ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

48ό έτος
5 Φεβρουαρίου 2005


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2005/C 030/1

Ισοτιμίες του ευρώ

1

2005/C 030/2

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση αριθ. COMP/M.3609 — Cinven/France Télécom Câble-NC Numéricâble) ( 1 )

2

2005/C 030/3

Ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 97/67/EΚ ( 1 )

3

2005/C 030/4

Γνώμη της Επιτροπής, της 29 Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με το τροποποιημένο σχέδιο διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων από τον πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής της Nogent-sur-Seine στη Γαλλία, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ

5

2005/C 030/5

Γνώμη της Επιτροπής, της 26 Ιουλίου 2004, σχετικά με το σχέδιο διάθεσης των ραδιενεργών αποβλήτων που προέρχονται από την αποξήλωση του εναπομένοντος τμήματος του ερευνητικού αντιδραστήρα FRF2 στη Φραγκφούρτη (Frankfurt am Main) της Έσσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ ( 1 )

6

2005/C 030/6

Κρατικές ενισχύσεις — Ιταλία — Κρατική ενίσχυση C 38/2004 (πρώην NN 58/04) — Ενισχύσεις υπέρ της εταιρείας Portovesme SRL — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

7

2005/C 030/7

Ανακοίνωση σχετικά με την πρόσκληση υποβολής προτάσεων και δράσεων στήριξης (PASR-2005) προπαρασκευαστικής δράσης για την Ενίσχυση του ευρωπαϊκού βιομηχανικού δυναμικού στο πεδίο της έρευνας για την ασφάλεια

11

2005/C 030/8

Κρατικές ενισχύσεις — Ιταλία — Κρατική ενίσχυση C 32/2004 (πρώην N347/2003) — Παράταση προθεσμίας παράδοσης πέντε κρουαζιερόπλοιων που κατασκευάστηκαν από την Fincantieri — Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

12

2005/C 030/9

Δημοσίευση αιτήσεως καταχωρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

16

2005/C 030/0

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση αριθ. COMP/M.3661 — CDP/Stmicroelectronics) ( 1 )

22

2005/C 030/1

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση αριθ. COMP/M.3626 — Permira/Private Equity Partners/Marazzi) ( 1 )

22

 

III   Πληροφορίες

 

Επιτροπή

2005/C 030/2

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — DG EAC No 85/04 — Πρόσκληση υποβολής καινοτόμων σχεδίων συνεργασίας, κατάρτισης και ενημέρωσης, Δράση 5 — Μέτρα στήριξης

23

 

Διορθωτικά

2005/C 030/3

Διορθωτικό στη δημοσίευση των τελικών λογαριασμών του οικονομικού έτους 2003 των Γραφείων και Οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 292 της 30.11.2004)

25

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/1


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

4 Φεβρουαρίου 2005

(2005/C 30/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2958

JPY

ιαπωνικό γιεν

134,71

DKK

δανική κορόνα

7,4435

GBP

λίρα στερλίνα

0,6883

SEK

σουηδική κορόνα

9,0853

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5591

ISK

ισλανδική κορόνα

81,48

NOK

νορβηγική κορόνα

8,292

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9557

CYP

κυπριακή λίρα

0,583

CZK

τσεχική κορόνα

29,963

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

243,79

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,696

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4306

PLN

πολωνικό ζλότι

3,981

ROL

ρουμανικό λέι

37 385

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,72

SKK

σλοβακική κορόνα

38,043

TRY

τουρκική λίρα

1,7107

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6835

CAD

καναδικό δολάριο

1,6101

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,106

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,8215

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,1181

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 330,79

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,9695


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/2


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3609 — Cinven/France Télécom Câble-NC Numéricâble)

(2005/C 30/02)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 28 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1), με την οποία η επιχείρηση Cinven Limited («Cincen», Ηνωμένο Βασίλειο) αποκτά, με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, έλεγχο του συνόλου των επιχειρήσεων France Télécom Câble («FTC», Γαλλία), θυγατρική εταιρεία της France Télécom SA (Γαλλία), και NC Numéricâble («NCN», France), θυγατρική εταιρεία του Groupe Canal+ (Γαλλία) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Cinven: επενδυτικά κεφάλαια,

για την FTC: πάροχος καλωδιακής τηλεόρασης και υπηρεσίες διαδικτύου,

για την NCN: πάροχος καλωδιακής τηλεόρασης και υπηρεσίες διαδικτύου.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.3609 — Cinven/France Télécom Câble-NC Numéricâble. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με με φαξ [αριθμός φαξ (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/3


Ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 97/67/EΚ

(2005/C 30/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Δημοσίευση τίτλων και στοιχείων αναφοράς εναρμονισμένων προτύπων βάσει της οδηγίας

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης (1)

Στοιχείο αναφοράς και τίτλος του προτύπου

Έγγραφο αναφοράς

Ημερομηνία λήξης της ισχύος του τεκμηρίου συμμόρφωσης του αντικατασταθέντος προτύπου

Σημείωση 1

CEN

EN 13619:2002

Ταχυδρομικές υπηρεσίες — Επεξεργασία ταχυδρομικών αντικειμένων — Οπτικά χαρακτηριστικά επιστολών προς διεκπεραίωση

 

CEN

EN 13724:2002

Ταχυδρομικές υπηρεσίες — Ανοίγματα ιδιωτικών γραμματοκιβωτίων και γραμματοθυρίδων — Απαιτήσεις και μέθοδοι δοκιμής

 

CEN

EN 13850:2002

Ταχυδρομικές υπηρεσίες — Ποιότητα υπηρεσιών — Μέτρηση του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ παραλαβής και παράδοσης της αλληλογραφίας προτεραιότητας και πρώτης κλάσης

 

CEN

EN 14012:2003

Ταχυδρομικές υπηρεσίες — Ποιότητα υπηρεσιών — Καταμέτρηση παραπόνων και διαδικασίες επανόρθωσης

 

CEN

EN 14137:2003

Ταχυδρομιές υπηρεσίες — Ποιότητα υπηρεσιών — Μέτρηση απωλειών συστημένης αλληλογραφίας καθώς και άλλου τύπου ταχυδρομικής υπηρεσίας με χρήση ενός συστήματος ιχνηλασιμότητας

 

CEN

EN 14142-1:2003

Ταχυσρομικές υπηρεσίες — Βάσεις δεδομένων για διεθύνσεις — Στοιχεία ταχυδρομικών διευθύνσεων

 

CEN

EN 14508:2003

Ταχυδρομικές υπηρεσίες — Ποιότητα υπηρεσιών — Μέτρηση του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ παραλαβής και παράδοσης της απλής και πρώτης κλάσης αλληλογραφίας.

 

CEN

EN 14534:2003

Ταχυδρομικές υπηρεσίες — Ποιότητα υπηρεσίας — Μέτρση του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ παραλαβής και παράδοσης ομαδικής αλληλογραφίας

 

Σημείωση 1: Γενικά, η ημερομηνία λήξεως της ισχύος του τεκμηρίου συμμόρφωσης είναι η ημερομηνία απόσυρσης (dow), η οποία καθορίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Τυποποίησης, αλλά εφιστάται η προσοχή των χρηστών των προτύπων αυτών στο γεγονός ότι σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτό μπορεί να αλλάξει.

Σημείωση 3: Στην περίπτωση τροποποιήσεων, το έγγραφο αναφοράς είναι το EN CCCCC:YYYY. Οι προηγούμενες τροποποιήσεις, αν υπάρχουν, και οι νέες ονομάζονται «τροποποίηση». Το αντικατασταθέν πρότυπο (στήλη 4) συνεπώς αποτελείται από το EN CCCCC:YYYY και από τις προηγούμενες τροποποιήσεις του, αν υπάρχουν, αλλά χωρίς τη νέα ονομαζόμενη «τροποποίηση». Τη δεδομένη ημερομηνία, το αντικατασταθέν πρότυπο παύει να παρέχει τεκμήρια συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:

Κάθε αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με τα πρότυπα πρέπει να απευθύνεται είτε στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης είτε στους εθνικούς οργανισμούς τυποποίησης των οποίων ο κατάλογος επισυνάπτεται ως παράρτημα στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/EΚ (3).

Η δημοσίευση των στοιχείων αυτών Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν σημαίνει ότι τα πρότυπα είναι διαθέσιμα σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες.

Περισσότερες πληροφορίες στην ηλεκτρονική διεύθυνση

http://europa.eu.int/comm/enterprise/newapproach/standardization/harmstds/


(1)  EOT: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης

CEN: rue de Stassart/De Stassartstraat 36, B-1050 Bruxelles, τηλ.: (32-2) 550 08 11, φαξ: (32-2) 550 08 19 (http://www.cenorm.be)

CENELEC: rue de Stassart/De Stassartstraat 35, B-1050 Brussels, τηλ.: (32-2) 519 68 71, φαξ: (32-2) 519 69 19 (http://www.cenelec.org)

ETSI: 650, route des Lucioles, F-06921 Sophia Antipolis, τηλ.: (33) 492 94 42 00, φαξ: (33) 493 65 47 16 (http://www.etsi.org)

(2)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37.

(3)  ΕΕ L 217 της 5.8.1998, σ. 18.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/5


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29 Δεκεμβρίου 2004

σχετικά με το τροποποιημένο σχέδιο διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων από τον πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής της Nogent-sur-Seine στη Γαλλία, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ

(2005/C 30/04)

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Στις 7 Ιουνίου 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έγινε αποδέκτης, εκ μέρους της γαλλικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ, Γενικών Δεδομένων σχετικών με το τροποποιημένο σχέδιο διάθεσης των ραδιενεργών αποβλήτων του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής της Nogent-sur-Seine.

Βάσει των εν λόγω δεδομένων και πρόσθετων πληροφοριών που ζήτησε η Επιτροπή στις 19 Ιουλίου 2004 και που της προμήθευσε η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Γαλλίας στις 21 Σεπτεμβρίου 2004, και μετά από διαβουλεύσεις με την ομάδα εμπειρογνωμόνων, η Επιτροπή κατέληξε στην ακόλουθη γνώμη:

α)

Η απόσταση μεταξύ της μονάδας και του πλησιέστερου σημείου άλλου κράτους μέλους, εν προκειμένω του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, είναι περίπου 200 km.

β)

Η σχεδιαζόμενη τροποποίηση θα έχει ως αποτέλεσμα μία γενική μείωση των ορίων των αερίων και υγρών αποβλήτων, εκτός του υγρού τριτίου, για το οποίο προβλέπεται αύξηση.

γ)

Κατά την κανονική λειτουργία, η σχεδιαζόμενη τροποποίηση δεν θα προκαλέσει σημαντική, υπό το πρίσμα της υγείας, έκθεση πληθυσμών σε άλλο κράτος μέλος.

δ)

Σε περίπτωση απρόβλεπτων απελευθερώσεων ραδιενεργών λυμάτων κατόπιν ατυχήματος του τύπου και της εκτάσεως που προβλέπονται στα αρχικά Γενικά Δεδομένα, η σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος διαχείρισης καυσίμου δεν θα έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές επιπτώσεις υπό το πρίσμα της υγείας σε πληθυσμούς άλλου κράτους μέλους.

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η εφαρμογή του τροποποιημένου σχεδίου για τη διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων από τον πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής της Nogent-sur-Seine, στη Γαλλία, τόσο στην κανονική λειτουργία όσο και σε περίπτωση ατυχήματος του τύπου και της εκτάσεως που προβλέπονται στα Γενικά Δεδομένα, δεν είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική υπό το πρίσμα της υγείας ραδιενεργό μόλυνση των υδάτων, του εδάφους ή του εναέριου χώρου άλλου κράτους μέλους.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/6


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26 Ιουλίου 2004

σχετικά με το σχέδιο διάθεσης των ραδιενεργών αποβλήτων που προέρχονται από την αποξήλωση του εναπομένοντος τμήματος του ερευνητικού αντιδραστήρα FRF2 στη Φραγκφούρτη (Frankfurt am Main) της Έσσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ

(2005/C 30/05)

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Στις 30 Ιανουαρίου 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε από τη γερμανική κυβέρνηση, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ, γενικά δεδομένα σχετικά με το σχέδιο διάθεσης των ραδιενεργών αποβλήτων που προέρχονται από την αποξήλωση του εναπομένοντος τμήματος του ερευνητικού αντιδραστήρα FRF2.

