ISSN 1725-2415 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
49ό έτος |
|
III Πληροφορίες |
|
2006/C 010/9 |
||
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Δικαστήριο
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/1 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 8ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-293/02 (αίτηση του Royal Court of Jersey για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Jersey Produce Marketing Organisation Ltd κατά States of Jersey κ.λπ. (1)
(Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την εξαγωγή πατάτας της Jersey προς το Ηνωμένο Βασίλειο - Πράξη προσχωρήσεως του 1972 - Πρωτόκολλο αριθ. 3 σχετικά με τις αγγλονορμανδικές νήσους και τη νήσο Man - Κανονισμός 706/73 - Άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 29 ΕΚ - Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς - Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς)
(2006/C 10/01)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση C-293/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Royal Court of Jersey (αγγλονορμανδικοί νήσοι) με απόφαση της 5ης Αυγούστου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Αυγούστου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Jersey Produce Marketing Organisation Ltd κατά States of Jersey, Jersey Potato Export Marketing Board, Top Produce Ltd, Fairview Farm Ltd, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, J. Malenovský, προέδρους τμήματος, J.-P. Puissochet, R. Schintgen, N. Colneric (εισηγήτρια), S. von Bahr, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet, M. Ilešič, J. Klučka και U. Lõhmus, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 8 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 29 ΕΚ και 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 3, σχετικά με τις αγγλονορμανδικές νήσους και τη νήσο Man που προσαρτήθηκε στην πράξη περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και περί των προσαρμογών των Συνθηκών πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη η οποία:
|
2. |
Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ καθώς και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 3 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη η οποία παρέχει σε οργανισμό όπως ο Jersey Potato Export Marketing Board την εξουσία να επιβάλλει στους παραγωγούς πατάτας της Jersey συνδρομή της οποίας το ύψος καθορίζεται σε συνάρτηση με τις ποσότητες πατάτας που παράγουν οι ενδιαφερόμενοι και οι οποίες εξάγονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. |
3. |
Το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται σε συνδρομή επιβαλλόμενη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, της οποίας όμως το ύψος καθορίζεται από έναν τέτοιο οργανισμό σε συνάρτηση με τη γεωργική έκταση στην οποία οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργούν πατάτα, στο μέτρο που τα έσοδα που προκύπτουν από τη συνδρομή αυτή προορίζονται να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητες που αναπτύσσει ο εν λόγω οργανισμός κατά παράβαση του άρθρου 29 ΕΚ. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/2 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πρώτο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-307/03: Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(ΕΓΤΠΕ - Εκκαθάριση λογαριασμών - Απόφαση 2003/364/ΕΚ - Αροτραίες καλλιέργειες - Επιτόπιοι έλεγχοι - Ανάκτηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν για μη επιλέξιμες εκτάσεις - Ψευδής δήλωση)
(2006/C 10/02)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Στην υπόθεση C-307/03 με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, ασκηθείσα στις 18 Ιουλίου 2003, Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: I. M. Braguglia και M. Fiorilli) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: C. Cattabriga και M. L. Visaggio), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: R. Grass εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
2) |
Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/2 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πρώτο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-432/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ - Οδηγία 89/106/ΕΟΚ - Απόφαση 3052/95/ΕΚ - Εθνική διαδικασία εγκρίσεως - Άρνηση των αρμοδίων αρχών να λάβουν υπόψη τα πιστοποιητικά εγκρίσεως που είχαν καταρτισθεί σε άλλα κράτη μέλη - Προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών)
(2006/C 10/03)
Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική
Στην υπόθεση C-432/03, που έχει ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως, που ασκήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2003 βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: A. Caeiros) κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: L. Fernandes, επικουρούμενος από τον N. Ruiz, advogado), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, N. Colneric, K. Lenaerts (εισηγητή) και E. Juhász, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Η Πορτογαλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει υπόψη στο πλαίσιο διαδικασίας εγκρίσεως, βάσει του άρθρου 17 του γενικού κανονισμού περί αστικών δομικών έργων που θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 38/382 της 7ης Αυγούστου 1951, πιστοποιητικά εγκρίσεως εκδοθέντα από άλλα κράτη μέλη για σωλήνες πολυαιθυλενίου εισαχθέντες από αυτά τα κράτη μέλη και παραλείποντας να ενημερώσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το μέτρο αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 1 και 4, παράγραφος 2, της απόφασης 3052/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί διαδικασίας αμοιβαίας πληροφόρησης σχετικά με τα εθνικά μέτρα παρέκκλισης από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. |
2. |
Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/2 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 8ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-443/03 (αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως): Götz Leffler κατά Berlin Chemie AG (1)
(Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων - Έγγραφο που δεν έχει μεταφραστεί - Συνέπειες)
(2006/C 10/04)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Στην υπόθεση C-443/03, που έχει ως αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα δυνάμει των άρθρων 68 ΕΚ και 234 ΕΚ από το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Οκτωβρίου 2003, στο πλαίσιο της διαδικασίας Götz Leffler κατά Berlin Chemie AG, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas (εισηγητή) και J. Malenovský, προέδρους τμήματος, S. von Bahr, J. N. Cunha Rodrigues, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts, E. Juhász, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet και M. Ilešič, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 8 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων [εγγράφων] σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο αποδέκτης εγγράφου αρνείται να το παραλάβει με την αιτιολογία ότι αυτό δεν έχει συνταχθεί σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους αποστολής την οποία ο αποδέκτης κατανοεί, ο αποστολέας μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη αυτή αποστέλλοντας την αιτούμενη μετάφραση. |
2. |
Το άρθρο 8 του κανονισμού 1348/2000 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο αποδέκτης εγγράφου αρνείται να το παραλάβει με την αιτιολογία ότι το έγγραφο αυτό δεν έχει συνταχθεί σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους αποστολής την οποία αυτός κατανοεί, η κατάσταση αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την αποστολή του εγγράφου σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής που προβλέπει ο κανονισμός 1348/2000 και το συντομότερο δυνατόν. Για να επιλυθούν τα προβλήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να θεραπευθεί η έλλειψη μεταφράσεως, τα οποία δεν προβλέπονται από τον κανονισμό 1348/2000 όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εφαρμόζει το εθνικό δικονομικό δίκαιο εξασφαλίζοντας την πλήρη αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού τηρουμένου του σκοπού του. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/3 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πρώτο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-29/04: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 8, 11, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50/EΟΚ - Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών - Σύμβαση με αντικείμενο τη διάθεση των απορριμμάτων - Έλλειψη προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών)
(2006/C 10/05)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση C-29/04, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος K. Wiedner) κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (εκπρόσωπος M. Fruhmann), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann (εισηγητή), J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts και M. Ilešič, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1) |
Δεδομένου ότι η σύμβαση διαθέσεως των απορριμμάτων του Δήμου του Mödling συνήφθη χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες διαδικασίας και δημοσιότητας που προβλέπουν οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8, 11, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή. |
2) |
Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/3 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πρώτο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-197/04: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Ειδικοί φόροι οι οποίοι βαρύνουν την κατανάλωση βιομηχανοποιημένων καπνών - Διαφοροποιημένη φορολογία των τσιγάρων και των κυλίνδρων καπνού «West Single Packs»)
(2006/C 10/06)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση C-197/04, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 30 Απριλίου 2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: K. Gross) κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (εκπρόσωποι: C.-D. Quassowski, A. Tiemann και U. Forsthoff,), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, E. Juhász, M. Ilešič και E. Levits (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1) |
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας τον φορολογικό συντελεστή που ισχύει για τον προοριζόμενο για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων λεπτοκομμένο καπνό στους κυλίνδρους καπνού που διατίθενται στο εμπόριο υπό την επωνυμία «West Single Packs», παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, καθώς και από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 92/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των φόρων στα τσιγάρα. |
2) |
Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα . |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/4 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(δεύτερο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-316/04 (αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie κατά College voor de toelating van bestrijdingsmiddelen (1)
(Έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων - Οδηγία 91/414/ΕΟΚ - Άρθρο 8 - Οδηγία 98/8/ΕΚ - Άρθρο 16 - Εξουσία των κρατών μελών κατά τη μεταβατική περίοδο)
(2006/C 10/07)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Στην υπόθεση C-316/04, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουλίου 2004, στη δίκη Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie κατά College voor de toelating van bestrijdingsmiddelen, παρισταμένων: της 3M Nederland BV κ.λπ., το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J. Makarczyk, R. Schintgen, Γ. Αρέστη και J. Klučka (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1) |
Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν συνιστά υποχρέωση «απραξίας». Ωστόσο, τα άρθρα 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και η οδηγία 98/8 επιβάλλουν να μη θεσπίσουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταβατική περίοδο που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής διατάξεις ικανές να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η πιο πάνω οδηγία. |
2) |
Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, αν επιτρέψει τη διάθεση στην αγορά, στο έδαφός του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και που βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας αυτής, δεν οφείλει να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 4 ή 8, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας. |
3) |
Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8 έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414. |
4) |
Του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να εκτιμήσει αν η αξιολόγηση που προβλέπεται από το άρθρο 25d, παράγραφος 2, του νόμου του 1962 περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων (Bestrijdingsmiddelenwet) έχει όλα τα χαρακτηριστικά της επανεξετάσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414. |
5) |
Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιέχει μόνο διατάξεις σχετικά με την παροχή στοιχείων πριν από την επανεξέταση. |
6) |
Παρέλκει να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/4 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τέταρτο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-385/04: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2001/16/ΕΚ - Διευρωπαϊκά δίκτυα - Διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος - Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο)
(2006/C 10/08)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση C-385/04 με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 7 Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος:. W. Wils) κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωπος: C. White), το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους K. Schiemann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts και E. Levits (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1) |
Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/16/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία. |
2) |
Να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/5 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(έκτο τμήμα)
της 15ης Σεπτεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-112/04 P: Marlines SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων - Απόδειξη της συμμετοχής επιχειρήσεως σε συναντήσεις επιχειρήσεων με αντικείμενο που συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού)
(2006/C 10/09)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Στην υπόθεση C-112/04 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 3 Μαρτίου 2004, Marlines SA (δικηγόροι: Δ. Παπαθεοφάνους και A. Αναγνώστου), έτερος διάδικος: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: R. Lyal και Τ. Χριστοφόρου), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola και J.-P. Puissochet (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 15 Σεπτεμβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη και εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτη. |
2. |
Καταδικάζει τη Marlines SA στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/5 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τέταρτο τμήμα)
της 6ης Οκτωβρίου 2005
στην υπόθεση C-328/04 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Fővárosí Bíróság): στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά Attila Vajnai (1)
(Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Ερμηνεία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Εθνική διάταξη που απαγορεύει, με την απειλή ποινικών κυρώσεων, τη χρήση του συμβόλου ερυθρό αστέρι με πέντε αιχμές ενώπιον μεγάλου κοινού - Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου)
(2006/C 10/10)
Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική
Στην υπόθεση C 328/04, που έχει ως αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Fővárosi Bíróság (Ουγγαρία) με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά Attila Vajnai το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann (εισηγητή) και E. Juhász, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix Hackl, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 6 Οκτωβρίου 2005 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι προδήλως αναρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το Fővárosi Bíróság (Ουγγαρία) με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/5 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πέμπτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-342/04 P: Jürgen Schmoldt κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Αίτηση αναιρέσεως - Προϊόντα του τομέα δομικών κατασκευών - Εναρμονισμένα τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές - Πρότυπα για θερμομονωτικά προϊόντα)
(2006/C 10/11)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση C-342/04 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 10 Αυγούστου 2004, Jürgen Schmoldt, κάτοικος Dallgow-Döberitz (Γερμανία), Hauptverband der Deutschen Bauindustrie eV, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία), Kaefer Isoliertechnik GmbH & Co. KG, με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία), (δικηγόρος: H.-P. Schneider), έτερος διάδικος: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: B. Schima, επικουρούμενος από τον A. Böhlke, δικηγόρο), το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J. Makarczyk (εισηγητή) και P. Kūris, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 2005 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. |
2. |
Καταδικάζει τους J. Schmoldt, Hauptverband der Deutschen Bauindustrie eV και Kaefer Isoliertechnik GmbH & Co. KG στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/6 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τρίτο τμήμα)
της 13ης Οκτωβρίου 2005
στην υπόθεση C-2/05 SA: Names BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Αίτηση χορηγήσεως αδείας για την κατάσχεση στα χέρια της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων)
(2006/C 10/12)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση C-2/05 SA, με αντικείμενο αίτηση χορηγήσεως άδειας για την κατάσχεση στα χέρια της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία υποβλήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2005, Names BV, με έδρα το Hazerswoude-Rijndijk (Κάτω Χώρες) (δικηγόρος: R. Nathan) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J-F. Pasquier και E. Manhaeve), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους: A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), A. La Pergola, J.-P. Puissochet και A. Ó Caoimh, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 13 Οκτωβρίου 2005 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Καταργεί τη δίκη. |
