|
ISSN 1725-2415 |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
49ό έτος |
|
|
III Πληροφορίες |
|
|
2006/C 212/8 |
||
|
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Δικαστήριο
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/1 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2006 — Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 (1) και C-217/03) (2)
(Κρατική ενίσχυση - Καθεστώς υφισταμένων ενισχύσεων - Φορολογικό καθεστώς των εγκατεστημένων στο Βέλγιο κέντρων συντονισμού - Προσφυγή ενώσεως - Παραδεκτό - Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα ότι το εν λόγω καθεστώς δεν αποτελεί ενίσχυση - Μεταβολή της εκτιμήσεως της Επιτροπής - Άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ - Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - Γενική αρχή της ισότητας)
(2006/C 212/01)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Βασίλειο του Βελγίου (εκπρόσωποι: A. Snoecx, E. Dominkovits, B. van de Walle de Ghelcke, J. Wouters και P. Kelley) (υπόθεση C-182/03)
Forum 187 ASBL: (εκπρόσωποι: A. Sutton και J. Killick, barristers) (υπόθεση C-217/03)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Rozet, R. Lyal και V. Di Bucci)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως C (2003) τελικό, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, για το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζει το Βασίλειο του Βελγίου υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο, καθόσον δεν επιτρέπει στο Βέλγιο να ανανεώσει τις υφιστάμενες άδειες των κέντρων
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση 2003/757/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεως που σχεδιάζει να εφαρμόσει το Βέλγιο υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο, στο μέτρο που δεν προβλέπει μεταβατικά μέτρα όσον αφορά τα κέντρα συντονισμού για τα οποία η αίτηση ανανεώσεως αδείας εκκρεμούσε κατά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή των οποίων η άδεια έληγε συγχρόνως ή εντός σύντομης προθεσμίας από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως. |
|
2) |
Απορρίπτει την προσφυγή της Forum 187 ASBL κατά τα λοιπά. |
|
3) |
Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C-182/03 και κατά το ήμισυ στα δικαστικά έξοδα της Forum 187 ASBL στην υπόθεση C-217/03. |
|
4) |
Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις C-182/03 R και C-217/03 R. |
(2) (T-276/02 - ΕΕ C 289 της 23.11.2002).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/1 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουλίου 2006 — Federación Española de Empresas de Tecnología Sanitaria (FENIN), πρώην Federación Nacional de Empresas, Instrumentación Científica, Médica, Técnica y Dental κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-205/03 P) (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Οργανισμοί διαχειρίσεως του ισπανικού εθνικού συστήματος υγείας - Παροχή φροντίδων - Έννοια της «επιχειρήσεως» - Προϋποθέσεις καταβολής που έχουν επιβληθεί στους προμηθευτές υγειονομικού υλικού)
(2006/C 212/02)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Federación Española de Empresas de Tecnología Sanitaria (FENIN), πρώην Federación Nacional de Empresas de Instrumentación Científica, Médica, Técnica y Dental (εκπρόσωποι: J.-R. García-Gallardo Gil-Fournier και D. Domínguez Pérez, δικηγόροι)
Έτερος διάδικος: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: F. Castillo de la Torre και W. Wils και οι δικηγόροι J. Rivas de Andrés και J.J. Gutiérrez Gisbert)
Παρεμβαίνοντες υπέρ της αναιρεσειβλήτου:το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωποι: M. Bethell, επικουρούμενος από τον G. Barling, QC), και το Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωποι: N. Díaz Abad, L. Fraguas Gadea και F. Díez Moreno)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 4ης Μαρτίου 2003 του Πρωτοδικείου (πρώτου πενταμελούς τμήματος), FENIN κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής [SG (99) D/7.040], της 26ης Αυγούστου 1999, με την οποία απορρίφθηκε η καταγγελία της αναιρεσείουσας κατά των οργανισμών διαχειρίσεως του ισπανικού δημοσίου συστήματος υγείας, σχετικά με τους όρους πληρωμής που επέβαλλαν οι οργανισμοί αυτοί στους προμηθευτές τους προϊόντων υγιεινής, καθώς και με άλλες πρακτικές των οργανισμών αυτών, για τις οποίες προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι νοθεύουν τον ανταγωνισμό — Έννοια του όρου «επιχείρηση».
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Federación Española de Empresas de Tecnología Sanitaria (FENIN) στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης. |
|
3) |
Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και το Βασίλειο της Ισπανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/2 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
(Υπόθεση C-399/03) (1)
(Κρατική ενίσχυση - Υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων - Φορολογικό καθεστώς των εγκατεστημένων στο Βέλγιο κέντρων συντονισμού - Αρμοδιότητα του Συμβουλίου)
(2006/C 212/03)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Rozet, V. Di Bucci και R. Lyal)
Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εκπρόσωποι: A.-M. Colaert και F. Florindo Gijón,)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Ακύρωση της αποφάσεως 2003/531/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 2003, σχετικά με τη χορήγηση ενίσχυσης από τη βελγική κυβέρνηση σε ορισμένα κέντρα συντονισμού εγκατεστημένα στο Βέλγιο (ΕΕ L 184, σ. 17)
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση 2003/531/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 2003, σχετικά με τη χορήγηση ενισχύσεως από τη Βελγική Κυβέρνηση σε ορισμένα κέντρα [συντονισμού] εγκατεστημένα στο Βέλγιο. |
|
2) |
Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/2 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 4ης Ιουλίου 2006 (αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης — Ελλάδα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — Κωνσταντίνος Αδενέλερ, Πανδώρα Κοζά-Βαλδίρκα, Νικόλαος Μάρκου, Αγάπη Παντελίδου, Χριστίνα Τοπαλίδου, Απόστολος Αλεξόπουλος, Κωνσταντίνος Βασινιώτης, Βασιλική Καραγιάννη, Απόστολος Τσιτσιώνης, Αριστείδης Ανδρέου, Ευαγγελία Βασιλά, Καλλιόπη Περιστέρη, Σπυρίδων Σκλιβανίτης, Δημοσθένης Τσελέφης, Θεοπίστη Πατσίδου, Δημήτριος Βογιατζής, Ρούσα Βοσκάκη, Βασίλειος Γιατάκης κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ)
(Υπόθεση C-212/04) (1)
(Οδηγία 1999/70/ΕΚ - Ρήτρες 1, στοιχείο β', και 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου - Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα - Έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων» και των «αντικειμενικών λόγων» που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων αυτών - Μέτρα προς αποφυγή των καταχρήσεων - Κυρώσεις - Περιεχόμενο της υποχρεώσεως περί σύμφωνης ερμηνείας)
(2006/C 212/04)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
Διάδικοι στη διαδικασία της κύριας δίκης
Κωνσταντίνος Αδενέλερ, Πανδώρα Κοζά-Βαλδίρκα, Νικόλαος Μάρκου, Αγάπη Παντελίδου, Χριστίνα Τοπαλίδου, Απόστολος Αλεξόπουλος, Κωνσταντίνος Βασινιώτης, Βασιλική Καραγιάννη, Απόστολος Τσιτσιώνης, Αριστείδης Ανδρέου, Ευαγγελία Βασιλά, Καλλιόπη Περιστέρη, Σπυρίδων Σκλιβανίτης, Δημοσθένης Τσελέφης, Θεοπίστη Πατσίδου, Δημήτριος Βογιατζής, Ρούσα Βοσκάκη, Βασίλειος Γιατάκης
κατά
Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης — Ερμηνεία των παραγράφων 1 και 2 της ρήτρας 5 του παραρτήματος της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43) — Συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με το Δημόσιο — Έννοια των «αντικειμενικών λόγων» που δικαιολογούν την ανανέωση, στο διηνεκές, των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων»
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της. |
|
2) |
Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρούνται «διαδοχικές», υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας. |
|
3) |
Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές. |
|
4) |
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/3 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 2006 — SGL Carbon AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-308/04 P) (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Σύμπραξη - Ηλεκτρόδια γραφίτη - Άρθρο 81, παράγραφος 1, EΚ - Πρόστιμα - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων - Ανακοίνωση περί συνεργασίας - Αρχή non bis in idem)
(2006/C 212/05)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: SGL Carbon AG (εκπρόσωποι: M. Klusmann και K. Beckmann, δικηγόροι)
Λοιποί διάδικοι: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: A. Bouquet, H. Gading και M. Schneider), Tokai Carbon Co. Ltd, με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία), Nippon Carbon Co. Ltd, με έδρα το Τόκιο, Showa Denko KK, με έδρα το Τόκιο, GrafTech International Ltd, πρώην UCAR International Inc., με έδρα το Wilmington (Ηνωμένες Πολιτείες), SEC Corp., με έδρα το Amagasaki (Ιαπωνία) και The Carbide/Graphite Group Inc., με έδρα το Pittsburgh (Ηνωμένες Πολιτείες)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01, Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, κατά το μέρος που αφορά την υπόθεση Τ-239/01 — Ακύρωση της αποφάσεως 2002/271/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2001, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Υπόθεση COMP/E-1/36.490 — Ηλεκτρόδια γραφίτη (ΕΕ L 100, σ. 1)
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει την SGL Carbon AG στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/4 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 2006 [αιτήσεις του Cour d'appel de Liège και του Tribunal de première instance de Liège (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Air Liquide Industries Belgium SA κατά Ville de Seraing (C-393/04) και Province de Liège (C-41/05)
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-393/04 και C-41/05) (1)
(Κρατικές ενισχύσεις - Έννοια - Απαλλαγή από δημοτικό και επαρχιακό φόρο - Αποτελέσματα του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ - Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος - Εσωτερικοί φόροι)
(2006/C 212/06)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούντα δικαστήρια
Cour d'appel de Liège, Tribunal de première instance de Liège
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Air Liquide Industries Belgium SA
κατά
Ville de Seraing (C-393/04), Province de Liège (C-41/05)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προδικαστική — Cour d'appel de Liège — Tribunal de première instance de Liège — Ερμηνεία των άρθρων 25, 87 και 90 ΕΚ — Κρατική ενίσχυση — Απαλλαγή από δημοτικό τέλος κινητηρίου δυνάμεως χορηγούμενη μόνον υπέρ των κινητήρων που χρησιμοποιούνται στη διανομή του φυσικού αερίου, αποκλειομένων των κινητήρων που χρησιμοποιούνται στη διανομή του βιομηχανικού αερίου
Διατακτικό της αποφάσεως
|
1) |
Η απαλλαγή από ένα δημοτικό ή κοινοτικό φόρο κινητήριας δύναμης, η οποία χορηγείται μόνον υπέρ των κινητήρων που χρησιμοποιούνται στους σταθμούς φυσικού αερίου εξαιρουμένων των κινητήρων που χρησιμοποιούνται για άλλα βιομηχανικά αέρια, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 EΚ. Στα αιτούντα δικαστήρια εναπόκειται να εκτιμήσουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. |
|
2) |
Ο ενδεχομένως παράνομος χαρακτήρας, σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων, μιας φορολογικής απαλλαγής, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν μπορεί να θίξει τη νομιμότητα του φόρου καθ' εαυτόν, οπότε οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι υπόχρεες αυτού του φόρου δεν μπορούν να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τον ισχυρισμό περί του παράνομου χαρακτήρα της χορηγούμενης απαλλαγής ώστε να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής του εν λόγω φόρου ή να επιτύχουν την επιστροφή του. |
|
3) |
Ένας φόρος κινητήριας δύναμης ο οποίος επιβαρύνει, μεταξύ άλλων, τους κινητήρες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά βιομηχανικού αερίου μέσω αγωγών υπό πολύ υψηλή πίεση δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ. |
|
4) |
Ένας φόρος κινητήριας δύναμης ο οποίος επιβαρύνει, μεταξύ άλλων, τους κινητήρες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά βιομηχανικού αερίου μέσω αγωγών υπό πολύ υψηλή πίεση δεν συνιστά εσωτερικό φόρο που εισάγει διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/4 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2006 (αιτήσεις του Cour de cassation — Βέλγιο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — Axel Kittel κατά État belge
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-439/04 και C-440/04) (1)
(Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών - Απάτη του τύπου «γαϊτανάκι» - Σύμβαση πωλήσεως που θεωρείται απολύτως άκυρη κατά το εσωτερικό δίκαιο)
(2006/C 212/07)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Cour de cassation
Διάδικοι στη διαδικασία της κύριας δίκης
Axel Kittel κατά État belge (C-439/04)
État belge κατά Recolta Recycling SPRL (C-440/04)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Cour de cassation de Belgique — Ερμηνεία της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, σ. 1) — Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας — Παράδοση αγαθών πραγματοποιούμενη βάσει συμβάσεως πωλήσεως πάσχουσας απόλυτη ακυρότητα — Απάτη τύπου «γαϊτανάκι» — Απώλεια του δικαιώματος του καλόπιστου αγοραστή προς έκπτωση
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
Οσάκις πραγματοποιείται παράδοση προς υποκείμενο στον φόρο ο οποίος δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη πράξη εμπλέκεται σε απάτη που διαπράττει ο πωλητής, το άρθρο 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 95/7/EΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1995, έχει την έννοια ότι αντίκειται στον κανόνα του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο η ακύρωση της σύμβασης πωλήσεως, βάσει διατάξεως του αστικού δικαίου που θεωρεί τη σύμβαση αυτή απολύτως άκυρη ως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη λόγω παράνομης αιτίας στο πρόσωπο του πωλητή, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος εκπτώσεως του ΦΠΑ που κατέλαβε ο εν λόγω υπόχρεος στον φόρο. Συναφώς δεν ασκεί επιρροή το ζήτημα αν η ακυρότητα προκύπτει από απάτη περί τον ΦΠΑ ή από άλλου είδους απάτη.
Αντιστρόφως, όταν αποδεικνύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι η παράδοση πραγματοποιείται προς υποκείμενο στον φόρο που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι με την αγορά του μετέχει σε πράξη εμπλεκόμενη σε απάτη περί τον ΦΠΑ, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αρνηθεί το δικαίωμα εκπτώσεως στον εν λόγω υπόχρεο στον φόρο.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/5 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-487/04) (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Κανονισμοί (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου και 2799/1999 της Επιτροπής - Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη - Σύστημα παρακολουθήσεως του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη)
(2006/C 212/08)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: A. Bordes και C. Cattabriga)
Καθής: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: I. Braguglia, και D. Del Gaizo, δικηγόρος)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 160, σ. 48), και του κανονισμού (ΕΚ) 2799/1999 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 όσον αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης στο αποκορυφωμένο γάλα και στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζονται για τη διατροφή ζώων και για την πώληση του εν λόγω αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη (ΕΕ L 340, σ. 3) — Θέσπιση ενός συστήματος παρακολουθήσεως του γάλακτος σε σκόνη που δεν είχε προβλεφθεί από την κοινοτική ρύθμιση
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας μονομερώς σύστημα παρακολουθήσεως του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που προορίζεται για ορισμένες χρήσεις, χωρίς τούτο να προβλέπεται από το εναρμονισμένο κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στον εν λόγω τομέα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τους κανονισμούς (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και (ΕΚ) 2799/1999 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (EΚ) 1255/1999 όσον αφορά τη χορήγηση ενισχύσεως στο αποκορυφωμένο γάλα και στο αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που προορίζονται για τη διατροφή ζώων και για την πώληση του εν λόγω αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη. |
|
2) |
Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/5 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 2006 (αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden — Κάτω Χώρες για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — Heintz van Landewijck SARL κατά Staatssecretaris van Financiën
(Υπόθεση C–494/04) (1)
(Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Οδηγία 92/12/ΕΟΚ - Έμμεσος φόρος καταναλώσεως - Φορολογικά σήματα - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρα 2 και 27 - Εξαφάνιση φορολογικών επισημάτων)
(2006/C 212/09)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Hoge Raad der Nederlanden
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Heintz van Landewijck SARL
κατά
Staatssecretaris van Financiën
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Hoge Raad der Nederlanden — Ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφος 1 και 5, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ: Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), που τροποποιήθηκε με την ένατη οδηγία 78/583/ΕΟΚ (ΕΕ L 194, σ. 16) — Ερμηνεία της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EE L 76, σ. 1) — Συμφωνία της εθνικής νομοθεσίας προς την κοινοτική ρύθμιση — Ταινίες φορολογήσεως καπνού — Εξαφάνισή τους πριν από τη χρησιμοποίηση
Διατακτικό της αποφάσεως
|
1) |
Ούτε η οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους καταναλώσεως, ούτε η οδηγία για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως ούτε η αρχή της αναλογικότητας εμποδίζουν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει την επιστροφή του ποσού των ειδικών φόρων καταναλώσεως που έχουν καταβληθεί, όταν τα επισήματα ειδικού φόρου καταναλώσεως έχουν εξαφανιστεί προτού επικολληθούν στα προϊόντα καπνού, αν η εξαφάνιση αυτή δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία ή σε ατύχημα και δεν αποδεικνύεται ότι τα επισήματα έχουν καταστραφεί ή καταστεί οριστικώς άχρηστα, με αποτέλεσμα την οικονομική ευθύνη για την απώλεια των φορολογικών επισημάτων να φέρει ο αγοραστής αυτών. |
|
2) |
Το άρθρο 27, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παράβαση της προθεσμίας κοινοποιήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης διαδικαστική πλημμέλεια που να μπορεί να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του κατά παρέκκλιση μέτρου το οποίο κοινοποιήθηκε εκπρόθεσμα. |
|
3) |
Το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 5, της έκτης οδηγίας 77/388 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κατά παρέκκλιση καθεστώς εισπράξεως του ΦΠΑ μέσω των φορολογικών επισημάτων, όπως αυτό που θεσπίζει το άρθρο 28 του ολλανδικού νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών της 28ης Ιουνίου 1968 (Wet op de omzetbelasting), συμβιβάζεται προς τις επιταγές που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές της οδηγίας και δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο για την απλοποίηση της εισπράξεως του φόρου. |
|
4) |
Η έλλειψη υποχρεώσεως επιστροφής των ποσών τα οποία έχουν καταβληθεί για την αγορά φορολογικών επισημάτων που αντιστοιχούν στον φόρο προστιθεμένης αξίας υπό καταστάσεις όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν είναι ασυμβίβαστη με την έκτη οδηγία 77/388 και, ειδικότερα, με το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 5, αυτής. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/6 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2006 — August Storck KG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
(Υπόθεση C-24/05 P) (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Άρθρο 7, παράγραφοι 1, στοιχείο β', και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως - Τρισδιάστατο σχήμα ζαχαρωτού χρώματος ανοικτού καφέ - Διακριτικός χαρακτήρας)
(2006/C 212/10)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: August Storck KG (εκπρόσωποι: I. Rohr, H. Wrage-Molkenthin και T. Reher, Rechtsanwälte)
Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: G. Schneider)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2004, Τ-396/02, August Storck KG κατά Γραφείου, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεως καταχωρίσεως τρισδιάστατου σήματος αποτελούμενου από το σχήμα σακχαρωτού χρώματος ανοικτού καφέ για «είδη ζαχαροπλαστικής» που υπάγονται στην κλάση 30 — «Διακριτικός χαρακτήρας» σήματος — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού ΕΚ 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1).
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει την August Storck KG στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/7 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2006 — August Storck KG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
(Υπόθεση C-25/05 P) (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Άρθρο 7, παράγραφοι 1, στοιχείο β', και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως - Τρισδιάστατο σχήμα ζαχαρωτού χρώματος ανοικτού καφέ - Διακριτικός χαρακτήρας)
(2006/C 212/11)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: August Storck KG (εκπρόσωποι: I. Rohr, H. Wrage-Molkenthin και T. Reher, Rechtsanwälte)
Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: G. Schneider)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2004, Τ-402/02, August Storck KG κατά Γραφείου, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεως καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος που αποτελείται από την απεικόνιση περιτυλίγματος με στριμμένα τα δύο άκρα (σχήμα σγουρόχαρτου) για «ζαχαρωτά» που υπάγονται στην κλάση 30 — «Διακριτικός χαρακτήρας» σήματος — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού ΕΚ 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1).
