ISSN 1725-2415 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
47ό έτος |
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
I Ανακοινώσεις |
|
|
Επιτροπή |
|
2004/C 229/1 |
||
2004/C 229/2 |
||
2004/C 229/3 |
||
2004/C 229/4 |
Ανακοίνωση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου στην υπόθεση COMP/C.2/37.214 — Κοινή πώληση των δικαιωμάτων μετάδοσης του γερμανικού ομοσπονδιακού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου ( 1 ) |
|
2004/C 229/5 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση αριθ. COMP/M.3545 — REWE/ASP) ( 1 ) |
|
2004/C 229/6 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση αριθ. COMP/M.3539 — GOLDMAN SACHS/QMH) ( 1 ) |
|
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Επιτροπή
14.9.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229/1 |
Ισοτιμίες του ευρώ (1)
13 Σεπτεμβρίου 2004
(2004/C 229/01)
1 ευρώ=
|
Νομισματική μονάδα |
Ισοτιμία |
USD |
δολάριο ΗΠΑ |
1,2236 |
JPY |
ιαπωνικό γιεν |
134,91 |
DKK |
δανική κορόνα |
7,437 |
GBP |
λίρα στερλίνα |
0,6801 |
SEK |
σουηδική κορόνα |
9,0915 |
CHF |
ελβετικό φράγκο |
1,5417 |
ISK |
ισλανδική κορόνα |
87,66 |
NOK |
νορβηγική κορόνα |
8,3495 |
BGN |
βουλγαρικό λεβ |
1,9559 |
CYP |
κυπριακή λίρα |
0,5773 |
CZK |
τσεχική κορόνα |
31,649 |
EEK |
εσθονική κορόνα |
15,6466 |
HUF |
ουγγρικό φιορίνι |
249,22 |
LTL |
λιθουανικό λίτας |
3,4528 |
LVL |
λεττονικό λατ |
0,6613 |
MTL |
μαλτέζικη λίρα |
0,4276 |
PLN |
πολωνικό ζλότι |
4,398 |
ROL |
ρουμανικό λέι |
41 100 |
SIT |
σλοβενικό τόλαρ |
239,91 |
SKK |
σλοβακική κορόνα |
40,075 |
TRL |
τουρκική λίρα |
1 839 000 |
AUD |
αυστραλιανό δολάριο |
1,7545 |
CAD |
καναδικό δολάριο |
1,5816 |
HKD |
δολάριο Χονγκ Κονγκ |
9,5437 |
NZD |
νεοζηλανδικό δολάριο |
1,8614 |
SGD |
δολάριο Σιγκαπούρης |
2,0788 |
KRW |
νοτιοκορεατικό γουόν |
1 401,08 |
ZAR |
νοτιοαφρικανικό ραντ |
8,0192 |
Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
14.9.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229/2 |
Δημοσίευση αιτήσεως καταχωρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων
(2004/C 229/02)
Η δημοσίευση αυτή παρέχει το δικαίωμα υποβολής ενστάσεως κατά την έννοια των άρθρων 7 και 12δ του εν λόγω κανονισμού. Οποιαδήποτε ένσταση στην αίτηση αυτή πρέπει να διαβιβάζεται μέσω της αρμοδίας αρχής ενός κράτους μέλους, ενός κράτους μέλους του ΠΟΕ ή μιας αναγνωρισμένης τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παρούσα δημοσίευση. Η δημοσίευση αιτιολογείται από τα στοιχεία που ακολουθούν, ιδίως το στοιχείο 4.6, με τα οποία θεωρείται ότι η αίτηση δικαιολογείται κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92.
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
«TUSCIA»
αριθ. EK: IT/00210/8.10.2001
ΠOΠ (X) ΠΓΕ ( )
Το δελτίο αυτό αποτελεί περίληψη που συντάσσεται για ενημερωτικούς λόγους. Για πλήρη ενημέρωση, ειδικότερα για τους παραγωγούς των προϊόντων που αφορούν τα σχετικά ΠΟΠ και ΠΓΕ, πρέπει να συμβουλεύεστε την πλήρη διατύπωση της συγγραφής υποχρεώσεων είτε σε εθνικό επίπεδο είτε στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1).
1. Αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους
Όνομα |
: |
Ministero delle Politiche Agricole e Forestali |
Διεύθυνση |
: |
Via XX Settembre, 20 — 00187 Roma |
Τηλ. |
: |
(39-06) 4819968 |
Φαξ |
: |
(39-06) 42013126 |
|
: |
qualita@politicheagricole.it |
2. Oμάδα
2.1. |
: |
Όνομα |
: |
Consorzio per la tutela e la valorizzazione della produzione olivicola della provincia di Viterbo |
2.2. |
: |
Διεύθυνση |
: |
Via Matteotti, 73, Ι-01100 Viterbo |
2.3. |
: |
Σύνθεση |
: |
Παραγωγοί/μεταποιητές (x) Άλλοι ( ) |
3. Τύπος προϊόντος:
Κατηγορία 1.5 — Λιπαρές ουσίες — Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο.
4. Περιγραφή της συγγραφής υποχρεώσεων
(σύνοψη των óρων του άρθρου 4 παράγραφος 2)
4.1. |
Ο ν ο μ α σ ί α: «Tuscia» |
4.2. |
Π ε ρ ι γ ρ α φ ή: Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
|
4.3. |
Γ ε ω γ ρ α φ ι κ ή π ε ρ ι ο χ ή: Η περιοχή παραγωγής και μεταποίησης των ελιών που προορίζονται για την παραγωγή του εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου «Tuscia» περιλαμβάνει τις εκτάσεις της επαρχίας Viterbo, Περιοχή Lazio, των ακόλουθων δήμων: Acquapendente, Bagnoregio, Barbarano Romano, Bassano in teverina, Bassano Romano, Blera, Bolsena, Bomarzo, Calcata, Canepina, Capodimonte, Capranica, Caprarola, Carbognano, Castel S. Elia, Castiglione in Teverina, Celleno, Civita Castellana, Civitella d'Agliano, Corchiano, Fabrica di Roma, Faleria, Gallese, Gradoli, Graffignano, Grotte di Castro, Latera, Lubriano, Marta, Montalto di Castro (εν μέρει), Montefiascone, Monteromano, Nepi, Oriolo Romano, Orte, Piansano, Proceno, Ronciglione, S. Lorenzo Nuovo, Soriano nel Cimino, Sutri, Tarquinia, Tuscania (εν μέρει), Valentano, Vallerano, Vasanello, Vejano, Vetralla, Vignanello, Villa S. Giovanni in Tuscia, Viterbo, Vitorchiano. Η περιγραφή της οροθέτησης των δήμων που περιλαμβάνονται εν μέρει στην περιοχή παραγωγής εμφαίνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων παραγωγής. |
4.4. |
Α π ό δ ε ι ξ η π ρ ο έ λ ε υ σ η ς: Η διάδοση της ελιάς στην περιοχή άρχισε τον 4ο π.Χ. αιώνα μέσω συναλλαγών των Ετρούσκων με τους Φοίνικες και τους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας. Κουκούτσια ελιάς ανακτήθηκαν από ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα της νότιας Etruria στην επαρχία Viterbo. Αρχικά η περιοχή Tuscia, αντίστοιχη σήμερα με την επαρχία Viterbo, περιλαμβανόταν στην Etruria, η ονομασία της στα λατινικά ήταν Hetruria ή Aetruria από τους κατοίκους της που ονομάζονταν Ετρούσκοι ή Etrurii. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν επίσης το όνομα Tusci ή Tuscia για να διαχωρίζουν την περιοχή. Με την πάροδο του χρόνου το όνομα Tuscia έγινε επίσημη ονομασία της Etruria, η οποία καθιερώθηκε στη διοικητική αναδιοργάνωση της αρχαίας Ιταλίας που πραγματοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284–305). Οι κάτοικοι της Tuscia επιδίδονταν μεταξύ άλλων στην καλλιέργεια της ελιάς και στην παραγωγή του ελαιόλαδου όπως αποδείχτηκε από ζωγραφιές που βρέθηκαν στους τάφους των Ετρούσκων. Στη συνέχεια ακόμα και οι Ρωμαίοι συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην εν λόγω καλλιέργεια που στα «Villae», τα οποία ήταν διεσπαρμένα στην περιοχή Tuscia, παρήγαν τις ελιές και τις μεταποιούσαν στα προσαρτημένα ελαιοτριβεία, χαρακτηριστικό παράδειγμα παρατηρείται στη Civita di Bagnoregio. Σε ορισμένα τοπικά κέντρα (όπως για παράδειγμα στη Fabrica di Roma, Civita Castellana) για αιώνες παρήγαν όντως κεραμικά δοχεία για τη μεταφορά και την αποθήκευση του λαδιού. |
