ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

47ό έτος
7 Αυγούστου 2004


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Δικαστήριο

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

2004/C 201/01

Απόφαση του Δικαστηρίου (ολομέλεια), της 22ας Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-42/01: Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κοινοτικός έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων — Άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου — Προστασία των εννόμων συμφερόντων από τα κράτη μέλη — Αρμοδιότητα της Επιτροπής)

1

2004/C 201/02

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 17ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-30/02 [αίτηση του Tribunal Τributário de Primeira Instância de Lisboa (Πορτογαλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]: Recheio-Cash & Carry SA κατά Fazenda Pública/Registro Nacional de Pessoas Colectivas (Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων — Προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής — Αρχή της αποτελεσματικότητας)

1

2004/C 201/03

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-49/02 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Bundespatentgericht): Heidelberger Bauchemie GmbH (Σήματα — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Οδηγία 89/104/ΕΟΚ — Σημεία που μπορούν να συνιστούν σήμα — Συνδυασμοί χρωμάτων — Μπλε και κίτρινο χρώμα για ορισμένα υλικά οικοδομών)

2

2004/C 201/04

Aπόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-119/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο και άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ — Απόρριψη αστικών λυμάτων σε ευαίσθητη περιοχή — Έλλειψη αποχετευτικού δικτύου — Έλλειψη επεξεργασίας αυστηρότερης της δευτεροβάθμιας επεξεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας)

2

2004/C 201/05

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-212/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ — Ατελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο — Υποχρέωση προβλέψεως στις νομοθεσίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, μιας διαδικασίας που θα δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους αποκλεισθέντες υποψηφίους να επιτύχουν την ακύρωση της αποφάσεως για την ανάθεση συμβάσεως)

3

2004/C 201/06

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-278/02P (αίτηση του Berufungssenat I der Region Linz bei der Finanzlandesdirektion für Oberösterreich): Herbert Hanslbauer GmbH (Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Βόειο κρέας — Επιστροφές λόγω εξαγωγής — Απόδοση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών — Δίωξη λόγω παρατυπιών — Άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 — Άμεσο αποτέλεσμα — Προθεσμία παραγραφής — Διακοπή της προθεσμίας παραγραφής)

4

2004/C 201/07

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-350/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (Παράβαση κράτους μέλους — Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών — Άρθρα 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ — Αναγκαιότητα σαφούς εξακριβώσεως των αιτιάσεων στην αιτιολογημένη γνώμη)

4

2004/C 201/08

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα), της 24ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-421/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Ατελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο)

5

2004/C 201/09

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 22ας Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-439/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Θαλάσσιες μεταφορές — Οδηγία 95/21/EK — Ασφάλεια στη θάλασσα — Έλεγχος των πλοίων από το κράτος του λιμένα — Ανεπαρκής αριθμός επιθεωρήσεων)

5

2004/C 201/10

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα), της 17ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-99/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2000/52/EΚ — Διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων — Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη)

6

2004/C 201/11

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα), της 10ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση C-302/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 1999/22/ΕΚ — Διατήρηση άγριων ζώων στους ζωολογικούς κήπους — Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας)

6

2004/C 201/12

Υπόθεση C-182/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, στην υπόθεση ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. κατά Υπουργού Οικονομικών

7

2004/C 201/13

Υπόθεση C-183/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, στην υπόθεση ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. κατά Υπουργού Οικονομικών

7

2004/C 201/14

Υπόθεση C-204/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2004

7

2004/C 201/15

Υπόθεση C-217/04: Προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

8

2004/C 201/16

Υπόθεση C-224/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale di Gorizia με διάταξη της 7ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση Azienda Agricola Bogar Roberto e Andrea κατά Azenzia per le erogazioni in Agricoltura — AGEΑ και Cospalat Friuli Venezia Giulia

9

2004/C 201/17

Υπόθεση C-229/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen με διάταξη της 27ης Μαΐου 2004 στην υπόθεση Crailsheimer Volksbank eG κατά Klaus Conrads, συζύγων Frank Schulzke και Petra Schulzke-Lösche και Joachim Nitschke

9

2004/C 201/18

Υπόθεση C-230/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 2 Ιουνίου 2004

9

2004/C 201/19

Υπόθεση C-231/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio με διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2004, στην υπόθεση Confcooperative Unione Regionale della Cooperazione FVG Federagricole κ.λπ. κατά Ministero delle Politiche Agricole e Forestali και της Regione Veneto

10

2004/C 201/20

Υπόθεση C-233/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Arbeitsgericht Düsseldorf με διάταξη της 5ης Μαΐου 2004 στην υπόθεση Gül Demir κατά Securicor Aviation Limited Securicor Aviation (Germany) Limited και Kötter Aviation Security GmbH & Co. KG

11

2004/C 201/21

Υπόθεση C-235/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, που ασκήθηκε στις 4 Ιουνίου 2004

11

2004/C 201/22

Υπόθεση C-237/04: Αίτηση του Tribunale di Cagliari προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα με διάταξη που εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2004 στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Enirisorse SpA και Sotacarbo SpA

12

2004/C 201/23

Υπόθεση C-250/04: Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

12

2004/C 201/24

Υπόθεση C-251/04: Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

13

2004/C 201/25

Υπόθεση C-252/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

13

2004/C 201/26

Υπόθεση C-253/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

13

2004/C 201/27

Υπόθεση C-254/04: Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

14

2004/C 201/28

Υπόθεση C-258/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour de travail de Liège (9ο τμήμα), με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση Office national de l'emploi κατά Ιωάννη Ιωαννίδη

14

2004/C 201/29

Υπόθεση C-262/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ασκήθηκε στις 23 Ιουνίου 2004

14

2004/C 201/30

Υπόθεση C-263/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 24 Ιουνίου 2004

15

2004/C 201/31

Υπόθεση C-276/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Etienne, με απόφαση της 5ης Απριλίου 2004, στην υπόθεση SAS Bricorama France κατά Caisse Nationale de l'Organisation Autonome d'Assurance Vieillesse des Travailleurs Non-Salariés des Professions Industrielles et Commerciales — Caisse ORGANIC

15

2004/C 201/32

Διαγραφή της υποθέσεως C-258/03

15

2004/C 201/33

Διαγραφή της υποθέσεως C-382/03

15

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

2004/C 201/34

Τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα

16

2004/C 201/35

Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 25ης Μαΐου 2004, στην υπόθεση Τ-69/03, W. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Υπάλληλοι — Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως — Έννοια της κατοικίας — Αποδείξεις)

16

2004/C 201/36

Υπόθεση Τ-167/04: Προσφυγή της Asklepios Kliniken GmbH κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 13 Μαΐου 2004

16

2004/C 201/37

Υπόθεση T-177/04: Προσφυγή της εταιρείας easyJet Airline Company Limited κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 14 Μαΐου 2004

17

2004/C 201/38

Υπόθεση T-178/04: Πρoσφυγή της MPS Group Inc. κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπoρικά σήματα, σχέδια και υπoδείγματα) (ΓΕΕΑ), πoυ ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004

17

2004/C 201/39

Υπόθεση T-179/04: Προσφυγή του Siegfried Krahl κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004

18

2004/C 201/40

Υπόθεση T-186/04: Προσφυγή της Spa Monopole, Compagnie Fermière de Spa κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

18

2004/C 201/41

Υπόθεση T-187/04: Προσφυγή του DJ (*) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 19 Μαΐου 2004

19

2004/C 201/42

Υπόθεση T-190/04: Προσφυγή της εταιρείας Freixenet S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

20

2004/C 201/43

Υπόθεση T-191/04: Προσφυγή της MIP Metro Group Intellectual Property GmbH & Co. KG κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004

20

2004/C 201/44

Υπόθεση Τ-194/04: Προσφυγή της The Bavarian Lager Company κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004

21

2004/C 201/45

Υπόθεση T-202/04: Προσφυγή της Madaus Aktiengesellschaft κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004

22

2004/C 201/46

Υπόθεση T-207/04: Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 4 Ιουνίου 2004

23

2004/C 201/47

Υπόθεση Τ-209/04: Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 10 Ιουνίου 2004

24

2004/C 201/48

Υπόθεση Τ-210/04: Προσφυγή-αγωγή του Andreas Mausolf κατά της Ευρωπόλ που ασκήθηκε την 1η Ιουνίου 2004

24


 

III   Πληροφορίες

2004/C 201/49

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ C 190 της 24.7.2004

25


EL

 


I Ανακοινώσεις

Δικαστήριο

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/1


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(ολομέλεια)

της 22ας Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-42/01: Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1)

(«Κοινοτικός έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων - Άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου - Προστασία των εννόμων συμφερόντων από τα κράτη μέλη - Αρμοδιότητα της Επιτροπής»)

(2004/C 201/01)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-42/01, Πορτογαλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: L. I. Fernandes και L. Duarte, επικουρούμενοι από τον Μ. Marques Mendes) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: P. Oliver και Μ. França) με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως C(2000) 3543 τελικό-PT της Επιτροπής, της 22ας Νοεμβρίου 2000, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων (Υπόθεση COMP/M.2054 — Secil/Holderbank/Cimpor), το Δικαστήριο (ολομέλεια), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, C. Gulmann, J.-P. Puissochet και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμήματος, A. La Pergola, R. Schintgen, N. Colneric και S. von Bahr (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: M. Μúgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Απορρίπτει την προσφυγή.

2.

Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 108 της 7.4.2001.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/1


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 17ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-30/02 [αίτηση του Tribunal Τributário de Primeira Instância de Lisboa (Πορτογαλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]: Recheio-Cash & Carry SA κατά Fazenda Pública/Registro Nacional de Pessoas Colectivas (1)

(Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων - Προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής - Αρχή της αποτελεσματικότητας)

(2004/C 201/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-30/02, με αντικείμενο αίτηση του Tribunal Τributário de Primeira Instância de Lisboa (Πορτογαλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητήθηκε, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Recheio-Cash & Carry SA και Fazenda Pública/Registro Nacional de Pessoas Colectivas, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο του τμήματος, A. La Pergola (εισηγητή) και S. von Bahr, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

Δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, όσον αφορά την αίτηση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής του εν λόγω φόρου.


(1)   ΕΕ C 97 της 20.4.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/2


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-49/02 (αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Bundespatentgericht): Heidelberger Bauchemie GmbH (1)

(«Σήματα - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Σημεία που μπορούν να συνιστούν σήμα - Συνδυασμοί χρωμάτων - Μπλε και κίτρινο χρώμα για ορισμένα υλικά οικοδομών»)

(2004/C 201/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-42/01, με αντικείμενο αίτηση του Bundespatentgericht (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου από την εταιρεία Heidelberger Bauchemie GmbH, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40 1989, σ. 1), το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους M. C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή) και R. Schintgen, και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. P. Léger, γραμματέας: M. H. von Holstein, βοηθός γραμματέας, εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

Τα χρώματα ή οι συνδυασμοί χρωμάτων που παρουσιάζονται κατά τρόπο αφηρημένο και χωρίς περίγραμμα σε αίτηση καταχωρίσεως και των οποίων οι αποχρώσεις προσδιορίζονται με αναφορά σε ένα χρωματικό δείγμα και εξατομικεύονται σύμφωνα με μια διεθνώς αναγνωρισμένη ταξινόμηση των χρωμάτων μπορούν να συνιστούν σήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων εφόσον:

αποδεικνύεται ότι στο πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιούνται, τα χρώματα αυτά ή οι συνδυασμοί χρωμάτων εμφανίζονται πράγματι ως σημείο και

η αίτηση καταχωρίσεως περιλαμβάνει μια συστηματική διάρθρωση που συνδέει τα συγκεκριμένα χρώματα κατά τρόπο προκαθορισμένο και πάγιο.