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
|
2) |
Καταδικάζει την August Storck KG στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/7 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-53/05) (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 92/100/ΕΟΚ - Πνευματική ιδιοκτησία - Δικαίωμα εκμισθώσεως και δανεισμού - Παράλειψη μεταφοράς εντός της ταχθείσας προθεσμίας)
(2006/C 212/12)
Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: P. Andrade και W. Wils)
Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: L. Fernandes και N. Gonçalves)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση των άρθρων 1 και 5 της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ L 346, σ. 6)
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
|
1) |
Η Πορτογαλική Δημοκρατία, απαλλάσσοντας όλες τις κατηγορίες ιδρυμάτων δημόσιου δανεισμού από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής που οφείλεται στους δημιουργούς για τον δημόσιο δανεισμό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1 και 5 της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας. |
|
2) |
Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/8 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2006 (αίτηση του Rechtbank Amsterdam — Κάτω Χώρες για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — J. J. Kersbergen-Lap, D. Dams-Schipper κατά Raad van Bestuur van het Uitvoeringsinstituut Werknemersverzekeringen
(Υπόθεση C-154/05) (1)
(Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Άρθρα 4, παράγραφος 2α, και 10α, καθώς και παράρτημα ΙΙ α - Ειδικές παροχές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών - Ολλανδική παροχή για νεαρά άτομα με ειδικές ανάγκες - Μη δυνατότητα εξαγωγής)
(2006/C 212/13)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Rechtbank Amsterdam
Διάδικοι στη διαδικασία της κύριας δίκης
Προσφεύγοντες: J. J. Kersbergen-Lap, D. Dams-Schipper
Καθού: Raad van Bestuur van het Uitvoeringsinstituut Werknemersverzekeringen
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Rechtbank Amsterdam — Ερμηνεία των άρθρων 4, παράγραφος 2α, 10α και του παραρτήματος ΙΙα του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 1) — Ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά — Σύστημα συντονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71 — Πεδίο εφαρμογής — Περιλαμβάνεται ή όχι η παροχή για νέους με ειδικές ανάγκες την οποία προβλέπει το παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71 — Δικαιούχοι μη κάτοικοι Κάτω Χωρών
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
Παροχή χορηγούμενη δυνάμει του νόμου Wet arbeidsongeschiktheidsvoorziening jonggehandicapten της 24ης Απριλίου 1997 (νόμου περί της ασφαλίσεως λόγω ανικανότητας προς εργασία νεαρών ατόμων με ειδικές ανάγκες) πρέπει να θεωρείται ως ειδική παροχή μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 307/1999 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1999, οπότε πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικώς η συντονιστική ρύθμιση του άρθρου 10α του κανονισμού αυτού και η εν λόγω παροχή δεν μπορεί, επομένως, να χορηγηθεί σε πρόσωπα που κατοικούν εκτός Κάτω Χωρών.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/8 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2006 (αίτηση του Court of Appeal (Civil Division) — Ηνωμένο Βασίλειο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — Talacre Beach Caravan Sales Ltd κατά Commissioners of Customs & Excise
(Υπόθεση C-251/05) (1)
(Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρο 28 - Απαλλαγή με δικαίωμα επιστροφής του καταβληθέντος φόρου - Πώληση αγαθών που φορολογούνται με μηδενικό συντελεστή, εξοπλισμένων με αγαθά που φορολογούνται με τον κανονικό συντελεστή - Τροχόσπιτα - Ενιαία παράδοση)
(2006/C 212/14)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
Court of Appeal (Civil Division)
Διάδικοι στη διαδικασία της κύριας δίκης
Talacre Beach Caravan Sales Ltd
κατά
Commissioners of Customs & Excise
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Court of Appeal (Civil Division) — Ερμηνεία του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ: Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, σ. 1) — Αγαθά που υπάγονται σε μηδενικό συντελεστή (τροχόσπιτα) που πωλούνται μαζί με αγαθά υπαγόμενα στον κανονικό συντελεστή — Κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται αν η πώληση πρέπει να χαρακτηριστεί ως ενιαία για σκοπούς ΦΠΑ
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο αποφασίζει:
Όταν πραγματοποιείται μία μόνον παράδοση αγαθών, περιλαμβάνουσα, αφενός, ένα κύριο αγαθό για το οποίο η νομοθεσία του κράτους μέλους έχει θεσπίσει απαλλαγή με δικαίωμα εκπτώσεως του καταβληθέντος φόρου κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο α', της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος του φόρου προστιθεμένης αξίας και την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (Προσέγγιση των συντελεστών ΦΠΑ), και, αφετέρου, ορισμένα αγαθά που, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής αυτής, δεν απαγορεύεται το κράτος μέλος να επιβάλλει ΦΠΑ με τον κανονικό συντελεστή στην παράδοση των αγαθών για τα οποία δεν ισχύει η απαλλαγή.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/9 |
Αναίρεση που άσκησε στις 29 Μαΐου 2006 η Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 15 Μαρτίου 2006 στην υπόθεση T-129/04, Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)
(Υπόθεση C-238/06 P)
(2006/C 212/15)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG (εκπρόσωπος: H. Kunz-Hallstein)
Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 15.3.2006 στην υπόθεση T-129/04 (1). |
|
— |
Να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του καθού της 20ής Ιανουαρίου 2004 (υπόθεση R367/2003-2), και επικουρικώς |
|
— |
να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο. |
|
— |
Να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της αναιρέσεώς της κατά της ως άνω αποφάσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει τους εξής λόγους:
|
1. |
Σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα αντίληψη περί των κανόνων δικαίου, η οποία διέπει και τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, οι θεμελιώδεις κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως ορίζουν ότι όποιος επικαλείται κανόνα δικαίου φέρει το βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται οι πραγματικές προϋποθέσεις του κανόνα αυτού. Τούτο ισχύει ιδίως όταν γίνεται επίκληση εξαιρέσεων, οι οποίες κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει πάντοτε να ερμηνεύονται στενά. Εφόσον το ΓΕΕΑ αρνήθηκε να παράσχει προστασία στο σήμα επικαλούμενο εξαιρετικό κανόνα δικαίου, έφερε την υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων του κανόνα αυτού. |
|
2. |
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υφίσταται απλώς εθνική καταχώριση, αλλά εθνική καταχώριση από κράτος μέλος τόσο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως όσο και της Συμβάσεως των Παρισίων κατά την έννοια του άρθρου 6 δ, μέρος Α, αυτής, στην οποία δεν μπορεί να μην παρασχεθεί προστασία παρά μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 δ, μέρος Β, της Συμβάσεως. Η προνομιακή ρύθμιση του άρθρου 6 δ, μέρος Α, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Παρισίων δεν επιτρέπει στο καθού να κρίνει ότι η καταχώριση δεν μπορεί να προστατευθεί τουλάχιστον στο έδαφος του κράτους μέλους εντός του οποίου απολαύει προστασίας το πανομοιότυπο κοινοτικό σήμα. Το καθού όμως θεμελίωσε την απόφασή του στην έλλειψη διακριτικής ικανότητας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και, ως εκ τούτου, και στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας: Επομένως, με τον τρόπο αυτό το καθού κηρύσσει άκυρη και την καταχώριση στην οποία προέβη ένα συμβαλλόμενο κράτος της Συμβάσεως των Παρισίων. Στην περίπτωση αυτή δεν αρκεί η γενική επίκληση εκ μέρους του ΓΕΕΑ της ανεξαρτησίας της «εθνικής», δηλαδή της οικείας, εννόμου τάξεως, διότι οι αξιώσεις της δικαιούχου ενός κοινοτικού σήματος δεν περιορίζονται στο να έχει απλώς τη μεταχείριση που επιφυλάσσει το εθνικό δίκαιο στους ημεδαπούς. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη εξέταση πρέπει να διεξαχθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 6 δ, μέρος Α, της Συμβάσεως των Παρισίων. |
|
3. |
Ως προς την απόδειξη της ελλείψεως διακριτικής ικανότητας, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το ΓΕΕΑ ανταποκρίθηκε στη σχετική υποχρέωσή του τουλάχιστον στο μέτρο κατά το οποίο ορθώς επικαλέστηκε τα διδάγματα της κοινής πείρας. Εντούτοις, το επιχείρημα που στηρίζεται στα διδάγματα αυτά δεν μπορεί να χρησιμοποιείται επικουρικώς για να αντισταθμίσει τη μη απόδειξη των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο παρανόμως εξέτασε το ζήτημα της ελλείψεως διακριτικής ικανότητας αποκλειστικώς βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 40/94, παραβλέποντας πλήρως το άρθρο 6 δ, μέρος Β, της Συμβάσεως των Παρισίων. |
|
4. |
Το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τη διακριτική ικανότητα ενόψει των συγκεκριμένων προϊόντων για τα οποία ζητείται η καταχώριση ούτε εκτίμησε ορθώς τη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα. Επίσης δεν διέκρινε μεταξύ διαφορετικών προϊόντων. Το Πρωτοδικείο παρέβλεψε το γεγονός ότι με τη χρήση της μορφής για τον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος εξυπηρετούνται και οι ανάγκες των οικονομικών φορέων: Ειδικότερα, στις υπεραγορές, όπου υπάρχει πλήθος φιαλών τοποθετημένων σε προθήκες, η μορφή της συσκευασίας τους παρέχει τη μόνη δυνατότητα προεπιλογής. |
(1) ΕΕ C 108, σ. 20
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/10 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hanseatisches Oberlandesgericht στις 30 Μαΐου 2006 — Lämmerzahl GmbH κατά Freie Hansestadt Bremen
(Υπόθεση C-241/06)
(2006/C 212/16)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Hanseatisches Oberlandesgericht
Διάδικοι στη διαδικασία της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Lämmerzahl GmbH
Καθού: Freie Hansestadt Bremen
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Συμβιβάζεται με την οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (1), ειδικότερα με το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, η περίπτωση κατά την οποία εμποδίζεται το εν γένει δικαίωμα μετέχοντος σε διαγωνισμό για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως, να ασκήσει προσφυγή κατά της περί συνάψεως δημοσίας συμβάσεως αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής, διότι ο προσφέρων υπαιτίως δεν επικαλέστηκε, εντός της προβλεπομένης από το εθνικό δίκαιο προθεσμίας διαμαρτυρίας, παράβαση της αναθέσεως, η οποία αφορά
|
|
2) |
Πρέπει ενδεχομένως να τίθενται ειδικές απαιτήσεις για τα περιλαμβανόμενα στην προκήρυξη για τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως στοιχεία, που είναι κρίσιμα για τον καθορισμό της αξίας της συμβάσεως, για να μπορεί να συναχθεί γενικός αποκλεισμός της προστασίας που παρέχει το πρωτογενές δίκαιο κατά των παραβάσεων αναθέσεως που αφορούν τον υπολογισμό της αξίας της συμβάσεως, ακόμη και αν η ορθώς εκτιμηθείσα ή εκτιμητέα αξία της συμβάσεως υπερβαίνει την κρίσιμη κατωτάτη αξία; |
(1) ΕΕ L 209, σ. 1.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/10 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) στις 29 Μαΐου 2006 — Minister voor Vreemdelingenzaken en Integratie και T. Sahin κατά της αποφάσεως του rechtbank 's-Gravenhage στην υπόθεση AWB 04/45792
(Υπόθεση C-242/06)
(2006/C 212/17)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Αιτούν δικαστήριο
Raad van State
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Minister voor Vreemdelingenzaken en Integratie και T. Sahin
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1α. |
Έχει το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως, υπό το φως των σκέψεων 81 και 84 της αποφάσεως της 21ης Οκτωβρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-317/01 και C-369/01, Abatay και Sahin (Συλλογή 2003, σ. I-12301), την έννοια ότι αλλοδαπός, υπήκοος Τουρκίας, ο οποίος τήρησε τους κανόνες για την πρώτη έγκριση εισόδου και διαμονή εντός της χώρας και από τις 14 Δεκεμβρίου 2000 έως τις 2 Οκτωβρίου 2002 άσκησε νομίμως μισθωτή εργασία σε διάφορους εργοδότες, πλην όμως δεν ζήτησε εγκαίρως παράταση της διάρκειας ισχύος της χορηγηθείσας σ' αυτόν άδειας διαμονής και ως εκ τούτου δεν είχε μετά τη λήξη αυτής της άδειας και κατά τον χρόνο της αιτήσεως για παράτασή της νόμιμη διαμονή κατά το εθνικό δίκαιο, πολλώ δε μάλλον ούτε έγκριση ασκήσεως εργασίας εντός της χώρας, μπορεί να επικαλεσθεί αυτή τη διάταξη; |
|
1β. |
Επηρεάζεται η απάντηση στο ερώτημα 1α. από το ότι η μη εγκαίρως υποβληθείσα από τον αλλοδαπό αίτηση παρατάσεως, η οποία παρελήφθη εντός χρονικού διαστήματος έξι μηνών μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος αυτής της άδειας διαμονής, μολονότι η αίτηση αυτή εξομοιώνεται κατά το εθνικό δίκαιο προς αίτηση χορηγήσεως πρώτης άδειας διαμονής, εξετάζεται βάσει των όρων που τίθενται για έγκριση συνεχίσεως της διαμονής, ο δε αλλοδαπός μπορεί να αναμένει εντός της χώρας την απόφαση επί της εν λόγω αιτήσεως; |
|
2α. |
Έχει ο όρος «περιορισμός» στο άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80 την έννοια ότι περιλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής τελών σε σχέση με τη διεκπεραίωση αιτήσεως παρατάσεως της διάρκειας ισχύος άδειας διαμονής, τα οποία οφείλει αλλοδαπός, υπήκοος Τουρκίας, ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 1/80, και σε περίπτωση μη καταβολής τους η αίτησή του δεν εξετάζεται βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του Vw 2000; |
|
2β. |
Διαφέρει η απάντηση στο ερώτημα 2α., όταν τα τέλη δεν υπερβαίνουν το κόστος διεκπεραιώσεως της αιτήσεως; |
|
3. |
Έχει το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80, που σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας με την οποία πραγματοποιείται σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (1), σε συνδυασμό με το άρθρο 59 αυτού του Πρωτοκόλλου, την έννοια ότι το ύψος των τελών (ως προς τον αλλοδαπό, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ευρώ 169) για Τούρκους υπηκόους, οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 1/80, σε σχέση με τη διεκπεραίωση αιτήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής ή παρατάσεώς της δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος των τελών (ευρώ 30) που μπορούν να επιβάλλονται σε σχέση με υπηκόους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον φορά τη διεκπεραίωση αιτήσεως εξετάσεως βάσει του κοινοτικού δικαίου και την παράδοση του σχετικού με αυτή εγγράφου διαμονής (βλ. το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 68/360/ΕΟΚ (2) αντιστοίχως άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (3)); |
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149.
(2) Οδηγία 68/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43).
(3) Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ενώσεως και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal de commerce de Charleroi (Βέλγιο) στις 30 Μαΐου 2006 — SA Sporting du Pays de Charleroi, G-14 Groupement des clubs de football européens κατά Fédération internationale de football association (FIFA)
(Υπόθεση C-243/06)
(2006/C 212/18)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunal de commerce de Charleroi (Βέλγιο)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
SA Sporting du Pays de Charleroi, G-14 Groupement des clubs de football européens
Κατά: Fédération internationale de football association (FIFA) [Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου]
Προδικαστικό ερώτημα
Στοιχειοθετούν οι υποχρεώσεις, τις οποίες επιβάλλουν στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους και στους ποδοσφαιριστές που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας με τους εν λόγω συλλόγους οι διατάξεις του καταστατικού και των κανονισμών της FIFA, οι οποίες προβλέπουν την υποχρεωτική και δωρεάν παραχώρηση των παικτών στις εθνικές ομοσπονδίες καθώς και τη μονομερή κατάρτιση του δεσμευτικού συντονισμένου διεθνούς προγράμματος των αγώνων, παράνομους περιορισμούς του ανταγωνισμού ή καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης ή εμπόδια στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες κατοχυρώνει η Συνθήκη ΕΚ, που αντίκεινται, κατά συνέπεια, στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, στα άρθρα 39 και 49 της Συνθήκης;
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Juzgado de lo Social Único de Algeciras (Ισπανία) στις 2 Ιουνίου 2006 — Josefa Velasco Navarro κατά Fondo de Garantía Salarial (Fogasa)
(Υπόθεση C-246/06)
(2006/C 212/19)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Αιτούν δικαστήριο
Juzgado de lo Social Único de Algeciras
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Josefa Velasco Navarro
Καθού: Fondo de Garantía Salarial (Fogasa)
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Αφού διαπιστωθεί από τον εθνικό δικαστή ότι η εθνική νομοθεσία κατά την ημερομηνία της 8ης Οκτωβρίου 2005 είναι ελλιπής και, επομένως, δεν έχει προσαρμοστεί στην οδηγία 2002/74 (1) και στην ερμηνεία της από το ΔΕΚ (υπό το πρίσμα της κοινοτικής αρχής της ισότητας), όπως διατυπώθηκε στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005 (που εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-177/05), πρέπει να θεωρηθεί ότι η οδηγία αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα έναντι του FOGASA, του κρατικού οργανισμού εγγυήσεως, από την επόμενη ημέρα (9 Οκτωβρίου 2005); |
|
2) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει το ως άνω άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας 2002/74 να ισχύσει, ως ευνοϊκότερο για τον εργαζόμενο (και δυσμενέστερο για το κράτος που δεν έχει συμμορφωθεί προς την οδηγία), και στην περίπτωση αναγνωρισμένης αφερεγγυότητας –κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού που δεν προβλέπεται από την εν λόγω ελλιπή εθνική νομοθεσία– κατά την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η οδηγία (8 Οκτωβρίου 2002) και της ημερομηνίας μέχρι την οποία το ισπανικό κράτος όφειλε να έχει θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην ως άνω οδηγία (8 Οκτωβρίου 2005); |
(1) Οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ L 270, σ. 10)
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d'Etat (Βέλγιο) στις 6 Ιουνίου 2006 — United Pan-Europe Communications Belgium SA, Coditel Brabant SA, Société intercommunale pour la Diffusion de la Télévision Brutele, Wolu TV ASBL κατά État Belge (Βελγικού Δημοσίου)
(Υπόθεση C-250/06)
(2006/C 212/20)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Conseil d'Etat
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσες: United Pan-Europe Communications Belgium SA, Coditel Brabant SA, Société intercommunale pour la Diffusion de la Télévision Brutele, Wolu TV ASBL
Καθού: État Belge
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Πρέπει η υποχρέωση που επιβάλλεται σε επιχείρηση διανομής με καλωδιακό σύστημα προγραμμάτων τηλεοπτικών εκπομπών να διανέμουν ορισμένα συγκεκριμένα προγράμματα να ερμηνευθεί ως παρέχουσα στους δημιουργούς των προγραμμάτων αυτών «ειδικό δικαίωμα» κατά την έννοια του άρθρου 86 [ΕΚ]; |
|
2) |
Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, οι κανόνες του άρθρου 86, παράγραφος 1, in fine ΕΚ (δηλαδή «οι κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως εκείνοι των άρθρων 12 και 81 μέχρι και 89») πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις διανομής με καλωδιακό σύστημα προγραμμάτων τηλεοπτικών εκπομπών να διανέμουν ορισμένα προγράμματα τηλεοράσεως που εκπέμπουν ιδιωτικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί, αλλά «υπάγονται» (κατά την έννοια του βελγικού νόμου της 30ής Μαρτίου 1995 σχετικά με τα δίκτυα διανομής τηλεοπτικών εκπομπών και την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων στη δίγλωσση περιοχή Bruxelles-Capitale) σε συγκεκριμένες δημόσιες αρχές του κράτους αυτού, με συνέπεια ο αριθμός των προγραμμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών ή μη μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και οργανισμών οι οποίοι δεν υπάγονται σ' αυτές τις δημόσιες αρχές, να μειώνεται κατ' αναλογία του αριθμού των επιβαλλόμενων προγραμμάτων; |
|
3) |
Πρέπει το άρθρο 49 [ΕΚ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπάρχει απαγορευόμενο εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εφόσον ένα μέτρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος, εν προκειμένω η υποχρέωση αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων στα δίκτυα καλωδιακής διανομής τηλεοπτικών εκπομπών, μπορεί να παρεμποδίζει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, την παροχή υπηρεσιών από άλλο κράτος μέλος για τους αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών οι οποίοι βρίσκονται στο πρώτο κράτος μέλος, πράγμα που θα συμβεί αν λόγω του μέτρου αυτού, ο παρέχων υπηρεσίες βρίσκεται σε μειονεκτική διαπραγματευτική θέση για την πρόσβαση στα ίδια αυτά δίκτυα; |
|
4) |
Πρέπει το άρθρο 49 [ΕΚ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπάρχει απαγορευόμενο εμπόδιο επειδή το μέτρο που επέβαλε το κράτος μέλος, εν προκειμένω η υποχρέωση αναμεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων στα δίκτυα καλωδιακής διανομής τηλεοπτικών εκπομπών, χορηγείται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, λόγω του τόπου εγκαταστάσεως των δικαιούχων ή άλλων σχέσεων αυτών προς αυτό το κράτος μέλος, μόνο στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες εντός αυτού του κράτους μέλους και εφόσον δεν υπάρχει αιτιολόγηση ενός τέτοιου εμποδίου που να αντλείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας; |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Unabhängigen Finanzsenats, Außenstelle Linz (Αυστρία) στις 6 Ιουνίου 2006 — Firma Ing. Auer — Die Bausoftware GmbH κατά Finanzamt Freistadt Rohrbach Urfahr
(Υπόθεση C-251/06)
(2006/C 212/21)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Unabhängiger Finanzsenat, Außenstelle Linz.