2. |
Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/6 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τρίτο τμήμα)
της 13ης Οκτωβρίου 2005
στην υπόθεση C-3/05 SA: Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας του Καζακστάν κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Αίτηση χορηγήσεως άδειας για την κατάσχεση στα χέρια της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων)
(2006/C 10/13)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση C-3/05 SA, με αντικείμενο αίτηση χορηγήσεως άδειας για την κατάσχεση στα χέρια της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία υποβλήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2005, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας του Καζακστάν, με έδρα την Αλμά Ατά (Καζακστάν), (δικηγόρος: R. Nathan) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J-F. Pasquier και E. Manhaeve), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους: A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), A. La Pergola, J.-P. Puissochet και A. Ó Caoimh, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 13 Οκτωβρίου 2005 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Καταργεί τη δίκη. |
2. |
Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/7 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τρίτο τμήμα)
της 13ης Οκτωβρίου 2005
στην υπόθεση C-4/05 SA: Alt Ylmy — Ömümcilik Paydarlar Jemgyyeti κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Αίτηση χορηγήσεως άδειας για την κατάσχεση στα χέρια της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων)
(2006/C 10/14)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση C-4/05 SA, με αντικείμενο αίτηση χορηγήσεως άδειας για την κατάσχεση στα χέρια της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία υποβλήθηκε στις 9 Μαρτίου 2005, Alt Ylmy — Ömümcilik Paydarlar Jemgyyeti, με έδρα το Ashgabat (Τουρκμενιστάν), (δικηγόρος: R. Nathan) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J-F. Pasquier και E. Manhaeve), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους: A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή), A. La Pergola, J.-P. Puissochet και A. Ó Caoimh, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 13 Οκτωβρίου 2005 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Καταργεί τη δίκη. |
2. |
Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του . |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/7 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πέμπτο τμήμα)
της 6ης Οκτωβρίου 2005
στην υπόθεση C-256/05 (αίτηση της Telekom Control Kommision για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Telekom Austria AG, πρώην Post & Telekom Austria AG. (1)
(Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Υποβολή ερωτήματος στο Δικαστήριο - Ηλεκτρονικές τηλεπικοινωνίες - Δίκτυα και υπηρεσίες - Κοινό κανονιστικό πλαίσιο - Αγορά υπηρεσιών διαμετακομίσεως (transit)
(2006/C 10/15)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση C-256/05, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε η Telekom-Control-Kommission (Αυστρία), με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2005 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2005, στο πλαίσιο της διαδικασίας Telekom Austria AG, πρώην Post & Telekom Austria AG, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους: R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, P. Kūris (εισηγητή) και Γ. Αρέστη, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 6 Οκτωβρίου 2005 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι προδήλως αναρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε η Telekom-Control-Kommission με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2005.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/7 |
Αίτηση αναιρέσεως του Polyelectrolyte Producers Group που ασκήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2005 κατά της διατάξεως που εξέδωσε στις 22 Ιουλίου 2005 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) στην υπόθεση T-376/04, Polyelectrolyte Producers Group κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθση C-368/05 P)
(2006/C 10/16)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Ο όμιλος Polyelectrolyte Producers Group, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Koen Van Maldegem και Claudio Mereu, άσκησε στις 5 Οκτωβρίου 2005 αναίρεση κατά της διατάξεως που εξέδωσε στις 22 Ιουλίου 2005 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) στην υπόθεση T-376/04, Polyelectrolyte Producers Group κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να κρίνει την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη· |
— |
να αναιρέσει τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουλίου 2005 στην υπόθεση T-376/04· |
— |
να κηρύξει παραδεκτά τα αιτήματα του αναιρεσείοντος στην υπόθεση T-376/04· |
— |
να αποφανθεί επί της ουσίας ή, επικουρικά, να παραπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να αποφανθεί εκείνο επί της ουσίας, και |
— |
να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων και των δύο διαδικασιών. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η διάταξη του Πρωτοδικείου που απέριψε την προσφυγή-αγωγή του ως απαράδεκτη πρέπει να αναιρεθεί για τους ακόλουθους λόγους:
α) |
η διάταξη αντιβαίνει προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων του Πρωτοδικείου· |
β) |
το Πρωτοδικείο πλανήθηκε κατά τη νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως· |
γ) |
η διάταξη αυτή προσβάλλει το δικαίωμα το οποίο εγγυάται την πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία, καθώς και την αρχή της δίκαιης δίκης. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/8 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας ασκηθείσα στις 7 Οκτωβρίου 2005
(Υπόθεση C-371/05)
(2006/C 10/17)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Cattabriga, X. Lewis και L. Visaggio, άσκησε στις 7 Οκτωβρίου 2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να αναγνωρίσει ότι, ως εκ του ότι ο δήμος της Μάντοβα ανέθεσε, απ' ευθείας και χωρίς προηγούμενη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της απαιτούμενης προκηρύξεως διαγωνισμού, τη διαχείριση, συντήρηση και ανάπτυξη των ιδίων υπηρεσιών πληροφορικής στην εταιρία A.S.I. S.p.A., η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ, και ειδικότερα από τα άρθρα 11 και 15, παράγραφος 2, αυτής· |
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
1. |
Κατόπιν σχετικής διαμαρτυρίας, περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής η συναφθείσα στις 2 Δεκεμβρίου 1997 σύμβαση, μέσω της οποίας ο δήμος της Μάντοβα ανέθεσε απ' ευθείας και χωρίς προηγούμενη δημοσίευση της απαιτούμενης προκηρύξεως διαγωνισμού τη διαχείριση, συντήρηση και ανάπτυξη των δικών της υπηρεσιών πληροφορικής σε εταιρία στην οποία η ίδια μετέχει, και συγκεκριμένα στην Azienda Servizi Informativi (A.S.I.) S.p.A. Η διάρκεια της αναθέσεως είναι δεκαπενταετής μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012. |
2. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανάθεση στην εταιρία A.S.I. S.p.A. των υπηρεσιών πληροφορικής του δήμου της Μάντοβα συνιστά δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, διεπόμενη από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. Στην προκειμένη περίπτωση, θα απαιτούνταν συγκεκριμένα να τηρηθεί διαδικασία διαγωνισμού σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας, ειδικότερα δε να χωρήσει η δημοσίευση της απαιτούμενης προκηρύξεως διαγωνισμού στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 15, παράγραφος 2, της οδηγίας. |
3. |
Εξάλλου, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, οι Ιταλικές αρχές δεν έκαναν χρήση στοιχείων ικανών να πείσουν ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό διακανονισμό των εννόμων σχέσεων μεταξύ του δήμου και της εταιρίας υπέρ της οποίας χώρησε η ανάθεση, καθώς και της δραστηριότητας της τελευταίας, η εν λόγω ανάθεση συνιστά αμιγώς «εσωτερική» (In House Providing), πράξη εκφεύγουσα της εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. |
(1) ΕΕ L 209, σ. 1.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/8 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Bundesgerichtshof με διάταξη της 26ης Ιουλίου 2005, στις υποθέσεις A. Brünsteiner GmbH (C-376/05) και Autohaus Hilgert GmbH (C-377/05) κατά Bayerische Motorenwerke AG
(Υποθέσεις C-376/05 και C-377/05)
(2006/C 10/18)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Με διάταξη της 26ης Ιουλίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 12 Οκτωβρίου 2005, το Bundesgerichtshof, στο πλαίσιο των υποθέσεων A. Brünsteiner GmbH (C-376/05) και Autohaus Hilgert GmbH (C-377/05) και Bayerische Motorenwerke AG που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
1) |
Πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1475/95 (1) της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής, πώλησης και εξυπηρέτησης μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ανάγκη αναδιοργανώσεως του συνόλου ή ουσιώδους τμήματος του δικτύου διανομής, καθώς και το απορρέον από την ανάγκη αυτή δικαίωμα του προμηθευτή να καταγγείλει συμβάσεις με αντιπροσώπους του δικτύου του διανομής με μονοετή προθεσμία, μπορούν να προκύψουν και από το γεγονός ότι με τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) 1400/2002 (2) της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, κατέστη αναγκαία η ριζική αναμόρφωση του μέχρι τότε απαλλασσόμενου δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1475/95 συστήματος διανομής του προμηθευτή και των αντιπροσώπων του; |
2) |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
|
(1) E L 145, σ. 25.
(2) EE L 203, σ. 30.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/9 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Consiglio di Stato με διάταξη της 19ης Απριλίου 2005 στην υπόθεση Centro Europa 7 s.r.l. κατά Ministero delle Comunicazioni και Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni, Direzione Generale Autorizzazioni e Concessioni del Ministero delle Comunicazioni
(Υπόθεση C-380/05)
(2006/C 10/19)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Με διάταξη της 19ης Απριλίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Οκτωβρίου 2005, το Consiglio di Stato, στο πλαίσιο της διαφοράς Centro Europa 7 s.r.l. κατά Ministero delle Comunicazioni και Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni, Direzione Generale Autorizzazioni e Concessioni del Ministero delle Comunicazioni, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
1) |
Εγγυάται το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την εξωτερική πολυφωνία στην πληροφόρηση στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα, με συνέπεια να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν πραγματική πολυφωνία και αποτελεσματικό ανταγωνισμό στον τομέα αυτό, που να βασίζεται σε ένα σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων το οποίο να διασφαλίζει, σε σχέση με την τεχνολογική ανάπτυξη, την πρόσβαση στα δίκτυα και την ύπαρξη πλειόνων φορέων, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να θεωρηθούν νόμιμες οποιεσδήποτε δυοπωλικές διευθετήσεις της αγοράς; |
2) |
Επιβάλλουν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που εγγυώνται την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τον ανταγωνισμό, όπως έχουν ερμηνευθεί από την Επιτροπή με την ερμηνευτική ανακοίνωση της 29ης Απριλίου 2000 σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο, να διέπονται οι συμβάσεις αυτές από αρχές που να διασφαλίζουν τη μη ύπαρξη διακρίσεων, την ίση μεταχείριση, τη διαφάνεια, την αναλογικότητα και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ιδιωτών; Αντίκεινται στις διατάξεις και στις αρχές αυτές της Συνθήκης οι διατάξεις του ιταλικού δικαίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του νόμου 249/1997 και στο άρθρο 1 του ν.δ. 352, της 24.12.2003, που μετατράπηκε στον νόμο 112/2004 (τον «νόμο Gasparri»), καθόσον οι διατάξεις αυτές επέτρεψαν στους εκμεταλλευόμενους ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα που «υπερβαίνουν» τα όρια που θέτει η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία να εξακολουθήσουν να ασκούν αδιαλείπτως τη δραστηριότητά τους, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οι επιχειρηματίες που, όπως η εφεσείουσα, κατέχουν μεν τη σχετική άδεια, η οποία τους χορηγήθηκε κατόπιν κανονικής διαδικασίας βασιζόμενης στον ανταγωνισμό, αλλά δεν έχουν μπορέσει να ασκήσουν τη δραστηριότητα που αφορά η άδεια, λόγω μη παραχώρησης συχνοτήτων (εξαιτίας της ανεπάρκειας ή της έλλειψης συχνοτήτων που οφείλεται στην προαναφερθείσα συνέχιση της εκμετάλλευσης των λεγόμενων πλεοναζόντων δικτύων από τους δικαιούχους των δικτύων αυτών); |
3) |
Επιβάλλει το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση) (1) την απευθείας εφαρμογή της οδηγίας αυτής από τις 25 Ιουλίου 2003 στην εθνική έννομη τάξη και επιβάλλει στο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει άδειες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης (περιλαμβανομένου του δικαιώματος εγκατάστασης δικτύων ή παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή του δικαιώματος χρήσης συχνοτήτων) την υποχρέωση προσαρμογής των αδειών αυτών στην κοινοτική ρύθμιση; Συνεπάγεται η υποχρέωση αυτή ότι είναι αναγκαίο να παραχωρούνται πράγματι οι συχνότητες που είναι απαραίτητες για την άσκηση της δραστηριότητας; |
4) |
Αντίκειται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαίσιο) (2) και στο άρθρο 5 της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα οποία προβλέπουν δημόσιες, διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες (άρθρο 5), οι οποίες να διεξάγονται με βάση αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια (άρθρο 9), το σύστημα γενικής έγκρισης που προβλέπει το εθνικό δίκαιο (άρθρο 23, παράγραφος 5, του νόμου 112/2004) και το οποίο, επιτρέποντας τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των λεγόμενων «πλεοναζόντων δικτύων», τα οποία δεν επελέγησαν με διαγωνισμό, καταλήγει να βλάπτει τα δικαιώματα που έχουν άλλες επιχειρήσεις βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας (του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ, της 7.3.2002, της λεγόμενης οδηγίας για την αδειοδότηση), από τις οποίες αφαιρείται, μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν επιλεγεί κατόπιν διαδικασιών με βάση τον ανταγωνισμό, κάθε δυνατότητα να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους; |
5) |
Επιβάλλουν στα κράτη μέλη το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαίσιο), τα άρθρα 5, παράγραφος 2, και 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση) και το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ (3) την υποχρέωση να μεριμνήσουν ώστε να παύσει, τουλάχιστον από τις 25 Ιουλίου 2003 (βλ. άρθρο 17 οδηγίας για την αδειοδότηση), η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την de facto κατάληψη των συχνοτήτων (τη λειτουργία εγκαταστάσεων χωρίς τη χορήγηση γενικής ή ειδικής άδειας κατόπιν σύγκρισης των υποψηφίων) που αφορούν τη δραστηριότητα ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, όπως η κρίσιμη εν προκειμένω, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται η δραστηριότητα αυτή όχι μόνο κατά παράβαση των αδειών που έχει χορηγήσει το ίδιο το κράτος μέλος μετά από δημόσιο διαγωνισμό, αλλά και πέρα από κάθε ορθό προγραμματισμό των εναέριων συχνοτήτων και πέρα από οποιαδήποτε λογική για την ενίσχυση της πολυφωνίας; |
6) |
Μήπως το κράτος μέλος μπορούσε και μπορεί να επικαλείται την παρέκκλιση που προβλέπουν το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση) και το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ μόνο με σκοπό την προστασία της πολυφωνίας στην πληροφόρηση και τη διασφάλιση της προστασίας της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας και όχι υπέρ των εκμεταλλευόμενων δίκτυα που «υπερβαίνουν» τα όρια που προβλέπει ήδη η εθνική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία; |
7) |
Πρέπει το κράτος μέλος, προκειμένου να επικαλεστεί την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ, να εκθέσει τους σκοπούς που επιδιώκει στην πραγματικότητα η εθνική ρύθμιση που προβλέπει την παρέκκλιση; |
8) |
Μπορεί η παρέκκλιση αυτή να εφαρμόζεται πέρα από την περίπτωση του φορέα της ραδιοτηλεοπτικής δημόσιας υπηρεσίας (στην Ιταλία, της RAI) ακόμη και υπέρ ιδιωτικών φορέων που δεν έχουν ανακηρυχθεί πλειοδότες ή μειοδότες σε διαγωνισμό, άρα σε βάρος επιχειρήσεων στις οποίες, αντίθετα, έχει χορηγηθεί νομότυπα άδεια κατόπιν διαγωνισμού; |
9) |
Μήπως το κανονιστικό πλαίσιο που προκύπτει από το πρωτογενές και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, σκοπός του οποίου είναι η διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού (workable competition) και στον τομέα της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς, έπρεπε να επιβάλει στον εθνικό νομοθέτη να αποφύγει να συνδυάσει την παράταση της ισχύος του ανάλογου παλαιού μεταβατικού συστήματος με την έναρξη της εφαρμογής της λεγόμενης επίγειας ψηφιακής ραδιοτηλεόρασης, καθόσον μόνο στην περίπτωση του λεγόμενου switch-off των αναλογικών εκπομπών (με τη συνακόλουθη γενικευμένη μετάβαση από τις αναλογικές στις ψηφιακές εκπομπές) θα ήταν δυνατή η ελευθέρωση συχνοτήτων και η ανακατανομή τους για διάφορες χρήσεις, ενώ στην περίπτωση της κίνησης απλώς της διαδικασίας μετάβασης στην επίγεια ψηφιακή ραδιοτηλεόραση υπάρχει ο κίνδυνος να επιταθεί ακόμη περισσότερο η έλλειψη διαθέσιμων συχνοτήτων, η οποία οφείλεται στην παράλληλη αναλογική και ψηφιακή εκπομπή (simulcast); |
10) |
Τέλος, διασφαλίζει την απαιτούμενη κατά το κοινοτικό δίκαιο προστασία της πολυφωνίας των πηγών πληροφόρησης και του ανταγωνισμού στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα η εθνική ρύθμιση –όπως ο νόμος 112/2004 — που προβλέπει ένα νέο όριο, ίσο με το 20 % των πόρων, συνδυαζόμενο με ένα νέο και ευρύτατο σύνολο υπηρεσιών (το λεγόμενο «ολοκληρωμένο σύστημα επικοινωνιών» του άρθρου 2, στοιχείο g, και του άρθρου 15 του νόμου 112/2004), το οποίο περιλαμβάνει επίσης δραστηριότητες που δεν επηρεάζουν την πολυφωνία των πηγών πληροφόρησης, ενώ η «σχετική αγορά» στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία προσδιορίζεται κανονικά με βάση μια διαφοροποίηση των αγορών του ραδιοτηλεοπτικού τομέα, αφού γίνεται διάκριση ακόμη και μεταξύ συνδρομητικής τηλεόρασης (pay-tv) και μη συνδρομητικών τηλεοράσεων που εκπέμπουν στην ατμόσφαιρα (βλ., μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις της Επιτροπής COMP/JV. 37-BSKYB/Kirch Pay TV Regulation (EEC) NO. 4064/89 Merger Procedure 21/03/2000 και COMP/M.2876-NEWSCORP-TELEPIU' Regulation (EEC) NO. 4064/89 Merger Procedure 2/4/2003); |
(1) ΕΕ L 108 της 24/04/2002,σ. 21.
