ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 116

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

49ό έτος
17 Μαΐου 2006


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2006/C 116/1

Ισοτιμίες του ευρώ

1

2006/C 116/2

Κρατική ενίσχυση — Ιταλία — Κρατική ενίσχυση αριθ. C 11/2006 (πρώην N 127/2005) — Λανθάνον κόστος για τις municipalizzate — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

2

2006/C 116/3

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4195 — Inchcape/Lind) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

7

 

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

2006/C 116/4

Γνώμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας [COM (2005) 490 τελικό]

8

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 116/1


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

16 Μαΐου 2006

(2006/C 116/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2817

JPY

ιαπωνικό γιεν

141,33

DKK

δανική κορόνα

7,4558

GBP

λίρα στερλίνα

0,68110

SEK

σουηδική κορόνα

9,3985

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5525

ISK

ισλανδική κορόνα

91,13

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8360

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5751

CZK

τσεχική κορόνα

28,312

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

262,83

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6960

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,9110

RON

ρουμανικό λέι

3,5209

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,65

SKK

σλοβακική κορόνα

37,540

TRY

τουρκική λίρα

1,8580

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6822

CAD

καναδικό δολάριο

1,4263

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,9375

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

2,0625

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,0218

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 211,21

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

8,1821

CNY

κινεζικό γιουάν

10,2728

HRK

κροατικό κούνα

7,2698

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 810,87

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,617

PHP

πέσο Φιλιππινών

67,110

RUB

ρωσικό ρούβλι

34,6280

THB

ταϊλανδικό μπατ

48,893


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 116/2


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΙΤΑΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση αριθ. C 11/2006 (πρώην N 127/2005) — Λανθάνον κόστος για τις municipalizzate

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2006/C 116/02)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 4ης Απριλίου 2006, που αναδημοσιεύεται στη γλώσσα στην οποία το κείμενο θεωρείται αυθεντικό, στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις ενισχύσεις για τις οποίες η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

B-1049 Brussels

e-mail: Stateaidgreffe@cec.eu.int

Αριθ. φαξ: (32-2) 296 12 42

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ιταλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου που υποβάλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

Με το παρόν μέτρο, η Ιταλία προτίθεται να καταβάλει στις τοπικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στον τομέα της ενέργειας (τις λεγόμενες «municipalizzate»), το ποσό που αντιστοιχεί στο λανθάνον κόστος που προκύπτει από τη διαδικασία ελευθέρωσης του κλάδου της ενέργειας. Αποτελεί συνέχεια μιας σειράς άλλων ανάλογων περιπτώσεων, ιδίως της άλλης υπόθεσης που αφορά το λανθάνον κόστος στην Ιταλία (1).

Το μέτρο συνίσταται σε επιχορήγηση ύψους 16,3 εκατομμυρίων ευρώ προς την AEM Torino, που αποτελεί τη μόνη municipalizzata που πληροί τις προϋποθέσεις γι' αυτού του είδους την ενίσχυση.

Η AEM Torino είναι μεταξύ των municipalizzate που έχουν λάβει προηγουμένως ενισχύσεις οι οποίες κηρύχθηκαν από την Επιτροπή παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά (2).

Η διαδικασία ανάκτησης των ενισχύσεων δεν έχει ολοκληρωθεί, και οι municipalizzate — καθώς και η AEM Torino — πρέπει να επιστρέψουν τις προηγούμενες ενισχύσεις.

Η αξιολόγηση του μέτρου από την Επιτροπή είναι ότι η μέθοδος για τον υπολογισμό του λανθάνοντος κόστους που πρόκειται να επιστραφεί στην AEM Torino είναι σωστή και συμβιβάζεται με τη μέθοδο που έχει ορίσει η Επιτροπή και έχει εφαρμοσθεί σε άλλες περιπτώσεις (3).

Ωστόσο, δεδομένου ότι το λανθάνον κόστος δεν μπορεί να σωρευθεί με άλλες ενισχύσεις και ότι ο δικαιούχος έχει λάβει προηγουμένως ενισχύσεις παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, η Επιτροπή δεν είναι σε θέσει να ελέγξει τις επιπτώσεις που θα έχουν αθροιστικά οι δύο εν λόγω ενισχύσεις.

Επίσης, η Επιτροπή έχει ζητήσει από την Ιταλία να αναλάβει τη δέσμευση, κατ' εφαρμογή της νομολογίας στην υπόθεση Deggendorf, ότι δεν θα καταβάλει τις νέες ενισχύσεις πριν από την επιστροφή των προηγούμενων, το οποίο δεν έγινε δεκτό από την Ιταλία.

Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 EΚ της Συνθήκης.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«PROCEDIMENTO

1.

Le autorità italiane hanno notificato alla Commissione le misure di cui all'oggetto con lettera del 21 marzo 2005. La Commissione ha richiesto ulteriori informazioni con lettera del 4 maggio 2005. L'Italia ha inviato le informazioni richieste il 27 giugno 2005 e il 5 luglio 2005. La Commissione ha richiesto ulteriori informazioni il 19 luglio 2005 e inviato un sollecito all'Italia il 22 settembre 2005. L'Italia ha risposto il 3 ottobre 2005. La Commissione ha inviato una nuova nota all'Italia il 14 novembre 2005. L'Italia ha risposto a quest'ultima nota il 1o febbraio 2006.

2.

Il lungo scambio di note può essere spiegato in primo luogo dalla necessità di ulteriori chiarimenti per la determinazione della metodologia di calcolo degli stranded costs, e in seguito dai problemi di cumulo che sono sorti.

BASE GIURIDICA

3.

La direttiva 96/92/CE ha dato inizio alla liberalizzazione del settore dell'energia. La Commissione ha riconosciuto che la transizione da una situazione di assenza di competizione ad un settore dell'energia liberalizzato può prevedere costi specifici per quelle società che sono state indotte ad investimenti in impianti per la produzione di energia elettrica non economici (4).

4.

La base giuridica per la misura è basata sui seguenti atti:

Decreto legislativo n. 79/99;

Decreto ministeriale del 26.1.2000;

Decreto ministeriale del 17.4.2001;

Decreto legge n. 25 del 18.2.2003, convertito in Legge 17.4.2003, n. 83;

Decreto ministeriale del 6.8.2004;

Decreto ministeriale del 10.3.2005 che fissa i costi non recuperabili (stranded costs) per AEM Torino. Il decreto contiene una clausola sospensiva all'articolo 3, paragrafo 2.

DESCRIZIONE DELLA MISURA

5.

La Commissione ha già approvato aiuti per i costi non recuperabili nel settore dell'energia in Italia (5). La decisione ha escluso le cosiddette aziende municipalizzate, di proprietà o ex proprietà degli enti locali.

6.

La base giuridica, il sistema di finanziamento e la metodologia utilizzata dalle autorità italiane per la determinazione dei costi non recuperabili in questo caso sono identici al caso di cui sopra. I calcoli effettuati secondo tale metodologia sono stati basati, per ciascun impianto, sulle due condizioni seguenti:

Gli investimenti ammissibili sono stati effettuati prima del 19 febbraio 1997.

I costi riferiti ad obblighi contrattuali e investimenti nell'ambito dello stesso gruppo sono stati esclusi.

7.

Inoltre, la metodologia tiene conto dei certificati verdi.

8.

I calcoli effettuati dalle autorità italiane per tutte le aziende municipalizzate dimostrano che solo per un'azienda i calcoli sono stati positivi, cioè AEM Torino.

Tabella 1: calcolo dell'importo

 

2000

2001

2002

2003

Totale

AEM Torino

1 675

4 829

5 273

4 560

16 338

Cifre in milioni di euro.

9.

L'aiuto sarà accordato sotto forma di sovvenzioni. Ammonterà a 16 338 000 milioni di euro.

10.

L'Italia presenterà una relazione annuale sull'attuazione della misura.

11.

L'Italia indica che la misura non può essere cumulabile con altri aiuti.

CUMULO E PROCEDURA DEGGENDORF

12.

Il 5 giugno 2002 la Commissione ha preso una decisione negativa relativa agli aiuti di Stato accordati dall'Italia alle aziende municipalizzate italiane (imprese di servizi pubblici di proprietà di enti locali, qui di seguito indicate come “municipalizzate”) sotto forma di esenzioni dalle tasse e prestiti agevolati ad imprese di servizi pubblici, a prevalente capitale pubblico (6) (Aiuto di Stato C 27/99, ex NN 69/98).

13.

La Commissione, nella sua decisione, ha dichiarato che siffatti regimi non notificati sono incompatibili ed illegittimi ed ha imposto allo Stato italiano di recuperare gli importi eventualmente erogati nel quadro dei regimi suddetti (7).

14.

La procedura di recupero è stata molto lenta. L'Italia ha adottato la Legge 18 aprile 2005, n. 62, il cui articolo 27 prevede il recupero degli aiuti accordati alle municipalizzate, secondo la decisione della Commissione. Tuttavia, ai beneficiari è consentito di rimborsare a rate, su un periodo di 24 mesi. Tale norma è stata applicata con una decisione presa dall'Agenzia delle Entrate il 1o giugno 2005.

15.

AEM Torino è una delle cosiddette “aziende municipalizzate” ed è attiva in particolare nel settore dell'energia. Sulla base di quanto indicato nel suo intervento nel caso T 297/02 Acea c. Commissione essa ha beneficiato degli aiuti di cui alla decisione della Commissione del 5 giugno 2002, sia godendo delle esenzioni fiscali negli anni 1997, 1998 e 1999, sia ferendo dei prestiti agevolati. AEM Torino ha fornito le informazioni previste dalle procedure ordinarie di valutazione e riscossione delle imposte, in seguito alla decisione dell'Agenzia delle Entrate. AEM Torino dovrebbe pagare la somma accertata di aiuti illegali entro 60 giorni dalla comunicazione dei risultati della valutazione che, secondo le informazioni inviate dalle autorità italiane, dovrebbe essere stata notificata dall'Agenzia delle Entrate non più tardi dell'11 gennaio 2006.

16.

Secondo le informazioni inviate dalle autorità italiane AEM Torino invece non avrebbe beneficiato di prestiti da parte della Cassa Depositi e Prestiti.

17.

La procedura di recupero, nella sua forma attuale, rischia di non essere immediata ed efficace come dovrebbe essere in base all'articolo 14, paragrafo 3, del regolamento n. 659/1999.

18.

Per il recupero possono essere necessari fino a 24 mesi. Non è chiaro se gli interessi saranno inclusi nel calcolo delle somme da recuperare.

19.

Inoltre, nessun aiuto è stato recuperato fino ad ora. L'Italia non è in grado di assicurare in che data avrà luogo il recupero, né se esso sarà completo o incompleto (senza interessi) e in varie rate (durante i 24 mesi).

20.

Poiché la Commissione non può controllare il cumulo tra gli aiuti illegali ricevuti in passato secondo il programma italiano per le municipalizzate e i nuovi aiuti in esame, è stato chiesto all'Italia di assicurare che tale effetto sia evitato prendendo l'impegno di pagare l'aiuto per i costi non recuperabili solo dopo il recupero delle somme versate illegalmente. L'Italia ha rifiutato.

VALUTAZIONE

Legittimità dell'aiuto

21.

Le autorità italiane hanno notificato la misura, secondo le condizioni fissate all'articolo 88, paragrafo 2, del trattato CE. La misura contiene una clausola sospensiva.

Sussistenza di un aiuto

22.

La misura riguarda le risorse statali. È selettiva e va a profitto di una sola impresa. La società è attiva in un settore — il mercato dell'elettricità — dove sono presenti notevoli scambi commerciali. La misura falsa o minaccia di falsare la concorrenza. Tutte le condizioni per l'esistenza di un aiuto fissate all'articolo 87, paragrafo 1, del trattato CE sono rispettate.