4.5. |
Μ έ θ ο δ ο ς π α ρ α γ ω γ ή ς: Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο «Tuscia» παράγεται από τις ποικιλίες ελιών Frantoio, Caninese και Leccino, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90 %, η κάθε μια μόνη της ή όλες μαζί, σε κάθε ελαιώνα. Επιτρέπεται στους ελαιώνες η καλλιέργεια άλλων ποικιλιών με μέγιστο ποσοστό 10 %. Στην περιοχή η ελιά αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες καλλιέργειες σε ειδικές φυτείες οι οποίες έχουν 150-300 δένδρα ανά εκτάριο, πυκνές με πάνω από 300 δένδρα ανά εκτάριο και μεικτές μέχρι και 100 δένδρα ανά εκτάριο. Οι πιο διαδεδομένες μέθοδοι μόρφωσης στους ειδικούς ελαιώνες είναι η σφαιρική κόμη, το σχήμα Y, κωνική κόμη, το σχήμα ανεστραμμένου κώνου, ενώ στους μεικτούς ελαιώνες είναι το σχήμα πολυκωνικού κυπέλλου και κύπελλο ελεύθερης μορφής. Γενικά το κλάδεμα πραγματοποιείται ετησίως ενώ για πιο μεγάλα χρονικά διαστήματα εφαρμόζεται κλάδεμα ανανέωσης. Η φυτοϋγειονομική προστασία στηρίζεται στις οδηγίες των υπηρεσιών της καθοδηγούμενης και ολοκληρωμένης καταπολέμησης που λειτουργούν στην περιοχή. Απαγορεύεται κατεργασία του εδάφους με ζιζανιοκτόνα και ξηραντικά προϊόντα. Η συλλογή των ελιών, απευθείας από το δέντρο, πραγματοποιείται στο φαινολογικό στάδιο επιφανειακής ωρίμασης του επικάρπιου αλλά δεν γίνεται μετά τις 20 Δεκεμβρίου για τις πρώιμες ποικιλίες (Leccino, Frantoio, Maurino, Pendolino) και μετά τις 15 Ιανουαρίου για τις όψιμες ποικιλίες (Caninese, Moraiolo). Απαγορεύεται η χρήση χημικών ουσιών οι οποίες επισπεύδουν την πτώση των ελιών από το δέντρο. Η μέγιστη παραγωγή ελιών ανά εκτάριο δεν υπερβαίνει τα 9 000 kg στους ειδικούς ελαιώνες ενώ στους ελαιώνες συνεταιρισμών ή/και μεικτούς η μέγιστη παραγωγή ανά δένδρο δεν υπερβαίνει τα 90 kg. Εντός μιας ημέρας από τη συλλογή οι ελιές μεταφέρονται στο ελαιοτριβείο και μεταποιούνται το πολύ μετά από μια μέρα από την παράδοση. Η μεταφορά των ελιών πραγματοποιείται σε κατάλληλα δοχεία. Οι μέθοδοι παραγωγής λαδιού που χρησιμοποιούνται προβλέπουν:
Η παραγωγή, η μεταποίηση και η εμφιάλωση πραγματοποιούνται στην οριοθετημένη ζώνη. Η εμφιάλωση γίνεται εντός της οριοθετημένης ζώνης προκειμένου να διατηρούνται τα χαρακτηριστικά και η ποιότητα του λαδιού «Tuscia» και να διασφαλίζεται ότι οι παραγωγοί παρακολουθούν τους ελέγχους που πραγματοποιεί ο σχετικός ανεξάρτητος οργανισμός ελέγχου. Η προστατευμένη ονομασία προέλευσης έχει ιδιαίτερη σημασία για τους εν λόγω παραγωγούς διότι, σύμφωνα με τους στόχους και τον προσανατολισμό του κανονισμού, τους δίνει τη δυνατότητα να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Εξάλλου, η εμφιάλωση γινόταν κατά παράδοση στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Οι παραγωγοί που θα διαθέσουν στο εμπόριο το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, με την εν λόγω ονομασία προκειμένου να εξασφαλίσουν την ανιχνευσιμότητα του προϊόντος, πρέπει να καταχωρήσουν τους ελαιώνες τους και τις εγκαταστάσεις μεταποίησης και εμφιάλωσης σε κατάλληλα μητρώα που τηρούνται και ενημερώνονται από τον οργανισμό ελέγχου. |
4.6. |
Δ ε σ μ ό ς: Η περιοχή Tuscia παρουσιάζει ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και τοπιογραφικά στοιχεία. Οι οροσειρές Volsini, Cimini και Sabatini περιβάλλουν τις μεγάλες λίμνες ηφαιστειακής προέλευσης Bolsena, Vico και Bracciano και τις μικρότερες λεκάνες Mezzano, Monterosi και Martignano. Στη διαφοροποίηση του ανάγλυφου αντιστοιχούν εδάφη ηφαιστειακής προέλευσης που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Τα εν λόγω στοιχεία προκαλούν ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες για την ανάπτυξη χλωρίδας και πυκνής βλάστησης. Τα άριστα αγροεδαφολογικά χαρακτηριστικά και η παρουσία ιδιαίτερων ευνοϊκών μικροκλιμάτων που οφείλονται κυρίως σε γεωμορφολογικούς παράγοντες (λόφοι και λίμνες), κάνει την περιοχή να προσιδιάζει για την καλλιέργεια της ελιάς, ώστε να προσδίδει στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Tuscia τυπικότητα και μοναδικότητα. Στην τοπική γαστρονομία το ελαιόλαδο κατέχει εξέχουσα θέση που συνδέεται άρρηκτα με την περιοχή παραγωγής. Το κλίμα είναι ήπιο με βροχοπτώσεις περίπου 900 mm ετησίως κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο, με εξαίρεση την περιοχή των Colli Cimini που χαρακτηρίζεται από μεγάλο εύρος θερμοκρασιών και άφθονες βροχοπτώσεις. |
4.7. |
Ο ρ γ α ν ι σ μ ό ς ε π ι θ ε ώ ρ η σ η ς
|
4.8. |
Ε π ι σ ή μ α ν σ η: Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο πρέπει να διατίθεται στο εμπόριο σε γυάλινα ή ατσάλινα δοχεία με μέγιστη περιεκτικότητα 5 λίτρα. Στις ετικέτες πρέπει να αναγράφεται με ευανάγνωστους και ανεξίτηλους χαρακτήρες, εκτός από τις προβλεπόμενες ενδείξεις από τους κανόνες επισήμανσης, η προστατευμένη ονομασία προέλευσης «Tuscia». Επίσης, πρέπει να υπάρχει και το γραφικό σύμβολο σχετικό με την εικόνα του συγκεκριμένου και μονοσήμαντου λογότυπου που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τρόπο αναπόσπαστο σε συνδυασμό με την ονομασία. Το γραφικό σύμβολο σχεδιάστηκε από εικόνα σε Antefissa των Ετρούσκων σε τερακότα που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές στην περιοχή Acquarossa (Viterbo). Το Antefissa είναι ένα πολύ σκούρο χρώμα που υποστηρίζεται από τη γραφή Tuscia χρώματος κόκκινου σκούρου. Ο λογότυπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συγγραφής υποχρεώσεων όπου περιγράφεται ακριβώς με τα χρώματα αναφοράς. |
4.9. |
Ε θ ν ι κ έ ς α π α ι τ ή σ ε ι ς: |
(1) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Γεωργίας, Ομάδα πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, B-1049 Βρυξέλλες.
