ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

47ό έτος
28 Αυγούστου 2004


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Δικαστήριο

 

Δικαστήριο

2004/C 217/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως), της 29ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-486/01 Ρ: Front national κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Αίτηση αναιρέσεως — Δήλωση περί σχηματισμού πολιτικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — Έλλειψη πολιτικής συγγένειας — Διάλυση με αναδρομική ισχύ της ομάδας ΤΣΑΒ — Ανταναίρεση — Ερμηνεία του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ — Έννοια της αποφάσεως που αφορά «άμεσα και ατομικά» ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο — Απαράδεκτο της προσφυγής την οποία άσκησε ένα εθνικό πολιτικό κόμμα)

1

2004/C 217/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-502/01 και C-31/02 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Sozialgericht Hannover και του Sozialgericht Aachen): Silke Gaumain-Cerri κατά Kaufmännische Krankenkasse – Pflegekasse και Maria Barth κατά Landesversicherungsanstalt Rheinprovinz (Κοινωνική ασφάλιση — Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — Συνθήκη ΕΚ — Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 — Παροχές προς κάλυψη αναγκών περιθάλψεως — Ανάληψη, από τον φορέα ασφαλίσεως περιθάλψεως, των εισφορών ασφαλίσεως γήρατος του τρίτου προσώπου που παρέχει περίθαλψη σε μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο)

1

2004/C 217/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια), της 29ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-110/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ενίσχυση της Πορτογαλικής Κυβέρνησης στους εκτροφείς χοίρων — Ενίσχυση που σκοπεί να καταστήσει δυνατή την επιστροφή ενισχύσεων που είχαν κριθεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά — Απόφαση του Συμβουλίου που κηρύσσει την ενίσχυση αυτή συμβατή με τη κοινή αγορά — Έλλειψη νομιμότητας — Άρθρο 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ)

2

2004/C 217/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-269/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας 98/24/EΚ στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας — Προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων — Κίνδυνοι οφειλόμενοι σε χημικούς παράγοντες στον χώρο εργασίας)

3

2004/C 217/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-295/02 (αίτηση του Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Gisela Gerken κατά Amt für Agrarstruktur Verden (Κοινή γεωργική πολιτική — Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεων — Κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 3887/92 και (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 — Αίτηση ενισχύσεων για ζώα — Παρατυπίες — Μείωση του ύψους της ενισχύσεως — Άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 — Αναδρομική εφαρμογή του λιγότερο αυστηρού μέτρου)

3

2004/C 217/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-361/02 και C-362/02 (αίτηση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Ελληνικό Δημόσιο κατά Νικολάου Τσάπαλου και Κωνσταντίνου Διαμαντάκη («Οδηγία 76/308/ΕΟΚ — Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη δασμών — Εφαρμογή επί απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας»)

4

2004/C 217/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-27/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (Παράβαση κράτους μέλους — Περιβάλλον — Οδηγία 91/271/ΕΟΚ — Απόφαση 93/481/ΕΟΚ — Συλλογή και επεξεργασία αστικών λυμάτων — Μη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη εντός της ταχθείσας προθεσμίας)

4

2004/C 217/8

Aπόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-65/03: Eπιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 12 ΕΚ, 149 ΕΚ και 150 ΕΚ — Δίπλωμα δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως αποκτηθέν σε άλλο κράτος μέλος — Πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση)

5

2004/C 217/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-127/03 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Trendsoft (Irl) Ltd (Ρήτρα διαιτησίας — Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών — Τόκοι υπερημερίας — Συνήθως ακολουθούμενη διαδικασία)

5

2004/C 217/0

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 22ας Ιουνίου 2004, Στην υπόθεση C-155/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2000/70/EK — Iατρικά βοηθήματα που περιλαμβάνουν σταθερά παράγωγα του ανθρώπινου αίματος ή πλάσματος — Παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο)

6

2004/C 217/1

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-166/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρο 28 ΕΚ — Εμπορία τεχνουργημάτων από πολύτιμο μέταλλο — Ονομασίες χρυσός και κράμα χρυσού)

6

2004/C 217/2

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-169/03 (αίτηση του Regeringsrätten για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Florian W. Wallentin κατά Riksskatteverket (Ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων — Εργαζόμενοι — Φόρος εισοδήματος — Μερική υπαγωγή φορολογουμένου που αποκτά μικρό μέρος των εισοδημάτων του σε ένα κράτος μέλος και είναι κάτοικος άλλου κράτους μέλους)

7

2004/C 217/3

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-214/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 88/609/ΕΟΚ — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως)

7

2004/C 217/4

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-292/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Δημοκρατίας της Φινλανδίας (Παράβαση κράτους μέλους — Περιβάλλον — Οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους — Οδηγία 2000/53/ΕΚ)

8

2004/C 217/5

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-311/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 1999/44/ΕΚ — Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο)

8

2004/C 217/6

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-331/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2000/53/ΕΚ — Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο)

9

2004/C 217/7

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-389/03 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (Παράβαση κράτους μέλους — Μη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 1999/74/ΕΚ)

9

2004/C 217/8

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-400/03 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του tribunal d'instance du VIIe arrondissement de Paris): Waterman SAS κατά Directeur général des douanes et droits indirects (Κοινό δασμολόγιο — Συνδυασμένη Ονοματολογία — Δασμολογική κλάση — Θήκη για στυλογράφους)

10

2004/C 217/9

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2004, στην υπόθεση C-448/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 98/44/ΕΚ)

10

2004/C 217/0

Υπόθεση C-241/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale della Liguria, Sezione Seconda, με διάταξη της 22ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Acquedotto De Ferrari Galliera s.p.a. κατά Provincia di Genova κ.λπ.

11

2004/C 217/1

Υπόθεση C-242/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale della Liguria, Sezione Seconda, με διάταξη της 22ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Acquedotto Nicolay s.p.a. κατά Provincia di Genova κ.λπ.

11

2004/C 217/2

Υπόθεση C-247/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το College van Beroep, με διάταξη της 28ης Μαΐου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Transport Maatschappij Traffic B.V. κατά Staatssecretaris van Economische Zaken (Υφυπουργός Οικονομικών)

12

2004/C 217/3

Υπόθεση C-248/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση Koninklijke Coöperatie Cosun U.A. κατά Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (υπουργού γεωργίας, φυσικού περιβάλλοντος και ποιότητας των τροφίμων)

12

2004/C 217/4

Υπόθεση C-255/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

12

2004/C 217/5

Υπόθεση C-257/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Court of Appeal (England and Wales), Civil Division, με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2004, στις υποθέσεις Michael Jason Clarke κατά Frank Staddon Ltd και J.C. Caulfield, C.F. Caulfield και K.V. Barnes κατά Marshalls Clay Products Ltd

13

2004/C 217/6

Υπόθεση C-259/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το High Court of Justice, ο ορισθείς από τον Lord Chancellor δικαστής, δυνάμει του άρθρου 76 του Trade Marks Act 1994, για την εκδίκαση της προσφυγής κατά της αποφάσεως του Registrar of Trade Marks, με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, στην υπόθεση Elizabeth Emanuel και Continental Shelf 128 Ltd

13

2004/C 217/7

Υπόθεση C-260/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 17 Ιουνίου 2004

14

2004/C 217/8

Υπόθεση C-275/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου που ασκήθηκε στις 29 Ιουνίου 2004

15

2004/C 217/9

Υπόθεση C-282/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών που ασκήθηκε στις 30 Ιουνίου 2004

15

2004/C 217/0

Υπόθεση C-283/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών που ασκήθηκε την 1η Ιουλίου 2004

16

2004/C 217/1

Υπόθεση C-285/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale di Oristano με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2004 στην υπόθεση Medda Ignazio κατά Banco di Napoli SpA και Regione Autonoma della Sardegna

17

2004/C 217/2

Υπόθεση C-286/04 Ρ: Αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Eurocermex SA στις 5 Ιουλίου 2004 κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004, στην υπόθεση Τ-399/02, Eurocermex SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

17

2004/C 217/3

Υπόθεση C-291/04: Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα με τη διάταξη του Tribunal de Police de Neufchâteau (Βέλγιο) της 4ης Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Ministère public και Henri Léon Schmitz

17

2004/C 217/4

Υπόθεση C-299/04: Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουλίου 2004

18

 

Πρωτοδικείο

2004/C 217/5

Απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 10ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση Τ-275/01, Mercedes Alvarez Moreno κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Υπάλληλοι — Βοηθητικός υπάλληλος — Διερμηνέας — Άρθρο 74 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Λήξη της συμβάσεως εργασίας)

19

2004/C 217/6

Υπόθεση Τ-158/04: Πρoσφυγή του Erich Drazdansky κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμονίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004

19

2004/C 217/7

Υπόθεση T-162/04: Προσφυγή της Eugénio Branco Lda. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 30 Απριλίου 2004

20

2004/C 217/8

Υπόθεση T-180/04: Προσφυγή της Przedsiebiorstwo Polmos Bialystock κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

21

2004/C 217/9

Υπόθεση Τ-183/04: Προσφυγή της Tokai Europe GmbH κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

21

2004/C 217/0

Υπόθεση Τ-185/04: Προσφυγή της Lancôme Parfums et Beauté et Cie κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η οποία ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

22

2004/C 217/1

Υπόθεση Τ-188/04: Προσφυγή της Freixenet S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η οποία ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

22

2004/C 217/2

Υπόθεση Τ-189/04: Προσφυγή του Christian van der Haegen κατά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, η οποία ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

23

2004/C 217/3

Υπόθεση Τ-192/04: Προσφυγή της Flex Equipos de Descanso, S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2004

23

2004/C 217/4

Υπόθεση T-199/04: Προσφυγή της Gul Ahmed Textile Mills Ltd κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2004

24

2004/C 217/5

Υπόθεση T-200/04: Προσφυγή της Regione Autonoma della Sardegna κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2004

24

2004/C 217/6

Υπόθεση Τ-204/04: Πρoσφυγή της Indorata-Servicos e Gestao Lda κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 7 Ιουνίου 2004

25

2004/C 217/7

Υπόθεση T-205/04: Προσφυγή του Alessandro Ianniello κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 8 Ιουνίου 2004

26

2004/C 217/8

Υπόθεση T-206/04: Προσφυγή της Fernando Rodrigues Carvalhais κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 7 Ιουνίου 2004 (τηλεομοιοτυπία/ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Ιουνίου 2004)

26

2004/C 217/9

Υπόθεση T-211/04: Προσφυγή της Κυβερνήσεως του Γιβραλτάρ κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

27

2004/C 217/0

Υπόθεση T-214/04: Προσφυγή της Royal County of Berkshire Polo Club Ltd κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 8 Ιουνίου 2004

28

2004/C 217/1

Υπόθεση T-215/04: Προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

29

2004/C 217/2

Υπόθεση T-236/04: Προσφυγή του European Environmental Bureau (Eυρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος) και του Stichting Natuur en Millieu κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

29

2004/C 217/3

Υπόθεση T-239/04: Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 11 Ιουνίου 2004

30

2004/C 217/4

Υπόθεση T-241/04: Προσφυγή του European Environmental Bureau (Eυρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος) και του Stichting Natuur en Millieu κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

30

2004/C 217/5

Υπόθεση T-244/04: Προσφυγή της Elisabeth Saskia Smit κατά της Ευρωπόλ που ασκήθηκε στις 17 Ιουνίου 2004

31

2004/C 217/6

Υπόθεση Τ-246/04: Προσφυγή του Jacques Wunenburger κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 17 Ιουνίου 2004

31

2004/C 217/7

Υπόθεση Τ-247/04: Προσφυγή της Asociación de Exportadores Españoles de Productos Farmacéuticos (ASEPROFAR) και της Española de Desarrollo e Impulso Farmacéutico, S.A. (EDIFA) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

32

2004/C 217/8

Υπόθεση T-248/04: Προσφυγή της Scania AB (Publ) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004

32

2004/C 217/9

Υπόθεση T-249/04: Προσφυγή του Philippe Combescot κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004

33

2004/C 217/0

Υπόθεση T-250/04: Προσφυγή-αγωγή του Philippe Combescot κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004

33

2004/C 217/1

Υπόθεση Τ-251/04: Προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 22 Ιουνίου 2004

34

2004/C 217/2

Υπόθεση T-252/04: Προσφυγή της Caviar Anzali κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 18 Ιουνίου 2004

35

2004/C 217/3

Υπόθεση Τ-256/04: Πρoσφυγή της Mundipharma AG κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 28 Ιουνίου 2004

35

2004/C 217/4

Υπόθεση T-260/04: Προσφυγή του C.E.S.T.A.S. — Centro di Educazione Sanitaria e Tecnologie Appropriate Sanitarie κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 23 Ιουνίου 2004

36

2004/C 217/5

Υπόθεση Τ-266/04: Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε την 1η Ιουλίου 2004

36

2004/C 217/6

Υπόθεση Τ-268/04: Προσφυγή της Spa Monopole, Compagnie fermière de Spa κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 28 Ιουνίου 2004

37

2004/C 217/7

Υπόθεση Τ-269/04: Προσφυγή της IDOM, S.A. κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 29 Ιουνίου 2004

38

2004/C 217/8

Διαγραφή της υποθέσεως T-304/99

38

2004/C 217/9

Διαγραφή της υποθέσεως T-69/02

38

2004/C 217/0

Διαγραφή της υποθέσεως T-249/03

38

 

III   Πληροφορίες

2004/C 217/1

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΕΕ C 201 της 7.8.2004

39

EL

 


I Ανακοινώσεις

Δικαστήριο

Δικαστήριο

28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 29ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-486/01 Ρ: Front national κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Δήλωση περί σχηματισμού πολιτικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Έλλειψη πολιτικής συγγένειας - Διάλυση με αναδρομική ισχύ της ομάδας ΤΣΑΒ - Ανταναίρεση - Ερμηνεία του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ - Έννοια της αποφάσεως που αφορά «άμεσα και ατομικά» ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο - Απαράδεκτο της προσφυγής την οποία άσκησε ένα εθνικό πολιτικό κόμμα)

(2004/C 217/01)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-486/01 P, Front national, με έδρα το Saint-Cloud (Γαλλία) (δικηγόροι: F. Wagner και V. de Poulpiquet de Brescanvel), με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2001, T-222/99, T-327/99 και T-329/99, Martinez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2823), προς εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής, όπου ο έτερος διάδικος στη διαδικασία ήταν: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: G. Garzón Clariana, J. Schoo και H. Krück), καθού πρωτοδίκως, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans (εισηγητή), A. Rosas, J.-P. Puissochet και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμήματος, R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και R. Silva de Lapuerta, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, εξέδωσε στις 29 Ιουνίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 2ας Οκτωβρίου 2001, T-222/99, T-327/99 και T-329/99, Martinez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, κατά το μέρος που κηρύσσει παραδεκτή την προσφυγή του Front national (υπόθεση T-327/99).

2.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή του Front national με την οποία αυτό ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού του εν λόγω κοινοτικού οργάνου και σχετικά με αναδρομική διάλυση της «Ομάδας Τεχνικού Συντονισμού Ανεξάρτητων Βουλευτών (ΤΣΑΒ) — Μεικτή ομάδα».

3.

Καταργείται η δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως που υπέβαλε το Front national κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί της οποίας γίνεται λόγος στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού.

4.

Καταδικάζει το Front national στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τόσο στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.


(1)  ΕΕ C 84 της 6.4.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/1


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-502/01 και C-31/02 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Sozialgericht Hannover και του Sozialgericht Aachen): Silke Gaumain-Cerri κατά Kaufmännische Krankenkasse – Pflegekasse και Maria Barth κατά Landesversicherungsanstalt Rheinprovinz (1)

(Κοινωνική ασφάλιση - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Συνθήκη ΕΚ - Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 - Παροχές προς κάλυψη αναγκών περιθάλψεως - Ανάληψη, από τον φορέα ασφαλίσεως περιθάλψεως, των εισφορών ασφαλίσεως γήρατος του τρίτου προσώπου που παρέχει περίθαλψη σε μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο)

(2004/C 217/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-502/01 και C-31/02, με αντικείμενο αιτήσεις του Sozialgericht Hannover (Γερμανία) (C-502/01) και του Sozialgericht Aachen (Γερμανία) (C-31/02) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες ζητήθηκε, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων μεταξύ Silke Gaumain-Cerri και Kaufmännische Krankenkasse – Pflegekasse (C-502/01) και Maria Barth και Landesversicherungsanstalt Rheinprovinz (C-31/02), η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της συνθήκης ΕΚ και του παραγώγου δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ενώσεως και ιδίως του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ L 28, 1997, σ. 1), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet (εισηγητή), R. Schintgen, F. Macken και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Μια παροχή όπως η ανάληψη, από τον αρμόδιο για τη χορήγηση των παροχών της ασφαλίσεως περιθάλψεως φορέα, των εισφορών ασφαλίσεως γήρατος του τρίτου προσώπου το οποίο παρέχει κατ' οίκον περίθαλψη σε μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο υπό τις συνθήκες των υποθέσεων των κυρίων δικών συνιστά παροχή ασθενείας υπέρ του μη αυτοεξυπηρετουμένου ατόμου η οποία υπάγεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996.

2.

Προκειμένου περί παροχών όπως αυτές της γερμανικής ασφαλίσεως περιθάλψεως οι οποίες χορηγούνται υπό τις συνθήκες των υποθέσεων των κυρίων δικών σε ασφαλισμένο που κατοικεί στο έδαφος του αρμοδίου κράτους ή σε άτομο που κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και υπάγεται στην ως άνω ασφάλιση ως μέλος της οικογένειας εργαζομένου, η συνθήκη, και ειδικότερα το άρθρο 17 ΕΚ, καθώς και ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/97, απαγορεύουν την εκ μέρους του αρμοδίου φορέα άρνηση αναλήψεως των εισφορών ασφαλίσεως γήρατος υπηκόου ενός κράτους μέλους, ο οποίος διαδραματίζει τον ρόλο του τρίτου προσώπου που παρέχει περίθαλψη στον δικαιούχο των ως άνω παροχών, για τον λόγο ότι το ως άνω τρίτο πρόσωπο ή ο εν λόγω δικαιούχος κατοικούν σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος.


(1)  ΕΕ C 84 της 6.4.2002.

