ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

47ό έτος
26 Ιουνίου 2004


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Δικαστήριο

 

ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ

2004/C 168/1

Υπόθεση C-138/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Δανίας, που ασκήθηκε στις 15 Μαρτίου 2004

1

2004/C 168/2

Υπόθεση C-179/04: Πρoσφυγή της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων κατά της Ελληνικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2004

2

2004/C 168/3

Υπόθεση C-181/04: Αίτηση για την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως πoυ υπέβαλε τo Συμβoύλιo της Επικρατείας, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, στην υπόθεση ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. κατά Υπoυργoύ Οικονομικών

2

2004/C 168/4

Υπόθεση C-188/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004

2

2004/C 168/5

Υπόθεση C-196/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν οι Special Commisioners με απόφαση της 2ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Cadbury Schweppes plc και Cadbury Schweppes Overseas Ltd κατά Commissioners of Inland Revenue

3

2004/C 168/6

Υπόθεση C-197/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ασκήθηκε στις 30 Απριλίου 2004

3

2004/C 168/7

Υπόθεση C-198/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 4 Μαΐου 2004

4

2004/C 168/8

Υπόθεση C-205/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, που ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2004

4

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

2004/C 168/9

Τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα και σύνθεση του τμήματος μείζονος συνθέσεως

5

2004/C 168/0

Υπόθεση Τ-123/04: Πρoσφυγή της Cargo Partner AG κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 31 Μαρτίου 2004

6

2004/C 168/1

Πρoσφυγή της Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε την 1η Απριλίου 2004Υπόθεση Τ-129/04:

6

2004/C 168/2

Υπόθεση T-132/04: Προσφυγή-αγωγή του André Bonnet κατά του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 2 Απριλίου 2004

7

2004/C 168/3

Υπόθεση T-139/04: Προσφυγή-αγωγή του Kelvin William Stephens κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2004

7

2004/C 168/4

Υπόθεση T-142/04: Προσφυγή της Cargill B.V. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 14 Απριλίου 2004

8

2004/C 168/5

Υπόθεση T-144/04: Προσφυγή της Télévision Française 1 SA κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 13 Απριλίου 2004

8

2004/C 168/6

Υπόθεση Τ-146/04: Προσφυγή του Koldo Gorostiaga Atxalandabaso κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ασκήθηκε στις 20 Απριλίου 2004

9

2004/C 168/7

Υπόθεση T-147/04: Προσφυγή-αγωγή του Brian M. Ross κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 23 Απριλίου 2004

9

2004/C 168/8

Υπόθεση T-149/04: Προσφυγή των Imre Czigany, Isabel Alves, Georgette Henningsen και Michel Lucas κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004

10

2004/C 168/9

Υπόθεση Τ-151/04: Προσφυγή του Bernard Nonat κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2004

10

2004/C 168/0

Υπόθεση T-153/04: Προσφυγή της εταιρίας Ferriere Nord spa κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 23 Απριλίου 2003.

11

2004/C 168/1

Υπόθεση T-154/04: Προσφυγή του Daniel Bauwens κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004

11

2004/C 168/2

Υπόθεση Τ-157/04: Προσφυγή του Joël De Bry κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004

12

2004/C 168/3

Υπόθεση T-160/04: Προσφυγή του Γεράσιμου Ποταμιάνου κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004

12

2004/C 168/4

Υπόθεση Τ-161/04: Προσφυγή του Gregorio Valero Jordana κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

12

 

III   Πληροφορίες

2004/C 168/5

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΕΕ C 156 της 12.6.2004

14

EL

 


I Ανακοινώσεις

Δικαστήριο

ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ

26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/1


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Δανίας, που ασκήθηκε στις 15 Μαρτίου 2004

(Υπόθεση C-138/04)

(2004/C 168/01)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και T. Fich, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 15 Μαρτίου 2004, προσφυγή κατά του Βασιλείου της Δανίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

Να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Δανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 249 ΕΚ και από την οδηγία 83/183/ΕΟΚ (1), διότι δεν παρέχει στα πρόσωπα που μεταφέρουν οριστικώς την κατοικία τους στη Δανία την οριζόμενη από το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ απαλλαγή από τα αποκαλούμενα «τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων», τα οποία στην πραγματικότητα ισοδυναμούν προς φόρο καταναλώσεως.

2)

Να καταδικάσει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:

Τα τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων επιβάλλονται κατά την πρώτη έκδοση άδειας κυκλοφορίας του οχήματος στη Δανία και επομένως η υποχρέωση καταβολής του τέλους αφορά και πρόσωπα που, σε συνάρτηση με τη μεταφορά της κύριας κατοικίας τους από την αλλοδαπή στη Δανία, εισάγουν οριστικώς τα αυτοκίνητά τους προς χρήση στη Δανία.

Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων συνιστούν «φόρους καταναλώσεως οι οποίοι συνήθως επιβάλλονται κατά την οριστική εισαγωγή, από ιδιώτες, προσωπικών ειδών προελεύσεως άλλου Κράτους μέλους», για την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν απαλλαγή από τον φόρο σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας.

Τα τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων συνιστούν αναμφιβόλως «φόρο καταναλώσεως», καθόσον πλήττουν καταναλωτικό αγαθό, υπολογίζονται βάσει της οικονομικής αξίας του αγαθού και επιβάλλονται άπαξ.

Περαιτέρω είναι αναμφίβολο ότι πρόκειται για φόρους «οι οποίοι συνήθως επιβάλλονται κατά την οριστική εισαγωγή, από ιδιώτες, προσωπικών ειδών». Το γεγονός ότι επιβάλλονται μόνο κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του οχήματος δεν ασκεί καμία επιρροή εν προκειμένω, διότι η έκδοση άδειας κυκλοφορίας αποτελεί προϋπόθεση για να μπορεί το όχημα να χρησιμοποιεί το δανικό οδικό δίκτυο. Η εκ μέρους του μεταφέροντος την κατοικία του εισαγωγή του αυτοκινήτου του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει διαφορετικό σκοπό από το να μπορεί αυτός να το χρησιμοποιεί σύμφωνα με τον προορισμό του.