Βάσει των δεδομένων αυτών και των συμπληρωματικών πληροφοριών που διαβίβασε η γερμανική κυβέρνηση στις 22 Απριλίου 2004, και έπειτα από διαβουλεύσεις με την ομάδα εμπειρογνωμόνων, η Επιτροπή διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη:

α)

Η απόσταση μεταξύ της μονάδας και του πλησιέστερου σημείου στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (Γαλλία) είναι περίπου 120 χλμ.

β)

Υπό κανονικές συνθήκες, οι απορρίψεις υγρών και αερίων λυμάτων δεν θα προκαλέσουν σημαντική, από πλευράς υγείας, έκθεση του πληθυσμού άλλων κρατών μελών.

γ)

Τα στερεά ραδιενεργά απόβλητα που προέρχονται από την αποξήλωση θα μεταφερθούν σε εγκεκριμένο χώρο προσωρινής αποθήκευσης μέσω του περιφερειακού κέντρου συλλογής της Έσσης. Τα μη ραδιενεργά στερεά απόβλητα ή τα κατάλοιπα και υλικά που αποδεσμεύονται κατόπιν των κανονιστικών ελέγχων, θα διατεθούν ως συμβατικά απόβλητα ή για επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωση. Αυτό θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στους βασικούς κανόνες ασφαλείας (οδηγία 96/29/ΕΥΡΑΤΟΜ).

δ)

Σε περίπτωση μη προγραμματισμένων απορρίψεων ραδιενεργών αποβλήτων, οι οποίες μπορεί να είναι συνέπεια ενός ατυχήματος του είδους και της έκτασης που διαλαμβάνεται στα αρχικά γενικά δεδομένα, οι δόσεις στις οποίες θα ήταν δυνατό να εκτεθεί ο πληθυσμός άλλου κράτους μέλους δεν θα ήταν σημαντικές για την υγεία.

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η εφαρμογή του σχεδίου διάθεσης των οιασδήποτε μορφής ραδιενεργών αποβλήτων τα οποία προέρχονται από την αποξήλωση του ερευνητικού αντιδραστήρα FRF2 της Φραγκφούρτης (Frankfurt am Main) της Έσσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τόσο υπό κανονικές συνθήκες, όσο και σε περίπτωση ατυχήματος, του είδους και της έκτασης που διαλαμβάνεται στα γενικά δεδομένα, δεν είναι πιθανόν να συνεπάγεται σημαντική για την υγεία ραδιενεργό μόλυνση των υδάτων, του εδάφους ή του εναερίου χώρου άλλου κράτους μέλους.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/7


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΙΤΑΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 38/2004 (πρώην NN 58/04) — Ενισχύσεις υπέρ της εταιρείας Portovesme SRL

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2005/C 30/06)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 2004 που αναδημοσιεύεται στη γλώσσα στην οποία το κείμενό της θεωρείται αυθεντικό, στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

Commission européenne

Direction générale de la Concurrence

Greffe Aides d'Etat

SPA 3 6/5

B-1049 Bruxelles

Φαξ: (32-2) 296 12 42

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ιταλία. Η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλει τις παρατηρήσεις μπορεί να τηρηθεί εμπιστευτική, εφόσον ζητηθεί γραπτώς, με αναφορά των σχετικών λόγων.

1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Το διάταγμα του Προέδρου του Συμβουλίου Υπουργών της 6.2.2004 αναφέρει ότι θα χορηγηθεί μια προτιμησιακή τιμολόγηση, μέχρι τις 30.6.2007, για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, σε επιχειρήσεις που υπάγονται στους τομείς της παραγωγής αλουμινίου, μολύβδου, αργύρου και ψευδαργύρου, που είναι εγκατεστημένες σε νησιωτικά εδάφη τα οποία χαρακτηρίζονται από έλλειψη ή ανεπαρκή σύνδεση με τα εθνικά δίκτυα ενέργειας και φυσικού αερίου.

Με την απόφαση αριθ. 110/04 της 5.7.2004, η αρμόδια Αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις: Alcoa Srl (πρώην Alumix SpA), Portovesme Srl, ILA (Industria Lavorazioni Alluminio Spa) και Euroallumina Spa, όλες εγκατεστημένες στην περιοχή της Σαρδηνίας, μπορούν να επωφεληθούν ενός ειδικού καθεστώτος τιμολόγησης σύμφωνα με το προαναφερθέν διάταγμα.

Το εν λόγω καθεστώς περιγράφεται στο άρθρο 73 των διατάξεων για την άσκηση υπηρεσιών μεταφοράς, διανομής, μέτρησης και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο 2004-2007 που προβλέπεται στο παράρτημα Α της απόφασης της αρμόδιας Αρχής για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο αριθ. 5 (1) της 30.1.2004, όπως τροποποιήθηκε (2). Προβλέπει την παροχή στον καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας μιας «αντιστάθμισης» (componente tariffaria compensativa), που καθορίστηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας που συμφωνήθηκε με τον διανομέα ενέργειας και μιας προτιμησιακής τιμής.

2.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Για να εκτιμηθεί εάν το μέτρο του εν λόγω καθεστώτος συνιστά ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, πρέπει να καθοριστεί εάν παρέχει πλεονέκτημα στους δικαιούχους, εάν το πλεονέκτημα αυτό έχει κρατική προέλευση, εάν νοθεύει τον ανταγωνισμό και εάν δύναται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

Η εφαρμογή κατώτερων τιμών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από εκείνες της αγοράς συνεπάγεται ένα οικονομικό πλεονέκτημα, στο βαθμό που το κόστος παραγωγής των δικαιούχων είναι μειωμένο. Από τις μειωμένες αυτές τιμές επωφελούνται οι επιχειρήσεις των τομέων παραγωγής αλουμινίου, μολύβδου, αργύρου και ψευδαργύρου που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε μία περιοχή της Ιταλίας (τη Σαρδηνία), και κατά το παρόν στάδιο αποκλειστικά τέσσερις επιχειρήσεις. Ευνοούν τις επιχειρήσεις αυτές στο βαθμό που δεν χορηγούνται στις επιχειρήσεις των λοιπών τομέων παραγωγής ούτε στις επιχειρήσεις των ιδίων τομέων που όμως ασκούν ενεργό δραστηριότητα εκτός των ζωνών αυτών.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση σχετικά με τη μείωση των τιμών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας λήφθηκε μονομερώς εκ μέρους των ιταλικών αρχών. Σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 148 της αρμόδιας Αρχής για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο της 9.8.2004, χρηματοδοτήθηκε από τις άμεσες αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν στους καταναλωτές ενέργειας από την «Cassa Conguaglio per il settore elettrico». Σύμφωνα με το άρθρο 6 της απόφασης της 18.10.2000 αριθ. 194/00, ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης της «Cassa Conguaglio» διορίστηκαν από την αρμόδια αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο σε συμφωνία με τον υπουργό οικονομικών. Εφόσον το αντισταθμιστικό όφελος προέρχεται από ταμείο το οποίο συστάθηκε και ελέγχεται από το κράτος, η ενίσχυση χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

Επίσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εν λόγω μέτρα απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ενισχύουν την οικονομική θέση και τις δυνατότητες δράσης των δικαιούχων επιχειρήσεων σε συνάρτηση με τους ανταγωνιστές τους. Εξάλλου, εφόσον τα προϊόντα των εν λόγω επιχειρήσεων κυκλοφορούν στο εμπόριο στις παγκόσμιες αγορές, τα εν λόγω μέτρα δύνανται να επηρεάσουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

Για τους παραπάνω λόγους, τα σχετικά μέτρα καταρχήν απαγορεύονται από το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμβιβάσιμα προς την κοινή αγορά παρά εάν μπορούν να τύχουν παρέκκλισης που να προβλέπεται από τη συνθήκη.

Η χορήγηση αντισταθμιστικού οφέλους που προορίζεται για τη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας συνεπάγεται τη μείωση των τρεχουσών δαπανών ορισμένων επιχειρήσεων. Αυτή η μείωση των τρεχουσών δαπανών χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση υπέρ της λειτουργίας σε μεμονωμένες επιχειρήσεις.

Με βάση τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (3), οι ενισχύεις υπέρ της λειτουργίας κατ' αρχήν απαγορεύονται. Όμως, κατ' εξαίρεση μπορούν να χορηγηθούν ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, στις περιοχές που εμπίπτουν στην παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης, υπό τον όρο ότι δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και τον χαρακτήρα τους, ενώ το ύψος τους πρέπει να είναι ανάλογο προς τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Επίσης, οι ενισχύσεις υπέρ της λειτουργίας πρέπει να χορηγούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και να μειώνονται προοδευτικά.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για μεμονωμένες ad hoc ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων που υπάγονται σε ειδικούς τομείς. Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, η Επιτροπή εκφράζει επιφυλάξεις ως προς τη σχέση μεταξύ της ενίσχυσης υπέρ των τεσσάρων δικαιούχων επιχειρήσεων και της περιφερειακής ανάπτυξης καθώς επίσης ως προς την αναλογία της εν λόγω ενίσχυσης καθώς και τα περιφερειακά προβλήματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει. Εξάλλου, βάσει των διαθέσιμων κατά το παρόν στάδιο πληροφοριών, οι εν λόγω μεμονωμένες ενισχύσεις φαίνονται να εντάσσονται κυρίως στο πλαίσιο συγκεκριμένων ή τομεακών βιομηχανικών πολιτικών, αποκλίνοντας από το πνεύμα της πολιτικής των περιφερειακών ενισχύσεων, που θα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερο έναντι της παροχής παραγωγικών πόρων μεταξύ των διαφόρων τομέων και οικονομικών δραστηριοτήτων. Επίσης, η Επιτροπή εκφράζει επιφυλάξεις ως προς τον μηχανισμό χρηματοδότησης του εν λόγω ειδικού τιμολογιακού καθεστώτος, τη διοικητική του διαχείριση και τις λεπτομέρειες υπολογισμού του αντισταθμιστικού οφέλους που αντιστοιχεί στη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ 659/1999 του Συμβουλίου, κάθε παράνομη ενίσχυση μπορεί να ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

[ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ]

«Con la presente la Commissione si pregia informare l'Italia che, dopo avere esaminato le informazioni fornite dalle autorità italiane in merito all'aiuto menzionato in oggetto, ha deciso di avviare il procedimento di cui all'articolo 88, paragrafo 2, del trattato CE.

1.   PROCEDIMENTO

1.

Con lettera del 4 dicembre 2003 (A/38568 dell'8.12.2003), uno studio di avvocati ha portato all'attenzione dei servizi della Commissione una serie di articoli di stampa segnalando l'intenzione delle autorità italiane di applicare tariffe elettriche ridotte a favore della società Portovesme Srl.

2.

Con lettera del 22 gennaio 2004 (D/50373) e del 19 marzo 2004 (D/52054), i servizi della Commissione hanno chiesto chiarimenti su questa misura. Le autorità italiane hanno risposto con lettera del 6.2.2004 (CAB A/352 del 17.2.2004) e del 9 giugno 2004 (A/34260 dell'11.6.2004). Con lettera del 20 settembre 2004 (A/37093 del 22.9.2004), le autorità italiane hanno inviato informazioni supplementari.

2.   DESCRIZIONE

3.

