ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

49ό έτος
25 Φεβρουαρίου 2006


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2006/C 047/1

Ισοτιμίες του ευρώ

1

2006/C 047/2

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ( 1 )

2

2006/C 047/3

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ( 1 )

4

2006/C 047/4

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 363/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση ( 1 )

6

2006/C 047/5

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση ( 1 )

13

2006/C 047/6

Κρατική ενίσχυση — Βέλγιο — Κρατική ενίσχυση C 40/2005 (πρώην N 331/2005) — Ford Genk — Ανακοίνωση για δημοσίευση στην ΕΕ με γνώμονα το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

14

2006/C 047/7

Έγκριση των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 1 )

21

2006/C 047/8

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4095 — Deutsche Telekom/Corpus/Morgan Stanley/Sireo) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

23

2006/C 047/9

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4157-Wendel Investissement/Groupe Materis) ( 1 )

24

2006/C 047/0

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4104 — Aker Yards/Chantiers de l'Atlantique) ( 1 )

25

2006/C 047/1

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4131 — Bain Capital/Texas Instruments) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

26

 

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

2006/C 047/2

Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση για μια απόφαση-πλαίσο του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις [COM (2005) 475 τελικό]

27

 

III   Πληροφορίες

 

Επιτροπή

2006/C 047/3

GR-Ελληνικό: Εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών — Πρόσκληση υποβολής προσφορών προκηρυχθείσα από την Ελληνική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΟΚ) με αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου, για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών στις οποίες έχουν επιβληθεί υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

48

2006/C 047/4

P-Λισαβόνα: Εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών — Διορθωτικό στην προκήρυξη διαγωνισμού από την Πορτογαλία σύμφωνα με τo άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών Λισαβόνα/Bragança και Bragança/VilaReal/Λισαβόνα (Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης S 25 της 7.2.2006, ανοικτή διαδικασία, 27011-2006) (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) C 32 της 8ης Φεβρουαρίου 2006)  ( 1 )

51

 

2006/C 047/5

Ανακοίνωση

s3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/1


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

24 Φεβρουαρίου 2006

(2006/C 47/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,1896

JPY

ιαπωνικό γιεν

139,11

DKK

δανική κορόνα

7,4604

GBP

λίρα στερλίνα

0,68030

SEK

σουηδική κορόνα

9,4200

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5602

ISK

ισλανδική κορόνα

78,82

NOK

νορβηγική κορόνα

8,0465

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,5747

CZK

τσεχική κορόνα

28,360

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

252,77

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6960

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,7850

RON

ρουμανικό λέι

3,5053

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,49

SKK

σλοβακική κορόνα

37,285

TRY

τουρκική λίρα

1,5724

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6062

CAD

καναδικό δολάριο

1,3715

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,2302

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,7949

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,9323

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 149,63

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,2830

CNY

κινεζικό γιουάν

9,5682

HRK

κροατικό κούνα

7,3098

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 054,36

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,419

PHP

πέσο Φιλιππινών

62,038

RUB

ρωσικό ρούβλι

33,5320

THB

ταϊλανδικό μπατ

46,852


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/2


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

(2006/C 47/02)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Αριθ. ενίσχυσης: XS 30/2001

Κράτος μέλος: Ιταλία

Περιφέρεια: Marche

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων: Περιφερειακός νόμος 5 της 9ης Μαΐου 2001 — Τροποποιήσεις του περιφερειακού νόμου 33 «Μέτρα και αναβάθμιση της τουριστικής προσφοράς της περιοχής» της 28ης Οκτωβρίου 1991

Νομική βάση: Legge regionale 9 maggio 2001 n. 5

Προβλεπόμενες ετήσιες δαπάνες βάσει του καθεστώτος: 2003: 250 000 EUR

2004: 250 000 EUR

2005: 250 000 EUR

2006: 250 000 EUR

Ένταση ενίσχυσης:: 7,5 % ΑΙΕ για μεσαίου μεγέθους και 15 % ΑΙΕ για μικρές επιχειρήσεις, σε ενισχυόμενες περιοχές κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ η ανώτατη ένταση ενίσχυση είναι 8 % ΚΙΕ και 10 % ΑΙΕ για μικρές επιχειρήσεις και 8 % ΚΙΕ και 6 % ΑΙΕ για μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις

Ημερομηνία εφαρμογής: Από το 2001

Διάρκεια του καθεστώτος: Η διάρκεια του καθεστώτος υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος του κανονισμού 70/2001 η οποία λήγει στις 31.12.2006. Η περιφέρεια Marche καταβάλλει προσπάθειες να τροποποιήσει το καθεστώς ούτως ώστε να εναρμονιστεί με τους μελλοντικούς κοινοτικούς κανόνες

Σκοπός της ενίσχυσης: Η ενίσχυση περιλαμβάνει εισφορές κεφαλαίου και επιδοτήσεις επιτοκίου για επενδύσεις στον τομέα του τουρισμού λαμβάνοντας υπόψη τις κατηγορίες που προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001

Τομέας(-είς) της οικονομίας: Τουριστικές ΜΜΕ

Τίτλος και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Regione Marche

Servizio Turismo ed Attività ricettive

Via G. da Fabriano

I-60100 Ancona

Tηλ. (39) 071 80 61

Αριθ. ενίσχυσης: XS 122/04

Κράτος μέλος: Ιταλία

Περιφέρεια: Περιφέρεια Marche

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: ΕΕΠ στόχου 2 2000-2006 — Μέτρο 1.1. Ενισχύσεις για παραγωγικές επενδύσεις και περιβάλλοντος βιομηχανικών και βιοτεχνικών ΜΜΕ, υποδιαίρεση μέτρου 1.1.1. Ενισχύσεις για παραγωγικές επενδύσεις βιομηχανικών ΜΜΕ. Παρέμβαση b2 βάσει του νόμου 598/94, αρθρ. 11, περί διευκολύνσεων για επενδύσεις τεχνολογικής καινοτομίας και προστασίας του περιβάλλοντος, οργανωτικής και εμπορικής καινοτομίας και ασφάλειας των χώρων εργασίας.

Νομική βάση: Docup Ob. 2 2000-2006

Προβλεπόμενες ετήσιες δαπάνες βάσει του καθεστώτος: Κανονική ενίσχυση:

788 835,00 EUR για το 2001

831 006,00 EUR για το 2002

989 370,60 EUR για το 2003

σύνολο 2 609 211,60 EUR

Μεταβατική: ενίσχυση:

268 149,60 EUR για το 2001

431 879,10 EUR για το 2002

402 292,20 EUR για το 2003

σύνολο 1 102 320,90 EUR

Κανονική ενίσχυση:

3 028 405,00 EUR για το 2004

3 221 452,00 EUR για το 2005

1 600 855,00 EUR για το 2006

Μεταβατική: ενίσχυση:

411 207,00 EUR για το 2004

32 622,00 EUR για το 2005

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης: Βάσει των όσων προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001 θα εφαρμοστούν τα ακόλουθα ποσοστά παρέμβασης: 15 % ΑΙΕ για τις μικρές επιχειρήσεις και 7,5 % ΑΙΕ για τις μεσαίες επιχειρήσεις. Στις ζώνες που είναι επιλέξιμες για την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) το ποσοστό παρέμβασης θα είναι 8 % ΚΙΕ + 10 % ΑΙΕ για τις μικρές επιχειρήσεις και 8 % ΚΙΕ + 6 % ΑΙΕ για τις μεσαίες επιχειρήσεις

Ημερομηνία εφαρμογής: Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που έδωσαν οι Υπηρεσίες της Ευρώπαϊκής Επιτροπής, είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση οι δαπάνες που καταβάλλει ο τελευταίος δικαιούχος από την ημερομηνία δημοσίευσης του διαγωνισμού και μετά.

Μπορούν να γίνουν δεκτές για συνεισφορά αποκλειστικά και μόνο οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται μετά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων συνεισφοράς

Διάρκεια του καθεστώτος: Η εφαρμογή του καθεστώτος διαρκεί όσο και το ΕΕΠ 2 2000-2006.

Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση αφορά τις βιομηχανικές ΜΜΕ που είναι εγκατεστημένες στις περιοχές της Περιφέρειας Marche, οι οποίες περιλαμβάνονται στον στόχο 2 και στη σταδιακή κατάργηση

Οικείος οικονομικός τομέας: Τομείς C, D, E, F (κατάταξη Istat '91) με τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων (μεταξύ των οποίων ενισχύσεις για εξαγωγές και ενισχύσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία).

Αποκλείονται οι δραστηριότητες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταποίηση και την εμπορία των προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της συνθήκης Ε.Κ

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσες αρχής:

Regione Marche

Servizio Industria e Artigianato

Via Tiziano, n. 44

I-60100 Ancona

Τηλ. (39) 071 80 61

Άλλες πληροφορίες: Πρόκειται για την τροποποίηση της διάρκειας της ενίσχυσης ΧS 140/2003


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/4


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

(2006/C 47/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Αριθ. ενίσχυσης

XS 149/04

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

Νοτιοανατολική Αγγλία

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Alnwick Garden Trust

Νομική βάση

Industrial Development Act 1982 Sections 7 & 11

Section 2 Local Government Act 2000

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενισχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

1 908 313 GBP

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 έως 6 και το άρθρο 5 του κανονισμού

Ναι

 

Ημερομηνία εφαρμογής

Από 13.10.2004

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 30.4.2005

Στόχος της ενίσχυσης

Ενίσχυση ΜΜΕ

Ναι

 

Οικείος οικονομικός τομέας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για ενισχύσεις προς ΜΜΕ

Ναι

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ονομασία:

Government Office for the North East

European Programmes Secretariat

Διεύθυνση:

Citygate

Gallowgate

Newcastle Upon Tyne

NE1 4WH

United Kingdom

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού

Ναι

 


Αριθ. ενίσχυσης

XS 6/05

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Ούμπρια

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Κίνητρα υπέρ των ΜΜΕ ξενοδοχειακής τουριστικής κάλυψης, παρατουριστικής κάλυψης, στην ύπαιθρο, σε κατοικίες εποχής, για παράλληλες τουριστικές δραστηριότητες και την καλλιτεχνική και παραδοσιακή χειροτεχνία.

Νομική βάση

Determinazione Dirigenziale n. 9086 del 21 ottobre 2004. Bando per la presentazione di proposte per la promozione di progetti integrati da parte dei seguenti soggetti: Pool di piccole e medie imprese, pool di piccole e medie imprese ed enti pubblici per la realizzazione della filiera turismo — ambiente — cultura nella regione Umbria

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Μέγιστο ποσό 2 000 000 κατ' έτος επί συνολικού ποσού χρηματοδότησης 7 000 000 EUR που προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Μικρές επιχειρήσεις 15 % σε ακαθάριστα ισοδύμαμα επιχορήγησης επί του συνολικού κόστους των επιλέξιμων επενδύσεων.

Μεσαίες επιχειρήσεις 7,5 % σε ακαθάριστα ισοδύμαμα επιχορήγησης επί του συνολικού κόστους των επιλέξιμων επενδύσεων.

Μικρές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε περιφέρειες που προβλέπει τι άρθρο 87γ της Συνθήκης 10 % σε ακαθάριστα ισοδύμαμα επιχορήγησης επί του συνολικού κόστους των επιλέξιμων επενδύσεων συν 8 % σε καθαρά ισοδύναμα επιχορήγησης.

Μεσαίες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε περιφέρειες που προβλέπει τι άρθρο 87γ της Συνθήκης 6 % σε ακαθάριστα ισοδύμαμα επιχορήγησης επί του συνολικού κόστους των επιλέξιμων επενδύσεων συν 8 % σε καθαρά ισοδύναμα επιχορήγησης

Ημερομηνία εφαρμογής

Προκήρυξη του διαγωνισμού: Τακτικό παράρτημα του ΒUR (Επίσημης εφημερίδας της Ιταλικής Δημοκρατίας) — γενική σειρά — αριθ. 46, της 4ης Νοεμβρίου 2004. Προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων 16.2.2005.

Οι ενισχύσεις μπορεί να χορηγηθούν αποκλειστικά με αναφορά στην υποβολή επαρκούς αριθμού αιτήσεων ενίσχυσης από μέρους των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων που μπορούν να υποβληθούν από την ημερομηνία προκήρυξης του διαγωνισμού. Μπορεί να γίνουν δεκτές για συνεισφορά πο επενδύσεις που πραγματοποιούνται μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνεισφοράς.

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Θα χορηγηθούν ενισχύσεις για κίνητρα στις επιχειρήσεις μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006

Στόχος της ενίσχυσης

Ενισχύσεις σε ΜΜΕ συσταθείσες ή προς σύσταση που λειτουργούν στον τουριστικό ξενοδοχειακό τομέα, εκτός ξενοδοχειακού, υπαίθρου, σε κατοικίες εποχής, για παράλληλες τουριστικές δραστηριότητες και την καλλιτεχνική και παραδοσιακή χειροτεχνία. Οι επενδύσεις που αποτελούν αντικείμενο του παρόντος καθεστώτος χορήγησης ενισχύσεων αφορούν δαπάνες σχετικά με οικοδομικά έργα, εσωτερικά και εξωτερικά τελειώματα, εγκαταστάσεις, αθλητικό-ψυχαγωγικό εξοπλισμό, ηλεκτρονικό εξοπλισμό, μηχανήματα, εξωτερικό εξοπλισμό και τεχνικά έξοδα σχεδιασμού και διεύθυνσης εργασιών

Οικείος οικονομικός τομέας

Επιχειρήσεις που λειτουργούν στον τομέα του τουρισμού και της καλλιτεχνικής και παραδοσιακής χειροτεχνίας

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Τίτλος:

Regione dell'Umbria

Direzione Cultura, Turismo, Istruzione, Formazione e Lavoro — Servizio Turismo

Διεύθυνση:

Via Mario Angeloni 61

I-06100 Perugia

Tηλ.: (39) 075 504 58 87

Φαξ.: (39) 075 504 58 87

E-Mail sezione.aiuti@umbria2000.it.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/6


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 363/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση

(2006/C 47/04)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Αριθ. Ενίσχυσης

XT 11/05

Κράτος μέλος

Πολωνία

Περιφέρεια

Ολόκληρη η επικράτεια της χώρας

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Ενισχύσεις γενικής εκπαίδευσης για νέους εργαζομένους

Νομική βάση

Art. 12 ust. 5 pkt 5 i ust. 6 ustawy o promocji zatrudnienia i instytucjach rynku pracy (Dz.U. nr 99, poz. 1001)

Rozporządzenie Rady Ministrów z dnia 31 sierpnia 2004 r. w sprawie refundowania ze środków Funduszu Pracy wynagrodzeń wypłacanych młodocianym pracownikom (Dz.U. nr 190 poz. 1951)

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

 

2004

80 645 161,29 EUR

2005

41 474 654,38 EUR

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενίσχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 7 του κανονισμού

Ναι

 

Ημερομηνία εφαρμογής

31.8.2004

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 31.12.2006

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

Όχι

Οικείος οικονομικός τομέας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για εκπαιδευτικές ενισχύσεις

Ναι

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

Wojewódzkie Komendy Ochotniczych Hufców Pracy i Powiatowe Urzędy Pracy (κέντρα απασχόλησης και ευρέσεως εργασίας, σε ολόκληρη την επικράτεια της Πολωνίας

Διεύθυνση:

περίπου 370 υποκαταστήματα σε ολόκληρη την Πολωνία

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού

Ναι

 


Αριθ. Ενίσχυσης

XT 15/05

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Λιγουρία

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Δημόσια προκήρυξη της Περιφέρειας Λιγουρίας για παρεμβάσεις με σκοπό την προώθηση σχεδίων κατάρτισης επιχειρησιακών, τομεακών και εθνικών και την ανάπτυξη της πρακτικής της συνεχούς κατάρτισης, για το 2004

Νομική βάση

Art. 9 legge 19 luglio 1993 n. 236;

Art. 48, legge 23.12.2000 n. 388;

Decreto del Ministero del Lavoro n. 243 del 22 settembre 2004

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

1 671 562,65 EUR

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενίσχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 7 του κανονισμού

Ναι

 

Ημερομηνία εφαρμογής

21.2.2005

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Ενδεικτικά έως τις 30.6.2007. Σε περίπτωση τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 μετά τις 31.12.2006 θα προβλεφθεί η αναπροσαρμογή του εν θέματι καθεστώτος ενισχύσεων στις νέες διατάξεις

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

Ναι

Οικείος οικονομικός τομέας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για εκπαιδευτικές ενισχύσεις

Ναι

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

Regione Liguria

Settore Politiche attive del lavoro

Διεύθυνση:

Via Fieschi 15

I-16121 Genova

τηλ.: (39) 010 54851

φαξ: (39) 010 5485932

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού.

Το μέτρο δεν εφαρμόζεται στις μεμονωμένες ενισχύσεις ή απαιτείται η προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, στις περιπτώσεις που η ενίσχυση που χορηγείται σε μία επιχείρηση για ένα μεμονωμένο σχέδιο κατάρτισης υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο EUR

Ναι

 


Αριθ. Ενίσχυσης

XT 54/05

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

North West England

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

United Biscuits (UK) Limited

Νομική βάση

Regional Development Act 1998

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενισχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

0,250 εκατ. GBP

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 7 του κανονισμού

Ναι 50 %

 

Ημερομηνία εφαρμογής

31.12.2005

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 31.12.2006

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

Όχι

Οικείος οικονομικός τομέας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για εκπαιδευτικές ενισχύσεις

Ναι

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

Contact: Jayant Mehta

North West Development Agency

Διεύθυνση:

Renaissance House

PO Box 37

Centre Park

Warrington

Cheshire WA1 1XB

United Kingdom

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού

Ναι

 


Αριθ. Ενίσχυσης

XT 55/05

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

North West of England — Liverpool

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Σχέδιο Buddleia– Upper Parliament Street/Greenland Lane

Νομική βάση

S 5 Regional Development Agencies Act 1998

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενίσχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

500 000 GBP

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 7 του κανονισμού

Ναι

Ένταση ενίσχυσης 5 %

Ημερομηνία εφαρμογής

31.12.2005

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 31.12.2006

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

 

Οικείος οικονομικός τομέας

Όλοι οι τομείς που είναι επιλέξιμοι για εκπαιδευτικές ενισχύσεις

Ναι

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

Jayant Mehta, State Aid Coordinator

Διεύθυνση:

North West Development Agency

Renaissance House

PO Box 37

Centre Park

Warrington WA1 1XB

United Kingdom

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού

Ναι

 


Αριθ. Ενίσχυσης

XT 56/05

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

West Midlands

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Υπηρεσία προσλήψεων στη βιομηχανία και καταλληλότητας προσόντων

Νομική βάση

Training: Employment Act 1973 Section 2(1) and 2(2) as substantiated by Section 25 of the Employment and Training Act 1998 and the Industrial Development Act 1982, Section 11

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

3,6 εκατ. GBP

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενίσχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 6 του κανονισμού

Ναι

 

Ημερομηνία εφαρμογής

19.8.2005

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 31.12.2006

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

Ναι

Οικείος οικονομικός τομέας

Περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς

Ναι

Όλοι οι μεταποιητικοί τομείς

Ναι

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

Learning and Skills Council

Διεύθυνση:

Chaplin Court

80 Hurst Street

Birmingham

West Midland B5 4WG

United Kingdom

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού

Το μέτρο αποκλείει τη χορήγηση μεμονωμένων ενισχύσεων ή απαιτεί προηγούμενη γνωστοποίηση των ενισχύσεων στην Επιτροπή, όταν το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται σε μία επιχείρηση για ένα μεμονωμένο εκπαιδευτικό σχέδιο υπερβαίνει το 1 εκατ. EUR

Ναι

 


Αριθ. Ενίσχυσης

XT 57/05

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

West Midlands

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

Σχέδιο στήριξης και επαγγελματικής εκπαίδευσης για το προσωπικό της πρώην Rover

Νομική βάση

Training: Employment Act 1973 Section 2(1) and 2(2) as substantiated by Section 25 of the Employment and Training Act 1998 and the Industrial Development Act 1982, Section 11

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

3,6 εκατ. GBP

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενίσχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 6 του κανονισμού

Ναι

 

Ημερομηνία εφαρμογής

4.8.2005

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 31.12.2006

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

Ναι

Οικείος οικονομικός τομέας

Περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς

Ναι

Όλοι οι μεταποιητικοί τομείς

Ναι

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

Learning and Skills Council

Διεύθυνση:

Chaplin Court

80 Hurst Street

Birmingham

West Midland B5 4WG

United Kingdom

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού

Το μέτρο αποκλείει τη χορήγηση μεμονωμένων ενισχύσεων ή απαιτεί προηγούμενη γνωστοποίηση των ενισχύσεων στην Επιτροπή, όταν το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται σε μία επιχείρηση για ένα μεμονωμένο εκπαιδευτικό σχέδιο υπερβαίνει το 1 εκατ. EUR

Ναι

 


Αριθ. Ενίσχυσης

XT 58/05

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

North West

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση

North West Foundation Placement Scheme

Νομική βάση

S 5 Regional Development Agency Act 1998

Σχεδιαζόμενη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία

Καθεστώς ενίσχυσης

Ετήσιο συνολικό ποσό

190 000 GBP

Εγγυημένα δάνεια

 

Μεμονωμένη ενίσχυση

Συνολικό ποσό ενίσχυσης

 

Εγγυημένα δάνεια

 

Μέγιστη ένταση ενίσχυσης

Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 7 του κανονισμού

Ναι

 

Ημερομηνία εφαρμογής

19.9.2005

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης

Έως 31.3.2006

Στόχος της ενίσχυσης

Γενική εκπαίδευση

Ναι

Ειδική εκπαίδευση

Όχι

Οικείος οικονομικός τομέας

Περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς

Ναι

Άλλες υπηρεσίες

Ψυχαγωγία

Επωνυμία και διεύθυνση της επιδοτούσας αρχής

Όνομα:

North West Development Agency

Διεύθυνση:

c/o Jayant Mehta, State Aid Coordinator

PO Box 37

Renaissance House

Centre Park

Warrington WA1 1XB

United Kingdom

Μεγάλες μεμονωμένες ενισχύσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού

Ναι

 


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/13


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση

(2006/C 47/05)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Αριθμός ενίσχυσης: XT 27/01

Κράτος μέλος: Ιταλία

Περιφέρεια: Marche

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 68/2001 — Έγκριση των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων για επαγγελματική εκπαίδευση — Λεπτομέρειες εφαρμογής και χρηματοδότηση των δράσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης των απασχολούμενων

Νομική βάση: Deliberazione della Giunta regionale n. 1045 del 22.5.2001

Προγραμματιζόμενες ετήσιες δαπάνες μέχρι τις 31.12.2006: 70 δισεκατομμύρια LIT

Ανώτατη ένταση ενίσχυσης:

Μεγάλες επιχειρήσεις

Ειδική επαγγελματική εκπαίδευση

Γενική επαγγελματική εκπαίδευση

Μη επιδοτούμενες περιοχές

25

50

Επιδοτούμενες περιοχές

30

55


Μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Ειδική επαγγελματική εκπαίδευση

Γενική επαγγελματική εκπαίδευση

Μη επιδοτούμενες περιοχές

35

70

Επιδοτούμενες περιοχές

40

75

Οι ανωτέρω εντάσεις αυξάνονται κατά δέκα εκατοστιαίες μονάδες όταν η δράση που αποτελεί αντικείμενο της ενίσχυσης προορίζεται για την επαγγελματική εκπαίδευση μειονεκτούντων εργαζομένων:

Οιοσδήποτε εργαζόμενος ηλικίας κάτω των 25 ετών που στο παρελθόν δεν έχει ακόμη προσληφθεί σε κανονικά αμειβόμενη πρώτη απασχόληση (μόνο εάν προσληφθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήξης της δημόσιας ειδοποίησης με την οποία ζητείται η ενίσχυση)·

Οιοδήποτε άτομο που πάσχει από σοβαρή φυσική, πνευματική ή ψυχική αναπηρία, το οποίο όμως είναι σε θέση να εισέλθει στην αγορά εργασίας·

Οιοσδήποτε μεταναστεύων εργαζόμενος που μετακινείται ή μετακινήθηκε στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής κοινότητας ή καθίσταται μόνιμος κάτοικος της ευρωπαϊκής κοινότητας για να αναλάβει μία εργασία και χρήζει επαγγελματικής ή/και γλωσσικής εκπαίδευσης·

Οιοδήποτε άτομο που επιθυμεί ν' αρχίσει εκ νέου να εργάζεται μετά από μία διακοπή τουλάχιστον τριών ετών, ιδίως οιοδήποτε άτομο που εγκατέλειψε την εργασία του λόγω δυσκολίας συμβιβασμού της επαγγελματικής του ζωής με την οικογενειακή του ζωή (μόνο εάν προσληφθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήξης της δημόσιας ειδοποίησης με την οποία ζητείται η ενίσχυση)·

Οιοδήποτε άτομο ηλικίας άνω των 45 ετών που δεν διαθέτει απολυτήριο Γυμνασίου ή τίτλο ισοδύναμων σπουδών·

Οιοσδήποτε άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή άτομο χωρίς εργασία άνω των δώδεκα συνεχών μηνών (μόνο εάν προσληφθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήξης της δημόσιας ειδοποίησης με την οποία ζητείται η ενίσχυση).

Σε περίπτωση που η ενίσχυση αφορά τον τομέα θαλασσίων μεταφορών, η έντασή της μπορεί να ανέλθει στο 100 %, ανεξαρτήτως του γεγονότος εάν το σχέδιο επαγγελματικής εκπαίδευσης αφορά την ειδική ή τη γενική επαγγελματική εκπαίδευση, αρκεί να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

 

Ο συμμετέχων στο σχέδιο επαγγελματικής εκπαίδευσης δεν είναι εν ενεργεία μέλος του πληρώματος αλλά υπεράριθμος, η δε εκπαίδευση παρέχεται μέσα σε πλοία εγγεγραμμένα σε κοινοτικά νηολόγια

Ημερομηνία εφαρμογής: Ιούνιος 2001

Διάρκεια του καθεστώτος:

Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση αφορά την ειδική και τη γενική επαγγελματική εκπαίδευση: Νοείται ως γενική επαγγελματική εκπαίδευση, η εκπαίδευση που περιλαμβάνει διδασκαλία η οποία δεν αφορά αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την τρέχουσα ή μελλοντική θέση του εργαζόμενου στην ενισχυόμενη επιχείρηση, αλλά του παρέχει προσόντα τα οποία είναι μεταβιβάσιμα σε άλλες επιχειρήσεις ή σε άλλους τομείς απασχόλησης, βελτιώνοντας σημαντικά με τον τρόπο αυτό τις δυνατότητες απασχόλησής του.

Θεωρείται «γενική» επαγγελματική εκπαίδευση:

Η διεπιχειρησιακή επαγγελματική εκπαίδευση, δηλαδή η επαγγελματική εκπαίδευση που οργανώνεται από κοινού από διάφορες ανεξάρτητες επιχειρήσεις (σύμφωνα με τον κοινοτικό νόμο που ορίζει τις ΜΜΕ) δηλαδή εκείνη στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν οι εργαζόμενοι διαφόρων επιχειρήσεων·

Η (επιχειρησιακή) επαγγελματική εκπαίδευση που αφορά τα επαγγελματικά προσόντα για τις ειδικότητες και τα επαγγέλματα που περιέχονται στον κατάλογο της περιφέρειας, δηλαδή εκείνα για τα οποία ζητείται η ενίσχυση

Τομέας(-είς) της οικονομίας: Όλοι οι τομείς

Τίτλος και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Regione Marche

Servizio formazione professionale e problemi del lavoro

Via Tiziano 44

I-60125 Ancona


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/14


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΒΈΛΓΙΟ

Κρατική ενίσχυση C 40/2005 (πρώην N 331/2005) — Ford Genk

Ανακοίνωση για δημοσίευση στην ΕΕ με γνώμονα το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2006/C 47/06)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 9ης Νοεμβρίου 2005 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βέλγιο την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ενίσχυση για επαγγελματική εκπαίδευση που συνδέεται με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση για την οποία η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State Aid Greffe

Rue de la Loi/Wetstraat, 200

B-1049 Brussels

Φαξ: (32-2) 296 12 42

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στο Βέλγιο. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

Διαδικασία

Η σχεδιαζόμενη ενίσχυση προς την Ford στην πόλη Genk κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με επιστολή της 22.6.2005. Η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες με επιστολή της 27.7.2005, στην οποία το Βέλγιο απήντησε με επιστολή που καταχωρήθηκε στις 15.9.2005.