Compatibilità

23.

La Commissione ha analizzato la compatibilità della misura con le norme relative agli aiuti di Stato alla luce della comunicazione della Commissione relativa alla metodologia per analizzare gli aiuti di Stato collegati ai costi non recuperabili (8) (in seguito denominata “la metodologia”).

24.

Anzitutto, il paragrafo 3 della comunicazione definisce nel dettaglio la natura dei costi non recuperabili quali impegni e garanzie di gestione che non possono più essere adempiuti a causa delle disposizioni della direttiva 96/92/CE del 19 dicembre 1996.

25.

I costi afferenti alla costruzione di impianti di generazione antieconomici nel periodo precedente la liberalizzazione del mercato corrispondono ad una categoria tipica di costi non recuperabili. La Commissione ha esaminato e autorizzato una serie di casi rientranti in questa fattispecie (9).

26.

I costi non recuperabili previsti dal regime rientrano quindi nella definizione di cui al paragrafo 3 della comunicazione della Commissione.

27.

La Commissione prende nota dei seguenti aspetti:

(a)

Gli impianti in questione sono stati costruiti prima del 19 febbraio 1997.

(b)

Le garanzie di gestione che hanno reso possibile la costruzione di detti impianti trovano fondamento nelle disposizioni giuridiche e contrattuali da cui risultano — debitamente accertate dall'autorità nazionale di regolamentazione su richiesta del governo italiano — e nel contesto regolamentare in cui si iscrivevano al momento della loro assunzione (Decreto legislativo n. 79/99).

(c)

Gli investimenti richiesti sono notevoli e comportano forti perdite. Tutto ciò è stato controllato dalle autorità italiane individualmente per ciascuna società. Le società che non sono state interessate in modo significativo non hanno avuto diritto alla compensazione. La valutazione d'impatto dei costi non recuperabili è stata valutata a livello dei gruppi consolidati.

(d)

Gli investimenti effettuati dai beneficiari sono irrevocabili. Infatti, non c'è altro modo di recuperare un investimento in un impianto di generazione di energia che di farlo funzionare o di venderlo a un prezzo che non superi il reddito che l'impianto può generare vendendo l'elettricità sul mercato.

(e)

I costi non recuperabili sono collegati agli investimenti in impianti inefficienti. Non sono collegati ad accordi tra le due parti. È quindi irrilevante in questo caso specifico controllare se i costi non recuperabili derivano da garanzie che legano due società appartenenti allo stesso gruppo.

(f)

I costi non recuperabili sono costi economici corrispondenti alla realtà delle somme investite, pagate o da pagare in virtù di impegni o garanzie esplicite. La formula di calcolo esclude valutazioni forfettarie e i parametri rispecchiano le variabili economiche e la loro evoluzione nel tempo.

(g)

I costi non recuperabili devono essere al netto dei proventi, utili o plusvalenze connessi agli impegni o garanzie da cui risultano.

(h)

I costi non recuperabili sono valutati al netto di qualsiasi aiuto versato o da versare in relazione agli impianti cui si riferiscono.

(i)

I costi non recuperabili tengono conto dell'andamento effettivo nel tempo delle condizioni economiche e concorrenziali. In realtà, il valore delle reintegrazioni effettive per i costi non recuperabili collegati a impianti di produzione è dato dalla differenza fra il totale dei costi di produzione (variabili e fissi) e i ricavi ottenuti dall'energia elettrica ceduta al mercato, ed è pertanto indicizzato direttamente sui prezzi dell'elettricità.

(j)

Gli investimenti non sono stati completamente ammortizzati prima della liberalizzazione del mercato indotta dal recepimento della direttiva 96/92/CE.

(k)

Le compensazioni non superano il minimo necessario atto a consentire alle imprese interessate di continuare a onorare o a far rispettare i passati impegni o garanzie. È pratica costante della Commissione nei casi di costi non recuperabili relativi a impianti antieconomici, considerare che le compensazioni debbano calcolarsi per differenza fra i costi inevitabili di esercizio dell'impianto e la parte dei ricavi da quello realizzati che può essere utilizzata a copertura dei costi inevitabili, ovvero i ricavi al netto dei costi evitabili di impianto.

28.

I costi considerati per compensazione sono limitati al 31.12.2003. Si tratta di una durata più breve rispetto a quella permessa dalla comunicazione della Commissione (fino al 2003 invece del 2006). La misura è conforme ai punti da 3.1 a 3.12 della metodologia. I costi non recuperabili interessati sono quindi ammissibili.

29.

La Commissione prende nota dei seguenti punti per quanto riguarda le compensazioni che saranno versate:

(a)

L'ammontare massimo delle compensazioni è stato calcolato sulla base di impianti chiaramente determinati e isolati. Le compensazioni effettivamente versate non supereranno questo importo massimo.

(b)

È stato tenuto conto dello sviluppo della concorrenza. In particolare, la formula per il calcolo delle compensazioni è direttamente legata ai prezzi dell'energia elettrica effettivi in tutto il periodo considerato (2000-2003). La Commissione ritiene che i prezzi considerati in queste formule sono compatibili con la necessità di non scoraggiare nuovi ingressi.

(c)

L'Italia si è impegnata a fornire una relazione annuale sull'applicazione di questo caso.

(d)

Sebbene il sistema italiano non presenti carattere di degressività, il requisito non è obbligatorio.

(e)

L'importo massimo degli aiuti che possono essere versati a un'impresa, le modalità precise per il loro calcolo e finanziamento e la durata massima del periodo per il quale possono essere versati devono essere chiaramente specificati a priori. Si tiene conto degli aumenti di produttività nel calcolo del prezzo dell'elettricità ogni anno.

30.

Le compensazioni che saranno versate sono quindi compatibili con i punti da 4.1 a 4.6 della metodologia.

Cumulo e applicazione della giurisprudenza Deggendorf

31.

Nella sua sentenza del 15 maggio 1997, la Corte di giustizia ha stabilito che: “quando la Commissione esamina la compatibilità di un aiuto con il mercato comune, deve prendere in considerazione tutti gli elementi pertinenti, ivi compreso, eventualmente, il contesto già esaminato in una decisione precedente, nonché gli obblighi che tale decisione precedente abbia potuto imporre ad uno Stato membro”. Secondo la Corte di giustizia i nuovi aiuti non sono compatibili con il mercato comune fino a che non sono stati restituiti eventuali aiuti ricevuti in passato in modo illegittimo poiché l'effetto cumulativo degli aiuti è di distorcere in maniera significativa la concorrenza nel mercato comune (Textilwerke Deggendorf GmbG (TWD)/Commissione, C-355/95P, ECR I-2549, paragrafi 25-26).

32.

Quindi, in applicazione della giurisprudenza Deggendorf, la Commissione valuta la possibilità di nuovi aiuti tenendo conto del fatto che il beneficiario dei nuovi aiuti abbia restituito completamente qualunque aiuto precedente che debba essere recuperato in seguito ad una decisione negativa presa dalla Commissione.

33.

Applicando il principio fissato dalla giurisprudenza Deggendorf al caso attuale, la Commissione osserva che: a) l'AEM di Torino ha beneficiato di aiuti precedenti, in particolare gli aiuti accordati alle aziende municipalizzate (si vedano i precedenti paragrafi da 12 a 20), da recuperare secondo la decisione della Commissione del 5 giugno 2002; e b) le autorità italiane non hanno rispettato ancora gli obblighi relativi al recupero delle somme di cui alla decisione della Commissione del 5 giugno 2002. È vero che quella decisione riguardava un regime, ma ordinava altresì di recuperare l'aiuto illegale e incompatibile attribuito sulla base di quel regime. Inoltre AEM Torino ha espressamente ammesso di aver beneficiato del regime e non vi sono motivi per ritenere che, nel suo caso specifico, le norme non costituissero aiuti, o costituissero aiuti esistenti o che siano state dichiarate compatibili con il mercato comune.

34.

Dopo quasi quattro anni dall'adozione della decisione del 5 giugno 2002 nel caso C 27/99 (ex NN 69/98), le autorità italiane non hanno ancora recuperato gli aiuti illegittimi. Esse hanno informato la Commissione che il processo di recupero è in corso mediante l'adozione e l'attuazione di misure amministrative adeguate.

35.

In particolare hanno indicato che AEM Torino ha presentato una dichiarazione all'Agenzia delle Entrate con la quale si impegna a pagare le somme che l'Agenzia indicherà. Tuttavia, non sono stati in grado di indicare:

l'ammontare che AEM Torino deve restituire nel processo di recupero;

le condizioni di pagamento: l'Italia indica che la società dovrebbe restituire entro l'11 marzo 2006, ma non ha fornito alcuna assicurazione che il pagamento sia completo (compresi gli interessi) e in una rata (non utilizzando la proroga di 24 mesi prevista nella Legge 18 aprile 2005, n. 62).

36.

Per concludere, l'Italia non ha chiarito se sia già stato recuperato l'aiuto precedente di cui verosimilmente ha fruito AEM Torino. Sulla base delle informazioni di cui sopra si può dedurre che AEM Torino può aver ricevuto e non ancora rimborsato talune somme di aiuto nell'ambito di regimi di aiuto incompatibili esaminati nel caso C 27/99 (ex NN 69/98).

37.

La Commissione non è in grado di determinare l'ammontare degli aiuti che AEM Torino ha già ricevuto anteriormente ai nuovi aiuti in esame e che ancora devono essere restituiti e non può quindi valutare l'effetto cumulativo dei “vecchi” e “nuovi” aiuti destinati ad AEM Torino e il conseguente impatto di distorsione del mercato comune.

38.

Secondo la giurisprudenza Deggendorf la Commissione deve tener conto delle circostanze già esaminate in una decisione precedente, nonché gli obblighi che tale decisione precedente abbia potuto imporre ad uno Stato membro e non può decidere sulla compatibilità di nuovi aiuti rispetto al mercato comune fino a che i precedenti aiuti detenuti illegittimamente non siano stati restituiti.

39.

Inoltre, come è stato chiaramente indicato alle autorità italiane, gli aiuti per il rimborso di stranded costs non possono essere cumulati con altri aiuti.

40.

Solo un impegno che assicurava che il pagamento dei nuovi aiuti avrebbe seguito il totale rimborso dei precedenti aiuti avrebbe potuto evitare qualunque rischio di effetto cumulativo delle due misure e qualunque distorsione della competizione, secondo i principi fissati dalla Corte di giustizia nella giurisprudenza Deggendorf.

41.

L'Italia è stata invitata ripetutamente a prendere tale impegno, ma ha rifiutato.

42.

L'effetto cumulativo dei due aiuti è invece presente e non può essere valutato dalla Commissione. Perciò, in questa fase, l'aiuto notificato non può essere dichiarato compatibile con il mercato comune.

CONCLUSIONI

43.

Tenuto conto di quanto precede, la Commissione invita l'Italia a presentare, nell'ambito della procedura di cui all'articolo 88, paragrafo 2, del trattato CE, le proprie osservazioni e fornire tutte le informazioni utili ai fini della valutazione della misura, entro un mese dalla data di ricezione della presente. Essa chiede alle autorità italiane di trasmettere immediatamente una copia della presente lettera al beneficiario potenziale dell'aiuto.

44.

La Commissione richiama l'attenzione delle autorità italiane sull'articolo 88, paragrafo 3, del trattato CE, che ha effetto sospensivo e sull'articolo 14 del regolamento (CE) n. 659/1999 del Consiglio, che stabilisce che ogni aiuto illegale può formare oggetto di recupero presso il beneficiario.

