ISSN 1725-2415 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251 |
|
![]() |
||
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
47ό έτος |
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
I Ανακοινώσεις |
|
|
Δικαστήριο |
|
|
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ |
|
2004/C 251/1 |
||
2004/C 251/2 |
||
2004/C 251/3 |
||
2004/C 251/4 |
||
2004/C 251/5 |
||
2004/C 251/6 |
||
2004/C 251/7 |
||
2004/C 251/8 |
||
2004/C 251/9 |
||
2004/C 251/0 |
||
2004/C 251/1 |
||
2004/C 251/2 |
||
2004/C 251/3 |
||
2004/C 251/4 |
||
2004/C 251/5 |
||
2004/C 251/6 |
||
2004/C 251/7 |
||
2004/C 251/8 |
||
2004/C 251/9 |
||
2004/C 251/0 |
||
|
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ |
|
2004/C 251/1 |
||
2004/C 251/2 |
||
2004/C 251/3 |
||
2004/C 251/4 |
||
2004/C 251/5 |
||
2004/C 251/6 |
||
2004/C 251/7 |
||
2004/C 251/8 |
||
2004/C 251/9 |
||
2004/C 251/0 |
||
2004/C 251/1 |
||
2004/C 251/2 |
||
2004/C 251/3 |
||
2004/C 251/4 |
||
2004/C 251/5 |
||
2004/C 251/6 |
||
2004/C 251/7 |
||
2004/C 251/8 |
||
2004/C 251/9 |
||
2004/C 251/0 |
||
2004/C 251/1 |
||
2004/C 251/2 |
||
2004/C 251/3 |
||
2004/C 251/4 |
||
2004/C 251/5 |
||
2004/C 251/6 |
||
2004/C 251/7 |
||
2004/C 251/8 |
||
2004/C 251/9 |
||
2004/C 251/0 |
||
2004/C 251/1 |
||
|
III Πληροφορίες |
|
2004/C 251/2 |
||
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Δικαστήριο
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/1 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Landesgericht Innsbruck με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Rosmarie Kapferer και Schlank & Schick GmbH
(Υπόθεση C-234/04)
(2004/C 251/01)
Το Landesgericht Innsbruck (Αυστρία), με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Ιουνίου 2004, υπέβαλε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Rosmarie Kapferer και Schlank & Schick GmbH, που εκκρεμεί ενώπιόν του, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
Α) |
Ως προς την απόφαση που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σχετικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας:
|
Β) |
Επί της διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001:
|
(1) EE L 12/2001, σ. 1.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/2 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των EMAG Handel Eder OHG και Finanzlandesdirektion für Kärnten (Berufungssenat II)
(Υπόθεση C-245/04)
(2004/C 251/02)
Το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία), με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2004, υπέβαλε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των EMAG Handel Eder OHG και Finanzlandesdirektion für Kärnten (Berufungssenat II), που εκκρεμεί ενώπιόν του, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α), πρώτο εδάφιο, της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (1), 77/388/ΕΟΚ, την έννοια ότι ο τόπος ενάρξεως της αποστολής ή της μεταφοράς είναι κρίσιμος ακόμη και όταν περισσότεροι επιχειρηματίες συνάπτουν σύμβαση προμηθείας, για το ίδιο αγαθό, και οι περισσότερες συμβάσεις προμηθείας εκτελούνται με μία μοναδική διακίνηση εμπορεύματος; |
2. |
Είναι δυνατόν περισσότερες παραδόσεις να θεωρηθούν ως απαλλασσόμενες από τον φόρο ενδοκοινοτικές παραδόσεις, όταν περισσότεροι επιχειρηματίες συνάπτουν σύμβαση προμηθείας για το ίδιο αγαθό, και οι περισσότερες συμβάσεις προμηθείας εκτελούνται με μία μοναδική διακίνηση εμπορεύματος; |
3. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, θεωρείται ως τόπος έναρξης της δεύτερης παράδοσης ο πραγματικός τόπος εκκίνησης του αγαθού ή ο τόπος όπου περατώθηκε η πρώτη παράδοση; |
4. |
Είναι κρίσιμο, για την απάντηση στα ερωτήματα 1 έως 3, το σε ποιον ανήκει η εξουσία διαθέσεως του αγαθού κατά τη διάρκεια της διακινήσεως του εμπορεύματος; |
(1) ΕΕ L 145, σ. 1.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/2 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των 1) Turn- und Sportunion Waldburg κατά Finanzlandesdirektion für Oberösterreich και 2) Edith Barris κατά Finanzlandesdirektion für Tirol
(Υπόθεση C-246/04)
(2004/C 251/03)
Το Verwaltungsgerichtshof, με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2004, υπέβαλε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των 1) Turn- und Sportunion Waldburg κατά Finanzlandesdirektion für Oberösterreich και 2) Edith Barris κατά Finanzlandesdirektion für Tirol, που εκκρεμεί ενώπιόν του, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Mπορεί το κράτος μέλος να ασκήσει κατά ενιαίο και μοναδικό τρόπο το —κατά το άρθρο 13, μέρος Γ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (στο εξής απλώς: η οδηγία)— δικαίωμά του να χορηγήσει στους υποκειμένους στον φόρο την ευχέρεια, παρά την επιβαλλόμενη κατά το άρθρο 13, μέρος B, στοιχείο β), της οδηγίας φορολογική απαλλαγή για τη μίσθωση ακινήτων, να επιλέξουν τη φορολόγηση, ή μπορεί το κράτος μέλος να προβεί συναφώς σε διαφοροποίηση ανάλογα με το είδος των πράξεων ή την κατηγορία των υποκειμένων στον φόρο; |
2. |
Παρέχει το άρθρο 13, μέρος B, στοιχείο β), σε συνδυασμό με το μέρος Γ, στοιχείο α), της οδηγίας, τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 14, του UStG του 1994 σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 16, του UStG του 1994, κατά την οποία η ευχέρεια της επιλογής φορολογήσεως πράξεων σχετικών με τη μίσθωση περιορίζεται υπό την έννοια ότι οι αθλητικές ενώσεις κοινωφελούς σκοπού αποκλείονται από την ευχέρεια επιλογής; |
3. |
Παρέχει το άρθρο 13, μέρος B, στοιχείο β), σε συνδυασμό με το μέρος Γ, στοιχείο α), της οδηγίας, τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 2, παράγραφος 5, σημείο 2, του UStG του 1994, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, σημείο 1, της Liebhabereiverordnung όπως ισχύει στην BGBl υπ' αριθ. 33/1993, κατά την οποία η ευχέρεια της επιλογής φορολογήσεως πράξεων σχετικών με τη μίσθωση δεν υφίσταται εάν από τη μίσθωση δεν προκύπτει, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, συνολικό κέρδος ή πλεόνασμα των συνολικών εσόδων και η μίσθωση αφορά ακίνητο το οποίο είναι κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί ως ιδιωτική κατοικία; |
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 09/2001, σ. 49.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/3 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Unabhängiger Finanzsenat, Außenstelle Wien με διάταξή του στις 28 Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των AB και Finanzamt für den 6., 7. und 15 Bezirk
(Υπόθεση C-288/04)
(2004/C 251/04)
Το Unabhängiger Finanzsenat, Außenstelle Wien, με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2004, υπέβαλε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των AB και Finanzamt für den 6., 7. und 15 Bezirk, που εκκρεμεί ενώπιόν του, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Αποκλείει το άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη φορολόγηση στα κράτη μέλη των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους, μόνον εφόσον οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες κάνουν χρήση του δικαιώματός τους περί επιβολής φόρου; |
2. |
Αποκλείει το άρθρο 16, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη φορολόγηση στα κράτη μέλη των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους, μόνον εφόσον οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό αναγράφονται στην εκδιδόμενη κατά το ανωτέρω άρθρο ανακοίνωση, παρέχει δε αυτομάτως στις φορολογικές αρχές κράτους μέλους μία δυνάμει αυτού του άρθρου εκδοθείσα ανακοίνωση, ως προς τους μη περιλαμβανόμενους σ' αυτήν υπαλλήλους και λοιπό προσωπικό, καθώς και ως προς όσους οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αντιμετωπίζουν ως ανήκοντες στο λοιπό προσωπικό, το δικαίωμα να εφαρμόσουν το εθνικό φορολογικό τους δίκαιο; |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/3 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Giudice di Pace di Bitonto, με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Vincenzo Manfredi και Lloyd Italico Assicurazioni
(Υπόθεση C-295/04)
(2004/C 251/05)
Το Giudice di Pace di Bitonto, με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 13η Ιουλίου 2004, υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των, Vincenzo Manfredi και Lloyd Italico Assicurazioni, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Έχει το άρθρο 81 ΕΚ την έννοια ότι είναι άκυρη μια σύμπραξη ή μια συμπεφωνημένη πρακτική μεταξύ ασφαλιστικών εταιριών συνιστάμενη σε αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα αυξήσεως των ασφαλίστρων για τη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβάσεων RC auto [αστικής ευθύνης εξ αυτοκινήτου], την οποία δεν δικαιολογούν οι συνθήκες της αγοράς, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της συμμετοχής στη συμφωνία ή τη συμπεφωνημένη πρακτική επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη; |
2. |
Έχει το άρθρο 81 ΕΚ την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε τρίτους έχοντες βάσιμο έννομο συμφέρον να προβάλουν την ακυρότητα μιας συμπράξεως ή πρακτικής απαγορευόμενης από τη διάταξη αυτή του κοινοτικού δικαίου και να ζητήσουν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, εφόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπράξεως ή της συμπεφωνημένης πρακτικής και της ζημίας; |
3. |
Έχει το άρθρο 81 ΕΚ την έννοια ότι η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως στηριζομένης στο εν λόγω άρθρο άρχεται από της ημερομηνίας εφαρμογής της συμπράξεως ή της συμπεφωνημένης πρακτικής ή από της ημερομηνίας από της οποίας έπαυσε να εφαρμόζεται η σύμπραξη ή η συμπεφωνημένη πρακτική; |
4. |
Έχει το άρθρο 81 ΕΚ την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι η δυνάμενη να επιδικαστεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας αποζημίωση υπολείπεται, εν πάση περιπτώσει, από το οικονομικό πλεονέκτημα που απεκόμισε η επιχείρηση η οποία προκάλεσε τη ζημία και η οποία μετέχει σε απαγορευμένη σύμπραξη ή συμπεφωνημένη πρακτική, οφείλει, επίσης, να επιδικάσει στον ζημιωθέντα τρίτο αποζημίωση έχουσα χαρακτήρα κυρώσεως, αναγκαία προκειμένου η προς αποκατάσταση ζημία να υπερβεί το όφελος που απεκόμισε η εταιρία, ώστε να αποθαρρύνεται η εφαρμογή απαγορευμένων από το άρθρο 81 ΕΚ συμπράξεων ή συμπεφωνημένων πρακτικών; |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/3 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε, με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, το Ufficio del giudice di pace di Bitonto, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Antonio Cannito και Fondiaria Sai SPA
(Υπόθεση C-296/04)
(2004/C 251/06)
Με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 13 Ιουλίου 2004, ο giudice di pace di Bitonto, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Antonio Cannito και Fondiaria Sai SPA, υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι άκυρη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ ασφαλιστικών εταιριών συνιστάμενη σε αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα αυξήσεως των ασφαλίστρων για τη σύναψη ασφαλιστήριων συμβάσεων RC auto, την οποία δεν δικαιολογούν οι συνθήκες της αγοράς, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της συμμετοχής στη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη; που δεν δικαιολογείται από τις συνθήκες της αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής στη συμφωνία ή στην εναρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων διαφορετικών κρατών μελών; |
2. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε τρίτους έχοντες βάσιμο έννομο συμφέρον να προβάλουν την ακυρότητα μιας απαγορευμένης από την εν λόγω κοινοτική διάταξη συμφωνίας ή πρακτικής και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, εφόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής και της ζημίας; |
3. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παραγραφή της βασιζόμενης στο άρθρο αυτό αξιώσεως αποζημιώσεως άρχεται από της ημερομηνίας εφαρμογής της συμπράξεως ή της εναρμονισμένης πρακτικής της ή από της ημερομηνίας παύσεως της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής; |
4. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, εφόσον διαπιστώνει ότι η αποζημίωση που δύναται να επιδικαστεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας υπολείπεται, εν πάση περιπτώσει, από το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκόμισε η υπαίτια για τη ζημία επιχείρηση που μετέχει σε απαγορευμένη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, οφείλει, επίσης, να επιδικάσει στον ζημιωθέντα τρίτο αποζημίωση έχουσα χαρακτήρα κυρώσεως, αναγκαία προκειμένου η προς αποκατάσταση ζημία να υπερβεί το όφελος που αποκόμισε η εταιρία, ώστε να αποθαρρύνεται η εφαρμογή απαγορευμένων από το άρθρο 81 ΕΚ συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών; |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/4 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε, με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, το Ufficio del giudice di pace di Bitonto, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Nicolò Tricarico και Assitalia Assicurazioni SPA
(Υπόθεση C-297/04)
(2004/C 251/07)
Με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 13 Ιουλίου 2004, ο giudice di pace di Bitonto, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Nicolò Tricarico και Assitalia Assicurazioni, υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι άκυρη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ ασφαλιστικών εταιριών συνιστάμενη σε αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα αυξήσεως των ασφαλίστρων για τη σύναψη ασφαλιστήριων συμβάσεων RC auto, που δεν δικαιολογείται από τις συνθήκες της αγοράς, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της συμμετοχής στη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη; |
2. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε τρίτους έχοντες βάσιμο έννομο συμφέρον να προβάλουν την ακυρότητα μιας απαγορευμένης από την εν λόγω κοινοτική διάταξη συμφωνίας ή πρακτικής και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, εφόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής και της ζημίας; |
3. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παραγραφή της βασιζόμενης στο άρθρο αυτό αξιώσεως αποζημιώσεως άρχεται από της ημερομηνίας εφαρμογής της συμπράξεως ή της εναρμονισμένης πρακτικής της ή από της ημερομηνίας παύσεως της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής; |
4. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, εφόσον διαπιστώνει ότι η αποζημίωση που δύναται να επιδικαστεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας υπολείπεται, εν πάση περιπτώσει, από το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκόμισε η υπαίτια για τη ζημία επιχείρηση που μετέχει σε απαγορευμένη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, οφείλει, επίσης, να επιδικάσει στον ζημιωθέντα τρίτο αποζημίωση έχουσα χαρακτήρα κυρώσεως, αναγκαία προκειμένου η προς αποκατάσταση ζημία να υπερβεί το όφελος που αποκόμισε η εταιρία, ώστε να αποθαρρύνεται η εφαρμογή απαγορευμένων από το άρθρο 81 ΕΚ συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών; |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/4 |
Αίτηση εκδόσεως πρoδικαστικής απoφάσεως πoυ υπέβαλε, με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, το Ufficio del giudice di pace di Bitonto, στo πλαίσιo της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Pasqualina Murgolo και Assitalia Assicurazioni SPA
(Υπόθεση C-298/04)
(2004/C 251/08)
