ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

47ό έτος
29 Μαΐου 2004


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Δικαστήριο

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

2004/C 146/1

Υπόθεση C-144/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Arbeitsgericht München με διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2004 στην υπόθεση Werner Mangold κατά Rüdiger Helm

1

2004/C 146/2

Υπόθεση C-162/04: Προσφυγή της Δημοκρατίας της Φινλανδίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 31 Μαρτίου 2004

1

2004/C 146/3

υπόθεση C-168/04: Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας που ασκήθηκε στις 5 Απριλίου 2004

2

2004/C 146/4

Υπόθεση C-169/04: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το VAT and Duties Tribunal, London Tribunal Centre, με απόφαση της 2ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Abbey National plc (με παρεμβαίνουσα την Inscape Investments Ltd) κατά Commissioners of Customs and Excise

3

2004/C 146/5

Υπόθεση C-175/04: Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 13 Απριλίου 2004

4

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

2004/C 146/6

Προσφυγή της Railion Deutschland AG κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 18 Μαρτίου 2004 (Υπόθεση Τ-109/04)

5

2004/C 146/7

Προσφυγή των εταιριών KM Europa Metal AG, Tréfimétaux S.A. και Europa Metalli S.p.A. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε την 1η Απριλίου 2004 (Υπόθεση Τ-127/04)

5

2004/C 146/8

Προσφυγή του Giuseppe Caló κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2004. (Υπόθεση T-134/04)

6

2004/C 146/9

Προσφυγή του Kurt Martin Mayer, της Tilly Forstbetriebe GesmbH, του Anton Volpini de Maestri, καθώς και του Johannes Volpini de Maestri κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατατέθηκε στις 13 Απριλίου 2004 (Υπόθεση T-137/04)

6

2004/C 146/0

Αγωγή της Adviesbureau Ehcon B.V. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2004 (Υπόθεση T-140/04)

7

2004/C 146/1

Προσφυγή του Lapin liitto (Περιφερειακού Συμβουλίου της Λαπωνίας) και των κοινοτήτων των πόλεων Enontekiö, Inari, Utsjoki και του Unto Autto, κτηνοτρόφου ταράνδων, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 9 Απριλίου 2004 (Υπόθεση T-141/04)

8

 

III   Πληροφορίες

2004/C 146/2

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςΕΕ C 106 της 30.04.2004

10

EL

 


I Ανακοινώσεις

Δικαστήριο

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/1


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Arbeitsgericht München με διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2004 στην υπόθεση Werner Mangold κατά Rüdiger Helm

(Υπόθεση C-144/04)

(2004/C 146/01)

Με διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 17 Μαρτίου 2004, το Arbeitsgericht München, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Werner Mangold και Rüdiger Helm που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1. α.)

Έχει η ρήτρα 8, εδάφιο 3, της συμφωνίας-πλαισίου (οδηγία 1999/70/ΕΚ (1) του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP,) την έννοια ότι απαγορεύει στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο υποβάθμιση συνεπεία μειώσεως του ορίου ηλικίας από 60 σε 58 έτη;

1. β.)

Έχει η ρήτρα 5, εδάφιο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP,) την έννοια ότι εμποδίζει εθνική ρύθμιση η οποία–όπως η εν προκειμένω επίμαχη–δεν περιέχει κανένα περιορισμό υπό την έννοια των τριών εναλλακτικών δυνατοτήτων του εδαφίου 1;

2.

Έχει το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (2) του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, την έννοια ότι εμποδίζει εθνική ρύθμιση η οποία –όπως η εν προκειμένω επίμαχη– επιτρέπει τις ορισμένου χρόνου συμβάσεις εργασίας με εργαζομένους από την ηλικία των 52 ετών– σε αντίθεση προς την αρχή της ανάγκης υπάρξεως αντικειμενικού λόγου– χωρίς να υφίσταται αντικειμενικός λόγος;

3.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα τρία ερωτήματα: Οφείλει το εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει την αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εθνική ρύθμιση και ισχύει τότε η γενική αρχή του εθνικού δικαίου κατά την οποία καθορισμός ορισμένου χρόνου επιτρέπεται μόνο για αντικειμενικό λόγο;


(1)  ΕΕ L 175, σ. 43.

(2)  ΕΕ L 303, σ. 16.