Il decreto del presidente del Consiglio dei ministri del 6.2.2004 prevede che sia accordata fino al 30.6.2007 una tariffa preferenziale per la fornitura di energia elettrica ad imprese che appartengono ai settori della produzione di alluminio, piombo, argento e zinco, situati in territori insulari caratterizzati da assenza o insufficienza di connessioni alle reti nazionali di energia e di gas.

4.

Con delibera del 5.7.2004 n. 110/04, l'Autorità per l'energia elettrica ed il gas autorizza le imprese: Alcoa Srl (ex Alumix Spa), Portovesme Srl, ILA (Industria Lavorazioni Alluminio Spa) e Euroallumina Spa, ubicate tutte nella regione Sardegna, a beneficiare di un regime tariffario speciale in virtù di detto decreto. Con la stessa delibera, l'Autorità per l'energia elettrica ed il gas prevede anche che l'elenco dei beneficiari del regime in questione sia aggiornato annualmente sulla base delle informazioni ricevute dal Ministero italiano delle attività produttive.

5.

Il regime in questione è descritto all'articolo 73 delle Disposizioni per l'erogazione dei servizi di trasmissione, distribuzione, misura e vendita dell'energia elettrica per il periodo di regolazione 2004-2007, riportato nell'allegato A della delibera dell'Autorità per l'energia elettrica ed il gas del 30.1.2004, n. 5 (4) e sue modifiche (5). Esso prevede la concessione al consumatore di energia elettrica di una componente tariffaria compensativa, fissata sulla base della differenza tra la tariffa elettrica stabilita con il distributore di energia e una tariffa preferenziale.

6.

Secondo le autorità italiane, tale regime tariffario speciale troverebbe la sua giustificazione nelle condizioni svantaggiate dei sistemi elettrici di alcune zone dell'Italia, caratterizzate dall'assenza di infrastrutture elettriche di collegamento con le reti nazionali di trasporto: nel caso specifico, la regione Sardegna manca di connessione alla rete di gas naturale ed è insufficientemente collegata alla rete elettrica. In particolare, secondo le autorità italiane:

il sistema elettrico della regione Sardegna sarebbe caratterizzato da prezzi troppo elevati dell'energia, che non sono conformi alla dinamica dei costi di produzione delle imprese dell'isola; ciò penalizzerebbe i grandi consumatori di energia a causa dell'impatto dei costi di approvvigionamento sull'insieme dei costi di produzione;

la regione Sardegna sarebbe caratterizzata da una situazione di sottoutilizzazione delle capacità di produzione di energia elettrica: nel 2003, il livello di utilizzazione di tali capacità era del 46 % (6); inoltre, la produzione regionale di energia era di 13 000 GWh e gli impianti termoelettrici avrebbero potuto produrre nel 2003 circa 28 000 GWh;

l'interscambio di energia elettrica con l'Italia è attualmente assicurato da due cavi di 200kV con una capacità di 270 MW;

si prevede un aumento del tasso annuale di domanda di energia elettrica per il periodo 2002-2012 del 3 %;

un progetto a breve termine prevede la costruzione di un cavo di 150 kV tra la Corsica e la Sardegna; un progetto a lungo termine prevede la costruzione di un cavo della potenza di 1 000 MW tra la Sardegna e la penisola.

3.   VALUTAZIONE

3.1   Esistenza di un aiuto ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato

7.

Per valutare se la misura disposta dal regime costituisca un aiuto ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato, occorre determinare se procuri un vantaggio ai beneficiari, se il vantaggio sia di origine statale, se la misura in questione incida sulla concorrenza e se sia atta ad alterare gli scambi intracomunitari.

8.

Il primo elemento costitutivo dell'articolo 87, paragrafo 1, è l'esistenza di un “aiuto”: costituisce un aiuto propriamente detto una misura che procuri un vantaggio a taluni beneficiari specifici. Si tratta pertanto di determinare, da un lato, se le imprese beneficiarie ricevano un vantaggio economico che non avrebbero ottenuto in normali condizioni di mercato oppure se evitino di sostenere costi che normalmente dovrebbero gravare sulle risorse proprie delle imprese e, dall'altro lato, se tale vantaggio sia concesso a una determinata categoria di imprese. L'applicazione di tariffe elettriche inferiori a quelle del mercato procura un vantaggio economico dal momento che i costi di produzione dei beneficiari sono ridotti. Inoltre, le tariffe ridotte beneficiano esclusivamente le imprese dei settori della produzione di alluminio, piombo, argento e zinco che operano in una regione dell'Italia (la Sardegna), cioè, attualmente, quattro imprese. Le tariffe ridotte favoriscono tali imprese dal momento che esse non sono accordate alle imprese al di fuori di tali zone.

9.

Per quanto riguarda le seconda condizione, per essere considerati aiuti ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato, i vantaggi devono essere, da una parte, accordati – direttamente o indirettamente – mediante risorse statali e, dall'altra, essere imputabili allo Stato. Nel caso in oggetto, la decisione relativa alla riduzione delle tariffe elettriche è stata presa unilateralmente dalle autorità italiane. Conformemente a quanto stabilito nella delibera dell'Autorità per l'energia elettrica ed il gas del 9.8.2004, n. 148 (7), essa è finanziata da compensazioni corrisposte ai consumatori di energia da parte della Cassa Conguaglio per il settore elettrico. In base all'articolo 6 della delibera del 18.10.2000 n. 194/00 (8), il presidente ed i membri del comitato di gestione della Cassa Conguaglio sono nominati dall'Autorità per l'energia elettrica ed il gas in accordo con il Ministro dell'Economia e delle Finanze. Poiché le compensazioni provengono da un fondo istituito e controllato dallo Stato, l'aiuto è finanziato da risorse statali (9).

10.

Tale misura di Stato persegue un obiettivo che rientra nell'ambito di politiche definite dalle autorità nazionali, vale a dire la riduzione delle tariffe elettriche elevate che dovrebbero essere pagate da imprese caratterizzate da produzioni ad elevata intensità energetica, come le produzioni di alluminio, di piombo, di argento e di zinco, e ubicate in regioni isolate e non sufficientemente connesse alle reti energetiche.

11.

In base alla terza e quarta condizione di applicazione dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato, l'aiuto deve falsare o minacciare di falsare la concorrenza e incidere o essere di natura tale da incidere sugli scambi intracomunitari. Nel caso in oggetto, tali misure minacciano di falsare la concorrenza dal momento che rafforzano la posizione finanziaria e le possibilità d'azione delle imprese beneficiarie rispetto ai concorrenti che non ne beneficiano. Inoltre, poiché i prodotti delle imprese in questione (alluminio, piombo, argento e zinco) sono commercializzati sui mercati mondiali, le misure in questione possono incidere sugli scambi intracomunitari.

12.

Per i motivi di cui sopra, le misure in oggetto sono in linea di principio vietate dall'articolo 87, paragrafo 1 del trattato e possono essere considerate compatibili con il mercato comune soltanto se possono beneficiare di una delle deroghe previste da tale trattato.

3.2   Valutazione della compatibilità della misura con il mercato comune

13.

La concessione di compensazioni destinate alla riduzione delle tariffe elettriche comporta la riduzione delle spese correnti di talune imprese. Tale riduzione delle spese correnti può essere considerata un aiuto al funzionamento a imprese individuali.

14.

Gli orientamenti in materia di aiuti di Stato a finalità regionale attualmente in vigore (10) vietano, in linea di principio, gli aiuti al funzionamento. Tuttavia, possono essere concessi, a titolo eccezionale, aiuti a finalità regionale, nelle regioni che beneficiano della deroga ex articolo 87, paragrafo 3, lettera a) del trattato, purché siano giustificati in funzione del loro contributo allo sviluppo regionale e della loro natura e purché il loro livello sia proporzionato agli svantaggi che intendono compensare. Gli aiuti al funzionamento devono essere limitati nel tempo e decrescenti.

15.

Nel caso in oggetto, si tratta di aiuti individuali ad hoc concessi a un numero limitato di imprese che appartengono a specifici settori. In questa fase, la Commissione nutre dei dubbi riguardo al collegamento tra l'aiuto a favore delle quattro imprese beneficiarie della misura e lo sviluppo regionale e riguardo alla proporzionalità dell'aiuto in oggetto e gli svantaggi regionali cui esso mira a ovviare. Inoltre, sulla base delle informazioni disponibili al momento, tali aiuti individuali sembrano rientrare nell'ambito di politiche industriali puntuali o settoriali piuttosto che nello spirito della politica degli aiuti regionali, la quale dovrebbe restare neutrale per quanto riguarda la distribuzione delle risorse produttive tra i diversi settori ed attività economiche.

16.

Inoltre, la Commissione nutre dei dubbi quanto al meccanismo di finanziamento di tale regime tariffario speciale, alla sua gestione amministrativa e alle modalità di calcolo delle compensazioni destinate alla riduzione delle tariffe elettriche.

17.

Infine, secondo le autorità italiane, la tariffa preferenziale prevista dalla misura in questione (di circa 20 EUR/MWh) coinciderebbe con la tariffa fissata nel 1996 a favore della società Alumix Spa per la fornitura di energia elettrica negli anni 1996-2005.

18.

Infatti, nel 1996, la Commissione aveva giudicato che la tariffa preferenziale a favore della Alumix Spa, per il periodo in oggetto, non era un aiuto di Stato ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato (11). La Commissione aveva concluso che, considerata la situazione di sovrapproduzione di energia elettrica in Sardegna e il fatto che, all'epoca, il prezzo concesso dal produttore e distributore nazionale di energia elettrica ENEL a Alumix era superiore al costo marginale medio della produzione dell'elettricità, ENEL agiva come un operatore privato in un'economia di mercato.

19.

Sulla base delle informazioni di cui dispone attualmente, la Commissione europea dubita della comparabilità della misura in questione con quella esaminata e approvata dalla Commissione nel 1996. Nel 1996, infatti, ENEL era l'unico produttore e distributore di energia in Italia e la tariffa elettrica ridotta praticata da ENEL a favore della società Alumix Spa era stata confrontata con il costo marginale medio della produzione di energia elettrica di ENEL per il periodo indicato.

20.

Invece, nel caso in esame, le autorità italiane intervengono selettivamente, in un contesto di mercato dell'energia liberalizzato, a favore di talune imprese al fine di compensare la differenza tra una tariffa di mercato conclusa con un produttore qualsiasi di energia e la tariffa preferenziale fissata nel 1996.

21.

La Commissione nota inoltre che la misura in oggetto potrebbe produrre effetti di riduzione del livello di tassazione applicabile all'energia elettrica. In tal caso, tale misura necessiterebbe di una base giuridica nell'ambito della Direttiva 2003/96/CE del 27 ottobre 2003, che ristruttura il quadro comunitario per la tassazione dei prodotti energetici e dell'elettricità. A tal proposito, le autorità italiane sono invitate a qualificare tale misura nell'ambito del regime armonizzato di cui alla Direttiva precitata.

22.

Tenuto conto di quanto precede, la Commissione invita l'Italia a presentare, nell'ambito del procedimento di cui all'articolo 88, paragrafo 2 del trattato CE, le proprie osservazioni e a fornire tutte le informazioni utili ai fini della valutazione dell'aiuto, entro un mese dalla data di ricezione della presente. La Commissione invita inoltre le autorità a trasmettere senza indugio copia della presente lettera ai beneficiari potenziali dell'aiuto.

23.

La Commissione ricorda all'Italia l'effetto sospensivo dell'articolo 88, paragrafo 3 del trattato CE e rinvia all'articolo 14 del regolamento (CE) n. 659/1999 del Consiglio in base al quale ogni aiuto illegale potrà essere recuperato presso il beneficiario.

24.