Με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων στις 13 Ιουλίου 2004, ο giudice di pace di Bitonto, στo πλαίσιo της διαφoράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Pasqualina Murgolo και Assitalia Assicurazioni SPΑ, υπέβαλε στo Δικαστήριo των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα ακόλoυθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι άκυρη σύμπραξη ή εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ ασφαλιστικών εταιριών συνιστάμενη σε αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα αυξήσεως των ασφαλίστρων για τη σύναψη ασφαλιστήριων συμβάσεων RC auto, την οποία δεν δικαιολογούν οι συνθήκες της αγοράς, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της συμμετοχής στη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη; |
2. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως ανάλογης με αυτήν του άρθρου 33 του ιταλικού νόμου 287/1990, κατά το οποίο η αγωγή αποζημιώσεως για παράβαση των κοινοτικών και εθνικών διατάξεων περί αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών μπορεί να ασκηθεί και από τρίτους ενώπιον δικαστηρίου άλλου από το εκ του νόμου αρμόδιο για την εκδίκαση τέτοιων αγωγών, επιβαρύνοντας με τον τρόπο αυτό σημαντικά, από πλευράς εξόδων και χρόνου, την εκδίκαση των υποθέσεων; |
3. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε τρίτους έχοντες βάσιμο έννομο συμφέρον να προβάλουν την ακυρότητα μιας συμπράξεως ή πρακτικής απαγορευόμενης από τη διάταξη αυτή του κοινοτικού δικαίου και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, εφόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπράξεως ή της εναρμονισμένης πρακτικής και της ζημίας; |
4. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η παραγραφή της βασιζόμενης στο άρθρο αυτό αξιώσεως αποζημιώσεως άρχεται από της ημερομηνίας εφαρμογής της συμπράξεως ή της εναρμονισμένης πρακτικής της ή από της ημερομηνίας από της οποίας έπαυσε να εφαρμόζεται η σύμπραξη ή η εναρμονισμένη πρακτική; |
5. |
Πρέπει το άρθρο 81 της συνθήκης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι η δυνάμενη να επιδικαστεί βάσει της εθνικής νομοθεσίας αποζημίωση υπολείπεται, εν πάση περιπτώσει, από το οικονομικό πλεονέκτημα που απεκόμισε η επιχείρηση η οποία προκάλεσε τη ζημία και η οποία μετέχει σε απαγορευμένη σύμπραξη ή εναρμονισμένη πρακτική, οφείλει, επίσης, να επιδικάσει στον ζημιωθέντα τρίτο αποζημίωση έχουσα χαρακτήρα κυρώσεως, αναγκαία προκειμένου η προς αποκατάσταση ζημία να υπερβεί το όφελος που απεκόμισε η εταιρία, ώστε να αποθαρρύνεται η εφαρμογή απαγορευμένων από το άρθρο 81 ΕΚ συμπράξεων ή εναρμονισμένων πρακτικών; |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/5 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Szombathelyi Városi Bíróság (Ουγγαρία), με απόφαση της 10ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση Ynos Kft. κατά János Varga
(Υπόθεση C-302/04)
(2004/C 251/09)
Με απόφαση της 10ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Ιουλίου 2004, το Szombathelyi Városi Bíróság, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Ynos Kft. και János Varga, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:
1. |
Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (στο εξής: οδηγία), σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη θα θεσπίσουν διατάξεις ώστε να μη δεσμεύεται ο καταναλωτής, σύμφωνα με τους όρους που θα οριστούν στα εθνικά τους δίκαια, από καταχρηστικές ρήτρες που θα περιλαμβάνονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του εν λόγω καταναλωτή και ενός επαγγελματία, την έννοια ότι μπορεί αυτό να αποτελέσει τη βάση μιας εθνικής διατάξεως, όπως το άρθρο 209, παράγραφος 1, του Polgári Törvénykönyv (ουγγρικού αστικού κώδικα· στο εξής: Ptk.), που εφαρμόζεται όταν διαπιστώνεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός γενικού όρου συμβάσεως, κατά τον οποίο οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν πλέον αυτοδικαίως τον καταναλωτή, εκτός αν υφίσταται ρητή δήλωση περί τούτου, δηλαδή σε περίπτωση που θα μπορούσε να ευδοκιμήσει σχετική αμφισβήτηση; |
2. |
Συνάγεται από αυτή τη διάταξη της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση εξακολουθεί να υποχρεώνει τους συμβαλλομένους υπό τους ιδίους όρους, εφόσον μπορεί να υφίσταται και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, ότι, όταν οι τεθείσες από επαγγελματία καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχουν οριστεί από τα εθνικά τους δίκαια, πλην όμως χωρίς τις εν λόγω ρήτρες, οι οποίες αποτελούν μέρος της συμβάσεως, ο επαγγελματίας δεν θα είχε συνάψει την εν λόγω σύμβαση με τον καταναλωτή, ότι το κύρος ολόκληρης της συμβάσεως δεν θίγεται εάν αυτή μπορεί να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες; |
3. |
Από την πλευρά της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης γεννήθηκε πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά ύστερα από την προσαρμογή του εσωτερικού δικαίου της στην οδηγία; |
(1) ΕΕ L 95, σ. 29.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/5 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα με διάταξη της Commissione Tributaria Provinciale di Pordenone (δεύτερο τμήμα) (Ιταλία) της 14ης Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Banca Popolare FriulAdria SpA και Agenzia Entrate Ufficio Pordenone
(Υπόθεση C-336/04)
(2004/C 251/10)
Η Commissione Tributaria Provinciale di Pordenone, με διάταξη της 14ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2004, υποβάλλει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Banca Popolare FriulAdria SpA και Agenzia Entrate Ufficio Pordenone, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Ερωτάται αν η απόφαση 2002/581/ΕΚ (1) της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 184 της 13ης Ιουλίου 2002, σ. 27) είναι άκυρη και ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον οι διατάξεις του νόμου 461/98 και του συναφούς νομοθετικού διατάγματος 153/99 περί τραπεζών, σε αντίθεση προς όσα έκρινε η Επιτροπή, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά ή αν εν πάση περιπτώσει εμπίπτουν στις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία β) και γ), ΕΚ; |
2. |
Ερωτάται, ειδικότερα, αν το άρθρο 4 της προαναφερθείσας αποφάσεως είναι άκυρο και ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή:
|
3. |
Εν πάση περιπτώσει, ερωτάται αν η ορθή ερμηνεία του άρθρου 87 επ. ΕΚ, του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (2) και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, όσων εκτίθενται στο σκεπτικό, κωλύει την εφαρμογή του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος 282 της 24ης Δεκεμβρίου 2002, το οποίο κυρώθηκε με τον νόμο 27 της 21ης Φεβρουαρίου 2003; |
(1) Σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που θέσπισε η Ιταλία υπέρ των τραπεζών.
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (EE L 83 της 27ης Μαρτίου 1999, σ. 1).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Consiglio di Stato αποφαινόμενο ως δικαιοδοτικό όργανο (έκτο τμήμα) με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 2004 στην υπόθεση Nuova Società di telecomunicazioni S.p.a. κατά Ministero delle comunicazioni
(Υπόθεση C-339/04)
(2004/C 251/11)
Με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 9 Αυγούστου 2004, το Consiglio di Stato, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Nuova Società di telecomunicazioni S.p.a. και Ministero delle comunicazioni, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
α) |
«Συμβιβάζεται με τις γενικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η οδηγία 97/13/ΕΚ (1) η εθνική ρύθμιση η οποία —αφού έχει επιβάλει στις εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και έχουν δημιουργήσει τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, για την εξυπηρέτηση των δικών τους αναγκών και υπό καθεστώς παραχωρήσεως εξ επαχθούς αιτίας, την υποχρέωση να ιδρύουν αυτοτελείς εταιρίες για την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών— προβλέπει ότι η αυτοτελής εταιρία, έστω και αν της έχει χορηγηθεί άδεια για την παροχή της υπηρεσίας στο κοινό, οφείλει, κατά μία μεταβατική έστω περίοδο, να καταβάλλει πρόσθετο τέλος σχετικά με τη χρησιμοποίηση του τηλεπικοινωνιακού δικτύου υπέρ της μητρικής εταιρίας; |
β) |
Συμβιβάζεται με την κοινοτική νομοθεσία και με την ερμηνεία που έδωσε στην κοινοτική αυτή νομοθεσία το πέμπτο τμήμα του Δικαστηρίου με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003 η εθνική ρύθμιση που (για μεταβατική σημειωτέον περίοδο) προσδιορίζει το ύψος του δεύτερου και πρόσθετου τέλους, το οποίο οφείλεται για τη δραστηριότητα που ασκείται υπέρ της μητρικής εταιρίας, βάσει του ποσού που κατέβαλλε στο παρελθόν η ίδια αυτή μητρική εταιρία ενόσω ίσχυε το προηγούμενο καθεστώς της αποκλειστικής παραχωρήσεως, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η διάκριση μεταξύ παραχωρήσεως των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων για δημόσια χρήση και των παραχωρήσεων που αφορούσαν τα συστήματα για ιδιωτική χρήση;» |
(1) Οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 117 της 7.5.1997, σ. 15).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale della Lombardia, Sezione Terza, με διάταξη της 27ης Μαΐου 2004, που εκδόθηκε στις εκκρεμούσες ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποθέσεις 265/2004 Carbotermo s.p.a. κατά Comune di Busto Arsizio και AGESP s.p.a., και 887/2004 Consorzio Alisei κατά Comune di Busto Arsizio και AGESP s.p.a., με παρεμβαίνουσα την AGESI
(Υπόθεση C-340/04)
(2004/C 251/12)
Με διάταξη της 27ης Μαΐου 2004, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 9 Αυγούστου 2004, εκδοθείσα στις υποθέσεις 265/2004 Carbotermo s.p.a. κατά Comune di Busto Arsizio και AGESP s.p.a., και 887/2004 Consorzio Alisei κατά Comune di Busto Arsizio και AGESP s.p.a., με παρεμβαίνουσα την AGESI το Tribunale Amministrativo Regionale della Lombardia ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
1. |
Συμβιβάζεται με την οδηγία 93/36/EΟΚ (1) η απ' ευθείας ανάθεση δημοσίας συμβάσεως για την προμήθεια καυσίμων για τις εγκαταστάσεις θερμάνσεως κτιρίων των οποίων η κοινότητα είναι κύριος ή που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, συμβάσεως η οποία αφορά επίσης τη διαχείριση, την παροχέτευση και τη συντήρηση (με υπερτερούσα την αξία των προμηθειών) σε ανώνυμη εταιρία της οποίας το κεφάλαιο, στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, ελέγχεται πλήρως από άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας ο πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα κοινότητα (κατά 99,98 %), δηλαδή σε εταιρία (AGESP) η οποία δεν ελέγχεται απ' ευθείας από τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως αλλά από άλλη εταιρία (την AGESP Holding) της οποίας το κεφάλαιο κατέχει τώρα κατά το 99,98 % ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως; |
2. |
Πρέπει να τύχει εφαρμογής το άρθρο 13 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ (2), για να εκτιμηθεί η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία η επιχείρηση με την οποία έχει συναφθεί απ' ευθείας σύμβαση προμηθειών πρέπει να πραγματοποιεί το ουσιώδες της δραστηριότητάς της με τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως που την ελέγχει και μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται όταν η εν λόγω επιχείρηση πραγματοποιεί το ουσιώδες του κύκλου εργασιών με τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως που την ελέγχει ή, ενδεχομένως, όταν πραγματοποιεί το ουσιώδες του κύκλου εργασιών της στο έδαφος του εν λόγω οργανισμού; |
(1) Οδηγία του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, (ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 1).
(2) Οδηγία του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 84.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/7 |
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, την οποίαν υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία), με διάταξη της 27ης Ιουλίου 2004, σχετικά με τη Eurofood IFSC Ltd και τους νόμους περί εταιριών του 1963 και του 2000, στην υπόθεση Enrico Bondi κατά Bank of America N.A., Pearse Farrell (ο επίσημος σύνδικος), Director of Corporate Enforcement και των ομολογιούχων δανειστών
(Υπόθεση C-341/04)
(2004/C 251/13)
Με διάταξη της 27ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Αυγούστου 2004, σχετικά με τη Eurofood IFSC Ltd και τους νόμους περί εταιριών του 1963 και του 2000, στην υπόθεση Enrico Bondi κατά Bank of America N.A., Pearse Farrell (ο επίσημος σύνδικος), Director of Corporate Enforcement και των ομολογιούχων δανειστών, το Supreme Court (Ιρλανδία), υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
1. |
Όταν σε αρμόδιο δικαστήριο της Ιρλανδίας υποβάλλεται αίτηση για την εκκαθάριση αφερέγγυας εταιρίας και το δικαστήριο αυτό, ενώ εκκρεμεί η έκδοση της διατάξεως περί εκκαθαρίσεως της εταιρίας, εκδίδει διάταξη με την οποία διορίζεται προσωρινός σύνδικος με εξουσία αναλήψεως των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, διαχειρίσεως των υποθέσεων της, ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού και διορισμού συνηγόρου, με έννομη συνέπεια την αφαίρεση από τους διευθύνοντες την εταιρία κάθε εξουσίας προς ενέργεια, συνιστά η έκδοση της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως, δικαστική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 16, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 (1); |
2. |
Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, συνιστά η υποβολή προς το High Court της Ιρλανδίας αιτήσεως υποχρεωτικής εκκαθαρίσεως εταιρίας έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι, δυνάμει διατάξεως της ιρλανδικής νομοθεσίας (άρθρο 220, παράγραφος 2, του νόμου περί εταιριών του 1963), η εκκαθάριση της εταιρίας θεωρείται ότι ξεκινά από την υποβολή της αιτήσεως; |
3. |
Συνάγεται από το άρθρο 3 του άνω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, ότι αρμόδιο για την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι το δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο κινήθηκε για πρώτη φορά η κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας, έστω και αν η έδρα της εταιρίας ή ο τόπος όπου, κατά την αντίληψη τρίτων, ασκείται συνήθως η καθημερινή διαχείριση των συμφερόντων της εταιρίας βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος; |
4. |
Όταν,
αποφασιστικοί παράγοντες για τον προσδιορισμό του «κέντρου των κύριων συμφερόντων» είναι οι προαναφερόμενοι υπό το στοιχείο β) ή υπό το στοιχείο γ); |
5. |
Όταν αντιβαίνει σαφώς στο δημόσιο συμφέρον κράτους μέλους η αναγνώριση των εννόμων συνεπειών δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως σε σχέση με ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δίκαιη ακρόαση υπέστη προσβολή κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, υποχρεούται το εν λόγω κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 17 του ως άνω κανονισμού, να αναγνωρίσει δικαστική απόφαση άλλου κράτους μέλους, με την οποία έχει κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας για μία εταιρία, όταν το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους έχει πειστεί ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατά παράβαση των ως άνω αρχών και, ιδίως, σε περίπτωση που ο αιτών στο δεύτερο κράτος μέλος αρνήθηκε, παρόλο που του ζητήθηκε και παρά τη σχετική διάταξη του δικαστηρίου του δεύτερου κράτους μέλους, να παράσχει αντίγραφο των ουσιαστικών εγγράφων στα οποία στηρίζεται η αίτηση στον προσωρινό σύνδικο της εταιρίας, ο οποίος έχει νομίμως διοριστεί κατά τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους; |
(1) Της 29ης Μαΐου 2000, περί διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 1).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/8 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof με διάταξη της 21ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση ομόσπονδο κράτος Oberösterreich κατά CEZ, a.s.
