ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 264E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

48ό έτος
25 Οκτωβρίου 2005


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Συμβούλιο

2005/C 264E/1

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 30/2005, της 18ης Ιουλίου 2005, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ

1

2005/C 264E/2

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 31/2005, της 18ης Ιουλίου 2005, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

18

2005/C 264E/3

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 32/2005, της 18ης Ιουλίου 2005, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας εντός της Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου

28

EL

 


I Ανακοινώσεις

Συμβούλιο

25.10.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 264/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 30/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 18 Ιουλίου 2005

για την έκδοση της οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ

(2005/C 264 E/01)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1 και το άρθρο 95 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 4, 5 και 18 της παρούσας οδηγίας,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι ευκταίο να εναρμονισθούν τα εθνικά μέτρα που αφορούν τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών. Ο πρωταρχικός στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να μειώσει στο ελάχιστο την αρνητική επίπτωση των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών και των αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών στο περιβάλλον, συμβάλλοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, στην προστασία, τη διαφύλαξη και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, η νομική βάση είναι το άρθρο 175 παράγραφος 1 της συνθήκης. Καλόν είναι, ωστόσο, να ληφθούν μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 1 της συνθήκης για την εναρμόνιση των προδιαγραφών περί περιεκτικότητας σε βαρέα μέταλλα και επισήμανσης των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας.

(2)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, για την επανεξέταση της κοινοτικής στρατηγικής για τη διαχείριση των αποβλήτων, καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μελλοντική κοινοτική πολιτική για τα απόβλητα. Η εν λόγω ανακοίνωση τονίζει την ανάγκη μείωσης της περιεκτικότητας των αποβλήτων σε επικίνδυνες ουσίες και υπογραμμίζει τα δυνητικά οφέλη των διακοινοτικών κανόνων που περιορίζουν την παρουσία τέτοιων ουσιών σε προϊόντα και σε διαδικασίες παραγωγής. Επιπλέον, δηλώνει ότι όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί η δημιουργία αποβλήτων, τα απόβλητα αυτά θα πρέπει να επαναχρησιμοποιούνται ή να ανακτώνται ως υλικά ή για παραγωγή ενέργειας.

(3)

Με την οδηγία 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (5) γίνεται προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα. Ωστόσο, οι στόχοι της εν λόγω οδηγίας δεν έχουν επιτευχθεί πλήρως. Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (6) και η οδηγία 2002/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (AHHE) (7), υπογράμμισαν επίσης την ανάγκη να αναθεωρηθεί η οδηγία 91/157/ΕΟΚ. Η οδηγία 91/157/ΕΟΚ θα πρέπει, επομένως, να αναθεωρηθεί και να αντικατασταθεί για λόγους σαφήνειας.

(4)

Για να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους, η παρούσα οδηγία απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά ορισμένων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που περιέχουν υδράργυρο ή κάδμιο. Προωθεί επίσης υψηλού επιπέδου συλλογή και ανακύκλωση αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και βελτιωμένη περιβαλλοντική επίδοση όλων των συντελεστών που παρεμβαίνουν στον κύκλο ζωής των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών, ήτοι των παραγωγών, διανομέων και τελικών χρηστών, και, ιδίως των συντελεστών που μετέχουν άμεσα στην επεξεργασία και την ανακύκλωση των αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών. Οι συγκεκριμένοι κανόνες που συντελούν σ' αυτό συμπληρώνουν την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία περί αποβλήτων, και ιδίως την οδηγία 75/442/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (8), την οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (9) και την οδηγία 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000,για την αποτέφρωση των αποβλήτων (10).

(5)

Για να προλαμβάνεται η ρύπανση του περιβάλλοντος από την απόρριψη αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και για να αποφεύγεται η σύγχυση του τελικού χρήστη από τις διαφορετικές απαιτήσεις διαχείρισης αποβλήτων για τις διάφορες ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει για όλες τις ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που διατίθενται στην αγορά εντός της Κοινότητας. Το ευρύ αυτό πεδίο εφαρμογής θα πρέπει να εξασφαλίζει επίσης οικονομίες κλίμακας στη συλλογή και στην ανακύκλωση, καθώς επίσης και στη βέλτιστη εξοικονόμηση των πόρων.

(6)

Οι αξιόπιστες ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές έχουν θεμελιώδη σημασία για την ασφάλεια πολλών προϊόντων, εφαρμογών και υπηρεσιών, και αποτελούν σημαντική πηγή ενέργειας στην κοινωνία μας.

(7)

Είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ φορητών στηλών και συσσωρευτών, αφενός, και ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών αυτοκινήτων και βιομηχανίας, αφετέρου. Η διάθεση ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών αυτοκινήτων και βιομηχανίας σε χώρους υγειονομικής ταφής θα πρέπει να απαγορευθεί.

(8)

Οι ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές βιομηχανίας περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται για έκτακτη ή εφεδρική παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε νοσοκομεία, αεροδρόμια ή γραφεία, ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται σε τρένα ή αεροσκάφη και ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται σε εξέδρες άντλησης πετρελαίου στην ανοικτή θάλασσα ή σε φάρους. Περιλαμβάνουν επίσης τις ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που έχουν σχεδιασθεί αποκλειστικά για φορητές συσκευές πληρωμής σε καταστήματα και εστιατόρια, συσκευές ανάγνωσης γραμμωτών κωδίκων σε καταστήματα, επαγγελματικό εξοπλισμό βίντεο για διαύλους τηλεόρασης και επαγγελματικά στούντιο, λυχνίες εργαζομένων σε ορυχεία και δυτών προσαρμοσμένες στα κράνη τους, εφεδρικούς συσσωρευτές ηλεκτρικών θυρών για την πρόληψη του αποκλεισμού ή της σύνθλιψης ατόμων, ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές για την τροφοδοσία οργάνων ή διαφόρων τύπων εξοπλισμών μέτρησης ή εργαλείων, καθώς και ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται σε συσχετισμό με επίπεδους ηλιακούς συλλέκτες, φωτοβολταϊκές εφαρμογές και άλλες εφαρμογές ανανεώσιμης ενέργειας. Οι ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές βιομηχανίας περιλαμβάνουν εξάλλου ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικά οχήματα, όπως ηλεκτρικά επιβατικά οχήματα, αναπηρικές καρέκλες, δίκυκλα, οχήματα αεροδρομίων και αυτόματα οχήματα μεταφοράς. Πέραν αυτού του μη εξαντλητικού καταλόγου παραδειγμάτων, όλες οι ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που δεν είναι σφραγισμένου τύπου και δεν προορίζονται για μηχανοκίνητα οχήματα, θα πρέπει να θεωρούνται βιομηχανικοί.

(9)

Οι φορητές ηλεκτρικές στήλες και οι φορητοί συσσωρευτές περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές σφραγισμένου τύπου που ένα πρόσωπο μέσης διάπλασης μπορεί να μεταφέρει με τα χέρια χωρίς δυσκολία και δεν αποτελούν ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές μηχανοκινήτων οχημάτων ούτε ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές βιομηχανίας. Περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές στήλες ενός στοιχείου (όπως στήλες ΑΑ και ΑΑΑ) και τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται από καταναλωτές ή από επαγγελματίες σε κινητά τηλέφωνα, φορητούς υπολογιστές, ασύρματα ηλεκτρικά εργαλεία, παιχνίδια και οικιακές συσκευές, όπως ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες και ξυριστικές μηχανές και φορητές ηλεκτρικές σκούπες (περιλαμβάνεται και ο ανάλογος εξοπλισμός που χρησιμοποιείται σε σχολεία, καταστήματα, εστιατόρια, αερολιμένες, γραφεία ή νοσοκομεία) καθώς και κάθε ηλεκτρική στήλη την οποία είναι δυνατόν να χρησιμοποιούν οι καταναλωτές σε συνήθεις οικιακές εφαρμογές.

(10)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί την ανάγκη προσαρμογής της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει την εξαίρεση από την απαγόρευση του καδμίου η οποία χορηγείται στις φορητές ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε ασύρματα ηλεκτρικά εργαλεία. Τα ασύρματα ηλεκτρικά εργαλεία περιλαμβάνουν εργαλεία που χρησιμοποιούνται από καταναλωτές και από επαγγελματίες για την τόρνευση, το φρεζάρισμα, το τρίψιμο, το τρόχισμα, το πριόνισμα, το κόψιμο, το κόψιμο με διάτμηση, τη διάνοιξη οπών, τη διάτρηση με διάτμηση (ζουμπάρισμα), τη σφυρηλάτηση, το πριτσίνωμα, το βίδωμα, η στίλβωση ή παρόμοιες επεξεργασίες του ξύλου, του μετάλλου και άλλων υλικών, καθώς και για το κούρεμα του γρασιδιού, το κόψιμο και άλλες κηπουρικές δραστηριότητες.

(11)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να παρακολουθεί, και τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν, τις τεχνολογικές εξελίξεις που βελτιώνουν τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου (EMAS).

(12)

Για την προστασία του περιβάλλοντος, τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών θα πρέπει να συλλέγονται. Για τις φορητές ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές, θα πρέπει να καθιερωθούν συστήματα που να επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό συλλογής. Αυτό σημαίνει θέσπιση συστημάτων συλλογής ώστε ο τελικός χρήστης να μπορεί να επιστρέφει όλες τις χρησιμοποιημένες φορητές ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές και δωρεάν. Οι διάφοροι τύποι ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών απαιτούν επίσης διαφορετικά συστήματα συλλογής και οικονομικές ρυθμίσεις.

(13)

Είναι ευκταίο τα κράτη μέλη να επιτυγχάνουν υψηλό ποσοστό συλλογής και ανακύκλωσης για τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών έτσι ώστε εξασφαλισθεί ένα υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας και ανάκτησης υλικού σε ολόκληρη την Κοινότητα. Επομένως, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεσπίσει ελάχιστους στόχους συλλογής και ανακύκλωσης για τα κράτη μέλη. Το ποσοστό συλλογής είναι σκόπιμο να υπολογίζεται βάσει των μέσων ετήσιων πωλήσεων τα παρελθόντα έτη, ούτως ώστε να υπάρχουν, για όλα τα κράτη μέλη, συγκρίσιμοι στόχοι ανάλογοι με το εθνικό επίπεδο κατανάλωσης ηλεκτρικών στηλών.

(14)

Θα πρέπει να θεσπισθούν ειδικές απαιτήσεις ανακύκλωσης για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές καδμίου και μολύβδου, ούτως ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο ανάκτησης υλικού σε ολόκληρη την Κοινότητα και να προλαμβάνονται οι ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών.

(15)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στα συστήματα συλλογής, επεξεργασίας και ανακύκλωσης. Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποφυγή διακρίσεων για τα εισαγόμενα προϊόντα, φραγμών στις συναλλαγές ή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(16)

Τα συστήματα συλλογής και ανακύκλωσης θα πρέπει να βελτιστοποιηθούν, προκειμένου να μειώνονται στο ελάχιστο το συνολικό κόστος και οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της μεταφοράς. Τα συστήματα επεξεργασίας και ανακύκλωσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (11).

(17)

Οι βασικές αρχές χρηματοδότησης της διαχείρισης αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών θα πρέπει να θεσπισθούν σε κοινοτικό επίπεδο. Τα συστήματα χρηματοδότησης θα πρέπει να βοηθούν στην επίτευξη υψηλών ποσοστών συλλογής και ανακύκλωσης και στην έμπρακτη εφαρμογή της αρχής της ευθύνης του παραγωγού. Οι παραγωγοί θα πρέπει, συνεπώς, να χρηματοδοτούν το κόστος συλλογής, επεξεργασίας και ανακύκλωσης όλων των συλλεγομένων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών αφαιρουμένων των κερδών από τις πωλήσεις των ανακτώμενων υλικών. Υπό ορισμένες, εντούτοις, περιστάσεις, θα πρέπει να δικαιολογείται η εφαρμογή ενός κανόνα de minimis στους μικρούς παραγωγούς.

(18)

Η παροχή πληροφοριών στους τελικούς καταναλωτές για το επιθυμητό της χωριστής συλλογής, για τα διαθέσιμα συστήματα συλλογής και για τον ρόλο του καταναλωτή στη διαχείριση αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, είναι απαραίτητη για την επιτυχία της συλλογής. Θα πρέπει να γίνουν λεπτομερείς ρυθμίσεις για ένα σύστημα επισήμανσης, το οποίο θα πρέπει να παρέχει στους τελικούς χρήστες διαφανή, αξιόπιστη και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές και τα τυχόν βαρέα μέταλλα που περιέχουν.

(19)

Εάν, για να επιτευχθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, και ιδίως η επίτευξη υψηλών ποσοστών χωριστής συλλογής και ανακύκλωσης, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα, όπως διαφοροποιημένα ποσοστά φόρων, θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή αναλόγως.

(20)

Για να ελεγχθεί εάν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, χρειάζονται αξιόπιστα και συγκρίσιμα στοιχεία για τις ποσότητες ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που διατίθενται στην αγορά, συλλέγονται και ανακυκλώνονται.

(21)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβάσεις των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(22)

Το Συμβούλιο, σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (12), θα πρέπει να παροτρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(23)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (13).

(24)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, κυρίως η προστασία του περιβάλλοντος και η εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του εν λόγω άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(25)

Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας για τις απαιτήσεις ασφάλειας, ποιότητας και υγείας και της ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως της οδηγίας 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (14) και της οδηγίας 2002/96/ΕΚ.

(26)

Όσον αφορά την ευθύνη του παραγωγού, οι παραγωγοί ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και οι παραγωγοί άλλων προϊόντων στα οποία ενσωματώνονται ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών που διαθέτουν στην αγορά. Ορθή είναι η ευέλικτη προσέγγιση, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση συστημάτων που συνεκτιμούν τις διαφορετικές εθνικές συνθήκες και λαμβάνουν υπόψη τα ήδη υπάρχοντα συστήματα, και ιδίως τα συστήματα που έχουν θεσπισθεί για τη συμμόρφωση προς τις οδηγίες 2000/53/ΕΚ και 2002/96/ΕΚ, αποφεύγοντας συγχρόνως τη διπλή χρέωση.

(27)

Η οδηγία 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (15), δεν ισχύει για τις ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται στον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό.

(28)

Οι ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές αυτοκινήτων και βιομηχανίας που χρησιμοποιούνται σε οχήματα θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2000/53/ΕΚ, και ιδίως το άρθρο 4. Συνεπώς, η χρήση του καδμίου στις βιομηχανικές ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές για ηλεκτρικά οχήματα θα πρέπει να απαγορεύεται, εκτός εάν μπορούν να υπαχθούν σε εξαίρεση βάσει του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει:

1.

κανόνες σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, και

2.

ειδικούς κανόνες για τη συλλογή, επεξεργασία, ανακύκλωση και διάθεση των αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, οι οποίοι συμπληρώνουν τη σχετική κοινοτική νομοθεσία για τα απόβλητα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους τύπους ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, ανεξάρτητα από το σχήμα, τον όγκο, το βάρος, τη σύνθεση του υλικού ή τη χρήση τους. Εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των οδηγιών 2000/53/ΕΚ και 2002/96/ΕΚ.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει για ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται:

α)

σε εξοπλισμό που έχει σχέση με την προστασία των ζωτικών συμφερόντων ασφαλείας των κρατών μελών, σε όπλα, πυρομαχικά και πολεμικό υλικό, εξαιρουμένων των προϊόντων που δεν προορίζονται για συγκεκριμένους στρατιωτικούς σκοπούς·

β)

σε εξοπλισμό που προορίζεται για διαστημική χρήση.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«ηλεκτρική στήλη» ή «συσσωρευτής»: κάθε πηγή ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από άμεση μετατροπή χημικής ενέργειας, αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα πρωτογενή στοιχεία (μη επαναφορτιζόμενα) ή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα δευτερογενή στοιχεία (επαναφορτιζόμενα)·

2.

«συστοιχία»: κάθε σύνολο ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών συνδεδεμένων μεταξύ τους ή/και εγκλεισμένων σε εξωτερικό κέλυφος ώστε να αποτελούν ολοκληρωμένη μονάδα, που δεν προορίζεται να ανοιχθεί ή να διαχωριστεί από τον τελικό χρήστη·

3.

«φορητή ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής»: κάθε ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής:

α)

που είναι σφραγισμένη και

β)

χειρομεταφερόμενη και

γ)

δεν είναι ούτε ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής βιομηχανίας ούτε ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής αυτοκινήτων·

4.

«στοιχεία — κουμπιά»: κάθε μικρή στρογγυλή φορητή ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής, με διάμετρο μεγαλύτερη από το ύψος τους, που χρησιμοποιείται για ειδικούς σκοπούς, όπως σε βοηθήματα ακοής, ρολόγια χεριού, μικρό φορητό εξοπλισμό και εφεδρική ισχύ·

5.

«ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής αυτοκινήτων»: κάθε ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής που χρησιμοποιείται για την εκκίνηση, τον φωτισμό ή το σύστημα ανάφλεξης των αυτοκινήτων·

6.

«ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής βιομηχανίας»: κάθε ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής που έχει σχεδιασθεί για αποκλειστικά βιομηχανικές ή επαγγελματικές χρήσεις ή που χρησιμοποιείται για ηλεκτρικά οχήματα κάθε είδους·

7.

«απόβλητο ηλεκτρικής στήλης ή συσσωρευτή»: κάθε ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτής, που αποτελεί απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ·

8.

«ανακύκλωση»: η εκ νέου επεξεργασία υλικών από τα απόβλητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας παραγωγής για τον αρχικό τους ή οποιοδήποτε άλλον σκοπό, εκτός από την ανάκτηση ενέργειας·

9.

«διάθεση»: κάθε δραστηριότητα που προβλέπει στο παράρτημα IIA της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ·

10.

«επεξεργασία»: κάθε δραστηριότητα που εκτελείται σε απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών μετά την παράδοσή τους σε εγκατάσταση για διαλογή, προετοιμασία για ανακύκλωση ή προετοιμασία για διάθεση·

11.

«συσκευή»: κάθε ηλεκτρικός ή ηλεκτρονικός εξοπλισμός, όπως ορίζεται από την οδηγία 2002/96/ΕΚ, ο οποίος λειτουργεί πλήρως ή εν μέρει ή που μπορεί να λειτουργήσει με ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές·

12.

«παραγωγός»: κάθε πρόσωπο σε κράτος μέλος το οποίο, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης τεχνικής πώλησης, συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως επικοινωνίας, όπως ορίζεται στην οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (16), διαθέτει, για πρώτη φορά και κατ' επάγγελμα στην αγορά, εντός της επικρατείας του εν λόγω κράτους μέλους, ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είναι ενσωματωμένες σε συσκευές ή οχήματα,

13.

«διανομέας»: κάθε πρόσωπο το οποίο προμηθεύει ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές, επί επαγγελματικής βάσεως, στον τελικό χρήστη·

14.

«διάθεση στην αγορά»: η παροχή σε τρίτους ή ο εφοδιασμός τους, έναντι αμοιβής ή δωρεάν, εντός της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας·

15.

«φορείς εκμετάλλευσης»: παραγωγοί, διανομείς, συλλέκτες, ανακυκλωτές ή άλλοι επεξεργαστές·

16.

«ασύρματο ηλεκτρικό εργαλείο»: οποιαδήποτε φορητή συσκευή που δέχεται ισχύ από ηλεκτρική στήλη ή συσσωρευτή και προορίζεται για δραστηριότητες συντήρησης, κατασκευής ή κηπουρικής.

Άρθρο 4

Απαγορεύσεις

1.   Υπό την επιφύλαξη της οδηγίας 2000/53/ΕΚ, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά:

α)

όλων των ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών, είτε είναι ενσωματωμένοι σε συσκευές είτε όχι, που περιέχουν άνω του 0,0005 % υδράργυρο κατά βάρος και

β)

των φορητών ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είναι ενσωματωμένοι σε συσκευές, που περιέχουν άνω του 0,002 % κάδμιο κατά βάρος.