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Firma Ing. Auer — Die Bausoftware GmbH
Κατά: Finanzamt Freistadt Rohrbach Urfahr
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Στην περίπτωση που ο τόπος της πραγματικής διοικήσεως μιας εταιρίας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου μεταφέρεται από ένα κράτος μέλος, το οποίο έχει καταργήσει τον φόρο εισφοράς πριν από την σύστασή της, σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο εισπράττει τον φόρο αυτόν κατά τη χρονική αυτή περίοδο, τότε το γεγονός ότι το πρώτο κράτος μέλος έχει καταργήσει τον φόρο εισφοράς διά της καταργήσεως της αντίστοιχης νομικής βάσεως της εθνικής νομοθεσίας εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της εταιρίας αυτής, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου ως κεφαλαιουχικής εταιρίας «για την καταβολή του φόρου εισφοράς» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο η', της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ της 17ης Ιουλίου 1969 (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1985 (2), και του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο β', της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ της 17ης Ιουλίου 1969, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1985; |
|
2) |
Απαγορεύει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ της 17ης Ιουλίου 1969, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1985, σε κράτος μέλος, στο οποίο μία κεφαλαιουχική εταιρία μεταφέρει τον τόπο της πραγματικής διοικήσεώς της, την επιβολή φόρου εισφοράς, επ' αφορμή της μεταφοράς του τόπου της πραγματικής διοικήσεως, επί των πράξεων που περιγράφει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία α' και η', της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ της 17ης Ιουλίου 1969, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1985, στην περίπτωση που οι πράξεις αυτές συντελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κεφαλαιουχική εταιρία είχε τον τόπο της πραγματικής διοικήσεώς της σε κράτος μέλος το οποίο είχε καταργήσει τον φόρο εισφοράς πριν από τη σύσταση της κεφαλαιουχικής εταιρίας διά της καταργήσεως της αντίστοιχης νομικής βάσεως της εθνικής νομοθεσίας; |
(1) ΕΕ L 269, σ. 12.
(2) ΕΕ L 156, σ. 23.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d'appel de Bruxelles (Βέλγιο) στις 7 Ιουνίου 2006 — Zürich Versicherungs-Gesellschaft κατά Bureau Benelux des marques
(Υπόθεση C-254/06)
(2006/C 212/22)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Cour d'appel de Bruxelles
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Zürich Versicherungs-Gesellschaft
Καθού: Bureau Benelux des marques
Προδικαστικό ερώτημα
Έχουν τα άρθρα 3 και 13 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (1), την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε εθνική νομοθεσία να προβλέπει ότι δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος κατά αποφάσεως επί αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος, δεν δύναται να εξετάσει σε σχέση με έκαστο των προϊόντων ή με εκάστη των υπηρεσιών για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος, αν το σήμα εμπίπτει σε έναν από τους λόγους αρνήσεως καταχωρίσεως που διατυπώνονται στο άρθρο 3 παρ. 1, της οδηγίας, και, επομένως, να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα ανάλογα με τα οικεία προϊόντα και τις υπηρεσίες, εφόσον η αρμόδια αρχή στον τομέα της καταχωρίσεως των σημάτων αντέταξε συνολική άρνηση που αφορά το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών και, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της αρχής αυτής, ο καταθέτης δεν ζήτησε, επικουρικώς, μερική καταχώριση για ορισμένα προϊόντα και ορισμένες υπηρεσίες;
(1) EE L 40, σ. 1.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/14 |
Αναίρεση που άσκησε στις 6 Ιουνίου 2006 η Yedas Tarim ve Otomotiv Sanayi ve Ticaret AŞ κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 30 Mαρτίου 2006 στην υπόθεση T-367/03: Yedas Tarim ve Otomotiv Sanayi ve Ticaret AS κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-255/06 P)
(2006/C 212/23)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Yedaş Tarim ve Otomotiv Sanayi ve Ticaret AŞ (εκπρόσωποι: S. Sariibrahimoglu και R. Sinner, δικηγόροι)
Αντίδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) στην υπόθεση T-367/03, Yedaş κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, |
|
— |
να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, |
|
— |
να διατάξει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, |
|
— |
να διατάξει την απόδοση των δικαστικών εξόδων στην αναιρεσείουσα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον, εν αντιθέσει προς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν δέχθηκε ότι η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και Τουρκίας (στο εξής: Συμφωνία της Άγκυρας) και τα πρόσθετα πρωτοκόλλα της έχουν καθ' εαυτά έννομη σημασία ή παράγουν έννομο αποτέλεσμα και καθόσον εσφαλμένα έκρινε ότι καθ' εαυτές οι αρχές και οι διατάξεις της Συμφωνίας της Άγκυρας και των πρωτοκόλλων της δεν συνιστούν κανόνες δικαίου δυνάμενους να αποτελέσουν γνώμονα βάσει του οποίου ελέγχεται η νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Κατά την αναιρεσείουσα, οι διατάξεις της Συμφωνίας της Άγκυρας έχουν άμεση εφαρμογή και δύνανται να απονέμουν δικαιώματα σε ιδιώτες.
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον δεν εξέτασε το επιχείρημα ότι η Δημοκρατία της Τουρκίας πληρούσε τους όρους για να τύχει, στον τομέα των ενισχύσεων, μεταχειρίσεως όμοιας με αυτή κρατών όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα και καθόσον αποφάνθηκε ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υποχρεούνταν να προβούν σε ενέργειες όσον αφορά τη θέση της Ελλάδας επί της χορηγήσεως χρηματοδοτικής ενισχύσεως στην Τουρκία.
Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη νομική εκτίμηση, καθόσον έκρινε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης, όπως υποστηρίζει, συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) στις 13 Ιουνίου 2006 — Roby Profumi Srl κατά Comune di Parma
(Υπόθεση C-257/06)
(2006/C 212/24)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Corte suprema di cassazione
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείουσα: Roby Profumi Srl.
Αναιρεσίβλητος: Comune di Parma
Προδικαστικό ερώτημα
[Ερωτάται] αν το άρθρο 10, παράγραφος 8, του ιταλικού νόμου 713/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του [νομοθετικού διατάγματος] 126/1997, είναι σύμφωνο με το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΚ και [με] το άρθρο 7 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ (1), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 93/35/ΕΟΚ (2).
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145.
(2) ΕΕ L 151, σ. 32.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/14 |
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες υπέβαλε το Cour d'appel de Montpellier (Γαλλία) στις 15 Ιουνίου 2006 — Ministère public κατά Daniel Pierre Raymond Escalier και Jean Louis François Bonnarel
(Υπόθεση C-260/06 - Υπόθεση C-261/06)
(2006/C 212/25)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Cour d'appel de Montpellier (Γαλλία)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείοντες: Daniel Pierre Raymond Escalier (C-260/06) και Jean Louis François Bonnarel (C261/06)
Αντεφεσείουσα: MInistère public
Προδικαστικό ερώτημα
Όταν ένα κράτος μέλος εξαρτά την εισαγωγή φυτοπροστατευτικού προϊόντος προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, εντός του οποίου το προϊόν έχει ήδη έγκριση διαθέσεως στην αγορά χορηγηθείσα σύμφωνα με την οδηγία 91/414/ΕΚ (1), από απλουστευμένη διαδικασία χορηγήσεως εγκρίσεως διαθέσεως στην αγορά, αποσκοπούσα στον έλεγχο του κατά πόσον το εισαγόμενο προϊόν πληροί τις προϋποθέσεις πανομοιότυπου που καθορίζει η απόφαση C-100/96 της 11ης Μαρτίου 1999, μπορεί το κράτος μέλος αυτό να επιβάλει αυτή την απλουστευμένη διαδικασία σε ένα επιχειρηματία όταν:
|
— |
ο εισαγωγέας είναι γεωργός ο οποίος εισάγει το προϊόν αποκλειστικά για τις –ποικίλες αλλά περιορισμένες ποσοτικά– ανάγκες της γεωργικής εκμεταλλεύσεώς του και δεν προβαίνει, συνεπώς, στη διάθεση του προϊόντος στην αγορά υπό την εμπορική έννοια του όρου· |
|
— |
η απλουστευμένη διαδικασία χορηγήσεως ΕΔΑ που ισοδυναμεί με άδεια εισαγωγής είναι ατομική για κάθε επιχειρηματία/διανομέα ο οποίος υποχρεούται να προσδιορίσει το εισαγόμενο προϊόν με το δικό του εμπορικό σήμα, συνεπάγεται δε την καταβολή τέλους 800 ευρώ; |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί η απόφαση της 26ης Μαΐου 2005 στην υπόθεση C-212/03 σχετικά με τις προσωπικές εισαγωγές φαρμάκων από ιδιώτες να εφαρμοστεί κατ' αναλογίαν στην περίπτωση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που εισάγουν γεωργοί αποκλειστικά για τις ανάγκες των γεωργικών εκμεταλλεύσεών τους;
(1) Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1)
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/15 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 15 Ιουνίου 2006 — Deutsche Telekom AG κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
(Υπόθεση C-262/06)
(2006/C 212/26)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesverwaltungsgericht
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Deutsche Telekom AG
Καθού: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχουν τα άρθρα 27, περίοδος 1, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (1), και 16, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) (2), την έννοια ότι διατηρείται προσωρινώς σε ισχύ απορρέουσα από το προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο υποχρέωση περί εγκρίσεως τιμολογίων για την παροχή στους τελικούς καταναλωτές υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας από επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, καθώς και η σχετική διαπιστωτική διοικητική πράξη; |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1:
|
2) |
Απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο μια διατήρηση αυτής της εκτάσεως; |
(1) ΕΕ L 108, σ. 33.
(2) ΕΕ L 108, σ. 51.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/15 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 16 Ιουνίου 2006
(Υπόθεση C-265/06)
(2006/C 212/27)
Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: A. Caeiros
Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία
Αιτήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, απαγορεύοντας, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του νομοδιατάγματος 40/2003, της 11ης Μαρτίου 2003, την εφαρμογή εγχρώμων ταινιών στα τζάμια αυτοκινήτων οχημάτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 και 30 ΕΚ και τα άρθρα 11 και 13 της Συμφωνίας ΕΟΧ, δεδομένου ότι η απαγόρευση αυτή εμποδίζει την εμπορία στην Πορτογαλία εγχρώμων ταινιών που νομίμως κατασκευάζονται ή/και διατίθενται στο εμπόριο άλλων κρατών μελών ή κρατών που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία ΕΟΧ· |
|
— |
να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η απαγόρευση που περιέχεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του νομοδιατάγματος 40/2003, της 11ης Μαρτίου 2003, συνιστά μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών, σε αντίθεση προς το άρθρο 28 ΕΚ και το άρθρο 11 της Συμφωνίας ΕΟΧ, δεδομένου ότι η απαγόρευση αυτή εμποδίζει στην πράξη την εμπορία στην Πορτογαλία εγχρώμων ταινιών που νομίμως κατασκευάζονται ή/και διατίθενται στο εμπόριο άλλων κρατών μελών ή κρατών που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία ΕΟΧ. Επί πλέον, η απαγόρευση αυτή δεν δικαιολογείται υπό το πρίσμα των άρθρων 30 ΕΚ και 13 της Συμφωνίας ΕΟΧ.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/16 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Labour Court (Ιρλανδία) στις 19 Ιουνίου 2006 — Impact κατά Minister for Agriculture and Food, Minister for Arts, Sport and Tourism, Minister for Communications, Marine and Natural Resources, Minister for Foreign Affairs, Minister for Justice, Equality and Law Reform, Minister for Transport
(Υπόθεση C-268/06)
(2006/C 212/28)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
Labour Court (Ιρλανδία).
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Impact
κατά
Minister for Agriculture and Food, Minister for Arts, Sport and Tourism, Minister for Communications, Marine and Natural Resources, Minister for Foreign Affairs, Minister for Justice, Equality and Law Reform, Minister for Transport.
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1. |
Υποχρεώνει το κοινοτικό δίκαιο (και ειδικότερα η αρχή της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας) τους Rights Commissioners και το Labour Court, όταν εκδικάζουν, σε πρώτο βαθμό υπόθεση στο πλαίσιο διατάξεως του εθνικού δικαίου, ή έφεση κατά τέτοιας αποφάσεως, να εφαρμόσουν διάταξη αμέσου αποτελέσματος της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (1) σε περιπτώσεις που:
|
|
2. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο Ερώτημα 1 ,
|
|
3. |
Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο Ερώτημα 1 και στο Ερώτημα 2(β) , εμποδίζει η ρήτρα 5, παράγραφος 1, της Συμφωνίας-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ τα κράτη μέλη υπό την ιδιότητα του εργοδότη να ανανεώσουν σύμβαση απασχολήσεως ορισμένου χρόνου μέχρι οκτώ έτη κατά την περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία η οδηγία έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο και πριν από τη θέσπιση του εθνικού νόμου για τη μεταφορά της οσάκις:
|
|
4. |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο Ερώτημα 1 ή στο Ερώτημα 2 , υποχρεώνει κάποια διάταξη του κοινοτικού δικαίου τον Rights Commissioner και το Labour Court (και ειδικότερα η υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τη διατύπωση και τους στόχους της οδηγίας ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία) να ερμηνεύουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, κατά την έννοια ότι εφαρμόζεται αναδρομικώς από την ημερομηνία κατά την οποία η οδηγία έπρεπε να έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο οσάκις:
|
|
5. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα Ερωτήματα l ή 4 ο όρος «συνθήκες απασχόλησης» που περιέχει η ρήτρα 4 της Συμφωνίας-πλαίσιο η οποία προσαρτάται στην οδηγία 1990/70/ΕΚ περιλαμβάνει τους όρους συμβάσεως απασχολήσεως περί αμοιβών και συντάξεων; |
(1) ΕΕ L 175, σ. 43.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/17 |
Προσφυγή της 20ής Ιουνίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας
(Υπόθεση C-270/06)
(2006/C 212/29)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. Støvlbæk και ο δικηγόρος B. Wägenbaur)
Καθής: Δημοκρατία της Αυστρίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
να αναγνωρίσει ότι ενόψει του άρθρου 226, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η Δημοκρατία της Αυστρίας, λόγω του ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με ορισμένο κεντρικό ίδρυμα υποχρεούνται να διατηρούν στο κεντρικό τους ίδρυμα, σύμφωνα με τους όρους που αυτό θέτει, ρευστά διαθέσιμα το ύψος των οποίων ανέρχεται σε ορισμένο ποσοστό των καταθέσεων σε αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα και εμποδίζονται να επενδύσουν τα ρευστά διαθέσιμά τους σε άλλα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ. |
|
2. |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, απαγορεύει όλες τις εθνικές ρυθμίσεις που περιορίζουν τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Η απαγόρευση αυτή βαίνει πέραν της άρσεως τυχόν άνισης μεταχειρίσεως των επιχειρηματιών, σε επίπεδο χρηματαγορών, λόγω της ιθαγένειάς τους και καταλαμβάνει γενικώς οποιονδήποτε περιορισμό καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της συγκεκριμένης θεμελιώδους ελευθερίας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, περιορισμούς στις κινήσεις των κεφαλαίων συνιστούν τα επιβαλλόμενα από κράτος μέλος μέτρα που είναι ικανά να αποθαρρύνουν τους κατοίκους του από το να συνάψουν δάνεια ή να προβούν σε επενδύσεις σε άλλα κράτη μέλη.
Κατά την Επιτροπή, η διάταξη του αυστριακού ομοσπονδιακού τραπεζικού νόμου βάσει της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με ορισμένο κεντρικό ίδρυμα υποχρεούνται να διατηρούν ορισμένο μέρος των ρευστών διαθεσίμων τους στο κεντρικό τους ίδρυμα συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη υποχρέωση που επιβάλλει ο νόμος εμποδίζει τις τράπεζες πρώτης βαθμίδας από το να επενδύσουν σε άλλα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα ένα σημαντικό μέρος των ρευστών διαθεσίμων τους, το οποίο αντιστοιχεί στην υποχρεωτική αυτή κατάθεση, και από το να επιτύχουν, μέσω της διασυνοριακής αυτής μεταφοράς των συγκεκριμένων ρευστών διαθεσίμων σε άλλα κράτη μέλη, αποδόσεις υψηλότερες από εκείνες που τους εξασφαλίζει το κεντρικό τους ίδρυμα.
Η επίμαχη διάταξη του αυστριακού ομοσπονδιακού τραπεζικού νόμου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των ρητώς αναφερόμενων στο άρθρο 58 ΕΚ λόγων, ούτε από λόγους αναγόμενους στην προστασία των καταναλωτών ή άλλους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.
Η Επιτροπή φρονεί ότι η επίμαχη, επιβεβλημένη από τον νόμο, υποχρεωτική κατάθεση στο κεντρικό ίδρυμα δεν είναι αναγκαία για την προστασία των καταναλωτών. Πρώτον, η Αυστρία διαθέτει ήδη νομοθετικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της ρευστότητας, εφαρμοστέες σε όλα τα τραπεζικά ιδρύματα, και, δεύτερον, υπάρχουν ηπιότερα μέσα για τη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας τα οποία δεν παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων ή την παρακωλύουν σε μικρότερο βαθμό. Όσον αφορά μάλιστα την προστασία των καταναλωτών, η υφιστάμενη ρύθμιση λειτουργεί αντιπαραγωγικά, διότι εμποδίζει τις τράπεζες πρώτης βαθμίδας από το να προβούν προς όφελος των πελατών τους σε ενδεχομένως αποδοτικότερες επενδύσεις των ρευστών διαθεσίμων τους εκτός των συνόρων. Περαιτέρω, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η αφερεγγυότητα ορισμένων τραπεζών πρώτης βαθμίδας θα οδηγούσε κατ' ανάγκη σε αλυσιδωτή αντίδραση και θα προκαλούσε κύμα αναλήψεων στις αποταμιεύσεις σε άλλες τράπεζες πρώτης βαθμίδας του τομέα. Το δυσοίωνο αυτό σενάριο δεν πείθει και μόνο για τον λόγο ότι παρόμοια συστήματα σε άλλα κράτη μέλη έχουν λειτουργήσει με επιτυχία χωρίς να προβλέπουν υποχρεωτική κατάθεση εκ του νόμου και έχουν διατηρηθεί σταθερά επί πολλές δεκαετίες χωρίς να σημειωθούν αλυσιδωτές καταρρεύσεις τραπεζών.
Επειδή η επίμαχη νομοθετική υποχρέωση των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων δεν είναι αναγκαία ούτε για την προστασία της ακεραιότητας και της καλής φήμης του αυστριακού χρηματοπιστωτικού τομέα ούτε για την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συνιστά δυσανάλογο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/18 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Cour d'appel d'Angers (Γαλλία) στις 26 Ιουνίου 2006 — EARL Mainelvo κατά Denkavit France SARL
(Υπόθεση C-272/06)
(2006/C 212/30)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Cour d'appel d'Angers
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εκκαλούσα: EARL Mainelvo.
Εφεσίβλητη: Denkavit France SARL.