45.

La Commissione comunica all'Italia che informerà gli interessati attraverso la pubblicazione della presente lettera e di una sintesi della stessa nella Gazzetta ufficiale dell'Unione europea. Informerà inoltre gli interessati nei paesi EFTA firmatari dell'accordo SEE attraverso la pubblicazione di un avviso nel supplemento SEE della Gazzetta ufficiale dell'Unione europea e informerà infine l'autorità di vigilanza EFTA inviandole copia della presente. Tutti gli interessati saranno invitati a presentare osservazioni entro un mese dalla data della pubblicazione.»


(1)  Βλέπς απόφαση της Επιτροπής της 1.12.2004, στην υπόθεση N 490/00, συγκεκριμένα για το λανθάνον κόστος των «impianti».

(2)  Απόφαση της 5.6.2002 στην υπόθεση κρατικών ενισχύσεων C 27/99 (πρώην NN 69/98), που δημοσιεύθηκε με τα στοιχεία 2003/193/EΚ, στην ΕΕ L 77 της 24.3.2003, σ. 21.

(3)  Επιστολή της Επιτροπής SG (2001) D/290869 της 6.8.2001

(4)  Lettera della Commissione SG (2001) D/290869 del 6.8.2001.

(5)  Si veda la decisione della Commissione dell'1.12.2004, sul caso N 490/00, in particolare gli “standed impianti”.

(6)  2003/193/CE, GU L 77 del 24.3.2003, pag. 21

(7)  Ai sensi dell'articolo 3 della decisione della Commissione l'Italia deve adottare tutti i provvedimenti necessari per recuperare presso i beneficiari gli aiuti illegittimi erogati.

(8)  Adottata dalla Commission il 26.7.2001. Disponibile sul sito web della Direzione Generale della Concorrenza della Commissione al seguente indirizzo:

http://europa.eu.int/comm/competition/state_aid/legislation/stranded_costs/pt.pdf.

Comunicata agli Stati membri con lettera SG(2001) D/290869 del 6.8.2001.

(9)  Oltre al caso N 490/00 citato nella precedente nota n. 2, si veda in particolare il caso NN49/99 — Spagna — GU C 268 del 22.9.2001, pag. 7, e il caso N 133/01 — Grecia — GU C 9 del 15.1.2003, pag. 6.


17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 116/7


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4195 — Inchcape/Lind)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(2006/C 116/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 4 Μαΐου 2006, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Inchcape plc («Inchcape», HB) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Lind Automotive Group Ltd («Lind, HB») με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Inchcape: λιανική πώληση και συντήρηση μηχανοκίνητων οχημάτων, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λύσεις στόλου οχημάτων,

για την Lind: λιανική πώληση και συντήρηση μηχανοκίνητων οχημάτων.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4195 — Inchcape/Lind. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΓΔ Ανταγωνισμού

Merger Registry

J-70

B-1049 Bruxelles.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.


Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

17.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 116/8


Γνώμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας [COM (2005) 490 τελικό]

(2006/C 116/04)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 286,

το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 8,

την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

την αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

I.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1.

Η πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας διαβιβάσθηκε από την Επιτροπή στον ΕΕΠΔ με επιστολή που φέρει ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 2005. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί την επιστολή αυτή ως αίτηση παροχής συμβουλών προς όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 45/2001/ΕΚ. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, η παρούσα γνωμοδότηση θα πρέπει να μνημονεύεται στο προοίμιο της απόφασης πλαισίου.

2.

Όσον αφορά το χαρακτήρα της, η παρούσα γνωμοδότηση πρέπει να θεωρηθεί στο πλαίσιο που περιγράφεται υπό ΙΙ. Όπως φαίνεται εκεί, δεν είναι καθόλου προφανές ότι η υπόψη πρόταση — ή η προσέγγιση της διαθεσιμότητας όπως διαλαμβάνεται στην πρόταση — θα μπορούσε να καταλήξει στην έκδοση κάποιου νομοθετικού μέσου. Αλλες προσεγγίσεις υποστηρίζονται από σημαντικό αριθμό κρατών μελών,

3.

Είναι πάντως εμφανές ότι το θέμα της διαθεσιμότητας πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα πέραν των εθνικών συνόρων — ή, ευρύτερα, η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών — κατέχει υψηλή θέση στο πρόγραμμα των κρατών μελών, τόσο εντός όσο και εκτός του Συμβουλίου, καθώς επίσης στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

4.

Είναι εξίσου εμφανές ότι, όπως θα φανεί στην παρούσα γνωμοδότηση, το θέμα αυτό είναι σημαντικότατο από την άποψη της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι η υπόψη πρόταση υποβλήθηκε από την Επιτροπή στενά συνδεόμενη με την πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αντικείμενο γνώμης του ΕΕΠΔ που εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2005.

5.

Ο ΕΕΠΔ θα κάνει χρήση της παρούσας ευκαιρίας για να εκθέσει στην παρούσα γνωμοδότηση μερικές γενικότερου και μάλλον θεμελιώδους χαρακτήρα απόψεις σχετικά με το θέμα της ανταλλαγής πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα και σχετικά με τις ρυθμιστικές προσεγγίσεις του θέματος αυτού. Καταθέτοντας την παρούσα γνωμοδότηση, ο ΕΕΠΔ επιδιώκει να διασφαλίσει ότι σε μελλοντικές συζητήσεις του θέματος θα ληφθεί δεόντως υπόψη η παράμετρος της προστασίας δεδομένων.

6.

Ο ΕΕΠΔ θα είναι διαθέσιμος προκειμένου να επανέλθει γνωμοδοτώντας σε μεταγενέστερη φάση, αφού θα έχουν επέλθει σημαντικές εξελίξεις στη νομοθετική διαδικασία για την υπόψη πρόταση καθώς και για άλλες συναφείς προτάσεις.

ΙΙ.   Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ

7.

Η αρχή της διαθεσιμότητας έχει εισαχθεί ως σημαντική νέα αρχή δικαίου στο Πρόγραμμα της Χάγης. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι οι απαιτούμενες πληροφορίες για την καταπολέμηση του εγκλήματος πρέπει να διακινούνται χωρίς εμπόδια διαμέσου των εσωτερικών συνόρων της ΕΕ. Ο στόχος της πρότασης είναι η εφαρμογή της αρχής αυτής υπό μορφή δεσμευτικού νομοθετικού μέσου.

8.

Η ανταλλαγή πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα μεταξύ διαφόρων χωρών αποτελεί προσφιλές θέμα για τους νομοθέτες, εντός και εκτός του πλαισίου της ΕΕ. Προσφάτως την προσοχή του ΕΕΠΔ είλκυσαν οι πρωτοβουλίες που περιγράφονται στη συνέχεια.

9.

Πρώτο, στις 4 Ιουνίου 2004 η Σουηδία πρότεινε απόφαση πλαίσιο σχετικά με την απλούστευση της ανταλλαγής στοιχείων και πληροφοριών μεταξύ αρχών αστυνόμευσης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την πρόταση αυτή στο Συμβούλιο επιτεύχθηκε συμφωνία όσον αφορά τη γενική προσέγγιση στη σύνοδό του της 1ης Δεκεμβρίου 2005.

10.

Δεύτερο, στις 27 Μαΐου 2005 επτά κράτη μέλη υπέγραψαν στην πόλη Prüm (Γερμανία) σύμβαση για την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ειδικότερα όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης. Η πράξη αυτή εισάγει, μεταξύ άλλων, μέτρα για τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικών με DNA και δακτυλικά αποτυπώματα. Η Σύμβαση είναι ανοικτή και μπορεί να προσχωρήσει σε αυτή οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ως στόχο την ενσωμάτωση των διατάξεων της Σύμβασης στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

11.

Τρίτο, η διαθεσιμότητα πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα διαμέσου των εθνικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα διευκολυνθεί περαιτέρω και με άλλα νομοθετικά μέσα όπως οι προτάσεις που αφορούν το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν Δεύτερης Γενεάς (SIS II), η πρόταση σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) προς αναζήτηση δεδομένων και η πρόταση απόφασης πλαισίου σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο των ανταλλαγών, μεταξύ των κρατών μελών, πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο. Επίσης είναι χρήσιμο να αναφερθεί για το θέμα αυτό η ανακοίνωση σχετικά με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της διαλειτουργικότητας και των συνεργιών μεταξύ των ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων στον τομέα της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων, που εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 25 Νοεμβρίου 2005.

12.

Επακόλουθο της εκδήλωσης όλων αυτών των πρωτοβουλιών είναι ότι η υπόψη πρόταση απόφασης πλαισίου για τη διαθεσιμότητα δεν πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένα αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλες προσεγγίσεις για την ανταλλαγή αστυνομικού χαρακτήρα πληροφοριών. Αυτό το καθιστά ακόμη σημαντικότερο η τρέχουσα τάση στο Συμβούλιο να δίδεται προτεραιότητα σε άλλες προσεγγίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και την αρχή της διαθεσιμότητας μάλλον παρά στη γενική προσέγγιση που προτείνεται από την Επιτροπή στην πρόταση. Θα ήταν δυνατόν ακόμη και να μη συζητηθεί καν στο Συμβούλιο το τωρινό κείμενο της πρότασης.

13.

Επί πλέον, η πρόταση συνδέεται στενά με την πρόταση απόφασης πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η παρούσα γνωμοδότηση πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με την εξικνούμενη σε μεγαλύτερο βάθος γνώμη για την τελευταία αυτή απόφαση πλαίσιο.

14.

Στη γνωμοδότηση του όσον αφορά την πρόταση απόφασης πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει τη σημασία της επαρκούς προστασίας δεδομένων ως αναγκαίου παρεπόμενου κάθε νομοθετικού μέσου σχετικού με τη διαθεσιμότητα. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, δεν πρέπει να εκδοθεί νομοθετικό μέσο του είδους αυτού χωρίς ουσιώδεις διασφαλίσεις για την προστασία δεδομένων.

15.

Ο ΕΕΠΔ λαμβάνει την ίδια θέση όσον αφορά την έκδοση άλλων νομοθετικών μέσων τα οποία διευκολύνουν τη ροή πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα μέσω των εσωτερικών συνόρων της ΕΕ. Συνεπώς ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του που το Συμβούλιο καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν δώσει προτεραιότητα στην προαναφερόμενη πρόταση απόφασης πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

ΙΙΙ.   Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΘΕΑΥΤΗ

16.

Η αρχή της διαθεσιμότητας καθεαυτή είναι απλή. Οι πληροφορίες οι οποίες είναι διαθέσιμες σε ορισμένες αρχές κάποιου κράτους μέλους πρέπει να παρέχονται και σε ισοδύναμες αρχές άλλων κρατών μελών. Η ανταλλαγή των πληροφοριών πρέπει να γίνεται με τον ταχύτερο και ευκολότερο τρόπο μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και κατά προτίμηση με παροχή άμεσης επιγραμμικής πρόσβασης.

17.

Οι δυσχέρειες εμφανίζονται λόγω του περιβάλλοντος εντός του οποίου πρέπει να λειτουργήσει η αρχή της διαθεσιμότητας:

Ανομοιόμορφη οργάνωση της αστυνομίας και της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, με διαφορές στις ισορροπίες και τον αμοιβαίο έλεγχο.

Καλύπτονται διαφορετικοί τύποι (ευαίσθητων) πληροφοριών (όπως DNA ή δακτυλικά αποτυπώματα).

Διαφορετικοί τρόποι πρόσβασης σε σχετικές πληροφορίες για αρμόδιες αρχές ακόμη και στο εσωτερικό κρατών μελών.

