ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

49ό έτος
19 Απριλίου 2006


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2006/C 091/1

Ισοτιμίες του ευρώ

1

2006/C 091/2

Ισοτιμίες του ευρώ

2

2006/C 091/3

Ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 89/686/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τη προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέσα ατομικής προστασίας ( 1 )

3

2006/C 091/4

Κρατικές ενισχύσεις — Πορτογαλία — Ενίσχυση C 4/2006 (πρώην N 180/2005) — Ενίσχυση στην Djebel, S.A. — Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

25

2006/C 091/5

Κρατική ενίσχυση — Γαλλία — Κρατική ενίσχυση αριθ. C 9/2006 (πρώην NN 85/2005) Ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου — Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

30

2006/C 091/6

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4114 — Lottomatica/GTECH) ( 1 )

35

2006/C 091/7

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/COMP/M.4121 — Allianz Group/Sofinim/United Broadcast Facilities) ( 1 )

36

2006/C 091/8

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4172 — Barclays/Tuja) ( 1 )

36

2006/C 091/9

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4130 — ENI/Grupo Amorim/CGD/GALP) ( 1 )

37

2006/C 091/0

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4087 — Eiffage/Macquarie/APRR) ( 1 )

37

 

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

2006/C 091/1

Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

38

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/1


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

18 Απριλίου 2006

(2006/C 91/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2252

JPY

ιαπωνικό γιεν

144,53

DKK

δανική κορόνα

7,4621

GBP

λίρα στερλίνα

0,6915

SEK

σουηδική κορόνα

9,3068

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5645

ISK

ισλανδική κορόνα

93,15

NOK

νορβηγική κορόνα

7,854

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5762

CZK

τσεχική κορόνα

28,565

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

266,67

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,696

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,9268

RON

ρουμανικό λέι

3,4876

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,6

SKK

σλοβακική κορόνα

37,48

TRY

τουρκική λίρα

1,6464

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,66

CAD

καναδικό δολάριο

1,4029

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,5029

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,9576

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,9626

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 168,6

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,4234

CNY

κινεζικό γιουάν

9,8188

HRK

κροατικό κούνα

7,3048

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 005,36

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,5008

PHP

πέσο Φιλιππινών

63,037

RUB

ρωσικό ρούβλι

33,778

THB

ταϊλανδικό μπατ

46,482


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/2


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

13 Απριλίου 2006

(2006/C 91/02)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2094

JPY

ιαπωνικό γιεν

143,48

DKK

δανική κορόνα

7,4624

GBP

λίρα στερλίνα

0,6903

SEK

σουηδική κορόνα

9,326

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5705

ISK

ισλανδική κορόνα

92,25

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8562

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5764

CZK

τσεχική κορόνα

28,645

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

267,73

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6961

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,9476

RON

ρουμανικό λέι

3,4904

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,61

SKK

σλοβακική κορόνα

37,49

TRY

τουρκική λίρα

1,635

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6634

CAD

καναδικό δολάριο

1,3885

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,3822

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,9605

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,9444

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 162,96

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,4242

CNY

κινεζικό γιουάν

9,7052

HRK

κροατικό κούνα

7,3075

IDR

ινδονησιακή ρουπία

10 869,48

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,4397

PHP

πέσο Φιλιππινών

61,982

RUB

ρωσικό ρούβλι

33,516

THB

ταϊλανδικό μπατ

46,127


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/3


Ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 89/686/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τη προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέσα ατομικής προστασίας

(2006/C 91/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(Δημοσίευση τίτλων και στοιχείων αναφοράς εναρμονισμένων προτύπων βάσει της οδηγίας)

EOT (1)

Στοιχείο αναφοράς και τίτλος του προτύπου

(τίτλος του προτύπου)

Πρώτη δημοσίευση ΕΕ

Έγγραφο αναφοράς

Ημερομηνία λήξης της ισχύος του τεκμηρίου συμμόρφωσης του αντικατασταθέντος προτύπου

Σημείωση 1

CEN

EN 132:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Ορισμοί όρων και εικονοσήμων

4.6.1999

EN 132:1990

Ημερομηνία λήξης

(30.6.1999)

CEN

EN 133:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Ταξινόμηση

10.8.2002

EN 133:1990

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 134:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Ονομασία εξαρτημάτων

13.6.1998

EN 134:1990

Ημερομηνία λήξης

(31.7.1998)

CEN

EN 135:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Κατάλογος ισοδύναμων όρων

4.6.1999

EN 135:1990

Ημερομηνία λήξης

(30.6.1999)

CEN

EN 136:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μάσκες ολοκλήρου προσώπου — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

13.6.1998

EN 136:1989

EN 136-10:1992

Ημερομηνία λήξης

(31.7.1998)

EN 136:1998/AC:1999

 

 

 

CEN

EN 137:1993

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αυτόνομη αναπνευστική συσκευή πεπιεσμένου αέρα ανοικτού κυκλώματος — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση.

23.12.1993

EN 137:1986

Ημερομηνία λήξης

(23.12.1993)

EN 137:1993/AC:1993

 

 

 

CEN

EN 138:1994

Αναπνευστικές προστατευτικές συσκευές — Αναπνευστική συσκευή με σωλήνα νωπού αέρα για χρήση με μάσκα ολόκληρου προσώπου, ημίσεως προσώπου ή με στομίδα — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

16.12.1994

 

CEN

EN 140:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής- Φίλτρα αερίων και φίλτρα συνδυασμού — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.11.1998

EN 140:1989

Ημερομηνία λήξης

(31.3.1999)

EN 140:1998/AC:1999

 

 

 

CEN

EN 142:2002

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Συστήματα στομίδας — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

10.4.2003

EN 142:1989

Ημερομηνία λήξης

(10.4.2003)

CEN

EN 143:2000

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Φίλτρα για σωματίδια — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

24.1.2001

EN 143:1990

Ημερομηνία λήξης

(24.1.2001)

Προειδοποίηση: Όσον αφορά τα φίλτρα των οποίων η ικανότητα διήθησης επιτυγχάνεται μερικώς ή εξ' ολοκλήρου με τη χρήση υλικών με βάση μη υφασμένες ηλεκτροφορτισμένες ίνες, η παρούσα δημοσίευση δεν αφορά τις ρήτρες 8.7.2.4, τελευταία φράση, 8.7.3.4, τελευταία φράση και 10 του προτύπου, μέρη για τα οποία δεν παρέχει τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφαλείας της οδηγίας 89/686/ΕΟΚ. Αυτή η προειδοποίηση λαμβάνεται επίσης υπόψη κατά την εφαρμογή των ακόλουθων εναρμονισμένων προτύπων: EN 149:2001, EN 405:2001, EN 1827:1999, EN 12083:1998, EN 12941:1998, EN 12941:1998/Α1:2003, EN 12942:1998, EN 12942:1998/Α1:2002 και EN 13274- 7:2002.

CEN

EN 144-1:2000

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Κλείστρα φιάλης αερίου — Μέρος 1: Συνδέσεις με σπείρωμα για εισαγωγή συνδέσμου

24.1.2001

EN 144-1:1991

Ημερομηνία λήξης

(24.1.2001)

EN 144-1:2000/A1:2003

21.2.2004

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(31.10.2003)

EN 144-1:2000/A2:2005

6.10.2005

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(31.12.2005)

CEN

EN 144-2:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Βαλβίδες φιαλών αερίου — Συνδέσεις εξαγωγής

4.6.1999

 

CEN

EN 144-3:2003

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Κλείστρα φιαλών αερίου — Μέρος 3: Συνδέσεις εξαγωγής αερίων Nitrox και οξυγόνου για καταδύσεις

21.2.2004

 

CEN

EN 145:1997

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αυτόνομες αναπνευστικές συσκευές τύπου συμπιεσμένου οξυγόνου ή συμπιεσμένου μίγματος οξυγόνου-αζώτου — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

19.2.1998

EN 145:1988

EN 145-2:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.2.1998)

EN 145:1997/A1:2000

24.1.2001

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(24.1.2001)

CEN

EN 148-1:1999

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Σπειρώματα για τμήματα προσώπου — Σύνδεση τυποποιημένου σπειρώματος

4.6.1999

EN 148-1:1987

Ημερομηνία λήξης

(31.8.1999)

CEN

EN 148-2:1999

Προστατευτικές διατάξεις αναπνοής — Σπειρώματα για εξαρτήματα προσώπου — Μέρος 2: Σύνδεση κεντρικού σπειρώματος

4.6.1999

EN 148-2:1987

Ημερομηνία λήξης

(31.8.1999)

CEN

EN 148-3:1999

Προστατευτικές διατάξεις αναπνοής — Σπειρώματα για εξαρτήματα προσώπου — Σύνδεση σπειρώματος Μ 45 × 3

4.6.1999

EN 148-3:1992

Ημερομηνία λήξης

(31.8.1999)

CEN

EN 149:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Φιλτρόμασκες για προστασία έναντι σωματιδίων — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

21.12.2001

EN 149:1991

Ημερομηνία λήξης

(21.12.2001)

CEN

EN 165: 2005

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Λεξιλόγιο

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

EN 165:1995

 31.5.2006

CEN

EN 166:2001

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Προδιαγραφές

10.8.2002

EN 166:1995

Ημερομηνία λήξης

(10.08.2002)

CEN

EN 167:2001

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Μέθοδοι οπτικών δοκιμών

10.8.2002

EN 167:1995

Ημερομηνία λήξης

(10.08.2002)

CEN

EN 168:2001

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Μέθοδοι μη οπτικών δοκιμών

10.8.2002

EN 168:1995

Ημερομηνία λήξης

(10.08.2002)

CEN

EN 169:2002

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Φίλτρα για συγκόλληση και σχετικές εργασίες — Απαιτήσεις απορρόφησης και συνιστώμενη χρήση

28.8.2003

EN 169:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 170:2002

Ατομική προστασία ματιών — Φίλτρα υπεριώδους ακτινοβολίας — Απαιτήσεις απορρόφησης και συνιστώμενη χρήση

28.8.2003

EN 170:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 171:2002

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Φίλτρα υπέρυθρης ακτινοβολίας — Απαιτήσεις διαπερατότητας και συνιστώμενη χρήση

10.4.2003

EN 171:1992

Ημερομηνία λήξης

(10.4.2003)

CEN

EN 172:1994

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Φίλτρα ηλιακής θάμβωσης για βιομηχανική χρήση

15.5.1996

 

EN 172:1994/A1:2000

4.7.2000

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(31.10.2000)

EN 172:1994/A2:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2005)

CEN

EN 174:2001

Μέσα προστασίας ματιών — Γυαλιά-μάσκα για χιονοδρομική κατάβαση

21.12.2001

EN 174:1996

Ημερομηνία λήξης

(21.12.2001)

CEN

EN 175:1997

Ατομική προστασία — Εξοπλισμός προστασίας ματιών και προσώπου κατά τη διάρκεια συγκολλήσεων και σχετικών διεργασιών

19.2.1998

 

CEN

EN 207:1998

Ατομική προστασία ματιών — Φίλτρα και μέσα προστασίας ματιών έναντι ακτινοβολίας λέιζερ

21.11.1998

EN 207:1993

Ημερομηνία λήξης

(31.3.1999)

EN 207:1998/A1:2002

28.8.2003

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 208:1998

Ατομική προστασία ματιών — Μέσα προστασίας ματιών για εργασίες σε λέιζερ και συστήματα λέιζερ

21.11.1998

EN 208:1993

Ημερομηνία λήξης

(31.3.1999)

EN 208:1998/A1:2002

28.8.2003

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 250:2000

Αναπνευστικός εξοπλισμός — Αυτόνομη συσκευή καταδύσεως πεπιεσμένου αέρα ανοικτού κυκλώματος — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

8.6.2000

EN 250:1993

Ημερομηνία λήξης

(19.7.2000)

CEN

EN 269:1994

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αναπνευστική συσκευή με σωλήνα προσαγωγής νωπού αέρα και με ενσωματωμένη κουκούλα — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

16.12.1994

 

CEN

EN 340:2003

Προστατευτική ενδυμασία — Γενικές απαιτήσεις

6.10.2005

EN 340:1993

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 341:1992

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Μέσα καταβίβασης

23.12.1993

 

EN 341:1992/A1:1996

6.11.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.11.1998)

EN 341:1992/AC:1993

 

 

 

CEN

EN 342:2004

Προστατευτική ενδυμασία — Σύνολα ενδυμασίας και ενδύματα για προστασία έναντι ψύχους

6.10.2005

 

CEN

EN 343:2003

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία έναντι βροχής

21.2.2004

 

CEN

EN 348:1992

Προστατευτική ενδυμασία — Μέθοδος δοκιμής: Προσδιορισμός συμπεριφοράς των υλικών σε πρόσκρουση μικρών πιτσιλιών λυωμένου μετάλλου

23.12.1993

 

EN 348:1992/AC:1993

 

 

 

CEN

EN 352-1:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Γενικές απαιτήσεις — Μέρος 1: Ωτοασπίδες

28.8.2003

EN 352-1:1993

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 352-2:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Γενικές απαιτήσεις — Μέρος 2: Ωτοβύσματα

28.8.2003

EN 352-2:1993

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 352-3:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Γενικές απαιτήσεις — Μέρος 3: Ωτοασπίδες επί βιομηχανικού κράνους ασφαλείας

28.8.2003

EN 352-3:1996

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 352-4:2001

Μέσα προστασίας της ακοής — Απαιτήσεις ασφάλειας και δοκιμές — Μέρος 4: Ωτοασπίδες με εξασθένιση εξαρτώμενη από τη στάθμη του θορύβου

10.8.2002

 

EN 352-4:2001/A1:2005

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

Σημείωση 3

30.4.2006

CEN

EN 352-5:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Απαιτήσεις ασφάλειας και δοκιμές — Μέρος 5: Ωτoασπίδες ενεργού κυκλώματος μειώσεως του θορύβου

28.8.2003

 

CEN

EN 352-6:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Απαιτήσεις ασφάλειας και δοκιμές — Μέρος 6: Ωτοασπίδες με ακουστική επικοινωνία

28.8.2003

 

CEN

EN 352-7:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Απαιτήσεις ασφάλειας και δοκιμές — Μέρος 7: Ωτοβύσματα με εξασθένηση εξαρτώμενη από τη στάθμη του θορύβου

28.8.2003

 

CEN

EN 353-1:2002

Mέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Μέρος 1: Ανακόπτες πτώσης καθοδηγούμενου τύπου που συμπεριλαμβάνουν δύσκαμπτο αγκυροβολημένο ατσαλόσυρμα

28.8.2003

EN 353-1:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 353-2:2002

Mέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Μέρος 2: Ανακόπτες πτώσης καθοδηγούμενου τύπου που συμπεριλαμβάνουν εύκαμπτο αγκυροβολημένο σχοινί

28.8.2003

EN 353-2:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 354:2002

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Αναδέτες

28.8.2003

EN 354:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 355:2002

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Αποσβεστήρες ενέργειας

28.8.2003

EN 355:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 358:1999

Μέσα ατομικής προστασίας για συγκράτηση κατά την εργασία και πρόληψη πτώσεων από ύψος — Ζώνες και αναδέτες για συγκράτηση και περιορισμό στη θέση εργασίας

21.12.2001

EN 358:1992

Ημερομηνία λήξης

(21.12.2001)

CEN

EN 360:2002

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Ανακόπτες πτώσης επαναφερόμενου τύπου

28.8.2003

EN 360:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 361:2002

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Ολόσωμες εξαρτύσεις

28.8.2003

EN 361:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 362:2004

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Συνδετήρες

6.10.2005

EN 362:1992

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 363:2002

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Συστήματα ανακοπής πτώσης

28.8.2003

EN 363:1992

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 364:1992

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Μέθοδοι δοκιμής

23.12.1993

 

EN 364:1992/AC:1993

 

 

 

CEN

EN 365:2004

Μέσα ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Γενικές απαιτήσεις για οδηγίες χρήσης, συντήρησης, περιοδικού ελέγχου, επισκευής, σήμανσης και συσκευασίας

6.10.2005

EN 365:1992

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 367:1992

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία από θερμότητα και φωτιά — Μέθοδος προσδιορισμού μετάδοσης της θερμότητας από έκθεση σε φλόγα

23.12.1993

 

EN 367:1992/AC:1992

 

 

 

CEN

EN 373:1993

Προστατευτική ενδυμασία — Αξιολόγηση της αντίστασης των υλικών στην εκτίναξη τετηγμένου μετάλλου

23.12.1993

 

CEN

EN 374-1:2003

Γάντια προστασίας έναντι χημικών ουσιών και μικροοργανισμών — Μέρος 1: Ορολογία και απαιτήσεις απόδοσης

6.10.2005

EN 374-1:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 374-2:2003

Γάντια προστασίας έναντι χημικών ουσιών και μικροοργανισμών — Μέρος 2: Προσδιορισμός της αντίστασης στη διείσδυση

6.10.2005

EN 374-2:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 374-3:2003

Γάντια προστασίας έναντι χημικών ουσιών και μικροοργανισμών — Μέρος 3: Προσδιορισμός της αντίστασης στη διαπερατότητα από χημικές αυσίες

6.10.2005

EN 374-3:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 379:2003

Ατομική προστασία ματιών — Αυτόματα φίλτρα συγκόλλησης

6.10.2005

EN 379:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 381-1:1993

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες χειροκίνητων αλυσοπριόνων — Μέρος 1: Εξάρτηση δοκιμής για τη δοκιμή της αντίστασης στην κοπή με αλυσοπρίονο

23.12.1993

 

CEN

EN 381-2:1995

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 2: Μέθοδοι δοκιμής για μέσα προστασίας των κάτω άκρων

12.1.1996

 

CEN

EN 381-3:1996

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπριόνων χειρός — Μέρος 3: Μέθοδοι δοκιμής για υποδήματα

10.10.1996

 

CEN

EN 381-4:1999

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 4: Μέθοδοι δοκιμής γαντιών προστασίας για αλυσοπρίονα

16.3.2000

 

CEN

EN 381-5:1995

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 5: Απαιτήσεις για μέσα προστασίας των κάτω άκρων

12.1.1996

 

CEN

EN 381-7:1999

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 7: Απαιτήσεις γαντιών προστασίας για αλυσοπρίονα

16.3.2000

 

CEN

EN 381-8:1997

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 8: Μέθοδοι δοκιμής για περικνημίδες προστασίας από αλυσοπρίονα

18.10.1997

 

CEN

EN 381-9:1997

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 9: Απαιτήσεις για περικνημίδες προστασίας από αλυσοπρίονα

18.10.1997

 

CEN

EN 381-10:2002

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 10: Μέθοδος δοκιμής για προστατευτικά του άνω μέρους του σώματος

28.8.2003

 

CEN

EN 381-11:2002

Προστατευτική ενδυμασία για χρήστες αλυσοπρίονων χειρός — Μέρος 11: Απαιτήσεις για προστατευτικά του άνω μέρους του σώματος

28.8.2003

 

CEN

EN 388:2003

Γάντια προστασίας έναντι μηχανικών κινδύνων

6.10.2005

EN 388:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 393:1993

Σωσίβια γιλέκα και ατομικά βοηθήματα επίπλευσης — Βοηθήματα επίπλευσης — 50 Ν

16.12.1994

 

EN 393:1993/A1:1998

6.11.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.11.1998)

EN 393:1993/AC:1995

 

 

 

CEN

EN 394:1993

Σωσίβια γιλέκα και ατομικά βοηθήματα επίπλευσης — Πρόσθετα μέσα

16.12.1994

 

CEN

EN 395:1993

Σωσίβια γιλέκα και ατομικά βοηθήματα άντωσης — Σωσίβια γιλέκα — 100 Ν

16.12.1994

 

EN 395:1993/A1:1998

6.11.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.11.1998)

EN 395:1993/AC:1995

 

 

 

CEN

EN 396:1993

Σωσίβια γιλέκα και ατομικά βοηθήματα επίπλευσης — Σωσίβια γιλέκα — 150 Ν

16.12.1994

 

EN 396:1993/A1:1998

6.11.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.11.1998)

EN 396:1993/AC:1995

 

 

 

CEN

EN 397:1995

Βιομηχανικά κράνη ασφαλείας

12.1.1996

 

EN 397:1995/A1:2000

24.1.2001

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(24.1.2001)

CEN

EN 399:1993

Σωσίβια γιλέκα και ατομικά βοηθήματα άντωσης — Σωσίβια γιλέκα — 275 Ν

16.12.1994

 

EN 399:1993/A1:1998

6.11.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.11.1998)

EN 399:1993/AC:1995

 

 

 

CEN

EN 402:2003

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αυτόνομη αναπνευστική συσκευή με αεροπνεύμονα πεπιεσμένου αέρα, ανοιχτού κυκλώματος με μάσκα ολοκλήρου προσώπου ή συστήματα στομίδας για διαφυγή — Aπαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

21.2.2004

EN 402:1993

Ημερομηνία λήξης

(21.2.2004)

CEN

EN 403:2004

Μέσα προστασίας της αναπνοής για αυτοδιάσωση — Συσκευές διήθησης με κουκούλα για διαφυγή από φωτιά — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.10.2005

EN 403:1993

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 404:2005

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Συσκευή αυτοδιάσωσης με φίλτρο — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.10.2005

EN 404:1993

 Ημερομηνία λήξης

(2.12.2005)

CEN

EN 405:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Φιλτρόμασκες με βαλβίδα για προστασία από αέρια ή αέρια και σωματίδια — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

10.8.2002

EN 405:1992

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 407:2004

Γάντια προστασίας από θερμικούς κινδύνους (θερμότητα ή/και φλόγα)

6.10.2005

EN 407:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 420:2003

Γάντια προστασίας — Γενικές απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

Σημείωση 4

2.12.2005

EN 420:1994

Ημερομηνία λήξης

(2.12.2005)

CEN

EN 421:1994

Γάντια προστασίας από την ιονίζουσα ακτινοβολία και ραδιενεργό μόλυνση

16.12.1994

 

CEN

EN 443:1997

Κράνη πυροσβεστών

19.2.1998

 

CEN

EN 458:2004

Μέσα προστασίας της ακοής — Συστάσεις για την επιλογή, τη χρήση, τη φροντίδα και την συντήρηση — Έγγραφο καθοδήγησης

6.10.2005

EN 458:1993

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 463:1994

Προστατευτική ενδυμασία έναντι χημικών υγρών — Μέθοδος δοκιμής: Προσδιορισμός της αντίστασης στη διείσδυση εκτοξευόμενου υγρού (δοκιμή εκτόξευσης)

16.12.1994

 

CEN

EN 464:1994

Προστατευτική ενδυμασία έναντι χημικών υγρών και αερίων περιλαμβανομένων των αερολυμάτων (αεροζόλ) και των στερεών σωματιδίων — Μέθοδος δοκιμής: Προσδιορισμός της στεγανότητας των αεριοστεγανών στόλων (δοκιμή εσωτερικής πίεσης)

16.12.1994

 

CEN

EN 468:1994

Προστατευτική ενδυμασία έναντι χημικών υγρών — Μέθοδος δοκιμής: Προσδιορισμός της αντίστασης στη διείσδυση με ψεκασμό (δοκιμή ψεκασμού)

16.12.1994

 

CEN

EN 469:2005

Προστατευτική ενδυμασία για πυροσβέστες — Εργαστηριακές μέθοδοι δοκιμών και απαιτήσεις απόδοσης για

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

EN 469:1995

30.6.2005

CEN

EN 470-1:1995

Προστατευτική ενδυμασία για χρήση σε συγκολλήσεις και σχετικές διεργασίες — Μέρος 1: Γενικές απαιτήσεις

12.1.1996

 

EN 470-1:1995/A1:1998

13.6.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(31.8.1998)

CEN

EN 471:2003

Προειδοποιητική ενδυμασία υψηλής διακριτότητας για επαγγελματική χρήση — Μέθοδος δοκιμής και απαιτήσεις

6.10.2005

EN 471:1994

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 510:1993

Προδιαγραφή προστατευτικής ενδυμασίας για χρήση όπου υπάρχει κίνδυνος εμπλοκής με κινούμενα μέρη μηχανών

16.12.1994

 

CEN

EN 511:1994

Γάντια προστασίας από το κρύο

16.3.2000

 

CEN

EN 530:1994

Αντοχή σε τριβή των υλικών προστατευτικής ενδυμασίας — Μέθοδος δοκιμής

30.8.1995

 

EN 530:1994/AC:1995

 

 

 

CEN

EN 531:1995

Προστατευτική ενδυμασία για εργαζόμενους εκτιθέμενους στη θερμότητα

6.11.1998

 

EN 531:1995/A1:1998

4.6.1999

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(4.6.1999)

CEN

EN 533:1997

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία έναντι θερμότητας και φλόγας — Υλικά και συνδυασμοί υλικών περιορισμού διάδοσης της φλόγας

14.6.1997

 

CEN

EN 564:1997

Εξοπλισμός ορειβασίας — Κορδόνι εξαρτημάτων — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 565:1997

Εξοπλισμός ορειβασίας — Ταινία — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 566:1997

Εξοπλισμός ορειβασίας — Αορτήρες — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 567:1997

Εξοπλισμός ορειβασίας — Σφιγκτήρες σχοινιού — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδος δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 568:1997

Εξοπλισμός ορειβασίας — Αγκυρώσεις πάγου — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμής

14.6.1997

 

CEN

EN 569:1997

Εξοπλισμός ορειβασίας — Κρικωτοί ήλοι — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδος δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 659:2003

Γάντια προστασίας για πυροσβέστες

21.2.2004

EN 659:1996

Ημερομηνία λήξης

(21.2.2004)

CEN

EN 702:1994

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία έναντι θερμότητας και φλόγας — Μέθοδος δοκιμής: Προσδιορισμός της μεταφερόμενης θερμότητας με επαφή δια μέσου των προστατευτικών ενδυμασιών ή των υλικών τους

12.1.1996

 

CEN

EN 795:1996

Προστασία έναντι πτώσεων από ύψος — Διατάξεις αγκύρωσης — Απαιτήσεις και δοκιμές

12.2.2000

 

Προειδοποίηση: Η παρούσα δημοσίευση δεν αφορά στα μέσα που περιγράφονται στις κατηγορίες Α (δομικές άγκυρες), Γ (διατάξεις αγκύρωσης με εύκαμπτα οριζόντια στηρίγματα ασφαλείας) και Δ (διατάξεις αγκύρωσης με άκαμπτες οριζόντιες σιδηροτροχιές ασφαλείας), που αναφέρονται στις εξής παραγράφους: 3.13.1, 3.13.3, 3.13.4, 4.3.1, 4.3.3, 4.3.4, 5.2.1, 5.2.2, 5.2.4, 5.2.5, 5.3.2 (όσον αφορά στην κατηγορία A 1), 5.3.3, 5.3.4, 5.3.5, 6 (όσον αφορά στις κατηγορίες A, Γ και Δ), στο παράρτημα A (παράγραφοι A.2, A.3, A.5 και A.6), παράρτημα B, παράρτημα ZA (όσον αφορά στις κατηγορίες A, Γ και Δ) για τα οποία δεν προβλέπεται συμμόρφωση προς τις διατάξεις της οδηγίας 89/686/ΕΟΚ.