Ακόμη και εάν ένας συνδυασμός χρωμάτων που ζητείται να καταχωρισθεί ως σήμα πληροί τις προϋποθέσεις για να μπορεί να συνιστά σήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, πρέπει επιπλέον η αρμόδια για την καταχώριση των σημάτων αρχή να κρίνει αν ο συνδυασμός αυτό πληροί τις άλλες προϋποθέσεις που προβλέπει ιδίως το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, προκειμένου να καταχωρισθεί ως σήμα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης που ζητεί την καταχώριση. Η εξέταση αυτή πρέπει να λάβει υπόψη όλα τις πρόσφορες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, περιλαμβανομένης ενδεχομένως και της γενομένης χρήσης του σημείου που ζητείται να καταχωρισθεί ως σήμα. Η εξέταση αυτή πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το γενικό συμφέρον να μη περιορίζεται αδικαιολόγητα η δυνατότητα ελεύθερης χρησιμοποίησης των χρωμάτων από τους άλλους επιχειρηματίες που προσφέρουν ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες με εκείνα για τα οποία ζητείται η καταχώριση.


(1)   ΕΕ C 131 της 1.6.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/2


AΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-119/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (1)

(«Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο και άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ - Απόρριψη αστικών λυμάτων σε ευαίσθητη περιοχή - Έλλειψη αποχετευτικού δικτύου - Έλλειψη επεξεργασίας αυστηρότερης της δευτεροβάθμιας επεξεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας»)

(2004/C 201/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Στην υπόθεση C-119/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Valero Jordana και Μ. Κωνσταντινίδης) κατά Ελληνικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: Ε. Σκανδάλου) με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για την εγκατάσταση αποχετευτικού δικτύου των αστικών λυμάτων της περιοχής του Θριασίου Πεδίου και μη υποβάλλοντας σε επεξεργασία αυστηρότερη της δευτεροβάθμιας τα αστικά λύματα της περιοχής αυτής πριν από την απόρριψή τους στην ευαίσθητη περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 1998 (ΕΕ L 67, σ. 29), το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και την F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για την εγκατάσταση αποχετευτικού δικτύου των αστικών λυμάτων της περιοχής του Θριασίου Πεδίου και μη υποβάλλοντας σε επεξεργασία αυστηρότερη της δευτεροβάθμιας τα αστικά λύματα της περιοχής αυτής πριν από την απόρριψή τους στην ευαίσθητη περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/15/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 1998.

2.

Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 131 της 1.6.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/3


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-212/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (1)

(«Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ - Ατελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο - Υποχρέωση προβλέψεως στις νομοθεσίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, μιας διαδικασίας που θα δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους αποκλεισθέντες υποψηφίους να επιτύχουν την ακύρωση της αποφάσεως για την ανάθεση συμβάσεως»)

(2004/C 201/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας»

Στην υπόθεση C-212/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: M. Nolin, επικουρούμενος από τον R. Roniger, Rechtsanwalt) κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (εκπρόσωποι: C. Pesendorfer και τον Μ. Fruhmann) με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των σχετικών με την εφαρμογή των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33), και της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 76, σ. 14), καθόσον οι Landesvergabegesetze (περιφερειακοί νόμοι για τη σύναψη συμβάσεων κρατικών προμηθειών) των ομοσπόνδων κρατών Salzbourg, Στυρίας, Κάτω Αυστρίας και Καρινθίας δεν προβλέπουν σε όλες τις περιπτώσεις διαδικασία προσφυγής που να δίνει τη δυνατότητα στους αποκλεισθέντες υποψηφίους να επιτύχουν την ακύρωση της αποφάσεως για την ανάθεση της συμβάσεως, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet (εισηγητή) και R. Schintgen, τις F. Macken και N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Δεδομένου ότι οι Landesvergabegesetze (περιφερειακοί νόμοι για τη σύναψη συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων) των ομόσπονδων κρατών Salzbourg, Στυρίας, Κάτω Αυστρίας και Καρινθίας δεν προβλέπουν σε όλες τις περιπτώσεις διαδικασία προσφυγής που να δίνει τη δυνατότητα στον αποκλεισθέντα υποψήφιο να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως για την ανάθεση συμβάσεως, η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των σχετικών με την εφαρμογή των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων και της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών.

2.

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 180 της 27.7.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/4


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(δεύτερο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-278/02P (αίτηση του Berufungssenat I der Region Linz bei der Finanzlandesdirektion für Oberösterreich): Herbert Hanslbauer GmbH (1)

(«Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Βόειο κρέας - Επιστροφές λόγω εξαγωγής - Απόδοση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών - Δίωξη λόγω παρατυπιών - Άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 - Άμεσο αποτέλεσμα - Προθεσμία παραγραφής - Διακοπή της προθεσμίας παραγραφής»)

(2004/C 201/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας»

Στην υπόθεση C-278/02, με αντικείμενο αίτηση του Berufungssenat I der Region Linz bei der Finanzlandesdirektion für Oberösterreich (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητήθηκε, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου η Herbert Hanslbauer GmbH, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1) το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα), συγκείμενο από τον C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, τους J.-P. Puissochet, J. N. Cunha Rodrigues και R. Schintgen (εισηγητή) και την N. Colneric, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: Μ. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει άμεση εφαρμογή εντός των κρατών μελών, περιλαμβανομένου του τομέα των επιστροφών λόγω εξαγωγής γεωργικών προϊόντων, ελλείψει κοινοτικής τομεακής ρυθμίσεως προβλέπουσας συντομότερη προθεσμία παραγραφής, όχι όμως κάτω των τριών ετών, ή εθνικής ρυθμίσεως καθορίζουσας μακρότερη προθεσμία παραγραφής.

2.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση ενός τελωνειακού ελέγχου στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποτελεί πράξη διερευνήσεως ή διώξεως λόγω παρατυπίας ικανή να διακόψει την προθεσμία παραγραφής της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι ενέργειες τις οποίες αφορούν οι υπόνοιες περί παρατυπίας οριοθετούνται στην πράξη αυτή με επαρκείς διευκρινίσεις.


(1)   EE C 289 της 23.11.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/4


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(πρώτο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-350/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (1)

(«Παράβαση κράτους μέλους - Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών - Άρθρα 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ - Αναγκαιότητα σαφούς εξακριβώσεως των αιτιάσεων στην αιτιολογημένη γνώμη»)

(2004/C 201/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-350/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. Shotter και W. Wils κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών (εκπρόσωπος: S. Terstal) με αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (ΕΕ L 24, 1998, σ. 1), ή, τουλάχιστον, μη ανακοινώνοντας τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη ΕΚ, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola, S. von Bahr, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts (εισηγητή), δικαστές, γενική εισαγγελέας: J. Kokott, γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 2004 διάταξη με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, καθόσον, αφενός, το άρθρο 11.5, παράγραφος 1, του Wet houdende regels inzake de telecommunicatie (Telecommunicatiewet) παραπέμπει σε γενικό διοικητικό μέτρο το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, οι εκτελεστικές διατάξεις που μνημονεύει το άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, και μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3.

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρει, εκτός των δικών του εξόδων, τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής.

4.

Η Επιτροπή φέρει τα έξοδά της κατά τα λοιπά.


(1)   ΕΕ C 323 της 21.12.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/5


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(τρίτο τμήμα)

της 24ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-421/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 85/337/ΕΟΚ - Ατελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο)

(2004/C 201/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας»

Στην υπόθεση C-421/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: X. Lewis), με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (εκπρόσωπος: Ph. Ormond), με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, μη θεσπίζοντας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήσαν αναγκαίες για τη συμμόρφωσή του προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 73, σ. 5), καθόσον αφορά τα απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχεία β) και γ), σχέδια της οδηγίας αυτής, ή, τουλάχιστον, μη ενημερώνοντας σχετικώς την Επιτροπή, έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen και N. Colneric (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, παραλείποντας να λάβει, όσον αφορά τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που ήσαν αναγκαία για τη συμμόρφωσή του προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 1, στοιχείο γ), της οδηγίας μέτρα και παραλείποντας να γνωστοποιήσει τα μέτρα που είχαν για τον σκοπό αυτό ληφθεί στην Αγγλία και την Ουαλία, έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

2.

Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.


(1)   EE C 7 της 11.1.2002.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/5


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-439/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Θαλάσσιες μεταφορές - Οδηγία 95/21/EK - Ασφάλεια στη θάλασσα - Έλεγχος των πλοίων από το κράτος του λιμένα - Ανεπαρκής αριθμός επιθεωρήσεων)

(2004/C 201/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-439/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπροσωπουμένη από τους K. Simonsson και W. Wils) κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (εκπροσωπουμένης από τους G. De Bergues και P. Boussaroque) που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να διενεργήσει συνολικό ετήσιο αριθμό επιθεωρήσεων που να αντιστοιχεί στο 25 % τουλάχιστον του αριθμού των πλοίων που κατέπλευσαν στους λιμένες της κατά τα έτη 1999 και 2000, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα) (ΕΕ L 157, σ. 1), το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο του τμήματος, S. von Bahr και R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:

1.

Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να διενεργήσει συνολικό ετήσιο αριθμό επιθεωρήσεων που να αντιστοιχεί στο 25 % τουλάχιστον του αριθμού των πλοίων που κατέπλευσαν στους λιμένες της κατά τα έτη 1999 και 2000, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα).

2.

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 19 της 25.1.2003.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/6


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(πέμπτο τμήμα)

της 17ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-99/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας (1)

(«Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 2000/52/EΚ - Διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων - Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη»)

(2004/C 201/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη «Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-99/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωπος: J. Flett) κατά Ιρλανδίας (εκπρόσωπος: D. O'Hagan), η οποία έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι η Ιρλανδία, μη θεσπίζοντας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2000/52/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων (ΕΕ L 193, σ. 75), ή, τουλάχιστον, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr (εισηγητή) και R. Silva de Lapuerta, δικαστές· γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 2004 απόφαση με τo ακόλoυθo διατακτικό:

1.

Η Ιρλανδία, μη θεσπίζοντας τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2000/52/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.

Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 101 της 26.4.2003.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/6


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(τέταρτο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 2004

στην υπόθεση C-302/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (1)

(Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 1999/22/ΕΚ - Διατήρηση άγριων ζώων στους ζωολογικούς κήπους - Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας)

(2004/C 201/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Προσωρινή μετάφραση· η οριστική μετάφραση θα δημοσιευθεί στη Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου

Στην υπόθεση C-302/03, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: M. van Beek και R. Amorosi) κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (εκπρόσωπος: I. M. Braguglia, επικουρούμενος από τον G. de Bellis), με αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη έχοντας θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 1999/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1999, για τη διατήρηση άγριων ζώων στους ζωολογικούς κήπους (ΕΕ L 94, σ. 24), ή, εν πάση περιπτώσει, μη έχοντας κοινοποιήσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Léger, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 10 Ιουνίου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εμπροθέσμως τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 1999/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1999, για τη διατήρηση άγριων ζώων στους ζωολογικούς κήπους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.

Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


(1)   ΕΕ C 213 της 6.9.2003.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/7


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, στην υπόθεση ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. κατά Υπουργού Οικονομικών

(Υπόθεση C-182/04)

(2004/C 201/12)

Mε απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Απριλίου 2004, το Συμβούλιο της Επικρατείας ζητεί από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. και Υπουργού Οικονομικών που εκκρεμεί ενώπιόν του, την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

Τα ερωτήματα στην παρούσα υπόθεση ταυτίζονται με τα ερωτήματα της υποθέσεως C-181/04.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/7


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, στην υπόθεση ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. κατά Υπουργού Οικονομικών

(Υπόθεση C-183/04)

(2004/C 201/13)

Mε απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Απριλίου 2004, το Συμβούλιο της Επικρατείας ζητεί από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. και Υπουργού Οικονομικών που εκκρεμεί ενώπιόν του, την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

Τα ερωτήματα στην παρούσα υπόθεση ταυτίζονται με τα ερωτήματα της υποθέσεως C-181/04.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/7


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2004

(Υπόθεση C-204/04)

(2004/C 201/14)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Nicola Yerrell, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, και τον Horstpeter Kreppel, δικαστή του Arbeitsgericht που έχει τεθεί στη διάθεση της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής στο πλαίσιο ανταλλαγών εθνικών δημοσίων υπαλλήλων, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 7 Μαΐου 2004 προσφυγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εισάγουσα εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων με μειωμένο ωράριο ατόμων στη γερμανική δημόσια διοίκηση με εβδομαδιαία εργασία λιγότερη των 18 ωρών, στερώντας από το δικαίωμα εκλογής σε θέση εκπροσώπου του προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Bundespersonalvertretungsgesetz (νόμου περί εκπροσωπήσεως του προσωπικού στην ομοσπονδιακή δημόσια διοίκηση), τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο οι οποίοι:

α)

εργάζονται κανονικά λιγότερο από 18 ώρες εβδομαδιαίως στα εξής ομόσπονδα κράτη:

Βαυαρία,

Βερολίνο,

Βρέμη,

Έσση·

β)

εργάζονται λιγότερο από το ήμισυ του κανονικού εβδομαδιαίου ωραρίου στα εξής ομόσπονδα κράτη:

Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία,

Σαξωνία,

Σλέσβιγκ-Χολστάιν,

Θουριγγία·

γ)

εργάζονται λιγότερο από το ένα τρίτο κανονικού εβδομαδιαίου ωραρίου στα εξής ομόσπονδα κράτη:

Βάδη-Βιττεμβέργη,

Βραδεμβούργο,

Ρηνανία-Παλατινάτο,

Σαξωνία-Άνχαλτ·

δ)

εργάζονται λιγότερο από τα 2/5 του κανονικού εβδομαδιαίου ωραρίου στο εξής ομόσπονδο κράτος:

Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία·

ε)

εργαζόμενοι λιγότερο από 15 ώρες εβδομαδιαίως στο διάστημα ενός έτους, συμπληρώνουν μέχρι 2 μήνες εργασίας στο εξής ομόσπονδο κράτος:

Κάτω Σαξωνία,

παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όπως αυτή προβλέπεται βάσει των άρθρων 1, 2 και 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (1) και του σημείου 4 του παραρτήματος της οδηγίας 97/81/ΕΚ (2), σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES,

2.

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι σε θέση εκπροσώπου του προσωπικού όσον αφορά τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο στην ομοσπονδιακή δημόσια διοίκηση, αλλά και στη δημόσια διοίκηση σχεδόν όλων των ομόσπονδων κρατών, που απασχολούνται λιγότερο από 18 ώρες εβδομαδιαίως (σε ορισμένα ομόσπονδα κράτη ο προβλεπόμενος αριθμός των ωρών αυτών είναι κάπως μικρότερος) συνεπάγεται έμμεση δυσμενή διάκριση των γυναικών, διότι οι γυναίκες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων με μειωμένο ωράριο. Επομένως, τούτο αντιβαίνει προς την οδηγία 76/207/ΕΟΚ. Επιπλέον, η σχετική ρύθμιση είναι αντίθετη και προς την οδηγία 97/81/ΕΚ, διότι κατόπιν της εκδόσεώς της οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο δεν πρέπει να τυγχάνουν δυσμενέστερης μεταχειρίσεως έναντι των εργαζομένων με πλήρες ωράριο, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

Όμως, δεν υφίστανται τέτοιοι αντικειμενικοί λόγοι για τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Η περιορισμένη διάρκεια της παρουσίας των εν λόγω ατόμων στον χώρο εργασίας μπορεί να αντισταθμιστεί με ένα ευέλικτο ωράριο και με σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Παρόμοιοι περιορισμοί δεν υφίστανται στο πλαίσιο του Betriebsverfassungsgesetz (γερμανικού νόμου περί λειτουργίας των επιχειρήσεων), ο οποίος ισχύει όσον αφορά την εκλογή των συμβουλίων των επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τα εν λόγω συμβούλια έχουν την ίδια αποστολή όπως και οι εκπρόσωποι του προσωπικού στις δημόσιες υπηρεσίες. Η ως άνω αποκλειόμενη ομάδα ατόμων επιβάλλεται να μετέχει στα όργανα εκπροσωπήσεως εργαζομένων λόγω των ειδικών συμφερόντων της, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα παραβλέπονταν.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70.

(2)  ΕΕ L 14, σ. 9.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/8


Προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

(Υπόθεση C-217/04)

(2004/C 201/15)

Το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον Mark Bethell, επικουρούμενο από τον Lord Goldsmith QC, Her Majesty's Attorney General, τον Nicholas Paines QC και τον Tim Ward, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 24 Μαΐου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το προσφεύγον ζητεί από το Δικαστήριο:

Να ακυρώσει τον κανονισμό αριθ. 460/2004 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαρτίου 2004 για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (1).

Να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσβαλλόμενος κανονισμός (κανονισμός αριθ. 460/2004 ΕΚ, ο «κανονισμός ΕΟΑΔΠ») συστήνει τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών («ο Οργανισμός») του οποίου αποστολή είναι να παρέχει καθοδήγηση, συμβουλές και συνδρομή στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη και στην επιχειρηματική κοινότητα σε θέματα σχετικά με την ασφάλεια δικτύων και πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ΕΟΑΔΠ. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει τη δημιουργία του Οργανισμού, αλλά προβάλλει ότι το άρθρο 95 ΕΚ δεν παρέχει την κατάλληλη νομική βάση για τη δημιουργία του. Ο κανονισμός ΕΟΑΔΠ πραγματεύεται αποκλειστικά τη δημιουργία του Οργανισμού ως κοινοτικού οργάνου. Ορίζει τους σκοπούς του Οργανισμού και ρυθμίζει τη διαχείριση και οργάνωσή του και το πρόγραμμα εργασίας του. Ακόμη, ρυθμίζει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, το νομικό καθεστώς, τα προνόμια και τις ασυλίες καθώς και τις γλώσσες εργασίας. Οι διατάξεις του κανονισμού ΕΟΑΔΠ ισχύουν καθ' ολοκληρία σε επίπεδο θεσμικών κοινοτικών οργάνων.

Το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλει ότι η νομοθετική εξουσία που απονέμεται από το άρθρο 95 ΕΚ αποτελεί εξουσία εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών και όχι εξουσία για σύσταση κοινοτικών οργάνων ή αναθέσεως καθηκόντων στα όργανα αυτά. Τα θέματα αυτά δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της εθνικής νομοθεσίας και η κοινοτική νομοθεσία που ιδρύει τέτοια όργανα ή αναθέτει έργα σε αυτά, δεν μπορεί να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία υπό την έννοια του άρθρου 95.

Καμία από τις διατάξεις του κανονισμού ΕΟΑΔΠ δεν προσεγγίζει, έστω εμμέσως, διάταξη εθνικής νομοθεσίας. Αντιθέτως, απαγορεύεται ρητά η παρέμβαση του Οργανισμού στις αρμοδιότητες των εθνικών οργάνων, οι δε στόχοι και τα καθήκοντα του Οργανισμού δεν πρέπει να θίγουν τις αρμοδιότητες των κρατών μελών, όπως ρητά αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3.

Επομένως, με τις διατάξεις του κανονισμού ΕΟΑΔΠ σημειώνεται υπέρβαση της εξουσίας εναρμονίσεως που απονέμει το άρθρο 95 στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και η μόνη κατάλληλη νομική βάση για αυτό το μέτρο θα μπορούσε να αντληθεί από το άρθρο 308 ΕΚ.


(1)   ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 1.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/9


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale di Gorizia με διάταξη της 7ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση Azienda Agricola Bogar Roberto e Andrea κατά Azenzia per le erogazioni in Agricoltura — AGEΑ και Cospalat Friuli Venezia Giulia

(Υπόθεση C-224/04)

(2004/C 201/16)

Με διάταξη της 7ης Απριλίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 28 Μαΐου 2004, το Tribunale di Gorizia, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, Azienda Agricola Bogar Roberto e Andrea και, αφετέρου, Azenzia per le erogazioni in Agricoltura — AGEΑ και Cospalat Friuli Venezia Giulia, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από τo Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:

«Δεδομένου ότι η εξακρίβωση της νομικής φύσεως της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων πρέπει να γίνει υπό το φως των κανόνων του κοινοτικού δικαίου βάσει των οποίων θεσπίστηκε η εισφορά αυτή και καθορίστηκαν οι θεμελιώδεις κανόνες για την εφαρμογή της [ήτοι του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 856/84, της 31ης Μαρτίου 1984 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3950/92, της 28ης Δεκεμβρίου 1992], πρέπει το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 856/84, της 31ης Μαρτίου 1984  (1), και τα άρθρα 1 έως 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3950/92 της 28ης Δεκεμβρίου 1992  (2), να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων έχει χαρακτήρα διοικητικών κυρώσεων και, επομένως, η καταβολή της εκ μέρους των παραγωγών οφείλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η υπέρβαση των χορηγηθεισών ποσοτήτων οφείλεται σε πρόθεση ή σε αμέλεια;»


(1)   ΕΕ L 90 της 1.4.1984, σ. 10.