14.9.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229/5 |
ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΈΤΑΣΗ ΚΡΑΤΙΚΏΝ ΕΝΙΣΧΫΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΈΑ ΤΗΣ ΑΛΙΕΊΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΈΡΓΕΙΑΣ
(2004/C 229/03)
1. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
1.1. |
Η εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, που θεσπίζονται στα άρθρα 87 έως 89 της συνθήκης ΕΚ, στην παραγωγή και εμπορία προϊόντων αλιείας προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για καθορισμό των λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σχετικά με την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τομέα της αλιείας (1), και στο άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (2). Η αρχή του μη συμβιβάσιμου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά, που θεσπίζεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, υπόκειται στις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3. Με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές η Επιτροπή προτίθεται να θεσπίσει την εφαρμογή των εν λόγω παρεκκλίσεων και στον τομέα της αλιείας. |
1.2. |
Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στο σύνολο του τομέα της αλιείας και αφορούν την εκμετάλλευση ζώντων υδρόβιων πόρων και την υδατοκαλλιέργεια, μαζί με τα μέσα παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των προϊόντων που προκύπτουν, με εξαίρεση την αλιεία για αναψυχή και αθλητισμό, που δεν απολήγει στην πώληση προϊόντων αλιείας. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές αφορούν όλα τα μέτρα που συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου κάθε μέτρου που εμπερικλείει οικονομικά πλεονεκτήματα υπό οποιαδήποτε μορφή χρηματοδοτούμενα άμεσα ή έμμεσα από τους προϋπολογισμούς δημόσιων αρχών (σε επίπεδο εθνικό, περιφερειακό, επαρχιακό, διαμερίσματος ή τοπικό) ή από άλλους κρατικούς πόρους. Για παράδειγμα, πρέπει να θεωρούνται ως ενισχύσεις τα ακόλουθα: μεταφορές κεφαλαίων, δάνεια με μειωμένο επιτόκιο, επιδοτήσεις επιτοκίου, ορισμένες κρατικές συμμετοχές στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, ενισχύσεις χρηματοδοτούμενες από ειδικά τέλη ή φόρους υπέρ τρίτων, ενισχύσεις χορηγούμενες με τη μορφή κρατικών αξιών έναντι τραπεζικών δανείων, μειώσεις ή απαλλαγές από επιβαρύνσεις ή φόρους, συμπεριλαμβανομένης της φθίνουσας απόσβεσης και της μείωσης των κοινωνικών εισφορών. |
2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΥΤΗ
Η Επιτροπή υπενθυμίζει στα κράτη μέλη το καθήκον τους να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα σχέδιά τους για χορήγηση νέων ενισχύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης και το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (3).
Ορισμένα μέτρα, ωστόσο, απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης υπό τους όρους που προβλέπονται στα σημεία 2.1 και 2.2.
2.1. |
Όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης δεν εφαρμόζονται σε υποχρεωτικές οικονομικές συνεισφορές κρατών μελών σε μέτρα που συγχρηματοδοτούνται από την Κοινότητα και προβλέπονται στα πλαίσια σχεδίων ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και καθορίζονται στο άρθρο 9 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία (4) ή στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2370/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως επείγοντος κοινοτικού μέτρου για τη διάλυση αλιευτικών σκαφών (5). Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν κοινοποιούν τέτοιες συνεισφορές στην Επιτροπή. Οι συνεισφορές αυτές δεν υπόκεινται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, μέτρα που προβλέπουν δημόσια χρηματοδότηση από κράτη μέλη πέραν των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2370/2002 όσον αφορά τις υποχρεωτικές χρηματοδοτικές συνεισφορές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2792/1999, κοινοποιούνται ως κρατική ενίσχυση στην Επιτροπή. Τα εν λόγω μέτρα υπόκεινται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Προκειμένου να περιοριστεί ο φόρτος διοικητικής εργασίας που μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, και για να διευκολυνθεί η εκταμίευση κοινοτικών διαρθρωτικών κεφαλαίων, είναι προς το συμφέρον των κρατών μελών να προβαίνουν σε σαφή διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών χρηματοδοτικών συνεισφορών που προτίθενται να χορηγήσουν για τη συγχρηματοδότηση κοινοτικών μέτρων στα πλαίσια των οδηγιών για τα χρηματοδοτικά μέσα στον τομέα της αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, οι οποίες δεν χρειάζεται να κοινοποιούνται, και κρατικών ενισχύσεων που υπόκεινται σε υποχρέωση κοινοποίησης. |
2.2. |
Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να κοινοποιούν ενισχύσεις στον τομέα της αλιείας που πληρούν τους όρους που προβλέπονται στους κανονισμούς εξαίρεσης κατά κατηγορίες που εκδίδονται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (6). Στις ενισχύσεις αυτές περιλαμβάνονται:
|
2.3. |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ σε ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (11) δεν εφαρμόζεται στην αλιεία. |
3. ΑΡΧΕΣ
3.1. |
Στον τομέα της αλιείας, καθώς και σε άλλους οικονομικούς κλάδους στην Κοινότητα, η πολιτική της Κοινότητας σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στοχεύει στην πρόληψη στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της αλιείας δικαιολογούνται μόνον εφόσον είναι σύμφωνες με τους στόχους της πολιτικής για τον ανταγωνισμό και τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όπως εκτίθενται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, και ιδίως στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στα πλαίσια της κοινής αλιευτικής πολιτικής (12) και στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 και (ΕΚ) αριθ. 104/2000. |
3.2. |
Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί συνοχή και συνέπεια μεταξύ των κοινοτικών πολιτικών στο θέμα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και της χρήσης των διαρθρωτικών ταμείων στα πλαίσια της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Συνεπώς, στο βαθμό στον οποίο μέτρα είναι επιλέξιμα για κοινοτική χρηματοδότηση, θα είναι επιλέξιμα για κρατικές ενισχύσεις μόνον εφόσον συμφωνούν με τα κριτήρια που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999. Σε καμία περίπτωση το ποσοστό της χρηματοδοτικής συμμετοχής της κρατικής ενίσχυσης, εκφρασμένο ως ποσοστό επιλέξιμων δαπανών, δεν μπορεί να υπερβαίνει, σε ισοδύναμο επιδότησης, το συνολικό ποσοστό των εθνικών και κοινοτικών επιδοτήσεων που καθορίζονται από το παράρτημα IV του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή θα αξιολογεί κατά περίπτωση κάθε ενίσχυση για μέτρα που δεν καλύπτονται από τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ή από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1595/2004, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που εκτίθενται στα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης και στην κοινή αλιευτική πολιτική της Κοινότητας. |
3.3. |
