ISSN 1725-2415 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
48ό έτος |
|
III Πληροφορίες |
|
|
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο |
|
2005/C 042/1 |
||
|
Διορθωτικά |
|
2005/C 042/2 |
||
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Επιτροπή
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/1 |
Ισοτιμίες του ευρώ (1)
17 Φεβρουαρίου 2005
(2005/C 42/01)
1 ευρώ=
|
Νομισματική μονάδα |
Ισοτιμία |
USD |
δολάριο ΗΠΑ |
1,3041 |
JPY |
ιαπωνικό γιεν |
137,8 |
DKK |
δανική κορόνα |
7,4436 |
GBP |
λίρα στερλίνα |
0,6912 |
SEK |
σουηδική κορόνα |
9,1048 |
CHF |
ελβετικό φράγκο |
1,5485 |
ISK |
ισλανδική κορόνα |
81,12 |
NOK |
νορβηγική κορόνα |
8,366 |
BGN |
βουλγαρικό λεβ |
1,9559 |
CYP |
κυπριακή λίρα |
0,5831 |
CZK |
τσεχική κορόνα |
29,985 |
EEK |
εσθονική κορόνα |
15,6466 |
HUF |
ουγγρικό φιορίνι |
243,27 |
LTL |
λιθουανικό λίτας |
3,4528 |
LVL |
λεττονικό λατ |
0,6961 |
MTL |
μαλτέζικη λίρα |
0,4312 |
PLN |
πολωνικό ζλότι |
4,0014 |
ROL |
ρουμανικό λέι |
37 348 |
SIT |
σλοβενικό τόλαρ |
239,76 |
SKK |
σλοβακική κορόνα |
38,13 |
TRY |
τουρκική λίρα |
1,7116 |
AUD |
αυστραλιανό δολάριο |
1,6597 |
CAD |
καναδικό δολάριο |
1,6101 |
HKD |
δολάριο Χονγκ Κονγκ |
10,1717 |
NZD |
νεοζηλανδικό δολάριο |
1,8216 |
SGD |
δολάριο Σιγκαπούρης |
2,1422 |
KRW |
νοτιοκορεατικό γουόν |
1 337,62 |
ZAR |
νοτιοαφρικανικό ραντ |
7,7995 |
Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/2 |
ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΓΑΛΛΊΑ
Κρατική ενίσχυση C 15/2004 (πρώην N 267/2003) — Ενισχύσεις στους παραγωγούς και εμπόρους των οίνων λικέρ Pineau des Charentes, Floc de Gascogne, Pommeau de Normandie και Macvin du Jura
Ανακοίνωση για δημοσίευση στην ΕΕ με γνώμονα το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ
(2005/C 42/02)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Με την επιστολή της με ημερομηνία 20 Απριλίου 2004, η οποία αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ανωτέρω ενίσχυση.
Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερομένους να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, στην ακόλουθη διεύθυνση:
Commission européenne |
Direction générale de l'agriculture |
Direction Législation agricole |
Loi 130 5/128 |
B-1049 Bruxelles |
Αριθ. τηλεομοιοτυπικού 296 7672 |
Οι εν λόγω παρατηρήσεις θα κοινοποιηθούν στη Γαλλία. Η τήρηση του απορρήτου όσον αφορά την ταυτότητα του ενδιαφερομένου που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με παράθεση των λόγων του αιτήματος.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ
Με επιστολή της 23ης Ιουνίου 2003, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 3, το εν λόγω μέτρο.
Η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης σχετικά με τις προαναφερθείσες ενισχύσεις, διότι εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά τους με το άρθρο 90 της Συνθήκης και, συνεπώς, με τα άρθρα 87 έως 89 της Συνθήκης.
Ο κοινοποιηθείς μηχανισμός ενίσχυσης
Οι ενισχύσεις που κοινοποιήθηκαν αποτελούν τη συνέχεια εκείνων που είχαν προηγουμένως κοινοποιηθεί και εγκρίθηκαν από την Επιτροπή, στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων αριθ. N 703/95 και αριθ. N 327/98, με σκοπό τις δράσεις διαφήμισης και προώθησης, τα προγράμματα έρευνας και πειραματισμού, τις δράσεις τεχνικής στήριξης, καθώς και τις δράσεις που αποσκοπούν να ενθαρρύνουν την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων. Για το σύνολο των σχετικών διεπαγγελματικών οργανισμών και το σύνολο των ενισχύσεων που περιγράφονται παρακάτω προβλέπεται για πέντε έτη γενικός προϋπολογισμός ενισχύσεων 12 000 000 ευρώ με την ακόλουθη κατανομή: Pineau des Charentes, 9 360 000 ευρώ· Floc de Gascogne, 2 040 000 ευρώ· Pommeau de Normandie, 360 000 ευρώ και Macvin du Jura, 240 000 ευρώ.
Οι δράσεις έρευνας, τεχνικής στήριξης και ανάπτυξης της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων θα χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από το κράτος με κονδύλια του προϋπολογισμού. Οι δράσεις διαφήμισης και προώθησης θα χρηματοδοτηθούν εν μέρει από το κράτος και εν μέρει από τους σχετικούς διεπαγγελματικούς οργανισμούς, μέσω αυτόβουλων υποχρεωτικών εισφορών (εφεξής ΑΥΕ) που καταβάλλουν τα μέλη τους. Για τις δράσεις διαφήμισης στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κράτος θα συμβάλει με ποσοστό 50 % κατ' ανώτατο όριο. Οι ΑΥΕ εφαρμόζονται στις ποσότητες οίνου λικέρ Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης που διατίθενται στην αγορά από τους αμπελουργούς, τους επαγγελματίες αποσταγματοποιούς, τους εμπόρους και τους χονδρεμπόρους που είναι εγκατεστημένοι στη σχετική περιοχή παραγωγής του οίνου Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης.
Η εκτίμηση της Επιτροπής για τα εν λόγω μέτρα
Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά καταρχάς τη φύση των εν λόγω εισφορών, αυτές έχουν καταστεί υποχρεωτικές από τη γαλλική κυβέρνηση στο πλαίσιο της διαδικασίας διεύρυνσης των διεπαγγελματικών συμφωνιών. Η διεύρυνση των συμφωνιών πραγματοποιήθηκε μέσω της έκδοσης διατάγματος το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αυτό συνεπάγεται ότι για τις εν λόγω εισφορές χρειάστηκε η έκδοση επίσημης νομικής πράξης ώστε να παράγει αποτελέσματα. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί σε αυτό το στάδιο ότι πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση για επιβαρύνσεις εξομοιούμενες με φόρους, δηλαδή για δημόσιους πόρους. Η συνεπαγόμενη χρηματοδότηση των δράσεων συνιστά επομένως κρατικό μέτρο υπέρ της σχετικής αμπελουργικής παραγωγής.
1. Οι ενισχύσεις
1.1. Οι δράσεις διαφήμισης και προώθησης
Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γράμμεις που ισχύουν για τις κρατικές ενισχύσεις με σκοπό τη διαφήμιση των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της Συνθήκης ΕΚ (1) προβλέπουν τα αρνητικά και θετικά κριτήρια τα οποία πρέπει να τηρούνται από όλα τα καθεστώτα εθνικών ενισχύσεων. Έτσι, σύμφωνα με τα σημεία 16 έως 30 των κατευθυντήριων γραμμών, δεν πρέπει να πρόκειται για δράσεις διαφήμισης που αντίκεινται στο άρθρο 28 της Συνθήκης ή στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, ούτε για δράσεις που προορίζονται για συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε αυτό το στάδιο, οι εν λόγω ενισχύσεις φαίνεται να αναταποκρίνονται στους όρους που έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο, μολονότι σε αυτή τη φάση καθίσταται αναγκαία η δέσμευση σχετικά με τον δευρεύοντα ρόλο των αναφορών στην εθνική προέλευση των προϊόντων.
1.2. Οι δράσεις έρευνας
Η συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων θα πρέπει να εξακριβωθεί με γνώμονα το κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη (2) και την ανακοίνωση της Επιτροπής για την τροποποίηση του εν λόγω κοινοτικού πλαισίου (3). Έτσι, είναι συμβατό με την κοινή αγορά ποσοστό ενίσχυσης που μπορεί να ανέλθει στο 100 %, εφόσον πληρούνται οι σχετικοί τέσσερεις όροι: η ενίσχυση παρουσιάζει γενικό ενδιαφέρον για τον τομέα· η πληροφορία πρέπει να δημοσιευθεί στις κατάλληλες εφημερίδες· τα αποτελέσματα των εργασιών παρέχονται σε ισότιμη βάση, τόσο από άποψη κόστους όσο και από άποψη χρόνου· η ενίσχυση πληροί τα διεθνή εμπορικά κριτήρια τα οποία έχει προσυπογράψει η ΕΕ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι σε αυτό το στάδιο έχουν τηρηθεί οι ισχύοντες όροι.
1.3. Οι δράσεις τεχνικής υποστήριξης και οι δράσεις υπέρ της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων
Οι κατευθυντήριες γράμμεις για τον γεωργικό τομέα προβλέπουν στα σημεία 13 και 14 ότι το εν λόγω είδος ενισχύσεων επιτρέπεται, με ποσοστό έντασης 100 %, εφόσον είναι προσιτές για όλα τα επιλέξιμα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα εντός της σχετικής περιοχής, υπό αντικειμενικά ορισθέντες όρους, και το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται δεν υπερβαίνει τα 100 000 ευρώ ανά δικαιούχο και ανά τριετία ή όσον αφορά τις ΜΜΕ, για το 50 % των επιλέξιμων δαπανών, εφαρμόζεται ανάλογα το υψηλότερο ποσό. Οι γαλλικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση να τηρήσουν τους εν λόγω όρους. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε αυτό το στάδιο, οι εν λόγω ενισχύσεις φαίνεται να πληρούν τους όρους που έχουν θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο.
2. Η χρηματοδότηση των ενισχύσεων
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (4), η Επιτροπή κανονικά θεωρεί ότι η χρηματοδότηση μιας κρατικής ενίσχυσης μέσω υποχρεωτικών επιβαρύνσεων μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ενίσχυση, επιφέροντας προστατευτικό αποτέλεσμα που εκτείνεται πέραν της ενίσχυσης με τη στενή έννοια του όρου. Οι περί ων ο λόγος εισφορές αποτελούν πράγματι υποχρεωτικές επιβαρύνσεις. Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια ενίσχυση δεν μπορεί να χρηματοδοτείται από επιβαρύνσεις εξομοιούμενες με φόρους οι οποίες επιβάλλονται επίσης στα προϊόντα που εισάγονται από τα άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, επειδή η μόνη φορολογούμενη παραγωγή είναι η εθνική παραγωγή οίνων λικέρ Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης την οποία αφορά το μέτρο, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, σε αυτό το στάδιο, κανένα εισαγόμενο προϊόν δεν φορολογείται.
Σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου (5), ο φόρος πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά παράβαση της απαγόρευσης διακριτικής μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 90 της Συνθήκης, εάν τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η διάθεση των εσόδων της φορολόγησης ωφελούν ειδικά τα φορολογούμενα εθνικά προϊόντα που μεταποιούνται ή κυκλοφορούν στην εθνική αγορά, αντισταθμίζοντας μόνο εν μέρει την επιβάρυνση που επιβάλλεται στα εν λόγω προϊόντα και δημουργώντας έτσι δυσμενείς όρους για τα εξαγόμενα εθνικά προϊόντα. Οι γαλλικές αρχές δεσμεύονται ώστε τα εξαγόμενα προϊόντα να επωφελούνται εξίσου από τις δράσεις που χρηματοδοτούνται από τις ενισχύσεις των διεπαγγελματικών εισφορών με τα προϊόντα που πωλούνται επί εθνικού εδάφους.
3. Συμβατότητα με άλλες διατάξεις της Συνθήκης
Η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. N 703/95 ακυρώθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (6).
Στην απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια των ετών 1992 και 1993 η γαλλική κυβέρνηση τροποποίησε την ισχύουσα εθνική νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα οινοπνευματώδη ποτά και θέσπισε ένα καθεστώς διαφοροποιημένης φορολόγησης των οίνων λικέρ και των φυσικών γλυκών οίνων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι από τις δύο καταγγελίες που υποβλήθηκαν στις 24 Μαρτίου 1995 από την Associação de Exportadores de Vinho do Porto (Ένωση Επιχειρήσεων Εξαγωγής Οίνου Porto, εφεξής AEVP) συνεπάγεται ότι οι εν λόγω καταγγελίες βασίστηκαν ουσιαστικά στην ύπαρξη σχέσης μεταξύ της διαφοράς φορολόγησης των οίνων λικέρ και των φυσικών γλυκών οίνων αφενός, και της ενίσχυσης των Γάλλων παραγωγών οίνων λικέρ αφετέρου. Πράγματι, στη δεύτερη καταγγελία της, η οποία αφορούσε την παράβαση των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης (μετονομάστηκαν σε άρθρα 87 και 88 ΕΚ), η AEVP υποστήριξε ρητώς ότι η εν λόγω ενίσχυση είχε σκοπό να αντισταθμίσει, για τους Γάλλους παραγωγούς οίνων λικέρ, τη συγκεκριμένη διαφορά φορολόγησης, γεγονός που ουσιαστικά είχε ως αποτέλεσμα μόνο οι ξένοι παραγωγοί οίνων λικέρ να υπόκεινται σε υψηλότερο επίπεδο φορολόγησης.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι μια κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων επιμέρους στοιχείων της, παραβιάζει άλλες διατάξεις της Συνθήκης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμβατή με την κοινή αγορά από την Επιτροπή και ότι η Επιτροπή, για να καθορίσει εάν μια ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, πρέπει να λάβει υπόψη τις συνθήκες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του φορολογικού σκέλους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στο γεγονός ότι η καταγγελία της AEVP βασίστηκε ουσιαστικά στη σχέση μεταξύ της διαφοράς φορολόγησης των οίνων λικέρ και των γλυκών οίνων και της ενίσχυσης των Γάλλων παραγωγών οίνων λικέρ. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω καταγγελία ήταν αβάσιμη.
Όμως, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ένα μέρος των εν λόγω ενισχύσεων φαίνεται να ευνοούν μια κατηγορία παραγωγών που συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την κατηγορία των Γάλλων παραγωγών οίνων λικέρ οι οποίοι πλήττονται από το φορολογικό καθεστώς. Επομένως, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η πιθανή ύπαρξη σχέσης μεταξύ του καθεστώτος φορολόγησης και του εν λόγω σχεδίου ενισχύσεων αποτελεί σοβαρή δυσχέρεια για την εκτίμηση της συμβατότητας του σχεδίου με τις διατάξεις της Συνθήκης.