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/1


Προσφυγή της Δημοκρατίας της Φινλανδίας κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 31 Μαρτίου 2004

(Υπόθεση C-162/04)

(2004/C 146/02)

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον A. Guimaraes-Purokoski, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 31 Μαρτίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

κυρίως:

i)

να ακυρώσει την απόφαση 2004/136/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (1), καθόσον αφορά τη Φινλανδία·

ii)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

επικουρικώς:

iii)

να ακυρώσει την απόφαση 2004/136/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), καθόσον η απόφαση αυτή αναφέρει ποσό 3.194.596 ευρώ·

iv)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η Φινλανδία θεωρεί ότι, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή:

i)

εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 3887/92 (2) και εκτίμησε εσφαλμένως την κατάσταση της Βόρειας Καρελίας. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το φινλανδικό σύστημα ελέγχου των ενισχύσεων επιφανείας ενέχει μη αμελητέα κενά στη Βόρεια Καρελία και ότι οι φινλανδικές αρχές δεν έλαβαν τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή διορθωτικά μέτρα·

ii)

εκτίμησε εσφαλμένα την κατάσταση στη Βόρεια Οστροβοθνία, στο Βόρειο Savo, στην κεντρική Φινλανδία, στο Kainuu και στη Λαπωνία. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το φινλανδικό σύστημα ελέγχου των ενισχύσεων επιφανείας ενέχει μη αμελητέα κενά στις εν λόγω περιοχές και ότι οι φινλανδικές αρχές δεν έλαβαν τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή διορθωτικά μέτρα·

iii)

προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας επεκτείνοντας την επίμαχη απόφαση, πέραν της Βόρειας Καρελίας, στη Βόρεια Οστροβοθνία, στο Βόρειο Savo, στην κεντρική Φινλανδία, στο Kainuu και στη Λαπωνία. Tέλος,

iv)

δεν απέδειξε ότι οι διαδικασίες των μέτρων που έτυχαν εφαρμογής στο καθεστώς ελέγχου των ενισχύσεων επιφανείας στη Βόρεια Καρελία, στη Βόρεια Οστροβοθνία, στο Βόρειο Savo, στην κεντρική Φινλανδία, στο Kainuu και στη Λαπωνία αντίκεινται στο κοινοτικό δίκαιο.


(1)  ΕΕ L 40, σ. 31.

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391, σ. 36).


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/2


Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας που ασκήθηκε στις 5 Απριλίου 2004

(υπόθεση C-168/04)

(2004/C 146/03)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Barbara Eggers και τον Enrico Traversa, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 5 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

H προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, περιορίζοντας κατά τρόπο δυσανάλογο, με τα άρθρα 18, παράγραφοι 12 έως 16, του AuslBG και 10, παράγραφος 1, σημείο 3, του FrG, την απόσπαση αλλοδαπών εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ·

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Οι παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος περιέρχονται σε μειονεκτική θέση κατά την απόσπαση αλλοδαπών εργαζομένων στην Αυστρία λόγω τριών διαφορετικών διαδικασιών ελέγχου από τρεις διαφορετικές αυστριακές αρχές. Ο Ausländerbeschäftigungsgesetz (νόμος περί εργασίας των αλλοδαπών, στο εξής: AuslBG) προβλέπει την έκδοση «κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως» από το περιφερειακό γραφείο του οργανισμού απασχολήσεως εργατικού δυναμικού, σε συνδυασμό με την εκδιδόμενη από τα αρμόδια προξενεία θεώρηση κατά τον Fremdengesetz (νόμο περί αλλοδαπών, στο εξής: FrG) και τη διαδικασία γνωστοποιήσεως για τον έλεγχο των όρων αμοιβής και εργασίας κατά τον Arbeitsvertragsrechts-Anpassungsgesetz (νόμο για την προσαρμογή του δικαίου των συμβάσεων εργασίας, στο εξής: AVRAG).

Ι.   Κοινοτική βεβαίωση περί αποσπάσεως, άρθρο 18, παράγραφοι 12 έως 16, του AuslBG

Η απαίτηση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, κατά το άρθρο 18, παράγραφοι 12 έως 16, του AuslBG, περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Κοινότητας.

Η απαίτηση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, σε συνδυασμό με τη θεώρηση κατά τον FrG και τη διαδικασία γνωστοποιήσεως κατά τον AVRAG, συνιστούν δυσανάλογο μέσο προς επίτευξη των επιδιωκόμενων από τη Δημοκρατία της Αυστρίας σκοπών της καταπολεμήσεως των καταχρήσεων και της προστασίας των εργαζομένων.

1.   Πρόληψη καταχρήσεων

Η αυστριακή ρύθμιση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ο αποτελεσματικός έλεγχος των προϋποθέσεων της αποσπάσεως εργαζομένων στο πλαίσιο της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών είναι δυνατό να εξασφαλισθεί με λιγότερο επαχθή μέτρα.

Η απαίτηση θεωρήσεως αρκεί για την εκπλήρωση του νομίμου συμφέροντος ενός κράτους μέλους να ελέγξει την τήρηση των προϋποθέσεων της αποσπάσεως αλλοδαπών εργαζομένων μιας παρέχουσας υπηρεσίες επιχειρήσεως. Ουδείς περαιτέρω έλεγχος δικαιολογείται, όπως εν προκειμένω υπό τη μορφή εκδιδόμενης από άλλη αρχή κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως.

2.   Τήρηση των όρων αμοιβής και εργασίας

Η ουσιαστική προϋπόθεση του άρθρου 18, παράγραφος 13, σημείο 2, του AuslBG, κατά το οποίο η κοινοτική βεβαίωση περί αποσπάσεως εκδίδεται μόνον όταν τηρούνται οι προβλεπόμενοι από τον AVRAG όροι αμοιβής και εργασίας που ισχύουν στην Αυστρία, οδηγεί επίσης σε δυσανάλογο διπλό έλεγχο.