Είναι δύσκολο να διασφαλιστεί ότι πληροφορίες προερχόμενες από άλλο κράτος μέλος θα ερμηνευτούν όπως πρέπει, λόγω διαφορών σε γλώσσες, σε τεχνολογικά συστήματα (διαλειτουργικότητα) και σε νομικά συστήματα.

Το θέμα αυτό πρέπει να ενταχθεί στο υφιστάμενο ευρύτατο συνονθύλευμα νομοθετικών διατάξεων που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα μεταξύ χωρών.

18.

Ανεξαρτήτως αυτού του πολύπλοκου περιβάλλοντος, είναι από όλους κατανοητό ότι η αρχή δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της. Απαιτούνται επιπρόσθετα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες μπορούν όντως να βρίσκονται και να είναι προσβάσιμες. Σε κάθε περίπτωση τα μέτρα αυτά πρέπει να διευκολύνουν τις αρχές αστυνόμευσης να διαπιστώνουν εάν οι αρχές αστυνόμευσης σε άλλα κράτη μέλη έχουν στη διάθεσή τους σχετικές πληροφορίες και πού μπορεί να βρεθούν αυτές οι σχετικές πληροφορίες. Τα υπόψη επιπρόσθετα μέτρα θα μπορούσε να συνίστανται σε διεπαφές που παρέχουν απευθείας πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων ή σε συγκεκριμένα δεδομένα που τηρούνται από άλλα κράτη μέλη. Προς το σκοπό αυτό η πρόταση απόφασης πλαισίου για τη διαθεσιμότητα εισάγει τα «δεδομένα καταλόγου», συγκεκριμένα δεδομένα που επιδέχονται άμεση διασυνοριακή πρόσβαση.

19.

Γενικώς, η αρχή της διαθεσιμότητας θα πρέπει να διευκολύνει τη ροή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Τα εσωτερικά σύνορα θα καταργηθούν και τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέψουν να καθίστανται συνεχώς περισσότερο διαθέσιμες σε άλλες αρχές οι πληροφορίες οι διαθέσιμες στις δικές τους αστυνομικές αρχές. Τα κράτη μέλη χάνουν την αρμοδιότητα ελέγχου της ροής πληροφοριών, με αποτέλεσμα και το γεγονός ότι δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στην εθνική τους νομοθεσία ως μέσο επαρκές για την επιβαλλόμενη προστασία των πληροφοριών.

20.

Ακριβώς για το λόγο αυτό η πρόταση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από την άποψη της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρώτον, οι πληροφορίες που κανονικά είναι εμπιστευτικές και καλώς διαφυλαγμένες πρέπει να παρέχονται σε αρχές άλλων κρατών μελών. Δεύτερο, για να μπορέσει να λειτουργήσει το σύστημα πρέπει να εκπονηθούν δεδομένα καταλόγου τα οποία θα είναι διαθέσιμα σε αρχές άλλων κρατών μελών. Η εφαρμογή της αρχής αυτής θα έχει ως συνέπεια την παραγωγή περισσότερων δεδομένων από όσα είναι διαθέσιμα τώρα.

IV.   ΚΥΡΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Πεδίο εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας

21.

Πρώτα απ' όλα, έχει ουσιώδη σημασία ο καθορισμός του είδους πληροφοριών για τις οποίες θα ισχύει η αρχή της διαθεσιμότητας. Το πεδίο εφαρμογής της αρχής αυτής ορίζεται κατά τρόπο γενικό στο άρθρο 2 της πρότασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παράγραφος 1 και το άρθρο 3 στοιχείο α). Η αρχή αυτή ισχύει για πληροφορίες:

υφιστάμενες,

απαριθμούμενες στο παράρτημα ΙΙ, το οποίο καθορίζει έξι τύπους πληροφοριών,

διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές.

Τα ανωτέρω αποτελούν τρία ουσιώδη στοιχεία του πεδίου εφαρμογής της αρχής στην πρόταση της Επιτροπής. Το πεδίο εφαρμογής διευκρινίζεται περαιτέρω στο άρθρο 2. Το άρθρο 2 παράγραφος 1 περιορίζει την εφαρμογή της αρχής της διαθεσιμότητας στη φάση πριν από την έναρξη της δίωξης, ενώ το άρθρο 2 παράγραφοι 2, 3 και 4 προβλέπει κάποιους περιορισμούς ειδικότερου χαρακτήρα.

22.

Για την κατανόηση των συνεπειών της πρότασης απαιτείται βαθύτερη ανάλυση των τριών ουσιωδών στοιχείων που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Καθ'αυτά τα δύο πρώτα στοιχεία του πεδίου εφαρμογής είναι αρκετά σαφή. Ο ορισμός των «υφιστάμενων πληροφοριών» διαμορφώνεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, όπου αναφέρεται ότι η απόφαση πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση συλλογής και αποθήκευσης πληροφοριών με μόνο σκοπό τη διάθεσή τους, ενώ ο κατάλογος του παραρτήματος ΙΙ δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτεί με τρόπους διαφορετικούς. Εκείνο που απαιτεί περαιτέρω διευκρίνιση είναι το τρίτο ουσιώδες σημείο, τόσο καθεαυτό όσο και σε συνδυασμό με τα δύο πρώτα στοιχεία.

23.

Η πρόταση δεν διευκρινίζει κατά πόσο οι «διαθέσιμες πληροφορίες» συνιστούν απλώς πληροφορίες που έχουν ήδη ελεγχθεί από αρμόδιες αρχές ή αν περιλαμβάνουν και πληροφορίες που ενδέχεται να μπορεί να αποκτηθούν από τις αρχές αυτές. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ πάντως, θα ήταν δυνατή η ερμηνεία ότι η πρόταση τα περιλαμβάνει αμφότερα.

24.

Όντως, ενώ το άρθρο 2 παράγραφος 2 φαίνεται να οδηγεί σε πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, με τη διευκρίνιση ότι η απόφαση πλαίσιο «δεν συνεπάγεται υποχρέωση συλλογής και αποθήκευσης πληροφοριών […] με μόνο σκοπό τη διάθεσή τους», το άρθρο 3 στοιχείο α) παρέχει τη δυνατότητα ευρύτερης ερμηνείας, ορίζοντας ότι ως «πληροφορίες» νοούνται οι υφιστάμενες πληροφορίες του Παραρτήματος ΙΙ.

25.

Το Παράρτημα ΙΙ περιέχει δύο τουλάχιστον κατηγορίες δεδομένων ελεγχόμενων συνήθως από άλλους και όχι από την αστυνομία. Η πρώτη κατηγορία είναι οι πληροφορίες οι σχετικές με την ταξινόμηση οχημάτων. Σε πολλά κράτη μέλη οι βάσεις δεδομένων που περιέχουν τις πληροφορίες αυτές δεν τελούν υπό τον έλεγχο των αρχών αστυνόμευσης, έστω και αν έχουν σε αυτές τακτική πρόσβαση οι αρχές αυτές. Θα πρέπει άραγε αυτό το είδος πληροφοριών να εμπίπτει στο πεδίο των «διαθέσιμων πληροφοριών» οι οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παρέχονται σε ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών; Η δεύτερη κατηγορία δεδομένων του Παραρτήματος ΙΙ που πρέπει να αναφερθεί είναι οι αριθμοί τηλεφώνου και άλλα δεδομένα τηλεπικοινωνιών: Πρέπει μήπως τα δεδομένα αυτά να θεωρούνται ως «διαθέσιμα» ακόμη και όταν τελούν υπό τον έλεγχο όχι αρμόδιων αρχών αλλά ιδιωτικών επιχειρήσεων;

26.

Επί πλέον, άλλες διατάξεις της πρότασης, και ειδικότερα τα άρθρα 3 στοιχείο δ) και 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της πρότασης, θεμελιώνουν την άποψη ότι «ορισθείσες αρχές» ή ακόμη και «ορισθέντα μέρη» είναι δυνατόν να ελέγχουν πληροφορίες που είναι «διαθέσιμες» για «αρμόδιες αρχές». Από το κείμενο της πρότασης απορρέει επίσης ότι «αρμόδια αρχή κάποιου κράτους μέλους» είναι αρχή που καλύπτεται από το άρθρο 29 πρώτη περίπτωση της συνθήκης της ΕΕ ενώ κάθε εθνική αρχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ορισθείσα αρχή».

27.

Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, η εφαρμογή της αρχής της διαθεσιμότητας σε πληροφορίες ελεγχόμενες από ορισθείσες αρχές και ορισθέντα μέρη εγείρει τα ακόλουθα ερωτήματα:

Παρέχει το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) επαρκή νομική βάση, εφόσον οι πληροφορίες πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες από ορισθείσες αρχές και ορισθέντα μέρη και από βάσεις δεδομένων που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα;

Θα έχει εφαρμογή η απόφαση πλαίσιο σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως προϋποτίθεται π.χ. στο άρθρο 8 της πρότασης;

Εάν όχι, πραγματοποιείται η επεξεργασία σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τις προβλεπόμενες στην οδηγία 95/46/ΕΚ;

28.

Η εφαρμογή μιας τόσο ευρείας αρχής όπως η «αρχή της διαθεσιμότητας» απαιτεί σαφή και ακριβή καθορισμό των δεδομένων που θεωρούνται διαθέσιμα. Κατόπιν αυτού ο ΕΕΠΔ συνιστά:

Αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής.

Ως πρώτη επιλογή, περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας σε πληροφορίες ελεγχόμενες από αρμόδιες αρχές.

Ως δεύτερη επιλογή, σε περίπτωση ευρύτερου πεδίου εφαρμογής, μέριμνα για επαρκείς διασφαλίσεις όσον αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ερωτήματα που τίθενται ανωτέρω στο σημείο 27.

Άλλα θέματα σχετιζόμενα με το πεδίο εφαρμογής

29.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 της πρότασης, η απόφαση πλαίσιο θα ισχύει για την επεξεργασία πληροφοριών πριν από την έναρξη άσκησης δίωξης. Το πεδίο εφαρμογής της είναι πιο περιορισμένο σε σχέση με εκείνο της πρότασης απόφασης πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο ισχύει πλήρως για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

30.

Κατά την άποψη πάντως του ΕΕΠΔ, ο περιορισμός αυτός μόνος του δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της πρότασης στην αστυνομική συνεργασία. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, εφόσον σε ορισμένα κράτη μέλη οι δικαστικές αρχές έχουν επίσης αρμοδιότητες για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων, πριν από την έναρξη άσκησης δίωξης. Το γεγονός όμως ότι η πρόταση βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) της ΣΕΕ, φαίνεται πως σημαίνει ότι ισχύει μόνο για την αστυνομική συνεργασία. Θα ήταν ευπρόσδεκτη η διευκρίνιση του σημείου αυτού.

31.

Η υπόψη πρόταση ισχύει για την παροχή πληροφοριών στην Ευρωπόλ, ενώ η πρόταση απόφασης πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εξαιρεί την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ. Ο ΕΕΠΔ συμβουλεύει να περιορίζεται η ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπόλ στους σκοπούς της ίδιας της Ευρωπόλ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της Σύμβασης Ευρωπόλ και στο Παράρτημά της. Επί πλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι λεπτομερείς κανόνες για την ανταλλαγή δεδομένων με την Ευρωπόλ, οι οποίοι ήδη έχουν θεσπιστεί με διάφορες πράξεις του Συμβουλίου.

Όχι νέες βάσεις δεδομένων με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

32.