Με γνώμονα την εν λόγω απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η Επιτροπή θεωρεί ότι εν προκειμένω επιβάλλεται εμπεριστατωμένη εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 90 της Συνθήκης, ώστε να διευκρινιστεί εάν ενδεχομένως γίνονται διακρίσεις έναντι των εισαγόμενων προϊόντων. Σε αυτή τη φάση, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εξηγήσεις που έδωσαν οι γαλλικές αρχές στο πλαίσιο της κοινοποίησης δεν αίρουν με κατηγορηματικό τρόπο τις αμφιβολίες σχετικά με πιθανή παράβαση του άρθρου 90 της Συνθήκης, διότι δεν ανασκευάζουν άμεσα το γεγονός ότι, όπως αναφέρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ένα μέρος των εν λόγω ενισχύσεων φαίνεται να ευνοεί μια κατηγορία παραγωγών η οποία συμπίπτει κατά μεγάλο μέρος με την κατηγορία των Γάλλων παραγωγών οίνων λικέρ, οι οποίοι πλήττονται από το φορολογικό καθεστώς.
Πράγματι, το γεγονός ότι το προτεινόμενο επίπεδο ενισχύσεων δεν έχει επαρκώς μεγάλο όγκο ώστε να καλύψει τη φορολογική απόκλιση που δημιουργείται από το σύστημα μεταξύ παραγωγών διαφόρων κρασιών δεν αποκλείει τη δυνατότητα οι εν λόγω ενισχύσεις να μπορούν, τουλάχιστον εν μέρει, να χρησιμοποιηθούν ως αντισταθμίσεις για τους Γάλλους παραγωγούς οίνων λικέρ που πλήττονται, αντισταθμίσεις από τις οποίες δεν μπορούν να επωφεληθούν άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί. Η ίδια συλλογιστική ισχύει για το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο τα έσοδα που εισπράττονται από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που επιβάλλονται στους οίνους λικέρ δεν επαναχρησιμοποιούνται προς όφελος των εθνικών παραγωγών οίνων λικέρ.
Οι γαλλικές αρχές δεν έχουν επαρκώς διασαφηνίσει το θέμα της σχέσης μεταξύ φόρου και ποσού ενίσχυσης που προέρχεται από τον εθνικό προϋπολογισμό, με βάση τα σημεία τα οποία πραγματεύεται το Δικαστήριο. Έτσι, η Επιτροπή αναρωτιέται εάν υπάρχει κάποια πιθανή δέσμευση των γαλλικών αρχών έναντι των παραγωγών γαλλικών οίνων λικέρ να αποζημιωθούν πλήρως ή εν μέρει για τις επιπτώσεις που προκάλεσε η θέσπιση, το 1993, του φόρου επί των εν λόγω οίνων λικέρ.
Οι γαλλικές αρχές εξήγησαν ότι ο συγκεκριμένος τομέας αποφέρει 32 εκατομμύρια ευρώ σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης ετησίως. Τα εν λόγω στοιχεία φαίνεται να περιλαμβάνουν την παραγωγή μη γαλλικής προέλευσης. Οι γαλλικές αρχές μολαταύτα δεν έχουν υποβάλει στοιχεία σχετικά με τα ποσά του φόρου επί των οίνων λικέρ που προέρχονται αντιστοίχως από τα γαλλικά και από τα εισαγόμενα προϊόντα. Επιπλέον, φαίνεται επίσης ότι είναι απαραίτητα για την εξέταση των εν λόγω ενισχύσεων τα στοιχεία σχετικά με το προϊόν των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ανά ατομική παραγωγή, γαλλική ή κοινοτική.
Η Επιτροπή σημειώνει ότι το Pineau de Charentes είναι, κατά κύριο λόγο, ο πρωταρχικός δικαιούχος των κοινοποιηθεισών ενισχύσεων, με το 78 % του ποσού, κατόπιν ακολουθεί το Floc de Gascogne με 17 %, στη συνέχεια το Pommeau de Normandie με 3 % και, τέλος, το Macvin de Jura με 2 %. Οι γαλλικές αρχές κλήθηκαν να εξηγήσουν εάν αυτά τα ποσοστά συμπίπτουν, για κάθε παραγωγή, με εκείνα των εσόδων που εισπράτει το κράτος μέσω της φορολόγησης των οίνων λικέρ.
Επειδή οι περισσότερες ενισχύσεις επικεντρώνονται σε δράσεις διαφήμισης και πολύ λίγο σε άλλες δραστηριότητες, οι γαλλικές αρχές έχουν κληθεί να εξηγήσουν εάν η αναλογία των ενισχύσεων που χρηματοδοτούνται από τον εθνικό προϋπολογισμό υπέρ του εν λόγω μέτρου είναι αντιπροσωπευτική των επιλογών του γαλλικού κράτους σε άλλους τομείς της γεωργικής παραγωγής, ιδίως στα ποιοτικά προϊόντα. Επιπλέον, η Επιτροπή θα ήθελε να της γνωστοποιηθεί ο προϋπολογισμός των ενισχύσεων που προορίζονται για διαφημιστικές εκστρατείες που πραγματοποιούνται στη Γαλλία για καθένα από τα εν λόγω τέσσερα προϊόντα.
Τέλος, φαίνεται επίσης ότι είναι απαραίτητο να δοθούν εξηγήσεις σχετικά με την πιθανή σχέση μεταξύ των πόρων που προέρχονται από τις ΑΥΕ και των πόρων που προέρχονται από τον εθνικό προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση των ενισχύσεων.
[ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ]
«Par la présente, la Commission a l'honneur d'informer la France qu'après avoir examiné les informations fournies par vos autorités sur la mesure citée en objet, elle a décidé d'ouvrir la procédure prévue à l'article 88, paragraphe 2, du traité CE.
I. PROCÉDURE
(1) |
Par lettre du 23 juin 2003, la représentation permanente de la France auprès de l'Union européenne a notifié à la Commission, au titre de l'article 88 paragraphe 3, la mesure citée en objet. Des informations complémentaires ont été envoyées par lettres du 9 août, du 24 et 28 novembre 2003 et du 17 et 24 février 2004. |
II. DESCRIPTION
(2) |
Les aides notifiées sont le prolongement de celles qui avaient été précédemment notifiées et approuvées par la Commission dans le cadre des aides d'État noN 703/95 (7) et no N 327/98 (8), et seront destinées à des opérations de publicité et de promotion, à des programmes de recherche et d'expérimentation, à des actions d'assistance technique et à des actions destinées à encourager les productions de qualité. |
(3) |
La décision de la Commission concernant l'aide d'État no N 703/95 a été annulée par un arrêt de la Cour de Justice, dont le contenu est détaillé dans l'appréciation. |
(4) |
Les aides N 703/95 et 327/98, initialement prévues sur une période de cinq ans à partir de 1995/1996, ont fait l'objet de sept tranches de paiements, la dernière ayant couvert la période mai 2001 à avril 2002. En raison des contraintes budgétaires imposées par le gouvernement, ces derniers crédits sont encore gelés aujourd'hui. La date d'expiration du régime précédent a été reportée au 30 avril 2002. |
(5) |
En ce qui concerne les productions bénéficiaires, ils existent des changements par rapport aux régimes précédents. Ainsi, les professionnels du secteur des eaux de vie (l'Armagnac, le Calvados, le Cognac) n'ont pas sollicité la prolongation du régime. En conséquence, les autorités françaises ont décidé de la limiter aux seuls vins de liqueur sous AOC. |
(6) |
Pour l'ensemble des interprofessions visées et l'ensemble des aides ci-dessous décrites, il est prévu, pour 5 ans, un budget global d'aides de 12 000 000 EUR avec la répartition suivante: Pineau des Charentes, 9 360 000 EUR; Floc de Gascogne, 2 040 000 EUR; Pommeau de Normandie, 360 000 EUR et Macvin du Jura, 240 000 EUR. |
(7) |
Les actions de recherche, d'assistance technique et de développement de productions de qualité seront financées uniquement par l'État sur les ressources budgétaires. Les actions de publicité et de promotion seront financées, en partie par l'État et, en partie par les organisations interprofessionnelles concernées au moyen des cotisations volontaires obligatoires (ci-après CVO) prélevées sur leurs adhérents. Pour les actions de publicité sur le territoire de l'Union européenne, l'État contribuera à hauteur de 50 % maximum. |
(8) |
Les CVO s'appliquent sur les volumes de vins de liqueur AOC commercialisés par les viticulteurs, bouilleurs de profession, négociants et marchands en gros situés dans l'aire de production de l'AOC concernée. |
(9) |
En 2002, la CVO pour le Pineau de Charentes était de 12,96 EUR/hectolitre volume; pour le Floc de Gascogne, de 0,25 EUR/col; pour le Pommeau de Normandie, de 30,79 EUR/hectolitre volume; et pour le Macvin de Jura, de 2,75 EUR HT/hectolitre. |
1. Les actions de publicité et de promotion
(10) |
Les autorités françaises ont expliqué que les programmes envisagés seront réalisés sur certains marchés de l'Union européenne, dont la France, et sur des marchés de pays tiers. L'objectif des actions de publicité envisagées est de favoriser le développement des intentions d'achat par une amélioration de la connaissance des vins de liqueur sur les marchés concernés, sans que les publicités soient jamais limitées à des produits d'entreprises particulières. Les productions qui en feront l'objet sont toutes des appellations d'origine contrôlée: Pineau des Charentes, Floc de Gascogne, Pommeau de Normandie et Macvin du Jura. |
(11) |
Selon les autorités françaises, seront visés, selon les produits, des marchés différents avec des campagnes appropriées, de façon à adapter les actions aux marchés nouveaux d'un côté, aux marchés émergents de l'autre (marchés sur lesquels une présence est nécessaire pour assurer un développement des exportations) ainsi qu'aux marchés où les produits sont déjà connus, mais où une partie des consommateurs n'a pas encore une appréciation suffisante de leurs caractéristiques. |
(12) |
Pour le Pineau des Charentes, des actions sont projetées essentiellement sur l'Union européenne, mais des opérations dans les pays tiers seront aussi préparées; pour le Floc de Gascogne, il en serait de même, les actions dans l'Union européenne concerneraient notamment la France, la Belgique, le Royaume-Uni et les Pays-Bas; pour le Pommeau de Normandie et le Macvin du Jura, seules des campagnes sur le marché français sont envisagées. |
(13) |
Les aides visent à amplifier les actions des professionnels en matière de campagnes de publicité du secteur, collectives et génériques, nécessaires au développement des vins de liqueur. Ces actions bénéficient à l'ensemble des producteurs de vins de liqueur organisés qui, selon les autorités françaises, ne pourraient, seuls, fournir un effort équivalent en vue de développer la commercialisation de leurs produits. |
(14) |
Dans tous les cas, il s'agit, selon les autorités françaises, d'actions de promotion et de campagnes portant sur des actions génériques, dont le but est d'informer et d'inviter les opérateurs économiques et les consommateurs à découvrir des produits de qualité. Il sera veillé à ce que les messages contenus dans les actions publicitaires n'aient pas pour objet de dissuader les consommateurs d'acheter des produits d'autres États membres ou de dénigrer lesdits produits. |
(15) |
Il s'agira de campagnes de publicité, d'information et de communication, comprenant différents types d'actions, notamment la publicité dans les médias, la création et la diffusion d'autres matériels promotionnels, la mise en œuvre d'actions publicitaires sur les lieux de vente liées aux campagnes. Elles pourront être accompagnées d'actions de promotion telles que relations publiques, participations à des salons, réalisation de séminaires, organisation de manifestations, brochures ou documents d'information, études sur la perception du produit et la pertinence des campagnes. |
(16) |
Les associations et organisations interprofessionnelles françaises du secteur des vins de liqueur mettront en œuvre les campagnes de communication dans le cadre des missions définies par leurs statuts. Les autorités françaises se sont engagées à présenter les matériels publicitaires utilisés pour ces campagnes ou leurs copies. |
(17) |
Les aides envisagées par les interprofessions susvisées en matière de publicité seront limitées aux taux de 50 % pour les actions dans l'Union européenne dont la France, et de 80 % pour les actions dans les pays tiers. |
(18) |
Les aides prévisionnelles aux actions envisagées s'élèvent, en euros, à:
|
2. Les actions de recherche
(19) |
Selon les autorités françaises, l'objectif des actions de soutien à la recherche et à l'expérimentation vise uniquement toutes les recherches utiles au secteur, à caractère général et bénéficiant à l'ensemble de la filière. Les travaux envisagés dans chaque type de productions concerneront a priori les thèmes exposés ci-dessous. |
(20) |
Pour le Pineau des Charentes: microbiologie, altérations bactériennes et conséquences (identification des facteurs de développement des bactéries lactiques dans le Pineau des Charentes, mise au point de tests de contamination et de techniques curatives); mécanismes de vieillissement du Pineau des Charentes (identification de critères analytiques caractéristiques des phénomènes oxydatifs et mise en évidence des facteurs de vieillissement); constitution d'une banque de données analytiques (analyses générales — taux d'alcool vinifiable, sucres, pH —, éventuelles contaminations chimiques ou bactériennes, métaux, cations, composés volatiles, résidus de produits phytosanitaires). |
(21) |
Pour le Floc de Gascogne: études sur les cépages et les assemblages, avec l'objectif d'optimiser l'harmonisation de l'assemblage des cépages pour accroître la fraîcheur et le fruité dans l'élaboration du Floc de Gascogne (recherche de teneurs en sucre élevées, d'une intensité colorante vive, et d'une acidité totale cohérente); étude de l'Armagnac permettant d'élaborer le Floc de Gascogne (suivi analytique — teneur en cuivre, en éthanol, en acétate d'éthyle, degré alcoolique —, amélioration des Armagnac utilisés); études et mise au point d'un Floc de Gascogne adapté à des types de consommations ciblés, opérations de tests qualitatifs et quantitatifs, conservation. |
(22) |
Pour le Macvin du Jura: développement technique (suivi des maturités de groupes de cépages du Jura afin de déterminer l'état de maturité et les cépages les mieux adaptés à l'élaboration du Macvin du Jura); criblage et notation du vignoble; qualité des moûts et pressurage (incidence des méthodes d'extraction — enzymage et froid — et de macération pelliculaire des moûts sur la qualité aromatique des Macvin du Jura); incidence des doses de SO2 au débourbage; clarification et traitement pour la mise en bouteilles (comparaison de différentes méthodes visant à obtenir et maintenir la limpidité du Macvin du Jura après sa mise en bouteilles). |
(23) |
Les travaux de recherche envisagés seront financés à 100 % des coûts. L'affectation prévisionnelle des aides à cette action de recherche, incluant les frais informatiques et bibliographiques et tous les supports de diffusion des résultats des actions mises en œuvre à l'ensemble des opérateurs, est pour les 5 années: Pineau des Charentes, 912 600 EUR; Floc de Gascogne, 118 000 EUR et Macvin du Jura, 65 000 EUR. |
3. Les actions d'assistance technique
(24) |
Selon les autorités françaises, les actions d'assistance technique projetées correspondront aux types d'interventions suivantes. |
(25) |
Pour le Pineau des Charentes: soutien technique aux opérateurs, par des formations individuelles ou collectives pour la maîtrise des techniques d'élaboration, de l'hygiène et de la réglementation; journées d'étude et de vulgarisation des travaux d'expérimentation relatives à la maîtrise de l'hygiène vinaire et des altérations bactériennes; animation de réunions d'information pour une meilleure maîtrise des modes de conduite spécifiques des vignobles destinés à la production de moûts pour l'élaboration du Pineau des Charentes (densité des plantations, adéquation sol — porte greffe, taille, maîtrise de la vigne, opérations en vert, estimation des récoltes); formation des dégustateurs et agrément: analyse sensorielle, travail approfondi sur l'identification des défauts, leurs seuils de perception. |