(Υπόθεση C-343/04)
(2004/C 251/14)
Με διάταξη της 21ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10 Αυγούστου 2004, το Oberster Gerichtshof, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ του ομόσπονδου κράτους Oberösterreich και CEZ, a.s., που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
Έχει η φράση «υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων …» του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο α), της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ΣυμβΔΔΕΑ), την έννοια ότι καλύπτει και (προληπτικές) αρνητικές αγωγές, με τις οποίες ζητείται η απαγόρευση εκπομπών από ακίνητο ευρισκόμενο σε γειτονικό κράτος —που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως— (στη συγκεκριμένη περίπτωση: επενεργειών από ιοντίζουσες ακτινοβολίες, προερχομένων από πυρηνικό εργοστάσιο στη δημοκρατία της Τσεχίας) σε ακίνητο της κυριότητας του ενάγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 364, παράγραφος 2, του Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch (ABGB, αυστριακού αστικού κώδικα);
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/8 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Administrative Court), με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση International Air Transport Association κατά Department for Transport και European Low Fares Airline Association και Hapag-Lloyd Express GmbH κατά Department for Transport
(Υπόθεση C-344/04)
(2004/C 251/15)
Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004 η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 12 Αυγούστου 2004, το High Court of Justice (England & Wales), Queen's Bench Division (Administrative Court), στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ International Air Transport Association και Department for Transport και European Low Fares Airline Association και Hapag-Lloyd Express GmbH κατά Department for Transport που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:
1. |
Είναι το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 (1) άκυρο επειδή αντιφάσκει προς τη Σύμβαση για την Ενοποίηση Ορισμένων Κανόνων περί Διεθνών Εναέριων Μεταφορών, γνωστή ως Σύμβαση του Μόντρεαλ του 1999, και ειδικότερα προς τα άρθρα της 19, 22 και 29, και επηρεάζει το γεγονός αυτό (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) το κύρος του κανονισμού στο σύνολό του; |
2. |
Τροποποιήθηκε το άρθρο 5 του κανονισμού, στο πλαίσιο της εξετάσεως του σχεδίου κανονισμού από την επιτροπή συνδιαλλαγής με τρόπο που αντίκειται στους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 251 ΕΚ, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, συνεπάγεται τούτο ακυρότητα του άρθρου 5, περαιτέρω δε συνεπιφέρει η τυχόν ακυρότητα του άρθρου 5 (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) την μερική ή ολική ακυρότητα του κανονισμού; |
3. |
Είναι τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 (εν όλω ή εν μέρει) άκυρα ως αντικείμενα στην αρχή της ασφαλείας δικαίου, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, επηρεάζει η ακυρότητα αυτή, (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) το κύρος του κανονισμού στο σύνολό του; |
4. |
Είναι τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 (εν όλω ή εν μέρει) άκυρα λόγω παντελούς ελλείψεως αιτιολογίας ή λόγω ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, επηρεάζει η ακυρότητα αυτή, (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) το κύρος του κανονισμού στο σύνολό του; |
5. |
Είναι τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 (εν όλω ή εν μέρει) άκυρα ως αντικείμενα στην αρχή της αναλογικότητας στην οποία πρέπει να ανταποκρίνεται κάθε κοινοτικό μέτρο, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, επηρεάζει η ακυρότητα αυτή, (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) το κύρος του κανονισμού στο σύνολό του; |
6. |
Είναι τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 (εν όλω ή εν μέρει) άκυρα ως συνεπαγόμενα δυσμενή μεταχείριση, ιδίως σε βάρος των μελών της δεύτερης προσφεύγουσας, κατά αυθαίρετο και μη δικαιολογούμενο αντικειμενικά τρόπο, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, επηρεάζει η ακυρότητα αυτή, (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) το κύρος του κανονισμού στο σύνολό του; |
7. |
Είναι το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 (εν όλω ή εν μέρει) ανίσχυρο ή άκυρο, για τον λόγο ότι η επιβολή υποχρεώσεως καταβολής συγκεκριμένου ποσού στην περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως για λόγους που δεν καλύπτονται από τη διάταξη περί απαλλαγής από την ευθύνη λόγω συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων συνεπάγεται διακρίσεις, δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας που πρέπει να διέπει κάθε κοινοτικό μέτρο και στερείται επαρκούς αιτιολογίας, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, επηρεάζει η ακυρότητα αυτή, (σε συνδυασμό με τυχόν άλλους λυσιτελείς παράγοντες) το κύρος του κανονισμού στο σύνολό του; |
8. |
Στην περίπτωση που ένα εθνικό δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτό ένδικο βοήθημα με το οποίο τίθενται ζητήματα αφορώντα το κύρος κοινοτικών διατάξεων και το οποίο το εν λόγω εθνικό δικαστήριο θεωρεί εύλογο και όχι προφανώς αβάσιμο, υφίστανται κάποιες αρχές του κοινοτικού δικαίου σε συνδυασμό με κριτήρια και προϋποθέσεις που θα πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει αν είναι σκόπιμο να παραμέμψει τα εν λόγω ζητήματα κύρους στο ΔΕΚ, κατ' εφαρμογή του άρθρου 234, παράγραφος 2, ΕΚ; |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46 της 17.2.2004, σ. 1).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/9 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004 το Bundesfinanzhof στο πλαίσιο της διαφοράς Robert Hans Conijn κατά Finanzamt Hamburg-Mitte-Altstadt
(Υπόθεση C-346/04)
(2004/C 251/16)
To Bundesfinanzhof ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Αυγούστου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς Robert Hans Conijn κατά Finanzamt Hamburg-Mitte-Altstadt, την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του ακολούθου ερωτήματος:
Συνιστά παράβαση του άρθρου 52 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η περίπτωση κατά την οποία ένας περιορισμένως στην ημεδαπή φορολογούμενος, υπήκοος άλλου κράτους μέλους, αντίθετα από τους απεριορίστως φορολογουμένους, δεν μπορεί να μειώσει το συνολικό ποσό των εισοδημάτων του κατά το ποσό των εξόδων για τη λήψη φορολογικών συμβουλών, στα οποία υποβλήθηκε, ως εκτάκτων εξόδων;
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/9 |
Αίτηση αναιρέσεως των Association Pro Amnistia, J.M. Olano Olano, J. Zelarain Errasti που ασκήθηκε στις 17 Αυγούστου 2004 κατά της διατάξεως του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Ιουνίου 2004 επί της υποθέσεως T-333/02 μεταξύ των Gestoras Pro Amnistia, J.M. Olano Olano, J. Zelarain Errasti και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηριζόμενου από το Βασίλειο της Ισπανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο
(Υπόθεση C-354/04 P)
(2004/C 251/17)
Οι Association Pro Amnistia, J.M. Olano Olano, J. Zelarain Errasti, εκπροσωπούμενοι από τον D. Rouget, δικηγόρο, άσκησαν στις 10 Μαΐου 2004 αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της διατάξεως του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Ιουνίου 2004 επί της υποθέσεως T-333/02 μεταξύ των Gestoras Pro Amnistia, J.M. Olano Olano, J. Zelarain Errasti και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηριζόμενου από το Βασίλειο της Ισπανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:
1. |
Να κηρύξει την παρούσα αίτηση αναιρέσεως βάσιμη και να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. |
2. |
Δυνάμει του άρθρου 61 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΚ, να αποφανθεί οριστικά επί της παρούσας διαφοράς και να δεχθεί τα αιτήματα της αναιρεσείουσας, δηλαδή, προς υπενθύμιση, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει στην ένωση GESTORAS PRO AMNISTIA αποζημίωση ποσού 1 000 000 ευρώ και στους δύο αναιρεσείοντες, τον Juan Mari OLANO OLANO και τον Julen ZELARAIN ERRASTI, αποζημίωση ποσού 100 000 ευρώ στον καθένα. Και τα ποσά αυτά με τον τόκο υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο 4,5 % από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού μέχρι την πληρωμή. Το Συμβούλιο να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα καθώς και τα έξοδα των εναγουσών. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Το κοινοτικό δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει τις αγωγές προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε επειδή περιλήφθηκε η αναιρεσείουσα ένωση στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που καταρτίστηκε κατ' εφαρμογή της ρυθμίσεως σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Η νομική βάση της αρμοδιότητας αυτής θεμελιώνεται εν προκειμένω από κοινού στη Δήλωση του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2001, στην όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως του Συμβουλίου 2003/48/ΔΕΥ (1) και στο άρθρο 6 της συνθήκης ΕΕ. Πράγματι, κατά την έκδοση της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ (2), το Συμβούλιο δήλωσε στις 18 Δεκεμβρίου 2001 ότι «κάθε σφάλμα ως προς τα πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που αφορά [η κοινή θέση] παρέχει δικαίωμα στο θιγόμενο μέρος να ζητήσει δικαστικώς αποζημίωση». Επιπλέον, το δικαίωμα αποτελεσματικού ένδικου μέσου κατά των επιζήμιων πράξεων των οργάνων αποτελεί μέρος των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και, συνεπώς, οι διατάξεις που διασφαλίζουν το δικαίωμα αυτό πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως προς ικανοποίηση των επιταγών των άρθρων 1, 6, παράγραφος 1, και 13 της ΕΣΔΑ που επιβάλλεται να εφαρμοστούν εν προκειμένω.
Όσον αφορά την ύπαρξη ζημίας, η εγγραφή της αναιρεσείουσας στον επίδικο κατάλογο προσβάλλει σημαντικά τη φήμη της και την ελευθερία εκφράσεώς της καθόσον ενέχει την κατηγορία της τρομοκρατικής οργανώσεως. Ομοίως, η εγγραφή στον κατάλογο προσβάλλει τη φήμη, την ελευθερία εκφράσεως, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ιδιωτική ζωή των υπολοίπων δύο αναιρεσειόντων, οι οποίοι είναι εκπρόσωποι της ενώσεως. Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του Συμβουλίου και της επελθούσας ζημίας, οι επιπτώσεις στη φήμη των αναιρεσειόντων αποτελούν άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια της εγγραφής στον κατάλογο.
Εν τέλει, το Συμβούλιο δολίως χειραγώγησε τη διαίρεση σε τρεις πυλώνες της δράσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Πράγματι, ως προς την επιλογή της νομικής βάσης, το Συμβούλιο καθοδηγήθηκε από σκέψεις σκοπιμότητας, όπως η αποφυγή του ελέγχου του Κοινοβουλίου, του Μεσολαβητή και του Δικαστηρίου με σκοπό να στερήσει επομένως από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το δικαίωμα του ένδικου μέσου με το οποίο θα μπορούσαν να πετύχουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν. Η συμπεριφορά αυτή συνιστά καταστρατήγηση διαδικασίας.
(1) Απόφαση 2003/48/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 16 της 22.1.2003 σ. 68).
