|
ISSN 1725-2415 |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
47ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
I Ανακοινώσεις |
|
|
|
Δικαστήριο |
|
|
|
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ |
|
|
2004/C 179/1 |
||
|
2004/C 179/2 |
||
|
2004/C 179/3 |
||
|
2004/C 179/4 |
||
|
2004/C 179/5 |
||
|
2004/C 179/6 |
||
|
2004/C 179/7 |
||
|
2004/C 179/8 |
||
|
2004/C 179/9 |
||
|
2004/C 179/0 |
||
|
2004/C 179/1 |
||
|
2004/C 179/2 |
||
|
2004/C 179/3 |
||
|
2004/C 179/4 |
||
|
2004/C 179/5 |
||
|
2004/C 179/6 |
||
|
2004/C 179/7 |
||
|
2004/C 179/8 |
||
|
2004/C 179/9 |
||
|
|
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ |
|
|
2004/C 179/0 |
||
|
2004/C 179/1 |
||
|
2004/C 179/2 |
||
|
2004/C 179/3 |
||
|
2004/C 179/4 |
||
|
2004/C 179/5 |
||
|
2004/C 179/6 |
||
|
2004/C 179/7 |
||
|
2004/C 179/8 |
||
|
2004/C 179/9 |
||
|
2004/C 179/0 |
||
|
2004/C 179/1 |
||
|
2004/C 179/2 |
||
|
2004/C 179/3 |
||
|
2004/C 179/4 |
||
|
2004/C 179/5 |
||
|
2004/C 179/6 |
||
|
|
III Πληροφορίες |
|
|
2004/C 179/7 |
||
|
EL |
|
I Ανακοινώσεις
Δικαστήριο
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/1 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(πρώτο τμήμα)
της 27ης Μαΐου 2004
στην υπόθεση C-285/02 (αίτηση του Verwaltungsgericht Minden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως): Edeltraud Elsner-Lakeberg κατά Land Nordrhein-Westfalen (1)
(«Άρθρο 141 ΕΚ - Οδηγία 75/117/ΕΟΚ - Εθνικό μέτρο το οποίο προβλέπει ότι οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται κατά πλήρη απασχόληση και εκείνοι που εργάζονται κατά μερική απασχόληση είναι υποχρεωμένοι να έχουν τον ίδιο αριθμό ωρών υπερωριακής απασχολήσεως πριν καταστεί ενεργό το δικαίωμά τους για τη λήψη αμοιβής - Έμμεση διάκριση εις βάρος των γυναικών που εργάζονται κατά μερική απασχόληση»)
(2004/C 179/01)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Στην υπόθεση C-285/02, με αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Minden (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητήθηκε, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Edeltraud Elsner-Lakeberg και Land Nordrhein-Westfalen, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 141 ΕΚ και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola, S. von Bahr, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 27 Μαΐου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
Τα άρθρα 141 ΕΚ και 1 της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται κατά μερική απασχόληση —όπως και εκείνοι που εργάζονται κατά πλήρη απασχόληση— δεν λαμβάνουν αμοιβή για τις ώρες υπερωριακής απασχολήσεως όταν η υπερωριακή εργασία δεν υπερβαίνει τις τρεις ώρες ανά ημερολογιακό μήνα, αν η ως άνω διαφορετική μεταχείριση πλήττει πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ' ό,τι ανδρών και αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από σκοπό άσχετο με το φύλο των εργαζομένων ή δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/1 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τέταρτο τμήμα)
της 27ης Μαΐου 2004
στην υπόθεση C-398/02: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας (1)
(«Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 75/442/ΕΟΚ - Περιβάλλον - Διαχείριση στερεών αποβλήτων»)
(2004/C 179/02)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Στην υπόθεση C-398/02, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Valero και Μ. Κωνσταντινίδη, κατά Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από την L. Fraguas Gadea, με αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει, ως προς τον χώρο αποθέσεως αποβλήτων της La Bañeza (Ισπανία), την εφαρμογή των άρθρων 4, 9 και 13 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕE ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (EE L 78, σ. 32), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet και F. Macken, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhood, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 27 Μαΐου 2004 απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
1. |
Το Βασίλειο της Ισπανίας, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει, ως προς τον χώρο αποθέσεως αποβλήτων της La Bañeza (Ισπανία), την εφαρμογή των άρθρων 4, 9 και 13 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία. |
|
2. |
Το Βασίλειο της Ισπανίας καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/2 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
(τέταρτο τμήμα)
της 27ης Μαΐου 2004
στην υπόθεση C-68/03 [αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]: Staatssecretaris van Financiën κατά D. Lipjes (1)
(Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Άρθρο 28β, Ε, παράγραφος 3 - Υπηρεσίες διαμεσολαβήσεως - Τόπος εκτελέσεως της παροχής)
(2004/C 179/03)
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Στην υπόθεση C-68/03, με αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητήθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Staatssecretaris van Financiën και D. Lipjes, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 28β της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (EE ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και την τροποποίηση, ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων, της οδηγίας 77/388/EOK (ΕΕ L 376, σ. 1), το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο του τμήματος, A. Rosas, A. La Pergola, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer, γραμματέας: R. Grass, εξέδωσε στις 27 Μαΐου 2004 απόφαση με το εξής διατακτικό:
|
1. |
Το άρθρο 28β, Ε, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας 77/388/EOK του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθεμένης αξίας και την τροποποίηση, ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων, της οδηγίας 77/388/EOK, δεν έχει την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά τις υπηρεσίες διαμεσολαβήσεως που παρέχονται σε πρόσωπα υποκείμενα στον φόρο προστιθεμένης αξίας ή σε νομικά πρόσωπα μη υποκείμενα σε αυτόν. |
|
2. |
Εφόσον μία πράξη διαμεσολαβήσεως εμπίπτει στο άρθρο 28β, Ε, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας 77/388/EOK, όπως έχει μετά την τροποποίησή της, είναι αναγκαίο ο προσδιορισμός του τόπου των πράξεων ως προς τις οποίες έγινε η διαμεσολάβηση, να γίνεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 28β, Α και Β, της ίδιας οδηγίας. |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/2 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Länsrätten i Stockholms län με διάταξη της 20ής Απριλίου 2004 στην υπόθεση Ulf Öberg κατά Stockholms läns allmänna försäkringskassa
(Υπόθεση C-185/04)
(2004/C 179/04)
Με διάταξη της 20ής Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 22 Απριλίου 2004, το Länsrätten i Stockholms län, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Ulf Öberg και Stockholms läns allmänna försäkringskassa, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
i) |
Συνάδει το γεγονός ότι μια εθνική νομοθεσία απαιτεί ο γονέας να κατοικούσε και να καλυπτόταν από υγειονομική ασφάλιση στο οικείο κράτος μέλος επί τουλάχιστον 240 ημέρες πριν από τη γέννηση του τέκνου του προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα επί γονικού επιδόματος που να αντιστοιχεί στο επίδομα ασθενείας του γονέα με τα άρθρα 12, 17, παράγραφος 2, 18 και 39 ΕΚ, με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 (1) και με την οδηγία 96/34/ΕΚ (2), σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, την CEEP και την CES· |
|
ii) |
Αν η απάντηση στο ερώτημα υπό i) είναι καταφατική: Επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, κατά τον καθορισμό του αν ο εργαζόμενος πληροί την προϋπόθεση περί ασφαλίσεως επί ορισμένο χρόνο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να λαμβάνεται υπόψη και η χρονική περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος καλυπτόταν από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως σύμφωνα με τους κανόνες του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. |
(1) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).
(2) Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES (EE L 145, σ. 4).
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/3 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004
(Υπόθεση C-187/04)
(2004/C 179/05)
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Wiedner και G. Bambara, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 22 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επειδή ο φορέας ANAS S.p.A. ανέθεσε την παραχώρηση της κατασκευής και διαχείρισης του αυτοκινητοδρόμου της Valtrompia στη Società per l'autostrada Brescia-Verona-Vicenza-Padova p.a., μέσω απευθείας αναθέσεως με σύμβαση την οποία συνήψαν στις 7 Δεκεμβρίου 1999 χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο προϋποθέσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, και ειδικότερα τα άρθρα της 3 παράγραφος 1 και 11, παράγραφοι 3, 6 και 7· |
|
— |
να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Κατά την Επιτροπή, η ανάθεση του έργου κατασκευής και διαχείρισης του αυτοκινητοδρόμου της Valtrompia στην οποία προέβη η ANAS S.p.A., χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν συνάδει με όσα ορίζει η οδηγία 93/37/ΕΟΚ και ειδικότερα τα άρθρα της 3 παράγραφος 1 και 11, παράγραφοι 3, 6 και 7.
Το άρθρο 3 της οδηγίας προβλέπει την εφαρμογή ορισμένων κανόνων δημοσιότητας σε κοινοτικό επίπεδο, στην περίπτωση κατά την οποία οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, εφόσον η αξία της σύμβασης αυτής υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια ευρώ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας, οι αναθέτουσες αρχές που προτίθενται να προσφύγουν στη διαδικασία της παραχώρησης δημοσίων έργων υποχρεούνται να γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή με σχετική προκήρυξη, την οποία αποστέλλουν, σύμφωνα με την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Δεδομένου ότι η σύμβαση κατασκευής και διαχείρισης του αυτοκινητοδρόμου της Valtrompia ανέρχεται σε 640 εκατομμύρια ευρώ, αυτή έπρεπε οπωσδήποτε να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
(1) ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 54.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/3 |
Πρoσφυγή της Ελληνικής Δημoκρατίας κατά της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 22 Απριλίoυ 2004
(Υπόθεση C-189/04)
(2004/C 179/06)
Η Ελληνική Δημoκρατία, εκπρoσωπoύμενη από τoυς Παναγιώτη Μυλωνόπoυλo, νoμικό σύμβoυλo τoυ τμήματoς Ευρωπαϊκoύ Κoινoτικoύ δικαίoυ της Ειδικής Νoμικής Υπηρεσίας τoυ Υπoυργείoυ Εξωτερικών και Βασίλειo Κυριαζόπoυλo πάρεδρo τoυ Νoμικoύ Συμβoυλίoυ τoυ Κράτoυς, με αντίκλητo στo Λoυξεμβoύργo τoν πρεσβευτή της Ελλάδoς, 27, rue Marie-Adélaïde, άσκησε στις 22 Απριλίoυ 2004 ενώπιoν τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.
Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo:
|
— |
Να αναγνωρίσει ως άκυρη την πράξη συμψηφισμoύ της Επιτρoπής ΕΚ για πoσό 565 656,80 ευρώ (συμμετoχή τoυ Υπoυργείoυ Εξωτερικών της Ελληνικής Δημoκρατίας στα σχέδια συστέγασης Διπλωματικών αντιπρoσωπειών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αμπoύτζα της Νιγηρίας) εκ τoυ συνoλικoύ πoσoύ συμψηφισμoύ 1 653 298,54 ευρώ πρoς τo Περιεφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Στερεάς Ελλάδoς. |
|
— |
Να καταδικάσει την Επιτρoπή των ΕΚ στη δικαστική δαπάνη. |
Λόγoι και κύρια επιχειρήματα:
H Ελληνική Δημoκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτρoπή δεν εκτίμησε πρoσηκόντως τo γεγoνός ότι από ελληνικής πλευράς δεν κυρώθηκε τo Πρόσθετo Μνημόνιo Συμφωνίας, πoυ ισoδυναμεί με απoχώρηση της Ελληνικής Δημoκρατίας από τo σχέδιo Abuja II.
Δεν αξιoλoγήθηκε επαρκώς από την καθής, επίσης, η κατ' oυσίαν αναγνώριση από πλευράς Ελληνικής Δημoκρατίας των oφειλών της από τη συμμετoχή της στo σχέδιo Abuja I.
Υπό την έννoια αυτή η Ελληνική Δημoκρατία υπoστηρίζει ότι στoιχειoθετείται παράβαση, εκ μέρoυς της Επιτρoπής ΕΚ, των αρχών πoυ διέπoυν τις πράξεις εσόδων και δη την πρόβλεψη, εκκαθάριση και βεβαίωση των απαιτήσεων και τελικά την είσπραξη δια συμψηφισμoύ.
Λαμβανoμένων υπόψη των πρoαναφερθέντων η Ελληνική Δημoκρατία υπoστηρίζει ότι με την πράξη συμψηφισμoύ εις βάρoς της Ελλάδoς παραβιάστηκαν από πλευράς Επιτρoπής διατάξεις oυσιαστικoύ δικαίoυ και δη αφενός oι διατάξεις τoυ κανoνισμoύ (ΕΚ) αριθ. 2342/2002 και αφετέρoυ oι διατάξεις τoυ άρθρoυ 15 τoυ αρχικoύ Μνημoνίoυ.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/4 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το rechtbank 's-Gravenhage με απόφαση της 22ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Nederlandse Vereniging Diervoederindustrie Nevedi κατά Productschap Diervoeder
(Υπόθεση C-194/04)
(2004/C 179/07)
Με απόφαση της 22ας Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 27 Απριλίου 2004, το rechtbank 's-Gravenhage, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Nederlandse Vereniging Diervoederindustrie Nevedi και Productschap Diervoeder που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1. |
Είναι το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/2/ΕΚ (1) ή/και το άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 2002/2/ΕΚ, κατά το μέρος που το τελευταίο άρθρο τροποποιεί το άρθρο 5γ παράγραφος 2 στοιχείο α), της οδηγίας 79/393/ΕΟΚ επιβάλλοντας την αναγραφή ορισμένων ποσοστών, ανίσχυρα επειδή:
|
|
2. |
Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα εθνικό δικαστήριο κράτους μέλους έχει την εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση αμφισβητουμένης πράξεως κοινοτικού οργάνου, και ειδικότερα η προϋπόθεση ότι ερώτημα σχετικά με το κύρος της αμφισβητουμένης αυτής πράξεως έχει ήδη τεθεί στο Δικαστήριο από εθνικό δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους, έχουν τότε και οι αρμόδιες διοικητικές αρχές των λοιπών κρατών μελών την εξουσία, χωρίς δικαστική παρέμβαση, να αναστείλουν την εφαρμογή της αμφισβητουμένης πράξεως έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί του κύρους της πράξεως αυτής; |
(1) EE L 63 της 6.3.2002, σ. 23.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/4 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Φινλανδικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 29 Απριλίου 2004
(Υπόθεση C-195/04)
(2004/C 179/08)
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Wiedner και M. Huttunen, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 29 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Φινλανδικής Δημοκρατίας.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
Να αναγνωρίσει ότι η Φινλανδική Δημοκρατία παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 28 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, διότι ο αρμόδιος για τις προμήθειες του Δημοσίου οργανισμός Senaatti-kiinteistöt, προβαίνοντας στην αγορά εξοπλισμού μαγειρείου, παρέβη θεμελιώδεις κανόνες της συνθήκης, ιδίως την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, στην οποία περιλαμβάνεται και η υποχρέωση ενέργειας με διαφάνεια, καθώς και |
|
2. |
Να καταδικάσει τη Φινλανδική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Ναι μεν οι κοινοτικές οδηγίες που αφορούν τις αγορές δημοσίων έργων και δημοσίων προμηθειών δεν εφαρμόζονται στις αγορές των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο, εξακολουθούν όμως να ισχύουν οι θεμελιώδεις κανόνες της συνθήκης, ιδίως η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, στην οποία περιλαμβάνεται η υποχρέωση διαφάνειας.
Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι έστω και αν ορισμένες συμβάσεις αφορώσες προμήθειες του Δημοσίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών με τις εν λόγω προμήθειες οδηγιών, οι αρμόδιες για τις προμήθειες αυτές δημόσιες αρχές οφείλουν να ακολουθούν τους θεμελιώδεις κανόνες της συνθήκης. Μολονότι ο κοινοτικός νομοθέτης δέχεται ότι οι ειδικές διαδικασίες που προβλέπουν οι αφορώσες τις προμήθειες του Δημοσίου οδηγίες δεν εφαρμόζονται στις προμήθειες εκείνες οι οποίες δεν υπερβαίνουν το προβλεπόμενο από τους οικείους κανόνες όριο αξίας, τούτο δεν σημαίνει ότι οι σχετικές συμβάσεις παύουν να διέπονται από τους κοινοτικούς κανόνες.
Από τη νομολογία προκύπτει σαφώς ότι οι προμήθειες πρέπει να λαμβάνουν δημοσιότητα στον προβλεπόμενο βαθμό και ότι η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας επιβάλλεται και όσον αφορά τις προμήθειες εκείνες με εκτιμώμενη αξία μη υπερβαίνουσα το προβλεπόμενο από τις οικείες κοινοτικές οδηγίες όριο.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/4 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, που ασκήθηκε στις 4 Μαΐου 2004
(Υπόθεση C-199/04)
(2004/C 179/09)
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη από την Claire-Françoise Durand και την Florence Simonetti, επικουρούμενες από την Anneli Howard, Barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 4 Μαΐου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
Να αποφανθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας παρέλειψε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη και ορθή εφαρμογή των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 8 και 9 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1985 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (1), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1972 (2). |
|
2. |
Να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Δεν αμφισβητείται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε τις αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ καθώς και για την εφαρμογή των τροποποιήσεων που εισήχθησαν με την οδηγία 97/11/ΕΚ. Η παρούσα προσφυγή αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις σχετικές διατάξεις, σύμφωνα με τον οποίο, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν διασφαλίζεται η ορθή και πλήρης μεταφορά της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία, ούτε προ ούτε μετά την τροποποίησή της.
Η Επιτροπή ισχυρίζεται με την προσφυγή της ότι συντρέχουν δύο βασικές παραβάσεις, δηλαδή:
|
α) |
ότι η εφαρμογή από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου του κριτηρίου περί «ουσιαστικής αλλαγής της χρήσεως» σχετικά με την έγκριση της άδειας, σε συνδυασμό με τη στενή ερμηνεία του «σχεδίου», καταλήγει στο να εξαιρούνται ορισμένα σχέδια και τροποποιήσεις υφισταμένων σχεδίων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται σε αυτά η διαδικασία ελέγχου περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και |
|
β) |
ότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ενσωμάτωσε κατάλληλα στη νομοθεσία της τους ελέγχους σχεδιασμού και ρύπανσης, ώστε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωσή της με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 3 και 8 της οδηγίας. |
(1) ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40.
(2) ΕΕ L 73 της 14.3.1997, σ. 5.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/5 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Hof van Beroep te Antwerpen με διάταξη της 27ης Aπριλίου 2004 στην υπόθεση Belgische Staat-Ministerie van Financiën κατά N.V. Molenbergnatie
(Υπόθεση C-201/04)
(2004/C 179/10)
Με διάταξη της 27ης Aπριλίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων στις 5 Μαΐου 2004, τo Hof van beroep te Antwerpen ζητεί από τo Δικαστήριo των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων να αποφανθεί, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφοράς μεταξύ Belgische Staat-Ministerie van Financiën και N.V. Molenbergnatie, επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:
|
1. |
Έχουν τα άρθρα 217 έως 232 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα [κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 (1) του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα], ήτοι οι διατάξεις του κεφαλαίου 3 («ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ») του Τίτλου VII («ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΟΦΕΙΛΗ»), το οποίο κεφάλαιο 3 αποτελείται από ένα τμήμα I («βεβαίωση και γνωστοποίηση στον οφειλέτη του ποσού των δασμών» — άρθρα 217-221) και ένα τμήμα 2 («Προθεσμία και τρόποι καταβολής του ποσού των δασμών» — άρθρα 222-232), εφαρμογή στην είσπραξη τελωνειακή οφειλής που γεννήθηκε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994, της οποίας όμως η είσπραξη δεν επιχειρήθηκε ή δεν άρχισε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994; |
|
2. |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει τότε η επιτασσόμενη με το άρθρο 221 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα γνωστοποίηση να πραγματοποιείται πάντοτε μετά τη βεβαίωση του ποσού των δασμών ή, με άλλα λόγια, πρέπει τότε η επιτασσόμενη με το άρθρο 221 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα γνωστοποίηση να καθίσταται πάντοτε προγενέστερη ως εκ της βεβαιώσεως του ποσού των δασμών; |
|
3. |
Συνεπάγεται η καθυστερημένη γνωστοποίηση του ποσού των δασμών προς τον οφειλέτη, ήτοι μια γνωστοποίηση που πραγματοποιείται μετά την παρέλευση της οριζόμενης στο αρχικό κείμενο του άρθρου 221.3 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα [ως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση από της 19ης Δεκεμβρίου 2000 με το άρθρο 1.17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000] τριετούς προθεσμίας, ενώ οι τελωνειακές αρχές αναμφιβόλως ήταν σε θέση να καθορίσουν το ορθό ύψος των νομίμως οφειλομένων δασμών εντός της ίδιας τριετούς προθεσμίας, την αδυναμία μεταθέσεως σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο της εισπράξεως των δασμών ή την απόσβεση της οικείας τελωνειακής οφειλής ή οποιαδήποτε άλλη έννομη συνέπεια; |
|
4. |
Οφείλουν τα κράτη μέλη να ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται στον οφειλέτη η επιτασσόμενη με το άρθρο 221 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα γνωστοποίηση του ποσού των δασμών; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ανωτέρω ερώτημα, μπορεί το κράτος μέλος, το οποίο παρέλειψε να ορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται στον οφειλέτη η επιτασσόμενη με το άρθρο 221 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα γνωστοποίηση του ποσού των δασμών, να προβάλει ότι οποιοδήποτε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται το ποσό των δασμών και το οποίο (μετά τη βεβαίωση) γνωστοποιείται στον οφειλέτη θα θεωρείται ως η επιτασσόμενη από το άρθρο 221 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα γνωστοποίηση του ποσού των φόρων στον οφειλέτη, ακόμη κι αν το έγγραφο αυτό ουδόλως παραπέμπει στο άρθρο 221 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ή ουδόλως αναφέρει ότι αφορά γνωστοποίηση του ποσού των δασμών προς τον οφειλέτη;» |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale di Roma με διάταξη της 7ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση Macrino Stefano και Capodarte Claudia κατά Roberto Meloni
(Υπόθεση C-202/04)
(2004/C 179/11)
Με διάταξη της 7ης Απριλίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 6 Μαΐου 2004, το Tribunale di Roma, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, Macrino Stefano και Capodarte Claudia και, αφετέρου, Roberto Meloni, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από τo Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:
«Εμποδίζουν τα άρθρα 5 και 85 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 10 και 81 ΕΚ) τη θέσπιση εκ μέρους κράτους μέλους νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου με το οποίο εγκρίνεται, βάσει σχεδίου που κατάρτισε η επαγγελματική ένωση δικηγόρων, πίνακας αμοιβών με τον οποίο ορίζονται οι κατώτατες και ανώτατες αμοιβές για τα μέλη του δικηγορικού συλλόγου, σε σχέση με παροχές υπηρεσιών που έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητες (αποκαλούμενες εξωδικαστικές) οι οποίες δεν επιφυλάσσονται στα μέλη του δικηγορικού συλλόγου αλλά μπορούν να εκπληρωθούν από οποιονδήποτε;»
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/6 |
Αίτηση αναιρέσεως της Mülhens GmbH & Co. KG, που ασκήθηκε στις 10 Μαΐου 2004 κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαρτίου 2004 (τέταρτο τμήμα), που εκδόθηκε επί της υποθέσεως Τ-355/02 μεταξύ της Mülhens GmbH & Co. KG και τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (ΓΕΕΑ), όπου ο έτερος διάδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) είναι η Zirh International Corp.
