ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

47ό έτος
4 Δεκεμβρίου 2004


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Δικαστήριο

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

2004/C 300/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-153/01: Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΓΤΠΕ — Εκκαθάριση λογαριασμών — Οικονομικά έτη 1996 έως 1998 — Απόφαση 2001/137/ΕΚ)

1

2004/C 300/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-255/01 (αίτηση του Συμβουλίου Επικρατείας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Παναγιώτης Μαρκόπουλος κ.λπ. κατά Υπουργού Ανάπτυξης κ.λπ. (Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — Όγδοη οδηγία 84/253/ΕΟΚ — Άρθρα 11 και 15 — Χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων — Δυνατότητα χορηγήσεως της άδειας σε πρόσωπα που δεν έχουν υποβληθεί σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας — Προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας σε υπηκόους άλλων κρατών μελών)

1

2004/C 300/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως), της 5ης Οκτωβρίου 2004, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01 (αιτήσεις του Arbeitsgericht Lörrach για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Bernhard Pfeiffer (C-397/01), Wilhelm Roith (C-398/01), Albert Süß (C-399/01), Michael Winter (C-400/01), Klaus Nestvogel (C-401/01), Roswitha Zeller (C-402/01), Matthias Döbele (C-403/01) κατά Deutsches Rotes Kreuz, Kreisverband Waldshut eV (Κοινωνική πολιτική — Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων — Οδηγία 93/104/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Πλήρωμα ασθενοφόρου επιφορτισμένο με την παροχή πρώτων βοηθειών στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών που προσφέρει ο Deutsches Rotes Kreuz — Περιεχόμενο της έννοιας οδικές μεταφορές — Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας — Γενική αρχή — Άμεσο αποτέλεσμα — Παρέκκλιση — Προϋποθέσεις)

2

2004/C 300/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια), της 5ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-475/01: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση του άρθρου 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ — Ειδικοί φόροι καταναλώσεως επί της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών — Εφαρμογή για το ούζο συντελεστή μικρότερου από εκείνον που ισχύει για τα άλλα αλκοολούχα ποτά — Σύννομο του συντελεστή αυτού σε σχέση με οδηγία κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 230 ΕΚ προθεσμίας)

3

2004/C 300/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-36/02 (αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Omega Spielhallen- und Automatenaufstellungs GmbH κατά Oberbürgermeisterin der Bundesstadt Bonn (Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Περιορισμοί — Δημόσια τάξη — Ανθρώπινη αξιοπρέπεια — Προστασία των θεμελιωδών αξιών που κατοχυρώνει το εθνικό Σύνταγμα — Εικονικοί φόνοι στο πλαίσιο παιγνίου)

3

2004/C 300/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-39/02 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα από το Højesteret): Mærsk Olie & Gas A/S κατά Firma M. de Haan en W. de Boer (Σύμβαση των Βρυξελλών — Διαδικασία συστάσεως κεφαλαίου για τον περιορισμό της ευθύνης από τη χρήση πλοίου — Αγωγή αποζημιώσεως — Άρθρο 21 — Εκκρεμοδικία — Ταύτιση των διαδίκων — Δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο της διαφοράς — Ταύτιση αιτίας και αντικειμένου — Δεν συντρέχει — Άρθρο 25 — Έννοια της αποφάσεως — Άρθρο 27, σημείο 2 — Άρνηση αναγνωρίσεως)

4

2004/C 300/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-55/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλίας (Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 1, 6 και 7 της οδηγίας 98/59/ΕΚ — Έννοια της ομαδικής απολύσεως — Καθεστώς των κατ' εξομοίωση απολύσεων — Ελλιπής μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη)

4

2004/C 300/8

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 21ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-64/02 P: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) κατά Erpo Möbelwerk GmbH (Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό σύμπλεγμα DAS PRINZIP DER BEQUEMLICHKEIT — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως — Διακριτικός χαρακτήρας — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) 40/94)

5

2004/C 300/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-103/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 75/442/EΟΚ και 91/689/EΟΚ — Έννοια της ποσότητας αποβλήτων — Απαλλαγή από την υποχρέωση λήψεως αδείας)

5

2004/C 300/0

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-113/02 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (Κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων — Οδηγία 75/442/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων — Εθνικό μέτρο το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα να προβληθούν αντιρρήσεις κατά των μεταφορών αποβλήτων για αξιοποίηση όταν το 20 % των αποβλήτων δύναται να αξιοποιηθεί στην ημεδαπή και το ποσοστό των αποβλήτων που μπορούν να αξιοποιηθούν στη χώρα προορισμού είναι μικρότερο — Μέτρο ενός κράτους μέλους το οποίο κατατάσσει μια εργασία στο σημείο R 1 (αξιοποίηση με καύση) του παραρτήματος ΙI B της οδηγίας 75/442 ή στο σημείο D 10 (διάθεση με καύση) του παραρτήματος II A της ίδιας οδηγίας με κριτήριο όχι την πραγματική χρήση, αλλά τη θερμογόνο αξία του καμένου αποβλήτου)

6

2004/C 300/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-136/02 P, Mag Instrument Inc. κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 — Τρισδιάστατες μορφές φακών τσέπης — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Διακριτικός χαρακτήρας)

6

2004/C 300/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-173/02: Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 — Κοινή οργάνωση της αγοράς του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων — Απόφαση της Επιτροπής περί απαγορεύσεως ενισχύσεως για την αγορά ποσοστώσεων γάλακτος)

7

2004/C 300/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια), της 19ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-200/02 (αίτηση της Immigration Appellate Authority για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Kunqian Catherine Zhu, Man Lavette Chen κατά Secretary of State for the Home Department (Δικαίωμα διαμονής — Τέκνο που έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους αλλά διαμένει σε άλλο κράτος μέλος — Γονείς υπήκοοι τρίτου κράτους — Δικαίωμα διαμονής της μητέρας στο άλλο κράτος μέλος)

7

2004/C 300/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-222/02 (αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Peter Paul, Cornelia Sonnen-Lütte, Christel Mörkens κατά Bundesrepublik Deutschland (Πιστωτικά ιδρύματα — Σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων — Οδηγία 94/19/ΕΚ — Οδηγίες 77/780/ΕΟΚ, 89/299/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ — Μέτρα ελέγχου της αρμόδιας αρχής για την προστασία του καταθέτη — Ευθύνη των εποπτικών αρχών για ζημίες οφειλόμενες σε πλημμελή εποπτεία)

7

2004/C 300/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-247/02 (αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Sintesi SpA κατά Autorità per la Vigilanza sui Lavori Pubblici (Οδηγία 93/37/ΕΟΚ — Συμβάσεις κατασκευής δημοσίων έργων — Σύναψη συμβάσεων — Δικαίωμα της αναθέτουσας αρχής να επιλέξει μεταξύ του κριτηρίου της χαμηλότερης τιμής και της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς)

8

2004/C 300/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση C-276/02: Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κρατικές ενισχύσεις — Έννοια — Μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους μιας επιχειρήσεως — Συμπεριφορά των εθνικών αρχών κατόπιν δηλώσεως παύσεως πληρωμών)

8

2004/C 300/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 21ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-288/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Θαλάσσιες μεταφορές — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Θαλάσσιες ενδομεταφορές)

9

2004/C 300/8

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-298/02: Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΓΤΕ — Ενίσχυση της παραγωγής στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά — Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1558/91 — Άρθρο 1 — Αχλάδια και ροδάκινα — Απόφαση 2002/524/ΕΚ)

9

2004/C 300/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-299/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ — Εθνικά μέτρα με τα οποία απαιτείται ως προϋπόθεση για τη νηολόγηση πλοίου στις Κάτω Χώρες η κοινοτική ιθαγένεια ή η ιθαγένεια ΕΟΧ των μετόχων, των διαχειριστών και των φυσικών προσώπων που είναι αρμόδια για την τρέχουσα διαχείριση της κοινοτικής πλοιοκτήτριας εταιρίας — Εθνικά μέτρα κατά τα οποία οι διαχειριστές ναυτιλιακών εταιριών πρέπει να έχουν την κοινοτική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια ΕΟΧ και να έχουν την κατοικία τους εντός της Κοινότητας ή του ΕΟΧ)

10

2004/C 300/0

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-312/02, Βασίλειο της Σουηδίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Προσφυγή ακυρώσεως — ΕΓΤΠΕ — Δαπάνες που αποκλείονται από την κοινοτική χρηματοδότηση — Στήριξη στους παραγωγούς ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών — Κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος)

10

2004/C 300/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-313/02 (αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Nicole Wippel κατά Peek & Cloppenburg GmbH & Co. KG (Οδηγία 97/81/ΕΚ — Οδηγία 76/207/ΕΟΚ — Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση — Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων — Διάρκεια της εργασίας και οργάνωση του χρόνου εργασίας)

11

2004/C 300/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-328/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Γεωργία — Κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 3508/92 — Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων)

11

2004/C 300/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-336/02 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Landgericht Düsseldorf): Saatgut-Treuhandverwaltungsgesellschaft mbH κατά Brangewitz GmbH (Φυτικές ποικιλίες — Δικαιώματα επί των ποικιλιών αυτών — Άρθρα 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1768/95 — Χρησιμοποίηση εκ μέρους των καλλιεργητών του προϊόντος της συγκομιδής — Μεταποιητές — Υποχρέωση παροχής πληροφοριών στον κάτοχο των κοινοτικών δικαιωμάτων)

12

2004/C 300/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-340/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών — Αποστολή επικουρήσεως του κυρίου του έργου όσον αφορά μονάδα βιολογικού καθαρισμού — Ανάθεση στον επιτυχόντα προηγουμένου διαγωνισμού ιδεών χωρίς δημοσίευση προηγουμένως προκηρύξεως διαγωνισμού στην ΕΕΕΚ)

12

2004/C 300/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-379/02 (αίτηση του Østre Landsret για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Skatteministeriet κατά Imexpo Trading A/S (Κοινό δασμολόγιο — Δασμολογικές κλάσεις — Κατάταξη στη Συνδυασμένη Ονοματολογία — Υποστρώματα για τροχήλατες καρέκλες)

13

2004/C 300/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-402/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ — Αναγνώριση πτυχίων — Πρόσβαση στο επάγγελμα του ειδικευμένου εκπαιδευτή δημοσίων υπαλλήλων στον τομέα των επαγγελμάτων υγείας και των φορέων τοπικής αυτοδιοικήσεως — Έννοια του νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος — Επαγγελματική πείρα — Άρθρο 39 ΕΚ)

13

2004/C 300/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-409/02 P: Jan Pflugradt κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Αίτηση αναιρέσεως — Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Συμβατική φύση της εργασιακής σχέσεως — Τροποποίηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπει η σύμβαση εργασίας)

14

2004/C 300/8

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-426/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος — Κοινή εμπορική πολιτική — Εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως κρατών μελών και τρίτων χωρών — Τέλη για τη θεώρηση των τιμολογίων)

14

2004/C 300/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 12ης Οκτωβρίου 2004, Στην υπόθεση C-431/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (Επικίνδυνα απόβλητα — Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 91/689/ΕΟΚ)

15

2004/C 300/0

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως), της 5ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-442/02 (αίτηση του Conseil d'État για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Caixa-Bank France κατά Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie (Ελευθερία εγκαταστάσεως — Πιστωτικά ιδρύματα — Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τους τοκοφόρους λογαριασμούς καταθέσεων όψεως)

15

2004/C 300/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 21ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-447/02 P: ΚWS Saat AG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (Αναίρεση — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Διακριτικός χαρακτήρας — Χρώμα καθαυτό — Πορτοκαλί χρώμα)

16

2004/C 300/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 19ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-472/02 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour d'appel de Bruxelles): Siomab SA κατά Institut bruxellois pour la gestion de l'environnement (Περιβάλλον — Απόβλητα — Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 περί μεταφοράς αποβλήτων — Αρμοδιότητα της αρχής αποστολής για τον έλεγχο του χαρακτηρισμού του αντικειμένου της μεταφοράς (αξιοποίηση ή διάθεση) και αρμοδιότητά της να προβάλλει αντιρρήσεις επικαλούμενη πεπλανημένο χαρακτηρισμό — Τρόπος προβολής των αντιρρήσεων)

16

2004/C 300/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 21ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-8/03 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Bruxelles): Banque Bruxelles Lambert SA (BBL) κατά Βελγικού Δημοσίου (Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Άρθρα 4 και 9, παράγραφος 2, στοιχείο ε) — Έννοια του υποκειμένου στον φόρο — Τόπος παροχής των υπηρεσιών — ΕΕΜΚ)

17

2004/C 300/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 19ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-31/03 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof): Pharmacia Italia SpA (Κανονισμός (ΕΟΚ) 1768/92 — Φάρμακα — Συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας — Μεταβατικό καθεστώς — Διαδοχικές άδειες χρήσεως προϊόντος ως κτηνιατρικού φαρμάκου και ως φαρμάκου για ανθρώπινη χρήση)

17

2004/C 300/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-55/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας (Εργαζόμενοι — Αναγνώριση των διπλωμάτων — Ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας της πολιτικής αεροπορίας — Απαράδεκτο)

18

2004/C 300/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-60/03 (αίτηση του Bundesarbeitsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Wolff & Müller GmbH & Co. KG κατά José Filipe Pereira Félix (Άρθρο 49 ΕΚ — Περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών — Επιχείρηση του τομέα της οικοδομής — Υπεργολαβία — Υποχρέωση της επιχείρησης να εγγυηθεί ασφάλεια για την ελάχιστη αμοιβή των εργαζομένων που απασχολεί ο υπεργολάβος)

18

2004/C 300/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-106/03: Vedial SA κατά Γραφείου Eναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), (ΓΕΕΑ) (Αναίρεση — Κοινοτικό σήμα — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 — Κίνδυνος συγχύσεως — Λεκτικό και εικονιστικό σήμα HUBERT — Ανακοπή του δικαιούχου του εθνικού λεκτικού σήματος SAINT-HUBERT 41 — Το ΓΕΕΑ ως καθού ενώπιον του Πρωτοδικείου)

18

2004/C 300/8

Aπόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-143/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρο 28 EK — Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα υποχρέωση σημάνσεως των αλκαλικών ηλεκτρικών στηλών)

19

2004/C 300/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-189/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (Παράβαση κράτους μέλους — Ελευθερία παροχής υπηρεσιών — Περιορισμοί — Ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας)

19

2004/C 300/0

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-193/03 (αίτηση του Sozialgericht Stuttgart για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Betriebskrankenkasse der Robert Bosch GmbH κατά Bundesrepublik Deutschland (Κοινωνική ασφάλιση — Επιστροφή ιατρικών εξόδων που πραγματοποιήθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους — Άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 — Ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας το οποίο ακολουθεί μια απλοποιημένη διαδικασία πλήρους επιστροφής εξόδων για αποδείξεις πληρωμής μικροποσών)

20

2004/C 300/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-239/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλου — Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση — Άρθρα 4, παράγραφος 1, και 8 — Πρωτόκολλο σχετικά με την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση από χερσαίες πηγές — Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3 — Παράλειψη του κράτους μέλους να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει, να μειώσει και να καταπολεμήσει τη μαζική και παρατεινόμενη ρύπανση της λίμνης του Berre — Άδεια απορρίψεως υλών)

20

2004/C 300/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 12ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-263/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Παράλληλη εισαγωγή — Εισαγωγήφαρμακευτικών προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όμοιων με εγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα — Έγκριση διαθέσεως στην αγορά — Απουσία κανονιστικού πλαισίου)

21

2004/C 300/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, Στην υπόθεση C-275/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 89/665/EΟK — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Ελλιπής μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη)

21

2004/C 300/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 14ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-339/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 1999/22/ΕΚ — Διατήρηση άγριων ζώων σε ζωολογικούς κήπους — Μη εμπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη)

22

2004/C 300/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-341/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 98/49/ΕΚ)

22

2004/C 300/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 21ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-445/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (Παράβαση κράτους μέλους — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Υποχρεώσεις που επιβάλλει το κράτος μέλος υποδοχής στις αποσπώσες στο έδαφός του μισθωτούς εργαζομένους, υπηκόους τρίτου κράτους, επιχειρήσεις)

22

2004/C 300/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα), της 21ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-477/03 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ — Κοινοτικοί σιδηρόδρομοι — Ανάπτυξη — Άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις — Κατανομή της χωρητικότητας, χρέωση για τη χρήση της υποδομής και πιστοποίηση ασφάλειας — Παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσης προθεσμίας)

23

2004/C 300/8

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-483/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Iρλανδίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ — Κοινοτικοί σιδηρόδρομοι — Ανάπτυξη — Άδειες λειτουργίας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων — Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών, χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής και πιστοποίηση ασφαλείας — Μη μεταφορά των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη εντός της ταχθείας προθεσμίας)

23

2004/C 300/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 5ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-524/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γ. & Ε. Γιαννιώτης ΕΠΕ (Ρήτρα διαιτησίας — Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών — Τόκοι υπερημερίας — Ερημοδικία)

24

2004/C 300/0

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα), της 7ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση C-550/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ — Κοινοτικοί σιδηρόδρομοι — Ανάπτυξη — Άδειες σιδηροδρομικών επιχειρήσεων — Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών, χρεώσεις για τη χρήση της υποδομής και πιστοποίηση ασφάλειας — Παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη εντός της ταχθείσας προθεσμίας)

24

2004/C 300/1

Υπόθεση C-407/04 Ρ: Αίτηση αναιρέσεως της Dalmine SpA κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση Τ-50/00, Dalmine SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 (φαξ της 16ης Σεπτεμβρίου 2004)

25

2004/C 300/2

Υπόθεση C-409/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Administrative Court), με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2004, στην υπόθεση The Queen κατ' αίτηση των 1) Teleos plc 2) Unique Distribution Ltd 3) Synectiv Ltd 4) New Communications Ltd 5) Quest Trading Company Ltd 6) Phones International Ltd 7) AGM Associates Ltd 8) DVD Components Ltd 9) Fonecomp Ltd 10) Bulk GSM 11) Libratech Ltd 12) Rapid Marketing Services Ltd 13) Earthshine Ltd 14) Stardex (UK) Ltd κατά Commissioners of Customers and Excise

26

2004/C 300/3

Υπόθεση C-410/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε, με διάταξη της 22ας Ιουλίου 2004, το Tribunale Amministrativo Regionale per la Puglia, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Associazione Nazionale Autotrasporto Viaggiatori — A.N.A.V. και: Comune di Bari, καθώς και AMTAB Servizio S.p.A

27

2004/C 300/4

Υπόθεση C-412/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004

27

2004/C 300/5

Υπόθεση C-416/04 P: Αίτηση αναιρέσεως της εταιρίας The Sunrider Corporation κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση T-203/02, The Sunrider Corporation κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που υποβλήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004, όπου ο έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν ο Juan Espadafor Caba

29

2004/C 300/6

Υπόθεση C-417/04 P: Αίτηση αναιρέσεως της Regione Siciliana, που ασκήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 κατά της διατάξεως της 8ης Ιουλίου 2004, την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-341/02, Regione Siciliana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

30

2004/C 300/7

Υπόθεση C-421/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε η Audiencia Provincial de Barcelona (Sección Decimoquinta) (Ισπανία), με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση MATRATZEN CONCORD, AG κατά HUKLA-GERMANY, S.A.

31

2004/C 300/8

Υπόθεση C-423/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Social Security Commissioners, London με διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση Sarah Margaret Richards κατά Secretary of State for Work an Pensions

31

2004/C 300/9

Υπόθεση C-424/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

31

2004/C 300/0

Υπόθεση C-425/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

32

2004/C 300/1

Υπόθεση C-426/04 P: Αίτηση αναιρέσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης (EAR), που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004 κατά της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2004, την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-175/03, Norbert Schmitt κατά Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης (EAR)

32

2004/C 300/2

Υπόθεση C-430/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Bundesfinanzhof με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση Finanzamt Eisleben κατά Feuerbestattungsverein Halle e.V.

33

2004/C 300/3

Υπόθεση C-431/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Bundesgerichtshof με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2004 στο πλαίσιο εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως του Massachusetts Institute of Technology

33

2004/C 300/4

Υπόθεση C-432/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Edith Cresson, που ασκήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2004

34

2004/C 300/5

Υπόθεση C-433/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2004

34

2004/C 300/6

Υπόθεση C-434/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση Jan-Erik Anders Ahokainen και Mati Leppik κατά εισαγγελικής αρχής

35

2004/C 300/7

Υπόθεση C-435/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Cour de cassation (Βέλγιο) με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση Sébastien Victor Leroy κατά Εισαγγελικής Αρχής

35

2004/C 300/8

Υπόθεση C-436/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hof van Cassatie van België με απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Léopold Henri Van Esbroeck κατά Openbaar Ministerie

35

2004/C 300/9

Υπόθεση C437/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου, η οποία ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004

36

2004/C 300/0

Υπόθεση C-442/04: Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2004

36

2004/C 300/1

Διαγραφή των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-451/02 και C-452/02

37

2004/C 300/2

Διαγραφή της υποθέσεως C-237/03

37

2004/C 300/3

Διαγραφή της υποθέσεως C-256/03

37

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

2004/C 300/4

Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-310/00, MCI, Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ανταγωνισμός — Έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως — Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Αρμοδιότητα της Επιτροπής)

38

2004/C 300/5

Απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση Τ-216/03, Albado Ferrer de Moncada, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Υπάλληλοι — Έκθεση βαθμολογίας — Παρατυπίες στη διαδικασία — Αιτιολογία — Ακύρωση της εκθέσεως — Αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας)

38

2004/C 300/6

Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση Τ-313/02, David Meca-Medina, Igor Majcen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ανταγωνισμός — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Κανονιστική ρύθμιση για την καταπολέμηση της φαρμακοδιεγέρσεως, θεσπισθείσα από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) — Αμιγώς αθλητική κανονιστική ρύθμιση)

39

2004/C 300/7

Απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση Τ-16/03, Albado Ferrer de Moncada, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Υπάλληλοι — Έκθεση βαθμολογίας — Παρατυπίες στη διαδικασία — Αιτιολογία — Ακύρωση της εκθέσεως — Αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας)

39

2004/C 300/8

Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-216/03, Mario Paulo Tenreiro κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Υπάλληλοι — Κινητικότητα — Mη προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων)

40

2004/C 300/9

Διάταξη του Πρωτοδικείου, της 2ας Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-291/02, González y Díez SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚΑΧ — Κρατικές ενισχύσεις — Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή που κατέστη άνευ αντικειμένου — Κατάργηση δίκης — Διακανονισμός των εξόδων)

40

2004/C 300/0

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου, της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση Τ-310/03 R, Kreuzer Medien GmbH κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Ασφαλιστικά μέτρα — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Παραδεκτό αιτήσεως ασκηθείσας από παρεμβαίνοντα)

40

2004/C 300/1

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου, της 19ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση Τ-439/03 R ΙΙ, Ulrike Eppe κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ασφαλιστικά μέτρα — Διαγωνισμός — Νέα αίτηση — Παραδεκτό — Επείγον — Δεν υφίσταται)

41

2004/C 300/2

Υπόθεση T-277/04: Προσφυγή της Vitakraft-Werke Wührmann & Sohn GmbH & Co. KG, κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς η οποία ασκήθηκε στις 9 Ιουλίου 2004 (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

41

2004/C 300/3

Υπόθεση T-324/04: Προσφυγή-αγωγή του A F A κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 6 Αυγούστου 2004

42

2004/C 300/4

Υπόθεση T-334/04: Προσφυγή της House of Donuts International κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 11 Αυγούστου 2004

42

2004/C 300/5

Υπόθεση Τ-349/04: Πρoσφυγή της Parfümerie Douglas GmbH κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 23 Αυγούστου 2004

43

2004/C 300/6

Υπόθεση Τ-361/04: Προσφυγή της Δημοκρατίας της Αυστρίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2004

44

2004/C 300/7

Υπόθεση T-368/04: Προσφυγή-αγωγή του Luc Verheyden κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2004

44

2004/C 300/8

Υπόθεση T-372/04: Προσφυγή της Coopérative d' Exportation du Livre Français (C.E.L.F.) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2004

45

2004/C 300/9

Υπόθεση Τ-375/04: Προσφυγή των Grandits GmbH κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2004

45

2004/C 300/0

Υπόθεση T-380/04: Προσφυγή του Ιωάννη Τερεζάκη κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004

46

2004/C 300/1

Υπόθεση T-384/04: Προσφυγή της RB Square Holdings Spain S.L. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004

47

2004/C 300/2

Υπόθεση Τ-389/04: Προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004

47

2004/C 300/3

Υπόθεση T-390/04: Προσφυγή των Carla Piccinni-Leopardi, Carlos Martínez Mongay και Γεώργιου Καταλαγαριανάκη που ασκήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2004 κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

48

2004/C 300/4

Υπόθεση Τ-394/04: Προσφυγή του Guido Strack κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2004

48

2004/C 300/5

Υπόθεση Τ-395/04: Προσφυγή της Air One S.p.A. κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ασκήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2004

49

2004/C 300/6

Υπόθεση T-406/04: Προσφυγή-αγωγή του André Bonnet κατά του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

50

2004/C 300/7

Υπόθεση Τ-407/04: Προσφυγή της Benedicta Miguelez Herreras κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε την 1η Οκτωβρίου 2004

50

2004/C 300/8

Υπόθεση Τ-408/04: Προσφυγή της Anke Kröppelin κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

50

2004/C 300/9

Υπόθεση T-409/04: Προσφυγή του Benito Latino κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

51

2004/C 300/0

Υπόθεση Τ-411/04: Προσφυγή-αγωγή του Jean-Paul Keppenne κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2004

51

2004/C 300/1

Υπόθεση Τ-415/04: Προσφυγή των Vittoria Tebardi κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2004

52

2004/C 300/2

Υπόθεση T-417/04: Προσφυγή της Regione Autonoma Friuli Venezia Giulia κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoιvoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004

52

2004/C 300/3

Υπόθεση T-418/04: Προσφυγή των Confcooperative κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoιvoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004

53

2004/C 300/4

Υπόθεση Τ-420/04: Προσφυγή του Kenneth Blackler κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ασκήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2004

54

2004/C 300/5

Διαγραφή της υποθέσεως T-251/99

54

2004/C 300/6

Διαγραφή της υποθέσεως T-305/99

54

2004/C 300/7

Διαγραφή της υποθέσεως T-313/99

54

 

III   Πληροφορίες

2004/C 300/8

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΕΕ C 284 της 20.11.2004

55

 

Διορθωτικά

2004/C 300/9

Διορθωτικό της ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα στην υπόθεση C-310/01 (ΕΕ C 55 της 8.3.2003)

56

EL

 


I Ανακοινώσεις

Δικαστήριο

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-153/01: Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(ΕΓΤΠΕ - Εκκαθάριση λογαριασμών - Οικονομικά έτη 1996 έως 1998 - Απόφαση 2001/137/ΕΚ)

(2004/C 300/01)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Στην υπόθεση C-153/01, με αντικείμενο προσφυγή μερικής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, ασκηθείσα στις 9 Απριλίου 2001, Βασίλειο της Ισπανίας (εκπροσωπούμενο από τον S. Ortiz Vaamonde), κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπούμενης από την S. Pardo Quintillán), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J. N. Cunha Rodrigues, R. Schintgen και την F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Ακυρώνει την απόφαση 2001/137/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο μέτρο που με αυτήν εφαρμόζεται για το Βασίλειο της Ισπανίας οικονομική διόρθωση αντιστοιχούσα στο ποσό των 2 426 259 870 ESP, που αντιπροσωπεύουν τους τόκους που οφείλονταν στο πλαίσιο του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί των γαλακτοκομικών προϊόντων.

