ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

49ό έτος
9 Μαΐου 2006


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

 

425η σύνοδος ολομέλειας, συνεδρίαση της 15ης-16ης Μαρτίου 2006

2006/C 110/1

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Τουρισμός και πολιτισμός: δύο δυνάμεις στην υπηρεσία της ανάπτυξης

1

2006/C 110/2

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την Έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού 2004 SEC(2005) 805 τελικό

8

2006/C 110/3

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής τυποποίησηςCOM(2005) 377 τελικό — 2005/0157 (COD)

14

2006/C 110/4

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Πράσινη Βίβλος για την ενίσχυση του πλαισίου της ΕΕ που διέπει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεωνCOM(2005) 314 τελικό

19

2006/C 110/5

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Ηλεκτρονική προσβασιμότητα (e-Accessibility) COM(2005) 425 τελικό

26

2006/C 110/6

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε ό,τι αφορά το έτος βάσεως για τη διάθεση ποσοστώσεων υδροχλωροφθορανθράκων προκειμένου περί των κρατών μελών που προσχώρησαν την 1η Μαΐου 2004(COM(2004) 550 τελικό — 13632/05 Add 1 + Corr. 1)

33

2006/C 110/7

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Η κοινωνική διάσταση του πολιτισμού

34

2006/C 110/8

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την JEREMIE (Κοινοί πόροι για πολύ μικρές έως μεσαίες επιχειρήσεις)

39

2006/C 110/9

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ, Ευρατόμ) ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων SEC(2005) 1240 τελικό

46

2006/C 110/0

Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες — προοπτικές ανάπτυξης της υλικής και ενεργειακής αξιοποίησής τους

49

2006/C 110/1

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Το ξύλο ως πηγή ενέργειας στη διευρυνόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση

60

2006/C 110/2

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας

68

2006/C 110/3

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Η πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας, οι τρόποι αντιμετώπισής της και ο ρόλος της δικαιοσύνης των ανηλίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

75

2006/C 110/4

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών Η στρατηγική i2010 — Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόλησηCOM(2005) 229 τελικό

83

2006/C 110/5

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Eνδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών

89

EL

 


II Προπαρασκευαστικές πράξεις

Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

425η σύνοδος ολομέλειας, συνεδρίαση της 15ης-16ης Μαρτίου 2006

9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/1


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Τουρισμός και πολιτισμός: δύο δυνάμεις στην υπηρεσία της ανάπτυξης

(2006/C 110/01)

Στις 14 Ιουλίου 2005 και σύμφωνα με το άρθρο 29, σημείο 2 του Εσωτερικού Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα: Τουρισμός και πολιτισμός: δύο δυνάμεις στην υπηρεσία της ανάπτυξης

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 21 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. PESCI.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006, υιοθέτησε με 135 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 3 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Εισαγωγή

1.1

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο τουρισμός αποτελεί σημαντική οικονομική πραγματικότητα με 5,5 % του ΑεχγΠ (στοιχεία που κυμαίνονται από 3 % έως 8 % ανάλογα με τα κράτη μέλη) μέσω της δραστηριότητας περισσοτέρων από δύο εκατομμύρια επιχειρήσεων που απασχολούν περίπου 9 εκατομμύρια ατόμων. Ο τουρισμός είναι επίσης κινητήρια δύναμη και για άλλους τομείς της οικονομίας: από τη βιομηχανία, κυρίως όσον αφορά τους τομείς που συνδέονται με τη μόδα, την αγροτοβιομηχανία, το εμπόριο και άλλες κατηγορίες παροχής υπηρεσιών.

1.2

Περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του ευρωπαϊκού τουρισμού ασκούνται από άτομα και οικογένειες, ενώ το υπόλοιπο εμπίπτει στον τομέα του επιχειρησιακού τουρισμού που οφείλεται στις εταιρείες. Οι ευρωπαϊκές οικογένειες διαθέτουν περίπου το 1/8 των προσωπικών δαπανών τους σε αγορές που σχετίζονται με τον τουρισμό.

1.3

Η Ευρώπη παραμένει η πλέον τουριστική περιοχή του κόσμου. Πράγματι, η αύξηση της τουριστικής ροής προς την Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία, όπου χάρη στην οικονομική ανάπτυξη αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς το ποσοστό του πληθυσμού που μπορεί να προβεί σε δαπάνες αυτού του είδους.

1.4

Παρόλα ταύτα, ο τομέας του ευρωπαϊκού τουρισμού έχει να αντιμετωπίσει κάθε χρόνο και περισσότερο τον πιεστικό ανταγωνισμό των νέων αναδυόμενων χωρών. Στόχος της παρούσας γνωμοδότησης πρωτοβουλίας είναι να θέσει με έμφαση υπόψη των ευρωπαϊκών οργάνων τον θετικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει ο πολιτισμός για τον ευρωπαϊκό τουρισμό και να ζητήσει από αυτά να αναλάβουν τη δέσμευση ότι θα αξιοποιήσουν και θα προστατεύσουν τον πολιτιστικό πλούτο της γηραιάς ηπείρου. Πράγματι, πρόκειται για πόρους που δεν μπορούν να μετεγκατασταθούν, ούτε να παραποιηθούν, όπως συμβαίνει με άλλους βιομηχανικούς τομείς, και γι' αυτό μπορούν να αποτελέσουν νικηφόρο όπλο έναντι του ανταγωνισμού άλλων γεωγραφικών περιοχών.

1.5

Για την κατάρτιση της παρούσας γνωμοδότησης πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις με αρμόδιους των διαφόρων γενικών διευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ασχολούνται με το θέμα του τουρισμού και του πολιτισμού, καθώς και με εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επιπλέον στις 18 Νοεμβρίου 2005, διοργανώθηκε στο Paestum, μία από τις υποβλητικότερες αρχαιολογικές τοποθεσίες της Ιταλίας, δημόσια ακρόαση στην οποία συμμετείχαν πολυάριθμοι εκπρόσωποι πολιτικών οργάνων, διεθνών οργανισμών (UNESCO), πολιτιστικών ενώσεων και ιδιωτικών τουριστικών επιχειρήσεων. Η ακρόαση πραγματοποιήθηκε μάλιστα στα πλαίσια της «Όγδοης μεσογειακής αγοράς αρχαιολογικού τουρισμού», πράγμα που επέτρεψε τη συμμετοχή και εκπροσώπων από χώρες της άλλης όχθης της Μεσογείου.

2.   Νέα ώθηση της Ατζέντας της Λισσαβόνας

2.1

Η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής του Μαρτίου 2005 κάλεσε την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να δώσουν νέα ώθηση στη στρατηγική της Λισσαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση και να συμμετάσχουν ενεργώς στην επιδίωξη των στόχων αυτών: είναι σαφές ότι ο τουρισμός και ο πολιτισμός μπορούν να συμβάλουν σημαντικά τόσο στην οικονομική αύξηση όσο και στην απασχόληση. Σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη, πράγματι, ο τουρισμός είναι ένας από τους οικονομικούς τομείς που παρουσιάζει για τα επόμενα χρόνια πιο υψηλές προοπτικές ανάπτυξης: κατά το 2005 θα σημειώσει αύξηση 3,5 %, ενώ προβλέπεται ότι από το 2006 έως το 2015 ο ετήσιος μέσος όρος θα είναι 3,1 %. Από την άποψη της απασχόλησης, ο τουρισμός φαίνεται ότι αποτελεί έναν τομέα με πλήρεις δυνατότητες να συμβάλει σημαντικά στην καταπολέμηση της ανεργίας. Δεδομένου δε ότι χαρακτηρίζεται από υψηλή παρουσία εργαζόμενων γυναικών, μπορεί να συμβάλει επίσης και στην υλοποίηση του ειδικού στόχου της στρατηγικής της Λισσαβώνας που προβλέπει την αύξηση του επιπέδου απασχόλησης των γυναικών (1). Παρόλο ότι υπολογίζεται ότι κατά τα επόμενα 25 χρόνια ο όγκος του ευρωπαϊκού τουρισμού θα πρέπει να διπλασιαστεί, το ποσοστό αυξήσεώς του παραμένει ωστόσο χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο, σε σύγκριση ειδικότερα με ορισμένες περιοχές των αναδυόμενων χωρών. Είναι απαραίτητη συνεπώς η ανάληψη σκόπιμων και θετικών δράσεων εκ μέρους όλων των οργάνων προκειμένου να επιταθεί περισσότερο η τουριστική ανάπτυξη ούτως ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανέλθει στην παγκόσμια κορυφή ανάπτυξης του τομέα αυτού.

3.   Ο πολιτιστικός τουρισμός

3.1

Μεταξύ των τουριστικών τομέων με υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης είναι ο πολιτιστικός τουρισμός και κατά συνέπεια ο τουρισμός που συνδέεται με καλλιτεχνικές και φυσιολατρικές αξίες, με τις πόλεις της τέχνης και τις ζώνες που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη συγκέντρωση ιστορικών αξιών και τοπικών παραδόσεων. Στόχος της παρούσας γνωμοδότησης δεν είναι η αντιμετώπιση των θεμάτων που συνδέονται με τον πολιτισμό στο σύνολό του, αλλά η αξιολόγηση του αντίκτυπου που μπορούν να έχουν οι διάφορες πτυχές του πολιτισμού πάνω στον τουρισμό

3.2

Στο συγκεκριμένο αυτό τουριστικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαιτέρως ευνοημένη δεδομένου ότι είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη «πολιτιστική πυκνότητα» του κόσμου. Στα 25 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται πράγματι 300 από τις 812 πολιτιστικές και φυσιολατρικές τοποθεσίες που έχουν καταγραφεί σε 135 χώρες της Unesco ως τμήμα της «κληρονομιάς της ανθρωπότητας». Εάν στους 25 προστεθούν και οι 4 χώρες που αναμένουν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία και Τουρκία) ο αριθμός των τοποθεσιών αυτών θα ανέρθει σε 331 (2). Από το δεύτερο ετήσιο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτιστικού Τουρισμού (European Cultural Tourism Network) προέκυψε ένα σημαντικό στοιχείο: η ροή επισκεπτών στην Ευρώπη από την Κίνα και την Ινδία οφείλεται αποκλειστικώς στο ενδιαφέρον των πληθυσμών αυτών για την ευρωπαϊκή κουλτούρα και αρχιτεκτονική. Για το σκοπό αυτό, η ΕΕ και τα κράτη μέλη πρέπει να εξακολουθήσουν να επενδύουν στον τομέα της συντήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς που υπάρχει πλουσιοπάροχη και στην προαγωγή του πολιτιστικού τουρισμού.

3.3

Εκτός από τις οικονομικές αξίες, ο πολιτιστικός τουρισμός έχει σημασία επίσης και για την ανάπτυξη των κοινωνικών αξιών και των αξιών του πολίτη που ευνοούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το διάλογο μεταξύ λαών και πολιτισμών. Η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι αδύνατη χωρίς τη βαθύτερη γνώση των χωρών, των πολιτιστικών παραδόσεων και των «διαφορών» που συνθέτουν το πλούσιο ευρωπαϊκό μωσαϊκό. Κατά την περίοδο που διανύουμε και η οποία χαρακτηρίζεται από την «κρίση της ευρωπαϊκής συνείδησης», η προαγωγή των ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών μπορεί να αποτελέσει ένα οδόσημο αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης για το μέλλον της ΕΕ (3).

3.4

Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προπαντός τη δύσκολη αυτή στιγμή που διέρχεται η πολυπολιτιστική κοινωνία, προκειμένου να αναπτυχθεί ο πολιτικός και θρησκευτικός διάλογος με τους άλλους λαούς και μέσω της προαγωγής του πολιτιστικού τουρισμού. Ιδιαιτέρως σκόπιμη φαίνεται πως είναι η απόφαση της ΕΕ βάσει της οποίας ανακηρύσσεται το 2008 ως «Ευρωπαϊκό έτος του διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών».

3.5

Η ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού με την προβολή του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου των ευρωπαϊκών πολιτιστικών αγαθών και την αξιοποίηση της περιβαλλοντικής κληρονομιάς δίδει τη δυνατότητα στους τουρίστες κάθε προελεύσεως να κατανοήσουν το πολιτιστικό βάθρο της Ευρώπης.

4.   Οι τρέχουσες δεσμεύσεις των ευρωπαϊκών οργάνων

4.1

Από καιρό ήδη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολείται με τον τουρισμό και την προστασία και προαγωγή της πολιτιστικής κληρονομιάς, έστω και αν δεν μπόρεσε ποτέ να προβεί σε άμεση χρηματοδότηση των τουριστικών δραστηριοτήτων διότι δεν διέθετε την κατάλληλη νομική βάση. Σήμερα προβλέπεται τελικώς στο σχέδιο της νέας συνταγματικής συνθήκης μία παρόμοια βάση, αλλά δεν έχει ακόμη επικυρωθεί. Η προσέγγιση που υιοθετήθηκε ως σήμερα από την ΕΕ προκειμένου να αξιοποιηθεί κατά το μέγιστο δυνατό το δυναμικό του τουρισμού είναι ουσιαστικώς οριζόντιου χαρακτήρα: ο τουρισμός προάγεται άλλοτε μέσω της χρησιμοποίησης των διαρθρωτικών ταμείων, άλλοτε μέσω της έμμεσης δράσεως σχεδίων τα οποία αν και ενδιαφέρουν και άλλους τομείς όπως το περιβάλλον ή έρευνα, έχουν εν τούτοις ωφελήσει και τον τουρισμό. Παρά την ύπαρξη του εμφανώς θετικού αυτού στοιχείου, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ΔΓ Επιχειρήσεις και Βιομηχανία (μονάδα Τουρισμού) όσον αφορά τον αποτελεσματικό συντονισμό της με τις λοιπές ΓΔ που ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό, είναι πολύ πιθανόν να ματαιώσει τα θετικά αποτελέσματα που συνεπάγονται για τον τουρισμό οι διάφορες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.

4.2

Όσον αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία, κατά την περίοδο 2000-2006 η ΕΕ χορήγησε για σχέδια που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον τομέα του τουρισμού επτά δισεκατομμύρια ευρώ περίπου και δύο δισεκατομμύρια ευρώ περίπου για πολιτιστικά σχέδια (προγράμματα Interreg III, Leader+, Urban). Το συνολικό ποσό ανέρχεται περίπου σε 9 δισεκατομμύρια ευρώ για τον τουρισμό και τον πολιτισμό τα οποία κινδυνεύουν ωστόσο να μην χρησιμοποιηθούν εποικοδομητικά, διότι το επίπεδο συντονισμού όσον αφορά τη διαχείριση των δύο αυτών τομέων που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία δεν είναι το βέλτιστο.

4.3

Μεταξύ των πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν από την ΕΕ για την προαγωγή της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδιαίτερη επιτυχία είχε το σχέδιο «Ευρωπαϊκές πολιτιστικές πρωτεύουσες (Cec)». Σε μία πρόσφατη μελέτη (4) που ανατέθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Πολιτισμού, επισημαίνεται ότι το εν λόγω πρόγραμμα κατά τη διάρκεια του εξεταζόμενου έτους επέφερε στις πόλεις που ανακηρύχθηκαν «Ευρωπαϊκές Πολιτιστικές Πρωτεύουσες» μέση αύξηση του τουρισμού κατά 12 % και το επόμενο έτος προκλήθηκε μία τουριστική ροή υψηλότερη από τον μέσο όρο των προγενέστερων ετών. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το δυναμικό οικονομικής αύξησης της δραστηριότητας αυτής είναι ήδη υψηλό, θα ήταν σκόπιμο όμως να αξιοποιηθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για το λόγο αυτό η Γενική Διεύθυνση Πολιτισμού έχει καταρτίσει μία νέα πρόταση για την υιοθέτηση στο μέλλον νέων και σαφέστερων κριτηρίων επιλογής των υποψήφιων πόλεων, για την τόνωση του ανταγωνισμού και την άμιλλα μεταξύ τους για να τονιστεί η ευρωπαϊκή διάσταση και η βιωσιμότητα πολιτιστικών προγραμμάτων και τέλος για να προωθηθεί η διάδοση των ορθών πρακτικών στον τομέα της διαχείρισης πολιτιστικών εκδηλώσεων. Στην πρόταση ζητείται επίσης να τριπλασιαστεί η ευρωπαϊκή συμβολή για το πρόγραμμα «Ευρωπαϊκές πολιτιστικές πρωτεύουσες» που σήμερα ανέρχεται σε 500 χιλιάδες ευρώ.

4.4

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή Ελέγχου Προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με τον στόχο της αποτελεσματικότερης προαγωγής των δυνατοτήτων του τουρισμού και του πολιτισμού, ενέκρινε, για πρώτη φορά, τη χορήγηση κονδυλίου ύψους 1 000 000 ευρώ για τη χρηματοδότηση εκπόνησης σχεδίου που θα προάγει τους υπέροχους ευρωπαϊκούς προορισμούς

4.5

Η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεις και Βιομηχανία της Επιτροπής συνέστησε από την πλευρά της μία «Ομάδα για την βιωσιμότητα του τουρισμού» (TSG), που αποτελείται μεταξύ άλλων από εμπειρογνώμονες εκπροσώπους των Οργάνων και των διαφόρων κατηγοριών των φορέων με σκοπό τη διατύπωση προτάσεων που θα υποβληθούν στην Επιτροπή για την υλοποίηση ενός βιώσιμου τουρισμού ενόψει της προετοιμασίας εντός του 2007 της Ευρωπαϊκής Ατζέντα 21 για τον τουρισμό. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι η μόνη μορφή τουρισμού που πρέπει να ενθαρρυνθεί είναι αποκλειστικά η μορφή του βιώσιμου τουρισμού.

4.6

Ο Επίτροπος Günter Verheugen εξήγγειλε άλλωστε επ' ευκαιρία του τετάρτου Ευρωπαϊκού Φόρουμ Τουρισμού που πραγματοποιήθηκε στη Μάλτα στις 20 Οκτωβρίου 2005, ότι εντός των πρώτων μηνών του 2006 θα εγκαινιασθεί μια «ευρωπαϊκή ιστοσελίδα τουρισμού» που θα παρέχει πρόσβαση στις ιστοσελίδες των εθνικών τουριστικών οργανώσεων προκειμένου να βελτιωθεί η προαγωγή των τουριστικών τοποθεσιών της Ευρώπης.

4.7

Τέλος, η ΔΓ Επιχειρήσεις της Επιτροπής άρχισε μία μελέτη με θέμα «Ο αντίκτυπος των πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων στις ΜΜΕ που συνδέονται με τον τουρισμό», ενώ η ΔΓ Πολιτισμός άρχισε μία έρευνα σχετικά με την οικονομία του πολιτισμού στην Ευρώπη.

5.   Η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

5.1

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, με την επίγνωση της σπουδαιότητας που έχει ο τομέας του τουρισμού για την Ευρώπη, έχει από μακρού επιδείξει ενδιαφέρον για τα σχετικά θέματα, όπως οι τουριστικές πολιτικές στη διευρυμένη Ευρώπη, ο τουρισμός και η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, ο τουρισμός και η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ο τουρισμός και ο αθλητισμός κλπ (5).

5.2

Παράλληλα με τις δύο μελέτες που αναφέρθηκαν στο σημείο 4.7, η παρούσα γνωμοδότηση για τον τουρισμό και τον πολιτισμό, όπως επίσης οι γνωμοδοτήσεις που προαναφέρθηκαν (σημείο 5.1), αποτελούν συμβολή στον προσδιορισμό των μελλοντικών προγραμματικών κατευθύνσεων για τον τουρισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

6.   Πολιτιστική ευαισθητοποίηση των πολιτών

6.1

Η προαγωγή των πολιτιστικών αξιών πρέπει καταρχάς να απευθύνεται στους διαμένοντες πολίτες μιας περιοχής οι οποίοι πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη γνώση του πλούτου των ιστορικών καλλιτεχνικών και περιβαλλοντικών μνημείων των περιοχών τους (6). Εφόσον ευαισθητοποιηθούν τότε πράγματι θα είναι σε θέση να διαδραματίσει αξιόλογο ρόλο για την προστασία και την προαγωγή της περιοχής τους, υποστηρίζοντας τις ενέργειες των δημόσιων αρχών.

6.2

Για να προαχθεί η πολιτιστική ευαισθητοποίηση είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα ήδη από το σχολείο με προγράμματα που βελτιώνουν τις γνώσεις των νέων σχετικά με τον ιστορικό, καλλιτεχνικό και περιβαλλοντικό πλούτο των περιφερειών τους και με πρωτοβουλίες που καθιστούν τους νέους πρωταγωνιστές της αξιοποίησής τους (7).

7.   Οι τομείς του πολιτιστικού τουρισμού

7.1

Για να προαχθεί αποτελεσματικά ο πολιτιστικός τουρισμός, και για να κατακτηθεί ακόμη και ο «πολιτιστικά αδιάφορος τουρίστας» χρειάζεται ανάλυση και ανάπτυξη των διαφόρων τομέων και προσδιορισμός των τάσεων και των ευκαιριών για περαιτέρω ανάπτυξη. Οι βασικοί τομείς του πολιτιστικού τουρισμού είναι οι εξής: τέχνες και παραδόσεις, σαλόνια και εκθέσεις, φεστιβάλ και εκδηλώσεις, οινογαστρονομία, αγροτικός τουρισμός, «σινετουρισμός» και θεματικά ιστορικοπολιτιστικά πάρκα.

7.2   Καλλιτεχνική κληρονομιά

7.2.1

Ο πιο παραδοσιακός τομέας του πολιτιστικού τουρισμού είναι ο τουρισμός που συνδέεται με την «φυσική» καλλιτεχνική κληρονομιά αποτελούμενη από ιστορικά κέντρα, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Στον τομέα αυτό, προτεραιότητα είναι η ευρύτερη ολοκλήρωση μεταξύ της διαχείρισης των πολιτιστικών αγαθών και της διαχείρισης των τουριστικών υπηρεσιών έτσι ώστε να ευνοείται η «κάρπωσή τους» από πλευράς τουριστών. Χρειάζονται δηλαδή ενιαίοι όροι στο πλαίσιο «τουριστικοπολιτιστικών συστημάτων» που θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης βάσει ολοκληρωμένων λογικών. Θα πρέπει έτσι να ευνοηθεί π.χ. η ενιαία διαχείριση των μεμονωμένων καλλιτεχνικοπεριβαλλοντικών συστημάτων, έστω και αν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των δημόσιων διοικήσεων ή του ιδιωτικού τομέα, και να προωθηθούν πολιτικές ωραρίου και τιμών που μεγιστοποιούν τη προσβασιμότητα και καθιστούν δυνατή την αύξηση των εσόδων και συνεπώς την κάλυψη των δαπανών διαχείρισης. Σκόπιμη είναι επίσης η αναβίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω π.χ. εκθέσεων σε μουσεία, σε ιστορικά κτίσματα με ιδιαίτερη προσοχή στην προαγωγή της σύγχρονης τέχνης.

7.2.2

Υπάρχουν ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες, όπως π.χ. «η τουριστική κάρτα» που εφαρμόστηκε δοκιμαστικά σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και περιλαμβάνουν τη μεταφορά και την είσοδο σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.

7.2.3

Σε ό,τι αφορά τα καλλιτεχνικά κέντρα ήσσονος σημασίας ενδείκνυται ιδιαιτέρως η εμπειρία των «πολιτιστικών περιφερειών» που ενσωματώνουν τουριστικές και πολιτικές υπηρεσίες των πιο κοινών ομογενών περιοχών, συγκεντρώνουν χρηματοδοτήσεις από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και προάγονται κατά τρόπον ενιαίο. Η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμη επίσης και τη συμμετοχή των περιφερειακών τουριστικών οργανισμών στην ανάπτυξη και δημιουργία πολιτιστικών περιφερειών διαμεθοριακού χαρακτήρα.

7.2.4

Θα μπορούσαν επίσης να δημιουργηθούν «δίκτυα» (8) ή περιηγήσεις για τα πολιτιστικά αγαθά που ενυπάρχουν σε διάφορες χώρες, όπως δίκτυα κάστρων ή ιστορικών κτισμάτων, αρχαιολογικών τοποθεσιών (π.χ. το δίκτυο πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας) (9) ή δίκτυα ειδικών μουσείων όπως π.χ. τα «μουσεία επιχειρηματικότητας» ή ακόμη διευρωπαϊκές περιηγήσεις (10), όπως η via Fracigena. Τα εν λόγω δίκτυα ή περιηγήσεις θα μπορούσαν να φέρουν ενιαία επισήμανση με την κατάλληλη σηματοδότηση και να προβάλλονται κατά τρόπον ενιαίο. Επιπλέον και εφόσον είναι εφικτό, θα ήταν σκόπιμο να παρέχονται ομοιογενείς υπηρεσίες φιλοξενίας

7.3   Δρώμενα, εκθέσεις και εκδηλώσεις

7.3.1

Ένας δεύτερος σημαντικός τομέας του πολιτιστικού τουρισμού συνδέεται με τις εκδηλώσεις: εκθέσεις, συναυλίες, φεστιβάλ και άλλες ιδιαίτερες πρωτοβουλίες. Κατά τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις έχουν καταστεί σημαντικοί παράγοντες προαγωγής του τουρισμού. Ολοένα και μεγαλύτερες ροές παθιασμένων κυρίως νέων ατόμων, μετακινούνται για να επισκεφθούν μεγάλες εκθέσεις, για να συμμετάσχουν σε συναυλίες σε μουσικά και κινηματογραφικά φεστιβάλ και για να παραστούν σε ιδιαίτερες πρωτοβουλίες όπως π.χ. οι «λευκές νύχτες» που διοργανώνονται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Παρίσι, οι Βερσαλλίες, οι Βρυξέλλες, η Ρώμη, η Βιέννη, η Βαρσοβία κλπ.

7.3.2

Για τη βελτίωση του τομέα αυτού απαιτούνται παρεμβάσεις για έργα υποδομής προκειμένου να υλοποιηθούν ή να αναδιαρθρωθούν οι κατάλληλοι χώροι για εκθέσεις και φεστιβάλ, παρεμβάσεις προγραμματισμού καθώς επίσης και παρεμβάσεις στον τομέα της προαγωγής και επικοινωνίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενιαίου χρονοδιαγράμματος πολιτιστικών εκδηλώσεων, να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων χωρών και των πολιτιστικών ιδρυμάτων και τέλος να τονώσει τις πρωτοβουλίες των χωρών με λιγότερη εμπειρία και παραδόσεις στον τομέα αυτό αρχής γενομένης από τα δέκα νέα κράτη μέλη.

7.4   Οινογαστρονομικές αξίες και αγροτικός τουρισμός

7.4.1

Ένας τρίτος σημαντικός τομέας του πολιτιστικού τουρισμού είναι ο τομέας που συνδέεται με τις οινογαστρονομικές αξίες των διαφόρων περιοχών: πρόκειται για ένα τομέα «υλικού πολιτισμού» που κατά τα τελευταία χρόνια αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και 'χει δημιουργήσει ένα αυθεντικό πολιτιστικό και οικονομικό κίνημα για την προώθηση των τυπικών προϊόντων (11).

7.4.2

Και εδώ, πρέπει να ενθαρρυνθεί η δημιουργία «οινογαστρονομικών περιηγήσεων» όπου θα ενσωματώνονται οι πολιτιστικές και καλλιτεχνικές αξίες και θα προωθούνται, στο πλαίσιο ενιαίας προσφοράς, πολιτιστικές επισκέψεις, γευσιγνωσία και ύπαιθρος, ώστε να συνδυάζεται έτσι η γνώση της ιστορίας της τέχνης και η επαφή με τις παραδόσεις όσον αφορά τα κρασιά και τα τυπικά εδέσματα συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών.

7.4.3

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ενθαρρύνει την κατάρτιση ενός ευρωπαϊκού άτλαντα οινογαστρονομικών διαδρομών αγροτικού τουρισμού, ευνοώντας ειδικότερα τις διαμεθοριακές διαδρομές που συνδέουν τις παραδόσεις δύο ή τριών χωρών, έτσι ώστε να αξιοποιηθούν οι κοινές ρίζες πολλών παραδόσεων και «διαφορών».

7.5   Σινετουρισμός

7.5.1

Ένας τέταρτος τομέας του πολιτιστικού τουρισμού ο οποίος αποδεικνύεται τελευταία ότι αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη τουριστικών ροών είναι ο τομέας που συνδέεται με την παραγωγή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ταινιών. Οι επισκέψεις στους τόπους σκηνοθεσίας των ταινιών που συνάντησαν επιτυχία πολλαπλασιάζουν τη παρουσία τουριστών σε πολλές περιοχές. Έτσι π.χ. το κάστρο Alnwick, στην περιοχή Northumberland (Βόρειος Μεγάλη Βρετανία), όπου γυρίστηκαν οι ταινίες βασισμένες στα μυθιστορήματα της J.K. Rolling που έχουν πρωταγωνιστή το μάγο Harry Potter, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μία τουριστική εισροή ύψους 13 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως ώστε να καταστεί μία από τις σημαντικότερες τουριστικές έδρες της Μεγάλης Βρετανίας. Το ίδιο συνέβη στην Ιταλία στο Κάστρο Agliè της περιοχής Πιεμόντε όπου γυρίστηκε η τηλεοπτική ταινία «Ελίζα της Ριβομπρόζα», με 100 έως 3 500 επισκέπτες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο. Και αυτό ισχύει και για ταινίες που δεν έχουν ακόμη προβληθεί αλλά βρίσκονται στο στάδιο των γυρισμάτων: στη Μεγάλη Βρετανία, το χωριό Λίνκολν όπου γυρίζεται η ταινία του best-seller «Ο Κώδικας Da Vinci», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Dan Brown, έχει ήδη καταστεί έδρα σημαντικών τουριστικών εισροών, ενώ στο Παρίσι έχουν δημιουργηθεί τουριστικά γραφεία που διοργανώνουν επισκέψεις αποκλειστικά στις περιοχές που περιγράφονται στο μυθιστόρημα.

7.5.2

Σύμφωνα με μία αγγλική έρευνα που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία τον Αύγουστο 2005, 27 % των ενηλίκων και 45 % των νέων ηλικίας 16 με 24 δηλώνουν ότι επηρεάζεται η επιλογή του τόπου διακοπών τους από τις ταινίες που παρακολούθησαν στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Για το λόγο αυτό η υπηρεσία προωθήσεως του αγγλικού τουρισμού VisitBritain, παρακολουθεί επισταμένως την παραγωγή των ταινιών και δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της «χάρτες κινηματογραφικών ταινιών» που είναι πολύ εμπεριστατωμένοι και δείχνουν όλους τους τόπους όπου γυρίζονται οι νέες ταινίες με περιγραφή των διαδρομών και των τουριστικών υπηρεσιών που παρέχονται επί τόπου.

7.6   Πάρκα με πολιτιστικά θέματα

7.6.1

Ένας πέμπτος τομέας πολιτιστικού τουρισμού είναι ο τομέας που θα μπορούσε να συνδεθεί με τη δημιουργία θεματικών πάρκων ιστορικοκαλλιτεχνικού χαρακτήρα που συμπληρώνουν τις επισκέψεις στα μουσεία, στα ιστορικά κέντρα και στους αρχαιολογικούς τόπους. Το πάρκο, που θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργηθεί στην συγκεκριμένη φημισμένη τουριστική τοποθεσία, πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να αποτελεί μέσον υποστήριξης για την κατανόηση της τοπικής ιστορικής πραγματικότητας (12). Παρόμοια πάρκα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στις μεγάλες πολιτιστικές ευρωπαϊκές περιοχές (13) και η ΕΕ θα μπορούσε να βοηθήσει την υλοποίηση υποδομών infotainement (πληροφόρηση και ψυχαγωγία) ώστε να αποτελέσουν περαιτέρω κίνητρο τουριστικών εισροών.

8.   Η χρήση των νέων τεχνολογιών

8.1

Δημιουργία διαδικτύων και δορυφορικών και ψηφιακών τηλεοπτικών σταθμών, χρήση των συστημάτων εικόνας και ήχου στα κυψελωτά κινητά τηλέφωνα τελευταίας γενεάς, υλοποίηση ανοικοδόμησης μνημείων και ιστορικοκαλλιτεχνικών περιβαλλόντων μέσω της χρησιμοποίησης των τεχνικών εικονικής πραγματικότητας: οι νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας μπορούν να προσφέρουν μεγάλη βοήθεια για την αξιοποίηση των πολιτιστικών αγαθών για τον τουρισμό (14).

8.2

Μία ιδιαίτερη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών αφορά την τουριστική βιωσιμότητα και την προστασία των πιο δημοφιλών καλλιτεχνικών τόπων που διατρέχουν κίνδυνο επιδείνωσης λόγω της εισβολής των τουριστικών μαζών: οι τεχνολογίες πληροφόρησης μπορούν πράγματι να παράσχουν νέες ευκαιρίες προγραμματισμού, παρακολούθησης και οργάνωσης των τουριστικών ροών με αυτόματο έλεγχο των μεταβλητών του περιβάλλοντος (π.χ. υγρασία στις αίθουσες των μουσείων) που απειλούν τα έργα τέχνης. Επιπλέον, η εγκατάσταση συστημάτων αναγγελίας με ανοικτή γραμμή και η δυνατότητα επισκέψεων κατόπιν ραντεβού θα ευνοήσουν την αξιοποίηση των χώρων, όπου η επίσκεψη γίνεται μόνο κατά μικρές ομάδες τουριστών κάθε φορά.

8.3

Δεν πρέπει να λησμονηθεί άλλωστε η αξιόλογη συμβολή των σύγχρονων τεχνολογιών όσον αφορά την υλοποίηση διαρθρώσεων και συστημάτων που επιτρέπουν την άρση των αρχιτεκτονικών εμποδίων που πολύ συχνά αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τα λιγότερο ικανά άτομα.

8.4

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία στο Έβδομο πενταετές πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης αναφέρει ότι οι εφαρμογές των αποτελεσμάτων της έρευνας μπορεί να βοηθήσει τον τομέα του τουρισμού και την πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά, θα μπορούσε να προωθήσει την απτή υλοποίηση πρωτοβουλιών αυτού του είδους, με την κατάρτιση ενδεχομένως καταλόγου των διαθέσιμων τεχνολογιών και χάρτη ορθών πρακτικών σε κοινοτικό επίπεδο προς ενημέρωση των φορέων των διαφόρων χωρών.

8.5

Η χρήση των νέων τεχνολογιών έχει ουσιαστική σημασία για την προαγωγή των ευρωπαϊκών τουριστικοπολιτιστικών προορισμών όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό της ΕΕ. Και σε αυτόν τον τομέα θα ήταν σκόπιμο να γίνει απογραφή των πρωτοβουλιών που βρίσκονται στο στάδιο υλοποίησης από τις διάφορες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε επιπλέον να υποστηρίξει και το σχέδιο της υλοποίησης μιας ευρωπαϊκής ιστοσελίδας τουρισμού καθώς επίσης και τη δημιουργία ενός δορυφορικού τηλεοπτικού σταθμού για την προαγωγή του τουρισμού της γηραιάς ηπείρου στις χώρες εκτός της Ευρώπης.

9.   Το πρόβλημα της διακυβέρνησης των πολιτιστικών αγαθών και της κατάρτισης των ασχολουμένων του τομέα.

9.1

Για την εξασφάλιση αποτελεσματικού συστήματος τουριστικής αξιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς απαιτείται η διακυβέρνηση των πολιτιστικών αγαθών: τα αγαθά αυτά είναι ιδιοκτησία είτε του δημοσίου (σε κρατικό ή τοπικό επίπεδο) ή ιδιοκτησία θρησκευτικών και άλλων οργανώσεων ή ιδιοκτησία ιδιωτών. Ιδιαίτερα λεπτή είναι η κατάσταση σε ορισμένα νέα κράτη μέλη όπου, λόγω των εθνικοποιήσεων που επιβλήθηκαν κατά τις περασμένες δεκαετίες, υπάρχει ασάφεια ως προς τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και μεγάλη υποβάθμιση στη συντήρηση ορισμένων πολιτιστικών αγαθών.

9.2

Πρέπει να προωθηθούν πρότυπα διακυβέρνησης που, σεβόμενα την ιδιοκτησία των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών αγαθών και παρέχοντας τις μέγιστες εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία και τη συντήρηση θα επιτρέπουν το συντονισμένο διαχειρισμό των μεμονωμένων τουριστικών και πολιτιστικών συστημάτων, ευνοώντας παράλληλα τη συμμετοχή δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και παρέχοντας παράλληλα φορολογικά κίνητρα.

9.3

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να κάνει μια απογραφή των συστημάτων διακυβέρνησης που εφαρμόζονται σήμερα στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους και να ενθαρρύνει τη διάδοση τους στις άλλες χώρες, και να προτείνει καινοτόμα συστήματα με φορολογικές ελαφρύνσεις που μπορούν να ευνοήσουν τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όσον αφορά τη διαχείριση.

9.4

Αλληλένδετο με το πρόβλημα της διακυβέρνησης είναι το πρόβλημα της κατάρτισης των απασχολουμένων στον τομέα αυτό που θα πρέπει στο εξής να διαθέτουν εκτός από ιστορικοκαλλιτεχνικές δραστηριότητες και αρμοδιότητες διοικήσεως, μάρκετινγκ και χρήσης των νέων τεχνολογιών καθώς και όλων όσοι έρχονται σε άμεση επαφή με τους τουρίστες (ξενοδόχοι, έμποροι, υπάλληλοι δημόσιων υπηρεσιών κλπ.) και οι οποίοι, εκτός των γλωσσικών δεξιοτήτων, θα πρέπει να έχουν «κοινωνική μόρφωση» και να σέβονται την πολιτιστική διαφορά του τουρίστα. Αλλά και σε αυτό τον τομέα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να προβεί σε απογραφή των πιο προωθημένων μεθόδων κατάρτισης ευνοώντας τις ανταλλαγές εμπειρίας και τις πρωτοβουλίες αξιολόγησης καθώς και τη διάδοση των ορθότερων πρακτικών με γενικό γνώμονα την προαγωγή του ποιοτικού τουρισμού.

10.   Η ολοκλήρωση μεταξύ του πολιτιστικού τουρισμού και των άλλων τουριστικών τομέων

10.1

Η αποτελεσματική διαχείριση του πολιτιστικού τουρισμού μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα και στους άλλους τουριστικούς τομείς, από τον τουρισμό για λουτρά έως τον ορεινό και τον επιχειρηματικό τουρισμό και τον τουρισμό τρίτης ηλικίας.

10.2

Η παρουσία καλλιτεχνικών περιηγήσεων, εκθέσεων, συναυλιών ή οινογαστρονομικών δυνατοτήτων μπορεί να ενθαρρύνει την επιλογή του τουρίστα συγκεκριμένων παραθαλάσσιων ή ορεινών τοποθεσιών και να τις βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τον τουριστικό ανταγωνισμό των αναδυόμενων χωρών που αν και είναι ανταγωνιστικές στο επίπεδο των φυσικών πόρων ή στις χαμηλές τιμές, δύσκολα μπορεί να συγκριθούν με τις δυνατότητες που παρέχουν στον πολιτιστικό τομέα οι αντίστοιχες της Ευρώπης.

10.3

Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τον επιχειρηματικό τουρισμό εφόσον εξασφαλίζεται η δυνατότητα συνδυασμού του επαγγελματικού ταξιδίου με τον πολιτιστικό τουρισμό συμπεριλαμβανομένου του Σαββατοκύριακου με τη δυνατότητα συμμετοχής της οικογένειας.

10.4

Εάν ληφθεί υπόψη η προσδοκία ζωής του ευρωπαϊκού πληθυσμού, που είναι σήμερα κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι κατά το παρελθόν, ο πολιτιστικός τουρισμός ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του «πρεσβύτη», ο οποίος ολοένα και περισσότερο πλέον αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη γνωριμία με νέες πολιτιστικές παραδόσεις. Το στοιχείο αυτό εξυπηρετεί και την ανάγκη προώθησης του τουρισμού κατά τις μη τουριστικές περιόδους.

10.5

Βεβαίως και στα πλαίσια αυτής της δράσης προαγωγής της ολοκλήρωσης μεταξύ πολιτιστικού τουρισμού και άλλων τουριστικών τομέων, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες και να προωθήσει τα σχέδια αυτά.

11.   Συμπεράσματα και παρατηρήσεις

11.1

Με βάση τον θετικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει ο πολιτισμός για την ανάπτυξη του τουρισμού και λαμβανομένου υπόψη κυρίως ότι ο τουρισμός, εκτός του ότι μπορεί να κινητοποιεί και άλλους τομείς της οικονομίας, συμβάλλει σημαντικά στην υλοποίηση των στόχων της «ανάπτυξης» και της «απασχόλησης» που προβλέπει η στρατηγική της Λισσαβώνας, πρωταρχικός σκοπός της παρούσας γνωμοδότησης πρωτοβουλίας είναι, όπως έχει ήδη λεχθεί, να παράσχει στα ευρωπαϊκά όργανα περισσότερα στοιχεία για την προαγωγή του τομέα αυτού, ο οποίος αν και δυναμικός, αντιμετωπίζει ωστόσο τον ισχυρό ανταγωνισμό τρίτων χωρών.

11.2   Ολοκληρωμένη επικοινωνία και προαγωγή

11.2.1

Για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικώς ο ευρωπαϊκός πολιτιστικός τουρισμός είναι απαραίτητη η βελτίωση της ολοκληρωμένης επικοινωνίας και προαγωγής της Ευρώπης και των ευρωπαϊκών προορισμών, ενώ παράλληλα πρέπει να ενθαρρυνθεί η διάδοση των ορθών πρακτικών όσον αφορά την προστασία, την αξιοποίηση, τη διακυβέρνηση και την κατάρτιση. Για το σκοπό αυτό χρησιμότατη θα είναι η ευρωπαϊκή ιστοσελίδα τουρισμού εάν βεβαίως πληροί ορισμένες προϋποθέσεις:

Ότι η ιστοσελίδα αυτή θα πρέπει να «τροφοδοτείται» από τις αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών μελών κατά τρόπο ομοιογενή με λειτουργικές, αποτελεσματικές και συνεχώς προσαρμοζόμενες στα νέα δεδομένα πληροφορίες,

ότι επιτρέπει την ακριβή ενημέρωση και προαγωγή των δικτύων και περιηγήσεων με διευρωπαϊκούς τουριστικοπολιτιστικούς προορισμούς,

ότι εξυπηρετεί και τους φορείς του τομέα για να ενημερώνονται σχετικά με τις καλύτερες πρακτικές διαχείρισης όσον αφορά τις τουριστικοπολιτιστικές περιφέρειες και τη διακυβέρνηση των πολιτιστικών αγαθών για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και εκδηλώσεων καθώς και για την εκσυγχρονισμένη ανάπτυξη των απασχολουμένων,

ότι περιλαμβάνει πληροφορίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο: π.χ. ένα ευρωπαϊκό χρονοδιάγραμμα των πολιτιστικών γεγονότων και εκδηλώσεων καθώς και έναν «άτλαντα» οινογαστρονομικών περιηγήσεων και αγροτικού τουρισμού και

ότι εξασφαλίζεται ο συντονισμός και η συνέργια μεταξύ της ευρωπαϊκής ιστοσελίδας τουρισμού και της αντίστοιχης του πολιτισμού.

11.3   Η προαγωγή των ορθών πρακτικών μέσω ανταγωνιστικών και επιβραβευτικών συστημάτων

11.3.1

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να προωθήσει τις καλύτερες πρακτικές στον τομέα της διαχείρισης των τουριστικοπολιτιστικών υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας ανταγωνιστικά και επιβραβευτικά συστήματα στα προγράμματά της, αρχής γενομένης από το πρόγραμμα «Ευρωπαϊκές πολιτιστικές πρωτεύουσες» (15) και το μελλοντικό πρόγραμμα «Υπέροχοι ευρωπαϊκοί προορισμοί». Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να παράσχει συμβουλευτικό έργο στις πόλεις και τις περιφέρειες που αποφασίζουν να θέσουν υποψηφιότητα για τα δύο εν λόγω προγράμματα και να προβεί σε σημαντικότερη χρηματοδότηση από ότι σήμερα και ίσως να προβλέψει έναν προτιμησιακό διάδρομο για τη χρησιμοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων. Σε εθνικό επίπεδο όμως, καλό θα ήταν να ευνοήσει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων και των τουριστικό πολιτιστικών τοποθεσιών που είναι υποψήφιες για τα δύο προγράμματα επί τη βάσει κριτηρίων που θα καθορισθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο: συστήματα διακυβέρνησης, συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ενσωμάτωση τουριστικών και πολιτιστικών υπηρεσιών, προαγωγή και πληροφόρηση κλπ. Όσον αφορά τις «Ευρωπαϊκές πολιτιστικές πρωτεύουσες»: βιωσιμότητα, παράταση της τουριστικής περιόδου, συστήματα διακυβέρνησης, συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ενσωμάτωση τουριστικών και πολιτιστικών υπηρεσιών κλπ. Το ίδιο και για το πρόγραμμα «Υπέροχοι ευρωπαϊκοί προορισμοί».

11.4   Προαγωγή του διαλόγου μεταξύ των πολιτιστικών παραδόσεων

11.4.1

Η προώθηση του διαλόγου μεταξύ των πολιτιστικών παραδόσεων τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, ενόψει της περαιτέρω ένταξης των τεσσάρων υποψήφιων χωρών, όσο και μεταξύ της ΕΕ και των άλλων περιοχών του κόσμου, πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα και για τα τουριστικοπολιτιστικά προγράμματα. Από την άποψη αυτή φαίνεται ιδιαιτέρως σκόπιμη, όπως ήδη τονίστηκε, η απόφαση να ανακηρυχθεί το 2008 ως «ευρωπαϊκό έτος διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών». Καλό θα ήταν ωστόσο να εφαρμοσθούν πριν από το 2008 διάφορα σχέδια π.χ. για τα σχολεία, με την επέκταση και για τους μαθητές της ανώτερης εκπαίδευσης των προγραμμάτων διεθνών ανταλλαγών τύπου Erasmus ή να ευνοηθεί η αδελφοποίηση σχολικών τάξεων διαφόρων χωρών. Ειδικά προγράμματα για την προαγωγή του διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών θα μπορούσαν να προβλεφθούν και για τους ηλικιωμένους. Κατά τον τρόπο αυτό το 2008 θα μπορούσε να καταστεί ένα «έτος βιτρίνα» των πρωτοβουλιών που βρίσκονται στο στάδιο εφαρμογής και να δοθεί ώθηση και σε άλλες πρωτοβουλίες.

11.5   Δημιουργία μιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας τουρισμού

11.5.1

Η ΕΕ δεν διαθέτει άμεσα λειτουργικά μέσα για τον πολιτιστικό τουρισμό, δεδομένου ότι δεν υφίσταται ακόμη η σχετική νομική βάση: μολαταύτα θα ήταν σκόπιμο η Ευρώπη να προβεί στην ανάληψη μιας άμεσης δράσης, προκειμένου να ισχυροποιηθεί ο συντονισμός στο επίπεδο της διαχείρισης για την προώθηση των σημερινών και μελλοντικών σχεδίων αξιοποίησης του τομέα. Η ΕΟΚΕ προτείνει τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής υπηρεσίας τουρισμού, στα πλαίσια της αρχής της επικουρικότητας, που θα διαδραματίζει ρόλο ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου στον τομέα του τουρισμού με σκοπό να παρέχει στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη πληροφορίες, αξιόπιστα και συγκρίσιμα στοιχεία για τον τουρισμό. Η πρόταση αυτή είχε ήδη υποβληθεί και στην προηγούμενη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με τίτλο «Τουρισμός και αθλητισμός: οι μελλοντικές προκλήσεις της Ευρώπης».

11.6   Προώθηση του πολιτικού συντονισμού των τουριστικοπολιτιστικών δραστηριοτήτων

11.6.1

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τις προτάσεις που υπέβαλε ο Επίτροπος κ. Guenter Verheugen στα πλαίσια του 4ου Φόρουμ για τον Ευρωπαϊκό τουρισμό στη Μάλτα καθώς και το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (16) στο οποίο ζητείται να ανατεθεί στη ΓΔ Επιχειρήσεις και Βιομηχανία ο συντονισμός των διάφορων κοινοτικών πρωτοβουλιών που έχουν αντίκτυπο στον τομέα του τουρισμού.

11.7

Η παρούσα γνωμοδότηση αποκλήθηκε από την ΕΟΚΕ «Δήλωση του Paestum» ένεκα της δημόσιας ακρόασης που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο 2005 σε αυτόν τον υποβλητικό αρχαιολογικό τόπο της Ιταλίας.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Σύμφωνα με τα στοιχεία του δικτύου ΕCTN (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πολιτιστικού Τουρισμού), ο πολιτιστικός τουρισμός συνεπάγεται άμεσα οφέλη για τρεις από τους τομείς που εντοπίζονται στη στρατηγική της Λισσαβόνας: τομέας 8 αύξηση των θέσεων απασχόλησης, τομέας 9 εργατικό δυναμικό και τομέας 10 εκπαίδευση. Το δίκτυο ECTN δημιουργήθηκε το 2003 και σκοπός είναι η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων τομέων του πολιτιστικού τουρισμού και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(2)  Πρόκειται για τη κατανομή των τοποθεσιών της UNESCO (ο οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών που είναι αρμόδιος για τα πολιτιστικά θέματα) μεταξύ των 25 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Αυστρία 8, Βέλγιο 10, Κύπρος 3, Δανία 4, Εσθονία 2, Φινλανδία 6, Γαλλία 30, Γερμανία 31, Ελλάδα 16, Ιρλανδία 2, Ιταλία 42 (συμπεριλαμβανομένων δύο τοποθεσιών της πόλεως του Βατικανού), Λεττονία 2, Λιθουανία 4, Λουξεμβούργο 1, Μάλτα 3, Ολλανδία 7, Πολωνία 12, Πορτογαλία 13, Ηνωμένο Βασίλειο 26, Τσεχική Δημοκρατία 12, Σλοβακία 5, Σλοβενία 1, Ισπανία 38, Σουηδία 14, Ουγγαρία 8 (υπάρχει άλλωστε δυνατότητα να συναφθεί λεπτομερής κατάλογος των τοποθεσιών).

(3)  Η EUROPA NOSTRA (Ευρωπαϊκή ομοσπονδία πολιτιστικής κληρονομιάς με αποστολή την αξιοποίηση και την προστασία της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και στην οποία συμμετέχουν σαράντα ευρωπαϊκές χώρες και περισσότερες από διακόσιες ενώσεις για την προστασία και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς) υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την ανάπτυξη και την προαγωγή της ευρωπαϊκής ταυτότητας και της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη.

(4)  Palmer/Rae Associates International Cultural Advisors, «European Cities and Capital of Culture» , Μελέτη που εκπονήθηκε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Αύγουστος 2004.

(5)  Μεταξύ των θεμάτων όσον αφορά τον τουρισμό που έχουν μελετηθεί από την ΕΟΚΕ, είναι: «Η πολιτική του τουρισμού στην διευρυμένη Ευρώπη», «Η συμβολή του τουρισμού στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη» και «Η πολιτική του τουρισμού και η δημόσια και ιδιωτική συνεργασία», εισηγητής ο κ. Mendoza Castro. «Τουρισμός και αθλητισμός: οι μελλοντικές προκλήσεις για την Ευρώπη», εισηγητής ο κ. Pesci.

(6)  Ας σημειωθεί εδώ η πρωτοβουλία των τοπικών αρχών της Αμβέρσας του Βελγίου, χάρη στην οποία είναι ελεύθερη η είσοδος στα μουσεία της πόλεως για όλους τους δημότες.

(7)  Στην Ιταλία π.χ. εφαρμόστηκαν τελευταία ορισμένες ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες: η Ένωση Fai (Ιταλικό Ταμείο Περιβάλλοντος) ανοίγει κάθε χρόνο με την αρχή της ανοίξεως μνημεία που δεν είναι πολύ γνωστά ή που κατά κανόνα παραμένουν κλειστά για το κοινό και ζητεί από τους νέους των τοπικών σχολείων να παίξουν το ρόλο τουριστικών ξεναγών για μια ημέρα.

(8)  Ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία αποτελεί το δίκτυο οχυρωμένων πόλεων. Χάρη στο δίκτυο 17 ιστορικών τοποθεσιών που δημιουργήθηκε από τις περιφέρειες του Κέντ (ΗΒ), του Nord-Pas-de Calais (Γαλλία) και της δυτικής Φλάνδρας (Βέλγιο) αξιοποιήθηκε η πολύτιμη κοινή κληρονομιά των εν λόγω περιοχών.

(9)  Όπως προτάθηκε από ορισμένους αρμόδιους για τον τουρισμό της περιφέρειας Καμπανίας και της Ελλάδας κατά τη δημόσια ακρόαση του Paestum που έλαβε χώρα στις 18 Νοεμβρίου 2005 .

(10)  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάσουν σχετικά οι ακόλουθες πρωτοβουλίες:

«European Route of Brick Gothic», σχέδιο στο οποίο συμμετέχουν 7 χώρες (Σουηδία, Δανία, Γερμανία, Πολωνία, Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία), 26 πόλεις και 2 περιφέρειες.

«Ευρωπαϊκό οδοιπορικό της εβραϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς», πρόγραμμα που βραβεύθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως «η καλύτερη πολιτιστική περιήγηση του Συμβουλίου της Ευρώπης»( % Δεκεμβρίου 2005).

(11)  Μεταξύ των διαφόρων πρωτοβουλιών για την προώθηση τυπικών προϊόντων, ας σημειωθεί η ιταλική «Slow Food». Πρόκειται για μια διεθνή κοινοπραξία, που ιδρύθηκε από τον Carlo Petrini αριθμεί σήμερα 83 000 εγγεγραμμένους με έδρες στην Ιταλία, Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ Γαλλία, Ιαπωνία, ΗΒ, εκτός των άλλων αντιπροσωπειών σε 122 χώρες. Η Slow Food αντιπαρατάσσεται στην τυποποίηση του γούστου, θεωρεί αναγκαία την πληροφόρηση εκ μέρους του καταναλωτή, υπερασπίζει τις πολιτιστικές ταυτότητες που συνδέονται με τις τροφικές και γαsτρονομικές παραδόσεις. Μεταξύ των ευρωπαϊκών οδοιπορικών, ίσως η πιο χαρακτηριστική από την άποψη της προαγωγής τυπικών προϊόντων, είναι ο Δρόμος του Ουίσκι στη Σκωτία, μοναδική περιήγηση στον κόσμο του Whiski di Malto αποκλειστικά, η μπύρα «Trappistes» στο Βέλγιο και την Ολλανδία, η περιήγηση για οστρακοειδή στη Βρετάνη κλπ.

(12)  Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί η πρωτοβουλία «The Malta experience» που, μέσω μιας ταινίας διάρκειας μιας ώρας περίπου, εκθέτει την ιστορία του νησιού και των πληθυσμών που το κατοίκησαν, δίδοντας έτσι την ευκαιρία και στους νεώτερους επισκέπτες να κατανοήσουν την πραγματικότητά του.

(13)  Παραδείγματος χάριν, στην αρχαιολογική περιοχή της Πομπηίας θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα εικονικό πάρκο με θέμα την αρχαία Πομπηία που θα αναπαριστά την καθημερινή ζωή της εποχής και ενδεχομένως την έκρηξη του Βεζούβιου που κατέστρεψε την πόλη. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει στο Βατερλώ του Βελγίου με αναπαράσταση της φημισμένης μάχης κλπ.

(14)  Στα πλαίσια του συνεδρίου με θέμα «Πολιτιστικός τουρισμός: μία πρόκληση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», που διοργανώθηκε από την Προεδρία του Λουξεμβούργου, τον Απρίλιο 2005, αναφέρθηκαν ορισμένα ενδιαφέροντα παραδείγματα εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, όπως η χρήση παλαμιαίων υπολογιστών που καθιστούν δυνατή τη συνεχή εξοικείωση με την περιοχή που διανύει ο επισκέπτης (το παράδειγμα αναφέρθηκε σε σχέση με τη διαδρομή των προσκυνητών της via francigena).

(15)  Έως το 2005, το πρόγραμμα αυτό βασιζόταν σε διακυβερνητικές συμφωνίες.

(16)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις νέες προοπτικές και τις νέες προκλήσεις για έναν βιώσιμο ευρωπαϊκό τουρισμό (8 Σεπτεμβρίου 2005).


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/8


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την Έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού 2004

SEC(2005) 805 τελικό

(2006/C 110/02)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να εκδώσει γνωμοδότηση με θέμα: την «Εκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού 2004»

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές εργασίες υιοθέτησε τη γνωμοδότηση του στις 21 Φεβρουαρίου 2006, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ.MALOSSE

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στην 425η σύνοδο ολομέλειας που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006) υιοθέτησε την παρούσα γνωμοδότηση με ψήφους 138 υπέρ, 1 κατά και με 2 αποχές.

1.   Εισαγωγή

1.1

Η πολιτική ανταγωνισμού της Ενωσης θεωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα η κορωνίδα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ένα κεκτημένο που δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Όμως, λόγω της συζήτησης που φιεξήχθη με αντικείμενο τη συνταγματική συνθήκη, αμφιβητήθηκε το βάσιμο μιας πολιτικής που αποβλέπει στη διασφάλιση του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού». Μετά την πραγματοποιηθείσα μεταρρύθμιση όσον αφορά τα μέσα ελέγχου των συμπράξεων και των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το καθεστώς των κρατικών βοηθειών μέσω ενός σχεδίου δράσης. Η παρουσίαση της έκθεσης 2004 προσφέρει συνεπώς στην ΕΟΚΕ την δυνατότητα ενός σφαιρικού προβληματισμού για τους σκοπούς και τις μεθόδους της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, ιδιαίτερα σε σχέση με το εξής πλαίσιο:

την παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών

τη διεύρυνση της Ε.Ε. με την αύξηση των αναπτυξιακών διαφορών

την αυξανόμενη καθυστέρηση της Ε.Ε. στους τομείς ανάπτυξης και απασχόλησης έναντι των κυριότερων οικονομικών ανταγωνιστών της

τη νόμιμη φροντίδα των πολιτών για καλύτερη διακυβέρνηση, μεγαλύτερη νομιμοποίηση των πολιτικών που εφαρμόζονται και ευρύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων.

1.2

Ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ Ανταγωνισμός αφού εκθέτει πρώτα την «πολιτική πλαισίωση» αναφέρεται στο περιεχόμενο της έκθεσης όπου αναπτύσσονται οι εξής δραστηριότητες της Επιτροπής:

στον τομέα των συμπράξεων και των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης (άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης) που συνοδεύεται από ορισμένες αποφάσεις των κοινοτικών και εθνικών δικαστικών αρχών της Ε.Ε.,

στον τομέα των συγκεντρώσεων, με τομεακή αξιολόγηση,

στον τομέα του ελέγχου των κρατικών βοηθειών, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών και ερμηνευτικών κανόνων, και ορισμένων αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις ευρωπαϊκές δικαστικές αρχές,

στους τομείς της διεύρυνσης, της διμερούς και πολυμερούς συνεργασίας και της διεθνούς.

Το 2004, το έτος της διεύρυνσης με νέα δέκα κράτη μέλη χαρακτηρίστηκε από τη θέση σε ισχύ, την 1η Μαΐου, της μεταρρύθμισης του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

2.   Σκέψεις για την πολιτική ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2.1

Η έκθεση υπογραμμίζει, τη σχέση μεταξύ της πολιτικής ανταγωνισμού και της αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισσαβόνας: ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, απασχόληση και βιώσιμη ανάπτυξη. Η Επιτροπή επιθυμεί να επικεντρώσει την δράση της στους βασικούς τομείς της εσωτερικής αγοράς και της ατζέντας της Λισσαβόνας, τονίζοντας την άρση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό στους τομείς που απελευθερώθηκαν πρόσφατα και σε ορισμένους άλλους τομείς που υπόκεινται σε ρυθμίσεις όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, η ενέργεια και οι μεταφορές. Η σχέση με την ατζέντα της Λισσαβόνας θα έπρεπε να αιτιολογείται καλύτερα και να εξηγείται περισσότερο.

2.2

Το προκαταρκτικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι κατά πόσον η πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να αντανακλά τις πολιτικές προτεραιότητες της δεδομένης συγκυρίας ή να διαθέτει μάλλον τη δική της λογική και αυτονομία. Η ΕΟΚΕ δίνει προτεραιότητα στην δεύτερη προσέγγιση για τους εξής λόγους:

2.2.1

Οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές και οι οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι χρειάζονται ένα σταθερό και προβλέψιμο νομικό πλαίσιο. Εάν η πολιτική του ανταγωνισμού πρέπει να κυμαίνεται ανάλογα με τις προτεραιότητες της στιγμής, τότε θα αποτελέσει πηγή νομικής αστάθειας και συνεπώς δεν θα ευνοήσει τις επενδύσεις και την απασχόληση.

2.2.2

Η δημιουργία ενός ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού αποτελεί ουσιαστικό αυτοσκοπό, όχι μόνο σε σχέση με τη συγκυριακή στρατηγική, αλλά και για να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία της ευρωπαϊκής ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Στην αντίθετη περίπτωση, η αγορά αυτή θα χάσει όλη τη σημασία της και τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει στην ευρωπαϊκή οικονομία, δηλαδή την τόνωση της ζήτησης, τη διεύρυνση της προσφοράς, την ισχύ μιας αγοράς 450 εκατομμυρίων καταναλωτών.

2.2.3

Σήμερα, σε μια διευρυμένη Ένωση, οι διαφορές, σε επίπεδο οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών είναι πολύ έντονες. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική ανταγωνισμού αποκτά τελείως ιδιαίτερη βαρύτητα. Με άλλα λόγια, η καθιέρωση ενός ανταγωνισμού πραγματικά ελεύθερου και όχι νοθευμένου έχει αποφασιστική σημασία προκειμένου να παρέχεται η εγγύηση των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης στους οικονομικούς και κοινωνικούς εταίρους τόσο σ'αυτούς που προέρχονται από τις πλούσιες χώρες όσο και σε εκείνους από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και ότι με τον τρόπο αυτό πληρούνται οι συνθήκες που ενισχύουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή της Ένωσης.

2.2.4

Η αυτονομία της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να προστατεύεται και να ενισχύεται. Πρέπει να διαρθρωθεί και με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης, όπως με τις πολιτικές υπέρ των καταναλωτών, της οικονομικής μεγέθυνσης, της καινοτομίας, της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Η πολιτική ανταγωνισμού, χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υφίσταται και θα υποστεί, πρέπει να αντανακλά το όραμα αυτό προς τα έξω. Βάσει των προαναφερθέντων η Επιτροπή πρέπει οπωσδήποτε να επιδιώξει μια διαρκή ισορροπία που θα αποσκοπεί στην καλύτερη προστασία των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και στο γενικό συμφέρον της Ένωσης. Στο μέλλον, η χάραξη κατευθυντήριων γραμμών για την εξέταση των αμφισβητουμένων περιπτώσεων πρέπει να καθορίζεται γύρω από ορισμένες επιταγές, δηλαδή:

να συνεχισθεί η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, κυρίως στον τομέα των κρατικών βοηθειών προκειμένου να αποφευχθεί κάθε ανοχή υπέρ των εθνικών πολιτικών ενίσχυσης των «εθνικών πρωταθλητών» ή των επιχειρήσεων μονοπωλίων που θα μπορούσαν να αφανίσουν τον ανταγωνισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αντίθετα, πρέπει να υποστηριχθούν οι κρατικές προσπάθειες υπέρ της καινοτομίας και της έρευνας προκειμένου να προωθηθούν μεγάλα συλλογικά ευρωπαϊκά προγράμματα για να ενισχυθεί η δυναμικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τομέα των καινοτομιών. Επίσης, οι πολιτικές υπέρ της απασχόλησης πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην παροχή υπηρεσιών προς τα άτομα (με τη δια βίου κατάρτιση, τους παιδικούς σταθμούς, την καταπολέμηση όλων των μορφών τις διακρίσεις) αντί της άμεσης βοήθειας που μπορεί να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

να καταπολεμηθούν οι νέοι «θύλακες κατά του ανταγωνισμού», όπως είναι τα ιδιωτικά μονοπώλια «που υποκαθιστούν» τα κρατικά, οι εκ των πραγμάτων δεσπόζουσες θέσεις που αποκτά μια οικονομική δραστηριότητα (π.χ. η διανομή έναντι των παραγωγών και αντιστρόφως). Πρέπει επίσης να κατανοηθεί καλύτερα η ιδιαιτερότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν αναπτυξιακή δύναμη για την Ευρώπη, των οποίων όμως η ίδρυση και η ανάπτυξη χειραγωγούνται συχνά από πρακτικές δυσμενών διακρίσεων (κρατικές ενισχύσεις, μονοπώλια, δεσπόζουσες θέσεις) που ασκούνται εις βάρος τους. Θα έπρεπε να ευνοούνται κυρίως η συνεργασία και οι συγκεντρώσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν συχνά το μοναδικό μέσο που διαθέτουν για να συναγωνίζονται ισότιμα τους ανταγωνιστές τους.

να ενεργεί με τρόπο που θα επιτρέπει στους καταναλωτές να επωφελούνται πραγματικά των οικονομιών κλίμακας και της δυναμικότητας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

2.2.5

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και κυρίως στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας, και της παιδείας, προκειμένου να γίνονται σεβαστές οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της διαφάνειας, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές. Στην περίπτωση που ανατίθενται σε ιδιωτικούς φορείς, εξολοκλήρου ή μερικώς, καθήκοντα δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, οι αρχές ανταγωνισμού πρέπει να έχουν εγγυήσεις για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης έναντι όλων των πιθανών φορέων, και συγχρόνως για την αποτελεσματικότητα, τη συνέχεια και την ποιότητα της υπηρεσίας. Με βάση τα ανωτέρω η ΕΟΚΕ επικροτεί το έργο της Επιτροπής, το οποίο συνέβαλε, μετά την απόφαση Altmark στο να διευκρινισθούν οι κανόνες χρηματοδότησης των υποχρεώσεων των δημοσίων υπηρεσιών, πράγμα που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τη διαχείριση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

2.2.6

Γενικότερα, το πρόβλημα της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού είναι ότι αυτή εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι η ενιαία αγορά λειτουργεί ιδανικά: τέλεια και δωρεάν ενημέρωση των φορέων, ελεύθερη είσοδος και έξοδος των επιχειρήσεων, τόσες αγορές όσες και οι πιθανές ή επιθυμητές δυνατότητες των παραγόντων, κατάργηση των αυξανόμενων αποδόσεων κλίμακας, κατάργηση των δεσποζουσών θέσεων. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς ορισμένων κρατών μελών τα οποία συνεχίζουν να σκέπτονται «εθνικά» και επιθυμούν να δίνουν προτεραιότητα «στους εθνικούς πρωταθλητές» ή στις επιχειρήσεις της περιοχής τους.

2.2.7

Για το σκοπό αυτό, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμός πρέπει να καταρτίσει οικονομικές και κοινωνικές εκθέσεις για την παρακολούθηση των περιπτώσεων που μελετά. Θα πρέπει επίσης να πραγματοποιήσει αναλύσεις αντίκτυπου των σημαντικότερων αποφάσεων που λαμβάνει, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της Ένωσης, όσο και σε κοινωνικό και σε σχέση με την βιώσιμη ανάπτυξη.

3.   Παρατηρήσεις για την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού στην Ε.Ε. το 2004

3.1

Σχετικά με την παρουσίαση της έκθεσης και για την καλύτερη κατανόηση του συστήματος, που θα γινόταν ακόμη πιο σαφές εάν περιείχε, ιδίως για τον τομέα της κρατικής βοήθειας, κατάλογο με τις αποφάσεις για τις οποίες δεν προβλήθηκε αντίρρηση όσον αφορά τη χορήγηση βοήθειας, και στον οποίο θα ανεφέροντο οι λόγοι για τους οποίους σε ορισμένες περιπτώσεις, η βοήθεια δεν υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 §1. Ο κατάλογος αυτός θα αποτελούσε το πλαίσιο των ορθών πρακτικών με αποδέκτες τα κράτη μέλη που χορηγούν βοήθεια.

3.2

Εξάλλου, το 2004 σημαδεύτηκε από τη διεύρυνση. Είναι όμως λυπηρό που η έκθεση δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες για την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού από τα νέα κράτη μέλη. Η ΕΟΚΕ αναμένει συνεπώς από την έκθεση για το 2005 πληρέστερες και πιο επικαιροποιημένες πληροφορίες.

3. 3   Εφαρμογή της νομοθεσίας κατά των συμφωνιών

3.3.1

Από την έκθεση συνάγεται ότι η οικονομική ανάλυση κατέστη αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής ανταγωνισμού, πράγμα που ζητούσε πάντοτε με επιμονή η ΕΟΚΕ. Η εξέλιξη της νομοθεσίας όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρα 81 και 82), σημείωσε ιδιαίτερη πραγματικά πρόοδο, η οποία συνίσταται στον καλύτερο ορισμό της αγοράς και στη βελτίωση της προσέγγισης των οριζόντιων και κάθετων πρακτικών.

3.3.1.1

Επισημαίνεται, ότι βάσει του άρθρου 81 § 3, (εξαίρεση από την απαγόρευση των περιοριστικών συμφωνιών), η οικονομική ανάλυση εμπλουτίστηκε ιδιαίτερα με τη συμπερίληψη των κερδών της αποτελεσματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορούν να προσφεύγουν σε νέες τεχνολογίες, σε καταλληλότερες μεθόδους παραγωγής, σε συνέργιες που είναι το αποτέλεσμα ενσωμάτωσης στοιχείων ενεργητικού, οικονομιών κλίμακας ή ακόμη μπορούν να προωθούν την τεχνική και τεχνολογική πρόοδο μέσω, π.χ. κοινών συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης.

3.3.2   Η πολιτική επιείκειας

3.3.2.1

Όπως επιβεβαιώνεται από τις υποθέσεις που αναφέρονται στην έκθεση, η πολιτική επιείκειας πέτυχε. Υπενθυμίζεται ότι ο μηχανισμός αυτός βασίζεται στην προτροπή στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε συμφωνία να προβούν στην «καταγγελία» της στις αρχές ανταγωνισμού, με ανταμοιβή την πλήρη ή μερική απαλλαγή τους από τα πρόστιμα που προβλέπονται. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή και ορισμένα κράτη μέλη κατήρτισαν προγράμματα επιείκειας που περιέχουν τους όρους του μηχανισμού. Τα προγράμματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις επιχειρήσεις, διότι εκτός του ότι οι συμφωνίες είναι αρκετά συχνά τελείως παράνομες, τους επιτρέπουν να αντιληφθούν ότι οι εμπορικοί τους αντιπρόσωποι συνήψαν εν αγνοία της επιχείρησης ευρεία συμφωνία, μέσω φαξ, και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τους αντιπρόσωπους άλλων επιχειρήσεων.

3.3.2.2

Όμως, η έκθεση δεν προβάλλει επαρκώς ορισμένες βασικές δυσλειτουργίες: τα υφιστάμενα προγράμματα επιείκειας στην Ε.Ε. είναι πολύ ανομοιογενή, τόσο όσον αφορά τις βασικές προϋποθέσεις για την χορήγηση επιείκειας όσο και σε διαδικαστικό επίπεδο· επιπλέον, δεν θέσπισαν προγράμματα επιείκειας όλες οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού: παρόμοιο πρόγραμμα θέσπισαν μόνο 18 αρχές, και η Επιτροπή (1).

3.3.2.3

Τέλος, το αίτημα επιείκειας που απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη αρχή δεν ισχύει για τις άλλες. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι υποχρεωμένη, για να της χορηγηθεί ασυλία, να απευθυνθεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι έχει πρωταρχική σημασία να βελτιωθεί ο μηχανισμός όσον αφορά τις περιπτώσεις πολλαπλών αιτήσεων από τις επιχειρήσεις. Έτσι, κρίνεται αναγκαίο να απλουστευθούν οι ισχύουσες διαδικασίες προκειμένου να εφαρμοσθεί ένα σύστημα ομοφωνίας για την «καταγγελία» των συμφωνιών, πράγμα που θα σταματούσε αυτόματα κάθε συμμετοχή στο καρτέλ.

3.3.3   Το ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού (ΕΔΑ)

3.3.3.1

Σύμφωνα με την έκθεση, τα πρώτα αποτελέσματα που έδωσε το ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού φαίνονται ικανοποιητικά. Μέσω αυτού, συνεργάζονται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε., ανταλλάσσοντας πληροφορίες για νέες υποθέσεις και αποφάσεις. Αν υπάρχει πρόβλημα, συντονίζουν τις έρευνες, παρέχοντας συνδρομή και ανταλλάσσοντας αποδεικτικά στοιχεία,

3.3.3.2

Η συνεργασία αυτή δημιουργεί έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν περιοριστικές διασυνοριακές πρακτικές ανταγωνισμού και συμβάλλει στην κατάργησή εκείνων που συγκρούονται με τους κανόνες της αγοράς και προξενούν τεράστιες ζημιές στον ανταγωνισμό και στους καταναλωτές.

3.3.3.3

Ένα σημαντικό ζήτημα είναι το απόρρητο των πληροφοριών. Αυτό διασφαλίζεται από μια συγκεκριμένη υπηρεσία, την ADO «Authorised disclosure officer», με την οποία ένα ή περισσότερα πρόσωπα είναι αρμόδια να παρεμβαίνουν κατά τη διαβίβαση απόρρητων πληροφοριών. Οι μηχανισμοί αυτοί εφαρμόστηκαν επανειλημμένως, από την 1η Μαΐου 2004, κυρίως με την Eπιτροπή και φαίνεται ότι στέφθηκαν με επιτυχία.

3.3.3.4

Μολονότι οι οικονομικοί παράγοντες παρουσιάζουν ένα πολύ θετικό απολογισμό της λειτουργίας του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού, εντούτοις, η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή της Επιτροπής, στις δυσκολίες που ενδεχομένως θα προκύψουν, μακροπρόθεσμα, λόγω την αύξησης των υποθέσεων, πράγμα που θα δυσχεράνει την παροχή εγγυήσεων για την πλήρη προστασία της ανταλλαγής απόρρητων πληροφοριών.

3.4   Άρθρο 82 — Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

3.4.1

Το άρθρο 82 της συνθήκης απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση κάθε δεσπόζουσας θέσης από μια επιχείρηση, (καταχρηστικές τιμές, κατανομή των αγορών με συμφωνίες για αποκλειστικές πωλήσεις, πριμ πιστότητας που αποβλέπουν στην υφαρπαγή προμηθευτών από τους ανταγωνιστές τους). Άλλωστε, στη διάταξη αυτή υπάγεται ο έλεγχος των συγκεντρώσεων από τη στιγμή που μια συγχώνευση καθιστά δυνατή μια καταχρηστική εκμετάλλευση λόγω της ενίσχυσης της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης από την οποία πηγάζει η εν λόγω ενέργεια. Το άρθρο αυτό, βασικό για τη νομοθεσία αντιτραστ, είναι ελλειπές από ορισμένες πλευρές λόγω της διφορούμενης ερμηνείας που δίνεται στην ανάλυση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων και των συνεπειών που έχει η συμμετοχή τους στις εμπορικές πρακτικές. Με άλλα λόγια, δεν δόθηκε ακόμη συγκεκριμένος ορισμός στην έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης και συνεπώς ορισμένες φορές είναι δύσκολο για τις επιχειρήσεις να γνωρίζουν τα όρια του τι επιτρέπεται και τι όχι. Π.χ. όσον αφορά τις καταχρήσεις στον τομέα των τιμών όπως τις εξοντωτικές τιμολογήσεις ή τις τιμές στις εκπτώσεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες: ένας πολύ αποτελεσματικός ανταγωνιστής μπορεί ακόμη και να ευημερήσει σε μια αγορά στην οποία η δεσπόζουσα επιχείρηση επιβάλλει τις «τιμές της», ενώ ένας «λιγότερο αποτελεσματικός» ανταγωνιστής μπορεί να αποκλεισθεί από την αγορά. Τον τελευταίο πρέπει άραγε να προστατεύσει η πολιτική ανταγωνισμού; Μήπως θα έπρεπε να αναπτυχθούν κανόνες που θα βασίζονται στην αρχή ότι καταχρηστικός θα είναι ο αποκλεισμός των «αποτελεσματικών» ανταγωνιστών;

3.4.2

Η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 82, πράγμα που επιδοκιμάζει η ΕΟΚΕ. Η Επιτροπή επιθυμεί την καθιέρωση διαδικασίας που θα πρέπει να ακολουθείται για την εκτίμηση ορισμένων πρακτικών, των πλέον συνηθισμένων, όπως των υπό όρων πωλήσεων καθώς και των εκπτώσεων και μειώσεων των τιμών που είναι δυνατόν να εξασθενήσουν τον ανταγωνισμό (2). Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τις προσπάθειες που ανέλαβε η Επιτροπή προκειμένου να κινητοποιήσει το μάξιμουμ των πόρων για τις πρακτικές που συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βλάψουν τους καταναλωτές, ώστε να δημιουργηθεί νομική σαφήνεια και ασφάλεια χάρι σε ένα σαφή ορισμό για το τι σημαίνει ο όρος κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Ελπίζει ότι το εν λόγω σχέδιο που είναι σήμερα υπό εξέταση θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις, με δεσπόζουσα θέση, να αξιολογήσουν με σαφήνεια εάν η συμπεριφορά τους είναι νόμιμη και υπενθυμίζει ότι για την ακριβή τοποθέτηση του προβληματισμού θα πρέπει να διεξαχθεί διάλογος με τους ενδιαφερόμενους παράγοντες (επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καταναλωτές, κοινωνικούς εταίρους).

3.5   Ο έλεγχος των συγκεντρώσεων

3.5.1

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την εξέλιξη που σημειώθηκε στο όνομα του ρεαλισμού, αφενός, με την καθιέρωση ενιαίας θυρίδας για τις γνωστοποιήσεις των συγκεντρώσεων, και αφετέρου όσον αφορά την απαραίτητη διασαφήνιση που δόθηκε στη δοκιμασία για τον ανταγωνισμό, εφόσον αυτή πλησιάζει περισσότερο την οικονομική πραγματικότητα και είναι πιο συμβατή με τους κανόνες που ισχύουν στα κυριότερα συστήματα ελέγχου των συγκεντρώσεων σε όλο τον κόσμο. Τέλος, μολονότι είναι δύσκολο να αποδειχθούν στην πράξη τα κέρδη που πραγματοποιούνται χάρη στην αποδοτικότητα, των συγχωνεύσεων, εντούτοις μπορεί κανείς να ελπίζει ότι σε ένα βελτιωμένο περιβάλλον, ο έλεγχος των συγκεντρώσεων θα εξυπηρετεί σε μόνιμη βάση τα συμφέροντα του ευρωπαίου καταναλωτή.

3.5.2

Όσον αφορά τις σχέσεις των μεγάλων καταστημάτων διανομής με τα συνοικιακά καταστήματα, εδώ και μερικά χρόνια παρακολουθούμε ένα φαινόμενο μαζικής συγκέντρωσης που μειώνει τα μερίδια της αγοράς των τελευταίων προς όφελος των πρώτων. Έχοντας υπόψη την ανάπτυξη εμπορικών πρακτικών, πολλές φορές πολύ καταναγκαστικών, τις πολιτικές για τους δασμούς, το μέγεθος των εκπτώσεων που χορηγούνται ανάλογα με την ποσότητα αγοράς, τα συνοικιακά καταστήματα δύσκολα μπορούν να υπερθεματίζουν σε τιμές, λόγω του σημαντικού περιθωρίου ελιγμών των μεγάλων καταστημάτων διανομής και της έλξης που διαθέτουν. Εξάλλου, στο ίδιο πλαίσιο οι παραγωγοί υποβάλλονται πολλές φορές σε υπερβολικές πιέσεις. Τέλος, η αύξηση του αριθμού των συγχωνεύσεων πρέπει να οδηγήσει στη συμφιλίωση των στόχων της πολιτικής ανταγωνισμού με τους στόχους της πολιτικής των καταναλωτών προκειμένου να υπάρξει διαρκής τροφοδοσία των αγορών, ποικιλία προσφοράς σε όρους προβολής και ποιότητας των προϊόντων. Συγχρόνως, δεν θα πρέπει να περιορισθεί η συνεργασία των μικρών επιχειρήσεων εφόσον το μερίδιο τους στο σύνολο της αγοράς δεν είναι σημαντικό στο σχετικό τομέα.

3.6   Η αναδιοργάνωση της ΓΔ Ανταγωνισμός

3.6.1

Στην έκθεση αναφέρεται ότι ο απολογισμός των αποτελεσμάτων της αναδιοργάνωσης της ΓΔ Ανταγωνισμός είναι θετικός σε απάντηση των κριτικών που διατυπώθηκαν από την κοινή γνώμη σχετικά με την Επιτροπή, όσον αφορά ορισμένες υποθέσεις (Airtours/First Choise, Tetra laval/Sidel και Schneider/Legrand).

3.6.2

Η δημιουργία μιας θέσης προϊσταμένου οικονομολόγου (Chief Competition Economist), που θα συνδράμουν πολλοί οικονομολόγοι, ο διορισμός ομάδας έμπειρων υπαλλήλων στους οποίους θα ανατεθεί η εξέταση κάτω από νέα οπτική γωνία των συμπερασμάτων των ερευνητών της ΓΔ Ανταγωνισμός για τις ευαίσθητες συγκεντρώσεις, η ενίσχυση της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, ο ρόλος του συμβούλου — ελεγκτή, είναι ορισμένα μέτρα που συγκλίνουν σε ένα κοινό στόχο, που αποβλέπει στο να καταστεί αυστηρότερη και πιο διαφανής η διαδικασία έρευνας για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται στα τρέχοντα αιτήματα της ΕΟΚΕ και πρέπει να χαιρετισθούν με ικανοποίηση.

3.6.3

Εάν η ΕΟΚΕ επικροτεί επίσης το διορισμό «υπεύθυνου για τις σχέσεις με τους καταναλωτές» προκειμένου να τους εκπροσωπεί ενώπιον της ΓΔ Ανταγωνισμός, εκφράζει εν τούτοις τη λύπη της που σχεδόν ένα χρόνο μετά το διορισμό του, στην έκθεση δεν περιέχεται ακριβής απολογισμός για το διάλογο που καθιερώθηκε με τους ευρωπαίους καταναλωτές. Η ΕΟΚΕ αναμένει συνεπώς από την έκθεση για το 2005 απτά στοιχεία που θα επιτρέψουν τη μέτρηση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας. Εξάλλου, η ΕΟΚΕ θα καταρτίσει επί του σχετικού θέματος γνωμοδότηση πρωτοβουλίας.

3.6.4

Στις πρόσφατες γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ ερευνήθηκε το θέμα των μέσων που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ιδιαίτερα στον τομέα επιτήρησης των συγκεντρώσεων, τα οποία κρίνονται πολύ ανίσχυρα σε σύγκριση με τα μέσα που μπορούν να κινητοποιήσουν οι σχετικοί παράγοντες. Το θέμα αυτό παραμένει πάντοτε ανοικτό· φαίνεται ότι η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμός υποφέρει από την έλλειψη ικανού προσωπικού για την εξέταση των υποθέσεων ορισμένων κρατών, κυρίως των νέων κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ ανησυχεί και παραμένει αμήχανη λόγω της έλλειψης σχεδιασμού σχετικά με τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων της Επιτροπής και ζητεί επειγόντως τη λήψη μέτρων για να διορθωθεί η κατάσταση.

3.6.5

Τέλος, παρά τις προσπάθειες για διαφάνεια που πραγματοποιήθηκαν ακόμη και τελευταία, η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει δραστήρια πολιτική διαβούλευσης των σχετικών εταίρων: πράγματι, όσον αφορά τις οριζόντιες περιπτώσεις που εξετάζονται από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμός, η μόνη πληροφορία για τις συγκεντρώσεις που υπάρχει στην ιστοσελίδα της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική για να περιλάβει τις απόψεις της κοινωνίας των πολιτών, και των διάφορων ενδιαφερομένων οργανώσεων όσον αφορά τη χρηστή διακυβέρνηση.