(2) ΕΕ L 108 της 24/04/2002,σ. 33.
(3) ΕΕ L 249 της 17/09/2002,σ. 21.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/10 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour d'appel de Bruxelles με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005 στην υπόθεση De Landtsheer Emmanuel SA κατά Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne, συντομογραφικώς CIVC, και Veuve Clicquot Ponsardin SA
(Υπόθεση C-381/05)
(2006/C 10/20)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Οκτωβρίου 2005, το Cour d'appel de Bruxelles, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, De Landtsheer Emmanuel SA και, αφετέρου, Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne, συντομογραφικώς CIVC, και Veuve Clicquot Ponsardin SA, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
1. |
Εμπίπτουν στον ορισμό της συγκριτικής διαφημίσεως τα διαφημιστικά μηνύματα με τα οποία ο διαφημιζόμενος παραπέμπει μόνο σε ένα είδος προϊόντων υπό την έννοια ότι πρέπει στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι ένα τέτοιο μήνυμα παραπέμπει στο σύνολο των επιχειρήσεων που προσφέρουν αυτό το είδος προϊόντων και ότι κάθε μία από αυτές μπορεί να ισχυριστεί ότι προσδιορίζεται; |
2. |
Για να καθοριστεί αν κατά το άρθρο 2α της οδηγίας (1) υπάρχει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του διαφημιζόμενου και της επιχειρήσεως στην οποία παραπέμπει η διαφήμιση:
|
3. |
Προκύπτει από αντιπαραβολή του άρθρου 2, σημείο 2α, της οδηγίας 84/450 με το άρθρο 3α της οδηγίας αυτής:
|
4. |
Στην περίπτωση που πρέπει να συναχθεί ότι υφίσταται συγκριτική διαφήμιση υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2α, πρέπει από το άρθρο 3α, σημείο 1, στοιχείο στ', της οδηγίας να συναχθεί ότι είναι αθέμιτη οποιαδήποτε σύγκριση η οποία, για προϊόντα που δεν έχουν ονομασία προελεύσεως, αναφέρει προϊόντα που έχουν ονομασία προελεύσεως; |
(1) Οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ L 290, σ. 18).
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour de cassation de Belgique με απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2005 στην υπόθεση Talotta Raffaele κατά Βελγικού Δημοσίου
(Υπόθεση C-383/05)
(2006/C 10/21)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Με απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 24 Οκτωβρίου 2005, το Cour de cassation de Belgique, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Talotta Raffaele και Βελγικού Δημοσίου, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
Έχει το άρθρο 43 –παλαιό άρθρο 52– της Συνθήκης ΕΚ την έννοια ότι προσκρούει σ' αυτό διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία, όπως εν προκειμένω το άρθρο 182 του βασιλικού διατάγματος της 27ης Αυγούστου 1993, εκδοθέν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 342, παράγραφος 2, του κώδικα περί φορολογίας των εισοδημάτων του 1992, προβλέπει αποκλειστικά και μόνον όταν πρόκειται για κατοίκους αλλοδαπής την εφαρμογή κατώτατων ορίων επιβολής του φόρου;
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof με διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 στο πλαίσιο της υποθέσεως Color Drack GmbH κατά Lexx International Vertriebs GmbH
(Υπόθεση C-386/05)
(2006/C 10/22)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Με διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 24 Οκτωβρίου 2005, το Oberster Gerichtshof, στο πλαίσιο της υποθέσεως Color Drack GmbH κατά Lexx International Vertriebs GmbH, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
Έχει το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β', του κανονισμού ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), την έννοια ότι ο πωλητής κινητών πραγμάτων, ο οποίος έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους μέλους και παραδίδει τα πράγματα στον αγοραστή, ο οποίος έχει την έδρα του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, όπως συμφωνήθηκε, σε διαφορετικούς τόπους αυτού του άλλου κράτους μέλους, μπορεί να εναχθεί από τον αγοραστή, όσον αφορά συμβατική αξίωση που αφορά όλες τις (επιμέρους) παραδόσεις –εν πάση περιπτώσει κατόπιν επιλογής του ενάγοντος– ενώπιον του δικαστηρίου ενός εξ αυτών των τόπων (εκπληρώσεως της συμβάσεως);
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/12 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας ασκηθείσα στις 27 Οκτωβρίου 2005
(Υπόθεση C-389/05)
(2006/C 10/23)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον A. Bordes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε προσφυγή, στις 27 Οκτωβρίου 2005, κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
1. |
να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, επιτρέποντας την άσκηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την τεχνητή γονιμοποίηση των βοοειδών αποκλειστικώς και μόνον στα «κέντρα γονιμοποιήσεως» που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη Γαλλία, παρέβη τις υποχρεώσεις της από τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ· |
2. |
να καταδικάσει την Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Προβαλλόμενοι με την προσφυγή λόγοι και κύρια επιχειρήματα:
Τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ θεμελιώνουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Το άρθρο 46 ορίζει, εξάλλου, ότι οι διατάξεις των εν λόγω άρθρων και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει αυτών δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των εθνικών διατάξεων κράτους μέλους που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους και δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας. Ωστόσο, η τελευταία αυτή διάταξη δεν είναι επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η αιτίαση της Επιτροπής δεν αφορά ένα ειδικό καθεστώς ενδεχομένως προβλεπόμενο για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών που επιθυμούν να ασκήσουν τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών τεχνητής γονιμοποιήσεως στη Γαλλία, αλλά την de jure και de facto αδυναμία προσβάσεως των εν λόγω κοινοτικών υπηκόων στην ως άνω δραστηριότητα λόγω του μονοπωλίου του οποίου απολαύουν στη Γαλλία τα «κέντρα γονιμοποιήσεως», ιδίως μέσω δύο διατάξεων της γαλλικής νομοθεσίας.
Στη Γαλλία, οι υπηρεσίες τεχνητής γονιμοποιήσεως αποτελούν αντικείμενο εν τοις πράγμασι και εκ του νόμου μονοπωλίου των «κέντρων γονιμοποιήσεως», το οποίο απαγορεύει στις προερχόμενες από άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις παροχής αυτών των υπηρεσιών να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω δραστηριότητες, διά της ασκήσεως είτε του δικαιώματος εγκαταστάσεως είτε του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Οι γαλλικές αρχές επικαλούνται υγειονομικούς λόγους οι οποίοι, κατά την άποψή τους, δύνανται να δικαιολογήσουν τη θέσπιση ή τη διατήρηση εθνικών μέτρων με τόσο περιοριστικό χαρακτήρα ώστε να αποδυναμώνουν εν τοις πράγμασι τις δύο αυτές ελευθερίες που καθιερώνει η Συνθήκη, ενώ η Επιτροπή βάλλει κατά του κύρους των προβαλλομένων δικαιολογιών, και ισχυρίζεται ότι, ως εκ της φύσεώς τους, οι περιορισμοί αυτοί είναι, εν πάση περιπτώσει, δυσανάλογοι προς τον σκοπό υγειονομικής ασφαλείας, του οποίου κυρίως έγινε επίκληση προς δικαιολόγησή τους.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg στις 30 Αυγούστου 2005, στο πλαίσιο της υποθέσεως Jan de Nul N.V. κατά Hauptzollamt Oldenburg
(Υπόθεση C-391/05)
(2006/C 10/24)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Με διάταξη της 30ής Αυγούστου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 31 Οκτωβρίου 2005, το Finanzgericht Hamburg, στο πλαίσιο της υποθέσεως Jan de Nul N.V. κατά Hauptzollamt Oldenburg, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής δύο ερωτημάτων:
1) |
Ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας «ύδατα της Κοινότητας», όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ', περίοδος 1, της οδηγίας 92/81 (1), σε σχέση με την έννοια των εσωτερικών πλωτών οδών, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ', περίοδος 1, της οδηγίας 92/81; |
2) |
Πρέπει η χρησιμοποίηση, εντός των υδάτων της Κοινότητας, ενός βυθοκόρου σκάφους, διαθέτοντος χώρο φορτώσεως, να χαρακτηρίζεται συνολικώς ως ναυσιπλοΐα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ', περίοδος 1, της οδηγίας 92/81, ή μήπως πρέπει να γίνεται διαφοροποίηση αναλόγως των διαφόρων δραστηριοτήτων του σκάφους κατά τη διάρκεια του πλου; |
(1) ΕΕ L 316, σ. 12.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/13 |
Αίτηση για την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως πoυ υπέβαλε τo Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση της 30ης Ιουνίου 2005, στην υπόθεση Γεώργιος Αλεβίζος κατά Υπουργού Οικονομικών
(Υπόθεση C-392/05)
(2006/C 10/25)
Γλώσσα διαδικασίας: Ελληνική
Mε απόφαση της 30ης Ιουνίου 2005, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων στις 31/10/2005, τo Συμβούλιο της Επικρατείας ζητεί από τo Δικαστήριo, στo πλαίσιo της διαφoράς μεταξύ του Γεωργίου Αλεβίζου και Υπουργού Οικονομικών πoυ εκκρεμεί ενώπιόν τoυ, την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
«Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος υπάγονται, όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι, στις διατάξεις του άρθρου 6 τής οδηγίας 83/183/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, δυνάμενοι να αποκτήσουν “συνήθη κατοικία” σε μία άλλη χώρα όπου διαμένουν τουλάχιστον επί 185 ημέρες ανά ημερολογιακό έτος για την εκτέλεση υπηρεσιακής αποστολής με καθορισμένη διάρκεια ή εξακολουθούν και κατά τη διάρκεια της αποστολής τους στην άλλη χώρα να έχουν τη συνήθη κατοικία τους στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως αν έχουν μεταφέρει στην άλλη χώρα τους προσωπικούς και επαγγελματικούς τους δεσμούς;»
(1) EE L 105 23/04/1983 σ.0064.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/13 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Αυστριακής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2005
(Υπόθεση C-393/05)
(2006/C 10/26)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Enrico Traversa και Gerald Braun, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 4 Νοεμβρίου 2005, προσφυγή κατά της Αυστριακής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
1) |
να διαπιστώσει ότι η Αυστριακή Δημοκρατία, επιβάλλοντας στους ιδιωτικούς φορείς ελέγχου βιολογικών καλλιεργειών, οι οποίοι έχουν την έδρα τους και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, την υποχρέωση να διαθέτουν στην Αυστρία υποκατάστημα ή άλλη, μόνιμου χαρακτήρα, εγκατάσταση προκειμένου να τους επιτραπεί η άσκηση της δραστηριότητάς τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ, παράγραφος 2 |
2) |
να καταδικάσει την Αυστριακή Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Οι αυστριακές αρχές απαιτούν από όλους τους ιδιωτικούς φορείς ελέγχου στον τομέα των βιολογικών καλλιεργειών, που έχουν την έδρα τους και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, να διαθέτουν υποκατάστημα ή άλλη, μόνιμου χαρακτήρα, εγκατάσταση στην Αυστρία, προκειμένου να τους επιτραπεί η άσκηση της δραστηριότητάς τους στη χώρα αυτή. Η απαίτηση αυτή αντιβαίνει προς την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθόσον κωλύει την παροχή υπηρεσιών εντός της Αυστρίας εκ μέρους επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.