Το σημείο που λαμβάνεται ως αφετηρία στην πρόταση είναι ότι δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τη σύσταση νέων βάσεων δεδομένων με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το άρθρο 2 παράγραφος 2 είναι σαφές για το θέμα αυτό: η απόφαση πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση συλλογής και αποθήκευσης πληροφοριών με μόνο σκοπό τη διάθεσή τους. Από απόψεως προστασίας δεδομένων, αυτό αποτελεί σημαντικό και θετικό στοιχείο της πρότασης. Ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει τη γνώμη του όσον αφορά την πρόταση οδηγίας για τη διατήρηση δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (1), όπου υπογράμμιζε ότι οι νομικές υποχρεώσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη σύσταση σημαντικών βάσεων δεδομένων ενέχουν ιδιαίτερους κινδύνους για το υποκείμενο των δεδομένων, μεταξύ άλλων λόγων κινδύνων μη σύννομης χρήσης.

33.

Εν τούτοις:

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι η πρόταση δεν θα προαγάγει την άνευ όρων διασύνδεση βάσεων δεδομένων, οδηγώντας τελικά σ'ένα δίκτυο βάσεων δεδομένων του οποίου η εποπτεία θα είναι δυσχερής.

Για το σημείο αφετηρίας που αναφέρεται ανωτέρω υπάρχει μία εξαίρεση: Το άρθρο 10 της πρότασης, το οποίο διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα δεδομένων καταλόγου επιγραμμικώς. Τα δεδομένα καταλόγου ενδέχεται να περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή πάντως να αποκαλύπτουν την ύπαρξη δεδομένων του είδους αυτού.

Άμεση και έμμεση πρόσβαση στις πληροφορίες

34.

Η πρόταση προβλέπει άμεση και έμμεση πρόσβαση στις πληροφορίες. Το άρθρο 9 της πρότασης προβλέπει άμεση επιγραμμική πρόσβαση σε πληροφορίες περιεχόμενες σε βάσεις δεδομένων όπου οι αντίστοιχες εθνικές αρχές έχουν άμεση επιγραμμική πρόσβαση. Το άρθρο 10 συνεπάγεται έμμεση πρόσβαση. Τα δεδομένα καταλόγου για πληροφορίες οι οποίες δεν είναι επιγραμμικώς προσβάσιμες καθίστανται διαθέσιμα για επιγραμμική αναζήτηση δεδομένων από ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και της Ευρωπόλ. Όταν η αναζήτηση σε δεδομένα καταλόγου αποβαίνει επιτυχής, η ενδιαφερόμενη αρχή μπορεί να διατυπώνει αίτηση πληροφοριών και να τη διαβιβάζει στην oρισθείσα αρχή, ώστε να λάβει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται από τα δεδομένα καταλόγου.

35.

Η άμεση πρόσβαση δεν οδηγεί σε νέες βάσεις δεδομένων, απαιτεί όμως τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων των ισοδύναμων αρμόδιων αρχών στα κράτη μέλη. Επί πλέον, κατ'ανάγκη θα εισαγάγει νέα χρήση ήδη υφιστάμενων βάσεων δεδομένων με την παροχή σε όλες τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μιας ευχέρειας την οποία διαθέτουν ως τώρα μόνον οι εθνικές αρμόδιες αρχές. Η άμεση πρόσβαση θα σημαίνει αυτομάτως την πρόσβαση αυξημένου πλήθους προσώπων στις βάσεις δεδομένων, οπότε συνεπάγεται και αύξοντα κίνδυνο να σημειωθούν καταχρήσεις.

36.

Σε περίπτωση άμεσης πρόσβασης αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, οι ορισθείσες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν έχουν δυνατότητα ελέγχου στην πρόσβαση και την περαιτέρω χρήση των δεδομένων. Αυτό το επακόλουθο της προβλεπόμενης στην πρόταση άμεσης πρόσβασης πρέπει να αντιμετωπιστεί καταλλήλως, εφόσον:

Φαίνεται ότι αναιρεί την εξουσία των εθνικών αρχών να αρνούνται την παροχή πληροφοριών (με βάση τις διατάξεις του άρθρου 14).

Εγείρει ερωτήματα ως προς τις ευθύνες για την ακρίβεια και την τήρηση των δεδομένων επικαιροποιημένων μετά την πρόσβαση σε αυτά. Πώς θα είναι βέβαιη η ορισθείσα αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ότι τα δεδομένα επικαιροποιούνται;

Εκτός του ότι η ορισθείσα αρχή δεν είναι πλέον σε θέση να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, η εθνική αρχή για την προστασία δεδομένων στο κράτος προέλευσης δεν μπορεί πλέον να εποπτεύει την εφαρμογή των υποχρεώσεων, εφόσον στερείται οποιασδήποτε αρμοδιότητας έναντι των αρχών αστυνόμευσης άλλων κρατών μελών.

Τα προβλήματα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε περίπτωση που πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων έχουν ορισθείσες αρχές και ορισθέντα μέρη τα οποία δεν είναι αστυνομικές αρχές (βλέπε σημεία 25-28 της παρούσας γνώμης).

Αυτό το επακόλουθο της άμεσης πρόσβασης αποτελεί σημαντικό λόγο για τον οποίο η θέσπιση της προκειμένης πρότασης θα πρέπει να εξαρτηθεί από τη θέσπιση κάποιας απόφασης πλαίσιο σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Παραμένει ένα πρόβλημα: δύσκολα φαίνεται πώς οι ορισθείσες αρχές θα μπορούσαν να αρνηθούν την παροχή πληροφοριών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 14.

37.

Όσον αφορά την έμμεση πρόσβαση μέσω δεδομένων καταλόγου με παροχή πρόσβασης σε βάση συστήματος επιτυχούς/όχι επιτυχούς αναζήτησης, αυτό δεν είναι νέο φαινόμενο. Αποτελεί τη βάση λειτουργίας για τα μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκά συστήματα πληροφοριών όπως το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν. Η σύσταση ενός συστήματος δεδομένων καταλόγου παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι δίδει στα κράτη μέλη προέλευσης τη δυνατότητα να ελέγχουν την ανταλλαγή πληροφοριών από τα αστυνομικά τους αρχεία. Σε περίπτωση που η αναζήτηση σε δεδομένα καταλόγου καταλήξει σε επιτυχές αποτέλεσμα, η αιτούσα αρχή μπορεί να εκδώσει αίτηση για πληροφορίες σχετικά με το υπόψη υποκείμενο των δεδομένων. Η αίτηση αυτή μπορεί να αξιολογηθεί δεόντως από την αρχή στην οποία υποβλήθηκε.

38.

Πάντως, εφόσον η σύσταση συστήματος δεδομένων καταλόγου — σε τομείς όπου τα συστήματα αυτά μέχρι τώρα δεν υπήρχαν, εκτός των μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκών συστημάτων πληροφοριών — είναι δυνατόν να προκαλέσει νέους κινδύνους για το υποκείμενο των δεδομένων, απαιτείται η δέουσα ανάλυση. Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει ότι, αν και τα δεδομένα καταλόγου δεν περιέχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με το υποκείμενο των δεδομένων, η αναζήτηση δεδομένων στα δεδομένα καταλόγου μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά ευαίσθητο αποτέλεσμα. Είναι δυνατόν να αποκαλύψει ότι για κάποιο φυσικό πρόσωπο υπάρχει αστυνομικός φάκελος σχετικός με αξιόποινες πράξεις.

39.

Κατόπιν τούτου, είναι υπέρτατης σημασίας να προβλέψει ο ευρωπαίος νομοθέτης τους δέοντες κανόνες, τουλάχιστον όσον αφορά τη σύσταση των δεδομένων καταλόγου, τη διαχείριση των συστημάτων αρχειοθέτησης δεδομένων καταλόγου και την κατάλληλη οργάνωση της πρόσβασης στα δεδομένα καταλόγου. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, η πρόταση δεν είναι ικανοποιητική όσον αφορά τα σημεία αυτά. Κατά την παρούσα φάση ο ΕΕΠΔ προβαίνει σε τρεις παρατηρήσεις:

Ο ορισμός των δεδομένων καταλόγου είναι ασαφής. Δεν είναι εμφανές κατά πόσον τα δεδομένα καταλόγου εμφανίζονται ως μεταδεδομένα, ως πρωτεύοντα κλειδιά ή ακόμη και αμφότερα. Η έννοια των δεδομένων καταλόγου πρέπει να διευκρινιστεί, δεδομένου ότι έχει άμεση επίδραση στο επίπεδο προστασίας δεδομένων και στις απαιτούμενες διασφαλίσεις.

Η πρόταση θα πρέπει να διευκρινίζει το ρόλο των εθνικών σημείων επαφής όσον αφορά τα δεδομένα καταλόγου. Η ανάμιξη των εθνικών σημείων επαφής θα μπορούσε να είναι απαραίτητη, ιδίως στις περιπτώσεις στις οποίες για την ερμηνεία των δεδομένων καταλόγου απαιτούνται ειδικές γνώσεις, όπως παραδείγματος χάρη στην περίπτωση της ενδεχόμενης αντιστοίχισης δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Η πρόταση αφήνει τη θέσπιση των κανόνων των αναγκαίων για τη σύσταση δεδομένων καταλόγου στην εκτελεστική νομοθεσία σύμφωνα με την αρχή της διαδικασίας επιτροπολογίας την προβλεπόμενη στο άρθρο 19. Μολονότι θα ήταν δυνατόν να χρειαστούν εκτελεστικοί κανόνες, οι βασικοί κανόνες για τη σύσταση των δεδομένων καταλόγου θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην ίδια την απόφαση πλαίσιο.

Προηγούμενη άδεια δικαστικών αρχών

40.

Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ζητούν από τις δικαστικές αρχές προηγούμενη άδεια για τη διαβίβαση πληροφοριών στην αιτούσα αρχή, όταν οι πληροφορίες αυτές τελούν υπό δικαστικό έλεγχο στη χώρα από την οποία ζητήθηκαν. Αυτό είναι σημαντικό εφόσον, σύμφωνα με έρευνα σχετικά με τις αρμοδιότητες της αστυνομίας όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (2), δεν έχει σε όλα τα κράτη μέλη η αστυνομία δυνατότητα αυτόνομης πρόσβασης στα δεδομένα αυτά. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, η αρχή της διαθεσιμότητας θα πρέπει να μη θίγει την βάσει της εθνικής νομοθεσίας υποχρέωση να λαμβάνεται προηγούμενη άδεια για τις πληροφορίες ή, τουλάχιστον, να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες όσον αφορά τις κατηγορίες δεδομένων για τις οποίες πρέπει να λαμβάνεται προηγούμενη άδεια, με ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη.

41.

Η υποχρέωση αυτή πρέπει να ερμηνευτεί σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2 της πρότασης απόφασης πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία προβλέπει επίσης ότι το κράτος μέλος που διαβιβάζει τις πληροφορίες παρέχει τη συγκατάθεσή του σχετικά με την περαιτέρω χρήση των δεδομένων στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν διαβιβαστεί τα δεδομένα. Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής αυτής, η οποία είναι αναγκαία ώστε να εξασφαλίζεται ότι η διαθεσιμότητα δεν θα οδηγεί σε καταστρατήγηση περιοριστικής εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την περαιτέρω χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Τελική παρατήρηση

42.

Τα στοιχεία αυτά απαιτούν υψηλού επιπέδου πρότυπα όσον αφορά την προστασία δεδομένων. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στη διασφάλιση των αρχών του οριοθετημένου σκοπού και της περαιτέρω επεξεργασίας καθώς και στην ακρίβεια και την αξιοπιστία των προς αξιολόγηση πληροφοριών (βλέπε τη γνώμη του ΕΕΠΔ όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, IV. 2 και IV 6).