Περιγραφή

Ο δικαιούχος της ενίσχυσης θα είναι η Ford-Werke GmbH στην πόλη Genk του Βελγίου, που αποτελεί τμήμα της εταιρείας Ford Motor Company. Στο τέλος του 2003 η εταιρεία ανακοίνωσε πρόγραμμα επενδύσεων περίπου 700 εκατ. ευρώ, το οποίο αφορούσε κυρίως ένα νέο ευέλικτο σύστημα παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, η παραδοσιακή παραγωγή του μοντέλου Mondeo θα συμπληρωθεί με το Galaxy νέας γενιάς και με ένα τρίτο όχημα.

Οι βελγικές αρχές προτίθενται να χορηγήσουν ενίσχυση για επαγγελματική εκπαίδευση ύψους 12,28 εκατ. ευρώ για επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτουν περίοδο 3 ετών, από το 2004 μέχρι το 2006. Η ενίσχυση θα χορηγηθεί ως ενίσχυση «ad hoc» από τη φλαμανδική κοινότητα (Vlaamse Gemeenschap). Οι συνολικές επιλέξιμες δαπάνες του σχεδίου εκπαίδευσης είναι 33,84 εκατ. ευρώ. Το πρόγραμμα περιέχει στοιχεία ειδικής εκπαίδευσης ύψους 25,34 εκατ. ευρώ και μέτρα γενικής εκπαίδευσης ύψους 8,5 εκατ. ευρώ.

Εκτίμηση

Στην παρούσα φάση η Επιτροπή αμφιβάλλει σοβαρά εάν η προβλεπόμενη ενίσχυση πληροί τους όρους του κανονισμού από δύο απόψεις. Πρώτο, όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών για τα ακόλουθα στοιχεία: «Training enablers» (υποδομή για ανάγνωση και κοινωνικές επαφές)· έξοδα προσωπικού του τμήματος εκπαίδευσης· «cascading» (εφαρμογή του «συστήματος lean organization» του δικαιούχου)· έξοδα αναδιάρθρωσης· έξοδα από την κυκλοφορία των νέων μοντέλων· δαπάνες που αντιστοιχούν στην περίοδο πριν την κοινοποίηση. Δεύτερο, όσον αφορά την προτεινόμενη κατάταξη των «εξόδων για την παροχή συμβουλών» και των «εξόδων προσωπικού εκτός απευθείας επικοινωνίας» στη γενική αντί στην ειδική εκπαίδευση.

Συμπέρασμα

Λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αμφιβολίες, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«Par la présente, la Commission a l'honneur d'informer la Belgique qu'après avoir examiné les informations fournies par vos autorités sur la mesure citée en objet, elle a décidé d'ouvrir la procédure prévue à l'article 88, paragraphe 2, du traité CE.

PROCÉDURE

1.

Le projet d'aide en faveur de la société Ford, à Genk, a été notifié à la Commission par lettre du 22 juin 2005. La Commission a demandé des renseignements complémentaires par lettre du 27 juillet 2005, à laquelle la Belgique a répondu par lettre enregistrée le 15 septembre 2005.

DESCRIPTION DU PROJET

2.

Le bénéficiaire de l'aide serait la société Ford-Werke GmbH établie à Genk, en Belgique, qui fait partie de Ford Motor Company. L'usine a été ouverte en 1964 et, depuis lors, elle a produit plus de 12 millions de véhicules. Fin 2003, elle a subi, dans le cadre d'une restructuration générale de Ford Europe, une réduction importante de ses effectifs, qui a concerné environ 3 000 salariés sur un total de 9 000. Dans le même temps, la société a annoncé un programme d'investissement d'environ 700 millions d'EUR, essentiellement destinés à un nouveau système de production flexible. Ce programme prévoyait que la production traditionnelle du modèle Mondeo serait complété par la production de la nouvelle génération de Galaxy et d'un troisième véhicule. Actuellement, le travail dans l'usine s'effectue en deux équipes, avec des effectifs de 4 946 personnes. L'année dernière, 207 163 véhicules ont été produits sur le site.

3.

Les autorités belges se proposent d'accorder des aides à la formation d'un montant de 12,28 millions d'EUR, couvrant des aides admissibles sur une période de trois ans, de 2004 à 2006. L'aide doit être accordée sous forme d'aide “ad hoc” de la Vlaamse Gemeenschap. Les coûts admissibles totaux du projet de formation s'élèvent à 33,84 millions d'EUR.

4.

D'après les renseignements fournis par la Belgique, le programme comprend une partie “formation spécifique”, dont le coût s'élève à 25,34 millions d'EUR. Cette formation spécifique couvrira les activités liées aux postes suivants:

coûts de services de conseil: 0,88 million d'EUR;

formation dans l'entreprise: 5,44 millions d'EUR;

organisation allégée: 1,65 million d'EUR;

frais de personnel hors ligne: 2,35 millions d'EUR;

“locaux de formation”: 1,48 million d'EUR;

“gestion en cascade”: 1,6 million d'EUR;

restructuration: 4,47 millions d'EUR;

coûts de lancement: 7,44 millions d'EUR.

5.

Les coûts de la formation générale s'élèvent à 8,5 millions d'EUR et couvrent les activités liées aux postes suivants:

coûts de services de conseil: 2,05 millions d'EUR;

frais de personnel hors ligne: 5,5 millions d'EUR;

frais de personnel du service formation: 0,92 million d'EUR.

APPRÉCIATION DE L'AIDE

6.

À ce stade, la Commission estime que les mesures en cause constituent des aides d'État au sens de l'article 87, paragraphe 1, du traité CE; en effet, elles sont attribuées sous forme d'une subvention du gouvernement flamand et sont donc financées par des ressources d'État. Elles sont sélectives, puisqu'elles sont limitées à Ford Genk. Compte tenu du fait qu'elles constituent une part importante du financement de la formation, elles sont susceptibles de fausser la concurrence au sein de la Communauté, en conférant à Ford Genk un avantage sur d'autres concurrents qui ne bénéficient pas des mêmes aides. Enfin, le marché des véhicules à moteur se caractérise par des échanges intensifs entre les États membres.

7.

La Belgique ne conteste absolument pas que les mesures en cause constituent des aides d'État et elle demande qu'elles soient approuvées en tant qu'aides à la formation.

8.

Les aides prévues ont été appréciées conformément au règlement (CE) no 68/2001 du 12 janvier 2001 concernant l'application des articles 87 et 88 du traité CE aux aides à la formation (1) (ci-après dénommé “le règlement”). Conformément à l'article 5 de ce règlement, si le montant de l'aide accordée à une même entreprise pour un projet individuel de formation est supérieur à 1 million d'EUR, l'aide n'est pas automatiquement exemptée et doit être notifiée et appréciée en vertu des dispositions du règlement. La Commission note qu'en l'espèce, l'aide prévue s'élève à 12,28 millions d'EUR, qu'elle doit être accordée à une seule entreprise et que le projet de formation est un projet individuel. C'est pourquoi elle considère que l'obligation de notification s'applique à l'aide en cause.

9.

Conformément à l'article 3, paragraphe 1, du règlement, les aides individuelles sont compatibles avec le marché commun au sens de l'article 87, paragraphe 3, point c), du traité, à condition qu'elles remplissent toutes les conditions du règlement.

10.

Au stade actuel de la procédure, la Commission doute sérieusement que les aides envisagées remplissent les conditions du règlement pour ce qui est 1) de la façon dont les autorités belges interprètent l'étendue des coûts admissibles et 2) de la catégorisation proposée en tant que formation générale ou spécifique.

I.   Coûts admissibles

11.

La Commission note que l'article 4, paragraphe 7, du règlement prévoit que les coûts admissibles d'un projet d'aide à la formation sont les suivants:

(a)

coûts de personnel des formateurs;

(b)

frais de déplacement des formateurs et des participants à la formation;

(c)

autres dépenses courantes (telles que les dépenses au titre des matériaux et des fournitures);

(d)

amortissement des instruments et des équipements au prorata de leur utilisation exclusive pour le projet de formation en cause;

(e)

coûts des services de conseils concernant l'action de formation;

(f)

coûts de personnel des participants jusqu'à concurrence du total des autres coûts éligibles figurant aux points a) à e).

12.

La Belgique a fourni un aperçu des coûts de formation qui permet à la Commission d'identifier les coûts admissibles proposés. Les coûts admissibles du programme de formation notifié s'élèvent au total à 33,84 millions d'EUR, dont 25,34 millions correspondent à des actions de formation spécifique et 8,5 millions à des actions de formation générale. D'après les renseignements fournis par la Belgique, les coûts de personnel des participants au projet ne sont pas supérieurs au total des autres coûts admissibles.

13.

À ce stade de la procédure, la Commission doute sérieusement de la compatibilité avec l'article 4, paragraphe 7, du règlement d'un certain nombre de dépenses envisagées par la Belgique. Les doutes de la Commission concernent notamment les éléments de coûts suivants:

i)   “Locaux de formation”

14.

La Belgique décrit les “locaux de formation” comme de grandes salles vitrées comportant des zones réservées à la lecture et aux contacts sociaux. La Belgique propose d'amortir ces zones en tant que coûts admissibles. Or, en l'état actuel des choses, il semble douteux que des bâtiments ou d'autres types d'infrastructures puissent entrer dans le champ d'application de l'article 4, paragraphe 7, point d), du règlement, qui ne mentionne que des “instruments” et des “équipements”. En outre, la Belgique n'a pas fourni suffisamment d'informations sur la mesure dans laquelle ces infrastructures seront utilisées à des fins autres que la formation.

ii)   Coûts de personnel du service Formation

15.

La Belgique propose d'inclure sous ce poste l'ensemble des coûts de personnel du service de formation de Ford Genk. Or, la Commission doute que ces coûts puissent entrer dans le champ d'application de l'article 4, paragraphe 7, point e), du règlement (“coûts des services de conseil concernant l'action de formation”).

16.

En outre, toute société de la taille du bénéficiaire étant normalement dotée d'un service de formation chargé d'assurer et de coordonner les besoins en formation de son personnel, il ne semble pas, à première vue, que la mesure d'aide envisagée puisse être de nature à inciter le bénéficiaire à renforcer son offre de formation.

iii)   Gestion “en cascade”

17.

D'après la notification, le directeur de l'usine réunit son personnel trois fois par an, afin de l'informer sur la mise en œuvre du système d'“organisation allégée” de Ford. Au stade actuel de la procédure, la Commission doute fortement que cette action aille au-delà d'une simple pratique de gestion ou réponde à un quelconque objectif de formation. Il est donc douteux qu'elle soit admissible au titre de l'article 4, paragraphe 7, du règlement.

18.

En outre, on peut également douter que la société ait besoin d'une aide d'État pour entreprendre de telles actions de gestion “en cascade”. Le caractère nécessaire de l'aide constitue une condition préalable à sa compatibilité, conformément à l'article 87, paragraphe 3, point c), du traité. Dans le contexte de la présente affaire, une aide à la formation peut se justifier si elle est nécessaire pour inciter le bénéficiaire à offrir une formation appropriée à ses employés. La gestion “en cascade” semblant être partie intégrante des pratiques de gestion courantes de Ford Genk, la Commission considère qu'à ce stade de la procédure, la nécessité de l'aide n'a pas été démontrée de façon suffisante.

iv)   Coûts de restructuration et coûts de lancement

19.

Ford Europe a tenté, ces dernières années, d'adapter sa capacité de production à une demande en stagnation. Dans ce contexte, Ford Genk a licencié 2 770 salariés entre décembre 2003 et avril 2004. D'après les autorités belges, la société a demandé à un certain nombre de “salariés clés” de rester pendant encore quelques semaines ou quelques mois dans l'entreprise et de former leurs successeurs, afin de garantir la continuité de la production et le maintien des normes de qualité de la société. Au stade actuel de la procédure, la Commission doute que ces coûts soient admissibles en vertu de l'article 4, paragraphe 7, du règlement, dans la mesure où ils semblent résulter exclusivement de la récente restructuration de l'installation de production.

20.

En outre, il semble que la transmission du savoir-faire à travers les générations successives de salariés soit également partie intégrante du cœur de métier de la société, c'est-à-dire des actions nécessaires à la survie de l'entreprise, et qu'elle soit la conséquence de l'objet même de l'activité commerciale. C'est pourquoi la Commission estime, au stade actuel de la procédure, que les aides qui doivent être accordées au titre des coûts de formation liées à la “restructuration” ne semblent pas de nature à réellement inciter la société à renforcer ses actions de formation.

21.

Cet argument vaut également pour les aides en faveur du poste “coûts de lancement”. Ces dépenses sont nécessaires pour pouvoir produire de nouveaux modèles dans l'usine, ce qui constitue une caractéristique normale et courante du secteur automobile, nécessaire au maintien de la compétitivité. Il semble donc que les forces du marché devraient suffire, à elles seules, à inciter la société à supporter ce type de coûts. C'est pourquoi la Commission estime qu'à cet égard également, la Belgique n'a pas suffisamment démontré la nécessité de l'aide d'État.

v)   Dépenses relatives à 2004

22.

La Commission note qu'une partie des coûts admissibles, à savoir 12 243 705 EUR, correspond à des dépenses qui ont déjà été effectuées en 2004. Dans la mesure où cette aide est destinée à alléger des dépenses passées, il est douteux qu'elle ait pu avoir une quelconque incidence sur les actions de formation de la société au cours de cette période.

II)   Nature de la formation

23.

La Commission note que l'article 4 du règlement opère une distinction entre les projets de formation spécifique et les projets de formation générale.

24.

L'article 2, point d), définit la formation spécifique comme “une formation comprenant un enseignement directement et principalement applicable aux postes actuels ou prochains des salariés dans l'entreprise bénéficiaire et procurant des qualifications qui ne sont pas transférables à d'autres entreprises ou d'autres domaines de travail ou ne le sont que dans une mesure limitée”.

25.

L'article 2, point e), définit la formation générale comme “une formation comprenant un enseignement qui n'est pas uniquement ou principalement applicable aux postes de travail actuels ou prochains du salarié dans l'entreprise bénéficiaire, et qui procure des qualifications largement transférables à d'autres entreprises ou à d'autres domaines de travail et améliore par conséquent substantiellement la possibilité du salarié d'être employé”.

26.

Conformément à l'article 4, paragraphes 2 et 3, les aides à la formation sont compatibles avec le marché commun si elles sont conformes aux intensités d'aide mentionnées dans cet article pour les coûts admissibles. Conformément au règlement, les intensités d'aide maximum pour les grandes entreprises situées dans des régions pouvant bénéficier d'aides régionales conformément à l'article 87, paragraphe 3, point c), du traité sont de 30 % pour la formation spécifique et de 55 % pour la formation générale.

27.

À ce stade de la procédure, la Commission exprime des doutes quant à la façon dont les autorités belges interprètent la définition de la formation générale par rapport à la formation spécifique. Il ne peut être exclu qu'elles aient appliqué au projet une définition trop large de la notion de formation générale.

28.

Les doutes de la Commission concernent notamment les postes “coûts des services de conseil” et “coûts de personnel hors ligne” (2). Au stade actuel de la procédure, la Commission ne dispose pas d'informations suffisantes sur le contenu précis de ces actions pour pouvoir déterminer quelle est la proportion appropriée de formation “générale” et de formation “spécifique”.

29.

D'après les autorités belges, le service Formation de Ford Genk estime qu'environ 70 % de cette formation est de nature générale. Néanmoins, conformément à l'article 4, paragraphe 5, du règlement, dans les cas où le projet comprend des éléments à la fois de formation spécifique et de formation générale qui ne peuvent être séparés aux fins du calcul de l'intensité de l'aide et dans les cas où le caractère spécifique ou général du projet d'aide à la formation ne peut être établi, ce sont les intensités définies pour la formation spécifique qui sont applicables.

30.

En outre, la Commission n'a reçu aucune indication supplémentaire permettant de penser que ces cours puissent être considérés comme de la formation générale, c'est-à-dire qu'ils sont organisés conjointement par plusieurs entreprises indépendantes ou que des salariés de différentes entreprises peuvent bénéficier de la formation. La Commission n'a pas non plus reçu d'informations indiquant que les cours sont reconnus, agréés ou validés par les pouvoirs publics. C'est pourquoi, au stade actuel de la procédure, la Commission doute que la formation relève de la définition de la formation spécifique figurant dans le règlement.

DÉCISION

31.

Compte tenu des considérations qui précèdent, la Commission a décidé d'engager la procédure prévue à l'article 88, paragraphe 2, du traité CE et elle enjoint à la Belgique de lui fournir, dans un délai d'un mois à compter de la réception de la présente, tous les documents, informations et données nécessaires pour apprécier la compatibilité de l'aide. Elle invite la Belgique à transmettre immédiatement copie de cette lettre au bénéficiaire potentiel de l'aide.

32.

La Commission rappelle à la Belgique l'effet suspensif de l'article 88, paragraphe 3, du traité CE et se réfère à l'article 14 du règlement (CE) no 659/1999 du Conseil, qui stipule que toute aide illégale pourra faire l'objet d'une récupération auprès de son bénéficiaire.

33.

Par la présente, la Commission avise la Belgique qu'elle informera les intéressés par la publication de la présente lettre et d'un résumé de celle-ci au Journal officiel de l'Union européenne. Elle informera également les intéressés dans les pays de l'AELE signataires de l'accord EEE par publication d'une communication dans le supplément EEE du Journal officiel, ainsi que l'autorité de surveillance de l'AELE, en lui envoyant une copie de la présente. Tous les intéressés susmentionnés seront invités à présenter leurs observations dans un délai d'un mois à compter de la date de cette publication.»

„Hierbij stelt de Commissie België ervan in kennis dat zij, na onderzoek van de door uw autoriteiten met betrekking tot de bovengenoemde steunmaatregel verstrekte inlichtingen, heeft besloten de procedure van artikel 88, lid 2, van het EG-Verdrag in te leiden.

PROCEDURE

1.

De voorgenomen steunmaatregel voor Ford in Genk is bij schrijven van 22 juni 2005 bij de Commissie aangemeld. De Commissie heeft om aanvullende inlichtingen verzocht bij schrijven van 27 juli 2005, waarop de Belgische autoriteiten hebben geantwoord bij een schrijven dat op 15 september 2005 werd geregistreerd.

BESCHRIJVING VAN HET PROJECT

2.

De steun zou worden verleend aan Ford-Werke GmbH in Genk, België, dat deel uitmaakt van de Ford Motor Company. De fabriek werd in 1964 in bedrijf gesteld en sedertdien werden ruim twaalf miljoen wagens geproduceerd. Eind 2003 vond — in het kader van een algemene herstructurering van Ford Europe — een aanzienlijke personeelsafvloeiing plaats, waarbij 3 000 personeelsleden op een totaal van 9 000 werknemers waren betrokken. Tegelijkertijd maakte de onderneming een investeringsprogramma bekend van ongeveer 700 miljoen EUR, dat hoofdzakelijk bestemd was voor een nieuw flexibel fabricagesysteem. Daarbij zou de traditionele productie van het model Mondeo worden aangevuld met de nieuwe versie van het model Galaxy en een derde wagen. Momenteel telt de fabriek 4 946 werknemers die in twee ploegen werken. Vorig jaar werden 207 163 wagens geproduceerd.

3.

De Belgische autoriteiten nemen zich voor opleidingssteun te verlenen ten bedrage van 12,28 miljoen EUR voor subsidiabele kosten die betrekking hebben op een periode van drie jaar, van 2004 tot 2006. De steun wordt toegekend in de vorm van een ad-hocsubsidie van de Vlaamse Gemeenschap. De totale subsidiabele kosten van het opleidingsproject bedragen 33,84 miljoen EUR.

4.

Volgens de door België verstrekte informatie omvat het voor steun in aanmerking komende programma de onderstaande specifieke opleidingsactiviteiten ten belope van 25,34 miljoen EUR:

consultancykosten: 0,88 miljoen EUR;

on-the-job training: 5,44 miljoen EUR;

slanke organisatie: 1,65 miljoen EUR;

off-line personeelskosten: 2,35 miljoen EUR;

„training enablers” (opleidingsruimten): 1,48 miljoen EUR;

„cascading” (cascadeproces): 1,6 miljoen EUR;

herstructurering: 4,47 miljoen EUR;

opstartkosten: 7,44 miljoen EUR.

5.

De uitgaven voor algemene opleidingsactiviteiten bedragen 8,5 miljoen EUR en omvatten de volgende kosten:

consultancykosten: 2,05 miljoen EUR;

off-line personeelskosten: 5,5 miljoen EUR;

personeelskosten van de dienst opleiding: 0,92 miljoen EUR.

BEOORDELING VAN DE STEUNMAATREGEL

6.

In dit stadium van de procedure is de Commissie van oordeel dat de desbetreffende maatregelen staatssteun vormen in de zin van artikel 87, lid 1, van het EG-Verdrag: de steun wordt verleend in de vorm van een subsidie van de Vlaamse regering en wordt derhalve met staatsmiddelen bekostigd. De steunmaatregelen zijn selectief omdat zij alleen op Ford Genk van toepassing zijn. Aangezien de maatregelen een belangrijk aandeel in de financiering van de opleiding vertegenwoordigen, valt te verwachten dat zij de mededinging binnen de Gemeenschap verstoren, doordat Ford Genk een voordeel ontvangt ten opzichte van andere ondernemingen waaraan geen steun wordt verleend. Ten slotte wordt de markt voor motorvoertuigen gekenmerkt door een intensief handelsverkeer tussen de lidstaten.

7.

België vecht geenszins aan dat de betwiste maatregelen staatssteun zijn en verzoekt dat deze maatregelen als opleidingssteun worden goedgekeurd.

8.

Het steunvoornemen moet worden getoetst aan Verordening (EG) nr. 68/2001 van de Commissie van 12 januari 2001 betreffende de toepassing van de artikelen 87 en 88 van het EG-Verdrag op opleidingssteun (3) (hierna „de verordening” te noemen). Volgens artikel 5 van de verordening is opleidingssteun niet automatisch vrijgesteld wanneer het bedrag dat voor één enkel opleidingsproject aan één onderneming wordt verleend meer dan 1 miljoen EUR bedraagt. Bijgevolg moet deze steun worden aangemeld en getoetst aan de verordening. De Commissie merkt op dat de voorgenomen steun in deze zaak 12,28 miljoen EUR bedraagt; dat de steun aan één enkele onderneming wordt uitgekeerd; en dat het opleidingsproject één enkel project is. Daarom is de Commissie van oordeel dat voor dit steunvoornemen de aanmeldingsverplichting geldt.

9.

Volgens artikel 3, lid 1, van de verordening, zijn individuele steunmaatregelen die aan alle voorwaarden van deze verordening voldoen, verenigbaar met de gemeenschappelijke markt in de zin van artikel 87, lid 3, onder c), van het Verdrag.

10.

In dit stadium van de procedure heeft de Commissie ernstige twijfel of het steunvoornemen op volgende punten aan de voorwaarden van de verordening voldoet: 1) de opvatting van de Belgische autoriteiten omtrent de kosten die als subsidiabel kunnen worden beschouwd en 2) de voorgestelde indeling bij algemene of specifieke opleiding.

I.   Subsidiabele kosten

11.

De Commissie merkt op dat in artikel 4, lid 7, van de verordening is bepaald welke kosten in aanmerking komen voor opleidingssteun:

(a)

de personeelskosten van de opleiders;

(b)

de verplaatsingskosten van de opleiders en degenen die de opleiding volgen;

(c)

andere lopende uitgaven voor materiaal en benodigdheden;

(d)

de afschrijving van werktuigen en uitrusting, in de mate waarin deze uitsluitend voor het opleidingsproject worden gebruikt;

(e)

de kosten van diensten inzake begeleiding en advisering met betrekking tot het opleidingsproject;

(f)

de personeelskosten van degenen die de opleiding volgen, ten belope van ten hoogste het totaal van de overige, in de punten a) tot en met e) bedoelde, in aanmerking komende kosten.

12.

België heeft een overzicht van de opleidingskosten ingediend waardoor de Commissie kon nagaan wat onder de voorgestelde subsidiabele kosten wordt verstaan. De totale subsidiabele kosten van het aangemelde opleidingsprogramma bedragen 33,84 miljoen EUR, waarvan 25,34 miljoen EUR bestemd is voor specifieke opleiding en 8,5 miljoen voor algemene opleiding. Volgens de door België verstrekte informatie liggen de personeelskosten van degenen die de opleiding volgen niet hoger dan het totaal van de overige subsidiabele kosten.

13.

In dit stadium van de procedure heeft de Commissie ernstige twijfel of een aantal van de door België voorgestelde uitgaven voldoen aan artikel 4, lid 7, van de verordening. In het bijzonder heeft de Commissie twijfel over de volgende kostenposten:

i)   „Training enablers” (opleidingsruimten)

14.

België beschrijft „Training enablers” als grote glazen lokalen met ruimten voor lectuur en sociale contacten. België stelt voor dat de afschrijving van de kosten voor deze ruimten als subsidiabel wordt beschouwd. In deze fase lijkt het evenwel twijfelachtig of gebouwen of andere soorten infrastructuur binnen de werkingssfeer van artikel 4, lid 7, onder d), van de verordening vallen, waarin alleen „werktuigen” en „uitrusting” worden vermeld. Voorts heeft België onvoldoende gegevens verstrekt met betrekking tot de mate waarin deze infrastructuur voor andere doeleinden dan opleiding zal worden gebruikt.

ii)   Personeelskosten van de dienst opleiding

15.

België stelt voor in deze kostenpost alle personeelskosten van de dienst opleiding van Ford Genk op te nemen. Volgens de Commissie is het twijfelachtig of dergelijke kosten binnen de werkingssfeer van artikel 4, lid 7, onder e), van de verordening vallen („de kosten van diensten inzake begeleiding en advisering met betrekking tot het opleidingsproject”).

16.

Aangezien een onderneming met de omvang van de begunstigde onderneming normaal gezien over een dienst opleiding beschikt die verantwoordelijk is voor het aanbieden en coördineren van de opleiding van het personeel, lijkt het op het eerste gezicht niet waarschijnlijk dat de begunstigde onderneming door het steunvoornemen extra stimulansen krijgt om haar eigen opleidingsaanbod te vergroten.

iii)   „Cascading” (cascadeproces)

17.

Volgens de aanmelding vindt er driemaal per jaar een bijeenkomst plaats waarop de directeur van de fabriek het personeel een korte uiteenzetting geeft over de tenuitvoerlegging van het „lean organisation”-systeem („FPS” — slanke organisatie) van Ford. In deze fase van de procedure heeft de Commissie ernstige twijfel of deze activiteit meer is dan een zuivere beheershandeling of aan een of andere opleidingsdoelstelling beantwoordt. Bijgevolg is het twijfelachtig of deze activiteit subsidiabel is in het kader van artikel 4, lid 7, van de verordening.

18.

Voorts rijst de vraag of de onderneming nood heeft aan staatssteun om een dergelijk cascadeproces ten uitvoer te leggen. Overeenkomstig artikel 87, lid 3, onder c), van het Verdrag is de noodzaak van de steun een voorwaarde om met de gemeenschappelijke markt verenigbaar te zijn. In deze zaak kan opleidingssteun worden gerechtvaardigd wanneer deze noodzakelijk is om de begunstigde onderneming de juiste stimulansen te geven om haar personeel een passende opleiding aan te bieden. Aangezien het cascadeproces deel lijkt uit te maken van de gebruikelijke beheershandelingen van Ford Genk, is de Commissie in deze fase van oordeel dat de noodzaak van de steun voor deze kostenpost onvoldoende is gestaafd.

iv)   Herstructurerings- en opstartkosten

19.