2.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 στοιχείο α), δεν ισχύει για στοιχεία-κουμπιά με περιεκτικότητα σε υδράργυρο που δεν υπερβαίνει το 2 % κατά βάρος.

3.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 στοιχείο β) δεν ισχύει για φορητές ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται:

α)

σε συστήματα έκτακτης ανάγκης και συστήματα συναγερμού, συμπεριλαμβανομένου του φωτισμού έκτακτης ανάγκης·

β)

σε ιατρικό εξοπλισμό· ή

γ)

σε ασύρματα ηλεκτρικά εργαλεία.

4.   Η Επιτροπή αναθεωρεί την εξαίρεση της παραγράφου 3 στοιχείο γ) και υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μέχρι τις … (17), μαζί, ενδεχομένως, με σχετικές προτάσεις, με σκοπό να απαγορευθεί το κάδμιο σε ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές.

Άρθρο 5

Διάθεση στην αγορά

1.   Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν, απαγορεύουν ή περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά της επικράτειάς τους, για λόγους που εκτίθενται στην παρούσα οδηγία, ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών που πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, δεν διατίθενται στην αγορά ή αποσύρονται από αυτήν.

Άρθρο 6

Προεξέχων στόχος

Τα κράτη μέλη προσπαθούν να αυξάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη χωριστή συλλογή αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, λαμβάνοντας υπόψη τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της μεταφοράς, και να μειώνουν στο ελάχιστο τη διάθεση ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών ως αστικών αποβλήτων που δεν έχουν υποστεί διαλογή.

Άρθρο 7

Συστήματα συλλογής

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται κατάλληλα συστήματα συλλογής για τα απόβλητα των φορητών ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών. Τα εν λόγω συστήματα:

α)

καθιστούν στους τελικούς χρήστες δυνατή την απόρριψη των αποβλήτων από φορητές ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές σε προσβάσιμο σημείο συλλογής που βρίσκεται κοντά τους, σε συνάρτηση με την πυκνότητα του πληθυσμού·

β)

δεν συνεπάγονται τέλη για τους τελικούς χρήστες όταν απορρίπτουν απόβλητα από φορητές ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές, ούτε υποχρέωση να αγοράζουν νέες ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές·

γ)

μπορούν να εφαρμόζονται από κοινού με τα συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/96/ΕΚ.

Το άρθρο 10 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ δεν εφαρμόζεται για τα σημεία συλλογής που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου.

2.   Υπό την προϋπόθεση ότι τα συστήματα πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη δύνανται:

α)

να απαιτούν από τους παραγωγούς να δημιουργούν σχετικά συστήματα·

β)

να απαιτούν από άλλους οικονομικούς φορείς να συμμετέχουν σε παρόμοια συστήματα·

γ)

να διατηρούν τα υφιστάμενα συστήματα.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών βιομηχανίας, ή τρίτοι που ενεργούν για λογαριασμό τους, δεν αρνούνται να παραλαμβάνουν, κατόπιν επιστροφής από τους τελικούς χρήστες, τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών βιομηχανίας, ανεξάρτητα από τη χημική σύνθεση και την προέλευσή τους. Ανεξάρτητοι τρίτοι μπορούν επίσης να συλλέγουν ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές βιομηχανίας.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών αυτοκινήτων, ή τρίτοι, δημιουργούν συστήματα για τη συλλογή αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών αυτοκινήτων από τους τελικούς χρήστες ή από προσβάσιμο σημείο συλλογής που βρίσκεται κοντά τους, όταν η συλλογή δεν πραγματοποιείται μέσω των συστημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/53/ΕΚ. Όσον αφορά τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές αυτοκινήτων από ιδιωτικά, μη επαγγελματικά οχήματα, τα συστήματα αυτά δεν συνεπάγονται τέλη για τους τελικούς χρήστες, όταν απορρίπτουν απόβλητα ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών, ούτε υποχρέωση να αγοράζουν νέες ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές.

Άρθρο 8

Οικονομικά μέσα

Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα για την προώθηση της συλλογής αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών ή για την προώθηση της χρήσης ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που περιέχουν λιγότερες ρυπογόνες ουσίες, θεσπίζοντας, παραδείγματος χάρη, διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές, ή επιστροφές εγγύησης. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα σχετικά με την εφαρμογή των μέσων αυτών.

Άρθρο 9

Στόχοι συλλογής

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το «ποσοστό συλλογής» για ένα δεδομένο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια δεδομένου ημερολογιακού έτους, νοείται ως η εκατοστιαία τιμή του λόγου του βάρους των αποβλήτων από φορητές ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 κατ' αυτό το ημερολογιακό έτος, ως προς τις μέσες ετήσιες πωλήσεις εκπεφρασμένες κατά βάρος φορητών ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών στον τελικό χρήστη στο ίδιο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού έτους και των δύο προηγούμενων ημερολογιακών ετών. Τα κράτη μέλη υπολογίζουν, για πρώτη φορά, το ποσοστό συλλογής, μετά το πέρας του έκτου πλήρους ημερολογιακού έτους από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2002/96/ΕΚ, τα στοιχεία για την ετήσια συλλογή και τις πωλήσεις περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που είναι ενσωματωμένοι σε συσκευές.

2.   Τα κράτη μέλη πρέπει να επιτύχουν τα ακόλουθα ελάχιστα ποσοστά συλλογής:

α)

25 %, μέχρι τις … (18)·

β)

45 %, μέχρι τις … (19).

3.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τα ποσοστά συλλογής σε ετήσια βάση σύμφωνα με το σύστημα που ορίζει το παράρτημα I. Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2150/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2002, για τις στατιστικές των αποβλήτων (20), τα κράτη μέλη διαβιβάζουν εκθέσεις προς την Επιτροπή, εντός έξι μηνών από το τέλος του οικείου ημερολογιακού έτους. Στις εκθέσεις αναφέρονται οι τρόποι με τους οποίους συνελέγησαν τα στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσοστού συλλογής.

4.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2:

α)

μπορούν να θεσπίζονται μεταβατικές ρυθμίσεις για την επίλυση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ένα κράτος μέλος για την πλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου 2 οι οποίες προκύπτουν από ειδικές περιστάσεις εθνικής φύσεως·

β)

εφαρμόζεται κοινή μεθοδολογία για τον υπολογισμό των ετήσιων πωλήσεων φορητών ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών στους τελικούς χρήστες μέχρι τις … (21).

Άρθρο 10

Επεξεργασία και ανακύκλωση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, το αργότερο … (22):

α)

οι παραγωγοί, ή τρίτοι θεσπίζουν συστήματα χρησιμοποιώντας τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές για να εξασφαλίζουν την επεξεργασία και την ανακύκλωση των αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και

β)

όλες οι ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που είναι δυνατό να αναγνωρισθούν και συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 7, υφίστανται επεξεργασία και ανακύκλωση μέσω των εν λόγω συστημάτων.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται, σύμφωνα με τη συνθήκη, να διαθέτουν τις φορητές ηλεκτρικές στήλες ή τους συσσωρευτές που συλλέγονται και περιέχουν κάδμιο, υδράργυρο ή μόλυβδο σε χώρους υγειονομικής ταφής ή σε υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους ως τμήμα στρατηγικού σχεδίου για τη σταδιακή εξάλειψη των βαρέων μετάλλων ή εφόσον δεν υπάρχει βιώσιμη τελική αγορά. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν το σχέδιο των μέτρων στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα τεχνικών προτύπων και κανονισμών (23).

2.   Η επεξεργασία ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις του τμήματος Α του παραρτήματος ΙΙΙ.

3.   Οι διαδικασίες ανακύκλωσης πληρούν, το αργότερο στις … (24), τους στόχους ανακύκλωσης και τις σχετικές διατάξεις του τμήματος Β του παραρτήματος ΙΙΙ.

4.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν εκθέσεις για τα επίπεδα ανακύκλωσης που επιτυγχάνονται κάθε σχετικό ημερολογιακό έτος και για το κατά πόσον επιτεύχθηκαν οι στόχοι που προβλέπονται στο τμήμα Β του παραρτήματος ΙΙΙ. Υποβάλλουν τις πληροφορίες στην Επιτροπή εντός έξη μηνών από το τέλος του οικείου ημερολογιακού έτους.

5.   Το παράρτημα III μπορεί να προσαρμόζεται ή να συμπληρώνεται ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική ή επιστημονική πρόοδος σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Συγκεκριμένα:

α)

προστίθενται λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό των στόχων ανακύκλωσης το αργότερο στις … (25) και

β)

οι ελάχιστοι στόχοι ανακύκλωσης αξιολογούνται τακτικά και προσαρμόζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, και υπό το πρίσμα των εξελίξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

6.   Η Επιτροπή, πριν προτείνει οποιαδήποτε τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙΙ, συμβουλεύεται τους σχετικούς φορείς, ιδίως τους παραγωγούς, τους φορείς συλλογής, τους φορείς ανακύκλωσης, τους φορείς επεξεργασίας, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, τις οργανώσεις καταναλωτών και τις οργανώσεις εργαζομένων. Ενημερώνει την επιτροπή του άρθρου 21 παράγραφος 1 για το αποτέλεσμα της διαβούλευσης αυτής.

Άρθρο 11

Διάθεση

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη διάθεση σε χώρους υγειονομικής ταφής ή την αποτέφρωση, αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών βιομηχανίας και αυτοκινήτων. Εντούτοις, τα κατάλοιπα από ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που έχουν υποστεί και την επεξεργασία και την ανακύκλωση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 μπορούν να διατίθενται σε χώρους υγειονομικής ταφής ή να αποτεφρώνονται.

Άρθρο 12

Εξαγωγές

1.   Η επεξεργασία και η ανακύκλωση μπορούν να πραγματοποιούνται εκτός του οικείου κράτους μέλους ή εκτός της Κοινότητας, υπό τον όρο ότι η αποστολή των αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους. (26)

2.   Τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που εξάγονται από την Κοινότητα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 259/93, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1420/1999 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, περί των κοινών κανόνων και διαδικασιών για τις μεταφορές ορισμένων αποβλήτων προς ορισμένες χώρες εκτός ΟΟΣΑ (27) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1547/1999 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 1999, για τον καθορισμό των διαδικασιών ελέγχου στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 του Συμβουλίου που εφαρμόζονται στις αποστολές ορισμένων αποβλήτων προς ορισμένες χώρες για τις οποίες δεν ισχύει η απόφαση C(1992) 39 τελικό του ΟΟΣΑ (28), συνυπολογίζονται ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και την επίτευξη των στόχων του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας, μόνο εφόσον υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι η ανακύκλωση πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες εν γένει ισοδύναμες προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Χρηματοδότηση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί, ή οι τρίτοι που ενεργούν εξ ονόματός τους, χρηματοδοτούν όλο το καθαρό κόστος που προκύπτει από:

α)

τη συλλογή, την επεξεργασία και την ανακύκλωση όλων των αποβλήτων φορητών ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 και

β)

τη συλλογή, την επεξεργασία και την ανακύκλωση όλων των αποβλήτων από ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές βιομηχανίας και αυτοκινήτων που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 3 και 4.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, αποφεύγεται οποιαδήποτε διπλή χρέωση των παραγωγών στην περίπτωση των ηλεκτρικών στηλών ή συσσωρευτών που συλλέγονται με συστήματα που διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες 2000/53/ΕΚ ή 2002/96/ΕΚ.

3.   Το κόστος συλλογής, επεξεργασίας και ανακύκλωσης δεν επιδεικνύεται χωριστά στους τελικούς χρήστες κατά την πώληση νέων φορητών ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών.

4.   Οι παραγωγοί και οι χρήστες ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών βιομηχανίας και αυτοκινήτων δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες που προβλέπουν άλλες μεθόδους χρηματοδότησης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 14

Καταχώριση

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε παραγωγός να καταχωρίζεται.

Άρθρο 15

Μικροί παραγωγοί

Για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 1 και του άρθρου 14, θεσπίζονται κανόνες de minimis σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2 το αργότερο στις … (29).

Άρθρο 16

Συμμετοχή

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι φορείς εκμετάλλευσης και όλες οι αρμόδιες δημόσιες αρχές μπορούν να συμμετέχουν στα συστήματα συλλογής, επεξεργασίας και ανακύκλωσης που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 10.

2.   Τα συστήματα αυτά ισχύουν και για τα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες χωρίς διακρίσεις και έχουν σχεδιασθεί με σκοπό την αποφυγή φραγμών στις συναλλαγές ή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

Άρθρο 17

Ενημέρωση του τελικού χρήστη

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, ιδίως μέσω ενημερωτικών εκστρατειών, οι τελικοί χρήστες είναι πλήρως ενημερωμένοι για:

α)

τις δυνητικές επιπτώσεις, στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου, των ουσιών που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές·

β)

το γεγονός ότι είναι ευκταίο τα απόβλητα από ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές να μην διατίθενται ως αστικά απόβλητα που δεν έχουν υποστεί διαλογή και οι τελικοί χρήστες να συμμετέχουν στη χωριστή συλλογή αυτών των αποβλήτων, προκειμένου να διευκολύνεται η επεξεργασία και η ανακύκλωσή τους·

γ)

τα συστήματα συλλογής και ανακύκλωσης που τους διατίθενται·

δ)

τον ρόλο που διαδραματίζουν στην ανακύκλωση αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών·

ε)

τη σημασία του συμβόλου του διαγεγραμμένου τροχοφόρου κάδου που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ και των χημικών συμβόλων Hg, Cd και Pb.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να παρέχουν μέρος μόνο ή το σύνολο των ενημερωτικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 18

Σήμανση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι ηλεκτρικές στήλες, συσσωρευτές και συστοιχίες φέρουν ενδεδειγμένη σήμανση με το σύμβολο που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.

2.   Ηλεκτρικές στήλες, συσσωρευτές και στοιχεία-κουμπιά που περιέχουν περισσότερο από 0,0005 % υδράργυρο, περισσότερο από 0,002 % κάδμιο ή πάνω από 0,004 % μόλυβδο, επισημαίνονται με το χημικό σύμβολο του αντίστοιχου μετάλλου: Hg, Cd ή Pb. Το σύμβολο που αναφέρει την περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα τυπώνεται κάτω από το σύμβολο που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ και καλύπτει επιφάνεια τουλάχιστον ενός τετάρτου του μεγέθους αυτού του συμβόλου.

3.   Το σύμβολο που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ καλύπτει τουλάχιστον το 3 % της επιφάνειας της μεγαλύτερης πλευράς της ηλεκτρικής στήλης, του συσσωρευτή ή της συστοιχίας ηλεκτρικών στηλών, με μέγιστες διαστάσεις 5 × 5 cm. Στην περίπτωση κυλινδρικών στοιχείων, το σύμβολο καλύπτει τουλάχιστον το 1,5 % της επιφάνειας της ηλεκτρικής στήλης ή του συσσωρευτή και έχει μέγιστες διαστάσεις 5 × 5 cm.

4.   Εφόσον το μέγεθος της ηλεκτρικής στήλης, του συσσωρευτή ή της συστοιχίας ηλεκτρικών στηλών είναι μικρότερο από 0,5 × 0,5 cm, δεν είναι ανάγκη να επισημαίνεται η ηλεκτρική στήλη, ο συσσωρευτής ή η συστοιχία ηλεκτρικών στηλών· πρέπει όμως να τυπώνεται στη συσκευασία σύμβολο διαστάσεων τουλάχιστον 1 × 1 cm.

5.   Τα σύμβολα τυπώνονται ούτως ώστε να είναι ευδιάκριτα, ευανάγνωστα και ανεξίτηλα.

6.   Εξαιρέσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις σήμανσης του παρόντος άρθρου δύνανται να χορηγούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2.

Άρθρο 19

Εθνικές εκθέσεις εφαρμογής

1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ανά τριετία στην Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Εντούτοις, η πρώτη έκθεση καλύπτει την περίοδο μέχρι τις … (30).

2.   Οι εκθέσεις συντάσσονται βάσει ερωτηματολογίου ή σχεδίου καταρτιζόμενου σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2. Το ερωτηματολόγιο ή το σχέδιο αποστέλλεται στα κράτη μέλη έξι μήνες πριν από την έναρξη της πρώτης περιόδου που καλύπτει η έκθεση.

3.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν επίσης έκθεση για οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνουν για να προωθήσουν τις εξελίξεις που έχουν σχέση με την επίπτωση των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών στο περιβάλλον, ιδίως:

α)

τις εξελίξεις, καθώς και τις εκούσιες ενέργειες των παραγωγών, για τη μείωση των ποσοτήτων βαρέων μετάλλων και άλλων επικίνδυνων ουσιών που περιέχονται στις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές·

β)

τις νέες τεχνικές ανακύκλωσης και επεξεργασίας·

γ)

τη συμμετοχή των φορέων εκμετάλλευσης σε συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης·

δ)

την έρευνα στους εν λόγω τομείς και

ε)

τα μέτρα που λαμβάνονται για την προβολή της πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων.

4.   Η έκθεση τίθεται στη διάθεση της Επιτροπής εντός εννέα μηνών το αργότερο από τη λήξη της οικείας τριετούς περιόδου, ή, στην περίπτωση της πρώτης έκθεσης, το αργότερο στις … (31).

5.   Η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και για τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον καθώς και σχετικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εντός εννέα μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 20

Επανεξέταση

1.   Μετά τη δεύτερη παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 4, η Επιτροπή προβαίνει σε επισκόπηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και των επιπτώσεων της στο περιβάλλον καθώς επίσης και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2.   Η δεύτερη έκθεση την οποία δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 περιλαμβάνει αξιολόγηση των ακολούθων πτυχών της παρούσας οδηγίας:

α)

τη σκοπιμότητα περαιτέρω μέτρων διαχείρισης κινδύνου για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν βαρέα μέταλλα·

β)

τη σκοπιμότητα των στόχων ελάχιστης συλλογής για όλα τα απόβλητα φορητών ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και τη δυνατότητα εισαγωγής περαιτέρω στόχων για τα επόμενα έτη, λαμβανομένων υπόψη της τεχνικής προόδου και της πρακτικής εμπειρίας που αποκτήθηκε στα κράτη μέλη·

γ)

τη σκοπιμότητα των απαιτήσεων ελάχιστης ανακύκλωσης που προβλέπονται στο τμήμα Β του παραρτήματος ΙΙΙ, λαμβανομένων υπόψη της πληροφόρησης που παρέχουν τα κράτη μέλη, της τεχνικής προόδου και της πρακτικής εμπειρίας που αποκτήθηκε στα κράτη μέλη.

3.   Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από προτάσεις αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 21

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστήθηκε βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, είναι τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 22

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, μέχρι τις … (32), το αργότερο, και την ενημερώνουν αμελλητί σχετικά με οιανδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 23

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις … (32), το αργότερο.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της εν λόγω αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο όλων των ισχυουσών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζουν στο πεδίο που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 24

Εκούσιες συμφωνίες

1.   Εφόσον οι στόχοι της παρούσας οδηγίας επιτευχθούν, τα κράτη μέλη μπορούν να μεταφέρουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 12 και 17 μέσω συμφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των ενδιαφερόμενων φορέων εκμετάλλευσης. Οι συμφωνίες αυτές πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

πρέπει να είναι εκτελέσιμες·

β)

πρέπει να προσδιορίζουν στόχους με αντίστοιχες προθεσμίες·

γ)

πρέπει να δημοσιεύονται στην εθνική Επίσημη Εφημερίδα ή σε επίσημο έγγραφο στο οποίο έχει αντίστοιχη δυνατότητα πρόσβασης το κοινό και να διαβιβάζονται στην Επιτροπή.

