|
ISSN 1725-2415 |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
48ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
I Ανακοινώσεις |
|
|
|
Δικαστήριο |
|
|
|
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ |
|
|
2005/C 031/1 |
||
|
2005/C 031/2 |
||
|
2005/C 031/3 |
||
|
2005/C 031/4 |
||
|
2005/C 031/5 |
||
|
2005/C 031/6 |
||
|
2005/C 031/7 |
||
|
2005/C 031/8 |
||
|
2005/C 031/9 |
||
|
2005/C 031/0 |
||
|
2005/C 031/1 |
||
|
2005/C 031/2 |
||
|
2005/C 031/3 |
||
|
2005/C 031/4 |
||
|
2005/C 031/5 |
||
|
2005/C 031/6 |
||
|
2005/C 031/7 |
||
|
2005/C 031/8 |
||
|
2005/C 031/9 |
||
|
2005/C 031/0 |
||
|
2005/C 031/1 |
||
|
2005/C 031/2 |
||
|
2005/C 031/3 |
||
|
2005/C 031/4 |
||
|
2005/C 031/5 |
||
|
2005/C 031/6 |
||
|
2005/C 031/7 |
||
|
2005/C 031/8 |
||
|
2005/C 031/9 |
||
|
2005/C 031/0 |
||
|
2005/C 031/1 |
||
|
2005/C 031/2 |
||
|
2005/C 031/3 |
||
|
2005/C 031/4 |
||
|
|
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ |
|
|
2005/C 031/5 |
||
|
2005/C 031/6 |
||
|
2005/C 031/7 |
||
|
2005/C 031/8 |
||
|
2005/C 031/9 |
||
|
2005/C 031/0 |
||
|
2005/C 031/1 |
||
|
2005/C 031/2 |
||
|
2005/C 031/3 |
||
|
2005/C 031/4 |
||
|
2005/C 031/5 |
||
|
2005/C 031/6 |
||
|
2005/C 031/7 |
||
|
2005/C 031/8 |
||
|
2005/C 031/9 |
||
|
2005/C 031/0 |
||
|
2005/C 031/1 |
||
|
2005/C 031/2 |
||
|
2005/C 031/3 |
||
|
2005/C 031/4 |
||
|
2005/C 031/5 |
||
|
|
III Πληροφορίες |
|
|
2005/C 031/6 |
||
|
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Δικαστήριο
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/1 |
Εκλογή των προέδρων των τμημάτων
(2005/C 31/01)
Κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2004 οι δικαστές του Δικαστηρίου εξέλεξαν, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τον K. Lenaerts, ως πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, τη R. Silva de Lapuerta ως πρόεδρο του πέμπτου τμήματος και τον A. Borg Barthet ως πρόεδρο του έκτου τμήματος, για διάστημα ενός έτους, μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 2005.
Η σύνθεση του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου τμήματος είναι η ακόλουθη:
Τέταρτο τμήμα
K. Lenaerts, πρόεδρος,
N. Colneric, J. N. Cunha Rodrigues, K. Schiemann, E. Juhász, M. Ilešič και E. Levits, δικαστές.
Πέμπτο τμήμα
R. Silva de Lapuerta, πρόεδρος,
C. Gulmann, R. Schintgen, J. Makarczyk, P. Kūris, Γ. Αρέστης και J. Klučka, δικαστές.
Έκτο τμήμα
A. Borg Barthet, πρόεδρος,
A. La Pergola, J.-P. Puissochet, F. Macken, S. von Bahr, J. Malenovský και U. Lõhmus, δικαστές.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/1 |
Πίνακες χρησιμεύοντες για τον προσδιορισμό της συνθέσεως των δικαστικών σχηματισμών του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου τμήματος από τις 12 Οκτωβρίου 2004
(2005/C 31/02)
Κατά τη συνεδρίασή του της 12ης Οκτωβρίου το Δικαστήριο κατάρτισε τους πίνακες περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 11γ, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας για τον προσδιορισμό της συνθέσεως των τριμελών τμημάτων ως ακολούθως:
Τέταρτο τμήμα
N. Colneric
J. N. Cunha Rodrigues
K. Schiemann
E. Juhász
M. Ilešič
E. Levits
Πέμπτο τμήμα
C. Gulmann
R. Schintgen
J. Makarczyk
P. Kūris
Γ. Αρέστης
J. Klučka
Έκτο τμήμα
A. La Pergola
J.-P. Puissochet
F. Macken
S. von Bahr
J. Malenovský
U. Lõhmus
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/2 |
Ορκωμοσία νέου δικαστή στο Δικαστήριο
(2005/C 31/03)
Διορισθείς δικαστής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με απόφαση των αντιπροσώπων των Κυβερνήσεων των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Σεπτεμβρίου 2004 (1), ο A. Ó Caoimh ορκίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 13 Οκτωβρίου 2004.
(1) ΕΕ L 300 της 25.9.2004, σ. 42.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/2 |
Τοποθέτηση νέου δικαστή στα τμήματα
(2005/C 31/04)
Κατά τη συνεδρίασή του της 19ης Οκτωβρίου 2004 το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε να τοποθετήσει τον A. Ó Caoimh στο τρίτο και το έκτο τμήμα.
Κατά συνέπεια, το τρίτο και το έκτο τμήμα έχουν την ακόλουθη σύνθεση.
Τρίτο τμήμα
A. Rosas, πρόεδρος,
A. Borg Barthet, A. La Pergola, M.Puissochet, S. von Bahr, J. Malenovský, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh, δικαστές.
Έκτο τμήμα
A. Borg Barthet, πρόεδρος,
A. La Pergola, J.-P. Puissochet, S. von Bahr, J. Malenovský, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh, δικαστές.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/2 |
Πίνακες χρησιμεύοντες για τον προσδιορισμό της συνθέσεως των δικαστικών σχηματισμών του τμήματος μείζονος συνθέσεως και του τρίτου και του έκτου τμήματος από τις 19 Οκτωβρίου 2004
(2005/C 31/05)
Κατά τη συνεδρίασή του της 19ης Οκτωβρίου το Δικαστήριο κατάρτισε τον πίνακα περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 11β, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας για τον προσδιορισμό της συνθέσεως του τμήματος μείζονος συνθέσεως ως ακολούθως:
|
|
C. Gulmann |
|
|
A. Ó Caoimh |
|
|
A. La Pergola |
|
|
E. Levits |
|
|
J.-P. Puissochet |
|
|
U. Lõhmus |
|
|
R. Schintgen |
|
|
J. Klučka |
|
|
N. Colneric |
|
|
J. Malenovský |
|
|
S. von Bahr |
|
|
M. Ilešič |
|
|
J. N. Cunha Rodrigues |
|
|
A. Borg Barthet |
|
|
R. Silva de Lapuerta |
|
|
Γ. Αρέστης |
|
|
K. Lenaerts |
|
|
E. Juhász |
|
|
K. Schiemannn |
|
|
P. Kūris |
|
|
J. Makarczyk |
Κατά τη συνεδρίασή του της 19ης Οκτωβρίου το Δικαστήριο κατάρτισε τον πίνακα περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 11γ, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας για τον προσδιορισμό της συνθέσεως του τρίτου τμήματος ως ακολούθως:
|
|
A. La Pergola |
|
|
A. Ó Caoimh |
|
|
J.-P. Puissochet |
|
|
U. Lõhmus |
|
|
S. von Bahr |
|
|
J. Malenovský |
|
|
A. Borg Barthet |
Κατά τη συνεδρίασή του της 19ης Οκτωβρίου το Δικαστήριο κατάρτισε τον πίνακα περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 11γ, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας για τον προσδιορισμό της συνθέσεως του έκτου τμήματος ως ακολούθως:
|
|
A. La Pergola |
|
|
J.-P. Puissochet |
|
|
S. von Bahr |
|
|
J. Malenovský |
|
|
U. Lõhmus |
|
|
A. Ó Caoimh |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/3 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(δεύτερο τμήμα)
της 12ης Οκτωβρίου 2004
στην υπόθεση C-87/00 αίτηση του Giudice di pace di Genova για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Roberto Nicoli κατά Eridania SpA (1)
(Ζάχαρη - Καθεστώς τιμών - Κατάτμηση σε περιφέρειες - Ελλειμματικές ζώνες - Κατάταξη της Ιταλίας - Περίοδος εμπορίας 1998/1999 - Κανονισμοί (ΕΟΚ) 1785/81 και (ΕΚ) 1361/98 - Κύρος του κανονισμού 1361/98)
(2005/C 31/06)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Στην υπόθεση C-87/00, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε ο Giudice di pace di Genova (Ιταλία), με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Μαρτίου 2000, στο πλαίσιο της δίκης Roberto Vicoli κατά Eridania SpA, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τον C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, τους C. Gulmann και R. Schintgen, τις F. Macken και N. Colneric (εισηγητήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1361/98 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1998, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 1998/1999, των παραγώγων τιμών παρέμβασης της λευκής ζάχαρης, της τιμής παρέμβασης της ακατέργαστης ζάχαρης, των ελαχίστων τιμών τεύτλων Α και τεύτλων Β, καθώς και του ποσού της επιστροφής για την αντιστάθμιση των εξόδων αποθεματοποίησης.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/3 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(έκτο τμήμα)
της 9ης Δεκεμβρίου 2004
στην υπόθεση C-219/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - φορολόγηση υπεραξίας)
(2005/C 31/07)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Στην υπόθεση C-219/03, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, που ασκήθηκε στις 19 Μαΐου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Diaz Llanos La Roche και L. Escobar Guerrero) κατά Βασιλείου της Ισπανίας (εκπρόσωπος: L. Fraguas Gadea), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet (εισηγητή) και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 9 Δεκεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Το Βασίλειο της Ισπανίας, όσον αφορά τη φορολόγηση της υπεραξίας που αποκτήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1997 ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης μετοχών οι οποίες αγοράστηκαν προ της 31ης Δεκεμβρίου 1994, διατηρώντας φορολογικό καθεστώς λιγότερο ευνοϊκό για τις μετοχές που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο σε αγορές διαφέρουσες από τις ισπανικές ρυθμιζόμενες αγορές έναντι των μετοχών που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο στις αγορές αυτές, παρέβη τις υπoχρεώσεις πoυ υπέχει από τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης ΕΚ καθώς και από τα αντίστοιχα άρθρα 36 και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρo της 2ας Μαΐου 1992. |
|
2) |
Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξoδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/3 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(έκτο τμήμα)
της 9ης Δεκεμβρίου 2004
στην υπόθεση C-56/04: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Φινλανδίας (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2001/29/ΕΚ - Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας - Μη εμπρόθεσμη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο)
(2005/C 31/08)
Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική
Στην υπόθεση C-56/04, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, που ασκήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: K. Banks και M. Huttunen) κατά Δημοκρατίας της Φινλανδίας (εκπρόσωπος: A. Guimaraes Purokoski), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, J. P. Puissochet και J. Malenovský (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 9 Δεκεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Η Δημοκρατία της Φινλανδίας, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, καvovιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/29/ΕΚ τoυ Ευρωπαϊκoύ Κoιvoβoυλίoυ και τoυ Συμβoυλίoυ, της 22ας Μαΐoυ 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, παρέβη τις υπoχρεώσεις πoυ υπέχει από τηv oδηγία. |
|
2) |
Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Φινλανδίας στα δικαστικά έξoδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/4 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(έκτο τμήμα)
της 9ης Δεκεμβρίου 2004
στην υπόθεση C-333/04: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (1)
(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 1999/92/ΕΚ - Προστασία των εργαζομένων - Έκθεση σε κίνδυνο από εκρηκτικές ατμόσφαιρες - Μη εμπρόθεσμη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο)
(2005/C 31/09)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση C-333/04, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, που ασκήθηκε στις 2 Αυγούστου 2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: D. Martin και H. Kreppel) κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (εκπρόσωπος: S. Schreiner), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος (εισηγητή), J. Malenovský και U. Lõhmus, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 9 Δεκεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, καvovιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 1999/92/ΕΚ τoυ Ευρωπαϊκoύ Κoιvoβoυλίoυ και τoυ Συμβoυλίoυ, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη βελτίωση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων οι οποίοι είναι δυνατόν να εκτεθούν σε κίνδυνο από εκρηκτικές ατμόσφαιρες (δέκατη πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), παρέβη τις υπoχρεώσεις πoυ υπέχει από τηv oδηγία. |
|
2) |
Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξoδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/4 |
Αίτηση του Corte Suprema di Cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2004 που εκδόθηκε στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Honyvem Informazioni Commerciali srl και Mariella De Zotti
(Υπόθεση C-465/04)
(2005/C 31/10)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2004, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 3 Νοεμβρίου 2004, το Corte Suprema di Cassazione, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Honyvem Informazioni Commerciali srl και Mariella De Zotti, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
«Πρέπει, υπό το φως του περιεχομένου και του σκοπού του άρθρου 17 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ, της 18ης Δεκεμβρίου 1986 (1) και, ενδεχομένως, των κριτηρίων που αυτό προσφέρει σχετικά με τον υπολογισμό της αποζημιώσεως που αυτό προβλέπει, το άρθρο 19 της ίδιας οδηγίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο επέτρεπε όπως συλλογική σύμβαση (δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα σε συγκεκριμένες συμβάσεις μέρη) προβλέπει, αντίθετα από την αποζημίωση που οφείλεται στον αντιπρόσωπο όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 17 και που υπολογίζεται σύμφωνα με κριτήρια που συνάγονται από το ίδιο άρθρο, αποζημίωση ή οποία, αφενός, οφείλεται στον αντιπρόσωπο ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 17, στοιχείο α', πρώτη και δεύτερη περίπτωση (και, για ένα τμήμα αυτής της αποζημιώσεως, σε κάθε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως), και αφετέρου, η αποζημίωση να υπολογίζεται όχι σύμφωνα με τα κριτήρια που συνάγονται από την οδηγία (και, όπου συντρέχει περίπτωση, εντός των ορίων που ορίζει η ίδια οδηγία), αλλά σύμφωνα με κριτήρια τα οποία προσδιορίζει εκ των προτέρων η συλλογική σύμβαση, δηλαδή μια αποζημίωση η οποία προσδιορίζεται (χωρίς καμιά ειδική αναφορά στην αύξηση των υποθέσεων που προσέφερε ο αντιπρόσωπος) βάσει συγκεκριμένων ποσοστών των αμοιβών που έλαβε ο αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, με συνέπεια η αποζημίωση αυτή, ακόμη και σε περίπτωση ανωτάτου ορίου ή που συντρέχουν, ευρέως, οι προϋποθέσεις από τις οποίες η οδηγία εξαρτά το δικαίωμα αποζημιώσεως, θα πρέπει σε πολλές περιπτώσεις να υπολογίζεται σε χαμηλότερο ποσό (ακόμη και σε πολύ χαμηλό) από το μέγιστο ποσό που προβλέπει η οδηγία και, επομένως, από εκείνην που θα μπορούσε να προσδιορίσει συγκεκριμένα το δικαστήριο, αν αυτό δεν υποχρεούτο να τηρήσει τις παραμέτρους υπολογισμού της συλλογικής συμβάσεως, αλλά τις αρχές και τα κριτήρια της οδηγίας.