(26) |
Pour le Floc de Gascogne: assistance technique aux opérateurs de la filière en vue d'améliorer la qualité des produits (sélection des terroirs, suivi des vendanges, suivi de l'élaboration, de la conservation, conditionnement); formation des viticulteurs à la conduite spécifique du vignoble AOC (mode de conduite général, taille, ébourgeonnage et épamprage, maîtrise des rendements et estimation, éclaircissage, effeuillage, rognage); opérations de vulgarisation (appui technique, journées d'étude et de visites des terroirs et parcelles représentatifs, édition d'une lettre d'information détaillée destinée à l'ensemble des acteurs de la filière); formation des dégustateurs et agrément classique et de printemps. |
(27) |
Ces travaux seront financés à 100 % des coûts sous réserve du plafond susvisé. L'affectation prévisionnelle des aides à ce volet est la suivante pour les 5 années: Pineau des Charentes, 280 800 EUR et Floc de Gascogne, 169 000 EUR. |
4. Aides à la production de produits de qualité
(28) |
Selon les autorités françaises, des aides à la production de produits de qualité sont envisagées dans les secteurs Pineau des Charentes et Floc de Gascogne. Il s'agit des actions suivantes: HACCP et traçabilité (élaboration et diffusion d'un référentiel conforme aux exigences techniques et réglementaires); études techniques et économiques pour encourager les démarches de qualité. |
(29) |
L'affectation prévisionnelle des aides à ces actions d'encouragement et de développement de produits de qualité est la suivante pour les 5 années: Pineau des Charentes, 210 600 EUR et Floc de Gascogne, 50 500 EUR. |
III. APPRÉCIATION
1. Caractère d'aide. Applicabilité de l'article 87, paragraphe 1, du traité
(30) |
Selon l'article 87 paragraphe 1 du traité, sauf dérogations prévues par ce traité, sont incompatibles avec le marché commun dans la mesure où elles affectent les échanges entre États membres, les aides accordées par les États ou au moyen de ressources d'État sous quelque forme que ce soit, qui faussent ou qui menacent de fausser la concurrence en favorisant certaines entreprises ou certaines productions. |
(31) |
La Commission note, en ce qui concerne tout d'abord la nature des cotisations en l'espèce, que celles-ci ont été rendues obligatoires par le Gouvernement français dans le cadre d'une procédure d'extension des accords interprofessionnels. L'extension des accords est faite par voir d'adoption d'un arrêté publié dans le Journal officiel de la République française. Il ressort de cela que ces cotisations ont nécessité d'un acte d'autorité publique pour produire tous ses effets. De ce fait, la Commission considère à ce stade qu'il s'agit en l'espèce de taxes parafiscales, c'est-à-dire de ressources publiques. Le financement des actions qui s'én dégage constitue donc une mesure étatique en faveur des productions viticoles concernées. |
(32) |
Il apparaît que ces aides sont susceptibles d'affecter les échanges entre États membres dans la mesure où elles favorisent la production nationale au détriment de la production des autres États membres. En effet, le secteur viticole est extrêmement ouvert à la concurrence au niveau communautaire et, donc, très sensible à toute mesure en faveur de la production dans l'un ou l'autre État membre. |
(33) |
Le fait qu'il y ait des échanges entre États membres dans le secteur vitivinicole, notamment concernant les vins de liqueur, semble à ce stade bien démontré par l'existence d'une organisation commune des marchés dans le secteur. |
(34) |
Le tableau suivant montre, à titre d'exemple, le niveau des échanges commerciaux intracommunautaires et français des produits viticoles entre les années 1999 et 2001 (9). Vin
|
(35) |
A ce stade, il semble s'agir donc de mesures qui relèvent de l'article 87, paragraphe 1, du traité. |
2. Compatibilité de l'aide
(36) |
Le principe d'incompatibilité énoncé à l'article 87, paragraphe 1, connaît toutefois des exceptions. |
(37) |
Les dérogations prévues au paragraphe 2 de l'article 87 concernant, notamment, les aides à caractère social et les aides visant à compenser des dommages causés par un désastre naturel ou par un événement exceptionnel ne semblent manifestement pas applicables. |
(38) |
Les dérogations prévues à l'article 87, paragraphe 3, du traité doivent être interprétées strictement lors de l'examen de tout programme d'aide à finalité régionale ou sectorielle ou de tout cas individuel d'application de régimes d'aides générales. Elles ne peuvent notamment être accordées que dans le cas où la Commission pourrait établir que l'aide est nécessaire pour la réalisation de l'un des objectifs en cause. |
(39) |
La Commission considère à ce stade que les aides en cause ne sont pas destinées à favoriser le développement économique d'une région dans laquelle le niveau de vie est anormalement bas ou dans laquelle sévit un grave sous-emploi au sens de l'article 87 paragraphe 3 point a). Elles ne sont pas non plus destinées à promouvoir la réalisation d'un projet important d'intérêt européen commun ou à remédier à une perturbation grave de l'économie de l'État membre au sens de l'article 87, paragraphe 3, point b). Les aides ne sont pas non plus destinées à promouvoir la culture ou la conservation du patrimoine au sens de l'article 87, paragraphe 3, point d). |
(40) |
La seule dérogation envisageable à ce stade pour le cas d'espèce est celle de l'article 87, paragraphe 3, point c), qui prévoit que peuvent être considérées comme compatibles avec le marché commun les aides destinées à faciliter le développement de certaines activités ou de certaines régions économiques, quand elles n'altèrent pas les conditions des échanges dans une mesure contraire à l'intérêt commun. |
(41) |
En ce qui concerne les aides d'État financées au moyen d'une taxe parafiscale, les actions financées par les aides ainsi que le financement des aides elles-mêmes doivent faire l'objet d'un examen par la Commission. |
2.1. Les aides
2.1.1. Aides à la publicité et à la promotion
(42) |
Les lignes directrices communautaires applicables aux aides d'État à la publicité de produits relevant de l'annexe I du traité CE (10) prévoient des critères négatifs et positifs qui doivent être respectés par tous les régimes d'aides nationales. Ainsi, selon les points 16 à 30 des lignes directrices, il ne doit pas s'agir des actions de publicité contraires à l'article 28 du traité ou au droit communautaire dérivé et ne doivent pas être orientées en fonction d'entreprises déterminées. |
(43) |
Les autorités françaises ont expliqué que les actions ne bénéficieront pas à des entreprises particulières, la publicité ne dénigrera pas les autres produits communautaires, elle n'introduira aucune comparaison défavorable en se prévalant de l'origine nationale des produits. |
(44) |
Les références à l'origine nationale doivent être secondaires par rapport au message principal transmis aux consommateurs par la campagne et ne pas constituer la raison essentielle pour laquelle il leur est conseillé d'acheter le produit. Dans le cas d'espèce, il est important que l'origine française des produits ne soit pas le message prioritaire pour les campagnes réalisées en territoire français. |
(45) |
Les échantillons envoyés par les autorités françaises permettent de conclure que l'accent n'est pas mis de façon particulière sur l'origine nationale des produits en l'espèce. Toutefois, un engagement des autorités françaises dans ce sens est, à ce stade, nécessaire. |
(46) |
En ce qui concerne les critères positifs, selon les points 31 à 33 des lignes directrices, les produits bénéficiant de publicité doivent remplir au moins l'une des conditions suivantes: il doit s'agir des productions agricoles excédentaires ou espèces sous-exploitées, ou des productions nouvelles ou de substitution non excédentaire, ou du développement de certaines régions, ou du développement des petites et moyennes entreprises, ou des produits de haute qualité y compris les produits biologiques. |
(47) |
Les autorités françaises ont expliqué à cet égard que les mesures viseront l'objectif de développer les régions de production concernées, à travers l'écoulement de leurs productions typiques, elles répondront à la nécessité de donner un appui au tissu de petites et moyennes entreprises des zones géographiques visées: les entreprises des secteurs viticoles concernés sont essentiellement des structures de petite taille, à faible nombre de salariés, souvent encore familiales. Elles viseront aussi l'objectif de développer des produits de haute qualité (AOC). |
(48) |
Pour ce qui est plus précisément des aides à la publicité en faveur des produits agricoles portant une appellation d'origine protégée ou une indication géographique protégée enregistrée par la Communauté (11), la Commission, afin de garantir que des aides ne seront pas accordées à des producteurs individuels, vérifie que tous les producteurs du produit couvert par l'AOC, ont le même droit à l'aide. Cela signifie que les mesures de publicité doivent se référer à l'AOC elle-même et non à n'importe quel logo ou étiquette, à moins que tous les producteurs ne soient habilités à l'utiliser. De la même manière, lorsque, pour des raisons pratiques, une aide est versée à un groupement de producteurs, la Commission demande des assurances que l'aide bénéficiera effectivement à tous les producteurs, qu'ils soient ou non membres du groupement. |
(49) |
Les autorités françaises se sont engagées à ce que les bénéficiaires de ces aides, à travers les actions menées collectivement, seront, sans discrimination, tous les producteurs du produit dont la publicité sera faite, ainsi que les professionnels associés à sa commercialisation. |
(50) |
En ce qui concerne le plafonnement des aides prévu au point 60 des lignes directrices, les actions de publicité peuvent être financées à hauteur de 50 % par des ressources étatiques, le solde devant être apporté par les organisations professionnelles et les interprofessions bénéficiaires. |
(51) |
Les autorités françaises s'engagent à ce que le taux de financement public soit limité à 50 % maximum des actions conduites en matière de publicité à l'intérieur de l'UE. Le solde devra être apporté par les opérateurs du secteur agricole concerné. |
(52) |
Les actions menées à l'extérieur de l'UE pourront être financées à 80 %. Cela suit la ligne adoptée par la Commission (12) selon laquelle la participation des producteurs dans ce type d'actions est une notion reprise, notamment, dans le règlement (CE) no 2702/1999 du Conseil du 14 décembre 1999, relatif à des actions d'information et de promotion en faveur des produits agricoles dans les pays tiers (13), où il est question d'actions cofinancées. S'agissant d'actions réalisables par la Communauté dans les pays tiers, ce règlement prévoit à son article 9 que, pour ce qui est des actions de relations publiques, de promotion et de publicité des produits agricoles et alimentaires, une partie du financement doit rester à la charge des organisations proposantes. Ainsi, pour les actions d'une durée d'au moins deux ans, en règle générale le pourcentage minimal à leur charge est de 20 % des coûts, avec une participation maximale de la Communauté de 60 % et une participation des États membres de 20 %. Il s'ensuit qu'une implication réelle des bénéficiaires dans ce type d'actions, à un niveau minimal de 20 % des coûts, semble opportune afin de limiter des distorsions de concurrence à l'égard d'autres productions communautaires. |
(53) |
Les autorités françaises ont envoyé à la Commission des échantillons des activités de promotion et de publicité financées par l'aide notifiée permettant de confirmer les engagements donnés par lesdites autorités. |
(54) |
La Commission conclut que, à ce stade, ces aides semblent répondre aux conditions établies au niveau communautaire, si bien un engagement concernant la nature secondaire des références à l'origine nationale des produits est, à ce stade, nécessaire. |
2.1.2. Aides à la recherche
(55) |
En ce qui concerne les actions de recherche et d'expérimentation, ainsi que celles de diffusion du progrès scientifique, les lignes directrices de la Communauté concernant les aides d'État dans le secteur agricole (14), prévoient, au point 17, que les aides à la recherche et au développement seront examinées conformément aux critères exposés dans l'encadrement communautaire des aides d'État à la recherche et au développement (15). Ce dernier précise qu'il est compatible avec le marché commun un taux d'aide pouvant atteindre 100 %, même dans le cas où la R & D serait exécutée par des entreprises, pour autant que les quatre conditions y reprises soient remplies dans tous les cas:
|
(56) |
Les autorités françaises se sont engagées à ce qui suit:
|
(57) |
La Commission conclut que, à ce stade, ces aides semblent répondre aux conditions établies au niveau communautaire. |
2.1.3. Aides à l'assistance technique
(58) |
Le règlement (CE) no 1/2004 de la Commission du 23 décembre 2003 concernant l'application des articles 87 et 88 du traité aux aides d'État aux petites et moyennes entreprises actives dans la production, la transformation et la commercialisation de produits agricoles (16), n'est pas d'application dans le cas d'espèce puisque la mesure ne pas limitée aux PME. |
(59) |
Les lignes directrices agricoles prévoient, au point 14, que ce type d'aides est autorisé, avec un taux d'intensité de 100 %, lorsqu'elles sont accessibles à toutes les personnes éligibles exerçant dans la zone concernée, dans des conditions objectivement définies et que le montant d'aide total octroyé ne dépasse 100 000 EUR par bénéficiaire par période de trois ans ou, s'agissant des PME, à 50 % des dépenses éligibles, le montant le plus élevé s'applique. Les autorités françaises se sont engagées à respecter ces conditions. |
(60) |
La Commission conclut que, à ce stade, ces aides semblent répondre aux conditions établies au niveau communautaire. |
2.1.4. Aides à la production de produits de qualité
(61) |
Le règlement (CE) no 1/2004 n'est pas d'application dans le cas d'espèce puisque la mesure ne pas limitée aux PME. |
(62) |
