|
ISSN 1725-2415 |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 167 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
48ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
I Ανακοινώσεις |
|
|
|
Ελεγκτικό Συνέδριο |
|
|
2005/C 167/1 |
||
|
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Ελεγκτικό Συνέδριο
|
7.7.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 167/1 |
ΓΝΩΜΟΔΌΤΗΣΗ αριθ. 4/2005
σχετικά με πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και με πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής της διόρθωσης των ανισορροπιών του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της απόφασης του Συμβουλίου της (…) για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(δυνάμει του άρθρου 248 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 279 παράγραφος 2 EΚ)
(2005/C 167/01)
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 248 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 279 παράγραφος 2,
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 160γ παράγραφος 4 και το άρθρο 183,
την απόφαση του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), και ιδίως το άρθρο 9,
τον κανονισμό του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2),
το αίτημα που υποβλήθηκε από το Συμβούλιο στις 22 Οκτωβρίου 2004 για έκδοση γνωμοδότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις προτάσεις απόφασης του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής της διόρθωσης των ανισορροπιών του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της απόφασης του Συμβουλίου της (…) για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φονταινεμπλώ της 25ης και 26ης Ιουνίου 1984 (4), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η πολιτική των δαπανών συνιστά, τελικά, το ουσιαστικό μέσο επίλυσης του θέματος των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού· ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι για οποιοδήποτε κράτος μέλος, που επιβαρύνεται υπερβολικά από δημοσιονομική άποψη σε σχέση με τη σχετική του ευημερία, μπορεί, σε εύθετο χρόνο, να γίνεται διόρθωση.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Βερολίνου της 24ης και 25ης Μαρτίου 1999, προβλέπεται (5), μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να είναι δίκαιο, διαφανές, αποδοτικό σε σχέση με το κόστος και απλό, και να βασίζεται σε κριτήρια που να εκφράζουν όσο το δυνατόν καλύτερα την ικανότητα συνεισφοράς κάθε κράτους μέλους,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|
1. |
Οι προτάσεις της Επιτροπής αποτελούν τμήμα μιας προσέγγισης σε δύο φάσεις (6) για τη μεταρρύθμιση της διάρθρωσης των υφιστάμενων ιδίων πόρων: η πρώτη φάση περιλαμβάνει την αντικατάσταση της διόρθωσης που παραχωρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο από γενικευμένο μηχανισμό για τη διόρθωση των υπερβολικών δημοσιονομικών ανισορροπιών, με παράλληλη διατήρηση όλων των λοιπών συστατικών στοιχείων του ισχύοντος συστήματος. Η δεύτερη φάση στοχεύει στη θέσπιση ενός πραγματικά βασιζόμενου στη φορολογία ιδίου πόρου, που θα είναι λειτουργικός από το 2014. |
|
2. |
Οι ουσιαστικές νομοθετικές προτάσεις υπό εξέταση αφορούν την πρώτη φάση. Η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο δύο χωριστά νομικά μέσα: πρόταση απόφασης όσον αφορά το σύστημα των ιδίων πόρων γενικά και πρόταση κανονισμού σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής που αφορούν τον προτεινόμενο γενικευμένο διορθωτικό μηχανισμό. Η πρώτη πρόταση πρόκειται να εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 269 της συνθήκης και θα τεθεί σε ισχύ έπειτα από την έγκρισή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές απαιτήσεις τους. Η δεύτερη πρόταση πρόκειται να εγκριθεί ομόφωνα από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 279 της συνθήκης. |
