμενα διατίθενται στο δικτυακό τόπο
http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldcompetition/ ή http://europa.eu.int/comm/competition/index_en.html.
(6) Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ — Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί).
(7) Τα συμβολικά πρόστιμα κανονικά ανέρχονται σε 1 000 EUR, όπως αναφέρεται και στις κατευθυντήριες γραμμές της Εποπτεύουσας Αρχής για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, ΕΕ C 10 της 16.1.2003, σ. 16 και Συμπλήρωμα της ΕΕ για τον ΕΟΧ, ΕΕ 3 της 16.1.2003, σ. 6.
(8) Πρβ. ειδικότερα άρθρα 7 έως 9, 12, 17 έως 24 και 29 του Κεφαλαίου ΙΙ του Μέρους Ι του Πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου.
(9) Το άρθρο 6 της συμφωνίας ΕΟΧ ορίζει ότι, με επιφύλαξη μελλοντικών εξελίξεων της νομολογίας, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, στο μέτρο που είναι ταυτόσημες στο γράμμα με τους αντίστοιχους κανόνες της συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, καθώς και με πράξεις που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή των δύο αυτών συνθηκών, κατά την εκτέλεση και εφαρμογή τους, ερμηνεύονται σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ΕΟΧ. Όσον αφορά σχετικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την υπογραφή της συμφωνίας ΕΟΧ, από το άρθρο 3, παράγραφος 2 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο ΕΖΕΣ θα λάβουν δεόντως υπόψη τις αρχές που θεσπίζονται σ' αυτές. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 58 της συμφωνίας ΕΟΧ και στο πρωτόκολλο 23, η Αρχή και η Επιτροπή συνεργάζονται με σκοπό την προώθηση, μεταξύ άλλων, ομοιόμορφης υλοποίησης, εφαρμογής και ερμηνείας της συμφωνίας ΕΟΧ. Παρότι οι αποφάσεις της Επιτροπής και οι άτυπες επιστολές καθοδήγησης δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, η Αρχή θα προσπαθήσει να λάβει δεόντως υπόψη την πάγια πρακτική της Επιτροπής.
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/38 |
Έγκριση κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 61 της συμφωνίας ΕΟΧ και το πρωτόκολλο 3 μέρος Ι άρθρο 1 παράγραφος 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου
Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ να μη διατυπώσει αντιρρήσεις
(2006/C 305/14)
Ημερομηνία έγκρισης:
Κράτος ΕΖΕΣ: Νορβηγία
Αριθ. ενίσχυσης: Υπόθεση 59434
Τίτλος: Καθεστώς για την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία στο ναυτιλιακό κλάδο (Ναυτιλιακή ΕΑΚ)
Στόχος: Κύριος στόχος του καθεστώτος είναι να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να αυξηθεί η προστιθέμενη αξία στο ναυτιλιακό κλάδο μέσω προώθησης της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας στον κλάδο.
Νομική βάση: St.prp. nr. 1 (2005-2006) Nærings- og hadelsdepartemente (κρατικός προϋπολογισμός, Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας), κεφάλαιο 2421, τμήμα79 και αναλυτική κατάσταση των αποστολών στον τομέα της καινοτομίας στη Νορβηγία για το 2006.
Προϋπολογισμός/Διάρκεια: Ο προϋπολογισμός του καθεστώτος για το 2006 είναι 20 εκατ. NOK (περίπου 2.6 εκατ. EUR). Ο ετήσιος προϋπολογισμός για τα επόμενα έτη θα εξαρτηθεί από τις ετήσιες κοινοβουλευτικές διαδικασίες του προϋπολογισμού. Η διάρκεια του καθεστώτος είναι έξι έτη.
Το αυθεντικό κείμενο της απόφασης, χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:
http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/stateaidregistry
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/39 |
Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου σχετικά με κρατική ενίσχυση στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 3 του νορβηγικού νόμου περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ
(2006/C 305/15)
Με την απόφασή της αριθ. 225/06/COL της 19ης Ιουνίου 2006, που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κίνησε τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»). Οι νορβηγικές αρχές έχουν ενημερωθεί με αντίγραφο της εν λόγω απόφασης.
Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καλεί τα κράτη της ΕΖΕΣ, τα κράτη μέλη της ΕΕ και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο εντός μηνός από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην ακόλουθη διεύθυνση:
EFTA Surveillance Authority |
Registry |
35, Rue Belliard |
B-1040 Brussels |
Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στις νορβηγικές αρχές. Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν εγγράφως να τηρηθεί απόρρητη η ταυτότητά τους αιτιολογώντας δεόντως το αίτημά τους αυτό.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Με επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2003, η Αρχή έλαβε καταγγελία που περιείχε τον ισχυρισμό ότι αρκετά σχολεία που διαχειρίζονται οι δήμοι των κομητειών και τα οποία παρέχουν εξειδικευμένες εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε ανταγωνισμό με τα αντίστοιχα ιδιωτικά σχολεία λαμβάνουν κρατική ενίσχυση μέσω εφαρμογής της αντιστάθμισης προκαταβληθέντων φόρων που προβλέπεται από το άρθρο 3 του νορβηγικού νόμου περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ.
Μετά από αλληλογραφία με τις νορβηγικές αρχές, καθώς και με τον καταγγέλλοντα, η Αρχή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το εν λόγω μέτρο.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ
Οι νορβηγικές αρχές εισήγαγον τον φόρο προστιθέμενης αξίας το 1970. Μολονότι υφίσταται γενική υποχρέωση καταβολής φόρου για τις υπηρεσίες από το 2001, ορισμένες υπηρεσίες, που αναφέρονται ρητά, εξαιρούνται ακόμα από τον ΦΠΑ. Συνεπώς, επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί ΦΠΑ καταβάλλουν φόρο για τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών που πραγματοποιούν χωρίς να δύνανται να τον εισπράξουν επί των πωλήσεών τους.
Με έναρξη ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2004, οι νορβηγικές αρχές θέσπισαν τον νόμο περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ για να αμβλύνουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από τον νόμο περί ΦΠΑ σε δραστηριότητες που ασκούν δημόσιες αρχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στον νόμο περί ΦΠΑ και δεν δύνανται να ανακτήσουν τον καταβληθέντα φόρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ, το νορβηγικό κράτος αντισταθμίζει τον φόρο που καταβάλλουν οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, οι δημοτικές εταιρείες, οι ιδιωτικές ή οι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα επιχειρήσεις που ασκούν καταστατικά καθήκοντα τοπικών ή περιφερειακών αρχών και ορισμένων άλλων αρχών όταν αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες από άλλες επιχειρήσεις υποκείμενες σε ΦΠΑ. Όταν δημόσιες επιχειρήσεις ασκούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί ΦΠΑ και κατά συνέπεια χρεώνουν τον ΦΠΑ, αυτές δύνανται να αφαιρέσουν τον φόρο όπως οι επιχειρήσεις που ασκούν ίδιες δραστηριότητες. Εξάλλου, όταν δημόσιες επιχειρήσεις ασκούν δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στον νόμο περί ΦΠΑ, ο νόμος περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ προβλέπει την επιστροφή του καταβληθέντος φόρου. Από την πλευρά τους οι ιδιώτες ανταγωνιστές ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες που δεν απαριθμούνται στον νόμο για την αντιστάθμιση του ΦΠΑ δεν λαμβάνουν καμία αντιστάθμιση για τον καταβληθέντα φόρο. Παρόλο που ο κύριος στόχος αυτού του νόμου ήταν να δημιουργήσει ίσες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ της αυτοτροφοδότησης και της εξωτερικής ανάθεσης από δημόσιους φορείς, δημιούργησε μια νέα στρέβλωση του ανταγωνισμού στην περίπτωση που οι δημόσιοι φορείς προσφέρουν υπηρεσίες σε ανταγωνισμό με ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Κατά την προκαταρκτική άποψη της Αρχής, η αντιστάθμιση που χορηγήθηκε δυνάμει του νόμου περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Το κράτος παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα μόνο σε επιχειρήσεις που απαριθμούνται στον νόμο περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ οι οποίες είναι σε ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις στα πλαίσια του ΕΟΧ.