Les lignes directrices agricoles prévoient, au point 13, que ce type d'aides est autorisé, avec un taux d'intensité de 100 %, lorsqu'elles sont accessibles à toutes les personnes éligibles exerçant dans la zone concernée, dans des conditions objectivement définies et que le montant d'aide total octroyé ne dépasse 100 000 EUR par bénéficiaire par période de trois ans ou, s'agissant des PME, à 50 % des dépenses éligibles, le montant le plus élevé s'applique. Les autorités françaises se sont engagées à respecter ces conditions. |
(63) |
La Commission conclut que, à ce stade, ces aides semblent répondre aux conditions établies au niveau communautaire. |
2.2. Le financement des aides
(64) |
Conformément à la jurisprudence de la Cour de Justice (17), la Commission considère normalement que le financement d'une aide d'État par le biais de charges obligatoires peut avoir une incidence sur l'aide en ayant un effet protecteur allant au-delà de l'aide proprement dite. Les cotisations en question constituent en effet des charges obligatoires. Suivant cette même jurisprudence, la Commission considère qu'une aide ne peut être financée par des taxes parafiscales grevant également des produits importés des autres États membres. |
(65) |
Les CVO s'appliquent sur les volumes de vins de liqueur AOC commercialisés par les viticulteurs, bouilleurs de profession, négociants et marchands en gros situés dans l'aire de production de l'AOC concernée. Les autorités françaises ont aussi expliqué que, à la différence des taxes perçues sur le fondement des directives communautaires concernant les droits d'accises sur l' alcool et les boissons alcooliques, les cotisations interprofessionnelles ne frappent par définition que les vins de liqueur bénéficiant des AOC concernées, donc produits exclusivement dans les régions délimitées par la réglementation, ce qui implique que les vins de liqueur provenant des autres États membres n'y sont pas assujettis. |
(66) |
En ce qui concerne plus particulièrement les marchands en gros, il n'est pas exclu qu'ils commercialisent aussi des produits importés. Ainsi, si la taxe est payée sur les volumes de vin de liqueur commercialisés, il faut s'assurer que le vin frappé est uniquement d'origine française. Les autorités françaises ont expliqué qu'il n'est pas contestable que les marchands en gros peuvent commercialiser, en dehors des produits sous les AOC concernées, des vins de liqueur importés. Toutefois, les autorités françaises ont précisé que seuls seront soumis à la cotisation interprofessionnelle payée par les marchands en gros les volumes des vins de liqueur AOC concernés par la notification, à savoir le Pineau des Charentes, le Floc de Gascogne, le Pommeau de Normandie et le Macvin du Jura. Donc, tout volume de vin importé est exclu du paiement de cette cotisation. |
(67) |
Ainsi, du fait que la seule production taxée est la production nationale de vins de liqueur AOC visée par la mesure, il est possible de conclure, à ce stade, qu'aucun produit importé n'est taxé. |
(68) |
Selon un arrêt de la Cour (18), une taxe doit être considérée comme constituant une violation de l'interdiction de discrimination édictée à l'article 90 du traité si les avantages que comporte l'affectation de la recette de l'imposition profitent spécialement à ceux des produits nationaux imposés qui sont transformés ou commercialisés sur le marché national, en compensant partiellement la charge supportée par ceux-ci et en défavorisant ainsi les produits nationaux exportés. |
(69) |
La actions financées ont pour vocation d'intéresser, en première lieu, le stade de la production des vins des liqueurs concernés, puisque toutes les actions à caractère scientifique, technique, et orientées vers l'amélioration de la qualité des produits bénéficient l'ensemble de ces vins de liqueur sans différenciation, que ce soit pour ceux qui seront vendus en France ou que ce soit pour ceux qui le seront hors de France. En effet, tel que l'expliquent les autorités françaises, ces producteurs ne modifient pas leurs méthodes de production en fonction des marchés auxquels ils destinent leurs produits, lesquels sont soumis, aux termes de la réglementation française, à des normes uniques. De même, toutes les améliorations techniques et scientifiques les intéressent également pour l'ensemble de leur production, sans discrimination. |
(70) |
Toutefois, en ce qui concerne les aides à la promotion, celles-ci bénéficient sans doute à la production primaire mais aussi, de manière très significative, au secteur de la commercialisation. Les autorités françaises admettent ceci lorsqu'elles affirment que les actions de promotion ou de publicité peuvent, selon le champ géographique donné aux opérations envisagées, représenter un intérêt différent pour des négociants qui seraient exclusivement tournés vers des ventes hors de France ou en dehors de l'Union européenne. |
(71) |
Les autorités françaises ont toutefois assuré que, tant le comité national du Pineau des Charentes que le comité interprofessionnel du Floc de Gascogne, les deux productions faisant l'objet d'aides à la publicité en dehors de la France, financent des actions de publicité ou de promotion qui se répartissent aussi bien en France que dans l'UE et dans les pays tiers. Leurs choix à cet égard seraient fixés en toute indépendance de décision par leurs conseils d'administration, où sont représentés tous les acteurs de la filière concernée. A titre d'exemple, les autorités françaises ont expliqué que les ventes en 2001/2002 du Pineau des Charentes ont eu lieu en France pour 75 % et à l'extérieur du territoire français pour 25 %, essentiellement vers la Belgique et le Canada et que les actions de promotion ont été centrées sur ces deux pays. |
(72) |
Selon les autorités françaises, l'interprofession des appellations cidricoles et le comité interprofessionnel des vins du Jura, eux, n'envisagent pas pour le moment de financer des actions hors du marché français. Cependant, selon les autorités françaises, cette orientation des actions vers le marché français, libre choix de leurs conseils d'administration, relève de la politique de la filière elle-même qui estime, pour l'instant, prioritaire de parfaire son implantation sur le marché national, sachant que la vente de ces vins de liqueurs à l'étranger n'est pas encore entrée dans les pratiques du commerce. Les autorités françaises assurent que cette orientation n'est désavantageuse pour aucun négociant intéressé par la vente de ces vins de liqueur, les négociants qui commercialisent du Macvin du Jura ou du Pommeau de Normandie n'étant en l'occurrence, pour aucun d'entre eux, spécialisés dans les ventes en dehors du territoire national. |
(73) |
Les autorités françaises s'engagent à ce que les produits exportés ne bénéficieront pas moins des actions financées par les aides de cotisations interprofessionnelles que les produits vendus sur le territoire national. |
(74) |
La Commission considère, à ce stade, que la taxe n'est pas de nature à causer un préjudice aux produits destinés à l'exportation en faveur des produits commercialisés sur le marché français. |
2.3. Compatibilité avec d'autres dispositions du traité
(75) |
Tel qu'il a été signalé dans la description, la décision de la Commission concernant l'aide d'État no N 703/95 a été annulée par un arrêt de la Cour de Justice (19). |
(76) |
Dans son arrêt, la Cour rappelle que, au cours des années 1992 et 1993, le gouvernement français a modifié sa législation nationale applicable en matière d'accises sur les boissons alcoolisées et a institué un régime de taxation différenciée des vins de liqueur et des vins doux naturels. Ainsi, à la suite de l'adoption de la loi de finances rectificative pour 1993 no 93-859, du 22 juin 1993, ces vins ont supporté, à partir du 1er juillet 1993, un droit de consommation dont le tarif par hectolitre était fixé, pour les vins de liqueur, à 1 400 FRF (20) (soit 9 FRF par bouteille) et, pour les vins doux naturels, à 350 FRF (soit 2,25 FRF par bouteille). |
(77) |
Pendant l'année 1993 et une partie de l'année 1994, certains producteurs français de vins de liqueur ont entrepris de suspendre partiellement le paiement des accises en retenant la différence entre le montant des droits frappant les vins de liqueur et le montant des droits frappant les vins doux naturels. À partir de mai ou juin 1994, cette “grève des accises” a été suspendue. Le président de la Confédération nationale des producteurs de vins de liqueur à appellation d'origine contrôlée a, dans une déclaration publiée dans le numéro de juin 1994 de la revue VITI, justifié cette suspension par le fait que, selon lui, le gouvernement français envisageait, afin de compenser la différence de taxation, de verser aux producteurs français de vins de liqueur une indemnité annuelle et un dédommagement pour les années 1994 à 1997. Il a déclaré que le gouvernement aurait accepté de verser de 1994 à 1997 une indemnité annuelle de 20 Mio FRF et un dédommagement de 4 Mio FRF en 1994, 8 Mio FRF en 1995, 12 Mio FRF en 1996, et 16 Mio FRF en 1997 afin de compenser progressivement le maintien du niveau actuel des taxes. |
(78) |
Le 24 mars 1995, l'Associação de Exportadores de Vinho do Porto (association d'entreprises exportatrices de vin de Porto, ci-après l'AEVP) a adressé à la Commission deux plaintes portant, l'une, sur l'incompatibilité du régime français de taxation des vins de liqueur avec l'article 95 du traité CE (devenu, après modification, article 90 CE), l'autre, sur la violation des articles 92 du traité CE (devenu, après modification, article 87 CE) et 93 du traité CE (devenu article 88 CE) par les mesures de compensation envisagées par le gouvernement français au profit de ses producteurs nationaux de vins de liqueur. |
(79) |
La Cour explique qu'il ressort clairement des deux plaintes déposées par l'AEVP que celles-ci étaient fondées essentiellement sur l'existence d'un lien entre la différence de taxation entre les vins de liqueur et les vins doux naturels, d'une part, et l'aide aux producteurs français de vins de liqueur, d'autre part. En effet, dans sa seconde plainte, qui portait sur la violation des articles 92 et 93 du traité (devenus articles 87 et 88 CE), l'AEVP a expressément soutenu que l'aide en cause était destinée à compenser, pour les producteurs français de vins de liqueur, cette différence de taxation, ce qui impliquait en substance que seuls les producteurs étrangers de vins de liqueur se trouvaient soumis au niveau de taxation plus élevé. |
(80) |
La Cour rappelle en outre qu'une aide d'État qui, par certaines de ses modalités, viole d'autres dispositions du traité ne peut être déclarée compatible avec le marché commun par la Commission et que, en déterminant si une aide est compatible avec le marché commun, la Commission doit tenir compte des conditions du marché, y compris au niveau fiscal. |
(81) |
La Cour signale que la Commission n'a fait référence, dans la décision attaquée, au fait que le grief de l'AEVP se fondait essentiellement sur un lien entre la différence de taxation entre les vins de liqueur et les vins doux et l'aide aux producteurs français de vins de liqueur. La Commission n'a pas non plus expliqué pourquoi elle avait conclu que ce grief n'était pas fondé. |
(82) |
Or, selon la Cour, une partie des aides en cause semble favoriser une catégorie de producteurs qui coïncide largement avec celle des producteurs français de vins de liqueur fiscalement désavantagés par le régime de taxation. Il convient donc d'admettre, selon la Cour, que l'existence éventuelle d'un lien entre le régime de taxation et le projet d'aides en cause représentait une difficulté sérieuse pour apprécier la compatibilité dudit projet avec les dispositions du traité. |
(83) |
Dans ces conditions, dit la Cour, c'est uniquement en ouvrant la procédure prévue à l'article 93, paragraphe 2, du traité (devenu article 88, paragraphe 2) que la Commission aurait été en mesure d'appréhender les questions soulevées dans les plaintes déposées par l'AEVP et de déterminer si le lien éventuel entre la différence de taxation et le projet d'aides constituait ou non une violation de l'article 95 du traité (devenu article 90 CE) et, partant, si ledit projet était ou non incompatible avec le marché commun. En tout état de cause, la décision attaquée est dénuée de toute motivation sur ce point, contrairement aux exigences de l'article 190 du traité (devenu article 253 CE). |
(84) |
La Cour a conclu que la décision attaquée était entachée d'illégalité en raison tant de l'omission d'ouvrir la procédure prévue à l'article 93, paragraphe 2, du traité (devenu article 88, paragraphe 2, CE) que de la violation de l'obligation de motivation. |
(85) |
La Commission considère, à la lumière de cet arrêt de la Cour, qu'un examen approfondi au regard de l'article 90 du traité s'impose dans le cas d'espèce afin d'éclaircir s'il existe une éventuelle discrimination envers des produits importés. |
(86) |
Dans le cadre de la notification de la mesure en l'espèce, plusieurs échanges ont été entretenus entre la Commission et les autorités françaises à cet égard. |
(87) |
La Commission a interrogé les autorités françaises afin de savoir si l'aide d'État en faveur des seuls producteurs français des vins de liqueurs ne consisterait pas, de facto, en une dévolution partielle, en faveur des seuls producteurs français de vins de liqueur, de la taxe prévue à l'article 402 bis du code général des impôts, dévolution dont les vins de liqueur importés, acquittant aussi ladite taxe, ne sauraient pas bénéficier. |
(88) |
Les autorités françaises ont expliqué tout d'abord que les vins de liqueur sont taxés à 214 EUR/hectolitre et les vins doux naturels à 54 EUR/hectolitre. D'après les autorités françaises, du point de vue fiscal, les vins de liqueur de qualité produits dans des régions déterminées de la Communauté européenne, dont la production est traditionnelle et d'usage et répondant à un certain nombre de caractéristiques limitativement énumérées, sont assimilés aux vins doux naturels (article 417 bis du code général des impôts). Les autorités françaises considèrent que la différence de taxation entre les vins doux naturels et les vins de liqueur est justifiée par des données objectives telles que les différentes conditions de production, les différentes techniques viticoles, le différent rendement et la différence de convertibilité des productions. Les autorités françaises se réfèrent à un arrêt de la Cour pour étayer leur raisonnement (21). |
(89) |