2)

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την προσφυγή.

3)

Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων.

4)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων.


(1)  ΕΕ C 186 της 30.6.2001.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-255/01 (αίτηση του Συμβουλίου Επικρατείας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Παναγιώτης Μαρκόπουλος κ.λπ. κατά Υπουργού Ανάπτυξης κ.λπ. (1)

(Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως - Όγδοη οδηγία 84/253/ΕΟΚ - Άρθρα 11 και 15 - Χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων - Δυνατότητα χορηγήσεως της άδειας σε πρόσωπα που δεν έχουν υποβληθεί σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας - Προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας σε υπηκόους άλλων κρατών μελών)

(2004/C 300/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-255/01, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα), με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουλίου 2001, στο πλαίσιο της υποθέσεως: Παναγιώτης Μαρκόπουλος κ.λπ. κατά Υπουργού Ανάπτυξης, Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, παρισταμένων των: Γεωργίου Σαμοθράκη κ.λπ. και Χρήστου Παναγιωτίδη, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts, S. von Bahr και K. Schiemann (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Το άρθρο 15 της όγδοης οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1984, βασιζόμενης στο άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ), της Συνθήκης ΕΟΚ, για τη χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων, επιτρέπει σε όλα τα κράτη μέλη να χορηγούν επαγγελματική άδεια στους πληρούντες τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, ήτοι σε όσους έχουν δικαίωμα, εντός του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, να διενεργούν τον νόμιμο έλεγχο των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και ασκούσαν τη δραστηριότητα αυτή έως την ημερομηνία που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 15, χωρίς να τους υποχρεώνουν σε προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας.

Ωστόσο, το εν λόγω άρθρο 15 δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο αυτό μετά την παρέλευση της προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ημερομηνία η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 1990.

2)

Το άρθρο 11 της όγδοης οδηγίας 84/253 επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής να χορηγεί άδεια ασκήσεως της δραστηριότητας του νομίμου ελέγχου των λογιστικών εγγράφων στους επαγγελματίες οι οποίοι έχουν ήδη λάβει άδεια εντός άλλου κράτους μέλους, χωρίς να τους υποβάλλει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας, αν οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής κρίνουν τα προσόντα των επαγγελματιών αυτών ισότιμα με εκείνα που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία του κράτους τους, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.


(1)  EE C 289 της 13.10.2001.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/2


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τμήμα μείζoνoς συνθέσεως)

της 5ης Οκτωβρίου 2004

στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01 (αιτήσεις του Arbeitsgericht Lörrach για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Bernhard Pfeiffer (C-397/01), Wilhelm Roith (C-398/01), Albert Süß (C-399/01), Michael Winter (C-400/01), Klaus Nestvogel (C-401/01), Roswitha Zeller (C-402/01), Matthias Döbele (C-403/01) κατά Deutsches Rotes Kreuz, Kreisverband Waldshut eV (1)

(Κοινωνική πολιτική - Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων - Οδηγία 93/104/ΕΚ - Πεδίο εφαρμογής - Πλήρωμα ασθενοφόρου επιφορτισμένο με την παροχή πρώτων βοηθειών στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών που προσφέρει ο Deutsches Rotes Kreuz - Περιεχόμενο της έννοιας «οδικές μεταφορές» - Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας - Γενική αρχή - Άμεσο αποτέλεσμα - Παρέκκλιση - Προϋποθέσεις)

(2004/C 300/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-397/01 έως C-403/01, με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Arbeitsgericht Lörrach (Γερμανία), με αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2001, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 12 Οκτωβρίου 2001, στο πλαίσιο των δικών Bernhard Pfeiffer (C-397/01), Wilhelm Roith (C-398/01), Albert Süß (C-399/01), Michael Winter (C-400/01), Klaus Nestvogel (C-401/01), Roswitha Zeller (C-402/01), Matthias Döbele (C-403/01) κατά Deutsches Rotes Kreuz, Kreisverband Waldshut eV, το Δικαστήριο (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως), συγκείμενο από τον Β. Σκουρή, Πρόεδρο, τους P. Jann, C.W.A. Timmermans, C. Gulmann, J.-P. Puissochet και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμήματος, τον R. Schintgen (εισηγητή), τις F. Macken και N. Colneric, τους S. von Bahr και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας, εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

α)

Τα άρθρα 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, και 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχουν την έννοια ότι η δραστηριότητα των ειδικευμένων στην παροχή πρώτων βοηθειών νοσοκόμων, στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας επείγουσας παροχής πρώτων βοηθειών, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών.

β)

Ο όρος «οδικές μεταφορές», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/104, έχει την έννοια ότι δεν αφορά τη δραστηριότητα μιας υπηρεσίας παροχής επείγουσας ιατρικής βοήθειας, μολονότι η δραστηριότητα αυτή συνίσταται, τουλάχιστον εν μέρει, στη χρήση οχήματος και στη συνοδεία του ασθενούς κατά τη διαδρομή προς το νοσοκομείο.

2)

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο β), i, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 93/104 έχει την έννοια ότι επιτάσσει τη ρητή και ελεύθερη συναίνεση κάθε εργαζομένου προσωπικώς προκειμένου να είναι νόμιμη η υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας των 48 ωρών, την οποία προβλέπει το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας. Δεν αρκεί προς τούτο να αναφέρεται η σύμβαση εργασίας του ενδιαφερομένου σε συλλογική σύμβαση επιτρέπουσα την υπέρβαση αυτή.

3)

Το άρθρο 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104 έχει την έννοια ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, απαγορεύει την κανονιστική ρύθμιση ενός κράτους μέλους η οποία, όσον αφορά τις περιόδους επιφυλακής («Arbeitsbereitschaft») τις οποίες πραγματοποιούν ειδικευμένοι στην παροχή πρώτων βοηθειών νοσοκόμοι στο πλαίσιο υπηρεσίας παροχής επείγουσας ιατρικής βοήθειας ενός οργανισμού όπως ο Deutsches Rotes Kreuz, έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπει, ενδεχομένως μέσω συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή επιχειρησιακής συμφωνίας βασιζόμενης στη σύμβαση αυτή, υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας των 48 ωρών την οποία καθορίζει η διάταξη αυτή·

η εν λόγω διάταξη πληροί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την παραγωγή αμέσου αποτελέσματος·

ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών, υποχρεούται, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες έχουν προσαρμοσθεί με σκοπό τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος καθώς και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει. Συνεπώς, στις υποθέσεις των κυρίων δικών, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να προβεί σε κάθε ενέργεια που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του ώστε να εμποδίσει την υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας, η οποία καθορίζεται σε 48 ώρες δυνάμει του άρθρου 6, σημείο 2, της οδηγίας 93/104.


(1)  ΕΕ C 3 της 5.1.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(ολομέλεια)

της 5ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-475/01: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Παράβαση του άρθρου 90, πρώτο εδάφιο, ΕΚ - Ειδικοί φόροι καταναλώσεως επί της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών - Εφαρμογή για το ούζο συντελεστή μικρότερου από εκείνον που ισχύει για τα άλλα αλκοολούχα ποτά - Σύννομο του συντελεστή αυτού σε σχέση με οδηγία κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 230 ΕΚ προθεσμίας)

(2004/C 300/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-475/01, που έχει ως αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 6 Δεκεμβρίου 2001, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: E. Traversa και M. Κοντού-Durande), υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωποι: K. Manji) κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: A. Σαμώνη-Ράντου και Π. Μυλωνόπουλος), το Δικαστήριο (ολομέλεια), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, C. Gulmann, J.-P. Puissochet και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμήματος, R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

3)

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας, και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


(1)  EE C 68 της 16.3.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-36/02 (αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Omega Spielhallen- und Automatenaufstellungs GmbH κατά Oberbürgermeisterin der Bundesstadt Bonn (1)

(Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Περιορισμοί - Δημόσια τάξη - Ανθρώπινη αξιοπρέπεια - Προστασία των θεμελιωδών αξιών που κατοχυρώνει το εθνικό Σύνταγμα - «Εικονικοί φόνοι στο πλαίσιο παιγνίου»)

(2004/C 300/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-36/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία), με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Omega Spielhallen- und Automatenaufstellungs GmbH κατά Oberbürgermeisterin der Bundesstadt Bonn, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts και S. von Bahr, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει την απαγόρευση οικονομικής δραστηριότητας συνιστάμενης στην εμπορική εκμετάλλευση εικονικών φόνων στο πλαίσιο παιγνίου η οποία επιβλήθηκε με εθνικό μέτρο απαγορεύσεως ληφθέν για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξεως, επειδή η δραστηριότητα αυτή θίγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.


(1)  ΕΕ C 109 της 4.5.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/4


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-39/02 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα από το Højesteret): Mærsk Olie & Gas A/S κατά Firma M. de Haan en W. de Boer (1)

(Σύμβαση των Βρυξελλών - Διαδικασία συστάσεως κεφαλαίου για τον περιορισμό της ευθύνης από τη χρήση πλοίου - Αγωγή αποζημιώσεως - Άρθρο 21 - Εκκρεμοδικία - Ταύτιση των διαδίκων - Δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο της διαφοράς - Ταύτιση αιτίας και αντικειμένου - Δεν συντρέχει - Άρθρο 25 - Έννοια της αποφάσεως - Άρθρο 27, σημείο 2 - Άρνηση αναγνωρίσεως)

(2004/C 300/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η δανική

Στην υπόθεση C-39/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υποβληθείσα από το Højesteret (Δανία), με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Φεβρουαρίου 2002, στη δίκη Mærsk Olie & Gas A/S κατά Firma M. de Haan en W. de Boer, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή) και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Αφενός η αίτηση που υποβάλλει πλοιοκτήτης ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους μέλους με σκοπό τη σύσταση κεφαλαίου για τον περιορισμό της ευθύνης του, μολονότι αυτή προσδιορίζει το ενδεχόμενο θύμα της ζημίας, και αφετέρου αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους μέλους από το εν λόγω θύμα κατά του πλοιοκτήτη δεν δημιουργούν εκκρεμοδικία κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας.

2)

Απόφαση περί συστάσεως κεφαλαίου για τον περιορισμό της ευθύνης, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, συνιστά δικαστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 25 της Συμβάσεως αυτής.

3)

Απόφαση περί συστάσεως κεφαλαίου για τον περιορισμό της ευθύνης, η οποία δεν έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο πιστωτή, ακόμη και αν αυτός έχει ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως αυτής για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος μέλος, κατά το άρθρο 27, σημείο 2, της εν λόγω Συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι έχει κοινοποιηθεί ή επιδοθεί νομότυπα και έγκαιρα στον εναγόμενο.


(1)  ΕΕ C 109 της 4.5.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/4


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-55/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 1, 6 και 7 της οδηγίας 98/59/ΕΚ - Έννοια της «ομαδικής απολύσεως» - Καθεστώς των κατ' εξομοίωση απολύσεων - Ελλιπής μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη)

(2004/C 300/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Στην υπόθεση C-55/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 22 Φεβρουαρίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Sack και M. França) κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: L. Fernandes και F. Ribeiro Lopes), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, F. Macken, N. Colneric (εισηγήτρια) και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Πορτογαλική Δημοκρατία, περιορίζοντας την έννοια των ομαδικών απολύσεων στις απολύσεις για διαρθρωτικής, τεχνολογικής ή συγκυριακής φύσεως λόγους και μη διευρύνοντας την έννοια αυτή ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται με τον ίδιο τον εργαζόμενο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1 και 6 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις.

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 97 της 20.4.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/5


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-64/02 P: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) κατά Erpo Möbelwerk GmbH (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Λεκτικό σύμπλεγμα DAS PRINZIP DER BEQUEMLICHKEIT - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως - Διακριτικός χαρακτήρας - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) 40/94)

(2004/C 300/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-64/02 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως υποβληθείσα βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού του Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2002, Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωποι: A. von Mühlendahl και G. Schneider), υποστηριζόμενο από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (εκπρόσωποι: P. Ormond, C. Jackson, M. Bethell και M. Tappin, επικουρούμενοι από τον D. Alexander) όπου ο έτερος διάδικος είναι η Erpo Möbelwerk GmbH (δικηγόροι: S. von Petersdorff-Campen, και H. von Rohr), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 21 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στα δικαστικά έξοδα.

3)

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


(1)  ΕΕ C 109 της 4.5.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/5


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-103/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 75/442/EΟΚ και 91/689/EΟΚ - Έννοια της ποσότητας αποβλήτων - Απαλλαγή από την υποχρέωση λήψεως αδείας)

(2004/C 300/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Στην υπόθεση C-103/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 20 Μαρτίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: R. Wainwright και R. Amorosi) κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: I. Braguglia, επικουρούμενος από τον Μ. Fiorilli), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και S. von Bahr (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας, στο διάταγμα της 5ης Φεβρουαρίου 1998 περί του ακριβούς προσδιορισμού των μη επικινδύνων αποβλήτων που υπόκεινται στις απλοποιημένες διαδικασίες αξιοποιήσεως, κατά την έννοια των άρθρων 31 και 33 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 22 της 5ης Φεβρουαρίου 1997, να καθορίσει τις μέγιστες ποσότητες αποβλήτων, ανά είδος αποβλήτων, που μπορούν να αξιοποιηθούν υπό καθεστώς απαλλαγής από την υποχρέωση λήψεως αδείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 10 και 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991.

2)

Η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να προσδιορίσει επακριβώς τα είδη αποβλήτων που εμπίπτουν στις κατηγορίες τεχνικών προτύπων 5.9 και 7.8 του παραρτήματος 1 του διατάγματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/442, όπως τροποποιήθηκε, και από το άρθρο 3 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα.

3)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


(1)  EE C 118 της 18.5.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/6


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-113/02 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (1)

(Κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων - Οδηγία 75/442/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων - Εθνικό μέτρο το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα να προβληθούν αντιρρήσεις κατά των μεταφορών αποβλήτων για αξιοποίηση όταν το 20 % των αποβλήτων δύναται να αξιοποιηθεί στην ημεδαπή και το ποσοστό των αποβλήτων που μπορούν να αξιοποιηθούν στη χώρα προορισμού είναι μικρότερο - Μέτρο ενός κράτους μέλους το οποίο κατατάσσει μια εργασία στο σημείο R 1 (αξιοποίηση με καύση) του παραρτήματος ΙI B της οδηγίας 75/442 ή στο σημείο D 10 (διάθεση με καύση) του παραρτήματος II A της ίδιας οδηγίας με κριτήριο όχι την πραγματική χρήση, αλλά τη θερμογόνο αξία του καμένου αποβλήτου)

(2004/C 300/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Στην υπόθεση C-113/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 27 Μαρτίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. van Lier, επικουρούμενος από τους Μ. van der Woude και R. Wezenbeek-Geuke) κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (εκπρόσωπος: H. G. Sevenster), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, και από το άρθρο 1, στοιχεία ε) και στ), της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, και με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996.

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 144 της 15.6.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/6


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-136/02 P, Mag Instrument Inc. κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 - Τρισδιάστατες μορφές φακών τσέπης - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Διακριτικός χαρακτήρας)

(2004/C 300/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-136/02 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 8 Απριλίου 2002, 5Mag Instrument Inc., με έδρα το Oντάριο, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), (εκπρόσωποι: αρχικώς, A. Nette, G. Rahn, W. von der Osten-Sacken και H. Stratmann, κατόπιν, W. von der Osten-Sacken, U. Hocke και A. Spranger, Rechtsanwälte), όπου ο έτερος διάδικος ήταν το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωπος: D. Schennen), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues και F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε, στις 7 Οκτωβρίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει τη Mag Instrument Inc. στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 144 της 15.6.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/7


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-173/02: Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(Κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 - Κοινή οργάνωση της αγοράς του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων - Απόφαση της Επιτροπής περί απαγορεύσεως ενισχύσεως για την αγορά ποσοστώσεων γάλακτος)

(2004/C 300/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Στην υπόθεση C-173/02, με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η οποία ασκήθηκε στις 13 Μαΐου 2002, Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ortiz Vaamonde, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενης από τον J. L. Buendía Sierra, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε, στις 14 Οκτωβρίου 2004, απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 169 της 13.7.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/7


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(ολομέλεια)

της 19ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-200/02 (αίτηση της Immigration Appellate Authority για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Kunqian Catherine Zhu, Man Lavette Chen κατά Secretary of State for the Home Department (1)

(Δικαίωμα διαμονής - Τέκνο που έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους αλλά διαμένει σε άλλο κράτος μέλος - Γονείς υπήκοοι τρίτου κράτους - Δικαίωμα διαμονής της μητέρας στο άλλο κράτος μέλος)

(2004/C 300/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Στην υπόθεση C-200/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε η Immigration Appellate Authority (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 27ης Μαΐου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαΐου 2002, στο πλαίσιο της υποθέσεως: Kunqian Catherine Zhu, Man Lavette Chen κατά Secretary of State for the Home Department, το Δικαστήριο (ολομέλεια), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, R. Schintgen, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 19 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 18 ΕΚ και η οδηγία 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής, απονέμουν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, στον μικρής ηλικίας ανήλικο υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος διαθέτει τη δέουσα υγειονομική ασφάλιση και συντηρείται από γονέα, υπήκοο τρίτου κράτους, του οποίου οι πόροι επαρκούν ώστε να μην επιβαρύνει ο πρώτος τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής, δικαίωμα διαμονής αόριστης διάρκειας στο έδαφος του τελευταίου αυτού κράτους. Στην περίπτωση αυτή, οι ίδιες αυτές διατάξεις επιτρέπουν στον γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του υπηκόου αυτού να διαμένει μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής.


(1)  EE C 180 της 27.7.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/7


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(ολομέλεια)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-222/02 (αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Peter Paul, Cornelia Sonnen-Lütte, Christel Mörkens κατά Bundesrepublik Deutschland (1)

(Πιστωτικά ιδρύματα - Σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων - Οδηγία 94/19/ΕΚ - Οδηγίες 77/780/ΕΟΚ, 89/299/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ - Μέτρα ελέγχου της αρμόδιας αρχής για την προστασία του καταθέτη - Ευθύνη των εποπτικών αρχών για ζημίες οφειλόμενες σε πλημμελή εποπτεία)

(2004/C 300/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-222/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, η οποία υποβλήθηκε από το Bundesgerichtshof (Γερμανία), με απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Peter Paul, Cornelia Sonnen-Lütte, Christel Mörkens κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το Δικαστήριο (ολομέλεια), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, προέδρους τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), J.-P. Puissochet, R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Εφόσον διασφαλίζεται η αποζημίωση των καταθετών, σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, δεν μπορεί να δοθεί στις παραγράφους 2 έως 5 του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής η ερμηνεία ότι απαγορεύει εθνικό κανόνα, δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής.

2)

Η πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, η οδηγία 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1989, σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και η δεύτερη οδηγία 89/646/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της οδηγίας 77/780, δεν απαγορεύουν εθνικό κανόνα, δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής.


(1)  ΕΕ C 202 της 24.8.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/8


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-247/02 (αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Sintesi SpA κατά Autorità per la Vigilanza sui Lavori Pubblici (1)

(Οδηγία 93/37/ΕΟΚ - Συμβάσεις κατασκευής δημοσίων έργων - Σύναψη συμβάσεων - Δικαίωμα της αναθέτουσας αρχής να επιλέξει μεταξύ του κριτηρίου της χαμηλότερης τιμής και της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς)

(2004/C 300/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Στην υπόθεση C-247/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Ιταλία), με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Sintesi SpA κατά Autorità per la Vigilanza sui Lavori Pubblici, παρισταμένης της: Ingg. Provera e Carrassi SpA, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J. P. Puissochet, R. Schintgen (εισηγητή), F. Macken και N. Colneric, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: Mùgica Azarmendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία, κατά τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων κατόπιν ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας υποβολής προσφορών, υποχρεώνει κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο την αναθέτουσα αρχή να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής.


(1)  ΕΕ C 202 της 24.8.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/8


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση C-276/02: Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(Κρατικές ενισχύσεις - Έννοια - Μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους μιας επιχειρήσεως - Συμπεριφορά των εθνικών αρχών κατόπιν δηλώσεως παύσεως πληρωμών)

(2004/C 300/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Στην υπόθεση C-276/02, με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, ασκηθείσα στις 23 Ιουλίου 2002, Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: S. Ortiz Vaamonde) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: V. Kreuschitz και J. L. Buendía Sierra), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet (εισηγητή), J. N. Cunha Rodrigues και F. Macken, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Μ. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Σεπτεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Ακυρώνει την απόφαση 2002/935/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2002, σχετικά με κρατική ενίσχυση υπέρ του Grupo de Empresas Álvarez.

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 219 της 14.9.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/9


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-288/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(Θαλάσσιες μεταφορές - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Θαλάσσιες ενδομεταφορές)

(2004/C 300/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-288/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 9 Αυγούστου 2002,Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: K. Simonsson και Μ. Πατακιά) κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: Ε.-Μ. Μαμούνα), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα),συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann και R. Schintgen, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε την 21η Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Ελληνική Δημοκρατία, θεωρώντας την Πελοπόννησο νησί και εφαρμόζοντας, ως κράτος υποδοχής, στα κοινοτικά κρουαζιερόπλοια άνω των 650 GT που πραγματοποιούν θαλάσσιες ενδομεταφορές στα νησιά τους εθνικούς της κανόνες σχετικά με τους όρους επάνδρωσης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1, 3 και 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ).

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


(1)  ΕΕ C 247 της 12.10.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/9


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-298/02: Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(ΕΓΤΕ - Ενίσχυση της παραγωγής στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά - Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1558/91 - Άρθρο 1 - Αχλάδια και ροδάκινα - Απόφαση 2002/524/ΕΚ)

(2004/C 300/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Στην υπόθεση C-298/02, Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: M. Braguglia, επικουρούμενος από τον M. Fiorilli) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: C. Cattabriga, επικουρούμενη από τον M. Moretto), που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ στις 21 Αυγούστου 2002, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric (εισηγήτρια), J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič και E. Levits, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η προσφυγή απορρίπτεται.

2)

Η Ιταλική Δημοκρατία καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 261 της 26.10.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/10


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-299/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ - Εθνικά μέτρα με τα οποία απαιτείται ως προϋπόθεση για τη νηολόγηση πλοίου στις Κάτω Χώρες η κοινοτική ιθαγένεια ή η ιθαγένεια ΕΟΧ των μετόχων, των διαχειριστών και των φυσικών προσώπων που είναι αρμόδια για την τρέχουσα διαχείριση της κοινοτικής πλοιοκτήτριας εταιρίας - Εθνικά μέτρα κατά τα οποία οι διαχειριστές ναυτιλιακών εταιριών πρέπει να έχουν την κοινοτική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια ΕΟΧ και να έχουν την κατοικία τους εντός της Κοινότητας ή του ΕΟΧ)

(2004/C 300/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Στην υπόθεση C-299/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 23 Αυγούστου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπούμενη από τους K. H. I. Simonsson και H. M. H. Speyart) κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (εκπροσωπούμενου από τον H. G. Sevenster και την S. Terstal), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και την R. Silva de Lapuerta, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ στη νομοθεσία του το άρθρο 311 του Wetboek van Koophandel και το άρθρο 8:169 του Burgerlijk Wetboek βάσει των οποίων καθορίζονται οι προϋποθέσεις σχετικά με:

την ιθαγένεια των μετόχων πλοιοκτητριών εταιριών ποντοπόρων πλοίων που επιθυμούν τη νηολόγηση των πλοίων στις Κάτω Χώρες,

την ιθαγένεια των διαχειριστών πλοιοκτητριών εταιριών ποντοπόρων πλοίων που επιθυμούν τη νηολόγηση των πλοίων στις Κάτω Χώρες,

την ιθαγένεια των φυσικών προσώπων που είναι αρμόδια για την τρέχουσα διαχείριση της εγκαταστάσεως από την οποία ασκούνται στις Κάτω Χώρες οι δραστηριότητες θαλάσσιων μεταφορών πλοίων εγγεγραμμένων στα ολλανδικά νηολόγια,

την ιθαγένεια των διαχειριστών πλοιοκτητριών εταιριών ποντοπόρων πλοίων νηολογημένων στις Κάτω Χώρες, και

την κατοικία των διαχειριστών πλοιοκτητριών εταιριών ποντοπόρων πλοίων νηολογημένων στις Κάτω Χώρες,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και §48 ΕΚ.