Προδικαστικό ερώτημα
Είναι σύμφωνη με τους σκοπούς ρυθμίσεως της αγοράς και διασφαλίσεως δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τη γεωργική κοινότητα που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) 1254/1999 (1) του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, καθώς και με τα μέτρα για την εσωτερική αγορά που προέβλεψε για τους σκοπούς αυτούς ο εν λόγω κανονισμός και προσδιόρισε λεπτομερέστερα ο κανονισμός (ΕΚ) 2342/1999 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1999 (2), η εντός των ορίων που θέτει η εθνική διεπαγγελματική συμφωνία η συναφθείσα μεταξύ των εκπροσωπούντων τις εκμισθώτριες επιχειρήσεις και τους ασχολούμενους με την εκτροφή μόσχων κτηνοτρόφους εθνικών επαγγελματικών οργανώσεων άμεση εκχώρηση από τον κτηνοτρόφο, σε εκτέλεση συμβάσεως που συνάφθηκε με γαλλική εταιρία, θυγατρική διεθνούς ομίλου παραγωγής και προμήθειας ζωοτροφών για μόσχους, ποσοστού 67, 63 έως 71, 35 % της πριμοδοτήσεως σφαγής που προβλέπει ο κανονισμός 1254/1999;
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ 1999, L 160, σ. 21)
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 2342/1999 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 1999, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος, όσον αφορά τα καθεστώτα πριμοδοτήσεων (ΕΕ 1999, L 281, σ. 30)
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/18 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Handelsgericht Wien (Αυστρία) στις 22 Ιουνίου 2006 — Auto Peter Petschenig GmbH κατά Toyota Frey Austria GmbH
(Υπόθεση C-273/06)
(2006/C 212/31)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Handelsgericht Wien (Αυστρία)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Auto Peter Petschenig GmbH
Καθής: Toyota Frey Austria GmbH
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1. |
Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (EΚ) 1475/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής, πώλησης και εξυπηρέτησης μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων (στο εξής: ο κανονισμός (EΚ) 1475/95) (1), την έννοια ότι μπορεί το γεγονός και μόνον της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού (EΚ) 1400/2002 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας (κανονισμός (EΚ) 1400/2002) (2), και η προκληθείσα εξ αυτού προσαρμογή συστήματος διανομής, το οποίο είχε διαμορφωθεί και είχε τύχει απαλλαγής κατά τον κανονισμό (EΚ) 1475/95, προς τις απαιτήσεις της απαλλαγής των επιλεκτικών συστημάτων διανομής κατά τον κανονισμό (EΚ) 1400/2002 να θεωρηθεί ως ανάγκη αναδιοργανώσεως υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (EΚ) 1475/95; |
|
2. |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα υπ' αριθ. 1: Έχει το άρθρο 5, παράγραφος, 3, πρώτη περίοδος, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (EΚ) 1475/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής, πώλησης και εξυπηρέτησης μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων (στο εξής: ο κανονισμός (EΚ) 1475/95), την έννοια ότι μόνον η –αφορώσα επιλεκτικά συστήματα διανομής– κατάργηση του προηγουμένως ισχύοντος εδαφικού περιορισμού για διανομείς, έστω και σε συνδυασμό με την κατά τον προϊσχύσαντα κανονισμό (EΚ) 1475/95 έλλειψη δυνατότητας χορηγήσεως άδειας για συνεργεία που δεν είναι διανομείς αυτοκινήτων της μάρκας αυτής, συνιστά αναδιοργάνωση υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (EΚ) 1475/95 ή πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ελήφθησαν μέτρα αναδιοργανώσεως; |
(1) ΕΕ L 145, σ. 25
(2) EE L 203, σ. 30
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/19 |
Προσφυγή της 23ης Ιουνίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας
(Υπόθεση C-274/06)
(2006/C 212/32)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. Støvlbæk και R.Vidal Puig)
Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, διατηρώντας σε ισχύ μέτρα όπως τα προβλεπόμενα στην Πρόσθετη Διάταξη 27a του νόμου 55/1999, της 29ης Δεκεμβρίου, περί φορολογικών, διοικητικών και κοινωνικής φύσεως μέτρων, όπως ακριβώς προβλέπεται και στο άρθρο 94 του νόμου 62/2003, της 30ής Δεκεμβρίου, μέτρα που περιορίζουν το δικαίωμα ψήφου των φορέων του δημοσίου στις ισπανικές επιχειρήσεις του τομέα της ενεργείας, έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ. |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η Πρόσθετη Διάταξη 27a του νόμου 55/1999 προβλέπει ότι σε περίπτωση που φορέας που ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από το δημόσιο αποκτά τον έλεγχο ή σημαντική συμμετοχή σε επιχείρηση του τομέα της ενέργειας, το Υπουργικό Συμβούλιο θα μπορεί να αποφασίσει, εντός διαστήματος δύο μηνών, «να μην αναγνωρίσει» την άσκηση των αντιστοίχων πολιτικών δικαιωμάτων ή να υποβάλει την άσκηση αυτών υπό συγκεκριμένους όρους. Η εν λόγω απόφαση πρέπει να ληφθεί βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που σκοπούν στη διασφάλιση της ασφαλείας της προμήθειας ενεργείας.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Πρόσθετη Διάταξη 27a του νόμου 55/1999, είναι ασύμβατη με το άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:
|
— |
ο έλεγχος και η απόκτηση σημαντικών μεριδίων συμμετοχής στις ισπανικές επιχειρήσεις του τομέα της ενεργείας από δημόσιους φορείς αποτελεί «κινήσεις κεφαλαίων» κατά την έννοια του άρθρου 56 της Συνθήκης ΕΚ· |
|
— |
ο περιορισμός των πολιτικών δικαιωμάτων που οι ισπανικοί φορείς μπορούν να αποφασίσουν σε σχέση με την εν λόγω ανάληψη ελέγχου και την απόκτηση σημαντικών μεριδίων συμμετοχής αποτελεί περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, πράγμα που απαγορεύεται, κατ' αρχήν, από το άρθρο 56 ΕΚ· και |
|
— |
ο εν λόγω περιορισμός δεν δικαιολογείται από τη Συνθήκη. |
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή φρονεί ότι η Πρόσθετη Διάταξη 27a του νόμου 55/1999 δεν δικαιολογείται από το στόχο της διασφαλίσεως της ασφαλείας της προμήθειας ενέργειας, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:
|
— |
το γεγονός ότι οι φορείς που επιτυγχάνουν τον έλεγχο ή αποκτούν σημαντικά μερίδια συμμετοχής ελέγχονται από το δημόσιο δεν συνεπάγεται πρόσθετο κίνδυνο για την ασφάλεια της προμήθειας με ενέργεια και, γι' αυτό το λόγο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η καθιέρωση περιορισμών στην ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων αποκλειστικώς στην περίπτωση αυτή· |
|
— |
ο περιορισμός των δικαιωμάτων ψήφου δεν αποτελεί το κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση της ασφάλειας της προμήθειας ενεργείας, δεδομένου ότι υφίστανται και άλλα περισσότερο κατάλληλα προς τούτο μέτρα· |
|
— |
έστω και αν ο περιορισμός των δικαιωμάτων ψήφου αποτελεί κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση της ασφάλειας της προμήθειας ενεργείας, τα επικρινόμενα μέτρα είναι δυσανάλογα και/ή η «μη αναγνώριση» της ασκήσεως του δικαιώματος ψήφου επεκτείνεται σε όλες τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις της εταιρίας· |
|
— |
η ευχέρεια που έχει το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει επί της «αναγνωρίσεως» ή «μη αναγνωρίσεως» της ασκήσεως των δικαιωμάτων ψήφου δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά και αρκούντως συγκεκριμένα κριτήρια υποκείμενα σε πραγματικό δικαστικό έλεγχο. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/19 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil no 5 de Madrid (Ισπανία) στις 26 Ιουνίου 2006 — Productores de Música de España κατά Telefónica de España SAU
(Υπόθεση C-275/06)
(2006/C 212/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Αιτούν δικαστήριο
Juzgado de lo Mercantil no 5 de Madrid
Διάδικοι στη διαδικασία της κύριας δίκης
Αιτούσα: Productores de Música de España (Promusicae)
Καθής: Telefónica de España SAU
Προδικαστικό ερώτημα
Επιτρέπεται κατά το κοινοτικό δίκαιο και, συγκεκριμένα, κατά τα άρθρα 15, παράγραφος 2, και 18 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά, τα άρθρα 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (2) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, το άρθρο 8 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ (3) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, και τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τα κράτη μέλη να περιορίζουν μόνο στις περιπτώσεις έρευνας διεξαγόμενης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως ή προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας και, ως εκ τούτου, να αποκλείουν σε περίπτωση πολιτικών δικών, την υποχρέωση διατηρήσεως και διαθέσεως δεδομένων συνδέσεως και κινήσεως τα οποία δημιουργούνται από τις επικοινωνίες που πραγματοποιούνται κατά την παροχή μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, την οποίαν υπέχουν οι φορείς διαχειρίσεως εκμεταλλεύσεως δικτύου και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι φορείς παροχής προσβάσεως σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και οι φορείς παροχής υπηρεσιών φιλοξενίας δεδομένων;
(1) EE L 178, σ. 1.
(2) ΕΕ L 167, σ. 10.
(3) ΕΕ L 157, σ. 45.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/20 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) στις 26 Ιουνίου 2006 — Interboves GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas
(Υπόθεση C-277/06)
(2006/C 212/34)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Finanzgericht Hamburg
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Interboves GmbH
Καθού: Hauptzollamt Hamburg-Jonas
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Θεσμοθετεί στο σημείο 48.7, στοιχείο α', του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ (1) τη βασική προϋπόθεση για τις θαλάσσιες μεταφορές, με αποτέλεσμα να μη συνδέονται, καταρχήν, μεταξύ τους –στο μέτρο που τηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα σημεία 48.3 και 48.4 του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ, εξαιρουμένων των διαρκειών ταξιδίου και των περιόδων ανάπαυσης– οι διάρκειες οδικού ταξιδίου πριν και μετά τη θαλάσσια μεταφορά, ακόμη και σε περίπτωση μεταφοράς των ζώων επί των καλουμένων Roll on/Roll off οχηματαγωγών πλοίων; |
|
2) |
Περιλαμβάνει το σημείο 48.7, στοιχείο β', του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ ειδική διάταξη για τα καλούμενα Roll on/Roll off οχηματαγωγά πλοία που κυκλοφορούν στην Κοινότητα, εφαρμοζόμενη παράλληλα, δηλαδή επιπρόσθετα προς τις προϋποθέσεις του σημείου 48.4, στοιχείο α', του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα να μην αρχίζει, μετά την άφιξη των οχηματαγωγών πλοίων στον λιμένα προορισμού, νέα ανώτατη διάρκεια ταξιδίου 29 ωρών [επιχείρημα από το σημείο 48.4, στοιχείο δ', του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας] και πολύ περισσότερο να μην πρέπει να παρέχεται 12ωρη ανάπαυση, παρά μόνον όταν η διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς υπερέβη του γενικούς κανόνες των σημείων 48.2 έως 48.4 του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας, συγκεκριμένα τις 29 ώρες σύμφωνα με το σημείο 48.4, στοιχείο δ'; |
(1) EE L 340, σ. 17.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/20 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 26 Ιουνίου 2006 — Manfred Otten κατά Landwirtschaftskammer Niedersachsen
(Υπόθεση C-278/06)
(2006/C 212/35)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesverwaltungsgericht
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγων, εφεσίβλητος και αναιρεσίβλητος: Manfred Otten
Καθού, εφεσείον και αναιρεσείον: Landwirtschaftskammer Niedersachsen
Προσεπικληθείς: Johnny Kück
Παρεμβαίνουσα: Η εκπρόσωπος του ομοσπονδιακού συμφέροντος ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht
Προδικαστικό ερώτημα
Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου της 28ης Δεκεμβρίου 1992 (1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1256/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 (2), την έννοια ότι, σε περίπτωση αγροτικής μισθώσεως που εκπνέει και αφορά γαλακτοκομική εκμετάλλευση ή εκτάσεις χρησιμοποιούμενες για παραγωγή γάλακτος, οι σχετικές ποσότητες αναφοράς μπορούν να επιστρέψουν στον εκμισθωτή ακόμα και όταν αυτός δεν είναι ο ίδιος παραγωγός ή δεν πρόκειται να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή στην περίπτωση που μεταβιβάζει τις εν λόγω ποσότητες αναφοράς, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος και μέσω κρατικού φορέα πωλήσεως, σε τρίτον ο οποίος έχει την ιδιότητα αυτή;
(1) EE L 405, σ. 1.
(2) ΕΕ L 160. σ. 73.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/21 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Audiencia Provincial de Madrid (Ισπανία) στις 27 Ιουνίου 2006 — CEPSA, Estaciones de Servicio SA κατά LV Tobar e Hijos SL
(Υπόθεση C-279/06)
(2006/C 212/36)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Αιτούν δικαστήριο
Audiencia Provincial de Madrid
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εκκαλούσα: CEPSA, Estaciones de Servicio SA.
Εφεσίβλητη: LV Tobar e Hijos SL.
Προδικαστικά ερωτήματα
ΠΡΩΤΟΝ
|
A) |
Έχει το άρθρο 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ την έννοια ότι μία σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας που συνήφθη το 1996 μεταξύ διανομέα πετρελαιοειδών προϊόντων και πρατηριούχου επιχειρήσεως και βάσει της οποίας η δεύτερη υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά καύσιμα του προμηθευτή για ορισμένο χρονικό διάστημα και δεσμεύεται να μην πωλεί τέτοια προϊόντα άλλων διανομέων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει συμφωνία μη ανταγωνισμού, καίτοι η σύμβαση αυτή, λόγω της οικονομικής της σημασίας, μπορεί να θεωρηθεί ως σύμβαση αντιπροσωπείας; |
|
B) |
Σε περίπτωση που η σύμβαση αυτή εμπίπτει πράγματι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου, μπορεί να τύχει εξαιρέσεως από την απαγόρευση αν πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1984/83, και ιδίως αυτές της διάρκειας; |
|
Γ) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η πρόβλεψη των άρθρων 10 και 12 του ως άνω κανονισμού, σύμφωνα με την οποίαν επιτρέπεται η παράταση της διάρκειας της συμφωνίας περί μη ανταγωνισμού πέραν των 5 ετών σε αντάλλαγμα για την παροχή ειδικών οικονομικών ή χρηματοδοτικών πλεονεκτημάτων από τον προμηθευτή προς τον πρατηριούχο, επιβάλλει να είναι ουσιώδη τα οικονομικά και χρηματοδοτικά αυτά πλεονεκτήματα ή αρκεί να μην είναι επουσιώδη; Μπορούν οι διατάξεις αυτές να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχονται τέτοια οικονομικά και χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα με τις συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας με τις οποίες ο προμηθευτής πετρελαιοειδών προϊόντων αναλαμβάνει τα έξοδα εγκαταστάσεως και συντηρήσεως της εικόνας του σήματός του στο πρατήριο ή παραχωρεί τις δεξαμενές και τους εγχυτήρες καυσίμου, τα οποία ο πρατηριούχος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει χωρίς έγγραφη εξουσιοδότηση του αποκλειστικού προμηθευτή για προϊόντα που δεν έχει προμηθεύσει αυτός και οφείλει να επιστρέψει όταν παύσει την εξουσιοδοτημένη χρήση τους και των οποίων η αξία καλύπτεται από την εγγύηση σε πρώτη ζήτηση που ο πρατηριούχος έχει παράσχει υπέρ του προμηθευτή; |
|
Δ) |
Αν δεν συντρέχει τέτοια εξαίρεση, θίγει η προβλεπόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ αυτοδίκαιη ακυρότητα τη σύμβαση στο σύνολό της; |
ΔΕΥΤΕΡΟΝ
|
A) |
Έχει το άρθρο 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ την έννοια ότι μία τέτοια σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας, κατά το μέρος που προβλέπει ότι η πρατηριούχος επιχείρηση οφείλει να πωλεί τα καύσιμα του αποκλειστικού προμηθευτή στις τιμές πωλήσεως που αυτός καθορίζει, υπόκειται κατ' αρχήν στην απαγόρευση του περιορισμού του ανταγωνισμού μέσω καθορισμού των τιμών πωλήσεως, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής της σημασίας και, ειδικότερα, των κινδύνων που αναλαμβάνει η πρατηριούχος και της συμβολής της στις δαπάνες που συνδέονται με την προμήθεια των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως ή στις δαπάνες προωθήσεως της πωλήσεως των προϊόντων αυτών, δεδομένων των ακόλουθων σχετικών σημείων:
|
|
B) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, έχει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1984/83, της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, και ιδίως των άρθρων του 10 έως 13, την έννοια ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τέτοιας φύσεως συμβάσεις, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται η απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ αν η σύμβαση πληροί τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως που περιέχονται στα εν λόγω άρθρα του κανονισμού; |
|
Γ) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, έχει το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού την έννοια ότι στη σύμβαση καθιερώνονται περισσότεροι του ενός περιορισμοί του ανταγωνισμού, καθόσον, πέραν της καθιερώσεως υποχρεώσεως μη ανταγωνισμού, με την πρόβλεψη αποκλειστικής προμήθειας, προβλέπεται και καθορισμός των τιμών πωλήσεως από τον προμηθευτή; Μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί έγκυρη κατόπιν της εξουσιοδοτήσεως της εταιρίας διανομής προς το πρατήριο, τον Νοέμβριο του 2001, να μειώσει την τιμή πωλήσεως χωρίς να μειωθούν τα έξοδα της εταιρίας διανομής; |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/22 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Krajský Soud v Praze (Δημοκρατία της Τσεχίας) στις 28 Ιουνίου 2006 — Ochranný svaz autorský pro práva k dílům hudebním (OSA) κατά Miloslav Lev
(Υπόθεση C-282/06)
(2006/C 212/37)
Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική
Αιτούν δικαστήριο
Krajský Soud v Praze
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ochranný svaz autorský pro práva k dílům hudebním (OSA)
κατά
Miloslav Lev
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως –οδηγία 2001/29/ΕΚ–, μπορεί ένας δημιουργός να ζητήσει αμοιβή για τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκτέλεση έργου του από τον εκμεταλλευόμενο εγκαταστάσεις προοριζόμενες για διαμονή, ακόμη και αν η ραδιοφωνική ή τηλεοπτική συσκευή είναι τοποθετημένη στο ιδιωτικό τμήμα των προοριζόμενων για διαμονή χώρων (εντός του δωματίου); |
|
2) |
Αντιβαίνει το άρθρο 23 του νόμου 121/2000 περί πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο 81/2005, προς το κοινοτικό δίκαιο; |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/23 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Zala Megyei Bíróság (Δημοκρατία της Ουγγαρίας) στις 29 Ιουνίου 2006 — KÖGÁZ Rt., E-ON IS Hungary Kft., E-ON DÉDÁSZ Rt., Schneider Electric Hungária Rt., TESCO Àruházak Rt., OTP Garancia Bíztosító Rt., OTP Bank Rt., ERSTE Bank Hungary Rt και Vodafon Magyarország Mobil Távözlési Rt. κατά Zala Megyei Közigazgatási Hivatal vezetöje
(Υπόθεση C-283/06)
(2006/C 212/38)
Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική
Αιτούν δικαστήριο
Zala Megyei Bíróság.
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσες: KÖGÁZ Rt., E-ON IS Hungary Kft., E-ON DÉDÁSZ Rt., Schneider Electric Hungária Rt., TESCO Àruházak Rt., OTP Garancia Bíztosító Rt., OTP Bank Rt., ERSTE Bank Hungary Rt et Vodafon Magyarország Mobil Távözlési Rt..
Καθού: Zala Megyei Közigazgatási Hivatal vezetöje.
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Πρέπει να ερμηνευθεί το κεφάλαιο 4, σημείο 3, στοιχείο α', του παραρτήματος Χ της «Πράξεως Προσχωρήσεως» (πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (1)), σύμφωνα με το οποίο «η Ουγγαρία μπορεί να εφαρμόζει, μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2007, μειώσεις του τοπικού φόρου επιχειρήσεων έως το 2 % των καθαρών κερδών, οι οποίες χορηγήθηκαν από τοπικές αρχές για περιορισμένο χρονικό διάστημα βάσει των άρθρων 6 και 7 του νόμου C του 1990 για τους τοπικούς φόρους», υπό την έννοια ότι:
|
|
2) |
Στην περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει αρνητικά στο πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει επίσης το ακόλουθο ερώτημα: Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (2) του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι μια φορολογία δεν έχει τον χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών κατά την έννοια του άρθρου 33 της οδηγίας; |
(1) ΕΕ L 236, σ. 846
(2) EE L 145, σ. 1.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/23 |
Προσφυγή που ασκήθηκε στις 29 Ιουνίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας
(Υπόθεση C-286/06)
(2006/C 212/39)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. Støvlbaeke και R. Vidal Puig)
Καθού: Βασιλείου της Ισπανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία του Συμβουλίου 89/48/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (1), ειδικότερα από το άρθρο της 3, αρνούμενο να αναγνωρίσει τα επαγγελματικά προσόντα μηχανικού που έχουν αποκτηθεί στην Ιταλία και εξαρτώντας τη χορήγηση αδείας συμμετοχής στις εξετάσεις για προαγωγή εντός της δημόσιας διοίκησης μηχανικών διαθετόντων επαγγελματικά προσόντα κτηθέντα σε άλλο κράτος μέλος από την αναγνώριση της πανεπιστημιακής ισοδυναμίας των εν λόγω διπλωμάτων· |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η Επιτροπή έχει λάβει πολυάριθμες καταγγελίες σχετικά με την εκ μέρους των αρμοδίων ισπανικών αρχών απόρριψη αιτήσεων για αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων μηχανικού που έχουν αποκτηθεί στην Ιταλία με σκοπό την άσκηση στην Ισπανία του επαγγέλματος του μηχανικού κατασκευής οδών, διαύλων και λιμένων.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, οι ισπανικές αρχές οφείλουν να επιτρέπουν την πρόσβαση σε επάγγελμα ή την άσκησή του σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους που διαθέτει τον επιβαλλόμενο τίτλο για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος. Με βάση τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι:
|
1. |
το επάγγελμα του μηχανικού κατασκευής δρόμων, διαύλων και λιμένων αποτελεί «νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα» στην Ισπανία· |
|
2. |
οι αιτούντες είναι υπήκοοι κράτους μέλους· |
|
3 |
το απαιτούμενο στην Ιταλία δίπλωμα για την πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανικού είναι το «Diploma de laurea in Ingegneria Civile» μαζί με την «Abilitazione all'esercizio della professione di ingegnere». Οι ενιστάμενοι διαθέτουν και τα δύο διπλώματα και γι' αυτό έχουν την ευχέρεια να ασκούν το επάγγελμα του μηχανικού στην Ιταλία· και |
|
4. |
το «conjunto de títulos» (σύνολο των διπλωμάτων) που αποτελείται από το «Laurea in Ingegneria Civile» και την «Abilitazione all'esercizio della professione di ingegnere» είναι σύμφωνο προς όλα τα προαπαιτούμενα που απαιτούνται σύμφωνα με τον ορισμό του «διπλώματος» που περιλαμβάνεται στο στοιχείο α' του άρθρου 1 της Οδηγίας. |
Κατά συνέπεια, οι ισπανικές αρχές ήσαν υποχρεωμένες να επιτρέψουν στους αιτούντες την πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανικού κατασκευής δρόμων, διαύλων και λιμένων. Αρνούμενο την εν λόγω πρόσβαση, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 της Οδηγίας.