 

EN 795:1996/A1:2000

24.1.2001

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(30.4.2001)

CEN

EN 812:1997

Βιομηχανικά προστατευτικά καλύματα κεφαλής

19.2.1998

 

EN 812:1997/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 813:1997

Μέσα ατομικής προστασίας για πρόληψη πτώσεων από ύψος — Εξαρτύσεις σε καθιστή θέση

14.6.1997

 

CEN

EN 863:1995

Προστατευτική ενδυμασία — Μηχανικές ιδιότητες — Μέθοδος δοκιμής: Αντοχή σε διάτρηση

15.5.1996

 

CEN

EN 892:2004

Εξοπλισμός ορειβασίας — Δυναμικά σχοινιά ορειβασίας — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

EN 892:1996

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 893:1999

Εξοπλισμός ορειβασίας — Καρφιά πάγου — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 943-1:2002

Προστατευτική ενδυμασία έναντι υγρών και αερίων χημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένων υγρών αερολυμάτων και στερεών σωματιδίων — Μέρος 1: Απαιτήσεις απόδοσης για εξαεριζόμενες και μη εξαεριζόμενες αεριοστεγείς (Τύπος 1) και μη αεριοστεγείς (Τύπος 2) στολές

28.8.2003

 

CEN

EN 943-2:2002

Προστατευτική ενδυμασία έναντι υγρών και αερίων χημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένων υγρών αερολυμάτων και στερεών σωματιδίων — Μέρος 2: Απαιτήσεις απόδοσης για αεροστεγείς «φόρμες (Τύπος 1) χημικής προστασίας για ομάδες άμεσης επέμβασης (ΕΤ)»

10.8.2002

 

CEN

EN 958:1996

Εξοπλισμός ορειβασίας — Συστήματα απορρόφησης ενέργειας για χρήση σε αναρρίχηση με εξοπλισμένη διαδρομή — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμών

14.6.1997

 

CEN

EN 960:1994

Ομοιώματα κεφαλής για χρήση σε δοκιμές προστατευτικών κρανών

15.5.1996

 

EN 960:1994/A1:1998

6.11.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.11.1998)

CEN

EN 966:1996

Κράνη για αεραθλήματα

10.10.1996

 

EN 966:1996/A1:2000

4.7.2000

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(30.9.2000)

CEN

EN 1073-1:1998

Προστατευτική ενδυμασία έναντι ραδιενεργού μολύνσεως — Μέρος 1: Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής ενδυμασίας με μηχανική παροχή αέρα για προστασία έναντι μολύνσεως από ραδιενεργά σωματίδια

6.11.1998

 

CEN

EN 1073-2:2002

Προστατευτική ενδυμασία έναντι ραδιενεργού μολύνσεως — Μέρος 2: Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής ενδυμασίας χωρίς μηχανική παροχή αέρα για προστασία έναντι μολύνσεως από ραδιενεργά σωματίδια

28.8.2003

 

CEN

EN 1077:1996

Κράνη για χιονοδρόμους

10.10.1996

 

CEN

EN 1078:1997

Κράνη για ποδηλάτες και για χρήστες τροχοπέδιλων και πατινιών

14.6.1997

 

EN 1078:1997/A1:2005

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

Σημείωση 3

30.6.2006

CEN

EN 1080:1997

Κράνη προστασίας από πρόσκρουση για μικρά παιδιά

14.6.1997

 

EN 1080:1997/A1:2002

28.8.2003

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

EN 1080:1997/A2:2005

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

Σημείωση 3

30.6.2006

CEN

EN 1082-1:1996

Προστατευτική ενδυμασία — Γάντια και προστατευτικά βραχιόνων έναντι κοψιμάτων και τρυπημάτων από μαχαίρια χειρός — Μέρος 1: Γάντια και προστατευτικά βραχιόνων από μεταλλικό πλέγμα

14.6.1997

 

CEN

EN 1082-2:2000

Προστατευτική ενδυμασία — Γάντια και προστατευτικά βραχιόνων έναντι κοψιμάτων και τρυπημάτων από μαχαίρια χειρός — Μέρος 2: Γάντια και προστατευτικά βραχιόνων από μη μεταλλικά υλικά

21.12.2001

 

CEN

EN 1082-3:2000

Προστατευτική ενδυμασία — Γάντια και προστατευτικά βραχιόνων έναντι κοψιμάτων και τρυπημάτων από μαχαίρια χειρός — Μέρος 3: Δοκιμή κοπής με κρούση για υφάσματα, δέρμα και άλλα υλικά

21.12.2001

 

CEN

EN 1095:1998

Εξάρτηση ασφαλείας καταστρώματος και σχοινί ασφαλείας για χρήση σε σκάφη αναψυχής — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

6.11.1998

 

CEN

EN 1146:2005

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αυτόνομη αναπνευστική συσκευή πεπιεσμένου αέρα ανοικτού κυκλώματος με ενσωματωμένη κουκούλα (συσκευή διαφυγής πεπιεσμένου αέρα με κουκούλα) — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

EN 1146:1997

30.04.2006

CEN

EN 1149-1:1995

Προστατευτική ενδυμασία — Ηλεκτροστατικές ιδιότητες — Μέρος 1: Επιφανειακή ειδική αντίσταση (Μέθοδοι δοκιμής και απαιτήσεις)

10.10.1996

 

CEN

EN 1149-2:1997

Προστατευτική ενδυμασία — Ηλεκτροστατικές ιδιότητες — Μέρος 2: Μέθοδος δοκιμής για την μέτρηση της ηλεκτρικής αντίστασης δια μέσου ενός υλικού (αντίσταση διέλευσης)

19.2.1998

 

CEN

EN 1149-3:2004

Προστατευτική ενδυμασία — Ηλεκτροστατικές ιδιότητες — Μέρος 3: Μέθοδοι δοκιμής για μέτρηση της εκφόρτισης

6.10.2005

 

CEN

EN 1150:1999

Προστατευτική ενδυμασία — Ενδυμασία υψηλής ευκρίνιας για μη επαγγελματική χρήση — Μέθοδοι δοκιμής και απαιτήσεις

4.6.1999

 

CEN

EN 1384:1996

Κράνη για αθλήματα ιππασίας

14.6.1997

 

EN 1384:1996/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 1385:1997

Κράνη για κανό και αθλήματα σε σχετικά άγρια ύδατα

13.6.1998

 

EN 1385:1997/A1:2005

6.10.2005

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 1486:1996

Προστατευτική ενδυμασία για πυροσβέστες — Μέθοδοι δοκιμής και απαιτήσεις για ανακλαστικές ενδυμασίες για ειδικές περιπτώσεις πυρόσβεσης

3.12.1996

 

CEN

EN 1621-1:1997

Προστατευτική ενδυμασία μοτοσυκλετιστών έναντι μηχανικών κρούσεων — Μέρος 1: Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής για προστατευτικά μέσα έναντι κρούσεων

13.6.1998

 

CEN

EN 1621-2:2003

Προστατευτική ενδυμασία μοτοσυκλετιστών έναντι μηχανικών κρούσεων — Μέρος 2: Προστατευτικά μέσα πλάτης — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 1731:1997

Μέσα προστασίας ματιών και προσώπου τύπου μεταλλικού πλέγματος για βιομηχανική και μη βιομηχανική χρήση έναντι μηχανικών κινδύνων ή και θερμότητας

14.6.1997

 

EN 1731:1997/A1:1997

13.6.1998

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(30.6.1998)

CEN

EN 1809:1997

Εξαρτήματα κατάδυσης — Αντισταθμιστές άντωσης — Απαιτήσεις λειτουργικότητας και ασφάλειας, μέθοδοι δοκιμής

13.6.1998

 

CEN

EN 1827:1999

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μάσκες ημίσεος προσώπου χωρίς βαλβίδες εισπνοής και με αποσπώμενα φίλτρα προστασίας έναντι αερίων και σωματιδίων ή μόνο σωματιδίων — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

24.2.2001

 

CEN

EN 1836:2005

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Γυαλιά ηλίου και φίλτρα προστασίας από την ηλιακή ακτινοβολία για γενική χρήση και φίλτρα για άμεση παρατήρηση του ήλιου

2.12.2005

EN 1836:1997

Ημερομηνία λήξης

(31.3.2006)

CEN

EN 1868:1997

Εξοπλισμός ατομικής προστασίας έναντι πτώσεων από ύψος — Κατάλογος ισοδυνάμων όρων

18.10.1997

 

CEN

EN 1891:1998

Μέσα ατομικής προστασίας για πρόληψη πτώσεων από ύψος — Σχοινιά με επενδεδυμένο πυρήνα μικρού συντελεστή επιμήκυνσης

6.11.1998

 

CEN

EN 1938:1998

Ατομική προστασία ματιών — Γυαλιά-μάσκα για χρήστες μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων

4.6.1999

 

CEN

EN ISO 4869-2:1995

Ακουστική — Προστατευτικά ακοής — Μέρος 2: Εκτίμηση της ενεργού Α-σταθμισμένης στάθμης ηχητικής πίεσης όταν φοριούνται προστατευτικά ακοής (ISO 4869-2:1994)

15.5.1996

 

CEN

EN ISO 4869-4:2000

Ακουστική — Προστατευτικά ακοής — Μέρος 4: Μέτρηση των πραγματικών επιπέδων ηχητικής πίεσης για ωτασπίδες αποκατάστασης του ήχου εξαρτώμενης από την ηχητική στάθμη (ISO/TR 4869-4:1998)

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 6529:2001

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία έναντι χημικών — Προσδιορισμός της αντίστασης των υλικών προστατευτικής ενδυμασίας στη διαπέραση υγρών και αερίων (ISO 6529:2001)

6.10.2005

EN 369:1993

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 6530:2005

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία έναντι υγρών χημικών — Μέθοδος δοκιμής για την αντίσταση των υλικών στη διαπερατότητα από υγρά (ISO 6530:2005)

6.10.2005

EN 368:1992

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 6942:2002

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία από θερμότητα και φωτιά — Μέθοδος δοκιμής: Αξιολόγηση υλικών και συναρμοσμένων υλικών κατά την έκθεση σε πηγή ακτινοβολούμενης θερμότητας (ISO 6942:2002)

28.8.2003

EN 366:1993

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN ISO 10256:2003

Προστασία κεφαλής και προσώπου για χρήση σε χόκεϊ επί πάγου (ISO 10256:2003)

6.10.2005

EN 967:1996

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 10819:1996

Μηχανικές δονήσεις και κρούσεις — Δονήσεις στο χέρι — Μέθοδος για τη μέτρηση και αξιολόγηση της μετάδοσης της δόνησης μέσω των γαντιών στην παλάμη του χεριού (ISO 10819:1996)

3.12.1996

 

CEN

EN 12083:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Φίλτρα με αναπνευστικούς σωλήνες, (φίλτρα μη συγκρατούμενα στη μάσκα) — Φίλτρα σωματιδίων, φίλτρα αερίου και φίλτρα συνδυασμού — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

4.7.2000

 

EN 12083:1998/AC:2000

 

 

 

CEN

EN 12270:1998

Εξοπλισμός ορειβασίας — Υποστάτες — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

16.3.2000

 

CEN

EN 12275:1998

Εξοπλισμός ορειβασίας — Σύνδεσμοι — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

16.3.2000

 

CEN

EN 12276:1998

Εξοπλισμός ορειβασίας — Μηχανικές αγκυρώσεις — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμής

24.2.2001

 

EN 12276:1998/AC:2000

 

 

 

CEN

EN 12277:1998

Εξοπλισμός ορειβασίας — Εξαρτήσεις — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμής

6.11.1998

 

CEN

EN 12278:1998

Εξοπλισμός ορειβασίας — Τροχαλίες — Απαιτήσεις ασφάλειας και μέθοδοι δοκιμής

6.11.1998

 

CEN

EN 12477:2001

Γάντια προστασίας για συγκολλητές

10.8.2002

 

EN 12477:2001/A1:2005

6.10.2005

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(31.12.2005)

CEN

EN 12492:2000

Εξοπλισμός ορειβασίας — Κράνη για ορειβάτες — Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής

21.12.2001

 

EN 12492:2000/A1:2002

28.8.2003

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 12568:1998

Μέσα προστασίας ποδιών και κνημών — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμών για προστατευτικά δακτύλων και μεταλλικών ενθέτων ανθεκτικών σε διάτρηση

6.11.1998

 

CEN

EN 12628:1999

Εξαρτήματα κατάδυσης — Συσκευές συνδυασμού πλευστότητας και διάσωσης — Απαιτήσεις λειτουργίας και ασφάλειας, μέθοδοι δοκιμής

4.7.2000

 

EN 12628:1999/AC:2000

 

 

 

CEN

EN 12941:1998

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Συσκευές διήθησης με ανεμιστήρα που συμπεριλαμβάνουν κράνος ή κουκούλα — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

4.6.1999

EN 146:1991

Ημερομηνία λήξης

(4.6.1999)

EN 12941:1998/A1:2003

6.10.2005

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 12942:1998

Μέσα προστασία της αναπνοής — Υποβοηθούμενες συσκευές διηθήσεως με ενσωματωμένες μάσκες ολοκλήρου προσώπου, ημίσεως προσώπου ή ενός τετάρτου — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

4.6.1999

EN 147:1991

Ημερομηνία λήξης

(4.6.1999)

EN 12942:1998/A1:2002

28.8.2003

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 13034:2005

Προστατευτική ενδυμασία έναντι χημικών υγρών — Απαιτήσεις απόδοσης για προστατευτική ενδυμασία από χημικά που παρέχουν περιορισμένη προστασία έναντι χημικών υγρών (εξοπλισμός Τύπου 6 και Τύπου PB [6])

6.10.2005

 

CEN

EN 13061:2001

Προστατευτική ενδυμασία — Επικαλαμίδες ποδοσφαιριστών — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

10.8.2002

 

CEN

EN 13087-1:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 1: Συνθήκες και εγκληματισμός

10.8.2002

 

EN 13087-1:2000/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 13087-2:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 2: Απορρόφηση κτυπήματος

10.8.2002

 

EN 13087-2:2000/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 13087-3:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 3: Αντοχή στη διάτρηση

10.8.2002

 

EN 13087-3:2000/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 13087-4:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 4: Αποτελεσματικότητα του συστήματος συγκράτησης

21.12.2001

 

CEN

EN 13087-5:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 5: Αντοχή του συστήματος συγκράτησης

24.2.2001

 

CEN

EN 13087-6:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 6: Οπτικό πεδίο

10.8.2002

 

EN 13087-6:2000/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 13087-7:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 7: Αντοχή σε φλόγα

10.8.2002

 

EN 13087-7:2000/A1:2001

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(10.8.2002)

CEN

EN 13087-8:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 8: Ηλεκτρικές ιδιότητες

21.12.2001

 

EN 13087-8:2000/A1:2005

6.10.2005

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 13087-10:2000

Κράνη προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 10: Αντοχή σε ακτινοβολούμενη θερμότητα

21.12.2001

 

CEN

EN 13138-1:2003

Βοηθήματα άντωσης για μαθήματα κολύμβησης — Μέρος 1: Απαιτήσεις ασφαλείας και μέθοδοι δοκιμής για βοηθήματα άντωσης που φοριούνται

6.10.2005

 

CEN

EN 13158:2000

Προστατευτική ενδυμασία — Προστατευτικά γιλέκα, μέσα προστασίας σώματος και ώμου για ιππείς — Απαιτήσεις κια μέθοδοι δοκιμής

24.2.2001

 

CEN

EN 13178:2000

Ατομική προστασία ματιών — Μέσα προστασίας ματιών για χρήστες μηχανών χιονοκίνησης

21.12.2001

 

CEN

EN 13274-1:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 1 Προσδιορισμός διαρροής προς το εσωτερικό και ολικής διαρροής προς το εσωτερικό

21.12.2001

 

CEN

EN 13274-2:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 2: Πρακτικές δοκιμές απόδοσης

21.12.2001

 

CEN

EN 13274-3:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 3: Προσδιορισμός αντίστασης της αναπνοής

10.8.2002

 

CEN

EN 13274-4:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 4: Δοκιμές φλόγας

10.8.2002

 

CEN

EN 13274-5:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 5: Συνθήκες εγκλιματισμού

21.12.2001

 

CEN

EN 13274-6:2001

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 6: Προσδιορισμός περιεκτικότητας σε διοξείδιο του άνθρακα στον εισπνεόμενο αέρα

10.8.2002

 

CEN

EN 13274-7:2002

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 7: Προσδιορισμός της διείσδυσης για φίλτρα σωματιδίων

28.8.2003

 

CEN

EN 13274-8:2002

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Μέθοδοι δοκιμής — Μέρος 8: Προσδιορισμός εναπόθεσης σκόνης δολομίτη

28.8.2003

 

CEN

EN 13277-1:2000

Μέσα προστασίας για πολεμικές τέχνες — Μέρος 1: Γενικές απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

24.2.2001

 

CEN

EN 13277-2:2000

Μέσα προστασίας για πολεμικές τέχνες — Μέρος 2: Πρόσθετες απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής για προστατευτικά ταρσού, κνήμης και αντιβραχιόνια

24.2.2001

 

CEN

EN 13277-3:2000

Μέσα προστασίας για πολεμικές τέχνες — Μέρος 3: Πρόσθετες απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής για προστατευτικά κορμού

24.2.2001

 

CEN

EN 13277-4:2001

Μέσα προστασίας για πολεμικές τέχνες — Μέρος 4: Πρόσθετες απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής για κράνη

10.8.2002

 

CEN

EN 13277-5:2002

Μέσα προστασίας για πολεμικές τέχνες — Μέρος 5: Πρόσθετες απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμών για μέσα προστασίας γεννητικών οργάνων και κοιλιακής χώρας

10.8.2002

 

CEN

EN 13277-6:2003

Μέσα προστασίας για πολεμικές τέχνες — Μέρος 6: Πρόσθετες απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής για προστατευτικά γυναικείου στήθους

21.2.2004

 

CEN

EN 13287:2004

Μέσα ατομικής προστασίας — Υποδήματα — Μέθοδος δοκιμής για την αντίσταση σε ολίσθηση

6.10.2005

 

CEN

EN 13356:2001

Εξαρτήματα ευκρίνειας για μη επαγγελματική χρήση — Μέθοδοι δοκιμής και απαιτήσεις

21.12.2001

 

CEN

EN 13484:2001

Κράνη για χρήστες ελκήθρων πάγου

10.8.2002

 

CEN

EN 13546:2002

Προστατευτική ενδυμασία — Προστατευτικά χεριών, βραχιόνων, στήθους, κοιλιακής χώρας, ποδιών, κάτω άκρων και γεννητικών οργάνων για τερματοφύλακες χόκει σε γρασίδι και περικνημίδες για παίχτες — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

28.8.2003

 

CEN

EN 13567:2002

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία χεριών, βραχιόνων, στήθους, κοιλιακής χώρας, ποδιών γεννητικών οργάνων και προσώπου για ξιφομάχους — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

28.8.2003

 

CEN

EN 13594:2002

Προστατευτικά γάντια για επαγγελματίες μοτοσυκλετιστές — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

28.8.2003

 

CEN

EN 13595-1:2002

Προστατευτική ενδυμασία για επαγγελματίες μοτοσικλετιστές — Σακάκια, παντελόνια και στολές ενός ή δύο κομματιών — Μέρος 1: Γενικές απαιτήσεις

28.8.2003

 

CEN

EN 13595-2:2002

Προστατευτική ενδυμασία για επαγγελματίες μοτοσικλετιστές — Σακάκια, παντελόνια και συνδυασμός ενός ή δύο κομματιών — Μέρος 2: Μέθοδος δοκιμής για τον προσδιορισμό της αντίστασης σε τριβή λόγω κρούσης

28.8.2003

 

CEN

EN 13595-3:2002

Προστατευτική ενδυμασία για επαγγελματίες μοτοσικλετιστές — Σακάκια, παντελόνια και συνδυασμός ενός ή δύο κομματιών — Μέρος 3: Μέθοδος δοκιμής για τον προσδιορισμό αντοχής σε διάτρηση

28.8.2003

 

CEN

EN 13595-4:2002

Προστατευτική ενδυμασία για επαγγελματίες μοτοσικλετιστές — Σακάκια, παντελόνια και συνδυασμός ενός ή δύο κομματιών — Μέρος 4: Μέθοδος δοκιμής για τον προσδιορισμό αντοχής σε διάσχιση

28.8.2003

 

CEN

EN 13634:2002

Προστατευτικά υποδήματα για επαγγελματίες μοτοσυκλετιστές — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

28.8.2003

 

CEN

EN 13781:2001

Προστατευτικά κράνη για οδηγούς και επιβάτες οχημάτων για χιόνια και ελκήθρων κατάβασης

10.8.2002

 

CEN

EN 13794:2002

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αυτόνομη αναπνευστική συσκευή κλειστού κυκλώματος για διαφυγή — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

28.8.2003

EN 1061:1996

EN 400:1993

EN 401:1993

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 13819-1:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Δοκιμές — Μέρος 1: Μέθοδοι φυσικών δοκιμών

28.8.2003

 

CEN

EN 13819-2:2002

Μέσα προστασίας της ακοής — Δοκιμές — Μέρος 2: Ακουστικές μέθοδοι δοκιμής

28.8.2003

 

CEN

EN 13911:2004

Προστατευτική ενδυμασία για πυροσβέστες — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής για κουκούλες πυροσβεστών

6.10.2005

 

CEN

EN 13949:2003

Αναπνευστικός εξοπλισμός — Αυτόνομες συσκευές κατάδυσης ανοιχτού κυκλώματος για χρήση με πεπιεσμένο Nitrox και οξυγόνο — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

21.2.2004

 

CEN

EN ISO 13982-1:2004

Προστατευτική ενδυμασία για χρήση έναντι στερεών σωματιδιακής μορφής — Μέρος 1: Απαιτήσεις απόδοσης για προστατευτική ενδυμασία από χημικά που παρέχουν προστασία σε ολόκληρο το σώμα έναντι αερόφερτων στερεών σωματιδίων (ενδυμασία τύπου 5) (ISO 13982-1:200

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 13982-2:2004

Προστατευτική ενδυμασία για χρήση έναντι στερεών χημικών σωματιδιακής μορφής — Μέρος 2: Μέθοδος δοκιμής προσδιορισμού διαρροής προς το εσωτερικό αερολυμάτων λεπτών σωματιδίων σε στολές (ISO 13982-2:2004)

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 13995:2000

Προστατευτική ενδυμασία — Μηχανικές ιδιότητες — Μέθοδος δοκιμής για τον προσδιορισμό της αντίστασης σε διάτρηση και σε δυναμικό σχίσιμο των υλικών (ISO 13995:2000)

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 13997:1999

Προστατευτική ενδυμασία — Μηχανικές ιδιότητες — Προσδιορισμός της αντίστασης έναντι κοπής από αιχμηρά αντικείμενα (ISO 13997:1999)

4.7.2000

 

EN ISO 13997:1999/AC:2000

 

 

 

CEN

EN ISO 13998:2003

Προστατευτική ενδυμασία — Ποδιές, παντελόνια και γιλέκα για προστασία από κοψίματα και τρυπήματα από μαχαίρια χειρός (ISO 13998:2003)

28.8.2003

EN 412:1993

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN 14021:2003

Προστατευτικά για μοτοσικλετισμό εκτός δρόμου με σκοπό την προστασία των αναβατών από εκτοξευόμενες πέτρες και άλλα υλικά — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 14052:2005

βιομηχανικά κράνη ασφαλείας υψηλών απαιτήσεων

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

 

CEN

EN 14058:2004

Προστατευτική ενδυμασία — Ενδύματα για προστασία έναντι ψυχρού περιβάλλοντος

6.10.2005

 

CEN

EN 14120:2003

Προστατευτική ενδυμασία — Προστατευτικά καρπού, παλάμης, γονάτου και αγκώνα για αθλητές τροχήλατου υποπόδιου εξοπλισμού — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

21.2.2004

 

CEN

EN 14126:2003

Προστατευτική ενδυμασία — Απαιτήσεις απόδοσης και μέθοδοι δοκιμής για ενδυμασία προστασίας από μολυσματικούς παράγοντες

6.10.2005

 

CEN

EN 14143:2003

Εξοπλισμός αναπνοής — Αυτόνομες αναπνευστικές συσκευές κατάδυσης κλειστού κυκλώματος

6.10.2005

 

CEN

EN 14225-1:2005

Στολές καταδύσεων — Mέρος 1: Στολές υγρού τύπου — Aπαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 14225-2:2005

Στολές καταδύσεων — Mέρος 2: Στεγανές στολές — Aπαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 14225-3:2005

Στολές κατάδυσης — Μέρος 3: Στολή με ενεργή θέρμανση ή ψύξη (συστήματα) — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 14225-4:2005

Στολές καταδυσης — Μέρος 4: Στολή κατάδυσης μιας ατμόσφαιρας — Εργονομικές απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 14325:2004

Προστατευτική ενδυμασία από χημικές ουσίες — Μέθοδοι δοκιμής και κατηγοριοποίηση της απόδοσης των υφασμάτων, ραφών ενώσεων και παρελκομένων για την προστατευτική ενδυμασία από χημικές ουσίες

6.10.2005

 

CEN

EN 14328:2005

Προστατευτική ενδυμασία — Γάντια και περιχειρίδες για προστασία έναντι κοπής από ηλεκτρικά μαχαίρια — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

6.10.2005

 

CEN

EN 14360:2004

Προστατευτική ενδυμασία έναντι βροχής — Μέθοδος δοκιμής για έτοιμες ενδυμασίες — Καταιονισμός από σταγόνες υψηλής ενέργειας

6.10.2005

 

CEN

EN 14387:2004

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Φίλτρα αερίων και συνδυασμένα φίλτρα — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.10.2005

EN 141:2000

EN 371:1992

EN 372:1992

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 14404:2004

Μέσα ατομικής προστασίας — Προστατευτικά γονάτου για εργασία σε γονατιστή θέση

6.10.2005

 

CEN

EN 14435:2004

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αυτόνομες αναπνευστικές συσκευές ανοικτού κυκλώματος πεπιεσμένου αέρα με μάσκα ημίσεος προσώπου που σχεδιάστηκε να χρησιμοποιηθεί μόνο με θετική πίεση — Απαιτήσεις δοκιμές σήμανση

6.10.2005

 

CEN

EN 14458:2004

Μέσα ατομικής προστασίας ματιών — Ασπίδα προσώπου και ομματοθυρίδες που χρησιμοποιούνται με κράνη από πυροσβέστες και για υπηρεσίες ασθενοφόρων και επειγόντων περιστατικών

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 14460:1999

Προστατευτική ενδυμασία για οδηγούς αγώνων αυτοκινήτου — Προστασία έναντι θερμότητας και φλόγας — Απαιτήσεις απόδοσης και μέθοδοι δοκιμής (ISO 14460:1999)

16.3.2000

 

EN ISO 14460:1999/A1:2002

10.8.2002

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(30.9.2002)

EN ISO 14460:1999/AC:1999

 

 

 

CEN

EN 14529:2005

Μέσα προστασίας στης αναπνοής — Αυτόνομες αναπνευτικές συσκευές ανοικτού κυκλώματος πεπιεσμένου αέρα με μάσκα ημίσεος προσώπου σχεδιασμένες να περιλαμβάνουν αεροπνεύμονα θετικής πίεσης όνο για σκοπούς διαφυγής — Απαιτήσιεις, σοκιμές, σήμανση

Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση

 

CEN

EN 14572:2005

Κράνη υψηλής επίδοσης για ιππικές δραστηριότητες

6.10.2005

 

CEN

EN 14593-1:2005

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αναπνευστική συσκευή δικτύου πεπιεσμένου αέρα με βαλβίδα αυτομάτου ανταπόκρισης — Μέρος 1: Συσκευή με μάσκα ολοκλήρου προσώπου — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.10.2005

EN 139:1994

Ημερομηνία λήξης

(2.12.2005)

CEN

EN 14593-2:2005

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αναπνευστική συσκευή δικτύου πεπιεσμένου αέρα με βαλβίδα αυτομάτου ανταπόκρισης — Μέρος 2: Συσκευή με μάσκα ημίσεος προσώπου θετικής πίεσης — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.10.2005

EN 139:1994

Ημερομηνία λήξης

(2.12.2005)

EN 14593-2:2005/AC:2005

 

 

 

CEN

EN 14594:2005

Μέσα προστασίας της αναπνοής — Αναπνευστική συσκευή δικτύου πεπιεσμένου αέρα συνεχούς ροής — Απαιτήσεις, δοκιμές, σήμανση

6.10.2005

EN 271:1995

EN 12419:1999

EN 139:1994

EN 1835:1999

EN 270:1994

Ημερομηνία λήξης

(2.12.2005)

EN 14594:2005/AC:2005

 

 

 

CEN

EN 14605:2005

Προστατευτική ενδυμασία έναντι χημικών υγρών — Απαιτήσεις απόδοσης για ενδυμασία με στεγανούς συνδέσμους από υγρά (Τύπος 3) ή με στεγανούς συνδέσμους έναντι ψεκασμού, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων που παρέχουν προστασία μόνο των μερών του σώματος [Τύποι PB (3) και PB (4)]

6.10.2005

EN 467:1995

EN 466:1995

EN 465:1995

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 14877:2002

Προστατευτική ενδυμασία για εργασίες ψηγματοβολής με χρήση σωματιδίων λείανσης (ISO 14877:2002)

28.8.2003

 

CEN

EN ISO 15025:2002

Προστατευτική ενδυμασία — Προστασία έναντι θερμότητας και φλόγας — Μέθοδος δοκιμής για περιορισμένη διάδοση φλόγας (ISO 15025:2000)

28.8.2003

EN 532:1994

Ημερομηνία λήξης

(28.8.2003)

CEN

EN ISO 15027-1:2002

Στολές επιβίωσης σε περίπτωση πτώσης σε νερό — Μέρος 1: Στολές συνεχούς χρήσης, απαιτήσεις συμπεριλαμβανομένης και της ασφάλειας (ISO 15027-1:2002)

10.4.2003

 

CEN

EN ISO 15027-2:2002

Στολές επιβίωσης σε περίπτωση πτώσης σε νερό — Μέρος 2: Στολές εγκατάλειψης και διάσωσης, απαιτήσεις συμπεριλαμβανομένης και της ασφάλειας (ISO 15027-2:2002)

10.4.2003

 

CEN

EN ISO 15027-3:2002

Στολές επιβίωσης σε περίπτωση πτώσης σε νερό — Μέρος 3: Μέθοδοι δοκιμής (ISO 15027-3:2002)

10.4.2003

 

CEN

EN ISO 15831:2004

Ενδυμασία — Επιπτώσεις στη φυσιολογία — Μέτρηση της θερμομόνωσης μέσω ενός θερμικού ανδρεικέλου (ISO 15831:2004)

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 17249:2004

Υποδήματα ασφαλείας ανθεκτικά έναντι κοπής από αλυσοπρίονο (ISO 17249:2004)

6.10.2005

 

CEN

EN ISO 20344:2004

Μέσα ατομικής προστασίας — Μέθοδοι δοκιμής για υποδήματα (ISO 20344:2004)

6.10.2005

EN 344:1992

EN 344-2:1996

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 20345:2004

Μέσα ατομικής προστασίας — Υποδήματα τύπου ασφαλείας (ISO 20345:2004)

6.10.2005

EN 345:1992

EN 345-2:1996

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 20346:2004

Μέσα ατομικής προστασίας — Υποδήματα τύπου προστασίας (ISO 20346:2004)

6.10.2005

EN 346-2:1996

EN 346:1992

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN ISO 20347:2004

Μέσα ατομικής προστασίας — Υποδήματα τύπου εργασίας (ISO 20347:2004)

6.10.2005

EN 347:1992

EN 347-2:1996

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

CEN

EN 24869-1:1992

Ακουστική — Ακοοπροστατευτήρες (προστατευτικά ακοής) — Μέρος 1: Υποκειμενική μέθοδος μέτρησης της ηχοεξασθένησης. (ISO 4869-1:1990)

16.12.1994

 

CEN

EN 24869-3:1993

Ακουστική — Προστατευτικά ακοής — Μέρος 3: Απλοποιημένη μέθοδος για την μέτρηση της μείωσης του ήχου με προστατευτικά ακοής τύπου ωτασπίδων για σκοπούς ελέγχου ποιότητας (ISO/TR 4869-3:1989)

16.12.1994

 

CENELEC

EN 50237:1997

Γάντια με μηχανική προστασία για ηλεκτρικούς σκοπούς

4.6.1999

 

CENELEC

EN 50286:1999

Ενδυμασία προστασίας με ηλεκτρική μόνωση για εγκαταστάσεις υψηλής τάσης

16.3.2000

 

CENELEC

EN 50321:1999

Ηλεκτρικώς μονωμένα υποδήματα για εργασία σε εγκαταστάσεις χαμηλής τάσης

16.3.2000

 

CENELEC

EN 50365:2002

Ηλεκτρικά μονωμένα κράνη για χρήση σε εγκαταστάσεις χαμηλής τάσης

10.4.2003

 

CENELEC

EN 60743:2001

Εργασίες υπό τάση — Ορολογία για εργαλεία, εξοπλισμό και συσκευές (IEC 60743:2001)

10.4.2003

EN 60743:1996

Σημείωση 2.1

Ημερομηνία λήξης

(1.12.2004)

CENELEC

EN 60895:2003

Αγώγιμος ρουχισμός για εργασίες υπό τάση μέχρι και 800 kV ονομαστική τάση εναλλασσόμενου ρεύματος [IEC 60895:2002 (Τροποποιημένο)]

6.10.2005

EN 60895:1996

Σημείωση 2.1

1.7.2006

CENELEC

EN 60903:2003

Προδιαγραφή για γάντια από μονωτικό υλικό για εργασίες υπό τάση [IEC 60903:2002 (Τροποποιημένο)]

6.10.2005

EN 60903:1992

και οι τροποποιήσεις του + EN 50237:1997

Σημείωση 2.1

1.7.2006

CENELEC

EN 60984:1992

Χιτώνια από μονωτικό υλικό για εργασίες υπό τάση [IEC 60984:1990 (Τροποποιημένο)]

4.6.1999

 

EN 60984:1992/A1:2002 (IEC 60984:1990/A1:2002)

10.4.2003

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(6.10.2005)

EN 60984:1992/A11:1997

4.6.1999

Σημείωση 3

Ημερομηνία λήξης

(4.6.1999)

Σημείωση 1

Γενικά, η ημερομηνία λήξεως της ισχύος του τεκμηρίου συμμόρφωσης είναι η ημερομηνία απόσυρσης («dow»), η οποία καθορίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Τυποποίησης, αλλά εφιστάται η προσοχή των χρηστών των προτύπων αυτών στο γεγονός ότι σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτό μπορεί να αλλάξει.