(2)   ΕΕ L 405 της 31.12.1992, σ. 1.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/9


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen με διάταξη της 27ης Μαΐου 2004 στην υπόθεση Crailsheimer Volksbank eG κατά Klaus Conrads, συζύγων Frank Schulzke και Petra Schulzke-Lösche και Joachim Nitschke

Υπόθεση C-229/04

(2004/C 201/17)

Με διάταξη της 27ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 2 Ιουνίου 2004, το Hanseatisches Oberlandesgericht in Bremen, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Crailsheimer Volksbank eG και Klaus Conrads, συζύγων Frank Schulzke και Petra Schulzke-Lösche και Joachim Nitschke, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Συνάδει προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/577/EΟΚ (1) το να εξαρτώνται τα δικαιώματα του καταναλωτή, ιδίως το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, όχι μόνον από τη σύναψη συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1 της οδηγίας, αλλά και από πρόσθετα κριτήρια καταλογισμού, όπως η συνειδητά εκ μέρους του εμπόρου προκληθείσα μεσολάβηση τρίτου στη σύναψη της συμβάσεως ή η αμέλεια του εμπόρου όσον αφορά τις ενέργειες του τρίτου στα πλαίσια συναλλαγής εκτός εμπορικού καταστήματος;

2.

Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/577/EΟΚ το γεγονός ότι ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, ο οποίος όχι μόνο συνήψε τη σύμβαση δανείου εκτός εμπορικού καταστήματος, αλλά ταυτοχρόνως προκάλεσε την αποπληρωμή των αξιών σε λογαριασμό ο οποίος δεν υπόκειται πλέον πρακτικά στη διάθεσή του εκτός εμπορικού καταστήματος, οφείλει να επιστρέψει τις αξίες στον δανειοδότη σε περίπτωση υπαναχωρήσεως;

3.

Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/577/EΟΚ το γεγονός ότι ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, εφόσον μετά την υπαναχώρηση οφείλει να επιστρέψει τις αξίες, πρέπει να τις επιστρέψει όχι με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση δόσεις, αλλά πάραυτα ως ενιαίο ποσό;

4.

Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/577/EΟΚ το γεγονός ότι ο δανειολήπτης επί αγοράς ακινήτου, εφόσον υποχρεούται και στην περίπτωση της υπαναχωρήσεως σε επιστροφή των αξιών, πρέπει να επιβαρυνθεί με το επιτόκιο της αγοράς για το δάνειο;


(1)  ΕΕ L 372, σ. 31.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/9


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 2 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-230/04)

(2004/C 201/18)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Rozet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 2 Ιουνίου 2004, προσφυγή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει υπόψη την πείρα και την αρχαιότητα που είχαν αποκτήσει στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους κοινοτικοί υπήκοοι που απασχολούνται στα δημόσια νοσοκομεία της Γαλλίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (1)·

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως που πραγματοποίησαν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι σε παρόμοιο τομέα δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος κατά την πρόσβαση, κατάταξη και την αναγνώριση της αρχαιότητάς τους στη δημόσια διοίκηση υπό τις ίδιες συνθήκες που ισχύουν για την αρχαιότητα και την επαγγελματική πείρα που αποκτώνται στο εθνικό σύστημά τους. Οι ισχύουσες γαλλικές διατάξεις δεν εγγυώνται τη συνεκτίμηση της πείρας και της αρχαιότητας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους για τους κοινοτικούς υπηκόους που απασχολούνται στα δημόσια νοσοκομεία της Γαλλίας.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/10


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio με διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2004, στην υπόθεση Confcooperative Unione Regionale della Cooperazione FVG Federagricole κ.λπ. κατά Ministero delle Politiche Agricole e Forestali και της Regione Veneto

(Υπόθεση C-231/04)

(2004/C 201/19)

Με διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 3 Ιουνίου 2004, το Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Confcooperative Unione Regionale della Cooperazione FVG Federagricole κ.λπ. και Ministero delle Politiche Agricole e Forestali και Regione Veneto, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

«1.   

Μπορεί η ευρωπαϊκή συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη στις 16 Δεκεμβρίου 1991 και δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 347 της 31ης Δεκεμβρίου 1993, να αποτελέσει σύννομη και επαρκή νομική βάση για την απονομή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της εξουσίας για σύναψη της κοινοτικής συμφωνίας με τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, της 29ης Νοεμβρίου 1993 (ΕΕ L 337 της 31ης Δεκεμβρίου 1993), σχετικά με την προστασία των ονομασιών οίνων, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 65, παράγραφος 1, της κοινής δηλώσεως υπ' αριθ. 13 και του παραρτήματος ΧΙΙΙ (σημεία 3, 4 και 5) της ευρωπαϊκής συμφωνίας του 1991, σχετικά με την ενδεχόμενη επιφύλαξη υπέρ των συμβαλλόμενων κρατών της κυριαρχίας και της αρμοδιότητας στον τομέα των εθνικών γεωγραφικών ονομασιών που αφορούν γεωργικά προϊόντα διατροφής, συμπεριλαμβανομένων των αμπελοοινικών προϊόντων, πράγμα που σημαίνει ότι αποκλείεται οιαδήποτε μεταβίβαση κυριαρχίας και αρμοδιότητας στον εν λόγω τομέα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα;

2.   

Πρέπει η κοινοτική συμφωνία για την προστασία των ονομασιών οίνων, η οποία συνήφθη στις 29 Νοεμβρίου 1993 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας (ΕΕ L 337/1993) και αφορά την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων που εμπίπτουν στον τομέα της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, να κηρυχθεί άκυρη και, ως εκ τούτου, μη παράγουσα αποτελέσματα στην κοινοτική έννομη τάξη, καθόσον δεν έχει κυρωθεί εκ μέρους εκάστου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, λαμβανομένης υπόψη και της υπ' αριθ. 1/94 γνωμοδοτήσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σχετικά με την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;»

3.   

Σε περίπτωση που η κοινοτική συμφωνία του 1993 (ΕΕ L 337/1993) θεωρηθεί, ως προς το σύνολο των διατάξεών της, νόμιμη και εφαρμοστέα, πρέπει η απαγόρευση χρήσεως στην Ιταλία της ονομασίας «Tocai» μετά το2007, όπως αυτή προκύπτει από τις επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών της συμφωνίας (και προσαρτώνται σε αυτή), να θεωρηθεί άκυρη και, ως εκ τούτου, μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, καθόσον είναι αντίθετη προς τις διατάξεις περί ομώνυμων ονομασίων που περιλαμβάνονται στην ίδια τη συμφωνία του 1993 (βλέπε το άρθρο 4 παράγραφος 5, και το προσαρτηθέν στη συμφωνία πρωτόκολλο);

4.   

«Πρέπει η δεύτερη κοινή δήλωση που προσαρτάται στη συμφωνία του 1993 (ΕΕ L 337/1993), από την οποία συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν γνώριζαν, κατά τη στιγμή των διαπραγματεύσεων, την ύπαρξη ομώνυμων ονομασιών για τους ευρωπαϊκούς και ουγγρικούς οίνους, να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα ουσιώδους πλάνης (δεδομένου ότι οι ιταλικές και ουγγρικές ονομασίες για τους οίνους »Tocai« υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν παράλληλα εδώ και αιώνες, αναγνωρίστηκαν δε επισήμως το 1948, με συμφωνία μεταξύ της Ιταλίας και της Ουγγαρίας, και αποτέλεσαν, πρόσφατα, αντικείμενο κοινοτικής ρυθμίσεως) ώστε να καθίσταται άκυρο, βάσει του άρθρου 48 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, το τμήμα της συμφωνίας του 1993 που απαγορεύει τη χρήση στην Ιταλία της ονομασίας Tocai»;

5.   

Έχει η συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPs) (ΕΕ L 336, της 21ης Νοεμβρίου 1994), η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της κοινοτικής συμφωνίας του 1993 (ΕΕ L 337/1994), την έννοια, υπό το φως του άρθρου 59 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, ότι υπερισχύει σε περίπτωση ασυμφωνίας των διατάξεών της περί ομώνυμων ονομασιών οίνων προς αυτές της κοινοτικής συμφωνίας του 1993, λαμβανομένου υπόψη ότι και στις δύο συμφωνίες συμβάλλονται τα ίδια μέρη;

6.   

Πρέπει τα άρθρα 22 έως 24 του τρίτου τμήματος του παραρτήματος Γ της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), το οποίο περιλαμβάνει τη συμφωνία TRIPs (ΕΕ L 336/1994) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996, να ερμηνευθούν, στην περίπτωση δύο ομώνυμων ονομασιών οίνων που παράγονται σε δύο διαφορετικά κράτη που έχουν συμβληθεί στη συμφωνία TRIPs (τόσο στην περίπτωση που η ομωνυμία αφορά δύο γεωγραφικές ονομασίες που χρησιμοποιούνται και στα δύο συμβαλλόμενα κράτη όσον και όταν αφορά γεωγραφική ονομασία ενός συμβαλλόμενου κράτους και την ομώνυμη ονομασία μιας ποικιλίας που καλλιεργείται παραδοσιακά στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος), υπό την έννοια ότι και οι δύο ονομασίες μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται στο μέλλον, εφόσον xρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν από τους αντίστοιχους παραγωγούς, είτε καλοπίστως είτε επί 10 τουλάχιστον έτη πριν από τις 15 Απριλίου 1994 (άρθρο 24 παράγραφος 4), και εφόσον από κάθε ονομασία προκύπτει, με σαφήνεια και κατά τρόπο που δεν παραπλανά τους καταναλωτές, η χώρα ή η περιφέρεια ή η περιοχή από την οποία προέρχεται ο προστατευόμενος οίνος;


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/11


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Arbeitsgericht Düsseldorf με διάταξη της 5ης Μαΐου 2004 στην υπόθεση Gül Demir κατά Securicor Aviation Limited Securicor Aviation (Germany) Limited και Kötter Aviation Security GmbH & Co. KG

(Υπόθεση C-233/04)

(2004/C 201/20)

Με διάταξη της 5ης Μαΐου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 3 Ιουνίου 2004, το Arbeitsgericht Düsseldorf, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Gül Demir και Securicor Aviation Limited Securicor Aviation (Germany) Limited και Kötter Aviation Security GmbH & Co. KG, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Αποτελεί, κατά την εξέταση του κατά πόσον υφίσταται μεταβίβαση εγκαταστάσεως κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ (1) — ανεξάρτητα από το ζήτημα των ιδιοκτησιακών σχέσεων — στην περίπτωση νέας αναθέσεως συμβάσεως εντολής, στο πλαίσιο γενικής θεωρήσεως, προϋπόθεση για τη διαπίστωση της μεταβιβάσεως του εξοπλισμού εγκαταστάσεως από τον αρχικό στον νέο εντολοδόχο, να δόθηκε ο εξοπλισμός εγκαταστάσεως στον δικαιούχο προς χρήση για την επιδίωξη ίδιου οικονομικού σκοπού; Είναι για τον λόγο αυτό απαραίτητο, για να γίνει δεκτή η μεταβίβαση του εξοπλισμού, να έχει δοθεί στον εντολοδόχο η εξουσία να μπορεί να αποφασίζει, προς ίδιο οικονομικό συμφέρον, σχετικά με το είδος και τον τρόπο χρησιμοποιήσεως του εξοπλισμού εγκαταστάσεως; Πρέπει, για τον λόγο αυτό να γίνεται διάκριση αναλόγως του αν ο εντολοδόχος παρέχει τις υπηρεσίες «σε» εξοπλισμό ή «με» τον εξοπλισμό του εντολέα;

2.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

α)

Αποκλείεται να θεωρηθεί ότι ο εξοπλισμός εγκαταστάσεως δόθηκε προς χρήση για την επιδίωξη ίδιου οικονομικού σκοπού, όταν ο εξοπλισμός αυτός δόθηκε στον εντολοδόχο από τον εντολέα μόνον προς χρήση και η συντήρηση, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών δαπανών έχει αναληφθεί από τον εντολέα;

β)

Αποτελεί χρήση από τον εντολοδόχο προς επιδίωξη ίδιου οικονομικού σκοπού το γεγονός ότι ο εντολοδόχος, στο πλαίσιο του ελέγχου επιβατών στα αεροδρόμια, χρησιμοποιεί για τον έλεγχο θύρες κυμάτων ανιχνεύσεως, φορητές συσκευές κυμάτων ανιχνεύσεως και συσκευές ακτινοσκοπήσεως που τέθηκαν στη διάθεσή του από τον εντολέα;


(1)  EE L 82, σ. 16.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/11


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, που ασκήθηκε στις 4 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-235/04)

(2004/C 201/21)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους D. M. van Beek και G. Valero Jordana, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 4 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να κατατάξει σε ζώνες ειδικής προστασίας για τα πτηνά επαρκή σε αριθμό και επιφάνεια εδάφη για την προστασία όλων των ειδών πτηνών που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας, καθώς και των αποδημητικών ειδών που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα Ι, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (1),

2.

