02014L0065 — EL — 23.03.2023 — 010.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΟΔΗΓΙΑ 2014/65/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 909/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Ιουλίου 2014

  L 257

1

28.8.2014

►M2

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2016/97 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Ιανουαρίου 2016

  L 26

19

2.2.2016

►M3

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2016/1034 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Ιουνίου 2016

  L 175

8

30.6.2016

►M4

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2034 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019

  L 314

64

5.12.2019

►M5

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2115 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019

  L 320

1

11.12.2019

►M6

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2177 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2019

  L 334

155

27.12.2019

►M7

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2020/1504 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 7ης Οκτωβρίου 2020

  L 347

50

20.10.2020

►M8

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2021/338 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 2021

  L 68

14

26.2.2021

►M9

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/858 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Μαΐου 2022

  L 151

1

2.6.2022


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 188, 13.7.2016, σ.  28 (2014/65/ΕΕ)

 C2

Διορθωτικό, ΕΕ L 273, 8.10.2016, σ.  35 (2014/65/ΕΕ)

►C3

Διορθωτικό, ΕΕ L 064, 10.3.2017, σ.  116 (2014/65/ΕΕ)




▼B

ΟΔΗΓΙΑ 2014/65/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

▼M6

1.  
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς, και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος εντός της Ένωσης.

▼B

2.  

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα ακόλουθα:

α) 

όροι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων,

β) 

παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος,

γ) 

χορήγηση άδειας λειτουργίας και λειτουργία ρυθμιζόμενων αγορών, και

▼M6 —————

▼B

ε) 

εποπτεία, συνεργασία και εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.

3.  

Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν/ασκούν μία ή πλείονες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες:

α) 

το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 3 και τα άρθρα 14 και 16 έως 20,

β) 

το κεφάλαιο II του τίτλου II, εκτός του άρθρου 29 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

γ) 

το κεφάλαιο III του τίτλου II, εκτός του άρθρου 34 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 35 παράγραφοι 2 έως 6 και 9,

δ) 

τα άρθρα 67 έως 75 και τα άρθρα 80, 85 και 86.

4.  

Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε επιχειρήσεις επενδύσεων και σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα και επιχειρήσεις πωλούν ή συμβουλεύουν πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:

α) 

το άρθρο 9 παράγραφος 3, το άρθρο 14 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 6,

β) 

τα άρθρα 23 έως 26, το άρθρο 28 και το άρθρο 29, εκτός του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 αυτού, και το άρθρο 30, και

γ) 

τα άρθρα 67 έως 75.

5.  
Το άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 6 εφαρμόζεται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται στη βάση της παρούσας οδηγίας, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχεία α), ε), θ) και ι).
6.  
Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης σε πρόσωπα που εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 2.
7.  
Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II για τους ΠΜΔ ή τους ΜΟΔ, ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.

Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, σε οργανωμένη, συχνή, συστηματική και ουσιαστική βάση, διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούνται εντολές πελατών, εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν σύμφωνα με τον τίτλο III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 και του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και που δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές πρέπει να συμμορφώνονται προς τις σχετικές διατάξεις του τίτλου III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 2

Εξαιρέσεις

1.  

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α) 

στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης που αναφέρονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ, όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω οδηγία,

β) 

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,

γ) 

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,

δ) 

στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών και δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα πλην των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά:

i) 

είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),

▼M3

ii) 

είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, αφενός, ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, αφετέρου, εξαιρουμένων των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων που εκτελούν σε τόπο διαπραγμάτευσης συναλλαγές οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων των εν λόγω μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων ή των ομίλων τους,

▼B

iii) 

εφαρμόζουν αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας ή

iv) 

διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών.

Τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των στοιχείων α), θ) ή ι) δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τους όρους του παρόντος στοιχείου για να ισχύει η εξαίρεσή τους,

ε) 

στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ οι οποίοι, όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής, δεν εκτελούν εντολές πελατών και δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν του να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας,

στ) 

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,

ζ) 

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,

η) 

στα μέλη του ΕΣΚΤ και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ένωση και σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,

θ) 

στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών,

▼M8

ι) 

στα πρόσωπα:

i) 

τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή

ii) 

που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους,

υπό τον όρο ότι:

— 
σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο, αυτό αποτελεί δραστηριότητα παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου,
— 
τα εν λόγω πρόσωπα δεν ανήκουν σε όμιλο του οποίου η κύρια δραστηριότητα είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή η άσκηση δραστηριότητας υπό την ιδιότητα ειδικού διαπραγματευτή για παράγωγα επί εμπορευμάτων,
— 
τα εν λόγω πρόσωπα δεν εφαρμόζουν κάποια αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας, και
— 
τα εν λόγω πρόσωπα αναφέρουν, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή τη βάση με την οποία έχουν αξιολογήσει τη δραστηριότητά τους, σύμφωνα με τα σημεία i) και ii), ως παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους,

▼B

ια) 

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών,

ιβ) 

στις ενώσεις που συγκροτούνται από δανικά και φινλανδικά συνταξιοδοτικά ταμεία με μοναδικό σκοπό τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων που είναι μέλη τους,

ιγ) 

στους «agenti di cambio» των οποίων οι δραστηριότητες και τα καθήκοντα διέπονται από το άρθρο 201 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος αριθ. 58 της 24ης Φεβρουαρίου 1998,

ιδ) 

στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ ή στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των εν λόγω οδηγιών, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω κανονισμών, στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των κανονισμών αυτών και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτά.

Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες που περιγράφηκαν στο παρόν σημείο μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σχετικές με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς, περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά,

▼M1

ιε) 

στα ΚΑΤ, με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ),

▼M7

ιστ) 

στους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1503 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ) .

▼B

2.  
Τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.
3.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 89 με σκοπό να αποσαφηνιστεί για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) πότε μια δραστηριότητα ασκείται με περιστασιακό τρόπο.

▼M8

4.  

Έως τις 31 Ιουλίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 89 για να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, προσδιορίζοντας, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι) του παρόντος άρθρου, τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου.

Στα εν λόγω κριτήρια λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

κατά πόσον το καθαρό ανεξόφλητο ονομαστικό άνοιγμα σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών για διακανονισμό σε μετρητά που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, εξαιρουμένων των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων αυτών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, είναι κάτω από το ετήσιο όριο των 3 δισεκατομμυρίων EUR· ή

β) 

κατά πόσον το κεφάλαιο του ομίλου στον οποίο ανήκει το πρόσωπο κατανέμεται κατά κύριο λόγο στην κύρια δραστηριότητα του ομίλου· ή

γ) 

κατά πόσον το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ι) υπερβαίνει ή όχι το συνολικό μέγεθος των λοιπών εμπορικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου.

Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο εξετάζονται σε επίπεδο ομίλου.

Από τα στοιχεία που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εξαιρούνται:

α) 

οι εντός ομίλου συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, που εξυπηρετούν σκοπούς διαχείρισης της ρευστότητας ή των κινδύνων εντός του ομίλου·

β) 

οι συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών για τα οποία αποδεικνύεται με αντικειμενική μέτρηση ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης της επιχείρησης·

γ) 

οι συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή σε παράγωγα αυτών, που εκτελούνται με σκοπό την εκπλήρωση υποχρέωσης για την παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης, όταν οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται από ρυθμιστικές αρχές σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, ή από τόπους διαπραγμάτευσης.

▼B

Άρθρο 3

Προαιρετικές εξαιρέσεις

1.  

Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παρούσα οδηγία σε πρόσωπα των οποίων είναι το κράτος μέλος καταγωγής, με την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες των προσώπων αυτών έχουν αδειοδοτηθεί και ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και αυτά τα πρόσωπα:

α) 

δεν επιτρέπεται να διατηρούν στην κατοχή τους χρήματα πελατών ή κινητές αξίες πελατών και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να είναι οφειλέτες των πελατών τους,

β) 

δεν επιτρέπεται να παρέχουν καμία επενδυτική υπηρεσία, εκτός από τη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και/ή την παροχή επενδυτικών συμβουλών που σχετίζονται με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα, και

γ) 

κατά την παροχή της υπηρεσίας αυτής επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές μόνο σε:

i) 

επιχειρήσεις επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

ii) 

πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ,

iii) 

υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα, υποκείμενα σε και συμμορφούμενα με κανόνες προληπτικής εποπτείας που κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους οριζόμενους στην παρούσα οδηγία, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στην οδηγία 2013/36/ΕΕ,

iv) 

οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που βάσει της άδειας λειτουργίας που έχουν λάβει σε κράτος μέλος δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, και διαχειριστές τέτοιων οργανισμών, ή

v) 

επιχειρήσεις επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου, κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 7 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ), οι τίτλοι των οποίων είναι εισηγμένοι ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους, ή

δ) 

επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά σε εμπορεύματα, δικαιώματα εκπομπής και/ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, με μοναδικό σκοπό την αντιστάθμιση εμπορικών κινδύνων των πελατών τους, όταν οι εν λόγω πελάτες είναι αποκλειστικά τοπικές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 35 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ και/ή επιχειρήσεις φυσικού αερίου όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ, και εφόσον οι πελάτες αυτοί κατέχουν από κοινού το 100 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου των εν λόγω προσώπων, ασκούν έλεγχο από κοινού και καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της παρούσας οδηγίας εάν παρέχουν οι ίδιοι αυτές τις επενδυτικές υπηρεσίες, ή

ε) 

επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά σε δικαιώματα εκπομπής και/ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, με μοναδικό σκοπό την αντιστάθμιση εμπορικών κινδύνων των πελατών τους, όταν οι πελάτες αυτοί είναι αποκλειστικά διαχειριστές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, και εφόσον οι πελάτες αυτοί κατέχουν από κοινού το 100 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου των ανωτέρω προσώπων, ασκούν έλεγχο από κοινού και καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της παρούσας οδηγίας εάν παρέχουν οι ίδιοι αυτές τις επενδυτικές υπηρεσίες.

2.  

Τα καθεστώτα των κρατών μελών επιβάλλουν στα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 απαιτήσεις οι οποίες είναι τουλάχιστον ανάλογες με τις ακόλουθες απαιτήσεις βάσει της παρούσας οδηγίας:

α) 

όροι και διαδικασίες αδειοδότησης και συνεχούς εποπτείας βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3, στα άρθρα 7 έως 10 και στα άρθρα 21, 22 και 23 και στις αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 89,

β) 

υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 7 και 10 και στο άρθρο 25 παράγραφοι 2, 5 και 6 και, εφόσον το εθνικό καθεστώς επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να διορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, στο άρθρο 29, καθώς και στα αντίστοιχα μέτρα εφαρμογής,

γ) 

οργανωτικές υποχρεώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 πρώτο, έκτο και έβδομο εδάφιο και στο άρθρο 16 παράγραφοι 6 και 7 και στις αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 89.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να καλύπτονται από σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αναγνωρισμένο σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να μην καλύπτονται από ένα τέτοιο σύστημα, εάν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης των προσώπων που εξαιρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη που ήδη διαθέτουν τέτοιες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις πριν από τις 2 Ιουλίου 2014 μπορούν, μέχρι τις 3 Ιουλίου 2019, να απαιτούν, όταν τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες της λήψης και διαβίβασης εντολών και/ή της παροχής επενδυτικών συμβουλών σχετικών με μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και ενεργούν ως διαμεσολαβητές με μια εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, να είναι τα εν λόγω πρόσωπα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνα μαζί με την εταιρεία διαχείρισης για τυχόν ζημίες του πελάτη σε σχέση με τις υπηρεσίες αυτές.

3.  
Τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία δυνάμει της παραγράφου 1 δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 αντιστοίχως ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.
4.  
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ ότι θα εφαρμόσουν τις προαιρετικές εξαιρέσεις του παρόντος άρθρου και εξασφαλίζουν ότι κάθε άδεια που χορηγούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 αναφέρει ότι χορηγείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
5.  
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ανάλογες προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 4

Ορισμοί

1.  

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1) 

«επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους και/ή η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν στον ορισμό των επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεις που δεν είναι νομικά πρόσωπα, εφόσον:

α) 

το νομικό τους καθεστώς διασφαλίζει επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των τρίτων ισοδύναμο με το προσφερόμενο από τα νομικά πρόσωπα και

β) 

υπόκεινται σε ισοδύναμη και προσαρμοσμένη στη νομική τους μορφή προληπτική εποπτεία.

Ωστόσο, εάν φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες που συνεπάγονται την κατοχή κεφαλαίων ή κινητών αξιών τρίτων, το πρόσωπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση επενδύσεων για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 μόνον εφόσον, με την επιφύλαξη των άλλων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το εν λόγω πρόσωπο πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

τα δικαιώματα κυριότητας των τρίτων επί των μέσων και των κεφαλαίων πρέπει να διασφαλίζονται, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης ή των ιδιοκτητών της, κατάσχεσης, συμψηφισμού ή κάθε άλλης προβολής αξιώσεων εκ μέρους των δανειστών της επιχείρησης ή των ιδιοκτητών της,

β) 

η επιχείρηση πρέπει να υπόκειται σε κανόνες εποπτείας της φερεγγυότητάς της και εκείνης των ιδιοκτητών της,

γ) 

οι ετήσιοι λογαριασμοί της επιχείρησης πρέπει να ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, νομιμοποιούνται να ελέγχουν λογαριασμούς,

δ) 

εάν η επιχείρηση έχει έναν μόνο ιδιοκτήτη, το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των επενδυτών σε περίπτωση παύσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης λόγω θανάτου ή ανικανότητάς του ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας κατάστασης,

2) 

«επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος I οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I.

Η Επιτροπή εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 89, που προσδιορίζουν:

α) 

τις συμβάσεις παράγωγου μέσου στις οποίες αναφέρεται το τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενεργειακών προϊόντων χονδρικής που πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση, και τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6,

β) 

τις συμβάσεις παράγωγου μέσου στις οποίες αναφέρεται το τμήμα Γ.7 του παραρτήματος I και έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,

γ) 

τις συμβάσεις παράγωγου μέσου στις οποίες αναφέρεται το τμήμα Γ.10 του παραρτήματος I και έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΣΠ ή ΜΟΔ,

3) 

«παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β του παραρτήματος I,

4) 

«επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα,

5) 

«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους,

6) 

«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,

7) 

«ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση, και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος,

8) 

«διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,

▼M8

8α) 

«αλλαγή χρηματοπιστωτικών μέσων»: η πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου και η αγορά άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου ή η άσκηση δικαιώματος αλλαγής σε σχέση με υφιστάμενο χρηματοπιστωτικό μέσο,

▼B

9) 

«πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες,

10) 

«επαγγελματίας πελάτης»: πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα II,

11) 

«ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης,

12) 

«αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ»: ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 33,

13) 

«μικρομεσαία επιχείρηση»: για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200 000 000  EUR με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη,

14) 

«οριακή εντολή» (limit order): εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα,

▼M9

15) 

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I, συμπεριλαμβανομένων των μέσων που εκδίδονται με τη χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού,

▼B

16) 

«συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου, αναφερόμενη στο τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση,

17) 

«μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής,

18) 

«διαχειριστής αγοράς»: πρόσωπο ή πρόσωπα που διευθύνουν και/ή διαχειρίζονται τις δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς και μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά,

19) 

«πολυμερές σύστημα» οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα,

20) 

«συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser): επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα.