ΕΕ C 109 της 4.5.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/2


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(ολομέλεια)

της 29ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-110/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1)

(Ενίσχυση της Πορτογαλικής Κυβέρνησης στους εκτροφείς χοίρων - Ενίσχυση που σκοπεί να καταστήσει δυνατή την επιστροφή ενισχύσεων που είχαν κριθεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά - Απόφαση του Συμβουλίου που κηρύσσει την ενίσχυση αυτή συμβατή με τη κοινή αγορά - Έλλειψη νομιμότητας - Άρθρο 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ)

(2004/C 217/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-110/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: F. Santaolalla Gadea, Δ. Τριανταφύλλου και V. Di Bucci) κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: J. Carbery και F. Florindo Gijón) υποστηριζόμενου από την Πορτογαλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: L. Fernandes και I. Palma) και τη Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι G. de Bergues και F. Million), με αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης 2002/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, σχετικά με την άδεια χορήγησης ενίσχυσης από την Κυβέρνηση της Πορτογαλίας στους Πορτογάλους εκτροφείς χοίρων, δικαιούχους των μέτρων που εγκρίθηκαν το 1994 και το 1198 (ΕΕ L 43, σ. 18), το Δικαστήριο (ολομέλεια), συγκείμενο από τους από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, C. Gulmann, J.-P. Puissochet και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμήματος, A. La Pergola, R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και K. Lenaerts (εισηγητή) δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 29 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Ακυρώνει την απόφαση 2002/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, σχετικά με την άδεια χορήγησης ενίσχυσης από την Κυβέρνηση της Πορτογαλίας στους Πορτογάλους εκτροφείς χοίρων, δικαιούχους των μέτρων που εγκρίθηκαν το 1994 και το 1998.

2.

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

3.

Η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικά τους έξοδα.


(1)  ΕΕ C 131 της 1.6.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-269/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας 98/24/EΚ στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας - Προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων - Κίνδυνοι οφειλόμενοι σε χημικούς παράγοντες στον χώρο εργασίας)

(2004/C 217/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-269/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: D. Martin) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. De Bergues, C. Lemaire και C. Bergeot-Nunes), που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 131, σ. 11), ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, R. Schintgen και K. Schiemann (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 219 της 14.9.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-295/02 (αίτηση του Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Gisela Gerken κατά Amt für Agrarstruktur Verden (1)

(Κοινή γεωργική πολιτική - Ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα κοινοτικά καθεστώτα ενισχύσεων - Κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 3887/92 και (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 - Αίτηση ενισχύσεων για ζώα - Παρατυπίες - Μείωση του ύψους της ενισχύσεως - Άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 - Αναδρομική εφαρμογή του λιγότερο αυστηρού μέτρου)

(2004/C 217/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-295/02, με αντικείμενο αίτηση του Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Gisela Gerken και Amt für Agrarstruktur Verden, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391, σ. 36), 44, 53 και 54 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 327, σ. 11), και 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, R. Schintgen, F. Macken (εισηγήτρια) και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση αιτήσεως χορηγήσεως ενισχύσεως για ζώα που εμπίπτει ratione temporis στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων, και στην οποία περίπτωση έχει σημειωθεί παρατυπία που επισύρει την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο α), του εν λόγω κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν αναδρομικά τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3508/92 του Συμβουλίου, για τον λόγο ότι οι διατάξεις αυτές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.2419/2001 προβλέπουν λιγότερο αυστηρά μέτρα για την επίδικη συμπεριφορά.


(1)  ΕΕ C 261 της 26.10.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/4


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-361/02 και C-362/02 (αίτηση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Ελληνικό Δημόσιο κατά Νικολάου Τσάπαλου και Κωνσταντίνου Διαμαντάκη (1)

(«Οδηγία 76/308/ΕΟΚ - Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη δασμών - Εφαρμογή επί απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας»)

(2004/C 217/06)

Γλώσσα της διαδικασίας: η ελληνική

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-361/02 και C-362/02, με αντικείμενο αιτήσεις του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς (Ελλάδα), κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες ζητήθηκε, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Νικολάου Τσάπαλου (C-361/02), Κωνσταντίνου Διαμαντάκη (C-362/02), η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως των απαιτήσεων που προκύπτουν από πράξεις οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς, και περί του φόρου προστιθεμένης αξίας και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 126), όπως τροποποιήθηκε με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ C 241, 1994, σ. 21), το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή) και N. Colneric, δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: Μ. Múgica Arzamendi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Η οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως των απαιτήσεων που προκύπτουν από πράξεις οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς, και περί του φόρου προστιθεμένης αξίας και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, όπως τροποποιήθηκε με την πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται επί τελωνειακής φύσεως απαιτήσεων οι οποίες γεννήθηκαν σε κράτος μέλος και αποτελούν αντικείμενο τίτλου εκδοθέντος από το κράτος αυτό πριν από τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας εντός άλλου κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.


(1)   ΕΕ C 305 της 7.12.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/4


Απόφαση του Δικαστηρίου

(τέταρτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-27/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Περιβάλλον - Οδηγία 91/271/ΕΟΚ - Απόφαση 93/481/ΕΟΚ - Συλλογή και επεξεργασία αστικών λυμάτων - Μη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη εντός της ταχθείσας προθεσμίας)

(2004/C 217/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Στην υπόθεση C-27/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Valero Jordana και M. van Beek) κατά Βασιλείου του Βελγίου (εκπρόσωπος: A. Snoecx, επικουρούμενη από την A. Cornet), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την πλήρη εφαρμογή των άρθρων 3, 5 και 17 —του τελευταίου αυτού άρθρου λαμβανομένου υπόψη σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 4— της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135, σ. 40), καθώς και της αποφάσεως 93/481/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Iουλίου 1993, περί των σχημάτων για την έκθεση των τεχνικών προγραμμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 17 της οδηγίας 91/271 (EE L 226, σ. 23), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας και της αποφάσεως που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rοdrigues, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissοchet και F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacοbs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Tο Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την πλήρη εφαρμογή των άρθρων 3, 5 και 17 —του τελευταίου αυτού άρθρου λαμβανομένου υπόψη σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 4— της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, καθώς και της αποφάσεως 93/481/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Iουλίου 1993, περί των σχημάτων για την έκθεση των τεχνικών προγραμμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 17 της οδηγίας 91/271, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας και της αποφάσεως.

2.

Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 70 της 22.3.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/5


Aπόφαση του Δικαστηρίου

(τρίτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-65/03: Eπιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 12 ΕΚ, 149 ΕΚ και 150 ΕΚ - Δίπλωμα δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως αποκτηθέν σε άλλο κράτος μέλος - Πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση)

(2004/C 217/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-65/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: D. Martin), κατά Βασιλείου του Βελγίου (εκπρόσωπος: A.Snoecx), που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι κάτοχοι διπλωμάτων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως που χορηγήθηκαν από άλλα κράτη μέλη να έχουν πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση στη γαλλική κοινότητα του Βελγίου υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τους κατόχους του πιστοποιητικού ανώτατου κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως (CESS), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 12 ΕΚ, 149 ΕΚ και 150 ΕΚ, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen και την N. Colneric (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε την 10η Ιουνίου απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι κάτοχοι διπλωμάτων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως που χορηγήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη να έχουν πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση στη γαλλική κοινότητα του Βελγίου υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τους κατόχους του πιστοποιητικού ανώτατου κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως (CESS), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 149 ΕΚ και 150 ΕΚ.

2.

Το Βασίλειο του Βελγίου καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 83 της 5.4.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/5


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-127/03 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Trendsoft (Irl) Ltd (1)

(Ρήτρα διαιτησίας - Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών - Τόκοι υπερημερίας - Συνήθως ακολουθούμενη διαδικασία)

(2004/C 217/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Στην υπόθεση C-127/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: L. Flynn και C. Giolitto) κατά Trendsoft (Irl) Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), με αντικείμενο αγωγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ αποσκοπούσα στην επιστροφή του ποσού των 21 303 ευρώ που κατέβαλε η τελευταία στην εναγομένη στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως ΕΡ 23697, πλέον τόκων υπερημερίας, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, F. Macken (εισηγήτρια) και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Υποχρεώνει την Trendsοft (Irl) Ltd να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ποσό 21 303 ευρώ ως κύρια οφειλή, πλέον τόκων υπερημερίας:

με επιτόκιο 6,09 % ετησίως από τις 31 Αυγούστου 2000 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002,

με επιτόκιο 8 % ετησίως από 1ης Ιανουαρίου 2003 μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως,

με το ετήσιο επιτόκιο που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία, ήτοι επί του παρόντος το άρθρο 26 του Debtors (Ireland) Act 1840, όπως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Courts Act 1981, με τον τρίτο κανονισμό του Courts Act 1981 (Interest on Judgment Debts) Order 1989, μέχρις ορίου επιτοκίου 8,09 % ετησίως από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως.

2.

Καταδικάζει την Trendsοft (Irl) Ltd στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 112 της 10.5.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/6


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2004

Στην υπόθεση C-155/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2000/70/EK - Iατρικά βοηθήματα που περιλαμβάνουν σταθερά παράγωγα του ανθρώπινου αίματος ή πλάσματος - Παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο)

(2004/C 217/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-155/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένη από τους B. Stromsky και R. Amorosi) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπροσωπουμένης από τον G. de Bergues και την C. Bergeot-Nunes) που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2000/70/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, για τροποποίηση της οδηγίας 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τα ιατρικά βοηθήματα που περιλαμβάνουν σταθερά παράγωγα του ανθρώπινου αίματος ή πλάσματος (ΕΕ L 313, σ. 22), ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ως άνω οδηγία, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο του τμήματος, A. La Pergola (εισηγητή) και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2000/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, για τροποποίηση της οδηγίας 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τα ιατρικά βοηθήματα που περιλαμβάνουν σταθερά παράγωγα του ανθρώπινου αίματος ή πλάσματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 171 της 19.7.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/6


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-166/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 28 ΕΚ - Εμπορία τεχνουργημάτων από πολύτιμο μέταλλο - Ονομασίες χρυσός και κράμα χρυσού)

(2004/C 217/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-166/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: B. Stromsky) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. de Bergues και F. Million), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, επιτρέποντας την ονομασία «οr» (χρυσός) μόνο για τα τεχνουργήματα με περιεκτικότητα σε χρυσό 750 χιλιοστά, ενώ αυτά με περιεκτικότητα 375 ή 585 χιλιοστά φέρουν την ονομασία «alliage οr» (κράμα χρυσού), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), R. Schintgen και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία επιτρέποντας την ονομασία «οr» (χρυσός) μόνο για τα τεχνουργήματα με περιεκτικότητα σε χρυσό 750 χιλιοστά, ενώ αυτά με περιεκτικότητα 375 ή 585 χιλιοστά φέρουν την ονομασία «alliage οr» (κράμα χρυσού), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ.

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 135 της 7.6.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/7


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-169/03 (αίτηση του Regeringsrätten για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Florian W. Wallentin κατά Riksskatteverket (1)

(Ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων - Εργαζόμενοι - Φόρος εισοδήματος - Μερική υπαγωγή φορολογουμένου που αποκτά μικρό μέρος των εισοδημάτων του σε ένα κράτος μέλος και είναι κάτοικος άλλου κράτους μέλους)

(2004/C 217/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική

Στην υπόθεση C-169/03, με αντικείμενο αίτηση του Regeringsrätten (Σουηδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Florian W. Wallentin και Riksskatteverket, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 39 ΕΚ, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola, S. von Bahr, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Το άρθρο 39 ΕΚ είναι αντίθετο προς νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία από φορολογικής απόψεως δεν θεωρούνται κάτοικοι ημεδαπής, αλλά αποκτούν εντός του κράτους αυτού εισοδήματα από εργασία,

φορολογούνται μέσω συστήματος παρακρατήσεως φόρου στην πηγή, σύμφωνα με το οποίο δεν χορηγείται η βασική έκπτωση ούτε άλλες εκπτώσεις σχετικές με την προσωπική κατάσταση του φορολογουμένου,

ενώ οι κάτοικοι ημεδαπής δικαιούνται τις μειώσεις και τις εκπτώσεις αυτές στο πλαίσιο της γενικής φορολογίας εισοδήματος για όλα τα εισοδήματα τα οποία αποκτούν σε αυτό το κράτος μέλος και στην αλλοδαπή,

όταν οι μη κάτοικοι στο κράτος φορολογήσεως διαθέτουν στο κράτος κατοικίας τους μόνον έσοδα που δεν υπόκεινται, εκ φύσεως, σε φόρο εισοδήματος.


(1)  ΕΕ C 158 της 5.7.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/7


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-214/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 88/609/ΕΟΚ - Ατμοσφαιρική ρύπανση - Μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως)

(2004/C 217/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Στην υπόθεση C-214/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. C. Schieferer και G. Valero Jordana) κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (εκπρόσωποι: H. Dossi και E. Riedl), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, μη μεταφέροντας ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 88/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1988, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως (ΕΕ L 336, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/66/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 337, σ. 83), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω τροποποιημένη οδηγία, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, A. La Pergola, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια) και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, σημεία 6, 8, 9, και 10, τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, και τα παραρτήματα ΙΙΙ έως VII, και από το άρθρο 9, παράγραφος 2 και 3, της οδηγίας 88/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1988, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσεως (ΕΕ L 336, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/66/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1994,

έχοντας προβλέψει, στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του Luftreinhalteverordnung für Kesselanlagen (διατάγματος περί περιορισμού της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως που προκαλούν οι ατμολέβητες), σχετικά με τη διατήρηση της ποιότητας του αέρα όσον αφορά τους λέβητες, έναν ορισμό των «μικτών» εστιών που αφίσταται ορισμού που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας,

μη έχοντας μεταφέρει στις σχετικές εθνικές διατάξεις, ήτοι στον Luftreinhaltegestz für Kesselanlagen (νόμο περί περιορισμού της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως που προκαλείται από ατμολέβητες) και στο Luftreinhalteverordnung für Kesselanlagen, τους ορισμούς της «νέας εγκαταστάσεως» και της «υφισταμένης εγκαταστάσεως» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, σημεία 9 και 10, της οδηγίας,

έχοντας ορίσει ελλιπώς, στη σχετική κανονιστική ρύθμιση που αφορά τη διατήρηση της ποιότητας του αέρα, τις οριακές τιμές εκπομπής που καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στα παραρτήματα ΙΙΙ έως VII για το διοξείδιο του θείου, τα οξείδια του αζώτου και τον κονιορτό, καθόσον απέστη, μεταξύ άλλων, από τον ορισμό του «καυσίμου» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, σημείο 6, της οδηγίας, και

μη έχοντας μεταφέρει ορθώς στον Luftreinhaltegestz für Kesselanlagen και στο Luftreinhalteverordnung für Kesselanlagen τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 της οδηγίας, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των οριακών τιμών εκπομπής για τις εγκαταστάσεις καύσεως που είναι εξοπλισμένες με μικτή εστία και οι οποίες χρησιμοποιούν τα κατάλοιπα απόσταξης και μετατροπής της διύλισης του ακάθαρτου πετρελαίου, μόνα τους ή με άλλα καύσιμα, για ίδια κατανάλωση.

2.

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 158 της 5.7.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/8


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-292/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Δημοκρατίας της Φινλανδίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Περιβάλλον - Οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους - Οδηγία 2000/53/ΕΚ)

(2004/C 217/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική

Στην υπόθεση C-292/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: Κ. Κωνσταντινίδης και P. Aalto) κατά Δημοκρατίας της Φινλανδίας (εκπρόσωπος: A. Guimaraes-Purokoski), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Φινλανδίας, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269, σ. 34), ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rοdrigues, πρόεδρο τμήματος, F. Macken (εισηγήτρια) K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Φινλανδίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 213 της 6.9.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/8


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-311/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 1999/44/ΕΚ - Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο)

(2004/C 217/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-311/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: D. Martin) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. de Bergues και R. Loosli-Surrans), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171, σ. 12), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen και K. Schiemann, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 213 της 6.9.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/9


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-331/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2000/53/ΕΚ - Μη εμπρόθεσμη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο)

(2004/C 217/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-331/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: Μ. Κωνσταντινίδης και F. Simonetti) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. de Bergues και E. Puisais), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου της ζωής τους (EE L 269, σ. 34), ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, F. Macken (εισηγήτρια) και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου της ζωής τους, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 213 της 6.9.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/9


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-389/03 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 1999/74/ΕΚ)

(2004/C 217/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-389/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: A. Bordes) κατά Βασιλείου του Βελγίου (εκπρόσωπος: E. Dominikovits), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 1999/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Iουλίου 1999, περί των στοιχειωδών απαιτήσεων για την προστασία των ωοπαραγωγών ορνίθων (EE L 203, σ. 53), ή, εν πάση περιπτώσει, μη ανακοινώνοντας στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rοdrigues, πρόεδρο τμήματος, F. Macken (εισηγήτρια) και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Tο Βασίλειο του Βελγίου, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 1999/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Iουλίου 1999, περί των στοιχειωδών απαιτήσεων για την προστασία των ωοπαραγωγών ορνίθων, ή, εν πάση περιπτώσει, μη ανακοινώνοντας στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

2.

Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 251 της 18.10.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/10


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-400/03 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του tribunal d'instance du VIIe arrondissement de Paris): Waterman SAS κατά Directeur général des douanes et droits indirects (1)

(Κοινό δασμολόγιο - Συνδυασμένη Ονοματολογία - Δασμολογική κλάση - Θήκη για στυλογράφους)

(2004/C 217/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-400/03, με αντικείμενο αίτηση του tribunal d'instance du VIIe arrondissement de Paris (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Waterman SAS, πρώην Waterman SA, και Directeur général des douanes et droits indirects, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς τη συμφωνία των επεξηγηματικών σημειώσεων των διακρίσεων 4202 12 11 και 4202 12 19 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που περιέχεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Επεξηγηματικές σημειώσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (ΕΕ C 199, 2000, σ. 1), με τη Συνδυασμένη Ονοματολογία του κοινού δασμολογίου του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2263/2000 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2000 (ΕΕ L 264, σ. 1), το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και K. Lenaerts (εισηγητή), δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl, γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 8 Ιουλίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Η εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν αποκάλυψε κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να θίξει την ισχύ των επεξηγηματικών σημειώσεων των διακρίσεων 4202 12 11 και 4202 12 19 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που περιέχονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Επεξηγηματικές σημειώσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».


(1)  ΕΕ C 275 της 15.11.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/10


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2004

στην υπόθεση C-448/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 98/44/ΕΚ)

(2004/C 217/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση C-448/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: K. Banks) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωποι: G. de Bergues και A. Bodard-Hermant), με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 98/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Iουλίου 1998, για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων (ΕΕ L 213, σ. 13), ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15 της ως άνω οδηγίας, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2004, απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 98/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Iουλίου 1998, για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15 της ως άνω οδηγίας.

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 289 της 29.11.2003.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/11


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale della Liguria, Sezione Seconda, με διάταξη της 22ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Acquedotto De Ferrari Galliera s.p.a. κατά Provincia di Genova κ.λπ.