In de voorbije jaren heeft Ford Europe geprobeerd haar productiecapaciteit aan te passen aan een stagnerende vraag. Zo zijn bij Ford Genk in de periode van december 2003 tot april 2004 2 770 werknemers afgevloeid. Volgens de Belgische autoriteiten werd een aantal „belangrijke personeelsleden” verzocht om nog enkele extra weken of maanden in dienst te blijven en hun opvolgers op te leiden om de continuïteit van de productie en de kwaliteitszorg van de fabriek te garanderen. In deze fase betwijfelt de Commissie of deze kosten subsidiabel zijn overeenkomstig artikel 4, lid 7, van de verordening, aangezien deze uitsluitend lijken voort te vloeien uit de recente herstructurering van de fabriek.

20.

Voorts lijkt de kennisoverdracht naar jongere personeelsleden ook deel uit te maken van de kernactiviteiten van de onderneming omdat deze noodzakelijk is voor het overleven van de onderneming en voortvloeit uit de kerndoelstelling van de onderneming. Bijgevolg is de Commissie in deze fase van mening dat de steun voor opleiding in het kader van de herstructurering geen echte stimulansen lijkt te bieden voor de opleidingsactiviteiten van de onderneming.

21.

Hetzelfde geldt voor steun voor een startopleiding. Deze opleidingskosten zijn nodig voor de productie van nieuwe modellen in de fabriek, hetgeen een normaal en vaak voorkomend verschijnsel is in de auto-industrie en noodzakelijk is om concurrerend te blijven. Het lijkt dus dat de marktwerking alleen reeds voldoende zou zijn om de onderneming ertoe aan te zetten deze kosten te maken. Bijgevolg is de Commissie ook in dit opzicht van mening dat België de noodzaak van staatssteun onvoldoende heeft aangetoond.

v)   Uitgaven met betrekking tot 2004

22.

De Commissie stelt vast dat een gedeelte van de subsidiabele kosten, namelijk 12 243 705 EUR, uitgaven betreft die reeds in 2004 werden gemaakt. In de mate dat steun wordt benut ter dekking van vroegere uitgaven, is het twijfelachtig of deze steun een stimulans kan zijn voor de opleidingsactiviteiten van de onderneming in deze periode.

II.   Soort opleiding

23.

De Commissie wijst erop dat in artikel 4 van de verordening een onderscheid gemaakt wordt tussen specifieke en algemene opleiding.

24.

In artikel 2, onder d), wordt „specifieke opleiding” omschreven als „een opleiding die bestaat in onderricht dat direct en hoofdzakelijk op de huidige of toekomstige functie van de werknemer in de begunstigde onderneming gericht is, en door middel waarvan bekwaamheden worden verkregen die niet of slechts in beperkte mate naar andere ondernemingen of andere werkgebieden overdraagbaar zijn.”

25.

In artikel 2, onder e) wordt „algemene opleiding” omschreven als „een opleiding die bestaat in onderricht dat niet uitsluitend of hoofdzakelijk op de huidige of toekomstige functie van de werknemer in de begunstigde onderneming gericht is, maar door middel waarvan bekwaamheden worden verkregen die in ruime mate naar andere ondernemingen of werkgebieden overdraagbaar zijn, zodat de inzetbaarheid van de werknemer wordt verbeterd.”

26.

Opleidingssteun is volgens artikel 4, leden 2 en 3, verenigbaar met de gemeenschappelijke markt wanneer de daarin genoemde steunintensiteiten in verhouding tot de subsidiabele kosten worden nageleefd. Volgens de verordening bedragen de maximaal toegestane steunintensiteiten voor grote ondernemingen in gebieden die uit hoofde van artikel 87, lid 3, onder c), van het Verdrag voor steun in aanmerking komen, 30 % voor specifieke opleiding en 55 % voor algemene opleiding.

27.

In dit stadium van de procedure heeft de Commissie enige twijfel bij de manier waarop de Belgische autoriteiten de definitie van algemene versus specifieke opleiding interpreteren. Niet uit te sluiten valt dat in dit project een al te ruime definitie van „algemene opleiding” werd gehanteerd.

28.

De Commissie heeft in het bijzonder twijfel omtrent de opleidingsonderdelen „consultancykosten” en „off-line personeelskosten” (4). In deze fase beschikt de Commissie over onvoldoende gegevens met betrekking tot de precieze inhoud van deze activiteiten om het overeenkomstige deel „algemene” en „specifieke” opleiding te kunnen vaststellen.

29.

Volgens de Belgische autoriteiten raamt de dienst opleiding van Ford Genk dat ongeveer 70 % van deze opleiding als algemene opleiding kan worden beschouwd. Overeenkomstig artikel 4, lid 5, van de verordening zijn de steunintensiteiten die voor specifieke opleiding gelden, van toepassing, ingeval het steunproject zowel componenten van specifieke opleiding als componenten van algemene opleiding omvat die voor de berekening van de steunintensiteit niet van elkaar kunnen worden gescheiden en ingeval het specifieke dan wel algemene karakter van het opleidingsproject niet kan worden aangetoond.

30.

Bovendien heeft de Commissie geen verdere aanwijzingen ontvangen dat deze cursussen als algemene opleiding kunnen worden aangemerkt — dat deze cursussen dus door verschillende onafhankelijke ondernemingen gezamenlijk worden georganiseerd of ten goede kunnen komen aan werknemers van verschillende ondernemingen. Evenmin heeft de Commissie informatie ontvangen dat de cursussen worden erkend, gecertificeerd of gehomologeerd door een overheidsorgaan. Derhalve betwijfelt de Commissie — in dit stadium — dat de opleiding onder de definitie valt van algemene opleiding in de zin van de verordening.

BESLUIT

31.

Gelet op de bovenstaande overwegingen heeft de Commissie besloten de procedure van artikel 88, lid 2, van het EG-Verdrag in te leiden en maant zij België aan, haar binnen één maand na de datum van ontvangst van dit schrijven, alle documenten, inlichtingen en gegevens te verstrekken die nodig zijn om de verenigbaarheid van de steunmaatregel te beoordelen. Zij verzoekt België onverwijld een afschrift van dit schrijven aan de potentiële begunstigde van de steunmaatregel te doen toekomen.

32.

De Commissie wijst België op de schorsende werking van artikel 88, lid 3, van het EG-Verdrag. Zij verwijst naar artikel 14 van Verordening (EG) nr. 659/1999 van de Raad, volgens hetwelk elke onrechtmatige steun van de begunstigde kan worden teruggevorderd.

33.

Voorts deelt de Commissie België mee, dat zij de belanghebbenden van deze zaak in kennis zal stellen door dit schrijven en een samenvatting ervan in het Publicatieblad van de Europese Unie bekend te maken. Tevens zal zij de belanghebbenden in de EVA-staten die partij zijn bij de EER-Overeenkomst door de bekendmaking van een mededeling in het EER-Supplement van het Publicatieblad in kennis stellen, alsmede de Toezichthoudende Autoriteit van de EVA door haar een afschrift van dit schrijven toe te zenden. Alle bovengenoemde belanghebbenden zal worden verzocht hun opmerkingen te maken binnen één maand vanaf de datum van deze bekendmaking.»


(1)  JO L 10 du 13.1.2001, p. 20.

(2)  Cette considération s'appliquerait également au poste “coûts de personnel du service formation”, si ces coûts étaient éventuellement considérés comme admissibles en vertu de l'article 4, paragraphe 7, du règlement (voir section I ci-dessus).

(3)  PB L 10 van 13.1.2001, blz. 20.

(4)  Indien de „personeelskosten van de dienst opleiding” in aanmerking waren genomen als subsidiabele kosten overeenkomstig artikel 4, lid 7, van de verordening (zie afdeling I), dan zou voor deze kosten ook een soortgelijke opmerking kunnen worden gemaakt.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/21


Έγκριση των κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(2006/C 47/07)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:

Κράτος μέλος: Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία)

Αριθμός ενίσχυσης: N 144/2003

Τίτλος: Πρόγραμμα διακοπής δραστηριοτήτων αλιευτικών σκαφών 2003

Στόχος: Απόσυρση αλιευτικών σκαφών από τον στόλο για να μειωθεί η αλιευτική προσπάθεια στην αλιεία γάδου κατά 15-20 %

Νομική βάση: Statutory Instrument

Ένταση ή ποσό της ενίσχυσης: Οι αιτήσεις θα εξετασθούν με βάση ατομικές προσφορές κατόπιν διαγωνισμού και θα επιλεχθεί η πλέον συμφέρουσα προσφορά. Για σκάφη παλαιότερα των 10 ετών ισχύουν για την ενίσχυση τα όρια που προβλέπονται στον κανονισμό 2792/1999 επαυξημένα κατά 20 % ως πριμοδότηση διάλυσης. Για σκάφη ηλικίας κάτω των 10 ετών τα ανώτατα ποσά θα αυξηθούν κατά 1,5 % για κάθε έτος μέχρι τη συμπλήρωση των 10 ετών

Διάρκεια: 2003/2004

Άλλες πληροφορίες: Ετήσια έκθεση

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:

Κράτος μέλος: Ηνωμένο Βασίλειο (Σκωτία)

Αριθμός ενίσχυσης: N 155/2003

Τίτλος: Πρόγραμμα (αριθ. 2) 2003 για την αλιεία στη θάλασσα (προσωρινή ενίσχυση) (Σκωτία)

Στόχος: Παροχή οικονομικής αποζημίωσης σε σκάφη που πλήττονται από μειώσεις της αλιευτικής προσπάθειας σε αποθέματα γάδου της Βόρειας Θάλασσας

Νομική βάση: Scottish Statutory Instrument

Προϋπολογισμός: 10 εκατομμύρια GBP (περίπου 15 εκατομμύρια EUR)

Ένταση ή ποσό της ενίσχυσης: 142 GBP ανά Μονάδα Αλιευτικής Ικανότητας Σκάφους για σκάφη επιλέξιμα για όλη την περίοδο

Διάρκεια: 1 Μαρτίου — 31 Αυγούστου 2003

Άλλες πληροφορίες: Ετήσια έκθεση

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/

Ημερομηνία της απόφασης:

Κράτος μέλος: Ιρλανδία

Αριθμός ενίσχυσης: N 340/2001

Τίτλος: Φορολογικές εκπτώσεις για επενδύσεις στο στόλο αλιείας λευκόσαρκων ψαριών

Στόχος: Ενθάρρυνση των κεφαλαιουχικών επενδύσεων στο στόλο αλιείας λευκόσαρκων ψαριών

Νομική Βάση: Finance Act 2001

Προϋπολογισμός: Οι πραγματικές χρηματικές δαπάνες και τα οφέλη που θα προκύψουν από το καθεστώς θα εξαρτηθούν από το είδος και την κλίμακα του επενδυτικού σχεδίου, τη φορολογική κλίμακα στην οποία εφαρμόζεται η έκπτωση και το επίπεδο της χρηματοδότησης εκτός ενισχύσεων υπό μορφή επιχορήγησης

Ένταση ή ποσό της ενίσχυσης: Ποσά συνδρομής θεσπιζόμενα με βάση των κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2369/2002 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2002

Διάρκεια: Έτη 2001, 2002, 2003 και έως τις 3ης Σεπτεμβρίου 2004

Άλλες πληροφορίες: Ετήσια έκθεση

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Αριθμός ενίσχυσης: N 356/2003

Τίτλος: Προάσπιση των συμφερόντων του κλάδου της εκφόρτωσης αλιευτικών προϊόντων

Στόχος: Χρηματοδότηση μέτρων παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και προάσπισης των συμφερόντων του κλάδου της εκφόρτωσης αλιευτικών προϊόντων

Νομική βάση:

Instellingsverordening Productschap Vis

Verordening instelling van een fonds voor de aanvoersector

Προϋπολογισμός: Μεταξύ 50 000 και 100 000 EUR ετησίως

Διάρκεια: 2003 και επόμενα έτη

Μορφή και ένταση της παρέμβασης: Εντός των ορίων των ποσών που καθορίζονται από τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (ΕΕ C 19 της 20.01.2001, σ. 7)

Άλλες πληροφορίες: Ετήσια έκθεση

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:

Κράτος μέλος: Ισπανία

Αριθμός ενίσχυσης: N 574/2002

Τίτλος: Συμφωνία με το Μαρόκο — μετατροπή του αλιευτικού στόλου (Βαλένθια)

Στόχος: Προώθηση της μετατροπής των στόλων οι οποίοι εξαρτώντο, μέχρι το 1999, από την αλιευτική συμφωνία με το Μαρόκο

Νομική βάση: Orden de la Conselleria de Agricultura, Pesca y Alimentación por la que se establecen determinados requisitos y condiciones que afectan a la reconversión de los buques y pescadores por la finalización del Acuerdo de pesca con Marruecos

Προϋπολογισμός: 1 500 000 EUR

Ένταση της ενίσχυσης: Κριτήρια και κλίμακες που καθορίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2792/99 και 2561/2001 του Συμβουλίου

Διάρκεια: 2002-2003

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:

Κράτος μέλος: Ιταλία

Αριθμός ενίσχυσης: N 702/2002

Τίτλος: Ενέργειες των επαγγελματιών του κλάδου. Αλιευτικός κλάδος

Στόχος: Εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων στον τομέα των ενεργειών των επαγγελματιών του αλιευτικού κλάδου που έχουν ενταχθεί στο Κοινοτικό Πλάισιο Στήριξης

Νομική βάση: Circolare applicativa della normativa CE in materia di OO.PP. e Associazioni di OO.PP. (Ministero delle Politiche Agricole e Forestali)

Προϋπολογισμός: 5 286 000 EUR

Ένταση της ενίσχυσης: Σύμφωνα με τα ποσοστά που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/99 του Συμβουλίου

Διάρκεια: 2002-2006

Άλλες πληροφορίες: Ετήσια έκθεση

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης:

Κράτος μέλος: Πορτογαλία

Αριθμός ενίσχυσης: NN 92/2002

Τίτλος: Προσωρινή αναστολή της αλιείας σαρδέλλας — Τομέας της αλιείας

Στόχος: Αποζημίωση στους αλιείς και ιδιοκτήτες αλιευτικών σκαφών για την προσωρινή αναστολή της αλιείας σαρδέλλας (Sardina pilchardus) λόγω του απρόβλεπτου βιολογικού φαινομένου που σημειώθηκε στον βορρά (πρωτοφανής αφθονία ιχθυδίων σαρδελλών) και την συνακόλουθη απαγόρευση με σκοπό την ανάκαμψη της αναπαραγώγιμης βιομάζας

Νομική βάση: Portaria no. 123-B/2002, de 8 de Fevereiro, que estabelece o Regulamento de apoio à cessação temporária da actividade das embarcações de pesca dirigida à sardinha

Ένταση της ενίσχυσης: 1 200 000 EUR

Διάρκεια: Δύο μήνες του έτους 2002

Το πρωτότυπο κείμενο της απόφασης, από το οποίο αφαιρέθηκαν όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες, βρίσκεται στον ιστότοπο:

http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/sgb/state_aids/


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/23


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4095 — Deutsche Telekom/Corpus/Morgan Stanley/Sireo)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(2006/C 47/08)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 17 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία οι επιχειρήσεις Deutsche Telekom AG («DTAG», Γερμανία), Corpus Immobiliengruppe GmbH & Co. KG («Corpus», Γερμανία) και Morgan Stanley Bank AG («MSBAG», Γερμανία), που ανήκει στον όμιλο Morgan Stanley, αποκτούν με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου κοινό έλεγχο της υφιστάμενης κοινής επιχείρησης Sireo Real Estate Asset Management GmbH («Sireo», Γερμανία) στη νέα διευρυμένη μορφή της.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την DTAG: τηλεπικοινωνίες,

για την Corpus: διαχείριση στοιχείων ενεργητικού, υπηρεσίες ακινήτων και ανάπτυξη έργου,

για την MSBAG: χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες,

για την Sireo: αμοιβαία κεφάλαια επί ακινήτων και υπηρεσίες παροχής συμβουλών για αμοιβαία κεφάλαια επί ακινήτων.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4095 — Deutsche Telekom/Corpus/Morgan Stanley/Sireo. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΓΔ Ανταγωνισμού

Merger Registry

J-70

B-1049 Bruxelles.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/24


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4157-Wendel Investissement/Groupe Materis)

(2006/C 47/09)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 17 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Wendel Investissement SA (Wendel, Γαλλία) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Materis Holding Luxemburg SA συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών της (Materis, Λουξεμβούργο) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Wendel: εταιρεία χαρτοφυλακίου με δραστηριότητες ιδίως στον τομέα του ελέγχου και πιστοποίησης προϊόντων και διαδικασιών μέσω της θυγατρικής Bureau Veritas,

για την Materis: προϊόντα για την κατασκευαστική βιομηχανία.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) του Συμβουλίου αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4157-Wendel Investissement/Groupe Materis. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΓΔ Ανταγωνισμού

Merger Registry

J-70

B-1049 Bruxelles


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/25


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4104 — Aker Yards/Chantiers de l'Atlantique)

(2006/C 47/10)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Aker Yards France Holding AS, που ανήκει πλήρως στην Aker Yards ASA («Aker Yards»), η οποία ελέγχεται από το νορβηγικό όμιλο Aker ASA («Aker ASA»), αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο των περισσότερων από τα στοιχεία ενεργητικού και τις δραστηριότητες της γαλλικής επιχείρησης Chantiers de l'Atlantique, θυγατρικής και πλήρους ιδιοκτησίας της Alstom Holdings, που με τη σειρά της είναι θυγατρική ανήκουσα πλήρως στην ιδιοκτησία της Alstom SA (Γαλλία), με αγορά μετοχών σε νεοδημιουργηθείσα εταιρεία.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Aker Yards: διεθνής ναυπηγικός όμιλος με δραστηριότητες επικεντρωμένες σε εξειδικευμένους τύπους σκαφών, συμπεριλαμβανομένων κρουαζιερόπλοιων και οχηματαγωγών,

για την Aker ASA: βιομηχανικός όμιλος με ευρείες δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο, ο οποίος δραστηριοποιείται στη ναυπηγική βιομηχανία μέσω των επιχειρήσεων Aker Yards και Aker American Shipping,

για την Chantiers de l'Atlantique: γαλλικά ναυπηγεία με δραστηριότητες επικεντρωμένες σε ναυπηγικές εργασίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατασκευή κρουαζιερόπλοιων, δεξαμενόπλοιων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και πολεμικών πλοίων. Μέσω της θυγατρικής της AMR, δραστηριοποιείται επίσης στην κατασκευή τροχόσπιτων και πλαισίων για βιομηχανικές μηχανές.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4104 — Aker Yards/Chantiers de l'Atlantique. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΓΔ Ανταγωνισμού

Merger Registry

J-70

B-1049 Bruxelles


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/26


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4131 — Bain Capital/Texas Instruments)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(2006/C 47/11)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Bain Capital Investors, LLC («Bain», ΗΠΑ) αποκτά, με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου, τον αποκλειστικό έλεγχο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αισθητήρων και ελέγχων της εταιρείας Texas Instruments Inc. (ΗΠΑ) με αγορά μετοχών και στοιχείων του ενεργητικού.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Bain: επενδύσεις ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων,

για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες αισθητήρων και ελέγχων της Texas Instruments Inc.: αισθητήρες και όργανα ελέγχου.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4131 — Bain Capital/Texas Instruments. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΓΔ Ανταγωνισμού

Merger Registry

J-70

B-1049 Bruxelles.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.


Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/27


Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση για μια απόφαση-πλαίσο του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις [COM (2005) 475 τελικό]

(2006/C 47/12)

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 286,

το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 8,

την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

την αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

I.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Αίτηση προς τον ΕΕΠΔ για παροχή συμβουλών

1.

Η πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις διαβιβάσθηκε από την Επιτροπή στον ΕΕΠΔ με επιστολή στις 4 Οκτωβρίου 2005. Ο ΕΕΠΔ θεωρεί την επιστολή αυτή ως αίτηση παροχής συμβουλών προς τα όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 45/2001/ΕΚ. Κατά τον ΕΕΠΔ, η παρούσα γνωμοδότηση θα πρέπει να αναφέρεται στο προοίμιο της απόφασης-πλαισίου.

Η σημασία της παρούσας πρότασης

2.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει τη σημασία της παρούσας πρότασης από την άποψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν. Η έγκριση της πρότασης θα αποτελούσε ένα αξιόλογο βήμα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε ένα σημαντικό τομέα στον οποίο απαιτείται ιδιαίτερα ένας συνεκτικός και αποτελεσματικός μηχανισμός για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι η σημασία της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ως στοιχείου της βαθμιαίας εγκαθίδρυσης ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, αυξάνεται διαρκώς. Με το Πρόγραμμα της Χάγης εισήχθη η αρχή της διαθεσιμότητας ώστε να βελτιωθεί η διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της ποινικής καταστολής. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα της Χάγης (1), το γεγονός και μόνο ότι οι πληροφορίες διαπερνούν τα σύνορα δεν θα πρέπει να είναι πλέον καθοριστικό. Η εισαγωγή της αρχής της διαθεσιμότητας απηχεί μια γενικότερη τάση διευκόλυνσης της ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της ποινικής καταστολής [βλ., λ.χ., τη λεγόμενη Σύμβαση Prüm (2), όπως υπεγράφη από επτά κράτη μέλη, και τη σουηδική πρόταση για απόφαση-πλαίσιο για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών της ποινικής καταστολής (3)]. Η εντελώς πρόσφατη έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη φύλαξη των δεδομένων επικοινωνίας (4) μπορεί να ειδωθεί από την ίδια οπτική γωνία. Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν τη θέσπιση νομοθετήματος που θα εγγυάται την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση κοινά πρότυπα.

4.

Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι το παρόν γενικό πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων στον τομέα αυτό είναι ανεπαρκές. Κατά πρώτο λόγο, η οδηγία 95/46/ΕΚ δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που εξέρχονται του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι προβλεπόμενες στον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας). Μολονότι στα περισσότερα κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής της εναρμονιστικής νομοθεσίας είναι ευρύτερο από εκείνο που προβλέπει η ίδια η οδηγία και δεν αποκλείει την επεξεργασία δεδομένων για τους σκοπούς της ποινικής καταστολής, υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών. Κατά δεύτερο λόγο, η Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης (5), η οποία δεσμεύει όλα τα κράτη μέλη, δεν παρέχει την απαιτούμενη ακρίβεια όσον αφορά την προστασία, όπως είχε αναγνωρισθεί ήδη κατά το χρόνο θέσπισης της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Κατά τρίτο λόγο, καμία από τις δύο αυτές νομοθετικές πράξεις δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών αρχών (6).

Μια συμβολή για την επιτυχία της ίδιας της συνεργασίας

5.

Η αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι μόνο σημαντική για τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα, αλλά συμβάλλει και στην επιτυχία της ίδιας της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Τα δύο αυτά δημόσια συμφέροντα αλληλεξαρτώνται από πολλές απόψεις.

6.

Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα περί ου ο λόγος δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι συχνά ευαίσθητα και έχουν αποκτηθεί από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές έπειτα από έρευνα σχετικά με πρόσωπα. Η προθυμία για ανταλλαγή των δεδομένων αυτών με τις αρχές άλλων κρατών μελών θα αυξηθεί εάν η αρμόδια αρχή είναι βέβαιη για το επίπεδο της προστασίας στο εκάστοτε άλλο κράτος μέλος. Ο ΕΕΠΔ αναφέρει ως σημαντικά στοιχεία της προστασίας των δεδομένων την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια των δεδομένων και τους περιορισμούς της πρόσβασης σε αυτά και της περαιτέρω χρήσης τους.

7.

Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο προστασίας δεδομένων μπορεί να εξασφαλίσει την ακρίβεια και την αξιοπιστία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν πρόκειται για ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ αστυνομικών ή/και δικαστικών αρχών η ακρίβεια και η αξιοπιστία των δεδομένων αυτών έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ιδίως από τη στιγμή κατά την οποία, λόγω διαδοχικών ανταλλαγών και επαναδιαβίβασης δεδομένων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου, τα δεδομένα υποβάλλονται τελικά σε επεξεργασία μακριά από την πηγή τους και εκτός του πλαισίου αρχικής συλλογής και χρήσης τους. Κατά κανόνα, οι αρχές λήψης των δεδομένων αγνοούν τις συντρέχουσες περιστάσεις και πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στα δεδομένα αυτά καθεαυτά.

8.

Η εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό και δικαστικό τομέα — περιλαμβανομένων εγγυήσεων για την προστασία των δεδομένων αυτών — μπορεί συνεπώς να αυξήσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη καθώς και την αποτελεσματικότητα της ίδιας της ανταλλαγής.

Σεβασμός των αρχών της προστασίας των δεδομένων, σε συνδυασμό με ένα πρόσθετο σύνολο κανόνων

9.

Η σκοπιμότητα και η σημασία της παρούσας πρότασης έχουν τονισθεί επανειλημμένα. Κατά την εαρινή διάσκεψη στην Κρακοβία τον Απρίλιο του 2005, οι Ευρωπαϊκές Αρχές Προστασίας Δεδομένων εξέδωσαν μια διακήρυξη και μία έγγραφη τοποθέτηση, ζητώντας τη θέσπιση νέου νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων εφαρμοστέου στις δραστηριότητες του τρίτου πυλώνα. Το νέο αυτό πλαίσιο δεν θα πρέπει μόνο να σέβεται τις αρχές της προστασίας των δεδομένων όπως καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ — έχει σημασία να εξασφαλισθεί η συνοχή της προστασίας των δεδομένων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — αλλά επίσης να προβλέπει ένα πρόσθετο σύνολο κανόνων που να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη φύση του τομέα της ποινικής καταστολής (7). Ο ΕΕΠΔ σημειώνει με ικανοποίηση το γεγονός ότι η παρούσα πρόταση λαμβάνει ως αφετηρία τα ανωτέρω σημεία: σέβεται τις αρχές της προστασίας δεδομένων όπως καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ και περιέχει ένα πρόσθετο σύνολο κανόνων.

10.

Στην παρούσα γνωμοδότηση θα αναλυθεί σε ποιο βαθμό το αποτέλεσμα είναι αποδεκτό από την άποψη της προστασίας των δεδομένων, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του ειδικού πλαισίου της προστασίας των δεδομένων στον τομέα της ποινικής καταστολής. Αφενός τα σχετικά δεδομένα είναι συχνά ευαίσθητα (βλ. σημείο 6 της παρούσας γνωμοδότησης) και αφετέρου υφίσταται ισχυρή πίεση για πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, προς το σκοπό της αποτελεσματικής ποινικής καταστολής, που είναι δυνατόν να περιλαμβάνει την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων. Κατά τον ΕΕΠΔ, οι κανόνες προστασίας των δεδομένων θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις δικαιολογημένες ανάγκες της ποινικής καταστολής, αλλά θα πρέπει επίσης να προστατεύουν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έναντι της αδικαιολόγητης επεξεργασίας και πρόσβασης. Το αποτέλεσμα των εργασιών του ευρωπαίου νομοθέτη, για να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να απηχεί το σεβασμό δύο δυνητικά αντίθετων δημόσιων συμφερόντων. Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ επαναλαμβάνει ότι αρκετά συχνά τα συμφέροντα αυτά αλληλεξαρτώνται.

Το πλαίσιο του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

11.

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η παρούσα πρόταση εμπίπτει στον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το λεγόμενο τρίτο πυλώνα. Η παρέμβαση του ευρωπαίου νομοθέτη υποβάλλεται σε σαφείς περιορισμούς: περιορισμούς των νομοθετικών εξουσιών της Ένωσης στα θέματα που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31, περιορισμούς όσον αφορά τη νομοθετική διαδικασία, που δεν περιλαμβάνει πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και περιορισμούς όσον αφορά το δικαστικό έλεγχο, δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 35 ΣΕΕ δεν είναι πλήρεις. Οι εν λόγω περιορισμοί επιβάλλουν ακόμη προσεκτικότερη ανάλυση του κειμένου της πρότασης.

II.   ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΔΙΩΝ ΤΟΥ SIS II ΚΑΙ ΤΟΥ VIS

II.1.   Η αρχή της διαθεσιμότητας

12.