(Υπόθεση C-206/04 P)
(2004/C 179/12)
Η Mülhens GmbH & Co. KG με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από T. Schulte-Beckhausen, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 10 Μαΐου 2004 αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαρτίου 2004 επί της υποθέσεως Τ-355/02 (1) μεταξύ της Mülhens GmbH & Co. KG και τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (ΓΕΕΑ), όπου ο έτερος διάδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) είναι η Zirh International Corp.
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
Να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαρτίου 2004 (υπόθεση Τ-355/02) και την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του καθού — αναιρεσίβλητου της 1ης Οκτωβρίου 2002 (υπόθεση R-657/2001-2), |
|
2. |
Να καταδικάσει το καθού — αναιρεσίβλητο στα συνολικά δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:
Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, ενόψει της ομοιότητας των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών και της ηχητικής ομοιότητας μεταξύ των σημείων, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να κρίνει ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ τους, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (2).
Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
(1) ΕΕ C 70 της 22.3.2003, σ. 23.
(2) της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε η Commissione Tributaria Provinciale di Novara με διάταξη της 26ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση Vergani Paolo κατά Agenzia Entrate, Ufficio locale di Arona.
(Υπόθεση C-207/04)
(2004/C 179/13)
Με διάταξη της 26ης Απριλίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10 Μαΐου 2004, η Commissione Tributaria Provinciale di Novara, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Vergani Paolo και Agenzia Entrate, Ufficio locale di Arona, που εκκρεμεί ενώπιόν της, ζητεί από τo Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:
«Συνιστά το άρθρο 17 παράγραφος 4bis, του ιταλικού προεδρικού διατάγματος 917/86 παράβαση, αντίκειται στο άρθρο 141 (πρώην άρθρο 119) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στην οδηγία 76/207/ΕΟΚ (1) ή, εν πάση περιπτώσει, εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών απαγορευόμενη από τις ως άνω διατάξεις, καθόσον το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι οι ευεργετικές διατάξεις για τη φορολόγηση της εθελουσίας εξόδου με παροχή κινήτρων καθώς και των ποσών που καταβάλλονται λόγω της λήξεως της σχέσεως εργασίας με το ήμισυ του φορολογικού συντελεστή (50 %) ισχύουν, υπό τις ίδιες συνθήκες, για μεν τις γυναίκες εργαζόμενες εφόσον αυτές έχουν υπερβεί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους, για δε τους άνδρες εργαζομένους εφόσον έχουν υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους.»
(1) ΕE ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/7 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Conseil d'État (Βέλγιο), ΧΙΙΙ τμήμα, με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση Inter-Environnement Wallonie κατά Région wallonne
(Υπόθεση C-208/04)
(2004/C 179/14)
Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων στις 11 Μαΐου 2004, τo Conseil d'État (Βέλγιο), ΧΙΙΙ τμήμα, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Inter-Environnement Wallonie και Région wallonne, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από τo Δικαστήριo των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων να απoφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:
«Έχει το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, της 15ης Ιουλίου 1975 (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ της 18ης Μαρτίου 1991 (2), την έννοια ότι παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα δημιουργίας, μέσω κανόνα δικαίου, κατηγορίας υλών μη εμπιπτουσών ούτε στην κατηγορία των αποβλήτων ούτε σ' αυτήν των προϊόντων, οι οποίες είναι δυνατόν, παρ' όλ' αυτά, είτε να ανταποκρίνονται στον ορισμό των αποβλήτων του προπαρατεθέντος άρθρου 1 στοιχείο α), είτε να περιέχουν ουσίες ή αντικείμενα τα οποία να ανταποκρίνονται στον ίδιο αυτό ορισμό περί αποβλήτου;»
(1) Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/015, σ. 238).
(2) Οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991, για την τροποποίηση της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ L 7, σ. 32).
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/7 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας που ασκήθηκε στις 12 Μαΐου 2004
(Υπόθεση C-209/04)
(2004/C 179/15)
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Michel Van Beek και Bernhard Schima, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 12 Μαΐου 2004 προσφυγή κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
H προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
1. |
Να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (1) (στο εξής: οδηγία περί πτηνών) και από το άρθρο 6 παράγραφος 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (2) (στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων), διότι
|
|
2. |
Να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η Δημοκρατία της Αυστρίας δήλωσε στην Επιτροπή τη ζώνη «Lauteracher Ried» στο Vorarlberg ως ζώνη ειδικής προστασίας (ΖΕΠ). Η ζώνη αυτή αποτελεί σημαντικό τόπο αναπαραγωγής του διαλαμβανόμενου στο παράρτημα Ι της οδηγίας περί πτηνών είδους της ορτυγομάνας (Crex crex) και σημαντικό τόπο αναπαραγωγής, διαβιώσεως και διελεύσεως άλλων ειδών πτηνών στο Vorarlberg.
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η σημερινή οριοθέτηση της ΖΕΠ Lauterbacher Ried δεν είναι η ενδεδειγμένη από επιστημονικής-ορνιθολογικής απόψεως και ότι, χωρίς τη συμπερίληψη των ζωνών «Soren» και «Gleggen-Köblern», δεν είναι από επιστημονικής απόψεως σε θέση να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη διατήρηση των ευρισκόμενων σε κίνδυνο ειδών πτηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν τήρησε τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών.
Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου κατασκευής του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας «Bodensee Schnellstraße S 18», δεν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 6 παράγραφος 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας περί οικοτόπων σε σχέση με την προστασία της ζώνης Lauterbacher Ried. Μολονότι ο διενεργηθείς περιβαλλοντικός έλεγχος, ο οποίος κατέληξε σε αρνητικό αποτέλεσμα ως προς τις επιπτώσεις του σχεδίου κατασκευής για την προστασία και τη διατήρηση των ειδών πτηνών στο Lauterbacher Ried, ανταποκρίνεται κατ' αρχήν στις απαιτήσεις μιας εκτιμήσεως των επιπτώσεων κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας περί οικοτόπων, εντούτοις δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 για την περίπτωση που η εκτίμηση των επιπτώσεων έχει καταλήξει σε αρνητικά συμπεράσματα, ήτοι δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις περί αναζητήσεως εναλλακτικής λύσεως και λήψεως αντισταθμιστικών μέτρων.
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202.
(2) ΕΕ L 206, σ. 7.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/8 |
Προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 12 Μαΐου 2004
(Υπόθεση C-211/04)
(2004/C 179/16)
Η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ivo Maria Braguglia, avvocato, επικουρούμενο από τον Maurizio Fiorilli, avvocato dello Stato, άσκησε στις 12 Μαΐου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 316/2004 (1) της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 2004, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 753/2002 (2) για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 (3) του Συμβουλίου, όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, ειδικότερα όσον αφορά την τροποποίηση των άρθρων 24, 36 και 37 του εν λόγω κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 753/2002 που αφορούν την προστασία των παραδοσιακών ενδείξεων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κανονισμός περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 753/2002 πάσχει για τους εξής λόγους:
|
— |
παράνομη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού, λόγω παραβάσεως των διαδικαστικών κανόνων και μη ουσιαστικής εφαρμογής του κανόνα της εκατέρωθεν ακροάσεως, |
|
— |
παράλειψη σταθμίσεως των συμφερόντων των κοινοτικών παραγωγών σε σχέση προς τα συμφέροντα των εξωκοινοτικών παραγωγών, |
|
— |
έλλειψη εξουσίας και παράβαση των κανόνων του Συμβουλίου, |
|
— |
παράβαση του άρθρου 24 παράγραφος 3 της Συμφωνίας TRIPS. |
(1) EE L 55 της 24.2.2004, σ. 16.
(2) ΕΕ L 118 της 4.5.2002, σ. 1.