Πρέπει ο υπολογισμός της αποζημιώσεως να γίνεται αναλυτικά, με την εκτίμηση των περαιτέρω αμοιβών που ο αντιπρόσωπος κατά τεκμήριο θα μπορούσε να εισπράξει κατά τα έτη που ακολουθούν τη λύση της συμβάσεως, λόγω των νέων πελατών που αυτός θα εξασφάλιζε ή της αισθητής ανάπτυξης των υποθέσεων που αυτός θα εξασφάλιζε με τους προϋπάρχοντες πελάτες, και την εν συνεχεία εφαρμογή μόνο των ενδεχόμενων προσαρμογών του ποσού, λαμβάνοντας υπόψη το κριτήριο της αρχής της επιεικείας και του ανωτάτου ορίου που προβλέπει η οδηγία, ή επιτρέπονται διαφορετικές μέθοδοι υπολογισμού και, ειδικότερα, συνθετικές μέθοδοι, οι οποίες αξιοποιούν ευρύτερα το κριτήριο της αρχής της επιεικείας και, ως σημείο εκκινήσεως των υπολογισμών, το ανώτατο όριο που προσδιορίζει η οδηγία.
Συμπερασματικά, υποβάλλονται στο Δικαστήριο τα προαναφερόμενα ερωτήματα ερμηνείας των άρθρων 17 και 19 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες)».
(1) ΕΕ L 82 της 31.12.1986, σ. 17.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/5 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Gerechtshof Arnhem με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση N κατά Inspecteur van de Belastingdienst Oost/kantoor Almelo
(Υπόθεση C-470/04)
(2005/C 31/11)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 2 Νοεμβρίου 2004, το Gerechtshof Arnhem, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ N και Inspecteur van de Belastingdienst Oost/kantoor Almelo που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1.1.1. |
Μπορεί ο κάτοικος κράτους μέλους, ο οποίος εγκαταλείπει αυτό για να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, να επικαλεσθεί, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, έναντι του κράτους αναχωρήσεως την εφαρμογή του άρθρου 18 ΕΚ αποκλειστικώς λόγω του ότι η βεβαίωση φόρου που συνδέεται με την αναχώρησή του συνιστά ή μπορεί να συνιστά εμπόδιο γι αυτή την αναχώρηση; |
|
1.1.2. |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1.1.1., μπορεί ο κάτοικος κράτους μέλους, ο οποίος εγκαταλείπει αυτό για να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, να επικαλεσθεί, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας έναντι του κράτους αναχωρήσεως την εφαρμογή του άρθρου 43 ΕΚ στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι προδήλως βέβαιο ή πιθανό ότι μεταβαίνει σ' αυτό το άλλο κράτος μέλος προς άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια αυτού του άρθρου; Έχει σημασία για την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα το ότι η δραστηριότητα αυτή θα ασκηθεί εντός ορατού χρονικού διαστήματος; Αν ναι, ποιας διάρκειας μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αυτό το χρονικό διάστημα; |
|
1.1.3. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1.1.1. ή 1.1.2.: εμποδίζουν τα άρθρα 18 ΕΚ ή 43 ΕΚ την επίμαχη ολλανδική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας βεβαιώνεται φόρος εισοδήματος/εισφορές στη λαϊκή ασφάλιση σε σχέση με πλασματική πραγματοποίηση κέρδους από κεφάλαιο βασικού μετόχου αποκλειστικώς λόγω του ότι ο κάτοικος των Κάτω Χωρών, που παύει να έχει την ιδιότητα του ημεδαπού υποκειμένου στον φόρο, διότι αλλάζει τόπο κατοικίας μεταβαίνων σε άλλο κράτος μέλος, θεωρείται ότι εκποίησε τις μετοχές του που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο βασικού μετόχου; |
|
1.1.4. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 6.1.3. λόγω του γεγονότος ότι για την παροχή αναβολής πληρωμής βεβαιωθέντος φόρου πρέπει να συνιστώνται ασφάλειες: μπορεί το υφιστάμενο εμπόδιο να αίρεται αναδρομικώς συνεπεία της ελευθερώσεως των παρασχεθεισών ασφαλειών; Έχει ακόμη σημασία για την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα αν η ελευθέρωση των ασφαλειών πραγματοποιείται βάσει νομοθετικής ρυθμίσεως ή ακολουθούμενης πρακτικής εμπίπτουσας ή όχι στη σφαίρα της εκτελεστικής δράσεως; Έχει ακόμη σημασία για το ερώτημα αυτό αν προτείνεται συμψηφισμός για τη ζημία που ενδεχομένως προέκυψε συνεπεία της παροχής ασφαλειών; |
|
1.1.5. |
Αν στο ερώτημα 1.1.3. δοθεί καταφατική απάντηση και στο πρώτο ερώτημα που τίθεται στο σημείο 1.1.4. αρνητική απάντηση: μπορεί τότε να δικαιολογηθεί το υφιστάμενο εμπόδιο; |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/5 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-477/04)
(2005/C 31/12)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Chiara Cattabriga και Barry Doherty, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 16 Νοεμβρίου 2004 προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη έχοντας θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί με την οδηγία 2002/11/EK (1) του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 68/193/ΕΟΚ (2) περί εμπορίας υλικών αγενούς πολλαπλασιασμού της αμπέλου και την κατάργηση της οδηγίας 74/649/ΕΟΚ, ή, εν πάση περιπτώσει, μη έχοντας ανακοινώσει στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 3 Φεβρουαρίου 2003.
(1) ΕΕ L 53 της 23.2.2002, σ. 20.
(2) ΕΕ ειδ. έκδ. 03/011, σ. 133.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/6 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-478/04)
(2005/C 31/13)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Μηνά Κωνσταντινίδη και Giuseppe Bambara, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 16 Νοεμβρίου 2004 προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία:
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 8 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ (1) περί των στερεών αποβλήτων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ (2), καθώς και από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ για τα επικίνδυνα απόβλητα· |
|
— |
να καταδικάσει την Iταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Iσχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για τους λόγους που εξέθεσε με τα υπομνήματά της, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη, όσον αφορά τη χωματερή του Cà di Capri (Βερόνα), τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 75/442/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΚ, καθώς και από την οδηγία 91/689/ΕΟΚ.
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86.
(2) ΕΕ L 78 της 26.3.1991, σ. 32.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Østre Landsret με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση Laserdisken ApS κατά Kulturministeriet
(Υπόθεση C-479/04)
(2005/C 31/14)
Γλώσσα διαδικασίας: η δανική
Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Νοεμβρίου 2004, το Østre Landsret, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Laserdisken ApS και Kulturministeriet που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1. |
Είναι άκυρο το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας; |
|
2. |
Εμποδίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ένα κράτος μέλος να διατηρεί στη νομοθεσία την επί διεθνούς επιπέδου ανάλωση; |
Το δεύτερο ερώτημα υποβάλλεται προκειμένου να διευκρινισθεί αν ένα κράτος μέλος, το οποίο επιθυμεί να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο συμφέρον της ελευθερίας εκφράσεως και στην πρόσβαση των πολιτών στα πολιτιστικού περιεχομένου προϊόντα απ' ό,τι στη μέριμνα προστασίας των εγχωρίων δικαιούχων από τον ανταγωνισμό, μπορεί να παρεκκλίνει από το άρθρο 4, παράγραφος 2.
(1) ΕΕ L 167 της 22.6.2001, σ. 10.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/7 |
Αίτηση εκδόσεως πρoδικαστικής απoφάσεως πoυ υπέβαλε με απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 2004 το Tribunale di Viterbo, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του εις βάρος του D'antonio Antonello
(Υπόθεση C-480/04)
(2005/C 31/15)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Με διάταξη της 2ας Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 17 Νοεμβρίου 2004, το Tribunale di Viterbo, υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του εις βάρος του D'antonio Antonello, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Είναι τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 4α του νόμου 401/89, όπως έχουν τροποποιηθεί, τα οποία επί του παρόντος παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως της επίδικης δραστηριότητας μόνο στους ιταλούς παραχωρησιούχους δημόσιας υπηρεσίας και όχι και στους μεσάζοντες των αλλοδαπών επιχειρήσεων συλλογής στοιχημάτων, συμβατά με τα άρθρα 31, 86, 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ (1);»
(1) Ενδεχόμενως η ορθή παράθεση των άρθρων έχει ως εξής: 31 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και από 81 ΕΚ έως 86 ΕΚ.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/7 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ηνωμένου Βασιλείου που ασκήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-484/04)
(2005/C 31/16)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Gérard Rozet και Nicola Yerrell, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 23 Νοεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο:
|
|
2. |
να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Εφαρμογή της παρέκκλισης του άρθρου 17, παράγραφος 1
Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει υπέρ των κρατών μελών τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από ορισμένα άρθρα της οδηγίας όταν, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, η διάρκεια του χρόνου εργασίας δεν υπολογίζεται και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζομένους.