2.   Τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή, και να τίθενται στη διάθεση του κοινού, υπό τους όρους που ορίζονται στη συμφωνία.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν για την εξέταση της προόδου που επιτυγχάνεται δυνάμει της συμφωνίας.

4.   Σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τις συμφωνίες, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας με νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα.

Άρθρο 25

Κατάργηση

Η οδηγία 91/157/ΕΟΚ καταργείται από … (32).

Οι παραπομπές στην οδηγία 91/157/ΕΟΚ θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 96 της 21.4.2004, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 5.

(3)  ΕΕ C 121 της 30.4.2004, σ. 35.

(4)  υλίου της 20ής Απριλίου 2004(ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004, σ. 354), κοινή θέση του Συμβουλίου της …. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της.... (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(5)  ΕΕ L 78 της 26.3.1991, σ. 38· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/101/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 1 της 5.1.1999, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σ. 24· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2003/108/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 106).

(8)  ΕΕ L 194 της 25.7.1995, σ. 39· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(10)  ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 91.

(11)  ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(12)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(14)  ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/525/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 170 της 29.6.2002, σ. 81).

(15)  ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σ. 19.

(16)  ΕΕ L 144 της 4.6.1997, σ. 19· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/65/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

(17)  Τέσσερα έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(18)  Έξι έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(19)  Δέκα έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(20)  ΕΕ L 332 της 9.12.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 574/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 90 της 27.3.2004, σ. 15).

(21)  Ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(22)  Τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(23)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(24)  Πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(25)  42 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(26)  ΕΕ L 30 της 6.2.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό 2557/2001/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 349 της 31.12.2001, σ. 1).

(27)  ΕΕ L 166 της 1.7.1999, σ. 6· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2118/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 318 της 3.12.2003, σ. 5).

(28)  ΕΕ L 185 της 17.7.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2118/2003.

(29)  42 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(30)  Έξι έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(31)  81 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(32)  24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9

Έτος

Συλλογή στοιχείων

Υπολογισμός

Απαίτηση υποβολής έκθεσης

X (1) +1

 

 

 

X + 2

Πωλήσεις κατά το έτος 2 (S2)

 

X + 3

Πωλήσεις κατά το έτος 3 (S3)

 

X + 4

Πωλήσεις κατά το έτος 4 (S4)

Συλλογή κατά το έτος 4 (C4)

Ποσοστό συλλογής (CR4) = 3*C4/(S2 + S3 + S4)

(Ο στόχος τίθεται στο 25 %)

 

X + 5

Πωλήσεις κατά το έτος 5 (S5)

Συλλογή κατά το έτος 5 (C5)

Ποσοστό συλλογής (CR5) = 3*C5/(S3 + S4 + S5)

CR4

X + 6

Πωλήσεις κατά το έτος 6 (S6)

Συλλογή κατά το έτος 6 (C6)

Ποσοστό συλλογής (CR6) = 3*C6/(S4 + S5 + S6)

CR5

X + 7

Πωλήσεις κατά το έτος 7 (S7)

Συλλογή κατά το έτος 7 (C7)

Ποσοστό συλλογής (CR7) = 3*C7(S5 + S6 + S7)

CR6

X + 8

Πωλήσεις κατά το έτος 8 (S8)

Συλλογή κατά το έτος 8 (C8)

Ποσοστό συλλογής (CR8) = 3*C8/(S6 + S7 + S8)

(Ο στόχος τίθεται στο 45 %)

CR7

X + 9

Πωλήσεις κατά το έτος 9 (S9)

Συλλογή κατά το έτος 9 (C9)

Ποσοστό συλλογής (CR9) = 3*C9=(S7 + S8 + S9)

CR8

X + 10

Πωλήσεις κατά το έτος 10 (S10)

Συλλογή κατά το έτος 10 (C10)

Ποσοστό συλλογής (CR10) = 3*C10/(S8 + S9 + S10)

CR9

X + 11

κ.λπ.

κ.λπ.

κ.λπ.

CR10

κ.λπ.

 

 

 

 


(1)  Το έτος X είναι το έτος που περιλαμβάνει την ημερομηνία που σημειώνεται στο άρθρο 23.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΒΟΛΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΣΤΗΛΩΝ, ΣΥΣΣΩΡΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΧΩΡΙΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

Το σύμβολο για τη «χωριστή συλλογή» όλων των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών είναι ο διαγεγραμμένος τροχοφόρος κάδος, όπως εμφαίνεται κατωτέρω:

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ

ΜΕΡΟΣ Α:   ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

1.

Η επεξεργασία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απομάκρυνση όλων των ρευστών και οξέων.

2.

Η επεξεργασία και η κάθε είδους αποθήκευση, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής αποθήκευσης, σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας, πραγματοποιείται σε χώρους με στεγανές επιφάνειες και τη δέουσα προστασία από τα καιρικά φαινόμενα ή σε κατάλληλους περιέκτες.

ΜΕΡΟΣ Β:   ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ

3.

Οι διαδικασίες ανακύκλωσης επιτυγχάνουν τους ακόλουθους ελάχιστους στόχους ανακύκλωσης:

α)

ανακύκλωση του 65 % κατά μέσο βάρος των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών μολύβδου-οξέος, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης του περιεχομένου μολύβδου στον υψηλότερο δυνατό βαθμό που είναι τεχνικά πραγματοποιήσιμος χωρίς υπερβολικές δαπάνες·

β)

ανακύκλωση του 75 % κατά μέσο βάρος των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών νικελίου-καδμίου, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης του περιεχομένου καδμίου στον υψηλότερο δυνατό βαθμό που είναι τεχνικά πραγματοποιήσιμος χωρίς υπερβολικές δαπάνες και

γ)

ανακύκλωση του 50 % κατά μέσο βάρος των άλλων αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών.


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επιτροπή εξέδωσε την πρότασή της (1) για νέα οδηγία όσον αφορά τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές τον Νοέμβριο του 2003.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση τον Απρίλιο του 2004.

Η Επιτροπή των Περιφερειών γνωμοδότησε τον Απρίλιο του 2004 (2). Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή γνωμοδότησε τον Απρίλιο του 2004 (3).

Το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση στις 18 Ιουλίου 2005.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (4), στόχος της προτεινόμενης οδηγίας είναι:

να περιοριστεί η διάθεση αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών,

να ελαττωθεί ο όγκος των παραγομένων επικίνδυνων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και

να ανέλθει το επίπεδο συλλογής και ανακύκλωσης αποβλήτων ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικά

Η κοινή θέση συμπεριλαμβάνει την πλειονότητα των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, είτε επί λέξει, είτε εν μέρει, ή κατά το πνεύμα. Πιο συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνει τροποποιήσεις της αρχικής πρότασης της Επιτροπής οι οποίες καθιστούν αυστηρότερους τους ισχύοντες περιορισμούς της χρήσης βαρέων μετάλλων στις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές, προβλέπουν επανεξέταση της ανάγκης για επέκταση των περιορισμών αυτών, αφαιρούν τη διάταξη για την παρακολούθηση των αστικών στερεών αποβλήτων και βασίζουν τους στόχους συλλογής σε παλαιότερα αριθμητικά στοιχεία για τις πωλήσεις.

Εν τούτοις, η κοινή θέση δεν αποδέχεται έναν αριθμό τροπολογιών, επειδή Συμβούλιο και Επιτροπή απεφάνθησαν από κοινού ότι είναι περιττές ή/και ανεπιθύμητες. Ειδικότερα, το Συμβούλιο συμφωνεί με την Επιτροπή ότι:

η τροπολογία 9 δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι προσκρούει στις διατάξεις της οδηγίας 2002/96/ΕΚ της σχετικής με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (της οδηγίας «ΑΗΗΕ»),

οι τροπολογίες 2, 6, 18, 19, 41, 54, 63 και 65 περιττεύουν και ενδεχομένως οδηγούν σε σύγχυση ή είναι δυσεφάρμοστες,

οι τροπολογίες 39, 45, 77, 92 και 101 είναι αδύνατον να εφαρμοστούν,

οι τροπολογίες 32 και 55 πραγματεύονται θέματα που δεν είναι ορθό να ρυθμίζονται σε κοινοτικό επίπεδο (συστήματα επιστρεφόμενης εγγύησης και χρηματοδότηση των ενημερωτικών εκστρατειών),

οι τροπολογίες 25, 67 και 68 δεν γίνονται δεκτές διότι δεν είναι σωστό να επιδιώκεται η κανονιστική ρύθμιση των κυψελών καυσίμου μέσω της προτεινόμενης οδηγίας.

Η κοινή θέση εμπεριέχει επίσης έναν αριθμό τροποποιήσεων πέραν εκείνων που προβλέπονται στη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση. Τα κεφάλαια που ακολουθούν εκθέτουν τα της ουσίας των τροποποιήσεων. Εκτός αυτού, υπάρχουν συντακτικής υφής τροποποιήσεις χάριν μεγαλύτερης σαφήνειας του κειμένου ή προς εξασφάλιση της εν γένει συνοχής της οδηγίας.

2.   Θέμα, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί (άρθρα 1, 2 και 3)

Η κοινή θέση συμφωνεί εν μέρει με τις τροπολογίες 7 και 8 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι παρόμοια δήλωση περί των στόχων της οδηγίας ανευρίσκεται στην αιτιολογική σκέψη 4.

Το άρθρο 2 είναι εν γένει σύμφωνο με την τροπολογία 10, καθότι αποσαφηνίζει την προτεινόμενη εξαίρεση των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών για στρατιωτική χρήση και εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που χρησιμοποιούνται σε εξοπλισμούς προορισμένους να σταλούν στο διάστημα. Η εξαίρεση των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών για στρατιωτική χρήση συνάδει με το άρθρο 296 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης.

Το άρθρο 2 ορίζει επίσης ότι η οδηγία θα ισχύει με την επιφύλαξη της οδηγίας 2000/53/ΕΚ για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (της οδηγίας «ΤΚΖ») και της οδηγίας ΑΗΗΕ.

Οι ορισμοί που εκτίθενται στο άρθρο 3 είναι καθ' ολοκληρίαν σύμφωνοι προς τις τροπολογίες 11, 12, 14, 16 και 21.

Όπως και στην τροπολογία 85, με τους ορισμούς της κοινής θέσης επιδιώκεται να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των ορισμών για τους τρεις τύπους ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών (φορητών, βιομηχανίας και αυτοκινήτων). Επιπλέον, σκοπός των ορισμών είναι να διασφαλίζεται η συνολική κάλυψη παντός είδους ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών. Όμως, στην κοινή θέση βασική κατηγορία είναι η κατηγορία των «φορητών» μάλλον παρά των «βιομηχανικών». Η κοινή θέση απλοποιεί επίσης τους ορισμούς, αφαιρώντας τα παραδείγματα φορητών και βιομηχανικών ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών. Αντ' αυτών παρατίθεται εκτεταμένος αριθμός παραδειγμάτων στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9. Η κοινή θέση διευκρινίζει επίσης ότι οι φορητές στήλες και συσσωρευτές πρέπει να σφραγίζονται.

Ο ορισμός του «παραγωγού» είναι εν μέρει σύμφωνος με την τροπολογία 20, διότι καλύπτει κάθε ηλεκτρική στήλη και συσσωρευτή ενσωματωμένο σε συσκευές. Το Συμβούλιο απλοποίησε τον ορισμό ούτως ώστε ο παραγωγός κάθε ηλεκτρικής στήλης που κυκλοφορεί στην αγορά κράτους μέλους να αναγνωρίζεται εύκολα στο συγκεκριμένο αυτό κράτος, πράγμα απαραίτητο προκειμένου να ισχύσει στην πράξη η αρχή της ευθύνης του παραγωγού.

Η κοινή θέση δεν είναι σύμφωνη με την τροπολογία 22. Δεν περιέχει πια ορισμό του «συστήματος κλειστού βρόχου», αφού η οδηγία παύει να χρησιμοποιεί την έννοια αυτή. Ωστόσο, άλλες διατάξεις της κοινής θέσης υιοθετούν τα μελήματα της τροπολογίας αυτής, διευκρινίζοντας ότι επιτρέπεται και σε ανεξάρτητους τρίτους να συλλέγουν ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές με σκοπό την ανακύκλωση.

Η κοινή θέση περιλαμβάνει τρεις νέους ορισμούς έναντι της αρχικής πρότασης της Επιτροπής, έτσι ώστε να διευκρινίζεται η έννοια των όρων «διάθεση στην αγορά», «φορείς εκμετάλλευσης» και «ασύρματο ηλεκτρικό εργαλείο».

3.   Βαρέα μέταλλα (άρθρο 4)

Η κοινή θέση είναι εν μέρει σύμφωνη με τις τροπολογίες 23 και 82 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι προβλέπει απαγόρευση του καδμίου με διάφορες εξαιρέσεις καθώς και αναθεώρηση, σκοπός της οποίας είναι να μελετηθεί η ενδεχόμενη επέκταση της απαγόρευσης. Πάντως η απαγόρευση του καδμίου δεν θα ισχύει αρχικά για τα ασύρματα ηλεκτρικά εργαλεία. Δεν θα υπάρχει κανένας περιορισμός της χρήσης μολύβδου. Επί πλέον, η συγκεκριμένη αναθεώρηση που προβλέπει το άρθρο 4 θα ισχύει μόνο για τα ασύρματα ηλεκτρικά εργαλεία (μολονότι το άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) ορίζει ότι αξιολογείται περαιτέρω η σκοπιμότητα των μεγαλύτερων περιορισμών στη χρήση βαρέων μετάλλων γενικότερα).

Κατά συνέπεια, η κοινή θέση δεν περιλαμβάνει προδιαγραφές παρακολούθησης για τα κράτη μέλη σε ό,τι αφορά τα αστικά στερεά απόβλητα. Αυτό συνάδει με τις τροπολογίες 1 και 26.

4.   Συλλογή (άρθρα 6 έως 9 και παράρτημα Ι)

Το άρθρο 6 της κοινής θέσης εκφράζει μια γενική αρχή (τη μεγιστοποίηση της χωριστής συλλογής ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και την ελαχιστοποίηση της διάθεσής τους). Η αρχή αυτή υποκαθιστά την έννοια του συστήματος κλειστού βρόχου που προβλέπεται στην αρχική πρόταση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου η κοινή θέση δεν είναι σύμφωνη με την τροπολογία 27 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Σκοπός του άρθρου 7 είναι η αποσαφήνιση των ελάχιστων προδιαγραφών για τα συστήματα συλλογής ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, καθώς και η ευχέρεια των κρατών μελών να λαμβάνουν υπ' όψη τις εθνικές συνθήκες και τις υφιστάμενες ρυθμίσεις. Θα εξαιρεί τα σημεία συλλογής από τις προδιαγραφές αδειοδότησης. Οι διατάξεις του άρθρου συνάδουν με τους σκοπούς των τροπολογιών 28, 108 και 30, 51 και 109, όχι όμως με τις τροπολογίες 29 και 47 (αφού θα είναι αδύνατον να επιβληθεί στους τελικούς χρήστες η υποχρέωση να χρησιμοποιούν εγκαταστάσεις συλλογής).

Το άρθρο 9 ορίζει στόχους συλλογής και προβλέπει την εν γένει δυνατότητα θέσπισης μεταβατικών μέτρων με τη διαδικασία των επιτροπών. (Αυτό αντικαθιστά τους μάλλον περίπλοκους κανόνες για τις παρεκκλίσεις και τις προσαρμογές των στόχων συλλογής που προβλέπει το άρθρο 14 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής). Το άρθρο αυτό είναι εν μέρει σύμφωνο με τις τροπολογίες 34 έως 37 και συνάδει με τους σκοπούς των τροπολογιών 66 και 69 έως 76, καθότι ορίζει στόχους συλλογής βασιζόμενους σε αριθμητικά στοιχεία πωλήσεων, δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένο στόχο συλλογής για τις ηλεκτρικές στήλες νικελίου-καδμίου, η δε διαδικασία παρεκκλίσεων είναι διαφανέστερη.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την επίτευξη ποσοστού συλλογής ίσου προς το 25 % των πωλήσεων εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας. Οκτώ έτη μετά την ημερομηνία μεταφοράς, ο στόχος θα ανέρχεται στο 45 %. Για να εξασφαλιστεί ισοδυναμία προϋποθέσεων, θα πρέπει να καθοριστεί με τη διαδικασία των επιτροπών κοινή μέθοδος υπολογισμού των αριθμητικών στοιχείων για τις πωλήσεις. Ο πίνακας του παραρτήματος Ι εξηγεί τί θα πρέπει να υπολογίζουν τα κράτη μέλη, πότε και με ποιόν τρόπο.

5.   Επεξεργασία, ανακύκλωση και διάθεση (άρθρα 10 έως 12 και παράρτημα ΙΙΙ)

Η κοινή θέση αναδιαμορφώνει τις διατάξεις για την επεξεργασία, την ανακύκλωση και τη διάθεση, μετακινώντας ειδικότερα τις λεπτομερείς προδιαγραφές και τους στόχους της ανακύκλωσης σε ένα νέο παράρτημα ΙΙΙ, πράγμα που είναι χρήσιμο διότι οι λεπτομερείς στόχοι και οι προδιαγραφές θα μπορούν να τροποποιούνται μέσω επιτροπολογίας, υπό το πρίσμα των επιστημονικών και τεχνικών εξελίξεων.

Οι διατάξεις του άρθρου 10 για το πεδίο εφαρμογής, τους ορισμούς και τη διαδικασία των επιτροπών είναι εν γένει σύμφωνες με τις τροπολογίες 43, 99 και 100 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η κοινή θέση συμφωνεί επίσης μερικώς με τις τροπολογίες 38 και 120, 40 και 95, καθόσον οι αιτιολογικές παράγραφοι διευκρινίζουν την έννοια των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, υπάρχουν κοινές διατάξεις για την επεξεργασία και την ανακύκλωση, το δε παράρτημα ΙΙΙ απαιτεί την αφαίρεση του καδμίου και του μολύβδου στον υψηλότερο δυνατό βαθμό που είναι τεχνικά πραγματοποιήσιμος χωρίς υπερβολικό κόστος.

Επιπροσθέτως, η κοινή θέση διευκρινίζει ότι η απαγόρευση της διάθεσης ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών βιομηχανιών και αυτοκινήτων σε χώρους υγειονομικής ταφής ισχύει μόνον για τις ακέραιες ηλεκτρικές στήλες και όχι για τα κατάλοιπα. Υπό ορισμένες περιστάσεις θα επιτρέπει τη διάθεση των συλλεγομένων φορητών ηλεκτρικών στηλών που περιέχουν βαρέα μέταλλα ως μέρος μιας στρατηγικής για την προοδευτική κατάργηση των βαρέων μετάλλων ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει βιώσιμη τελική αγορά, πράγμα που συνάδει εν μέρει με την τροπολογία 33. Μειώνει το ποσοστό του στόχου ανακύκλωσης για ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές, πλην των ηλεκτρικών στηλών νικελίου-καδμίου και μολύβδου-οξέος, από 55 % σε 50 %.

6.   Χρηματοδότηση (άρθρα 13 έως 15)

Η κοινή θέση ζητά να αποσαφηνίσει την οικονομική ευθύνη των παραγωγών ηλεκτρικών στηλών. Δηλώνει ειδικότερα ότι δεν θα πρέπει να χρεώνονται διπλά οι παραγωγοί οι οποίοι επί πλέον συμμετέχουν και σε συστήματα που έχουν θεσπιστεί δυνάμει των οδηγιών ΤΚΖ και ΑΗΗΕ. Η επιδιωκόμενη αποφυγή της αλληλεπικάλυψης μεταξύ διαφόρων συστημάτων συνάδει με τον στόχο της τροπολογίας 46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι επίσης σύμφωνη με τις τροπολογίες 44 έως 112, εφ' όσον προβλέπει ρητά ότι οι παραγωγοί χρηματοδοτούν το κόστος της συλλογής και απαγορεύει την χωριστή επίδειξη του κόστους στους τελικούς χρήστες.