Con la presente la Commissione comunica all'Italia che informerà gli interessati attraverso la pubblicazione della presente lettera e di una sintesi della stessa nella Gazzetta ufficiale dell'Unione europea. Informerà inoltre gli interessati nei paesi EFTA firmatari dell'accordo SEE attraverso la pubblicazione di un avviso nel supplemento SEE della Gazzetta ufficiale, e informerà infine l'Autorità di vigilanza EFTA inviandole copia della presente. Tutti gli interessati anzidetti saranno invitati a presentare osservazioni entro un mese dalla data di detta pubblicazione.»


(1)  Άρθρο 73 του κειμένου των διατάξεων για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, διανομής, μέτρησης και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο 2004-2007, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Α της απόφασης της αρμόδιας Αρχής για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο της 30.1.2004, αριθ. 5/04.

(2)  Απόφαση της αρμόδιας Αρχής για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο αριθ. 148 της 9.8.2004.

(3)   ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(4)  Articolo 73 del testo integrato delle disposizioni per l'erogazione dei servizi di trasmissione, distribuzione, misura e vendita dell'energia elettrica per il periodo di regolazione 2004-2007, riportato nell'allegato A della delibera dell'Autorità per l'energia elettrica ed il gas del 30.1.2004, n. 5/04 (G.U.R.I n. 83 dell'8 aprile 2004).

(5)  Delibera dell'Autorità per l'energia elettrica ed il gas del 9.8.2004 n. 148.

(6)  Nel 2003, la Sardegna disponeva di una capacità di produzione di 3 800 MW con una domanda massima di 1 800 MW. La potenza istallata di 3 800 MW è così suddivisa: idroelettrica: 431 MW; termoelettrica 3 278 MW; eolica e fotovoltaica: 100 MW.

(7)  Vedi nota n. 2.

(8)  G.U.R.I. n. 257 del 3.11.2000.

(9)  Sentenza del 13.3.2001, causa C-379/98, PreussenElektra (Rec. p. I-2099, punto 58).

(10)  GU C 74 del 10.3.1998, pag. 9.

(11)  GU C 288 dell'1.10.1996.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/11


Ανακοίνωση σχετικά με την πρόσκληση υποβολής προτάσεων και δράσεων στήριξης (PASR-2005) προπαρασκευαστικής δράσης για την «Ενίσχυση του ευρωπαϊκού βιομηχανικού δυναμικού στο πεδίο της έρευνας για την ασφάλεια»

(2005/C 30/07)

Σύμφωνα με την απόφαση Ε(2005) 259 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 4 Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με το πρόγραμμα εργασίας 2005 και την εφαρμογή της προπαρασκευαστικής δράσης για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού βιομηχανικού δυναμικού στο πεδίο της έρευνας για την ασφάλεια, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα εξαγγείλει πρόσκληση υποβολής προτάσεων και ειδικών δράσεων.

Αναγνωριστικός κώδικας της πρόσκλησης: PASR-2005

Ενδεικτική ημερομηνία δημοσίευσης:

Ενδεικτική ημερομηνία προθεσμίας υποβολής προτάσεων:

Συνολικός ενδεικτικός προϋπολογισμός: 15 εκατομμύρια ευρώ

Για περισσότερες πληροφορίες: European Commission

The Preparatory Action in the field of Security Research Information Desk

E-mail: rtd-pasr@cec.eu.int

Web: http://www.cordis.lu/security


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/12


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΙΤΑΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 32/2004 (πρώην N347/2003) — Παράταση προθεσμίας παράδοσης πέντε κρουαζιερόπλοιων που κατασκευάστηκαν από την Fincantieri

Πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2005/C 30/08)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Με επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2004 που αναδημοσιεύεται στη γλώσσα στην οποία το κείμενό της θεωρείται αυθεντικό, στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην ακόλουθη διεύθυνση:

Commission européenne

Direction générale de la Concurrence

Greffe Aides d'Etat

SPA 3 6/5

B-1049 Bruxelles

Φαξ: (32-2) 296 12 42

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ιταλία. Η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλει τις παρατηρήσεις μπορεί να τηρηθεί εμπιστευτική, εφόσον ζητηθεί γραπτώς, με αναφορά των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

Τον Ιούλιο του 2003, η Ιταλία ζήτησε την παράταση τριετούς προθεσμίας παράδοσης πέντε κρουαζιερόπλοιων που κατασκευάστηκαν από την Fincantieri, κατόπιν παραγγελίας διαφόρων θυγατρικών του Ομίλου Carnival. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε η αναβολή των ημερομηνιών παράδοσης από το τέλος του 2003 σε διάφορες ημερομηνίες το 2004 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2005. Η Fincantieri ήδη κατασκευάζει τα πλοία σύμφωνα με τις νέες ημερομηνίες παράδοσης.

Η έγκριση του αιτήματος από την Επιτροπή είναι απαραίτητη διότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού του Συμβουλίου 1540/1998 για την ενίσχυση της ναυπηγικής βιομηχανίας, τα πλοία που θα παραδοθούν μετά το 2003 δεν θα είναι επιλέξιμα για λειτουργική ενίσχυση, ακόμα και εάν οι συμβάσεις υπογράφηκαν πριν το τέλος του 2000. Η συνολική αξία της ενίσχυσης για τα πλοία ανέρχεται σε 243 εκατ. ευρώ.

Ο λόγος που προβάλλεται στο αίτημα της Ιταλίας είναι ο ίδιος με αυτόν που είχε προβληθεί σε προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες εγκρίθηκαν ανάλογα αιτήματα, π.χ. για την υπόθεση Meyer Werft (1), δηλαδή ότι ο πλοιοκτήτης ζήτησε την καθυστέρηση των παραδόσεων λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Η Επιτροπή σημειώνει σχετικά ότι για κάθε πλοίο υπάρχουν οι οριστικές συμβάσεις που υπογράφηκαν τον Δεκέμβριο του 2000 και αναφέρουν ως ημερομηνίες παράδοσης τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 2003. Ο κύριος πελάτης του ναυπηγείου ζήτησε επίσης την αναβολή των ημερομηνιών παράδοσης λόγω των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου. Επομένως, από αυτή την άποψη το κοινοποιηθέν μέτρο πληροί τα ίδια κριτήρια όπως η απόφαση σχετικά με την υπόθεση Meyer Werft.

Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι είναι απαραίτητο να ελεγχθεί εάν η Fincantieri θα μπορούσε από τεχνική άποψη να παραδώσει όλα αυτά τα πλοία μέχρι το τέλος του 2003. Εάν κάτι τέτοιο δεν ήταν τεχνικά δυνατό, η παράταση της προθεσμίας παράδοσης θα επέτρεπε στην Ιταλία να παράσχει μεγαλύτερη λειτουργική ενίσχυση από την επιτρεπόμενη.

Επομένως, η Επιτροπή, με βάση την εκπονηθείσα από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα ανάλυση, εξέτασε το ζήτημα εάν η Fincantieri θα μπορούσε από τεχνική άποψη να παραδώσει τα πέντε πλοία ως το τέλος του 2003.

Η ανάλυση αυτή οδηγεί σε αμφιβολίες τόσο σχετικά με το ρεαλιστικό χαρακτήρα του αρχικού σχεδίου όσο και σχετικά με την τεχνική ικανότητα της Fincantieri να παραδώσει όλα τα πλοία ως το τέλος του 2003. Οι αμφιβολίες εστιάζονται σε ένα πλοίο, με αριθμό κύτους 6079, του οποίου η προβλεπόμενη παράδοση έχει οριστεί για τον Οκτώβριο του 2005. Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε την κίνηση της επίσημης διαδικασίας όσον αφορά το αίτημα παράτασης της προθεσμίας παράδοσης για το εν λόγω πλοίο.

Η Επιτροπή δεν αμφιβάλλει για την ικανότητα παράδοσης των άλλων τεσσάρων πλοίων μέχρι το τέλος του 2003 και συνεπώς οι αρχές παρέτειναν τις προθεσμίες παράδοσης για τα πλοία αυτά σύμφωνα με το αίτημα της Ιταλίας.

[ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ]

«(1)

La Commissione si pregia informare l'Italia che, dopo aver esaminato le informazioni trasmesse dalle autorità italiane relative alla misura in oggetto, ha deciso di avviare il procedimento di cui all'articolo 88, paragrafo 2, del trattato CE per alcune parti di detta misura.

PROCEDIMENTO

(2)

Con lettera del 31 luglio 2003, l'Italia ha notificato la suddetta misura alla Commissione, che ha richiesto ulteriori informazioni alle autorità italiane con lettere del 21 agosto 2003, 16 ottobre 2003, 27 gennaio 2004 e 16 febbraio 2004. L'Italia ha trasmesso le informazioni richieste con lettere del 16 settembre 2003, 6 novembre 2003, 1o dicembre 2003, 4 febbraio 2004, 12 febbraio 2004, 5 aprile 2004 e 8 luglio 2004.

DESCRIZIONE DETTAGLIATA DELL'AIUTO

L'aiuto e i beneficiari

(3)

L'Italia ha richiesto alla Commissione la concessione di una proroga del termine di consegna del 31 dicembre 2003 di cui all'articolo 3 del regolamento (CE) n. 1540/98 relativo agli aiuti alla costruzione navale (in appresso “regolamento sulla costruzione navale”) (2), a cui è subordinata la fruizione di aiuti al funzionamento connessi a contratto. L'istanza di proroga presentata riguarda la consegna da parte di Fincantieri di cinque navi da crociera, per un valore contrattuale complessivo di 2,1 miliardi di EUR ed un importo di aiuti di 243 milioni di EUR.

(4)

Fincantieri è una società pubblica con sei cantieri in Italia, specializzata nella costruzione di navi da crociera ma che costruisce anche altri tipi di navi destinate alla navigazione marittima.

(5)

L'Italia precisa che i contratti definitivi per le navi in questione sono stati firmati nel dicembre 2000 e che la consegna, stando alle clausole contrattuali, era prevista per giugno o dicembre 2003. Le navi sono state ordinate da diverse filiali di Carnival Corporation (in appresso “Carnival”), un operatore di crociere statunitense. Su tale base venivano promessi: a Fincantieri, aiuti al funzionamento connessi a contratto per la costruzione di quattro di queste navi; a Carnival (3), aiuti al funzionamento per la costruzione di una delle navi. (cfr. tabella 1)

(6)

Tabella 1: Navi per le quali si richiede una proroga

Numero della nave

Primo termine di consegna

Nuovo termine di consegna

Valore contrattuale stimato (in milioni di USD)

Beneficiario

6077

giugno 03

apr. 04

410

Fincantieri

6078

dic. 03

genn. 05

410

Fincantieri

6079

dic. 03

ott. 05

410

Fincantieri

6082

dic. 03

sett. 04

500

Fincantieri

6087

dic. 03

ott. 04

390

Carnival

 

 

 

2120

 

(7)

L'Italia precisa inoltre che il proprietario della nave ha richiesto, nell'autunno 2001, una proroga delle consegne a scadenze diverse nel 2004 e 2005, motivandola con il grave impatto degli attentati terroristici dell'11 settembre 2001 sul settore delle crociere. Fincantieri ha acconsentito alla richiesta e l'Italia chiede ora una proroga del termine di consegna affinché le navi possano ancora beneficiare degli aiuti al funzionamento.

(8)

Nella loro notifica, le autorità italiane fanno riferimento alla decisione della Commissione del 5 giugno 2002 (4) con la quale si autorizza una proroga analoga del termine di consegna di una nave da crociera in costruzione presso il cantiere tedesco Meyer Werft. Le autorità italiane sottolineano le analogie esistenti tra i due casi per quanto riguarda: (i) le motivazioni addotte per la proroga (impatto degli attentati terroristici dell'11 settembre 2001), (ii) il mercato interessato (crociere) e (iii) il rapporto di dipendenza commerciale tra il cantiere e il proprietario della nave (Carnival è il maggiore cliente di Fincantieri).