Σημείωση 2.1

Το νέο (ή τροποποιημένο) πρότυπο έχει το ίδιο πεδίο εφαρμογής όπως το αντικατασταθέν πρότυπο. Την δεδομένη ημερομηνία, το αντικατασταθέν πρότυπο παύει να παρέχει τεκμήριο συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας.

Σημείωση 3

Στην περίπτωση τροποποιήσεων, το έγγραφο αναφοράς είναι το EN CCCCC:YYYY. Οι προηγούμενες τροποποιήσεις, αν υπάρχουν, και οι νέες ονομάζονται «τροποποίηση». Το αντικατασταθέν πρότυπο (στήλη 4) συνεπώς αποτελείται από το EN CCCCC:YYYY και από τις προηγούμενες τροποποιήσεις του, αν υπάρχουν, αλλά χωρίς τη νέα ονομαζόμενη «τροποποίηση». Τη δεδομένη ημερομηνία, το αντικατασταθέν πρότυπο παύει να παρέχει τεκμήρια συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας.

Σημείωση 4

Το τεκμήριο συμμόρφωσης που παρέχεται από το πρότυπο ΕΝ 420:2003 με τη ΒΑΥΑ 1.2.1.1 όσον αφορά την περιεκτικότητα των υλών κατασκευής γαντιών σε Cr(VI) προϋποθέτει ανίχνευση με τη μέθοδο ελέγχου Cr(VI) 3 mg/kg ή λιγότερο.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:

Κάθε αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με τα πρότυπα πρέπει να απευθύνεται είτε στους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς Τυποποίησης είτε στους εθνικούς οργανισμούς τυποποίησης των οποίων ο κατάλογος επισυνάπτεται ως παράρτημα στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Συμβουλίου (2) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ (3).

Η δημοσίευση των στοιχείων αυτών Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν σημαίνει ότι τα πρότυπα είναι διαθέσιμα σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες.

Ο κατάλογος αυτός αντικαθιστά τους προηγούμενους καταλόγους που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την ενημέρωση του παρόντος καταλόγου.

Περισσότερες πληροφορίες σε

http://europa.eu.int/comm/enterprise/newapproach/standardization/harmstds/


(1)  EOT: Ευρωπαϊκό Οργανισμός Τυποποίησης

CEN: rue de Stassart 36, B-1050 Βρυξέλλες, τηλ. (32-2) 550 08 11· φαξ (32-2) 550 08 19 (http://www.cenorm.be)

CENELEC: rue de Stassart 35, B-1050 Βρυξέλλες, τηλ. (32-2) 519 68 71· φαξ (32-2) 519 69 19 (http://www.cenelec.org)

ETSI: 650, route des Lucioles, F-06921 Sophia Antipolis, τηλ. (33) 492 94 42 00· φαξ (33) 493 65 47 16 (http://www.etsi.org)

(2)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998.

(3)  ΕΕ L 217 της 5.8.1998.


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/25


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΠΟΡΤΟΓΑΛΊΑ

Ενίσχυση C 4/2006 (πρώην N 180/2005) — Ενίσχυση στην Djebel, S.A.

Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2006/C 91/04)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 22 Φεβρουαρίου 2006 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Πορτογαλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της ενίσχυσης για την οποία η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State aid Registry

B-1049 Brussels

Φαξ: (32-2) 296 12 42

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Πορτογαλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

Το κοινοποιηθέν μέτρο συνίσταται στη χορήγηση ενίσχυσης στην Djebel — S.G.P.S., S.A. (εφεξής «Djebel»), μια μεγάλη επιχείρηση με έδρα τη Μαδέρα — Πορτογαλία. Η εταιρεία αυτή αποτελεί μέρος του ομίλου Pestana ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ξενοδοχειακός όμιλος στην Πορτογαλία.

Στόχος αυτής της ενίσχυσης είναι να στηρίξει μέρος των δαπανών της Djebel για την αγορά μετοχών του κεφαλαίου της RASH — Administração de Hotéis de Turismo, Lda, μιας βραζιλιάνικης επιχείρησης της οποίας το μόνο περιουσιακό στοιχείο είναι το ξενοδοχείο Rio Atlântico στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας.

Το κεφάλαιο της RASH εξαγοράστηκε τον Οκτώβριο 1999 και το ξενοδοχείο ήταν ήδη πλήρως λειτουργικό κατά τον χρόνο της εξαγοράς.

Το ενισχυτικό μέσο προς χρήση για τον σκοπό του παρόντος σχεδίου είναι ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους. Οι επιλέξιμες δαπάνες της επένδυσης είναι 14 720 474 ευρώ και η ενίσχυση ανέρχεται σε 573 464 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρή ένταση ενίσχυσης 3,90 %.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το κοινοποιηθέν μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και αξιολόγησε το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την κοινή αγορά βάσει της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ και που αφορά ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, χωρίς να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον.

Προς το παρόν, δεν έχει αποδειχθεί ότι η προσδοκία της ενίσχυσης ήταν απαραίτητη για την πραγματοποίηση της επένδυσης και ότι λειτούργησε ως κίνητρο. Η Επιτροπή έχει επίσης αμφιβολίες σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η ενίσχυση θα συμβάλει στην ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας στην Πορτογαλία, χωρίς να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών στην ΕΕ.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«A Comissão informa o Governo português de que, após ter examinado as informações prestadas pelas Vossas autoridades sobre o auxílio citado em epígrafe, decidiu dar início ao procedimento previsto no n.o 2 do artigo 88.o do Tratado CE.

1.   PROCEDIMENTO

1.

Por carta de 5 de Abril de 2005 da Representação Permanente de Portugal, registada na Comissão em 7 de Abril de 2005, as autoridades portuguesas, nos termos do n.o 3 do artigo 88.o do Tratado, notificaram à Comissão o auxílio acima referido.

2.

Por cartas com a referência D/54365, de 7 de Junho de 2005, e D/57443, de 26 de Setembro de 2005, dirigidas à Representação Permanente de Portugal, os serviços da Comissão solicitaram as autoridades portuguesas informações adicionais sobre este auxílio.

3.

Por cartas de 25 de Julho, 26 de Setembro e 23 de Dezembro de 2005 da Representação Permanente de Portugal, registadas na Comissão respectivamente em 27 de Julho e 28 de Setembro de 2005 e 3 de Janeiro de 2006, as autoridades portuguesas forneceram informações adicionais.

2.   DESCRIÇÃO DO AUXÍLIO

Investimento e objectivo

4.

A medida notificada consiste na concessão de auxílio à Djebel — S.G.P.S., S.A. (a seguir denominada “Djebel”), uma empresa situada na Madeira — Portugal.

5.

A medida diz respeito a uma candidatura individual no âmbito do regime de auxílios N667/1999 — medida 1.2 do programa operacional para a economia. Este regime foi aprovado pela Comissão em 8 de Agosto de 2000 (1) e a decisão previa que os projectos de investimento directo no estrangeiro por parte de grandes empresas tivessem que ser notificados individualmente à Comissão. Este regime, em vigor de 2000 a 2006, destina-se a favorecer estratégias empresariais modernas e competitivas. A candidatura individual notificada é abrangida por uma das categorias específicas de investimento do regime, a saber, investimentos relacionados com a internacionalização de agentes económicos.

6.

O auxílio tem por objectivo suportar parte dos custos incorridos pela Djebel para adquirir acções no capital da RASH — Administração de Hotéis de Turismo, Lda, uma empresa brasileira cujo único activo é o hotel Rio Atlântico, situado no Rio de Janeiro, Brasil.

7.

O capital da RASH foi adquirido em Outubro de 1999 e o hotel encontrava-se já plenamente operacional no momento da aquisição.

As empresas envolvidas

8.

A Djebel não satisfaz os critérios de independência estabelecidos no artigo 3.o do anexo da Recomendação da Comissão de 3 de Abril de 1996 relativa à definição de pequenas e médias empresas (2), nem da Recomendação de 6 de Maio de 2003 relativa à definição de micro, pequenas e médias empresas (3). Esta empresa faz parte do grupo Pestana, que é o principal grupo hoteleiro em Portugal e que não é abrangido pela definição de PME. Por conseguinte, a Djebel é uma grande empresa.

9.

A Djebel gere uma sociedade holding no Brasil, cujo objectivo consiste em investir e em gerir hotéis e actividades turísticas.

10.

O grupo Pestana tinha já adquirido um hotel em Moçambique antes de realizar o investimento abrangido pela presente notificação e adquiriu 4 hotéis adicionais no Brasil posteriormente ao mesmo.

O auxílio

11.

O instrumento de auxílio a utilizar para efeitos do presente projecto é um empréstimo em condições favoráveis. Os custos elegíveis do investimento elevam-se a 14 720 474 euros e o montante do auxílio a 573 464 euros (4), o que corresponde a uma intensidade de auxílio líquida de 3,90 %.

12.

O Estado concederia à Djebel um montante adicional para cobrir os custos relativos a estudos e assistência técnica, garantias financeiras e assistência jurídica, no âmbito do Regulamento de minimis  (5).

Pedidos de auxílio estatal

13.

Em 24 de Maio de 1999, a Djebel apresentou uma proposta à F. Turismo — Capital de Risco, S.A. (a seguir denominada “FCR”), um fundo de capital de risco propriedade de empresas públicas e privadas, para a sua participação no projecto previsto. De acordo com as autoridades portuguesas, as intervenções deste fundo não contêm elementos de auxílio estatal na acepção do artigo 87.o do Tratado CE.

14.

O pedido formal de auxílio no âmbito do regime N667/1999 foi apresentado em 31 de Janeiro de 2001.

3.   APRECIAÇÃO DO AUXÍLIO

15.

A apreciação que se segue destina-se a resumir as questões relevantes de direito e de facto, a fim de incluir uma apreciação preliminar quanto ao carácter de auxílio da medida projectada e suprimir as dúvidas quanto à sua compatibilidade com o mercado comum.

A obrigação de notificação

16.

As autoridades portuguesas notificaram o auxílio projectado antes da sua concessão ao beneficiário. Referiram igualmente que o auxílio não seria concedido antes da sua aprovação pela Comissão.

17.

Consequentemente, a Comissão considera que, ao notificarem a intenção de conceder um auxílio a este beneficiário, as autoridades portuguesas cumpriram a obrigação que lhes incumbe por força do n.o 3 do artigo 88.o do Tratado CE de informarem a Comissão atempadamente dos projectos relativos à concessão ou alteração de auxílios, para que esta possa apresentar as suas observações.

A existência de auxílio estatal

18.

Nos termos da medida notificada, uma grande empresa receberia fundos para investir no sector do turismo no Brasil, no contexto de uma estratégia de internacionalização. Esta medida traduz-se num tratamento preferencial da empresa beneficiária, conferindo-lhe uma vantagem ou um incentivo em comparação com outras empresas, falseando ou ameaçando falsear desta forma a concorrência.

19.

O auxílio seria concedido a uma empresa no sector do turismo da UE, no qual existem ou podem existir trocas comerciais entre Estados-Membros ou ao qual empresas de outros Estados-Membros podem desejar aceder. Por conseguinte, a medida pode afectar o comércio entre Estados-Membros.

20.

O auxílio é financiado por recursos públicos.

21.

A Comissão considera, nesta fase, que a medida notificada constitui, por conseguinte, um auxílio na acepção do n.o 1 do artigo 87.o do Tratado CE e do n.o 1 do artigo 61.o do Acordo EEE.

Compatibilidade

22.

Nos termos do n.o 1 do artigo 87.o do Tratado CE, a Comissão considera, normalmente, incompatíveis com o mercado comum os auxílios ao investimento a favor de grandes empresas. Só são normalmente concedidas isenções no caso de auxílios ao investimento relativos a projectos realizados em regiões elegíveis para auxílios com finalidade regional na acepção do n.o 3, alíneas a) ou c), do artigo 87.o do Tratado CE. Contudo, o investimento notificado é realizado num país terceiro e as isenções de carácter regional previstas no n.o 3, alíneas a) e c), do artigo 87.o do Tratado CE não podem ser aplicáveis a tal investimento.

23.

Assim sendo, a isenção prevista no n.o 3, alínea c), do artigo 87.o do Tratado CE relativa aos auxílios destinados a facilitar o desenvolvimento de certas actividades económicas é a única possibilidade para aprovar este auxílio.

24.

Para o efeito, a Comissão deve demonstrar que este terá um impacto positivo no sector do turismo em Portugal (e, portanto, na UE) e que não afectará as condições comerciais na UE numa medida contrária ao interesse comum. Além disso, deve ser estabelecido que a perspectiva de obtenção do auxílio foi necessária para desencadear o investimento e que o auxílio terá um claro efeito de incentivo.

25.

Até à data, a Comissão aprovou auxílios a investimentos directos no estrangeiro (a seguir denominados “IDE”) principalmente a favor de PME. Em relação a grandes empresas, a Comissão ainda não desenvolveu uma linha de orientação precisa. Portanto, tem tomado decisões nestes casos com base numa análise individual detalhada. Nos casos em que a Comissão tinha dúvidas sobre a existência de uma falha de mercado e/ou sobre o cumprimento do critério da necessidade, procedeu à abertura do procedimento formal de investigação.

Contribuição para o desenvolvimento da actividade turística em Portugal

26.

De acordo com as autoridades portuguesas, o auxílio terá vários impactos positivos em Portugal, nomeadamente:

aumento das receitas consolidadas do grupo na Madeira,

aumento dos fluxos turísticos bilaterais entre a UE e o Brasil, uma vez que Portugal é o principal ponto de entrada de turistas brasileiros na Europa,

promoção de outras actividades conexas: transportes, operadores turísticos, etc.,

reforço das relações com o Mercosul, uma das principais prioridades da política externa da UE.

27.

As autoridades portuguesas explicam que o projecto notificado não conduz a qualquer perda de postos de trabalho em Portugal, nem à deslocalização de actividades. A posição do grupo em Portugal é mesmo reforçada graças ao investimento notificado, uma vez que:

o beneficiário possui a grande maioria dos seus hotéis em Portugal e a aquisição de um hotel no Brasil não altera a situação de forma significativa,

o investimento no Brasil faz parte de uma estratégia de diversificação destinada a desenvolver e consolidar as actividades do beneficiário. A internacionalização do grupo aumenta os seus resultados e a sua competitividade na Europa,

graças à internacionalização, o grupo reforça a sua estrutura de gestão em Portugal, uma vez que mantém todas as suas funções de coordenação financeira, operacional e comercial em Portugal.

28.

Portugal alega que o investimento é susceptível de ter um impacto positivo no sector do turismo em Portugal. Contudo, as autoridades portuguesas não forneceram dados exactos e concretos suficientes sobre o impacto do projecto no sector do turismo em Portugal, em especial em termos de criação directa e/ou indirecta de emprego, repatriação de rendimentos e evolução da política de investimento do beneficiário em Portugal. A Comissão convida, por conseguinte, as autoridades portuguesas a apresentarem informações pormenorizadas e concretas sobre esta questão, a fim de permitir uma apreciação do eventual impacto positivo do projecto no sector do turismo em Portugal, bem como o seu efeito de coesão positivo.

Efeito sobre as condições comerciais na UE

29.

As autoridades portuguesas alegam que o auxílio terá um efeito limitado sobre as condições comerciais na UE, nomeadamente porque:

o montante do auxílio é relativamente reduzido e corresponde apenas a 3,90 % do investimento elegível,

apesar de o grupo Pestana ser o maior grupo hoteleiro em Portugal, a sua quota de mercado em Portugal é apenas de 2 % e a sua quota de mercado na UE é, portanto, negligenciável,

no que diz respeito ao mercado brasileiro, os concorrentes do beneficiário têm quotas de mercado muito mais elevadas,

o projecto notificado constitui o primeiro investimento do beneficiário no Brasil e este hotel não aumenta de forma significativa a oferta local, não tendo afectado a posição relativa das empresas europeias já estabelecidas no Brasil nem a sua capacidade de atrair turistas,

o sector hoteleiro no Brasil é muito competitivo, tem um grau reduzido de concentração e tem crescido rapidamente nos últimos anos.

30.

Portugal alega que o investimento é susceptível de ter um efeito limitado sobre as condições comerciais na UE. Contudo, as autoridades portuguesas não forneceram dados exactos e concretos que sustentem suficientemente este impacto limitado, por exemplo, sobre a evolução das quotas de mercado dos concorrentes do beneficiário no Brasil, sobre a estrutura do mercado hoteleiro brasileiro, etc.

Efeito de incentivo

31.

Para que um auxílio tenha um efeito de incentivo, deve ser comprovado que foi apresentado um pedido de auxílio antes do início do investimento. O investimento realizou-se em Outubro de 1999, mais de um ano antes de o beneficiário ter apresentado o pedido de concessão de auxílio ao abrigo do regime de auxílios estatais N667/1999 (em 31 de Janeiro de 2001). As autoridades portuguesas alegam que a proposta de participação do FCR no investimento, que se realizou em 24 de Maio de 1999 (antes do investimento) é prova suficiente de que este critério foi cumprido.

32.

Todavia, nesta fase a Comissão duvida que esta proposta para a participação de uma empresa de capital de risco no investimento possa ser considerada como constituindo um pedido de concessão de auxílio estatal susceptível de justificar o seu efeito de incentivo.

33.

O investimento realizou-se em Outubro de 1999, cerca de cinco anos e meio antes da notificação ter sido apresentada à Comissão. De acordo com as autoridades portuguesas, o facto de o investimento ter sido realizado sem o auxílio demonstra que o promotor estava confiante em obter esse auxílio e que tinha que aproveitar esta oportunidade comercial. As autoridades portuguesas alegam que o beneficiário não deve ser penalizado pelo facto de ter demorado mais tempo a apresentar o pedido do que a executar o investimento. Referem igualmente as desvantagens e riscos excepcionais da operação, tais como a elevada volatilidade do real brasileiro e o facto de este ser o primeiro investimento da empresa no Brasil.

34.

Contudo, nesta fase, a Comissão tem sérias dúvidas quanto ao facto de a empresa necessitar realmente do auxílio notificado para realizar o seu investimento. A Djebel é propriedade do maior grupo hoteleiro de Portugal. Desde 1999, a empresa expandiu a sua actividade no Brasil, onde actualmente possui cinco hotéis e se encontra entre as dez maiores cadeias hoteleiras, o que parece indicar que o investimento teria avançado mesmo sem a perspectiva do auxílio. Além disso, não é provável que um auxílio concedido agora para um investimento realizado há mais de seis anos tenha ainda qualquer relação prática com o investimento.

35.

O projecto notificado não é o primeiro projecto de internacionalização do grupo Pestana, do qual a Djebel faz parte, que tinha já actividades em Moçambique. Afigura-se, por conseguinte, duvidoso que o auxílio fosse necessário para a realização da primeira experiência de internacionalização do grupo Pestana no Brasil.

36.

Deste modo, a Comissão tem actualmente sérias dúvidas quanto a saber se a perspectiva do auxílio era necessária para desencadear o investimento e se pode ser considerado que o auxílio terá um efeito de incentivo.

O regime de auxílios estatais N667/1999

37.

Durante esta primeira fase da investigação, a Comissão tomou conhecimento de um eventual problema com o regime ao abrigo do qual o presente projecto é notificado.

38.

Após a Comissão ter aprovado o regime, Portugal adoptou o seu regulamento de execução (6) sem notificação prévia à Comissão nos termos do n.o 3 do artigo 88.o do Tratado CE. Este regulamento inclui uma disposição que permite a elegibilidade retroactiva dos custos relativos a projectos em relação aos quais foi recebido um pedido até 31 de Janeiro de 2001. No que diz respeito a estes projectos, as despesas incorridas após 1 de Julho de 1999 são consideradas elegíveis. Esta disposição poderá ser incompatível com o ponto 4.2 das Orientações relativas aos auxílios estatais com finalidade regional (7). As autoridades portuguesas justificam esta disposição com problemas técnicos no estabelecimento da estrutura organizacional do regime. Alegam que a disposição se destinava a beneficiar exclusivamente projectos para os quais fora apresentado um pedido de auxílio ao abrigo de outros regimes e antes do início dos respectivos investimentos. A Comissão prosseguirá a investigação desta questão através de um pedido de informações adicionais às autoridades portuguesas.

Conclusão

39.

Em conclusão, por agora não foi ainda demonstrado que a perspectiva do auxílio era necessária para desencadear o investimento e que o auxílio terá um efeito de incentivo. A Comissão também tem dúvidas quanto à medida em que o auxílio contribuirá para o desenvolvimento da actividade turística em Portugal, sem afectar negativamente as condições comerciais na UE. Por conseguinte, existem actualmente sérias dúvidas de que o auxílio facilitasse certas actividades económicas e pudesse, por conseguinte, ser isento na acepção do n.o 3, alínea c), do artigo 87.o do Tratado CE.

4.   DECISÃO

40.

Consequentemente, após ter examinado as informações fornecidas pelas autoridades portuguesas, a Comissão informa o Governo português da sua decisão de dar início ao procedimento previsto no n.o 2 do artigo 88.o do Tratado CE.

41.

Tendo em conta as considerações anteriores, a Comissão notifica a Portugal para lhe apresentarem no prazo de um mês a contar da recepção da presente carta todos os documentos, informações e dados necessários para apreciar a compatibilidade do auxílio. Caso contrário, a Comissão adoptará uma decisão com base nos elementos de que dispõe. A Comissão solicita às autoridades competentes que transmitam imediatamente uma cópia da presente carta ao beneficiário potencial do auxílio.

42.

A Comissão recorda a Portugal o efeito suspensivo do n.o 3 do artigo 88.o do Tratado CE e remete para o artigo 14.o do Regulamento (CE) n.o 659/1999 do Conselho, que prevê que qualquer auxílio ilegal poderá ser recuperado junto do beneficiário.

43.

A Comissão comunica a Portugal que informará as partes interessadas através da publicação da presente carta e de um resumo da mesma no Jornal Oficial da União Europeia. Informará igualmente os interessados dos países da EFTA signatários do Acordo EEE mediante publicação de uma comunicação no suplemento EEE do Jornal Oficial da União Europeia, bem como o Órgão de Fiscalização da EFTA, através do envio de uma cópia da presente carta. As partes interessadas serão convidadas a apresentar as suas observações no prazo de um mês a contar da data de publicação da referida comunicação.»


(1)  Por carta SG(2000) D/106085, JO C 266 de 16. 9. 2000, p. 4.

(2)  JO L 107 de 30.4.1996.

(3)  JO L 124 de 20.5.2003.

(4)  O empréstimo em condições favoráveis ascende a 3 680 119 euros (25 % dos custos elegíveis), não vence juros e é concedido por um período de 6 anos. Será reembolsado em 11 prestações semestrais a começar no segundo semestre. A taxa de referência aplicável em Portugal na data da realização do investimento era de 4,76 %. O montante bruto do auxílio é igual ao seu montante líquido, uma vez que a empresa se encontra situada no offshore da Madeira e não está sujeita ao imposto sobre o rendimento das sociedades até ao final de 2011.

(5)  Regulamento (CE) n.o 69/2001 da Comissão, de 12 de Janeiro de 2001, relativo à aplicação dos artigos 87.o e 88.o do Tratado CE aos auxílios de minimis; JO L 10 de 13. 1. 2001, pp. 30-32.

(6)  Portaria n.o 687/2000, de 31 de Agosto, com a redacção que lhe foi dada pela Portaria n.o 243/2001, de 22 de Março.

(7)  JO C 74 de 10. 3. 1998, pp. 9-31.


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/30


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΓΑΛΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση αριθ. C 9/2006 (πρώην NN 85/2005) Ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου

Πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2006/C 91/05)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 8ης Μαρτίου 2006 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερόμενη ενίσχυση.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate General for Fisheries

DG FISH/D/3 «Legal Issues»

B-1049 Brussels

Φαξ: (32-2) 295 19 42

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Γαλλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

Το Ταμείο αυτό συστάθηκε τον Απρίλιο του 2004 με πρωτοβουλία της «Confédération de la Coopération, de la Mutualité et du Crédit maritimes» (Συνομοσπονδία της Ναυτικής Συνεργασίας, Αλληλοβοήθειας και Πίστης). Σύμφωνα με τρεις συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ του γαλλικού Δημοσίου και του Ταμείου, χορηγήθηκε ποσό 65 εκατ. ευρώ στο Ταμείο. Οι τρεις συμφωνίες αναφέρουν ότι τα ποσά αυτά θα πρέπει να επιστραφούν με επιτόκιο 4,45 %, αντίστοιχα στις ημερομηνίες 1η Νοεμβρίου 2006, 1η Μαΐου 2007 και 1η Ιουλίου 2007.