Το Ηνωμένο Βασίλειο μετέφερε την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο με τον κανονισμό Working Time Regulations 1998 (SI 1998/1833) (ο κανονισμός του 1998). Ο κανονισμός αυτός αρχικά περιέλαβε στον κανόνα 20 παρέκκλιση από τις διατάξεις σχετικά με την ανώτατη διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας, τη διάρκεια νυχτερινής εργασίας, την ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση και τα διαλείμματα που αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας.
Ωστόσο, ο κανόνας 4 του Working Time Regulations 1998 (SI 1999/3372) στη συνέχεια εισήγαγε νέο εδάφιο στον κανόνα 20 του κανονισμού του 1998, το ακόλουθο:
|
«2) |
οσάκις μέρος του χρόνου εργασίας ενός εργαζομένου υπολογίζεται ή προκαθορίζεται ή δεν μπορεί να καθοριστεί από τον ίδιο τον εργαζόμενο πλην όμως οι ιδιαιτερότητες της ασκουμένης δραστηριότητας είναι τέτοιες ώστε ο εργαζόμενος, χωρίς να κληθεί προς τούτο από τον εργοδότη, ενδέχεται να εκτελέσει εργασία η διάρκεια της οποίας δεν υπολογίζεται ή δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί από τον ίδιο τον εργαζόμενο, ο κανόνας 4(1) και (2) και 6(1), (2) και (7) θα εφαρμόζεται μόνο στο μέρος της εργασίας το οποίο υπολογίζεται ή προκαθορίζεται ή δεν μπορεί να καθοριστεί από τον ίδιο τον εργαζόμενο». |
(Οι κανόνες 4 και 6 ρυθμίζουν την ανώτατη διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας και τη διάρκεια της νυχτερινής εργασίας αντιστοίχως).
Η τροποποίηση αυτή πρόσθεσε μια εξαίρεση στις περιπτώσεις όπου ο χρόνος εργασίας του εργαζομένου εν μέρει υπολογίζεται, προκαθορίζεται ή καθορίζεται από τον ίδιο τον εργαζόμενο και εν μέρει όχι. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διατάξεις σχετικά με τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας για τη νυχτερινή εργασία θα εφαρμόζονται μόνο στο μέρος της εργασίας του εργαζομένου το οποίο υπολογίζεται, προκαθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί από τον ίδιο τον εργαζόμενο.
Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο κανόνας 20 (2) υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια παρεκκλίσεως κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, που εφαρμόζεται μόνο στους εργαζόμενους των οποίων ο χρόνος εργασίας ως σύνολο δεν υπολογίζεται, δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τον ίδιο τον εργαζόμενο.
Εφαρμογή των διατάξεων περί αναπαύσεως των εργαζομένων
Τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας προβλέπουν ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης για κάθε εργαζόμενο. Οι αντίστοιχες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου περιέχονται στον κανόνα 10 και 11 του κανονισμού του 1998. Ωστόσο, η η εγκύκλιος που εξέδωσε το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού του 1998 αναφέρει στο τμήμα 5 (που τιτλοφορείται «διάλειμμα») ότι:
«Ο εργοδότης οφείλει να φροντίζει ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να κάνουν διάλειμμα αλλά δεν υποχρεούται να βεβαιώνονται ότι πράγματι κάνουν διάλειμμα».
Με άλλα λόγια οι εργοδότες πληροφορούνται ότι δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι οι εργάτες πράγματι κάνουν το διάλειμμα που δικαιούνται αλλ' απλώς ότι τίποτα δεν εμποδίζει τον εργαζόμενο που επιθυμεί να το πράξει.
Κατά την άποψη της Επιτροπής, η εγκύκλιος αυτή ακολουθεί και προωθεί μια πρακτική μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της οδηγίας.
(1) ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σ.18.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/8 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-485/04)
(2005/C 31/17)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Valero Jordana και D. Recchia, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 25 Νοεμβρίου 2004 προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί με την οδηγία 2003/17/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2003, για τροποποίηση της οδηγίας 98/70/ΕΚ (2) όσον αφορά την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και, εν πάση περιπτώσει, μη έχοντας ανακοινώσει στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 30 Ιουνίου 2003.
(1) ΕΕ L 76 της 22/3/2003, σ. 10.
(2) ΕΕ L 350 της 28/12/1998, σ. 58.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/9 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, ασκηθείσα στις 25 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-486/04)
(2005/C 31/18)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Van Beek, F. Louis και A. Capobianco, άσκησε στις 25 Νοεμβρίου 2004, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2, παράγραφος 1, και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 3 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (1), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΟΚ (2), επειδή
|
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΟΚ, για τους λόγους που εκτίθενται στο αιτητικό της προσφυγής της.
(1) ΕΕ L 175 της 5/7/1985, σ. 40.
(2) ΕΕ L 73 της 14/3/1997, σ. 5.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/9 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, ασκηθείσα στις 25 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-487/04)
(2005/C 31/19)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Cattabriga και A. Bordes, άσκησε στις 25 Νοεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι, θεσπίζοντας μονομερώς σύστημα ανιχνευσιμότητας του γάλακτος σε σκόνη που προορίζεται για ορισμένες χρήσεις, χωρίς τούτο να προβλέπεται από το πλήρως εναρμονισμένο κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στον εν λόγω τομέα, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τους κανονισμούς (ΕΚ) 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999 (1), περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και (ΕΚ) 2799/1999 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1999 (2), για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (EΚ) 1255/1999 όσον αφορά τη χορήγηση ενισχύσεως στο αποκορυφωμένο γάλα και στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζονται για τη διατροφή ζώων και για την πώληση του εν λόγω αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη, |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
|
1. |
Για την πρόληψη των καταχρήσεων κατά την είσπραξη των ενισχύσεων στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή των ζώων, οι κανονισμοί (EΚ) 1255/1999 και 2799/1999 εγκαθιδρύουν εμπεριστατωμένο μηχανισμό ελέγχου των επιχειρήσεων που κάνουν χρήση του εν λόγω προϊόντος. Ο οικείος μηχανισμός αφήνει μεν στα κράτη μέλη την εξουσία να θεσπίζουν συμπληρωματικά μέτρα ελέγχου προκειμένου να διασφαλίζουν την τήρηση των αφορωσών τη χορήγηση των ενισχύσεων διατάξεων, πλην όμως δεν τους επιτρέπει να επιβάλλουν στους επιχειρηματίες του τομέα περαιτέρω ετερόκλητες υποχρεώσεις έναντι εκείνων που επιβάλλει ο κανονισμός 2799/1999 στις δικαιούχους των ενισχύσεων επιχειρήσεις. |
|
2. |
Ειδικότερα, πρέπει να λογίζεται ότι αποκλείεται η δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν μονομερώς όρους επηρεάζοντες τη σύνθεση του γάλακτος σε σκόνη το οποίο αποτελεί αντικείμενο του κανονισμού 2799/1999, όπως είναι η προσθήκη κεχρωσμένων ιχνηθετών που σκοπούν στο να καταστήσουν προφανή τον προορισμό του προϊόντος για τη διατροφή των ζώων. |
|
3. |
Η εν λόγω προϋπόθεση δεν μπορεί παρά να παρεμποδίζει το εμπόριο αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη μεταξύ των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, εφόσον ο προορισμός του προϊόντος δεν διευκρινίζεται κατά κανόνα κατά τον χρόνο της παραγωγής, η απαιτούμενη προσθήκη των ιχνηθετών, όπως επιβάλλει η ιταλική νομοθεσία, υποχρεώνει τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη προς την ιταλική αγορά να προβαίνουν σε περίπλοκες κατεργασίες των παρτίδων που προορίζονται για την εν λόγω αγορά. Όπως υπενθυμίζει, όμως, επανειλημμένα η νομολογία, οι κοινές οργανώσεις αγοράς στηρίζονται, όσον αφορά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, στην ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών και απαγορεύουν οποιαδήποτε εθνική κανονιστική ρύθμιση παρεμποδίζουσα, όπως εν προκειμένω, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. |
|
4. |
Η επίδικη ιταλική νομοθεσία αποβαίνει επιζήμια περαιτέρω για τη λειτουργία της κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος η οποία βασίζεται, όσον αφορά τα καθεστώτα ενισχύσεως που αυτή θεσμοθετεί, σε ομοιόμορφες επιταγές που εφαρμόζονται erga omnes. Πράγματι, είναι προφανές ότι, αν όλα τα κράτη μέλη, όπως και η Ιταλία, είχαν την ευχέρεια να θεσπίζουν μονομερώς ad hoc κανόνες ανιχνευσιμότητας για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή των ζώων, τούτο θα συνεπαγόταν ανυπέρβλητες δυσχέρειες για τους επιχειρηματίες του τομέα, οι οποίοι θα έπρεπε να υπόκεινται σε διαφορετικές κανονιστικές ρυθμίσεις και να διαφοροποιούν τα προϊόντά τους με γνώμονα τους εφαρμοζόμενους σε 25 διαφορετικές εθνικές αγορές κανόνες. |
|
5. |
Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε περαιτέρω να επικαλεστεί τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία η εγκαθίδρυση κοινής οργανώσεως αγοράς δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθνικούς κανόνες διώκοντες σκοπό γενικού συμφέροντος διαφορετικό από εκείνο των κοινών οργανώσεων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου 250/2000, ο σκοπός των διατάξεων του νόμου είναι η πρόληψη παράνομης εκτροπής του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη από τον δεδηλωμένο προορισμό. Εν πάση περιπτώσει, ο νόμος αυτός σκοπεί στην επίτευξη των ιδίων στόχων με τους αποτελούντες τη βάση των άρθρων 9 επ. του κανονισμού 2799/1999. |
|
6. |
Στις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου 250/2000 διευκρινίζεται ακόμη ότι η απόφαση των ιταλικών αρχών να αποκλίνουν από το προβλεπόμενο με τον κανονισμό 2799/1999 καθεστώς ελέγχου δικαιολογείται εκ λόγων ελλείψεως αποτελεσματικότητας, στα πλαίσιο της ιταλικής πραγματικότητας, των μηχανισμών ελέγχου που θεσπίζονται με τον κανονισμό. |
|
7. |
Η δικαιολογία αυτή προσκρούει στην πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία, αφενός, οσάκις η Επιτροπή έχει θεσπίσει κοινή οργάνωση αγοράς σε συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από οποιοδήποτε μονομερές μέτρο, έστω και αν αυτό σκοπεί στην εξυπηρέτηση της κοινής πολιτικής, και, αφετέρου, οι πρακτικής φύσεως δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή μιας κοινοτικής πράξεως δεν παρέχουν στο κράτος μέλος την ευχέρεια να αθετεί μονομερώς τις ίδιες υποχρεώσεις του. |
|
8 – |
Τέλος, οι ιταλικές αρχές δεν μπορούν να επικαλούνται το γεγονός ότι ο νόμος 250/2000 ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πραγματικότητα δεδομένου ότι ουδέποτε εκδόθηκε η υπουργική απόφαση που επρόκειτο να εξατομικεύσει τους ιχνηθέτες και να προσδιορίσει τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής. Όπως έχει υπενθυμίσει επανειλημμένα το Δικαστήριο, το γεγονός ότι η αντικείμενη προς το κοινοτικό δίκαιο νομοθεσία εφαρμόζεται σπανιότατα –ή και καθόλου– δεν είναι ικανή να αναιρέσει τη σχετική παράβαση. |
(1) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48.