Η κοινή θέση περιλαμβάνει τις απολύτως απαραίτητες προδιαγραφές, ούτως ώστε να αφήνει περιθώριο ευελιξίας στα εθνικά συστήματα. Δεν περιέχει ρητές διατάξεις περί ιστορικών αποβλήτων και ως εκ τούτου δεν είναι σύμφωνη με τις τροπολογίες 48, 49, 50 και 103. Εν τούτοις το άρθρο 13 θα ισχύει για όλες τις ηλεκτρικές στήλες που καθίστανται απόβλητα μετά την μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, οποτεδήποτε και αν κυκλοφόρησαν στην αγορά.

Χάριν μεγαλύτερης ευελιξίας, το άρθρο 15 θα χορηγεί τη δυνατότητα θέσπισης κανόνων de minimis με τη διαδικασία των επιτροπών εάν, στην περίπτωση των παραγωγών που διακινούν πολύ μικρό αριθμό ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, η εφαρμογή των κανόνων περί ευθύνης του παραγωγού δημιουργεί προβλήματα πρακτικής φύσεως.

7.   Ενημέρωση του τελικού χρήστη (άρθρα 17 και 18 και Παράρτημα ΙΙ)

Στην κοινή θέση δεν ενσωματώνονται άλλες σημαντικές τροποποιήσεις των διατάξεων για την ενημέρωση των τελικών χρηστών πλην εκείνων που χρειάζονται για να παραγάγουν αποτελέσματα, καθ' ολοκληρίαν ή κατά μέρος, οι τροπολογίες 4, 52, 53, 56, 57, 59 έως 62, 64 και 78 έως 81 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Δεν ενσωματώνονται οι τροπολογίες 5 ή 58, διότι το Συμβούλιο δεν πιστεύει ότι πρέπει να απαιτείται επισήμανση που να αναγράφει τη χωρητικότητα των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών.

8.   Εκθέσεις και επανεξέταση (άρθρα 19 και 20)

Η κοινή θέση διαχωρίζει τις προδιαγραφές των εκθέσεων από εκείνες της επανεξέτασης. Επομένως, ενώ θα υποβάλλονται τακτικές εκθέσεις για την εφαρμογή της οδηγίας, η οδηγία θα ορίζει μία μόνο γενική επανεξέταση.

9.   Διάφορα

Επιπροσθέτως, η κοινή θέση:

περιλαμβάνει —αντί των γενικών και μη εφαρμόσιμων παραινέσεων για προώθηση βελτιωμένων περιβαλλοντικών επιδόσεων όπως διατυπώνονται στα άρθρα 5 και 17 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής— συγκεκριμένες προδιαγραφές για τις εκθέσεις στο άρθρο 19 παράγραφος 3 και γενικόλογες προτροπές στο προοίμιο (το οποίο είναι εν μέρει σύμφωνο με την τροπολογία 24 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου),

μεταθέτει λίγο την ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 23), και

περιορίζει το πεδίο εφαρμογής των προαιρετικών συμφωνιών για τα συστήματα συλλογής, τις εξαγωγές και την ενημέρωση των τελικών χρηστών (άρθρο 24).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο φρονεί ότι η κοινή θέση αντιπροσωπεύει μια ισόρροπη δέσμη μέτρων που θα συντελούν στην προστασία του περιβάλλοντος δίχως να δημιουργούν αδικαιολόγητο κοινωνικό ή οικονομικό κόστος. Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου η οδηγία να εκδοθεί το ταχύτερο δυνατόν.


(1)  ΕΕ C 96 της 21.4.2004, σ. 29.

(2)  ΕΕ C 121 της 30.4.2004, σ. 35.

(3)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.


25.10.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 264/18


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 31/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 18 Ιουλίου 2005

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

(2005/C 264 E/02)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα του περιβάλλοντος αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος καθώς και στην προστασία της υγείας του ανθρώπου.

(2)

Το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (3) τονίζει τη σημασία της παροχής επαρκών περιβαλλοντικών πληροφοριών και αποτελεσματικών ευκαιριών στο κοινό για συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, βελτιώνοντας τοιουτοτρόπως τις δυνατότητες απόδοσης ευθυνών και τη διαφάνεια όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων ενώ παράλληλα συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού και τη στήριξη των λαμβανόμενων αποφάσεων. Επιπλέον, ενθαρρύνει, όπως συνέβη και με τα προηγούμενα (4) από αυτό, την αποτελεσματικότερη εφαρμογή και υλοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανόμενης της τήρησης των κοινοτικών κανόνων και της ανάληψης δράσης για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

(3)

Η Κοινότητα υπέγραψε, στις 25 Ιουνίου 1998, τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΗΕ/ΗΕ), σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (εφεξής αναφερόμενη ως «σύμβαση του Århus»). Η Κοινότητα ενέκρινε τη σύμβαση του Århus στις 17 Φεβρουαρίου 2005. Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου θα πρέπει να συνάδουν με την εν λόγω σύμβαση.

(4)

Η Κοινότητα έχει ήδη εκδώσει μια σειρά νομοθετικών πράξεων οι οποίες εξελίσσονται και συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της σύμβασης του Århus. Θα πρέπει να προβλεφθεί η εφαρμογή των απαιτήσεων της σύμβασης στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας.

(5)

Είναι σκόπιμο οι τρεις πυλώνες της σύμβασης του Århus, ήτοι η πρόσβαση στις πληροφορίες, η συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές υποθέσεις, να συνοψισθούν σε μία νομοθετική πράξη και να θεσπισθούν κοινές διατάξεις για τους στόχους και τους ορισμούς. Αυτό συμβάλλει στον εξορθολογισμό της νομοθεσίας και αυξάνει τη διαφάνεια των μέτρων εφαρμογής που λαμβάνονται όσον αφορά τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας.

(6)

Κατά γενικό κανόνα, τα δικαιώματα που εγγυώνται οι τρεις πυλώνες της σύμβασης του Århus ασκούνται άνευ διακρίσεων ως προς την ιθαγένεια, την εθνικότητα ή τον τόπο διαμονής.

(7)

Η σύμβαση του Århus καθορίζει με την ευρεία έννοια τις δημόσιες αρχές, δεδομένου ότι η βασική ιδέα της σύμβασης είναι ότι, οποτεδήποτε ασκείται δημόσια εξουσία, θα πρέπει να υφίστανται δικαιώματα για τα άτομα και τις οργανώσεις τους. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό να καθορισθούν με τον ίδιο ευρύ και λειτουργικό τρόπο. Σύμφωνα με τη σύμβαση του Århus, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης, εφόσον ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. Ωστόσο, για λόγους συνέπειας προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (5), οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες θα πρέπει να εφαρμόζονται στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας που ενεργούν υπό νομοθετική ιδιότητα.

(8)

Ο ορισμός των περιβαλλοντικών πληροφοριών στον παρόντα κανονισμό καλύπτει παντός είδους πληροφορίες για την κατάσταση του περιβάλλοντος. Ο ορισμός αυτός, που ευθυγραμμίσθηκε προς τον ορισμό που υιοθετήθηκε από την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες (6), έχει το ίδιο περιεχόμενο όπως και ο αντίστοιχος που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του Århus. Στον ορισμό του «εγγράφου» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 περιλαμβάνονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες, όπως καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(9)

Είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να προβλέψει ορισμό των «σχεδίων και προγραμμάτων», λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της σύμβασης του Århus, παράλληλα με την προσέγγιση που ακολουθείται για τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου. «Τα σχέδια και τα προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον» θα πρέπει να ορισθούν ανάλογα με τη συμβολή τους στην επίτευξη ή με τον ενδεχόμενο σημαντικό αντίκτυπό τους στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον. Το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον καθορίζει τους στόχους της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής και τις δράσεις που προγραμματίζονται για την επίτευξη των στόχων αυτών, καλύπτοντας περίοδο δέκα ετών αρχής γενομένης από τις 22 Ιουλίου 2002. Στο τέλος αυτής της περιόδου, θα πρέπει να θεσπισθεί το επόμενο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον.

(10)

Δεδομένου ότι εξελίσσεται συνεχώς η περιβαλλοντική νομοθεσία, ο ορισμός του περιβαλλοντικού δικαίου θα πρέπει να αναφέρεται στους στόχους της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής, όπως αυτοί ορίζονται από τη συνθήκη.

(11)

Οι διοικητικές πράξεις ατομικού περιεχομένου θα πρέπει να είναι ανοιχτές σε πιθανή εσωτερική επανεξέταση, εφόσον είναι νομικώς δεσμευτικές και έχουν εξωτερική ισχύ. Ομοίως, οι τυχόν παραλείψεις θα πρέπει να εξετάζονται εφόσον υφίσταται υποχρέωση έκδοσης διοικητικής πράξης δυνάμει του περιβαλλοντικού δικαίου. Δεδομένου ότι οι πράξεις που θεσπίζονται από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας που ενεργεί υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα μπορούν να εξαιρεθούν, το αυτό θα πρέπει να ισχύει και για άλλες διαδικασίες έρευνας στις οποίες το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας ενεργεί ως φορέας διοικητικής επανεξέτασης βάσει των διατάξεων της συνθήκης.

(12)

Η σύμβαση του Århus προβλέπει την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είτε κατόπιν υποβολής αίτησης είτε μέσω της ενεργούς διάδοσης από τις αρχές που καλύπτονται από τη σύμβαση. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ισχύει για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και για τους οργανισμούς και ανάλογους φορείς που έχουν συσταθεί με νομική πράξη της Κοινότητας. Προβλέπει κανόνες για τα εν λόγω όργανα που σε μεγάλο βαθμό συνάδουν προς τους κανόνες που τέθηκαν από τη σύμβαση του Århus. Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 είναι αναγκαίο να επεκταθεί σε όλα τα λοιπά όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας.

(13)

Όπου η σύμβαση του Århus περιλαμβάνει διατάξεις οι οποίες δεν απαντώνται, εν όλω ή εν μέρει, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ 1049/2001, είναι αναγκαίο να αντιμετωπισθούν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συλλογή και τη διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών.

(14)

Οι περιβαλλοντικές πληροφορίες καλής ποιότητας είναι καθοριστικής σημασίας για να είναι αποτελεσματικό το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να θεσπισθούν κανόνες που να υποχρεώνουν τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας να εξασφαλίζουν την ποιότητα αυτή.

(15)

Στις περιπτώσεις για τις οποίες ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001 προβλέπει εξαιρέσεις, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τις αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού. Οι λόγοι άρνησης σχετικά με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται με τη δημοσιοποίηση καθώς και το κατά πόσον οι αιτούμενες πληροφορίες σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον. Ο όρος «εμπορικά συμφέροντα» καλύπτει τις συμφωνίες περί εμπιστευτικότητας που συνάπτονται από όργανα ή οργανισμούς που ενεργούν υπό τραπεζική ιδιότητα.

(16)

Δυνάμει της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα (7), έχει ήδη συγκροτηθεί δίκτυο σε κοινοτικό επίπεδο για την προαγωγή της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, με την αρωγή της Επιτροπής, και με στόχο τη βελτίωση της πρόληψης και του ελέγχου στην Κοινότητα ενός αριθμού μεταδοτικών ασθενειών. Η απόφαση αριθ. 1786/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, (8) θεσπίζει πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας που συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές. Η βελτίωση των πληροφοριών και των γνώσεων για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και η αύξηση των δυνατοτήτων ταχείας και συντονισμένης αντιμετώπισης απειλών κατά της υγείας, που αποτελούν αμφότερες στοιχεία του εν λόγω προγράμματος, είναι στόχοι που ευθυγραμμίζονται πλήρως προς τις απαιτήσεις της σύμβασης του Århus. Ο παρών κανονισμός, κατά συνέπεια, θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των αποφάσεων αριθ. 2119/98/ΕΚ και αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

(17)

Σύμφωνα με τη σύμβαση του Århus, τα μέρη θεσπίζουν διατάξεις για τη συμμετοχή του κοινού κατά την προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν εύλογες προθεσμίες για την ενημέρωση του κοινού σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων για το εκάστοτε περιβαλλοντικό θέμα. Για να είναι αποτελεσματική, η συμμετοχή του κοινού θα πρέπει να πραγματοποιείται σε αρχικό στάδιο, όταν ακόμη όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι ανοικτές. Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, κατά τη διατύπωση των διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού, θα πρέπει να προσδιορίζουν το κοινό που μπορεί να συμμετάσχει.

(18)

Το άρθρο 9 παράγραφος 3 της σύμβασης του Århus προβλέπει την πρόσβαση σε διαδικασίες δικαστικής ή άλλης επανεξέτασης για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας πράξεων ή παραλείψεων ιδιωτών ή δημόσιων αρχών που αντιτίθενται προς τις διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου. Οι διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να συνάδουν προς τη συνθήκη. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αφορά μόνο πράξεις και παραλείψεις των δημόσιων αρχών.

(19)

Για να εξασφαλισθούν επαρκή και αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης, είναι σκόπιμο το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη ή που, σε περίπτωση διατεινόμενης διοικητικής παράλειψης, παρέλειψε να ενεργήσει, να έχει τη δυνατότητα να επανεξετάζει την προηγούμενη απόφασή του, ή να ενεργεί, εφόσον το παρέλειψε.

(20)

Μη κυβερνητικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος και πληρούν ορισμένα κριτήρια, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι πρόκειται για ανεξάρτητους οργανισμούς, των οποίων ο πρωτεύων στόχος είναι η προαγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος, θα πρέπει να δικαιούνται να ζητούν εσωτερική επανεξέταση, σε κοινοτικό επίπεδο, πράξεων που θεσπίσθηκαν ή παραλείψεων δυνάμει του περιβαλλοντικού δικαίου από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας, προκειμένου να επανεξετάζονται από το εν λόγω όργανο ή οργανισμό.

(21)

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προηγούμενα αιτήματα για εσωτερική επανεξέταση δεν ικανοποιήθηκαν, η ενδιαφερόμενη μη κυβερνητική οργάνωση θα πρέπει να μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης.

(22)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντανακλώνται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως στο άρθρο 37 αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Στόχος

1.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση της ΟΕΕ/ΗΕ σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, εφεξής αποκαλούμενη «σύμβαση του Århus», θεσπίζοντας κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, ιδίως:

α)

εξασφαλίζοντας το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που παραλαμβάνονται ή προέρχονται από όργανα ή οργανισμούς της Κοινότητας και βρίσκονται στην κατοχή τους, και καθορίζοντας τους βασικούς όρους και τις προϋποθέσεις, καθώς και τις πρακτικές ρυθμίσεις, για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος·

β)

εξασφαλίζοντας ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες προοδευτικά διατίθενται και διαδίδονται στο κοινό προκειμένου να επιτυγχάνεται η ευρύτερη δυνατή συστηματική διάθεση και διάδοσή τους. Προς τον σκοπό αυτόν, προωθείται, όπου είναι εφικτό, η χρήση, ιδίως, τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή/και άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας·

γ)

προβλέποντας για τη συμμετοχή του κοινού όσον αφορά σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον·

δ)

επιτρέποντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο υπό τους όρους που καθορίζει ο παρών κανονισμός.

2.   Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας επιχειρούν να συνδράμουν και να παρέχουν καθοδήγηση στο κοινό για την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβάλλοντος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)

«αιτών»: οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ζητεί περιβαλλοντικές πληροφορίες·

β)

«το κοινό»: ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες των προσώπων αυτών·

γ)

«όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας»: οιοδήποτε δημόσιο όργανο, οργανισμός, γραφείο ή υπηρεσία που έχει ιδρυθεί από ή με βάση, τη συνθήκη, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ενεργεί υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. Ωστόσο, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ εφαρμόζονται στα όργανα ή στους οργανισμούς της Κοινότητας που ενεργούν υπό νομοθετική ιδιότητα·

δ)

«περιβαλλοντική πληροφορία»: οιαδήποτε πληροφορία σε γραπτή, οπτική, ηχητική, ηλεκτρονική ή άλλη υλική μορφή, σχετικά με:

i)

την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, οι εδαφικές εκτάσεις, τα τοπία και οι φυσικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υδροβιότοπων και των παράκτιων και των θαλάσσιων περιοχών, η βιοποικιλότητα και τα συστατικά στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω στοιχείων,

ii)

παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων, οι εκπομπές, οι απορρίψεις και άλλες εκλύσεις στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο σημείο i),

iii)

μέτρα (συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων), όπως οι πολιτικές, η νομοθεσία, τα σχέδια, τα προγράμματα, οι περιβαλλοντικές συμφωνίες και οι δραστηριότητες που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία και τους παράγοντες που αναφέρονται στα σημεία i) και ii), καθώς και μέτρα ή δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία των εν λόγω στοιχείων,

iv)

εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας,

v)

αναλύσεις κόστους-ωφέλειας και άλλες οικονομικές αναλύσεις και παραδοχές που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των μέτρων και των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο σημείο iii) και

vi)

την κατάσταση της υγείας και της ασφάλειας του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης της τροφικής αλυσίδας, όπου ενδείκνυται, τις συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου, τις τοποθεσίες και τα οικοδομήματα πολιτισμικού ενδιαφέροντος στο μέτρο που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεασθούν από την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο σημείο i) ή, μέσω των εν λόγω στοιχείων, από οιοδήποτε των θεμάτων που αναφέρονται στα σημεία ii) και iii)·

ε)

«σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον»: οιαδήποτε σχέδια και προγράμματα·

i)

τα οποία προετοιμάζονται και, κατά περίπτωση, θεσπίζονται από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας,

ii)

τα οποία απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων και

iii)

τα οποία συμβάλλουν, ή ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις, στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως ορίζονται στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον ή σε οιοδήποτε επόμενο γενικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον.

Τα γενικά προγράμματα δράσης για το περιβάλλον θεωρούνται επίσης ως σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον.

Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει τα χρηματοδοτικά, τραπεζικά ή δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα, κυρίως όσα καθορίζουν πως θα πρέπει να χρηματοδοτούνται συγκεκριμένα σχέδια ή δραστηριότητες ή όσα αφορούν τους προτεινόμενους ετήσιους προϋπολογισμούς, τα εσωτερικά προγράμματα εργασίας οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας, ή σχέδια και προγράμματα έκτακτης ανάγκης, τα οποία έχουν καταρτισθεί με μοναδικό σκοπό την πολιτική προστασία·

στ)

«περιβαλλοντικό δίκαιο»: νομοθεσία της Κοινότητας η οποία, ανεξάρτητα από τη νομική της βάση, συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον κατά τα οριζόμενα στη συνθήκη, ήτοι τη διαφύλαξη, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και την προαγωγή μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων·

ζ)

«διοικητική πράξη»: οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνεται, δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος, από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας, και έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ·

η)

«διοικητική παράλειψη»: οιαδήποτε παράλειψη οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας να εκδώσει διοικητική πράξη κατά τα οριζόμενα στο σημείο ζ).

2.   Οι διοικητικές πράξεις και παραλείψεις δεν περιλαμβάνουν μέτρα τα οποία ελήφθησαν ή παραλείψεις εκ μέρους οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας, υπό την ιδιότητά του ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης, όπως βάσει:

α)

των άρθρων 81, 82, 86 και 87 της συνθήκης (κανόνες ανταγωνισμού)·

β)

των άρθρων 226 και 228 της συνθήκης (διαδικασία επί παραβιάσει)·

γ)

του άρθρου 195 της συνθήκης (διαδικασία διαμεσολαβητή)·

δ)

του άρθρου 280 της συνθήκης (διαδικασία της OLAF).