(3) ΕΕ L 179 της 14.7.1999, σ. 1.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/8 |
Αίτηση για την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως πoυ υπέβαλε τo Πρωτoδικείo Θεσσαλoνίκης, με απόφαση της 8ης Απριλίoυ 2004, στην υπόθεση Κ. Αδενέλερ κ.λπ. κατά Ελληνικoύ Οργανισμoύ Γάλακτoς (ΕΛΟΓ)
(Υπόθεση C-212/04)
(2004/C 179/17)
Mε απόφαση της 8ης Απριλίoυ 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων στις 17 Μαΐoυ 2004, τo Πρωτoδικείo Θεσσαλoνίκης ζητεί από τo Δικαστήριo, στo πλαίσιo της διαφoράς μεταξύ Κ. Αδενέλερ κ.λπ. κατά Ελληνικoύ Οργανισμoύ Γάλακτoς (ΕΛΟΓ) πoυ εκκρεμεί ενώπιόν τoυ, την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:
|
1. |
O εθνικός Δικαστής πρέπει να ερμηνεύει τo εθνικό τoυ Δίκαιo —στo μέτρo τoυ δυνατoύ— σύμφωνα με την οδηγία, η oπoία μεταφέρθηκε εκπρόθεσμα στην εσωτερική έννoμη τάξη από α) τo χρoνικό σημείo πoυ τέθηκε σε ισχύ η οδηγία ή β) τo χρoνικό σημείo πoυ παρήλθε άπρακτη η πρoθεσμία μεταφoράς της στo εθνικό δίκαιo ή γ) τo χρoνικό σημείo πoυ τέθηκε σε ισχύ τo εθνικό μέτρo πρoσαρμoγής; |
|
2. |
Η ρήτρα 5 παράγραφoς 1 στoιχείo α) της Συμφωνίας Πλαισίoυ για την εργασία oρισμένoυ χρόνoυ, πoυ καταρτίσθηκε από την CES, την UNICE και τo CEEP και πoυ απoτελεί αναπόσπαστo τμήμα της οδηγίας 1999/70 τoυ Συμβoυλίoυ (ΕΕ L 175 της 10.7.1999, σ. 43), έχει την έννoι ότι αντικειμενικό λόγo συνεχών ανανεώσεων ή κατάρτισης διαδoχικών συμβάσεων εργασίας oρισμένoυ χρόνoυ μπoρεί να απoτελεί, εκτός από τoυς λόγoυς πoυ συνδέoνται με τη φύση, τo είδoς, τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης εργασίας ή άλλoυς παρεμφερείς λόγoυς, τo ότι απλώς και μόνo η σύναψη σύμβασης για oρισμένo χρόνo επιβάλλεται από διάταξη Νόμoυ ή κανoνιστική διάταξη; |
|
3. |
Η ρήτρα 5, παράγραφoι 1 και 2 της Συμφωνίας Πλαισίoυ για την εργασία oρισμένoυ χρόνoυ, πoυ καταρτίσθηκε από την CES, την UNICE και τo CEEP και απoτελεί αναπόσπαστo τμήμα της οδηγίας 1999/70 τoυ Συμβoυλίoυ (ΕΕ L 175 της 10.7.1999, σ. 43), μπoρεί να ερμηνευθεtμε την έννoια ότι εθνικές διατάξεις, oι oπoίες oρίζoυν ότι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας oρισμένoυ χρόνoυ θεωρoύνται διαδoχικές, μόνo όταν απέχoυν μεταξύ τoυς χρoνικό διάστημα τo πoλύ είκoσι (20) εργασίμων ημερών και, περαιτέρω, τo τεκμήριo υπέρ τoυ εργαζoμένoυ, τo oπoίo εισάγoυν, για να αναγνωρισθoύν διαδoχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας τoυ oρισμένoυ χρόνoυ ως αoρίστoυ, στηρίζεται υπoχρεωτικά στην παραπάνω πρoϋπόθεση; και |
|
4. |
Είναι συμβατή με την αρχή της απoτελεσματικότητας τoυ Κoινoτικoύ δικαίoυ και τo σκoπό της ρήτρας 5 παράγραφoι 1 και 2 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1 της Συμφωνίας Πλαισίoυ για την εργασία oρισμένoυ χρόνoυ, η oπoία καταρτίσθηκε από την CES, την UNICE και τo CEEP και απoτελεί αναπόσπαστo τμήμα της οδηγίας 1999/70 τoυ Συμβoυλίoυ (ΕΕ L 175 της 10.7.1999, σ. 43), η απαγόρευση μετατρoπής διαδoχικών συμβάσεων εργασίας oρισμένoυ χρόνoυ σε αoρίστoυ από την εθνική διάταξη τoυ άρθρoυ 21 Ν. 2190/1994, oι oπoίες συνάπτoνται βέβαια ως oρισμένoυ χρόνoυ για την κάλυψη εκτάκτων ή επoχικών αναγκών τoυ εργoδότη, αλλά με σκoπό να καλύπτoνται πάγιες και διαρκείς ανάγκες τoυ; |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/9 |
Πρoσφυγή της Ελληνικής Δημoκρατίας κατά της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 26 Μαΐου 2004
(Υπόθεση C-218/04)
(2004/C 179/18)
Η Ελληνική Δημoκρατία, εκπρoσωπoύμενη από τoυς Βασίλειο Κοντόλαιμο, νoμικό σύμβoυλo, και Ιωάννη Χαλκιά, πάρεδρo τoυ Ειδικού Γραφείου Κοινοτικού Δικαίου του Νoμικoύ Συμβoυλίoυ τoυ Κράτoυς του Υπουργείου Γεωργίας, και τη Σοφία Χαλά, αναπληρωτή νομικό σύμβουλο της Ειδικής Νoμικής Υπηρεσίας τoυ τμήματoς ευρωπαϊκoύ κoινoτικoύ δικαίoυ του Υπoυργείoυ Εξωτερικών, με αντίκλητo στo Λoυξεμβoύργo τoν πρεσβευτή της Ελλάδας, 27, rue Marie-Adélaïde, άσκησε στις 26 Μαΐου 2004 ενώπιoν τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.
Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo:
|
— |
Να αναγνωρίσει ως άκυρη την απόφαση C (2004) 1070 τελικό της 30ής Μαρτίου 2004 της Επιτροπής με την οποία ζητήθηκε η επιστροφή ποσού 710 341 ευρώ που είχε καταβληθεί από την ΕΕ ως συγχρηματοδοτούμενη δαπάνη για την κατάρτιση του κοινοτικού αμπελουργικού μητρώου (ΚΑΜ). |
|
— |
Να καταδικάσει την Επιτρoπή ΕΚ στη δικαστική δαπάνη. |
Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
|
1. |
Παράβαση νόμου. |
|
2. |
Κατάχρηση εξουσίας. |
|
3. |
Η απόφαση της Επιτροπής για αξίωση απόδοσης του χορηγηθέντος ποσού δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της συνεργασίας της Επιτροπής με τα κράτη μέλη. |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/9 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, που ασκήθηκε στις 27 Μαΐου 2004
(Υπόθεση C-221/04)
(2004/C 179/19)
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Van Beek και G. Valero Jordana, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 27 Μαΐου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, επιτρέποντας στις αρχές της Καστίλλης-Λεόν την εγκατάσταση βρόχων ελεγχόμενης περισφίξεως σε διάφορες περιοχές ιδιωτικής θήρας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12 παράγραφος 1 και από το παράρτημα VI της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Η έγκριση της θήρας αλεπούς με βρόχο που χορηγήθηκε από τις αρχές της Καστίλλης-Λεόν αντιβαίνουν στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και στο παράρτημα VI της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για δύο λόγους.
Αφενός, η χρήση βρόχου ελεγχόμενης περισφίξεως εγκρίθηκε για τις περιοχές της Aldeanueva de la Sierra και Mediana de Voltoya, γεγονός που σημαίνει τη θήρα ή την σκόπιμη ενόχληση ενός είδους ζώου, της lutra lutra (ενυδρίδας), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV της οδηγίας και αποτελεί είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος, το οποίο χρήζει ειδικής προστασίας. Οι ίδιες οι ισπανικές αρχές έχουν αναγνωρίσει την παρουσία της ενυδρίδας στις ως άνω περιοχές.
Αφετέρου, ο βρόχος ελεγχόμενης περισφίξεως αποτελεί μη επιλεκτική μέθοδο θήρας, δεδομένου ότι οποιοδήποτε ζώο, πέραν αυτού του οποίου επιδιώκεται η παγίδευση (στην προκειμένη περίπτωση, της αλεπούς), μπορεί να παγιδευθεί σε αυτόν. Το επιχείρημα των ισπανικών αρχών ότι στην εν λόγω έγκριση υπάρχει ρήτρα που επιβάλλει να ελευθερώνονται τα λοιπά είδη δεν σημαίνει ότι οι παγίδες αποτελούν επιλεκτική μέθοδο θήρας, δεδομένου ότι τα παγιδευμένα ζώα συνήθως τραυματίζονται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακρωτηριάζονται στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν από τους βρόχους.
(1) ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/10 |
Προσφυγή της Elisabetta Righini κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2004
(Υπόθεση Τ-145/04)
(2004/C 179/20)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
H Elisabetta Righini, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Eric Boigelot, άσκησε στις 16 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής περί κατατάξεως της προσφεύγουσας, κατά την πρόσληψή της, στον βαθμό Α7-3, είτε ως έκτακτης υπαλλήλου είτε ως δόκιμης υπαλλήλου, οι οποίες της γνωστοποιήθηκαν στις 27 Μαΐου 2003 και στις 30 Ιουνίου 2003, |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:
Η προσφεύγουσα διατυπώνει αντιρρήσεις όσον αφορά την κατάταξή της στον βαθμό Α7, τρίτο κλιμάκιο, κατά τον διορισμό της ως δόκιμης υπαλλήλου στις 21 Μαΐου 2003.
Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα επικαλείται:
|
— |
την παράβαση του άρθρου 31 παράγραφος 2 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, |
|
— |
την παράβαση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 1ης Σεπτεμβρίου 1983, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996, για τον καθορισμό των κριτηρίων διορισμού σε βαθμό και κατατάξεως σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη των εκτάκτων υπαλλήλων και των υπαλλήλων, |
|
— |
την παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου, όπως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του καθήκοντος αρωγής, καθώς και των αρχών που επιβάλλουν στην ΑΔΑ την υποχρέωση να εκδίδει μόνον επαρκώς αιτιολογημένες και μη ενέχουσες πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αποφάσεις. |
Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τόσο τα εξαιρετικά προσόντα της όσο και η φύση της επίμαχης θέσεως εργασίας, που απαιτούσε την πρόσληψη υποψηφίου με ιδιαίτερα προσόντα, δικαιολογούν την κατάταξή της στον βαθμό Α6.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/10 |
Προσφυγή της TQ3 Travel Solutions κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004
(Υπόθεση T-148/04)
(2004/C 179/21)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η TQ3 Travel Solutions, με έδρα το Mechelen (Βέλγιο) εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Rusen Ergec και Kim Möric, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 26 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την από 24 Φεβρουαρίου 2004 απόφαση της Επιτροπής, με την οποία γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα η απόρριψη της προσφοράς της για την παρτίδα 1 (Βρυξελλών) της συμβάσεως αριθ. ADMIN/D1/PR/2003/131, |
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής με την οποία η παρτίδα 1 ανατέθηκε στην εταιρεία Carlson Wagonlit Travels και η οποία γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με την από 16 Μαρτίου 2004 επιστολή της Επιτροπής, |
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η διαπραχθείσα από την Επιτροπή πλημμέλεια συνιστά πταίσμα το οποίο στοιχειοθετεί ευθύνη της Επιτροπής έναντι της προσφεύγουσας, |
|
— |
να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποτιμήσει τη ζημία την οποία υπέστη η προσφεύγουσα, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Κατόπιν κλειστού διαγωνισμού εκτιμήσεως προσφορών που προκηρύχθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2003 για «υπηρεσίες ταξιδιωτικού πρακτορείου» (1) και της διαδικασίας αναθέσεως της συμβάσεως, η Επιτροπή αποφάσισε να μη αναθέσει τη σύμβαση στην προσφεύγουσα, αλλά στην εταιρεία Carlson Wagonlit Travels.
Κατά των αποφάσεων αυτών η προσφεύγουσα προβάλλει δύο ταυτόσημους λόγους, περί κατάφωρης πλάνης στην οποία υπέπεσε κατά την αξιολόγηση των προσφορών αυτών η Επιτροπή.
Με τον πρώτο της λόγο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάφωρη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η προσφορά της εταιρείας Carlson Wagonlit Travels δεν ήταν υπερβολικά χαμηλή· επικαλείται περαιτέρω ότι παρανόμως δεν τηρήθηκε η υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 146 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002 (2), που επιβάλλει στο ευρωπαϊκό όργανο να ζητεί τις προσήκουσες διευκρινίσεις ως προς τη σύνθεση της προσφοράς.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά την κατάφωρη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της ποιοτικής αξίας των προσφορών, απονέμοντας στην προσφορά της Carlson Wagonlit Travels την υψηλότερη βαθμολογία για την ποιότητα των προτεινομένων υπηρεσιών, ενώ η προσφορά αυτή δεν εξασφάλιζε επαρκή ποιότητα για τις υπηρεσίες τις οποίες αφορούσε.
(1) Προκήρυξη αριθ. ADMIN/D1/PR/2003/131(ΕΕ S 143).
(2) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357 2002, σ. 1).
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/11 |
Προσφυγή της GRAFTECH INTERNATIONAL LTD. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004
(Υπόθεση T-152/04)
(2004/C 179/22)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
H GRAFTECH INTERNATIONAL LTD., με έδρα το Wilmington, Delaware, ΗΠΑ, εκπροσωπούμενη από τους K.P.E. Lasok QC και Brian Hartnett, Barristers, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 26 Απριλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, |
|
— |
επικουρικώς, να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, έτσι ώστε το επιτόκιο 8,04 % να εφαρμοστεί από τις 30 Σεπτεμβρίου 2003, ή να μειώσει το επιτόκιο, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αποτελεί απόφαση της Επιτροπής που περιεχόταν σε επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2004, με την οποία η Επιτροπή απαίτησε από την προσφεύγουσα να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί ενός προστίμου που είχε επιβληθεί με την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 2001 (1) με επιτόκιο 8,04 % αντί 6,04 %.
Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρανόμως επέβαλε το υψηλότερο από τα δύο επιτόκια. Κατά την προσφεύγουσα, η προθεσμία για την καταβολή του προστίμου ή για τη σύσταση ικανοποιητικής χρηματικής εγγυήσεως είχε δοθεί διότι η Επιτροπή αναγνώριζε ότι η προσφεύγουσα αδυνατούσε να καταβάλει το πρόστιμο και διότι καταβάλλονταν προσπάθειες και από τις δύο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία για το τι θα μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητική χρηματική εγγύηση. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να χαρακτηριστεί ως υπερήμερη ενόψει της αποφάσεώς της να προσφύγει κατά της αποφάσεως επιβολής προστίμου, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη η φύση και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν καλόπιστα.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 86 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2342/2002 (2).
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής της επέτρεψε να πιστεύει δικαιολογημένα ότι οι τόκοι θα υπολογίζονταν με επιτόκιο 6,04 %.
Η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν συμφώνησε σε μια κατάλληλη μορφή χρηματικής εγγυήσεως. Επίσης, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ότι θα εφαρμοζόταν το υψηλότερο επιτόκιο κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων.
Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη. Κατά την προσφεύγουσα το επιτόκιο υπερημερίας εφαρμόζεται προς αποτροπή παρελκυστικών μεθόδων και όχι προς κολασμό των καλή τη πίστη διαπραγματεύσεων, τις οποίες ξεκίνησε με τη θέλησή της η Επιτροπή και συνέχιζε με το δικό της ρυθμό.
(1) 2002/271/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2001, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ — Υπόθεση COMP/E-1/36.490 — Ηλεκτρόδια γραφίτη (ΕΕ 2002 L 100, σ. 1).
(2) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1).
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/11 |
Προσφυγή της εταιρείας ALENIA MARCONI SYSTEMS SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 23 Απριλίου 2004
(Υπόθεση T-155/04)
(2004/C 179/23)
Γλώσσα της διαδικασίας: η ιταλική
Η εταιρεία ALENIA MARCONI SYSTEMS SpA εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Francesco Sciaudone, άσκησε στις 23 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να διατάξει την Επιτροπή να διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο όλα τα έγγραφα που διαθέτουν οι υπηρεσίες της σχετικά με την καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, |
|
— |
να ακυρώσει ή/και τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, |
|
— |
να διατάξει οποιοδήποτε άλλο μέτρο που το Πρωτοδικείο θα θεωρήσει σκόπιμο προκειμένου η Επιτροπή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 233 ΕΚ και, ειδικότερα, να προβεί σε νέα εξέταση της καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1997, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η καταγγελία που υποβλήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1987, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού αριθ. 17/62, της τότε Alenia Difesa, κλάδο της επιχειρήσεως FINMECCANICA SpA, λόγω της φερομένης ελλείψεως των προϋποθέσεων για την εφαρμογή στον EUROCONTROL των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα του ανταγωνισμού καθώς και επαρκών στοιχείων προς απόδειξη των υποτιθέμενων καταχρήσεων που ήσαν αντικείμενο της καταγγελίας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα είχε καταγγείλει την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως που εφάρμοσε ο EUROCONTROL και τα αποτελέσματα στρεβλώσεως του ανταγωνισμού στον τρόπο διαχειρίσεως των συμβάσεων για την ανάπτυξη πρωτοτύπων, των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (IPR's), σε σχέση με τις συμβάσεις προμήθειας εξοπλισμών στην Air Traffic Management, καθώς και στην ανάπτυξη της συνδρομής προς τις εθνικές διοικήσεις.
Η απόφαση προσβάλλεται προ πάντων λόγω παραβάσεως του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ. Και τούτο, ειδικότερα, στο μέτρο που, παρά το ότι αναγνωρίζεται κατ' αρχήν η εφαρμογή του άρθρου 82 ως προς τον EUROCONTROL, όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο συσχετισμός καθόσον δεν αναγνωρίζεται ο οικονομικός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων τυποποιήσεως και συνδρομής προς τις εθνικές διοικήσεις που αναπτύσσει ο ίδιος οργανισμός.
Εκτός της προαναφερόμενης παραβάσεως, η απόφαση είναι πλημμελής καθόσον η Επιτροπή:
|
α) |
δεν εξέτασε επί της ουσίας τον χαρακτήρα καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως των καταγγελλομένων συμπεριφορών σχετικά με τη δραστηριότητα τυποποιήσεως, ρυθμίσεως και κυρώσεως καθώς και τη δραστηριότητα συνδρομής προς τις εθνικές διοικήσεις· |
|
β) |
εξετάζοντας επί της ουσίας, έστω και συνοπτικά, τη συμπεριφορά του EUROCONTROL σχετικά με τη δραστηριότητα αποκτήσεως πρωτοτύπων και τη διαχείριση των σχετικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, απέκλεισε τον χαρακτήρα καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της συμπεριφοράς αυτής κατά την έννοια του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ. |
Η προσβαλλόμενη απόφαση, τέλος, φαίνεται πλημμελής διότι στερείται πλήρως πρόσφορης αιτιολογίας που να αποδεικνύει τη μη οικονομική φύση αυτών των δραστηριοτήτων του EUROCONTROL και την ανυπαρξία συμπεριφορών εκ μέρους του EUROCONTROL που να χαρακτηρίζονται ως καταχρηστική εκμετάλλευση κατά την έννοια του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/12 |
Προσφυγή της Electricité de France (EDF) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 27 Απριλίου 2004
(Υπόθεση Τ-156/04)
(2004/C 179/24)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Electricité de France (EDF), με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τον Michel Debroux, avocat, άσκησε στις 27 Απριλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως C(2003) 4637, τελικό, της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις της Γαλλίας προς την προσφεύγουσα και προς τον κλάδο των βιομηχανιών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου υπό τη μορφή λογιστικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν το 1997, επ' ευκαιρία μιας αναδιαρθρώσεως του ισολογισμού της EDF. |
|
— |
Επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του ότι το ποσό του οποίου η απόδοση επιβάλλεται στην EDF είναι σημαντικά υπερτιμημένο, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Με την προσβαλλομένη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η μη καταβολή από την προσφεύγουσα φόρου επί των εταιριών, οφειλόμενου λόγω του αναχαρακτηρισμού ως εισφοράς κεφαλαίου των απαλλασσομένων από τον φόρο προβλέψεων που είχε δημιουργήσει για την ανακαίνιση του δικτύου της γενικής της τροφοδοσίας, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ' αρχάς τον λόγο ακυρώσεως της παραβάσεως ουσιώδους τύπου. Ισχυρίζεται ότι, τροποποιώντας η Επιτροπή την ανάλυσή της στο διάστημα μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της λήψεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να δώσει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να υποβάλει παρατηρήσεις, προσέβαλε τα δικαιώματά της ως αμυνομένης.
Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα αμφισβητούμενα μέτρα πρέπει να χαρακτηριστούν ως νόμιμη πράξη κεφαλαιοποιήσεως της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή, παραλείποντας να απαντήσει στο επιχείρημα αυτό, παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως και υπέπεσε σε νομική πλάνη περί την εκτίμηση της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, στο πλαίσιο του ίδιου λόγου, ότι τα αμφισβητούμενα μέτρα δεν επρόκειτο να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση.