VALUTAZIONE

Base giuridica

(9)

Ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1, del trattato CE, sono incompatibili con il mercato comune, nella misura in cui incidano sugli scambi tra Stati membri, gli aiuti concessi dagli Stati, ovvero mediante risorse statali, sotto qualsiasi forma che, favorendo talune imprese o talune produzioni, falsino o minaccino di falsare la concorrenza. Secondo la giurisprudenza costante della Corte di giustizia europea, il criterio della distorsione degli scambi è applicabile se l'impresa beneficiaria svolge attività economica che comporta scambi tra Stati membri.

(10)

La Commissione rileva che la questione della proroga del periodo massimo per la consegna è determinante ai fini dell'ammissibilità del contratto alla fruizione degli aiuti al funzionamento, a norma dell'articolo 3 del regolamento sulla costruzione navale. L'aiuto al funzionamento di cui trattasi consiste nel finanziamento mediante fondi statali di parte dei costi che il cantiere in questione dovrebbe normalmente sostenere per costruire una nave. A ciò si aggiunga che la costruzione navale è un'attività economica che comporta scambi tra Stati membri. L'aiuto in oggetto rientra pertanto nel campo di applicazione dell'articolo 87, paragrafo 1, del trattato CE.

(11)

L'articolo 87, paragrafo 3, lettera e), del trattato CE statuisce che possono considerarsi compatibili con il mercato comune le categorie di aiuti determinate con decisione del Consiglio, che delibera a maggioranza qualificata su proposta della Commissione. La Commissione rileva che, su tale base giuridica, il 29 giugno 1998 il Consiglio ha adottato il regolamento sulla costruzione navale.

(12)

La Commissione rileva che, in base al regolamento sulla costruzione navale, per “costruzione navale” s'intende la costruzione di navi mercantili d'alto mare a propulsione autonoma. La Commissione rileva altresì che Fincantieri costruisce questo tipo di navi e che si tratta pertanto di un'impresa interessata da detto regolamento.

(13)

L'istanza presentata dalle autorità italiane va valutata sulla base del regolamento sulla costruzione navale, nonostante quest'ultimo non sia più in vigore dalla fine del 2003, in quanto: (i) le norme in base alle quali l'Italia ha concesso l'aiuto sono state approvate per effetto di detto regolamento, (ii) l'aiuto è stato concesso quando il regolamento era ancora in vigore e (iii) le norme connesse al termine di consegna di tre anni sono in esso contenute.

(14)

L'articolo 3, paragrafo 1, del regolamento sulla costruzione navale prevede fino al 31 dicembre 2000 un contributo massimo del 9 % a titolo di aiuto al funzionamento connesso ad un contratto. In base all'articolo 3, paragrafo 2, del medesimo regolamento, il massimale di aiuto applicabile al contratto è costituito dal massimale vigente alla data della firma del contratto definitivo. Ciò non si applica, tuttavia, alle navi la cui consegna sia avvenuta dopo oltre tre anni dalla firma del contratto. In tali casi, il massimale applicabile è lo stesso in vigore tre anni prima della consegna della nave. Il termine ultimo di consegna per una nave che può ancora beneficiare degli aiuti al funzionamento era dunque, in linea di principio, il 31 dicembre 2003.

(15)

L'articolo 3, paragrafo 2, prevede tuttavia che la Commissione possa concedere una proroga del termine ultimo di consegna di tre anni qualora ciò sia giustificato dalla complessità tecnica del singolo progetto di costruzione navale in questione, o da ritardi dovuti a perturbazioni inattese, gravi e documentate che si ripercuotano sul programma di lavoro di un cantiere, causate da circostanze eccezionali, imprevedibili ed esterne all'impresa. Da notare che l'Italia basa l'istanza di proroga del termine di consegna su circostanze eccezionali ed imprevedibili.

(16)

La Commissione osserva che il Tribunale di primo grado ha fornito un'interpretazione di detta disposizione nella sua sentenza del 16 marzo 2000 (5) e ha stabilito che tale disposizione debba essere interpretata restrittivamente.

(17)

La Commissione riconosce inoltre di aver concesso proroghe dei termini di consegna diverse volte nel corso degli anni precedenti, soprattutto in relazione all'impatto degli attacchi terroristici dell'11 settembre 2001 e alla loro ripercussione sul settore delle crociere.

(18)

Il caso in oggetto evidenzia forti analogie con il già menzionato caso di Meyer Werft ed altre decisioni simili. La Commissione ritiene pertanto che queste decisioni del passato creino precedenti pertinenti al caso in questione. La valutazione sarà quindi finalizzata a verificare se gli stessi fatti presenti per gli altri casi siano presenti anche nel caso in oggetto.

Valutazione dei fatti

(19)

La Commissione rileva in proposito che i contratti definitivi, firmati nel dicembre 2000 con termini di consegna previsti per giugno e dicembre 2003, sussistono per ciascuna nave. Il maggiore cliente del cantiere ha inoltre richiesto la proroga dei termini di consegna in seguito agli attentati terroristici dell'11 settembre 2001. Da questo punto di vista si può quindi affermare che la misura notificata soddisfa gli stessi criteri di cui alla decisione relativa a Meyer Werft.

(20)

La Commissione osserva, tuttavia, che in base alle informazioni a sua disposizione, in origine la consegna delle navi era prevista per il 2004 e il 2005. Tale informazione è stata peraltro confermata anche dall'Italia. I termini di consegna sono quindi stati cambiati alle date del 2003 soltanto in una fase successiva, verso la fine del 2000, perché altrimenti le navi non avrebbero potuto beneficiare degli aiuti al funzionamento.

(21)

La Commissione osserva che la consegna nel 2003 di tutte le cinque navi notificate, oltre ad altre navi la cui consegna era già prevista per il 2003, avrebbe rappresentato un carico di lavoro enorme per Fincantieri. La Commissione ritiene pertanto necessario verificare se Fincantieri avrebbe potuto sostenere lo sforzo tecnico di consegnare le navi in questione entro la fine del 2003. Se ciò non fosse stato tecnicamente possibile, una proroga del termine di consegna avrebbe consentito all'Italia di contemplare aiuti al funzionamento d'importo superiore al lecito.

(22)

Per quanto riguarda la capacità tecnica di Fincantieri di consegnare tutte le cinque navi prima della fine del 2003, l'Italia dichiara che ciò sarebbe possibile ottimizzando le attività dei sei cantieri dell'impresa, in particolare costruendo sezioni e navi nei cantieri non destinati normalmente alla costruzione di navi da crociera. L'Italia ha inoltre trasmesso alla Commissione una copia del piano di produzione del dicembre 2000, in cui venivano indicate le date di consegna del 2003.

(23)

Le informazioni trasmesse dall'Italia sono state esaminate da un esperto indipendente su richiesta della Commissione. Sulla base dei risultati di tale analisi, la Commissione manifesta dubbi circa la capacità tecnica di Fincantieri di consegnare tutte le cinque navi entro la fine del 2003.

(24)

I dubbi sono supportati da tre motivazioni. La prima riguarda il progetto di costruire una delle navi nel cantiere di Ancona, che avrebbe comportato un complesso processo produttivo, considerando che le sezioni degli scafi da assemblare dovevano essere spostate ad un cantiere militare (Arsenale Triestino) per essere poi ritrasferite ad Ancona dato che le dimensioni del bacino d'attracco di Ancona sono inferiori a quelle della nave. Si aggiunga che, sino a quel momento, ad Ancona non erano mai state costruite navi così complesse, per cui sussistono dubbi circa la capacità di far fronte a tale operazione, non da ultimo per quanto concerne l'allestimento delle navi. Tenendo conto di tali considerazioni, la costruzione della nave 6077 ad Ancona avrebbe comportato un allestimento assolutamente eccezionale presso il cantiere di Palermo a seguito dello spostamento di produzione da Ancona a Palermo.

(25)

I dubbi riguardano, in secondo luogo, il quantitativo stimato dell'allestimento cui avrebbe dovuto provvedere Fincantieri se tutte le cinque navi fossero state consegnate nel 2003, che in detto anno sarebbe stato equivalente al doppio dell'attività di allestimento effettuato sino ad allora da Fincantieri. Inoltre, per il cantiere di Marghera, l'allestimento previsto per il 2003, sarebbe stato superiore di circa il 40 % all'attività svolta sino a quel momento dallo stesso. La Commissione dubita pertanto che il piano di produzione per Fincantieri in generale, e per Marghera in particolare, fosse realistico.

(26)

Per questi due motivi la Commissione dubita che le cinque navi avrebbero mai potuto essere consegnate nel 2005, tuttavia, sulla base delle stesse informazioni e analisi, essa riconosce che sarebbe stato possibile consegnarne almeno quattro.

(27)

La Commissione dubita quindi, in terzo luogo, che una delle cinque navi avrebbe potuto essere consegnata nel 2003. Di quale delle cinque navi potesse trattarsi resta, in un certo qual modo, una questione ipotetica, dato che il piano di produzione è cambiato radicalmente dal dicembre 2000. Se, da un lato, si potrebbe sostenere che ciò riguarda la nave 6077, programmata presso il cantiere di Ancona, la Commissione osserva che questa nave, che alla fine è stata costruita nel cantiere di Marghera, è stata già consegnata nell'aprile 2004.

(28)

La Commissione ritiene che i dubbi maggiori riguardino la nave 6079, ovvero la terza nave gemella della 6077, costruita anch'essa presso il cantiere di Marghera e la cui consegna è prevista per ottobre 2005. La consegna di questa nave è stata notevolmente posticipata rispetto al piano di produzione del dicembre 2000, a seguito della decisione di far costruire la nave 6077 a Marghera. Tali dubbi si fondano inoltre sulle indicazioni (una lettera d'intenti è stata firmata prima che fossero firmati i contratti definitivi nel dicembre 2000) secondo cui sin dall'inizio era stata prevista l'attuale sequenza di fabbricazione, con un termine di consegna molto ritardato per la nave 6079.

(29)

Per quanto concerne le altre quattro navi (6077, 6078, 6082 e 6087), la Commissione ritiene, come già osservato nel suddetto paragrafo (19), che sussistano i motivi per autorizzare una proroga del termine di consegna.

(30)

In considerazione della necessità di posticipare la consegna di queste navi a causa di circostanze eccezionali, imprevedibili ed esterne all'impresa, e in virtù del fatto che l'impresa sarebbe stata in grado di consegnare le navi per la fine del 2003, la proroga del termine ultimo di consegna di tre anni è conforme al disposto dell'articolo 3, paragrafo 2, secondo capoverso, del regolamento sulla costruzione navale e, di riflesso, all'articolo 87, paragrafo 3, lettera e), del trattato CE. I termini di consegna vengono quindi prorogati alle date richieste dall'Italia (cfr. tabella 1).

Conclusioni

(31)

Alla luce di quanto predetto, la Commissione, a norma del disposto dell'articolo 88, paragrafo 2, del trattato CE, invita l'Italia a presentare osservazioni e a trasmettere tutte le informazioni che possano risultare utili a dissipare i dubbi sollevati in merito alla richiesta di proroga del termine di consegna per la nave 6079 di Fincantieri, entro un mese dalla data di ricevimento della presente lettera. La Commissione invita le autorità italiane ad inoltrare a stretto giro di posta una copia della presente al potenziale beneficiario degli aiuti.

(32)

La Commissione desidera richiamare l'attenzione dell'Italia sul fatto che l'articolo 88, paragrafo 3, del trattato CE ha effetto sospensivo e che, ai sensi dell'articolo 14 del regolamento (CE) n. 659/1999 del Consiglio, essa può imporre allo Stato membro interessato di recuperare ogni aiuto illegale dal beneficiari.

(33)

La Commissione avverte l'Italia che informerà gli interessati attraverso la pubblicazione della presente lettera e di una sintesi della stessa nella Gazzetta ufficiale dell'Unione europea. Informerà inoltre gli interessati nei paesi EFTA firmatari dell'accordo SEE attraverso la pubblicazione di un avviso nel supplemento SEE della Gazzetta ufficiale dell'Unione europea e informerà infine l'Autorità di vigilanza EFTA inviandole copia della presente. Tutti gli interessati anzidetti saranno invitati a presentare osservazioni entro un mese dalla data di detta pubblicazione.