Περαιτέρω, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων δεν μπορούν θεωρηθούν ότι συνιστούν «τους ειδικούς ή/και τους περιοδικά καταβαλλόμενους φόρους και τέλη που αφορούν τη χρήση των εν λόγω ειδών στο εσωτερικό της χώρας», οι οποίοι κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας εξαιρούνται από τη φορολογική απαλλαγή.

Η εξαίρεση αναφέρεται μόνο σε φόρους που αφορούν αυτή καθεαυτήν τη χρήση των εν λόγω ειδών και σε τέλη που μπορούν να επιβάλλονται για να εξασφαλισθεί η πληρωμή υπηρεσιών που συνδέονται ειδικά με τη χρήση των εν λόγω ειδών.

Η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 2 δίνει τρία παραδείγματα τέτοιων τελών που μπορούν να εξαιρούνται από τη φορολογική απαλλαγή, δηλαδή «τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, τέλη τηλεοράσεως». Κοινό στοιχείο στα παραδείγματα αυτά είναι ότι δεν συνιστούν φόρους καταναλώσεως, αλλά έχουν σχέση με την διαρκή χρήση του αγαθού ή εξασφαλίζουν ότι το Δημόσιο δεν επιβαρύνεται με δαπάνες που συνδέονται με τη χρήση των εν λόγω αγαθών.

Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, η αναφορά σε τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει μόνον τέλη που συνδέονται με αυτή καθεαυτήν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων.

Η άποψη αυτή επιρρωννύεται επίσης από την ανάγνωση του άρθρου 1 στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας. Εκτός από το γερμανικό και το δανικό κείμενο, τα οποία αμφότερα χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο στις παραγράφους 1 και 2, δηλαδή αντιστοίχως «Abgaben» και «afgifter», όλες οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούν διάφορες εκφράσεις στις παραγράφους 1 και 2, δηλαδή αντιστοίχως «taxes» και «droits» στη γαλλική, «taxes» και «fees» στην αγγλική κ.ο.κ. Είναι απολύτως σαφές ότι η έκφραση «droits» και «fees» μπορεί να αναφέρεται μόνο σε τέλη που συνίστανται στην πληρωμή για μια υπηρεσία.

Αποκλείεται πλήρως να θεωρηθούν τα τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων ως πληρωμή για μια υπηρεσία, διότι υπολογίζονται βάσει της αξίας του αυτοκινήτου, δηλαδή επί του παρόντος στο 105 % της αξίας μέχρι DKK 57 400 (που αντιστοιχούν σε 7 735 ευρώ) και στο 180 % για το υπόλοιπο της αξίας του οχήματος κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της άδειας, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ.


(1)  Οδηγία 83/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, σχετικά με τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στις οριστικές εισαγωγές, από κράτος μέλος, προσωπικών ειδών που ανήκουν σε ιδιώτες (ΕΕ L 105, σ. 64).


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/2


Πρoσφυγή της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων κατά της Ελληνικής Δημoκρατίας πoυ ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2004

(Υπόθεση C-179/04)

(2004/C 168/02)

Η Επιτρoπή των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, εκπρoσωπoύμενη από τον Γεώργιο Ζαββό μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, άσκησε στις 16 Απριλίου 2004 ενώπιoν τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά της Ελληνικής Δημoκρατίας.

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Δικαστήριo

να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2000/64/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Νοεμβρίου 2000 η οποία τροποποιεί τις οδηγίες 85/611/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες, και εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής.

Να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί εσωτερικές περιστάσεις ή δυσχέρειες για να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις και τις προθεσμίες που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.


(1)  ΕΕ L 290 της 17.11.2000, σ. 27.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/2


Αίτηση για την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως πoυ υπέβαλε τo Συμβoύλιo της Επικρατείας, με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, στην υπόθεση ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. κατά Υπoυργoύ Οικονομικών

(Υπόθεση C-181/04)

(2004/C 168/03)

Mε απόφαση της 3ης Μαρτίου 2004, η oπoία περιήλθε στη Γραμματεία τoυ Δικαστηρίoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων στις 19 Απριλίου 2004, τo Συμβoύλιo της Επικρατείας ζητεί από τo Δικαστήριo, στo πλαίσιo της διαφoράς μεταξύ ΕΛΜΕΚΑ Ν.Ε. και Υπoυργoύ Οικονομικών πoυ εκκρεμεί ενώπιόν τoυ, την έκδoση πρoδικαστικής απoφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1)

Η περίπτωση α) της παραγράφου 4 του άρθρου 15 της Έκτης Οδηγίας του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977«περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση» (οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου), στην οποία η διάταξη του άρθρου 15 παράγραφος 5 της οδηγίας αυτής παραπέμπει, αφορά ναύλωση τόσο πλοίων ανοικτής θαλάσσης τα οποία εκτελούν μεταφορά επιβατών επί κομίστρω, όσο και πλοίων με τα οποία ασκείται εμπορική, βιομηχανική ή αλιευτική δραστηριότητα, ή αφορά ναύλωση πλοίων ανοικτής θαλάσσης και μόνο, οπότε, στην δεύτερη αυτή περίπτωση, η κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 περίπτωση δ' του Ν. 1642/1986 ρύθμιση παρίσταται ευρύτερη, ως προς την κατηγορία των πλοίων που αφορά ή ναύλωση εκείνης της οδηγίας;

2)

Για την απαλλαγή από το φόρο, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παράγραφος 8 της ως άνω Έκτης Οδηγίας, απαιτείται η παροχή υπηρεσίας στον ίδιο τον εφοπλιστή, ή η απαλλαγή χορηγείται και επί υπηρεσίας παρεχομένης σε τρίτο με μόνη την προϋπόθεση ότι πραγματοποιείται για άμεση ανάγκη των αναφερομένων στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου πλοίων, δηλαδή, των υπό τις περιπτώσεις α) και β) της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού πλοίων;

3)

Επιτρέπεται ή όχι, και υπό ποίες προϋποθέσεις, κατά τους κοινοτικούς κανόνες και αρχές που διέπουν τη φορολογία προστιθεμένης αξίας, ο καταλογισμός του φόρου για παρελθόντα χρόνο όταν η μη επίρριψή του, κατά το χρόνο αυτό, στον αντισυμβαλλόμενο από τον υπόχρεο, και, άρα, η μη απόδοσή του στο Δημόσιο, οφείλεται στην πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν ώφειλε να επιρρίψει το φόρο και η πεποίθηση αυτή προκλήθηκε από συμπεριφορά της φορολογικής διοικήσεως;