Είναι σημαντικό να μην χορηγείται οποιαδήποτε ενίσχυση σε περιπτώσεις όπου δεν συμμορφώνεται προς το κοινοτικό δίκαιο και, ιδιαίτερα, προς τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Μια κρατική ενίσχυση μπορεί συνεπώς να κηρυχθεί συμβιβάσιμη μόνον αν, πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε ενίσχυσης, το σχετικό κράτος μέλος αναλαμβάνει να επαληθεύσει ότι τα χρηματοδοτούμενα μέτρα και τα αποτελέσματά τους είναι σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου χορήγησης, τα κράτη μέλη επαληθεύουν ότι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης συμμορφώνονται προς τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Εάν κατά τη διάρκεια της περιόδου χορήγησης διαπιστωθεί ότι ο δικαιούχος δεν συμμορφώνεται προς τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής, η ενίσχυση επιστρέφεται κατ' αναλογία της σοβαρότητας της παράβασης. |
3.4. |
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ενίσχυση είναι αναγκαία και δρα ως κίνητρο ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων, καμία ενίσχυση για δραστηριότητες στις οποίες ο δικαιούχος θα εμπλεκόταν ήδη υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Καμία ενίσχυση δεν πρέπει να χορηγείται για δραστηριότητες που έχουν ήδη αναληφθεί από τον δικαιούχο. |
3.5. |
Τα αποτελέσματα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορούν να έχουν προστατευτικό χαρακτήρα: οι ενισχύσεις πρέπει να χρησιμεύουν για την προώθηση του εξορθολογισμού και της αποδοτικότητας της παραγωγής και εμπορίας προϊόντων αλιείας. Οι εν λόγω ενισχύσεις πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την επίτευξη διαρκών βελτιώσεων έτσι ώστε ο κλάδος να μπορεί να αναπτύσσεται αποκλειστικά με βάση τα κέρδη από την αγορά. |
3.6. |
Κρατικές ενισχύσεις σε εξαγωγές ή εμπορία προϊόντων αλιείας στο εσωτερικό της Κοινότητας είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. |
3.7. |
Κρατικές ενισχύσεις οι οποίες χορηγούνται χωρίς την επιβολή οποιασδήποτε υποχρέωσης που να εξυπηρετεί τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής από πλευράς δικαιούχων και οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της κατάστασης των επιχειρήσεων και την αύξηση της επιχειρηματικής τους ρευστότητας, ή υπολογίζονται επί των παραγόμενων ή διατιθέμενων στο εμπόριο ποσοτήτων, των τιμών των προϊόντων, των παραγόμενων μονάδων ή των μέσων παραγωγής, και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής του δικαιούχου ή τη βελτίωση των εσόδων του, είναι, ως λειτουργικές ενισχύσεις, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει τον κανόνα αυτό αυστηρά σε όλες τις λειτουργικές ενισχύσεις, συμπεριλαμβανομένης και της βοήθειας υπό μορφή φοροελαφρύνσεων ή μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή σε συστήματα στήριξης των ανέργων. |
3.8. |
Για λόγους διαφάνειας, καμία κρατική ενίσχυση δεν κηρύσσεται συμβιβάσιμη από την Επιτροπή εάν το σχετικό κράτος μέλος δεν έχει κοινοποιήσει το συνολικό ύψος των ενισχύσεων ανά μέτρο καθώς επίσης και την ένταση των ενισχύσεων. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της Επιτροπής, τα κατώτατα όρια πρέπει κανονικά να εκφράζονται ως ένταση ενισχύσεως σε σχέση με μια σειρά επιλέξιμων δαπανών και όχι ως μέγιστα ποσά ενισχύσεων. Ωστόσο, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που παρέχουν τη δυνατότητα αξιολόγησης του πραγματικού οφέλους του δικαιούχου. Κατά την αξιολόγηση καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων λαμβάνεται υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα υπέρ του δικαιούχου όλων των μέτρων που εμπερικλείουν στοιχεία επιδότησης από κρατικές αρχές σύμφωνα με την κοινοτική, την εθνική, την περιφερειακή ή την τοπική νομοθεσία, ιδίως εκείνων που έχουν σχεδιαστεί για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης. |
3.9. |
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (13) δεν εφαρμόζονται στον τομέα αυτό. Οι συνιστώσες καθεστώτων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα που αφορούν τον τομέα της αλιείας θα εξετάζονται βάσει των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. |
3.10. |
Κρατικές ενισχύσεις για κατηγορίες μέτρων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1595/2004, σχεδιασμένες, ωστόσο, προς όφελος επιχειρήσεων που δεν υπάγονται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ή που υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που θεσπίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, θα αξιολογούνται βάσει των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών και των κριτηρίων που προβλέπονται για κάθε κατηγορία μέτρων στα άρθρα 4 έως 13 του εν λόγω κανονισμού. |
4. ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΗΡΥΧΘΟΥΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ
4.1. Ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ορισμένων οριζόντιων κατευθυντήριων γραμμών
4.1.1. |
Οι κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος αξιολογούνται σύμφωνα με το κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (14). Πέραν των απαιτήσεων του εν λόγω πλαισίου, κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος δεν κηρύσσονται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά εάν αφορούν τη χωρητικότητα σκάφους ή χρησιμεύουν για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του αλιευτικού του εξοπλισμού. |
4.1.2. |
Οι κρατικές ενισχύσεις με στόχο τη διάσωση και αναδιάρθρωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, θα αξιολογούνται σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (15). Πέραν των απαιτήσεων των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, κρατικές ενισχύσεις που στοχεύουν στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων στη δραστηριότητα των οποίων περιλαμβάνεται και η θαλάσσια αλιεία, μπορούν να χορηγούνται μόνον εφόσον έχει υποβληθεί κατάλληλο σχέδιο στην Επιτροπή για τη μείωση της χωρητικότητας του στόλου πέραν εκείνης που επιβάλλεται βάσει του κοινοτικού δικαίου. |
4.2. Ενισχύσεις για τη μόνιμη απόσυρση αλιευτικών σκαφών μέσω μεταφοράς τους σε τρίτες χώρες
Ενισχύσεις για τη μόνιμη απόσυρση αλιευτικών σκαφών μέσω μεταφοράς τους σε τρίτες χώρες, η οποία δεν συνδέεται με την αγορά ή κατασκευή νέων σκαφών, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις απαιτήσεις περί επιλεξιμότητας για κοινοτική ενίσχυση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, και ιδίως του άρθρου 7 παράγραφος 3 στοιχείο β), του άρθρου 7 παράγραφος 5 στοιχεία β) και γ), του άρθρου 8, καθώς και του παραρτήματος ΙΙΙ σημεία 1.1 και 1.2 του εν λόγω κανονισμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, δεν επιτρέπεται έξοδος από το στόλο με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης εκτός εάν προηγείται ανάκληση της γενικής αδείας αλιείας όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3690/93 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για τη θέσπιση ενός κοινοτικού καθεστώτος που θα καθορίζει τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις άδειες αλιείας (16) και, στην περίπτωση που προβλέπεται, των ειδικών αδειών αλιείας που καθορίζονται στους σχετικούς κανονισμούς.