Η πρόταση συνδέεται στενά με την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας [COM(2005) 490 τελικό]. Η τελευταία αυτή πρόταση αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της διαθεσιμότητας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους για την καταπολέμηση του εγκλήματος θα παρέχονται στις αντίστοιχες αρχές των άλλων κρατών μελών. Θα πρέπει να οδηγήσει στην κατάργηση των εσωτερικών συνόρων για την ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών, με την υπαγωγή της ανταλλαγής πληροφοριών σε ενιαίους όρους για το σύνολο της Ένωσης.

13.

Η στενή σχέση μεταξύ των δύο προτάσεων απορρέει από το γεγονός ότι οι χρήσιμες για την ποινική καταστολή πληροφορίες περιλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Δεν είναι δυνατόν να θεσπισθεί νομοθεσία σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της ποινικής καταστολής χωρίς να διασφαλισθεί κατάλληλη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν μια παρέμβαση στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων για την ανταλλαγή των σχετικών πληροφοριών, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ρυθμίζεται αποκλειστικά από την εθνική νομοθεσία. Είναι πλέον έργο των ευρωπαϊκών οργάνων να εξασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά μήκος της εδαφικής κυριαρχίας μιας Ένωσης χωρίς εσωτερικά σύνορα. Η αποστολή αυτή αναφέρεται ρητά στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) ΣΕΕ και αποτελεί συνέπεια της υποχρέωσης της Ένωσης να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα (άρθρο 6 ΣΕΕ). Επιπλέον:

Στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της παρούσας πρότασης αναφέρεται ρητά ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον ούτε να περιορίζουν ούτε να απαγορεύουν τη διασυνοριακή κυκλοφορία πληροφοριών για λόγους που συνδέονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Η πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας περιέχει διάφορες παραπομπές στην παρούσα πρόταση.

14.

Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι η απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας θα πρέπει να εκδοθεί μόνο με την προϋπόθεση ότι θα έχει εκδοθεί απόφαση-πλαίσιο σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ωστόσο, η παρούσα πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων ενέχει αυτοτελή αξία και είναι αναγκαία ανεξάρτητα από τη θέσπιση νομοθετικής πράξης για τη διαθεσιμότητα. Αυτό τονίσθηκε στο τμήμα Ι της παρούσας γνωμοδότησης.

15.

Βάσει των ανωτέρω, ο ΕΕΠΔ θα αναλύσει τις δύο προτάσεις σε δύο χωριστές γνωμοδοτήσεις. Υπάρχει επίσης ένας πρακτικός λόγος για αυτό. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι οι προτάσεις θα εξετασθούν από κοινού και με την ίδια επιμέλεια από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

II.2.   Διατήρηση δεδομένων

16.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2005 ο ΕΕΠΔ παρουσίασε τη γνωμοδότησή του όσον αφορά την πρόταση για μια οδηγία σχετική με τη διατήρηση των δεδομένων επικοινωνίας (8). Στη γνωμοδότηση αυτή επισήμανε ορισμένες σημαντικές ελλείψεις της πρότασης και πρότεινε να προστεθούν στην οδηγία ειδικές διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών στα δεδομένα κίνησης και θέσης και την περαιτέρω χρήση των δεδομένων αυτών καθώς και να περιληφθούν πρόσθετες εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων. Το κείμενο της οδηγίας, όπως εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, περιέχει μια περιορισμένη — αλλά σε καμία περίπτωση επαρκή — διάταξη σχετικά με την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων καθώς και μια ακόμη ανεπαρκέστερη διάταξη σχετικά με την πρόσβαση, η οποία παραπέμπει τη λήψη μέτρων για την πρόσβαση στα φυλασσόμενα δεδομένα στην εθνική νομοθεσία, με την επιφύλαξη σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

17.

Η έγκριση της οδηγίας για τη φύλαξη των δεδομένων επικοινωνίας καθιστά ακόμη περισσότερο επείγουσα τη θέσπιση νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων στον τρίτο πυλώνα. Με την έκδοση της οδηγίας αυτής, ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και Διαδικτύου να φυλάσσουν τα δεδομένα για σκοπούς ποινικής καταστολής, χωρίς τις αναγκαίες και κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία του υποκείμενου των δεδομένων. Εξακολουθεί να υπάρχει κενό στην προστασία, δεδομένου ότι η οδηγία δεν ρυθμίζει (επαρκώς) την πρόσβαση στα δεδομένα, ούτε τη μεταγενέστερη χρήση τους μετά την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών ποινικής καταστολής σε αυτά.

18.

Η παρούσα πρόταση καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το κενό αυτό, δεδομένου ότι εφαρμόζεται στην περαιτέρω χρήση των δεδομένων μετά την πρόσβαση των αρχών επιβολής του νόμου σε αυτά. Ο ΕΕΠΔ εκφράζει πάντως τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ούτε η παρούσα πρόταση ρυθμίζει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά. Αντίθετα με όσα προβλέπονται για τα συστήματα SIS II και VIS (βλ. σημείο II.3 της παρούσας γνωμοδότησης), το θέμα αυτό επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη.

II.3.   Επεξεργασία στο πλαίσιο των SIS II και VIS

19.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί ήδη ή αναπτύσσει διάφορα συστήματα πληροφοριών ευρείας κλίμακας (Eurodac, SIS II, VIS) και επιδιώκει το συντονισμό μεταξύ των συστημάτων αυτών. Παρατηρείται επίσης αυξανόμενη τάση για παροχή μεγαλύτερης πρόσβασης στα συστήματα αυτά στο πλαίσιο της ποινικής καταστολής. Αυτές οι εκτεταμένες εξελίξεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, σύμφωνα με το Πρόγραμμα της Χάγης, την ανάγκη «να επιτευχθεί η ορθή ισορροπία μεταξύ των στόχων επιβολής του νόμου και της διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων».

20.

Ο ΕΕΠΔ, στη γνωμοδότησή του της 19ης Οκτωβρίου 2005 όσον αφορά τις προτάσεις για ένα Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν Δεύτερης Γενεάς (SIS-II) (9), υπογράμμισε ορισμένα στοιχεία σχετικά με την ταυτόχρονη εφαρμογή γενικών κανόνων (lex generalis) και ειδικότερων κανόνων (lex specialis) για την προστασία των δεδομένων. Η παρούσα πρόταση μπορεί να θεωρηθεί ως lex generalis, δεδομένου ότι αντικαθιστά τη Σύμβαση αριθ. 108 στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα (10).

21.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι η πρόταση καθιερώνει επίσης ένα πλαίσιο προστασίας των δεδομένων γενικό, σε σχέση προς ειδικά νομοθετηματα, όπως, λ.χ., το τμήμα του SIS II που υπάγεται στον τρίτο πυλώνα και την πρόσβαση των αρχών ποινικής καταστολής στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις. (11)

III.   Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

III.1.   Κοινά πρότυπα εφαρμοστέα σε οποιαδήποτε επεξεργασία

Εισαγωγικό σημείο

22.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της πρότασης, σκοπός της είναι να καθορίσει κοινά πρότυπα για τη διασφάλιση της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Το άρθρο 1 παράγραφος 1 θα πρέπει να συνδυασθεί με το άρθρο 3 παράγραφος 1, όπου αναφέρεται ότι η εν λόγω πρόταση εφαρμόζεται στην (…) επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (…) από αρμόδια αρχή για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων.

23.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προτεινόμενη απόφαση-πλαίσιο έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά: καθορίζει κοινά πρότυπα και εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε επεξεργασία για το σκοπό της επιβολής του ποινικού δικαίου, ακόμη και αν τα σχετικά δεδομένα δεν έχουν διαβιβασθεί ή τεθεί στη διάθεση των αρμόδιων αρχών από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

24.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει τη σημασία των δύο αυτών κύριων χαρακτηριστικών. Η φιλοδοξία της παρούσας πρότασης θα πρέπει να είναι να θεσπίσει ένα πλαίσιο προστασίας των δεδομένων που να συμπληρώνει πλήρως το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο στον πρώτο πυλώνα. Μόνο εφόσον συντρέξει αυτή η προϋπόθεση θα εκπληρώσει απολύτως η Ευρωπαϊκή Ένωση την υποχρέωσή της δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2 ΣΕΕ να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΑΔ.

Κοινά πρότυπα

25.

Όσον αφορά το πρώτο χαρακτηριστικό: η παρούσα πρόταση έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ότι οι ισχύουσες αρχές της προστασίας των δεδομένων θα εφαρμόζονται σε θέματα του τρίτου πυλώνα. Επιπλέον, παρέχει κοινά πρότυπα με τα οποία προσδιορίζονται λεπτομερέστερα οι αρχές αυτές, ενόψει της εφαρμογής τους στον τομέα αυτό. Ο ΕΕΠΔ τονίζει τη σημασία αυτών των πτυχών της πρότασης, που εκφράζουν την ιδιαίτερη και ευαίσθητη φύση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον εν λόγω τομέα. Ο ΕΕΠΔ εκτιμά ιδιαίτερα την εισαγωγή της αρχής που συνίσταται στη διάκριση μεταξύ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατηγοριών προσώπων, ως ειδική αρχή της προστασίας των δεδομένων στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, επιπλέον των υφιστάμενων αρχών της προστασίας των δεδομένων (άρθρο 4 παράγραφος 4). Κατά τον ΕΕΠΔ, η αρχή αυτή καθεαυτή και οι νομικές συνέπειές της για το υποκείμενο των δεδομένων θα έπρεπε να προσδιορισθούν ακόμη περισσότερο (βλ. σημεία 88-92 της παρούσας γνωμοδότησης).

26.

Αφενός οι κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται σε διάφορες καταστάσεις και κατά συνέπεια δεν μπορούν να είναι υπερβολικά λεπτομερείς. Αφετέρου πρέπει να παρέχουν στον πολίτη την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου καθώς και επαρκή προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν. Κατά τον ΕΕΠΔ η ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών δυνητικά συγκρουόμενων νομοθετικών απαιτήσεων έχει γενικά επιτευχθεί στην πρόταση. Οι διατάξεις είναι ελαστικές στις περιπτώσεις που αυτό είναι ανανγκαίο, αλλά στα περισσότερα θέματα είναι αρκετά ακριβείς ώστε να προστατεύουν τον πολίτη.

27.

Σε ορισμένα σημεία πάντως η πρόταση είναι υπέρ το δέον ελαστική και δεν προσφέρει τις αναγκαίες εγγυήσεις. Στο άρθρο 7 παράγραφος 1, λ.χ., η πρόταση προβλέπει γενική εξαίρεση από τις εγγυήσεις, απλώς με τη διατύπωση «εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη στο εθνικό δίκαιο». Η εισαγωγή τόσο ευρείας διακριτικής ευχέρειας διατήρησης των δεδομένων πέρα από το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για τους επιδιωκόμενους σκοπούς δεν θα ήταν μόνο αντίθετη προς το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας των δεδομένων, αλλά επίσης θα έθιγε τη βασική ανάγκη εναρμόνισης της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

28.

Οι εξαιρέσεις, εφόσον απαιτούνται, θα πρέπει να περιορισθούν στις — εθνικές ή ευρωπαϊκές — νομοθετικές διατάξεις, που θεσπίζονται για την προστασία ειδικών δημόσιων συμφερόντων. Το άρθρο 7 παράγραφος 1 θα πρέπει να αναφέρει τα εν λόγω δημόσια συμφέροντα.

29

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ένα άλλο θέμα. Εφόσον οποιαδήποτε άλλη ειδική νομοθετική πράξη δυνάμει του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ προβλέπει λεπτομερέστερους όρους ή περιορισμούς για την επεξεργασία των δεδομένων ή την πρόσβαση σε αυτά, θα πρέπει να εφαρμόζεται αυτή η ειδικότερη νομοθεσία ως lex specialis. Το άρθρο 17 της παρούσας πρότασης προβλέπει παρεκκλίσεις από τα άρθρα 12, 13, 14 και 15 όταν ειδική νομοθεσία δυνάμει του Τίτλου VI θεσπίζει ειδικότερους όρους για τη διαβίβαση των δεδομένων. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει το γενικό χαρακτήρα της πρότασης (όπως εξηγείται ανωτέρω), αλλά δεν καλύπτει όλες τις υποθέσεις. Κατά τον ΕΕΠΔ, το άρθρο 17 θα πρέπει:

να διατυπωθεί γενικότερα: εάν υπάρχει ειδικότερη νομοθεσία που διέπει οποιαδήποτε πτυχή της επεξεργασίας των δεδομένων (και όχι μόνο τη διαβίβαση των δεδομένων), εφαρμόζεται η ειδική νομοθεσία,

να περιέχει τη διασφάλιση ότι οι παρεκκλίσεις δεν επιτρέπεται να οδηγούν σε χαμηλότερο επίπεδο προστασίας.

Εφαρμοστέα σε οποιαδήποτε επεξεργασία

30.

Όσον αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό: το ιδεώδες θα ήταν να καλύπτεται οποιαδήποτε συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα.

31.

Είναι βασικό για την επίτευξη του στόχου αυτού να καλύπτει η απόφαση-πλαίσιο όλα τα δεδομένα που επεξεργάζονται αστυνομικές και δικαστικές αρχές, ακόμη και όταν δεν διαβιβάζονται ούτε καθίστανται διαθέσιμα από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

32.

Αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο για το λόγο ότι οποιοσδήποτε περιορισμός στα δεδομένα που διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή τίθενται στη διάθεσή τους θα καθιστούσε ιδιαίτερα ανασφαλές και αβέβαιο το πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου, πράγμα που θα ήταν αντίθετο προς το βασικό στόχο της (12). Το αποτέλεσμα θα έθιγε την ασφάλεια δικαίου των ατόμων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων — κατά τη συλλογή ή επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — εάν τα εν λόγω δεδομένα θα αποτελέσουν το αντικείμενο ανταλλαγής με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Ο ΕΕΠΔ αναφέρεται εν προκειμένω στην αρχή της διαθεσιμότητας και στην κατάργηση των εσωτερικών συνόρων για την ανταλλαγή δεδομένων στον τομέα της ποινικής καταστολής.

33.

Τέλος, ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι η πρόταση δεν εφαρμόζεται:

στην επεξεργασία στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της Συνθήκης ΕΕ (κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας),

στην επεξεργασία δεδομένων από τις υπηρεσίες πληροφοριών και στην πρόσβαση των εν λόγω υπηρεσιών στα δεδομένα αυτά όταν υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές ή άλλους φορείς (βλ. άρθρο 33 ΣΕΕ).

Στους τομείς αυτούς η εθνική νομοθεσία πρέπει να παρέχει επαρκή προστασία στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα. Το κενό αυτό της προστασίας σε επίπεδο ΕΕ πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της πρότασης (13): δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν όλες οι επεξεργασίες στο πεδίο της ποινικής καταστολής, ο νομοθέτης πρέπει να εξασφαλίσει ακόμη αποτελεσματικότερη προστασία στους τομείς που καλύπτονται πράγματι από την πρόταση.

III.2.   Η νομική βάση

34.

Στο αιτιολογικό της πρότασης απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας αναφέρεται μια ειδική νομική βάση και συγκεκριμένα το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β). Αντιθέτως, στην παρούσα πρόταση δεν προσδιορίζεται ποιες διατάξεις του άρθρου 30 ή του άρθρου 31 αποτελούν τη νομική βάση.

35.

Μολονότι δεν είναι έργο του ΕΕΠΔ ως συμβούλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα νομοθεσίας να επιλέγει τη νομική βάση μιας πρότασης, είναι χρήσιμο να υποθέσουμε ότι και η παρούσα πρόταση θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β). Επιπλέον, θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ΣΕΕ και θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης, στο σύνολό της, σε εγχώριες περιπτώσεις, εφόσον αυτό απαιτείται για τη βελτίωση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Εν προκειμένω ο ΕΕΠΔ τονίζει και πάλι ότι όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, αποθηκεύονται, υποβάλλονται σε επεξεργασία ή αναλύονται για τους σκοπούς της ποινικής καταστολής μπορούν, ιδίως βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας, να αποτελέσουν το αντικείμενο ανταλλαγής με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους.

36.

Ο ΕΕΠΔ συμμερίζεται την άποψη ότι τα άρθρα 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ΣΕΕ παρέχουν νομική βάση για κανόνες στον τομέα της προστασίας των δεδομένων που δεν περιορίζονται στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία ανταλλάσσονται πραγματικά μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, αλλά εφαρμόζονται επίσης σε εγχώριες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα:

Το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β), που μπορεί να χρησιμεύσει ως νομική βάση για κανόνες σχετικούς με τη συλλογή, την αποθήκευση, την επεξεργασία, την ανάλυση και την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, δεν περιορίζεται στις πληροφορίες που έχουν τεθεί στη διάθεση άλλων κρατών μελών ή διαβιβασθεί σε αυτά. Ο μόνος περιορισμός που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) αφορά τη σημασία των πληροφοριών αυτών για την αστυνομική επεξεργασία.

Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, το άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) είναι ακόμη σαφέστερο, δεδομένου ότι η από κοινού δράση περιλαμβάνει την «εξασφάλιση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, στο βαθμό που είναι αναγκαίο για τη βελτίωση της εν λόγω συνεργασίας».

Από την υπόθεση Pupino (14) προκύπτει ότι το Δικαστήριο εφαρμόζει τις αρχές του κοινοτικού δικαίου σε θέματα του τρίτου πυλώνα. Η σχετική νομολογία αντικατοπτρίζει την εξέλιξη από την απλή συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα προς ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ανάλογο με την εσωτερική αγορά που έχει εγκαθιδρυθεί με τη Συνθήκη ΕΚ.

Κατά τον ΕΕΠΔ, η αρχή της αποτελεσματικότητας σημαίνει ότι η Συνθήκη δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να κωλύονται τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους. Μεταξύ των καθηκόντων αυτών περιλαμβάνεται η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Όπως έχει αναφερθεί ήδη, ο περιορισμός στις διασυνοριακές δράσεις δεν θα ήταν σύμφωνος προς τις συνέπειες τις αρχής της διαθεσιμότητας και θα έθιγε την ασφάλεια δικαίου των ατόμων.

37.

Ο ΕΕΠΔ εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή στην ανταλλαγή δεδομένων με τρίτες χώρες. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλεγόμενα και υποβαλλόμενα σε επεξεργασία σε τρίτες χώρες, τα οποία τους διαβιβάζονται για τους σκοπούς της ποινικής καταστολής, και διαβιβάζουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλέξει ή/και επεξεργασθεί στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και σε διεθνείς φορείς.

38.

Τα άρθρα 30 και 31 ΣΕΕ δεν απαιτούν διαφορετική μεταχείριση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν συλλέξει οι αρχές τρίτων χωρών από εκείνα τα οποία συνέλεξαν αρχικά οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Τα δεδομένα που προέρχονται από τρίτες χώρες, από τη στιγμή που θα ληφθούν, πρέπει να τηρούν τα ίδια πρότυπα με τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί σε ένα κράτος μέλος. Ωστόσο, η ποιότητα των δεδομένων δεν μπορεί να εξασφαλισθεί πάντοτε (το στοιχείο αυτό θα εξετασθεί στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας γνωμοδότησης).

39.

Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προς τρίτες χώρες δεν εμπίπτει υπό στενή έννοια στο πεδίο εφαρμογής του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ. Εάν, ωστόσο, μπορούσαν να διαβιβασθούν δεδομένα σε τρίτες χώρες χωρίς να εξασφαλίζεται η προστασία του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, θα θιγόταν σοβαρά η προστασία που προβλέπει η παρούσα πρόταση εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τους λόγους που αναφέρονται στο Τμήμα III.4 της παρούσας γνωμοδότησης. Εν συντομία:

Τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως διασφαλίζονται από την παρούσα πρόταση, θα θίγονταν άμεσα εάν η διαβίβαση προς τρίτες χώρες δεν διεπόταν από τους κανόνες της προστασίας δεδομένων.

Θα υπήρχε κίνδυνος κατάργησης των αυστηρών προτύπων της προστασίας δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

40.

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εφαρμογή των κοινών κανόνων περί προστασίας των δεδομένων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανταλλάσσονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών με τις αρχές τρίτων χωρών και διεθνείς οργανισμούς είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότητα των κοινών κανόνων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και συνεπώς απαραίτητη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Τα άρθρα 30 και 31 ΣΕΕ παρέχουν την κατάλληλη νομική βάση.

III.3.   Ειδικές παρατηρήσεις σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της πρότασης

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις δικαστικές αρχές

41.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία και ανταλλάσσονται από τις αστυνομικές δυνάμεις και επίσης από τις δικαστικές αρχές. Η πρόταση, που θεμελιώνεται στα άρθρα 30 και 31 της Συνθήκης ΕΕ, εφαρμόζεται στη συνεργασία μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων και στη συνεργασία μεταξύ δικαστικών αρχών. Εν προκειμένω, η πρόταση έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, που περιορίζεται στην αστυνομική συνεργασία και εφαρμόζεται μόνο στις πληροφορίες πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης.

42.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει με ικανοποίηση το γεγονός ότι η πρόταση αφορά επίσης τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις δικαστικές αρχές. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να ρυθμίζονται στην ίδια πρόταση τα αστυνομικά δεδομένα και τα δεδομένα των δικαστικών αρχών, που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της ποινικής καταστολής. Πρώτον, η οργάνωση της αλληλουχίας της ποινικής έρευνας και δίωξης διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Η συμμετοχή των δικαστικών αρχών αρχίζει σε διαφορετικά στάδια στα διάφορα κράτη μέλη. Δεύτερον, όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στην αλληλουχία αυτή είναι δυνατόν να καταλήξουν σε δικαστικούς φακέλους. Δεν είναι λογικό να εφαρμόζονται διάφορα καθεστώτα προστασίας των δεδομένων στα προηγούμενα στάδια.

43.

Όσον αφορά την εποπτεία της επεξεργασίας των δεδομένων, πάντως, χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση. Στο άρθρο 30 της πρότασης απαριθμούνται τα καθήκοντα των αρχών ελέγχου. Στο άρθρο 30 παράγραφος 9 αναφέρεται ότι οι εξουσίες της αρχής ελέγχου δεν επηρεάζουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να διευκρινισθεί στην πρόταση ότι οι αρχές ελέγχου δεν παρακολουθούν την επεξεργασία των δεδομένων από τις δικαστικές αρχές εφόσον αυτές ενεργούν με τη δικαστική τους ιδιότητα. (15)

Επεξεργασία από την Ευρωπόλ και την Eurojust (και το Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών)

44.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της πρότασης, η απόφαση-πλαίσιο δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ, την Eurojust και το Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών (16).

45.

Υπό στενή έννοια η διάταξη αυτή είναι περιττή, τουλάχιστον όσον αφορά την Ευρωπόλ και την Eurojust. Μια απόφαση-πλαίσιο δυνάμει του άρθρου 34 στοιχείο β) ΣΕΕ μπορεί να εκδοθεί μόνο για λόγους προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών και δεν είναι δυνατόν να απευθυνθεί στην Ευρωπόλ και την Eurojust.

46.

Ως προς την ουσία, η διατύπωση του άρθρου 3 παράγραφος 2 οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις:

Η παρούσα πρόταση παρέχει ένα γενικό πλαίσιο, το οποίο θα πρέπει κατ' αρχήν να εφαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις που υπάγονται στον τρίτο πυλώνα. Η συνοχή του νομικού πλαισίου της προστασίας των δεδομένων είναι ήδη ένα στοιχείο που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της προστασίας των δεδομένων.

Προς το παρόν η Ευρωπόλ και η Eurojust έχουν στη διάθεσή τους σαφώς καθορισμένα συστήματα προστασίας των δεδομένων, περιλαμβανομένου συστήματος ελέγχου. Για το λόγο αυτό, δεν επείγει τόσο η προσαρμογή των εφαρμοστέων κανόνων στο κείμενο της παρούσας πρότασης.

Μακροπρόθεσμα, πάντως, οι κανόνες περί προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζονται στην Ευρωπόλ και την Eurojust θα πρέπει να συμμορφωθούν απόλυτα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

Αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο για το λόγο ότι η παρούσα πρόταση απόφασης-πλαισίου — εκτός από το Κεφάλαιο III — εφαρμόζεται στη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται στην Ευρωπόλ και την Eurojust από τα κράτη μέλη.

III.4.   Διάρθρωση της πρότασης

47.

Ο ΕΕΠΔ έχει αναλύσει την πρόταση και συμπεραίνει ότι γενικά προβλέπει μια πολυεπίπεδη διάρθρωση προστασίας. Τα κοινά πρότυπα, όπως καθορίζονται στο Κεφάλαιο II της πρότασης (και ως προς ειδικά θέματα στα Κεφάλαια IV-VII), περιλαμβάνουν δύο επίπεδα προστασίας:

Ενσωμάτωση στον τρίτο πυλώνα των γενικών αρχών της προστασίας δεδομένων, όπως καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ, καθώς και σε άλλες νομοθετικές πράξεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στη Σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Πρόσθετοι κανόνες περί προστασίας των δεδομένων, εφαρμοστέοι σε οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός του πλαισίου του τρίτου πυλώνα. Παραδείγματα των πρόσθετων αυτών κανόνων περιέχονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 3 και 4 της πρότασης.

48.

Το Κεφάλαιο III προσθέτει ένα τρίτο επίπεδο προστασίας ως προς ειδικές μορφές επεξεργασίας. Από τους τίτλους των δύο τμημάτων του Κεφαλαίου III και από τη διατύπωση διάφορων διατάξεων της πρότασης φαίνεται να εξυπακούεται ότι το κεφάλαιο αυτό εφαρμόζεται μόνο στα δεδομένα που διαβιβάζονται ή καθίστανται διαθέσιμα από τις αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, ορισμένες σημαντικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα εφαρμόζονταν στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εάν η ανταλλαγή δεν συνέβαινε μεταξύ κρατών μελών. Εκτός αυτού, το κείμενο είναι ασαφές επειδή οι ίδιες οι διατάξεις φαίνεται να εκτείνονται πέρα από τις δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τα ανταλλασσόμενα δεδομένα. Εν πάση περιπτώσει, ο περιορισμός αυτός του πεδίου εφαρμογής δεν επεξηγείται σαφώς ούτε δικαιολογείται στην αιτιολογική έκθεση ούτε στο δημοσιονομικό δελτίο.

49.

Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει την προστιθέμενη αξία αυτής της πολυεπίπεδης διάρθρωσης, η οποία μπορεί αφ' εαυτής να προσφέρει την καλύτερη δυνατή προστασία στο υποκείμενο των δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών της ποινικής καταστολής. Η συγκεκριμένη διάρθρωση απηχεί την ανάγκη επαρκούς προστασίας των δεδομένων, όπως εκφράσθηκε κατά την εαρινή διάσκεψη στην Κρακοβία τον Απρίλιο του 2005 και κατ' αρχήν είναι σύμφωνη προς το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, ιδίως δε το άρθρο 8 της σύμβασης αυτής.

50.

Ωστόσο, η ανάλυση του κειμένου της πρότασης οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

51.

Πρώτον: θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι οι πρόσθετοι κανόνες προστασίας των δεδομένων του Κεφαλαίου II (το δεύτερο επίπεδο, σύμφωνα με το σημείο 47) δεν θα παρεκκλίνουν από τις γενικές αρχές της προστασίας των δεδομένων. Σύμφωνα με τον ΕΕΠΔ, οι πρόσθετοι κανόνες του Κεφαλαίου II θα πρέπει να προσφέρουν επιπλέον προστασία στα υποκείμενα των δεδομένων στο ειδικό πλαίσιο του τρίτου πυλώνα (αστυνομικές και δικαστικές πληροφορίες). Αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω πρόσθετοι κανόνες δεν επιτρέπεται να οδηγούν σε χαμηλότερο επίπεδο προστασίας.

52.