Κατά το άρθρο 49 ΕΚ, ως ελεύθερη παροχή υπηρεσιών νοείται το δικαίωμα παροχής, άνευ οιουδήποτε κωλύματος, υπηρεσιών από κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στο δεύτερο κράτος. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν απαιτεί απλώς κατάργηση κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, αλλά, επίσης, άρση όλων των εμποδίων που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους παρέχοντος υπηρεσία εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, το άρθρο 49 ΕΚ δεν επιτρέπει την εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως ή εθνικής διοικητικής πρακτικής η οποία περιορίζει, χωρίς να συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, τη δυνατότητα ενός παρέχοντος υπηρεσίες να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά του για ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
Οι λόγοι που επικαλείται η Αυστριακή Δημοκρατία –η προβαλλόμενη άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους των φορέων ελέγχου και το γενικό συμφέρον– δεν δικαιολογούν αυτόν τον περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η προβαλλόμενη άσκηση δημόσιας εξουσίας –ως δικαιολογία του συγκεκριμένου περιορισμού του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών– θα εύρισκε νομικό έρεισμα και θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο αν επρόκειτο για δραστηριότητα συνεπαγόμενη άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Οι φορείς ελεέγχου, όμως, δεν είναι δημόσιες αρχές· δεν δύνανται να επιβάλλουν δεσμευτικές κυρώσεις, δεν χορηγούν επίσημα πιστοποιητικά, η δε νομική σχέση μεταξύ ενός φορέα ελέγχου και ενός παραγωγού συνιστά σχέση καθαρώς ιδιωτικού δικαίου.
Το γενικό συμφέρον δεν απειλείται από το γεγονός ότι ένας οργανισμός ελέγχου δεν έχει εγκατάσταση στην Αυστρία, δεδομένου ότι, κατά τα κριτήρια του κοινοτικού δικαίου, ο αποτελεσματικός έλεγχος ασκείται μέσω της άδειας που χορηγούν και της εποπτείας που ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο χορηγήθηκε η άδεια. Εν προκειμένω, υφίστανται, επίσης, διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί συντονισμού και εναρμονίσεως, οι οποίες διασφαλίζουν το γενικό συμφέρον που επικαλείται η Αυστριακή Δημοκρατία, βάσει των αυτών προτύπων, σε όλα τα κράτη μέλη.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale di Viterbo με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2005 στην ποινική δίκη κατά Antonello D'Antonio κ.λπ.
(Υπόθεση C-395/05)
(2006/C 10/27)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10 Νοεμβρίου 2005, το Tribunale di Viterbo στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά Antonello D'Antonio κ.λπ. ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
— |
«Ερωτάται αν τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 4bis του νόμου 401/89 και των μεταγενεστέρων τροποποιήσεών του, σύμφωνα με τα οποία η άσκηση της δραστηριότητας περί τα στοιχήματα επιφυλάσσεται μόνον υπέρ των Ιταλών αποκλειστικών πρακτόρων δημόσιας υπηρεσίας και όχι υπέρ των αλλοδαπών ενδιαμέσων “bookmakers”, παραβιάζουν τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως προβλέπουν τα άρθρα 31, 43, 48 και 86 της Συνθήκης ΕΚ». |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Civile e Penale di Palermo με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2005 στην ποινική δίκη κατά Maria Grazia Di Maggio και Salvatore Buccola
(Υπόθεση C-397/05)
(2006/C 10/28)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 14 Νοεμβρίου 2005, το Tribunale Civile e Penale di Palermo, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά Maria Grazia Di Maggio και Salvatore Buccola, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
Ερωτάται αν
1) |
εθνική κανονιστική ρύθμιση, επιβάλλουσα απαγόρευση συνοδευόμενη από ποινικές κυρώσεις ασκήσεως δραστηριοτήτων συλλογής στοιχημάτων, σε περίπτωση μη χορηγήσεως εγκρίσεως εκ μέρους της αστυνομίας, συνιστά περιορισμό στην προβλεπόμενη από το άρθρο 43 ΕΚ ελευθερία εγκαταστάσεως και στην προβλεπόμενη από το άρθρο 49 ΕΚ ελευθερία παροχής υπηρεσιών |
2) |
η έγκριση της αστυνομίας βάσει του άρθρου 88 του ιταλικού TULPS [κωδικοποιητικό κείμενο των νόμων περί δημόσιας ασφαλείας] πληροί όλες τις επιταγές του Δικαστηρίου, ώστε να δικαιολογείται περιορισμός του δικαιώματος εγκαταστάσεως |
3) |
η προβλεπόμενη στα άρθρα 4 και 4bis του νόμου 401/89 επιβολή ποινικών κυρώσεων είναι πρόσφορη, αναλογική και, κυρίως, μη εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις έναντι των δικαιούχων των κέντρων διαβιβάσεως στοιχείων που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία και συνδέονται με τον bookmaker Stanley L.T.D., εδρεύοντα στο Λίβερπουλ, καθώς και αν οι έλεγχοι στους οποίους οι τελευταίοι υποβάλλονται αποδεικνύονται κατ' ουσίαν ταυτόσημοι προς εκείνους των Ιταλών αποκλειστικών πρακτόρων, έλεγχοι από τους οποίους εξαρτάται η λήψη αδείας εκ μέρους της αστυνομίας, σκοπός της οποίας είναι, σύμφωνα με το Suprema Corte [ανώτατο δικαστήριο], η πρόληψη των εγκληματικών διεισδύσεων στον τομέα της ζητήσεως και προσφοράς παιγνίων. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/14 |
Προσφυγή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2005
(Υπόθεση C-403/05)
(2006/C 10/29)
γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους Ρ. Πάσσο, Ε. Waldherr και K. Lindahl, άσκησε στις 17 Νοεμβρίου 2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
1) |
να ακυρώσει την απόφαση περί εγκρίσεως σχεδίου για την ασφάλεια των συνόρων των Φιλιππίνων χρηματοδοτούμενου από το κονδύλιο 19 10 02 του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Philippine Border Management Project, αριθ. ASIA/2004/016-924), η οποία ελήφθη προς εκτέλεση του κανονισμού (ΕΟΚ) 443/92 περί χρηματοδοτικής και τεχνικής βοήθειας καθώς και οικονομικής συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας (1), |
2) |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής για τον λόγο ότι η Επιτροπή υπερέβη τις εκτελεστικές της αρμοδιότητες.
Ο κύριος σκοπός της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγκειται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας κατ' εφαρμογή του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Αντιθέτως, ο σκοπός του κανονισμού 443/92 είναι η παροχή αναπτυξιακής βοήθειας μέσω χρηματοδοτικής, τεχνικής και οικονομικής συνεργασίας. Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που απονέμονται με τη βασική αυτή πράξη αναθέτουν στην Επιτροπή τη διαχείριση της χρηματοδοτικής και τεχνικής βοήθειας και της οικονομικής συνεργασίας. Ένα μέτρο που αποβλέπει στο να βοηθήσει την Κυβέρνηση των Φιλιππίνων να καταστήσει ασφαλέστερα τα σύνορα της χώρας προς καταπολέμηση της τρομοκρατίας υπερβαίνει τις προβλεπόμενες στη βασική πράξη εκτελεστικές αρμοδιότητες και είναι ως εκ τούτου παράνομο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε γνώση του πλήρους κειμένου της μόλις στις 9 Σεπτεμβρίου 2005.
(1) ΕΕ L 52, της 27.2.1992, σ. 1.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/15 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ασκήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2005
(Υπόθεση C-404/05)
(2006/C 10/30)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Enrico Traversa και Gerald Braun, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 17 Νοεμβρίου 2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
1) |
να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιβάλλοντας στους εγκατεστημένους και εγκεκριμένους εντός άλλου κράτους μέλους ιδιωτικούς οργανισμούς ελέγχου των βιολογικών καλλιεργειών την υποχρέωση να διατηρούν στη Γερμανία κατάστημα ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση προκειμένου να μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ· |
2) |
να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι γερμανικές αρχές επιβάλλουν σε κάθε ιδιωτικό οργανισμό ελέγχου των βιολογικών καλλιεργειών την υποχρέωση να διατηρεί στη Γερμανία κατάστημα ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση προκειμένου αυτός να μπορεί να ασκεί στην ως άνω χώρα τις δραστηριότητές του. Η απαίτηση αυτή αντιβαίνει προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, διότι καθιστά αδύνατη την παροχή υπηρεσιών εντός της Γερμανίας εκ μέρους επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.
Ως ελεύθερη παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ νοείται το δικαίωμα προς ανεμπόδιστη παροχή υπηρεσιών από ένα κράτος μέλος εντός άλλου χωρίς την υποχρέωση να υπάρχει μόνιμη εγκατάσταση του παρέχοντος την υπηρεσία εντός του δευτέρου αυτού κράτους. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εξασφάλιση της ελευθερίας αυτής επιβάλλει όχι μόνον την κατάργηση κάθε δυσμενούς διακρίσεως με βάση την ιθαγένεια, αλλά και την κατάργηση όλων των περιορισμών που μπορούν να εμποδίσουν, να παρεμβάλουν προσκόμματα ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες ο οποίος είναι εγκατεστημένος εντός άλλου κράτους μέλους και ο οποίος παρέχει νομίμως τέτοιες υπηρεσίες. Επομένως, το άρθρο 49 ΕΚ εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως ή διοικητικής πρακτικής η οποία, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, περιορίζει τη δυνατότητα των παρεχόντων υπηρεσίες να κάνουν χρήση στην πράξη της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.
Οι δικαιολογίες τις οποίες επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση –ήτοι η προβαλλόμενη άσκηση δημοσίας εξουσίας εκ μέρους των οργανισμών ελέγχου, καθώς και το γενικό συμφέρον– δεν μπορούν να στηρίξουν τον ως άνω περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η επίκληση της ασκήσεως δημοσίας εξουσίας –ως δικαιολογίας τού υπό κρίση περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών– δεν θα μπορούσε να είναι σύννομη και να γίνει δεκτή παρά μόνον αν επρόκειτο για δραστηριότητα συνεπαγόμενη άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημοσίας εξουσίας. Ναι μεν οι οργανισμοί ελέγχου είναι επιφορτισμένοι από τα γερμανικά ομόσπονδα κράτη (Länder) και με αρμοδιότητες δημόσιας αρχής και έχουν επίσης τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις προβλεπόμενες από τη σχετική ρύθμιση κυρώσεις με δυνατότητα εξαναγκασμού, τούτο όμως δεν έχει σημασία έναντι του κοινοτικού δικαίου και ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι η δραστηριότητα ενός οργανισμού ελέγχου η οποία ρυθμίζεται από το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να ασκείται από οποιονδήποτε οργανισμό που διαθέτει εντός άλλου κράτους μέλους σχετική έγκριση βάσει αυτής της νομικής βάσεως στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Το γενικό συμφέρον δεν απειλείται από το γεγονός ότι ένας οργανισμός ελέγχου δεν διαθέτει εγκατάσταση στη Γερμανία, διότι, σύμφωνα με τα κριτήρια του κοινοτικού δικαίου, ο ουσιαστικός έλεγχος ασκείται με την έγκριση της λειτουργίας των οργανισμών ελέγχου και με την εποπτεία τους εκ μέρους των αρχών του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει παρασχεθεί η σχετική έγκριση. Εν προκειμένω, υφίστανται επιπλέον κοινοτικές διατάξεις συντονισμού και εναρμονίσεως οι οποίες εγγυώνται ότι το γενικό συμφέρον το οποίο επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκεται επίσης βάσει των ίδιων κριτηρίων και εντός των άλλων κρατών μελών.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/16 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 21/11/2005
(Υπόθεση C-409/05)
(2006/C 10/31)
Γλώσσα διαδικασίας ελληνική
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τους κκ. Δ. Τριανταφύλλου, Νομικό της Σύμβουλο και G. Wilms, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 21/11/2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι:
— |
Η Ελληνική Δημοκρατία, αρνούμενη να υπολογίσει και να καταβάλει διαφυγόντες ιδίους πόρους εξαιτίας της εισαγωγής στρατιωτικού υλικού με απαλλαγή από δασμούς και αρνούμενη να καταβάλει τους τόκους υπερημερίας που απορρέουν από τη μη απόδοση ιδίων πόρων στην Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσείς της δυνάμει των άρθρων 2, 9, 10 και 11 του κανονισμού 1552/89 (1) έως τις 31 Μαϊου 2000 και αντιστοίχως του κανονισμού 1150/2000 (2) από την ημερομηνία αυτή και μετά |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
— |
Η καθής δεν απέδειξε ότι η καταβολή δασμών με χαμηλούς (ή μηδενικούς) συντελεστές θα έβλαπτε ουσιωδώς την άμυνα της χώρας κατά την έννοια του άρθρου 296. |
— |
Το στρατιωτικό απόρρητο δεν απαλλάσει από την υποχρέωση του κατ'αρχήν υπολογισμού και αποδόσεως των αντιστοίχων δασμών. |
— |
Η καθής δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη λόγω καθυστερημένης κινήσεως της διαδικασίας |
— |
Η μη εκπλήρωση των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων προς την κοινότητα επιβαρύνει αθέμιτα τα άλλα κράτη μέλη |
(1) ΕΕ L 155 της 7.06.1989 σ. 0001
(2) ΕΕ L 130 της 31.05.2000 σ. 0001
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/16 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2005
(Υπόθεση C-414/05)
(2006/C 10/32)
γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. Stromsky, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 23 Νοεμβρίου 2005 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
1. |
Να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2003/94/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2003, περί θεσπίσεως των αρχών και των κατευθυντήριων γραμμών ορθής παρασκευαστικής πρακτικής όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για τον άνθρωπο και για τα δοκιμαζόμενα φάρμακα που προορίζονται για τον άνθρωπο (1), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· και |
2. |
Να αναγνωριστεί, εν πάση περιπτώσει, ότι η γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία 2003/94/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2003, περί θεσπίσεως των αρχών και των κατευθυντήριων γραμμών ορθής παρασκευαστικής πρακτικής όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για τον άνθρωπο και για τα δοκιμαζόμενα φάρμακα που προορίζονται για τον άνθρωπο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή |
3. |
Να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η Επιτροπή προβάλλει ότι η προθεσμία για την μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 30 Απριλίου 2004.