(2) Κοινή Θέση του Συμβουλίου της 27ης Δεκεμβρίου 2001 για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344 της 28.12.2001 σ. 93).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/10 |
Αίτηση αναιρέσεως των Association SEGI, A. Zubimendi Izaga, A. Galarraga που ασκήθηκε στις 17 Αυγούστου 2004 κατά της διατάξεως του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Ιουνίου 2004 επί της υποθέσεως T-338/02 μεταξύ των Association SEGI, A. Zubimendi Izaga, A. Galarraga και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηριζόμενου από το Βασίλειο της Ισπανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο
(Υπόθεση C-355/04 P)
(2004/C 251/18)
Οι Association SEGI, A. Zubimendi Izaga, A. Galarraga άσκησαν στις 10 Μαΐου 2004 αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της διατάξεως του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Ιουνίου 2004 επί της υποθέσεως T-338/02 μεταξύ των Association SEGI, A. Zubimendi Izaga, A. Galarraga και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηριζόμενου από το Βασίλειο της Ισπανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:
1. |
Να κηρύξει την παρούσα αίτηση αναιρέσεως βάσιμη και να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. |
2. |
Δυνάμει του άρθρου 61 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΚ, να αποφανθεί οριστικά επί της παρούσας διαφοράς και να δεχθεί τα αιτήματα της αναιρεσείουσας, δηλαδή, προς υπενθύμιση, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει στην ένωση SEGI αποζημίωση ποσού 1 000 000 ευρώ και στους δύο αναιρεσείοντες, την Araitz ZUBIMENDI IZAGA και τον Aritza GALARRAGA, αποζημίωση ποσού 100 000 ευρώ στον καθένα. Και τα ποσά αυτά με τον τόκο υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο 4,5 % από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού μέχρι την πληρωμή. Το Συμβούλιο να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα καθώς και τα έξοδα των εναγουσών. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Οι λόγοι αναιρέσεως και τα κύρια επιχειρήματα ταυτίζονται με τα της υποθέσεως C-354/04 P.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/10 |
Αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 27ης Αυγούστου 2004, κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 10 Ιουνίου 2004 το πέμπτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-153/01 και Τ-323/01, Μ. Alvarez Moreno κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Υπόθεση C-373/04 P)
(2004/C 251/19)
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την F. Clotuche-Duvieusart και τον D. Martin, άσκησε στις 27 Αυγούστου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 10 Ιουνίου 2004 το πέμπτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-153/01 και Τ-323/01, M. Alvarez Moreno κατά. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
1. |
Να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Τ-323/01. |
2. |
Να κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή στην υπόθεση Τ-323/01. |
3. |
Επικουρικώς, να αποφανθεί επί της παρούσας υποθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού ΕΚ, και να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση Τ-323/01 ως αβάσιμη. |
4. |
Να καταδικάσει την Alvarez Moreno στα δικαστικά έξοδα της παρούσας υπoθέσεως καθώς και σε εκείνα της υποθέσεως Τ-323/01. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Η προσφυγή της Alvarez Moreno στην υπόθεση Τ-323/01 θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, χαρακτηρίζοντας ως «απόφαση» την επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2001 και δίδοντάς της, κατά συνέπεια, την ιδιότητα της βλαπτικής πράξεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Καταρχάς, η επιστολή της προσφεύγουσας προς την Επιτροπή δεν περιέχει αίτημα εκδόσεως αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 90 του ΚΥΚ, αλλά μόνον αίτημα παροχής πληροφοριών στηριζόμενο στη νομική βάση στην οποία στηριζόταν η Επιτροπή προκειμένου να μην προσλαμβάνει διερμηνείς που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Συνεπώς, η απάντηση στην επιστολή αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει βλαπτική πράξη κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Ακολούθως, η από 23 Φεβρουαρίου 2001 επιστολή δεν περιέχει, εν πάση περιπτώσει, καμία απόφαση της Επιτροπής παράγουσα δεσμευτικά νομικά αποτελέσματα, τα οποία, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικά τη νομική κατάστασή της, είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας.
Ως προς την ουσία, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφενός, διότι έκρινε ότι το άρθρο 74 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό δεν ισχύει για τους επικουρικούς υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 78, τρίτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και, αφετέρου, διότι έκρινε ότι η ρύθμιση για τους επικουρικούς διερμηνείς συνεδρίων (στο εξής: ΡΕΔΣ), την οποία εξέδωσε το γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 13 Ιουλίου 1999, καλύπτει το ζήτημα της λήξεως της συμβάσεως εργασίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 78, τρίτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, σύμφωνα με το οποίο οι συμβάσεις εργασίας των επικουρικών διερμηνέων συνεδρίων εμπίπτουν σε κατά παρέκκλιση καθεστώς, αφορά αποκλειστικώς τους όρους προσλήψεως και χορηγήσεως αμοιβών και όχι τη λήξη της συμβάσεως εργασίας, οπότε η εν λόγω λήξη διέπεται από το άρθρο 74 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, το οποίο προβλέπει όριο ηλικίας. Δεν είναι ορθή η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις που περιορίζονται σε ειδικές ημέρες, η λήξη της συμβάσεως εργασίας αποτελεί όρο προσλήψεως, καθόσον συνεπάγεται διάκριση, την οποία δεν προβλέπει το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, μεταξύ των συμβάσεων ορισμένων ημερών και των μεγαλύτερης διάρκειας συμβάσεων. Εξάλλου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το ζήτημα της λήξεως της συμβάσεως εργασίας των επικουρικών διερμηνέων συνεδρίων διέπεται από τη ΡΕΔΣ, η ρύθμιση αυτή δεν περιέχει καμία ρητή διάταξη προβλέπουσα όριο ηλικίας. Ελλείψει σχετικής διατάξεως στη ΡΕΔΣ, εφαρμοστέα διάταξη είναι το άρθρο 74 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/11 |
Διαγραφή της υποθέσεως C-55/04 (1)
(2004/C 251/20)
Με διάταξη της 15ης Ιουλίου 2004, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέταξε τη διαγραφή της υποθέσεως C-55/04: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/12 |
Εκλογή του Προέδρου του Πρωτοδικείου
(2004/C 251/21)
Στις 8 Σεπτεμβρίου 2004 το Πρωτοδικείο εξέλεξε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Κανονισμού Διαδικασίας τον δικαστή Bo Vesterdorf ως Πρόεδρο του Πρωτοδικείου για την περίοδο από 8 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι 31 Αυγούστου 2007.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/12 |
Εκλογή των προέδρων τμημάτων
(2004/C 251/22)
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού Διαδικασίας το Πρωτοδικείο εξέλεξε στις 10 και τις 13 Σεπτεμβρίου 2004 τους M. Jaeger, J. Pirrung, Μ. Βηλαρά και H. Legal ως προέδρους των πενταμελών τμημάτων για την περίοδο από 10 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι 31 Αυγούστου 2007 και τους M. Jaeger, J. Pirrung, Μ. Βηλαρά, H. Legal και J. D. Cooke ως προέδρους των τριμελών τμημάτων για την περίοδο από 13 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2005.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/12 |
Τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα
(2004/C 251/23)
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 το Πρωτοδικείο αποφάσισε να συστήσει πέντε πενταμελή και πέντε τριμελή τμήματα για την περίοδο από 13 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2005 και να τοποθετήσει σ' αυτά ως δικαστές τα εξής μέλη του:
Πρώτο πενταμελές τμήμα:
B. Vesterdorf, Πρόεδρος, J. D. Cooke, R. García-Valdecasas, I. Labucka και V. Trstenjak, δικαστές
Πρώτο τριμελές τμήμα:
J. D. Cooke, πρόεδρος τμήματος, R. García-Valdecasas, I. Labucka και V. Trstenjak, δικαστές
Δεύτερο πενταμελές τμήμα:
J. Pirrung, πρόεδρος τμήματος, A. W. H. Meij, N. J. Forwood, I. Pelikánová και Σ. Παπασάββας, δικαστές
Δεύτερο τριμελές τμήμα:
J. Pirrung, πρόεδρος τμήματος
α) |
A. W. H. Meij και I. Pelikánová, δικαστές |
β) |
N. J. Forwood και Σ. Παπασάββας, δικαστές |
Τρίτο πενταμελές τμήμα:
M. Jaeger, πρόεδρος τμήματος, V. Tiili, J. Azizi, E. Cremona και O. Czúcz, δικαστές
Τρίτο τριμελές τμήμα:
M. Jaeger, πρόεδρος τμήματος
α) |
V. Tiili και O. Czúcz, δικαστές |
β) |
J. Azizi και E. Cremona, δικαστές |
Τέταρτο πενταμελές τμήμα
H. Legal, πρόεδρος τμήματος, P. Lindh, P. Mengozzi, I. Wiszniewska-Białecka και V. Vadapalas, δικαστές
Τέταρτο τριμελές τμήμα:
H. Legal, πρόεδρος τμήματος
α) |
P. Lindh και V. Vadapalas, δικαστές |
β) |
P. Mengozzi και I. Wiszniewska-Białecka, δικαστές |
Πέμπτο πενταμελές τμήμα:
Μ. Βηλαράς, πρόεδρος τμήματος, M. E. Martins Ribeiro, F. Dehousse, D. Šváby και K. Jürimäe, δικαστές
Πέμπτο τριμελές τμήμα:
Μ. Βηλαράς, πρόεδρος τμήματος
α) |
M. E. Martins Ribeiro και K. Jürimäe, δικαστές |
β) |
F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές |
Στο πρώτο τριμελές τμήμα, οι δικαστές που μετέχουν σ' αυτό μαζί με τον πρόεδρο του τμήματος για να συμπληρώσουν την τριμελή σύνθεση θα ορίζονται με τη σειρά που προβλέπει το άρθρο 6 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, με την επιφύλαξη της συναφείας των υποθέσεων. Στο δεύτερο και το πέμπτο τριμελές τμήμα, ο πρόεδρος τμήματος θα μετέχει στη σύνθεση είτε με τους δικαστές που αναφέρονται στο οικείο σημείο α) ανωτέρω είτε με τους δικαστές που αναφέρονται στο οικείο σημείο β) ανωτέρω, ανάλογα με τη σύνθεση στην οποία ανήκει ο εισηγητής δικαστής. Για τις υποθέσεις στις οποίες ο πρόεδρος τμήματος είναι εισηγητής δικαστής, ο πρόεδρος τμήματος θα μετέχει στη σύνθεση εναλλάξ με τους δικαστές της μιας ή της άλλης συνθέσεως κατά τη σειρά πρωτοκολλήσεως των υποθέσεων, με την επιφύλαξη της συναφείας των υποθέσεων.
Οι υποθέσεις στις οποίες ο εισηγητής δικαστής τοποθετείται σε άλλο τμήμα κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων μεταφέρονται, από τις 13 Σεπτεμβρίου 2004, στο τμήμα στο οποίο ανήκει ο εισηγητής δικαστής από την ημερομηνία αυτή.
Για τις υποθέσεις στις οποίες η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε και η προφορική διαδικασία διεξήχθη ή καθορίστηκε πριν από τις 13 Σεπτεμβρίου 2004, τα τμήματα εξακολουθούν να συνεδριάζουν με την προηγούμενη σύνθεσή τους για την προφορική διαδικασία, για τη διάσκεψη και για την έκδοση της αποφάσεως.
Σύνθεση του τμήματος μείζονος συνθέσεως
Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο αποφάσισε στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 ότι, για την περίοδο από 13 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2005, το τμήμα μείζονος συνθέσεως θα αποτελείται από τον Πρόεδρο B. Vesterdorf, τους προέδρους τμήματος M. Jaeger, J. Pirrung, Μ. Βηλαρά και H. Legal, τους δικαστές του πενταμελούς τμήματος που θα επρόκειτο να εκδικάσουν την οικεία υποθεση αν αυτή είχε ανατεθεί σε πενταμελές τμήμα, καθώς και τέσσερεις άλλους δικαστές που ορίζει ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εναλλάξ μεταξύ των δικαστών καθενός από τα άλλα τμήματα με τη σειρά την οποία έχουν οι δικαστές αυτοί στα τμήματά τους σύμφωνα με την αρχαιότητα στην υπηρεσία κατά το άρθρο 6 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
Για τις υποθέσεις στις οποίες η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε και η προφορική διαδικασία διεξήχθη ή καθορίστηκε πριν από τις 13 Σεπτεμβρίου 2004, τα τμήματα εξακολουθούν να συνεδριάζουν με την προηγούμενη σύνθεσή τους για την προφορική διαδικασία, για τη διάσκεψη και για την έκδοση της αποφάσεως.
Σύνθεση της ολομελείας
Σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο αποφάσισε στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 ότι, στην περίπτωση στην οποία, λόγω του ορισμού γενικού εισαγγελέα δυνάμει του άρθρου 17 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο αριθμός των δικαστών της ολομελείας είναι ζυγός, η προκαθορισμένη σειρά με την οποία ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου ορίζει τον δικαστή που δεν θα μετάσχει στην εκδίκαση της υποθέσεως είναι η αντίστροφη σειρά αρχαιότητας στην υπηρεσία που έχουν οι δικαστές σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού Διαδικασίας, εκτός αν ο δικαστής που ορίζεται με τον τρόπο αυτό είναι ο εισηγητής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ορίζεται αντ' αυτού ο αμέσως προηγούμενος στη σειρά αυτή.
Ορισμός του δικαστή που αντικαθιστά τον πρόεδρο του Πρωτοδικείου κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 το Πρωτοδικείο αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας να ορίσει τον δικαστή R. García-Valdecasas ως αναπληρωτή του Προέδρου του Πρωτοδικείου σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του για την εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων, για την περίοδο από 13 Σεπτεμβρίου 2004 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2005.
Κριτήρια της αναθέσεως των υποθέσεων στα τμήματα
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 το Πρωτοδικείο καθόρισε ως ακολούθως τα κριτήρια για την ανάθεση των υποθέσεων στα τμήματα για την περίοδο από 13 Σεπτεμβρίου 2004 έως 30 Σεπτεμβρίου 2005, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κανονισμού Διαδικασίας:
1. |
Οι υποθέσεις ανατίθενται στα τριμελή τμήματα ήδη από την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου και με την επιφύλαξη της μεταγενέστερης εφαρμογής των άρθρων 14 και 51 του Κανονισμού Διαδικασίας. |
2. |
Οι υποθέσεις κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων με βάση τέσσερις διαφορετικές σειρές σε συνάρτηση με τη σειρά πρωτοκολλήσεώς τους στη Γραμματεία:
|
Στο πλαίσιο καθεμιάς από τις σειρές αυτές, το πρώτο τμήμα δεν θα λαμβάνεται υπόψη κάθε πέμπτη φορά που έρχεται η σειρά του.
Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου μπορεί να παρεκκλίνει από τις ως άνω σειρές προκειμένου να λάβει υπόψη τη συνάφεια ορισμένων υποθέσεων ή για να εξασφαλίσει την ισόρροπη κατανομή του όγκου εργασίας.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/13 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 29ης Απριλίου 2004
στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01 Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon Co. Ltd κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Ανταγωνισμός - Σύμπραξη - Αγορά των ηλεκτροδίων γραφίτη - Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών - Υπολογισμός του ποσού των προστίμων - Σώρευση των κυρώσεων - Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων - Εφαρμογή - Βαρύτητα και διάρκεια της παραβάσεως - Επιβαρυντικές περιστάσεις - Ελαφρυντικές περιστάσεις - Ικανότητα πληρωμής του προστίμου - Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία - Όροι πληρωμής)
(2004/C 251/24)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική και η αγγλική
Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01 Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon Co. Ltd., με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. Van Gerven, T. Franchoo και M. De Grave, και στη συνέχεια από τους Van Gerven και T. Franchoo, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, SGL Carbon AG, με έδρα το Βισμπάντεν (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους M. Klusmann, F. Wiemer, C. Canenbley, avocats, Nippon Carbon Co. Ltd, με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τον H. Gilliams, avocat, Showa Denko KK, με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τους M. Dolmans, P. Werdmuller, avocats, και J. Temple Lang, solicitor, GrafTech International Ltd., πρώην UCAR International Inc., με έδρα το Wilmington, Delaware(Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους K. Lasok, QC, και B. Hartnett, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, SEC Corp., με έδρα τo Amagasaki, Hyogo (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τον K. Platteau, avocat, The Carbide/Graphite Group, Inc., με έδρα το Pittsburgh (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους M. Seimetz και J. Brücher, και στη συνέχεια από τον P. Grund, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους W. Mölls και P. Hellström, και, στην υπόθεση T-246/01, από τον W. Wils, επικουρούμενους, στην υπόθεση T-239/01, από τον H.-J. Freund, avocat, και, στις υποθέσεις T-244/01, T-246/01, T-251/01 και T-252/01, από τους J. Flynn και C. Kilroy, barristers, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, με αντικείμενο αιτήματα περί συνολικής ή μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/271/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2001, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ —Υπόθεση COMP/E-1/36.490— Ηλεκτρόδια γραφίτη (ΕΕ L 100, 2002, σ. 1), το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, J. Pirrung και A. W. H. Meij, δικαστές, J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως εξέδωσε στις 29 Απριλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Στην υπόθεση T-236/01, Tokai Carbon κατά Επιτροπής:
|
2. |
Στην υπόθεση T-239/01, SGL Carbon κατά Επιτροπής:
|
3. |
Στην υπόθεση T-244/01, Nippon Carbon κατά Επιτροπής:
|
4. |
Στην υπόθεση T-245/01, Showa Denko κατά Επιτροπής:
|
5. |
Στην υπόθεση T-246/01, GrafTech κατά Επιτροπής:
|
6. |
Στην υπόθεση T-251/01, SEC Corporation κατά Επιτροπής:
|
7. |
Στην υπόθεση T-252/01, The Carbide/Graphite Group κατά Επιτροπής:
|
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/15 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 20ής Ιουλίου 2004
στην υπόθεση T-311/02, Vitaly Lissotschenko και Joachim Hentze κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Αίτηση αφορώσα το λεκτικό σήμα LIMO - Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου - Άρθρο 7 παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94)
(2004/C 251/25)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση T-311/02, Vitaly Lissotschenko, κάτοικος Dortmund (Γερμανία), Joachim Hentze, κάτοικος Werl (Γερμανία), εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο Β. Hein, κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), (εκπροσωπούμενου από τους J. Weberndörfer και G. Schneider), που έχει ως αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 31ης Ιουλίου 2002 (υπόθεση R 363/2000-2), περί της καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος LIMO ως κοινοτικού σήματος, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, πρόεδρο, P. Mengozzi και M. E. Martins Ribeiro, δικαστές· γραμματέας: D. Christensen, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 20 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
2. |
Καταδικάζει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/15 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 28ης Ιουνίου 2004
στην υπόθεση Τ-342/99 DEP, Airtours plc κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Καθορισμός δικαστικών εξόδων - Αμοιβές solicitors και barristers - Αμοιβές οικονομολόγων - Έξοδα ΦΠΑ)
(2004/C 251/26)
Γλώσσα της διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-342/99 DEP, Airtours plc, εκπροσωπούμενη από τον M. Nicholson, solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: R. Lyal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των εξόδων που πρέπει να αποδώσει η Επιτροπή στην Airtours plc κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2002, T-342/99, Airtours κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2585), το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο πενταμελές τμήμα), συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, R. García-Valdecasas, J. D. Cooke, P. Mengozzi και M. E. Martins Ribeiro, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε, στις 28 Ιουνίου 2004, διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
Το συνολικό ποσό των εξόδων που η Επιτροπή οφείλει να αποδώσει στην Airtours καθορίζεται στις 489 615,03 GBP (τετρακόσιες ογδόντα εννέα χιλιάδες εξακόσιες δεκαπέντε λίρες Αγγλίας και τρεις πέννες).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/15 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 8ης Ιουλίου 2004
στην υπόθεση Τ-341/02, Regione Siciliana κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(ΕΤΠΑ - Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4253/88 - Περάτωση χρηματοδοτικής συνδρομής - Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξη αφορώσα άμεσα τον προσφεύγοντα - Απαράδεκτο)
(2004/C 251/27)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Στην υπόθεση Τ-341/02, Regione Siciliana, εκπροσωπούμενη από τον I. Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: E. de March και L. Flynn, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως D (2002) 810439 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2002, περί περατώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Αναπτύξεως (ΕΤΠΑ) σχετικά με το μεγάλο τεχνικό έργο «Αυτοκινητόδρομος Μεσσήνης-Παλέρμου» (ΕΤΠΑ αριθ. 93.05.03.001 — Arinco αριθ. 93.IT.16.009), το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Jaeger και F. Dehousse, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη. |
2. |
Η προσφεύγουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα της καθής. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/16 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 15ης Ιουνίου 2004
στην υπόθεση Τ-21/03, S κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Υπάλληλοι - Προσφυγή ακυρώσεως - Επαγγελματική ασθένεια - Αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως - Αίτημα αποσύρσεως ορισμένων εγγράφων από τον φάκελο την υγειονομικής επιτοπής - Άρνηση - Βλαπτική πράξη - Προδήλως απαράδεκτο)
(2004/C 251/28)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση Τ-21/03, S, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους A. Coolen, J.-N. Louis και E. Marchal, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Currall και F. Clotuche-Duvieusart, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 2002, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της να αποσυρθούν ορισμένες εκθέσεις από τον φάκελο που είχε καταρτίσει η υγειονομική επιτροπή που ήταν επιφορτισμένη να εξετάσει την αίτηση αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας από την οποία έχει προσβληθεί η προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Lindh, πρόεδρο, J. D. Cooke και D. Šváby, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 15 Ιουνίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη. |
2. |
Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/16 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 5ης Ιουλίου 2004
στην υπόθεση Τ-39/03, DaimlerChrysler AG κατά Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπoρικά σήματα, σχέδια και υπoδείγματα) (1)
(Κοινοτικό σήμα - Ανακοπή - Ανάκληση της ανακοπής - Κατάργηση της δίκης)
(2004/C 251/29)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση Τ-39/03, DaimlerChrysler AG, με έδρα τη Στoυτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον N. Siebertz, δικηγόρο, κατά Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπoρικά σήματα, σχέδια και υπoδείγματα) (ΓΕΕΑ) (εκπρόσωπος: G. Schneider), όπου παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου ήταν η AXON Leasing GmbH, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον S. Lüft, δικηγόρο, με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 4ης Νoεμβρίoυ 2002 (υπόθεση R 329/2001-4), το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους J, Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και I. Pelikánová, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 5 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Καταργείται η δίκη επί της προσφυγής. |
2. |
Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/16 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 2ας Ιουλίου 2004
στην υπόθεση Τ-256/03, Bundesverband der Nahrungsmittel- und Speiseresteverwerter eV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Προσφυγή ακυρώσεως - Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 - Απόφαση 2003/328/ΕΚ - Χρησιμοποίηση υπολειμμάτων τροφίμων στις ζωοτροφές που προορίζονται για τους χοίρους - Απαράδεκτο)
(2004/C 251/30)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση Τ-256/03, Bundesverband der Nahrungsmittel- und Speiseresteverwerter eV, με έδρα το Bochum (Γερμανία), Josef Kloh, κάτοικος Eichenried (Γερμανία), εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους R. Steiling και S. Wienhues, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: G. Braun, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής 2003/328/ΕΚ, της 12ης Μαΐου 2003, για μεταβατικά μέτρα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τη χρήση υπολειμμάτων τροφίμων της κατηγορίας 3 στη διατροφή των χοίρων και την απαγόρευση της ανακύκλωσης εντός ενός ζωικού είδους για τη διατροφή χοίρων με χυλό (ΕΕ L 117, σ. 46), το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και N. J. Forwood, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 2 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη. |
2. |
Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/17 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 2ας Ιουλίου 2004
στην υπόθεση T-422/03 R II, Enviro Tech Europe Ltd και Enviro Tech International Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Ασφαλιστικά μέτρα - Οδηγίες 67/548/ΕΟΚ και 2004/73/ΕΚ - Προϋποθέσεις παραδεκτού)
(2004/C 251/31)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-422/03 R II, Enviro Tech Europe Ltd, με έδρα το Surrey (Ηνωμένο Βασίλειο), Enviro Tech International Inc., με έδρα το Σικάγο (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: X. Lewis και F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτηση περί, πρώτον, «της μη καταχωρίσεως του nPB» στην εικοστή ένατη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (EE ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), δεύτερον, της αναστολής εκτελέσεως της μνείας του nPB στην οδηγία 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή ένατη φορά, της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 152, σ. 1), και, τρίτον, διατάξεως λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε στις 2 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. |
2. |
Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/17 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 2ας Ιουλίου 2004
στην υπόθεση T-76/04 R, Bactria Industriehygiene-Service Verwaltungs GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Ασφαλιστικά μέτρα - Κανονισμός (EΚ) αριθ. 2032/2003 - Βιοκτόνα προϊόντα - Παραδεκτό της αιτήσεως)
(2004/C 251/32)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-76/04 R, Bactria Industriehygiene-Service Verwaltungs GmbH & Co. KG, με έδρα το Kirchheimboladen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένης από τον X. Lewis και την F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και των παραρτημάτων II και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2032/2003 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2003, για τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά και για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1896/2000 (ΕΕ L 307, σ. 1), ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε στις 2 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. |
2. |
Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/17 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 2ας Ιουλίου 2004
στην υπόθεση T-78/04 R, Sumitomo Chemical (UK) plc κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
(Ασφαλιστικά μέτρα - Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2032/2003 - Βιοκτόνα προϊόντα - Παραδεκτό της αιτήσεως)
(2004/C 251/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Στην υπόθεση T-78/04 R, Sumitomo Chemical (UK) plc, εκπροσωπούμενη από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένης από τον X. Lewis και την F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και των παραρτημάτων II και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2032/2003 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2003, για τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά και για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1896/2000 (ΕΕ L 307, σ. 1), ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου εξέδωσε στις 2 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. |
2. |
Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/18 |
ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ
της 9ης Ιουλίου 2004
στην υπόθεση Τ-132/04, André Bonnet κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)
(Υπάλληλοι - Προηγούμενη διοικητική διαδικασία - Προδήλως απαράδεκτο)
(2004/C 251/34)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Στην υπόθεση Τ-132/04, André Bonnet, κάτοικος Saint-Pierre-de-Vassols (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο H. de Lepinau, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: M. Schauss, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο), με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή ακυρώσεως των πράξεων του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 και της 4ης Μαρτίου 2004 με τις οποίες περατώθηκε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, η διαδικασία προσλήψεως στη θέση αρμόδιου για τη γλωσσική επιμέλεια των δικαστικών αποφάσεων στα γαλλικά στην υπηρεσία του Προέδρου του Δικαστηρίου, καθώς και του διορισμού άλλου υποψηφίου στη θέση αυτή, και, αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, προεδρεύοντα, N. J. Forwood και I. Pelikánová, δικαστές, γραμματέας: H. Jung, εξέδωσε στις 9 Ιουλίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:
1. |
Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή. |
2. |
Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/18 |
Προσφυγή του Michael Schäfer κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), που ασκήθηκε στις 30 Απριλίου 2004
(Υπόθεση T-163/04)
(2004/C 251/35)
Η γλώσσα διαδικασίας θα καθοριστεί βάσει του άρθρου 131, παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας — Γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η προσφυγή: η γερμανική
Ο Michael Schäfer, Bergisch-Gladbach (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από την δικηγόρο I. Reese, άσκησε στις 30 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα).
Ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η εταιρία KoKa Verwaltung GmbH, Αμβούργο (Γερμανία).
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να τροποποιήσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, της 12.12.2003, υπό την έννοια να επιβληθούν στο Γραφείο οι ίδιες δαπάνες και τα έξοδα του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση και της διαδικασίας της προσφυγής, |
— |
επικουρικώς, να τροποποιήσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, υπό την έννοια να επιβληθούν στην KoKa Verwaltung GmbH οι δαπάνες και τα έξοδα του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση και της διαδικασίας της προσφυγής. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Στις 26.12.2000, ο προσφεύγων δήλωσε ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς το εικονιστικό σήμα «Mike's Meals on Wheels» ως κοινοτικό σήμα για υπηρεσίες των κλάσεων 35 και 42. Η εταιρία KoKa Verwaltung GmbH, λόγω των παλαιότερων γερμανικών καταχωρίσεών της, δηλαδή του εικονιστικού σήματος «MIKE'S SANDWICH MARKET» και του λεκτικού σήματος «MIKE», άσκησε ανακοπή επικαλούμενη τον κίνδυνο συγχύσεως.
Το Γραφείο απέρριψε την ανακοπή και επέβαλε στην ανακόπτουσα τα έξοδα. Κατά της αποφάσεως αυτής έβαλε η ανακόπτουσα ζητώντας την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Επιπλέον, άσκησε προσφυγή και ζήτησε να ακυρωθεί πλήρως η προσβαλλομένη απόφαση και να ανασταλεί η διαδικασία έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2003, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και επανέλαβε τη διαδικασία ανακοπής.
Με την προσβαλλομένη απόφαση, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Η διαδικασία της προσφυγής, επομένως, διεκόπη και το δικαστικό ένσημο για την άσκηση της προσφυγής επεστράφη. Το τμήμα προσφυγών αποφάσισε περαιτέρω ότι έκαστος των διαδίκων φέρει τις δικές του δαπάνες και τα έξοδα στο πλαίσιο της διαδικασίας της προσφυγής.