Εξάλλου, το Κεφάλαιο III, που αφορά ειδικές μορφές επεξεργασίας (στο κεφάλαιο αυτό ενσωματώνεται το τρίτο επίπεδο προστασίας), δεν θα πρέπει να παρεκκλίνει από το Κεφάλαιο II. Κατά τον ΕΕΠΔ, οι διατάξεις του Κεφαλαίου III θα πρέπει να παρέχουν επιπλέον προστασία στα υποκείμενα των δεδομένων σε περιπτώσεις συμμετοχής αρμόδιων αρχών από περισσότερα του ενός κράτη μέλη, αλλά οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπεται να οδηγούν σε χαμηλότερο επίπεδο προστασίας.

53.

Δεύτερον: οι γενικοί κανόνες δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο III. Ο ΕΕΠΔ συνιστά τη μεταφορά των διατάξεων αυτών στο Κεφάλαιο II. Μόνο οι διατάξεις που συνδέονται άμεσα με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην περίπτωση ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ κρατών μελών πρέπει να περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο III. Αυτό επιβάλλεται ιδίως επειδή το Κεφάλαιο III περιέχει σημαντικές διατάξεις με στόχο την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου (βλ. σημείο IV.1 της παρούσας γνωμοδότησης).

IV.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

IV.1   Αφετηρίες της ανάλυσης

54.

Ο ΕΕΠΔ, αναλύοντας τα διάφορα ουσιαστικά στοιχεία της πρότασης, θα λάβει υπόψη του την ιδιαίτερη διάρθρωση και το περιεχόμενό της. Ο ΕΕΠΔ δεν θα σχολιάσει χωριστά κάθε άρθρο της πρότασης.

55.

Κατά πρώτο λόγο, οι περισσότερες διατάξεις της πρότασης αντανακλούν άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι διατάξεις αυτές είναι σύμφωνες προς το νομικό πλαίσιο της ΕΕ στον τομέα της προστασίας των δεδομένων και είναι ικανές να προσφέρουν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων στον τρίτο πυλώνα.

56.

Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι ορισμένες διατάξεις που περιέχονται επί του παρόντος στο Κεφάλαιο III της πρότασης — σχετικά με ιδιαίτερα σημεία της επεξεργασίας και γενικά (βλ. σημείο 48 της παρούσας γνωμοδότησης) εφαρμοστέες μόνο στα δεδομένα που ανταλλάσσονται με άλλα κράτη μέλη — ενσωματώνουν γενικές και ουσιώδεις αρχές της νομοθεσίας της ΕΕ περί προστασίας των δεδομένων. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές του Κεφαλαίου III θα πρέπει να μεταφερθούν στο Κεφάλαιο II και να εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων από αρχές ποινικής καταστολής. Αυτό ισχύει για τις διατάξεις σχετικά με την επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων (άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 6) και για εκείνες που ρυθμίζουν την περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 11 παράγραφος 1).

57.

Ορισμένα από τα άλλα άρθρα του Κεφαλαίου III της πρότασης δεν διακρίνουν μεταξύ πρόσθετων όρων που αφορούν ειδικά τις ανταλλαγές δεδομένων με άλλα κράτη μέλη — όπως η συναίνεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα — και εγγυήσεων που είναι αντιθέτως σημαντικές και αναγκαίες και ως προς τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ΕΕΠΔ συνιστά οι εγγυήσεις να έχουν γενική εφαρμογή, ακόμη και ως προς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν έχουν διαβιβασθεί ούτε καταστεί διαθέσιμα από άλλο κράτος μέλος. Η ανωτέρω σύσταση αφορά:

τη διαβίβαση δεδομένων προς ιδιώτες και προς άλλες αρχές εκτός από τις αρμόδιες για την ποινική καταστολή (στοιχεία α) και β) των άρθρων 13 και 14), και

τις διαβιβάσεις προς τρίτες χώρες ή διεθνείς φορείς [άρθρο 15, εκτός από το στοιχείο γ)].

58.

Στο σημείο αυτό της γνωμοδότησης θα επιστήσουμε επίσης την προσοχή του νομοθέτη σε ορισμένες πρόσθετες εγγυήσεις που δεν περιέχονται στην παρούσα πρόταση. Κατά τον ΕΕΠΔ, χρειάζονται πρόσθετες εγγυήσεις σε σχέση με τις αυτοματοποιημένες ατομικές αποφάσεις, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από τρίτες χώρες, την πρόσβαση σε ιδιωτικές βάσεις δεδομένων, την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων και προφίλ DNA.

59.

Επιπλέον, από την κατωτέρω ανάλυση θα προκύψουν συστάσεις για τη βελτίωση της παρούσας διατύπωσης, ώστε να εξασφαλισθούν η αποτελεσματικότητα των διατάξεων, η συνοχή του κειμένου και η συμμόρφωσή του με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο προστασίας των δεδομένων.

IV.2   Περιορισμός σκοπού και περαιτέρω επεξεργασία

60.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) αναφέρεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συλλέγονται μόνο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να μην τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς αυτούς. Κανονικά, τα δεδομένα θα συλλέγονται σε σχέση με συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη (ή, υπό ορισμένες συνθήκες, για έρευνα σχετική με εγκληματική ομάδα ή δίκτυο κ.λπ.). Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον αρχικό αυτό σκοπό και είναι δυνατόν να υποβληθούν σε περαιτέρω επεξεργασία για άλλο σκοπό, με την προϋπόθεση ότι είναι συμβατός με τον αρχικό (τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί σχετικά με καταδικασθέντα για εμπόριο ναρκωτικών θα μπορούσαν, λ.χ., να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο έρευνας που αφορά δίκτυο λαθρεμπόρων ναρκωτικών). Η προσέγγιση αυτή απηχεί δεόντως την αρχή του περιορισμού του σκοπού, όπως καθιερώνεται επίσης στο άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς είναι σύμφωνη προς την ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων.

Περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου

61.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι η πρόταση δεν ρυθμίζει απόλυτα ικανοποιητικά μια κατάσταση που μπορεί να προκύψει κατά τις εργασίες της αστυνομίας: πρόκειται για την ανάγκη περαιτέρω χρήσης των δεδομένων για σκοπό που κρίνεται ασυμβίβαστος προς εκείνο για τον οποίο έχουν συλλεχθεί. Τα δεδομένα, αφού συλλεχθούν από την αστυνομία, ενδέχεται να χρειασθούν για την επίλυση τελείως διαφορετικής αξιόποινης πράξης. Ένα παράδειγμα θα ήταν δεδομένα που συλλέγονται για τη δίωξη παραβάσεων του οδικού κώδικα και εν συνεχεία χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και τη σύλληψη κλέπτη αυτοκινήτων. Ο δεύτερος σκοπός, μολονότι νόμιμος, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως πλήρως συμβατός προς το σκοπό της συλλογής των δεδομένων. Εάν δεν επιτρεπόταν στις αρχές επιβολής του νόμου η χρήση των δεδομένων για το δεύτερο αυτόν σκοπό, θα έτειναν ενδεχομένως να συλλέγουν δεδομένα για ευρείς ή αόριστα καθορισμένους σκοπούς, με αποτέλεσμα να χάσει την αξία της ως προς τη συλλογή η αρχή του περιορισμού του σκοπού. Επιπλέον, θα παρεμποδιζόταν η εφαρμογή άλλων αρχών, λ.χ. της αναλογικότητας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας [βλ. άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)].

62.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους και σαφείς σκοπούς και να μην τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς αυτούς. Ωστόσο, ο ΕΕΠΔ είναι της γνώμης ότι πρέπει να επιτραπεί κάποια ευελιξία όσον αφορά την περαιτέρω χρήση. Ο περιορισμός σχετικά με τη συλλογή είναι πιθανότερο να τηρείται εφόσον οι αρμόδιες για την εσωτερική ασφάλεια αρχές γνωρίζουν ότι μπορούν, με τις κατάλληλες εγγυήσεις, να βασισθούν σε εξαίρεση από τον περιορισμό σχετικά με την περαιτέρω χρήση.

63.

Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αυτή η ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας αναγνωρίζεται στο άρθρο 11 της πρότασης, αλλά μάλλον ανεπαρκώς. Το άρθρο 11 εφαρμόζεται μόνο στα δεδομένα που λαμβάνονται ή διατίθενται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και δεν προβλέπει κατάλληλες εγγυήσεις.

64.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά την εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 1 σε όλα τα δεδομένα, ανεξάρτητα από το αν έχουν ληφθεί από άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, θα πρέπει να προστεθούν αυστηρότερες εγγυήσεις από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β): η περαιτέρω χρήση δεδομένων για σκοπό που κρίνεται ασυμβίβαστος προς τον αρχικό θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, σε συγκεκριμένη περίπτωση, για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη αξιόποινων πράξεων ή για την προστασία των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενός προσώπου. Από πρακτική άποψη, ο ΕΕΠΔ προτείνει να περιληφθεί η διάταξη αυτή σε νέο άρθρο 4α (εν πάση περιπτώσει, στο Κεφάλαιο II της πρότασης).

65.

Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 11 παραμένουν εφαρμοστέες όπως έχουν· προβλέπουν συμπληρωματικές εγγυήσεις για τα δεδομένα που λαμβάνονται από τα άλλα κράτη μέλη. Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι το άρθρο 11 παράγραφος 3 θα εφαρμόζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών μέσω του SIS II: ο ΕΕΠΔ έχει αναφέρει ήδη στη γνωμοδότησή του σχετικά με το SIS II ότι θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι τα δεδομένα του SIS δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κανένα άλλο σκοπό πέραν εκείνων του ίδιου του συστήματος.

Περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας

66.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δεδομένα πρέπει να υποβληθούν σε επεξεργασία προς διασφάλιση άλλων σημαντικών συμφερόντων. Στις περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν ακόμη και να υποβληθούν σε επεξεργασία από άλλες αρχές εκτός των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Οι αρμοδιότητες αυτές των κρατών μελών θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν επεξεργασία που θίγει την ιδιωτική ζωή (λ.χ., την παρακολούθηση προσώπου που δεν είναι ύποπτο) και θα πρέπει συνεπώς να συνοδεύονται από πολύ αυστηρούς όρους, όπως την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν ειδική νομοθεσία εάν επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν την παρέκκλιση αυτή. Εντός του πλαισίου του πρώτου πυλώνα, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε στο άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, που ορίζει ότι σε ειδικές περιπτώσεις επιτρέπονται περιορισμοί ορισμένων διατάξεων της οδηγίας. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τέτοιους περιορισμούς πρέπει να τηρούν το άρθρο 8 ΕΣΑΔ.

67.

Με το ίδιο σκεπτικό, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να ορίζει στο Κεφάλαιο IΙ ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να δικαιούνται να θεσπίσουν νομοθετικά μέτρα που να επιτρέπουν την περαιτέρω επεξεργασία όταν το συγκεκριμένο μέτρο απαιτείται προκειμένου να διασφαλισθεί:

η αντιμετώπιση απειλών για τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή την εθνική ασφάλεια,

η προστασία σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

η προστασία του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα.

IV.3   Κριτήρια σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων

68.

Στο άρθρο 5 της πρότασης αναφέρεται ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επεξεργάζονται τα δεδομένα μόνο βάσει νόμου που θα προβλέπει ότι η επεξεργασία αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους και για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων. Ο ΕΕΠΔ τάσσεται υπέρ των αυστηρών προϋποθέσεων του άρθρου 5.

69.

Ωστόσο, το κείμενο του άρθρου 5 υποτιμά την ανάγκη θεμελίωσης της επεξεργασίας δεδομένων σε άλλους νόμιμους λόγους, σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Πρόκειται για μια σημαντική διάταξη που δεν θα έπρεπε, λ.χ., να εμποδίζει την αστυνομία να εκπληρώνει τις νόμιμες υποχρεώσεις της σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο όσον αφορά την παροχή πληροφοριών στις υπηρεσίες μετανάστευσης ή τις φορολογικές αρχές. Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ συνιστά να ληφθούν υπόψη στο άρθρο 5 και άλλοι δικαιολογημένοι νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η ανάγκη συμμόρφωσης με νόμιμη υποχρέωση η οποία βαρύνει τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, η ρητή συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων, με την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία διενεργείται προς το συμφέρον του προσώπου αυτού, ή η ανάγκη προστασίας ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων.

70.

Ο ΕΕΠΔ παρατηρεί ότι η τήρηση των κριτηρίων σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων έχει ιδιαίτερη σημασία για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία, εάν θεωρήσει κανείς ότι η παράνομη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αστυνομικές δυνάμεις θα είχε ως συνέπεια να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ως δικαστικές αποδείξεις.

IV.4   Αναγκαιότητα και αναλογικότητα

71.

Τα άρθρα 4 και 5 της πρότασης έχουν επίσης ως στόχο να εξασφαλίσουν — κατά γενικά ικανοποιητικό τρόπο — ότι οι περιορισμοί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα είναι αναγκαίοι και αναλογικοί, όπως απαιτείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων όσον αφορά το άρθρο 8 ΕΣΑΔ:

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) θεσπίζει το γενικό κανόνα ότι τα δεδομένα πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και όχι περισσότερα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή/και υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία.

Το άρθρο 5 ορίζει ότι η επεξεργασία θα πρέπει να είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων της αρμόδιας αρχής και για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων.

Το άρθρο 4 παράγραφος 4 αναφέρει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητη μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις.

72.

Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι η προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 4 παράγραφος 4 δεν πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων σχετικά με το άρθρο 8 ΕΣΑΔ, κατά την οποία, περιορισμός στην προστασία της ιδιωτικής ζωής μπορεί να επιβληθεί μόνο εφόσον είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σύμφωνα με την πρόταση, η επεξεργασία των δεδομένων θα θεωρείται ως απαραίτητη, όχι μόνο όταν θα καθιστούσε δυνατή την εκτέλεση των καθηκόντων των αρχών ποινικής καταστολής και των δικαστικών αρχών, αλλά επίσης όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι τα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απλώς θα διευκόλυναν ή θα επιτάχυναν την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση ή τη δίωξη μιας αξιόποινης πράξης.

73.

Τα κριτήρια αυτά δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 8 ΕΣΑΔ, δεδομένου ότι οποιαδήποτε σχεδόν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα διευκόλυνε τις δραστηριότητες της αστυνομίας ή των δικαστικών αρχών, χωρίς τα σχετικά δεδομένα να απαιτούνται πραγματικά για τη διενέργεια των δραστηριοτήτων αυτών.

74.

Το παρόν κείμενο του άρθρου 4 παράγραφος 4 θα ενθάρρυνε την απαράδεκτα ευρεία συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, βάσει απλώς της ιδέας ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να διευκολύνουν την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση ή δίωξη αξιόποινης πράξης. Αντιθέτως, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποδείξουν σαφώς τη σκοπιμότητά της και με την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται μέτρα που να θίγουν λιγότερο την ιδιωτική ζωή.

75.

Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ συνιστά να αναδιατυπωθεί η πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 4, ώστε να εξασφαλισθεί η τήρηση της νομολογίας σχετικά με το άρθρο 8 ΕΣΑΔ. Επιπλέον, για συστηματικούς λόγους, ο ΕΕΠΔ προτείνει να μεταφερθεί το άρθρο 4 παράγραφος 4 στο τέλος του άρθρου 5.

IV.5.   Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων

76.

Το άρθρο 6 απαγορεύει κατ' αρχήν την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, λ.χ. των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνιδκαλιστικές οργανώσεις, ή που αφορούν την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή. Η απαγόρευση αυτή δεν θα ισχύει όταν η επεξεργασία προβλέπεται από το νόμο και είναι απολύτως απαραίτητη για την εκπλήρωση νόμιμων καθηκόντων της αρμόδιας αρχής για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης ή δίωξης αξιόποινων πράξεων. Τα ευαίσθητα δεδομένα μπορούν επίσης να υποβάλλονται σε επεξεργασία εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει ρητά. Και στις δύο περιπτώσεις προβλέπονται συγκεκριμένες κατάλληλες εγγυήσεις.

77.

Από τη διατύπωση του άρθρου 6 προκύπτουν δύο παρατηρήσεις. Κατά πρώτο λόγο, το άρθρο 6 θεμελιώνεται με υπερβολική ευρύτητα στη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων. Ο ΕΕΠΔ τονίζει ότι η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων βάσει της ρητής συναίνεσης του υποκειμένου των δεδομένων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον η επεξεργασία διενεργείται προς όφελος του υποκειμένου των δεδομένων και η άρνηση παροχής συναίνεσης δεν θα πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο αυτό. Ο ΕΕΠΔ συνιστά την κατάλληλη τροποποίηση του άρθρου 6, προκειμένου το άρθρο αυτό να εναρμονιστεί με την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων.

78.

Κατά δεύτερο λόγο, ο ΕΕΠΔ κρίνει ότι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και άλλοι νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία, όπως η ανάγκη προστασίας των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου (εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συναίνεσή του).

79.

Στο πεδίο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, η επεξεργασία άλλων κατηγοριών δυνητικά ευαίσθητων δεδομένων, όπως τα βιομετρικά δεδομένα και τα προφίλ DNA, αποκτά διαρκώς μεγαλύτερη σημασία. Τα δεδομένα αυτά δεν καλύπτονται ρητά από το άρθρο 6 της πρότασης. Ο ΕΕΠΔ καλεί το νομοθέτη της ΕΕ να δώσει ιδιαίτερη προσοχή κατά την εφαρμογή των γενικών αρχών της προστασίας των δεδομένων που προβλέπονται στην παρούσα πρόταση σε περαιτέρω νομοθεσία συνεπαγόμενη την επεξεργασία αυτών των ειδικών κατηγοριών δεδομένων. Ένα παράδειγμα είναι η τρέχουσα πρόταση απόφασης-πλαισίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας (βλ. ανωτέρω, σημεία 12-15), η οποία επιτρέπει ρητά την επεξεργασία και τις ανταλλαγές βιομετρικών δεδομένων και προφίλ DNA (βλ. Παράρτημα II της πρότασης), αλλά δεν ασχολείται με την ευαισθησία και την ιδιοτυπία των δεδομένων αυτών από την άποψη της προστασίας των δεδομένων.

80.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά να προβλεφθούν ειδικές εγγυήσεις, ιδίως προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι:

τα βιομετρικά δεδομένα και τα προφίλ DNA χρησιμοποιούνται μόνο βάσει ορθά καθιερωμένων και διαλειτουργικών τεχνικών προτύπων,

ο βαθμός της ακρίβειάς τους λαμβάνεται δεόντως υπόψη και είναι δυνατόν να προσβληθεί από το υποκείμενο των δεδομένων με ευχερώς διαθέσιμα μέσα, και

γίνεται πλήρως σεβαστή η αξιοπρέπεια των προσώπων.

Ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να συμπεριλάβει τις ανωτέρω πρόσθετες εγγυήσεις είτε στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο είτε στις ειδικές νομοθετικές πράξεις που ρυθμίζουν τη συλλογή και ανταλλαγή αυτών των ειδικών κατηγοριών δεδομένων.

IV.6   Ακρίβεια και αξιοπιστία

81.

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) θεσπίζει τους γενικούς κανόνες για την ποιότητα των δεδομένων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα είναι ακριβή και, εφόσον είναι απαραίτητο, επικαιροποιημένα. Λαμβάνει οποιοδήποτε εύλογο μέτρο ώστε να διαγράφονται ή να διορθώνονται δεδομένα ανακριβή ή ελλιπή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους είχαν συλλεχθεί ή υποβλήθηκαν σε περαιτέρω επεξεργασία. Αυτό είναι σύμφωνο προς τις γενικές αρχές της νομοθεσίας της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων.

82.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) τρίτο εδάφιο, αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν επεξεργασία δεδομένων σε διαφορετικό βαθμό ακρίβειας και αξιοπιστίας. Ο ΕΕΠΔ ερμηνεύει τη διάταξη αυτή ως παρέκκλιση από τη γενική αρχή της ακρίβειας και συνιστά να αποσαφηνισθεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας της διάταξης, με την προσθήκη του όρου «ωστόσο» ή «παρά ταύτα» στην αρχή του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) τρίτο εδάφιο. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες δεν μπορεί να εξασφαλισθεί πλήρως η ακρίβεια των δεδομένων, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας θα υποχρεούται να διακρίνει τα δεδομένα σύμφωνα με το βαθμό της ακρίβειας και της αξιοπιστίας τους, ιδίως με βάση τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ δεδομένων που βασίζονται σε γεγονότα και δεδομένων που βασίζονται σε απόψεις και προσωπικές εκτιμήσεις. Ο ΕΕΠΔ υπογραμμίζει τη σημασία της υποχρέωσης αυτής τόσο για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα γεγονότα όσο και για τις αρχές της ποινικής καταστολής, ιδίως όταν τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία μακριά από την πηγή τους (βλ. σημείο 7 της παρούσας γνωμοδότησης).

Επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων

83.

Η γενική αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) συμπληρώνεται από τις ειδικότερες εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 όσον αφορά την επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 9 αναφέρεται ότι:

1.

Η ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επαληθεύεται το αργότερο πριν από τη διαβίβαση και διάθεσή τους. Επιπλέον, για τα δεδομένα που καθίστανται διαθέσιμα με άμεση αυτοματοποιημένη πρόσβαση, η ποιότητα ελέγχεται τακτικά (άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2).

2.

Σε όλες τις διαβιβάσεις δεδομένων πρέπει να αναφέρονται οι δικαστικές αποφάσεις καθώς και οι αποφάσεις για παύση της δίωξης, ενώ τα δεδομένα που βασίζονται σε απόψεις πρέπει να ελέγχονται στην πηγή πριν διαβιβασθούν και να διευκρινίζεται ο βαθμός ακρίβειας και αξιοπιστίας τους (άρθρο 9 παράγραφος 1).

3.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επισημαίνονται με διακριτή ένδειξη κατ' αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εάν το εν λόγω πρόσωπο αμφισβητεί την ακρίβειά τους και εάν δεν μπορεί να επαληθευθεί η ακρίβεια ή ανακρίβειά τους (άρθρο 9 παράγραφος 6).

84.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 9 εξασφαλίζουν, εφαρμοζόμενα από κοινού, ότι η ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επαληθεύεται επαρκώς, τόσο από το υποκείμενο των δεδομένων, όσο και από τις πλησιέστερες στις πηγές των δεδομένων αρχές, οι οποίες είναι ως εκ τούτου αρμοδιότερες για να τα ελέγξουν.

85.

Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει με ικανοποίηση τις διατάξεις αυτές, για το λόγο ότι, μολονότι επικεντρώνονται στις ανάγκες των αρχών της ποινικής καταστολής, εξασφαλίζουν ότι τα εκάστοτε δεδομένα λαμβάνονται δεόντως υπόψη και χρησιμοποιούνται ανάλογα με την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους, ώστε να μη θίγεται δυσανάλογα το υποκείμενο των δεδομένων από την ενδεχόμενη ανακρίβεια ορισμένων δεδομένων που το αφορούν.

86.

Η επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων, ιδίως όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές. Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ αποδοκιμάζει το γεγονός ότι η εφαρμογή του άρθρου 9 στην επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων περιορίζεται στα δεδομένα που διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη ή τίθενται στη διάθεσή τους. Αυτό είναι ατυχές, επειδή κατά τον τρόπο αυτό η ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που είναι ουσιώδης και για τους σκοπούς της ποινικής καταστολής, θα εξασφαλίζεται πλήρως μόνο στην περίπτωση που τα δεδομένα αυτά θα διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη ή θα τίθενται στη διάθεσή τους, αλλά όχι όταν υποβάλλονται σε επεξεργασία στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους (17). Αντιθέτως, είναι ουσιώδες — προς το συμφέρον τόσο των υποκειμένων των δεδομένων όσο και των αρμόδιων αρχών — να εξασφαλισθεί ότι η δέουσα επαλήθευση της ποιότητας θα αφορά όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων εκείνων που δεν διαβιβάζονται ούτε καθίστανται διαθέσιμα από άλλο κράτος μέλος.

87.

Συνεπώς, ο ΕΕΠΔ συνιστά να καταργηθούν εν πάση περιπτώσει οι περιορισμοί του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 6, με τη μεταφορά των διατάξεων αυτών στο Κεφάλαιο II της πρότασης.

Η διάκριση μεταξύ διάφορων κατηγοριών δεδομένων

88.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2 προβλέπεται υποχρέωση του υπευθύνου της επεξεργασίας να διακρίνει σαφώς μεταξύ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαφορετικών κατηγοριών προσώπων (υπόπτων, καταδικασθέντων, μαρτύρων, θυμάτων, πληροφοριοδοτών, επαφών, άλλων). Ο ΕΕΠΔ συμφωνεί με την προσέγγιση αυτή. Αν και είναι αλήθεια ότι οι αρχές ποινικής καταστολής και οι δικαστικές αρχές ενδέχεται να πρέπει να επεξεργασθούν δεδομένα σχετικά με πολύ διαφορετικές κατηγορίες προσώπων, η διάκριση μεταξύ των δεδομένων αυτών πρέπει να βασίζεται στο διαφορετικό βαθμό συμμετοχής στην αξιόποινη πράξη. Συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις της συλλογής δεδομένων, οι προθεσμίες, οι προϋποθέσεις για την άρνηση της πρόσβασης ή της ενημέρωσης στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, οι λεπτομέρειες της πρόσβασης στα δεδομένα από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιστοιχούν στις ιδιαιτερότητες των διάφορων κατηγοριών δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους διάφορους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται τα δεδομένα αυτά από τις αρχές της ποινικής καταστολής και τις δικαστικές αρχές.

89.

Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα δεδομένα που αναφέρονται σε μη υπόπτους. Απαιτούνται ειδικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις ώστε να εξασφαλισθεί η αναλογικότητα και να μην ζημιώνονται πρόσωπα τα οποία δεν έχουν αναμιχθεί ενεργητικά σε αξιόποινη πράξη. Για την εν λόγω κατηγορία προσώπων η πρόταση θα πρέπει να περιέχει πρόσθετες διατάξεις για τον περιορισμό του σκοπού της επεξεργασίας, τον ακριβή καθορισμό προθεσμιών και τον περιορισμό της πρόσβασης στα δεδομένα. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να τροποποιηθεί αναλόγως η πρόταση.

90.

Το παρόν κείμενο της πρότασης περιέχει μια ειδική διασφάλιση σχετικά με τους μη υπόπτους, συγκεκριμένα στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της πρότασης. Κατά τον ΕΕΠΔ, πρόκειται για σημαντική διασφάλιση, κυρίως επειδή τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να προβλέπουν παρεκκλίσεις. Δυστυχώς, στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ορίζονται ειδικές εγγυήσεις μόνο όσον αφορά τις προθεσμίες και η εφαρμογή των εγγυήσεων αυτών περιορίζεται στην κατηγορία προσώπων που αναφέρεται στην τελευταία περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 της πρότασης. Επομένως, δεν παρέχει ικανοποιητικές εγγυήσεις και δεν καλύπτεται ολόκληρη η ομάδα των μη υπόπτων. (18)

91.

Επίσης χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής τα δεδομένα που αναφέρονται σε καταδικασθέντες. Πράγματι, όσον αφορά τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες και μελλοντικές πρωτοβουλίες σχετικά με ανταλλαγές ποινικών μητρώων και να εξασφαλισθεί η συνοχή με τις πρωτοβουλίες αυτές. (19)

92.

Βάσει των προηγούμενων παρατηρήσεων, ο ΕΕΠΔ συνιστά να προστεθεί στο άρθρο 4 μια νέα παράγραφος, που να περιέχει τα εξής στοιχεία:

Πρόσθετες διατάξεις για τον περιορισμό του σκοπού της επεξεργασίας, τον ακριβή καθορισμό προθεσμιών και τον περιορισμό της πρόσβασης στα δεδομένα, εφόσον πρόκειται για μη υπόπτους.

