Ο κανονισμός αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών μέσω της θέσπισης κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης.
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:
Με την προϋπόθεση ότι οι επιβάτες έχουν επιβεβαιωμένη κράτηση στη συγκεκριμένη πτήση και παρουσιάζονται στον έλεγχο εισιτηρίων την ώρα που έχει υποδειχθεί προηγουμένως εγγράφως ή, εφόσον δεν προσδιορίζεται ώρα, το αργότερο σαράντα πέντε λεπτά πριν από την αναγραφόμενη αναχώρηση της πτήσης. Ο κανονισμός θεσπίζει τα δικαιώματα των επιβατών στις εξής περιπτώσεις:
Ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται:
Όταν πραγματικός αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα ότι θα προβεί σε άρνηση επιβίβασης σε κάποια πτήση, αναζητεί κατά πρώτον επιβάτες διατεθειμένους να παραιτηθούν από τις κρατήσεις τους («εθελοντές») με αντάλλαγμα κάποιο όφελος. Εάν δεν παρουσιασθεί αρκετός αριθμός εθελοντών έτσι ώστε να επιτραπεί στους εναπομένοντες επιβάτες με κρατήσεις να επιβιβασθούν στο αεροσκάφος, ο αερομεταφορέας μπορεί τότε να αρνηθεί σε επιβάτες την επιβίβαση παρά τη θέλησή τους με ταυτόχρονη αποζημίωσή τους.
Οι αερομεταφορείς αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες των προσώπων μειωμένης κινητικότητας και των τυχόν συνοδών τους.
Σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης ή άρνησης επιβίβασης, οι θιγόμενοι επιβάτες δικαιούνται τα εξής:
Ο κανονισμός θεσπίζει καθεστώς που περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες ποινών:
Σε αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρίνισε ότι, όταν οι επιβάτες φθάνουν στον τελικό τους προορισμό σε τρεις ώρες ή περισσότερο μετά την προγραμματισμένη ώρα αφίξεως, μπορούν να ζητήσουν (όπως και οι επιβάτες των ματαιούμενων πτήσεων) κατ’ αποκοπή αποζημίωση από την αεροπορική εταιρεία, εφόσον η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις. Σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι επιβάτες των οποίων οι πτήσεις παρουσιάζουν καθυστέρηση και των οποίων οι πτήσεις ματαιώνονται «την τελευταία στιγμή» πρέπει να θεωρούνται ότι τελούν σε συγκρίσιμες καταστάσεις σχετικά με την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημίωσής τους, επειδή οι εν λόγω επιβάτες υφίστανται παρόμοια ταλαιπωρία, και ιδίως απώλεια χρόνου.
Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται τα εξής:
Πρέπει να καταβάλλεται αποζημίωση εάν ο επιβάτης δεν έχει ενημερωθεί επαρκώς εκ των προτέρων για τη ματαίωση. Ωστόσο, η αποζημίωση δεν χρειάζεται να καταβληθεί εάν ο αερομεταφορέας μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.
Εάν αερομεταφορέας τοποθετήσει επιβάτη σε θέση κατώτερη από εκείνη για την οποία αγοράσθηκε το εισιτήριο, ο επιβάτης πρέπει εντός επτά ημερών να λάβει επιστροφή χρημάτων, ως εξής:
Ο κανονισμός εφαρμόζεται από τις .
Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε:
Μετά την έκρηξη της επιδημίας του COVID-19 και τη θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε:
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της , για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46 της , σ. 1-8)
Διαδοχικές τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕK) αριθ. 261/2004 έχουν ενσωματωθεί στο αρχικό κείμενο. Αυτή η ενοποιημένη έκδοση έχει μόνο αξία τεκμηρίωσης.
τελευταία ενημέρωση