O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετράται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετράται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός, ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής,

21) 

«ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια –κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων και/ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον τίτλο III της παρούσας οδηγίας,

22) 

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων –εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II της παρούσας οδηγίας,

23) 

«μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: πολυμερές σύστημα, άλλο από ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, και στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II της παρούσας οδηγίας,

24) 

«τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ,

25) 

«ρευστή αγορά»: αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:

α) 

μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων,

β) 

αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,

γ) 

μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο,

26) 

«αρμόδια αρχή»: η αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 67, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία,

27) 

«πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

28) 

«εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ),

29) 

«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνης επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, διαφημίζει τις επενδυτικές και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες,

30) 

«υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί· όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος μέλος από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα,

31) 

«ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10 % τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή,

32) 

«μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 9 και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ),

33) 

«θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 10 και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,

34) 

«όμιλος»: ο όμιλος κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ,

35) 

«στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

α) 

σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

β) 

«σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 22 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης· κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,

γ) 

δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου,

▼M6

36) 

«διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών γνωστοποίησης δεδομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 36α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα οποία έχουν την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας, και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της και περιλαμβάνουν πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας.

Για τα σημεία στα οποία η παρούσα οδηγία αναφέρεται στο διοικητικό όργανο και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι διοικητικές και εποπτικές λειτουργίες του διοικητικού οργάνου ανατίθενται σε διαφορετικά όργανα ή σε διαφορετικά μέλη ενός ενιαίου οργάνου, το κράτος μέλος προσδιορίζει τα όργανα ή τα μέλη του διοικητικού οργάνου που είναι υπεύθυνα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία,

37) 

«ανώτερα στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών γνωστοποίησης δεδομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 36α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της,

▼B

38) 

«αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν την εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερες τις πλευρές να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως,

39) 

«αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, τον χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν,

40) 

«τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:

α) 

τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας,

β) 

τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και

γ) 

υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις,

41) 

«άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο κατευθείαν (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά),

42) 

«πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων»: η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο,

►C1  43) 

«δομημένη κατάθεση»: κατάθεση όπως ορίζεται με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ◄  ( 7 ), πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τυχόν τόκοι ή ασφάλιστρα καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:

α) 

έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με έναν δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor,

β) 

ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων,

γ) 

ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων υλικών ή μη υλικών μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή

δ) 

μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών,

44) 

«κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:

α) 

μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές,

β) 

ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα για τέτοιες κινητές αξίες,

γ) 

κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμό με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ’ αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη,

▼M8

44α) 

«ρήτραπλήρους αποκατάστασης»: ρήτρα που αποσκοπεί στην προστασία του επενδυτή, διασφαλίζοντας ότι, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης ενός ομολόγου, ο εκδότης υποχρεούται να καταβάλει στον επενδυτή που κατέχει το ομόλογο ποσό ίσο με το άθροισμα της καθαρής παρούσας αξίας των υπόλοιπων πληρωμών τοκομεριδίων που αναμένονται μέχρι τη λήξη και του κεφαλαίου του προς εξόφληση ομολόγου,

▼B

45) 

«αποθετήρια έγγραφα»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη,

46) 

«διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ολόκληρη την ημέρα σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους,

47) 

«πιστοποιητικά»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

48) 

«δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

49) 

«παράγωγα»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

50) 

«παράγωγα επί εμπορευμάτων»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

51) 

«CCP»: ένας CCP (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

▼M6 —————

▼B

55) 

«κράτος μέλος καταγωγής»:

α) 

στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων:

i) 

εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

ii) 

εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,

iii) 

εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

β) 

στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή εάν, βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,

▼M6 —————

▼B

56) 

«κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και/ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές,

57) 

«επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε υπηρεσίες επενδύσεων ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων εάν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης,

58) 

«ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011,

▼M8

59) 

«παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα I μέρη I έως ΧΧ και XXIV/1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ), καθώς και με τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ),

▼B

60) 

«εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: οιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:

i) 

η Ένωση,

ii) 

ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,

iii) 

σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,

iv) 

εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,

v) 

ένα διεθνές χρηματοδοτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή

vi) 

η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

61) 

«κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: χρεωστικός τίτλος εκδοθείς από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων,

62) 

«σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:

α) 

παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και

β) 

επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών,

▼M8

62α) 

«ηλεκτρονική μορφή»: κάθε σταθερό μέσο εκτός από χαρτί,

▼M6 —————

▼M1

64) 

«κεντρικό αποθετήριο τίτλων» ή «ΚΑΤ»: κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014,

▼M8

65) 

«κατεξοχήν εμπορικός όμιλος»: κάθε όμιλος του οποίου η κύρια δραστηριότητα δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, ή η άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή η άσκηση δραστηριότητας υπό την ιδιότητα του ειδικού διαπραγματευτή σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων.

▼B

2.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για τον προσδιορισμό ορισμένων τεχνικών στοιχείων των ορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για να τους προσαρμόσει στις εξελίξεις της αγοράς, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την εμπειρία από συμπεριφορές που απαγορεύονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και για να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.



ΤΙΤΛΟΣ II

ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

Άρθρο 5

Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

1.  
Κάθε κράτος μέλος απαιτεί για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και/ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επαγγελματική βάση τη χορήγηση προηγούμενης άδειας, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67.
2.  
Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια σε κάθε διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή τους προς το παρόν κεφάλαιο.
3.  
Τα κράτη μέλη εγγράφουν σε μητρώο όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στην Ένωση. Ο εν λόγω κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες κάθε επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.

Όταν αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 στοιχεία β), γ) και δ), η εν λόγω ανάκληση παραμένει αναρτημένη στον κατάλογο επί πέντε έτη.

4.  

Κάθε κράτος μέλος απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων:

α) 

εάν είναι νομικά πρόσωπα, να έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στο ίδιο κράτος μέλος όπου έχουν και την καταστατική τους έδρα,

β) 

εάν δεν είναι νομικά πρόσωπα ή εάν είναι μεν νομικά πρόσωπα, αλλά βάσει του εθνικού τους δικαίου δεν έχουν καταστατική έδρα, να έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στο κράτος μέλος όπου όντως ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Άρθρο 6

Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

1.  
Το κράτος μέλος καταγωγής μεριμνά ώστε η άδεια λειτουργίας να προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η επιχείρηση επενδύσεων. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο τμήμα Β του Παραρτήματος I. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.
2.  
Επιχείρηση επενδύσεων που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορηγήσεως της αρχικής άδειας υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.
3.  
Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια, σε όλη την Ένωση, είτε ασκώντας το δικαίωμα εγκατάστασης, μεταξύ άλλων και υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

Άρθρο 7

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας

1.  
Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
2.  
Η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παρόν κεφάλαιο.
3.  
Ο αιτών ενημερώνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.
4.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίζει:

α) 

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

β) 

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 6 και τις πληροφορίες για τις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5,

γ) 

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, βάσει του άρθρου 10 παράγραφοι 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.  
H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 9 παράγραφος 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 8

Ανάκληση αδειών

Η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας επιχείρησης επενδύσεων εάν η επιχείρηση:

α) 

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν στο δίκαιο του οικείου κράτους μέλους προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β) 

έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

▼M4

γ) 

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα η συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ),

▼B

δ) 

έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι οποίες θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ε) 

εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο με το οποίο ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 9

Διοικητικό όργανο

1.  
Οι αρμόδιες αρχές για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 5 εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα διοικητικά όργανά τους συμμορφώνονται προς τα άρθρα 88 και 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΤ εγκρίνουν από κοινού τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 91 παράγραφος 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.  
Όταν οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 5, μπορούν να επιτρέπουν στα μέλη του διοικητικού οργάνου να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 91 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σε τακτική βάση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις άδειες αυτές.

Η ΕΑΤ και η ΕΑΚΑΑ συντονίζουν τη συλλογή των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και το άρθρο 91 παράγραφος 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε σχέση με τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

3.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης επενδύσεων προσδιορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη όσον αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στο πλαίσιο της επιχείρησης επενδύσεων και της πρόληψης συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.

Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει το άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο προσδιορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει:

α) 

την οργάνωση της επιχείρησης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εμπειρίας που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η επιχείρηση,

β) 

μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την επιχείρηση επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της επιχείρησης προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, όπου απαιτείται,

γ) 

μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.

Το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της επιχείρησης όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της επιχείρησης επενδύσεων και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

4.  
Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων τους στην επιχείρηση επενδύσεων, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο της εταιρείας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείρισή της και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.
5.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή όλα τα μέλη του διοικητικού της οργάνου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και να της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3.
6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 να διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητα μιας αιτούσας επιχείρησης επενδύσεων.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν άδεια σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι νομικά πρόσωπα διευθυνόμενα, σύμφωνα με το καταστατικό τους και την εθνική νομοθεσία, από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη απαιτούν:

α) 

την ύπαρξη εναλλακτικών ρυθμίσεων που να εξασφαλίζουν την ορθή και συνετή διαχείριση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς,

β) 

τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα να διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και να αφιερώνουν ικανό χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 10

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

1.  
Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων μέχρις ότου πληροφορηθούν την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών με ειδική συμμετοχή, φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.

Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

2.  
Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.
3.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της επιχείρησης επενδύσεων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.

Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αιτήσεις έκδοσης δικαστικών εντολών ή την επιβολή κυρώσεων κατά διευθυντών και διαχειριστών, ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη.

Άρθρο 11

Κοινοποίηση σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής

1.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή μαζί με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 % ή με αποτέλεσμα η επιχείρηση επενδύσεων να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως έγγραφη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 13 παράγραφος 4.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, να απευθύνει προηγουμένως γραπτή κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 % ή με αποτέλεσμα η επιχείρηση επενδύσεων να παύσει να είναι θυγατρική του.

Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

Όταν αξιολογούν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές που κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής και/ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος I, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.  

Οι σχετικές αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι:

α) 

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,

β) 

μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, ή

γ) 

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή έχει σημασία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

3.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν επιχείρηση επενδύσεων λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σχετικά.

Τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν επίσης στην αρμόδια αρχή τα ονόματα των μετόχων και μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και μελών ή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

4.  
Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν μέτρα, παρόμοια με τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 3, κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλουν, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακυρότητα ή την ακυρωσία των αντίστοιχων ψήφων.

Άρθρο 12

Περίοδος αξιολόγησης

1.  
Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αποκτώντα ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 («περίοδος αξιολόγησης»).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αποκτώντος, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2.  
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντος, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3.  

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή στην οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:

α) 

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης,

β) 

φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ ή 2013/36/ΕΕ.

4.  
Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος.
5.  
Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
6.  
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
7.  
Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή μεριδίων κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.
8.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καταρτίσει πλήρη κατάλογο των προβλεπόμενων στο άρθρο 13 παράγραφος 4 πληροφοριών που οι υποψήφιοι αποκτώντες μεριδίων συμμετοχής οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.  
H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τους όρους της διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών κατά το άρθρο11 παράγραφος 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Αξιολόγηση

1.  

Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντος στην επιχείρηση επενδύσεων, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος,

β) 

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής,

γ) 

την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την επιχείρηση επενδύσεων, για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,

δ) 

την ικανότητα της επιχείρησης επενδύσεων να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει άλλων οδηγιών, ιδίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών,

ε) 

το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 με τις οποίες αναπροσαρμόζονται τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.  
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.
3.  
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
4.  
Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αποκτώντος και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.
5.  
Παρά τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προθέσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια επιχείρηση επενδύσεων, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες αμερόληπτα.

Άρθρο 14

Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών

Η αρμόδια αρχή εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησής της, βάσει της οδηγίας 97/9/ΕΚ.

Η υποχρέωση του πρώτου εδαφίου εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

▼M4

Άρθρο 15

Αρχικό κεφάλαιο

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ), λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.

▼B

Άρθρο 16

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.  
Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 10 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 17.
2.  
Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της παρούσας οδηγίας, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.
3.  
Η επιχείρηση επενδύσεων καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.

Η επιχείρηση επενδύσεων που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει μια διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών που επιφέρει σε υπάρχοντα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν τα προωθήσει στην αγορά ή τα διανείμει σε πελάτες.

Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και εξασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται, καθώς και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

Η επιχείρηση επενδύσεων επανεξετάζει επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, με σκοπό να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο συνεχίζει να εξυπηρετεί τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.

Η επιχείρηση επενδύσεων που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Αν μια επιχείρηση επενδύσεων προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν κατασκευάζει η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

Αυτές οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη κάθε άλλης υποχρέωσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, την ταυτοποίηση και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

4.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί τα ευλόγως πρακτέα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και τακτική εκτέλεση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
5.  
Η επιχείρηση επενδύσεων εξασφαλίζει ώστε, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα των εποπτικών φορέων να εποπτεύουν τη συμμόρφωση της επιχείρησης με όλες τις υποχρεώσεις της.

Η επιχείρηση επενδύσεων οφείλει να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμόδιων αρχών να απαιτούν πρόσβαση στις επικοινωνίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας, για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται πάντοτε το απόρρητο των δεδομένων.

6.  
Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα και να προβαίνει σε ενέργειες για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, της οδηγίας 2014/57/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.
7.  
Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.

Οι εν λόγω τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν επίσης αυτές που αποσκοπούν σε συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμα και αν οι εν λόγω συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν καταλήγουν στην εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών.

Προς τούτο, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η επιχείρηση σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη εγκρίνεται ή επιτρέπεται από την επιχείρηση επενδύσεων.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων κοινοποιούν στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών.

Η κοινοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται μία φορά, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν παρέχουν από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.

Εντολές μπορούν να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως ταχυδρομικές επιστολές, τηλεομοιοτυπικά, ηλεκτρονικά μηνύματα ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ιδίως, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε προσωπικές συνομιλίες με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.

Η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποτρέπει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.

Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον εμπλεκόμενο πελάτη κατόπιν αιτήματος και φυλάσσονται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών και, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

8.  
Εάν κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης επενδύσεων, και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.
9.  
Εάν κατέχει κεφάλαια πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.
10.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.
11.  
Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα εφαρμόζει την υποχρέωση των παραγράφων 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν απαιτήσεις σε επιχειρήσεις επενδύσεων όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των διατάξεων των παραγράφων 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παράγραφο 12. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις επενδύσεων φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.

Η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν πρόσθετες απαιτήσεις που είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ, πριν από τις 2 Ιουλίου 2014 και εφόσον πληρούνται οι όροι που τίθενται στο άρθρο αυτό.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

12.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 89, για τον καθορισμό των συγκεκριμένων οργανωτικών προϋποθέσεων, οι οποίες καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 10 του παρόντος άρθρου, που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 41 για να παρέχουν/ασκούν τις διάφορες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμούς υπηρεσιών.

▼M8

Άρθρο 16α

Εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις παρακολούθησης προϊόντων

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξαιρούνται από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 δεύτερο έως πέμπτο εδάφιο και στο άρθρο 24 παράγραφος 2, όταν οι επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν αφορούν ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης ή όταν τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην αγορά ή διανέμονται αποκλειστικά σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους.