|
3. |
Επί του παρόντος, δεν έχουν υποβληθεί ουσιαστικές νομοθετικές προτάσεις όσον αφορά τη δεύτερη φάση της προτεινόμενης μεταρρύθμισης. Εντούτοις, η Επιτροπή έχει παρουσιάσει διάφορες πιθανές εναλλακτικές λύσεις (7) για έναν πραγματικά βασιζόμενο στη φορολογία ίδιο πόρο και έχει καλέσει το Συμβούλιο να συζητήσει επ’ αυτών. |
|
4. |
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης και 17ης Δεκεμβρίου 2004 ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για διατήρηση του ανωτάτου ορίου των ιδίων πόρων στο ισχύον επίπεδο του 1,24 % του ΑΕΕ της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έλαβε υπόψη την παρουσίαση έκθεσης εκ μέρους της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος των ιδίων πόρων, καθώς και την πρόταση θέσπισης γενικευμένου διορθωτικού μηχανισμού, υπό το πρίσμα των διαφόρων θέσεων που είχαν εκφραστεί έως εκείνη τη στιγμή. Κάλεσε την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συνεχίσουν την εξέταση όλων των θεμάτων που προκύπτουν σχετικά, συμπεριλαμβανόμενης της πιθανής απλοποίησης του συστήματος. |
|
5. |
Το Συνέδριο εξέτασε τα δύο νομικά μέσα που πρότεινε η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φονταινεμπλώ το 1984, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Βερολίνου το 1999 και τα αποτελέσματα του ελεγκτικού του έργου σχετικά με το ισχύον σύστημα των ιδίων πόρων. Επίσης, το Συνέδριο υπενθυμίζει την προγενέστερη κριτική που διατύπωσε σχετικά με το σύστημα· τα ζητήματα τα οποία έθιξε αντιμετωπίζονται μόνον εν μέρει στις προτάσεις της Επιτροπής. |
II. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ ΙΔΙΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ
|
6. |
Το ισχύον σύστημα ιδίων πόρων αποτελείται από:
|
|
7. |
Σε αρκετές περιπτώσεις, το Συνέδριο επέκρινε τις αδυναμίες του εν λόγω συστήματος, το οποίο είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και παρουσιάζει πολυάριθμα προβλήματα, ιδίως όσον αφορά τη διοίκηση, τη συνέπεια και την έλλειψη διαφάνειας. Τα σημαντικότερα ζητήματα που εντόπισε το Συνέδριο συνοψίζονται στα ακόλουθα σημεία. |
|
8. |
Το 2003, οι παραδοσιακοί ίδιοι πόροι ανήλθαν σε 10 857,2 εκατομμύρια ευρώ έπειτα από αφαίρεση του κατ’ αποκοπή ποσού του 25 %, το οποίο παρακρατήθηκε από τα κράτη μέλη για την κάλυψη του κόστους είσπραξης. Το Συνέδριο έχει ήδη αναφέρει στη γνωμοδότησή του αριθ. 8/99 (9) ότι το κόστος είσπραξης αποτελεί στην πραγματικότητα δαπάνη και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται, τόσο στους κοινοτικούς λογαριασμούς όσο και κατά τον υπολογισμό των καθαρών υπολοίπων. |
|
9. |
Ο περιορισμός της φορολογικής βάσης του ΦΠΑ ως ποσοστό επί τοις εκατό του ΑΕΕ έχει μειώσει τη σημασία του πόρου ΦΠΑ στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού. Ο ίδιος πόρος ΦΠΑ μειώθηκε από 35 192,5 εκατομμύρια ευρώ (40,0 %) το 2000 σε 21 260,1 εκατομμύρια ευρώ (25,4 %) το 2003. Επίσης, ο περιορισμός έδωσε έμφαση στο μακροοικονομικό χαρακτήρα του πόρου μέσω της σύνδεσής του με το ΑΕΕ. Το Συνέδριο επαναδιατυπώνει τη θέση του ότι ένας πόρος βασιζόμενος στη φορολογητέα κατανάλωση των πολιτών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν συνδέεται άμεσα με μια βάση επιβολής του φόρου (10). |
|
10. |