Η απαίτηση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως και η σχετική διαδικασία αποτελούν δυσανάλογο μέσο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας των εργαζομένων, δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας έχει ήδη στη διάθεσή της λιγότερο επαχθή μέτρα.

Η Δημοκρατία της Αυστρίας μετέφερε την οδηγία περί αποσπάσεως στην εσωτερική έννομη τάξη με τον AVRAG, ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα εκ των υστέρων ελέγχων προκειμένου να διαπιστωθεί αν πράγματι καταβλήθηκαν οι απαιτούμενοι μισθοί.

3.   Μόνιμο προσωπικό

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 13, σημείο 1, του AuslBG προϋπόθεση για την έκδοση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, σύμφωνα με την οποία απαιτείται απασχόληση τουλάχιστον ενός έτους ή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με τον παρέχοντα υπηρεσίες, συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ο σκοπός της καταπολεμήσεως των καταχρήσεων είναι δυνατό να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

ΙΙ.   Άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής, άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 3, του FrG

Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 3, του FrG, η άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής είναι υποχρεωτική όταν ο εργαζόμενος έχει εισέλθει στην εθνική επικράτεια χωρίς θεώρηση. Η διάταξη αυτή απαγορεύει την απόσπαση ακόμη και αν ο παρέχων υπηρεσίες μπορεί να αποδείξει τη νομιμότητα, ήτοι έχει ήδη υποβάλει αίτηση βάσει της οποίας ένα κράτος μέλος μπορεί να πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο έλεγχο.

Η αυτόματη άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 3, του FrG αποτελεί δυσανάλογο μέσο προς επίτευξη του σκοπού ελέγχου των προϋποθέσεων του δικαιώματος διαμονής και, ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί παράνομη.

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του FrG αυτόματη άρνηση χορηγήσεως θεωρήσεως για την περίπτωση μιας τύποις μόνον παράνομης εισόδου στην εθνική επικράτεια περιορίζει ουσιωδώς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την καθιστά αδύνατη σε ορισμένους τομείς παροχής υπηρεσιών. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, οι έλεγχοι κατά τη χορήγηση των θεωρήσεων αποτελούν για τη Δημοκρατία της Αυστρίας ένα αποτελεσματικό και ταυτοχρόνως λιγότερο επαχθές μέσο προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο αλλοδαπός εισήλθε στη χώρα με σκοπό την παροχή υπηρεσιών.


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/3


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το VAT and Duties Tribunal, London Tribunal Centre, με απόφαση της 2ας Απριλίου 2004 στην υπόθεση Abbey National plc (με παρεμβαίνουσα την Inscape Investments Ltd) κατά Commissioners of Customs and Excise

(Υπόθεση C-169/04)

(2004/C 146/04)

Με απόφαση της 2ας Απριλίου 2004, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 5 Απριλίου 2004, το VAT and Duties Tribunal, London Tribunal Centre, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Abbey National plc (με παρεμβαίνουσα την Inscape Investments Ltd) και Commissioners of Customs and Excise, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1)

Έχει η απαλλαγή για «τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13 Β, περίπτωση δ', σημείο 6, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ (1), την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να προσδιορίζουν τις δραστηριότητες τις οποίες περιλαμβάνει η «διαχείριση» αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και την εξουσία να προσδιορίζουν τα αμοιβαία κεφάλαια για τα οποία μπορεί να ισχύει η απαλλαγή;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, και εφόσον στον όρο «διαχείριση» του άρθρου 13 Β, περίπτωση δ', σημείο 6, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ πρέπει να προσδοθεί αυτοτελές, κατά το κοινοτικό δίκαιο, νόημα, αποτελούν, υπό το φως της οδηγίας του Συμβουλίου 85/611/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες («η οδηγία ΟΣΕΚΑ») (2), οι αμοιβές προς τον θεματοφύλακα ή trustee για τις υπηρεσίες που παρέχει σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 14 της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, των εθνικών ρυθμιστικών διατάξεων καθώς και των σχετικών με τα κεφάλαια κανόνων, απαλλασσόμενες παροχές υπηρεσιών «για τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων», βάσει του άρθρου 13 Β, περίπτωση δ', σημείο 6, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ;

3)

Επίσης, αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, και στον όρο «διαχείριση» πρέπει να προσδοθεί αυτοτελές, κατά το κοινοτικό δίκαιο, νόημα, ισχύει η απαλλαγή για «τη διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων» του άρθρου 13 Β, περίπτωση δ', σημείο 6, της έκτης οδηγίας ΦΠΑ για υπηρεσίες παρεχόμενες από διαχειριστή που είναι τρίτος σε σχέση με τη διοικητική διαχείριση των κεφαλαίων;


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(2)  Της 20ής Δεκεμβρίου 1985 (ΕΕ L 375, 31.12.1985, σ. 3).