Με την παρούσα προσφυγή του, ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως επί των εξόδων. Ισχυρίζεται ότι το Γραφείο δεν άσκησε ορθώς τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 4, του κανονισμού (EΚ) αριθ. 40/94 στην περίπτωση της καταργήσεως της δίκης. Ο προσφεύγων δεν προέβαλε κανένα λόγο για το ότι η διαδικασία προσφυγής έπρεπε να κινηθεί και να διεξαχθεί. Αφορμή για τη διαδικασία της προσφυγής υπήρξε, αφενός, ο εσφαλμένος ταχυδρομικός τομέας στην επικεφαλίδα της επιστολής του Γραφείου Εναρμονίσεως και, αφετέρου, η εξάντληση της προθεσμίας, έως και το τελευταίο λεπτό, από την προσφεύγουσα. Αμφότεροι οι συγκεκριμένοι λόγοι για τη διαδικασία της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και της προσφυγής βρίσκονται εκτός του χώρου επιρροής του προσφεύγοντος. Το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνεται απόφαση για τα έξοδα με διακριτική ευχέρεια. Η διακριτική αυτή ευχέρεια σημαίνει ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση περί επιβολής των εξόδων σε βάρος του Γραφείου Εναρμονίσεως. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν λαμβάνει αποζημίωση για τα έξοδά του και τις δαπάνες του προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματά του.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/19 |
Προσφυγή-αγωγή του Hans-Martin Tillack κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε την 1η Ιουνίου 2004
(Υπόθεση Τ-193/04)
(2004/C 251/36)
γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Ο Hans-Martin Tillack, Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενος από τους Ian S Forrester, QC, Thierry Bosly, Christoph Arnold, Nathalie Flandin, Justus Herrlinger και Juliette Siaens, δικηγόρους, άσκησε την 1η Ιουνίου 2004 προσφυγή-αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση του OLAF να προσφύγει ενώπιον των Γερμανικών και Βελγικών αρχών, |
— |
να του επιδικάσει αποζημίωση της οποίας το ύψος επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου, εντόκως, με επιτόκιο το ύψος του οποίου επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου, |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, |
— |
να λάβει κάθε άλλο απαραίτητο για την απόδοση της δικαιοσύνης μέτρο. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Τον Μάρτιο 2004, οι Βελγικές αρχές διεξήγαγαν έρευνα στον τόπο εργασίας και στην κατοικία του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατόπιν καταγγελίας που άσκησε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), κατηγορώντας τον προσφεύγοντα-ενάγοντα για δωροδοκία υπαλλήλου της ΕΕ.
Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του OLAF διότι εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου και παραβίασε το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών.
Ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν ενημερώθηκε προηγουμένως η επιτροπή εποπτείας του OLAF για τις καταγγελίες ενώπιον των εθνικών αρχών, κατά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/99 (1). Στον προσφεύγοντα-ενάγοντα δεν δόθηκε το δικαίωμα ακροάσεως καθ' όλη τη διάρκεια της εσωτερικής έρευνας από τον OLAF. Επιπλέον, η απόφαση είναι άκυρη διότι βασίζεται σε εσφαλμένη νομική βάση. Ο OLAF ενήργησε στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας η οποία εφαρμόζεται σε τυχόν παραβιάσεις των κανόνων από υπαλλήλους ενώ ο προσφεύγων-ενάγων δεν είναι υπάλληλος κοινοτικού οργάνου.
Ακόμη, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι η απόφαση του OLAF παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών, που αποτελεί μέρος της ελευθερίας του Τύπου, διότι ζητήθηκε από τις εθνικές αρχές να ερευνηθεί ο τόπος εργασίας και η κατοικία του προκειμένου να βρεθούν οι εντός της Επιτροπής πληροφοριοδότες του.
Όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι οι καταγγελίες του OLAF προς τις εθνικές αρχές και οι διάφορες δημόσιες κατηγορίες εναντίον του συνιστούν πράξεις κακής διοικήσεως οι οποίες προξένησαν σημαντική βλάβη στην επαγγελματική και προσωπική φήμη του.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/19 |
Προσφυγή της Ultradent Products, Inc. και του Michael J.S. Renouf κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004
(Υπόθεση T-237/04)
(2004/C 251/37)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Ultradent Products Inc., με έδρα το South Jordan, Utah, ΗΠΑ, και ο Michael J. S. Renouf, κάτοικος Βρυξελλών, Βέλγιο, εκπρoσωπoύμενοι από τους S. Crosby και C. Bryant, Solicitors, άσκησαν στις 14 Ιουνίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.
Οι προσφεύγοντες ζητούν από τo Πρωτoδικείo:
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2004, περί μη χορηγήσεως σε αυτούς προσβάσεως σε έγγραφα που εντοπίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, κατόπιν των τριών αιτήσεων που υπέβαλαν στις 27 Οκτωβρίου 2003, για πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την ταξινόμηση των προϊόντων λευκάνσεως δοντιών· |
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2004, περί μη χορηγήσεως προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία, δεδομένων των περιστάσεων, πρέπει θεωρηθούν υπαρκτά· |
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδά τους κατά το άρθρο 87 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Με τρία έγγραφα της 27ης Οκτωβρίου 2003, ο δεύτερος των προσφευγόντων,Michael J. S. Renouf, υπέβαλε στην Επιτροπή τρεις αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με το ζήτημα αν τα προϊόντα λευκάνσεως δοντιών πρέπει να ταξινομηθούν ως καλλυντικά προϊόντα ή ως ιατροτεχνολογικά βοηθήματα. Ειδικότερα, ο Michael J. S. Renouf ζήτησε πρόσβαση σε έγγραφα που σχετίζονταν με ένσταση που είχε υποβάλει στην Επιτροπή η πρώτη προσφεύγουσα, με την οποία αμφισβήτησε την ταξινόμηση των προϊόντων από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την προπαρασκευή της απαντήσεως του Επιτρόπου Borino σε γραπτή ερώτηση επί των προϊόντων αυτών προς την Επιτροπή και, τέλος, πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της Επιτροπής σχετικά με το ζήτημα της ταξινομήσεως των προϊόντων αυτών. Παράλληλα, στην αίτησή του, ο δεύτερος των προσφευγόντων, που είναι solicitor [δικηγόρος], δήλωσε ότι ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης προσφεύγουσας.
Στις 16 Δεκεμβρίου 2003 υποβλήθηκαν επαναληπτικές αιτήσεις. Στις 17 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή απάντησε στις αρχικές αιτήσεις και στις 7 Ιανουαρίου 2004 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν νέα επαναληπτική αίτηση με την οποία ανακάλεσαν τις τρεις προηγούμενες επαναληπτικές αιτήσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2003. Η Επιτροπή απάντησε στην αίτηση της 7ης Ιανουαρίου 2004 με έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004. Η Επιτροπή επισύναψε στην απάντησή της ορισμένα έγγραφα.
Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι από τη διοικητική διαδικασία προέκυψε ότι, πέραν των εγγράφων που τους γνωστοποιήθηκαν με το έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004, υπήρχαν, αδιαμφισβήτητα, και άλλα σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα έγγραφα, ενώ εικάζεται ότι υπάρχουν και άλλα έγγραφα. Κατά τους προσφεύγοντες, το αντικείμενο της πρώτης αιτήσεως αφορούσε και την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της τα εν λόγω έγγραφα, αλλά δεν τους τα γνωστοποίησε. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι το έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004 αποτελεί απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεώς για πρόσβαση σε όλα τα ως άνω έγγραφα και ζητούν την ακύρωσή της. Προς στήριξη του αιτήματός τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (1), Επίσημη Εφημερίδα L 145 της 31.5.2001, σ. 43-48 και του κανονισμού αυτού εν γένει. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της περί μη χορηγήσεως προσβάσεως σε υπαρκτά έγγραφα ούτε επικαλέστηκε κάποια εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως προς δικαιολόγηση της μη χορηγήσεως προσβάσεως.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/20 |
Προσφυγή της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 28 Ιουνίου 2004
(Υπόθεση Τ-257/04)
(2004/C 251/38)
Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική
Η Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπουμένη από τον Jaroslaw Pietras, εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο, άσκησε προσφυγή στις 28 Ιουνίου 2004 κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4, παράγραφοι 3 και 5, όγδοη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1972/2003 της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ L 293 της 11.11.2003, σ. 3) όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 230/2004 της Επιτροπής της 10ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ L 39, σ. 3), καθώς και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 735/2004 της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ L 114, σ. 13), |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα προβάλλει τις ακόλουθες αιτιάσεις έναντι του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1972/2003:
— |
την παράβαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διά της θεσπίσεως εισαγωγικού δασμού έναντι πάντων (erga omnes) υπερβαίνοντος το ύψος των τελωνειακών δικαιωμάτων που ίσχυαν κατά την περίοδο προ της εντάξεως της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, |
— |
την αναρμοδιότητα της Επιτροπής καθώς και την παράβαση των άρθρων 22 και 41, πρώτο εδάφιο και του παραρτήματος IV, κεφάλαιο 5, της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (1), διά της θεσπίσεως μέτρων που τροποποιούν τους όρους εφαρμογής, όπως ορίστηκαν στην εν λόγω πράξη, των κανόνων περί της τελωνειακής ενώσεως στη Δημοκρατία της Πολωνίας, |
— |
την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω εθνικότητας διά της θεσπίσεως μέτρων που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων της Πολωνίας εν σχέσει προς τους υπηκόους της Κοινότητας των δεκαπέντε οι οποίοι τελούν υπό ανάλογες συνθήκες, |
— |
την παράβαση των ουσιωδών τύπων διά της εκδόσεως ανεπαρκώς αιτιολογημένων μέτρων, |
— |
την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διά της θεσπίσεως καθεστώτος μη συνάδοντος προς τους όρους της προμνημονευθείσας πράξεως προσχωρήσεως για τα προϊόντα τα οποία, την 1η Μαΐου 2004, ευρίσκοντο σε προσωρινή εναπόθεση ή υπήγοντο στα τελωνειακά καθεστώτα ή μετεφέροντο εντός της διευρυμένης Κοινότητας και, ιδίως, διά της θεσπίσεως εισαγωγικών δασμών με συντελεστή που υπερβαίνει τους δασμούς οι οποίοι ίσχυαν προ της εντάξεως της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. |
Έναντι του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1972/2003, η προσφεύγουσα προβάλλει αιτίαση αντλουμένη από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής, την παράβαση του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της προμνημονευθείσας πράξεως προσχωρήσεως, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω εθνικότητας — καθόσον το ποσοστό των δασμών που ορίστηκε με την προσβαλλομένη διάταξη υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ των κοινοτικών και των πολωνικών τελωνειακών δασμών στις 30 Απριλίου 2004.
Έναντι του άρθρου 4, παράγραφος 5, όγδοη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1972/2003, η προσφεύγουσα προβάλλει αιτίαση αντλουμένη από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής, την παράβαση του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της προμνημονευθείσας πράξεως προσχωρήσεως, καθώς και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η προσβαλλομένη διάταξη συμπεριλαμβάνει προϊόντα για τα οποία ο πολωνικός εισαγωγικός δασμός στις 30 Απριλίου 2004 ήταν ίσος προς τον κοινοτικό εισαγωγικό δασμό ή υψηλότερος αυτού, μεταξύ αυτών δε προϊόντα για τα οποία δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλεονασματικών αποθεμάτων στο επίπεδο της χώρας της 1η Μαΐου 2004.
Η προσφεύγουσα προβάλλει κατά του συνόλου των προσβαλλομένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1972/2003 αιτίαση αντλουμένη από την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, συνισταμένη στη θέσπιση μέτρων τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν σκοπό να διευκολυνθεί η θέση σε ισχύ των κανόνων περί της κοινής γεωργικής πολιτικής στην Πολωνία, αλλά να προστατευθεί η Κοινότητα των δεκαπέντε έναντι του ανταγωνισμού των Πολωνών παραγωγών γεωργικών προϊόντων.
(1) ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 33.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/21 |
Προσφυγή της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 28 Ιουνίου 2004
(Υπόθεση Τ-258/04)
(2004/C 251/39)
Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική
Η Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπουμένη από τον Jaroslaw Pietras άσκησε προσφυγή, στις 28 Ιουνίου 2004, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει το άρθρο 5, το άρθρο 6 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 7 παράγραφος 1 καθώς και το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 60/2004 της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2004, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ L 9, σ. 8), |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Έναντι του άρθρου 5 του κανονισμού αριθ. 60/204 η προσφεύγουσα προβάλλει τις ακόλουθες αιτιάσεις:
— |
παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διά της θεσπίσεως τελωνειακών δασμών με συντελεστές ίσους προς τους εφαρμοζομένους έναντι πάντων (erga omnes), οι οποίοι υπερβαίνουν τους συντελεστές που ίσχυσαν κατά τον χρόνο προ της προσχωρήσεως της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, |
— |
αναρμοδιότητα της Επιτροπής, καθώς και παράβαση του άρθρου 22, του άρθρου 41 παράγραφος 1 και του μέρους 5 του παραρτήματος IV των πράξεων περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (1) διά της θεσπίσεως μέτρων, τα οποία τροποποιούν τους τεθειμένους με τις πράξεις αυτές όρους υπαγωγής της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις διατάξεις περί τελωνειακής ενώσεως, καθώς και διά του ότι η προσβαλλομένη διάταξη αφορά προϊόντα τα οποία δεν εμπίπτουν στην κοινή γεωργική πολιτική, |
— |
παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας διά της θεσπίσεως μέτρων που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων της Πολωνίας εν σχέσει προς τους υπηκόους της Κοινότητας των 15 οι οποίοι τελούν υπό ανάλογες συνθήκες, |
— |
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας διά της ανεπαρκούς αιτιολογήσεως των θεσπισθέντων μέτρων, |
— |
παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διά της θεσπίσεως καθεστώτος μη συνάδοντος προς τους όρους των ως άνω πράξεων προσχωρήσεως για προϊόντα, τα οποία, την 1η Μαΐου 2004, ευρίσκοντο σε προσωρινή αποθήκευση, υπήγοντο σε τελωνειακό καθεστώς ή μετεφέροντο εντός της διευρυμένης Κοινότητας, και ιδίως διά της θεσπίσεως τελωνειακών δασμών με συντελεστή υπερβαίνοντα τους συντελεστές που ίσχυσαν προ της εντάξεως της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. |
Κατά του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 60/2004 η προσφεύγουσα προβάλλει αναρμοδιότητα της Επιτροπής, καθώς και παράβαση του άρθρου 22, του άρθρου 41 παράγραφος 1 και του μέρους 4 του παραρτήματος IV των ως άνω πράξεων προσχωρήσεως, σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (2), καθόσον η Επιτροπή, για τη διαπίστωση της υπάρξεως μη κανονικών αποθεμάτων ζαχάρεως και ισογλυκόζης, λαμβάνει επίσης υπόψη, δυνάμει των προσβαλλομένων διατάξεων, μεταποιημένα προϊόντα με ορισμένη περιεκτικότητα σε ζάχαρη (ισοδύναμο ζαχάρεως) και στο μέτρο που οι προσβαλλόμενες διατάξεις απαγορεύουν την απόσυρση από την αγορά των μη κανονικών αποθεμάτων ζαχάρεως και ισογλυκόζης διά της εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με ορισμένη περιεκτικότητα σε ζάχαρη (ισοδύναμο ζαχάρεως).