Επιπλέον, η φοροδιαφυγή, ιδίως οι περιπτώσεις αλυσιδωτής απάτης (11) που διευκολύνθηκαν από το ισχύον σύστημα καθώς η φορολόγηση πραγματοποιείται στη χώρα κατανάλωσης, οι δραστηριότητες της παραοικονομίας και οι κυμαινόμενοι βαθμοί αποδοτικότητας των εθνικών αρχών όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ και την πρόληψη της απάτης ενδέχεται ωστόσο να επηρεάσουν το μέγεθος της δημοσιονομικής επιβάρυνσης για τα κράτη μέλη (12). |
|
11. |
Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα των ελέγχων του Συνεδρίου (13) δημιουργούν ορισμένες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια και αξιοπιστία των καταστάσεων ΦΠΑ που καταρτίζουν τα κράτη μέλη, οι οποίες συντάσσονται έπειτα από περίπλοκους υπολογισμούς που απαιτούν σημαντικούς διοικητικούς πόρους. |
|
12. |
Ο πόρος που βασίζεται στο ΑΕΕ αυξήθηκε από 37 580,5 εκατομμύρια ευρώ (42,7 %) το 2000 σε 51 235,2 εκατομμύρια ευρώ (61,3 %) το 2003, παρέχοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το μεγαλύτερο μερίδιο των ιδίων πόρων. |
|
13. |
Το Συνέδριο διαπίστωσε (14) ότι είναι περιορισμένη η άμεση επαλήθευση από την Επιτροπή των υποκειμένων εθνικών λογαριασμών, οι οποίοι παρέχουν τα αριθμητικά στοιχεία που παρουσιάζουν τα κράτη μέλη στα ερωτηματολόγια ΑΕΕ ως βάση για τον υπολογισμό του πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αμφισημία των κανόνων που θεσπίζουν τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής στον τομέα αυτό (15). |
|
14. |
Μολονότι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φονταινεμπλώ αναφέρουν ότι οποιοδήποτε κράτος μέλος με δημοσιονομική ανισορροπία ως προς τη σχετική ευημερία του μπορεί να κάνει αίτηση διόρθωσης, η ισχύουσα απόφαση για τους ιδίους πόρους την παραχωρεί με ρητή διάταξη μόνον σε ένα κράτος μέλος. Δεν υπάρχει μηχανισμός που να παρέχει τη δυνατότητα σε άλλα κράτη μέλη να τυγχάνουν τέτοιας διόρθωσης, ούτε υπάρχει διαδικασία παρακολούθησης ώστε να ελέγχεται ότι η εν λόγω διόρθωση εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη (16). |
|
15. |
Με εξαίρεση το ζήτημα που εθίγη στο σημείο 14, καμία από τις αδυναμίες που περιγράφηκαν ανωτέρω δεν αντιμετωπίζεται στις προτάσεις της Επιτροπής. Το Συνέδριο υπογραμμίζει την ανάγκη αντιμετώπισης των εν λόγω αδυναμιών. |
III. Ο ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟΣ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
|
16. |
Η Επιτροπή προτείνει τη θέσπιση γενικευμένου διορθωτικού μηχανισμού, ο οποίος αποτελεί εξέλιξη της υπάρχουσας διόρθωσης του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των υπερβολικών δημοσιονομικών ανισορροπιών. Προτείνει να καταστεί ο εν λόγω μηχανισμός επιχειρησιακός κατά την έναρξη της επόμενης δημοσιονομικής προοπτικής. Ο μηχανισμός θα αρχίσει να λειτουργεί εάν οι καθαρές συνεισφορές υπερβούν δεδομένο κατώτατο όριο, εκφρασμένο ως ποσοστό του ΑΕΕ κάθε κράτους μέλους. Οι καθαρές θέσεις που θα υπερβαίνουν το εν λόγω κατώτατο όριο θα είναι επιλέξιμες για μερική επιστροφή και το συνολικό ποσό των διορθώσεων θα περιορίζεται. Όλα τα κράτη μέλη θα συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του συνολικού ποσού τέτοιου είδους διορθώσεων ανάλογα με τη σχετική τους ευημερία. |
|
17. |
Η θέσπιση γενικευμένου διορθωτικού μηχανισμού για υπερβολικές δημοσιονομικές ανισορροπίες, όπως προτείνεται από την Επιτροπή, θα ήταν περισσότερο ευθυγραμμισμένη με την αρχή που θεσπίστηκε με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φονταινεμπλώ το 1984, σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε κράτος μέλος με δημοσιονομικό βάρος το οποίο είναι υπερβολικό σε σχέση με τη σχετική του ευημερία μπορεί να τύχει διόρθωσης. |
|
18. |