▼B

Άρθρο 17

Αλγοριθμικές συναλλαγές

1.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου, κατάλληλους για τις εργασίες που διεκπεραιώνει, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Μια τέτοια επιχείρηση χρησιμοποιεί επίσης αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή στους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτή συνδέεται. Η επιχείρηση επενδύσεων έχει καθιερώσει αποτελεσματικές διευθετήσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα συναλλαγών της και διασφαλίζει ότι τα συστήματά της έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.
2.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών σε κράτος μέλος, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της και του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλος ή συμμετέχουσα στον τόπο διαπραγμάτευσης.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει, σε τακτική ή σε ad-hoc βάση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που ακολουθεί, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα, τους βασικούς ελέγχους συμμόρφωσης και ελέγχους κινδύνου που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παραγράφου 1 και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος αρμόδιας αρχής τόπου διαπραγμάτευσης ως μέλος ή συμμετέχουσα του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την επιχείρηση επενδύσεων που πραγματοποιεί αλγοριθμικές συναλλαγές.

Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Μια επιχείρηση επενδύσεων που χρησιμοποιεί τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρεί, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων εντολών, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα διαθέτει στην αρμόδια αρχή εφόσον της ζητηθούν.

3.  

Μια επιχείρηση επενδύσεων που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές για να ακολουθήσει στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής:

α) 

διενεργεί αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης,

β) 

συνάπτει δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, τουλάχιστον, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σύμφωνα με το στοιχείο α), και

γ) 

εφαρμόζει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσει ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας του στοιχείου β) ανά πάσα στιγμή.

4.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 48 της παρούσας οδηγίας, μια επιχείρηση επενδύσεων που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε ένα ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, όταν διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε πλειάδα τόπων διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.
5.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ορθή αξιολόγηση και αναθεώρηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία, ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια, ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως και ότι με τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή να συμβάλλουν σε μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.

Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίζει ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η επιχείρηση επενδύσεων παρακολουθεί τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που μπορεί να σημαίνει κατάχρηση της αγοράς και η οποία πρέπει να αναφερθεί στην αρμόδια αρχή. Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας η επιχείρηση επενδύσεων υπέχει ευθύνη δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της και του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η επιχείρηση παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει, σε τακτική ή σε ad-hoc βάση, περιγραφή των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος μιας αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την επιχείρηση επενδύσεων.

Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

6.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως γενικό εκκαθαριστικό μέλος για άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για την επιχείρηση επενδύσεων και την αγορά. Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.
7.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α) 

τις λεπτομέρειες των οργανωτικών απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 6 και οι οποίες θα επιβληθούν στις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν διαφορετικές επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμούς αυτών των υπηρεσιών και/ή δραστηριοτήτων, όπου οι διευκρινίσεις που αφορούν τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 5 προσδιορίζουν συγκεκριμένες απαιτήσεις για την άμεση πρόσβαση στην αγορά και για την κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι έλεγχοι που εφαρμόζονται για την κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά είναι τουλάχιστον ισότιμοι με εκείνους που εφαρμόζονται για την άμεση πρόσβαση στην αγορά,

β) 

τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων θα υποχρεούται να συνάψει τη συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης στην οποία αναφέρεται το στοιχείο β) της παραγράφου 3, καθώς και το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών, περιλαμβανομένης της αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3,

γ) 

τις περιστάσεις που συνιστούν τις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 3, μεταξύ των οποίων περιστάσεις ακραίας μεταβλητότητας, πολιτικά και μακροοικονομικά ζητήματα, συστημικά και λειτουργικά ζητήματα, και συνθήκες που εμποδίζουν την επιχείρηση επενδύσεων να διατηρήσει συνετές πρακτικές διαχείρισης κινδύνου όπως ορίζεται στην παράγραφο 1,

δ) 

το περιεχόμενο και τον μορφότυπο της εγκεκριμένης μορφής στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο, καθώς και το χρονικό διάστημα για το οποίο πρέπει να διατηρούνται τα αρχεία αυτά από την επιχείρηση επενδύσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 18

Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ

1.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16, θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες δίκαιης και ομαλής διαπραγμάτευσης και καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών. Διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, μεταξύ των οποίων αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα πλαίσια των συστημάτων τους.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, ή να βεβαιώνονται ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του να μορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και με τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων.

3.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να καταρτίζουν, να δημοσιεύουν, να διατηρούν και να εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες οι οποίοι να διέπουν την πρόσβαση στο σύστημά τους.
4.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
5.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να συμμορφώνονται προς τα άρθρα 48 και 49 και να διαθέτουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις για να το πετύχουν.
6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να ενημερώνουν σαφώς τα μέλη ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του εν λόγω συστήματος. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ένα ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων του εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
7.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν να έχουν οι ΠΜΔ και οι ΜΟΔ τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους να έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.
8.  
Εάν κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
9.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να συμμορφώνονται αμέσως με κάθε εντολή της αρμόδιας γι’ αυτές αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2, για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου.
10.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να παρέχουν στην αρμόδια αρχή λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφοι 1, 4 και 5, κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων και/ή χρηστών τους. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή της αγοράς γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους ΠΜΔ και ΜΟΔ στην Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχει ένας ΠΜΔ ή ΜΟΔ και περιλαμβάνει τον μοναδικό κωδικό ταυτοποίησης του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ προς χρήση σε εκθέσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 10 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Ο κατάλογος επικαιροποιείται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.
11.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών πρότυπων για τον καθορισμό του περιεχομένου και της μορφής της περιγραφής και της γνωστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ

1.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, πέραν της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν τη συμμόρφωση των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ, με τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3.
3.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να διαθέτουν μηχανισμούς ώστε:

α) 

να έχουν κατάλληλα μέσα που να τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, να εφαρμόζουν κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,

β) 

να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων τους και

γ) 

να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένοι.

4.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα άρθρα 24 και 25, το άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 27 παράγραφοι 4 έως 10 και το άρθρο 28 δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές που συνάπτονται στη βάση των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ μελών του ΠΜΔ ή συμμετεχόντων σ’ αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σ’ αυτόν σε σχέση με τη χρήση του. Ωστόσο, τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σ’ αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.
5.  
Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

Άρθρο 20

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων και τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να διαθέτουν μηχανισμούς που να αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς.
2.  
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.

Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν δύναται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτει μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38).

3.  
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της κατάρτισης αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά τα μέσα κρατικούς/δημόσιους χρεωστικούς τίτλους για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά.
4.  
Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν τη λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας. Ένας ΜΟΔ δεν συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.
5.  
Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν συνδέεται στενά με την επιχείρηση επενδύσεων ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ να διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

Επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε μία ή και στις δυο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή ακύρωση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται,

β) 

όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφούται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 27.

Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και τι τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για σύστημα που κανονίζει συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.

Η υποχρέωση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27.

7.  
Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί, είτε όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς αιτείται άδεια για τη διαχείριση ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να αποσυρθεί και πότε και πώς δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην αρμόδια αρχή πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η αρμόδια αρχή επιβλέπει την κατάρτιση αντιστοιχισμένων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό από την επιχείρηση επενδύσεων ή το διαχειριστή αγοράς, ώστε να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση του με τον ορισμό της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και να εξασφαλίζει ότι η κατάρτιση αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.
8.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Όροι λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων



Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 21

Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να καταρτίσουν κατάλληλες μεθόδους για να παρακολουθούν κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με την κατά την παράγραφο 1 υποχρέωσή τους. Από τις επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτείται να γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους παρακολούθησης που προβλέπει η παρούσα παράγραφος.

Άρθρο 22

Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με τρόπο που τους επιτρέπει να εκτιμούν τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με αυτές τις υποχρεώσεις.

▼M6

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την αδειοδότηση και την εποπτεία των δραστηριοτήτων των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσιοποίησης συναλλαγών (ΕΜΗΔΗΣΥ), όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 με παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού ή των εγκεκριμένων μηχανισμών γνωστοποίησης συναλλαγών (ΕΜΗΓΝΩΣΥ) όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 36 του εν λόγω κανονισμού με παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού παρακολουθούν τις δραστηριότητες των εν λόγω ΕΜΗΔΗΣΥ ή των εν λόγω ΕΜΗΓΝΩΣΥ με τρόπο που τους επιτρέπει να εκτιμούν τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμούν τη συμμόρφωση των ΕΜΗΔΗΣΥ και των ΕΜΗΓΝΩΣΥ με αυτές τις υποχρεώσεις.

▼B

Άρθρο 23

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των ιδίων, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και των πελατών τους, ή μεταξύ δύο πελατών τους, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στη λήψη αντιπαροχών από τρίτους ή στα συστήματα αποδοχών της επιχείρησης επενδύσεων ή παροχής κινήτρων.
2.  
Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει κατά το άρθρο 16 παράγραφος 3 η επιχείρηση επενδύσεων για να προληφθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη τους δεν επαρκούν για να εξασφαλισθεί με εύλογη βεβαιότητα η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεασθούν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί σαφώς στον πελάτη τη γενική φύση και/ή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον μετριασμό αυτών των κινδύνων, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό του.
3.  

Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2:

α) 

πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο και

β) 

περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

4.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για:

α) 

τον καθορισμό των μέτρων που εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν, να διαχειρίζονται και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των διαφόρων επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμών αυτών των υπηρεσιών,

β) 

τον καθορισμό κατάλληλων κριτηρίων για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της επιχείρησης επενδύσεων.



Τμήμα 2

Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών

Άρθρο 24

Γενικές αρχές και πληροφόρηση των πελατών

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε επιχείρηση επενδύσεων να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της, και να συμμορφώνεται ιδίως με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.
2.  
Επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, εξασφαλίζουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών, ότι η στρατηγική για τη διανομή των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και ότι η επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί τα ευλόγως πρακτέα για να εξασφαλίσει ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο διανέμεται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

Μια επιχείρηση επενδύσεων κατανοεί τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία προσφέρει ή συνιστά, αξιολογεί τη συμβατότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών στους οποίους παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3, και εξασφαλίζει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.

3.  
Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.
4.  

Στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες παρέχεται εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:

α) 

κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη:

i) 

εάν οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι,

ii) 

εάν οι συμβουλές στηρίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων και, ιδίως, εάν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων, ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, που είναι τόσο στενές ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος εξασθένισης της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών,

iii) 

εάν η επιχείρηση επενδύσεων διαθέσει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στον εν λόγω πελάτη,

β) 

οι πληροφορίες για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω μέσα ή με την υιοθέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών και να αναφέρεται εάν το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη την προσδιορισμένη αγορά-στόχο σύμφωνα με την παράγραφο 2,

γ) 

οι πληροφορίες για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες που να σχετίζονται τόσο με τις επενδυτικές όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, περιλαμβάνοντας το κόστος των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, το κόστος του χρηματοπιστωτικού μέσου που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη, και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί ο πελάτης να το πληρώσει, περιλαμβάνοντας και όλες τις πληρωμές προς τρίτους.

Οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοπιστωτικό μέσο, και που δεν προκαλούνται από την εμφάνιση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, αθροίζονται για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος καθώς και το αθροιστικό αποτέλεσμά του στην απόδοση της επένδυσης και, αν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Εφόσον απαιτείται, οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, στη διάρκεια ισχύος της επένδυσης.

▼M8

Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν καθιστά δυνατή την εκ των προτέρων παράδοση πληροφοριών σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να παρέχει τέτοιου είδους πληροφορίες κόστους και επιβαρύνσεων είτε σε ηλεκτρονική μορφή είτε σε έντυπη μορφή, εφόσον το ζητήσει ιδιώτης πελάτης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) 

ο πελάτης έχει συμφωνήσει να λάβει τις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής·

ii) 

η επιχείρηση επενδύσεων έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει την ολοκλήρωση της συναλλαγής έως ότου ο πελάτης λάβει τις πληροφορίες.

Επιπροσθέτως προς τις απαιτήσεις του τρίτου εδαφίου, η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να λαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις τηλεφωνικώς πριν από τη σύναψη της συναλλαγής.

▼B

5.  
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 9 παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου είδους του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν τεκμηριωμένες επενδυτικές αποφάσεις. Τα κράτη μέλη μπορεί να ζητήσουν οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

▼M8

5α.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες όλες τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας σε ηλεκτρονική μορφή, εκτός εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης είναι ιδιώτης πελάτης ή δυνητικός ιδιώτης πελάτης που έχει ζητήσει να λαμβάνει τις πληροφορίες σε έντυπη μορφή, οπότε στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σε έντυπη μορφή και δωρεάν.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους ιδιώτες πελάτες ή τους δυνητικούς ιδιώτες πελάτες ότι έχουν την επιλογή να λαμβάνουν τις πληροφορίες σε έντυπη μορφή.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες που λαμβάνουν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας σε έντυπη μορφή σχετικά με το γεγονός ότι θα λαμβάνουν τις εν λόγω πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή τουλάχιστον οκτώ εβδομάδες πριν από την αποστολή των εν λόγω πληροφοριών σε ηλεκτρονική μορφή. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες ότι έχουν τη δυνατότητα είτε να συνεχίσουν να λαμβάνουν πληροφορίες σε έντυπη μορφή είτε να επιλέξουν να λαμβάνουν τις πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν επίσης τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες ότι θα υπάρξει αυτόματη μετάβαση σε ηλεκτρονική μορφή, εάν δεν ζητήσουν τη συνέχιση της παροχής των πληροφοριών σε έντυπη μορφή εντός της εν λόγω περιόδου των οκτώ εβδομάδων. Οι υφιστάμενοι ιδιώτες πελάτες που λαμβάνουν ήδη τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας σε ηλεκτρονική μορφή δεν χρειάζεται να ενημερώνονται.

▼B

6.  
Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά τις απαιτήσεις στο πεδίο της παροχής πληροφοριών, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με τις παραγράφους 3, 4 και 5 υποχρεώσεις.
7.  

Όταν η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων:

α) 

αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά και τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφορετικά ως προς τον τύπο και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι μπορούν να επιτευχθούν κατάλληλα οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη, και δεν πρέπει να περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται:

i) 

από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων ή από οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων ή

ii) 

από άλλες οντότητες με τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει τόσο στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως για παράδειγμα συμβατικές σχέσεις, ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος εξασθένισης της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών,

β) 

δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και να εξαιρούνται από το παρόν στοιχείο.

8.  
Κατά την παροχή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και να εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.
9.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θεωρείται ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 23 ή δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή ενός προσώπου για λογαριασμό του πελάτη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η πληρωμή ή το όφελος:

α) 

έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της ποιότητας της εν λόγω υπηρεσίας προς τον πελάτη και

β) 

δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με το καθήκον της να ενεργεί έντιμα, δίκαια και επαγγελματικά, σύμφωνα με τα συμφέροντα των πελατών της.

Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή του οφέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή, εάν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Αν συντρέχει περίπτωση, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για τη μεταβίβαση στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.

Η καταβολή αμοιβής ή οφέλους, που επιτρέπει ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως τα έξοδα φύλαξης, τα τέλη διακανονισμού και τα χρηματιστηριακά τέλη, τα ρυθμιστικά τέλη ή τα νομικά έξοδα, και η οποία δεν μπορεί από τη φύση της να οδηγήσει σε σύγκρουση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκειται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

▼M8

9α.  

τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παροχή έρευνας από τρίτους σε επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν διαχείριση χαρτοφυλακίου ή άλλες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες θα θεωρείται ότι πληροί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εάν:

α) 

πριν από την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης ή έρευνας, έχει συναφθεί συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του παρόχου έρευνας, στην οποία προσδιορίζεται το μέρος τυχόν συνδυασμένων επιβαρύνσεων ή από κοινού πληρωμών που αντιστοιχεί στην έρευνα·

β) 

η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τις από κοινού πληρωμές για υπηρεσίες εκτέλεσης και έρευνες που πραγματοποιούνται σε τρίτους παρόχους έρευνας· και

γ) 

η έρευνα για την οποία καταβάλλονται οι συνδυασμένες επιβαρύνσεις ή πραγματοποιείται η από κοινού πληρωμή αφορά εκδότες των οποίων η χρηματιστηριακή αξία κατά τη διάρκεια των 36 μηνών που προηγούνται της παροχής έρευνας δεν υπερβαίνει το 1 δισεκατομμύριο EUR, όπως προκύπτει από τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους κατά η διάρκεια των ετών κατά τα οποία είναι ή ήταν εισηγμένες ή από τα ίδια κεφάλαια κατά τη διάρκεια των οικονομικών ετών κατά τα οποία δεν είναι ή δεν ήταν εισηγμένες.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έρευνα νοείται ότι καλύπτει υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που αφορούν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, ή τους εκδότες ή εν δυνάμει εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι καλύπτει υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που συνδέονται στενά με έναν συγκεκριμένο κλάδο ή αγορά, ούτως ώστε να τεκμηριώνει απόψεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα περιουσιακά στοιχεία ή τους εκδότες στο πλαίσιο του εν λόγω κλάδου ή της εν λόγω αγοράς.

Η έρευνα περιλαμβάνει επίσης υλικό ή υπηρεσίες που συνιστούν ή υποδεικνύουν ρητώς ή σιωπηρώς μια επενδυτική στρατηγική και παρέχουν μια τεκμηριωμένη γνώμη σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή χρηματοπιστωτικών μέσων ή περιουσιακών στοιχείων, ή περιέχουν, υπό άλλη μορφή, ανάλυση και πρωτότυπες ιδέες, και καταλήγουν σε συμπεράσματα με βάση νέες ή υφιστάμενες πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τεκμηριωθεί μια επενδυτική στρατηγική και να είναι συναφής και ικανή να προσθέσει αξία στις αποφάσεις της επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό των πελατών που χρεώνονται για την εν λόγω έρευνα.

▼B

10.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες επενδύσεων σε πελάτες, διασφαλίζει ότι η απόδοση του προσωπικού της δεν αμείβεται ούτε αξιολογείται κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών της. Ιδίως, δεν προβαίνει σε καμία ρύθμιση υπό τη μορφή αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή υπό άλλη μορφή, που θα αποτελούσε κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η επιχείρηση επενδύσεων θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.
11.  
Εάν μια υπηρεσία επενδύσεων προσφέρεται σε συνδυασμό με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη εάν υπάρχει ή όχι η δυνατότητα αγοράς των διάφορων στοιχείων χωριστά και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.

Όταν οι κίνδυνοι που προκύπτουν από αυτή τη συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.

Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ, καταρτίζει το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016, και επικαιροποιεί περιοδικά, κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση και την εποπτεία των διασταυρούμενων πωλήσεων, προσδιορίζοντας ιδίως καταστάσεις στις οποίες οι πρακτικές των διασταυρούμενων πωλήσεων δεν συνάδουν με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1.

12.  
Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στο συγκεκριμένο κάθε φορά κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35 της παρούσας οδηγίας.

Η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν πρόσθετες απαιτήσεις που είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ, πριν από τις 2 Ιουλίου 2014, εφόσον πληρούνται οι όροι που τίθενται στο εν λόγω άρθρο.

13.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις αρχές του παρόντος άρθρου κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους, περιλαμβανομένων:

α) 

των όρων προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται οι πληροφορίες για να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές,

β) 

των λεπτομερειών που αφορούν το περιεχόμενο και τη μορφή των πληροφοριών προς πελάτες σε σχέση με την κατηγοριοποίηση των πελατών, τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις υπηρεσίες που παρέχουν, των χρηματοπιστωτικών μέσων, του κόστους και των επιβαρύνσεών τους,

γ) 

των κριτηρίων για την αξιολόγηση του φάσματος χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά,

δ) 

των κριτηρίων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων που λαμβάνουν αντιπαροχές προς την υποχρέωσή τους να ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον του πελάτη.

Κατά τη διατύπωση των απαιτήσεων για τις πληροφορίες επί των χρηματοπιστωτικών μέσων σε σχέση με το στοιχείο β) της παραγράφου 4, πρέπει να περιλαμβάνονται πληροφορίες για τη δομή του προϊόντος, εφόσον συντρέχει περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές τυποποιημένες πληροφορίες που ενδεχομένως απαιτούνται δυνάμει του ενωσιακού δικαίου.

14.  

Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 13 λαμβάνουν υπόψη:

α) 

τη φύση της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών που προσφέρονται ή παρέχονται στον πελάτη ή στον δυνητικό πελάτη, λαμβανομένων υπόψη του είδους, του αντικειμένου, του όγκου και της συχνότητας των συναλλαγών,

β) 

τη φύση και το φάσμα των προϊόντων που προσφέρονται ή προτείνονται συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών μέσων διαφορετικών τύπων,

γ) 

την κατηγορία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη (ιδιώτης ή επαγγελματίας) ή, στην περίπτωση των παραγράφων 4 και 5, την κατηγοριοποίησή τους ως επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων.

Άρθρο 25

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς πελάτες

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν, και να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές όταν τους ζητηθεί, ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων.
2.  
Όταν η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές συμβουλές ή διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους του, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορεί η επιχείρηση επενδύσεων να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και με τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές συμβουλές στο πλαίσιο των οποίων συστήνει πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 11, το συνολικό πακέτο είναι κατάλληλο για τον πελάτη.

▼M8

Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνουν την αλλαγή χρηματοπιστωτικών μέσων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις επενδύσεις του πελάτη και να αναλύουν το κόστος και τα οφέλη της αλλαγής χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τον πελάτη αν τα οφέλη της αλλαγής χρηματοπιστωτικών μέσων είναι μεγαλύτερα από το κόστος που συνεπάγεται η εν λόγω αλλαγή.

▼B

3.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παράγραφο 2, ζητούν από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τον συγκεκριμένο τύπο προσφερόμενου ή αιτούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορεί η επιχείρηση επενδύσεων να εκτιμήσει κατά πόσο η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν ενδείκνυται για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 11, στην αξιολόγηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο.

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων κρίνει, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, οφείλει να τον προειδοποιήσει σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

Εάν οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες δεν παράσχουν τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα τους, ή αν παράσχουν ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, η επιχείρηση επενδύσεων τους προειδοποιεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι σε θέση να κρίνει κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι κατάλληλα γι’ αυτούς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

4.  

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αυτές παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του πελάτη ή τη λήψη και διαβίβασή τους με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, εξαιρουμένης της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων όπως ορίζεται στο τμήμα Β.1 του παραρτήματος I που δεν περιλαμβάνονται σε υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και πιστωτικών διευκολύνσεων πελατών, να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν αναγκαστικά λάβει τις πληροφορίες ή καταλήξει στην κρίση που προβλέπονται στην παράγραφο 3, εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α) 

οι υπηρεσίες που σχετίζονται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:

i) 

μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών και εξαιρουμένων μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μη ΟΣΕΚΑ και μετοχών στις οποίες έχουν ενσωματωθεί παράγωγα,

ii) 

ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, ή σε ΠΜΔ, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί παράγωγα ή στις οποίες έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου,

iii) 

μέσα χρηματαγοράς, εξαιρουμένων εκείνων στα οποία ενσωματώνονται παράγωγα ή στα οποία έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου,

iv) 

μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕΚΑ εξαιρουμένων των δομημένων ΟΣΕΚΑ όπως αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (EE) αριθ. 583/2010,

v) 

δομημένες καταθέσεις, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου για την απόδοση ή το κόστος της πρόωρης εξόδου από το προϊόν,

vi) 

άλλα μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.

▼M3

Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, εάν πληρούνται οι απαιτήσεις και η διαδικασία του τρίτου και του τέταρτου εδαφίου.

Κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Επιτροπή εκδίδει αποφάσεις ισοδυναμίας σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 89α παράγραφος 2, δηλώνοντας εάν το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας εξασφαλίζει ότι μια ρυθμιζόμενη αγορά που έχει άδεια λειτουργίας στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα συμμορφώνεται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις, οι οποίες είναι, για τον σκοπό της εφαρμογής του εν λόγω στοιχείου, ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 από τον τίτλο III της παρούσας οδηγίας, από τον τίτλο II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και από την οδηγία 2004/109/ΕΚ και υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της τήρησης στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Η αρμόδια αρχή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας θα πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμο και παρέχει σχετικές πληροφορίες προς τον σκοπό αυτό.

Ένα τέτοιο νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο εφόσον πληροί τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) 

οι αγορές υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε συνεχή αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων,

ii) 

οι αγορές διαθέτουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση, ούτως ώστε αυτές οι κινητές αξίες να αποτελούν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες,

iii) 

οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε υποχρεώσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, και

iv) 

διασφαλίζονται η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς με την πρόληψη της κατάχρηση της αγοράς υπό τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

▼B

β) 

η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη,

γ) 

ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας η επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της υπηρεσίας που προσφέρονται ή παρέχονται και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή,

δ) 

η επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.

5.  
Η επιχείρηση επενδύσεων τηρεί αρχείο όπου περιλαμβάνονται το ή τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων και που αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους άλλους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.
6.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη επαρκώς, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις υπηρεσίες που του παρέχει. Στις αναφορές αυτές περιλαμβάνονται περιοδικές ανακοινώσεις προς τους πελάτες, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της πολυπλοκότητας των συναφών χρηματοπιστωτικών μέσων και της φύσης της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει η περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών και των υπηρεσιών που εκτελούνται ή παρέχονται για λογαριασμό του.

Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον πελάτη, πριν από τη συναλλαγή, δήλωση σχετικά με την καταλληλότητα σε σταθερό μέσο, όπου προσδιορίζονται οι συμβουλές που δόθηκαν και ο τρόπος με τον οποίο οι παρεχόμενες συμβουλές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν καθιστά δυνατή την εκ των προτέρων παράδοση της δήλωσης καταλληλότητας, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να παρέχει τη γραπτή δήλωση σχετικά με την καταλληλότητα σε σταθερό μέσο, αμέσως μόλις ο πελάτης δεσμευθεί με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, και

β) 

η επιχείρηση επενδύσεων έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, ώστε να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας πριν από την ολοκλήρωσή της.

Αν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική έκθεση περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

7.  
Αν μια πιστωτική συμφωνία που σχετίζεται με στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία υπόκειται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας για καταναλωτές που καθορίζεται στην οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ), έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της πιστωτικής συμφωνίας και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν την πιστωτική συμφωνία η οποία σχετίζεται με τη στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, ούτως ώστε το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η υπηρεσία αυτή δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.
8.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις αρχές που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας ή της συμβατότητας των υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών μέσων για τους πελάτες τους, των κριτηρίων για την αξιολόγηση μη πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) σημείο vi) του παρόντος άρθρου, του περιεχομένου και της μορφής των αρχείων και συμφωνιών για την παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες και των περιοδικών εκθέσεων στους πελάτες για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις λαμβάνουν υπόψη:

α) 

τη φύση της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών που προσφέρονται ή παρέχονται στον πελάτη ή στο δυνητικό πελάτη, έχοντας υπόψη το είδος, το αντικείμενο, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών,

β) 

τη φύση των προϊόντων που προσφέρονται ή προτείνονται, περιλαμβανομένων των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων,

γ) 

την κατηγορία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη (ιδιώτης ή επαγγελματίας) ή, στην περίπτωση της παραγράφου 6, την κατηγοριοποίησή τους ως επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων.

9.  
Η ΕΑΚΑΑ εγκρίνει, το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016, κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν κριτήρια για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1.
10.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016, και επικαιροποιεί περιοδικά, κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση των:

α) 

χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία έχουν ενσωματωθεί μέσα που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α) σημεία ii) και iii),

β) 

δομημένων καταθέσεων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου από την απόδοση ή το κόστος πρόωρης εξόδου από το προϊόν, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α) σημείο v).

11.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει, και να επικαιροποιεί περιοδικά, κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση χρηματοπιστωτικών μέσων που ταξινομούνται ως μη περίπλοκα για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) σημείο vi), λαμβάνοντας υπόψη τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που έχουν εγκριθεί δυνάμει της παραγράφου 8.

Άρθρο 26

Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η τελευταία αυτή επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων μέσω της οποίας μεταφέρονται οι οδηγίες παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

Η επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη με τον τρόπο αυτόν μπορεί επίσης να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή έχουν δοθεί στον πελάτη από άλλη επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων μέσω της οποίας μεταφέρονται οι οδηγίες παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.

Η επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής, βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 27

Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν επαρκή μέτρα ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, της πιθανότητας εκτέλεσης και διακανονισμού, του όγκου, της φύσης και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Μολαταύτα, όταν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και το κόστος που συνδέεται με την εκτέλεση, που περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, στα οποία περιλαμβάνονται τα τέλη που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης, τα τέλη εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλες οι λοιπές αμοιβές που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.

Για τους σκοπούς της επίτευξης του βέλτιστου αποτελέσματος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός ανταγωνιστικοί τόποι για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο, προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα για τον πελάτη που θα επιτυγχάνονταν με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της επιχείρησης επενδύσεων και μπορούν να εκτελέσουν τη σχετική εντολή, στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισπράττει η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

2.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει καμία αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 16 παράγραφος 3 και στα άρθρα 23 και 24.
3.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στη σχετική με τις συναλλαγές υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 από κάθε τόπο διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικό εσωτερικοποιητή και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, από κάθε τόπο εκτέλεσης, να διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στον συγκεκριμένο τόπο σε τουλάχιστον ετήσια βάση και, μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων να πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τις τιμές, το κόστος, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

▼M8

Η απαίτηση περιοδικής υποβολής εκθέσεων στο κοινό που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο δεν ισχύει έως τις 28 Φεβρουαρίου 2023. Η Επιτροπή επανεξετάζει ενδελεχώς την καταλληλότητα των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Φεβρουαρίου 2022.

▼B

4.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Ιδίως, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
5.  
Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή τόπου εκτέλεσης. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί συστηματικά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών των πελατών.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Οι εν λόγω πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν εκ των προτέρων τη συναίνεση των πελατών τους σχετικά με την εν λόγω πολιτική εκτέλεσης εντολών.

Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών των πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ιδίως, να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τη δυνατότητα αυτή. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών τους προτού εκτελέσουν εντολές πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εξασφαλίζουν την εν λόγω συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.

6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών να συνοψίζουν και να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών, στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης.

▼M8

Η Επιτροπή επανεξετάζει ενδελεχώς την καταλληλότητα των απαιτήσεων υποβολής περιοδικών εκθέσεων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Φεβρουαρίου 2022.

▼B

7.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζουν και – όπου συντρέχει λόγος – να θεραπεύουν τυχόν ελλείψεις. Ιδίως, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξετάζουν σε τακτική βάση αν οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους ή αν χρειάζεται να επιφέρουν αλλαγές στις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 3 και 6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ειδοποιούν τους πελάτες με τους οποίους έχουν διαρκή πελατειακή σχέση, για κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών.
8.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να είναι σε θέση να αποδείξουν στους πελάτες τους, αν αυτοί το ζητήσουν, ότι έχουν εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί η επιχείρηση επενδύσεων και να αποδείξουν στην αρμόδια αρχή, αν αυτή το ζητήσει, τη συμμόρφωσή τους με το παρόν άρθρο.
9.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με:

α) 

τα κριτήρια προσδιορισμού της σχετικής σπουδαιότητας των διάφορων παραγόντων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 για τον προσδιορισμό του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος λαμβανομένου υπόψη του όγκου και του είδους της εντολής και της κατηγορίας (ιδιώτης ή επαγγελματίας) του πελάτη,

β) 

τους παράγοντες που μπορεί να συνεκτιμά μια επιχείρηση επενδύσεων όταν επανεξετάζει τις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ενδέχεται να ενδείκνυται η τροποποίηση των ρυθμίσεων αυτών. Ιδίως, τους παράγοντες προσδιορισμού των τόπων που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξασφαλίζουν συστηματικά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών,

γ) 

τη φύση και την έκταση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους πελάτες κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 5 σχετικά με τις πολιτικές εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν.