3.6.6

Σχετικά με τη δημοσίευση εθνικών αποφάσεων για τον ανταγωνισμό στην ιστοσελίδα του διαδικτύου της Επιτροπής πρέπει κανείς να διαπιστώσει ότι δεν επετεύχθηκε ο επιδιωκόμενος στόχος που είναι η ενημέρωση (άρθρο 15 §2 του κανονισμού ΕΚ 1/2003). Αφενός, παρατηρείται ότι το σύστημα που εφαρμόζεται στην ιστοσελίδα λειτουργεί μερικώς μόνο. Έτσι, κυρίως τα νέα κράτη μέλη δεν διαβιβάζουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου αντίγραφα των αποφάσεων των εθνικών τους δικαστηρίων. Η κατάσταση αυτή χειραγωγεί κατά κάποιο τρόπο την έννοια της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού στις χώρες αυτές και βλάπτει την προσδοκώμενη εναρμόνιση του. Αφετέρου, όταν υπάρχουν εθνικές αποφάσεις αυτές δεν είναι προσιτές παρά μόνο στη γλώσσα της χώρας καταγωγής, πράγμα που περιορίζει και μάλιστα εκμηδενίζει την ανάγνωσή τους, ενώ έχουν βέβαια τεράστια πρακτική σημασία λόγω των άγνωστων προβλημάτων που εκθέτουν.

3.7   Ο έλεγχος των κρατικών βοηθειών

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2005, υπενθύμισε το στόχο ότι πρέπει να συνεχισθεί η μείωση του γενικού επιπέδου των κρατικών βοηθειών, επιτρέποντας παρόλα αυτά εξαιρέσεις για ενδεχόμενες ελλείψεις της αγοράς.

3.7.1

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 7 Ιουνίου 2005 ένα πρόγραμμα δράσης για τις κρατικές βοήθειες, για το οποίο η ΕΟΚΕ εξέδωσε σχετική γνωμοδότηση (3), στην οποία και παραπέμπει. Η μελέτη της έκθεσης 2004 δημιουργεί παρόλα αυτά ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που είναι οι εξής.

3.7.2

Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η διαφάνεια σχετικά με την ενημέρωση που παρέχεται στις επιχειρήσεις που επωφελούνται ειδικής βοήθειας, (ημερομηνία γνωστοποίησης, δικαιολογητικά που παρέχονται από τα κράτη μέλη). Η διαφάνεια αυτή είναι ακόμη πιο αναγκαία εφόσον ο κίνδυνος της λήψης παράνομων βοηθειών βαρύνει τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες και μάλιστα τις πολύ μικρές, ενώ η διαδικασία γνωστοποίησης πραγματοποιήθηκε από το κράτος μέλος!

3.7.3

Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες να εκτιμούν εάν οι βοήθειες πληρούν ή όχι τα κριτήρια που απαιτούνται δεν διαθέτουν πάντοτε τις απαραίτητες γνώσεις για να φέρουν εις πέρας την οικονομική ανάλυση σχετικά με τις διαδικασίες γνωστοποίησης· συχνά οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι αυτές που χορηγούν, π.χ. τις βοήθειες στον τομέα της απασχόλησης ή του περιβάλλοντος, χωρίς να προβαίνουν στην καλύτερη δυνατή ανάλυση των μεριδίων της αγοράς, πράγμα το οποίο σε περίπτωση παράνομης βοήθειας δημιουργεί μεγάλη οικονομική αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις.

3.7.4

Στα πλαίσια της εξέτασης των βοηθειών για την αναδιάρθρωση ή τη διάσωση, παρατηρείται ότι η κοινοτική πολιτική εστιάζεται περισσότερο γύρω από τις οικονομικές συνέπειες που υφίστανται οι ανταγωνιστές του παραλήπτη της κρατικής βοήθειας και ιδιαίτερα στα μέσα που τους επιτρέπουν να «αποζημιωθούν». Πράγματι, η Επιτροπή φροντίζοντας να αποφευχθούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στις ευεργετούμενες επιχειρήσεις: μπορεί π.χ. να πρόκειται για τον περιορισμό των ποσοστών των μεριδίων της αγοράς σε συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, όπως συνέβη στην υπόθεση Thomson Multimedia, ή ακόμη να υποχρεωθεί η ευεργετούμενη επιχείρηση να συνάψει εταιρικές σχέσεις με τους ανταγωνιστές της.

3.7.5

Η ΕΟΚΕ καταγγέλλει ότι η φροντίδα αυτή αποκρύπτει μια άλλη πτυχή εξίσου σημαντική, δηλαδή τις συνέπειες παρόμοιων ενεργειών για τον τελικό καταναλωτή (πελάτη και φορολογούμενο), εφόσον η Επιτροπή δεν ερευνά επαρκώς εάν οι βοήθειες θα εμποδίσουν ή όχι την πτώση των τιμών, την ευρύτερη επιλογή προϊόντων και υπηρεσιών ή ακόμη την καλύτερη ποιότητα. Εντούτοις το συμφέρον των καταναλωτών βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ανταγωνισμού και το δικαίωμα για τις κρατικές βοήθειες πρέπει κατά ανάγκη να ωφελείται από τις ίδιες αυστηρές απαιτήσεις, σε όρους μακροπρόθεσμης ανάλυσης, για τις συγκεντρώσεις.

3.7.6

Γενικότερα, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία της όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε διαφορές όσον αφορά τις κρατικές βοήθειες μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Η ΕΟΚΕ ανησυχεί κυρίως για το γεγονός ότι πολύ συχνά οι κρατικές βοήθειες δημιουργούν διακρίσεις. Πράγματι, τα κράτη κινητοποιούνται συχνά υπέρ των επενδύσεων και της διάσωσης των μεγάλων επιχειρήσεων, παραμελώντας τις μικρομεσαίες (στην Ένωση οι τέσσερις από τις πέντε θέσεις απασχόλησης δημιουργούνται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), και ευνοεί ορισμένους τομείς ή ορισμένες επιχειρήσεις. Η κατάσταση αυτή δεν ευνοεί την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και οδηγεί στην σκλήρυνση του οικονομικού ιστού, ανεπαρκώς δυναμικού και πολύ δυσμενούς για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά.

4.   Προτάσεις για μια ενισχυμένη πολιτική ανταγωνισμού

Η ανάλυση οδηγεί έτσι την ΕΟΚΕ να διατυπώσει τις ακόλουθες συστάσεις:

4.1   Από τεχνική άποψη

4.1.1

Η Επιτροπή πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις συνέπειες της διεύρυνσης στις προσεχείς εκθέσεις της, και μάλιστα να αφιερώσει ένα ειδικό κεφάλαιο στην απαρίθμηση των εξελίξεων τόσο των νομοθετικών όσο και του ελέγχου για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

4.1.2

Για περισσότερη νομική ασφάλεια, η απλούστευση του συστήματος επιείκειας φαίνεται να έχει πρωταρχική σημασία. Έχοντας υπόψη την ευαισθησία των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται και την υποχρέωση που δημιουργεί η επανάληψη της ίδιας διαδικασίας ενώπιον των διάφορων αρχών που εμπλέκονται (συμφωνία που παράγει συνέπειες σε πολλά κράτη μέλη), κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιηθεί μια μεταρρύθμιση μέσω αμοιβαίας αναγνώρισης, ή ένα σύστημα ενιαίας θυρίδας.

4.1.2.1

Εξάλλου, είναι άκρως επιθυμητό να υπάρξει αμοιβαία προσέγγιση στα εθνικά προγράμματα μέσω μιας ευέλικτης και έμμεσης εναρμόνισης που θα μπορούσε να λάβει τη μορφή «ορθότερων πρακτικών».

4.1.3

Ενώπιον της παρούσας μεταρρύθμισης της πολιτικής που πραγματοποιεί η Επιτροπή στον τομέα της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης, μέσω του σχεδίου των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να διευκρινισθούν ορισμένα θέματα προκειμένου να επικεντρωθεί η εκτίμηση παρόμοιων καταχρήσεων στη ζημιά που υφίσταται ο καταναλωτής. Η Επιτροπή πρέπει να καθορίσει με ακρίβεια τι σημαίνουν, δεσπόζουσα θέση, κυρίως όμως τι είναι η καταχρηστική εκμετάλλευση και ποιες είναι οι διάφορες μορφές της. Θα πρέπει τέλος να καθορισθεί με ακρίβεια η διαφορά μεταξύ νόμιμου ανταγωνισμού που βασίζεται στις επιδόσεις και του παράνομου ανταγωνισμού που βλάπτει τη λειτουργία του ανταγωνισμού και συνεπώς τον καταναλωτή.

4.1.4

Στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, προκειμένου να υπολογισθεί η συμβολή της συνεκτίμησης των ωφελειών της αποτελεσματικότητας, η έκθεση της Επιτροπής θα μπορούσε στο μέλλον να αναφερθεί στις εξελίξεις των σχετικών επιχειρήσεων και στον αντίκτυπό που έχουν στους καταναλωτές.

4.1.5

Για να διασφαλιστεί μια δικαιότερη ισορροπία μεταξύ παραγωγής και διανομής (προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης εξαφάνιση των εμπορικών καταστημάτων στις αγροτικές ζώνες ή στις μειονεκτικές αστικές ζώνες, ή στις περιφέρειες που είναι αραιοκατοικημένες) θα πρέπει να ξεκινήσει, σε επίπεδο διανομής, προβληματισμός για τα μέσα ανταγωνισμού, την εμπορική νομοθεσία ή για την υποστήριξη προς τις μικρές επιχειρήσεις ώστε να είναι ελεύθερη η πρόσβαση στην αγορά των πιθανών φορέων και να επιτραπεί στις ΜΜΕ να επωφεληθούν των κρατικών βοηθειών.

4.1.6

Κρίνεται σκόπιμο να περιέχεται στις προσεχείς εκθέσεις περιγραφή των σχέσεων «του υπεύθυνου των σχέσεων με τους καταναλωτές» και με τις οργανώσεις των καταναλωτών κατά την εξέταση των υποθέσεων: θα μπορούν άραγε αυτές να εκφέρουν γνώμη ή να δίνουν πληροφορίες στην Επιτροπή στα πλαίσια υποθέσεων για συγκεντρώσεις, συμφωνίες ή καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης; Είναι σημαντικό να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα του αρμόδιου των σχέσεων με τους καταναλωτές.

4.1.7

Για να βελτιωθεί η λειτουργία του συστήματος δημοσίευσης των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, θα ήταν σκόπιμο να συγκροτηθεί ένα δίκτυο ανταποκριτών που θα συγκεντρώνουν τις δικαστικές αποφάσεις ώστε να καταστεί το σημερινό σύστημα άμεσα αποτελεσματικότερο. Για το σύστημα αυτό πρέπει να διατεθούν περισσότεροι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι.

4.2   Από πολιτική και οικονομική άποψη

4.2.1   Διεξοδικότερη εξέταση των σοβαρότερων στρεβλώσεων

4.2.1.1

Η αξιολόγηση της λειτουργίας της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να επιτρέπει τον έλεγχο του κατά πόσο αυτή ευνοεί πραγματικά τον «ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό», στα πλαίσια της Ε.Ε. και να σταθμίζει την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης των μονοπωλίων εκ των πραγμάτων και της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, του αντίκτυπου τους για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων όπως και για την επιχειρηματικότητα. Η Επιτροπή δεν πρέπει να περιορίσει τις συμφωνίες μεταξύ ΜΜΕ, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων ολοκληρωμένων ομίλων επιχειρήσεων, αλλά οφείλει να κινητοποιήσει περισσότερα μέσα προκειμένου να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις σοβαρότερες στρεβλώσεις.

4.2.1.2

Όσον αφορά τα ελεύθερα επαγγέλματα, η Επιτροπή δημοσίευσε, ύστερα από την ανακοίνωση της 9ης Φεβρουαρίου 2004, έκθεση για τον ανταγωνισμό στον εν λόγω τομέα (4), στην οποία εκθέτονται οι πρόοδοι που σημειώθηκαν όσον αφορά την κατάργηση των μη απαραίτητων περιορισμών του ανταγωνισμού, όπως οι υποχρεωτικές τιμές, οι κανόνες στον τομέα της διαφήμισης, οι περιορισμοί πρόσβασης σε επάγγελμα και ορισμένα προστατευόμενα επαγγέλματα. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να εκπληρώσει την δέσμευσή της και επιβεβαιώνει την άποψη που διατυπώθηκε ομόφωνα στη γνωμοδότηση της με θέμα την έκθεση σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού για το 2003, σύμφωνα με την οποία η εισαγωγή μηχανισμών ευνοϊκότερων για τον ανταγωνισμό θα επιτρέψει στα ελεύθερα επαγγέλματα να βελτιώσουν την ποιότητα και την προσφορά των υπηρεσιών τους, πράγμα που θα ευνοήσει άμεσα τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

4.2.2   Καταπολέμηση της κατάτμησης της αγοράς και ανάπτυξη οικονομικών και κοινωνικών μελετών

4.2.2.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να εξετασθεί η πολιτική ανταγωνισμού σε όρους συνολικής συνοχής της Ένωσης, και διερωτάται μήπως οι πολύ εθνικές ακόμη συμπεριφορές (άμεσες κρατικές βοήθειες ή καλυμμένες, βοήθειες που χορηγούνται σε «εθνικούς πρωταθλητές» για την προσέλκυση επενδύσεων, συμπεριφορές που δημιουργούν διακρίσεις, συνέχιση μονοπωλίων εκ των πραγμάτων, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, κ.λπ.) δεν στοχεύουν παρά στη διατήρηση της κατάτμησης της ενιαίας αγοράς και στο να παρεμποδίσουν την προσέγγιση των οικονομικών εταίρων της Ένωσης. Με το πνεύμα αυτό η Επιτροπή οφείλει επίσης να πραγματοποιήσει οικονομικές και κοινωνικές αναλύσεις για τον αντίκτυπο που έχουν συνολικά οι πολιτικές αποφάσεις και να καλέσει το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την αλλαγή των συμπεριφορών και των πρακτικών κατάτμησης που περιορίζουν τα συμφέροντα των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων της.

4.2.3   Εγγύηση για την καλύτερη δυνατή ενημέρωση και διαβούλευση

4.2.3.1

Η ΕΟΚΕ είναι στη διάθεση της Επιτροπής για να εξετάσει τις κατευθύνσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια — εντός των πλαισίων που επιτρέπει ο σεβασμός της ζωής των υποθέσεων — για τους παράγοντες που αφορά η πολιτική ανταγωνισμού: οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι, καταναλωτές και άλλοι φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Κυρίως, στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να διερωτηθεί κανείς για τα μέσα οργάνωσης μιας δραστηριότερης συμμετοχής των τελευταίων, τόσο μέσω μιας διαδικασίας διαβούλευσης όσο και μέσω ακροάσεων, πράγμα που θα ανταποκρινόταν στο μέλημα της χρηστής διακυβέρνησης και της συμμετοχικής δημοκρατίας. Γενικότερα, θα έπρεπε να καθιερωθεί ένα δίκτυο πληροφόρησης για το άμεσο περιβάλλον που θα κάνει ευρύτερα γνωστές τις προτεραιότητες της πολιτικής ανταγωνισμού και θα ενημερώνει τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές όσον αφορά τα δικαιώματά και τις υποχρεώσεις τους. Το δίκτυο αυτό θα βασιζόταν στο δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κέντρων Πληροφοριών της Γενικής Διεύθυνσης Επιχείρηση, και στο σύνολο των δικτύων των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων και των οργανώσεων των καταναλωτών. Η εν λόγω δράση για διαρκή και αποτελεσματική ενημέρωση είναι αναγκαία ιδίως στα νέα κράτη μέλη και στις υποψήφιες χώρες

4.2.4   Διασφάλιση σφαιρικής συνοχής μεταξύ πολιτικής ανταγωνισμού και των άλλων πολιτικών της Ένωσης

4.2.4.1

Η πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική λειτουργία της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Οι δυσλειτουργίες της τονίζουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλισθεί η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και να σταματήσουν οι πρακτικές που τείνουν συστηματικά στην κατάτμηση της. Όμως η πολιτική αυτή δεν μπορεί να είναι καθεαυτού ικανοποιητική χωρίς το συνολικό συντονισμό των πολιτικών της Ένωσης με σκοπό την επιτυχία της αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισσαβόνας και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής για την προστασία των καταναλωτών. Πάντως, είναι επείγον να καταρτισθεί ένα οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα συνοχής για την Ένωση το οποίο θα ανέθετε στην πολιτική ανταγωνισμού ένα συγκεκριμένο ρόλο για να αποκτήσει εκ νέου μια νέα νομιμότητα, με τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους όσον αφορά την πρόσβαση στην ενιαία αγορά, προκειμένου να ωφεληθούν πραγματικά οι καταναλωτές, οι επιχειρηματίες και οι μισθωτοί από τα πλεονεκτήματα της πρώτης αγοράς στον κόσμο.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Το Βελγίο, η Κύπρος, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Εσθονία, η Φιλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πολωνία,η Σλοβακία, η Σουηδία, και η Μεγάλη Βρετανία.

(2)  ΓΔ Ανταγωνισμός, έγγραφο συζήτησης για την εφαρμογή του άρθρου 82 της συνθήκης περί αποκλειστικών καταχρήσεων. Δημόσια ακρόαση, Δεκέμβριος 2005

(3)  EE C 65 της 17.3.2006, εισηγητής ο κ. Pezzini

(4)  Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών COM82004)83, 9 Φεβρουαρίου 2004, (SEC(2005)1064)


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/14


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής τυποποίησης»

COM(2005) 377 τελικό — 2005/0157 (COD)

(2006/C 110/03)

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε, να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 21 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. PEZZINI.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειας της 15ης και 16ης Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου) η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 140 ψήφους υπέρ, μία κατά και μία αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την πρόταση της Επιτροπής να δοθεί ένα ασφαλές, σαφές και διαφανές νομικό πλαίσιο στη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής τυποποίησης, λόγω της σημασίας που έχει το σύστημα τυποποίησης για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και λόγω του ρόλου που τα ευρωπαϊκά τεχνικά πρότυπα διαδραματίζουν στην εφαρμογή της νομοθεσίας και των κοινοτικών πολιτικών.

1.2

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι η ευρωπαϊκή τυποποίηση είναι, και πρέπει να συνεχίσει να είναι, εθελοντική δραστηριότητα που ασκείται από και για τα ενδιαφερόμενα μέρη με στόχο την επεξεργασία προτύπων και άλλων προϊόντων τυποποίησης που να καλύπτουν τις ανάγκες τους.

1.3

Η ΕΟΚΕ συνιστά στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή μια πιο προενεργό προσέγγιση της ευρωπαϊκής πολιτικής τυποποίησης η οποία θα πρέπει να θεωρείται μια από τις βασικές πολιτικές της Ενώσεως για την υλοποίηση του προγράμματος της Λισσαβώνας που αναθεωρήθηκε πρόσφατα. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να συμβάλει ώστε να ωριμάσει στα ευρωπαϊκά και εθνικά όργανα καθώς και στις επιχειρήσεις ένα πραγματικό «πνεύμα τυποποίησης» ως στρατηγικό στοιχείο στο εσωτερικό και διεθνές επίπεδο.

1.4

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ουσιαστικό να διασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών σε ένα ενισχυμένο ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης και ιδιαίτερα η συμμετοχή των ΜΚΟ, των ΜΜΕ, των οργανώσεων των καταναλωτών και των οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται και οικονομική υποστήριξη για την κατάρτιση εξειδικευμένων ανθρώπινων πόρων.

1.5

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η ευρωπαϊκή τυποποίηση είναι σημαντική για τη λειτουργία και την εδραίωση της εσωτερικής αγοράς, κυρίως χάρις στις οδηγίες της λεγόμενης «νέας προσέγγισης» στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας, της προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, καθώς και για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας σε πολλούς τομείς κυρίως δε στις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή τυποποίηση επιτρέπει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, διευκολύνοντας ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και των υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά αλλά και στη διεθνή.

1.6

Όσον αφορά το ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης, που αποτελεί στρατηγικό και αναγκαίο πόρο, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί υγιής και βιώσιμη διαχείριση των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων καθώς και η δυνατότητα επιδίωξης των κοινών στόχων συνεργασίας και των απαραίτητων διοικητικών και χρηματοδοτικών συνθηκών, αφενός για να διατηρηθεί η ανεξαρτησία και η ουδετερότητα και, αφετέρου για να ενισχυθεί η λειτουργικότητα και η παραγωγή τυποποίησης.

1.7

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι το συνολικό ποσό που προτείνεται δεν επαρκεί για την υποστήριξη ολόκληρου του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης για την εξεταζόμενη πενταετία και ότι θα πρέπει να αυξηθεί πάνω από το υφιστάμενο ανώτατο όριο του 2 %, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ελεύθερη παραγωγή και διάδοση της τυποποίησης ώστε να συνάδει με την διεύρυνση της ΕΕ σε 25 χώρες και με τις προοπτικές της μελλοντικής προσχώρησης των υποψήφιων χωρών.

1.8

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι έχει σημασία:

η διασφάλιση της μέγιστης διαφάνειας και ασφάλειας στη χρηματοδότηση των κεντρικών ευρωπαϊκών δομών τυποποίησης, με την αποσαφήνιση των αποδεκτών δαπανών για τις υποδομές και τις υπηρεσίες επί της διαδικασίας που παρέχουν οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης (ΕΟΤ) για την παραγωγή προτύπων, τα οποία αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα που έχουν επεξεργαστεί οι εμπειρογνώμονες των τεχνικών επιτροπών,

η απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών χρηματοδότησης, με τη διασφάλιση της αποδοχής των κατ' αποκοπήν δαπανών ανά μονάδα, ώστε να αποφευχθούν πολύπλοκες διαδικασίες για την κατάρτιση χρηματοδοτικών αναφορών, δεδομένου ότι συχνά απορροφούν το 30 % σχεδόν της εκταμιευμένης χρηματοδότησης,

η συμπερίληψη για τις υπηρεσίες, όπως αυτές που παρέχουν οι ΕΟΤ, των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων που να σέβονται πραγματικά τους όρους της «ισότιμης εταιρικής σχέσης» μεταξύ ΕΟΤ και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή μεταξύ παρόχου και αποδέκτη των υπηρεσιών· τούτο ωστόσο δεν πρέπει να αφορά τα πρότυπα που έχουν παραχθεί σε εθελοντική βάση, τα οποία παραμένουν ιδιοκτησία των οργανισμών τυποποίησης.

1.9

Οι ΕΟΤ παρέχουν τις υποδομές και τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την παραγωγή προτύπων, αλλά δεν παράγουν πρότυπα, τα οποία αντιθέτως αποτελούν καρπό των εργασιών των τεχνικών εμπειρογνωμόνων. Τούτο, κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, θα πρέπει να καταστεί σαφές ως σημαντικό σημείο των αιτιολογικών σκέψεων.

1.10

Το συνολικό ποσό των 134 εκατομμυρίων ευρώ που προτείνει η Επιτροπή για την περίοδο 2006–2010, μετά βίας επαρκεί.

2.   Αιτιολογία

2.1

Η ΕΟΚΕ τάχθηκε πάντα υπέρ μιας ευρύτερης χρήσης της ευρωπαϊκής τυποποίησης στις πολιτικές και στη νομοθεσία της Ένωσης, για να ενισχυθεί, ανάλογα με τις ανάγκες τόσο της κοινωνίας όσο και των επιχειρήσεων, η επέκταση της τεχνικής τυποποίησης σε νέους τομείς όπως: οι υπηρεσίες, οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας, οι μεταφορές, η προστασία των καταναλωτών και ο σεβασμός του περιβάλλοντος.

2.2

Ειδικότερα, αυξάνεται η γνώση τόσο των επιχειρηματιών όσο και των άλλων ενδιαφερόμενων μερών για τα οφέλη που παρέχει η τυποποίηση στον επιχειρηματικό κόσμο: η γνώση αυτή εκδηλώνεται με την ενίσχυση των κυριότερων ευρωπαϊκών δομών τυποποίησης (CEN/CENELEC/ETSI) και την πλήρη συμμετοχή στη διαδικασία επεξεργασίας προτύπων όλων των ενδιαφερομένων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

2.2.1

Λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες των οργανισμών αυτών να υλοποιήσουν τους στόχους που έθεσε η στρατηγική της Λισσαβώνας, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ευχή να υπάρχει σημαντική παρουσία της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών στα διοικητικά τους συμβούλια.

2.3

Για να ενισχυθεί η παρουσία και η συμμετοχή των διαφόρων φορέων της κοινωνίας των πολιτών στις διαδικασίες τυποποίησης που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των CEN, CENELEC και ETSI (1), συμμετέχουν σε αυτούς, ως πλήρη μέλη, οργανισμοί όπως οι ANEC, ETUI-REHS, NORMAPME και πρόσφατα ο ECOS (2), που συστάθηκε το 2002.

2.4

Η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένα (3) ταχθεί υπέρ της αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει σήμερα την τυποποίηση, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις τελευταίες εξελίξεις και προκλήσεις όσον αφορά τα ευρωπαϊκά τεχνικά πρότυπα, και υπέρ της νομοθετικής απλοποίησης, με βάση την αρχή της «βελτίωσης της νομοθεσίας»  (4) και τους προσανατολισμούς της «Βιομηχανικής πολιτικής σε μια διευρυμένη Ευρώπη»  (5) αλλά και σύμφωνα με τις προτεραιότητες της στρατηγικής της εσωτερικής αγοράς για την περίοδο 2003-2006 (6).

2.5

Η ΕΟΚΕ τάχθηκε επίσης υπέρ της υιοθέτησης ενός σταθερού δημοσιονομικού πλαισίου που να στηρίζει την ευρωπαϊκή τυποποίηση, το οποίο να έχει στέρεες νομικές βάσεις. Παράλληλα πρέπει να διασφαλιστεί η συγχρηματοδότηση μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών των δραστηριοτήτων τυποποίησης, των ευρωπαϊκών υποδομών, καθώς και των δράσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση των συνεργιών μεταξύ των ΕΟΤ, προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματική η διαδικασία για την παραγωγή ευρωπαϊκών τεχνικών προτύπων και η προώθηση των διεθνών προτύπων.

2.5.1

Η μεγαλύτερη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών θα μπορούσε να διασφαλίσει καλύτερη και ακριβέστερη παραγωγή προτύπων για τους ενδιαφερόμενους φορείς.

2.6

Η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πνεύματος στην τεχνική τυποποίηση είναι σημαντική για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και ισορροπημένη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης των 25. Είναι συνεπώς σημαντικό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να εξασφαλιστούν δομές ικανές να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά:

στις απαιτήσεις της «νέας προσέγγισης»,

στις απαιτήσεις της διαλειτουργικότητας των αγορών,

στις δεσμεύσεις και στις ευκαιρίες σε θέματα ανταγωνιστικότητας, που αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στις διεθνείς αγορές.

2.7

Το 2004 ο συνολικός αριθμός των ευρωπαϊκών προτύπων ήταν περίπου 1 200 για την CEN και περίπου 400 για την CENELEC: δηλαδή το σύνολο των ευρωπαϊκών προτύπων που έχουν εγκρίνει οι δύο οργανισμοί έφθασε σχεδόν τις 15 000.

2.8

Τα χαρακτηριστικά που συνέβαλαν σε αυτή την επιτυχία πρέπει, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, να διατηρηθούν ακέραια και, ενδεχομένως να ενισχυθούν. Το νέο νομικό πλαίσιο που βασίζεται στα άρθρα 95 και 157 της Συνθήκης, και το οποίο διέπει τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τυποποίησης δεν πρέπει με κανέναν τρόπο, κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, να θέσει υπό αμφισβήτηση τη φύση και τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας τυποποίησης, που πρέπει να παραμείνει ελεύθερη, εθελοντική και συναινετική.

2.9

Από την άλλη πλευρά, η ΕΟΚΕ γνωρίζει τη σημασία που έχει ο ορθολογισμός, η εδραίωση και η ασφάλεια στο χρόνο του δημοσιονομικού πλαισίου των κεντρικών ευρωπαϊκών δομών, ακόμη και σε σχέση με την αυξημένη προσφυγή στα τεχνικά πρότυπα που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια.

2.9.1

Πράγματι, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για την αποφυγή νέων φραγμών στις συναλλαγές μέσω ενός συστήματος τυποποίησης, ικανού να υποστηρίξει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων, των υπηρεσιών και των διεργασιών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με στόχο την επίτευξη των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών διαστάσεων σύμφωνα με τη στρατηγική της Λισσαβώνας.

2.10

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμιά νομική αναφορά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που να διέπει ρητά τη χρηματοδότηση του συστήματος τεχνικής τυποποίησης και να επιτρέπει στην Επιτροπή να στηρίζει οικονομικά, με πρόσθετους πόρους, όλες τις δραστηριότητες τυποποίησης.

2.10.1

Όπως είναι γνωστό, αυτές οι δραστηριότητες εκτείνονται από τις τεχνολογίες της πληροφορίας και επικοινωνίας ως τις μεταφορές, από την προστασία του περιβάλλοντος και του καταναλωτή ως την ασφαλή επεξεργασία των τροφίμων και την ασφάλεια των προϊόντων διατροφής, από την προ-κανονιστική και συν-κανονιστική έρευνα στον τομέα των υπηρεσιών ως τα «νέα προσδοκώμενα αποτελέσματα»  (7).

2.11

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συνοχή και σταθερότητα στις κεντρικές δομές των CEN, CENELEC και ETSI, ειδικότερα μετά την ένταξη των νέων κρατών μελών και ενόψει των μελλοντικών διευρύνσεων της Ένωσης.

2.12

Ενώ οι εθνικοί οργανισμοί τυποποίησης μπορούν να χρησιμοποιήσουν, για τη χρηματοδότησή τους, τις άμεσες εισπράξεις από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, οι κοινοτικές υποδομές εξαρτώνται μόνο από τις συνδρομές των μελών και από τις πρόσθετες χρηματοδοτήσεις ΕΕ και ΕΖΕΣ οι οποίες, για διάφορους λόγους, δεν επαρκούν για να διασφαλίσουν αποτελεσματικότητα και σταθερότητα στο ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης.

2.13

Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματα που υιοθέτησε το 2002, είχε καλέσει τις δημόσιες αρχές να αποδώσουν στρατηγική σημασία στην τυποποίηση και να καταστήσουν σαφή τη δέσμευσή τους προς αυτή την κατεύθυνση, κυρίως μέσω ειδικής συνεισφοράς, με στόχο τη διατήρηση αποτελεσματικών και αποδοτικών υποδομών τυποποίησης.

2.14

Τον Δεκέμβριο του 2004, το Συμβούλιο έλαβε γνώση της πρωτοβουλίας της Επιτροπής να αναθεωρήσει το θεσμικό πλαίσιο και να προτείνει μια νέα νομική βάση για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής τυποποίησης (8). Κάλεσε συνεπώς την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς οργανισμούς τυποποίησης να εξετάσουν τους πιθανούς τρόπους βελτιστοποίησης του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης, με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Τους κάλεσε επίσης να εξετάσουν περαιτέρω επιλογές για να την εξασφάλιση της αποτελεσματικής χρηματοδότησης της τυποποίησης στην Ευρώπη (9).

2.15

Η Επιτροπή συνέταξε διάφορες προτάσεις για τα πιθανά σενάρια (10), σχετικά με τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης:

ένα σενάριο μη παρέμβασης,

ένα σενάριο αποκλειστικής χρηματοδότησης από τη βιομηχανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη,

ένα σενάριο αποκλειστικής χρηματοδότησης από τα κράτη μέλη και τους εθνικούς οργανισμούς τυποποίησης,

ένα σενάριο προστιθέμενης αξίας με την οικονομική συμμετοχή της Κοινότητας.

2.16

Η αποκλειστική χρηματοδότηση από τη βιομηχανία και τους άλλους «φορείς» περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή τεχνικών προτύπων με προσανατολισμό την αγορά, με στόχο δηλαδή τη βελτίωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια αγορά.

2.16.1

Αυτός ο τύπος χρηματοδότησης έχει το πλεονέκτημα ότι προέρχεται άμεσα από τη βούληση των επιχειρήσεων και αντικατοπτρίζει τις ανάγκες της αγοράς, χωρίς να εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα θα μπορούσε ωστόσο να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο επίπεδο της προστασίας, και μάλιστα της ισόρροπης προστασίας, όλων των συμφερόντων που εκπροσωπούνται, και ιδιαίτερα των συμφερόντων των MME.

2.17

Το σενάριο αποκλειστικής χρηματοδότησης από τα κράτη μέλη, μέσω των ΕΟΤ που είναι μέλη των CEN, CENELEC και ETSI, ενδέχεται να αποδυναμώσει τον ευρωπαϊκό συντονισμό και τη συνοχή του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης.

2.17.1

Από την άλλη πλευρά, η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που προβλέπονται στη Συνθήκη.

2.18

Η μεγαλύτερη συμμετοχή της Επιτροπής παρέχει έντονη ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία στην τεχνική τυποποίηση, καταργώντας εθνικά πρότυπα που δεν είναι σύμφωνα με αυτή και ενισχύοντας τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, ακόμη και σε ό,τι αφορά τις οικονομίες κλίμακας για την παραγωγή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

2.18.1

Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει και να κατευθύνει τη διαδικασία τυποποίησης με βάση την κοινοτική οπτική γωνία, με πιθανές βελτιώσεις όσον αφορά την προβολή, τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα κατά τη στήριξη των πολιτικών της.

2.19

Όσον αφορά τις δαπάνες, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες (11), το ύψος των ετήσιων δαπανών του συστήματος τυποποίησης CEN/CENELEC/ETSI, ανέρχεται γύρω στα 700 εκατομμύρια ευρώ, κατανεμημένα ως εξής:

το 26 % για τις θεσμικές δαπάνες των ΕΟΤ,

το 2 % για τις δαπάνες διαχείρισης του κέντρου διαχείρισης της CEN (CMC),

το72 % για τις δαπάνες συμμετοχής των εθνικών εμπειρογνωμόνων στις διάφορες επιτροπές τυποποίησης.

2.20

Από την πλευρά των εσόδων, οι κύριες πηγές χρηματοδότησης που υπάρχουν σήμερα μπορούν να κατανεμηθούν ως εξής:

2 % από τις εισφορές ΕΕ/ΕΖΕΣ,

8 % από τις εισφορές των εθνικών κυβερνήσεων,

90 % από τις εισφορές της βιομηχανίας και των ενδιαφερομένων μερών.

2.21

Σήμερα η οικονομική υποστήριξη της ευρωπαϊκής τυποποίησης βασίζεται σε πολλές πράξεις οι οποίες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν περιέχουν σαφείς και ειδικούς όρους για τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης. Οι πράξεις αυτές παρέχουν μία βάση που επιτρέπει στην Επιτροπή να ζητεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης (CEN, CENELEC, ETSI) να επεξεργαστούν ευρωπαϊκά πρότυπα για τη στήριξη των πολιτικών της.

2.22

Η οικονομική υποστήριξη της ευρωπαϊκής τυποποίησης εντάσσεται στο πλαίσιο εταιρικών σχέσεων που έχουν θεσπιστεί μεταξύ της Επιτροπής, της ΕΖΕΣ και των ευρωπαϊκών οργανισμών τυποποίησης, και περιλαμβάνονται στις γενικές κατευθύνσεις για τη συνεργασία που υπεγράφησαν στις 28 Μαρτίου 2003.

2.23

Η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων ευρωπαϊκής τυποποίησης αφορά κυρίως:

ετήσιες συμβάσεις απόδοσης με τους ΕΟΤ, για τη βελτίωση της λειτουργίας των κεντρικών τους γραμματειών όσον αφορά τη συνοχή, την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα και την προβολή,

τη βελτίωση της ποιότητας της ευρωπαϊκής τυποποίησης χάρις στην αξιολόγηση, από εξωτερικούς συμβούλους, των σχεδίων των εναρμονισμένων προτύπων και στη μετάφραση, ανάλογα με τις ανάγκες, της τελικής τους μορφής,

υπηρεσίες για την επεξεργασία ευρωπαϊκών προτύπων ή άλλων προϊόντων τυποποίησης για τη στήριξη των κοινοτικών πολιτικών και της νομοθεσίας,

την προώθηση και την προβολή του ευρωπαϊκού συστήματος τυποποίησης και των ευρωπαϊκών προτύπων,

την τεχνική βοήθεια και συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τη διεθνή συνεργασία.

2.23.1

Παράλληλα, η τυποποίηση συμβάλλει στη μείωση των τεχνικών φραγμών του διεθνούς εμπορίου μέσω των συμφωνιών που έχουν συζητηθεί στον ΠΟΕ, όπως η TABD (Trans Atlantic Business Dialogue- Διατλαντικός επιχειρηματικός διάλογος) και η MEBF (Mercosur European Business Forum- Φόρουμ ευρωπαϊκών επιχειρήσεων- Mercosur), και μέσω της μεταφοράς των ευρωπαϊκών τεχνικών προτύπων στα διεθνή πρότυπα: ISO, IEC, ITU.

3.   Ειδικές παρατηρήσεις

3.1

Κατά την ΕΟΚΕ, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά της διαδικασίας της ευρωπαϊκής τυποποίησης, η οποία θα πρέπει να παραμείνει εθελοντική, βασισμένη στην ομοφωνία και με προσανατολισμό την αγορά, θα ήταν σκόπιμο να παρεμβληθεί μια νέα αιτιολογική σκέψη ως εξής:

«Η διαδικασία τυποποίησης πρέπει να παραμείνει εθελοντική, βασισμένη στην ομοφωνία και με προσανατολισμό την αγορά. Τα χαρακτηριστικά αυτά πρέπει να διατηρηθούν και να αξιοποιηθούν από τις νέες κοινοτικές νομικές βάσεις για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής τυποποίησης, στα πλαίσια του σχεδίου δράσεως για την ευρωπαϊκή τυποποίηση που υιοθέτησε η Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2005: το σχέδιο αυτό θα πρέπει να ενημερώνεται ετησίως με βάση τη σύμφωνη γνώμη των ΕΟΤ και των ενδιαφερομένων μερών».

3.2

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η ταχύτητα των τεχνολογικών μεταβολών δεν αιτιολογεί τον πολλαπλασιασμό των κοινοπραξιών και των φόρουμ για τη δημιουργία ειδικών τεχνικών εκ μέρους της βιομηχανίας, εκτός της επίσημης διαδικασίας ευρωπαϊκής τυποποίησης. Πράγματι αυτό ενέχει τον κίνδυνο να αποδυναμωθούν βασικά στοιχεία της ευρωπαϊκής τυποποίησης: ανοιχτή συμμετοχή σε όλους τους εμπειρογνώμονες, ιδίως των μικρότερων επιχειρήσεων· διαφάνεια της όλης διαδικασίας· επέκταση της βάσεως της εθελοντικής συμφωνίας. Πιστεύει συνεπώς ότι έχει σημασία να παρεμβληθεί η ακόλουθη νέα αιτιολογική σκέψη:

«Οι νέες νομικές βάσεις της χρηματοδότησης θα πρέπει να διασφαλίσουν καλύτερη αποτελεσματικότητα της τυποποίησης και την ενίσχυσή της, για να μπορεί να ανταποκριθεί στο εσωτερικό μιας διαφανούς, ανοιχτής και εθελοντικής διαδικασίας, στα νέα “προσδοκώμενα αποτελέσματα”: συγκεκριμένες τεχνικές, τεχνικές εκθέσεις και οδηγoί. Όσον αφορά τα “προσδοκώμενα αποτελέσματα” (12) οι ΕΟΤ θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τόσο τις ανάγκες όλων των ενδιαφερομένων μερών, ιδιαίτερα εκείνων με την πιο αδύνατη διάρθρωση και τις μικρότερες διαστάσεις, όσο και τις νόμιμες απαιτήσεις των οργανώσεων των καταναλωτών».

3.3

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι θα ήταν σκόπιμο να τροποποιηθεί η τέταρτη αιτιολογική σκέψη, διότι στόχος δεν θα πρέπει να είναι μόνο η νομική θεμελίωση «της χρηματοδότησης από την Κοινότητα όλων των δραστηριοτήτων της ευρωπαϊκής τυποποίησης που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των πολιτικών της και της νομοθεσίας της», αλλά και της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής διαδικασίας τυποποίησης ως θεμελιώδους στοιχείου της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, της προστασίας του καταναλωτή, της προστασίας της υγείας και της ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών:

«Είναι απαραίτητο να δοθεί σαφής, ολοκληρωμένη και λεπτομερής νομική θεμελίωση στη χρηματοδότηση εκ μέρους της Κοινότητας όλων των δραστηριοτήτων ευρωπαϊκής τυποποίησης, που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των πολιτικών της και της νομοθεσίας της και για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής διαδικασίας τυποποίησης, ως βασικού στοιχείου της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, της διάδοσης των νέων καινοτόμων τεχνολογιών, της προστασίας του καταναλωτή, της προστασίας της υγείας και της ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών».

3.4

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να διασαφηνιστεί καλύτερα ότι οι ΕΟΤ δεν παράγουν τεχνικούς κανόνες, αλλά παρέχουν μια υπηρεσία ευρωπαϊκών υποδομών, στα πλαίσια της οποίας εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν τα συμμετέχοντα ενδιαφερόμενα μέρη επεξεργάζονται τους κανόνες· για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρεμβληθεί νέα αιτιολογική σκέψη μετά την αιτιολογική σκέψη 8:

«Οι οργανισμοί ευρωπαϊκής τυποποίησης παρέχουν κυρίως υπηρεσίες υποδομής για την κατάρτιση τεχνικών κανόνων, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από μια ελεύθερη διαδικασία ομόφωνης τεχνικής επεξεργασίας εκ μέρους των εκπροσώπων των ενδιαφερομένων μερών».

3.5

Στο άρθρο 3 της πρότασης αποφάσεως, «Επιλέξιμες δραστηριότητες τυποποίησης για κοινοτική χρηματοδότηση», η ΕΟΚΕ προτείνει να προστεθούν στην παράγραφο 1, μετά το σημείο στ), δύο νέα σημεία ζ) και η):

3.5.1

Όπως ήδη αναφέρθηκε στο σημείο 1.4 της παρούσης γνωμοδοτήσεως, η κατάρτιση των ενδιαφερόμενων φορέων σε θέματα τυποποίησης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Άρθρο 3, νέο σημείο ζ)

«κατάρτιση των εκπροσώπων των ενδιαφερομένων μερών, ειδικότερα των μικρότερων επιχειρήσεων, του τομέα των υπηρεσιών και της διανομής και των λιγότερο δομημένων οργανισμών, τόσο στο γενικό επίπεδο της διαδικασίας τυποποίησης, όσο και στο ειδικό τεχνικό, για να ενισχυθούν οι ικανότητές τους για “συμπαραγωγή” των ευρωπαϊκών και διεθνών κανόνων».

3.5.2

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των φορέων της κοινωνίας των πολιτών στις διαδικασίες τυποποίησης, κρίνεται απαραίτητο να ενισχυθούν οι συνδέσεις στο δίκτυο. Άρθρο 3, νέο σημείο η)

«ενίσχυση του διεπιστημονικού συντονισμού των μεθόδων, διαδικασιών και πολιτικών, των ευρωπαϊκών διαλογικών δικτύων πληροφορικής μεταξύ των εθνικών/περιφερειακών οργανισμών τυποποίησης».

3.6   Οι κανόνες χρηματοδότησης

3.6.1

Η δραστηριότητα των οργανισμών τυποποίησης μοιάζει με δραστηριότητα γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, εφόσον παράγει υπηρεσίες απαραίτητες για την υγεία, το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη.

3.6.2

Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των κεντρικών γραμματειών των ευρωπαϊκών οργανισμών τυποποίησης μπορεί να χορηγηθεί, πέραν της μορφής, «επιδοτήσεων ενεργειών» και «επιδοτήσεων λειτουργίας» (13) ακόμη και με την πρόσκληση υποβολής προτάσεων (Procurement), σύμφωνα με τη διαδικασία των δημόσιων συμβάσεων. Δηλαδή, σύμφωνα με πιο εύκαμπτες αρχές.

3.6.3

Άρθρο 5, «Κανόνες χρηματοδότησης», σημείο 5. Όσον αφορά τις συμφωνίες πλαίσια εταιρικής σχέσης μεταξύ των ΕΟΤ και της Επιτροπής (άρθρο 5), η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι είναι σκόπιμο οι συμφωνίες αυτές να αποτελούν καρπό μιας πραγματικής «ισότιμης εταιρικής σχέσης» και να μην επιβάλλονται μονομερώς. Επίσης, επιβάλλεται να γίνουν πιο ευκίνητες οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και ο διοικητικός έλεγχος, αποφεύγοντας τα επαχθή συστήματα πιστοποίησης και λογιστικής αναθεώρησης του καταλογιστέου κόστους, χρησιμοποιώντας συστήματα κατ' αποκοπήν, με 100 % κάλυψη του οριακού κόστους.

3.7   Οι περιβαλλοντικές πτυχές

3.7.1

Εκτός από τον βασικό στόχο των προτύπων, που είναι η διευκόλυνση των συναλλαγών, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, η συμβολή στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας των διαδικασιών και των υπηρεσιών, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις περιβαλλοντικές πτυχές.

3.7.2

Παράδειγμα αποτελεί η ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων, η οποία επικεντρώνεται στην έννοια του «περιβαλλοντικού κύκλου ζωής» (14). Οι αναλύσεις των περιβαλλοντικών πτυχών σε επίπεδο επιχείρησης και «θέσης» έχουν ήδη ενταχθεί στο EN/ISO 14.001, που έχει υιοθετηθεί ως ευρωπαϊκό πρότυπο. Επίσης τα άλλα πρότυπα της σειράς ISO 14.000 (περιβαλλοντική διαχείριση) έχουν εισαχθεί στην ευρωπαϊκή πρακτική: ISO 14.020, περιβαλλοντικές ετικέτες και δηλώσεις· ISO 14.030, αξιολόγηση των περιβαλλοντικών παροχών· ISO 14.040, LCA (Life Cycle Assessment-αξιολόγηση του κύκλου ζωής).

3.8   Οι όροι διαχείρισης, εφαρμογής και παρακολούθησης.

3.8.1

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί η παράγραφος 2 του άρθρου 6, σύμφωνα με τη νέα τροποποιημένη αιτιολογική σκέψη 4.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  CEN: Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης, CENELEC: Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης, ETSI: Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων.

(2)  ANEC = οργανισμός εκπροσώπησης των καταναλωτών. ETUI-REHS πρώην TUTB = οργανισμός εκπροσώπησης των εργαζομένων· NORMAPME = οργανισμός εκπροσώπησης των ΜΜΕ. ECOS = Ένωση Περιβαλλοντικών Οργανώσεων.

(3)  ΕΕ C 48 της 21.2.2002 και ΕΕ C 74 της 23.3.2005.

(4)  (COM(2002) 278 τελικό)

(5)  (COM(2002) 714 τελικό)

(6)  (COM(2003) 238 τελικό)

(7)  Νέα προσδοκώμενα αποτελέσματα (New Deliverables): Ειδικές τεχνικές που αποτελούν αντικείμενο ταχύτερων και πιο ευκίνητων διαδικασιών για την επίτευξη ομοφωνίας, που επιτρέπουν να μειωθούν ταχέως οι αβεβαιότητες της αγοράς χωρίς να γίνεται προσφυγή σε επίσημα πρότυπα που είναι πιο χρονοβόρα και περίπλοκα. Έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ και χρησιμοποιούνται στην κοινωνία της πληροφορίας. Καταρτίζονται στα πλαίσια των συμφωνιών εργαστηρίων της CEN.

(8)  Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 21.12.2004.

(9)  Σύσταση B2 του Συμβουλίου της 21.12.2004.

(10)  SEC(2005) 1050 της 19.8.2005 (Εκ των προτέρων αξιολόγηση).

(11)  Ronald Berger & Partners GMBH, Δεκέμβριος 2000.

(12)  Πρβλ. υποσημείωση 7.

(13)  COM(2005) 377, άρθ. 5, παρ. 2.

(14)  COM(2003) 302 τελικό


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/19


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πράσινη Βίβλος για την ενίσχυση του πλαισίου της ΕΕ που διέπει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων»

COM(2005) 314 τελικό

(2006/C 110/04)

Στις 12 Ιουλίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταρτίσει γνωμοδότηση σχετικά με την «Πράσινη Βίβλο για την ενίσχυση του πλαισίου της ΕΕ που διέπει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων»

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 21 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. GRASSO.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, της 14ης και 15ης Μαρτίου 2006, (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου) υιοθέτησε με 138 ψήφους υπέρ και μία κατά την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Εισαγωγή

1.1

Κατά την πορεία προς την πλήρη ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ευρώπη, η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέχει μεγάλης σημασίας στρατηγικές κατευθύνσεις. Όπως είναι γνωστό η οικονομική ανάπτυξη και η άνθηση των ευρωπαϊκών χωρών συνδέονται στενά με την ανάπτυξη και την ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, ολοκλήρωση που αντιπροσωπεύει επίσης την πλήρη υλοποίηση της τρίτης φάσης της ίδιας της Ένωσης.

1.2

Πέρα από την ακαδημαϊκή συζήτηση για το εάν η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη προηγείται ή έπεται της οικονομικής ανάπτυξης, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως στον δυϊσμό μεταξύ προσανατολισμού προς την τράπεζα και προσανατολισμού προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές που χαρακτηρίζει το αποκαλούμενο αγγλοσαξονικό πρότυπο (και κυρίως αμερικανικό) σε αντιδιαστολή με το «ευρωπαϊκό πρότυπο», η εξέλιξη της ισχύουσας νομοθεσίας και οι κατευθύνσεις της Ένωσης φαίνεται να θέλουν να συνεχίσουν στην οδό της πλήρους ολοκλήρωσης των δύο προσανατολισμών στο οικονομικό μας σύστημα.

1.3

Πράγματι, χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδρύματα ασκούν στο εσωτερικό της κοινωνίας το θεμελιώδες καθήκον συσχετισμού μονάδων σε χρηματοπιστωτικό «έλλειμμα» με μονάδες σε «πλεόνασμα» υπακούοντας σε κανόνες του παιχνιδιού που βασίζονται σε κριτήρια αποδοτικότητας των επιδοτήσεων και ορθολογισμού. Δεν πρέπει να αγνοείται ότι η σωστή ανταγωνιστικότητα και ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων καθιερώνεται στην χρηματοπιστωτική αγορά, νωρίτερα από ό,τι στην αγορά αγαθών.

2.   Η αγορά των ΟΣΕΚΑ στην ΕΕ και η ανάγκη εναρμόνισης

2.1

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη διαχείριση των αποταμιεύσεων γενικά, και για τους ΟΣΕΚΑ (Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες) ειδικά, στρέφεται γύρω από το κανονιστικό πλαίσιο που καθορίστηκε από την Οδηγία 85/611/CEE, η οποία παρέσχε όλα αυτά τα χρόνια το ρυθμιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εξελίχτηκε ο τομέας. Αν και η διαδικασία κατάργησης, στο εσωτερικό της ΕΕ, των κανονιστικών φραγμών για την εγκατάσταση και τη διασυνοριακή εμπορία προϊόντων δεν έχει ολοκληρωθεί, η αγορά των ΟΣΕΚΑ κινείται σε ένα εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο αναφοράς.

2.2

Η ανάπτυξη της αγοράς των ΟΣΕΚΑ μοιάζει με ακατάπαυστη διαδικασία συνεχούς ανόδου. Το καθαρό ενεργητικό διαχείρισης έχει αυξηθεί κατά τα τελευταία έτη με διψήφιο ποσοστό αύξησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του «European Fund and Asset Management Association, Investment Company Institute, and other Mutual Fund Association», η αγορά που περιλαμβάνει την ΕΕ, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Νορβηγία και την Ελβετία σημείωσε, κατά την περίοδο 1996-2005, ετήσια αύξηση κατά 14,5 %, περνώντας από περίπου 1.450 δις ευρώ σε 4.900 και πλέον δις ευρώ καθαρού ενεργητικού.

2.3

H δημοσίευση (1) της ετήσιας εξέλιξης του αριθμού και του συνολικού όγκου των αμοιβαίων κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο καθιστά προφανές πόσο αυξάνεται το φαινόμενο είτε σε επίπεδο παρουσίας είτε σε όγκο διαχείρισης.

2.4

Αν και έχει επίγνωση των δυσκολιών, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι έχει θεμελιώδη σημασία να επιλυθεί το πρόβλημα της φορολογικής σύγκλισης για να αυξηθεί η ροπή προς επένδυση για την ανάπτυξη των ΟΣΕΚΑ. Οι στρατηγικές διεθνοποίησης του τομέα μπορούν να επηρεαστούν τόσο από φραγμούς κατά την είσοδο όσο και από φραγμούς κατά την έξοδο. Οι φραγμοί κατά την έξοδο απορρέουν από τη φορολογία του επενδυτή που δεν είναι μόνιμος κάτοικος σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του αμοιβαίου κεφαλαίου. Οι φραγμοί κατά την είσοδο απορρέουν από τη νομοθεσία της χώρας διαμονής του επενδυτή.

2.5

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κανόνες φορολόγησης των ΟΣΕΚΑ φαίνεται ότι σχεδόν παντού εμπνέονται από την αρχή της ουδετερότητας της επένδυσης σε κεφάλαια σε σχέση με τις άμεσες επενδύσεις· σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει το πρότυπο της τυπικής ή ουσιαστικής φορολογικής διαφάνειας (no-veil) των οργανισμών, που συνεπάγεται την άμεση φορολόγηση των εσόδων των επενδυτών. Το πρότυπο της διαφάνειας είναι λειτουργικό για την εφαρμογή της αρχής του capital export neutrality (ουδετερότητα του εξαγόμενου κεφαλαίου) και, απουσία των παρακρατήσεων στην πηγή επί των οικονομικών εσόδων από το κεφάλαιο, εκφράζεται στη φορολόγηση των επενδυτών με βάση το κριτήριο της κατοικίας.

3.   Παρατηρήσεις στο κεφάλαιο «Γενική εκτίμηση»

3.1

Στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κλάδο, ο μέσος όρος της αξίας των ΟΣΕΚΑ ισούται με το λιγότερο από το ένα τρίτο των αντίστοιχων προϊόντων των ΗΠΑ· θεωρείται ότι από αυτό προκύπτουν μικρότερες οικονομίες κλίμακας κατά τη διαχείριση πράγμα που μειώνει την καθαρή απόδοση για τους τελικούς επενδυτές.

3.2

Ωστόσο, ακόμη και εάν ο κοινοτικός νομοθέτης έχει ως πρωταρχικό στόχο τον καθορισμό μιας ρύθμισης υπέρ της χρηματοδότησης του προϊόντος, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι το πραγματικό όφελος για τους επενδυτές εξαρτάται από τη συνολική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (κατά συνέπεια: ρύθμιση και για τα προϊόντα και για τις υπηρεσίες).

3.3

Στην Πράσινη Βίβλο, κατόπιν, υπογραμμίζεται η πιθανή αύξηση του λειτουργικού κινδύνου λόγω της ανάθεσης σε τρίτους ορισμένων λειτουργικών καθηκόντων, που ενδέχεται να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων: κατά την ΕΟΚΕ πρόκειται για μία βάσιμη ανησυχία η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με κατάλληλες κανονιστικές παρεμβάσεις.

3.4

Από τη στιγμή που μια διαδικασία κατατέμνεται σε περισσότερα μέρη που ανατίθενται σε διαφορετικούς οργανισμούς το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στις τεχνικές πλευρές του διαχωρισμού όσο στους όρους ισορροπίας με τους οποίους αναπτύσσεται η (νέα) αγορά που διέπει τις σχέσεις αγοραστή και πωλητή. Ας λάβουμε ως παράδειγμα την χρηματοπιστωτική ανάλυση. Στην τρέχουσα πρακτική οι χρηματοπιστωτικές αναλύσεις αποτελούν αντικείμενο μη αυτόνομης ανταλλαγής αλλά ενσωματωμένης σε άλλες υπηρεσίες, λειτουργικής συνήθως φύσης: έτσι, για παράδειγμα, η χρηματιστηριακή εταιρεία τίτλων έχει την τάση να διαθέτει αναλύσεις για επί μέρους τίτλους με αντάλλαγμα τη συνέχεια της λειτουργίας βάσει των προμηθειών που εμπεριέχουν το κόστος της ανάλυσης.

3.5

Η κυκλοφορία των πληροφοριών (ανάλυση) πραγματοποιείται συνεπώς σύμφωνα με την λογική της αγοράς που χαρακτηρίζει ένα «δημόσιο αγαθό»: η ποσότητα των αναγκαίων πληροφοριών είναι δεδομένη και η τιμή είναι το άθροισμα των ποσών που έχουν πληρώσει διάφοροι αγοραστές· από αυτούς τους αγοραστές, όμως, μόνον λίγοι πληρώνουν πραγματικά. Το αποτέλεσμα ωστόσο δεν είναι ισόρροπο: η δραστηριότητα της ανάλυσης είναι υποτιμημένη, πράγμα που συνεπάγεται, αφενός, την παρότρυνση για την ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας στην παραγωγή ανάλυσης, με την αναπόφευκτη μείωση της ποιότητας και, αφετέρου, την τάση εκμετάλλευσης των κερδών που απορρέουν ακόμη και από σύγκρουση συμφερόντων (για παράδειγμα, η παρέμβαση του βρετανικού FSA (νόμος περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) στην υπόθεση «soft commission» μεταξύ broker/dealer (χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών και διαχειριστών ενεργητικού). Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι πρέπει να καθοριστούν χρήσιμοι κανόνες και να αποφευχθεί πάση θυσία η σύγχυση μεταξύ των μηχανισμών διαμόρφωσης των τιμών στον κλάδο της διαμεσολάβησης των κινδύνων που ενυπάρχουν στα χρηματοπιστωτικά κεφάλαια και των μηχανισμών διαμεσολάβησης/ μεταλλαγής των κινδύνων από επενδύσεις.

4.   Απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται

4.1   Ερώτημα 1: Μπορούν οι πρωτοβουλίες που ακολουθούν να εξασφαλίσουν επαρκή ασφάλεια δικαίου κατά την εφαρμογή της οδηγίας;

Α.

Άρση της αβεβαιότητας σχετικά με την αναγνώριση των αμοιβαίων κεφαλαίων που δημιουργήθηκαν στη μεταβατική περίοδο μεταξύ των καθεστώτων ΟΣΕΚΑ I και ΟΣΕΚΑ III.

Β.

Απλούστευση της διαδικασίας κοινοποίησης για τα αμοιβαία κεφάλαια που διαθέτουν το διαβατήριο

Γ.

Στήριξη της εφαρμογής των συστάσεων της Επιτροπής για τη χρήση παράγωγων μέσων και για το απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο,

Δ.

Αποσαφήνιση του ορισμού των «στοιχείων ενεργητικού» που μπορούν να αποκτούν οι ΟΣΕΚΑ.

4.1.1

Για να απαντηθεί το ερώτημα είναι απαραίτητο να γίνει διαχωρισμός μεταξύ χρηματοδότησης του «προϊόντος» και χρηματοδότησης της «υπηρεσίας». Η πρώτη αποσκοπεί στον καθορισμό των λειτουργικών μέσων που καθιστούν δυνατή τη συνάντηση μεταξύ χορηγών και παραληπτών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου· η δεύτερη αντίθετα, έχει ως στόχο την έρευνα των μέσων που προσαρμόζονται καλύτερα στις απαιτήσεις αυτού που λαμβάνει ή δίνει τα κεφάλαια, με την ένδειξη, σε περίπτωση απουσίας των κατάλληλων προϊόντων, των χαρακτηριστικών που λείπουν.

4.1.2

Η μετατροπή των χρηματοπιστωτικών συστημάτων από «τραπεζοκεντρικά» σε «αγοροκεντρικά» αλλάζει τη λειτουργικότητα της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, η οποία ολοένα και συχνότερα συμβάλλει στη διαμεσολάβηση για τους κινδύνους παρά για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που τους εμπεριέχει. Η διαμεσολάβηση για τους κινδύνους είναι επωφελής με την προϋπόθεση ότι ο διαμεσολαβητής είναι ικανός να τους διαχειριστεί με μικρότερο κόστος σε σχέση με τον επενδυτή. Πρέπει συνεπώς να αναρωτηθούμε εάν ένα νομοθετικό ίδρυμα που αποσκοπεί στην απόλυτη μείωση των κινδύνων είναι πιο αποτελεσματικό σε σχέση με άλλο που αποσκοπεί στη διασφάλιση των κατάλληλων επιπέδων αποδοτικότητας της διαδικασίας διαμεσολάβησης για τους κινδύνους.

4.1.3

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ακόμη και στο πλαίσιο αποδοτικών χρηματοπιστωτικών αγορών ο κίνδυνος που ενέχει συνολικά μία επένδυση χωρίζεται σε δύο μέρη: «κίνδυνος κέρδους και ζημίας» και «κίνδυνος ενημέρωσης». Ο πρώτος μετρά την πραγματική αστάθεια της απόδοσης μιας επένδυσης. Ο δεύτερος, αντίθετα, υπολογίζει τη δυσκολία (που οφείλεται κυρίως σε έλλειψη ενημέρωσης των οικονομικών παραγόντων) που παρουσιάζει η ορθή μέτρηση του κινδύνου κέρδους και ζημίας. Πρέπει να καταστεί συνείδηση ότι η πριμοδότηση του κινδύνου που ενέχεται στις επιλογές των οικονομικών φορέων απορρέει και από τις δύο μορφές του κινδύνου και ότι οι δεσμοί μεταξύ των δύο αυτών μορφών δεν χαρακτηρίζονται απλώς από προσθετικότητα αλλά από συσχετισμούς διαφορετικής έντασης.

4.1.4

Με βάση τα ανωτέρω η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, με εξαίρεση την προειδοποίηση ότι τα όσα αναφέρονται ισχύουν για τον τομέα της «χρηματοδότησης του προϊόντος». Σχετικά με την «χρηματοδότηση της υπηρεσίας» είναι σκόπιμο να δοθεί μεγαλύτερη ελευθερία παροχής υπηρεσιών σε θέματα επένδυσης, για παράδειγμα με την κατάργηση των υφιστάμενων περιορισμών σε ό,τι αφορά τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, οι οποίοι δεν τηρούν πλήρως την αρχή της home-country-control (εποπτείας της χώρας υποδοχής) .

4.1.5

Η ανησυχία στην οποία βασίζεται η εν λόγω πρακτική είναι σαφής: αποφυγή συμπεριφορών φοροαποφυγής από την πλευρά φορολογούμενων που προτίθενται να οργανώσουν ένα δίκτυο κερδοσκοπίας εκμεταλλευόμενοι ευνοϊκότερα καθεστώτα χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, κατά την ΕΟΚΕ, αυτή η λογική θέση έχει ένα ελάττωμα εξ αρχής: εάν η φοροαποφυγή είναι δυνατή, τούτο σημαίνει ότι δεν υπάρχει πραγματική εξομοίωση των καθεστώτων.

4.1.6

Συνεπώς, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι πρέπει να αυξηθεί η «ελεύθερη κυκλοφορία» δραστηριοτήτων που αφορούν την χρηματοδότηση των υπηρεσιών προκειμένου να καταστεί ομοιογενής η επιμέρους εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο των κοινοτικών οδηγιών για τις επενδύσεις και τις κινητές αξίες (συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας ΟΣΕΚΑ ΙΙΙ).

4.2   Ερώτημα 2: Υπάρχουν συμπληρωματικά προβλήματα σε σχέση με την καθημερινή εφαρμογή της οδηγίας, τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα;

4.2.1

Η σύγκλιση της κανονιστικής ρύθμισης πρέπει ωστόσο να υποστηρίζεται από μέτρα συντονισμού των φορολογικών κανόνων που εφαρμόζονται στον τομέα. Μέχρι σήμερα, συνυπάρχουν στην ευρωπαϊκή αγορά, όπως και σε όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας, τα διάφορα εθνικά συστήματα, στα οποία προστίθενται, για κάποιες πτυχές, οι κανόνες που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες κατά της διπλής φορολογίας.

4.2.2

Η διάρθρωση των διαφόρων φορολογικών ρυθμίσεων προσδιορίζει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, τη διπλή φορολογία, τις ευκαιρίες για κερδοσκοπία, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή. Η ρυθμιστική βάση του εθνικού μητρώου απαιτεί εν προκειμένω μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα με την αύξηση της διεθνοποίησης της αγοράς.

4.2.3

Για τα εθνικά κράτη η φορολογική μεταβλητή αποτελεί ένα εκπληκτικό μέσο προώθησης και προστασίας. Οι διάφορες φορολογικές ερμηνείες που δίνονται για τους ΟΣΕΚΑ και προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ επιτρέπουν την εφαρμογή λιγότερο κατάλληλων καθεστώτων, και δημιουργούν στην πράξη ένα είδος φραγμού κατά την είσοδο. Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει το γεγονός ότι η φορολογική εναρμόνιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στόχος που είναι εύκολο να επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα, και επειδή απαιτείται ομοφωνία για να υπάρξει παρέμβαση στον τομέα αυτό. Προτείνεται συνεπώς να ληφθεί υπόψη ο ορισμός ενός κοινοτικού φορολογικού καθεστώτος για τα προϊόντα των επενδύσεων σε επίπεδο φορολογίας και εισφοράς.

4.3   Ερώτημα 3: Μπορεί ένα πραγματικό διαβατήριο για την εταιρεία διαχείρισης να παράσχει περισσότερα οικονομικά πλεονεκτήματα από ό,τι η διαχείριση με μεταβίβαση αρμοδιοτήτων; Αναφέρατε τις πηγές και την πιθανή έκταση των αναμενόμενων πλεονεκτημάτων.

4.3.1

Το διαβατήριο και το «απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο» κρίνονται μέτρα κατάλληλα για να ξεπεραστούν τα προβλήματα που συνδέονται με τον κατακερματισμό της αγοράς και με τα εμπόδια στην πλήρη κινητικότητα των κεφαλαίων και στην ολοκλήρωση των αγορών και κατάλληλα για την εδραίωση επαρκούς ασφάλειας του δικαίου. Ταυτόχρονα η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητο να συνεχιστεί η πορεία προς τη διάλυση των αβεβαιοτήτων που συνδέονται με την αναγνώριση των αμοιβαίων κεφαλαίων που δημιουργήθηκαν κατά τη μετάβαση από την οδηγία ΟΣΕΚΑ Ι στην ΟΣΕΚΑ ΙΙΙ.

4.4   Ερώτημα 4: Κατά πόσον ο διαχωρισμός μεταξύ δύο κρατών μελών των εποπτικών ευθυνών για την εταιρεία διαχείρισης και τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων θα δημιουργούσε πρόσθετους λειτουργικούς κινδύνους ή εποπτικά προβλήματα; Περιγράψτε τις πηγές των προβλημάτων και τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για την αποτελεσματική διαχείριση αυτών των κινδύνων.

4.4.1

Η ΕΟΚΕ έχει συνείδηση του γεγονότος ότι στο εσωτερικό της ΕΕ συνυπάρχουν δύο χρηματοπιστωτικά συστήματα: το αγγλικό και το ηπειρωτικό τα οποία δύσκολα μπορούν να συγκλίνουν βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε να προβλέπουν οι νέοι κανόνες την εφαρμογή μόνον ενός ρυθμιστικού πλαισίου που θα μπορούσε να διευκολύνει τη διαδικασία της σύγκλισης, επειδή θεωρεί ότι η επιβολή νομοθετικών φραγμών σε επίπεδο μικτής χρήσης των μέσων του ενός ή του άλλου ρυθμιστικού οργανισμού θα συνέβαλε μόνο στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ισορροπίας.

4.4.2

Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι ο επιμερισμός μεταξύ δύο κρατών μελών της ευθύνης της εποπτείας της Εταιρείας Διαχείρισης και του Αμοιβαίου Κεφαλαίου αυξάνει τις δυσκολίες ελέγχου, με κίνδυνο να μειωθεί η αποτελεσματικότητα της παρέμβασής τους. Αναγνωρίζεται συνεπώς η σκοπιμότητα να προβλεφθεί ότι η ευθύνη έναντι του επενδυτή πρέπει να παραμείνει τελικά στο αμοιβαίο κεφάλαιο της χώρας στην οποία κατοικεί ο επενδυτής ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρεία διαχείρισης είναι ξένη.

4.5   Ερώτημα 5: Μπορεί η ενίσχυση της διαφάνειας, της συγκρισιμότητας και της προσοχής στις ανάγκες των επενδυτών κατά τη διανομή των αμοιβαίων κεφαλαίων να βελτιώσει ουσιαστικά τη λειτουργία των ευρωπαϊκών αγορών αμοιβαίων κεφαλαίων και το επίπεδο προστασίας των επενδυτών; Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο στόχο αυτό;

4.5.1

Μόνον η ρύθμιση της παραγωγικής φάσης των χρηματοπιστωτικών μέσων δεν επαρκεί για τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών αμοιβαίων κεφαλαίων και για την προστασία των επενδυτών. Η ΕΟΚΕ προτείνει να δοθεί η κατάλληλη προσοχή κατά την φάση διανομής προκειμένου να μπορούν οι επενδυτές να προβαίνουν σε συνειδητές επιλογές. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η ενίσχυση της διαφάνειας, της συγκρισιμότητας και της προσοχής στις ανάγκες των επενδυτών πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.

4.5.2

Η ενημέρωση που παρέχεται στους επενδυτές δεν μπορεί να αγνοεί το περιβαλλοντικό και το πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο έχουν ζήσει και μεγαλώσει οι επενδυτές. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χώρες που μέχρι πριν από 15 χρόνια δεν συμμετείχαν στην οικονομία της αγοράς θέτει το πρόβλημα του κατά πόσο είναι σκόπιμο να διατηρηθεί ένα ενιαίο πρότυπο ενημέρωσης. Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι θα πρέπει να ξεκινήσει μία σχετική μελέτη που να λαμβάνει υπόψη, αφενός, την ανάγκη ύπαρξης ενός όσο το δυνατό πιο απλού και ενιαίου κανονιστικού πλαισίου και, αφετέρου, τη διαφορετική νοοτροπία στα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά θέματα που υπάρχει ακόμη μεταξύ ορισμένων κρατών μελών.

4.6   Ερώτημα 6: Μπορεί η αποσαφήνιση των «κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας» που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που διανέμουν μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων σε λιανική βάση στους επενδυτές να συμβάλει ουσιαστικά στην επίτευξη του στόχου αυτού; Είναι σκόπιμο να εφαρμοστούν άλλα μέτρα (όπως η ενίσχυση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης);

4.6.1

Η αποσαφήνιση των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας των διανομέων είναι ευπρόσδεκτη κατά την ΕΟΚΕ. Δεν πρέπει ωστόσο να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η καθημερινή εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη διαχείριση των κινδύνων και τη διαφάνεια των προμηθειών ενέχει αντικειμενικές δυσκολίες που δεν είναι πάντα εύκολο να ξεπεραστούν.

4.6.2

Εξετάζεται, για παράδειγμα, το τεχνικό πρόβλημα της απόδοσης έναντι της συγκριτικής αξιολόγησης. Η κατάρτιση αυτή έχει εντελώς διαφορετική ισχύ στην περίπτωση όπου η προς διαχείριση εντολή αποσκοπεί στο «να υπερισχύσει της συγκριτικής αξιολόγησης» σε σχέση με την περίπτωση όπου πρέπει να «απαντήσει στη συγκριτική αξιολόγηση»· η άλλη διαδικασία της μεταβίβασης — σε ισοτιμία με το τεχνικό μέσο — απαιτεί την ανάληψη διαφοροποιημένων κινδύνων, δεδομένου ότι για να υπερισχύσει της συγκριτικής αξιολόγησης είναι απαραίτητο να επιτρέψει στον διαχειριστή αποκλίσεις στις επιδοτήσεις, δηλαδή την ανάληψη πρόσθετων κινδύνων.

4.6.3

Σε αυτό το πλαίσιο προτείνεται η εισαγωγή κανόνων που να αποσκοπούν στο να καταστούν ποιο διαφανείς ακόμη και οι όροι (όχι οι ποσότητες) ανανέωσης των επενδύσεων που έχουν εισαχθεί σε χαρτοφυλάκια: πράγματι, το ίδιο με τη μικτή «απόδοση», οι μεγαλύτερες ανανεώσεις χαρτοφυλακίου συνεπάγονται μεγαλύτερες χρεώσεις του κόστους συναλλαγής, μειώνοντας την καθαρή «απόδοση» για τον πελάτη. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα εξαιρετικά φλέγον ζήτημα εφόσον μέρος του κόστους συναλλαγής θα αναγνωρισθεί ή θα επιστραφεί κατόπιν στον ίδιο τον διαχειριστή.

4.7   Ερώτημα 7: Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που αφορούν ειδικά τα αμοιβαία κεφάλαια και δεν καλύπτονται από τις συνεχιζόμενες εργασίες για τη λεπτομερή εφαρμογή των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΟΑΧΜ);

4.7.1

Η ΟΑΧΜ μπορεί να παράσχει μία σημαντική κανονιστική βάση κυρίως όσον αφορά την παρακολούθηση των υψηλών προτύπων διαφάνειας κατά τη φάση διανομής των ΟΣΕΚΑ.

4.7.2

Ωστόσο η ΟΑΧΜ δεν επιβάλει κανόνες διαφάνειας για τη διαπραγμάτευση των ομολόγων η αδιαφάνεια των οποίων ενδέχεται να είναι σημαντική. Για το λόγο αυτό η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι η οδηγία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το μέσο που συμπληρώνει και καλύπτει όλα τα ενδεχόμενα κενά του κανονιστικού πλαισίου των ΟΣΕΚΑ.

4.8   Ερώτημα 8: Ανταποκρίνονται οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις αμοιβαίων κεφαλαίων σε μια εμπορική ή οικονομική λογική (καθαρά οφέλη); Μπορούν τα οφέλη αυτά να επιτευχθούν με εξορθολογισμό στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων;

4.8.1

Ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών αμοιβαίων κεφαλαίων είναι ακόμη σχετικά μικρός: το 2004 ήταν 195 εκατομμύρια δολάρια, έναντι 628 εκατομμυρίων δολαρίων για το ίδιο έτος των ΗΠΑ. Αυτό επηρεάζει τις δυνατότητες να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, συνεπώς τις αποδόσεις και βεβαίως την αποδοτικότητα της εταιρείας που διαχειρίζεται το αμοιβαίο κεφάλαιο.

4.8.2

Είναι γνωστό ότι ένα από τα οικονομικά αποτελέσματα της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης της οικονομίας συνίσταται στη μείωση του απόλυτου επιπέδου των κινδύνων με το οποίο συνδέεται η ανασύνθεση μεταξύ κινδύνων συστηματικής φύσεως (αύξοντες) και κινδύνων ειδικής φύσεως (φθίνοντες). Αν και είναι αποδεκτό ότι οι διαδικασίες των διασυνοριακών συγχωνεύσεων αμοιβαίων κεφαλαίων ενδέχεται να αυξήσουν τις οικονομίες κλίμακας, καθίσταται απαραίτητη η περιορισμένη εφαρμογή τους στα προϊόντα εκείνα για τα οποία οι διαδικασίες αυτές έχουν πιθανότητα επιτυχίας, ή σε όλους τους κλάδους διαχείρισης των αποταμιεύσεων όπου η αποδοτικότητα είναι πιο σημαντική από την αποτελεσματικότητα. Αντιθέτως στους τομείς όπου η αποτελεσματικότητα απουσιάζει, οι διαδικασίες συγχώνευσης ενδέχεται να μην έχουν πλεονεκτήματα.

4.9   Ερώτημα 9: Μπορούν τα επιθυμητά οφέλη να επιτευχθούν με τη συγκέντρωση στοιχείων ενεργητικού (pooling);

4.9.1

Η συγκέντρωση της διαχείρισης των στοιχείων ενεργητικού διαφορετικών αμοιβαίων κεφαλαίων με βασικά όμοια χαρακτηριστικά επιτρέπει σαφείς οικονομίες κλίμακας και είναι ένα μέσο που ήδη χρησιμοποιείται από τις εταιρείες διαχείρισης για τη βελτίωση της απόδοσης της διαχείρισης των επενδύσεων. Η διασυνοριακή συγκέντρωση των στοιχείων ενεργητικού προσκρούει ωστόσο στα προβλήματα φορολογικής και κανονιστικής φύσεως που αφορούν τα αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων και τα οποία έχουν ήδη αναφερθεί ευρέως προηγουμένως. Κατά την ΕΟΚΕ, δεν μπορεί ωστόσο να αποτελέσει εναλλακτική λύση για τη διευθέτηση των κανονιστικών και θεσμικών προβλημάτων και δυσκολιών που αντιμετωπίζει η εδραίωση του κλάδου των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων.

4.10   Ερώτημα 10: Επαρκεί ο ανταγωνισμός στο επίπεδο της διαχείρισης των αμοιβαίων κεφαλαίων και/ή της διανομής για να εξασφαλιστεί ότι κάθε αύξηση αποτελεσματικότητας αποβαίνει προς όφελος των επενδυτών;

4.10.1

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική, όπως έχει δείξει και η αμερικανική εμπειρία. Στην αμερικανική αγορά τα αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων υπάρχουν εδώ και εξήντα χρόνια: παρά τη θεαματική αύξηση του αριθμού των προσφερόμενων αμοιβαίων κεφαλαίων και το μέγεθός τους, το κόστος για τα αμοιβαία κεφάλαια και για τους επενδυτές έχει συνολικά σχεδόν διπλασιαστεί (2). Τούτο, σε σχέση με τους δείκτες (benchmark) έχει εκφραστεί σε λιγότερο ικανοποιητική καθαρή απόδοση: πράγματι, ενώ κατά την περίοδο 1945-1965 οι δείκτες έδειχναν κατά μέσο όρο υπεραπόδοση 1,7 % ετησίως έναντι των αμοιβαίων κεφαλαίων, την περίοδο 1983-2003 η διαφορά αυτή αυξήθηκε και έφτασε το 2,7 % ετησίως.

4.11   Ερώτημα 11: Ποια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα (εποπτικοί ή εμπορικοί κίνδυνοι) θα προέκυπταν από τη δυνατότητα επιλογής θεματοφύλακα σε άλλο κράτος μέλος; Σε ποιο βαθμό μπορεί η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ή μια άλλη λύση να καταστήσει περιττή την ανάγκη νομοθετικών πρωτοβουλιών στα θέματα αυτά;

4.11.1

Η δυνατότητα επιλογής του θεματοφύλακα σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της εταιρείας διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου ενδέχεται να αυξήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των θεματοφυλάκων, μειώνοντας τα έξοδα του αμοιβαίου κεφαλαίου.

4.11.2

Παράλληλα, όμως, ενδέχεται να προκαλεί μεγαλύτερους εποπτικούς κινδύνους όταν η συνεργασία και η σύγκλιση μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών του τομέα δεν βελτιωθεί επαρκώς.

4.11.3

Αν και μη αμελητέες, οι προμήθειες του θεματοφύλακα είναι κατώτερες σε σχέση με άλλες δαπάνες, όπως για παράδειγμα, οι δαπάνες διανομής. Η ΕΟΚΕ προτείνει συνεπώς να εξεταστούν πλεονεκτήματα και κίνδυνοι με μια παρόμοια κανονιστική πρωτοβουλία.

4.12   Ερώτημα 12: Πιστεύετε ότι μια συνεχής διαδικασία τυποποίησης υπό την ώθηση του ίδιου του τομέα των αμοιβαίων κεφαλαίων μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος; Είναι αναγκαία η παρέμβαση των δημόσιων αρχών;

4.12.1

Η τυποποίηση, η αυτοματοποίηση και η μηχανοργάνωση της τοποθέτησης των εντολών και της ρευστοποίησης των αμοιβαίων κεφαλαίων αποτελούν βασική προϋπόθεση προκειμένου οι διανομείς να διευρύνουν την προσφορά τους σε προϊόντα και να αυξήσουν τον ανταγωνισμό.

4.12.2

Τούτο ωστόσο απαιτεί παρεμβάσεις σε βάθος στα πρωτόκολλα και στα πρότυπα των λειτουργικών και ενημερωτικών διαδικασιών, πράγμα που σημαίνει σημαντικές δαπάνες για τους φορείς. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι συχνά στην ηπειρωτική Ευρώπη η εταιρεία διαχείρισης των αμοιβαίων κεφαλαίων και οι διανομείς ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό οι φορείς να μην έχουν κίνητρο να στηρίξουν τις δαπάνες που απαιτούνται για την αύξηση του ανταγωνισμού στο επίπεδο της διανομής. Ενδέχεται, ωστόσο, η παρέμβαση του δημόσιου τομέα να παροτρύνει και να επιταχύνει τη διαδικασία αυτή.

4.13   Ερώτημα 13: Μπορεί η εκτεταμένη προσφυγή σε επίσημα επενδυτικά όρια να αποτελέσει βιώσιμη προσέγγιση για την επίτευξη υψηλών επιπέδων προστασίας των επενδυτών;

4.13.1

Η αποτελεσματικότητα αυστηρών μορφών συμπεριφοράς έναντι των κινδύνων αποτελεί ανέκαθεν αντικείμενο ευρείας συζήτησης στην οικονομία, ειδικότερα στο φως των εναλλακτικών οφελών που απορρέουν από την εμπειρία που ακολούθησε τις εμπορικές συμφωνίες του Bretton-Woods. Τούτο προκύπτει από την διαφορετική φύση του οικονομικού κινδύνου σε σχέση με τον χρόνο: βραχυπρόθεσμα, πράγματι, ό,τι κυμαίνεται είναι επικίνδυνο σε σχέση με μία δέσμευση, ενώ, αντιθέτως, μακροπρόθεσμα επικίνδυνο είναι ό,τι παραμένει στάσιμο σε σχέση με τις εξελίξεις του συστήματος. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή υπερβολικά αυστηρών κανόνων που επιβάλλονται από τυπικά όρια θα έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα-οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα εμπεριέχει ουσιαστικούς κινδύνους.

4.13.2

Σε τούτο πρέπει να προστεθεί και η πτυχή που έχει προκύψει από πρόσφατες μελέτες και αφορά το αποκαλούμενο ρεύμα της «χρηματοδότησης της συμπεριφοράς»: η συμπεριφορά και οι αποφάσεις των μεμονωμένων φορέων τείνουν να επηρεάζονται ουσιαστικά από τον βαθμό επικινδυνότητας που τους περιβάλλει. Με την αύξηση των κινδύνων παρατηρούνται πιο αντιδραστικές συμπεριφορές και αντιστρόφως· κατά συνέπεια, η ΕΟΚΕ αποδοκιμάζει μια υπερβολικά αυστηρή ρύθμιση που ενδέχεται να έχει διττό αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα: λειτουργική επικινδυνότητα των μέσων και μειωμένη αντίδραση των οικονομικών φορέων με αποτελέσματα που πρέπει μεν να προσδιοριστούν αλλά θα είναι σαφώς αρνητικά. Αντιθέτως, η συνείδηση της πραγματικής απώλειας του «ίδιου κεφαλαίου» μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικότερο κίνητρο για την προστασία του.

4.13.3

Το φαινόμενο αυτό συνεπάγεται περαιτέρω στρέβλωση των αγορών: τη δημιουργία προσδοκιών ώστε εάν ο κίνδυνος έχει θετικά αποτελέσματα, ωφελείται ο επενδυτής, ενώ εάν υπάρξουν αρνητικά αποτελέσματα, αυτά μεταφέρονται στην αγορά.