Tο Συνέδριο αναγνωρίζει ότι ο προτεινόμενος μηχανισμός καθορίζει κριτήρια τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης αξιολόγησης σε ετήσια βάση ως προς το εάν τα κράτη μέλη δικαιούνται να τύχουν διόρθωσης. Όσον αφορά τη χρηματοδότηση του κόστους των διορθώσεων, θα θέσει τέλος στη διαφορετική μεταχείριση των κρατών μελών δυνάμει του ισχύοντος μηχανισμού. Επίσης, δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη υπολογισμού του αποκαλούμενου «παγωμένου συντελεστή» (17), ούτε θα υπάρχει ανάγκη υπολογισμού της επίπτωσης διαδοχικών αποφάσεων για τους ιδίους πόρους και διευρύνσεων. |
|
19. |
Εξάλλου, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Βερολίνου το Μάρτιο του 1999, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα των κοινοτικών ιδίων πόρων πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και απλότητα και να βασίζεται σε κριτήρια που να εκφράζουν όσο το δυνατόν καλύτερα την ικανότητα συνεισφοράς κάθε κράτους μέλους. Εντούτοις, η ύπαρξη οποιουδήποτε διορθωτικού μηχανισμού, θέτει σε κίνδυνο την απλότητα και διαφάνεια του συστήματος ιδίων πόρων. Ιδιαίτερα, ο υπολογισμός των καθαρών υπολοίπων συνεπάγεται την πραγματοποίηση πολυάριθμων επιλογών (σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να συμπεριληφθούν, τις περιόδους αναφοράς και τις λογιστικές μεθόδους), που όλες καθιστούν αρκετά δυσκίνητο οποιονδήποτε διορθωτικό μηχανισμό. Επιπλέον, τα καθαρά δημοσιονομικά υπόλοιπα δεν αποτελούν κατάλληλους δείκτες για την εκτίμηση των συνολικών πλεονεκτημάτων που προκύπτουν από τις κοινοτικές πολιτικές, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των εν λόγω πολιτικών (18). |
|
20. |
Οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις του Συνεδρίου όσον αφορά τον προτεινόμενο γενικευμένο διορθωτικό μηχανισμό διατυπώνονται στα τμήματα V και VI της παρούσας γνωμοδότησης. |
IV. ΔΙΑΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
|
21. |
Η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο να της αναθέσει την αρμοδιότητα υποβολής πρότασης τροποποίησης της διάρθρωσης των ιδίων πόρων, με τη θέσπιση ενός πραγματικά βασιζόμενου στη φορολογία ιδίου πόρου, που θα είναι λειτουργικός από την 1η Ιανουαρίου 2014. |
|
22. |
Η Επιτροπή υπέδειξε πιθανές εναλλακτικές λύσεις για έναν τέτοιο βασιζόμενο στη φορολογία ίδιο πόρο στην έκθεσή της για τη λειτουργία του συστήματος των ιδίων πόρων (19). Στην παρούσα φάση, δεν αποτελεί αρμοδιότητα του Συνεδρίου ο σχολιασμός των πιθανών εναλλακτικών λύσεων. Εντούτοις, το Συνέδριο θα επιθυμούσε να υπογραμμίσει ότι οι λόγοι οποιασδήποτε επιλογής πρέπει να διατυπωθούν ρητά και ότι το σύστημα που θα επιλεγεί πρέπει να πληροί τα κριτήρια που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ήτοι να είναι δίκαιο, διαφανές, αποδοτικό σε σχέση με το κόστος και απλό) και να παρέχει εχέγγυα και διαδικασίες που να το καθιστούν αξιόπιστο και ελέγξιμο. |
V. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Άρθρο 2 παράγραφος 7
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
7. Για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, το ετήσιο ΑΕΕ υπολογίζεται σε αγοραίες τιμές όπως καθορίζεται από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του ΕΣΟΛ 95, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96. Στην περίπτωση τροποποιήσεων του ΕΣΟΛ 95 που συνεπάγονται σημαντικές μεταβολές του ΑΕΕ όπως καθορίζεται από την Επιτροπή, το Συμβούλιο, αποφαινόμενο ομοφώνως βάσει προτάσεως της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίζει εάν οι τροποποιήσεις αυτές θα ισχύσουν για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.