(34)

La Commissione accoglie la richiesta dell'Italia di prorogare i termini di consegna delle navi 6077, 6078, 6082 e 6084 alle date riportate nella tabella 1.»


(1)  ΕΕ C 238 της 3.10.2002, σ. 14, υπόθεση κρατικής ενίσχυσης N 843/01.

(2)  GU L 202 del 18.7.1998, pag. 1.

(3)  In base alle norme italiane relative agli aiuti al funzionamento a favore della costruzione navale, gli aiuti possono essere concessi al cantiere o al proprietario della nave.

(4)  GU C 238 del 3.10.2002, pag. 14, aiuto di Stato n. N 843/01.

(5)  T-72/98, Astilleros Zamacona SA contro Commissione, Racc. 2000-II, pag. 1683.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/16


Δημοσίευση αιτήσεως καταχωρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

(2005/C 30/09)

Η δημοσίευση αυτή παρέχει το δικαίωμα υποβολής ενστάσεως κατά την έννοια των άρθρων 7 και 12δ του εν λόγω κανονισμού. Οποιαδήποτε ένσταση στην αίτηση αυτή πρέπει να διαβιβάζεται μέσω της αρμοδίας αρχής ενός κράτους μέλους, ενός κράτους μέλους του ΠΟΕ ή μιας αναγνωρισμένης τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παρούσα δημοσίευση. Η δημοσίευση αιτιολογείται από τα στοιχεία που ακολουθούν, ιδίως το στοιχείο 4.6, με τα οποία θεωρείται ότι η αίτηση δικαιολογείται κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

«MIEL DE GALICIA» ή «MEL DE GALICIA»

(EK) αριθ.: ES/00278/19.2.2003

ΠOΠ ( ) ΠΓΕ (X)

Το δελτίο αυτό αποτελεί περίληψη που συντάσσεται για ενημερωτικούς λόγους. Για πλήρη ενημέρωση, ειδικότερα για τους παραγωγούς των προιόντων που αφορούν τα σχετικά ΠΟΠ και ΠΓΕ, πρέπει να συμβουλεύεστε την πλήρη διατύπωση της συγγραφής υποχρεώσεων είτε σε εθνικό επίπεδο είτε στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1).

1.   Αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους:

Ονομασία:

Subdirección General de Denominaciones de CalidadDiferenciada, Dirección General de Alimentación, Secretaria General de Agricultura yAlimentación del Ministerio de Agricultura, Pesca y Alimentación, España.

Διεύθυνση:

Paseo Infanta Isabel, 1 28071-Madrid.

Τηλ:

(34) 913 475394

Φαξ:

(34) 913 475410

2.   Oμάδα:

2.1.

Ονομασία:

Mieles Anta, SL.

2.2.

Διεύθυνση:

C/Ermita, 34 Polígono de A Grela-Bens. A Coruña

2.1.

Ονομασία:

Sociedad Cooperativa «A Quiroga»

2.2.

Διεύθυνση:

Vilanova, 43 bajo, Fene. A Coruña

2.3.

Σύνθεση:

παραγωγοί /μεταποιητές (X) άλλοι ( )

3.   Τύπος προϊόντος:

Κατηγορία 1.4. Άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης

:

μέλι.

4.   Περιγραφή της συγγραφής υποχρεώσεων:

(σύνοψη των όρων του άρθρου 4, παράγραφος 2)

4.1.   Ονομασία: «Miel de Galicia» ή «Mel de Galicia».

4.2.   Περιγραφή: Το προϊόν που προστατεύεται από την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη (Π.Γ.Ε) «Miel de Galicia» ή «Mel de Galicia» είναι το μέλι το οποίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται από τις διαγραφές, πληροί όλες τις απαιτήσεις που προβλέπουν οι προδιαγραφές, το εγχειρίδιο ποιότητας και η ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την παραγωγή του, τη μεταποίησή του και τη συσκευασία του. Το εν λόγω μέλι παράγεται σε κινητές κυψέλες με τελάρα και η εξαγωγή του γίνεται με τη μέθοδο της μετάγγισης ή με τη φυγοκεντρική μέθοδο. Απαντάται σε υγρή μορφή, κρυσταλλοποιημένη ή κρεμώδη μορφή και στην πρώτη περίπτωση μπορεί επίσης να περιέχει και ξηρά φρούτα. Απαντάται επίσης και μέσα στην κηρήθρα, ολόκληρη ή τεμαχισμένη.

Σύμφωνα με τη βοτανολογική του προέλευση το μέλι κατατάσσεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

Μέλι από διάφορα άνθη.

Μέλι από άνθη ευκαλύπτου.

Μέλι από άνθη καστανιάς.

Μέλι από άνθη βάτων.

Μέλι από άνθη ερείκης.

Εκτός από αυτά που αναφέρονται στο εγχειρίδιο ποιοτικών προτύπων για το μέλι το οποίο προορίζεται για την εσωτερική αγορά, το μέλι που προστατεύεται από την ΠΓΕ θα πρέπει να έχει και τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

Φυσικοχημικά χαρακτηριστικά:

α)

Ανώτατη υγρασία: 18,5 %.

β)

Ελάχιστη διαστατική (ενζυματική) δραστηριότητα: 9 στην κλίμακα Gothe. Τα μέλια με χαμηλή ενζυματική περιεκτικότητα θα πρέπει να φθάνουν τουλάχιστον 4 σ' αυτή την κλίμακα αρκεί η περιεκτικότητα σε υδρομεθυφουρφουράλη να μην υπερβαίνει τα 10 mg/Kg.

γ)

Ανώτατη περιεκτικότητα σε υδρομεθυφουρφουράλη: 28 mg/Kg.

Χαρακτηριστικά της γύρης του μελιού:

Ολόκληρο το φάσμα της γύρης γενικά θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυτό των μελιών της Γαλικίας.

Σε κάθε περίπτωση ο συνδυασμός γύρεων Helianthus annuus-Olea europaea-Cistus ladanifer δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5 % ολόκληρου του φάσματος της γύρης.

Επιπλέον, ανάλογα με τα άνθη προέλευσης των προαναφερόμενων τύπων μελιού, τα φάσματα της γύρης θα πρέπει να ικανοποιούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

Μέλι από διάφορα άνθη: το μεγαλύτερο μέρος της γύρης θα πρέπει να προέρχεται από τα ακόλουθα είδη: Castanea sativa, Eucalyptus sp., Ericaceae, Rubus sp., Rosaceae, Cytisus sp-Ulex sp., Trifolium sp., Lotus sp., Campanula, Centaurea, Quercus sp., Echium sp., Taraxacum sp. y Brassica sp.

β)

Μέλι μόνο από ένα είδος ανθέων:

«Μέλι ευκαλύπτου»: το ελάχιστο ποσοστό γύρης ευκαλύπτου (Eucaliptus sp.) ανέρχεται στο 70 %.

«Μέλι καστανιάς»: το ελάχιστο ποσοστό γύρης καστανιάς (Castanea sp.) ανέρχεται στο 70 %.

«Μέλι βάτων»: το ελάχιστο ποσοστό γύρης βάτων (Rubus sp.) ανέρχεται στο 45 %.

«Μέλι ερείκης»: το ελάχιστο ποσοστό γύρης ερείκης (Erica sp.) ανέρχεται στο 45 %.

Οργανοληπτικά:

Τα μέλια θα πρέπει γενικά να παρουσιάζουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στο άνθος από το οποίο προέρχονται όσον αφορά το χρώμα, το άρωμα και τη γεύση. Ανάλογα με την προέλευσή τους τα κυριότερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα:

α)

Μέλια από πολλά άνθη: το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοικτό κεχριμπαρένιο μέχρι σκούρο κεχριμπαρένιο. Η γεύση και το άρωμα εξαρτώνται από το άνθος που κυριαρχεί μέσα στο μέλι.

β)

Μέλια από άνθη ευκαλύπτου: χρώμα κεχριμπαρένιο, γλυκιά γεύση και κέρινο άρωμα.

γ)

Μέλια από άνθη καστανιάς: σκούρο χρώμα, έντονη γεύση και δυνατό άρωμα.

δ)

Μέλια από άνθη βάτων: σκούρο κεχριμπαρένιο χρώμα, έντονα φρουτώδης γεύση, πολύ γλυκό και φρουτώδες άρωμα.

ε)

Μέλια από άρωμα ερείκης: χρώμα σκούρο κεχριμπαρένιο ή σκούρο κεχριμπαρένιο με κόκκινο, γεύση ελαφρώς πικρή και διαρκής και διαρκές άρωμα από άνθη.

4.3.   Γεωγραφική περιοχή: Η ζώνη παραγωγής, μεταποίησης και συσκευασίας των προστατευόμενων μελιών της προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης «Miel de Galicia» περιλαμβάνει ολόκληρο το έδαφος της αυτόνομης περιοχής της Γαλικίας.

4.4.   Απόδειξη προέλευσης: Η ΠΓΕ «Miel de Galicia» δεν μπορεί να προστατεύσει παρά μόνο το μέλι που προέρχεται από εγκαταστάσεις οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στα μητρώα του consejo regulador (ρυθμιστικό συμβούλιο), το οποίο έχει παραχθεί σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπουν οι προδιαγραφές και το εγχειρίδιο ποιότητας και πληροί τους όρους που το χαρακτηρίζουν.

Το Consejo Regulador τηρεί τα ακόλουθα μητρώα:

Μητρώο εκμεταλλεύσεων στο οποίο εγγράφονται οι εκμεταλλεύσεις οι οποίες βρίσκονται στην αυτόνομη περιφέρεια της Γαλικίας και επιθυμούν να προστατευθεί η παραγωγή τους από τη γεωγραφική ένδειξη «Miel de Galicia». Κάθε εκμετάλλευση θα πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον 10 κυψέλες με κινητά πλαίσια οριζόντια ή κάθετα, αρκεί να είναι εξοπλισμένες με μελιτοθαλάμους.

Μητρώο των εγκαταστάσεων εξαγωγής, αποθήκευσης ή συσκευασίας στα οποία εγγράφονται οι εγκαταστάσεις οι οποίες βρίσκονται στο έδαφος της αυτόνομης περιφέρειας της Γαλικίας, οι οποίες χρησιμοποιούνται εκτός των άλλων για τη μεταποίηση του μελιού που μπορεί να προστατευθεί από τη γεωγραφική ένδειξη.

Όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατέχουν αγαθά τα οποία είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα καθώς και οι εκμεταλλεύσεις, οι εγκαταστάσεις και τα προϊόντα υπόκεινται στον έλεγχο που πραγματοποιεί το consejo regulador προκειμένου να διαπιστώσει εάν τα προϊόντα που φέρουν την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη «Miel de Galicia», ικανοποιούν τις απαιτήσεις του κανονισμού και των προδιαγραφών.

Το Consejo Regulador ελέγχει τις ποσότητες μελιού που φέρουν την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και διετέθησαν στην αγορά από κάθε εταιρεία η οποία είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο των συσκευαστών, προκειμένου να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνονται στις ποσότητες μελιού που έχουν παραχθεί και αγοραστεί από τους μελισσοπαραγωγούς που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο παραγωγών ή από άλλες επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες στα μητρώα τους.

Οι έλεγχοι συνίστανται στις επιθεωρήσεις των εκμεταλλεύσεων και των εγκαταστάσεων, στον έλεγχο των εγγράφων και τέλος στην ανάλυση της πρώτης ύλης και του τελικού προϊόντος.