4.14   Ερώτημα 14: Εκτιμάτε ότι οι διασφαλίσεις — στο επίπεδο της εταιρείας διαχείρισης και του θεματοφύλακα — είναι επαρκώς ισχυρές για την αντιμετώπιση των νέων κινδύνων στη διαχείριση και διοίκηση των ΟΣΕΚΑ; Ποια άλλα μέτρα για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών θεωρείτε κατάλληλα;

4.14.1

Η ΕΟΚΕ προτείνει συνεπώς άμεση παρέμβαση με ενδεχομένως τυπικές και αυστηρές ρυθμίσεις, αλλά που να αποσκοπούν μόνο στην λύση απατηλών συμφωνιών· εάν συμβεί αυτό η αγορά θα είναι πιο ώριμη, και με την ιδιότητα αυτή, δεν θα απαιτεί αυστηρές δεσμεύσεις. Ένας τομέας ιδιαίτερου ενδιαφέροντος αφορά την απόδοση λογαριασμών: πολύ συχνά οι υποχρεώσεις απόδοσης λογαριασμών επιβάλλονται σε κάθε άλλο παρά συναφείς χρονικούς ορίζοντες (υπερβολικά σύντομους) σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ώστε στις αποδόσεις λογαριασμών να καταβάλλεται προσπάθεια να φαίνεται το όφελος της χρονικής διαφοροποίησης που συνεπάγονται ορισμένες επενδύσεις.

4.14.2

Για να ενισχυθεί ο βαθμός προστασίας των επενδυτών η ΕΟΚΕ προτείνει να εξεταστεί η δημιουργία ενός ειδικού ταμείου εγγυήσεων που να τροφοδοτείται και από τις εισπράξεις που προέρχονται από την επιβολή κυρώσεων εκ μέρους των εποπτικών αρχών. Το ταμείο αυτό, φυσικά, δεν θα πρέπει να καλύπτει τους κινδύνους της αγοράς που είναι συναφείς με τις επενδύσεις των ΟΣΕΚΑ: θα πρέπει αντιθέτως, να συμβάλει στην αποζημίωση των ζημιών που υπέστησαν οι επενδυτές εξαιτίας της συμπεριφοράς των ενδιάμεσων που δεν συμμορφώθηκαν προς τους κανόνες.

4.15   Ερώτημα 15: Υπάρχουν περιπτώσεις στρέβλωσης των επιλογών των επενδυτών που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή από τους ευρωπαϊκούς και/ή τους εθνικούς φορείς διαμόρφωσης της πολιτικής στον τομέα αυτό;

4.15.1

Τα αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων συγκρίνονται με χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως τα ασφαλιστήρια αμοιβαίων κεφαλαίων, που οι επενδυτές τα θεωρούν του ιδίου επιπέδου αν και διέπονται από διαφορετική ρυθμιστική νομοθεσία.

4.15.2

Τούτο ενδέχεται να επιφέρει στρεβλώσεις στις επιλογές των επενδυτών, με αρνητικές συνέπειες στο επίπεδο του κόστους και στο επίπεδο των κινδύνων των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μείωση του ανταγωνισμού, μετριάζοντας τους περιορισμούς και τις απαιτούμενες εγγυήσεις κατά την επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια. Αντιθέτως, ενδείκνυται να επιδιωχθεί μια προσαρμογή προς τα άνω των νομοθετικών προτύπων με την οποία τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, που στην πράξη δείχνουν ότι θεωρούνται ως άμεση εναλλακτική λύση των επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια, θα διέπονται από παρόμοιες νομοθετικές απαιτήσεις με εκείνες που ισχύουν για τις επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια.

4.16   Ερώτημα 16: Σε ποιο βαθμό τα προβλήματα ρυθμιστικού κατακερματισμού δημιουργούν δυσχέρειες πρόσβασης στην αγορά που θα μπορούσαν να καταστήσουν αναγκαία μια κοινή προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά α) τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και β) τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου (funds of hedge funds);

4.16.1

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί μία εισαγωγή που να βοηθά στη διευκρίνιση ακόμη και των όρων του προβλήματος που θέτει το προηγούμενο ερώτημα. Πρέπει ο νομοθέτης να καθορίσει με σαφήνεια την έννοια της κινητής αξίας. Πρέπει να διευκρινιστεί χωρίς καμιά αμφιβολία εάν η έννοια αυτή υπερισχύει της έννοιας της ρευστότητας του μέσου ή όχι. Σήμερα οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται στην πράξη ως υποκαταστάτες, πράγμα που ωθεί «εκτός» της έννοιας της κινητής αξίας τόσο τις εναλλακτικές επενδύσεις όσο και τα προϊόντα υποκατάστασης των ΟΣΕΚΑ. Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ πρόκειται για σοβαρή παρεξήγηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύγχυση δύο πολύ διαφορετικών αρχών της θεωρίας των χρηματοπιστωτικών αγορών: της αποδοτικότητας και της ολοκλήρωσης.

4.16.2

Μία χρηματοπιστωτική αγορά είναι αποδοτική εάν το κόστος συναλλαγών για τις επενδύσεις που περιλαμβάνονται σε αυτή είναι αποδεκτό· μία χρηματοπιστωτική αγορά είναι ολοκληρωμένη εάν περιλαμβάνει όλες τις δυνατές επενδύσεις.

4.16.3

Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity) και τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου (hedge funds) πρέπει να κρίνονται πρώτα από πλευράς αποτελεσματικότητας (ικανότητα επιλογής των καλύτερων επενδύσεων) και μετά από πλευράς αποδοτικότητας (ικανότητα επίτευξης οικονομιών κλίμακας στο κόστος). Για τον λόγο αυτό, είναι λιγότερο σημαντικό το θέμα του μεγέθους των αμοιβαίων κεφαλαίων: αντιθέτως, προβλήματα που συνδέονται με την αποτελεσματικότητα (ικανότητα ταχείας κίνησης στην αγορά χωρίς να επηρεάζεται η πορεία της) και με τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου (βλέπε διάσωση του αμοιβαίου κεφαλαίου LTCM το 1998) δείχνουν ότι είναι προτιμότερο να μην προωθούνται στόχοι για την υπερβολική αύξηση του μεγέθους.

4.17   Ερώτημα 17: Υπάρχουν ειδικοί κίνδυνοι (από την άποψη της προστασίας των επενδυτών ή της σταθερότητας της αγοράς) που συνδέονται με τις δραστηριότητες των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων ή των αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου και στους οποίους πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή;

4.17.1

Οι επενδύσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την εκτεταμένη παρουσία, μαζί με τον κίνδυνο κέρδους και ζημίας, του κινδύνου ενημέρωσης. Είναι σωστό να περιοριστεί ο κίνδυνος αυτός, κυρίως επειδή εμπεριέχει τον κίνδυνο της απάτης, αλλά θα ήταν σφάλμα να επιδιωχθεί η υπερβολική μείωσή του. Πράγματι, εάν αναπτυσσόταν πλήρως η διαφάνεια αυτών των αμοιβαίων κεφαλαίων, θα υπήρχε ο κίνδυνος να καταστεί μάταιη η αρμοδιότητα του διαχειριστή, που αποτελεί τη βάση της παραγωγής αποδόσεων που δεν συνδέονται επαρκώς με την αγορά.

4.17.2

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι η προς ανάληψη δράση δεν είναι η ουτοπιστική επιδίωξη να καταστεί διαφανής μία πολύπλοκη διαδικασία, αλλά να ενημερωθεί ο «μέσος» επενδυτής ότι η εναλλακτική επένδυση απαιτεί περισσότερες γνώσεις ή, εάν δεν υπάρχουν, την παρέμβαση ενός ειδικού.

4.18   Ερώτημα 18: Σε ποιο βαθμό μπορεί ένα κοινό καθεστώς για τις ιδιωτικές τοποθετήσεις να συμβάλει στην αντιμετώπιση των εμποδίων στην ανάπτυξη διασυνοριακής προσφοράς εναλλακτικών επενδυτικών μέσων σε ειδικευμένους επενδυτές; Μπορεί αυτή η αποσαφήνιση των διαδικασιών εμπορίας και πώλησης να γίνει ανεξάρτητα από τη λήψη συνοδευτικών μέτρων στο επίπεδο του διαχειριστή του αμοιβαίου κεφαλαίου;

4.18.1

Ο καθορισμός μιας κοινής νομοθεσίας για τις ιδιωτικές τοποθετήσεις που να απευθύνεται σε ειδικευμένους επενδυτές μπορεί να αποτελέσει σημαντική ώθηση για την ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.18.2

Οι ειδικευμένοι επενδυτές πρέπει να έχουν εξ ορισμού τις τεχνικές αρμοδιότητες και τα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία για να πραγματοποιούν επενδύσεις υψηλού κινδύνου, όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Προϋπόθεση αποτελεί επίσης να γνωρίζουν να αξιολογούν τις ικανότητες και την αξιοπιστία των διαχειριστών. Δεδομένου εξάλλου ότι τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια εξασφαλίζουν αφ' εαυτών μια ορισμένη διαφοροποίηση των κινδύνων, δεν θα πρέπει να απαιτούνται άλλα συνοδευτικά μέτρα που να διέπουν τη δραστηριότητα της εταιρείας διαχείρισης.

4.19   Ερώτημα 19: Αποτελεί η ισχύουσα νομοθεσία για τους ΟΣΕΚΑ, η οποία είναι κανονιστική και επικεντρώνεται στα προϊόντα, βιώσιμη μακροχρόνια βάση για μια αποτελεσματικά εποπτευόμενη και ενοποιημένη αγορά ευρωπαϊκών οργανισμών συλλογικών επενδύσεων; Υπό ποιες προϋποθέσεις, ή σε ποιο στάδιο, θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί η ενδεχόμενη μετάβαση σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο εστιασμένο στις αρχές και βασιζόμενο στους κινδύνους;

4.19.1

Υπάρχουν διάφορα παραδείγματα που δείχνουν τις ελλείψεις της υφιστάμενης προσέγγισης: αρκεί να αναφερθεί η περίπτωση των ETF (Exchange Traded Funds- διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια), τα οποία συνδυάζουν τις θετικές πτυχές ενός αμοιβαίου κεφαλαίου (σημαντική διαφοροποίηση) με τις θετικές πτυχές μιας μετοχής (συνεχής δυνατότητα αγοραπωλησίας στην αγορά). Η οδηγία διευκολύνει τη διάδοση αυτού του μέσου, διότι του αποδίδει το όφελος του διαβατηρίου ως ΟΣΕΚΑ. Εξάλλου, περιορίζει την κατακράτησή του από άλλο ΟΣΕΚΑ διότι στην περίπτωση αυτή το εκλαμβάνει ως μετοχικό τίτλο.

4.19.2

Με βάση τις παρατηρήσεις που έγιναν σχετικά με τις εναλλακτικές επενδύσεις και τη σημασία που έχει να μην εστιαστεί η προσοχή μόνον στη χρηματοδότηση του προϊόντος αλλά και στη χρηματοδότηση της υπηρεσίας, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι καλό θα ήταν οι ρυθμίσεις να βασίζονται στις αρχές. Ταυτόχρονα, θεωρεί ότι η ενημέρωση του κανονιστικού πλαισίου θα πρέπει να γίνει προοδευτικά, αναζητώντας μια λογική ισορροπία μεταξύ του χρόνου για τις διαβουλεύσεις και της ταχύτητας της διαδικασίας αναθεώρησης.

5.   Οι μελλοντικές προκλήσεις

5.1

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ευρωπαϊκό σύστημα των ΟΣΕΚΑ φαίνεται ακόμη κατακερματισμένο εφόσον αποτελείται από επιχειρήσεις σχετικά μικρών διαστάσεων, σε σχέση με τις αμερικανικές, όπου η συνεργασία και οι διασυνοριακές ροές αποτελούν αντικείμενο ανελαστικότητας, στοιχεία που δεν επιτρέπουν την επίτευξη υψηλών οικονομιών κλίμακας και κατά συνέπεια την περικοπή των δαπανών.

5.2

Από την άλλη πλευρά, το να δοθεί υπερβολική σημασία, όπως γίνεται στην Πράσινη Βίβλο (3), στον ορισμό των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να αποκτηθούν από τους ΟΣΕΚΑ, με την φορολόγηση των κεφαλαίων επενδύσεων κυρίως σε ρευστά χρηματοπιστωτικά μέσα, θα εμποδίσει την παρέμβαση σε μη οργανωμένες αγορές.

5.3

Ωστόσο, ενδείκνυται να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα εισαγωγής πράξεων ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Τούτο συνάδει με το στόχο που συνίσταται στο άνοιγμα των κεφαλαίων των ΜΜΕ στη συμμετοχή του κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου και συνεπώς των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων.

5.4

Το οικονομικό ευρωπαϊκό σύστημα χαρακτηρίζεται έντονα από την παρουσία των ΜΜΕ, που συχνά φαίνονται υποκεφαλαιοποιημένες επειδή καταφεύγουν κυρίως στις τράπεζες.

5.5

Αυτή η υποκεφαλαιοποίηση συχνά συνοδεύεται από υπερβολική χρέωση, κυρίως με τη μορφή βραχυπρόθεσμου χρέους και με υψηλή παρουσία χρεώσεων και πιστώσεων εμπορικής φύσεως που συνδέονται με την αλληλεξάρτηση επιχειρήσεων της ίδιας παραγωγικής αλυσίδας. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι επίσης συνέπεια του οικογενειακού καπιταλισμού όπου συχνά η περιουσία του επιχειρηματία και το κεφάλαιο της επιχείρησης είναι άμεσα συνδεδεμένα.

5.6

Τα προβλήματα αυτά σε επίπεδο επιχείρησης και η ανάγκη υλοποίησης γενικότερων στόχων του παραγωγικού «συστήματος» σε ευρωπαϊκή κλίμακα, καθιστούν στρατηγικής σημασίας την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων των ΜΜΕ. Οι στόχοι αυτοί διαρθρώνονται σε τρεις κατευθυντήριους άξονες που έχουν ως εξής:

προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος με στόχο το άνοιγμα του κεφαλαίου των ΜΜΕ σε συνεισφορές κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου από τρίτους και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς,

προώθηση της καινοτομίας ως μέσου ανταγωνιστικότητας στην παγκοσμιοποιημένη αγορά,

διασφάλιση της συνέχειας (και της διαδοχής) της επιχείρησης, νοουμένης ως διαδικασίας που δεν πρέπει να προκαλεί «ασυνέχειες» που ενδεχομένως θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.

5.7

Σε αυτά τα πλαίσια, ο ευρωπαίος νομοθέτης θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στον σημαντικό τομέα των «ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων», ενώ ο τομέας των «κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου» δεν είναι ακόμη πολύ αναπτυγμένος στην Ευρώπη.

5.8

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει, εξάλλου, ότι ο προβληματισμός για το νομοθετικό πλαίσιο των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων πρέπει να είναι η ευκαιρία για να εξεταστεί προσεκτικά και η ανάπτυξη της κοινωνικά υπεύθυνης οικονομίας, που δεν θυσιάζει στον βωμό του κέρδους την κοινωνική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Το 2003 μπορούσε να υπαχθεί σε «αμοιβαία κεφάλαια δεοντολογίας» το 0,37 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζονται οι ευρωπαϊκοί ΟΣΕΚΑ (4). Η σύγκριση με την αμερικανική αγορά, όπου την ίδια χρονιά το 11,3 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζονται οι ΟΣΕΚΑ ανήκε σε αμοιβαία κεφάλαια δεοντολογίας, δείχνει ότι στην Ευρώπη τα περιθώρια αύξησης της κοινωνικά υπεύθυνης οικονομίας είναι ακόμη πολύ μεγάλα.

5.9

Για να ευνοηθεί η ταχύτερη ανάπτυξη, της κοινωνικά υπεύθυνης οικονομίας, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να προβλέψουν μηχανισμούς παροχής φορολογικών κινήτρων επικεντρωμένους σε μερική απαλλαγή των κερδών που εισπράχθηκαν από τις επενδύσεις αυτές ακολουθώντας την γραμμή, που ήδη προβλέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη, που επιτρέπει την έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος των εθελοντικών εισφορών σε κοινωφελείς οργανώσεις. Θα πρέπει επίσης, να δοθούν φορολογικές διευκολύνσεις και επί των κερδών από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία ενδεχομένως επανεπενδύονται σε κοινωφελείς οργανώσεις.

5.10

Δεδομένου του καινοτόμου χαρακτήρα αυτής της προτάσεως, η ΕΟΚΕ εύχεται να πραγματοποιηθεί περαιτέρω σε βάθος εξέταση του θέματος καθώς και μελέτη σκοπιμότητας, που να βασίζεται στην ανάλυση των ήδη υφιστάμενων βέλτιστων πρακτικών.

5.11

Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προκλήσεις συνίστανται κυρίως:

στη συνεκτίμηση των νέων προϊόντων τα οποία η χρηματοπιστωτική καινοτομία «δημιουργεί» αναγκαστικά -και ειδικότερα των εναλλακτικών επενδύσεων- που είναι ολοένα και περισσότερο απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της καινοτομίας υπέρ των ΜΜΕ,

στην επίλυση, ακόμη και με συγχωνεύσεις, των προβλημάτων που συνδέονται με τις πολύ μικρές διαστάσεις των ευρωπαϊκών αμοιβαίων κεφαλαίων που συνεπάγονται μη ανταγωνιστικές δαπάνες διαχείρισης και παράλληλα «ανάδυση» της αγοράς της πληροφορίας και της ανάλυσης,

στην υλοποίηση της «ολοκληρωμένης» αγοράς στην οποία να ρυθμίζονται η «χρηματοδότηση του προϊόντος» και η «χρηματοδότηση των υπηρεσιών».

5.12

Οι σωστές πληροφορίες για τους κινδύνους και τα προϊόντα, η αξιοπιστία των διαχειριστών για το μέγεθος και τους όρους των συναλλαγών, είναι στοιχεία που, πέρα από τους απαραίτητους κανόνες, προσδίδουν στην αγορά εμπιστοσύνη, τιμιότητα και κανόνες συμπεριφοράς, δηλαδή στοιχεία θεμελιώδη για την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς κατά την διανομή των πόρων.

5.13

Συνεπώς, η εναρμόνιση της φορολογίας, η ενθάρρυνση των συγχωνεύσεων, η δυνατότητα κοινής διαχείρισης των αμοιβαίων κεφαλαίων (το επονομαζόμενο pooling), η παρότρυνση του ανταγωνισμού κατά τη διαχείριση και τη διανομή των προϊόντων και των υπηρεσιών, η επίλυση του προβλήματος ότι τόσο η εταιρεία διαχείρισης όσο και ο θεματοφύλακας ανήκουν στο ίδιο κράτος μέλος, η αποφυγή υψηλού «κόστους συναλλαγών» λόγω των αποσπασματικών διαδικασιών εγγραφής και εξαγοράς, θα προσδώσει στην αγορά μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Πηγή: European Fund and Asset Management Association, Investment Company Institute, and other Mutual Fund Association.

(2)  Bogle J.C. (2005), «The Mutual Fund Industry 60 Year Later: For Better or Worse?», Financial Analysts Journal, Ιανουάριος/Φεβρουάριος

(3)  COM(2005) 314 def., punto 4, pag. 5.

(4)  Sustainable Investment Research International (SiRi) Group


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/26


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Ηλεκτρονική προσβασιμότητα (e-Accessibility)

COM(2005) 425 τελικό

(2006/C 110/05)

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, Ενέργεια, Υποδομές, Κοινωνία της Πληροφορίας», στο οποίο ανατέθηκαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 23 Φεβρουαρίου 2006, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Cabra de Luna

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, της 15ης και 16ης Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 142 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 3 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Αιτιολογία

1.1

Υπάρχει επείγουσα και επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα και η συμβατότητα της αγοράς προσβάσιμων προϊόντων και υπηρεσιών στην περιοχή της Ευρώπης αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.

1.2

Ο κλάδος των ΤΠΕ αρχίζει να κινείται στην ανεκμετάλλευτη αγορά των καταναλωτών με ειδικές ανάγκες καθώς και στους κόλπους του διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού των ηλικιωμένων καταναλωτών που θα μπορούσαν να ωφεληθούν σημαντικά εφόσον διασφαλιστεί η προσβασιμότητα στο σχεδιασμό και την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα αυτό.

1.3

Τα κράτη μέλη της ΕΕ επιχειρούν ολοένα και συχνότερα, τόσο από κοινού όσο και μεμονωμένα, να αντιμετωπίσουν το ψηφιακό χάσμα και να προαγάγουν την ηλεκτρονική ένταξη (eInclusion) και προσβασιμότητα (eAccessibility) με τη θέσπιση νομοθετικών αλλά και εθελοντικών μέτρων. Ο συντονισμός σε επίπεδο ΕΕ θεωρείται επιβεβλημένος στο χώρο αυτό, για να αντιστραφεί ο σημερινός κατακερματισμός της αγοράς και να αποτραπεί η επιδείνωσή του και η επανάληψη λαθών του παρελθόντος, όπου υπήρχε πρόβλημα πρόσβασης στις βασικές υπηρεσίες των ΤΠΕ και ασυμβατότητας των βοηθητικών τεχνολογιών και των βασικών προϊόντων και υπηρεσιών, πράγμα που απέκλειε πολλούς δυνητικούς καταναλωτές από την αγορά. Από ευρύτερη οικονομική άποψη, τα λάθη αυτού του είδους είχαν πρόσθετες αρνητικές συνέπειες, κυρίως επειδή διαιώνιζαν τον κοινωνικό αποκλεισμό πολλών ανθρώπων και παρεμπόδισαν την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας.

1.4

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα (eAccessibility) παρουσιάζονται οι βασικές προτεραιότητες που πρέπει να εξεταστούν για να αποτραπεί ο κατακερματισμός της αγοράς αλλά και να προαχθούν η σύγκλιση και η οικονομική ανάπτυξη στον τομέα αυτό.

2.   Ιστορικό της ανακοίνωσης για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα

2.1

Πρόθεση της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα είναι η συμβολή στη δημιουργία του βασικού στρατηγικού πλαισίου για την ευρωπαϊκή κοινωνία των πληροφοριών, όπως περιγράφεται στην ανακοίνωση i2010 (1) που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2005.

2.2

Κύριος στόχος της ανακοίνωσης είναι η προαγωγή μιας συνεκτικότερης προσέγγισης των πρωτοβουλιών για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα στα κράτη μέλη και στη βιομηχανία.

2.3

Στην ανακοίνωση περιγράφονται λεπτομερώς τα οφέλη που προκύπτουν από τη νέα τεχνολογία για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, καθώς και τα προβλήματα και τα νέα εμπόδια που προκύπτουν κατά την ανάπτυξη παρόμοιων τεχνολογιών.

2.4

Στην ανακοίνωση εκφράζονται ανησυχίες για τον κατακερματισμό της υφιστάμενης αγοράς στο χώρο των προσβάσιμων τεχνολογιών και για τον κίνδυνο που υπάρχει να επιδεινωθούν τα προβλήματα εξαιτίας της έλλειψης εναρμόνισης και διαλειτουργικότητας που παρατηρείται σε αυτή την αγορά.

2.5

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, στην ανακοίνωση προσδιορίζονται τρεις προσεγγίσεις:

η προαγωγή των απαιτήσεων προσβασιμότητας στις δημόσιες συμβάσεις

η πιστοποίηση της προσβασιμότητας

η καλύτερη χρήση της ισχύουσας νομοθεσίας.

3.   Άτομα με ειδικές ανάγκες και κοινωνία των πληροφοριών

3.1

Όλο και συχνότερα, γίνεται αντιληπτό ότι η πρόοδος που σημειώνεται στον κλάδο των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες όλων των μελών της κοινωνίας, ιδιαιτέρως των ομάδων που είναι περισσότερο ευάλωτες στον κοινωνικό αποκλεισμό, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ψηφιακού χάσματος και της διαιώνισης της κοινωνίας των δύο ταχυτήτων.

3.2

Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η πρόσβαση ατόμων με ειδικές ανάγκες στην πληροφόρηση είναι, κατά πρώτο και κύριο λόγο, θέμα δικαιωμάτων. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες, που αποτελούν το 10 % του πληθυσμού της ΕΕ, έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους ανθρώπους σε ό,τι αφορά στην πρόσβαση σε προϊόντα και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων και υπηρεσιών ΤΠΕ.

3.3

Οι κυβερνήσεις και η βιομηχανία έχουν και άλλους, σημαντικούς λόγους που τις υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα το ζήτημα αυτό. Με την αντιμετώπιση και την επίλυση των προβλημάτων που έχουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στις ΤΠΕ θα ωφελήσουν όλους τους χρήστες και ιδιαιτέρως τον αυξανόμενο πληθυσμό ηλικιωμένων, παιδιών, και ατόμων με προσωρινές αναπηρίες.

3.4

Τα άτομα με ειδικές ανάγκες συνιστούν μια ετερογενή ομάδα. Ταυτόχρονα, θεωρείται σωστό να λεχθεί ότι οι ομάδες που αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης στις ΤΠΕ είναι κυρίως οι ακόλουθες: τα άτομα με γνωστικές και μαθησιακές αναπηρίες, τα άτομα με αισθητηριακές αναπηρίες (κωφοί και βαρήκοοι, τυφλοί και άτομα με μειωμένη όραση, κωφάλαλοι και δυσλεκτικοί) καθώς και τα άτομα με σωματικές αναπηρίες.

3.5

Τα άτομα με ειδικές ανάγκες έχουν ωφεληθεί με διάφορους τρόπους από την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο χώρο των ΤΠΕ — τόσο σε σχέση με τις βασικές τεχνολογίες, όσο και σε σχέση με τις βοηθητικές. Για παράδειγμα:

τα πλεονεκτήματα των μηνυμάτων SMS για τους κωφούς, με δεδομένο ότι η τεχνολογία αυτή εξακολουθεί να μην προσφέρει τη δυνατότητα επικοινωνίας σε πραγματικό χρόνο

η διαθεσιμότητα φωνητικού ή μεγεθυντικού λογισμικού για τους τυφλούς και για τους χρήστες υπολογιστών με περιορισμένη όραση

τα συστήματα φωνητικής αναγνώρισης.

3.6

Ταυτόχρονα, προκύπτουν νέα εμπόδια. Για παράδειγμα:

Η ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας υπολογιστών έχει περιορίσει δραματικά την ικανότητα των τυφλών να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές — τη στιγμή που το 1990 το 99 % των ηλεκτρονικών υπολογιστών μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από τυφλούς, το αντίστοιχο ποσοστό σήμερα περιορίζεται στο ένα τρίτο, λόγω της αυξημένης χρήσης οπτικών εντολών με την πάροδο του χρόνου (2).

Η αυξημένη πολυπλοκότητα των κινητών τηλεφώνων και η αυξημένη χρήση εντολών οπτικής απεικόνισης εγείρουν εμπόδια για τα άτομα με φυσικές ανάγκες αλλά και για τους άλλους καταναλωτές.

Στην Ευρώπη χρησιμοποιούνται 7 διαφορετικά συστήματα τηλεφωνίας με τη χρήση γραπτών μηνυμάτων, από τα οποία κανένα δεν είναι συμβατό με κάποιο άλλο. Οι κωφοί και οι βαρήκοοι δεν μπορούν να επικοινωνούν σε πραγματικό χρόνο στην Ευρώπη και στο διεθνή χώρο χρησιμοποιώντας τα υφιστάμενα συστήματα τηλεπικοινωνιών.

Η ψηφιακή τηλεόραση, μια ολοένα και πιο σημαντική τεχνολογία διαδραστικής επικοινωνίας και ενημέρωσης του κοινού, είναι λιγότερο προσιτή στα άτομα με ειδικές ανάγκες απ' ό,τι η αναλογική τηλεόραση. Η ψηφιακή τηλεόραση είναι νέα τεχνολογία η οποία στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη χρήση οθονών και οπτικών εντολών, η χρήση της είναι εξαιρετικά περίπλοκη και θα μπορούσε να οδηγήσει στον αποκλεισμό ενός πρόσθετου 4,4 % των τηλεθεατών, επειδή είναι λιγότερο προσβάσιμη (3).

Στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα των προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε ό,τι αφορά στη χρήση διαλειτουργικών συσκευών και συστημάτων στο χώρο των ΤΠΕ.

4.   Τα οικονομικά και επιχειρηματικά επιχειρήματα υπέρ της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας (eAccessibility ) και ένταξης (eInclusion)

4.1

Στη στρατηγική της Λισαβόνας τονίζεται η ανάγκη να διασφαλιστεί η οικονομική και κοινωνική ένταξη όλων των ανθρώπων μέσω της απασχολησιμότητας. Ωστόσο, όσο οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών δεν είναι σχεδιασμένες με τρόπο που να διευκολύνουν την πρόσβαση, τα άτομα με ειδικές ανάγκες θα παραμένουν αποκλεισμένα από τη συνήθη αγορά εργασίας, κατάσταση η οποία αναμένεται να επιδεινωθεί. Η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών και των πρακτικών της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας έχουν καθοριστική σημασία για την ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην οικονομία και στην κοινωνία. Η τήρηση των αρχών της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας ισοδυναμεί με την τήρηση των απαιτήσεων για την περιβαλλοντική ασφάλεια (όπως είναι η αντιμετώπιση ασυμβατότητας των ηλεκτρονικών και ηχητικών παρεμβολών που βιώνουν τα άτομα που χρησιμοποιούν ακουστικά βοηθήματα όταν χρησιμοποιούν κινητά τηλέφωνα). Κατά μέσο όρο, το ποσοστό συμμετοχής των ατόμων με ειδικές ανάγκες στο εργατικό δυναμικό της ΕΕ είναι κάτω από 35 %, σε σύγκριση με 70 % για τους εργαζόμενους που δεν πάσχουν από κάποια μειονέκτημα. Επίσης, η Επιτροπή εκτιμά ότι περίπου 2 έως 3,5 εκατ. άτομα με ειδικές ανάγκες μπορούν να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό, εάν ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την άρση των εμποδίων στα οποία προσκρούει η ένταξή τους (4). Η οικονομική ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες θα ωφελήσει την κοινωνία και την οικονομία της Ευρώπης εν γένει, κατάσταση η οποία θα άρει την εξάρτηση πολλών ατόμων με ειδικές ανάγκες.

4.2

Τη στιγμή που ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων στον κλάδο της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών οφείλει να αντιληφθεί τα οικονομικά σε επιχειρηματικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η κάλυψη των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες, καθώς και άλλων χρηστών, στα πλαίσια του σχεδιασμού προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών, πρέπει να προαχθεί περισσότερο ενεργά και εκτεταμένα η πληροφόρηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα αυτά σε ολόκληρο τον κλάδο. Υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη εκπαίδευσης του προσωπικού που απασχολείται στον κλάδο, είτε πρόκειται για την διαχείριση, για το τεχνικό προσωπικό ή για το προσωπικό που έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τους πελάτες σχετικά με τις απαιτήσεις και τα χαρακτηριστικά της προσβασιμότητας, προκειμένου να καλυφθούν κατά καλύτερο τρόπο οι αυξανόμενες ανάγκες.

4.3

Τα άτομα με ειδικές ανάγκες αντιστοιχούν στο 10-12 % του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Επιπλέον, η Ευρώπη τα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σημαντική δημογραφική αλλαγή. Τον σοβαρότερο αντίκτυπο θα έχει η γήρανση του πληθυσμού. Έως το 2050, το 34,5 % του πληθυσμού της Ευρώπης θα είναι ηλικίας άνω των 60 ετών.

4.4

Τα άτομα με ειδικές ανάγκες, τα άτομα με προσωρινές αναπηρίες, και οι ηλικιωμένοι αντιστοιχούν μαζί σε 40 % του ευρωπαϊκού πληθυσμού (5). Επιπλέον, η προσβάσιμη τεχνολογία θα ωφελήσει το ευρύτερο καταναλωτικό κοινό, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των ατόμων που δεν έχουν εξοικειωθεί με τις νέες τεχνολογίες, καθώς επίσης και των ευρύτερων κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η γραπτή επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο, η οποία προσφέρει δυναμικό σε μια αγορά η οποία επεκτείνεται πολύ πέραν της κοινότητας των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

4.5

Τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι ηλικιωμένοι συνθέτουν μια αναξιοποίητη αγορά την οποία η βιομηχανία πρέπει να εκμεταλλευθεί καλύτερα, προωθώντας τα προϊόντα της με διαφορετικές μεθόδους από αυτές που χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα. Μια γερμανική μελέτη έδειξε ότι το 48 % των ατόμων άνω των 50 ετών θεωρούν ότι τα προϊόντα και υπηρεσίες των ΤΠΕ δεν καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους (6). Επιπλέον, σε πρόσφατη μελέτη της Microsoft διαπιστώθηκε ότι το 50 % των ατόμων άνω των 59 ετών θα αποκόμιζε σημαντικό όφελος από τη βελτίωση της προσβασιμότητας των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών. Οι προσβάσιμες και σχεδιασμένες για όλους τεχνολογίες έχουν οδηγήσει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στον κλάδο, ιδιαιτέρως στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο για την εισαγωγή καινοτομιών σε προσβάσιμες τεχνολογίες και την πρόοδο σε νέους κλάδους και νέα επαγγέλματα.

5.   Γενικές Παρατηρήσεις

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την ανακοίνωση της Επιτροπής για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα στην οποία περιλαμβάνονται σημαντικές προτάσεις και δεσμεύσεις στους χώρους της ανάθεσης των δημόσιων συμβάσεων, της πιστοποίησης και της νομοθεσίας. Η υπό εξέταση ανακοίνωση ενισχύει σημαντικά την ανακοίνωση i2010 σχετικά με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πληροφοριών για την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Η ΕΟΚΕ καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να τοποθετήσουν τις δράσεις που προτείνονται στην ανακοίνωση για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού στρατηγικού πλαισίου για την κοινωνία των πληροφοριών. Οι στόχοι που σχετίζονται με την προαγωγή της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας και ένταξης θα τύχουν περισσότερης προσοχής στις δράσεις i2010.

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλά άτομα και οικογένειες που στερούνται πρόσβασης στις τηλεφωνικές υπηρεσίες λόγω χαμηλού εισοδήματος. Επιπλέον, ο εξοπλισμός και οι υπηρεσίες των ΤΠΕ (όπως η πρόσβαση στο διαδίκτυο) μπορεί να συνεπάγονται ένα απαγορευτικό κόστος για τα άτομα αυτά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι ηλικιωμένοι. Καλεί, συνεπώς, τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να προσφέρουν οικονομικές ενισχύσεις για να διευκολύνουν την πρόσβαση των ευάλωτων και των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων στα προϊόντα και τις υπηρεσίες των ΤΠΕ.

Η ΕΟΚΕ γνωρίζει και επικρατεί ιδιαιτέρως την πρόοδο των εργασιών της Επιτροπής Επικοινωνίες Χωρίς Διακρίσεις (INCOM) και των ομάδων εργασίας TCAM (7) για τα άτομα με ειδικές ανάγκες υπό την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτές οι ομάδες εργασίας συγκέντρωσαν όλους τους ενδιαφερόμενους για τον καθορισμό των βασικών προτεραιοτήτων και των τομέων όπου πρέπει να αναληφθεί δράση σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική προσβασιμότητα προϊόντων και υπηρεσιών.

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι το θέμα της προαγωγής της προσβασιμότητας των ατόμων με ειδικές ανάγκες στα βασικά προϊόντα και τις υπηρεσίες των ΤΠΕ έχει αναφερθεί και υποστηριχτεί σε σειρά εγγράφων της, όπως στα ακόλουθα:

Γνωμοδότηση σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό έτος των ατόμων με ειδικές ανάγκες 2003 COM(2001) 271 τελικό — 2001/0116 (CNS), CES 1064/2001

Γνωμοδότηση σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με θέμα eEurope 2002 (Ηλεκτρονική Ευρώπη 2002): Προσβασιμότητα στις δημόσιες ιστοθέσεις και στο περιεχόμενό τους COM(2001) 529 τελικό, CES 1546/2001

Γνωμοδότηση σχετικά με την κοινωνική ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες (CES 853/2002)

Γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Ίσες ευκαιρίες για τα άτομα με αναπηρίες: Ένα ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης COM(2003) 650 τελικό, CESE 311/2004

Γνωμοδότηση για την Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς (CESE 730/2005)

6.   Γενικά σχόλια της ΕΟΚΕ επί των βασικών προτάσεων της ανακοίνωσης

6.1   Εναρμονισμένα πρότυπα και διαλειτουργικότητα

6.1.1

Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται τις ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη εναρμονισμένων λύσεων στο χώρο της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας. Δεδομένης της παγκόσμιας φύσης του κλάδου της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών, πρέπει να ληφθούν μέτρα για να διασφαλιστεί ο κατακερματισμός που είναι προϊόν της ύπαρξης και ανάπτυξης διαφορετικών λύσεων στα κράτη μέλη. Όμως, για να προαχθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό οι οικονομίες κλίμακας και οι δυνατότητες επιλογής για τους καταναλωτές, πρέπει οπωσδήποτε να αποτραπεί ο παγκόσμιος κατακερματισμός με την καθιέρωση ενιαίων περιφερειακών προδιαγραφών.

6.1.2

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο κλάδος των ΤΠΕ συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο την ύπαρξη μιας ανεκμετάλλευτης αγοράς που αποτελείται από τα άτομα με ειδικές ανάγκες και τους ηλικιωμένους καταναλωτές. Όμως, η επίγνωση αυτή πρέπει να προωθηθεί και να υποστηριχθεί περισσότερο.

6.1.3

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει απόλυτα την ανάπτυξη και την εφαρμογή ευρωπαϊκών προτύπων προσβασιμότητας τα οποία να έχουν διαφανή, συναινετικό και αντικειμενικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, με τα πρότυπα αυτά πρέπει να αναγνωρίζεται η παγκόσμια κατάσταση και να συμπληρώνονται τα διεθνή πρότυπα. Η έλλειψη συμπληρωματικότητας των ευρωπαϊκών και διεθνών προτύπων θα προκαλεί σύγχυση και δυσαρέσκεια τόσο στους καταναλωτές με ειδικές ανάγκες, όσο και στην βιομηχανία.

6.1.4

Πρέπει να υπάρξει μέριμνα για την ενεργό συμμετοχή των χρηστών στη διαδικασία τυποποίησης και πρέπει να δοθεί ενίσχυση για να διασφαλιστεί η εκπροσώπηση των οργανώσεων των ατόμων με ειδικές ανάγκες στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που έχουν σχέση με την κατάρτιση των ευρωπαϊκών προτύπων προσβασιμότητας.

6.1.5

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης πρέπει να συνεκτιμούν το στοιχείο της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας όταν αναπτύσσουν οποιαδήποτε πρότυπα.

6.2   Δημόσιες συμβάσεις

6.2.1

Έχει αποδειχθεί ότι η συμπερίληψη απαιτήσεων για την προσβασιμότητα στις προκηρύξεις διαγωνισμών για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για την προώθηση του σχεδιασμού για όλους και των προσβάσιμων τεχνολογιών καθώς και για την προαγωγή της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Η χρήση των δημόσιων συμβάσεων για την προώθηση της προσβασιμότητας προσφέρει ένα πραγματικό κίνητρο στη βιομηχανία για να μεταφέρει την προσέγγιση αυτή στο επίκεντρο της μεθόδου με την οποία λειτουργεί. Επιπλέον, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε στην μια πρωτοβουλία της για τις ηλεκτρονικές δημόσιες προμήθειες να προαχθεί η αγορά μέσω του διαδικτύου και να διασφαλιστεί η πλήρης πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες σ' αυτή, σε συμφωνία με τους στόχους και τις πρωτοβουλίες για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα, και για να αποτραπούν περιπτώσεις παρατυπιών ή διαφθοράς.

6.2.2

Η τροποποίηση των οδηγιών της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις προσφέρει τη δυνατότητα να συμπεριληφθεί η προσβασιμότητα ως κριτήριο για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων προμήθειας προϊόντων και υπηρεσιών των ΤΠΕ. Υπενθυμίζεται ότι οι δημόσιες συμβάσεις αντιστοιχούν στο 16 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ, δηλαδή σε 1,5 τρις ευρώ, ενώ ο κλάδος των ΤΠΕ αντιστοιχεί στο 6 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ Οι μέσες δαπάνες του δημόσιου τομέα στην Ε.Ε για τις ΤΠΕ ανέρχονται σε 0,8 %, δηλαδή σε 76 δις ευρώ. Δεδομένου του ύψους των επενδύσεων, οι δημόσιες προμήθειες πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίζουν μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη πολιτική αγορών στα πλαίσια της οποίας ΟΛΑ τα μέλη της κοινωνίας θα έχουν πρόσβαση στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται. Αυτή η πολιτική έχει καθοριστική σημασία για την αποδοτική λειτουργία των τοπικών οικονομιών και για την προαγωγή της ευημερίας και της ανεξαρτησίας των μελών της κοινότητας.

6.2.3

Για το λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει απόλυτα την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συνεχιστεί η προσπάθεια με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης για την ανάπτυξη ευρωπαϊκών προτύπων προσβασιμότητας για τις δημόσιες προμήθειες προϊόντων και υπηρεσιών των ΤΠΕ. Όμως, στα πλαίσια των ρυθμίσεων αυτών, πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ των αναγκών των χρηστών και των απαιτήσεων της βιομηχανίας, καθώς και ότι οι ρυθμίσεις θα είναι χρήσιμες για τις δημόσιες αρχές και δεν θα οδηγούν στον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αλλά — στο μέτρο του δυνατού — ούτε και της παγκόσμιας αγοράς.

6.2.4

Επιπλέον, στην περίπτωση των μελλοντικών αναθεωρήσεων των οδηγιών της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις (8), η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε την ενίσχυση των διατάξεων, προκειμένου να συμπεριληφθούν συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά με την προσβασιμότητα στις δημόσιες προμήθειες.

6.3   Πιστοποίηση και έλεγχος από τρίτους έναντι αυτο-πιστοποίησης

6.3.1

Ο κλάδος των ΤΠΕ πρέπει να γνωστοποιεί σαφέστερα στους καταναλωτές τα χαρακτηριστικά προσβασιμότητας και σχεδιασμού για όλους που περιλαμβάνονται στα βασικά προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρει.

6.3.2

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ενδιαφέρουσα την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μελετηθούν διάφορες μέθοδοι πιστοποίησης και αυτο-πιστοποίησης, να προαχθούν η διαφάνεια και μεγαλύτερη αναγνώριση της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας, και να αναζητηθούν κατάλληλα συστήματα πιστοποίησης για την επισήμανση της συμμόρφωσης των προϊόντων και υπηρεσιών που πληρούν τα πρότυπα της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας.

6.3.3

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η επικείμενη διερεύνηση και συγκέντρωση δεδομένων γύρω από τις διάφορες επιλογές θα συμβάλει ώστε να διευκρινιστεί η καλύτερη μέθοδος που μπορεί να εφαρμοστεί. Επιπλέον, η ΕΟΚΕ επικροτεί ιδιαιτέρως τις επικείμενες διασκέψεις και πρωτοβουλίες της ΕΕ γύρω από το θέμα αυτό.

6.4   Η χρήση της νομοθεσίας

6.4.1

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εφιστά ορθώς την προσοχή στην ισχύούσα κοινοτική νομοθεσία η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί για την προαγωγή και την τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με την ηλεκτρονική προσβασιμότητα.

6.4.2

Πρέπει να επικροτηθούν και να ενθαρρυνθούν οι εθελοντικές δεσμεύσεις της βιομηχανίας. Οι δεσμεύσεις αυτές καταδεικνύουν το ενδιαφέρον και τη σημασία που αποδίδει η βιομηχανία στο θέμα της προσβασιμότητας κατά το σχεδιασμό προϊόντων και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι εθελοντικές δεσμεύσεις αφ' εαυτές αρκούν για να διασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή των απαιτήσεων προσβασιμότητας, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες με τις βασικές τεχνολογίες. Πρέπει να προωθηθούν εθνικές δεσμεύσεις και στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων με την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών.

6.4.3

Η ΕΕ πρέπει να δηλώσει ρητώς τη δέσμευσή της σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική ένταξη και προσβασιμότητα και να μεριμνήσει ώστε το στοιχείο αυτό να συμπεριληφθεί με οριζόντιο τρόπο σε όλες τις σχετικές πρωτοβουλίες της.

6.4.4

Για παράδειγμα, η ισχύουσα νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ενισχύεται σημαντικά από τη νομοθεσία της ΕΕ για την αποτροπή των διακρίσεων, η οποία προσφέρει ορισμένες σημαντικές δυνατότητες για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Πρέπει να υπάρχει τακτική και ολοκληρωμένη παρακολούθηση σε επίπεδο Επιτροπής και κρατών μελών σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών δεσμεύσεων στο χώρο της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας.

Πρέπει να εξεταστεί με ποιο τρόπο είναι δυνατή η βελτίωση της ισχύουσας νομοθεσίας στις επικείμενες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ενίσχυση και επέκταση των διατάξεων για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα. Πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη στήριξη και προαγωγή της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας στους κανονισμούς της ΕΕ για τα διαρθρωτικά ταμεία και στο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα (2007-2013).

Τα όργανα της ΕΕ πρέπει να θεσπίσουν ισχυρότερα και πληρέστερα νομοθετικά μέτρα για την πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες σε προϊόντα και υπηρεσίες, καλύπτοντας και τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, προκειμένου να διασφαλιστεί στην ΕΕ ο σεβασμός των κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων με ειδικές ανάγκες καθώς και το δικαίωμα των ατόμων αυτών να έχουν ίση πρόσβαση σε προϊόντα και υπηρεσίες.

Πρέπει να ενισχυθεί και να διευρυνθεί η εμβέλεια των διατάξεων για την προσβασιμότητα στην δέσμη οδηγιών της ΕΕ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

6.4.5

Η οδηγία για την καθολική υπηρεσία (9) καλύπτει σήμερα την πρόσβαση του κοινού σε κοινόχρηστα τηλέφωνα και σε δημόσιες τηλεφωνικές υπηρεσίες, όπως είναι οι κλήσεις έκτακτης ανάγκης και υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου. Η ΕΟΚΕ εκφράζει όμως τη λύπη της γιατί η οδηγία δεν καλύπτει ούτε την κινητή τηλεφωνία ούτε το ευρυζωνικό φάσμα. Πρέπει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία, έτσι ώστε να καλύπτει την κινητή τηλεφωνία και τις ευρυζωνικές υπηρεσίες (10). Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί η ισότητα πρόσβασης στα δίκτυα και τις υπηρεσίες με την καθιέρωση δίκαιων ή ακόμη και κοινωνικών τελών, εάν τούτο είναι απαραίτητο.

6.4.6

Πολλά άτομα με ειδικές ανάγκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσχέρειες σε ό,τι αφορά στη χρήση και στην πρόσβαση στις κινητές επικοινωνίες. Υπάρχει ανάγκη να διασφαλιστεί σε πραγματικό χρόνο η διαδραστική κινητή επικοινωνία για τους κωφούς και τους βαρήκοους, για άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα δυσλεξίας, και άτομα που πάσχουν από κώφωση και τύφλωση. Οι διαδραστικές επαφές με κινητές επικοινωνίες πρέπει να παρέχονται με τις ίδιες προϋποθέσεις σε όλους τους ανθρώπους, πράγμα που ισχύει για την ευχρηστία και την ποιότητα των υπηρεσιών, τον εξοπλισμό, τη δυνατότητα επιλογής, τη διαθεσιμότητα και το κόστος.

6.4.7

Πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της διαλειτουργικότητας στα υφιστάμενα συστήματα που χρησιμοποιούνται από άτομα που αντιμετωπίζουν αισθητηριακές δυσχέρειες. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες πρέπει να είναι σε θέση να επικοινωνούν σε πραγματικό χρόνο και χωρίς προβλήματα σε όλη την Ευρώπη και στο διεθνή χώρο.

6.4.8

Το διαδίκτυο χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως δημόσια υπηρεσία και μέσο επικοινωνίας. Όμως, τα άτομα με ειδικές ανάγκες αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα πρόσβασης όταν επιχειρούν να το χρησιμοποιήσουν. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι οι ευρυζωνικές υπηρεσίες: Νέες τεχνολογίες, όπως το πρωτόκολλο φωνητικής τηλεφωνίας διαμέσου του διαδικτύου (VOIP), προσφέρουν ήδη ευρυζωνικές «τηλεφωνικές» υπηρεσίες, μια φθηνή και ιδιαίτερα ελκυστική για τους χρήστες υπηρεσία, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τις διεθνείς κλήσεις. Όμως, δεν υπάρχει εγγύηση ότι το πρωτόκολλο φωνητικής τηλεφωνίας διαμέσου του διαδικτύου θα προσφέρει πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ή σε υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί.

7.   Οι ειδικές προτάσεις της ΕΟΚΕ

Λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τα θέματα που προαναφέρθηκαν, η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι οι προτάσεις που παρατίθενται στη συνέχεια θα μπορούσαν να συμβάλουν στην υλοποίηση των γενικότερων επιδιώξεων.

7.1   Εναρμονισμένα πρότυπα και διαλειτουργικότητα

7.1.1

Η ΕΟΚΕ καλεί τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να συνεκτιμούν το στοιχείο της προσβασιμότητας όταν αναπτύσσουν οποιαδήποτε πρότυπα των ΤΠΕ.

7.1.2

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση να οριστούν ευρωπαϊκά πρότυπα και να αναληφθούν νομοθετικές δεσμεύσεις για την εναρμόνιση των απαιτήσεων προσβασιμότητας για τα άτομα με ειδικές ανάγκες στους ακόλουθους τομείς:

ενσωμάτωση στα δίκτυα παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου της πρόσβασης στους αριθμούς κλήσης έκτακτης ανάγκης

ανάπτυξη της επικοινωνίας σε πραγματικό χρόνο, ιδιαιτέρως για τους κωφούς και τους βαρήκοους

πρόσβαση στη διαδραστική ψηφιακή τηλεόραση

διασύνδεση της παροχής προσβάσιμων υπηρεσιών με την πρόσβαση στον εξοπλισμό και την ευχρηστία του εξοπλισμού.

7.2   Πιστοποίηση και έλεγχος εκ μέρους τρίτων έναντι αυτό-πιστοποίησης

7.2.1

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής να εξεταστεί η δυνατότητα καθιέρωσης ενός συστήματος πιστοποίησης και επισήμανσης προϊόντων με αυτο-πιστοποίηση παράλληλα με τον υποχρεωτικό ή εθελοντικό χαρακτήρα των εν λόγω διαδικασιών, και συμφωνεί με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων πλευρών, ιδιαιτέρως των οργανώσεων που εκπροσωπούν τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Τα σχετικά πορίσματα θα πρέπει να γνωστοποιηθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ΕΟΚΕ κατά τη διάρκεια του 2007.

7.3   Ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων

7.3.1

Η ΕΟΚΕ καλεί επειγόντως τα κράτη-μέλη της ΕΕ να μεταφέρουν χωρίς καθυστέρηση τις διατάξεις των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις στην νομοθεσία τους και να διασφαλίσουν τη θέσπιση αυστηρών διατάξεων σχετικά με τις απαιτήσεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες στις εθνικές νομοθεσίες.

7.3.2

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση σε όλες τις δημόσιες αρχές να συμπεριλαμβάνουν κριτήρια προσβασιμότητας στις δημόσιες συμβάσεις.

7.3.3

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση για τη συμπερίληψη δεσμευτικών διατάξεων για την προσβασιμότητα κατά τη μελλοντική μεταρρύθμιση των οδηγιών για τις δημόσιες προμήθειες. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να απαγορεύεται δια νόμου στις δημόσιες αρχές να χρησιμοποιούν λογισμικό, υλικό, ή άλλα προϊόντα και υπηρεσίες των ΤΠΕ που δεν πληρούν τα ισχύοντα πρότυπα προσβασιμότητας.

7.3.4

Σε ό,τι αφορά στην εντολή τυποποίησης προς τις οργανώσεις CEN, CENELEC και ETSI, για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών προτύπων προσβασιμότητας για τις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας προϊόντων και υπηρεσιών των ΤΠΕ, η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση στα κράτη μέλη της ΕΕ να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών προτύπων σε εθνική κλίμακα και με τον περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο, μέσω μιας κοινής και συνεκτικής προσέγγισης.

7.4   Συγκριτική αξιολόγηση

7.4.1

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση να αναγνωριστεί ρητώς η σημασία της ηλεκτρονικής προσβασιμότητας και του σχεδιασμού για όλους και της εργονομικής προσέγγισης των ΤΠΕ σε όλες τις νομοθετικές και άλλες προτάσεις της ΕΕ, και ιδιαιτέρως σε σημαντικά έγγραφα της ΕΕ για την κοινωνία των πληροφοριών και στους κανονισμούς των διαρθρωτικών ταμείων, τα χρηματοδοτικά μέσα για τα νέα κράτη μέλη, καθώς και στο 7ο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα.

7.5   Προσβασιμότητα στον παγκόσμιο ιστό

7.5.1

Η ΕΟΚΕ καλεί όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να υιοθετήσουν επισήμως και χωρίς τροποποιήσεις την δεύτερη έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών για την προσβασιμότητα στον παγκόσμιο ιστό και να την ενσωματώσουν σε όλες τις δημόσιες ιστοθέσεις.

7.5.2

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση για την εφαρμογή του δευτέρου επιπέδου συναίνεσης για την έκδοση δύο των κατευθυντήριων γραμμών W3C-WAI για την πρόσβαση σε περιεχόμενο δικτύου, πράξη η οποία συνεπάγεται μέριμνα για την αύξηση του επιπέδου προσβασιμότητας όλων των δικτυακών πόρων.

7.5.3

Η ΕΟΚΕ σημειώνει την επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθούν και να καταστούν ευκόλως διαθέσιμα συγγραφικά εργαλεία (11) για την προσβασιμότητα, τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές ιστοθέσεων για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση αυτών με τα πρότυπα W3C-WAI WCAG 2.0. Τα εργαλεία αυτά πρέπει να είναι συμβατά με την δεύτερη έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών ATAG για την προσβασιμότητα των συγγραφικών εργαλείων W3C-WAI.

7.6   Η νομοθεσία

7.6.1

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να αναλάβει εντονότερες δράσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη θα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που έχουν έναντι των ατόμων με ειδικές ανάγκες, σύμφωνα με τις ισχύουσες οδηγίες για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο ερωτηματολόγιο INCOM της Επιτροπής για δέσμη των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν σεβαστεί όσον έπρεπε τις δεσμεύσεις αυτές.

7.6.2

Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που έχουν σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινήσει διαδικασίες κατά παραβάσεων εναντίον των εμπλεκομένων κρατών μελών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης συμμόρφωση αυτών

7.6.3

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση να υπάρξει μέριμνα, έτσι ώστε, με τις επικείμενες αναθεωρήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, να ενισχυθούν σημαντικά οι διατάξεις περί προσβασιμότητας και να καταστούν επιτακτικές.

7.6.4

Η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δημοσιεύσει συγκριτική μελέτη για το στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι δραστηριότητες των κρατών μελών σε σχέση με την ηλεκτρονική προσβασιμότητα και να κινήσει τις σχετικές νομικές διαδικασίες σε περίπτωση που ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν συμμορφωθεί με τις δεσμεύσεις τους που απορρέουν από τις αντίστοιχες οδηγίες για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

7.6.5

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση για την ενίσχυση και την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων περί προσβασιμότητας στις οδηγίες της ΕΕ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες στα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Ιδιαιτέρως:

το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία πρέπει να επεκταθεί για να καλύψει τις κινητές επικοινωνίες και τις ευρυζωνικές τεχνολογίες

πρέπει να αναθεωρηθεί η οδηγία RTTE για να συμπεριληφθούν σε αυτήν επιτακτικές διατάξεις για την προσβασιμότητα σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό.

7.7   Το νέο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή κοινωνία των πληροφοριών

7.7.1

Η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ευρωπαϊκή κοινωνία των πληροφοριών (12) απαιτεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν σε ετήσια βάση έκθεση για την πρόοδο που έχουν σημειώσει και για τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εφαρμόσουν τα μεταρρυθμιστικά τους προγράμματα.

7.7.2

Η ΕΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στην ετήσια έκθεση που υποβάλλουν την ηλεκτρονική προσβασιμότητα και ένταξη και ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποστηρίξει την έκκλησή της.

7.7.3

Η ΕΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να ορίσουν σαφείς και συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιαγράμματα για την εφαρμογή των διατάξεων για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα στα εθνικά σχέδια δράσης.

7.8   Η συμμετοχή των χρηστών

7.8.1

Η ΕΟΚΕ καλεί τα αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων όργανα της ΕΕ να διασφαλίσουν ολοκληρωμένες και επί ίσοις όροις διαβουλεύσεις καθώς και τη συστηματική συμμετοχή χρηστών που είναι άτομα με ειδικές ανάγκες και προέρχονται από τις οργανώσεις που εκπροσωπούν την ομάδα αυτή και στην ανάπτυξη και τον σχεδιασμό προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και στην κατάρτιση προτύπων. Τα όργανα της ΕΕ πρέπει να προσφέρουν πρόσθετους πόρους για να διασφαλιστεί η δέουσα συμμετοχή των ατόμων με ειδικές ανάγκες στη διαδικασία αυτή.

7.9   Εκπαίδευση, κατάρτιση και σχεδιασμός για όλους

7.9.1

Η ΕΟΚΕ καλεί τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και τη βιομηχανία να αναπτύξουν και να υποστηρίξουν μέτρα για την προαγωγή της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης των ατόμων με ειδικές ανάγκες και ορισμένων ηλικιωμένων στις ΤΠΕ στα πλαίσια της δια βίου εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων αποκλεισμένων ομάδων, προκειμένου να διασφαλιστεί η καλύτερη, οικονομικότερη, και ευκολότερη πρόσβαση των ατόμων αυτών στις εν λόγω τεχνολογίες.

7.9.2

Μέτρα για την αύξηση της επίγνωσης, όπως είναι η προαγωγή μιας ευρωπαϊκής εκπαίδευσης στο σχεδιασμό για όλους, προσφέρουν σοβαρές δυνατότητες για τη βελτίωση της κατανόησης και για την ένταξη του στοιχείου της προσβασιμότητας στις ΤΠΕ.

7.9.3

Η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τη βιομηχανία να προωθήσουν ενεργώς και να εντάξουν το σχεδιασμό για όλους στα προγράμματα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης στον τομέα των ΤΠΕ.

7.9.4

Η ΕΟΚΕ καλεί τη βιομηχανία να διασφαλίσει την εσωτερική ή εξωτερική εκπαίδευση του προσωπικού της στην προσβασιμότητα του σχεδίου.

7.10   Δράσεις στους κόλπους της ίδιας της ΕΟΚΕ

7.10.1

Η ΕΟΚΕ έχει δεσμευτεί «να φροντίσει για το νοικοκυριό της» για να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της προσβασιμότητας στις δραστηριότητές της που έχουν σχέση με τις δημόσιες προμήθειες.

7.10.2

Η ΕΟΚΕ θα εξετάσει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να διασφαλιστεί η πλήρης και ίση πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην ιστοσελίδα της, το λογισμικό και τον εξοπλισμό ΤΠΕ που χρησιμοποιεί.

7.10.3

Η ΕΟΚΕ θα καθιερώσει εσωτερικές διαδικασίες για να διασφαλιστεί η έκδοση όλων των εγγράφων της σε προσβάσιμο μορφότυπο.

Βρυξέλλες, 15 Φεβρουαρίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  COM(2005) 229 τελικό.

(2)  Πηγή: Ευρωπαϊκή Ένωση Τυφλών

(3)  Digital Television For All A report on usability and accessible design for the UK's Digital Television Project by the Generics Groups.

(4)  Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Active Labour Market Programmes for People with Disabilities» (2002).

(5)  Μελέτη OECD-ECMT «Improving Transport for People with Mobility Disabilities» 1999, ημερομηνίες πριν την ΕΕ των 15.

(6)  Βλέπε www.seniorwatch.de

(7)  Επιτροπή αξιολόγησης της πιστότητας και εποπτείας της τηλεπικοινωνιακής αγοράς .

(8)  Οδηγία 2004/18/EΚ και οδηγία 2004/17/EΚ.

(9)  Οδηγία 2002/22/EΚ.

(10)  Η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι το σύστημα κινητής καρτοτηλεφωνίας έχει συμβάλει σημαντικά στην ευρύτερη πρόσβαση των χαμηλών εισοδημάτων τηλεφωνικές υπηρεσίες και μπορεί να υποστηριχθεί ότι από την άποψη αυτή έχει καλύτερες επιδόσεις από τους εθνικούς φορείς.

(11)  Ο όρος «συγγραφικά εργαλεία» αναφέρεται στο ευρύ φάσμα του λογισμικού που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία περιεχομένου στον παγκόσμιο ιστό.

(12)  COM(2005) 229 τελικό.


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/33


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε ό,τι αφορά το έτος βάσεως για τη διάθεση ποσοστώσεων υδροχλωροφθορανθράκων προκειμένου περί των κρατών μελών που προσχώρησαν την 1η Μαΐου 2004»

(COM(2004) 550 τελικό — 13632/05 Add 1 + Corr. 1)

(2006/C 110/06)

Στις 16 Νοεμβρίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου και περιβάλλον», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 27 Φεβρουαρίου 2006 με εισηγήτρια την κα Giacomina CASSINA.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την παρούσα γνωμοδότηση με 139 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 6 αποχές.

1.   Σύνοψη και συμπεράσματα

1.1

Η ΕΟΚΕ εγκρίνει την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 (άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο θ), επικροτεί την προσθήκη του εν λόγω επιπέδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως συν-νομοθέτη καθώς και την τροποποίηση της νομοθετικής βάσης που προτείνεται σχετικά.

2.   Κύρια σημεία και αξιολόγηση των προτάσεων τροποποίησης

2.1

Η πρόταση τροποποίησης του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 αφορά την προσθήκη του στοιχείου θ) στο άρθρο 4 παράγραφος 3, που προβλέπει, για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ κατά την 1η Μαϊου 2004, τροποποίηση της ημερομηνίας βάσεως για τον καθορισμό των ποσοστώσεων υδροχλωροφθορανθράκων: δεν θα καθορίζονται πλέον επί τη βάσει των ποσοστώσεων του 1999 αλλά με βάση το μέσο μερίδιο αγοράς των ετών 2002 και 2003.

2.1.1

Η εν λόγω αλλαγή της ημερομηνίας βάσεως είναι καθαρά εμπορικό ζήτημα διότι έτσι εξασφαλίζεται ο μη αποκλεισμός των εταιρειών που εισήλθαν στην αγορά μετά το 1999 και δεν επηρεάζονται αισθητά οι συνολικές ποσοστώσεις διάθεσης στην αγορά οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες. Κατά συνέπεια, αποκλείεται η οποιαδήποτε περιβαλλοντική επίπτωση. Η αλλαγή της ημερομηνίας βάσεως αποτελεί επίσης και την απάντηση έναντι των ενδεχόμενων μελλοντικών ενστάσεων για παράβαση των αρχών της «ισότιμης μεταχείρισης και των νόμιμων προσδοκιών».

2.2

Η ΕΟΚΕ λαμβάνει γνώση και συμφωνεί με την προσθήκη στον τίτλο του εν λόγω κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως συ-νομοθέτη.

2.3

Τέλος, η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την τροποποίηση της νομικής βάσεως του ίδιου του Κανονισμού, που δεν στηρίζεται πλέον στο άρθρο 57, παράγραφος 2 της Συνθήκης Ένταξης, αλλά στο άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ, όπως προβλέπεται στην Προσθήκη 1, διορθωτικό 1 και συμφωνήθηκε από την Ομάδα Περιβάλλοντος στις 21 Οκτωβρίου 2005.

Βρυξέλλες, 15 Φεβρουαρίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/34


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η κοινωνική διάσταση του πολιτισμού»

(2006/C 110/07)

Στις 16 Σεπτεμβρίου 2004, και σύμφωνα με το άρθρο 29 των διατάξεων εφαρμογής του Εσωτερικού Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αποφάσισε να καταρτίσει πρόσθετη γνωμοδότηση με θέμα: «Η κοινωνική διάσταση του πολιτισμού»

Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 22 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. LE SCORNET.

Κατά την 425η σύνοδο ολομελείας της της 15ης και της 16ης Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την παρούσα γνωμοδότηση με 137 ψήφους υπέρ, 3 ψήφους κατά και 6 αποχές.

1.   Περίληψη

1.1

Στόχος της παρούσας πρόσθετης γνωμοδότησης είναι να προτείνει ορισμένες εξελίξεις και λειτουργικά μέσα που να αντιστοιχούν στη γνωμοδότηση «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού» που υιοθέτησε η ΕΟΚΕ στις 31 Μαρτίου 2004.

1.2

Επιχειρεί να διασαφηνίσει την έννοια «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού» γύρω από τρεις βασικές έννοιες. Αυτές οι έννοιες είναι οικείες στην ΕΟΚΕ και πάνω σ' αυτές εμβαθύνει και συνεχίζει την ανάλυσή της. Πρόκειται για την «κοινωνία της γνώσης», την «παγκοσμιοποίηση της οικονομίας» και την «κοινωνία των πολιτών».

1.3

Κατ' αρχάς, δεν διατηρεί τις υποθέσεις που τέθηκαν στην πρώτη γνωμοδότηση σχετικά με τη συγκρότηση νέων δομών του τύπου «παρατηρητήριο», «εργαστήριο», «ειδική ομάδα».

1.4

Ζητά ωστόσο από την Επιτροπή να καθορίσει ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες που θα της επιτρέψουν να επιβεβαιώσει ότι τα σημερινά κοινοτικά μέσα επαρκούν για να αποτιμηθεί:

η εξέλιξη της πολιτισμικής και καλλιτεχνικής απασχόλησης στα πλαίσια της Ενώσεως, οι ποιοτικές και ποσοτικές της επιπτώσεις επί της απασχολήσεως γενικότερα, της μεγέθυνσης, της κοινωνικής συνοχής και της αναγνώρισης και συμμετοχής όλων και συγκεκριμένα των πιο μειονεκτικών πληθυσμών και κατηγοριών·

η πραγματικότητα της εμβάθυνσης του διαπολιτισμικού διαλόγου. Αυτό μάλιστα δεν αφορά μόνο την μηχανική έννοια του όρου, δηλαδή τον αριθμό ανταλλαγών και πρωτοβουλιών όλων των ειδών. Αλλά με πιο ουσιαστικούς όρους διότι η ΕΟΚΕ ανησυχεί από την αύξηση των φαινομένων αποκλεισμού, ρατσισμού (ακόμα και εκεί όπου οι πολιτικές ενσωμάτωσης και πολυπολιτισμικής συνύπαρξης, όπως στις Κάτω Χώρες ή στη Γαλλία, φαίνεται ότι κατέληξαν σε σταθερά πρότυπα), αποσύνδεσης μεταξύ ατομικών συμφερόντων και γενικού συμφέροντος, κατακερματισμού και έλλειψης συγκλίσεως.

1.5

Με την ευκαιρία του έτους 2008, που χαρακτηρίστηκε έτος του διαπολιτισμικού διαλόγου, η γνωμοδότηση προτείνει να υποβάλει η Επιτροπή μια εξαιρετικά λεπτομερή έκθεση για το φαινόμενο αυτό και τον στόχο αυτό. Η ΕΟΚΕ είναι έτοιμη να συμβάλει με ιδιαίτερα ενεργό τρόπο στην κατάρτιση της εκθέσεως.

1.6

Προτείνει συνεπώς να υπάρξει νέος προβληματισμός με θέμα τον πολιτισμό. Διότι φαίνεται ότι η πολιτισμική σκέψη έχει απολιθωθεί πάνω σε θέματα που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία, τη διατήρηση της κληρονομιάς και λιγότερο τις έννοιες της δημιουργίας, του μηχανισμού, του νέου φαντασιακού κόσμου. Διότι ο πολιτιστικός σπόρος στον κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό τομέα καταλαμβάνει ακόμη ελάχιστο χώρο.

1.7

Εκφράζει την επιθυμία να αξιοποιηθούν οι εργασίες του Ιδρύματος του Δουβλίνου στους τομείς αυτούς. Κάθε φορά που η ΕΟΚΕ πραγματεύεται θέματα ή έρχεται αντιμέτωπη με την ανάγκη για «πολιτισμικές επαναστάσεις», «αλλαγή νοοτροπίας», «μεταβολή των προγονικών παραδειγμάτων», οι έννοιες αυτές θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης ανάλυσης και συνεπώς, τουλάχιστον, ιδιαίτερης παραγράφου.

1.8

Υπογραμμίζει ότι η μέθοδος των «ορθών ή βέλτιστων πρακτικών» θα μπορούσε, εφόσον εγκαταλείψει τον συχνά ρητορικό της χαρακτήρα, να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για τον διάλογο, την ανταλλαγή και την μεταβίβαση γνώσεων και πολιτισμών.

2.   Εισαγωγή

Στις 31 Μαρτίου 2004, και μετά από αίτηση διαβούλευσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υιοθετήθηκε γνωμοδότηση με θέμα την «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού».

2.1

Η γνωμοδότηση κατέληγε σε ορισμένο αριθμό υποθέσεων:

2.2

επιβεβαίωση της πολιτιστικής αποστολής της ΕΟΚΕ, παρά το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, δεν της έχουν επίσημα ανατεθεί αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν·

2.2.1

συμβολή, μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στη σταδιακή σύσταση ενός ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου της πολιτιστικής συνεργασίας, το οποίο να δύναται να εκδίδει δική του ετήσια έκθεση·

2.2.2

ανάπτυξη στενής συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ΕΟΚΕ, η οποία να επιτρέψει, εκτός από την σύσταση του προαναφερθέντος παρατηρητηρίου, να τίθεται «ένας ετήσιος στόχος προαγωγής μίας τουλάχιστον κοινής πολιτιστικής αξίας»·

2.2.3

σχεδιασμός ενός εργαστηρίου πολιτισμικών μεταμορφώσεων που εμφανίζονται στο κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό πεδίο·

2.2.4

σύσταση μιας ευρωπαϊκής ειδικής ομάδας που να ευνοεί τις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές ανταλλαγές στις εμπόλεμες ζώνες.

2.3

Η παρούσα πρόσθετη γνωμοδότηση νομιμοποιείται από την ταχύτητα με την οποία χρειάστηκε να καταρτιστεί η αρχική γνωμοδότηση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προς το τέλος της θητείας του, μας είχε ζητήσει τη δρομολόγηση μιας διαδικασίας και μιας εταιρικής σχέσης ΕΟΚΕ/ΕΚ. Η ΕΟΚΕ ανέλαβε τη συνέχιση του έργου αυτού με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, πόσο μάλλον που φαίνεται να εμφανίζεται «διπλή επιτάχυνση» ως προς την ίδια τη σύλληψη της προσέγγισης της πολιτιστικής διάστασης εκ μέρους των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.3.1

Οι πρώτες δηλώσεις του Προέδρου της Επιτροπής κ. J. M. Barroso, που επιβεβαίωναν ότι έφθασε πλέον «η ώρα του πολιτισμού», ότι «στην ιεραρχία των αξιών, οι πολιτισμικές αξίες θεωρούνται ανώτερες των οικονομικών αξιών (1)», φαίνονταν πολύ ενθαρρυντικές και σηματοδοτούσαν μία ουσιαστική στροφή. Αποτέλεσαν, για την ΕΟΚΕ, την πρώτη επιτάχυνση.

2.3.2

Τη δεύτερη επιτάχυνση, την προκάλεσε η ίδια η ΕΟΚΕ. Πρόκειται για την ομόφωνη υιοθέτηση του προγράμματος που υπέβαλε η Πρόεδρός της κα Anne-Marie Sigmund, και στο οποίο ο πολιτισμός ανακηρύχθηκε ως μία από τις κεντρικές προτεραιότητες της θητείας της.

2.3.3

Ωστόσο, διαπιστώνεται αναπόφευκτα ότι το σκεπτικό αυτού του συλλογισμού παραμένει σαθρό. Όντως, το πρόγραμμα που υπέβαλε η νέα σύνθεση της Επιτροπής δεν δίνει πραγματικά μια συγκεκριμένη υπόσταση σ' αυτή τη στροφή. Δεν αναφέρεται καν ρητώς στη νέα αυτή ιεράρχηση υπέρ του πολιτισμού! Εξ ορισμού, το πρόγραμμα «Πολιτισμός 2007-2013», που παρουσίασε η Επιτροπή, δεν υποβάλλεται για γνωμοδότηση στην ΕΟΚΕ. Επομένως, δεν έχουμε αρμοδιότητα να το σχολιάσουμε στα πλαίσια της γνωμοδότησης ετούτης. Μπορούμε, όμως, να σχολιάσουμε ότι δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να λαμβάνει υπόψη την «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού». Καθώς και ότι ο προϋπολογισμός του αντιπροσωπεύει σαφώς λιγότερα από αυτά που επιθυμούσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αφιερωθούν στο πρόγραμμα αυτό. Εξάλλου, ακόμη και όσον αφορά τη θέση προτεραιότητας του πολιτισμού στο πρόγραμμα της ΕΟΚΕ, θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι της έχει ήδη δοθεί μια ουσιαστική και συγκεκριμένη μορφή.

2.3.4

Επιπλέον, η περίοδος προβληματισμού την οποία αποφάσισε να δρομολογήσει το Συμβούλιο μετά από την απόρριψη, εκ μέρους της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, του Σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης για την Ευρώπη (μιας συνθήκης που έθετε τον πολιτισμό μεταξύ των στόχων της Ένωσης (άρθρο Ι-3.3) και τροποποιούσε τους μηχανισμούς απόφασης για τα πολιτιστικά θέματα και επέτρεπε τη μη εφαρμογή, σε πολλούς τομείς, του ασφυκτικού κανόνα της ομοφωνίας (άρθρο Ι — 17 και ΙΙΙ- 280)), καθώς και η μετριότητα του συμβιβασμού που επετεύχθη σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές της Ένωσης, καθιστούν πολύ ασαφή τη θέση του πολιτισμού και ακόμη περισσότερο την «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού» στα πλαίσια μιας αναζωογόνησης της Ένωσης.

3.   Περαιτέρω αποσαφήνιση της έννοιας της «κοινωνικής διάστασης του πολιτισμού» και προσδιορισμός των σημαντικών κατευθύνσεων που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές

3.1

Η γνωμοδότηση για την «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού» που υπερψήφισε η ΕΟΚΕ κατέληξε, σε μία πρώτη φάση, σε τρεις ουσιαστικές κατευθύνσεις που θα πρέπει να ακολουθήσει ο σχετικός προβληματισμός:

να διερευνηθεί μία νέα αντίληψη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πρακτικών·

να διερευνηθούν οι συνέπειες που έχουν στις κοινωνικές διαρθρώσεις και τις πολιτισμικές αξίες οι αλλαγές που έχουν επέλθει στον κόσμο της εργασίας·

να διερευνηθεί μία νέα αντίληψη περί δημοκρατίας.

3.2

Η παρούσα πρόσθετη γνωμοδότηση επιδιώκει να συμβάλει στον προσδιορισμό των σημαντικών κατευθύνσεων, των «βασικών εννοιών» που θα επιτρέψουν να μεταφερθούν με τον απλούστερο δυνατό τρόπο οι πρώτες αυτές σκέψεις στις τρέχουσες κοινοτικές πολιτικές.

3.3   Η πρώτη βασική έννοια είναι η έννοια «κοινωνία της γνώσης»

3.3.1

Όπως διευκρινίζεται στη γνωμοδότηση για την «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού», η καθολική πλέον τάση προς μια νοητική, εγκεφαλική θεώρηση όλων των επιμέρους χώρων εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της «εργασίας» που λέγεται κατανάλωση, και ο αυξημένος ρόλος που διαδραματίζουν σε αυτούς τους χώρους τα κριτήρια που βασίζονται στις σχέσεις, στο ύφος και στη δημιουργία βρίσκονται ήδη, και θα βρίσκονται όλο και περισσότερο, στο επίκεντρο των αποκλίσεων ανταγωνιστικότητας, ελκυστικότητας, κοινωνικής αγωγής και επιχειρηματικότητας μεταξύ των διαφόρων «γεωπολιτιστικών» περιοχών του πλανήτη. Η Ευρώπη πρέπει και μπορεί να αναφέρεται στη «δημιουργική οικονομία».

3.3.2

Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, το ζήτημα της εργασίας, της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής απασχόλησης, της οικονομίας του πολιτισμού, συνιστά ένα από τα στοιχεία για τα οποία η γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ επιμένει και ζητά να αξιοποιηθούν οι εργασίες του Ιδρύματος του Δουβλίνου. Θα ήταν χρήσιμο να αναλυθεί πως οι διάφορες μορφές που λαμβάνει η πολιτιστική και καλλιτεχνική εργασία παρέχουν πληροφορίες για μια πιο δημιουργική αξιολόγηση της εργασίας γενικότερα και συμμετέχουν στην οικονομία της γνώσης.

3.3.3

Η ΕΟΚΕ δεν θεωρεί αποδεκτό το ότι το πεδίο του «υψηλού πολιτισμού» και τα πεδία της πολιτιστικής διάστασης του τεχνικού, του οικονομικού, του κοινωνικού, του υγειονομικού και του περιβαλλοντικού τομέα, εμφανίζονται ακόμη υπερβολικά διαχωρισμένα. Η ΕΟΚΕ, όμως, ιδίως μάλιστα στα πλαίσια του συνεχούς της έργου υπέρ της πραγματικής εφαρμογής της δια βίου μάθησης, της διαμόρφωσης μιας «μανθάνουσας» κοινωνίας συμμετέχει σκοπίμως στη μη αποσύνδεση.

3.3.4

Η τεράστια ανάγκη για ασφαλείς και ευέλικτες δραστηριότητες και θέσεις απασχόλησης στους τομείς της μετάδοσης, της διαμεσολάβησης, της τέχνης, της παράστασης υπό όλες τις εκφάνσεις της, των γνώσεων σχετικά με τις γνώσεις, προσκρούει σε πρότυπα θέσεων απασχόλησης που χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από ακαμψία και προσωρινότητα.

3.3.5

Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων. Γενικότερα πρέπει να σημειωθεί η απουσία μιας πραγματικής οικονομικής αξιοποίησης του άυλου, η υπερβολικά περιορισμένη κυκλοφορία των καλλιτεχνών και των «εργατών» του πολιτισμού, καθώς και των δημιουργιών και των έργων τους, στον ευρωπαϊκό χώρο. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ένα μεγάλο έλλειμμα όσον αφορά την κοινή πρόσβαση στις πολιτιστικές καινοτομίες και την αμοιβαία σύγκρισή τους, χάρις στην οποία θα μπορούσε να αποτρέπεται η ατέρμονη επανάληψη του ήδη γνωστού.

3.3.6

Η επιτυχία των προγραμμάτων «ERASMUS» και «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», η προσφορά της Ευρώπης για την αναβίωση ερημωμένων τόπων διαβίωσης, η ανάκτηση της δυναμικότητας μεγάλων αστικών συνόλων μέσω της ανάπτυξης καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, η αύξηση της ελκυστικότητας από την οποία επωφελούνται για μεγάλο διάστημα οι πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, όλα αυτά αντιπροσωπεύουν το ξεκίνημα μιας απόδειξης του τι πρέπει να νοείται ως «κοινωνική διάσταση του πολιτισμού». Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι οι αρμοδιότητές της έχουν ρόλο συνοδείας και μόνον των εθνικών πολιτικών, ήδη συνιστά συχνά καθοριστικό παράγοντα για την ίδια την ύπαρξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια πολιτική που λειτουργεί καταλυτικά. Η συνεχής τροφοδότηση μιας «τράπεζας» γνώσεων σχετικά με τις γνώσεις, θα μπορούσε να έχει σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

3.3.7

Αντίθετα, η σημαντική απώλεια πόρων και ανάπτυξης συνδέσμων που επέρχονται σε ολόκληρο τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό όταν σταματά, έστω και προσωρινά, η δραστηριότητα ορισμένων φεστιβάλ ή πολιτιστικών εκδηλώσεων, τεκμηριώνουν την επίδραση της «ολιστικής» αποδοτικότητας που έχουν για τη βιώσιμη ανάπτυξη οι θέσεις απασχόλησης και οι δραστηριότητες στον τομέα των τεχνών, του πολιτισμού και της διαμεσολάβησης, καθώς και η ελεύθερη διάδοσή τους και η αμοιβαία γονιμοποίησή τους.

3.4   Η δεύτερη βασική έννοια είναι η «παγκοσμιοποίηση της οικονομίας»

3.4.1

Κατά την ΕΟΚΕ, τα μέτρια αποτελέσματα που παρουσιάζει η στρατηγική της Λισσαβώνας, σε σύγκριση με τους φιλόδοξους στόχους της, οφείλονται κυρίως στην υποτίμηση του ανθρώπινου, του πολιτιστικού, του συμμετοχικού παράγοντα. Σε μία «παγκοσμιοποιημένη οικονομία», μόνον η προαγωγή ενός ευρωπαϊκού πολιτισμού που δεν θα χωρίζει πλέον, δεν θα κατατάσσει ιεραρχικά τους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, είναι σε θέση να επιτρέψει στην ζώνη «Ευρώπη» να σταματήσει, και μάλιστα να αντιστρέψει, το επιζήμιο για αυτήν αναπτυξιακό χάσμα που διανοίγεται έναντι των περισσοτέρων άλλων ζωνών του πλανήτη.

3.4.2

Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αλλά επίσης και σε άλλα μέρη του κόσμου, η οικονομική σημασία της βιομηχανίας του πολιτισμού και της δημιουργίας είναι πλέον αδιαμφισβήτητη και πιστοποιείται από πολλές εκθέσεις, μελέτες και ποσοτικές αξιολογήσεις. Στους τομείς αυτούς, πολλές επιχειρήσεις και συνεπώς θέσεις απασχόλησης δημιουργήθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι στον τομέα αυτό η τάση είναι η δημιουργία μικρών επιχειρήσεων, πολύ μικρών επιχειρήσεων και ατομικών επιχειρήσεων, γεγονός που έχει πολύπλοκες κοινωνικές επιπτώσεις.

Για παράδειγμα προκύπτει η ανάγκη για τη δημιουργία δικτύων εφόσον λόγω του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων οι εργασίες πρέπει συχνά να αναλαμβάνονται από κοινού. Αυτό απαιτεί να έχουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς αρμοδιότητες στις τεχνικές επικοινωνίας, διαπραγμάτευσης και παρουσίασης και γνώσεις όσον αφορά το δίκαιο των συμβάσεων και το καθεστώς για την παροχή αδειών κ.τ.λ.

Οι αρμοδιότητες αυτές, που είναι απαραίτητες σε όλες τις σύγχρονες επιχειρήσεις, θέτουν συχνά τις μικρές επιχειρήσεις μπροστά στην μεγάλη πρόκληση εφόσον οι γνώσεις τους εν προκειμένω είναι ενίοτε ανύπαρκτες ή μόνο μερικές και οι επαγγελματικές λύσεις είναι συχνά ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τις οικονομικές δυνατότητες της επιχείρησης, ακόμη και αν άλλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατάφεραν να γίνουν απολύτως αποτελεσματικές σε αυτούς τους τομείς.

Από την πλευρά της, η κοινωνική πολιτική πρέπει να βρει απαντήσεις σε θέματα που αφορούν την κοινωνική προστασία (για παράδειγμα όσον αφορά την ασφάλιση ασθενείας, το ταμείο συντάξεων και το ταμείο ανεργίας) που απορρέουν από τις νέες διαρθρώσεις των επιχειρήσεων, τις νέες μορφές απασχόλησης κ.τ.λ.

3.4.3

Μια άλλη κοινωνική διάσταση απορρέει από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στους «νέους» οικονομικούς τομείς όπως η βιομηχανία της δημιουργίας, είναι συχνά απομονωμένες διότι εργάζονται σε τομείς που δεν παρουσιάζουν ακόμη παρά περιορισμένες τιμές αναφοράς, πρότυπα συμβάσεων, τομεακούς δείκτες κλπ.. Η πτυχή αυτή είναι επίσης σημαντική για τη μελλοντική ανάπτυξη της βιομηχανίας της δημιουργίας και θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη με τον κατάλληλο τρόπο εφόσον μάλιστα, λόγω της επέκτασης της παγκοσμιοποίησης και της ανάγκης επιβολής στον διεθνή ανταγωνισμό, αυτές οι βασικές πληροφορίες είναι ακριβώς αποφασιστικές για την οικονομική πρόοδο.