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/2


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004

(Υπόθεση C-188/04)

(2004/C 168/04)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Wiedner και G. Bambara, άσκησε στις 22 Απριλίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, αναθέτοντας μέσω του οργανισμού ANAS SpA την κατασκευή και τη διαχείριση του αυτοκινητόδρομου «Pedemontana Veneta Ovest» στην ανώνυμη εταιρία Società per l'autostrada Brescia-Verona-Vicenza-Padova, με απ' ευθείας ανάθεση με σύμβαση υπογραφείσα στις 7 Δεκεμβρίου 1999, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, χωρίς να συντρέχουν προς τούτο οι προϋποθέσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων και, ειδικότερα, των άρθρων της 3, παράγραφος 1 και 11, παράγραφοι 3, 6 και 7·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Κατά την Επιτροπή η παραχώρηση της κατασκευής και της διαχειρίσεως του αυτοκινητόδρομου «Pedemontana Veneta Ovest» στην οποία προέβη η ANAS, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν είναι σύμφωνη με ό,τι ορίζει η οδηγία 93/37/ΕΟΚ και ειδικότερα τα άρθρα της 3, παράγραφος 1 και 11, παράγραφοι 3, 6 και 7.

Το άρθρο 3 της οδηγίας προβλέπει την εφαρμογή ορισμένων κανόνων δημοσιότητας σε κοινοτικό επίπεδο όταν οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν σύμβαση παραχωρήσεως δημοσίων έργων αν η αξία της συμβάσεως αυτής υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια ευρώ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας, οι αναθέτουσες αρχές οι οποίες προτίθενται να προσφύγουν στη διαδικασία της παραχωρήσεως δημοσίων έργων γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή με προκήρυξη διαγωνισμού που αποστέλλεται, κατά την έννοια της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου, στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Θεωρώντας ότι η σύμβαση κατασκευής και διαχειρίσεως του αυτοκινητόδρομου «Pedemontana Veneta Ovest» ανέρχεται σχεδόν στα 350 εκατομμύρια ευρώ, η σύμβαση έπρεπε να αποτελέσει ασφαλώς αντικείμενο δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(1)  ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 54.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/3


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν οι Special Commisioners με απόφαση της 2ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Cadbury Schweppes plc και Cadbury Schweppes Overseas Ltd κατά Commissioners of Inland Revenue

(Υπόθεση C-196/04)

(2004/C 168/05)

Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 3 Μαΐου 2004, οι Special Commisioners, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, Cadbury Schweppes plc και Cadbury Schweppes Overseas Ltd και, αφετέρου, Commissioners of Inland Revenue, που εκκρεμεί ενώπιόν τους, ζητούν από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:

«Απαγορεύεται από τα άρθρα 43, 49 και 56 της συνθήκης ΕΚ η εφαρμογή εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως, η οποία προβλέπει υπό συγκεκριμένες περιστάσεις την επιβολή σε εταιρεία που εδρεύει στο εν λόγω κράτος μέλος φορολογικής επιβαρύνσεως για τα κέρδη θυγατρικής εταιρείας της που έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος και υπόκειται σε χαμηλότερη φορολογία;»


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/3


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ασκήθηκε στις 30 Απριλίου 2004

(Υπόθεση C-197/04)

(2004/C 168/06)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K. Gross, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 30 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

H προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας τον φορολογικό συντελεστή που ισχύει για τον προοριζόμενο για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων λεπτοκομμένο καπνό στους κυλίνδρους καπνού που διατίθενται στο εμπόριο υπό την επωνυμία «West Single Packs», παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β' της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου (1), της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, καθώς και από το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2), της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των φόρων στα τσιγάρα·

2.

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι κύλινδροι καπνού που διατίθενται στη γερμανική αγορά υπό την επωνυμία «West Single Packs», οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό του καταναλωτή γλιστρούν μέσα σε ξεχωριστά πωλούμενους σωλήνες σιγαρέτων με φίλτρο, εμπίπτουν στην έννοια των σιγαρέτων του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β' της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου και επομένως, πρέπει να φορολογούνται ως τέτοια.

Κατά συνέπεια, η γερμανική νομοθεσία περί της εφαρμογής στα «West Single Packs» του συντελεστή που εφαρμόζεται στον προοριζόμενο για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων λεπτοκομμένο καπνό αντιβαίνει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, καθώς και στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου.


(1)  ΕΕ L 291, σ. 40.

(2)  ΕΕ L 316, σ. 8.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/4


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 4 Μαΐου 2004

(Υπόθεση C-198/04)

(2004/C 168/07)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Πατακιά και τον H. Stovlbaek, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 4 Μαΐου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο, όσον αφορά το επάγγελμα του ξεναγού, τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ (1) και 92/51/ΕΟΚ (2), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις εν λόγω οδηγίες και από τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2.

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η γαλλική ρύθμιση που διέπει το επάγγελμα του ξεναγού δεν προβλέπει διαδικασία αναγνωρίσεως των διπλωμάτων σύμφωνη με τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ.


(1)  Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ L 19 της 24.1.1989, σ. 16).

(2)  Οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ (ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 25).