|
23. |
Σύμφωνα με την πρόταση, το ετήσιο ΑΕΕ υπολογίζεται σε αγοραίες τιμές, όπως καθορίζεται από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του ΕΣΟΛ 95. Εντούτοις, η πρόταση ορίζει ότι οι τροποποιήσεις του ΕΣΟΛ 95 που συνεπάγονται σημαντικές μεταβολές του ΑΕΕ όπως καθορίζεται από την Επιτροπή θα ισχύσουν μόνον για το σκοπό του υπολογισμού των ιδίων πόρων εάν το αποφασίσει το Συμβούλιο. Το Συνέδριο κατανοεί τους λόγους μιας τέτοιας ρήτρας αλλά επισημαίνει ότι η διαδικασία αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε μια κατάσταση κατά την οποία τα αριθμητικά στοιχεία του ΑΕΕ που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των ιδίων πόρων δεν συμφωνούν με τα δημοσιευθέντα εθνικά αριθμητικά στοιχεία, μειώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη διαφάνεια. |
Άρθρο 4 παράγραφος 1
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
1. Παραχωρείται διόρθωση σε οποιοδήποτε κράτος μέλος με αρνητική δημοσιονομική ανισορροπία, η οποία υπερβαίνει κατώτατο όριο ίσο με ορισμένο ποσοστό του ΑΕΕ. Το συνολικό ποσό των διορθώσεων σε δεδομένο έτος δεν θα υπερβαίνει ένα μέγιστο διαθέσιμο προς επιστροφή ποσό, εκφρασμένο σε ευρώ. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 279 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, θεσπίζει τα μέτρα εφαρμογής για τον υπολογισμό των διορθώσεων και τη χρηματοδότησή τους, ιδίως το κατώτατο όριο και το μέγιστο διαθέσιμο προς επιστροφή ποσό. Οι διορθώσεις πραγματοποιούνται: α) με υπολογισμό για κάθε κράτος μέλος της δημοσιονομικής ανισορροπίας ως της διαφοράς, σε ένα οικονομικό έτος, μεταξύ: — του μεριδίου του κράτους μέλους στο άθροισμα των συνολικών ιδίων πόρων που καταβάλλονται βάσει του ΦΠΑ και του ΑΕΕ, και — του μεριδίου του κράτους μέλους στις συνολικές κατανεμημένες δαπάνες· β) με τον πολλαπλασιασμό της εν λόγω διαφοράς με το σύνολο των κατανεμημένων δαπανών· γ) με αφαίρεση από το αποτέλεσμα του στοιχείου β) του γινομένου της τιμής του ΑΕΕ του εκάστοτε κράτους μέλους επί το κατώτατο όριο· δ) εάν το αποτέλεσμα του στοιχείου γ) είναι θετικό, με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος αυτού επί τον συντελεστή επιστροφής, ο οποίος καθορίζεται σε 0,66 και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μειώνεται αναλογικά με σκοπό να τηρηθεί το μέγιστο διαθέσιμο προς επιστροφή ποσό.
|
24. |
Το κείμενο πρέπει να αναφέρει ρητά ότι η έννοια των συνολικών κατανεμημένων δαπανών που πρέπει να χρησιμοποιηθεί καθορίζεται στον κανονισμό του Συμβουλίου για τα μέτρα εφαρμογής της διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών. |
Άρθρο 8 παράγραφος 2
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
2. Με την επιφύλαξη της επαλήθευσης των λογαριασμών και των ελέγχων πιστότητας και κανονικότητας που προβλέπονται από το άρθρο 248 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 160Γ της συνθήκης Ευρατόμ, και που αφορούν κυρίως την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των εθνικών συστημάτων και των διαδικασιών προσδιορισμού της βάσης για τους ιδίους πόρους οι οποίοι προέρχονται από τον ΦΠΑ και το ΑΕΕ, και με την επιφύλαξη των ελέγχων που οργανώνονται δυνάμει του άρθρου 279 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 183 στοιχείο γ) της συνθήκης Ευρατόμ, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, επί προτάσεως της Επιτροπής και ύστερα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, καθώς και τις διατάξεις για τον έλεγχο της είσπραξης, την απόδοση στην Επιτροπή και την καταβολή των εσόδων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 5.
|
25. |
Tο Συνέδριο επαναδιατυπώνει τη θέση του (20) σύμφωνα με την οποία το άρθρο 8 παράγραφος 2 της πρότασης απόφασης, με το να ερμηνεύει το αντικείμενο των επαληθεύσεων και των ελέγχων του Συνεδρίου καταλήγει να τροποποιεί διάταξη της συνθήκης, έξω από τα πλαίσια της διαδικασίας που προβλέπεται για το σκοπό αυτό. Η φράση «και που αφορούν [η επαλήθευση των λογαριασμών και οι έλεγχοι] κυρίως την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των εθνικών συστημάτων και των διαδικασιών προσδιορισμού της βάσης για τους ιδίους πόρους οι οποίοι προέρχονται από τον ΦΠΑ και το ΑΕΕ» πρέπει να απαλειφθεί. Σε κάθε περίπτωση, το Συνέδριο θεωρεί ότι η προτεινόμενη διάταξη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των ελεγκτικών εξουσιών που του έχει απονείμει η συνθήκη. |
|
26. |
Το Συνέδριο φρονεί ότι όλες οι αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης θα μπορούσαν να εγκριθούν δυνάμει του άρθρου 279 της συνθήκης της ΕΚ και του άρθρου 183 της συνθήκης Ευρατόμ, και ότι δεν χρειάζεται ειδική διαδικασία για την έγκριση των διατάξεων που είναι αναγκαίες τόσο για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης όσο και προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιθεώρηση της είσπραξης, της απόδοσης στην Επιτροπή και της καταβολής των εσόδων. |
VI. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α)
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
1. Ο υπολογισμός του ποσού της διόρθωσης βάσει των δημοσιονομικών ανισορροπιών των κρατών μελών κατά το έτος t, σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης (…) του Συμβουλίου πραγματοποιείται: α) με υπολογισμό για κάθε κράτος μέλος της δημοσιονομικής ανισορροπίας ως της διαφοράς μεταξύ: — του μεριδίου του κράτους μέλους στο άθροισμα των συνολικών ιδίων πόρων που καταβάλλονται βάσει του ΦΠΑ και του ΑΕΕ, για το έτος t, και — του μεριδίου του κράτους μέλους στις συνολικές κατανεμημένες δαπάνες.