3.4.4

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ακόμη περισσότερο σε θέση να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική παγκοσμιοποίηση επηρεάζει και θα επηρεάσει τη διαμόρφωση νέων διεθνών πολιτιστικών αξιών, δεδομένου ότι η ίδια οφείλει να επαναδιατυπώσει τους στόχους της. Ιδιαίτερα τώρα, που δεν είναι, και δεν μπορεί πλέον να είναι, μια λέσχη, μια περιορισμένη ομοσπονδία «προοδευμένων» κρατών, σχετικά ομοιογενών από οικονομική, πολιτισμική και πνευματική άποψη· τώρα που έχει ανοιχτεί πλήρως στους κόσμους του προτεσταντισμού, της ορθοδοξίας και του ισλαμισμού· τώρα που αρχίζει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας -μια διεύρυνση που, εάν ευοδωθεί, δεν θα μοιάζει με καμία άλλη. Τώρα που οργανώνει μεθοδικά τις σχέσεις της με τους άμεσους γείτονές της και που οφείλει να αναθεωρήσει τη θέση της, την ιδιαίτερη λειτουργία της μέσα σε μια παγκοσμιοποίηση, τα δεδομένα της οποίας έχουν επίσης μεταμορφωθεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα (2).

3.4.5

Μία «Ευρώπη-πολιτισμός», γεννημένη από κράτη-έθνη που, ιστορικά, διετέλεσαν πρωταθλητές στην πρόκληση πολέμων και στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό σε όλες τους τις μορφές, λαμβάνει σήμερα ίσως την πιο κατάλληλη μορφή μιας «Ευρώπης- δύναμης» που είναι ικανή να εξαγάγει, να διαδώσει, να αναπτύξει σε «επαγγελματικό» επίπεδο το ιδεώδες της ειρήνης, της κοινωνικής αγωγής και της ποιότητας. Πρόκειται για μια επιστροφή στο ίδιο το ιδανικό που προείχε κατά την οικοδόμηση της Ένωσης. Στη βούληση να συμβάλει στην παγκοσμιοποίηση των αξιών και των τεχνικών που προωθούν την επικράτηση της ειρήνης και την ανάπτυξη σχέσεων ανταλλαγής, και όχι των αξιών που προάγουν μία νοοτροπία επιβολής εξουσίας και ιεραρχιών.

3.5   Η τρίτη βασική έννοια είναι αυτή της «κοινωνίας των πολιτών»

3.5.1

Το γεγονός ότι η ΕΟΚΕ, οι τυπικές αρμοδιότητες της οποίας δεν επεκτείνονται ρητά στο πεδίο του πολιτισμού, υιοθετεί, κατόπιν υποβολής από την Πρόεδρό του, ένα σφαιρικό πρόγραμμα δράσης που δίδει προτεραιότητα στον πολιτισμό  (3) , επέχει θέση μανιφέστου.

3.5.2

Είναι, μάλιστα, μια μορφή επιβεβαίωσης ενάντια σε κάθε ηγεμονία σκέψης, που βασίζεται αποκλειστικά στην οικονομία, και δίνει υπερβολική σημασία στην παραγωγικότητα, ή ακόμη σκέψης που αφορά αποκλειστικά τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα. Και η επιβεβαίωση αυτή είναι ακόμη πιο πολύτιμη επειδή πηγάζει από τους οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς της Ένωσης, από την οργανωμένη κοινωνία των πολιτών, σε όλες τις διαστάσεις της: αυτές της παραγωγής, της κατανάλωσης και της ανακατανομής.

3.5.3

Αυτός ο εν εξελίξει ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο οποίος βρίσκεται σε διαδικασία επανένωσης μέσω των διενεργούμενων ιστορικών διευρύνσεων, αποτελεί τον καρπό μιας ιστορίας, ενός επιπέδου και ενός τρόπου ανάπτυξης που είναι εντελώς ιδιαίτεροι, που δεν έχουν όμοιό τους (4). Και αποτελεί επιτακτική ανάγκη η σαφής θεώρηση του πολιτισμού αυτού, πόσο μάλλον που μπορεί να αντισταθμίσει εκείνο που δεν είναι δυνατόν να αποκρυφτεί, να παραγνωριστεί: «μια βαθιά έλλειψη ενδιαφέροντος και περιέργειας, αν όχι και πραγματική αδιαφορία, του εκάστοτε εθνικού κοινού για τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης» (5), μία έλλειψη που σίγουρα θα μπορούσαν να την τροποποιήσουν αισθητά οι πολιτικές παροχής κινήτρων (προγράμματα «Πολιτισμός» της Ευρωπαϊκής Ένωσης), στην πλήρη υπέρβαση όμως της οποίας, μόνο μια «ολιστική» θεώρηση του πολιτισμού, η πλήρης αναγνώριση της κοινωνικής διάστασης του πολιτισμού, θα μπορούσε να οδηγήσει.

3.5.4

Η πληθώρα των προκλήσεων που τίθενται και απαιτούν την σύλληψη μιας πραγματικής κοινωνικής και πολιτισμικής δημοκρατίας, αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω, σε συνεργασία όχι μόνον με τα κοινοτικά όργανα, αλλά και με τα κοινωνικά κινήματα, τα πολιτιστικά δίκτυα και τους κοινωνικούς εταίρους. Η καθιέρωση μιας δεοντολογίας που να διέπει τη συνεργασία μεταξύ των εταίρων αποτελεί, αναμφίβολα, μία από τις μείζονες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να επιτευχθεί αυτό κατά τρόπο εποικοδομητικό και να διευκολυνθεί η μετάβαση προς ένα παγκόσμιο πολιτισμικό σύνολο που να βασίζεται στη μη βία.

3.5.5

Οι κοινωνίες μας δεν μπορούν πλέον να συνεχίσουν να στερούνται την αναγνώριση και τη συμμετοχή όλων των φορέων τους, καθώς και όλων των ειδών περιβάλλοντος μέσα στα οποία αυτοί κινούνται. Όπως απέδειξαν το «ευρωπαϊκό έτος για τα άτομα με ειδικές ανάγκες» και οι σχετικές γνωμοδοτήσεις και πρωτοβουλίες της ΕΟΚΕ, καθώς και εκείνες που αφορούσαν τις διακρίσεις και την μεγάλη φτώχια, οι κοινωνίες μας θα κριθούν με γνώμονα την θέση και το ρόλο που θα αναγνωρίσουν στους πλέον άπορους και στους πλέον περιθωριοποιημένους. Όχι μόνον για να τους δοθεί η θέση που πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε άτομο, αλλά και για να μπορέσει η πολιτισμική συμβολή του αγώνα τους ενάντια στη δυστυχία να διαποτίσει την ανθρωπότητα και να επιτρέψει μία ανανέωση του σύγχρονου ανθρωπισμού. Στα τόσο κλασσικά αυτά παραδείγματα της ιεραρχικής αλυσίδας λήψεως αποφάσεων και της «επικουρούμενης εξάρτησης» (βλ. τους διάφορους τύπους του κράτους προνοίας), δεν θα ήταν σκόπιμο να αντιτάξουμε σήμερα ένα πρότυπο που να προβλέπει την ενεργό συμμετοχή όλων, την ανάθεση ευθυνών σε όλους τους οικονομικούς, κοινωνικούς, οικογενειακούς και πολιτισμικούς παράγοντες; Εν ολίγοις, στη νέα δημοκρατική αντίληψη του κόσμου που χρειάζεται και επιτρέπει μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, δεν είναι πλέον δυνατό να δίδεται δευτερεύουσα θέση στην «κοινωνία των πολιτών», μολονότι δεν έχει άμεση σχέση με την εξουσία. Για να έχει ένα δομημένο μέλλον και να προστατευθεί από αυθαιρεσίες, οφείλει να προαγάγει τις αξίες της αλληλεγγύης και να διαφυλάξει την ικανότητα και τις εγγυήσεις της «συλλογικής σκέψης».

4.   Προς κάποιες προτάσεις και μια περαιτέρω διερεύνηση της έννοιας της κοινωνικής διάστασης του πολιτισμού

4.1

Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, η θέσπιση νέων δομών του τύπου των «παρατηρητηρίων», των «εργαστηρίων» ή των «ειδικών ομάδων» φαίνεται στους θεσμικούς εταίρους της (Επιτροπή, Κοινοβούλιο) και, εν μέρει, και στην ίδια, είτε άσκοπη, είτε πρόωρη, είτε αδύνατη.

4.2

Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και, απ' ό,τι φαίνεται, και κατά το Κοινοβούλιο, η σύνδεση μέσω δικτύου των δομών, ειδικότερα δε των ήδη υφιστάμενων διαφόρων ειδών παρατηρητηρίων, δύναται να οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά την ευρωπαϊκή πολιτιστική συνεργασία, χωρίς να είναι αναγκαία η επινόηση νέων μηχανισμών.

4.3

Η ΕΟΚΕ ζητά, ωστόσο, από την Επιτροπή να θεσπίσει ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες -και να διασαφηνίσει εκείνους που ήδη υπάρχουν- για τη δικαιολόγηση, την καθοδήγηση και την αξιολόγηση των στόχων προώθησης του διαπολιτισμικού διαλόγου, της κινητικότητας καλλιτεχνών και έργων, της μεταφοράς γνώσεων και εννοιών μεταξύ διαφόρων πεδίων που μέχρι σήμερα βρίσκονται υπερβολικά περιχαρακωμένα.

4.4

Το ζητούμενο, για την ΕΟΚΕ, δεν είναι μόνο η εκ των υστέρων διαπίστωση της ποσοτικής προόδου των στόχων αυτών. Πράγματι, η πληθώρα των διαπολιτισμικών επαφών και εκδηλώσεων σε μια διευρυμένη Ευρώπη, σε μια ενιαία αγορά πιο ανεπτυγμένη, ιδιαίτερα δε στον τομέα των υπηρεσιών, αναμένεται σίγουρα να αυξηθεί.

Το ζητούμενο είναι εάν η λογιστική αύξηση της πολιτισμικής κατανάλωσης, των τουριστικών ανταλλαγών, σημαίνουν μηχανική αύξηση των γνώσεων, της προσοχής που δίνουμε στον άλλο, του πολιτισμού. Ο πολλαπλασιασμός των φαινομένων αποκλεισμού, ρατσισμού (ακόμη και εκεί όπου μακροπρόθεσμες πολυπολιτισμικές πολιτικές ή ενσωμάτωσης φαίνεται ότι οικοδόμησαν σταθερά μοντέλα όπως στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες για παράδειγμα) αποσύνδεσης των ατομικών συμφερόντων από το γενικό συμφέρον, κατακερματισμού και μη σύγκλισης αξίζουν όχι μόνο να μετρηθούν ποσοτικά και ποιοτικά αλλά να γίνουν κατανοητά.

4.5

Επιπλέον, ο καθένας έχει επίγνωση ότι ορισμένες εθνικές πολιτιστικές πολιτικές, ακόμη και πολύ βολονταριστικές, ακόμη κι εάν διεξάγονται κατά περίπου σταθερό τρόπο επί δεκαετίες από τις χώρες που συμμετέχουν στην Ένωση, δεν έχουν σχεδόν καθόλου τροποποιήσει την παραδεδεγμένη κοινωνική διαστρωμάτωση.

4.6

Γι' αυτό το λόγο επιμένει τόσο η ΕΟΚΕ να αποτελέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση έναν χώρο προβληματισμού σχετικά με την ίδια την υπόστασή της, αμοιβαίας εξέτασης των πολιτιστικών πολιτικών του καθενός από τα κράτη μέλη της. Έναν χώρο που να ευνοεί μια νέα πολιτιστική σκέψη με αντικείμενο τον πολιτισμό. Η προετοιμασία του έτους του διαπολιτισμικού διαλόγου (2008) θα πρέπει να δώσει την ευκαιρία στην Επιτροπή να υποβάλει μια ιδιαίτερα λεπτομερή έκθεση πάνω στην πραγματική διάσταση αυτού του διαλόγου, τα συνεχή ή τα νέα εμπόδια που συναντά, τις νέες υποθέσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ενόψει της πραγματικής του εμβάθυνσης. Η ΕΟΚΕ είναι πρόθυμη να συμβάλει, κυρίως μέσω της «κοινωνικής διάστασης του πολιτισμού», και της «πολιτισμικής διάστασης της κοινωνίας» και βασικά από την άποψη των «σχέσεων δια μέσου των γενεών», στην κατάρτιση αυτής της έκθεσης.

4.7

Η πρόσθετη γνωμοδότηση, προτείνει επίσης τα εξής:

4.7.1

μια σταθερή «πολιτιστική υγιεινή» της ΕΟΚΕ: κάθε φορά που μια γνωμοδότηση πραγματεύεται θέματα στα οποία η πολιτιστική πτυχή φαίνεται να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα θα πρέπει να αφιερώνεται ένα τμήμα της γνωμοδότησης ρητώς στο θέμα αυτό. Δεν θα πρέπει πλέον να μας αρκεί να αναφέρουμε, αφηρημένα, ότι επιβάλλονται «πολιτιστικές επαναστάσεις», απαραίτητες «αλλαγές νοοτροπίας», αναπόφευκτες τροποποιήσεις των παραδοσιακών παραδειγμάτων που θεωρούνται πλέον απαρχαιωμένα. Οι συνθήκες που απαιτούνται για την επίτευξη αυτών των πολιτιστικών μεταμορφώσεων θα πρέπει να αναφέρονται όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένα.

4.7.2

απόδοση μεγαλύτερης προσοχής στην ανοιχτή μέθοδο συντονισμού και την αξιοποίηση των «ορθών πρακτικών».

Δεν πρέπει, άραγε, να επέλθει μια «σκλήρυνση» των εννοιών και των διαδικασιών αυτών, ώστε να αποκτήσουν πολύ πιο συγκεκριμένη λειτουργική ικανότητα; Και τούτο, προκειμένου ο εντοπισμός και η μεταφορά γνώσεων και πολιτισμικών αλλαγών που καταλήγουν σε πιο αποδοτικές, πιο οικονομικές και πιο συγκλίνουσες μεταρρυθμίσεις, να μπορούν να κατανοούνται σαφώς, να γίνονται κτήμα και, επομένως, να τυγχάνουν της κατάλληλης αντιμετώπισης.

4.7.3

μια βούληση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής —που συνιστά ιδανικό χώρο για τη συνάντηση των εθνικών, επαγγελματικών, κοινωνικών και κοινωνιακών πολιτισμών— να αρχίσει να αναζητά, για συγκεκριμένους κλάδους, ποια είναι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγών μεταξύ διαφόρων πεδίων πρακτικής. Για παράδειγμα, ανάμεσα στον κλάδο της υγιεινής και τον κλάδο της παιδείας, όπου η εγγύτητα των πολιτισμικών αλλαγών —εκείνων που βρίσκονται υπό εξέλιξη και εκείνων που θα ήταν επιθυμητές— θα άξιζε να επωφεληθεί από περισσότερες αντιπαραβολές, ανταλλαγές και αμοιβαία «δάνεια», προκειμένου να επιτευχθεί μια νέα ρύθμιση των σύνθετων αυτών συστημάτων. Το ίδιο ισχύει και για την μεγάλη ομολογία σχετικά με την υπέρβαση του μεμονωμένου χαρακτήρα των επαγγελματικών πρακτικών, με την προώθηση ομαδικής πολυκλαδικής εργασίας και άλλες ανάλογες. Και τούτο, προκειμένου να υποχωρήσουν η περιχαράκωση και οι «παρωπίδες» ανά κλάδους. Ώστε οι πρόοδοι που διαγράφονται σε ένα πεδίο να μπορούν να αποβαίνουν επωφελείς και για τα υπόλοιπα πεδία, ταχύτερα και πληρέστερα απ' ό,τι συνήθως. Ώστε ο πολιτισμός ως σύστημα, χωρίς διαχωρισμούς πλέον μεταξύ του οικονομικού, του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού πεδίου, να μπορέσει να εδραιωθεί εφόσον η πολιτιστική ενότητα της Ευρώπης συνίσταται στην ποικιλομορφία της. και στην πρόοδο των βιοτικών συνθηκών των λαών της.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Ομιλία στη διάσκεψη “Ευρώπη και πολιτισμός”, Βερολίνο 26 Νοεμβρίου 2004.

(2)  Βλ., όχι μόνον την έντονη ανοδική πορεία των κρατών-ηπείρων, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία… (άνοδο προβλεπόμενη, παρότι η ταχύτητά της ξεπερνά ό,τι είχαμε φανταστεί), που όμως είναι διαφορετική από εκείνη που αναμέναμε (ανατροπή του «κλασικού» διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, όπου η «ανεπτυγμένη» Ευρώπη θα χρησιμοποιούσε «εργοστάσια» στο εξωτερικό), αλλά και την επίσης συγκλονιστική ανοδική πορεία των οικολογικών «κινδύνων» και της αντιπαράθεσης των φαντασιακών προτύπων.

(3)  Βλ. το πρόγραμμα που υιοθέτησε η ΕΟΚΕ κατά τη σύνοδο ολομέλειας της 15ης και 16ης Δεκεμβρίου 2004.

(4)  Έρευνα του Ιδρύματος του Δουβλίνου για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στην Ευρώπη: διευκρινίζει ότι οι πληθυσμοί της Ευρώπης (των 15, εκείνη τη στιγμή) θεωρούν κατά 80 % ότι απολαύουν ικανοποιητικού επιπέδου ευημερίας, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της άποψης σύμφωνα με την οποία υπάρχει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα σύνολο κοινών αναφορών συνεκτικό και ποιοτικό, ένας ιδιαίτερος «ευρωπαϊκός τρόπος ζωής».

(5)  Μελέτη σχετικά με την κινητικότητα και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και της παραγωγής στον τομέα του πολιτισμού. Olivier Audiard, Απρίλιος 2002, Πανεπιστήμιο Paris X.


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/39


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «JEREMIE» (Κοινοί πόροι για πολύ μικρές έως μεσαίες επιχειρήσεις)

(2006/C 110/08)

Στις 20 Δεκεμβρίου 2005, η κα Margot WALLSTRÖM, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εξ ονόματος της Επιτροπής, να επεξεργαστεί διερευνητική γνωμοδότηση για την: JEREMIE (Κοινοί πόροι για πολύ μικρές έως μεσαίες επιχειρήσεις)

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 24 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. PEZZINI.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, στις 15 Μαρτίου 2006 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 142 ψήφους υπέρ, μια κατά και 2 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επιδοκιμάζει το έγγραφο της Επιτροπής στο οποίο παρουσιάζεται το Πρόγραμμα JEREMIE (1) (Joint Resources for Micro to Medium Enterprises — Κοινοί πόροι για πολύ μικρές έως μεσαίες επιχειρήσεις).

1.1.1

Εκφράζει τις ευχαριστίες της στην αρμόδια για την περιφερειακή πολιτική Επίτροπο, κυρία Danuta HÜBNER, και στις υπηρεσίες της ΓΔ REGIO και του ΕΤΑΕ για το ενδιαφέρον με το οποίο αναπτύσσουν αυτό το ευαίσθητο πρόγραμμα και για την υποστήριξή τους στις εργασίες της ΕΟΚΕ.

1.1.2

Η ΕΟΚΕ ανέκαθεν στηρίζει τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πρόσβασης των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε πιστώσεις, με την πεποίθηση, την οποία εξάλλου συμμερίζεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι η πρόσβαση στις πιστώσεις αποτελεί πάντα στοιχείο αδυναμίας για τις μικρότερες επιχειρήσεις.

1.1.3

Η διαδικασία ενίσχυσης των μικρότερων επιχειρήσεων αποτελεί θεμελιώδη κρίκο της στρατηγικής της Λισσαβώνας, διότι συνδέεται με την καινοτομία, δημιουργεί σταθερή απασχόληση και συμβάλλει στη διαρκή κατάρτιση του εργατικού δυναμικού.

1.1.4

Σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, και κυρίως σε αυτές που έχει εκδώσει από το 1982 (2), η ΕΟΚΕ έχει επισημάνει τις προσπάθειες που καταβάλει η Επιτροπή, ιδιαίτερα η ΓΔ XXIII (3), για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με το πιστωτικό σύστημα, και κυρίως με τις τράπεζες.

1.1.5

Η ΕΟΚΕ έχει άλλωστε επισημάνει την ανάγκη ευρύτερης συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων σε όλα τα προβλήματα που αφορούν τις επιχειρήσεις και, ιδιαίτερα, στα προβλήματα για την άντληση πιστώσεων που έχουν σημαντικές συνέπειες στην ευημερία και στην κοινωνική ανάπτυξη.

1.2

Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 η ΓΔ XXIII (4) προσπάθησε να παρέμβει στα προβλήματα πίστωσης, σε στενή συνεργασία με τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τη βιοτεχνία και τις ΜΜΕ. Οι διαδοχικές ευρωπαϊκές διασκέψεις της βιοτεχνίας και των ΜΜΕ (5) και οι πολυάριθμες προπαρασκευαστικές συναντήσεις (κατά μέσο όρο 10 πριν από κάθε διάσκεψη, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες μικροί επιχειρηματίες) συνέβαλαν ώστε:

να ολοκληρωθεί η δράση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ) με τη μορφή επενδύσεων υπέρ των ΜΜΕ,

να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΤΑΕ) (6), το οποίο σήμερα ιδίως ενισχύει σημαντικά τη βιοτεχνία και τις ΜΜΕ,

να εκπονηθεί η νομοθεσία σχετικά με τους όρους πληρωμής,

να μπορέσει το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου να στηρίξει και να τονώσει την απασχόληση στην Ευρώπη, μέσω, μεταξύ άλλων, πιστωτικών παρεμβάσεων προς τις μικρές κυρίως επιχειρήσεις (7),

να μπορέσει η Επιτροπή να ξεκινήσει, με την άμεση συμμετοχή της ΕΤΕ και του ΕΤΑΕ το πρόγραμμα «Πρωτοβουλίες υπέρ της ανάπτυξης και της απασχόλησης (1998-2000)», που βασίζεται στις «δράσεις» που αποφασίστηκαν στο Λουξεμβούργο,

να εκπονηθούν, με ιδιαίτερη προσοχή στην χορήγηση πιστώσεων, τα πολυετή προγράμματα υπέρ της επιχείρησης και του επιχειρηματικού πνεύματος, ιδιαίτερα για τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Το τέταρτο από αυτά τα προγράμματα (2001-2005), που έχει παραταθεί έως το τέλος του 2006, υιοθετήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2000,

να τεθούν οι βάσεις για τη θέσπιση προγράμματος πλαισίου για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (ΠΑΚ- CIP: Competitiveness Innovation Program) (8), για τις ΜΜΕ, με συγκεκριμένους στόχους,

να καταδειχθεί στις ΜΜΕ η ανάγκη να δικτυωθούν μεταξύ τους προκειμένου να επιτύχουν: οικονομίες κλίμακας, μεγαλύτερη ικανότητα διείσδυσης στην αγορά και τέλος την απαραίτητη κρίσιμη μάζα τόσο για τις διαδικασίες καινοτομίας όσο και για την απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης έναντι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Όσον αφορά τη μέχρι σήμερα δικτύωση απομένουν πολλά να γίνουν ακόμη.

1.2.1

Με βάση τις ανωτέρω εμπειρίες, και ενόψει της νέας περιόδου προγραμματισμού 2007-2013 και των στόχων της Λισσαβώνας, η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμο να δοθούν περισσότερες πληροφορίες για τα νέα προγράμματα, και κυρίως για εκείνα που αφορούν τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις, με τη βοήθεια συναντήσεων που θα οργανωθούν στα κράτη μέλη με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών.

1.2.2

Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες και τις προγραμματισμένες παρεμβάσεις κατά την τελευταία εικοσαετία, σε πολλές περιφέρειες της Ευρώπης των 25, και κυρίως στις πλέον μειονεκτικές, λείπει ένα σχέδιο ικανό να συντονίζει και να ολοκληρώνει τα πολυάριθμα μέσα που υπάρχουν σήμερα και αφορούν την πίστωση.

1.2.2.1

Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια επιχειρήσεις, δηλαδή το 20 % των υφιστάμενων επιχειρήσεων, θεωρεί ότι η πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την ανάπτυξή τους (9).

1.2.2.2

Μόνο λίγες δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεων μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα (10). Υπάρχει συνεπώς μία μεγάλη διαφορά μεταξύ του τρόπου παρουσίασης του προβλήματος και των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί. Πρέπει συνεπώς να μελετηθούν συγκεκριμένες δυνατότητες παρέμβασης με συστήματα ικανά να συμβάλουν στη μεγαλύτερη συμμετοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και στον πολλαπλασιασμό των αποτελεσμάτων.

1.2.2.3

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι πρέπει να αυξηθούν οι προσπάθειες για τη βελτίωση της ενημέρωσης όσον αφορά τις δυνατότητες πίστωσης που παρέχονται από την Επιτροπή, την ΕΤΕ, το ΕΤΑΕ, την BERS και από τις εθνικές και περιφερειακές διοικήσεις. Πράγματι, πολύ συχνά οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις αποκλείονται, και μάλιστα με δική τους υπαιτιότητα, από τις διόδους ενημέρωσης.

1.3

Η πρωτοβουλία JEREMIE θα μπορούσε συνεπώς να προταθεί ως ένα ευφυές μέσο συντονισμού και ορθολογισμού των υφιστάμενων δυνατοτήτων.

1.3.1

Η πρωτοβουλία JEREMIE εντάσσεται στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών της στρατηγικής της Κοινότητας για μία πολιτική συνοχής που να στηρίζει την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η θέση της ΕΟΚΕ μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

είναι απαραίτητο να στηριχθούν τα μέσα που διαφέρουν από τις επιδοτήσεις όπως είναι τα δάνεια, οι εγγυήσεις δευτερευόντων χρεών, τα μετατρέψιμα μέσα (κεφάλαια ενδιάμεσης χρηματοδότησης) και το κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου (για παράδειγμα το κεφάλαιο εκκίνησης),

οι επιδοτήσεις πρέπει να χρησιμεύουν για τη δημιουργία και τη διατήρηση των δομών που απαιτούνται για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις χρηματοδοτήσεις (γραφεία μεταφοράς τεχνολογίας, φυτώρια, δίκτυα τοπικών ιδιωτών επενδυτών, προγράμματα προετοιμασίας για επενδύσεις, κλπ),

πρέπει εξάλλου να υποστηριχθούν οι μηχανισμοί εγγυήσεων και αμοιβαίων εγγυήσεων προκειμένου οι ΜΜΕ να μπορούν να ωφελούνται ευκολότερα από μικροπιστώσεις. Η ΕΤΕ και το ΕΤΑΕ (11) θα μπορούσαν να δώσουν χρήσιμες συμβουλές για το θέμα αυτό,

είναι βασικό να προστεθούν και ειδικές κατηγορίες όπως οι νέοι επιχειρηματίες, οι γυναίκες επιχειρηματίες ή άτομα που ανήκουν σε μειονεκτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών μειονοτήτων,

είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχει στενή συνεργασία με το ΕΤΑΕ, το οποίο με την πάροδο του χρόνου έχει αποκτήσει σημαντική εμπειρία προκειμένου να μπορεί να στηρίζει δεόντως τις ΜΜΕ, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου,

είναι σκόπιμο να υποστηριχθεί και να αυξηθεί η τιτλοποίηση (12), προκειμένου να αυξηθεί η πιστωτική ικανότητα των πιστωτικών κοινοπραξιών.

1.3.2

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει τη σημασία που έχει να υποστηρίξει η Επιτροπή την πρωτοβουλία, όχι μόνον προς το εξωτερικό, αλλά και μέσω εσωτερικού συντονισμού των υπηρεσιών που διαχειρίζονται τις παρεμβάσεις υπέρ της πολύ μικρής, της μικρής και της μεσαίας επιχείρησης, με τη δημιουργία ενός «Εστιακού σημείου JEREMIE» νοούμενου ως μονάδας συντονισμού και ενημέρωσης των διαφόρων δράσεων με στόχο τη βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων τους.

1.3.3

Κατά την ΕΟΚΕ θα ήταν σκόπιμο να υποβάλει η Επιτροπή κάθε δύο έτη έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή των Περιφερειών και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, σχετικά με την πορεία του προγράμματος και την αποτελεσματικότητά του, ώστε η σημαντική αυτή η εμπειρία να μπορέσει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς.

1.3.4

Η ΕΟΚΕ συνιστά, τέλος, να διασφαλιστεί η πλήρης τήρηση των αρχών της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας στις διαδικασίες διαγωνισμών και επιλογής, στη διαχείριση των περιφερειακών κεφαλαίων συμμετοχής (Holding funds), καθώς και στη διαπίστευση των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν αναλάβει τη διαχείριση των σχεδίων: θα πρέπει κυρίως να διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή των σχετικών κοινοτικών κανόνων, ακόμη και στην περίπτωση των αποκλειστικών δικαιωμάτων, και η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων και ανάκλησης των μη αποτελεσματικών Holding funds καθώς και αναθεώρησης των καταλόγων των ενδιάμεσων διαπιστευμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

2.   Αιτιολογική έκθεση

2.1

Η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τον ρόλο, όχι μόνο οικονομικό αλλά και κοινωνικό, που διαδραματίζουν οι μικρότερες επιχειρήσεις στα αντίστοιχα κράτη μέλη, και έχει διευκρινίσει τον ρόλο αυτό σε διάφορες γνωμοδοτήσεις μεταξύ των οποίων οι γνωμοδοτήσεις του 1992 (13), του 1997 (14), του 2001 (15), του 2003 (16), καθώς και στις γνωμοδοτήσεις της για τον Ευρωπαϊκό Χάρτη της μικρής επιχείρησης (17).

2.1.1

Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ανέρχονται σε περίπου 25 εκατομμύρια, αντιπροσωπεύουν το 99 % όλων των επιχειρήσεων και δίδουν εργασία σε περίπου 95 εκατομμύρια άτομα, διασφαλίζοντας το 55 % του συνόλου των θέσεων εργασίας σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα (18).

2.1.2

Από τους αριθμούς αυτούς καταδεικνύεται η σημασία και ο ρόλος των ΜΜΕ στη στρατηγική της Λισσαβώνας και η ανάγκη εδραίωσης ισχυρής συνεργασίας με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, ώστε να καταστεί δυνατή η εμφάνιση νέων μορφών συνεργασίας (19), με στόχο την υλοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών αξιών που καθιστούν την Ευρώπη μία κοινωνική οικονομία της αγοράς (20).

2.1.3

Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά τη σύστασή τους και την ανάπτυξή τους οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις, είναι κατά σειρά σπουδαιότητας, τα εξής:

χρηματοοικονομικές και πιστωτικές πτυχές,

χρονοβόρα και δαπανηρή γραφειοκρατία,

πτυχές που συνδέονται με την αγορά εργασίας (ορισμός των επαγγελματικών δεξιοτήτων και ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτείται για την ικανότητα προσαρμογής του εργατικού δυναμικού και για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων ανάπτυξης δραστηριότητας των επιχειρήσεων και των ευκαιριών απασχόλησης).

2.1.4

Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στις πιστώσεις, ο πρώτος όρος για τη σύσταση μιας επιχείρησης αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την αύξηση των πολύ μικρών ή των μικρών επιχειρήσεων, για τις οποίες οι περιορισμοί του πιστωτικού συστήματος είναι μεγαλύτεροι και εμφανέστεροι σε σχέση με ό,τι συμβαίνει για τις μεγάλες επιχειρήσεις.

2.1.5

Μόνον η άμεση επαφή με την επιχείρηση και τα προβλήματά της και η γνώση από πλευράς της επιχείρησης των δυνατοτήτων που παρέχει το πιστωτικό σύστημα, και κυρίως των δυνατοτήτων που διαδίδονται στον χώρο όπου αυτή λειτουργεί, μπορεί να προβάλει τις θετικές πλευρές της πίστωσης, ούτως ώστε να αποφευχθεί η ακαμψία των πηγών χρηματοδότησης, με επακόλουθη αύξηση του βαθμού κινδύνου, ακόμη και σε σχέση με την εξέλιξη των συμφωνιών της Βασιλείας. Κατά συνέπεια η επιχείρηση θα πρέπει να προσδιορίσει το δικό της σημείο χρηματοοικονομικής ισορροπίας και τα αναγκαία μέσα.

2.1.6

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η αυτοχρηματοδότηση, αν και σπανίως η επιχείρηση μικρών διαστάσεων μπορεί να πραγματοποιήσει το δικό της επενδυτικό σχέδιο με το μέσο αυτό. Στο 90 % των περιπτώσεων είναι απαραίτητο:

να διευκολυνθεί η επιλογή του τύπου των κεφαλαίων, με μία δράση ενημέρωσης/ διαβούλευσης για τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις (κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, δανειακά κεφάλαια, κεφάλαια ενδιάμεσης χρηματοδότησης (mezzanine finance),

να προσδιοριστούν τα μέσα και οι χρηματοδοτικοί δίαυλοι που πρέπει να ενεργοποιηθούν.

2.1.7

Από όλα αυτά τα μέσα, το κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου αντιμετωπίζεται με καχυποψία από την μικρή επιχείρηση. Όταν γίνεται λόγος για κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου σε σχέση με τις πολύ μικρές (21) και τις μικρές επιχειρήσεις (22) (το 90 % των οποίων αποτελείται από ατομικές επιχειρήσεις ή από προσωπικές εταιρείες) στην πραγματικότητα πρόκειται μόνο για το 5 ή 6 % αυτού του τεράστιου πεδίου. Για να μην παραμείνει συνεπώς η χρήση του μέσου αυτού υπολειμματική, πρέπει να προωθηθούν νέες μορφές κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου που να μπορούν να παρέμβουν ακόμη και στην περίπτωση των προσωπικών εταιρειών.

2.1.8

Οι προτεραιότητες που έχουν καθοριστεί για να ξεπεραστεί αυτό το χάσμα μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

διασφάλιση καλύτερου ποιοτικού επιπέδου των υπηρεσιών που παρέχει το πιστωτικό σύστημα,

προώθηση μεγαλύτερης συμμετοχής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη ζωή της επιχείρησης, με την μορφή παροχής συμβουλών, ούτως ώστε να ευνοείται περισσότερο η διαφάνεια και η δημοσίευση των ισολογισμών. Τη βοήθεια χρειάζονται κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις, είτε για λόγους μετατροπής τους σε εταιρεία κεφαλαίων ή λόγω της πορείας τους για χρήση επιχειρηματικού κεφαλαίου, είτε, όσον αφορά μερικές εξ αυτών, για λόγους εισόδου στο χρηματιστήριο (23),

μείωση των εγγυήσεων σε περιουσιακά στοιχεία που απαιτούνται για την παροχή δανείου. Τούτο σημαίνει μεγαλύτερη προώθηση των μέσων που παρέχει η χρηματοοικονομική τεχνική. Μεταξύ αυτών, μπορεί να αναφερθεί, ως καλύτερη πρακτική, το πρότυπο των πιστωτικών κοινοπραξιών, που υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αν και υπάγονται στην επίτευξη τραπεζικού δανείου, οι μηχανισμοί αυτοί πρέπει να ενθαρρυνθούν και να υποστηριχθούν, και για τον σκοπό αυτό η πρωτοβουλία JEREMIE μπορεί να συμβάλει τα μάλα,

καλύτερη ευθυγράμμιση του κόστους του χρήματος με τα πρότυπα που εφαρμόζονται στις μεγάλες επιχειρήσεις (24).

2.1.9

Οι αναλύσεις και οι αξιολογήσεις των αναγκών και των δυνατοτήτων, που θα εξεταστούν κατά την προκαταρκτική φάση του JEREMIE, θα πρέπει να εφαρμοστούν στις επιμέρους περιφέρειες της Ενώσεως με την πραγματική συμμετοχή των ενδιαφερομένων οικονομικών και κοινωνικών μερών, στα πλαίσια μιας αποτελεσματικής και υπεύθυνης εταιρικής σχέσεως.

2.2   Η περιφερειακή διάσταση

2.2.1

Το πρόβλημα της πρόσβασης στις πιστώσεις, όπως αποδείχτηκε προηγουμένως, εμφανίζεται με διαφορετική ένταση, ανάλογα με το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και της αγοράς. Οι περιοχές της σύγκλισης (25), που είναι αυτές που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από πιστωτικά μέσα για να αυξήσουν την απασχόληση μέσω της επιχειρηματικότητας, είναι αντιθέτως οι περιοχές όπου η πρόσβαση στις πιστώσεις παρουσιάζει τις μεγαλύτερες δυσκολίες και τα επιτόκια είναι υψηλότερα σε σχέση με αυτά που εφαρμόζονται στις αναπτυγμένες περιοχές (26).

2.2.2

Τα κεφάλαια της ΕΤΕ, που χορηγούνται εκ περιτροπής (27) στα πιστωτικά ιδρύματα για να κατανεμηθούν και διανεμηθούν στις ΜΜΕ με κυμαινόμενα και σχετικά χαμηλά επιτόκια (28), χρησιμοποιούνται κυρίως από τράπεζες που λειτουργούν σε αναπτυγμένες περιοχές, όπου ο τραπεζικός ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος και η χορήγηση ενός δανείου της ΕΤΕ χρησιμεύει στο να διατηρηθεί και να παραμείνει πιστή η πελατεία.

2.2.3

Εφόσον στις μειονεκτικές περιοχές οι τράπεζες, και κυρίως οι τράπεζες συνεταιριστικής πίστης ή «λαϊκές», είναι λίγες, δεν υπάρχει μεγάλος τραπεζικός ανταγωνισμός ούτε η νοοτροπία να δίδεται προσοχή στους «μικρούς»: συνεπώς σπανίως στις περιοχές αυτές γίνεται προσφυγή στα αξιόλογα μέσα που παρέχει η ΕΤΕ.

2.2.4

Στην ουσία, εάν δεν καταβληθούν προσπάθειες για αναστροφή της τάσης, ακόμη και μέσω της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης των μέσων με τα οποία η πρωτοβουλία JEREMIE μπορεί να συμπληρώσει τα παραδοσιακά μέσα της ΕΤΕ και του ΕΤΑΕ (29), οι φτωχότερες περιοχές είναι καταδικασμένες να συνεχίσουν να υποφέρουν για καιρό ακόμη από τη φτώχεια τους.

2.2.5

Για την υποστήριξη των πιστώσεων, κυρίως στις περιοχές της σύγκλισης, με την πρωτοβουλία JEREMIE θα μπορούσε να οργανωθεί μία θυρίδα στο ΕΤΑΕ, με καθήκον την υποστήριξη μέσω των εγγυοδοτικών μέσων, των εγγυήσεων επί των πιστώσεων που παρέχουν οι τράπεζες, με τη μεσολάβηση πιστωτικών κοινοπραξιών ή άλλων ενεργών οργανισμών κυρίως στις πιο μειονεκτικές περιοχές.

2.3   Η κοινωνική διάσταση της πίστωσης και η χρηματοοικονομική τεχνική

2.3.1

Το πρόβλημα της πρόσβασης σε πιστώσεις των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων καθιστά σαφείς ορισμένες αποτυχίες της αγοράς:

τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν τη διαχείρισή τους στα αντίστοιχα διοικητικά συμβούλια: αυτά, συχνά διστάζουν να χορηγήσουν δάνεια σε μικρές και άγνωστες επιχειρήσεις και με ανύπαρκτους προϋπολογισμούς ή πολύ πρόχειρα προετοιμασμένους, και κατά συνέπεια με πιθανό κίνδυνο αφερεγγυότητας,

πολύ συχνά οι υπάλληλοι των τραπεζών δεν είναι εξοικειωμένοι με τον «κίνδυνο της επιχείρησης» και κατά την πράξη χορήγησης του δανείου νιώθουν εξασφαλισμένοι από την παρουσία εμπράγματων εγγυήσεων (ακίνητα αγαθά ή εγγυοδοτικές ασφάλειες που παρέχουν συγγενείς ή τρίτοι). Οι εγγυοδοτικές ασφάλειες αποτελούν τον πλέον συχνό, ίσως μάλιστα υπερβολικά, τρόπο κυρίως στην περίπτωση δανείων που χορηγούνται σε γυναίκες επιχειρηματίες ή νέους,

Ο κατακερματισμός του συνολικού όγκου των πιστώσεων μεταξύ μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρηματιών κοστίζει στις τράπεζες, όσον αφορά το κατάλληλο προσωπικό και τη γραφειοκρατική οργάνωση, πολύ περισσότερο από τη διαχείριση ορισμένων πιστώσεων, σημαντικά μεγαλύτερου ποσού, που χορηγούνται σε περιορισμένο αριθμό μεγάλων επιχειρηματιών, που είναι γνωστοί και έχουν στην κατοχή τους σημαντική ακίνητη περιουσία,

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που συμβάλλει στον προσδιορισμό καλύτερων προσφορών στην αγορά, είναι έντονος στις πλούσιες περιοχές αλλά αδύναμος στις περιοχές της σύγκλισης, δηλαδή εκεί όπου θα χρειαζόταν μεγαλύτερη προσφορά και πιο χαμηλά επιτόκια, ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των τοπικών επιχειρηματιών που συχνά είναι μικροί και αδύναμοι.

2.3.2

Πρόκειται συνεπώς, για την αντιμετώπιση των αποτυχιών της αγοράς, μέσω παρεμβάσεων:

συμβατών με τις κρατικές ενισχύσεις,

ικανών να χρησιμοποιηθούν με την χρηματοοικονομική τεχνική, μέσω των κεφαλαίων που προβλέπονται από τα πολυετή προγράμματα που διαχειρίζεται το ΕΤΑΕ, (30)

ήδη ενσωματωμένων στο ΠΑΚ,

προβλεπόμενων από τα διαρθρωτικά ταμεία,

που συντονίζονται όλες μέσω της πρωτοβουλίας JEREMIE.

2.3.3

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2005 δρομολογήθηκε εκ νέου η στρατηγική της Λισσαβώνας και οι κυβερνήσεις και οι οικονομικοί και κοινωνικοί κύκλοι καλούνται να αναλάβουν δράση πάνω σε τρεις πρωταρχικούς άξονες:

να αποβεί η γνώση και η καινοτομία η κινητήρια δύναμη της βιώσιμης ανάπτυξης·

να καταστεί η Ε.Ε. ελκυστικός χώρος για επενδύσεις και εργασία·

να αυξηθεί η απασχόληση και το επιχειρηματικό πνεύμα με σκοπό την αύξηση της συνοχής.

2.3.4

Οι δαπάνες στις οποίες εκτίθενται τα κράτη μέλη για να στηρίξουν την απασχόληση και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι μερικές φορές σημαντικές αλλά δικαιολογούνται από τα κοινωνικά αποτελέσματα (31). Στην περίπτωση ενός γενικευμένου δανείου ύψους 20.000 ευρώ στις μισές από τις υφιστάμενες ΜΜΕ στην ΕΕ των 25, συνεπώς σε περίπου 12 εκατομμύρια επιχειρήσεις, η προβλεπόμενη απώλεια λόγω αφερεγγυότητας (32) δεν θα υπερβαίνει τα 6,5 δις ευρώ, δηλαδή το 0,07 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ των 25·η γενικευμένη χορήγηση του δανείου θα μπορούσε ωστόσο να επιτρέψει στις περισσότερες επιχειρήσεις να εδραιώσουν τη θέση τους και να καινοτομήσουν σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες και τα προϊόντα.

2.3.5

Εάν η χορήγηση του δανείου πραγματοποιηθεί με τη μεσολάβηση μιας πιστωτικής κοινοπραξίας, ικανής να επωμιστεί το 50 % των ανεξόφλητων χρεών, η απώλεια θα μοιραστεί στη μέση (50 % για τον καθένα) μεταξύ της κοινοπραξίας και της τράπεζας.

2.3.6

Η νοοτροπία που αποδίδει στην πίστωση κοινωνική λειτουργία συμβάλλει στην επεξεργασία των απαραίτητων μέσων της χρηματοοικονομικής τεχνικής με τη συμμετοχή κεφαλαίων του δημοσίου, των ευρωπαϊκών ταμείων καθώς και των ταμείων αλληλεγγύης που καταβάλλονται στις κοινοπραξίες πιστωτικών ιδρυμάτων από τους ίδιους τους επιχειρηματίες ή κατά την εγγραφή τους στην κοινοπραξία ή ακόμη με τη μορφή ποσοστού που καταβάλλεται επί των τραπεζικών τόκων (33).

2.4   Η λειτουργία των κοινοπραξιών πιστωτικών ιδρυμάτων, η χρηματοοικονομική τεχνική και η πρωτοβουλία JEREMIE

2.4.1

Η χορήγηση μεγάλου αριθμού μικρών δανείων, όπως απαιτούν οι επιχειρήσεις κατά τη φάση εκκίνησης καθώς και οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις εξαρτάται από:

τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, σε χαμηλή τιμή, στην αγορά κεφαλαίων,

την οργάνωση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που χορηγεί τα δάνεια αυτά ώστε να έχει ευρεία παρουσία στην επικράτεια, με γραφεία κοντά στις επιχειρήσεις,

τη νοοτροπία που επιτρέπει στους υπαλλήλους της τράπεζας να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του «μικρού»,

τη δυνατότητα επιμερισμού των κινδύνων με άλλους εταίρους (χρηματοοικονομική τεχνική)

την ικανότητα συγκράτησης των δαπανών διαχείρισης, για να μειωθούν τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμοστούν στα χορηγούμενα δάνεια.

2.4.2

Ορισμένες απαντήσεις στα ανωτέρω προβλήματα υπάρχουν ήδη σε υφιστάμενα μέσα, τα οποία όμως θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν καλύτερα και εκτενέστερα:

τα κεφάλαια της ΕΤΕ, εκεί όπου έχουν χρησιμοποιηθεί, αποτέλεσαν πολύτιμο εργαλείο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των πολύ μικρών και των μικρών επιχειρήσεων σε πιστώσεις. Οι τράπεζες που ζήτησαν να καταστούν «Διαχειριστές ΕΤΕ» έλαβαν δάνεια, εκ περιτροπής, με ευνοϊκό επιτόκιο (34). Το μειωμένο περιθώριο κίνησης που παρέχεται στις τράπεζες (115 business points) συνέβαλε ώστε μόνον οι τράπεζες που λειτουργούν σε πλούσιες περιοχές, όπου υπάρχει έντονος ανταγωνισμός, να έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη μορφή χρηματοδότησης που είναι χρήσιμη για τις επιχειρήσεις, αλλά όχι ιδιαίτερα επικερδής για τις τράπεζες. Στις περιοχές σύγκλισης δεν συνέβη κάτι τέτοιο και επιβεβαιώνεται η αρχή ότι οι φτωχές ζώνες έχουν λιγότερες ευκαιρίες ανάπτυξης σε σχέση με τις πλούσιες,

η διάδοση του συστήματος των τραπεζών συνεταιριστικής πίστης είναι πιο έντονη στις περιοχές με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Ακόμη και αυτό το στοιχείο αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την πρόσβαση σε πιστώσεις στις περιοχές που έχουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Η πρωτοβουλία JEREMIE θα μπορούσε να ευνοήσει τη δημιουργία, την υποστήριξη και τη διάδοση των μορφών πίστωσης που χρησιμοποιούν μέσα της χρηματοοικονομικής τεχνικής με τη συμμετοχή των επαγγελματικών οργανώσεων, στις περιοχές όπου οι διαδικασίες κατάρτισης και το πιστωτικό σύστημα αποτελούν τη βάση της ανάπτυξης,

για να αναπτυχθεί η νοοτροπία απόδοσης προσοχής στους «μικρούς» είναι πολύ σημαντικό να υποστηριχθούν οι προσπάθειες των επαγγελματικών οργανώσεων, ιδίως όσων συμμετέχουν στον κοινωνικό διάλογο, διότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη θετικών εμπειριών, ήδη δοκιμασμένων σε πλούσιες περιοχές, στις πλέον μειονεκτικές περιοχές. Ακόμη και σε μια δράση τέτοιου τύπου η πρωτοβουλία JEREMIE θα μπορούσε να προταθεί ως ενεργός εταίρος,

οι κοινοπραξίες πιστωτικών ιδρυμάτων, στις χώρες όπου υπάρχουν, αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο, τόσο για την εφαρμογή της χρηματοοικονομικής τεχνικής όσο και για τη διάδοση του πνεύματος της κοινωνικής λειτουργίας της πίστωσης, η οποία συμβάλλει ώστε ολόκληρη η Ευρώπη να καταστεί μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, όπου το κορυφαίο στοιχείο αποτελεί η απασχόληση (35). Εάν η πρωτοβουλία JEREMIE μπορέσει να εκλογικεύσει και να αυξήσει τις προσπάθειες που καταβάλει η ΕΕ μέσω των δράσεων της ΕΤΕ και του ΕΤΑΕ, θα καταφέρει να διασώσει πολλές από τις επιχειρήσεις που σήμερα συγκαταλέγονται στον κατάλογο αυτών που κάθε χρόνο είναι αναγκασμένες να σταματήσουν τη δραστηριότητά τους (20 %),

η αξιολόγηση των κινδύνων που πραγματοποιείται από τις κοινοπραξίες πιστωτικών ιδρυμάτων και η επακόλουθη ανάληψη του 50 % των ανεξόφλητων χρεών σε σχέση με τις πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί μειώνει δραστικά τις υποχρεώσεις που επιβαρύνουν τις τράπεζες, μειώνει τον κίνδυνο και συγκρατεί το χρεωστικό επιτόκιο (36).

2.5   Η λειτουργία του πολλαπλασιαστή στη διαχείριση της πίστωσης και η λειτουργία της πρωτοβουλίας JEREMIE

2.5.1

Ο πολλαπλασιαστής έχει καταστεί, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, ένα μέσο που αναλύεται και χρησιμοποιείται τόσο από τις κοινοπραξίες πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και από τις τράπεζες για να διευρύνει τη δυνατότητα πίστωσης (37). Η συστηματική ανάλυση της κατάστασης, κυρίως στις περιοχές της σύγκλισης, καθιστά δυνατή την προσαρμογή του πολλαπλασιαστή στην τοπική κατάσταση. Το ποσοστό των αφερεγγυοτήτων αυξάνεται, όπως είναι εμφανές, στις πλέον μειονεκτικές περιοχές, όπου φτάνει το 10 %· ενώ στις πλουσιότερες περιοχές, πάντα σε επίπεδο πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, παραμένει γύρω στο 2,5 %.

2.5.2

Ιδιαίτερα στις περιοχές της σύγκλισης, η πρωτοβουλία JEREMIE μπορεί να αναπτύξει τις δυνατότητές της παρέχοντας στις κοινοπραξίες πιστωτικών ιδρυμάτων εγγυοδοτικές ασφάλειες και ευνοώντας τις διαδικασίες τιτλοποίησης, ούτως ώστε να αυξηθούν οι δυνατότητες πίστωσης και να αντισταθμιστεί η αδυναμία του πολλαπλασιαστή.

2.6   Η πρωτοβουλία JEREMIE και το ΠΑΚ

2.6.1

Το πρόγραμμα πλαίσιο για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία 2007/2013 — (ΠΑΚ) (38) — συνενώνει διάφορα κοινοτικά προγράμματα και μέτρα, μεταξύ των οποίων τα ακόλουθα:

οι δράσεις για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας (39) και το πολυετές πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα, ιδίως για τις ΜΜΕ (40),

το χρηματοδοτικό μέσο για το περιβάλλον LIFE (41),

το πολυετές πρόγραμμα για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης e-Europe 2005 (42),

το πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της χρήσης του ευρωπαϊκού ψηφιακού περιεχομένου στα παγκόσμια δίκτυα (43),

οι γενικοί κανόνες για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων (44),

οι προσανατολισμοί για τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (45),

το πολυετές πρόγραμμα «Ευφυής ενέργεια-Ευρώπη» (46).

2.6.2

Είναι επίσης σκόπιμο να αναλυθούν τα χρηματοδοτικά μέσα που περιλαμβάνονται στο 4o πολυετές πρόγραμμα 2000/2005 (Multi annual programme — MAP), που έχει παραταθεί έως τις 31/12/2006, και διαθέτει 531,5 εκατομμύρια ευρώ (47), που θα πρέπει να μεταφερθούν στο ΠΑΚ και να ενταχθούν στην στρατηγική της πρωτοβουλίας JEREMIE.

2.6.2.1

Το ΜΑΡ βασίζεται σε τρεις πυλώνες:

 

1ος πυλώνας: πολιτική ανάπτυξης της επιχείρησης·

 

2ος πυλώνας: δίκτυο των ΕΚΠ (Ευρωπαϊκά Κέντρα Πληροφοριών)·

 

3ος πυλώνας: χρηματοδοτικά μέσα.

2.6.2.2

Η ανάλυση της λειτουργίας των χρηματοδοτικών μέσων του ΜΑΡ μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε ποια έχουν δώσει τα καλύτερα αποτελέσματα και μπορούν συνεπώς να περιληφθούν στη στρατηγική της πρωτοβουλίας JEREMIE. Τα μέσα αυτά αποτελούν, εδώ και πολύ καιρό, τα κυριότερα κονδύλια για τις δαπάνες του 4ου ΜΑΡ: το 2003, για παράδειγμα, αποτέλεσαν το 67 % του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος (48). Η κατανομή των πόρων στο εσωτερικό αυτών των χρηματοδοτικών μέσων έχει ως εξής:

Στις ΜΜΕ-Εγγυήσεις (49): 90 % των πόρων (50)·

στον ΕΜΤ-Εκκίνηση (51): 10 % των πόρων.

2.6.2.3

Τα μέσα αυτά είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί κατά την περίοδο 1998/2000, στο πρόγραμμα «Πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη και την απασχόληση», από κοινού με τα άλλα όπως:

Η Δράση «Κεφάλαιο αρχικής ώθησης» (SCA-Seed Capital Action), που συμπεριλαμβάνεται στην πρότυπη ενέργεια CREA-: Κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου για επιχειρήσεις κατά τη φάση εκκίνησης (Ammorçage) του ΜΑΡ 1997/2000·

ΕΚΕ (Ευρωπαϊκή Κοινή Επιχείρηση), που άρχισε το 1997 και σταμάτησε στις 29/12/2004 (52).

2.6.2.4

Η Δράση «Κεφάλαιο αρχικής ώθησης» έχει, μέχρι σήμερα αποδώσει πενιχρά αποτελέσματα όπως εξάλλου και η ΕΚΕ (Ευρωπαϊκή Κοινή Επιχείρηση).

2.6.2.5

Έως το τέλος του 2003 είχαν ωφεληθεί από το χρηματοδοτικό μέσο ΜΜΕ-Εγγυήσεις περίπου 178.000 (53) ΜΜΕ (136.000 με το πρόγραμμα Ανάπτυξη και απασχόληση, 32.000 με το πρόγραμμα Εγγυήσεις επί των πιστώσεων, 10.000 με το πρόγραμμα Μικροπιστώσεις).

2.6.2.6

Κατά την ίδια περίοδο ωφελήθηκαν από το πρόγραμμα ΕΜΤ-Εκκίνηση, περίπου 240.000 (54) ΜΜΕ.

2.6.3

Συνεπώς η πρωτοβουλία JEREMIE θα μπορούσε να μεταδίδει την εμπειρία αυτών των δύο χρηματοδοτικών μέσων, αυξάνοντας τον αριθμό των δικαιούχων ΜΜΕ, κυρίως στις περιοχές της σύγκλισης.

2.6.4

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι μόνον το 0,81 % των ευρωπαϊκών ΜΜΕ μπόρεσε, τα έτη αυτά, να επωφεληθεί από τις κοινές παρεμβάσεις των: ΓΔ-Επιχειρήσεις· ΓΔ-Οικονομικά και Δημοσιονομικά Θέματα· ΕΤΑΕ.

2.6.5

Είναι ωστόσο σημαντικό η πρωτοβουλία JEREMIE να κινηθεί προς νέες οδούς, εν μέρει στα όσα ήδη προβλέπονται από τα νέα προγράμματα, και ιδιαιτέρως σε:

ΜΜΕ-Εγγυήσεις, μηχανισμός αμοιβαίων εγγυήσεων, για το οποίο έχει ήδη γίνει λόγος σε σχέση με τις κοινοπραξίες πιστωτικών ιδρυμάτων·

κεφάλαια ενδιάμεσης χρηματοδότησης (55) στα οποία η πρόσβαση γίνεται μέσω των ΜΜΕ-Εγγυήσεων: αυτά είναι πολύ σημαντικά για τους επιχειρηματίες διότι δεν υποχρεώνουν την παραχώρηση τμήματος του κεφαλαίου και μπορεί να είναι χρήσιμα για την μεταβίβαση της επιχείρησης·

τιτλοποίηση των κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (56) των τραπεζών και των κοινοπραξιών πιστωτικών ιδρυμάτων·

δημιουργία του SBIC (Small Business Investment Companies Programs), δηλαδή προγραμμάτων που στις ΗΠΑ εκπονήθηκαν το 1958 και προσφέρουν συμμετοχή σε μακροπρόθεσμες πιστώσεις και λειτουργούν εμπορικά στη βάση μιας άδειας «Διοίκησης Μικρών Επιχειρήσεων».

2.6.6

Ωστόσο η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι, σε σχέση με όλες αυτές τις παρεμβάσεις, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα ενημέρωσης και κατάρτισης: στην επίλυση του προβλήματος αυτού θα πρέπει να συμμετέχουν τόσο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όσο και οργανώσεις εκπροσώπησης των επιχειρηματιών και των εργαζομένων με την προοπτική τήρησης των αρχών της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων και του κοινωνικού σκοπού της πίστωσης.

2.7   Η πρωτοβουλία JEREMIE και οι διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων και διαπίστευσης

2.7.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί κεφαλαιώδους σημασίας, για να εξασφαλιστεί η πλήρης επιτυχία της πρωτοβουλίας JEREMIE, να εφαρμοστεί πλήρως η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την ανάθεση των συμβάσεων υπηρεσιών.

2.7.2

Σε κάθε περίπτωση, οι υπηρεσίες JEREMIE της Επιτροπής και/ ή του ΕΤΑΕ πρέπει να διασφαλίζουν και να πιστοποιούν την πλήρη συμφωνία των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων στις αρχές της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Οι προδιαγραφές, που θα έχουν προκαθοριστεί από την Επιτροπή, θα πρέπει κυρίως να περιλαμβάνουν, μεταξύ των υποχρεωτικών κριτηρίων επιλεξιμότητας της αρχής ή της κοινοπραξίας, τα ακόλουθα:

την επιτυχή άσκηση των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων, για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών·

την ενσωμάτωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στις τεχνικές προδιαγραφές ποιότητας CEN (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης)·

την κατοχή των απαιτούμενων τεχνικοεπαγγελματικών και χρηματοοικονομικών ικανοτήτων, πιστοποιημένων με αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια.

2.7.2.1

Όταν ισχύουν οι συμφωνίες Holding Fund/Λειτουργικά προγράμματα 2007-2015, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων ή ανάκλησης και απομάκρυνσης των Holding Fund, σε περίπτωση αναποτελεσματικότητας, παρατυπίας ή σοβαρών αδυναμιών εκπλήρωσης υποχρεώσεων. Η διαχείριση θα πρέπει να ελέγχεται σε διετή βάση, με την υποστήριξη των περιφερειακών οικονομικών και κοινωνικών εταίρων και με διαφανείς διαδικασίες δημοσίευσης των ενημερωτικών εκθέσεων, που θα πρέπει να αποστέλλονται στις εθνικές κεντρικές αρχές, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην ΕΟΚΕ και στην Επιτροπή των Περιφερειών.

2.7.3

Στις χρηματοπιστωτικές αρχές ή κοινοπραξίες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος, ή σε ένα από τα κράτη που έχουν υπογράψει τη συμφωνία για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, όπως αναφέρεται στο παράρτημα της Συμφωνίας OCM (operating capital maintenance = διατήρηση διαχειριστικού κεφαλαίου), πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους εθνικούς συμμετέχοντες φορείς, στη βάση τεκμηρίωσης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στις αντίστοιχες χώρες, που να αποδεικνύει ότι πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται για την συμμετοχή.

2.7.4

Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν και σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες διαπίστευσης των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων: τα ιδρύματα αυτά πρέπει να υπάγονται σε συστηματικούς ελέγχους της απόδοσης, οι οποίοι καθορίζονται με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων αναφοράς, καθώς και σε περιοδική αναθεώρηση της διαπίστευσης, που να προβλέπει σε κάθε περίπτωση την αλλαγή, κάθε τρία χρόνια, τμήματος των στοιχείων της.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  JEREMIE:μία κοινή πρωτοβουλία της ΓΔ REGIO-ΕΤΕ – καλύτερη πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις για την ανάπτυξη των ΜΜΕ και των πολύ μικρών επιχειρήσεων στις περιφέρειες (έγγρ. 2 της 21.11.2005), που παρουσιάστηκε με την ευκαιρία της διάσκεψης «Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης και της συνοχής στη Διευρυμένη Ευρώπη» που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλες στις 24.11.2005.

(2)  1982: Ευρωπαϊκό έτος της βιοτεχνίας και της μικρής επιχείρησης.

(3)  Στη βάση των προβληματικών που εμφανίστηκαν το 1982, η Επιτροπή συγκρότησε μία Task force, υπό την καθοδήγηση της επιτρόπου Cresson, για τον προσανατολισμό των ευρωπαϊκών πολιτικών προς τις απαιτήσεις των ΜΜΕ. Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '80 η Task force μετασχηματίσθηκε σε ΓΔ XXIII.

(4)  Σήμερα: Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας.

(5)  Στην Αβινιόν το 1990, στο Βερολίνο το 1994 και στο Μιλάνο το 1997.

(6)  Πρβ. υποσημείωση 28.

(7)  Στις 20 και 21 Νοεμβρίου 1997, το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου, με ένα μόνο σημείο στην ημερήσια διάταξη- δηλαδή την απασχόληση- επικύρωσε, μεταξύ άλλων, τρεις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προκειμένου να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να διατηρηθούν ανταγωνιστικές στις αγορές, και ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις που θα επιτρέψουν στους επιχειρηματίες να ενισχύσουν και να αυξήσουν την απασχόληση. Οι τρεις αυτές πρωτοβουλίες ήταν: ΕΜΤ-εκκίνηση, JEV (Ευρωπαϊκή κοινή επιχείρηση) και ΜΜΕ-εγγυήσεις.

(8)  Cfr. COM(2005) 121 def..

(9)  Έγγραφο διαβούλευσης για το κοινοτικό πρόγραμμα υπέρ του επιχειρηματικού πνεύματος και της ανταγωνιστικότητας, 2006/2010 ΓΔ Επιχειρήσεις, 2004, σημείο 46. http:// europa.eu.int/yourvoice/ consultations/index_en.htm#open.

(10)  Ibidem, σημείο 118.

(11)  Πρβ. επίσης υποσημείωση 29.

(12)  Η τιτλοποίηση επιτρέπει την παραχώρηση σε τρίτους, μέρους του κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου, αυξάνοντας κατά συνέπεια τη δυνατότητα χορήγησης δανείων στις ΜΜΕ. Πρβ. επίσης υποσημείωση 56.

(13)  «Βιοτεχνία και ΜΜΕ στην Ευρώπη», ΕΕ C 332 της 16.12.1992.

(14)  «Η βιοτεχνία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις», ΕΕ C 156 της 26.5.1997.

(15)  ΕΕ C 221 της 07.8.2001.

(16)  «Ο ρόλος των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων στην οικονομική ζωή και στον ευρωπαϊκό παραγωγικό ιστό», ΕΕ C 220 της 16.9.2003.

(17)  ΕΕ C 48 της 21.2.2002.

(18)  Παρατηρητήριο των ευρωπαϊκών ΜΜΕ, 2003/7, UE-2 5.

(19)  Για παράδειγμα : η εμπειρία των διμερών αρχών που είναι διαδεδομένες στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

(20)  Βλ. Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Εταιρική σχέση για τη λειτουργία των Διαρθρωτικών Ταμείων», ΕΕ C 10 της 14.01.2004, σελ. 21.

(21)  23 εκατομμύρια στην ΕΕ των 25, Παρατηρητήριο ΜΜΕ 2005.

(22)  1,8 εκατομμύρια, Παρατηρητήριο ΜΜΕ 2005.

(23)  Στην Ιταλία το τμήμα των ΜΜΕ αποκαλείται STAR.

(24)  Αποφεύγεται η προσφυγή στη διασυνοριακή πώληση εξ αποστάσεως (cross selling).

(25)  Στην ΕΕ των 25 υπάρχουν 254 περιοχές επιπέδου NUTS II. Από αυτές, σχεδόν 100 της σύγκλισης, έχουν εισόδημα κατώτερο από το 75 % του μέσου κοινοτικού όρου.

(26)  Στις μειονεκτικές περιοχές, τα επιτόκια είναι κατά μέσο όρο τρεις μονάδες υψηλότερα από τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις αναπτυγμένες περιοχές (Πηγή: Artigiancassa, Italia).

(27)  Πρόκειται γενικά για ένα πόσο 30 ή 50 εκατομμυρίων ευρώ, ανανεώσιμων.

(28)  Γενικά, μία μονάδα πάνω από το Euribor (διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ευρώ)για 6 μήνες.

(29)  Το ΕΤΑΕ, Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, συστάθηκε το 1994 με δύο στόχους: 1) Υποστήριξη των Ευρωπαϊκών Δικτύων· 2) Διευκόλυνση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε πιστώσεις. Οι μέτοχοι του ΕΤΑΕ είναι: Η ΕΤΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες. Ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια η δράση του ΕΤΑΕ χαρακτηρίζεται από την υποστήριξη της πολύ μικρής και της μικρής επιχείρησης (πρβλ., μεταξύ άλλων το Πρόγραμμα ΜΜΕ Εγγυήσεις, που δημιουργήθηκε μαζί με την ΕΚΕ και τον ΕΜΤ εκκίνησης, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου το 1997).

(30)  Σήμερα το ΕΤΑΕ διαχειρίζεται τρία σχέδια: 1) Αρχική ενίσχυση της φάσης εκκίνησης των επιχειρήσεων· 2) ΕΜΤ-εκκίνηση (Μηχανισμός για τις τεχνολογικά προηγμένες επιχειρήσεις), συνεισφορές στα κεφάλαια της εταιρείας, επένδυση υβριδικής μορφής· 3) Εγγυήσεις για τις ΜΜΕ (εγγυήσεις δανείων, πολύ μικρά δάνεια, ίδια κεφάλαια, χρεωγραφήσεις).

(31)  Η «Ανάπτυξη της Ιταλίας», δηλαδή η αρχή που εξ ονόματος του Ιταλικού Κράτους, μεριμνά για τη δημιουργία θέσεων εργασίαςστον Νότο της Ιταλίας, έχει υπολογίσει ότι η δημιουργία μιας θέσης εργασίας κοστίζει, κατά μέσο όρο, 40.000 ευρώ.

(32)  Η μέση αφερεγγυότητα, σε επίπεδο πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, δεν υπερβαίνει το 3 % των δανείων που έχουν χορηγηθεί.

(33)  Γενικά, το 0,50 %

(34)  Κατά μέσο όρο 15 business points λιγότερο, σε σχέση με το Euribor για 6 μήνες, με την υποχρέωση να χορηγούν το δάνειο σε επιχειρήσεις με μέσο επιτόκιο όχι παραπάνω από 100 business points (ένα σημείο) πάνω από το Euribor για 6 μήνες.

(35)  Οι μελέτες που πραγματοποίησε το παρατηρητήριο για τις επιχειρήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό θνησιμότητας των επιχειρήσεων είναι γύρω στο 20 % ετησίως και ότι η κυριότερη αιτία του φαινομένου αυτού είναι τα προβλήματα που συνδέονται με την πίστωση (διαχείριση, επέκταση, ανάγκη καινοτομίας).

(36)  Της τάξεως του 2 %.

(37)  Ο πολλαπλασιαστής επιτρέπει τη διεύρυνση των δυνατοτήτων χορήγησης δανείων, αναλογικά με το ποσοστό των ανεξόφλητων χρεών που υπολογίζονται σε μια περιοχή και ανάλογα με το ποσοστό εγγυήσεων επί των δανείων. Εάν σε μια περιοχή η ιστορική ανάλυση των ανεξόφλητων πιστώσεων είναι κάτω από το 5 % είναι δυνατό, με ένα κεφάλαιο 1 εκατομμυρίου ευρώ, να χορηγηθούν δάνεια σε περισσότερα άτομα, έως 20 εκατομμύρια ευρώ, διότι το 1 εκατομμύριο ευρώ που υπάρχει επιτρέπει την αντιμετώπιση των αφερεγγυοτήτων: το 5 % των 20 εκατομμυρίων, είναι ένα εκατομμύριο. Σε αυτή την περίπτωση ο πολλαπλασιαστής είναι 20. Εάν η εγγύηση που παρέχεται από την πιστωτική κοινοπραξία αποτελεί το 50 %, επειδή το άλλο 50 % αφορά την τράπεζα, ο πολλαπλασιαστής γίνεται 40, δηλαδή με ένα εκατομμύριο είναι δυνατό να χορηγηθούν δάνεια, μέσω κατάλληλων μερισμών, για 40 εκατομμύρια ευρώ.

(38)  COM (2005) 121 της 06.04.05

(39)  Ε.Ε. L. 167 της 06.07.96

(40)  Ε.Ε. C. 333 της 29.12.2000, όπως τροποποιήθηκε στην Ε.Ε. L. 268 της 16.08.04

(41)  Ε:Ε. L. 192 της 28.07.2000, όπως τροποποιήθηκε στην Ε:Ε. L. 308 της 05.10.04

(42)  Απόφαση 2256/2003/ΕΚ

(43)  Απόφαση 2001/48/ΕΚ

(44)  Κανονισμός 2236/95

(45)  Ε.ΕL. 183 της 11/07/97, όπως τροποποιήθηκε στην Ε:Ε. L. 200 del 30/07/02

(46)  Ε.Ε. L 176 της 15/07/03

(47)  Πρβ. INT/261 2005, εισηγητής Pezzini

(48)  Πρβ. Συμπεράσματα και συστάσεις, σημείο 6, υποσημείωση15

(49)  SMEG, ΜΜΕ-Εγυήσεις

(50)  Πηγή: Ετήσια έκθεση του ΕΤΑΕ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων)

(51)  ΕΜΤ -Εκκίνηση: European Technology Facility, Start-up Scheme

(52)  Απόφαση 593/2004/ΕΚ της 21/07/ 2004

(53)  Πηγή: 4η Έκθεση του ΕΤΑΕ, 1o τρίμηνο 2004

(54)  Ibidem Πρόσβαση στα κεφάλαια ενδιάμεσης χρηματοδότησης

(55)  Τα κεφάλαια ενδιάμεσης χρηματοδότησης βασίζονται περισσότερο σε ταμειακές ροές όπου έχουν πρόσβαση οι χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις παρά σε εμπράγματες ασφάλειες. Μπορούν δε να εφαρμοστούν με δύο μορφές: 1) Δευτερεύον χρέος (δάνειο με σταθερό ή αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο)· 2) Ισότιμη επένδυση (ο πιστωτής/ επενδυτής έχει δικαίωμα σε ένα ποσοστό του μεριδίου αύξησης της αξίας της ιδιοκτησίας στην οποία αναφέρεται το δάνειο) . Η προθεσμία λήξης των κεφαλαίων ενδιάμεσης χρηματοδότησης κυμαίνεται από 4 έως 8 έτη. .

(56)  Η τιτλοποίηση πραγματοποιείται με την παραχώρηση τμήματος ή ολόκληρου του ποσού του χρέους μιας κοινοπραξίας πιστωτικών ιδρυμάτων (ή μιας τράπεζας) σε ειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ώστε να μπορέσουν, ιδίως οι κοινοπραξίες να αυξήσουν τις εγγυοδοτικές τους δυνατότητες που αφορούν την χορήγηση πιστώσεων στις επιχειρήσεις.


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/46


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ, Ευρατόμ) ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

SEC(2005) 1240 τελικό

(2006/C 110/09)

Στις 12 Οκτωβρίου 2006, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταρτίσει γνωμοδότηση σχετικά με το ανωτέρω θέμα.

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή» στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές εργασίες της ΕΟΚΕ επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 24 Φεβρουαρίου 2006 με εισηγητή τον κ. BURANI.

Κατά τη 425η σύνοδο ολομέλειάς της, συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 146 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα

1.1

Η ΕΟΚΕ συγχαίρει την Επιτροπή για το σύνθετο και ενδελεχές έργο που επιτέλεσε με στόχο την απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών· επισημαίνει, εντούτοις, ότι υφίσταται κάποια απόκλιση μεταξύ της αναφοράς που πραγματοποιείται στην αρχή της αιτιολογικής έκθεσης («το παρόν σχέδιο .... εξετάζει τις τεχνικές τροποποιήσεις που μπορούν να εισαχθούν βάσει του ισχύοντος κανονισμού») και της απτής εμβέλειας πολυάριθμων διατάξεων.

1.1.1

Πολλές από τις «τεχνικές» τροποποιήσεις που αφορούν τις σχέσεις με τις επιχειρήσεις και τους πολίτες έχουν «πολιτική» σημασία και εμβέλεια: η μεγιστοποίηση της διαφάνειας, η επιτάχυνση των διαδικασιών, η επίσπευση του χρόνου ανταπόκρισης και η επίδειξη μεγαλύτερης εμπιστοσύνης προς τους κοινωνικούς εταίρους αποτελούν ενδείξεις μιας απολύτως ευπρόσδεκτης εξέλιξης όσον αφορά τη «διακυβέρνηση» της δημόσιας διοίκησης.

1.2

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ οφείλει να επισημάνει ότι απαιτείται η επίδειξη σύνεσης: η επιθυμία για ευνοϊκή αντιμετώπιση των κοινωνικών εταίρων δεν πρέπει να επισκιάσει το γεγονός ότι για τους διαχειριστές του δημοσίου χρήματος απαιτείται ένα όριο ως προς την ευελιξία, το οποίο έγκειται στη συγκριτική αξιολόγηση των δυνητικών ελλειμμάτων και των πραγματικά εξοικονομούμενων πόρων, δηλαδή με άλλα λόγια αφορά το δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα που συνίσταται στην αξιολόγηση του κινδύνου. Το εν λόγω εγχείρημα μπορεί να μην είναι διόλου προσφιλές στους διαχειριστές, αλλά φαίνεται ότι αποτελεί τη μόνη λογική ακολουθητέα πορεία.

2.   Ιστορικό

2.1

Στο υπό εξέταση έγγραφο καθορίζονται μεν οι κανόνες εφαρμογής του ισχύοντος δημοσιονομικού κανονισμού αριθ. 1605/2002, αλλά συγχρόνως — και με στόχο την επίσπευση του χρόνου εκτέλεσης — συνεκτιμώνται διάφορες τεχνικές τροποποιήσεις οι οποίες εισάγονται με τη νέα πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο της υιοθέτησης (1). Αυτό το τελευταίο έγγραφο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ (2).

2.2

Σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετήθηκε και στην προηγούμενη γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ δεν προτίθεται να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τις αμιγώς τεχνικολογιστικές πτυχές, οι οποίες μπορούν να εξετασθούν αποτελεσματικότερα από τους θεσμικούς οργανισμούς που διαθέτουν κατάλληλη επαγγελματική ικανότητα και άμεση εμπειρία επί του θέματος. Αντ' αυτού, θα εστιάσει την προσοχή της, όπως και κατά το παρελθόν, στους κανόνες που θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο σε τρίτους (οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών), οι οποίοι διατηρούν σχέσεις με τα ευρωπαϊκά όργανα.

2.3

Τρεις από τις τεχνικολογιστικού περιεχομένου αρχές του προϋπολογισμού — δηλαδή, η αρχή της ενότητας, η αρχή της ετήσιας διάρκειας και η αρχή της ενιαίας νομισματικής μονάδας — παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες και απλώς τροποποιούνται ή αποσαφηνίζονται. Όσον αφορά την τέταρτη αρχή — την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης — η πρόταση κανονισμού εμπνέεται από τα ήδη ισχύοντα κριτήρια, παρέχοντας ωστόσο περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενο της εκ των προτέρων αξιολόγησης, καθώς και σαφέστερες κατευθύνσεις όσον αφορά την εμβέλεια της εκ των προτέρων, της ενδιάμεσης και της εκ των υστέρων αξιολόγησης, υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας. Η ΕΟΚΕ σημειώνει την πρόθεση της Επιτροπής να προβεί στην «αναδιατύπωση» των προτεραιοτήτων αξιολόγησης, «έτσι ώστε να εστιασθούν σε προτάσεις με πραγματική επίδραση στις επιχειρήσεις και στους πολίτες», δήλωση η οποία δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτή με εξαιρετική ικανοποίηση.

2.4

Επιδεικνύοντας την ίδια ευαισθησία έναντι των προσδοκιών των επιχειρήσεων και των πολιτών, αλλά και τη μέγιστη δυνατή προσοχή έναντι της ορθολογικής χρησιμοποίησης του δημοσίου χρήματος, η Επιτροπή τονίζει ότι τα πειραματικά σχέδια και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες ενδείκνυται να υπόκεινται σε αξιολόγηση όταν πρόκειται να συνεχισθούν ως προγράμματα. Ωστόσο, προκειμένου να απλοποιηθούν οι διαδικασίες, δεν θα πρέπει να επαναλαμβάνεται η αξιολόγηση σχεδίων ή ενεργειών που έχουν ήδη αξιολογηθεί, όπως π.χ. σε περίπτωση ανάληψης κοινών ενεργειών από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Οι παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η ΕΟΚΕ στην προαναφερθείσα γνωμοδότησή της σχετικά με την πρόταση κανονισμού ισχύουν, προφανώς, και για τους κανόνες εφαρμογής: από τη μια πλευρά η ΕΟΚΕ δεν μπορεί παρά να επικροτήσει την υιοθέτηση απλούστερων διαδικασιών και ελαστικότερων κριτηρίων για την εφαρμογή των κανόνων, αλλά από την άλλη πλευρά δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί την τάση να εκλαμβάνεται ως «αμελητέο» κάθε ποσό που είναι χαμηλότερο από ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο. Με άλλα λόγια, η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την αύξηση των κατώτατων ορίων πέραν των οποίων οι διαδικασίες απλοποιούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το επίπεδο της προσοχής και του ελέγχου των δαπανών μπορεί να καταστεί ελαστικότερο, με το αιτιολογικό ότι η ενδεχόμενη υλική ζημία δεν θα είχε καμία ουσιαστική επίπτωση στο σύνολο του προϋπολογισμού.

3.2

Χωρίς να επιδιώκει να αναφερθεί στην καταπάτηση και στην υπερβολική επίκληση των αρχών της δημόσιας ηθικής, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να επιστήσει την προσοχή στον κίνδυνο που εγκυμονεί η χαλάρωση της επαγρύπνησης έναντι της νομιμότητας των πράξεων δαπανών που αφορούν ποσά θεωρούμενα ως «χαμηλά», ιδιαίτερα στην περίπτωση των επιχορηγήσεων και των δημοσίων συμβάσεων. Η επιτάχυνση των διαδικασιών δεν πρέπει να δημιουργήσει στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι είναι δυνατόν να εξευρεθούν και άλλοι τρόποι, πέραν των νομίμων, για την άντληση κεφαλαίων από τις δημόσιες αρχές: μια τέτοιου είδους εντύπωση θα συνιστούσε βαρύτατο πλήγμα για την εικόνα της Ευρώπης.

3.3

Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι μια προσεκτική διερεύνηση των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) από τις αρμόδιες λογιστικές υπηρεσίες της Επιτροπής θα συνέβαλε στην εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας ή των δυνητικών «αδυναμιών» τόσο των υφισταμένων όσο και των μελλοντικών απλοποιήσεων: τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις αποκαλυφθείσες περιπτώσεις απάτης θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή πολύτιμων πληροφοριών.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1

Το νέο άρθρο 85α αφορά την άσκηση προσφυγής εκ μέρους τρίτων κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα, περιοδικές χρηματικές ποινές ή άλλες κυρώσεις: για την προστασία των συμφερόντων της Κοινότητας, ο υπόλογος οφείλει να ζητήσει από τον προσφεύγοντα την προσωρινή κατάθεση είτε του αντίστοιχου ποσού είτε χρηματικής εγγύησης (ο χρησιμοποιούμενος τεχνικός όρος είναι απλώς «εγγύηση»). Η εγγύηση πρέπει να προβλέπει ότι — σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής — ο εγγυητής θα καταβάλει το ποσό που ζητεί η αρμόδια αρχή πάραυτα, άνευ όρων και χωρίς να απαιτείται προγενέστερη αναγκαστική εκτέλεση έναντι του οφειλέτη. Από τεχνική άποψη, πρόκειται για εγγύηση εκτελεστή κατόπιν του πρώτου αιτήματος, σύμφωνα με την αρχή «solve et repete» που έχει υιοθετηθεί από πολλές φορολογικές υπηρεσίες και συνηθίζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων.

4.1.1

Η ΕΟΚΕ δεν έχει καμία ιδιαίτερη αντίρρηση ως προς αυτό το είδος εγγύησης· σημειώνει, απλώς, ότι η εγγύηση που καθίσταται εκτελεστή κατόπιν του πρώτου αιτήματος είναι πιο επαχθής από μια συνήθη εγγύηση, καθώς και ότι οι προμήθειες υπολογίζονται κατ' αναλογία προς τη χρονική διάρκεια ισχύος της εγγύησης. Λαμβανομένης υπόψη της δαπάνης που επιβαρύνει τον προσφεύγοντα, οι διαδικασίες εξέτασης των προσφυγών θα πρέπει εύλογα να καταστούν ταχύτερες από ό,τι επί του παρόντος. Μολονότι η εν λόγω παράμετρος — για την οποία διαμαρτύρονται αρκετοί κοινωνικοί εταίροι — δεν σχετίζεται άμεσα ούτε με το δημοσιονομικό κανονισμό ούτε με τους κανόνες εφαρμογής του, καλό θα ήταν να αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης στο πλαίσιο των σχέσεων των διοικητικών αρχών με τρίτους.

4.2

Το νέο άρθρο 90 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι στην περίπτωση των δημοσίων συμβάσεων και των επιχορηγήσεων που συνδέονται με τομεακά προγράμματα, η έγκριση των ετήσιων προγραμμάτων εργασίας θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε αυτή καθ'εαυτή την απόφαση χρηματοδότησης που είναι αναγκαία για την καταχώρηση της ανάληψης μιας δαπάνης στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το εν λόγω μέτρο, παρότι έχει λογιστικό-διοικητικό εσωτερικό χαρακτήρα, θα μπορούσε ωστόσο να επιταχύνει τις διαδικασίες διάθεσης των πόρων και ως εκ τούτου να αποβεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, προς όφελος των πιστωτών ή των δικαιούχων.

4.3

Το άρθρο 129 προβλέπει ότι θα πρέπει να διευκολυνθεί η διαχείριση των δημοσίων συμβάσεων με ύψος χαμηλότερο από συγκεκριμένα κατώτατα όρια. Στην πράξη τούτο σημαίνει ότι, όταν τα σχετικά ποσά δεν είναι πολύ υψηλά, η αρμόδια αρχή δύναται να καταφεύγει σε μια «διαδικασία με διαπραγμάτευση» (ή, ακριβέστερα, σε απευθείας συμφωνία) κατόπιν διαβουλεύσεων με διαφόρους υποψηφίους, και πιο συγκεκριμένα:

για συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 60 000 ευρώ, με πέντε υποψηφίους·

για συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 25 000 ευρώ, με τρεις υποψηφίους·

για συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 3 500 ευρώ, επιτρέπεται η υποβολή προσφοράς από έναν μόνο υποψήφιο.·

Στην πράξη, η εν λόγω νέα διάταξη δεν καινοτομεί, αλλά περιορίζεται στην αναπροσαρμογή, προς τα άνω, των κατώτατων ορίων που ίσχυαν βάσει των προηγούμενων κανόνων.