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/4


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, που ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2004

(Υπόθεση C-205/04)

(2004/C 168/08)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Rozet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 7 Μαΐου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου της Ισπανίας.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει νομικές διατάξεις που να προβλέπουν ρητώς την αναγνώριση, από οικονομικής απόψεως, των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στο παρελθόν στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους από την ισπανική δημόσια διοίκηση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου (1), της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας,

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 39 ΕΚ και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη την προϋπηρεσία και την επαγγελματική πείρα που αποκτήθηκαν από τους πολίτες της Κοινότητας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους κατά την πρόσβαση, κατάταξη και την αναγνώριση της αρχαιότητάς τους στη δημόσια διοίκηση. Στην ισπανική έννομη τάξη δεν υπάρχει σήμερα καμία διάταξη που να εγγυάται, με την αναγκαία ασφάλεια δικαίου, την αναγνώριση, από οικονομικής απόψεως, της προϋπηρεσίας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/5


Τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα και σύνθεση του τμήματος μείζονος συνθέσεως

(2004/C 168/09)

Κατόπιν της αναλήψεως καθηκόντων ως δικαστών εκ μέρους τών E. Cremona, O. Czúcz, I. Wiszniewska-Białecka, I. Pelikánová, D. Šváby, V. Vadapalas, K. Jürimäe, I. Labucka και Σ. Παπασάββα, καθώς και κατόπιν της από 21 Απριλίου 2004 τροποποιήσεως του άρθρου 10, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Πρωτοδικείο αποφάσισε κατά τη σύσκεψη της ολομελείας του στις 13 Μαΐου 2004 να τροποποιήσει ως ακολούθως την από 2 Ιουλίου 2003 απόφασή του για την τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα και για τη σύνθεση του τμήματος μείζονος συνθέσεως:

Τοποθετούνται για την περίοδο από 13 Μαΐου 2004 μέχρι 31 Αυγούστου 2004

στο πρώτο τμήμα, με τριμελή σύνθεση, οι:

B. Vesterdorf, Πρόεδρος, P. Mengozzi, E. Martins Ribeiro, I. Labucka, δικαστές·

στο πρώτο πενταμελές τμήμα, οι:

B. Vesterdorf, Πρόεδρος, M. Jaeger, P. Mengozzi, E. Martins Ribeiro, F. Dehousse, I. Labucka, δικαστές·

στο δεύτερο τμήμα, με τριμελή σύνθεση, οι:

J. Pirrung, πρόεδρος τμήματος, A. W. H. Meij, N. Forwood, I. Pelikánová, Σ. Παπασάββας, δικαστές·

στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, οι:

J. Pirrung, πρόεδρος τμήματος, A. W. H. Meij, N. Forwood, I. Pelikánová, Σ. Παπασάββας, δικαστές·

στο τρίτο τμήμα, τριμελούς συνθέσεως, οι:

J. Azizi, πρόεδρος τμήματος, M. Jaeger, F. Dehousse, E. Cremona, O. Czúcz, δικαστές·

στο τρίτο πενταμελές τμήμα, οι:

J. Azizi, πρόεδρος τμήματος, M. Jaeger, F. Dehousse, E. Cremona, O. Czúcz, δικαστές·

στο τέταρτο τμήμα, τριμελούς συνθέσεως, οι:

H. Legal, πρόεδρος τμήματος, V. Tiili, Μ. Βηλαράς, I. Wiszniewska-Białecka, V. Vadapalas, δικαστές·

στο τέταρτο πενταμελές τμήμα, οι:

H. Legal, πρόεδρος τμήματος, V. Tiili, Μ. Βηλαράς, I. Wiszniewska-Białecka, V. Vadapalas, δικαστές·

στο πέμπτο τμήμα, τριμελούς συνθέσεως, οι:

P. Lindh, πρόεδρος τμήματος, R. García-Valdecasas, J. D. Cooke, D. Šváby, K. Jürimäe, δικαστές·

στο πέμπτο πενταμελές τμήμα, οι:

P. Lindh, πρόεδρος τμήματος, R. García-Valdecasas, J. D. Cooke, D. Šváby, K. Jürimäe, δικαστές.

Καθόσον κάποιο τμήμα περιλαμβάνει αριθμό δικαστών μεγαλύτερο από εκείνο με τον οποίο το τμήμα συνεδριάζει σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά την κατάθεση της προκαταρκτικής εκθέσεως περί της οποίας κάνει λόγο το άρθρο 52 του Κανονισμού Διαδικασίας ο πρόεδρος του τμήματος ορίζει τον δικαστή ή τους δικαστές, εκτός του εισηγητή δικαστή, ο οποίος ή οι οποίοι δεν μετέχουν στην εκδίκαση τη υποθέσεως, εναλλάξ για κάθε υπόθεση, λαμβανομένης υπόψη της σειράς αρχαιότητας των δικαστών που είναι τοποθετημένοι στο τμήμα την οποία προβλέπει το άρθρο 6 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως απαρτίζεται, για την περίοδο από 1ης Ιουνίου 2004 έως 31 Αυγούστου 2004, από τον Πρόεδρο B. Vesterdorf, τους προέδρους τμήματος P. Lindh, J. Azizi, J. Pirrung και H. Legal, τους δικαστές του πενταμελούς τμήματος που θα δίκαζαν την υπόθεση αν αυτή είχε ανατεθεί σε πενταμελές τμήμα, καθώς και από άλλους τέσσερις δικαστές οριζόμενους από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου εναλλάξ μεταξύ των δικαστών καθενός των λοιπών τμημάτων, κατά τη σειρά αρχαιότητας που έχουν οι δικαστές αυτοί στα τμήματά τους σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Για τις υποθέσεις για τις οποίες, πριν από τις 13 Μαΐου 2004, περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία και προσδιορίστηκε ή διεξήχθη επ' ακροατηρίου συνεδρίαση για την προφορική διαδικασία, τα τμήματα εξακολουθούν να συνεδριάζουν με την προηγούμενη σύνθεσή τους για την προφορική διαδικασία, για τη διάσκεψη και για την έκδοση της αποφάσεως.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/6


Πρoσφυγή της Cargo Partner AG κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε στις 31 Μαρτίου 2004

(Υπόθεση Τ-123/04)

(2004/C 168/10)

γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Cargo Partner AG, με έδρα τo Fischamend (Αυστρία), εκπρoσωπoύμενη από τoν M. Wolner, άσκησε στις 31 Μαρτίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ τωv Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα).