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/4


Προσφυγή του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ασκήθηκε στις 13 Απριλίου 2004

(Υπόθεση C-175/04)

(2004/C 146/05)

Το Βασίλειο της Ισπανίας, επροσωπούμενο από τη Lourdes Fraguas Gadea, Abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 13 Απριλίου 2003 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το προσφεύγον ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 4ης Φεβρουαρίου 2004 (1), κατά το μέρος που αφορά τον αποκλεισμό της Ισπανίας λόγω «ανεπαρκών ποιοτικών ελέγχων» (7 314 117 ευρώ), όσον αφορά τις ενισχύσεις προς την παραγωγή για τους μεταποιητές τομάτας, και τον αποκλεισμό «λόγω μη τηρήσεως του χρονοδιαγράμματος παραδόσεων» (1 277 630,65 ευρώ), όσον αφορά τις ενισχύσεις προς τους παραγωγούς ορισμένων εσπεριδοειδών,

να καταδικάσει το καθού όργανο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Ενίσχυση της παραγωγής υπέρ των μεταποιητών τομάτας:

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θεωρούν ότι η διαδικασία που ακολουθείται σε σχέση με τον ποιοτικό έλεγχο των τελικών προϊόντων δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) 504/97 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 1997, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στην παραγωγή στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά. Ως εκ τούτου, προτείνουν δημοσιονομική διόρθωση της τάξεως του 10 % επί του συνόλου των εξόδων που πραγματοποιούνται σχετικά με την ενίσχυση αυτή προς το κράτος μέλος. Εντούτοις, στην Ισπανία πραγματοποιούνται ετησίως έλεγχοι στο σύνολο των επιχειρήσεων καθ' όλη την περίοδο εμπορίας. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού 504/97, στις επιλεγμένες επιχειρήσεις («δειγματοληπτικός έλεγχος») πραγματοποιείται επιπλέον αναλυτικός έλεγχος των τελικών προϊόντων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως ενισχύσεως, πράγμα που δεν σημαίνει, όμως, ότι οι λοιπές επιχειρήσεις προέβησαν σε παρατυπίες.

Ενίσχυση προς τους παραγωγούς ορισμένων εσπεριδοειδών:

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής στηρίζουν την πρόταση της δημοσιονομικής διορθώσεως στη μεταφορά των συμφωνημένων ποσοτήτων μεταξύ διαφόρων περιόδων παραδόσεως. Ωστόσο, κατά την περίοδο εμπορίας 1997-1998 σημειώθηκαν στην Ισπανία βροχοπτώσεις πολύ περισσότερες των συνήθων, οι οποίες προκάλεσαν σε ορισμένες επαρχίες ή περιοχές δυσκολίες κατά τη συγκομιδή των ήδη ώριμων οπωρών, καθώς και καθυστερήσεις στην ωρίμανση πιο όψιμων ποικιλιών. Οι συνθήκες αυτές τροποποίησαν τα χρονοδιαγράμματα παραδόσεως που περιλαμβάνονταν στις συμβάσεις. Οι ισπανικές αρχές επικαλέστηκαν από την πρώτη στιγμή ανωτέρα βία. Επιπλέον, κατά την περίοδο εμπορίας 1997-1998 δεν υπήρχε για τις πολυετείς συμβάσεις ρύθμιση των μεταφορών μεταξύ των ποσοτήτων που προβλέπονται κάθε τρίμηνο στο χρονοδιάγραμμα. Για τον λόγο αυτόν, και εφόσον ο κανονισμός δεν το προβλέπει ρητώς, οι ως άνω συμπεριφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν παράνομες, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι σε μεταγενέστερες περιόδους εμπορίας επετράπησαν μεταφορές συμφωνημένων ποσοτήτων μεταξύ διαφορετικών περιόδων παραδόσεως.


(1)  Απόφαση 2004/136/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ  L 40, σ. 31).


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/5


Προσφυγή της Railion Deutschland AG κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 18 Μαρτίου 2004

(Υπόθεση Τ-109/04)