(Υπόθεση C-241/04)

(2004/C 217/20)

Με διάταξη της 22ας Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 8 Ιουνίου 2004, το Tribunale Amministrativo Regionale della Liguria, Sezione Seconda, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Acquedotto De Ferrari Galliera s.p.a. και Provincia di Genova κ.λπ. που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

Πρέπει να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία των άρθρων 12, 28, 43, 49 και 86 της συνθήκης ΕΚ που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Teleaustria, ισχύει και δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται κανείς δυνητικός ή πραγματικός κίνδυνος διακρίσεων λόγω ιθαγένειας;

Επιτρέπουν τα άρθρα 12, 28, 43, 49 και 86 της συνθήκης ΕΚ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-324/98 Teleaustria, στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τον χρόνο της συμμορφώσεώς τους προς τα άρθρα αυτά, μεταβατικές ρυθμίσεις για τη διατήρηση σε ισχύ των συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών που έχουν ήδη συναφθεί χωρίς διαγωνισμό και, αν ναι, ποια μπορεί να είναι η διάρκεια της ισχύος των ρυθμίσεων αυτών;

Έχει το άρθρο 86, παράγραφος 2, την έννοια ότι επιτρέπει την παρέκκλιση από τα άρθρα 12, 28, 43 και 49 της συνθήκης ΕΚ (όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-324/98, σχετικά με την υποχρέωση συνάψεως των συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών κατόπιν διαγωνισμού) μόνο ως προς τη σύναψη της συμβάσεως για μεταβατική περίοδο σαφώς καθορισμένης και εύλογης διάρκειας, εφόσον η συγκεκριμένη περίπτωση που υποβάλλεται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου ενέχει τέτοιες ιδιαιτερότητες, ώστε η διεξαγωγή του διαγωνισμού για τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας, όπως είναι η ολοκληρωμένη υπηρεσία ύδατος, μπορεί να παραβλάψει την έγκαιρη υλοποίηση, θέση σε λειτουργία και διαχείριση της ίδιας της υπηρεσίας;


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/11


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale della Liguria, Sezione Seconda, με διάταξη της 22ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Acquedotto Nicolay s.p.a. κατά Provincia di Genova κ.λπ.

(Υπόθεση C-242/04)

(2004/C 217/21)

Με διάταξη της 22ας Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 8 Ιουνίου 2004, το Tribunale Amministrativo Regionale della Liguria, Sezione Seconda, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Acquedotto Nicolay s.p.a. και Provincia di Genova κ.λπ. που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

Πρέπει να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία των άρθρων 12, 28, 43, 49 και 86 της συνθήκης ΕΚ που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-324/98, Teleaustria, ισχύει και δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται κανείς δυνητικός ή πραγματικός κίνδυνος διακρίσεων λόγω ιθαγένειας;

Επιτρέπουν τα άρθρα 12, 28, 43, 49 και 86 της συνθήκης ΕΚ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-324/98 Teleaustria, στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τον χρόνο της συμμορφώσεώς τους προς τα άρθρα αυτά, μεταβατικές ρυθμίσεις για τη διατήρηση σε ισχύ των συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών που έχουν ήδη συναφθεί χωρίς διαγωνισμό και, αν ναι, ποια μπορεί να είναι η διάρκεια της ισχύος των ρυθμίσεων αυτών;

Έχει το άρθρο 86, παράγραφος 2, την έννοια ότι επιτρέπει την παρέκκλιση από τα άρθρα 12, 28, 43 και 49 της συνθήκης ΕΚ (όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-324/98, σχετικά με την υποχρέωση συνάψεως των συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών κατόπιν διαγωνισμού) μόνο ως προς τη σύναψη της συμβάσεως για μεταβατική περίοδο σαφώς καθορισμένης και εύλογης διάρκειας, εφόσον η συγκεκριμένη περίπτωση που υποβάλλεται στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου ενέχει τέτοιες ιδιαιτερότητες, ώστε η διεξαγωγή του διαγωνισμού για τη σύναψη της συμβάσεως παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ή κοινής ωφέλειας, όπως είναι η ολοκληρωμένη υπηρεσία ύδατος, μπορεί να παραβλάψει την έγκαιρη υλοποίηση, θέση σε λειτουργία και διαχείριση της ίδιας της υπηρεσίας;


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/12


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το College van Beroep, με διάταξη της 28ης Μαΐου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Transport Maatschappij Traffic B.V. κατά Staatssecretaris van Economische Zaken (Υφυπουργός Οικονομικών)

(Υπόθεση C-247/04)

(2004/C 217/22)

Το College van Beroep voor het bedrijfsleven, με διάταξη της 28ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 2004, υποβάλλει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ των Transport Maatschappij Traffic B.V. και Staatssecretaris van Economische Zaken, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

Πρέπει η περιεχόμενη στο άρθρο 236 του ΚΤΚ (1) έκφραση «οφειλόταν νομίμως» να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά μόνον το ζήτημα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις γενέσεως τελωνειακής οφειλής όπως εκτίθενται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου VII του ΚΤΚ ή υπό την έννοια ότι πρόκειται για νόμιμη οφειλή μόνον όταν δεν μπορεί να προβληθεί κανένας λόγος, περιλαμβανομένων των λόγων που απορρέουν από τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις κατά το σημείο 23 του άρθρου 4 του ΚΤΚ, για τον οποίο δύναται να προσβληθεί η ανακοίνωση ότι οφείλονται δασμοί;


(1)  EE L 302 της 13.10.1992, σ. 1.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/12


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση Koninklijke Coöperatie Cosun U.A. κατά Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (υπουργού γεωργίας, φυσικού περιβάλλοντος και ποιότητας των τροφίμων)

(Υπόθεση C-248/04)

(2004/C 217/23)

Με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 11 Ιουνίου 2004, το College van Beroep voor het bedrijfsleven, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ: Koninklijke Coöperatie Cosun U.A. και Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteitπου εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Στην περίπτωση κατά την οποία η δυνατότητα διαγραφής βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 1430/79 (1), όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, δεν έχει εφαρμογή σε εισφορές για ζάχαρη Γ όπως η επίμαχη, είναι πλήρως ή εν μέρει ανίσχυροι, συνεπεία ορισμένων λόγων επιεικείας, οι κανονισμοί (EΟΚ) αριθ. 1785/81 (2) του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, και (EΟΚ) αριθ. 2670/81 (3) της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 1981, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής για την εκτός ποσοστώσεως παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης, ως εκ του γεγονότος ότι δεν υφίσταται η δυνατότητα επιστροφής ή διαγραφής της εισφοράς για ζάχαρη Γ;

2.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αποσβέννυται η κατά νόμο οφειλή εισφοράς για ζάχαρη Γ ή μπορούν οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους ή/και η Επιτροπή να μην επιβάλουν, για ορισμένες ποσότητες ζάχαρης Γ, εισφορά σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 2670/81, όταν στον υπόχρεο για την καταβολή της εισφοράς δεν πρέπει να προσαφθεί κανενός είδους δόλια ενέργεια ή αμέλεια δυνάμενη να έχει συμβάλει στη μη πραγματοποίηση της σχεδιαζόμενης από αυτόν εξαγωγής των οικείων ποσοτήτων, ο οποίος, λόγω των αναγκών μιας έρευνας των εθνικών αρχών για παραβάσεις και παρατυπίες, δεν έλαβε γνώση αυτής της έρευνας;


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162.

(2)  ΕΕ L 177 της 1.7.1981, σ. 4.

(3)  ΕΕ L 262 της 16.9.1981, σ. 14.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/12


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-255/04)

(2004/C 217/24)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. Traversa και την A.-M. Rouchaud-Joët, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 14 Ιουνίου 2004, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία,

εξαρτώντας τη χορήγηση αδείας λειτουργίας σε πρακτορείο ευρέσεως εργασίας για καλλιτέχνες, εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, από το κριτήριο του συμφέροντος που παρουσιάζει η δραστηριότητα του πρακτορείου από την άποψη των αναγκών των καλλιτεχνών για την εξεύρεση εργασίας,

εφαρμόζοντας το τεκμήριο της έμμισθης απασχολήσεως σε καλλιτέχνη που αναγνωρίζεται ως παρέχων υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος καταγωγής του, όπου παρέχει συνήθως ανάλογες υπηρεσίες,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ, και να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Το καθεστώς χορηγήσεως αδειών σε παρέχοντες υπηρεσίες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι δεν διαθέτουν άδεια χορηγηθείσα υπό συγκρίσιμες προϋποθέσεις στο κράτος καταγωγής τους συνίσταται σε μια αμιγώς μηχανική εφαρμογή του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί των παρεχόντων υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία και ουδόλως λαμβάνει υπόψη τα δικαιολογητικά και τις εγγυήσεις που έχουν ήδη παρασχεθεί στο κράτος καταγωγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή του γαλλικού καθεστώτος χορηγήσεως αδειών υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την προάσπιση των συμφερόντων των ενδιαφερομένων καλλιτεχνών. Αφετέρου, το κριτήριο του συμφέροντος που παρουσιάζει η δραστηριότητα του πρακτορείου από την άποψη των αναγκών των καλλιτεχνών για την εξεύρεση εργασίας παρέχει στον Υπουργό Εργασίας, που είναι αρμόδιος για τη χορήγηση ή την ανάκληση των αδειών, πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς τον αποκλεισμό ενός αλλοδαπού παρέχοντος υπηρεσίες επειδή υφίσταται επαρκής αριθμός γαλλικών πρακτορείων που είναι κάτοχοι αδείας στη Γαλλία.

Το τεκμήριο της έμμισθης απασχολήσεως το οποίο εφαρμόζεται σε καλλιτέχνη που αναγνωρίζεται ως παρέχων υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος καταγωγής του, όπου παρέχει συνήθως ανάλογες υπηρεσίες, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, κατά το μέτρο που το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να απαγορεύσει ή να παρεμποδίσει τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου παρέχει νομίμως ανάλογες υπηρεσίες, και υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των σκοπών από τους οποίους διαπνέεται. Εξάλλου, το τεκμήριο πολύ δύσκολα μπορεί να ανατραπεί και έχει συνέπειες όχι μόνον όσον αφορά το καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και όσον αφορά τις άδειες μετ' αποδοχών και το καθεστώς επικουρικής συντάξεως. Έστω και αν το εν λόγω τεκμήριο εφαρμόζεται αδιακρίτως στους ημεδαπούς καλλιτέχνες και σε εκείνους που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, το τεκμήριο αυτό συνιστά περιορισμό ικανό να παρεμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες των καλλιτεχνών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος, όπου παρέχουν νομίμως ανάλογες υπηρεσίες, περιορισμό δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/13


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Court of Appeal (England and Wales), Civil Division, με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2004, στις υποθέσεις Michael Jason Clarke κατά Frank Staddon Ltd και J.C. Caulfield, C.F. Caulfield και K.V. Barnes κατά Marshalls Clay Products Ltd

(Υπόθεση C-257/04)

(2004/C 217/25)

Με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 16 Ιουνίου 2004, το Court of Appeal (England and Wales), Civil Division, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιόν του, μεταξύ Michael Jason Clarke και Frank Staddon Ltd, και μεταξύ J.C. Caulfield, C.F. Caulfield, K.V. Barnes και Marshalls Clay Products Ltd, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Συνεπάγεται μια δεσμευτική συμβατική ρύθμιση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένο τμήμα του καταβαλλομένου στον εργαζόμενο μισθού αντιπροσωπεύει τις «αποδοχές αδείας» του εν λόγω εργαζομένου (σύστημα ενσωματώσεως των αποδοχών αδείας στον μισθό), προσβολή του δικαιώματος του μισθωτού για λήψη ετησίας αδείας μετ' αποδοχών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 της οδηγίας 93/104/ΕΚ περί ωραρίων εργασίας (1);

2.

Θα διέφερε η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, αν ο εργαζόμενος ελάμβανε τις ίδιες αποδοχές πριν και μετά τη θέση σε εφαρμογή της εν λόγω δεσμευτικής συμβατικής ρυθμίσεως, οπότε το αποτέλεσμα της ρυθμίσεως αυτής δεν θα ήταν η καταβολή επιπλέον μισθού αλλά, μάλλον, ο χαρακτηρισμός μέρους του καταβαλλομένου στον εργαζόμενο μισθού ως αποδοχών αδείας;

3.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνιστά προσβολή του δικαιώματος για ετήσια άδεια μετ' αποδοχών που καθιερώνεται στο άρθρο 7 το να πιστώνεται στον εργοδότη η καταβολή του οικείου ποσού ώστε να μπορεί να συμψηφιστεί με την αξίωση που προκύπτει από την εφαρμογή της οδηγίας;

4.

Είναι αναγκαίο, προκειμένου να τηρηθεί η υποχρέωση εξασφαλίσεως του δικαιώματος του εργαζομένου για ετήσια άδεια μετ' αποδοχών διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 93/104/ΕΚ, να πραγματοποιείται η καταβολή των εν λόγω αποδοχών στον εργαζόμενο κατά το διάστημα της ετησίας αδείας του ή αρκεί για τη συμμόρφωση με το άρθρο 7 να καταβάλλονται τα οικεία ποσά τμηματικώς κατά τη διάρκεια του έτους;


(1)  Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σ. 18).


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/13


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το High Court of Justice, ο ορισθείς από τον Lord Chancellor δικαστής, δυνάμει του άρθρου 76 του Trade Marks Act 1994, για την εκδίκαση της προσφυγής κατά της αποφάσεως του Registrar of Trade Marks, με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, στην υπόθεση Elizabeth Emanuel και Continental Shelf 128 Ltd

(Υπόθεση C-259/04)

(2004/C 217/26)

Με διάταξη της 26ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 16 Ιουνίου 2004, το High Court of Justice, ο ορισθείς από τον Lord Chancellor δικαστής, δυνάμει του άρθρου 76 του Trade Marks Act 1994, για την εκδίκαση της προσφυγής κατά της αποφάσεως του Registrar of Trade Marks, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του, μεταξύ Elizabeth Emanuel και Continental Shelf 128 Ltd, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

ΑΡΘΡΟ 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΣΤΟΙΧΕΙΟ ζ), ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 89/104/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (1)

1.

Απαγορεύεται να καταχωρισθεί, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ), ένα εμπορικό σήμα, επειδή ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

α)

έχει μεταβιβασθεί, μαζί με την επιχείρηση που παρασκευάζει τα προϊόντα που συνδέονται με το συγκεκριμένο σήμα, η φήμη και πελατεία που το συνοδεύουν·

β)

πριν από τη μεταβίβαση, το εν λόγω σήμα δήλωνε στη συνείδηση σημαντικής μερίδας του κοινού ότι τα προϊόντα που έφεραν το εν λόγω σήμα είχαν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με τη συμμετοχή συγκεκριμένου προσώπου·

γ)

μετά τη μεταβίβαση, η αγοράστρια εταιρεία κατέθεσε αίτηση για την καταχώρηση του εμπορικού σήματος, και

δ)

κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως, σημαντική μερίδα του αγοραστικού κοινού πίστευε ότι η χρήση του εμπορικού σήματος υποδήλωνε ότι τα προϊόντα που έφεραν το εν λόγω σήμα εξακολουθούσαν να σχεδιάζονται και να κατασκευάζονται με τη συμμετοχή του συγκεκριμένου προσώπου, η πεποίθηση δε αυτή ήταν πιθανό ότι επηρέαζε την αγοραστική συμπεριφορά του εν λόγω κοινού;

2.

Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι ανεπιφύλακτα καταφατική, ποιοι άλλοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν συγκεκριμένο εμπορικό σήμα υπάρχει κίνδυνος να είναι παραπλανητικό για το κοινό και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να επιτραπεί η καταχώρισή του, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ), ειδικότερα δε, ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο κίνδυνος παραπλανήσεως είναι πιθανό να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου;

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 12, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΣΤΟΙΧΕΙΟ β) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 89/104/ΕΟΚ

3.

Μπορεί ένα κατοχυρωμένο εμπορικό σήμα να είναι παραπλανητικό για το κοινό συνεπεία της προηγουμένης χρήσεώς του από τον δικαιούχο ή από άλλο πρόσωπο με τη συναίνεση του δικαιούχου, και, κατά συνέπεια, να υπόκειται σε ανάκληση κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο β), εφόσον:

α)

το εμπορικό σήμα καθώς και η φήμη και πελατεία που το συνοδεύουν έχουν μεταβιβασθεί μαζί με την επιχείρηση κατασκευής των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το εν λόγω εμπορικό σήμα·

β)

προτού χωρήσει η μεταβίβαση, το εμπορικό σήμα υποδήλωνε στη συνείδηση σημαντικής μερίδας του ενδιαφερομένου αγοραστικού κοινού ότι στον σχεδιασμό ή στην κατασκευή των προϊόντων που έφεραν το εν λόγω σήμα είχε συμμετάσχει συγκεκριμένο πρόσωπο·

γ)

μετά την κατά τα ανωτέρω μεταβίβαση, υποβλήθηκε αίτηση για ανάκληση του καταχωρηθέντος εμπορικού σήματος και,

δ)

κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, σημαντική μερίδα του ενδιαφερομένου αγοραστικού κοινού είχε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η χρήση του εν λόγω εμπορικού σήματος υποδήλωνε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο εξακολουθούσε να συμμετέχει στον σχεδιασμό ή στην κατασκευή των προϊόντων που έφεραν το σήμα, η πεποίθηση δε αυτή ήταν πιθανό ότι επηρέαζε την συμπεριφορά της εν λόγω μερίδας του καταναλωτικού κοινού;

4.

Αν η απάντηση στο τρίτο ερώτημα δεν είναι ανεπιφύλακτα καταφατική, ποιοι άλλοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν συγκεκριμένο εμπορικό σήμα υπάρχει κίνδυνος να είναι παραπλανητικό για το κοινό, συνεπεία της προηγουμένης χρησιμοποιήσεώς του από τον δικαιούχο ή άλλο πρόσωπο που το χρησιμοποίησε με την συναίνεση του δικαιούχου και, ως εκ τούτου, να μπορεί να ζητηθεί η ανάκλησή του, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο β), ειδικότερα δε, ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο κίνδυνος παραπλανήσεως είναι πιθανό να μετριασθεί με την πάροδο του χρόνου;


(1)  Πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40 της 11.2.1989, σ. 1).


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/14


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 17 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-260/04)

(2004/C 217/27)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Wiedner, C. Cattabriga και L. Visaggio, άσκησε στις 17 Ιουνίου 2004, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να δηλώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία παραβίασε τη γενική αρχή της διαφάνειας και την υποχρέωση δημοσιότητας που απορρέει από τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ για την ελευθερία εγκαταστάσεως των άρθρων 43 επ. και την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών των άρθρων 49 επ., καθότι το Υπουργείο Οικονομικών ανανέωσε, χωρίς προηγούμενη πρόσκληση για υποβολή προσφορών, 329 συμβάσεις παραχωρήσεως για τη διαχείριση στοιχημάτων ιπποδρομιών,

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Μολονότι οι συμβάσεις παραχωρήσεως υπηρεσίας συνάψεως στοιχημάτων ιπποδρομιών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (1), εντούτοις από την απόφαση C-324/98, Telaustria (2), προκύπτει ότι οι εθνικές αρχές που προβαίνουν στη σύναψη των συμβάσεων παραχωρήσεως οφείλουν να τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές της συνθήκης και, ειδικότερα, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που είναι εγγενής στις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ για την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (αντιστοίχως άρθρα 43 επ. και 49 επ.).