Εάν η αντιστάθμιση καταβληθέντος φόρου θεωρηθεί κρατική ενίσχυση τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά λειτουργική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, η Αρχή έχει αμφιβολίες για το κατά πόσο εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση οι λόγοι για τη συμβιβασιμότητα που προβλέπονται στο άρθρο 61 παράγραφοι 2 και 3 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί, προκαταρκτικά, ότι το άρθρο 59 παράγραφος 2 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ δεν φαίνεται να δικαιολογεί το συμβιβάσιμο του νόμου περί αντιστάθμισης του ΦΠΑ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Επί τη βάσει των ανωτέρω, η Αρχή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
EFTA SURVEILLANCE AUTHORITY DECISION
No 225/06/COL
of 19 July 2006
to initiate the procedure provided for in Article 1(2) in Part I of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement with regard to Article 3 of the Norwegian Act on compensation for value added tax (VAT)
(Norway)
THE EFTA SURVEILLANCE AUTHORITY (1),
Having regard to the Agreement on the European Economic Area (2), in particular to Articles 61 to 63 and Protocol 26 thereof,
Having regard to the Agreement between the EFTA States on the Establishment of a Surveillance Authority and a Court of Justice (3), in particular to Article 24 thereof,
Having regard to Article 1(2) in Part I and Articles 4(4), 6 and 10 in Part II of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement,
Whereas:
I. FACTS
1 Procedure
By letter dated 16 October 2003, the Authority received a complaint in which it was alleged that several county municipal schools, which provide specialised educational services in competition with the complainant, receive State aid through the application of input tax compensation provided for in Article 3 of the Value Added Tax Compensation Act (4). According to the complainant, municipal schools that provide certain educational services falling outside the VAT system in competition with other undertakings, receive a compensation for the input VAT paid on goods and services purchased in relation to the services they provide on commercial basis, to which private competitors are not entitled. The letter was received and registered by the Authority on 20 October 2003(Doc. No. 03-7325 A).
After various telephone calls between the Authority and the complainant, the latter sent a letter dated 27 July 2004 providing additional information regarding the original complaint (Event No. 289514).
By letter dated 15 December 2004(Event No. 189295), the Authority informed the Norwegian authorities about the complaint and asked the Norwegian authorities for comments. Further, the Authority requested information and clarifications on the application of the input tax compensation in general and, more specifically, to the public undertakings referred to in the above-mentioned complaint.
By letter dated 17 January 2005 from the Mission of Norway to the European Union, forwarding two letters dated 14 January 2005, respectively from the Ministry of Modernisation and the Ministry of Finance, the Norwegian authorities provided answers to the Authority's questions on the application of input tax compensation in Article 3 of the VAT Compensation Act. The letter was received and registered by the Authority on 18 January 2005(Event No. 305693).
By letter dated 12 April 2005 from the Mission of Norway to the European Union, forwarding two letters dated 11 April 2005, respectively from the Ministry of Modernisation and the Ministry of Finance, the Norwegian authorities provided information in relation to the seven county municipal schools. The letter was received and registered by the Authority on 14 April 2005(Event No. 316494).
By letter dated 12 October 2005(Event No. 345123), the Authority sent a second information request to which the Norwegian authorities replied by letter dated 7 December 2005 from the Mission of Norway to the European Union, forwarding two letters dated 2 December 2005 and 30 November 2005 respectively from the Ministry of Modernisation and the Ministry of Finance. The letter was received and registered by the Authority on 8 December 2005(Event No. 353753).
2 Legal framework on VAT and VAT Compensation in Norway
First, on the basis of the information provided by the Norwegian authorities, the Authority will briefly describe the general VAT system in Norway, and the provisions of the VAT compensation basically aimed at local and regional authorities.
2.1 The VAT Act
2.1.1 General introduction
The Norwegian authorities introduced value added tax (5) in 1970 through the Value Added Tax Act of 19 June 1969 (6).
VAT is an indirect tax on consumption of goods and services. VAT is calculated at all stages of the supply chain and on imports of goods and services from abroad. The final consumer, not registered for VAT, absorbs VAT as part of the purchase price. The VAT due at each stage of the supply chain amounts to the difference between output tax and input tax. Output tax is, according to Article 4(1) of the VAT Act, a tax calculated and collected on sales of taxable goods and services. Input tax is, according to Article 4(2) of the VAT Act, a tax accrued on purchases of taxable goods and services. Taxable persons which are liable to output tax are entitled to deduct input tax for the goods and services acquired.
Until 1 July 2001, there was a general liability to pay output tax on supply of goods but only a limited number of services, specifically referred to in the VAT Act, were subject to output tax. From 1 July 2001 onwards, Norway introduced a general liability to pay output tax on supply of services. Certain services explicitly mentioned are still exempted from VAT.
2.1.2 Material scope of the VAT Act
VAT is paid on the sale of goods and services covered by the VAT Act.
Article 2 in Chapter I of the VAT Act provides a definition of goods and services within the meaning of the VAT Act:
‘By goods are meant physical objects, including real property. By goods are also meant electric power, water from waterworks, gas, heat and refrigeration. By a service is meant anything that can be supplied that is not regarded as goods as defined in the first sub-section. Also regarded as a service is a limited right to a physical object or real estate property, together with the total or partial utilisation of intangible property.’
Article 3 in Chapter I of the VAT Act defines a sale as follows:
‘— |
The delivery of goods in return for a remuneration, including the delivery of goods produced on order or the delivery of goods in connection with the carrying out of services. |
— |
The carrying out of services in return for remuneration. |
— |
The delivery of goods or the carrying out of services as total or partial return for goods or services received’. |
2.1.3 Deduction and refund (input tax)
It follows from the first sentence in Article 21 in Chapter VI of the VAT Act that, as a main rule, a registered person engaged in trade or business may deduct input tax on goods and services for use in an enterprise from the output tax charged on sales.
2.1.4 Transactions falling outside the scope of the VAT Act (7)
Articles 5, 5a and 5b in Chapter I of the VAT Act exempt certain transactions from the scope of application of the VAT Act. According to Article 5, sales by certain institutions, organisations etc (8) are not covered by the VAT Act (9). Furthermore, according to Article 5a, the VAT Act does not apply to the supply and letting of real estate or rights to real property. Finally, it follows from Article 5b that the supply of certain services, amongst others the supply of health and health related services, social services, educational services, financial services, services related to the exercise of public authority, services in the form of entitlement to attend theatre, opera, ballet, cinema and circus performances, exhibitions in galleries and museums, lottery services, services connected with the serving of foodstuffs in school and student canteens, etc, are not covered by the Act. The suppliers of such services are not permitted to charge output tax and, accordingly, do not get credit for input tax on purchases.
2.1.5 Liability to pay tax
According to Article 10(1) in Chapter III of the VAT Act, persons engaged in trade or business and liable to VAT registration, shall calculate and pay tax on sales of goods and services covered by the Act (10).
It follows from the above that any undertaking carrying out an activity which does not fall within the scope of the VAT Act pays input tax on its purchases of goods and services but cannot charge output tax on its sales.
However, when the State, municipalities and institutions which are owned or operated by the State or a municipality engage in activities falling within the scope of the VAT Act, they are subject to VAT in the same way as any other person engaged in trade or business on goods and services (11). These undertakings shall be registered in the VAT Register and calculate output tax on their sales. Accordingly, such undertakings are entitled to deduct input tax but only on goods and services which are sold to others.
Finally, as mentioned above, like any other undertaking, the State, municipalities and institutions owned or operated by the State may carry out activities which fall outside the scope of the VAT Act. When they carry out such activities which fall outside the VAT Act, they cannot charge output tax. Thus, they cannot, according to the VAT Act, recover input tax paid on their purchases of goods and services related to the said activity.
2.2 The VAT Compensation Act
2.2.1 General introduction
The VAT Compensation Act entered into force on 1 January 2004. According to Article 1, the objective of the VAT Compensation Act is to mitigate distortion of competition resulting from the VAT Act. According to the Norwegian authorities, the application of the VAT Act may result in distortions of competition for activities carried out by public authorities which are outside the scope of the VAT Act and which cannot accordingly recover input tax. This may influence decisions of public authorities when choosing between self supply of goods and services and purchase of goods and services liable for output tax from private service providers. By compensating public authorities for input tax on all goods and services, in general, the intention of the Norwegian authorities is to create a level playing field between self supply and outsourcing.