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την ειδική υποχρέωση να κατατάσσουν εδάφη σε «ζώνες ειδικής προστασίας» (ΖΕΠΠ) για την αποτελεσματική διατήρηση των ειδών που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και άλλων αποδημητικών πτηνών των οποίων η έλευση είναι τακτική, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους. Η υποχρέωση αυτή αφορά τουλάχιστον τα πλέον κατάλληλα, όσον αφορά τον αριθμό και την επιφάνειά τους, εδάφη για τη διατήρηση των εν λόγω ειδών, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών προστασίας τους. Ο κατάλληλος αριθμός ΖΕΠΠ καθορίζεται αναλόγως του επιδιωκόμενου σκοπού.

Τα κράτη μέλη διαθέτουν σχετική διακριτική ευχέρεια προσδιορισμού των εδαφών που ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις του άρθρου 4 της οδηγίας, οφείλουν, όμως, να στηρίζουν την εκτίμησή τους σε επιστημονικά ορνιθολογικά κριτήρια. Στην περίπτωση της Ισπανίας, ο κατάλογος των σημαντικών για τα πτηνά περιοχών (important bird areas, IBA) που κατάρτισε η Sociedad Española de Ornitología (ισπανική ορνιθολογική εταιρεία) το 1998 (κατάλογος SEO/Birdlife 98) αποτελεί το πλέον τεκμηριωμένο και ακριβές διαθέσιμο σημείο αναφοράς για τον καθορισμό των καταλληλότερων εδαφών για τη διατήρηση και, ειδικότερα, για την επιβίωση και αναπαραγωγή των σημαντικών ειδών. Ο κατάλογος αυτός βασίζεται σε ισορροπημένα ορνιθολογικά κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό των καταλληλότερων τοποθεσιών για τη διασφάλιση όλων των ειδών που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι και άλλων αποδημητικών ειδών, και προσδιορίζει τις σημαντικότερες περιοχές διατηρήσεως πτηνών στην Ισπανία.

Από τη σύγκριση των στοιχείων του καταλόγου SEO/Birdlife 98 με τις χαρακτηρισμένες ως ΖΕΠΠ από το Βασίλειο της Ισπανίας, τόσο στο σύνολο της ισπανικής επικράτειας όσο και, ειδικότερα, ανά Αυτόνομη Περιοχή, προκύπτει ότι ο αριθμός και η επιφάνεια των εδαφών που έχουν χαρακτηριστεί ΖΕΠΠ είναι μικρότερα από τα επιστημονικώς ενδεδειγμένα για την προστασία των πτηνών κατά το άρθρο 4 της οδηγίας.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 015/001, σ. 202.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/12


Αίτηση του Tribunale di Cagliari προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα με διάταξη που εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2004 στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Enirisorse SpA και Sotacarbo SpA

(Υπόθεση C-237/04)

(2004/C 201/22)

Με διάταξη της 14ης Μαΐου 2004, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 17 Ιουνίου 2004, το Tribunale di Cagliari, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ Enirisorse SpA και Sotacarbo SpA, ζητεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

α)

Συνιστά η διάταξη του άρθρου 33 του νόμου 240/02 κρατική ενίσχυση υπέρ της SOTACARBO SpA ασυμβίβαστη προς το άρθρο 87 της Συνθήκης και, εξάλλου, χορηγηθείσα παράνομα, καθόσον δεν κοινοποιήθηκε βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης;

β)

Αντιβαίνει η παρατεθείσα κανονιστική ρύθμιση προς τους κανόνες των άρθρων 43, 44, 48, 49 επ. της Συνθήκης, περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών;


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/12


Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-250/04)

(2004/C 201/23)

Η Επιτρoπή τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv, εκπρoσωπoύμεvη από τους Γεώργιο Ζαββό και Michael Shotter μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 14 Ιουνίου 2004 εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv πρoσφυγή κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας.

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002  (1), σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση), ή εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής.

Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 24 Ιουλίου 2003.


(1)   ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/13


Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-251/04)

(2004/C 201/24)

Η Επιτρoπή τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv, εκπρoσωπoύμεvη από τους Γεώργιο Ζαββό και Κnut Simonsson, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 14 Ιουνίου 2004 εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv πρoσφυγή κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας.

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo:

να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επιτρέποντας μόνο σε πλοία υπό ελληνική σημαία να παρέχουν υπηρεσίες ρυμούλκησης στην ανοικτή θάλασσα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992  (1), για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ),

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Οι ισχύουσες ελληνικές νομοθετικές διατάξεις αντιβαίνουν προς το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92.


(1)   ΕΕ L 364 της 12.12.1992, σ. 7.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/13


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-252/04)

(2004/C 201/25)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Γεώργιο Ζαββό και Michael Shοtter μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 14 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002  (1), για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά τα δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), και εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής,

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 24 Ιουλίου 2003.


(1)   ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/13


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-253/04)

(2004/C 201/26)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Γεώργιο Ζαββό και Michael Shοtter μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 14 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002  (1), σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο), και εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής,

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 24 Ιουλίου 2003.


(1)   ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/14


Πρoσφυγή της Επιτρoπής τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-254/04)

(2004/C 201/27)

Η Επιτρoπή τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv, εκπρoσωπoύμεvη από τους Γεώργιο Ζαββό και Michael Shotter μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 14 Ιουνίου 2004 εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ τωv Ευρωπαϊκώv Κoιvoτήτωv πρoσφυγή κατά της Ελληvικής Δημoκρατίας.

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002  (1), για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση), και εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής,

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

H προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 24 Ιουλίου 2003.


(1)   ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/14


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour de travail de Liège (9ο τμήμα), με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2004, στην υπόθεση Office national de l'emploi κατά Ιωάννη Ιωαννίδη

(Υπόθεση C-258/04)

(2004/C 201/28)

Με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 17 Ιουνίου 2004, το Cour de travail de Liège (9ο τμήμα) υπέβαλε στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Office national de l'emploi και Ιωάννη Ιωαννίδη, αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

Το Cour de travail de Liège (9ο τμήμα) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εξής ερωτήματος:

Απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο (και ειδικότερα τα άρθρα 12, 17 και 18 της συνθήκης ΕΚ) κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους (όπως το βελγικό βασιλικό διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 1991 για την ανεργία), η οποία χορηγεί στους αιτούντες απασχόληση που δεν έχουν καταρχήν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους τα καλούμενα επιδόματα αναμονής, βάσει των δευτεροβάθμιων σπουδών που έχουν ολοκληρώσει, και εξαρτά, προκειμένου για τους αιτούντες που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους και υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που προβλέπονται για τους ημεδαπούς, τη χορήγηση των επιδομάτων αυτών από τον όρον ότι οι απαιτούμενες σπουδές έχουν ολοκληρωθεί σε οργανωμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, επιδοτούμενο ή αναγνωρισμένο από μία εκ των τριών Κοινοτήτων του Βελγίου (σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, εδάφια 1 και 2a, του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος), με αποτέλεσμα τα επιδόματα αναμονής να μη χορηγούνται σε νεαρό άτομο που αναζητεί εργασία και, μολονότι δεν είναι μέλος οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου, είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους στο οποίο, πριν αναζητήσει εργασία εντός της Ένωσης, είχε παρακολουθήσει και ολοκληρώσει δευτεροβάθμιες σπουδές, αναγνωρισμένες ως ισότιμες με τις σπουδές που απαιτούν οι αρχές του κράτους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση χορηγήσεως επιδομάτων αναμονής;


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/14


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ασκήθηκε στις 23 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-262/04)

(2004/C 201/29)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Walter Mölls και την Karolina Mojzesowicz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 23 Ιουνίου 2004 προσφυγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

H προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, παραλείποντας να παράσχει στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία για τον εκ μέρους της έλεγχο της συμμορφώσεως προς τις διατάξεις της οδηγίας 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (1), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας,

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ, τα κράτη μέλη όφειλαν να παράσχουν στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 24 Ιουλίου 2003 τις πληροφορίες που θα της επέτρεπαν να επιβεβαιώσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής. Η προθεσμία αυτή παρήλθε χωρίς η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παράσχει στην Επιτροπή τα κατά το άρθρο 9 απαιτούμενα στοιχεία.


(1)  ΕΕ L 249, σ. 21.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/15


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 24 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση C-263/04)

(2004/C 201/30)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. Gippini Fournier και την K. Mojzesowicz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 24 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να διαπιστώσει ότι η Γαλλία, παραλείποντας να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις της οδηγίας 2002/77/ΕΚ (1), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας,

2.

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:

Το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παράσχουν στην Επιτροπή, το αργότερο στις 24 Ιουλίου 2003, τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.


(1)  Οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό τις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 249, σ. 21).


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/15


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Etienne, με απόφαση της 5ης Απριλίου 2004, στην υπόθεση SAS Bricorama France κατά Caisse Nationale de l'Organisation Autonome d'Assurance Vieillesse des Travailleurs Non-Salariés des Professions Industrielles et Commerciales — Caisse ORGANIC

(Υπόθεση C-276/04)

(2004/C 201/31)

Με απόφαση της 5ης Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 29 Ιουνίου 2004, το tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Etienne, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ SAS Bricorama France και Caisse Nationale de l'Organisation Autonome d'Assurance Vieillesse des Travailleurs Non-Salariés des Professions Industrielles et Commerciales — Caisse ORGANIC, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

Το tribunal des affaires de sécurité sociale de Saint-Etienne ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ερωτήματος αν το άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΚ έχει την έννοια ότι συνιστούν συστήματα κρατικών ενισχύσεων οι συνδρομές που καταβάλλει το δημόσιο στη Γαλλία, στο πλαίσιο του C.P.D.C. (Comité Professionnel de la Distribution des Carburants), του F.I.S.A.C. (Fonds d'Intervention pour la Sauvegarde de l'Artisanat et du Commerce), της ενίσχυσης λόγω αποχωρήσεως των βιοτεχνών και εμπόρων και της χρηματοδοτήσεως των συστημάτων ασφαλίσεως γήρατος των μη μισθωτών εργαζομένων της βιομηχανίας του εμπορίου και της βιοτεχνίας.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/15


Διαγραφή της υποθέσεως C-258/03 (1)

(2004/C 201/32)

Με διάταξη της 17ης Μαΐου 2004 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως C-258/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.