(2004/C 146/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η Railion Deutschland AG, με έδρα το Mainz (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον H. Johlen, άσκησε στις 18 Μαρτίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2003) 4460 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2003, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η διαγραφή εισαγωγικών δασμών σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν δικαιολογημένη·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα είναι επιχείρηση σιδηροδρομικών μεταφορών. Η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί διαγραφής, προς όφελος της προσφεύγουσας, μιας τελωνειακής οφειλής. Η τελωνειακή οφειλή γεννήθηκε λόγω του ότι η προσφεύγουσα μετέφερε σιδηροδρομικώς από την ελεύθερη ζώνη Βρέμης στην ελεύθερη ζώνη Αμβούργου αιθυλική αλκοόλη που είχε δηλωθεί ως μπογιά. Η προσφεύγουσα δεν είχε στη διάθεσή της ενδείξεις για την αναληθή αυτή δήλωση. Από το Αμβούργο τα προϊόντα κατέληξαν, σύμφωνα με τον προορισμό τους, στη Δημοκρατία της Τσεχίας.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως. Είναι αληθές ότι στην προσφεύγουσα δόθηκε, τύποις, η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της. Εντούτοις, με την απόφαση της καθής δεν εξετάσθηκαν, όπως απαιτείται στο πλαίσιο της αρχής της προηγούμενης ακροάσεως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας περί του διαφορετικού κινδύνου που φέρει μια εταιρία σιδηροδρομικών και μια εταιρία θαλάσσιων μεταφορών σε μια ελεύθερη ζώνη. Η Επιτροπή δέχθηκε με την απόφασή της ότι η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως εταιρίας σιδηροδρομικών μεταφορών, τυγχάνει της ίδιας μεταχειρίσεως με μια εταιρία θαλάσσιων μεταφορών.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η απόφαση παραβαίνει το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα. Βασιζόμενη σε αναληθή ή μη πλήρως αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, αρνείται τη συνδρομή «ειδικών περιστάσεων». Λόγω της απλοποιήσεως της σχετικής με τους σιδηροδρόμους διαδικασίας, η προσφεύγουσα διατρέχει υψηλό κίνδυνο να εξαπατηθεί από τρίτους ως προς τα προϊόντα προς μεταφορά. Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι δυνατό ούτε να εξαλειφθεί ούτε να περιορισθεί μέσω ελέγχων. Ιδίως ο έλεγχος των εμπορευματοκιβωτίων είναι πρακτικώς αδύνατος.

Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατά την έκδοση της αποφάσεως για λόγους επιείκειας, σύμφωνα με το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε κανένα χρονικό σημείο δεν ανέκυψε οικονομική ζημία ή απειλή για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δεδομένου ότι η αλκοόλη προοριζόταν για την τσέχικη αγορά, όπου και κατέληξε.


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/5


Προσφυγή των εταιριών KM Europa Metal AG, Tréfimétaux S.A. και Europa Metalli S.p.A. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε την 1η Απριλίου 2004

(Υπόθεση Τ-127/04)

(2004/C 146/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Οι εταιρίες KM Europa Metal AG, με έδρα το Osnabruck (Γερμανία), Tréfimétaux S.A., με έδρα το Courbevoie Cedex (Γαλλία) και Europa Metalli S.p.A., με έδρα τη Φλωρεντία (Ιταλία), εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους M. Siragusa, A. Winckler, G. Cesare Rizza, T. Graf και M. Piergiovanni, άσκησαν την 1η Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να μειώσει σημαντικά το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 16ης Δεκεμβρίου 2003 στην υπόθεση COMP/E-1/38.240,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών καθώς και στα έξοδα στα οποία προέβησαν οι προσφεύγουσες παρέχοντας τραπεζική εγγύηση προς πληρωμή του προστίμου που επιβλήθηκε στην ΚΜΕ με την επίδικη απόφαση.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 81 ΕΚ και 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, λόγω της συμμετοχής τους σε πλέγμα συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που είχαν επιπτώσεις στον ΕΟΧ και στην αγορά χαλκοσωλήνων για βιομηχανική χρήση περιτυλιγμένων κατά στρώσεις σε πηνία. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες πρόστιμο 18.990.000 ευρώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την απόφαση κατά το μέρος που τους προσάπτεται παράβαση των κανόνων της Συνθήκης ΕΚ και της Συμφωνίας EΟΧ, αλλά υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και τα πραγματικά περιστατικά κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Καταρχάς, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, καθορίζοντας το βασικό ποσό του προστίμου και υπολογίζοντας τον χρόνο για τον οποίο πρέπει να επιβληθεί, παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, διότι δεν έλαβε υπόψη τις από στατιστικής απόψεως ασήμαντες επιπτώσεις των επίμαχων συμφωνιών και το ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων της συμπράξεως.

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, υπερεκτίμησε σημαντικά τον οικονομικό αντίκτυπο των επίμαχων συμφωνιών, λαμβάνοντας υπόψη τις διαστάσεις της αγοράς ημιτελών προϊόντων (χαλκοσωλήνων για βιομηχανική χρήση) και όχι της αγοράς μετατροπής υπηρεσιών.

Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να λάβει υπόψη διάφορα ελαφρυντικά στοιχεία και συγκεκριμένα: την περιορισμένη εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών από τις προσφεύγουσες, την εκ μέρους τους άμεση και εθελούσια παύση της παραβάσεως, τη διαρθρωτική κρίση της βιομηχανίας σωλήνων για βιομηχανική χρήση και τη συνεργασία των προσφευγουσών με την Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η κατά 30 % μείωση του ποσού του προστίμου που τους παραχωρήθηκε στηριζόταν σε εσφαλμένα στοιχεία επί των πραγματικών περιστατικών και αντέβαινε στην πρακτική της Επιτροπής και στη νομολογία. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή προέβη σε δυσμενή διάκριση σε βάρος των προσφευγουσών έναντι άλλης εταιρίας, καθόσον δέχθηκε ορισμένα ελαφρυντικά στοιχεία μόνο για την εταιρία αυτή και της επιφύλαξε σαφώς επιεικέστερη μεταχείριση χωρίς αντικειμενικό λόγο.