10.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει:

α) 

το συγκεκριμένο περιεχόμενο, τη μορφή και την περιοδικότητα των δεδομένων που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, λαμβάνοντας υπόψη την κατηγορία του τόπου εκτέλεσης και τον τύπο του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου,

β) 

το περιεχόμενο και τη μορφή των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 28

Κανόνες χειρισμού των εντολών πελατών

1.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζουν διαδικασίες και μηχανισμούς που εγγυώνται την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών, σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων.

Οι εν λόγω διαδικασίες ή μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση κατά τα άλλα συγκρίσιμων εντολών πελατών με βάση τον χρόνο λήψης τους από την επιχείρηση επενδύσεων.

2.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει, εκτός εάν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβουν μέτρα για να διευκολύνουν την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής ανακοινώνοντας αμέσως δημόσια την οριακή εντολή του πελάτη με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους αυτή διαβιβάζοντας την εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να αίρει την υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής η οποία είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
3.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με μέτρα που καθορίζουν:

α) 

τους όρους και τη φύση των διαδικασιών και μηχανισμών που επιτρέπουν την άμεση, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών, καθώς και τις καταστάσεις στις οποίες, ή τα είδη συναλλαγών για τα οποία, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν εύλογα να αποκλίνουν από την άμεση εκτέλεση προκειμένου να επιτύχουν πιο ευνοϊκούς όρους για τους πελάτες,

β) 

τις διάφορες μεθόδους με τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να ανακοινώσει στην αγορά τις μη άμεσα εκτελέσιμες οριακές εντολές πελατών της.

Άρθρο 29

Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους

1.  
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους για την προώθηση των υπηρεσιών τους, για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών ή τη λήψη εντολών από πελάτες και δυνητικούς πελάτες και τη διαβίβασή τους, για την τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και για την παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και υπηρεσίες που προσφέρει η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων.
2.  
Όταν επιχείρηση επενδύσεων αποφασίζει να ορίσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, τα κράτη μέλη απαιτούν να εξακολουθεί αυτή να ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου αντιπροσώπου όταν αυτός ενεργεί για λογαριασμό της. Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να εξασφαλίζει ότι ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος γνωστοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί και την επιχείρηση επενδύσεων την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρχεται σε επαφή με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού συναλλαγεί μαζί του.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 6, 8 και 9, στους εγγεγραμμένους στην επικράτειά τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους να κατέχουν χρήματα και/ή χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών για λογαριασμό και υπό την πλήρη ευθύνη της επιχείρησης επενδύσεων, για λογαριασμό της οποίας δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους ή, σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριοποίησης, στο έδαφος κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου επιτρέπει στους συνδεδεμένους αντιπροσώπους να κατέχουν χρήματα πελατών.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ελέγχουν τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους, ώστε να εξασφαλίζουν ότι εξακολουθούν να συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία όταν ενεργούν μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

3.  
Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της παραπομπές ή υπερσυνδέσμους προς τα δημόσια μητρώα που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί για εγγραφή στο δημόσιο μητρώο μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι έχουν επαρκώς καλή φήμη και τις κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που τους επιτρέπουν να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι, εφόσον υπόκεινται στον κατάλληλο έλεγχο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επαληθεύουν κατά πόσο οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που έχουν ορίσει έχουν επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν τις γνώσεις και τις ικανότητες που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο.

Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Η πρόσβαση του κοινού σε αυτό είναι ελεύθερη.

4.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους να λαμβάνουν επαρκή μέτρα ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στην παρούσα οδηγία δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που ασκεί αυτός για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται με επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα, ενώσεις τέτοιων οντοτήτων και άλλους φορείς για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε μητρώα και την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3. Ιδίως, η εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων μπορεί να γίνεται από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, ενώσεις τέτοιων οντοτήτων και άλλους φορείς υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής.

5.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν μόνο συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγγεγραμμένους στα δημόσια μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
6.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις αυστηρότερες από τις οριζόμενες στο παρόν άρθρο ή να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις για τους εγγεγραμμένους εντός του χώρου δικαιοδοσίας των συνδεδεμένους αντιπροσώπους.

▼M8

Άρθρο 29α

Παροχή υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες

1.  
Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο γ) δεν ισχύουν για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες εκτός των επενδυτικών συμβουλών και της διαχείρισης χαρτοφυλακίου.
2.  
Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και στο άρθρο 25 παράγραφος 6 δεν ισχύουν για υπηρεσίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες, εκτός εάν οι εν λόγω πελάτες ενημερώσουν εγγράφως την επιχείρηση επενδύσεων είτε σε ηλεκτρονική είτε σε έντυπη μορφή ότι επιθυμούν να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που προβλέπονται στις συγκεκριμένες διατάξεις.
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχείο των ανακοινώσεων πελατών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

▼B

Άρθρο 30

Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους

▼M8

1.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών και/ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και/ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές έχουν τη δυνατότητα να διακανονίζουν ή να διενεργούν συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφωθούν με το άρθρο 24, εξαιρουμένης της παραγράφου 5α, το άρθρο 25, το άρθρο 27 και το άρθρο 28 παράγραφος 1 όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.

▼B

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

2.  
Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους ΟΣΕΚΑ και τις εταιρείες διαχείρισής τους, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις εταιρείες διαχείρισής τους, τους άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης ή εθνικού δικαίου κράτους μέλους, τις εθνικές κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα γραφεία τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, τις κεντρικές τράπεζες και τους υπερεθνικούς οργανισμούς.

Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.

3.  
Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους άλλες επιχειρήσεις που πληρούν προκαθορισμένες αναλογικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων και ποσοτικών ορίων. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία οι δυνητικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι σε τόπους διαφορετικών δικαιοδοσιών, η επιχείρηση επενδύσεων αποδέχεται το καθεστώς της άλλης επιχείρησης όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία ή τις πράξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης της επιχείρησης αυτής.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επιχείρηση επενδύσεων, όταν διενεργεί συναλλαγές με τέτοιες επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, να λαμβάνει από το δυνητικό της αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν να λαμβάνεται η επιβεβαίωση αυτή είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

4.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους οντότητες τρίτων χωρών ισοδύναμες με τις κατηγορίες οντοτήτων που μνημονεύονται στην παράγραφο 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους επιχειρήσεις τρίτων χωρών όπως εκείνες της παραγράφου 3 υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.

5.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό:

α) 

των διαδικασιών αίτησης μεταχείρισης ως πελατών σύμφωνα με την παράγραφο 2,

β) 

των διαδικασιών λήψης της ρητής επιβεβαίωσης από τους δυνητικούς αντισυμβαλλομένους σύμφωνα με την παράγραφο 3,

γ) 

των προκαθορισμένων αναλογικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτικών ορίων, που επιτρέπουν την αντιμετώπιση μιας επιχείρησης ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με την παράγραφο 3.



Τμήμα 3

Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς

Άρθρο 31

Έλεγχος της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και με άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να δημιουργούν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών του με τους κανόνες του. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων του, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.

Οι αρμόδιες αρχές των επιχειρήσεων επενδύσεων και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών όσον αφορά τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η αρμόδια αρχή πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

3.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη των καταχρήσεων της αγοράς αρχή και να της παρέχουν αμέριστη βοήθεια στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.
4.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89, για τον προσδιορισμό των περιστάσεων οι οποίες επιβάλλουν την απαίτηση πληροφόρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 32

Αναστολή και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ

1.  
Με την επιφύλαξη του δικαιώματος της αρμόδιας αρχής, κατά το άρθρο 69 παράγραφος 2, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, μια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, οι οποίοι αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας και τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν τις σχετικές αποφάσεις στην αρμόδια αρχή.

Η αρμόδια αρχή, στης οποίας τη δικαιοδοσία αποφασίστηκε η αναστολή ή η διαγραφή, απαιτεί επιπλέον από τις ρυθμιζόμενες αγορές, εκτός των ΠΜΔ, των ΜΟΔ και των συστηματικών εσωτερικοποιητών που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας και σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Η αρμόδια αρχή αμέσως δημοσιοποιεί και κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.

Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, στις οποίες έχει κοινοποιηθεί η απόφαση, απαιτούν από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ, και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I που σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Κάθε αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει την κοινοποίηση διαβιβάζει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβάνοντας και μια αιτιολόγηση, αν ελήφθη απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μη διαγραφεί το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα αναφερόμενα στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I παράγωγα τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I και που συνδέονται με αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή το έχουν ως σημείο αναφοράς.

Η διαδικασία κοινοποίησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή ή απόσυρση από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I και που συνδέονται με αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή το έχουν ως σημείο αναφοράς λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιγ) και ιδ).

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή της υποχρέωσης αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής των παραγώγων αυτών από τη διαπραγμάτευση, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες η σύνδεση μεταξύ ενός παραγώγου όπως αναφέρεται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I και που σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς χρηματοπιστωτικό μέσο η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή το ίδιο διαγράφεται, και του αρχικού χρηματοπιστωτικού μέσου, συνεπάγεται ότι η διαπραγμάτευση του παραγώγου πρέπει επίσης να ανασταλεί ή το παράγωγο να διαγραφεί, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  
H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τη μορφή και τον χρόνο των κοινοποιήσεων και της δημοσιοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με τον καθορισμό των συνθηκών που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.



Τμήμα 4

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

Άρθρο 33

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

1.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή καταγωγής του αίτηση καταχώρισης του ΠΜΔ ως αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ.
2.  
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή καταγωγής μπορεί να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ αν η αρμόδια αρχή λάβει την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και θεωρήσει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 3.
3.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΠΜΔ υπόκεινται σε αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:

α) 

τουλάχιστον 50 % των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εισάγονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ είναι ΜΜΕ κατά τον χρόνο που το ΠΜΔ καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος,

β) 

ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική εισαγωγή προς διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,

γ) 

κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής είτε ενημερωτικό δελτίο, εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική εισαγωγή του χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ,

δ) 

υπάρχει κατάλληλη διαρκής περιοδική χρηματοπιστωτική έκθεση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, π.χ. ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις,

ε) 

εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014,

στ) 

η κανονιστική πληροφόρηση σχετικά με τους εκδότες και την αγορά αποθηκεύεται και διαδίδεται δημόσια,

ζ) 

υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποτροπή και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

4.  
Τα κριτήρια της παραγράφου 3 δεν θίγουν τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Επίσης, δεν αποτρέπουν την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΠΜΔ από την επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.
5.  

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή καταγωγής μπορεί να διαγράψει από το μητρώο έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

α) 

η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται την αγορά αιτείται τη διαγραφή του,

β) 

οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ.

6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή καταγωγής καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ βάσει του παρόντος άρθρου, να ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, τον οποίο και επικαιροποιεί.
7.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, στην περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε μία αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, το χρηματοπιστωτικό μέσο να μπορεί επίσης να διαπραγματεύεται σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση, ως προς την εν λόγω αγορά ΜΜΕ.
8.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με την περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα μέτρα λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη διατήρησης υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών για την προώθηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις εν λόγω αγορές, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον διοικητικό φόρτο για τους εκδότες στην αγορά, καθώς και ότι δεν αποφασίζονται διαγραφές ούτε απορρίπτονται καταχωρίσεις ως αποτέλεσμα μιας απλώς προσωρινής αδυναμίας εκπλήρωσης των προϋποθέσεων της παραγράφου 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

▼M5

9.  
Η Επιτροπή συστήνει ομάδα εμπειρογνωμόνων των ενδιαφερομένων μερών έως την 1η Ιουλίου 2020, για να παρακολουθεί τη λειτουργία και τις επιδόσεις των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ. Έως την 1η Ιουλίου 2021, η ομάδα εμπειρογνωμόνων ενδιαφερομένων μερών δημοσιεύει τα πορίσματά της.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων

Άρθρο 34

Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων

1.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες και/ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός τους, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία και/ή δραστηριότητα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

2.  

Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή να ασκήσει δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της:

α) 

το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,

β) 

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τους όρους του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1. Κατόπιν αυτού, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.
4.  
Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.
5.  
Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του την ταυτότητα των εν λόγω αντιπροσώπων.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες.

6.  
Χωρίς άλλη νομοθετική ή διοικητική απαίτηση, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ να εγκαθιστούν στο έδαφός τους κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.
7.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να εγκαταστήσει την υποδομή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ο ΠΜΔ ή ο ΜΟΔ σκοπεύει να εγκαταστήσει τις υποδομές.

H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

8.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4, 5 και 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.  
►C3  Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες διαβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3, 4, 5 και 7. ◄

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

1.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται στο έδαφός τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την οδηγία 2013/36/ΕΕ μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος άλλο του κράτους μέλους καταγωγής, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία και/ή δραστηριότητα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις, εκτός από όσες επιτρέπονται σύμφωνα με την παράγραφο 8, στην οργάνωση και τη λειτουργία των υποκαταστημάτων για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

2.  

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά,

β) 

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται,

γ) 

στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων,

δ) 

στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης του/των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της επιχείρησης επενδύσεων,

ε) 

τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και

στ) 

τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο του κράτους μέλους καταγωγής της, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος μέλος, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

3.  
Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχείρησης επενδύσεων, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, εντός τριών μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 και ενημερώνει σχετικά την επιχείρηση επενδύσεων.
4.  
Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων είναι μέλος σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.
5.  
Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
6.  
Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
7.  
Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους καταγωγής για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και/ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λόγους να αμφιβάλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, εντός τριών μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα.

Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα υποκαταστήματα.

8.  
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα εντός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 14 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με τα μέτρα που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος υποδοχής κατ’ εφαρμογή τους όπου το επιτρέπει το άρθρο 24 παράγραφος 12.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 14 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους όσον αφορά τις υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες που παρέχει στο έδαφός του το υποκατάστημα.

9.  
Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι, αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφός του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.
10.  
Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει γραπτώς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.
11.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4, 7 και 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

12.  
►C3  Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες διαβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3, 4, 7 και 10. ◄

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 36

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές

1.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων άλλων κρατών μελών οι οποίες έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό να έχουν το δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους ή να έχουν πρόσβαση σε αυτές, με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους:

α) 

άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων στα κράτη μέλη υποδοχής,

β) 

αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στο κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, εάν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

2.  
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν το δικαίωμα της παραγράφου 1 συμπληρωματικές κανονιστικές ή διοικητικές απαιτήσεις όσον αφορά τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 37

Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος εκκαθάρισης

1.  
Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη μέλη να έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού στο έδαφός τους για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

Τα κράτη μέλη απαιτούν η άμεση ή έμμεση πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα συστήματα αυτά να υπόκειται στα ίδια διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια χωρίς διακρίσεις όπως αυτά που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους. Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν τη χρήση των συστημάτων αυτών στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στο έδαφός τους.