Υποχρέωση των κρατών μελών να καθορίσουν τις νομικές συνέπειες των διακρίσεων μεταξύ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διάφορων κατηγοριών προσώπων, που να εκφράζουν τις ιδιοτυπίες των διάφορων κατηγοριών που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους διάφορους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται τα δεδομένα αυτά από τις αρχές ποινικής καταστολής και τις δικαστικές αρχές.

Οι νομικές συνέπειες θα πρέπει να αφορούν τις προϋποθέσεις της συλλογής δεδομένων, τις προθεσμίες, την περαιτέρω διαβίβαση και χρήση των δεδομένων και τις προϋποθέσεις για την άρνηση της πρόσβασης ή της ενημέρωσης στο υποκείμενο των δεδομένων.

IV.7   Χρονικό διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

93.

Οι γενικές αρχές που διέπουν το χρονικό διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθορίζονται στα άρθρα 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και7 παράγραφος 1 της πρότασης. Η γενική αρχή είναι ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να αποθηκεύονται για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν. Αυτό είναι σύμφωνο προς τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων. (20)

94.

Η γενική διάταξη του άρθρου 7 παράγραφος 1, όμως, εφαρμόζεται «εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη στο εθνικό δίκαιο». Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι η εξαίρεση αυτή είναι πολύ γενική και εξέρχεται του πλαισίου των αποδεκτών παρεκκλίσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε). Ο ΕΕΠΔ προτείνει να διαγραφεί η γενική παρέκκλιση του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή τουλάχιστον να περιορισθούν ρητά τα δημόσια συμφέροντα που δικαιολογούν τη χρήση της παρέκκλισης αυτής από τα κράτη μέλη (21).

95.

Στο άρθρο 7 παράγραφος 2 αναφέρεται ότι η τήρηση της διάρκειας αποθήκευσης διασφαλίζεται με τα κατάλληλα διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα και ελέγχεται τακτικά. Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τη διάταξη αυτή, αλλά συνιστά να αναφέρεται ρητά ότι τα κατάλληλα διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα πρέπει να προβλέπουν την αυτόματη και τακτική διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος.

IV.8   Ανταλλαγές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες

96.

Η αποτελεσματική αστυνομική και δικαστική συνεργασία εντός των συνόρων της ΕΕ εξαρτάται διαρκώς περισσότερο από τη συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς φορείς. Πολλές δράσεις με στόχο τη βελτίωση της συνεργασίας στον τομέα της ποινικής καταστολής και της δικαστικής συνεργασίας με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς εξετάζονται επί του παρόντος ή προβλέπεται να εξετασθούν σε εθνικό επίπεδο και επίπεδο ΕΕ (22). Η ανάπτυξη αυτής της διεθνούς συνεργασίας είναι πιθανόν να βασισθεί σε μεγάλο βαθμό σε ανταλλαγές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

97.

Κατά συνέπεια, είναι ουσιώδες οι αρχές σχετικά με τη θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία — καθώς και οι αρχές της ευθυδικίας γενικά — να εφαρμόζονται επίσης στη συλλογή και τις ανταλλαγές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πέραν των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα δεδομένα αυτά να διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς μόνο εφόσον οι εν λόγω τρίτοι παρέχουν επαρκές επίπεδο προστασίας ή κατάλληλες εγγυήσεις.

Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες

98.

Εν προκειμένω, ο ΕΕΠΔ σημειώνει με ικανοποίηση το άρθρο 15 της πρότασης, που προβλέπει προστασία στην περίπτωση διαβίβασης προς τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή προς διεθνείς φορείς. Ωστόσο, η διάταξη αυτή, που περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο III της πρότασης, εφαρμόζεται μόνο στα δεδομένα που λαμβάνονται ή διατίθενται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Λόγω του περιορισμού αυτού, εξακολουθεί να υφίσταται ένα κενό στο σύστημα προστασίας των δεδομένων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τα δεδομένα που δεν λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Κατά τον ΕΕΠΔ, το κενό αυτό είναι απαράδεκτο για τους κατωτέρω λόγους.

99.

Πρώτον, το επίπεδο της προστασίας που παρέχει η νομοθεσία της ΕΕ σε περίπτωση διαβίβασης προς τρίτη χώρα δεν θα πρέπει να προσδιορίζεται από την πηγή των δεδομένων — αστυνομική δύναμη του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα σε τρίτη χώρα ή αστυνομική δύναμη άλλου κράτους μέλους.

100.

Δεύτερον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες που διέπουν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες θεμελιώνονται σε μια βασική αρχή της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων. Η αρχή αυτή δεν αποτελεί μόνο μια από τις βασικές διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ, αλλά καθιερώνεται επίσης με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης αριθ. 108 (23). Τα κοινά πρότυπα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αναφέρονται στο άρθρο 1 της πρότασης, δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθούν εάν οι κοινοί κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες δεν περιλαμβάνουν όλες τις επεξεργασίες. Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, όπως διασφαλίζονται από την παρούσα πρόταση, θα θίγονταν άμεσα εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούσαν να διαβιβασθούν σε τρίτες χώρες που δεν προσφέρουν ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας.

101.

Τρίτον, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων αυτών στα «ανταλλασσόμενα δεδομένα» θα είχε ως συνέπεια — όσον αφορά τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε μία μόνο χώρα — να μην υπάρχουν σχετικές εγγυήσεις: παραδόξως, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσαν να διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες — ανεξάρτητα από την ύπαρξη κατάλληλης προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — «ευκολότερα» απ' ότι σε άλλα κράτη μέλη. Αυτό θα δημιουργούσε δυνατότητες «ξεπλύματος πληροφοριών». Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα μπορούσαν να παρακάμπτουν τα αυστηρά πρότυπα της προστασίας δεδομένων διαβιβάζοντας τα δεδομένα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, με αποτέλεσμα να έχει πρόσβαση σε αυτά η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ή να είναι δυνατή ακόμη και η εκ νέου αποστολή τους σε μια τέτοια αρχή.

102.

Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ συνιστά να τροποποιηθεί η παρούσα πρόταση κατά τρόπο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το άρθρο 15 θα εφαρμόζεται στην ανταλλαγή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες. Η σύσταση αυτή δεν αφορά το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο γ), το οποίο εξ ορισμού έχει σημασία μόνο για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανταλλάσσονται με άλλα κράτη μέλη.

Κατ' εξαίρεση διαβίβαση προς χώρες οι οποίες δεν παρέχουν ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας

103.

Το άρθρο 15 προβλέπει σειρά προϋποθέσεων για τη διαβίβαση προς τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών, που είναι ανάλογες με τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Ωστόσο, το άρθρο 15 παράγραφος 6 παρέχει τη δυνατότητα διαβίβασης δεδομένων προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς που δεν διασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας των δεδομένων, με την προϋπόθεση ότι η διαβίβαση είναι απολύτως αναγκαία για τη διαφύλαξη των ουσιωδών συμφερόντων ενός κράτους μέλους ή για λόγους πρόληψης επικείμενων σοβαρών απειλών έναντι της δημόσιας ασφάλειας ή έναντι ενός συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων.

104.

Θα πρέπει να αποσαφηνισθεί η εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 6. Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ συνιστά:

να διευκρινισθεί ότι η εξαίρεση αυτή απλώς καθιερώνει παρέκκλιση από την προϋπόθεση της «επαρκούς προστασίας», χωρίς να θίγει τις άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 15,

να προστεθεί ότι η διαβίβαση δεδομένων που διενεργείται σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή θα πρέπει να εξαρτάται από τις κατάλληλες προϋποθέσεις (λ.χ. από τη ρητή προϋπόθεση ότι τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο προσωρινά και για ειδικούς σκοπούς) και να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή ελέγχου.

Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από τρίτες χώρες

105.

Στο πλαίσιο της αυξανόμενης ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με αστυνομικές και δικαστικές αρχές τρίτων χωρών, θα πρέπει επίσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που «εισάγονται» από τρίτες χώρες στις οποίες δεν εξασφαλίζονται κατάλληλα πρότυπα σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου — και ιδίως προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

106.

Από ευρύτερη άποψη, ο ΕΕΠΔ κρίνει ότι ο νομοθέτης θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από τρίτες χώρες οι οποίες τηρούν τουλάχιστον τα διεθνή πρότυπα όσον αφορά το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Λ.χ., τα δεδομένα που συλλέγονται με βασανιστήρια ή μέσω παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου, «μαύρες λίστες» βασιζόμενες απλώς στις πολιτικές απόψεις ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία και να χρησιμοποιούνται από τις αρχές επιβολής του νόμου και τις δικαστικές αρχές, εκτός εάν αυτό συμβαίνει προς όφελος του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Ο ΕΕΠΔ συνιστά συνεπώς να περιληφθεί σχετική διευκρίνιση τουλάχιστον στο αιτιολογικό της πρότασης, ενδεχομένως με παραπομπή στις σχετικές διατάξεις διεθνούς δικαίου (24).

107.

Όσον αφορά ειδικότερα την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο ΕΕΠΔ παρατηρεί ότι, όταν διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από χώρες στις οποίες δεν υφίστανται κατάλληλα πρότυπα και εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η ενδεχόμενη χαμηλή ποιότητα των δεδομένων εκτιμάται δεόντως, ώστε να μη βασίζονται αδικαιολόγητα οι αρχές επιβολής του νόμου της ΕΕ στις πληροφορίες αυτές και να μη θίγονται τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα.

108.

Συνεπώς, ο ΕΕΠΔ συνιστά να προστεθεί στο άρθρο 9 της πρότασης μια διάταξη που να προβλέπει ότι η ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται από τρίτες χώρες θα πρέπει να εκτιμάται ειδικά μόλις ληφθούν και ότι θα πρέπει να επισημαίνεται ο βαθμός ακρίβειας και αξιοπιστίας των εν λόγω δεδομένων.

IV.9.   Ανταλλαγές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με ιδιώτες και με άλλες αρχές εκτός από τις αρμόδιες για την ποινική καταστολή

109.

Τα άρθρα 13 και 14 της πρότασης προβλέπουν σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται σε περιπτώσεις περαιτέρω διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς ιδιώτες και προς άλλες αρχές εκτός από τις αρμόδιες για την ποινική καταστολή. Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, τα άρθρα αυτά συμπληρώνουν τους γενικότερους κανόνες του Κεφαλαίου II, που θα πρέπει να πληρούνται εν πάση περιπτώσει.

110.

Ο ΕΕΠΔ είναι της γνώμης ότι, μολονότι η διαβίβαση προς ιδιώτες και προς άλλους δημόσιους φορείς μπορεί να είναι αναγκαία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος, θα πρέπει να εφαρμόζονται εν προκειμένω ειδικές και αυστηρές προϋποθέσεις. Αυτό είναι σύμφωνο προς την άποψη που εξέφρασαν οι Ευρωπαίοι Επίτροποι Προστασίας των Δεδομένων στην έγγραφη τοποθέτηση της Κρακοβίας (25).

111.

Από την άποψη αυτή, ο ΕΕΠΔ κρίνει ότι οι πρόσθετες προϋποθέσεις που περιέχονται στα άρθρα 13 και 14 θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικές, εάν εφαρμόζονταν από κοινού με τους γενικούς κανόνες του Κεφαλαίου II, περιλαμβανομένης της συνολικής εφαρμογής των κανόνων για την περαιτέρω επεξεργασία (βλ. ανωτέρω, IV.2). Ωστόσο, η παρούσα πρόταση περιορίζει την εφαρμογή των άρθρων 13 και 14 στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται ή διατίθενται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους.

112.

Η γενική εφαρμογή των τελευταίων αυτών προϋποθέσεων είναι ακόμη σημαντικότερη εάν ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ αρχών της ποινικής καταστολής και άλλων αρχών ή ιδιωτών επίσης στο εσωτερικό των κρατών μελών. Ένα παράδειγμα είναι οι συμπράξεις δημόσιου/ιδιωτικού τομέα στις δραστηριότητες της ποινικής καταστολής (26).

113.

Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ συνιστά να τροποποιηθεί η παρούσα πρόταση ώστε να εξασφαλισθεί ότι τα άρθρα 13 και 14 θα εφαρμόζονται στην ανταλλαγή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων εκείνων που δεν διαβιβάζονται ούτε διατίθενται από άλλο κράτος μέλος. Η σύσταση αυτή δεν αφορά τα άρθρα 13 στοιχείο γ) και 14 στοιχείο γ).

Πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για την επεξεργασία των οποίων είναι υπεύθυνοι ιδιώτες και περαιτέρω χρήση τους

114.

Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με ιδιώτες είναι διπλής κατεύθυνσης: σημαίνει επίσης ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται ή διατίθενται από ιδιώτες σε αρχές της ποινικής καταστολής και δικαστικές αρχές.

115.

Στην περίπτωση αυτή, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που συλλέγονται για εμπορικούς σκοπούς (εμπορικές συναλλαγές, εμπορική προώθηση, παροχή υπηρεσιών κ.λπ.) και τα οποία διαχειρίζονται υπεύθυνοι επεξεργασίας του ιδιωτικού τομέα, τίθενται εν συνεχεία στη διάθεση των δημόσιων αρχών και χρησιμοποιούνται περαιτέρω από αυτές για τον πολύ διαφορετικό σκοπό της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης ή δίωξης αξιόποινων πράξεων. Επιπλέον, η ακρίβεια και η αξιοπιστία των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία για εμπορικούς σκοπούς πρέπει να εκτιμώνται προσεκτικά όταν τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς ποινικής καταστολής (27).

116.

Ένα πολύ πρόσφατο και σημαντικό παράδειγμα πρόσβασης σε ιδιωτικές βάσεις δεδομένων για τους σκοπούς της ποινικής καταστολής αποτελεί το εγκριθέν κείμενο της οδηγίας για τη διατήρηση των δεδομένων επικοινωνίας (βλ. ανωτέρω, σημεία 16-18), σύμφωνα με την οποία οι πάροχοι δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιων δικτύων επικοινωνιών θα πρέπει να αποθηκεύουν για χρονικό διάστημα έως και δύο ετών ορισμένα δεδομένα σχετικά με τις επικοινωνίες, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα αυτά θα διατίθενται για τους σκοπούς της διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Σύμφωνα με το εγκριθέν κείμενο, τα θέματα που αφορούν την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορούν να ρυθμίζονται από την οδηγία αυτή καθεαυτή. Αντιθέτως, αυτά τα σημαντικά θέματα μπορούν να αποτελούν αντικείμενο του εθνικού δικαίου ή μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του Τίτλου VI ΣΕΕ (28).

117.

Στη γνωμοδότησή του όσον αφορά τη συγκεκριμένη πρόταση οδηγίας, ο ΕΕΠΔ τάχθηκε υπέρ ευρύτερης ερμηνείας της Συνθήκης ΕΚ, διότι ο περιορισμός της πρόσβασης είναι αναγκαίος για την κατάλληλη προστασία του υποκειμένο των δεδομένων και οι επικοινωνίες του οποίου πρέπει να φυλαχθούν. Δυστυχώς, ο ευρωπαίος νομοθέτης δεν περιέλαβε στην προαναφερόμενη οδηγία κανόνες σχετικά με την πρόσβαση.

118.

Στην παρούσα γνωμοδότηση, ο ΕΕΠΔ δηλώνει και πάλι ότι θα προτιμούσε σαφώς να προβλέπει η νομοθεσία της ΕΕ κοινά πρότυπα για την πρόσβαση και την περαιτέρω χρήση από τις αρχές ποινικής καταστολης. Εφόσον αυτό δεν ρυθμίζεται στον πρώτο πυλώνα, μια πράξη του τρίτου πυλώνα θα μπορούσε να παράσχει την απαιτούμενη προστασία. Η θέση αυτή του ΕΕΠΔ ενισχύεται περαιτέρω από τη γενική αύξηση των ανταλλαγών δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και την πρόσφατη πρόταση για την αρχή της διαθεσιμότητας. Η συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών κανόνων για την πρόσβαση και την περαιτέρω χρήση θα ήταν ασυμβίβαστη με την προτεινόμενη «ελεύθερη κυκλοφορία» σε επίπεδο ΕΕ των πληροφοριών στον τομέα της επιβολής του νόμου, που περιλαμβάνει επίσης δεδομένα από ιδιωτικές βάσεις.

119.

Κατά συνέπεια, ο ΕΕΠΔ κρίνει ότι στην πρόσβαση των αρχών επιβολής του νόμου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία κατέχουν ιδιώτες θα πρέπει να εφαρμόζονται κοινά πρότυπα, ώστε να διασφαλίζεται ότι η πρόσβαση θα επιτρέπεται μόνο βάσει σαφώς καθορισμένων προϋποθέσεων και περιορισμών. Ειδικότερα, η πρόσβαση των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο κατά περίπτωση, υπό ορισμένες συνθήκες και για καθορισμένους σκοπούς, να υπόκειται δε σε δικαστικό έλεγχο στα κράτη μέλη.

ΙV.10.   Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων

120.

Το Κεφάλαιο IV ρυθμίζει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, κατά τρόπο ο οποίος συνάδει εν γένει με την ισχύουσα νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων και με το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

121.

Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει τις διατάξεις αυτές, δεδομένου ότι προβλέπουν εναρμονισμένη σειρά δικαιωμάτων για τα υποκείμενα των δεδομένων, ενώ λαμβάνουν παράλληλα υπόψη τις ιδιαιτερότητες της επεξεργασίας των δεδομένων από τις αρχές της ποινικής καταστολής και τις δικαστικές αρχές. Αυτό αποτελεί σημαντική βελτίωση, δεδομένου ότι η τρέχουσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία κανόνων και πρακτικών, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης. Μερικά κράτη μέλη δεν προβλέπουν δυνατότητα πρόσβασης του ενδιαφερομένου προσώπου στα δεδομένα που το αφορούν, αλλά έχουν ένα σύστημα «έμμεσης πρόσβασης» (το οποίο θα ασκείται από την εθνική αρχή προστασίας δεδομένων εξ ονόματος του ενδιαφερομένου).

122.

Η πρόταση εναρμονίζει τις ενδεχόμενες παρεκκλίσεις από το άμεσο δικαίωμα πρόσβασης. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία προκειμένου να έχουν οι πολίτες, των οποίων τα δεδομένα υποβάλλονται σε όλο και συχνότερη επεξεργασία και ανταλλαγή από τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών της ΕΕ, πρόσβαση σε εναρμονισμένη σειρά δικαιωμάτων ως υποκείμενα των δεδομένων, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο συλλέγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα. (29)

123.

Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει τη σκοπιμότητα του περιορισμού των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό επιβάλλεται για σκοπούς πρόληψης, έρευνας, εντοπισμού ή δίωξης αξιόποινων πράξεων. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι αυτοί οι περιορισμοί πρέπει να θεωρούνται ως εξαιρέσεις από τα βασικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, θα πρέπει να εφαρμόζεται αυστηρός έλεγχος αναλογικότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι εξαιρέσεις θα πρέπει να είναι περιορισμένες και σαφώς προσδιορισμένες, και οι περιορισμοί θα πρέπει να είναι, εφόσον εφικτό, μερικοί και χρονικά περιορισμένοι.

124.

Από την προοπτική αυτή, ο ΕΕΠΔ θα ήθελε να επιστήσει την προσοχή του νομοθέτη ιδίως στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 των άρθρων 19, 20, 21, τα οποία προβλέπουν μια πολύ ευρεία και αόριστη εξαίρεση από τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, ορίζοντας ότι τα δικαιώματα αυτά μπορούν να περιορίζονται εφόσον επιβάλλεται προκειμένου «να επιτραπεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας να εκτελέσει τα καθήκοντά του με υπεύθυνο τρόπο». Επιπλέον, η εξαίρεση αυτή δημιουργεί αλληλεπικάλυψη με τη διάταξη του στοιχείου β), σύμφωνα με την οποία περιορισμοί των δικαιωμάτων επιτρέπονται εφόσον είναι αναγκαίοι «για να αποφευχθεί η δυσλειτουργία τρεχουσών ερευνών ή διαδικασιών ή για την εκπλήρωση των νομίμων καθηκόντων των αρμοδίων αρχών». Ενώ η δεύτερη εξαίρεση φαίνεται αιτιολογημένη, η πρώτη μάλλον επιβάλλει δυσανάλογο περιορισμό των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά τη διαγραφή του στοιχείου α) της παραγράφου 2 των άρθρων 19, 20, 21.

125.

Πέραν τούτου, ο ΕΕΠΔ συνιστά τη βελτίωση των άρθρων 19, 20 και 21 ως εξής:

Να διευκρινισθεί ότι οι περιορισμοί των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων δεν είναι αναγκαστικοί, δεν ισχύουν επ' αόριστον και επιτρέπονται «μόνο» στις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα,

Να ληφθεί υπόψη ότι οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας αυτόματα και όχι βάσει αιτήσεως του υποκειμένου των δεδομένων,

Να προστεθεί στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 19 ότι θα πρέπει επίσης να παρέχονται πληροφορίες «για τις προθεσμίες αποθήκευσης των δεδομένων»,

Να εξασφαλισθεί (με την τροποποίηση του άρθρου 20 παράγραφος 1 κατ' ευθυγράμμιση με άλλες κοινοτικές πράξεις προστασίας των δεδομένων) ότι οι πληροφορίες — σε περίπτωση που τα δεδομένα δεν έχουν ληφθεί από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή έχουν ληφθεί από αυτόν εν αγνοία του — θα του παρασχεθούν «όχι αργότερα από την πρώτη δημοσιοποίηση των δεδομένων».

Να εξασφαλισθεί ότι ο μηχανισμός προσφυγής κατά της άρνησης ή του περιορισμού των δικαιωμάτων εφαρμόζεται σε περιπτώσεις περιορισμού του δικαιώματος ενημέρωσης και να τροποποιηθεί αναλόγως η τελευταία πρόταση του άρθρου 19 παράγραφος 4.

Αυτοματοποιημένες ατομικές αποφάσεις

126.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι η πρόταση δεν θίγει καθόλου το σημαντικό θέμα των αυτοματοποιημένων ατομικών αποφάσεων. Πράγματι, η πείρα έχει δείξει ότι οι αρχές της ποινικής καταστολής καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην αυτόματη επεξεργασία των δεδομένων η οποία έχει ως σκοπό την αξιολόγηση ορισμένων προσωπικών στοιχείων των προσώπων, και ιδίως της αξιοπιστίας και της συμπεριφοράς τους.

127.

Ο ΕΕΠΔ — καίτοι αναγνωρίζει ότι τα συστήματα αυτά μπορεί να είναι αναγκαία σε ορισμένες περιπτώσεις προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων της ποινικής καταστολής — σημειώνει ότι οι αποφάσεις που στηρίζονται αποκλειστικά σε αυτόματη επεξεργασία δεδομένων θα πρέπει να υπάγονται σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και διασφαλίσεις όταν παράγουν νομικά αποτελέσματα που αφορούν ή επηρεάζουν σημαντικά ένα πρόσωπο. Αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, δεδομένου ότι σε αυτή την περίπτωση οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν δημόσια αναγκαστική εξουσία και άρα οι αποφάσεις ή ενέργειές των ενδέχεται να θίξουν ένα πρόσωπο ή να είναι πιο οχληρές από ό,τι συνήθως όταν οι αποφάσεις/ενέργειες αυτές λαμβάνονται από ιδιώτες.

128.

Ειδικότερα, και σύμφωνα με τις γενικές αρχές προστασίας των δεδομένων, οι αποφάσεις ή ενέργειες αυτές θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο αν προβλέπονται ρητά από το νόμο ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, και θα πρέπει να υπάγονται στα κατάλληλα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση των νόμιμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων. Επιπλέον, το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να έχει στην άμεση διάθεσή του μέσα τα οποία του επιτρέπουν να προβάλλει τη γνώμη του και να είναι σε θέση να γνωρίζει το σκεπτικό της απόφασης, εκτός αν αυτό δεν συνάδει προς το σκοπό για τον οποίο υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα.

129.

Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά την εισαγωγή ειδικής διάταξης για τις αυτοματοποιημένες ατομικές αποφάσεις, σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων.

IV.11.   Ασφάλεια επεξεργασίας

130.

Όσον αφορά την ασφάλεια επεξεργασίας, το άρθρο 24 προβλέπει υποχρέωση για τον υπεύθυνο επεξεργασίας να εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, τα οποία είναι σύμφωνα με τις διατάξεις άλλων κοινοτικών πράξεων για την προστασία των δεδομένων. Επιπλέον, η παράγραφος 2 παρέχει λεπτομερή και εκτενή κατάλογο μέτρων τα οποία θα εφαρμόζονται όσον αφορά την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων.

131.

Ο ΕΕΠΔ χαιρέτισε τη διάταξη αυτή, προτείνει όμως, για να διευκολυνθεί ο αποτελεσματικός έλεγχος από τις αρχές ελέγχου, να προστεθεί στον κατάλογο της παραγράφου 2 το εξής συμπληρωματικό μέτρο: «κ) εφαρμογή μέτρων για τη συστηματική παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων ασφαλείας (συστηματικός αυτό-έλεγχος των μέτρων ασφαλείας)». (30)

Καταγραφή επεξεργασιών σε μητρώο

132.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 κάθε αυτοματοποιημένη διαβίβαση και παραλαβή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προϋποθέτει καταγραφή (σε περίπτωση αυτοματοποιημένης διαβίβασης) ή πρωτοκόλληση (σε περίπτωση μη αυτοματοποιημένης διαβίβασης) ώστε να διασφαλίζεται η μεταγενέστερη επαλήθευση του νόμιμου χαρακτήρα της διαβίβασης και της επεξεργασίας των δεδομένων. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στην αρμόδια αρχή ελέγχου κατόπιν σχετικού αιτήματος.

133.

Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει τη διάταξη αυτή, σημειώνει όμως ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται σφαιρική εποπτεία και να ελέγχεται η ορθή χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να γίνεται καταγραφή ή πρωτοκόλληση και της «πρόσβασης» στα δεδομένα. Οι πληροφορίες αυτές είναι ουσιαστικές, δεδομένου ότι η αποτελεσματική παρακολούθηση της ορθής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να εστιάζει όχι μόνο στη νομιμότητα της διαβίβασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ αρχών, αλλά και στη νομιμότητα της πρόσβασης εκ μέρους των αρχών αυτών (31). Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά να τροποποιηθεί το άρθρο 10 ούτως ώστε να προβλέπεται καταγραφή ή τεκμηρίωση και της πρόσβασης στα δεδομένα.

V.12.   Ένδικα μέσα, ευθύνη και κυρώσεις

134.

Το Κεφάλαιο VΙ της πρότασης αφορά τα ένδικα μέσα (άρθρο 27), την ευθύνη (άρθρο 28) και τις κυρώσεις (άρθρο 29). Οι διατάξεις συνάδουν εν γένει με την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ περί προστασίας των δεδομένων.

135.

Ειδικότερα, όσον αφορά τις κυρώσεις, ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει τη διευκρίνιση ότι οι κυρώσεις, σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων που θεσπίζουν ότι δυνάμει της απόφασης πλαισίου, θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, κατάλληλες και αποτρεπτικές. Επιπλέον, οι ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση αδικημάτων εκ προθέσεως που αφορούν σοβαρές παραβιάσεις — ιδίως όσον αφορά τον απόρρητο χαρακτήρα και την ασφάλεια της επεξεργασίας — θα εξασφαλίσουν αποτρεπτικότερο αποτέλεσμα για σοβαρότερες παραβιάσεις της νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων.

IV.13   Έλεγχος, εποπτεία και συμβουλευτικά καθήκοντα

136.

Οι διατάξεις της πρότασης που αφορούν τον έλεγχο και την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και τη διαβούλευση επί θεμάτων σχετικών με την επεξεργασία δεδομένων μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιλέξει στην πρότασή της ήδη δοκιμασμένους και λειτουργικούς μηχανισμούς και υπογραμμίζει ιδίως την εισαγωγή ενός (υποχρεωτικού) συστήματος προηγουμένου ελέγχου. Αυτό το σύστημα όχι απλώς προβλέπεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ αλλά επιπλέον περιλαμβάνεται στον κανονισμό 45/2001/ΕΚ και έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό μέσο για την εκ μέρους του ΕΕΠΔ εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων από τα όργανα και τους οργανισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

137.