(2) ΕΕ L 340 της 31.12.1999, σ. 3.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/10 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία), chambre commerciale, financière et économique, με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση Galeries de Lisieux SA κατά Organic Recouvrement
(Υπόθεση C-488/04)
(2005/C 31/20)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 29 Νοεμβρίου 2004, το Cour de cassation (Γαλλία), chambre commerciale, financière et économique, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Galeries de Lisieux SA και Organic Recouvrement, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
«Πρέπει το κοινοτικό δίκαιο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια επιβάρυνση, όπως η επιβάρυνση για την ενίσχυση του εμπορίου και της βιοτεχνίας, επιβάρυνση η οποία καθιερώθηκε με νόμο της 13ης Ιουλίου 1972, η οποία επιβάλλεται όταν η επιφάνεια των χώρων πωλήσεως τους οποίους διαθέτουν τα καταστήματα λιανικού εμπορίου υπερβαίνει τα 400 m2 και της οποίας το προϊόν τροφοδοτεί ειδικούς λογαριασμούς των ταμείων ασφαλίσεως γήρατος των εμπόρων και βιοτεχνών για τη χορήγηση της ειδικής αντισταθμιστικής ενισχύσεως, η οποία μετά τον νόμο 81-1160 της 30ής Δεκεμβρίου 1981 κατέστη αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως, δύναται να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που πλήττει μόνον τις εγκαταστάσεις που έχουν επιφάνεια χώρων πωλήσεως μεγαλύτερη των 400 m2 ή κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 460 000 ευρώ και στο μέτρο που προβάλλεται ότι χορηγεί στον μελλοντικό αποδέκτη της αποζημιώσεως αυτής το ευεργέτημα ελαφρύνσεως των βαρών το οποίο απορρέει από τη δυνατότητα μειώσεως της ενδεχόμενης χρηματοδοτήσεως, από μέρους του, ενός συστήματος επικουρικής συντάξεως;»
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Finanzgericht Baden-Württemberg με διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Finanzrechtsstreit Lasertec Gesellschaft für Stanzformen mbH (πρώην Riess Laser Bandstahlschnitte GmbH) κατά Finanzamt Emmendingen
(Υπόθεση C-492/04)
(2005/C 31/21)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Με διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1 Δεκεμβρίου 2004, το Finanzgericht Baden-Württemberg, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Finanzrechtsstreit Lasertec Gesellschaft für Stanzformen mbH (πρώην Riess Laser Bandstahlschnitte GmbH) και Finanzamt Emmendingen που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1) |
Πρέπει το άρθρο 57, παράγραφος 1, ΕΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στην περίπτωση των περιορισμών σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων με τρίτες χώρες, οι οποίοι «ισχύουν» στις 31 Δεκεμβρίου 1993, πρέπει να πρόκειται για περιορισμούς για τους οποίους έχει ήδη ολοκληρωθεί κατά την ανωτέρω κρίσιμη ημερομηνία η νομοθετική διαδικασία από τον εθνικό νομοθέτη, ή πρέπει να πρόκειται για περιορισμούς οι οποίοι, βάσει των διατάξεων του εθνικού δικαίου, έχουν ήδη εφαρμογή κατά την κρίσιμη ημερομηνία επί συντελεσμένων πραγματικών περιστατικών; |
|
2) |
Πρέπει το άρθρο 56, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 58 ΕΚ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει ως διανομή κερδών τη μερική φορολόγηση των τόκων που καταβάλλει κεφαλαιουχική εταιρία που εδρεύει σε κράτος μέλος σε δανειοδότη εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος, ο οποίος ταυτόχρονα είναι εταίρος της κεφαλαιουχικής εταιρίας, διότι τούτο συνιστά αυθαίρετη δυσμενή διάκριση ή συγκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας; |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Gerechtshof te 's-Hertogenbosch με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2004 στην υπόθεση L. H. Piatkowski κατά Belastingsdienst Grote ondernemingen Eindhoven
(Υπόθεση C-493/04)
(2005/C 31/22)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Δεκεμβρίου 2004, το Gerechtshof te 's-Hertogenbosch, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ L. H. Piatkowski και Belastingsdienst Grote ondernemingen Eindhoven, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
Εμποδίζει το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως δε το δικαίωμα περί ελεύθερης κυκλοφορίας και οι διατάξεις του άρθρου 14γ, στοιχείο β', του κανονισμού 1408/71 (1) (κατά το κείμενο του 1998), τις Κάτω Χώρες να εισπράττουν εισφορά για τις λαϊκές ασφαλίσεις υπολογιζόμενη επί των εισοδημάτων από τόκο, ο οποίος καταβάλλεται από εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες εταιρία προς κάτοικο Βελγίου, στον οποίο, δυνάμει του άρθρου 14γ, στοιχείο β', σε συνδυασμό με το παράρτημα VII, περίπτωση 1, του κανονισμού 1408/71, έχει εφαρμογή τόσο η ολλανδική όσο και η βελγική νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως;
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (EE ειδ.έκδ. 05/001 σ. 73).
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση AC Smits-Koolhoven κατά Staatssecretaris van Financiën
(Υπόθεση C-495/04)
(2005/C 31/23)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Δεκεμβρίου 2004, το Hoge Raad der Nederlanden, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ AC Smits-Koolhoven και Staatssecretaris van Financiën που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί του εξής ερωτήματος:
Εμπίπτουν τσιγάρα από αρωματικά φυτά όπως τα επίδικα, ως προς τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι δεν περιέχουν ουσίες με φαρμακευτική επίδραση, οι οποίες όμως πράγματι πωλούνται με την έγκριση του Keuringsraad Openlijke Aanprijzing Geneesmiddelen/Keuringsraad Aanprijzing Gezondheidsproducten ως «φαρμακευτικό τσιγάρο από αρωματικά φυτά» ως υποβοηθητικό για να σταματήσει κανείς το κάπνισμα, στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/59 (1) για προϊόντα που χρησιμεύουν αποκλειστικώς για ιατρικούς σκοπούς;
(1) ΕΕ L 291 της 6.12.1995, σ. 40.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το College van Beroep voor het Bedrijfsleven te 's-Gravenhage με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση J. Slob κατά Productschap Zuivel
(Υπόθεση C-496/04)
(2005/C 31/24)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Δεκεμβρίου 2004, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven te 's-Gravenhage, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ J. Slob και Productschap Zuivel που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
— |
Έχει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (EΟΚ) 536/93 (1) την έννοια ότι η διάταξη αυτή παρέχει σε κράτος μέλος την ευχέρεια να θεσπίσει μια ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους εγκατεστημένους στο έδαφός του παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων περισσότερες υποχρεώσεις τηρήσεως λογιστικής από αυτές που απορρέουν από τη διάταξη της παραγράφου 1, στοιχείο στ, του προπαρατεθέντος άρθρου; |
|
— |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει τότε, όσον αφορά μια διάταξη που επιβάλλει στον παραγωγό την υποχρέωση να αναφέρει στο πλαίσιο της διαχειρίσεώς του ποια ποσότητα βουτύρου παρήγαγε και ποιος ήταν ο προορισμός της, ακόμη δε κι αν το βούτυρο καταστρέφεται ή μεταποιείται για ζωοτροφή, να θεωρηθεί ότι αυτό παραμένει εντός του πλαισίου της κατ' αυτόν τον τρόπο αφεθείσας στο κράτος μέλος ευχέρειας; |
(1) EE L 57 σ. 12.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/12 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-497/04)
(2005/C 31/25)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους κ.κ. Enricο TRAVERSA, νομικό σύμβουλο της Νομικής Υπηρεσίας και Γεώργιο ΖΑΒΒΟ μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε τη 1η Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο
|
— |
να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/13/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις περιθωρίου φερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών και εν πάσει περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής. |
|
— |
Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 20 Σεπτεμβρίου 2003.
(1) ΕΕ L 77 της 20.3.2002, σ. 17.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/13 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-498/04)
(2005/C 31/26)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους κ.κ. Enricο TRAVERSA, νομικό σύμβουλο της Νομικής Υπηρεσίας και Γεώργιο ΖΑΒΒΟ μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε τη 1η Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο
|
— |
να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/83/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφάλιση ζωής, η οποία αντικαθιστά και καταργεί σύμφωνα με το άρθρο της 72, την οδηγία 2002/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις περιθωρίου φερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής και εν πάσει περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής. |
|
— |
Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 20 Σεπτεμβρίου 2003.
(1) ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Düsseldorf με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Hans Werhof κατά Freeway Traffic Systems GmbH & Co. KG.
(Υπόθεση C-499/04)
(2005/C 31/27)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 2 Δεκεμβρίου 2004, το Landesarbeitsgericht Düsseldorf, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Hans Werhof και Freeway Traffic Systems GmbH & Co. KG που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1. |
Είναι σύμφωνο με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/50/ΕΚ (1) του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, να δεσμεύεται ο αποκτών την εγκατάσταση, ο οποίος δεν δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, από συμφωνία μεταξύ του δεσμευομένου από συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζοντος και του εργαζομένου, σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις περί αποδοχών, από τις οποίες δεσμεύεται ο μεταβιβάζων, υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται η κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως της εγκαταστάσεως ισχύουσα συλλογική σύμβαση περί αποδοχών, δεν εφαρμόζονται όμως οι συλλογικές συμβάσεις περί αποδοχών που τίθενται μεταγενέστερα σε ισχύ; |
|
2. |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα: Είναι σύμφωνο με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/50/ΕΚ να δεσμεύεται ο μη δεσμευόμενος από συλλογική σύμβαση εργασίας αποκτών την εγκατάσταση από συλλογική σύμβαση περί αποδοχών, που τέθηκε σε ισχύ μετά τη μεταβίβαση της εγκαταστάσεως, μόνο για τόσο χρονικό διάστημα, όσο υφίσταται τέτοια δέσμευση για τον μεταβιβάζοντα; |
(1) ΕΕ L 201, σ. 88.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht με διάταξη της 3ης Αυγούστου 2004 στη διοικητική διαφορά μεταξύ: Engin Torun και Δήμου Augsburg, μετέχοντες στη διαδικασία: 1. Ο ομοσπονδιακός επίτροπος ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht 2. Landesanwaltschaft Bayern
(Υπόθεση C-502/04)
(2005/C 31/28)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Με διάταξη της 3ης Αυγούστου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 7 Δεκεμβρίου 2004, το Bundesverwaltungsgericht, στο πλαίσιο της διοικητικής διαφοράς μεταξύ: Engin Torun και Δήμου Augsburg, μετέχοντες στη διαδικασία: 1. Ο ομοσπονδιακός επίτροπος ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht 2. Landesanwaltschaft Bayern, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1) |
Εκπίπτει το ενήλικο τέκνο Τούρκου εργαζομένου, απασχολουμένου τρία και πλέον έτη νομίμως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το οποίο ολοκλήρωσε την επαγγελματική του κατάρτιση ως μηχανολόγος με την περάτωση της περιόδου μαθητείας του, του δικαιώματός του διαμονής το οποίο απορρέει από το βάσει του άρθρου 7, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας (απόφαση 1/80) δικαίωμά του να αποδέχεται οποιαδήποτε προσφορά εργασίας –πλην των περιπτώσεων που μνημονεύει το άρθρο 14 της αποφάσεως 1/80 καθώς και στην περίπτωση εξόδου από το κράτος μέλος υποδοχής για σημαντικό χρονικό διάστημα άνευ θεμιτού λόγου– ακόμη και στην περίπτωση που
|
|
2) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: εκπίπτει ο Τούρκος υπήκοος υπό τις αναφερόμενες στο ερώτημα 1β προϋποθέσεις του δικαιώματός του διαμονής το οποίο απορρέει από το δικαίωμα προσβάσεως στην απασχόληση του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη ή τρίτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80; |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/14 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας που ασκήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-505/04)
(2005/C 31/29)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Hans Støvlbæk, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 8 Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2001 που τροποποιεί τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων καθώς και τις οδηγίες 77/452/ΕΟΚ, 77/453/ΕΟΚ, 78/686/ΕΟΚ, 78/687/ΕΟΚ, 78/1026/ΕΟΚ, 78/1027/ΕΟΚ, 80/154/ΕΟΚ, 80/155/ΕΟΚ, 85/384/ΕΟΚ, 85/432/ΕΟΚ, 85/433/ΕΟΚ και 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορούν το επάγγελμα του νοσηλευτού υπεύθυνου για γενικές φροντίδες, του οδοντιάτρου, του κτηνιάτρου, της μαίας, του αρχιτέκτονα, του φαρμακοποιού και του ιατρού (1), ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής· |
|
— |
να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε την 1η Ιανουαρίου 2003.