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 247 της 12.10.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/10


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-312/02, Βασίλειο της Σουηδίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(Προσφυγή ακυρώσεως - ΕΓΤΠΕ - Δαπάνες που αποκλείονται από την κοινοτική χρηματοδότηση - Στήριξη στους παραγωγούς ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών - Κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος)

(2004/C 300/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική

Στην υπόθεση C-312/02, με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 4 Σεπτεμβρίου 2002, Βασίλειο της Σουηδίας (εκπρόσωπος: K. Renman) κατά Eπιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: K. Simonsson), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), R. Schintgen και F. Macken, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 261 της 26.10.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/11


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-313/02 (αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Nicole Wippel κατά Peek & Cloppenburg GmbH & Co. KG (1)

(Οδηγία 97/81/ΕΚ - Οδηγία 76/207/ΕΟΚ - Κοινωνική πολιτική - Ίση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Διάρκεια της εργασίας και οργάνωση του χρόνου εργασίας)

(2004/C 300/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-313/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία), με απόφαση της 8ης Αυγούστου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Σεπτεμβρίου 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας Nicole Wippel κατά Peek & Cloppenburg GmbH & Co. KG, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, προέδρους τμημάτων, και τους J.-P. Puissochet, R. Schintgen, F. Macken (εισηγήτρια), J. N. Cunha Rodrigues και K. Schiemann, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας, η οποία ορίζει ότι η διάρκεια της εργασίας και η οργάνωση του χρόνου εργασίας εξαρτώνται από τον ανακύπτοντα φόρτο εργασίας, καθορίζονται δε μόνον κατά περίπτωση από κοινού μεταξύ των μερών, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.

Ο εργαζόμενος αυτός εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, εάν:

έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας, προσδιοριζομένη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος·

είναι εργαζόμενος [μισθωτός] του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε εβδομαδιαία βάση ή κατά μέσο όρο για μια περίοδο απασχόλησης ενός έτους, είναι λιγότερες από τις κανονικές ώρες εργασίας ενός συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση, κατά την έννοια της ρήτρας 3, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, και

το κράτος μέλος δεν εξαίρεσε εντελώς ή εν μέρει, δυνάμει της ρήτρας 2, παράγραφος 2, αυτής της συμφωνίας-πλαισίου, τους εργαζομένους με μερική απασχόληση, που εργάζονται σε ευκαιριακή βάση, από τις ευεργετικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας.

2)

Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην οδηγία 97/81 και τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχουν την έννοια ότι:

δεν απαγορεύουν διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 3 του Arbeitszeitgesetz (νόμου περί του χρόνου εργασίας), η οποία ορίζει τη μέγιστη διάρκεια εργασίας σε, κατ' αρχήν, 40 ώρες εβδομαδιαίως και 8 ώρες ημερησίως, ως εκ τούτου δε διέπει επίσης τη μέγιστη διάρκεια εργασίας και την οργάνωση του χρόνου εργασίας τόσο των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση όσο και αυτών με μερική απασχόληση·

σε περίπτωση που οι συμβάσεις εργασίας όλων των λοιπών εργαζομένων επιχειρήσεως ορίζουν τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας και την οργάνωση του χρόνου εργασίας, οι ως άνω διατάξεις δεν απαγορεύουν σύμβαση εργασίας με μερική απασχόληση εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας και η οργάνωση του χρόνου εργασίας δεν είναι σταθερές, αλλά εξαρτώνται από τις ανάγκες του ανακύπτοντος φόρτου εργασίας, καθοριζόμενες κατά περίπτωση, οι εργαζόμενοι δε αυτοί δικαιούνται να επιλέξουν να δεχθούν ή να αρνηθούν την εν λόγω εργασία.


(1)  EE C 289 της 23.11.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/11


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-328/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Γεωργία - Κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 3508/92 - Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων)

(2004/C 300/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-328/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, που ασκήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μ. Κοντού-Durande, κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τους Β. Κοντόλαιμο και Ι. Χαλκιά, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, F. Macken (εισηγήτρια), J. Malenovský και U. Lõhmus, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε, στις 12 Οκτωβρίου 2004, απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα για την πλήρη εφαρμογή του άρθρου 2, στοιχεία α) και ε), του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ως άνω κανονισμό.

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Ελληνική Δημοκρατία φέρουν εκάστη τα δικαστικά τους έξοδα.


(1)  ΕΕ C 261 της 26.10.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/12


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-336/02 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Landgericht Düsseldorf): Saatgut-Treuhandverwaltungsgesellschaft mbH κατά Brangewitz GmbH (1)

(Φυτικές ποικιλίες - Δικαιώματα επί των ποικιλιών αυτών - Άρθρα 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1768/95 - Χρησιμοποίηση εκ μέρους των καλλιεργητών του προϊόντος της συγκομιδής - Μεταποιητές - Υποχρέωση παροχής πληροφοριών στον κάτοχο των κοινοτικών δικαιωμάτων)

(2004/C 300/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-336/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Landgericht Düsseldorf (Γερμανία), με απόφαση της 8ης Αυγούστου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Σεπτεμβρίου 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας Saatgut-Treuhandverwaltungsgesellschaft mbH κατά Brangewitz GmbH, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1768/95 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με τη γεωργική εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι προβλέπουν για τον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας τη δυνατότητα να ζητήσει από έναν μεταποιητή τις πληροφορίες που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, όταν ο κάτοχος δεν διαθέτει ενδείξεις περί του ότι ο μεταποιητής παρέσχε ή προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες μεταποιήσεως του προϊόντος της συγκομιδής το οποίο ελήφθη από τους καλλιεργητές με τη φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού μιας ποικιλίας, εκτός των υβριδίων ή των σύνθετων ποικιλιών, η οποία ανήκει στον κάτοχο, καλύπτεται από το ως άνω δικαίωμα και εμπίπτει σε ένα από τα φυτικά είδη που απαριθμούνται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, με σκοπό τη φύτευσή του.

2)

Οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 3, έκτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1768/95, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν ο κάτοχος διαθέτει ένδειξη περί του ότι ο μεταποιητής παρέσχε ή προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες μεταποιήσεως του προϊόντος της συγκομιδής το οποίο ελήφθη από τους καλλιεργητές με τη φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού μιας ποικιλίας, εκτός των υβριδίων ή των σύνθετων ποικιλιών, η οποία ανήκει στον κάτοχο, καλύπτεται από κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών και εμπίπτει σε ένα από τα φυτικά είδη που απαριθμούνται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94, με σκοπό τη φύτευσή του, ο μεταποιητής οφείλει να του παράσχει χρήσιμες πληροφορίες όχι μόνο σχετικά με τους καλλιεργητές ως προς τους οποίους ο κάτοχος διαθέτει ενδείξεις περί του ότι ο μεταποιητής παρέσχε ή προτίθεται να παράσχει τις εν λόγω υπηρεσίες, αλλά και σχετικά με όλους τους άλλους καλλιεργητές στους οποίους ο μεταποιητής παρέσχε ή προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες μεταποιήσεως του προϊόντος της συγκομιδής το οποίο ελήφθη με τη φύτευση πολλαπλασιαστικού υλικού της σχετικής ποικιλίας όταν η επίμαχη ποικιλία δηλώθηκε στον μεταποιητή ή περιήλθε σε γνώση του.


(1)  ΕΕ C 289 της 23.11.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/12


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-340/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους - Οδηγία 92/50/ΕΟΚ - Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών - Αποστολή επικουρήσεως του κυρίου του έργου όσον αφορά μονάδα βιολογικού καθαρισμού - Ανάθεση στον επιτυχόντα προηγουμένου διαγωνισμού ιδεών χωρίς δημοσίευση προηγουμένως προκηρύξεως διαγωνισμού στην ΕΕΕΚ)

(2004/C 300/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-340/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 24 Σεπτεμβρίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: M. Nolin) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. Bergues, S. Pailler και D. Petrausch), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr και K. Schiemann (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Γαλλική Δημοκρατία, εφόσον η Communauté urbaine du Mans ανέθεσε τη σύμβαση μελετών όσον αφορά την επικούρηση του κυρίου του έργου σχετικά με τη μονάδα βιολογικού καθαρισμού της Chauvinière χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, και ειδικότερα από το άρθρο 15, παράγραφος 2.

2)

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 289 της 23.11.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/13


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(έκτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-379/02 (αίτηση του Østre Landsret για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Skatteministeriet κατά Imexpo Trading A/S (1)

(Κοινό δασμολόγιο - Δασμολογικές κλάσεις - Κατάταξη στη Συνδυασμένη Ονοματολογία - Υποστρώματα για τροχήλατες καρέκλες)

(2004/C 300/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η δανική

Στην υπόθεση C-379/02, που έχει ως αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Østre Landsret (Δανία), με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Οκτωβρίου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Skatteministeriet κατά Imexpo Trading A/S, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr και A. Borg Barthet δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Η Συνδυασμένη Ονοματολογία του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο, όπως τροποποιήθηκε, αντιστοίχως, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1734/96 της Επιτροπής, της 9ης Σεπτεμβρίου 1996, με τον κανονισμό (ΕΚ) 2086/97 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 1997, με τον κανονισμό (ΕΚ) 2261/98 της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1998, και με τον κανονισμό (ΕΚ) 2204/99 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 1999, έχει την έννοια ότι, σε διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης στην οποία υποστηρίζεται εκατέρωθεν από τους διαδίκους ότι τα υποστρώματα για τροχήλατες καρέκλες από πλαστικές ύλες, όπως αυτά για τα οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, εμπίπτουν στη διάκριση 3918 10 90 ή στη διάκριση 9403 70 90 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, πρέπει να προτιμάται η πρώτη από τις ως άνω κλάσεις.


(1)  EE C 7 της 11.1.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/13


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-402/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ - Αναγνώριση πτυχίων - Πρόσβαση στο επάγγελμα του ειδικευμένου εκπαιδευτή δημοσίων υπαλλήλων στον τομέα των επαγγελμάτων υγείας και των φορέων τοπικής αυτοδιοικήσεως - Έννοια του “νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος” - Επαγγελματική πείρα - Άρθρο 39 ΕΚ)

(2004/C 300/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-402/02, που έχει ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ασκηθείσα στις 12 Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: Μ. Πατακιά και D. Martin) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. de Bergues και A. Colomb), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τον C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, τους C. Gulmann, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues και F. Macken, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως των πτυχίων σύμφωνα με τις επιταγές των οδηγιών 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, και 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ, για την πρόσβαση στο επάγγελμα του ειδικευμένου εκπαιδευτή δημοσίων υπαλλήλων στον τομέα των επαγγελμάτων υγείας, αφενός, και των φορέων της τοπικής αυτοδιοικήσεως, αφετέρου, καθώς και διατηρώντας εθνική ρύθμιση και πρακτική της επιτροπής εξομοιώσεως των διπλωμάτων μη προβλέπουσες τη λήψη υπόψη της επαγγελματικής πείρας των διακινουμένων εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές και από το άρθρο 39 ΕΚ.

2)

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 323 της 21.12.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/14


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-409/02 P: Jan Pflugradt κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας - Συμβατική φύση της εργασιακής σχέσεως - Τροποποίηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπει η σύμβαση εργασίας)

(2004/C 300/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-409/02 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 2002, Jan Pflugradt (δικηγόρος: N. Pflüger), όπου ο έτερος διάδικος είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εκπρόσωποι: V. Saintot και T. Gilliams, επικουρούμενοι από τον B. Wägenbaur), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), K. Lenaerts και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει τον J. Pflugradt στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 19 της 25.1.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/14


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-426/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος - Κοινή εμπορική πολιτική - Εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως κρατών μελών και τρίτων χωρών - Τέλη για τη θεώρηση των τιμολογίων)

(2004/C 300/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-426/02, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 22 Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και Μ. Κωνσταντινίδη, κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τις Κ. Σαμώνη-Ράντου και Ν. Δαφνίου, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, και τους C. Gulmann (εισηγητή), S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε, στις 21 Οκτωβρίου 2004, απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων τέλος για τη θεώρηση τιμολογίων εισαγωγής πρώτων υλών φαρμακευτικής χρήσης καθώς και έτοιμων και ημιέτοιμων φαρμάκων, προερχομένων από άλλα κράτη μέλη ή από τρίτες χώρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 133 ΕΚ.

2)

Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 31 της 8.2.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/15


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

Στην υπόθεση C-431/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (1)

(Επικίνδυνα απόβλητα - Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 91/689/ΕΟΚ)

(2004/C 300/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Στην υπόθεση C-431/02, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκηθείσα, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, στις 28 Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένη από τους X. Lewis και Μ. Κωνσταντινίδη) κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπροσωπουμένης από την P. Ormond και τον K. Manji, επικουρούμενους από τη Μ. Δημητρίου, barrister), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο του τμήματος, A. Borg Barthet, F. Macken (εισηγήτρια), S. von Bahr και U. Lõhmus, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 1, παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 2, παράγραφοι 1, 2 και 4, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 4, το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, και το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 377, σ. 20), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ως άνω οδηγία και από τη Συνθήκη ΕΚ.

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων.

4)

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων.


(1)  ΕΕ C 19 της 25.1.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/15


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-442/02 (αίτηση του Conseil d'État για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Caixa-Bank France κατά Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie (1)

(Ελευθερία εγκαταστάσεως - Πιστωτικά ιδρύματα - Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τους τοκοφόρους λογαριασμούς καταθέσεων όψεως)

(2004/C 300/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-442/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Conseil d'État (Γαλλία), με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2002, στο πλαίσιο της υποθέσεως Caixa-Bank France κατά Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie, παρισταμένων των: Banque fédérale des banques populaires κ.λπ., το Δικαστήριο (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), προέδρους τμήματος, και R. Schintgen, N. Colneric, S. von Bahr, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 43 ΕΚ εμποδίζει την εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους η οποία απαγορεύει σε πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο αποτελεί θυγατρική εταιρίας άλλου κράτους μέλους, να καταβάλλει τόκους σε λογαριασμούς όψεως σε ευρώ τους οποίους ανοίγουν κάτοικοι ημεδαπής εντός του πρώτου κράτους μέλους.


(1)  EE C 19 της 25.1.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/16


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-447/02 P: ΚWS Saat AG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (1)

(Αναίρεση - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Διακριτικός χαρακτήρας - Χρώμα καθαυτό - Πορτοκαλί χρώμα)

(2004/C 300/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-447/02 P, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 11 Δεκεμβρίου 2002, KWS Saat AG, με έδρα το Einbeck (Γερμανία) (εκπρόσωπος: C. Rohnke), όπου ο έτερος διάδικος ήταν το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωποι: D. Schennen και G. Schneider), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, N. Colneric και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 21 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει την KWS Saat AG στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 55 της 8.3.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/16


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-472/02 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour d'appel de Bruxelles): Siomab SA κατά Institut bruxellois pour la gestion de l'environnement (1)

(Περιβάλλον - Απόβλητα - Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 περί μεταφοράς αποβλήτων - Αρμοδιότητα της αρχής αποστολής για τον έλεγχο του χαρακτηρισμού του αντικειμένου της μεταφοράς (αξιοποίηση ή διάθεση) και αρμοδιότητά της να προβάλλει αντιρρήσεις επικαλούμενη πεπλανημένο χαρακτηρισμό - Τρόπος προβολής των αντιρρήσεων)

(2004/C 300/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-472/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Cour d'appel de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 20 Δεκεμβρίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Δεκεμβρίου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Siomab SA κατά Institut bruxellois pour la gestion de l'environnement, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, τους C. Gulmann (εισηγητή), και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. P. Léger, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 19 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, όπως τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις 98/368/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 1998, και 1999/816/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 1991, έχει την έννοια ότι σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος εφαρμόζει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού, την ειδική διαδικασία κοινοποιήσεως, από την αρμόδια αρχή αποστολής, του εγγράφου παρακολουθήσεως που αφορά μεταφορά απόβλήτων προοριζομένων για αξιοποίηση, η εν λόγω αρχή, αν κρίνει ότι επιβάλλεται να προβάλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά λόγω του εσφαλμένου χαρακτήρα του χαρακτηρισμού της εν λόγω πράξεως μεταφοράς από τον κοινοποιούντα, δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως στον επαναχαρακτηρισμό της συγκεκριμένης μεταφοράς και υποχρεούται να κοινοποιήσει το έγγραφο στις άλλες αρμόδιες αρχές και στον αποδέκτη. Κατά συνέπεια, στην εν λόγω αρχή εναπόκειται να γνωστοποιήσει, με κάθε δυνατό μέσο, το αργότερο δε κατά την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, τις αντιρρήσεις της στον κοινοποιούντα και στις άλλες αρμόδιες αρχές.


(1)  ΕΕ C 44 της 22.2.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/17


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-8/03 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Bruxelles): Banque Bruxelles Lambert SA (BBL) κατά Βελγικού Δημοσίου (1)

(Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρα 4 και 9, παράγραφος 2, στοιχείο ε) - Έννοια του υποκειμένου στον φόρο - Τόπος παροχής των υπηρεσιών - ΕΕΜΚ)

(2004/C 300/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-8/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Bruxelles (Βέλγιο), με απόφαση της 24ης Δεκεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιανουαρίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης Banque Bruxelles Lambert SA (BBL) κατά Βελγικού Δημοσίου, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 21 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Οι εταιρίες επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου (ΕΕΜΚ) που έχουν ως μοναδικό αντικείμενο τη συλλογική τοποθέτηση σε κινητές αξίες των κεφαλαίων που συγκεντρώνουν από το κοινό σύμφωνα με την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), έχουν την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 4 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, οπότε ο τόπος παροχής υπηρεσιών που αναφέρει το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο ε), της ίδιας αυτής οδηγίας, οι οποίες παρέχονται σε τέτοιες ΕΕΜΚ εγκατεστημένες σε κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου του παρέχοντος τις υπηρεσίες, είναι ο τόπος όπου αυτές οι ΕΕΜΚ έχουν την έδρα των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.


(1)  ΕΕ C 44 της 22.2.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/17


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-31/03 (αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof): Pharmacia Italia SpA (1)

(Κανονισμός (ΕΟΚ) 1768/92 - Φάρμακα - Συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας - Μεταβατικό καθεστώς - Διαδοχικές άδειες χρήσεως προϊόντος ως κτηνιατρικού φαρμάκου και ως φαρμάκου για ανθρώπινη χρήση)

(2004/C 300/34)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-31/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιανουαρίου 2003, στο πλαίσιο της διαδικασίας που αφορά την Pharmacia Italia SpA, πρώην Pharmacia & Upjohn SpA, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, (εισηγητή) και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 19 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το γεγονός ότι πριν από την ημερομηνία που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα, έχει χορηγηθεί εντός κράτους μέλους άδεια κυκλοφορίας για ένα προϊόν ως κτηνιατρικό φάρμακο εμποδίζει τη χορήγηση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας εντός άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας για φάρμακο προοριζόμενο για ανθρώπινη χρήση το οποίο έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας εντός του εν λόγω κράτους μέλους.


(1)  ΕΕ C 101 της 26.4.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-55/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας (1)

(Εργαζόμενοι - Αναγνώριση των διπλωμάτων - Ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας της πολιτικής αεροπορίας - Απαράδεκτο)

(2004/C 300/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Στην υπόθεση C-55/03, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 11 Φεβρουαρίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Πατακιά και M. Valverde López ) κατά Βασιλείου της Ισπανίας (εκπρόσωπος: S. Ortiz Vaamonde), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, R. Schintgen, Γ. Αρέστη και J. Klučka, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 83 της 5.4.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-60/03 (αίτηση του Bundesarbeitsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Wolff & Müller GmbH & Co. KG κατά José Filipe Pereira Félix (1)

(Άρθρο 49 ΕΚ - Περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών - Επιχείρηση του τομέα της οικοδομής - Υπεργολαβία - Υποχρέωση της επιχείρησης να εγγυηθεί ασφάλεια για την ελάχιστη αμοιβή των εργαζομένων που απασχολεί ο υπεργολάβος)

(2004/C 300/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-60/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία), με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Φεβρουαρίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης Wolff & Müller GmbH & Co. KG κατά José Filipe Pereira Félix, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann και R. Schintgen, F. Macken και N. Colneric δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 5 της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 49 ΕΚ, δεν απαγορεύει, σε μια υπόθεση όπως της κύριας δίκης, τους εθνικούς κανόνες κατά τους οποίους μια επιχείρηση οικοδομών που αναθέτει σε άλλη επιχείρηση την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών ευθύνεται, ως εγγυητής που έχει παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως, για τις υποχρεώσεις της επιχείρησης αυτής ή ενός υπεργολάβου όσον αφορά την καταβολή του κατώτατου μισθού του εργαζομένου ή των εισφορών στον κοινό φορέα των συμβαλλομένων σε συλλογική σύμβαση, οσάκις ο κατώτατος μισθός συνίσταται στο καταβλητέο ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον εργαζόμενο κατόπιν αφαιρέσεως των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και προωθήσεως της απασχόλησης ή των αντιστοίχων παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως (καθαρός μισθός), στην περίπτωση που οι κανόνες αυτοί δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο την προστασία της αμοιβής του εργαζομένου ή που η προστασία αυτή αποτελεί απλώς δευτερεύοντα σκοπό των κανόνων αυτών.


(1)  EE C 112 της 10.5.2003


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-106/03: Vedial SA κατά Γραφείου Eναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), (ΓΕΕΑ) (1)

(Αναίρεση - Κοινοτικό σήμα - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 - Κίνδυνος συγχύσεως - Λεκτικό και εικονιστικό σήμα HUBERT - Ανακοπή του δικαιούχου του εθνικού λεκτικού σήματος SAINT-HUBERT 41 - Το ΓΕΕΑ ως καθού ενώπιον του Πρωτοδικείου)

(2004/C 300/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-106/03, με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 27 Φεβρουαρίου 2003, Vedial SA, με έδρα το Ludres (Γαλλία), (εκπροσωπούμενη από τους T. van Innis, G. Glas και F. Herbert, avocats), όπου ο έτερος διάδικος είναι το Γραφείο Eναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), (ΓΕΕΑ), (εκπροσωπούμενο από τους O. Montalto και Π. Γερουλάκο), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τον C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, R. Schintgen, F. Macken (εισηγήτρια) και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Καταδικάζει τη Vedial SA στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 146 της 21.6.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/19


AΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-143/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 28 EK - Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα υποχρέωση σημάνσεως των αλκαλικών ηλεκτρικών στηλών)

(2004/C 300/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Στην υπόθεση C-143/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: L. Visaggio και R. Amorosi) κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: I. M. Braguglia, επικουρούμενος από τον P. Gentili), που έχει ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ στις 28 Μαρτίου 2003, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Yann, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric (εισηγήτρια), J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič και E. Levits, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

H Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας υποχρέωση σημάνσεως των αλκαλικών ηλεκτρικών στηλών που περιέχουν μαγγάνιο και άνω του 0,0005 % υδράργυρο κατά βάρος και, ειδικότερα, υποχρέωση επισημάνσεως της παρουσίας βαρέων μετάλλων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ.

2)

H Ιταλική Δημοκρατία καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 135 της 7.6.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/19


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-189/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Ελευθερία παροχής υπηρεσιών - Περιορισμοί - Ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας)

(2004/C 300/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Στην υπόθεση C-189/03, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 5 Μαΐου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: Μ. Πατακιά και W. Wils) κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (εκπρόσωποι: H. G. Sevenster, C. Wissels και N. A. J. Bel), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, S. von Bahr, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts δικαστές, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Θεσπίζοντας, με τον νόμο της 24ης Οκτωβρίου 1997, περί ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας, διατάξεις:

οι οποίες, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται η αλλοδαπή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη, απαιτούν η κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος των Κάτω Χωρών να κατέχει σχετική άδεια και επιβάλλουν προς τούτο την καταβολή τελών, και

οι οποίες απαιτούν τα μέλη του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών, τα οποία είναι αποσπασμένα από το κράτος μέλος της εγκαταστάσεως στις Κάτω Χώρες, να κατέχουν δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας που εκδίδουν οι ολλανδικές αρχές, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη συναφώς οι έλεγχοι στους οποίους υπόκεινται στο κράτος μέλος προελεύσεως οι παροχείς διασυνοριακών υπηρεσιών,

το Βασίλειο των Κάτω χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

2)

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών καταδικάζεται στα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο κάθε διάδικος να φέρει τα δικά του έξοδα ως προς το υπόλοιπο.


(1)  EE C 158 της 5.7.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/20


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(έκτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-193/03 (αίτηση του Sozialgericht Stuttgart για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Betriebskrankenkasse der Robert Bosch GmbH κατά Bundesrepublik Deutschland (1)

(Κοινωνική ασφάλιση - Επιστροφή ιατρικών εξόδων που πραγματοποιήθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους - Άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 - Ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας το οποίο ακολουθεί μια απλοποιημένη διαδικασία πλήρους επιστροφής εξόδων για αποδείξεις πληρωμής μικροποσών)

(2004/C 300/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-193/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Sozialgericht Stuttgart (Γερμανία), με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαΐου 2003, στο πλαίσιο της δίκης Betriebskrankenkasse der Robert Bosch GmbH κατά Bundesrepublik Deutschland, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Borg Barthet (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και S. von Bahr δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, που τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΚ) 1399/1999 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει μια πρακτική ενός ταμείου ασθενείας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής μιας εσωτερικής ρυθμίσεως και συνίσταται στην πλήρη απόδοση των ιατρικών δαπανών στα οποία υποβάλλονται οι ασφαλισμένοι του επ' ευκαιρία διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους όταν τα έξοδα αυτά δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200 DEM.


(1)  ΕΕ C 200 της 23.8.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/20


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-239/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλου - Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση - Άρθρα 4, παράγραφος 1, και 8 - Πρωτόκολλο σχετικά με την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση από χερσαίες πηγές - Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3 - Παράλειψη του κράτους μέλους να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει, να μειώσει και να καταπολεμήσει τη μαζική και παρατεινόμενη ρύπανση της λίμνης του Berre - Άδεια απορρίψεως υλών)

(2004/C 300/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-239/03, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, που ασκήθηκε στις 4 Ιουνίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Valero Jordana και B. Stromsky) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. de Bergues και E. Puisais), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, P.Kūris και Γ. Αρέστη, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Γαλλική Δημοκρατία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 8, της Συμβάσεως για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση, που υπογράφηκε στη Βαρκελώνη στις 16 Φεβρουαρίου 1976 και εγκρίθηκε στο όνομα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με την απόφαση 77/585/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1977, και από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του Πρωτοκόλλου για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση από χερσαίες πηγές, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1980 και εγκρίθηκε στο όνομα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με την απόφαση 83/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 1983, καθώς και από το άρθρο 300, παράγραφος 7, ΕΚ.