By introducing a general input tax compensation scheme in 2004 mainly for local and regional authorities, the Norwegian authorities replaced a limited input tax compensation scheme for local and regional authorities from 1995 (12). The old input tax compensation scheme was limited to services explicitly mentioned in the law. According to Article 2 of the old VAT Compensation Act, compensation of input tax covered only services such as laundry services, real estate construction work services and cleaning services.
2.2.2 Preparatory documents
a) NOU 2003:3 (13)
In 2002, the Norwegian authorities appointed an expert committee (14) to consider solutions for making the VAT system neutral for public authorities in relation to procurement of goods and services.
The Rattsø Committee recommended introducing a compensation scheme for all input tax incurred by local and regional authorities when buying goods and services.
The Rattsø Committee outlined in its report possible new distortions of competition resulting from the proposed general input tax compensation scheme. According to the Rattsø Committee, a general input tax compensation scheme may imply new significant distortions of competition between municipalities carrying out economic activity and private undertakings when the activities carried out fall outside the scope of the VAT Act. This may apply, in the view of the Rattsø Committee, to the provision of services such as health and education. This means that entities falling within the scope of Article 2 of the VAT Compensation Act (15) are compensated for the input tax paid on all their purchases of goods and services whereas private undertakings providing the same services are not.
The Rattsø Committee made an assessment in Section 11.2.8 of its report on the proposed input tax compensation scheme in relation to the State aid rules of the EEA Agreement. The Rattsø Committee pointed out some concerns as to whether the compensation of input tax provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act could constitute State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement (16).
b) Ot.prp. nr. 1 (2003-2004) (17)
Based on the considerations of the Rattsø Committee, the Norwegian Government on 3 October 2003 presented a proposition for a new Act on VAT Compensation (18) for municipalities and counties. According to the proposition, public authorities would be compensated for input tax on all goods and services.
The proposition acknowledged that a general compensation scheme would involve distortions of competition between public and private providers of services which are outside the scope of the VAT Act. In order to alleviate these distortions, it was i.a. proposed that private and non profit enterprises performing health, education and social services imposed by law should be comprised by the compensation.
2.2.3 Legal provisions
Article 2 of the VAT Compensation Act exhaustively lists the legal persons falling within the scope of the Act. The Article reads:
‘This act is applicable to:
a) |
Local and regional authorities carrying out local or regional activities in which the local council or county council or another council under the Local Government Act (19) or other special local governmental legislation are the supreme body; |
b) |
Intermunicipal companies established according to the Local Government Act (20) or other special local governmental legislation; |
c) |
Private or non-profit undertakings in as far as they carry out health, educational or social services which are statutory obligations of local or regional authorities; |
d) |
Day care institutions as mentioned in Article 6 of the Day Care Act (21); |
e) |
Joint Parish Council (Kirkelig fellesråd). |
The undertakings shall be registered in the Central Coordinating Register for Legal Entities (Enhetsregisteret)’.
According to Article 3 of the VAT Compensation Act, the Norwegian State compensates input tax paid by legal persons falling within the scope of the VAT Compensation Act when buying goods and services from other registered undertakings.
When public undertakings carry out activities within the scope of the VAT Act and consequently charge output tax, they can deduct input tax like other undertakings carrying out the same activities (22). On the other hand, when public undertakings carry out activities which fall outside the VAT Act, the VAT Compensation Act provides for the reimbursement of paid input tax (23).
Pursuant to Article 4(2) of the VAT Compensation Act, compensation of input tax is not granted when the entity has the right to deduct input VAT according to the VAT Act Chapter VI.
Moreover, Article 5 of the VAT Compensation Act states that total amount of the input tax compensated according to Article 3 of the VAT Compensation Act shall as the main rule be financed by reductions in the annual State transfers to local and regional authorities.
Article 6(1) of the VAT Compensation Act requires legal persons entitled to compensation of input tax to periodically submit data to the County Tax Assessment Office (Fylkesskattekontoret) showing total amount of input tax paid. To qualify for compensation, paid input tax must amount to a minimum of NOK 20 000 within a calendar year (24).
2.3 Comments by the Norwegian authorities
In its correspondence with the Authority, the Norwegian authorities claim that the compensation of input tax foreseen under Article 3 of the VAT Compensation Act falls outside the scope of Article 61(1) of the EEA Agreement. The Norwegian authorities allege that when the scheme was introduced in 2004, municipal appropriations in the annual fiscal budget were reduced accordingly by the expected amount of input tax compensated. Therefore, the Norwegian authorities are of the opinion that the input tax compensation scheme is self-financing, and not financed through State resources from the fiscal budget (25).
Further, the Norwegian authorities justify the selective nature of Article 3 of the VAT Compensation Act by referring to the objective of the VAT Compensation Act. According to Article 1 of the VAT Compensation Act, the objective is to mitigate distortion of competition resulting from the general VAT system. By compensating the municipalities for input tax on all goods and services, the Norwegian authorities aim to create a level playing field between self-supply and outsourcing. Accordingly, the Norwegian authorities consider that the compensation of input tax provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act falls within the nature and logic of the VAT system (26).
Nevertheless, the Norwegian authorities acknowledge that the general input tax compensation scheme may imply an economic advantage for public entities carrying out economic activities falling outside the scope of the VAT Act.
On page 3 of the letter dated 30 November 2005 from the Norwegian Ministry of Finance, the Norwegian authorities state the following:
‘The full compensation scheme does not include private undertakings which conduct health services, social services or educational services which the law does not require the municipalities to carry out. Input VAT related to these activities must therefore normally be borne by the private undertakings themselves. Consequently when private undertakings carry out such services their operating costs may exceed the operating costs of municipal participants offering the same services’.
Finally, according to the Norwegian authorities, the scope of the VAT Compensation Act was limited in order to prevent it from becoming too extensive and costly for the tax authorities. When the scheme was framed it was also assumed that the number of public authorities carrying out commercial activities in sectors outside the VAT system was insignificant (27).
II. APPRECIATION
1. The scope of the current State aid investigation
The current State aid investigation started with a complaint regarding the concrete application of the VAT Compensation Act to a number of public undertakings involved in the provision of specialised educational services on a commercial basis. The State aid assessment of the allegations brought forward by the complainant is however intrinsically linked to the analysis of the VAT Compensation Act. Therefore, in the present decision, the Authority carries out an assessment of the VAT Compensation Act as such in relation to the State aid rules of the EEA Agreement.
2. State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement
2.1. Introduction
Article 61(1) of the EEA Agreement reads as follows:
‘Save as otherwise provided in this Agreement, any aid granted by EC Member States, EFTA States or through State resources in any form whatsoever which distorts or threatens to distort competition by favouring certain undertakings or the production of certain goods shall, in so far as it affects trade between Contracting Parties, be incompatible with the functioning of this Agreement.’
First, it must be noted that, as a general rule, the tax system of an EFTA State is not covered by the EEA Agreement. It must be understood that it is for each EFTA State to design and apply a tax system according to its own choices of policy. However, application of a tax measure, such as the input tax compensation provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act, may have consequences that would bring it within the scope of Article 61(1) of the EEA Agreement. According to the case-law (28), Article 61(1) does not distinguish between measures of State intervention by reference to their causes or aims but defines them in relation to their effects.
Second, the question as to whether the measure at issue constitutes State aid arises only in so far as it concerns an economic activity (29), that is, an activity consisting of offering goods and services on a given market (30). A measure constitutes State aid only if it benefits an undertaking, a concept that, for the purposes of application of the rules on competition, encompasses, according to settled case-law, ‘every entity engaged in an economic activity, regardless of the legal status of the entity and the way in which it is financed’ (31).
Third, aid may be granted to public undertakings as well as to private undertakings (32). A public undertaking, in order to be regarded as recipient of State aid does not necessarily need to have a legal identity separate from the State. The fact that an entity is governed by public law and is a non-profit making institution does not necessarily mean that it is not an ‘undertaking’ within the meaning of the State aid rules (33). As mentioned above, the criterion is whether the entity carries out activities of an economic nature (34). In the case at hand, the scope of the VAT Compensation Act is not limited to non-economic activities. While compensation for VAT paid for non-economic activities would not amount to State aid, compensation for input VAT in relation to activities of an economic nature may involve State aid.