Το εν λόγω Ταμείο έχει δύο στόχους: πρώτον, να ενεργεί αντίρροπα προς τις διακυμάνσεις των τιμών πετρελαίου με την αγορά οψιόν στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και, δεύτερον να αντισταθμίζει εν μέρει το υψηλό κόστος καυσίμων που χρησιμοποιούν τα σκάφη των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο Ταμείο αυτό, όταν η τιμή του καυσίμου υπερβαίνει ένα δεδομένο ποσό.

Αναφορικά προς τις κρατικές ενισχύσεις, η εξέταση του Ταμείου αυτού πρέπει να είναι διττή, πρώτον όταν οι χρηματικοί πόροι του χρησιμοποιούνται για την αγορά χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων (οψιόν) στις προθεσμιακές αγορές και, δεύτερον όταν χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση του κόστους καυσίμων των σκαφών.

Αγορά οψιόν στις προθεσμιακές αγορές

Στην πράξη, η από πλευράς γαλλικού Δημοσίου χρηματοδότηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βραχυπρόθεσμο δάνειο με επιτόκιο 4,45 %. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Ταμείο δεν διαθέτει καμία ακίνητη περιουσία και, επιπλέον, τα κινητά περιουσιακά του στοιχεία είναι πολύ χαμηλά επειδή αποτελούνται μόνο από τις συνεισφορές των μελών. Για το λόγο αυτό καμία τράπεζα δεν θα χορηγούσε ποτέ ένα τέτοιο δάνειο.

Παρέχεται συνεπώς στο Ταμείο αυτό ένα οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ίδιες προθεσμιακές αγορές. Το πλεονέκτημα αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ του Ταμείου. Δεν υπάρχει καμία διάταξη στη συνθήκη ΕΚ που να επιτρέπει να θεωρηθεί το πλεονέκτημα αυτό ως συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

Οι αλιευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν μέλη του, επωφελούνται με την αγορά των καυσίμων τους σε χαμηλότερες τιμές. Αυτό συνιστά ενίσχυση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους λειτουργίας των ευεργετούμενων από το Ταμείο αυτό επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 3.7 των κατευθυντηρίων γραμμών για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας, η ενίσχυση αυτή, που χορηγείται χωρίς να επιβάλλεται καμία υποχρέωση ως αντάλλαγμα, δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Αντιστάθμιση μέρους του κόστους των καυσίμων που χρησιμοποιούν τα σκάφη

Όπως παραπάνω, υφίσταται ενίσχυση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους λειτουργίας των ευεργετούμενων από το Ταμείο επιχειρήσεων. Παρόμοια, και σύμφωνα με την παράγραφο 3.7 των κατευθυντηρίων γραμμών για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας, η ενίσχυση αυτή, που χορηγείται χωρίς την επιβολή καμιάς υποχρεώσεως, δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, κάθε παράνομη ενίσχυση ενδεχομένως πρέπει να επιστραφεί από το δικαιούχο της.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«La Commission a l'honneur d'informer le Gouvernement de la France qu'après avoir examiné les informations fournies par ses autorités sur la mesure citée en objet, elle a décidé d'ouvrir la procédure formelle d'examen prévue par l'article 93 [devenu 88], paragraphe 2, du traité CE et par le règlement (CE) no 659/1999 du Conseil du 22 mars 1999 portant modalités d'application de cet article (1).

1.   PROCÉDURE

La Commission a eu connaissance de diverses informations relatives à l'existence d'un fonds destiné à compenser la hausse du carburant subie par les entreprises de pêche de France depuis l'année 2004. Selon ces informations, ce fonds, dénommé fonds de prévention des aléas à la pêche (ci-après FPAP), avait pour objectif annoncé de lisser les variations à court terme du prix du carburant à la pêche et a eu en pratique pour effet de permettre à ces entreprises de bénéficier d'un prix pour le carburant nettement inférieur au prix du marché. Il était apparemment prévu que ce fonds devait fonctionner uniquement grâce à des contributions des professionnels. Le principe de fonctionnement aurait été simple: le fonds aurait pris en charge la partie du coût du carburant supérieur à un prix de référence déterminé par litre (27 centimes semble-t-il pendant une certaine période) et, en contrepartie, les entreprises auraient apporté des contributions au FPAP quand le prix du carburant serait redescendu au-dessous de ce prix de référence. De cette manière, un équilibre aurait été atteint pour le financement du système sans qu'il y ait apport de fonds publics.

Cependant, étant donné que le prix de marché du carburant est toujours resté très largement au-dessus du prix de référence, la Commission a supposé que le fonctionnement du FPAP était possible seulement grâce à l'apport financier de l'État et que cet apport financier constituait une aide d'État au sens de l'article 87 du traité CE.

Conformément à ce qui est prévu à l'article 10 du règlement (CE) no 659/1999, la Commission a demandé à la France, à deux reprises, de lui fournir les informations relatives à ce fonds afin qu'elle puisse examiner s'il y avait effectivement présence d'aide d'État et, le cas échéant, si cette aide d'État était ou non compatible avec le marché commun. La France n'ayant pas répondu dans les délais impartis, la Commission a décidé, conformément au paragraphe 3 dudit article 10, de lui adresser une injonction de fournir les informations nécessaires à cet examen. Cette injonction, datée du 5 décembre 2005, a été notifiée à la France le 6 décembre 2005 avec un délai de réponse de trois semaines.

La France a répondu par courrier daté du 21 décembre 2005 et reçu à la Commission le 27 décembre. La Commission avait aussi reçu entre-temps, le 8 décembre 2005, un courrier de la France daté du 6 décembre.

Pour procéder à l'examen requis, la Commission a donc en sa possession les informations communiquées par ces deux courriers, datés des 6 et 21 décembre, ainsi que les documents joints à ces courriers.

Comme cela est indiqué ci-après (cf. paragraphe 3 “Appréciation”), la Commission n'a pas reçu toutes les informations qui lui auraient été nécessaires pour procéder à un examen exhaustif de cette mesure. Dans ces conditions, conformément à l'article 13 du règlement (CE) no 659/1999, la présente décision d'ouverture de la procédure formelle d'examen est prise sur la base des renseignements disponibles.

2.   DESCRIPTION

Le FPAP est constitué, conformément à la loi française du 21 mars 1884 modifiée par la loi du 12 mars 1920, sous forme de syndicat professionnel. Le projet de statuts a été approuvé par l'assemblée constitutive qui s'est tenue le 10 février 2004 et les statuts eux-mêmes portent la date du 9 avril 2004.

Selon ces statuts, ce syndicat est créé, pour une durée de 99 ans, à l'initiative de la Confédération de la Coopération, de la Mutualité et du Crédit Maritimes. Le siège est fixé à Paris, 24, rue du Rocher.

Les adhérents postulants doivent apporter la preuve que leur activité se trouve être impliquée dans la pêche; toutefois, le syndicat peut admettre en son sein toute autre personne prête à apporter son appui moral au syndicat sous réserve que l'effectif de cette catégorie d'adhérents ne dépasse pas 5 % du nombre des adhérents du syndicat. La France précise, dans son courrier du 6 décembre 2005, que le FPAP compte 2 013 adhérents et 2 385 navires représentant 30 % de la flotte française; 93,5 % des navires sont des navires de plus de 12 mètres.

L'article 2 des statuts indique que: “Le syndicat a pour objet de développer des produits destinés à permettre aux entrepreneurs de pêche d'assurer la couverture des risques suivants: fluctuation des prix du gazole, pollution maritime ou risque sanitaire relatif à la pollution, fermeture des quotas ou réduction importante des possibilités de pêche, risque relatif au marché. Il prend le nom de Fonds de prévention des aléas pêche.”.

La France a transmis les copies de trois conventions passées entre l'État et le FPAP et relatives à la mise en place d'avances remboursables par l'État en faveur de ce fonds. Ces avances sont versées par l'intermédiaire de l'Office national interprofessionnel des produits de la mer et de l'aquaculture (OFIMER). La première convention, datée du 12 novembre 2004, porte sur un montant de 15 millions d'EUR; la seconde, datée du 27 mai 2005, sur un montant de 10 millions d'EUR; la troisième, datée du 11 octobre 2005, sur un montant de 45 millions d'EUR. Selon ces trois conventions, c'est donc un montant de 65 millions d'EUR qui a été avancé au FPAP.

Selon l'article 1 de ces conventions, “le FPAP fonctionne sur la base de cotisations versées par ses adhérents de façon à couvrir la mise en place de couvertures financières contre les aléas résultant des fluctuations des cours du pétrole et des frais de gestion qui en découlent”.

Selon l'article 2 de la convention du 12 novembre 2004, “l'avance de trésorerie a pour objet la mise en place d'un mécanisme de couverture contre les fluctuations des cours internationaux du pétrole à compter du 1 er novembre 2004; cette avance pourra permettre l'acquisition sur les marchés à terme d'une option financière. Les compensations versées à l'adhérent du fonds doivent correspondre au différentiel de prix constaté entre le prix maximum couvert et le prix moyen mensuel de l'indice de référence pour le mois considéré.”. L'article 2 de la convention du 27 mai 2005 a une rédaction presque similaire: il prévoit, au lieu de la “mise en place” d'un mécanisme de couverture, la “poursuite” de ce mécanisme et il indique le 1er mars 2005 comme date à partir de laquelle la couverture pourra opérer pour l'avance versée dans le cadre de cette convention. Il en est de même pour la convention du 11 octobre 2005; l'article 2 prévoit que, pour l'avance versée, le fonds poursuit son activité de couverture “… à compter du 1 er juillet 2005 et au moins jusqu'au 31 décembre 2005 en achetant des options financières sur les marchés à terme, à concurrence de 17 centimes d'EUR/l.”. Il est précisé que “les compensations versées à l'adhérent du fonds doivent correspondre, au maximum, au différentiel de prix constaté entre le prix de 30 centimes d'EUR/l et le prix moyen mensuel de référence pour le mois considéré, si ce dernier est supérieur à 30 centimes d'EUR/l”.

L'article 3 de ces conventions indique que les avances ne peuvent être versées par l'OFIMER qu'après fourniture de certaines pièces justificatives. Parmi ces pièces, doit figurer le procès-verbal de l'organe délibérant du FPAP détaillant l'utilisation qui sera faite de l'avance accordée par l'État. Par sa note datée du 6 décembre 2005, la France a confirmé que les montants indiqués, représentant un total de 65 millions d'EUR, ont été effectivement consentis au FPAP. Cette note précise que ces avances sont consenties “afin d'assurer le fonctionnement du FPAP, dans les plus brefs délais, pour la période allant de novembre 2004 à fin décembre 2005”.

Par ailleurs, le FPAP s'engage à tenir une comptabilité permettant de connaître, sur demande, l'utilisation des avances ainsi que l'affectation des ressources et des dépenses. Les pièces comptables doivent être conservées pendant dix ans.

L'article 4 fixe le taux d'intérêt qui affectera le remboursement de ces avances par le FPAP à l'OFIMER à 4,45 %. Le montant de 10 millions d'EUR faisant l'objet de la convention du 12 novembre 2004 devra être remboursé au plus tard le 1er novembre 2006; celui de 10 millions d'EUR objet de la convention du 27 mai 2005 au plus tard le 1er mai 2007 et celui de 45 millions d'EUR objet de la convention du 11 octobre 2005 au plus tard le 1er juillet 2007.

3.   APPRÉCIATION

La Commission constate que le FPAP a un objet qui doit être considéré, au regard des aides d'État, d'une manière double.

En premier lieu, le FPAP a pour objet de permettre l'acquisition d'options financières sur les marchés à terme. Même si cela n'est pas explicitement précisé, les dits marchés à terme sont manifestement ceux du pétrole ou de ses produits dérivés. Il apparaît ainsi, que le FPAP, tout en étant constitué sous la forme d'un syndicat, agit sur ces marchés à terme en achetant et vendant des options, comme le ferait une société privée ordinaire active sur ce genre de marchés et fonctionnant selon les règles de l'économie de marché.

En second lieu, le FPAP a pour objet de verser aux entreprises de pêche adhérentes la différence entre le prix moyen mensuel de référence et le “prix maximal couvert” selon les conventions des 12 novembre 2004 et 27 mai 2005 ou le prix de 30 centimes d'EUR par litre selon la convention du 11 octobre 2005. La fonction du FPAP correspond alors en pratique à une fonction de gestion des fonds en provenance de l'État afin de les répartir entre les entreprises de pêche adhérentes en fonction du carburant qu'elles ont acheté pour la conduite de leur activité de pêche.

3.1.   Aide à l'acquisition d'options sur les marchés à terme

3.1.1.   Existence d'une aide d'État

Les sociétés intervenant sur les marchés à terme des produits des matières premières sont ordinairement des sociétés privées fonctionnant selon les règles de l'économie de marché. Étant donné que le traité CE, selon son article 295, ne préjuge en rien le régime de la propriété dans les États membres, une société fonctionnant à partir de fonds d'origine publique peut théoriquement intervenir de la même manière sur ces marchés à terme si son fonctionnement est conforme aux règles de l'économie de marché. Il convient donc d'apprécier si ces règles sont respectées ou non.

Le capital initial du FPAP est constitué des cotisations des adhérents. Celles-ci sont probablement d'un montant très modique. Aucune information communiquée à la Commission ne lui permet de penser que le montant global des cotisations aurait été suffisant pour permettre au FPAP d'intervenir sur un marché à terme sans apport de fonds extérieurs. Ces fonds extérieurs ont été fournis par l'État, au moyen des avances octroyées par l'intermédiaire de l'OFIMER, et constituent donc une partie de ces avances qui ont représenté, selon les informations communiquées par la France, 65 millions d'EUR.

La France n'a donné à la Commission aucune indication sur le montant des fonds engagés par le FPAP sur ces marchés à terme.

Par ailleurs, la Commission observe que la France n'a fourni aucune information lui permettant de savoir si les trois avances déjà consenties sont les seules qui le seront ou bien si le versement de nouvelles avances est possible.

Ces fonds doivent être remboursés avec un taux d'intérêt de 4,45 %. Cet apport de l'État correspond donc en pratique à un prêt accordé à ce taux.

La Commission constate que ce taux est supérieur au taux de référence utilisé par la Commission pour déterminer l'élément d'aide existant dans un prêt bonifié, taux de référence fixé à 4,43 % en 2004 (2) et à 4,08 % depuis le 1er janvier 2005 (3). Par conséquent, théoriquement, il pourrait ne pas y avoir d'aide d'État dans les avances consenties si celles-ci l'avaient été dans les conditions normales d'une économie de marché.

Or, la Commission observe que le FPAP, d'une part, ne possède apparemment aucun bien immobilier et que, d'autre part, ses biens mobiliers sont très réduits puisqu'ils sont constitués uniquement des cotisations des adhérents. Il n'y a aucune garantie que l'État puisse être remboursé par le FPAP. Pour cette raison, elle estime qu'une banque, dans les conditions normales d'une économie de marché, n'aurait jamais prêté les sommes en question au FPAP, voire seulement une partie de ces sommes, pour intervenir sur un marché à terme sans avoir suffisamment de garanties que les dites sommes lui seront remboursées. Par conséquent, ces avances de l'État représentent un avantage financier en faveur du FPAP accordé au moyen de ressources de l'État.

En outre, étant donné que les trois conventions passées entre l'État et le FPAP prévoient expressément que les fonds publics versés ont pour objet, entre autres, la mise en place d'un mécanisme de couverture contre les fluctuations des cours internationaux du pétrole, la Commission considère que cet avantage est imputable à l'État (4).

Cet avantage financier comporte deux aspects: l'avantage en faveur du FPAP lui-même et l'avantage qu'en retirent, par voie de conséquence, les entreprises de pêche adhérentes.

Avantage en faveur du FPAP lui-même

Le FPAP bénéficie d'un avantage financier par rapport aux autres sociétés intervenant sur les marchés à terme, qu'il s'agisse de sociétés habituellement actives sur ces marchés ou bien de sociétés étant ou pouvant être constituées de la même manière que le FPAP sous forme de syndicat professionnel dans les autres États membres, voire en France même.

Par conséquent, cet avantage financier affecte les échanges entre les États membres et fausse ou menace de fausser la concurrence. Pour cette raison, il constitue une aide d'État au sens de l'article 87 du traité CE.

Avantage en faveur des entreprises de pêche

Les fonds en provenance de l'État dont bénéficie le FPAP favorisent les entreprises de pêche qui ont adhéré à ce syndicat parce qu'elles sont les seules à pouvoir bénéficier des prix préférentiels obtenus pour le carburant à partir des options acquises sur les marchés à terme.

Par conséquent, étant donné que les entreprises de pêche bénéficiaires sont en concurrence sur le marché communautaire avec d'autres entreprises, qu'il s'agisse d'autres entreprises de pêche ou bien d'entreprises d'autres secteurs d'activité économique dont les produits sont en concurrence avec les produits de la pêche, ces fonds affectent les échanges entre les États membres et faussent ou menacent de fausser la concurrence.

Pour cette raison, cet avantage dont bénéficient les entreprises de pêche constitue aussi une aide d'État au sens de l'article 87 du traité CE.

3.1.2.   Compatibilité avec le marché commun

3.1.2.1.   Aide d'État en faveur du FPAP lui-même

Comme l'indiquent les conventions passées entre l'État et le FPAP, cette aide d'État a eu pour objet de permettre le démarrage des interventions du FPAP sur les marchés à terme du pétrole et de ses produits dérivés ainsi que leur poursuite. Il s'agit donc d'une aide au fonctionnement du FPAP.

Il convient d'apprécier si cette aide au fonctionnement en faveur du FPAP peut être considérée comme compatible avec le marché commun.

Selon l'article 87, paragraphes 2 et 3, du traité, certaines catégories d'aide sont ou peuvent être considérées comme compatibles avec le marché commun. Il convient d'examiner si cette aide au fonctionnement du FPAP peut entrer dans l'une de ces catégories.

La Commission observe d'abord que cette aide n'est pas destinée à remédier à des dommages causés par un événement extraordinaire. La Commission rappelle que les fluctuations du cours du pétrole sont inhérentes à l'activité économique normale et ne peuvent pas être considérées comme un événement extraordinaire au sens de l'article 87 du traité. Cette aide ne peut donc pas être considérée comme compatible avec le marché commun en vertu du paragraphe 2, sous-paragraphe b), de l'article 87 du traité CE.

Ensuite, la Commission observe qu'aucune des lignes directrices qu'elle a adoptées pour l'analyse des aides d'État ne s'applique au présent régime d'aide.

Cette aide ne peut pas non plus être considérée comme compatible avec le marché commun sur la base d'une application directe du paragraphe 3 du même article, avec les différents cas de figure qui y sont prévus.

En effet, il ne s'agit manifestement pas d'une aide destinée à favoriser le développement économique de régions dans lesquelles le niveau de vie est anormalement bas ou dans lesquelles sévit un grave sous-emploi (cas prévu au sous-paragraphe a). Cette aide a pour but de permettre au FPAP d'intervenir sur les marchés à terme pertinents. Elle n'a donc pas de rapport avec les aides visées à ce sous-paragraphe a).

D'autre part, le FPAP ne peut pas être considéré comme un projet important d'intérêt européen ou comme une aide destinée à remédier à une perturbation grave de l'économie d'un État membre (cas prévus au sous-paragraphe b). En effet, le FPAP est spécifiquement français et les autres États membres n'ont pas exprimé l'intention d'instituer des fonds du même genre; la dimension européenne de ce fonds fait par conséquent défaut. Quant à considérer qu'il s'agit d'une aide destinée à remédier à une perturbation grave de l'économie d'un État membre, la Commission pourrait, à première vue, envisager d'adopter une telle position puisque la hausse du prix du carburant a entraîné une perturbation avérée de la situation du secteur de la pêche. Cependant, tout en notant que le FPAP ne concerne qu'un seul secteur d'activité économique alors que différents secteurs sont touchés par la hausse du prix du pétrole, la Commission a toujours considéré qu'il n'appartient pas aux autorités publiques d'intervenir financièrement contre cette hausse du pétrole; leur rôle doit au contraire consister notamment à mener des politiques d'incitation envers les entreprises afin qu'elles s'adaptent aux nouvelles conditions économiques créées par cette hausse. C'est pourquoi une aide ayant pour seul objectif d'intervenir sur les marchés à terme pertinents ne correspond pas à l'objectif souhaité.

En outre, l'existence du FPAP ne peut pas, par elle-même, répondre à la condition du sous-paragraphe c), qui prévoit que peuvent être compatibles avec le marché commun les aides destinées à faciliter le développement de certaines activités ou de certaines régions économiques quand elles n'altèrent pas les conditions des échanges dans une mesure contraire à l'intérêt commun. En effet, aucun élément n'indique que le développement ou l'accroissement d'une activité d'intervention sur les marchés à terme du pétrole est souhaitable. En outre, cette activité n'est pas liée à une région économique. C'est pourquoi cette aide ne peut pas être considérée comme compatible avec le marché commun en vertu de ce sous-paragraphe c).

Enfin, cette catégorie d'aide ne figure pas parmi les catégories d'aide qui seraient considérées comme compatibles avec le marché commun par décision du Conseil adoptée conformément au sous-paragraphe e).

3.1.2.2.   Aide en faveur des entreprises de pêche

Comme pour l'aide en faveur du FPAP, la Commission observe que cette aide n'est pas destinée à remédier à des dommages causés par un événement extraordinaire et ne peut donc pas être considérée comme compatible avec le marché commun en vertu du paragraphe 2, sous-paragraphe b), de l'article 87 du traité CE.

Etant donné qu'il s'agit d'une aide aux entreprises de pêche, celle-ci doit être analysée à la lumière des lignes directrices pour l'examen des aides d'État destinées aux secteurs de la pêche et de l'aquaculture (5), dites ci-après lignes directrices.

Comme cela est indiqué ci-dessus (cf. paragraphe 3.1.1), cette aide permet aux entreprises de pêche ayant adhéré au syndicat de bénéficier des prix préférentiels obtenus pour le carburant à partir des options acquises sur les marchés à terme.

Cette aide a pour effet de diminuer les coûts de production. Elle n'est assortie d'aucune obligation de la part des bénéficiaires. Elle entre dans la catégorie des aides au fonctionnement visées au paragraphe 3.7 des lignes directrices qui indique que “les aides d'État qui sont octroyées sans être assorties d'une quelconque obligation pour les bénéficiaires de répondre aux objectifs de la politique commune de la pêche et qui sont destinées à améliorer la situation des entreprises et à accroître leur trésorerie ou dont les montants sont fonction de … ou des moyens de production et qui ont pour effet de diminuer les coûts de production ou d'améliorer les revenus du bénéficiaire sont, en tant qu'aides au fonctionnement, incompatibles avec le marché commun…”.

3.2.   Compensation pour l'achat de carburant par les entreprises de pêche

3.2.1.   Existence d'une aide d'État

Comme cela est décrit ci-dessus (cf. paragraphe 2 “Description”), le FPAP, grâce aux fonds avancés par l'État, prend en charge la différence de prix existant, selon les conventions des 12 novembre 2004 et 27 mai 2005, entre le “prix maximum couvert” et le prix moyen mensuel de référence et, selon la convention du 11 octobre 2005, entre 30 centimes d'EUR par litre et le prix moyen mensuel de référence.

Par conséquent, les avances qui sont consenties par l'État au FPAP et qui permettent la prise en charge d'une partie des coûts supportés par les entreprises de pêche adhérant au FPAP procurent un avantage à ces entreprises. La position de ces entreprises se trouve donc renforcée par rapport aux entreprises se trouvant en concurrence sur le marché communautaire avec ces entreprises de pêche, qu'il s'agisse d'autres entreprises de pêche ou bien d'entreprises d'autres secteurs d'activité économique dont les produits sont en concurrence avec elles.

En outre, étant donné que les trois conventions passées entre l'État et le FPAP prévoient expressément que les fonds publics versés ont pour objet, entre autres, de verser aux adhérents du FPAP la différence, pour le carburant utilisé, entre le prix maximum couvert et le prix moyen mensuel de l'indice de référence, la Commission considère que cet avantage est imputable à l'État (6).

Par conséquent, ces fonds de l'État dont bénéficie le FPAP pour prendre partiellement en charge le coût du carburant utilisé par les navires de pêche constituent une aide d'État au sens de l'article 87 du traité CE.

Comme pour l'acquisition d'options sur les marchés à terme, la Commission observe que la France n'a donné à la Commission aucune indication sur la partie des 65 millions d'EUR avancés par l'État qui ont servi à prendre en charge partiellement le coût du carburant. De la même manière, la France n'a fourni aucune information sur le fait de savoir si les trois avances déjà consenties sont les seules qui le seront ou bien si le versement de nouvelles avances est possible ou déjà prévu.

3.2.2.   Compatibilité avec le marché commun

Comme pour l'avantage dont bénéficient les entreprises de pêche par le moyen de l'acquisition d'options par le FPAP sur les marchés à terme, la Commission observe que cette aide n'est pas destinée à remédier à des dommages causés par un événement extraordinaire et ne peut donc pas être considérée comme compatible avec le marché commun en vertu du paragraphe 2, sous-paragraphe b), de l'article 87 du traité CE.

Etant donné qu'il s'agit d'une aide aux entreprises de pêche, elle doit également être analysée, comme ci-dessus, à la lumière des lignes directrices pour l'examen des aides d'État destinées aux secteurs de la pêche et de l'aquaculture.

Comme pour l'aide résultant de l'acquisition d'options sur les marchés à terme, cette aide a pour effet de diminuer les coûts de production.

De ce fait, elle entre aussi dans la catégorie des aides au fonctionnement visées au paragraphe 3.7 des lignes directrices. Elle n'est non plus assortie d'aucune obligation de la part des bénéficiaires.

4.   CONCLUSION

En conséquence, il existe, à ce stade de l'évaluation préliminaire telle qu'elle est prévue à l'article 6 du règlement (CE) no 659/1999, des doutes sérieux sur la compatibilité de cette mesure d'aide avec le marché commun, tant en ce qui concerne l'aide en faveur du FPAP que l'aide en faveur des entreprises de pêche.

À la lumière des considérations qui précèdent, la Commission, agissant dans le cadre de la procédure prévue à l'article 88, paragraphe 2, du Traité CE, demande à la France de lui présenter ses observations et de lui fournir tous les renseignements nécessaires pour apprécier l'aide en cause, dans un délai d'un mois à compter de la réception de la présente lettre.

Par la présente, la Commission avise la France qu'elle informera les intéressés par la publication de la présente lettre et d'un résumé de celle-ci au Journal Officiel de l'Union européenne. Elle informera également les intéressés dans les pays de l'AELE signataires de l'accord EEE par la publication d'une communication dans le supplément EEE du Journal Officiel, ainsi que l'autorité de surveillance de l'AELE en leur envoyant une copie de la présente. Tous les intéressés susmentionnés seront invités à présenter leurs observations à compter d'un mois à compter de la date de cette publication.»


(1)  JO L 83 du 27.3.1999, p. 1.

(2)  JO C 307 du 17.12.2003, p. 11.

(3)  JO C 220 du 8.9.2005, p. 2.

(4)  Affaires C-482/99, France/Commission, arrêt de la Cour du 16 mai 2002 et C-345/02, Pearle BV, arrêt de la Cour de justice du 15 juillet 2004.

(5)  JO C 229 du 14.9.2004, p. 5.

(6)  Affaire C-345/02, Commission/France, arrêt de la Cour de justice du 15 juillet 2004.


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/35


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4114 — Lottomatica/GTECH)

(2006/C 91/06)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 7 Απριλίου 2006, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Lottomatica S.p.A. («Lottomatica», Ιταλία), που ελέγχεται από την De Agostini S.p.A. («De Agostini», Ιταλία), αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης GTECH Holdings Corporation («GTECH», ΗΠΑ) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Lottomatica: δραστηριοποιείται στους τομείς των λαχειοφόρων αγορών και τυχερών παιχνιδιών καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών αυτόματων πληρωμών στην Ιταλία,

για την De Agostini: δραστηριοποιείται στα μέσα επικοινωνίας και στον εκδοτικό τομέα, καθώς και στο χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό τομέα,

για την GTECH: δραστηριοποιείται στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών, καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών αυτόματων πληρωμών σε παγκόσμιο επίπεδο.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4114 — Lottomatica/GTECH. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΓΔ Ανταγωνισμού

Merger Registry

J-70

B-1049 Bruxelles.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/36


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/COMP/M.4121 — Allianz Group/Sofinim/United Broadcast Facilities)

(2006/C 91/07)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Στις 22 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4121. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex).


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/36


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4172 — Barclays/Tuja)

(2006/C 91/08)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Στις 30 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4172. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex).


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/37


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4130 — ENI/Grupo Amorim/CGD/GALP)

(2006/C 91/09)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Στις 24 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4130. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex).


19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/37


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4087 — Eiffage/Macquarie/APRR)

(2006/C 91/10)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Στις 15 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4087. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex).


Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

19.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 91/38


Γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) [COM(2005)230 τελικό],

την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) [COM(2005)236 τελικό] και

την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) των υπηρεσιών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων [COM(2005)237 τελικό]

(2006/C 91/11)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

Τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 286,

Το Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 8,

Την οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

Τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, ιδίως το άρθρο 41,

Το αίτημα γνωμοδότησης δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, τον οποίο έλαβε από την Επιτροπή στις 17 Ιουνίου 2005,

ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΗ:

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Γενικό πλαίσιο

Το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS) είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα μεγάλης κλίμακας της ΕΕ το οποίο δημιουργήθηκε ως αντισταθμιστικό μέτρο μετά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα του χώρου Σένγκεν. Το SIS παρέχει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες χρησιμοποιούνται για ελέγχους επί των προσώπων και αντικειμένων στα εξωτερικά σύνορα ή εντός της επικράτειας, καθώς και για τη χορήγηση θεωρήσεων και αδειών διαμονής.

Η σύμβαση Σένγκεν ετέθη σε ισχύ το 1995 ως διακυβερνητική συμφωνία. Το SIS, ως τμήμα της σύμβασης Σένγκεν, ενσωματώθηκε αργότερα στο κοινοτικό πλαίσιο με τη συνθήκη του Άμστερνταμ.

Το τρέχον σύστημα θα αντικατασταθεί από ένα νέο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν «δεύτερης γενιάς» (SIS ΙΙ), ώστε να καταστεί δυνατή η διεύρυνση του χώρου Σένγκεν στα νέα κράτη-μέλη της ΕΕ Επίσης, θα αποκτήσει νέα λειτουργικά χαρακτηριστικά. Οι διατάξεις Σένγκεν, οι οποίες καταρτίστηκαν σε διακυβερνητικό πλαίσιο, θα μετεξελιχθούν πλήρως σε νομοθετήματα του ευρωπαϊκού δικαίου.

Την 1η Ιουνίου 2005, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε 3 προτάσεις για την εγκατάσταση του SIS II, ως εξής:

πρόταση κανονισμού που βασίζεται στον τίτλο IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (θεωρήσεις, άσυλο, μετανάστευση και άλλες πολιτικές που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων), ο οποίος ρυθμίζει τις πτυχές του SIS II που εντάσσονται στον πρώτο πυλώνα (μετανάστευση). Η πρόταση κανονισμού θα αποκαλείται στο εξής «ο προτεινόμενος κανονισμός»;

πρόταση απόφασης που βασίζεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις) η οποία ρυθμίζει τη χρήση του SIS για σκοπούς του τρίτου πυλώνα. Η πρόταση απόφασης θα αποκαλείται στο εξής «η προτεινόμενη απόφαση»,

πρόταση κανονισμού που βασίζεται στον τίτλο V (Μεταφορές) και αφορά ειδικά την πρόσβαση των αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας. Η εν λόγω πρόταση εξετάζεται χωριστά (βλ. σημείο 4.6 κατωτέρω).

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή θα εκδώσει τους προσεχείς μήνες μια ανακοίνωση για τη διαλειτουργικότητα και την αύξηση των συνεργιών μεταξύ των συστημάτων πληροφοριών της ΕΕ (SIS, VIS, Eurodac).

Το SIS II αποτελείται από μια κεντρική βάση δεδομένων αποκαλούμενη «Κεντρικό Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν» (CS-SIS). Η Επιτροπή θα μεριμνά για την επιχειρησιακή λειτουργία του συστήματος αυτού, το οποίο συνδέεται με τα εθνικά σημεία πρόσβασης που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη (NI-SIS). Οι αρχές των γραφείων SIRENE θα εξασφαλίζουν την ανταλλαγή όλων των συμπληρωματικών πληροφοριών (ήτοι των πληροφοριών που αφορούν τις καταχωρήσεις στο SIS II αλλά δεν εισάγονται στο SIS II).

Τα κράτη μέλη καταχωρούν στο σύστημα SIS II τα στοιχεία για πρόσωπα που αναζητούνται με σκοπό τη σύλληψη, την παράδοση ή την έκδοση, πρόσωπα που αναζητούνται στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών ή με σκοπό την παρακολούθηση ή για ειδικούς ελέγχους και πρόσωπα στα οποία έχει απαγορευθεί η είσοδος μέσω των εξωτερικών συνόρων, καθώς και απωλεσθέντα ή κλαπέντα αντικείμενα. Μια σειρά δεδομένων τα οποία έχουν εισαχθεί στο SIS (ονομαζόμενα «καταχωρήσεις») επιτρέπει στις εκάστοτε αρμόδιες υπηρεσίες να εντοπίζουν ένα πρόσωπο ή αντικείμενο.

Το SIS II θα διαθέτει νέα χαρακτηριστικά: διευρυμένη πρόσβαση (της Europol, της Eurojust, των εθνικών αρχών έρευνας, των αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας), σύνδεσμοι μεταξύ καταχωρήσεων, προσθήκη νέων κατηγοριών δεδομένων μεταξύ των οποίων βιομετρικά δεδομένα (δακτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφίες), καθώς και μια τεχνολογική πλατφόρμα από κοινού με το Σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS). Οι προσθήκες αυτές έχουν προκαλέσει μακροχρόνιες συζητήσεις σχετικά με την αλλαγή του σκοπού του SIS από εργαλείο ελέγχου σε σύστημα ερευνών και αναφορών.

1.2.   Γενική εκτίμηση των προτάσεων

1.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει με ικανοποίηση την παρούσα διαβούλευση βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ανωτέρω διάταξης, η ανά χείρας γνωμοδότηση πρέπει να περιέχει αναφορά σε αυτή, ειδικότερα στο προοίμιο των εγγράφων.

2.

Για διάφορους λόγους, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τις προαναφερθείσες προτάσεις. Η μετεξέλιξη ενός διακυβερνητικού σχήματος σε νομοθετικές πράξεις του ευρωπαϊκού δικαίου συνεπάγεται ορισμένες θετικές εξελίξεις: θα αποσαφηνιστεί η νομική αξία των κανόνων για το SIS II, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της νομικής πράξης που αφορά τον πρώτο πυλώνα), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συμμετέχει, εν μέρει τουλάχιστον, στη διαδικασία (όχι όμως από τα αρχικά στάδιά της).

3.

Επιπλέον, κατ' ουσία, σημαντικό τμήμα των προτάσεων αφορά την προστασία δεδομένων και επιφέρει ορισμένες ευπρόσδεκτες βελτιώσεις σε σχέση με την παρούσα κατάσταση. Ενδεικτικά αναφέρονται τα μέτρα υπέρ των θυμάτων των κλοπών ταυτοτήτων, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001 στις δραστηριότητες της Επιτροπής στον τομέα της επεξεργασίας των δεδομένων βάσει του τίτλου VI, ένα βελτιωμένο ορισμό των λόγων εισαγωγής καταχωρήσεων για πρόσωπα με σκοπό την άρνηση εισόδου.

4.

Είναι εξάλλου προφανές ότι έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες κατά την κατάρτιση των προτάσεων. Οι προτάσεις είναι περίπλοκες, αυτό όμως οφείλεται στον εγγενή πολύπλοκο χαρακτήρα του συστήματος οποίο ρυθμίζουν. Ορισμένα σχόλια της παρούσας γνωμοδότησης αποσκοπούν στην αποσαφήνιση ορισμένων διατάξεων ή στην προσθήκη νέων. Πάντως δεν απαιτείται πλήρης αναμόρφωση.

Παρά τη γενικά θετική εκτίμηση, μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με τα εξής σημεία:

1.

Σε πολλά σημεία δεν είναι σαφής η πρόθεση που διέπει το κείμενο. Η απουσία αιτιολογικής έκθεσης είναι ιδιαίτερα αισθητή. Λόγω του ιδιαίτερα περίπλοκου χαρακτήρα των εγγράφων, η ύπαρξη σκεπτικού θα έπρεπε να είναι στοιχειώδης απαίτηση. Η απουσία του αναγκάζει σε πολλές περιπτώσεις τον αναγνώστη να καταφεύγει στις μαντικές του ικανότητες.

2.

Επιπλέον, είναι λυπηρό το ότι δεν έχει περιληφθεί αξιολόγηση των επιπτώσεων. Η έλλειψη αυτή δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι το σύστημα λειτουργεί ήδη, αφού υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της παλαιάς και της νέας έκδοσης. Μεταξύ άλλων, οι επιπτώσεις από την εισαγωγή βιομετρικών δεδομένων θα έπρεπε να έχουν εξεταστεί διεξοδικότερα.

3.

Το νομικό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Βασίζεται στη συνδυασμένη εφαρμογή ενός γενικού και ενός ειδικού νόμου. Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι το ισχύον πλαίσιο προστασίας δεδομένων της οδηγίας 95/46/EΚ και του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001 εξακολουθεί να ισχύει πλήρως ακόμη και στην περίπτωση της κατάρτισης ειδικής νομοθετικής ρύθμισης. Η συνδυασμένη εφαρμογή χωριστών νομικών πράξεων δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να προκύψουν διαφορές μεταξύ των εθνικών καθεστώτων — και μάλιστα σε καίρια σημεία -, ούτε στη μείωση της αποτελεσματικότητας της ισχύουσας προστασίας δεδομένων.

4.

Πρέπει να παρέχονται αυστηρότερες εγγυήσεις σε σχέση με την πρόσβαση νέων αρχών εφόσον η πρόσβαση αυτή δεν προκύπτει από τον αρχικό σκοπό, ήτοι τον «έλεγχο προσώπων και αντικειμένων».

5.

Οι προτάσεις βασίζονται σε σημαντικό βαθμό σε άλλα νομοθετήματα τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί (σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν ακόμη υποβληθεί οι σχετικές προτάσεις). Ο ΕΕΠΔ αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες της παραγωγής νομοθετικού έργου σε περίπλοκες και διαρκώς μετεξελισσόμενες συνθήκες, αλλά εκτιμά ότι η ανωτέρω πρακτική απαράδεκτη λόγω των επιπτώσεων για τους ενδιαφερόμενους και την ανασφάλεια δικαίου που δημιουργεί.

6.

Διαπιστώνεται ασάφεια ως προς τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής. Η σαφήνεια είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος, αλλά και βασική απαίτηση για την εξασφάλιση της εποπτείας του συστήματος στο σύνολό του.

1.3.   Δομή της γνωμοδότησης

Η δομή της γνωμοδότησης έχει ως εξής: Καταρχήν διασαφηνίζεται το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο για το SIS II. Ακολούθως ορίζεται ο σκοπός του SIS II και εντοπίζονται τα στοιχεία που διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό από την τρέχουσα έκδοση. Το σημείο 5 περιλαμβάνει σχόλια σχετικά με τους ρόλους της Επιτροπής και των κρατών μελών όσον αφορά τη λειτουργία του SIS II. Το σημείο 6 αφορά τα δικαιώματα των καταχωρημένων προσώπων και το σημείο 7 αφορά την εποπτεία σε εθνική κλίμακα και από τον ΕΕΠΔ, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ αρχών εποπτείας. Στο σημείο 8 διατυπώνονται ορισμένα σχόλια και προτείνονται τροποποιήσεις σχετικές με θέματα ασφαλείας. Τα σημεία 9 και 10 αφορούν αντίστοιχα την επιτροπολογία και τη διαλειτουργικότητα. Τέλος, συνοψίζονται τα βασικά συμπεράσματα για κάθε σημείο.

2.   ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

2.1.   Νομικό πλαίσιο προστασίας του SIS II

Οι προτάσεις αναφέρουν ως νομικό πλαίσιο για την προστασία δεδομένων την οδηγία 95/46/EΚ, τη Σύμβαση 108 και τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 45/2001. Άλλες νομικές πράξεις εμπίπτουν επίσης στο πλαίσιο αυτό.

Για την αποσαφήνιση του νομικού πλαισίου και την υπενθύμιση των βασικών σημείων αναφοράς της παρούσας εξέτασης κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν τα εξής:

ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής έχει εξασφαλιστεί στην Ευρώπη από της υπογραφής, το 1950, της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής αποκαλούμενη «ΣΠΔΑ») από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το άρθρο 8 της ΣΠΔΑ αναφέρεται στο δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, δεν επιτρέπεται η επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος εκτός αν «προβλέπεται υπό του νόμου» και είναι «αναγκαία εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν» για την προστασία σημαντικών συμφερόντων. Στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι όροι αυτοί συνεπάγονται πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά την ποιότητα της νομικής βάσης για την επέμβαση, την αναλογικότητα οποιουδήποτε μέτρου και την αναγκαιότητα κατάλληλων εγγυήσεων κατά των καταχρήσεων.

Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων περιλήφθηκε πρόσφατα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται εφόσον η εμβέλειά τους συνάδει με το άρθρο 8 της ΣΠΔΑ.

Το άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως κατοχυρώνονται με τη ΣΠΔΑ.

Τρία κείμενα ισχύουν ρητά για τις προτάσεις για το SIS II:

Η σύμβαση αριθ. 108, της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα (στο εξής αποκαλούμενη «Σύμβαση 108») ορίζει βασικές αρχές για την προστασία των ατόμων σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Όλα τα κράτη μέλη έχουν κυρώσει τη σύμβαση 108, η οποία είναι επίσης εφαρμοστέα για δραστηριότητες που αφορούν αστυνομικά και δικαστικά θέματα. Η σύμβαση 108 αποτελεί το τρέχον καθεστώς προστασίας δεδομένων που είναι εφαρμοστέο για τη σύμβαση SIS, από κοινού με τη σύσταση αριθ. R (87) 15 της 17ης Σεπτεμβρίου 1987 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία ρυθμίζει τη χρήση των δεδομένων στον τομέα της αστυνομίας.

Οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31). Η εν λόγω οδηγία θα αναφέρεται στο εξής ως «Οδηγία 95/46/EΚ». Αξίζει να σημειωθεί ότι στα περισσότερα κράτη μέλη η εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής καλύπτει επίσης την επεξεργασία δεδομένων από τις αστυνομικές ή τις δικαστικές αρχές.

Κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, σ.1). Ο εν λόγω κανονισμός θα αναφέρεται στο εξής ως «Κανονισμός 45/2001».

Η ερμηνεία της οδηγίας 95/46/EΚ και του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001 πρέπει να βασίζεται εν μέρει στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το οποίο ιδρύθηκε με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς η οδηγία και ο κανονισμός, εφόσον αφορούν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και ενδέχεται να θίγονται θεμελιώδεις ελευθερίες και ιδίως το δικαίωμα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το αυτό προκύπτει εξάλλου και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (1).

Στις 4 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την «Πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εξετάζονται στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις» (2) (στο εξής αποκαλούμενη «σχέδιο απόφασης-πλαισίου»). Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο πρόκειται να αντικαταστήσει τη σύμβαση 108 ως νομοθεσία αναφοράς για το σχέδιο απόφασης σχετικά με το SIS II. Αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στο καθεστώς προστασίας των δεδομένων (βλ. σημείο 2.2.5 κατωτέρω).

2.2.   Νομικό καθεστώς προστασίας των δεδομένων του SIS II

2.2.1.   Γενική παρατήρηση

Η αναγκαία νομοθετική βάση για τη ρύθμιση της λειτουργίας του SIS II απαρτίζεται από ξεχωριστές πράξεις. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις, αυτό «δεν επηρεάζει την αρχή σύμφωνα με την οποία το SIS II είναι ενιαίο σύστημα πληροφοριών και πρέπει να λειτουργεί ως τέτοιο. Κατά συνέπεια, μερικές από τις διατάξεις των εν λόγω πράξεων είναι σκόπιμο να είναι πανομοιότυπες».

Η δομή των δύο κειμένων είναι βασικά η ίδια. Πράγματι, τα κεφάλαια I-III είναι σχεδόν πανομοιότυπα στις δύο νομοθετικές πράξεις. Ο χαρακτήρας του SIS II ως ενιαίου συστήματος στηριζόμενου σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις αντικατοπτρίζεται επίσης στο — μάλλον περίπλοκο — καθεστώς προστασίας των δεδομένων.

Το καθεστώς προστασίας των δεδομένων ορίζεται εν μέρει στις ίδιες τις προτάσεις ως ειδικός νόμος και συμπληρώνεται με διαφορετικά νομοθετήματα αναφοράς (γενικός νόμος) για κάθε τομέα (Επιτροπή και κράτη μέλη στον πρώτο πυλώνα, κράτη μέλη στον τρίτο πυλώνα).

Η δομή αυτή γεννά το ερώτημα με ποιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι ειδικοί νόμοι σε σχέση με το γενικό νόμο. Στην περίπτωση αυτή, ο ΕΕΠΔ θεωρεί τον ειδικό νόμο ως μορφή εφαρμογής του γενικού νόμου. Συνεπώς, ο ειδικός νόμος πρέπει πάντα να συνάδει με το γενικό νόμο, τον οποίο αναπτύσσει (εξειδικεύει η συμπληρώνει) χωρίς να αποτελεί εξαίρεσή του.

Όσον αφορά το ζήτημα ποιος νόμος είναι εφαρμοστέος σε ειδικές περιπτώσεις, καταρχήν ο ειδικός νόμος υπερισχύει, αλλά όταν δεν περιέχει ρητή ή επαρκώς σαφή διάταξη, τότε ισχύει ο γενικός νόμος.

Από την ανωτέρω δομή προκύπτουν τρεις διαφορετικοί συνδυασμοί γενικού και ειδικού νόμου. Οι συνδυασμοί αυτοί μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

2.2.2.   Εφαρμοστέο καθεστώς για την Επιτροπή

Για τις περιπτώσεις όπου συμμετέχει η Επιτροπή, ισχύει ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 (συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του ΕΕΠΔ), είτε οι δραστηριότητες αυτές διεξάγονται στα πλαίσια του πρώτου πυλώνα (πρόταση κανονισμού) είτε του τρίτου πυλώνα (πρόταση απόφασης). Η αιτιολογική σκέψη 21 της προτεινόμενης απόφασης αναφέρει τα εξής: «Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 … διέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή οσάκις η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται κατά την άσκηση καθηκόντων τα οποία εν όλω ή εν μέρει εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας».

Τα ανωτέρω αιτιολογούνται από πρακτικούς λόγους: θα ήταν πράγματι ιδιαίτερα δύσκολο για την Επιτροπή να καθορίζει σε ποιες περιπτώσεις η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιείται στα πλαίσια δραστηριοτήτων που διέπονται από τη νομοθεσία για τον πρώτο ή για τον τρίτο πυλώνα.

Εξάλλου, η εφαρμογή ενός και μόνου νομοθετήματος για όλες τις δραστηριότητες της Επιτροπής που αφορούν το SIS II όχι μόνο είναι πιο σκόπιμη από πρακτική άποψη, αλλά επίσης βελτιώνει τη συνοχή (ήτοι την εξασφάλιση, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 21 του προτεινόμενου κανονισμού, της συνεκτικής και ομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων «που ισχύουν για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»). Γι' αυτό, ο ΕΕΠΔ υποδέχεται με ικανοποίηση την αναγνώριση εκ μέρους της Επιτροπής ότι ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 ισχύει για όλες τις δραστηριότητες της Επιτροπής στον τομέα της προστασίας δεδομένων σε σχέση με το SIS II.

2.2.3.   Το εφαρμοστέο καθεστώς για τα κράτη μέλη

Η κατάσταση περιπλέκεται στα ζητήματα που αφορούν τα κράτη μέλη. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σε εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού διέπεται όχι μόνον από την οδηγία 95/46/ΕΚ, αλλά και από τον ίδιο τον προτεινόμενο κανονισμό. Η ανάγνωση της αιτιολογικής σκέψης 14 του προτεινόμενου κανονισμού διασαφηνίζει πλήρως ότι η οδηγία πρέπει να θεωρείται ως ο γενικός νόμος, ενώ ο κανονισμός για το SIS II είναι ο ειδικός νόμος. Οι συνέπειες της κατάστασης αυτής αναλύονται κατωτέρω.

Σε σχέση με την προτεινόμενη απόφαση, το νομικό μέσο για την προστασία των δεδομένων (ήτοι ο γενικός νόμος) είναι η Σύμβαση 108. Γι' αυτό διαφοροποιούνται σε ορισμένα σημεία τα καθεστώτα προστασίας δεδομένων που διέπονται από τον πρώτο και από τον τρίτο πυλώνα.

2.2.4.   Επιπτώσεις στο επίπεδο προστασίας των δεδομένων

Ως γενικό σχόλιο για τη διάρθρωση της προστασίας δεδομένων ως έχει ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ τονίζει τα εξής:

Η εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού ως ειδικού νόμου σε σχέση με την οδηγία 95/46/EΚ (και, ομοίως, η εφαρμογή της προτεινόμενης απόφασης ως ειδικού νόμου σε σχέση με τη σύμβαση 108) δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να συνεπάγεται ένα χαμηλότερο επίπεδο προστασίας δεδομένων από εκείνο που εξασφαλίζει η οδηγία ή η σύμβαση. Ο ΕΕΠΔ θα απευθύνει συστάσεις για το θέμα αυτό (βλ. λ.χ. το δικαίωμα ένδικου μέσου).

Ομοίως, η εφαρμογή νομοθετικών μέσων σε συνδυασμό μεταξύ τους μπορεί να συνεπάγεται τη μείωση του επιπέδου προστασίας δεδομένων που εξασφαλίζεται από την ισχύουσα σύμβαση του Σένγκεν (βλ. λ.χ. τις παρατηρήσεις που ακολουθούν σχετικά με το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/EΚ).

Η εφαρμογή δύο διαφορετικών νομοθετημάτων, μολονότι μπορεί να κρίνεται απαραίτητη λόγω του πλαισίου του κοινοτικού δικαίου, δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αδικαιολόγητες διαφορές μεταξύ της προστασίας δεδομένων των ενδιαφερομένων ανάλογα με το είδος των οικείων δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Αυτό πρέπει να αποφεύγεται όσο το δυνατό περισσότερο (βλ. λ.χ. τις αρμοδιότητες των εθνικών εποπτικών αρχών).

Το νομικό πλαίσιο είναι τόσο περίπλοκο που είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθεί σύγχυση κατά την εφαρμογή του στην πράξη. Σε μερικές περιπτώσεις, η σχέση μεταξύ γενικού και ειδικού νόμου δεν είναι επαρκώς σαφής. Συνεπώς, θα ήταν χρήσιμο να διασαφηνιστούν τα ζητήματα αυτά στις προτάσεις. Επιπλέον, σε αυτό το περίπλοκο νομικό πλαίσιο, κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη η πρόταση της Κοινής Αρχής Ελέγχου του Σένγκεν που περιλαμβάνεται στη «Γνώμη σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση για το SIS II» (27 Σεπτεμβρίου 2005) να καταρτιστεί «οδηγός» του συνόλου των ισχυόντων δικαιωμάτων σε σχέση με το SIS II, τα οποία θα ταξινομούνται με σαφήνεια.

Σκοπός της ανά χείρας γνωμοδότησης είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας δεδομένων και η συνοχή και σαφήνεια ως προς την παροχή της απαίτησης ασφάλειας δικαίου στα καταχωρημένα πρόσωπα.

2.2.5.   Επιπτώσεις του σχεδίου απόφασης- πλαισίου στην προστασία δεδομένων του τρίτου πυλώνα

Η σύμβαση 108 ως νομική πράξη αναφοράς του σχεδίου απόφασης σχετικά με το SIS II θα αντικατασταθεί από την απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την προστασία δεδομένων στον τρίτο πυλώνα (3). Αυτό δεν αναφέρεται στην πρόταση, αλλά εξυπακούεται από την προτεινόμενη απόφαση-πλαίσιο. Το άρθρο 34 παράγραφος 2 της απόφασης ορίζει ότι «οποιαδήποτε αναφορά στη σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται ως αναφορά στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο». Ο ΕΕΠΔ θα υιοθετήσει προσεχώς μια γνωμοδότηση σχετικά με το σχέδιο απόφασης-πλαισίου. Γι' αυτό δεν αναλύει λεπτομερώς το σχετικό περιεχόμενο στην ανά χείρας γνωμοδότηση. Πάντως θα περιληφθεί σχετική αναφορά για τις περιπτώσεις που η εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο καθεστώς προστασίας δεδομένων του SIS II.

2.2.6.   Εφαρμογή του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/EΚ και του άρθρου 9 της σύμβασης 108

Το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/EΚ, καθώς και το άρθρο 9 της σύμβασης 108, προβλέπουν τη δυνατότητα λήψης νομοθετικών μέτρων εκ μέρους των κρατών μελών με σκοπό τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αν ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη άλλων σημαντικών συμφερόντων (λ.χ. εθνική ασφάλεια, άμυνα, δημόσια ασφάλεια) (4).

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις του προτεινόμενου κανονισμού και της προτεινόμενης απόφασης, η ανωτέρω δυνατότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των προτάσεων σε εθνικό επίπεδο. Στην περίπτωση αυτή πραγματοποιείται διπλή δοκιμή: η εφαρμογή του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/EΚ όχι μόνο πρέπει να συνάδει με το άρθρο 8 της σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά επίσης δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση του ισχύοντος καθεστώτος προστασίας δεδομένων.

Το ζήτημα αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο στην περίπτωση του SIS II, το οποίο πρέπει να έχει προβλέψιμο χαρακτήρα. Αφού τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν δεδομένα, πρέπει να είναι γνωστός με εύλογο βαθμό βεβαιότητας ο τρόπος επεξεργασίας των δεδομένων αυτών σε εθνικό επίπεδο.

Από τα ανωτέρω ανακύπτει ένα ζήτημα το οποίο προξενεί ιδιαίτερη ανησυχία διότι θα μπορούσε να συνεπάγεται την πτώση του ισχύοντος επιπέδου προστασίας δεδομένων. Στο άρθρο 102 της σύμβασης του Σένγκεν ορίζεται ένα σύστημα όπου η χρήση των δεδομένων ρυθμίζεται με ιδιαίτερα περιοριστικό τρόπο ακόμη και στην εθνική νομοθεσία («Κάθε χρήση των δεδομένων που δεν είναι σύμφωνη με τις παραγράφους 1 έως 4 θα θεωρείται έναντι της εθνικής νομοθεσίας εκάστου συμβαλλόμενου μέρους ως κατάχρηση του επιδιωκόμενου σκοπού»). Εντούτοις, η οδηγία 95/46/EΚ και η σύμβαση 108 προβλέπουν μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να προβλεφθούν εξαιρέσεις από την αρχή του περιορισμού του σκοπού στην εθνική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, θα προκύψει μια παρέκκλιση από το ισχύον σύστημα σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης του Σένγκεν, βάσει της οποίας η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τη βασική αρχή του περιορισμού και της χρήσης.

Η έκδοση της απόφασης-πλαισίου δεν θα μεταβάλλει την ανωτέρω παρατήρηση: το πρόβλημα αφορά πολύ περισσότερο τη διατήρηση της αρχής του αυστηρού περιορισμού όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων του SIS II παρά την εξασφάλιση της επεξεργασίας των δεδομένων κατά τρόπο που να συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο.

Ο ΕΕΠΔ προτείνει να προβλεφθεί στις προτάσεις για το SIS II (ειδικότερα στο άρθρο 21 του προτεινόμενου κανονισμού και στο άρθρο 40 της προτεινόμενης απόφασης) μια διάταξη με το περιεχόμενο του άρθρου 102 παράγραφος 4 της σύμβασης του Σένγκεν, ήτοι ο περιορισμός της δυνατότητας χρήσης δεδομένων που δεν προβλέπεται στα κείμενα για το SIS II εκ μέρους των κρατών μελών. Άλλη δυνατότητα μπορεί να είναι να περιορίζεται στην προτεινόμενη απόφαση και τον προτεινόμενο κανονισμό το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων που μπορούν να χρησιμοποιούνται βάσει του άρθρου 13 της οδηγίας η του άρθρου 9 της σύμβασης, ήτοι να προβλέπεται λ.χ. ότι τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν μόνο τα δικαιώματα πρόσβασης και ενημέρωσης, δεν μπορούν όμως να περιορίσουν τις αρχές που αφορούν την ποιότητα των δεδομένων.

3.   ΣΚΟΠΟΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 1 των δύο εγγράφων («Δημιουργία και γενικός σκοπός του συστήματος SIS II»), το SIS II δημιουργείται «με σκοπό να μπορούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών για τη διενέργεια ελέγχων επί φυσικών προσώπων και αντικειμένων» και «συμβάλλει στη διατήρηση υψηλού επιπέδου ασφαλείας στο εσωτερικό ενός χώρου απαλλαγμένου από ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα μεταξύ κρατών μελών».

Η διατύπωση του σκοπού του SIS II είναι αρκετά γενικόλογη και οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν ορίζουν σαφώς ποιο είναι το αντικείμενο τους, ούτε τα ζητήματα που καλύπτουν.