μη λαμβάνοντας όλα τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη, τη μείωση και την καταπολέμηση της μαζικής και παρατεινόμενης ρυπάνσεως της λίμνης του Berre και

παραλείποντας να λάβει δεόντως υπόψη τις διατάξεις του παραρτήματος III του Πρωτοκόλλου τροποποιώντας την έγκριση της απορρίψεως ουσιών που εμπίπτουν στο παράρτημα II του Πρωτοκόλλου κατόπιν της συνάψεώς του,

2)

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 184 της 2.8.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/21


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-263/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Παράλληλη εισαγωγή - Εισαγωγήφαρμακευτικών προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όμοιων με εγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα - Έγκριση διαθέσεως στην αγορά - Απουσία κανονιστικού πλαισίου)

(2004/C 300/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-263/03, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκηθείσα, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, στις 17 Ιουνίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένη από τον B. Stromsky) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπροσωπουμένης από τον G. Bergues και την R. Loosli-Surrans), το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο του τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή) και R. Schintgen, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. Α. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 12 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να προβλέψει συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση για την έγκριση εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όμοιων με φαρμακευτικά προϊόντα ήδη εγκεκριμένα στη Γαλλία (παράλληλες εισαγωγές), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ.

2)

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 200 της 23.8.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/21


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

Στην υπόθεση C-275/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 89/665/EΟK - Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων - Ελλιπής μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη)

(2004/C 300/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Στην υπόθεση C-275/03, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκηθείσα, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, στις 25 Ιουνίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένη από τους A. Caeiros και K. Wiedner) κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας (εκπροσωπουμένης από τον L. Fernandes και την C. Gagliardi Graça), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο του τμήματος, A. Borg Barthet, J.-P. Puissochet (εισηγητή), S. von Bahr και U. Lõhmus, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Η Πορτογαλική Δημοκρατία, παραλείποντας να καταργήσει το νομοθετικό διάταγμα 48 051 της 21ης Νοεμβρίου 1967, το οποίο εξαρτά από την απόδειξη αμέλειας ή δόλου την καταβολή αποζημιώσεως στα πρόσωπα που έχουν υποστεί βλάβη από παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εθνική έννομη τάξη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων.

2)

Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 213 της 6.9.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/22


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-339/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 1999/22/ΕΚ - Διατήρηση άγριων ζώων σε ζωολογικούς κήπους - Μη εμπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη)

(2004/C 300/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-339/03, που έχει ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ασκηθείσα την 1η Αυγούστου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Schieferer και M. van Beek) κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (εκπρόσωπος: M. Lumma), το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), προεδρεύοντα του τέταρτου τμήματος, E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη θεσπίζοντας, εντός της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, όλες τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 1999/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τη διατήρηση άγριων ζώων στους ζωολογικούς κήπους, στα διάφορα ομόσπονδα κράτη (Länder), με εξαίρεση τα ομόσπονδα κράτη Βρέμη, Αμβούργο, Έση, Βάδη-Βυρτεμβέργη, Κάτω Σαξωνία, Βερολίνο, Schleswig-Holstein και Θουριγγία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2)

Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 226 της 20.9.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/22


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-341/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 98/49/ΕΚ)

(2004/C 300/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-341/03, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα την 1η Αυγούστου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: H. Michard και D. Martin) κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: Ν. Δαφνίου), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, F. Macken, S. von Bahr και J. Malenovský, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 98/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης των μισθωτών και των μη μισθωτών που μετακινούνται εντός της Κοινότητας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει αυτής της οδηγίας.

2)

Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 226 της 20.9.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/22


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-445/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Υποχρεώσεις που επιβάλλει το κράτος μέλος υποδοχής στις αποσπώσες στο έδαφός του μισθωτούς εργαζομένους, υπηκόους τρίτου κράτους, επιχειρήσεις)

(2004/C 300/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-445/03, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 21 Οκτωβρίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: Μ. Πατακιά) κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου (εκπρόσωποι: S. Schreiner, επικουρούμενο από τον A. Rukavina) το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts (εισηγητή), K. Schiemann, E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 21 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Υποχρεώνοντας τους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και επιθυμούν να αποσπάσουν στο έδαφός του εργαζομένους, υπηκόους τρίτου κράτους, να διαθέτουν ατομικές άδειες εργασίας, η χορήγηση των οποίων εξαρτάται από λόγους συνδεόμενους με την αγορά εργασίας, ή να διαθέτουν συλλογική έγκριση εργασίας, η οποία χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και καθ' ο μέτρο οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι συνδέονται τουλάχιστον από έξι μηνών προ της ενάρξεως ισχύος της αποσπάσεώς τους προς την επιχείρηση προελεύσεώς τους με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και να παρέχουν τραπεζική εγγύηση, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

2.

Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 289 της 29.11.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/23


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(έκτο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-477/03 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ - Κοινοτικοί σιδηρόδρομοι - Ανάπτυξη - Άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις - Κατανομή της χωρητικότητας, χρέωση για τη χρήση της υποδομής και πιστοποίηση ασφάλειας - Παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσης προθεσμίας)

(2004/C 300/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-477/03, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η οποία ασκήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: C. Schmidt και W. Wils) κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (εκπρόσωποι: W.-D. Plessing και M. Lumma), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και U. Lõhmus (εισηγητής δικαστής), γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 21 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2001 για τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, και την οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές.

2.

Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 21 της 24.1.2004.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/23


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(έκτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-483/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Iρλανδίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ - Κοινοτικοί σιδηρόδρομοι - Ανάπτυξη - Άδειες λειτουργίας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων - Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών, χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής και πιστοποίηση ασφαλείας - Μη μεταφορά των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη εντός της ταχθείας προθεσμίας)

(2004/C 300/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Στην υπόθεση C-483/03, με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, που ασκήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: W. Wils) κατά Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Iρλανδίας (εκπρόσωποι: Μ. Δημητρίου και K. Manji), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, S. von Bahr και U. Lõhmus (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7ης Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Tο Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Iρλανδίας, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, η οποία τροποποιεί την οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, και 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές.

2.

Καταδικάζει το Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Iρλανδίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 7 της 10.1.2004.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/24


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-524/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γ. & Ε. Γιαννιώτης ΕΠΕ (1)

(Ρήτρα διαιτησίας - Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών - Τόκοι υπερημερίας - Ερημοδικία)

(2004/C 300/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-524/03, με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 238 ΕΚ, ασκηθείσα στις 16 Δεκεμβρίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, επικουρούμενο από τον δικηγόρο Ν. Κορογιαννάκη), κατά Γ. & E. Γιαννιώτης ΕΠΕ υπό τον διακριτικό τίτλο «Νοσοκομείο Αγία Ελένη», με έδρα τον Πειραιά (Ελλάδα), το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τον J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts (εισηγητή) και K. Schiemann, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Υποχρεώνει τη Γ. & E. Γιαννιώτης ΕΠΕ να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ποσό των 212 010,17 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων:

όσον αφορά το ποσό των 72 136,15 ευρώ, με επιτόκιο 6 % από τις 30 Σεπτεμβρίου 2001 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002, με επιτόκιο 8 % από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως και με το επιτόκιο που ισχύει βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, δηλαδή τώρα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του νόμου 2842/2000 για την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ, με όριο επιτόκιο 8 %, από την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως μέχρι την ολοσχερή εξόφληση·

όσον αφορά το ποσό των 28 758,20 ευρώ, με επιτόκιο 5,25 % από τις 30 Νοεμβρίου 2001 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002, με επιτόκιο 7,25 % από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως και με το επιτόκιο που ισχύει βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως του ελληνικού νόμου, με όριο επιτόκιο 7,25 %, από την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως μέχρι την ολοσχερή εξόφληση·

όσον αφορά το ποσό των 111 115,82 ευρώ, με επιτόκιο 4,78 % από τις 15 Ιανουαρίου 2002 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002, με επιτόκιο 6,78 % από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως και με το επιτόκιο που ισχύει βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως του ελληνικού νόμου, με όριο επιτόκιο 6,78 %, από την ημερομηνία της παρούσας αποφάσεως μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

2.

Καταδικάζει τη Γ. & E. Γιαννιώτης ΕΠΕ στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 59 της 6.3.2004.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/24


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(έκτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2004

στην υπόθεση C-550/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ - Κοινοτικοί σιδηρόδρομοι - Ανάπτυξη - Άδειες σιδηροδρομικών επιχειρήσεων - Κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών, χρεώσεις για τη χρήση της υποδομής και πιστοποίηση ασφάλειας - Παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη εντός της ταχθείσας προθεσμίας)

(2004/C 300/50)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-550/03, με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 23 Δεκεμβρίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: W. Wils και Γ. Ζαββός) κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: Ν. Δαφνίου), το Δικαστήριο (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο του έκτου τμήματος, S. von Bahr και U. Lõhmus (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 7 Οκτωβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων, 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, και 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει αυτών των οδηγιών.

2.

Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 59 της 6.3.2004.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/25


Αίτηση αναιρέσεως της Dalmine SpA κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση Τ-50/00, Dalmine SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 (φαξ της 16ης Σεπτεμβρίου 2004)

(Υπόθεση C-407/04 Ρ)

(2004/C 300/51)

Η Dalmine SpA, εκπροσωπούμενη από τους A. Sinagra, M. Siragusa και F. M. Moretti, δικηγόρους, άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναίρεση κατά της αποφάσεως την οποία εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 το δεύτερο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Τ-50/00, Dalmine SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου και να ακυρώσει την ενώπιον του Πρωτοδικείου προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής· ή

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής ως προς τα μέρη τα οποία αφορούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως τους οποίους το Δικαστήριο θα κρίνει βάσιμους·

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 4 της αποφάσεως και να ανακαθορίσει, μειώνοντάς το σημαντικά, το επιβληθέν πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους αναιρέσεως και τις περιστάσεις που προβάλλονται με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, είτε ως συνέπεια των νομικών πλανών στις οποίες υπέπεσε το Πρωτοδικείο κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των κυρώσεων, είτε λόγω της ολικής ή μερικής αναιρέσεως της αποφάσεως, ιδίως (αλλά όχι αποκλειστικά) όσον αφορά την κρίση του Πρωτοδικείου σχετικά με τις παραβάσεις που διαπιστώνονται στα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως της Επιτροπής·

εφόσον κρίνει αναγκαίο, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου αυτό να εκδώσει νέα απόφαση λαμβάνουσα υπόψη και τηρούσα τις ερμηνείες των κανόνων και αρχών του δικαίου που το Δικαστήριο θα διευκρινίσει στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας·

τέλος, εν πάση περιπτώσει, τροποποιώντας επίσης ως προς το σημείο αυτό την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου, να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Dalmine τόσο κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκη όσο και κατά την αναιρετική διαδικασία.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου πάσχει:

λόγω παραβιάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, όσον αφορά την κρίση περί του ότι οι ερωτήσεις που έθεσε η Επιτροπή στην Dalmine, ιδίως με την αίτηση παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17/62 (1), ήταν νόμιμες·

λόγω παραβιάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, όσον αφορά την κρίση περί του ότι το έγγραφο «sharing key» ήταν παραδεκτό και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο·

λόγω παραβιάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, όσον αφορά την κρίση περί του ότι ήταν παραδεκτά και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό στοιχείο τα πρακτικά των μαρτυρικών καταθέσεων των πρώην διευθυντών της Dalmine·

λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά το νόμιμο της ενσωματώσεως στην απόφαση της Επιτροπής ορισμένων λόγων που δεν είχαν σχέση με τις αιτιάσεις που διατυπώνονταν κατά των επιχειρήσεων·

λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, αλλοιώσεως των αποδείξεων και ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά τον καθορισμό του αντικειμένου της παραβάσεως που διαπιστώνεται στο άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής, τον έλεγχο του υποστατού της, τη διαπίστωση των αποτελεσμάτων της και την εξομοίωση μιας παραβάσεως μη υλοποιηθείσας στην πράξη ή μη έχουσας αισθητό βλαπτικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό με παραβάσεις πλήρως υλοποιηθείσες και έχουσες παράνομο αντικείμενο και αποτέλεσμα·

λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, αλλοιώσεως των αποδείξεων και ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά τον υποτιθέμενο επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών·

λόγω υπερβάσεως εξουσίας, παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου και αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων όσον αφορά τον εκ μέρους του Πρωτοδικείου επαναπροσδιορισμό της παράνομης συμπεριφοράς την οποία διαπιστώνει το άρθρο 2 της αποφάσεως της Επιτροπής·

λόγω υπερβάσεως εξουσίας, παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου και αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων όσον αφορά την εκτίμηση του παρανόμου των σκοπών και/ή των αποτελεσμάτων της συμβάσεως εφοδιασμού μεταξύ της Dalmine και της British Steel, ως περιοριστικής του ανταγωνισμού στην αγορά των λείων σωλήνων και των σωλήνων με σπείρωμα·

λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου και αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων όσον αφορά την εκτίμηση του παρανόμου των ρητρών της συμβάσεως εφοδιασμού μεταξύ της Dalmine και της British Steel·

επικουρικώς, λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά την εκτίμηση της τηρήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 15 του κανονισμού 17/62 και των Κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που καταλογίζεται στην Dalmine· και,

τέλος, επίσης επικουρικώς, λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά την εκτίμηση της τηρήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 15 του κανονισμού 17/62 και των Κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, σχετικά με τον προσδιορισμό της διάρκειας της παραβάσεως την οποία αμφισβητεί η Dalmine και τις ελαφρυντικές περιστάσεις.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/26


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Administrative Court), με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2004, στην υπόθεση The Queen κατ' αίτηση των 1) Teleos plc 2) Unique Distribution Ltd 3) Synectiv Ltd 4) New Communications Ltd 5) Quest Trading Company Ltd 6) Phones International Ltd 7) AGM Associates Ltd 8) DVD Components Ltd 9) Fonecomp Ltd 10) Bulk GSM 11) Libratech Ltd 12) Rapid Marketing Services Ltd 13) Earthshine Ltd 14) Stardex (UK) Ltd κατά Commissioners of Customers and Excise

Υπόθεση C-409/04

(2004/C 300/52)

Με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, το High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Administrative Court), στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ The Queen κατ' αίτηση των 1) Teleos plc 2) Unique Distribution Ltd 3) Synectiv Ltd 4) New Communications Ltd 5) Quest Trading Company Ltd 6) Phones International Ltd 7) AGM Associates Ltd 8) DVD Components Ltd 9) Fonecomp Ltd 10) Bulk GSM 11) Libratech Ltd 12) Rapid Marketing Services Ltd 13) Earthshine Ltd 14) Stardex (UK) Ltd και Commissioners of Customers and Excise, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Στο πλαίσιο των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών, έχει ο όρος «αποστέλλονται» στο άρθρο 28α, παράγραφος 3 (1) (ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών) την έννοια ότι μια ενδοκοινοτική απόκτηση πραγματοποιείται όταν:

α.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος μεταβαίνει στον αγοραστή και ο πωλητής παραδίδει τα αγαθά θέτοντάς τα στη διάθεση του αγοραστή (ο οποίος είναι καταχωρισμένος για τους σκοπούς εισπράξεως του ΦΠΑ σε άλλο κράτος μέλος), βάσει συμβάσεως πωλήσεως ex works, σύμφωνα με τους όρους της οποίας ο αγοραστής αναλαμβάνει την ευθύνη να εξαγάγει τα αγαθά σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται η παράδοση, σε ασφαλή αποθηκευτικό χώρο ευρισκόμενο στο κράτος μέλος του πωλητή, και εφόσον στα συμβατικά έγγραφα και/ή άλλα αποδεικτικά έγγραφα δηλώνεται ότι η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι να προωθηθούν στη συνέχεια τα εμπορεύματα σε προορισμό ευρισκόμενο σε άλλο κράτος μέλος, αλλά τα εν λόγω εμπορεύματα δεν έχουν ακόμη (πρωτ. σελ. 6) εξαχθεί από το έδαφος του κράτους μέλους παραδόσεως, ή

β.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος μεταβαίνει στον αγοραστή και η μεταφορά των αγαθών προς το άλλο κράτος μέλος προορισμού άρχεται αλλά δεν ολοκληρώνεται οπωσδήποτε (συγκεκριμένα, τα αγαθά δεν έχουν ακόμη απομακρυνθεί στην πράξη από το έδαφος του κράτους μέλους παραδόσεως), ή

γ.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος έχει μεταβεί στον αγοραστή και τα οικεία εμπορεύματα έχουν εξαχθεί στην πράξη από το έδαφος του κράτους μέλους παραδόσεως και κατευθύνονται προς άλλο κράτος μέλος;

2.

Έχει το άρθρο 28γ, σημείο Α, στοιχείο α', την έννοια ότι οι παραδόσεις αγαθών απαλλάσσονται του ΦΠΑ εφόσον:

τα αγαθά παραδίδονται σε αγοραστή που υπόκειται στον ΦΠΑ και είναι καταχωρισμένος στο φορολογικό μητρώο σε άλλο κράτος μέλος και

ο αγοραστής συμφωνεί να αγοράσει τα αγαθά με τον όρο ότι, αφού αποκτήσει το δικαίωμα να τα διαθέτει ως κύριος στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο πωλητής, θα έχει την ευθύνη να τα μεταφέρει από το κράτος μέλος του πωλητή σε άλλο κράτος μέλος και:

α.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος έχει περιέλθει στον αγοραστή και τα αγαθά έχουν παραδοθεί από τον προμηθευτή με την θέση τους στη διάθεση του αγοραστή, σε ασφαλή αποθηκευτικό χώρο ευρισκόμενο στο κράτος μέλος του προμηθευτή, βάσει συμβάσεως πωλήσεως ex works, σύμφωνα με τους όρους της οποίας ο αγοραστής αναλαμβάνει την ευθύνη να μεταφέρει τα αγαθά σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της παραδόσεως, εφόσον στα συμβατικά έγγραφα και/ή σε άλλα αποδεικτικά έγγραφα δηλώνεται ότι η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι τα εμπορεύματα να προωθηθούν στη συνέχεια προς προορισμό ευρισκόμενο σε άλλο κράτος μέλος, αλλά τα εν λόγω εμπορεύματα δεν έχουν εξαχθεί ακόμη από το κράτος μέλος παραδόσεως, ή

β.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή και η μεταφορά των αγαθών προς το άλλο κράτος μέλος προορισμού έχει αρχίσει αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί οπωσδήποτε (συγκεκριμένα, τα αγαθά δεν έχουν ακόμη απομακρυνθεί στην πράξη από το έδαφος του κράτους μέλους παραδόσεως), ή

γ.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή και τα (πρωτ. σελ. 7) οικεία εμπορεύματα έχουν εξαχθεί στην πράξη από το έδαφος του κράτους μέλους παραδόσεως και κατευθύνονται προς άλλο κράτος μέλος, ή

δ.

το δικαίωμα να διαθέτει τα αγαθά ως κύριος έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή και μπορεί επιπλέον να αποδειχθεί ότι τα εν λόγω αγαθά έχουν φθάσει πράγματι στο κράτος μέλος προορισμού;

3.

Στο πλαίσιο των κρισίμων πραγματικών περιστατικών, όταν ένας καλόπιστος πωλητής έχει υποβάλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, μετά από την υποβολή αιτήσεως για επιστροφή φόρου, αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά τον χρόνο που περιήλθαν στην κατοχή του, θεμελίωναν προφανώς το δικαίωμά του για απαλλαγή από τον ΦΠΑ βάσει του άρθρου 28γ, σημείο Α, στοιχείο α', και αρχικώς οι αρμόδιες αρχές δέχθηκαν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς εφαρμογής της απαλλαγής, υπό ποιές προϋποθέσεις (εφόσον υφίστανται) μπορούν, παρά ταύτα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους παραδόσεως να καταλογίσουν εκ των υστέρων ευθύνη για τον ΦΠΑ στον προμηθευτή σε σχέση με τα εν λόγω αγαθά, επειδή περιήλθαν εις γνώση τους πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είτε (α' γεννούν αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος των προγενεστέρων αποδεικτικών στοιχείων είτε (β' καταδεικνύουν ότι τα υποβληθέντα στο παρελθόν αποδεικτικά στοιχεία ήταν ουσιωδώς ψευδή, αλλά ο προμηθευτής δεν είχε σχετικώς την παραμικρή γνώση ή ανάμειξη;

4.

Επηρεάζεται η απάντηση στο τρίτο ερώτημα ανωτέρω από το γεγονός ότι υπήρχαν στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ο αγοραστής υπέβαλε δηλώσεις στις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους προορισμού, στην περίπτωση που στις εν λόγω δηλώσεις περιλαμβάνονταν ως ενδοκοινοτικές αποκτήσεις οι αγορές που αποτελούν το αντικείμενο των εκδικαζομένων προσφυγών, ο αγοραστής δήλωσε ορισμένο ποσό το οποίο εμφάνισε ως φόρο βαρύνοντα αγορασθέντα αγαθά και παράλληλα ζήτησε επιστροφή του αυτού ποσού ως φόρο εισροών, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο δ', της Έκτης Οδηγίας;


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (EE ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/27


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε, με διάταξη της 22ας Ιουλίου 2004, το Tribunale Amministrativo Regionale per la Puglia, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Associazione Nazionale Autotrasporto Viaggiatori — A.N.A.V. και: Comune di Bari, καθώς και AMTAB Servizio S.p.A

(Υπόθεση C-410/04)

(2004/C 300/53)

Με διάταξη της 22ας Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 27 Σεπτεμβρίου 2004, το Tribunale Amministrativo Regionale per la Puglia, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Associazione Nazionale Autotrasporto Viaggiatori — A.N.A.V. και: Comune di Bari, καθώς και AMTAB Servizio S.p.A, υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι το άρθρο 113, παράγραφος V, του νομοθετικού διατάγματος 267/00, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του νομοθετικού διατάγματος 269/03, σύμφωνο με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με τις επιβαλλόμενες από τα άρθρα 46, 49 και 86 ΕΚ υποχρεώσεις διαφάνειας και ελεύθερου ανταγωνισμού, καθόσον δεν θέτει κανέναν περιορισμό στην ελευθερία που έχει η Διοίκηση ως προς την επιλογή μεταξύ των διαφόρων μορφών αναθέσεως της παροχής δημόσιας υπηρεσίας και, ειδικότερα, μεταξύ της αναθέσεως με διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού και της απευθείας αναθέσεως σε εταιρία την οποία ελέγχει πλήρως η ίδια;»


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/27


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004

Υπόθεση C-412/04

(2004/C 300/54)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Klaus Wiedner και Giuseppe Bambara, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας τις διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 1· 17, παράγραφος 12· 27, παράγραφος 2· 30, παράγραφος 6-bis· 37 ter και 37-quater, παράγραφος 1, του νόμου 109 της 11ης Φεβρουαρίου 1994, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 7 του νόμου 166 της 1ης Αυγούστου 2002· 2, παράγραφος 5, του νόμου 109/94, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον νόμο 166/2002, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των νόμων 1150 του 1942 και 10 του1977 με τις επακολουθήσασες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις· 28, παράγραφοι 4, του νόμου 109/94, σε συνδυασμό προς το άρθρο188 του πδ 554 της 21ης Δεκεμβρίου1999 και 7 του προαναφερθέντος νόμου 166/2002, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του νδ 157 της 7ης Μαρτίου1995, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες 93/37/ΕΟΚ (1), 93/36/ΕΟΚ (2), 92/50/ΕΟΚ (3) και 93/38/ΕΟΚ (4), καθώς και από τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ και τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης που αποτελούν απόρροιά της·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου 109/94 και το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νδ 157 της 7ης Μαρτίου1995, υπάγοντας στο καθεστώς των συμβάσεων δημοσίων έργων στις οποίες το στοιχείο «έργο» προέχει μεν από οικονομική άποψη, έχει όμως επικουρικό χαρακτήρα έναντι άλλων παροχών, έχουν ως συνέπεια να θέτουν πολλούς διαγωνισμούς υπηρεσιών και προμηθειών εκτός πεδίου εφαρμογής της οικείας κοινοτικής ρύθμισης, που, αναλόγως της περιπτώσεως, είναι οι οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 93/36/ΕΟΚ.

Δεδομένου δε ότι τα κατώτατα όρια εφαρμογής των οδηγιών αυτών είναι αισθητά κατώτερα εκείνων της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, οι υπό κρίση διατάξεις έχουν ως αποτέλεσμα να επιτρέπουν, χωρίς τήρηση των διαδικασιών των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ και 93/36/ΕΟΚ, την ανάθεση των μικτών διαγωνισμών, υπηρεσιών και έργων, προμηθειών και έργων, ή προμηθειών, έργων και υπηρεσιών, η αξία των οποίων ναι μεν υπερβαίνει τα κατώτατα όρια εφαρμογής των τελευταίων οδηγιών, υπολείπεται όμως της αξίας που προβλέπεται για τους διαγωνισμούς έργων κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, απλώς και μόνον διότι τα έργα, έστω και επικουρικού χαρακτήρα, έχουν προέχουσα οικονομική βαρύτητα. Υπ' αυτό το πρίσμα, η υπό κρίση διατάξεις συνιστούν παράβαση των προμνησθεισών οδηγιών 92/50/ΕΟΚ και 93/36/ΕΟΚ.

Ρύθμιση περί των εκτελουμένων από ιδιώτες έργων που απαλλάσσονται από πολεοδομικά τέλη

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, του νόμου 109/94, κατά το μέτρο που αποκλείει την υποχρέωση προσφυγής στις διαδικασίες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση μεταξύ του ιδιώτη και της διοικήσεως περιλαμβάνει πλείονα έργα, τα οποία, εξεταζόμενα ένα προς ένα, έχουν αξία κατώτερη του κατωτάτου ορίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, αλλά το συνολικό ποσό των οποίων το υπερβαίνει, συνιστά, σε συνδυασμό πάντα προς τις διατάξεις των νόμων1150 της 1942 και 10 του1977 με τις επακολουθήσασες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, που επιτρέπουν την απευθείας ανάθεση των πολεοδομικών έργων στον κάτοχο οικοδομικής αδείας ή εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, παράβαση της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ.