Κατά του άρθρου 6 παράγραφος 3, του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 60/2004 η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας και της καλής πίστεως στη σχέση μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας (άρθρο 10 ΕΚ), καθόσον, με τις προσβαλλόμενες διατάξεις, επιβλήθηκαν στην Πολωνία υποχρεώσεις η συμμόρφωση προς τις οποίες είναι πρακτικά αδύνατη, απορρίφθηκε δε συνεργασία για την υπέρβαση των δυσχερειών που ανεφύησαν.
Κατά του συνόλου των προσβαλλομένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 60/2004 η προσφεύγουσα προβάλλει κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, συνισταμένη στη θέσπιση μέτρων, τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν σκοπό να διευκολυνθεί η υπαγωγή της Πολωνίας στους κανόνες της κοινής γεωργικής πολιτικής, αλλά να προστατευθεί η αγορά της Κοινότητας των 15 έναντι του ανταγωνισμού των Πολωνών παραγωγών γεωργικών προϊόντων.
(1) ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 33.
(2) ΕΕ L 178 της 30.6.2001, σ. 1, με περαιτέρω τροποποιήσεις.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/22 |
Προσφυγή της εταιρείας BIC S.A. κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς, πoυ ασκήθηκε στις 25 Ιουνίου 2004
(Υπόθεση T-262/04)
(2004/C 251/40)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η εταιρεία BIC S.A., με έδρα στο Clichy (Γαλλία), εκπρoσωπoύμενη από τον δικηγόρο Michel-Paul Escande, άσκησε στις 25 Ιουνίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς.
Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:
— |
να ακυρώσει την από 6 Απριλίου 2004 απόφαση τoυ τετάρτου τμήματoς πρoσφυγών τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (υπόθεση R 468/2003-4), σύμφωνα με την οποία η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος αριθ. 1 738 392 έπρεπε να απορριφθεί για τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94, καθόσον η εταιρεία BIC απέδειξε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, |
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Κοινοτικό σήμα πρoς καταχώριση: |
Ένα τρισδιάστατο σήμα υπό τη μορφή αναπτήρα |
Προϊόντα ή υπηρεσίες: |
Προϊόντα της κλάσης 34 (είδη καπνιστών, αναπτήρες) — αίτηση αριθ. 1 738 392 |
Προσβαλλόμενη ενώπιον του τμήματoς προσφυγών απόφαση: |
Άρνηση καταχωρίσεως εκ μέρους του εξεταστή |
Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών: |
Απόρριψη της πρoσφυγής |
Λόγoι της πρoσφυγής: |
Η προσφεύγουσα απέδειξε ότι είναι ευρέως γνωστό στους καταναλωτές ότι το σχήμα του αναπτήρα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως κοινοτικού σήματος αποτελεί σχήμα δικού της προϊόντος. Η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το σχήμα του αναπτήρα BIC απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94. |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/22 |
Προσφυγή της Société BIC S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 25 Ιουνίου 2004
(Υπόθεση T-263/04)
(2004/C 251/41)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Société BIC S.A., με έδρα το Clichy (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον Michel-Paul Escande, avocat, άσκησε στις 25 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ).
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 6ης Απριλίου 2004 (υπόθεση R 468/2003-4) (1), στο μέτρο που αυτή αρνείται την καταχώριση της αιτήσεως κοινοτικού σήματος 1 738 566 για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94, καθόσον η Société BIC απέδειξε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού πληρούνται εν προκειμένω, |
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση: |
Τρισδιάστατο σήμα με τη μορφή αναπτήρα |
Προϊόντα ή υπηρεσίες: |
Προϊόντα της κλάσεως 34 (είδη για καπνιστές, αναπτήρες) — αίτηση με αριθμό 1 738 566 |
Απόφαση που προσβλήθηκε ενώπιον του τμήματος ανακοπών: |
Άρνηση καταχωρίσεως του εξεταστή |
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: |
Απόρριψη της προσφυγής |
Προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως: |
Η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το σχήμα του αναπτήρα του οποίου ζητεί την καταχώριση ως κοινοτικού σήματος αναγνωρίζεται ευρέως από τους καταναλωτές ως ανήκον σε αυτήν. Η προσφεύγουσα προσκόμισε αποδείξεις ότι το σχήμα του αναπτήρα BIC έχει διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94. |
(1) Πιθανόν R 469/2003-4.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/23 |
Προσφυγή της Brandt Industries κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 7 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-273/04)
(2004/C 251/42)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Brandt Industries, με έδρα τη Rueil-Malmaison (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους Niels Dejean και Christophe Delrieu, δικηγόρους, άσκησε στις 7 Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφάρμοσε η Γαλλία για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας σύμφωνα με το άρθρο 253 της συνθήκης ΕΚ και για παράβαση του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (1) της 22ας Μαρτίου 1999, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή συμπέρανε ότι το καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 44 septies του γενικού φορολογικού κώδικα της Γαλλίας αποτελεί κρατική ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, με την επιφύλαξη των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας και των ενισχύσεων που συμβιβάζονται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα ή με τον κανονισμό περί απαλλαγής των ενισχύσεων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Διέταξε την ανάκτηση από τη Γαλλία των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν.
Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής. Προβάλλει ότι η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 253 της συνθήκης ΕΚ. Με την απόφαση, η Επιτροπή αναγνωρίζει ή ίδια ότι δεν διέθετε συγκεκριμένα δεδομένα για τις επιχειρήσεις που ευεργετήθηκαν αυτοδικαίως από το καθεστώς που προβλέπεται από το άρθρο 44 septies του γενικού φορολογικού κώδικα.
Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι οι χρηματοοικονομικές ενισχύσεις προς τις εταιρίες που δημιουργήθηκαν για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν τις τελευταίες να προτείνουν τίμημα για τα στοιχεία του ενεργητικού ανώτερο από αυτό που θα προσέφεραν αν δεν υφίσταντο οι ενισχύσεις αυτές. Συνεπώς, το σύνολο ή μέρος των ενισχύσεων μεταβιβάστηκε, μέσω της αυξήσεως του τιμήματος εξαγοράς των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού, στους πιστωτές της υπό δικαστική εξυγίανση επιχειρήσεως, έτσι ώστε οι αγοραστές δεν μπορούν να θεωρηθούν οι πραγματικοί αποδέκτες του συνόλου των ενισχύσεων. Η επιστροφή των ενισχύσεων που έλαβαν από τους αγοραστές δεν αποτελεί αναγκαίο μέτρο για την επανόρθωση των όρων του ανταγωνισμού στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν τη χορήγηση των ενισχύσεων, αλλά, αντιθέτως, θα έφερνε τους αγοραστές σε μειονεκτικότερη θέση από τη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς θα υπήρχε παράβαση των αρχών της τηρήσεως του ανταγωνισμού και της αναλογικότητας.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/23 |
Προσφυγή της Jabones Pardo, S.A., κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 9 Ιουλίου 2004
(Yπόθεση Τ-278/04)
(2004/C 251/43)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Η Jabones Pardo, S.A., εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο José Enrique Astiz Suárez, μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Μαδρίτης, άσκησε στις 9 Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ).
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να μεταρρυθμίσει την προσβαλλομένη απόφαση κατά τα κεφάλαια που αφορούν την ομοιότητα των σημείων και των προϊόντων και να κρίνει ότι η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και ότι η αίτηση καταχωρίσεως πρέπει να απορριφθεί για τα προϊόντα των κλάσεων 3 και 5, και |
— |
να ανακαλέσει την απόφαση προκειμένου να πραγματοποιηθεί νέα και ορθή σύγκριση των σημείων και των προϊόντων που προσδιορίζονται από αυτά, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης οπτικής και ηχητικής ομοιότητας μεταξύ «YUPI» και «YUKI», καθώς και του γεγονότος ότι πολλά από τα προϊόντα που προσδιορίζονται με τα σήματα αυτά είναι πανομοιότυπα ή σχεδόν πανομοιότυπα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος: |
QUIMI ROMAR S.L. |
Κοινοτικό σήμα προς καταχώριση: |
Λεκτικό σήμα «YUKI» — Αίτηση 1 353 515 για προϊόντα των κλάσεων 3, 5 και 28 |
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: |
Η προσφεύγουσα |
Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: |
Ισπανικό λεκτικό σήμα «YUPI» (246 715) για προϊόντα της κλάσεως 3 (προϊόντα αρωματοποιίας και κηροποιίας κάθε είδους, αιθέρια έλαια και οδοντοσκευάσματα) |
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: |
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή για τα προϊόντα που αφορά αυτή, ήτοι: «σαπούνια, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντοσκευάσματα» (κλάση 3) και «φαρμακευτικά προϊόντα και παρασκευάσματα υγιεινής» (κλάση 5) |
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: |
Δέχεται την προσφυγή του αιτούντος την καταχώριση του σήματος, ακυρώνει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που δέχεται την ανακοπή όσον αφορά τα «σαπούνια, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντοσκευάσματα» (κλάση 3) και «φαρμακευτικά προϊόντα και παρασκευάσματα υγιεινής» (κλάση 5) και απορρίπτει το αίτημα της ανακόπτουσας |
Λόγοι ακυρώσεως προβαλλόμενοι με την παρούσα προσφυγή: |
Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 |
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/24 |
Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 9 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-282/04)
(2004/C 251/44)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον avvocato dello Stato Gianni De Bellis, άσκησε στις 9 Ιουλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2004) 1706, της 24ης Απριλίου 2004, «που αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων», καθό μέρος, |
— |
προβλέπει συγκεκριμένη διόρθωση ύψους 19 058 682 ευρώ για τη «Γεωργική Ανάπτυξη» — Μέτρο β. «Εγκατάσταση νέων γεωργών» του προγράμματος ανάπτυξης της υπαίθρου της Περιφέρειας της Τοσκάνης, |
— |
προβλέπει κατ' αποκοπή διόρθωση ύψους 2 % του ποσού των 2 758 501 ευρώ όσον αφορά την παροχή επισιτιστικών ενισχύσεων στους απόρους, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι δαπάνες που αποκλείστηκαν από την κοινοτική χρηματοδότηση με την προσβαλλόμενη απόφαση αφορούν, ως προς την προσφεύγουσα, το μέτρο «εγκατάσταση νέων γεωργών» που προβλέπεται στο έγγραφο προγραμματισμού για την ανάπτυξη της υπαίθρου της Περιφέρειας της Τοσκάνης, το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση C(2000) 2510, της 7ης Σεπτεμβρίου 2000, καθώς και την κατ' αποκοπή διόρθωση ύψους 2 % επί της χορηγήσεως επισιτιστικών ενισχύσεων στους απόρους, διότι, κατά την Επιτροπή, για τη χορήγηση αυτή δεν προβλέπεται σύστημα ελέγχων που να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της η προσφεύγουσα προβάλλει τα εξής:
— |
Όσον αφορά το μέτρο «εγκατάσταση νέων γεωργών», παράβαση των άρθρων 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 (1), των άρθρων 35 και 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1750/1999 (2), του άρθρου 2, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου (3), καθώς και παραβίαση των αρχών περί χρηματοοικονομικών διορθώσεων. |
— |
Όσον αφορά την παροχή επισιτιστικών ενισχύσεων στους απόρους, την παράβαση των άρθρων 2 και 3 του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70. |
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1750/1999 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (ΕΕ L 214 της 13.8.1999, σ. 31).
(3) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1).
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/25 |
Προσφυγή των εταιριών UPS Europe N.V./S.A. και UPS Deutschland Inc. & co OHG κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 12 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-284/04)
(2004/C 251/45)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Οι εταιρίες UPS Europe N.V./S.A., με έδρα τις Βρυξέλλες, Βέλγιο, και UPS Deutschland Inc. & co OHG, εκπρoσωπoύμενες από τον T.R. Ottervanger και την A.S. Bijleveld, δικηγόρους, άσκησαν στις 12 Ιουλίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.
Οι προσφεύγουσες ζητούν από τo Πρωτoδικείo:
— |
να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της από 13 Απριλίου 2004 επαναληπτικής τους αιτήσεως για πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2001 (1), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Deutsche Post AG, με την πρακτική της στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων για το εμπόριο δι' αλληλογραφίας, είχε παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ. Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή υποχρέωσε, επίσης, την Deutsche Post να δημιουργήσει μια θυγατρική εταιρία υπηρεσιών μεταφοράς εμπορικών δεμάτων, καθώς και ένα σύστημα διαφανούς και σύμφωνης προς τους κανόνες της αγοράς τιμολογήσεως μεταξύ της Deutsche Post AG και της θυγατρικής αυτής εταιρίας. Η Deutsche Post υποχρεώθηκε να ενημερώνει ετησίως την Επιτροπή για την τήρηση αυτών υποχρεώσεων. Πράγματι, η Deutsche Post ενημέρωσε την Επιτροπή με έγγραφο της 22ας Μαΐου 2003. Οι προσφεύγουσες, που δραστηριοποιούνται στον ίδιο επιχειρηματικό τομέα, ζήτησαν μια μη εμπιστευτική μορφή του εγγράφου αυτού, την οποία έλαβαν στις 22 Σεπτεμβρίου 2003. Στις 20 Οκτωβρίου 2003 οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή να τους επιτρέψει την πρόσβαση σε στοιχεία σχετικά με τις μέσες τιμές εσωτερικής μεταφοράς με τις οποίες χρεώνει η Deutsche Post τη θυγατρική της εταιρία, στοιχεία που είχαν παραλειφθεί από το υπό μη εμπιστευτική μορφή έγγραφο της 22ας Μαΐου 2003. Οι προσφεύγουσες ζήτησαν επίσης πρόσβαση σε μια έκθεση και σε σχετικά λογιστικά στοιχεία που, κατά το ίδιο έγγραφο, είχαν υποβληθεί στην Επιτροπή στις 16 Νοεμβρίου 2001. Η σχετική αίτηση υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001 (2), Επίσημη Εφημερίδα L 145 της 31ης Μαΐου 2001, σ. 43-48. Στις 18 Νοεμβρίου 2003 οι προσφεύγουσες επανέλαβαν το αίτημά τους και στις 13 Απριλίου 2004 υπέβαλαν επαναληπτική αίτηση. Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 2004, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη λήψη της επαναληπτικής αιτήσεως και δήλωσε ότι διαβουλευόταν με την Deutsche Post για το ακριβές περιεχόμενο των ευαίσθητων, από εμπορικής απόψεως, στοιχείων που περιλαμβάνονταν στα ζητηθέντα έγγραφα. Δεδομένου ότι, έκτοτε, δεν έλαβαν καμία άλλη απάντηση, οι προσφεύγουσες συνάγουν ότι πρόκειται για σιωπηρή απόφαση με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει την αίτησή τους για χορήγηση προσβάσεως και ζητούν από το Πρωτοδικείο την ακύρωσή της.