Από τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή γεγονότα προκύπτει επίσης ότι οι ισπανικές αρχές εξαρτούν τη συμμετοχή στις εξετάσεις για προαγωγή εντός της δημόσιας διοίκησης που απαιτούν την κατοχή του διπλώματος του μηχανικού. Προκειμένου περί διπλωμάτων εχόντων κτηθεί στην αλλοδαπή, πρέπει να έχουν αυτά «επικυρωθεί», δηλαδή να έχει αναγνωριστεί η ισοτιμία ή η πανεπιστημιακή ισοδυναμία τους με το αντίστοιχο ισπανικό δίπλωμα. Η εν λόγω αξίωση καθιστά ακόμα περισσότερο δυσχερή την εντός της υπηρεσίας προαγωγή, και, εξ αυτού του λόγου, την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού, όσον αφορά τους υπηκόους κράτους μέλους που διαθέτουν το επαγγελματικό δίπλωμα που απαιτείται σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η εν λόγω αξίωση είναι επίσης αντίθετη προς το άρθρο 3 της Οδηγίας.
(1) ΕΕ 1989 L 19, σ. 16.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/24 |
Προσφυγή της 4ης Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-297/06)
(2006/C 212/40)
Γλώσσα διαδικασίας ελληνική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: Ε.Τσερέπα-Lacombe και Ι. Χατζηγιάννης)
Καθής: Ελληνική Δημοκρατία
Αιτήματα:
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο,
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2003/85/ΕΚ (1) του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, την κατάργηση της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/531/ΕΟΚ και 91/665/ΕΟΚ και με την τροποποίηση της οδηγίας 92/46/ΕΟΚ, και εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής |
|
— |
να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για την μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 30 Ιουνίου 2004.
(1) ΕΕ L 306 της 22.11.2003, σ.1
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/24 |
Προσφυγή της 4ης Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-299/06)
(2006/C 212/41)
Γλώσσα διαδικασίας ελληνική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: Γ. Ζαββός και N. Yerrell)
Καθής: Ελληνική Δημοκρατία
Αιτήματα:
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο,
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/92/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2002 για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 16 της εν λόγω οδηγίας. |
|
— |
να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για την μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 14 Ιανουαρίου 2005.
(1) ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/25 |
Προσφυγή της 19ης Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-313/06)
(2006/C 212/42)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: D. Lawunmi και D. Recchia)
Καθής: Ιταλική Δημοκρατία
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θέσει σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2004/26/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/68/ΕΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας· |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2004/26/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη εξέπνευσε στις 20 Μαΐου 2005.
(1) ΕΕ L 146, σ. 1.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/25 |
Προσφυγή της 20ής Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας
(Υπόθεση C-317/06)
(2006/C 212/43)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Enegren και R. Vidal Puig)
Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1), και, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2002/14/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 23 Μαρτίου 2005.
(1) ΕΕ L 80, σ. 29.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/26 |
Προσφυγή της 20ής Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου
(Υπόθεση C-318/06)
(2006/C 212/44)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Enegren και G. Rozet)
Καθού: Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων (1) ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας· |
|
— |
να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/86/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 8 Οκτωβρίου 2004.
(1) ΕΕ L 294, σ. 22.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/26 |
Προσφυγή της 20ής Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου
(Υπόθεση C-320/06)
(2006/C 212/45)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Enegren και G. Rozet)
Καθού: Βασίλειο του Βελγίου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1) ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας· |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2002/14/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 23 Μαρτίου 2005.
(1) ΕΕ L 80, σ. 29.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/26 |
Προσφυγή της 20ής Ιουλίου 2006 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου
(Υπόθεση C-321/06)
(2006/C 212/46)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Enegren και G. Rozet)
Καθού: Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1) ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας· |
|
— |
να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2002/14/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 23 Μαρτίου 2005.
(1) ΕΕ L 80, σ. 29.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/27 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006 — Hoek Loos κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-304/02) (1)
(Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Ολλανδική αγορά βιομηχανικών και ιατρικών αερίων - Καθορισμός των τιμών - Υπολογισμός του ύψους των προστίμων - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων - Αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης)
(2006/C 212/47)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Hoek Loos NV (Schiedam, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: J.J. Feenstra και B.F. Van Harinxma thoe Slooten, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: A. Bouquet)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προσφυγή με την οποία ζητείται η μερική ακύρωση της απόφασης 2003/207/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/E-3/36.700 — Βιομηχανικά και ιατρικά αέρια) (ΕE 2003, L 84, σ. 1) και, επικουρικώς, η μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/27 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006 — Franchet και Byk κατά Επιτροπής
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-391/03 και T-70/04) (1)
(Πρόσβαση στα έγγραφα - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 - Έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) - Eurostat - Άρνηση προσβάσεως - Επιθεώρηση και έρευνα - Δικαστικές διαδικασίες - Δικαιώματα άμυνας)
(2006/C 212/48)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Yves Franchet και Daniel Byk (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωποι: G. Vandersanden και L. Levi, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: D. Maidani, J.-F. Pasquier και P. Aalto)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση για ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και της Επιτροπής, με τις οποίες απορρίφθηκαν τα αιτήματα των προσφευγόντων για πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με έρευνα που αφορά τη Eurostat
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει ως απαράδεκτα τα αιτήματα για ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Αυγούστου 2003, καθώς και της σιωπηρής απορρίψεως των αιτήσεων που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες στις 21 και στις 29 Οκτωβρίου 2003. |
|
2) |
Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) της 1ης Οκτωβρίου 2003 κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση στο σύνολο των ανακοινώσεων της OLAF προς την Επιτροπή, εκτός αυτής για την οποία γίνεται λόγος στο ανακοινωθέν Τύπου της 19ης Μαΐου 2003, καθώς και την απόφαση της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2003 κατά το μέτρο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα παραρτήματα της εκθέσεως της SAI της 7ης Ιουλίου 2003. |
|
3) |
Απορρίπτει τις προσφυγές ως αβάσιμες κατά τα λοιπά. |
|
4) |
Η Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων. Οι προσφεύγοντες φέρουν τα λοιπά δικαστικά έξοδά τους. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/28 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006 — Tzirani κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-45/04) (1)
(Δημόσιοι υπάλληλοι - Προαγωγή - Πλήρωση θέσεως A 2 - Απόρριψη της υποψηφιότητας - Αρχή της νομιμότητας)
(2006/C 212/49)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Marie Tzirani (Βρυξέλλες, Βέλγιο (εκπρόσωπος: É. Boigelot, avocat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Berscheid και V. Joris, επικουρούμενοι από τον B. Wägenbaur, avocat.)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2003 με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας για τη θέση, βαθμού Α2, του διευθυντή της διευθύνσεως, «Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης: πολιτική, διαχείριση και παροχή συμβουλών» της γενικής διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής, αίτηση ακυρώσεως του διορισμού του M. J. στην εν λόγω θέση καθώς και αίτηση ακυρώσεως, στο μέτρο που απαιτείται, της ρητής αποφάσεως περί απορρίψεως από την Επιτροπή της ενστάσεως της προσφεύγουσας κατά των δύο αυτών αποφάσεων
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής περί διορισμού του M. J. στη θέση που αφορά η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/151/02 καθώς και την απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας της προσφεύγουσας για την εν λόγω θέση. |
|
2) |
Καταδικάζει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/28 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006 — Tzirani κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-88/04) (1)
(Υπάλληλοι - Προαγωγή - Αίτηση για την κατάληψη θέσεως Α 2 - Απόρριψη της υποψηφιότητας - Έλλειψη αιτιολογίας - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Παράβαση των κανόνων περί διορισμού υπαλλήλων στους βαθμούς Α 1 και Α 2)
(2006/C 212/50)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Marie Tzirani (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: É. Boigelot, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Berscheid και V. Joris, επικουρούμενοι από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτηση για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2003, με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας για τη θέση Α2 του Διευθυντή στη Διεύθυνση «Κοινωνική πολιτική, προσωπικό Λουξεμβούργου, υγεία, υγιεινή» της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής, αίτηση για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 21ης Μαΐου 2003, να διορίσει την D.S. στη θέση αυτή και, εφόσον είναι αναγκαίο, αίτηση για την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως της προσφεύγουσας κατά των ως άνω αποφάσεων.
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:
|
1. |
Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής να διορίσει την D.S στη θέση που αφορούσε η προκήρυξη COM/063/03, καθώς και την απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας της προσφεύγουσας για την εν λόγω θέση. |
|
2. |
Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά. |
|
3. |
Καταδικάζει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/29 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006 — easyJet κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-177/04) (1)
(Ανταγωνισμός - Συγκεντρώσεις - Κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 - Απόφαση κηρύσσουσα συγκέντρωση συμβατή προς την κοινή αγορά - Προσφυγή ασκηθείσα από τρίτον - Παραδεκτό - Αγορές αεροπορικών μεταφορών - Δεσμεύσεις)
(2006/C 212/51)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: easyJet Airline Co. Ltd (Luton, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: αρχικώς J. Cook, J. Parker και S. Dolan, solicitors, στη συνέχεια M. Werner και M. Waha, δικηγόροι, L. Mills, solicitor, M. de Lasala Lobera και R. Malhotra, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: P. Oliver, A. Bouquet και A. Whelan)
Παρεμβαίνουσα υπέρ της καθής: Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: G. de Bergues)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτημα περί ακυρώσεως της απόφασης της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2004, με την οποία κηρύχθηκε η συγκέντρωση μεταξύ της εταιρίας Air France και της Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV συμβατή προς την κοινή αγορά, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των προταθεισών δεσμεύσεων (υπόθεση COMP/M.3280 — Air France/KLM)
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Η προσφεύγουσα φέρει τα δικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. |
|
3) |
Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικά της έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/29 |
Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουνίου 2006 — Volkswagen κατά ΓΕΕΑ (CLIMATIC)
(Υπόθεση T-306/03) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Μερική άρνηση καταχωρίσεως σήματος - Απόσυρση της αιτήσεως καταχωρίσεως - Κατάργηση της δίκης)
(2006/C 212/52)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Volkswagen AG (Wolfsburg, Γερμανία) (εκπρόσωπος: S. Risthaus, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωποι: B. Müller et G. Schneider)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 7ης Ιουλίου 2003 (υπόθεση R 1012/2001-2), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος περιλαμβάνοντος το λεκτικό σημείο CLIMATIC ως κοινοτικού σήματος.
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο διατάσσει:
|
1. |
Καταργείται η δίκη. |
|
2. |
Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/29 |
Προσφυγή της 26ης Απριλίου 2006 — Diy-Mar Insaat Sanayi ve Ticaret και Akar κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-129/06)
(2006/C 212/53)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Diy-Mar Insaat Sanayi ve Ticaret Limited Sirketi (Cankaya/Άγκυρα, Τουρκία) και M. Akar (Cankaya/Άγκυρα, Τουρκία) (εκπρόσωπος: C. Sahin, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγόντων
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να λάβει υπόψη ότι επιφυλάσσονται κάθε δικαιώματός τους περί προβολής αξιώσεως αποζημιώσεως· |
|
— |
να αναστείλει τη διαδικασία όσον αφορά το αντικείμενό της· |
|
— |
να ακυρώσει τη διαδικασία MK/KS/DELTUR/(2005)/SecE/D/1614 της 23ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας δίκης· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγοντες βάλλουν κατά της από 23 Δεκεμβρίου 2005 αποφάσεως της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Τουρκία, της οποίας αποδέκτες ήταν οι προσφεύγοντες, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως κατόπιν διαγωνισμού των έργων κατασκευής σχολικών εγκαταστάσεων στις επαρχίες Diyarbakir και Siirt.
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η προσφορά τους ήταν η χαμηλότερη και ότι ο φάκελος της υποψηφιότητάς τους ήταν πλήρης, οπότε το έργο έπρεπε να τους ανατεθεί. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση διατάξεων κοινοτικού δικαίου.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/30 |
Αγωγή αποζημιώσεως της 23ης Ιουνίου 2006 — ARBOS κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-161/06)
(2006/C 212/54)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Ενάγουσα: ARBOS, Gesellschaft für Musik und Theater, με έδρα το Klagenfurt (Αυστρία) (εκπρόσωπος: H. Karl, δικηγόρος)
Εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της ενάγουσας
Η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει εις χείρας του εκπροσώπου της ενάγουσας ποσό 38.545,2 ευρώ πλέον τόκων 12 % από 1.1.2002 και ποσό 27.618,91 ευρώ πλέον τόκων 12 % από 1.3.2003· |
|
— |
να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, καθώς και στην καταβολή ποσού 26.459,38 ευρώ για έξοδα παρεμβάσεως σε προγενέστερα της διαδικασίας στάδια. |
Λόγοι αγωγής και κύρια επιχειρήματα
Η ενάγουσα ζητεί δυνάμει του άρθρου 288 ΕΚ από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την αποκατάσταση κάθε ζημίας που υπέστη λόγω της αδικαιολόγητης παρακρατήσεως ποσών ενισχύσεως. Θεμελιώνει την αξίωσή της σε δύο συμβάσεις για τη χορήγηση ενισχύσεως, οι οποίες συνάφθηκαν το 2000 και το 2002 για την προώθηση του πολιτισμού και περιλαμβάνουν αμφότερες, στα παραρτήματά τους, ρήτρα διαιτησίας.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/30 |
Προσφυγή της 26ης Ιουνίου 2006 — Kronoply κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-162/06)
(2006/C 212/55)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Kronoply GmbH & Co. KG (Heiligengrabe, Γερμανία) (εκπρόσωποι: οι δικηγόροι R. Nierer, L. Gordalla)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. C 5/2004 (πρώην N 609/2003), με την οποία η Επιτροπή κήρυξε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά την ενίσχυση την οποία προτίθεται να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της προσφεύγουσας· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής E(2005) 3497 της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, με την οποία κρίθηκε ότι η επενδυτική επιχορήγηση την οποία προτίθεται να χορηγήσει η Γερμανία υπέρ της Kronoply GmbH βάσει του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια (1) συνιστά κρατική ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.
Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.
Καταρχάς επικαλείται πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Συναφώς επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η καθής δεν εξακρίβωσε την ημερομηνία υποβολής από την προσφεύγουσα της αιτήσεως για την παροχή επιχορηγήσεων, μολονότι η ημερομηνία αυτή είχε κρίσιμη σημασία για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβλεψε το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη περατωθεί η εθνική διοικητική διαδικασία.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεμελιώνει την προσφυγή της στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 87, παράγραφος 3, στοιχεία α' και γ', και 88 ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 (2) και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (3).
Τέλος η προσφεύγουσα επικαλείται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της καθής.
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ.
(3) ΕΕ 1998, C 74, σ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το ΕΕ 2000, C 258, σ. 5.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/31 |
Προσφυγή της 26ης Ιουνίου 2006 — Charlott κατά ΓΕΕΑ — Charlot (Εικονιστικό σήμα «Charlott France Entre Luxe et Tradition»)
(Υπόθεση T-169/06)
(2006/C 212/56)
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Charlott SARL (Chaponost, Γαλλία) (εκπρόσωπος: L. Conrad, avocat)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Charlot — Confecções para Homens, Artigos de Lã e Outros SA (Lisbonne, Portugal)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 24ης Απριλίου 2006 (υπόθεση R 223/2005-2)· |
|
— |
να αποφανθεί ότι η εταιρία Charlot — Confecções para Homens, Artigos de Lã e Outros SA δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94· |
|
— |
να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να προβεί στην καταχώριση του σήματος που κατέθεσε η Charlott' SARL· |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ ή κάθε ηττηθέντα διάδικο στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού, ιδίως δε τα έξοδα που αναζητούνται βάσει του άρθρου 91, στοιχείο β', του από 2 Μαΐου 1991 κανονισμού διαδικασίας του παρόντος δικαστηρίου. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: Το εικονιστικό σήμα «Charlott France Entre Luxe et Tradition» για προϊόντα της κλάσεως 25 — αίτηση καταχωρίσεως σήματος υπ' αριθ. 853 274
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Charlot — Confecções para Homens, Artigos de Lã e Outros SA
Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: Το εθνικό εικονιστικό σήμα «Charlot» για προϊόντα της κλάσεως 25
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απόρριψη της ανακοπής
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 καθώς και του άρθρου 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 καθόσον, κατά την προσφεύγουσα, ο ανακόπτων δεν απέδειξε την ουσιαστική χρήση του σήματός του κατά τη διάρκεια των πέντε προηγουμένων ετών και δεν προσκόμισε στοιχεία για την έκταση της χρήσεως του σήματος αυτού.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/31 |
Προσφυγή/αγωγή της 29ης Ιουνίου 2006 — Alrosa κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T- 170/06)
(2006/C 212/57)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Alrosa Company Ltd. (Mirny, Ρωσία) (εκπρόσωποι: R. Subiotto, S. Mobley, K. Jones, Solicitors)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
Να ακυρώσει την απόφαση στο σύνολό της· |
|
— |
Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά και στα λοιπά συναφή με την υπόθεση έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της απόφασης της Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2006, με την οποία η Επιτροπή επέβαλε στη De Beers να αναλάβει την υποχρέωση να καταργήσει σταδιακά μεταξύ 2006 και 2008 και να διακόψει από 1ης Ιανουαρίου 2009 όλες τις άμεσες και έμμεσες πωλήσεις ακατέργαστων διαμαντιών από την προσφεύγουσα.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, παραβίαση του δικαιώματός της ακροάσεως κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξηγήσει ποιες είναι οι παρατηρήσεις τρίτων μερών και οι πλευρές της αναλύσεως της Επιτροπής που δικαιολογούν την απόρριψη των υποχρεώσεων που πρότειναν αρχικά από κοινού η De Beers και η προσφεύγουσα και την υιοθέτηση των τελικών υποχρεώσεων που πρότεινε η De Beers.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 στον βαθμό που οι δεσμεύσεις που κατέστησαν υποχρεωτικές με την προσβαλλόμενη απόφαση είχαν προταθεί μόνον από τη De Beers και όχι από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, δηλαδή τη De Beers και την προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε για συγκεκριμένη περίοδο.
Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η πλήρης και δυνητικά εις αόριστον απαγόρευση αγοράς από τη De Beers ακατέργαστων διαμαντιών άμεσα ή έμμεσα από την προσφεύγουσα παραβιάζει το άρθρο 82 ΕΚ και το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 καθώς και τις βασικές αρχές της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι και της αναλογικότητας.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/32 |
Προσφυγή της 22ης Ιουνίου 2006 — Laytoncrest κατά ΓΕΕΑ — Erico (TRENTON)
(Υπόθεση T-171/06)
(2006/C 212/58)
Γλώσσα της προσφυγής: η ελληνική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: LAYTONCREST LIMITED (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (Εκπρόσωπος: Νικόλαος Κ. Δόντας, δικηγόρος)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Erico International Corporation (Εκπρόσωποι: GILLE HRABAL STRUCK NEIDLEIN PROP ROOS, Düsseldorf, Γερμανία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
|
— |
να ακυρωθεί η απόφαση της 26ης Απριλίου 2006 του 2ου Τμήματος Προσφυγών στην υπόθεση R-406/2004-2 |
|
— |
να αναπεμφθεί η υπόθεση προς κρίση επί της ουσίας στα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την ενδεχομένως παρεμβαίνουσα εταιρεία Erico International Corporation στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα.
Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα ΤRENTON για προϊόντα των κλάσεων 7, 9 και 11-αίτηση αριθ. 2 298 438.
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: ERICO INTERNATIONAL CORPORATION.
Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: λεκτικό σήμα LENTON για προϊόντα των κλάσεων 6 και 7.
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απορρίπτεται η ανακοπή. Καταδικάζεται η ανακόπτουσα στα έξοδα της διαδικασίας.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Έκκρινε τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής περαιωμένες λόγω σιωπηλής παραίτησης της προσφεύγουσας στην καταχώρηση του επίδικου σήματος .
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 44 και 61, παράγραφος 1 του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου καθώς και του κανόνα 50, παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού 2868/95 της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα αφενός επικαλείται ότι εσφαλμένως η προσβαλλόμενη απόφαση θεώρησε την αποχή της από τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής ισοδύναμη με παραίτηση της από την αίτηση καταχώρησης του επίδικου σήματος, ενώ επισημαίνει αφετέρου ότι το Τμήμα Προσφυγών όφειλε, παρά την μη υποβολή παρατηρήσεων της προσφεύγουσας, να συνεχίσει την διαδικασία και να αποφανθεί επί της ουσίας.
Παράβαση της βασικής δικαστικής αρχής του σεβασμού του δικαιώματος υπερασπίσεως και ακροάσεως όπως προκύπτει και από τα άρθρα 73 του Κανονισμού 40/94 και 54 του Εκτελεστικού Κανονισμού 2868/95, σύμφωνα με τα οποία το Τμήμα Προσφυγών όφειλε να δώσει την ευκαιρία στην προσφεύγουσα να λάβει θέση προτού αποφανθεί εις βάρος της.
Παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1 του Κανονισμού 40/94. Η προσφεύγουσα επικαλείται ότι καθ'υπέρβαση και καταχρηστική άσκηση της δικαιοδοσίας του το Τμήμα Προσφυγών έκρινε ότι υπήρξε σιωπηρή παραίτηση της από το σύνολο της αίτησης καταχώρησης.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/33 |
Προσφυγή της 29ης Ιουνίου 2006 — Coca-Cola Company κατά ΓΕΕΑ — Azienda Agricola San Polo (MEZZOPANE)
(Υπόθεση T-175/06)
(2006/C 212/59)
Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Coca-Cola Company (N. W. Atlanta, Georgia, EE. UU.) (εκπρόσωποι: E. Armijo Chavarri και A. Castán Pérez-Gómez, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Azienda Agrícola San Polo Exe S.r.l.