(1) ΕΕ L 262 της 14.10.2003, σ. 22.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/17 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου που ασκήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2005
(Υπόθεση C-416/05)
(2006/C 10/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις C. F. Durand και F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 24 Νοεμβρίου 2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
1. |
να διαπιστώσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θεσπίσει μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 2 Οκτωβρίου 2003 στο πλαίσιο της υποθέσεως C-89/03 σχετικά με τη μη μεταφορά στο λουξεμβουργιανό δίκαιο της οδηγίας 93/15/ΕΟΚ (1), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας· |
2. |
να υποχρεώσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό «ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή 9 000 ευρώ ημερησίως, για κάθε ημέρα καθυστερήσεως λήψεως των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεση της αποφάσεως C-89/03, από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως έως την ημέρα εκτελέσεως της αποφάσεως C-89/03· |
3. |
να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα
Με την απόφασή του της 2ας Οκτωβρίου 2003 στην υπόθεση C-89/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι: «Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, παραλείποντας να θέσει σε ισχύ όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία».
Η Επιτροπή, με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2003, επέστησε την προσοχή των λουξεμβουργιανών αρχών στην απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003 και ζήτησε να της κοινοποιηθούν τα μέτρα που είχαν θεσπισθεί προς εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.
Οι λουξεμβουργιανές αρχές απάντησαν ότι ένα σχέδιο διατάγματος του Μεγάλου Δούκα επρόκειτο να ολοκληρωθεί το αργότερο τον Νοέμβριο του 2004.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου να λάβει τα αναγκαία για τη συμμόρφωσή του προς αυτή μέτρα εντός δίμηνης προθεσμίας.
Με έγγραφο της 19ης Σεπτεμβρίου 2005, οι λουξεμβουργιανές αρχές επισήμαναν ότι το Conseil d'État έχει κρίνει ότι, κατά το Σύνταγμα, το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου διατάγματος καθορίζεται μόνο με νόμο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν έχει μεταφέρει ακόμη την επίμαχη οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο.
Κατά το άρθρο 228, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, ΕΚ, η Επιτροπή προσδιορίζει με το δικόγραφο της προσφυγής το ύψος του κατ' αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που το οικείο κράτος μέλος οφείλει να καταβάλει και το οποίο η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση.
Εν προκειμένω, η Επιτροπή φρονεί ότι μια χρηματική ποινή ύψους 9 000 ευρώ ημερησίως είναι κατάλληλη δεδομένης της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως και λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να δοθεί στην εν λόγω χρηματική ποινή το αναγκαίο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
(1) Οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης (ΕΕ L 121, σ. 20)
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/17 |
Αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 24ης Νοεμβρίου 2005, κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2005 το πρώτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Τ-272/03, Μ. D. Fernández Gómez κατά. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-417/05 P)
(2006/C 10/34)
γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και την L. Lozano Palacios, άσκησε στις 24 Νοεμβρίου 2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε 13 Σεπτεμβρίου 2005 το πρώτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Τ-272/03, Μ. D. Fernández Gómez κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση· |
— |
να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς και να δεχθεί τα αιτήματα που προέβαλε η καθής πρωτοδίκως, απορρίπτοντας, κατά συνέπεια, την προσφυγή στην υπόθεση Τ-272/03· |
— |
επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο· |
— |
να καταδικάσει την Μ. D. Fernández Gómez στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων στα οποία προέβη στο πλαίσιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους:
1. |
Ο πρώτος λόγος αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο όταν κήρυξε παραδεκτή την προσφυγή με την αιτιολογία ότι το έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2001 δεν έχει χαρακτήρα αποφάσεως και η προσβαλλόμενη πρωτοδίκως πράξη, ήτοι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 12ης Μαΐου 2003 δεν έχει αμιγώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, αλλά περιλαμβάνει ένα νέο στοιχείο σε σχέση με τη σύμβαση της 17ης Ιανουαρίου 2001 και με το έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2001. Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, στο μέτρο που το έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2001 και η σύμβαση της 17ης Ιανουαρίου 2001 παγιώνουν τη θέση της διοικήσεως έναντι της προσφεύγουσας. Συνεπώς, αυτές είναι οι πράξεις που θα έπρεπε να προσβληθούν από την προσφεύγουσα. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 12ης Μαΐου 2003 δεν έχει χαρακτήρα αποφάσεως, ούτε περιλαμβάνει οποιοδήποτε νέο στοιχείο σε σχέση με τις προγενέστερες πράξεις. Επομένως, η προσφυγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. |
2. |
Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται, κυρίως, από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της αποφάσεως της 13ης Νοεμβρίου 1996 και, ειδικότερα, της έννοιας του «προσωπικού που δεν διέπεται από τον Κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων». Η Επιτροπή φρονεί ότι από τον επιδιωκόμενο με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου σκοπό και από την ίδια τη διατύπωσή της, καθώς και από το πλαίσιο στο οποίο εκδόθηκε προκύπτει ότι η απόφαση αυτή κάλυπτε όλες τις «διοικητικές θέσεις ή τις συνηφθείσες με την Επιτροπή συμβάσεις» όλων των μη μόνιμων υπαλλήλων της Επιτροπής. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο απεφάνθη ultra petita και προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8 του Καθεστώτος που διέπει το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πράγματι, όταν μια διάταξη του ΚΥΚ αναγνωρίζει στην ΑΔΑ απλή δυνατότητα, όπως εν προκειμένω, η άσκησή της εμπίπτει στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας. |
3. |
Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται, κυρίως, από την παράβαση του κοινοτικού δικαίου λόγω επιδικάσεως αποζημιώσεως για φερόμενη υλική ζημία η οποία ούτε πραγματική είναι ούτε βέβαιη και, επικουρικώς, από τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά τον υπολογισμό της ζημίας, η οποία παρεμποδίζει το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του επί της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/18 |
Αίτηση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την αναίρεση της αποφάσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, που εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στην υπόθεση Τ-72/04, S. Hosman-Chevalier κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-424/05 P)
(2006/C 10/35)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. Kraemer και M. Velardo, κατέθεσε στις 29 Νοεμβρίου 2005 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως που εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2005 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στην υπόθεση Τ-72/04, S. Hosman-Chevalier κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο· |
— |
να καταδικάσει την προσφεύγουσα στον πρώτο βαθμό στα έξοδα της παρούσας δίκης και στα έξοδα της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως της ως άνω αποφάσεως, αντλούμενο από παράβαση του κοινοτικού δικαίου με τις σκέψεις 31 έως 36 και 42 της εν λόγω αποφάσεως. Ειδικότερα, φρονεί ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του όρου που συνδέεται με την «παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος», που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', δεύτερη περίπτωση, in fine, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/19 |
Τμήμα εφέσεων
(2006/C 10/36)
Στις 6 Δεκεμβρίου 2005 το Πρωτοδικείο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι, για την περίοδο από 12 Δεκεμβρίου 2005 μέχρι 31 Αυγούστου 2007, η εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης θα ανατίθεται, ήδη από την κατάθεση του δικογράφου της αναιρέσεως και με την επιφύλαξη μεταγενέστερης εφαρμογής των άρθρων 14 και 51 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε τμήμα αναιρέσεων.
Το τμήμα αναιρέσεων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και τους προέδρους του δευτέρου, του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου πενταμελούς τμήματος.
Κατά συνέπεια, για την περίοδο από 12 Δεκεμβρίου 2005 μέχρι 31 Αυγούστου 2007 τοποθετούνται στο πενταμελές τμήμα αναιρέσεων, οι εξής δικαστές:
B. Vesterdorf, Πρόεδρος, M. Jaeger, J. Pirrung, Μ. Βηλαράς και Η. Legal, δικαστές.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/19 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Νοεμβρίου 2005 — Biofarma κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση T-154/03) (1)
(«Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα ARTEX - Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος ALREX - Σχετικός λόγος απαραδέκτου - Κίνδυνος συγχύσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»)
(2006/C 10/37)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Biofarma SA (Neuilly-sur-Seine, Γαλλία) [εκπρόσωποι: V. Gil Vega, A. Ruiz López και D. Gonzalez Maroto, δικηγόροι]
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) [εκπρόσωποι: W. Verburg και A. Folliard-Monguiral]
Αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου: Bausch & Lomb Pharmaceuticals Inc. (Tampa, Φλώριδα, Ηνωμένες Πολιτείες) [εκπρόσωπος: S. Klos, δικηγόρος]
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προσφυγή κατά της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Φεβρουαρίου 2003 (υπόθεση R 370/2002-3), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Biofarma SA και της Bausch & Lomb Pharmaceuticals, Inc.
Διατακτικό της αποφάσεως
1) |
Ακυρώνει την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 5ης Φεβρουαρίου 2003 (υπόθεση R 370/2002-3). |
2) |
Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
3) |
Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/19 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 2005– Focus Magazin Verlag κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση T-275/03) (1)
(«Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος Hi-FOCuS - Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα FOCUS - Έκταση της εξετάσεως εκ μέρους του τμήματος προσφυγών - Εκτίμηση των στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών»)
(2006/C 10/38)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Focus Magazin Verlag GmbH (Μόναχο, Γερμανία) [εκπρόσωπος: U. Gürtler, δικηγόρος]
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) [εκπρόσωποι: A. von Mühlendahl, B. Müller και G. Schneider]
Αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ: ECI Telecom Ltd (Petah Tikva, Ισραήλ)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Απριλίου 2003 (υπόθεση R 913/2001-4), που αφορά διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Focus Magazin Verlag GmbH και της ECI Telecom Ltd
Διατακτικό της αποφάσεως
Το Πρωτοδικείο:
1) |
Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 30ής Απριλίου 2003 (υπόθεση R 913/2001-4). |
2) |
Καταδικάζει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/20 |
Απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 2005 — Righini κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-145/04) (1)
(«Υπάλληλοι - Έκτακτοι υπάλληλοι - Κατάταξη σε βαθμό και σε κλιμάκιο - Κατάταξη στον ανώτατο βαθμό σταδιοδρομίας»)
(2006/C 10/39)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Elisabetta Righini (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: É. Boigelot, avocat]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [εκπρόσωποι: V. Joris και C. Berardis-Kayser, επικουρούμενοι από τον D. Waelbroeck, avocat]
Αντικείμενο της υποθέσεως
Ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής περί κατατάξεως της προσφεύγουσας, κατά την είσοδό της στην υπηρεσία, στον βαθμό Α7, κλιμάκιο 3, είτε ως έκτακτης είτε ως δόκιμης υπαλλήλου και, αν παραστεί ανάγκη, ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2004 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας.