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/6


Προσφυγή του Giuseppe Caló κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2004.

(Υπόθεση T-134/04)

(2004/C 146/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Giuseppe Caló, κάτοικος Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενος από τους Sébastien Orlandi, Albert Coolen, Jean-Noël Louis και Etienne Marchal, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 8 Απριλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, για την πλήρωση της θέσεως του διευθυντή στον βαθμό Α2 της Διευθύνσεως «Στατιστικές για την γεωργία, την αλιεία, τα διαρθρωτικά ταμεία και το περιβάλλον», της ΓΔ EUROSTAT και την απόφαση που απορρίπτει την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση αυτή.

Να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Ο προσφεύγων, υπάλληλος της καθής, που τοποθετήθηκε στην EUROSTAT ως διευθυντής της Διευθύνσεως «Στατιστική για την γεωργία, την αλιεία, τα διαρθρωτικά ταμεία και το περιβάλλον», τοποθετήθηκε εκ νέου, στα καθήκοντα του κυρίου συμβούλου του γενικού διευθυντή της γενικής Διευθύνσεως στην οποία τοποθετήθηκε. Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να πληρώσει την προηγούμενη θέση του.

Ο προσφεύγων προσέβαλε τις αποφάσεις αυτές ενώπιον του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως (T-118/03 Caló κατά Επιτροπής).

Με την παρούσα προσφυγή, ο προσφεύγων βάλλει κατά της αποφάσεως με την οποία διορίστηκε άλλος υπάλληλος στην προηγούμενη θέση του, επικαλούμενος, πρώτον, τους ίδιους λόγους με αυτούς που επικαλέσθηκε στην υπόθεση T-118/03. Προβάλλει, εξάλλου, ότι ο υποψήφιος που επιλέχθηκε δεν είχε τα προσόντα που απαιτούσε η προκήρυξη κενής θέσεως. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο υποψήφιος αυτός συμμετείχε σε συνεδρίαση των προϊσταμένων των ιδιαιτέρων γραφείων των Επιτρόπων, όπου θα αποφασιζόταν η πλήρωση της θέσεως για την οποία ήταν ο ίδιος υποψήφιος. Ο προσφεύγων επικαλείται, στη βάση αυτή, παράβαση των αρχών της διαφάνειας, της ισότητας και της αμεροληψίας καθώς και των δικαιωμάτων του άμυνας. Τέλος, επικαλείται την παντελή έλλειψη αιτιολογήσεως.


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/6


Προσφυγή του Kurt Martin Mayer, της Tilly Forstbetriebe GesmbH, του Anton Volpini de Maestri, καθώς και του Johannes Volpini de Maestri κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατατέθηκε στις 13 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-137/04)

(2004/C 146/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Ο Kurt Martin Mayer, Eisentratten (Αυστρία), η Tilly Forstbetriebe GesmbH, Treibach (Αυστρία), ο Anton Volpini de Maestri, Spittal/Drau (Αυστρία), καθώς και ο Johannes Volpini de Maestri, Seeboden (Αυστρία), εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο M. Schaffgotsch, άσκησαν στις 13 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να διαπιστώσει την ακυρότητα ολόκληρης της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής,

στην περίπτωση που το αίτημα αυτό δεν γίνει δεκτό, επικουρικώς,

να διαπιστώσει την ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς όλους τους αυστριακούς τόπους κοινοτικής σημασίας (Κωδικός ΑΤ του παραρτήματος Ι της προσβαλλομένης αποφάσεως),

στην περίπτωση που το αίτημα αυτό δεν γίνει δεκτό, επικουρικώς,

α)

να διαπιστώσει την ακυρότητα της συγκατατάξεως του τόπου ΑΤ 2102000 «Nockberge» στην προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής και

β)

την ακυρότητα της συγκατατάξεως του τόπου ΑΤ 211900 «Gut Walterskirchen» στην προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής,

στην περίπτωση που το αίτημα αυτό δεν γίνει δεκτό, επικουρικώς,

να διαπιστώσει την ακυρότητα της συγκατατάξεως, στο παράρτημα Ι της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστωθέντων τόπων ως τόπων κοινοτικής σημασίας για τύπους ενδιαιτημάτων και ειδών με βαθμό αντιπροσωπευτικότητας και συνολική αξιολόγηση των Β, Γ και Δ (επικουρικώς Γ και Δ, επικουρικώς μόνο Γ), σύμφωνα με τα τυποποιημένα έντυπα δεδομένων των κρατών μελών όσον αφορά

α)

όλους τους περιλαμβανόμενους στην προσβαλλομένη απόφαση (παράρτημα Ι) τόπους, επικουρικώς,

β)

όλους τους αυστριακούς τόπους (κωδικός ΑΤ στο παράρτημα Ι), επικουρικώς,

γ)