The Authority will assess the VAT Compensation Act as a scheme. Following the definition laid down in Article 1(d) in Part II of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement, an aid scheme is any act on the basis of which, without further implementing measures being required, individual aid awards may be made to undertakings defined within the act in a general and abstract manner. It also encompasses any act on the basis of which aid, which is not linked to a specific project, may be awarded to one or several undertakings for an indefinite period of time and/or for an indefinite amount. The measure under scrutiny concerns the compensation of input VAT to any legal person listed under Article 2 of the VAT Compensation Act which covers local and regional authorities, inter-municipal companies, private and non-profit undertakings carrying out statutory obligations on behalf of local authorities and certain other institutions. The compensation for input VAT is not an individual award of support to a single undertaking but a reoccurring event on a regular basis during an indefinite period of time in favour of an undefined number of beneficiaries. Hence, the notified measure has to be qualified as a scheme.
According to case law (35), the Authority would like to stress that it will assess the general characteristics of a scheme as such without examining each concrete application of the scheme in order to determine whether State aid is involved. The fact that support may also be granted to recipients which do not constitute undertakings does not alter this assessment.
2.2. State resources
In order to constitute State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement, a measure must be granted by the State or through State resources.
The Authority considers that compensation granted under the VAT Compensation Act is granted by State resources since the compensation is granted by the State (36).
In the Authority's view it is not relevant for the assessment of whether the measure implies a drain on State resources, whether the central level of the State's cost of the compensation is counterbalanced by reduced transfer to the local and regional authorities as such. That the central level of the State finances is balanced by reducing internal block transfers between different levels of administration, does not alter this conclusion. In any case and although there is an aim to avoid reallocation of economic means between municipalities, reductions in transfers to individual municipalities are in principle independent of what they receive as compensation (37).
2.3. Economic advantage
First, an aid measure must confer on the beneficiaries advantages that relieve them of charges that are normally borne from their budget.
A financial measure granted by the State or through State resources to an undertaking which would relieve it from costs which would normally have to be borne by its own budget constitutes an economic advantage (38). As a preliminary remark, as stated above, a public authority is only considered to be an undertaking when it carries out an economic activity.
The payment of input tax is an operating cost related to purchases in the normal course of an undertakings' economic activity, which is normally borne by the undertaking itself. To the extent that the Norwegian authorities compensate input tax on purchases of goods and services to undertakings not subject to VAT, but falling within the scope of Article 2 of the VAT Compensation Act, they grant those undertakings an economic advantage. The operating costs which those undertakings will have to put up with are reduced in accordance with the amount of input tax compensated. In respect of goods and services not subject to output tax (with no credit for input tax), the Norwegian authorities grant, in application of the VAT Compensation Act, an advantage to the undertakings entitled to input tax compensation compared to those undertakings falling outside the scope of Article 2 of the VAT Compensation Act, which are not compensated for input tax.
2.4. Selectivity
Further, to constitute State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement, the measure must be selective in that it favours ‘certain undertakings or the production of certain goods’. It has first to be assessed whether the VAT Compensation constitutes a selective measure for being a derogation from the general VAT System. If confirmative, it has to be assessed whether the derogation nevertheless is justified due to the nature or general scheme of the tax system in question. The EFTA Court and European Court of Justice has held that any measure intended partially or wholly to exempt firms in a particular sector from the charges arising from the normal application of the general system, without there being any justification for this exemption on the basis of the nature and logic of the general system, constitutes State aid (39). A specific tax measure can only be justified by the internal logic of the tax system if it is consistent with it (40). Only if the measure is justified by the nature or logic of the general system does it constitute a general measure (41) and does not fall under Article 61(1) of the EEA Agreement. Hence, if the VAT Compensation is a derogation which can not be justified due to the nature or general scheme of the system, the measure would be regarded as selective.
The VAT is an indirect tax on the consumption of goods and services. As a rule, VAT is calculated at all stages of the supply chain and on the import of goods and services from abroad. The final consumer, who is not registered for VAT, absorbs VAT as part of the purchase price. Although in principle all sales or goods and services are liable to VAT, some supplies are exempt (i.e. without a credit for input tax) which means that such supplies fall entirely outside the scope of the VAT Act. Businesses that only have such supplies cannot register for VAT and are not entitled to deduct VAT (42).
The scope of the VAT Compensation Act is positively defined in that only legal persons falling within Article 2 of the VAT Compensation Act can be compensated for input tax on purchases. The advantage granted under the VAT Compensation Act for undertakings refunded for their input tax implies a relief from the obligation that follows from the general VAT system. These undertakings are placed in a more favourable financial position than others providing the same services or goods but which are not listed under the VAT Compensation Act (43).
The fact that the number of undertakings able to claim entitlement under the measure at issue may be very large or that they belong to different sectors of activity is, according to settled case law (44), not sufficient to call into question its selective nature and therefore to rule out its classification as State aid. Similarly, aid may concern a whole economic sector and still be covered by Article 61(1) of the EEA Agreement (45).
The next step is then to assess whether this compensation nevertheless is in line with the nature and logic of the VAT system. In order to determine whether it is consistent with the nature and logic of the general VAT system, the Authority must assess whether the input tax refund provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act meets the objectives inherent in the VAT system itself, or whether it pursues other objectives outside the VAT system.
The Norwegian authorities State that, according to Article 1 of the VAT Compensation Act, the objective of the input tax compensation is to create a level playing field between self-supply and outsourcing. The objective pursued with the introduction of the VAT Compensation Act is to facilitate and encourage the choice by public entities between self supply and outsourcing of goods and services subject to VAT. The merit of the VAT Compensation Act is thus to create a level playing field between self supply and outsourcing by public entities. Although this objective is commendable, in the opinion of the Authority this can hardly be said to be in the nature and logic of the VAT system itself which is, as mentioned above, a tax on consumption. The VAT compensation is not a part of the VAT system, established in 1970, as such but a later separate measure to rectify some of the distortions created by the VAT system.
For the above mentioned reasons, in the preliminary opinion of the Authority the VAT compensation cannot be seen to be in the nature and logic of the VAT system. Hence, the input tax compensation as provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act is selective in the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement.
2.5. Distortion of competition
A measure must distort or threaten to distort competition for it to fall within the scope of Article 61(1) of the EEA Agreement.
Only public and private entities falling within the scope of Article 2 of the VAT Compensation Act benefit from input tax compensation. However, when these entities provide services falling outside the VAT system in competition with undertakings falling outside the scope of Article 2 of the VAT Compensation Act, the latter will have to put up with higher purchase costs although they carry out similar services. Although the input tax compensation has been aimed at mitigating distortions for municipal acquisitions, it has created a distortion of competition between public authorities carrying out economic activities and private undertakings carrying out the same economic activities in sectors outside the scope of the VAT Act. By way of example, public schools providing specialised educational services in competition with other private operators receive a compensation for the input VAT paid in relation to these services whereas the latter have to put up with this costs. Accordingly, due to the intervention of the State, the products offered by private operators could be more expensive and thus competition is distorted. In areas where both public and private operators are compensated the aid would still threaten to distort competition between national and other EEA operators.
Thus, regarding provision of services outside the scope of the VAT Act, the Authority is of the preliminary opinion that competition between undertakings is distorted.
2.6. Effect on trade
A State aid measure falls within the scope of 61(1) of the EEA Agreement only in as far as it affects trade between the Contracting Parties to the EEA Agreement.
In the following, the Authority will assess whether the limitation of the scheme under assessment to certain legal persons and certain sectors hinders the aid from being capable of affecting trade between the Contracting Parties and hence brings it outside the scope of Article 61(1) of the EEA Agreement.
Whenever an aid measure strengthens the position of an undertaking compared to other undertakings competing in intra EEA trade, the latter must be regarded as affected by that aid (46).
This is so even if the beneficiary undertaking is itself not involved in cross-border activities (47). This is because domestic production may be maintained or increased with the result that undertakings established within the area covered by the EEA Agreement have less chance of exporting their products to the market in the EEA State granting aid (48).