Ρύθμιση περί αναθέσεως καταρτίσεως σχεδίου και διευθύνσεως έργων ποσού κατωτέρου των κοινοτικών κατωτέρων ορίων

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα άρθρα 17 και 30 του νόμου 109/1994, που επιτρέπουν στις αναθέτουσες αρχές να αναθέτουν τις εν λόγω συμβάσεις βάσει σχέσεως εμπιστοσύνης, χωρίς την τήρηση κανενός τύπου δημοσιότητας, δεν μπορούν παρά να θεωρούνται αντίθετα προς την αρχή της διαφάνειας, απόρροια του άρθρου 49 της Συνθήκης ΕΚ. Εξ άλλου, η χρήση διαδικασίας ελέγχου της πείρας και της ικανότητας των παρεχόντων τις υπηρεσίες δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την τήρηση της προαναφερθείσας αρχής της διαφάνειας, όταν δεν προβλέπονται παράλληλα κάποιες ελάχιστες μορφές δημοσιότητας που να καθιστούν δυνατό τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό μεταξύ όλων των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται να παράσχουν την υπηρεσία.

Ρύθμιση περί αναθέσεως των υπηρεσιών διευθύνσεως των έργων

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το άρθρο 27, παράγραφος 2, του νόμου 109/1994, κατά το μέτρο που επιτρέπει την απευθείας ανάθεση, χωρίς ανταγωνισμό, των συμβάσεων υπηρεσιών διευθύνσεως των έργων στον επαγγελματία που έχει αναλάβει την κατάρτιση του σχεδίου, συνιστά παράβαση, ανάλογα με την αξία των ανατιθεμένων υπηρεσιών και της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ και 93/38/ΕΟΚ ή των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ.

Ρύθμιση περί αναθέσεως των υπηρεσιών επιθεωρήσεως

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 28 του νόμου 109/94 μηχανισμός, επιτρέποντας την απευθείας επιλογή επιθεωρητών εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής εκτός των δικών της υπηρεσιών, χωρίς να προβλέπει ούτε τη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού ούτε άλλες μορφές δημοσιότητας που να παρέχουν σε όλες τις δυνάμει ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διαγωνιστούν για την ανάθεση των συμβάσεων με αντικείμενο τις υπηρεσίες επιθεωρήσεως, αντιβαίνει, ανάλογα με την αξία των εν λόγω υπηρεσιών και την εφαρμοστέα ρύθμιση, προς τις οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 93/38/ΕΟΚ ή τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ.

Ρύθμιση περί χρηματοδοτήσεως του σχεδίου

Τα άρθρα 37 bis επ. του νόμου 109/94 ρυθμίζουν τον θεσμό της αποκαλούμενης «χρηματοδότησης του σχεδίου». Ο θεσμός αυτός σκοπό έχει να καθιστά δυνατή την εκτέλεση δημοσίων έργων βάσει προτάσεων υποβαλλομένων από πρόσωπα εκτός της διοικήσεως, που αποκαλούνται «επιχειρηματικοί φορείς», μέσω παραχωρήσεως έργου.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση που οργανώνει τον ανταγωνισμό για την παραχώρηση παρέχει στον «επιχειρηματικό φορέα» δύο πλεονεκτήματα έναντι όλων των άλλων δυνητικών ανταγωνιστών. Πρώτον, από διαδικαστική άποψη, ο «επιχειρηματικός φορέας» καλείται αυτεπαγγέλτως να μετάσχει στην διαδικασία διαπραγμάτευσης για την ανάθεση της παραχώρησης, ασχέτως οποιασδήποτε συγκρίσεως της προσφοράς του με εκείνες που έχουν υποβάλει όσοι συμμετείχαν στον προηγούμενο διαγωνισμό. Επομένως, και όταν ακόμη στον διαγωνισμό αυτό υποβλήθηκαν πάνω από δύο προσφορές καλύτερες από την αρχική πρόταση του «επιχειρηματικού φορέα», η διαδικασία με διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί παρά ταύτα μόνο μεταξύ των δύο καλυτέρων υποβληθεισών προσφορών και του ίδιου του «επιχειρηματικού φορέα». Δεύτερον, από ουσιαστική άποψη, η υπέρ του «επιχειρηματικού φορέα» πρόβλεψη της δυνατότητας να τροποποιεί την προσφορά του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, ώστε να την προσαρμόζει σε ό,τι θεωρεί πιο πρόσφορο η διοίκηση, αποτελεί, στην ουσία, εύνοια υπέρ αυτού, δικαίωμα προτιμήσεως κατά την ανάθεση της παραχωρήσεως.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αναγνώριση των ανωτέρω πλεονεκτημάτων του «επιχειρηματικού φορέα» έναντι των δυνητικών παραχωρησιούχων αντιβαίνει προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.


(1)  ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 54.

(2)  ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 84.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/29


Αίτηση αναιρέσεως της εταιρίας The Sunrider Corporation κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση T-203/02 (1), The Sunrider Corporation κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που υποβλήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004, όπου ο έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν ο Juan Espadafor Caba

Υπόθεση C-416/04 P

(2004/C 300/55)

Η εταιρία The Sunrider Corporation, με έδρα το Torrance, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), εκπροσωπούμενη από τον A. Kockläuner, δικηγόρο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση T-203/02, The Sunrider Corporation κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), όπου ο έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν ο Juan Espadafor Caba.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναιρέσει εν όλω την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση T-203/02 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση)·

2.

να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) («ΓΕΕΑ») στα δικαστικά έξοδα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου·

3.

να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, της 8ης Απριλίου 2002, στην υπόθεση R 1046/2000-1·

4.

να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) («ΓΕΕΑ») στα δικαστικά έξοδα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και του ΓΕΕΑ.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου πρέπει να αναιρεθεί για τους ακόλουθους λόγους:

Παράβαση του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (στο εξής: κανονισμός για το κοινοτικό σήμα), σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα (Αδικαιολόγητη χρήση)

Το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον έλαβε υπόψη, εσφαλμένως, τη χρήση του σήματος από τρίτο.

Συναφώς, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως την κατανομή του βάρους της αποδείξεως κατά το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη μη πειστικά (ανεπαρκή) αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο ανακόπτων. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε σε υποθέσεις αντί να στηριχθεί σε βάσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν, υπό το πρίσμα όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών ζητημάτων, μια νέα απόφαση με το ίδιο διατακτικό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε εγκύρως να εκδοθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

Παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα: Μη επαρκής απόδειξη του αντιταχθέντος σήματος

Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια της ουσιαστικής χρήσεως κατά το πνεύμα του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα.

Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι:

ο ανακόπτων υπέβαλε μόνον τρία τιμολόγια για το έτος 1996, που αντιπροσωπεύουν συνολική αξία μικρότερη από 3 476 ευρώ·

ο ανακόπτων υπέβαλε μόνο δύο τιμολόγια για το έτος 1997, που αντιπροσωπεύουν συνολική αξία μικρότερη από 1 306 ευρώ·

τα επίμαχα προϊόντα ήσαν προϊόντα χαμηλού κόστους και, ως εκ τούτου, προϊόντα μαζικής παραγωγής και μαζικής καταναλώσεως·

η πώληση των εν λόγω προϊόντων ήταν σχετικά ευχερής·

τα επίμαχα προϊόντα επωλούντο, στην καλύτερη περίπτωση, σε έναν και μόνο πελάτη·

και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε γίνει ουσιαστική χρήση του αντιταχθέντος σήματος ES 372 221«VITAFRUIT» κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, καθόσον η χρήση του εν λόγω σήματος ήταν σποραδική, περιστασιακή, ελάχιστη και δεν ελάμβανε χώρα σε ένα σημαντικό τμήμα του εδάφους εντός του οποίου το εν λόγω σήμα ετύγχανε προστασίας.

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα

Περαιτέρω, τα συγκρινόμενα σήματα δεν είναι παρεμφερή μέχρι σημείου συγχύσεως όσον αφορά τα προϊόντα της κατηγορίας «ποτά από βότανα και βιταμίνες» για τα οποία ζητεί προστασία το σήμα υπ' αριθμ.156 422«VITAFRUIT», του οποίου ζητείται η καταχώριση. Ειδικότερα, τα προϊόντα της κατηγορίας «ποτά από βότανα και βιταμίνες», αφενός, και τα προϊόντα της κατηγορίας «συμπυκνωμένοι χυμοί φρούτων», αφετέρου, είναι μόνο σε πολύ αμυδρό βαθμό παρεμφερή, καθόσον διαθέτουν ελάχιστα κοινά στοιχεία.

Τούτο βασίζεται στο γεγονός ότι τα συγκρινόμενα προϊόντα διαφέρουν ως προς τις ιδιότητές τους, τις πρώτες ύλες και τις συνθήκες παραγωγής τους, και ειδικότερα ως προς τα μηχανήματα, την τεχνογνωσία και τις εγκαταστάσεις παραγωγής που είναι αναγκαίες για την παρασκευή των επίμαχων προϊόντων. Επιπλέον, τα συγκρινόμενα προϊόντα διαφέρουν ως προς τον τρόπο χρησιμοποιήσεώς τους, τις λειτουργικές ιδιότητές τους και τον τρόπο διανομής τους. Επομένως, τα πιθανά κοινά χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων αποδυναμώνονται από τις διαφορές τους.


(1)  ΕΕ C 233 της 28.9.2002, σ. 26.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/30


Αίτηση αναιρέσεως της Regione Siciliana, που ασκήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 κατά της διατάξεως της 8ης Ιουλίου 2004, την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-341/02, Regione Siciliana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-417/04 P)

(2004/C 300/56)

Η Regione Siciliana, εκπροσωπούμενη από την Avvocatura dello Stato, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως της 8ης Ιουλίου 2004, την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-341/02, Regione Siciliana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να εξαφανίσει τη διάταξη της 8ης Ιουλίου 2004 του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι πλημμελής, για τους ακολούθους λόγους:

στις σκέψεις 47, 48 και 49 της διατάξεως, αναφέρεται σαφώς ότι νομική της βάση αποτελεί το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο ορίζει ότι «το Πρωτοδικείο μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως […]». Στην υπό κρίση περίπτωση δεν προκύπτει από τη δικογραφία κανένας «λόγος δημοσίας τάξεως» που να δικαιολογεί την αυτεπάγγελτη έγερση του απαραδέκτου από το Πρωτοδικείο. Άλλωστε, το Πρωτοδικείο δεν είπε ούτε λέξη για να εξηγήσει ποιοι θα μπορούσαν να είναι και σε τί συνίσταντο αυτοί οι «λόγοι δημοσίας τάξεως», που να δικαιολογούν την ενεργοποίηση της εξαιρετικής διαδικασίας του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του. Η πλήρης παράλειψη αιτιολογήσεως σχετικώς συνιστά βαρύτατη προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων του αμυνομένου και της εκατέρωθεν ακροάσεως.

παράβαση και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 230 ΕΚ ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της Regione Siciliana και, συνεπώς, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος του αμυνομένου·

παράβαση και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988 (1), με τις επακολουθήσασες τροποποιήσεις του·

παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988 (2)·

πλημμελής αιτιολογία, χαρακτηριζόμενη από έλλειψη συνοχής και αυθαίρετη κρίση·

πλημμελής αιτιολογία, χαρακτηριζόμενη από αντιφάσεις, έλλειψη λογικού ειρμού και έλλειψη επιχειρημάτων.


(1)  ΕΕ L 185 της 15.7.1988, σ. 9.

(2)  ΕΕ L 374 της 31.12.1988, σ. 1.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/31


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε η Audiencia Provincial de Barcelona (Sección Decimoquinta) (Ισπανία), με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση MATRATZEN CONCORD, AG κατά HUKLA-GERMANY, S.A.

(Υπόθεση C-421/04)

(2004/C 300/57)

Με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Οκτωβρίου 2004, η Audiencia Provincial de Barcelona (Sección Decimoquinta) υπέβαλε αίτηση για την έκδοση προδικαστικού ερωτήματος, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ MATRATZEN CONCORD, AG και HUKLA-GERMANY, S.A., που εκκρεμεί ενώπιόν της.

Η Audiencia Provincial de Barcelona ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:

Μπορεί η έγκυρη καταχώριση ενός σήματος σε κράτος μέλος να συνιστά συγκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, όταν το σήμα αυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα ή χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να διακρίνει το προϊόν που το φέρει ή το είδος, την ποιότητα, την ποσότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος στη γλώσσα άλλου κράτους μέλους, διαφορετική από την ομιλούμενη στο πρώτο κράτος μέλος, όπως μπορεί να είναι το ισπανικό σήμα «MATRATZEN» που διακρίνει στρώματα και σχετικά προϊόντα;


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/31


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Social Security Commissioners, London με διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, στην υπόθεση Sarah Margaret Richards κατά Secretary of State for Work an Pensions

Υπόθεση C-423/04

(2004/C 300/58)

Με διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 4 Οκτωβρίου 2004, το Social Security Commissioners, London στο πλαίσιο της διαφοράς Sarah Margaret Richards κατά Secretary of State for Work an Pensions, η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Απαγορεύει η οδηγία 79/7/ΕΟΚ (1) την άρνηση συνταξιοδοτήσεως τρανσεξουαλικού ατόμου άνδρας-προς-γυναίκα πριν τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας, άτομο το οποίο θα εδικαιούτο τέτοια σύνταξη στην ηλικία των εξήντα ετών αν θεωρείτο γυναίκα κατά το εθνικό δίκαιο;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως από ποια ημερομηνία θα ισχύσει η απάντηση του Δικαστηρίου;


(1)  Οδηγία 79/7/ΕΟΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1978 (ΕΕ L 6 της 10.1.1979, σ. 24· ΕΕ 05/02, σ. 174).


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/31


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση C-424/04)

(2004/C 300/59)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Wiedner και B. Stromsky, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 4 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη επιβάλλοντας στην αναθέτουσα αρχή την υποχρέωση να εγγυάται πραγματικό ανταγωνισμό, μέσω της παρουσίας τουλάχιστον 5 συμμετεχόντων προμηθευτών στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας, έστω και αν δεν ορίζεται ανώτατο και κατώτατο όριό τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 19, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993 (1), 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992 (2), και 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 (3)·

2.

να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής του γαλλικού κώδικα δημοσίων συμβάσεων τις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τον δανεισμό ή χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις, είτε αποσκοπούν στην κάλυψη χρηματοδοτικής είτε ταμειακής ανάγκης, και δεν συνδέονται προς συναλλαγή επί ακινήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α', ψηφίο vii, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, και το άρθρο 1, παράγραφος 4, στοιχείο γ', ψηφίο iv, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993 (4)·

3.

να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, ορίζοντας ότι οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο:

νομικές υπηρεσίες·

κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες·

ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και αθλητικές υπηρεσίες·

υπηρεσίες παιδαγωγικές και υπηρεσίες επαγγελματικής εξειδίκευσης και ένταξης,

αρκεί, προκειμένου να ανατεθούν, να ορισθούν οι αιτούμενες υπηρεσίες μέσω παραπομπής σε κανόνες, εάν υφίστανται, καθώς και να αποσταλεί γνωστοποίηση ανάθεσης, χωρίς να γίνεται ρητή μνεία της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις και τις αρχές της Συνθήκης,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις αρχές και τους κανόνες της Συνθήκης (άρθρο 49) και ιδιαίτερα από τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, της οποίας η πρόσφορη δημοσιότητας συνιστά απόρροια·

4.

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Ο γαλλικός κώδικας δημοσίων συμβάσεων δεν συμβιβάζεται, ως προς ορισμένες πτυχές του, προς τους κανόνες και τις αρχές της Συνθήκης ΕΚ και τις κοινοτικές οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων.

Κατ' αρχάς, η Γαλλική Δημοκρατία, μη επιβάλλοντας στην αναθέτουσα αρχή την υποχρέωση να εγγυάται την παρουσία πέντε τουλάχιστον συμμετεχόντων προμηθευτών, αν δεν έχει ορίσει ανώτατο και κατώτατο όριό τους, παραβαίνει την απορρέουσα από τις κοινοτικές οδηγίες υποχρέωσή της να εγγυάται πραγματικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο ορισμένων κλειστών διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

Η Γαλλική Δημοκρατία παραβαίνει επίσης τις υποχρεώσεις της αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής του γαλλικού κώδικα δημοσίων συμβάσεων τις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τον δανεισμό ή χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις, είτε αποσκοπούν στην κάλυψη χρηματοδοτικής είτε ταμειακής ανάγκης, και δεν συνδέονται προς συναλλαγή επί ακινήτων. Οι συμβάσεις, όμως, αυτές αφορούν παροχές υπηρεσιών και, άρα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών. Ούτε μπορούν άλλωστε να θεωρηθούν ως καλυπτόμενες από την εξαίρεση περί τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Τέλος, συνιστά προσβολή της προβλεπομένης στο άρθρο 49 ΕΚ αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και της αρχής της δημοσιότητας, το γεγονός ότι απέκλεισε από ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών από το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεώς της να εξασφαλίζει πρόσφορο βαθμό δημοσιότητας.


(1)  Οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 1).

(2)  Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1).

(3)  Οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 54).

(4)  Οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών έργων (ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 84).


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/32


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση C-425/04)

(2004/C 300/60)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Wouter Wils και Claudio Loggi, άσκησε στις 4 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2001/16/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ενημερώσει την Επιτροπή για τη θέσπιση τέτοιων διατάξεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 27 της εν λόγω οδηγίας·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 20 Απριλίου 2003.


(1)  EE L 110 της 20.4.2001, σ. 1.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/32


Αίτηση αναιρέσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης (EAR), που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004 κατά της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2004, την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-175/03, Norbert Schmitt κατά Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης (EAR)

(Υπόθεση C-426/04 P)

(2004/C 300/61)

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ανασυγκρότησης (EAR), εκπροσωπούμενη από τους Albert Coolen, Jean-Noël Louis, Etienne Marchal και Sébastien Orlandi, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 4 Οκτωβρίου 2004 αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2004, την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-175/03, Norbert Schmitt κατά Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης (EAR).

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να εξαφανίσει την απόφαση του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-175/03, Norbert Schmitt κατά Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ανασυγκρότησης, καθ' άπαν το διατακτικό της.

Ακολούθως δε

να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως που στρεφόταν κατά της καταγγέλλουσας τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος από 25 Φεβρουαρίου 2003 αποφάσεως του EAR·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα και νυν αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρέσεως.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θεμελιώνοντας την απόφασή του σε λόγους ακυρώσεως και επιχειρήματα τα οποία ο προσφεύγων δεν είχε ούτε επικαλεσθεί ευθέως ούτε αναπτύξει επαρκώς κατά δίκαιο, παρέβη την απαγόρευση του δικάζειν ultra petita.

Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο, ερμηνεύοντας το άρθρο 4 της συναφθείσας με τον N. Schmitt συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου υπό την έννοια ότι περιόριζε το δικαίωμα της Υπηρεσίας προς καταγγελία της συμβάσεως αποκλειστικώς και μόνον στις καταστάσεις στις οποίες οι παρεμβάσεις της Υπηρεσίας παύουν ή μειώνονται αισθητά πριν περατωθεί η εντολή της, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Τέλος, το Πρωτοδικείο επίσης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι είχε επέλθει παράβαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του προσφεύγοντος, ενώ από το σκεπτικό της αποφάσεώς του προκύπτει ότι δεν του είχε παρασχεθεί καμμία συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη, συγκλίνουσα και συνάδουσα προς τις διατάξεις του καθεστώτος λοιπού προσωπικού διαβεβαίωση ότι θα παρέμενε εν υπηρεσία μέχρι πέρατος της πραγματικής εντολής της Υπηρεσίας.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/33


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Bundesfinanzhof με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση Finanzamt Eisleben κατά Feuerbestattungsverein Halle e.V.

(Υπόθεση C-430/04)

(2004/C 300/62)

Με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 7 Οκτωβρίου 2004, το Bundesfinanzhof, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Finanzamt Eisleben και Feuerbestattungsverein Halle e.V., που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

Δύναται ο ιδιώτης υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού με οργανισμό δημοσίου δικαίου και υποστηρίζει ότι η μη φορολόγηση ή η πολύ χαμηλή φορολόγηση του δεύτερου είναι παράνομη, να επικαλεστεί το άρθρο 4, παράγραφος 5, εδάφιο 2, της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (1);


(1)  ΕΕ L 145, σ. 1.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/33


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Bundesgerichtshof με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2004 στο πλαίσιο εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως του Massachusetts Institute of Technology

(Υπόθεση C-431/04)

(2004/C 300/63)

Με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 7 Οκτωβρίου 2004, το Bundesgerichtshof, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε το Massachusetts Institute of Technology, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1)

Προϋποθέτει η έννοια «σύνθεση δραστικών ουσιών ενός φαρμάκου» του άρθρου 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΟΚ) 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992 (1), σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα, ότι κάθε συστατικό στοιχείο αυτής της συνθέσεως πρέπει να αποτελεί καθαυτό δραστική ουσία με φαρμακευτική δράση;

2)

Υπάρχει «σύνθεση δραστικών ουσιών ενός φαρμάκου» και στην περίπτωση που ένα από τα δύο συστατικά στοιχεία της συνθέσεως είναι μία γνωστή για τη φαρμακευτική δράση της ουσία για συγκεκριμένη πάθηση ενώ το άλλο συστατικό στοιχείο καθιστά δυνατή τη χορήγηση του σκευάσματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μεταβάλλεται η δράση του φαρμάκου κατά της παθήσεως αυτής (in-vivo εμφύτευμα με ελεγχόμενη αποδέσμευση της δραστικής ουσίας για την αποφυγή τοξικών παρενεργειών);


(1)  ΕΕ L 182, σ. 1.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/34


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Edith Cresson, που ασκήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση C-432/04)

(2004/C 300/64)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Hans Peter Hartvig και Julian Currall, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 7 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή κατά της Edith Cresson.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναγνωρίσει ότι η Edith Cresson παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 213 ΕΚ·

2.

να κηρύξει, κατά συνέπεια, τη μερική ή ολική έκπτωση της Edith Cresson από το οφειλόμενο σ' αυτήν συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή/και από κάθε άλλο συναρτώμενο προς το δικαίωμα αυτό πλεονέκτημα· για τον προσδιορισμό της διάρκειας και της έκτασης αυτής της εκπτώσεως, η Επιτροπή επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου·

3.

να καταδικάσει την Edith Cresson στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Κατά τη θητεία της ως επιτρόπου, η Edith Cresson προέβη έναντι δύο προσωπικών της φίλων σε ενέργειες ευνοιοκρατίας αντίθετες τόσο προς το γενικό συμφέρον όσο και προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 213 ΕΚ. Ο ένας προσελήφθη με πρωτοβουλία της Edith Cresson, ενώ τα προσόντα του δεν αντιστοιχούσαν προς τις διάφορες θέσεις στις οποίες προσελήφθη. Ακολούθως, η Edith Cresson προσέφερε επανειλημμένα την προστασία της, ενώ οι υπηρεσίες που παρείχε ο προσληφθείς ήσαν προδήλως ανεπαρκείς σε ποσότητα, σε ποιότητα και σε σχέση προς το αντικείμενο. Παρομοίως, κατόπιν πρωτοβουλίας της Edith Cresson και πάλι, προετάθησαν σε έναν από τους φίλους της συμβάσεις που δεν ανταποκρίνονταν σε αίτημα ή σε ανάγκη των υπηρεσιών της Επιτροπής. Η συμπεριφορά της Edith Cresson δεν υπαγορευόταν από το συμφέρον του θεσμικού οργάνου, αλλά κατά βάση από τη θέλησή της να παράσχει εύνοιες σε δύο πρόσωπα. Ουδέποτε η Edith Cresson διερωτήθηκε για τη νομιμότητα των αποφάσεων ή των διαδικασιών που κινήθηκαν, ενώ ο έλεγχος αυτός ήταν αναγκαίος, διότι επρόκειτο περί προσώπων με τα οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Οι ενέργειες αυτές συνιστούν, επομένως, πράξεις ευνοιοκρατίας ή πάντως βαρείας αμέλειας.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/34


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση C-433/04)

(2004/C 300/65)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 8 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

Να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, υποχρεώνοντας τους εργοδότες και τους εργολήπτες που καλούν αλλοδαπούς αντισυμβαλλόμενους, μη εγγεγραμμένους στα μητρώα του Βελγίου, να παρακρατούν 15 % του οφειλόμενου ποσού για πραγματοποιηθείσες εργασίες, και επιβάλλοντας στους ίδιους αντιπροσωπευόμενους και επιχειρηματίες ευθύνη εις ολόκληρο για τα φορολογικά χρέη των αντισυμβαλλομένων τους, μη εγγεγραμμένων στα μητρώα του Βελγίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η εθνική ρύθμιση στον τομέα των κατασκευών που επιβάλλει στους εργοδότες και στους εργολήπτες να παρακρατούν από κάθε πληρωμή που πραγματοποιούν προς τους αντισυμβαλλομένους τους, που δεν είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του Βελγίου, το 15 % επί του ποσού του τιμολογίου και να το καταβάλλουν στις Βελγικές αρχές, επί ποινή προστίμου, με σκοπό να εξασφαλισθεί η καταβολή ή η ανάκτηση των φορολογικών χρεών που ενδεχομένως υφίστανται από τους αντισυμβαλλόμενους αυτούς, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών προβλεπόμενο από τα άρθρα 49 και 50 ΕΚ. Επίσης, συνιστά παράβαση των άρθρων 49 και 50 ΕΚ η εις ολόκληρο ευθύνη των εργοδοτών και των εργοληπτών για τα χρέη από φόρους των μη εγγεγραμμένων αντισυμβαλλομένων τους, που ανέρχεται έως το 35 % της συνολικής αξίας των εργασιών, μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.

Οι ρυθμίσεις αυτές είναι δυνατό να αποθαρρύνουν τους εργολήπτες και τους εργοδότες να συμβληθούν με αλλοδαπούς αντισυμβαλλόμενους, μη εγγεγραμμένους στα μητρώα του Βελγίου. Έτσι, η αυτόματη εις ολόκληρο ευθύνη των εργοδοτών και των εργοληπτών για τα φορολογικά χρέη των αντισυμβαλλομένων τους δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας και προσβάλλει αδικαιολόγητα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και τα δικαιώματα άμυνας των εργοδοτών και των εργοληπτών αυτών. Συγκεκριμένα, η εις ολόκληρο ευθύνη του εργοδότη και του εργολήπτη εφαρμόζεται αυτομάτως, χωρίς να υποχρεούται η διοίκηση να αποδείξει την ύπαρξη σφάλματος ή συνενοχής του εργοδότη ή του εργολήπτη. Επίσης, μπορεί να επεκτείνεται σε φορολογικά χρέη από εργασίες που πραγματοποίησε ο αντισυμβαλλόμενος για άλλα πρόσωπα. Η μη τήρηση της υποχρέωσης παρακράτησης τιμωρείται με πρόστιμο που ανέρχεται στο διπλάσιο του ποσού παρακράτησης.

Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν επίσης πραγματικό εμπόδιο για τους μη εγγεγραμμένους αντισυμβαλλόμενους που θέλουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Βέλγιο. πρέπει, συγκεκριμένα, να δεχθούν τη μείωση της τιμής του τιμολογίου κατά 15 %, ακόμη και αν δεν έχουν κανένα χρέος από φόρους με το οποίο θα μπορούσε να συμψηφιστεί η παρακράτηση αυτή, ενώ δεν μπορούν να ανακτήσουν το ποσό αυτό παρά μόνο μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, υποβάλλοντας αίτηση επιστροφής.

Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικά δικαιολογημένα. Πρώτον, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο πάροχος υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος δεν υπόκειται σε φορολόγηση με τις ρυθμίσεις αυτές. Ακόμη, σε ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οφειλές από φόρους θα έπρεπε να πληρωθούν ή να εισπραχθούν στο Βέλγιο, ο μηχανισμός που δημιούργησαν οι διατάξεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί, εξαιτίας του γενικού χαρακτήρα του, ως δυσανάλογος.

Τέλος, η δυνατότητα εγγραφής δεν δικαιολογεί τις υποχρεώσεις παρακρατήσεως και της εις ολόκληρον ευθύνης. Πράγματι, το διάβημα που απαιτεί η διαδικασία εγγραφής, για την οποία είναι αναγκαία πολλά περισσότερα από μια απλή κοινοποίηση πληροφοριών στις Βελγικές αρχές, έχει ως συνέπεια η εγγραφή αυτή να μην αποτελεί βάσιμη εναλλακτική λύση για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν την έδρα τους στο Βέλγιο και οι οποίες επιθυμούν να ασκήσουν την ελευθερία τους να παρέχουν ευκαιριακά τις υπηρεσίες τους στο Βέλγιο. Η απαίτηση εγγραφής στερεί κάθε αποτελεσματικότητα από τις διατάξεις της Συνθήκης που προορίζονται για την εξασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/35


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση Jan-Erik Anders Ahokainen και Mati Leppik κατά εισαγγελικής αρχής

(Υπόθεση C-434/04)

(2004/C 300/66)

Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10 Οκτωβρίου 2004, το Korkein oikeus, στο πλαίσιο της διαφοράς Jan-Erik Anders Ahokainen και Mati Leppik κατά εισαγγελικής αρχής, η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1)

Έχει το άρθρο 28 ΕΚ την έννοια ότι εμποδίζει την εφαρμογή της νομοθεσίας κράτους μέλους κατά την οποία η εισαγωγή μη μετουσιωμένης αιθυλικής αλκοόλης (οινοπνεύματος) άνω των 80 βαθμών επιτρέπεται μόνο σε όποιον έχει λάβει σχετική άδεια;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο δυνάμει του άρθρου 30 ΕΚ το καθεστώς χορηγήσεως της σχετικής αδείας;


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/35


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Cour de cassation (Βέλγιο) με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση Sébastien Victor Leroy κατά Εισαγγελικής Αρχής

(Υπόθεση C-435/04)

(2004/C 300/67)

Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 14 Οκτωβρίου 2004, το Cour de cassation του Βελγίου, στο πλαίσιο της υποθέσεως Sébastien Victor Leroy κατά Εισαγγελικής Αρχής, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

Απαγορεύουν τα άρθρα 49 έως 55 της Συνθήκης της 25ης Μαρτίου 1957, περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εθνική νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους απαγορεύουσα σε κατοικούντα και εργαζόμενο εντός αυτού του κράτους να χρησιμοποιεί εντός της επικρατείας του εν λόγω κράτους αυτοκίνητο η κυριότητα του οποίου ανήκει σε εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, στην περίπτωση που το εν λόγω αυτοκίνητο δεν έχει καταχωριστεί στο πρώτο κράτος, έστω και αν έχει καταχωριστεί στο δεύτερο;


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/35


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hof van Cassatie van België με απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση Léopold Henri Van Esbroeck κατά Openbaar Ministerie

(Υπόθεση C-436/04)

(2004/C 300/68)

Με απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 13 Οκτωβρίου 2004, το Hof van Cassatie van België, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Léopold Henri Van Esbroeck και Openbaar Ministerie, η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1)

Πρέπει το άρθρο 54 της συναφθείσας στις 19 Ιουνίου 1999 Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα βελγικό δικαστήριο δύναται να εφαρμόσει το άρθρο αυτό έναντι ενός προσώπου το οποίο στο Βέλγιο μετά τις 25 Μαρτίου 2001 διώχθηκε ποινικώς για τις ίδιες πράξεις με εκείνες για τις οποίες δικάστηκε και καταδικάστηκε στις 2 Οκτωβρίου 2000 από νορβηγικό ποινικό δικαστήριο και σχετικά με τις οποίες εξέτισε την επιβληθείσα ποινή, αλλά όπου, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας που συνήφθη στις 18 Μαΐου 1999 μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, η διάταξη του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, όπως και άλλες διατάξεις, τέθηκε σε εφαρμογή από τη Νορβηγία μόλις στις 25 Μαρτίου 2001;

Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική:

2)

Πρέπει το άρθρο 54 της συναφθείσας στις 19 Ιουνίου 1999 Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 της Συμβάσεως αυτής, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θεωρούνται «ίδια πραγματικά περιστατικά» κατά το προαναφερθέν άρθρο 54 οι αξιόποινες πράξεις της κατοχής, για εξαγωγή και εισαγωγή, οι οποίες αφορούν τα ίδια ναρκωτικά και της ίδιας φύσεως ψυχοτρόπες ουσίες, περιλαμβανομένης της ινδικής κάνναβης, και για τις οποίες έχει ασκηθεί, αντιστοίχως για εξαγωγή και εισαγωγή, ποινική δίωξη σε διάφορες χώρες που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν ή που έχουν εισαγάγει και εφαρμόζουν το κεκτημένο του Σένγκεν;


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/36


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου, η οποία ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση C437/04)

(2004/C 300/69)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J.-F. Pasquier, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 15 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Βασιλείου του Βελγίου.

Η Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι, θεσπίζοντας διάταξη παραβιάζουσα τη φορολογική ασυλία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι της προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:

Η επιβολή, με περιφερειακό διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1992, περιφερειακού τέλους σε βάρος των κατόχων ακινήτων και των δικαιούχων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ορισμένων ακινήτων που βρίσκονται στην Περιφέρεια Βρυξελλών–Πρωτευούσης συνιστά παραβίαση του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 8ης Απριλίου 1964. Το διάταγμα αυτό αποτελεί καινοτομία σε σχέση με την προηγούμενη κανονιστική ρύθμιση, καθώς προβλέπει, επιπλέον της φορολογήσεως των κατόχων ακινήτων, την επιβολή τέλους σε βάρος των ιδιοκτητών σε περίπτωση που η επαγγελματική χρήση κτιρίου υπερβαίνει ορισμένη επιφάνεια. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1992, η εν λόγω φορολόγηση των ιδιοκτητών ακινήτων συνιστά νομική επινόηση, προκειμένου να παρακαμφθεί η φορολογική ασυλία που απολαύουν ορισμένα πρόσωπα ή οργανισμοί που είναι κάτοχοι ακινήτων. Πράγματι, το τέλος αυτό βαρύνει τελικά τα εν λόγω πρόσωπα, μεταξύ αυτών και τις Κοινότητες, είτε λόγω των συμβατικών διατάξεων που περιλαμβάνουν τα μισθωτήρια, δυνάμει των οποίων τα πρόσωπα αυτά βαρύνονται με κάθε φόρο ή τέλος επί του ακινήτου, εκτός αν ο μισθωτής απολαύει απαλλαγής, είτε λόγω της αντίστοιχης επιβαρύνσεως του μισθώματος. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε νομοθετική διάταξη η οποία, ενώ δεν επιβάλλει ρητώς φόρο στην Κοινότητα, έχει ωστόσο ως αποτέλεσμα ή άμεσο σκοπό την επιβολή, έστω έμμεσα, αλλά αναγκαστικά, φόρου στην Κοινότητα, παραβιάζει την αρχή της ασυλίας.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/36


Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση C-442/04)

(2004/C 300/70)

Το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον Enrique Braquehais Conesa, Abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 21 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Το προσφεύγον ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1415/2004 (1) του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2004, για καθορισμό της μέγιστης ετήσιας αλιευτικής προσπάθειας για ορισμένες ζώνες και τύπους αλιείας, εφαρμοστικά των άρθρων 3 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1954/2003 (2) του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, για τη διαχείριση της αλιευτικής προσπάθειας όσον αφορά ορισμένες αλιευτικές ζώνες και πόρους της Κοινότητας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2847/93 (3) και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 685/95 (4) και (ΕΚ) αριθ. 2027/95 (5) και

να καταδικάσει το καθού όργανο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

α)

διότι ο προσβαλλόμενος με την παρούσα προσφυγή κανονισμός (ΕΚ) 1415/2004 εκδόθηκε προς εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1954/2003 και ειδικότερα των άρθρων του 3 και 6, που αφορούν τη μέγιστη ετήσια αλιευτική προσπάθεια για κάθε κράτος μέλος και για τις διάφορες ζώνες και τύπους αλιείας που προβλέπονται στις προαναφερθείσες διατάξεις, κανονισμού για την ακύρωση του οποίου έχει ασκηθεί προσφυγή από το Βασίλειο της Ισπανίας (υπόθεση C-36/04), στις οποίες λαμβάνονται υπόψη ως περίοδος αναφοράς τα έτη 1998 έως 2002, γεγονός το οποίο συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω εθνικότητας εις βάρος του ισπανικού στόλου, δεδομένου ότι κατά τα εν λόγω έτη, δυνάμει των διατάξεων της Πράξεως Προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και των κανονισμών (ΕΚ) 685/95 και 2027/95, ο ισπανικός στόλος είχε περιορισμένη πρόσβαση στις ζώνες ICES Vb, VI, VII και VIII a, b, d και e,

β)

διότι ο καθορισμός ευαίσθητης ζώνης στον οποίον αναφέρεται το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1954/2003, προς εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός (ΕΚ) 415/2004, εισάγει επίσης δυσμενή διάκριση για τον ισπανικό στόλο, λαμβανομένου υπόψη ότι η νέα ευαίσθητη ζώνη συμπίπτει εν μέρει με το λεγόμενο «Irish box» στο οποίο εφαρμόζονταν περιορισμοί εις βάρος του ισπανικού στόλου, δυνάμει της Πράξεως Προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

Κατάχρηση εξουσίας:

διότι η προστασία της ευαίσθητης ζώνης που διέπεται από το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1954/2003 προς εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός (ΕΚ) 1415/2004 θα έπρεπε να επιτυγχάνεται διά της εφαρμογής των διαδικασιών που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 850/1998, με τον οποίον καθιερώνονται τεχνικά μέτρα προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών και ο οποίος αφορά όλες τις περιοχές οι οποίες αποδεικνύεται επιστημονικώς ότι πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.


(1)  ΕΕ L 258 της 5.8.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 289 της 7.11.2003, σ. 1.

(3)  EE L 261 της 20.10.1993, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 71 της 31.3.1995, σ. 5.

(5)  ΕΕ L 199, της 24.8.1995, σ. 1.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/37


Διαγραφή των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-451/02 και C-452/02 (1)

(2004/C 300/71)

Με διάταξη της 27ης Ιουλίου 2004 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C-451/02 και C-452/02 (αιτήσεις του Bundesfinanzhof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Hauptzollamt Bremen κατά Joh. C. Henschen GmbH & Co. KG (C-451/02) και ITG GmbH Internationale Spedition (C-452/03).


(1)  ΕΕ C 55 της 8.3.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/37


Διαγραφή της υποθέσεως C-237/03 (1)

(2004/C 300/72)

Με διάταξη της 22ας Ιουλίου 2004 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως C-237/03 (αίτηση του tribunal d'instance de Roubaix για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): SA Banque Sofinco κατά Daniel Djemoui, Carole Djemoui.


(1)  ΕΕ C 184 της 2.8.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/37


Διαγραφή της υποθέσεως C-256/03 (1)

(2004/C 300/73)

Με διάταξη της 25ης Αυγούστου 2004 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως C-256/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας.


(1)  ΕΕ C 184 της 2.8.2003.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/38


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 28ης Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση T-310/00, MCI, Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(«Ανταγωνισμός - Έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως - Προσφυγή ακυρώσεως - Έννομο συμφέρον - Αρμοδιότητα της Επιτροπής»)

(2004/C 300/74)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Στην υπόθεση T-310/00, MCI, Inc., πρώην MCI WorldCom, Inc., ακολούθως WorldCom, Inc., με έδρα το Ashburn της Βιργινίας (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον K. Lasok, QC, και τους δικηγόρους J.-Y. Art και B. Hartnett, ακολούθως δε από τον Κ. Lasok, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: W.-D. Plessing και την B. Muttelsee-Schön), κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: αρχικώς P. Oliver, P. Hellström και L. Pignataro, ακολούθως δε Oliver και Hellström, επικουρούμενοι από τον N. Khan, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), υποστηριζόμενης από τη Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: G. de Bergues και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο),που έχει ως αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2003/790/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2000, με την οποία κηρύσσεται ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και τη Συμφωνία ΕΟΧ [πράξη συγκεντρώσεως] (Υπόθεση COMP/M.1741 — MCI WorldCom/Sprint) (ΕΕ L 300, 2003, σ. 1), το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και N. J. Forwood, δικαστές, γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 28 Σεπτεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Ακυρώνει την απόφαση 2003/790/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2000, με την οποία κηρύσσεται ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και τη Συμφωνία ΕΟΧ πράξη συγκεντρώσεως (Υπόθεση COMP/M.1741 — MCI WorldCom/Sprint).

2.

Καταδικάζει την Επιτροπή να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και εκείνα της MCI, Inc.

3.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


(1)  EE C 355 της 9.12.2000.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/38


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΏΝ ΚΟΙΝΟΤΉΤΩΝ

της 30ής Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση Τ-216/03, Albado Ferrer de Moncada, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(Υπάλληλοι - Έκθεση βαθμολογίας - Παρατυπίες στη διαδικασία - Αιτιολογία - Ακύρωση της εκθέσεως - Αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας)

(2004/C 300/75)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση Τ-246/02, Albado Ferrer de Moncada, υπαλλήλου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατοίκου Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από τους G. Vandersanden, L. Levi και A. Finchelstein avocats, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Curral και C. Berardis-Kayser, επικουρούμενοι από τον D. Waelbroeck, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο, αφενός, αίτηση περί ακυρώσεως τόσο της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της από 28 Αυγούστου 2001 αιτήσεως του προσφεύγοντος αποζημίωση λόγω καθυστερήσεως στην κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας για τις περιόδους αναφοράς 1995-1997 και 1997-1999, όσο και, καθόσον είναι αναγκαίο, της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της από 14 Ιανουαρίου 2002 ενστάσεως του προσφεύγοντος και, αφετέρου, αίτηση αποζημιώσεως λόγω καθυστερήσεως στην κατάρτιση των ως άνω εκθέσεων βαθμολογίας, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Jaeger και F. Dehousse, δικαστές, γραμματέας: M. H. Jung, εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1)

Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 7 000 ευρώ, επιπλέον του ποσού των 1 000 ευρώ που έχει καταβάλει.

2)

Η προσφυγή απορρίπτεται κατά το υπερβάλλον.

3)

Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 83 της 5.4.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/39


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 30ής Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση Τ-313/02, David Meca-Medina, Igor Majcen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(«Ανταγωνισμός - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Κανονιστική ρύθμιση για την καταπολέμηση της φαρμακοδιεγέρσεως, θεσπισθείσα από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) - Αμιγώς αθλητική κανονιστική ρύθμιση»)

(2004/C 300/76)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση T-313/02, David Meca-Medina, κάτοικος Βαρκελώνης (Ισπανία), Igor Majcen, κάτοικος Λιουμπλιάνα (Σλοβενία), εκπροσωπούμενοι από τον J.-L. Dupont, δικηγόρο, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: O. Beynet και A. Bouquet), υποστηριζόμενης από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (εκπρόσωπος: T. Pynnä), με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2002 περί απορρίψεως της καταγγελίας που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ), προκειμένου να διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο ορισμένων κανονιστικών διατάξεων τις οποίες αυτή θέσπισε και τις οποίες εφάρμοσε η Διεθνής Κολυμβητική Ομοσπονδία (FINA), καθώς και ορισμένων πρακτικών σχετικών με τον έλεγχο της φαρμακοδιεγέρσεως, προς τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού και περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (υπόθεση COMP/38158 — Meca-Medina και Majcen κατά ΔΟΕ), το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τον H. Legal, Πρόεδρο, τη V. Tiili και τον Μ. Βηλαρά, δικαστές, γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Οι προσφεύγοντες φέρουν τα έξοδά τους καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής.

3)

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας θα φέρει τα έξοδά της.


(1)  ΕΕ C 305 της 7.12.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/39


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΏΝ ΚΟΙΝΟΤΉΤΩΝ

της 30ής Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση Τ-16/03, Albado Ferrer de Moncada, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(Υπάλληλοι - Έκθεση βαθμολογίας - Παρατυπίες στη διαδικασία - Αιτιολογία - Ακύρωση της εκθέσεως - Αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας)

(2004/C 300/77)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση Τ-16/03, Albado Ferrer de Moncada, υπαλλήλου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατοίκου Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από τους G. Vandersanden, L. Levi και A. Finchelstein avocats, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Curral και C. Berardis-Kayser, επικουρούμενοι από τον D. Waelbroeck, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο, αφενός, αίτηση περί ακυρώσεως της εκθέσεως βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το χρονικό διάστημα 1995-1997 και, αφετέρου, αίτηση αποζημιώσεως, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Jaeger και F. Dehousse, δικαστές, γραμματέας: M. H. Jung, εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1.

Η έκθεση βαθμολογίας του προσφεύγοντος για το χρονικό διάστημα 1995-1997 ακυρώνεται.

2.

Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 1 000 ευρώ

3.

Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 83 της 5.4.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/40


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 28ης Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση T-216/03, Mario Paulo Tenreiro κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(Υπάλληλοι - Κινητικότητα - Mη προαγωγή - Συγκριτική εξέταση των προσόντων)

(2004/C 300/78)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση T-216/03, Mario Paulo Tenreiro, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Kraainem (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον G. Vandersanden, δικηγόρο, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: A. Bordes και L. Lozano Palacios, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αvτικείμεvo, κατ' ουσίαν, αίτηση ακυρώσεως της δημοσιευθείσας στις 14 Αυγούστου 2002 αποφάσεως της Επιτροπής, περί καταρτίσεως του πίνακα των υπαλλήλων που, κατά την περίοδο προαγωγών 2002, προήχθησαν στον βαθμό Α 4, καθόσον ο εν λόγω πίνακας δεν περιλαμβάνει το όνομα του προσφεύγοντος, το Πρωτοδικείο (μονομελές τμήμα με δικαστή τον J. Pirrung), γραμματέας: D. Christensen, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 28 Σεπτεμβρίου 2004 απόφαση με τo ακόλoυθo διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


(1)  ΕΕ C 200 της 23.8.2003.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/40


ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 2ας Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση T-291/02, González y Díez SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(ΕΚΑΧ - Κρατικές ενισχύσεις - Προσφυγή ακυρώσεως - Προσφυγή που κατέστη άνευ αντικειμένου - Κατάργηση δίκης - Διακανονισμός των εξόδων)

(2004/C 300/79)

Γλώσσα διαδικασία:ς η ισπανική

Στην υπόθεση T-291/02, González y Díez SA, εδρεύουσα στο Villabona-Llanera (Ισπανία), εκπροσωπούμενη αρχικά από τους J. Folguera Crespo, A. Martínez Sánchez και J.C. Engra Moreno, στη συνέχεια από τους J. Folguera Crespo και A. Martínez Sánchez, δικηγόρους, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: V. Kreuschitz και J.L. Buendía Sierra), με αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση των άρθρων 1, 2 και 5 της απόφασης 2002/827/ΕΚΑΧ της Επιτροπής της 2ας Σεπτεμβρίου 2004, για τη χορήγηση ενισχύσεων από την Ισπανία στην επιχείρηση González & Díez τα έτη 1998, 2000 και 2001 (ΕΕ L 296, σ. 80), το Πρωτοδικείο δεύτερο πενταμελές τμήμα), συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο τμήματος, A. W. H. Meij, N. J. Forwood, I. Pelikánová και Σ. Σ. Παπασάββα, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Καταργείται η δίκη.

2)

Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 289 της 23.11.2002.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/40


ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2004

στην υπόθεση Τ-310/03 R, Kreuzer Medien GmbH κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

(Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Παραδεκτό αιτήσεως ασκηθείσας από παρεμβαίνοντα)

(2004/C 300/80)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση T-310/03 R, Kreuzer Medien GmbH, με έδρα το Leipzig (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο M. Lenz, υποστηριζόμενη από τη Falstaff Verlags GmbH, με έδρα το Klosterneuburg (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο W.-G. Schärf, κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εκπρόσωποι: E. Waldherr και U. Rösslein, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εκπρόσωπος: E. Karlsson), υποστηριζομένων από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M.-J. Jonczy, L. Pignataro-Nolin και F. Hoffmeister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), το Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: L. Fraguas Gadea, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (εκπρόσωποι: A. Guimaraes-Purokoski και T. Pynnä, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτηση υποβληθείσα από τη Falstaff Verlags GmbH βάσει του άρθρου 243 ΕΚ, περί αναστολής εκτελέσεως της οδηγίας 2003/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 2003, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού (EE L 152, σ. 16), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε στις 21 Σεπτεμβρίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/41


ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

της 19ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση Τ-439/03 R ΙΙ, Ulrike Eppe κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

(Ασφαλιστικά μέτρα - Διαγωνισμός - Νέα αίτηση - Παραδεκτό - Επείγον - Δεν υφίσταται)

(2004/C 300/81)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση Τ-439/03 R ΙΙ, Ulrike Eppe, κάτοικος Αννόβερου (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον D. Rogalla, avocat, κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εκπρόσωποι: J. de Wachter και N. Lorenz), που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του διαγωνισμού ΕUR/A/167/02 καθώς και επαναλήψεως του εν λόγω διαγωνισμού παρουσία της προσφεύγουσας και, επικουρικώς, αίτημα να απαγορευθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προβεί σε προσλήψεις βάσει των αποτελεσμάτων του εν λόγω διαγωνισμού, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε στις 19 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:

1)

Η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται.

2)

Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/41


Προσφυγή της Vitakraft-Werke Wührmann & Sohn GmbH & Co. KG, κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς η οποία ασκήθηκε στις 9 Ιουλίου 2004 (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

(Υπόθεση T-277/04)

(2004/C 300/82)

Η γλώσσα διαδικασίας θα καθορισθεί βάσει του άρθρου 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας

Γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η προσφυγή: η γερμανική

Η Vitakraft-Werke Wührmann & Sohn GmbH & Co. KG, Βρέμη (Γερμανία), άσκησε προσφυγή, στις 9 Ιουλίου 2004, κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η προσφεύγουσα εκπροσωπείται από τον U. Sander, Rechtsanwalt.

Ο έτερος διάδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η Johnson's Veterinary Products Limited, Sutton Coldfield (Ηνωμένο Βασίλειο).

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση R 560/2003-1 του πρώτου τμήματος προσφυγών της 27ης Απριλίου 2004·

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος:

Johnson's Veterinary Products Limited

Κοινοτικό σήμα προς καταχώρηση:

Το λεκτικό σήμα «VITACOAT» για προϊόντα των κλάσεων 3, 5 και 21 (σαμπουάν, μαλακτικά της κόμης, παρασκευάσματα για την κόμη και το δέρμα, αποσμητικά, παρασκευάσματα προς εξόντωση των σκόρων, φθειρών, ψύλλων κ.λπ. παρασίτων· όλα για ζώα, καθώς και βούρτσες και κτένες για ζώα)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το γερμανικό λεκτικό σήμα «VITAKRAFT»

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής της νυν

Λόγοι ακυρώσεως προβαλλόμενοι με την παρούσα προσφυγή:

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) 40/94·

εσφαλμένη εκτίμηση του εγγενούς, καθώς και του διά της χρήσεως αποκτηθέντος, διακριτικού χαρακτήρα του σήματος που αφορά η ανακοπή·

εσφαλμένη εκτίμηση της επιρροής που ασκεί η ταυτότητα των παραβαλλομένων σημάτων ως προς το πρώτο συστατικό τους «VITA»·

εσφαλμένη εκτίμηση της φωνητικής και εννοιολογικής ομοιότητας των παραβαλλομένων σημάτων·

μη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι τα προϊόντα ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/42


Προσφυγή-αγωγή του A F A κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 6 Αυγούστου 2004

(Υπόθεση T-324/04)

(2004/C 300/83)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο A F A, κάτοικος Rhode — St. Genèse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Eric Boigelot, άσκησε στις 6 Αυγούστου 2004 προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την από 8 Ιανουαρίου 2004 απόφαση του du PMO2 (Γραφείου διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως των ατομικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων — Αποδοχές, αποστολές, εμπειρογνώμονες) περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής μιας πρώτης αναζητήσεως των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στον προσφεύγοντα·

να ακυρώσει την από 18 Νοεμβρίου 2003 απόφαση του PMO1 (Γραφείου διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως των ατομικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων — Διαχείριση των ατομικών οικονομικών δικαιωμάτων) περί καταργήσεως του επιδόματος αποδημίας το οποίο είχε καταβληθεί προηγουμένως στον προσφεύγοντα·

να ακυρώσει την από 9 Φεβρουαρίου 2004 απόφαση του PMO2 περί προσδιορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής της αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων στον προσφεύγοντα ποσών·

να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) που ελήφθη στις 2 Ιουλίου 2004 και κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 7 Ιουλίου 2004, περί απαντήσεως στην ένστασή του·

να ακυρώσει κάθε συνακόλουθη ή/και σχετική με τις αποφάσεις αυτές πράξη που θα ληφθεί μετά την άσκηση της προσφυγής·

να διατάξει την επιστροφή όλων των χρηματικών ποσών που παρακρατήθηκαν ή/και θα παρακρατηθούν από τον μισθό του προσφεύγοντος από τον Φεβρουάριο του 2004 με επιτόκιο 5,25 % από την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής·

να επιδικάσει ένα ποσό στον προσφεύγοντα προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, εκτιμώμενο ex aequo et bono σε 3 000 ευρώ ως αποζημίωση, επιφυλασσομένης της αυξήσεώς του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας·

εν πάση περιπτώσει να καταδικάσει την καθής-εναγομένη στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων του δικηγόρου που συμβουλεύθηκε ο προσφεύγων προκειμένου να ασκήσει την προσφυγή του.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία της Επιτροπής στις 16 Σεπτεμβρίου 1987. Στην αρχή άσκησε τα καθήκοντά του στο Λουξεμβούργο, ενώ από την 1η Απριλίου 1989 εργάζεται στις Βρυξέλλες. Ο προσφεύγων εδικαιούτο επιδόματος αποδημίας τόσο στο Λουξεμβούργο όσο και στις Βρυξέλλες.

Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις η Επιτροπή κατάργησε το επίδομά του αυτό αναδρομικά από τον χρόνο της μετατάξεως του στις Βρυξέλλες, διότι αντιλήφθηκε ότι ο προσφεύγων είχε κατοικήσει και εργαστεί στις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που ελήφθη υπόψη, από τις 16 Μαρτίου 1982 μέχρι τις 15 Μαρτίου 1987. Η Επιτροπή καθόρισε επίσης τον τρόπο επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων στον προσφεύγοντα ποσών.

Προς στήριξη της προσφυγής του ο προσφεύγων επικαλείται παράβαση των άρθρων 69 και 85 του ΚΥΚ, του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, καθώς και προσβολή των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως. Επικαλείται επίσης παράβαση της υποχρέωσεως αρωγής και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Στο πλαίσιο αυτό ο προσφεύγων διατείνεται καταρχάς ότι, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που ελήφθη υπόψη, εργαζόταν για έναν αλλοδαπό επαγγελματικό οργανισμό σιδηρουργικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσφεύγοντα, ο οργανισμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί διεθνής και, επομένως, να μην ληφθεί υπόψη η περίοδος κατά την οποία εργαζόταν εκεί. Ο πρσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αυτής δεν βρισκόταν στις Βρυξέλλες διαρκώς, διότι οι οικονομικές δραστηριότητές του επικεντρώνονταν τότε στο εξωτερικό.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/42


Προσφυγή της House of Donuts International κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 11 Αυγούστου 2004

(Υπόθεση T-334/04)

(2004/C 300/84)

Γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση: η αγγλική

Οι House of Donuts International, George Town, Grand Cayman (British West Indies) εκπροσωπούμενες από τον N. Decker, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησαν προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στις 11 Αυγούστου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η Panrico S.A.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κάνει δεκτή την υπ' αριθ. 474 486 αίτηση της προσφεύγουσας για την καταχώριση κοινοτικού σήματος·

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 12ης Μαΐου 2004 (υπόθεση R 1034/2001-4)·

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

Η προσφεύγουσα

Σήμα προς καταχώριση:

Το εικονιστικό σήμα «House of donuts» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 30, 32 και 42 [π.χ. λουκουμάδες (ντόνατ), μικρά κέικ, κρουασάν, μεταλλικά και αεριούχα νερά και υπηρεσίες εστιατορίου, καφετέριας και τροφοδοσίας) — αίτηση υπ' αριθ. 474 486

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Η Panrico S.A.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Τα ισπανικά λεκτικά και εικονιστικά σήματα «DONUT» και «donuts» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 30, 32 και 42 (π.χ. όλα τα είδη ζαχαροπλαστικής, πάστες, ζαχαρωτά και καραμέλες, ποτά και χυμοί φρούτων και υπηρεσίες καφετέριας, μπαρ, εστιατορίου, ξενοδοχείου και κάμπινγκ)

Απόφαση του τμήματος ανακοπής:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της ασκηθείσας από την προσφεύγουσα προσφυγής

Ισχυρισμοί:

Τα επίδικα σήματα δεν είναι όμοια. Ο ανακόπτων δεν μπορεί να απολαύει της αποκλειστικής χρήσεως των λέξεων «donut» ή «donuts».


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/43


Πρoσφυγή της Parfümerie Douglas GmbH κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 23 Αυγούστου 2004

(Υπόθεση Τ-349/04)

(2004/C 300/85)

Γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η προσφυγή: η γερμανική

Η Parfümerie Douglas GmbH, με έδρα το Hagen (Γερμανία), εκπρoσωπoύμενη από τoν δικηγόρο Christoph Schumann, άσκησε στις 23 Αυγούστου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα).

Έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν o Jürgen Heinz Douglas, κάτοικος Αμβούργου (Γερμανία).

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να κρίνει παραδεκτή την παρούσα προσφυγή και τα συνημμένα σ' αυτήν έγγραφα, να αναγνωρίσει την εμπρόθεσμη και καθ' όλα νόμιμη άσκηση της προσφυγής κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του καθού, της 24ης Μαΐου 2004 (υπόθεση R 795/2002-4) και να ακυρώσει την απόφαση αυτή, να απορρίψει την ανακοπή και να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτoύσα την καταχώριση τoυ κoινoτικoύ σήματoς:

Η προσφεύγουσα

Κoινoτικό σήμα τoυ oπoίoυ ζητείται η καταχώριση:

Λεκτικό σήμα «Douglas beauty spa» για υπηρεσίες της κλάσεως 39 (διοργάνωση και πρακτόρευση ταξιδιών, κρατήσεις ξενοδοχείων, συνοδείες ταξιδιών· πρακτόρευση δωματίων σε ξενοδοχεία και λοιπών καταλυμάτων) — Αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 1 459 197

Δικαιoύχoς τoυ κατά τη διαδικασία ανακoπής αντιταχθέντoς σήματoς ή σημείoυ:

Jürgen Heinz Douglas

Αντιταχθέν σήμα ή σημείo:

Καταχωρισθέν στη Γερμανία σήμα «Douglas Touristik» για υπηρεσίες της κλάσεως 39 (διοργάνωση και πρακτόρευση ταξιδιών· εκμίσθωση οχημάτων και σκαφών)

Απόφαση τoυ τμήματoς ανακoπών:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Πρoβαλλόμενoι λόγoι ακυρώσεως:

Παράβαση των άρθρων 42, 43, 74 και 79, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με τους κανόνες 15, 16 και 18, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/44


Προσφυγή της Δημοκρατίας της Αυστρίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-361/04)

(2004/C 300/86)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από τον Dr. Harald Dossi, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε την 1η Σεπτεμβρίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

H προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προκύπτουσα από έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2004 απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί οριστικώς την υποβολή προτάσεως θεσπίσεως ενός νέου συστήματος οικοσημείων ή ενός παρόμοιου συστήματος προς διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας σε μόνιμη και σταθερή βάση, κατά την έννοια του ενάτου πρωτοκόλλου της πράξης προσχωρήσεως του 1994, και, ως εκ τούτου, τη σχετική πρόσκληση προς ενέργεια που της απηύθυνε η Δημοκρατία της Αυστρίας στις 31 Μαρτίου 2004·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Το ένατο πρωτόκολλο για τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές στην Αυστρία, το οποίο προσαρτήθηκε στην πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ένωση, της 24ης Ιουνίου 1994, περιλαμβάνει ειδική ρύθμιση περί της διελεύσεως από την Αυστρία οχημάτων βαρέων μεταφορών, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η ρύθμιση αυτή σκοπό έχει να μειώσει το «σύνολο των εκπομπών ΝΟx από οχήματα βαρέων μεταφορών εμπορευμάτων που διασχίζουν την Αυστρία υπό διαμετακόμιση […] κατά 60 % κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1992 και 31ης Δεκεμβρίου 2003, σύμφωνα με τον πίνακα του παραρτήματος 4». Επομένως, κατά την έννοια και τον σκοπό της διατάξεως αυτής, οι συνολικές εκπομπές ΝΟx πρέπει να μειωθούν κατά 60 %.

Κατά την προσφεύγουσα, από το άρθρο 11, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου προκύπτει ότι η σκοπούμενη μείωση κατά 60 % των εκπομπών ΝΟx από οχήματα βαρέων μεταφορών υπό διαμετακόμιση πρέπει να επιτευχθεί σε «μόνιμη και σταθερή βάση» και ότι, επομένως, ο σκοπός του πρωτοκόλλου αυτού εκτείνεται πέραν της τυπικής παρελεύσεως της μεταβατικής περιόδου στις 31 Δεκεμβρίου 2003. Η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι οι σκοποί του Πρωτοκόλλου εξακολουθούν να είναι δεσμευτικοί και ότι απαιτείται η θέσπιση είτε ενός σύμφωνου προς το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο συστήματος οικοσημείων που θα αντικαταστήσει το προηγούμενο είτε μιας ρυθμίσεως που θα εξασφαλίζει με παρόμοιο τρόπο την επίτευξη του σκοπού του μεταβατικού πρωτοκόλλου.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 2327/2003 (1) που εξέδωσαν στο μεταξύ το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό εξασφαλίσεως της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας σε μόνιμη και σταθερή βάση, κατά την έννοια του ενάτου πρωτοκόλλου, και επισημαίνει ότι για τον λόγο αυτό έχει ασκήσει προσφυγή για την ακύρωση αυτού (2). Κατά την προσφεύγουσα, πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι επί του παρόντος δεν υφίσταται κανένα κοινοτικό σύστημα προστασίας που να εκπληρώνει τους δεσμευτικούς και απορρέοντες από πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο σκοπούς του Πρωτοκόλλου, καθώς και ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να προτείνει αμελλητί ένα μεταβατικό καθεστώς έως την έκδοση της νέας οδηγίας περί των έργων υποδομής των μεταφορών.

Κατόπιν τούτων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πρέπει να ακυρωθεί η από 22 Ιουνίου 2004 οριστική απόφαση της Επιτροπής να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 2327/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση ενός μεταβατικού συστήματος σημείων που εφαρμόζεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία για το έτος 2004 στο πλαίσιο μιας αειφόρου πολιτικής των μεταφορών (ΕΕ L 345, σ. 30).

(2)  Υπόθεση C-161/04, Δημοκρατία της Αυστρίας κατά Συμβουλίου και Κοινοβουλίου (ΕΕ C 106, 2004, σ. 49).


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/44


Προσφυγή-αγωγή του Luc Verheyden κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση T-368/04)

(2004/C 300/87)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Luc Verheyden, κάτοικος Angera (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον Eric Boigelot, δικηγόρο, άσκησε στις 13 Σεπτεμβρίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρώσει τις αποφάσεις του προϊσταμένου του προσφεύγοντος της 4ης Φεβρουαρίου 2004, της 24ης Φεβρουαρίου 2004 και της 27ης Φεβρουαρίου 2004.

Να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) περί απαντήσεως στη διοικητική ένσταση (R/159/04), της 1ης Ιουνίου 2004, η οποία παρελήφθη στις 14 Ιουνίου 2004.

Να ακυρώσει κάθε απόφαση η οποία θα ληφθεί κατά την εκκρεμοδικία.

Να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη (στο εξής: καθής) στην καταβολή της αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για τις 30 ημέρες ετήσιας αδείας τις οποίες ο προσφεύγων δεν έλαβε και για τις οποίες δεν πληρώθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, εδάφιο 2, του παραρτήματος V του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), πλέον τόκων με επιτόκιο 5,25 % από την άσκηση της παρούσας προσφυγής.

Να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωση για τη βλάβη στη σταδιοδρομία του, αξιολογούμενες κατά δίκαιη κρίση σε 12 500 ευρώ, υπό την επιφύλαξη της αυξήσεως ή της μειώσεως του ποσού αυτού κατά τη διάρκεια της δίκης.

Να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως να μην του επιτραπεί η μεταφορά των ημερών αδείας του στο έτος 2004. Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση των άρθρων 25 και 57 του ΚΥΚ, παράβαση του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ, περί καθορισμού της διαδικασίας χορηγήσεως των αδειών, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, της ίσης μεταχειρίσεως, του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/45


Προσφυγή της Coopérative d' Exportation du Livre Français (C.E.L.F.) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση T-372/04)

(2004/C 300/88)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Coopérative d'exportation du Livre Français (συνεταιρισμός εξαγωγής γαλλικού βιβλίου), με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τον Olivier Schmitt, δικηγόρο, άσκησε στις 15 Σεπτεμβρίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπ' αριθμ. C(2004)1361 τελικό, της 20ής Απριλίου 2004, σχετικά με την εκ μέρους της Γαλλίας εφαρμογή της ενισχύσεως υπέρ της Coopérative d'exportation du livre français (C.E.L.F.), καθόσον το άρθρο 1, πρώτη περίοδος, της εν λόγω αποφάσεως χαρακτηρίζει την ενίσχυση υπέρ της C.E.L.F. για τη διεκπεραίωση των μικρών παραγγελιών βιβλίων γαλλικής γλώσσας, που εφαρμόστηκε από τη Γαλλία μεταξύ 1980 και 2001, ως κρατική ενίσχυση που εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ·

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα, ποσού 5 000 ευρώ.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η δραστηριότητα της προσφεύγουσας συνίσταται στην απ' ευθείας διεκπεραίωση των παραγγελιών βιβλίων, φυλλαδίων και κάθε είδους βοηθήματος επικοινωνίας προς την αλλοδαπή και, ευρύτερα, στην εκτέλεση κάθε είδους πράξεως που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της προαγωγής του γαλλικού πολιτισμού σε όλη την υφήλιο. Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι, κατά την άσκηση της ως άνω δραστηριότητας γενικού συμφέροντος, έλαβε διάφορες επιχορηγήσεις από το Γαλλικό Δημόσιο. Η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση επιχορήγηση είναι μια επιχορήγηση εκμεταλλεύσεως που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα ως αντιστάθμισμα του υψηλού κόστους της διεκπεραιώσεως των μικρών παραγγελιών που προέρχονται από βιβλιοπωλεία εγκατεστημένα στην αλλοδαπή.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατ' αρχάς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκή αιτιολογία. Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση των άρθρων 86, παράγραφος 2, και 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, ως επιχείρηση που διαχειρίζεται μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, είναι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση σαφώς καθορισμένων υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, τα ποσά που κατέβαλε το Γαλλικό Δημόσιο αποκλείονται από την κατηγορία των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/45


Προσφυγή των Grandits GmbH κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-375/04)

(2004/C 300/89)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Οι Grandits GmbH, με έδρα το Kirchschlag (Αυστρία), Scheucher-Fleisch GmbH, με έδρα το Ungerdorf (Αυστρία), Tauernfleisch Vertriebs GmbH, με έδρα το Flattach (Αυστρία), Wech-Kärntner Truthahnverarbeitung GmbH, με έδρα το Glanegg (Αυστρία), Wech-Geflügel GmbH, με έδρα το St. Andrä (Αυστρία) και Johann Zsifkovics, κάτοικος Βιέννης (Αυστρία), εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους J. Hofer και T. Humer, άσκησαν στις 17 Σεπτεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2004) 2037 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2004, η οποία αφορά την κρατική ενίσχυση ΝΝ 34Α 2000/Αυστρία «Προγράμματα ποιότητας, καθώς και σήμα βιολογικού προϊόντος και σήμα ποιότητας που χορηγούνται από την ΑΜΑ (Agrarmarkt Austria)»·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγοντες προβάλλουν κατ' αρχάς παράβαση διαδικαστικών κανόνων. Η Επιτροπή εξέτασε τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως κοινοποιηθείσα ενίσχυση, παρά το γεγονός ότι η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν είχε προβεί σε κοινοποίηση. Η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού αριθ. 659/1999, δεδομένου ότι δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια και όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι δεν εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που έθεσαν υπόψη της οι προσφεύγοντες. Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας, το χρονικό διάστημα 52 μηνών είναι δυσαναλόγως μεγάλης διάρκειας και συνιστά παραβίαση της γενικής αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ), ΕΚ. Ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δέχθηκε βάσει ανεπαρκών ερευνών και διαπιστώσεων ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ), ΕΚ.

Τέλος, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση της ρήτρας αναστολής εφαρμογής των σχεδίων ενισχύσεων κατά τα άρθρα 88, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και 3 του κανονισμού 659/99. Για τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις ισχύει αναστολή της εφαρμογής τους. Η μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής δεν συνεπάγεται ότι θεραπεύονται αναδρομικώς.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/46


Προσφυγή του Ιωάννη Τερεζάκη κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση T-380/04)

(2004/C 300/90)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο Ιωάννης Τερεζάκης, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον L. Defalque, δικηγόρο, άσκησε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, υπό μορφή επιστολής με ημερομηνία 12 Ιουλίου 2004, τη οποία ο προσφεύγων έλαβε στις 16 Ιουλίου 2004 και με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να επιτρέψει στον προσφεύγοντα την πρόσβαση στην κύρια σύμβαση, στις συμβάσεις υπεργολαβίας, στο κόστος των κατασκευών, στα τιμολόγια και στην τελική έκθεση που αφορούν την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων·

Να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να του επιτρέψει την πρόσβαση στην κύρια σύμβαση, ο προσφεύγων επικαλείται κατ' αρχάς πρόδηλο νομικό σφάλμα και σφάλμα περί τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον η Επιτροπή δεν κατέστησε σαφές αν ο συντάκτης του εγγράφου, η Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, αποτελεί τρίτον ξένο προς τα κράτη μέλη ή αν αποτελεί αρχή του ελληνικού κράτους και, κατά συνέπεια, αν έχει εφαρμογή το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 (1) ή το άρθρο 4, παράγραφος 5. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς το ότι εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει την πρόσβαση χωρίς διαβούλευση με τον τρίτο. Ο προσφεύγων φρονεί επίσης ότι η Επιτροπή, επιλέγοντας να ερμηνεύσει διασταλτικά την έννοια της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων παραβίασε την αρχή της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 1, στοιχείο α), του κανονισμού 1049/2001.

Όσον αφορά το ίδιο ως άνω έγγραφο, ο προσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 και τα άρθρα 5, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2001/937 (2), παραλείποντας να αξιολογήσει την αιτιολογία που προέβαλε ο τρίτος για την άρνησή του να συναινέσει στη γνωστοποίηση του εγγράφου και παραλείποντας να γνωστοποιήσει στον αιτούντα στοιχεία της αξιολογήσεως αυτής. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, παραλείποντας να εξετάσει το ενδεχόμενο να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση και, τέλος, ότι παρέβη το καθήκον της να αιτιολογήσει την απόφασή της.

Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή αρνήθηκε επίσης να επιτρέψει την πρόσβαση στα τιμολόγια και στην τελική έκθεση περί της ολοκληρώσεως του αεροδρομίου, με το σκεπτικό ότι αυτά εξετάζονται στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου τον οποίο διέταξε η ΓΔ Περιφερειακής Πολιτικής και ο οποίος δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Όσον αφορά το τμήμα αυτό της αποφάσεως της Επιτροπής, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα περί τα πραγματικά περιστατικά θεωρώντας ότι ο εν λόγω οικονομικός έλεγχος εμπίπτει στην ως άνω διάταξη. Ο προσφεύγων προβάλλει επίσης παραβίαση της αρχής της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως και παράβαση του παραρτήματος V της αποφάσεως της Επιτροπής περί χορηγήσεως συνδρομής από το Ταμείο Συνοχής, η οποία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα διασφαλίζουν ελεύθερη και ευχερή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες που ζητεί το κοινό. Ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο μερικής προσβάσεως.

Όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει την πρόσβαση στο κόστος των κατασκευών, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η αίτηση αυτή δεν αποτελούσε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα και, έτσι, παρέβη τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 1049/2001.

Τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει πρόδηλη έλλειψη καλής πίστεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία παρέλειψε να επισημάνει, με την προσβαλλομένη απόφασή της, πότε ανέμενε να έχει τις συμβάσεις υπεργολαβίας στα χέρια της.


(1)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001 σ. 43-48.

(2)  ΕΕ L 345 της 29.12.2001 σ. 94-98.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/47


Προσφυγή της RB Square Holdings Spain S.L. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση T-384/04)

(2004/C 300/91)

Γλώσσα στην οποία έχει καταρτισθεί το δικόγραφο της προσφυγής: η γαλλική

Η RB Square Holdings Spain S.L., με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από την Katia Manhaeve, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς.

Η Unelko N.V. μετέσχε επίσης στη διαδικασία ενώπιον του τετάρτου τμήματος προσφυγών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση R 652/2002-4 του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου·

να καταδικάσει το Γραφείο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος:

Unelko N.V.

Επίμαχο κοινοτικό σήμα:

εικονιστικό σήμα «clean x» — αίτηση αριθ. 222 471, κατατεθείσα για προϊόντα της κλάσεως 3 (λευκαντικά παρασκευάσματα κ.λπ.)

Δικαιούχος του αντιταχθέντος κατά τη διαδικασία ανακοπής σήματος ή σημείου:

η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο:

εθνικό λεκτικό και εικονιστικό σήμα «CLEN»

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

απόρριψη της προσφυγής

Προβληθέντες λόγοι:

Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1)


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1-36).


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/47


Προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-389/04)

(2004/C 300/92)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε προσφυγή, στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η προσφεύγουσα εκπροσωπείται από τον C.–D. Quassowski, επικουρούμενο από την G. Quardt, Rechtsanwältin.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2004)2641, της 14.7.2004, περί ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως υπέρ της MobilCom, στο μέτρο που η Επιτροπή επιβάλλει δι' αυτής την υποχρέωση στη Γερμανία να εξασφαλίσει ότι η MobilCom και όλες οι εταιρίες του ομίλου της αναστέλλουν τη λειτουργία των διαδικτυακών τους καταστημάτων (Online-Shops) όσον αφορά την μέσω του διαδικτύου (Online) άμεση σύναψη συμβάσεων κινητής τηλεφωνίας της MobilCom επί χρονικό διάστημα επτά μηνών και ότι, κατά τη διάρκεια της αναστολής λειτουργίας των διαδικτυακών καταστημάτων, διακόπτεται επίσης η διά του διαδικτύου άμεση σύναψη συμβάσεων κινητής τηλεφωνίας της MobilCom μέσω των ιστοσελίδων των καταστημάτων της MobilCom, καθώς και ότι η MobilCom και οι εταιρίες του ομίλου της δεν προβαίνουν σε καμία άλλη ενέργεια καταστρατηγήσεως των προκείμενων όρων, ο δε πελάτης δεν παραπέμπεται αμέσως, με αυτόματη ηλεκτρονική σύνδεση περιλαμβανόμενη στις οικείες ιστοσελίδες, προς εμπορικό εταίρο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το άρθρο 88, παράγραφος 2 δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλει στο οικείο κράτος μέλος άλλα μέτρα, προς μετριασμό ή άρση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού συνεπεία κρατικής ενισχύσεως, εκτός από την απαίτηση επιστροφής της. Επίσης τα μέτρα του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποτελούν τροποποίηση της ενισχύσεως ή όρους που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999. Επομένως, η Επιτροπή υπερέβη κατ' αποτέλεσμα τις αρμοδιότητές της και παραβίασε το άρθρο 10 ΕΚ περί της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων των ΕΚ, ιδίως δε επειδή η Γερμανία εδήλωσε ρητώς ότι δεν μπορεί να συναινέσει στην συμμόρφωση με τους όρους.

Η προσφεύγουσα επικαλείται περαιτέρω σοβαρά σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως με την κοινή αγορά.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/48


Προσφυγή των Carla Piccinni-Leopardi, Carlos Martínez Mongay και Γεώργιου Καταλαγαριανάκη που ασκήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2004 κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση T-390/04)

(2004/C 300/93)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Οι Carla Piccinni-Leopardi και Carlos Martínez Mongay, κάτοικοι Βρυξελλών, και ο Γεώργιος Καταλαγαριανάκης, κάτοικος Overijse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησαν στις 28 Σεπτεμβρίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής περί απονομής στους προσφεύγοντες των σχετικών με τις προαγωγές μονάδων, καθώς και την απόφαση να μην τους προαγάγει στον βαθμό A4·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγοντες στην παρούσα διαδικασία προσβάλλουν την απόφαση της καθής να μην τους απονείμει ειδικές μονάδες σχετικά με τις προαγωγές στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών 2003 προκειμένου να λάβει υπόψη τη μεταβολή της κατατάξεώς τους σε βαθμό κατά την προαγωγή τους και της αποφάσεως να μην τους προαγάγει στον βαθμό A4.

Προς στήριξη των αιτημάτων τους επικαλούνται τα ακόλουθα:

παράβαση των άρθρων 43 και 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, καθόσον μολονότι είχαν συνταχθεί προηγουμένως οι εκθέσεις βαθμολογίας τους, ο προσδιορισμός των μονάδων που αναλογούσαν στους προσφεύγοντες σε σχέση με παρελθούσες περιόδους πραγματοποιήθηκε κατ' αποκοπή. Οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν συναφώς ότι, κατά την άποψή τους, η απονομή μεταβατικών μονάδων λόγω αρχαιότητας στον βαθμό παραβιάζει την αρχή κατά την οποία οι προαγωγές δίδονται κατόπιν συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υπαλλήλων·

προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, και της αρχής της ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Επ' αυτού οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι οι υπάλληλοι που έχουν μεγάλο χρονικό διάστημα να προαχθούν, διότι τα προσόντα τους δεν θεωρήθηκαν επαρκή, έλαβαν και θα λάβουν για την περιοδο προαγωγών 2004 ειδικές μονάδες.

Αντιθέτως, οι ίδοοι οι προσφεύγοντες, τα προσόντα των οποίων δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν από την αρχή της σταδιοδρομίας τους, έχουν την ίδια μεταχείριση με τους υπαλλήλους που δεν μπόρεσαν να καταταγούν σε μεγαλύτερο βαθμό κατά την πρόσληψή τους.