4.3. Ενισχύσεις για την προσωρινή παύση αλιευτικών δραστηριοτήτων
4.3.1. |
Ενισχύσεις για την προσωρινή παύση αλιευτικών δραστηριοτήτων μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται εάν συμμορφώνονται με τους όρους του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999. Σε περίπτωση προσωρινής παύσης αλιευτικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια σχεδίου αποκατάστασης ή σχεδίου διαχείρισης, κρατικές ενισχύσεις μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες εάν το σχέδιο έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 ή 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002. Σε περίπτωση προσωρινής παύσης αλιευτικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια εκτάκτου μέτρου, κρατικές ενισχύσεις μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά μόνον αν το μέτρο έχει αποφασιστεί από την Επιτροπή σύμφωνα είτε με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 είτε με το άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/98 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1998, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών (17), ή από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη σύμφωνα είτε με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 είτε με το άρθρο 45 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/98. |
4.3.2. |
Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά τα συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα για τα πληρώματα θιγόμενων αλιευτικών σκαφών για τη διευκόλυνση της προσωρινής παύσης αλιευτικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια σχεδίων για την προστασία των θαλάσσιων πόρων. Η παύση των δραστηριοτήτων πρέπει να θεσπίζεται από ένα κράτος μέλος βάσει των άρθρων 8, 9 ή 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 ή βάσει του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/98 ή βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 88/98 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για τον καθορισμό ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων στα ύδατα της Βαλτικής Θάλασσας, των Lille και Store Baelt και του Øresund (18) ή βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1626/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1994, για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο (19). Τα σχέδια για την προστασία των θαλάσσιων πόρων πρέπει να περιλαμβάνουν, εκτός από την προσωρινή παύση δραστηριοτήτων, αποτελεσματικά μέτρα που αποβλέπουν στη μείωση της θνησιμότητας λόγω της αλιείας, για παράδειγμα μειώνοντας μόνιμα την αλιευτική ικανότητα ή θεσπίζοντας τεχνικά μέτρα. Τα σχέδια πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και να περιέχουν ακριβείς και μετρήσιμους στόχους και σχετικό χρονοδιάγραμμα. Η Επιτροπή ζητεί χωρίς καθυστέρηση τη γνώμη της επιστημονικής, τεχνικής και οικονομικής επιτροπής σχετικά με τα σχέδια, που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002. Πρέπει να παρέχονται στοιχεία για τις κοινωνικές επιπτώσεις των σχεδίων και αιτιολόγηση των ειδικών μέτρων που εκτείνονται πέραν του κανονικού καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης. Μέλη πληρώματος είναι μόνον τα άτομα εκείνα τα οποία εργάζονται σε ενεργό σκάφος θαλάσσιας αλιείας ως κύρια απασχόληση. Ενισχύσεις σε ιδιοκτήτες σκαφών δεν θα είναι επιλέξιμες, εκτός της περίπτωσης ιδιοκτητών σκαφών που εργάζονται στο σκάφος τους ως κύρια απασχόληση. Η κοινοποίηση του μέτρου στην Επιτροπή πρέπει να συνοδεύεται από επιστημονική και, όπου είναι αναγκαίο, οικονομική αιτιολόγηση της εν λόγω ενίσχυσης. Τα μέτρα δεν πρέπει να εκτείνονται πέραν των αυστηρώς αναγκαίων ορίων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και πρέπει να είναι περιορισμένης διάρκειας. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε υπεραντιστάθμιση. Η χορήγηση αντιστάθμισης από ένα κράτος μέλος μπορεί να διαρκεί για ένα χρόνο και μπορεί να παρατείνεται για ένα χρόνο ακόμη. |
4.3.3. |
Οι κρατικές ενισχύσεις που προσδιορίζονται στα σημεία 4.3.1 και 4.3.2 μπορούν να καλύπτουν μέρος μόνον της απώλειας εισοδήματος που συνδέεται με μέτρο προσωρινής παύσης δραστηριοτήτων. |
4.3.4. |
Δεν επιτρέπονται οι ενισχύσεις για τον περιορισμό αλιευτικών δραστηριοτήτων που θεσπίζονται από ένα κράτος μέλος με σκοπό τη μείωση της αλιευτικής του προσπάθειας βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002. |
4.4. Ενισχύσεις για επενδύσεις στο στόλο
4.4.1. |
Οι ενισχύσεις για ανανέωση αλιευτικών σκαφών μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπό τον όρο της τήρησης των απαιτήσεων των άρθρων 9 και 10 και του παραρτήματος ΙΙΙ σημείο 1.3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 και υπό την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των κρατικών ενισχύσεων δεν υπερβαίνει, σε ισοδύναμο επιδότησης, το συνολικό ποσοστό των εθνικών και κοινοτικών επιδοτήσεων που καθορίζεται από το παράρτημα IV του εν λόγω κανονισμού. Ουδεμία ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί σε ναυπηγεία για την κατασκευή κοινοτικών αλιευτικών σκαφών. Οι ενισχύσεις σε ναυπηγεία για την κατασκευή, επισκευή ή μετασκευή μη κοινοτικών αλιευτικών σκαφών υπόκεινται στο πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (20). |
4.4.2. |
Οι ενισχύσεις για τον εκσυγχρονισμό και εξοπλισμό αλιευτικών σκαφών μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπό τον όρο της τήρησης των απαιτήσεων των άρθρων 9 και 10 και του παραρτήματος III σημείο 1.4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 και υπό την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των κρατικών ενισχύσεων δεν υπερβαίνει, σε ισοδύναμο επιδότησης, το συνολικό ποσοστό των εθνικών και κοινοτικών επιδοτήσεων που καθορίζεται από το παράρτημα IV του εν λόγω κανονισμού. |
4.4.3. |
Οι ενισχύσεις οι οποίες προσδιορίζονται στα σημεία 4.4.1 και 4.4.2, μπορούν να χορηγηθούν μόνον εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1438/2003 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 2003, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής για την κοινοτική πολιτική που αφορά το στόλο όπως ορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου (21) και, στην περίπτωση που έχει εφαρμογή, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 639/2004 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 2004, για τη διαχείριση αλιευτικών στόλων που είναι νηολογημένοι σε εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας (22). |
4.4.4. |
Οι ενισχύσεις για την αγορά μεταχειρισμένων σκαφών θεωρούνται ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά μόνον εφόσον συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και του άρθρου 12 παράγραφος 4 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999. |
4.4.5. |
Ουδεμία κρατική ενίσχυση για επενδύσεις στο στόλο θεωρείται ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά ή χορηγείται από ένα κράτος μέλος για μέτρα για τα οποία έχει υπάρξει αναστολή παροχής κοινοτικής χρηματοδοτικής βοήθειας βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002. |
4.5. Κοινωνικοοικονομικά μέτρα
Μέτρα εισοδηματικής στήριξης εργαζομένων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας καθώς και εργαζομένων που απασχολούνται στη μεταποίηση και εμπορία προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας μπορούν να συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπό την προϋπόθεση ότι αποτελούν τμήμα μέτρων κοινωνικοοικονομικής στήριξης και αντισταθμίζουν εισοδηματικές απώλειες που συνδέονται με μέτρα που αποβλέπουν στην επίτευξη προσαρμογής της χωρητικότητας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002. Οι ενισχύσεις αυτές αξιολογούνται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις αρχές που εκτίθενται στο σημείο 3. Στην περίπτωση προσωρινής παύσης αλιευτικών δραστηριοτήτων, εφαρμόζεται το σημείο 4.3.