2.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν οι ρυθμιζόμενες αγορές στο έδαφός τους να προσφέρουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα οι οποίες διενεργούνται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής απαιτούνται για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής,

β) 

η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της ρυθμιζόμενης αγοράς αναγνωρίζει ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που επιλέγει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η εν λόγω εκτίμηση της αρμόδιας αρχής της ρυθμιζόμενης αγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως εποπτών των συστημάτων διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς, ώστε να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας.

Άρθρο 38

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού ως προς τους ΠΜΔ

1.  
Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση και/ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.
2.  
Η αρμόδια αρχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης και/ή συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 37 παράγραφος 2 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

Για να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που διαθέτουν αρμοδιότητα για τα εν λόγω συστήματα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών



Τμήμα 1

Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος

Άρθρο 39

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

1.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στο έδαφός τους επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II, να εγκαταστήσει για τον σκοπό αυτό υποκατάστημα στο έδαφός τους.
2.  

Όταν κράτος μέλος απαιτεί από επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να προχωρήσει στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός του να εγκαταστήσει υποκατάστημα, το υποκατάστημα λαμβάνει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεύεται στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας, με την οποία η αρμόδια αρχή έχει λάβει δεόντως υπόψη τυχόν συστάσεις της FATF για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,

β) 

έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα και της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,

γ) 

το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο,

δ) 

ορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1,

ε) 

η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με το κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών,

στ) 

η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωρισθεί σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ.

3.  
Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να εγκαταστήσει υποκατάστημα.

Άρθρο 40

Υποχρέωση ενημέρωσης

Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος ενός κράτους μέλους μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους, τα εξής:

α) 

το όνομα της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι υπεύθυνες περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων,

β) 

όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής οιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους,

γ) 

τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 9 παράγραφος 1,

δ) 

πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.

▼M4

Άρθρο 41

Χορήγηση της άδειας λειτουργίας

1.  

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει ή σκοπεύει να εγκαταστήσει το υποκατάστημά της χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πειστεί:

α) 

ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 39 και

β) 

ότι το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, αν της έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή όχι.

2.  

Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζουν τα άρθρα 16 έως 20, τα άρθρα 23, 24, 25 και 27, το άρθρο 28 παράγραφος 1 και τα άρθρα 30, 31 και 32 της παρούσας οδηγίας, όπως επίσης τα άρθρα 3 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος όπου χορηγείται η άδεια λειτουργίας.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στην οργάνωση και τη λειτουργία των υποκαταστημάτων για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και δεν μεταχειρίζονται οποιοδήποτε υποκατάστημα επιχειρήσεων τρίτων χωρών ευνοϊκότερα από τις ενωσιακές επιχειρήσεις.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ, σε ετήσια βάση, τον κατάλογο των υποκαταστημάτων επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει σε ετήσια βάση κατάλογο των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της επωνυμίας της επιχείρησης τρίτης χώρας στην οποία ανήκει το υποκατάστημα.

3.  

Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποβάλλει στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 τις ακόλουθες πληροφορίες σε ετήσια βάση:

α) 

την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από το υποκατάστημα στο εν λόγω κράτος μέλος·

β) 

για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που εκτελούν τη δραστηριότητα που απαριθμείται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 3), το μηνιαίο ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμά τους σε αντισυμβαλλόμενους από την ΕΕ,

γ) 

για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν μία ή αμφότερες τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 6), τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την ΕΕ, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους 12 μήνες,

δ) 

τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ε) 

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των επενδυτών που διατίθενται στους πελάτες του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πελατών αυτών που προκύπτουν από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο στ),

στ) 

την πολιτική τους για τη διαχείριση κινδύνων και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται από το υποκατάστημα για τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α),

ζ) 

τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,

η) 

κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.

4.  

Κατόπιν αιτήματος, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ:

α) 

όλες τις άδειες λειτουργίας για τα υποκαταστήματα που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 1 και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή αυτών των αδειών,

β) 

την κλίμακα και το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από εξουσιοδοτημένο υποκατάστημα στο κράτος μέλος,

γ) 

τον κύκλο εργασιών και τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο β),

δ) 

την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

5.  
Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές των οντοτήτων που αποτελούν μέλη του ίδιου ομίλου στον οποίο ανήκουν τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του εν λόγω ομίλου στην Ένωση υπόκεινται σε πλήρη, συνεπή και αποτελεσματική εποπτεία, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, την οδηγία 2013/36/ΕΕ και την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034.
6.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του μορφότυπου με τον οποίο πρέπει να υποβάλλονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 42

Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη κατά την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ένωση, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας δυνάμει του άρθρου 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης που αφορά ειδικά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας.

Με την επιφύλαξη των σχέσεων εντός του ομίλου, όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας, μεταξύ άλλων μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της ή που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτή την επιχείρηση τρίτης χώρας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό αυτής της οντότητας, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ένωση, δεν θα θεωρείται υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

2.  
Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 πρωτοβουλία πελάτη δεν δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος, στις περιπτώσεις που απαιτείται από το εθνικό δίκαιο να υπάρχει υποκατάστημα.

▼B



Τμήμα 2

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

Άρθρο 43

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

Η αρμόδια αρχή η οποία χορήγησε σε επιχείρηση τρίτης χώρας άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 41, μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εάν η επιχείρηση:

α) 

δεν κάνει χρήση της άδειας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εξάμηνο, εκτός εάν στο δίκαιο του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει,

β) 

έλαβε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ) 

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

δ) 

έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας και εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών,

ε) 

εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο με το οποίο ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.



ΤΙΤΛΟΣ III

ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

Άρθρο 44

Άδεια λειτουργίας και εφαρμοστέο δίκαιο

1.  
Τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς μόνο σε συστήματα που συνάδουν με τον παρόντα τίτλο.

Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς χορηγείται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πειστεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του παρόντος τίτλου.

Προκειμένου περί ρυθμιζόμενης αγοράς που αποτελεί νομικό πρόσωπο και που τη διαχειρίζεται ή την εκμεταλλεύεται διαχειριστής αγοράς άλλος από την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά, τα κράτη μέλη ορίζουν τον τρόπο επιμερισμού των διαφόρων υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία στον διαχειριστή αγοράς, μεταξύ της ρυθμιζόμενης αγοράς και του διαχειριστή αγοράς.

Ο διαχειριστής αγοράς παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο περιγράφονται μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπουμένων επιχειρηματικών πράξεων και η οργανωτική δομή, οι οποίες είναι αναγκαίες για να πειστεί η αρμόδια αρχή ότι η ρυθμιζόμενη αγορά έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος τίτλου.

2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν να ασκεί ο διαχειριστής αγοράς τα καθήκοντά του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τακτικά τη συμμόρφωση των ρυθμιζόμενων αγορών προς τον παρόντα τίτλο. Διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο.
3.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο διαχειριστής αγοράς να είναι υπεύθυνος να εξασφαλίζει ότι η ρυθμιζόμενη αγορά την οποία διαχειρίζεται πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος τίτλου.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επίσης ότι ο διαχειριστής αγοράς δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στη ρυθμιζόμενη αγορά την οποία διαχειρίζεται βάσει της παρούσας οδηγίας.

4.  
Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή της οδηγίας 2014/57/ΕΕ, το δημόσιο δίκαιο που διέπει τις συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στα πλαίσια των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς είναι εκείνο του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς.
5.  

Η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν η δικαιούχος:

α) 

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β) 

απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ) 

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

δ) 

έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ε) 

εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η εθνική νομοθεσία προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

6.  
Κάθε ανάκληση άδειας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 45

Απαιτήσεις που αφορούν το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου κάθε διαχειριστή αγοράς να έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα πείρας.
2.  

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν ιδίως να τηρούν τα εξής:

α) 

Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου αφιερώνουν ικανό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς. Για τον αριθμό των θέσεων μέλους του ΔΣ τις οποίες μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου, σε οιαδήποτε νομική οντότητα, λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες περιστάσεις και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς.

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστών αγοράς που είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, εκτός από εκείνα που εκπροσωπούν το κράτος μέλος, δεν κατέχουν ταυτόχρονα θέσεις πέραν ενός από τους ακόλουθους συνδυασμούς θέσεων:

i) 

μία θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ,

ii) 

τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ.

Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ μέσα στον ίδιο όμιλο ή σε επιχειρήσεις στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς έχει ειδική συμμετοχή θεωρούνται ως μία θέση μέλους ΔΣ.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρέχουν άδεια σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μία πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τακτικά την ΕΑΚΑΑ για την παροχή τέτοιων αδειών.

Οι θέσεις μέλους ΔΣ σε οργανισμούς που δεν επιδιώκουν κατά κύριο λόγο εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τον περιορισμό του αριθμού θέσεων μέλους που μπορεί να κατέχει μέλος διοικητικού οργάνου.

β) 

Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των βασικών κινδύνων.

γ) 

Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται, και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων.

3.  
Οι διαχειριστές αγοράς διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους για τον ορισμό και εκπαίδευση μελών του διοικητικού οργάνου.
4.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διαχειριστές αγοράς που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους θεσπίζουν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στον εν λόγω διαχειριστή αγοράς.

Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων πράττει τα εξής:

α) 

εντοπίζει και προτείνει, προς έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του διοικητικού οργάνου. Για αυτόν το σκοπό, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αξιολογεί συνδυαστικά την επάρκεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων, της διαφοροποίησης και της πείρας των μελών του διοικητικού οργάνου. Περαιτέρω, η επιτροπή συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον αναμενόμενο χρόνο απασχόλησης. Επιπλέον, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων θέτει τον στόχο όσον αφορά στην εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο, και επεξεργάζεται πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός,

β) 

αξιολογεί κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου, και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο σχετικά με τυχόν μεταβολές,

γ) 

αξιολογεί κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα των μεμονωμένων μελών του διοικητικού οργάνου και του διοικητικού οργάνου ως συνόλου, και ενημερώνει το διοικητικό όργανο σχετικά,

δ) 

επανεξετάζει κατά περιόδους την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο για την επιλογή και τον διορισμό ανώτερων στελεχών, και κάνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο.

Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό όργανο δεν κυριαρχείται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς στο σύνολό του.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μορφή πηγών κρίνει κατάλληλη, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.

Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οιουδήποτε εκ των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.

5.  
Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τους διαχειριστές αγοράς και τις αντίστοιχες επιτροπές αξιολόγησης υποψηφίων να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό όργανο και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί τη διαφοροποίηση στο διοικητικό όργανο.
6.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο ενός διαχειριστή αγοράς ορίζει και εποπτεύει την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον οργανισμό και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το διοικητικό όργανο να παρακολουθεί και να αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

7.  
Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πειστεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς διαθέτουν την απαιτούμενη φήμη, έχουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή αν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση και την επαρκή εξέταση της ακεραιότητα της αγοράς

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας σε ρυθμιζόμενη αγορά, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

8.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διαχειριστή αγοράς να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του οργάνου και κάθε μεταβολή των μελών του, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς με τις παραγράφους 1 έως 5.
9.  

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κατωτέρω:

α) 

την έννοια της αφιέρωσης επαρκούς χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς,

β) 

την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και πείρας σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β),

γ) 

τις έννοιες της ειλικρίνειας, της ακεραιότητας και της ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ),

δ) 

την έννοια των επαρκών ανθρώπινων και χρηματικών πόρων που αφιερώνονται για τον ορισμό και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 3,

ε) 

την έννοια της διαφοροποίησης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 46

Προϋποθέσεις σχετικές με τα πρόσωπα που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν να είναι κατάλληλα τα πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς.
2.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν, ο διαχειριστής αγοράς της ρυθμιζόμενης αγοράς:

α) 

να παρέχει στην αρμόδια αρχή και να ανακοινώνει στο κοινό πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία της ρυθμιζόμενης αγοράς και/ή του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της,

β) 

να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή και να ανακοινώνει στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς.

3.  
Η αρμόδια αρχή αρνείται να εγκρίνει τις προτεινόμενες μεταβολές στα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο στη ρυθμιζόμενη αγορά και/ή στον διαχειριστή της εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι οι μεταβολές αυτές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς.

Άρθρο 47

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά:

α) 

να διαθέτει μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, των ιδιοκτητών ή του διαχειριστή αγοράς της και της υγιούς λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, ιδίως αν αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να βλάψουν την επιτέλεση λειτουργιών που η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,

β) 

να έχει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της, και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,

γ) 

να διαθέτει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,

δ) 

να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει διατυπώσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,

ε) 

να διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων της,

στ) 

να διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη.

2.  
τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στους διαχειριστές αγοράς να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε καμιά από τις ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται.

Άρθρο 48

Ανθεκτικότητα των συστημάτων, μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και ηλεκτρονική διαπραγμάτευση

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, μπορούν να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών υπό ακραίες συνθήκες πίεσης στην αγορά, ελέγχονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών, και να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την αδιάλειπτη επιχειρησιακή λειτουργία που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων συναλλαγών.
2.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει:

α) 

γραπτές συμφωνίες με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά,

β) 

πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων στις συμφωνίες αυτές, οι οποίες απαιτούν την υποβολή σταθερών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα σε τακτική και προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.

3.  

Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καθορίζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) 

τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β),

β) 

οποιαδήποτε κίνητρα με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά σε μια επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την επιχείρηση επενδύσεων από τη συμμετοχή της στο σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις των ανωτέρω δεσμευτικών γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με το περιεχόμενο της δεσμευτικής γραπτής συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή κάθε περαιτέρω πληροφορία είναι απαραίτητη για να πειστεί η αρμόδια αρχή για τη συμμόρφωση της ρυθμιζόμενης αγοράς προς την παρούσα παράγραφο.

4.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες.
5.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, μια ρυθμιζόμενη αγορά να είναι σε θέση να προβεί προσωρινά στη διακοπή ή τον περιορισμό της διαπραγμάτευσης σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν προσαρμοστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τα είδη των χρηστών και επαρκεί για την αποτροπή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην αρμόδια αρχή με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο, και ότι η αρμόδια αρχή, με τη σειρά της, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά η οποία είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό προϊόν, όταν διακόπτει τη διαπραγμάτευση σε οιοδήποτε κράτος μέλος, ο εν λόγω τόπος διαπραγμάτευσης να διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν ότι θα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές προκειμένου οι τελευταίες να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσον ενδείκνυται να διακόψουν τις συναλλαγές σε άλλους τόπους στους οποίους γίνεται διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.

6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, που περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες δοκιμαστικής λειτουργίας των αλγορίθμων και την παροχή περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των δοκιμών αυτών, οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορούν να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών που μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, προς τις συναλλαγές, συστημάτων για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος, και συστημάτων για τον περιορισμό και την επιβολή του ελάχιστου βήματος τιμής στο οποίο μπορούν να εκτελεστούν οι συναλλαγές στην αγορά.
7.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά που επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της παρούσας οδηγίας, ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί πρόσβαση, και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν επίσης ότι η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και μπορεί να διακρίνει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει την εισαγωγή τέτοιων εντολών ή τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντα.

Οι ρυθμιζόμενες αγορές διαθέτουν ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την παρούσα παράγραφο.

8.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς και δίκαιοι και δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση.
9.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι η διάρθρωση χρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης, των παρεπόμενων χρεώσεων και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανής και δίκαιη και δεν παρέχει διακρίσεις, καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Ιδίως, τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να επιβάλλει υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών, σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στη ρυθμιζόμενη αγορά να προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής, και να βαθμονομεί τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο εφαρμόζονται.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στη ρυθμιζόμενη αγορά να καθορίζει υψηλότερη χρέωση για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ό,τι για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερη χρέωση σε συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές, και σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.