Προς στήριξη του αιτήματός τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν ισχυρισμό περί παραβάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, υποστηρίζοντας ότι, εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 και ότι, συνεπώς, η ζητηθείσα πρόσβαση θα έπρεπε να είχε χορηγηθεί. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επίσης, ότι η Επιτροπή παρέβη την κατ' άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωσή της να αιτιολογήσει την απόφασή της. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και για τον λόγον ότι δεν απάντησε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και δεν αιτιολόγησε την απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεώς τους για χορήγηση προσβάσεως. Τέλος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του εσωτερικού της κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 5ης Δεκεμβρίου 2001 (3). Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να τερματίσει τις διαβουλεύσεις της με την Deutsche Post και να λάβει απόφαση εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών.
(1) Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Μαρτίου 2001, σε μια διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 82 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/35.141 — Deutsche Post AG) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 728], ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 27.
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
(3) ΕΕ L 345 της 29.12.2001, σ. 94.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/25 |
Προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 9 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-286/04)
(2004/C 251/46)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τους R. Thompson QC και S. Grodzinski, Barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 9 Ιουλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει το άρθρο 2 της αποφάσεως 2004/451/ΕΚ της Επιτροπής, για την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών στο πλαίσιο των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 2003, που κοινοποιήθηκε υπό τον αριθμό C(2004) 1699 (1), καθόσον αφορά του λογαριασμούς του Rural Payments Agency (οργανισμού γεωργικών πληρωμών), του Department of Agriculture and Rural Development (τμήματος γεωργικής και αγροτικής ανάπτυξης), της Forestry Commission (επιτροπής δασών) και του Countryside Council for Wales ουαλικού συμβουλίου για την ύπαιθρο), |
— |
να διαπιστώσει ότι η απόφαση διαχωρισμού των λογαριασμών του Scottish Executive Environment and Rural Affairs Department (της υπηρεσίας για το περιβάλλον και τις γεωργικές υποθέσεις της Σκοτίας) είναι παράνομη καθόσον δεν είναι σύμφωνη με τη μεθοδολογία δειγματοληψίας που προβλέπει η κατευθυντήρια γραμμή 8 την οποία εξέδωσε η Γενική Διεύθυνση VI της Επιτροπής (Γεωργία) τον Ιούλιο του 1998, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η απόφαση 2004/451/ΕΚ της Επιτροπής εκδόθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου (2) περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής. Με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή αποφάσισε να διαχωρίσει, μεταξύ άλλων, τους λογαριασμούς των οργανισμών πληρωμών για τους οποίους κάνει λόγο το προσφεύγον και να εκδώσει μεταγενέστερα απόφαση για την εκκαθάριση των λογαριασμών αυτών.
Το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι, καθό μέτρο αφορά τους εν λόγω οργανισμούς, η απόφαση περί διαχωρισμού των λογαριασμών τους ελήφθη μόνον ή κυρίως βάσει του ότι η μεθοδολογία «δειγματοληψίας» που χρησιμοποίησε το Εθνικό Γραφείο Ελέγχου του Ηνωμένου Βασιλείου για την προπαρασκευή της εκθέσεως ελέγχου και των πιστοποιητικών για τους λογαριασμούς του 2003, ήταν διαφορετική από την ιδιαίτερη μεθοδολογία δειγματοληψίας η χρήση της οποίας προτάθηκε με την κατευθυντήρια γραμμή 8.
Προς στήριξη της προσφυγής του το προσφεύγον υποστηρίζει κατ' αρχάς ότι η Επιτροπή δεν νομιμοποιείται να απαιτεί από τους εθνικούς οργανισμούς πιστοποιήσεως να συμμορφώνονται με την προβλεπόμενη σε κατευθυντήρια γραμμή μεθοδολογία, εφόσον δέχεται ότι πληρούνταν τα κριτήρια που προβλέπουν ο κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1663/95 (3). Το προσφεύγον ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ερμηνεύοντας τη δική της κατευθυντήρια γραμμή ως δεσμευτικό κανόνα δικαίου. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, ότι η κατευθυντήρια γραμμή μπορεί κατ' αρχήν να περιέχει δεσμευτικό κανόνα δικαίου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή είναι αν μη τι άλλο διφορούμενη και η ερμηνεία της Επιτροπής είναι αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Το προσφεύγον υποστηρίζει επίσης ότι, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, η προσπάθεια της Επιτροπής να επιβάλει τη δική της ερμηνεία ως προς την κατευθυντήρια γραμμή 8 είναι αντίθετη προς την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, η προσπάθεια της Επιτροπής να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο η εθνική υπηρεσία ελέγχου του Ηνωμένου Βασιλείου ασκεί τους ελέγχους της είναι, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, αντίθετη προς την αρχή της επικουρικότητας που ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ και η οποία εκφράζεται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1663/95. Τέλος, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε άλλες εκτιμήσεις, η απόφαση αυτή πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
(1) ΕΕ L 155 της 30.4.2003, σ. 129-133.
(2) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103–112.
(3) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, ΕΕ L 158 της 8.7.1995 σ. 6.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/26 |
Προσφυγή του Kris Van Neyghem κατά της Επιτροπής Περιφερειών που ασκήθηκε στις 15 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-288/04)
(2004/C 251/47)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Ο Kris Van Neyghem, κάτοικος Tienen (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Dirk Janssens, άσκησε στις 15 Ιουλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής Περιφερειών.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση 87/2003, |
— |
να ακυρώσει κάθε συναφή ή συνακόλουθη απόφαση, |
— |
να κατατάξει τον προσφεύγοντα στον βαθμό B1 ή τουλάχιστον στον βαθμό B4, κλιμάκιο 4, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή Περιφερειών στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Ο προσφεύγων είναι από την 1η Δεκεμβρίου 2002 υπάλληλος της Επιτροπής Περιφερειών. Προσβάλλει την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2003 η οποία τον κατατάσσει οριστικώς στον βαθμό B5, κλιμάκιο 4.
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και παράβαση των άρθρων 5, παράγραφος 3, 31 και 32 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, καθώς και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/26 |
Προσφυγή των Caremar S.p.A. κ.λπ. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 19 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-292/04)
(2004/C 251/48)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Οι Caremar S.p.A. κ.λπ., εκπροσωπούμενες από τους Gian Michele Roberti, Alessandra Franchi και Guido Bellitti, άσκησαν στις 19 Ιουλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθό μέρος κρίνει ότι οι χορηγηθείσες στις Caremar, Toremar, Siremar και Saremar επιδοτήσεις για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης, |
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθό μέρος χαρακτηρίζει ως νέες και όχι ως υφιστάμενες ενισχύσεις τις επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν στις Caremar, Toremar, Siremar και Saremar για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα είναι όμοια με τα προβληθέντα στην υπόθεση T-265/04, Adriatica di Navigazione κ.λπ. κατά Επιτροπής (1).
(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/27 |
Προσφυγή του Centro Provincial de Jóvenes Agricultores de Jaén κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 22 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση Τ-295/04)
(2004/C 251/49)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Το Centro Provincial de Jóvenes Agricultores de Jaén, με έδρα τη Χαέν (Ισπανία), εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο José Francisco Vázquez Medina, μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Χαέν, άσκησε στις 22 Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να κηρύξει άκυρο ipso jure το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2004 του Συμβουλίου, |
— |
να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεως επί των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Το προσφεύγον προσβάλλει την ως άνω διάταξη κατά το μέρος που λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό της απευθείας ενισχύσεως προς τους παραγωγούς, αποκλειστικώς για το ελαιόλαδο, πέραν των άλλων τριών περιόδων εμπορίας που προβλέπονται για τους λοιπούς τομείς της γεωργίας (2000/2001, 2001/2002 και 2002/2003), και την περίοδο εμπορίας 1999/2000.
Προς στήριξη των ισχυρισμών του, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη διάταξη, πέραν του ότι δεν είναι αιτιολογημένη, γεγονός που συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων, εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος ορισμένων περιοχών και μεγάλου αριθμού γεωργών, δεδομένου ότι κατά την περίοδο εμπορίας 1999/2000 η παραγωγή στην Ανδαλουσία, και ιδίως στη Χαέν, υπήρξε πολύ περιορισμένη. Έτσι, εκ μόνου του γεγονότος ότι η ενίσχυση υπολογίζεται βάσει της εν λόγω περιόδου εμπορίας, οι ελαιοπαραγωγοί της Χαέν, καθώς και αυτοί της Κόρδοβας και της Γρανάδας, υφίστανται σοβαρή ζημία και, κατά συνέπεια, άνιση μεταχείριση.
Τέλος, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι συντρέχει κατάχρηση εξουσίας.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/27 |
Προσφυγή των Cristóbal Gallego Martínez, Benito García Burgos και Antonio Parras Rosa κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 22 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση Τ-297/04)
(2004/C 251/50)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Οι Cristóbal Gallego Martínez, Benito García Burgos και Antonio Parras Rosa, κάτοικοι Χαέν (Ισπανία), εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο José Francisco Vázquez Medina, μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Χαέν, άσκησαν στις 22 Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
— |
να κηρύξει άκυρο ipso jure το άρθρο 1, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2004 του Συμβουλίου, |
— |
να επιφυλαχθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Οι λόγοι ακυρώσεως και τα κύρια επιχειρήματα ταυτίζονται με αυτούς της υποθέσεως Τ-295/04.
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/27 |
Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 22 Ιουλίου 2004
(Υπόθεση T-304/04)
(2004/C 251/51)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον avvocato dello Stato Antonio Cingolo, άσκησε στις 22 Ιουλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής C(2004) 1812 τελικό, της 19ης Μαΐου 2004, με την οποία κρίθηκε ότι οι ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία (βάσει του νόμου 394 του 1981) με τη μορφή δανείου με ευνοϊκούς όρους στη WAM s.p.a. ύψους 104 313,20 ευρώ από τις 24 Απριλίου 1996 και ύψους 106 366,60 ευρώ από τις 9 Νοεμβρίου 2000 [κρατική ενίσχυση C 4/2003 (πρώην NN 102/2002)] ήταν παράνομες και έπρεπε να επιστραφούν, |
— |
να ακυρώσει κάθε άλλη ενδεχομένως υφιστάμενη συναφή και προγενέστερη πράξη και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η Ιταλική Δημοκρατία προσέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, C(2004) 1812 τελικό, με την οποία κρίθηκε ότι οι ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία (υπό την έννοια του νόμου 394 του 1981) με τη μορφή δανείου με ευνοϊκούς όρους στη WAM s.p.a. ύψους 104 313,20 ευρώ από τις 24 Απριλίου 1996 και 106 366,60 ευρώ από τις 9 Νοεμβρίου 2000 (κρατική ενίσχυση C 4/2003 (πρώην NN 102/2002) ήταν παράνομες και έπρεπε να επιστραφούν. Ο νόμος 394 του 1981 ενισχύει, ειδικότερα, τις ιταλικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να δημιουργήσουν θυγατρικές, γραφεία αντιπροσωπείας, υποκαταστήματα και αποθήκες.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίστηκε τα εξής:
Α) |
Παράβαση ουσιωδών τύπων λόγω προσβολής του δικαιώματος άμυνας, παραβιάσεως της αρχής της διαφάνειας και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, καθότι η Επιτροπή ουδέποτε κοινοποίησε στην Ιταλία αντίγραφο της καταγγελίας βάσει της οποίας κινήθηκε η διαδικασία. |
Β) |
Παράβαση ουσιωδών τύπων λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας λόγω μη διεξαγωγής έρευνας, καθότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις ως προς την καταγγελία και τις επακόλουθες πράξεις, ασκώντας τις εξουσίες έρευνας που της παρέχει ως προς την έρευνα ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (1) ο οποίος διέπει τη σχετική διαδικασία. |
Γ) |
Πλάνη ως προς τον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και παράβαση του άρθρου 1 στοιχείο β) των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 69/2001 (2) και (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (3), καθότι η ίδια χαρακτήρισε εσφαλμένα την υπό επίδικη ενίσχυση ως «ενίσχυση στην εξαγωγή». |
Δ) |
Παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστης, καθόσον η Επιτροπή επέκρινε την παράλειψη κοινοποιήσεως της ενισχύσεως, μολονότι είχε γνώση του εθνικού νόμου 394/1981. Αντιθέτως, ο σκοπός των επίδικων ενισχύσεων δεν συνδέεται άμεσα με την εξαγωγή, μολονότι έχει ως κύριο σκοπό τη διεθνοποίηση μέσω της δημιουργίας σταθερών βάσεων παραγωγής στο εξωτερικό. |
Ε) |
Παράβαση του άρθρου 87 επ. της Συνθήκης ΕΚ και έλλειψη αιτιολογίας. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ουδόλως εξηγεί γιατί και σε ποιο βαθμό μια ενίσχυση όπως η υπό κρίση, ήτοι ατομική και αρκετά χαμηλού ύψους, είναι ικανή να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Ούτε η καθής εξηγεί σε ποια στοιχεία στηρίζεται η υποτιθέμενη απειλή νοθεύσεως του ανταγωνισμού, ιδίως ενόψει μιας τόσο περιορισμένης ενισχύσεως. |
ΣΤ) |
Παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 69/2001 και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή εφάρμοσε αναδρομικά το εν λόγω άρθρο στην υπό κρίση υπόθεση, μολονότι όλα τα πραγματικά περιστατικά είχαν ολοκληρωθεί υπό το καθεστώς της προϊσχύσασας ρυθμίσεως. |
Ζ) |
Έλλειψη αιτιολογίας, έλλειψη λογικής, παραβίαση της αρχής της επιείκειας και εσφαλμένη εφαρμογή των κανονισμών 69 και 70 του 2001, καθότι η Επιτροπή εκτίμησε το ποσό της συνδρομής που έπρεπε να επιστραφεί με αλυσιτελή και εσφαλμένα κριτήρια. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.99, σ. 1).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30).
(3) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33).
III Πληροφορίες
9.10.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 251/29 |
(2004/C 251/52)
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
|
EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex |
|
CELEX: http://europa.eu.int/celex |