μόνο τους τόπους ΑΤ 2102000 «Nockberge» και ΑΤ 2119000 «Gut Walterskirchen»,

οπωσδήποτε, πάντως, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα

Λόγοι της προσφυγής και κύρια επιχειρήματα:

Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες βάλλουν κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για τη θέσπιση καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας για την αλπική βιογεωγραφική περιοχή σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1). Οι προσφεύγοντες είναι αγρότες και δασοπόνοι οι οποίοι διευθύνουν στα κτήματά τους γεωργικές και δασοκομικές επιχειρήσεις, όπου τα κτήματα αυτά βρίσκονται στους αναγνωρισθέντες με την προσβαλλομένη απόφαση «τόπους κοινοτικής σημασίας» (ΤΚΣ). Οι προσφεύγοντες εκθέτουν ότι, με την απόφαση, κατέστησαν αποδέκτες κανόνων κοινοτικού δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς οποιαδήποτε στάθμιση αγαθών, χωρίς εξαίρεση και χωρίς αντίστοιχη αποζημίωση (ή έστω πρόβλεψη αποζημιώσεως), η έγγυος ιδιοκτησία των προσφευγόντων, η οποία σύμφωνα με την κοινοτικού δικαίου συνταγματική παράδοση πρέπει να προστατεύεται, περιορίζεται σχηματικώς υπερβαίνοντας κατά πολύ το μέτρο ενδεχόμενης κοινωνικής υποχρεωτικότητας, πράγμα το οποίο συνιστά παράβαση της Συνθήκης υπό την έννοια του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η οποία επιβάλλει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη απόφαση αντιφάσκει και ως προς την ίδια την οδηγία (2), στην οποία βασίζεται. Ούτε καταρτίστηκαν ορθώς οι απαιτούμενες βάσεις για την εκτίμηση της αναγκαίας χρηματοδοτικής δαπάνης, ούτε διασφαλίζεται η απαιτουμένη από την οδηγία συνεκτικότητα του δικτύου προστατευόμενης περιοχής.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Επιτροπή δεν προέβη με την προσβαλλομένη απόφαση στην απαιτουμένη ρητή και σαφή διαπίστωση για ποια είδη και ενδιαιτήματα έχουν πράγματι κοινοτική σημασία οι ενώπιόν της στο εξής ως «ΤΚΣ«, περιληφθέντες σε πίνακα, τόποι. Τέλος, οι προσφεύγοντες αναφέρουν ότι για τις προστατευόμενες περιοχές, οι οποίες αφορούν τους προσφεύγοντες, εσφαλμένοι ειδικοί λόγοι κατέστησαν περιεχόμενο της αποφάσεως. Οι τόποι δηλώθηκαν, επομένως, εσφαλμένως ως ΤΚΣ για ορισμένα είδη και ενδιαιτήματα· συνεπώς, και γι' αυτό τον λόγο απαιτείται η διαπίστωση της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.


(1)  ΕΕ L 14 της 21.1.2004, σ. 21.

(2)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (EE L 206 , σ. 7).


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/7


Αγωγή της Adviesbureau Ehcon B.V. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-140/04)

(2004/C 146/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Η εταιρία Adviesbureau Ehcon B.V., με έδρα το Reeuwijk (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Μ. Α. Goedkoop, άσκησε στις 8 Απριλίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αγωγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

κυρίως, να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλει στην ενάγουσα 158 400 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υπέστη λόγω μη αναθέσεως μιας συμβάσεως σε αυτήν·

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλει στην ενάγουσα 60 000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υπέστη καθόσον η τελευταία, λόγω της απορρίψεώς της, δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί και να αυξήσει τις επαγγελματικές της γνώσεις·

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλει στην ενάγουσα αποζημίωση για το κέρδος που διέφυγε λόγω του ότι μειώθηκε η πιθανότητα να της ανατεθεί μια μελλοντική σύμβαση. Το κέρδος που διέφυγε λόγω της μειώσεως της πιθανότητας αυτής ισούται με το 10 % των καθαρών εσόδων από τη μελλοντική σύμβαση, οπότε ανέρχεται σε 25 500 ευρώ·

επικουρικώς, να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλει στην ενάγουσα 26 400 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υπέστη λόγω απωλείας της πιθανότητας να της ανατεθεί μια σύμβαση·

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλει στην ενάγουσα 10 000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υπέστη λόγω του κόστους της υποβολής προσφοράς·

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να καταβάλει στην ενάγουσα 40 000 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, για την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υπέστη λόγω του κόστους που είχε το να συγκεντρώσει το αποδεικτικό υλικό και να φέρει την υπόθεση στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Τον Σεπτέμβριο του 1996, η ενάγουσα ανταποκρίθηκε σε πρόσκληση για την υποβολή προσφορών που η Επιτροπή διατύπωσε σχετικά με υπηρεσίες τις οποίες αφορά η οδηγία για την ποιότητα του ποσίμου ύδατος (1). Παρά ταύτα, η ενάγουσα δεν επελέγη.

Κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή ενήργησε σε αντίθεση προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στους διαγωνισμούς. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, μετά από καταγγελία της ενάγουσας, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα επ' αυτού.

Η ενάγουσα διατείνεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή ενήργησε σε αντίθεση προς το άρθρο 3 της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ (2). Κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή, σε αντίθεση προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως, δεν μεταχειρίστηκε ισότιμα όσους υπέβαλαν προσφορές.

Η ενάγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή παρέβη και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ, καθόσον δεν ανακοίνωσε στην ενάγουσα εντός 15 ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεώς της τους λόγους της απορρίψεως.

Η ενάγουσα ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι, αν η Επιτροπή είχε ενεργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της χρηστής διοικήσεως, θα είχε επιτραπεί στην ενάγουσα να λάβει μέρος στο στάδιο της αναθέσεως. Κατά την ενάγουσα, στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση θα της είχε ανατεθεί.

Περαιτέρω, η ενάγουσα προβάλλει ότι, βάσει των άρθρων 16 και 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποστείλει στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το αργότερο 48 ημέρες μετά την ανάθεση της συμβάσεως, ανακοίνωση σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας διαγωνισμού.

Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι η Επιτροπή προσπάθησε να την παραπλανήσει.


(1)  Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών - XI.D.1 (ΕΕ 1996 C 232, σ. 35).

(2)  Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1).


29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/8


Προσφυγή του Lapin liitto (Περιφερειακού Συμβουλίου της Λαπωνίας) και των κοινοτήτων των πόλεων Enontekiö, Inari, Utsjoki και του Unto Autto, κτηνοτρόφου ταράνδων, κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 9 Απριλίου 2004

(Υπόθεση T-141/04)

(2004/C 146/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική

Το Lapin liitto και οι κοινότητες των πόλεων Enontekiö, Inari, Utsjoki και ο Unto Autto, κτηνοτρόφος ταράνδων, εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο Kari Marttinen και τον καθηγητή Pertti Eilavaara άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 9 Απριλίου 2004 προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρώσει και να ανακαλέσει από την απόφαση της Επιτροπής τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις φινλανδικές περιφέρειες καθόσον ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τους προσδίδει μη σύννομο χαρακτήρα.

Να ανακαλέσει ειδικότερα την προστατευόμενη ζώνη του εθνικού πάρκου Pallas-Ounastunturi (F11300101), καθόσον περιλαμβάνεται στον κατάλογο των περιοχών μη συννόμως και θίγει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, Unto Autto, κτηνοτρόφου ταράνδων.

Να επιστραφούν όλα τα έξοδα της διαδικασίας, νομιμοτόκως από της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα:

Η απόφαση 2004/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας για την αλπική βιογεωγραφική περιοχή, κατ' εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει μη σύννομη βάση για τους ακόλουθους λόγους:

Η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της αποδεχόμενη τον υποβληθέντα από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας κατάλογο των τόπων.

Η Επιτροπή δεν ήλεγξε τη νομιμότητα της αποφάσεως της Δημοκρατίας της Φινλανδίας σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ρώμης ή όπως απαιτεί η οδηγία για τη φύση. Ως εκ τούτου, οι προπαρασκευαστικές εργασίες της ιδίας στηρίχτηκαν σε διαδικασία αντίθετη προς το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας για τη φύση.

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας προετοίμασε τη δική της απόφαση σχετικά με τους τόπους αντίθετα προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον δεν εφάρμοσε την οδηγία για τη φύση σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, πράγμα που αποτελεί υποχρέωση επιβεβαιωθείσα σε πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Δεν έγινε ακρόαση των προσφευγόντων ως προς την κατάρτιση του καταλόγου των βιογεωγραφικών αλπικών περιοχών και ούτε το υπόλοιπον της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στηρίχτηκε στη Φινλανδία στη θεσπισθείσα με την οδηγία για τη φύση διαδικασία.

Ειδικότερα, ο Unto Autto ισχυρίζεται ότι η απόφαση 2004/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας για την αλπική βιογεωγραφική περιοχή, κατ' εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου δεν προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματά του λόγω του ότι η απόφαση αυτή έχει έννομες συνέπειες ενώ δεν προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Ως θεμελιώδη δικαιώματα, εννοούνται συγχρόνως τα χορηγούμενα από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, δικαιώματα της προστασίας της ιδιοκτησίας, της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας ή τα δικαιώματα που αφορούν την προστασία στοιχείων της πολιτιστικής παραδόσεως. Η απόφαση της Επιτροπής θίγει επίσης θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση παγίως.


III Πληροφορίες

29.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 146/10


(2004/C 146/12)

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΕ C 146 της 29.5.2004

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 106 της 30.4.2004

ΕΕ C 94 της 17.4.2004

ΕΕ C 85 της 3.4.2004

ΕΕ C 71 της 20.3.2004

ΕΕ C 59 της 6.3.2004

ΕΕ C 47 της 21.2.2004

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

 

EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex

 

CELEX: http://europa.eu.int/celex