V.   ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Η σουηδική πρόταση

43.

Η σουηδική πρόταση δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένους τύπους πληροφοριών αλλά καλύπτει όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες, ακόμη και στοιχεία και πληροφορίες που διατηρούνται από άλλους εκτός από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Η πρόταση προωθεί τη συνεργασία με τον καθορισμό χρονικών ορίων για την παροχή απάντησης σε αιτήσεις για πληροφορίες και με την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ της ανταλλαγής εντός ενός κράτους μέλους και της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών. Δεν προβλέπει επιπρόσθετα μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής πρόσβασης στις πληροφορίες. Για το λόγο αυτό είναι κατανοητό ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ικανοποιητική τη σουηδική πρόταση ως πρόσφορο μέσο για τη διαθεσιμότητα (3).

44.

Οσον qφορά την προστασία δεδομένων, η προσέγγιση της σουηδικής πρότασης έχει τις ακόλουθες γενικές επιπτώσεις:

Είναι ευπρόσδεκτο ότι η πρόταση περιορίζεται αυστηρώς στην επεξεργασία υφιστάμενων δεδομένων και δεν οδηγεί σε νέες βάσεις δεδομένων, ούτε καν σε «δεδομένα καταλόγου».

Η απουσία όμως «δεδομένων καταλόγου» δεν αποτελεί εξ ορισμού στοιχείο θετικό. Εφόσον διαφυλάσσονται δεόντως, τα δεδομένα καταλόγου είναι δυνατό να διευκολύνουν τη στοχευμένη, και κατά συνέπεια λιγότερο αδιάκριτη, έρευνα δεδομένων ευαίσθητου χαρακτήρα. Επίσης μπορεί να δώσουν τη δυνατότητα καλύτερης διαλογής αιτήσεων και καλύτερης εποπτείας.

Οπωσδήποτε η πρόταση οδηγεί σε αύξηση της διασυνοριακής ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με κινδύνους για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων διότι θίγεται η αρμοδιότητα των κρατών μελών να ελέγχουν πλήρως την ανταλλαγή δεδομένων. Δεν θα πρέπει να υιοθετηθεί ανεξαρτήτως από την έκδοση της απόφασης-πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Η Σύμβαση του Prüm

45.

Η Σύμβαση του Prüm ακολουθεί άλλη προσέγγιση για την εφαρμογή της αρχής της διαθεσιμότητας. Ενώ η προκείμενη πρόταση πλαίσιο τηρεί γενική προσέγγιση —που δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για την ανταλλαγή ειδικών τύπων πληροφοριών αλλά εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους πληροφοριών, στο βαθμό που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ (βλέπε σημεία 21 έως 28 της παρούσας γνώμης)—, η προσέγγιση της Σύμβασης Prüm είναι σταδιακή.

46.

Μερικές φορές η προσέγγιση αυτή αποκαλείται «προσέγγιση κατά πεδίο δεδομένων». Εφαρμόζεται σε ειδικούς τύπους πληροφοριών (DNA, δεδομένα για δακτυλικά αποτυπώματα και δεδομένα κατάταξης οχημάτων) και περιλαμβάνει την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη ο συγκεκριμένος χαρακτήρας των δεδομένων. Η Σύμβαση θέτει την υποχρέωση να ανοίγονται και να τηρούνται φάκελοι εξέτασης DNA για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Παρόμοια υποχρέωση ισχύει σχετικά με τα δεδομένα για δακτυλικά αποτυπώματα. Όσον αφορά τα δεδομένα ταξινόμησης οχημάτων, πρέπει να δίνεται άμεση πρόσβαση στα εθνικά σημεία επαφής των άλλων κρατών μελών.

47.

Η προσέγγιση της Σύμβασης του Prüm οδηγεί σε τρεις τύπους παρατηρήσεων.

48.

Πρώτον, χωρίς καμία αμφιβολία ο ΕΕΠΔ δεν τάσσεται υπέρ της διαδικασίας που οδήγησε στη σύμβαση αυτή, εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά συνέπεια χωρίς ουσιαστική συμμετοχή της Επιτροπής. Επί πλέον, αυτό σημαίνει απουσία δημοκρατικού ελέγχου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και απουσία δικαστικού ελέγχου από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα μειωμένες διασφαλίσεις όσον αφορά την εξισορρόπηση όλων των (δημοσίων) συμφερόντων. Εδώ περιλαμβάνεται και η παράμετρος της προστασίας δεδομένων. Δηλαδή, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν την ευκαιρία να εκτιμήσουν — πριν από την σύσταση του συστήματος — την επίπτωση των πολιτικών επιλογών στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

49.

Δεύτερο, είναι εμφανές ότι κάποια στοιχεία της Σύμβασης Prüm χαρακτηρίζονται από σαφώς μεγαλύτερη αδιακρισία για το υποκείμενο των δεδομένων σε σχέση με την πρόταση απόφασης πλαισίου για τη διαθεσιμότητα. Η Σύμβαση κατ' ανάγκη οδηγεί στη σύσταση νέων βάσεων δεδομένων, που καθαυτή εγκλείει κινδύνους για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα της σύστασης αυτών των νέων βάσεων δεδομένων θα πρέπει να αποδειχθούν. Πρέπει να προβλεφθούν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

«Προσέγγιση κατά πεδίο δεδομένων»

50.

Τρίτο, όπως προαναφέρθηκε, η Σύμβαση ακολουθεί «προσέγγιση κατά πεδίο δεδομένων». Προηγουμένως στο παρόν ο ΕΕΠΔ μνημόνευσε τις δυσκολίες και αβεβαιότητες τις σχετικές με το περιβάλλον στο οποίο πρέπει να λειτουργήσει η αρχή της διαθεσιμότητας. Υπό τις υπόψη περιστάσεις, κατά τη γνώμη του ΕΕΠΔ είναι προτιμότερο να μη συσταθεί σύστημα για σειρά δεδομένων αλλά κατά την εκκίνηση να ακολουθηθεί προσέγγιση συντηρητικότερη, με κάλυψη ενός τύπου δεδομένων και με παρακολούθηση αφενός του βαθμού κατά τον οποίο η αρχή της διαθεσιμότητας είναι δυνατόν να στηρίξει αποτελεσματικά την αστυνόμευση και αφετέρου των συγκεκριμένων κινδύνων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Με βάση την πείρα που θα αποκτηθεί, το σύστημα θα μπορούσε ενδεχομένως να επεκταθεί σε άλλους τύπους δεδομένων ή/και να τροποποιηθεί ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερο.

51.

Αυτή η «προσέγγιση κατά πεδίο δεδομένων» θα μπορούσε επίσης να ικανοποιεί καλύτερα τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, οι ανάγκες βελτιωμένης διασυνοριακής ανταλλαγής δεδομένων για λόγους αστυνόμευσης θα μπορούσαν να δικαιολογούν τη θέσπιση νομικού μέσου σε επίπεδο ΕΕ αλλά, για να είναι το μέσον αναλογικό, θα πρέπει να είναι κατάλληλο για την εκπλήρωση του σκοπού του, ο οποίος μπορεί να καθοριστεί καταλλήλως μετά από κάποιο χρονικό διάστημα απόκτησης πρακτικής πείρας. Επί πλέον, το μέσον δεν θα πρέπει να θίγει δυσαναλόγως το υποκείμενο των δεδομένων. Η ανταλλαγή δεν θα πρέπει να αφορά περισσότερους τύπους δεδομένων από τους αυστηρώς αναγκαίους, με δυνατότητα ανταλλαγής δεδομένων ανωνύμως, ενώ θα πρέπει να λαμβάνει χώρα υπό αυστηρούς όρους για την προστασία των δεδομένων.

52.

Επιπλέον, η συντηρητικότερη προσέγγιση υπέρ της οποίας συνηγορεί ο ΕΕΠΔ θα μπορούσε-πιθανότατα επιπροσθέτως προς την «προσέγγιση κατά πεδίο δεδομένων» — να περιλαμβάνει την έναρξη εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας μόνο με έμμεση πρόσβαση, μέσω δεδομένων καταλόγου. Αυτό ο ΕΕΠΔ το αναφέρει ως σημείο προς εξέταση στην περαιτέρω νομοθετική διαδικασία.

VI.   ΠΟΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ;

53.

Στο Παράρτημα ΙΙ παρατίθενται οι τύποι πληροφοριών που είναι δυνατόν να αποκτώνται με βάση την προταθείσα απόφαση-πλαίσιο. Στην πλειονότητα των περιστάσεων και οι έξι τύποι πληροφοριών που περιέχονται εκεί αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, διότι εμπεριέχουν σχέση προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο.

54.

Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 3 στοιχείο ζ) της πρότασης, ως δεδομένα καταλόγου νοούνται «τα δεδομένα που έχουν ως στόχο να εντοπίζουν με σαφήνεια πληροφορίες και στα οποία μπορεί να τεθεί ερώτημα μέσω διαδικασίας αναζήτησης για να διαπιστωθεί εάν οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες ή όχι.». Στην «Προσέγγιση σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της διαθεσιμότητας» (4), ως δεδομένα καταλόγου χαρακτηρίζονται τα ακόλουθα δεδομένα:

η ταυτότητα των αφορώμενων προσώπων,

αριθμοί αναγνώρισης των αφορώμενων αντικειμένων (οχημάτων/εγγράφων),

δακτυλικά αποτυπώματα/ψηφιακές φωτογραφίες.

Άλλος τύπος δεδομένων που θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστούν ως δεδομένα καταλόγου θα μπορούσε να είναι τα προφίλ DNA. Αυτός ο πίνακας δεδομένων καταλόγου αποκαλύπτει ότι τα δεδομένα καταλόγου είναι δυνατόν να περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οπότε είναι αναγκαία η επαρκής προστασία.

55.

Ο ΕΕΠΔ εγκύπτει ειδικά στο θέμα των προφίλ DNA. Η εξέταση DNA έχει αποδειχτεί σημαντικής αξίας για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων και η αποτελεσματική ανταλλαγή δεδομένων DNA είναι δυνατόν να έχει ουσιώδη σημασία για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Είναι όμως απαραίτητο να ορίζεται σαφώς η έννοια των δεδομένων DNA καθώς επίσης να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των δεδομένων αυτών. Όντως, υπό την έποψη της προστασίας δεδομένων υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ δειγμάτων DNA και προφίλ DNA.

56.

Τα δείγματα DNA (τα οποία συχνά συλλέγονται και αποθηκεύονται από αστυνομικές αρχές) θα πρέπει να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως ευαίσθητα, εφόσον είναι περισσότερο πιθανόν ότι περιέχουν τη συνολική «εικόνα» του DNA. Είναι δυνατόν να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τα γενετικά χαρακτηριστικά και την κατάσταση της υγείας φυσικού προσώπου, οι οποίες μπορεί να είναι αναγκαίες για εντελώς διαφορετικούς λόγους, όπως η παροχή ιατρικών συμβουλών σε άτομα ή σε νεαρά ζευγάρια.

57.

Αντιθέτως, τα προφίλ DNA περιέχουν μόνο κάποιες μερικού χαρακτήρα πληροφορίες για το DNA, εξαγόμενες από το δείγμα DNA: μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την επαλήθευση της ταυτότητας φυσικού προσώπου αλλά, κατ' αρχήν, δεν αποκαλύπτουν γενετικά του χαρακτηριστικά. Με την πρόοδο της επιστήμης πάντως μπορεί να αυξηθούν οι πληροφορίες που είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν με τα προφίλ DNA: αυτό που σε δεδομένη χρονική στιγμή θεωρείται «αθώο» προφίλ DNA είναι δυνατό σε μεταγενέστερη φάση να αποκαλύψει πολύ περισσότερες πληροφορίες από τις αναμενόμενες και απαιτούμενες, και ειδικότερα πληροφορίες που αφορούν γενετικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου. Έτσι, οι πληροφορίες που μπορεί να αποκαλυφθούν με προφίλ DNA θα πρέπει να θεωρηθούν δυναμικού χαρακτήρα.