Στις ίδιες αρχές υπόκειται εξάλλου τόσο η σύναψη των συμβάσεων παραχωρήσεως όσο και η παράτασή τους ή η ανανέωσή τους. Συγκεκριμένα, για το κοινοτικό δίκαιο, η παράταση ή η ανανέωση μιας συμβάσεως παραχωρήσεως ισοδυναμεί με νέα παραχώρηση για την οποία, επομένως, πρέπει να τηρείται το κοινοτικό δίκαιο.

Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-275/98, Unitron Scandinavia και 3-S (3), η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας «συνεπάγεται ιδίως υποχρέωση διαφάνειας, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να μπορεί να βεβαιώνεται για την τήρηση της αρχής αυτής».

Αυτή η υποχρέωση διαφάνειας επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή την υποχρέωση να διασφαλίζει, υπέρ όλων των ενδεχόμενων αναδόχων, επαρκή βαθμό δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα του τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο της αμερόληπτης διεξαγωγής της διαδικασίας.

Κατά την Επιτροπή, είναι προφανέστατο ότι οι ιταλικές αρχές δεν τήρησαν την προαναφερθείσα αρχή της διαφάνειας, ανανεώνοντας, υπέρ των ήδη συμβεβλημένων, τις προαναφερθείσες 329 συμβάσεις παραχωρήσεως για τη σύναψη στοιχημάτων ιπποδρομιών μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006, χωρίς να διεξαγάγουν διαδικασία πρόσκλησης για υποβολή προσφορών.


(1)  EE L 209 της 24.7.1992, σ. 1.

(2)  Συλλογή 2000, σ. I-10745.

(3)  Συλλογή 1999, σ. I-8291, σκέψη 31.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/15


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου που ασκήθηκε στις 29 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-275/04)

(2004/C 217/28)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Giolito και G. Wilms, με τόπο επιδόσεων το Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 29 Ιουνίου 2004, προσφυγή κατά του Βασιλείου του Βελγίου.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου:

μη καταχωρίζοντας, στα λογιστικά βιβλία του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 (1) τις βεβαιωθείσες απαιτήσεις εμπροθέσμως,

και

μη ελέγχοντας αν, από την 1η Ιανουαρίου 1995, υπήρξαν και άλλες καθυστερήσεις στη διάθεση των ιδίων πόρων κατόπιν καθυστερημένης καταχωρίσεως στα λογιστικά βιβλία του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000, καταστρέφοντας τα αρχεία που αφορούν την περίοδο αυτή και μη κοινοποιώντας τα στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να μπορέσει να υπολογίσει τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89 (2) λόγω καθυστερημένης διαθέσεως των ιδίων πόρων,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, παράγραφος 3, 9, 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/EΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (3), ο οποίος, από τις 31 Μαΐου 2000, κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΟΚ, Eυρατόμ) αριθ. 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (4), του οποίου το αντικείμενο είναι πανομοιότυπο, και από το άρθρο 10 της συνθήκης ΕΚ.

2.

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η εκ μέρους του Βασιλείου του Βελγίου μη τήρηση των κοινοτικών διατάξεων σχετικά με τη λογιστική καταχώριση είχε ως συνέπεια την ύπαρξη καθυστερήσεων στη διάθεση των ιδίων πόρων. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταχωρίσουν τα ποσά των βεβαιωμένων, ασφαλισμένων και μη αμφισβητούμενων απαιτήσεων στα λογιστικά βιβλία του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 («Λογιστικά βιβλία A»), ενώ τα βιβλία της παραγράφου 3, στοιχείο β), της ίδιας διατάξεως («Λογιστικά βιβλία Β») αφορούν μόνο τις απαιτήσεις που έχουν διαπιστωθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εισπραχθεί και για τις οποίες δεν έχει συσταθεί καμία ασφάλεια. Τα ποσά που καλύπτονται από εγγύηση συσταθείσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του καθεστώτος εξωτερικής διαμετακομίσεως (T1, δελτίο TIR, δελτίο ATA, κ.λπ.) δεν μπορούν να καταχωρισθούν σε χωριστά λογιστικά βιβλία παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχουν δεόντως αμφισβητηθεί, πράγμα που συνεπάγεται ιδίως την τήρηση των προθεσμιών και την άσκηση προσφυγής εγγράφως.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τις δικαιολογίες που προέβαλε το Βέλγιο για να στηρίξει τις διαπιστωθείσες ατασθαλίες και καθυστερήσεις όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/EΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 130, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 155, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 293, σ. 9.

(4)  ΕΕ L 185, σ. 24.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/15


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών που ασκήθηκε στις 30 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-282/04)

(2004/C 217/29)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Hans Støvlbæk και Albert Nijenhuis, άσκησε στις 30 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, διατηρώντας ορισμένες διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας Koninklijke KPN NV, και πιο συγκεκριμένα τις διατάξεις κατά τις οποίες το κεφάλαιο της εταιρείας περιλαμβάνει ορισμένες ονομαστικές μετοχές τις οποίες κατέχει το Ολλανδικό Δημόσιο και με τις οποίες συνδέονται ειδικά δικαιώματα ως προς την έγκριση ορισμένων αποφάσεων που λαμβάνονται από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τα άρθρα 56 ΕΚ και 43 ΕΚ,

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Το 1998 η εταιρεία Koninklijke PTT Nederland NV χωρίστηκε σε δύο ανεξάρτητες εταιρείες: στην Koninklijke KPN NV (KPN), για τις τηλεπικοινωνίες, και στην TNT POSTGROEP NV (TPG), για τη διοικητική υποστήριξη και τη διανομή. Το κεφάλαιο της εταιρείας Koninklijke KPN NV περιλαμβάνει, εκτός από τις κοινές και τις προνομιακές μετοχές, ορισμένες ονομαστικές μετοχές με τις οποίες συνδέονται συγκεκριμένα προνόμια. Επί του παρόντος, οι ονομαστικές αυτές μετοχές κατέχονται από το Ολλανδικό Δημόσιο.

Βάσει του καταστατικού, οι ονομαστικές αυτές μετοχές συνδέονται με ειδικά δικαιώματα όσον αφορά την έγκριση ορισμένων αποφάσεων που λαμβάνονται από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας.

Κατά την Επιτροπή, τα δικαιώματα που συνδέονται με τις ονομαστικές αυτές μετοχές περιορίζουν τις ελευθερίες κυκλοφορίας κεφαλαίων και εγκαταστάσεως. Οι ειδικές αυτές εξουσίες δύνανται, ακόμη και αν δεν εισάγουν ρητώς διακρίσεις, να δυσχεράνουν την αγορά μετοχών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και να αποθαρρύνουν τους επενδυτές άλλων κρατών μελών να επενδύσουν στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως αυτής. Συγκεκριμένα, τα δικαιώματα αυτά περιορίζουν σημαντικά τα δικαιώματα που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι συνδεδεμένα με τις άμεσες επενδύσεις στην KPN. Κατά συνέπεια, δύνανται να θίξουν την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, οπότε δύνανται να αποτελέσουν περιορισμό της κυκλοφορίας κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ.

Επί πλέον, οι ειδικές αυτές εξουσίες, εφόσον δίνουν στο Ολλανδικό Δημόσιο και τη δυνατότητα να έχει την τελευταία λέξη σχετικά με τις εργασίες και τη γενική πορεία των πραγμάτων της εταιρείας, επηρεάζουν τις άμεσες επενδύσεις και ως εκ τούτου δύνανται να αποτελέσουν και περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που αναγνωρίζεται από το άρθρο 43 ΕΚ.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/16


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών που ασκήθηκε την 1η Ιουλίου 2004

(Υπόθεση C-283/04)

(2004/C 217/30)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Hans Støvlbæk και Albert Nijenhuis, άσκησε την 1η Ιουλίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, διατηρώντας ορισμένες διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας TPG και πιο συγκεκριμένα τις διατάξεις κατά τις οποίες το κεφάλαιο της εταιρείας περιλαμβάνει ορισμένες ονομαστικές μετοχές τις οποίες κατέχει το Ολλανδικό Δημόσιο και με τις οποίες συνδέονται ειδικά δικαιώματα ως προς την έγκριση ορισμένων αποφάσεων που λαμβάνονται από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τα άρθρα 56 ΕΚ και 43 ΕΚ,

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Το 1998 η εταιρεία Koninklijke PTT Nederland NV χωρίστηκε σε δύο ανεξάρτητες εταιρείες: στην Koninklijke KPN NV (KPN), για τις τηλεπικοινωνίες, και στην TNT POSTGROEP NV (TPG), για τη διοικητική υποστήριξη και τη διανομή. Το κεφάλαιο της εταιρείας TPG περιλαμβάνει, εκτός από τις κοινές και τις προνομιακές μετοχές, ορισμένες ονομαστικές μετοχές με τις οποίες συνδέονται συγκεκριμένα προνόμια. Επί του παρόντος, οι ονομαστικές αυτές μετοχές κατέχονται από το Ολλανδικό Δημόσιο.

Βάσει του καταστατικού, οι ονομαστικές αυτές μετοχές συνδέονται με ειδικά δικαιώματα όσον αφορά την έγκριση ορισμένων αποφάσεων που λαμβάνονται από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας.

Κατά την Επιτροπή, τα δικαιώματα που συνδέονται με τις ονομαστικές αυτές μετοχές περιορίζουν τις ελευθερίες κυκλοφορίας κεφαλαίων και εγκαταστάσεως. Οι ειδικές αυτές εξουσίες δύνανται, ακόμη και αν δεν εισάγουν ρητώς διακρίσεις, να δυσχεράνουν την αγορά μετοχών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και να αποθαρρύνουν τους επενδυτές άλλων κρατών μελών να επενδύσουν στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως αυτής. Συγκεκριμένα, τα δικαιώματα αυτά περιορίζουν σημαντικά τα δικαιώματα που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι συνδεδεμένα με τις άμεσες επενδύσεις στην TPG. Κατά συνέπεια, δύνανται να θίξουν την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, οπότε δύνανται να αποτελέσουν περιορισμό της κυκλοφορίας κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 56 ΕΚ.

Επί πλέον, οι ειδικές αυτές εξουσίες, εφόσον δίνουν στο Ολλανδικό Δημόσιο και τη δυνατότητα να έχει την τελευταία λέξη σχετικά με τις εργασίες και τη γενική πορεία των πραγμάτων της εταιρείας, επηρεάζουν τις άμεσες επενδύσεις και ως εκ τούτου δύνανται να αποτελέσουν και περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που αναγνωρίζεται από το άρθρο 43 ΕΚ.

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του ταχυδρομικού συστήματος όπως αυτή προβλέπεται από την ολλανδική ρύθμιση δύναται να αποτελέσει επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα δικαιώματα που συνδέονται με τη «χρυσή μετοχή» αφορούν και ταχυδρομικές υπηρεσίες που δεν ανήκουν στις καθολικές υπηρεσίες όπως ορίζονται στην οδηγία 97/67/ΕΚ (π.χ. υπηρεσίες κατεπειγόντων ή υπηρεσίες διοικητικής υποστηρίξεως)· κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές δεν καλύπτουν επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος οι οποίες δικαιολογούν περιορισμούς των θεμελιωδών αρχών της συνθήκης ΕΚ. Επί πλέον, οι ολλανδικές αρχές δεν χρησιμοποίησαν όλες τις δυνατότητες που προβλέπονται στην οδηγία 97/67/ΕΚ για να εξασφαλίσουν την παροχή καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών. Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι με την οδηγία 2002/39/ΕΚ διευρύνθηκε η δυνατότητα των κρατών μελών να ασκούν ελέγχους και να ακολουθούν συγκεκριμένες διαδικασίες για να εξασφαλίσουν ότι θα παρέχονται οι υπηρεσίες που έχουν ανατεθεί κατ' αποκλειστικότητα. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η χρήση του μηχανισμού των ειδικών εξουσιών δεν συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τέλος, η διακριτική ευχέρεια που υφίσταται κατά την άσκηση των ειδικών εξουσιών είναι ασύμβατη με τις απαιτήσεις που έχει διαμορφώσει η νομολογία του Δικαστηρίου.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/17


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale di Oristano με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2004 στην υπόθεση Medda Ignazio κατά Banco di Napoli SpA και Regione Autonoma della Sardegna

(Υπόθεση C-285/04)

(2004/C 217/31)

Με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2004 η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Ιουλίου 2004, το Tribunale di Oristano, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, Medda Ignazio και, αφετέρου, Banco di Napoli SpA και Regione Autonoma della Sardegna που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της αποφάσεως 97/612/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1) βάσει των εξής ερωτημάτων:

α)

αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω παραβάσεως των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 32, 33, 34, 35, 36, 37 και 38 της συνθήκης ΕΚ·

β)

παράβαση των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ·

γ)

παράβαση των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφοι 2 και 3, της συνθήκης ΕΚ·

δ)

έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως υπό την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 253, 88, παράγραφος 3, και 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ·

ε)

παράβαση και μη τήρηση των «κανόνων για τις ενισχύσεις υπέρ προβληματικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων» και των «κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων»·

στ)

παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.


(1)  ΕΕ L 248 της 11.9.1997, σ. 27.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/17


Αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Eurocermex SA στις 5 Ιουλίου 2004 κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004, στην υπόθεση Τ-399/02, Eurocermex SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

(Υπόθεση C-286/04 Ρ)

(2004/C 217/32)

Η Eurocermex SA, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Α. Bertrand, άσκησε στις 5 Ιουλίου 2004 (με τηλεομοιοτυπία της 29ης Ιουνίου 2004) ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004, στην υπόθεση Τ-399/02, Eurocermex SA κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να μεταρρυθμίσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004,

να ακυρώσει την απόφαση την απόφαση του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Το Πρωτοδικείο προέβη σε χωριστή ανάλυση των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και, επικυρώνοντας την απόφαση του τμήματος προσφυγών, έκρινε ότι τα εν λόγω στοιχεία στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα ικανού να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να προσδιορίσει την προέλευση του προϊόντος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο διαχώρισε τα διάφορα στοιχεία προκειμένου να προβεί σε χωριστή εκτίμησή τους και, ως εκ τούτου, κατέληξε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερούνταν παντελώς διακριτικού χαρακτήρα. Πρόκειται για πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκτίμηση του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση και όχι η χωριστή εκτίμηση των διαφόρων στοιχείων αυτού.

Εν πάση περιπτώσει, το σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα διά της γενικευμένης χρήσεώς του ως σημείου που συνδέεται με συγκεκριμένο προϊόν ή/και επιχείρηση.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/17


Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα με τη διάταξη του Tribunal de Police de Neufchâteau (Βέλγιο) της 4ης Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Ministère public και Henri Léon Schmitz

(Υπόθεση C-291/04)

(2004/C 217/33)

Το Tribunal de Police de Neufchâteau (Βέλγιο), με διάταξη της 4ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Ιουλίου 2004, υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Ministère public και Henri Léon Schmitz το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

Αντίκειται στα άρθρα 10, 39, 43 και 49 της συνθήκης ΕΟΚ η λήψη από κράτος μέλος μέτρου με το οποίο επιβάλλεται σε εργαζόμενο που κατοικεί στο έδαφός του να ταξινομήσει ένα όχημα στο κράτος αυτό, μολονότι το όχημα αυτό ανήκει στον εργοδότη του, ο οποίος είναι εταιρεία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και με την οποία ο εργαζόμενος αυτός συνδέεται με σύμβαση εργασίας, έχοντας ωστόσο παράλληλα την ιδιότητα του μετόχου, του διαχειριστή ή του εντεταλμένου με την καθημερινή διαχείριση συμβούλου ή άλλη ανάλογη ιδιότητα;


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/18


Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουλίου 2004

(Υπόθεση C-299/04)

(2004/C 217/34)

Η Επιτρoπή τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv, εκπρoσωπoύμεvη από τους Θεοφάνη Χριστοφόρου, νομικό σύμβουλο και Κarolina Mojzesowicz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 14 Ιουλίου 2004 εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv πρoσφυγή κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας.

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo

Να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/77/ΕΚ (1) της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ή εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις εντός της ταχθείσης προθεσμίας στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής.

Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 24 Ιουλίου 2003.


(1)  ΕΕ L 249 της 17.9.2002, σ. 21.


Πρωτοδικείο

28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/19


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΏΝ ΚΟΙΝΟΤΉΤΩΝ

της 10ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση Τ-275/01, Mercedes Alvarez Moreno κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1)

(Υπάλληλοι - Βοηθητικός υπάλληλος - Διερμηνέας - Άρθρο 74 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Λήξη της συμβάσεως εργασίας)

(2004/C 217/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση Τ-275/01, Mercedes Alvarez Moreno, κάτοικος Βερολίνου, εκπροσωπούμενη από τον Georges Vandersanden, avocat, κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εκπρόσωποι: H. von Hertzen και J. de Wachter), με αντικείμενο, αφενός, αίτηση περί ακυρώσεως της αποφάσεως να μην προσλαμβάνονται πλέον διερμηνείς που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας και, αφετέρου, αίτηση για αποζημίωση, το Πρωτοδικείο, (πέμπτο τμήμα) συγκείμενο από τους R. García-Valdecasas, πρόεδρο, και την P. Lindh και τον J. D. Cooke, δικαστές· γραμματέας: J. Palacio González, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 10 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η απόφαση του Κοινοβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2000, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 10 Φεβρουαρίου 2001, και η απόφαση του Κοινοβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2001, περί απορρίψεως της ενστάσεως της προσφεύγουσας, ακυρώνονται.

2.

Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

3.

Το Κοινοβούλιο καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.


(1)  ΕΕ C 3 της 5.1.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/19


Πρoσφυγή του Erich Drazdansky κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμονίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-158/04)

(2004/C 217/36)

Η γλώσσα διαδικασίας θα καθοριστεί βάσει του άρθρου 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας

Γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η προσφυγή: η γερμανική

Ο Erich Drazdansky, κάτοικος Wiener Neustadt (Αυστρία), εκπροσωπoύμενος από τoν A. Leeb, άσκησε στις 26 Απριλίου 2004 ενώπιον τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκώv Κoινoτήτωv πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).

Έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν η The Concentrate Manufacturing Company of Ireland, also trading as Seven-Up International, με έδρα το Hamilton στις νήσους Βερμούδες.

Ο προσφεύγων ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση,

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση του Γραφείου και να αναπέμψει σ' αυτό την υπόθεση προς έκδοση νέας αποφάσεως, εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων υπέβαλε ενώπιον του καθού αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος «UUP'S» για προϊόντα της κλάσεως 32 (αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 1 968 676). Η Concentrate Manufacturing Company of Ireland, κάτοχος του κοινοτικού σήματος και των ισπανικών λεκτικών σημάτων «UP» για προϊόντα των κλάσεων 30 και 32, άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος.

Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2003 που κοινοποιήθηκε με τηλεομοιοτυπία της 1ης Αυγούστου 2003, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή. Με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2003, το οποίο περιήλθε στο Γραφείο στις 7 Οκτωβρίου 2003, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής. Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2003, ο γραμματέας των τμημάτων προσφυγών ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα και του ζήτησε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Κατόπιν τούτου, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, το δεύτερο τμήμα προσφυγών του Γραφείου απέρριψε την αίτηση αυτή και την προσφυγή.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο πληρεξούσιός του υπέγραψε την προσφυγή την τελευταία ημέρα της προθεσμίας και την τοποθέτησε στην αλληλογραφία που έπρεπε να διεκπεραιωθεί μέσω τηλεομοιοτυπίας. Εντούτοις, κατόπιν της καταβολής του ενσήμου για την άσκηση της προσφυγής, η επιφορτισμένη με την αλληλογραφία συνεργάτιδά του τοποθέτησε κατά λάθος το έγγραφο όχι στην αλληλογραφία που έπρεπε να διεκπεραιωθεί μέσω τηλεομοιοτυπίας, αλλά σ' αυτήν που προοριζόταν για αποστολή υπό μορφή συστημένης επιστολής.

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Γραφείο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση των κανόνων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 περί της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Η ορθή εφαρμογή των εν λόγω κανόνων θα έπρεπε να οδηγήσει το Γραφείο στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δεδομένου ότι, αφενός, δεν υπήρχε οργανωτικό πταίσμα που να εμποδίζει την επαναφορά και, αφετέρου, έπρεπε να εφαρμοστούν αναλόγως οι κανόνες του κανονισμού τελών για την εκπρόθεσμη καταβολή αυτών.

Κατά τον προσφεύγοντα, πρόκειται για ελαφρά αμέλεια, η οποία δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί από οργανωτικής απόψεως, έστω και αν διέθετε άλλα οικονομικά μέσα. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ο αντίδικος στη διαδικασία προσφυγής δεν υπέστη καμία δικονομική βλάβη.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/20


Προσφυγή της Eugénio Branco Lda. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 30 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-162/04)

(2004/C 217/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Η Eugénio Branco Lda., με έδρα τη Λισαβόνα, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Bolota Belchior, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 30 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 8ης Αυγούστου 2004, με την οποία αυτή δεν ενέκρινε την αίτηση πληρωμής του υπολοίπου, σχετικά με διαδικασία χρηματοδοτήσεως από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), δεν έκρινε επιλέξιμες ορισμένες υποβληθείσες από την προσφεύγουσα δαπάνες, μειώνοντας, συνεπώς, τη συνδρομή του ΕΚΤ για προγράμματα καταρτίσεως που είχαν εγκριθεί με απόφαση της Επιτροπής, και ζήτησε από την προσφεύγουσα να επιστρέψει ποσό 39 899,07 EUR το οποίο αυτή είχε λάβει υπό μορφή προκαταβολών χορηγηθεισών από το ΕΚΤ, καθώς και την εισφορά του Πορτογαλικού Δημοσίου,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 29.6.86, στο Departamento para os Assuntos do Fundo Social Europeu (DAFSE) του Πορτογαλικού Δημοσίου υποψηφιότητα για να της χορηγηθεί από το ΕΚΤ χρηματοδότηση υπέρ προγράμματος επαγγελματικής καταρτίσεως που θα διεξαγόταν κατά το χρονικό διάστημα από 2.1.87 έως 31.12.87, η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή. Η προσφεύγουσα υπέβαλε στο DAFSE αίτηση πληρωμής του υπολοίπου, η οποία εμφάνιζε θετικό για την προσφεύγουσα υπόλοιπο. Η DAFSE, αφού εξέτασε τα λογιστικά έγγραφα και τα παραστατικά της προσφεύγουσας και τα έγγραφα τα σχετικά με το πρόγραμμα καταρτίσεως, ενέκρινε, με απόφαση της 13.3.89, την αίτηση πληρωμής του υπολοίπου. Παρομοίως, την πληρωμή του υπολοίπου ενέκρινε και η Επιτροπή. Στις 8.8.2004, η Επιτροπή εκδίδει την προσβαλλόμενη εδώ απόφαση.

Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση αυτή συνιστά παράβαση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την εφαρμογή της απόφασης 83/516/ΕΟΚ για την αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα συμμορφώθηκε αυστηρά προς όλους τους νόμους, κανονισμούς, οδηγίες, κριτήρια, επιταγές και προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έγκριση της υποψηφιότητας για συνδρομή του ΕΚΤ, αποκτώντας έτσι έννομες αξιώσεις. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα.

Η επίδικη απόφαση προσβάλλει επίσης την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, άπαξ η εγκριτική απόφαση απένειμε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα και την εννόμως προστατευόμενη προσδοκία ότι θα ελάμβανε τη συνδρομή αν εκτελούσε το πρόγραμμα της καταρτίσεως κατά τα συμπεφωνημένα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή την πράξη την οποία εξέδωσε τώρα θα μπορούσε να την εκδώσει στις αρχές του 1989· ενεργώντας όπως έπραξε, προσέβαλε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση πλήττει βαρέως την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η προσφεύγουσα πραγματοποίησε τις δαπάνες προϋποθέτοντας ότι η Επιτροπή θα εκπληρούσε την υποχρέωσή της και τη συμφωνία συνδρομής.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/21


Προσφυγή της Przedsiebiorstwo Polmos Bialystock κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-180/04)

(2004/C 217/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η Przedsiebiorstwo Polmos Bialystock, Bialystock (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον C. Bercial Arias, δικηγόρο, άσκησε προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στις 25 Μαΐου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η V & S Vin & Sprit AB.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να:

ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών της 16ης Μαρτίου 2004 στην υπόθεση R 430/2003-1 που επιβεβαίωσε την απόφαση υπ' αριθ. 1200/2003 του τμήματος ανακοπών με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή υπ' αριθ. Β 432 635,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας της ανακοπής και της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

η προσφεύγουσα

Σήμα προς καταχώριση:

Το εικονιστικό σήμα «ABSOLWENT B GRADUATE VODKA WÓDKA» για προϊόντα της κλάσεως 33 (ζύθος κ.λπ.)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

V & S Vin & Sprit AB

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το εθνικό λεκτικό σήμα «ABSOLUT»

Απόφαση του τμήματος ανακοπής:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Ισχυρισμοί:

Τα άρθρα 8, παράγραφος 1, στοιχείο β), και 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Συναφώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίδικα σήματα είναι ανόμοια.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/21


Προσφυγή της Tokai Europe GmbH κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-183/04)

(2004/C 217/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Tokai Europe GmbH, με έδρα το Mönchengladbach (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο G. Kroemer, άσκησε στις 25 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/2004 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2004, για την κατάταξη εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία (1),

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία που κατασκευάζει αναπτήρες και εισάγει αναπτήρες και συστατικά αναπτήρων. Βάλλει κατά του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/2004 της Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, κατατάσσοντας, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τους μικρούς μεταλλικούς τροχούς που εισάγονται στο Μεξικό και στο Χονγκ-Κονγκ για την κατασκευή αναπτήρων στη διάκριση 9613 90 της δασμολογικής ονοματολογίας ως συστατικά (αναπτήρων), επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διακρίσεως πέραν αυτού που προκύπτει από το γράμμα της. Ως εκ τούτου, διάφορα αρχικά προϊόντα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή άλλων προϊόντων που δεν μπορούν να υπαχθούν στην κλάση 9613, κατετάγησαν ως συστατικά αναπτήρων. Επομένως, η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη χρησιμοποίηση των μεταλλικών τροχών για την κατασκευή αναπτήρων, παραβίασε την αρχή της κατατάξεως των προϊόντων ανάλογα με τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά τους. Στο προοίμιο του επίμαχου κανονισμού γίνεται ρητή μνεία στον προορισμό των προϊόντων.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη για την κατάταξη των μεταλλικών τροχών τις επεξηγηματικές σημειώσεις του Συμβουλίου Τελωνειακής Συνεργασίας ως προς το εναρμονισμένο σύστημα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού, ως κριτήριο για την κατάταξη στο δασμολόγιο έλαβε τον προορισμό των μεταλλικών τροχών και όχι τον διακριτό τους χαρακτήρα.


(1)  ΕΕ L 64, σ. 21.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/22


Προσφυγή της Lancôme Parfums et Beauté et Cie κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η οποία ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-185/04)

(2004/C 217/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Lancôme Parfums et Beauté et Cie με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από την Muriel Antoine Lalance, δικηγόρο, άσκησε στις 25 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (στο εξής: ΓΕΕΑ).

Στη διαδικασία ενώπιον του τέταρτου τμήματος προσφυγών συμμετείχε και η Jacqueline Baudon.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 11ης Μαρτίου 2004 (υπόθεση R 0039/2002-4), σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Lancôme Parfums et Beauté et Cie και της Jacqueline Baudon,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Κοινοτικό σήμα για το οποίο ζητείται απόρριψη της καταχωρίσεως:

το λεκτικό σήμα «AROMACOSMETIQUE» αίτηση 886.335 για προϊόντα της κλάσεως 3 (καλλυντικά, προϊόντα ομορφιάς, προϊόντα για μακιγιάζ)

Δικαιούχος του σήματος για το οποίο ζητείται απόρριψη της καταχωρίσεως:

η προσφεύγουσα εταιρεία

Αιτούμενος την απόρριψη της καταχωρίσεως:

Η Jacqueline Baudon, δικαιούχος των γαλλικών λεκτικών σημάτων «AROMACOSMETIQUE», υπό τους αριθμούς 92/408 786, για υπηρεσίες της κλάσεως 42, και 98/739 256, για προϊόντα των κλάσεων 3 και 5

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

απόρριψη της καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος «AROMACOSMETIQUE», λόγω του κινδύνου συγχύσεως με το προϋφιστάμενο σήμα υπ' αριθ. 98/739 256

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

απόρριψη της προσφυγής

Προβαλλόμενα επιχειρήματα:

Παράβαση των άρθρων 61, 62, 73 και 79 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 για το κοινοτικό σήμα, και του άρθρου 41 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/22


Προσφυγή της Freixenet S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η οποία ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-188/04)

(2004/C 217/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Freixenet S.A. με έδρα το Saint Sadurní d'Anoia (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους Fernard de Visscher, Emmanuel Cornu, Eric De Gryse και Donatienne Moreau, δικηγόρους, άσκησε στις 24 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (στο εξής: ΓΕΕΑ).

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 11ης Φεβρουαρίου 2004 και να αποφανθεί ότι η υπ' αριθμόν 32 540 αίτηση για την καταχώριση κοινοτικού σήματος θα δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94,

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση του την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 11ης Φεβρουαρίου 2004,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος:

Freixenet S.A.

Κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση:

Τρισδιάστατο σήμα με μορφή θαμπής μαύρης σμυριδωμένης φιάλης (αριθμός 32 540)

Προϊόντα ή υπηρεσίες:

Προϊόντα της κλάσεως 33 (αφρώδεις οίνοι)

Απόφαση του εξεταστή:

Απόρριψη της αιτήσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Προβαλλόμενα επιχειρήματα:

Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (1), καθόσον η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να εκφέρει γνώμη εφ' όλων των πραγματικών περιστατικών, καθώς και παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94, του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1).


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/23


Προσφυγή του Christian van der Haegen κατά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, η οποία ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-189/04)

(2004/C 217/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Christian van der Haegen, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων το Λουξεμβούργο, άσκησε στις 24 Μαΐου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του εσωτερικού διαγωνισμού CESE/C/02/03 να μην τον κάνει δεκτό στις δοκιμασίες του διαγωνισμού,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Σύμφωνα με την προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού, προκειμένου να γίνει δεκτός στις δοκιμασίες, ο υποψήφιος έπρεπε, μεταξύ άλλων, να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει σε κοινοτικά όργανα επαγγελματική εμπειρία πέντε ετών, εκ των οποίων τα τέσσερα τουλάχιστον στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ή/και στην Επιτροπή των Περιφερειών. Για το πρώτο σκέλος του διαγωνισμού, στο οποίο ο προσφεύγων υπέβαλε την υποψηφιότητά του, απαιτούνταν επιπλέον, σύμφωνα με την προκήρυξη, τρία από τα έτη της συνολικής επαγγελματικής εμπειρίας να αφορούν καθήκοντα συναφή προς αυτά που προέβλεπε το σκέλος αυτό του διαγωνισμού.

Ο προσφεύγων, ο οποίος διαθέτει πλούσια και ποικίλη επαγγελματική εμπειρία σε διάφορα κοινοτικά όργανα, ισχυρίζεται προς στήριξη της προσφυγής του ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού είναι παράνομη και συνιστά παράβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ και των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διότι τίποτα δεν δικαιολογεί την απαίτηση η επαγγελματική εμπειρία να έχει αποκτηθεί αποκλειστικά στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ή/και στην Επιτροπή των Περιφερειών, αποκλειομένης της εμπειρίας που αποκτήθηκε σε άλλα κοινοτικά όργανα.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/23


Προσφυγή της Flex Equipos de Descanso, S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-192/04)

(2004/C 217/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η Flex Equipos de Descanso, S.A. με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον R. Ocquet, δικηγόρο, άσκησε στις 28 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).

Η Legget & Platt, Incorporated ήταν επίσης διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 18ης Μαρτίου 2004 στην υπόθεση R 333/2003-1 και να την τροποποιήσει κατά το μέρος που απέρριψε την έγγραφη μαρτυρική κατάθεση που προσκόμισε η ανακόπτουσα και κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή B-386088,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς και να διατάξει την άρνηση καταχωρίσεως της αιτήσεως κοινοτικού σήματος 1607167 «LURA- FLEX» για όλα τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η προστασία,

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούμενος την καταχώριση του κοινοτικού σήματος:

Legget & Platt, Inc.

Κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση:

Εικονιστικό σήμα «LURA-FLEX» για προϊόντα των κλάσεων 6 και 20 (συστήματα ελατηρίων για έπιπλα, κρεβάτια, στρώματα και καθίσματα, έπιπλα, κλινοστρωμνή, στρώματα, …) (Αρ. 1607167)

Δικαιούχος του σήματος ή σημείου στη δίκη ανακοπής:

Fabricas Lucia Antonio Betere S.A., ήδη Flex Equipos de Descanso S.A.

Σήμα ή σημείο στη δίκη ανακοπής:

Η Ισπανική καταχώριση σήματος για το εικονιστικό σήμα «FLEX» για προϊόντα των κλάσεων 6 και 20 (μεταλλικά υλικά κατασκευών, μεταλλικά πλαίσια κρεβατιών, κρεβάτια, μικτά στρώματα με μεταλλικά ελατήρια, έπιπλα, …) καθώς και η φήμη των σημάτων αυτών σε σχέση με κάθε είδους κρεβάτια, στρώματα και μαξιλάρια

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής που άσκησε η Flex Equipos de Descanso

Προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως:

Παράβαση του κανόνα 18, παράγραφος 2 και 22, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 (1) της Επιτροπής και του δικαιώματος ακροάσεως του ανακόπτοντος σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του κανονισμού καθώς και παράβαση του κανόνα 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (2) του Συμβουλίου.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 1995 περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1).


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/24


Προσφυγή της Gul Ahmed Textile Mills Ltd κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-199/04)

(2004/C 217/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η Gul Ahmed Textil Mills Ltd, Landhi, Karachi (Πακιστάν), εκπροσωπούμενη από τον L. Ruessmann, lawyer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 28 Μαΐου 20044, προσφυγή κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 397/2004 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 2004, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών κλινοσκεπασμάτων καταγωγής Πακιστάν (1), καθόσον επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ στο προϊόν της προσφεύγουσας,

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφεύγουσα είναι πακιστανική εταιρεία παραγωγής κλινοσκεπασμάτων τα οποία εξάγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα προϊόντα της υπόκεινται στον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Προς στήριξη της προσφυγής της για την ακύρωση του κανονισμού αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται τους ακόλουθους λόγους:

παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 7 και 9, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (2) και παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθόσον αφορά την έναρξη της έρευνας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καταγγελία, βάσει της οποίας κινήθηκε η διαδικασία έρευνας, ήταν προδήλως ανεπαρκής τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά που περιείχε όσο και ως προς τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η ανάγκη ενάρξεως της έρευνας,

πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση των άρθρων 2, παράγραφοι 3 και 5, και 18, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, και παράβαση της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ως προς τον υπολογισμό της κανονικής αξίας,

παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 καθώς και της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και παραβίαση της υποχρεώσεως επαρκούς αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ σε σχέση με την προσαρμογή για την επιστροφή των δασμών με βάση τη σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής,

πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 και παράβαση της Συμφωνίας Αντιντάμπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθόσον αφορά την ύπαρξη υλικής ζημίας καθώς και την απόδειξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών υπό καθεστώς ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας.


(1)   ΕΕ L 66 της 4.3.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/24


Προσφυγή της Regione Autonoma della Sardegna κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 28 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-200/04)

(2004/C 217/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Regione Autonoma della Sardegna (Αυτόνομη Περιφέρεια της Σαρδηνίας), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Domenico Dodaro, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 28 Μαΐου 2004, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθό μέτρο κηρύσσει ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία δυνάμει του άρθρου 5 του νόμου υπ' αριθ. 22 της Περιφέρειας της Σαρδηνίας, της 17ης Νοεμβρίου 2000,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την προσβαλλόμενη στην παρούσα υπόθεση απόφαση, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, της συνθήκης κηρύσσοντας τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5 του περιφερειακού νόμου 22/2000 περί «παρεμβάσεων υπέρ των εκτροφέων βοοειδών για την αντιμετώπιση της επιζωοτίας που αποκαλείται και καταρροϊκός πυρετός των βοοειδών (blue Tongue)», ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. Ο νόμος αυτός προβλέπει σειρά παρεμβάσεων υπέρ των εκτροφέων που υπέστησαν ζημίες λόγω της «blue Tongue».