Moreover, the character of the aid does not depend on the local or regional character of the services supplied or on the scale of the field of activity concerned (49). The local character of the activities of the beneficiaries of a measure constitutes one of the features to be taken into account in the assessment of whether there is an effect on trade but it is not sufficient to prevent the aid from having an effect on trade (50). According to settled case-law, the relatively small amount of aid, or the relatively small size of the undertaking which receives it, does not, as such, exclude the possibility that trade within the EEA might be affected (51).
In the assessment of the effect on trade, the Authority is not required to determine the actual effect of an aid scheme but to examine whether it is potentially liable to affect trade within the EEA (52). Thus, the criterion of the effect on trade has been traditionally interpreted in a non restrictive way to the effect that, in general terms, a measure is considered to be State aid if it is capable of affecting trade between the EEA States (53).
In principle, the beneficiaries under the VAT compensation scheme can receive compensation for input VAT under the conditions of the scheme, regardless of whether aid to operators in these sectors would have an effect on trade. Since the VAT compensation arrangement is assessed as a scheme, the Authority must assess the general features of the scheme, as such, to ascertain whether it involves State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement. Case law of the ECJ has established that ‘in the case of an aid scheme, the Commission may confine itself to examining the general characteristics of the scheme in question without being required to examine each particular case in which it applies.’ (54). The EFTA Court has also endorsed this interpretation (55).
Aid can be granted to undertakings operating in sectors open for competition with other undertakings in the EEA. The complaint received by the Authority illustrates that aid might be granted to undertakings operating in competition with other undertakings in the EEA. Undertakings established in neighbouring European countries provide specialised educational services in competition with Norwegian institutions which benefit from the application of the VAT Compensation Act.
Articles 5 and 5a in Chapter I of the VAT Act exempt certain transactions from the scope of application of the VAT Act. Furthermore, Article 5b of the same Act provides that the supply of certain services, amongst others the supply of health and health related services, social services, educational services, financial services, services related to the exercise of public authority, services in the form of entitlement to attend theatre, opera, ballet, cinema and circus performances, exhibitions in galleries and museums, lottery services, services connected with the serving of foodstuffs in school and student canteens, etc, are not covered by the Act. All theses services are hence outside the scope of the VAT system, but are in principle covered by the VAT Compensation act (56). Some of these sectors are partly or fully open for EEA-wide competition. Aid granted to undertakings in these sectors is thus capable of affecting trade between the Contracting Parties to the EEA Agreement.
For these reasons, and taking into account the Court's jurisprudence, the Authority preliminarily considers that the VAT Compensation Act is a general nationwide compensation scheme which is capable of affecting trade between the Contracting Parties to the EEA Agreement (57).
2.7. Conclusion
Since all conditions set out in Article 61(1) of the EEA Agreement seem to be fulfilled, it is the preliminary view of the Authority that, in applying the input tax compensation as provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act, the Norwegian authorities grant State aid to undertakings falling within the scope of Article 2 of the VAT Compensation Act.
3. Procedural requirements
Pursuant to Article 1(3) in Part I of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement, ‘the EFTA Surveillance Authority shall be informed, in sufficient time to enable it to submit its comments, of any plans to grant or alter aid (…). The State concerned shall not put its proposed measures into effect until the procedure has resulted in a final decision’.
The Norwegian authorities did not notify the introduction of the input tax compensation provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act to the Authority. For the reasons mentioned above, the Authority is of the preliminary opinion that the VAT Compensation Act constitutes State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement. Thus, the Norwegian authorities should have notified the introduction of this measure to the Authority and should have awaited the Authority's decision before putting the scheme into effect. The Authority therefore preliminarily concludes that the Norwegian authorities have not respected their obligations pursuant to Article 1(3) in Part I of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement.
4. Compatibility of the aid
The Authority has doubts as to whether any of the grounds for compatibility foreseen under Article 61(2) and (3) of the EEA Agreement could be applicable to the case at hand.
The Authority is of the preliminary opinion that none of the derogations mentioned in Article 61(2) of the EEA Agreement can be applied to the case at hand.
Furthermore, the Authority has doubts whether the input tax compensation laid down in the VAT Compensation Act can be considered compatible on the basis of Article 61(3) of the EEA Agreement.
The input tax compensation cannot be considered within the framework of Article 61(3)(a) of the EEA Agreement since none of the Norwegian regions qualify for this provision, which requires an abnormally low standard of living or serious underemployment.
This compensation does not seem to promote the execution of an important project of common European interest or remedy a serious disturbance in the economy of a State, as it is requested for compatibility on the basis of Article 61(3)(b) of the EEA Agreement.
Concerning Article 61(3)(c) of the EEA Agreement, aid could be deemed compatible with the EEA Agreement if the aid facilitates the development of certain economic activities or of certain economic areas and where such aid does not adversely affect trading conditions to an extent contrary to the common interest. The aid scheme at hand does not seem to facilitate the development of certain economic activities or areas.
In addition, the Authority considers that a reduction in the running costs of an undertaking, such as the input tax, constitutes operating aid. This type of aid is, in principle, prohibited. The Authority does not know of any reason in the case at hand to deviate from this approach.
Aid can be compatible under the derogation in Article 59(2) of the EEA Agreement. However, the Authority preliminarily considers that Article 59(2) of the EEA Agreement does not seem to justify the compatibility of the VAT Compensation Act.
5. Conclusion
Based on the information submitted by the Norwegian authorities, the Authority preliminarily considers that the input tax compensation as provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act constitutes State aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement.
Furthermore, the Authority has doubts that the input tax compensation can be considered compatible with the State aid rules of the EEA Agreement.
Consequently, and in accordance with Article 4(4) in Part II of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement, the Authority is obliged to open the procedure provided for in Article 1(2) in Part I of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement. The decision to open proceedings is without prejudice to the final decision of the Authority.
In light of the foregoing considerations, the Authority, acting under the procedure laid down in Article 1(2) in Part I of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement, requests the Norwegian authorities to submit their comments within two months of the date of receipt of this Decision.
In light of the foregoing considerations, the Authority requires the Norwegian authorities within two months of receipt of this decision to provide all documents, information and data needed for the assessment of the compatibility of the VAT Compensation Act with the State aid rules of the EEA Agreement.
The Authority would like to remind the Norwegian authorities that, according to the provisions of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement, any incompatible aid unlawfully put at the disposal of the beneficiaries will have to be recovered, unless this recovery would be contrary to a general principle of EEA law.
HAS ADOPTED THIS DECISION:
Article 1
The EFTA Surveillance Authority has decided to open the formal investigation procedure provided for in Article 1(2) in Part I of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement against Norway regarding the input tax compensation as provided for in Article 3 of the VAT Compensation Act.
Article 2
The Norwegian authorities are requested, pursuant to Article 6(1) in Part II of Protocol 3 to the Surveillance and Court Agreement, to submit their comments on the opening of the formal investigation procedure within two months from the receipt of this Decision.
Article 3
The Norwegian authorities are required to provide within two months from notification of this decision, all documents, information and data needed for assessment of the compatibility of the aid measure.
Article 4
Other Contracting Parties to the EEA Agreement and interested parties shall be informed by the publishing of a meaningful summary and the full text of this Decision in the EEA Section of the Official Journal of the European Union and the EEA Supplement thereto, inviting them to submit comments within one month from the date of publication of this Decision.
Article 5
This Decision is addressed to the Kingdom of Norway.
Article 6
Only the English version is authentic.
Done at Brussels, 19 July 2006
For the EFTA Surveillance Authority,
Bjørn T. GRYDELAND
President
Kristján A. STEFÁNSSON
College Member
(1) Hereinafter referred to as the ‘Authority’.
(2) Hereinafter referred to as the ‘EEA Agreement’.
(3) Hereinafter referred to as the ‘Surveillance and Court Agreement’.
(4) Act No 108 of 12 December 2003 on VAT compensation to local and regional authorities (Lov om kompensasjon av merverdiavgift for kommuner, fylkeskommuner mv). Hereinafter referred to as the ‘VAT Compensation Act’.
(5) Hereinafter referred to as ‘VAT’.
(6) Act No 66 of 19 June 1969 on Value Added Tax (Lov om merverdiavgift). Hereinafter referred to as the ‘VAT Act’.