Άλλο μέσο για τον έλεγχο και την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων που έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό είναι ο διορισμός Υπεύθυνων Προστασίας Δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η ρύθμιση αυτή λειτουργεί σε διάφορα κράτη μέλη. Προβλέπεται στον κανονισμό 45/2001/ΕΚ ως αναγκαστικό δίκαιο και παίζει σημαντικό ρόλο σε επίπεδο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι Υπεύθυνοι Προστασίας Δεδομένων είναι λειτουργοί υπάλληλοι που θητεύουν στους κόλπους ενός διοικητικού οργανισμού και οι οποίοι εξασφαλίζουν με ανεξάρτητο τρόπο την εσωτερική εφαρμογή των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων.

138.

Ο ΕΕΠΔ συνιστά την προσθήκη στην πρόταση διατάξεων σχετικά με τους Υπεύθυνους Προστασίας Δεδομένων. Οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν ανάλογο περιεχόμενο με τα άρθρα 24-26 του κανονισμού 45/2001/ΕΚ.

139.

Η πρόταση απόφασης πλαισίου απευθύνεται στα κράτη μέλη. Είναι λογικό επομένως να προβλέπει το άρθρο 30 της πρότασης εποπτεία εκ μέρους ανεξάρτητων εποπτικών αρχών. Το άρθρο αυτό είναι διατυπωμένο κατ' ανάλογο τρόπο με το άρθρο 28 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Οι εθνικές αυτές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, με τα κοινά εποπτικά όργανα τα οποία έχουν συσταθεί δυνάμει του άρθρου VI της Συνθήκης ΕΕ και με τον ΕΕΠΔ. Επιπλέον, το άρθρο 31 της πρότασης προβλέπει τη σύσταση ομάδας εργασίας η οποία πρέπει να παίξει ανάλογο ρόλο με το ρόλο που παίζει το άρθρο 29 σε θέματα του πρώτου πυλώνα. Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς στον τομέα της προστασίας δεδομένων αναφέρονται στο άρθρο 31 της πρότασης.

140.

Εξυπακούεται ότι, σε μία πρόταση η οποία αφορά τη βελτίωση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, η συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων στον τομέα της προστασίας δεδομένων παίζει σημαντικό ρόλο. Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει επομένως την έμφαση που δίδει η πρόταση στη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών οργάνων.

141.

Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ τονίζει τη σημασία μίας συνεπούς προσέγγισης στα θέματα προστασίας των δεδομένων η οποία θα μπορούσε να ενισχυθεί με την προώθηση της επικοινωνίας μεταξύ της υφιστάμενης ομάδας του άρθρου 29 και της ομάδας εργασίας που δημιουργείται σύμφωνα με την παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου. Ο ΕΕΠΔ συνιστά τροποποίηση του άρθρου 31 παράγραφος 2 της πρότασης ούτως ώστε να νομιμοποιείται και ο προεδρεύων της ομάδας του άρθρου 29 να συμμετέχει ή να εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις της νέας ομάδας.

142.

Το κείμενο του άρθρου 31 της παρούσας πρότασης περιέχει μία σημαντική διαφορά από το άρθρο 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.Ο ΕΕΠΔ είναι πλήρες μέλος της ομάδας του άρθρου 29. Η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται δικαίωμα ψήφου. Η παρούσα πρόταση ορίζει επίσης τον ΕΕΠΔ ως μέλος της ομάδας (βάσει του άρθρου 31), δεν προβλέπει όμως δικαίωμα ψήφου του ΕΕΠΔ. Δεν είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους η παρούσα πρόταση παρεκκλίνει από το άρθρο 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Σύμφωνα με τον ΕΕΠΔ, το προτεινόμενο κείμενο είναι διφορούμενο όσον αφορά το ρόλο του ΕΕΠΔ, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην αποτελεσματικότητα της συμμετοχής του στις εργασίες της Ομάδας. Ο ΕΕΠΔ συνιστά επομένως να διατηρηθεί η συνοχή με το κείμενο της οδηγίας.

IV.14.   Λοιπές διατάξεις

143.

Το Κεφάλαιο VΙΙ της πρότασης περιέχει κάποιες τελικές διατάξεις για την τροποποίηση της Σύμβασης του Σένγκεν και άλλων πράξεων που αφορούν την επεξεργασία και την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Σύμβαση του Σένγκεν

144.

Το άρθρο 33 της πρότασης ορίζει ότι τα άρθρα 126 έως 130 της Σύμβασης του Σένγκεν αντικαθίστανται από την παρούσα απόφαση για τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΕ. Τα άρθρα 126 έως 130 της Σύμβασης του Σένγκεν περιέχουν τους γενικούς κανόνες προστασίας των δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που διαβιβάζονται δυνάμει της Σύμβασης (αλλά εκτός του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν).

145.

Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει την αντικατάσταση αυτή, δεδομένου ότι προσδίδει μεγαλύτερη συνοχή στο σύστημα προστασίας των δεδομένων στον τρίτο πυλώνα και αντιπροσωπεύει από ορισμένες απόψεις σημαντική βελτίωση για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, φερ'ειπείν με την αύξηση των εξουσιών των εποπτικών αρχών. Έχει ωστόσο, σε ορισμένα σημεία, το ακούσιο — και ατυχές — αποτέλεσμα της μείωσης του βαθμού προστασίας των δεδομένων. Μερικές διατάξεις της Σύμβασης του Σένγκεν είναι πράγματι αυστηρότερες από εκείνες της απόφασης πλαισίου.

146.

Ο ΕΕΠΔ αναφέρει ειδικά το άρθρο 126 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Σύμβασης του Σένγκεν και δηλώνει ότι τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο από δικαστικές αρχές και γραφεία και αρχές που εκτελούν καθήκοντα σχετικά με τον οριζόμενο από τη Σύμβαση σκοπό. Η διάταξη φαίνεται να αποκλείει τη διαβίβαση δεδομένων σε ιδιώτες, ενώ αυτή θα επιτρεπόταν δυνάμει της προτεινόμενης απόφασης πλαισίου. Άλλο σημείο είναι ότι οι διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων στη Σύμβαση του Σένγκεν ισχύουν επίσης για όλα τα δεδομένα τα οποία διαβιβάζονται από ή περιλαμβάνονται σε μη αυτοματοποιημένα αρχεία (άρθρο 127), ενώ τα μη διαρθρωμένα αρχεία εξαιρούνται του πεδίου της προτεινόμενης απόφασης πλαισίου.

Σύμβαση περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

147.

Το άρθρο 34 προβλέπει ότι το άρθρο 23 της Σύμβασης περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικαθίσταται από την απόφαση πλαίσιο. Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι ενώ αυτή η αντικατάσταση θα εξασφάλιζε γενικά καλύτερη προστασία των προσωπικών δεδομένων που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο της Σύμβασης, θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει κάποια προβλήματα συμβατότητας μεταξύ των δύο πράξεων.

148.

Ειδικότερα, η Σύμβαση ασχολείται επίσης με την παροχή αμοιβαίας συνδρομής στην παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών. Σε αυτή την περίπτωση, το κράτος μέλος το οποίο δέχεται την αίτηση μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του — για την παρακολούθηση ή διαβίβαση της καταγραφής τηλεπικοινωνίας — υπό την επιφύλαξη τυχόν όρων που θα πρέπει να τηρούνται σε ανάλογη εθνική υπόθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4 της Σύμβασης, όταν αυτοί οι πρόσθετοι όροι αφορούν τη χρήση προσωπικών δεδομένων, υπερισχύουν των κανόνων προστασίας των δεδομένων του άρθρου 23. Αντιστοίχως, το άρθρο 23 παράγραφος 5 καθορίζει την προτεραιότητα των πρόσθετων κανόνων για τη διασφάλιση των πληροφοριών που συλλέγονται από τις κοινές ομάδες ερευνών. Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι αν το άρθρο 23 αντικατασταθεί από την τωρινή πρόταση, δεν θα ήταν σαφές αν οι προαναφερόμενοι πρόσθετοι κανόνες θα εξακολουθούν να ισχύουν. Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά να διευκρινισθεί το σημείο αυτό, με σκοπό τη αναλυτική εκτίμηση των συνεπειών της πλήρους αντικατάστασης του άρθρου 23 της Σύμβασης από την παρούσα απόφαση — πλαίσιο.

Σύμβαση 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα

149.

Το άρθρο 34 παράγραφος 2 ορίζει ότι οιαδήποτε παραπομπή στη Σύμβαση 108 θα εκληφθεί ως παραπομπή στην παρούσα απόφαση πλαίσιο. Η ερμηνεία και η συγκεκριμένη εφαρμογή αυτής της διάταξης δεν είναι καθόλου σαφείς. Εν πάση περιπτώσει, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι αυτή η διάταξη ισχύει μόνο εντός του καθ' ύλην πεδίου εφαρμογής της παρούσας απόφασης — πλαισίου.

Τελικά θέματα

150.

Όσον αφορά τη συστηματική συνοχή του κειμένου, ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι κάποια άρθρα θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε άλλο σημείο του κειμένου.

Επομένως, ο ΕΕΠΔ προτείνει:

1.

Να μεταφερθεί το άρθρο 16 («Επιτροπή») από το Κεφάλαιο ΙΙΙ («Ειδικές μορφές επεξεργασίας») σε νέο κεφάλαιο

2.

Να μεταφερθούν τα άρθρα 25 («Μητρώο») και 26 («προηγούμενος έλεγχος») από το Κεφάλαιο V («Εμπιστευτικότητα και ασφάλεια της επεξεργασίας») σε νέο κεφάλαιο.

V.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αξιόλογο βήμα προόδου

α)

Η έγκριση της παρούσας πρότασης θα σήμαινε σημαντικό βήμα προόδου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε έναν σημαντικό τομέα, ο οποίος απαιτεί ιδίως συνεκτικό και αποτελεσματικό μηχανισμό για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β)

Η αποτελεσματική προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απλώς σημαντική για τα υποκείμενα των δεδομένων, αλλά επίσης συμβάλλει στην επιτυχία της ίδιας της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας. Από πολλές απόψεις τα δύο αυτά δημόσια συμφέροντα συμβαδίζουν.

Κοινά πρότυπα

γ)

Σύμφωνα με τον ΕΕΠΔ, ένα νέο πλαίσιο προστασίας των δεδομένων θα πρέπει όχι απλώς να σέβεται τις αρχές της προστασίας δεδομένων — είναι σημαντική η εξασφάλιση της συνοχής της προστασίας δεδομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης — αλλά θα πρέπει επίσης να προβλέπει πρόσθετο σύνολο κανόνων που θα λαμβάνουν υπόψη την ειδική φύση του πεδίου της ποινικής καταστολής.

δ)

Η παρούσα πρόταση πληροί τις προϋποθέσεις αυτές: εξασφαλίζει ότι οι υπάρχουσες αρχές προστασίας των δεδομένων όπως ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ θα εφαρμόζονται στο πεδίο του τρίτου πυλώνα, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις διατάξεις της πρότασης απηχούν άλλες νομικές πράξεις της ΕΕ σχετικές με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και είναι συμβατές προς τις πράξεις αυτές. Επιπλέον, προβλέπει κοινά πρότυπα για τον προσδιορισμό των αρχών αυτών, εν όψει της εφαρμογής τους σε αυτόν τον τομέα, τα οποία είναι γενικώς ικανοποιητικά και παρέχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των δεδομένων στον τρίτο πυλώνα.

Εφαρμογή σε οιαδήποτε επεξεργασία

ε)

Για να επιτευχθεί ο στόχος της, η οδηγία-πλαίσιο πρέπει να καλύπτει όλα τα αστυνομικά και δικαστικά δεδομένα, ακόμη και αν δεν διαβιβάζονται ή δεν διατίθενται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

στ)

Τα άρθρα 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και 31 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της ΣΕΕ παρέχουν νομική βάση για τη θέσπιση κανόνων περί προστασίας δεδομένων που δεν περιορίζονται στην προστασία προσωπικών δεδομένων τα οποία πράγματι ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών αλλά εφαρμόζονται και σε εθνικές υποθέσεις.

ζ)

Η πρόταση δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της Συνθήκης ΕΕ (κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας), ούτε στην επεξεργασία δεδομένων από υπηρεσίες πληροφοριών και στην πρόσβαση των υπηρεσιών αυτών στα εν λόγω δεδομένα όταν υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές ή τρίτους (αυτό προκύπτει από το άρθρο 33 ΣΕΕ). Σε αυτούς τους τομείς, εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να παράσχει κατάλληλη προστασία στα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα. Το κενό αυτό στην προστασία σε επίπεδο ΕΕ απαιτεί ακόμη αποτελεσματικότερη προστασία στους τομείς που πράγματι καλύπτονται από την πρόταση.

η)

Ο ΕΕΠΔ χαιρετίζει το γεγονός ότι η πρόταση εκτείνεται στην κάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από δικαστικές αρχές.

Σε σχέση με άλλες νομικές πράξεις

θ)

Όταν υπάρχει άλλη ειδική νομική πράξη εκδοθείσα δυνάμει του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ η οποία προβλέπει λεπτομερέστερους όρους ή περιορισμούς για την επεξεργασία των δεδομένων ή την πρόσβαση σε αυτά, η ειδική νομική πράξη θα πρέπει να ισχύει ως lex specialis.

ι)

Η παρούσα πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων έχει αυτοτελή αξία και είναι απαραίτητη ακόμη κι αν δεν εκδοθεί νομική πράξη περί διαθεσιμότητας ( όπως πρότεινε η Επιτροπή στις 12 Οκτωβρίου 2005).

ια)

Η υπό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έγκριση της οδηγίας περί διατήρησης δεδομένων των τηλεπικοινωνιών καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη θέσπισης νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων στον τρίτο πυλώνα.

Δομή της πρότασης

ιβ)

Οι πρόσθετοι κανόνες του Κεφαλαίου ΙΙ (πέραν των γενικών αρχών της οδηγίας 95/46/ΕΚ) θα πρέπει να παρέχουν συμπληρωματική προστασία στα υποκείμενα των δεδομένων που έχουν σχέση με το ειδικό πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, δεν μπορούν όμως να μειώνουν το επίπεδο προστασίας.

ιγ)

Το Κεφάλαιο ΙΙΙ σχετικά με τις ειδικές μορφές επεξεργασίας (στο οποίο είναι ενσωματωμένο το τρίτο επίπεδο προστασίας) δεν μπορεί να παρεκκλίνει από το Κεφάλαιο ΙΙ: οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙΙ θα πρέπει να παρέχουν πρόσθετη προστασία στα υποκείμενα των δεδομένων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εμπλέκονται οι αρμόδιες αρχές περισσότερων του ενός κρατών μελών, οι διατάξεις όμως αυτές δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα χαλάρωση του επιπέδου προστασίας.

ιδ)

Οι διατάξεις σχετικά με την εξακρίβωση της ποιότητας των δεδομένων (άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 6) και για τη ρύθμιση της περαιτέρω επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 11 παράγραφος 1) θα πρέπει να μεταφερθούν στο Κεφάλαιο ΙΙ και να καταστούν εφαρμοστέες σε οιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων από τις αρχές της ποινικής καταστολής, έστω κι αν τα δεδομένα δεν έχουν διαβιβασθεί ή καταστεί διαθέσιμα από άλλο κράτος μέλος. Είναι ιδίως βασικό — τόσο προς το συμφέρον των ενδιαφερομένων προσώπων όσο και των αρμοδίων αρχών — να εξασφαλισθεί ότι η ορθή εξακρίβωση της ποιότητας αφορά όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Περιορισμός του σκοπού

ιε)

Υπάρχει μία περίπτωση η οποία μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο εργασιών της αστυνομίας η οποία δεν αντιμετωπίζεται εντελώς ικανοποιητικά στην πρόταση: η ανάγκη περαιτέρω χρησιμοποίησης των δεδομένων για σκοπό ο οποίος θεωρείται ασυμβίβαστος με το σκοπό για τον οποίο συνελέγησαν.

ιστ)

Σύμφωνα με την νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται για συγκεκριμένους και ρητούς σκοπούς και δεν μπορούν να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς αυτούς. Απαιτείται κάποια ευελιξία όσον αφορά την περαιτέρω χρήση. Ο περιορισμός όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνει σεβαστός αν οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εσωτερική ασφάλεια γνωρίζουν ότι μπορούν να βασισθούν, με τις κατάλληλες διασφαλίσεις, σε παρέκκλιση από τον περιορισμό όσον αφορά την περαιτέρω χρήση των δεδομένων.

ιζ)

Η απόφαση — πλαίσιο θα πρέπει να ορίζει στο Κεφάλαιο ΙΙ ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα τα οποία θα επιτρέπουν την περαιτέρω επεξεργασία όταν το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο για να διασφαλισθεί:

Η πρόληψη απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, άμυνας ή εθνικής ασφάλειας

Η προστασία σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους

η προστασία του υποκειμένου των δεδομένων.

Οι εξουσίες αυτές των κρατών μελών θα μπορούσαν να συνεπάγονται διαδικασία η οποία ενδεχομένως θα παραβίαζε τον ιδιωτικό βίο των προσώπων και θα πρέπει επομένως να συνοδεύεται από πολύ αυστηρούς όρους.

Αναγκαιότητα και αναλογικότητα

ιη)

Οι αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας της πρότασης θα πρέπει να απηχούν πλήρως την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, εξασφαλίζοντας ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται αναγκαία μόνον εφόσον οι αρχές είναι σε θέση να αποδείξουν ότι είναι απολύτως απαραίτητη, και υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν άλλα μέτρα διαθέσιμα τα οποία θα έθιγαν σε μικρότερο βαθμό την ιδιωτική ζωή των προσώπων.

Ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων με τρίτες χώρες

ιθ)

Αν υπήρχε η δυνατότητα διαβίβασης δεδομένων σε τρίτες χώρες χωρίς να εξασφαλίζεται η προστασία του υποκειμένου των δεδομένων, αυτό θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά την προστασία η οποία προβλέπεται δυνάμει της παρούσας πρότασης εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ΕΕΠΔ συνιστά την τροποποίηση της παρούσας πρότασης με σκοπό να εξασφαλισθεί ότι το άρθρο 15 ισχύει για την ανταλλαγή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες. Η σύσταση αυτή δεν αφορά το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

κ)

Κατά τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από τρίτες χώρες, θα πρέπει, προτού χρησιμοποιηθούν, να αξιολογείται προσεκτικά η ποιότητά τους με άξονα το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.

Ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων με ιδιωτικούς φορείς και αρχές πλην των αρχών της ποινικής καταστολής

κα)

Η μεταφορά δεδομένων σε ιδιωτικούς φορείς και άλλους δημόσιους φορείς μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις για την πρόληψη και την καταπολέμηση του εγκλήματος, μόνο όμως εφόσον ισχύουν ειδικές και αυστηρές προϋποθέσεις. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να τροποποιηθεί η παρούσα πρόταση προκειμένου να εξασφαλισθεί η εφαρμογή των άρθρων 13 και 14 στη ανταλλαγή όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων εκείνων που δεν έχουν παραληφθεί ή καταστεί διαθέσιμα από άλλο κράτος μέλος. Η σύσταση αυτή δεν αφορά τα άρθρα 13 στοιχείο γ) και 14 στοιχείο γ).

κβ)

Θα πρέπει να ισχύουν κοινά πρότυπα για την πρόσβαση των αρχών επιβολής του νόμου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι στην κατοχή ιδιωτικών φορέων, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι επιτρέπεται πρόσβαση μόνο βάσει καλά προσδιορισμένων όρων και περιορισμών.

Ειδικές κατηγορίες δεδομένων

κγ)

Θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές διασφαλίσεις, ιδίως με σκοπό να κατοχυρωθεί ότι:

τα βιομετρικά δεδομένα και τα προφίλ DNA χρησιμοποιούνται μόνο βάσει δοκιμασμένων και διαλειτουργικών τεχνικών προτύπων,

το επίπεδο ακριβείας τους λαμβάνεται προσεκτικά υπόψη και επιδέχεται αμφισβήτησης εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων με μέσα τα οποία έχει στην άμεση διάθεσή του, και

εξασφαλίζεται πλήρως ο σεβασμός της αξιοπρέπειας των προσώπων.

Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δεδομένων

κδ)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν διάφορες κατηγορίες προσώπων (υπόπτους, καταδικασθέντες, θύματα, μάρτυρες, κ.λπ.) θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με διαφορετικές, κατάλληλες προϋποθέσεις και διασφαλίσεις. Επομένως, ο ΕΕΠΔ προτείνει την προσθήκη νέας παραγράφου στο άρθρο 4 με τα ακόλουθα στοιχεία:

την υποχρέωση των κρατών μελών να ορίζουν τις νομικές συνέπειες των διακρίσεων που πρέπει να γίνονται μεταξύ των προσωπικών δεδομένων των διαφόρων κατηγοριών προσώπων,

πρόσθετες διατάξεις για τον περιορισμό του σκοπού της επεξεργασίας, τον καθορισμό ακριβών προθεσμιών και τον περιορισμό της πρόσβασης στα δεδομένα, στο βαθμό που δεν αφορούν υπόπτου.

Αυτοματοποιημένες ατομικές αποφάσεις

κε)

Οι αποφάσεις που βασίζονται αποκλειστικά στην αυτόματη επεξεργασία των δεδομένων θα πρέπει να υπάγονται σε πολύ αυστηρούς όρους όταν παράγουν αποτελέσματα που αφορούν ή επηρεάζουν σημαντικά πρόσωπο. Ο ΕΕΠΔ συνιστά επομένως την εισαγωγή ειδικών διατάξεων για τις αυτοματοποιημένες ατομικές αποφάσεις, ανάλογες με εκείνες της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Επιλογή άλλων συστάσεων

κστ)

Ο ΕΕΠΔ συνιστά:

νέα διατύπωση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 παράγραφος 4 προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της σχετικής με το άρθρο 8 νομολογίας του ΕΣΑΔ, δεδομένου ότι η προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 4 παράγραφος 4 δεν πληροί τα κριτήρια που ορίζονται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 8 ΕΣΑΔ.

Διαγραφή της ευρείας παρέκκλισης του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή τουλάχιστον ρητός περιορισμός του δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την επίκλησή της από τα κράτη μέλη.

Τροποποίηση του άρθρου 10 με σκοπό να προβλεφθεί ότι καταγράφεται σε μητρώο ή πρωτοκολλείται και η πρόσβαση στα δεδομένα.

Διαγραφή του στοιχείου α) της παραγράφου 2 των άρθρων 19, 20 και 21.

Προσθήκη διατάξεων για τους Υπεύθυνους Προστασίας Δεδομένων στην πρόταση. Οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν ανάλογη διατύπωση με τα άρθρα 24-26 του κανονισμού 45/2001/ΕΚ.

Τροποποίηση του άρθρου 31 παράγραφος 2 της πρότασης με σκοπό να νομιμοποιείται και ο προεδρεύων της ομάδα εργασίας του άρθρου 29 να συμμετέχει ή να εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις της νέας ομάδας εργασίας.

Έγινε στις Βρυξέλλες στις 19 Δεκεμβρίου 2005,

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προσωπικών Δεδομένων


(1)  Βλ. σ. 18 του προγράμματος.

(2)  Σύμβαση μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Δημοκρατίας της Αυστρίας για την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως κατά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης. Prüm (Γερμανία) 27 Μαΐου 2005.

(3)  Πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση απόφασης-πλαισίου για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και δεδομένων υπηρεσιών πληροφοριών μεταξύ των αρχών ποινικής καταστολής των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά σοβαρά αδικήματα, περιλαμβανομένων των τρομοκρατικών πράξεων (ΕΕ C 281/2004).

(4)  Βάσει της προτάσεως για μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία σχετική με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ [COM (2005) 438 τελικό].

(5)  Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, 28 Ιανουαρίου 1981.

(6)  Το 1987, το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε τη σύσταση αρ. R (87) 15 για τη ρύθμιση της χρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα, αλλά η σύσταση αυτή είναι εξ ορισμού μη δεσμευτική τα κράτη μέλη.

(7)  Βλ. σχετικά τη συμβολή «The EDPS as an advisor to the Community Institutions on proposals for legislation and related documents» («O ΕΕΠΔ ως σύμβουλος των κοινοτικών θεσμικών οργάνων όσον αφορά τις προτάσεις νομοθετημάτων και άλλα σχετικά έγγραφα»), 18 Μαρτίου 2005, που είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση www.edps.eu.int.

(8)  Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων όσον αφορά την πρόταση για μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία σχετική με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ [COM(2005) 438 τελικό], που είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση www.edps.eu.int.

(9)  Παράγραφος 2.2.4 της γνωμοδότησης.

(10)  Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, 28 Ιανουαρίου 1981.

(11)  Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου, που εγκρίθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2005, σχετικά με την πρόσβαση των αρχών των κρατών μελών των αρμόδιων για την εσωτερική ασφάλεια και της Ευρωπόλ στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις, προς το σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης και διερεύνησης τρομοκρατικών ενεργειών και άλλων σοβαρών αδικημάτων [COM (2005) 600 τελικό]. Ο ΕΕΠΔ σκοπεύει να γνωμοδοτήσει όσον αφορά την πρόταση αυτή στις αρχές του 2006.

(12)  Ο ΕΕΠΔ παραπέμπει στο ίδιο σκεπτικό του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων στην απόφασή του στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-465/00, C-138/01 και C-139/01, Österreichischer Rundfunk και άλλοι, Συλλ. [2003], σ. I-4989.

(13)  Βλ. σχετικά τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ της 26ης Σεπτεμβρίου 2005 όσον αφορά την πρόταση για μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων τα οποία υποβλήθηκαν σε επεξεργασία σχετική με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, σημείο 33.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2005, Pupino, υπόθεση C-105/03.

(15)  Η διάταξη θα μπορούσε να είναι παρόμοια με τη διάταξη του άρθρου 46 του κανονισμού 45/2001/ΕΚ.

(16)  Το Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών είναι ένα μικρό αλλά αρκετά περίπλοκο σύστημα αποτελούμενο από εθνικά και υπερεθνικά στοιχεία, δυνάμενο να συγκριθεί με το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν. Λόγω της σχετικά περιορισμένης σημασίας της παρούσας πρότασης για το Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών και της πολυπλοκότητας του ίδιου του συστήματος, το σύστημα αυτό δεν θα εξετασθεί στην παρούσα γνωμοδότηση. Ο ΕΕΠΔ θα ασχοληθεί με το Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών με άλλη ευκαιρία.

(17)  Επιπλέον, αυτό δεν θα ήταν σύμφωνο προς τη σύσταση αριθ. R (87) 15 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη για τη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα. Συγκεκριμένα, η αρχή 7.2 προβλέπει ότι θα πρέπει να καθιερωθούν «τακτικοί έλεγχοι» της ποιότητας κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ελέγχου ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(18)  Βλ. ειδικότερα το σημείο 94 της παρούσας γνωμοδότησης.

(19)  Η απόφαση 2005/876/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών που λαμβάνονται από το ποινικό μητρώο τέθηκε σε ισχύ στις 9 Δεκεμβρίου. Η απόφαση συμπληρώνει και διευκολύνει τους υφιστάμενους μηχανισμούς διαβίβασης πληροφοριών όσον αφορά τις ποινές βάσει ισχυουσών συμβάσεων, πράξεων όπως η Ευρωπαϊκή σύμβαση δικαστικής Συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις του 1959 και η Σύμβαση του 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κείμενο αυτό θα αντικατασταθεί εν συνεχεία από λεπτομερέστερη απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου. Η Επιτροπή σκοπεύει να προτείνει νέα απόφαση-πλαίσιο στον τομέα αυτό.