(1) ΕΕ L 206 της 31.7.2001, σ. 1.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/15 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour administrative (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου) με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2004, στην υπόθεση Graham Wilson κατά Conseil de l'Ordre des Avocats du Barreau de Luxembourg
(Υπόθεση C-506/04)
(2005/C 31/30)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 9 Δεκεμβρίου 2004, το Cour administrative (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Graham Wilson και Conseil de l'Ordre des Avocats du Barreau de Luxembourg, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1. |
Πρέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 98/5 (1), για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει διαδικασία προσφυγής όπως η προβλεπόμενη με τον νόμο της 10ης Αυγούστου 1991, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 13ης Νοεμβρίου 2002; |
|
2) |
Ειδικότερα, συνιστούν «εσωτερικά ένδικα μέσα» οι προσφυγές ενώπιον οργάνων όπως το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο πειθαρχικό και διοικητικό συμβούλιο, υπό την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 98/5, και πρέπει το άρθρο 9 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει ένδικο μέσο που επιβάλλει να επιληφθεί ένα ή περισσότερα όργανα τέτοιας φύσεως προτού υπάρξει η δυνατότητα να επιληφθεί νομικού ζητήματος ένα «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 9; |
και με την επιφύλαξη μεταγενέστερης αποφάσεως επί της αρμοδιότητας του διοικητικού δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της προσφυγής, και ενώ εξακολουθούν να ισχύουν όλα τα τυπικά και ουσιαστικά επιχειρήματα των διαδίκων, επί των εξής ερωτημάτων:
|
3) |
Επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να εξαρτούν το δικαίωμα δικηγόρου κράτους μέλους να ασκεί σε μόνιμη βάση το επάγγελμα δικηγόρου με τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής στους τομείς δραστηριότητας που διευκρινίζονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 98/5/ΕΚ από την απαίτηση γνώσεως των γλωσσών του εν λόγω κράτους μέλους; |
|
4) |
Ειδικότερα, μπορούν οι αρμόδιες αρχές να θέτουν τον όρο ότι το εν λόγω δικαίωμα ασκήσεως του επαγγέλματος εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο δικηγόρος υποβάλεται επιτυχώς σε προφορική γλωσσική δοκιμασία σε όλες (ή πολλές) από τις τρεις κύριες γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να εξακριβώσουν αν ο δικηγόρος γνωρίζει τις τρεις γλώσσες και αν πρόκειται περί αυτού, ποιες είναι οι απαιτούμενες ενδεχομένως διαδικαστικές εγγυήσεις; |
(1) Οδηγία 98/5ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ L 77 της 14.3.1998, σ. 36).
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/15 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden με διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2004 στην υπόθεση Magpar VI B.V. κατά Staatssecretaris van Financiën
(Υπόθεση C-509/04)
(2005/C 31/31)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Με διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 13 Δεκεμβρίου 2004, τo Hoge Raad der Nederlanden, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Magpar VI B.V. και Staatssecretaris van Financiën, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από τo Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:
|
1. |
Πρέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, περίπτωση ββ, της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 73/79/ΕΟΚ (2), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν μια εταιρία εντός πέντε ετών από την απόκτηση εταιρικών μεριδίων στο πλαίσιο ανταλλαγής εταιρικών μεριδίων, η οποία απαλλάσσεται του φόρου εισφοράς κεφαλαίου, έπαυσε να κατέχει τα μερίδια αυτά καθόσον συγχωνεύθηκε η εταιρία της οποίας κατείχε τα μερίδια, οι προϋποθέσεις που θέτει η προαναφερθείσα διάταξη της οδηγίας ισχύουν για τα εταιρικά μερίδια της εταιρίας που προέκυψε από τη συγχώνευση; |
|
2. |
Έχει για το κατά το σημείο 4.1 ερώτημα σημασία το αν η εταιρία της οποίας κατέχονταν τα εταιρικά μερίδια έπαυσε να υφίσταται συνεπεία νομικής συγχωνεύσεως με άλλη εταιρία (άρθρο 311, παράγραφος 1, του δεύτερου βιβλίου του Αστικού Κώδικα), οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατά κυριολεξία εκποίηση εταιρικών μεριδίων; |
(1) Οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20).
(2) Οδηγία του Συμβουλίου, της 9ης Απριλίου 1973, περί τροποποιήσεως του πεδίου εφαρμογής του μειωμένου συντελεστού του φόρου εισφοράς, του προβλεπομένου υπέρ ορισμένων πράξεων αναδιαρθρώσεως εταιρειών στο άρθρο 7, παράγραφος 1, περίπτωση β', της οδηγίας περί εμμέσων φόρων, των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 38).
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/16 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου που ασκήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-510/04)
(2005/C 31/32)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Simonsson και W. Wils, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 13 Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Βασιλείου του Βελγίου.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να λάβει όλες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2002/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας (1), και εν πάση περιπτώσει παραλείποντας να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· |
|
2. |
καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 9 Σεπτεμβρίου 2003.
(1) EE L 67 της 9.3.2002, σ. 31.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/16 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου που ασκήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-515/04)
(2005/C 31/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. O'Reilly και τον R. Troosters, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 15 Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Βασιλείου του Βελγίου.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να λάβει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (1), και εν πάση περιπτώσει παραλείποντας να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· |
|
2. |
να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2002.
(1) EE L 212 της 7.8.2001, σ. 12.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/17 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου που ασκήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση C-516/04)
(2005/C 31/34)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. O'Reilly και τον R. Troosters, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 15 Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Βασιλείου του Βελγίου.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να λάβει όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/51/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2001, για τη συμπλήρωση των διατάξεων του άρθρου 26 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 (1), και εν πάση περιπτώσει παραλείποντας να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· |
|
2. |
να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 11 Φεβρουαρίου 2003.
(1) EE L 187 της 10.7.2001, σ. 45.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/18 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 23ης Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-166/98, Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. rl κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Κοινοτική ενίσχυση - Προσφυγή ακυρώσεως - Προσφυγή κατά παραλείψεως - Αγωγή αποζημιώσεως)
(2005/C 31/35)
Γλώσσα διαδικασία:ς η ιταλική
Στην υπόθεση T-166/98, Cantina sociale di Dolianova Soc. coop. rl, με έδρα την Dolianova (Ιταλία), Cantina Trexenta Soc. coop. rl, με έδρα το Senorbì (Ιταλία), Cantina sociale Marmilla — Unione viticoltori associati Soc. coop. rl, με έδρα το Sanluri (Ιταλία), Cantina sociale S. Maria La Palma Soc. coop. rl, με έδρα την Santa Maria La Palma (Ιταλία), Cantina sociale del Vermentino Soc. coop. rl Monti-Sassari, με έδρα το Monti (Ιταλία), εκπροσωπούμενες από τους C. Dore και G. Dore, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (εκπρόσωποι: αρχικώς, F. Ruggeri Laderchi και A. Alves Vieira, στη συνέχεια, Alves Vieira και L. Visaggio, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτημα, αντιστοίχως και εναλλακτικώς, κατ' εφαρμογή των άρθρων 173 και 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 230 ΕΚ και 232 ΕΚ), ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής της 31ης Ιουλίου 1998, με το οποίο αρνείται αυτή να καταβάλει απευθείας στις προσφεύγουσες-ενάγουσες τις ενισχύσεις για προληπτική απόσταξη της αμπελουργικής περιόδου 1982/1983, και περί διαπιστώσεως παράνομης παραλείψεως της Επιτροπής ή, επικουρικώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 178 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 235 ΕΚ), αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες από τη συμπεριφορά της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και N. J. Forwood, δικαστές, γραμματέας: J. Palacio Gonzalez, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 23 Νοεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Η Επιτροπή υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε στις προσφεύγουσες-ενάγουσες η πτώχευση του Distilleria Agricola Industriale de Terralba, λόγω της ελλείψεως μηχανισμού δυναμένου να εγγυηθεί, στο πλαίσιο του συστήματος του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2499/82, περί καθορισμού των διατάξεων σχετικά με την προληπτική απόσταξη για την αμπελουργική περίοδο 1982/1983, την καταβολή της κοινοτικής ενίσχυσης που προβλέπει ο κανονισμός αυτός στους οικείους παραγωγούς. |
|
2) |
Οι διάδικοι θα διαβιβάσουν στο Πρωτοδικείο, εντός τεσσάρων μηνών από της εκδόσεως της παρούσας απόφασης, το ποσό της αποζημίωσης στο οποίο θα καταλήξουν δια κοινής συμφωνίας. |
|
3) |
Αν δεν υπάρξει συμφωνία, θα διαβιβάσουν στο Πρωτοδικείο τα αιτήματά τους αριθμητικώς. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/18 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 1ης Δεκεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-27/02, Kronofrance SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Κρατικές ενισχύσεις - Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό - Πολυτομεακό πλαίσιο περιφερειακών ενισχύσεων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια)
(2005/C 31/36)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση T-27/02, Kronofrance SA, με έδρα το Sully-sur-Loire (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο R. Nierer, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: V. Kreuschitz και J. Flett, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), υποστηριζομένης από την Glunz AG και την OSB Deutschland GmbH, με έδρα το Meppen (Γερμανία), εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους H.-J. Niemeyer και K. Ziegler, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως SG (2001) D της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2001, περί μη προβολής αντιρρήσεων για την ενίσχυση που χορήγησαν οι γερμανικές αρχές στην Glunz AG, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα), συγκείμενο από τον H. Legal, πρόεδρο, τη V. Tiili, τον Μ. Βηλαρά, την I. Wiszniewska-Bialecka και τον V. Vadapalas, δικαστές, γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε την 1η Δεκεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση SG (2001) D της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2001, περί μη προβολής αντιρρήσεων για την ενίσχυση που χορήγησαν οι γερμανικές αρχές στην Glunz AG. |
|
2) |
Η Επιτροπή φέρει, πλέον των δικών της εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα. |
|
3) |
Η Glunz AG και η OSB Deutschland GmbH φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρεμβάσεώς τους. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/19 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 30ής Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-168/02, IFAW International Tierschutz-Fonds gGmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Προσφυγή ακυρώσεως - Πρόσβαση σε έγγραφα - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 - Άρθρο 4, παράγραφος 5 - Μη δημοσιοποίηση στο κοινό εγγράφου προερχομένου από κράτος μέλος χωρίς την προηγούμενη συμφωνία του)
(2005/C 31/37)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH, πρώην Internationaler Tierschutz-Fonds (IFAW) GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον S. Crosby, solicitor, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών (εκπρόσωποι: H. Sevenster, S. Terstal, N. Bel και C. Wissels, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), από το Βασίλειο της Σουηδίας (εκπρόσωποι: A. Kruse και K. Wistrand, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), και από το Βασίλειο της Δανίας (εκπρόσωποι: αρχικώς, J. Bering Liisberg και, στη συνέχεια, J. Molde, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: C. Docksey και P. Aalto, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο) υποστηριζομένης από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπροσωπούμενο από την R. Caudwell, και τον M. Hoskins, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), που είχε ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 2002 με την οποία το εν λόγω κοινοτικό όργανο αρνήθηκε στην προσφεύγουσα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με τον αποχαρακτηρισμό προστατευόμενης τοποθεσίας, το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα), συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, R. García-Valdecasas, J. D. Cooke, P. Mengozzi και M. E. Martins Ribeiro, δικαστές, γραμματέας: D. Christensen, υπάλληλος διοικήσεως εξέδωσε στις 30 Νοεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Η προσφεύγουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και αυτά της Επιτροπής. |
|
3) |
Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο της Σουηδίας, το Βασίλειο της Δανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/19 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 24ης Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-393/02, Henkel KGaA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Τρισδιάστατο σήμα - Σχήμα μιας λευκής και διαφανούς φιάλης - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως - Διακριτικός χαρακτήρας - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94)
(2005/C 31/38)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση T-393/02, Henkel KGaA, με έδρα το Ντύσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο C. Osterrieth, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωποι: U. Pfleghar και G. Schneider), με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Οκτωβρίου 2002 (υπόθεση R 313/2001-4), σχετικά με την καταχώριση ενός τρισδιάστατου σημείου το οποίο αποτελείται από το σχήμα μιας λευκής και διαφανούς φιάλης, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τον H. Legal, πρόεδρο, και τη V. Tiili και τον Μ. Βηλαρά, δικαστές, γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 24 Νοεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 3ης Οκτωβρίου 2002 (υπόθεση R 313/2001 4). |
|
2) |
Καταδικάζει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/20 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 23ης Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-84/03, Maurizio Turco κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (1)
(Διαφάνεια - Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου - Μερική άρνηση προσβάσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 - Εξαιρέσεις)
(2005/C 31/39)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-84/03, Maurizio Turco, κάτοικος Pulsano (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τους O. W. Brouwer, T. Janssens και C. Schillemans, δικηγόρους, υποστηριζόμενος από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (εκπρόσωποι: T. Pynnä και A. Guimaraes-Purokoski, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), από το Βασίλειο της Δανίας (εκπρόσωποι: J. Liisberg, στη δε συνέχεια από τον J. Molde, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), και από το Βασίλειο της Σουηδίας, (εκπρόσωποι: A. Kruse και K. Wistrand, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο) κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εκπρόσωποι: J.-C. Piris και M. Bauer) υποστηριζομένου από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωποι: C. Jackson, επικουρούμενη από τους P. Sales και J. Stratford, barristers, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), και από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Petite, C. Docksey και P. Aalto, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτηση περί ακυρώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί μερικής απαγορεύσεως προσβάσεως του προσφεύγοντος σε ορισμένα έγγραφα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως του Συμβουλίου «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» της 14ης και 15ης Οκτωβρίου 2002, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, R. García-Valdecasas και J. D. Cooke, δικαστές, γραμματέας: Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε, στις 23 Νοεμβρίου 2004, απόφαση με το εξής διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή καθόσον αφορά την άρνηση προσβάσεως στη νομική γνωμοδότηση του Συμβουλίου. |
|
2) |
Καταργείται η δίκη κατά τα λοιπά. |
|
3) |
Ο προσφεύγων και το Συμβούλιο θα φέρουν έκαστος το ήμισυ των εξόδων της προσφυγής. |
|
4) |
Οι παρεμβαίνοντες θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/20 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 30ής Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-173/03, Anne Geddes κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Λεκτικό σήμα NURSERYROOM - Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94)
(2005/C 31/40)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-173/03, Anne Geddes, κάτοικος Ώκλαντ (Νέα Ζηλανδία), εκπροσωπούμενη από τον G. Farrington, solicitor, κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωποι: E. Dijkema και A. Folliard-Monguiral), με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 13ης Φεβρουαρίου 2003 (υπόθεση R 839/2001-4) σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος NURSERYROOM, το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές, γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 30 Νοεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/21 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 23ης Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-360/03, Frischpack GmbH & Co. KG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Τρισδιάστατο σήμα - Σχήμα ενός κουτιού τυριού - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 - Διακριτικός χαρακτήρας)
(2005/C 31/41)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση T-360/03, Frischpack GmbH & Co. KG, με έδρα το Mailling bei Schönau (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο P. Bornemann, κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωποι: U. Pfleghar και G. Schneider), με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 8ης Σεπτεμβρίου 2003 (υπόθεση R 236/2003-2), σχετικά με την καταχώριση ενός τρισδιάστατου σήματος (κουτιού τυριού), το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από την P. Lindh, πρόεδρο, και τους R. García-Valdecasas και D. Šváby, δικαστές, γραμματέας: Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 23 Νοεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/21 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 6ης Σεπτεμβρίου 2004
στην υπόθεση T-213/02, SNF SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Προσφυγή ακυρώσεως - Οδηγία 2002/34/ΕΚ - Περιορισμοί στη χρήση των πολυακρυλαμιδίων εντός των καλλυντικών προϊόντων - Πρόσωπο το οποίο η οδηγία αφορά ατομικά - Παραδεκτό)
(2005/C 31/42)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-213/02, SNF SA, με έδρα το Saint-Étienne (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους K. Van Maldegem και C. Mereu, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: X. Lewis, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της εικοστής έκτης οδηγίας 2002/34/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2002, για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων II, III και VII της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 19), στο μέτρο που περιορίζει τη χρήση των πολυακρυλαμιδίων στη σύσταση των καλλυντικών προϊόντων, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, R. García-Valdecasas και J. D. Cooke, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 6 Σεπτεμβρίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη. |
|
2) |
Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα και τα έξοδα της καθής. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/21 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 9ης Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση C-252/03: Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Ανταγωνισμός - Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Αγορά του βοείου κρέατος - Προσφυγή ακυρώσεως - Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Εκπρόθεσμη άσκηση - Απαράδεκτο)
(2005/C 31/43)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση Τ-252/03, Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Abegg και E. Prigent, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: R. Abraham, G. de Bergues και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: P. Oliver και F. Lelièvre, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα ακυρώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2003/600/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Yπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας) (ΕΕ L 209, σ. 12), και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του ύψους του προστίμου αυτού, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από την P. Lindh, πρόεδρο, τους R. García-Valdecasas, και J. D. Cooke, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε την 9η Νοεμβρίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη. |
|
2) |
Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή θα φέρουν η καθεμία τα δικαστικά έξοδά της που αφορούν την κύρια υπόθεση. |
|
3) |
Η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της τα οποία αφορούν τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής τα οποία αφορούν την εν λόγω διαδικασία. |
|
4) |
Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/22 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 10ης Νοεμβρίου 2004
στην υπόθεση Τ-316/04, Wam SpA κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Κρατικές ενισχύσεις - Δάνεια με μειωμένο επιτόκιο σκοπούντα στο να επιτρέψουν σε επιχείρηση να εγκατασταθεί σε ορισμένες τρίτες χώρες - Υποχρέωση ανακτήσεως - Προσωρινά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Επείγον - Δεν συντρέχει)
(2005/C 31/44)
Γλώσσα της διαδικασίας: η ιταλική
Στην υπόθεση T-316/04 R, Wam SpA, με έδρα το Cavezzo di Modena (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο E. Giliani, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον V. Di Bucci και την E. Righini, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, με αντικείμενο αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 19ης Μαΐου 2004 [C (2004) 1812 τελικό], σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 4/2003 (ex NN 102/2002), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. |
|
2) |
Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/22 |
Προσφυγή της Hensotherm AB κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2004
(Υπόθεση Τ-366/04)
(2005/C 31/45)
Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική
Η Hensotherm AB, με έδρα το Trelleborg (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Stefan Hallbäck, άσκησε στις 8 Σεπτεμβρίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η εταιρία Rudolf Hensel GmbH, με έδρα το Börnsen (Γερμανία).
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να παραπέμψει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς για επί της ουσίας εξέταση της προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου, |
|
— |
επικουρικώς, να εξετάσει την προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, και την απόφαση του τμήματος προσφυγών, της 12ης Ιουλίου 2004, κατόπιν δεν να απορρίψει την αίτηση της Rudolf Hensel GmbH με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση του κοινοτικού σήματος αριθ. 357 863, |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
|
Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητήθηκε η ακύρωση: |
Εικονιστικό σήμα «HENSOTHERM», για προϊόντα των κλάσεων 2 και 17 (χρώματα, μονωτικά και στεγανοποιητικά υλικά) — κοινοτικό σήμα αριθ. 357 863 |
|
Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: |
Η προσφεύγουσα |
|
Αιτών την ακύρωση του σήματος: |
Rudolf Hensel GmbH |
|
Σήμα του αιτούντος την ακύρωση: |
Το λεκτικό εθνικό σήμα «HENSOTHERM» (αριθ. 213 672), για προϊόντα της κλάσεως 2 |
|
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: |
Ακύρωση του κοινοτικού σήματος «HENSOTHERM» λόγω κινδύνου συγχύσεως με το προγενέστερο εθνικό σήμα «HENSOTHERM» (αριθ. 213 672) |
|
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: |
Απόρριψη της προσφυγής |
|
Λόγοι: |
Παράβαση των άρθρων 52, παράγραφος 1, στοιχείο α', και 78 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/23 |
Προσφυγή της Άννας Κοντούλη κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ασκήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2004
(Υπόθεση Τ-416/04)
(2005/C 31/46)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Άννα Κοντούλη, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον Β. Ακριτίδη, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 18 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Ιουλίου 2004 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως σχετικά με τον καθορισμό του κατάλληλου διορθωτικού συντελεστή για τη σύνταξή της· |
|
— |
να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ των ποσών της συντάξεως που της καταβλήθηκαν μέχρι στιγμής και το ποσόν συντάξεως που θα της είχαν καταβληθεί αν είχε καθορισθεί ο διορθωτικός συντελεστής για τη σύνταξή της με αναφορά το Ηνωμένο Βασίλειο από τότε που συνταξιοδοτήθηκε, την 1η Μαΐου 2003· επί της διαφοράς αυτής πρέπει να καταβληθούν τόκοι υπερημερίας με το επιτόκιο που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα για τις οικείες πράξεις αναχρηματοδότησης, αυξημένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες· |
|
— |
να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα αποζημίωση 100 000 ευρώ για σημαντική ηθική βλάβη λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης την οποία υπέστη η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε της προσφυγής και διά των διαφόρων προφορικών και γραπτών επαφών της προσφεύγουσας με τις υπηρεσίες του Συμβουλίου· και |
|
— |
να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η προσφεύγουσα είναι πρώην υπάλληλος του Συμβουλίου που λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας από 1ης Μαΐου 2003. Μετά τη συνταξιοδότησή της πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι επέλεξε μόνιμη κατοικία στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατόπιν αυτού το Συμβούλιο αρχικά εφάρμοσε τον διορθωτικό συντελεστή για τη χώρα αυτή στη σύνταξη της προσφεύγουσας. Ωστόσο θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα είχε δώσει αντιφατικές πληροφορίες ως προς τον τόπο κατοικίας της, το Συμβούλιο ανέστειλε την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή για το Ηνωμένο Βασίλειο και εφάρμοσε αρχικά τον συντελεστή για το Βέλγιο και στη συνέχεια τον συντελεστή για την Ελλάδα, που ήταν ο αρχικός τόπος προελεύσεως της προσφεύγουσας Η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση της 16ης Ιουλίου 2004.