(1)   ΕΕ C 213 της 6.9.2003.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/15


Διαγραφή της υποθέσεως C-382/03 (1)

(2004/C 201/33)

Με διάταξη της 11ης Μαΐου 2004 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως C-382/03 (αίτηση του Supreme Court, Dublin, για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Ryanair Ltd κατά Aer Rianta cpt.


(1)   ΕΕ C 275 της 15.11.2003.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/16


Τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα

(2004/C 201/34)

Κατά την από 8 Ιουλίου 2004 συνεδρίασή της, η Ολομέλεια του Πρωτοδικείου αποφάσισε, κατόπιν της αναλήψεως των καθηκόντων της δικαστή κυρίας Trstenjak, να τροποποιήσει ως ακολούθως την από 13 Μαΐου 2004 απόφασή του, περί τοποθετήσεως των δικαστών στα τμήματα:

Για την περίοδο από 8 Ιουλίου 2004 μέχρι 31 Αυγούστου 2004

το πρώτο τμήμα συνεδριάζει με τρεις από τους εξής δικαστές:

κ. Vesterdorf, πρόεδρο, κ. Mengozzi, κα Martins Ribeiro, κα Labucka και κα Trstenjak, δικαστές·

το πρώτο πενταμελές τμήμα συνεδριάζει με τους εξής δικαστές:

κ. Vesterdorf, πρόεδρο, κ. Mengozzi, κα Martins Ribeiro, κα Labucka et Mme Trstenjak, δικαστές·

Για τις περιπτώσεις στις οποίες η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε και η προφορική συζήτηση διεξήχθη ή ορίστηκε προ της 8ης Ιουλίου 2004, το πρώτο εκ τριών δικαστών τμήμα και το πρώτο πενταμελές τμήμα θα εξακολουθήσουν να συνεδριάζουν υπό την προηγούμενη σύνθεσή τους για την προφορική διαδικασία, τη διάσκεψη και την έκδοση αποφάσεως.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/16


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 25ης Μαΐου 2004

στην υπόθεση Τ-69/03, W. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1)

(Υπάλληλοι - Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως - Έννοια της κατοικίας - Αποδείξεις)

(2004/C 201/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Στην υπόθεση T-69/03, W., πρώην υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Folkstone (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο P. Goergen, με τόπο επιδόσεως στο Λουξεμβούργο, κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (εκπρόσωποι: J. De Wachter και L. Knudsen), με κύριο αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της από 3 Ιουνίου 2002 αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί αρνήσεως χορηγήσεως στον προσφεύγοντα αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, το Πρωτοδικείο, δικάζον ως μονομελές με δικαστή τον J. D. Cooke, γραμματέας: Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως, εξέδωσε στις 25 Μαΐου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

1.

Απορρίπτει την προσφυγή.

2.

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


(1)   ΕΕ C 101 της 26.4.2003.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/16


Προσφυγή της Asklepios Kliniken GmbH κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 13 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-167/04)

(2004/C 201/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Asklepios Kliniken GmbH, με έδρα το Königstein-Falkenstein (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο K. Füßer, άσκησε στις 13 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας, κατόπιν της από 20 Ιανουαρίου 2003 καταγγελίας της προσφεύγουσας, να εκδώσει απόφαση κατ' άρθρο 4, παράγραφος 2, 3 ή 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 88 ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 10 παράγραφος 1, και 13 παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, εξ ολοκλήρου ιδιωτικών συμφερόντων, η οποία ειδικεύεται στην εκμετάλλευση νοσοκομειακών μονάδων. Από τον Ιανουάριο 2003 και εντεύθεν επιδιώκει την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής, κατ' άρθρο 4, παράγραφος 2, 3 ή 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, σχετικά με ενισχύσεις που η προσφεύγουσα θεωρεί ότι χορηγούνται υπέρ δημοσίων νοσοκομειακών μονάδων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ιδιωτικές νοσοκομειακές μονάδες χρηματοδοτούνται, κυρίως, από τις αποζημιώσεις των οποίων η καταβολή προβλέπεται στις συναπτόμενες με τα αρμόδια ταμεία υγείας και τις κεντρικές ενώσεις αυτών συμβάσεις και, ενδεχομένως, από τις επιχορηγήσεις που καταβάλλονται απευθείας για την ανέγερση νοσοκομειακών μονάδων στο πλαίσιο του σχετικού οικονομικού σχεδιασμού κάθε ομόσπονδου κράτους. Αντιθέτως, οι ζημίες των δημοσίων νοσοκομειακών ιδρυμάτων καλύπτονται συνήθως από τον εκάστοτε δημόσιο φορέα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι παροχές αυτές συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες, αφενός, πρέπει να ανακοινώνονται σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και, αφετέρου, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι βάσιμη, διότι η Επιτροπή παρέλειψε να ενεργήσει παρά την κατά τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας υφιστάμενη υποχρέωσή της προς ενέργεια.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/17


Προσφυγή της εταιρείας easyJet Airline Company Limited κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 14 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-177/04)

(2004/C 201/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η εταιρεία easyJet Airline Company Limited, με έδρα το Luton, Ηνωμένο Βασίλειο, εκπρoσωπoύμενη από τους J. Cook, S. Dolan και J. Parker, Solicitors, άσκησε στις 14 Μαΐου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί του συμβατού μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά (Υπόθεση αριθ. Iν/M.3280 — Air France/KLM) με βάση τα άρθρα 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), και 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου (1),

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η συγχώνευση των αεροπορικών εταιρειών «Air France» και «KLM» θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως επί δεκατεσσάρων συνολικά δρομολογίων. Εντούτοις, η Επιτροπή κήρυξε τη συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά, υπό τον όρο τηρήσεως, εκ μέρους των μερών της συγκεντρώσεως, των δεσμεύσεων που ανέλαβαν.

Η προσφεύγουσα, ομοίως αεροπορική εταιρία, ζητεί την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, προβάλλοντας ισχυρισμούς περί προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων:

της ενισχύσεως της δεσπόζουσας θέσεως του συγχωνευθέντος φορέα σε δρομολόγια όπου δεν υπήρχε επικάλυψη μεταξύ Air France και KLM,

του ζητήματος αν η συγχώνευση δημιούργησε ή ενίσχυσε δεσπόζουσα θέση στις αγορές υπηρεσιών αεροδρομίου,

των συνεπειών της συγχωνεύσεως στον δυνητικό ανταγωνισμό.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη θέση της κατά την οποία οι αερολιμένες «Charles de Gaulle» και «Orly» του Παρισιού χρησιμοποιούνταν εναλλακτικώς από τις αεροπορικές εταιρείες. Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα μέρη ήταν προδήλως απρόσφορες για την αποκατάσταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού σε αγορές στις οποίες εντοπίζονται προβλήματα δεσπόζουσας θέσεως και ότι η Επιτροπή, δεχόμενη τις δεσμεύσεις αυτές, υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως.


(1)   ΕΕ L 257, 1990, σ. 13.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/17


Πρoσφυγή της MPS Group Inc. κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπoρικά σήματα, σχέδια και υπoδείγματα) (ΓΕΕΑ), πoυ ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-178/04)

(2004/C 201/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η MPS Group Inc, με έδρα το Jacksonνille, Florida, ΗΠΑ, εκπρoσωπoύμενη από την K. O'Rourke και τον P. Kaνanagh, Solicitors, άσκησε στις 17 Μαΐου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπoρικά σήματα, σχέδια και υπoδείγματα) (ΓΕΕΑ).

Έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η εταιρεία Modis-Distribuiçao Centralizada SA.

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει την απόφαση τoυ τετάρτoυ τμήματoς πρoσφυγών της 4ης Φεβρουαρίου 2004, καθό μέρος κάνει δεκτή την υπ' αριθ. B000170599 ανακοπή για τις ακόλουθες υπηρεσίες της κλάσεως 35: «Υπηρεσίες γραφείων εύρεσης εργασίας· υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε θέματα πρόσληψης προσωπικού· υπηρεσίες κατάρτισης καταστάσεων μισθοδοσίας· υπηρεσίες καταγραφής χρόνου· παροχή προσωρινού και μόνιμου προσωπικού»,

επικουρικώς, να ακυρώσει την ως άνω απόφαση καθό μέρος αφορά τις ακόλουθες υπηρεσίες της κλάσεως 35: «Υπηρεσίες γραφείων εύρεσης εργασίας· υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε θέματα πρόσληψης προσωπικού· παροχή προσωρινού και μόνιμου προσωπικού».

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Αιτoύσα τηv καταχώριση κoιvoτικoύ σήματoς:

MPS Group Inc.

Σήμα πρoς εξέταση:

Τo κοινοτικό σήμα «MODIS» (αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 778795), για υπηρεσίες των κλάσεων 35 (υπηρεσίες γραφείων εύρεσης εργασίας, υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε θέματα πρόσληψης προσωπικού, υπηρεσίες κατάρτισης καταστάσεων μισθοδοσίας, …), 41 (υπηρεσίες κατάρτισης) και 42 (ψυχομετρικές εξετάσεις).

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Modis-Distribuiçao Centralizada SA.

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το πορτογαλικό σήμα «MODIS», για υπηρεσίες της κλάσεως 35 (διαφήμιση, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση επιχειρήσεων).

Απόφαση τoυ τμήματoς ανακοπών:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως καθό μέρος αφορά τις κλάσεις 35 και 41 και αποδοχή της καθό μέρος αφορά την κλάση 42.

Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγώv:

Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών καθό μέρος κάνει δεκτή την ανακοπή ως προς τις υπηρεσίες της κλάσεως 41, αναπομπή της υποθέσεως για τα περαιτέρω στον εξεταστή και απόρριψη της προσφυγής κατά λοιπά.