(20)  Πέρα από τη γενική διάταξη σχετικά με το χρονικό διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που περιέχεται στο άρθρο 7, η πρόταση περιέχει περαιτέρω ειδικές διατάξεις σχετικά με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανταλλάσσονται με άλλα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 9 παράγραφος 7 ορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαγράφονται :

1.

εάν δεν θα έπρεπε να έχουν διαβιβασθεί, διατεθεί ή υποβληθεί,

2.

με την εκπνοή μιας προθεσμίας που γνωστοποιήθηκε από την αρχή που διαβίβασε τα δεδομένα, εκτός εάν τα εν λόγω δεδομένα εξακολουθούν να είναι απαραίτητα στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας,

3.

εάν τα δεδομένα αυτά δεν είναι ή δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν.

(21)  Θα μπορούσε να εξετασθεί ένας περιορισμός στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή/και στα ειδικά δημόσια συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) : για λόγους ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς.

(22)  Βλ., λ.χ., την πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής «A Strategy on the External Dimension of the Area of Freedom, Security and Justice» («Μια στρατηγική για την εξωτερική διάσταση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης») [COM(2005) 491 τελικό].

(23)  Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο αφορά τις αρχές ελέγχου και τη διασυνοριακή κυκλοφορία δεδομένων, υπεγράφη στις 8.11.2001 και τέθηκε σε ισχύ στις 1.7.2004. Αυτή η δεσμευτική διεθνής νομοθετική πράξη έχει υπογραφεί έως τώρα από 11 κράτη (9 από τα οποία είναι μέλη της ΕΕ). Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πρωτοκόλλου περιέχεται η γενική αρχή ότι «Κάθε συμβαλλόμενο μέρος προβλέπει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη υπαγόμενο στη δικαιοδοσία κράτους ή οργανισμού που δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης μόνο εφόσον το εν λόγω κράτος ή οργανισμός εξασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο προστασίας για τη σχεδιαζόμενη διαβίβαση δεδομένων».

(24)  Σύμβαση του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, που υπογράφηκε από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουνίου 1987. Ειδικότερα, στο άρθρο 15 της Σύμβασης αναφέρεται ότι «Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μεριμνά ώστε οποιαδήποτε δήλωση που διαπιστώνεται ότι αποσπάσθηκε με βασανιστήρια να μη χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο σε καμία διαδικασία, παρά μόνο κατά του προσώπου που κατηγορείται για βασανιστήρια ως απόδειξη του ότι έγινε η δήλωση».

(25)  Έγγραφη τοποθέτησης σχετικά με την ποινική καταστολή και την ανταλλαγή πληροφοριών στην ΕΕ, που εγκρίθηκε κατά την εαρινή διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Αρχών Προστασίας Δεδομένων, Κρακοβία, 25-26 Απριλίου 2005.

(26)  Βλ. Πρόγραμμα νομοθετικών ρυθμίσεων και εργασιών της Επιτροπής για το 2006, COM(2005) 531 τελικό.

(27)  Λ.χ., ένας τηλεφωνικός λογαριασμός θα είναι αξιόπιστος για εμπορικούς σκοπούς εφόσον περιέχει ορθά στοιχεία για τις πραγματοποιηθείσες τηλεφωνικές κλήσεις· ο ίδιος όμως τηλεφωνικός λογαριασμός ενδέχεται να μην αποτελεί για τις αρχές ποινικής καταστολής απόλυτα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου που πραγματοποίησε συγκεκριμένη τηλεφωνική κλήση.

(28)  Σύμφωνα με το προοίμιο της οδηγίας «Θέματα πρόσβασης σε δεδομένα που φυλάσσονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας από τις εθνικές δημόσιες αρχές για τις δραστηριότητες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 95/46/ΕΚ δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Μπορούν, ωστόσο, να αποτελούν αντικείμενο του εθνικού δικαίου ή μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω νόμοι ή μέτρα σέβονται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και όπως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, κατά την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων …»

(29)  Ειδικότερα, το Κεφάλαιο IV αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης (άρθρα 19 και 20) και το δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής ή απαγόρευσης διάδοσης (άρθρο 21). Σε γενικές γραμμές, τα άρθρα αυτά παρέχουν στους ενδιαφερομένους όλα τα δικαιώματα τα οποία συνήθως κατοχυρώνονται δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων, ενώ ορίζουν σειρά εξαιρέσεων με στόχο να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες του τρίτου πυλώνα. Ειδικότερα, οι περιορισμοί των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα επιτρέπονται δυνάμει σχεδόν πανομοιότυπων διατάξεων που έχουν ορισθεί όσον αφορά τόσο το δικαίωμα ενημέρωσης (άρθρα 19.2 και 20.2) όσο και το δικαίωμα πρόσβασης (άρθρο 21.2).

(30)  Βλ., προς την αυτή κατεύθυνση, τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις διαμονής μικρής διαρκείας, COM (2004) 835 τελικό, που έχει δημοσιευθεί στη σελίδα www.edps.eu.int

(31)  Αυτό συνάδει προς τις διατάξεις του άρθρου 18 της πρότασης, σύμφωνα με το οποίο η αρχή διαβίβασης θα ενημερώνεται κατόπιν σχετικού αιτήματος σχετικά με την περαιτέρω επεξεργασία των διαβιβαζομένων ή διατιθεμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και του άρθρου 24, για την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, επίσης υπό το πρίσμα του προτεινόμενου συστηματικού αυτό-ελέγχου αυτών των μέτρων.


III Πληροφορίες

Επιτροπή

25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/48


GR-Ελληνικό: Εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών

Πρόσκληση υποβολής προσφορών προκηρυχθείσα από την Ελληνική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΟΚ) με αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου, για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών στις οποίες έχουν επιβληθεί υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

(2006/C 47/13)

1.   Εισαγωγή: Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου της 23 Ιουλίου 1992 σχετικά με την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει από την 1η Απριλίου 2006 υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις ακόλουθες τακτικές αεροπορικές γραμμές μεταξύ:

Αθήνας — Κυθήρων,

Αθήνας — Νάξου,

Αθήνας — Πάρου,

Αθήνας — Καρπάθου,

Αθήνας — Σητείας,

Αθήνας — Σκιάθου,

Θεσσαλονίκης — Κέρκυρας,

Ρόδου — Κω — Λέρου — Αστυπάλαιας,

Κέρκυρας — Ακτίου — Κεφαλονιάς — Ζακύνθου.

Οι απαιτήσεις για αυτές τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 46 της 24.2.2006 και C 164 της 10 Ιουλίου 2002, σ.16 .

Σε περίπτωση που έως την 1η Μαρτίου 2006 κανένας αερομεταφορέας δεν έχει εκδηλώσει στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας την πρόθεσή του εκτέλεσης από την 1η Απριλίου 2006 τακτικών πτήσεων σε μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω γραμμές σύμφωνα με τις επιβληθείσες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και χωρίς οικονομικό αντιστάθμισμα, η Ελλάδα έχει αποφασίσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του προαναφερθέντος κανονισμού, να εκκινήσει διαδικασία για να περιορίσει επί τρία χρόνια την πρόσβαση σε ένα μόνον αερομεταφορέα για κάθε μία ή για περισσότερες από τις ανωτέρω γραμμές (όπως αναφέρεται στο επόμενο άρθρο) και να χορηγήσει, κατόπιν πρόσκλησης υποβολής προσφορών, το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτών των γραμμών από την 1η Απριλίου 2006.

2.   Αντικείμενο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών: Το δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης από την 1η Απριλίου 2006 για μια τριετία, των ακόλουθων τακτικών αεροπορικών γραμμών για την παροχή υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας. Οι τακτικές αυτές γραμμές είναι οι ακόλουθες:

Αθήνας — Κυθήρων,

Αθήνας — Νάξου,

Αθήνας — Πάρου,

Αθήνας — Καρπάθου,

Αθήνας — Σητείας,

Αθήνας — Σκιάθου,

Θεσσαλονίκης — Κέρκυρας,

Ρόδου — Κω — Λέρου — Αστυπάλαιας,

Κέρκυρας — Ακτίου — Κεφαλονιάς — Ζακύνθου.

Η εκμετάλλευση των γραμμών αυτών θα γίνεται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν επιβληθεί για την εξυπηρέτηση αυτών των γραμμών, όπως αυτές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 46 της 24.2.2006 και C 164 της 10 Ιουλίου 2002 σ. 16.

Προσφορά μπορεί να υποβληθεί και για μια μόνο ή και περισσότερες από τις ανωτέρω γραμμές. Σε κάθε περίπτωση οι προσφορές θα υποβάλλονται χωριστά για κάθε μία από τις παραπάνω αυτές γραμμές.

Επισημαίνεται ότι, λόγω της ιδιαιτερότητας των αεροπορικών συνδέσεων, οι αερομεταφορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι το προσωπικό θαλάμου που θα εξυπηρετεί τους επιβάτες στις ανωτέρω συνδέσεις, ομιλεί και κατανοεί την ελληνική γλώσσα.

3.   Συμμετοχή στον διαγωνισμό: Η συμμετοχή είναι ανοικτή σε όλους τους αερομεταφορείς που διαθέτουν άδεια εκμετάλλευσης σε ισχύ, η οποία έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου σχετικά με την έκδοση αδειών των αερομεταφορέων.

4.   Διαδικασία του διαγωνισμού: Ο παρών διαγωνισμός διέπεται από στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχεία δ), έως και θ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου «Για την πρόσβαση αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών γραμμών» και αναλογικά από τις διατάξεις του Π.Δ.346/98 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών προς τις διατάξεις της Οδηγίας 92/50 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 1992» όπως τροποποιήθηκε από το Π.Δ. 18/2000.

Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και εφόσον αποφασιστεί η επανάληψη του διαγωνισμού (λόγω άκαρπης έκβασής του) το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών μπορεί να αναλάβει τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να εξασφαλιστεί η κάλυψη ζωτικών αναγκών συγκεκριμένης απομακρυσμένης περιοχής για αερομεταφορές, υπό τον όρο ότι οι ενέργειες αυτές συμβαδίζουν με τις αρχές της αμεροληψίας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας, καθώς και ότι δεν θα διαρκέσουν περισσότερο από έξι μήνες.

Επίσης σε περίπτωση που υποβληθεί μόνο μία προσφορά και κριθεί ως μη αποδεκτή οικονομικά, μπορεί να ακολουθηθεί η διαδικασία διαπραγμάτευσης.

Οι υποψήφιοι δεσμεύονται από την προσφορά που έχουν υποβάλει μέχρι της κατακυρώσεως του αποτελέσματος.

5.   Φάκελος της πρόσκλησης υποβολής προσφορών: Ο πλήρης φάκελος της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, που περιλαμβάνει τη συγγραφή υποχρεώσεων, τα δικαιολογητικά συμμετοχής στο διαγωνισμό, καθώς και άλλες σχετικές πληροφορίες, χορηγείται δωρεάν από την Ελληνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, Διεύθυνση Αεροπορικής Εκμετάλλευσης, Βασ. Γεωργίου 1, EL-166 04, Ελληνικό, τηλ. (30-210) 891 61 49, φαξ (30-210) 894 71 01.

6.   Οικονομικό αντιστάθμισμα: Οι προσφορές που θα υποβληθούν από τους υποψήφιους πρέπει να αναφέρουν ρητά το ποσό που απαιτείται ως αντιστάθμισμα ανά τρίμηνο για την εκμετάλλευση της κάθε γραμμής κατά τη διάρκεια τριών ετών από την προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης της εκμετάλλευσης (με ετήσια ανάλυση των λογαριασμών όπως αναφέρεται στη συγγραφή υποχρεώσεων). Το αντιστάθμισμα θα καταβάλλεται σε τρίμηνη βάση και σε διάστημα τριάντα ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού τιμολογίου του αερομεταφορέα μέσω της μεταφοράς αυτού σε λογαριασμό του που τηρείται σε αναγνωρισμένη στην Ελλάδα τράπεζα. Το ακριβές ποσό του αντισταθμίσματος θα καθορίζεται βάσει των πράγματι εκτελεσθεισών πτήσεων, της βεβαίωσης των αρμοδίων οργάνων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας — περί ομαλής εκπλήρωσης των όρων της σύμβασης — και του αναλογούντος ποσού του αντισταθμίσματος.

7.   Κριτήριο επιλογής: Κριτήριο επιλογής μεταξύ των αερομεταφορέων, που κρίνεται ότι είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη και σύμφωνα με τις επιβληθείσες υποχρεώσεις παροχή των υπηρεσιών για κάθε προκηρυχθείσα γραμμή, είναι το χαμηλότερο αιτούμενο συνολικό οικονομικό αντιστάθμισμα για τη γραμμή αυτή.

8.   Διάρκεια, τροποποίηση, και λύση της σύμβασης: Η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει από την 1η Απριλίου 2006 και λήγει στις 31 Μαρτίου 2009.

Τροποποίηση της σύμβασης μπορεί να γίνει μόνον εφόσον οι αλλαγές είναι σύμφωνες με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 46 της 24.2.2006 και C 164 της 10 Ιουλίου 2002 σ. 16.Οι τροποποιήσεις της σύμβασης γίνονται γραπτώς.

Σε περίπτωση απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών εκμετάλλευσης, το ποσό της αντιστάθμισης μπορεί να αναθεωρηθεί.

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει λύση της σύμβασης μετά από πάροδο εξάμηνης προειδοποιητικής προθεσμίας. Σε περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρών λόγων καθώς και σε περίπτωση μη ομαλούς εκπλήρωσης από πλευράς του αερομεταφορέα των συμβατικών όρων σχετικά με τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, μπορεί να ζητηθεί από τον αναθέτοντα λύση της σύμβασης και πριν από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας. Η σύμβαση θεωρείται επίσης ότι λύεται αυτοδικαίως στην περίπτωση αναστολής ή ανάκλησης της Άδειας Εκμετάλλευσης ή του Πιστοποιητικού Αερομεταφορέα (AOC) του αναδόχου.

9.   Κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των όρων της σύμβασης: Ο αερομεταφορέας ευθύνεται για την ομαλή εκπλήρωση των όρων της σύμβασης.

Ο αριθμός των ακυρουμένων πτήσεων για λόγους για τους οποίους ευθύνεται ο αερομεταφορέας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2 % του συνολικού ετήσιου αριθμού πτήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές μειώνεται αναλόγως το ποσό του οικονομικού αντισταθμίσματος.

Σε περίπτωση μη τήρησης εν όλω ή εν μέρει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση για λόγους που δεν συνιστούν ανωτέρα βία (πλην της περίπτωσης που ο αριθμός των ακυρουμένων πτήσεων δεν υπερβαίνει το 2 % του συνολικού ετήσιου αριθμού πτήσεων, όπως αναφέρεται στο παραπάνω εδάφιο), ο αναθέτων έχει δικαίωμα να επιβάλει τις ακόλουθες κυρώσεις:

Σε περίπτωση που οι ακυρωθείσες πτήσεις υπερβούν το 2 % του συνολικού προβλεπόμενου ετήσιου αριθμού πτήσεων για κάθε γραμμή, το καταβλητέο (για τις συγκεκριμένες πραγματοποιηθείσες εντός του τριμήνου πτήσεις) οικονομικό αντιστάθμισμα, που οφείλεται για την συγκεκριμένη γραμμή, μειώνεται περαιτέρω κατά ποσό ίσο προς αυτό που θα αναλογούσε σε περίπτωση που οι πτήσεις εκτελούνταν κανονικά.

Σε περίπτωση παράβασης που σχετίζεται με τον αριθμό των πράγματι προσφερθεισών εντός του τριμήνου εβδομαδιαίων θέσεων, επιβάλλεται μείωση του αντισταθμίσματος ανάλογη με τον αριθμό των μη προσφερθεισών θέσεων.

Σε περίπτωση παράβασης που σχετίζεται με τους προσφερθέντες ναύλους, επιβάλλεται μείωση του αντισταθμίσματος ανάλογη με την διαφορά από τους προβλεπόμενους ναύλους.

Σε περίπτωση άλλης πλημμέλειας σχετικά με την εκπλήρωση της σύμβασης επιβάλλεται το προβλεπόμενο από τις αερολιμενικές διατάξεις πρόστιμο.

Σε περίπτωση που ο ανάδοχος υποπέσει για τρίτη φορά μέσα στο ίδιο τρίμηνο στην ίδια παράβαση σε κάποια γραμμή, μπορεί να ζητηθεί πέραν των ανωτέρω κυρώσεων, η κατάπτωση μέρους ή ολόκληρης της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης της σύμβασης που αντιστοιχεί για την συγκεκριμένη γραμμή ως ποινικής ρήτρας μετά από έγγραφη ενημέρωση της ΥΠΑ προς τον ανάδοχο και εφ' όσον ο ανάδοχος δεν προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις για την μη υπαιτιότητά του. Για την επιβολή των ποινών του παρόντος εδαφίου λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα κάθε διαπιστούμενης πλημμέλειας και εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας.

Ο αναθέτων δύναται επίσης να απαιτήσει αποζημίωση για τις ζημίες που προκλήθηκαν.

10.   Υποβολή των προσφορών: Οι προσφορές πρέπει να αποσταλούν εις πενταπλούν ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή και απόδειξη παραλαβής ή να παραδοθούν επιτόπου με απόδειξη παραλαβής στη διεύθυνση:

Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, Γενική Διεύθυνση Αερομεταφορών, Διεύθυνση Αεροπορικής Εκμετάλλευσης — Τμήμα Β', Ταχ. Δ/νση: Βασιλέως Γεωργίου 1, EL-166 04 Ελληνικό.

Καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών είναι η 12η μεσημβρινή της 32ης ημέρας μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας πρόσκλησης υποβολής προσφορών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση ταχυδρομικής αποστολής των προσφορών, η παραλαβή τους — όπως αποδεικνύεται από τη σχετική απόδειξη παραλαβής — πρέπει να έχει γίνει εντός της προαναφερθείσας ημερομηνίας και ώρας.

11.   Ισχύς της πρόσκλησης υποβολής προσφορών: Η παρούσα πρόσκληση ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι την 1η Μαρτίου 2006 κανένας κοινοτικός αερομεταφορέας δεν έχει εκδηλώσει την πρόθεσή του (υποβάλλοντας στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας το σχετικό πρόγραμμα πτήσεων) εκτέλεσης από την 1η Απριλίου 2006 τακτικών αεροπορικών πτήσεων σε μία ή περισσότερες από τις παραπάνω αναφερόμενες γραμμές, σύμφωνα με τις επιβληθείσες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και χωρίς να λάβει οικονομικό αντιστάθμισμα.

Σε κάθε περίπτωση η πρόσκληση υποβολής προσφορών θα εξακολουθήσει να ισχύει για τις γραμμές για τις οποίες κανένας αερομεταφορέας δεν έχει εκδηλώσει κατά τα ανωτέρω ενδιαφέρον έως την 1η Μαρτίου 2006 με τους ανωτέρω όρους.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/51


P-Λισαβόνα: Εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών

Διορθωτικό στην προκήρυξη διαγωνισμού από την Πορτογαλία σύμφωνα με τo άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών Λισαβόνα/Bragança και Bragança/VilaReal/Λισαβόνα

(«Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» S 25 της 7.2.2006, ανοικτή διαδικασία, 27011-2006)

(«Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης») C 32 της 8ης Φεβρουαρίου 2006)

(2006/C 47/14)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.   Εισαγωγή: Κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 της 23.7.1992, σχετικά με την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, η Πορτογαλία αποφάσισε να επιβάλει τροποποιημένες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στα δρομολόγια Λισαβόνα/Bragança και Bragança/VilaReal/Λισαβόνα.

Εφόσον μέχρι τις 8.3.2006 κανένας αερομεταφορέας δεν έχει αρχίσει ή δεν πρόκειται να αρχίσει την εκτέλεση τακτικών δρομολογίων στις ανωτέρω αναφερόμενες γραμμές σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και χωρίς να ζητεί οικονομική αντιστάθμιση, η Πορτογαλία αποφάσισε, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του ανωτέρω κανονισμού, να περιορίσει την πρόσβαση σε αυτό το δρομολόγιο σε ένα μόνον αερομεταφορέα και, μετά από προκήρυξη υποβολής προσφορών, να παραχωρήσει το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτών των αεροπορικών γραμμών από τις 28.8.2006.

2.   Αντικείμενο της προκήρυξης υποβολής προσφορών: Η εκτέλεση αεροπορικών γραμμών Λισαβόνα/Bragança και Bragança/Vila Real/Λισαβόνα από τις 28.8.2006.

Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 30 της 7.2.2006.

Επισημαίνεται στους αερομεταφορείς ότι, δεδομένης της ιδιαιτερότητας των εν λόγω αεροπορικών συνδέσεων, οφείλουν να αποδείξουν ότι η πλειονότητα του ιπτάμενου πληρώματος ομιλεί και κατανοεί την πορτογαλική γλώσσα.

3.   Συμμετοχή στον διαγωνισμό: Δύνανται να συμμετάσχουν όλοι οι αερομεταφορείς κάτοχοι ισχύουσας αδείας εκμετάλλευσης η οποία έχει εκδοθεί από κράτος μέλος βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου της 23.7.1992 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων.

4.   Διαδικασία του διαγωνισμού: Η παρούσα προκήρυξη υποβολής προσφορών υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ), ε), στ), ζ), η) και θ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92.

5.   Φάκελος της προκήρυξης υποβολής προσφορών: Ο πλήρης φάκελος της προκήρυξης υποβολής προσφορών, όπου περιλαμβάνονται οι κανόνες που διέπουν τον διαγωνισμό, διατίθεται, έναντι 100 ευρώ, στη διεύθυνση: Instituto Nacional de Aviação Civil, Rua B, Edifícios 4,5, e 6 — Aeroporto da Portela 4, P-1749-034 Λισαβόνα.

6.   Οικονομική αντιστάθμιση: Στις προσφορές πρέπει να αναφέρεται ρητά το ποσό που ζητείται ως οικονομική αντιστάθμιση για την εκμετάλλευση της γραμμής επί τρία έτη, αρχής γενομένης από την προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης της εκμετάλλευσης (με κατανομή ανά έτος). Σε περίπτωση που προσφορά περιλαμβάνει την εκτέλεση πτήσεων το Σαββατοκύριακο πρέπει να μην επιφέρει αύξηση της οικονομικής συμβολής από το Δημόσιο. Πρέπει να εξηγούνται και να αιτιολογούνται δεόντως στην προσφορά οι οικονομικές επιπτώσεις της εκτέλεσης πτήσεων το Σαββατοκύριακο (που δεν θα επιβαρύνουν το Δημόσιο).

Το ακριβές ποσό της οικονομικής αντιστάθμισης που θα χορηγηθεί τελικώς θα καθορίζεται ετησίως εκ των υστέρων, συναρτήσει των, βάσει δικαιολογητικών, πραγματικών δαπανών και εσόδων που θα προκύπτουν από την εκμετάλλευση της γραμμής, εντός των ορίων του ετησίου ποσού που αναφέρεται στην προσφορά.

7.   Ναύλοι: Στις προσφορές που θα υποβάλουν οι υποψήφιοι πρέπει να αναφέρουν τους προβλεπόμενους ναύλους, οι οποίοι πρέπει να πληρούν τις τροποποιημένες υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 30 της 7.2.2006.

8.   Διάρκεια, τροποποίηση και λύση της σύμβασης: Η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει στις 28.8.2006 και θα λήξει στις 27.8.2009. Επιπλέον, η εκπλήρωση της σύμβασης υπόκειται σε ετήσια επανεξέταση, σε συνεργασία με τον αερομεταφορέα, τον Ιούνιο και Ιούλιο. Σε περίπτωση απρόβλεπτης τροποποίησης των όρων εκμετάλλευσης, είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί το ύψος της οικονομικής αντιστάθμισης.

9.   Κυρώσεις για αθέτηση της σύμβασης: Σε περίπτωση που ο αερομεταφορέας δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί τη γραμμή για λόγους ανωτέρας βίας, είναι δυνατόν να μειωθεί το ποσό της οικονομικής αντιστάθμισης ανάλογα με τις πτήσεις που δεν εκτελούνται.

Σε περίπτωση που ο αερομεταφορέας δεν εκμεταλλεύεται τη γραμμή για λόγους διαφορετικούς από ανωτέρα βία ή εάν αθετήσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι πορτογαλικές αρχές δύνανται:

να περικόψουν το ποσό της οικονομικής αντιστάθμισης ανάλογα με τις πτήσεις που δεν εκτελούνται,

να ζητήσουν από τον αερομεταφορέα εξηγήσεις και, σε περίπτωση που δεν είναι ικανοποιητικές, να καταγγείλουν την σύμβαση χωρίς προειδοποίηση και να αξιώσουν αποζημίωση για τις ζημίες που προέκυψαν.

10.   Yποβολή των προσφορών:

1.

Οι προσφορές πρέπει να έχουν παραληφθεί το αργότερο μέχρι τις 5.00 μ.μ. της 30ης ημέρας από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C 47 της 25.2.2006).

2.

Οι προσφορές μπορούν παραδοθούν επί τόπου με απόδειξη παραλαβής στην έδρα του Instituto Nacional de Aviação Civil, Rua B, Edificios 4, 5 e 6, Aeroporto da Portela 4, P-1749-034 Λισαβόνα, μεταξύ 9.00 π.μ. και 5.00 μ.μ., ή να αποσταλούν με συστημένη επιστολή στην ίδια διεύθυνση, με ημερομηνία και ώρα αποστολής σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

11.   Ισχύς της προκήρυξης υποβολής προσφορών: Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92, η παρούσα προκήρυξη ισχύει υπό τον όρο ότι κανένας αερομεταφορέας από την Κοινότητα στον οποίο είναι δυνατόν να χορηγηθεί άδεια εκμετάλλευσης των εν λόγω δρομολογίων δεν έχει υποβάλει, πριν από τις 8.3.2006, αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης των εν λόγω δρομολογίων από τις 28.8.2006, σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς να λάβει οικονομική αντιστάθμιση.

Σε περίπτωση που ένας ή περισσότεροι αερομεταφορείς έχει/ουν υποβάλει, πριν από τις 8.3.2006, αίτηση για την εκμετάλλευση των εν λόγω δρομολογίων σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και χωρίς να ζητεί/ουν οικονομική αντιστάθμιση, παύει να ισχύει η παρούσα προκήρυξη.


25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 47/s3


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ

Στις 28 Φεβρουαρίου 2006 θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 49 Α ο «Κοινός κατάλογος των ποικιλιών των ειδών κηπευτικών — Έβδομο συμπλήρωμα στην εικοστή τρίτη πλήρη έκδοση».

Αυτή η Επίσημη Εφημερίδα διατίθεται δωρεάν στους συνδρομητές της Επίσημης Εφημερίδας σε τόσα αντίτυπα όσος και ο αριθμός των γλωσσικών εκδόσεων που περιλαμβάνει(-ουν) η (οι) συνδρομή(-ές) τους. Οι συνδρομητές παρακαλούνται να επιστρέψουν το παρακάτω δελτίο παραγγελίας, κατάλληλα συμπληρωμένο, αναφέροντας τον αριθμό τους «μητρώο συνδρομητή» (ο κωδικός αυτός εμφανίζεται στα αριστερά κάθε ετικέτας και αρχίζει ως εξής: Ο/...). Η παροχή δωρεάν αντιτύπων και η διαθεσιμότητά τους εξασφαλίζονται επί ένα έτος από την ημερομηνία της δημοσίευσης της συγκεκριμένης Επίσημης Εφημερίδας.

Οι μη συνδρομητές που ενδιαφέρονται γι' αυτή την Επίσημη Εφημερίδα μπορούν να την παραγγείλουν έναντι πληρωμής από ένα από τα γραφεία πωλήσεών μας (βλέπε επόμενη σελίδα).

Είναι δυνατό να συμβουλευθεί κανείς δωρεάν αυτή την Επίσημη Εφημερίδα, καθώς και όλες τις Επίσημες Εφημερίδες (L, C, CA, CE), στον ακόλουθο ιστοχώρο: http://europa.eu.int/eur-lex/lex.

Image