Les autorités françaises ont expliqué que si le projet des autorités françaises était de faire bénéficier le secteur des vins de liqueur de 2,4 Mio EUR par an (12 Mio EUR d'aides sur cinq ans), le chiffre est sans commune mesure avec ce que ce secteur rapporte en droits de consommation (accises) prévus par le code général des impôts et qui relèvent du cadre juridique communautaire. Ainsi, les 150 000 hectolitres de vins de liqueur AOC commercialisés représentent, avec un droit de d'accise de 214 EUR/hl, plus de 32 Mio EUR de recettes d'accises par an. Du fait de ce taux spécifique sur les vins de liqueur, au lieu de 54 EUR/hl pour les vins doux naturels, ce secteur, par rapport à une quantité équivalente de vins doux naturels, est taxé de 24 Mio EUR d'accises supplémentaires, montant là aussi sans équivalence avec le niveau d'aides proposé. |
(90) |
Les autorités françaises affirment qu'aucune disposition n'a jamais été mise en œuvre pour que les fonds collectés au titre de l'article 402 bis du code général des impôts, issus de la mise en œuvre de directives communautaires, soient réutilisés au profit des producteurs nationaux de vins de liqueur. Ainsi, entre le 1er janvier 1995 et le 31 décembre 2000, les recettes perçues par les services des Douanes en application de l'article 402 bis du code général des impôts étaient versées au “fonds de solidarité vieillesse”. Entre le 1er janvier 2001 et le 31 décembre 2003, elles ont été utilisées au profit fonds destiné au financement de la réduction du temps de travail. Depuis le 1er janvier 2004, ces recettes sont prélevées par les services des Douanes et reversées au budget de l'État, les interprofessions n'en bénéficiant pas davantage. |
(91) |
Les autorités françaises affirment aussi que, dans le passé comme aujourd'hui, il n'existe aucun lien entre les mesures de soutien proposées en faveur des vins de liqueur, objet de la notification, et les accises. De ce fait, les autorités françaises assurent à la Commission qu'il n'y a pas de réutilisation des recettes d'accises au profit des productions nationales de vins de liqueur. Il ne leur apparaît ainsi pas que la perception en France des accises sur les vins de liqueur importés aboutisse à une discrimination fiscale, d'autant plus que les produits français du même type consommés dans les autres États membres sont soumis aux droits équivalents dans ces États, sans qu'une distorsion de concurrence y soit dénoncée. |
(92) |
Les autorités françaises rappellent, finalement, que les interprofessions concernées ne versent aucune aide individuelle à leurs cotisants, leurs ressources, conformément aux textes les régissant, étant intégralement affectées, en dehors des frais de fonctionnement et de personnel inhérents à leur activité, à des actions d'intérêt collectif (article L 632-3 du Code rural) telles que décrites dans la notification. |
(93) |
La Commission considère, à ce stade, que les explications fournies par les autorités françaises n'enlèvent pas, de façon catégorique, les doutes concernant une possible violation de l'article 90 du traité. |
(94) |
En effet, les arguments fournis, bien qu'utiles, ne s'attaquent pas directement au fait que, comme le dit la Cour, une partie des aides en cause semble favoriser une catégorie de producteurs qui coïncide largement avec celle des producteurs français de vins de liqueur fiscalement désavantagés par le régime de taxation. |
(95) |
En effet, le fait que le niveau des aides proposé ne soit pas d'un volume assez grand pour combler l'écart fiscal créé par le système entre producteurs des différents vins n'exclut pas la possibilité que ces aides puissent, au moins partiellement, servir à compenser les producteurs français des vins des liqueurs désavantagés, compensation dont d'autres producteurs communautaires ne sauraient pas bénéficier. Le même raisonnement est valable concernant l'argument selon lequel les recettes tirées des accises frappant les vins de liqueurs ne sont pas réutilisées au profit des producteurs nationaux de vins de liqueur. |
(96) |
Les autorités françaises n'ont pas suffisamment éclairé la question concernant le lien entre la taxe et le montant d'aide venant du budget national, à la lumière des points relevés par la Cour. Ainsi, existe-t-il un engagement de la part des autorités françaises vis-à-vis des producteurs des vins de liqueur français de les compenser entièrement ou partiellement pour l'impact causé par l'introduction, en 1993, de la taxe sur lesdits vins de liqueur ? |
(97) |
Les autorités françaises ont expliqué que ce secteur rapporte 32 Mio EUR en droits d'accises par an. Ce chiffre semble inclure les productions d'origine non française. Les autorités françaises n'ont pas toutefois fourni des chiffres relatifs aux montants de la taxe sur les vins de liqueur venant, respectivement, des produits français et des produits importés. En plus, des chiffres par production individuelle, qu'elles soient françaises ou communautaires, concernant le fruit des accises s'avèrent aussi nécessaires pour l'examen des aides en question. |
(98) |
La Commission note que le Pineau de Charentes est, de loin, le principal bénéficiaire des aides notifiées, avec 78 % des montants, le Floc de Gascogne suit avec 17 %, puis le Pommeau de Normandie avec 3 % et, finalement, le Macvin de Jura avec 2 %. Les autorités françaises sont priées d'expliquer si ces pourcentages coïncident, pour chacune de ces productions, avec ceux des revenus que l'État tire au moyen de la taxe sur les vins de liqueur. |
(99) |
Du fait que la plupart des aides se concentre sur les actions de publicité, et très peu sur d'autres activités, les autorités françaises sont priées d'expliquer si la proportion des aides financées par le budget national en faveur de cette mesure est représentatives des choix opérés par l'État français dans d'autres secteurs de la production agricole, notamment des produits de qualité. |
(100) |
En outre, la Commission souhaite connaître le budget des aides destinées pour les campagnes de publicité réalisées en France pour chacune de quatre productions concernées. |
(101) |
Des explications concernant l'éventuelle relation entre les ressources tirées de la CVO et les ressources provenant du budget national en vue du financement des aides semblent aussi nécessaires. |
(102) |
La Commission, en ouvrant la présente procédure d'examen, souhaite, d'un côté, permettre aux autorités françaises de fournir toutes les explications nécessaires afin d'enlever les doutes de la Commission et, d'un autre côté, répondre au souci exprimé par la Cour de donner l'opportunité aux tiers intéressés d'avancer des arguments concernant une éventuelle violation de l'article 90 du traité. |
IV. CONCLUSION
(103) |
Pour les raisons exposées ci-dessus, la Commission constate, après cet examen préliminaire, que la mesure suscite des doutes quant à sa compatibilité avec le marché commun. |
(104) |
La Commission, après avoir examiné les informations fournies par les autorités françaises, a dès lors décidé d'ouvrir la procédure prévue à l'article 88, paragraphe 2, du traité CE en ce qui concerne les aides traitées dans la présente décision. |
(105) |
Compte tenu des considérations qui précèdent, la Commission invite la France, dans le cadre de la procédure de l'article 88, paragraphe 2 du traité CE, à présenter ses observations et à fournir toute information utile pour l'évaluation des mesures en question dans un délai d'un mois à compter de la date de réception de la présente. Elle invite vos autorités à transmettre immédiatement une copie de cette lettre aux bénéficiaires potentiels de l'aide. |
(106) |
La Commission rappelle à la France l'effet suspensif de l'article 88, paragraphe 3, du traité CE et se réfère à l'article 14 du règlement (CE) no 659/1999 du Conseil qui prévoit que toute aide illégale pourra faire l'objet d'une récupération auprès de son bénéficiaire. En outre, la dépense relative aux mesures nationales qui affectent directement des mesures communautaires pourra se voir refuser l'imputation au budget du FEOGA.». |
(4) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 25 Ιουνίου 1970, υπόθεση 47/69, Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου XVI, σ. 487.
(5) Απόφαση της 23ης Απριλίου 2002 για την υπόθεση C-234/99, Nygard, Συλλογή Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου 2002, σ. I-3657.
(6) Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2001, υπόθεση C-204/97, Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συλλογή Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σ. I-03175.
(7) Lettre aux autorités françaises du 21 novembre 1996, no SG(96) D/9957.
(8) Lettre aux autorités françaises du 4 août 1998, no SG(98) D/6737.
(9) Agriculture in the European Union, Statistical and economic information 2002. Direction générale de l'Agriculture, Commission européenne.
(11) Conformément aux dispositions du règlement (CEE) no 2081/92 du Conseil, du 14 juillet 1992, relatif à la protection des indications géographiques et des appellations d'origine des produits agricoles et des denrées alimentaires (JO L 208 du 24.7.1992).
(12) Aide d'État no N 166/2002.
(15) JO C 45 du 17.2.1996, p. 5, ultérieurement modifié en ce qui concerne son application au secteur agricole, JO C 48 du 13.2.1998, p. 2.
(16) JO L du 3.1.2004.
(17) CJCE, 25 juin 1970, affaire 47/69, Gouvernement de la République française contre Commission des Communautés européennes, Rec. XVI, p. 487.
(18) Arrêt du 23 avril 2002 dans l'affaire C-234/99, Nygard, Recueil 2002, p. I-3657.
(19) Arrêt de la Cour du 3 mai 2001, affaire C-204/97, République portugaise contre Commission des Communautés européennes, Rec., p. I-03175.
(20) 1 FRF = 0,15 EUR.
(21) Arrêt du 7 avril 1987 dans l'affaire C-196/85, Rec., p. 1597.
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/14 |
Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3697 — Symantec/Veritas)
(2005/C 42/03)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
1. |
Στις 9 Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Symantec Corporation («Symantec», ΗΠΑ), αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Veritas Software Corporation («Veritas», ΗΠΑ), με αγορά μετοχών. |
2. |
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:
|
3. |
Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. |
4. |
Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή. Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.3697 — Symantec/Veritas. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός φαξ (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/15 |
ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΙΤΑΛΊΑ
Κρατική ενίσχυση N 586/2003, N 587/2003, N 589/2003 & C 48/2004 (ex N 595/2003) — Παράταση της τριετούς προθεσμίας παράδοσης για δεξαμενόπλοια μεταφοράς χημικών προϊόντων
Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ
(2005/C 42/04)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Με επιστολή της 30ής Δεκεμβρίου 2004 που αναδημοσιεύεται στη γλώσσα στην οποία το κείμενό της θεωρείται αυθεντικό, στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:
European Commission |
Directorate-General for Competition |
State aid Greffe |
J70, 4/151 |
B-1049 Bruxelles |
Αριθ. φαξ: (32-2) 296 12 42. |
Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ιταλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερομένου μέρους που υποβάλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ
Τον Δεκέμβριο 2003, η Ιταλία κοινοποίησε στην Επιτροπή τέσσερα αιτήματα σχετικά με την παράταση της τριετούς προθεσμίας παράδοσης για ένα ποντοπόρο σκάφος ανά αίτημα, στα οποία εδόθησαν αντίστοιχα οι αριθμοί κρατικής ενίσχυσης N 586/2003, N 587/2003, N 589/2003 και N 595/2003.
Η Επιτροπή αποφάσισε να εγκρίνει την παράταση της τριετούς προθεσμίας παράδοσης στις τρεις προαναφερόμενες υποθέσεις, που αφορούν τα πλοία C.190, C.197 και C.196, ναυπηγηθέντα από τα ναυπηγεία Cantiere Navale De Poli S.p.A στην Ιταλία. Οι παρατάσεις που χορηγήθηκαν είναι διάρκειας 4 μηνών για το δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων με τα στοιχεία C.190, και 6 μηνών για τα δεξαμενόπλοια μεταφοράς υγραερίου (LPG) με τα στοιχεία C.196 και C.197 σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού για τη ναυπηγική βιομηχανία. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν εστάθη δυνατόν να καταλήξει σε απόφαση σχετικά με την υπόθεση κρατικών ενισχύσεων N 595/03 μετά την περίοδο των προκαταρκτικών ερευνών.
Η υπόθεση κρατικής ενίσχυσης N 595/03 αφορά δεξαμενόπλοιο μεταφοράς χημικών προϊόντων που ναυπηγήθηκε από τα Cantieri Navali Termoli, μετά από παραγγελία της πλοιοκτήτριας εταιρείας Marnavi S.p.A. Ζητείται να αναβληθεί η ημερομηνία παράδοσης από το τέλος του 2003 στις 31 Οκτωβρίου 2004. Τα ναυπηγεία προβαίνουν στην κατασκευή του πλοίου σύμφωνα με την νέα ημερομηνία παράδοσης.
Είναι αναγκαία η έγκριση του αιτήματος από την Επιτροπή, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1540/98 του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 περί των κρατικών ενισχύσεων στη ναυπηγική βιομηχανία, πλοία που παραδίδονται μετά το 2003 δεν είναι επιλέξιμα για λειτουργικές ενισχύσεις ακόμα και αν οι συμβάσεις ναυπήγησης είχαν υπογραφεί πριν από το τέλος του 2000. Η συνολική αξία της ενίσχυσης ανέρχεται σε 3,9 εκατ. ευρώ περίπου.
Οι λόγοι που πρόβαλε το αίτημα των ιταλικών αρχών στην τελευταία υπόθεση περιλαμβάνουν και τον λόγο για προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την έγκριση παρόμοιων αιτημάτων, για παράδειγμα στην υπόθεση Meyer Werft (1), δηλ. οι πλοιοκτήτες ζήτησαν την αναστολή της σύμβασης λόγω της επίπτωσης των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Η Ιταλία αναφέρει επίσης δύο ακόμα λόγους, την ανάγκη να γίνουν τεχνικές τροποποιήσεις στο πλοίο και τις διαταραχές στο πρόγραμμα εργασιών των ναυπηγείων λόγω δύο φυσικών καταστροφών (ενός σεισμού και μίας πλημμύρας) που έπληξαν την περιοχή όπου ευρίσκονται οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις τον Οκτώβριο 2002 και τον Ιανουάριο 2003.
Η Επιτροπή παρατηρεί ότι για το πλοίο υπάρχει τελική σύμβαση που υπεγράφη τον Δεκέμβριο 2000 με ημερομηνία παράδοσης τον Ιούνιο 2003. Φαίνεται ότι ο πλοιοκτήτης, που είναι σημαντικός πελάτης των ναυπηγείων, ζήτησε επίσης την αναστολή της σύμβασης μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2003 λόγω της επίπτωσης των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Εντούτοις, δεδομένου ότι το υπό εξέταση πλοίο δεν είναι κρουαζιερόπλοιο, η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν πληροί τα ίδια κριτήρια όπως η απόφαση σχετικά με την υπόθεση Meyer Werft, και δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ανωτέρω λόγος για τους σκοπούς της έγκρισης του κοινοποιηθέντος αιτήματος.
Ωστόσο, η Επιτροπή επαλήθευσε τις επιπτώσεις και το συμβιβάσιμο των άλλων αιτίων καθυστέρησης που ισχυρίζεται η Ιταλία. Αν οι λόγοι αυτοί δεν είναι θεμελιωμένοι, η παράταση της προθεσμίας παράδοσης θα επέτρεπε στην Ιταλία να παράσχει μεγαλύτερη λειτουργική ενίσχυση από την επιτρεπόμενη.