Λόγoι της πρoσφυγής:

Παράβαση τoυ άρθρου 8, παράγραφoς 1, στoιχεία α) και β), τoυ καvovισμoύ (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, για το κοινοτικό σήμα (1), καθόσον η απόφαση του τμήματος προσφυγών δέχεται ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των οικείων υπηρεσιών.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 11, σ. 1)


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/18


Προσφυγή του Siegfried Krahl κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-179/04)

(2004/C 201/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Siegfried Krahl, κάτοικος Ζάγκρεμπ (Κροατία), εκπροσωπούμενος από τους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 17 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής περί ανακτήσεως των ημερήσιων αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα εντός της χρονικής περιόδου κατά την οποία του παραχωρήθηκε μια προσωρινή κατοικία,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων, υπάλληλος της Επιτροπής, ανέλαβε καθήκοντα στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Ζάγκρεμπ στις 2 Φεβρουαρίου 2002 και εγκαταστάθηκε έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002 σε κατοικία που του παραχωρήθηκε από την Επιτροπή. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί στην ανάκτηση των ημερήσιων αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα κατά την προαναφερθείσα περίοδο, για τον λόγο ότι ο προσφεύγων δεν είχε δικαίωμα να λάβει τις εν λόγω αποζημιώσεις, δεδομένου ότι κατοικούσε σε διαμέρισμα που του παραχωρήθηκε από την Επιτροπή.

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή του είχε παραχωρήσει την επίμαχη κατοικία μόνον προσωρινά, πράγμα που δεν εμποδίζει την είσπραξη των ημερήσιων αποζημιώσεων. Επιπλέον, ο προσφεύγων επικαλείται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προβάλλοντας ότι η Επιτροπή του είχε παράσχει σαφείς διαβεβαιώσεις ως προς την καταβολή των ημερήσιων αποζημιώσεων ενώ κατοικούσε στο επίμαχο διαμέρισμα.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/18


Προσφυγή της Spa Monopole, Compagnie Fermière de Spa κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-186/04)

(2004/C 201/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η εταιρεία Spa Monopole, Compagnie Fermière de Spa, με έδρα το Spa (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους Laurent de Brouwer, Emmanuel Cornu, Eric De Gryse και Donatienne Moreau, δικηγόρους, άσκησε στις 25 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς.

Η εταιρεία Spaform Limited μετέσχε επίσης στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 25ης Φεβρουαρίου 2004 στην υπόθεση R 0827/2002-4, περί απορρίψεως της προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών με την οποία απερρίφθη η ανακοπή που είχε ασκήσει η προσφεύγουσα κατά της καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος «SPAFORM» για προϊόντα που υπάγονται στις κλάσεις 7, 9 και 11,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

 Spaform Limited

Οικείο κοινοτικό σήμα:

Λεκτικό σήμα «SPAFORM» — αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 609 776, που υποβλήθηκε για προϊόντα τα οποία υπάγονται στις κλάσεις 7 (αντλίες κ.λπ.), 9 (συσκευές και όργανα για μέτρηση της πίεσης ) και 11 (λουτήρες εξοπλισμένοι με σύστημα δημιουργίας δίνης).

Δικαιούχος του αντιταχθέντος κατά τη διαδικασία ανακοπής σήματος ή σημείου:

Η προσφεύγουσα

Σήμα ή σημείο για το οποίο ασκήθηκε ανακοπή:

 Εθνικό σήμα SPA για προϊόντα που υπάγονται στην κλάση 32 (ύδατα μεταλλικά κ.λπ.)

Απόφαση του τμήματος ανακοπών:

 Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

 Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως των οποίων έγινε επίκληση:

Παράβαση του άρθρου 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 (1). Βάσει του ως άνω άρθρου, το τμήμα ανακοπών θεώρησε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που διέθετε το Γραφείο κατά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής δεν παρείχαν τη δυνατότητα να προσδιορισθεί το προγενέστερο σήμα του οποίου έγινε επίκληση. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το ως άνω συμπέρασμα.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 για το κοινοτικό σήμα, ΕΕ L 303 της 15.12.1995, σ. 1-32.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/19


Προσφυγή του DJ (*1) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 19 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-187/04)

(2004/C 201/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο DJ (*1), εκπροσωπούμενος από τον Carlos Mourato, δικηγόρο, άσκησε στις 19 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή σχετικά με την έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας (ΕΕΣ) του προσφεύγοντος για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002,

να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της ΑΔΑ, της 20ής Φεβρουαρίου 2004, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα της δίκης, καθώς και στα έξοδα που θα απαιτηθούν για τη διεξαγωγή της διαδικασίας, ιδίως τα έξοδα διορισμού αντικλήτου, μετακινήσεως και διαμονής, καθώς και τις αμοιβές και τα έξοδα των δικηγόρων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται κατ' αρχάς μια σειρά παραβάσεων των κανόνων της διαδικασίας αξιολογήσεως και των εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ, ήτοι:

το γεγονός ότι βαθμολογητής του προσφεύγοντος έπρεπε να είναι ένας άλλος υπάλληλος, καθόσον ο εν λόγω υπάλληλος, και όχι ο βαθμολογητής που προσδιορίζεται στη βαλλόμενη έκθεση, ήταν ο ιεραρχικά ανώτερος του προσφεύγοντος,

την έλλειψη διαβουλεύσεως με τους προηγούμενους ιεραρχικά ανωτέρους του προσφεύγοντος,

τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα του δευτέρου διαλόγου καθώς και της γνώμης που διατύπωσε ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής,

τον προβαλλόμενο μη σύννομο ορισμό του προέδρου της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση.

Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης την παραβίαση της αρχής της ανεξαρτησίας των εσωτερικών ελεγκτών, για τον λόγο ότι ένα από τα μέλη της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση ανήκε σε μια γενική διεύθυνση η οποία υπόκειται σε έλεγχο εκ μέρους του προσφεύγοντος και ότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής του προσφεύγοντος ήταν ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής, που μπορούσε και ο ίδιος να υπαχθεί σε έλεγχο. Ο προσφεύγων προβάλλει ότι, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας καταστάσεως, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής του έπρεπε να είναι ο αντιπρόεδρος που είναι επιφορτισμένος με τη μεταρρύθμιση της Επιτροπής. Τέλος, ο προσφεύγων επικαλείται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε ο βαθμολογητής.


(*1)  Πληροφορίες που διεγράφησαν ή αντικαταστάθηκαν στο πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και/ή εμπιστευτικότητας.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/20


Προσφυγή της εταιρείας Freixenet S.A. κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, που ασκήθηκε στις 24 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-190/04)

(2004/C 201/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η εταιρεία Freixenet S.A., με έδρα το Sant Sadurní d'Anoia (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους Fernand de Visscher, Emmanuel Cornu, Eric De Gryse και Donatienne Moreau, δικηγόρους, άσκησε στις 24 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 11ης Φεβρουαρίου 2004 (υπόθεση R 97/2001-4) και να αποφασίσει ότι η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος υπ' αριθ. 32532 θα δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94,

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 11ης Φεβρουαρίου 2004 (υπόθεση R 97/2001-4),

να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

Η προσφεύγουσα

Κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση:

Τρισδιάστατο σήμα που έχει τη μορφή λευκής φιάλης της οποίας η επιφάνεια καλύπτεται με σμύριδα (αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθ. 32532).

Προϊόντα ή υπηρεσίες:

Προϊόντα που υπάγονται στην κλάση 33 (αφρώδεις οίνοι).

Απόφαση του εξεταστή:

Απόρριψη της αιτήσεως.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως των οποίων έγινε επίκληση:

Παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94, κατά το μέτρο που η απόφαση του τμήματος προσφυγών στηρίζεται σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά ως προς τα οποία η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, καθώς και του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφος 3 του ιδίου κανονισμού, κατά το μέτρο που το επίμαχο σήμα έχει όντως διακριτικό χαρακτήρα.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/20


Προσφυγή της MIP Metro Group Intellectual Property GmbH & Co. KG κατά του Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-191/04)

(2004/C 201/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η MIP Metro Group Intellectual Property GmbH & Co. KG, Ντύσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον R. Kaase, δικηγόρο, άσκησε προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στις 27 Μαΐου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η Tesco Stores Limited.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να:

ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 23ης Μαρτίου 2004 στην υπόθεση R 486/2003-1,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

MIP METRO Group Intellectual Property GmbH & Co. KG

Σήμα προς καταχώριση:

Το εικονιστικό σήμα «METRO» σε σχέση με προϊόντα που δεν εξετάζονται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (αίτηση υπ' αριθ. 779116)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Tesco Stores Limited

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το εθνικό λεκτικό σήμα «METRO»

Απόφαση του τμήματος ανακοπής:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών

Ισχυρισμοί:

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ένα προϋπάρχον δικαίωμα επί σήματος στο οποίο στηρίζεται ενδεχόμενη ανακοπή πρέπει να ισχύει και να είναι αποδεδειγμένα αντιτάξιμο κατά την έκδοση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών ή, άλλως, κατά τη λήξη της προθεσμίας για την παροχή περαιτέρω πληροφοριακών στοιχείων. Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 74 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου (1) και των κανόνων 16 και 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής (2). Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου δεν αναφέρει ότι το προϋπάρχον σήμα πρέπει να ισχύει μόνον κατά την άσκηση της ανακοπής.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1).

(2)   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1).


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/21


Προσφυγή της The Bavarian Lager Company κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004

(Υπόθεση Τ-194/04)

(2004/C 201/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η The Bavarian Lager Company, με έδρα το Clitheroe (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους J. Pearson και C. Bright, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 27 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

H προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να αναγνωρίσει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής αποδοχή της τροποποιήσεως που επέφερε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο άρθρο 7, παράγραφος 2 α, της αποφάσεως Supply of Beer (Tied Estate) Order του 1989 (S.I. 1989 No 2390) (γνωστή ως «guest beer provision») αντέβαινε στο άρθρο 28 (πρώην άρθρο 30) της συνθήκης ΕΚ,

να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να είχε αποδεχτεί την προαναφερθείσα τροποποίηση και ότι, πράττοντας κατ' αυτόν τον τρόπο, παρέβη το άρθρο 28 (πρώην άρθρο 30) της συνθήκης ΕΚ,

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Μαρτίου 2004 περί αρνήσεως κοινοποιήσεως ορισμένων εγγράφων στην προσφεύγουσα,