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Απριλίου 2006 που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας R-99/2005-1. |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος: Azienda Agricola San Polo Exe S.r.l.
Σήμα προς καταχώριση: Παραστατικό σήμα «MEZZOPANE» για προϊόντα της κλάσεως 33 — αίτηση αριθ. 2 242 147.
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος: η προσφεύγουσα.
Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος: εθνικά λεκτικά σήματα «MEZZO» και «MEZZOMIX» για προϊόντα της κλάσεως 32.
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: απαράδεκτο της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.
Προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, δοθέντος ότι τα προϊόντα που επισημαίνονται από τα συγκρουόμενα σήματα είναι παρόμοια, τα εν συγκρούσει διακριτικά είναι οπτικώς και φωνητικώς όμοια και τα εν λόγω σήματα μπορούν να δημιουργήσουν κίνδυνο συγχύσεως.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/33 |
Προσφυγή της 3ης Ιουλίου 2006 — Ayuntamiento de Madrid και Madrid Calle 30 κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση T-177/06)
(2006/C 212/60)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγοντες: Ayuntamiento de Madrid και Madrid Calle 30 SA (Μαδρίτη) (εκπρόσωποι: J. L. Buendía Sierra και R. González-Gallarza Granizo)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγόντων
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρωθεί η ταξινόμηση, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Eurostat), της Madrid Calle 30 στον τομέα «δημόσιος τομέας», σύμφωνα με το «Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 1995» (ΕΣΟΛ 95) που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα A του κανονισμού 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (Eurostat), στις 24 Απριλίου 2006, όσον αφορά τα στοιχεία του 2005 για το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΚ, |
|
— |
να καταδικαστεί η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της ταξινομήσεως, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Eurostat), της Madrid Calle 30 S.A. στον γενικό τομέα «δημόσιος τομέας», σύμφωνα με το «Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 1995» (ΕΣΟΛ 95) που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα A του κανονισμού 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (1). Κατά τις προσφεύγουσες, η εν λόγω ταξινόμηση προκύπτει από τους λογαριασμούς που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή (Eurostat), στις 24 Απριλίου 2006, σχετικά με τα στοιχεία του 2005 για το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΚ.
Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Madrid Calle 30 είναι ανώνυμη εταιρία με μετόχους το Ayuntamiento de Madrid [Δήμο της Μαδρίτης] και μια κοινοπραξία ιδιωτών, αποτελούμενη από τρεις κατασκευαστικές εταιρίες και εταιρίες παροχής υπηρεσιών, η οποία επελέγη μετά από προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού και πληροί αυστηρά κριτήρια όσον αφορά τις τιμές της αγοράς.
Προς στήριξη των ισχυρισμών τους οι προσφεύγουσες επικαλούνται τα εξής:
|
— |
Παράβαση πολλών από τους κανόνες που διέπουν το ΕΣΟΛ 95 και που σχετίζονται με την ταξινόμηση των θεσμικών μονάδων στον «δημόσιο τομέα» ή στον τομέα «μη χρηματοδοτικές εταιρίες». |
|
— |
Παραβίαση των γενικών αρχών της αιτιολογήσεως των διοικητικών πράξεων και του δικαιώματος ακροάσεως. |
(1) ΕΕ L 310, σ. 1.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/34 |
Προσφυγή της 7ης Ιουλίου 2006 — Fränkischer Weinbauverband κατά ΓΓΕΑ (τρισδιάστατο σήμα «Bocksbeutel»)
(Υπόθεση T-180/06)
(2006/C 212/61)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Fränkischer Weinbauverband κ.λπ. (Würzburg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: δικηγόροι N. Hetzelt και A. Weigand)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 25ης Απριλίου 2006 (υπόθεση R 0479/2004-1)· |
|
— |
να υποχρεώσει το καθού να προβεί στη δημοσίευση του κοινοτικού σήματος υπ' αριθ. 002323301, σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού περί κοινοτικού σήματος, και |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Σήμα προς καταχώριση: Το τρισδιάστατο συλλογικό σήμα «Bocksbeutel», για εμπορεύματα και υπηρεσίες των κλάσεων 32, 33 και 42 (αίτηση υπ' αριθ. 2 323 301).
Απόφαση του εξεταστή: Μερική απόρριψη της αιτήσεως.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.
Λόγοι ακυρώσεως: Το προς καταχώριση σήμα είναι άξιο προστασίας, διότι έχει διακριτική ισχύ κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', σε συνδυασμό με το άρθρο 64, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1). Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/34 |
Προσφυγή της 6ης Ιουλίου 2006 — Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-181/06)
(2006/C 212/62)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: Giacomo Aiello, Avvocato dello Stato)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση 2006/334/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2006 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 1702], καθό μέρος αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η Ιταλική Δημοκρατία προσέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου την απόφαση Ε(2006) 1702 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2006, καθό μέρος αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η ίδια στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ).
Προς στήριξη των αιτημάτων της η προσφεύγουσα προβάλλει ισχυρισμό περί παραβάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής:
|
— |
των άρθρων 11, παράγραφος 1, στοιχείο γ', σημείο 4, 13, παράγραφος 2, 15, παράγραφος 4, στοιχείο α', 30, παράγραφοι 1 και 2, και 51 του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 271 της 2ας Νοεμβρίου 1996, σ. 19)· |
|
— |
του άρθρου 17, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 659/97 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 1997, σχετικά με λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, όσον αφορά το καθεστώς παρεμβάσεων στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 100 της 17ης Απριλίου 1997, σ. 22)· |
|
— |
του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία γ' και δ', και παράγραφος 4, στοιχείο β', και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) 609/2001 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, όσον αφορά τα επιχειρησιακά προγράμματα και ταμεία και την κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 411/97 (ΕΕ L 90 της 30ης Μαρτίου 2001, σ. 4)· |
|
— |
του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 412/97 της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2200/96 του Συμβουλίου, όσον αφορά την αναγνώριση των οργανώσεων παραγωγών (ΕΕ L 62 της 4ης Μαρτίου 1997, σ. 16)· |
|
— |
τω άρθρων 6 και 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391 της 31ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 36). |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/35 |
Προσφυγή της 12ης Ιουλίου 2006 — Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-182/06)
(2006/C 212/63)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγον: Βασίλειο των Κάτω Χωρών (εκπρόσωποι: H.G. Sevenster και D.J.M. de Grave)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση 2006/372/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με το σχέδιο εθνικών διατάξεων που κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 5 της συνθήκης EK για τον καθορισμό ορίων στις εκπομπές σωματιδίων από οχήματα με κινητήρες ντίζελ, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Το προσφεύγον κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ, τις εθνικές διατάξεις που προτίθεται να θεσπίσει, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της οδηγίας 98/69/ΕΚ, για τον περιορισμό των εκπομπών σωματιδίων από κινητήρες ντίζελ (1). Σύμφωνα με τους κοινοποιηθέντες κανόνες, πρόκειται να θεσπιστεί, από 1ης Ιανουαρίου 2007, οριακή τιμή 5 mg ανά χιλιόμετρο για νέα επιβατηγά και επαγγελματικά οχήματα με κινητήρες ντίζελ. Η ισχύουσα βάσει της οδηγίας 98/69 οριακή τιμή είναι 25 mg ανά χιλιόμετρο. Έχοντας υπόψη τα συγκεκριμένα προβλήματα που υπάρχουν στην ποιότητα του αέρα στις Κάτω Χώρες, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί αναγκαίο να θεσπίσει αυστηρότερο κανόνα. Η Επιτροπή απέρριψε τον προς θέσπιση κανόνα με την προσβαλλόμενη απόφαση 2006/372/ΕΚ (2).
Προς στήριξη της προσφυγής της, το προσφεύγον προβάλλει, πρώτον, ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι οι Κάτω Χώρες δεν απέδειξαν ότι υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα στην ποιότητα του αέρα και, ειδικότερα όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 99/30 (3), παρέβη τα κριτήρια εκτιμήσεως του άρθρου 5, παράγραφος 5, ΕΚ.
Δεύτερον, το προσφεύγον προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από τον άρθρο 253 ΕΚ, διότι δεν έλαβε υπόψη της, χωρίς να παραθέσει συναφώς λεπτομερή αιτιολογία, τα πλέον πρόσφατα και συναφή στοιχεία που είχε υποβάλει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών πολύ πριν της έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Τρίτον, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη τη Συνθήκη ΕΚ, διότι δεν προέβη σε εκτίμηση των εναλλακτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ, βάσει του συγκεκριμένου σκοπού που επιδιώκει η εθνική διάταξη ως προς την οποία ζητείται έγκριση.
Συναφώς, το προσφεύγον θεωρεί ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων στο πλαίσιο του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ.
Τέλος, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το άρθρο 95, παράγραφοι 5 και 6, ΕΚ, καθώς και η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ, διότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το διεθνές πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το σχεδιαζόμενο μέτρο ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση του αιτήματος που υπέβαλε η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών.
(1) Οδηγία 98/69/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις εκπομπές των οχημάτων με κινητήρα και με την τροποποίηση της οδηγίας 70/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 1998, L 350, σ. 1).
(2) Απόφαση 2006/372/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με το σχέδιο εθνικών διατάξεων που κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 5 της συνθήκης EK για τον καθορισμό ορίων στις εκπομπές σωματιδίων από οχήματα με κινητήρες ντίζελ [κοινοποίηση υπ' αριθ. C(2000)1791] (EE 2006, L 142, σ. 16).
(3) Οδηγία 1999/30/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1999 σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος (ΕΕ L 163, σ. 41).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/36 |
Προσφυγή της Πορτογαλικής Δημοκρατίας κατά Επιτροπής, που ασκήθηκε στις 11 Ιουλίου 2006
(Υπόθεση T-183/06)
(2006/C 212/64)
Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Πορτογαλική Δημοκρατία (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: L. Fernandes, πληρεξούσιος, C. Botelho Moniz, advogado, και E. Maia Cadete, advogado)
Καθής: Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση 2006/334/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2006, για την απόρριψη του αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης ορισμένων δαπανών τις οποίες πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, καθ' ο μέρος εφαρμόζει στην Πορτογαλία χρηματοδοτική διόρθωση κατά 100 % στον τομέα του λιναριού, ύψους 3.135.348,71 ευρώ· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η υπό κρίση στρέφεται κατ' αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 28ης Απριλίου 2006, για την απόρριψη του αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης ορισμένων δαπανών τις οποίες πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, καθ' ο μέρος εφαρμόζει στην Πορτογαλία χρηματοδοτική διόρθωση κατά 100 % στον τομέα του λιναριού, ύψους 3.135.348,71 ευρώ, στο πλαίσιο του καθεστώτος που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1164/89 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1989, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής σχετικά με την ενίσχυση για το κλωστικό λινάρι και την κάνναβη (1).
(1) ΕΕ L 121, της 29.4.1989, σ. 4
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/36 |
Προσφυγή της 14ης Ιουλίου 2006 — Επιτροπή κατά Internet Commerce Network και Dane-Elec Memory
(Υπόθεση T-184/06)
(2006/C 212/65)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: L. Ström, επικουρούμενος από τον P. Elvinger, avocat)
Καθών: Internet Commerce Network και Dane-Elec Memory
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να καλέσει τους διαδίκους σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, άλλως |
|
— |
να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την παρούσα προσφυγή και |
|
— |
κυρίως, να υποχρεώσει την εταιρία Dane-Elec Memory να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 55 878 ευρώ συν τους τόκους υπερημερίας, σε εκτέλεση της σε πρώτη ζήτηση εγγυήσεως· |
|
— |
επικουρικώς, να υποχρεώσει την εταιρία ICN να επιστρέψει την προκαταβολή ύψους 55 878 ευρώ που της είχε καταβάλει η Επιτροπή Επιτροπή, συν τους τόκους υπερημερίας, λόγω μη εκτελέσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων στο πλαίσιο του προγράμματος Crossemarc· |
|
— |
να καταδικάσει τη διάδικο που θα ηττηθεί στα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού, δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας· |
|
— |
να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της εκδοθησόμενης αποφάσεως, ανεξαρτήτως της ασκήσεως ενδίκου μέσου και χωρίς καταβολή εγγυήσεως· |
|
— |
να αναγνωρίσει στην προσφεύγουσα κάθε άλλο δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου και αγωγής/προσφυγής και ιδίως το δικαίωμα να μεταβάλει το αίτημά της αυξάνοντας το ζητούμενο ποσό. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνήψε στις 28 Φεβρουαρίου 2001, μεταξύ άλλων με την εταιρία Internet Commerce Network (ICN), σύμβαση IST-2000-25366 με σκοπό την εφαρμογή/εκτέλεση προγράμματος «Cross-lingual Multi Agent Retail Comparison — Crossemarc» στο πλαίσιο έρευνας, τεχνολογικής εξέλιξης και παρουσίασης των τεχνολογιών της κοινωνίας των πληροφοριών (IST) 1998-2002 (1). Με εγγυητική επιστολή που υπέγραψε την 1η Σεπτεμβρίου 2000, η εταιρία Dane-Elec Memory, μητρική εταιρία της ICN, κατέστη εγγυήτρια της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε η τελευταία έναντι της Επιτροπής στο πλαίσιο της συμβάσεως IST-2000-25366.
Η Επιτροπή παρέσχε προκαταβολή στα συνεργαζόμενα στο πρόγραμμα μέρη, μεταξύ των οποίων η εταιρία ICN, με τη διαμεσολάβηση ενός συντονιστή NCSR «Demokritos». Στη συνέχεια, ο συντονιστής ζήτησε από την ICN τη συμβολή της στην υλοποίηση των καθορισμένων στόχων του προγράμματος. Η συμβολή δεν πραγματοποιήθηκε και ο εκπρόσωπος της ICN ενημέρωσε για τις οικονομικές δυσκολίες της ICN τον συντονιστή, ο οποίος επικοινώνησε με την εταιρία Dane-Elec Memory, εγγυήτρια της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της ICN. Ο διευθύνων της εταιρίας Dane-Elec Memory ενημέρωσε ότι η ICN επρόκειτο να αποχωρήσει από το πρόγραμμα και να επιστρέψει τις προκαταβολές. Μη έχοντας λάβει έγγραφη επιβεβαίωση της αποχωρήσεως και της δεσμεύσεως περί επιστροφής των χρημάτων, ο συντονιστής του προγράμματος και η Επιτροπή απηύθυναν στην ICN αίτηση επιστροφής των προκαταβολών. Επειδή η αίτηση αυτή έμεινε αναπάντητη, ζητήθηκε από την Dane-Elec Memory να καταβάλει την χρηματική εγγύηση σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει με την εγγυητική της επιστολή. Η τελευταία αρνήθηκε να καταβάλει την εν λόγω εγγύηση, ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει τη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων. Η άρνηση αυτή επαναλήφθηκε παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε το αίτημά της.
Βάσει των ρητρών διαιτησίας που περιέχονται στη σύμβαση IST-2000-25366, η οποία συνδέει την ICN με την Επιτροπή και στην εγγυητική επιστολή που εξέδωσε η Dane-Elec Memory υπέρ της Επιτροπής, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η Dane-Elec Memory να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των προκαταβολών προς την ICN συν τους τόκους υπερημερίας, σε εκτέλεση της σε πρώτη ζήτηση εγγυήσεως. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εταιρία ICN να επιστρέψει την προκαταβολή που της δόθηκε από την Επιτροπή συν τους τόκους υπερημερίας, λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων στο πλαίσιο του «προγράμματος Crossemarc».
(1) Πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ 1999, C 12, σ.5.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/37 |
Προσφυγή της 17ης Ιουλίου 2006 — L'Air Liquide κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-185/06)
(2006/C 212/66)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: L'Air Liquide SA (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωποι: R. Saint Esteben, avocat, και M. Pittie, avocat,)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1(i) της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006)1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.620 — υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), καθό μέρος έκρινε ότι η Air Liquide παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 ΕΟΧ κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 12ης Μαΐου 1995 και 31ης Δεκεμβρίου 1997· |
|
— |
συνακολούθως, να ακυρώσει τα άρθρα 2(f) και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006)1766 τελικό της 3ης Μαΐου 2006, καθό μέρος αφορούν την Air Liquide· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στην απόδοση του συνόλου των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα σε σχέση με την παρούσα προσφυγή. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006)1766 τελικό της 3ης Μαΐου 2006 επί της υποθέσεως COMP/F/38.620 — υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η απόφαση, και εξ ονόματος των οποίων ενεργεί η προσφεύγουσα, παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ, συμμετέχοντας σε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές συνιστάμενες στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών και σε συμφωνίες επί των τιμών και της παραγωγικής ικανότητας, καθώς και στην επίβλεψη της εφαρμογής των συμφωνιών αυτών στον κλάδο του υπεροξείδιο του υδρογόνου και του υπερβορικού άλατος.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως:
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, θεωρώντας ότι τα στοιχεία που προσκομίζει προκειμένου να υποστηρίξει την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της Air Liquide λόγω της συμπεριφοράς της θυγατρικής της είναι επαρκή υπό το πρίσμα των κριτηρίων που έχει θέσει η νομολογία και ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη της τους κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό ευθύνης σε μια μητρική εταιρία λόγω της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, παραβαίνοντας έτσι το άρθρο 81 ΕΚ.
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, καταλογίζοντας εσφαλμένως ευθύνη στην Air Liquide, αντέστρεψε ως μη όφειλε το βάρος αποδείξεως, προσβάλλοντας έτσι τα δικαιώματα της προσφεύγουσας ως αμυνομένης.
Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δικαιολογημένα η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην Air Liquide για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της Chemoxal, η Επιτροπή θα είχε πάντως παραβεί την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, καθόσον δεν συζήτησε κανένα από τα στοιχεία που προσκόμισε η Air Liquide προκειμένου να αποδείξει την αυτονομία της Chemoxal, ανατρέποντας έτσι το τεκμήριο αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης, το οποίο αποτελεί μαχητό τεκμήριο.
Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε με επαρκή νομικά και πραγματικά στοιχεία το έννομο συμφέρον της να κινηθεί εναντίον της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, εκδίδοντας, παρά την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας θα μπορούσε να επιβάλει κυρώσεις στην Air Liquide, απόφαση με την οποία διαπίστωνε την παράβαση εκ μέρους της Air Liquide των άρθρων 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και ότι, επομένως, ελλείψει τέτοιου έννομου συμφέροντος, η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει τέτοια απόφαση κατά της προσφεύγουσας.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/38 |
Προσφυγή της 17ης Ιουλίου 2006 — Solvay κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-186/06)
(2006/C 212/67)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Solvay S.A. (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: O.W. Brouwer, D. Mes, δικηγόροι, M. O' Regan και A. Villette, Solicitors)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 1, 2 και 3 της αποφάσεως της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ (Υπόθεση COMP/F/38620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό νάτριο), καθό μέρος αφορά την προσφεύγουσα, ιδίως δε καθό μέρος γίνεται δεκτό ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 81 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά το διαστήματα μεταξύ α) 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997 και β) 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000· |
|
— |
[επικουρικώς,] να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και στη Solvay Solexis SpA βάσει της ως άνω αποφάσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα λόγω της καταβολής του συνόλου ή μέρους του προστίμου ή λόγω συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως· |
|
— |
να διατάξει τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου κρίνει αναγκαίο. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθώς έλαβαν μέρος σε συμπράξεις για το υπεροξείδιο του υδρογόνου και το υπερβορικό νάτριο, οι οποίες συνίσταντο κυρίως σε ανταλλαγές, μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, στοιχείων για τις τιμές και τον όγκο των πωλήσεων, σε συμφωνίες για τις τιμές, σε συμφωνίες για τη μείωση της παραγωγικότητας στον ΕΟΧ και για τον περιορισμό του ελέγχου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών.
Οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η Solvay παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ κατά το διάστημα μεταξύ Αυγούστου 1997 και 18 Μαΐου 2000, υποστηρίζουν, όμως, ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 81 EΚ, η Επιτροπή παρέβη κανόνες δικαίου και υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθώς έκρινε ότι η Solvay είχε διαπράξει παράβαση, αφενός, κατά το διάστημα μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997 και, αφετέρου, μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000. Οι εν λόγω παραβάσεις και τα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως σχετίζονται ειδικότερα με:
|
α) |
εσφαλμένη ερμηνεία των εννοιών «συμφωνία», «εναρμονισμένη πρακτική» και «ενιαία και διαρκής παράβαση»· |
|
β) |
απουσία επαρκών αποδείξεων ως προς τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε σύμπραξη για χρονικά διαστήματα άλλα, πέραν των αναγνωριζόμενων από την ίδια· |
|
γ) |
την υιοθέτηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της απόψεως ότι οι επιπτώσεις της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς εξακολούθησαν και μετά την 18η Μαΐου 2000· και |
|
δ) |
πλημμελή εκτίμηση των περιλαμβανόμενων στον φάκελο της υποθέσεως αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τις ως άνω περιόδους. |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή διέπραξε διάφορες παραβάσεις κανόνων δικαίου και υπέπεσε σε σφάλματα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των όρων της ανακοινώσεώς της περί συνεργασίας του 2002 (1) και του κανονισμού 1/2003 (2), ιδίως δε όσον αφορά:
|
α) |
τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων μειώσεως των προστίμων και/ή τα στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία στο πλαίσιο των εν λόγω αιτήσεων· |
|
β) |
την εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχε η προσφεύγουσα· και |
|
γ) |
το ποσοστό της χορηγηθείσας στην προσφεύγουσα μειώσεως του προστίμου, κατά τον υπολογισμό του οποίου, όπως υποστηρίζει η Solvay, δεν λήφθηκε προδήλως υπόψη η σημασία της προστιθέμενης αξίας των παρασχεθέντων από αυτήν στοιχείων, ούτε ο ουσιώδης και διαρκής χαρακτήρας της συνεργασίας της. |
Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το πρόστιμο είναι υπέρμετρα υψηλό και δυσανάλογο και ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε ή, εν πάση περιπτώσει, δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον τρόπο υπολογισμού του.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι Επιτροπή επέβαλε παρανόμως πρόστιμο στη θυγατρική της εταιρία Solvay Solexis SpA.
Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διέπραξε παράβαση ουσιώδους τύπου και προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, καθόσον δεν της επέτρεψε την πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως και δεν της επέτρεψε την πρόσβαση σε μη εμπιστευτικές εκδοχές των απαντήσεων των λοιπών μέρων της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας στις διατυπωθείσες αιτιάσεις.
(1) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3)
(2) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003 L 1, σ. 1).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/39 |
Προσφυγή της 18ης Ιουλίου 2006 — Schräder κατά Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) (SUMCOL 01)
(Υπόθεση T-187/06)
(2006/C 212/68)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Ralf Schräder (Lüdinghausen, Γερμανία) (Εκπρόσωποι: οι δικηγόροι T. Leidereiter, W.-A. Schmidt, I. Memmler)
Καθού: Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να τροποποιήσει την από 2 Μαΐου 2006 απόφαση του τμήματος προσφυγών του καθού (υπόθεση 003/2004), προκειμένου να κριθεί βάσιμη η προσφυγή του κατά της αποφάσεως υπ' αριθ. R 446 του καθού και να γίνει δεκτή η αίτηση περί χορηγήσεως δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας SUMCOL 01 (αριθ. 2001/0905), |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει την από 2 Μαΐου 2006 απόφαση του τμήματος προσφυγών του καθού (υπόθεση 003/2004) και να υποχρεώσει το καθού να κρίνει εκ νέου, με βάση την απόφαση, την αίτηση χορηγήσεως κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας αριθ. 2001/0905, |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει την από 2 Μαΐου 2006 απόφαση του τμήματος προσφυγών του καθού (υπόθεση 003/2004). |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οικείο κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας: SUMCOL 01 (αίτηση παροχής δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας αριθ. 2001/0905).
Απόφαση της επιτροπής: απόρριψη της αιτήσεως.
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: απόρριψη της προσφυγής.
Λόγοι ακυρώσεως: Ιδίως παράβαση του άρθρου 62 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 (1) λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών· κατά τον προσφεύγοντα, η φυτική ποικιλία ως προς την οποία υποβλήθηκε η αίτηση ήταν προστατεύσιμη, διότι διέθετε τον αναγκαίο διακριτικό χαρακτήρα· παράβαση του άρθρου 76 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 λόγω μη επαρκούς εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών και του άρθρου 75 του ίδιου κανονισμού λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος ακροάσεως.
(1) Κανονισμός (EΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227, σ. 1).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/39 |
Προσφυγή της 18ης Ιουλίου 2006 — Arkema France κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-189/06)
(2006/C 212/69)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Arkema France (Puteaux, Γαλλία) (εκπρόσωποι: οι δικηγόροι A. Winckler, S. Sorinas και P. Geffriaud)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση COMP/F/38.620, καθόσον αφορά την Arkema· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει, δυνάμει του άρθρου 229 ΕΚ, το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με την ανωτέρω απόφαση· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η απόφαση, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, παρέβησαν τα άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον συμμετείχαν σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που συνίσταντο σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών, σε συμφωνίες ως προς τις τιμές και τις δυναμικότητες παραγωγής και στην παρακολούθηση της εφαρμογής των εν λόγω συμφωνιών στον τομέα του υπεροξειδίου του υδρογόνου και του υπερβορικού νατρίου. Επικουρικώς, ζητεί την ακύρωση ή τη μείωση του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση.
Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.
Με τον πρώτο λόγο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καταλογίζοντας την παράβαση που διέπραξε η Arkema στην Elf Aquitaine και στην Total, βάσει απλού τεκμηρίου που θεμελιώνεται στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών οι εταιρίες αυτές κατείχαν το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της, υπέπεσε σε νομικά και ουσιαστικά σφάλματα κατά την εφαρμογή των κανόνων περί καταλογισμού των πρακτικών μιας θυγατρικής στη μητρική της εταιρία και παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας ανέτρεψε το ανωτέρω τεκμήριο ελέγχου. Υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ και την αρχή της χρηστής διοικήσεως, διότι δεν απάντησε σε όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.
Με τον δεύτερο λόγο η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή διέπραξε νομικό σφάλμα στο μέτρο που προσαύξησε κατά 200 % το «αρχικό ποσό» του προστίμου που επιβλήθηκε στην Arkema προς διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, λαμβάνοντας ως βάση τον κύκλο εργασιών των τότε μητρικών της εταιριών Total και Elf Aquitaine, διότι, κατά την προσφεύγουσα, η προσαπτόμενη παράβαση δεν μπορούσε να καταλογισθεί σε μία ή σε αμφότερες τις εταιρίες. Με τον ίδιο λόγο η προσφεύγουσα προβάλλει επικουρικώς ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η παράβαση είναι καταλογιστέα στις μητρικές εταιρίες, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που στο «αρχικό ποσό» του προστίμου που επέβαλε στην Arkema εφάρμοσε, προς διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, τον πολλαπλασιαστή 3 (ήτοι προσαύξηση κατά 200 %).
Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παρανόμως προσαυξήθηκε με την απόφαση το «βασικό ποσό» του προστίμου εις βάρος της Arkema κατά 50 % λόγω υποτροπής. Υποστηρίζει ότι η προσφυγή στην έννοια της υποτροπής στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανώς υπερβολική και αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, διότι αφορά παραβάσεις τις οποίες καταδίκασε η Επιτροπή με βάση γεγονότα του απώτερου παρελθόντος. Άλλωστε, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή «non bis in idem» και την αρχή της αναλογικότητας, διότι είχε λάβει επανειλημμένως υπόψη την ύπαρξη προηγούμενων κυρώσεων σε άλλες πρόσφατες αποφάσεις με τις οποίες είχε επιβάλει στην Arkema πρόστιμο προσαυξημένο κατά 50 % λόγω υποτροπής. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη εκ νέου κυρώσεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Τέλος υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, καθόσον δεν μειώθηκε με αυτή το ύψος του προστίμου κατά ποσοστό άνω του 30 % λόγω της συνεργασίας της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και σε νομικό σφάλμα, καθόσον δεν εφάρμοσε στην περίπτωσή της τον τίτλο Β της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως (1) προκειμένου να μειώσει το πρόστιμο κατά 50 %.
(1) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ), ΕΕ 1992, C 45, σ. 3
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/40 |
Προσφυγή της 19ης Ιουλίου 2006 — Total και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-190/06)
(2006/C 212/70)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Total SA και Elf Aquitaine (Courbevoie, Γαλλία) (εκπρόσωποι: οι δικηγόροι E. Morgan de Rivery και A. Noël-Baron)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1 (ιε') και (ιστ'), 2 (θ'), 3 και 4 της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006· |
|
— |
επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2 (θ') της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, καθόσον με αυτό επιβάλλεται στην Arkema SA πρόστιμο ύψους 78,663 εκατομμυρίων ευρώ, για το οποίο ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον, η μεν Total SA μέχρι το ποσό των 42 εκατομμυρίων ευρώ, η δε Elf Aquitaine SA μέχρι το ποσό των 65,1 εκατομμυρίων ευρώ, και να μειώσει προσηκόντως το ύψος του εν λόγω προστίμου· |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα προσφυγή, οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η απόφαση, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, παρέβησαν τα άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον συμμετείχαν σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που συνίσταντο σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών, σε συμφωνίες ως προς τις τιμές και τις δυναμικότητες παραγωγής και στην παρακολούθηση της εφαρμογής των εν λόγω συμφωνιών στον τομέα του υπεροξειδίου του υδρογόνου και του υπερβορικού νατρίου. Επικουρικώς, ζητούν μείωση του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους, για το οποίο ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.
Καταρχήν, η προσφυγή θεμελιώνεται σε δέκα λόγους.
Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τα αμυντικά δικαιώματά τους και το τεκμήριο αθωότητας.
Δεύτερον, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που τους επιβάλλει κύρωση για την υπό κρίση παράβαση, που διαπράχθηκε από τη θυγατρική τους, δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, αφενός διότι η συλλογιστική της Επιτροπής, η οποία κατά την άποψή τους είναι εν μέρει αντιφατική, δεν αναλύεται επαρκώς, ενόψει της καινοτόμου θέσεως που υιοθετήθηκε έναντι των προσφευγουσών, και αφετέρου διότι η Επιτροπή αγνόησε, καθόσον δεν παρέσχε σχετική απάντηση, τα συγκεκριμένα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να τεκμηριώσουν τη μη ανάμειξή τους στη διοίκηση της θυγατρικής τους.
Οι προσφεύγουσες εκτιμούν επίσης ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση θίγονται τόσο η ενότητα του όρου «επιχείρηση» κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (1) όσο και οι κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό σε μια μητρική εταιρία των παραβάσεων που διαπράττονται από τη θυγατρική της. Στο πλαίσιο του ανωτέρω λόγου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή αγνόησε τους περιορισμούς που έχουν τεθεί από τον κοινοτικό δικαστή στην εξουσία της να καταλογίζει σε μια μητρική εταιρία τις παραβάσεις της θυγατρικής της. Περαιτέρω, ερμήνευσε τη σχετική με το ζήτημα του καταλογισμού νομολογία κατά τρόπο εσφαλμένο και αντίθετο προς την πρακτική της σχετικά με τη λήψη αποφάσεων στον συγκεκριμένο τομέα. Επιπροσθέτως η Επιτροπή παραβίασε, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, την αρχή της αυτονομίας του νομικού προσώπου.
Οι προσφεύγουσες επίσης θεωρούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, καθόσον προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του τεκμηρίου καταλογισμού επί της Total και καθόσον δέχθηκε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υποτροπής, ότι η θυγατρική της, στην οποία επιβλήθηκε κύρωση με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανήκε ανέκαθεν στην Total.
Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παραβίασε διάφορες θεμελιώδεις αρχές που αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη και συνιστούν τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξεως, όπως είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η αρχή της ευθύνης εξ ιδίας πράξεως, η αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών και η αρχή της νομιμότητας.
Οι προσφεύγουσες επίσης υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου.
Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που δεν εφαρμόζει τη μείωση κατά 25 % στο αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις ίδιες, ενώ εφαρμόζει τη μείωση αυτή ως προς άλλον αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται σεβαστός, κατά παράβαση των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας και της ασφάλειας δικαίου, ο περιορισμός που επιβάλλεται στην εξουσία της Επιτροπής όσον αφορά τη συνεκτίμηση του αποτρεπτικού αποτελέσματος.
Καταληκτικά, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας, καθόσον καταλογίζει σε αυτές την ευθύνη για την παράβαση την οποία τέλεσε η θυγατρική τους και τις καθιστά υπόχρεες, εις ολόκληρον με αυτή, για την καταβολή του προστίμου.
Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους, για το οποίο οι ίδιες ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον, θα πρέπει να επαναπροσδιορισθεί σε εύλογο ύψος. Ζητούν να μειωθεί κατά 25 % το αρχικό ποσό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου και να τους αναγνωριστούν ελαφρυντικές περιστάσεις, που συνίστανται στο ότι τους επιβλήθηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως, σε δύο παρόμοιες υποθέσεις, πρόστιμα σημαντικού ύψους.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, ΕΕ L 1, σ. 1
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/41 |
Προσφυγή της 18ης Ιουλίου 2006 — FMC Foret κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-191/06)
(2006/C 212/71)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: FMC Foret S.A (San Cugat del Vallés, Ισπανία) (εκπρόσωπος: M. Seimetz, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό νάτριο), καθό μέρος επιβάλλει στην προσφεύγουσα πρόστιμο· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει το επιβαλλόμενο σε αυτήν πρόστιμο· και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Με το δικόγραφο της προσφυγής της η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση, καθό μέρος την αφορά, της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό νάτριο, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι μνημονευόμενες σε αυτήν εταιρίες παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, EΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθώς συμμετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση σχετική με υπεροξείδιο του υδρογόνου και το υπερβορικό νάτριο, η οποία εκτεινόταν σε όλο το έδαφος του ΕΟΧ και συνίστατο κυρίως σε ανταλλαγές, μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, στοιχείων για τις τιμές και τον όγκο των πωλήσεων, σε συμφωνίες για τις τιμές, συμφωνίες για τη μείωση της παραγωγικότητας στον ΕΟΧ και τον περιορισμό του ελέγχου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών.
Προς στήριξη των αιτημάτων της η προσφεύγουσα αναφέρεται κυρίως στους όρους που της επέβαλε η Επιτροπή ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία και προβάλλει ισχυρισμό περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας.
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή δεν την απήλλαξε από το βάρος αποδείξεως και ότι δεν προέβη στην προσήκουσα εκτίμηση των στοιχείων που σχετίζονται με την ύπαρξη συμπράξεως. Η προσφεύγουσα προσάπτει, ως εκ τούτου, στην Επιτροπή ότι στήριξε την απόφασή της σε ασαφείς και αθεμελίωτους ισχυρισμούς που διατυπώνονται στις αιτήσεις συνεργασίας που υπέβαλαν άλλες επιχειρήσεις, παρά τις επιφυλάξεις του συμβούλου ακροάσεων της Επιτροπής.
Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ενώ ούτε η προφορική της μαρτυρία ούτε τα στοιχεία που παρέσχε στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, προκειμένου να αποδείξει την ανακρίβεια των εις βάρος της αιτιάσεων, αμφισβητήθηκαν, δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή, η οποία μάλιστα δεν παρέσχε συναφώς καμία αιτιολογία.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή, παρανόμως, δεν της κοινοποίησε αποδεικτικά στοιχεία. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στερήθηκε των δικαιωμάτων της άμυνας, όσον αφορά την πρόσβαση στις απαντήσεις που δόθηκαν μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ενώ ισχυρίζεται ότι, με την απάντησή της στις αιτιάσεις, απέδειξε τη μη συμμετοχή σε δραστηριότητες σχετικές με σύμπραξη.
Τέλος, η FMC Foret εκτιμά ότι το πρόστιμο που της επέβαλε η Επιτροπή είναι υπέρμετρα υψηλό και δυσανάλογο προς τον κύκλο εργασιών της, δεδομένου και του εξ ολοκλήρου παθητικού ρόλου που, όπως ισχυρίζεται, είχε στο πλαίσιο της εικαζόμενης συμπράξεως.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/42 |
Προσφυγή της 18ης Ιουλίου 2006 — Caffaro κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-192/06)
(2006/C 212/72)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Caffaro S.r.l. (εκπρόσωποι: Alberto Santa Maria και Claudi Biscaretti di Rufia, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006 C(2006)1766 τελικό, στην υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό νάτριο, καθό μέρος επιβάλλει στις εταιρίες Caffaro S.r.l. και SNIA S.p.A., αλληλεγγύως, πρόστιμο ύψους 1 078 εκατομμυρίων ευρώ· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που η Επιτροπή επέβαλε στην Caffaro S.r.l, περιορίζοντας το πρόστιμο σε συμβολικό ποσό· |
|
— |
όλως επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το επιβληθέν στην Caffaro S.r.l. πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή διάρκεια της αποδιδόμενης σε αυτήν παραβάσεως και εξετάζοντας τις συντρέχουσες ελαφρυντικές περιστάσεις· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση απόφαση ταυτίζεται με εκείνη της υποθέσεως T-185/06, L'air Liquide κατά Επιτροπής.
Προς στήριξη των αιτημάτων της η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
|
— |
ότι η ίδια θα πρέπει να θεωρηθεί «θύμα» και όχι συμμέτοχος στη σύμπραξη για το υπεροξείδιο του υδρογόνου. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η καθής, κατά την εξέταση της θέσεως της Caffaro στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας, ουδόλως έλαβε υπόψη ότι η εταιρία, όχι μόνο δεν αποκόμισε οφέλη από την επίμαχη σύμπραξη, αλλά εξήλθε από την αγορά του υπερβορικού νατρίου (ΥΒΝ) ακριβώς λόγω των παράνομων συμφωνιών που είχαν συνομολογηθεί στην αγορά του υπεροξειδίου του υδρογόνου (ΥΥ). Η προσφεύγουσα επισήμανε ενώπιον της Επιτροπής ότι παρήγε αποκλειστικά ΥΒΝ, ότι απλώς αγόραζε ΥΥ και ότι, συνεπώς, δεν μπορούσε να μετέχει στη σύμπραξη για το ΥΥ, αφού υπήρξε η ίδια θύμα της παράνομης συμφωνίας. |
|
— |
ότι η καθής υπέπεσε και σε άλλο πρόδηλο σφάλμα, καθόσον έλαβε υπόψη για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη, πλην της προσφεύγουσας, τα συνολικά μερίδια αγοράς για το 1999, τελευταίο έτος της παραβάσεως που αφορά αμφότερα τα προϊόντα (ΥΥ και ΥΒΝ). Αντιθέτως, όσον αφορά την Caffaro, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, όλως παραδόξως, τα στοιχεία της αγοράς για το έτος 1998, ενώ, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση του ειδικού βάρους μιας επιχειρήσεως, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε κάθε επιχείρηση κατά το έτος αναφοράς. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία, η αρχή αυτή έχει την έννοια ότι μόνον η λήψη κοινού έτους αναφοράς για όλες τις επιχειρήσεις που μετέχουν στη σύμπραξη εγγυάται την ίση μεταχείρισή τους. |
Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως:
|
— |
Προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς τον ισχυρισμό της καθής, στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 26 Νοεμβρίου 1998 δεν έλαβαν μέρος εκπρόσωποι της Caffaro. |
|
— |
Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 25 του κανονισμού (EΚ) 1/2003 και των προβλεπόμενων σε αυτό κανόνων παραγραφής, καθόσον η Caffaro είχε παύσει να μετέχει στη φερόμενη σύμπραξη πέντε και πλέον έτη προ της ενάρξεως της σχετικής έρευνας της Επιτροπής. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/43 |
Προσφυγή SNIA κατά Επιτροπής, που ασκήθηκε στις 18 Ιουλίου 2006
(Υπόθεση T-194/06)
(2006/C 212/73)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: SNIA S.p.A. (εκπρόσωποι: Alberto Santa Maria και Claudi Biscaretti di Rufia, Avvocati)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006 C(2006)1766 τελ., στην υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας, καθ' ο μέρος περιλαμβάνει μεταξύ των αποδεκτών της τη SNIA S.p.A., στην οποία επιβάλλει, αλληλεγγύως με την Caffaro S.r.l.,πρόστιμο ύψους 1,078 εκατομμυρίου ευρώ· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση απόφαση είναι η ίδια με την της υποθέσεως T-185/06, L'air Liquide κατά Επιτροπής.