Η διαδικασία πιστοποίησης αφορά ομοιογενείς ποσότητες και περιλαμβάνει αναλυτικές και οργανοληπτικές εξετάσεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αποδοχή, την απόρριψη ή τον προσδιορισμό του τόπου προέλευσης των ελεγχόμενων ποσοτήτων μελιού από την ολομέλεια του consejo regulador ή εν ανάγκη από την επιτροπή πιστοποίησης που είναι αρμόδια για να λάβει την τελική απόφαση με βάση τις τεχνικές εκθέσεις που υποβάλλει η επιτροπή αξιολόγησης.

Εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια αλλοίωση η οποία βλάπτει την ποιότητα του μελιού ή ότι δεν τηρούνται οι νομοθετικές διατάξεις ή οι άλλες συναφείς πράξεις όσον αφορά την παραγωγή, τη μεταποίηση και την συσκευασία, τα μέλια δεν πιστοποιούνται από το consejo regulador και κατά συνέπεια χάνουν το δικαίωμα να φέρουν την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη.

4.5.   Μέθοδος παραγωγής: Οι πρακτικές διαχείρισης των μελισσιών έχουν ως στόχο την παραγωγή των καλύτερων ποιοτήτων μελιού που προστατεύονται από τη γεωγραφική ένδειξη. Πάντως, τα μελίσσια δεν υπόκεινται σε καμία χημική επεξεργασία κατά τη διάρκεια του τρύγου και οι μέλισσες δεν λαμβάνουν καμία τροφή κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

Χρησιμοποιούνται παραδοσιακές μέθοδοι για να διωχθούν οι μέλισσες από τα τελάρα, οι συνηθέστερες των οποίων είναι η εισαγωγή αέρα μέσα στις κυψέλες για την εκδίωξη των μελισσών αλλά χωρίς να γίνεται κατάχρηση του καπνιστηρίου και χωρίς να χρησιμοποιούνται απωθητικά χημικά προϊόντα.

Το μέλι εξάγεται με φυγοκέντριση ή με μετάγγιση αλλά ποτέ με πίεση.

Η εργασία της εξαγωγής του μελιού γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή και υπό τις καλύτερες συνθήκες υγιεινής σε κλειστούς και καθαρούς χώρους που προορίζονται γι' αυτό το σκοπό. Το στέγνωμα που γίνεται με τη χρησιμοποίηση από υγροποιητή ή με αερισμό αρχίζει μια εβδομάδα νωρίτερα έως ότου η σχετική υγρασία κατεβεί κάτω από το 60 %.

Οι τεχνικές αφαίρεσης της κηρήθρας από τους μελιτοθαλάμους δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αλλοιώνουν την ποιότητα αυτών των μελιών. Τα μαχαίρια για την αφαίρεση της κηρήθρας θα πρέπει να είναι πολύ καθαρά, στεγνά και να μην υπερβαίνουν ποτέ τους 40 oC.

Μόλις εξαχθεί και περάσει από διπλό φίλτρο το μέλι υπόκειται σε μία διαδικασία μετάγγισης, ακολουθεί το άφρισμα και στη συνέχεια αποθηκεύεται και συσκευάζεται.

Η ομογενοποίηση του μελιού μπορεί να γίνει με ένα χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο όργανο που είναι ελαφρώς ελικοειδές σε τρόπο ώστε να μην αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά του.

Η συγκομιδή και μεταφορά του μελιού γίνεται υπό καλές συνθήκες υγιεινής με τη χρησιμοποίηση δοχείων τα οποία προορίζονται για είδη διατροφής και προβλέπονται από το εγχειρίδιο ποιότητας και από την ισχύουσα νομοθεσία, ώστε εγγυώνται την ποιότητα του προϊόντος.

Το μέλι συσκευάζεται σε εγκαταστάσεις οι οποίες είναι καταχωρημένες στο σχετικό μητρώο του Consejo Regulador.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τόσο η παραγωγή όπως και οι διαδοχικές ενέργειες εξαγωγής, αποθήκευσης και συσκευασίας πρέπει να πραγματοποιούνται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Το γεγονός ότι και η συσκευασία γίνεται σ'αυτήν την περιοχή, στην οποία πραγματοποιείται κατά παράδοση, οφείλεται στην ανάγκη διατήρησης των ειδικών χαρακτηριστικών και της ποιότητας του μελιού της Galicia έτσι ώστε να καθίσταται αποτελεσματικότερος ο έλεγχος του Ρυθμιστικού Συμβουλίου, αποφεύγοντας υποβάθμιση της ποιότητας η οποία μπορεί να οφείλεται στις συνθήκες μεταφοράς, αποθήκευσης και συσκευασίας οι οποίες δεν είναι απολύτως κατάλληλες.

Άλλωστε, η συσκευασία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε δοχεία τα οποία έχουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ορίζονται επακριβώς στην παρούσα προδιαγραφή υποχρεώσεων και σε εγκαταστάσεις στις οποίες συσκευάζεται αποκλειστικά και μόνον μέλι προερχόμενο από εκμεταλλεύσεις καταχωρημένες στα μητρώα της προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης και στις οποίες θα πραγματοποιηθούν η σήμανση και η επίθεση αντικειμένων ετικετών υπό την επίβλεψη του Ρυθμιστικού Συμβουλίου, και όλα αυτά με σκοπό τη διατήρηση της ποιότητας και τη διασφάλιση της ανιχνευσιμότητας του προϊόντος.

Η περιεκτικότητα των δοχείων που προορίζονται για την άμεση κατανάλωση του μελιού κυμαίνεται γενικά από 500 έως 1 000 γρ.

Το δοχείο θα πρέπει να είναι ερμητικά κλεισμένο ώστε να μην χάνονται τα φυσικά αρώματα και να μην εισέρχονται οσμές και υγρασία που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν το προϊόν.

4.6.   Δεσμοί:

Ιστορικός δεσμός

Η μελισσοκομία έφθασε στο απόγειο της στη Γαλικία πριν εμφανισθεί η ζάχαρη, καθότι το μέλι εθεωρείτο ως ένα πολύ ενδιαφέρον είδος διατροφής εξαιτίας της γλυκαντικής του ικανότητας και των ιδιαίτερων φαρμακευτικών ιδιοτήτων. Ο Catastro de Ensenada το 1752-1753 κατέγραψε στην Γαλικία 366 339 παραδοσιακές κυψέλες, οι οποίες ονομάζονται «trobos» ή «cortizos», και ορισμένες βρίσκονται ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη. Το γεγονός αυτό δείχνει με σαφήνεια τη σημασία που είχε η μελισσοκομία για τη Γαλικία από την αρχαιότητα, όπως φαίνεται και από τα τοπωνύμια της Γαλικίας.

Οι όροι «cortín, albar, abellariza, albiza, albariza» υποδηλώνουν μία αγροτική κατασκευή χωρίς στέγη, ωοειδούς σχήματος, κυκλικού και πολλές φορές τετράπλευρου, που αποτελείται από υψηλούς τοίχους οι οποίοι έχουν ως στόχο να προστατεύουν τα μελίσσια και να παρεμποδίζουν την είσοδο των ζώων (κυρίως της αρκούδας). Οι κατασκευές αυτές, δημιουργήματα μιας εποχής, υπάρχουν ακόμη και πολλές φορές χρησιμοποιούνται σε πολλές ορεινές περιοχές, κυρίως στις sierras orientales de Ancares και Caurel, καθώς και στη sierra del Suido, κ.λπ.

Το εμπόριο του προϊόντος περιορίζεται στις τοπικές γιορτές του φθινοπώρου, δεδομένου ότι το μέλι είναι ένα εποχιακό προϊόν και η συγκομιδή του γίνεται μόνο μία φορά το χρόνο.

Το 1880 ο ιερέας της Argozón (Chantada, Lugo), Don Benigno Ledo, εγκατέστησε την πρώτη κινητή κυψέλη και λίγα χρόνια αργότερα κατασκεύασε την πρώτη κυψέλη με στόχο την αναπαραγωγή μέσω της διαίρεσης και την εκτροφή βασιλισσών, την οποία ονόμασε κυψέλη-φυτώριο. Το βιβλίο του Roma Fábrega σχετικά με την μελισσοκομία δείχνει ότι ο πρώτος Ισπανός που κατείχε κινητές κυψέλες μελισσιών είναι ο «ιερέας των μελισσιών» της Γαλικίας, Don Benigno Ledo, γεγονός που δείχνει τη σημασία που έχει για τη μελισσοκομία της Γαλικίας αλλά και ολόκληρης της Ισπανίας.

Το πρώτο βιβλίο σχετικά με τη μελισσοκομία που δημοσιεύθηκε στη Γαλικία είναι ίσως το εγχειρίδιο της μελισσοκομίας που γράφτηκε ειδικά για τους μελισσοκόμους της Γαλικίας από τον D. Ramón Pimentel Méndez (1893).

Η μεγάλη ανάπτυξη της σύγχρονης μελισσοκομίας άρχισε μόλις το 1975, έτος κατά το οποίο έγιναν, χάρη στην εργασία των ενώσεων παραγωγών, οι πρώτες ουσιαστικές αλλαγές όσον αφορά τις γνώσεις των μελισσοκόμων όσο και το παραδοσιακό σύστημα μελισσοκομικής εκμετάλλευσης. Το βασικό στοιχείο αυτής της γενικής αλλαγής ήταν η μετάβαση των σμηνών μελισσιών από τις σταθερές προς τις κινητές κυψέλες, κυρίως προς τις κυψέλες με μελιτοθαλάμους (τελάρα).

Σήμερα το μέλι και το κερί είναι τα μελισσοκομικά προϊόντα των οποίων η εμπορία στη Γαλικία είναι επικερδής. Από την αρχαιότητα ο καταναλωτής της Γαλικίας εκτιμά το μέλι που παράγεται στη Γαλικία, γεγονός που του έχει προσδώσει μεγάλη εμπορική αξία.

Φυσικός δεσμός.

Η γεωγραφική της θέση, στο βορειοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου, όπου επικρατούν δύο κλίματα, το Ατλαντικό και το Ηπειρωτικό («Meseta»), έχουν προσδώσει στο έδαφος της Γαλικίας, χάρη και στην παρέμβαση του ανθρώπου, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη χλωρίδα της και κατά συνέπεια στην παραγωγή του μελιού.

Λόγω της βιογεωγραφικής τους θέσης τα μέλια της Γαλικίας είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που παράγονται στην υπόλοιπη Ισπανία. Τα μέλια αυτά χαρακτηρίζονται από την έλλειψη, κατά την επεξεργασία τους, φυτών μεσογειακού τύπου ή στοιχείων καλλιέργειας που είναι πολύ συνήθη σε άλλα μέρη της Ισπανίας, όπως είναι ο Helianthus annus ή η Olea europaea. Έτσι η έλλειψη ή η παρουσία ελάχιστης γύρης που υπάρχει σε αφθονία σε άλλα ισπανικά μέλια καθιστά εύκολη τη διαφοροποίησή τους. Κατά συνέπεια δεν είναι δύσκολος ο χαρακτηρισμός των μελιών της Γαλικίας και η διαφοροποίησή τους από τα άλλα ισπανικά μέλια.

Η Galicia είναι αρκετά ομογενής όσον αφορά τα φυτά που προσφέρουν το νέκταρ για την παραγωγή του μελιού. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του προϊόντος της Galicia αποτελούν συνάρτηση των αντιστοίχων αναλογιών των διαφόρων φυτών.

Στην πραγματικότητα, η ακτή χαρακτηρίζεται από την πολύ σημαντική παρουσία ευκάλυπτου. Σήμερα, όλη η ακτή της Galicia, τόσο η ακτή του Ατλαντικού όσο και εκείνη της Καντάμπρια, ξαναφυτεύθηκε με E. globulus, κύριο παραγωγό αυτού του τύπου μελιού στη Galicia αντίθετα με άλλες ισπανικές περιοχές, όπου ο κύριος παραγωγός είναι ο E. camaldulensis.

Στις περιοχές της ενδοχώρας, η παραγωγή μελιού επηρεάζεται από την αφθονία τριών τύπων φυτικών ειδών: Castanea sativa, Erica και Rubus.