(7) Article 5 and following of the VAT Act needs to be distinguished from transactions covered by Articles 16 and 17 of the VAT Act, which cover the so-called zero-rated supply (Output tax equal to zero with credit for input tax). A zero-rated supply falls within the scope of the VAT Act, but no output tax is charged since the rate is zero. The provisions of the VAT Act apply in full for such supplies, including the regulations relating to deductions for input tax.
(8) Reference is made to Article 5 of the VAT Act according to which sales by certain entities like museums, theatres, non profit associations, etc, fall outside the scope of the VAT Act.
(9) Article 5(2) of the VAT Act states that the Ministry of Finance may issue regulations delimiting and supplementing the provisions in the first subsection and may stipulate that businesses referred to in the first subsection, 1(f) shall nevertheless calculate and pay output tax if the exemption brings about a significant distortion of competition in relation to other, registered businesses that supply equivalent goods and services.
(10) See Chapter IV in connection with Chapter I of the VAT Act.
(11) See Article 11 of the VAT Act.
(12) Act No 9 of 17 February 1995 on VAT Compensation for local and regional authorities (Lov om kompensasjon for merverdiavgift til kommuner og fylkeskommuner mv.).
(13) Norges Offentlige Utredinger (NOU) 2003: 3, Merverdiavgiften og kommunene, Konkurransevridninger mellom kommuner og private (hereinafter referred to as the ‘Rattsø report’).
(14) Hereinafter referred to as ‘the Rattsø Committee’ or the ‘Committee’.
(15) For the text of this article, see Section 2.2.3 below.
(16) For the notion of state aid within the meaning of Article 61(1) of the EEA Agreement reference is made to Section II.3 below.
(17) Odelstingsproposisjon nr. 1 (2003-2004) Skatte- og avgiftsopplegget 2004 — lovendringer.
(18) Hereinafter referred to as ‘the proposition’.
(19) Act No 107 of 25 September 1992 on Local Government (Lov om kommuner og fylkeskommuner).
(20) Act No 107 of 25 September 1992 on Local Government (Lov om kommuner og fylkeskommuner).
(21) Act No 64 of 17 June 2005 on Day Care Institutions (Lov om barnehager).
(22) See Chapter VI of the VAT Act.
(23) Article 3 in connection with Article 4 of the VAT Compensation Act.
(24) See Article 6(2) of the VAT Compensation Act.
(25) Page 3 of the letter from the Norwegian Ministry of Finance dated 14 January 2005. The opinion of the Norwegian authorities is repeated on page 2 of letter dated 30 November 2005 form the Norwegian Ministry of Finance.
(26) Page 2 of the letter from the Norwegian Ministry of Finance dated 30 November 2005.
(27) Page 3 of the letter from the Norwegian Ministry of Finance dated 30 November 2005.
(28) Case E-6/98 The Government of Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] EFTA Court Report, page 76, paragraph 34; Joined Cases E-5/04, E-6/04 and E-7/04 Fesil and Finnfjord, Pil and others and The Kingdom of Norway v EFTA Surveillance Authority [2005] Report of the EFTA Court, page 121, paragraph 76; Case 173/73 Italy v Commission [1974] ECR 709, paragraph 13; and Case C-241/94 France v Commission [1996] ECR I-4551, paragraph 20.
(29) The Authority would like to refer to the decision of the European Commission on case N630/2003, local museums in the region of Sardinia. In this decision, the Commission considered that the measures foreseen by the notified scheme were to support museum activities to be undertaken by natural and non-profit institutions and of such a scale that they could be considered as not being economic activities.
(30) Joined cases C-180/98 to C-184/98 Pavlov and others [2000] ECR I-6451, paragraph 75.
(31) Case C-41/90 Höfner and Elser [1991] ECR I-1979, paragraph 21.
(32) Case C–387/92 Banco Exterior de España v Ayuntamiento de Valencia [1994] ECR I-877, paragraph 11.
(33) Case C-244/94 Fédération Française des Sociétés d'Assurance et a. v Ministère de l'Agriculture et de la Pêche [1995] ECR I-4013, paragraph 21; and Case 78/76 Steinike & Weinlig v Germany [1977] ECR 595, paragraph 1.
(34) Case 118/85 Commission v Italy [1987] ECR 2599, paragraph 7 et seq.
(35) Case E-6/98 The Government of Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] EFTA Court Report, page 76, paragraph 57; Case C-66/02 Italy v Commission ECR [2005] not yet published, paragraph 91-92; Cases C-15/98 and C-105/99 Italy v Commission ECR [2000] I-8855, paragraph 51; and C-278/00 Greece v Commission, [2004] I-3997 paragraph 24.
(36) See also Case C-172/03 Wolfgang Heiser v Finanzamt Innsbruck [2005] ECR I-1627, paragraphs 27-28, where a deduction of VAT on input in a situation where there was no VAT on output was regarded to fulfil the criterion.
(37) Cf. Ot. prp. Nr. 1 (2003-2004) Section 20.8.7.
(38) Joined Cases E-5/04, E-6/04 and E-7/04 Fesil and Finnfjord, Pil and others and The Kingdom of Norway v EFTA Surveillance Authority [2005] Report of the EFTA Court, page 121, paragraphs 76 and 78-79; Case C-301/87 France v Commission [1990] ECR I-307, paragraph 41.
(39) Case E-6/98 The Government of Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] EFTA Court Report, page 76, paragraph 38; Joined Cases E-5/04, E-6/04 and E-7/04 Fesil and Finnfjord, Pil and others and The Kingdom of Norway v EFTA Surveillance Authority [2005] Report of the EFTA Court, page 121, paragraphs 76-89; Case 173/73 Italy v Commission [1974] ECR 709, paragraph 16.
(40) Case E-6/98 The Government of Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] EFTA Court Report, page 76, paragraph 38; Joined Cases E-5/04, E-6/04 and E-7/04 Fesil and Finnfjord, Pil and others and The Kingdom of Norway v EFTA Surveillance Authority [2005] Report of the EFTA Court, page 121, paragraphs 84-85; Joined cases T-127/99, T-129/99 and T-148/99 Territorio Histórico de Alava et a v Commission [2002] ECR II-1275, paragraph 163.
(41) Case C-143/99 Adria-Wien Pipeline and Wietersdorfer & Peggauer Zementswerke [2001] ECR I-8365, paragraph 42; Case C-172/03 Wolfgang Heiser v Finanzamt Innsbruck [2005] ECR I-1627, paragraph 43.
(42) These exemptions must be differentiated from the supplies which are zero-rated (i.e. exempt with a credit for input tax). The provisions of the VAT Act apply in full to such supplies, including the regulations relating to deductions for input VAT.
(43) Case C-387/92 Banco Exterior de España v Ayuntamiento de Valencia [1994] ECR I-877, paragraph 14.
(44) Case C-172/03 Wolfgang Heiser v Finanzamt Innsbruck [2005] ECR I-1627, paragraph 42; Case C-409/00 Spain v Commission [2003] ECR I-1487 paragraph 48.
(45) Case C-75/97 Belgium v Commission [1999] ECR I-3671 paragraph 33.
(46) Case E-6/98 The Government of Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] EFTA Court Report, page 76, paragraph 59; Case 730/79 Philip Morris v Commission [1980] ECR 2671, paragraph 11.
(47) Case T-55/99 CETM v Commission [2000] ECR II-3207, paragraph 86.
(48) Case E-6/98 Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] EFTA Court Report, page 76, paragraph 59; Case C-303/88 Italy v Commission [1991] ECR I-1433, paragraph 27; Joined Cases C-278/92 to C-280/92 Spain v Commission [1994] ECR I-4103, paragraph 40; Case C-280/00 Altmark Trans and Regierungspräsidium Magdeburg [2003] ECR I-7747, paragraph 78.
(49) Case C-280/00 Altmark Trans and Regierungspräsidium Magdeburg [2003] ECR I-7747, paragraph 77; Case C-172/03 Wolfgang Heiser v Finanzamt Innsbruck [2005] ECR I-1627, paragraph 33; Case C-71/04 Administración del Estado v Xunta de Galicia [2005] not yet reported, paragraph 40.
(50) Joined Cases T-298/97 to T-312/97 e.a. Alzetta a.o. v Commission [2000] ECR II-2319, paragraph 91.