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Άρθρο 3

Εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ισχύει για οιαδήποτε αίτηση πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους όργανα και οργανισμοί της Κοινότητας, άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, εθνικότητας ή τόπου διανομής του αιτούντος και, στην περίπτωση νομικού προσώπου, άνευ διακρίσεων ως προς τον τόπο της καταστατικής έδρας του ή του πραγματικού κέντρου των δραστηριοτήτων του.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «θεσμικό όργανο» στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 νοείται «όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας».

Άρθρο 4

Συλλογή και διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας οργανώνουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που είναι σχετικές με τις λειτουργίες τους και τις οποίες έχουν στην κατοχή τους, με στόχο την ενεργό και συστηματική διάδοσή τους στο κοινό, ιδίως μέσω τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή/και άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Εισάγουν προοδευτικά τις περιβαλλοντικές αυτές πληροφορίες σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που είναι ευπρόσιτες στο κοινό μέσω των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Προς τον σκοπό αυτό, καταχωρίζουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους σε βάσεις δεδομένων και τις εφοδιάζουν με βοηθήματα αναζήτησης και άλλες μορφές λογισμικού με στόχο να βοηθήσουν το κοινό να εντοπίσει τις πληροφορίες που ζητεί.

Οι πληροφορίες που διατίθενται μέσω τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή/και άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας δεν χρειάζεται να περιλαμβάνουν πληροφορίες οι οποίες έχουν συλλεχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι ήδη διαθέσιμες υπό ηλεκτρονική μορφή.

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρούν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους υπό μορφή και σχήμα άμεσα αναπαραγώγιμο και ευπρόσιτο μέσω τηλεπικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα.

2.   Οι προς διάθεση και διάδοση περιβαλλοντικές πληροφορίες επικαιροποιούνται κατάλληλα. Εκτός από τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι βάσεις δεδομένων ή τα μητρώα περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

κείμενα διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών, και κείμενα της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον ή για συναφή θέματα, καθώς και πολιτικών, σχεδίων και προγραμμάτων για το περιβάλλον·

β)

εκθέσεις προόδου ως προς την εφαρμογή των θεμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α), εφόσον έχουν εκπονηθεί από τα όργανα ή τους οργανισμούς της Κοινότητας, ή βρίσκονται στην κατοχή τους, υπό ηλεκτρονική μορφή·

γ)

εκθέσεις για την κατάσταση του περιβάλλοντος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4·

δ)

δεδομένα ή συνόψεις δεδομένων από την παρακολούθηση δραστηριοτήτων που επηρεάζουν, ή ενδέχεται να επηρεάσουν, το περιβάλλον·

ε)

άδειες με ουσιαστικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και περιβαλλοντικές συμφωνίες ή αναφορά για το πού μπορούν να αναζητηθούν ή να ευρεθούν οι εν λόγω πληροφορίες·

στ)

μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αξιολόγηση των κινδύνων σχετικά με στοιχεία του περιβάλλοντος ή αναφορά για το πού μπορούν να αναζητηθούν ή να ευρεθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

3.   Στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μπορούν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2, δημιουργώντας ζεύξεις με τους ιστοχώρους του Διαδικτύου στους οποίους διατίθενται οι εν λόγω πληροφορίες.

4.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε, σε τακτά χρονικά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα 4 έτη, να δημοσιεύεται και να κυκλοφορεί έκθεση για την κατάσταση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανόμενων των πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα και τις πιέσεις που ασκούνται στο περιβάλλον.

Άρθρο 5

Ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μεριμνούν, στο μέτρο των εξουσιών τους, ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώνουν είναι επίκαιρες, ακριβείς και συγκρίσιμες.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, κατόπιν σχετικής αίτησης, ενημερώνουν τον αιτούντα ως προς το πού μπορεί να βρίσκονται οι πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους μέτρησης, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων ανάλυσης, δειγματοληψίας και προεπεξεργασίας των δειγμάτων, που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή των πληροφοριών, εφόσον διατίθενται. Εναλλακτικά, μπορούν να αναφέρονται στην τυποποιημένη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε.

Άρθρο 6

Εφαρμογή των εξαιρέσεων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες

1.   Όσον αφορά το άρθρο 4 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, θεωρείται ότι υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Όσον αφορά τις λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, το γεγονός ότι οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης ή όχι υπερισχύοντος δημόσιου συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση.

2.   Εκτός από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, όταν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών θα είχε αρνητικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, όπως οι χώροι αναπαραγωγής σπανίων ειδών.

3.   Όταν κοινοτικό όργανο ή οργανισμός έχει στην κατοχή του περιβαλλοντικές πληροφορίες, προερχόμενες από κράτος μέλος, διαβουλεύεται με το εν λόγω κράτος μέλος και εφαρμόζει τις εξαιρέσεις που τυχόν προβλέπονται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Το περί ού ο λόγος όργανο ή οργανισμός δημοσιοποιεί τις πληροφορίες, εάν δεν ισχύει εξαίρεση.

Άρθρο 7

Αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που δεν βρίσκονται στην κατοχή οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας

Εάν όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας λάβει αίτηση πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν ευρίσκονται στην κατοχή του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού της Κοινότητας, ενημερώνει, το ταχύτερο δυνατόν, τον αιτούντα σχετικά με το όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας ή τη δημόσια αρχή κατά την έννοια της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, όπου θεωρεί ότι είναι δυνατό να υποβληθεί αίτηση για τις αιτούμενες πληροφορίες ή διαβιβάζει την αίτηση στο οικείο όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας ή την οικεία δημόσια αρχή και ενημερώνει αναλόγως τον αιτούντα.

Άρθρο 8

Συνεργασία

Σε περίπτωση άμεσης απειλής για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον, που οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες ή φυσικά αίτια, τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας, κατόπιν αιτήσεως των δημόσιων αρχών, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, συνεργάζονται και επικουρούν τις εν λόγω δημόσιες αρχές ώστε αυτές να μπορούν να διαδίδουν αμέσως και χωρίς καθυστέρηση στο κοινό που μπορεί να πληγεί όλες τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να του επιτρέψουν να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό των επιβλαβών συνεπειών της εκάστοτε απειλής, στο βαθμό που οι πληροφορίες αυτές βρίσκονται στην κατοχή οργάνων και οργανισμών της Κοινότητας ή/και των εν λόγω δημόσιων αρχών, ή διατηρούνται για λογαριασμό τους.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει υπό την επιφύλαξη οιασδήποτε ειδικής υποχρέωσης την οποία καθορίζει η κοινοτική νομοθεσία, ιδίως με τις αποφάσεις αριθ. 2119/98/ΕΚ και αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

ΤΙΤΛΟΣ III

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Άρθρο 9

1.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας παρέχουν, με τις κατάλληλες πρακτικές ή/και άλλες ρυθμίσεις, εγκαίρως πραγματικές ευκαιρίες στο κοινό να συμμετέχει κατά την προετοιμασία, την τροποποίηση ή την αναθεώρηση αυτών των περιβαλλοντικών σχεδίων ή προγραμμάτων, όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη ανοικτές. Ιδίως, όταν η Επιτροπή επεξεργάζεται πρόταση τέτοιου σχεδίου ή προγράμματος, η οποία υποβάλλεται προς λήψη απόφασης στα λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Κοινότητας, προβλέπει, για το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο, τη συμμετοχή του κοινού.

2.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας προσδιορίζουν το κοινό που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί, ή έχει συμφέροντα, από ένα σχέδιο ή πρόγραμμα του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

3.   Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας μεριμνούν για την ενημέρωση του κοινού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, είτε με δημόσιες ανακοινώσεις προς το κοινό είτε με άλλα πρόσφορα μέσα, όπως ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, εφόσον υπάρχουν, σχετικά με:

α)

το σχέδιο πρότασης, εφόσον υπάρχει·

β)

τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ή εκτιμήσεις σχετικά με το υπό επεξεργασία σχέδιο ή πρόγραμμα, εφόσον υπάρχουν· και

γ)

πρακτικές ρυθμίσεις συμμετοχής, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:

i)

η διοικητική μονάδα από την οποία μπορούν να ληφθούν οι σχετικές πληροφορίες,

ii)

η διοικητική μονάδα στην οποία μπορούν να υποβληθούν σχόλια, γνώμες ή ερωτήσεις και

iii)

εύλογα χρονοδιαγράμματα, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για να ενημερωθεί το κοινό καθώς και για να ετοιμασθεί και να συμμετάσχει πραγματικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά το περιβάλλον.

4.   Προβλέπεται προθεσμία τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων για την παραλαβή των παρατηρήσεων. Όταν διοργανώνονται συνεδριάσεις ή ακροάσεις, παρέχεται προηγούμενη προειδοποίηση τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Οι προθεσμίες αυτές μπορεί να συντομεύονται σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή όταν το κοινό είχε ήδη τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω σχέδιο ή πρόγραμμα.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 10

Αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης διοικητικών πράξεων

1.   Οιαδήποτε μη κυβερνητική οργάνωση η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση από το όργανο ή τον οργανισμό της Κοινότητας που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος ή, σε περίπτωση διατεινόμενης διοικητικής παράλειψης, θα έπρεπε να είχε εκδώσει την πράξη αυτή.

Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς και εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες μετά την έκδοση, κοινοποίηση ή δημοσίευση της διοικητικής πράξης, αναλόγως ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη, ή, σε περίπτωση διατεινόμενης παράλειψης, εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να είχε εκδοθεί η διοικητική πράξη. Στην αίτηση αναφέρονται οι λόγοι της επανεξέτασης.

2.   Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξετάζει την αίτηση, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη. Το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας εκθέτει τους λόγους του σε γραπτή απάντηση, το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο δώδεκα εβδομάδες μετά την παραλαβή της αίτησης.

3.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας δεν είναι σε θέση, παρά τη δέουσα επιμέλεια που κατέβαλε, να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2, ενημερώνει τη μη κυβερνητική οργάνωση που υπέβαλε την αίτηση, το ταχύτερο δυνατό, και το αργότερο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να ενεργήσει καθώς και για το πότε προτίθεται να το πράξει.

Σε κάθε περίπτωση, το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας ενεργεί εντός προθεσμίας δεκαοκτώ εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 11

Κριτήρια νομιμοποίησης σε κοινοτικό επίπεδο

1.   Μια μη κυβερνητική οργάνωση δικαιούται να υποβάλει αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 10, εφόσον:

α)

είναι ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την πρακτική κράτους μέλους·

β)

έχει διατυπώσει ως κύριο στόχο την προαγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος στο πλαίσιο του δικαίου του περιβάλλοντος·

γ)

υφίσταται επί χρονικό διάστημα άνω της διετίας και επιδιώκει ενεργά τον στόχο της κατά τα αναφερόμενα στο στοιχείο β)·

δ)

το θέμα, για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, καλύπτεται από τον στόχο και τις δραστηριότητές της.

2.   Η Επιτροπή θεσπίζει τις απαραίτητες διατάξεις για να εξασφαλίσει τη διαφανή και συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 12

Προσφυγή στο Δικαστήριο

1.   Η μη κυβερνητική οργάνωση η οποία υπέβαλε αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 10 δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης.

2.   Εφόσον το όργανο ή ο οργανισμός της Κοινότητας παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή παράγραφος 3, η μη κυβερνητική οργάνωση δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής

Τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας προσαρμόζουν, οσάκις απαιτείται, τον εσωτερικό κανονισμό τους στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω προσαρμογές παράγουν αποτέλεσμα από τις … (9).

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις … (10).

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 52.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ C 123 Ε της 29.4.2005, σ. 612), κοινή θέση του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 2005 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1).

(4)  Τέταρτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ C 328 της 7.12.1987, σ. 1). Πέμπτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (ΕΕ C 138 της 17.5.1993, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(6)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

(7)  ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 786/2004/ΕΚ (ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 7).

(9)  …

(10)  …


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 28 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε την πρότασή της για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή στους οργανισμούς και τα όργανα της ΕΕ των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση κατά τη σύνοδό του από 29 Μαρτίου έως 1 Απριλίου 2004.

Η Επιτροπή των Περιφερειών γνωμοδότησε στις 29 Απριλίου 2004 (1).

Το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση στις 18 Ιουλίου 2005.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

Ο προτεινόμενος κανονισμός αποσκοπεί στην εφαρμογή των αρχών της σύμβασης του Århus στους οργανισμούς και τα όργανα της Κοινότητας καθιερώνοντας πλαίσιο απαιτήσεων για την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τα περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο. Συμβάλλει συνεπώς στην επιδίωξη των στόχων της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής που περιγράφεται στο άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Τέλος, η έγκριση της παρούσας πρότασης κανονισμού θα αποδείξει σε παγκόσμιο επίπεδο ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι αποφασισμένη να αναλάβει τις ευθύνες της σε περιβαλλοντικά θέματα.

ΙΙΙ.   AΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικά

Η κοινή θέση ενσωματώνει ορισμένες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, είτε επί λέξει, είτε εν μέρει, ή κατά το πνεύμα. Ειδικότερα, έχουν αποσαφηνιστεί και ενισχυθεί οι διαδικαστικές απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι κοινοτικοί οργανισμοί και όργανα όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες και τη συμμετοχή του στη λήψη αποφάσεων. Ως προς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, έχουν απλοποιηθεί τα κριτήρια για το δικαίωμα αίτησης εσωτερικής επανεξέτασης. Οι νομιμοποιούμενοι φορείς (με τον ισχύοντα ορισμό, οι ΜΚΟ που πληρούν τα συναφή κριτήρια) δεν απαιτείται πλέον να δραστηριοποιούνται σε κοινοτικό επίπεδο, ωστόσο οι τυχόν αιτήσεις πρέπει να άπτονται θεμάτων κοινοτικού χαρακτήρα, δηλαδή να συνάδουν με τον ορισμό του περιβαλλοντικού δικαίου ως έχει στο άρθρο 2 παράγραφος στ).

Εν τούτοις, άλλες τροπολογίες δεν περιλαμβάνονται στην κοινή θέση επειδή το Συμβούλιο συμφώνησε ότι είναι περιττές ή/και ανεπιθύμητες, ή επειδή διαγράφηκαν ή αναδιατυπώθηκαν ριζικά διατάξεις της αρχικής πρότασης της Επιτροπής.

Η κοινή θέση εμπεριέχει επίσης έναν αριθμό τροποποιήσεων πέραν εκείνων που προβλέπονται στη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση. Εκτός αυτού, υπάρχουν συντακτικής υφής τροποποιήσεις χάρη μεγαλύτερης σαφήνειας του κειμένου ή προς εξασφάλιση της εν γένει συνοχής του κανονισμού.

2.   Συγκεκριμένα

Το Συμβούλιο ειδικότερα συμφώνησε ότι:

οι τροπολογίες 39, 40 και 41 δεν είναι αποδεκτές διότι η αειφόρος ανάπτυξη εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της σύμβασης και διότι δεν ευθυγραμμίζονται με το άρθρο 174 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τους στόχους της περιβαλλοντικής πολιτικής,

η τροπολογία 1 καλύπτεται από τη διατύπωση της αιτιολογικής παραγράφου 7,

η τροπολογία 56 μπορεί να δημιουργήσει επικάλυψη στο καθεστώς εξαιρέσεων: ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 παρέχει επαρκές πλαίσιο για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τη σύμβαση,

οι τροπολογίες 3 και 7 και 10 υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της σύμβασης του Århus και, συνεπώς, είναι περιττές για την εξασφάλιση συμμόρφωσης,

η τροπολογία 5 δεν συνδέεται με ειδικές διατάξεις του κανονισμού· το μέλημα της ανάγκης εξορθολογισμού των διαδικασιών τονίζεται ιδίως από τα άρθρα 10 έως 12 της κοινής θέσης,

οι τροπολογίες 8 και 44 είναι πλέον άνευ αντικειμένου αφού από το κείμενο έχει απαλειφθεί η έννοια «νομιμοποιούμενος φορέας»,

η τροπολογία 9 δεν είναι αποδεκτή αφού ο ορισμός της «περιβαλλοντικής πληροφορίας» που εμφανίζεται στην κοινή θέση έχει μεταφερθεί από την οδηγία 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν το περιβάλλον,

η τροπολογία 16 υπερβαίνει τις διατάξεις περί διαδόσεως των πληροφοριών οι οποίες περιέχονται στην οδηγία 2003/4/ΕΚ και θα επιφέρει περιττά διοικητικά βάρη,

οι τροπολογίες 17 και 19 επαναλαμβάνουν διατάξεις ήδη σαφείς στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001,

οι τροπολογίες 21, 22 και 23 φαίνονται υπερβολικά κανονιστικές: θα πρέπει να εναπόκειται στους οργανισμούς και στα όργανα της Κοινότητας να καθορίζουν πώς επιθυμούν να λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού, βάσει των γενικών αρχών που προβλέπονται στον κανονισμό,

η τροπολογία 25 δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι ενδέχεται να επιβραδύνει σημαντικά τις διαδικασίες,

οι τροπολογίες 30, 42, 47, 48, 49, 50, 52 και 53 δεν είναι αποδεκτές διότι η σύμβαση του Århus αφήνει ελεύθερα τα μέρη να αποφασίσουν τις λεπτομέρειες για τη χορήγηση πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Πέραν του ότι περιορίζει την έννοια του «νομιμοποιούμενου φορέα» στις ΜΚΟ που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, η κοινή θέση εμμένει προσεκτικά στις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 230 παράγραφος 4 και στο άρθρο 232 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, τα οποία αρκούν για την εξασφάλιση συμμόρφωσης,

η τροπολογία 51 είναι περιττή διότι οι λεπτομέρειες πρόσβασης στον Διαμεσολαβητή, όπως ορίζεται στο άρθρο 195 της συνθήκης ΕΚ, αρκούν για την εξασφάλιση συμμόρφωσης με τη σύμβαση και συνεπώς δεν θα πρέπει να γίνεται επίκλησή τους,

ορισμένα στοιχεία των τροπολογιών 33, 35 και 58 ελήφθησαν υπόψη. Ωστόσο, η μνεία στην αειφόρο ανάπτυξη δεν κρίθηκε σκόπιμη υπό τις παρούσες συνθήκες, σε σχέση με τον ορισμό του περιβαλλοντικού δικαίου, όπως εξηγείται ανωτέρω αναφορικά με τις τροπολογίες 39, 40 και 41. Επιπλέον, η κοινή θέση εξασφαλίζει ότι τα κριτήρια νομιμοποίησης υποβολής αίτησης (τώρα άρθρο 11) δεν επιτρέπουν νομικές αμφισημίες,

η τροπολογία 36 κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω της διαγραφής του αντίστοιχου άρθρου (άρθρου 13 της αρχικής πρότασης) και της αναδιατύπωσης του παλαιού άρθρου 12 (ήδη άρθρο 11),

οι τροπολογίες 37 και 38 πρέπει να απορριφθούν διότι όλοι οι οργανισμοί και όργανα της Κοινότητας δεν υποχρεούνται αυτομάτως να προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους κανονισμό. Αν αυτό είναι αναγκαίο, θα χρειάζεται να παρέχεται προς τούτο επαρκής χρόνος κατά περίπτωση και, συνακόλουθα, για την εφαρμογή του νέου κανονισμού.

III.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο φρονεί ότι η κοινή θέση αντιπροσωπεύει μια ισόρροπη δέσμη μέτρων που συντελούν στην επιδίωξη των στόχων της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής που περιγράφονται στο άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ενώ παράλληλα διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της σύμβασης του Århus και τη συμβατότητα με τη σχετική ήδη ισχύουσα νομοθεσία, ιδίως δε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, δίχως να δημιουργούν αδικαιολόγητο κόστος.

Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου ο κανονισμός να εκδοθεί το ταχύτερο δυνατόν.


(1)  ΕΕ C 117 της 30.4.2004, σ. 52.


25.10.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 264/28


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (EK) αριθ. 32/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 18 Ιουλίου 2005

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας εντός της Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου

(2005/C 264 E/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας, ο οποίος προβλέπει την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, εφεξής «κώδικας ISM», εκδόθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) το 1993. Ο εν λόγω κώδικας κατέστη σταδιακά υποχρεωτικός για την πλειονότητα των πλοίων που εκτελούν διεθνή δρομολόγια με την έκδοση, στις 24 Μαΐου 1994, του κεφαλαίου ΙΧ «Διαχείριση για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων» στη Διεθνή σύμβαση για την ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974 (σύμβαση SOLAS).

(2)

Ο κώδικας ISM τροποποιήθηκε από τον ΔΝΟ μέσω του ψηφίσματος MSC.104(73), το οποίο εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2000.

(3)

Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του κώδικα ΙSM από τις διοικήσεις εγκρίθηκαν με το ψήφισμα A.788(19) του ΔΝΟ, στις 23 Νοεμβρίου 1995. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές τροποποιήθηκαν με το ψήφισμα A.913(22), το οποίο εκδόθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001.

(4)

Με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1995, για τη διαχείριση της ασφάλειας των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων Roll-on/Roll off (Ro-Ro) (3), ο κώδικας ISM κατέστη υποχρεωτικός, σε επίπεδο Κοινότητας, από την 1η Ιουλίου 1996 για όλα τα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία Ro-Ro που εκτελούν τακτικά δρομολόγια από και προς λιμένες των κρατών μελών, σε εσωτερικά και διεθνή ταξίδια, ανεξαρτήτως σημαίας. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να εξασφαλισθεί η ενιαία και συνεπής εφαρμογή του κώδικα ISM σε όλα τα κράτη μέλη.

(5)

Την 1η Ιουλίου 1998 ο κώδικας ISM κατέστη υποχρεωτικός στο πλαίσιο των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΧ της σύμβασης SOLAS για τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται επιβατηγά πλοία, συμπεριλαμβανομένων των επιβατηγών ταχυπλόων σκαφών, δεξαμενόπλοια μεταφοράς πετρελαίου, δεξαμενόπλοια μεταφοράς χημικών προϊόντων, δεξαμενόπλοια μεταφοράς αερίου, φορτηγά μεταφοράς εμπορεύματος χύδην και εμπορικά ταχύπλοα σκάφη ολικής χωρητικότητας 500 κόρων και άνω, σε διεθνή δρομολόγια.

(6)

Την 1η Ιουλίου 2002 ο κώδικας ISM κατέστη υποχρεωτικός για τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται άλλα εμπορικά πλοία και κινητές υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης ολικής χωρητικότητας 500 κόρων και άνω, σε διεθνή δρομολόγια.

(7)

Η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα και η προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να ενισχυθούν ουσιαστικά με την αυστηρή και υποχρεωτική εφαρμογή του κώδικα ISM.

(8)

Είναι επιθυμητό ο κώδικας ISM να έχει άμεση εφαρμογή στα πλοία που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους καθώς και στα πλοία, ανεξαρτήτως σημαίας, τα οποία εκτελούν αποκλειστικώς εσωτερικά δρομολόγια ή τα οποία εκτελούν τακτικά δρομολόγια θαλάσσιων μεταφορών από ή προς λιμένες των κρατών μελών.

(9)

Η έκδοση νέου κανονισμού άμεσης εφαρμογής θα πρέπει να εξασφαλίζει την επιβολή του κώδικα ISM, εξυπακούεται όμως ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν εάν θα εφαρμόζουν τον κώδικα στα πλοία, ανεξαρτήτως σημαίας, που εκτελούν δρομολόγια αποκλειστικά σε λιμενικές ζώνες.

(10)

Συνεπώς, ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 3051/95 θα πρέπει να καταργηθεί.

(11)

Εάν κράτος μέλος κρίνει ότι είναι πρακτικώς δυσχερές για τις εταιρείες να συμμορφωθούν προς συγκεκριμένες διατάξεις του μέρους Α του κώδικα ISM, όσον αφορά ορισμένα πλοία ή κατηγορίες πλοίων που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια στο εν λόγω κράτος μέλος, μπορεί να παρεκκλίνει πλήρως ή μερικώς από τις διατάξεις αυτές επιβάλλοντας μέτρα που διασφαλίζουν ισοδύναμη επίτευξη των στόχων του κώδικα. Για τα πλοία αυτά και τις εταιρείες αυτές, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εναλλακτικές διαδικασίες πιστοποίησης και εξακρίβωσης.

(12)

Είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η οδηγία 95/21/EΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για τον έλεγχο του κράτους του λιμένα (4).

(13)

Είναι επίσης αναγκαίο να ληφθούν υπόψη η οδηγία 94/57/EΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (5), προκειμένου να προσδιορισθούν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί προς τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, καθώς και η οδηγία 98/18/EΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1998, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (6), για να καθορισθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν δρομολόγια εσωτερικού.

(14)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (7).

(15)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η ενίσχυση της διαχείρισης της ασφάλειας και της ασφαλούς λειτουργίας των πλοίων καθώς και της πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος

Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να ενισχυθεί η διαχείριση της ασφάλειας και η ασφαλής λειτουργία των πλοίων καθώς και η πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία που μνημονεύονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, διασφαλίζοντας ότι οι εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται συμμορφώνονται με τον κώδικα ISM μέσω:

α)

της εγκατάστασης, της εφαρμογής και της ορθής συντήρησης από τις εταιρείες των συστημάτων διαχείρισης της ασφάλειας επί του πλοίου και στην ξηρά και

β)

του ελέγχου αυτών από τις διοικήσεις του κράτους της σημαίας και του κράτους του λιμένα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1.

«κώδικας ISM»: ο διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, ο οποίος εκδόθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό με το ψήφισμα της συνέλευσης A.741(18), στις 4 Νοεμβρίου 1993, όπως τροποποιήθηκε από το ψήφισμα MSC.104(73), της 5ης Δεκεμβρίου 2000, της επιτροπής ναυτικής ασφάλειας και επισυνάπτεται στον παρόντα κανονισμό (παράρτημα Ι), στην ενημερωμένη του έκδοση·

2.

«αναγνωρισμένος οργανισμός»: ο οργανισμός που αναγνωρίζεται σύμφωνα με την οδηγία 94/57/ΕΚ·

3.

«εταιρεία»: ο κύριος του πλοίου ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός ή πρόσωπο, όπως ο διαχειριστής ή ο ναυλωτής κενού σκάφους, στον οποίο ο κύριος του πλοίου έχει αναθέσει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου και ο οποίος, αναλαμβάνοντας την εν λόγω ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον κώδικα ISM·

4.

«επιβατηγό πλοίο»: το πλοίο, καθώς και το ταχύπλοο σκάφος όχημα που μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες, καθώς και το επιβατηγό καταδυτικό όχημα·

5.

«επιβάτης»: κάθε πρόσωπο εκτός από:

α)

τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος ή άλλα πρόσωπα που απασχολούνται ή προσλαμβάνονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα για τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου και

β)

παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους·

6.

«ταχύπλοο σκάφος»: ταχύπλοο σκάφος, όπως ορίζεται στον κανονισμό Χ/1.2 της σύμβασης SOLAS 1974, στην ενημερωμένη της έκδοση. Στα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη εφαρμόζονται οι περιορισμοί του άρθρου 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/18/ΕΚ·

7.

«φορτηγό πλοίο»: το πλοίο καθώς και το ταχύπλοο σκάφος που δεν είναι επιβατηγό πλοίο·

8.

«διεθνές δρομολόγιο»: το θαλάσσιο δρομολόγιο από λιμένα κράτους μέλους ή οποιουδήποτε άλλου κράτους προς λιμένα ευρισκόμενο εκτός του εν λόγω κράτους, ή αντιστρόφως·

9.

«εσωτερικό δρομολόγιο»: το θαλάσσιο δρομολόγιο από λιμένα κράτους μέλους προς τον ίδιο ή άλλο λιμένα του ιδίου κράτους μέλους,

10.

«τακτικό δρομολόγιο θαλάσσιων μεταφορών»: το σύνολο των διαδρομών πλοίου, οι οποίες διενεργούνται για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας μεταξύ των ίδιων δύο ή περισσότερων σημείων, είτε:

α)

σύμφωνα με τον δημοσιευμένο πίνακα δρομολογίων· είτε

β)

με διαδρομές τόσο τακτικές ή συχνές, ώστε να συνιστούν αναγνωρίσιμο συστηματικό σύνολο·

11.

«επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο Ro-Ro»: το επιβατηγό θαλασσοπλόο σκάφος όπως ορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙ-1 της σύμβασης SOLAS, ως έχει στην πιο πρόσφατη μορφή του,

12.

«επιβατηγό καταδυτικό όχημα»: το επιβατηγό κινούμενο σκάφος το οποίο λειτουργεί κυρίως εν καταδύσει και εξαρτάται από υποστήριξη παρεχομένη από την επιφάνεια, π.χ. από πλοίο επιφανείας ή από χερσαίες εγκαταστάσεις για παρακολούθηση και για μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες:

α)

επαναφόρτιση της παροχής ενεργείας·

β)

επαναφόρτιση με αέρα υπό υψηλή πίεση· και

γ)

επαναφόρτιση συστημάτων υποστήριξης της ζωής·

13.

«κινητή υπεράκτια μονάδα γεώτρησης»: σκάφος ικανό να αναλάβει γεώτρηση για την εξερεύνηση ή την εκμετάλλευση πόρων κάτω από τον βυθό των θαλασσών, όπως υγρών ή αερίων υδρογονανθράκων, θείου ή άλατος·

14.

«ολική χωρητικότητα»: η ολική χωρητικότητα ενός πλοίου που καθορίζεται σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων του 1969 ή, στην περίπτωση πλοίων που εκτελούν αποκλειστικώς εσωτερικά δρομολόγια και εάν η χωρητικότητα του πλοίου δεν έχει καταμετρηθεί σύμφωνα με την προαναφερθείσα σύμβαση, η ολική χωρητικότητα ενός πλοίου η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανονισμούς για την καταμέτρηση της χωρητικότητας.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ακόλουθα είδη πλοίων και στις εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται:

α)

στα εμπορικά και τα επιβατηγά πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία κράτους μέλους και τα οποία εκτελούν διεθνή δρομολόγια·

β)

στα εμπορικά και τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια, ανεξαρτήτως σημαίας·

γ)

στα εμπορικά και τα επιβατηγά πλοία, τα οποία αποπλέουν ή καταπλέουν σε λιμένες των κρατών μελών, εκτελώντας τακτικά δρομολόγια θαλάσσιων μεταφορών, ανεξαρτήτως σημαίας·

δ)

στις κινητές υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης που λειτουργούν υπό την εποπτεία κράτους μέλους.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα είδη πλοίων και στις εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται:

α)

στα πολεμικά και τα μεταγωγικά πλοία και στα λοιπά πλοία που κράτη μέλη κατέχουν ή εκμεταλλεύονται μόνον για κρατικούς μη εμπορικούς σκοπούς·

β)

στα πλοία που δεν προωθούνται με μηχανικά μέσα, στα ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, στις θαλαμηγούς και στα σκάφη αναψυχής, εκτός αν είναι επανδρωμένα ή πρόκειται να επανδρωθούν με πλήρωμα και μεταφέρουν περισσότερους από 12 επιβάτες για εμπορικούς σκοπούς·

γ)

στα αλιευτικά σκάφη·

δ)

στα εμπορικά πλοία και στις κινητές υπεράκτιες μονάδες γεώτρησης, ολικής χωρητικότητας κάτω των 500 κόρων·

ε)

στα επιβατηγά πλοία, πλην των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων ro-ro, στις θαλάσσιες περιοχές των κατηγοριών Γ και Δ όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ.

Άρθρο 4

Συμμόρφωση

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλες οι εταιρείες που εκμεταλλεύονται πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις διαχείρισης της ασφάλειας

Τα πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 1 και οι εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται τηρούν τις απαιτήσεις του μέρους Α του κώδικα ISM.

Άρθρο 6

Πιστοποίηση και εξακρίβωση

Για τους σκοπούς πιστοποίησης και εξακρίβωσης, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του μέρους Β του κώδικα ISM.

Άρθρο 7

Παρέκκλιση

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν κρίνουν ότι είναι πρακτικώς δυσχερές για τις εταιρείες να συμμορφωθούν προς τις παραγράφους 6, 7, 9, 11 και 12 του μέρους Α του κώδικα ISM όσον αφορά ορισμένα πλοία ή κατηγορίες πλοίων που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, να παρεκκλίνουν πλήρως ή μερικώς από τις εν λόγω διατάξεις επιβάλλοντας μέτρα που εξασφαλίζουν ισοδύναμη επίτευξη των στόχων του κώδικα.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εναλλακτικές διαδικασίες πιστοποίησης και εξακρίβωσης για τα πλοία και τις εταιρείες για τα οποία έχει θεσπιστεί παρέκκλιση σύμφωνα με την παράγραφο 1, εάν κρίνουν ότι είναι πρακτικώς δυσχερές να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις του άρθρου 6.

3.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, της παραγράφου 2, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

α)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή την παρέκκλιση και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει·

β)

αν, εντός έξι μηνών από τη γνωστοποίηση, αποφασισθεί με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2, ότι η προτεινόμενη παρέκκλιση δεν δικαιολογείται ή ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι επαρκή, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να τροποποιήσει τις προτεινόμενες διατάξεις ή να μην τις θεσπίσει·

γ)

το κράτος μέλος δημοσιοποιεί τυχόν θεσπισθέντα μέτρα με απευθείας παραπομπή στην παράγραφο 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, στην παράγραφο 2.

4.   Κατόπιν παρεκκλίσεως στο πλαίσιο της παραγράφου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, της παραγράφου 2, το κράτος μέλος εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του παραρτήματος ΙΙ σημείο 5, επισημαίνοντας τους εφαρμοστέους λειτουργικούς περιορισμούς.

Άρθρο 8

Ισχύς, αποδοχή και αναγνώριση πιστοποιητικών

1.   Το έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει επί πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο από την ημερομηνία έκδοσής του. Το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ισχύει επί πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο από την ημερομηνία έκδοσής του.

2.   Στην περίπτωση ανανέωσης του εγγράφου συμμόρφωσης και του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του μέρους Β του κώδικα ISM.

3.   Τα κράτη μέλη δέχονται το έγγραφο συμμόρφωσης, το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας ή το προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας που εκδίδονται από τη διοίκηση οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους ή εξ ονόματος της διοίκησης αυτής από αναγνωρισμένο οργανισμό.

4.   Τα κράτη μέλη δέχονται τα έγγραφα συμμόρφωσης, τα προσωρινά έγγραφα συμμόρφωσης, τα πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας η τα προσωρινά πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας που εκδίδονται από τις διοικήσεις τρίτων χωρών ή εξ ονόματός τους.

Ωστόσο, για τα πλοία που εκτελούν τακτική υπηρεσία θαλάσσιων μεταφορών, η συμμόρφωση των εγγράφων συμμόρφωσης, των προσωρινών εγγράφων συμμόρφωσης, των πιστοποιητικών διαχείρισης της ασφάλειας και των προσωρινών πιστοποιητικών διαχείρισης της ασφάλειας, που εκδίδονται εξ ονόματος διοικήσεων τρίτων χωρών, προς τον κώδικα ISM ελέγχεται, με κάθε πρόσφορο μέσο, από το ή τα οικεία κράτη μέλη, ή εξ ονόματός τους, εκτός εάν έχουν εκδοθεί από τη διοίκηση κράτους μέλους ή από αναγνωρισμένο οργανισμό.

Άρθρο 9

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για την παραβίαση του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 10

Υποβολή εκθέσεων

1.   Κάθε δύο έτη, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή εκθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2 η Επιτροπή καταρτίζει εναρμονισμένο υπόδειγμα εντύπου για τις εν λόγω εκθέσεις.

3.   Εντός έξι μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών και με τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την ασφάλεια στη Θάλασσα, η Επιτροπή καταρτίζει συγκεντρωτική έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού η οποία ενδεχομένως περιλαμβάνει προτάσεις μέτρων. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 11

Τροποποιήσεις

1.   Οι τροποποιήσεις του κώδικα ISM είναι δυνατόν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (8).

2.   Οι τροποποιήσεις του παραρτήματος ΙΙ γίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), που συστάθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

2.   Όταν γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δίμηνη.

3.   Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 13

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3051/95 καταργείται από τις … (9).

2.   Τα προσωρινά έγγραφα συμμόρφωσης, τα προσωρινά πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας, τα έγγραφα συμμόρφωσης και τα πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας που έχουν εκδοθεί πριν από τις … (10) εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την λήξη τους ή μέχρι την επόμενη επικύρωσή τους.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά τα εμπορικά και επιβατηγά πλοία, για τα οποία δεν απαιτείται ήδη συμμόρφωση προς τον κώδικα ΙSM, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από … (9).

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 302 της 7.12.2004, σ. 20.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ C 102 Ε της 28.4.2004, σ. 565), κοινή θέση του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2005, και γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 320 της 30.12.1995, σ. 14· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 53).

(5)  ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/84/ΕΚ.

(6)  ΕΕ L 144 της 15.5.1998, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/75/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 190 της 30.7.2003, σ. 6).

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 415/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 10).

(9)  Ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(10)  Δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ [ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΚΩΔΙΚΑΣ ISM)]

ΜΕΡΟΣ Α —   ΕΦΑΡΜΟΓΗ

1.

Γενικά

1.1.

Ορισμοί

1.2.

Στόχοι

1.3.

Εφαρμογή

1.4.

Λειτουργικές επιταγές για ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (SMS)

2.

ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

3.

ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

4.

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Η ΠΡΟΣΩΠΑ

5.

ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ

6.

ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

7.

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΧΕΔΙΩΝ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

8.

ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

9.

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ, ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

10.

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

11.

ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

12.

ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΜΕΡΟΣ B —   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

13.

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

14.

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

15.

ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

16.

ΕΝΤΥΠΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ (ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ΚΩΔΙΚΑΣ ISM)

ΜΕΡΟΣ A —   ΕΦΑΡΜΟΓΗ

1.   ΓΕΝΙΚΑ

1.1   Ορισμοί

Για τα μέρη Α και Β του παρόντος κώδικα εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.1.1.

Ως «διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας (ISM)» νοείται ο διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, όπως εγκρίθηκε από τη συνέλευση και όπως ενδέχεται να τροποποιηθεί από τον Οργανισμό.

1.1.2.

Ως «εταιρεία» νοείται ο κύριος του πλοίου ή οιοσδήποτε άλλος οργανισμός ή πρόσωπο, όπως ο διαχειριστής ή ο ναυλωτής κενού σκάφους, στον οποίο ο κύριος του πλοίου έχει αναθέσει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου και ο οποίος, αναλαμβάνοντας την εν λόγω ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον κώδικα.

1.1.3.

Ως «διοίκηση» νοείται η κυβέρνηση του κράτους τη σημαία του οποίου δικαιούται να φέρει το πλοίο.

1.1.4.

Ως «σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (SMS)» νοείται ένα διαρθρωμένο και τεκμηριωμένο σύστημα που επιτρέπει στο προσωπικό της εταιρείας να εφαρμόζει αποτελεσματικά την πολιτική της εταιρείας σε θέματα ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος.

1.1.5.

Ως «έγγραφο συμμόρφωσης» νοείται το έγγραφο το οποίο χορηγείται σε εταιρεία η οποία συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα.

1.1.6.