10.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω επισήμανσης από μέλη ή συμμετέχοντες, τις εντολές που παράγονται μέσω συστημάτων για την κατάρτιση αλγοριθμικών συναλλαγών, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών, και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στις αρμόδιες αρχές κατόπιν αιτήματος.
11.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, οι ρυθμιζόμενες αγορές να παρέχουν στην αρμόδια αρχή στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.
12.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζοντας τα εξής:

α) 

τις απαιτήσεις για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της επαρκούς χωρητικότητας των συστημάτων συναλλαγών των ρυθμιζόμενων αγορών,

β) 

τον λόγο που αναφέρεται στην παράγραφο 6, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η αξία των ανεκτέλεστων εντολών σε σχέση με την αξία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν,

γ) 

τους ελέγχους σχετικά με την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι έλεγχοι που εφαρμόζονται στην απευθείας πρόσβαση είναι τουλάχιστον ισοδύναμοι με εκείνους που εφαρμόζονται για την άμεση πρόσβαση στην αγορά,

δ) 

τις απαιτήσεις για την εξασφάλιση ότι οι υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και η διάρθρωση χρεώσεων είναι δίκαιες και δεν επιτρέπουν διακρίσεις και ότι η διάρθρωση χρεώσεων δεν δημιουργεί κίνητρα για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή κατάχρηση αγοράς,

ε) 

τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες μια ρυθμιζόμενη αγορά είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο,

στ) 

τις απαιτήσεις που διασφαλίζουν ότι τα πλαίσια ειδικής διαπραγμάτευσης είναι δίκαια και δεν επιτρέπουν διακρίσεις τις απαιτήσεις για τη θέσπιση ελάχιστων υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης τις οποίες πρέπει να προβλέπουν οι ρυθμιζόμενες αγορές όταν σχεδιάζουν πλαίσιο ειδικής διαπραγμάτευσης, και τους όρους υπό τους οποίους δεν ενδείκνυται η απαίτηση θέσπισης πλαισίου ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και αν η ρυθμιζόμενη αγορά προβλέπει ή επιτρέπει την κατάρτιση αλγοριθμικών συναλλαγών μέσω των συστημάτων της,

ζ) 

τις απαιτήσεις για την εξασφάλιση της εφαρμογής κατάλληλων διαδικασιών δοκιμαστικής λειτουργίας, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, δεν μπορούν να προκαλέσουν ή να συμβάλουν σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

13.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την κατάλληλη προσαρμογή των παραμέτρων για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης κατά την παράγραφο 5, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

Άρθρο 49

Βήμα τιμής

▼M4

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να θεσπίσουν καθεστώτα βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία καταρτίζονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με την παράγραφο 4. Η εφαρμογή των βημάτων τιμής δεν εμποδίζει τις ρυθμιζόμενες αγορές να ταυτίζουν εντολές μεγάλου μεγέθους στο ενδιάμεσο των τρεχουσών τιμών αγοράς και πώλησης.

▼B

2.  

Τα καθεστώτα βήματος τιμής που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α) 

βαθμονομούνται για να αντικατοπτρίζουν το προφίλ ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής προσφοράς-ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να είναι αδικαιολόγητα υποχρεωτικός ο περαιτέρω περιορισμός του ανοίγματος τιμών,

β) 

προσαρμόζουν το βήμα τιμής για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό του ελάχιστου βήματος τιμής ή των καθεστώτων βήματος τιμής για συγκεκριμένες μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα όπου κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, σύμφωνα με τους παράγοντες της παραγράφου 2 και τις τιμές, τα ανοίγματα τιμών και το βάθος της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ελάχιστου βήματος τιμής ή των καθεστώτων βήματος τιμής για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός εκείνων που απαριθμούνται στην παράγραφο 3, όπου κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, σύμφωνα με τους παράγοντες της παραγράφου 2 και τις τιμές, τα ανοίγματα τιμών και το βάθος της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 50

Συγχρονισμός των ρολογιών εργασίας

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης και τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς να συγχρονίσουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.
2.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου προσδιορίζεται το επίπεδο ακριβείας του συγχρονισμού των ρολογιών αυτών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 51

Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να εφαρμόζουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.

Οι κανόνες αυτοί εξασφαλίζουν ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση και, προκειμένου, περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο.

2.  
Στην περίπτωση των παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.
3.  
Εκτός από τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά να εισάγει και να διατηρεί αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν να εξακριβωθεί εάν οι εκδότες των εισαγόμενων προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά κινητών αξιών συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση πληροφοριών.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά εισάγει μηχανισμούς που διευκολύνουν την πρόσβαση των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται βάσει του δικαίου της Ένωσης.

4.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για τον τακτικό έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους εισαγωγής των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισάγουν προς διαπραγμάτευση.
5.  
Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των οικείων διατάξεων της οδηγίας 2003/71/ΕΚ. Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι τίτλοι του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τους τίτλους του χωρίς τη συγκατάθεσή του.
6.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία:

α) 

καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των διαφόρων κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη από τη ρυθμιζόμενη αγορά όταν αυτή εκτιμά εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εκδοθεί με τρόπο σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση στις διάφορες επιμέρους αγορές της,

β) 

αποσαφηνίζονται οι μηχανισμοί που απαιτείται να εισαγάγει η ρυθμιζόμενη αγορά για να θεωρηθεί ότι έχει τηρήσει την υποχρέωσή της να εξακριβώσει εάν ο εκδότης κινητής αξίας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την αρχική, διαρκή και κατά περίπτωση δημοσιοποίηση των πληροφοριών,

γ) 

αποσαφηνίζουν τους μηχανισμούς που πρέπει να εισαγάγει η ρυθμιζόμενη αγορά κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 για να διευκολύνει την πρόσβαση των μελών ή των συμμετεχόντων στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το δίκαιο της Ένωσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 52

Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων σε ρυθμιζόμενη αγορά

1.  
Με την επιφύλαξη του κατά το άρθρο 69 παράγραφος 2 δικαιώματος της αρμόδιας αρχής να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή την απόσυρση χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευσης ή να αποσύρει από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν συνάδει πλέον με τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή αγοράς ο οποίος αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει χρηματοπιστωτικό να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει και τα παράγωγα όπως αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I τα οποία σχετίζονται ή τα οποία έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί την απόφασή του σχετικά με την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και κοινοποιεί στις σχετικές αποφάσεις στην αρμόδια αρχή του.

Η αρμόδια αρχή στης οποίας τη δικαιοδοσία δρομολογήθηκε η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή απαιτεί από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας τα οποία σχετίζονται ή τα οποία έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή ή διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Κάθε αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει την κοινοποίηση διαβιβάζει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης αιτιολόγησης αν ελήφθη απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μην διαγραφεί το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I και τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Η αρμόδια αρχή αμέσως δημοσιοποιεί και κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, την απόφαση αυτή.

Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, που λαμβάνουν την κοινοποίηση, απαιτούν από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ, και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή ή διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης όταν αίρεται η αναστολή από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικού μέσου ή των παραγώγων όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I και τα οποία σχετίζονται ή αναφέρονται στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Η διαδικασία κοινοποίησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγων όπως αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I που σχετίζονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή αναφέρονται σε αυτό λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιγ) και ιδ).

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή της υποχρέωσης αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής των παραγώγων αυτών, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες η σύνδεση μεταξύ ενός παραγώγου που σχετίζεται με ή αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο, η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή διαγράφεται, και του αρχικού χρηματοπιστωτικού μέσου, συνεπάγεται ότι η διαπραγμάτευση του παραγώγου πρέπει επίσης να ανασταλεί ή το παράγωγο να διαγραφεί προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  
H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τη μορφή και τον χρόνο των κοινοποιήσεων και των δημοσιοποιήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με τον καθορισμό των ειδικών συνθηκών που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 53

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενη αγορά

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από ρυθμιζόμενη αγορά να θεσπίσει, να εφαρμόζει και να διατηρεί διαφανείς και άνευ διακρίσεων κανόνες, βασιζόμενους σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.
2.  

Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν οι οποίες απορρέουν από:

α) 

τις συστατικές και διοικητικές πράξεις της ρυθμιζόμενης αγοράς,

β) 

τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές στην αγορά,

γ) 

τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην αγορά,

δ) 

τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες,

ε) 

τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.

3.  

Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα με άδεια κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:

α) 

επαρκώς καλή φήμη,

β) 

επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, γνώσεων και πείρας,

γ) 

όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις,

δ) 

επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.

4.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου περί συναλλαγών που διενεργούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα μέλη και οι συμμετέχοντες δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28. Τα μέλη όμως της ρυθμιζόμενης αγοράς, ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, τηρούν τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.
5.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ή τη συμμετοχή σε αυτήν προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.
6.  
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν, άνευ άλλης νομοθετικής ή διοικητικής προϋπόθεσης, στις ρυθμιζόμενες αγορές άλλων κρατών μελών να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στο έδαφός τους για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.

Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δημιουργήσει τα συστήματα. H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος μέλος στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά σκοπεύει να δημιουργήσει τα συστήματα. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και χωρίς περιττή καθυστέρηση, την ταυτότητα των μελών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή των συμμετεχόντων σε αυτήν που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

7.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή αγοράς να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή της ρυθμιζόμενης αγοράς, σε τακτική βάση, τον κατάλογο των μελών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.

Άρθρο 54

Έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς και προς άλλες νόμιμες υποχρεώσεις

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, οι ρυθμιζόμενες αγορές να δημιουργούν και να διατηρούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων πόρων, για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών τους και των συμμετεχόντων με τους κανόνες τους. Οι ρυθμιζόμενες αγορές παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλουν, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτές στο πλαίσιο των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζουν παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή ενέργειες που μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο.
2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαχειριστές αγοράς των ρυθμιζόμενων αγορών να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές τους σχετικά με σημαντικές περιπτώσεις παράβασης των κανόνων τους, με συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή με ενέργειες οι οποίες μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο.

Οι αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων αγορών κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Όσον αφορά ενέργειες οι οποίες μπορούν να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει την πεποίθηση ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

3.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τον διαχειριστή αγοράς να γνωστοποιεί χωρίς περιττή καθυστέρηση τις σχετικές πληροφορίες στην αρχή που είναι αρμόδια για τη διερεύνηση και τη δίωξη περιπτώσεων κατάχρησης αγοράς στη ρυθμιζόμενη αγορά, και να της παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς η οποία διαπράττεται στα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς ή μέσω αυτών.
4.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89, για τον προσδιορισμό των περιστάσεων οι οποίες επιβάλλουν την απαίτηση πληροφόρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 55

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.  
Με την επιφύλαξη των τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τις ρυθμιζόμενες αγορές να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση και/ή τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στην αγορά στα πλαίσια των συστημάτων τους.
2.  
Με την επιφύλαξη των Τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η αρμόδια αρχή ρυθμιζόμενης αγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης και/ή συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 37 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

Για να μην υπάρχει περιττή επικάλυψη των ελέγχων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη/εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.

Άρθρο 56

Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών

Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων είναι κράτος μέλος καταγωγής και τον διαβιβάζει στα υπόλοιπα κράτη μέλη και στην ΕΑΚΑΑ. Παρόμοια διαβίβαση πραγματοποιείται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των ρυθμιζόμενων αγορών. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει τον μοναδικό κωδικό που έχει θεσπίσει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 6, όπου προσδιορίζονται οι ρυθμιζόμενες αγορές όσον αφορά τη χρήση στις εκθέσεις δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και του άρθρου 65 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 6, 10 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ

Άρθρο 57

Όρια θέσεων και έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων

▼M8

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3, ορίζουν και εφαρμόζουν όρια σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων και σε σημαντικά ή κρίσιμης σημασίας παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, καθώς και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα παράγωγα επί εμπορευμάτων θεωρούνται κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά όταν το άθροισμα όλων των καθαρών θέσεων των κατόχων τελικής θέσης αποτελεί το μέγεθος της ανοικτής συμμετοχής τους και ανέρχεται σε τουλάχιστον 300 000 παρτίδες κατά μέσο όρο για περίοδο ενός έτους. Τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται εξ ονόματός του σε συγκεντρωτικό επίπεδο ομίλου, προκειμένου:

α) 

να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς,

β) 

να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και της εξασφάλισης, ιδίως, της σύγκλισης των τιμών των παραγώγων κατά τον μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.

Τα όρια θέσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζονται σε:

α) 

θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή εξ ονόματός της και οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας,

β) 

θέσεις που κατέχονται από χρηματοοικονομική οντότητα, ή εξ ονόματός της, που ανήκει σε κατεξοχήν εμπορικό όμιλο και ενεργεί εξ ονόματος μη χρηματοοικονομικής οντότητας του κατεξοχήν εμπορικού ομίλου, εάν για τις εν λόγω θέσεις μπορεί να διαπιστωθεί με αντικειμενικά μετρήσιμο τρόπο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας·

γ) 

θέσεις που κατέχονται από χρηματοπιστωτικούς και μη χρηματοπιστωτικούς αντισυμβαλλομένους για τις θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, προκύπτουν από συναλλαγές που εκτελούνται με σκοπό την εκπλήρωση υποχρέωσης για την παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο στοιχείο γ),

δ) 

κάθε άλλη κινητή αξία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44 στοιχείο γ), η οποία σχετίζεται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο παράρτημα I τμήμα Γ.10.

Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με σκοπό τον καθορισμό διαδικασίας με την οποία μια χρηματοοικονομική οντότητα που ανήκει σε κατεξοχήν εμπορικό όμιλο μπορεί να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης αντιστάθμισης για θέσεις που κατέχονται από την εν λόγω χρηματοοικονομική οντότητα και οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, μειώνουν κινδύνους που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων του ομίλου.

Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με σκοπό τον καθορισμό διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο τα πρόσωπα μπορούν να υποβάλουν αίτηση εξαίρεσης για θέσεις που προκύπτουν από συναλλαγές οι οποίες διενεργούνται με σκοπό την τήρηση υποχρεώσεων παροχής ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 2021.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

2.  
Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης την οποία μπορεί να κατέχει ορισμένο πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

▼M8

3.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο των κρίσιμης σημασίας ή σημαντικών παραγώγων επί εμπορευμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού που πρέπει να εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές για τον προσδιορισμό των ορίων θέσης επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και των ορίων θέσης επί παραγώγων που λήγουν σε άλλο μήνα για παράγωγα επί εμπορευμάτων με φυσική παράδοση και με χρηματικό διακανονισμό, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του σχετικού παραγώγου.

Κατά την κατάρτιση του καταλόγου των κρίσιμης σημασίας ή σημαντικών παραγώγων επί εμπορευμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

α) 

τον αριθμό των συμμετεχόντων στην αγορά,

β) 

το υποκείμενο εμπόρευμα στο οποίο βασίζεται το εν λόγω παράγωγο.