|
27. |
Οι λέξεις «για το έτος t» πρέπει να προστεθούν στο δεύτερο εδάφιο, προκειμένου να υπάρχει συνοχή με το πρώτο εδάφιο. |
Άρθρο 2 παράγραφος 2
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
2. Το μέγιστο διαθέσιμο προς επιστροφή ποσό (ΜΔΕΠ) στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 είναι ίσο με 7,5 δισ. ευρώ.
|
28. |
Ένα σύστημα με μέγιστο διαθέσιμο προς επιστροφή ποσό (ΜΔΕΠ), το οποίο ορίζεται ως πάγιο ποσό ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας, δεν θα παράσχει συνεπή αποτελέσματα συν τω χρόνω, καθώς οποιαδήποτε διακύμανση του ΑΕΕ θα επηρεάσει το σχετικό μέγεθος των διορθώσεων. Η διατήρηση της «πραγματικής αξίας» απαιτεί περαιτέρω συμφωνία και διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο. Εάν υπάρχει ανάγκη για ένα τέτοιο ΜΔΕΠ, αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί ως ποσοστό του ΑΕΕ. |
Άρθρο 4
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
1. Η έννοια των δαπανών που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό των διορθώσεων αντιστοιχεί στις πραγματικές πληρωμές (χρησιμοποίηση των πιστώσεων πληρωμών) κατά το εκάστοτε έτος (έτος t), στο πλαίσιο των πιστώσεων πληρωμών του έτους αυτού, καθώς και στις μεταφερόμενες στο επόμενο έτος μη χρησιμοποιηθείσες πιστώσεις πληρωμών (από το έτος t στο έτος t+1). Λαμβάνονται υπόψη μόνο οι χρησιμοποιούμενες πιστώσεις πληρωμών, δηλαδή τα ποσά των πραγματικών πληρωμών. 2. Η κατανομή των δαπανών στα κράτη μέλη διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες: Εν γένει, οι πληρωμές κατανέμονται στα κράτη μέλη στα οποία διαμένει ο κύριος δικαιούχος. Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή γνωρίζει ότι ο δικαιούχος αυτός ενεργεί ως ενδιάμεσος, οι πληρωμές κατανέμονται, ενόσω τούτο είναι δυνατόν, στα κράτη μέλη όπου διαμένουν οι τελικοί δικαιούχοι, ανάλογα με το μερίδιό τους στις πληρωμές αυτές. Οι συνολικές κατανεμημένες δαπάνες βασίζονται στις συνολικές δαπάνες του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιρουμένων των εξής δύο κατηγοριών δαπανών: —
Δαπάνες για εξωτερικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των προενταξιακών δαπανών και των δαπανών για διευρύνσεις προς τρίτες χώρες, καθώς και των λοιπών δαπανών υπέρ δικαιούχων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι οι δαπάνες για τη συνεργασία υπέρ της ανάπτυξης, οι δαπάνες έρευνας που πραγματοποιούνται εκτός ΕΕ, οι δαπάνες διοικητικής λειτουργίας που καταβάλλονται σε δικαιούχους εκτός ΕΕ κ.λπ. —
Δαπάνες που δεν μπορούν να κατανεμηθούν ή να προσδιορισθούν λόγω εννοιολογικών ή άλλων δυσχερειών, όπως είναι οι δαπάνες για έξοδα παράστασης, αποστολές ή επίσημες και λοιπές συσκέψεις, καθώς και πληρωμές σχετιζόμενες με διασυνοριακές κοινοτικές πρωτοβουλίες, προώθηση ενεργειών διαπεριφερειακής συνεργασίας και λοιπές διασυνοριακές ενέργειες.