Ο στόχος του SIS II φαίνεται να είναι ευρύτερος σε σχέση με το σημερινό SIS, το οποίο συνάδει με το άρθρο 92 της σύμβασης του Σένγκεν. Το άρθρο αυτό αναφέρει ρητά ότι τα συμβαλλόμενα μέρη «(…) έχουν στη διάθεσή τους τους πίνακες καταχωρήσεως προσώπων και αντικειμένων, κατά τη διενέργεια συνοριακών ελέγχων και διαπιστώσεων καθώς και άλλων αστυνομικών και τελωνειακών ελέγχων (…) και (μόνο για την κατηγορία καταχωρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 96) προς το σκοπό της διαδικασίας χορηγήσεως θεωρήσεων και τίτλων διαμονής και της διοικητικής παρακολουθήσεως αλλοδαπών (…)».

Αυτή η διεύρυνση του σκοπού απορρέει επίσης από την προσθήκη νέων λειτουργιών και προσβάσεων στο SIS II, λόγω των οποίων μεταβάλλεται ο αρχικός σκοπός, ήτοι η διενέργεια ελέγχων προσώπων και αντικειμένων, και το σύστημα μεταβάλλεται σε μέσο διενέργειας ερευνών. Προβλέπεται ειδικότερα η πρόσβαση αρχών που θα χρησιμοποιούν τα δεδομένα του SIS II για τους ειδικούς σκοπούς τους και όχι για την υλοποίηση των σκοπών του SIS II (βλ. κατωτέρω).

Οι σύνδεσμοι μεταξύ καταχωρήσεων θα γενικευθεί, μολονότι αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό των αστυνομικών μέσων έρευνας. Γεννώνται εξάλλου ερωτηματικά σχετικά με το μηχανισμό έρευνας βιομετρικών στοιχείων, ο οποίος θα αναπτυχθεί κατά τα προσεχή έτη και θα επιτρέπει να πραγματοποιούνται έρευνες μεταξύ των δεδομένων του συστήματος οι οποίες υπερβαίνουν τις ανάγκες ενός συστήματος διεξαγωγής ελέγχων.

Βάσει των ανωτέρω, το πεδίο εφαρμογής των προτεινόμενων νομικών πράξεων είναι πολύ ευρύτερο σε σχέση με το ισχύον πλαίσιο, οπότε απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις ασφαλείας. Για το λόγο αυτό, ο ΕΕΠΔ θα εστιάσει την ανάλυσή του όχι τόσο στη διεύρυνση του ίδιου του ορισμού του άρθρου 1, αλλά μάλλον στις λειτουργίες και στα άλλα συστατικά μέρη του SIS II.

4.   ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ SIS II

Το παρόν κεφάλαιο εστιάζεται κυρίως στα νέα στοιχεία που εισάγονται στο SIS II, ιδίως στην εισαγωγή βιομετρικών στοιχείων, καθώς και στη νέα έννοια της πρόσβασης, με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόσβαση εκ μέρους της Ευρωπόλ και της Eurojust και των αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας, στους συνδέσμους μεταξύ καταχωρήσεων και στην πρόσβαση διαφόρων αρχών στα στοιχεία για τη μετανάστευση.

4.1.   Βιομετρικά στοιχεία

Στις προτάσεις για το SIS II προβλέπεται για πρώτη φορά η δυνατότητα επεξεργασίας μιας νέας κατηγορίας δεδομένων στην οποία αξίζει να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Πρόκειται για τα βιομετρικά δεδομένα. Όπως τονίστηκε ήδη στη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ σχετικά με το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις (Visa) (5), ο εξ ορισμού ευαίσθητος χαρακτήρας των βιομετρικών δεδομένων απαιτεί ειδικές εγγυήσεις που δεν περιλαμβάνονται στις προτάσεις για το SIS II.

Γενικά, η τάση να χρησιμοποιούνται βιομετρικά δεδομένα στα συστήματα πληροφοριών μεγάλης κλίμακας της ΕΕ (VIS, EURODAC, σύστημα πληροφοριών για τις άδειες κυκλοφορίας κ.λπ.) αυξάνεται διαρκώς, χωρίς όμως να συνοδεύεται από προσεκτική εξέταση των κινδύνων που ελλοχεύουν, ούτε των απαιτούμενων εγγυήσεων.

Η ανάγκη διεξοδικότερης εξέτασης τονίζεται και στο πρόσφατο ψήφισμα σχετικά με τα βιομετρικά στοιχεία που εξέδωσε η διεθνής διάσκεψη επιτρόπων δεδομένων του Montreux (6). Μέχρι στιγμής, η προστιθέμενη αξία της ανάπτυξης προτύπων αφορά τη διαλειτουργικότητα μεταξύ συστημάτων και όχι τη βελτίωση της ποιότητας των διαδικασιών που αφορούν τα βιομετρικά δεδομένα.

Θα ήταν χρήσιμο να καταρτιστεί σύστημα κοινών υποχρεώσεων ή απαιτήσεων που θα λαμβάνει υπόψη τον ιδιάζοντα χαρακτήρα τέτοιων δεδομένων, καθώς και μια κοινή μέθοδος για την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κοινές απαιτήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ιδίως τα εξής στοιχεία (η σκοπιμότητα των οποίων απεικονίζεται στις προτάσεις για το SIS II):

Στοχοθετημένη αξιολόγηση του αντίκτυπου: Πρέπει να τονιστεί ότι οι προτάσεις δεν έχουν υποβληθεί σε αξιολόγηση του αντίκτυπου της χρήσης βιομετρικών δεδομένων (7).

Έμφαση στη διαδικασία καταχώρησης: Η πηγή των βιομετρικών στοιχείων και ο τρόπος συλλογής τους δεν αναλύονται λεπτομερώς. Η καταχώρηση είναι καίριο στάδιο της συνολικής διαδικασίας ταυτοποίησης με βιομετρικά στοιχεία και δεν μπορεί να ρυθμίζεται απλώς με παραρτήματα ή πρόσθετες συζητήσεις στους κόλπους υπο-ομάδων, διότι θα επηρεάζει άμεσα το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας, ήτοι το επίπεδο εσφαλμένης απόρριψης (False Rejection Rate) ή εσφαλμένης έγκρισης (False Acceptance Rate).

Έμβαση στο βαθμό ακρίβειας: Τα βιομετρικά δεδομένα για την αναγνώριση ταυτότητας (σύγκριση ενός προς πολλά) που παρουσιάζεται στην πρόταση ως μελλοντική εφαρμογή του μηχανισμού έρευνας βιομετρικών δεδομένων έχουν πιο καίρια σημασία διότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής είναι λιγότερο ακριβή από τη χρήση ταυτοποίησης ή ελέγχου (σύγκριση ένα προς ένα) Συνεπώς, η ταυτοποίηση με βιομετρικά δεδομένα δεν πρέπει να αποτελεί το μόνο τρόπο ταυτοποίησης ούτε το μόνο κλειδί πρόσβασης σε πρόσθετες πληροφορίες.

Διαδικασία αναδίπλωσης: Θα εφαρμοστούν διαδικασίες αναδίπλωσης άμεσα διαθέσιμες, με σκοπό το σεβασμό της αξιοπρέπειας των προσώπων που ταυτοποιούνται κατά λάθος και την αποτροπή της μεταφοράς του βάρους των ατελειών του συστήματος στα πρόσωπα αυτά.

Η χρησιμοποίηση βιομετρικών δεδομένων χωρίς τη δέουσα προκαταβολική αξιολόγηση αποδεικνύει επίσης ότι η αξιοπιστία τους υπερτιμάται. Τα στοιχεία αυτά είναι «ζωντανά» και εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου. Τα δείγματα που φυλάσσονται στη βάση δεδομένων αποτελούν απλώς μια φάση της εξέλιξης ενός δυναμικού στοιχείου. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι το στοιχείο θα παραμείνει ως έχει, δια τούτο πρέπει να ελέγχεται. Η ακρίβεια των βιομετρικών στοιχείων μπορεί να εξακριβώνεται μόνο σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, διότι δεν είναι ποτέ απόλυτη.

Η πιθανή χρήση του SIS II για σκοπούς έρευνας συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους για το πρόσωπο του οποίου τα στοιχεία εξετάζονται, διότι υπερεκτιμάται η αξιοπιστία των βιομετρικών στοιχείων, όπως αναλύθηκε ανωτέρω (8).

Κατά συνέπεια, στις προτάσεις πρέπει να αναγνωρίζεται και να αυξάνεται η ευαισθησία για τις πραγματικές δυνατότητες των βιομετρικών στοιχείων για τους σκοπούς ταυτοποίησης.

4.2.   Πρόσβαση στα στοιχεία του SIS II

4.2.1   Μια νέα αντίληψη της πρόσβασης

Οι αρχές που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα του SIS καθορίζονται ανάλογα με την καταχώρηση. Καταρχήν διενεργείται μια διπλή δοκιμή για την αναγνώριση της πρόσβασης στα δεδομένα του SIS: η πρόσβαση των αρχών μπορεί να επιτραπεί εφόσον συνάδει πλήρως με το γενικό σκοπό του SIS και με τον ειδικό σκοπό κάθε καταχώρησης.

Αυτό προκύπτει από τον ορισμό των καταχωρήσεων ως έχει στον προτεινόμενο κανονισμό και στην προτεινόμενη απόφαση (άρθρο 3.1.α αμφότερων των νομοθετημάτων: ως καταχώρηση νοείται ένα σύνολο δεδομένων που εισάγεται στο SIS II και επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να αναγνωρίσουν ένα φυσικό πρόσωπο ή ένα αντικείμενο με σκοπό την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης). Το άρθρο 39 παράγραφος 3 της προτεινόμενης απόφασης ενισχύει την άποψη αυτή εφόσον ορίζει ότι «Τα δεδομένα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την αναγνώριση ενός φυσικού προσώπου ενόψει της λήψης συγκεκριμένου μέτρου δυνάμει της παρούσας απόφασης». Στη συνάρτηση αυτή, το SIS II διατηρεί τα χαρακτηριστικά του συστήματος «hit-no hit», όπου κάθε καταχώρηση εισάγεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό (παράδοση, άρνηση εισόδου,…).

Οι αρχές που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα του SIS διαθέτουν de facto περιορισμένη δυνατότητα χρήσης των δεδομένων αυτών, αφού καταρχήν διαθέτουν πρόσβαση σε αυτά με σκοπό τη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης.

Ωστόσο, η πρόσβαση των αρχών που προβλέπεται στις νέες προτάσεις δεν συμβιβάζεται με τη λογική αυτή. Πράγματι, σκοπός είναι η παροχή πληροφοριών στην αρμόδια αρχή, δεν επιτρέπεται όμως η εξακρίβωση ταυτότητας ενός προσώπου, ούτε η ανάληψη της ανάλογης δράσης που προβλέπεται από την καταχώρηση.

Τα ανωτέρω αναφέρονται, ειδικότερα, στα εξής:

πρόσβαση στα δεδομένα για τη μετανάστευση από τις αρχές που είναι αρμόδιες για θέματα ασύλου,

πρόσβαση στα δεδομένα για τη μετανάστευση από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα,

πρόσβαση στις καταχωρήσεις με σκοπό την έκδοση, τη διακριτική παρακολούθηση και τα κλαπέντα έγγραφα προς κατάσχεση από την Ευρωπόλ,

πρόσβαση στα δεδομένα για την έκδοση και τον εντοπισμό από τη Eurojust.

Όλες οι ανωτέρω αρχές διαθέτουν τα ίδια χαρακτηριστικά σε σχέση με τα δεδομένα του SIS II:

αδυνατούν να τηρούν τη συγκεκριμένη στάση που αναφέρεται στις καταχωρήσεις. Η πρόσβασή τους παραγνωρίζεται ως πηγή πληροφοριών προς δική τους χρήση.

Ακόμη και μεταξύ των αρχών αυτών, διακρίνονται όσες διαθέτουν πρόσβαση για δικούς τους σκοπούς, αλλά με κάποιο σκοπό μάλλον ειδικής φύσεως, από εκείνες για τις οποίες δεν υπάρχει καμιά εξειδίκευση του σκοπού της πρόσβασης ειδικότερα την Europol και τη Eurojust). Λ.χ. οι αρχές που είναι υπεύθυνες για θέματα ασύλου έχουν πρόσβαση για κάποιο ειδικό σκοπό, ακόμη και αν δεν πρόκειται για το σκοπό που αναφέρει η καταχώρηση. Μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα σχετικά με τη μετανάστευση «με σκοπό να εξακριβώνεται αν ένας αιτών άσυλο έχει παραμείνει παράνομα σε άλλο κράτος μέλος». Εντούτοις, η Europol και η Eurojust διαθέτουν πρόσβαση στα δεδομένα που περιέχονται σε ορισμένες κατηγορίες θετικών απαντήσεων «οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους».

Συνοπτικά, η πρόσβαση στα δεδομένα του SIS II επιτρέπεται σε τρεις περιπτώσεις:

πρόσβαση για την εκτέλεση της καταχώρησης,

πρόσβαση για κάποιο σκοπό διαφορετικό από ό,τι προβλέπεται για το SIS II, ο οποίος όμως οριοθετείται σαφώς στις προτάσεις,

πρόσβαση για κάποιο σκοπό διαφορετικό από ό,τι προβλέπεται για το SIS II ο οποίος δεν ορίζεται με σαφήνεια.

Κατά την άποψη του ΕΕΠΔ, όσο πιο γενικός είναι ο σκοπός που δικαιολογεί την πρόσβαση, τόσο πιο αυστηρές πρέπει να είναι οι παρεχόμενες εγγυήσεις. Οι γενικές εγγυήσεις ορίζονται λεπτομερώς κατωτέρω. Ακολούθως εξετάζεται η ειδική κατάσταση της Europol και της Eurojust.

4.2.2   Προϋποθέσεις παροχής πρόσβασης

1.

Σε κάθε περίπτωση, η πρόσβαση αναγνωρίζεται μόνον εφόσον συνάδει με το γενικό σκοπό του SIS II και με τη νομική βάση του.

Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι η πρόσβαση στα δεδομένα για τη μετανάστευση σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό πρέπει να συμβάλλει στην υλοποίηση των πολιτικών που συνδέονται με την κυκλοφορία των προσώπων και αποτελούν μέρος του κεκτημένου Σένγκεν.

Ομοίως, η πρόσβαση στις καταχωρήσεις όπως ορίζεται στην απόφαση αποσκοπεί στην υποστήριξη της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών αρχών σε ποινικές υποθέσεις.

Στα πλαίσια αυτά, ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να επισημάνει το κεφάλαιο για στην πρόσβαση των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για την έκδοση πιστοποιητικών εγγραφής στα μητρώα (βλ. σημείο 4.6 κατωτέρω).

2.

Η αναγκαιότητα της πρόσβασης στα δεδομένα του SIS II πρέπει να αιτιολογείται, καθώς και η αδυναμία ή η μεγάλη δυσκολία εξασφάλισης των δεδομένων με άλλους τρόπους με χαμηλότερο βαθμό παρέμβασης. Τα ζητήματα αυτά θα έπρεπε να αναλύονται στην αιτιολογική έκθεση η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δυστυχώς δεν υπάρχει.

3.

Η χρήση που επιφυλάσσεται στα δεδομένα πρέπει να ορίζεται ρητώς και με περιοριστικό τρόπο.

Λ.χ., οι αρχές που είναι υπεύθυνες για θέματα ασύλου έχουν πρόσβαση στα δεδομένα σχετικά με τη μετανάστευση «με σκοπό να εξακριβώνεται αν ένας αιτών άσυλο έχει παραμείνει παράνομα σε άλλο κράτος μέλος». Αντίθετα, η Europol και η Eurojust διαθέτουν πρόσβαση στα δεδομένα που περιέχονται σε ορισμένες κατηγορίες καταχωρήσεων «η οποία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους»: η διαφορά αυτή δεν αιτιολογείται επαρκώς (βλ. κατωτέρω).

4.

Οι όροι πρόσβασης πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια και να είναι περιοριστικοί. Ειδικότερα, μόνο οι υπηρεσίες των ανωτέρω οργανισμών που έχουν καθήκον να διαχειρίζονται δεδομένα του SIS II πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτό. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ορίζεται στο άρθρο 40 της προτεινόμενης απόφασης και στο άρθρο 21.2 του προτεινόμενου κανονισμού, πρέπει να συμπληρώνεται από την υποχρέωση των εθνικών αρχών να διατηρούν ενημερωμένο κατάλογο των προσώπων που επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στο SIS II. Tα αυτά πρέπει να ισχύουν για την Europol και την Eurojust.

5.

Tο γεγονός ότι οι προαναφερόμενες αρχές διαθέτουν πρόσβαση στα δεδομένα του SIS II δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αιτιολογεί την εισαγωγή η τη διατήρηση δεδομένων εντός του συστήματος τα οποία δεν χρησιμεύουν για τη συγκεκριμένη καταχώρηση. Δεν είναι δυνατή η προσθήκη νέων δεδομένων, διότι τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από άλλα συστήματα πληροφοριών. Λ.χ. σύμφωνα με το άρθρο 39 της προτεινόμενης απόφασης εισάγονται στις καταχωρήσεις δεδομένα που αφορούν την αρχή που εισήγαγε την καταχώρηση. Τα δεδομένα αυτά δεν είναι απαραίτητα για τη διενέργεια μιας πράξης (σύλληψη, παρακολούθηση,…), και ο μόνος λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εισαγωγή τους είναι ότι ενδέχεται να είναι χρήσιμα για την Ευρωπόλ ή την Eurojust. πρέπει να παρέχονται βάσιμοι λόγοι για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών.

6.

Το διάστημα διατήρησης των δεδομένων αυτών δεν μπορεί να παραταθεί εφόσον η παράταση αυτή δεν είναι αναγκαία για το σκοπό εισαγωγής των δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν η Ευρωπόλ ή η Eurojust διαθέτουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, δεν δικαιολογείται επαρκώς η διατήρησή τους εντός του συστήματος (λ.χ. μόλις εκδοθεί ένα αναζητούμενο πρόσωπο, τα δεδομένα πρέπει να διαγράφονται, ακόμη και αν ενδέχεται να είναι χρήσιμα για την Ευρωπόλ). Στην περίπτωση αυτή, επίσης, απαιτείται προσεκτική εποπτεία ώστε να εξασφαλίζεται η εφαρμογή της διάταξης αυτής από τις εθνικές αρχές.

4.2.3   Πρόσβαση της Ευρωπόλ και της Eurojust

α.   Αιτιολόγηση της πρόσβασης

Το θέμα της πρόσβασης της Ευρωπόλ και της Eurojust σε ορισμένα δεδομένα του SIS πριν από την εισαγωγή τους ρυθμίζεται με την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005 του Συμβουλίου (9). Μεταξύ όλων των αρχών που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα για δικούς τους σκοπούς, η πρόσβαση των δύο ανωτέρω αρχών είναι εκείνη με το ευρύτερο περιεχόμενο. Μολονότι η χρήση των δεδομένων αυτών ορίζεται στο κεφάλαιο XII της απόφασης, οι λόγοι για τη χορήγηση της πρόσβασης δεν αιτιολογούνται επαρκώς, πολύ περισσότερο που τα καθήκοντα της Ευρωπόλ και της Eurojust ενδέχεται να διευρυνθούν με την πάροδο του χρόνου.

Ο ΕΕΠΔ παροτρύνει την Επιτροπή να ορίσει με περιοριστικό τρόπο τα καθήκοντα που αιτιολογούν την πρόσβαση της Ευρωπόλ και της Eurojust.

β.   Περιορισμός των δεδομένων

Για να αποφεύγεται η αναζήτηση δεδομένων εκ μέρους της Ευρωπόλ και της Eurojust, και για να εξασφαλίζεται ότι η πρόσβασή τους περιορίζεται στα δεδομένα που είναι «απαραίτητα για τα καθήκοντά τους», η ΚΑΕ του Σένγκεν, στη γνωμοδότηση της 27ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τις προτάσεις για το SIS II, πρότεινε να περιοριστεί η πρόσβαση της Ευρωπόλ και της Eurojust στα δεδομένα προσώπων εφόσον το όνομά τους περιλαμβάνεται ήδη στα αρχεία των οργανισμών αυτών. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι η διαβούλευση αφορά μόνο τις συναφείς καταχωρήσεις που τις αφορούν. Ο ΕΕΠΔ υποστηρίζει τη σύσταση αυτή.

γ.   Πτυχές που αφορούν την ασφάλεια

Ο ΕΕΠΔ δέχεται με ικανοποίηση την υποχρέωση τήρησης μητρώου όλων των ανταλλαγών δεδομένων μεταξύ της Ευρωπόλ και Eurojust, καθώς και την απαγόρευση της αντιγραφής και της τηλεφόρτωσης τμημάτων του συστήματος.

Το άρθρο 56 της προτεινόμενης απόφασης προβλέπει «ένα ή δύο» σημεία πρόσβασης για την Ευρωπόλ και την Eurojust. Ενώ είναι κατανοητό ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να χρειάζεται περισσότερα του ενός σημεία πρόσβασης, λόγω αποκεντρωμένης διάρθρωσης των αρμόδιων αρχών, το καθεστώς και οι δραστηριότητες της Ευρωπόλ και της Eurojust δεν δικαιολογούν ένα τέτοιο αίτημα. Εξάλλου πρέπει να τονιστεί ότι, από άποψη ασφάλειας, η αύξηση του αριθμού των σημείων πρόσβασης επιτείνει τον κίνδυνο καταχρήσεων, γι' αυτό πρέπει να αιτιολογείται με ακριβέστερα στοιχεία. Βάσει των ανωτέρω, λόγω έλλειψης πειστικών επιχειρημάτων, ο ΕΕΠΔ προτείνει να οριστεί ένα μόνο σημείο πρόσβασης για την Ευρωπόλ και τη Eurojust.

4.3.   Διασύνδεση καταχωρήσεων

Σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού και το άρθρο 46 της απόφασης, τα κράτη μέλη μπορούν να διασυνδέουν καταχωρήσεις σύμφωνα με την τους εθνική νομοθεσία, ώστε να εξακριβώνεται η σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων καταχωρήσεων.

Μολονότι η διασύνδεση μεταξύ καταχωρήσεων μπορεί να είναι χρήσιμες για τη διεξαγωγή ελέγχων (λ.χ. ένα ένταλμα συλλήψεως για κλέφτη οχημάτων μπορεί να συσχετιστεί με ένα κλαπέν όχημα), η εισαγωγή συνδέσεων μεταξύ καταχωρήσεων είναι τυπικό χαρακτηριστικό των αστυνομικών μέσων έρευνας.

Η διασύνδεση καταχωρήσεων μπορεί να έχει ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις στα δικαιώματα του ενδιαφερομένου, ο οποίος δεν θα «αξιολογείται» πλέον βάσει δεδομένων που αφορούν μόνο τον ίδιο, αλλά βάσει του πιθανού συσχετισμού του με άλλα πρόσωπα. Τα στοιχεία προσώπων που συνδέονται με στοιχεία εγκληματιών ή καταζητούμενων προσώπων ενδέχεται να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη υποψία από άλλα. Η διασύνδεση καταχωρήσεων αποτελεί εξάλλου μια διεύρυνση των δυνατοτήτων έρευνας που διαθέτει το SIS, διότι θα καταστήσει δυνατή την καταχώρηση υπόπτων για συμμετοχή σε συμμορίες ή δίκτυα (λ.χ. σε περίπτωση που ορισμένα δεδομένα για παράνομους μετανάστες συνδεθούν με δεδομένα λαθρεμπόρων). Τέλος, αφού οι διασυνδέσεις αυτές επαφίονται στην εθνική νομοθεσία, μπορεί να προκύψουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα κράτος μέλος προβαίνει σε διασύνδεση στοιχείων που είναι παράνομη σε άλλο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα εισάγονται «παράνομα» δεδομένα στο σύστημα.

Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2004 σχετικά με τις λειτουργικές απαιτήσεις του SIS II ορίζεται ότι κάθε σύνδεση πρέπει να διαθέτει μια σαφή λειτουργική απαίτηση, να βασίζεται σε μια σαφώς καθορισμένη σχέση και να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να θίγονται τα δικαιώματα πρόσβασης. Πάντως, αφού η διασύνδεση καταχωρήσεων συνιστά επεξεργασία, πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για την εκτέλεση της οδηγίας 95/46/EΚ, καθώς και με τη σύμβαση 108.

Στις προτάσεις επαναλαμβάνεται ότι η ύπαρξη σύνδεσης δεν μπορεί να μεταβάλλει τα δικαιώματα πρόσβασης (πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, η ύπαρξη σύνδεσης θα επέτρεπε την πρόσβαση σε δεδομένα των οποίων η επεξεργασία δεν θα ήταν νόμιμη βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 της οδηγίας).

Ο ΕΕΠΔ τονίζει τη σημασία μιας συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 26 του προτεινόμενου κανονισμού και του άρθρου 46 της προτεινόμενης απόφασης. Ένας τρόπος να εξασφαλιστεί μια τέτοια ερμηνεία είναι να διασαφηνιστεί ότι οι αρχές που δεν διαθέτουν δικαίωμα πρόσβασης σε ορισμένες κατηγορίες δεδομένων δεν μπορούν να έχουν δυνατότητα σύνδεσης με τις κατηγορίες αυτές, αλλά ούτε να γνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιων διασυνδέσεων. Η εμφάνιση δυνατότητας σύνδεσης (στην οθόνη) πρέπει να απαγορεύεται όταν δεν παρέχεται δυνατότητα πρόσβασης στα διασυνδεόμενα στοιχεία.

Εξάλλου, ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να ζητηθεί η γνώμη του σχετικά με τα τεχνικά μέτρα που θα ληφθούν για τη διασφάλιση των ανωτέρω.

4.4.   Καταχωρήσεις με σκοπό την άρνηση εισόδου

4.4.1.   Λόγοι εισαγωγής καταχώρησης

Η χρήση «σημάτων για υπηκόους τρίτων χωρών με σκοπό την άρνηση εισόδου» (άρθρο 15 του κανονισμού) έχει σημαντικές επιπτώσεις στις ελευθερίες του ατόμου. Πράγματι, ένα άτομο που εντοπίζεται βάσει της διάταξης αυτής στερείται την πρόσβαση στο χώρο Σένγκεν επί σειράν ετών. Πρόκειται για τις συχνότερες καταχωρήσεις μέχρι στιγμής σε σχέση με εντοπισθέντα πρόσωπα. Λόγω των επιπτώσεων των καταχωρήσεων αυτών, καθώς και του αριθμού των ενδιαφερομένων, πρέπει να ληφθεί σημαντική μέριμνα κατά τη δημιουργία και εφαρμογή τους. Μολονότι τα ανωτέρω ισχύουν και για άλλες καταχωρήσεις, ο ΕΕΠΔ θα αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο στις εν λόγω καταχωρήσεις διότι θέτουν ιδιαίτερα, συγκεκριμένα προβλήματα όσον αφορά τους λόγους εισαγωγής τους.

Η νέα καταχώρηση με σκοπό την άρνηση εισόδου έχει βελτιωθεί, αλλά δεν είναι εντελώς ικανοποιητική, ενώ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε νομικές πράξεις που δεν έχουν ακόμη εγκριθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν ακόμη καν προταθεί.

Στις βελτιώσεις περιλαμβάνεται η ακριβέστερη διατύπωση των λόγων εισαγωγής των δεδομένων. Η τρέχουσα διατύπωση της σύμβασης του Σένγκεν έχει δημιουργήσει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σε σχέση με τον αριθμό προσώπων που εντοπίζονται δυνάμει του άρθρου 96 της σύμβασης. Η ΚΑΕ Σένγκεν πραγματοποίησε ολοκληρωμένη μελέτη (10) για το θέμα αυτό και κατέληξε στη διατύπωση συστάσεων οι οποίες αναφέρουν ότι «οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο της εναρμόνισης των λόγων που δικαιολογούν την εισαγωγή καταχωρήσεων στα διάφορα κράτη Σένγκεν».

Το προτεινόμενο άρθρο 15 έχει διατυπωθεί με περισσότερες λεπτομέρειες. Πρόκειται για θετική εξέλιξη.

Επιπλέον, στο άρθρο 15 παράγραφος 2 απαριθμούνται ορισμένες περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η εισαγωγή καταχωρήσεων για ορισμένα πρόσωπα, διότι διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους σύμφωνα με διάφορα καθεστώτα. Μολονότι τα ανωτέρω προκύπτουν από την τρέχουσα διατύπωση της σύμβασης Σένγκεν, στην πράξη έχει διαπιστωθεί ότι η εφαρμογή του συγκεκριμένου μηχανισμού ποικίλλει μεταξύ κρατών μελών. Για τους λόγους αυτούς θα ήταν σκόπιμη μια διασαφήνιση.

Εντούτοις, η ανωτέρω διάταξη αντιμετωπίζει σοβαρή κριτική, διότι βασίζεται σε σημαντικό βαθμό σε ένα κείμενο που δεν έχει ακόμη εγκριθεί, ήτοι την οδηγία «για τον επαναπατρισμό».