Όσον αφορά την ανάγκη να γίνουν τεχνικές τροποποιήσεις στο πλοίο, παρατηρείται ότι αυτές έγιναν μετά από αίτημα του πλοιοκτήτη και σε σχέση με την ανάκληση της αναστολής της σύμβασης, που έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου 2003, και ότι οι τροποποιήσεις επισημοποιήθηκαν με προσθήκη στην αρχική σύμβαση μόνο στις 10 Δεκεμβρίου 2003. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ενώ ο πλοιοκτήτης μπορεί να ζητά πάντα τροποποιήσεις στη σύμβαση ναυπήγησης, οι τροποποιήσεις αυτές δεν είναι πάντως απρόβλεπτα γεγονότα ούτε ασυνήθη περιστατικά στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας. Τα γεγονότα αυτά εντάσσονται γενικά στις εμπορικές δραστηριότητες των ναυπηγείων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτός αυτός ο λόγος.
Όσον αφορά την επίπτωση από τις δύο φυσικές καταστροφές που έπληξαν την περιφέρεια όπου ευρίσκονται τα ναυπηγεία, αναγνωρίζεται ότι κανονικά αυτά τα γεγονότα συνιστούν αποδεκτούς λόγους. Εντούτοις, μετά από εξέταση των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον αυτή η εκτίμηση θα ήταν σωστή στην παρούσα υπόθεση.
Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι αυτά τα γεγονότα συνέβησαν εντός του διαστήματος αναβολής, και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να επηρέασαν τη ναυπήγηση δεδομένου ότι η κατασκευή απείχε κατά τουλάχιστον 8 μήνες από τη φάση της υλικής εκτέλεσής της. Ομοίως, παρατηρείται ότι δεν εδόθησαν καθόλου πληροφορίες που θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να εκτιμήσει την επίπτωση των τελευταίων γεγονότων στο γενικότερο πρόγραμμα εργασίας των ναυπηγείων. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι 3 μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας της 31 Δεκεμβρίου 2003 που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1540/98 του Συμβουλίου, ζητήθηκαν από τον πλοιοκτήτη τεχνικές τροποποιήσεις ουσιαστικού χαρακτήρα, που αφορούσαν το μήκος και το πλάτος του πλοίου, τον αριθμό των δεξαμενών του και το μέγεθός τους. Έτσι, φαίνεται αμφίβολο κατά πόσον μπόρεσαν να γίνουν σημαντικές εργασίες επί του πλοίου C.180, ειδικότερα όσον αφορά τις τροποποιήσεις που ζητήθηκαν στα τέλη του 2003. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή αμφιβάλλει κατά πόσον οι συγκεκριμένες φυσικές καταστροφές είχαν κάποια επίπτωση στο πρόγραμμα εργασίας των ναυπηγείων, ιδιαίτερα όσον αφορά το πλοίο C.180.
Τέλος, παρατηρείται επίσης ότι η αναστολή της σύμβασης ζητήθηκε πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2003 και η ανάκληση έγινε ουσιαστικά στις 29 Σεπτεμβρίου 2003, δηλ. 3 μήνες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 οπότε έληγε η προθεσμία παράδοσης. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι η ναυπήγηση του πλοίου C.180 θα απαιτούσε έως 15 μήνες, φαίνεται ότι τα ναυπηγεία γνώριζαν ότι δεν ήταν δυνατό να κατασκευάσουν το πλοίο εντός 3 μόνο μηνών. Εξάλλου, επειδή απαιτείται χρόνος 15 μηνών για την κατασκευή, παρατηρείται ότι τα ναυπηγεία θα πρέπει να γνώριζαν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήσαν σε θέση να παραδώσουν το πλοίο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 το αργότερο από τον Αύγουστο 2002 ή λίγο μετά, δηλ. τρεις μήνες πριν από τον σεισμό που έπληξε την περιφέρεια Molise.
Η ανάλυση αυτή οδηγεί σε αμφιβολίες κατά πόσον οι λόγοι που αναφέρονται από τις ιταλικές αρχές μπορεί να είναι συμβατοί με το άρθρο 3 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού περί ναυπηγικής βιομηχανίας, και κατά συνέπεια συμβατοί με την κοινή αγορά [άρθρο 87 παράγραφος 3 εδάφιο ε) της συνθήκης ΕΚ].
Η Επιτροπή αποφάσισε ως εκ τούτου να κινήσει την τυπική διαδικασία για το αίτημα παράτασης της προθεσμίας παράδοσης δεξαμενόπλοιου μεταφοράς χημικών προϊόντων υπό τα στοιχεία C.180 που κατασκευάζεται από τα ναυπηγεία Cantieri Navali Termoli S.p.A.
[ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ]
«1. PROCEDIMENTO
(1) |
Con lettera dell'11.12.2003, protocollata dai servizi della Commissione in data 16.12.2003, le autorità italiane hanno notificato alla Commissione, a norma dell'articolo 3, paragrafo 2, del regolamento (CE) n. 1540/98 del Consiglio del 29 giugno 1998 relativo agli aiuti alla costruzione navale (2) (in appresso “regolamento sulla costruzione navale”), la richiesta di accordare agli armatori FASE Shipping BV (in relazione alla nave denominata C. 190) e AR.CO.TUR. S.r.l (in relazione alle navi denominate C. 196 e C. 197) una proroga del termine ultimo di tre anni stabilito per la consegna delle tre suddette navi, che hanno fruito di aiuti al funzionamento. Tutte e tre le navi sono costruite dal Cantiere Navale De Poli SpA. |
(2) |
La Commissione ha chiesto informazioni supplementari mediante lettera datata 5.2.2004, alla quale le autorità italiane hanno risposto con lettera in data 29.3.2004, protocollata il 31.3.2004, avendo ottenuto una proroga del termine previsto a tale scopo. In data 24.5.2004, la Commissione ha chiesto ulteriori informazioni mediante lettera, alla quale le autorità italiane hanno risposto con lettera in data 30.7.2004, protocollata il 2.8.2004 avendo ottenuto una proroga del termine previsto per la risposta. Il 22.9.2004, la Commissione ha inviato una lettera chiedendo delle informazioni integrative, che sono state trasmesse dalle autorità italiane mediante lettera datata 18.10.2004, protocollata il 19.10.2004. |
(3) |
Contemporaneamente, con lettera del 22.12.2003, protocollata dai servizi della Commissione lo stesso giorno, le autorità italiane hanno notificato alla Commissione, a norma dell'articolo 3, paragrafo 2, del regolamento sulla costruzione navale la richiesta di accordare all'armatore Marnavi SpA una proroga del termine di tre anni stabilito per la consegna di una nave, denominata C. 180, che ha fruito di aiuti al funzionamento, in costruzione presso i Cantieri Navali Termoli SpA. |
(4) |
La Commissione ha chiesto informazioni supplementari mediante lettera datata 5.2.2004, alla quale le autorità italiane hanno risposto con lettera in data 30.3.2004, protocollata l'1.4.2004, avendo ottenuto una proroga del termine previsto a tale scopo. In data 26.5.2004, la Commissione ha chiesto ulteriori informazioni mediante lettera, alla quale le autorità italiane hanno risposto con lettera in data 22.7.2004, protocollata il 27.7.2004, avendo ottenuto una proroga del termine previsto per la risposta. Il 22.9.2004 la Commissione ha inviato una lettera chiedendo delle informazioni integrative, che sono state trasmesse dalle autorità italiane mediante lettera datata 18.10.2004, protocollata il 19.10.2004. |
2. DESCRIZIONE PARTICOLAREGGIATA DELL'AIUTO
2.1. Casi N 586/03, N 587/03 e N 589/03
(5) |
L'Italia ha chiesto alla Commissione di accordare una proroga del termine ultimo di consegna del 31.12.2003 contemplato dal regolamento (CE) sulla costruzione navale, a cui è subordinata la fruizione di aiuti al funzionamento connessi a contratto relativi a navi. La proroga è stata richiesta fino al 31.4.2004 (4 mesi per la nave C. 190) e fino al 30.6.2004 (6 mesi per le navi C. 197 e C. 196) (3). |
(6) |
Nave C. 190: il contratto, firmato il 19.12.2000, prevedeva originariamente quale termine di consegna l'11.12.2003. La nave è stata commissionata dalla società S.A.I. Srl, un armatore italiano, per il trasporto di petrolio e prodotti chimici. Il 20.12.2002, S.A.I. Srl ha ceduto il contratto ad AR.CO.IN SpA, un armatore italiano, che lo ha a sua volta ceduto a FASE Shipping BV, un armatore olandese, in data 1.4.2003. In relazione al predetto contratto, a quest'ultimo armatore è stato promesso un aiuto al funzionamento del 9 %, equivalente a circa 8,5 milioni di euro, in conformità alle disposizioni dell'articolo 3, paragrafo 1 del regolamento sulla costruzione navale. |
(7) |
Navi C. 196 e C. 197: entrambe i contratti sono stati firmati il 27.12.2000 e prevedevano originariamente quale termine di consegna, rispettivamente, il 24.6.2003 e il 22.9.2003. Le navi in questione sono state commissionate dall'impresa Stargas Holding SpA, un armatore italiano, per il trasporto di gas di petrolio liquefatto-propano (LPG). Il 17.04.2002, i due contratti sono stati acquisiti dalla Silver Srl, un armatore italiano, che li ha a sua volta ceduti ad AR.CO.TUR., un altro armatore italiano, in data 16.12.2002. In relazione ai predetti contratti, a quest'ultimo armatore è stata promesso per entrambe le navi un aiuto al funzionamento del 9 %, equivalente a circa 4,5 milioni di EUR per la nave C. 196 e a circa 5 milioni di EUR per la nave C. 197, in conformità alle disposizioni dell'articolo 3, paragrafo 1 del regolamento sulla costruzione navale. |
(8) |
Il processo di costruzione è tuttavia durato più a lungo di quanto previsto, per un concorso di circostanze, segnatamente: i ritardi relativi alla conclusione delle opere di banchinamento per la salvaguardia della laguna della città di Venezia dalle acque alte, che hanno interessato direttamente gli scali e l'area occupata dal cantiere; gli scioperi nazionali di categoria e la tardiva fornitura di componenti essenziali, più precisamente i serbatoi di carico. Il cantiere è stato quindi costretto a chiedere una proroga del termine di consegna delle navi della durata di 4 mesi (nave C. 190) e di 6 mesi (navi C. 196 e C. 197), rispettivamente, oltre il 31.12.2003, data in cui decade il regolamento sulla costruzione navale. |
(9) |
Nella notifica, le autorità italiane fanno riferimento ad una decisione della Commissione del 5 giugno 2002, con cui è stata autorizzata un'analoga proroga del termine di consegna oltre il 31 dicembre 2003, per una nave da crociera in costruzione nel cantiere Meyer Werft, a Papenburg, in Germania (in appresso “decisione Meyer Werft”). Le autorità italiane hanno specificamente messo in risalto numerose analogie fondamentali tra i due casi, sotto i seguenti aspetti: i) la ragione fatta valere per la proroga (ossia effetto dell'attentato terroristico dell'11 settembre 2001), ii) il mercato interessato (ovvero il trasporto marittimo di LPG, petrolio e prodotti chimici) e iii) i consolidati rapporti commerciali esistenti tra il cantiere e gli armatori (4). In breve, le autorità italiane affermano che la decisione Meyer Werft costituisce un chiaro precedente per l'autorizzazione a titolo eccezionale nella fattispecie. Le autorità rammentano inoltre che il 13 novembre 2002 la Commissione ha adottato un'altra decisione con cui autorizza la proroga della data di consegna di una nave da crociera in costruzione al cantiere Kvaerner Masa, in Finlandia (in appresso “decisione Kvaerner Masa”), per ragioni analoghe. |
(10) |
A motivazione della loro richiesta, le autorità italiane fanno valere circostanze a loro dire eccezionali, impreviste, esterne ed estranee al cantiere, che hanno provocato perturbazioni inattese, serie e giustificabili che si sono ripercosse sul programma di lavoro del cantiere. Più precisamente, tali ritardi sono dovuti ai seguenti episodi (si rinvia alla tabella sinottica n. 1 riportata più avanti):
|
2.2. Caso N 595/03
(11) |
L'Italia ha chiesto alla Commissione di accordare una proroga del termine ultimo di consegna del 31.12.2003, contemplato dal regolamento (CE) sulla costruzione navale, a cui è subordinata la fruizione di aiuti al funzionamento connessi a contratto relativi a navi. L'istanza di proroga è stata presentata dall'armatore Marnavi S.p.A. in relazione ad una nave denominata C. 180, costruita dalla Cantieri Navali Termoli S.p.A., un cantiere situato nella regione del Molise (Italia). La proroga è stata richiesta inizialmente fino al 31.10.2004 (10 mesi). |
(12) |
Il contratto di costruzione firmato il 30.12.2000 prevedeva originariamente quale termine di consegna il 30.6.2003. La motonave era stata commissionata dalla Marnavi S.p.A., un armatore italiano, per il trasporto di prodotti chimici e petroliferi. In relazione al predetto contratto, all'armatore è stata promesso un aiuto al funzionamento del 9 %, equivalente a circa 3,9 milioni di EUR per tale nave, in conformità alle disposizioni dell'articolo 3, paragrafo 1 del regolamento sulla costruzione navale. |
(13) |
Il processo di costruzione è durato tuttavia più a lungo di quanto previsto, per un concorso di circostanze, segnatamente: l'impatto degli avvenimenti dell'11 settembre 2001, la conseguente necessità di adeguare la motonave alle mutate esigenze tecnico-commerciali ed il succedersi di due calamità naturali – un terremoto e un'alluvione. Il cantiere è stato quindi costretto a chiedere una proroga del termine ultimo di consegna stabilito per la nave C. 180, di dieci mesi oltre il 31.12.2003, scadenza fissata dal regolamento sulla costruzione navale. |
(14) |
Nella notifica, le autorità italiane fanno riferimento ad una decisione della Commissione del 5 giugno 2002, con cui è stata autorizzata un'analoga proroga del termine di consegna oltre il 31 dicembre 2003, per una nave da crociera in costruzione nel cantiere Meyer Werft, a Papenburg, in Germania (in appresso “decisione Meyer Werft”). Le autorità italiane hanno specificamente messo in risalto numerose analogie fondamentali tra i due casi, sotto i seguenti aspetti: i) la ragione fatta valere per la proroga (ossia effetto dell'attentato terroristico dell'11 settembre 2001), ii) il mercato interessato (ovvero il trasporto marittimo di petrolio e prodotti chimici) e iii) i consolidati rapporti commerciali esistenti tra il cantiere e l'armatore (5). In breve, le autorità italiane affermano che la decisione Meyer Werft costituisce un chiaro precedente per l'autorizzazione a titolo eccezionale nella fattispecie. Le autorità rammentano inoltre che il 13 novembre 2002 la Commissione ha adottato un'altra decisione con cui autorizza la proroga della data di consegna di una nave da crociera in costruzione al cantiere Kvaerner Masa, in Finlandia (in appresso “decisione Kvaerner Masa”), per ragioni analoghe. |
(15) |
A motivazione della loro richiesta, le autorità italiane fanno valere circostanze a loro dire eccezionali, impreviste, esterne ed estranee al cantiere, che hanno provocato perturbazioni inattese, serie e giustificabili che si sono ripercosse sul programma di lavoro del cantiere. Più precisamente, tali ritardi sono dovuti ai seguenti episodi (si rinvia alla tabella sinottica n. 2 riportata più avanti):
|
(16) |