Με την προσφυγή της η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι διαμένει νομίμως και μονίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο από 1ης Μαΐου 2003. Υποστηρίζει ότι, κρίνοντας διαφορετικά, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 72, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Υποστηρίζει επίσης ότι το Συμβούλιο δεν παρέθεσε επαρκή αιτιολογία για την απόφασή του παραβιάζοντας τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης και το καθήκον μέριμνας έναντι της προσφεύγουσας. Τέλος υποστηρίζει ότι η στάση του καθού την έβλαψε σε μεγάλο βαθμό όπως και το γεγονός ότι η θυγατέρα της χρειάστηκε να εγκαταλείψει τις διδακτορικές σπουδές της στην Ελλάδα προκειμένου να μετακομίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο και να εργασθεί εκεί για να παράσχει οικονομική ενίσχυση στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να της επιδικάσει αποζημίωση για αυτή την ηθική βλάβη.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/24 |
Αγωγή αποζημιώσεως της Trubowest Handel GmbH και του Viktor Makarov κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2004
(Υπόθεση Τ-429/04)
(2005/C 31/47)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Trubowest Handel GmbH, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), και ο Viktor Makarov, κάτοικος Κολωνίας, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Κ. Αδαμαντόπουλο και Ε. Πετρίτση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησαν στις 25 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι ενάγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν λόγω της λήψεως οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ βάσει του κανονισμού αντιντάμπινγκ, επιδικάζοντας τα ακόλουθα ποσά: |
|
— |
118 058,46 ευρώ ως αποζημίωση στην Trubowest, πλέον τόκων υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο ύψους 8 %· |
|
— |
397 916,91 ευρώ (277 939,37 + 63 448,54 + 56 529,00) ως αποζημίωση στον V. Makarov, πλέον τόκων υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο ύψους 8 %· |
|
— |
128 000, 00 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη της Trubowest κατά τη χρονική περίοδο 2000 έως 2004, πλέον τόκων υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο ύψους 8 %· επικουρικώς, να καταβάλει στην Trubowest ως αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη κατά τη χρονική περίοδο 2000 έως 2004 ποσό που θα καθορισθεί κατά τη δίκη, με παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων· |
|
— |
150 000,00 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο V. Makarov, πλέον τόκων υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο ύψους 8 %· |
|
— |
να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η πρώτη ενάγουσα είναι εταιρεία που εισάγει σωλήνες χωρίς συγκόλληση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ο δεύτερος ενάγων είναι ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Με την αγωγή τους επιδιώκουν την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της εκδόσεως του κανονισμού 2320/97 (1) για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, καταγωγής Ουγγαρίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Τσεχικής Δημοκρατίας, Ρουμανίας και Σλοβακικής Δημοκρατίας.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι στο πλαίσιο διαδικασιών του άρθρου 81 ΕΚ επιβλήθηκε πρόστιμο σε ορισμένους κοινοτικούς παραγωγούς σωλήνων χωρίς συγκόλληση (2). Κατά τους ενάγοντες, είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι η θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά των παραγωγών αυτών επηρέασε την ανάλυση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ, δεδομένης της επικαλύψεως όσον αφορά το φάσμα των προϊόντων, τις εμπλεκόμενες εταιρείες και τις χρονικές περιόδους έρευνας του ανταγωνισμού, αφενός, και των πρακτικών αντιντάμπινγκ, αφετέρου. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ουδόλως έλαβε υπόψη, όπως επιτάσσει ο κανονισμός 384/96 (3), την εν λόγω θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά κατά τον καθορισμό της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που φέρεται ότι αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.
Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες προβάλλουν παράβαση του κανονισμού 384/96, καθώς και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της επιμέλειας. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνώρισαν μεταγενέστερα ότι η θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επηρέασε την έρευνα ως προς τις πρακτικές αντιντάμπινγκ και, όπως προκύπτει από τον κανονισμό 1322/04 (4), έκριναν ότι τα επιβαλλόμενα με τον κανονισμό 2320/97 μέτρα δεν έπρεπε πλέον να εφαρμόζονται.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αν το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν είχαν παραβιάσει τους ανωτέρω κανόνες και υποχρεώσεις, είναι πιθανό ότι ο κανονισμός 2320/97 δεν θα είχε εκδοθεί και οι ενάγοντες δεν θα είχαν υποστεί τη ζημία που υπέστησαν λόγω της εκδόσεώς του. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, η οποία, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα, συνίσταται σε απόδοση των δασμών που κατέβαλε βάσει του κανονισμού 2320/97, καθώς και σε αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη. Ο δεύτερος ενάγων ζητεί αποζημίωση για τα ποσά που κατέβαλε βάσει του κανονισμού 2320/97, για διαφυγόντα κέρδη λόγω μη καταβολής των μισθών του, για δικαστικά έξοδα, καθώς και για ηθική βλάβη.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 2320/97 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 1997 (ΕΕ L 322, σ. 1).
(2) Απόφαση 2003/382/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/E-1/35.860-B Χαλυβδοσωλήνες άνευ ραφής) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(1999) 4154, (EE L 140, σ. 1)].
(3) Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1).
(4) Κανονισμός (ΕΚ) 1322/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 2004, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2320/97 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα, καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας (ΕΕ L 246, σ. 10).
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/25 |
Προσφυγή των εταιριών Nomura Principal Investment plc και Nomura International plc κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2004
(Υπόθεση T-430/04)
(2005/C 31/48)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Οι εταιρίες Nomura Principal Investment plc και Nomura International plc, Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενες από τους C. D. Ehlermann, F. Louis, A. Vallery, G. A. Gutermuth και C. Duvernoy, lawyers, άσκησαν στις 25 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης CZ 46/2003 Δημοκρατία της Τσεχίας (Investiÿní a poštovní banka, a.s.)· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη κατά τη διαδικασία του Τμήματος 3 του Παραρτήματος IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την επανεξέταση από την Επιτροπή των μέτρων κρατικής ενίσχυσης που τα νέα κράτη μέλη είχαν θεσπίσει πριν από την προσχώρηση και που οι αρχές του κοινοποίησαν στην Επιτροπή πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η προσβαλλομένη απόφαση ορίζει ότι τα προ της προσχωρήσεως μέτρα ενίσχυσης που η Δημοκρατία της Τσεχίας χορήγησε στην τσεχική τράπεζα Ceskoslovenska obchodni banka (CSOB) δεν «έχουν εφαρμογή μετά την προσχώρηση» κατά την έννοια του Τμήματος 3 του Παραρτήματος IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως και, συνεπώς, δεν υπόκεινται στην επανεξέταση της Επιτροπής όσον αφορά το συμβιβαστό με τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο ότι οι επίδικες τσεχικές ενισχύσεις εφαρμόζονται μετά την προσχώρηση. Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά παράβαση του Τμήματος 3, Παράρτημα IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως, του άρθρου 253 ΕΚ, του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού 659/1999 (1) διότι εφαρμόζει εσφαλμένα ορισμό του όρου «μέτρα που εξακολουθούν να εφαρμόζονται» μετά την προσχώρηση.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι εκδίδοντας την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή διέπραξε υπέρβαση εξουσίας κατά παράβαση του Τμήματος 3, Παράρτημα IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως και του άρθρου 88 ΕΚ, δίνοντας νέο ορισμό των «μέτρων που εξακολουθούν να εφαρμόζονται» για να αποφύγει την εξέταση μέτρου που έλαβε προσχωρήσασα χώρα το οποίο θα ενέπιπτε στον προηγούμενο ορισμό του νομικού αυτού όρου που είχε δώσει η Επιτροπή.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη, κατά παράβαση του Τμήματος 3, Παράρτημα IV της Συνθήκης Προσχωρήσεως και του άρθρου 88 ΕΚ διότι δεν κίνησε τη διαδικασία έρευνας παρά τα πρακτικά ζητήματα που παρέμεναν ανοικτά και ανεπίλυτα και τις πολλές αμφιβολίες σχετικά με τη νομιμότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων. Υπέπεσε επίσης σε νομική πλάνη διότι δεν εφάρμοσε ορθά τον ορισμό που είχε δώσει η ίδια για εφαρμογή μετά την προσχώρηση μέτρων ενίσχυσης που είχε χορηγήσει πριν από την προσχώρηση η Δημοκρατίας της Τσεχίας για εγγυήσεις έναντι κινδύνων ένδικης διαφοράς και άλλων απαιτήσεων που χορήγησε η Τσεχική Εθνική Τράπεζα στη CSOB. Τέλος, υπέπεσε σε νομική και πραγματική πλάνη διότι παρέλειψε να ερευνήσει ως όφειλε τα περιστατικά σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε το τσεχικό Δημόσιο στη CSOB.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ .
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/26 |
Προσφυγή της France Télécom κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση T-444/04)
(2005/C 31/49)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η εταιρία France Télécom, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τους Antoine Gosset-Grainville και Stéphane Hautbourg, δικηγόρους, άσκησε στις 5 Νοεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση C(2004)3060 που εξέδωσε η Επιτροπή στις 2 Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία προς την France Télécom· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση ταυτίζονται με τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-425/04.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/26 |
Προσφυγή της εταιρίας Energy Technologies ET S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (Εμπορικά σήματα, Σχέδια και Υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση Τ-445/04)
(2005/C 31/50)
Γλώσσα της προσφυγής: η αγγλική
Η εταιρία Energy Technologies ET S.A., εδρεύουσα στο Fribourg (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον A. Boman, lawyer, άσκησε στις 10 Νοεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (Εμπορικά Σήματα, Σχέδια και Υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Η εταιρία Aparellaje Eléctrico S.L., εδρεύουσα στο Hospitalet de Llobregat (Ισπανία) ήταν διάδικος στη δίκη ενώπιον του τμήματος προσφυγών.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών της 7ης Ιουλίου 2004 (υπόθεση R 0366/2002-4)· |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
|
Αιτών το κοινοτικό σήμα: |
Energy Technologies ET S.A. |
|
Κοινοτικό σήμα: |
Λεκτικό σήμα UNEX για προϊόντα των κλάσεων 7 και 11 (εναλλάκτες θερμότητας ως μέρη μηχανών· εναλλάκτες θερμότητας και μέρη και εξαρτήματα αυτών) — αίτηση αριθ. 974881 |
|
Δικαιούχος του σήματος ή σημείου που αναφέρεται στη διαδικασία ανακοπής: |
Aparellaje Eléctrico S.L |
|
Εμπορικό σήμα ή σημείο που αναφέρεται στην ανακοπή: |
Το ισπανικό λεκτικό σήμα UNEX για προϊόντα της παλιάς ισπανικής κλάσης 6, 17 και 61 (σωλήνες, βίδες, καλώδια και εξαρτήματα καλωδιώσεως, και σωληνώσεις σε ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά συστήματα) |
|
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: |
Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος |
|
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: |
Απόρριψη της προσφυγής |
|
Λόγοι ακυρώσεως: |
Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, β', του κανονισμού 40/94. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/27 |
Προσφυγή των εταιριών Bouygues SA και Bouygues Télécom κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση Τ-450/04)
(2005/C 31/51)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Οι εταιρίες Bouygues SA και Bouygues Télécom, που εδρεύουν στο Παρίσι και στην Boulogne Billancourt (Γαλλία), αντιστοίχως, εκπροσωπούμενες από τους Louis Vogel, Joseph Vogel, François Sureau, Didier Théophile, Bernard Amory και Alexandre Verheyden, δικηγόρους, άσκησαν στις 9 Νοεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1 της απόφασης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C(2004) 3060 της 2ας Αυγούστου 2004· |
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2 της εν λόγω απόφασης· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης C(2004) 3060 της 2ας Αυγούστου 2004 με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η προκαταβολή συμμετοχής που χορήγησε η Γαλλία στον όμιλο France Télécom τον Δεκέμβρίο 2002 υπό τη μορφή πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ λαμβανομένων υπόψη και των δηλώσεων που έγιναν μετά τον Ιούλιο 2002 συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή δεν επέβαλε την ανάκληση της ενίσχυσης.
Όσον αφορά τη διαπίστωση της ενίσχυσης, οι προσφεύγουσες προσάπτουν επιπλέον στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση τις δεσμεύσεις που προέκυψαν από τις δηλώσεις της Γαλλικής Κυβέρνησης η οποία στήριξε δημόσια από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο 2002 την πίστη της France Télécom ενώ η επιχείρηση αυτή, βαριά χρεωμένη, είχε τεράστιες ζημίες.