Διατακτικό της αποφάσεως
1) |
Η προσφυγή απορρίπτεται. |
2) |
Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/20 |
Διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2005 — First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-28/02) (1)
(«Ανταγωνισμός - Άρθρο 81 EΚ - Σύστημα πληρωμών με κάρτες Visa - Κανόνας “προϋπόθεση για την προσέλκυση εμπόρων η έκδοση καρτών” - Αρνητική πιστοποίηση - Κανόνας καταργηθείς κατά την εκδίκαση της υποθέσεως - Έννομο συμφέρον - Κατάργηση της δίκης»)
(2006/C 10/40)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: First Data Corp. (Wilmington, Delaware, ΗΠΑ), FDR Ltd (Dover, Delaware, ΗΠΑ) και First Data Merchant Services Corp. (Sunrise, Φλόριντα, ΗΠΑ) [εκπρόσωποι: αρχικώς P. Bos και M. Nissen, στη συνέχεια P. Bos, avocats]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [εκπρόσωποι: αρχικώς R. Wainwright, W. Wils και V. Superti, στη συνέχεια R. Wainwright και Θ. Χριστοφόρου]
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1, πέμπτη περίπτωση, της αποφάσεως 2001/782/EΚ της Επιτροπής, της 9ης Αυγούστου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/Δ1/29.373 — Visa International) (ΕΕ L 293, σ. 24)
Διατακτικό της διατάξεως
1) |
Καταργείται η δίκη. |
2) |
Οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/21 |
Διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2005 — Ouariachi κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-124/04) (1)
(«Αγωγή αποζημιώσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Ζημία προκληθείσα από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του - Έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου»)
(2006/C 10/41)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Ενάγων: Jamal Ouariachi (Ραμπάτ, Μαρόκο) [εκπρόσωποι: F. Blanmailland και C. Verbrouck, δικηγόροι]
Εναγομένη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [εκπρόσωποι: F. Dintilhac και G. Boudot]
Αντικείμενο της υποθέσεως
Αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη ο ενάγων συνεπεία των φερομένων ως παρανόμων πράξεων υπαλλήλου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Χαρτούμ (Σουδάν)
Διατακτικό της διατάξεως
1) |
Απορρίπτει την αγωγή ως προδήλως αβάσιμη. |
2) |
Καταδικάζει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/21 |
Διάταξη του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 2005 — GAEC Salat κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-89/05) (1)
(«Προσφυγή κατά παραλείψεως - Καταγγελία αφορώσα την προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως “Salers” - Κανονισμός (ΕΚ) 828/2003 - Παράλειψη της Επιτροπής να λάβει θέση - Προδήλως απαράδεκτη»)
(2006/C 10/42)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: GAEC Salat (Farges, Γαλλία) (εκπρόσωπος: F. Delpeuch, avocat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: F. Clotuche-Duvieusart)
Αντικείμενο της υποθέσεως
Προσφυγή κατά παραλείψεως με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί της καταγγελίας της προσφεύγουσας κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας
Διατακτικό της διατάξεως
Το Πρωτοδικείο:
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη. |
2) |
Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. |
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/21 |
Προσφυγή που ασκήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2005 — Schierhorst κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-374/05)
(2006/C 10/43)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Rainer Johannes Schierhorst (Georgetown, Γουιάνα) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues, A. Jaume, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
— |
να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος καθώς επίσης και την απόφαση περί διορισμού που έλαβε η ΑΔΑ στις 5 Ιανουαρίου 2005, καθόσον καθορίζει τον βαθμό του κατ' εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και το κλιμάκιό του βάσει του άρθρου 32 του ΚΥΚ όπως έχει σήμερα· |
— |
να υποδείξει στην ΑΔΑ τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων και ιδίως την ανακατάταξη του προσφεύγοντος στον βαθμό A*10, κλιμάκιο 4, αναδρομικώς από 1ης Φεβρουαρίου 2005, δηλαδή από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της περί διορισμού αποφάσεως της 11ης Οκτωβρίου 2004· |
— |
επικουρικώς να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποζημιώσει τον προσφεύγοντα για τη ζημία που υπέστη λόγω του ότι δεν κατατάχθηκε στον βαθμό A*10, κλιμάκιο 4, από 1ης Φεβρουαρίου 2005, δηλαδή από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της αποφάσεως περί διορισμού, της 5ης Ιανουαρίου 2005· |
— |
να καταδικάσει την καθής σε όλα τα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων πέτυχε στον γενικό διαγωνισμό COM/A/1/02 για υπαλλήλους διοικήσεως του βαθμού A7/A6 στον τομέα της γεωργίας και διορίστηκε μόνιμος υπάλληλος με την προσβαλλομένη απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 2005. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 12, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ κατατάχθηκε στον νέο βαθμό A*6, που είναι κατώτερος των παλαιών βαθμών A7/A6 οι οποίοι αντιστοιχούν στον βαθμό A*8/A*10 του νέου συστήματος.
Προς στήριξη των αιτημάτων του ο προσφεύγων προβάλλει ισχυρισμούς πανομοιότυπους με αυτούς που προσβάλλει η προσφεύγουσα στην υπόθεση T-207/05 (1).
(1) ΕΕC 193 της 6.8.2005, σ. 36.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/22 |
Προσφυγή-αγωγή της 5ης Οκτωβρίου 2005 — Seegmuller κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-377/05)
(2006/C 10/44)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Magali Seegmuller (Uccle, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: K. H. Hagenaar, δικηγόρος]
Καθής-εναγόμενη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας
— |
ακύρωση της αποφάσεως της 5ης Ιουλίου 2005 της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία εμποδίζει την προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) να αναλάβει τα καθήκοντά της στην αντιπροσωπεία στη Γουϊνέα Conakry ως προϊστάμενος της αντιπροσωπείας αυτής· |
— |
επιδίκαση υπέρ της προσφεύγουσας αποζημιώσεως η οποία θα προσδιοριστεί αργότερα, για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη από την καθής-εναγόμενη· |
— |
καταδίκη της καθής-εναγομένης στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα, επί συμβάσει υπάλληλος της Επιτροπής, έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση προϊσταμένου στο Κονγκό Brazzaville (ανακοίνωση κενής θέσεως COM/2004/2982/F). Στις 5 Ιανουαρίου 2005, πληροφορήθηκε ότι επελέγη από την επιτροπή επιλογής. Ερωτηθείσα από τη ΓΔ Εξωτερικές Σχέσεις της Επιτροπής ως προς το αν είναι έτοιμη να αναλάβει άλλη αντιπροσωπεία, η προσφεύγουσα συμφώνησε να τοποθετηθεί στη Γουϊνέα Conakry.
Σύμφωνα με την ακολουθούμενη πρακτική, η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ενόψει της αναχωρήσεώς της για την αντιπροσωπεία στη Γουϊνέα Conakry. Με σημείωμα της 17ης Μαρτίου 2005, ο ιατρός-σύμβουλος της Επιτροπής συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα δεν έχει τη σωματική ικανότητα που απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων της στην πιο πάνω αντιπροσωπεία. Κατόπιν του σημειώματος αυτού, η ΓΔ Εξωτερικές Σχέσεις ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα ότι δεν μπορεί να αναλάβει καθήκοντα στη Γουϊνέα Conakry. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υπέβαλε κατά της τελευταίας αποφάσεως διοικητική ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της 5ης Ιουλίου 2005.
Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο διευθυντής της ΓΔ Εξωτερικές Σχέσεις δεν ήταν αρμόδιος να λάβει την απόφαση της 15ης Απριλίου 2005 και ότι σημειώθηκε κατάχρηση εξουσίας. Επιπλέον, προβάλλει σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε ο ιατρός-σύμβουλος της Επιτροπής, του οποίου η από 17 Μαρτίου 2005 έκθεση δεν στοιχειοθετεί καμία κατανοητή σχέση μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση αυτή και των συμπερασμάτων που συνάγονται στην ίδια έκθεση.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/22 |
Προσφυγή της 7ης Οκτωβρίου 2005 — Marenco κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-378/05)
(2006/C 10/45)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Giuliano Marenco (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [Εκπρόσωποι: A. Pappalardo και M. Merola, δικηγόροι]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση περί καθορισμού του μισθού του μηνός Ιανουαρίου 2005 (τελευταίου μηνός υπηρεσίας),
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση περί χορηγήσεως και εκκαθαρίσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, την οποία εξέδωσε στις 31 Ιανουαρίου 2005 ο προϊστάμενος της μονάδας «Συντάξεις» του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων,
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2005 την οποία εξέδωσε ο Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και Διοίκηση» (ADMIN.B. 2 — SHS/amd — D (05)15121), με την οποία απορρίφθηκαν οι δύο ενστάσεις του προσφεύγοντος (αριθ. R/266/05 και R/298/05), |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, πρώην αναπληρωτής γενικός διευθυντής της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2005, κατετάγη, προ της παύσεως ασκήσεως των καθηκόντων του, στον βαθμό A*16 και ελάμβανε, έως το τέλος του 2004, την αύξηση του βασικού μισθού που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Σύμφωνα με τις τροποποιημένες διατάξεις του ΚΥΚ που τέθηκαν σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, επί του βασικού μισθού του εφαρμοζόταν συντελεστής πολλαπλασιασμού 0,9580274, ο οποίος αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του νέου και του παλαιού καθεστώτος όσον αφορά τον βασικό μισθό που καταβάλλεται σε υπάλληλο του συγκεκριμένου βαθμού και κλιμακίου.
Την 1η Ιανουαρίου 2005, ο προσφεύγων προήχθη στο κλιμάκιο 6 του εν λόγω βαθμού. Δεδομένου ότι ο μηνιαίος μισθός που προβλέπεται για το κλιμάκιο αυτό είναι ίδιος υπό το παλαιό και υπό το νέο καθεστώς, ο προσφεύγων εκτιμά ότι ο εφαρμοστέος συντελεστής πολλαπλασιασμού πρέπει να είναι πλέον «1». Εντούτοις, από τον Ιανουάριο του 2005, τόσο στο τελευταίο εκκαθαριστικό μισθοδοσίας όσο και στην απόφαση περί χορηγήσεως και εκκαθαρίσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων αναγράφεται συντελεστής πολλαπλασιασμού 0,9982852. Επιπλέον, η αύξηση του βασικού μισθού που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν περιελήφθη στον μισθό του μηνός Ιανουαρίου 2005 και, κατά συνέπεια, δεν συνυπολογίσθηκε κατά τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, τα οποία υπολογίσθηκαν βάσει του βασικού μισθού του μηνός αυτού. Τέλος, με την απόφαση περί καθορισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ο προσφεύγων κατετάγη στο κλιμάκιο 3, αντί του κλιμακίου 6, του συγκεκριμένου βαθμού.
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 2, του άρθρου 7, παράγραφος 4, και του άρθρου 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Ο προσφεύγων υποστηρίζει, επίσης, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία, όπως ισχυρίζεται, του δημιουργήθηκε λόγω του αποτελέσματος που προέκυψε από ενδεικτικό υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων στον οποίο προέβη με τη βοήθεια εργαλείου πληροφορικής («calculette») που η Επιτροπή έθεσε στη διάθεση του προσωπικού. Κατά τον προσφεύγοντα, το υπολογιστικό αυτό εργαλείο προέβλεπε τον συνυπολογισμό της επίμαχης αυξήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους της συντάξεως.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/23 |
Προσφυγή της 14ης Οκτωβρίου 2005 — S Zuffa κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση Τ-379/05)
(2006/C 10/46)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Zuffa, LLC (Las Vegas, HΠΑ) [εκπρόσωποι: S. Malynicz, barrister, και M. Blair, solicitor]
Kαθού: Γραφείο εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια, υποδείγματα)
Αιτήματα του προσφεύγοντος
— |
να ακυρωθεί η απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών της 8ης Αυγούστου 2005 στην υπόθεση R 24/2005-1· |
— |
να καταδικαστεί το καθού στα δικαστικά του έξοδα και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα
Κoινoτικό σήμα τoυ oπoίoυ ζητείται η καταχώριση: το λεκτικό σήμα «ULTIMATE FIGHTING» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 16, 25, 28 και 41 — Αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθμ. 2 766 590
Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος για όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες που αφορά η εν λόγω αίτηση
Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών: απόρριψη της προσφυγής
Πρoβαλλόμενoι λόγoι ακυρώσεως: ο όρος ULTIMATE FIGHTING, εκτιμώμενος στο σύνολό του, δεν αποτελεί κοινή ή συνήθη ονομασία για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Το τμήμα προσφυγών δεν ανέλυσε προσηκόντως το σήμα ως σύνολο, όσον αφορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η εν λόγω αίτηση.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/24 |
Προσφυγή ασκηθείσα στις 10 Οκτωβρίου 2005 — Buendia Sierra κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-380/05)
(2006/C 10/47)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: José Luis Buendia Sierra (κάτοικος Βρυξελλών, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: M. van der Woude, V. Landes, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
— |
να ακυρωθεί η απόφαση του γενικού διευθυντή της νομικής υπηρεσίας να του χορηγηθούν μόνον τέσσερα μόρια προτεραιότητας από τη γενική διεύθυνση στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004, απόφαση που επικυρώθηκε και οριστικοποιήθηκε με την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ), με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του· |
— |
να ακυρωθεί η απόφαση της ΑΔΑ να μην του χορηγήσει κανένα ειδικό μόριο προτεραιότητας από την «Comité de promotion pour travail accompli dans l'intérêt de l'institution» (Επιτροπή προαγωγών λόγω εργασίας παρασχεθείσας προς το συμφέρον της υπηρεσίας) κατά τις προαγωγές του 2004· |
— |
να ακυρωθούν η απόφαση της ΑΔΑ να του χορηγήσει συνολικά 20 μόρια στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004 και συνολικά 40 μόρια για την προαγωγή στον βαθμό Α4 κατά την τρέχουσα διαδικασία προαγωγών, ο κατάλογος προακτέων υπαλλήλων στον βαθμό Α5 κατά τις προαγωγές του 2004, ο κατάλογος των προαχθέντων στον βαθμό Α4 υπαλλήλων κατά τις προαγωγές του 2004 και, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση να μην περιληφθεί το όνομά του στους ως άνω καταλόγους· |
— |
να ακυρωθεί, καθόσον είναι απαραίτητο, η απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεώς του· |
— |
να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που προέβαλε στο πλαίσιο της υποθέσεως T-311/04 (1), επί προσφυγής που άσκησε ο ίδιος.
(1) ΕΕ C 262 της 23.10.2004, σ. 44
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/24 |
Προσφυγή ασκηθείσα στις 10 Οκτωβρίου 2005 — Di Bucci κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-381/05)
(2006/C 10/48)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Vittorio Di Bucci (κάτοικος Βρυξελλών, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: M. van der Woude, V. Landes, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
— |
να ακυρωθεί η ρητώς διατυπωθείσα πρόθεση του γενικού διευθυντή της νομικής υπηρεσίας να του χορηγηθούν μόνον τέσσερα μόρια προτεραιότητας από τη γενική διεύθυνση στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004, απόφαση που επικυρώθηκε με την απόφαση του γενικού διευθυντή με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του· |
— |
να ακυρωθεί η απόφαση του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως να μην του χορηγηθεί κανένα ειδικό μόριο προτεραιότητας (point de priorité spéciale, στο εξής: PPCP) από την «Comité de promotion pour travail accompli dans l'intérêt de l'institution» (Επιτροπή προαγωγών λόγω εργασίας παρασχεθείσας προς το συμφέρον της υπηρεσίας) κατά τις προαγωγές του 2004· |
— |
να ακυρωθούν οι αποφάσεις του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως να του χορηγηθούν συνολικά 20 μόρια στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004 και συνολικά 40 μόρια για την προαγωγή στον βαθμό Α4 κατά την τρέχουσα διαδικασία προαγωγών· ο κατάλογος των υπαλλήλων στους οποίους χορηγήθηκαν μόρια PPCP· ο κατάλογος προακτέων υπαλλήλων στον βαθμό Α5 που κατάρτισαν οι επιτροπές προαγωγών κατά τις προαγωγές του 2004· ο κατάλογος των προαχθέντων στον βαθμό Α4 υπαλλήλων κατά τις προαγωγές του 2004 και, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση να μην περιληφθεί το όνομά του στους ως άνω καταλόγους· |
— |
να ακυρωθεί, καθόσον είναι απαραίτητο, η απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεώς του· |
— |
να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που προβάλλονται στο πλαίσιο της υποθέσεως T-311/04 (1).