Le autorità italiane hanno messo in rilievo l'urgenza dell'aiuto, determinata dalle limitate risorse finanziarie ed industriali del cantiere (PMI), essendo il prezzo contrattuale della motonave stato fissato in previsione delle sovvenzioni che sarebbero state erogate per legge. Stando alle autorità italiane, qualora inoltre non si conceda la proroga del termine ultimo di consegna della nave (che aveva raggiunto un grado di esecuzione del 25,65 % al 16.12.2003), e quindi la costruzione non fruisca dell'aiuto, la nave non può essere ultimata senza ingenti danni economici per il cantiere, con conseguente perdita di posti lavori sia a livello del cantiere sia delle imprese che lavorano per il cantiere. Le autorità italiane hanno infatti precisato che l'armatore Marnavi ed il cantiere hanno convenuto di annullare il contratto di costruzione di un'altra motonave denominata C. 173, la cui costruzione è stata perturbata dai suddetti eventi, e di dirottare le relative forniture già disponibili verso la nave C. 180, le cui specifiche sono state modificate in data 10.12.2003, al fine di uniformarle a quelle della nave C. 173. Nella tabella sinottica n. 2 sono riportate le incidenze di questi tre eventi. Tabella 1 — Quadro sinottico dei ritardi intervenuti nella consegna delle navi C. 190, C. 197 e C. 196
Tabella 2 — Quadro sinottico dei ritardi intervenuti nella consegna della nave C. 180
|
3. VALUTAZIONE
(17) |
L'articolo 87, paragrafo 1 del trattato CE statuisce che sono incompatibili con il mercato comune, nella misura in cui incidono sugli scambi tra gli Stati membri, gli aiuti concessi dagli stati, ovvero mediante risorse statali, sotto qualsiasi forma che, favorendo talune imprese o talune produzioni, falsino o minaccino di falsare la concorrenza. Secondo la giurisprudenza costante della Corte di giustizia europea, il criterio della distorsione degli scambi è applicabile se l'impresa beneficiaria svolge attività economica che comporta scambi tra Stati membri. |
(18) |
L'articolo 87, paragrafo 3, lettera e) del trattato CE statuisce che possono considerarsi compatibili con il mercato comune le categorie di aiuti determinate con decisione del Consiglio, che delibera a maggioranza qualificata su proposta della Commissione. La Commissione rileva che su tale base giuridica il 29 giugno 1998 il Consiglio ha adottato il regolamento sulla costruzione navale. Benché detto regolamento sia decaduto il 31 dicembre 2003, le sue disposizioni sono ancora applicabili nel quadro della valutazione delle richieste di proroga del termine ultimo di consegna, visto che riguarda aiuti concessi in base al predetto regolamento e che la disciplina degli aiuti di Stato alla costruzione navale (6) non offre indicazioni in merito a tali istanze. |
(19) |
La Commissione rileva che la questione della proroga del periodo massimo per la consegna è determinante ai fini dell'ammissibilità del contratto alla fruizione degli aiuti al funzionamento, a norma dell'articolo 3 del regolamento sulla costruzione navale. L'aiuto al funzionamento in discorso consiste nel finanziamento mediante fondi statali di parte dei costi che il cantiere in causa avrebbe dovuto normalmente sostenere per costruire una nave. A ciò si aggiunga che la costruzione navale è un'attività economica che comporta scambi tra Stati membri. L'aiuto in parola rientra quindi nel campo di applicazione dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato CE. |
(20) |
Si rammenta che, in base al regolamento sulla costruzione navale, per “costruzione navale” s'intende la costruzione di navi mercantili d'alto mare a propulsione autonoma. Le tre navi costruite dal Cantiere Navale De Poli – segnatamente la nave petrolchimica e le due navi gasiere adibite al trasporto di LPG – e la nave costruita dai Cantieri Navali Termoli – ovvero una nave petrolchimica – sono tutte navi d'alto mare a propulsione autonoma adibite a servizi marittimi specializzati, ovvero al trasporto di prodotti chimici e di gas liquido (LPG) ed al trasporto di prodotti petrolchimici, e sono quindi soggette alle disposizioni del predetto regolamento, a norma dell'articolo 1, lettera a). |
(21) |
L'articolo 3, paragrafo 1 del regolamento sulla costruzione navale prevede fino al 31 dicembre 2000 un contributo massimo del 9 % (contratti con valore contrattuale superiore ai 10 milioni) a titolo di aiuto al funzionamento connesso ad un contratto. In base al primo capoverso dell'articolo 3, paragrafo 2, del medesimo regolamento, il massimale di aiuto applicabile al contratto è costituito dal massimale vigente alla data della firma del contratto definitivo. Tuttavia la prima e la seconda frase del secondo capoverso dell'articolo 3, paragrafo 2, stabiliscono che le precedenti disposizioni non si applicano - vale a dire che nessun aiuto può essere erogato - alle navi consegnate più di tre anni dopo la data della firma del contratto definitivo. Il termine ultimo di consegna di una nave, affinché questa sia ancora ammessa a fruire dell'aiuto al funzionamento, è quindi il 31 dicembre 2003. |
(22) |
L'aiuto proposto a favore delle navi in esame sarà erogato in base all'articolo 3 della legge n. 88 del 16.3.2001, autorizzata dalla Commissione, a titolo di regime di aiuti di Stato n. N 502/00. L'importo erogato è di circa 8,5 milioni di EUR per la nave C. 190, di circa 4,5 milioni di EUR per la nave C. 196, di circa 5 milioni di EUR per la nave C. 197 e di circa 3,9 milioni di EUR per la nave C. 180, ossia non più del 9 % del valore dei relativi contratti. |
(23) |
L'articolo 3, paragrafo 2, secondo capoverso, terza frase, del regolamento sulla costruzione navale recita: “La Commissione può tuttavia concedere una proroga al periodo di tre anni qualora ciò sia giustificato dalla complessità tecnica del progetto di costruzione navale in questione o da ritardi dovuti a perturbazioni inattese, serie e giustificabili che si ripercuotono sul programma di lavoro di un cantiere e che sono causate da circostanze eccezionali, imprevedibili ed esterne all'impresa”. La Commissione rileva che l'istanza di proroga è motivata dall'impossibilità del Cantiere Navale De Poli SpA e dei Cantieri Navali Termoli di ultimare rispettivamente le tre navi summenzionate e la quarta nave a causa di ritardi imprevisti ed esterni all'impresa. |
(24) |
Il regolamento sulla costruzione navale esige che la proroga del termine ultimo di consegna sia motivata da circostanze a) eccezionali, b) imprevedibili ed c) esterne all'impresa. È inoltre necessario che, d) vi sia una correlazione causale tra tali eventi e le perturbazioni inattese all'origine del ritardo e che e) si determini la durata di tali perturbazioni e quanto queste siano f) serie e giustificabili. Le circostanze addotte dalle autorità italiane sembrano essere tali da rispondere ai requisiti sopra indicati (quale la tardiva consegna di elementi essenziali per la costruzione della nave). |
3.1. Casi N 586/03, 587/03 e N 589/03
(25) |
In ordine al primo argomento fatto valere dalle autorità italiane, ovvero l'impatto degli eventi dell'11 settembre 2001, coerentemente a precedenti decisioni della Commissione, tale motivazione non può essere accolta nella fattispecie. Citando infatti quanto affermato dalla Commissione nella decisione relativa al cantiere Odense (7), “il rallentamento della crescita economica o il deterioramento della situazione di mercato in relazione ad un tipo di nave non possono essere considerati un evento eccezionale ai sensi dell'articolo 3, paragrafo 2 del regolamento sulla costruzione navale”. |
(26) |
In ordine al secondo argomento fatto valere dalle autorità italiane, ovvero gli scioperi nazionali di categoria, coerentemente a precedenti decisioni della Commissione, tale motivazione non può essere accolta nella fattispecie. In precedenti decisioni (8) la Commissione ha infatti già dichiarato che “le agitazioni sindacali non sono degli eventi imprevedibili, essendo gli scioperi di piccola portata diffusi nel settore cantieristico navale. Tali avvenimenti si iscrivono nella normale attività commerciale del cantiere”. |
(27) |
In ordine agli altre due argomenti addotti dalle autorità italiane non ancora trattati, si constata anzitutto che, stando a quanto è stato dichiarato, i ritardi nell'ultimazione dei lavori di banchinamento predisposti dal Magistrato delle Acque di Venezia sull'isola di Pellestrina, ed in particolare quelli effettuati negli scali e nelle aree utilizzate dal cantiere, hanno influito sulla consegna delle tre motonavi C. 190, C. 196 e C. 197 in discorso. Per quanto riguarda la fornitura di componenti essenziali, ossia i serbatoi, si rammenta che tale argomentazione vale solo per le motonavi C. 196 e C. 197. Nei paragrafi che seguono le motivazioni addotte sono analizzate in modo più particolareggiato, alla luce dei criteri indicati al punto 24 della presente decisione. |
(28) |
Eccezionali: questo criterio esclude gli avvenimenti consueti, o perlomeno ordinari, che è ragionevole supporre vengano preventivati nel quadro del progetto di costruzione navale. Si rileva perciò che le cause addotte dal cantiere soddisfano questo requisito. Riguardo ai ritardi nella realizzazione dei lavori di arginamento ordinati dal Magistrato delle Acque di Venezia sull'isola di Pellestrina, più precisamente quelli che hanno interessato gli scali e le aree utilizzate dal cantiere, si rileva che detti lavori si inquadrano in un più ampio progetto infrastrutturale mirante a tutelare la città di Venezia dalle acque alte. A quanto risulta, sebbene l'acqua alta sia un fenomeno ricorrente nella zona, l'attività del cantiere è sempre proseguita, nonostante questo problema naturale. Si può tuttavia sostenere che le opere infrastrutturali in discorso, volte a risolvere il problema dell'acqua alta, sono per loro natura degli interventi eccezionali e che il loro impatto sul programma produttivo del cantiere è eccezionale. Riguardo ai serbatoi, si rileva che l'impossibilità dell'impresa Idromacchine, costruttore dei serbatoi, di fabbricare i serbatoi (un componente essenziale della nave) in conformità alle norme di certificazione prescritte e la conseguente impossibilità di consegnare i medesimi entro i termini pattuiti è quanto meno eccezionale. |
(29) |
Imprevedibili: questo criterio esclude gli eventi che le parti avrebbero potuto ragionevolmente prevedere. In ordine ai ritardi relativi all'ultimazione delle opere di banchinamento predisposte dal Magistrato delle Acque of Venezia sull'isola di Pellestrina e in particolare i lavori agli scali e nelle aree utilizzate dal cantiere, è doveroso precisare che non è imprevedibile che si registrino dei ritardi nella realizzazione di progetti infrastrutturali, visto che frequentemente in tali progetti si verificano dei lievi ritardi, e tale evenienza rientra nella normale attività commerciale delle parti interessate dai lavori. Nella fattispecie si tratta tuttavia di ritardi di entità non lieve e, a quanto sembra, il cantiere non avrebbe potuto prevederne l'esatta portata. Per quanto riguarda i serbatoi, si constata che i problemi causati dall'impossibilità di Idromacchine di consegnare i serbatoi, componente necessario per l'utilizzo della motonave ai fini commerciali in condizioni di esercizio autorizzate, erano anch'essi imprevedibili. |
(30) |
Esterne: i lavori di banchinamento sono stati realizzati per conto del Magistrato della Acque di Venezia e sotto la regia del Consorzio Venezia Nuova. Inoltre, la fabbricazione dei serbatoi che ha in ultima analisi ritardato la consegna delle navi C. 196 e C. 197 è stata commissionata all'impresa Idromacchine S.r.l., mentre il Cantiere Navale De Poli SpA è responsabile solo dell'allestimento delle navi. Gli enti responsabili dei lavori di banchinamento ed il costruttore dei serbatoi sono dei soggetti operanti al di fuori del controllo del cantiere, la cui attività dipende invece dal loro operato. A ciò si aggiunga che i serbatoi sono indispensabili per la sicurezza e la qualità delle navi C. 196 e C. 197, che dovevano essere conformi alle specifiche IMO e R.I.NA. per ottenere la prevista classificazione R.I.NA “Marca Stella 100 A.1.1. Nav.I.L. Cst (GL) P (-48 °C, 1 bar, 0,97 ton/m3) tipo 2G, IIQ-IAQ-A”. |
(31) |
Il costruttore non ha consegnato i serbatoi conformemente agli obblighi contrattuali e il cantiere ha dovuto commissionare tali componenti ad un altro fornitore, ritardando ulteriormente l'ultimazione delle navi C. 196 e C. 197, visto che a quanto risulta i nuovi serbatoi sono stati consegnati solo il 31.1.2004 ed il 31.3.2004. Il mancato rispetto della scadenza di consegna delle forniture necessarie è estraneo alla volontà dell'impresa e il cantiere non aveva modo di intervenire. Alla luce della dipendenza del cantiere dal fabbricante di serbatoi e della necessità di trovare un altro fornitore, si può concludere che lo stesso sia stato costretto a chiedere una proroga di sei mesi del termine ultimo di consegna per le navi C. 196 e C. 197, pur essendosi sforzato in ogni modo di allestire e consegnare le navi entro la fine del 2003. |
(32) |
Rapporto casuale: i ritardi relativi all'ultimazione delle opere di banchinamento e la mancata consegna dei serbatoi hanno causato il ritardo della consegna delle motonavi ed hanno turbato il programma di lavoro del Cantiere Navale De Poli. |
(33) |
Durata: la Commissione rileva che la tempistica originaria, prevista all'atto della firma dei contratti (19 dicembre 2000 per la nave C. 190, 27 dicembre 2000 per le navi C. 196 e C. 197) avrebbe permesso di consegnare le navi entro i termini stabiliti. Questa constatazione è corroborata dai programmi di lavoro originali trasmessi dalle autorità italiane. Il Cantiere Navali De Poli si è sforzato di consegnare le navi entro il 31 dicembre 2003, ma nel 2002 e nel 2003 ci si è resi conto che tale scadenza non avrebbe potuto essere rispettata per le navi C. 190, C. 196 e C. 197. A fronte di un ritardo di almeno 4,5 mesi (ovvero fino alla fine di aprile del 2004, anziché nel dicembre 2003, data originariamente prevista) come risulta dai programmi di lavoro del cantiere, determinato dalla tardiva conclusione dei lavori di banchinamento, la proroga fino alla 30 aprile 2004 non appare infatti eccessiva ed irragionevole per la nave C. 190. Analogamente, a fronte di un ritardo di almeno 12 mesi (ovvero fino alla fine di giugno del 2004 anziché nel giugno 2003, data originariamente prevista) come risulta dai programmi di lavoro del cantiere, imputabile alla tardiva conclusione dei lavori di banchinamento e alla tardiva consegna dei serbatoi, la proroga fino alla 30 giugno 2004 non appare eccessiva ed irragionevole per la nave C. 196. Riguardo alla nave C. 197, con un ritardo di almeno 9 mesi (ovvero fino alla fine di giugno del 2004 invece della data originariamente prevista per settembre 2003), come risulta dai programmi di lavoro del cantiere, causato dalla tardiva conclusione dei lavori di banchinamento e dalla tardiva consegna dei serbatoi, la proroga fino al 30 giugno 2004 sembra ragionevole e non esagerata. |