Προς στήριξη των αιτημάτων της η προσφεύγουσα Περιφέρεια προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

παράβαση ουσιωδών τύπων, καθόσον η έρευνα της καθής για την αξιολόγηση της συμβατότητας της ενισχύσεως ήταν ανεπαρκής, καθότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα περιλαμβανόμενα στο δελτίο κοινοποιήσεως πληροφοριακά στοιχεία που στη συνέχεια συμπληρώθηκαν από την Περιφέρεια της Σαρδηνίας, και ειδικότερα οι ακόλουθες περιστάσεις:

η ενίσχυση δεν χορηγείται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, αλλά αποτελεί αναγκαίο μέτρο συμπληρώσεως της αποζημιώσεως που έλαβαν οι παραγωγοί λόγω της απώλειας του εισοδήματός τους που οφειλόταν στο γεγονός ότι οι πάγιες δαπάνες των Συνεταιρισμών επηρέασαν σε μεγαλύτερο βαθμό τη διανομή των καθαρών εσόδων,

ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του καταρροϊκού πυρετού και της μειώσεως των επιχορηγήσεων δεν μπορεί να αποδεικνύεται αφηρημένα, αλλά αποτελεί συνάρτηση της εφαρμογής στην πράξη της διατάξεως περί ενισχύσεως, η οποία αποκλείει εξ ορισμού τη χορήγηση της ενισχύσεως για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που σχετίζονται με την «blue Tongue». Η αναφορά σε υποθετικές αιτίες, πέραν της μειώσεως των επιχορηγήσεων, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και αναιρείται από τα πραγματικά περιστατικά που γνωρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

οι συνεταιρισμοί δικαιούχοι της ενισχύσεως δεν έχουν πολλά περιθώρια προσβάσεως σε εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού,

παράβαση των κανόνων της συνθήκης ΕΚ και παραβίαση των αρχών του δικαίου που αφορούν την εφαρμογή της, καθόσον:

η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας μη εφαρμόζοντας το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β), για τον λόγο ότι οι ιταλικές αρχές δεν επικαλέστηκαν τον κανόνα του άρθρου αυτού. Κατά την προσφεύγουσα, η καθής όφειλε να αιτιολογήσει επαρκώς τη μη εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Ασφαλώς, η αιτιολογία αυτή δεν μπορούσε να στηρίζεται, ως προς την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας, στην παράλειψη επικλήσεως του εν λόγω άρθρου από τις ιταλικές αρχές,

η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ), καθόσον δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι το μέτρο που έκρινε ασυμβίβαστο είναι όμοιο με τα μέτρα που είχε εγκρίνει η ίδια με την απόφαση SG(01) D/285817, της 2ας Φεβρουαρίου 2001, σε σχέση με το άρθρο 3 του περιφερειακού νόμου 22/2000.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/25


Πρoσφυγή της Indorata-Servicos e Gestao Lda κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 7 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-204/04)

(2004/C 217/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Indorata-Servicos e Gestao Lda, εκπρoσωπoύμενη από τoν δικηγόρο Th. Wallentin, άσκησε στις 7 Ιουνίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ τωv Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα).

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος και να διατάξει το Γραφείo Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς να καταχωρίσει το σημείο «HAIRTRANSFER» ως κοινοτικό σήμα, και ως προς τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας, και να προβεί στη δημοσίευση αυτού.

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Κoινοτικό σήμα τoυ oπoίoυ ζητείται η καταχώριση:

Λεκτικό σήμα «HAIRTRANSFER» — Αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 2 619 039

Προϊόντα ή υπηρεσίες:

Προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 8, 22, 41 και 44 (μεταξύ άλλων, ηλεκτρικές και μη συσκευές αποτριχώσεως, τεχνητά και αληθινά μαλλιά, εκπαίδευση, ιδίως διοργάνωση και πραγματοποίηση σεμιναρίων μετεκπαιδεύσεως, καθώς και φροντίδα υγείας και ομορφιάς, ιδίως δε φροντίδα και θεραπεία των μαλλιών)

Προσβαλλόμενη ενώπιον του τμήματος προσφυγών απόφαση:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως από τον εξεταστή

Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Πρoβαλλόμενoι λόγoι ακυρώσεως:

Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94

Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι αποκλειστικώς περιγραφικό κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/26


Προσφυγή του Alessandro Ianniello κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 8 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-205/04)

(2004/C 217/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Alessandro Ianniello, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τους Stéphane Rondriques και Yola Minatchy, με τόπο επιδόσεων το Λουξεμβούργο, άσκησε στις 8 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ), της 18ης Φεβρουαρίου 2004, με την οποία δίδεται απάντηση στην ένσταση του Alessandro Ianniello, καθώς και την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος για το διάστημα από 1η Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002,

να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση και την εκπρόθεσμη σύνταξη της εκθέσεως αξιολογήσεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος για το διάστημα από 1η Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002,

να επιδικάσει στον προσφεύγοντα αποζημίωση ύψους 5 000 ευρώ για τη ζημία που αυτός υπέστη,

να καταδικάσει την καθής σε όλα τα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η παρούσα προσφυγή βάλλει κατά της αποφάσεως της ΑΔΑ, της 18ης Φεβρουαρίου 2004, με την οποία αφενός απορρίφθηκε η ένσταση του προσφεύγοντος, με αίτημα την επανεξέταση της εκθέσεως αξιολογήσεως της σταδιοδρομίας του για το διάστημα από 1η Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, και αφετέρου δεν κρίθηκε σκόπιμη η διεξαγωγή διοικητικής έρευνας σχετικά με ορισμένα έγγραφα που προσκομίσθηκαν ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως της Γενικής Διευθύνσεως Εξωτερικών Υποθέσεων.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων επικαλείται παραβάσεις ουσιώδους τύπου, ήτοι προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραβίαση του καθήκοντος αμεροληψίας της διοικητικής αρχής και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων.

Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων, το καθήκον προνοίας και την αρχή της χρηστής διοικήσεως.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/26


Προσφυγή της Fernando Rodrigues Carvalhais κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 7 Ιουνίου 2004 (τηλεομοιοτυπία/ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Ιουνίου 2004)

(Υπόθεση T-206/04)

(2004/C 217/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Η Fernando Rodrigues Carvalhais, εκπροσωπούμενη από τον Paulo Graça, δικηγόρο, άσκησε προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στις 7 Ιουνίου 2004 (τηλεομοιοτυπία/ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Ιουνίου 2004), ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν PROFILPAS, S.N.C. (Ufficio Veneto Brevetti).

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να:

ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 18ης Μαρτίου 2004 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R. 2407/2002 της 8 Αυγούστου 2002 και R. 408/2003 1),

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

Fernando Rodrigues Carvalhais

Σήμα προς καταχώριση:

Το εικονιστικό σήμα «PERFIX», αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 1635515 για προϊόντα της κλάσεως 6 (μεταλλικά υλικά οικοδομών και παραρτήματά τους), 17 (πλαστικά υλικά οικοδομών και παραρτήματά τους, αρμογές και πλαστικά περιγράμματα) και 19 [μη μεταλλικά υλικά κατασκευής, πλαίσια και συνδέσεις για κεραμικά, πλαίσια και συνδέσεις για μάρμαρα, πλαίσια και συνδέσεις για δάπεδα όλων των ειδών (μη περιλαμβανομένων σε άλλες κλάσεις)]

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

PROFILPAS, S.N.C.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το υπ' αριθ. 587725 εικονιστικό κοινοτικό σήμα «CERFIX» και το υπ' αριθ. 771196 λεκτικό κοινοτικό σήμα «PROFIX»

Απόφαση του τμήματος ανακοπής:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπής και απόρριψη της αιτήσεως περί καταχωρίσεως

Ισχυρισμοί:

Το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 8.Ε, παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94, κρίνοντας ότι η καταχώριση του κοινοτικού σήματος για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως με τα κοινοτικά σήματα υπ' αριθ. 587725 και 771196.

Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί σημάτων, η εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες […]. Στην προσβαλλόμενη απόφαση το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθότι, αφού ανέφερε σε γενικές γραμμές ορισμένους από τους παράγοντες αυτούς, παρέλειψε να εκτιμήσει σφαιρικά τον ανταγωνιστικό τους χαρακτήρα, αν και όφειλε να το πράξει.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την εξέταση των αντίστοιχων σημείων, το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε «σφαιρική εκτίμηση των επίμαχων σημείων», κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer (Συλλογή 1999, σ. Ι-3819, σκέψη 25).

Πρόδηλο σφάλμα λόγω της αντιφατικής αιτιολογίας του τμήματος προσφυγών, καθότι, μολονότι ανέφερε το κριτήριο της «σφαιρικής εκτιμήσεως των επίμαχων σημείων», στη συνέχεια χρησιμοποίησε αντίθετο κριτήριο, προβαίνοντας στην «κατάτμηση» του προς καταχώριση κοινοτικού σήματος.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών, με την απόφασή του, έκρινε παραδόξως ότι, παρά τις πολλαπλές διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημείων, υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίδικων σημάτων.

Ομοίως έπρεπε να ληφθούν υπόψη όλες οι λοιπές καταχωρίσεις, στις κλάσεις 6, 17 και 19, κοινοτικών σημάτων που περιείχαν την κατάληξη ή/και το πρόθεμα «FIX», ορισμένα από τα οποία είχαν μάλιστα καταχωρισθεί πριν από αντιταχθέν. Εφόσον συνάγεται ότι αυτά δεν συγχέονται μεταξύ τους, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το σήμα της προσφεύγουσας συγχέεται με αυτά της ανακόπτουσας

Το κυρίαρχο στοιχείο των επίδικων σημάτων δεν είναι το λεκτικό στοιχείο «FIX», εξεταζόμενο μεμονωμένα, αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος χαράξεως που σχετίζεται με συγκεκριμένη γραμματοσειρά.

Συμπερασματικά, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για τους καταναλωτές όταν συνυπάρχουν στο εμπόριο τα επίμαχα διακριτικά γνωρίσματα, απλώς και μόνο λόγω του ότι και τα δύο περιλαμβάνουν τον όρο «FIX».


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/27


Προσφυγή της Κυβερνήσεως του Γιβραλτάρ κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-211/04)

(2004/C 217/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ, εκπροσωπούμενη από τους M. Llamas, lawyer, J. Temple Lang, Solicitor, A. Petersen, lawyer, και K. Nordlander, lawyer, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 9 Ιουνίου 2004, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση στο σύνολό της,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα του Γιβραλτάρ για την παρούσα υπόθεση.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφεύγουσα στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με το πρόγραμμα ενισχύσεως που το Ηνωμένο Βασίλειο σκοπεύει να θέσει σε εφαρμογή όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος εταιρειών από την Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ (1). Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι η μεταρρύθμιση είναι περιφερειακά επιλεκτική, καθόσον παρέχει στις εταιρείες στο Γιβραλτάρ φορολογικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις εταιρείες στο Ηνωμένο Βασίλειο, και ότι είναι ουσιαστικά επιλεκτική, καθόσον ορισμένες ειδικές διατάξεις της παρέχουν φορολογικά πλεονεκτήματα σε ορισμένες επιχειρήσεις στο Γιβραλτάρ σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις στο Γιβραλτάρ.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται πρώτον ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τη νομοθεσία και υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση του Γιβραλτάρ είναι περιφερειακά επιλεκτική.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός ότι το Γιβραλτάρ αποτελεί τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι εσφαλμένος. Κατά την προσφεύγουσα, αυτό προκύπτει σαφώς από το εθνικό συνταγματικό, το δημόσιο διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο.

Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσέγγιση της Επιτροπής σχετικά με την περιφερειακή επιλεκτικότητα δεν τυγχάνει εφαρμογής στο Γιβραλτάρ. Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση αφορά δύο φορολογικά συστήματα που είναι εντελώς χωριστά και αλληλοαποκλείονται, οπότε οι φορολογικοί νόμοι του Γιβραλτάρ δεν μπορούν να θεωρηθούν παρεκκλίσεις από το φορολογικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τους κανόνες δικαίου και υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας ότι η φορολογική μεταρρύθμιση είναι ουσιαστικά επιλεκτική. Κατά την προσφεύγουσα, η μεταρρύθμιση είναι γενικής φύσεως και συνιστά εύλογη επιλογή οικονομικής πολιτικής για το Γιβραλτάρ.

Κατά την προσφεύγουσα, οι διατάξεις κατά τις οποίες οι μη κερδοφόρες εταιρείες δεν φορολογούνται και οι εταιρείες δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν παρά ένα συγκεκριμένο ανώτατο ποσό, έχουν θεσπιστεί απλώς και μόνο για να αποφεύγεται η υπερφορολόγηση και δεν εφαρμόζονται επιλεκτικά σε κάποια ειδική ομάδα ή κατηγορία.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή εσφαλμένα διαπιστώνει, σε σχέση με τη φορολόγηση επί του μισθού και επί της ακίνητης περιουσίας που δεν επιβάλλονται στις εταιρείες που δεν έχουν ιδιόκτητες εγκαταστάσεις ή υπαλλήλους στο Γιβραλτάρ, ότι η μεταρρύθμιση απαλλάσσει τον τομέα των υπεράκτιων εταιρειών και είναι ουσιαστικά επιλεκτική λόγω αυτού. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή παρέβη συναφώς ουσιώδεις διαδικαστικούς τύπους, καθότι ούτε στο Ηνωμένο Βασίλειο ούτε στην προσφεύγουσα δόθηκε η δυνατότητα να εκφέρουν την άποψή τους επί του ζητήματος αυτού κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας.

Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί επιλεκτική, καθότι η φύση της, το γενικό της πλαίσιο και τα βασικά της χαρακτηριστικά έχουν σχεδιαστεί ώστε να ευθυγραμμίζονται με τα χαρακτηριστικά της οικονομίας του Γιβραλτάρ και ειδικότερα το μικρό της μέγεθος, το περιορισμένο εργατικό δυναμικό, την κυρίαρχη θέση του τομέα των υπηρεσιών και τον απλό τρόπο λειτουργίας μιας μικρού μεγέθους διοικήσεως.


(1)  Κρατική ενίσχυση C 66 /2002 — Κρατική φορολογική μεταρρύθμιση του Γιβραλτάρ.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/28


Προσφυγή της Royal County of Berkshire Polo Club Ltd κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 8 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-214/04)

(2004/C 217/50)

Η γλώσσα διαδικασίας θα καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας — γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση: η αγγλική

Η Royal County of Berkshire Polo Club Ltd, Windsor (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους J. H. Maitland Walker, Solicitor, και D. McFarland, Barrister, άσκησε προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στις 8 Ιουνίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η Polo/Lauren Company LP.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών της 25ης Μαρτίου 2004 στην υπόθεση R 273/2002-1 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

η προσφεύγουσα

Σήμα προς καταχώριση:

Το εικονιστικό σήμα «ROYAL COUNTY OF BERKSHIRE POLO CLUB» για προϊόντα της κλάσεως 3 (παρασκευάσματα για καθαρισμό κ.λπ.)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Polo Lauren Company LP

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το εθνικό εικονιστικό και λεκτικό σήμα που περιέχει τη λέξη «POLO»

Απόφαση του τμήματος ανακοπής:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών· απόρριψη της αιτήσεως περί καταχωρίσεως του σήματος

Ισχυρισμοί:

παράβαση του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίδικα σήματα είναι ανόμοια.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/29


Προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-215/04)

(2004/C 217/51)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Bethell, επικουρούμενο από τους D. Anderson QC και H. Davies, Barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 9 Ιουνίου 2004, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά του έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

To προσφεύγον στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με το πρόγραμμα ενισχύσεως που το Ηνωμένο Βασίλειο σκοπεύει να θέσει σε εφαρμογή όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος των εταιριών από την Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ (1). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής ως προς την περιφερειακή επιλεκτικότητα είναι πλημμελείς λόγω πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο.

Κατά το προσφεύγον, το Γιβραλτάρ, αποικία της οποίας την αυτοδιοίκηση είναι υποχρεωμένο να προωθεί το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν αποτελεί τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου βάσει του εθνικού, του διεθνούς και του κοινοτικού δικαίου. Περαιτέρω, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το Γιβραλτάρ διακρίνεται από το Ηνωμένο Βασίλειο και δεν λαμβάνει ενίσχυση ή χρηματοδότηση από αυτό. Το προσφεύγον υποστηρίζει επίσης ότι τα φορολογικά συστήματα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι εντελώς χωριστά και δεν συνδέονται μεταξύ τους και ότι οι προτάσεις μεταρρυθμίσεως δεν συνιστούν φορολογική ελάφρυνση από το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η προσέγγιση της Επιτροπής συνιστά επίσης, κατά το προσφεύγον, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθότι τα μέτρα που λαμβάνει περιφέρεια στην οποία έχουν παραχωρηθεί περιορισμένες μόνον εξουσίες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κρατική ενίσχυση, πράγμα που ισχύει όταν τα ίδια μέτρα λαμβάνει μια περιφέρεια στην οποία έχουν παραχωρηθεί ευρείες εξουσίες.

Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής όσον αφορά την περιφερειακή επιλεκτικότητα πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο και είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένοι.

Το προσφεύγον, τέλος, προβάλλει την εκ μέρους της Επιτροπής προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, καθότι, κατά τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, δεν έθιξε ορισμένα από τα ζητήματα στα οποία θέλησε να στηρίξει την απόφασή της.


(1)  Κρατική ενίσχυση C 66 /2002 — Κρατική φορολογική μεταρρύθμιση του Γιβραλτάρ.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/29


Προσφυγή του European Environmental Bureau (Eυρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος) και του Stichting Natuur en Millieu κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-236/04)

(2004/C 217/52)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Το European Environmental Bureau (Eυρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος), Βρυξέλλες, Βέλγιο και το Stichting Natuur en Millieu, Ουτρέχτη, Ολλανδία, εκπροσωπούμενα από τους P. van den Biesen και B. Arentz, lawyers, άσκησαν στις 9 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα προσφεύγοντα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

Nα ακυρώσει εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής 2004/248/ΕΚ (1) στο μέτρο που αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 3 και το άρθρο 3, εδάφιο β),

Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή αποφάσισε να μην τροποποιήσει το παράρτημα της οδηγίας 91/414 (2) προκειμένου να καταχωρίσει την«Atrazine» στις δραστικές ουσίες που απαριθμούνται σε αυτό. Το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν μόνο φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν ουσίες που είναι καταχωρισμένες στο παράρτημα I. Η Επιτροπή, αρνούμενη να καταχωρίσει την Atrazine στο παράρτημα I, αποφάσισε να μην εγκρίνει την περαιτέρω χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία αυτή.

Τα προσφεύγοντα δεν αμφισβητούν αυτό το σημείο της αποφάσεως, αλλά μάλλον ορισμένες μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2007 ορισμένες περιορισμένες χρήσεις των προϊόντων που περιέχουν Atrazine υπάγοντας αυτές σε όρους που έχουν ως σκοπό την ελαχιστοποίηση του κινδύνου. Στην εισαγωγή της αποφάσεώς της η Επιτροπή δικαιολόγησε τα μεταβατικά αυτά μέτρα επικαλούμενη την απουσία επί του παρόντος αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων και την ανάγκη να δοθεί χρόνος για την ανάπτυξή τους.

Προς στήριξη της προσφυγής τους τα προσφεύγοντα προβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις παραβιάζουν την οδηγία 91/414. Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εγκρίνουν, για περίοδο 12 ετών, ουσίες που ήταν ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την κοινοποίηση της οδηγίας. Η Atrazine είναι μια από αυτές τις ουσίες. Όμως, εάν στο εν τω μεταξύ δεν καταχωριστούν οι ουσίες αυτές στο παράρτημα I, τότε, σύμφωνα με τα προσφεύγοντα, δεν υφίσταται νομική βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί η οδηγία 91/414 για να επιτραπεί η συνέχιση της χρήσεως μετά τη λήξη της δωδεκαετούς μεταβατικής περιόδου. Τα προσφεύγοντα προβάλλουν, επομένως, ότι με τις προσβαλλόμενες διατάξεις η Επιτροπή δημιούργησε νέα βάση για τη συνέχιση της εγκρίσεως της Atrazine, μολονότι δεν είχε την εξουσία να το πράξει βάσει της οδηγίας 91/414.