Μετά την έγκριση των προτάσεων για το SIS II, η Επιτροπή πρότεινε (την 1η Σεπτεμβρίου 2005) μια «οδηγία για τα κοινά πρότυπα και τις κοινές διαδικασίες στα κράτη μέλη όσον αφορά την επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών σε παράνομη κατάσταση». Εντούτοις, το κείμενο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νομική βάση για την εισαγωγή δεδομένων στο σύστημα, καθόσον δεν έχει ακόμη εγκριθεί. Η εν λόγω διάταξη αντιβαίνει προς το άρθρο 8 της ΕΣΠΔΑ, αφού η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των ατόμων πρέπει να βρίσκει έρεισμα, μεταξύ άλλων, σε σαφή και προσιτή νομοθεσία.

Για τους ανωτέρω λόγους, ο ΕΕΠΔ καλεί την Επιτροπή είτε να αποσύρει τη διάταξη αυτή ή να την αναδιατυπώσει κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η ενημέρωση των προσώπων για τα συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να λάβουν οι αρχές κατ' αυτών, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.

4.4.2.   Πρόσβαση στις θετικές απαντήσεις του άρθρου 15

Το άρθρο 18 ορίζει ποιες αρχές διαθέτουν πρόσβαση στις ανωτέρω καταχωρήσεις και για ποιο σκοπό. Το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2 ορίζει ποιες αρχές έχουν πρόσβαση σε καταχωρήσεις που έχουν εισαχθεί βάσει της οδηγίας για τον επαναπατρισμό. Για τις διατάξεις αυτές ισχύει το σχόλιο που διατυπώνεται ανωτέρω.

Δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης στις αρχές που είναι αρμόδιες για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα σύμφωνα με πρόταση οδηγίας που δεν έχει ακόμη υποβληθεί. Καθότι δεν διατίθεται σχετικό κείμενο, ο ΕΕΠΔ επαναλαμβάνει τα σχόλια που διατυπώνει ανωτέρω.

4.4.3.   Διάστημα διατήρησης των καταχωρήσεων του άρθρου 15

Σύμφωνα με το άρθρο 20, οι καταχωρήσεις δεν πρέπει να διατηρούνται για περίοδο μεγαλύτερη από το χρονικό διάστημα της άρνησης εισόδου το οποίο ορίζεται στην απόφαση (για την απομάκρυνση ή την επιστροφή). Η διάταξη αυτή συνάδει με τους κανόνες για την προστασία των δεδομένων. Επιπλέον, οι καταχωρήσεις απαλείφονται αυτόματα μετά την παρέλευση 5 ετών, εκτός εάν το κράτος μέλος που έχει εισαγάγει τα στοιχεία στο SIS II λάβει διαφορετική απόφαση.

Με κατάλληλη εποπτεία σε εθνική κλίμακα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι δεν πραγματοποιείται αυτόματη και αδικαιολόγητη παράταση του χρόνου διατήρησης, και ότι τα κράτη μέλη απαλείφουν τα στοιχεία πριν από τη λήξη της πενταετίας εφόσον προβλέπεται μικρότερο διάστημα διατήρησης.

4.5.   Χρονικό διάστημα διατήρησης

Μολονότι η αρχή της διατήρησης δεν μεταβάλλεται (μια καταχώρηση πρέπει εν γένει να διαγράφεται από το SIS II μόλις εκτελεστεί η προβλεπόμενη ενέργεια), οι προτάσεις αποσκοπούν να παρατείνουν γενικά το διάστημα διατήρησης.

Η σύμβαση του Σένγκεν προβλέπει επανεξέταση της σκοπιμότητας για συνέχιση της διατήρησης των δεδομένων τρία έτη το αργότερο από την εισαγωγή τους (ή ένα έτος για τα δεδομένα που έχουν εισαχθεί με σκοπό τη διακριτική παρακολούθηση). Οι νέες προτάσεις προβλέπουν αυτόματη διαγραφή (με πιθανότητα ένστασης εκ μέρους του κράτους μέλους που εισήγαγε την καταχώρηση) μετά την παρέλευση 5 ετών για τα στοιχεία σχετικά με τη μετανάστευση, 10 ετών για τα στοιχεία που αφορούν σύλληψη, αναζητούμενα πρόσωπα και πρόσωπα που αναζητούνται στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών, και παρέλευση 3 ετών για τα πρόσωπα που τίθενται υπό διακριτική παρακολούθηση.

Μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται καταρχήν να διαγράφουν τα δεδομένα αφού εκπληρωθεί ο σκοπός της καταχώρησης, σημειώνεται σημαντική παράταση της μεγίστης περιόδου διατήρησής τους (τριπλασιασμός της στις περισσότερες περιπτώσεις), χωρίς να παρέχεται ουδεμία δικαιολογία εκ μέρους της Επιτροπής. Στην περίπτωση των δεδομένων για τη μετανάστευση, μπορεί κανείς απλώς να μαντέψει ότι το διάστημα 5 ετών συνδέεται με τη διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου, όπως προτείνεται στο σχέδιο οδηγίας για τον επαναπατρισμό. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο ΕΕΠΔ δεν ενημερώθηκε ως προς την ενδεχόμενη αιτιολόγησή τους.

Οι επιπτώσεις για τη ζωή των ενδιαφερομένων τα στοιχεία των οποίων έχουν εισαχθεί στο SIS μπορεί να είναι σημαντικές. Η κατάσταση προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία σε περίπτωση καταχωρήσεων για διακριτική παρακολούθηση ή για ειδικούς ελέγχους, αφού η εισαγωγή τέτοιων καταχωρήσεων μπορεί να στηρίζεται σε απλή υπόνοια.

Ο ΕΕΠΔ ζητεί να αιτιολογηθεί ευλόγως η παράταση του χρόνου διατήρησης τέτοιων δεδομένων. Σε περίπτωση απουσίας πειστικής αιτιολογίας, ο ΕΕΠΔ προτείνει να μειωθεί το προβλεπόμενο διάστημα σε εκείνο που ισχύει επί του παρόντος, ιδίως για καταχωρήσεις με σκοπό τη διακριτική παρακολούθηση ή τον ειδικό έλεγχο.

4.6.   Πρόσβαση αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση πιστοποιητικών καταχώρησης οχημάτων

Το κυριότερο ζήτημα είναι η επιλογή μιας αμφισβητήσιμης νομικής βάσης. Η Επιτροπή δεν δικαιολογεί με πειστικότητα τη χρησιμοποίηση νομικής βάσης από το κεφάλαιο «Μεταφορές» (πρώτος πυλώνας) για ένα μέτρο που θα επιτρέπει την πρόσβαση διοικητικών αρχών στο SIS με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση του εγκλήματος (λαθρεμπόριο κλαπέντων οχημάτων). Η αναγκαιότητα ισχυρής αιτιολόγησης και στέρεης νομικής βάσης για την άδεια πρόσβασης στο SIS II αναλύεται στο σημείο 4.2.2 της παρούσας γνωμοδότησης.

Ο ΕΕΠΔ παραπέμπει στα σχετικά σχόλια που διατύπωσε η ΚΑΕ του Σένγκεν στη γνωμοδότησή της σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση για το SIS II. Ιδίως η πρόταση της ΚΑΕ του Σένγκεν να τροποποιηθεί η προτεινόμενη απόφαση για να συμπεριλάβει την πρόσβαση των αρχών αυτών πρέπει να εφαρμοστεί.

5.   ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Μια σαφής περιγραφή και ένας σαφής καταμερισμός καθηκόντων στα πλαίσια του SIS II είναι σημαντικό ζήτημα όχι μόνο για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος, αλλά και για την εποπτεία. Ο ορισμός εποπτικών αρμοδιοτήτων θα προκύψει από την περιγραφή των καθηκόντων. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η ύπαρξη απόλυτης σαφήνειας.

5.1.   Ρόλος της Επιτροπής

Ο ΕΕΠΔ υποδέχεται με ικανοποίηση το κεφάλαιο III των δύο προτάσεων για το ρόλο και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής σε σχέση με το SIS II (ρόλος «διαχείρισης λειτουργίας»). Η πρόταση για το VIS δεν χαρακτηριζόταν από ανάλογη σαφήνεια. Εντούτοις, το εν λόγω κεφάλαιο δεν αρκεί για να καθορίσει με σαφήνεια το ρόλο της Επιτροπής. Σύμφωνα με το κεφάλαιο 9 της παρούσας γνωμοδότησης, η Επιτροπή συμμετέχει επίσης στην υλοποίηση και τη διαχείριση του συστήματος μέσω της διαδικασίας της επιτροπολογίας.

Στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, αναγνωρίζεται ήδη ο ρόλος της Επιτροπής ως υπεύθυνης για τη λειτουργική διαχείριση των συστημάτων VIS και Eurodac. Σε συνδυασμό με το μείζονα ρόλο της στην ανάπτυξη και συντήρηση του συστήματος, πρέπει να της ανατεθεί ο ρόλος ελεγκτή sui generis . Όπως αναφέρθηκε ήδη στη γνωμοδότηση του ΕΕΔΠ σχετικά με το VIS, ο ρόλος της Επιτροπής υπερβαίνει το ρόλο χειριστή, αλλά είναι πιο περιορισμένος σε σχέση με το ρόλο ενός συνήθους ελεγκτή, αφού η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα του SIS II.

Καθότι το SIS II θα οικοδομηθεί βάσει ορισμένων πολύπλοκων συστημάτων, ορισμένα από τα οποία θα στηρίζονται σε νέες τεχνολογίες, ο ΕΕΠΔ επιμένει ότι πρέπει να ενισχυθεί η ευθύνη της Επιτροπής για τη διατήρηση της συνεχούς αναβάθμισης του συστήματος μέσω της υλοποίησης των καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών για την ασφάλεια και την προστασία δεδομένων.

Βάσει των ανωτέρω, θα πρέπει να προστεθεί στο άρθρο 12 των προτάσεων ότι η Επιτροπή οφείλει να υποβάλλει τακτικά προτάσεις για την εφαρμογή νέων και ιδιαίτερα προηγμένων τεχνολογιών στο σχετικό τομέα. Με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί το επίπεδο προστασίας και ασφάλειας και θα διευκολυνθεί το έργο των εθνικών αρχών που έχουν πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα.

5.2.   Ρόλος των κρατών μελών

Ο ρόλος των κρατών μελών δεν καθορίζεται σαφώς διότι είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς ποια αρχή ή ποιες αρχές θα αναλάβουν το ρόλο ελεγκτή των δεδομένων.

Στις προτάσεις ορίζεται ο ρόλος των εθνικών γραφείων SIS ΙΙ (για να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των αρμόδιων αρχών στο SIS II), καθώς και ο ρόλος των αρχών των γραφείων SIRENE (για να εξασφαλίζεται η ανταλλαγή του συνόλου των συμπληρωματικών πληροφοριών). Τα κράτη μέλη πρέπει εξάλλου να εξασφαλίζουν επίσης τη λειτουργία και την ασφάλεια των «NS» («εθνικά συστήματα»). Δεν είναι σαφές αν αυτή η τελευταία αρμοδιότητα θα ανατεθεί σε μια από τις ανωτέρω αρχές. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα πρέπει να αποσαφηνιστεί.

Όσον αφορά την προστασία των δεδομένων, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να θεωρούνται από κοινού ως ελεγκτές, καθένας εκ των οποίων θα έχει χωριστές αρμοδιότητες. Η αναγνώριση αυτών των συμπληρωματικών αποστολών είναι ο μόνος τρόπος να μην μείνει κανένα τμήμα των δραστηριοτήτων του SIS II χωρίς εποπτεία.

6.   ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

6.1.   Ενημέρωση

6.1.1.   Προτεινόμενος κανονισμός

Το άρθρο 28 του προτεινόμενου κανονισμού προβλέπει το δικαίωμα της ενημέρωσης του ενδιαφερομένου, ιδίως βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 95/46. Η μεταβολή αυτή είναι ευπρόσδεκτη σε σχέση με την κρατούσα κατάσταση, όπου δεν προβλέπεται ρητά στη σύμβαση το δικαίωμα ενημέρωσης. Εντούτοις, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των κατωτέρω σημείων.

Πρέπει να προστεθούν ορισμένες πληροφορίες στον κατάλογο, ώστε να εξασφαλιστεί μια δίκαιη αντιμετώπιση του ενδιαφερομένου (11). Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να αφορούν το χρόνο διατήρησης των δεδομένων, την εξασφάλιση του δικαιώματος αίτησης αναθεώρησης ή την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης δημιουργίας καταχώρησης (για ορισμένες περιπτώσεις, βλ. άρθρο 15 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού), τη δυνατότητα συνδρομής εκ μέρους της αρχής προστασίας δεδομένων και τη δυνατότητα έννομων μέσων.

Στον προτεινόμενο κανονισμό δεν ορίζεται η δεδομένη στιγμή κατά την οποία πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες. Ως εκ τούτου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να στερηθεί τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων του. Για να προληφθεί μια τέτοια κατάσταση, ο κανονισμός πρέπει να προβλέπει πότε θα παρέχονται πληροφορίες από την αρχή που δημιούργησε την καταχώρηση.

Μια πρακτική λύση θα ήταν να προστίθενται πληροφορίες σχετικά με την καταχώρηση στην απόφαση που στοιχειοθετεί την καταχώρηση, η οποία μπορεί να λαμβάνεται από δικαστική ή διοικητική αρχή και να θεμελιώνεται σε ενδεχόμενη απειλή κατά της δημόσιας ασφάλειας (….) ή μια απόφαση για επιστροφή ή απομάκρυνση συνοδευόμενη από απαγόρευση επανεισόδου. Τα ανωτέρω πρέπει να προστεθούν στο άρθρο 28 του κανονισμού.

6.1.2.   Η προτεινόμενη απόφαση

Στο άρθρο 50 της απόφασης ορίζεται ότι οι πληροφορίες διαβιβάζονται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και αναφέρονται οι πιθανοί λόγοι βάσει των οποίων δεν παρέχεται πληροφόρηση. Τυχόν περιορισμοί του δικαιώματος αυτού είναι βεβαίως κατανοητοί, εφόσον ληφθούν υπόψη η φύση των δεδομένων και το γενικό πλαίσιο επεξεργασίας τους.

Ωστόσο, το δικαίωμα ενημέρωσης δεν πρέπει να προϋποθέτει την υποβολή αίτησης του ενδιαφερομένου (στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο μάλλον για τον ορισμό της αίτησης πρόσβασης). Μπορεί να υποτεθεί ότι η ανάγκη «αίτησης» για παροχή πληροφοριών δικαιολογείται σε περιπτώσεις όπου ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να ενημερωθεί διότι δεν έχει εντοπιστεί.

Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα με την προσθήκη μιας εξαίρεσης στο δικαίωμα ενημέρωσης σε περίπτωση που η παροχή πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή προϋποθέτει δυσανάλογη προσπάθεια. Το άρθρο 50 της απόφασης πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

Η λύση αυτή συνάδει επίσης με την εφαρμογή του σχεδίου απόφασης για την προστασία δεδομένων του τρίτου πυλώνα.

6.2.   Πρόσβαση

Τόσο ο προτεινόμενος κανονισμός όσο και η προτεινόμενη απόφαση θέτουν προθεσμίες για την απάντηση στις αιτήσεις πρόσβασης. Πρόκειται για θετική εξέλιξη. Εντούτοις, αφού η διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης καθορίζεται σε εθνική κλίμακα, γεννάται το ερώτημα μήπως οι προθεσμίες που ορίζονται στις προτάσεις μπορούν να έχουν επιπτώσεις στις τρέχουσες διαδικασίες, ιδίως σε περίπτωση που τα κράτη μέλη διαθέτουν μικρότερες προθεσμίες για να απαντήσουν σε μια αίτηση πρόσβασης. Θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται οι προθεσμίες που εξυπηρετούν καλύτερα το συμφέρον του ενδιαφερομένου.

6.2.1.   Προτεινόμενος κανονισμός

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός δεν περιέχει αναφορά στον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης («Η ανακοίνωση πληροφοριών προς το πρόσωπο το οποίο αφορούν τα δεδομένα απορρίπτεται εάν είναι ικανή να βλάψει την εκτέλεση του εντεταλμένου νόμιμου έργου της καταχώρησης ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων») όπως ορίζονται επί του παρόντος στη σύμβαση Σένγκεν.

Ωστόσο, αυτό ίσως οφείλεται στη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 95/46/EΚ, η οποία προβλέπει στο άρθρο 13 τη δυνατότητα να ισχύουν εξαιρέσεις στην εθνική νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η χρήση του άρθρου 13 στην εθνική νομοθεσία για τον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνάδει με το άρθρο 8 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και να χρησιμοποιείται σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.

6.2.2.   Η προτεινόμενη απόφαση

Η προτεινόμενη απόφαση περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης βάσει της διατύπωσης της σύμβασης Σένγκεν. Η προτεινόμενη απόφαση-πλαίσιο περιλαμβάνει κατ' ουσία τους ίδιους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης, οπότε η έκδοση της νομικής πράξης δεν συνεπάγεται σημαντικές διαφορές στον τομέα αυτό.

Καθότι σε πολλά κράτη μέλη η πρόσβαση σε δεδομένα που αφορούν την επιβολή του νόμου είναι «έμμεση» (ασκείται μέσω της εθνικής αρχής προστασίας δεδομένων), θα ήταν χρήσιμο να προβλέπεται η υποχρέωση των αρχών που είναι υπεύθυνες για τη προστασία των δεδομένων να συνεργάζονται στενά κατά την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης.

6.3.   Δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης για την εισαγωγή καταχώρησης και δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων κατ' αυτής

Το άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού θεσπίζει το δικαίωμα επανεξέτασης ή προσβολής της απόφασης καταχώρησης ενώπιον δικαστικής αρχής όταν η απόφαση αυτή λαμβάνεται από διοικητική αρχή. Η προσθήκη αυτή βελτιώνει την τρέχουσα διατύπωση της Σύμβασης του Σένγκεν.

Με τον τρόπο αυτό υπογραμμίζεται η ανάγκη πλήρους και έγκαιρης ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου σύμφωνα με το σημείο 6.1: χωρίς τις πληροφορίες αυτές, το νέο δικαίωμα δεν βρίσκει εφαρμογή στην πράξη.

6.4.   Έννομα μέσα

Το άρθρο 30 του προτεινόμενου κανονισμού και το άρθρο 52 της προτεινόμενης απόφασης προβλέπουν το δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον των δικαστικών αρχών οιουδήποτε κράτους μέλους σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση του ενδιαφερομένου για την πρόσβαση, διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων και για ενημέρωση ή αποζημίωση.

Από τη διατύπωση του σχετικού εδαφίου («κάθε πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος κάθε κράτους μέλους») συνάγεται ότι απαιτείται η φυσική παρουσία του ενδιαφερομένου στο έδαφος και για να ασκήσει ένδικο μέσο ενώπιον των δικαστηρίων. Αυτός ο εδαφικός περιορισμός δεν δικαιολογείται και θα μπορούσε να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος έννομου μέσου αφού σε πολλές περιπτώσεις ο ενδιαφερόμενος ενδέχεται να ασκήσει ένδικο μέσο ακριβώς λόγω της άρνησης εισόδου στο χώρο Σένγκεν. Επιπλέον, όσον αφορά το προτεινόμενο κανονισμό, εφόσον η οδηγία είναι ο γενικός νόμος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 22 της οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο» έχει δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του. Η προτεινόμενη απόφαση-πλαίσιο δεν περιέχει εδαφικό περιορισμό. Ο ΕΕΠΔ προτείνει να απαλειφθεί ο εδαφικός περιορισμός από το άρθρο 30 και το άρθρο 52.

7.   ΕΠΟΠΤΕΙΑ

7.1.   Εισαγωγική παρατήρηση: καταμερισμός ευθυνών

Στις προτεινόμενες νομικές πράξεις προβλέπεται ο καταμερισμός των καθηκόντων εποπτείας μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών (12) και του ΕΕΠΔ, ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής των αρμοδιοτήτων τους. Τούτο συνάδει με την προσέγγιση των προτεινόμενων νομοθετημάτων στο εφαρμοστέο δίκαιο και τις αρμοδιότητες για τη λειτουργία και τη χρήση του SIS II, καθώς και με την ανάγκη αποτελεσματικής εποπτείας.

Βάσει των ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ υποδέχεται με ικανοποίηση την προσέγγιση αυτή ως έχει στο άρθρο 31 του προτεινόμενου κανονισμού και στο άρθρο 53 της προτεινόμενης απόφασης. Ωστόσο, για μια καλύτερη κατανόηση και διασαφήνιση των αντίστοιχων καθηκόντων, ο ΕΕΠΔ προτείνει να χωριστεί κάθε άρθρο ώστε να περιέχει σειρά διατάξεων που κάθε μια τους θα αφορά ένα συγκεκριμένο επίπεδο εποπτείας, όπως στην πρόταση για το VIS.

7.2.   Εποπτεία εκ μέρους των εθνικών εποπτικών αρχών

Σύμφωνα με το άρθρο 31 του προτεινόμενου κανονισμού και του άρθρου 53 της προτεινόμενης απόφασης, κάθε κράτος μέλος οφείλει να εξασφαλίζει τον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας που αφορά τα προσωπικά δεδομένα του SIS II εκ μέρους μιας ανεξάρτητης αρχής.

Το άρθρο 53 της προτεινόμενης απόφασης προσθέτει το δικαίωμα καθενός να ζητεί από την εποπτεύουσα αρχή να ελέγχει τη νομιμότητα της διαδικασίας των δεδομένων που τον αφορούν. Παρόμοια διάταξη δεν έχει περιληφθεί στον προτεινόμενο κανονισμό, αφού η οδηγία ισχύει ως γενικός νόμος. Συνεπώς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων μπορούν να ασκούν, όσον αφορά το SIS II, όλες τις αρμοδιότητές τους βάσει του άρθρου 28 της οδηγίας 95/46/EΚ, μεταξύ δε αυτών να ελέγχουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων. Το άρθρο 31 παράγραφος 1 του κανονισμού αποσαφηνίζει την αποστολή των εθνικών εποπτευουσών αρχών, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί περιορισμό στις εξουσίες αυτές. Η αναγνώριση των αρμοδιοτήτων αυτών πρέπει να διασαφηνιστεί στο κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού.

Όσον αφορά την προτεινόμενη απόφαση, καθορίζει διευρυμένα καθήκοντα για τις εθνικές εποπτεύουσες αρχές διότι διέπεται από διαφορετικό γενικό νόμο. Ωστόσο, δεν είναι ορθό να ανατίθενται διαφορετικές αποστολές και αρμοδιότητες στις εποπτεύουσες αρχές ανάλογα με την κατηγορία των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία, ενώ είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις στην πράξη. Συνεπώς, οι αρχές προστασίας δεδομένων δεν πρέπει να αναλάβουν νέες αρμοδιότητες με ανάθεση των ίδιων εξουσιών στο κείμενο της προτεινόμενης απόφασης ή μέσω παραπομπής σε άλλο γενικό νόμο (ειδικότερα στην απόφαση-πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων του τρίτου πυλώνα).

7.3.   Εποπτεία εκ μέρους του ΕΕΠΔ

Ο ΕΕΠΔ ελέγχει κατά πόσον οι δραστηριότητες της Επιτροπής όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διεξάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις των προτεινόμενων νομοθετικών πράξεων. Ομοίως, ο ΕΕΠΔ πρέπει να μπορεί να ασκεί όλες τις αρμοδιότητές του όπως ορίζονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 45/2001, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις περιορισμένες εξουσίες της Επιτροπής σε σχέση με τα ίδια τα δεδομένα.

Αξίζει να προστεθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος στ) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001, ο ΕΠΠΔ «συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές ελέγχου στο μέτρο που αυτό απαιτείται για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους». Η συνεργασία με τα κράτη μέλη στον τομέα της εποπτείας του SIS II δεν διέπεται μόνο από τις προτάσεις, αλλά και από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 45/2001.

7.4.   Κοινή εποπτεία

Στα προτεινόμενα νομοθετήματα αναγνωρίζεται η ανάγκη συντονισμού των δραστηριοτήτων εποπτείας διαφόρων αρχών που συμμετέχουν σε αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο 31 του προτεινόμενου κανονισμού και το άρθρο 53 της προτεινόμενης απόφασης, «οι εθνικές αρχές ελέγχου και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων συγκαλεί σύσκεψη για το θέμα αυτό τουλάχιστον άπαξ ετησίως».

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση αυτή, η οποία περιέχει κατ' ουσία τα αναγκαία στοιχεία για την καθιέρωση της συνεργασίας — η οποία έχει πράγματι καίρια σημασία — μεταξύ των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα. Πρέπει να τονιστεί ότι οι προτεινόμενες νομοθετικές πράξεις προβλέπουν μία τουλάχιστον συνεδρίαση ανά έτος, αλλά η συχνότητα αυτή θεωρείται ως το ελάχιστο όριο.

Ωστόσο, οι ανωτέρω διατάξεις (ήτοι το άρθρο 31 του προτεινόμενου κανονισμού και το άρθρο 53 της προτεινόμενης απόφασης) θα μπορούσαν να διασαφηνίζουν το περιεχόμενο του εν λόγω συντονισμού. Η ΚΑΕ είναι αρμόδια να εξετάζει τα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής της Σύμβασης, να μελετά τυχόν προβλήματα κατά την άσκηση της ανεξάρτητης εποπτείας ή του δικαιώματος πρόσβασης και να καταρτίζει εναρμονισμένες προτάσεις για κοινές λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν.

Οι νέες προτάσεις δεν πρέπει να οδηγούν στη συρρίκνωση του ισχύοντος πεδίου εφαρμογής της κοινής εποπτείας. Εφόσον είναι σαφές ότι οι αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των δεδομένων του SIS II μπορούν να ασκούν όλες τις αρμοδιότητες εποπτείας που προβλέπονται από την οδηγία, η συνεργασία τους μπορεί να καλύπτει ευρείς τομείς της εποπτείας του SIS II, μεταξύ δε άλλων τα καθήκοντα της υπάρχουσας ΚΑΕ του άρθρου 115 της σύμβασης Σένγκεν.

Ωστόσο, για να καταστεί το ανωτέρω ζήτημα απολύτως σαφές, θα ήταν χρήσιμο να προστεθεί ρητή αναφορά στις προτάσεις.

8.   ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Η διαχείριση και διατήρηση του βέλτιστου επιπέδου ασφάλειας για το SIS II αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση για τη διασφάλιση κατάλληλης προστασίας των προσωπικών δεδομένων που διατηρούνται στη βάση δεδομένων. Για να επιτευχθεί αυτό το ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας πρέπει να υπάρχουν εγγυήσεις σχετικά με την αντιμετώπιση τυχόν κινδύνων που συνδέονται με την υποδομή του συστήματος και τα πρόσωπα που ασχολούνται με αυτή. Το θέμα αυτό περιλαμβάνεται σε διάφορα τμήματα των προτάσεων και χρήζει βελτιώσεων.

Τα άρθρα 10 και 13 των προτάσεων περιλαμβάνουν διάφορα μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και καθορίζουν ποια είδη καταχρήσεων πρέπει να απαγορεύονται. Ο ΕΠΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του διότι στα άρθρα αυτά έχουν περιληφθεί διατάξεις για συστηματική (αυτο-)αξιολόγηση των μέτρων ασφαλείας.

Ωστόσο, το άρθρο 59 της προτεινόμενης απόφασης και το άρθρο 34 του προτεινόμενου κανονισμού, τα οποία αναφέρονται στον έλεγχο και την αξιολόγηση, δεν πρέπει να αφορούν μόνο τους επιδιωκόμενους στόχους όσον αφορά την απόδοση, τη σχέση κόστους-αποτελέσματος και την ποιότητα των υπηρεσιών, αλλά επίσης να συνάδουν με τις νομικές απαιτήσεις, ιδίως στον τομέα της προστασίας των δεδομένων. Ως εκ τούτου, ο ΕΕΠΔ συνιστά να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω άρθρων στην εποπτεία και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας.

Επιπλέον, συμπληρωματικά προς το άρθρο 10 παράγραφος 1) στοιχείο στ) ή το άρθρο 18 της προτεινόμενης απόφασης και το άρθρο 17 του προτεινόμενου κανονισμού σχετικά με τα άτομα που εξουσιοδοτούνται δεόντως να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα, πρέπει να προστεθεί ότι τα κράτη μέλη (καθώς και η Ευρωπόλ και η Eurojust) πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των επακριβών χαρακτηριστικών των χρηστών (τα οποία πρέπει να είναι στη διάθεση των εθνικών αρχών εποπτείας με σκοπό τον έλεγχο). Εκτός από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά των χρηστών, πρέπει να καταρτιστεί πλήρης κατάλογος των ταυτοτήτων των χρηστών και να ενημερώνονται διαρκώς από τα κράτη μέλη. Το αυτό ισχύει mutatis mutandis για την Επιτροπή.