Ως «πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας» νοείται το έγγραφο το οποίο χορηγείται σε πλοίο και το οποίο υποδηλώνει ότι η εταιρεία και τα διαχειριστικά της όργανα επί του πλοίου λειτουργούν με βάση το εγκεκριμένο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

1.1.7.

Ως «αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία» νοούνται οι ποσοτικές ή ποιοτικές πληροφορίες, τα πρακτικά ή οι εκθέσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια ή την ύπαρξη και εφαρμογή ενός στοιχείου του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, το οποίο βασίζεται σε παρατήρηση, μέτρηση ή δοκιμή και μπορεί να επαληθευθεί.

1.1.8.

Ως «παρατήρηση» νοείται η έκθεση που εκπονείται κατά τη διάρκεια του ελέγχου διαχείρισης της ασφάλειας και τεκμηριώνεται με αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία.

1.1.9.

Ως «μη συμμόρφωση» νοείται μία κατάσταση που έχει παρατηρηθεί, κατά την οποία αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν τη μη τήρηση μιας ειδικής απαίτησης.

1.1.10.

Ως «κύρια μη συμμόρφωση» νοείται μια προσδιορίσιμη απόκλιση η οποία αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του προσωπικού ή του πλοίου ή σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον και απαιτεί άμεση επανόρθωση· επιπλέον, το γεγονός ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική και συστηματική εφαρμογή μιας απαίτησης του κώδικα ISM θεωρείται επίσης κύρια μη συμμόρφωση.

1.1.11.

Ως «επετειακή ημερομηνία» νοείται η ημερομηνία και ο μήνας κάθε έτους που αντιστοιχεί στην ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του σχετικού εγγράφου ή πιστοποιητικού.

1.1.12.

Ως «σύμβαση» νοείται η διεθνής σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα του 1974, όπως έχει τροποποιηθεί.

1.2.   Στόχοι

1.2.1.

Οι στόχοι του κώδικα είναι η διασφάλιση της ασφάλειας στη θάλασσα, της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής και της αποφυγής ζημιών στο περιβάλλον, ιδιαίτερα στο θαλάσσιο περιβάλλον, και στα αγαθά.

1.2.2.

Οι στόχοι της εταιρείας όσον αφορά τη διαχείριση της ασφάλειας θα πρέπει, μεταξύ άλλων:

1.2.2.1.

να προβλέπουν ασφαλείς πρακτικές κατά τη λειτουργία του πλοίου και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον·

1.2.2.2.

να καθιερώνουν μέτρα προστασίας έναντι όλων των προσδιορισθέντων κινδύνων· και

1.2.2.3.

να βελτιώνουν συνεχώς τις ικανότητες του προσωπικού για διαχείριση της ασφάλειας στην ξηρά και στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας για αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που σχετίζονται με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

1.2.3.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να διασφαλίζει:

1.2.3.1.

τη συμμόρφωση προς υποχρεωτικούς κανόνες και κανονισμούς· και

1.2.3.2.

ότι λαμβάνονται υπόψη οι ισχύοντες κώδικες, κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπα που συνιστώνται από τον οργανισμό, τις διοικήσεις, τους νηογνώμονες και τους οργανισμούς της ναυτιλιακής βιομηχανίας.

1.3.   Εφαρμογή

Οι απαιτήσεις του παρόντος κώδικα μπορούν να εφαρμόζονται σε όλα τα πλοία.

1.4.   Λειτουργικές απαιτήσεις για ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (SMS)

Κάθε εταιρεία θα πρέπει να αναπτύσσει, να εφαρμόζει και να συντηρεί ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας το οποίο να περιλαμβάνει τις ακόλουθες λειτουργικές απαιτήσεις:

1.4.1.

πολιτική σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος,

1.4.2.

οδηγίες και διαδικασίες για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας των πλοίων και της προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη σχετική διεθνή νομοθεσία και τη νομοθεσία του κράτους της σημαίας,

1.4.3.

καθορισμένα επίπεδα αρμοδιοτήτων και τρόπους επικοινωνίας του προσωπικού της ξηράς, του προσωπικού του πλοίου και μεταξύ τους,

1.4.4.

διαδικασίες αναφοράς ατυχημάτων και μη συμμορφώσεων με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα,

1.4.5.

διαδικασίες προετοιμασίας και αντίδρασης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και

1.4.6.

διαδικασίες εσωτερικών ελέγχων και επανεξέτασης της διαχείρισης.

2.   ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

2.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει μια πολιτική ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος η οποία να περιγράφει τον τρόπο επίτευξης των στόχων που τίθενται στην σημείο 1.2.

2.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η πολιτική της εφαρμόζεται και διατηρείται σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης, τόσο στην ξηρά, όσο και στο πλοίο.

3.   ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

3.1.

Εάν ο υπεύθυνος για τη λειτουργία του πλοίου είναι άλλος από τον πλοιοκτήτη, ο πλοιοκτήτης πρέπει να αναφέρει το πλήρες όνομα και τα λεπτομερή στοιχεία του υπευθύνου αυτού στη διοίκηση.

3.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθορίζει και να τεκμηριώνει την ευθύνη, την αρμοδιότητα και τις σχέσεις μεταξύ όλου του προσωπικού που διαχειρίζεται, εκτελεί και ελέγχει εργασίες που σχετίζονται και επηρεάζουν την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

3.3.

Η εταιρεία είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει ότι παρέχονται επαρκείς πόροι και υποστήριξη στην ξηρά, ώστε το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή πρόσωπα να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους.

4.   ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Ή ΠΡΟΣΩΠΑ

Για τη διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας κάθε πλοίου και για τη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ της εταιρείας και του προσωπικού του πλοίου, κάθε εταιρεία, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να ορίσει πρόσωπο ή πρόσωπα στην ξηρά που να έχουν απ' ευθείας πρόσβαση στο υψηλότερο επίπεδο της διαχείρισης. Η ευθύνη και η αρμοδιότητα του εξουσιοδοτημένου προσώπου ή προσώπων θα πρέπει να περιλαμβάνουν την παρακολούθηση των πτυχών λειτουργίας κάθε πλοίου που αφορούν την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης και να διασφαλίζουν ότι παρέχονται επαρκείς πόροι και υποστήριξη στην ξηρά, όπως απαιτείται.

5.   ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ

5.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθορίζει σαφώς και να τεκμηριώνει την ευθύνη του πλοιάρχου όσον αφορά:

5.1.1.

την εφαρμογή της πολιτικής της εταιρείας σε θέματα ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος,

5.1.2.

την παρακίνηση του πληρώματος για τήρηση της εν λόγω πολιτικής,

5.1.3.

την έκδοση των καταλλήλων διαταγών και οδηγιών με σαφή και απλό τρόπο,

5.1.4.

τον έλεγχο της τήρησης των συγκεκριμένων απαιτήσεων και

5.1.5.

την αναθεώρηση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας (SMS) και την αναφορά των ελλείψεών του στη διαχείριση της εταιρείας στην ξηρά.

5.2.

Η εταιρεία πρέπει να διασφαλίζει ότι το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας που λειτουργεί στο πλοίο περιέχει σαφή δήλωση με την οποία επισημαίνεται η αρμοδιότητα του πλοιάρχου. Η εταιρεία πρέπει να καθορίζει στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας ότι ο πλοίαρχος έχει την υπερισχύουσα αρμοδιότητα και ευθύνη στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης, καθώς στην αναζήτηση της συνδρομής της εταιρείας, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

6.   ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

6.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο πλοίαρχος:

6.1.1.

διαθέτει κατάλληλα προσόντα για άσκηση διοίκησης,

6.1.2.

έχει πλήρη γνώση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας (SMS), και

6.1.3.

έχει την απαραίτητη υποστήριξη ούτως ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα πλοιάρχου με ασφάλεια.

6.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι κάθε πλοίο είναι επανδρωμένο με ναυτικούς που έχουν τα κατάλληλα προσόντα, τα απαραίτητα πιστοποιητικά και είναι υγιείς, σύμφωνα με τις διεθνείς και εθνικές απαιτήσεις.

6.3.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι το νέο προσωπικό και το προσωπικό που αναλαμβάνει νέα καθήκοντα, τα οποία σχετίζονται με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος, έχει την απαραίτητη εξοικείωση με τα καθήκοντά του.

Οι οδηγίες, που είναι απαραίτητο να παρέχονται πριν τον απόπλου του πλοίου, θα πρέπει να έχουν καθορισθεί, τεκμηριωθεί και παραδοθεί γραπτώς.

6.4.

Η εταιρεία πρέπει να διασφαλίζει ότι όλο το προσωπικό που εμπλέκεται στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας έχει επαρκή κατανόηση των σχετικών κανόνων, κανονισμών, κωδίκων και οδηγιών.

6.5.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει και να διατηρεί διαδικασίες για τον προσδιορισμό της τυχόν κατάρτισης που απαιτείται για την υποστήριξη του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και να διασφαλίζει ότι η κατάρτιση αυτή παρέχεται σε όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό.

6.6.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες με τις οποίες το προσωπικό του πλοίου λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας στη γλώσσα εργασίας, ή σε γλώσσες που μπορεί να καταλάβει.

6.7.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το προσωπικό του πλοίου μπορεί να επικοινωνεί ικανοποιητικά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του που σχετίζονται με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

7.   ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΣΧΕΔΙΩΝ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες για την εκπόνηση σχεδίων και οδηγιών, συμπεριλαμβανομένων καταλόγων ελέγχου εάν κρίνεται σκόπιμο, για τις κύριες εργασίες στο πλοίο που αφορούν την ασφάλεια του πλοίου και την πρόληψη της ρύπανσης. Τα διάφορα σχετικά καθήκοντα θα πρέπει να καθορίζονται και να ανατίθενται σε εξειδικευμένο προσωπικό.

8.   ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

8.1.

Η εταιρεία πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες για να αναγνωρίζει, να περιγράφει και να ανταποκρίνεται σε πιθανές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στο πλοίο.

8.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει προγράμματα γυμνασίων και ασκήσεων που προετοιμάζουν για την ανάληψη δράσης για αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

8.3.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να προβλέπει μέτρα τα οποία διασφαλίζουν ότι η οργάνωση της εταιρείας μπορεί να ανταποκριθεί ανά πάσα στιγμή σε κινδύνους, ατυχήματα και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που μπορούν να προκύψουν στα πλοία της.

9.   ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ, ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

9.1.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, τα ατυχήματα και οι επικίνδυνες καταστάσεις αναφέρονται στην εταιρεία, διερευνώνται και αναλύονται με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας και την πρόληψη της ρύπανσης.

9.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες για την εφαρμογή επανορθωτικών ενεργειών.

10.   ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ

10.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι το πλοίο συντηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανόνων και κανονισμών και με τις τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις που μπορεί να καθιερώνει η εταιρεία.

10.2.

Για την εκπλήρωση των εν λόγω απαιτήσεων, η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι:

10.2.1.

διενεργούνται επιθεωρήσεις σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα,

10.2.2.

αναφέρεται οιαδήποτε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιθανή της αιτία, αν είναι γνωστή,

10.2.3.

αναλαμβάνονται οι ενδεδειγμένες επανορθωτικές ενέργειες, και

10.2.4.

τηρούνται αρχεία των ανωτέρω δραστηριοτήτων.

10.3.

Η εταιρεία πρέπει να καθιερώνει διαδικασίες στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας για τον προσδιορισμό του εξοπλισμού και των τεχνικών συστημάτων των οποίων η αιφνίδια βλάβη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επικίνδυνες καταστάσεις. Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να ορίζει συγκεκριμένα μέτρα που να στοχεύουν στη βελτίωση της αξιοπιστίας του εν λόγω εξοπλισμού ή συστημάτων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τακτικό έλεγχο των εφεδρικών διατάξεων και εξοπλισμού ή των τεχνικών συστημάτων που δεν είναι υπό συνεχή χρήση.

10.4.

Οι επιθεωρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 10.2, καθώς και τα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 10.3 θα πρέπει να ενσωματώνονται στη διαδικασία της λειτουργικής συντήρησης/καθημερινότητας του πλοίου.

11.   ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

11.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να καθιερώνει και να διατηρεί διαδικασίες ελέγχου όλων των εγγράφων και στοιχείων που σχετίζονται με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

11.2.

Η εταιρεία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι:

11.2.1.

τα ισχύοντα έγγραφα είναι διαθέσιμα σε όλες τις προβλεπόμενες θέσεις,

11.2.2.

οι αλλαγές επί των εγγράφων εξετάζονται και εγκρίνονται από εξουσιοδοτημένο προσωπικό, και

11.2.3.

τα μη ισχύοντα έγγραφα αποσύρονται αμέσως.

11.3.

Τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν και να εφαρμόσουν το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας μπορούν να αναφέρονται ως «εγχειρίδιο διαχείρισης της ασφάλειας». Η τεκμηρίωση θα πρέπει να τηρείται σε μορφή την οποία η εταιρεία θεωρεί ως την πλέον αποτελεσματική. Κάθε πλοίο θα πρέπει να είναι εφοδιασμένο με όλα τα αναφερόμενα σε αυτό έγγραφα.

12.   ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ

12.1.

Η εταιρεία θα πρέπει να διενεργεί εσωτερικούς ελέγχους ασφαλείας για να διαπιστώνει αν οι δραστηριότητες σχετικά με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης συμμορφώνονται με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.

12.2.

Η εταιρεία πρέπει να αξιολογεί τακτικά την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και, όταν απαιτείται, να το αναθεωρεί, σύμφωνα με διαδικασίες που καθιερώνει η ίδια.

12.3.

Οι έλεγχοι και οι πιθανές επανορθωτικές ενέργειες θα πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με τεκμηριωμένες διαδικασίες.

12.4.

Το προσωπικό που διενεργεί ελέγχους θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο έναντι των τομέων που ελέγχονται, εκτός αν αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατόν λόγω του μεγέθους και του χαρακτήρα της εταιρείας.

12.5.

Τα αποτελέσματα των ελέγχων και αναθεωρήσεων θα πρέπει να τίθενται υπόψη όλου του προσωπικού που έχει την ευθύνη του συγκεκριμένου τομέα.

12.6.

Το διευθυντικό προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τον σχετικό τομέα θα πρέπει να αναλαμβάνει εγκαίρως επανορθωτικές ενέργειες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν.

ΜΕΡΟΣ B —   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

13.   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

13.1.

Το πλοίο θα πρέπει να χρησιμοποιείται από εταιρεία στην οποία έχει εκδοθεί έγγραφο συμμόρφωσης ή προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην σημείο 14.1, για το πλοίο αυτό.

13.2.

Το έγγραφο συμμόρφωσης θα πρέπει να εκδίδεται από τη διοίκηση, από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από την διοίκηση ή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση στη σύμβαση σε οποιαδήποτε εταιρεία η οποία συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα, για χρονική περίοδο που προσδιορίζεται από τη διοίκηση και η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την πενταετία. Το έγγραφο αυτό θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως τεκμήριο ότι η εταιρεία είναι σε θέση να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα.

13.3.

Το έγγραφο συμμόρφωσης ισχύει μόνον για τους τύπους πλοίων που αναφέρονται ρητά στο έγγραφο. Η μνεία αυτή θα πρέπει να βασίζεται στους τύπους πλοίων στους οποίους έχει βασιστεί η αρχική εξακρίβωση. Άλλοι τύποι πλοίων επιτρέπεται να προστίθενται μόνον έπειτα από έλεγχο της ικανότητας της εταιρείας να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα, οι οποίες ισχύουν για αυτούς τους τύπους πλοίων. Εν προκειμένω, οι τύποι πλοίων είναι εκείνοι που αναφέρονται στον κανονισμό IX/1 της σύμβασης.

13.4.

Η ισχύς του εγγράφου συμμόρφωσης υπόκειται σε ετήσια εξακρίβωση από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, κατόπιν σχετικού αιτήματος της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση, εντός τριών μηνών πριν ή μετά από την επετειακή ημερομηνία.

13.5.   Το έγγραφο συμμόρφωσης θα πρέπει να ανακαλείται από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημά της, από την αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση η οποία εξέδωσε το έγγραφο, εάν δεν έχει ζητηθεί η διενέργεια της ετήσιας εξακρίβωσης η οποία απαιτείται σύμφωνα με την σημείο 13.4 ή εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία σοβαρών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τις ρυθμίσεις του παρόντος κώδικα.

13.5.1.

Όλα τα συναφή πιστοποιητικά διαχείρισης ασφάλειας ή/και προσωρινά πιστοποιητικά διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει επίσης να ανακαλούνται σε περίπτωση ανάκλησης του εγγράφου συμμόρφωσης.

13.6.

Αντίγραφο του εγγράφου συμμόρφωσης θα πρέπει να τοποθετείται στο πλοίο, ούτως ώστε ο πλοίαρχος του πλοίου, εάν αυτό του ζητηθεί, να είναι σε θέση να το προσκομίσει για τη διενέργεια εξακρίβωσης από τη διοίκηση ή από τον οργανισμό ο οποίος αναγνωρίζεται από τη διοίκηση ή για τους σκοπούς διεξαγωγής του ελέγχου που αναφέρεται στον κανονισμό IX/6.2 της σύμβασης. Δεν απαιτείται η βεβαίωση της γνησιότητας ή η πιστοποίηση του αντίγραφου του εγγράφου.

13.7.

Το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται για ένα πλοίο για χρονικό διάστημα το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την πενταετία από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, έπειτα από σχετικό αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση. Το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται έπειτα από την εξακρίβωση ότι η εταιρεία και τα διαχειριστικά της όργανα στο πλοίο λειτουργούν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του εγκεκριμένου συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας. Το πιστοποιητικό αυτό θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως απόδειξη ότι το πλοίο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα.

13.8.

Η ισχύς του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να υπόκειται τουλάχιστον σε ενδιάμεση εξακρίβωση από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση. Εάν προβλέπεται η διενέργεια μόνο ενδιάμεσης εξακρίβωσης και η περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας είναι πενταετής, η εξακρίβωση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης επετειακής ημερομηνίας του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας.

13.9.

Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 13.5.1, η ισχύς του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να ανακαλείται από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από την αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση η οποία το εξέδωσε, σε περίπτωση που δεν έχει ζητηθεί η διενέργεια της ενδιάμεσης εξακρίβωσης η οποία απαιτείται σύμφωνα με την σημείο 13.8 ή εάν υπάρχουν αποδείξεις σοβαρών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα.

13.10.

Ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις των παραγράφων 13.2 και 13.7, όταν η εξακρίβωση για την ανανέωση της ισχύος ολοκληρώνεται εντός τριών μηνών πριν από την ημερομηνία εκπνοής ισχύος του υφιστάμενου εγγράφου συμμόρφωσης ή του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας, η ισχύς του νέου εγγράφου συμμόρφωσης ή του νέου πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκτείνεται από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξακρίβωσης για την ανανέωση της ισχύος για χρονικό διάστημα όχι ανώτερο της πενταετίας από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του υφιστάμενου εγγράφου συμμόρφωσης ή του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας.

13.11.

Όταν η εξακρίβωση ανανέωσης της ισχύος ολοκληρώνεται σε χρονικό διάστημα ανώτερο των τριών μηνών πριν από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του υφιστάμενου εγγράφου συμμόρφωσης ή του πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας, η ισχύς του νέου εγγράφου συμμόρφωσης ή του νέου πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκτείνεται από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξακρίβωσης για την ανανέωση της ισχύος επί χρονικό διάστημα όχι ανώτερο της πενταετίας από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξακρίβωσης για την ανανέωσης της ισχύος.

14.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

14.1.

Επιτρέπεται η έκδοση προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης για τη διευκόλυνση της αρχικής εφαρμογής του παρόντος κώδικα, όταν:

1.

η εταιρεία είναι νεοσυσταθείσα, ή

2.