Τα προσφεύγοντα ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή παρέβη την οδηγία 92/43 (3) μη περιλαμβάνοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση περαιτέρω περιορισμούς σχετικά με τις ειδικές ζώνες προστασίας, ειδικότερα σχετικά με το δίκτυο Natura 2000 του άρθρου 3 της οδηγίας 92/43.


(1)  ΕΕ L 78 της 16.3.2004, σ. 53.

(2)  Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1-32.

(3)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ΕΕ L 206 της 22.7.1992 σ. 7-50.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/30


Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 11 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-239/04)

(2004/C 217/53)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον avvocato dello Stato Danilo Del Gaizo, άσκησε στις 11 Ιουνίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής C(2004)930 τελικό, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με τη διαδικασία υπ' αριθ. C62/2003 (πρώην NN 7/2003), με την οποία κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά η κρατική ενίσχυση υπό τη μορφή μέτρων επείγοντος χαρακτήρα υπέρ της απασχόλησης, την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία βάσει του νομοθετικού διατάγματος της 14ης Φεβρουαρίου 2003, που κατέστη ο νόμος υπ' αριθ. 81 της 17ης Απριλίου 2003. Η καθής υποστήριξε, ιδίως, ότι το εν λόγω μέτρο ενισχύσεως συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα για τους αγοραστές επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, τελούν υπό προσωρινή διαχείριση και απασχολούν τουλάχιστον 1 000 υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν συνάψει συλλογική σύμβαση εργασίας μέχρι τις 30 Απριλίου 2003 με το Υπουργείο Εργασίας για την έγκριση της μεταφοράς των εργαζομένων, καθώς και για τις προβληματικές επιχειρήσεις που τελούν υπό προσωρινή διαχείριση, απασχολούν τουλάχιστον 1 000 υπαλλήλους και αποτελούν το αντικείμενο της μεταβιβάσεως.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, το προσφεύγον κράτος ισχυρίζεται τα εξής:

η εν λόγω ενίσχυση συνιστά μέτρο γενικού χαρακτήρα για την προώθηση της απασχολήσεως, οπότε δεν νοθεύει ούτε απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και, συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ,

η εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση περί της συμβατότητας της ενισχύσεως αναιρείται από τον προσωρινό χαρακτήρα του μέτρου, το οποίο δικαιολογείται από την ανάγκη αντιμετωπίσεως μιας προσωρινής κατάστασης κρίσεως στην απασχόληση και περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα για την αντιμετώπισή της, κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας,

παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών περί των κρατικών ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, στο μέτρο που, καθόσον αφορά την πώληση της Ocean SpA στη Brandt Italia, το σημείο 100 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών κάνει ρητή αναφορά στις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, ορίζοντας ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει τη συμβατότητα με την κοινή αγορά οποιασδήποτε ενισχύσεως που προορίζεται για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, εφόσον έχει κοινοποιηθεί χωρίς την έγκριση της Επιτροπής,

παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2204/2002 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις για την απασχόληση (1), στο μέτρο που η καθής δεν έκρινε το εν λόγω μέτρο ενισχύσεως συμβατό με τον κανονισμό αυτό.


(1)  ΕΕ L 337 της 13.12.2002, σ. 3.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/30


Προσφυγή του European Environmental Bureau (Eυρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος) και του Stichting Natuur en Millieu κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 9 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-241/04)

(2004/C 217/54)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Το European Environmental Bureau (Eυρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος), Βρυξέλλες, Βέλγιο και το Stichting Natuur en Millieu, Ουτρέχτη, Ολλανδία, εκπροσωπούμενα από τους P. van den Biesen και B. Arentz, lawyers, άσκησαν στις 9 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα προσφεύγοντα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

Nα ακυρώσει εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής 2004/247/ΕΚ (1) στο μέτρο που αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 3 και το άρθρο 3, εδάφιο β),

Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή αποφάσισε να μην τροποποιήσει το παράρτημα της οδηγίας 91/414 (2) προκειμένου να καταχωρίσει την «Simazine» στις δραστικές ουσίες που απαριθμούνται σε αυτό. Το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν μόνο φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν ουσίες που είναι καταχωρισμένες στο παράρτημα I. Η Επιτροπή, αρνούμενη να καταχωρίσει την Simazine στο παράρτημα I, αποφάσισε να μην εγκρίνει την περαιτέρω χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία αυτή.

Τα προσφεύγοντα δεν αμφισβητούν αυτό το σημείο της αποφάσεως, αλλά μάλλον ορισμένες μεταβατικές διατάξεις που επιτρέπουν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2007 ορισμένες περιορισμένες χρήσεις των προϊόντων που περιέχουν Simazine υπάγοντας αυτές σε όρους που έχουν ως σκοπό την ελαχιστοποίηση του κινδύνου. Στην εισαγωγή της αποφάσεώς της η Επιτροπή δικαιολόγησε τα μεταβατικά αυτά μέτρα επικαλούμενη την απουσία επί του παρόντος αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων και την ανάγκη να δοθεί χρόνος για την ανάπτυξή τους.

Προς στήριξη της προσφυγής τους τα προσφεύγοντα επικαλούνται τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβάλλουν τα ίδια στην υπόθεση Τ-236/04.


(1)  ΕΕ L 78 της 16.3.2004, σ. 50.

(2)  Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1-32.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/31


Προσφυγή της Elisabeth Saskia Smit κατά της Ευρωπόλ που ασκήθηκε στις 17 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-244/04)

(2004/C 217/55)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Η Elisabeth Saskia Smit, κάτοικος Scheveningen (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους δικηγότους P. de Casparis και M. F. Baltussen, άσκησε στις 17 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ευρωπόλ.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπόλ της 19ης Μαΐου 2003 καθώς και την απόφαση, της 19ης Μαρτίου 2004 που η Ευρωπόλ έλαβε επί διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας,

να καταδικάσει την Ευρωπόλ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα στρέφεται κατά της αποφάσεως της καθής να μη λάβει υπόψη την προσφεύγουσα για ορισμένες κενές θέσεις. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καθής υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/31


Προσφυγή του Jacques Wunenburger κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 17 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-246/04)

(2004/C 217/56)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Jacques Wunenburger, κάτοικος Ζάγκρεμπ (Κροατία), εκπροσωπούμενος από τον Eric Boigelot, δικηγόρο, άσκησε στις 17 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

O προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του David O' Sullivan, Γενικού Γραμματέα, ως επιλαμβανόμενου κατόπιν αμφισβητήσεως αξιολογητή, η οποία εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2003, καθόσον επικύρωσε και ενέκρινε οριστικώς την έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος για το διάστημα από την 1η Ιουλίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002,

να ακυρώσει την εν λόγω έκθεση,

να ακυρώσει τη ρητή απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως του προσφεύγοντος, η οποία ασκήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2003 δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων και καταχωρίσθηκε υπό τον αριθμό R/711/03, με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως,

να επιδικάσει στον προσφεύγοντα αποζημίωση για ηθική βλάβη και βλάβη της σταδιοδρομίας, λόγω ουσιαστικών παρατυπιών και λόγω της σημαντικής καθυστερήσεως στην κατάρτιση της εν λόγω εκθέσεως, η οποία εκτιμάται ex aequo et bono σε 4 000 ευρώ, με την επιφύλαξη αυξήσεως ή μειώσεως του ποσού αυτού κατά τη διάρκεια της δίκης,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση των άρθρων 25, δεύτερο εδάφιο, 26 και 43, του ΚΥΚ, καθώς και των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ, τις οποίες η Επιτροπή θέσπισε στις 26 Απριλίου 2002. Περαιτέρω, ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, παράβαση του καθήκοντος αρωγής, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/32


Προσφυγή της Asociación de Exportadores Españoles de Productos Farmacéuticos («ASEPROFAR») και της Española de Desarrollo e Impulso Farmacéutico, S.A. («EDIFA») κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση Τ-247/04)

(2004/C 217/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Η Asociación de Exportadores Españoles de Productos Farmacéuticos («ASEPROFAR») και η Española de Desarrollo e Impulso Farmacéutico, S.A. («EDIFA»), με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενες από τον δικηγόρο Luis Ortiz Blanco, άσκησαν στις 17 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιλαμβάνεται στις επιστολές της 2ας Απριλίου, της 6ης Μαΐου και της 10ης Μαΐου 2004 με την οποία τίθενται στο αρχείο οι καταγγελίες που καταχωρίστηκαν με αριθμούς Ρ/2002/4609 και 2003/5119 (κατά το μέρος που αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 29 ΕΚ) με την αιτιολογία ότι το βασιλικό διάταγμα 725/2003, της 13ης Ιουνίου 2003, δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 29 ΕΚ ούτε του άρθρου 10 σε συνδυασμό με το άρθρο 29 ΕΚ,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στις ως άνω επιστολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 2ας Απριλίου και της 6ης και 10ης Μαΐου 2004, με την οποία απορρίφθηκαν οι καταγγελίες των προσφευγουσών (Ρ/2002/4609 και 2003/5119) σε σχέση με τη έκδοση του βασιλικού διατάγματος 725/2003, της 13ης Ιουνίου 2003, με το οποίο διευκρινίζονται ορισμένα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 100, παράγραφος 2, του νόμου 25/1990 περί φαρμάκων.

Το εν λόγω βασιλικό διάταγμα υποχρεώνει τις αποθήκες χονδρικής που διανέμουν φαρμακευτικά προϊόντα να γνωστοποιούν στις υγειονομικές αρχές τις ποσότητες των φαρμάκων που προμηθεύουν στα φαρμακεία ή σε άλλες φαρμακαποθήκες χονδρικής. Οι υγειονομικές αρχές διαβιβάζουν, στη συνέχεια, τις πληροφορίες αυτές στα εργαστήρια παρασκευής φαρμάκων. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κατ' αυτόν τον τρόπο παρέχεται στα εργαστήρια παρασκευής φαρμάκων η δυνατότητα λήψεως αποτελεσματικών μέτρων παρεμποδίσεως των εξαγωγών που πραγματοποιούν οι φαρμακαποθήκες χονδρικής προς άλλες κοινοτικές χώρες, δεδομένου ότι θα γνωρίζουν ποιες φαρμακαποθήκες χονδρικής εξάγουν φάρμακα, ποια τα εξαγόμενα φαρμακευτικά προϊόντα και σε τι ποσότητες εξάγονται.

Για τον λόγο αυτόν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το εν λόγω βασιλικό διάταγμα συνιστά παράβαση του άρθρου 29 της συνθήκης ΕΚ ή του άρθρου 10 της ίδιας συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 29.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/32


Προσφυγή της Scania AB (Publ) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-248/04)

(2004/C 217/58)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η Scania AB (Publ), Södertälje (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τους D. Arts and F. Herbert, lawyers, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 21 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2004 με την οποία η Επιτροπή ενέκρινε τη διάθεση των μετοχών Α της Volvo μέσω της Ainax,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η έγκριση της συγκέντρωσης μεταξύ Volvo και Renault Vehicules Industriels (1) τελούσε υπό τον όρο της διαθέσεως των μετοχών της Scania (επιχείρηση Scania) που κατείχε η Volvo. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε τις προτάσεις εκχωρήσεως της Volvo, σύμφωνα με τις οποίες η Volvo θα μεταβίβαζε το εναπομένον μέρος των μετοχών της Scania που κατείχε σε θυγατρική της, την Ainax. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι μετοχές της Ainax θα διανέμονταν στους μετόχους της Volvo ως μέρισμα.

Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα όσα ορίζονται για την επιχείρηση Scania στην απόφαση της Επιτροπής της 1ης Σεπτεμβρίου 2000 καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, εδάφιο γ) και το άρθρο 6, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 (2).

Σύμφωνα με την προσφεύγουσα η δημιουργία ενδιάμεσης δομής, δηλ. η Ainax, μάλλον διαφυλάσσει τη δέσμη των μετοχών που βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο της Volvo παρά τη διανέμει μεταξύ των μετόχων της Volvo. Η προσφεύγουσα προβάλλει περαιτέρω ότι επειδή η Renault κατέχει περίπου το 20 % των μετοχών της Volvo ελέγχει με τον τρόπο αυτό το 20 % περίπου της Ainax, η οποία με τη σειρά της ελέγχει το 25 % περίπου της Scania. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ως εκ τούτου, ότι η δομή της εκχωρήσεως παρέχει στη Renault, και έμμεσα στη Volvo, σημαντική επιρροή επί της προσφεύγουσας και προνομιακή εκ των έσω γνώση των επιχειρηματικών της απορρήτων. Για τον λόγο αυτό, κατά την προσφεύγουσα, δεν είναι δυνατόν γι' αυτήν να δράσει ως ανεξάρτητη εναλλακτική εταιρία έναντι του ομίλου Volvo/Renault VI.


(1)  Απόφαση της Επιτροπής της 1ης Σεπτεμβρίου 2000 περί του συμβατού μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά (Υπόθεση αριθ. IV/M.1980 — 3* VOLVO/RENAULT V.I.) με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου (ΕΕ C 301, σ. 23).

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 257 1990, σ. 13).


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/33


Προσφυγή του Philippe Combescot κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-249/04)

(2004/C 217/59)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Ο Philippe Combescot, εκπροσωπούμενος από τους Alberto Maritati και Viola Messa, άσκησε στις 21 Ιουνίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να αναγνωρίσει ότι η στάση των προϊσταμένων του Combescot υπαλλήλων ήταν απολύτως παράνομη, και ότι επηρέασε την επαγγελματική του ζωή, τη σταδιοδρομία του και, ως εκ τούτου, την κατάσταση της υγείας του, και να του αναγνωρίσει το δικαίωμα αρωγής του άρθρου 24 του ΚΥΚ,

να αναγνωρίσει τον παράνομο χαρακτήρα της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας λόγω του ότι συντάχθηκε υπό συνθήκες σοβαρής και ανεπανόρθωτης εχθρότητας μεταξύ του προσφεύγοντος και του προϊσταμένου του,

να αναγνωρίσει το δικαίωμα του Combescot για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, τόσο της ηθικής βλάβης που υπέστη όσο και όσον αφορά την επαγγελματική του ζωή και σταδιοδρομία, που πρέπει να καθοριστούν τουλάχιστον σε 1 000,00 ευρώ.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων στην υπό κρίση υπόθεση ισχυρίζεται ότι υπέφερε από τον άμεσο προϊστάμενό του, κατά την περίοδο αποσπάσεώς του στην Αντιπροσωπία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη Γουατεμάλα προς άσκηση καθηκόντων επιτόπου συμβούλου, από τις απειλές, τους εκφοβισμούς και τις προσωπικές και επαγγελματικές προσβολές. Επρόκειτο γενικώς για μια σειρά ενεργειών που εισήγαγαν διακρίσεις, ζημίωσαν την επαγγελματική του ζωή και είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην κατάσταση της υγείας του.

Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί αδικαιολόγητη από νομικής απόψεως η απόρριψη της αιτήσεως αρωγής που είχε υποβάλει βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Εξάλλου, η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας πρέπει επίσης να θεωρηθεί παράνομη για την επίδικη περίοδο.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/33


Προσφυγή-αγωγή του Philippe Combescot κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-250/04)

(2004/C 217/60)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Ο Philippe Combescot, εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Alberto Maritati και νiola Messa, άσκησε στις 21 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κηρύξει παράνομη την απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεώς του συμμετοχής στον διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσεως προϊσταμένου της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Κολομβία, που δημοσιεύθηκε στις 28 Μαΐου 2003 (ανακοίνωση κενής θέσεως CΟM/091/03)· συναφώς, να κηρύξει άκυρη τη διαδικασία του διαγωνισμού στο σύνολό της, καθώς και τη συνακόλουθη απόφαση περί πληρώσεως της προκηρυχθείσας θέσεως· να αναγνωρίσει ότι, λόγω της παράνομης αποφάσεως περί αποκλεισμού του από τον διαγωνισμό, ο Philipe Cοmbescοt υπέστη βλάβη στην προσωπικότητά του και στην επαγγελματική του ζωή, με σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχική του ισορροπία· να του επιδικάσει, ως αποζημίωση, το ποσό των 100 000 ευρώ.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα:

Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων βάλλει κατά της απορρίψεως, εκ μέρους της καθής, της υποψηφιότητάς του για την κενή θέση προϊσταμένου της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Κολομβία.

Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:

παράβαση των όρων της ανακοινώσεως κενής θέσεως, καθόσον οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του (το γεγονός ότι δεν διέθετε διετή εμπειρία ως προϊστάμενος μονάδας) δεν προβλέπονταν στην προκήρυξη,

παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον έγιναν δεκτές οι υποψηφιότητες άλλων υπαλλήλων που βρίσκονταν σε κατάσταση παρόμοια με αυτήν του προσφεύγοντος,

έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η αποστολή και τα καθήκοντα που εκτέλεσε κατ' ουσίαν ο προσφεύγων, έστω και υπό την τυπική ιδιότητα του Συμβούλου στη Γουατεμάλα, δεν είναι ισότιμα προς αυτά του προϊσταμένου μονάδας, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων εκτελούσε καθήκοντα διοικήσεως της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γουατεμάλα υπό καθεστώς πλήρους διαχειριστικής και οικονομικής αυτονομίας.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/34


Προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 22 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-251/04)

(2004/C 217/61)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Η Ελληνική Δημοκρατία εκπροσωπούμενη από τους Βασίλειο Κοντόλαιμο και Ιωάννη Χαλκιά άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 22 Ιουνίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρωθεί η απόφαση Ε (2004) 457/ΕΚ/29.4.2004 (ΕΕ L 156 της 30.4.2004).

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή, διενεργούσα εκκαθάριση των λογαριασμών κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 729/70, απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση διάφορες δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα των οπωροκηπευτικών και στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποίησης, με αποτέλεσμα να μην αναγνωριστούν ως νόμιμη κοινοτική δαπάνη και να καταλογιστούν σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Πιο συγκεκριμένα, ορισμένες από τις δαπάνες αυτές αφορούν τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού για τα οικονομικά έτη 1999-2001. Για τη μη αναγνώριση η Επιτροπή προέβαλε ως λόγο την εκπρόθεσμη εισκόμιση στην παρέμβαση ενός μέρους από την ποσότητα ρυζιού. Προς υποστήριξη της προσφυγής της κατά το μέρος που αφορά αυτές τις δαπάνες, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας με την άρνηση της Επιτροπής ν' αναγνωρίσουν ανωτέρα βία οφειλόμενη σε απεργία των φορτηγών αυτοκινήτων. Επικαλείται επίσης παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εξαιτίας της παράλειψης των υπηρεσιών της Επιτροπής να λάβουν θέση εγκαίρως στη γνωστοποίηση πρόθεσης εκπρόθεσμης εισκόμισης στην παρέμβαση για λόγους ανωτέρας βίας. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται ακόμη ανεπαρκή αιτιολογία στο ειδικότερα ζήτημα της μη τήρησης των κατευθυντήριων γραμμών VI/5330/97 που προβλέπουν την εφαρμογή κατ' αποκοπή διορθώσεων, όταν το πραγματικό ύψος των παράτυπων πληρωμών δεν μπορεί να καθοριστεί.