Τονίζεται σχετικώς ότι, με την απόφαση αυτή, η καθής ισχυρίζεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η Industrie Chimiche Caffaro S.p.A (ICC) εξηρτάτο, ως προς τη λήψη αποφάσεων, όχι μόνον από την Caffaro S.p.A., εταιρία με μετοχές εισηγμένες στο ιταλικό χρηματιστήριο και ελέγχουσα κατά 100 % την ICC, αλλά και από την ίδια την προσφεύγουσα, η οποία κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της Caffaro S.p.A., μεταξύ 53 % και 59 %. Κατ' αυτόν ουσιαστικά τον έμμεσο τρόπο, η προσφεύγουσα θεωρείται αλληλεγγύως ευθυνόμενη για την παράβαση την οποία η Επιτροπή καταλογίζει στην Caffaro S.r.l.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα διατείνεται τα εξής:
|
— |
Η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως μεταξύ της SNIA και της ICC κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ούτε απέδειξε η Επιτροπή την ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως, κατά την ίδια χρονική περίοδο, μεταξύ της Caffaro S.p.A. και της ICC. |
|
— |
Όσον αφορά τη σημασία της συγχωνεύσεως μεταξύ της Caffaro S.p.A. και της SNIA, ώστε να στοιχειοθετηθεί αποφασιστική επιρροή της SNIA, η Επιτροπή αγνόησε το γεγονός ότι η συγχώνευση μέσω ενσωματώσεως της εταιρίας Caffaro S.p.A. στη SNIA S.p.A. (όπως και η μεταβολή εταιρικής επωνυμίας της εταιρίας ICC σε Caffaro S.p.A., σήμερα Caffaro S.r.l.) συνέβη το 2000, ήτοι ένα έτος μετά την έξοδο από την αγορά των λευκαντικών, και ότι η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η Caffaro S.p.A. ασκούσε επί της ICC αποφασιστική επιρροή. |
|
— |
Μοναδική υπεύθυνη της φερομένης παραβάσεως είναι η ICC (σήμερα Caffaro S.r.l.), η οποία άλλωστε δεν έπαυσε να υφίσταται νομικά, αλλ' απλώς μετέβαλε επωνυμία. Από την άλλη πλευρά, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί υπεύθυνη για την φερομένη παράβαση η Caffaro S.p.A., διάδοχος αυτής της τελευταίας είναι η Caffaro S.r.l. και όχι η SNIA. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/43 |
Προσφυγή Solvay Solexis κατά Επιτροπής, που ασκήθηκε στις 18 Ιουλίου 2006
(Υπόθεση T-195/06)
(2006/C 212/74)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικο
Προσφεύγουσα: Solvay Solexis S.p.A. (εκπρόσωποι: Tommaso Salonico και Gian Luca Zampa, Avvocati)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
|
— |
να ακυρώσει μερικώς την απόφαση, και ειδικότερα τα άρθρα 1, 2 και 3 αυτής, και να μειώσει αντιστοίχως την επιβληθείσα στην Solexis κύρωση· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και όσων επιβάρυναν την προσφεύγουσα σε σχέση με την ολική ή μερική πληρωμή της κυρώσεως ή για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση απόφαση είναι η ίδια με την της υποθέσεως T-185/06, L'air Liquide κατά Επιτροπής. Η απόφαση αυτή όριζε ότι η Solexis ευθυνόταν αλληλεγγύως με την Edison S.p.A. για την καταβολή προστίμου ύψους 25,619 εκατομμυρίων ευρώ. Η ευθύνη της προσφεύγουσας αντλεί την γένεσή της αποκλειστικά από τη συμπεριφορά της εταιρίας Ausimont S.p.A., η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπέκειτο αποκλειστικώς στον έλεγχο της Edison.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί αστήρικτη, για τους εξής λόγους:
|
— |
Εσφαλμένη διαπίστωση της διάρκειας της παραβάσεως, η οποία διεπράχθη μεταξύ Μαΐου/Σεπτεμβρίου 1997 και Μαΐου 2000, και όχι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, μεταξύ Μαΐου 1995 και Δεκεμβρίου 2000. |
|
— |
Εσφαλμένη διαπίστωση σχετικά με την ουσιαστική επίπτωση, αλλά και αναφορά της παραβάσεως στην αγορά, καθώς και σχετικά με τον παθητικό ρόλο που διαδραμάτισε η προσφεύγουσα, κατά την χρονική περίοδο μεταξύ Μαΐου 1995 και Μαΐου/Σεπτεμβρίου 1997. |
|
— |
Μη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη συμφωνία περί περιορισμού της παραγωγικής ικανότητας. Κατά την επιβολή του προστίμου, η Επιτροπή αγνόησε το γεγονός ότι η Ausimont ουδέποτε προσχώρησε, ούτε το 1997, ούτε μεταγενέστερα, στη σύμπραξη σχετικά με τη μείωση ή τον περιορισμό της παραγωγικής ικανότητας. Η αποδιδόμενη στην Ausimont παράβαση είναι, επομένως, λιγότερο σοβαρή από εκείνη που διέπραξαν άλλες επιχειρήσεις, λόγω της ήσσονος επιπτώσεώς της στον ανταγωνισμό, τούτο δε και υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της ίσης μεταχείρισης, της επιείκειας και της αναλογικότητας. |
|
— |
Μη εκτίμηση της συνεργασίας της. Πράγματι, η καθής δεν αναγνώρισε στην προσφεύγουσα κανένα όφελος εκ της συνεργασίας την οποία προσέφερε, ούτε κατόπιν της συμμετοχής της στη διαδικασία «leniency», ούτε ως ελαφρυντικής περιστάσεως, όπως προβλέπει το κείμενο των «κατευθύνσεων» που έχει θεσπίσει η Επιτροπή. |
Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/44 |
Προσφυγή της 19ης Ιουλίου 2006 — Edison κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-196/06)
(2006/C 212/75)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Edison S.p.A (εκπρόσωποι: Mario Siragusa, Roberto Casati, Matteo Beretta, Pietro Merlino και Eugenio Bruti Liberati, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006 (υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό νάτριο), καθό μέρος την αφορά· |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση ταυτίζεται με εκείνη της υποθέσεως T-185/06, Air Liquide κατά Επιτροπής. Mε την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτό ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται αλληλεγγύως για την διαπραχθείσα από την Ausimont παράβαση για όλο το χρονικό διάστημα συμμετοχής της στη σύμπραξη, ενώ, λόγω της παραβάσεως αυτής, τής επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 58 125 000 ευρώ, για τμήμα του οποίου, ήτοι για το ποσό των 25 619 000 ευρώ, ευθύνεται αλληλεγγύως με τη Solvay Solexis S.p.A. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Solvay Solexis S.p.A ελέγχεται επί του παρόντος από την Solvay SA/NV, αλλά ότι, κατά την περίοδο της παραβάσεως, ελεγχόταν, υπό την εταιρική επωνυμία «Ausimont S.p.A.», από τη Montedison (νυν EDISON).
Προς στήριξη των αιτημάτων της η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως:
|
— |
παράβαση ουσιωδών τύπων, ειδικότερα δε παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, καθώς και παράβαση των άρθρων 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) 1/2003, και 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΚ) 773/2004, καθόσον η καθής, προς στήριξη των αιτιάσεών της, δέχθηκε, το πρώτον με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, για μεγάλο μέρος του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διήρκησε η παράβαση, ο πληρεξούσιος πρόεδρος της Ausimont ήταν επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Montecatini, ήτοι της ενδιάμεσης εταιρίας που ελεγχόταν εξ ολοκλήρου από τη Montedison (νυν EDISON), η οποία κατείχε το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της Ausimont· |
|
— |
παράβαση του άρθρου 81 της Συνθήκης EΚ, λόγω εσφαλμένου καταλογισμού στην προσφεύγουσα της εκ μέρους της Ausimont παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Κατά την προσφεύγουσα, αφενός, η καθής εσφαλμένα έκρινε ότι το γεγονός ότι μια εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας επιχειρήσεως αρκεί για να τεκμαίρεται ότι η ελέγχουσα αυτή εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή στη δράση της ελεγχόμενης επιχειρήσεως και ότι συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί ότι η ελέγχουσα εταιρία ευθύνεται αλληλεγγύως για παράβαση που διέπραξε η ελεγχόμενη επιχείρηση. Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική και πλημμελώς αιτιολογημένη και ότι αντιβαίνει στο άρθρο 81 της Συνθήκης ΕΚ καθό μέρος δέχεται ότι, εν προκειμένω, υφίστανται «άλλα στοιχεία» από τα οποία προκύπτει ότι η Ausimont δεν ήταν αυτόνομη οντότητα ικανή να καθορίζει τη δική της εμπορική στρατηγική. |
Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ισχυρισμό περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η καθής δεν εξέτασε το σύνολο των αποδεικτικών εγγράφων και των πραγματικών περιστάσεων που έθεσε υπόψη της η EDISON προς στήριξη της θέσεως ότι η Ausimont διέθετε αυτονομία ως προς τη χάραξη της εμπορικής της πολιτικής.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/45 |
Προσφυγή της 18ης Ιουλίου 2006 — FMC κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-197/06)
(2006/C 212/76)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: FMC Corporation (Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ) (εκπρόσωποι: C. Stanbrook, Q. C., και Y. Virvilis, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006, C(2006) 1766 τελικό, καθό μέρος αφορά την FMC Corporation· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει το επιβληθέν στην FMC Corporation πρόστιμο· και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2006, C(2006) 1766 τελικό, στην υπόθεση COMP/F/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό υδρογόνο, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθώς συμμετείχε σε σύμπραξη η οποία συνίστατο κυρίως σε ανταλλαγές, μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, στοιχείων για τις τιμές και τον όγκο των πωλήσεων, σε συμφωνίες για τις τιμές, συμφωνίες για τη μείωση της παραγωγικότητας στον ΕΟΧ και για τον περιορισμό του ελέγχου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών.
Προς στήριξη των αιτημάτων της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως και ισχυρίζεται, εν γένει, ότι δεν είναι υπεύθυνη για τις παραβάσεις τις οποίες διέπραξε η θυγατρική της εταιρία Foret, καθόσον δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της εταιρίας αυτής.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει νομικές και ουσιαστικές πλημμέλειες, καθόσον:
|
α) |
τα συμπεράσματα της Επιτροπής βασίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, σε αδικαιολόγητη διάκριση ως προς τη σημασία που δόθηκε στις διάφορες προφορικές αποδείξεις και, γενικότερα, σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως· |
|
β) |
η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένη νομική μέθοδο ελέγχου κατά τον προσδιορισμό της ευθύνης της προσφεύγουσας για την παράβαση της Foret· |
|
γ) |
η Επιτροπή έλαβε υπόψη στοιχεία που δεν αφορούσαν την περίοδο της φερόμενης παραβάσεως· και |
|
δ) |
η Επιτροπή έλαβε υπόψη μη κοινοποιηθέντα στην προσφεύγουσα στοιχεία ως βάση για την κίνηση της διαδικασίας κατά της εν λόγω εταιρίας, στερώντας με τον τρόπο αυτό στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά της άμυνας. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/45 |
Προσφυγή της 17ης Ιουλίου 2006 — Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-199/06)
(2006/C 212/77)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Akzo Nobel NV (Arnhem, Κάτω Χώρες), Akzo Nobel Chemicals Holding AB (Nacka, Σουηδία), Eka Chemicals AB (Bohus, Σουηδία) [εκπρόσωποι: C. Swaak και N. Neij, δικηγόροι]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό, ή, επικουρικώς, να αυξήσει τη χορηγηθείσα βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας μείωση από 40 % σε 50 %· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 81 EΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, καθώς έλαβαν μέρος σε συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες συνίσταντο κυρίως σε ανταλλαγές, μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, στοιχείων για τις τιμές και τον όγκο των πωλήσεων, σε συμφωνίες για τις τιμές, σε συμφωνίες για τη μείωση της παραγωγικότητας στον ΕΟΧ και για τον περιορισμό του ελέγχου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών. Με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτό ότι οι δύο πρώτες προσφεύγουσες, Akzo Nobel Chemicals Holding AB και Akzo Nobel NV, ευθύνονται αλληλεγγύως για την παράβαση που διέπραξε η τρίτη προσφεύγουσα, Eka Chemicals AB (στο εξής: Eka).
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 EΚ, καθώς δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να μειώσει το πρόστιμο μόνο κατά 40 % –και όχι κατά 50 %, όπως είχε την ευχέρεια–, παρά το γεγονός ότι η συνεργασία της Eka ήταν απολύτως σύμφωνη με τα κριτήρια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (1).
Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες ζητούν αύξηση του ποσοστού της μειώσεως που χορηγήθηκε βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας από 40 % σε 50 %, για τον λόγον ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των όρων της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, καθόσον δεν χορήγησε στην Eka τη μεγαλύτερη δυνατή μείωση, παρά το γεγονός ότι η συνεργασία της ανταποκρινόταν πλήρως στα κριτήρια που θέτει το σημείο 23, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παραβίασε, συνεπώς, την αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον:
|
i) |
αντιμετώπισε καταστάσεις παρόμοιες, ήτοι την κατάσταση της Eka και την κατάσταση της Arkema, των οποίων η συνεργασία πληρούσε απολύτως τους όρους του άρθρου 23 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, κατά τρόπο διαφορετικό, χορηγώντας μόνο στην Arkema τη μέγιστη δυνατή μείωση, |
|
ii) |
αντιμετώπισε καταστάσεις διαφορετικές, ήτοι την κατάσταση της Eka και την κατάσταση της Solvay, κατά παρόμοιο τρόπο, χορηγώντας σε αμφότερες τη μέγιστη δυνατή μείωση, μολονότι, όπως ισχυρίζονται, η συνεργασία της Eka ήταν σημαντικότερη από πλευράς προστιθέμενης αξίας και μεγαλύτερη σε διάρκεια από αυτήν της Solvay. |
(1) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/46 |
Διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 2006 — UNIPOR-Ziegel-Marketing κατά ΓΕΕΑ — Dörken (DELTA)
(Υπόθεση T-159/05) (1)
(2006/C 212/78)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/46 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2006 — Marker Völkl κατά ΓΕΕΑ — Icon Health & Fitness Italia (MOTION)
(Υπόθεση T-217/05) (1)
(2006/C 212/79)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/46 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουλίου 2006 — Deutsche Tekelom κατά ΓΕΕΑ (Alles, was uns verbindet)
(Υπόθεση T-18/06) (1)
(2006/C 212/80)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/46 |
Διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006 — Cofira-Sac κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-43/06) (1)
(2006/C 212/81)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/47 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2006 — Τas κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-12/05) (1)
(Πρόσληψη - Γενικός διαγωνισμός - Προϋποθέσεις συμμετοχής - Άρνηση συμμετοχής στις δοκιμασίες - Πτυχία - Επαγγελματική ειδικότητα - Ίση μεταχείριση)
(2006/C 212/82)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: David Tas (Bρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Orlandi, X. Martin, A. Coolen, J.-N. Louis και E. Marchal, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Currall και K. Herrmann)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής με την οποία δεν έγινε δεκτή η συμμετοχή του προσφεύγοντος στις δοκιμασίες του διαγωνισμού EPSO/A/4/03, ο οποίος διοργανώθηκε για τη σύσταση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων βοηθών διοικητικών υπαλλήλων βαθμού Α 8, στους τομείς «Ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση», «Δίκαιο», «Οικονομία» και «Οικονομικός έλεγχος».
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2. |
Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. |
(1) EE C 132 της 28.05.2005 (υπόθεση αρχικώς πρωτοκολληθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπ' αριθμ. Τ-124/05 και διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την από 15.12.2005 διάταξη).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/47 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 2006 — D κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-18/05) (1)
(Επαγγελματική ασθένεια - Αίτηση για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της επιδεινώσεως της ασθενείας του προσφεύγοντος)
(2006/C 212/83)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: D (Βρυξέλλες, Βέλγιο), (εκπρόσωποι: J. Van Rossum, S. Orlandi και J.-N. Louis, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: J. Currall)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως του προσφεύγοντος για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της επιδεινώσεως της ασθενείας από την οποία έχει προσβληθεί
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1. |
Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθενείας ή της επιδεινώσεως της ασθενείας του προσφεύγοντος. |
|
2. |
Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
(1) ΕΕ C 155 της 25.6.2005 (υπόθεση αρχικώς πρωτοκολληθείσα στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπό τα στοιχεία T-147/05 και παραπεμφθείσα στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με διάταξη της 15.12.2005).
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/48 |
Διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2006 — Ε κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-5/06) (1)
(Υπάλληλοι - Νομιμότητα των εσωτερικών διαδικασιών - Προβαλλομένη πλημμελής συμπεριφορά υπαλλήλων στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας και διαδικασίας αποσκοπούσας στην αναγνώριση του επαγγελματικού χαρακτήρα ασθένειας - Αποκατάσταση της ζημίας - Παραδεκτό - Έννομο συμφέρον - Βεβαιωτική πράξη)
(2006/C 212/84)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα/ενάγουσα: Ε (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues και Y. Minatchy, δικηγόροι)
Καθής/εναγομένη: Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Currall και V. Joris)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αφενός, ακύρωση της αποφάσεως της ΑΔΑ της 4ης Οκτωβρίου 2005 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας/ενάγουσας που αποσκοπούσε στην εξακρίβωση της νομιμότητας μιας πειθαρχικής διαδικασίας καθώς και μιας διαδικασίας αναγνωρίσεως της επαγγελματικής ασθένειας της προσφεύγουσας/ενάγουσας και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως.
Διατακτικό της διατάξεως
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διατάσσει:
|
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή/αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη. |
|
2. |
Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. |
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/48 |
Προσφυγή του R. Bakema κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 22 Ιουνίου 2006
(Υπόθεση F-68/06)
(2006/C 212/85)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Reint Jacob Bakema (Zuidlaren, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: L. Rijpkema, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
Να ακυρώσει την από 22 Μαρτίου 2006 απόφαση της εξουσιοδοτημένης για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχής · |
|
— |
Να υποχρεώσει την εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχή να προσλάβει τον προσφεύγοντα στην ομάδα καθηκόντων IV, με βαθμό 16· |
|
— |
Να κρίνει ότι πρέπει να καταβληθεί στον προσφεύγοντα ένα πρόσφορο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση. |
Λόγοι και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, πρώην μέλος των αποκαλουμένων τοπικών υπαλλήλων τεχνικής υποστήριξης, προσλήφθηκε ως μέλος του επί συμβάσει προσωπικού και κατατάχτηκε στην ομάδα καθηκόντων IV, με βαθμό 14.
Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η καθής εφάρμοσε εσφαλμένως τη συναφή νομοθεσία, συγκεκριμένα το άρθρο 82, παράγραφος 2, στοιχείο γ', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων (ΚΛΠ) και το άρθρο 2 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων (ΓΕΔ) 49-2004. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ερμηνεία που έδωσε η καθής στον όρο «diploma» των άρθρων αυτών είναι ανακριβής και αυθαίρετη. Υπολογίζοντας την επαγγελματική του πείρα, η καθής έπρεπε να λάβει υπόψη όλες τις δραστηριότητες που άσκησε ο προσφεύγων μετά την απόκτηση του «kandidaatsdiploma» του.
Περαιτέρω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, μολονότι υπήρξε μέλος των τοπικών υπαλλήλων τεχνικής υποστήριξης πριν από την πρόσληψή του ως μέλος του επί συμβάσει προσωπικού, η αρχή που καθιερώνει το άρθρο 86 του ΚΛΠ έπρεπε να τύχει εφαρμογής στην περίπτωσή του. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όταν ένα μέλος του λοιπού προσωπικού μεταφέρεται σε νέα θέση εντός ομάδας καθηκόντων, δεν πρέπει να κατατάσσεται σε μικρότερο βαθμό ή κλιμάκιο από ό,τι στην προηγούμενη θέση εργασίας του.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/48 |
Προσφυγή/αγωγή της 17ης Ιουλίου 2006 — Lofaro κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-75/06)
(2006/C 212/86)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων/ενάγων: Alessandro Lofaro (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: J.-L. Laffineur, δικηγόρος]
Καθής/εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος/ενάγοντος
Ο προσφεύγων/ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 περί απολύσεως του προσφεύγοντος κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας του, καθώς και την έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας, επί της οποίας στηρίζεται η ως άνω απόφαση· |
|
— |
καθόσον απαιτείται, να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως (ΑΑΣΣΠ) της 31ης Μαρτίου 2005 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος· |
|
— |
να υποχρεώσει την καθής/εναγομένη (στο εξής: καθής) να καταβάλει στον προσφεύγοντα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, αποζημίωση υπολογιζομένη ex aequo et bono σε 85.473 ευρώ για την υλική ζημία και σε 50.000 ευρώ για την ηθική βλάβη, υπό την επιφύλαξη προσαυξήσεως ή μειώσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, πρώην έκτακτος υπάλληλος της Επιτροπής, προσελήφθη από τις 16 Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2009, βάσει συμβάσεως προβλέπουσας περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας έξι μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 14 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό (ΚΛΠ). Κατόπιν μιας πρώτης αρνητικής εκθέσεως αξιολογήσεως και της παρατάσεως της δοκιμαστικής υπηρεσίας κατά έξι μήνες καθώς και μιας δεύτερης αρνητικής εκθέσεως αξιολογήσεως, η καθής έθεσε τέρμα στην εν λόγω σύμβαση.
Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η καθής υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κατά το μέτρο που, αφενός, στηρίχθηκε σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά ή προσέδωσε εσφαλμένη ερμηνεία στα πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, προσήψε στον προσφεύγοντα την ύπαρξη προβλημάτων για τα οποία η ευθύνη δεν μπορούσε να του καταλογισθεί.
Επιπλέον, κατά τον προσφεύγοντα, η καθής παραβίασε, επίσης, τις γενικές αρχές που διασφαλίζουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα άμυνας και διατύπωσε άσκοπες επικρίσεις.
Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η καθής, μη ολοκληρώνοντας την έκθεση αξιολογήσεως το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, παρέβη το άρθρο 14 του ΚΛΠ.
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/49 |
Διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 13ης Ιουλίου 2006 — Lacombe κατά Συμβουλίου
(Υπόθεση F-9/05) (1)
(2006/C 212/87)
γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Ο πρόεδρος της ολομέλειας αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
(1) ΕΕ C 115 της 14.5.2005 (υπόθεση που είχε αρχικώς πρωτοκολληθεί στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με αριθμό T-116/05 και μεταφέρθηκε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διάταξη της 15.12.2005).
III Πληροφορίες
|
2.9.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 212/50 |
(2006/C 212/88)
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
|
|
EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex |
|
|
CELEX: http://europa.eu.int/celex |