4.6. Ενισχύσεις για την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές ή εξαιρετικά συμβάντα
Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης, ενισχύσεις για την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές ή εξαιρετικά συμβάντα θεωρούνται ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.
Προκειμένου οι ενισχύσεις αυτές να θεωρούνται ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, το επίπεδο ζημιών που προκλήθηκε από φυσικές καταστροφές ή εξαιρετικά συμβάντα πρέπει να φθάνει τουλάχιστον στο 20 % του μέσου κύκλου εργασιών της σχετικής επιχείρησης κατά τα προηγούμενα τρία χρόνια σε περιφέρειες του στόχου 1 όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 συμπεριλαμβανομένων των περιφερειών που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, και τουλάχιστον το 30 % στις υπόλοιπες περιφέρειες.
Άπαξ και έχει αποδειχθεί η ύπαρξη φυσικής καταστροφής ή εξαιρετικού συμβάντος, επιτρέπεται η χορήγηση ενίσχυσης μέχρι ποσοστού 100 % για την αντιστάθμιση υλικών ζημιών. Η αντιστάθμιση πρέπει να υπολογίζεται σε επίπεδο μεμονωμένου δικαιούχου ενώ πρέπει να αποφεύγεται υπεραντιστάθμιση. Πρέπει να αφαιρούνται τα ποσά που λαμβάνονται στα πλαίσια κάποιου ασφαλιστικού συστήματος ή οι συνήθεις δαπάνες οι οποίες δεν επιβάρυναν τον δικαιούχο. Ζημιές που μπορούν να καλυφθούν από σύνηθες εμπορικό ασφαλιστικό συμβόλαιο ή που αντιπροσωπεύουν συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο, δεν είναι επιλέξιμες για ενίσχυση.
Τυχόν αντισταθμίσεις πρέπει να χορηγούνται μέσα σε τρία χρόνια από το σχετικό συμβάν.
4.7. Εξόχως απόκεντρες περιφέρειες
Σε περίπτωση που διατάξεις του κοινοτικού δικαίου αφορούν εξόχως απόκεντρες περιφέρειες, όπως στην περίπτωση των διατάξεων σχετικά με τις εντάσεις ενισχύσεων για επενδύσεις στον τομέα της αλιείας του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, η Επιτροπή κηρύσσει ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά μια ενίσχυση στον τομέα της αλιείας στις εν λόγω περιφέρειες μόνον εφόσον συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις. Όσον αφορά τα μέτρα για τα οποία δεν προβλέπονται κάποιες ειδικές διατάξεις για εξόχως απόκεντρες περιφέρειες, οι ενισχύσεις που προορίζονται για την ικανοποίηση των αναγκών εξόχως απόκεντρων περιφερειών αξιολογούνται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τους παράγοντες που χαρακτηρίζουν τις περιφέρειες αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 299 παράγραφος 2 της συνθήκης, αφετέρου το συμβιβάσιμο των σχετικών μέτρων με τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής και το εν δυνάμει αποτέλεσμα των μέτρων στον ανταγωνισμό στις περιφέρειες αυτές και στα υπόλοιπα μέρη της Κοινότητας.
4.8. Ενισχύσεις χρηματοδοτούμενες μέσω φόρων υπέρ τρίτων
Καθεστώτα ενισχύσεων που χρηματοδοτούνται μέσω ειδικών επιβαρύνσεων, ιδιαίτερα φόρων υπέρ τρίτων που επιβάλλονται σε ορισμένα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας άσχετα με την προέλευσή τους, μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά όταν από τα καθεστώτα επωφελούνται τόσο τα εγχώρια όσο και τα εισαγόμενα προϊόντα και όταν οι ίδιες οι ενισχύσεις είναι σύμφωνες με τους όρους των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών.
5. ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και οι διατάξεις εφαρμογής του.
Ειδικότερα, σε περίπτωση που η Επιτροπή λάβει αρνητική απόφαση σχετικά με ενίσχυση που έχει χορηγηθεί χωρίς να έχει κοινοποιηθεί και εγκριθεί από την Επιτροπή, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ανακτήσουν εντόκως την ενίσχυση από τον δικαιούχο, βάσει των όρων του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.
Για λόγους επιτάχυνσης της εξέτασης μέτρων ενίσχυσης, τα κράτη μέλη συνιστάται να συμπληρώνουν τα έντυπα που προβλέπονται στο μέρος I και μέρος III.14 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (23).
5.1. Εκ νέου κοινοποίηση και ετήσια έκθεση
Προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να ασκεί το έργο της συστηματικής παρακολούθησης όλων των καθεστώτων ενίσχυσης που υφίστανται στα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν εκ νέου στην Επιτροπή τυχόν συνεχιζόμενα καθεστώτα το αργότερο δύο μήνες πριν από την δέκατη επέτειο της έναρξης ισχύος τους.
Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποβάλουν στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις σχετικά με όλα τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων για τα οποία δεν προβλέπονται ειδικές υποχρεώσεις υποβολής έκθεσης βάσει σχετικής αποφάσεως. Οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγούνται εκτός κάποιου εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνονται στις εν λόγω εκθέσεις. Η ετήσια έκθεση πρέπει να περιέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες όπως εμφαίνεται στο έντυπο του παραρτήματος IIIΓ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.
5.2. Προτάσεις για κατάλληλα μέτρα
Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές αντικαθιστούν τις προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (24), λόγω της εξέλιξης της κοινής αλιευτικής πολιτικής, κυρίως μέσω της έκδοσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2369/2002 που τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1595/2004.
Η Επιτροπή θα τροποποιήσει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές όταν αποκτηθεί εμπειρία στην τακτική εξέταση καταλόγων απογραφής κρατικών ενισχύσεων και υπό το φως της εξέλιξης της κοινής αλιευτικής πολιτικής.
Σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή προτείνει στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τα υφιστάμενα συστήματά τους σχετικά με ενισχύσεις στον τομέα της αλιείας ώστε να συμμορφωθούν με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005 το αργότερο.
Τα κράτη μέλη καλούνται να επιβεβαιώσουν εγγράφως ότι αποδέχονται τις προτάσεις αυτές για κατάλληλα μέτρα μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 2004 το αργότερο.
Σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν επιβεβαιώσει γραπτώς την αποδοχή του μέχρι την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος αποδέχεται τις εν λόγω προτάσεις, εκτός εάν δηλώσει ρητώς τη διαφωνία του εγγράφως.
Εάν ένα κράτος μέλος δεν αποδεχθεί το σύνολο ή μέρος των προτάσεων αυτών μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, η Επιτροπή θα ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.
5.3. Ημερομηνία εφαρμογής
Η Επιτροπή αρχίζει να εφαρμόζει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές από την 1η Νοεμβρίου 2004 σε κάθε κρατική ενίσχυση που κοινοποιείται κατά ή μετά την ημερομηνία αυτή.
Μια ενίσχυση κρίνεται ως «παράνομη ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν κατά τη χρονική στιγμή έναρξης ισχύος της διοικητικής πράξης σύστασης της ενίσχυσης.
Οποιαδήποτε αναφορά περιέχουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές στο κοινοτικό δίκαιο ή σε κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής λογίζεται ως αναφορά και σε κάθε τροποποίηση των κειμένων αυτών μετά την 1η Νοεμβρίου 2004.
(1) ΕΕ L 337 της 30.12.1999, σ. 10· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2369/2002 (ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 49).
(2) ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.
(3) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.
(4) ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.
(5) ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 57.
(6) ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.