(34) |
Serie e giustificabili: conformemente a precedenti deliberazioni della Commissione (9), tali sono da considerarsi le perturbazioni causate dai ritardi relativi, in primo luogo, all'ultimazione dei lavori effettuati agli scali e nelle aree utilizzate dal cantiere nel quadro di un progetto infrastrutturale di straordinaria importanza, sui quali il cantiere non esercita alcun controllo, e in secondo luogo, ai componenti essenziali della nave (serbatoi). |
(35) |
Alla luce di quanto precede, dovendo la consegna delle navi essere ritardata a causa di perturbazioni inattese, serie e giustificabili, riconducibili a circostanze eccezionali, imprevedibili ed esterne all'impresa, la proroga del termine ultimo di consegna di tre anni è conforme al disposto dell'articolo 3, paragrafo 2, secondo capoverso del regolamento sulla costruzione navale e, di riflesso, all'articolo 87, paragrafo 3, lettera e) del trattato CE. |
3.2. Caso N 595/03
i) |
Impatto degli eventi dell'11 settembre 2001 Riguardo a questo argomento, la Commissione prende atto della imprevedibilità di tali eventi, esterni ed estranei alla volontà del cantiere. In conformità a quanto deliberato in precedenti decisioni della Commissione, tale motivazione non può tuttavia essere accolta, non trattandosi nella fattispecie di una nave da crociera. Infatti, come afferma la Commissione nella decisione relativa al cantiere Odense (10) “il rallentamento della crescita economica o il deterioramento della situazione di mercato in relazione ad un tipo di nave non possono essere considerati un evento eccezionale ai sensi dell'articolo 3, paragrafo 2 del regolamento sulla costruzione navale”. La Commissione osserva peraltro che secondo il rapporto elaborato dall'istituto Clarkson Research nel novembre 2003 (11), “I fatti dell'11 settembre 2001 hanno indubbiamente aggravato i problemi dell'economia mondiale già in fase di rallentamento”. Inoltre, in merito agli investimenti relativi a navi chimichiere di portata lorda inferiore alle 20 000 tonnellate, quale la motonave C. 180, nel medesimo rapporto di Clarkson Research si legge che: “Nel periodo tra il 1998 e il 2000 non vi è stata molta attività e nonostante la ripresa registrata all'inizio del 2001, i livelli di attività sono nuovamente diminuiti nell'ultimo trimestre del 2001, registrando un andamento analogo a quello rilevato nel resto del settore. Le commesse hanno registrato una notevole ripresa all'inizio del 2002 e da allora il livello è rimasto alquanto sostenuto.” (nel testo originale: “Activity was fairly low over the period 1998 to 2000 e despite a recovery in early 2001, levels did fall back in the final quarter of 2001 in line with the rest of the industry. However, the level of contracting picked up significantly in early 2002 e has been fairly strong since”). |
ii) |
Necessità di modificare la nave per conformarsi alle mutate esigenze tecnico-commerciali In ordine al secondo argomento, è stato inizialmente indicato che le modifiche tecniche sono state effettuate su richiesta dell'armatore per soddisfare mutate esigenze tecnico-commerciali. Inoltre, secondo quanto indicato nell'addendum del 10.12.2003 accluso al contratto originario di costruzione, il cantiere intendeva chiedere una dilazione del termine di consegna della nave C. 180 all'armatore, accollandosi tutti gli oneri ed i rischi connessi all'eventuale erogazione/concessione dell'aiuto di stato a favore di quest'ultimo. La Commissione fa presente che, benché l'armatore possa sempre chiedere delle modifiche al contratto di costruzione, tali richieste sono un evento né imprevedibile né infrequente nel settore della costruzione navale. Tali eventi si iscrivono nella normale attività commerciale del cantiere. Tale motivazione non può pertanto essere accolta. |
iii) |
Incidenza di calamità naturali che hanno colpito la regione Molise ove è situato il cantiere È riconosciuto che i moti tellurici, le inondazioni e altre “cause di forza maggiore” costituiscono generalmente una giustificazione accettabile. Per analogia, si stabilisce che tali eventi hanno avuto ripercussioni sull'attività della regione Molise — come attestato dallo stato d'emergenza decretato dal Presidente del Consiglio dei ministri — e potenzialmente sull'intera attività del cantiere. La Commissione rileva tuttavia che non sono stati forniti ragguagli precisi in merito sia alle perturbazioni del programma complessivo di lavoro del cantiere, sia alla correlazione tra i medesimi e il programma di lavoro specifico della nave C. 180. Avendo attentamente esaminato i fatti esposti nel presente caso, la Commissione dubita che tali eventi abbiano realmente inciso in modo specifico sulla costruzione della nave C. 180. Conformemente a quanto attestato dalle autorità italiane, la Commissione constata infatti che:
|
(36) |
La Commissione mette in dubbio che le ragioni addotte a giustificazione del ritardo nel caso in esame siano conformi al disposto del secondo capoverso del paragrafo 2, dell'articolo 3, del regolamento sulla costruzione navale e siano quindi compatibili con il mercato comune ai sensi dall'articolo 87, paragrafo 3, lettera e) del trattato CE. |
4. DECISIONE
La Commissione ha pertanto deciso di accordare una proroga del termine ultimo di consegna di tre anni per le navi denominate C. 190, C. 197 e C. 196, costruite dal Cantiere Navale De Poli S.p.A (Italia). La proroga del termine ultimo di consegna di tre anni, per un periodo di 4 mesi per la nave petrolchimica denominata C. 190 e per 6 mesi per le navi gasiere adibite al trasporto di LPG denominate C. 196 e C. 197, è conforme al disposto dell'articolo 3, paragrafo 2, secondo capoverso del regolamento sulla costruzione navale.
Alla luce di quanto precede, la Commissione ha inoltre deciso di avviare il procedimento di cui all'articolo 88, paragrafo 2 del trattato CE in relazione alla proroga del termine ultimo di tre anni richiesta dall'Italia per la costruzione della nave petrolchimica denominata C. 180, costruita dai Cantieri Navali Termoli.
La Commissione ingiunge alle autorità italiane di trasmetterle, entro un mese dalla ricezione della presente lettera, tutti i documenti, le informazioni e i dati necessari per la valutazione della compatibilità dell'aiuto. In caso contrario, la Commissione adotterà una decisione sulla scorta delle informazioni già in suo possesso. Si invitano le autorità italiane a trasmettere una copia della presente lettera ai potenziali beneficiari dell'aiuto.
La Commissione fa presente alle autorità italiane l'effetto sospensivo dell'articolo 88, paragrafo 3, del trattato CE e richiama alla loro attenzione le disposizioni dall'articolo 14 del regolamento (CE) n. 659/1999 del Consiglio, che dispone che la Commissione potrà esigere il rimborso degli aiuti indebitamente erogati.
La Commissione comunica inoltre al Governo italiano che informerà i terzi interessati mediante pubblicazione della presente lettera e della sua sintesi nella Gazzetta ufficiale delle Comunità europee, nonché i terzi interessati nei paesi EFTA firmatari dell'accordo SEE tramite pubblicazione di una comunicazione nel supplemento SEE della Gazzetta ufficiale delle Comunità europee ed infine l'Autorità di vigilanza EFTA mediante invio di copia della presente. Tutti i summenzionati interessati saranno invitati a trasmetterle loro osservazioni entro il termine di un mese a decorrere dalla data di detta pubblicazione.».
(1) ΕΕ C 238 της 3.10.2002, σ. 14, Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης N 843/01.
(2) GU L 202 18.7.1998, pag. 1.
(3) Le navi sono state consegnate il 28.4.2004 (C. 190) e il 28.6.2004 (C. 197 e C. 196).
(4) Stargas Holding, AR.CO.TUR., AR.CO.IN e FASE Shipping B.V. sono importanti clienti del Cantiere Navale De Poli. Nel periodo tra il 1994 e il 2000, le commesse aggregate dei suddetti armatori hanno rappresentato il 54 % del fatturato del Cantiere De Poli, mentre nel periodo dal 2001 al giugno 2004 la loro quota del fatturato è salita al 99 %.
(5) Tra il 2000 e il 2004, le commesse di Marnavi hanno rappresentato il 43 % circa del fatturato dei Cantieri Navali Termoli; nel quinquennio precedente (1995-1999 ) la corrispondente quota di fatturato era quasi uguale a zero.
(6) GU C 317 del 30.12.2003, pag. 11.
(7) Cfr. il caso N 99/02 (GU 262, 29.10.2002), Cantiere Odense — Proroga del termine ultimo di consegna di 3 anni per due motonavi (Danimarca).
(8) Cfr. caso N 607/2003 (GU C 95, 20.4.2004), Proroga del termine ultimo di consegna di 3 anni per il super Panfilo «Mirabella V» (Regno Unito).
(9) Cfr. caso N 99/02 — Danimarca — Cantiere Odense — Proroga del termine ultimo di consegna di 3 anni per due motonavi (Danimarca), (GU C 262 del 29.10.2002). Cfr. inoltre il caso N 607/2003 — Regno Unito — Proroga del termine ultimo di consegna di 3 anni per il super Panfilo «Mirabella V» (GU C 95/2004). Cfr. anche il caso N 584/2003 — Italia — Proroga del termine ultimo di consegna di 3 anni per due navi Ro-Ro, approvata dalla Commissione il 14.7.2004, non ancora pubblicata nella Gazzetta ufficiale dell'Unione europea. Nei casi summenzionati la Commissione ha stabilito che la tardiva consegna dei componenti essenziali rispondeva ai criteri indicati al punto 24 della presente decisione.
(10) Idem nota 6.
(11) «Review of Tanker/Chemical/Small LPG Markets & Newbuilding Investment over 2001 e onwards», Clarkson Research Novembre 2003, pag. 19-20.
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/28 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3662 — Xstrata/WMC Resources)
(2005/C 42/05)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 24 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32005M3662. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex). |
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/28 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3519 — Electra/Thyssenkrupp Fahrzeuggus)
(2005/C 42/06)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 28 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32005M3519. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex). |
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/29 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3666 — Nordic Capital/Plastal Holding)
(2005/C 42/07)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 2 Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32005M3666. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex). |
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/29 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3676 — Warburg/Providence/Telcordia)
(2005/C 42/08)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 25 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32005M3676. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex). |
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/30 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3668 — DIFA/Investkredit/JV)
(2005/C 42/09)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 3 Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην γερμανική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32005M3668. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex). |
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/30 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3690 — CNP/Capitalia/Fineco Vita)
(2005/C 42/10)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 14 Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην ιταλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους, |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32005M3690. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex). |
III Πληροφορίες
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/31 |
ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΡΓΆΝΩΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΕΠΙΛΟΓΉΣ
(2005/C 42/11)
Η Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διοργανώνει την ακόλουθη διαδικασία επιλογής:
αριθ. PE/91/S |
— |
ΕΚΤΑΚΤΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ — ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ (Α*10/AD10) Συνδρομή στους βουλευτές/Θέματα προϋπολογισμός (1) |
(1) E.E. C 42 A της 18.02.2005 (έκδοση στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα)
Διορθωτικά
18.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 42/32 |
Διορθωτικό της ανακοίνωσης 2003/C 118/03 της Επιτροπής όσον αφορά το επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με τους τύπους επιχειρήσεων που συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του αριθμού των εργαζομένων και των χρηματοοικονομικών ποσών
( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 118 της 20ής Μαΐου 2003 )
(2005/C 42/12)
Στη σελίδα 8 της Επίσημης Εφημερίδας, στο επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με τους τύπους επιχειρήσεων που συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του αριθμού των εργαζομένων και των χρηματοοικονομικών ποσών, στο σημείο «Τύπος 2: συνεργαζόμενη επιχείρηση», οι δύο πρώτες παύλες του δεύτερου εδαφίου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«— |
κατέχει ποσοστό συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου μεγαλύτερο ή ίσο του 25 % σε αυτήν, ή η άλλη επιχείρηση κατέχει ποσοστό συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου μεγαλύτερο ή ίσο του 25 % στην αιτούσα επιχείρηση και |
— |
οι επιχειρήσεις δεν είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια που περιγράφεται παρακάτω, πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα δικαιώματα ψήφου της μιας στην άλλη δεν υπερβαίνουν το 50 % και |
— |
[…]». |
Η υποσημείωση (3) διαγράφεται.
Στο πρώτο εδάφιο, πρώτη φράση, του σημείου «Τύπος 3: συνδεδεμένη επιχείρηση», οι λέξεις «του κεφαλαίου ή» διαγράφονται.