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να διατάξει την καταχώριση του κοινοτικού σήματος·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γραφείο Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)·

να διατάξει την απόδοση των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

ζητείται η καταχώριση:

Λεκτικό σήμα CARGO PARTNER — Αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθμ. 2697290

Προϊόντα ή υπηρεσίες:

Προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 36 (ασφαλίσεις) και 39 (υπηρεσίες μεταφοράς· συσκευασία και αποθήκευση εμπορευμάτων· οργάνωση ταξιδίων)

Προσβαλλόμενη ενώπιον του τμήματος προσφυγών απόφαση:

Εν μέρει απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως από τον εξεταστή αυτής για τις υπηρεσίες μεταφοράς και συσκευασίας και αποθηκεύσεως εμπορευμάτων της κλάσεως 39

Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Πρoβαλλόμενoι λόγoι ακυρώσεως:

Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει διακριτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, επιτρέπεται η καταχώρισή του


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/6


Πρoσφυγή της Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πoυ ασκήθηκε την 1η Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-129/04)

(2004/C 168/11)

γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG, με έδρα τo Unterhaching (Γερμανία), εκπρoσωπoύμενη από τoυς H. P. Kunz-Hallstein και R. Kunz-Hallstein, Rechtsanwälte, άσκησε την 1η Απριλίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ τωv Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων πρoσφυγή κατά τoυ Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα).

Η πρoσφεύγoυσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείoυ Εναρμoνίσεως στo πλαίσιo της Εσωτερικής Αγoράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 20ής Ιανουαρίου 2004·

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγoι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Κoινοτικό σήμα τoυ oπoίoυ ζητείται η καταχώριση:

Τρισδιάστατο σήμα για μορφή πλαστικής φιάλης — Αίτηση καταχωρίσεως υπ' αριθμ. 2579381

Προϊόντα ή υπηρεσίες:

Προϊόντα των κλάσεων 29, 30 και 32 (μεταξύ άλλων, τοματοπολτός, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, μαγιονέζα, κέτσαπ, ποτά φρούτων)

Προσβαλλόμενη ενώπιον του τμήματος προσφυγών απόφαση:

Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως από τον εξεταστή αυτής

Απόφαση τoυ τμήματoς πρoσφυγών:

Απόρριψη της προσφυγής

Πρoβαλλόμενoι λόγoι ακυρώσεως:

Παράβαση των άρθρων 74 παράγραφος 1 και 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (1), παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 λόγω της δηλώσεως του καθού ότι δεν δεσμεύεται από προγενέστερες καταχωρίσεις εντός κρατών μελών, και παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1)


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/7


Προσφυγή-αγωγή του André Bonnet κατά του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 2 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-132/04)

(2004/C 168/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο André Bonnet, κάτοικος Saint Pierre de Vassols (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Hervé de Lepinau, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 2 Απριλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) κατά του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2004 και της 4ης Μαρτίου 2004, καθώς και την απόφαση με την οποία διορίστηκε άλλο πρόσωπο στη θέση την οποία έπρεπε να καταλάβει ο προσφεύγων·

να κρίνει ότι η πρόσληψη της 4ης Φεβρουαρίου 2004 πρέπει να αρχίσει να ισχύει πλήρως από την 1η Μαρτίου 2004·

να υποχρεώσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, καθώς και το ποσό των 5 000 ευρώ μηνιαίως από την 1η Μαρτίου και μέχρι την πραγματική ανάληψη καθηκόντων εκ μέρους του προσφεύγοντος·

επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν θα καθιστούσε αναπόφευκτη την εκ μέρους του προσφεύγοντος ανάληψη καθηκόντων, να υποχρεώσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στον προσφεύγοντα το συνολικό ποσό των 260 000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων, από της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής·

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση lecteur d'arrêts (υπαλλήλου επιφορτισμένου με τη γλωσσική επιμέλεια των δικαστικών αποφάσεων) στο γραφείο του Προέδρου του Δικαστηρίου. Κατά τον προσφεύγοντα, η υποψηφιότητά του προκρίθηκε μετά το πέρας της επιλογής, αλλά, κατόπιν των προσβαλλομένων αποφάσεων, δεν διορίστηκε στην εν λόγω θέση.

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει την αναρμοδιότητα του προϊσταμένου του γραφείου να ενεργεί όσον αφορά τον διορισμό εισηγητή σε γραφείο δικαστή στο Δικαστήριο. Ο προσφεύγων προβάλλει επιπλέον παράβαση ουσιώδους τύπου, όπως είναι η αρχή του παραλληλισμού των τυπικών διαδικασιών, έλλειψη αιτιολογίας και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Ο προσφεύγων προβάλλει επίσης προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων, παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας και της αρχής της ασφαλείας δικαίου, καθώς και παραβίαση της αρχής του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αρχής της πολιτικής ουδετερότητας. Τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει κατάχρηση εξουσίας.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/7


Προσφυγή-αγωγή του Kelvin William Stephens κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-139/04)

(2004/C 168/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Kelvin William Stephens, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Nicolas Lhoëst, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 8 Απριλίου 2004 προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ της 14ης Απριλίου 2003 καθόσον:

δεν καθόρισε την κατάταξη του προσφεύγοντος στον βαθμό A6, κλιμάκιο 3, κατά την πρόσληψή του,

δεν αποκατέστησε τη σταδιοδρομία ως προς τον βαθμό του προσφεύγοντος, επισπεύδοντας την ημερομηνία προαγωγής του στους βαθμούς A5 και A4,

περιόρισε την ισχύ της αποφάσεως ανακατατάξεως όσον αφορά τα αποτελέσματα οικονομικής φύσεως μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 1995,

να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ της 15ης Ιανουαρίου 2004, η οποία διαβιβάστηκε στον προσφεύγοντα στις 30 Ιανουαρίου 2004 και με την οποία απορρίφθηκε η υπ' αριθ. R/521/03 διοικητική ένστασή του·

να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη (στο εξής: καθής) στην καταβολή αποζημιώσεως, η οποία προσωρινά καθορίζεται στο ποσό των 125 000 ευρώ, στην αδόκητη περίπτωση που δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία ως προς τον βαθμό του προσφεύγοντος·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Στην υπό κρίση διαφορά, ο προσφεύγων, που κατετάγη στον βαθμό A7, κλιμάκιο 3, κατά την πρόσληψή του τον Οκτώβριο 1985, βάλλει κατά της αποφάσεως της ΑΔΑ η οποία, πρώτον, δεν αναθεώρησε την κατάταξη αυτή και τον κατέταξε στον βαθμό A6, κλιμάκιο 1, και όχι στον βαθμό A6, κλιμάκιο 3, δεύτερον, δεν αποκατέστησε τη σταδιοδρομία του και, τρίτον, περιόρισε την ισχύ της αποφάσεως ανακατατάξεως, όσον αφορά τα αποτελέσματα οικονομικής φύσεως, μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 1995.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων προβάλλει τους ίδιους λόγους με εκείνους που προέβαλε ο προσφεύγων στην υπόθεση T-125/04, Rousseaux κατά Επιτροπής.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/8


Προσφυγή της Cargill B.V. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 14 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-142/04)

(2004/C 168/14)

Γλώσσα της διαδικασίας: η ολλανδική

Η εταιρία Cargill B.V., με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους H. J. Bronkhorst και J. F. van Nouhuys, άσκησε στις 14 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

1)

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5ης Ιανουαρίου 2004 που απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα·

2)

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφεύγουσα προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής με την οποία ορίστηκε ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν δικαιολογείται διαγραφή των εισαγωγικών δασμών. Η απόφαση αυτή ελήφθη μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-156/00, Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση C/2000/485 τελικό της Επιτροπής (1).