(51) Case C-71/04 Administración del Estado v Xunta de Galicia [2005] not yet reported, paragraph 41; Case C-280/00 Altmark Trans and Regierungspräsidium Magdeburg [2003] ECR I-7747, paragraph 81; Joined Cases C-34/01 to C-38/01 Enirisorse [2003] ECR I-14243, paragraph 28; Case C-142/87 Belgium v Commission (‘Tubemeuse’) [1990] ECR I-959, paragraph 43; Joined Cases C-278/92 to C-280/92 Spain v Commission [1994] ECR I-4103, paragraph 42.
(52) Case C-298/00 P Italy v Commission [2004] ECR I-4087, paragraph 49; and Case C-372/97 Italy v Commission [2004] ECR I-3679, paragraph 44.
(53) Joined Cases T-298/97-T-312/97 e.a. Alzetta a.o. v Commission [2000] ECR II-2319, paragraphs 76-78.
(54) Case T-171/02 Regione autonoma della Sardegna v Commission [2005] not yet reported, paragraph 102; Case 248/84 Germany v Commission [1987] ECR 4013, paragraph 18; Case C-75/97 Belgium v Commission [1999] ECR I-3671, paragraph 48; and Case C-278/00 Greece v Commission [2004] ECR I-3997, paragraph 24.
(55) Case E-6/98 The Government of Norway v EFTA Surveillance Authority [1999] Report of the EFTA Court, page 76, paragraph 57.
(56) Article 4 of the VAT Compensation Act introduces some limitation of the possibility to be compensated.
(57) The Authority and the European Commission have considered that local projects of limited scale, (see, amongst other examples, the Authority's Decision on the private day-care facilities on public sites with subsidised real estate leasehold fees in Oslo, Decision No 291/03/COL of 18 December 2003 or Commission's Decisions on cases N530/99 Restoration of Santa María de Retuerta Monastry or NN136/A/02 Ecomusée d'Alsace) do not affect trade. However, in the case of schemes with such a broad scope of application as the one at hand, the Authority has considered that the effect on trade cannot a priori be excluded (see in particular, the Authority's Decision No 298/05/COL on the proposal for regionally differentiated rates of social security contributions for certain economic sectors).
III Πληροφορίες
Επιτροπή
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/52 |
Πρόσκληση υποβολής ατομικών υποψηφιοτήτων με σκοπό τη δημιουργία βάσης δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων ικανών να επικουρούν τις υπηρεσίες της Επιτροπής στην άσκηση καθηκόντων συνδεόμενων με το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο ΕΤΑ
(2006/C 305/16)
1. |
Δια της παρούσας η Επιτροπή καλεί τα ενδιαφερόμενα άτομα να υποβάλουν υποψηφιότητα με σκοπό τη δημιουργία βάσης δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι ενδέχεται να κληθούν να αναλάβουν καθήκοντα συνδεόμενα με:
(συλλογικά στο εξής «έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο»). |
2. |
Το πρόγραμμα πλαίσιο ΕΚ θα διαρθρωθεί γύρω από τα εξής πέντε ειδικά προγράμματα:
Το πρόγραμμα πλαίσιο Ευρατόμ θα διαρθρωθεί γύρω από τα εξής δύο ειδικά προγράμματα:
|
3. |
Υπό την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κριτηρίων και διαδικασιών που καθορίζονται, αφενός, από τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος πλαισίου και κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) και, αφετέρου, από τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2011), (στο εξής συλλογικά «κανόνες»), η Επιτροπή θα ορίζει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες:
|
4. |
Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή καλεί δια της παρούσας τα ενδιαφερόμενα άτομα να υποβάλουν υποψηφιότητα ως ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες ώστε να συμπεριληφθούν στην οικεία βάση δεδομένων εμπειρογνωμόνων για το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο. [Σημειωτέον ωστόσο ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ορίζει μόνο εμπειρογνώμονες καταχωρισμένους σε αυτή τη βάση δεδομένων. Δύναται να ορίζει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες εκτός βάσης δεδομένων στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται και ευθυγραμμίζεται με τις διαδικασίες διορισμού εμπειρογνωμόνων που καθορίζονται από τους κανόνες.] |
5. |
Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και προσόντα σε σχέση με τη φύση των δραστηριοτήτων στις οποίες ενδέχεται να κληθούν να επικουρήσουν. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες πρέπει επίσης να διαθέτουν υψηλού επίπεδου επαγγελματική πείρα, στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα πεδία δραστηριότητας:
Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες πρέπει επίσης να διαθέτουν κατάλληλες γλωσσικές γνώσεις. |
6. |
Για να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία της αξιολόγησης των προτάσεων και της παρακολούθησης των έργων και, ενδεχομένως, άλλων καθηκόντων, οι διοριζόμενοι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες θα καλούνται να υπογράψουν δήλωση με την οποία θα βεβαιώνουν ότι δεν αντιμετωπίζουν σύγκρουση συμφερόντων κατά τον χρόνο διορισμού τους και ότι δεσμεύονται να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων ανακύψει ενδεχομένως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Καθόλη τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους, οι διορισμένοι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες οφείλουν να επιδεικνύουν αφοσίωση στα σχετικά καθήκοντα και να τηρούν πλήρη εμπιστευτικότητα ως προς τις πληροφορίες και τα έγγραφα που περιέρχονται εις γνώση τους. |
7. |
Οι αιτήσεις υποψηφιότητας πρέπει να υποβληθούν μόνο μέσω του εντύπου ηλεκτρονικής υποβολής σε απευθείας σύνδεση που διατίθεται στην ακόλουθη ιστοθέση: http://cordis.europa.eu/emmfp7. Το έντυπο της αίτησης υποψηφιότητας πρέπει να συμπληρωθεί σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ενδιαφερόμενοι ενθαρρύνονται να υποβάλουν υποψηφιότητα εγκαίρως ώστε να επιτρέψουν στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τη βάση δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για τις πρώτες αξιολογήσεις προτάσεων βάσει του έβδομου προγράμματος πλαισίου, οι οποίες αναμένεται να λάβουν χώρα τον Μάρτιο του 2007. Υποψηφιότητες θα γίνονται δεκτές μέχρι τις 31 Ιουλίου 2013. Άτομα ήδη καταχωρισμένα στη βάση δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο τα οποία επιθυμούν να υποβάλουν υποψηφιότητα για το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο, καλούνται να καταχωριστούν εκ νέου ανατρέχοντας στην ακόλουθη ιστοσελίδα του Cordis: http://cordis.europa.eu/research_openings/home.html. Στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα, θα κληθούν να μεταφέρουν τα δεδομένα τους στη βάση δεδομένων του 7ου ΠΠ και να ενημερώσουν τις λέξεις-κλειδιά και τη λεπτομερή περιγραφή της επαγγελματικής τους πείρας. Όλα τα παραληφθέντα στοιχεία θα συμπεριληφθούν στη βάση δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που θα συλλεγούν στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης θα υποβληθούν σε επεξεργασία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. |
8. |
Για λόγους διαφάνειας και σε ευθυγράμμιση με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας, η Επιτροπή δύναται να παραχωρήσει, σε δημόσιους φορείς χρηματοδότησης της έρευνας από τα κράτη μέλη και από κράτη συνδεδεμένα με τα προγράμματα πλαίσια και άλλα κοινοτικά προγράμματα, πρόσβαση στην οικεία βάση δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι έχουν προηγουμένως συναινέσει σχετικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται από τους κανόνες, ανά τακτά διαστήματα θα δημοσιεύονται στο Internet κατάλογοι των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που ορίζονται για την αξιολόγηση προτάσεων. |
9. |
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί πολιτική ίσων ευκαιριών. Στο πλαίσιο αυτό, έχει θέσει στόχο να εξασφαλίσει ότι οι επιτροπές αξιολόγησης απαρτίζονται, εάν είναι δυνατόν, κατά ποσοστό 40 % από γυναίκες. Για να επιτύχει τον στόχο αυτό, ενθαρρύνει ιδιαιτέρως τις γυναίκες που διαθέτουν τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας. |
(1) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην ΕΕ. Η παρούσα πρόσκληση δημοσιεύεται εν όψει της θέσπισης και της έναρξης ισχύος του έβδομου προγράμματος πλαισίου. Κατά συνέπεια, η πρόσκληση θα τεθεί πλήρως σε εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος του έβδομου προγράμματος πλαισίου και αφού επαληθευθεί ότι οι διατάξεις οι οποίες αφορούν τους μεμονωμένους εμπειρογνώμονες που ασκούν καθήκοντα αξιολόγησης δεν έχουν υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις. Η δημοσίευση της πρόσκλησης πριν από τη θέσπιση του έβδομου προγράμματος πλαισίου δεν γεννά δικαίωμα αξίωσης κατά της Επιτροπής.