(8) ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 20· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 363/2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 20).
(9) ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22).
(10) ΕΕ L 337 της 13.12.2002, σ. 3.
(11) ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30.
(12) ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.
(13) ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9· κατευθυντήριες γραμμές όπως τροποποιήθηκαν από την τροποποίηση των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ C 258 της 9.9.2000, σ. 5).
(14) ΕΕ C 37 της 3.2.2001, σ. 3.
(15) ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.
(16) ΕΕ L 341 της 31.12.1993, σ. 93.
(17) ΕΕ L 125 της 27.4.1998, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 602/2004 (ΕΕ L 97 της 1.4.2004, σ. 30).
(18) ΕΕ L 9 της 15.1.1998, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 812/2004 (ΕΕ L 150 της 30.4.2004, σ. 12).
(19) ΕΕ L 171 της 6.7.1994, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 813/2004 (ΕΕ L 150 της 30.4.2004, σ. 32).
(20) ΕΕ C 317 της 30.12.2003, σ. 11.
(21) ΕΕ L 204 της 13.8.2003 σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 916/2004 (ΕΕ L 163 της 30.4.2004, σ. 81).
(22) ΕΕ L 102 της 7.4.2004, σ. 9.
(23) ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.
(24) ΕΕ C 19 της 20.1.2001, σ. 7.
14.9.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229/13 |
Ανακοίνωση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου στην υπόθεση COMP/C.2/37.214 — Κοινή πώληση των δικαιωμάτων μετάδοσης του γερμανικού ομοσπονδιακού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου
(2004/C 229/04)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
1. Εισαγωγή
(1) |
Στις 25 Αυγούστου 1998 η γερμανική ομοσπονδία ποδοσφαίρου [Deutscher Fußballbund (DFB)] υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 2 ή 4 του κανονισμού αριθ. 17 αίτηση αρνητικής πιστοποίησης ή εναλλακτικά απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης για την κεντρική πώληση ραδιοτηλεοπτικών δικαιωμάτων καθώς και άλλων τεχνικών μορφών εκμετάλλευσης (1) των αγώνων πρώτης και δεύτερης κατηγορίας του ομοσπονδιακού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου ανδρών (Bundesliga). Στις 30 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή ανακοίνωσε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17, την πρόθεσή της να εκτιμήσει θετικά μια τροποποιημένη ρύθμιση της κεντρικής πώλησης (2) και δέχτηκε κατόπιν τούτου παρατηρήσεις ενδιαφερόμενων τρίτων. |
2. Προσωρινή εκτίμηση
(2) |
Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2004 η Επιτροπή ανακοίνωσε στην DFB και στη Ligaverband την προσωρινή της εκτίμηση κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003. |
(3) |
Κατά την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής τα προβλήματα συνίστανται στη μεταβίβαση των δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων της Bundesliga πρώτης και δεύτερης κατηγορίας από τους συλλόγους στη Ligaverband και στην ακόλουθη κεντρική πώλησή τους. Η Ligaverband ορίζει στις συμφωνίες πώλησης την τιμή καθώς και τον τρόπο και την έκταση της εκμετάλλευσης. Με τη συμφωνία για την κεντρική πώληση και την επακόλουθη κοινή πώληση οι σύλλογοι εμποδίζονται να διαπραγματευτούν αυτόνομα με τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές επιχειρήσεις ή/και με αθλητικά πρακτορεία. Ο ανταγωνισμός κατά την πώληση των δικαιωμάτων αποκλείεται. Οι σύλλογοι εμποδίζονται ιδίως να λάβουν ανεξάρτητες, επιχειρηματικές αποφάσεις για την τιμή ή να διαμορφώσουν τον τρόπο και την έκταση της μεταβίβασης δικαιωμάτων κατ' απόκλιση από την κεντρική πώληση. |
(4) |
Επιπλέον, κατά την προσωρινή εκτίμηση, η κεντρική πώληση επιδρά αρνητικά στις μεταγενέστερες σημαντικές τηλεοπτικές αγορές και αγορές του τομέα των νέων μέσων, διότι η δυνατότητα προσφοράς ποδοσφαιρικών διοργανώσεων σε καθεστώς ανταγωνισμού των πωλητών προγράμματος για διαφημιστικά έσοδα και συνδρομητές ή πελάτες Pay-per-view, παίζει σημαντικό ρόλο. |
3. Αποδοχή υποχρεώσεων
(5) |
Ως εκ τούτου, η Ligaverband επιβεβαίωσε ότι αναλαμβάνει κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, τις προταθείσες υποχρεώσεις στο πλαίσιο της προηγηθείσας διαδικασίας κοινοποίησης, οι οποίες ήδη λαμβάνουν υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17. Οι εν λόγω υποχρεώσεις αναφέρονται συνοπτικά στη συνέχεια και το πλήρες κείμενό τους δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο στο δικτυακό τόπο (website) της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού: |
(6) |
Τα δικαιώματα θα διατίθενται σε διάφορα «πακέτα» με διαφανή και επί ίσοις όροις διαδικασία. Η διάρκεια ισχύος των συμβάσεων τόσο με τον ανεξάρτητο φορέα όσο και με τους κατόχους άδειας περαιτέρω εκμετάλλευσης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις τρεις αγωνιστικές περιόδους. |
(7) |
Οι ζωντανές μεταδόσεις του πρωταθλήματος πρώτης και δεύτερης κατηγορίας διατίθενται προς πώληση σε δύο πακέτα, για τους πωλητές προγράμματος τόσο της ελεύθερης όσο και της συνδρομητικής τηλεόρασης. Ένα τρίτο πακέτο παρέχει το δικαίωμα ζωντανής μετάδοσης τουλάχιστον δύο συναντήσεων της Bundesliga, καθώς και της ετεροχρονισμένης, πρώτης παρουσίασης των καλύτερων στιγμιότυπων στην ελεύθερη τηλεόραση. Ένα τέταρτο πακέτο περιλαμβάνει τη ζωντανή μετάδοση αγώνων της δεύτερης κατηγορίας και το δικαίωμα ετεροχρονισμένης, πρώτης παρουσίασης των καλύτερων στιγμιότυπων στην ελεύθερη τηλεόραση. Δευτερεύοντα και τριτεύοντα δικαιώματα εκμετάλλευσης προσφέρονται σε ένα πέμπτο πακέτο. Τα πακέτα 3-5 μπορούν να αγοραστούν από διάφορους φορείς εκμετάλλευσης. |
(8) |
Το πακέτο 6 περιέχει το δικαίωμα μετάδοσης των συναντήσεων της Bundesliga πρώτης και δεύτερης κατηγορίας ζωντανά ή/και με μικρή χρονική διαφορά στο Διαδίκτυο. Από την 1η Ιουλίου 2006 το πακέτο περιέχει το δικαίωμα μετάδοσης των συναντήσεων ζωντανά και με μικρή χρονική διαφορά. Η Ligaverband θα προσφέρει κάθε ημέρα στην οποία διεξάγονται αγώνες συνολικά τουλάχιστον 90 λεπτά ζωντανή ανταπόκριση από τις συναντήσεις στο Διαδίκτυο, π.χ. με τη μορφή κυκλώματος διάσκεψης. Το πακέτο 7 αφορά την ετεροχρονισμένη μετάδοση των καλύτερων στιγμιότυπων. Το πακέτο 8 περιλαμβάνει το δικαίωμα ζωντανής ή/και σχεδόν ζωντανής ή/και ετεροχρονισμένης μετάδοσης συναντήσεων της Bundesliga πρώτης ή/και δεύτερης κατηγορίας στην κινητή τηλεφωνία. Το πακέτο 9 παρέχει το δικαίωμα της ετεροχρονισμένης μετάδοσης αποσπασμάτων από τις συναντήσεις της Bundesliga πρώτης ή/και δεύτερης κατηγορίας στη φωνητική τηλεφωνία. |