Η καστανιά (Castanea sativa) απαντάται σε ολόκληρη τη Galicia, κατά μήκος των λιβαδιών ή των καλλιεργειών, με μορφή παρτεριών ενός μόνο είδους («soutos») ή με μορφή μεικτών παρτεριών αναμειγμένων με άλλα φυλλοφόρα δέντρα.

Η ερείκη (Erica) απαντάται σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή αυτή, εφόσον αποτελεί μέρος των στοιχείων υποκατάστασης των δασών που έχουν υποβαθμισθεί. Μεταξύ των κυριοτέρων ειδών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του μελιού αναφέρονται τα E. umbellata, E. arborea, E. australis και E. Cinerea.

Το άλλο κατ'εξοχήν στοιχείο για την παραγωγή του μελιού στην Galicia είναι τα φυτά του είδους Rubus (βάτος). Το είδος αυτό είναι περισσότερο άφθονο στα σπερμοφυή δάση, στις άκρες των δρόμων ή δασικών δρόμων, στα όρια των καλλιεργειών και στις εγκαταλειμμένες περιοχές καλλιεργειών. Η ανάπτυξή του παρατηρείται συχνά στις περιοχές με ερείπια. Τα φυτά αυτού του είδους παράγουν μεγάλη ποσότητα νέκταρ που επηρεάζουν τα αισθητήρια χαρακτηριστικά πολλών ειδών μελιών της Galicia.

Δεδομένου ότι ο Rubus (βάτος) είναι το τελευταίο είδος που ανθίζει πριν τη συγκομιδή του μελιού, το μέρος του στα φάσματα της γύρης είναι υψηλότερο, επειδή οι προηγούμενες ανθοφορίες, αν είναι λιγότερο σημαντικές, διαλύονται από την παρουσία του νέκταρ αυτού του τελευταίου είδους. Τα μέλια αυτά χαρακτηρίζονται από το σκούρο χρώμα τους, τη γλυκιά γεύση τους και μια μεγαλύτερη οξύτητα. Άλλωστε, η παρουσία του Rubus στα μέλια της Galicia κυριότερη περιοχή παραγωγής αυτών των μελιών στην Ισπανία — εξηγεί το γεγονός ότι τα τελευταία αυτά παρουσιάζουν τυπικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά τη διαφοροποίηση στην ενδοχώρα της Galicia, έχει πρωταρχική σημασία να αναφερθεί ότι υπάρχουν δύο περιοχές παραγωγής σαφώς διαφορετικές (η ακτή και η ενδοχώρα) όπως αναφέρεται παραπάνω. Μεταξύ αυτών των δύο περιοχών εκτείνεται μία μεταβατική ζώνη, της οποίας έκταση ποικίλλει, στην οποία τα μέλια παρουσιάζουν μεικτά χαρακτηριστικά. Στις περιοχές αυτές, παράγονται κυρίως μέλια «πολυανθή» με εξισορροπημένες αναλογίες των ειδών Castanea sativa και Eucalyptus globulus, φαινόμενο σχεδόν αποκλειστικό των μελιών της Galicia.

Θα πρέπει να τονιστεί η μικρή παρουσία μελιτώματος στα μέλια της Galicia και η χαμηλή περιεκτικότητά τους σε γύρη.

Άλλωστε, η περιεκτικότητα σε γύρη ανά γραμμάριο μελιού είναι χαμηλή λόγω του γεγονότος ότι τα μέλια προέρχονται κατά κύριο λόγο από είδη τα οποία απαντώνται κατά κόρο (Castanea sativa και Eucalyptus). Το γεγονός αυτό οφείλεται στον τύπο της χρησιμοποιουμένης κυψέλης και στον τρόπο εξαγωγής (φυγοκέντριση).

4.7.   Υπηρεσία ελέγχου: Ονομασία: Consejo Regulador de la Indicación Geográfica Protegida «Miel de Galicia».

Διεύθυνση: Pazo de Quián s/n, Sergude. 15881-Boqueixón. A Coruña.

Τηλ: (34) 981 511913. Φαξ: (34) 981 511913.

Η εν λόγω υπηρεσία (ρυθμιστικό συμβούλιο) τηρεί τους όρους που προβλέπει το πρότυπο EN 45011, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92.

4.8.   Επισήμανση: Τα μέλια που διατίθενται στο εμπόριο με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη «Miel de Galicia» θα πρέπει να φέρουν μετά την πιστοποίησή τους την ετικέτα που αντιστοιχεί στη μάρκα κάθε συσκευασίας η οποία χρησιμοποιείται μόνο για τα προστατευόμενα μέλια καθώς και μία συμπληρωματική ετικέτα με αλφαριθμητικό κωδικό με μία συσχετισμένη αρίθμηση που χορηγείται από το Consejo Regulador (υπηρεσία ελέγχου), με το επίσημο λογότυπο της γεωγραφικής ένδειξης. Η προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη «Miel de Galicia» ή «Mel de Galicia» θα πρέπει να αναγράφεται υποχρεωτικά στην ετικέτα ή στην συμπληρωματική ετικέτα.

4.9.   Εθνικές απαιτήσεις:

Νόμος 25 της 2ας Δεκεμβρίου 1970 σχετικά με το καθεστώς της αμπέλου, του οίνου και των οινοπνευμάτων.

Διάταγμα 835 της 23ης Μαρτίου 1972, που αφορά τους κανόνες εφαρμογής του νόμου αριθ. 25/1970.

Απόφαση του Υπουργού γεωργίας, αλιείας και ειδών διατροφής της 25ης Ιανουαρίου 1994 για την ενσωμάτωση στην ισπανική νομοθεσία του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92, που αφορά τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις και τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των ειδών διατροφής.

Βασιλικό διάταγμα 1643 της 22ας Οκτωβρίου 1999, που διέπει τη διαδικασία υποβολής των αιτήσεων εγγραφής στο κοινοτικό μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων.


(1)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Γενική Διεύθυνση Γεωργίας — Ομάδα πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων — B-1049 Βρυξέλλες.


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/22


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3661 — CDP/Stmicroelectronics)

(2005/C 30/10)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Στις 22 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην ιταλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32004M3661. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex).


5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/22


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3626 — Permira/Private Equity Partners/Marazzi)

(2005/C 30/11)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην ιταλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράγου 32004M3626. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://europa.eu.int/eur-lex/lex).


III Πληροφορίες

Επιτροπή

5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/23


ΠΡΌΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΉΣ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ — DG EAC No 85/04

Πρόσκληση υποβολής καινοτόμων σχεδίων συνεργασίας, κατάρτισης και ενημέρωσης, Δράση 5 — Μέτρα στήριξης

(2005/C 30/12)

1.   ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Στο πλαίσιο αυτής της δράσης 5, Πρόσκληση υποβολής καινοτόμων σχεδίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει να παρέχει στήριξη σε καινοτόμα σχέδια συνεργασίας, κατάρτισης και ενημέρωσης στον τομέα της ανεπίσημης μορφής μάθησης. Όλες οι αιτήσεις υποψηφιότητας πρέπει να ακολουθούν ένα από τα θέματα/τομείς προτεραιότητας που προσδιορίζονται κατωτέρω:

1.

Πολιτιστική ποικιλομορφία και ανοχή·

2.

Οι πλέον μειονεκτικές περιοχές·

3.

Ανατολική Ευρώπη — Καύκασος — Νοτιοανατολική Ευρώπη·

4.

Καινοτομία στη διοργάνωση δραστηριοτήτων για νέους·

5.

Συνεργασία μεταξύ τοπικών και περιφερειακών αρχών και ΜΚΟ για νέους.

Είναι σημαντικό οι υποψήφιοι σχεδίου να προσδιορίσουν στην αίτηση τα καινοτόμα στοιχεία που προτίθενται να εισαγάγουν. Tα σχέδια πρέπει να έχουν μια σαφή διακρατική ευρωπαϊκή διάσταση και να συμβάλουν στην ευρωπαϊκή συνεργασία σε θέματα της νεολαίας. Ειδικότερα, πρέπει να οδηγήσουν στη δημιουργία ή/και εδραίωση ισχυρών συμπράξεων μεταξύ οργανώσεων νέων και δημόσιων οργανισμών.

2.   EΠΙΛΕΞΙΜΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

Νομικές οντότητες όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις για νέους, καθώς και τοπικές ή περιφερειακές αρχές με έδρα στις αποκαλούμενες «Χώρες του προγράμματος», μπορούν να υποβάλουν αίτηση και να συμμετάσχουν ως εταίροι στο πλαίσιο της πρόσκλησης αυτής.

Οι Χώρες του προγράμματος είναι:

Tα 25 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Οι τρεις χώρες EΟΧ/EΖΕΣ (Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Νορβηγία),

Οι υποψήφιες χώρες Βουλγαρία, Ρουμανία και Τουρκία.

Οργανώσεις από γειτονικές χώρες της ΕΕ (Αλγερία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Ιορδανία, Λίβανος, Μαρόκο, Συρία, Τυνησία, Δυτική Όχθη και Λωρίδα της Γάζας, Λευκορωσία, Μολδαβία, Ρωσία, Ουκρανία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κροατία, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Σερβία και Μαυροβούνιο) μπορούν να συμμετάσχουν ως εταίροι στο πλαίσιο της πρόσκλησης αυτής· ωστόσο, δεν δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας.

Στα σχέδια πρέπει να συμμετάσχουν οργανώσεις εταίροι από τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές χώρες (συμπεριλαμβανομένης της αιτούσας χώρας), μια από τις οποίες πρέπει να είναι κράτος μέλος της ΕΕ.

3.   ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

Tο συνολικό ποσό που διατίθεται για συγχρηματοδότηση σχεδίων στο πλαίσιο αυτής της πρόσκλησης ανέρχεται σε 2 000 000 EUR, δεδομένου ότι εγκριθεί από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό του 2005 αρχή.

Tο ανώτατο ποσό χρηματοδότησης ανά σχέδιο δεν θα υπερβαίνει τις 100 000 EUR ανά έτος (12 μήνες) δραστηριότητας και η ανώτατη χορήγηση δεν θα υπερβαίνει τις 300 000 EUR.

Αναμένεται ότι η πρόσκληση αυτή θα επιτρέψει τη στήριξη σε περίπου 10 έως 15 σχέδια υψηλής ποιότητας.

Το σχέδιο πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 18 μηνών. Εάν δικαιολογείται, θα γίνει δεκτή περίοδος διάρκειας μέχρι και 36 μήνες κατ' ανώτατο όριο. Οι δραστηριότητες πρέπει να αρχίσουν μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2005 και της 31ης Δεκεμβρίου 2005.

4.   ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ

Οι αιτήσεις πρέπει να αποσταλούν στο Γραφείο Τεχνικής Υποστήριξης ΣΩΚΡΑΤΗΣ, LEONARDO & ΝΕΟΛΑΙΑ μέχρι τις 31 Μαρτίου 2005, το αργότερο.

5.   ΠΛΗΡΕΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Tο πλήρες κείμενο αυτής της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων και το έντυπο υποβολής αιτήσεως διατίθενται στην ακόλουθη ιστοσελίδα: http://europa.eu.int/comm/youth/call/index_en.html Οι αιτήσεις πρέπει να τηρούν τις διατάξεις του πλήρους κειμένου αυτής της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων και πρέπει να υποβληθούν με το κατάλληλο έντυπο υποβολής αιτήσεων.


Διορθωτικά

5.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 30/25


Διορθωτικό στη δημοσίευση των τελικών λογαριασμών του οικονομικού έτους 2003 των Γραφείων και Οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 292 της 30ής Νοεμβρίου 2004 )

(2005/C 30/13)

Στη σελίδα 20, μετά την EAR, προστίθεται η ακόλουθη σειρά:

Eurojust

www.eurojust.eu.int