Η προσφεύγουσα εισήγαγε αραβόσιτο στην ΕΚ υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Ο αραβόσιτος έπρεπε να μεταποιηθεί σε γλυκόζη που επρόκειτο να επανεξαχθεί. Η προσφεύγουσα διέθετε προς τούτο τις αναγκαίες άδειες για συμψηφισμό στο ισοδύναμο. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκθέτει ότι η εξαχθείσα γλυκόζη δεν παρασκευαζόταν μόνον από αραβόσιτο, αλλά και από σίτο προερχόμενο από την κοινοτική αγορά. Οι ολλανδικές αρχές εισέπραξαν τους εισαγωγικούς δασμούς που οφείλονταν σχετικά. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση διαγραφής της οφειλής αυτής.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πρώτα προσβολή του δικαιώματος άμυνας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο.

Η προσφεύγουσα προβάλλει στη συνέχεια παράβαση του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (2), του άρθρου 239 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (3) και των άρθρων 905 έως 909 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 (4). Επίσης, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ.

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι πρόκειται για σαφή αμέλεια της προσφεύγουσας να τηρήσει τους όρους της άδειάς της για τελειοποίηση προς επανεξαγωγή. Κατά την προσφεύγουσα, η προς εξαγωγή γλυκόζη που παρασκευαζόταν από σίτο και αραβόσιτο είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τη γλυκόζη που παρασκευάζεται μόνον από αραβόσιτο. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι αμφότερα τα προϊόντα υπάγονται στον ίδιο κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας. Κατά την προσφεύγουσα, η μοναδική αιτίαση που μπορεί να της προσαφθεί είναι ότι εξήγαγε μέρος της γλυκόζης μετά την εξάμηνη προθεσμία που προέβλεπε η άδεια.

Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.


(1)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2003 (Συλλογή 2003, σ. Ι–2527).

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162).

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992 (ΕΕ L 302, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΟΚ) της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 253, σ. 1).


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/8


Προσφυγή της Télévision Française 1 SA κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 13 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-144/04)

(2004/C 168/15)

γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Η Télévision Française 1 SA, με έδρα τη Βουλόνη (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Jean-Paul Hordies, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 13 Απριλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 10ης Δεκεμβρίου 2003, C(2003) 4497 τελικό, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της «France 2» και της «France 3», μεταξύ 1988 και 1994, καθόσον τις κηρύσσει συμβατές προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, της συνθήκης,

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Κατόπιν καταγγελίας της προσφεύγουσας, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την τυπική διαδικασία εξετάσεως, που προβλέπει το άρθρο 88 παράγραφος 2 ΕΚ, κατά των επενδυτικών επιδοτήσεων, καθώς και των παροχών κεφαλαίων που έλαβαν τα γαλλικά τηλεοπτικά κανάλια «France 2» και «France 3» μεταξύ 1988 και 1994. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε να χαρακτηρίσει τα μέτρα αυτά κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, αλλά τα έκρινε συμβατά προς τη συνθήκη ΕΚ βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 2.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία και συνιστά παράβαση του άρθρου 86 παράγραφος 2, ΕΚ και των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεων. Αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι αποστολές των δύο εν λόγω τηλεοπτικών καναλιών αντιστοιχούν σε υπηρεσία γενικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 86 παράγραφος 2, παρατηρώντας ότι η δική της αποστολή είναι σχεδόν πανομοιότυπη χωρίς ωστόσο να θεωρείται ότι εμπίπτει στο γενικό συμφέρον. Η προσφεύγουσα βάλλει επίσης κατά της χρηματοοικονομικής αναλύσεως των ενισχύσεων αυτών στην οποία προβαίνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα την οδηγία 80/723 (1) αποφασίζοντας ότι η οδηγία αυτή δεν είχε εφαρμογή στη δραστηριότητα ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως των δημοσίων καναλιών πριν από το 2000. Στην ίδια αυτή βάση, η προσφεύγουσα προβάλλει ανακριβή εφαρμογή του πρωτοκόλλου για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, που προσαρτάται στη συνθήκη ΕΚ.


(1)  Οδηγία 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1980, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/01, σ. 205).


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/9


Προσφυγή του Koldo Gorostiaga Atxalandabaso κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ασκήθηκε στις 20 Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-146/04)

(2004/C 168/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Koldo Gorostiaga Atxalandabaso, κάτοικος Saint Pierre d'Irube (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον Didier Rouget, avocat, άσκησε στις 20 Απριλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2004, περί παρακρατήσεως μέρους της αποζημιώσεως του προσφεύγοντος μέχρις εξοφλήσεως της προβαλλόμενης οφειλής του προς το Κοινοβούλιο,

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και σε αυτά του προσφεύγοντος.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκρινε ότι, ελλείψει δικαιολογητικών ως προς τον τρόπο χρησιμοποιήσεως διαφόρων βουλευτικών επιδομάτων, ο προσφεύγων, ο οποίος είναι βουλευτής, οφείλει το ποσό των 118 360,18 ευρώ και προέβη, για τον λόγο αυτόν, σε παρακράτηση μέρους της αποζημιώσεώς του.

Ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενος ότι το Κοινοβούλιο παρέβη την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως λόγω της λήψεως της εν λόγω αποφάσεως από τον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου και όχι από το Γραφείο του Κοινοβουλίου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 27 της ως άνω κανονιστικής ρυθμίσεως. Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας, της ισότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και τα δικαιώματα άμυνας. Προβάλλει, επίσης, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι συνιστά κατάχρηση εξουσίας με αποκλειστικά πολιτικούς σκοπούς. Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/9


Προσφυγή-αγωγή του Brian M. Ross κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 23 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-147/04)

(2004/C 168/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Brian M. Ross, κάτοικος Morpeth (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Eric Boigelot, άσκησε στις 23 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή-αγωγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της 31ης Μαρτίου 2003 για την οριστική κατάρτιση της εκθέσεως υπηρεσιακής εξελίξεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 2001/2002·

να ακυρώσει την πιο πάνω έκθεση·

να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση να απορριφθεί η διοικητική ένσταση (R/562/03) που ο προσφεύγων υπέβαλε στις 24 Σεπτεμβρίου 2003 για να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση·

να υποχρεώσει την καθής-εναγομένη να καταβάλει στον προσφεύγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το υπολογισμένο κατά δίκαιη κρίση ποσό των 10 000 ευρώ, τηρουμένης της δυνατότητας να αυξηθεί ή να μειωθεί κατά τη διάρκεια της δίκης·

να καταδικάσει την καθής-εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση των άρθρων 25, δεύτερο εδάφιο, και 26 και 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως καθώς και των σχετικών με την εφαρμογή του άρθρου 43 γενικών εκτελεστικών διατάξεων που θεσπίστηκαν από την Επιτροπή στις 26 Απριλίου 2002. Προβάλλει επίσης κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της χρηστής διοικήσεως και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/10


Προσφυγή των Imre Czigany, Isabel Alves, Georgette Henningsen και Michel Lucas κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-149/04)

(2004/C 168/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Imre Czigany, κάτοικος Rhode St. Genèse (Βέλγιο), η Isabel Alves, κάτοικος Λουξεμβούργου, η Georgette Henningsen και ο Michel Lucas, κάτοικοι Βρυξελλών, εκπροσωπούμενοι από τους Gilles Bounéou και Frédéric Frabetti, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησαν στις 26 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την αξιολόγηση για το έτος 2001-2002 όσον αφορά τους προσφεύγοντες,

επικουρικώς, να ακυρώσει τη σχετική με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των προσφευγόντων έκθεση (REC/CDR) για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002,

να αποφανθεί επί των τελών, εξόδων και δικηγορικών αμοιβών και να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην καταβολή τους.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Οι λόγοι ακυρώσεως και τα κύρια επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση ταυτίζονται με αυτούς των υποθέσεων Τ-43/04 και T-47/04.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/10


Προσφυγή του Bernard Nonat κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-151/04)

(2004/C 168/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Bernard Nonat, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων το Λουξεμβούργο, άσκησε στις 16 Απριλίου 2004, ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση για την οριστική κατάρτιση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος, για το διάστημα από 1η Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

O προσφεύγων στην παρούσα υπόθεση προσβάλλει την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του, η οποία αφορά το διάστημα από 1η Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων επικαλείται:

μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως,

παραβίαση του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, καθώς και των μεταβατικών μέτρων που ίσχυσαν για την περίοδο αξιολογήσεως 2001-2002,

παραβίαση του άρθρου 5, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο γ', των γενικών διατάξεων για την εφαρμογή του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως,

καταφανή πλάνη εκτιμήσεως,

παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων,

ανακολουθία μεταξύ σχολίων και βαθμολογίας.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/11


Προσφυγή της εταιρίας Ferriere Nord spa κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 23 Απριλίου 2003.

(Υπόθεση T-153/04)

(2004/C 168/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Η εταιρία Ferriere Nord spa, εκπρoσωπoύμενη από τους δικηγόρους Wilma Viscardini και Gabriele Donà, άσκησε στις 23 Απριλίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, τις αποφάσεις της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις οποίες αναφέρεται η συστημένη επιστολή BUDG/C-5/DS (D2004)/51138 της 5ης Φεβρουαρίου 2004, την οποία η προσφεύγουσα έλαβε στις 13 Φεβρουαρίου 2004, και το τηλεομοιοτύπημα BUDG/C-05/DS (D2004) 53883, το οποίο η προσφεύγουσα έλαβε στις 13 Απριλίου 2004, με τις οποίες η Ferriere Nord κλήθηκε, αντιστοίχως, να καταβάλει το ποσό των 564 402,26 ευρώ και το ποσό των 341 932,32 στο πλαίσιο της υποθέσεως IV/31.553 — Δομικά πλέγματα,

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ως άνω αποφάσεις, εκτελεστικές της αποφάσεως της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 1989 (με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 320 000 ECU για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΟΚ), είναι παράνομες δεδομένου ότι επήλθε παραγραφή βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 2988/74 του Συμβουλίου, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (1). Ειδικότερα:

η απόφαση της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 1989 κατέστη οριστική με απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1997 και, συνεπώς, από την ημερομηνία αυτή άρχισε η πενταετής παραγραφή του άρθρου 4 του κανονισμού 2988/74,

η παραγραφή διεκόπη με την από 11 Σεπτεμβρίου 1997 επιστολή της Επιτροπής, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 18 Σεπτεμβρίου 1997 και είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας πενταετούς παραγραφής (σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 2988/74),

η Επιτροπή όφειλε, εντούτοις, να προβεί στην εκτέλεση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου έως τις 11 Σεπτεμβρίου 2002 ή, το αργότερο, έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2002,

αντιθέτως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν, αντιστοίχως, στις 5 Φεβρουαρίου 2002 (περιελθούσα στην προσφεύγουσα στις 13 Φεβρουαρίου 2004) και στις 13 Απριλίου 2004 (περιελθούσα στην προσφεύγουσα με τηλεομοιοτύπημα της 13ης Απριλίου 2004),

συνεπώς, η Επιτροπή απώλεσε το δικαίωμα να προβεί στην αναγκαστική εκτέλεση της από 2 Αυγούστου 1989 αποφάσεώς της λόγω παραγραφής.