(9) |
Κάθε σύλλογος μπορεί να πωλεί τους εντός έδρας αγώνες του, 24 ώρες μετά τη συνάντηση, σε φορέα ελεύθερης τηλεόρασης, για μια προβολή, μέχρι και ολόκληρου του αγώνα, στην ελεύθερη τηλεόραση στον ΕΟΧ. |
(10) |
Κάθε σύλλογος μπορεί να εκμεταλλεύεται στο Διαδίκτυο, μιάμιση ώρα μετά το τέλος του αγώνα, μια σύνοψη των αγώνων του εντός και εκτός έδρας διάρκειας μέχρι 30 λεπτών. Από την 1η Ιουλίου 2006 μπορεί κάθε σύλλογος, μετά το τέλος του αγώνα, να προσφέρει πλήρη ανταπόκριση από τους αγώνες του εντός και εκτός έδρας χωρίς περιορισμούς στην αρχική σελίδα (home page) του συλλόγου ή τρίτων. Κάθε σύλλογος μπορεί να πωλήσει το δικαίωμα ανταπόκρισης για τους εντός έδρας αγώνες του σε φορέα κινητής τηλεφωνίας για δίκτυα εντός του ΕΟΧ. Κάθε σύλλογος μπορεί να εκμεταλλεύεται τους εντός έδρας αγώνες του στην ελεύθερη ραδιοφωνία μετά το τέλος του αγώνα χωρίς περιορισμούς. Σε περίπτωση ζωντανής μετάδοσης δεν επιτρέπεται η υπέρβαση 10 λεπτών αγώνα ανά ημίχρονο. |
(11) |
Τα προαναφερθέντα δικαιώματα δεν επιτρέπεται να πωλούνται κατά τρόπο ώστε ένας πωλητής να μπορεί να κατασκευάσει προϊόν το οποίο να αντίκειται στα συμφέροντα της DFB και της Ligaverband και των αγοραστών των πακέτων 1-9 όσον αφορά ένα ενιαίο προϊόν, και να θέτει σε κίνδυνο τα πλεονεκτήματα του εμπορικού σήματος (Branding) και της κεντρικής πώλησης (One-stop-shop). |
(12) |
Σύμφωνα με την πρόταση των μερών οι σύλλογοι αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση των μη χρησιμοποιηθέντων δικαιωμάτων. Η Ligaverband διατηρεί το δικαίωμα παράλληλης, μη αποκλειστικής πώλησης του αντίστοιχου πακέτου. Αυτό συμβαίνει αφενός στην περίπτωση κατά την οποία η Ligaverband δεν έχει πωλήσει συγκεκριμένα δικαιώματα που διατίθενται σε κεντρική πώληση. Εάν μέχρι το τέλος της 14ης αγωνιστικής ημέρας ενός αγωνιστικού έτους δεν έχει επέλθει συμφωνία με φορέα εκμετάλλευσης σχετικά με ένα από τα προαναφερθέντα πακέτα καθορισμένων δικαιωμάτων, οι σύλλογοι μπορούν από τη 15η αγωνιστική ημέρα μέχρι το τέλος των αγώνων να πωλούν οι ίδιοι τους εντός έδρας αγώνες τους στο πλαίσιο των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στο μη χρησιμοποιηθέν πακέτο. Αφετέρου, οι σύλλογοι μπορούν να πωλούν δικαιώματα όταν ο αγοραστής δεν χρησιμοποιεί τα δικαιώματα χωρίς αντικειμενικό λόγο. |
(13) |
Οι τροποποιήσεις στον τηλεοπτικό τομέα όπως και στον τομέα του Διαδικτύου θα τεθούν σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2006. Όλες οι άλλες τροποποιήσεις ισχύουν από την 1η Ιουλίου 2004. Οι εν λόγω μεταβατικές φάσεις θα επιτρέψουν να ληφθούν υπόψη οι επιφυλάξεις όσον αφορά τον ανταγωνισμό χωρίς να διαταραχθεί η διοργάνωση αγώνων της Bundesliga πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. |
(14) |
Οι μελλοντικές συμβάσεις αδειών εκμετάλλευσης δεν αποτελούν αντικείμενο του προαναφερθέντος συστήματος πώλησης. Η Επιτροπή επιφυλάσσεται να εξετάσει το θέμα αυτό σε ξεχωριστή διαδικασία με βάση το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως για την περίπτωση που διάφορα, κεντρικά πωλούμενα πακέτα με αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης αγοραστούν σωρευτικά από ένα φορέα εκμετάλλευσης. |
4. Πρόθεση της Επιτροπής
(15) |
Με βάση τα προαναφερθέντα, η Επιτροπή προτίθεται να λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, με την οποία κηρύσσονται δεσμευτικές οι υποχρεώσεις που αναφέρονται συνοπτικά ανωτέρω και δημοσιεύονται πλήρως στο Διαδίκτυο στο δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Ωστόσο, πριν την έκδοση απόφασης, η Επιτροπή καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε προθεσμία ενός μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης. |
(16) |
Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν επίσης μια μη εμπιστευτική εκδοχή των παρατηρήσεών τους, στην οποία επιχειρηματικά και λοιπά απόρρητα σημεία θα διαγραφούν και θα αντικατασταθούν ανάλογα με την περίπτωση από μη εμπιστευτική σύνοψη ή από την υπόδειξη [επιχειρηματικά απόρρητα] ή [απόρρητο]. |
(17) |
Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέχουν τον κωδικό φακέλου «COMP/C-2/37.214 — Gemeinsame Vermarktung der Medienrechte an der Bundesliga» και να απευθύνονται στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
(1) Η κεντρική εκμετάλλευση αφορά όλα τα είδη δικαιωμάτων ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης: ελεύθερη τηλεόραση (Free-TV), συνδρομητική τηλεόραση, καρτοτηλεόραση (Pay-per-view-TV)· επίγεια, καλωδιακή ή δορυφορική μετάδοση· ζωντανή ή μαγνητοσκοπημένη μετάδοση· επανάληψη όλου του γεγονότος, αποσπάσματα ή σύνοψη των καλύτερων στιγμιότυπων, ραδιοφωνία. Η κεντρική πώληση αφορά επίσης δικαιώματα για υπάρχοντα και μελλοντικά τεχνικά μέσα κάθε είδους, όπως π.χ. UMTS, Διαδίκτυο ή Business TV.
(2) ΕΕ C 261 της 30.10.2003, σ. 13.
14.9.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229/16 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3545 — REWE/ASP)
(2004/C 229/05)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στη γερμανική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
δωρεάν από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους. |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στην «CDE» έκδοση της βάσης δεδομένων CELEX, με τον αριθμό του εγγράφου 32004M3545. Το CELEX είναι το σύστημα ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης για τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (http://europa.eu.int/celex). |
14.9.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 229/16 |
Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3539 — GOLDMAN SACHS/QMH)
(2004/C 229/06)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:
— |
δωρεάν από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://europa.eu.int/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους. |
— |
σε ηλεκτρονική μορφή στην «CEN» έκδοση της βάσης δεδομένων CELEX, με τον αριθμό του εγγράφου 32004M3539. Το CELEX είναι το σύστημα ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης για τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (http://europa.eu.int/celex). |