4.3.1

Εν συνεχεία, τα άρθρα 130 και 134 εισάγουν επίσης ορισμένες απλοποιήσεις. Βάσει του πρώτου εξ αυτών (άρθρο 130), για τις συμβάσεις ύψους κατώτερου των 60 000 ευρώ, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να περιορίσει το περιεχόμενο των εγγράφων που αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφοράς στα «απολύτως απαραίτητα» (προφανώς σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια και υπ'ευθύνη της). Βάσει του δεύτερου εξ αυτών (άρθρο 134), η τεκμηρίωση των ικανοτήτων που απαιτούνται για τη συμμετοχή στη διαδικασία ανάθεσης μιας σύμβασης μπορεί να αντικατασταθεί από υπεύθυνη δήλωση· ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει, σε ένα δεύτερο στάδιο, την κατάθεση των αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν την αρχική δήλωση.

4.3.2

Μια άλλη απλοποίηση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 134 συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία έχουν ήδη υποβληθεί για άλλους σκοπούς σε αυτήν την ίδια ή σε άλλη αναθέτουσα αρχή, πριν από την πάροδο διαστήματος έξι μηνών. Και σε αυτήν την περίπτωση, η τεκμηρίωση μπορεί να αντικατασταθεί από υπεύθυνη δήλωση.

4.3.3

Το άρθρο 135 προβλέπει την παροχή περαιτέρω διευκολύνσεων όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία της οικονομικής, χρηματοδοτικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας των υποψηφίων. Όντως, το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν, ανάλογα με την αξιολόγηση κινδύνων που πραγματοποιεί, να αποφασίσει να μη ζητήσει τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή περιορίζεται στις συμβάσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 60 000 ευρώ, εάν ο δικαιούχος της σύμβασης είναι η ίδια η αρχή, ή στις συμβάσεις διαφορετικού ύψους, ανάλογα με την περίπτωση, όπου οι δικαιούχοι είναι τρίτοι. Πρόσθετο περιορισμό συνιστά η απαγόρευση της πραγματοποίησης προχρηματοδότησης ή ενδιάμεσης πληρωμής, όταν αποφασίζεται να μη ζητηθούν αποδεικτικά στοιχεία: τούτο αποτελεί μεν εγγύηση για την αρχή, αλλά τροχοπέδη για το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο μπορεί να αποφασίσει να προσκομίσει ούτως ή άλλως τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία για να αποφύγει μια δυνητικά επαχθή επιβάρυνση.

4.3.4

Η ΕΟΚΕ επικροτεί το σύνολο των εν λόγω διατάξεων που αποσκοπούν στην ελάφρυνση των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων — οι οποίες είναι δαπανηρές και για τους υποψηφίους και για την αναθέτουσα αρχή — όταν πρόκειται για σχετικά μικρά ποσά. Εντούτοις, επισημαίνει ότι απαιτείται να επιδειχθεί εξαιρετική επαγρύπνηση για την αποτροπή ενδεχόμενων καταχρήσεων, δεδομένου ότι οι πιθανότητες καταχρήσεων αυξάνονται όταν οι διαδικασίες καθίστανται ελαστικότερες.

4.4

Στο πλαίσιο των κανόνων εφαρμογής, το ζήτημα των επιχορηγήσεων εξετάζεται με ευρύτητα πνεύματος έναντι των κοινωνικών εταίρων και — όπως μπορεί να συναχθεί από το σύνολο των διατάξεων — με συνεκτίμηση της ιδιαίτερης φύσεως των δικαιούχων. Το άρθρο 164 προβλέπει, ως αρχικό μέτρο για τις επιχορηγήσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 25.000 ευρώ, ότι ο διατάκτης έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την παροχή εξαιρετικά απλοποιημένων αποδεικτικών στοιχείων: η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει μεν αυτή τη διαδικασία αλλά δεν μπορεί να μην επισημάνει, αφενός, τις βαριές ευθύνες που επωμίζεται ο διατάκτης και, αφετέρου, τον κίνδυνο να εξαλειφθούν σε ορισμένες περιπτώσεις τα οφέλη της απλοποίησης εξαιτίας μιας — κατανοητής — απροθυμίας για την ανάληψη των εν λόγω ευθυνών.

4.5

Διάφορες άλλες διατάξεις έχουν ως στόχο τη διευκόλυνση ή την παροχή πρόσβασης στην κοινοτική χρηματοδότηση για οργανισμούς διαφόρων ειδών: προς το σκοπό αυτό, για τους οργανισμούς που βρίσκονται σε κατάσταση μονοπωλίου εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου, το άρθρο 168 επιβάλλει απλώς τη διενέργεια μιας άτυπης έρευνας η οποία πρέπει να λάβει τη μορφή αιτιολογημένης δήλωσης του διατάκτη. Το άρθρο 162, το οποίο προέβλεπε επιδοτήσεις λειτουργίας — χωρίς μείωση σε περίπτωση ανανέωσης — προς όφελος οργανισμών που επιδιώκουν στόχο γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, επεκτείνει τον κατάλογο των πιθανών δικαιούχων στους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται τόσο στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας όσο και για την προώθηση της ιθαγένειας. Το άρθρο 172 επιτρέπει στο διατάκτη να υπολογίσει τη συγχρηματοδότηση σε είδος (όπως η εθελοντική εργασία) ως συνεισφορά εκ μέρους του χρηματοδοτούμενου οργανισμού.

4.5.1

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει μεν το σύνολο των εν λόγω διατάξεων, αλλά επισημαίνει ακόμη μια φορά ότι οι ελαστικότεροι κανόνες ενέχουν κινδύνους για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, επιβαρύνουν με ευθύνες τους διατάκτες και επιβάλλουν τη διενέργεια αυστηρότερων ελέγχων.

4.6

Μια σειρά άλλων διατάξεων αποσκοπεί στην απλοποίηση των διαδικασιών: πλέον όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα (και όχι μόνον τα ιδρύματα δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως κατά το παρελθόν) απαλλάσσονται από την επαλήθευση της οικονομικής ικανότητας (άρθρο 176)· όσον αφορά τις επιχορηγήσεις ύψους κατώτερου ή ίσου των 25 000 ευρώ, ο διατάκτης έχει τη δυνατότητα να συντάξει μια συμφωνία/σύμβαση επιχορήγησης με περιορισμένο αριθμό στοιχείων (άρθρο 164). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 173, η υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων για τη διενέργεια εξωτερικού λογιστικού ελέγχου δεν ισχύει για τις συμφωνίες/συμβάσεις επιχορήγησης ύψους κάτω των 750 000 ευρώ, για τις συμφωνίες/συμβάσεις ύψους κάτω των 100 000 ευρώ, καθώς και για τις συμφωνίες/συμβάσεις με πολυάριθμους δικαιούχους οι οποίοι έχουν υπογράψει ένα έγγραφο ανάληψης υποχρεώσεων, αλληλεγγύως και από κοινού.

4.6.1

Η ΕΟΚΕ κατανοεί, και επί της αρχής επικροτεί, τη βούληση να απλοποιηθούν οι διαδικασίες όσο το δυνατόν περισσότερο. Διερωτάται, εντούτοις, μήπως η ακολουθούμενη προσέγγιση είναι υπερβολική στην προκειμένη περίπτωση: η απαλλαγή των δικαιούχων από την υποχρέωση να υποβάλλουν μια δαπανηρή και ενίοτε υπερβολική τεκμηρίωση είναι ένα πράγμα, αλλά η εξαίρεση από την κοινοποίηση της οικονομικής κατάστασης των δικαιούχων επιχορήγησης όταν πρόκειται για ποσά τα οποία — ιδιαίτερα όσον αφορά τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 173 — κρίνονται εξαιρετικά υψηλά, είναι εντελώς άλλο πράγμα. Καθοριστικό κριτήριο θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε η εξεύρεση της δέουσας ισορροπίας μεταξύ των προσδοκώμενων ωφελημάτων (εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος για την Επιτροπή και για τους πολίτες) και των ενδεχόμενων δαπανών (απώλεια δημόσιου χρήματος, υπολογιζόμενη βάσει των πιθανοτήτων και του μεγέθους του κινδύνου).

4.7

Εξάλλου, το κριτήριο της προσεκτικής αξιολόγησης των κινδύνων, το οποίο αναφέρεται στο προηγούμενο σημείο (4.6.1), φαίνεται να έχει υιοθετηθεί αντιθέτως όσον αφορά την προχρηματοδότηση: κατά κανόνα, απαιτείται η παροχή κάποιας μορφής εγγύησης για κάθε προχρηματοδότηση ίσης αξίας με την επιχορήγηση, καθώς και για οποιαδήποτε προχρηματοδότηση υπερβαίνει το 80 % του ύψους της επιχορήγησης και αφορά ποσό άνω των 60 000ευρώ.

4.7.1

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο προαναφερθείς κανόνας εμπνέεται από συνετά κριτήρια βασισμένα στην αρχή της προφύλαξης, όπως εκτίθεται στο σημείο 4.6.1· διερωτάται, ωστόσο, μήπως θα ήταν δυνατή η υιοθέτηση των ίδιων κριτηρίων και για αυτές καθ'εαυτές τις επιχορηγήσεις (π.χ. στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 4.6), δεδομένου ότι, από την άποψη του πραγματικού κινδύνου , η διαφορά μεταξύ προχρηματοδότησης και επιχορήγησης, είναι πολύ συχνά περισσότερο γραφειοκρατική από ό,τι αντικειμενική — παρά την ύπαρξη ορισμένων, και ενίοτε αξιοσημείωτων, εξαιρέσεων.

4.8

Το άρθρο 165 εισάγει ένα απολύτως αποδεκτό κριτήριο το οποίο, όμως, δεν έχει τύχει πάντοτε εφαρμογής στο παρελθόν: όταν οι δικαιούχοι των επιχορηγήσεων είναι οργανισμοί που επιδιώκουν στόχο γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ανακτήσει το ποσοστό του ετήσιου κέρδους που αντιστοιχεί στη συνεισφορά που είχε πραγματοποιήσει στον προϋπολογισμό των εν λόγω οργανισμών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, ωστόσο, μόνον όταν το υπόλοιπο ποσό του προϋπολογισμού των συναφών οργανισμών καταβάλλεται από αρχές των κρατών μελών, οι οποίες οφείλουν να ανακτήσουν οι ίδιες το μερίδιό τους επί των κερδών.

4.8.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με την εν λόγω διάταξη, αλλά δυσκολεύεται να πιστέψει ότι το κείμενο, υπό την παρούσα διατύπωσή του, αφήνει να εννοηθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα ανάκτησης των κερδών ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόλοιπο ποσό του προϋπολογισμού δεν καταβάλλεται από δημόσιες αρχές, αλλά από ιδιωτικούς φορείς.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006.

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  COM(2005) 181 τελικό

(2)  ΕΕ C 28 της 03.02.2006, σελ. 83.


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/49


Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες — προοπτικές ανάπτυξης της υλικής και ενεργειακής αξιοποίησής τους»

(2006/C 110/10)

Στις 14 Ιουλίου 2005 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε, με βάση το άρθρο 29, παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, να εκπονήσει γνωμοδότηση με θέμα: «Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες — προοπτικές ανάπτυξης της υλικής και ενεργειακής αξιοποίησής τους»

Το ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου και περιβάλλον» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 27 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. VOSS.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, στις 15-16 Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006) η ΕΟΚΕ υιοθέτησε με 95 ψήφους υπέρ, 19 κατά και 15 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Με την επανενεργοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβώνας, τα κριτήρια της βιωσιμότητας ενσωματώνονται στις προτεραιότητες της πολιτικής της ΕΕ. Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι η παρούσα γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για τις ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες μπορεί να προσφέρει ώθηση σε σημαντικά αλληλοσυνδεόμενα θέματα, όπως:

η δημιουργία βιώσιμης και φιλικής προς το περιβάλλον βάσης πρώτων υλών, που να ενισχύει την απασχόληση στις περιφέρειες της Ευρώπης,

εξέλιξη της Ευρώπης ως δυναμικότερη οικονομία της γνώσης, με τεχνολογίες μελλοντικού προσανατολισμού που ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση,

αυξημένες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά την επίτευξη βιώσιμων λύσεων σχετικά με την πολιτική ασφάλειας και ανάπτυξης,

διασφάλιση και διαφοροποίηση των πρώτων υλών στην Ευρώπη,

αλλαγή της χρήσης πρώτων υλών ως στρατηγική για την προστασία του κλίματος και ταυτόχρονη διατήρηση της βιοποικιλότητας.

1.1.1

Ακόμη και σε περίπτωση αυξημένης χρήσης πρώτων υλών φυτικής προέλευσης, η φειδωλή και αποτελεσματική χρήση των πρώτων υλών παραμένει βασική προϋπόθεση για την μελλοντική ανάπτυξη.

1.1.2

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει την εξαιρετικά μεγάλη συμβολή της οικονομίας παραγωγής ανανεώσιμων πρώτων υλών για την απασχόληση στις περιφέρειες της Ένωσης και κρίνει αναγκαία να αναπτυχθεί η κατάλληλη πολιτική για την εξειδίκευση και επιμόρφωση των εργαζομένων και των χρηστών σε όλους τους τομείς που είναι συναφείς με την παραγωγή και χρήση των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών.

1.2

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι το θέμα αυτό απασχολεί πάρα πολλές και διάφορες υπηρεσίες της Επιτροπής, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Διαπιστώνει, όμως, ότι λείπει ένα συγκεκριμένο κέντρο συντονισμού ή μια ειδική ομάδα που θα ασχοληθεί με αυτό τον τομέα πολιτικής στην Ε.Ε.. Καλεί συνεπώς την Επιτροπή να προβεί στην αναγκαία αναδιάρθρωση προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή εύστοχης πολιτικής στον τομέα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών.

1.3

Με την αποσύνδεση των άμεσων πληρωμών στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης κοινής της γεωργικής πολιτικής, που αποφασίστηκε στο Λουξεμβούργο το 2003, και στον κανονισμό ELER, καθώς και με τη μελλοντική αποδέσμευση των σακχαρότευτλων για τη χρήση τους ως ανανεώσιμων πρώτων υλών, τέθηκαν τα θεμέλια για την επέκταση των καλλιεργειών στην Ευρώπη.

1.3.1

Οι πριμοδοτήσεις για τα ενεργειακά φυτά θα πρέπει να προσαρμοστούν στα ακόλουθα σημεία κατά την επανεξέτασή τους το 2006:

δυνατότητα αίτησης για πριμοδότηση και στα νέα κράτη μέλη στα οποία ισχύει η απλοποιημένη διαδικασία της ΚΓΠ·

δυνατότητα είσπραξης κατ' εξαίρεση και σε τοποθεσίες για τις οποίες δεν προβλέπεται πριμοδότηση, λόγω της μεταβατικής διαδικασίας·

απλούστευση της διοικητικής διαδικασίας·

ύψος της πριμοδότησης.

1.4

Η ΕΟΚΕ αναμένει ότι η ανάπτυξη αυτού του οικονομικού κλάδου θα συμπεριληφθεί στην κατανομή των πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία, με τη χορήγηση σημαντικών ποσών.

1.5

Η έρευνα και ανάπτυξη των τεχνολογιών στον τομέα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών παραμελήθηκε σε σοβαρό βαθμό στο έκτο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα. Η ΕΟΚΕ ζητά γι αυτό — παράλληλα με τους πόρους για την παραγωγή ενέργειας από βιομάζα — να θεσπιστούν από το 7ο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα ειδικά μέτρα για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πρώτων υλών και την προαγωγή της υλικής αξιοποίησης αυτών. Για το σκοπό αυτό χρειάζονται σημαντικά υψηλότερες πιστώσεις.

1.6

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι δεν αποτελεί η διαθέσιμη ποσότητα σε ανανεώσιμες πρώτες ύλες αναχαιτιστικό παράγοντα για την ανάπτυξη, αλλά ότι έχει μείνει στάσιμη η εξέλιξη των τεχνολογιών μεταποίησης των πρώτων υλών σε προϊόντα της αγοράς.

1.7

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για τη βιομάζα. Εκφράζει όμως τη λύπη της επειδή δεν εξετάζεται η υλική αξιοποίηση αλλά μόνο η παραγωγή ενέργειας από βιομάζα, και ελπίζει ότι θα πραγματοποιηθεί αξιολόγηση του σχεδίου δράσης και ότι θα δημιουργηθούν κίνητρα για την κατάρτιση εθνικών και περιφερειακών σχεδίων δράσης.

1.7.1

σε ό,τι αφορά τις ανανεώσιμες ενέργειες και κυρίως εκείνες που παράγονται από βιομάζα, οι ελλειμματικές νομοθετικές προϋποθέσεις στα περισσότερα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν την ικανοποιητική αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων. Η ΕΟΚΕ καλεί γι αυτό την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναπτύξουν αποτελεσματικότερη πολιτική στον τομέα αυτό.

1.8

Η ΕΟΚΕ τάσσεται ρητά υπέρ του ορισμού στόχων εκ μέρους της Ε.Ε. σχετικά με το ποσοστό χρήσης ανανεώσιμων πρώτων υλών. Προτείνει δε ο στόχος να ορισθεί στο 4 × 25 μέχρι το 2020, δηλαδή 25 % αντιστοίχως για ηλεκτρισμό, θερμότητα, καύσιμα και νέες ύλες όπως π.χ. σύνθετα υλικά, πλαστικές ύλες ενισχυμένες με φυσικές ίνες, μονωτικά υλικά ή προϊόντα της πετροχημικής βιομηχανίας.

1.9

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι για όλους τους τομείς που προαναφέρθηκαν (ηλεκτρισμός, θερμότητα, καύσιμα και υλικές εφαρμογές) έχει καθοριστική σημασία να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν αποτελεσματικά μέτρα εισαγωγής στην αγορά. Ως επιτυχημένα παραδείγματα στον τομέα αυτό μπορούν να αναφερθούν τα νομοθετικά μέτρα που έχουν λάβει ορισμένα κράτη μέλη για την ενεργειακή τροφοδοσία. Έχει ιδιαίτερη σημασία να είναι ευέλικτα τα μέτρα αυτά ώστε να διασφαλίζουν και να δημιουργούν κίνητρα για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και συγχρόνως να συνεκτιμούν διαφορετικές βασικές προϋποθέσεις π.χ. όσον αφορά την τεχνολογία ή τη φθίνουσα εξέλιξη του κόστους.

1.10

Όσον αφορά στον προσδιορισμό των πολιτικών προσεγγίσεων και των πολιτικών εμποδίων, στη γνωμοδότηση εξετάζονται διάφορα περαιτέρω θέματα, όπως η νομοθεσία για τις εκπομπές και τα απόβλητα, ο κανονισμός για τις συσκευασίες και για τα παλιά οχήματα, η φορολογική νομοθεσία, η τυποποίηση και η οργάνωση αγοράς για τα κλωστικά φυτά. Με τον κανονισμό REACH για τις χημικές ουσίες, δημιουργήθηκαν νέες προοπτικές για την εφαρμογή νέων μεθόδων με βάση τη βιομάζα. Τα πολιτικά και διοικητικά προσκόμματα στα 25 κράτη μέλη διαφέρουν σημαντικά εξαιτίας των διαφορετικών μεθόδων και συστημάτων που εφαρμόζονται. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να εντοπίσει τα πολιτικά εμπόδια και να προτείνει πιθανές λύσεις.

1.11

Σχετικά με την καλλιέργεια, η ΕΟΚΕ διατυπώνει όρους ανταγωνισμού για τη χρήση της γης σε σχέση με τα εδώδιμα φυτά, για την ενέργεια και την οικολογική ισορροπία, καθώς και για την προστασία της φύσης, του περιβάλλοντος και του τοπίου. Προτείνει να δημιουργηθεί ένα σύστημα πιστοποίησης της προέλευσης και της μεταποίησης των προϊόντων.

1.12

Σχετικά με τη διεθνή διάσταση του θέματος, στην παρούσα γνωμοδότηση τονίζονται οι ευκαιρίες που διαθέτει η ΕΕ όσον αφορά στις εξαγωγές τεχνολογιών. Σε ό,τι αφορά, όμως το διεθνές εμπόριο βιολογικών πηγών ενέργειας, η ΕΟΚΕ ζητά να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες από τον ΠΟΕ. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την διατροφική αυτάρκεια και να περιλαμβάνουν οικολογικά και κοινωνικά πρότυπα.

1.13

Η ΕΟΚΕ θα εκδώσει ξεχωριστή γνωμοδότηση σχετικά με το κοινοτικό σχέδιο δράσης για την βιομάζα.

2.   Αιτιολόγηση της βασικής κατάστασης και περιγραφή της κατάστασης σε σχέση με την βάση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών

2.1

Στόχοι της πολιτικής της ΕΕ: Με την επανενεργοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβώνας, τα κριτήρια της βιωσιμότητας ενσωματώνονται στις προτεραιότητες της πολιτικής της ΕΕ.

δημιουργία βιώσιμης και φιλικής προς το περιβάλλον βάσης πρώτων υλών, και δημιουργία θέσεων εργασίας στις περιφέρειες της Ευρώπης,

εξέλιξη της Ευρώπης σε δυναμικότερη οικονομία της γνώσης, με τεχνολογίες μελλοντικού προσανατολισμού που ανταποκρίνονται στην παγκόσμια ζήτηση,

αυξημένες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά την επίτευξη βιώσιμων λύσεων σχετικά με την πολιτική ασφάλειας και ανάπτυξης,

επίτευξη μεγαλύτερης οικονομικής ανεξαρτησίας μέσω της διασφάλισης και της διαφοροποίησης των πρώτων υλών,

αλλαγή της χρήσης πρώτων υλών ως στρατηγική για την προστασία του κλίματος και ταυτόχρονη διατήρηση της βιοποικιλότητας.

Στόχος της γνωμοδότησης πρωτοβουλίας είναι να φωτίσει σημαντικές πτυχές από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών.

2.2

Ορισμός: οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες έχουν οριστεί ως γεωργικά, δασοκομικά και αλιευτικά προϊόντα που δεν χρησιμοποιούνται για διατροφικούς σκοπούς ή ζωοτροφές. Στις ύλες αυτές συμπεριλαμβάνεται οτιδήποτε παράγεται με φωτοσύνθεση και τις επακόλουθες βιολογικές διαδικασίες. Πρόκειται ουσιαστικά για συσσωρευμένη ηλιακή ενέργεια. Η χρήση βιομάζας μπορεί να εξυπηρετεί την παραγωγή τόσο υλικών όσο και ενέργειας.

2.3

Ιστορικό: η καλλιέργεια ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών, αποτελεί παράλληλα με την παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών, μία από τις βασικές αποστολές της γεωργίας. Η εκτόπιση αυτών των γεωργικών προϊόντων άρχισε με τη βιομηχανική επανάσταση· Μόνο από το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα και μετά τα πετροχημικά προϊόντα αντικατέστησαν σε καθοριστικό βαθμό τα προϊόντα που παράγονταν με βάση τη βιομάζα. Με βάση την παλιά τεχνογνωσία και με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών και της επιστημονικής δημιουργικότητας, έχουν προκύψει σήμερα πολλές και διάφορες δυνατότητες αξιοποίησης στους τομείς της ενέργειας, της παραγωγής φαρμακευτικών και χημικών προϊόντων, των κατασκευών καθώς και των μεταφορών.

2.4

Το παγκόσμιο πλαίσιο στο χώρο της πολιτικής για τη διαχείριση πόρων: οι οικονομίες των κρατών μελών της ΕΕ εξαρτώνται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές σε ενέργεια και πρώτες ύλες. Η αυξανόμενη χρήση ορυκτών πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας και η εξάρτηση από αυτές προσκρούει σε όρια και έχει πολλαπλές επιπτώσεις.

2.4.1

Η έλλειψη καινοτόμων εξελίξεων και επενδύσεων, με στόχο την αντικατάσταση των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στις βιομηχανικές χώρες, είναι το αποτέλεσμα μονόπλευρου πολιτικού προσανατολισμού. Οι οικολογικές ζημιές, η αλλαγή του κλίματος του πλανήτη, αλλά και οι κίνδυνοι για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, αποτελούν δραματικά φαινόμενα που οφείλονται στην εξάρτηση από ορυκτές πρώτες ύλες.

2.4.2

Οι συνέπειες της αλλαγής του κλίματος του πλανήτη, η αύξηση των τιμών ενεργείας και η έλλειψη αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων αποτελούν άλλη μια πτυχή των εσφαλμένων εξελίξεων στις οποίες οφείλεται η φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες.

2.4.3

Οι δραματικές διαστάσεις της αλλαγής του κλίματος, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζονται παγκοσμίως όσον αφορά στην εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο, οι υψηλές προσδοκίες που εναποτέθηκαν στην Διεθνή Διάσκεψη του Μόντρεαλ για την προστασία του κλίματος και τα πενιχρά αποτελέσματα που επέφερε, έχουν αναλυθεί εντατικά σε διάφορα έγγραφα της ΕΟΚΕ. Η ανεύρεση λύσεων απαιτείται παντού και καθημερινά, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

2.5

Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες αποτελούν μια διαρκώς ανανεώσιμη πηγή πρώτων υλών και ενέργειας. Οι ύλες αυτές μπορούν, μέσω της επίτευξης οικολογικής ισορροπίας να περιορίσουν την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, ιδιαιτέρως όσον αφορά το CO2, προσφέρουν νέες ευκαιρίες για τις περιφερειακές αλυσίδες της οικονομίας και της προστιθέμενης αξίας· συμβάλλουν στη δημιουργία και την διασφάλιση θέσεων απασχόλησης στις αγροτικές περιφέρειες καθώς και στους κλάδους που προηγούνται και έπονται της γεωργίας και της δασοκομίας και μπορούν να αποτελέσουν μοχλό μιας νέας δυναμικότητας της οικονομίας. Μπορούν να συμβάλλουν σε μια ελαστικότερη εναλλαγή των καλλιεργειών και να προωθήσουν έτσι την διατήρηση της βιοποικιλότητας. Επειδή προσφέρουν δυνατότητες για την προαγωγή της καινοτομίας, είναι πολλαπλά χρήσιμες και παρέχουν ευρεία υλική βάση για την παραγωγή χημικών προϊόντων.

2.6

Οι πολιτικές των κρατών μελών της ΕΕ προσαρμόζονται στη μεταβαλλόμενη κατάσταση που παρατηρείται στο χώρο των πρώτων υλών

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσπίσει νόμους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ιδιαίτερα για την τροφοδοσία ηλεκτρισμού από αναπαραγόμενους πόρους. Με βάση διάφορα τεχνολογικά και οικονομικά κριτήρια, η τιμή της τροφοδοσίας ορίζεται σε υψηλότερα επίπεδα. Με βάση διάφορα τεχνολογικά και οικονομικά κριτήρια, η τιμή της τροφοδοσίας ορίζεται σε υψηλότερα επίπεδα. Το αποτέλεσμα είναι η ευρεία παραγωγή και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην αγορά, η μείωση του κόστους με την αξιοποίηση της εκτενούς εμπειρίας των επιχειρήσεων και η τελειοποίηση των τεχνολογιών. Όπως προκύπτει όμως από τις ανακοινώσεις της Επιτροπής COM (2005) 627 και 628, σε πολλά κράτη μέλη χρειάζεται να ληφθούν επειγόντως μέτρα για τη δημιουργία αποτελεσματικών κινήτρων για την ανάπτυξη και την εισαγωγή στην αγορά των υλών αυτών.

2.7

Παγκόσμιες πολιτικές: οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες διαδραματίζουν ολοένα σημαντικότερο ρόλο, ιδιαιτέρως στις αγροτικές περιοχές, σε διάφορες χώρες και πολιτισμούς. Μερικές από τις πολιτικές και οικονομικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί είναι, για παράδειγμα, το πρόγραμμα για την αιθανόλη στη Βραζιλία, τα πειράματα με τους καρπούς Jatropha (ελαιούχα φυτά) στις ξηρές ζώνες της Ινδίας και της Αφρικής. Συγχρόνως, σημειώνονται όμως και πολύ ανησυχητικές τάσεις, π.χ. στη Νοτιοανατολική Ασία και στην Νότια Αμερική, όπου καταστρέφονται ολόκληρες δασικές εκτάσεις προκειμένου να καλυφθεί η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για έλαια καυσίμων. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνο τα στοιχεία για την εξέλιξη του κλίματος εξαιρετικά ανησυχητικά. Οι ΗΠΑ έχουν προγραμματίσει, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, τον αναπροσανατολισμό της ενεργειακής τους πολιτικής. Έχουν θέσει ως στόχο, μέχρι το 2030 το 20 % των καυσίμων και το 25 % των χημικών υλών να παράγονται με βάση τη βιομάζα. Ο Πρόεδρος και το αμερικανικό Κογκρέσο προσπαθούν σήμερα, μέσω της νομοθεσίας για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, να καθιερώσουν τον κλάδο της βιομάζας ως θεμέλιο λίθο της αμερικανικής οικονομίας.

2.8

Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες στο πλαίσιο των εργασιών της Ε.Ε: περισσότερες από 10 διαφορετικές ΓΔ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξετάζουν το θέμα από διαφορετικές απόψεις. Το κέντρο βάρους περιέρχεται στη ΓΔ Γεωργία και στη ΓΔ Ενέργεια και Μεταφορές. Το θέμα απασχολεί και τις ΓΔ επιχειρήσεων, βιομηχανίας, ανάπτυξης, έρευνας, περιφερειακής πολιτικής, εμπορίου, ανταγωνισμού και φορολογίας. Σημαντική είναι η συμβολή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος στην Κοπεγχάγη.

2.8.1

Οι πρωτοβουλίες της Ε.Ε. για την ανάπτυξη ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών:

Οδηγία 2001/77/ΕΚ για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές·

Οδηγία 2003/30/ΕΚ, σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων·

Οδηγία 2003/96 για την φορολόγηση της ενέργειας και του ηλεκτρισμού·

Οδηγία 98/70 ΕΚ για τις ποιότητες καυσίμων·

Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία περιλαμβάνεται πρόταση για το διπλασιασμό του μεριδίου των ανανεώσιμων πρώτων υλών έως το 2010·

Μεταρρύθμιση της κοινής οργάνωσης αγοράς για τα κλωστικά φυτά·

Παύση της καλλιέργειας γαιών στην Ε.Ε. από το 1992, και καλλιέργεια φυτών που δεν χρησιμοποιούνται για διατροφικούς σκοπούς·

Γεωργική μεταρρύθμιση του Λουξεμβούργου το 2003: διατηρείται η παύση γαιών με την προοπτική καλλιέργειας, η αποσύνδεση επιτρέπει την ελεύθερη επιλογή καλλιεργειών χωρίς απώλειες στις άμεσες πληρωμές, προστίθεται ως νέο στοιχείο η προϋπόθεση της κάλυψης συνολικά 1,5 εκατομμυρίων εκταρίων στην ΕΕ με ενεργειακές καλλιέργειες·

Ο κανονισμός ELER για την ανάπτυξη της υπαίθρου προβλέπει επίσης τη στήριξη αυτού του τομέα·

Διαρθρωτικά ταμεία·

6ο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα.

Πρόσφατα, στις 7 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή δημοσίευσε:

το Σχέδιο δράσης για τη βιομάζα COM (2005) 628·

την Ανακοίνωση της Επιτροπής για την στήριξη της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, COM (2005) 627.

Σήμερα, στα ευρωπαϊκά όργανα εκτυλίσσονται διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τα ακόλουθα θέματα:

στρατηγικοί προσανατολισμοί της Ε.Ε. για την ανάπτυξη της υπαίθρου·

αναγνώριση των ζαχαρότευτλων ως ενεργειακών φυτών, με βάση τη νέα μεταρρύθμιση της αγοράς για τη ζάχαρη·

7ο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα·

Ανακοίνωση της Επιτροπής για τα βιολογικά καύσιμα ( το 2006)·

κανονισμός REACH για τις χημικές ουσίες, (με νέες προοπτικές χρήσης ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών, ειδικότερα στην περίπτωση υποκατάστασης).

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει την θεμελιώδη σημασία των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών για τη βιωσιμότητα των εθνικών οικονομιών. Ταυτόχρονα, παρατηρεί ότι η ενεργειακή αξία των βασικών γεωργικών προϊόντων είναι σήμερα μεγαλύτερη από την αξία τους ως τρόφιμα ή ζωοτροφές. Ακόμη και αν αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρχίσει συζήτηση γύρω από το θέμα της αξίας, το κόστος της ενέργειας καθορίζει συχνά το επίπεδο με βάση το οποίο προσδιορίζεται το κατώτατο όριο τιμών για τα γεωργικά προϊόντα στην αγορά. Με βάση το δεδομένο αυτό, προκύπτουν νέες εναλλακτικές δυνατότητες και διαπιστώνεται η ανάγκη για υλική και ενεργειακή αξιοποίηση με την ανάπτυξη νέων τεχνικών.

3.2

Η ολοκληρωμένη αξιοποίηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων: η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει καταρχήν τον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ των διαφόρων τρόπων χρήσης των εκτάσεων για την παραγωγή τροφίμων, την προστασία της βιοποικιλότητας, της φύσης και του περιβάλλοντος, την παραγωγή ζωοτροφών και πρώτων υλών για μη διατροφικούς σκοπούς. Ο ανταγωνισμός αυτός έχει διαφορετική ένταση και θα εξελιχθεί με διαφορετικό τρόπο στις επιμέρους περιφέρειες. Αλλά και η εικόνα σχετικά με τον αριθμό των εκτάσεων που διατίθενται για τα προϊόντα αυτά είναι πολύ διαφορετική.

3.2.1

Λόγω της αυξανόμενης παραγωγικότητας και της φθίνουσας τάσης που παρουσιάζει η χρήση εκτάσεων για την παραγωγή τροφίμων, αναμένεται ότι μεσοπρόθεσμα θα προστεθούν 13,7 εκατομμύρια εκτάρια στο δυναμικό των 104 εκατ. εκταρίων σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις στην Ε.Ε.. Στον αριθμό αυτό προστίθενται και οι εκτάσεις που παύθηκαν στο πλαίσιο της ΚΓΠ. Με τη σημερινή διάρθρωση της κατανάλωσης τελειοποιημένων προϊόντων ζωικής προέλευσης, θα χρειαστεί μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών καλλιεργήσιμων εκτάσεων για την παραγωγή ζωοτροφών.

3.2.2

Όμως, οι γεωργικές και δασικές εκτάσεις καλλιέργειας είναι περιορισμένες και από ευρωπαϊκή άποψη. Η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων και ζωοτροφών στον κόσμο. Η ΕΟΚΕ παρατηρεί με μεγάλη ανησυχία τη μείωση των γεωργικών καλλιεργήσιμων εκτάσεων που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο. Κάθε χρόνο χάνονται περίπου 7 εκατ. εκτάρια καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Το 25 % των καλλιεργούμενων εκτάσεων θεωρείται ότι απειλούνται από εξαφάνιση. Το 1970 η ανά κάτοικο διαθέσιμη καλλιεργήσιμη έκταση σε παγκόσμια κλίμακα ανερχόταν σε 0,18 εκτάρια· σήμερα η αντίστοιχη έκταση ανέρχεται σε 0,11 εκτάρια. Επιπλέον, η φθίνουσα εξέλιξη και η ολοσχερής καταστροφή των σοδειών σε παγκόσμια κλίμακα λόγω της αλλαγής του κλίματος, δημιουργεί πρόσθετη ανασφάλεια.

3.2.3

Η ΕΟΚΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παράλληλα με την αύξηση της απόδοσης, πρέπει να επιδιωχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η αποτελεσματική χρήση λιγνοκυτταρινούχων φυτών, όπως είναι τα αγρωστώδη και η ξυλεία, καθώς και γεωργικών υποπροϊόντων, όπως το άχυρο. Επιπλέον, πρέπει να αξιοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας υποπροϊόντα και κατάλοιπα του κύκλου ζωής των υλικών, όπως π.χ. η κοπριά σε μονάδες παραγωγής βιοαερίου. Ταυτόχρονα, πρέπει να ορισθούν υψηλές προδιαγραφές για την εξέλιξη αποτελεσματικότερων τεχνολογιών επεξεργασίας και μετατροπής. Σε αυτά τα θέματα επικεντρώνονται σήμερα οι μεγαλύτερες προκλήσεις οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης.

3.2.4

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι το μερίδιο των αγροτικών εκτάσεων που διαθέτουν τα νέα κράτη μέλη από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη είναι υψηλό. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων διοχετεύεται σε αυτές τις χώρες. Έτσι, δημιουργούνται καλές προϋποθέσεις για την Ε.Ε. και τα κράτη μέλη όσον αφορά την παροχή κινήτρων και την ενθάρρυνση των επενδύσεων και της καινοτομίας στον τομέα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών. Η ΕΟΚΕ ζητά με έμφαση από την Ε.Ε. και ιδιαιτέρως από τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν να θεσπισθεί κατάλληλη νομοθεσία και να καταρτισθούν σχέδια, ώστε να χρησιμοποιηθεί σημαντικό μέρος των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων στον τομέα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών.

3.2.4.1

Σε ορισμένα κράτη μέλη μεγάλες γεωργικές εκτάσεις δεν καλλιεργήθηκαν, λόγω της διαδικασίας αναπροσδιορισμού της χρήσης τους. Επειδή, κατά κανόνα, δεν μπορεί να χορηγηθούν επιδοτήσεις για τις εκτάσεις αυτές στο πλαίσιο της ΚΓΠ, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να επισημάνει τη μειονεκτική ανταγωνιστική θέση που θα προκύψει σε περίπτωση χρήσης των εκτάσεων αυτών. Καλεί την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να φροντίσουν για την εύστοχη χρήση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι εκτάσεις αυτές με τρόπο που να ενισχύει τις διαρθρώσεις και την απασχόληση στις περιφέρειες.

3.2.4.2

Το καθεστώς πριμοδότησης των ενεργειακών καλλιεργειών (45 ευρώ ανά εκτάριο) που χορηγείται σε 1,5 εκατομμύρια εκτάρια και εγκρίθηκε στο πλαίσιο των αποφάσεων του Λουξεμβούργου για τη μεταρρύθμιση της ΚΠΓ, το 2003, θα επανεξετασθεί στο τέλος του 2006. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να εξετάσει με την ευκαιρία αυτή, αν επαρκεί το ύψος της πριμοδότησης. Τονίζει, επίσης, ότι είναι υπερβολικά γραφειοκρατική η ισχύουσα διαδικασία υποβολής αιτήσεων και συνιστά επειγόντως να προσαρμοστούν οι διοικητικές διαδικασίες. Προς το παρόν, οι πριμοδοτήσεις για ενεργειακές καλλιέργειες δεν χορηγούνται στα νέα κράτη μέλη που επέλεξαν τη απλοποιημένη διαδικασία της ΚΓΠ (8 από τα 10 νέα κράτη μέλη). Η ΕΟΚΕ ζητεί να δοθεί, στο πλαίσιο της προσαρμογής που θα ισχύει από το 2006 και έπειτα, και σε αυτά τα κράτη μέλη η δυνατότητα είσπραξης της πριμοδότησης των σχετικών εκτάσεων. Σε ό,τι αφορά το ύψος της πριμοδότησης, θα ήταν σκόπιμο να εξετασθεί αν είναι δυνατό να χορηγηθεί ειδική προσαρμογή για τις τοποθεσίες οι οποίες, λόγω της μεταβατικής διαδικασίας δεν δικαιούνται πριμοδότηση.

3.3   Παραγωγή προστιθέμενης αξίας σε περιφερειακή κλίμακα — δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης

3.3.1

Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι, για την ενίσχυση της περιφερειακής οικονομίας στις αγροτικές περιοχές, είναι αναγκαίο να διατηρηθούν στο μέτρο του δυνατού στις περιοχές αυτές τουλάχιστον τα πρώτα στάδια επεξεργασίας προϊόντων. Από αυτή την άποψη, οι αποκεντρωμένες τεχνολογίες προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες για την ανάπτυξη και την ενίσχυση των περιφερειών, προκειμένου αφενός να περιοριστεί το κόστος μεταφοράς βιολογικών πρώτων υλών και, αφετέρου, να αυξηθεί η προστιθέμενη αξία των περιφερειών αυτών μέσω της τελειοποίησης και της αξιοποίησης προϊόντων σε περιφερειακό επίπεδο. Παρόμοιοι κύκλοι παραγωγής συμβάλλουν στη διατήρηση της απασχόλησης στο γεωργικό τομέα αλλά και στη δημιουργία πρόσθετων θέσεων απασχόλησης σε τομείς που προηγούνται ή έπονται της γεωργίας.

3.3.1.1

Η αύξηση του ποσοστού ανανεώσιμων υλών ενέργειας κατά 5 % έως το 2010 θα συμβάλει, μόνο στον τομέα παραγωγής βιομάζας, στη δημιουργία 250.000-300.000 νέων θέσεων εργασίας, επί τω πλείστον σε αγροτικές περιφέρειες, με την προϋπόθεση ότι το 70-90 % της βιομάζας αυτής θα παράγεται στην Ευρώπη. Η ένταση εργασίας στην παραγωγή βιομάζας είναι κατά 50 έως 100 φορές μεγαλύτερη απ' ό,τι στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Η ένταση εργασίας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα είναι κατά 10 έως 20 φορές μεγαλύτερη. Στην παραγωγή θερμότητας είναι διπλάσια. Πολλές νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται στον τομέα της μετατροπής και της κατασκευής συστημάτων θέρμανσης και συνεπώς, σε πολλές περιφέρειες, η μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται να σημειωθεί στον τομέα της αξιοποίησης της θερμότητας. Η έκθεση MITRE Syntesis Report του 2003, υπολογίζει ότι, εάν εφαρμοστεί μια φιλόδοξη στρατηγική στον τομέα των πρώτων υλών στην ΕΕ, στηριζόμενη στη χρήση ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων, θα δημιουργηθούν, έως το 2020, μόνο στην Ευρώπη των 15, σχεδόν 2,5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τις προγνώσεις της έκθεσης, περίπου τα 2/3 των θέσεων αυτών θα δημιουργηθούν στον τομέα της βιομάζας. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει συνεπώς τις μεγάλες προοπτικές που ανοίγονται για την δημιουργία θέσεων εργασίας στον τομέα της βιομάζας, αρκεί να συνοδεύονται από κατάλληλες πολιτικές παροχής κινήτρων, λόγω του προβλεπόμενου μεγαλύτερου κόστους. Αυτό που χρειάζεται είναι η δημιουργία δυναμικά αναπτυσσόμενων αλλά και προβλέψιμων συνθηκών.

3.3.1.2

Οι αγροτικές περιφέρειες θα επωφεληθούν ιδιαίτερα από αυτές τις θετικές προοπτικές για την απασχόληση. Από τη μια πλευρά διαπιστώνονται νέες ανάγκες σε εργαζόμενους με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης, κυρίως στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης. Οι ανάγκες αυτές εκτιμώνται σε περίπου 400.000. Από την άλλη πλευρά δημιουργούνται αυξημένες ανάγκες σε εργαζόμενους με χαμηλό ή ελάχιστο επίπεδο ειδίκευσης. Γενικά, όμως, κρίνεται απαραίτητο να εφαρμοστούν νέα μέτρα εκπαίδευσης και ειδίκευσης, με ευρεία γεωγραφική εμβέλεια, για τους παραγωγούς και τους χρήστες σε όλους τους τομείς.

3.3.1.3

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει επίσης, ότι τομείς όπως η έρευνα και η ανώτατη εκπαίδευση, η βιομηχανία, η βιοτεχνία, η γεωργία, η δημόσια διοίκηση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η κατανάλωση θα πρέπει να προσφέρουν αυξανόμενες δυνατότητες κατάρτισης και επιμόρφωσης στον τομέα των ανανεώσιμων πρώτων υλών.

3.3.2

Ενόψει των διαρθρωτικών αλλαγών που σημειώνονται στις αγροτικές περιφέρειες, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της κοινής οργάνωσης της αγοράς για τη ζάχαρη, η ΕΟΚΕ συνιστά να αξιοποιηθεί το υφιστάμενο δυναμικό σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες και να προσανατολιστεί προς την αξιοποίηση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών. Τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ συνιστούν κατάλληλο μέσο για τον αναπροσανατολισμό και τη διερεύνηση νέων τόπων εγκατάστασης. Η ΕΟΚΕ λυπάται που η χρήση των πόρων των ταμείων αναδιάρθρωσης δεν συνδέεται με την κατάρτιση καινοτόμων σχεδίων ως προς τον τόπο εγκατάστασης, τα οποία να ευνοούν τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

3.4   Η αξιοποίηση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών στο πλαίσιο αλυσιδωτών χρήσεων

Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο ως υλικά όσο για ενεργειακούς σκοπούς. Η εναλλακτική αξιοποίηση πρέπει να ακολουθεί την αρχή των αλυσιδωτών χρήσεων. Συνεπώς θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην υλική, πριν από την ενεργειακή χρήση. Αυτό συμβαίνει στο 80 % των περιπτώσεων για το πετρέλαιο και στο 59 % των περιπτώσεων για τη βιομάζα. Όπως και στην περίπτωση της αλυσίδας, θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ακόλουθα κριτήρια όσον αφορά στη σειρά προτεραιότητας των χρήσεων: χρήση για την παραγωγή τροφίμων, πρακτικές εφαρμογές ανάλογα με την εκάστοτε αξιοποίηση, δευτερεύουσες ή ενεργειακές πρώτες ύλες ή και ζωοτροφές (ελαιούχοι πλακούντες), χρήση ενεργειακά αποδοτικών πρώτων υλών με την ανάμειξη λιγνίνης-κυτταρίνης, χρήση ως λιπάσματα.

3.4.1   Η χρήση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών υπό μορφή υλικών

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες προσφέρουν πολυάριθμες δυνατότητες χρήσης ως υλικά. Στην γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτων, η χρήση φυσικών ινών αυξήθηκε κατά την περίοδο από το 1996 έως 2003, από 10.000 τόνους σε 45.000 τόνους. Η ξυλεία και οι φυσικές ίνες χρησιμοποιούνται στον οικοδομικό κλάδο και προσφέρουν πλεονεκτήματα όσον αφορά στις βιολογικές κατασκευές και την εξοικονόμηση ενέργειας. Τα αποδομήσιμα λιπαντικά με βάση φυτικά έλαια, λόγω των ιδιοτήτων τους, συμβάλλουν στην αποφυγή βλαβών για το περιβάλλον. Οι ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες προσφέρουν τη βάση για την παραγωγή απορρυπαντικών και υλικών καθαρισμού, βερνικιών και υφασμάτων. Η χρήση ξυλείας και φυσικών ινών στην αυτοκινητοβιομηχανία διευκολύνει την ανακύκλωση και επιτρέπει τον περιορισμό του βάρους των υλικών που χρησιμοποιούνται. Με τη χρήση συνθετικών υλικών με μικρή ή μεγάλη διάρκεια ζωής που παράγονται από ανανεώσιμες πρώτες ύλες, προκύπτουν εντελώς νέες προοπτικές όσον αφορά στην επεξεργασία αποβλήτων, επειδή τα επονομαζόμενα βιοαποδομήσιμα υλικά μπορούν να πολτοποιηθούν και να αξιοποιηθούν πιο εύστοχα, από ενεργειακή άποψη, για την παραγωγή θερμότητας ή για την παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού με μονάδες παραγωγής βιοαερίου. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοαποδομήσιμων υλικών είναι κυρίως φυτά που περιέχουν άμυλο, όπως η ζάχαρη, τα έλαια και η λιγνοκυτταρίνη. Το ποσοστό τους αυξήθηκε παγκοσμίως από το 1995 στους 350.000 τόνους και αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες.

3.4.1.1

Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω πολυάριθμες δυνατότητες χρήσης του ξύλου στον τομέα των κατασκευών. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τον σχεδιασμό της δασοκομίας. Ενώ υπάρχουν πολλά προϊόντα στους τομείς που προαναφέρθηκαν τα οποία έχουν εξελιχθεί σε βαθμό που επιτρέπει την εισαγωγή τους στην αγορά, πρέπει να αναπτυχθεί η απαραίτητη τεχνική διαδικασία.

3.4.1.2

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού για τα χημικά προϊόντα, προκύπτουν νέα σημεία προσέγγισης για την περαιτέρω ανάπτυξη μιας χημικής βιομηχανίας στηριζόμενης στη χρήση βιομάζας, που βρίσκεται μόνο στην αρχή και απαιτεί ωστόσο έντονη ερευνητική δράση. Σε περίπτωση διαπίστωσης προβληματικών ουσιών στο πλαίσιο της διαδικασίας του κανονισμού REACH, θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις, και τούτο θα ήταν ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο έρευνας για τις ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, το ποσοστό ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία, αυξήθηκε κατά την περίοδο 1991 έως 2005, από 8 % έως 10,4 % (μόνο στην φαρμακευτική βιομηχανία, χωρίς τη βιομηχανία χάρτου και τη βιομηχανία μεταποίησης φυσικών ινών).

3.4.1.3

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι, κατά την ανάπτυξη σειράς προϊόντων με βάση τη βιομάζα, πρέπει να επιδιωχθούν οι ακόλουθοι στόχοι:

οικονομικότερη διαχείριση της χρήσης υλικών και ενέργειας,

αντικατάσταση ορυκτών και άλλων μη ανανεώσιμων πρώτων υλών,

περιορισμός της ρύπανσης του περιβάλλοντος,

αξιοποίηση της βιοαποδόμησης,

περιορισμός του βάρους — ελαφρές κατασκευές,

αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων βιολογικών οικοδομικών υλικών,

διασφάλιση της προστασίας στους χώρους εργασίας.

3.4.1.4

Ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη διάφορων σειρών προϊόντων είναι σήμερα η πολλαπλή αποτυχία των προσπαθειών για τον περιορισμό του κόστους. Αυτό οφείλεται στα ελλείμματα που παρατηρούνται όσον αφορά την προώθηση των προϊόντων και την καθιέρωσή τους στην αγορά, καθώς και στην περιορισμένη οικονομική στήριξη της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Επιπλέον, σε ορισμένες χώρες, αυτές οι πρώτες ύλες τυγχάνουν δυσμενούς φορολογικής μεταχείρισης. Για το λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ προτείνει όσον αφορά στην αξιοποίηση πρώτων υλών να ορισθούν συγκεκριμένοι στόχοι, ανάλογοι με τις ρυθμίσεις για την τροφοδοσία ηλεκτρισμού, ώστε να καταστούν τα υλικά αυτά ανταγωνιστικά και να μπορέσουν να καθιερωθούν ταχύτερα στην αγορά.

3.4.2   Η αγορά θερμότητας

Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι, από την άποψη του κλίματος, η παροχή θερμότητας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει εξαιρετική σημασία. Περίπου το 60 % της κατανάλωσης ενέργειας εντοπίζεται σε αυτό τον τομέα. Αυτό που χρειάζεται είναι προϊόντα και πρώτες ύλες που χαρακτηρίζονται από χαμηλή κατανάλωση ενέργειας. Η ΕΟΚΕ παρατηρεί με ανησυχία ότι το 35 % της ετησίως παραγόμενης ξυλείας στα ευρωπαϊκά δάση, ακόμα και με τη συνεκτίμηση του απαραίτητου ποσοστού σε υπολείμματα ξύλου, δεν αξιοποιείται (χωρίς τις περιοχές Natura 2000). Μια δευτερεύουσα αλλά εξίσου σημαντική πτυχή είναι ότι η αφαίρεση των υπολειμμάτων ξύλου και η δημιουργία οικονομικών κινήτρων σε περιφερειακό επίπεδο για την εντατικότερη αξιοποίηση του δάσους, συμβάλλουν στον περιορισμό των κινδύνων πυρκαγιάς στα δάση. Η υποκατάσταση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην αγορά θερμότητας έχει προχωρήσει αρκετά από τεχνολογική άποψη και είναι οικονομικά απλούστερη απ' ό,τι συμβαίνει σε άλλους τομείς, γεγονός το οποίο την καθιστά αναγκαία από περιβαλλοντική και οικονομική άποψη. Ωστόσο, η χρήση της βιομάζας στην παραγωγή θερμότητας αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.

3.4.2.1

Αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στον τομέα του ηλεκτρισμού και των καυσίμων κίνησης, δεν υπάρχει νομοθεσία που να ρυθμίζει τη χρήση ανανεώσιμων πρώτων υλών στον τομέα της θέρμανσης. Για να εντατικοποιηθεί η παροχή θερμότητας από βιομάζα σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η ΕΟΚΕ ζητεί να αναληφθούν περαιτέρω νομοθετικές πρωτοβουλίες για την παραγωγή και τη χρήση θερμότητας από αναπαραγόμενους πόρους. Η ΕΟΚΕ θεωρεί δεδομένο ότι, κατ' αναλογία προς τη νομοθεσία για την τροφοδοσία των ενεργειακών συστημάτων, η θέσπιση νομοθεσίας μπορεί να προκαλέσει ανάλογη δυναμική.

3.4.2.2

Σήμερα, 56 εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες είναι συνδεδεμένοι με δίκτυο θέρμανσης εξ αποστάσεως, εκ των οποίων το 61 % κατοικεί στα νέα κράτη μέλη. Η ΕΟΚΕ συνιστά να διατεθούν εύστοχα οι πόροι των διαρθρωτικών ταμείων για την επέκταση και την ανανέωση αυτών των συστημάτων με βάση τη χρήση ανανεώσιμων υλών ενέργειας φυτικής προέλευσης. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να προωθηθεί εντατικά ιδιαίτερα η χρήση συστημάτων συμπαραγωγής ενέργειας/θερμότητας.

3.4.2.3

Επειδή οι επενδύσεις στις τεχνολογίες θέρμανσης, συμπαραγωγής ενέργειας-θερμότητας και παροχής θέρμανσης εξ αποστάσεως, καθώς και στα συστήματα τροφοδοσίας έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι είναι αναγκαίο να αναληφθούν βραχυπρόθεσμα πολύ περισσότερες δράσεις και στα παλαιά κράτη μέλη. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται επειγόντως κατάλληλη πληροφόρηση αλλά και προσαρμογή της δημόσιας διοίκησης.

3.4.2.4

Η διαφορετική νομοθεσία που υφίσταται στα κράτη μέλη όσον αφορά στην δασοκομία και στην ιδιοκτησία, δυσχεραίνει την πρόσβαση ιδιωτικών νοικοκυριών σε απορρίμματα ξυλείας στα δάση. Λαμβανομένης υπόψη της νέας κατάστασης που έχει δημιουργηθεί όσον αφορά στη ζήτηση, θα πρέπει να επιδιωχθεί η θέσπιση ρυθμίσεων που εμποδίζουν γραφειοκρατικές διαδικασίες σε αυτόν τον τομέα.

3.4.3   Η αγορά καυσίμων κίνησης

3.4.3.1

Περίπου το 30 % της ενέργειας στην Ε.Ε. καταναλώνεται στις μεταφορές. Το φυτικό έλαιο, το ντίζελ βιολογικής προέλευσης, η αιθανόλη και τα συνθετικά καύσιμα από βιομάζα προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις για το πετρέλαιο. Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι η οδηγία για την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων εφαρμόζεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Στόχος είναι η αναλογία βιοκαυσίμων που διατίθενται στην αγορά να ανέλθει στο 5,75 % έως το 2010, ενώ η τιμή αναφοράς, που για το 2005 ήταν 2 %, έφθασε μόλις το 1,4 %. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τους στόχους του προγράμματος «Ευφυής ενέργεια για την Ευρώπη (EIE)», απόφαση 1230/2003/ΕΚ, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

νομοθετικές διατάξεις, φορολογική μεταχείριση και πρότυπα/προδιαγραφές για τα καύσιμα·

βελτίωση των αλυσίδων τροφοδοσίας·

αγοραστική ζήτηση για αυτοκίνητα τα οποία χρησιμοποιούν εναλλακτικά καύσιμα·

συνοδευτικά μέτρα.

3.4.3.2

Στο παρόν, προβάλλεται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων στον ΠΟΕ το αίτημα να προσαρμοστούν αναλόγως οι ποσοστώσεις εισαγωγής αιθανόλης, ενόψει της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής παραγωγής αιθανόλης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούν να δημιουργηθούν προοπτικές ανάπτυξης για το νέο αυτό οικονομικό κλάδο υποκατάστασης των καυσίμων για κινητήρες (βενζίνη) στην Ε.Ε..

3.4.3.3

Στα πλαίσια της προσπάθειας για την προαγωγή της χρήσης ανανεώσιμων καυσίμων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ορισμένα κράτη μέλη σχεδιάζουν να αντικαταστήσουν το μέσο των φορολογικών ελαφρύνσεων με σταθερές ποσοστώσεις για προσθετικές ουσίες. Η ΕΟΚΕ ανησυχεί ότι, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να εκτεθούν σε κίνδυνο πολλές από τις επενδύσεις σ'αυτό το νέο κλάδο της οικονομίας, και ζητά να υπάρξει μέριμνα για περισσότερη πολιτική σταθερότητα. Πέραν αυτών, τονίζει ότι το μέσο των φορολογικών ελαφρύνσεων στον κλάδο των βιοκαυσίμων είναι αυτό που επιτρέπει την πραγματοποίηση επενδύσεων που είναι προσαρμοσμένες στις περιφερειακές ανάγκες.

3.4.3.4

Ακόμη και στην περίπτωση της ευνοϊκότερης πρόγνωσης, το μέγιστο ποσοστό της σημερινής κατανάλωσης καυσίμων για κινητήρες που θα υποκατασταθεί από φυτικά προϊόντα δεν υπερβαίνει το 35 %. Τα υγρά βιοκαύσιμα από βιομάζα (BΤL) της δεύτερης γενιάς θα πρέπει να αναπτυχθούν πολύ περισσότερο, τόσο από τεχνική άποψη όσο και από άποψη της αγοράς. Σχετικά με αυτές τις προγνώσεις, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι κάθε έκταση μπορεί να προγραμματιστεί μόνο μία φορά για συγκεκριμένη χρήση. Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι μια αποτελεσματικότερη πολιτική στον τομέα των συγκοινωνιών και ο σημαντικός περιορισμός της κατανάλωσης καυσίμων, πρέπει να έχουν απόλυτη προτεραιότητα προκειμένου να διασφαλιστεί το μέλλον των οικονομιών μας.

3.4.4   Η αγορά ηλεκτρισμού

3.4.4.1

Την επόμενη τριακονταετία πρέπει να αντικατασταθούν στην Ευρώπη μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού με δυναμικό 200.000 MW. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να γίνουν επενδύσεις της τάξης των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ τουλάχιστον. Με αυτή την κίνηση θα τεθούν τα θεμέλια για τη μελλοντική ενεργειακή βάση. Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι σε αυτό το πλαίσιο προσφέρεται και μια ευκαιρία για την δημιουργία περισσότερων συστημάτων συμπαραγωγής ενέργειας-θερμότητας, μέσω της κατασκευής κατάλληλων μονάδων παραγωγής ενέργειας. Αυτό θα συμβάλει ουσιαστικά στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης.

3.4.4.2

Μέχρι σήμερα, τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην αγορά ηλεκτρισμού ως βιομάζα είναι παλαιά ξυλεία, υγρή κοπριά, βιολογικά απορρίμματα και άλλα απόβλητα ζωικής και φυτικής προέλευσης. Το ποσοστό χρήσης της βιομάζας για την παραγωγή ηλεκτρισμού αυξάνεται πολύ αργά. Χωρίς την ενισχυμένη χρήση βιομάζας δεν θα επιτευχθούν όμως οι στόχοι της οδηγίας για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές (2001/77 ΕΚ).

3.4.4.3

Εφόσον στον τομέα του ηλεκτρισμού υπάρχει ένα σημείο σύγκλησης, που είναι το σύστημα παροχής ηλεκτρισμού, μπορούν να διαμορφωθούν με αποτελεσματικό τρόπο σταθεροί όροι τροφοδοσίας. Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικά τα ακόλουθα σημεία: διευκόλυνση των επενδύσεων στην καινοτομία, τιμές τροφοδοσίας που αντιστοιχούν στο κόστος παραγωγής και είναι διαφοροποιημένες ανάλογα με τη διαθέσιμη τεχνολογία, αξιολόγηση ανά πενταετία για την προσαρμογή των τιμών τροφοδοσίας στην περίπτωση νέων επενδύσεων με την εφαρμογή αποτελεσματικότερων τεχνολογιών, σύστημα πριμοδότησης για νέες τεχνολογίες, χρήση της θερμότητας, μικρότερες και συνεπώς περιφερειακά κατανεμημένες μονάδες. Θεωρείται επίσης σκόπιμο να θεσπιστεί σύστημα πριμοδότησης με βάση τις χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες. Η ΕΟΚΕ αντιλαμβάνεται ότι είναι απαραίτητο να θεσπιστεί σύστημα πριμοδότησης ιδιαιτέρως για βοσκότοπους και επίσπορες καλλιέργειες, υποπροϊόντα όπως το άχυρο, αλλά και για υπολείμματα επεξεργασίας, όπως οι ελαιούχοι πλακούντες και τα ιζήματα ζύμωσης.

3.4.5   Στόχοι

Για τομείς όπως η παραγωγή βιολογικών καυσίμων και ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι της Ε.Ε. Με δεδομένη την τρέχουσα εξέλιξη των τιμών στις αγορές ορυκτών πηγών ενέργειας, οι στόχοι αυτοί πρέπει να επικαιροποιηθούν. Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ορίσει κοινούς στόχους και να χαράξει ένα κοινό πλαίσιο δράσεως και στο χώρο των υλικών εφαρμογών και της θερμικής αξιοποίησης.

3.4.5.1

Σε ό,τι αφορά τη διατύπωση στόχων, η ΕΟΚΕ κρίνει ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να υιοθετηθεί ο στόχος του 4 × 25 έως το 2020. Αυτό σημαίνει ότι, ενόψει της μελλοντικής αξιοποίησης της βιομάζας, το 25 % της παροχής ρεύματος, το 25 % της παροχής θέρμανσης, το 25 % των καυσίμων κίνησης και το 25 % των προϊόντων πετρελαίου, όπως οι πλαστικές ύλες, θα πρέπει να καλύπτεται από ανανεώσιμες πρώτες ύλες φυτικής προέλευσης και με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τη βάση αυτών των υπολογισμών αποτελεί η σημερινή κατανάλωση ορυκτών πηγών ενεργείας Ακόμη και σε περίπτωση αναπροσανατολισμού προς τη χρήση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών βάσει αυτών των στόχων, η αποτελεσματική χρήση όλων των πόρων θα εξακολουθεί να αποτελεί απόλυτη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ευρεία υλοποίηση των στόχων, είναι οπωσδήποτε απαραίτητη η σημαντική βελτίωση των υλικών και της ενεργειακής απόδοσης.

3.5   Προσδιορισμός των πολιτικών εμποδίων κατά την ανάπτυξη σειράς προϊόντων!

Τα πολιτικά και διοικητικά προσκόμματα στα 25 κράτη μέλη διαφέρουν πάρα πολύ εξαιτίας των διαφορετικών πολιτικών μεθόδων εφαρμογής και νομοθετικών συστημάτων που εφαρμόζονται. Στη συνέχεια, εξετάζονται βασικοί τομείς στους οποίους θα πρέπει να εξεταστεί από την ΕΕ και τα κράτη μέλη αν η χρήση ανανεώσιμων πρώτων υλών ενδέχεται να έχει αδικαιολόγητες επιπτώσεις για την ανάπτυξη.

3.5.1   Κλωστικά φυτά

Οι ποσοστώσεις που ισχύουν για ορισμένες χώρες όσον αφορά τις κλωστικές ίνες, και συγκεκριμένα τις βραχείες και μακριές ίνες, αποτελούν εμπόδιο για τις επενδύσεις. Σε ό,τι αφορά τη μορφή των ενισχύσεων για την επεξεργασία βραχέων ινών, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στη μελέτη Ernst & Young σχετικά με την οργάνωση αγοράς για την κάνναβη και το λινάρι, που διενεργήθηκε με εντολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στη μελέτη αυτή, προτείνεται να διατηρηθούν οι ενισχύσεις για τις βραχείες ίνες και να επεκταθούν σε όλες τις ίνες. Για τη δυναμική ανάπτυξη του κλάδου των φυσικών ινών στην Ε.Ε., η ΕΟΚΕ ζητεί να υπάρξει μέριμνα για την ασφάλεια του προγραμματισμού σε αυτόν τον τομέα της οργάνωσης αγοράς.

3.5.2   Υλικά κατασκευών

Όσον αφορά την έκδοση αδειών οικοδομής, οι σχετικές νομικές διαδικασίες θα πρέπει να προσαρμοστούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ευνοείται η αξιοποίηση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών ως υλικών κατασκευής. Η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσον το βασικό νομικό πλαίσιο αποκλείει τη χρήση στον κατασκευαστικό κλάδο και να υποβάλει προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης.

3.5.3   Νομοθεσία για τις εκπομπές και τα απόβλητα

Οι κανόνες σχετικά με τις εκπομπές, κυρίως για τις μικρές εγκαταστάσεις καύσης, καθώς και οι νομικές διατάξεις για τη διαχείριση αποβλήτων κατά την παραγωγή ηλεκτρισμού από βιομάζα και στο χώρο των βιοαποδομήσιμων υλικών, εμποδίζουν σε πολλές περιοχές την αξιοποίηση των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών στην πράξη. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΟΚΕ ζητά να οριστούν φιλοπεριβαλλοντικές γενικές προϋποθέσεις με τρόπο που να επιτρέπει τη δυναμική εισαγωγή των προϊόντων αυτών στην αγορά και την εντατική χρήση βιομάζας χωρίς τη δημιουργία προβλημάτων για το περιβάλλον. Αυτό αφορά και την τήρηση της οδηγίας για την ποιότητα του αέρα. H EOKE ζητεί επίσης να προσαρμοστεί η οδηγία σχετικά με τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη ανακύκλωση, και να επανεξετασθεί στον τομέα αυτό κυρίως η ενεργειακή απόδοση όσον αφορά τα νέα υλικά, τις ελαφρές κατασκευές, και τις δυνατότητες ανακύκλωσης.

3.5.4   Φορολογικό δίκαιο

Όσον αφορά την προσέγγιση των φορολογικών συστημάτων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η ΕΟΚΕ ζητεί να προσανατολισθούν περισσότερο προς την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των πόρων. Στόχος πρέπει να είναι σε αυτή την περίπτωση και η κατάργηση των φορολογικών διευκολύνσεων για τη χρήση ορυκτών πρώτων υλών. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξεταστούν οι δυνατότητες μείωσης του φόρου κύκλου εργασιών, για παράδειγμα στον τομέα των φυσικών ινών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η μείωση του φορολογικού συντελεστή επί του κύκλου εργασιών, σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται φυτικές ίνες σε συστήματα παροχής θέρμανσης εξ αποστάσεως.

3.5.5   Ευρωπαϊκή τυποποίηση

Ακόμη και σε περίπτωση που τα πρότυπα μεταποίησης ρυθμίζονται από τη νομοθεσία, πρέπει να ελέγχεται και να προωθείται αδιάλειπτα η προσαρμογή και η βελτίωση των συστημάτων τυποποίησης όσον αφορά τα νέα υλικά παραγωγής και τις νέες τεχνολογίες στον τομέα της βιομάζας. Σκοπός είναι, να διασφαλισθεί μέσω της τυποποίησης των διαδικασιών ένας θετικός απολογισμός της προέλευσης. Για το λόγο αυτό απαιτείται η καθιέρωση συστήματος πιστοποίησης. Για παράδειγμα, αν ληφθεί υπόψη το ισοζύγιο του διοξειδίου του άνθρακα, η εξάντληση της ξυλείας ενός τροπικού δάσους για την παραγωγή φοινικέλαιου, θα προκαλούσε αρνητικό ισοζύγιο του διοξειδίου του άνθρακα για μια τριακονταετία. Επιπλέον, τα συστήματα προτύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να συμπληρωθούν με τις θετικές ιδιότητες παραγωγής και ανακύκλωσης που χαρακτηρίζουν τη βιομάζα.

3.6   Πολιτικές για την καλύτερη αξιοποίηση των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών στην Ε.Ε.

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει με ανησυχία ότι προς το παρόν δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος όσον αφορά στην επίτευξη αποτελεσματικότερης ενεργειακής πολιτικής και πολιτικής πρώτων υλών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ασκεί κριτική στο γεγονός ότι πάρα πολλές υπηρεσίες της Επιτροπής ασχολούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη με το θέμα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών. Λόγω της θεμελιώδους σημασίας που έχει ο τομέας αυτός, η ΕΟΚΕ ζητά τη σύσταση συντονιστικού κέντρου ή ακόμη και ειδικής ομάδας στους κόλπους της Επιτροπής. Όπως αναφέρεται και στο σημείο 3.4.5.1, πρέπει οπωσδήποτε να ορισθούν σαφώς οι επιδιωκόμενοι στόχοι.

3.6.1   Σχέδιο δράσης για τη βιομάζα

3.6.1.1

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η Επιτροπή κατήρτισε κοινοτικό σχέδιο δράσης για τη βιομάζα. Με βάση αυτό το σχέδιο δράσης, πρέπει να καταρτιστούν εθνικά/περιφερειακά σχέδια δράσης. Στην περίπτωση αυτή, χρειάζεται παρακολούθηση της προόδου για την επίτευξη των στόχων. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το πρόγραμμα δράσης εστιάζεται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων δυνατοτήτων όσον αφορά τη θερμότητα παραμένει αναξιοποίητο. Εκφράζει, ωστόσο τη λύπη της που το σχέδιο δράσης αναφέρεται μόνο στην ενεργειακή αξιοποίηση της βιομάζας. Για το λόγο αυτό ζητά να συμπληρωθεί το σχέδιο δράσης για τη βιομάζα με ένα κεφάλαιο σχετικά με την υλική αξιοποίηση, να ενισχυθεί η έρευνα των νέων χρήσεων και να προωθηθούν εντατικά οι δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ενημέρωση, την δημοσίευση και την παροχή συμβουλών. Στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, πρέπει να αναληφθεί μια αρχική πρωτοβουλία στον τομέα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών, ιδιαιτέρως για την ενίσχυση των ΜΜΕ λόγω της δυσκολίας εντοπισμού κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου. Η ΕΟΚΕ εκφράζει επίσης τη λύπη της για το γεγονός ότι το σχέδιο δράσης δεν προτείνει καλύτερη εξειδίκευση των όρων πρόσβασης στην αγορά.

3.6.1.2

Η Επιτροπή αναφέρει στην ανακοίνωσή της για τη στήριξη της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, COM(2005) 627 της 7ης Δεκεμβρίου 2005, ότι στα περισσότερα κράτη μέλη δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως οι διαθέσιμες δυνατότητες, κυρίως στον τομέα της βιομάζας και του βιοαερίου, λόγω ανεπαρκών νομικών προϋποθέσεων. Ως ιδιαίτερα αποτελεσματικά ως προς την εισαγωγή στην αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αποδείχθηκαν τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης με τιμολόγια προσανατολισμένα προς το κόστος. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την προσδοκία ότι η Επιτροπή θα εξάγει ανάλογα συμπεράσματα από την έκθεση αυτή και θα προτείνει πιο προηγμένα μέτρα.

3.6.2   Έρευνα και ανάπτυξη

3.6.2.1

Η ΕΟΚΕ δεν διαπιστώνει ότι έχει αφιερωθεί σημαντικό μέρος του 7ου προγράμματος-πλαίσιο στην αξιοποίηση της βιομάζας. Τόσο σε ό,τι αφορά την έρευνα στον τομέα της ενέργειας όσο και τον τομέα της υλικής αξιοποίησης, είναι αναγκαίο να καταρτιστούν εκτενέστερα ερευνητικά προγράμματα. Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει και τα σημεία διεπαφής με άλλους ερευνητικούς τομείς, όπως για παράδειγμα η έρευνα στο χώρο των υλικών, των χημικών ουσιών και της νανοτεχνολογίας, τα οποία πρέπει επίσης να εξετασθούν. Με την έγκριση του κανονισμού REACH, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι παρέχονται περαιτέρω κίνητρα για την προώθηση της έρευνας στον τομέα της χημείας με βάση τη βιομάζα.

3.6.2.2

Αν δεν αλλάξουν τα πρότυπα στο νέο ερευνητικό πρόγραμμα πλαίσιο, όπως ζητά η ΕΟΚΕ, δεν θα σημειωθεί η αναγκαία αλλαγή στον τομέα των πρώτων υλών στην ΕΕ. Σήμερα πλέον δεν αποτελεί η διαθέσιμη ποσότητα σε ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες, λόγω περιορισμένων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αναχαιτιστικό παράγοντα για την ανάπτυξη. Αντιθέτως, η τεχνολογική εξέλιξη των μεθόδων επεξεργασίας και μετατροπής σε έτοιμο προϊόν για την αγορά ή τη μεταποίηση, σημειώνει σοβαρή καθυστέρηση. Σε αυτό τον τομέα είναι αναγκαίο να εντατικοποιηθούν οι ερευνητικές δραστηριότητες.

3.6.3   Διαρθρωτικά ταμεία

Η ΕΟΚΕ αναμένει ότι κατά την ερχόμενη περίοδο χρηματοδότησης, ένα μέρος των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων θα χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις στον τομέα των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών.

3.7   Προστασία του περιβάλλοντος, της Φύσης και του τοπίου — διαφύλαξη της βιοποικιλότητας

Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι η προσπάθεια για την ανάπτυξη και τη χρήση των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών δεν πρέπει να αποβεί σε βάρος άλλων οικολογικών στόχων. Για το λόγο αυτό συνιστά να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες βασικές αρχές:

για την καλλιέργεια ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών ισχύουν οι ίδιες βασικές αρχές της ορθής επαγγελματικής πρακτικής που ισχύουν και στην παραγωγή τροφίμων·

Οι εκτάσεις θα πρέπει να είναι κατάλληλες για την καλλιέργεια εδώδιμων φυτών και μετά την παύση της καλλιέργειας φυτών για μη διατροφικούς σκοπούς, η οποία θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στη σημεία από 3.2 έως 3.2.3

η καλλιέργεια των ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών πρέπει να περιοριστεί στις γεωργικές εκτάσεις που ήδη καλλιεργούνται ή βρίσκονται σε αγρανάπαυση. Σε αυτές τις εκτάσεις ανήκουν και εκτάσεις που βρίσκονται σε προσωρινή αγρανάπαυση λόγω αλλαγής χρήσης· αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει στη μείωση των εκτάσεων που χρησιμοποιούνται ως μόνιμοι βοσκότοποι·

για τον περιορισμό των μεταφορικών μετακινήσεων, των οποίων είναι γνωστές οι αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον, πρέπει να επιδιωχθεί η παραγωγή σε περιφερειακή και τοπική κλίμακα·

οι οικολογικά πολύτιμες εκτάσεις πρέπει να υπόκεινται στα κριτήρια για την προστασία της φύσης και να καλλιεργούνται με βάση τους περιβαλλοντικούς στόχους που έχουν τεθεί·

πρέπει κυρίως να προωθηθούν και να καλλιεργηθούν ανανεώσιμες φυτικές πρώτες ύλες οι οποίες αποφέρουν μια καλή οικολογική ισορροπία.

Οι βασικές αυτές αρχές πρέπει να αντικατοπτρίζονται τόσο στα εθνικά όσο και στα διεθνή πρότυπα πιστοποίησης.

Ο σεβασμός αυτών των αρχών συμβάλει ώστε η παραγωγή ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών να αποφέρει αμοιβαίο όφελος τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για το περιβάλλον: «στόχοι που συγκλίνουν πρέπει να συγκεντρώνονται».

3.8   Διεθνής διάσταση της ανάπτυξης ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών

Ενόψει της απειλής συγκρούσεων με αφορμή τις πρώτες ύλες, όπως το πετρέλαιο, η ανάπτυξη ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών στην Ε.Ε. αποκτά και μια πτυχή εξωτερικής πολιτικής που συμβάλλει στην εδραίωση της ειρήνης.

3.8.1

Σε όλα τα κράτη μέλη, απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να έχει ο εφοδιασμός όλων των στρωμάτων του πληθυσμού με τρόφιμα. Η ΕΟΚΕ ζητά γι αυτό, σε ό,τι αφορά στο διεθνές εμπόριο, να υπάρξει μέριμνα ώστε η καλλιέργεια και η εξαγωγή βιολογικών φορέων ενέργειας να μην υπονομεύσουν σε καμία περίπτωση τον διατροφικό εφοδιασμό μιας χώρας. Στο σημείο αυτό, οι κανόνες του ΠΟΕ πρέπει να διαφοροποιηθούν κατά τον δέοντα τρόπο. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις πρέπει να είναι σε θέση να ορίζουν τις γενικές πολιτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη διασφάλιση του διατροφικού εφοδιασμού της χώρας. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ως εξίσου αναγκαίο να συμπληρωθούν οι κανόνες του ΠΟΕ που δεν αφορούν τις τιμές για το διεθνές εμπόριο με ανανεώσιμες πρώτες ύλες, με κοινωνικά πρότυπα για το χώρο εργασίας αλλά και με περιβαλλοντικά πρότυπα. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την ίδρυση διεθνούς οργανισμού για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (IRENA) και ζητά να προωθηθεί περισσότερο η διαφάνεια στο διεθνές εμπόριο πρώτων υλών.

3.8.2

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η οικονομία της Ε.Ε. εξαρτάται από την ανάπτυξη και τις εξαγωγές καινοτόμων τεχνολογιών  (1). Οι καινοτόμες διαδικασίες και τα προϊόντα από ανανεώσιμες πρώτες ύλες φυτικής προέλευσης προσφέρουν, όσον αφορά τις τεχνολογίες του μέλλοντος, την βάση για την ανάληψη ηγετικού ρόλου στο παγκόσμιο εμπόριο. Συνεπώς, η δημιουργία βασικών πολιτικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πρώτων υλών φυτικής προέλευσης έχει καθοριστική σημασία για την οικονομική ανάπτυξη στην Ε.Ε.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ – Ε.Ε. αριθ. C 241 της 28ης Σεπτεμβρίου 2004 σελ. 44-48


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι παρακάτω τροπολογίες, οι οποίες συγκέντρωσαν περισσότερο από το ένα τέταρτο των εκπεφρασμένων ψήφων υπέρ, απορρίφθηκαν στην ολομέλεια:

Σημείο 1.8 — Να διαγραφεί:

1.8

Η ΕΟΚΕ τάσσεται ρητά υπέρ του ορισμού στόχων εκ μέρους της Ε.Ε. σχετικά με το ποσοστό χρήσης ανανεώσιμων πρώτων υλών. Προτείνει δε ο στόχος να ορισθεί στο 4 × 25 μέχρι το 2020, δηλαδή 25 % αντιστοίχως για ηλεκτρισμό, θερμότητα, καύσιμα και νέες ύλες όπως π.χ. σύνθετα υλικά, πλαστικές ύλες ενισχυμένες με φυσικές ίνες, μονωτικά υλικά ή προϊόντα της πετροχημικής βιομηχανίας.

Αιτιολογία:

Η προτεινόμενη διαμόρφωση του στόχου στο 4 × 25 μέχρι το 2020 είναι υπερβολικά φιλόδοξη και δεν λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των παραγωγικών τομέων με ένταση ενέργειας όπως π.χ. την χαρτοβιομηχανία ή την τη χημική βιομηχανία.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Υπέρ: 43

Κατά: 66

Αποχές: 14

Σημείο 3.4.5.1 — Να διατυπωθεί ως εξής:

3.4.5.1

Σε ό,τι αφορά τη διατύπωση στόχων, η ΕΟΚΕ κρίνει ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να υιοθετηθεί ο στόχος του 4 × 25 έως το 2020. Αυτό σημαίνει ότι, ενόψει της μελλοντικής αξιοποίησης της βιομάζας, το 25 % της παροχής ρεύματος, το 25 % της παροχής θέρμανσης, το 25 % των καυσίμων κίνησης και το 25 % των προϊόντων πετρελαίου, όπως οι πλαστικές ύλες, θα πρέπει να καλύπτεται από ανανεώσιμες πρώτες ύλες φυτικής προέλευσης και με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τη βάση αυτών των υπολογισμών αποτελεί η σημερινή κατανάλωση ορυκτών πηγών ενεργείας Die Ακόμη και σε περίπτωση αναπροσανατολισμού προς τη χρήση ανανεώσιμων φυτικών πρώτων υλών βάσει αυτών των στόχων, η Η αποτελεσματική χρήση όλων των πόρων θα εξακολουθεί να αποτελεί απόλυτη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ευρεία υλοποίηση των στόχων, είναι οπωσδήποτε απαραίτητη η σημαντική βελτίωση των υλικών και της ενεργειακής απόδοσης εντός της ΕΕ.

Αιτιολογία

Ο προτεινόμενος στόχος του 4 × 25 έως το 2020 είναι υπερβολικά φιλόδοξος και δεν συνεκτιμά τα συμφέροντα των κλάδων παραγωγής με εντατική χρήση ενέργειας, όπως η βιομηχανία χάρτου και η χημική βιομηχανία.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Υπέρ: 44

Κατά: 70

Αποχές: 12


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/60


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Το ξύλο ως πηγή ενέργειας στη διευρυνόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση»

(2006/C 110/11)

Στις 11 Ιουλίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με επιστολή των επιτρόπων Olli Rehn, Mariann Fischer Boel και Andris Piebalgs, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, να επεξεργαστεί γνωμοδότηση με θέμα Το ξύλο ως πηγή ενέργειας στη διευρυνόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον», στο οποίο ανατέθηκαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 27 Φεβρουαρίου 2006 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Seppo Kallio.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, της 15ης και 16ης Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου) υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 130 ψήφους υπέρ και 6 αποχές:

1.   Συμπεράσματα

1.1

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) θεωρεί ότι η χρήση του ξύλου ως καύσιμου, είναι κυρίως ζήτημα αξιοποίησης του δυναμικού ανανεώσιμης ενέργειας (1) στην Ευρώπη, μείωσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και διασφάλισης των λειτουργιών κοινής ωφέλειας (προστασία και πολυμορφία των δασών (βιοποικιλότητα)). Χάρη στην αύξηση της χρήσης του ξύλου ως καυσίμου διευκολύνεται η αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων πρώτων υλών για τις ανάγκες της μεταποιητικής βιομηχανίας. Η χρήση ενέργειας από ξύλο συμβάλλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, βελτιώνει το χαμηλό επίπεδο αυτάρκειας σε ενέργεια της ΕΕ, και αυξάνει τον εφοδιασμό σε ενέργεια, τους στόχους δηλαδή της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Ωστόσο, το ξύλο μπορεί να συμβάλλει μόνο σε περιορισμένο βαθμό στην επίλυση των ενεργειακών προβλημάτων. Παράλληλα πρέπει να αναπτυχθούν άλλες εναλλακτικές πηγές ενέργειας και να αναληφθούν δράσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας, όπως η θερμομόνωση των κτηρίων. Το δένδρο, κατά την ανάπτυξή του, δεσμεύει το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας — ένα m3 ξυλείας περιέχει κατά μέσο όρο 800 kg διοξείδιο του άνθρακα. Γενικά, η ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων ξυλείας συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα στο δάσος. Η ορθή διαχείριση των δασών και η διασφάλιση της αύξησης της ξυλείας αυξάνουν τα αποθέματα άνθρακα. Η αύξηση της χρήσης ενέργειας από ξύλο συμβάλει στην αντικατάσταση των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και παράλληλα μειώνει τις εκπομπές από ορυκτά καύσιμα. Η χρήση ενέργειας από ξύλο καθιστά αποτελεσματικότερη τη διαχείριση των δασών και αυξάνει μακροπρόθεσμα τα αποθέματα ξυλείας.

1.2

Η ΕΟΚΕ θεωρεί, εξάλλου, ότι η αύξηση της χρήσης του ξύλου ως καύσιμου προϋποθέτει μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αυτή βασίζεται στην κατάργηση των ρυθμίσεων που εμποδίζουν και επιβραδύνουν την ευρύτερη χρήση του. Για τη χρήση ενέργειας από ξύλο, πρέπει να δημιουργηθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού, με την κατάργηση φορολογικών ρυθμίσεων ενισχύσεων που ευνοούν τα ορυκτά καύσιμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης έχει δημοσιεύσει ευρωπαϊκά πρότυπα εξειδίκευσης και ταξινόμησης για την ποιότητα στερεών καύσιμων από ξύλο — CEN/TS 14961.