(1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 07/002, σ. 241.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/11


Προσφυγή του Daniel Bauwens κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-154/04)

(2004/C 168/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Daniel Bauwens, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 22 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση περί ολοκληρώσεως της διαδικασίας καταρτίσεως της σχετικής με την εξέλίξη της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος έκθεση για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 και περί απορρίψεως της αιτήσεώς του για γνωμοδότηση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως σε θέματα αξιολογήσεως,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για γνωμοδότηση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως σε θέματα αξιολογήσεως επί της σχετικής με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του έκθεση, όπως αυτή επικυρώθηκε από τον προς τούτο αρμόδιο. Η αίτηση αυτή κρίθηκε εκπρόθεσμη, για τον λόγο ότι υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 7 των Γενικών Διατάξεων περί εκτελέσεως των άρθρων 43 και 45 του ΚΥΚ, τις οποίες εξέδωσε η καθής.

Ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεώς του και περί οριστικής καταρτίσεως της εκθέσεως, υποστηρίζοντας ότι η προθεσμία των πέντε εργάσιμων ημερών έπρεπε να ανασταλεί, σύμφωνα με την υποσημείωση του άρθρου 7 των Γενικών Διατάξεων, για τον λόγο ότι ο προσφεύγων απουσίαζε με άδεια για χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων, το οποίο άρχισε την επομένη της επίσημης επικυρώσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως από τον προς τούτο αρμόδιο. Συναφώς, ο προσφεύγων προβάλλει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παραβίαση των αρχών της χρηστής διαχειρίσεως και διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/12


Προσφυγή του Joël De Bry κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-157/04)

(2004/C 168/22)

Γλώσσα της διαδικασίας: η γαλλική

Ο Joël De Bry, κάτοικος Woluwe-St-Lambert (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 22 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση για την κατάρτιση της εκθέσεως υπηρεσιακής του εξελίξεως για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2002 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων ισχυρίζεται πρώτα ότι αξιολογήθηκε από εκτιμητή που είχε τον ίδιο βαθμό με αυτόν και τον ανταγωνίζονταν για μια προαγωγή. Κατά τον προσφεύγοντα, το γεγονός αυτό δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων με τον εκτιμητή του. Ο τελευταίος, κατά παράβαση του άρθρου 14 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, δεν ενημέρωσε περί αυτού την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει συνοχή μεταξύ των εκτιμήσεων της προσβαλλομένης εκθέσεως και των βαθμών που του δόθηκαν. Προβάλλει επίσης παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, σχετικά με μια παρατήρηση του αναβαθμολογητή ως προς τη φερόμενη μη τήρηση του κανονικού ωραρίου από τον προσφεύγοντα.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/12


Προσφυγή του Γεράσιμου Ποταμιάνου κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-160/04)

(2004/C 168/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Γεράσιμος Ποταμιάνος, κάτοικος Grimbergen (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 26 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως (ΑΑΣΠ) περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων βάλλει κατά της αρνήσεως της ΑΑΣΠ να ανανεώσει τη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος.

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται αποκλειστικώς στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα χρονικά όρια απασχολήσεως του μη μονίμου προσωπικού οι οποίες ισχύουν στη ΓΔ Έρευνα και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, από το πεδίο προσλήψεων, όλων των εκτάκτων υπαλλήλων με αρχαιότητα μεγαλύτερη από έξι έτη υπηρεσίας στην Επιτροπή, αρχαιότητα μεγαλύτερη από εκείνη άλλων εκτάκτων υπαλλήλων που έχουν γίνει δεκτοί να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς.

Κατά τον προσφεύγοντα, ο ως άνω περιορισμός αντιβαίνει στο άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσληψη πρέπει να αποβλέπει στο να εξασφαλιστεί για το όργανο η συνεργασία εκτάκτων υπαλλήλων που έχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας. Επίσης, ο εν λόγω περιορισμός αντιβαίνει στην απόφαση της ΓΔ Προσωπικό και Διοίκηση περί εγκρίσεως της παρατάσεως έως τις 30 Απριλίου 2004 των βραχείας διαρκείας συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων 2β (προϋπολογισμός λειτουργίας) ή 2δ (προϋπολογισμός έρευνας).

Περαιτέρω, προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και την ύπαρξη, εν προκειμένω, καταχρήσεως εξουσίας.


26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/12


Προσφυγή του Gregorio Valero Jordana κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση Τ-161/04)

(2004/C 168/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Ο Gregorio Valero Jordana, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Massimo Merola, άσκησε στις 26 Απριλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2004 με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνείται στον προσφεύγοντα την πρόσβαση στον εφεδρικό πίνακα του γενικού διαγωνισμού Α7/Α6 COM/A/637, καθώς και στις ατομικές αποφάσεις διορισμού υπαλλήλων στον βαθμό Α6 από τις 5 Οκτωβρίου 1995,

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως της καθής με την οποία δεν του επετράπη η πρόσβαση στον πίνακα επιτυχόντων του γενικού διαγωνισμού Α7/Α6 COM/A/637, καθώς και στις ατομικές αποφάσεις διορισμού υπαλλήλων στον βαθμό Α6 από την 5η Οκτωβρίου 1995.

Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων προβάλλει, πρώτον, εσφαλμένη επίκληση της εξαιρέσεως του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (1). Η εν λόγω εξαίρεση αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, σύμφωνα ιδίως με την κοινοτική νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Ο προσφεύγων υποστηρίζει, σχετικώς, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η χορήγηση των εγγράφων που ζήτησε θίγει την ιδιωτική ζωή των προσώπων που αναφέρονται σε αυτά, διότι η ιδιότητα του υπαλλήλου δεν εμπίπτει στο πεδίο της ιδιωτικής ζωής.

Εξάλλου, δεδομένου ότι οι ατομικές αποφάσεις διορισμού υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι δημόσιες, πρέπει να θεωρηθεί ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 5 στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2).

Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.


(1)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(2)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


III Πληροφορίες

26.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 168/14


(2004/C 168/25)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΕ C 156 της 12.6.2004

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 146 της 29.5.2004

ΕΕ C 106 της 30.4.2004

ΕΕ C 94 της 17.4.2004

ΕΕ C 85 της 3.4.2004

ΕΕ C 71 της 20.3.2004

ΕΕ C 59 της 6.3.2004

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

 

EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex

 

CELEX: http://europa.eu.int/celex