Υπέρ των αιτημάτων τους οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν:
|
— |
ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυσης της δηλώσεις της Γαλλικής Κυβέρνησης του Ιουλίου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2002 είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 87 της Συνθήκης. Η καθής όφειλε να διαπιστώσει σχετικά ότι οι δηλώσεις αυτές έδωσαν στη France Télécom πλεονέκτημα το οποίο νόθευσε και τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών· |
|
— |
ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε αιτιολογία αντιφατική και ανεπαρκή. Επ' αυτού διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή αφού διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις της Γαλλικής Κυβέρνησης εμφανίζουν όλα τα χαρακτηριστικά κρατικής ενίσχυσης, δεν ενήργησε κατά λογική συνέπεια και δεν χαρακτήρισε ως ενίσχυση τις δηλώσεις αυτές· |
|
— |
όσον αφορά την άρνηση επιβολής μέτρων ανάκτησης της ενίσχυσης διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 1 του κανονισμού 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 88 της Συνθήκης καθώς και παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Οι προσφεύγουσες φρονούν συναφώς ότι η Επιτροπή μπορούσε κάλλιστα να υπολογίσει το ποσό της ενίσχυσης χωρίς να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της Γαλλίας και ότι η ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής δεν θα συνιστούσε εν προκειμένω παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. |
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/27 |
Προσφυγή της Association Française des Opérateurs de Réseaux et Services de Télécommunications – AFORS Télécom κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση Τ-456/04)
(2005/C 31/52)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η ένωση Association Française des Opérateurs de Réseaux et Services de Télécommunications — AFORS Télécom, που εδρεύει στο Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τον Olivier Fréget, δικηγόρο, άσκησε στις 12 Νοεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2 της απόφασης C(2004) 3060 της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στη France Télécom· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Στο πλαίσιο ενός σχεδίου με σκοπό την εξισορρόπηση του ισολογισμού της γαλλικής εταιρίας τηλεπικοινωνιών France Télécom, η Γαλλία που είχε τότε την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρίας αυτής της χορήγησε προκαταβολή της συμμετοχής της για ενίσχυση των ιδίων πόρων υπό τη μορφή δανείου 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εν λόγω προκαταβολή συνιστά κρατική ενίσχυση. Όμως με το άρθρο 2 της απόφασης αυτής έκρινε ότι δεν απαιτείται η λήψη μέτρων ανάκτησης του ποσού αυτού.
Η προσφεύγουσα που επιχειρεί να ενώσει ένα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών στη Γαλλία, αμέσων ανταγωνιστών της France Télécom, φρονεί ότι δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση του άρθρου αυτού. Στο πλαίσιο της προσφυγής της υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν μπορεί να αποτιμήσει το πλεονέκτημα που κέρδισε η France Télécom μέσω των ενεργειών και των δηλώσεων του γαλλικού κράτους. Επιπλέον η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας διότι θα ήταν λιγότερο επιβλαβές για την αγορά να δεχθεί ένα ποσό χαμηλότερο από την πραγματική αξία του πλεονεκτήματος και των αποτελεσμάτων του επί του ανταγωνισμού παρά να αποκλείσει την ανάκτηση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή δεν υποχρεούται να υπολογίσει επακριβώς το ποσό της ενίσχυσης.
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την πάγια νομολογία που δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την υποχρέωση ανακτήσεως των παρανόμων ενισχύσεων παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή περιπτώσεις απόλυτης αδυναμίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι η ανάκτηση της ενίσχυσης θα παραβίαζε τα δικαιώματα άμυνας καθώς και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Περαιτέρω η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της διαφάνειας παραλείποντας να διαβιβάσει σε τρίτους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και η ίδια η προσφεύγουσα, ορισμένες εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που διαβίβασε η Γαλλική Δημοκρατία και οι οποίες στάθηκαν καθοριστικές για τη λύση που επέλεξε η Επιτροπή.
Η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι η Επιτροπή διέπραξε καταστρατήγηση διαδικασίας και αγνόησε τις δεσμεύσεις που επιβάλλουν οι δικές της κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για αναδιάρθρωση. Επιπλέον, και μόνο το γεγονός ότι μια ενίσχυση κρίνεται ασυμβίβαστη ενώ στη συνέχεια δεν ζητείται η επιστροφή της συνιστά κατάχρηση εξουσίας, κατά την προσφεύγουσα. Τέλος η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/28 |
Προσφυγή-αγωγή της CAMAR S.r.l. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2004
(Υπόθεση T-457/04)
(2005/C 31/53)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η CAMAR S.r.l., εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Wilma Viscardini, Simonetta Donà και Mariano Paolin, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 22 Νοεμβρίου 2004, προσφυγή-αγωγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την αρνητική απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται στο από 10 Σεπτεμβρίου 2004 έγγραφο του Γενικού Διευθυντή Γεωργίας [αριθ. πρωτοκόλλου D(2004) 29695 A/25707], η οποία περιήλθε στην προσφεύγουσα στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, |
|
— |
να εκτελέσει το σημείο 1 του διατακτικού της αποφάσεως της 8ης Ιουνίου 2000 που εκδόθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-79/96, T-260/97 και T-117/98, |
|
— |
να υποχρεώσει την Επιτροπή να εκτελέσει το σημείο 1 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως για χρηματικό ποσό αντίστοιχο της αξίας των πιστοποιητικών που όφειλε να χορηγήσει βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως και τα οποία ωστόσο δεν χορήγησε, ίσο προς 5.065.600 ευρώ ή προς άλλο ποσό που θα προσδιορίσει ενδεχομένως το Πρωτοδικείο, πλέον της νομισματικής ανατιμήσεως και των τόκων που θα υπολογιστούν βάσει του επιτοκίου που θα ορίσει το Πρωτοδικείο, από τις 8 Ιουνίου 2000 και μέχρι εξοφλήσεως, |
|
— |
να υποχρεώσει την Επιτροπή να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα –την οποία θα προσδιορίσει κατά την κρίση του το ίδιο το Πρωτοδικείο–, στο όνομα των εταίρων της, λόγω της μη εκτελέσεως της αποφάσεως της 8ης Ιουνίου 2000, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη των αιτιάσεών της η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αδράνεια της Επιτροπής –η οποία όχι μόνο δεν έλαβε κανένα συγκεκριμένο μέτρο, αλλά ούτε καν πρότεινε στην Camar τα κατάλληλα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως στην υπόθεση T-79/96 (αδράνεια που διαρκεί από τις 8 Ιουνίου 2000)– και η ρητή άρνηση εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως που εκφράστηκε με το έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2004 συνιστούν ουσιώδη παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ.
Εφόσον δεν είναι πλέον δυνατή η χορήγηση των πιστοποιητικών που η Επιτροπή όφειλε να χορηγήσει στην προσφεύγουσα κατ' εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως –δεδομένου ότι σύντομα η εισαγωγή μπανανών από τρίτες χώρες δεν θα υπόκειται πλέον σε δασμολογικές ποσοστώσεις αλλά θα είναι εντελώς ελεύθερη– η Camar ζητεί ισοδύναμη εκτέλεση υπό μορφή χρηματικής αποζημιώσεως, η οποία, κατά πάγια νομολογία, γίνεται δεκτή όταν δεν είναι πλέον δυνατή η εκτέλεση μιας αποφάσεως με συγκεκριμένο τρόπο.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζητεί δίκαια ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της μη εκτελέσεως της αποφάσεως της 8ης Ιουνίου 2000. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός αυτό καθ' εαυτό της μη εκτελέσεως συνιστά λόγο αποζημιώσεως, καθότι αποτελεί παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Περαιτέρω, στην υπό κρίση υπόθεση, η παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι βαρύτερη λόγω του ότι η εμπιστοσύνη της Camar στηρίχθηκε στην πρόθεση της Επιτροπής να εκτελέσει την απόφαση, όπως εκφράστηκε με έγγραφο της 20ής Μαΐου 2003, το οποίο τώρα η Επιτροπή ανακαλεί.
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/29 |
Προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2004
(Υπόθεση T-490/04)
(2005/C 31/54)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και T. Lübbig, δικηγόρο, άσκησε στις 21 Δεκεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να κρίνει άκυρη την απόφαση της Επιτροπής της 20ής Οκτωβρίου 2004 (K(2004)4001/3) περί του γερμανικού νομικού πλαισίου που διέπει τον τομέα των υπηρεσιών ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως, ιδίως την πρόσβαση των μεσαζόντων για ίδιες αποστολές και των φορέων συγκεντρωτικής διαχειρίσεως της αλληλογραφίας στο δημόσιο ταχυδρομικό δίκτυο και τα αντίστοιχα ειδικά τιμολόγια (BdKEP - Beschränkungen im Bereich der Postvorbereitung, περιορισμοί στον τομέα της ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως)· |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι της προσφυγής και κύρια επιχειρήματα
Σύμφωνα με την προσβαλλομένη απόφαση, το άρθρο 51, παράγραφος 1, δεύτερη πρόταση, αριθ. 5, του γερμανικού νόμου για τα ταχυδρομεία, βάσει του οποίου, για μια μεταβατική περίοδο, αναγνωρίζεται στη Deutsche Post AG, για τη δραστηριότητά της στον τομέα της προωθήσεως της αλληλογραφίας, προνομιακή νομική θέση (η καλουμένη αποκλειστική άδεια), συνιστά παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, καθόσον η διάταξη αυτή απαγορεύει στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως, ανεξαρτήτως του εάν αυτές εμφανίζονται ως μεσάζοντες για ίδιες αποστολές για έναν μόνο αποστολέα ή ως φορείς συγκεντρωτικής διαχειρίσεως της αλληλογραφίας για περισσοτέρους πελάτες, να έχουν εκπτώσεις —ανάλογα με τις ποσότητες αντικειμένων αλληλογραφίας— για τη συμμετοχή τους στην ταχυδρομική υπηρεσία, για την παράδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων σε ταχυδρομικά κέντρα της Deutsche Post AG.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή ότι η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά παράβαση τόσο του άρθρου 82 ΕΚ όσο και της οδηγίας περί ταχυδρομικών υπηρεσιών 97/67/ΕΚ (1) επειδή:
|
— |
η Επιτροπή κακώς λαμβάνει ως βάση ότι η γερμανική διάταξη επεκτείνει τη δεσπόζουσα στην αγορά θέση της Deutsche Post AG, που είναι φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας, εντός του τομέα στον οποίο απολαύει αποκλειστικών προνομίων, σε βάρος των επιχειρήσεων ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως, στην προεκτεθείσα αγορά των υπηρεσιών ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως |
|
— |
η διαφορετική μεταχείριση της αποστολής δικών της ταχυδρομικών αντικειμένων από τον αποστολέα έναντι επιχειρήσεων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ και του άρθρου 12, πέμπτη περίπτωση, της οδηγίας περί ταχυδρομικών υπηρεσιών· |
|
— |
και, η προσβαλλομένη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα πρόωρη παρέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αδείας της Deutsche Post AG, εντός του οποίου αυτή δύναται παραδεκτώς, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1 της οδηγίας περί ταχυδρομικών υπηρεσιών, να απολαύει αποκλειστικών προνομίων. |
Πέραν αυτού, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν αιτιολογείται επαρκώς έναντι του άρθρου 253 ΕΚ.
(1) Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (EE L 15, 1998, σ. 14).
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/29 |
Προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που άσκησε στις 22 Δεκεμβρίου 2004 η Deutsche Post AG
(Υπόθεση T-493/04)
(2005/C 31/55)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Η Deutsche Post AG, με έδρα τη Βόννη, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο J. Sedemund άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 22 Δεκεμβρίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
1. |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004 (K(2004)4001/3), περί του γερμανικού νομικού πλαισίου που διέπει τον τομέα των υπηρεσιών ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως, ιδίως την πρόσβαση των μεσαζόντων για ίδιες αποστολές και των φορέων συγκεντρωτικής διαχειρίσεως της αλληλογραφίας στο δημόσιο ταχυδρομικό δίκτυο και τα αντίστοιχα ειδικά τιμολόγια (BdKEP - Beschränkungen im Bereich der Postvorbereitung, περιορισμοί στον τομέα της ταχυδρομικής διεκπεραιώσεως)· |
|
2. |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι της προσφυγής και κύρια επιχειρήματα
Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα που προέβαλε η Deutsche Post AG με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 230, παράγραφος 4, ΕΚ, αντιστοιχούν, όσον αφορά το άρθρο 82 ΕΚ και την οδηγία 97/67/ΕΚ (1) προς εκείνους της υποθέσεως T-490/04.
(1) Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (EE L 15, 1998, σ. 14).
III Πληροφορίες
|
5.2.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 31/30 |
(2005/C 31/56)
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
|
|
EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex |
|
|
CELEX: http://europa.eu.int/celex |