1.3

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό να αυξηθεί η βιώσιμη χρήση του ξύλου σε όλες τις χώρες και να ανοίξει η αγορά καύσιμων στα υποπροϊόντα της βιομηχανίας, και στις επιχειρήσεις που παράγουν ενέργεια από την εκμετάλλευση των δασών και τη μετατροπή της ξυλείας σε καύσιμο. Η παραγωγή και η χρήση καύσιμων συνδέεται συχνά με τη δασοκομία και τη βιομηχανία ξυλείας. Νέες μορφές καύσιμων από ξύλο όπως οι κόκκοι από πολτό ξύλου, οι μπρικέτες (πλιθάνθρακας), και τα υγρά καύσιμα συμβάλλουν στη δημιουργία διεθνούς αγοράς. Για την ανάπτυξη της αγοράς καύσιμων από ξύλο απαιτούνται οικονομικά μέσα τα οποία θα επιτρέψουν την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον τομέα αυτό. Τα οικονομικά μέσα μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση της προσφοράς και της ζήτησης ξυλείας. Η φορολογία του διοξειδίου του άνθρακα των ορυκτών καύσιμων και ένας χαμηλός συντελεστής ΦΠΑ για τα καύσιμα από ξύλο μπορούν να αυξήσουν τη ζήτηση ενέργειας από ξύλο. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν επενδυτικές ενισχύσεις για να αυξηθεί η ζήτηση των παραγωγών ενέργειας για καυσόξυλα. Επίσης, πρέπει να προωθηθούν η διαφήμιση σχετικά με τα καύσιμα από ξύλο, η κατάρτιση, και οι δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης. Τα οικονομικά μέσα πρέπει να εστιάζονται κυρίως σε δράσεις εκτός του τομέα εμπορίας των εκπομπών. Η μεταφορά τεχνολογίας και ορθών πρακτικών καθώς και η χάραξη στρατηγικής επικοινωνίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικές μορφές στήριξης στα νέα κράτη μέλη.

1.4

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι για την αξιοποίηση και την ενεργοποίηση αυτών των ανεκμετάλλευτων πόρων επιχειρήσεις που μπορούν επιβιώσουν οικονομικά σε μια αγορά η οποία λειτουργεί ορθά. Στις χώρες όπου η αγορά ενέργειας από ξύλο δεν έχει αναπτυχθεί πρέπει να χορηγηθούν στις επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν πρέπει να χορηγηθούν προσωρινές ενισχύσεις μέσω, για παράδειγμα, του ταμείου αγροτικής ανάπτυξης. Είναι σημαντικό να υποστηριχθούν οι οργανώσεις ιδιοκτητών δασών, οι τοπικοί επιχειρηματίες, και οι μικρές βιομηχανίες.

1.5

Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση να καταβληθούν προσπάθειες για να αυξηθεί η ζήτηση των καύσιμων από ξύλο, με τη βοήθεια οικονομικών μέσων οικολογικής κατεύθυνσης τα οποία θα μεταχειρίζονται τους διάφορους χρήστες με τον ίδιο τρόπο και θα ενθαρρύνουν τη χρήση των καυσόξυλων σε όλους τους τομείς της αγοράς: στη θέρμανση κατοικιών με καυσόξυλα και καύσιμα από επεξεργασμένο ξύλο, στη θέρμανση πολυκατοικιών, σε μονάδες παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού για χωριά, συνοικισμούς ακόμη και πόλεις καθώς βέβαια και στη δασική βιομηχανία και σε άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν θερμότητα και ηλεκτρισμό και έχουν πρόσβαση, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, σε καύσιμα από ξύλο. Η χρήση μεγαλύτερων ποσοτήτων ξύλου ως πηγής ενέργειας θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον εφόσον έχουν αξιοποιηθεί όλες οι δυνατότητες θερμομόνωσης και έχει καταρτισθεί ένας σχεδιασμός παραγωγής θερμότητας με εναλλακτικές πηγές ενέργειας (όπως π.χ. η ηλιακή ενέργεια).

1.6

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι απαιτούνται ειδικά μέτρα για την έναρξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού από ξυλεία σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά ιδιαίτερα στα νέα κράτη μέλη και στις υποψήφιες χώρες, στις οποίες οι δασικές εκμεταλλεύσεις είναι μικρές και ο βαθμός οργάνωσης των ιδιωτών ιδιοκτητών δασών είναι μικρός όπως χαμηλή είναι και η εκμετάλλευση των δασικών πόρων. Συχνά, οι φραγμοί στην είσοδο είναι πολύ υψηλοί. Η μείωση των φραγμών θα αυξήσει την επιχειρηματική δραστηριότητα και θα τονώσει τη δημιουργία και την ανάπτυξη των αγορών. Τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ πρέπει να συμβάλουν ενεργά στην έναρξη και ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με στόχο τη δημιουργία τοπικών και περιφερειακών αγορών.

1.7

Κατά την ΕΟΚΕ, όλα τα βιοκαύσιμα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ίσης μεταχείρισης. Η ανταγωνιστικότητα του ξύλου έναντι των άλλων βιοκαυσίμων δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο με την παροχή ενισχύσεων σε άλλους τομείς πολιτικής της ΕΕ. Με τη σημερινή τεχνολογία, η βιομάζα από ξύλο είναι κατάλληλη για την παραγωγή κάθε είδους ενέργειας, καθώς και ως πρώτη ύλη για καύσιμα μεταφορών.

1.8

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, οι συμφωνίες και οι διατάξεις που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των καύσιμων καθώς και τα άλλα εμπόδια στις συναλλαγές στο εσωτερικό της ΕΕ πρέπει να καταργηθούν. Το ξύλο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα της ενέργειας. Ειδικότερα, το ξύλο μπορεί να ανταγωνιστεί άλλες πηγές ενέργειας σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο.

1.9

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι στην ΕΕ είναι ανεπαρκής η γνώση για τις υπάρχουσες δυνατότητες και την χρήση των πηγών καύσιμων από ξύλο. Η απογραφή των πηγών ξυλείας για την παραγωγή ενέργειας πρέπει να βελτιωθεί σε όλα τα κράτη μέλη καθώς και στις υποψήφιες χώρες εφόσον η γνώση αυτή αποτελεί τη βάση για την αειφόρο ανάπτυξη. Όμως, η προσέγγιση πρέπει να είναι διαφοροποιημένη. Στις μεγάλες δασικές περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης υφίσταται επαρκές δυναμικό ξυλείας για τη διασφάλιση της βιοποικιλότητας των δασών. Δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση για δασικούς πόρους που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη βιομηχανία λόγω της τοποθεσίας όπου βρίσκονται. Συνεπώς, οι πόροι αυτοί θα πρέπει να καθοριστούν, ταξινομηθούν και τυποποιηθούν σαφώς προκειμένου να αποτραπούν στρεβλώσεις στο εμπόριο ξυλείας εσωτερικό της ΕΕ. Οι εθνικές απογραφές του δυναμικού καύσιμων από ξύλο και η παρακολούθηση της χρήσης τους είναι απαραίτητες, και θα πρέπει να ερευνηθούν καλύτερα σε ενιαία βάση οι δυνατότητες που παρέχουν. Με τον τρόπο αυτό, θα καταστεί δυνατός ο καθορισμός λειτουργικών στόχων και η εκτίμηση των αποτελεσμάτων των διαφόρων μέσων.

1.10

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η αύξηση της χρήσης του ξύλου ως καύσιμου είναι σημαντική για τον έλεγχο των πυρκαγιών των δασών που προκαλούνται από τον άνθρωπο σε μονοκαλλιέργειες από κωνοφόρα. Η εντατική χρήση του ξύλου ιδιαίτερα για την παραγωγή ενέργειας ενδέχεται να μειώσει τους κινδύνους πυρκαγιάς των δασών και κατά συνέπεια τη συχνότητα των πυρκαγιών των δασών.

1.11

Το πρόγραμμα χρήσης της ξυλείας ως πηγής ενέργειας πρέπει να συμπληρωθεί με μελέτες όσον αφορά την επιλογή των αποδοτικών ποικιλιών και οικολογικών τύπων, τις μεθόδους εντατικής καλλιέργειας, ή τη συντόμευση των κύκλων παραγωγής. Θα πρέπει να αναπτυχθεί η πτυχή της δασοκομικής εκμετάλλευσης ως φυτείας. Η αναζήτηση αποτελεσματικών μεθόδων για την διασφάλιση ξυλείας για ενεργειακούς σκοπούς δεν πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες στη βιοποικιλότητα, ούτε να δημιουργήσει προβλήματα στη διαχείριση των υδάτινων πόρων σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο. Κατά την ΕΟΚΕ, πρέπει να αναπτυχθεί η τεχνολογία και η διοικητική μέριμνα, ώστε να ληφθούν υπόψη οι δασικοί πόροι και οι τεχνικές καύσης με την ενίσχυση της έρευνας και της ανάπτυξης καθώς και με τη διάδοση πληροφοριών και την μεταφορά τεχνολογιών για να επιτευχθούν βιώσιμα αποτελέσματα. Πρέπει να θεσπιστούν κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα για μικρούς καυστήρες στερεών καύσιμων ώστε να μην υπάρξει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

1.12

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι πρέπει να παρασχεθεί μεγαλύτερη ενημέρωση για τις πιθανές χρήσεις του ξύλου ως καύσιμου. Τούτο αφορά ολόκληρο τον τομέα, από τις ιδιωτικές κατοικίες έως τις μεγάλες βιομηχανικές και δημοτικές εγκαταστάσεις, όπου χρησιμοποιούνται ροκανίδια και υποπροϊόντα ξύλου. Σε πολλές σύγχρονες εγκαταστάσεις θέρμανσης είναι δυνατή η καύση ξύλου μαζί με άλλα στερεά καύσιμα.

1.13

Τα καύσιμα από ξύλο καθώς και τα υποπροϊόντα της δασικής βιομηχανίας και τα υπολείμματα της υλοτομίας (άκρες δένδρων, κλαδιά, ρίζες και ξυλεία κακής ποιότητας από αραίωση του δάσους) θα πρέπει να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της βιώσιμης δασοκομίας και την ανταγωνιστικότητα του δασικού τομέα χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο η τροφοδότηση της δασοκομίας με πρώτες ύλες ή οι θέσεις απασχόλησης στη δασοκομία και στη δασική βιομηχανία. Η αύξηση της ενέργειας από ξύλο μπορεί να συμβάλει σημαντικά την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβώνας.

1.14

Για την παραγωγή ξυλείας ως πηγή ενέργειας θα πρέπει επίσης να καθοριστεί η χρήση εκτάσεων που αποκλείονται από τη γεωργική χρήση (αναδάσωση με σκοπό την παραγωγή ενέργειας).

2.   Γενικές παρατηρήσεις

2.1

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κοινή ενεργειακή πολιτική. Τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί αποφάσεις που αφορούν την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (οδηγία 96/92/EΚ) (2) και φυσικού αερίου (οδηγία 98/30/EΚ) (3), την ασφάλεια εφοδιασμού, την αυξημένη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας καθώς και περιβαλλοντικά θέματα που συνδέονται με την παραγωγή ενέργειας. Εξάλλου, δεν έχει επιτευχθεί ένα ενιαίο επίπεδο φορολογίας των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, πράγμα που θα προωθούσε τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

2.2

Με τη δημοσίευση της Λευκής Βίβλου (4) το 1997 ετέθη ως στόχος η αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από 45 Mtoe το 1995 σε 135 Mtoe (Mtoe = μεγάτονοι ισοδύναμου πετρελαίου). Ο στόχος αυτός (που τέθηκε από τα 15 κράτη μέλη της ΕΕ) αντιστοιχεί σε αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από 5,2 % σε 12 % έως το 2010. Το 2001 το ποσοστό ήταν 6 %. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να φτάσει το 10 % αλλά στην χειρότερη περίπτωση ενδέχεται να παραμείνει στο 8 %. Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν επαρκούν για να κατευθύνουν την όλη διαδικασία προς την ορθή κατεύθυνση σύμφωνα με τις προβλεπόμενες προθεσμίες. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής (5), προβάλλονται αντίστοιχες απόψεις.

2.3

Το 2000 στην Πράσινη Βίβλο με θέμα «Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού» (6) προβάλλεται η ισχυρή βούληση να μειωθούν οι ανάγκες εισαγωγής ενέργειας της Ευρώπης και να αυξηθεί ο βαθμός αυτονομίας της. Ο βαθμός αυτονομίας σήμερα είναι περίπου 50 %, που από στρατηγική άποψη είναι πολύ χαμηλός.

2.4

Στην οδηγία 2001/77/ΕΚ (7), για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τίθεται ο στόχος έως το 2010 το 22 % της ηλεκτρικής ενέργειας να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από την εκτίμηση των μέτρων που έχουν ληφθεί και των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί προκύπτει ότι το ποσοστό αυτό θα φτάσει μόνο το 18-19 % την προκαθορισμένη περίοδο. Είναι σαφής η αύξηση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν αισθητές διαφορές μεταξύ των χωρών.

2.5

Στην οδηγία 2003/30/ΕΚ (8) για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων, τίθεται ως στόχος το ποσοστό χρήσης των βιοκαυσίμων να ανέλθει σε 5,75 % το 2010. Ενδιάμεσος στόχος της οδηγίας για το 2005 ήταν το 2 %, αλλά το αποτέλεσμα ήταν 1,4 %.

2.6

Με την οδηγία 2003/96/ΕΚ (9), σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, τα κράτη μέλη έχουν την δυνατότητα είτε να χορηγούν πλήρη φορολογική απαλλαγή στα καύσιμα από ξύλο είτε να εφαρμόζουν μειωμένο φορολογικό συντελεστή. Τούτο καθιστά δυνατή την πλήρη ή μερική φοροαπαλλαγή των καύσιμων από ξύλο και ο συνολικός φόρος μπορεί να είναι κατώτερος από τα καθορισμένα ελάχιστα επίπεδα. Η φοροαπαλλαγή μπορεί να χορηγείται το πολύ έως έξι έτη τη φορά. Η φοροαπαλλαγή δεν μπορεί να χορηγηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2012 και όσες φορολογικές διευκολύνσεις θα έχουν χορηγηθεί με βάση την οδηγία αυτή λήγουν το αργότερο το 2018.

2.7

Το φθινόπωρο του 2003, υιοθετήθηκε η οδηγία σχετικά με την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (2003/87/EΚ (10)). Η εν λόγω αποκαλούμενη συνδετική οδηγία (2004/101/ΕΚ (11))υιοθετήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2004. Η οδηγία καθιστά δυνατή την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου σε αναπτυξιακά έργα εκτός της ΕΕ (CDM — μηχανισμός καθαρής ανάπτυξης) και μεταξύ βιομηχανικών χωρών (JI — κοινή εφαρμογή).

2.8

Το Δεκέμβριο του 2005 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση με θέμα «Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για τη βιομάζα»  (12) , στόχος του οποίου είναι να επιταχυνθεί και να ενθαρρυνθεί τη χρήση βιοκαυσίμων στα κράτη μέλη.

2.9

Το μεγαλύτερο μέρος της βιομάζας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενέργειας προορίζεται για την παραγωγή θερμότητας. Πρέπει να εκδοθεί οδηγία σχετικά με τη χρήση της βιομάζας για την παραγωγή θερμότητας.

2.10

Ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί αποτελεσματική χρήση της ενέργειας είναι η συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας στην ίδια εγκατάσταση. Η συμπαραγωγή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη θέρμανση των πόλεων και για την αύξηση της χρήσης της βιομάζας. Η οδηγία 2004/8/ΕΚ (13) αφορά την προώθηση της συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας.

2.11

Το 7o πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα (2007–2013) της ΕΕ βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας. Ο δασικός τομέας της Ευρώπης δημιούργησε μια τεχνολογική πλατφόρμα που βασίζεται στη δασοκομία (Forest-based sector technology platform), το ερευνητικό πρόγραμμα της οποίας εστιάζεται κυρίως στην έρευνα και την ανάπτυξη ενέργειας που παράγεται από το ξύλο.

2.12

Η κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας έχει αναπτυχθεί με πολύ διαφορετικό τρόπο στα διάφορα μέρη της Ευρώπης. Τούτο αφορά κυρίως την παραγωγή και τη διανομή στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, αφορά και την πώληση ορυκτών καύσιμων. Ο ανταγωνισμός στον τομέα της ενέργειας λειτουργεί ανεπαρκώς. Ως τοπικό και περιφερειακό καύσιμο το ξύλο θα μπορούσε να αυξήσει τον ανταγωνισμό στην αγοράς.

2.13

Οι νέες επιχειρήσεις και ειδικότερα για οι μικρές επιχειρήσεις που θέλουν να προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια στο δίκτυο ισότιμα με τις υπόλοιπες, είναι πολύ δύσκολο να εισέλθουν στην αγορά της ενέργειας. Η κατάσταση ποικίλλει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο.

2.14

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2005, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα με το οποίο ζητείται να τεθεί ως στόχος η αύξηση του ποσοστού χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενεργείας στη συνολική κατανάλωση ενεργείας της ΕΕ σε 20 % έως το 2020. Στο ψήφισμα επισημαίνεται ότι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά. Πρέπει να καταργηθούν τα διοικητικά μέτρα που εμποδίζουν την ανάπτυξή τους. Το εξωτερικό κόστος των ορυκτών καύσιμων πρέπει να περιλαμβάνεται στην τιμή της ενέργειας, και πρέπει να καταργηθούν οι ενισχύσεις που χορηγούνται στις επιζήμιες συμβατικές μορφές ενέργειας καθώς και οι φόροι που επιβάλλονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

2.15

Οι οργανώσεις των πολιτών της Ευρώπης συντονίζουν ενεργά τις θέσεις τους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τη βοήθεια της οικολογικής επισήμανσης του ηλεκτρισμού. Το ξύλο, ως ανανεώσιμος φυσικός πόρος, πληροί τις απαιτήσεις για βιώσιμη παραγωγή ενέργειας. Η χρήση ενέργειας από ξύλο βελτιώνει τις προϋποθέσεις για βιώσιμη δασοκομία. Από πλευράς βιώσιμης χρήσης του ξύλου, είναι σημαντικό η υλοτομία να μην υπερβαίνει την αύξηση των φυτών. Η βιώσιμη δασοκομία βασίζεται και διασφαλίζεται από τις αποφάσεις της Υπουργικής Διάσκεψης για την Προστασία των Δασών στην Ευρώπη (MCPFE) για τη βιώσιμη δασοκομία στην Ευρώπη. Η βιώσιμη δασοκομία διασφαλίζεται επίσης και από το σύστημα πιστοποίησης των δασών. Σύμφωνα με τα κριτήρια που υιοθετήθηκαν στην Υπουργική Διάσκεψη της Λισσαβώνας για τη διαχείριση των δασών, η παραγωγή βιομάζας από τα δάση για ενεργειακούς σκοπούς πρέπει να σχεδιαστεί κατά τρόπον ώστε να προστατεύεται η συνέχεια των κύκλων παραγωγής και παγίδευσης άνθρακα στο έδαφος. Κατά συνέπεια, πρέπει να διασφαλιστούν οι διεργασίες εξέλιξης, εμπλουτισμού με θρεπτικές ουσίες, και διατήρησης των φυσικοχημικών συνθηκών του εδάφους. Στη φάση αυτή, είναι απαραίτητη η εστίαση στη συνεχή χρήση και στη βιώσιμη παραγωγή ξυλείας. Απατούνται, επίσης, προσπάθειες για να αναπτυχθούν ορθές μέθοδοι παραγωγής ενέργειας από ξύλο. Σε πολλές χώρες της ΕΕ, υπάρχουν ορθά παραδείγματα συστημάτων επισήμανσης, τα οποία διασφαλίζουν τον έλεγχο της παραγωγής ενέργειας και ενημερώνουν τους καταναλωτές για την τήρηση των περιβαλλοντικών κριτηρίων.

2.16

Οι δασικοί πόροι της Ευρώπης (όγκος κορμών σε m3 χωρίς κατάλοιπα βιομάζας) αυξήθηκαν κατά 30 % περίπου με την ένταξη των δέκα νέων κρατών μελών το 2004. Η συνολική έκταση των δασών της ΕΕ είναι σήμερα περίπου 140 εκατ. εκτάρια και των υποψήφιων χωρών περίπου 22 εκατ. εκτάρια. Η έκταση των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων δασών (δάση διαθέσιμα για την παραγωγή ξυλείας — δάση στα οποία οι νομοθετικοί, οικονομικοί και περιβαλλοντικοί περιορισμοί δεν επηρεάζουν σημαντικά την παραγωγή ξυλείας) των κρατών μελών της ΕΕ είναι 117 εκατ. εκτάρια και των υποψήφιων χωρών 19 εκατ. εκτάρια. Η καθαρή παραγωγή της ξυλείας (μικτή παραγωγή με μικρότερη απώλεια φυσικών πόρων) είναι στην ΕΕ 560 εκατ. m3 εκ των οποίων 41 εκατ. m3 ήταν παραδοσιακή υλοτομία για την παραγωγή καυσόξυλου. Το 62 % της ετήσιας παραγωγής προορίζεται για τη βιομηχανία και οικιακή χρήση, πάνω από 7 % του οποίου χρησιμοποιείται παραδοσιακά για καυσόξυλα οικιακής χρήσης. Πάνω από το 10 % της συνολικής παραγωγής βρίσκεται σε προστατευμένα δάση ή είναι εκτός των περιοχών που αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης.

2.16.1

Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 30 % της παραγωγής παραμένει ανεκμετάλλευτο και το απόθεμα ξυλείας της ΕΕ τα τελευταία 50 χρόνια αυξάνεται συνεχώς. Μέρος αυτού του αχρησιμοποίητου αποθέματος ξυλείας (170 εκατ. m3) είναι ξυλεία κακής ποιότητας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την παραγωγή ενέργειας. Από αυτά, τα 30 εκατ. m3 μπορούν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας από ξύλο εκτός των λοιπών χρήσεων ως ξυλείας πρώτης ύλης. Κάθε χρόνο παραμένουν στα δάση 173 εκατ. m3 ξυλείας, κατάλληλα για την παραγωγή ενέργειας, που είναι κατάλοιπα της υλοτομίας και άλλών δασικών προϊόντων. Για τεχνικούς, οικονομικούς, και οικολογικούς λόγους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν 70 εκατ. m3, από τις ποσότητες αυτές, με την μορφή καταλοίπων υλοτομίας και ριζών.

2.16.2

Τα υποπροϊόντα της δασικής βιομηχανίας (μαύρη αλισίβα, φλοιός, πριονίδια) και το ανακυκλωμένο ξύλο παρέχουν μεγάλες δυνατότητες και σε πολλές χώρες χρησιμοποιούνται ήδη αποτελεσματικά, ειδικότερα στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης δασικής βιομηχανίας. Η χρήση ενέργειας από τα υποπροϊόντα και το ανακυκλωμένο ξύλο μπορεί να φτάσει το 30-50 % της χρήσης στρογγυλής ξυλείας (ισοδυναμεί με 100-167 εκατ. m3 στρογγυλής ξυλείας).

2.16.3

Αυτό σημαίνει ότι το βιώσιμο δυναμικό ενέργειας από ξύλο της ΕΕ είναι περίπου 267 εκατ. m3, εκ των οποίων τμήμα των βιομηχανικών υποπροϊόντων ήδη αξιοποιείται. Αυτή η ποσότητα ξυλείας ισοδυναμεί με 50 Mtoe ενέργειας. Το ανεκμετάλλευτο δυναμικό ενέργειας από ξύλο των δασών μας ανέρχεται σε τουλάχιστον 100 εκατ. m3. Με την αύξηση της χρήσης στρογγυλής ξυλείας στη δασική βιομηχανία αυξάνεται και η ποσότητα των υποπροϊόντων. Μικρές ποσότητες ενέργειας από ξύλο μπορούν να παραχθούν σε συνδυασμό με τη διευθέτηση τεχνητού τοπίου. Η Επιτροπή Ξυλείας FAO/UNECE αναπτύσσει μεθόδους για τον έλεγχο της χρήσης των καύσιμων από ξύλο και δοκιμάζει ένα σύστημα συγκέντρωσης στοιχείων σε δέκα χώρες.

2.16.4

Το 2001, η κατανάλωση ενέργειας της ΕΕ (σε επίπεδο 25 κρατών μελών) ήταν 1.668 Mtoe (μεγάτονοι ισοδύναμου πετρελαίου), εκ των οποίων μόνο οι 101,3 Mtoe είχαν παραχθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στις περισσότερες χώρες — εκτός τεσσάρων- το μεγαλύτερο τμήμα παράχθηκε με βιομάζα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε έντεκα χώρες το ποσοστό της βιομάζας ήταν πάνω από 75 %. Το ποσοστό ήταν ιδιαίτερα υψηλό στα άλλα νέα κράτη μέλη εξαιρουμένων της Μάλτας και της Κύπρου.

3.   Αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η χρήση του ξύλου ως υποκατάστατου

3.1

Το σημαντικότερο έμμεσο κόστος των ορυκτών πηγών ενέργειας είναι οι κλιματικές αλλαγές. Το διοξείδιο του άνθρακα είναι το σημαντικότερο από τα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ορισμένες χώρες προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με την επιβολή φορολογίας επί του CO2. Οι εκπομπές θείου, οξειδίου του αζώτου και άλλων μορίων προκαλούν επίσης εξωτερικό κόστος. Το ξύλο είναι καύσιμο ουδέτερο από απόψεως διοξειδίου του άνθρακα και δεν συμβάλλει στις καθαρές εκπομπές στην ατμόσφαιρα. Περιέχει μόνο λίγο θείο και άζωτο σε σύγκριση με άλλα καύσιμα. Κύρια πηγή εκπομπών μορίων του ξύλου είναι η μικρής κλίμακας παραδοσιακή χρήση.

3.2

Η ευημερία του πλανήτη σήμερα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη χρήση φυσικών πόρων που δεν ανανεώνονται. Τούτο αφορά κυρίως την παραγωγή και τη χρήση ενέργειας όπου πρώτη ύλη είναι κυρίως τα ορυκτά καύσιμα, όπως ο λιγνίτης, ο άνθρακας, το πετρέλαιο, ο ασφαλτούχος σχιστόλιθος και το φυσικό αέριο.

3.3

Η χρήση ενέργειας ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό (59 %) για τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου στον κόσμο. Στην χρήση ενέργειας οφείλονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η περιεκτικότητα του οποίου στον αέρα αυξάνεται συνεχώς εδώ και πολλές δεκαετίες.

3.4

Η χρήση ορυκτών καύσιμων προκαλεί εκπομπές και άλλων ουσιών που βλάπτουν το περιβάλλον όπως διοξείδιο του θείου, οξείδιο του αζώτου και άλλα μόρια διαφόρων μεγεθών. Η χρήση του ξύλου ως υποκατάστατου καύσιμου μειώνει αυτές τις εκπομπές. Τα καύσιμα από ξύλο αντικαθιστούν τα ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας τα οποία είναι ιδιαιτέρως επιβλαβή για το περιβάλλον.

3.5

Η χρήση του ξύλου σε διάφορα προϊόντα είναι αποτελεσματικό μέσο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, εφόσον η κατασκευή προϊόντων από ξύλο απαιτεί γενικά λιγότερη ενέργεια απ' ό,τι η κατασκευή ανταγωνιστικών υλικών. Το ξύλο αποτελεί υποκατάστατο των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων. Η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων από ξύλο σε σχέση με τα προϊόντα ενεργειακής έντασης, όπως ο χάλυβας και το σκυρόδεμα βελτιώνεται με την εμπορία των εκπομπών.

3.6

Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αντί των ορυκτών καύσιμων μειώνει τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η μείωση εξαρτάται από το είδος του καύσιμου και τις μεθόδους παραγωγής που αντικαθίστανται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Διαφορετικά ορυκτά καύσιμα έχουν διαφορετικούς συντελεστές CO2. Για τη μείωση των εκπομπών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να χρησιμοποιούνται μέθοδοι παραγωγής ενέργειας όπου οι εκπομπές ανά μονάδα κόστους είναι χαμηλές.

3.7

Η παραγωγή μόνον ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα είναι η χειρότερη λύση από περιβαλλοντικής απόψεως. Σε πολλές βιομηχανικές διεργασίες, απαιτείται μεγάλη ποσότητα θερμότητας, ατμού και ηλεκτρισμού, ούτως ώστε να προσφέρεται η παραγωγή ενέργειας σε συνδυασμό με τις βιομηχανικές μεθόδους.

3.8

Η δασική βιομηχανία κατασκευής μηχανολογικού εξοπλισμού και η χημική δασοκομία χρησιμοποιούν πρωτίστως το ξύλο για την κατασκευή προϊόντων από ξύλο ή από χαρτί. Από τη διεργασία αυτή προκύπτουν υποπροϊόντα που είναι κατάλληλα ως καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας. Η σύγχρονη βιομηχανία χαρτοπολτού και τα πριονιστήρια είναι γενικά καθαροί παραγωγοί ενέργειας, δηλαδή παράγουν περισσότερη ενέργεια από όση χρησιμοποιούν. Τα υποπροϊόντα τα οποία δεν απαιτούνται για την παραγωγή ενέργειας μπορούν να πωληθούν στην αγορά βιοκαυσίμων, με την προϋπόθεση να υπάρχει παρόμοια αγορά.

3.9

Το σημαντικότερο υποπροϊόν του πολτού με θειικό άλας είναι η λιγνίνη που περιέχει μαύρη αλισίβα και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας. Η μαύρη αλισίβα θα χρησιμεύσει στο μέλλον ως πρώτη ύλη καύσιμου για τα αυτοκίνητα. Τούτο προϋποθέτει επιπλέον έρευνα και ανάπτυξη. Η παραγωγή αιθανόλης από λιγνοκυταρρινούχα υλικά και η αεριοποίηση αποτελούν άλλες πιθανές μορφές ενέργειας.

3.10

Τα νέα κράτη μέλη διαθέτουν σημαντικό δυναμικό για την επέκταση της δασικής βιομηχανίας καθώς και για τη χρήση του ξύλου ως πρώτη ύλη για την παραγωγή προϊόντων από ξύλο και ενέργειας.

3.11

Η αγορά βιοκαυσίμων είναι γενικά τοπική ή περιφερειακή λόγω παραδείγματος χάριν του κόστους μεταφοράς. Η επεξεργασία, για παράδειγμα των υποπροϊόντων επιπλοποιίας και πριονιστηρίων με τη μορφή κύβων, βιοελαίου από πυρόλυση ή μπρικετών μπορούν εύκολα να ανοίξουν νέες ευρύτερες αγορές. Θα πρέπει επίσης να αναπτυχθούν δίκτυα διανομής και να εξασφαλιστεί η λειτουργία τους, προκειμένου να διευκολυνθεί η χρήση τους από τους καταναλωτές. Η νέα ταξινόμηση CEΝ διευκολύνει την διανομή και το εμπόριο.

3.12

Οι πυρκαγιές των δασών αποτελούν μεγάλο πρόβλημα κυρίως για τα κράτη της Μεσογείου όπως είναι η Πορτογαλία, η Ισπανία. η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Κίνδυνος υπάρχει επίσης, σε μικρότερο βαθμό, και στις χώρες της Βορείου Ευρώπης. Η φροντίδα των περιοχών αυτών και η συλλογή των υλικών, που αυξάνουν τον κίνδυνο των δασικών πυρκαγιών, μειώνουν τις οικονομικές απώλειες. Οι αιτίες των πυρκαγιών είναι πολλές, αλλά πρέπει να επισημανθούν τρεις ιδιαίτερα σημαντικοί λόγοι: η κατάσταση των δασών —τα κατάλοιπα της υλοτομίας πρέπει να απομακρύνονται από τα δάση για να μειωθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς—, η ανθρώπινη συμπεριφορά, και η έλλειψη συστημάτων ελέγχου και κατάσβεσης. Οι πυρκαγιές των δασών είναι μεγάλες φυσικές καταστροφές, που πρέπει να προλαμβάνονται με κάθε δυνατό μέσο τόσο στα κράτη μέλη όσο και την ΕΕ.

4.   Διεθνής πολιτική και ανάπτυξη

4.1

Το 2005, η αγορά ενέργειας επλήγη σκληρά από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και από την αδυναμία ικανότητας επεξεργασίας των προϊόντων πετρελαίου. Παράλληλα, αυξήθηκε η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Ένας από τους λόγους αυτής της αύξησης είναι η εμπορία των δικαιωμάτων των εκπομπών, ο συνολικός αντίκτυπος της οποίας είναι προς το παρόν αδύνατο να εκτιμηθεί. Εξάλλου, η ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν.

4.2

Τα διεθνές πολιτικό κλίμα είναι καθοριστικής σημασίας παράγοντας για την αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ΕΕ δεσμεύτηκε, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Κιότο, που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Φεβρουαρίου 2005, να μειώσει κατά 8 % τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τις τιμές του 1992. Η ευθύνη για τη μείωση ανατέθηκε στα κράτη μέλη, ανάλογα με την ικανότητα της κάθε χώρας να μειώσει τις εκπομπές. Το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ αποτελεί τμήμα της στρατηγικής της ΕΕ για το κλίμα, και συνδέεται εν μέρει μόνο με το πρωτόκολλο του Κιότο.

4.3

Η εμπορία εκπομπών στο εσωτερικό της ΕΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2005. Η πρώτη περίοδος καλύπτει τα έτη 2005–2007 και αφορά μόνο το διοξείδιο του άνθρακα. Η εσωτερική κατανομή εντός της ΕΕ εξαρτάται από την ικανότητα του συνόλου των 15 χωρών να μειώσουν τις εκπομπές. Σε αντίθετη περίπτωση, κάθε κράτος μέλος της ΕΕ των 15 πρέπει να μεριμνήσει να μειώσει το επίπεδο των εκπομπών κατά 8 % όπως και τα άλλα κράτη. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν μάλιστα πιο φιλόδοξες απαιτήσεις για τα έτη 2008–2012. Η διεθνής κατάσταση μετά το 2012 παραμένει ασαφής. Ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν εξαγγείλει διαφορετικούς στόχους για το σύνολο της ΕΕ και διαφορετικούς για τη χώρα τους.

4.4

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κοινή δασική πολιτική, αλλά τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα δικά τους δασικά προγράμματα και πολιτική. Το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ υιοθέτησε το 1998 τη δασική στρατηγική της ΕΕ. Βάση της δασικής στρατηγικής αποτελεί η αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία η δασική πολιτική υπάγεται κυρίως στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Τον Μάρτιο του 2005, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την εφαρμογή της δασικής στρατηγικής (14). Στην ανακοίνωσή της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενέργεια από ξύλο παρέχει προστιθέμενη αξία στην αναπτυξιακή πολιτική της ΕΕ. Η ΕΟΚΕ εξέδωσε τη γνωμοδότησή της (15) για την ανακοίνωση της Επιτροπής τον Οκτώβριο του 2005. Η Επιτροπή επεξεργάζεται ένα σχέδιο δράσης για την βιώσιμη δασοκομία στην ΕΕ, το οποίο προβλέπεται να είναι έτοιμο το 2006.

4.5

Η δασικές εκτάσεις της ΕΕ έχουν αυξηθεί κατά 20 % από το 1998 και ο αριθμός των ιδιωτών ιδιοκτητών δασικών εκμεταλλεύσεων έχει αυξηθεί από 12 εκατομμύρια σε 16. Σε πολλά νέα κράτη μέλη, τα περισσότερα δάση είναι ιδιοκτησία του κράτους. Είναι απαραίτητο να βελτιωθούν οι ικανότητες της ιδιωτικής δασοκομίας στα νέα και τα μελλοντικά κράτη μέλη. Η αγορά ξυλείας σε πολλά κράτη δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς. Η ανάπτυξη των δασοκομικών δραστηριοτήτων στις χώρες αυτές είναι προς το παρόν ανεπαρκής, αλλά υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενες χώρες θα χαράξουν αποτελεσματική και αποδοτική δασική πολιτική. Η παραγωγή ενέργειας από ξύλο προϋποθέτει ευρεία κινητοποίηση ολόκληρου του δασικού τομέα, ιδιαίτερα δε στην αρχή της παραγωγικής αλυσίδας.

4.6

Στην ΕΕ υπάρχουν πολλές μικρές δασικές εκμεταλλεύσεις, η οργάνωση και η συνεργασία των οποίων πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να αναπτυχθεί η δασοκομία και να καταστεί αποδοτικότερη η παραγωγή ενέργειας από ξύλο. Η ΕΕ μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη τούτου ενισχύοντας τις οργανώσεις του δασικού τομέα να αυξήσουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους.

4.7

Οι ανταγωνιστικές μορφές ενέργειας συχνά έχουν αναπτυχθεί σε πλαίσια μονοπωλιακών καταστάσεων, όπου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να δημιουργηθούν λειτουργικές τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές αγορές καύσιμων από ξύλο.

4.8

Η αγορά καύσιμων είναι παγκόσμια και ο ηλεκτρισμός μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες ποσότητες πέραν των συνόρων των χωρών. Η Ευρώπη όμως δεν είναι — και δεν μπορεί να γίνει- πλήρως αυτάρκης όσον αφορά την παραγωγή ενέργειας. Για τη βελτίωση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να τεθούν στόχοι για την αύξηση της παραγωγής ενέργειας στην ΕΕ και για τη μείωση της εξάρτησής της από εισαγωγές.

5.   Καύσιμα από ξύλο και προώθηση της χρήσης τους

5.1

Το ξύλο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά τον ενεργειακό εφοδιασμό στις χώρες που έχουν μεγάλες δασικές εκτάσεις. Επειδή το δυναμικό των δασών που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία μετά βίας υπερβαίνει το 50 %, τίθεται το θέμα της χρησιμοποίησης των υποπροϊόντων και της αξιοποίησης αυτού του ανεκμετάλλευτου δυναμικού για την παραγωγή ενέργειας. Από πλευράς βιώσιμης ανάπτυξης, η ανανεώσιμη ενέργεια από ξύλο είναι πάντα προτιμότερη από την ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Συμβάλλει, επίσης, στην ορθή και βιώσιμη διαχείριση των δασών ιδιαίτερα δε κατά τη φάση αναγέννησης των δασών και της αραίωσης των νέων δασικών συστάδων.

5.2

Το ξύλο είναι φυσικός ανανεώσιμος πόρος, και τα προϊόντα ξυλείας λειτουργούν, επίσης, ως δεξαμενές άνθρακα. Η ανακύκλωση προϊόντων ξυλείας συνεχώς αυξάνεται.

5.3

Στο τέλος των διαφόρων διαδικασιών ανακύκλωσης, τα προϊόντα από ξύλο μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καύση και την παραγωγή ενέργειας. Παράλληλα, όλα τα προϊόντα της δασικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας ξυλείας μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Η δασοκομία και η παραγωγή ενέργειας αποτελούν έναν αποτελεσματικό και οικολογικό συνδυασμό.

5.4

Το ξύλο είναι κατάλληλο ως καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας σε κατοικίες, σε πολυκατοικίες, στην αστική θέρμανση, και για τις ανάγκες σε ενέργεια της βιομηχανίας. Αποτελεσματική παραγωγή ηλεκτρισμού μπορεί να επιτευχθεί από το συνδυασμό αστικής θέρμανσης ή βιομηχανικής θέρμανσης και παραγωγής ατμού, από την αποκαλούμενη δηλαδή συνδυασμένη παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας.

5.5

Ο φόρος επί του διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί το κατάλληλο μέσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ενέργειας από ξύλο στην αγορά ενέργειας. Εξάλλου, η χρήση ενέργειας από ξύλο μπορεί να αυξηθεί μέσω ενισχύσεων της παραγωγής καύσιμων, δηλαδή, με την παροχή στους ιδιοκτήτες δασών ενισχύσεων για δαπάνες υλοτομίας που συνδέονται με έργα τα οποία δεν ανταγωνίζονται τον εφοδιασμό της βιομηχανίας σε πρώτες ύλες. Ωστόσο, παρόμοιος φόρος δεν θα πρέπει να συντελέσει στη μείωση του αποθέματος σε ξυλεία διότι αυτό θα σήμαινε και περιορισμό της συμβολής των δασών στη μείωση του CO2. Συμπληρωματικά θα πρέπει να επιβραβεύονται οι ιδιοκτήτες που αυξάνουν το απόθεμα σε ξυλεία, και κατά συνέπεια τη δέσμευση του CO, με φορολογικές διευκολύνσεις.

5.6

Τα μέσα που προωθούν τη χρήση του ξύλου ως καυσίμου συμβάλλουν, επίσης, στην αύξηση της ζήτησης πρώτων υλών με βάση το ξύλο και οι οποίες, κατόπιν επεξεργασίας, μπορούν να μετατραπούν σε σανίδες για τις ανάγκες του οικοδομικού τομέα. Η θερμότητα παράγεται σε περιφερειακό επίπεδο μόνον εκεί όπου υπάρχουν ανάγκες σε ενέργεια και, κατά συνέπεια, η μηχανική δασική βιομηχανία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει ανακυκλωμένο ξύλο, πρέπει να αναπτυχθεί με τρόπο ολοκληρωμένο για την παραγωγή ενέργειας.

5.7

Η δασική βιομηχανία έχει το μόνιμο πλεονέκτημα ότι στις εγκαταστάσεις παραγωγής υπάρχει ήδη διοικητική μέριμνα, που μπορεί να αξιοποιηθεί για την απόκτηση και χρήση καύσιμων από ξύλο.

5.8

Η ανταγωνιστικότητα της ενέργειας από ξύλο μπορεί να βελτιωθεί, επίσης, με φορολογικές διευκολύνσεις, για παράδειγμα, με τη μείωση του φόρου προστιθέμενης αξίας επί των κόκκων από πολτό ξύλου, των καυσόξυλων του λιανικού εμπορίου, ή επί του ηλεκτρισμού που παράγεται από ξύλο.

5.9

Για να επιτευχθεί γρήγορα η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την καύση ξύλου, ενδείκνυται οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ξύλο να πληρώνονται σε ανταγωνιστικές τιμές. Οι επενδυτές εγκαταστάσεων παραγωγής πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκτιμούν την διαθεσιμότητα της ανανεώσιμης πρώτης ύλης από ξύλο και την αποδοτικότητα της επένδυσης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

5.10

Για την αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας ορισμένα από τα κράτη μέλη χρησιμοποίησαν συστήματα ενισχύσεων τα οποία βασίζονται σε ποσοστώσεις ή σε τιμολόγια τροφοδοσίας (ασφαλείς σταθερές τιμές για τις ανανεώσιμες ενέργειες). Τα συστήματα αυτά σε πολλές χώρες δεν είναι έτοιμα για να προωθήσουν τη χρήση ενέργειας από ξύλο. Η θέσπιση οικολογικής επισήμανσης για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κυρίως από ξύλο, θα προωθήσει τη χρήση της ενέργειας από ξύλο.

5.11

Στα πρώτα στάδια, πρέπει να ενισχυθούν οι επενδύσεις που προορίζονται για μονάδες παραγωγής ενέργειας από ξύλο καθώς και οι επενδύσεις για την αγορά μηχανημάτων και άλλου ειδικού τεχνικού εξοπλισμού που απαιτείται για την παραγωγή επειδή το κόστος κατασκευής αυτών των εγκαταστάσεων είναι πολύ υψηλό.

5.12

Πρέπει, επίσης, να ενισχυθεί η έρευνα και η ανάπτυξη. Τούτο αφορά ιδιαίτερα τη διαχείριση της δασοκομίας, της τεχνολογίας, την παραγωγή ενέργειας, και τη χρήση καύσιμων από ξύλο. Χρειάζεται να αναπτυχθούν σενάρια και προγνώσεις για τη δασοκομία, προκειμένου να διασφαλιστούν τόσο η βιωσιμότητα των δασών όσο και ο ρόλος τους για την βιοποικιλότητα. Πρέπει, επίσης, να ενθαρρυνθεί η αξιοποίηση των υποπροϊόντων της βιομηχανίας χαρτοπολτού για την παραγωγή περισσότερο επεξεργασμένων μορφών ενέργειας όπως είναι τα υγρά καύσιμα για τα αυτοκίνητα.

5.13

Η χρήση του ξύλου ως καύσιμου μπορεί να αυξηθεί, εάν τεθούν, για παράδειγμα, αυστηρά όρια για τον περιορισμό των εκπομπών θείου. Επίσης, τα καύσιμα από ξύλο μπορούν να προωθηθούν με τη φορολόγηση των εκπομπών τέφρας ή άλλων αποβλήτων που δημιουργούνται από άλλα καύσιμα.

5.14

Η αγορά καύσιμων από ξύλο και ειδικότερα των καυσόξυλων είναι τοπική, αλλά η αύξηση της χρήσης ενέργειας από ξύλο στην ΕΕ αυξάνει τις θέσεις απασχόλησης και την αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού, εφόσον ο εξοπλισμός που απαιτείται για την μηχανική ανάκτηση της ξυλείας από τα δάση είναι παρόμοιος σε όλες τις χώρες. Απαιτούνται ειδικά μηχανήματα και εξοπλισμός για να παραχθούν οι κόκκοι από πολτό ξύλου, οι μπριγκέτες (πλιθάνθρακες) και άλλα επεξεργασμένα καύσιμα από ξύλο. Για την παραγωγή ενέργειας απαιτούνται πολλοί λέβητες και άλλα εξαρτήματα, με μεγάλη οικονομική αξία και δυναμικό ανάπτυξης. Η αυξημένη χρήση ενέργειας από ξύλο παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες για εξαγωγή τεχνολογίας και εκτός ΕΕ.

5.15

Η μεταφορά τεχνολογίας και η διάδοση γνώσεων απαιτεί ευρεία ενημερωτική εκστρατεία. Η δράση αυτή μπορεί να αναληφθεί σε μεγάλο βαθμό από διάφορους ανεξάρτητους οργανισμούς. Διάφορες εκστρατείες μπορούν να χρηματοδοτηθούν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από δημόσιους πόρους.

5.16

Η αποτελεσματική χρήση των οικονομικών πόρων επιτυγχάνεται με τη λήψη αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο, όπου η ΕΕ θα έχει συντονιστικό ρόλο.

6.   Απασχόληση και ανάπτυξη της υπαίθρου

6.1

Το ξύλο είναι ένας φυσικός ανανεώσιμος πόρος που αξιοποιείται για την ανάπτυξη της υπαίθρου και για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Ο άμεσος αντίκτυπος στην απασχόληση είναι, με συντηρητικές εκτιμήσεις, πάνω από 1 000 ανθρωποέτη για 1 εκατομμύριο m3 ξυλείας και ο συνολικός αντίκτυπος είναι 1 500-2 000 ανθρωποέτη (16). Στους αριθμούς αυτούς δεν περιλαμβάνονται τα καυσόξυλα για οικιακή χρήση.

6.2

Όταν τα εισαγόμενα καύσιμα αντικαθίστανται από καύσιμα από ξύλο, σημαίνει ότι το κόστος των καύσιμων, που συνίσταται σε ξένα κεφάλαια, αντικαθίσταται από τοπική εργασία και άλλες τοπικές ή περιφερειακές εισροές. Ο συνολικός αντίκτυπος εξαρτάται από την ποσότητα των εισαγόμενων καύσιμων που μπορούν να αντικατασταθούν από καύσιμα που παράγονται σε τοπικό ή σε περιφερειακό επίπεδο.

6.3

Η αντικατάσταση εισαγόμενων καύσιμων από καύσιμα από ξύλο παρέχει πριν απ' όλα απασχόληση στον τοπικό πληθυσμό της υπαίθρου. Οι επιχειρήσεις είναι μικρές και η ανάπτυξή τους απαιτεί βελτίωση των δεξιοτήτων και αναπτυξιακές ενισχύσεις. Η ανάπτυξη δασικών εκμεταλλεύσεων και πρότυπων επιχειρήσεων είναι καθοριστικής σημασίας για την αύξηση της ξυλείας και της ξυλείας για παραγωγή ενέργειας.

6.4

Τα καυσόξυλα για οικιακή χρήση έχουν ακόμη σήμερα μεγάλη σημασία για την ύπαιθρο των νέων κρατών μελών, όπου η βιομηχανική εκμετάλλευση του ξύλου είναι πολύ περιορισμένη. Η αξιοποίηση της ενέργειας από ξύλο αποτελεί χρήσιμο συμπλήρωμα για τα υποπροϊόντα που προκύπτουν από τη λειτουργία των μικρών πριονιστηρίων.

6.5

Για να επιτευχθεί η ενεργός συμμετοχή των εκατομμυρίων μικρών ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων στην αγορά ενέργειας από ξύλο, πρέπει να συνεργαστούν με προσανατολισμό την αγορά, π.χ., με συνεταιρισμούς ή κοινοπραξίες. Τούτο θεωρείται ευρέως ότι είναι το κλειδί για την εκμετάλλευση του «κοιμώμενου» δυναμικού των δασών. Σημαντικά θα συμβάλλει, επίσης, η βελτίωση της συνεργασίας ιδιαίτερα στην αρχή της αλυσίδας παραγωγής ξυλείας καθώς και η συνεργασία των διαφόρων φορέων. Ειδικότερα, στα περισσότερα νέα κράτη μέλη αλλά και στις υποψήφιες χώρες οι οργανώσεις των ιδιοκτητών δασών δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένες. Σε πολλά από τα παλαιά κράτη μέλη, οι οργανώσεις των ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων και άλλες οργανώσεις έχουν αποδείξει ότι είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την κατάρτιση των ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων και για την παρότρυνσή τους να εμπορεύονται ανανεώσιμη ενέργεια από ξύλο στην αγορά ξυλείας. Η ορθή συνεργασία μπορεί να επιφέρει σημαντική εξοικονόμηση πόρων κατά την αγορά πρώτων υλών από ξυλεία.

6.6

Η αύξηση της χρήσης του ξύλου ως καυσίμου και η επεξεργασία του μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία πολλών νέων θέσεων απασχόλησης και στη βιομηχανία παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Οδηγία 2001/77/ΕΚ, ΕΕ L 283, 27.10.2001, σελ. 35, άρθρο 2 β.

(2)  Οδηγία 96/92/ΕΚ, ΕΕ L 27, 30/1/1997, σελ. 20-29

(3)  Οδηγία 98/30/ΕΚ, ΕΕ L 204, 21.7.1998, σελ. 1-2

(4)  COM(97) 599 τελικό, 26.11.1997

(5)  COM(2004) 366 τελικό, 26.5.2004

(6)  COM(2000) 769 τελικό, 1.12.2000

(7)  Οδηγία 2001/77/ΕΚ, ΕΕ L 283, 27.10.2001, σελ. 33-40

(8)  Οδηγία 2003/30/ΕΚ, ΕΕ L 123, 17.5.2003, σελ. 42-46

(9)  Οδηγία 2003/96/ΕΚ, ΕΕ L 283, 31.10.2003, σελ. 51-70

(10)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ, ΕΕ L 275, 25.10.2003, σελ. 32-46

(11)  Οδηγία 2004/101/ΕΚ, ΕΕ L 338, 13.11.2004, σελ. 18-23

(12)  COM(2005) 628 τελικό, 7.12.2005

(13)  Οδηγία 2004/8/ΕΚ, ΕΕ L 52, 21.2.2004, σελ. 50-56

(14)  COM(2005) 84 τελικό, 10.3.2005

(15)  CESE 1252/2005, ΕΕ C 28, 3.2.2006, σελ. 57-65.

(16)  Βλέπε κατάλογο των πηγών


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/68


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας»

(2006/C 110/12)

Με επιστολή της της 7ης Φεβρουαρίου 2005 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η βρετανική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα «Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας».

Το τμήμα «Εξωτερικές σχέσεις», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 20 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την έκθεση του εισηγητή, κ. Sharma, και του συνεισηγητή, κ. Etty.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 93 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 3 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Ιστορικό

1.1

Η παρούσα διερευνητική γνωμοδότηση καταρτίστηκε κατόπιν αιτήσεως της βρετανικής Προεδρίας. Η ανάπτυξη στρατηγικής εταιρικής σχέσης με την Κίνα συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες της βρετανικής Προεδρίας. Ο Επίτροπος κ. Mandelson τόνισε επίσης την ανάγκη να αναπτυχθούν με την Κίνα σχέσεις, οι οποίες θα βασίζονται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην έννοια μιας πιο αναπτυγμένης πλουραλιστικής κοινωνίας των πολιτών.

1.2

Η ΕΕ βασίζεται σε αξίες κοινές σε όλα τα κράτη μέλη της, τις οποίες επιβεβαιώνει και προωθεί στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι αξίες αυτές περιλαμβάνουν τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με βάση τις αξίες αυτές, η ΕΕ προσπαθεί να οικοδομήσει εταιρικές σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς, περιφερειακούς ή παγκόσμιους οργανισμούς που συμμερίζονται τις αρχές της οικουμενικότητας και του αδιαιρέτου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

1.3

Η Ευρώπη έχει μεγάλο πολιτικό και οικονομικό συμφέρον να υποστηρίξει την επιτυχή μετατροπή της Κίνας σε μια σταθερή, ευημερούσα και ανοιχτή χώρα που ασπάζεται πλήρως τη δημοκρατία, τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και το κράτος δικαίου.

1.4

Η Κίνα βίωσε μια εξαιρετικά ταχεία οικονομική ανάπτυξη και αλλαγή των κοινωνικών διαρθρώσεων, η οποία συνέβαλε μεν στην αύξηση του εισοδήματος ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού, αλλά συνοδεύθηκε από αυξανόμενες ανισότητες όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, περιβάλλοντος, υγείας και εργασίας για τις λιγότερο ευνοημένες ομάδες που έμειναν πίσω. Η ανυπαρξία διαύλων μέσω των οποίων να μπορούν οι θιγόμενοι να εκφράσουν νόμιμα και αποτελεσματικά τα δικαιώματα και τις προσδοκίες τους οδήγησε σε ένα αυξανόμενο κύμα κοινωνικής αναταραχής, που απειλεί τις ελπίδες της κινεζικής κυβέρνησης, τις οποίες συμμερίζεται πλήρως και η ΕΕ, για την ανάπτυξη μιας ευημερούσας και αρμονικής κοινωνίας.

1.5

Η ΕΟΚΕ έχει εκφράσει στο παρελθόν την άποψη ότι μια ισχυρή και ανεξάρτητη κοινωνία των πολιτών συμβάλλει σημαντικά στη χρηστή διακυβέρνηση και στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Οι επαφές της με την κοινωνία των πολιτών εκτός της ΕΕ, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, επιβεβαιώνουν αυτήν την πεποίθηση. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει, συνεπώς, την ανάπτυξη ελεύθερων, ανεξάρτητων και αντιπροσωπευτικών μη κυβερνητικών οργανώσεων των εργοδοτών, των εργαζομένων, των αγροτών, των καταναλωτών, των οικολόγων, των συνεταιρισμών κλπ. Ζητεί νομοθεσία που εγγυάται τα δικαιώματα αυτών των οργανώσεων και κύρωση και εφαρμογή στον νόμο και στην πράξη των διεθνών μέσων που καλύπτουν αυτά τα δικαιώματα. Αυτές είναι οι θεμελιώδεις απόψεις στις οποίες στηρίζεται το έντονο ενδιαφέρον της ΕΟΚΕ να συνεργαστεί τόσο με την καθιερωμένη όσο και με τη νεοεμφανιζόμενη κοινωνία των πολιτών στην Κίνα. Η ΕΟΚΕ θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των ευρωπαϊκών ομοσπονδιών των οργανώσεων που εκπροσωπούνται στους κόλπους της σε αυτή τη συνεργασία.

1.6

Σκοπός της παρούσας γνωμοδότησης είναι να εξετάσει τη φύση, τη λειτουργία και το επιχειρησιακό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Κίνα και να διατυπώσει συστάσεις που θα δώσουν τη δυνατότητα στην ευρωπαϊκή και την κινεζική κοινωνία των πολιτών να βελτιώσουν τις σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας. Πριν παρουσιάσει εν συντομία τα κυριότερα ζητήματα, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να επισημάνει ότι οι παρατηρήσεις της θα γίνουν σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού. Εάν πρόκειται για διεθνή πρότυπα υπέρ των οποίων έχουν δεσμευθεί τόσο τα κράτη μέλη της ΕΕ όσο και η Κίνα, οι παραβιάσεις αυτών των προτύπων δεν μπορούν να θεωρηθούν εσωτερική υπόθεση μιας χώρας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο σεβασμός των προτύπων στον νόμο και στην πράξη αποτελεί συλλογική ευθύνη της διεθνούς κοινότητας.

2.   Γενικές παρατηρήσεις

2.1   Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ)

2.1.1   Η θέση των ΜΚΟ στην Κίνα

2.1.1.1

Οι ΜΚΟ άρχισαν να αναπτύσσονται στην Κίνα μόνο από τότε που ξεκίνησαν οι μεταρρυθμίσεις, το 1978. Μέχρι το τέλος του 2004 στην Κίνα υπήρχαν 289.476 καταχωρημένες ΜΚΟ. Δεν είναι γνωστό πόσες από αυτές είναι αρκετά ισχυρές για να μπορέσουν να δράσουν ως εταίροι των οργανώσεων της ΕΕ. Επιπροσθέτως, υπολογίζεται ότι σήμερα λειτουργούν στη χώρα άλλες 3.000-6.500 ξένες ΜΚΟ.

2.1.1.2

Ο κινεζικός ορισμός των ΜΚΟ περιλαμβάνει οργανώσεις τόσο από την κοινωνική όσο και από την οικονομική σφαίρα, οπότε οι εμπορικές και οι βιομηχανικές ενώσεις θεωρούνται ΜΚΟ. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι ομοσπονδίες των εργοδοτών και οι συνδικαλιστικές ενώσεις αποτελούν σημαντικό τμήμα της κοινωνίας των πολιτών, αλλά δεν είναι ΜΚΟ με τη στενή έννοια του όρου.

2.1.1.3

Οι κινεζικές ΜΚΟ χωρίζονται σε «κοινωνικές οργανώσεις», οι οποίες είναι οργανώσεις με μέλη, και σε «ιδιωτικές μη επιχειρηματικές μονάδες», οι οποίες είναι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις κοινωνικών υπηρεσιών χωρίς μέλη, όπως τα ιδιωτικά σχολεία και νοσοκομεία.

2.1.1.4

Υπάρχουν οκτώ μεγάλες εθνικές κοινωνικές οργανώσεις, που συχνά αναφέρονται ειδικότερα ως «λαϊκές» ή «μαζικές» οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές, στις οποίες συγκαταλέγονται η Παν-Κινεζική Ομοσπονδία Συνδικαλιστικών Ενώσεων (ΠΚΟΣΕ), ο Σύνδεσμος Κομουνιστικής Νεολαίας (ΣΚΝ) και η Παν-Κινεζική Ομοσπονδία Γυναικών (ΠΚΟΓ), δημιουργήθηκαν στην πραγματικότητα από το κράτος και επιτελούν διοικητικές και άλλες λειτουργίες για λογαριασμό του. Η ΠΚΟΣΕ, ο ΣΚΝ και η ΠΚΟΓ λειτουργούν ως τα τμήματα εργαζομένων, νεολαίας και γυναικών του Κομουνιστικού Κόμματος, αντιστοίχως. Είναι, συνεπώς, παραπλανητικό να αποκαλούνται αυτού του είδους οι οργανώσεις ΜΚΟ.

2.1.1.5

Για να αποκτήσουν νομική ύπαρξη, οι κινεζικές ΜΚΟ πρέπει να εγκριθούν και να καταχωρηθούν από το Υπουργείο Πολιτικών Υποθέσεων ή τα τοπικά του παραρτήματα. Η καταχώρηση των ΜΚΟ διέπεται από τρεις κανονισμούς:

τον κανονισμό για την καταχώρηση και τη διαχείριση κοινωνικών οργανώσεων (1998),

τον προσωρινό κανονισμό για την καταχώρηση και τη διαχείριση ιδιωτικών μη επιχειρηματικών μονάδων (1998),

τον κανονισμό για τη διαχείριση ιδρυμάτων (2004).

2.1.1.6

Οι ισχύοντες κανονισμοί δυσχεραίνουν την καταχώρηση ορισμένων ΜΚΟ, για δύο κυρίως λόγους:

Οι ΜΚΟ υποχρεούνται να βρουν μία «επαγγελματική μονάδα διαχείρισης», η οποία θα δρα ως εποπτικός τους φορέας. Μόνο αφού λάβει την έγκριση του εποπτικού της φορέα, μπορεί μια ΜΚΟ να υποβάλει αίτηση καταχώρησης στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτικών Υποθέσεων. Ο επόπτης πρέπει να είναι κρατικό όργανο ή οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί από τέτοιο όργανο. Πρέπει επίσης να είναι «σχετικός» με τις δραστηριότητες που προτείνει η ΜΚΟ, δηλαδή να έχει αρμοδιότητες στο ίδιο πεδίο όπου λειτουργεί η ΜΚΟ. Για παράδειγμα, ένας λογοτεχνικός σύλλογος θα πρέπει να εποπτεύεται από το Γραφείο Πολιτισμού, όχι από την Επιτροπή Παιδείας. Από την άλλη πλευρά, τα κρατικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να δέχονται αιτήσεις εποπτείας από ΜΚΟ του πεδίου τους. Για παράδειγμα, το Γραφείο Πολιτισμού μπορεί να αρνηθεί την εποπτεία του σε ένα λογοτεχνικό σύλλογο που επιθυμεί να καταχωρηθεί.

ΜΚΟ με παρόμοιους τομείς αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται να συνυπάρχουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Για παράδειγμα, αν υπάρχει ήδη μία ένωση αναπήρων στο Πεκίνο, τότε δεν επιτρέπεται να καταχωρηθεί εκεί καμία νέα ένωση αυτού του είδους.

2.1.1.7

Ως αποτέλεσμα αυτών των κανόνων, πολλές ΜΚΟ στο επίπεδο της βάσης αδυνατούν να καταχωρηθούν, είτε επειδή δεν καταφέρνουν να βρουν κρατικές υπηρεσίες πρόθυμες να δράσουν ως επαγγελματική μονάδα διαχείρισής τους είτε επειδή έχει ήδη καταχωρηθεί άλλη ΜΚΟ με παρόμοια αποστολή στη γεωγραφική περιοχή όπου προτίθενται να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους. Για να αποκτήσουν νομική ύπαρξη, ορισμένες ΜΚΟ έχουν καταχωρηθεί στα Γραφεία Βιομηχανίας και Εμπορίου σαν επιχειρήσεις, παρόλο που επιδίδονται σε κοινωφελείς δραστηριότητες και που δεν είναι κερδοσκοπικές.

2.1.1.8

Μερικές ΜΚΟ, πάλι, προτιμούν να μην καταχωρηθούν καθόλου. Παρότι η μη καταχώρηση τις καθιστά παράνομες, η κυβέρνηση έχει αφήσει πολλές τέτοιες οργανώσεις ανενόχλητες, κυρίως επειδή θεωρεί τις δραστηριότητές τους αβλαβείς. Ωστόσο, το μη νόμιμο καθεστώς τους σημαίνει ότι αυτές οι ΜΚΟ είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις περιοδικές προσπάθειες της κυβέρνησης «να εκκαθαρίσει και να συμμορφώσει» τον τομέα των ΜΚΟ. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι τον τελευταίο χρόνο οι κινεζικές αρχές επιδίδονται πιο ενεργά στην παρακολούθηση και τον έλεγχο της δραστηριότητας αυτών των ΜΚΟ, πιστεύοντας ότι οι μη εγκεκριμένες ΜΚΟ είναι στην πραγματικότητα ή εν δυνάμει αντικυβερνητικές οργανώσεις, που μπορεί να αποδειχθούν αποσταθεροποιητική δύναμη.

2.1.1.9

Η ΕΟΚΕ πληροφορείται ότι αυτόν τον καιρό καταρτίζεται ένας νέος κανονισμός για τις ΜΚΟ, ο οποίος θα απαιτήσει, για πρώτη φορά, να καταχωρηθούν και όλες οι ξένες ΜΚΟ.

2.1.1.10

Συχνά στην Κίνα γίνεται διάκριση μεταξύ «οργανωμένων από την κυβέρνηση» και «λαϊκών» ΜΚΟ. Οι πρώτες (ΚΜΚΟ) ιδρύονται από την κυβέρνηση και λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις. Το προσωπικό τους συχνά μισθοδοτείται από το κράτος και στις ηγετικές τους θέσεις βρίσκονται συνήθως συνταξιούχοι κρατικοί αξιωματούχοι. Αντίθετα, οι λαϊκές ΜΚΟ ιδρύονται από μεμονωμένους πολίτες και δεν λαμβάνουν κρατική επιδότηση. Το προσωπικό τους δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν έχουν κρατικούς αξιωματούχους στις κορυφαίες διευθυντικές τους θέσεις.

2.1.1.11

Οι ΚΜΚΟ έχουν ενίοτε καλύτερες συνδέσεις με την κυβέρνηση. Λόγω των συνδέσεων αυτών, η κυβέρνηση ίσως να εμπιστεύεται τις ΚΜΚΟ περισσότερο και να υιοθετεί απέναντί τους λιγότερο παρεμβατική προσέγγιση, παρέχοντάς τους έτσι στην πράξη μεγαλύτερη αυτονομία. Οι ΚΜΚΟ έχουν επίσης καλύτερη πρόσβαση στην κυβέρνηση και περισσότερες δυνατότητες συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων.

2.1.1.12

Η συντριπτική πλειονότητα των λαϊκών ΜΚΟ επιζητεί τη συνεργασία με την κυβέρνηση αντί να τονίζει την ανεξαρτησία της. Έπειτα από πάνω από δύο δεκαετίες μεταρρύθμισης της αγοράς, η κυβέρνηση της Κίνας έχει μειώσει τον άμεσο έλεγχό της στις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες· ωστόσο, διατηρεί ακόμη σημαντική κυριαρχία σε αυτές τις σφαίρες. Χωρίς κάποιο βαθμό υποστήριξης και ενίσχυσης από τις υπηρεσίες και τους υπαλλήλους του κράτους, καμία ΜΚΟ δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Η πρόσβαση στην κυβέρνηση είναι ο μόνος τρόπος να είναι αποτελεσματικές οι ΜΚΟ, γι' αυτό οι ΜΚΟ της Κίνας εκτιμούν γενικά την πρόσβαση και την επιρροή στην κυβέρνηση περισσότερο από ό,τι την ανεξαρτησία, γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση έχει ακόμη τη δύναμη να τις ελέγξει και ότι θα χρησιμοποιήσει εάν περάσουν ορισμένα όρια.

2.1.1.13

Στη διαχείριση των ΜΚΟ, η κυβέρνηση της Κίνας ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αλληλοσυγκρουόμενους στόχους. Από τη μία πλευρά, ενθαρρύνει την ανάπτυξη ΜΚΟ, προκειμένου να τους μεταβιβάσει ορισμένες λειτουργίες, τις οποίες στο μοντέλο της σχεδιασμένης οικονομίας επιτελούσε η ίδια. Ελπίζει, για παράδειγμα, ότι οι ΜΚΟ θα μπορέσουν να μοιραστούν μαζί της το βάρος της κοινωνικής πρόνοιας και θα βοηθήσουν να κινητοποιηθούν κοινωνιακοί πόροι για να συμπληρώσουν τις κοινωνικές δαπάνες του κράτους. Από την άλλη, η κυβέρνηση φοβάται μήπως ο ακτιβισμός των ΜΚΟ εξελιχθεί σε κοινωνικά κινήματα, τα οποία ίσως την αμφισβητήσουν πολιτικά και προκαλέσουν αστάθεια. Ως αποτέλεσμα, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες η κυβέρνηση ξεκίνησε πολλές εκστρατείες «εκκαθάρισης και συμμόρφωσης» για να παγιώσει τον έλεγχό της επί των δραστηριοτήτων των ΜΚΟ όποτε αισθανόταν ότι διέφευγαν του ελέγχου της. Παρά τις περιοδικές αυτές εκστρατείες, η τάση ανάπτυξης και διεύρυνσης της κοινωνίας των πολιτών δεν ανακόπηκε, όπως μαρτυρεί η συνεχιζόμενη αύξηση του αριθμού των ΜΚΟ.

2.1.1.14

Στις επίσημες εκδόσεις, η κυβέρνηση δηλώνει ότι διευκολύνει το έργο των εκατοντάδων ξένων ΜΚΟ, που αναπτύσσουν δραστηριότητες σε πάνω από 20 διαφορετικούς τομείς στην Κίνα, χορηγώντας τους νόμιμο καθεστώς.

Ωστόσο, δείχνει επίσης έντονη ανησυχία για τις ΜΚΟ που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό και για τις εταίρους οργανώσεις τους στην Κίνα. Πολλές κινεζικές ΜΚΟ αναφέρουν ότι υπήρξαν στόχος εντατικού ελέγχου. Εφιστούν επίσης την προσοχή στο γεγονός ότι τα θέματα του περιβάλλοντος και του φύλου θεωρούνται τώρα από τις αρχές «ευαίσθητα».

2.1.1.15

Η κυριότερη δικαιολογία της κυβέρνησης είναι ότι η κοινωνική σταθερότητα και η δημιουργία μιας «αρμονικής κοινωνίας» αποτελούν απόλυτες προτεραιότητες. Τους ίδιους λόγους προβάλλει και για τις συλλήψεις αντιφρονούντων και τη λογοκρισία του Διαδικτύου. Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι δυτικές εταιρείες έχουν πωλήσει στην Κίνα εργαλεία ασφαλείας και «τοίχους προστασίας» (firewalls) για τον έλεγχο και τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και ενημέρωσης. Μερικές από αυτές τις εταιρείες έχουν φθάσει μάλιστα μέχρι το σημείο να υπογράψουν δεσμεύσεις «αυτοπειθαρχίας», όπου υπόσχονται να τηρούν τους νόμους της Κίνας για τη λογοκρισία.

2.1.1.16

Προξενεί κατάπληξη το γεγονός ότι, παρόλο που η διαφθορά αποτελεί διαδεδομένο και επίκαιρο θέμα στην Κίνα, οι τοπικές ΜΚΟ δεν έχουν αρχίσει ακόμη να ασχολούνται με αυτό το ζήτημα.

2.1.1.17

Οι ακαδημαϊκοί αποτελούν σημαντικές επαφές τόσο για τις ξένες όσο και για τις κινεζικές ΜΚΟ. Οι ξένες ΜΚΟ, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνεργάζονται συχνά μαζί τους και υποστηρίζουν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες.

2.1.1.18

Το Χονγκ Κονγκ εξακολουθεί να διαθέτει μία σφύζουσα κοινότητα ΜΚΟ, οι οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητα τόσο στην παροχή υπηρεσιών όσο και στην προάσπιση διάφορων στόχων. Και στις δύο περιπτώσεις διατηρούν επαφές με ΜΚΟ σε γειτονικές περιοχές της ηπειρωτικής Κίνας.

2.2   Ο σημερινός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας

2.2.1

Τόσο η ΕΕ όσο και η Κίνα έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν να προωθήσουν τις διεπαφές ανάμεσα στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών τους. Το «Έγγραφο πολιτικής για την ΕΕ» της Κίνας του 2003 δηλώνει ότι «θα πρέπει να ενθαρρυνθούν οι προσωπικές ανταλλαγές και οι ανταλλαγές μεταξύ των μη κυβερνητικών οργανώσεων της Κίνας και της ΕΕ».

2.2.2

Παρότι υπήρξαν ανταλλαγές μεταξύ οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της ΕΕ και της Κίνας, οι ανταλλαγές αυτές δεν έχουν ακόμη σημαντικό αντίκτυπο στις διμερείς σχέσεις. Στη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας του 2003 διατυπώνονταν αρκετές συστάσεις για την ενίσχυση του διαλόγου της κοινωνίας των πολιτών. Στο σημείο 4.7, για παράδειγμα, η ΕΟΚΕ συνιστούσε στην ΕΕ «να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει τον διάλογο μεταξύ της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, των ομάδων οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων στην Κίνα και στην ΕΕ επί θεμάτων όπως η κοινωνική δικαιοσύνη (μείωση της φτώχειας, ισότητα ευκαιριών, μεγαλύτερη συμμετοχή, περιβαλλοντική προστασία κλπ.) και να διευρύνει τον διάλογο σε θέματα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη χρηστή διακυβέρνηση και τις πολιτικές για τις μειονότητες».

2.2.3

Στο σημείο 4.14, η ΕΟΚΕ πρότεινε να μην χρησιμοποιηθούν οι μελλοντικές επισκέψεις της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής στην Κίνα «μόνο για την ενίσχυση των επαφών με το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο της Κίνας, αλλά και για την ανανέωση και τη διεύρυνση των επαφών με το σύνολο των ΜΚΟ στην Κίνα (και, ειδικότερα με τις ελεύθερες και ανεξάρτητες εξ αυτών) που δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως η υγεία και η προστασία του περιβάλλοντος, όπως ακριβώς έγινε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ιουλίου 2002».

2.2.4

Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει καμία σημαντική πρόοδος σε σχέση με αυτά τα θέματα. Κατά την επίσκεψη της ΕΟΚΕ στην Κίνα τον Οκτώβριο του 2005, οι Πρόεδροι της ΕΟΚΕ και του κινεζικού ΟΚΣ υπέγραψαν μια προσθήκη στην Κοινή Δήλωση των Προέδρων του 2002. Στην προσθήκη αυτή προτείνεται να καθιερωθεί ένας μηχανισμός ετήσιων συναντήσεων για την εντατικοποίηση των επαφών της κοινωνίας των πολιτών της ΕΕ και της Κίνας. Προτείνεται επίσης να ζητηθεί από την επόμενη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας να ζητήσει τη σύσταση Στρογγυλής Τραπέζης της Κοινωνίας των Πολιτών ΕΕ-Κίνας.

2.2.5

Οι προτάσεις αυτές αποτελούν συγκεκριμένα βήματα για την ενίσχυση των συνδέσμων μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών της ΕΕ και της Κίνας. Μπορούν δυνητικά να δώσουν στην κοινωνία των πολιτών τη δυνατότητα να διαδραματίσει πιο σημαντικό ρόλο στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας, «συμπεριλαμβανομένων των Ειδικών Διοικητικών Περιφερειών του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο».

2.2.6   Δικαιώματα των εργαζομένων, συνδικαλιστικές ελευθερίες, τριμερής διάλογος και βιομηχανικές σχέσεις

2.2.7

Η νομοθεσία για τα δικαιώματα των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες στην Κίνα είναι πιο περιοριστική από ό,τι οι κανονισμοί για τις ΜΚΟ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η ίδια η ΕΟΚΕ έχουν επιστήσει επανειλημμένα την προσοχή σε αυτούς τους περιορισμούς, που παραβιάζουν τα διεθνή πρότυπα εργασίας, υπέρ των οποίων έχουν δεσμευθεί τόσο η Κίνα όσο και τα κράτη μέλη της ΕΕ. Η Κίνα, ειδικότερα, παραβιάζει τακτικά τις Συμβάσεις αριθ. 87 και 98 της ΔΟΕ για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης.

2.2.8

Η κυβέρνηση της Κίνας ισχυρίζεται ότι υπάρχει ολοκληρωμένη νομοθεσία που καλύπτει τα δικαιώματα των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες· ωστόσο, υπάρχει σοβαρό χάσμα ανάμεσα στη νομοθεσία και στην επικρατούσα πρακτική. Η κυβέρνηση της Κίνας το αναγνώρισε αυτό πολύ πρόσφατα. Μία επιτροπή του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου της Κίνας μελέτησε την κατάσταση σε 200 επιχειρήσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο 80 % αυτών των εταιρειών τα δικαιώματα των εργαζομένων, όπως ορίζονται στη νομοθεσία, υφίστανται σοβαρές παραβιάσεις. Τα προβλήματα είναι οξύτερα στην ελαφρά βιομηχανία και στον οικοδομικό/κατασκευαστικό και στον εξορυκτικό τομέα.

2.2.9

Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, μια πλήρης συζήτηση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας πρέπει να περιλαμβάνει και τη συζήτηση αυτών των δυσκολιών. Είναι σημαντικό να εκφράσει η ΕΟΚΕ τις απόψεις της για αυτές και να διατυπώσει προτάσεις για συνεργασία ΕΕ-Κίνας σε αυτόν τον τομέα, προκειμένου να συμβάλει στη βελτίωση της κατάστασης. Οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να μελετηθούν και να συζητηθούν στο πλαίσιο της συνεργασίας ΕΟΚΕ-κινεζικού ΟΚΣ.

2.2.10

Ως μέλος της ΔΟΕ, η Κίνα οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τις Συμβάσεις αριθ. 87 και 98. Τα δικαιώματα αυτά είναι ενσωματωμένα στη Δήλωση της Φιλαδέλφειας, η οποία αποτελεί τμήμα του Συνταγματικού Χάρτη της ΔΟΕ. Οι παραβιάσεις αυτών των δικαιωμάτων από κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμα κυρώσει της Συμβάσεις 87 και 98 μπορούν να συζητηθούν στο πλαίσιο του εποπτικού συστήματος της ΔΟΕ και, πιο συγκεκριμένα, στην Επιτροπή Ελευθερίας του Συνεταιρίζεσθαι του Διοικητικού της Συμβουλίου. Βάση για τις αξιολογήσεις αυτής της επιτροπής είναι η εκτενής νομολογία για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, η οποία αναπτύσσεται εδώ και πολλές δεκαετίες και θεωρείται παγκοσμίως ότι αποτελεί αποτέλεσμα αντικειμενικών, αμερόληπτων και ανεξάρτητων νομικών αναλύσεων.

2.2.11

Η Κίνα έχει επικριθεί επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια, μερικές φορές μάλιστα έντονα, για παραβιάσεις των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τις Συμβάσεις 87 και 98. Η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στη νομοθεσία της Κίνας για τις συνδικαλιστικές ενώσεις και τη Σύμβαση 87 είναι το συνδικαλιστικό μονοπώλιο που έχει χορηγηθεί στην Παν-Κινεζική Ομοσπονδία Συνδικαλιστικών Ενώσεων (ΠΚΟΣΕ). Η Σύμβαση δεν αποκλείει την ύπαρξη μίας και μοναδικής συνδικαλιστικής ένωσης που να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργαζομένων· εάν αυτή είναι η επιθυμία των εργαζομένων, είναι απόλυτα συμβατή με το πρότυπο της ΔΟΕ. Αυτό που αντιβαίνει στη Σύμβαση είναι η διά νόμου καθιέρωση συνδικαλιστικού μονοπωλίου, η οποία καθιστά παράνομες τις προσπάθειες των εργαζομένων που επιθυμούν να συγκροτήσουν μία εναλλακτική οργάνωση εκτός του πλαισίου της ΠΚΟΣΕ.

2.2.12

Ο Νόμος για τις Συνδικαλιστικές Ενώσεις καθορίζει επίσης τον πολιτικό προσανατολισμό της μοναδικής ένωσης, ορίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οφείλει να υποστηρίζει την ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Καθιερώνει, επιπλέον, την αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», η οποία, όπως εφαρμόζεται στην Κίνα, είναι άγνωστη σε οποιαδήποτε δημοκρατική οργάνωση.

2.2.13

Νόμος για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν υπάρχει στην Κίνα. Υπάρχουν ρυθμίσεις για τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες έχουν χαρακτήρα περισσότερο διαβούλευσης παρά διαπραγμάτευσης. Οι «συλλογικές διαβουλεύσεις» θεωρούνται το καταλληλότερο μέσο για τη ρύθμιση των διαφορών συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τίποτα στις ρυθμίσεις αυτές δεν αντικατοπτρίζει τις βασικές συνιστώσες της Σύμβασης αριθ. 98 της ΔΟΕ για το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως η προαγωγή των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την κυβέρνηση και η αρχή ότι κανένα από τα διαπραγματευόμενα μέρη δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου.

2.2.14

Όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος οργάνωσης, στην πράξη δεν επιτρέπεται να υπάρχει καμία ανεξάρτητη συνδικαλιστική ένωση στην Κίνα και κάθε προσπάθεια σύστασής της καταστέλλεται σθεναρά. Οι υποκινητές τέτοιων προσπαθειών αντιμετωπίζουν σύλληψη, συνήθως ποινή φυλάκισης και μερικές φορές «αναμόρφωση μέσω της εργασίας» (εγκλεισμό σε στρατόπεδα ή ψυχιατρεία). Παρά την καταστολή αυτή, υπάρχει σαφής τάση για ανάληψη συλλογικής δράσης εκτός της ΠΚΟΣΕ, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης δραστηριοτήτων. Ανεξάρτητοι ακτιβιστές και ΜΚΟ που υποστηρίζουν τους εργαζόμενους που προσπαθούν να υπερασπιστούν τα νόμιμα δικαιώματά τους διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη του κράτους δικαίου στην Κίνα, αλλά υπέστησαν όλο και μεγαλύτερη διοικητική και αστυνομική πίεση κατά τη διάρκεια του 2005.

Η προαναφερθείσα έκθεση του Λαϊκού Κογκρέσου σημειώνει, όσον αφορά την εφαρμογή του νόμου του 1995 για τις συλλογικές συμβάσεις στην πράξη, ότι στο 80 % των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα οι συμβάσεις δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του νόμου. Εάν υπάρχει σύμβαση, η ισχύς της είναι συνήθως μικρότερη του ενός έτους. Οι συμβάσεις περιέχουν περισσότερα άρθρα για τις υποχρεώσεις των εργαζομένων παρά για τα δικαιώματά τους. Σύμφωνα με την έκθεση, η κατάσταση είναι ελαφρώς καλύτερη στις εταιρείες κρατικής ιδιοκτησίας.

2.2.15

Ένα πεδίο των δικαιωμάτων των εργαζομένων, το οποίο αναφέρεται συχνά στις διαφημίσεις για τις συνθήκες εργασίας όπου δεν υπάρχει συνδικαλιστική δραστηριότητα, είναι η υγεία και η ασφάλεια στον χώρο εργασίας. Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα είναι η εξορυκτική βιομηχανία.

2.2.16

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον πεδίο για συζήτηση και συνεργασία κατά τη διερεύνηση του ρόλου που θα μπορούσε να διαδραματίσει η κοινωνία των πολιτών στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας. Το ζήτημα της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας είναι, φυσικά, διαφορετικής φύσεως από τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η Κίνα δεν έχει κυρώσει καμία από τις σχετικές Συμβάσεις της ΔΟΕ, πολλές από τις οποίες δεν έχουν κυρωθεί άλλωστε ούτε από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Προφανώς, το δικαίωμα οργάνωσης είναι χρήσιμο για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων των πολιτικών για την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας.

2.2.17

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ επικροτεί την απόφαση της κυβέρνησης της Κίνας να διορίσει 100.000 αντιπροσωπείες ασφάλειας των εργαζομένων στα 24.000 ανθρακωρυχεία της Κίνας και την προθυμία της να συμβάλει στην κατάρτισή τους.

2.2.18

Σε σχέση με τα δικαιώματα των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ, στην αντίδρασή του στην πρώτη έκθεση της Κίνας σχετικά με την εφαρμογή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, επεσήμανε ιδιαίτερα τα ακόλουθα θέματα ανησυχίας, επιπροσθέτως της απαγόρευσης του δικαιώματος οργάνωσης και των επικίνδυνων συνθηκών εργασίας:

διακρίσεις στην απασχόληση και στο επάγγελμα,

χρήση της αναγκαστικής εργασίας ως σωφρονιστικού μέτρου, χωρίς κατηγορία, δίκη ή δυνατότητα έφεσης,

επικίνδυνη παιδική εργασία,

παραβιάσεις των δικαιωμάτων των εσωτερικά διακινούμενων εργαζομένων,

μισθούς που δεν επαρκούν για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, και το μόνιμο πρόβλημα των καθυστερήσεων πληρωμής, ιδίως στον οικοδομικό τομέα.