Τέλος, προς ενίσχυση των ισχυρισμών της, προβάλλει επικουρικώς ότι το ποσό στην απόδοση του οποίου την υποχρεώνει η προσβαλλομένη απόφαση είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι οφείλεται.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/13 |
Προσφυγή του Davide Rovetta κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 24 Απριλίου 2004
(Υπόθεση Τ-159/04)
(2004/C 179/25)
Γλώσσα της διαδικασίας: η ιταλική
Ο Davide Rovetta, εκπροσωπούμενος από τον Maurizio Gambardella, άσκησε στις 24 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την οριστική απόφαση περί κατατάξεως του προσφεύγοντος στον βαθμό Β5/3, της 14ης Μαΐου 2003, με την οποία εξάλλου απορρίφθηκε η αίτηση N. D/77/03 του προσφεύγοντος να καταταχθεί στον βαθμό B4 της σταδιοδρομίας, |
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως που περιλαμβάνεται στην απάντηση της διοικητικής ενστάσεως N. R/563/03, |
|
— |
να καθορίσει στο συμβολικό ποσό του ενός ευρώ την αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων με την προσβαλλόμενη απόφαση, |
|
— |
να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει ό,τι οφείλεται στον προσφεύγοντα, αναδρομικώς από την ημέρα εντάξεώς του στην υπηρεσία στην περίπτωση που θα είχε καταταγεί στον βαθμό Β4, προαγωγή όπως θα προσδιοριστεί εκ μέρους της ΑΔΑ, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή των εξόδων της παρούσας δίκης. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Ο Davide Rovetta, υπάλληλος στη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Τελωνείων, μετά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας, υπέβαλε στην ΑΔΑ αίτηση για να καταταχθεί, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 31 του ΚΥΚ, στον υψηλότερο βαθμό της σταδιοδρομίας, δηλαδή στον βαθμό Β4. Με την αίτησή του προέβαλε ότι είχε προσληφθεί για να εκτελεί επίσης καθήκοντα νομικού στη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Τελωνείων, διοικητική μονάδα Α3 «Νομικές υποθέσεις και έλεγχος εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων».
Μετά την αρνητική απάντηση της ΑΔΑ να τον κατατάξει στον βαθμό Β5/3, υπέβαλε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 2 του ΚΥΚ κατά της αποφάσεως αυτής, ένσταση που απορρίφθηκε με ρητή απορριπτική απόφαση.
Με την προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως επί της ενστάσεως και της προηγούμενης αποφάσεως περί κατατάξεως, καθώς και της αποφάσεως με την οποία του αντιτάχθηκε άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως περί της βαθμολογικής κατατάξεως.
Κατά την άποψη του προσφεύγοντος οι αποφάσεις αυτές είναι πλημμελείς λόγω παραβάσεως των άρθρων 25 και 31 του ΚΥΚ, της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου επί του θέματος αυτού, καθώς και λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου, ελλείψεως αιτιολογίας και προφανούς σφάλματος εκτιμήσεως. Προβάλλει ακόμη, συναφώς, τη μη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της βασικής αποφάσεως περί της βαθμολογικής κατατάξεως, του 1983, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1996.
Τέλος, ο προσφεύγων επικαλείται την έλλειψη νομιμότητας του συστήματος εκχωρήσεως των εξουσιών στην ΑΔΑ εκ μέρους της Επιτροπής, στο πλαίσιο της βαθμολογικής κατατάξεως, λόγω παραβιάσεως των αρχών της αναλογικότητας, της διαφάνειας και της χρηστής διοικήσεως.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/13 |
Προσφυγή του Ιπποκράτη Βουνάκη κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-165/04)
(2004/C 179/26)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
O Ιπποκράτης Βουνάκης, κάτοικος Wezembeek-Oppem (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 3 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση περί καταρτίσεως της οριστικής εκθέσεως επαγγελματικής εξελίξεως για την περίοδο από 1 Ιουλίου 2001 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002, |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:
Ο προσφεύγων διατυπώνει αντιρρήσεις, για λόγους τόσο τύπου όσο και ουσίας, όσον αφορά την έκθεση επαγγελματικής εξελίξεως για την περίοδο από 1 Ιουλίου 2001 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002.
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται:
|
— |
την παράβαση του άρθρου 2 των Γενικών Εκτελεστικών Διατάξεων και του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων. Ο προσφεύγων διευκρινίζει, συναφώς, ότι η επίμαχη έκθεση καταρτίστηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, |
|
— |
την ύπαρξη, εν προκειμένω, πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως καθώς και την έλλειψη συνοχής μεταξύ των σχολίων για τον προσφεύγοντα και της βαθμολογίας του, |
|
— |
την παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο προσφεύγων επισημαίνει, επί του σημείου αυτού, ότι η συνολική βαθμολογία του είναι χαμηλότερη από τη βάση, ενώ οι προγενέστερες εκθέσεις του ήταν καλές, χωρίς να εξηγείται αυτός ο υποβιβασμός. |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/14 |
Προσφυγή-αγωγή του Carmello Morello κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 13 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-166/04)
(2004/C 179/27)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Ο Carmello Morello, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Jacques Sambon και Pierre Paul Van Gehuchten, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 13 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή-αγωγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
1. |
να ακυρώσει την από 28 Μαρτίου 2003 σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεώς του και, εφόσον κριθεί απαραίτητο, να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση κατά της διοικητικής ενστάσεώς του, |
|
2. |
να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει ποσό 1 000 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και ποσό 1 000 000 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη, |
|
3. |
να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:
Ο προσφεύγων-ενάγων, υπάλληλος της Επιτροπής, ζήτησε, στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως, την ακύρωση του διορισμού ενός άλλου υπαλλήλου στη θέση προϊσταμένου τμήματος, για την οποία ο προσφεύγων-ενάγων είχε επίσης υποβάλει υποψηφιότητα. Το Πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή ακυρώνοντας τον εν λόγω διορισμό.
Κατά την έκδοση αποφάσεως στην προηγούμενη υπόθεση, ο υπάλληλος που διορίσθηκε στην επίμαχη θέση είχε ήδη προαχθεί και μετατεθεί, όταν η θέση του προϊσταμένου τμήματος που είχε μείνει κενή καλύφθηκε με τον επαναδιορισμό άλλου υπαλλήλου, μετά τη λήξη της άνευ αποδοχών αδείας του.
Μετά την έκδοση της αποφάσεως στην προηγούμενη υπόθεση, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση με την οποία ζήτησε να εκτελεστεί η εν λόγω απόφαση, αφού είχε προηγουμένως υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεώς του. Η Επιτροπή απέρριψε την εν λόγω διοικητική ένσταση, διαπιστώνοντας ότι, ελλείψει διαθέσιμης θέσεως εργασίας, θα της ήταν αδύνατο να λάβει μέτρα εκτελέσεως της προηγούμενης αποφάσεως.
Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή αφορά την απόρριψη της αιτήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων-ενάγων επικαλείται παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ, παράβαση των άρθρων 4, 7, 24, 25 και 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και κατάχρηση εξουσίας ή καταστρατήγηση διαδικασίας. Ισχυρίζεται επίσης ότι υπέστη ηθική βλάβη και υλική ζημία, διότι έχασε σημαντική ευκαιρία να ανέλθει στον βαθμό Α3 στο τέλος της σταδιοδρομίας του, και ζητεί προς τούτο χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/14 |
Προσφυγή της Societé Calliope SA κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η οποία ασκήθηκε στις 12 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-169/04)
(2004/C 179/28)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Η Societé Calliope S.A. με έδρα το Mourenx (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από την Stéphanie Legrand, δικηγόρο, άσκησε στις 12 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (στο εξής: ΓΕΕΑ).
Στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών συμμετείχε και η BASF AG.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 4ης Μαρτίου 2004, με την οποία απορρίφθηκε η υπ' αριθμόν R 289/2003-1, προσφυγή της, |
|
— |
να αποφανθεί ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να δεχτεί την υπ' αριθμόν 1 422 641 αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος «CARPOVIRUSINE» για τα προϊόντα που περιγράφονται στην αίτηση, |
|
— |
να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
|
Αιτούμενος την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: |
η προσφεύγουσα |
|
Οικείο κοινοτικό σήμα: |
το λεκτικό σήμα «CARPOVIRUSINE» — υπ' αριθμόν 1 422 641 αίτηση για προϊόντα της κλάσεως 5 (εντομοκτόνα κ.λπ.) |
|
Δικαιούχος του σήματος ή του σημείου που προσβάλλεται στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής: |
BASF A.G. |
|
Σήμα ή σημείου κατά του οποίου ασκήθηκε ανακοπή: |
το εθνικό και διεθνές λεκτικό σήμα «CARPO» για προϊόντα της κλάσεως 5 |
|
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: |
απόρριψη της καταχωρίσεως |
|
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: |
απόρριψη της προσφυγής |
|
Προβαλλόμενα επιχειρήματα: |
εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (1) |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα, Επίσημη Εφημερίδα L 11 της 14.1.1994, σ. 1-36.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/15 |
Προσφυγή της FederDOC — Confederazione nazionale dei Consorzi volontari per la tutela delle denominazioni di origine e delle indicazioni geografiche tipiche dei vini italiani και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 18 Μαΐου 2004
(Υπόθεση T-170/04)
(2004/C 179/29)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Οι FederDOC — Confederazione nazionale dei Consorzi volontari per la tutela delle denominazioni di origine e delle indicazioni geografiche tipiche dei vini italiani και λοιποί, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Luciano Spagnuolo Vigorita, Paolo Tanoni και Roberto Gandin, άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Μαΐου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 316/2004 (1) της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 2004, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 753/2002 για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, |
|
— |
επικουρικώς, να ακυρώσει, ολικώς ή μερικώς, το άρθρο 1, αριθμοί 3, 8 α, 9 α, 9 β, 10 και 18 (και κατά συνέπεια το παράρτημα II) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 316/2004, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η παρούσα προσφυγή βάλλει κατά του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 316/2004 της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 2004, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 753/2002 για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων.