|
29. |
Οι παραδοσιακοί ίδιοι πόροι αποτελούν εισόδημα δυνάμει του κοινοτικού προϋπολογισμού και το κόστος είσπραξης θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως δαπάνη των κρατών μελών και να περιλαμβάνεται ως κατανεμημένη δαπάνη στο γενικευμένο διορθωτικό μηχανισμό (βλέπε επίσης το σημείο 8). |
|
30. |
Οι αναφορές στις «πληρωμές» στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 πρέπει να αντικατασταθούν από τη λέξη «δαπάνες». |
|
31. |
Ο ορισμός των δαπανών που εξαιρούνται από τις συνολικές κατανεμημένες δαπάνες, όπως διατυπώνεται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4, έχει τη μορφή αρνητικής αλλά όχι εξαντλητικής κατάστασης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα ύπαρξης διαφορών από έτος σε έτος στη σύνθεση του ποσού των κατανεμημένων δαπανών. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ποσό των κατανεμημένων δαπανών υπολογίζεται ετησίως κατά συνεκτικό και διαφανή τρόπο, το Συνέδριο προτείνει να προστεθεί στο εν λόγω άρθρο διάταξη σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει ετησίως έκθεση σχετικά με την κατανομή των δαπανών, η οποία να καλύπτει επίσης τις δαπάνες που δεν μπορούν να κατανεμηθούν σε ένα κράτος μέλος. |
Άρθρο 5
Κείμενο που προτάθηκε από την Επιτροπή:
1. Το ποσό των διορθώσεων εγγράφεται στον προϋπολογισμό σε δύο φάσεις: α) Το αποτέλεσμα του πρώτου προσωρινού υπολογισμού του ποσού των διορθώσεων για το έτος t εγγράφεται στο προσχέδιο προϋπολογισμού για το έτος t+1. Ο υπολογισμός βασίζεται στα πλέον πρόσφατα στοιχεία, τόσο για τα έσοδα όσο και για τις δαπάνες. β) Το αποτέλεσμα του οριστικού υπολογισμού του ποσού των διορθώσεων για το έτος t εγγράφεται σε διορθωτικό προϋπολογισμό για το έτος t+3. Ο υπολογισμός βασίζεται στα στοιχεία για τις βάσεις ΦΠΑ, για το ΑΕΕ και για τις κατανεμημένες δαπάνες του έτους t, όπως αυτά διαμορφώνονται στις 31 Δεκεμβρίου του έτους t+2, εφόσον δε συντρέχει περίπτωση μετατρέπονται σε ευρώ βάσει της μέσης ετήσιας συναλλαγματικής ισοτιμίας του έτους t. Για να υπολογισθεί το μερίδιο κάθε κράτους μέλους στο άθροισμα των συνολικών ιδίων πόρων που καταβάλλονται βάσει του ΦΠΑ και του ΑΕΕ, ο προϋπολογισμός του έτους t υπολογίζεται εκ νέου βάσει του αποτελέσματος της χρησιμοποίησης των πιστώσεων πληρωμών του έτους t, το οποίο μειώνεται κατά τα λοιπά έσοδα του έτους t (χωρίς το υπόλοιπο του προηγούμενου οικονομικού έτους, ούτε άλλα υπόλοιπα ή αναπροσαρμογές υπολοίπων από προηγούμενα οικονομικά έτη) και το πραγματικό ποσό των παραδοσιακών ιδίων πόρων που απεδόθησαν κατά το έτος t. Το απομένον ποσό χρηματοδοτείται με τον ίδιο πόρο ΦΠΑ, και μέχρι τον αντίστοιχο ενιαίο συντελεστή απόληψης, καθώς και με τον ίδιο πόρο ΑΕΕ κατά το υπόλοιπο ποσό που είναι αναγκαίο για την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. 2. Η χρηματοδότηση των διορθώσεων στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο α) ανωτέρω υπολογίζεται βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων για το ΑΕΕ των κρατών μελών του έτους t, όπως αυτά διαμορφώνονται κατά την κατάρτιση του προσχεδίου προϋπολογισμού. 3. Οριστικός υπολογισμός πραγματοποιείται και για τη χρηματοδότηση των διορθώσεων του έτους t στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο β) ανωτέρω. Ο υπολογισμός αυτός βασίζεται στο ΑΕΕ των κρατών μελών του έτους t, όπως αυτό διαμορφώνεται στις 31 Δεκεμβρίου του έτους t+2, εφόσον δε συντρέχει περίπτωση μετατρέπεται σε ευρώ βάσει της μέσης ετήσιας συναλλαγματικής ισοτιμίας του έτους t. Τα οριστικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση συγκρίνονται με τις πληρωμές για τις διορθώσεις του έτους t οι οποίες έχουν ήδη εγγραφεί στον προϋπολογισμό του έτους t+1. Τα υπόλοιπα των κρατών μελών εγγράφονται σε κατάλληλο κεφάλαιο του διορθωτικού προϋπολογισμού στον οποίο αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο β) ανωτέρω, μετατρέπονται δε σε εθνικό νόμισμα βάσει της μέσης ετήσιας συναλλαγματικής ισοτιμίας του έτους t.