Ένα άλλο μέρος των δαπανών που αποκλείστηκαν από τη χρηματοδότηση αφορά διόρθωση για μη τήρηση της ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς ροδακίνων. Ως προς το σημείο αυτό της προσβαλλόμενης απόφασης η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ότι πληρώθηκαν απευθείας οι οργανώσεις παραγωγών και όχι ο μεταποιητής, αλλά επικαλείται εξαιρετικές περιπτώσεις που κατά την εκτίμησή της δικαιολογούν την ενέργεια αυτή, την οποία θεωρεί ως συμπορευόμενη με τον σκοπό της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της Κοινής Οργάνωσης της Αγοράς, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι δεν προκλήθηκε καμία ζημία από αυτήν. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ακόμη ότι το ποσόν της διόρθωσης υπολογίστηκε εσφαλμένα.

Σε ό,τι αφορά τη διόρθωση 2 % εν σχέσει προς το πρόγραμμα ενίσχυσης απόρων, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3149/92 (1), κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ανεπαρκή αιτιολογία.

Σε ό,τι αφορά τη διόθρωση που αναφέρεται στο τριετές πρόγραμμα αναδιάρθρωσης οπωροκηπευτικών, η Ελλάδα επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3816/92 (2) και κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, υπό την ειδικότερη έννοια ότι έπρεπε να πληρωθεί ό,τι κατασκευάστηκε εντός της τριετίας και όχι ό,τι λειτούργησε, όπως επίσης έπρεπε να πληρωθούν οι ενέργειες αναδιάρθρωσης που έγιναν ένα εξάμηνο μετά τη λήξη της τριετίας και πληρώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2000.

Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει γενικό λόγο ακύρωσης αναφερόμενο σε όλους τους τομείς της προσβαλλομένης αποφάσεως, ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή ήταν κατά χρόνο αναρμόδια να επιβάλλει διορθώσεις για τα επίμαχα διαστήματα κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 (3) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1663/95 (4), που απαιτούν να αναφέρεται στην επιστολή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1663/95 εκτίμηση δαπάνης προς διόρθωση, προκειμένου να προσμετρηθεί το 24μηνο που προηγείται αυτής για να επιβληθούν διορθώσεις.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3149/92 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1992, περί λεπτομερών κανόνων για τη χορήγηση τροφίμων προερχόμενων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας, Επίσημη Εφημερίδα L 313 της 30.10.1992, σ. 50-55.

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3816/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για την κατάργηση, στον τομέα των οπωροκηπευτικών, του αντισταθμιστικού μηχανισμού στις συναλλαγές ανάμεσα στην Ισπανία και τα υπόλοιπα κράτη μέλη, καθώς και συναφή μέτρα, Επίσημη Εφημερίδα L 387 της 31.12.1992, σ. 10-11.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής Επίσημη Εφημερίδα L 160 της 26.6.1999, σ. 103-112.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά στη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων Επίσημη Εφημερίδα L 158 της 8.7.1995, σ. 6-12.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/35


Προσφυγή της Caviar Anzali κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 18 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-252/04)

(2004/C 217/62)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η εταιρεία Caviar Anzali, με έδρα το Colombes (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Jean-François Jésus, άσκησε στις 18 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς.

Ο αντίδικος ενώπιον του δευτέρου τμήματος προσφυγών ήταν η εταιρεία Novomarket S.A.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 19ης Απριλίου 2004 (υπόθεση R 479/2003-2, Caviar Anzali κατά Novomarket)·

να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

Novomarket S.A.

Σήμα προς καταχώριση:

Το εικονιστικό σήμα «Asetra» για προϊόντα μεταξύ άλλων, των κατηγοριών 29 και 31 (αριθμός αιτήσεως 2 187 805)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Caviar Anzali S.A.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το εθνικό και διεθνές εικονιστικό σήμα «Astara» για προϊόντα της κατηγορίας 29

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως προβαλλόμενοι με την παρούσα προσφυγή:

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η φύση του θεσπισθέντος ενώπιον του τμήματος προσφυγών συστήματος συνεπάγεται ότι η αίτηση θα αποτελέσει αντικείμενο νέας εξετάσεως και ότι η διαβίβαση της μεταφράσεως μετά την καθορισθείσα από το τμήμα ανακοπών προθεσμία δεν μπορούσε να επιφέρει την απόρριψη της ανακοπής.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/35


Πρoσφυγή της Mundipharma AG κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 28 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-256/04)

(2004/C 217/63)

Η γλώσσα διαδικασίας θα καθοριστεί βάσει του άρθρου 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η προσφυγή: η γερμανική

Η Mundipharma AG, εκπρoσωπoύμενη από τoν δικηγόρο F. Nielsen, άσκησε στις 28 Ιουνίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα).

Έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν η Altana Pharma AG, με έδρα το Konstanz (Γερμανία).

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς της 19ης Απριλίου 2004 (R 1004/2002-2),

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση:

ALTANA Pharma AG

Κoινοτικό σήμα τoυ oπoίoυ ζητείται η καταχώριση:

Λεκτικό σήμα «RESPICUR» για προϊόντα της κλάσεως 5 (Θεραπευτικά παρασκευάσματα για τις αεριοφόρους οδούς) — Αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 949 156

Δικαιoύχoς τoυ κατά τη διαδικασία ανακoπής αντιταχθέντoς σήματoς ή σημείoυ:

Η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο:

Γερμανικό λεκτικό σήμα «RESPICORT» για προϊόντα της κλάσεως 5 (φαρμακευτικά παρασκευάσματα, παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· έμπλαστρα)

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών:

Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και απόρριψη της ανακοπής

Πρoβαλλόμενoι λόγoι ακυρώσεως:

Παράβαση του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/36


Προσφυγή του C.E.S.T.A.S. — Centro di Educazione Sanitaria e Tecnologie Appropriate Sanitarie κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 23 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-260/04)

(2004/C 217/64)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Το C.E.S.T.A.S. — Centro di Educazione Sanitaria e Tecnologie Appropriate Sanitarie, εκπρoσωπoύμενο από τους δικηγόρους Nicoletta Amadei και Charles Turk, άσκησε στις 23 Ιουνίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.

Το προσφεύγον ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει στο σύνολό της την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής (Αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία της Γουινέας), της 21ης Απριλίου 2004, με την οποία επιβλήθηκε στο προσφεύγον, μια μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) που δρα στη Γουινέα από το 1987, η υποχρέωση καταβολής του ποσού των 959 543 835 φράγκων Γουινέας (ποσού ίσου με 397 126,02 ευρώ), ως δαπανών που κρίθηκαν αδικαιολόγητες στο πλαίσιο της εκ μέρους του αναληφθείσας υλοποιήσεως σχεδίων.

Προς στήριξη των αιτημάτων του, το προσφεύγον προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως και επιχειρήματα:

παράβαση ουσιωδών τύπων, λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, καθώς και λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως. Συναφώς, το προσφεύγον επισημαίνει ότι το προσβαλλόμενο «Note de débit» [χρεωστικό σημείωμα] αναφέρεται αποκλειστικά στη συμφωνία «Amélioration des conditions de vie à l'intérieur du pays [βελτίωση των βιοτικών συνθηκών στο εσωτερικό της χώρας] — 7 ACP GUI 019-4-AT CESTAS», χωρίς, ωστόσο, να υφίσταται συμφωνία με αυτόν τον τίτλο και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί με σαφήνεια σε ποια ή ποιες εκ των σχέσεων μεταξύ του προσφεύγοντος και της Κυβερνήσεως της Γουινέας αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Αφετέρου, το CESTAS υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται παντελώς νομικής βάσεως. Τέλος, κατά το προσφεύγον, το χρεωστικό σημείωμα δεν περιλαμβάνει καμία διευκρίνιση ως προς τους κανόνες βάσει των οποίων η Επιτροπή υπολόγισε το επίμαχο ποσό,

ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον η εντολή για την εκ μέρους του προσφεύγοντος καταβολή του επίμαχου ποσού προέρχεται από την Επιτροπή, η οποία έχει την ιδιότητα τρίτου ως προς τις συμβάσεις που συνήφθησαν για τα διάφορα προγράμματα στη Γουινέα,

παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (1), καθόσον δεν δόθηκε συνέχεια στην αίτηση του προσφεύγοντος για χορήγηση αντιγράφου της εκθέσεως Ernst & Young, επί της οποίας βασίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση,

προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος,

παραβίαση των αρχών της εκατέρωθεν ακροάσεως και της χρηστής διοικήσεως.

Συναφώς, το προσφεύγον τονίζει, ειδικότερα, ότι η μελέτη για τα φερόμενα ελλείμματά του πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου από έναν εξωτερικό φορέα, την Ernst & Young, η οποία δεν αποτελεί έναν πλήρως ανεξάρτητο έναντι των κυρίων μερών φορέα, αλλά έναν χρηματοδοτούμενο από την Κυβέρνηση της Γουινέας οργανισμό, ο οποίος δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί αμερόληπτος.


(1)  ΕΕ L 145 της 31ης Μαΐου 2001, σ. 43.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/36


Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε την 1η Ιουλίου 2004

(Υπόθεση Τ-266/04)

(2004/C 217/65)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο Fernando Díez Moreno, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, Boulevard Emmanuel Servais 4-6, άσκησε την 1η Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2004, κατά το μέρος που αφορά την Ισπανία, περί αποκλεισμού των χρηματικών αποζημιώσεων για την απόσυρση οπωροκηπευτικών (5 253 604,00 ευρώ) και περί αποκλεισμού των ενισχύσεων προς τις αροτραίες καλλιέργειες και των επιδοτήσεων ζώων, με εξαίρεση το ποσό που αντιστοιχεί στην περίοδο εμπορίας 2000/2001 για την περιοχή της Ριόχα, στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών (1 659 053,00 ευρώ), και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά το προσφεύγον κράτος, αφορά αποκλεισμό από τέσσερα είδη ενισχύσεων: α) από τη χρηματική αποζημίωση για τις αποσύρσεις οπωροκηπευτικών, β) από την ενίσχυση της μεταποιήσεως λεμονιών, γ) από τη χορήγηση τροφίμων προερχόμενων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους και δ) από τις ενισχύσεις προς τις αροτραίες καλλιέργειες και από τις επιδοτήσεις ζώων. Η παρούσα προσφυγή αναφέρεται μόνο στον αποκλεισμό από τη χρηματική αποζημίωση για την απόσυρση οπωροκηπευτικών (5 253 601 ευρώ, που επιβλήθηκε λόγω ελλιπών ελέγχων στις περιοχές της Μουρκίας και της Βαλένθιας) και στον αποκλεισμό που επιβλήθηκε στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών και των επιδοτήσεων ζώων, με εξαίρεση το ποσό που αντιστοιχεί στην περίοδο εμπορίας 2000/2001, για την περιοχή της Ριόχα, σε σχέση με τις αροτραίες καλλιέργειες, λόγω της οποίας το προβαλλόμενο ως αδικαιολογήτως αποκλεισθέν ποσό στον τομέα αυτόν ανέρχεται σε 1 659 053 ευρώ.

Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η Ισπανία προβάλλει τα εξής νομικά επιχειρήματα:

Χρηματική αποζημίωση για την απόσυρση οπωροκηπευτικών.

Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται ότι οι ισπανικές αρχές, παρότι λόγω πεπλανημένης ερμηνείας δεν διεξήγαγαν έλεγχο επί του 100 % των αποσυρόμενων προϊόντων, εντούτοις κινήθηκαν για την τροποποίηση της διαδικασίας λήψεως μέτρων αμέσως μόλις τους επισημάνθηκε η πλάνη από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Προστίθεται, συναφώς, ότι δεν είναι λογικό να επιβάλλονται κυρώσεις στην Ισπανία για ένα ζήτημα που ανέκυψε λόγω πεπλανημένης εφαρμογής της νομοθετικής ρυθμίσεως, η οποία, όμως, διορθώθηκε αμέσως μόλις έγινε γνωστή, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι οι ισπανικές αρχές θεράπευσαν αμελλητί την πλημμέλεια που εντόπισε το Ελεγκτικό Συνέδριο και, αφετέρου, ότι διεξήχθησαν επιτόπιοι έλεγχοι σε υψηλό ποσοστό και πέραν των θεσμοθετημένων.

Αροτραίες καλλιέργειες και επιδοτήσεις ζώων.

Σχετικά με το ζήτημα αυτό, τονίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70, έπρεπε να είχαν εξαιρεθεί από τη δημοσιονομική διόρθωση όλες οι δαπάνες της Χώρας των Βάσκων για τις περιόδους εμπορίας 1998/1999 και 1999/2000, οι πληρωμές των οποίων πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 31 Ιανουαρίου 1999 και από τις 30 Ιανουαρίου 2000 αντιστοίχως. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Ριόχα.

Εξάλλου, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν τηρήθηκε η προϋπόθεση της κατ' άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1663/95 ανακοινώσεως στον τομέα των επιδοτήσεων ζώων.

Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι οι πληρωμές των επιδοτήσεων ζώων για τις χρήσεις των ετών 1998, 1999 και 2000 είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου και εκκαθαρίσεως κατά την έρευνα 2000/07. Όσον αφορά, δε, τις αιτήσεις των ετών 1998, 1999 και 2000 για τη Χώρα των Βάσκων, και τις αιτήσεις των ετών 1998 και 2000 για τη Ριόχα, η Επιτροπή εφαρμόζει δημοσιονομική διόρθωση χωρίς να λάβει υπόψη ότι οι υπηρεσίες της, επ' ευκαιρία της ως άνω έρευνας, είχαν αποφασίσει ότι δεν συνέτρεχε ανάγκη δημοσιονομικών διορθώσεων για τις αιτήσεις αυτές. Κατά συνέπεια, αυτό που επιχειρείται τώρα, με την έρευνα 2000/2011, είναι το εκ νέου άνοιγμα φακέλλου που είχε ήδη κλείσει στο παρελθόν, με την εξέταση από διαφορετική ομάδα του ΕΓΤΠΕ των ίδιων αιτήσεων των ετών 1998 έως 2000, οι οποίες έχουν ήδη εξεταστεί, θέτοντας ακόμη και το ζήτημα της εφαρμογής κυρώσεων και καταλήγοντας σε διαφορετικά συμπεράσματα σε σχέση με το ζήτημα της εφαρμογής του αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/37


Προσφυγή της Spa Monopole, Compagnie fermière de Spa κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 28 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-268/04)

(2004/C 217/66)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Spa Monopole, Compagnie fermière de Spa, με έδρα το Σπα (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους Emmanuel Cornu, Eric De Gryse και Donatienne Moreau, δικηγόρους, άσκησε στις 28 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ).

Η Cottee Dairy Products Pty Limited ήταν επίσης διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούμενος την καταχώριση του κοινοτικού σήματος:

Cottee Dairy Products Pty Limited

Κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση:

Το λεκτικό σήμα «SPA» για τα προϊόντα της κλάσεως 1 (αριθμός αιτήσεως 911 388)

Σήματα στη δίκη ανακοπής:

Τα λεκτικά εικονιστικά σήματα «SPA» που καταχωρίσθηκαν στο Benelux για προϊόντα της κλάσεως 32 καθώς και η εμπορική και εταιρική επωνυμία της ανακόπτουσας.

Δικαιούχος των σημάτων στη δίκη ανακοπής:

S.A. Spa Monopole, Compagnie fermière de Spa

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών

Προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως:

Παράβαση του άρθρου 8 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (1).


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1).


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/38


Προσφυγή της IDOM, S.A. κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 29 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-269/04)

(2004/C 217/67)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Η IDOM, S.A., με έδρα το Μπιλμπάο (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τη δικηγόρο Tatiana Villate Consoni, μέλος του δικηγορικού συλλόγου της Μαδρίτης, άσκησε στις 29 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ).

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Απριλίου 2004 του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ επί της υποθέσεως R-153/2003-2,

να ακυρώσει την απόφαση 3707/2002 επί της διαδικασίας ανακοπής Β282733 κατά το μέρος που απέρριψε την ανακοπή της IDOM, S.A. και δέχθηκε την προσβαλλομένη αίτηση καταχωρίσεως για την κλάση 37 και μέρος της κλάσεως 42,

να δεχθεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας και να διατάξει το αντίστοιχο τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ να απορρίψει στο σύνολό της την αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος και

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης σε περίπτωση απορρίψεως των ισχυρισμών του.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

Idom Incorporated

Κοινοτικό σήμα προς καταχώριση:

Εικονιστικό σήμα «IDOM» — Αίτηση 1 185 800 για υπηρεσίες των κλάσεων 35, 37 και 42 (διοίκηση επιχειρήσεων, υπηρεσίες συμβούλων επιχειρήσεων και πληροφορική)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου:

Η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου:

Κοινοτικό εικονιστικό σήμα IDOM (847 236), ισπανικά εικονιστικά σήματα IDOM (789 822, 789 823, 1 195 931, 2 052 591, 2 052 592, 2 052 593) και ισπανικό λεκτικό σήμα IDOM (217 244), για υπηρεσίες των κλάσεων 35, 37 και 42

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

Δέχεται την ανακοπή, κατά το μέρος που αφορά τις υπηρεσίες της κλάσεως 35 που καλύπτονται και από τα δύο σήματα, και την απορρίπτει κατά το μέρος που αφορά τις υπηρεσίες των κλάσεων 37 και 42

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απορρίπτει την προσφυγή

Προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως:

Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/38


Διαγραφή της υποθέσεως T-304/99 (1)

(2004/C 217/68)

(Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική)

Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2004 ο Πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως Τ-304/99, Oliehandel Kuster BV, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  ΕΕ C 63 της 4.3.2000.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/38


Διαγραφή της υποθέσεως T-69/02 (1)

(2004/C 217/69)

(Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική)

Με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2004, ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέταξε τη διαγραφή της υποθέσεως T-69/02, Organización de Productores de Tunidos Congelados (OPTUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  EE C 118 της 18.5.2002.


28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/38


Διαγραφή της υποθέσεως T-249/03 (1)

(2004/C 217/70)

(Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική)

Με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2004, ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διέταξε τη διαγραφή της υποθέσεως T-249/03, Y κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  EE C 213 της 6.9.2003.


III Πληροφορίες

28.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/39


(2004/C 217/71)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΕ C 201 της 7.8.2004

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 190 της 24.7.2004

ΕΕ C 179 της 10.7.2004

ΕΕ C 168 της 26.6.2004

ΕΕ C 156 της 12.6.2004

ΕΕ C 146 της 29.5.2004

ΕΕ C 106 της 30.4.2004

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

 

EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex

 

CELEX: http://europa.eu.int/celex