Οι προσφεύγοντες, κατ' ουσίαν, επισημαίνουν τον υπαρκτό κίνδυνο, με τη θέση του προσβαλλομένου κανονισμού σε εφαρμογή, να προκύψει, υπέρ των παραγωγών τρίτων χωρών, ένα είδος ελευθέρωσης της αγοράς όσον αφορά τη χρήση των ακολούθων παραδοσιακών ονομασιών, που διακρίνουν συγκεκριμένους ιταλικούς οίνους γνωστούς σε όλο τον κόσμο: Amarone, Cannellino, Brunello, Est!Est!Est!, Falerno, Governo all'uso toscano, Gutturnio, Lacryma Christi, Lambiccato, Morellino, Recioto, Sciacchetrà, Sciac-trà, Sforzato (ή Sfurzat), Torcolato, Vergine, Vino Nobile, Vin santo (ή Vino Santo ή Vinsanto). Αυτό θα έπληττε την θέση που με πολύ μόχθο έχουν καταλάβει στην αμπελοοινική αγορά οι παραγωγοί των κρατών μελών (παραγωγοί που δεσμεύονται από αυστηρές ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους) και ιδίως θα κλόνιζε ανεπίτρεπτα την εμπιστοσύνη των καταναλωτών: ειδικότερα, οι παραγωγοί των τρίτων χωρών δεν θα υπεχρεούντο να συμμορφώνονται με τους οικείους κανόνες παραγωγής και θα κατέληγαν έτσι να θέτουν στην κοινοτική αγορά προϊόντα στερούμενα των οινολογικών και οργανοληπτικών ιδιοτήτων, τις οποίες αντιθέτως οι παραπάνω οίνοι πρέπει να διαθέτουν.
Βάσει της εθνικής ρυθμίσεως, όλοι οι προσφεύγοντες νομιμοποιούνται να επαγρυπνούν για τη χρήση των εν λόγω παραδοσιακών ονομασιών και πάντως να τις χρησιμοποιούν.
Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι προσφεύγοντες θεωρούν ειδικότερα ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται και εξέδωσε τον προσβαλλόμενο αναιτιολόγητο κανονισμό, χωρίς να έχει λάβει την προηγούμενη γνώμη της διαχειριστικής επιτροπής οίνων που συνιστάται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 και χωρίς να έχει προηγουμένως καλέσει τους ίδιους τους προσφεύγοντες να παρέμβουν.
Οι προσφεύγοντες θεωρούν άλλωστε ότι ορισμένες διατάξεις του προσβαλλομένου κανονισμού παραβιάζουν σημαντικές αρχές της συνθήκης ΕΚ, όπως στον τομέα της γεωργίας, του ανταγωνισμού, της προστασίας των καταναλωτών, της ισότητας, της αναλογικότητας, των κεκτημένων δικαιωμάτων και της ασφάλειας δικαίου. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός προσβάλλει συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 (και συγκεκριμένα τα άρθρα 47, 48 και 49) και αντιφάσκει προς τις διατάξεις των άρθρων 23 παράγραφος 3 και το άρθρο 24 παράγραφος 4, της λεγόμενης Συμφωνίας TRIP του Marrakesh της 15ης Απριλίου 1994 (Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου), της οποίας η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Οι προσφεύγοντες επικαλούνται επίσης ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων.
(1) ΕΕ L 55 της 24.2.2004, σ. 16.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/15 |
Προσφυγή της Telefónica SA κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), που ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-172/04)
(2004/C 179/30)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Η Telefónica SA, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Andrea Sirimarco, άσκησε στις 17 Μαΐου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ).
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση που εκδόθηκε από το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ στις 12 Μαρτίου 2004 επί της υποθέσεως R 676/2002-1, |
|
— |
να διατάξει την καταχώριση του εικονιστικού κοινοτικού σήματος 1 694 157«EMERGIA» για την περιγραφή «υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών μέσω δικτύων υποθαλάσσιου καλωδίου για ηλεκτρονική μετάδοση φωνής, δεδομένων και εικόνας» της κλάσεως 38 της διεθνούς ταξινομήσεως της Νίκαιας και |
|
— |
να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς και τον διάδικο που, ενδεχομένως, παραστεί προς υποστήριξή του. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
|
Αιτούσα την καταχώριση κοινοτικού σήματος: |
Η προσφεύγουσα |
|
Σήμα προς καταχώριση: |
Το εικονιστικό σήμα «emergia» — Αίτηση 1 694 157 για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 38 και 42 |
|
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: |
D. Branch |
|
Αντιταχθέν δικαίωμα επί σήματος ή σημείου: |
Λεκτικό κοινοτικό σήμα «EMERGEA» για προϊόντα και υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, της κλάσεως 38 «υπηρεσίες τηλεματικής μέσω εθνικών και διεθνών δικτύων από τερματικό ηλεκτρονικού υπολογιστή» |
|
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: |
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή, κατά το μέρος που αφορά τις «υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, υπηρεσίες επικοινωνιών μέσω δικτύων πληροφορικής» της κλάσεως 38 |
|
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: |
Απορρίπτει την προσφυγή |
|
Λόγοι ακυρώσεως προβαλλόμενοι με την παρούσα προσφυγή: |
Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (κίνδυνος συγχύσεως) |
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/16 |
Προσφυγή του Jürgen Carius κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 14 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-173/04)
(2004/C 179/31)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
O Jürgen Carius, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Nicolas Lhoëst, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 14 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Διευθυντή της DG ADMIN της 21ης Μαΐου 2003, η οποία κυρώνει, χωρίς τροποποιήσεις, την έκθεση επαγγελματικής εξελίξεως του προσφεύγοντος για την περίοδο από 1 Ιουλίου 2001 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002, |
|
— |
να ακυρώσει, εφόσον παραστεί ανάγκη, την απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος, |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται τον παράνομο χαρακτήρα του νέου συστήματος αξιολογήσεως, το οποίο στηρίζεται σε μη αντικειμενικά κριτήρια και δεν παρέχει στον αξιολογούμενο τη δυνατότητα να λάβει σε εύλογο χρόνο γνώση της εκθέσεως αξιολογήσεώς του προκειμένου να μπορέσει, ενδεχομένως, να υποβάλει παρατηρήσεις στον αξιολογητή.
Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στο μέτρο που η σημαντική μείωση της εκτιμήσεως των προσόντων του δεν εξηγήθηκε, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/16 |
Προσφυγή της Petrobub SA κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία ασκήθηκε στις 6 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-174/04)
(2004/C 179/32)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Petrobub SA, με έδρα το Roman (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από τον L.A. Merckx, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων το Λουξεμβούργο, άσκησε στις 6 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 235/2004, της 10ης Φεβρουαρίου 2004, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/97 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρουμανίας, εφόσον πρόκειται για εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζονται από τις εταιρείες Petrotub SA και Republica SA (1). |
|
— |
να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Το Συμβούλιο εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό σε μία προσπάθεια να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 9ης Φεβρουαρίου 2003, στην υπόθεση C-76/00 P. Με την απόφαση αυτή αναιρέθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου, της 15ης Δεκεμβρίου 1999, συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-33/98 και Τ-34/98, Petrotub SA και Republica SA κατά Συμβουλίου (2), και ακυρώθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2320/97 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρουμανίας, εφόσον πρόκειται για εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζονται από τις εταιρείες Petrotub SA και Republica SA.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει από το άρθρο 233 ΕΚ, διότι εφήρμοσε τη δικαστική απόφαση κατά τρόπο που αντιβαίνει στα άρθρα 6 παράγραφοι 1 και 9 και 2 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (3). Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 9 συνίσταται στο ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε βάσει της αρχικής έρευνας, παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει πάνω από 15 μήνες από την έναρξή της. Περαιτέρω, η παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 συνίσταται στο ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που θεσπίστηκαν δεν στηρίζονταν πλέον σε πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών πριν την έναρξη της διαδικασίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει επαρκή αιτιολόγηση του γιατί απορρίφθηκαν, υπέρ της τρίτης μεθόδου, οι δύο πρώτες μέθοδοι υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι αυτό συνιστά επίσης παράβαση του άρθρου 2 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/1996, καθώς και του άρθρου 253 ΕΚ.
(1) ΕΕ L 40 της 12.2.2004, σ. 11.
(2) Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3837.
(3) ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/17 |
Προσφυγή του Donal Gordon κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-175/04)
(2004/C 179/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Ο Donal Gordon, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον M. Byrne, solicitor, άσκησε στις 7 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής επί της υπ' αριθμόν R/402/03 ενστάσεως του προσφεύγοντος, |
|
— |
να κηρύξει άκυρη την απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Απριλίου 2002, για τις γενικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, ή κάθε άλλο συναφές ισχύον μέτρο, καθόσον με αυτήν επιβάλλεται η οριστικοποίηση των εκθέσεων πριν την ολοκλήρωση της επεξεργασίας όλων των διοικητικών προσφυγών που υπέβαλαν υπάλληλοι του ίδιου βαθμού που εργάζονται στην ίδια υπηρεσιακή μονάδα, |
|
— |
να κηρύξει άκυρη την εγκύκλιο 99-2002, της 3ης Δεκεμβρίου 2002, ή κάθε άλλο συναφές ισχύον μέτρο, καθόσον με αυτήν επιβάλλεται μέσος όρος κατά τη βαθμολόγηση, |
|
— |
να επιδικάσει στον προσφεύγοντα αποζημίωση έναντι της υλικής ζημίας που υπέστησαν η σταδιοδρομία του, το ηθικό του και η υγεία του, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων επικαλείται καταρχάς παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και των δικαιωμάτων άμυνας, διότι ο υπάλληλος που θεώρησε την έκθεση δεν συζήτησε με τον προσφεύγοντα υπάλληλο εντός 5 εργασίμων ημερών, όπως επιτάσσει το άρθρο 7 παράγραφος 5 της αποφάσεως της Επιτροπής για τις γενικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.
Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης καταφανές σφάλμα εκτιμήσεως του υπαλλήλου που θεώρησε την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του, σφάλμα που οφείλεται σε αναξιόπιστα και αντιφατικά πληροφοριακά στοιχεία που ο υπάλληλος αυτός είχε στη διάθεσή του. Ο προσφεύγων επικαλείται, περαιτέρω, κατάχρηση εξουσίας, διότι ο υπάλληλος δεν προέβη σε καμία ενέργεια για τη διόρθωση του εν λόγω καταφανούς σφάλματος εκτιμήσεως.