παράβαση του άρθρου 233 της Συνθήκης ΕΚ. Συναφώς εκθέτουν ειδικότερα ότι, κατ' αυτούς, το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι το αν η απόφαση περί καθορισμού της κατατάξεως των προσφευγόντων στο μεγαλύτερο βαθμό της σταδιοδρομίας μπορεί να περιορίζεται μέχρι σημείου να στερείται από την πρακτική της αποτελεσματικότητα, μετά την αναγνώριση του παρανόμου των γενικών διατάξεων εφαρμογής σχετικά με τα κριτήρια κατατάξεως σε βαθμό και αφού η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να επανεξετάσει την κατάταση πολυάριθμων υπαλλήλων που προσλήφθηκαν κατ' εφαρμογήν των εν λόγω γενικών διατάξεων.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/48


Προσφυγή του Guido Strack κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-394/04)

(2004/C 300/94)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Ο Guido Strack, Wasserliesch (Γερμανία), άσκησε προσφυγή, στις 5 Οκτωβρίου 2004, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο προσφεύγων εκπροσωπείται από τον J. Mosar, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, τη διαδικασία προαγωγών, δυνάμει του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για το έτος 2003, την κατανομή των μορίων προαγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, καθώς και την επακολουθήσασα απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά και λοιπά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφυγή στρέφεται κατά του τρόπου με τον οποίον διεξήχθη η διαδικασία προαγωγών του 2003, κατά της μη χορηγήσεως μορίων προτεραιότητας στον προσφεύγοντα, καθώς και κατά της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγών του έτους 2003, να μην προαγάγει τον προσφεύγοντα στον αμέσως ανώτερο βαθμό Α5.

Ο προσφεύγων προσάπτει παράβαση των ακόλουθων διατάξεων και γενικών αρχών:

του άρθρου 26 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως

του άρθρου 25 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως

του άρθρου 24, παράγραφοι 4 και 5, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως

του άρθρου 110 σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως

του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως

του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως καθώς και της θεμελιώδους αρχής της ισότητας

του καθήκοντος αρωγής το οποίο υπέχει η Διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της

των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως

του άρθρου 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, του καθήκοντος αρωγής και του δικαιώματος ακροάσεως

της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθώς και της απαγορεύσεως της αυθαιρεσίας

της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και του κανόνα «Patere legem quam ipse fecisti».


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/49


Προσφυγή της Air One S.p.A. κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ασκήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-395/04)

(2004/C 300/95)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Air One S.p.A., εκπροσωπούμενη από τους Gianluca Belotti και Matteo Padellaro, άσκησε στις 5 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει θέση, καίτοι κλήθηκε επισήμως προς τούτο, επί της καταγγελίας που υπέβαλε στις 22 Δεκεμβρίου 2003 η Air One σχετικά με παράνομες κρατικές ενισχύσεις που χορήγησαν οι ιταλικές αρχές στον αερομεταφορέα Ryanair, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να λάβει χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση θέση επί της καταγγελίας της προσφεύγουσας, εκδίδοντας επίσημη σχετική πράξη, καθώς και επί των αιτήσεων λήψεως προσωρινών μέτρων·

να καταδικάσει, εν πάση περιπτώσει, την καθής στα δικαστικά έξοδα, έστω και αν καταργηθεί η δίκη σε περίπτωση που η Επιτροπή εκδώσει σχετική πράξη προτού εκδοθεί απόφαση επί της παρούσας υποθέσεως.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής κατά παραλείψεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2003, υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία σχετικά με τις παράνομες ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στον ιρλανδικό αερομεταφορέα Ryanair σε διαφόρους ιταλικούς αερολιμένες, υπό μορφή άκρως ανταγωνιστικών τελών αεροδρομίου και τιμών για τις υπηρεσίες που του παρέχονταν κατά την πραγματοποίηση στάσεων σε αεροδρόμια της Ιταλίας και, ενίοτε, υπό μορφή πλήρους απαλλαγής από κάθε τέλος.

Επειδή η Επιτροπή δεν προέβη σε εξέταση της καταγγελίας, η Air One την κάλεσε επισήμως να λάβει θέση επί της καταγγελίας της δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ. Έκτοτε παρήλθαν άπρακτοι τέσσερις μήνες. Η Air One αποφάσισε να προσφύγει στο Πρωτοδικείο της ΕΕ.

Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει συναφώς ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί παρά να καταδικάσει το γεγονός ότι παρήλθαν εννέα μήνες χωρίς να πραγματοποιηθεί καμία εξέταση και χωρίς η Επιτροπή —έχοντας λάβει μια λεπτομερή καταγγελία για πραγματικά περιστατικά τα οποία, σε μεγάλο βαθμό και σε ανάλογες περιπτώσεις, ήδη θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ως κρατικές ενισχύσεις— να αποφασίσει να προβεί σε ενέργειες προς τις ιταλικές αρχές για τις παράνομες και, πιθανότατα, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά ενισχύσεις.

Εξάλλου, η προσφεύγουσα κρίνει σκόπιμο να παρατηρήσει ότι οι επίδικες ενισχύσεις χορηγήθηκαν σε επιχείρηση η οποία ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των αερομεταφορών, ο οποίος αποτελεί σήμερα το αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής εκ μέρους της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/50


Προσφυγή-αγωγή του André Bonnet κατά του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση T-406/04)

(2004/C 300/96)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο André Bonnet, κάτοικος Saint Pierre de Vassols (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Hervé de Lepinau, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 4 Οκτωβρίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή-αγωγή κατά του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2004 και της 4ης Μαρτίου 2004, καθώς και την απόφαση με την οποία διορίστηκε άλλο πρόσωπο στη θέση την οποία έπρεπε να καταλάβει ο προσφεύγων·

να κρίνει ότι η πρόσληψη της 4ης Φεβρουαρίου 2004 πρέπει να αρχίσει να ισχύει πλήρως από την 1η Μαρτίου 2004·

να υποχρεώσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, καθώς και το ποσό των 5 000 ευρώ μηνιαίως από την 1η Μαρτίου και μέχρι την πραγματική ανάληψη καθηκόντων εκ μέρους του προσφεύγοντος·

επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν θα καθιστούσε αναπόφευκτη την εκ μέρους του προσφεύγοντος ανάληψη καθηκόντων, να υποχρεώσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στον προσφεύγοντα το συνολικό ποσό των 260 000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, από της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής·

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο προσφεύγων- ενάγων είναι οι αυτοί με τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο ίδιος στην υπόθεση T-132/04 (1).


(1)  ΕΕ C 168 26.6.2004, σ. 7.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/50


Προσφυγή της Benedicta Miguelez Herreras κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε την 1η Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-407/04)

(2004/C 300/97)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Benedicta Miguelez Herreras, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τους Marc van der Woude και Valérie Landes, δικηγόρους, άσκησε την 1η Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του γενικού διευθυντή της νομικής υπηρεσίας να της χορηγήσει ένα μόνο μόριο προτεραιότητας κατά τις προαγωγές του 2003, απόφαση η οποία επικυρώθηκε και οριστικοποιήθηκε με την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) με την οποία απορρίφθηκε σχετική ενδικοφανής προσφυγή,

να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ να της χορηγήσει συνολικά 23 μόρια κατά τις προαγωγές του 2003, τον κατάλογο προακτέων από τον βαθμό C2 υπαλλήλων κατά τις προαγωγές του 2003, τον κατάλογο των προαχθέντων στον βαθμό C1 υπαλλήλων κατά τις προαγωγές του 2003 και, σε κάθε περίπτωση, την απόφαση να μην περιληφθεί η προσφεύγουσα στους ως άνω καταλόγους,

να ακυρώσει, καθόσον αυτό είναι απαραίτητο, την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεώς της,

να καταδικάσει την καθής δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα στην υπόθεση αυτή είναι όμοια με τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλονται στην υπόθεση Τ-311/04, José Luis Buendia Sierra κατά της Επιτροπής.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/50


Προσφυγή της Anke Kröppelin κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-408/04)

(2004/C 300/98)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Anke Kröppelin, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενη από τους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 4 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου περί αρνήσεως χορηγήσεως στην προσφεύγουσα του επιδόματος αποδημίας και μη αναγνωρίσεως υπέρ αυτής των παράγωγων δικαιωμάτων από την ημερομηνία εισόδου της στην υπηρεσία, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2003·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αγωγής και κύρια επιχειρήματα

Πριν εισέλθει στην υπηρεσία του Συμβουλίου, η προσφεύγουσα εργαζόταν στη γραμματεία της πρεσβείας (Chancellerie) του ομόσπονδου κράτους Mecklenburg-Vorpommern στις Βρυξέλλες. Με την παρούσα προσφυγή, βάλλει κατά της αποφάσεως να μην της χορηγηθεί το επίδομα αποδημίας.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α), του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, διότι το Συμβούλιο δεν έκρινε ότι είχε την ιδιότητα απασχολούμενης από άλλο κράτος. Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης παραβίαση της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/51


Προσφυγή του Benito Latino κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση T-409/04)

(2004/C 300/99)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Benito Latino, κάτοικος Lauzun (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον Juan Ramòn Iturriagagoitia, δικηγόρο, άσκησε στις 4 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την ιατρική γνωμάτευση της 6ης Μαΐου 2002, με ημερομηνία κοινοποιήσεως 11 Νοεμβρίου 2003, την οποίαν ο προσφεύγων παρέλαβε στις 15 Νοεμβρίου 2003,

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2003, την οποίαν παρέλαβε στις 15 Νοεμβρίου 2003, όσον αφορά τη αναγνώριση μόνιμης μερικής αναπηρίας του προσφεύγοντος σε ποσοστό 5 %, καθώς και όσον αφορά την επιβάρυνση του προσφεύγοντος με ορισμένες δαπάνες και αμοιβές των μελών της ιατρικής επιτροπής,

να υποχρεώσει την Επιτροπή στην καταβολή του συνόλου των δαπανών και αμοιβών της ιατρικής επιτροπής, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Ο προσφεύγων, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής, ο οποίος εργάστηκε στο κτίριο Berlaymont στις Βρυξέλλες από το 1969 ως το 1991, ζήτησε το 1991 να αναγνωριστεί την επαγγελματική προέλευση της ασθένειάς του του αναπνευστικού, η οποία οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του. στην έκθεσή του σε αμίαντο. Σε απάντηση της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η πρώτη απόφαση της Επιτροπής, με την οποία αναγνωρίστηκε η επαγγελματική προέλευση της ασθένειάς του και ορίστηκε σε 5 % το ποσοστό αναπηρίας, ακυρώθηκε δε από το Πρωτοδικείο, στην υπόθεση T-300/97 (1), κατόπιν προσφυγής του νυν προσφεύγοντος.

Κατόπιν της ως άνω δικαστικής αποφάσεως, η Επιτροπή συγκάλεσε εκ νέου την ιατρική επιτροπή και, μετά τη νέα ιατρική γνωμάτευση που συνέταξε η τελευταία στις 6 Μαΐου 2002, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η γνωμάτευση της πλειοψηφίας της ιατρικής επιτροπής αντιβαίνει στο άρθρο 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, καθόσον δεν ελήφθη υπόψη η γνώμη της μειοψηφίας. Επιπλέον, η γνωμάτευση αυτή δεν συνάδει προς τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του Πρωτοδικείου και περιέχει εκτιμήσεις αντιφατικές και ακατανόητες.

Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης παράβαση των άρθρων 3, 17 και 20 της κανονιστικής ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως κατά των κινδύνων ατυχήματος και ασθενείας των υπαλλήλων, παράβαση της τρίτης παραγράφου του παραρτήματος της ρυθμίσεως αυτής και παράβαση των άρθρων 381-383 και 387 επ. επίσημης κλίμακας αναπηρίας που ισχύει στο Βέλγιο. Επικαλείται επίσης έλλειψη αντικειμενικότητας της ιατρικής επιτροπής, καθώς και εχθρότητα προς το πρόσωπό του εκ μέρους δύο εκ των μελών της. Κατά τον προσφεύγοντα, η νέα ιατρική επιτροπή έπρεπε να συγκληθεί κατά τρόπον ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά του άμυνας.


(1)  Ανακοίνωση στην ΕΕ C 41, 1998, σ. 23.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/51


Προσφυγή-αγωγή του Jean-Paul Keppenne κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-411/04)

(2004/C 300/100)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Jean-Paul Keppenne, κάτοικος Etterbeek (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Paul-Emmanuel Ghislain, δικηγόρο, άσκησε στις 6 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής να μην αυξήσει τα μόρια προτεραιότητας DG που έλαβε ο προσφεύγων-ενάγων κατά τις αξιολογήσεις του 2003 και να μην προαγάγει τον προσφεύγοντα στον βαθμό Α5 κατά τις προαγωγές του 2003, καθώς και την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ), με την οποία η ΑΔΑ απάντησε στις ενστάσεις του προσφεύγοντος (R/673/03 και R/716/03),

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποζημίωση 3 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή-αγωγή ασκείται σε συνέχεια αυτής που ασκήθηκε στην υπόθεση T-272/04 κατά της σιωπηρής απορρίψεως των ενστάσεων που υπέβαλε ο ίδιος προσφεύγων-ενάγων. Εν προκειμένω ζητείται η ακύρωση των ρητών απορριπτικών αποφάσεων που εξέδωσε τελικά η ΑΔΑ.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει, κατ' ουσίαν, ότι οι επίμαχες αποφάσεις συνιστούν συγκεκαλυμμένη κύρωση σε βάρος του, λόγω της αποσπάσεώς του, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στο Δικαστήριο, και ότι, κατά την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον αρμόζοντα τρόπο τα προσόντα του.

Οι ισχυρισμοί που προβάλλει με την προσφυγή-αγωγή του αντλούνται από παράβαση των κανόνων περί αξιολογήσεως και προαγωγής των υπαλλήλων, παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, καθώς και από κατάχρηση εξουσίας.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/52


Προσφυγή των Vittoria Tebardi κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-415/04)

(2004/C 300/101)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

H Vittoria Tebardi, κάτοικος Tervuren (Βέλγιο), o Vicente Tejero Gazo, κάτοικος Sterrebeek (Βέλγιο), ο Victor González Martínez, κάτοικος Βρυξελλών και ο Alessandro Giovannetti, κάτοικος Ernster (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενοι από τους Gilles Bounéou και Frédéric Frabetti, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησαν στις 6 Οκτωβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τον πίνακα των προαχθέντων υπαλλήλων κατά την περίοδο προαγωγών 2003, διότι ο εν λόγω πίνακας δεν περιλαμβάνει τα ονόματα των προσφευγόντων, και, παρεμπιπτόντως, τις προπαρασκευαστικές πράξεις της εν λόγω αποφάσεως·

επικουρικώς,

να ακυρώσει την απονομή βαθμών για την προαγωγή ιδίως κατά την περίοδο προαγωγών 2003, κατόπιν των συστάσεων των επιτροπών προαγωγών,

να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων και να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή τους.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:

Οι προσφεύγοντες της παρούσας υποθέσεως βάλλουν κατά της αρνήσεως της ΑΔΑ να τους προαγάγει σε βαθμό κατά την περίοδο προαγωγών 2003.

Προς στήριξη της προσφυγής τους, επικαλούνται:

παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και των γενικών εκτελεστικών διατάξεών του·

παράβαση του διοικητικού οδηγού «εκτίμηση και προαγωγή των υπαλλήλων»·

παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της απαγορεύσεως αυθαίρετης συμπεριφοράς, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας των πράξεων·

παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης·

παράβαση του καθήκοντος αρωγής.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/52


Προσφυγή της Regione Autonoma Friuli Venezia Giulia κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoιvoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση T-417/04)

(2004/C 300/102)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Regione Autonoma Friuli Venezia Giulia, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Enzo Bevilacqua και Fausto Capelli, άσκησε στις 15 Οκτωβρίου 2004 εvώπιov τoυ Πρωτoδικείoυ τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoιvoτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

vα ακυρώσει την επεξηγηματική σημείωση του σημείου 103 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) 1429/2004 της Επιτροπής, σχετικά με τον χρονικό περιορισμό της χρήσεως της ονομασίας «Tocai friulano» έως την 31η Μαρτίου 2007,

vα καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα, στις δαπάνες και στις αμοιβές δικηγόρων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο κανονισμός 1429/2004 της Επιτροπής (1) τροποποίησε τον κανονισμό 753/2002 της Επιτροπής, αντικαθιστώντας, με το άρθρο του 1, παράγραφος 5, το παράρτημα ΙΙ του τροποποιηθέντος κανονισμού 753/2002 με νέο παράρτημα (παράρτημα I), το οποίο, δυνάμει πρόσθετης επεξηγηματικής σημειώσεως, διατηρεί σε ισχύ, προκειμένου για τον οίνο που παράγεται από την ποικιλία «Tocai friulano» (σημείο 103 του νέου παραρτήματος I), τον χρονικό περιορισμό της χρήσεως της ονομασίας «Tocai friulano» έως την 31η Μαρτίου 2007, περιορισμό ο οποίος προβλεπόταν και από το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 753/2002. Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται η ακύρωση της επεξηγηματικής σημειώσεως που αφορά τη χρήση της ονομασίας «Τocai friulano».

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, με την έναρξη ισχύος, την 1η Μαΐου 2004, της Συνθήκης προσχωρήσεως της Ουγγαρίας και των άλλων κρατών μελών, καθίστανται ανίσχυρες όλες οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε συμφωνίες που είχαν προηγουμένως συναφθεί μεταξύ της Ουγγαρίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εφόσον αυτές δεν περιλήφθησαν ρητώς στην ίδια τη Συνθήκη προσχωρήσεως·

αναρμοδιότητα της Επιτροπής να καταργεί δικαιώματα στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 753/2002, καθόσον, μολονότι η Επιτροπή είχε, δυνάμει του άρθρου 53 του κανονισμού βάσεως 1493/1999, την εξουσία να καθορίζει σε ποια χώρα μπορεί να καλλιεργείται μια συγκεκριμένη ποικιλία αμπέλου, δεν είχε την εξουσία να απαγορεύει την καλλιέργεια επί μακρόν καλλιεργούμενης σε ένα κράτος μέλος ποικιλίας, δεδομένου ότι μόνον τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις·

παράβαση της διατάξεως του άρθρου 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης EΚ, η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις. Η απαγόρευση αυτή, που δεν ίσχυε έναντι της Ουγγαρίας προ της εντάξεώς της, εφαρμόζεται πλήρως αφότου η Ουγγαρία έγινε κράτος μέλος·

τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας και περί προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1429/2004 της Επιτροπής, της 9ης Αυγούστου 2004, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 753/2002 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2002, για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1493/1999 του Συμβουλίου, όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων (ΕΕ L 263 της 10.8.2004, σ. 11).


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/53


Προσφυγή των Confcooperative κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoιvoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση T-418/04)

(2004/C 300/103)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Confcooperative, η Unione regionale della Cooperazione FVG Federagricole, οι Consorzio Friulvini S.C.arl και Cantina Sociale di Ramoscello και S. Vito S.C.arl, οι Cantina Produttori Cormòns S.C.arl και Luigi Soini, εκπροσωπούμενες από τον Fausto Capelli, δικηγόρο, άσκησαν στις 15 Οκτωβρίου 2004 εvώπιov τoυ Πρωτoδικείoυ τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoιvoτήτων.

Οι προσφεύγουσες ζητούν από τo Πρωτoδικείo:

vα ακυρώσει την επεξηγηματική σημείωση του σημείου 103 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) 1429/2004 της Επιτροπής, σχετικά με τον χρονικό περιορισμό της χρήσεως της ονομασίας «Tocai friulano» έως την 31η Μαρτίου 2007,

vα καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα, στις δαπάνες και στις αμοιβές δικηγόρων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι ακυρώσεως και τα κύρια επιχειρήματα ταυτίζονται με αυτούς της υποθέσεως Τ–417/04, Regione Autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής (1).


(1)  Δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην ΕΕ.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/54


Προσφυγή του Kenneth Blackler κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ασκήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2004

(Υπόθεση Τ-420/04)

(2004/C 300/104)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Kenneth Blackler, κάτοικος Ispra (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον Patrick Goergen, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 10 Οκτωβρίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2004, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού ΡΕ/98/Α για μηχανικούς ειδικευμένους στις τηλεπικοινωνίες, προς κατάρτιση εφεδρικού πίνακα επιτυχόντων για μελλοντικές προσλήψεις διοικητικών υπαλλήλων σταδιοδρομίας (Α5/Α4), να μην δεχθεί τον προσφεύγοντα στις προφορικές εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού·

να ακυρώσει το σύνολο των μεταγενέστερων του εν λόγω διαγωνισμού ενεργειών και πράξεων·

επικουρικώς, και σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο δεν δεχθεί την προσφυγή περί ακυρώσεως του διαγωνισμού, να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να καταβάλει στον προσφεύγοντα 100 000 ευρώ ως αποζημίωση για την υλική και ηθική ζημία που αυτός υπέστη·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων στην παρούσα υπόθεση προσβάλλει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού ΡΕ/98/Α να μην του επιτρέψει τη συμμετοχή στις προφορικές εξετάσεις, επειδή, κατόπιν της σχετικής αξιολογήσεως, κατετάγη στην 38η θέση, ενώ μόνον στους 15 πρώτους της σειράς κατατάξεως επιτρέπεται η συμμετοχή στις προφορικές εξετάσεις. Ο διαγωνισμός αυτός αποσκοπούσε στην κατάρτιση επικουρικού πίνακα προσλήψεως κυρίων υπαλλήλων διοικήσεως στον τομέα των ειδικών στις τηλεπικοινωνίες.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων προβάλλει τα εξής:

Παραβίαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε ως κριτήριο αξιολογήσεως για τη μοριοδότηση των πτυχίων που υπέβαλαν οι υποψήφιοι τη διάρκεια των σπουδών τους, δεν έλαβε υπόψη ορισμένα από τα έγγραφα που υπέβαλε ο προσφεύγων μαζί με την αίτηση υποψηφιότητάς του και παρέλειψε να μοριοδοτήσει τους τίτλους σπουδών σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού.

Ύπαρξη στην παρούσα υπόθεση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, λόγω πεπλανημένου υπολογισμού της διάρκειας της επαγγελματικής εμπειρίας του προσφεύγοντος, καθώς και λόγω της αρνήσεως της εξεταστικής επιτροπής να λάβει υπόψη, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο προσφεύγων πληρούσε τις προϋποθέσεις σε οκτώ τουλάχιστον από τους 13 τομείς ειδικεύσεως που αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, τόσο τις δημοσιεύσεις του όσο και τον λεπτομερή πίνακα των εργασιών που εκπόνησε κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/54


Διαγραφή της υποθέσεως T-251/99 (1)

(2004/C 300/105)

(Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική)

Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2004, ο Πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέταξε τη διαγραφή της υποθέσεως T-251/99, Texaco Nederland B.V. κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  EE C 20 της 22.1.2000.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/54


Διαγραφή της υποθέσεως T-305/99 (1)

(2004/C 300/106)

(Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική)

Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2004, ο Πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέταξε τη διαγραφή της υποθέσεως T-305/99, OK Nederland B.V., υποστηριζομένης από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  EE C 63 της 4.3.2000.


4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/54


Διαγραφή της υποθέσεως T-313/99 (1)

(2004/C 300/107)

(Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική)

Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2004 ο Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως Τ-313/99, Veka BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  ΕΕ C 63 της 4.3.2000.


III Πληροφορίες

4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/55


(2004/C 300/108)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΕ C 284 της 20.11.2004

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 273 της 6.11.2004

ΕΕ C 262 της 23.10.2004

ΕΕ C 251 της 9.10.2004

ΕΕ C 239 της 25.9.2004

ΕΕ C 228 της 11.9.2004

ΕΕ C 217 της 28.8.2004

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

 

EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex

 

CELEX: http://europa.eu.int/celex


Διορθωτικά

4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/56


Διορθωτικό της ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα στην υπόθεση C-310/01

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως C 55 της 8ης Μαρτίου 2003 )

(2004/C 300/109)

Στην ανακοίνωση στην ΕΕ σχετικά με την υπόθεση C-310/01, Comune di Udine, Azienda Multiservizi SpA (AMGA) κατά Diddi Dino Figli Srl, Associazione Nazionale Imprese Gestione servizi tecnici integrati (AGESI), το κείμενό της πρέπει να αντικατασταθεί από το ακόλουθο:

Διάταξη του Δικαστηρίου

(τέταρτο τμήμα)

της 14ης Νοεμβρίου 2002

στην υπόθεση C-310/01 (αίτηση του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Comune di Udine, Azienda Multiservizi SpA (AMGA) κατά Diddi Dino Figli Srl, Associazione Nazionale Imprese Gestione servizi tecnici integrati (AGESI) (1)

(Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας - Ερώτημα, η απάντηση στο οποίο μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία - Οδηγία 92/50/ΕΟΚ - Αγορές δημοσίων προμηθειών, που αφορούν τόσο προϊόντα όσο και υπηρεσίες - Αξία των προϊόντων μεγαλύτερη από εκείνη των υπηρεσιών Εφαρμογή της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ)

(2003/C 55/50)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-310/01, με αντικείμενο αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) προς το Δικαστήριο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ των Comune di Udine, Azienda Multiservizi SpA (AMGA) και Diddi Dino Figli Srl, Associazione Nazionale Imprese Gestione servizi tecnici integrati (AGESI), η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, στοιχείο β', 2 και 6 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους C.W.A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, D.A.O. Edward και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. S. Alber, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 14 Νοεμβρίου 2002 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 2 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση συμβάσεως δημοσίων προμηθειών η οποία αφορά ταυτοχρόνως προϊόντα υπό την έννοια της της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, και υπηρεσίες υπό την έννοια της οδηγίας 92/50, όταν η αξία των προϊόντων που αφορά η σύμβαση υπερβαίνει την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ εφαρμόζεται σε μια τέτοια σύμβαση, εκτός αν η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του παρέχοντος τη σχετική υπηρεσία έλεγχο ανάλογο προς εκείνον τον οποίον ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών και αν το ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του άνω παρέχοντος τη σχετική υπηρεσία πραγματοποιείται με την αναθέτουσα αρχή ή τις αναθέτουσες αρχές που τον ελέγχουν.


(1)  ΕΕ C 289 της 13.10.2001.