2.3   Οργανώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργοδοτών

2.3.1

Οι Συμβάσεις αριθ. 87 και 98 της ΔΟΕ δεν προστατεύουν μόνο τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και τα δικαιώματα των εργοδοτών. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Συνομοσπονδία Εργοδοτών της Κίνας (ΣΕΚ) προσπαθεί να αναπτύξει μερικές βασικές λειτουργίες μιας αντιπροσωπευτικής οργάνωσης των εργοδοτών. Μέχρι στιγμής η πρόοδος είναι βραδεία, αν και όχι λόγω κρατικής παρέμβασης. Οι κυριότεροι λόγοι του πολύ περιορισμένου ρόλου της είναι η οικονομική αδυναμία, η κυριαρχία των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων και η ανυπαρξία συστήματος βιομηχανικών σχέσεων στο οποίο θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Οι θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στη ΣΕΚ.

2.3.2

Η ΣΕΚ δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση να επιδοθεί πλήρως στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των μελών της. Πιστεύει ότι το Κόμμα είναι ικανό να εκπροσωπεί όλα τα συμφέροντα στην Κίνα χωρίς αντιφάσεις και, κατά συνέπεια, ορίζει τον ρόλο της με μετριοπαθείς όρους: να καθοδηγεί τα μέλη της στην εφαρμογή των μακροοικονομικών και μικροοικονομικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης, να βοηθά στην επίλυση ειδικών προβλημάτων και να ζητά δίκαιη μεταχείριση όταν είναι αναγκαίο. Η άλλη μεγάλη οργάνωση εργοδοτών, η Παν-Κινεζική Ομοσπονδία Βιομηχανίας και Εμπορίου, έχει τις ίδιες απόψεις.

Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ορισμένες νέες οργανώσεις, όπως η Παν-Κινεζική Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Επιχειρήσεων, οι οποίες εκπροσωπούν τα συμφέροντα των «νεοκαπιταλιστών». Υπάρχουν επίσης ορισμένες κοινωνικο-επαγγελματικές οργανώσεις που εκπροσωπούν ακαδημαϊκά και επαγγελματικά συμφέροντα, οι οποίες εξασφαλίζουν τη στενή σύνδεση των επαγγελματιών με την κυβέρνηση και παρέχουν ένα χώρο συνάντησης και συζήτησης ιδεών και προόδου.

2.4   Βιομηχανικές σχέσεις και τριμερής διάλογος

2.4.1

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ οφείλει να επαναλάβει την ανησυχία της για τη συνεχιζόμενη και αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία και αναταραχή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2004 εκδηλώθηκαν γύρω στις 74.000 σοβαρές διαμαρτυρίες των εργαζομένων, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 3,7 εκατομμύρια άτομα. Το 2003 η κυβέρνηση μέτρησε 58.000 ενέργειες. Από το 1994, που ήταν 10.000, ο αριθμός αυτός συνεχώς αυξάνεται. Η ευρεία κοινωνική αναταραχή αποτελεί σημαντική απειλή για τη σταθερότητα. Προφανώς, το Κόμμα και η κυβέρνηση εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η συνεχιζόμενη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και οι προσπάθειές τους να περιορίσουν τις πιο κραυγαλέες ανισότητες θα είναι αποδεκτές από το εργατικό δυναμικό της Κίνας. Έτσι, πρέπει να ακροβατούν ανάμεσα στη ραγδαία ανάπτυξη και τη σταθερότητα.

2.4.2

Η ΕΟΚΕ παραμένει πεπεισμένη ότι η ανάπτυξη από νωρίς ενός σύγχρονου συστήματος βιομηχανικών σχέσεων με ελεύθερους και ανεξάρτητους φορείς είναι μία από τις κρίσιμες διασφαλίσεις της σταθερής οικονομικής μετάβασης. Οι γνήσιες τριμερείς διαβουλεύσεις, που συμφωνούν με τον ορισμό της Σύμβασης αριθ. 144 της ΔΟΕ, ο οποίος βασίζεται στην έννοια των αυτόνομων οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ακρογωνιαίο λίθο αυτού του συστήματος.

2.4.3

Υπό τις παρούσες συνθήκες, ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία ανάπτυξης αυτού του συστήματος δεν μπορεί να είναι παρά πολύ περιορισμένος.

Από την πλευρά των εργοδοτών, οι θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών και το Ευρωπαϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο στο Πεκίνο θα μπορούσαν να συμμετάσχουν περισσότερο σε αυτή τη διαδικασία. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχουν επιδείξει μεγάλη δέσμευση. Ίσως το μέσο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, για το οποίο η κυβέρνηση της Κίνας έχει δείξει κάποιο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα, να μπορέσει να διαδραματίσει κάποιο ρόλο.

Οι συνδικαλιστικές ενώσεις στην ΕΕ είναι γενικά απρόθυμες να συνεργαστούν με την ΠΚΟΣΕ όσο η οργάνωση αυτή δεν φαίνεται διατεθειμένη να εισέλθει στον χώρο της εκπροσώπησης των συμφερόντων των μελών τους. Υπάρχει ενδιαφέρον για την υποστήριξη δραστηριοτήτων στην Κίνα σε σχέση με την ενημέρωση των εργαζομένων για τα δικαιώματά τους, την κατάρτισή τους σε πεδία όπως η επαγγελματική υγεία και ασφάλεια και την παροχή νομικής συνδρομής στο δικαστήριο. Μερικές φορές υπάρχει συνεργασία με τοπικές ΜΚΟ. Αν οι δραστηριότητες αυτές οδηγήσουν τελικά στην καθιέρωση κατάλληλου συστήματος βιομηχανικών σχέσεων, τότε αποτελούν τα πρώτα (και αναγκαστικά πολύ επιφυλακτικά) βήματα μιας πολύ μακράς πορείας.

3.   Συμπεράσματα και συστάσεις

3.1

Είναι σαφές ότι δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθεί ουσιαστική συνεργασία της ΕΕ και της Κίνας στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Οι δύο πολιτισμοί και τα δύο πολιτικά συστήματα είναι πολύ διαφορετικά και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πολύ καλή αλληλοκατανόηση. Όσο έχουν έτσι τα πράγματα, υπάρχει κίνδυνος να απαντήσει η Κίνα στις ανησυχίες της ΕΕ λέγοντας ότι η δική μας εμπειρία δεν έχει σχέση με την εκεί κατάσταση: το να της λέμε να «μας μοιάσει περισσότερο» δεν θα αποδώσει. Ωστόσο, η συνεργασία θα είναι επωφελής και πρέπει να ξεκινήσει.

3.2

Η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει καλύτερα τον περίπλοκο τρόπο ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών στην Κίνα. Παρότι η έμφαση στη συνεργασία με πραγματικά ανεξάρτητες οργανώσεις της κινεζικής κοινωνίας των πολιτών είναι κατανοητή και θα πρέπει να διατηρηθεί, η ΕΕ πρέπει να καταλάβει ότι ακόμη και οι λαϊκές (σε αντιδιαστολή προς τις οργανωμένες από την κυβέρνηση) ΜΚΟ συχνά έχουν άτυπους δεσμούς με την κυβέρνηση και αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην πρόσβαση στην κυβέρνηση παρά στη δική τους ανεξαρτησία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να διερευνά το δυναμικό ορισμένων μαζικών κρατικών οργανώσεων, όπως η Παν-Κινεζική Ομοσπονδία Γυναικών, για την προαγωγή της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στην Κίνα. Τα τελευταία χρόνια οι κρατικές ΜΚΟ (ΚΜΚΟ), οι μαζικές οργανώσεις και τα τοπικά τους παραρτήματα ξεκίνησαν μερικές νέες πρωτοβουλίες και καινοτόμα σχέδια σε αυτά τα μέτωπα.

3.3

Συνιστάται, συνεπώς, να υιοθετήσει η ΕΕ μια πολυσχιδή προσέγγιση και να συνεργαστεί ταυτόχρονα με διάφορους τύπους ΜΚΟ, αναπτύσσοντας διαφορετικό τρόπο συνεργασίας με την καθεμία ανάλογα με τη δύναμη και την αρμοδιότητά της. Θα πρέπει, επίσης, να διευρύνει τις επαφές της με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στο περιφερειακό και το τοπικό επίπεδο.

Η πρόσθετη συμφωνία για την ενίσχυση της συνεργασίας των ευρωπαϊκών Οικονομικών και Κοινωνικών Συμβουλίων (ΟΚΣ) και του κινεζικού ομολόγου τους προσπαθεί να εντατικοποιήσει τις σχέσεις εργασίας τους καθιερώνοντας ετήσιες συναντήσεις προεδρικού επιπέδου, όπου η αντιπροσωπεία κάθε πλευράς θα αποτελείται από εκπροσώπους διάφορων οικονομικών και κοινωνικών συνιστωσών της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών. Περιλαμβάνει, επίσης, την κοινή πρόταση να ζητηθεί από τη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας να συστήσει διμερή Στρογγυλή Τράπεζα με βάση την υφιστάμενη συνεργασία των ευρωπαϊκών και του κινεζικού ΟΚΣ. Αν γίνει δεκτή αυτή η πρόταση, συνιστάται να μην περιλαμβάνει η κινεζική αντιπροσωπεία μόνο μέλη των κρατικών οργανώσεων, αλλά και σημαντική εκπροσώπηση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και να προβλέπεται η δυνατότητα των εκπροσώπων να συναντούν ανεξάρτητες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στο περιθώριο των συνεδριάσεων της Στρογγυλής Τραπέζης.

3.4

Όσον αφορά το κράτος δικαίου στην Κίνα, πολλοί εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών που συναντήθηκαν με την αντιπροσωπεία της ΕΟΚΕ συνέστησαν να δοθεί προτεραιότητα στην επιβολή των υφιστάμενων νόμων και όχι στη σύνταξη νέων. Πολλά προβλήματα και ελλείψεις στη διακυβέρνηση, στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στον εκδημοκρατισμό μπορούν να αποδοθούν στην έλλειψη σεβασμού και συμμόρφωσης με τις υφιστάμενες νομικές διατάξεις. Συνιστάται, συνεπώς, στην ΕΕ, κατά την προάσπιση των βελτιώσεων σε αυτά τα πεδία, να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη σεβασμού των υφιστάμενων νόμων. Το να ζητήσει από την κυβέρνηση της Κίνας να τηρεί τους νόμους που η ίδια έχει συντάξει μπορεί να δώσει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη στην προάσπιση της ΕΕ.

3.5

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η κυβέρνηση της Κίνας παραμένει πολύ ανήσυχη για τη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας και φοβάται μήπως η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των ΜΚΟ οδηγήσει σε αστάθεια. Συνιστάται να συνεχίσει η ΕΕ τις προσπάθειές της να τονίσει στην κυβέρνηση της Κίνας ότι η σταθερότητα δεν είναι ασύμβατη με μια δυναμική κοινωνία των πολιτών, εφόσον υπάρχει σεβασμός του κράτους δικαίου. Αυτό μπορεί να το κάνει χρησιμοποιώντας δικά της παραδείγματα, ιδίως από τα νέα κράτη μέλη της από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, για να δείξει στην κυβέρνηση της Κίνας ότι μια καλά αναπτυγμένη κοινωνία των πολιτών μπορεί να συντελέσει στη βελτίωση της διακυβέρνησης και στην αύξηση της σταθερότητας.

3.6

Δεδομένης της άκρας ευαισθησίας των εργασιακών θεμάτων στην Κίνα αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση της Κίνας ίσως να μην είναι πρόθυμη να χαλαρώσει τον έλεγχό της επί των οργανώσεων των εργαζομένων. Μόνο εάν θίγεται συστηματικά στον διεθνή διάλογο με την Κίνα το βασικό ζήτημα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, μπορούμε να ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση θα χαλαρώσει την πυγμή της επί των συνδικαλιστικών ενώσεων.

3.7

Ενόψει της βούλησης της κινεζικής κυβέρνησης να αναπτυχθούν εμπορικές και βιομηχανικές ενώσεις, συνιστάται να επωφεληθεί η ΕΕ από αυτή την ευκαιρία για να βοηθήσει τις εμπορικές και βιομηχανικές ενώσεις της Κίνας να διδαχθούν από την πείρα των ευρωπαϊκών ομολόγων τους. Η θετική εξέλιξη σε οποιοδήποτε τμήμα της κοινωνίας των πολιτών θα μπορούσε να εξαπλωθεί τελικά και σε άλλα τμήματα.

3.8

Στο πλαίσιο της πιθανής μείωσης της αναπτυξιακής βοήθειας της ΕΕ για την Κίνα, τόσο οι επικεφαλής των κινεζικών ΜΚΟ όσο και οι εκπρόσωποι των ξένων ΜΚΟ στην Κίνα υποστηρίζουν ότι η ΕΕ θα πρέπει να διατηρήσει τουλάχιστον το σημερινό επίπεδο της χρηματοδοτικής της στήριξης για τις οργανώσεις της κινεζικής κοινωνίας των πολιτών. Σήμερα οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών λαμβάνουν πολύ περιορισμένη χρηματοδοτική βοήθεια από την κυβέρνηση της Κίνας, ενώ ούτε η χορηγία δραστηριοτήτων των ΜΚΟ από τον ιδιωτικό τομέα είναι αρκετά αναπτυγμένη. Συνιστάται, συνεπώς, να εξετάσει η ΕΕ τη δυνατότητα διατήρησης ή ακόμη και αύξησης της χρηματοδοτικής της στήριξης για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Κίνα, αλλά στοχοθετώντας τη σε δράσεις που προωθούν επίσης τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η ΕΟΚΕ επικροτεί τα προγράμματα στήριξης που παρέχει και που προτείνει η Επιτροπή για την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών στην Κίνα και συνιστά στην ΕΕ να εξετάσει τη δυνατότητα αύξησης της χρηματοδοτικής της στήριξης για τις οργανώσεις της κινεζικής κοινωνίας των πολιτών, αλλά τονίζει ότι είναι σημαντικό να προβλέπεται και στήριξη για τις οργανώσεις της βάσης, με τη μορφή μικροεπιδοτήσεων με απλοποιημένη διαδικασία υποβολής αιτήσεων, μεταξύ άλλων και για την παροχή τεχνικής βοήθειας για τη σύνταξη αυτών των αιτήσεων.

3.9

Εξίσου σημαντικό είναι να συνεχιστεί η στήριξη της ΕΕ για προγράμματα αύξησης των ικανοτήτων των κινεζικών ΜΚΟ. Ο σχεδιασμός αυτών των προγραμμάτων θα πρέπει να βελτιωθεί έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ειδικές ανάγκες των κινεζικών ΜΚΟ και να περιλαμβάνει διαβούλευση μαζί τους.

3.10

Οι εκπρόσωποι της κινεζικής κοινωνίας των πολιτών υποστηρίζουν, επίσης, ότι η ΕΕ θα πρέπει να αυξήσει την επιρροή της για να προωθήσει τις εταιρικές σχέσεις μεταξύ κρατικών και επιχειρηματικών ΜΚΟ στην Κίνα. Θα πρέπει να ενθαρρύνει την κυβέρνηση της Κίνας να δημιουργήσει διαύλους μέσω των οποίων οι ΜΚΟ θα μπορούν να εκφράζουν στην κυβέρνηση τις απόψεις τους για δημόσια θέματα. Αυτό είναι ένα ζήτημα στο οποίο η ΕΕ θα πρέπει να ανταποκριθεί. Στη γνωμοδότησή της του 2003 για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας, η ΕΟΚΕ δήλωνε ότι η επιτυχής εκπροσώπηση συμφερόντων από τις ΜΚΟ μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στη βάση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (σημείο 3.13). Παρόλο που η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι περιορισμένη σήμερα στην Κίνα, υπάρχει ακόμη περιθώριο για αύξηση της συμμετοχής των ΜΚΟ στη λήψη των αποφάσεων. Η ΕΕ μπορεί να δείξει στην κυβέρνηση και στις ΜΚΟ της Κίνας πώς οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Ευρώπη επιτελούν λειτουργίες προάσπισης, παρακολουθούν τις επιδόσεις της κυβέρνησης και παρέχουν τη συμβολή τους στη δημόσια πολιτική, ώστε να μπορέσει η Κίνα να αντλήσει θετικά διδάγματα από την ευρωπαϊκή πείρα.

3.11

Παρά τους διάφορους περιορισμούς της ελευθερίας του Τύπου, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Κίνας διαδραματίζουν τα τελευταία χρόνια καθοριστικό ρόλο στην προαγωγή της ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών. Συνιστάται να διερευνήσει η ΕΕ τρόπους υποστήριξης της συνέχισης του ενεργού ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Κίνα, μεταξύ άλλων μέσω της ενδεχόμενης ανταλλαγής επισκέψεων Ευρωπαίων και Κινέζων δημοσιογράφων.

3.12

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η κοινωνία των πολιτών στο Χονγκ Κονγκ εξακολουθεί να διαδραματίζει έναν άκρως απαραίτητο ρόλο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Χονγκ Κονγκ και να χρησιμεύει ως σημαντική πηγή έμπνευσης και υποστήριξης για την κοινωνία των πολιτών στην ηπειρωτική Κίνα. Συνιστάται να διατηρηθούν οι επαφές και η συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών του Χονγκ Κονγκ.

3.13

Συνιστάται να παρακολουθεί η ΕΟΚΕ συστηματικά, μαζί με άλλες σημαντικές ευρωπαϊκές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, και να παροτρύνει να την ακολουθήσει και η Επιτροπή, τις παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το κινεζικό ΟΚΣ.

3.14

Η συζήτηση του δικαιώματος οργάνωσης και του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να κατέχει κεντρική θέση στις εργασίες της ΕΟΚΕ με το κινεζικό ΟΚΣ για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Επιτροπή πρέπει να συνεχίσει τον διάλογό της με την κυβέρνηση της Κίνας προκειμένου να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τη βαθιά καχυποψία της έναντι των «αντικυβερνητικών οργανώσεων», του «φαινομένου Αλληλεγγύη» και των «έγχρωμων επαναστάσεων». Θα πρέπει να προσπαθήσει να δώσει θετικό περιεχόμενο στα «διάφορα είδη συνεργασίας των εργαζομένων» που έχει αναγνωρίσει η Κίνα ως σημαντικό σημείο στις προτάσεις της για την οικονομική συνεργασία και το εμπόριο στο έγγραφο πολιτικής της για την ΕΕ του Οκτωβρίου 2003. Ο διαρθρωμένος διάλογος ΕΕ-Κίνας για την εργασία, την απασχόληση και τις κοινωνικές υποθέσεις, που συμφώνησαν ο Επίτροπος κ. Špidla και ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Κίνας, ίσως να παράσχει μια καλή ευκαιρία για αυτό. Η ΕΟΚΕ θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει με παρόμοιο τρόπο τις δικές της επαφές με το ΟΚΣ της Κίνας.

3.15

Η ΕΟΚΕ θα διερευνήσει τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν η εταιρική κοινωνική ευθύνη και οι διεθνείς κώδικες δεοντολογίας για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ) στη συμβολή των ξένων εταιρειών στην ανάπτυξη συστήματος βιομηχανικών σχέσεων στην Κίνα.

Συνιστάται να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι οργανώσεις των εργοδοτών και, όπου ενδείκνυται, οι ΜΚΟ στην προαγωγή πιο ασφαλών και πιο υγιεινών συνθηκών στον χώρο εργασίας.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006.

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/75


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας, οι τρόποι αντιμετώπισής της και ο ρόλος της δικαιοσύνης των ανηλίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

(2006/C 110/13)

Στις 10 Φεβρουαρίου 2005 και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα«Η πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας, οι τρόποι αντιμετώπισής της και ο ρόλος της δικαιοσύνης των ανηλίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 22 Φεβρουαρίου 2006 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. ZUFIAUR NARVAIZA.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, της 15ης και 16ης Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2006), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 98 ψήφους υπέρ, καμία ψήφο κατά και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Εισαγωγή

1.1.

Η εγκληματικότητα των νέων είναι σήμερα ένα από τα φαινόμενα που απασχολούν όλο και περισσότερο τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και αποτελεί, από τον περασμένο αιώνα, ένα από τα εγκληματολογικά προβλήματα που υφίστανται διεθνώς συνεχή παρατήρηση. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι οι συμπεριφορές των νέων συχνά αποκτούν μεγαλύτερη κοινωνική σημασία από τις συμπεριφορές των ενηλίκων, ιδίως εάν είναι αρνητικές, και έτσι δημιουργείται μια ιδιαίτερα αρνητική κοινωνική αντίληψη για τους ανήλικους παραβάτες. Είναι επίσης σκόπιμο να επισημανθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα της νεανικής εγκληματικότητας είναι οι ίδιοι οι νέοι. Η σημασία αυτή που αποδίδει η ευρωπαϊκή κοινωνία στο φαινόμενο της νεανικής εγκληματικότητας επιβάλλει να αναπτυχθούν αποτελεσματικές απαντήσεις, οι οποίες θα πρέπει να οικοδομηθούν κυρίως γύρω από τρεις πυλώνες ή γραμμές δράσης: πρόληψη, ποινικά/παιδαγωγικά μέτρα και κοινωνική επανένταξη ενσωμάτωση των ανήλικων και των νεαρών παραβατών.

1.2

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, θα πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή στον στόχο του σχεδιασμού μιας κοινής στρατηγικής για την καταπολέμηση της νεανικής εγκληματικότητας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όχι μόνο επειδή αφορά ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο τμήμα του πληθυσμού της (τους ανηλίκους και τους νέους, συχνά δε, μεταξύ αυτών, εκείνους που ανήκουν σε ομάδες με κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού), αλλά και επειδή η πρόληψη και η παρέμβαση στους ανήλικους και τους νέους παραβάτες σήμερα συνεπάγεται ήδη από μόνη της, πέρα από την προσπάθεια κοινωνικής τους επανένταξης, και πρόληψη της εγκληματικότητας των αυριανών ενηλίκων. Αν και υπάρχουν ήδη ορισμένα ευρωπαϊκά προγράμματα και πολιτικές που μπορούν να έχουν έμμεσα αντίκτυπο στην πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας (η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου τον Νοέμβριο του 1997, η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ατζέντα που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας τον Δεκέμβριο του 2000, το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Νεολαία και την Προώθηση της Ενεργού Συμμετοχής στα Κοινά που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών τον Μάρτιο του 2005 κ.ά.), όπως και διάφορες συμφωνίες και ψηφίσματα για τη νεολαία (1), που επίσης ευνοούν την ομαλή διαδικασία ένταξης αυτού του τμήματος του πληθυσμού στην τοπική του κοινωνία, λείπουν εντούτοις μέσα και μέτρα ειδικά σχεδιασμένα για το φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων.

1.3.

Η ανάλυση της κατάστασης του ζητήματος στις χώρες της ΕΕ δεν είναι απλή υπόθεση, επειδή η καθεμία ορίζει την έννοια της νεανικής εγκληματικότητας με βάση διαφορετικές παραμέτρους. Έτσι, σε ορισμένες χώρες, στην έννοια αυτή εντάσσονται οι συμπεριφορές ανηλίκων που εμπίπτουν σε κάποιο από τα σχήματα που προβλέπει η νομοθεσία ή ο ποινικός τους κώδικας. Σε άλλες χώρες, όπου το σύστημα της δικαιοσύνης των ανηλίκων οικοδομείται με βάση το πρότυπο της διαπαιδαγώγησης ή της ευημερίας, διευρύνεται το πεδίο των συμπεριφορών που διώκονται από το σύστημα δικαίου τους όταν έχουν διαπραχθεί από ανηλίκους, ώστε να συμπεριλάβει πράξεις που, αν είχαν διαπραχθεί από ενήλικες, θα διώκονταν μόνο διοικητικά ή αστικά ή και δεν θα διώκονταν καθόλου (2). Υπάρχουν, επίσης, σημαντικές διαφορές στο σύστημα των κυρώσεων: ενώ ορισμένες χώρες έχουν αναπτύξει ποινικό δίκαιο για τους ανηλίκους με ειδικό σύστημα κυρώσεων, άλλες εφαρμόζουν στους ανηλίκους τις ίδιες ποινές με τους ενήλικες, προβλέποντας εντούτοις ορισμένα όρια και ελαφρύνσεις. Σε όλα αυτά προστίθεται η διαφορετική οριοθέτηση της ηλικιακής ζώνης καταλογισμού ποινικής ευθύνης στους νέους, όπου, ενώ για το ανώτατο όριο παρατηρείται μεγαλύτερη ομοιότητα (το 18ο έτος, με δυνατότητα επέκτασης μέχρι το 21ο έτος σε ορισμένες χώρες), δεν συμβαίνει το ίδιο και για το κατώτατο όριο, όπου υπάρχουν έκδηλες διαφορές (αφού ποικίλλει ανάμεσα στο 7ο και το 16ο έτος) (3).

1.4

Λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που δημιουργούν αυτές οι αποκλίσεις, πρέπει να πούμε ότι, σύμφωνα με τις συγκριτικές στατιστικές των κρατών μελών της ΕΕ, η νεανική παραβατικότητα ανέρχεται κατά μέσον όρο στο 15 % της συνολικής γενικής παραβατικότητας, παρότι σε ορισμένες χώρες μπορεί να φθάσει μέχρι και το 22 %. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι ο αποκαλούμενος «άδηλος αριθμός» της εγκληματικότητας (ποσοστό ή αριθμός αξιόποινων πράξεων που δεν περιέρχεται σε γνώση των αρχών επίσημου κοινωνικού ελέγχου, δηλαδή της αστυνομίας και των δικαστηρίων) οφείλεται στο μεγαλύτερο μέρος του στην παραβατικότητα των ανηλίκων, κυρίως λόγω της ελαφράς κατά κανόνα φύσης των πράξεων, αλλά συχνά και επειδή τα θύματα είναι επίσης ανήλικοι και τείνουν να προσφεύγουν λιγότερο σε αυτά τα όργανα.

1.5

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που δείχνουν οι εκάστοτε στατιστικές, το βέβαιο είναι πως είναι ευρέως διαδεδομένη σήμερα στις ευρωπαϊκές χώρες η αντίληψη ότι υπάρχει προοδευτική αύξηση της νεανικής εγκληματικότητας και ότι οι παραβάσεις που διαπράττουν οι νέοι είναι όλο και πιο σοβαρές. Ενώπιον της κατάστασης αυτής, οι πολίτες ζητούν αποτελεσματικότερους μηχανισμούς ελέγχου, πράγμα που κάνει πολλές χώρες να αυξήσουν την αυστηρότητα της νομοθεσίας τους για τους ανηλίκους. Όλα αυτά συντείνουν στην αναγκαιότητα μέτρων συντονισμού και προσανατολισμού, τα οποία να διευκολύνουν την ευρωπαϊκή διαχείριση του φαινομένου, αλλά και κατάλληλων πολιτικών ενημέρωσης, οι οποίες να συντελούν στην αποδραματοποίηση της υπερβολικά αρνητικής αντίληψης, που αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο της παρούσας γνωμοδότησης, και στην τοποθέτησή της στη σωστή της βάση.

1.6

Χωρίς να υποτιμάμε επ' ουδενί τη σημασία της εξέτασης των αιτίων του φαινομένου της νεανικής εγκληματικότητας (θέμα στο οποίο αφιερώνεται, έστω και συνοπτικά, το επόμενο κεφάλαιο) ή την αναγκαιότητα εμβάθυνσης στις πολιτικές πρόληψης (στις οποίες γίνεται επίσης αναφορά σε διάφορα σημεία του παρόντος εγγράφου, αλλά οι οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσανατολίζονται προς την εξάλειψη αυτών των αιτίων), ο κύριος στόχος της παρούσας γνωμοδότησης είναι να αναλύσει, αφενός, την κατάσταση εκείνων των ανηλίκων οι οποίοι, λόγω της αντιβαίνουσας στην ποινική νομοθεσία συμπεριφοράς τους, παραπέμπονται στο αντίστοιχο σύστημα δικαιοσύνης των ανηλίκων και, αφετέρου, τα μέσα παρέμβασης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθεί η προστασία τους, η αναμόρφωσή τους και η επανένταξή τους στην κοινωνία και να αποφευχθεί έτσι η υποτροπή τους στις ίδιες αποκλίνουσες συμπεριφορές.

2.   Τα αίτια της νεανικής εγκληματικότητας

2.1

Είναι πολλά και ποικίλα τα αίτια ή οι περιστάσεις που μπορούν να κάνουν έναν ανήλικο να παρανομήσει, χωρίς ωστόσο να υπάρχει γενική συναίνεση περί αυτών μεταξύ των μελετητών του θέματος. Όμως, ξεκινώντας από εκείνα που είναι γενικά τα πλέον αποδεκτά και εστιάζοντας ειδικότερα σε εκείνα που αφορούν οικονομικούς και κοινωνικοπεριβαλλοντικούς παράγοντες — διότι αυτά κυρίως είναι ίσως τα πιο ενδιαφέροντα για τους σκοπούς της παρούσας γνωμοδότησης — μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:

2.1.1

Προέλευση των ανηλίκων από διαλυμένες οικογένειες (broken homes) ή ακόμη και περιστασιακές δυσκολίες συμβιβασμού της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής, αμφότερες καταστάσεις όπου εμφανίζονται όλο και συχνότερα περιπτώσεις αδιαφορίας και έλλειψης ορίων και ελέγχου όσον αφορά τα παιδιά. Αυτό ωθεί μερικές φορές ορισμένους νέους να προσπαθήσουν να αντισταθμίσουν αυτές τις ελλείψεις με την ένταξη σε ομάδες ή συμμορίες νέων, οι οποίες χαρακτηρίζονται και από κάποια πολύ ευδιάκριτη μορφή συγγένειας (ιδεολογική, μουσική, εθνοτική, αθλητική κλπ.), αλλά το κυριότερο χαρακτηριστικό τους είναι συνήθως η παρεκβατική συμπεριφορά. Στους κόλπους αυτού του είδους των ομάδων παράγεται υψηλό ποσοστό αντικοινωνικών (βανδαλισμοί, γκράφιτι) ή άμεσα βίαιων και εγκληματικών συμπεριφορών.

2.1.2

Κοινωνικοοικονομική περιθωριοποίηση ή φτώχεια, που επίσης δυσχεραίνει την κανονική διαδικασία κοινωνικοποίησης του ανηλίκου. Η περιθωριοποίηση αυτή εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των νέων που ανήκουν σε οικογένειες μεταναστών (με ιδιαίτερα ευάλωτους τους ασυνόδευτους ανήλικους μετανάστες) και σε ορισμένα γκέτο των μεγαλουπόλεων, συχνά τόπους με απάνθρωπο πολεοδομικό σχεδιασμό, που ευνοεί την εμφάνιση αισθημάτων άγχους και επιθετικότητας στους κατοίκους τους.

2.1.3

Συχνές απουσίες και αποτυχία στα μαθήματα, η οποία δημιουργεί ήδη στο σχολείο μια κοινωνική «ετικέτα» ή «στιγματισμό», που σε πολλές περιπτώσεις διευκολύνει τον δρόμο προς τις αντικοινωνικές συμπεριφορές ή προς την παραβατικότητα.

2.1.4

Ανεργία, τα μεγαλύτερα ποσοστά της οποίας συναντώνται μεταξύ των νέων, προξενώντας σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις απογοήτευσης και απελπισίας, οι οποίες αποτελούν επίσης πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη αποκλινουσών συμπεριφορών (4).

2.1.5

Μετάδοση εικόνων και πράξεων βίας από ορισμένες εκπομπές των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή ορισμένα βιντεοπαιχνίδια απευθυνόμενα σε ανηλίκους, η οποία συμβάλλει στον ενστερνισμό από τους ανηλίκους ενός συστήματος αξιών όπου η βία αποτελεί αποδεκτό μέσο προσφυγής.

2.1.6

Κατανάλωση ναρκωτικών και τοξικών ουσιών, η οποία σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζει τον εθισμένο να παρανομήσει για να εξασφαλίσει τα οικονομικά μέσα που θα του επιτρέψουν να ικανοποιήσει τον εθισμό του. Επιπλέον, υπό την επήρεια της κατανάλωσής τους ή των καταστάσεων στέρησης μειώνονται ή αίρονται εντελώς οι συνήθεις ανασταλτικές τροχοπέδες. Εδώ πρέπει επίσης να αναφερθεί η άμετρη κατανάλωση οινοπνεύματος (ακόμη και αν γίνεται σποραδικά), η οποία παρατηρείται με ιδιαίτερη συχνότητα κατά τη διάπραξη πράξεων βανδαλισμού και παραβάσεων κατά της οδικής ασφάλειας.

2.1.7

Διαταραχές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς, συνδεόμενες ή ανεξάρτητες από τον παράγοντα που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίες συνδυάζονται συνήθως με άλλους κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες, που κάνουν τον νέο να ενεργεί παρορμητικά ή απερίσκεπτα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους κοινωνικά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς.

2.1.8

Ανεπαρκής διδασκαλία και μετάδοση αξιών της κοινωνίας και του πολίτη, όπως ο σεβασμός των κανόνων, η αλληλεγγύη, η γενναιοδωρία, η ανοχή, ο σεβασμός των άλλων, η αίσθηση της αυτοκριτικής, η συμπόνια, η επιμελής εργασία κλπ., οι οποίες στις «παγκοσμιοποιημένες» κοινωνίες μας έχουν αντικατασταθεί με πιο ωφελιμιστικές αξίες όπως ο ατομικισμός, η ανταγωνιστικότητα και η υπέρμετρη κατανάλωση αγαθών, που προξενούν σε ορισμένες περιπτώσεις κάποια κοινωνική ανομία.

2.2

Αυτό το σύνολο παραγόντων υπάρχει λίγο-πολύ σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε κοινωνίες με υψηλό επίπεδο ευημερίας, αλλά με στοιχεία αποδιάρθρωσης και έλλειψης κοινωνικής συνοχής, τα οποία εξηγούν αυτόν τον τύπο αντικοινωνικών ή αποκλινουσών συμπεριφορών.

2.3

Για την πρόληψη της βίαιης συμπεριφοράς και την αντιμετώπιση της νεανικής εγκληματικότητας, οι κοινωνίες πρέπει να υιοθετήσουν στρατηγικές που συνδυάζουν μέτρα πρόληψης, μέτρα παρέμβασης και μέτρα καταστολής. Οι στρατηγικές πρόληψης και παρέμβασης πρέπει να στοχεύουν στην κοινωνικοποίηση και την ενσωμάτωση όλων των ανηλίκων και των νέων, πρωτίστως μέσω της οικογένειας, της κοινότητας, της ομάδας των συνομηλίκων, του σχολείου, της επαγγελματικής κατάρτισης και της ένταξης στην αγορά εργασίας.

Τα δικαστικά και κατασταλτικά μέτρα ή απαντήσεις θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να βασίζονται στις αρχές της νομιμότητας, του τεκμηρίου της αθωότητας, του δικαιώματος υπεράσπισης, των πλήρων δικονομικών εγγυήσεων, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, της αναλογικότητας και της ευελιξίας,. Τόσο η ίδια η δικαστική διαδικασία όσο και η επιλογή του μέτρου και έπειτα η εκτέλεσή του θα πρέπει να διαπνέονται από την αρχή του υπέρτατου συμφέροντος του ανηλίκου  (5).

3.   Οι περιορισμοί των παραδοσιακών συστημάτων δικαιοσύνης των ανηλίκων

3.1

Τα κλασικά συστήματα δικαιοσύνης των ανηλίκων δυσκολεύτηκαν πολύ να ανταποκριθούν και να προσαρμοστούν στη σύγχρονη μορφή της παραβατικότητας. Στην πράξη, τα ευρωπαϊκά μας συστήματα ποινικής δικαιοσύνης για ανηλίκους ήταν πραγματικά αργά, αναποτελεσματικά και ελλειμματικά από οικονομική άποψη: οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής ήταν σύνηθες φαινόμενο και το ποσοστό των υπότροπων ανηλίκων ήταν πολύ υψηλό. Ταυτόχρονα, οι παραδοσιακές πηγές ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου (σχολείο, οικογένεια, χώρος εργασίας κλπ.) προοδευτικά εξασθένιζαν.

3.2

Από το αποκαλούμενο προστατευτικό πρότυπο, που εμφανίσθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα — ένα πρότυπο πατερναλιστικό, που θεωρούσε τον ανήλικο παραβάτη κοινωνικό ασθενή, συμφύροντας και συγχέοντάς τον με άλλους απροστάτευτους ανηλίκους — ορισμένες χώρες (και ιδιαίτερα οι σκανδιναβικές) πέρασαν στο αποκαλούμενο πρότυπο της διαπαιδαγώγησης ή της ευημερίας, ένα κοινωνικό ή κοινοτικό πρότυπο απάντησης στην παραβατικότητα των νέων, το οποίο όμως, καθώς βρισκόταν στο περιθώριο του δικαστικού συστήματος, στερούσε από τον ανήλικο τις απαραίτητες δικονομικές εγγυήσεις.

3.2.1

Διάφορες διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη των ανηλίκων (οι «Στοιχειώδεις κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την απονομή δικαιοσύνης σε ανηλίκους» ή «Κανόνες του Πεκίνου» του 1985, οι «Κατευθυντήριες γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη της εγκληματικότητας των νέων» ή «Κατευθυντήριες γραμμές του Ριάντ» του 1990, οι «Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία των ανηλίκων που έχουν καταδικαστεί σε στέρηση της ελευθερίας τους» του 1990 και η Σύσταση αριθ. R (87) 20 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τις κοινωνικές αντιδράσεις στη νεανική εγκληματικότητα) συντελούν από τη δεκαετία του 1980 στην προοδευτική αλλαγή των συστημάτων δικαιοσύνης των ανηλίκων των ευρωπαϊκών χωρών, καθιερώνοντας το λεγόμενο πρότυπο της υπευθυνότητας. Στο πλαίσιο αυτής της διεργασίας πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου 1989, η οποία έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ — και έχει μετατραπεί, έτσι, σε κανόνα υποχρεωτικής εφαρμογής για αυτά τα κράτη — και η οποία αφιερώνει στο θέμα που εξετάζουμε τα άρθρα της 37 και 40. Με το πρότυπο της υπευθυνότητας επιτυγχάνεται η ενίσχυση της νομικής θέσης του ανηλίκου και η δικαιοσύνη των ανηλίκων προσεγγίζει περισσότερο την ποινική δικαιοσύνη για τους ενήλικες, αναγνωρίζοντας στον ανήλικο τα ίδια δικαιώματα και εγγυήσεις με εκείνους. Πρόκειται για σύζευξη του παιδαγωγικού και του δικαστικού στοιχείου, με την εφαρμογή ενός προτύπου που δίνει έμφαση στις εγγυήσεις και μέτρων κατ' εξοχήν παιδαγωγικού περιεχομένου. Η πρόθεση ήταν, συνοπτικά, η «διαπαιδαγώγηση μέσω της ευθύνης».

3.3

Το πρότυπο αυτό, που προέκυψε από τους προαναφερθέντες κανόνες, έχει αρχίσει να συμπεριλαμβάνεται προοδευτικά στις νομοθεσίες των 25 κρατών που απαρτίζουν σήμερα την Ένωση.

3.3.1

Το πρότυπο της υπευθυνότητας βασίζεται στις εξής αρχές:

Προτεραιότητα στην πρόληψη και όχι στην καταστολή: ο καλύτερος τρόπος καταπολέμησης της νεανικής παραβατικότητας είναι να εμποδιστεί η εμφάνιση νεαρών παραβατών, πράγμα για το οποίο απαιτούνται κατάλληλα προγράμματα κοινωνικής, επαγγελματικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής αρωγής (μεταξύ των οποίων δεν πρέπει να λησμονούμε εκείνα που έχουν στόχο να διευκολύνουν και να καταστήσουν πιο προσιτή την κατάλληλη χρήση του ελεύθερου χρόνου και των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων).

Πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο αναγκαίο η χρήση του παραδοσιακού δικαστικού συστήματος και να εφαρμοστούν νέα συστήματα δικαιοσύνης, ειδικά επικεντρωμένα και σχεδιασμένα για το φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων, αφήνοντας σε άλλους τομείς (της περίθαλψης και της πρόνοιας) την αντιμετώπιση άλλων καταστάσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν οι ανήλικοι (εγκατάλειψη, κακοποίηση, αδυναμία προσαρμογής κλπ.).

Μείωση της τιμωρητικής παρέμβασης του κράτους με ταυτόχρονη ενεργοποίηση προληπτικών στρατηγικών στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας για τους ανηλίκους, της κοινωνικής πολιτικής, της αγοράς εργασίας, της προσφοράς ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων και της δημοτικής πολιτικής γενικά και παράλληλη ενίσχυση του ρόλου της κοινότητας και άλλων ομάδων της κοινωνικής ζωής (όπως η οικογένεια, οι κοινωνικοί λειτουργοί, το σχολείο, η τοπική κοινότητα, οι κοινωνικές οργανώσεις κ.ά.) στην επίλυση της σύγκρουσης και στην αναζήτηση βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων.

Μείωση των στερητικών της ελευθερίας μέτρων ή κυρώσεων στο ελάχιστο δυνατό και περιορισμός τους μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Αύξηση της ευελιξίας και της διαφοροποίησης της ποινικής αντίδρασης, με ευέλικτα μέτρα τα οποία να μπορούν να προσαρμόζονται στην κατάσταση του ανηλίκου και να διαμορφώνονται ανάλογα με τις συνθήκες, την εξέλιξη και την πρόοδο της αντιμετώπισης ή της εκτέλεσης του μέτρου, ως εναλλακτικές επιλογές αντί της στέρησης της ελευθερίας.

Εφαρμογή στους ανήλικους παραβάτες όλων των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων που αναγνωρίζονται στους ενήλικες στην ποινική διαδικασία (σωστή, αμερόληπτη και δίκαιη δίκη).

Επαγγελματική κατάρτιση και εξειδίκευση των οργάνων επίσημου κοινωνικού ελέγχου που συμμετέχουν στο σύστημα δικαιοσύνης των ανηλίκων. Είναι από κάθε άποψη απαραίτητο να παρασχεθεί ειδική κατάρτιση σε όλους τους παράγοντες που συμμετέχουν στην απονομή δικαιοσύνης σε ανηλίκους (αστυνομία, δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους και επαγγελματίες που εκτελούν τις κυρώσεις).

4.   Οι νέες τάσεις της δικαιοσύνης των ανηλίκων

4.1

Υπάρχουν, λοιπόν, άλλες δυνατές εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας, πέρα από το παραδοσιακό σύστημα του εγκλεισμού. Έτσι, οι νέοι διεθνείς προσανατολισμοί στρέφονται — χωρίς να καταργούν τα απαραίτητα παιδαγωγικά μέτρα στέρησης της ελευθερίας όταν είναι απολύτως απαραίτητο — προς συστήματα υποκατάστασης ή συμπλήρωσής τους, ώστε η αντιμετώπιση των ανηλίκων να είναι πιο αποτελεσματική και, προπαντός, πιο παιδαγωγική για την προσωπική και την κοινωνικοεπαγγελματική τους ανάπτυξη.

4.2

Οι ευρωπαϊκές ορθές πρακτικές στον τομέα της δικαιοσύνης των ανηλίκων μπορούν να χωριστούν σε τρεις κύριους άξονες: την πρόληψη, την παιδαγωγική παρέμβαση στην τοπική κοινότητα του ανηλίκου ή σε κέντρα και την κοινωνικοεπαγγελματική ενσωμάτωση.

4.2.1

Αφήνοντας κατά μέρος την πρόληψη, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει, η παιδαγωγική παρέμβαση θα πρέπει να παρέχεται κατά προτίμηση σε υπηρεσίες ή ιδρύματα του ίδιου κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου και να προσπαθεί να του χορηγήσει εκείνες τις δεξιότητες ή τις ανάγκες κατάρτισης των οποίων η έλλειψη τον έκανε να έρθει σε σύγκρουση με το ποινικό δίκαιο στο παρελθόν. Θα πρέπει να διεξάγεται πλήρης μελέτη του ανηλίκου από επαγγελματίες διάφορων τομέων, προκειμένου να προσδιοριστεί ποιες είναι αυτές οι ελλείψεις και πώς θα του χορηγηθούν τα στοιχεία εκείνα που θα επιτρέψουν τη μείωση του κινδύνου υποτροπής στην αποκλίνουσα συμπεριφορά του. Για τον ίδιο σκοπό, απαιτείται συνεργασία και με την οικογένεια του ανηλίκου, προκειμένου να επιδιωχθεί η δέσμευση και η συμμετοχή της στη διαδικασία διαπαιδαγώγησης και επανένταξης.

4.2.2

Εξάλλου, οι ανήλικοι παραβάτες ανήκουν — μαζί με άλλες ομάδες όπως τα άτομα με αναπηρίες, οι εθνοτικές μειονότητες, οι ηλικιωμένοι κλπ. — στις κατηγορίες που υφίστανται ή κινδυνεύουν με κοινωνικό αποκλεισμό: οι ιδιαίτερες ελλείψεις και δυσκολίες τους, τις οποίες αναφέραμε ανωτέρω, τους κάνουν να χρειάζονται ειδική υποστήριξη στην αναζήτηση της προσωπικής τους αυτονομίας· διαφορετικά, καταλήγουν σε αποτυχία και στη συνακόλουθη έλλειψη προσαρμογής στο περιβάλλον, πράγμα που αυξάνει τους κινδύνους υποτροπής και ένταξης τελικά στο ποινικό σύστημα των ενηλίκων.

4.2.3

Γι' αυτό, αυτοί οι νέοι χρειάζονται βοήθεια και καθοδήγηση κατά τη διαδικασία ενσωμάτωσής τους με πολλούς και διάφορους τρόπους (ενσωμάτωση κοινωνική, πολιτιστική, γλωσσική κλπ.). Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος να διασφαλιστεί η κοινωνική ενσωμάτωση των νεαρών παραβατών, όπως δεν υπάρχουν ούτε αλάνθαστες μέθοδοι που να εγγυώνται ότι ένα απόλυτα ενταγμένο άτομο δεν μπορεί να προβεί σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ωστόσο, υπάρχει ευρεία συναίνεση ως προς την ιδέα ότι η επαγγελματική ένταξη αποτελεί βασικό τρόπο προσέγγισης των νεαρών παραβατών σε χώρους οικονομικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης και σταθερότητας.

4.3

Όσον αφορά την εξέλιξη των συστημάτων δικαιοσύνης των ανηλίκων και επιστρέφοντας σε όσα αναφέραμε στα σημεία 3.2 και 3.3, πρέπει να επισημάνουμε, πρώτον, ότι στη θέση της αποζημιωτικής αντίληψης της δικαιοσύνης (της πληρωμής για την προκληθείσα ζημία) έχει εμφανιστεί μια αντίληψη αποκατάστασης ή επανόρθωσης (restorative justice/ επανορθωτική δικαιοσύνη), η οποία γεννήθηκε με το πολιτικο-εγκληματολογικό κίνημα υπέρ του θύματος (θυματολογία) και της αποκατάστασης του ρόλου του στην ποινική διαδικασία. Η επανορθωτική δικαιοσύνη είναι μια προσέγγιση της δικαιοσύνης που περιλαμβάνει το θύμα, τον κατηγορούμενο και την κοινότητα στην αναζήτηση λύσεων για τις συνέπειες της σύγκρουσης που προκλήθηκε από την παράβαση, προκειμένου να προωθήσει την αποκατάσταση της ζημίας, τη συμφιλίωση των μερών και την ενίσχυση της έννοιας της συλλογικής ασφάλειας. Η επανορθωτική δικαιοσύνη προσπαθεί να προστατεύσει τόσο το συμφέρον του θύματος (ο δράστης πρέπει να αναγνωρίσει τη ζημία που του προξένησε και να προσπαθήσει να την αποκαταστήσει) όσο και το συμφέρον της κοινότητας (που είναι να επιτευχθεί η αναμόρφωση του δράστη, να προληφθεί η υποτροπή και να μειωθεί το κόστος της ποινικής δικαιοσύνης) και του κατηγορούμενου (αποφεύγει την είσοδο στο ποινικό σύστημα, αλλά τηρούνται οι συνταγματικές του εγγυήσεις).

4.4

Επιπλέον, η αποκατάσταση ασκεί ειδική παιδαγωγική δράση σε αυτόν τον τελευταίο, διότι, φέρνοντάς τον σε άμεση αντιπαράθεση με το θύμα, τον κάνει να προβληματιστεί σε σχέση με την ενοχή του και μπορεί να τον αποτρέψει από παρόμοιες συμπεριφορές στο μέλλον. Αποτελεί, συνεπώς, ιδανικό πρότυπο για το σύστημα δικαιοσύνης των ανηλίκων, λόγω του ελάχιστα στιγματιστικού της χαρακτήρα, της υψηλής παιδαγωγικής της αξίας και της ήσσονος κατασταλτικής της φύσης.

4.5

Εν συντομία, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η δίκη, οι τύποι των κυρώσεων και οι ποινές έχουν αλλάξει πραγματικά στο πεδίο της δικαιοσύνης των ανηλίκων. Κερδίζουν έδαφος οι μη τιμωρητικές κυρώσεις, όπως η υπηρεσία στην κοινότητα, η αποζημίωση και αποκατάσταση, η διαμεσολάβηση με το θύμα ή με την κοινότητα προέλευσης, η πρακτική επαγγελματική κατάρτιση ή οι ειδικές αγωγές για την τοξικοεξάρτηση και άλλες εθιστικές διαταραχές, όπως ο αλκοολισμός. Τα μέτρα αυτού του τύπου απαιτούν επίβλεψη και συνεχή έλεγχο της προόδου και των επιτευγμάτων του ανηλίκου. Σήμερα η χρήση αυτών των ποινών καθίσταται όλο και πιο συνηθισμένη και παίρνει πολύ συχνά τη μορφή εγκλεισμού με ανοιχτό ή ημιανοιχτό καθεστώς, επίβλεψης και συνεχούς ελέγχου, εποπτευόμενης ελευθερίας, ηλεκτρονικού ελέγχου των μετακινήσεων κ.ά. ή συνδυασμού διάφορων μέτρων. Παρ' όλα αυτά, η στέρηση της ελευθερίας, σε κέντρο αναμόρφωσης ή στη φυλακή, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη πολύ συχνά.

4.6

Από την άλλη πλευρά, η δημόσια σημασία των νέων φαινομένων που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ιδίως στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις (οργανωμένο έγκλημα, συμμορίες νέων, βανδαλισμοί στους δρόμους, βία στον αθλητισμό, παρενόχληση από τους «νταήδες» στο σχολείο, άσκηση βίας κατά των γονέων, ξενοφοβικές συμπεριφορές εξτρεμιστικών ομάδων, σύνδεση μεταξύ των νέων μορφών εγκληματικότητας και της μετανάστευσης, τοξικοεξάρτηση κλπ.) έκαναν να παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες μια τάση προς την αύξηση της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου των ανηλίκων, με την αύξηση των μέγιστων ποινών που μπορούν να επιβληθούν, την καθιέρωση διάφορων μορφών εγκλεισμού σε κέντρα κλειστού καθεστώτος ή ακόμη και την απαίτηση ορισμένων ευθυνών από τους γονείς του ανήλικου παραβάτη.

4.6.1

Πρέπει να αναφερθούν σχετικά οι μεταρρυθμίσεις του ποινικού δικαίου των ανηλίκων στις Κάτω Χώρες το 1995 και στη Γαλλία το 1996, όπως και η Criminal Justice Act του 1994 στη Βρετανία, η οποία αυξάνει από 1 σε 2 έτη τη μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε ανηλίκους 15-18 ετών και θεσπίζει τον εγκλεισμό από 6 μήνες έως 2 έτη σε κέντρα κλειστού καθεστώτος και για τους ανηλίκους 12-14 ετών. Θεσπίστηκε επίσης το αποκαλούμενο parenting order, βάσει του οποίου οι γονείς ανηλίκων που έχουν διαπράξει αδίκημα ή ανηλίκων που έχουν εγγραφεί στα αστυνομικά μητρώα, για παράδειγμα, για αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο μπορούν να υποχρεωθούν να παρακολουθούν μαθήματα μία φορά την εβδομάδα επί τρεις μήνες κατά μέγιστο όριο. Οι γονείς που αθετούν κατ' επανάληψη τις εκπαιδευτικές τους υποχρεώσεις μπορούν να τιμωρηθούν με πρόστιμο έως 1.000 στερλίνες.

4.6.2

Το πρόβλημα με τις διατάξεις αυτού του τύπου είναι ότι συνεπάγονται αποποίηση της ευθύνης από πλευράς του ανηλίκου, ενώ, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις του ποινικού δικαίου περί «υπευθυνότητας», θα έπρεπε ο ίδιος να παροτρυνθεί να προσπαθήσει να επανορθώσει ή να αντισταθμίσει τη ζημία που προξένησε. Εκτός αυτού, σε ορισμένες περιπτώσεις οι γονείς (ιδίως εκείνοι που έχουν περιορισμένα οικονομικά μέσα και άρα λιγότερες δυνατότητες προσοχής και επίβλεψης των παιδιών τους) τιμωρούνται αδικαιολόγητα, εάν δεν καταφέρουν να προσκομίσουν απόδειξη που να τους απαλλάσσει της ευθύνης. Στην πραγματικότητα, αυτό που χρειάζονται οι γονείς είναι βοήθεια για να εκπαιδεύσουν κατάλληλα τα παιδιά τους και όχι να μεταφέρεται σε αυτούς μια ενοχή που δεν τους ανήκει.

4.6.3

Σε μερικές χώρες, πάλι, επανεμφανίζονται αντιλήψεις που τη δεκαετία του 1980 θεωρούνταν ξεπερασμένες, όπως ο εγκλεισμός σε κέντρα κλειστού καθεστώτος τα οποία προορίζονται επίσης για την παροχή κοινωνικής πρόνοιας σε απροστάτευτους ανηλίκους. Επανέρχεται, δηλαδή, η ανάμιξη ανηλίκων που υπόκεινται στο σύστημα πρόνοιας και ανηλίκων που υπόκεινται στο ποινικό σύστημα για τους ανηλίκους.

5.   Η σημερινή αντιμετώπιση στους κόλπους της ΕΕ

5.1

Ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε ήδη επανειλημμένα την ευκαιρία να εξετάσει ειδικά το θέμα της δικαιοσύνης των ανηλίκων (ιδίως στην προαναφερθείσα Σύσταση αριθ. R (87) 20 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τις κοινωνικές αντιδράσεις στη νεανική εγκληματικότητα και, πιο πρόσφατα, στη Σύσταση αριθ. (2003) 20 της Επιτροπής Υπουργών σχετικά με νέους τρόπους αντιμετώπισης της νεανικής εγκληματικότητας και τον ρόλο της δικαιοσύνης των ανηλίκων  (6)), δεν συνέβη το ίδιο και με τα όργανα της ΕΕ, τα οποία το έχουν προσεγγίσει μόνο ακροθιγώς κατά την εξέταση άλλων, γενικότερων θεμάτων όπως η πρόληψη του εγκλήματος.

5.2

Τα βασικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε το αντικείμενο της παρούσας γνωμοδότησης με δύο τρόπους: βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), που αφορά τις «Διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις», και βάσει του Τίτλου XI της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ), με τίτλο«Κοινωνική πολιτική, παιδεία, επαγγελματική εκπαίδευση και νεολαία».

5.2.1

Στο πεδίο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, πρέπει να αναφερθούμε στις διατάξεις των άρθρων 29 και εξής της ΣΕΕ, που καθιερώνουν ως στόχο της Ένωσης την παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας στους πολίτες εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Στις διατάξεις αυτές προβλέπονται τρόποι διακυβερνητικής συνεργασίας για ποινικές υποθέσεις σε αστυνομικό και σε δικαστικό επίπεδο, με στόχο, μεταξύ άλλων, την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, οργανωμένης ή μη. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δημοσίευσε στις 30 Απριλίου 2004 το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την προσέγγιση, την αμοιβαία αναγνώριση και την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτό το έγγραφο διαβούλευσης, η Επιτροπή θέλει να εξετάσει αν η ύπαρξη διαφορετικών συστημάτων στην ΕΕ θέτει προβλήματα στη δικαστική συνεργασία των κρατών μελών και να εντοπίσει τους φραγμούς στην εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Το έγγραφο αυτό δεν κάνει καμία αναφορά στη νεανική εγκληματικότητα και στα συστήματα δικαιοσύνης των ανηλίκων· ωστόσο, τίποτα δεν θα εμπόδιζε να εφαρμοστούν και σε αυτά τόσο οι επιδιωκόμενοι στόχοι — οι οποίοι απαριθμούνται στην εισαγωγή του εγγράφου — όσο και οι αναφορές στις ποινές, τόσο τις στερητικές της ελευθερίας όσο και τις εναλλακτικές, και στη (δια)μεσολάβηση.

5.2.2

Μπορούμε, επίσης, να αναφέρουμε εδώ το πρόγραμμα-πλαίσιο AGIS  (7), που υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 22 Ιουλίου 2002 και το οποίο προωθεί την αστυνομική, τελωνειακή και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και στηρίζει τις προσπάθειες των επαγγελματιών, για να συμβάλει στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτικής σε αυτό το πεδίο. Δυνάμει του προγράμματος αυτού έχουν αναληφθεί ορισμένες πρωτοβουλίες για την αμοιβαία αναγνώριση των νομοθεσιών και των ορθών πρακτικών στον τομέα της εγκληματικότητας και της δικαιοσύνης των ανηλίκων.

5.2.3

Στο πλαίσιο του Τίτλου VI της ΣΕΕ θα πρέπει, ακόμη, να αναφέρουμε την απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ της 28ης Μαΐου 2001 για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του Εγκλήματος  (8), το οποίο καλύπτει μεν όλες τις μορφές εγκληματικότητας, αλλά δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην εγκληματικότητα των νέων (9), στην εγκληματικότητα των πόλεων και στην εγκληματικότητα από τα ναρκωτικά.

5.2.4

Στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, της παιδείας, της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της νεολαίας, το άρθρο 137 της ΣΕΚ υπογραμμίζει τη δράση των κοινοτικών οργάνων υπέρ της αφομοίωσης των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας προσώπων, όπως και υπέρ της καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού. Χωρίς αμφιβολία, όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, η κοινωνικοεπαγγελματική ένταξη και η κοινωνική ενσωμάτωση αποτελούν δύο θεμελιώδεις άξονες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νεανικής εγκληματικότητας. Στο πεδίο αυτό, τα διαδοχικά Ευρωπαϊκά Συμβούλια και τα κοινοτικά όργανα έχουν υιοθετήσει πολυάριθμες στρατηγικές, σχέδια και προγράμματα, μερικά από τα οποία αναφέραμε ήδη στο σημείο 1.2 και μεταξύ των οποίων πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως, λόγω της άμεσης σχέσης του με τους ανήλικους παραβάτες, το Επιχειρησιακό πρόγραμμα για την καταπολέμηση των διακρίσεων  (10), το οποίο υπάγεται στον Στόχο 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.

5.3

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την πλευρά του, έχει αναπτύξει στην πορεία του χρόνου ευρεία — αν και προγραμματικού χαρακτήρα — δραστηριότητα στο πλαίσιο της προστασίας των ανηλίκων, υιοθετώντας άφθονα σχετικά ψηφίσματα, μεταξύ των οποίων υπογραμμίζουμε τον αποκαλούμενο Ευρωπαϊκό Χάρτη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, που υιοθετήθηκε από το ΕΚ στο ψήφισμά του A3-0172/1992 της 8ης Ιουλίου και στα σημεία 8.22 και 8.23 του οποίου αναγνωρίζεται ένα σύνολο εγγυήσεων υπέρ των ανηλίκων που υποβάλλονται σε ποινική δίκη, καθώς και οι αρχές και τα κριτήρια που πρέπει να διέπουν τις επιβλητέες κυρώσεις και τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ανήλικων παραβατών.

6.   Η σκοπιμότητα ενός ευρωπαϊκού πλαισίου αναφοράς για τη δικαιοσύνη των ανηλίκων

6.1

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, μεγάλο μέρος των ευρωπαίων πολιτών βλέπει τη νεανική εγκληματικότητα με ανησυχία. Ακόμη περισσότερο, υπάρχει σαφής συνείδηση ότι πρόκειται για κοινό πρόβλημα όλων των ευρωπαϊκών χωρών και ότι θα ήταν σκόπιμο να αντιμετωπιστεί από τα όργανα της Ένωσης. Η συνείδηση αυτή αντικατοπτρίστηκε στο Ευρωβαρόμετρο του 2001 (το πρώτο που συμπεριέλαβε την εσωτερική ασφάλεια στις χώρες μέλη). Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο αυτό, ένα 45 % των ευρωπαίων πολιτών θεωρεί ότι η πολιτική για την πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας θα πρέπει να αποτελεί κοινή αρμοδιότητα των εθνικών αρχών και των οργάνων της ΕΕ.

6.2

Όπως επισημάναμε ανωτέρω, υπάρχουν ήδη διάφοροι διεθνείς κανόνες, στο πλαίσιο του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, που προσεγγίζουν το θέμα της νεανικής εγκληματικότητας και της δικαιοσύνης των ανηλίκων. Ωστόσο, η δεσμευτική τους ισχύς είναι πολύ μικρή ή μηδενική (με την εξαίρεση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που έχουμε ήδη επισημάνει) και περιλαμβάνουν μόνο μερικά κοινά ελάχιστα πρότυπα για όλη τη διεθνή κοινότητα. Ξεκινώντας ίσως από τις βάσεις που έθεσαν αυτοί οι κανόνες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου του αναπτυξιακού της επιπέδου και του μεγαλύτερου βαθμού εσωτερικής της ομοιογένειας, θα πρέπει να φιλοδοξεί και να στοχεύει στη βελτίωση και στην αύξηση της πραγματικής εφαρμογής αυτών των διεθνώς καθιερωμένων αρχών στην επικράτειά της.

6.3

Οι χώρες που απαρτίζουν την ΕΕ, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να ωφεληθούν, κατά τη διαμόρφωση των πολιτικών τους για την αντιμετώπιση της νεανικής εγκληματικότητας — με τις διάφορες συνιστώσες τους της πρόληψης, της δικαιοσύνης, της προστασίας και της ενσωμάτωσης — από τις εμπειρίες και τις ορθές πρακτικές που υπάρχουν σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως τη στιγμή που παρατηρείται όλο και μεγαλύτερη ομοιότητα στις διάφορες αιτίες και μορφές εκδήλωσης της νεανικής παραβατικότητας σε αυτά τα κράτη (τοξικοεξάρτηση, ξενοφοβικές συμπεριφορές, βία στον αθλητισμό, χρήση νέων τεχνολογιών για τη διάπραξη αδικημάτων, βανδαλισμοί στις πόλεις κλπ.).

6.4

Επίσης, παράγοντες που απορρέουν από τη διεργασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η κατάργηση των συνόρων και η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, συνάδουν με την ιδέα της σκοπιμότητας κοινών κανόνων για τη δικαιοσύνη των ανηλίκων: οι νέοι μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα μεταξύ των κοινοτικών χωρών — πόσο μάλλον μεταξύ των παραμεθόριων περιοχών, που καλύπτουν χιλιάδες χιλιόμετρα στα 25 κράτη μέλη. Η μεγαλύτερη ομοιογένεια ή/και ο μεγαλύτερος συντονισμός των σχετικών εθνικών νομοθεσιών και πολιτικών θα μπορούσε να αποτρέψει ή να περιορίσει ορισμένους νέους κινδύνους ή καταστάσεις που συνδέονται με αυτή τη μεγαλύτερη κινητικότητα (όπως, για παράδειγμα, τη δυνατότητα να καταδικαστεί ένας νεαρός παραβάτης που κατοικεί σε μία χώρα της ΕΕ για ένα αδίκημα σε μια άλλη χώρα της ΕΕ).

6.5

Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι οι χώρες συχνά «χρησιμοποιούν» τα συστήματα δικαιοσύνης τους για τους ανηλίκους σαν «τράπεζα δοκιμής» για μελλοντικές μεταρρυθμίσεις της ποινικής νομοθεσίας για τους ενήλικες, ο συντονισμός και η προσέγγιση των συστημάτων δικαιοσύνης των ανηλίκων θα μπορούσαν να διευκολύνουν, με τη σειρά τους, την προσέγγιση αυτών των εθνικών ποινικών νομοθεσιών, στόχος ο οποίος — όπως ήδη αναφέραμε — συγκαταλέγεται πλέον στους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον οποίο έχουν σημειωθεί σημαντικές εξελίξεις (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων κλπ.). Εξάλλου, στον τομέα της νεανικής εγκληματικότητας οι νομοθεσίες είναι σχετικά πρόσφατες (οι αρχαιότερες χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα), οπότε η έναρξη μιας διαδικασίας προσέγγισης δεν θα προξενούσε τόσες αντιδράσεις και τόσα προβλήματα όσα τα ποινικά συστήματα για τους ενηλίκους, τα οποία έχουν διανύσει μακρά διαδρομή και έχουν επηρεαστεί από βαθύτατα ριζωμένους ιστορικούς, πολιτιστικούς και νομικούς παράγοντες.

6.6

Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραβλεφθεί ο αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει ένα κοινοτικό πλαίσιο αναφοράς για τον περιορισμό ή την αποτροπή των τάσεων οπισθοδρόμησης στην αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας και του ποινικού συστήματος για τους ανηλίκους, οι οποίες, όπως αναφέραμε ανωτέρω, παρατηρούνται σήμερα σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ.

6.7

Σε τελική ανάλυση, τόσο από προληπτική και κοινωνική οπτική όσο και από κατασταλτική και δικαστική, τα κοινά φαινόμενα που εμφανίζονται σε αυτό το πεδίο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστούν την έναρξη μιας διαδικασίας διαμόρφωσης ενός κοινού πλαισίου για την αντιμετώπιση του θέματος. Το ζήτησε άλλωστε πρόσφατα το Συμβούλιο της Ευρώπης, επισημαίνοντας στη σύστασή του 2003 (20) «την ανάγκη να θεσπιστούν ευρωπαϊκοί κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα που εφαρμόζονται στην Κοινότητα, καθώς και ειδικοί και χωριστοί ευρωπαϊκοί σωφρονιστικοί κανόνες για τους ανηλίκους».

7.   Μερικές προτάσεις για μία ευρωπαϊκή πολιτική δικαιοσύνης των ανηλίκων

7.1

Από τα όσα εκτέθηκαν στα προηγούμενα σημεία της παρούσας γνωμοδότησης μπορούν να εξαχθούν οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές και προσανατολισμοί:

7.1.1

Σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ υπάρχουν λίγο-πολύ όμοια φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται επίσης όμοιες απαντήσεις: κρίση των παραδοσιακών πηγών ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου (οικογένεια, σχολείο, εργασία), εμφάνιση στα μεγάλα αστικά κέντρα γκέτο όπου σημαντικό ποσοστό των κατοίκων αντιμετωπίζει κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, νέες μορφές νεανικής παραβατικότητας (βία στο σπίτι και στο σχολείο, συμμορίες νέων, βανδαλισμοί στους δρόμους), κατάχρηση ναρκωτικών και οινοπνεύματος κλπ.

7.1.2

Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 και λόγω της εμφάνισης των διεθνών κανόνων που αναφέρονται στο σημείο 3.2.1 της παρούσας γνωμοδότησης, άρχισε να πραγματοποιείται μια βαθμιαία προσέγγιση των προτύπων των κρατών μελών της ΕΕ για τη δικαιοσύνη των ανηλίκων και να επικρατεί το λεγόμενο πρότυπο της υπευθυνότητας, συνήθως σε συνδυασμό με το πρότυπο της επανορθωτικής δικαιοσύνης ή της αποκατάστασης. Αυτό δεν εμποδίζει, ωστόσο, να εξακολουθούν να υπάρχουν ανάμεσά τους σημαντικές διαφορές (μεταξύ των οποίων διακρίνεται, όπως είδαμε, η διαφορετική ηλικία καταλογισμού ποινικής ευθύνης στους νέους).

7.1.3

Πολλοί και διάφοροι λόγοι, στους οποίους αναφερθήκαμε λεπτομερώς στην πορεία του παρόντος εγγράφου — παρόμοιες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές καταστάσεις μεταξύ των κρατών μελών, νομικές παραδόσεις πολύ παρεμφερείς σε ορισμένες περιπτώσεις και τουλάχιστον ασύμβατες σε άλλες, κοινωνικές πολιτικές με έμμεσο αντίκτυπο στην πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας που χρηματοδοτούνται ή υποστηρίζονται ήδη από τους κοινοτικούς προϋπολογισμούς — συνιστούν να τείνουμε προς μια βαθμιαία ομογενοποίηση των προτύπων και των συστημάτων πρόληψης, προστασίας, παρέμβασης και αντιμετώπισης του φαινομένου της νεανικής εγκληματικότητας και της δικαιοσύνης των ανηλίκων.

7.1.4

Υπάρχουν, τέλος, στο πεδίο που μας απασχολεί, διάφοροι άλλοι παράγοντες που συγκλίνουν υπέρ της σκοπιμότητας αυτής της διεργασίας προσέγγισης, συντονισμού και ανταλλαγής:

7.1.4.1

Η παρέμβαση στον τομέα της νεανικής εγκληματικότητας και της δικαιοσύνης των ανηλίκων δεν πρέπει να μένει μόνο στο νομικό επίπεδο (όπου τα διαφορετικά νομικά πρότυπα και παραδόσεις ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο στη διεργασία), αλλά να είναι πολυτομεακή και πολυοργανική και να ενσωματώνει και άλλους γνωστικούς κλάδους (όπως οι κοινωνικές επιστήμες και οι επιστήμες της συμπεριφοράς), καθώς και διάφορα όργανα, αρχές και οργανώσεις (κρατικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, διάφορες κοινωνικές υπηρεσίες, τον αστυνομικό και τον δικαστικό μηχανισμό, μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, ιδιωτικές επιχειρήσεις μέσω σχεδίων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, ενώσεις οικογενειών, οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς κλπ.), τα οποία συχνά δρουν με ελάχιστα συντονισμένο τρόπο.

7.1.4.2

Η κοινωνία των πληροφοριών, οι τεχνολογικές εξελίξεις, η διαπερατότητα των συνόρων και άλλοι ανάλογοι παράγοντες διαδραματίζουν χωρίς αμφιβολία σημαντικό ρόλο στη γενίκευση των φαινομένων που αναφέρθηκαν στο σημείο 7.1.1 (11), χωρίς ωστόσο να πρέπει να παραγνωριστεί το απλό «μεταδοτικό αποτέλεσμα» αυτών των συμπεριφορών (που ενισχύεται με την αναμετάδοση των γεγονότων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης), όλων τους αλλαγών εξαιρετικά ραγδαίων, έναντι των οποίων οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να μείνουν απαθείς.

7.2

Ξεκινώντας λοιπόν από αυτές τις βάσεις, η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμο να αναληφθούν οι ακόλουθες ενέργειες για την ανάπτυξη μιας κοινοτικής πολιτικής σχετικά με την νεανική εγκληματικότητας και τη δικαιοσύνη των ανηλίκων:

7.2.1

Κατ' αρχάς, είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε ενημερωμένα και συγκρίσιμα στατιστικά δεδομένα για την κατάσταση της νεανικής εγκληματικότητας στις 25 χώρες της ΕΕ. Θα μπορέσουμε έτσι να μάθουμε με αξιόπιστο τρόπο τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε, ποια είναι η πραγματική διάσταση του προβλήματος και ποιοι είναι οι διάφοροι τρόποι αντιμετώπισής του, λαμβάνοντας υπόψη — μεταξύ των άλλων μεταβλητών — τις ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών παραβατών.

7.2.2

Από ποιοτική άποψη, θεωρούμε επίσης σκόπιμο να υπάρχουν ορισμένα ελάχιστα κοινά πρότυπα και προσανατολισμοί για όλα τα κράτη μέλη, τα οποία να αρχίζουν από τις πολιτικές πρόληψης, να περνούν από την αστυνομική και τη δικαστική αντιμετώπιση των ανηλίκων που έχουν έρθει σε σύγκρουση με την ποινική νομοθεσία και να φθάνουν μέχρι την αναμόρφωση και την κοινωνική επανένταξη αυτών των ανηλίκων. Τα πρότυπα αυτά θα πρέπει να ξεκινούν από τις αρχές που καθορίζονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ιδιαίτερα στα άρθρα της 37 και 40, καθώς και από τις διεθνείς σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζονται στις συμβάσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.2.1 της παρούσας γνωμοδότησης, και από εκεί να προχωρήσουν στην εμβάθυνση και στην προώθηση της ανάπτυξης και της εφαρμογής τους.

7.2.3

Το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη αυτών των ελάχιστων προτύπων θα πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν ακριβέστερη γνώση των διαφορετικών καταστάσεων και εμπειριών που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη. Η διαδικασία για την απόκτηση αυτής της γνώσης μπορεί να είναι διαφορετική, αλλά θα μπορούσε να συνίσταται στη συγκέντρωση πληροφοριών μέσω ερωτηματολογίων, τα οποία θα αποσταλούν σε κάθε κράτος μέλος και θα συμπληρωθούν μέσω της διοργάνωσης συνεδριάσεων με ομάδες εμπειρογνωμόνων και επαγγελματιών ειδικευμένων σε αυτά τα θέματα, κατά τις οποίες θα πραγματοποιηθεί ανταλλαγή εμπειριών και ορθών πρακτικών. Οι συνεδριάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποκτήσουν σταθερό χαρακτήρα με τη δημιουργία ενός δικτύου εμπειρογνωμόνων, με σύνθεση και λειτουργίες προσαρμοσμένες στον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό. Τέλος, για τον καλύτερο προσανατολισμό του προβληματισμού και της συζήτησης για αυτά τα θέματα και για την επέκτασή τους σε όσο το δυνατόν περισσότερα ιδρύματα, οργανώσεις και άτομα, θα ήταν σκόπιμο να δημοσιεύσει η Επιτροπή σχετική Πράσινη Βίβλο.

7.2.4

Ταυτόχρονα με τις ενέργειες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο ή τουλάχιστον ως επόμενο σκαλοπάτι στη διαδικασία γνώσης και προσέγγισης των προτύπων δικαιοσύνης των ανηλίκων των κρατών μελών, θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ευρωπαϊκό παρατηρητήριο της νεανικής εγκληματικότητας, πράγμα που θα διευκόλυνε όχι μόνο τη μόνιμη μελέτη αυτού του φαινομένου, αλλά και τη διάδοση των αποτελεσμάτων της και την παροχή συμβουλών και υποστήριξης στις αρχές και τα ιδρύματα που είναι αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων. Θα πρέπει, δηλαδή, να εξασφαλιστεί ότι αυτές οι προσπάθειες έρευνας και γνώσης δεν θα καταλήξουν μόνο σε ακαδημαϊκά πορίσματα, αλλά θα χρησιμεύσουν ως βοηθητικά εργαλεία για την υιοθέτηση πραγματικών πολιτικών και στρατηγικών (12).

7.3

Με την επιφύλαξη όλων των ανωτέρω και δεδομένου ότι τα διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη νεανική εγκληματικότητα και τη δικαιοσύνη των ανηλίκων προσεγγίζονται με διάσπαρτο τρόπο από τις διάφορες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ελευθερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη, νεολαία, εκπαίδευση και κατάρτιση, απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις), καθίσταται απαραίτητος ο επιχειρησιακός συντονισμός όλων των εμπλεκόμενων υπουργείων και υπηρεσιών, ώστε να μπορέσει να δοθεί στο φαινόμενο της νεανικής εγκληματικότητας η πολυτομεακή και πολυοργανική αντιμετώπιση που είναι η πλέον ενδεδειγμένη, όπως έχουμε ήδη επισημάνει επανειλημμένα στην παρούσα γνωμοδότηση.

7.4

Οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το φαινόμενο της νεανικής εγκληματικότητας, όπως και ο ίδιος ο δυναμικός και μεταβαλλόμενος χαρακτήρας του, επιβάλλουν την όσο το δυνατόν πιο εξειδικευμένη κατάρτιση και τη συνεχή επιμόρφωση και ενημέρωση των επαγγελματιών και των φορέων που μετέχουν σε όλη τη διαδικασία παρέμβασης έναντι αυτών των ανηλίκων: των δικαστών, των εισαγγελέων, των δικηγόρων, των αστυνομικών, των δημόσιων υπαλλήλων, των διαμεσολαβητών, των εκπαιδευτικών, των δικαστικών επιμελητών κλπ. Τα κοινοτικά όργανα πρέπει να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το καθήκον, μέσω των μηχανισμών που έχουν ήδη αναφερθεί (δίκτυα εμπειρογνωμόνων, παρατηρητήριο κλπ.) και άλλων, συμπληρωματικών, όπως τα προγράμματα ανταλλαγής επαγγελματιών μεταξύ των κρατών μελών, η εργασία σε δίκτυο, οι νέες μορφές κατάρτισης εξ αποστάσεως όπως η ηλεκτρονική μάθηση (e-learning) κλπ. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εφαρμοστούν κοινοτικά προγράμματα, τα οποία θα προσπαθούν να καλύψουν αυτές τις ειδικές ανάγκες κατάρτισης. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η πρόοδος που θα συντελεσθεί στην ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης των ανηλίκων θα συμβάλει στην αύξηση του ενδιαφέροντος για αυτόν τον γνωστικό τομέα και θα ενθαρρύνει την εμφάνιση εξειδικευμένων μελετών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε όλη αυτή τη διαδικασία.

7.5

Δεδομένου, επίσης, ότι το πρόβλημα που εξετάζουμε έχει προφανή σύνδεση με την κοινωνία και τους πολίτες, δεν πρέπει να παραβλεφθεί σε όλη αυτή τη διαδικασία η συμμετοχή όλων εκείνων των οργανώσεων και των επαγγελματιών της κοινωνίας των πολιτών που συνδέονται άμεσα με αυτό το πεδίο (οργανώσεις του «τριτογενούς τομέα», ενώσεις, οικογένειες, ΜΚΟ κλπ.), προκειμένου να συμβάλουν στον σχεδιασμό και έπειτα στην εφαρμογή όποιων προγραμμάτων και στρατηγικών αναπτυχθούν στους κόλπους της ΕΕ.

7.6

Όσον αφορά την κοινωνική ενσωμάτωση και επανένταξη των ανήλικων και των νεαρών παραβατών (τον τρίτο πυλώνα που αναφέρεται στο σημείο 1.1), οι κοινοτικές πολιτικές που θα υιοθετηθούν θα πρέπει να λάβουν επίσης υπόψη των ρόλο των συνδικαλιστικών ενώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών και τις δικές τους ειδικές διαδικασίες διαλόγου στη θέσπιση των τρόπων που θα καταστήσουν εφικτή την κοινωνικοεργασιακή και την επαγγελματική ένταξη και ενσωμάτωση των ανηλίκων που βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού. Απαιτείται, συνεπώς, δέσμευση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, καθώς η κοινωνικοεργασιακή ενσωμάτωση είναι ένας από τους βασικούς τρόπους επανένταξης αυτών των ανηλίκων στην κοινωνία μας.

7.7

Τέλος, η ΕΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι, για να εφαρμοστούν όλες αυτές οι πολιτικές, είναι απαραίτητοι οι αντίστοιχοι δημοσιονομικοί πόροι. Γι' αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να προβλέψει κονδύλια του προϋπολογισμού για τη στήριξη της προστασίας των ανηλίκων, την πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας και την αντιμετώπιση των ανήλικων παραβατών, τόσο στο πλαίσιο των ήδη υφιστάμενων προγραμμάτων ή κονδυλίων (όπως εκείνα που αποσκοπούν στην εξάλειψη της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού ή στη στήριξη και στην κοινωνικοεργασιακή ενσωμάτωση της νεολαίας) (13) όσο και μέσω ειδικών προγραμμάτων για τους στόχους που επισημάναμε.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, για την κοινωνική ένταξη των νέων (ΕΕ C 374 της 28/12/2000)· Ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στα πλαίσια του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2000, σχετικά με το πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της νεολαίας (ΕΕ C 168 της 13/7/2002)· Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής, της 21ης Νοεμβρίου 2001, «Μια νέα πνοή για την ευρωπαϊκή νεολαία» (COM(2001) 681 τελικό)· Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο σχετικά με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη νεολαία (COM(2005) 206 τελικό).

(2)  Όπως στην περίπτωση των αποκαλούμενων πλέον «αδικημάτων λόγω κατάστασης» («status offences») όπως η φυγή από το σπίτι, η άστεγη διαβίωση στους δρόμους κλπ.

(3)  Για το ανώτατο όριο υπάρχει μεγαλύτερη προσέγγιση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς το ποινικό σύστημα για τους ανηλίκους εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις πλήρως μέχρι την ηλικία των 18 ετών, αν και υπάρχουν χώρες που προβλέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής του, σε διάφορους βαθμούς και ανάλογα με την περίπτωση, μέχρι την ηλικία των 21 ετών (Αυστρία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Πορτογαλία). Για το κατώτατο όριο, οι διαφορές της ηλικίας ποινικής ευθύνης είναι πιο έντονες: η Ιρλανδία το τοποθετεί στο 7ο έτος, η Σκωτία και η Ελλάδα στο 8ο, η Αγγλία, η Ουαλία και η Γαλλία στο 10ο, οι Κάτω Χώρες και η Πορτογαλία στο 12ο, η Πολωνία στο 13ο, η Αυστρία, η Εσθονία, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Ισπανία στο 14ο, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Φινλανδία, η Σλοβακία και η Σουηδία στο 15ο και το Βέλγιο στο 16ο. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, για τις ηλικίες μεταξύ 7 και 13-15 ετών, τα προβλεπόμενα μέτρα δεν είναι κυρίως ειπείν ποινικά ή είναι πιο ευνοϊκά από εκείνα που προβλέπονται μεταξύ αυτής της ηλικιακής ζώνης και των 18-21 ετών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποκλείεται εντελώς ο εγκλεισμός σε καταστήματα κράτησης.

(4)  Για αυτόν τον παράγοντα και για τη φτώχεια, που αναφέρθηκε στο σημείο 2.1.2, αξίζει να αναφέρουμε εδώ τη μελέτη «Thematic Study on Policy Measures concerning Disadvantaged Youth», που εκπονείται αυτόν τον καιρό από τη Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον συντονισμό του Institute for Regional Innovation and Social Research (IRIS).

(5)  Άρθρο 40 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου 1989.

(6)  Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε εδώ το Ψήφισμα (66) 25 σχετικά με μεθόδους αντιμετώπισης μικρής διαρκείας για νεαρούς παραβάτες κάτω των 21 ετών, το Ψήφισμα (78) 62 σχετικά με τη νεανική εγκληματικότητα και τις κοινωνικές αλλαγές, τη Σύσταση (88) 6 σχετικά με τις κοινωνικές αντιδράσεις στη νεανική εγκληματικότητα νέων από οικογένειες μεταναστών και τη Σύσταση (2000) 20 σχετικά με τον ρόλο της ψυχοκοινωνικής παρέμβασης σε μικρή ηλικία για την πρόληψη της εγκληματικότητας.

(7)  Το πρόγραμμα αυτό συνεχίζει και διευρύνει το έργο των παλαιότερων προγραμμάτων που εφαρμόζονταν βάσει του Τίτλου VI: Grotius II Criminal, Oisin II, Stop II, Hippocrates και Falcone.

(8)  ΕΕ L 153 της 8.6.2001

(9)  Παράδειγμα των εργασιών που αναπτύσσει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πρόληψης του Εγκλήματος είναι η έκθεση «A review of the knowledge on juvenile violence: trends, policies and responses in the EU Member States [Επισκόπηση των γνώσεων σχετικά με τη νεανική βία: τάσεις, πολιτικές και απαντήσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ]», Fitzgerald, Stevens and Hale, 2004.

(10)  Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα της εφαρμογής του στο πεδίο της δικαιοσύνης των ανηλίκων, στην Ισπανία η ΜΚΟ Fundaciσn Diagrama (φορέας που διαχειρίζεται σε πολλές Αυτόνομες Περιφέρειες δικαστικά μέτρα στέρησης της ελευθερίας που επιβάλλονται σε ανήλικους παραβάτες) συνδιαχειρίζεται με τις περιφέρειες αυτές ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα για τους ανηλίκους που εκτίουν ή έχουν εκτίσει στερητικές της ελευθερίας ποινές ή μέτρα, τα οποία έχουν επιβληθεί από το σύστημα αναμόρφωσης ανηλίκων. Ο στόχος αυτού του προγράμματος είναι να χαράξει, με εξατομικευμένο και ολοκληρωμένο τρόπο, αρχίζοντας μάλιστα πριν βγει ο ανήλικος από το κέντρο εγκλεισμού, μια διαδρομή κοινωνικοεπαγγελματικής ένταξης για αυτούς τους νέους, επιτυγχάνοντας αξιόλογα αποτελέσματα.