(1) ΕΕ C 262 της 23.10.2004, σ. 44
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/25 |
Προσφυγή ασκηθείσα στις 10 Οκτωβρίου 2005 — Wilms κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-386/05)
(2006/C 10/49)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Günter Wilms (κάτοικος Βρυξελλών, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: M. van der Woude, V. Landes, δικηγόροι)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
να ακυρωθεί η ρητώς διατυπωθείσα πρόθεση του γενικού διευθυντή της νομικής υπηρεσίας να του χορηγηθούν μόνον δύο μόρια προτεραιότητας από τη γενική διεύθυνση στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004, απόφαση που επικυρώθηκε με την απόφαση του γενικού διευθυντή με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του·
— |
να ακυρωθεί η απόφαση του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως να μην του χορηγηθεί κανένα ειδικό μόριο προτεραιότητας (point de priorité spéciale, στο εξής: PPCP) από την «Comité de promotion pour travail accompli dans l'intérêt de l'institution» (Επιτροπή προαγωγών λόγω εργασίας παρασχεθείσας προς το συμφέρον της υπηρεσίας) κατά τις προαγωγές του 2004· |
— |
να ακυρωθούν οι αποφάσεις του γενικού διευθυντή προσωπικού και διοικήσεως να του χορηγηθούν συνολικά 17 μόρια στο πλαίσιο των προαγωγών του 2004 και συνολικά 36 μόρια για την προαγωγή στον βαθμό Α4 κατά την τρέχουσα διαδικασία προαγωγών· ο κατάλογος των υπαλλήλων στους οποίους χορηγήθηκαν μόρια PPCP· ο κατάλογος προακτέων υπαλλήλων στον βαθμό Α5 που κατάρτισαν οι επιτροπές προαγωγών κατά τις προαγωγές του 2004· ο κατάλογος των προαχθέντων στον βαθμό Α4 υπαλλήλων κατά τις προαγωγές του 2004 και, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση να μην περιληφθεί το όνομά του στους ως άνω καταλόγους· |
— |
να ακυρωθεί, καθόσον είναι απαραίτητο, η απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεώς του· |
— |
να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που προβάλλονται στο πλαίσιο της υποθέσεως T-311/04 (1).
(1) ΕΕ C 262 της 23.10.2004, σ. 44
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/25 |
Προσφυγή της 13ης Οκτωβρίου 2005 — Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-387/05)
(2006/C 10/50)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ελένη Χατζηιωαννίδου (Auderghem, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: Σ. Α. Παπάς, δικηγόρος]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την από 8 Ιουλίου 2005 απόφαση της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής (ΑΔΑ), περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας κατά αποφάσεως αφορώσας τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της προς το κοινοτικό σύστημα, |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα, υπάλληλος της Επιτροπής, υπέβαλε αίτηση μεταφοράς προς το κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τα οποία είχε αποκτήσει στην Ελλάδα πριν αναλάβει υπηρεσία στην Επιτροπή. Με την προσφυγή της, βάλλει κατά του τρόπου υπολογισμού του αριθμού των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζονται στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, σε συνάρτηση με το κεφάλαιο που μεταφέρεται. Η προσφεύγουσα διατείνεται ειδικότερα ότι, πριν από την εισαγωγή του ευρώ, η Επιτροπή μετέτρεπε το μεταφερόμενο κεφάλαιο, που ήταν σε νόμισμα άλλο από το βελγικό φράγκο, όχι επί τη βάσει της ισχύουσας την ημέρα του υπολογισμού ισοτιμίας, αλλά επί τη βάσει μιας μέσης ισοτιμίας που θεωρούνταν ότι αντανακλά τις νομισματικές διακυμάνσεις κατά την περίοδο καταβολής των εισφορών. Ωστόσο, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου για την οριστική εισαγωγή του ευρώ, ήτοι από της 1ης Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή δεν χρησιμοποιεί πλέον την ως άνω μέθοδο υπολογισμού, αλλά λαμβάνει υπόψη το ποσόν σε ευρώ που μεταφέρεται από τα εθνικά ταμεία.
Η προσφεύγουσα διαπιστώνει ότι η εγκατάλειψη της μεθόδου υπολογισμού βάσει της μέσης ισοτιμίας συνεπάγεται, στην περίπτωσή της, μεγάλη μείωση του αριθμού των συνταξίμων ετών που της πιστώνονται. Σε αυτή τη βάση, προβάλλει παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού 1103/97 του Συμβουλίου, η οποία ορίζει ότι η καθιέρωση του ευρώ δεν μεταβάλλει τους όρους των νομικών πράξεων. Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, εφόσον σε υπάλληλο, ο οποίος τελεί υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, δεν αναγνωρίζεται ο ίδιος αριθμός συνταξίμων ετών κατά το κοινοτικό σύστημα, αναλόγως του εάν η αίτησή του περί μεταφοράς υποβλήθηκε πριν ή μετά την καθιέρωση του ευρώ.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/26 |
Προσφυγή της 20ής Οκτωβρίου 2005 — Grünheid κατά Επιτροπής
(Υπόθεση Τ-388/05)
(2006/C 10/51)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Sabine Grünheid (Overisje, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: E. Boigelot, avocat)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας:
— |
να ακυρωθεί η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, που επιδόθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2004, καθό μέρος αναφέρεται στην κατάταξη της προσφεύγουσας στον βαθμό Α*8, καθώς και κάθε παράγωγη ή σχετική με αυτήν πράξη· |
— |
να ακυρωθεί η διορθωθείσα απόφαση της 6ης Ιουλίου 2005, που επιδόθηκε στις 12 Ιουλίου 2005, η οποία κατατέθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2005 με αριθμό R/162/05· |
— |
να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Η προσφεύγουσα, η οποία προσελήφθη ως υπάλληλος από την Επιτροπή το 2003, προσβάλλει με την προσφυγή της την οριστική της κατάταξη στον παλαιό βαθμό Α7, νυν Α*8. Υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της επαγγελματικής πείρας που είχε πριν από την πρόσληψή της και που, όπως ισχυρίζεται, ήταν μεγαλύτερη των 12 ετών, έπρεπε να είχε καταταγεί στον βαθμό Α6, νυν Α*10.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, όπως ίσχυε πριν την 1η Μαΐου 2004, των αποφάσεων της Επιτροπής περί των κριτηρίων που εφαρμόζονται κατά το διορισμό σε βαθμό, του διοικητικού οδηγού περί κατατάξεως των νέων υπαλλήλων, καθώς και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Επιπλέον, επικαλείται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η Επιτροπή είχε προβεί στο παρελθόν σε κατάταξη υπαλλήλων με λιγότερα ή τα ίδια προσόντα σε ανώτερο βαθμό. Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του καθήκοντος αρωγής.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/26 |
Προσφυγή-αγωγή του Ole Eistrup κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ασκήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2005
(Υπόθεση T-389/05)
(2006/C 10/52)
Γλώσσα διαδικασίας: δανική
Διάδικοι:
Προσφεύγων-ενάγων: Ole Eistrup (κάτοικος Knebel, Δανία) (εκπροσωπούμενος από τον S. E. Hjelmborg, δικηγόρο)
Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Αιτήματα
Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την από 13 Δεκεμβρίου 2004 απόφαση του καθού και την από 12 Ιουλίου 2005 απάντηση του καθού· |
— |
να υποχρεώσει το καθού να καταβάλει εντόκως στον προσφεύγοντα αποζημίωση 203 357 ευρώ για απώλεια εισοδημάτων κατά την περίοδο από 1ης Ιουνίου 1998 μέχρι 1ης Σεπτεμβρίου 2002· |
— |
να υποχρεώσει το καθού να καταβάλει εντόκως στον προσφεύγοντα 200 000 ευρώ προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης· |
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων-ενάγων, ο οποίος εργάζεται στο δανικό μεταφραστικό τμήμα του Κοινοβουλίου, ζήτησε να επανέλθει στην εργασία του μετά από μια άδεια για προσωπικούς λόγους (άδεια άνευ αποδοχών) για το διάστημα από 1ης Αυγούστου 1992 έως 31 Ιουλίου 1996. Τούτο κατέστη δυνατό μόνον από 1ης Οκτωβρίου 2002, διότι το Κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να βρει πριν από την ημερομηνία αυτή διαθέσιμη θέση εργασίας που να αντιστοιχεί στην κατηγορία του προσφεύγοντος και στα προσόντα του.
Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του ο προσφεύγων εκθέτει ότι εξεπλήρωσε την υποχρέωσή του να περιορίσει την έκταση της οικονομικής του απώλειας σε σχέση με το αίτημά του περί αποκαταστάσεως του απολεσθέντος εισοδήματός του.
Ο προσφεύγων διατείνεται επίσης ότι η φερόμενη ως παράνομη αντιμετώπιση της καταστάσεώς του από το καθού τον περιήγαγε σε κατάσταση αβεβαιότητας και αγωνίας, καθώς και ότι η συμπεριφορά του καθού συνιστά σαφώς προσβολή των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος και της εμπιστοσύνης την οποία πρέπει να έχει κάθε πολίτης στο νομικό σύστημα της Κοινότητας.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/27 |
Προσφυγή που ασκήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2005 — Pickering κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-393/05)
(2006/C 10/53)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Stephen Pickering (La Hulpe, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: δικηγόρος N. Lhoëst]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
— |
ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών του προσφεύγοντος, όσον αφορά τους μήνες Δεκέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Φεβρουάριο 2005 καθώς και όλα τα επόμενα εκκαθαριστικά αποδοχών, στο μέτρο που γίνεται με αυτά εφαρμογή παρανόμων διατάξεων του κανονισμού 723/2004 της 22ας Μαρτίου 2004 για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και των κανονισμών 856/2004, για τον καθορισμό νέων διορθωτικών συντελεστών, και 31/2005, για την προσαρμογή αυτών, |
— |
στο μέτρο που παρίσταται ανάγκη, ακύρωση της αποφάσεως της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής (ΑΔΑ), της 4ης Ιουλίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος (R/299/05), |
— |
καταδίκη της καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων, μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής, κατάγεται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 723/2004 (1), για την τροποποίηση του ΚΥΚ, ο προσφεύγων μετέφερε τακτικώς στη χώρα καταγωγής του μέρος του μισθού του. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, το μεταφερόμενο μέρος ήταν προσηυξημένο κατά το ποσό που προέκυπτε από την εφαρμογή «διορθωτικού συντελεστή» πράγμα που εθεωρείτο ότι αντικατόπτριζε τη διαφορά του κόστους ζωής μεταξύ της χώρας διορισμού και της χώρας καταγωγής.
Ο νέος ΚΥΚ προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις για τέτοιες μεταφορές, και τούτο αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε προηγουμένως. Εξάλλου, ο ισχύων «διορθωτικός συντελεστής» δεν είναι πλέον ίσος προς αυτόν που ίσχυε για τις αμοιβές των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη χώρα μεταφορών. Για τους τελευταίους εφαρμόζεται συντελεστής υπολογιζόμενος βάσει του κόστους ζωής στην πρωτεύουσα της χώρας, όταν ο συντελεστής που εφαρμόζεται στις μεταφορές υπολογίζεται βάσει του μέσου κόστους ζωής στη χώρα μεταφοράς. Τέλος, οι νέες διατάξεις καταργούν την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή στις συντάξεις.
Προς στήριξη της προσφυγής του, στο μέτρο που αυτή στρέφεται κατά του καθεστώτος μεταφοράς αμοιβής προς τη χώρα καταγωγής, ο προσφεύγων προβάλλει ένσταση παρανόμου χαρακτήρα του κανονισμού 723/2004, επισημαίνοντας, πρώτον, την εσφαλμένη αιτιολογία του κανονισμού αυτού. Στη συνέχεια, προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που το νέο σύστημα προβλέπει την εφαρμογή διαφορετικού συντελεστή επί των υπαλλήλων που ασκούν τη δραστηριότητά τους στη χώρα μεταφοράς. Ο προσφεύγων επικαλείται, επίσης προσβολή, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, των κεκτημένων δικαιωμάτων, της ασφάλειας του δικαίου καθώς και του καθήκοντος μέριμνας.
Όσον αφορά το καθεστώς των συντάξεων, εκτός από τους τρεις ανωτέρω λόγους, ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή της ελευθερίας εγκαταστάσεως των πρώην υπαλλήλων, στο μέτρο που, κατ' αυτόν, ευνοείται η εγκατάστασή τους, ύστερα από την παύση ασκήσεως των καθηκόντων τους, σε χώρα όπου το κόστος ζωής είναι λιγότερο υψηλό.
(1) Κανονισμός (ΕΚ, Euratom) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/27 |
Προσφυγή της 17ης Οκτωβρίου 2005 — Valero Jordana κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-394/05)
(2006/C 10/54)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Gregorio Valero Jordana (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [εκπρόσωποι: M. Merola, I. van Schendel, δικηγόροι]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει:
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει λόγους ακυρώσεως παρεμφερείς με εκείνους που προέβαλε στο πλαίσιο της υποθέσεως T-385/04 (1).