Τέλος, ο προσφεύγων επικαλείται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον το εσωτερικό σύστημα διοικητικής προσφυγής που θεσπίζεται με την απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Απριλίου 2002, κατέστη εγγενώς αναποτελεσματικό λόγω του ότι, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της διοικητικής προσφυγής, οι εκθέσεις που αφορούσαν υπαλλήλους της ίδιας υπηρεσιακής μονάδας και με τις οποίες συνδέεται η προσβαλλόμενη έκθεση δια του μέσου όρου της βαθμολογήσεως, είχαν αμετακλήτως οριστικοποιηθεί και λόγω του περιορισμένου αριθμού βαθμών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που γίνει δεκτή κάποια προσφυγή.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/17 |
Προσφυγή του Luigi Marcuccio κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 13 Μαΐου 2004
(Υπόθεση T-176/04)
(2004/C 179/34)
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Ο Luigi Marcuccio, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Alessandro Distante, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 13 Μαΐου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του, |
|
— |
να καταδικάσει την ΕΚ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφυγή αυτή αφορά το γεγονός ότι, την 1η Απριλίου 2003, ο προσφεύγων υπέβαλε στην ΕΚ αίτηση με το εξής περιεχόμενο: α) αν υφίσταται ιατρική έκθεση συνταχθείσα από την Δρ M.P. Simonnet μετά την ιατρική επίσκεψη την οποία πραγματοποίησε αυτή στην κατοικία του στις 20 Ιουνίου 2002, να του αποσταλεί κεκυρωμένο γνήσιο αντίγραφο του πρωτοτύπου της ή να αποσταλεί στον ιατρό τον οποίο αυτός ορίζει προς τον σκοπό αυτόν, στην περίπτωση δε αυτή να ενημερωθεί ο ίδιος εγγράφως για την αποστολή αυτή· β) αν δεν υφίσταται ιατρική έκθεση, να ενημερωθεί εγγράφως ότι δεν υφίσταται· γ) αν συντρέχουν λόγοι που εμποδίζουν την ικανοποίηση των ανωτέρω αιτημάτων των σημείων α) και β), να του γνωστοποιηθούν οι λόγοι αυτοί εγγράφως.
Κατόπιν της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του, ο προσφεύγων κατέθεσε την παρούσα προσφυγή.
Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, ο προσφεύγων προβάλλει τους ακόλουθους λόγους:
Παράβαση νόμου, καθ' όσον ο υπάλληλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα που τον αφορούν, τα οποία συντάσσουν οι προστηθέντες της καθής στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους και που βρίσκονται στην κατοχή της, άρα και στην ιατρική έκθεση.
Προσβολή του δικαιώματος επί της υγείας και της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του προσφεύγοντος, και παράβαση του καθήκοντος των κοινοτικών οργάνων να μεριμνούν για την ευεξία του υπαλλήλου.
Παράβαση της κατά το άρθρο 25 του ΚΥΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων.
Υποχρέωση της υποχρεώσεως πρόνοιας, καθ' όσον η καθής ουδόλως έλαβε υπόψη το συμφέρον του προσφεύγοντος να του γνωστοποιηθεί το περιεχόμενο της ιατρικής εκθέσεως, ή πάντως να γνωστοποιηθεί στον ιατρό τον οποίο αυτός ορίζει προς τούτο, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι δεν γίνεται αντιληπτό το έννομο συμφέρον ήθελε να προστατεύσει η καθής απορρίπτοντας την απόρριψη της αίτησης και της ένστασης.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/18 |
Προσφυγή του Daniel Van der Spree κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 17 Μαΐου 2004
(Υπόθεση Τ-182/04)
(2004/C 179/35)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
O Daniel Van der Spree, κάτοικος Overijse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 17 Μαΐου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση περί καταρτίσεως της οριστικής εκθέσεως επαγγελματικής εξελίξεως του προσφεύγοντος για την περίοδο από 1 Ιουλίου 2001 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002, |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:
Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται, πρώτον, παράβαση των άρθρων 26 και 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων καθώς και των ειδικών μέτρων που εφαρμόζονται κατά τη μεταβατική περίοδο αξιολογήσεως 2001-2002. Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, έλλειψη συνοχής μεταξύ των σχολίων για τον προσφεύγοντα και της βαθμολογίας του καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ο προσφεύγων προβάλλει επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, στο μέτρο που η απόφαση στηρίχθηκε σε έκθεση εσωτερικού ελέγχου που δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ στον ίδιο και σε φερόμενα κριτήρια αξιολογήσεως που, όπως υποστηρίζει, δεν του κοινοποιήθηκαν.
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/18 |
Προσφυγή της Microsoft Corporation κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 7 Ιουνίου 2004
(Υπόθεση Τ-201/04)
(2004/C 179/36)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η Microsoft Corporation, με έδρα την Ουάσιγκτον (ΗΠΑ), εκπροσωπούμενη από τους I. S. Forrester, QC, και J.-F. Bellis, δικηγόρο, άσκησε στις 7 Ιουνίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2004, ή, επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει σε σημαντικό βαθμό το επιβληθέν πρόστιμο, |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώθηκαν δύο περιπτώσεις καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως από την προσφεύγουσα και επιβλήθηκε πρόστιμο 497 196 304 ευρώ. Με την απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα αρνήθηκε να παράσχει «πληροφοριακά στοιχεία για τη διαλειτουργικότητα» (interoperability information) και να επιτρέψει την χρήση τους για την ανάπτυξη και διάθεση στο εμπόριο προϊόντων για λειτουργικά συστήματα διαμετακομιστών ομαδικής εργασίας (work group server operating system). Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα έθεσε ως προϋπόθεση της διαθεσιμότητας του Windows Client PC Operating System την ταυτόχρονη απόκτηση του Windows Media Player.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή έσφαλε, διότι έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ, επειδή αρνήθηκε να παράσχει τα πρωτόκολλα επικοινωνίας (communication protocols) στους ανταγωνιστές της και δεν τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία αυτή, ιδιοκτησίας Microsoft, σε ανταγωνιστικά λειτουργικά συστήματα διαμετακομιστών ομαδικής εργασίας.
Κατά την προσφεύγουσα, δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση οι προϋποθέσεις που έχει καθορίσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να υποχρεωθεί μία επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση να διαθέσει τα δικαιώματά της πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά την προσφεύγουσα, η τεχνολογία την οποία διετάχθη να διαθέσει δεν είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί διαλειτουργικότητα με τα λειτουργικά συστήματα υπολογιστών της Microsoft, η δε άρνησή της να διαθέσει την τεχνολογία αυτή δεν εμποδίζει την ανάπτυξη νέων προϊόντων στη δευτερεύουσα αγορά ούτε, τέλος, έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή του ανταγωνισμού στη δευτερεύουσα αγορά.
Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, καθόσον δεν δέχεται ότι η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματά της πνευματικής ιδιοκτησίας ως αντικειμενικό λόγο της αρνήσεώς της να διαθέσει την επίμαχη τεχνολογία, αλλά, αντιθέτως, στηρίζεται σε ένα νέο και ελαττωματικό από νομικής απόψεως κριτήριο σταθμίσεως, βάσει του οποίου η αποκάλυψη των επίμαχων πληροφοριακών στοιχείων επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον.
Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι ουδέποτε της ζητήθηκε να χορηγήσει άδεια για την ανάπτυξη λογισμικού εντός του ΕΟΧ και ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να θεωρήσει ότι η μη ικανοποίηση του αιτήματος της Sun συνεπάγεται ευθύνη της προσφεύγουσας από το άρθρο 82 ΕΚ.
Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, κατά την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ, από τη συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για ορισμένα εμπορικής φύσεως ζητήματα της πνευματικής ιδιοκτησίας (World Trade Organisation's Agreement on Trade Related Aspects of Intellectual Property — TRIPS).
Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται πλάνη της Επιτροπής, καθόσον αυτή έκρινε ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ, επειδή έθεσε ως προϋπόθεση της διαθεσιμότητας των λειτουργικών της συστημάτων προσωπικών υπολογιστών την ταυτόχρονη απόκτηση της λειτουργίας ήχου και εικόνας (media functionality) με την επωνυμία Windows Media Player.
Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε μία θεωρία υποθετικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την οποία η ευρεία διάδοση της λειτουργίας ήχου και εικόνας των Windows θα οδηγήσει, σε κάποιο απροσδιόριστο μελλοντικό χρονικό σημείο, σε μία κατάσταση όπου οι προμηθευτές περιεχομένου και οι παραγωγοί λογισμικού θα χρησιμοποιούν αποκλειστικά κωδικοποιήσεις βασισμένες στα πρότυπα Windows Media. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η θεωρία αυτή δεν συμβαδίζει με την απόφαση της Επιτροπής επί της συγκεντρώσεως AOL/Time Warner (1), καθώς και με τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου, από τα οποία προκύπτει ότι οι προμηθευτές περιεχομένου εξακολουθούν να χρησιμοποιούν κώδικες που βασίζονται σε διαφορετικά πρότυπα.
Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν λαμβάνονται υπόψη τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το επιχειρηματικό μοντέλο της προσφεύγουσας, το οποίο συνίσταται στην ενσωμάτωση νέων λειτουργιών στα Windows, ώστε να ανταποκρίνεται στην τεχνολογική πρόοδο και στις μεταβολές στις προτιμήσεις των καταναλωτών.
Επίσης, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 82 και ειδικότερα, του στοιχείου δ) του άρθρου αυτού. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα Windows και η λειτουργία τους ήχου και εικόνας δεν αποτελούν ξεχωριστά προϊόντα. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποδεικνύεται ότι προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως δεσμευτικά και δεσμευμένα δεν σχετίζονται εκ φύσεως ή λόγω εμπορικής χρήσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν λαμβάνεται υπόψη η υποχρέωση που υπέχει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, κατά την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ, από τη συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για ορισμένα εμπορικής φύσεως ζητήματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, και ότι το επιβληθέν πρόστιμο είναι δυσανάλογο.
Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η υποχρέωση που της επιβλήθηκε να διορίσει και να επιβαρυνθεί με την αμοιβή τρίτου προσώπου αμοιβαίας εμπιστοσύνης (trustee), επιφορτισμένου με την παρακολούθηση της συμμορφώσεως προς την απόφαση, καθώς και με την παραλαβή και διερεύνηση καταγγελιών, είναι παράνομη, διότι συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι στο εν λόγω πρόσωπο έχουν ανατεθεί διερευνητικής και αστυνομικής φύσεως εξουσίες, οι οποίες κανονικά ανήκουν στην Επιτροπή και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθέσεως.
Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η επιβολή προστίμου δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, υπό το πρίσμα της νομικής καινοτομίας που σχετίζεται με τη διαπίστωση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το ύψος του προστίμου είναι καταφανώς υπερβολικό.
(1) 2001/718/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2000, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/M.1845 — AOL/Time Warner) (ΕΕ L 268, σ. 28).
III Πληροφορίες
|
10.7.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 179/20 |
(2004/C 179/37)
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
|
|
EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex |
|
|
CELEX: http://europa.eu.int/celex |