(11)  Είναι σκόπιμο να αναφερθεί εδώ η σημασία που είχε, όπως φαίνεται, στα γεγονότα στις πόλεις της Γαλλίας τον Νοέμβριο του 2005 η χρήση των συζητήσεων μέσω του Διαδικτύου (chat), του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των ιστολογίων (blog), των κινητών τηλεφώνων κλπ.

(12)  Ήδη στις 21 Φεβρουαρίου 2003 μία πολυμελής ομάδα ευρωβουλευτών υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόταση ψηφίσματος (Β5-0155/2003) σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου για τα φαινόμενα αποκλίνουσας συμπεριφοράς των νέων.

(13)  Παραδείγματα τέτοιων προγραμμάτων ή σχεδίων που εφαρμόζονται σήμερα είναι τα προγράμματα AGIS, ΔΑΦΝΗ II, Equal και το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για την Καταπολέμηση των Διακρίσεων.


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/83


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Η στρατηγική i2010 — Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση»

COM(2005) 229 τελικό

(2006/C 110/14)

Την 1η Ιουνίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές και κοινωνία των πληροφοριών», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, επεξεργάσθηκε τη γνωμοδότησή του στις 31 Ιανουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. LAGERHOLM.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της 15ης — 16ης Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2006), υιοθέτησε με 141 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 5 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Περίληψη

1.1

H EOKE επικροτεί την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη στρατηγική i2010 διότι τη θεωρεί σημαντική συνιστώσα για το πλαίσιο της μελλοντικής στρατηγικής σχετικά με την Κοινωνία της Πληροφορίας στην Ε.Ε. Συμφωνεί επίσης πλήρως με τις τρεις προτεραιότητες που εκτίθενται στην πρόταση, που είναι οι εξής: πρώτον, η δημιουργία ενός Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου της Πληροφορίας που θα προσφέρει καθολική πρόσβαση και πλούσιο ψηφιακό περιεχόμενο· δεύτερον, βελτίωση των επιδόσεων της έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα των Τεχνολογιών των Πληροφοριών και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και τέλος, την προβολή μιας περιεκτικής Κοινωνίας της Πληροφορίας που θα βελτιώνει την ποιότητα ζωής.

1.2

Εφόσον ο τομέας των ΤΠΕ αποτελεί σημαντικότατο σκέλος της διαδικασίας της Λισσαβόνας, η EOKE επιθυμεί να τονίσει ότι είναι ανάγκη να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες τόσο για την υποστήριξη όσο και για την άσκηση πίεσης στα κράτη μέλη — ιδίως σε εκείνα που υπολείπονται, ώστε να επιταχύνουν το ρυθμό ανάπτυξης για να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις επίτευξης των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας μέχρι το 2010. Χωρίς τη χορήγηση σημαντικών οικονομικών μέσων, κυρίως για την Ε&Α στον τομέα των ΤΠΕ, οι στόχοι που τίθενται στην ανακοίνωση δεν θα επιτευχθούν. Οι πολιτικές για την Ε&Α και την καινοτομία έχουν τεράστια σημασία τόσο για τον κλάδο των ΤΠΕ όσο και για τους χρήστες του. Η διάθεση μεγάλου κονδυλίου έχει ζωτική σημασία, όμως είναι εξίσου σημαντική η ανάγκη να εξασφαλισθεί ισχυρότατη ανταπόκριση για τα προγράμματα Ε&Α από τη βιομηχανία, προκειμένου να διασφαλισθούν μεγαλύτερα οφέλη για τους ευρωπαίους καταναλωτές.

1.3

Η ανακοίνωση αντιμετωπίζει ορθά τα ζητήματα της σύγκλισης και της διαλειτουργικότητας, τα οποία αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πτυχές της στρατηγικής για τους τελικούς χρήστες. Η ΕΟΚΕ έχει πεισθεί ότι οι ρυθμίσεις πρέπει να βελτιώνουν τη διαλειτουργικότητα ενώ θα διατηρούν τη προσέγγιση της τεχνολογικής ουδετερότητας και παρά τις δυσκολίες πρέπει να επιλύουν οποιεσδήποτε πιθανές αντιθέσεις μεταξύ διαλειτουργικότητας και τεχνολογικής ουδετερότητας. Σύμφωνα με την άποψη της ΕΟΚΕ, οι εργασίες στον τομέα της E&A και της τυποποίησης έχουν μεγάλο παραγωγικό δυναμικό και θα πρέπει να παραμείνουν στραμμένες προς την αγορά και να περιλαμβάνουν όλα τα σημαντικά εμπλεκόμενα μέρη.

1.4

Η EOKE τονίζει ότι η γεφύρωση του «ψηφιακού χάσματος» αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να υλοποιηθεί το εγγενές κοινωνικό και οικονομικό δυναμικό του τομέα των ΤΠΕ. Μόνο όταν υπάρχουν νομική και τεχνική πρόσβαση στην πληροφορία, καθολική και οικονομικά προσιτή πρόσβαση στις ευρυζωνικές υπηρεσίες, οι κατάλληλες δεξιότητες για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και όταν υπάρχουν φιλικά για το χρήστη προγράμματα θα μπορέσει να γεφυρωθεί το «ψηφιακό χάσμα». Αυτό σημαίνει επίσης ότι κατά τη χάραξη πολιτικής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των κοινωνικά μειονεκτούντων ατόμων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται μια ενταξιακή και ισότιμη κοινωνία της πληροφορίας. Είναι ανάγκη επίσης να καλλιεργηθεί ένα πνεύμα διύλισης της πληροφορίας και ελέγχου της εγκυρότητας της γνώσης. Το Εκπαιδευτικό Σύστημα της Ευρώπης δεν έχει ανταποκριθεί έως σήμερα στις ανάγκες της ψηφιακής εποχής. Γι' αυτό το λόγο, η ΕΟΚΕ συνιστά τη διασύνδεση της στρατηγικής i2010 με τη βελτίωση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων — ιδιαίτερα μέσω της ενίσχυσης της χρηματοδότησής τους. Μόνον υπό τις προϋποθέσεις αυτές, θα καταστεί δυνατή η επωφελής εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχει η κοινωνία της πληροφορίας, όχι μόνο ως προς την ανάπτυξη και την απασχόληση, αλλά και σε επίπεδο προσωπικής εξέλιξης.

1.5

Επιπλέον, η αντίληψη της καθολικής και οικονομικά προσιτής πρόσβασης πρέπει να υποστηριχθεί με συγκεκριμένη τεχνική πρόοδο, που συνίσταται στην αναβάθμιση και ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιακών υποδομών, οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας της πληροφορίας. Η ΕΟΚΕ επιθυμεί επίσης να τονίσει τη σημασία που έχει η αύξηση της επίγνωσης σχετικά με τα θέματα της ασφάλειας, εφόσον η εμπιστοσύνη στην τεχνολογία της πληροφορίας αποτελεί προϋπόθεση για τη συχνή χρήση της και έχει ιδιαίτερη σημασία για την πλήρη εκμετάλλευση του δυναμικού της όσον αφορά τον παγκόσμιο ιστό. Για να αυξηθεί η επίγνωση, οι δημόσιες αρχές σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να ενθαρρύνουν τη συνεργασία με τις επιχειρήσεις προκειμένου να παταχθεί το έγκλημα στον κυβερνοχώρο.

2.   Εισαγωγή: κύρια σημεία της πρότασης

2.1

Με την παρούσα πρόταση (COM(2005) 229 τελικό), η Επιτροπή δίνει συνέχεια στο πρόγραμμα δράσης eEurope 2005 (1), που ακολούθησε το πρόγραμμα δράσης eEurope 2002 (2). Το τελευταίο αυτό πρόγραμμα δρομολογήθηκε τον Ιούνιο 2000 για να υποστηριχθεί η στρατηγική της Λισσαβώνας προκειμένου η ΕΕ να καταστεί έως το 2010, η πιο ανταγωνιστική και η πιο δυναμική οικονομία του κόσμου, που θα βασίζεται στη γνώση, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης και μεγαλύτερη συνοχή. Η επικείμενη ολοκλήρωση του προγράμματος δράσης eEurope 2005, οι νέες προκλήσεις που συνεπάγονται οι Τεχνολογίες των Πληροφοριών και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ), επειδή ο κόσμος ωριμάζει και παγκοσμιοποιείται ολοένα και περισσότερο καθώς και η ενδιάμεση αναθεώρηση της στρατηγικής της Λισσαβώνας καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για την κατάστρωση μίας περιεκτικής και σφαιρικής στρατηγικής για την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα.

2.2

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο τομέας των ΤΠΕ αποτελεί ισχυρό μοχλό ανάπτυξης και απασχόλησης και συνεπώς διαδραματίζει καίριο ρόλο όσον αφορά τη χάραξη πολιτικών στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η ψηφιακή σύγκλιση της κοινωνίας της πληροφορίας, των υπηρεσιών των ΜΜΕ, των δικτύων και του εξοπλισμού αποτελούν σημαντική πρόκληση για την χάραξη πολιτικής, εφόσον καθιστούν απαραίτητη μία προορατική και ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση καθώς και μία πολιτική σύγκλισης, εκτός από την ικανότητα ταχείας προσαρμογής των πλαισίων των κανονιστικών ρυθμίσεων.

2.3

Η Επιτροπή προτείνει ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, i2010 — Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας 2010, καθορίζοντας τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς. Προωθείται ανοιχτή και ανταγωνιστική ψηφιακή οικονομία και υπογραμμίζονται οι ΤΠΕ ως μοχλοί κοινωνικής ένταξης και ποιότητας ζωής. Ένα βασικό στοιχείο της ανανεωμένης εταιρικής σχέσης της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση, η στρατηγική i2010 θα βασίζεται στην ολοκληρωμένη προσέγγιση της κοινωνίας της πληροφορίας και στα οπτικοακουστικά μέσα.

2.4

Η Επιτροπή, βασιζόμενη σε μία συνολική ανάλυση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία της πληροφορίας και στην ευρεία διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους για τις παλαιότερες πρωτοβουλίες και τα προηγούμενα μέσα (3), προτείνει να καθορισθούν τρεις προτεραιότητες. Ο πρώτος στόχος είναι η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου πληροφορίας που θα προσφέρει οικονομικά προσιτές και ασφαλείς ευρυζωνικές επικοινωνίες, ποικιλία και πλούσια περιεχόμενα και ψηφιακές υπηρεσίες που θα εφαρμόζουν την αρχή της διαλειτουργικότητας των εξοπλισμών και των πλατφορμών. Ο δεύτερος στόχος είναι η επίτευξη επιδόσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, όσον αφορά την έρευνα και την καινοτομία, στον τομέα των ΤΠΕ. Τέλος, ο τρίτος στόχος είναι η καταβολή προσπαθειών για την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, που θα βασίζεται στην ένταξη, θα προσφέρει δημόσιες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, και θα βελτιώνει την ποιότητα ζωής.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Στη γνωμοδότησή της για το πρόγραμμα δράσης eEurope (4), που προηγήθηκε του προτεινόμενου προγράμματος δράσης i2010, η ΕΟΚΕ διατυπώνει τις εξής παρατηρήσεις:

«Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει και θεωρεί την πρωτοβουλία eEurope ως τη σημαντικότερη και δυσκολότερη προσπάθεια της ΕΕ να εξοικειώσει τους πολίτες της και να προσαρμόσει, όσο γίνεται γρηγορότερα, τις επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς, στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η ψηφιακή εποχή και η νέα οικονομία. Τη θεωρεί, επίσης, μία προσπάθεια που δεν αποτελεί μόνο την αφετηρία, την εκκίνηση για την ως άνω εξοικείωση και προσαρμογή. Μία προσπάθεια, ενισχυτική των σχετικών διεργασιών, που ήδη αναπτύσσονται — με αργούς όμως ρυθμούς — στο επίπεδο της αγοράς και της κοινωνίας» (5).

«Η ΕΟΚΕ είναι ανυποχώρητη στη θέση της ότι όλες οι δράσεις που σχετίζονται με την προώθηση της χρήσης του Διαδικτύου, την κατάκτηση της κοινωνίας της πληροφορίας και του νέου στρατηγικού στόχου της Ένωσης θα πρέπει να έχουν ως επίκεντρό τους τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, τον ευρωπαίο πολίτη, την ευρωπαϊκή κοινωνία και οικονομία. Η κατάκτηση της κοινωνίας της πληροφορίας -προθαλάμου της κοινωνίας της γνώσης- αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο από τη στιγμή που υπηρετεί την ως άνω αρχή» (6).

«Η ΕΟΚΕ γνωρίζει και διαισθάνεται το μέγεθος και το πλήθος των προβλημάτων που συνδέονται με την ανάπτυξη του συγκεκριμένου προγράμματος δράσης. Διαισθάνεται, ειδικότερα, τις δυσκολίες που υπάρχουν στην κάλυψη των αποστάσεων και των κενών που δημιούργησε η μη έγκαιρη αντίδραση της Ευρώπης στις νέες τεχνολογικές προκλήσεις.» (7).

«Για την ΕΟΚΕ ο κίνδυνος του αποκλεισμού ατόμων, ή ομάδας ατόμων ή και ολόκληρων περιοχών από τη συνολική προσπάθεια είναι μεγάλος και πολυσύνθετος, δεδομένου ότι η πρόσβαση στις καθολικές υπηρεσίες εκτός υπολογιστή θα περιπέσει σταδιακά σε αχρηστία με την ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών μέσω υπολογιστών. Για το λόγο αυτόν η ΟΚΕ συμφωνεί με όσους προωθούν την αντίληψη να συμπεριληφθούν στο συνολικό πρόγραμμα, αλλά και στις συγκεκριμένες δράσεις, μέσα για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.» (8).

3.2

Οι παρατηρήσεις αυτές καθώς και άλλες (9) της ΕΟΚΕ σε συνδυασμό με την τελική έκθεση και τα λοιπά έγγραφα της Επιτροπής για το πρόγραμμα eEurope 2002, οδήγησαν την ΕΟΚΕ στα εξής συμπεράσματα όσον αφορά την ανακοίνωση της Επιτροπής για την «Στρατηγική i2010 — Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση».

3.3

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει με ικανοποίηση την ανακοίνωση για τη στρατηγική i2010 που παρουσιάζει η Επιτροπή. Αποτελεί σημαντικό βήμα για τη διαμόρφωση της μελλοντικής στρατηγικής για την κοινωνία πληροφορίας στην Ε.Ε..

3.4

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την άποψη της Επιτροπής ότι η πρωτοβουλία eEurope πρέπει να συνεχισθεί και να ενισχυθεί και μετά το 2005.

3.5

Κατά την τελευταία δεκαετία, η Ευρώπη πραγματοποίησε σημαντική πρόοδο επωφελούμενη από την ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορίας (ΤΠ) τόσο από την άποψη της χρησιμοποίησης των ΤΠ όσο και από την άποψη της διατήρησης ενός ισχυρού τομέα ΤΠ και τηλεπικοινωνιών. Η εξέλιξη αυτή ενισχύθηκε από σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Επιτροπή και ιδίως από το πρόγραμμα δράσης eΕυρώπη που ήταν λειτουργικό όσον αφορά την εν λόγω εξέλιξη. Πρέπει όμως να γίνουν πολλά ακόμη έτσι ώστε να επωφεληθεί όλη η κοινωνία και να δρέψει τους καρπούς της εξέλιξης που σημειώθηκε στην κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης.

3.6

Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι η επενδύσεις στον τομέα των ΤΠΕ, αφενός εξηγούν τις διαφορές της παραγωγικότητας μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., και αφετέρου ότι η αύξηση των επενδύσεων στις ΤΠΕ μπορεί να επιταχύνει την παραγωγικότητα και στην Ευρώπη και επομένως να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη, σε περισσότερες θέσεις απασχόλησης και σε μεγαλύτερη ευημερία.

3.7

Η παγκοσμιοποίηση θέτει την Ε.Ε. ενώπιον νέων προκλήσεων. Η Κίνα, η Ινδία και η Νότιος Αμερική είναι οικονομίες που αναπτύσσονται γρήγορα. Η ανάπτυξη του τομέα των ΤΠΕ και της βιομηχανίας των τηλεπικοινωνιών είναι επίσης ταχεία. Η Ε.Ε. πρέπει, για να αντιμετωπίσει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, να καταρτίσει ισχυρές στρατηγικές για τον τομέα ΤΠΤ.

3.8

Η σημασία του τομέας των ΤΠΕ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης εκτίθεται στη στρατηγική της Λισσαβόνας. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίηση της για τη i2010, ως τμήμα της στρατηγικής για την επίτευξη του στόχου της Λισσαβόνας, να καταστεί δηλαδή η ΕΕ η πιο ανταγωνιστική και η πιο δυναμικά βασισμένη στη γνώση οικονομία του κόσμου έως το 2010.

3.8.1

Εφόσον ο τομέας των ΤΠΕ αποτελεί ένα τόσο σημαντικό μέρος της διαδικασίας της Λισσαβόνας, η EOKE επιθυμεί να τονίσει ότι είναι ανάγκη να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες τόσο για την υποστήριξη όσο και για την άσκηση πίεσης στα κράτη μέλη — ιδίως σε εκείνα που υπολείπονται — ώστε να επιταχύνουν το ρυθμό ανάπτυξης για να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις επίτευξης των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας μέχρι το 2010.

3.9

Ο τομέας των ΤΠΕ είναι «General Purpose Technology» Μια GPT καθιστά δυνατή την εικονική μετατροπή όλης της κοινωνίας ενόσω διαδίδεται σε πληθώρα εφαρμογών οι οποίες είναι συχνά παγιωμένες. Ένα άλλο παράδειγμα για την GPT τον 20ο αιώνα ήταν η μηχανή καύσης. Όταν ανακαλύφθηκε το αυτοκίνητο, η παρατεταμένη οικονομική ανάπτυξη των δυτικών οικονομιών κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα δεν οφείλετο τόσο στη βιομηχανία του αυτοκινήτου αλλά στις υποδομές που κατασκευάστηκαν για να καταστεί δυνατή η χρήση του αυτοκινήτου — οδικά δίκτυα και τομείς νέων υπηρεσιών που άλλαξαν ουσιαστικά τον τρόπο ζωής, και συστήματα διανομής των εμπορευμάτων.

3.9.1

Η χρήση νέων τεχνολογιών δεν δημιουργεί αφεαυτής προστιθέμενη αξία ή κέρδος, αυτό συμβαίνει μόνο όταν αναδιοργανωθούν οι μέθοδοι εργασίας και παραγωγής. Συχνά, τα κέρδη της παραγωγικότητας δεν εμφανίζονται παρά πολύ αργότερα μετά την εισαγωγή της καινοτομίας. Το ίδιο ισχύει και για των τομέα ΤΠΕ. Είναι σημαντικό να αντιληφθεί κανείς ότι το πλήρες δυναμικό των ΤΠΕ (μια GPT) αναπτύσσεται μόνο με την γενική υιοθέτηση των τεχνολογιών αυτών από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, πολίτες και δημόσιες αρχές σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η γεφύρωση του ψηφιακού χάσματος αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να αναπτύξει το δυναμικό του ο τομέας ΤΠΕ.

3.10

Στην ανακοίνωση η Επιτροπή επιμένει, πάνω από όλα, στην αύξηση των επενδύσεων για να ενισχυθεί η προσφορά. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι θα ήταν ευκταίο να έχουν αναλυθεί διεξοδικότερα από την Επιτροπή οι συνθήκες για την υλοποίηση παρόμοιων επενδύσεων. Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι αυτό αφορά και την καινοτομία και τη διασπορά της τεχνολογίας.

3.10.1

Εάν χάρη στη νέα τεχνολογία πρόκειται να επιτευχθούν αποτελεσματικότητα και κέρδη παραγωγικότητας, τότε η εργασία πρέπει να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο προκειμένου να αξιοποιηθούν καλύτερα οι προσφερόμενες από τη νέα τεχνολογία δυνατότητες. Αυτό απαιτεί αλλαγές στη διαχείριση της επιχείρησης και την καθιέρωση ανοικτών και καινοτόμων δομών εργασίας, μέσω του κοινωνικού διαλόγου. Αυτό παρέχει επίσης στον εργαζόμενο ευρύτερες αρμοδιότητες και περιεχόμενο εργασίας. Θα ήταν ενδιαφέρον να είχε εξετάσει βαθύτερα την εν λόγω διάσταση η Επιτροπή.

3.10.2

Για να καθιερωθεί η κοινωνία και η οικονομία της γνώσης, πρέπει να εξετασθεί η χρήση του τομέα ΤΠΕ στη βιομηχανία και στον τομέα των υπηρεσιών μέσα στο γενικό πλαίσιο αλλαγής των συνθηκών παραγωγής και εργασίας. Μια εξέταση παραδειγμάτων επιτυχημένης χρήσης των ΤΠΕ στις επιχειρήσεις δείχνει ότι οι επιτυχίες που σημειώθηκαν ήταν πάντοτε σε συνδυασμό με την προηγούμενη εισαγωγή νέων μορφών οργάνωσης εργασίας με οριζόντιες ιεραρχίες, στις οποίες δίνεται εμπιστοσύνη στην εμπειρία και στις γνώσεις των υπαλλήλων και όπου η εμπειρογνωμοσύνη και η συναπόφαση αποτελούν ένα σύνολο.

3.10.3

Η στρατηγική της Επιτροπής δίνει μεγάλη έμφαση στην αύξηση των επενδύσεων για να προωθηθούν οι προμήθειες. Πιθανόν να ήταν σκοπιμότερο να διεξαχθεί διεξοδικότερη συζήτηση σχετικά με το ποιες πρέπει να είναι οι συνθήκες πλαίσιο και οι απαιτήσεις του χρήστη ώστε οι επενδύσεις αυτές να αποτελέσουν επιτυχημένες καινοτομίες.

3.11

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάζει στην ανακοίνωση το θέμα της παραγωγής στατιστικών για την κοινωνία της πληροφορίας. Τα στατιστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα, μόλις και μετά βίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη νέα τεχνολογία της επικοινωνίας και τους κλάδους της. Η πολιτική για τον εν λόγω τομέα απαιτεί τυποποιημένες και διεθνώς συγκρίσιμες πληροφορίες για τη χρήση και την ανάπτυξη υπηρεσιών και τεχνολογίας. Μολονότι δεν διεξάγεται στην Επιτροπή παρόμοια συζήτηση, η ΕΟΚΕ γνωρίζει και επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Επιτροπή για τα θέματα αυτά.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι καθοριστική σημασίας προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου της ανακοίνωσης είναι η αναβάθμιση και η ανάπτυξη της υποδομής των τηλεπικοινωνιών, διότι αυτή αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της κοινωνίας της πληροφορίας. Όταν διαμορφωθούν οι μελλοντικές πολιτικές πρωτοβουλίες έχει βασική σημασία να δοθεί μεγάλο βάρος στη δυνατότητα λήψης μέτρων για την προώθηση των επενδύσεων και του αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός των διαφόρων τομέων και μεταξύ όλων των παραγόντων στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας. Οι συνθήκες ανταγωνισμού πρέπει να είναι ισότιμες για όλους τους ενδιαφερόμενους. Η ΕΟΚΕ τονίζει συνεπώς ότι πρέπει να επιδειχθεί ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά την παρουσία ισχυρών φορέων και άλλων ειδικών συνθηκών ανταγωνισμού που ισχύουν για τις ΤΠΕ και ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν, παράγουν και διαθέτουν στην αγορά προϊόντα λογισμικού.

4. 2

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να τονίσει τη σημασία της ταχείας υλοποίησης της ευρυζωνικής κάλυψης προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρησιμοποίηση των προηγμένων εφαρμογών της νέας τεχνολογίας.

4.2.1

Είναι δύσκολο να δοθεί ειδικός και γενικά αποδεκτός ορισμός για το τι εννοείται ως ευρυζωνική κάλυψη, χρειάζεται όμως κάποιος έστω και περιορισμένος ορισμός για να διεξαχθεί λεπτομερής συζήτηση με θέμα την ανάπτυξη. Αυτό θα έπρεπε να το έχει διασαφηνίσει η Επιτροπή στην ανακοίνωση. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι με τον όρο ευρυζωνική κάλυψη εννοείται η ασύγχρονη ταχύτητα μεταφοράς άνω των 2 mb ανά δευτερόλεπτο και ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα μπορούν τα 512 kb ανά δευτερόλεπτο να γίνουν αποδεκτά ως ευρυζωνική κάλυψη.

4.3

Είναι θετικό που η Επιτροπή θεωρεί ότι χρειάζεται κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την ηλεκτρονική επικοινωνία. Πρόκειται για επείγουσα ανάγκη προκειμένου να δημιουργηθούν πολλά κίνητρα για επενδύσεις και καινοτομίες.

4.4

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να τονίσει ότι η σύγκλιση δημιουργεί νέες απαιτήσεις για το πώς πρέπει να διαμορφωθεί η πολιτική για να αυξηθεί η χρήση της ΤΠ. Σύγκλιση σημαίνει ότι οι χρήστες θα μπορούν να κάνουν χρήση του ίδιου περιεχομένου και υπηρεσιών, (π.χ. φωνητικής επικοινωνίας, δεδομένων υψηλής ταχύτητας και βίντεο), μέσω ευρέος φάσματος διαφορετικών πλατφορμών (ασύμμετρου ψηφιακού συνδρομητικού βρόχου (adsl), καλωδιακής, δορυφορικής, ηλεκτρικού δικτύου, 3G, κ.λπ.), για τα διάφορα τερματικά, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνονται τα πάντα, από κοινούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, τηλεόραση έως ολοκληρωμένους μικροεπεξεργαστές στα οχήματα, οικιακές συσκευές και χιλιάδες άλλες εφαρμογές. Η αξία της σύγκλισης καθορίζεται από το αν προσφέρονται στους πελάτες υπηρεσίες ποιότητας και εάν θα έχουν πρόσβαση σε συνδέσεις με υψηλή ταχύτητα μεταφοράς.

4.4.1

Είναι σημαντικό, όταν διαμορφωθούν οι νέες ρυθμίσεις ή τα νέα πρότυπα, να ληφθούν υπόψη η ταχεία ανάπτυξη των νέων εφαρμογών και η εισαγωγή νέων επαναστατικών τεχνολογιών, όπως π.χ. η επισήμανση των προϊόντων με ολοκληρωμένα κυκλώματα ή η φωνητική επικοινωνία μέσω του Διαδικτύου. Η ΕΟΚΕ έχει πεισθεί ότι οι ρυθμίσεις θα πρέπει να βελτιώνουν τη διαλειτουργικότητα, το σημαντικότερο για τους τελικούς χρήστες θέμα, ενώ θα τηρούν μια ουδέτερη τεχνολογικά προσέγγιση, παρά τις δυσκολίες για την επίλυση των οποιωνδήποτε αντιθέσεων μεταξύ διαλειτουργικότητας και ουδετερότητας.

4.5

Ο τομέας των ΤΠΕ βρίσκεται στο στάδιο σημαντικού μετασχηματισμού που θα του επιτρέψει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της σύγκλισης. Πρόκειται για την ευρυζωνική επέκταση, την τεχνολογική αλλαγή, τη μεταβολή της συμπεριφοράς των πελατών, την ανάδειξη νέων επιχειρησιακών προτύπων και την ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ πλατφορμών.

4.5.1

Η ανακοίνωση αντιμετωπίζει ορθά τα ζητήματα της σύγκλισης και της διασύνδεσης. Σύμφωνα με την άποψη της ΕΟΚΕ οι εργασίες στον τομέα της E&A και της τυποποίησης έχουν μεγάλο παραγωγικό δυναμικό. Η τυποποίηση πρέπει να παραμείνει στραμμένη προς την αγορά, να συμπεριλαμβάνει όλους τους ενδιαφερόμενους και να έχει ως γνώμονα τις ανάγκες των χρηστών. Η ΕΟΚΕ παραπέμπει σχετικά σε προγενέστερες εμπειρίες όσον αφορά τα πρότυπα της κινητής τηλεφωνίας, το πρωτόκολλο ΙΡ και την τεχνική και εμπορική εξέλιξη που ακολούθησε.

4.6

Η ανάπτυξη πιο ολοκληρωμένων δικτύων που βασίζονται στη διεύθυνση πρωτοκόλλου Ίντερνετ τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες διότι θα επηρεάσει αμοιβαία όλες τους ενδιαφερόμενους: επιχειρήσεις, αρχές και πολίτες. Οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών θα χρειαστούν μεγαλύτερες επενδύσεις για να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της σύγκλισης, να αναβαθμίσουν τα υπάρχοντα δίκτυα, να απλοποιήσουν τις δομές και να αναπτύξουν την επόμενη γενιά δικτύων. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι έχει αποφασιστική σημασία για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας της πληροφορίας η δημιουργία από την Κοινότητα και από κάθε κράτος μέλος ενός ευνοϊκού κλίματος για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων.

4.7

Βασικό θέμα στη συζήτηση για την κοινωνία της πληροφορίας είναι η ασφάλεια όταν πρόκειται για την ανάπτυξη συμπεριφορών και εμπιστοσύνης στη χρήση της τεχνολογίας. Η προθυμία της επιχείρησης να αξιοποιήσει τις ΤΠΕ εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Η προθυμία των καταναλωτών να δίνουν τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας τους στις ιστοσελίδες επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την εμπιστοσύνη που τους έχουν. Η εμπιστοσύνη των χρηστών στις ΤΠΕ έχει επίσης αποφασιστική σημασία για να γίνει αποδεκτή και να διαδοθεί ευρέως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση.

4.7.1

H ασφάλεια της πληροφορίας και τα εγκλήματα που συνδέονται με το Διαδίκτυο αποτελoύν μεγάλο πρόβλημα που αφορά τις επιχειρήσεις, τη δημόσια διοίκηση και κάθε πολίτη. Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η πολιτική για την κοινωνία της πληροφορίας πρέπει να διαμορφώνεται με τρόπο που να αυξάνει την εμπιστοσύνη ώστε όλοι οι παράγοντες να τολμούν να χρησιμοποιήσουν το πλήρες δυναμικό του δικτύου (10).

4.7.2

Παράλληλα με τα αυξανόμενα ολοκληρωμένα πληροφοριακά δίκτυα, η κοινωνία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τη λειτουργία του συστήματος σε 24ωρη βάση. Κατά συνέπεια, η λειτουργία των φυσικών υποδομών απειλείται όταν τεθεί σε αμφισβήτηση η ασφάλεια της πληροφορίας και των δικτύων. Είναι φυσικό να υπάρχουν περιττά πράγματα στο σύστημα.

4.7.3

Για τους χρήστες των ΤΠΕ είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα στο Διαδίκτυο. Πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να πραγματοποιηθεί μέσω διεθνούς εναρμόνισης να γίνεται αυστηρός έλεγχος όσον αφορά τη συμμόρφωση στη νομοθεσία προκειμένου να καταστεί σαφές ότι η εγκληματικότητα δεν αποδίδει. Η πρωτοβουλία για την πάταξη της εγκληματικότητας στο Διαδίκτυο πρέπει παρόλα αυτά να σταθμισθεί προκειμένου να μην αποβεί εις βάρος του βιομηχανικού τομέα ή να οδηγήσει σε παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου. Παρόμοιες σταθμίσεις είναι σημαντικές μεταξύ άλλων για την σημερινή εξέταση σχετικά με τις εξελίξεις για τη φύλαξη δεδομένων (11).

4.7.4

Με το πρόβλημα της ασφάλειας έχει ασχοληθεί η Επιτροπή σε πολλές ανακοινώσεις και συστάσεις και γι' αυτό συστάθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας των Δικτύων και των Πληροφοριών. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι πρέπει να δημιουργηθεί μέσω του εν λόγω Οργανισμού ένα κοινό πλαίσιο όπου δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς θα μπορούν να συνεργάζονται για την προστασία των συστημάτων πληροφόρησης, λαμβάνοντας υπόψη τις ταχύτατες τεχνολογικές αλλαγές και χωρίς να επιβάλλουν περιττές διοικητικές ή δημοσιονομικές επιβαρύνσεις .

4.7.5

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η απόκτηση μεγαλύτερης επίγνωσης για την ασφάλεια έχει βασική σημασία για την αύξηση της ασφάλειας της πληροφορίας και του δικτύου. Για να αυξηθεί η επίγνωση σχετικά με την ασφάλεια πρέπει οι τοπικές, εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές να προτρέψουν την ανάπτυξη μιας εντατικότερης συνεργασίας με το βιομηχανικό τομέα για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στο Διαδίκτυο.

4.8

Επίσης και σε άλλους τομείς χρειάζεται να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Υπάρχει πλήθος οδηγιών και εθνικών νόμων για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τον ιδιωτικό βίο, πράγμα που δεν διευκολύνει καθόλου το να γνωρίζει κανείς το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Ειδικότερα μάλιστα που η εφαρμογή του νόμου και η επιβολή κυρώσεων δεν έχουν ακόμη ωριμάσει.

4.8.1

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση της οδηγίας με θέμα την e-επιχείρηση και την προστασία του ιδιωτικού βίου. Συχνά οι απλουστεύσεις είναι εφικτές, εφόσον οδηγούν σε μεγαλύτερη διαφάνεια. Μια εκτεταμένη ενοποίηση είναι χρήσιμη, π.χ. όταν τα κράτη μέλη πρόκειται να αντιμετωπίσουν την ανταλλαγή ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων.

4.9

Συνεπώς δεν είναι μόνο οι πτυχές ασφάλειας και κατανόησης των ισχυόντων κανόνων που εμποδίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να επωφεληθούν πλήρως των δυνατοτήτων που τους παρέχει η εξέλιξη των ΤΠΕ. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι η έλλειψη επαρκών προγραμμάτων φιλικών για το χρήστη. Η χορήγηση ενισχύσεων για την ανάπτυξη προϊόντων ΤΠΕ και υπηρεσιών που να μπορούν να αξιοποιηθούν από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, π.χ. μέσω της ενίσχυσης της Ε&Α, της τυποποίησης και των προγραμμάτων κατάρτισης μπορούν σύμφωνα με τη γνώμη της ΕΟΚΕ να αποτελέσουν βασικό παράγοντα για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.

4.10

Η πολιτική για την Ε&Α και την καινοτομία έχει άμεση σημασία τόσο για τον κλάδο ΤΠΕ όσο και για τους χρήστες του. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι μόνο να έχει πρόσβαση σε ένα μεγαλύτερο προϋπολογισμό για την Ε&Α και την καινοτομία, αλλά και να λειτουργεί έτσι ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες και ο βιομηχανικός τομέας να απολαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα αποτελέσματα και πλεονεκτήματα από το πρόγραμμα της Ε&Α. Βάσει των ανωτέρω έχει επίσης μεγάλη σημασία η συμμετοχή των σημαντικότερων παραγόντων στο πρόγραμμα της έρευνας, ιδιαίτερα εκείνων που επηρεάζουν έντονα την τελική εφαρμογή των τεχνολογιών: βιομηχανίες, κατασκευαστές και πάροχοι υπηρεσιών.

4.11

Το ανεξάρτητο «Συμβούλιο πενταετούς αξιολόγησης» των τεχνολογιών της κοινωνίας της πληροφορίας στα πλαίσια του έκτου προγράμματος συμπεραίνει στην έκθεση του που δημοσιεύθηκε πρόσφατα ότι η ευρωπαϊκή έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα των τεχνολογιών της κοινωνίας της πληροφορίας συμβάλλει σε τεράστιο βαθμό στις προσπάθειες που καταβάλλονται προκειμένου να καταστεί η Ευρώπη η πιο ανταγωνιστική οικονομία που βασίζεται στη γνώση, αλλά και ότι η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να αυξήσει τις επενδύσεις της εάν επιθυμεί να διαθέτει «κρίσιμη μάζα» όσον αφορά τις εν λόγω τεχνολογικές εφαρμογές. Στην έκθεση οι συντάκτες αναφέρουν ότι είναι αναγκαίο να μειωθεί η γραφειοκρατία, που απειλεί να καταπνίξει την έρευνα. Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την εν λόγω ανάλυση.

4.12

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της πολιτικής στον τομέα ΤΠΕ είναι η γενικότερη χρησιμοποίησή τους από τις δημόσιες αρχές. Πράγματι, ως απαιτητικοί και ικανοί χρήστες καθώς και αγοραστές των ΤΠΕ, οι δημόσιες αρχές αποτελούν βασικό εργαλείο πολιτικής για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος δράσης i2010. Θα μπορούσε, στο πλαίσιο αυτό, να γίνει χρήση διαφόρων μέτρων όπως είναι οι ηλεκτρονικές δημόσιες συμβάσεις, η χρήση ΤΠΕ για την ελάφρυνση του διοικητικού βάρους των επιχειρήσεων (ηλεκτρονική διακυβέρνηση), η ηλεκτρονική υγεία, η ηλεκτρονική μάθηση και οι δημόσιες δαπάνες για τον τομέα Ε&Α.

4.13

Είναι σημαντικό να εξετασθούν οι συνέπειες τόσο, του «ψηφιακού χάσματος» όσο και λόγω της αυξημένης χρήσης του τομέα ΤΠΕ. Θα υπάρξουν τόσο οικονομικοί και κοινωνικοί όσο και πολιτιστικοί αντίκτυποι. Για να αναπτυχθεί το πλήρες δυναμικό της κοινωνίας της πληροφορίας αποτελεί προϋπόθεση να αυξηθούν οι δεξιότητες της ΤΠ, και αυτό να ισχύσει τόσο για τις επιχειρήσεις, τους πολίτες όσο και για τους εργαζόμενους. Πρόκειται για την δια βίου μάθηση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων.

4.14

Η ΕΟΚΕ, με βάση τις μέχρι τώρα σχετικές επεξεργασίες της, κρίνει ότι τα βασικά αδύνατα σημεία της οικοδόμησης μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής κοινωνίας της πληροφορίας-μιας κοινωνίας που θα οδηγεί στην Ευρώπη της γνώσης-σχετίζονται: με την ελλειμματική αντίληψη που υπάρχει, σε μεγάλο τμήμα των ευρωπαίων πολιτών, σ'ό,τι αφορά στο ρόλο, την αξία και τις δυνατότητες της έγκυρης πληροφορίας και γνώσης, στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου της παραγωγής και της αγοράς. με το γεγονός ότι δεν έχει καλλιεργηθεί συστηματικά και μαζικά μια «παιδεία διύλισης της πληροφορίας και ελέγχου της εγκυρότητας της γνώσης (12)»· μια παιδεία, δηλαδή, που θα διέλυε τη σύγχυση που δημιουργούν τα νέα μεγέθη, καθώς οι ρυθμοί και οι ταχύτητες με τις οποίες διακινούνται σήμερα οι πληροφορίες·

4.14.1

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι οι εν λόγω αδυναμίες προέρχονται από το έλλειμμα που παρατηρείται στην απόδοση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων, σ'ό,τι αφορά στην ανταπόκρισή τους στις ανάγκες της ψηφιακής εποχής. Συνεπώς εκείνο που συνιστά είναι η όσο γίνεται στενότερη και αποτελεσματικότερη διασύνδεση της στρατηγικής i2010 με τη βελτίωση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων-ιδιαίτερα μέσω της ενίσχυσης της χρηματοδότησής τους.

4.14.2

Ο διπλασιασμός του αριθμού των εργαζομένων που καταρτίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία σε διάφορα επίπεδα, είναι σαφές ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη. Η κατάρτιση αυτή πρέπει να προσελκύσει ίσο αριθμό εργαζομένων τόσο με υψηλές όσο και με χαμηλές δεξιότητες. Τόσο οι εργοδότες όσο και οι εργαζόμενοι μπορούν να διαδραματίσουν στην περίπτωση αυτή σημαντικό ρόλο.

4.14.3

Ο δημόσιος τομέας σε διάφορα επίπεδα οφείλει επίσης να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ενθαρρύνοντας και ενσωματώνοντας τη δια βίου κατάρτιση πράγμα που συνδέεται σαφώς με τους γενικούς πολιτικούς στόχους της Ε.Ε. σύμφωνα με τη διαδικασία της Λισσαβόνας στην οποία περιλαμβάνεται επίσης η βιώσιμη ανάπτυξη. Συγχρόνως θα πρέπει οι άνεργοι να έχουν πρόσβαση στα εκπαιδευτικά προγράμματα της κοινωνία της πληροφορίας που υποστηρίζονται από το δημόσιο προκειμένου να βρουν απασχόληση.

4.14.4

Στην περίπτωση αυτή η ΕΟΚΕ επιθυμεί να επαναλάβει την άποψη που ανέπτυξε σε παλαιότερη γνωμοδότηση (13) της και να υπογραμμίσει έντονα την ανάγκη να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες ώστε η e-μάθηση να αποτελέσει μέρος κάθε εκπαίδευσης και όλων των επιπέδων κατάρτισης.

4.15

Πάντως, η πρόσβαση των κοινωνικά μειονεκτούντων ατόμων δεν είναι μόνο θέμα δράσεων κατάρτισης. Πολλές κοινωνικές ομάδες εξαιτίας οικονομικών ή γεωγραφικών λόγων ή λόγω ειδικών αναγκών, (π.χ. όσοι έχουν μειωμένη όραση ή είναι ηλικιωμένοι) συχνά αποκλείονται από τη χρήση σύγχρονων μέσων επικοινωνίας. Η άρση των εμποδίων αυτών θα αποτελέσει σημαντικό κριτήριο δημιουργίας μιας επιτυχημένης και ισότιμης κοινωνίας της πληροφορίας.

4.15.1

Μια άλλη πρόκληση είναι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου πληροφορίας για όλους, που θα ενισχύει το δικαίωμα συμμετοχής όλων των πολιτών και θα προωθεί την πολιτισμική και τη γλωσσική ποικιλία. Για να επιτευχθεί η δημιουργία του χώρου αυτού, πρέπει να εκδημοκρατισθεί η ροή των πληροφοριών και η καινοτομία και να δοθούν εγγυήσεις για την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση. Έχοντας υπόψη την αυξανόμενη ψηφιοποίηση του τομέα της πληροφόρησης και τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις όσον αφορά την παρακολούθηση και τον περιορισμό της ροής των πληροφοριών, πρέπει να δοθούν νομικές εγγυήσεις ότι η πληροφόρηση στο δημόσιο τομέα θα είναι προσιτή σε όλους και ότι θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα του δημοσίου όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες που προστατεύονται από το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ικανότητα καινοτομίας μπορεί να επηρεασθεί ευρέως από τους κανόνες προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, από διπλώματα ευρεσιτεχνίας, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας μέχρι την προστασία των λογισμικών προγραμμάτων και των βάσεων δεδομένων. Από τη μια πλευρά, οι κανόνες προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, και από την άλλη, τα δικαιώματα ατομικής πρόσβασης στον πολιτισμό και στην γνώση, πρέπει να εξισορροπηθούν με τρόπο που να επιτρέπεται η προσωρινή προστασία για την προώθηση της καινοτομίας και των επενδύσεων, ενώ θα επιτρέπεται συγχρόνως η όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και στη γνώση, σύμφωνα με τη στρατηγική της Λισσαβόνας.

4.16

Μόνο όταν υπάρχουν νομική και τεχνική πρόσβαση στην πληροφορία, καθολική και οικονομικά προσιτή πρόσβαση σε ευρυζωνικές υπηρεσίες, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες δεξιότητες για τους Η/Υ και τα προγράμματα είναι φιλικά στο χρήστη, μόνο τότε θα μπορέσει να γεφυρωθεί το «ψηφιακό χάσμα». Μόνο τότε θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρονται από την κοινωνία της πληροφορίας σε όρους ανάπτυξης και απασχόλησης αλλά και προσωπικής εξέλιξης.

Βρυξέλλες, 16 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Αnne –Μαrie SIGMUND


(1)  eEurope 2005: Κοινωνία της πληροφορίας για όλους COM(2002) 263.

(2)  eEurope 2002: Προσβασιμότητα στις δημόσιες ιστοθέσεις και το περιεχόμενό τους, COM(2001) 529.

(3)  Π.χ. οι πρωτοβουλίες eEurope και η ανακοίνωση για το μέλλον της ευρωπαϊκής κανονιστικής πολιτικής στον οπτικοακουστικό τομέα - COM(2003) 784.

(4)  Εισηγητής της εν λόγω γνωμοδότησης, ο κ. Χριστόφορος Κορυφίδης

(5)  ΕΕ C 123 της 25.4.2001 σελ.36

(6)  ομοίως (σημείο 3.1.4).

(7)  ομοίως (σημείο 3.2).

(8)  ομοίως (σημείο 3.2.2)

(9)  βλ. τις σχετικές γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ μεταξύ των οποίων: ΕΕ C 123 της 25.4.2001, ΕΕ C 139 της 11.5.2001, ΕΕ C 80 της 3.4.2002, ΕΕ C 94 της 18.4.2002, ΕΕ C 116 της 20.4.2000, ΕΕ C 61 της 14.3.2001, ΕΕ C 133 της 6.6.2003, ΕΕ C 36 της 25.8.2.2002, ΕΕ C 311 της 7.11.2001, ΕΕ C 85 της 6.4.2003, ΕΕ C 36 της 8.2.2002 ΕΕ C 241 της 7.10.2002, ΕΕ C 221 της 7.8.2001, ΕΕ C 133 της 6.6.2003, κ.λ.π.

(10)  Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να επιδειχθεί επίσης και στις λύσεις ασφάλειας που παρέχονται από τα λειτουργικά συστήματα και λογισμικά ανοικτής πηγής για την καταπολέμηση της πειρατείας και των παρεμβολών στα δίκτυα.

(11)  EE C 68/16 της 21.3.2006 (Εισηγητής, ο k. Hernadez Bataller ).

(12)  Με τον όρο νοείται η ανάπτυξη, μέσω της εκπαίδευσης, ατομικών μηχανισμών διύλισης της πληροφορίας και ελέγχου της εγκυρότητάς της (ΕΕ C 157 της 25/05/1998, σημείο 2.3.8)

(13)  Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ «Ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαίδευσης: φύση, περιεχόμενο και προοπτικές» (Εισηγητής, ο κ. Χριστόφορος Κορυφίδης, ΕΕ C 139 της 11/05/2001, σημείο 4.5) Η ΟΚΕ θεωρεί την πρωτοβουλία «eLearning» ως τη βασική ευρωπαϊκή προσπάθεια για εισαγωγή των ευρωπαίων στην ψηφιακή εποχή και ειδικότερα, ως προσπάθεια προώθησης της χρήσης του Διαδικτύου, δικτύωσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ανάπτυξης της εικονικής κινητικότητας. Για το λόγο αυτόν συνιστά την όσο γίνεται γρηγορότερη άρση των εμποδίων, που δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική ανάπτυξη της πρωτοβουλίας. Μεταξύ των εμποδίων αυτών σημαντική θέση κατέχουν το κόστος και η ποιότητα της σχετικής ηλεκτρονικής υποδομής, το τηλεπικοινωνιακό κόστος διασύνδεσης, το ψηφιακό περιεχόμενο και η γλωσσική πραγματικότητα του Διαδικτύου.


9.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/89


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Eνδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών»

(2006/C 110/15)

Στις 14 Ιουλίου 2005 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε, με βάση το άρθρο 29, εδάφιο 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, να εκδώσει γνωμοδότηση για το ακόλουθο θέμα: «Eνδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών»

Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 22 Φεβρουαρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση της κυρίας HEINISCH.

Κατά την 425η σύνοδο ολομέλειάς της, στις 15 και 16 Μαρτίου 2006 (συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2006) η ΕΟΚΕ υιοθέτησε με 99 ψήφους υπέρ και 2 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Η ενδοοικογενειακή βία, είτε φυσική είτε ηθική, που ασκούν άνδρες σε βάρος γυναικών αποτελεί μια από τις σοβαρότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του δικαιώματος στη ζωή καθώς και στη φυσική και ψυχολογική ακεραιότητα. Επειδή τα αίτια αυτής της μορφής βίας έγκεινται στην άνιση κατανομή της εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων, που χαρακτηρίζει ακόμα και σήμερα τις κοινωνίες μας, το φαινόμενο αυτό αφορά τις γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων. Με τον τρόπο αυτό τίθενται εμπόδια στην ανάπτυξη κάθε δημοκρατικής κοινωνίας στο σύνολό της. Για το λόγο αυτό, βασικός στόχος κάθε ευρωπαϊκής πολιτικής που στηρίζεται στο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει να είναι η εξάλειψη αυτών των φαινομένων βίας, καθώς και η δημιουργία αποτελεσματικών διαδικασιών εκπαίδευσης για την πρόληψη, την ποινική δίωξη και την υποστήριξη.

1.2

Η ασφάλεια και η ισότιμη μεταχείριση των γυναικών, ως αναπόσπαστα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, πρέπει να αποτελέσουν βασικές αρχές και ελάχιστους κανόνες σε όλα τα κράτη που είναι ή επιθυμούν να γίνουν μέλη της ΕΕ. Κατά συνέπεια, η ΕΟΚΕ καλεί επειγόντως τις προεδρίες του Συμβουλίου να εξακολουθήσουν να ασχολούνται εντατικά με το θέμα «ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών».

Η έκκληση απευθύνεται στις Προεδρίες της ΕΕ και στην Επιτροπή.

1.3

Μολονότι την κύρια ευθύνη για την καταπολέμηση της βίας στο οικογενειακό περιβάλλον φέρουν τα κράτη μέλη, η ΕΟΚΕ κρίνει αναγκαίο να χαραχθεί πανευρωπαϊκή στρατηγική, επειδή τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο διαφέρουν έντονα από κράτος σε κράτος.

Με δεδομένο ότι η βία σε βάρος γυναικών στο οικογενειακό περιβάλλον αφενός αντικατοπτρίζει αφετέρου παράγει ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων, η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να εκπονήσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την καταπολέμηση του προβλήματος, με βάση τις ισχύουσες ρυθμίσεις της Συνθήκης.

Η πανευρωπαϊκή αυτή στρατηγική πρέπει να βασίζεται στην εκπόνηση μιας πρώτης πανευρωπαϊκής μελέτης σχετικά με τη συχνότητα των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος γυναικών, των ατομικών και κοινωνικών συνεπειών της καθώς και του οικονομικού κόστους που συνεπάγεται.

Δεδομένου η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί κυρίως πρόβλημα που συνδέεται με την ισότητα των φύλων και ότι αρμόδιο όργανο της Επιτροπής για την ισότητα των δύο φύλων είναι η ΓΔ «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις και ίσες ευκαιρίες», προτείνουμε να ανατεθεί ο συντονισμός της εκπόνησης μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής σε όργανο της Επιτροπής.

Η έκκληση αυτή απευθύνεται στην Επιτροπή, ΓΔ «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις ίσες ευκαιρίες».

1.4

Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά μόνο στο κατάλληλο εθνικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, κάθε κράτος μέλος πρέπει, στο πλαίσιο της επικείμενης πανευρωπαϊκής στρατηγικής, να εκπονήσει ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος γυναικών, το οποίο να προβλέπει την ανάληψη δράσεων με σαφείς προθεσμίες με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής στην πράξη της στρατηγικής. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να προβλέπεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι ακόλουθες πτυχές:

Οι σχετικές ρυθμίσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες της αστυνομίας και της δικαιοσύνης.

Η στατιστική καταγραφή των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας.

Τα μέτρα για την παροχή βοήθειας και υποστήριξης σε ένα πραγματικό και δυνητικό θύμα αυτής της μορφής βίας, με στόχο την «ενδυνάμωση». Θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνονται και ειδικά μέτρα που αφορούν την αγορά εργασίας και την συγκεκριμένη θέση εργασίας.

Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που να στοχεύουν σε ειδικές ομάδες όπως οι μετανάστριες, οι ηλικιωμένες και οι πολύ νέες γυναίκες.

Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα που αφορούν τους θύτες.

Όλα τα μέτρα και σχέδια θα πρέπει να εντάσσονται και να εφαρμόζονται στο πλαίσιο δικτύου, και να συνδέουν διάφορες υπηρεσίες και τομείς.

Θα πρέπει να εξασφαλιστεί η χρηματοδοτική και οργανωτική στήριξη των ΜΚΟ δεδομένου ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κυρίως σε ό,τι αφορά την πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος γυναικών, την οργάνωση εκστρατειών ενημέρωσης και κύκλων μαθημάτων, την προσφορά βοήθειας και υποστήριξης στα θύματα καθώς την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που αφορούν τους θύτες, χωρίς ωστόσο να απαλλάσσεται το κράτος από τις ευθύνες του για την καταπολέμηση της οικογενειακής βίας.

Απαραίτητο είναι επίσης να διασφαλισθεί η επιμόρφωση του προσωπικού που εργάζεται στη δικαιοσύνη, στην αστυνομία, στην εκπαίδευση, σε κέντρα ψυχολογικής υγείας, στον τομέα της υγείας και στον κοινωνικό τομέα, και το οποίο είναι αρμόδιο για τη διαπίστωση ενδοοικογενειακής βίας και την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στα ενδιαφερόμενα άτομα.

Θα πρέπει να ορισθεί εθνικός εισηγητής, ο οποίος θα είναι αρμόδιος για την συγκέντρωση, ανταλλαγή και επεξεργασία πληροφοριών και στατιστικών δεδομένων σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών καθώς και για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών και των υποψήφιων κρατών μελών.

Τα μέτρα και σχέδια που περιλαμβάνουν τα εθνικά σχέδια δράσης θα πρέπει να διαδοθούν ευρύτατα στην κοινή γνώμη, μέσω ενημερωτικών εκστρατειών.

1.5

Η ΕΟΚΕ θεωρεί απολύτως απαραίτητο να διασφαλίζεται ο έλεγχος της υλοποίησης των προγραμματισμένων μέτρων (παρακολούθηση). Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην προθυμία των θυμάτων και των μαρτύρων να καταγγείλουν περιπτώσεις οικογενειακής βίας, γεγονός που θα αποτελέσει απόδειξη της εμπιστοσύνης που τρέφουν τα άτομα αυτά για την αστυνομία, τη δικαιοσύνη και τους κοινωνικούς θεσμούς.

Η έκκληση αυτή απευθύνεται στα κράτη μέλη.

1.6

Προκειμένου να γίνει κατανοητή η έκταση της οικογενειακής βίας σε βάρος γυναικών, να επικεντρωθεί η προσοχή της κοινής γνώμης στο πρόβλημα αυτό και να βρεθούν αποτελεσματικές λύσεις σε θεσμικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να συγκεντρωθούν πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία σε επίπεδο όλων των κρατών μελών, μολονότι οι στατιστικές δεν μπορούν ποτέ να αντικατοπτρίζουν πλήρως την έκταση παρόμοιου προβλήματος όπως η οικογενειακή βία.

1.7

Η ΕΟΚΕ θεωρεί επειγόντως απαραίτητο να καταρτίζονται αξιόπιστες και συγκρίσιμες στατιστικές σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών, σε όλα τα κράτη μέλη αλλά και στα υποψήφια κράτη μέλη. Η εκπόνηση των απαραίτητων μέσων και ρυθμίσεων θα πρέπει να αρχίσει αμέσως.

Η έκκληση απευθύνεται στην Επιτροπή, στην Eurostat, στο νέο ευρωπαϊκό όργανο για την ισότητα των δύο φύλων, στα κράτη μέλη.

1.8

Η ΕΟΚΕ θεωρεί επείγον να αναζητηθούν νέες λύσεις για την προληπτική αλλά και την κατασταλτική καταπολέμηση της οικογενειακής βίας σε βάρος γυναικών καθώς και για την ανταλλαγή σχεδίων βέλτιστων πρακτικών και μέτρων μεταξύ των κρατών μελών αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Φρονεί ότι η χρήση των μεγάλων εθνικών μέσων ενημέρωσης για την συνεχή διάδοση κατάλληλων μηνυμάτων που στοχεύουν στην απενοχοποίηση των θυμάτων θα μπορούσε να βοηθήσει τις γυναίκες ώστε να προχωρούν στην καταγγελία των πράξεων των οποίων έγιναν θύματα, πράγμα που αποτελεί το πρώτο βήμα υπευθυνότητας. Τα κράτη μέλη θα έπρεπε να επιδιώξουν τη χρησιμοποίηση των μεγάλων μέσων ενημέρωσης για να πληροφορούν σχετικά με τα δικαιώματα, τις διαδικασίες και τις χρήσιμες δομές βοήθειας που προβλέπονται για τα θύματα.

Η έκκληση απευθύνεται στα κράτη μέλη της ΕΕ και στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πρόληψης του Εγκλήματος (EUCPN).

2.   Αιτιολογική έκθεση

2.1   Η έκταση, τα αίτια και οι επιπτώσεις της βίας που ασκούν άνδρες κατά των γυναικών

2.1.1

Κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, το θέμα «βία που ασκούν άνδρες κατά των γυναικών» εξελίχθηκε από θέμα «ταμπού» και ιδιωτική υπόθεση της ενδιαφερόμενης γυναίκας, σε κοινωνικό πρόβλημα και αντικείμενο έντονων δημοσίων συζητήσεων και υπό το πρίσμα της ποινικής δίωξης. Καθοριστικό μέρος σε αυτήν τη νέα αξιολόγηση είχε (και έχει) το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα που εστίαζε με έμφαση και αδιάλειπτα την προσοχή της κοινής γνώμης στην τεράστια έκταση της βίας που ασκείται κατά των γυναικών στο ιδιωτικό και οικογενειακό περιβάλλον καθώς και στις ανεπαρκείς αντιδράσεις επισήμων οργάνων και αρχών.

2.1.2

Η οικογενειακή βία κατά των γυναικών δεν αποτελεί προσωπική υπόθεση της θιγόμενης γυναίκας αλλά κοινωνικό πρόβλημα και συνδέεται άμεσα με διαρθρωτικά μειονεκτήματα και διακρίσεις σε βάρος γυναικών σε μια ακόμη ανδροκρατούμενη κοινωνία. Συναντάται σε όλες τις χώρες και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Δυσχεραίνει την πρόσβαση ή την επάνοδο των γυναικών στην εργασία και/ή την ικανότητά τους να αναλαμβάνουν πλήρως τις ευθύνες της θέσης εργασίας τους.

2.1.3

Σύμφωνα με την έκθεση«Violence and Health» (βία και υγεία) που εξέδωσε το 2002 ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας, στην οποία αναλύονται 48 μελέτες σχετικά με την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών, το 10-69 % (ανάλογα με τη χώρα και τη μέθοδο ανάλυσης) των γυναικών έχουν υποστεί φυσική βία από τον σύζυγο ή σύντροφό τους. (1) στην Ευρώπη, το υπουργείο της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας για την οικογένεια, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τη νεολαία, εξέδωσε το 2004 μελέτη με τίτλο «συνθήκες διαβίωσης, ασφάλεια και υγεία των γυναικών στη Γερμανία» η οποία, μετά από την αξιολόγηση των στοιχείων διαφορετικών ευρωπαϊκών ερευνών, καταλήγει σε τιμές που κυμαίνονται από 7 έως 45 % όσον αφορά τη φυσική βία που ασκήθηκε σε γυναίκες. (2)

2.1.4

Κατά την αξιολόγηση αυτών των στατιστικών στοιχείων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι αφενός τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά ανεπαρκή και αφετέρου είναι ελάχιστα έως καθόλου συγκρίσιμα: Τα στοιχεία στηρίζονται σε διαφορετικούς ορισμούς του όρου «βία σε βάρος γυναικών», οι μέθοδοι καταγραφής, το μέγεθος της δειγματοληψίας διαφέρουν έντονα και τέλος, οι γυναίκες είναι σε πολύ διαφορετικό βαθμό πρόθυμες να αναφέρουν στοιχεία σχετικά με τη βία των συντρόφων τους. Ωστόσο, είναι θεμιτό να ερμηνευτούν τα υφιστάμενα στοιχεία ως απόδειξη ότι η βία που ασκούν άνδρες σε βάρος γυναικών είναι φαινόμενο που απαντά σε όλες τις χώρες του κόσμου, ακόμα και στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ότι θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, επίσης σε όλες τις χώρες του κόσμου, μια πολύ μεγαλύτερη έκταση της βίας αυτής απ' ό,τι δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία.

2.1.5

Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η μορφή και η έκταση της βίας των ανδρών κατά των γυναικών εξαρτάται από την ύπαρξη πατριαρχικών μορφών εξουσίας αλλά και από την εικόνα που δημιουργείται κατ' αυτόν τον τρόπο στην εκάστοτε κοινωνία σε ό,τι αφορά το ρόλο των δύο φύλων. Η ανδρική βία κατά των γυναικών αποτελεί φαινόμενο που οφείλεται άμεσα στη δομή κάθε κοινωνίας και συγκεκριμένα στην ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η ελλιπής ισότητα των φύλων αποτελεί και έναν από τους λόγους για τους οποίους αυτή η μορφή βίας δεν έχει ακόμα διερευνηθεί επαρκώς, προλαμβάνεται και διώκεται ανεπαρκώς. Αντιστοίχως, οι κοινωνικές διεργασίες για την ισότητα ανδρών και γυναικών και την παροχή ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών στις γυναίκες συμβάλλουν ουσιαστικά στην καταστολή αυτής της μορφής βίας. Η κοινωνική θέση της γυναίκας, η σχολική της μόρφωση, οι επαγγελματικές της δυνατότητες, η οικονομική ανεξαρτησία της από το σύντροφό της, ο βαθμός στον οποίο συμμετέχει στα κοινωνικά δρώμενα γενικά, αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για μια ζωή χωρίς βία, βασιζόμενη στην αυτοδιάθεση, μια ζωή στην οποία οι κίνδυνοι να υποβληθούν σε ενδοοικογενειακή βία έχουν περιορισθεί.

2.1.6

Επίσης τα διατιθέμενα στοιχεία αποδεικνύουν σαφώς ότι η βία κατά των γυναικών συνεπάγεται σοβαρές ψυχικές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες αλλά και συνέπειες για την υγεία που επιδρούν στα συστήματα υγείας και στην αγορά εργασίας.

2.2   Η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών ως θέμα της ευρωπαϊκής Ένωσης

2.2.1

Η 4η Παγκόσμια Διάσκεψη των Ηνωμένων εθνών για τις γυναίκες, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο το 1995 και στην οποία συμμετείχαν όλα κράτη μέλη της Ε.Ε, αποτέλεσε ορόσημο στην πορεία προς μία νέα θεώρηση της βίας κατά των γυναικών. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών ενέκριναν, μαζί με τα άλλα μέλη της διάσκεψης, την τελική δήλωση του Πεκίνου και το πρόγραμμα δράσης και αποφάσισαν να λάβουν σε αυτό το πλαίσιο και άλλα μέτρα για την πρόληψη και την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. (3)

2.2.2

Μολονότι η υλοποίηση των μέτρων αυτών εναπόκειται στα κράτη μέλη, έχουν ληφθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ορισμένα μέτρα για την υποστήριξη των κρατών μελών στην επίτευξη αυτού του στόχου. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε σε αυτό το πλαίσιο, εκτός από την εμπορία γυναικών, στο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών ( βλ. σχετικά την έκθεση «Beijing+10 1995-2005» που εξέδωσε το 2004 το ευρωπαϊκό λόμπι γυναικών) (4).

2.2.3

Mία από τις πρόσφατες δράσεις που αναλήφθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η πρόθεση της Ε.Ε. να υλοποιήσει μια απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που λήφθηκε κατά τη σύνοδο κορυφής της Βαρσοβίας στις 16 και 17 Μαΐου 2005: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης θα λάβει μέτρα για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών». Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται η λήψη κατάλληλων μέτρων για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας. Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο της Ευρώπης θα συγκροτήσει ομάδα εργασίας η οποία θα αξιολογήσει την πρόοδο που σημειώνουν τα επιμέρους κράτη στον τομέα αυτό και θα καταγράψει τις εξελίξεις που σημειώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στόχος είναι να εκπονηθούν προτάσεις για την ενδεχόμενη λήψη μέτρων (5).

2.2.4

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξετάζει επίσης μια «έκθεση σχετικά με τη σημερινή κατάσταση όσον αφορά την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν στο μέλλον». Την έκθεση αυτή κατήρτισε η επιτροπή για τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα των δύο φύλων (6).

2.3   Ανάλυση και προτάσεις της ΕΟΚΕ

2.3.1

Αδιαμφισβήτητα, κατά τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το θέμα: «ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών»: Όλα τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το πρόβλημα που συνιστά και εφαρμόζουν προγράμματα και μέτρα για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης αλλά και για την πρόληψη και καταστολή αυτής της μορφής βίας. Και τα υποψήφια κράτη μέλη αναγνώρισαν τα ελλείμματα στον τομέα αυτό και καταβάλουν προσπάθειες για τη βελτίωση της κατάστασης (7).

2.3.2

Ωστόσο, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι και οι πληροφορίες που παρέχουν τα «παλαιά» κράτη μέλη είναι τμηματικές και δεν δύναται να συγκριθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν από κοινού συμφωνημένοι ορισμοί, κυρίως όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με αυτή τη μορφή βίας, δεν διατίθενται ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη για την ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών με στόχο την πρόληψη, την παρέμβαση και την καταστολή, και επιπλέον δεν υπάρχουν δυνατότητες να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών.

2.3.3

Στη γνωμοδότηση αυτή η «ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών» ορίζεται ως βία μεταξύ συντρόφων, δηλαδή ως ψυχολογική ή φυσική (και σεξουαλική) βία στο άμεσο περιβάλλον έγγαμων ή άγαμων συντρόφων, ακόμη και αν τα περιστατικά συμβαίνουν μετά από χωρισμό αλλά συνδέονται άμεσα με την προηγούμενη σχέση συμβίωσης. Η βία αυτή οφείλεται σε μια διεργασία που αποσκοπεί στον έλεγχο και την κυριαρχία πάνω σε ένα άλλο άτομο και προσβάλει το δικαίωμα στην ελευθερία καθώς και στην σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική ακεραιότητα του συντρόφου. Ιδιαίτερα όμως η ψυχολογική βία («ψυχολογική θηριωδία») επηρεάζει αισθητά την ικανότητα της θιγόμενης γυναίκας να αμυνθεί ή να διακόψει τη σχέση με τον βίαιο σύντροφό της. Στην πλειονότητα των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, φαίνεται ότι οι άνδρες είναι οι δράστες και οι γυναίκες θύματα.

2.3.4

Η βία αυτή δεν πλήττει όμως μόνο το ίδιο το θύμα αλλά και άλλα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα τα παιδιά. Τα παιδιά που γίνονται αυτόπτες μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας είναι πάντα θύματα ψυχολογικής βίας, και γίνονται συχνότερα από άλλα παιδιά και θύματα σωματικής βίας. Ωστόσο, η οικογενειακή βία δεν αποτελεί άμεση ή έμμεση βία κατά των παιδιών.

2.3.5

Η βία κατά των παιδιών, ιδιαίτερα στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον αποτελεί τόσο σημαντικό θέμα που πρέπει να εξετασθεί ξεχωριστά και όχι σε σχέση με την οικογενειακή βία κατά των γυναικών.

2.3.6

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θα πρέπει να συζητηθούν κυρίως οι ακόλουθες συστάσεις:

2.3.7   Καταγραφή των νομοθετικών βάσεων για την πρόληψη και ποινική δίωξη της οικιακής βίας κατά των γυναικών στα κράτη μέλη

2.3.7.1

Οι υφιστάμενες εμπειρίες αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη νομικών ρυθμίσεων είναι σημαντική και συμβάλει καθοριστικά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, στην πρόληψη αλλά και στην καταπολέμηση αυτής της μορφής βίας μέσω της λήψης κατάλληλων μέτρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εξέλιξη που σημειώθηκε στην Αυστρία (Με τη θέσπιση του νόμου «περί προστασίας από την ενδοοικογενειακή βία» την 1η Μαΐου 1997). Παρόμοιες ρυθμίσεις υιοθέτησαν στο μεταξύ και άλλα ευρωπαϊκά κράτη (8).

2.3.7.2

Για τη σχετική συζήτηση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είχε σημασία η διάθεση επίκαιρων πληροφοριών σχετικά με τις εκάστοτε νομικές ρυθμίσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δραστηριοποίηση της αστυνομίας, την αρμοδιότητα των δικαστηρίων και κυρίως σχετικά με τη δράση άλλων παραγόντων και τη δικτύωση με αυτούς, παράγοντες όπως π.χ. υπηρεσίες παροχής βοήθειας και συμβουλών (ΜΚΟ).

2.3.7.3

Εξίσου σημαντικό θα ήταν, ωστόσο, να υπάρχουν βάσιμα στοιχεία σχετικά με την υλοποίηση των νομοθετικών ρυθμίσεων στην πράξη. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε από τα κράτη μέλη αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη νομικών ρυθμίσεων και μόνο δεν επαρκεί για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον.

2.3.8   Εξέλιξη και συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων σχετικά με την οικογενειακή βία κατά των γυναικών

2.3.8.1

Η σημερινή κατάσταση όσον αφορά τις πληροφορίες στατιστικού χαρακτήρα δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Προς το παρόν δεν διατίθενται βάσιμα και αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την οικογενειακή βία κατά των γυναικών, τα οποία να έχουν εναρμονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να είναι συγκρίσιμα. Οι «δείκτες» που καθορίστηκαν επί δανικής προεδρίας, δεν φαίνεται να έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.

2.3.8.2

Εγκληματολογικά στατιστικά στοιχεία των κρατών μελών σχετικά με το θέμα αυτό, μπορούν, εφόσον υπάρχουν, να συγκεντρωθούν προς το παρόν μόνο από την Eurostat. Σύμφωνα με πληροφορίες της ΓΔ «Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Ασφάλεια», η Eurostat επεξεργάζεται προς το παρόν ένα μέσο για τη συγκέντρωση συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων των αστυνομικών αρχών. Η Ευρωπόλ και η Ιντερπόλ δεν έχουν ακόμα ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Ως ιδιαίτερα χρήσιμες για τη βελτίωση της σημερινής κατάστασης αποδείχθηκαν οι προσπάθειες που καταβάλλονται στο πλαίσιο του προγράμματος ΔΑΦΝΗ και οι οποίες θα πρέπει οπωσδήποτε να συνεχιστούν.

2.3.8.3

Μολονότι ο τελικός στόχος πρέπει να είναι η επιδίωξη συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων σχετικά με την «οικιακή βία», προς το παρόν είναι ενδεχομένως ευκολότερο να διοργανωθούν έρευνες ή σφυγμομετρήσεις (έρευνα που αφορά τα θύματα) σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με συγκρίσιμα κριτήρια. στο σχέδιο EIDIV «ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σχετικά με την οικιακή βία μεταξύ συντρόφων», που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα DAPHNE, διατυπώνονται προτάσεις σχετικά με τη διοργάνωση «εναρμονισμένης σφυγμομέτρησης ευρωπαϊκού επιπέδου» οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σχετικά εύκολα και σύντομα. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν η συνεργασία και η δραστηριότητα υπηρεσιών παρέμβασης (ΜΚΟ).

2.3.8.4

αντιπροσωπευτικές έρευνες θα μπορούσαν να διεξαχθούν και στο πλαίσιο του Ευρωβαρομέτρου. Κατά αυτόν τον τρόπο διοργανώθηκε στο πλαίσιο της προαναφερθείσας «ευρωπαϊκής εκστρατείας για την καταπολέμηση της βίας μεταξύ συζύγων και συντρόφων» μια έρευνα του Ευρωβαρομέτρου για τη γνώμη των ευρωπαίων (ανδρών και γυναικών) όσον αφορά την οικιακή βία. Σύμφωνα με πληροφορίες, θα διεξαχθεί νέα έρευνα, εντός του 2006.

2.3.9   Υπογράμμιση της σημασίας της πρόληψης ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών

2.3.9.1

Η πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών αποκτά καθοριστική σημασία: Όσο είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί δημόσια η βία αυτή, να σπάσει η σιωπή, να διωχθεί ως ποινικό αδίκημα, να παρασχεθεί βοήθεια, υποστήριξη και προστασία στα θύματα, τόσο σημαντικότερο είναι να ληφθεί μέριμνα, ώστε τα μέτρα που λαμβάνονται να μην επιτρέψουν καν την εμφάνιση αυτής της μορφής βίας.

2.3.9.2

Στο πλαίσιο μιας πρόληψης κοινωνικού και καθολικού χαρακτήρα, θα πρέπει, κυρίως μέσω της ενημέρωσης και της διαφώτισης, να αποκλεισθεί εντελώς το ενδεχόμενο αποδοχής της ανδρικής βίας κατά των γυναικών, σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. Ήδη σε πολύ μικρή ηλικία, θα πρέπει να παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να μαθαίνουν ότι τα αγόρια και τα κορίτσια, οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ισότιμα άτομα, έχουν ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, και ίδιες δυνατότητες. Η διαπαιδαγώγηση για την ισότητα θα πρέπει να καλύπτει όλη τη διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης και να συνεχίζεται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής.

2.3.9.3

Η ενδοοικογενειακή βία έχει σοβαρές συνέπειες για τα παιδιά που γίνονται παρατηρητές αυτής της μορφής βίας και μεγαλώνουν σε ένα βίαιο περιβάλλον. Συνεπώς, πρέπει να βοηθηθούν τα παιδιά έγκαιρα και μακροπρόθεσμα ώστε να εγκαταλείψουν αυτόν τον κύκλο βίας και να μάθουν να λύνουν τα προβλήματα με ειρηνικά μέσα.

2.3.9.4

Θα πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα κοινωνικά, οικονομικά και νομικά μέσα, τα οποία να μην επιτρέπουν τη δημιουργία συνθηκών διαβίωσης που είναι ιδιαίτερα πρόσφορες για την εμφάνιση ενδοοικογενειακής βίας, όπως οι άσχημες υλικές συνθήκες, η οικονομική εξάρτηση από το σύντροφο, η ανεπάρκεια του χώρου στέγασης, και ιδιαίτερα ο αλκοολισμός ή η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Άθλιες κοινωνικές συνθήκες αυξάνουν τον κίνδυνο της βίας για τις γυναίκες, μολονότι η ενδοοικογενειακή βία κατά γυναικών εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.

2.3.10   Προώθηση σχεδίων παρέμβασης και ενώσεων συνεργασίας:βελτιστοποίηση της βοήθειας, παρέμβαση στον θύτη και «ενδυνάμωση»

2.3.10.1

Κατά κανόνα, οι γυναίκες που γίνονται θύματα οικογενειακής βίας, βρίσκουν σπάνια υποστήριξη στο άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ακόμα και αρμόδιες αρχές έδειξαν ότι αγνοούν ή φάνηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ή μάλλον δεν έδωσαν τη δέουσα προσοχή, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που άπτεται της ιδιωτικής ζωής. Ως ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδείχθηκε η δραστηριότητα των κέντρων υποδοχής κακοποιημένων γυναικών Θα πρέπει να διατηρηθούν και να διευρυνθούν οι δυνατότητες παροχής βοήθειας και υποστήριξης που διαθέτουν τα κέντρα αυτά. Επιπλέον, θα πρέπει να βελτιωθεί η συνεργασία μεταξύ διαφορετικών κρατικών και μη κρατικών οργανισμών και ιδρυμάτων, παραδείγματος χάρη με τη δημιουργία επίσημων δομών συνεργασίας («σχέδια παρέμβασης»).

2.3.10.2

Μέσω των σχεδίων παρέμβασης και των ενώσεων συνεργασίας επιτυγχάνεται μια αλλαγή οπτικής: οι άνδρες εντάσσονται στη συζήτηση και στην αντιμετώπιση της βίας στη σχέση των δύο φύλων, αντιμετωπίζονται ως συνυπεύθυνοι και όχι μόνο ως μέρος του προβλήματος αλλά και ως παράγοντες που συμμετέχουν ενεργά στην επίλυση. Οι γυναίκες που έχουν γίνει θύματα οικογενειακής βίας δεν εγκλωβίζονται στο ρόλο του θύματος αλλά ενδυναμώνονται. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται κυρίως η δραστηριοποίηση μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ).

2.3.10.3

Μολονότι σε αυτή τη φάση δεν είναι δυνατή η εξαντλητική καταγραφή των προβλημάτων, οφείλουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα πέντε:

2.3.11   Καλύτερη συνεκτίμηση της κατάστασης των μεταναστριών

2.3.11.1

Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται ότι μεταξύ των μεταναστριών, υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες που αντιμετωπίζουν εντονότερα το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας απ' ό,τι άλλες συγκρίσιμες ομάδες του γηγενούς πληθυσμού και λαμβάνουν λιγότερη κρατική ή μη κρατική βοήθεια. Οι λόγοι είναι πολύμορφοι. Οι κυριότεροι είναι η συνεχής απομόνωση των κοινοτήτων των μεταναστριών, οι δυσκολίες πρόσβασης στα ιδρύματα της κοινωνίας των πολιτών, τα γλωσσικά εμπόδια, οι πολιτισμικές διαφορές και η άγνοια σχετικά με τους φορείς από τους οποίους μπορεί να ζητηθεί βοήθεια. Ορισμένες μετανάστριες βρίσκονται παράνομα στη χώρα διαμονής και συνεπώς αντιμετωπίζουν μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση. Η παράνομη διαμονή τους και η ελλιπής ενημέρωσή τους σε ό,τι αφορά το δικαιώματά τους σχεδόν τις εμποδίζει να ζητήσουν βοήθεια σε περίπτωση οικογενειακής βίας, μολονότι, από νομική άποψη, έχουν βέβαια το ίδιο δικαίωμα στη βοήθεια αυτή, όπως και οι γηγενείς γυναίκες ή οι μετανάστριες που βρίσκονται νόμιμα στη χώρα διαμονής.

2.3.12   Καλύτερη συνεργασία με όλα τα άτομα που εργάζονται στον τομέα της υγειονομικής και ψυχολογικής περίθαλψης ή στον κοινωνικό τομέα

2.3.12.1

Οι σχετικές εθνικές πολιτικές πρέπει να συμβάλλουν ώστε οι επαγγελματίες στον τομέα της υγειονομικής και ψυχολογικής περίθαλψης ή στον κοινωνικό τομέα να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα φαινόμενα βίας. Ελλειμματικές γνώσεις των επαγγελματιών σε ό,τι αφορά τα συμπτώματα, τις μορφές και τα στάδια του κύκλου της βίας, συμβάλλουν στη σιωπή σχετικά με τη βία, στην παραγνώριση των διεργασιών, στην εσφαλμένη διάγνωση καθώς και στη λήψη εσφαλμένων μέτρων με ενδεχομένως ολέθριες συνέπειες.

2.3.13   Επανεξέταση της απαγόρευσης της εισόδου στην οικογενειακή κατοικία και επαφής με τα μέλη της οικογένειας

2.3.13.1

Η νομοθεσία για την προστασία από ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει και την απαγόρευση της πρόσβασης και της επαφής. Ωστόσο, η επιδιωκόμενη προστασία των θυμάτων από τους βίαιους συντρόφους τους μπορεί να «αποδυναμωθεί» μέσω του δικαιώματος επίσκεψης που διαθέτουν (διαζευγμένοι) άνδρες όσον αφορά τα παιδιά τους. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη λάβει στις νομοθεσίες τους πρόνοιες σχετικά με την αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων.

2.3.13.2

Πολλές γυναίκες που γίνονται θύματα ενδοοικογενειακής βίας αναγκάζονται ακόμα και σήμερα να αναζητούν προστασία σε ειδικά ιδρύματα. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει το προσωπικό των ιδρυμάτων αυτών, οι διαμονή σε αυτά μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των θυμάτων, και ιδιαίτερα στα παιδιά που συνοδεύουν τις μητέρες τους. Επομένως, θα πρέπει να δημιουργηθούν οι νομικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν γενικά τον αποκλεισμό του δράστη ενδοοικογενειακής βίας από την οικογενειακή κατοικία και τη διάθεσή της τελευταίας αποκλειστικά στα θύματα.

2.3.14   Μεγαλύτερη συνεκτίμηση της κατάστασης που αντιμετωπίζουν ηλικιωμένες γυναίκες που γίνονται θύματα ενδοοικογενειακής βίας

2.3.14.1

Σύμφωνα με στοιχεία διάφορων οργανισμών υποστήριξης των γυναικών, οι ηλικιωμένες γυναίκες δυσκολεύονται περισσότερο να ζητήσουν και να λάβουν βοήθεια σε περίπτωση βίας. Σε αυτές τις ηλικίες οι παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο των δύο φύλων είναι ακόμα βαθιά ριζωμένες. Στο πλαίσιο των εκστρατειών ευαισθητοποίησης για την ενδοοικογενειακή βία θα πρέπει να λαμβάνονται σε μεγαλύτερο βαθμό υπόψη οι ηλικιωμένες γυναίκες, ώστε να ενημερώνονται όχι μόνο για τις δυνατότητες αλλά και για το δικαίωμα που διαθέτουν να ζητήσουν βοήθεια.

2.3.15

Η κοινωνική συμμετοχή θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και η συμμετοχή τους ειδικά στην αγορά εργασίας

2.3.15.1

Η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών εμποδίζει την συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνία γενικά και ειδικότερα στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση, τη φτώχεια, την οικονομική και υλική εξάρτηση. Οι σωματικές και ψυχικές συνέπειες της βίας δεν επιδρούν μόνο στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας αλλά και στην κατάσταση στη θέση εργασίας, (συχνές απουσίες από την εργασία, ψυχική επιβάρυνση, αλλαγή τόπου κατοικίας, κλπ.). Χρειάζεται οι οργανισμοί της αγοράς εργασίας να αναζητήσουν συλλογικές λύσεις για το πρόβλημα αυτό, για παράδειγμα μέσω συμφωνιών που θα συναφθούν μεταξύ των εργοδοτών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων για να προστατεύσουν και να υποστηρίξουν τις εργαζόμενες που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Σουηδία.

Βρυξέλλες, 16 Μαρτίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (2002): Έκθεση για την παγκόσμια κατάσταση σχετικά με τη βία και την υγεία (www.who.int/violence_injury_prevention/violence/world_report/en/summary.pdf).

(2)  Υπουργείο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για την οικογένεια, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τη νεολαία ( 2004): Συνθήκες διαβίωσης, ασφάλεια και υγεία των γυναικών στη Γερμανία. Μια αντιπροσωπευτική έρευνα για την βία κατά των γυναικών στη Γερμανία (www.bmfsfj.de).

(3)  The United Nations: Fourth World Conference on Women: Beijing Declaration and Platform for Action (www.un.org/womenwatch/daw/beijing/platform/index.html).

(4)  European Women's Lobby (Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών): Beijing+10. 1995-2005: Review of the Implementation of the Beijing Platform for Action by the European Union Νοέμβριος 2004(www.womenlobby.org).

(5)  CM-SUIVI3(2005)7; www.coe.int/t/dcr/summit/20050517_plan_action_en.asp. Η ομάδα εργασίας θα συσταθεί το 2006.

(6)  Έκθεση σχετικά με τη σημερινή κατάσταση όσον αφορά την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν στο μέλλον (2004/2220(INI)) της επιτροπής για τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα των δύο φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2005 ((A6-0404/2005)

(7)  Βλ. σχετικά την έκθεση για τη θέση των γυναικών στη νοτιοανατολική Ευρώπη (2003/2128(INI)), της επιτροπής για τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα των δύο φύλων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 24 Μαΐου 2004 (Α5-0182/2004)

(8)  Albin Dearing/Max Haller:Ο αυστριακός νόμος περί προστασίας από τη βία. Βιέννη 2000 Maria Ullmann: Η αστυνομική αντιμετώπιση της οικογενειακής βίας στην Αυστρία (Der polizeiliche Umgang mit hδuslicher Gewalt in Φsterreich) In: Detlef Schrφder/Peter Petzolt (Hrsg.): Η βία στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον Ι. Πρώτη ενδιάμεση αξιολόγηση μετά τη θέσπιση του νόμου περί προστασίας από τη βία. Φρανκφούρτη 2004, σ.7-23