(1) ΕΕ C 284 της 20.11.2004, σ. 27.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/28 |
Προσφυγή/αγωγή της 7ης Νοεμβρίου 2005 — Tesoka κατά Fondation européenne pour l'amélioration des conditions de vie et de travail
(Υπόθεση T-398/05)
(2006/C 10/55)
Γλώσσα διαδικασίας: γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα)/ενάγουσα: Sabrina Tesoka (Overijse, Βέλγιο) [Εκπρόσωπος: J.-L. Fagnart, avocat]
Καθού/εναγόμενο: Fondation européenne pour l'amélioration des conditions de vie et de travail.
Αιτήματα της προσφεύγουσας/ενάγουσας
Η προσφεύγουσα/ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει τη ρητή απορριπτική απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2005· |
— |
να αποφανθεί ότι η προσφεύγουσα/ενάγουσα μπορεί να λάβει όλες τις αποζημιώσεις και όλα τα επιδόματα που μπορεί να αξιώσει λόγω της απολύσεώς της της 2ας Αυγούστου 2005 σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, εδάφιο 2, του κανονισμού 1860/76, όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 8 του κανονισμού ΕΚ 1111/2005 της 24ης Ιουνίου 2005· |
— |
να υποχρεώσει το καθού να καταβάλει στην προσφεύγουσα/ενάγουσα εύλογη αποζημίωση ύψους 35 000 ευρώ, εντόκως, με επιτόκιο 7 % από τις 2 Αυγούστου 2005· |
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα/ενάγουσα, μέλος του προσωπικού του καθού από το 2001, παραιτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2005 προκειμένου να τύχει των οικονομικών πλεονεκτημάτων που προβλέπονται από τον κανονισμό 1111/2005 για τα μέλη του προσωπικού που θα υπέβαλαν την παραίτησή τους μέχρι τις 4 Αυγούστου 2005. Με την προσφυγή/αγωγή της, η προσφεύγουσα/ενάγουσα προβάλλει ότι το καθού απέρριψε την αίτησή της για τις αποζημιώσεις που δικαιούται καθώς και την αίτησή της για τα έγγραφα που είναι αναγκαία για την κοινωνική της προστασία στη χώρα κατοικίας της και ζητεί την ακύρωση της σχετικής απορριπτικής αποφάσεως καθώς και την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας..
Προς στήριξη της προσφυγής/αγωγής της, προβάλλει παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, εδάφιο 2, του κανονισμού 1860/76 όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 8 του κανονισμού ΕΚ 1111/2005, παράβαση του άρθρου 28β' του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των διατάξεων του κανονισμού 91/88 της Επιτροπής, της 13ης Ιανουαρίου 1988, καθώς και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/28 |
Προσφυγή της 21ης Οκτωβρίου 2005 — Wils κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
(Υπόθεση T-399/05)
(2006/C 10/56)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων-ενάγων: Dieter Wils (Altrier, Λουξεμβούργο) [Εκπρόσωποι: G. Vandersanden, C. Ronzi, avocats]
Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Αιτήματα του προσφεύγοντος-ενάγοντος
Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του για τον μήνα Ιανουάριο του 2005, με αναδρομικό αποτέλεσμα από 1ης Ιουλίου 2004, καθόσον περιέχει αύξηση του ποσοστού συνταξιοδοτικής κρατήσεως σε 9,75 %, και επομένως να διατάξει την επιστροφή του τμήματος της κρατήσεως που αντιστοιχεί στην αύξηση του ποσοστού. Κατά συνέπεια, να επαναφέρει, στα μεταγενέστερα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, το ποσοστό κρατήσεων στο επίπεδο που είχε καθοριστεί πριν από την 1η Ιουλίου 2004, |
— |
να καταδικάσει την καθής-εναγομένη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Ο προσφεύγων-ενάγων, υπάλληλος του Κοινοβουλίου, βάλλει με την προσφυγή του κατά της αυξήσεως του ποσοστού συνταξιοδοτικών κρατήσεων σε 9,75 %, η οποία επήλθε με το παράρτημα XII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004. Προς στήριξη των αιτημάτων του επικαλείται παρανομία του εν λόγω παραρτήματος, από πλευράς του άρθρου 83, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, όπως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004. Αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής διατάξεως είναι να επιτρέπεται η μεταβολή της επίδικης κρατήσεως μόνον προς διασφάλιση της αναλογιστικής ισορροπίας. Εντούτοις, ο προσφεύγων-ενάγων φρονεί ότι η συγκεκριμένη αύξηση αποφασίστηκε για άλλους λόγους, δηλαδή προς κάλυψη προϋπάρχοντος ελλείμματος του συστήματος κοινοτικών συντάξεων.
Επιπλέον, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat) για τον υπολογισμό της αναλογιστικής ισορροπίας βασίζονται σε παραμέτρους που οδήγησαν σε εσφαλμένους υπολογισμούς. Ακολούθως, επικαλείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, στον βαθμό κατά τον οποίο η εν λόγω αύξηση υπερβαίνει το αυστηρά αναγκαίο μέτρο προς αποκατάσταση της αναλογιστικής ισορροπίας. Τέλος, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του, η οποία προκλήθηκε από το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο είχε σαφώς αφήσει να εννοηθεί ότι θα επέτρεπε την τροποποίηση του ποσοστού κρατήσεων μόνον υπό την προϋπόθεση της αυστηρής τηρήσεως της αναλογιστικής ισορροπίας.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/29 |
Προσφυγή ασκηθείσα στις 15 Νοεμβρίου 2005 — MyTravel κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση T-403/05)
(2006/C 10/57)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: MyTravel Group plc (Rochdale, Ηνωμένο Βασίλειο) [εκπρόσωποι: D. Pannick, QC, A. Lewis, Barrister, M. Nicholson, S. Cardell, B. McKenna, Solicitors]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
— |
να ακυρώσει το σύνολο ή επικουρικώς το μέρος που θα αποφασίσει το Πρωτοδικείο της αποφάσεως της Επιτροπής, που περιλαμβάνεται σε δύο έγγραφα προς τον δικηγόρο της προσφεύγουσας με ημερομηνίες 5 Σεπτεμβρίου 2005 και 12 Οκτωβρίου 2005, να μην επιτρέψει στην προσφεύγουσα την πρόσβαση στην έκθεση που εκπόνησε η Επιτροπή κατόπιν της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 6 Ιουνίου 2002, στην υπόθεση Τ-342/99, Airtours κατά Επιτροπής, καθώς και σε ορισμένα σχέδια εγγράφων, έγγραφα εργασίας και σημειώσεις, τα οποία είτε αφορούν την προπαρασκευή της εν λόγω εκθέσεως ή περιλαμβάνονται στον φάκελο της αποφάσεως της Επιτροπής που ακυρώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα, πρώην «Airtours plc.», άσκησε προσφυγή με σκοπό την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής ως προς τη συγχώνευση της προσφεύγουσας με άλλη εταιρία. Το Πρωτοδικείο, με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Τ-342/99, Airtours κατά Επιτροπής, ακύρωσε την εν λόγω απόφαση της Επιτροπής, όπως ζητούσε η προσφεύγουσα. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα άσκησε άλλη προσφυγή (υπόθεση Τ-212/03, MyTravel κατά Επιτροπής), για τις ζημίες που φέρεται ότι υπέστη λόγω των σφαλμάτων της Επιτροπής και των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου κατά την εξέταση της υποθέσεως που οδήγησε στην ακύρωση.
Στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής διαδικασίας, η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στον κανονισμό 1049/2001 (1), ζήτησε από την Επιτροπή να της επιτρέψει την πρόσβαση στην έκθεση που εκπόνησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, καθώς και σε ορισμένα σχέδια εγγράφων, έγγραφα εργασίας και σημειώσεις, τα οποία είτε αφορούν την προπαρασκευή της εν λόγω εκθέσεως ή περιλαμβάνονται στον φάκελο της ακυρωθείσας αποφάσεως της Επιτροπής. Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου ή της αποφάσεως της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία.
Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Αντικρούει λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι ορισμένα έγγραφα δεν πρέπει να γνωστοποιούνται για την προστασία των δικαστικών και εννόμων διαδικασιών, και θεωρεί ότι δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή να στηρίζεται στην ανάγκη προστασίας παλαιών δικαστικών διαδικασιών, όπως η διαδικασία στην υπόθεση Τ-342/99, που έχει ήδη αποπερατωθεί, για να αρνείται τη γνωστοποίηση εγγράφων που είναι αποφασιστικής σημασίας για την ορθή έκβαση διαφορετικής, τρέχουσας διαδικασίας.
Όσον αφορά την προστασία των επιθεωρήσεων, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ως προς μια προτεινόμενη συγχώνευση δεν αποτελεί επιθεώρηση για τους σκοπούς της εξαιρέσεως και η εξαίρεση δεν τυγχάνει εφαρμογής σε εσωτερικές έρευνες και, σε καμία περίπτωση, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε ολοκληρωθείσες έρευνες. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η γνωστοποίηση δεν υπονομεύει τον σκοπό της επιθεωρήσεως σε παρεμφερείς διαδικασίες συγχωνεύσεως. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι ο εσωτερικός οικονομικός έλεγχος που σκοπεί τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών διαδικασιών δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος αν γνωστοποιούνται οι συστάσεις και τα πορίσματα.
Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η γνωστοίηση θα υπονομεύσει σοβαρώς τη μελλοντική διαδικασία λήψεως αποφάσεών της, εφόσον η έκθεση της οποίας ζητήθηκε η γνωστοποίηση δεν αφορά τον μελλοντικό τρόπο λήψεως αποφάσεων αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι αποφάσεις ελήφθησαν εσφαλμένως στο παρελθόν, η δε διαφάνεια δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αδικαιολόγητη εξωτερική πίεση και η ζητηθείσα γνωστοποίηση δεν έχει συνέπειες στη σταθερότητα της κοινοτικής έννομης τάξεως.
Εν τέλει, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων.
(1) ΕΕ L 145, 31.05.2001, σ. 43.
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/30 |
Προσφυγή της 9ης Νοεμβρίου 2005 — Cavallaro κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-406/05)
(2006/C 10/58)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Alessandro Cavallaro (Ρώμη, Ιταλία) [Εκπρόσωπος: Carlo Forte, δικηγόρος]
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση ADMIN.B.2-ABF/adm-D(05)18560 της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής, της 10ης Αυγούστου 2005· |
— |
επικουρικώς, να διατάξει επανέναρξη των προθεσμιών προς άσκηση προσφυγής για την ακύρωση των αποφάσεων ADMIN-B-3, αριθ. 10577 της 27ης Φεβρουαρίου 2002 και αριθ. 53089 της 14ης Νοεμβρίου 2002· |
— |
όλως επικουρικώς, να κρίνει παραδεκτή την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας με την οποία προτείνεται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες οι αποφάσεις ADMIN-B-3, αριθ. 10577 της 27ης Φεβρουαρίου 2002 και αριθ. 53089 της 14ης Νοεμβρίου 2002, και να αναγνωρίσει στον προσφεύγοντα το δικαίωμα λήψεως του επιδόματος αποδημίας αναδρομικώς από 1ης Δεκεμβρίου 2001 και για όλο το διάστημα κατά το οποίο παρείχε υπηρεσίες στην έδρα της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις Βρυξέλλες, πλέον των καθυστερούμενων ποσών και των τόκων. |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής, της 10ης Αυγούστου 2005, με την οποία αποκλείσθηκε η χορήγηση σε αυτόν του επιδόματος του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του Καθεστώτος υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [στο εξής: ΚΥΚ], και ζητεί να του αναγνωρισθεί το δικαίωμα λήψεως του επιδόματος αυτού αναδρομικώς από 1ης Μαρτίου 2005 και για όλο το διάστημα κατά το οποίο παρείχε υπηρεσίες στην Αντιπροσωπία της Επιτροπής στη Ρώμη.
Συναφώς, ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι ήδη από το 2002, αμέσως μετά την πρόσληψή του από την Επιτροπή, η Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή τού είχε αρνηθεί τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας του 16 %, για τον λόγο ότι καθ' όλο το διάστημα που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των 5 ετών του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο προσφεύγων ασκούσε την επαγγελματική του δραστηριότητα στις Βρυξέλλες.
Ο προσφεύγων μετατέθηκε εν συνεχεία στην έδρα της Αντιπροσωπίας της Επιτροπής στη Ρώμη και υπέβαλε εκ νέου αίτηση για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος. Με την παρούσα προσφυγή βάλλει κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της νέας αυτής αιτήσεως.
— |
Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει ισχυρισμό περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', του παραρτήματος VII του ΚΥΚ |
— |
και περί αντιφατικής αιτιολογίας και σφάλματος ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τα στοιχεία που παρασχέθηκαν για την περίοδο 1990-1995. Συναφώς, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι διέμενε εκτός Ιταλίας από το 1990 έως το 1995 και ότι κατά το διάστημα μεταξύ 1992 και 1995 δεν σπούδαζε στην Ιταλία. Εν πάση περιπτώσει, οι περιλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώσεις της Επιτροπής αντιφάσκουν προς τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις του 2002· |
— |
και περί αντιφατικής αιτιολογίας όσον αφορά τη διαπίστωση ότι από τον Ιούλιο του 1990 έως τον Ιούλιο του 1995 ο προσφεύγων ήταν κάτοικος Ιταλίας. Συναφώς, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι η απλή δήλωσή του, στην οποία προέβη σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δούλευε ως επικουρικός υπάλληλος, ότι ως τόπος προσλήψεώς του έπρεπε να οριστεί η Ariccia της Ιταλίας, δεν αρκεί προς απόδειξη της προθέσεώς του να εξακολουθήσει να διατηρεί στον τόπο αυτό τις βιοτικές τους συνήθειες και να αναπτύσσεις εκεί τις συνήθεις κοινωνικές του σχέσεις. |
III Πληροφορίες
14.1.2006 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 10/31 |
(2006/C 10/59)
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
|
EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex |
|
CELEX: http://europa.eu.int/celex |