Τα εν λόγω μέτρα ασφαλείας συμπληρώνονται με εγγυήσεις σχετικά με τον έλεγχο και την οργάνωση. Στο άρθρο 14 των προτάσεων καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο σκοπός για τον οποίο πρέπει να διατηρούνται αρχεία όλων των ενεργειών της επεξεργασίας δεδομένων. Τα αρχεία αυτά θα φυλάσσονται όχι μόνο για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων και για την εξασφάλιση της ασφάλειας, αλλά επίσης και για την επιβεβαίωση των τακτικών αυτοαξιολογήσεων του SIS II σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10. Οι εκθέσεις για τον αυτοέλεγχο θα συμβάλουν στην αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων των εποπτικών αρχών που θα μπορούν να εντοπίζουν τις αδυναμίες και να εστιάζονται σε αυτές κατά τη διαδικασία ελέγχου που θα διεξάγουν οι ίδιες.

Όπως προαναφέρθηκε στην παρούσα γνώμη, ο πολλαπλασιασμός των σημείων πρόσβασης στο σύστημα πρέπει να δικαιολογείται με ιδιαίτερη επιμέλεια, διότι αυξάνεται αυτόματα ο κίνδυνος καταχρήσεων. Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο β) πρέπει να αποδεικνύεται με συγκεκριμένα στοιχεία η ανάγκη ενός δεύτερου σημείου επαφών.

Οι προτάσεις δεν εξηγούν καθαρά την ανάγκη για εθνικά αντίγραφα του κεντρικού συστήματος, ενώ γεννούν σοβαρές ανησυχίες ως προς το γενικότερο επίπεδο κινδύνων και ασφάλειας του συστήματος, όπως:

Ο πολλαπλασιασμός των αντιγράφων αυξάνει τους κινδύνους κατάχρησης (ιδίως αν ληφθεί υπόψη η παρουσία νέων στοιχείων, λ.χ. βιομετρικών),

Δεν ορίζεται με σαφήνεια ποια στοιχεία θα περιλαμβάνονται στα αντίγραφα αυτά,

Οι απαιτήσεις σχετικά με την ακρίβεια, την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα σύμφωνα με το άρθρο 9 αποτελούν μεγάλες τεχνικές προκλήσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος ανάλογα με την εξέλιξη της τεχνολογίας,

Η εποπτεία των ανωτέρω αντιγράφων εκ μέρους των εθνικών αρχών θα απαιτήσει περισσότερους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, οι οποίοι μπορεί να μην είναι πάντοτε διαθέσιμοι.

Λόγω των ανωτέρω κινδύνων (και λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία), ο ΕΠΠΔ δεν είναι πεπεισμένος ως προς την ανάγκη δημιουργίας εθνικών αντιγράφων ούτε ως προς την προστιθέμενη αξία της χρήσης τους. Συνιστά στα κράτη μέλη να απορρίψουν τη δυνατότητα χρήσης εθνικών αντιγράφων.

Ωστόσο, σε περίπτωση δημιουργίας εθνικών αντιγράφων, ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή του αυστηρού περιορισμού της χρήσης τους σε εθνική κλίμακα. Ομοίως, η διαβούλευση των εθνικών αντιγράφων πρέπει να είναι δυνατή μόνο σε επίπεδο κεντρικής βάσης δεδομένων.

Η νομιμότητα της διαδικασίας επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων εξαρτάται από την πλήρη εξασφάλιση της ασφάλειας και ακεραιότητας των δεδομένων. Ο ΕΠΠΔ θα ελέγχει με αποτελεσματικό τρόπο τις διαδικασίες αυτές, εφόσον θα μπορεί όχι μόνον ελέγχει την ασφάλεια των δεδομένων αλλά και την ακεραιότητα τους, ειδικότερα μέσω των διαθέσιμων μητρώων. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προστεθεί η φράση «ακεραιότητα των δεδομένων» στο άρθρο 14 παράγραφος 6.

9.   ΕΠΙΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Οι προτάσεις προβλέπουν διαδικασίες επιτροπολογίας σε πολλές περιπτώσεις όπου απαιτείται η λήψη αποφάσεων για τεχνολογικά θέματα διαχείρισης του SIS II. Όπως αναφέρθηκε στη γνωμοδότηση σχετικά με το δίκτυο VIS για παρεμφερείς λόγους, οι προαναφερόμενες αποφάσεις θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ορθή εφαρμογή της αρχής του σκοπού και της αναλογικότητας.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά να λαμβάνονται οι αποφάσεις με σημαντικές επιπτώσεις στην προστασία δεδομένων, όπως λ.χ. η πρόσβαση και η εισαγωγή δεδομένων, η ανταλλαγή πρόσθετων πληροφοριών, η ποιότητα των δεδομένων και η συνοχή μεταξύ καταχωρήσεων, η τεχνική συμβατότητα των εθνικών αντιγράφων κλπ. μέσω κανονισμού ή απόφασης, κατά προτίμηση με τη διαδικασία συναπόφασης  (13).

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου διαπιστώνονται επιπτώσεις στην προστασία δεδομένων, ο ΕΕΠΔ πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να απευθύνει συμβουλές σχετικά με τις επιλογές των επιτροπών αυτών.

Ο συμβουλευτικός ρόλος του ΕΕΠΔ πρέπει να αναφέρεται στα άρθρα 60 και 61 της απόφασης και στο άρθρο 35 του κανονισμού.

Στην ειδικότερη περίπτωση των τεχνικών κανόνων για τη σύνδεση των καταχωρήσεων (άρθρο 26 του κανονισμού και άρθρο 46 της απόφασης) πρέπει να διευκρινιστεί η ανάγκη για άλλη μορφή επιτροπολογίας (συμβουλευτική για την απόφαση και ρυθμιστική για τον κανονισμό).

10.   ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Επειδή δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει η ανακοίνωση της Επιτροπής για τη διαλειτουργικότητα στα νέα συστήματα της ΕΕ, είναι δύσκολη η ακριβής αποτίμηση της προστιθέμενης αξίας των προβλεπόμενων συνεργειών οι οποίες, ωστόσο, δεν έχουν ακόμη καθοριστεί.

Στα πλαίσια αυτά, ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να αναφερθεί επίσης στη δήλωση του Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου 2004 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όπου η Επιτροπή καλείται να υποβάλει προτάσεις με σκοπό την ανάπτυξη της διαλειτουργικότητας και των συνεργειών μεταξύ συστημάτων πληροφοριών (SIS, VIS and Eurodac). Ο ΕΕΠΔ θα ήθελε επίσης να αναφερθεί στη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με το φορέα που θα μπορούσε να αναλάβει τη διαχείριση των διαφόρων συστημάτων μεγάλης κλίμακας στο μέλλον (βλ. και σημείο 3 παράγραφος 8 της ανά χείρας γνωμοδότησης).

Ο ΕΕΠΔ έχει ήδη εκφράσει τη γνώμη του σχετικά με το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις, όπου αναφέρει ότι η διαλειτουργικότητα αυτή είναι απαίτηση με κρίσιμη και ζωτική σημασία για την αποτελεσματικότητα των ηλεκτρονικών συστημάτων μεγάλης κλίμακας όπως το SIS II. Το σύστημα αυτό προσφέρει τη δυνατότητα να μειωθεί το συνολικό κόστος σε σημαντικό βαθμό και να μην αχρηστευτούν ετερογενή στοιχεία.

Η διαλειτουργικότητα μπορεί επίσης να συμβάλει στο στόχο της διατήρησης ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας, σε ένα χώρο όπου δεν θα διεξάγονται έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα μεταξύ των κρατών μελών, μέσω της τήρησης ενιαίου διαδικαστικού προτύπου για όλα τα συστατικά στοιχεία της πολιτικής αυτής. Ωστόσο, είναι ζήτημα κρίσιμης σημασίας να διακρίνονται δύο επίπεδα διαλειτουργικότητας:

Η διαλειτουργικότητα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ κρίνεται ως ιδιαίτερα επιθυμητή. Πράγματι, μια καταχώρηση που διαβιβάζουν οι αρχές ενός κράτους μέλους πρέπει να βρίσκεται σε σχέση διαλειτουργικότητας με τις καταχωρήσεις που διαβιβάζονται από τις αρχές οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

Πολύ περισσότερα ερωτηματικά θέτει η διαλειτουργικότητα μεταξύ συστημάτων που έχουν κατασκευαστεί για διαφορετικούς σκοπούς ή η διαλειτουργικότητα μεταξύ των συστημάτων τρίτων χωρών.

Μεταξύ των διαθέσιμων εγγυήσεων που χρησιμοποιούνται για τον περιορισμό του σκοπού του συστήματος και για την πρόληψη του «υφέρπουσας διεύρυνσης λειτουργιών», η χρήση διαφορετικών τεχνικών προτύπων μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό αυτό. Επιπλέον, οποιαδήποτε μορφή κοινής λειτουργίας δύο διαφορετικών συστημάτων πρέπει να αιτιολογείται λεπτομερώς. Η διαλειτουργικότητα δεν πρέπει ποτέ να δημιουργεί καταστάσεις όπου κάποια αρχή χωρίς δικαίωμα πρόσβασης σε ορισμένα δεδομένα μπορεί να επιτύχει την πρόσβαση αυτή μέσω άλλου συστήματος πληροφοριών. Στο μέτρο που είναι δυνατό να εντοπίζονται τέτοιες περιπτώσεις από την ανάγνωση των προτάσεων, φαίνεται λ.χ. ότι κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας του SIS II δεν θα διατίθεται σύστημα αυτόματης αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων (AFIS) και αναφέρεται μόνο η μελλοντική αναζήτηση βιομετρικών στοιχείων. Σε περίπτωση που θεωρείται πιθανή η μελλοντική χρήση συστήματος AFIS από άλλα συστήματα της ΕΕ, πρέπει να υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση καθώς και οι αναγκαίες εγγυήσεις που απαιτούνται για τέτοιες συνέργειες.

Ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να τονίσει εκ νέου ότι η εφαρμογή της διαλειτουργικότητας μεταξύ συστημάτων δεν είναι δυνατόν να αντιβαίνει στην αρχή του περιορισμού του σκοπού, και ότι κάθε πρόταση για το θέμα αυτό πρέπει να υποβάλλεται στον ίδιο.

11.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

11.1.   Γενικά

1.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για πολλές θετικές πτυχές των εν λόγω προτάσεων, οι οποίες σε ορισμένα σημεία βελτιώνουν την ισχύουσα κατάσταση. Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει ότι οι διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων έχουν καταρτιστεί σε γενικές γραμμές με μεγάλη επιμέλεια.

2.

Ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι το νέο νομικό καθεστώς, παρά τον περίπλοκο χαρακτήρα του, πρέπει

να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας δεδομένων,

να είναι προβλέψιμο για τους πολίτες, καθώς και για τις αρχές που ανταλλάσσουν δεδομένα μεταξύ τους,

η λειτουργία του να είναι συμβατή με διάφορα πλαίσια (του πρώτου ή τρίτου πυλώνα).

3.

Επιπλέον, η προσθήκη νέων στοιχείων στο SIS II, με την οποία αυξάνονται οι πιθανές επιπτώσεις του στη ζωή των προσώπων, πρέπει να συνοδεύεται από αυστηρότερες εγγυήσεις, οι οποίες ορίζονται στην ανά χείρας γνωμοδότηση. Ειδικότερα:

Τα δεδομένα του SIS II πρέπει να είναι προσιτά σε νέες αρχές μόνον εφόσον η πρόσβασή τους δικαιολογείται πλήρως. Θα πρέπει επίσης η εν λόγω πρόσβαση να περιορίζεται κατά το δυνατόν, ειδικότερα όσον αφορά τον αριθμό των προσβάσιμων δεδομένων και των εξουσιοδοτημένων προσώπων.

Η σύνδεση καταχωρήσεων δεν πρέπει ποτέ να έχει ως αποτέλεσμα, έστω και έμμεσα, την μεταβολή των δικαιωμάτων πρόσβασης.

Νομοθετικές πράξεις που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έγκυροι λόγοι για την εισαγωγή δεδομένων στο SIS II (καταχωρήσεις με σκοπό την άρνηση εισόδου).

Η νομική βάση για την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας σε μητρώα κυκλοφορίας πρέπει να επανεξεταστεί, διότι κύριος σκοπός του SIS II είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος.

Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει ότι η χρησιμοποίηση βιομετρικών δεδομένων μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος και να βοηθήσει τα θύματα κλοπών δελτίων ταυτότητας. Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την εισαγωγή των στοιχείων αυτών δεν φαίνεται να έχουν εξεταστεί επαρκώς, ενώ η αξιοπιστία τους φαίνεται να υπερεκτιμάται.

11.2.   Ειδικές παρατηρήσεις

1.

O ΕΕΠΔ υποδέχεται με ικανοποίηση την αναγνώριση, εκ μέρους της Επιτροπής, ότι ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 εφαρμόζεται για το σύνολο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας δεδομένων της Επιτροπής στο SIS II. Η αναγνώριση αυτή θα συμβάλει στην εξασφάλιση μιας εφαρμογής που θα χαρακτηρίζεται από συνοχή και ομοιογένεια όσον αφορά την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

2.

Με σκοπό την εξασφάλιση ενός αυστηρού περιορισμού του σκοπού σε εθνική κλίμακα, ο ΕΕΠΔ συνιστά να προστεθεί στις προτάσεις για το SIS II (ειδικότερα στο άρθρο 21 του προτεινόμενου κανονισμού και στο άρθρο 40 της προτεινόμενης απόφασης) μια διάταξη το αποτέλεσμα της οποίας είναι παρόμοιο με το αποτέλεσμα του εν ισχύι άρθρου 102 παράγραφος 4 της Σύμβασης Σένγκεν, με το οποίο περιορίζεται η δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν χρήσεις των δεδομένων οι οποίες δεν προβλέπονται από τα κείμενα για το SIS II.

3.

Πρέπει να εφαρμόζονται αυστηροί όροι κατά τη χορήγηση άδειας πρόσβασης οποιασδήποτε αρχής στα δεδομένα του SIS II:

Η πρόσβαση πρέπει να συνάδει με το γενικό σκοπό του SIS II και με τη νομική βάση του.

Η ανάγκη πρόσβασης στο SIS II πρέπει να αιτιολογείται.

Η χρήση των δεδομένων πρέπει να ορίζεται ρητώς και περιοριστικά.

Οι όροι πρόσβασης πρέπει να καθορίζονται με ακρίβεια και να εφαρμόζονται περιοριστικά. Ιδίως θα πρέπει να υπάρχει ενημερωμένος κατάλογος προσώπων που θα διαθέτουν πρόσβαση στο SIS II μεταξύ άλλων για την Ευρωπόλ και την Eurojust.

Το γεγονός ότι αναγνωρίζεται η πρόσβαση των ανωτέρω αρχών στα δεδομένα του SIS II δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αιτιολογεί την εισαγωγή ή τη διατήρηση δεδομένων στο σύστημα αν δεν είναι χρήσιμα για τη συγκεκριμένη καταχώρηση.

Ο χρόνος διατήρήσης των δεδομένων δεν μπορεί να παρατείνεται εφόσον η παράταση αυτή δεν είναι απαραίτητη για το σκοπό εισαγωγής των δεδομένων.

4.

Όσον αφορά τις ειδικές περιπτώσεις της Ευρωπόλ και της Eurojust, ο ΕΕΠΔ καλεί την Επιτροπή να καθορίσει περιοριστικά τα καθήκοντα των οποίων η εκτέλεση δικαιολογεί την πρόσβαση. Η πρόσβαση εκ μέρους της Europol και της Eurojust πρέπει εξάλλου να περιορίζεται στα δεδομένα προσώπων των οποίων το όνομα διατηρείται στους φακέλους τους. Προτείνεται εξάλλου να οριστεί ένα μόνο σημείο πρόσβασης για την Ευρωπόλ και την Eurojust.

5.

Όσον αφορά τις καταχωρήσεις με σκοπό την άρνηση εισόδου, οι διατάξεις που βασίζονται σε νομικές πράξεις που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί πρέπει είτε να απαλειφθούν είτε να αναδιατυπωθούν με τρόπο —βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας— που να επιτρέπει στον καθένα να γνωρίζουν ποια ακριβώς μέτρα ενδέχεται να λάβουν οι αρχές απέναντί του.

6.

Ο χρόνος διατήρησης των δεδομένων έχει παραταθεί χωρίς σοβαρή αιτιολογία. Σε περίπτωση απουσίας σοβαρής αιτιολογίας, το διάστημα αυτό δεν πρέπει να παρατείνεται, ιδίως για καταχωρήσεις με σκοπό τη διακριτική παρακολούθηση ή τον ειδικό έλεγχο.

7.

Η Επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια για τη διαχείριση λειτουργίας. Σε συνδυασμό με το μείζονα ρόλο της στην ανάπτυξη και συντήρηση του συστήματος, ο ρόλος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως ρόλος ελεγκτή sui generis. Είναι πολύ ευρύτερος από το ρόλο του χειριστή, αλλά πιο περιορισμένος από το ρόλο ενός συνήθους ελεγκτή, αφού η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα του SIS II.

Σε εφαρμογή του ανωτέρω ρόλου, πρέπει να προστεθεί στο άρθρο 12 των δύο νομικών πράξεων ότι η Επιτροπή πρέπει να προτείνει τακτικά την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών που είναι οι πιο προηγμένες στον τομέα αυτό και θα βελτιώσουν το επίπεδο της προστασίας των δεδομένων και της ασφάλειας.

8.

Όσον αφορά το ρόλο των κρατών μελών, απαιτείται διασαφήνιση σχετικά με τον ελεγκτικό ρόλο των αρχών.

9.

Σχετικά με την ενημέρωση του καταχωρούμενου προσώπου:

Στον κατάλογο του προτεινόμενου κανονισμού πρέπει να προστεθούν ορισμένα στοιχεία: ο χρόνος διατήρησης των δεδομένων, το δικαίωμα αίτησης επανεξέτασης ή ένστασης κατά της απόφασης καταχώρησης, η δυνατότητα συνδρομής εκ μέρους της αρχής προστασίας δεδομένων και η ύπαρξη έννομου μέσου.

Επιπλέον, ως προς το πότε πρέπει να παρέχεται ενημέρωση, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με την καταχώρηση πρέπει να περικλείεται στην απόφαση που αποτελεί τον αρχικό λόγο της καταχώρησης.

Στην προτεινόμενη απόφαση, το άρθρο 50 πρέπει να τροποποιηθεί για να απαλειφθεί η απαίτηση αίτησης εκ μέρους του προσώπου που αφορούν τα δεδομένα ενόψει της άσκησης του δικαιώματος ενημέρωσης.

10.

Όσον αφορά τις προθεσμίες για την απάντηση μιας αίτησης πρόσβασης, η επιβολή προθεσμιών στις προτάσεις είναι ευπρόσδεκτη.

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται προθεσμίες από τις εθνικές νομοθεσίες, πρέπει να διασαφηνίζεται ότι ισχύουν οι προθεσμίες που είναι οι πιο ευνοϊκές για το πρόσωπο το οποίο αφορούν τα δεδομένα.

11.

Όσον αφορά το δικαίωμα έννομου μέσου, ο ΕΕΠΔ προτείνει να απαλειφθεί ο εδαφικός περιορισμός από το άρθρο 30 και το άρθρο 52.

12.

Όσον αφορά τις εξουσίες των εθνικών αρχών προστασίας δεδομένων:

στον κανονισμό: πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορούν να ασκούν, σε σχέση με το SIS II, όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπονται γι'αυτές στο άρθρο 28 της οδηγίας 95/46/EΚ· αυτό πρέπει να διασαφηνίζεται στο κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού.

στην απόφαση: πρέπει να αναγνωρίζονται για τις εποπτικές αρχές οι ίδιες εξουσίες που ορίζονται στον κανονισμό/στην οδηγία.

13.

Όσον αφορά τις αρμοδιότητες του ΕΕΠΔ: ο ΕΕΠΔ πρέπει να μπορεί να ασκεί το σύνολο των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 45/2001, λαμβάνοντας υπόψη ωστόσο τις περιορισμένες αρμοδιότητες της Επιτροπής όσον αφορά τα ίδια τα δεδομένα.

14.

Όσον αφορά τη συντονισμένη εποπτεία: στις προτάσεις αναγνωρίζεται επίσης η ανάγκη συντονισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων των διαφόρων ενδιαφερόμενων αρχών. Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του διότι οι προτάσεις περιλαμβάνουν κατ'ουσία τα απαιτούμενα στοιχεία για την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές (άρθρο 31 του προτεινόμενου κανονισμού και άρθρο 53 της προτεινόμενης απόφασης) θα μπορούσαν να βελτιωθούν με την προσθήκη ορισμένων διασαφηνίσεων σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω συντονισμού.

15.

Τα άρθρα 10 και 13 της πρότασης περιέχουν διάφορα μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων. Η προσθήκη διατάξεων σχετικά με τη συστηματική (αυτο-)αξιολόγηση των μέτρων ασφαλείας είναι ευπρόσδεκτος.

Ωστόσο τα άρθρα 59 της προτεινόμενης απόφασης και 34 του προτεινόμενου κανονισμού, τα οποία προβλέπουν την παρακολούθηση και αξιολόγηση, δεν πρέπει να αφορούν μόνο τις πτυχές της παραγωγής, της αποδοτικότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών, αλλά και το βαθμό συμμόρφωσης με τις νόμιμες απαιτήσεις, ιδίως στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να τροποποιηθούν δεόντως.

Επιπλέον, συμπληρωματικά προς το άρθρο 10 παράγραφος 1 σημείο στ) ή το άρθρο 18 της προτεινόμενης απόφασης και το άρθρο 17 του προτεινόμενου κανονισμού, πρέπει να προστεθεί ότι τα κράτη μέλη, η Ευρωπόλ και η Eurojust πρέπει να εξασφαλίζουν ότι είναι διαθέσιμα τα ακριβή χαρακτηριστικά του χρήστη (τα οποία πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών με σκοπό τον έλεγχό τους). Πέραν αυτών των χαρακτηριστικών του χρήστη, πρέπει να καταρτιστεί ένας πλήρης κατάλογος ταυτοτήτων των χρηστών, ο οποίος θα ενημερώνεται διαρκώς από τα κράτη μέλη. Το αυτό ισχύει και για την Επιτροπή.

Η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων βασίζεται στον πλήρη σεβασμό της ασφάλειας και της ακεραιότητας των δεδομένων. Ο ΕΕΠΔ πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να παρακολουθεί όχι μόνο την ασφάλεια των δεδομένων, αλλά και την ακεραιότητά τους, ειδικότερα μέσω της ανάλυσης των διαθέσιμων μητρώων. Προς τούτο πρέπει να προστεθεί ο όρος «ακεραιότητα των δεδομένων» στο άρθρο 14 παράγραφος 6.

16.

Η χρήση των εθνικών αντιγράφων μπορεί να συνεπάγεται πολλούς πρόσθετους κινδύνους. Ο ΕΕΠΔ δεν είναι πεπεισμένος για την αναγκαιότητα (λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες τεχνολογίες) ούτε για την προστιθέμενη αξία της χρήσης των εθνικών αντιγράφων. Συνιστά να αποφευχθεί ή τουλάχιστο να περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό η δυνατότητα των κρατών μελών να χρησιμοποιούν εθνικά αντίγραφα. Εντούτοις, σε περίπτωση δημιουργίας εθνικών αντιγράφων, πρέπει να εφαρμοστεί μια αυστηρή αρχή περιορισμού της εθνικής χρήσης τους. Ομοίως, ένα εθνικό αντίγραφο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να χρησιμεύει για τη διεξαγωγή έρευνας με άλλους τρόπους πέραν της κεντρικής βάσης δεδομένων.

17.

Όσον αφορά την επιτροπολογία: οι αποφάσεις με σημαντικές επιπτώσεις στην προστασία των δεδομένων πρέπει να περιληφθούν σε κανονισμό ή σε απόφαση, κατά προτίμηση με τη διαδικασία της συναπόφασης. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται επί του παρόντος η διαδικασία της επιτροπολογίας, ο συμβουλευτικός ρόλος του ΕΕΠΔ πρέπει να περιληφθεί στα άρθρα 60 και 61 της απόφασης και στο άρθρο 35 του κανονισμού.

18.

Η διαλειτουργικότητα των συστημάτων δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά παράβαση της αρχής του περιορισμού του σκοπού, και οποιαδήποτε πρόταση για το θέμα αυτό πρέπει να υποβάλλεται στον ΕΕΠΔ.

Βρυξέλλες, 19 Οκτωβρίου 2005

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  Είναι σκόπιμη η αναφορά της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση Österreichischer Rundfunk και άλλοι (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-465/00, C-138/01 και C-139/01, Απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, Ολομέλεια, (2003) ECR I-4989). Το Δικαστήριο εξέτασε τον αυστριακό νόμο που προβλέπει τη διαβίβαση λεπτομερειών σχετικά με τον μισθό δημοσίων υπαλλήλων στο αυστριακό Ελεγκτικό Συνέδριο και την επακόλουθη δημοσίευσή τους. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο ορίζει σειρά κριτηρίων που προέρχονται από το άρθρο 8 της ΕΣΠΔΑ και πρέπει να ισχύουν κατά την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/EΚ, εφόσον η οδηγία αυτή προβλέπει ορισμένους περιορισμούς του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

(2)  COM (2005) 475 τελικό.

(3)  Θα αντικαταστήσει επίσης το γενικό καθεστώς προστασίας δεδομένων της σύμβασης του Σένγκεν (άρθρα 126 έως 130 της σύμβασης του Σένγκεν). Το ανωτέρω καθεστώς δεν είναι εφαρμοστέο για το SIS.

(4)  Ένα κράτος μέλος μπορεί να χρησιμοποιεί την επιλογή του περιορισμού δικαιωμάτων μόνον εφόσον ο περιορισμός αυτός συνάδει με το άρθρο 8 της σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως προαναφέρθηκε.

(5)  Γνώμη του ΕΕΠΔ για την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις και την ανταλλαγή δεδομένων για τις θεωρήσεις βραχείας διάρκειας μεταξύ κρατών μελών, 23 Μαρτίου 2005, σημείο 3.4.2.

(6)  27η διεθνής διάσκεψη για την προστασία δεδομένων και Επιτρόπων για θέματα ιδιωτικής ζωής, Montreux, 16 Σεπτεμβρίου 2005, απόφαση σχετικά με τη χρήση βιομετρικών στοιχείων για διαβατήρια, δελτία ταυτότητας και ταξιδιωτικά έγγραφα.

(7)  Η εν λόγω εκτίμηση θα μπορούσε να βασίζεται στους αποκαλούμενος επτά πυλώνες τεχνογνωσίας σε θέματα βιομετρικών στοιχείων ως έχουν στο έργο «Biometrics at the frontiers: Assessing the impact on Society» IPTS, DG-JRC, EUR 21585 EN, σημείο 1.2, σ. 32.

(8)  Τον Ιούλιο 2004, ένας δικηγόρος από το Portland (ΗΠΑ) φυλακίστηκε για δύο εβδομάδες επειδή το FBI διαπίστωσε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματά του ταίριαζαν με ένα δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε μετά τη βομβιστική επίθεση στη Μαδρίτη (στον πλαστικό σάκο όπου βρισκόταν ο βομβιστικός μηχανισμός). Τελικά αποδείχτηκε ότι η διαδικασία σύγκρισης δεν διεξήχθη κατά τα δέοντα, με αποτέλεσμα τη σύγχυση των δεδομένων.

(9)  Απόφαση 2005/211/JHA του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για την εισαγωγή ορισμένων νέων λειτουργιών του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ΕΕ L 68 της 15.3.2005, σ. 44.

(10)  Έκθεση της Κοινής Αρχής Ελέγχου Σένγκεν για τον έλεγχο της χρήσης των καταχωρήσεων του άρθρου 96 στο SIS, Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2005.

(11)  Για το ίδιο θέμα βλ. γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ σχετικά με την εγκατάσταση του συστήματος πληροφοριών σχετικά με τις θεωρήσεις, σημείο 3.10.1.

(12)  Οι εποπτεύουσες αρχές για την Ευρωπόλ και τη Eurojust συμμετέχουν επίσης, αλλά η συμμετοχή τους είναι πιο περιορισμένη.

(13)  Βλ. για το ίδιο θέμα τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ για το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις, παράγραφος 3.12, και τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ σχετικά με μια οδηγία σχετικά με τη φύλαξη δεδομένων που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία σε συνάρτηση με τις δημόσιες υπηρεσίες ηλεκτρονικής σύνδεσης η οποία εκδόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2005, σημείο 60.