προβλέπεται προσθήκη νέων πλοίων στο υφιστάμενο έγγραφο συμμόρφωσης, έπειτα από την εξακρίβωση ότι η εταιρεία διαθέτει σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας που πληροί τους στόχους της παραγράφου 1.2.3 του παρόντος κώδικα, υπό την προϋπόθεση ότι η εταιρεία προσκομίζει προγράμματα εφαρμογής του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας τα οποία πληρούν όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κώδικα εντός της περιόδου ισχύος του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης. Το εν λόγω προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης εκδίδεται για χρονικό διάστημα όχι ανώτερο των δώδεκα μηνών από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση. Αντίγραφο του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης θα πρέπει να τοποθετείται στο πλοίο, ούτως ώστε ο πλοίαρχος του πλοίου, εάν αυτό του ζητηθεί, να είναι σε θέση να το προσκομίσει για τους σκοπούς της διενέργειας των εξακριβώσεων από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος αναγνωρίζεται από τη διοίκηση ή για τους σκοπούς διεξαγωγής του ελέγχου που αναφέρεται στον κανονισμό IX/6.2 της σύμβασης. Δεν απαιτείται η βεβαίωση της γνησιότητας ή η πιστοποίηση του αντίγραφου του εγγράφου.

14.2.

Προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης μπορεί να εκδίδεται:

1.

στα νέα πλοία τη στιγμή της παράδοσής τους,

2.

όταν η εταιρεία αναλαμβάνει την ευθύνη να θέσει σε λειτουργία ένα πλοίο το οποίο είναι νεότευκτο για την εταιρεία, ή

3.

όταν ένα πλοίο αλλάζει σημαία.

Το εν λόγω προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να εκδίδεται για χρονικό διάστημα όχι ανώτερο των έξι μηνών από τη διοίκηση ή από οργανισμό ο οποίος αναγνωρίζεται από τη διοίκηση ή, έπειτα από αίτημα της διοίκησης, από άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση.

14.3.

Η διοίκηση ή έπειτα από αίτημα της διοίκησης, άλλη αντισυμβαλλόμενη κυβέρνηση επιτρέπεται, σε ειδικές περιπτώσεις, να παρατείνει την διάρκεια ισχύος του προσωρινού πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος.

14.4.

Η έκδοση του προσωρινού πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας επιτρέπεται έπειτα από εξακρίβωση ότι:

1.

το έγγραφο συμμόρφωσης ή το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης αφορά το συγκεκριμένο πλοίο,

2.

το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας το οποίο προβλέπεται από την εταιρεία για το συγκεκριμένο πλοίο συμπεριλαμβάνει βασικά στοιχεία του παρόντος κώδικα και έχει αξιολογηθεί κατά τους ελέγχους για την έκδοση του εγγράφου συμμόρφωσης ή εάν έχει επιδειχθεί για την έκδοση του προσωρινού εγγράφου συμμόρφωσης,

3.

η εταιρεία έχει προγραμματίσει τον έλεγχο του πλοίου εντός τριών μηνών,

4.

ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί είναι εξοικειωμένοι με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας και τις προγραμματιζόμενες διευθετήσεις για την εφαρμογή του,

5.

οι οδηγίες οι οποίες προσδιορίζεται ότι έχουν βασική σημασία έχουν δοθεί πριν από τον απόπλου, και

6.

οι συναφείς πληροφορίες για το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας χορηγούνται σε γλώσσα ή γλώσσες εργασίας που είναι κατανοητές από το προσωπικό του πλοίου.

15.   ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ

15.1.

Όλες οι εξακριβώσεις, η διενέργεια των οποίων απαιτείται βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος κώδικα, θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με διαδικασίες που είναι αποδεκτές από τη διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών που καταρτίζονται από τον Οργανισμό (1).

16.   ΕΝΤΥΠΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ

16.1.

Το έγγραφο συμμόρφωσης, το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης και το προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας πρέπει να συντάσσονται σύμφωνα με τα υποδείγματα του προσαρτήματος του παρόντος κώδικα. Εάν η χρησιμοποιούμενη γλώσσα δεν είναι ούτε τα αγγλικά, αλλά ούτε τα γαλλικά, πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο κείμενο η μετάφραση προς μία από τις γλώσσες αυτές.

16.2.

Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 13.3, επιτρέπεται η οπισθογράφηση για τους τύπους πλοίων, οι οποίοι αναφέρονται στο έγγραφο συμμόρφωσης και στο προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, ούτως ώστε να αντικατοπτρίζονται οι τυχόν περιορισμοί οι οποίοι επιβάλλονται στη λειτουργία των πλοίων, οι οποίοι περιγράφονται στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας.


(1)  Παραπομπή στις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις διοικήσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από τον Οργανισμό με το ψήφισμα A. 913(22).

Προσάρτημα

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (ISM)

ΜΕΡΟΣ Α   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ Β   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΥΠΑ

2.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

3.

ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

4.

ΠΡΟΤΥΠΑ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

5.

ΕΝΤΥΠΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΜΕΡΟΣ Α —   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.1.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σχετικά με τις εξακριβώσεις και την πιστοποίηση που απαιτούνται από τον κώδικα ISM για τα επιβατηγά πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα που θεσπίζονται στο μέρος Β του παρόντος κεφαλαίου.

1.2.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις διατάξεις των αναθεωρημένων κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις διοικήσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από τον ΔΝΟ με το ψήφισμα A.913 (22), της 29ης Νοεμβρίου 2001, στο μέτρο που αυτές δεν καλύπτονται από το μέρος Β του παρόντος τίτλου.

ΜΕΡΟΣ Β —   ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΥΠΑ

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

2.1.

Η διαδικασία πιστοποίησης που σχετίζεται με την έκδοση εγγράφου συμμόρφωσης για μια εταιρεία και πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας για κάθε πλοίο διενεργείται λαμβάνοντας υπόψη τις κατωτέρω διατάξεις.

2.2.

Η διαδικασία πιστοποίησης κανονικά περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

1.

αρχική εξακρίβωση,

2.

ετήσια ή ενδιάμεση εξακρίβωση,

3.

εξακρίβωση για ανανέωση και

4.

πρόσθετη εξακρίβωση.

Οι εξακριβώσεις αυτές πραγματοποιούνται κατ' αίτηση της εταιρείας προς την διοίκηση ή τον αναγνωρισμένο οργανισμό όταν αυτός ενεργεί εξ ονόματος της διοίκησης.

2.3.

Οι εξακριβώσεις περιλαμβάνουν έλεγχο της διαχείρισης της ασφάλειας.

2.4.

Για τη διεξαγωγή του ελέγχου ορίζεται ένας επικεφαλής ελεγκτής και, εφόσον χρειάζεται, μία ομάδα ελέγχου.

2.5.

Ο διορισμένος επικεφαλής ελεγκτής έρχεται σε επαφή με την εταιρεία και καταρτίζει πρόγραμμα ελέγχου.

2.6.

συντάσσεται έκθεση ελέγχου υπό την καθοδήγηση του επικεφαλής ελεγκτή ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια και την πληρότητά της.

2.7.

Η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει το πρόγραμμα ελέγχου, καθορισμό των μελών της ομάδας ελέγχου, ημερομηνίες και στοιχεία της εταιρείας, αντίγραφα των παρατηρήσεων και των εγγράφων μη συμμόρφωσης και παρατηρήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας όσον αφορά την εκπλήρωση των συγκεκριμένων στόχων.

3.   ΠΡΟΤΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

3.1.

Οι ελεγκτές ή η ομάδα ελέγχου που διευθύνει την εξακρίβωση συμμόρφωσης προς τον κώδικα ISM έχει αρμοδιότητες για:

1.

την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τους κανόνες και κανονισμούς στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η πιστοποίηση των ναυτικών, για κάθε τύπο πλοίου που χρησιμοποιεί η εταιρεία,

2.

τις δραστηριότητες έγκρισης, επιθεώρησης και πιστοποίησης που σχετίζονται με τα ναυτιλιακά πιστοποιητικά,

3.

τη συγγραφή υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, όπως επιβάλλει ο κώδικας ISM, και

4.

την πρακτική πείρα στη λειτουργία πλοίων.

3.2.

Κατά την διενέργεια της εξακρίβωσης συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του κώδικα ISM, εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του προσωπικού που παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες έναντι όσων συμμετέχουν στη διαδικασία πιστοποίησης.

4.   ΠΡΟΤΥΠΑ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

4.1.   Βασική επάρκεια για τη διενέργεια εξακρίβωσης

4.1.1.

Το προσωπικό που συμμετέχει στην εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM πληροί τα στοιχειώδη κριτήρια για τους επιθεωρητές, όπως ορίζει το τμήμα 2 του παραρτήματος VII της οδηγίας 95/21/ΕΚ.

4.1.2.

Το εν λόγω προσωπικό πρέπει να έχει εκπαιδευτεί προκειμένου να αποκτήσει την κατάλληλη επάρκεια και δεξιότητες για τη διενέργεια της εξακρίβωσης συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM, ιδίως όσον αφορά:

α)

τη γνώση και την κατανόηση του κώδικα ISM·

β)

τους υποχρεωτικούς κανόνες και κανονισμούς·

γ)

τη συγγραφή υποχρεώσεων που, σύμφωνα με τον κώδικα ISM, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι εταιρείες·

δ)

την εκτίμηση τεχνικών εξέτασης, ανάκρισης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων·

ε)

τις τεχνικές ή επιχειρησιακές πτυχές της διαχείρισης της ασφάλειας·

στ)

τις βασικές γνώσεις περί ναυτιλίας και εργασιών επί του πλοίου· και

ζ)

τη συμμετοχή σε έναν τουλάχιστον έλεγχο συστήματος διαχείρισης στη ναυτιλία.

4.2.   Επάρκεια για την αρχική εξακρίβωση και την επαναληπτική εξακρίβωση

4.2.1.

Για να εκτιμηθεί πλήρως κατά πόσον η εταιρεία ή κάθε τύπος πλοίου συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κώδικα ISM, εκτός από τη βασική επάρκεια που αναφέρεται ανωτέρω, το προσωπικό που προορίζεται για να διενεργεί τις αρχικές εξακριβώσεις ή τις επαναληπτικές εξακριβώσεις όσον αφορά ένα έγγραφο συμμόρφωσης και ένα πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, πρέπει να διαθέτει επάρκεια για:

α)

να προσδιορίζει κατά πόσον τα στοιχεία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας είναι σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του κώδικα ISM·

β)

να καθορίζει την αποτελεσματικότητα των SMS που διαθέτει η εταιρεία ή ο εκάστοτε τύπος πλοίου, για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τους κανονισμούς, όπως αποδεικνύεται από τα αρχεία που απαιτούνται βάσει του νόμου και τα αρχεία της επιθεώρησης κατάταξης·

γ)

να εκτιμά την αποτελεσματικότητα των SMS ως προς την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους υπόλοιπους κανόνες και κανονισμούς που δεν καλύπτονται από τις επιθεωρήσεις που προβλέπονται από το νόμο και τις επιθεωρήσεις κατάταξης και ως προς το αν επιτρέπουν την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες και κανονισμούς αυτούς· και

δ)

να εκτιμά κατά πόσον έχουν ληφθεί υπόψη οι πρακτικές όσον αφορά την ασφάλεια τις οποίες συνιστά ο ΔΝΟ, οι διοικήσεις, οι νηογνώμονες και οι οργανισμοί του ναυτιλιακού τομέα.

4.2.2.

Η εν λόγω επάρκεια μπορεί να επιτυγχάνεται από ομάδες, οι οποίες από κοινού διαθέτουν τη συνολικά απαιτούμενη επάρκεια.

5.   ΕΝΤΥΠΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Όταν τα πλοία εκτελούν δρομολόγια μόνον σε ένα κράτος μέλος, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν είτε τα έντυπα τα οποία προσαρτώνται στον κώδικα ISM είτε το έγγραφο συμμόρφωσης, το πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, το προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης και το προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας, τα οποία συντάσσονται σύμφωνα με τη μορφή που παρουσιάζεται κατωτέρω.

Σε περίπτωση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 7 παράγραφος 2 το εκδιδόμενο πιστοποιητικό διαφέρει από το προαναφερθέν, επισημαίνει σαφώς ότι έχει χορηγηθεί παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, το άρθρο 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και περιλαμβάνει τους εκάστοτε λειτουργικούς περιορισμούς.

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 της ΣΕΚ), το Συμβούλιο κατέληξε στις 9 Δεκεμβρίου 2004 σε πολιτική συμφωνία επί του σχεδίου κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (κώδικα ISM) στην Κοινότητα (1). Έπειτα από την οριστική διατύπωση του κειμένου από τους γλωσσομαθείς νομικούς, το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή θέση του στις 18 Ιουλίου 2005.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησε σε πρώτη ανάγνωση στις 10 Μαρτίου 2004 να εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής χωρίς τροπολογίες (2). Στον καθορισμό της θέσης του, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3)  (4).

Σκοπός του κανονισμού είναι να αντικαταστήσει και να επεκτείνει τον κανονισμό 3051/95 του Συμβουλίου προκειμένου να ενισχύσει τη διαχείριση της ασφάλειας, την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης. Οι διατάξεις του κώδικα ISM θα ισχύουν για όλα τα πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους και εκτελούν διεθνή και εσωτερικά δρομολόγια και για όλα τα πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης SOLAS και εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια ή κινούνται από ή προς λιμένες κρατών μελών σε τακτική γραμμή.

ΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΔΝΟ) υιοθέτησε το 1993 τον διεθνή κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, τον αποκαλούμενο «κώδικα ISM», ως μέρος της διεθνούς σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), προκειμένου να ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας ευρείας αντίληψης για την ασφάλεια καθώς και περιβαλλοντικής συνείδησης στα πληρώματα και τις ναυτιλιακές εταιρείες. Παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση και λειτουργία των πλοίων από τις εταιρείες τους.

Έπειτα από το τραγικό ατύχημα του Estonia, η Κοινότητα προκατέλαβε την εφαρμογή του κώδικα ISM υιοθετώντας τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3051/95 για τα οχηματαγωγά πλοία Ro-Ro που εκτελούν διεθνή και εσωτερικά δρομολόγια στην Κοινότητα.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει την αρχή που διέπει την πρόταση της Επιτροπής του Δεκεμβρίου 2003 για την αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 από νέο κείμενο που θα υποχρεώνει όλες τις εταιρείες και τα πλοία που εμπίπτουν στο κεφάλαιο ΙΧ της σύμβασης SOLAS να εφαρμόζουν τον κώδικα ISM, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι ο κώδικας κατέστη υποχρεωτικός σε διεθνές επίπεδο το 2002. Συμμερίζεται την άποψη ότι ο νέος κανονισμός θα διευκολύνει την ορθή, αυστηρή και εναρμονισμένη εφαρμογή του κώδικα σε όλα τα κράτη μέλη.

Προκειμένου να ενσωματώσει κατάλληλα τις διεθνείς διατάξεις, το Συμβούλιο έκρινε απαραίτητο να προχωρήσει πέραν της πρότασης της Επιτροπής σύμφωνα με τα παρακάτω.

Το Συμβούλιο συμφωνεί ότι, ως ένα περαιτέρω λογικό βήμα, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει και τα πλοία, που φέρουν σημαία κράτους μέλους, σε διεθνή δρομολόγια και τα πλοία, ανεξαρτήτως σημαίας, που εκτελούν εσωτερικά δρομολόγια ή κινούνται από ή προς λιμένες κρατών μελών σε τακτική γραμμή. Για λόγους αναλογικότητας, τα επιβατηγά πλοία, πλην των οχηματαγωγών (Ro-Ro), που κινούνται σε απόσταση μικρότερη των 5 μιλίων από την ακτή αλλά και σύμφωνα με τον κώδικα ISM, τα φορτηγά και οι κινητές μονάδες γεώτρησης ανοικτής θαλάσσης ολικής χωρητικότητας μικρότερης των 500 τόνων εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής.

Για λόγους σαφήνειας και ακρίβειας, οι ορισμοί έχουν συμπληρωθεί και, όπου χρειάστηκε, ευθυγραμμιστεί με υφιστάμενα διεθνή μέσα, λαμβάνοντας υπόψη τα ταχύπλοα σκάφη, επιβατηγά υποβρύχια, οχηματαγωγά Ro-Ro και κινητές μονάδες γεώτρησης ανοικτής θαλάσσης καθώς και τις ιδιαιτερότητες της μέτρησης σε ολική χωρητικότητα.

Το Συμβούλιο πιστεύει ότι η κοινοτική νομοθεσία που εφαρμόζει διεθνή νομικά μέσα πρέπει να ευθυγραμμίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο με τα μέσα αυτά. Έτσι, οι διατάξεις για την ισχύ των εγγράφων που εκδίδονται για τα πλοία και τις εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται (έγγραφο συμμόρφωσης, προσωρινό έγγραφο συμμόρφωσης, πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας και προσωρινό πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας) αντιστοιχούν σε εκείνα του κώδικα ISM, με ισχύ μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης.

Στη λογική της συμμόρφωσης προς τον κώδικα ISM, τα εν λόγω έγγραφα θα γίνονται δεκτά από τα κράτη μέλη εφόσον εκδίδονται από αρχή άλλου κράτους μέλους ή εξ ονόματος της αρχής αυτής από αναγνωρισμένο οργανισμό δυνάμει της οδηγίας 94/57/ΕΚ, ή εκδίδονται από αρχή τρίτης χώρας ή εξ ονόματος της αρχής αυτής. Στην τελευταία περίπτωση, τα κράτη μέλη θα ελέγχουν, με οιαδήποτε κατάλληλα μέτρα, τη συμμόρφωση των εγγράφων προς τον κώδικα ISM, όσον αφορά τα πλοία που εκτελούν τακτικά δρομολόγια.

Το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού στα εσωτερικά δρομολόγια προκύπτει η ανάγκη συνεκτίμησης των διαφορετικών καταστάσεων που ενδεχομένως υπάρχουν στα κράτη μέλη. Συνεπώς, ο κανονισμός προβλέπει παρεκκλίσεις στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος κρίνει ότι είναι πρακτικά δύσκολο για τις εταιρείες να συμμορφωθούν προς συγκεκριμένες παραγράφους του κώδικα ISM όσον αφορά ορισμένα πλοία ή κατηγορίες πλοίων που εκτελούν αποκλειστικά εσωτερικά δρομολόγια στο εν λόγω κράτος μέλος. Σύμφωνα με τη διαδικασία παρέκκλισης, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιβάλλει μέτρα που διασφαλίζουν ισοδύναμη επίτευξη των στόχων του κώδικα, κοινοποιεί στην Επιτροπή την παρέκκλιση και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει και δημοσιοποιεί τα ληφθέντα μέτρα. Συνεπώς, σε περίπτωση παρέκκλισης, τα πιστοποιητικά που εκδίδονται για το πλοίο και την εταιρεία θα διαφέρουν από τα υποδείγματα των παραρτημάτων Ι και ΙΙ του κανονισμού και θα αναφέρουν σαφώς ότι εφαρμόζεται παρέκκλιση δυνάμει του κανονισμού επισημαίνοντας τους εφαρμοστέους λειτουργικούς περιορισμούς.

Τέλος, η κοινή θέση ενσωματώνει αριθμό τεχνικών, κυρίως, τροποποιήσεων που κρίθηκαν σκόπιμες για την ευθυγράμμιση του νέου κειμένου με την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία.


(1)  Η Επιτροπή υπέβαλε την πρότασή της στις 11 Δεκεμβρίου 2003.

(2)  ΕΕ C 102 Ε της 28.4.2004, σ. 565.

(3)  ΕΕ C 302 της 7.12.2004, σ. 20.

(4)  Η Επιτροπή των Περιφερειών δεν γνωμοδότησε.