58.

Υπό την έποψη αυτή, ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει ότι τόσο η Σύμβαση του Prüm όσο και η πρόταση της Επιτροπής προάγουν την ανταλλαγή δεδομένων DNA μεταξύ αρχών αστυνόμευσης, με ουσιώδεις όμως διαφορές στον τρόπο με τον οποίο το επιτυγχάνουν.

59.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του διότι η πρόταση της Επιτροπής δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση συλλογής δεδομένων DNA και διότι περιορίζει σαφώς την ανταλλαγή δεδομένων DNA στα προφίλ DNA. Το Παράρτημα ΙΙ ορίζει το προφίλ DNA μέσω ενός αρχικού κοινού καταλόγου ιχνηθετών DNA χρησιμοποιούμενων στην ιατροδικαστική εξέταση DNA σε κράτη μέλη. Ο κατάλογος αυτός — που βασίζεται στους επτά ιχνηθέτες DNA της ευρωπαϊκής δέσμης προτύπων, όπως ορίζεται στο Παράρτημα Ι του ψηφίσματος του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2001, για την ανταλλαγή αποτελεσμάτων εξέτασης του DNA (5) — διασφαλίζει ότι τα προφίλ DNA δεν θα περιέχουν, όταν προκύπτουν, πληροφορίες σχετικές με συγκεκριμένα κληρονομικά χαρακτηριστικά.

60.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει ότι αυτό το ψήφισμα του Συμβουλίου ορίζει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες διασφαλίσεις, οι οποίες σχετίζονται ειδικά με το δυναμικό χαρακτήρα των προφίλ DNA. Όντως, το τμήμα ΙΙΙ του ψηφίσματος, αφού περιορίζει τις ανταλλαγές αποτελεσμάτων εξέτασης DNA σε «ζώνες χρωμοσωμάτων που […] είναι γνωστό ότι δεν παρέχουν πληροφορίες για συγκεκριμένα κληρονομικά χαρακτηριστικά», συνιστά περαιτέρω στα κράτη μέλη να μη χρησιμοποιούν πλέον τους ιχνηθέτες DNA οι οποίοι, λόγω επιστημονικών εξελίξεων, μπορεί να περιέχουν πληροφορίες για συγκεκριμένα κληρονομικά χαρακτηριστικά.

61.

Η Σύμβαση του Prüm προβλέπει διαφορετική προσέγγιση, εφόσον υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέρη να ανοίγουν και να τηρούν φακέλους εξέτασης DNA για τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Κατά συνέπεια συνεπάγεται τη σύσταση νέων βάσεων δεδομένων DNA και εκτενέστερη συλλογή δεδομένων DNA. Εκτός αυτού, είναι ασαφές ποίου είδους δεδομένα περιλαμβάνονται στους «φακέλους εξέτασης DNA», ενώ η Σύμβαση δεν λαμβάνει υπόψη τη δυναμική εξέλιξη των προφίλ DNA.

62.

Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι κάθε νομικό μέσο που θεσπίζει ανταλλαγές δεδομένων DNA θα πρέπει:

να οριοθετεί και να καθορίζει σαφώς τον τύπο πληροφοριών DNA των οποίων επιτρέπεται η ανταλλαγή (λαμβανόμενης υπόψη και της θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ δειγμάτων DNA και προφίλ DNA),

να διατυπώνει κοινά τεχνικά πρότυπα σκοπός των οποίων θα είναι να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να προκύπτουν δυσκολίες και ανακριβή αποτελέσματα κατά την ανταλλαγή δεδομένων λόγω διαφορών στις πρακτικές για τις ιατροδικαστικές βάσεις δεδομένων DNA στα κράτη μέλη,

να προβλέπει τις ενδεδειγμένες νομικώς δεσμευτικές διασφαλίσεις με σκοπό την αποτροπή του ενδεχομένου να έχουν οι εξελίξεις της επιστήμης ως αποτέλεσμα την απόκτηση από προφίλ DNA δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία όχι μόνο είναι ευαίσθητα αλλά και περιττά για το σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν.

63.

Με βάση τα ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ επιβεβαιώνει και συμπεριλαμβάνει στο παρόν τις παρατηρήσεις που έχει ήδη διατυπώσει στη γνώμη του όσον αφορά την απόφαση-πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (σημείο 80). Στη γνώμη εκείνη, όσον αφορά τα δεδομένα DNA, ο ΕΕΠΔ συνιστούσε να προβλεφθούν ειδικές διασφαλίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι: οι διαθέσιμες πληροφορίες μπορεί να χρησιμοποιούνται μόνο για την ταυτοποίηση φυσικών προσώπων με σκοπό την πρόληψη, τη διαπίστωση ή τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων· ο βαθμός ακριβείας των προφίλ DNA λαμβάνεται προσεκτικά υπόψη και είναι δυνατόν να προσβληθεί από το υποκείμενο των δεδομένων με ευχερώς διαθέσιμα μέσα γίνεται πλήρως σεβαστή η αξιοπρέπεια των φυσικών προσώπων (6).

64.

Οι απόψεις αυτές οδηγούν περαιτέρω στο συμπέρασμα ότι η νομοθεσία σχετικά με τη σύσταση φακέλων DNA και την ανταλλαγή δεδομένων των φακέλων αυτών θα πρέπει να θεσπίζεται μόνο μετά από αξιολόγηση επιπτώσεων όπου θα μπορούσε να έχουν αξιολογηθεί δεόντως τα οφέλη και η κίνδυνοι. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να περιέχει η νομοθεσία αυτή υποχρεώσεις σχετικά με τακτική αξιολόγηση μετά την έναρξη ισχύος της.

65.

Τέλος, το Παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνει άλλους τύπους πληροφοριών που είναι δυνατόν να ανταλλάσσονται. Περιλαμβάνει πληροφορίες προερχόμενες από ιδιώτες, εφόσον οι αριθμοί τηλεφώνου και άλλα δεδομένα τηλεπικοινωνιών, καθώς και δεδομένα σχετικά με την κίνηση, κανονικά προέρχονται από επιχειρήσεις τηλεφωνίας. Η αιτιολογική έκθεση επιβεβαιώνει ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν ότι πληροφορίες σχετικές με αστυνόμευση, ελεγχόμενες από αρχές ή ιδιώτες που έχουν ορισθεί για το σκοπό αυτό, καθίστανται προσιτές και στις ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή την Ευρωπόλ. Εφόσον η πρόταση ισχύει για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προερχόμενα από ιδιώτες, το εφαρμοστέο νομοθετικό πλαίσιο πρέπει — σύμφωνα με τον ΕΕΠΔ — να περιέχει επιπρόσθετες διασφαλίσεις για την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ώστε να εξασφαλίζεται η ακρίβεια των δεδομένων.

VII.   ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

66.

Οι κανόνες σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν καθορίζονται συγκεκριμένα στην προταθείσα απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, ενώ σε άλλα μέσα, όπως στη Σύμβαση του Prüm ή στη Σουηδική πρόταση, υπάρχουν ορισμένες ειδικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η απουσία ειδικών κανόνων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην πρόταση για τη διαθεσιμότητα είναι αποδεκτή μόνο στο βαθμό κατά τον οποίο τηρούνται πλήρως και παρέχουν επαρκή προστασία οι γενικοί κανόνες οι περιεχόμενοι στην πρόταση απόφασης-πλαισίου σχετικά με την προστασία δεδομένων στο τρίτο πυλώνα. Επί πλέον, κανόνες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οριζόμενοι σε συγκεκριμένα μέσα — όπως η σουηδική πρόταση και η Σύμβαση του Prüm — δεν θα πρέπει να υποβιβάζουν το επίπεδο προστασίας που εξασφαλίζεται από το γενικό πλαίσιο. Ο ΕΕΠΔ συνιστά την προσθήκη ειδικής ρήτρας για ενδεχόμενες συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων κανόνων για την προστασία δεδομένων.

67.

Υπενθυμίζοντας τη γνώμη του όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο ΕΕΠΔ θα επιθυμούσε στο σημείο αυτό να υπογραμμίσει και πάλι τη σημασία που έχει η ύπαρξη συνεκτικών και περιεκτικών κανόνων προστασίας δεδομένων όσον αφορά την αστυνομική συνεργασία, εφαρμοζόμενοι σε κάθε είδους επεξεργασία. Στα επόμενα, ο ΕΕΠΔ επανέρχεται στις υπόλοιπες διαπιστώσεις και υποδείξεις της γνώμη εκείνης. Στην παρούσα παράγραφο δίδεται έμφαση στα ακόλουθα θέματα σχετικά με την προστασία δεδομένων:

Σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο ΕΕΠΔ υποστηρίζει την προσέγγιση ότι οι πληροφορίες μπορεί να είναι διαθέσιμες μόνο εφόσον έχουν συλλεχθεί νομίμως (όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 σχετικά με πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί με μέτρα καταναγκασμού). Η σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που έχουν καταστεί διαθέσιμες και έχουν ανταλλαχθεί είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν καταλλήλως και σε δικαστικές διαδικασίες. Όντως, μολονότι οι πληροφορίες που έχουν υποστεί επεξεργασία μετά την έναρξη δίωξης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προταθέντος μέσου, παραμένει πιθανό πληροφορίες που έχουν ανταλλαχθεί προηγουμένως από αστυνομικές αρχές να φθάσουν τελικώς σε δικαστικές διαδικασίες.

Η ποιότητα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον η αρχή της διαθεσιμότητας συντελεί στη χρησιμοποίηση πληροφοριών από αστυνομικές αρχές που ενεργούν εκτός του πλαισίου στο οποίο έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα. Οι αρχές αυτές έχουν ακόμη και άμεση πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων άλλων κρατών μελών. Η ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν η ακρίβεια ελέγχεται τακτικά και δεόντως, αν υφίσταται διάκριση των πληροφοριών με βάση τις διάφορες κατηγορίες φυσικών προσώπων που αφορούν (θύματα, ύποπτοι, μάρτυρες κ.λπ.) και εάν, εφόσον είναι αναγκαίο, δίδεται ο βαθμός ακριβείας (βλέπε γνώμη ΕΕΠΔ σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, IV.6).

Οι επισημάνσεις αυτές καθιστούν για μία ακόμη φορά σαφείς τους λόγους για τους οποίους οι κανόνες για την προστασία δεδομένων, και ειδικότερα οι κανόνες σχετικά με την ακρίβεια, πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε είδος επεξεργασίας, και για χρήση στο εσωτερικό. Άλλως, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στα οποία υπάρχει άμεση πρόσβαση θα μπορούσε να είναι εσφαλμένα, παρωχημένα και επιζήμια τόσο από την άποψη των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων όσο και για την αποτελεσματικότητα των ερευνών.