14.12.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 305/54 |
Πρόσκληση υποβολής, εκ μέρους οργανισμών, καταλόγων προτεινόμενων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων ικανών να επικουρούν τις υπηρεσίες της Επιτροπής στην άσκηση καθηκόντων συνδεόμενων με το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο ΕΤΑ
(2006/C 305/17)
1. |
Δια της παρούσας η Επιτροπή καλεί τους επιστημονικούς, επαγγελματικούς, βιομηχανικούς και γενικούς ερευνητικούς οργανισμούς, και τις επιστημονικές ενώσεις και άλλους οργανισμούς που επιδεικνύουν ενεργό ενδιαφέρον για τις επιδόσεις της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης (ΕΤΑ) να υποβάλουν καταλόγους προτεινόμενων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι ενδέχεται να κληθούν να αναλάβουν καθήκοντα επικούρησης εργασιών συνδεόμενων με:
(συλλογικά στο εξής «έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο»). |
2. |
Το πρόγραμμα πλαίσιο ΕΚ θα διαρθρωθεί γύρω από τα εξής πέντε ειδικά προγράμματα:
Το πρόγραμμα πλαίσιο Ευρατόμ θα διαρθρωθεί γύρω από τα εξής δύο ειδικά προγράμματα:
|
3. |
Υπό την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κριτηρίων και διαδικασιών που καθορίζονται, αφενός, από τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος πλαισίου και κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) και, αφετέρου, από τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2011), (στο εξής συλλογικά «κανόνες»), η Επιτροπή θα ορίζει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες:
|
4. |
Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή καλεί δια της παρούσας τους επιστημονικούς, επαγγελματικούς, βιομηχανικούς, γενικούς ερευνητικούς οργανισμούς ή/και επιστημονικές ενώσεις και άλλους οργανισμούς που επιδεικνύουν ενεργό ενδιαφέρον για τις επιδόσεις της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης (ΕΤΑ) να υποβάλουν καταλόγους προτεινόμενων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, ώστε αυτοί να συμπεριληφθούν στην οικεία βάση δεδομένων εμπειρογνωμόνων για το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο. Οι εν λόγω οργανισμοί ενθαρρύνονται ιδιαιτέρως να προτείνουν εμπειρογνώμονες προερχόμενους από άλλους, πλην των οικείων, οργανισμούς, φορείς ή χώρες. [Σημειωτέον ωστόσο ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ορίζει μόνο εμπειρογνώμονες καταχωρισμένους σε αυτή τη βάση δεδομένων. Δύναται να ορίζει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες εκτός βάσης δεδομένων στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται και ευθυγραμμίζεται με τις διαδικασίες διορισμού εμπειρογνωμόνων που καθορίζονται από τους κανόνες.] |
5. |
Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και προσόντα σε σχέση με τη φύση των δραστηριοτήτων στις οποίες ενδέχεται να κληθούν να επικουρήσουν. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες πρέπει επίσης να διαθέτουν υψηλού επίπεδου επαγγελματική πείρα, στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα πεδία δραστηριότητας:
Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες πρέπει επίσης να διαθέτουν κατάλληλες γλωσσικές γνώσεις. |
6. |
Για να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία της αξιολόγησης των προτάσεων και της παρακολούθησης των έργων και, ενδεχομένως, άλλων καθηκόντων, οι διοριζόμενοι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες θα καλούνται να υπογράψουν δήλωση με την οποία θα βεβαιώνουν ότι δεν αντιμετωπίζουν σύγκρουση συμφερόντων κατά τον χρόνο διορισμού τους και ότι δεσμεύονται να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων ανακύψει ενδεχομένως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Καθόλη τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους, οι διορισμένοι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες οφείλουν να επιδεικνύουν αφοσίωση στα σχετικά καθήκοντα και να τηρούν πλήρη εμπιστευτικότητα ως προς τις πληροφορίες και τα έγγραφα που περιέρχονται εις γνώση τους. |
7. |
Οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί καλούνται να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους μέσω της ιστοσελίδας (http://cordis.europa.eu/emmfp7) του Cordis που έχει δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό. Από τη σελίδα αυτή, θα μπορέσουν να συνδεθούν ώστε να υποβάλουν τους καταλόγους εμπειρογνωμόνων τους οποίους επιθυμούν να συστήσουν. Οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί ενθαρρύνονται θερμά να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους εγκαίρως ώστε να επιτρέψουν στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τους καταλόγους υποψήφιων εμπειρογνωμόνων για τις πρώτες αξιολογήσεις προτάσεων βάσει του έβδομου προγράμματος πλαισίου, οι οποίες αναμένεται να λάβουν χώρα τον Μάρτιο του 2007. Η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή τέτοιων καταλόγων είναι η 31η Ιουλίου 2013. Κάθε κατάλογος προτεινόμενων εμπειρογνωμόνων πρέπει να συμπεριλαμβάνει τις εξής πληροφορίες:
Οι κατάλογοι προτεινόμενων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων πρέπει να συμπληρωθούν σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά την παραλαβή αυτών των καταλόγων, η Επιτροπή θα έρθει σε επαφή με τους προτεινόμενους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα τους ενημερώσει σχετικά με τη σύσταση και θα τους καλέσει να καταχωρίσουν τα στοιχεία τους στην οικεία βάση δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που έχει δημιουργηθεί για το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που θα συλλεγούν στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης θα υποβληθούν σε επεξεργασία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. |
8. |
Για λόγους διαφάνειας και σε ευθυγράμμιση με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας, η Επιτροπή δύναται να παραχωρήσει, σε δημόσιους φορείς χρηματοδότησης της έρευνας από τα κράτη μέλη και από κράτη συνδεδεμένα με το πρόγραμμα πλαίσιο και άλλα κοινοτικά προγράμματα, πρόσβαση στην οικεία βάση δεδομένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες έχουν προηγουμένως συναινέσει σχετικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται από τους κανόνες, ανά τακτά διαστήματα θα δημοσιεύονται στο Internet κατάλογοι των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που ορίζονται για την αξιολόγηση προτάσεων. |
9. |
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί πολιτική ίσων ευκαιριών. Στο πλαίσιο αυτό, έχει θέσει στόχο να εξασφαλίσει ότι οι επιτροπές αξιολόγησης απαρτίζονται, εάν είναι δυνατόν, κατά ποσοστό 40 % από γυναίκες. Για να επιτύχει τον στόχο αυτό, καλεί δια της παρούσας τους οργανισμούς που θα υποβάλουν καταλόγους προτεινόμενων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων να εξασφαλίσουν ισόρροπη εκπροσώπηση γυναικών και ανδρών στους καταλόγους αυτούς. |
(1) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην ΕΕ. Η παρούσα πρόσκληση δημοσιεύεται εν όψει της θέσπισης και της έναρξης ισχύος του έβδομου προγράμματος πλαισίου. Κατά συνέπεια, η πρόσκληση θα τεθεί πλήρως σε εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος του έβδομου προγράμματος πλαισίου και αφού επαληθευθεί ότι οι διατάξεις οι οποίες αφορούν τους μεμονωμένους εμπειρογνώμονες που ασκούν καθήκοντα αξιολόγησης δεν έχουν υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις. Η δημοσίευση της πρόσκλησης πριν από τη θέσπιση του έβδομου προγράμματος πλαισίου δεν γεννά δικαίωμα αξίωσης κατά της Επιτροπής.