|
32. |
Δυνάμει του άρθρου 5 της πρότασης, τόσο ο οριστικός υπολογισμός του ποσού της διόρθωσης όσο και η χρηματοδότησή του από τα κράτη μέλη για το έτος t βασίζονται σε δεδομένα των βάσεων ΦΠΑ και του ΑΕΕ τα οποία είναι γνωστά τον Δεκέμβριο του έτους t+2. Tο Συνέδριο θεωρεί καταλληλότερη τη χρησιμοποίηση των δεδομένων ΦΠΑ και ΑΕΕ για το έτος t+4, δεδομένου ότι τότε είναι οριστικά (21). |
Η παρούσα γνωμοδότηση εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο κατά τη συνεδρίασή του της 12ης Μαΐου 2005.
Για το Ελεγκτικό Συνέδριο
Hubert WEBER
Πρόεδρος
(1) ΕΕ L 253 της 7.10.2000, σ. 42.
(2) ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.
(3) COM(2004) 501 τελικό της 14ης Ιουλίου 2004.
(4) Βλέπε Δελτίο ΕΚ 6-1984.
(5) Βλέπε Δελτίο ΕΕ 3-1999.
(6) Βλέπε την έκθεση της Επιτροπής «Η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος ιδίων πόρων», COM(2004) 505 τελικό της 14ης Ιουλίου 2004, τόμος I, σ. 13.
(7) Βλέπε COM(2004) 505 τελικό της 14ης Ιουλίου 2004, τόμος I, σ. 10-12.
(8) Όλα τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν το 2003. Για λεπτομερέστερα αριθμητικά στοιχεία, βλέπε τη γραφική παράσταση V της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το οικονομικό έτος 2003 (ΕΕ C 293 της 30.11.2004, σ. XVI).
(9) Βλέπε σημεία 11-15 (ΕΕ C 310 της 28.10.1999, σ. 1).
(10) Βλέπε την ειδική έκθεση αριθ. 6/98, σημείο 5.5 (ΕΕ C 241 της 31.7.1998, σ. 58).
(11) Βλέπε την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2001, σημεία 1.50-1.55 (ΕΕ C 295 της 28.11.2002, σ. 1).
(12) Βλέπε την ειδική έκθεση αριθ. 6/98, σημεία 4.1-4.2 (ΕΕ C 241 της 31.7.1998, σ. 58).
(13) Βλέπε παραδείγματος χάρη την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2003, σημείο 3.61 και την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2002, σημεία 3.44-3.46 (ΕΕ C 286 της 28.11.2003, σ. 1).
(14) Βλέπε την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2003, σημείο 3.48.
(15) Βλέπε τη γνωμοδότηση αριθ. 7/2003, σημείο 3 (ΕΕ C 318 της 30.12.2003, σ. 1).
(16) Βλέπε την ειδική έκθεση αριθ. 6/98, σημεία 3.25-3.26 (ΕΕ C 241 της 31.7.1998, σ. 58).
(17) Ο παγωμένος συντελεστής είναι το ποσό του πόρου ΦΠΑ που είναι αναγκαίο για τη χρηματοδότηση της διόρθωσης του Ηνωμένου Βασιλείου, εκφρασμένο ως ποσοστό της βάσης ΦΠΑ.
(18) Βλέπε την ειδική έκθεση αριθ. 6/98, σημεία 3.29-3.33.
(19) «Η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», COM(2004) 505 τελικό της 14ης Ιουλίου 2004.
(20) Βλέπε τη γνωμοδότηση αριθ. 8/99, σημείο 34.
(21) Εκτός εάν διατυπωθούν επιφυλάξεις.