Οριοθετημένος σκοπός. Σύμφωνα με την αρχή της διαθεσιμότητας, στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να έχουν πρόσβαση ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Είναι όμως δυνατόν οι αρμοδιότητες των αστυνομικών αρχών να διαφέρουν ουσιωδώς από χώρα σε χώρα. Κατόπιν τούτου έχει θεμελιώδη σημασία να διασφαλίζεται ότι η βασική αρχή του οριοθετημένου σκοπού τηρείται παρά τα διαφορετικά πεδία αρμοδιοτήτων των διάφορων αρμόδιων αρχών που ανταλλάσσουν τα δεδομένα. Οι πληροφορίες τις οποίες έχει συλλέξει και επεξεργαστεί κάποια αρχή με συγκεκριμένο σκοπό δεν είναι δυνατό στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για σκοπό διαφορετικό απλώς και μόνο λόγω των διαφορετικών και ενδεχομένως ευρύτερων αρμοδιοτήτων, της αποδέκτριας αρχής.

Κατόπιν τούτου, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ευπρόσδεκτο το άρθρο 7 της προταθείσας απόφασης-πλαισίου, το οποίο θα πρέπει να εκληφθεί ως προδιαγραφή για τους γενικούς κανόνες που ορίζονται στην πρόταση απόφασης-πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επί πλέον, ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει ότι η εκτίμηση της ισοδυναμίας των διάφορων αρχών (την οποία η τρέχουσα πρόταση επαφίει σε διαδικασία επιτροπολογίας), θα πρέπει να διενεργείται προσεκτικά, τηρουμένης δεόντως της αρχής οριοθετημένου σκοπού.

Η διάρκεια αποθήκευσης πληροφοριών που έχουν ανταλλαχθεί πρέπει επίσης να εξεταστεί με βάση την αρχή του οριοθετημένου σκοπού: πληροφορίες στις οποίες δόθηκε πρόσβαση ή οι οποίες ανταλλάχθηκαν για κάποιο σκοπό θα πρέπει να απαλείφονται αμέσως μόλις παύουν να είναι αναγκαίες για το σκοπό αυτό. Έτσι θα αποφευχθεί η άσκοπη σύσταση διπλών βάσεων δεδομένων, ενώ οι αρμόδιες αρχές θα έχουν πάντοτε πρόσβαση και πάλι σε (επικαιροποιημένες) διαθέσιμες πληροφορίες, σε περίπτωση που αυτό είναι αναγκαίο για άλλο νόμιμο σκοπό.

Καταγραφή κίνησης για πληροφορίες διαβιβαζόμενες με βάση την αρχή της διαθεσιμότητας. Η καταγραφή κίνησης θα πρέπει να πραγματοποιείται σε αμφότερες τις πλευρές: στο κράτος μέλος από το οποίο ζητήθηκαν καθώς και στο αιτούν κράτος μέλος. Θα πρέπει να τηρούνται καταστάσεις καταγραφής όχι μόνο για τις ανταλλαγές αλλά και για τις προσβάσεις (βλέπε γνώμη ΕΕΠΔ σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σημείο 133), με σκοπό και να διασφαλίζεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών και να μη χάνεται πλήρως ο έλεγχος επί των διαθέσιμων πληροφοριών. Η ανάγκη ιχνηλατησιμότητας των πληροφοριών συνεπάγεται επίσης δυνατότητα επικαιροποίησης ή/και ορθής πληροφόρησης.

Δικαιώματα υποκειμένων των δεδομένων. Με τα συστήματα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών αστυνόμευσης της ΕΕ αυξάνονται οι καταστάσεις κατά τις οποίες προσωπικά δεδομένα υφίστανται (προσωρινώς) επεξεργασία ταυτοχρόνως από αρμόδιες αρχές σε διάφορα κράτη μέλη. Αυτό σημαίνει αφενός ότι πρέπει να καθοριστούν κοινά πρότυπα ΕΕ για τα δικαιώματα υποκειμένων των δεδομένων και αφετέρου ότι τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν τα δικαιώματά τους, στο βαθμό που το επιτρέπουν οι κανόνες για την προστασία των δεδομένων στον τρίτο πυλώνα, τόσο έναντι των αρχών που καθιστούν τα δεδομένα διαθέσιμα όσο και έναντι των αρχών που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά και προβαίνουν σε επεξεργασία τους.

Εποπτεία. Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι, ανάλογα με την υπόθεση, είναι δυνατόν να είναι αρμόδιες για την εποπτεία και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διεξαγόμενες με βάση την υπόψη πρόταση, περισσότερες από μία εθνικές εποπτεύουσες αρχές. Στην περίπτωση αυτή, για την παροχή άμεσης επιγραμμικής πρόσβασης σε αστυνομικού χαρακτήρα πληροφορίες απαιτούνται σε αυξημένο βαθμό εποπτεία και συντονισμός από τις εθνικές αρχές τις αρμόδιες για την προστασία δεδομένων.

VIII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Γενικά συμπεράσματα σχετικά με την αρχή της διαθεσιμότητας

68.

Ο ΕΕΠΔ δράττεται της ευκαιρίας να παρουσιάσει στην παρούσα γνώμη ορισμένες γενικές και περισσότερο θεμελιώδεις απόψεις σχετικά με το θέμα της ανταλλαγής πληροφοριών αστυνομικού χαρακτήρα και σχετικά με τις ρυθμιστικές προσεγγίσεις για το θέμα αυτό. Ο ΕΕΠΔ θα είναι διαθέσιμος για περαιτέρω παροχή συμβουλών σε μεταγενέστερη φάση, ανάλογα με τις σχετικές εξελίξεις στη νομοθετική διαδικασία όσον αφορά την προκειμένη πρόταση ή άλλες συναφείς προτάσεις.

69.

Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, η αρχή της διαθεσιμότητας θα πρέπει να εφαρμοστεί υπό μορφή δεσμευτικού νομοθετικού μέσου με περισσότερο συντηρητική, σταδιακή προσέγγιση, το οποίο να καλύπτει ένα τύπο δεδομένων με παρακολούθηση αφενός του βαθμού στον οποίο η αρχή της διαθεσιμότητας μπορεί όντως να στηρίξει την αστυνόμευση και αφετέρου των συγκεκριμένων κινδύνων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η περισσότερο συντηρητική αυτή προσέγγιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει έναρξη εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας μόνο με έμμεση πρόσβαση, μέσω δεδομένων καταλόγου. Με βάση την πείρα που θα αποκτηθεί, το σύστημα θα μπορούσε ενδεχομένως να επεκταθεί σε άλλους τύπους δεδομένων ή/και να τροποποιηθεί ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερο.

70.

Οποιοδήποτε νομοθετικό μέσο εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας δεν θα πρέπει να θεσπιστεί χωρίς την προηγούμενη θέσπιση ουσιαστικών διασφαλίσεων για την προστασία δεδομένων, όπως εκείνες που περιέχονται στην πρόταση απόφασης-πλαισίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Συστάσεις με στόχο την τροποποίηση της προκειμένης πρότασης

71.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά να διευκρινιστεί το πεδίο εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας ως εξής:

Προσθήκη σαφούς και ακριβούς ορισμού των δεδομένων τα οποία θα θεωρούνται διαθέσιμα.

Ως πρώτη εναλλακτική λύση, περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της αρχής της διαθεσιμότητας σε πληροφορίες ελεγχόμενες από αρμόδιες αρχές.

Ως δεύτερη εναλλακτική λύση, σε περίπτωση ευρύτερου πεδίου εφαρμογής, εξασφάλιση επαρκών διασφαλίσεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ζητήματα που τίθενται στο σημείο 27 της παρούσας γνώμης.

72.

Σχετικά με την άμεση πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ο ΕΕΠΔ προβαίνει στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί δεόντως καθόσον, σε περίπτωση άμεσης πρόσβασης, οι ορισθείσες αρχές της χώρας προέλευσης δεν ασκούν έλεγχο στην πρόσβαση και την περαιτέρω χρήση των δεδομένων.

Δεν επιτρέπεται η πρόταση να προωθήσει τη χωρίς όρους διασύνδεση βάσεων δεδομένων και, με τον τρόπο αυτό, τη σύσταση δικτύου βάσεων δεδομένων των οποίων η επιτήρηση θα είναι δυσχερής.

73.

Η απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να είναι περισσότερο ακριβής όσον αφορά τη σύσταση συστήματος δεδομένων καταλόγου. Ειδικότερα:

Η πρόταση θα πρέπει να προβλέπει επαρκείς κανόνες, τουλάχιστον σχετικά με τη σύσταση δεδομένων καταλόγου, με τη διαχείριση των συστημάτων αρχειοθέτησης των δεδομένων καταλόγου και με την κατάλληλη οργάνωση της πρόσβασης στα δεδομένα καταλόγου.

Πρέπει να αποσαφηνιστεί ο ορισμός των δεδομένων καταλόγου.

Η πρόταση θα πρέπει να διευκρινίζει το ρόλο των εθνικών σημείων επαφής όσον αφορά τα δεδομένα καταλόγου.

Οι βασικοί κανόνες για τη σύσταση των δεδομένων καταλόγου πρέπει να περιέχονται στην ίδια την απόφαση-πλαίσιο και όχι να επαφεθούν στην εκτελεστική νομοθεσία με βάση τη διαδικασία επιτροπολογίας.

74.

Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι η πρόταση — στο βαθμό που θεσπίζει ανταλλαγές δεδομένων DNA — θα πρέπει:

να οριοθετεί και να καθορίζει σαφώς τον τύπο πληροφοριών DNA οι οποίες μπορεί να ανταλλάσσονται (λαμβανόμενης υπόψη και της θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ δειγμάτων DNA και προφίλ DNA),

να διατυπώνει κοινά τεχνικά πρότυπα σκοπός των οποίων θα είναι να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να προκύπτουν δυσκολίες και ανακριβή αποτελέσματα κατά την ανταλλαγή δεδομένων λόγω διαφορών στις πρακτικές για τις ιατροδικαστικές βάσεις δεδομένων DNA στα κράτη μέλη,

να προβλέπει τις ενδεδειγμένες νομικώς δεσμευτικές διασφαλίσεις με σκοπό την αποτροπή του ενδεχομένου να έχουν οι εξελίξεις της επιστήμης ως αποτέλεσμα την απόκτηση από προφίλ DNA δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία όχι μόνο είναι ευαίσθητα αλλά και περιττά για το σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν,

να εκδοθεί μόνο μετά από εκτίμηση επιπτώσεων.

75.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά η ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπόλ να περιορίζεται στο αναγκαίο για τους σκοπούς της ίδιας της Ευρωπόλ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της Σύμβασης Ευρωπόλ και στο Παράρτημά της.

Βρυξέλλες, 28 Φεβρουαρίου 2006.

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  Γνωμοδότηση, της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διατήρηση δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ [COM (2005) 438 τελικό].

(2)  Απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο με αντικείμενο σχέδιο απόφασης πλαισίου για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και μυστικών πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά σοβαρά αδικήματα, περιλαμβανομένων των τρομοκρατικών πράξεων (Έγγρ. αριθ. 5815/1/05 του Συμβουλίου).

(3)  Βλέπε έγγραφο εργασίας του προσωπικού της Επιτροπής, συνημμένο στην πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας, SEC 2005 (1270) της 12.10.2005.

(4)  Έγγραφο της Προεδρίας προς το Συμβούλιο, της 5ης Απριλίου 2005 (Αριθ. εγγράφου: 7641/05).

(5)  ΕΕ C 187 της 3.7.2001, σ. 1.

(6)  Βλέπε σχετικά και την «Progress Report on the Application of the Principles of Convention 108 to the Collection and Processing of personal biometric data» (Έκθεση προόδου με αντικείμενο την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης 108 σχετικά με τη συλλογή και την επεξεργασία προσωπικού χαρακτήρα βιομετρικών δεδομένων) του Συμβουλίου της Ευρώπης, Φεβρουάριος 2005.