να υποχρεώσει την Επιτροπή να κατονομάσει όλα τα πρόσωπα που μετείχαν στη συνεδρίαση της 11ης Οκτωβρίου 1996, στην οποία παρευρέθηκαν εκπρόσωποι της Γενικής Διευθύνσεως για την Εσωτερική Αγορά, αρμόδιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και εκπρόσωποι της Conféderation des Brasseurs du Marché Commun και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφεύγουσα εταιρεία ιδρύθηκε στις 28 Μαΐου 1992 με σκοπό την εισαγωγή γερμανικού ζύθου προς πώληση σε καταστήματα καταναλώσεως ποτών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1993 η προσφεύγουσα κατήγγειλε στην Επιτροπή παράβαση του άρθρου 28 (πρώην άρθρου 30 της συνθήκης ΕΚ, σε συνδυασμό με τη «guest beer provision» της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Βάσει της διατάξεως αυτής, οι εταιρείες ζυθοποιίας υποχρεούνται να επιτρέπουν σε καταστήματα καταναλώσεως ποτών με τα οποία έχουν συνάψει αποκλειστικές συμφωνίες διαθέσεως ζύθου καλούμενου «guest», ο οποίος προέρχεται από διαφορετική εταιρία ζυθοποιίας. Ως «guest» ζύθος νοείται το είδος ζύθου που είχε υποστεί ζύμωση στο βαρέλι από το οποίο πωλήθηκε, είδος το οποίο παρασκευάζεται σχεδόν αποκλειστικώς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο ζύθος που πωλούσε η προσφεύγουσα καθώς και τα περισσότερα είδη ζύθου που παρασκευάζονται εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ενέπιπταν στην εν λόγω διάταξη και η προσφεύγουσα θεώρησε ότι το μέτρο αυτό έχει αποτελέσματα αντίστοιχα προς αυτά των ποσοτικών περιορισμών. Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 1997 η Επιτροπή ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα ότι, ενόψει της προτάσεως τροποποιήσεως της guest beer provision, η διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου ανεστάλη και επρόκειτο να παύσει αμέσως μετά την έκδοση του τροποποιημένου κειμένου.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2003 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (1), να της εξασφαλίσει πλήρη πρόσβαση στα πρακτικά σχετικής συνεδριάσεως των εκπροσώπων της Επιτροπής, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και των εταιριών ζυθοποιίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1996. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να αποκαλύψει την ταυτότητα ορισμένων προσώπων των οποίων τα ονόματα είχαν διαγραφεί από τα πρακτικά που είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα. Η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας και επιβεβαίωσε την απορριπτική απόφασή της με την από 18 Μαρτίου 2004 επιστολή του Γενικού Γραμματέα προς την προσφεύγουσα. Προς στήριξη της απορριπτικής αποφάσεώς της, η Επιτροπή επικαλέστηκε την ανάγκη προστασίας των προσωπικών δεδομένων των παρευρισκομένων στη συνεδρίαση, καθώς και τον ενδεχόμενο κίνδυνο να διακυβευθεί η εκ μέρους της διενέργεια ερευνών σε κάθε τέτοια περίπτωση, αν αποκαλυφθεί η ταυτότητα των προσώπων που παρέχουν πληροφορίες στην Επιτροπή.

Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί, καταρχάς, να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της αποφάσεως της Επιτροπής να αναστείλει τη διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου. Προς τούτο, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση των άρθρων 28 ΕΚ και 12 ΕΚ.

Όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να παράσχει πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αποκαλύψει την ταυτότητα όλων των προσώπων που παρευρέθηκαν στην επίμαχη συνεδρίαση και ότι, εν προκειμένω, δεν έχει εφαρμογή καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, μπορεί να μην ληφθεί υπόψη, καθόσον η γνωστοποίηση των ονομάτων εξυπηρετεί αναμφισβήτητα το δημόσιο συμφέρον.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/22


Προσφυγή της Madaus Aktiengesellschaft κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004

(Υπόθεση T-202/04)

(2004/C 201/45)

Η γλώσσα διαδικασίας θα καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας — γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση: η αγγλική

Η Madaus Aktiengesellschaft, Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον I. Valdelomar Serrano, δικηγόρο, άσκησε προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στις 27 Μαΐου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ήταν η Optima Health Limited.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να:

αναγνωρίσει ότι το ΓΕΕΑ υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως,

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος:

Optima Healthcare Ltd, μετέπειτα The Optimal Health Ltd

Σήμα προς καταχώριση:

Το λεκτικό σήμα «ECHINAID» για προϊόντα της κλάσεως 5 (βιταμίνες, συμπληρώματα διατροφής, παρασκευάσματα από βότανα, φαρμακευτικά και ιατρικά παρασκευάσματα) (αίτηση CTM υπ' αριθ. 1666239)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Madaus AG

Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος:

Το διεθνώς καταχωρισμένο λεκτικό σήμα «ECHINACIN» για προϊόντα της κλάσεως 5 (φαρμακευτικά παρασκευάσματα)

Απόφαση του τμήματος ανακοπής:

Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής που άσκησε η Madaus

Ισχυρισμοί:

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε κατά την εφαρμογή της έννοιας της σχετικής εδαφικής περιοχής και του οικείου κοινού. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι το πρόθεμα Echina δεν είναι περιγραφικό και δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημάτων.


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/23


Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 4 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-207/04)

(2004/C 201/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον avvocato dello Stato Antonio Cingolo, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 4 Ιουνίου 2004, προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει, αφενός, το σημείωμα υπ' αριθ. E2/LP D (2004) 712 της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 2004, που περιήλθε σε αυτή στις 26 Μαρτίου 2004, με το οποίο η Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της κοινοποίησε την απόφαση βάσει της οποίας τα ποσά για την πληρωμή αυτών των προκαταβολών (προκαταβολών στο πλαίσιο συστημάτων ενισχύσεως για κάθε πρόγραμμα εμπίπτον στα αντικείμενα 1 και 2 πρέπει να καθορίζονται σαφώς στις μελλοντικές δηλώσεις πληρωμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο προαναφερθέν έγγραφο του επιτρόπου Barnier, και, αφετέρου, όλες τις συναφείς και προηγηθείσες αυτού πράξεις,

επικουρικώς, και εφόσον χρειάζεται, να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 448/2004 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2004, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1685/2000, ο οποίος θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών σχετικά με τις ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία,

εν πάση περιπτώσει, να ακυρώσει όλες τις συναφείς και προηγηθείσες πράξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως,

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Ιταλική Δημοκρατία προσέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το υπ' αριθ. E2/LP D (2004) 712 σημείωμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την πληρωμή προκαταβολών στο πλαίσιο των συστημάτων ενισχύσεως (επιχειρησιακό πρόγραμμα για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την ανώτατη εκπαίδευση), καθώς και —εφόσον είναι αναγκαίο— τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 448/2004 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2004  (1), σε σχέση με την επιλεξιμότητα των δαπανών σχετικά με τις ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία.

Προς στήριξη των αιτημάτων της σχετικά με το σημείωμα της 25ης Μαρτίου 2004, η προσφεύγουσα προβάλλει τα εξής:

παράβαση ουσιωδών τύπων λόγω απόλυτης ελλείψεως αιτιολογήσεως, καθώς και έλλειψη προσήκουσας νομικής βάσης της προσβαλλομένης πράξεως και μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός της καθής,

παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 438/2001 της Επιτροπής (2), λόγω μη τηρήσεως των προβλεπομένων σ' αυτόν λογιστικών κανόνων,

παράβαση του άρθρου 32 του βασικού κανονισμού (3) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2004 της Επιτροπής, οι οποίοι εξαρτούν την πληρωμή των προκαταβολών από την απόδειξη και μόνον ότι το κράτος, που είναι ο «τελικός δικαιούχος», κατέβαλε τα σχετικά ποσά στους τελικούς αποδέκτες της χρηματοδοτήσεως,

παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2004, τόσο λόγω παραβιάσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου όσο και λόγω αντιφάσεων στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως.

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 448/2004, η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

παράβαση των κανόνων σχετικά με την επιλεξιμότητα των δαπανών που ορίζονται με τον βασικό κανονισμό,

παράβαση των κανόνων περί δημοσιονομικού ελέγχου (οι οποίοι δεν προβλέπουν τις υποχρεώσεις των οποίων την εκπλήρωση απαιτεί η Επιτροπή),

παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθότι η Επιτροπή απαιτεί συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τα προβλεπόμενα και τα αναγκαία,

παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας, δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2004 περιέχει διατάξεις με αναδρομική ισχύ για 44 μήνες προ της εκδόσεώς του, γεγονός ασφαλώς απαράδεκτο λαμβανομένων υπόψη των γενικών αρχών για τη θέσπιση των κανόνων δικαίου.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 448/2004 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1685/2000, ο οποίος θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών σχετικά με τις ενέργειες που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1145/2003 (ΕΕ L 72 της 11.3.2004, σ. 66).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 438/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων (ΕΕ L 63 της 3.3.2001, σ. 21).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1).


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/24


Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 10 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-209/04)

(2004/C 201/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τη Nuria Díaz Abad, Abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 10 Ιουνίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να αποφανθεί εντός εύλογης προθεσμίας επί των εγκρίσεων που της ζήτησαν οι ισπανικές αρχές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2369/2002, υποπίπτοντας έτσι σε παράλειψη, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Οι ισπανικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή σειρά παρεκκλίσεων προκειμένου να χορηγήσουν τις ενισχύσεις για τη σύσταση μεικτής εταιρείας οι οποίες προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για καθορισμό των λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σχετικά με την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τομέα της αλιείας, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2369/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002  (1). Όταν η οριστική μεταφορά του σκάφους γίνεται προς τρίτες χώρες που δεν έχουν συνάψει αλιευτική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, είναι αναγκαία η χορήγηση της αντίστοιχης παρεκκλίσεως από την Επιτροπή [άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2369/2002]. Οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να χορηγηθούν μόνον από τις εθνικές αρχές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004.

Από την Επιτροπή ζητήθηκε επισήμως στις 16 Φεβρουαρίου 2004 να αποφανθεί επί των εκκρεμών υποθέσεων, επειδή, όμως, δεν αποφάνθηκε επί του συνόλου των υποθέσεων αυτών, το Βασίλειο της Ισπανίας αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή κατά του εν λόγω οργάνου, λαμβάνοντας, επιπλέον, υπόψη ότι οι προθεσμίες εντός των οποίων όφειλαν να ενεργήσουν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, οι ισπανικές αρχές παρήλθαν ενόσω αναμενόταν η απόφαση της Επιτροπής επί των παρεκκλίσεων που ζητήθηκαν.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2369/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 για καθορισμό των λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σχετικά με την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τομέα της αλιείας (ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 49).


7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/24


Προσφυγή-αγωγή του Andreas Mausolf κατά της Ευρωπόλ που ασκήθηκε την 1η Ιουνίου 2004

(Υπόθεση Τ-210/04)

(2004/C 201/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

O Andreas Mausolf, εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους M. F. Baltussen και P. de Casparis, άσκησε την 1η Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή-αγωγή κατά της Ευρωπόλ.

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την από την Ευρωπόλ απόρριψη, την 1η Μαρτίου 2004, της διοικητικής ενστάσεως που ο προσφεύγων υπέβαλε κατά της αποφάσεως της 2ας Ιανουαρίου 2003 και συγχρόνως να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση της 2ας Ιανουαρίου 2003,

να υποχρεώσει την Ευρωπόλ να καταβάλει στον προσφεύγοντα μία μισθολογική αύξηση από την 1η Ιουλίου 2002,

να υποχρεώσει την Ευρωπόλ να καταβάλει τα οφειλόμενα στον προσφεύγοντα εντός 48 ωρών από την επίδοση της αποφάσεως που θα εκδοθεί, πλέον των νομίμων τόκων κατά το ολλανδικό δίκαιο,

να καταδικάσει την Ευρωπόλ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση του άρθρου 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, καθώς και υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.


III Πληροφορίες

7.8.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 201/25


(2004/C 201/49)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΕ C 190 της 24.7.2004

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 179 της 10.7.2004

ΕΕ C 168 της 26.6.2004

ΕΕ C 156 της 12.6.2004

ΕΕ C 146 της 29.5.2004

ΕΕ C 106 της 30.4.2004

ΕΕ C 94 της 17.4.2004

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

 

EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex

 

CELEX: http://europa.eu.int/celex