Κατά τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

α) 

την παραδοτέα ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος,

β) 

το σύνολο ανοικτών θέσεων για το συγκεκριμένο παράγωγο και το σύνολο ανοικτών θέσεων σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα με το ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα,

γ) 

τον αριθμό και το μέγεθος των συμμετεχόντων στην αγορά,

δ) 

τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων παραγωγής, κατανάλωσης και μεταφοράς στην αγορά,

ε) 

την ανάπτυξη νέων παραγώγων επί εμπορευμάτων,

στ) 

την πείρα των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης, καθώς και άλλων δικαιοδοσιών όσον αφορά τα όρια θέσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 2021.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Μια αρμόδια αρχή καθορίζει όρια θέσεων για κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων και παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζεται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία εκδίδει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3. Αυτά τα όρια θέσης ισχύουν και για οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Μια αρμόδια αρχή επανεξετάζει τα όρια θέσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην αγορά, περιλαμβανομένης σημαντικής μεταβολής στην παραδοτέα ποσότητα ή τις ανοικτές θέσεις, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων από την αρμόδια αρχή, και αναπροσαρμόζει τα εν λόγω όρια θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3.

▼B

5.  
Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθενται να θέσουν σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που ορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 3. Εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα των ορίων θέσης με τους στόχους της παραγράφου 1 και τη μεθοδολογία υπολογισμού που ορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 3. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τη γνωμοδότηση στον ιστότοπό της. Η οικεία αρμόδια αρχή μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν μια αρμόδια αρχή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.

Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι ένα όριο θέσης δεν είναι σύμφωνο με τη μεθοδολογία υπολογισμού της παραγράφου 3, λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M8

6.  
Όταν τα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες, ή όταν τα κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες, η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών («κεντρική αρμόδια αρχή») ορίζει το ενιαίο όριο θέσης που πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές των συγκεκριμένων παραγώγων. Η κεντρική αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους τα εν λόγω παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες ή στους οποίους τα εν λόγω κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης.

Οι αρμόδιες αρχές οι οποίες δεν συμφωνούν με τον καθορισμό του ενιαίου ορίου θέσης από την κεντρική αρμόδια αρχή παρέχουν εγγράφως πλήρη και λεπτομερή τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η ΕΑΚΑΑ επιλύει κάθε πιθανή διαφορά που μπορεί να προκύψει από διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των εξουσιών της που προβλέπονται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης όπου τα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες ή τα κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, καθώς και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσης στα εν λόγω παράγωγα θέτουν σε εφαρμογή ρυθμίσεις συνεργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν την ανταλλαγή σχετικών στοιχείων ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση και η επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.

7.  
Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές έχουν εφαρμόσει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που ορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 3. Με αυτόν τον τρόπο η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι εφαρμόζεται αποτελεσματικά ενιαίο όριο θέσης στα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων και σε σημαντικές ή κρίσιμης σημασίας συμβάσεις που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τον τόπο διαπραγμάτευσής τους σύμφωνα με την παράγραφο 6.
8.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών του τόπου διαπραγμάτευσης:

α) 

να ελέγχει τις ανοικτές θέσεις των προσώπων,

β) 

να λαμβάνει πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από πρόσωπα, σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν ρυθμίσεις εναρμόνισης, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού στην υποκείμενη αγορά, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των θέσεων που κατέχονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά σε άλλους τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω μελών και συμμετεχόντων,

γ) 

να ζητεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, και να λαμβάνει μονομερώς μέτρα για να διασφαλίζει το κλείσιμο ή τον περιορισμό της θέσης όταν το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση, και

δ) 

να απαιτεί από πρόσωπο να παρέχει, σε προσωρινή βάση ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο με ρητή πρόθεση τον μετριασμό των επιπτώσεων μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.

Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του περιεχομένου των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των οικείων τόπων διαπραγμάτευσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Νοεμβρίου 2021.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

9.  
Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανείς και να μην εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση των συμβάσεων που υποβάλλονται προς διαπραγμάτευση σε αυτούς.
10.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τις λεπτομέρειες των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει ορίσει στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δημοσιεύει και διατηρεί στον ιστότοπό της βάση δεδομένων με σύνοψη των ορίων θέσεων και των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.

11.  
Τα όρια θέσεων της παραγράφου 1 επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιστ).
12.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α) 

τα κριτήρια και τις μεθόδους για τον προσδιορισμό του αν μια θέση μειώνει κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες,

β) 

τις μεθόδους για τον προσδιορισμό του αν οι θέσεις ενός προσώπου πρέπει να αθροιστούν σε επίπεδο ομίλου,

γ) 

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του εάν μία σύμβαση αποτελεί σύμβαση εξωχρηματιστηριακού παραγώγου οικονομικά ισοδύναμη με συμβόλαιο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με τρόπο ώστε να διευκολύνεται η αναφορά θέσεων που έχουν αποκτηθεί σε ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων όπως ορίζεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2,

▼M8

δ) 

ο ορισμός του τι συνιστά σημαντικές ποσότητες βάσει της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου,

▼B

ε) 

τη μεθοδολογία για την άθροιση και τον συμψηφισμό θέσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και παραγώγων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε τόπους διαπραγμάτευσης, για τον καθορισμό της καθαρής θέσης για σκοπούς εκτίμησης της συμμόρφωσης προς τα όρια. Οι μεθοδολογίες αυτές καθορίζουν τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των θέσεων που μπορούν να συμψηφιστούν μεταξύ τους και δεν διευκολύνουν τη συγκέντρωση θέσεων κατά τρόπο ασύμβατο με τους στόχους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,

στ) 

τη διαδικασία για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο τα πρόσωπα μπορούν να ζητούν την εξαίρεση δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και του τρόπου με τον οποίο η αρμόδια αρχή θα εγκρίνει τις αιτήσεις αυτές,

ζ) 

τη μέθοδο υπολογισμού για τον προσδιορισμό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο λαμβάνει χώρα ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών σε παράγωγο επί εμπορεύματος, και των σημαντικών όγκων υπό την έννοια της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

13.  
Οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλλουν όρια τα οποία είναι πιο περιοριστικά από αυτά που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκτός ειδικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στο δικτυακό τους τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζουν να επιβάλουν, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στον δικτυακό τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο αυτών των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.

Όταν οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν να επιβάλουν περιοριστικότερα όρια θέσεων, το γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων. Η ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

Όταν μια αρμόδια αρχή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.

14.  

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εξουσίες τους όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για

α) 

θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που έχει θέσει η αρμόδια αρχή σε σχέση με συμβόλαια σε τόπους διαπραγμάτευσης που βρίσκονται ή ασκούν δραστηριότητα στο έδαφός τους ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,

β) 

θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 58

Αναφορά θέσης ανά κατηγορία κατόχου θέσης

1.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης όπου αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους:

α) 

δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση με τις συνολικές θέσεις ανά κατηγορία προσώπων για τα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές τους από την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό των συνολικών ανοιχτών θέσεων που αντιπροσωπεύει κάθε κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 4, και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην αρμόδια αρχή και στην ΕΑΚΑΑ· η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κεντρικά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις αυτές,

β) 

παρέχουν στην αρμόδια αρχή πλήρη ανάλυση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.

Η υποχρέωση που ορίζεται στο στοιχείο α) ισχύει μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.

▼M8

Η αναφορά θέσης δεν εφαρμόζεται σε κάθε άλλη κινητή αξία που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44 στοιχείο γ), η οποία σχετίζεται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο παράρτημα I τμήμα Γ.10.

▼M8

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που συναλλάσσονται με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, στην κεντρική αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 6 ή – όταν δεν υπάρχει κεντρική αρμόδια αρχή – στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους, αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και, κατά περίπτωση, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελευταίο πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011.

▼B

3.  
Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της τήρησης του άρθρου 57 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ, ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς, και τους πελάτες των ΜΟΔ να αναφέρουν στην επιχείρηση επενδύσεων ή στον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.
4.  

Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο εμπορεύματος ή δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγά τους ταξινομούνται από την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και με βάση τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας, ως ένα από τα ακόλουθα:

α) 

επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα,

β) 

επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, είτε ως εναλλακτικός διαχειριστής επενδυτικών κεφαλαίων όπως ορίζεται στην οδηγία 2011/61/ΕΕ,

γ) 

άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών οργανισμών και οργανισμών αντασφάλισης όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και ιδρύματα παροχής επαγγελματικών συντάξεων όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ,

δ) 

εμπορικές επιχειρήσεις,

ε) 

στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) καθορίζουν τον αριθμό των θετικών (long) και αρνητικών (short) θέσεων ανά κατηγορία προσώπου, τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη αναφορά, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και οι καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διακρίνονται σε:

α) 

θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες και

β) 

λοιπές θέσεις.

5.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και οι καταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, η υποβολή εκθέσεων δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

6.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή αρμοδιότητα για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 89 για τον καθορισμό των ορίων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό αριθμό ανοιχτών θέσεων και το μέγεθός του, καθώς και τον συνολικό αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση.
7.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μέτρων τα οποία επιβάλλουν την αποστολή όλων των εκθέσεων του στοιχείου α) της παραγράφου 1 στην ΕΑΚΑΑ σε προκαθορισμένο χρόνο της εβδομάδας, για την κεντρική τους δημοσίευση από την ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M6 —————

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Ορισμός, εξουσίες και διαδικασίες προσφυγής

Άρθρο 67

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

1.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές οι οποίες θα ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διάφορες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την άσκηση ενός εκάστου από τα καθήκοντα αυτά, καθώς και τυχόν κατανομή των εν λόγω καθηκόντων.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές της παραγράφου 1 είναι δημόσιες αρχές, με την επιφύλαξη της ανάθεσης των καθηκόντων τους σε άλλες οντότητες στις περιπτώσεις στις οποίες αυτό προβλέπεται ρητά στο άρθρο 29 παράγραφος 4.

Κάθε ανάθεση καθηκόντων σε οντότητες πέραν των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε την άσκηση δημόσιας εξουσίας, ούτε τη χρήση διακριτικής ευχέρειας κατά την εκτίμηση. Τα κράτη μέλη απαιτούν, πριν από την ανάθεση οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι η οντότητα στην οποία θα ανατεθούν τα καθήκοντα έχει τις αναγκαίες ικανότητες και μέσα για την αποτελεσματική εκπλήρωση όλων των καθηκόντων της και ότι η ανάθεση χωρεί μόνον εφόσον έχει θεσπισθεί ένα σαφώς ορισμένο και τεκμηριωμένο πλαίσιο για την άσκηση των ανατιθέμενων καθηκόντων, το οποίο ορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να εκτελεστούν. Στους εν λόγω όρους περιλαμβάνεται ρήτρα με την οποία η οντότητα αυτή υποχρεούται να ενεργεί και να οργανώνεται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων και οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την εκπλήρωση των ανατιθέμενων καθηκόντων να μην χρησιμοποιούνται κατά τρόπο αθέμιτο ή για την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού. Την τελική ευθύνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία και τα μέτρα της εφαρμογής φέρουν η αρμόδια αρχή ή οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά την ανάθεση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω ανάθεση.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 68

Συνεργασία μεταξύ αρχών στο ίδιο κράτος μέλος

Αν κράτος μέλος ορίζει περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή μιας διάταξης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμοδιότητες εκάστης αρχής προσδιορίζονται σαφώς και αυτές συνεργάζονται στενά.

Κάθε κράτος μέλος απαιτεί να υπάρχει επίσης στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των αρμόδιων αρχών στο ίδιο κράτος μέλος για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ΟΣΕΚΑ, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους.

Άρθρο 69

Εποπτικές εξουσίες

1.  
Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών έρευνας και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
2.  

Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες:

α) 

να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφές με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους, και να λαμβάνουν αντίγραφό του,

β) 

να ζητούν ή να απαιτούν την παροχή πληροφοριών από οιοδήποτε πρόσωπο και, εάν απαιτείται, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες,

γ) 

να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες,

δ) 

να απαιτούν τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχει επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ε) 

να ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή αμφότερα,

στ) 

να απαιτούν την προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας,

ζ) 

να απαιτούν πληροφορίες από τους ελεγκτές λογαριασμών των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ρυθμιζόμενων αγορών και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων,

η) 

να παραπέμπουν θέματα με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης,

θ) 

να αναθέτουν σε λογιστές ή εμπειρογνώμονες να διενεργούν εξακριβώσεις ή έρευνες,

ι) 

να απαιτούν ή να ζητούν την παροχή πληροφοριών συμπεριλαμβανομένης και κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από οιονδήποτε σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό θέσης ή ανοίγματος που δημιουργήθηκε μέσω παράγωγου επί εμπορευμάτων, και για κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού στην υποκείμενη αγορά,

ια) 

να απαιτούν την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε πρακτικής ή συμπεριφοράς που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι αντίθετη με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να προλαμβάνουν την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς,

ιβ) 

να λαμβάνουν κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις εκ του νόμου απαιτήσεις,

ιγ) 

να ζητήσουν την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου,

ιδ) 

να ζητούν την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο συναλλαγών,

ιε) 

να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή ενός ανοίγματος,

ιστ) 

να περιορίζουν τη δυνατότητα οιοδήποτε προσώπου να διενεργεί συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 57 της παρούσας οδηγίας,

ιζ) 

να εκδίδουν δημόσιες ανακοινώσεις,

ιη) 

να ζητούν, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στις περιπτώσεις που υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σχετικά με την έρευνα σχετικά με παραβάσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ιθ) 

να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

κ) 

να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο 16 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας,

κα) 

να απαιτούν την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς.

Έως τις ►M3  3 Ιουλίου 2017 ◄ τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των παραγράφων 1 και 2 στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ. Κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ύπαρξη μηχανισμών που εξασφαλίζουν την καταβολή αποζημίωσης ή τη λήψη άλλων επανορθωτικών μέτρων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, για οποιαδήποτε χρηματοοικονομική ζημία ή άλλη βλάβη λόγω παράβασης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 70

Κυρώσεις για παραβάσεις

1.  
Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 69, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες και διασφαλίζουν ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και να λαμβάνουν μέτρα για κάθε παράβαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, και να εφαρμόζονται ακόμα και για παραβάσεις που δεν αναφέρονται ρητά στις παραγράφους 3, 4 και 5.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας.

Έως τις ►M3  3 Ιουλίου 2017 ◄ , τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διατάξεων ποινικού δικαίου. Κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία για τομείς που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, στα μέλη του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων και του διαχειριστή αγοράς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για παράβαση βάσει της εθνικής νομοθεσίας.
3.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παράβαση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρείται παράβαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

α) 

στην παρούσα οδηγία:

i) 

άρθρο 8 στοιχείο β),

ii) 

άρθρο 9 παράγραφοι 1 έως 6,

iii) 

άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3,

iv) 

άρθρο 16 παράγραφοι 1 έως 11,

v) 

άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 6,

vi) 

άρθρο 18 παράγραφοι 1 έως 9 και άρθρο 18 παράγραφος 10 πρώτη περίοδος,

vii) 

άρθρα 19 και 20,

viii) 

άρθρο 21 παράγραφος 1,

ix) 

άρθρο 23 παράγραφοι 1, 2 και 3,

x) 

άρθρο 24 παράγραφοι 1 έως 5, άρθρο 24 παράγραφοι 7 έως 10 και άρθρο 24 παράγραφος 11 πρώτο και δεύτερο εδάφιο,

xi) 

άρθρο 25 παράγραφοι 1 έως 6,

xii) 

άρθρο 26 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος και άρθρο 26 παράγραφοι 2 και 3,

xiii) 

άρθρο 27 παράγραφοι 1 έως 8,

xiv) 

άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2,

xv) 

άρθρο 29 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, άρθρο 29 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, άρθρο 29 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος, άρθρο 29 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο και άρθρο 29 παράγραφος 5,

xvi) 

άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 30 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος,

xvii) 

άρθρο 31 παράγραφος 1, άρθρο 31 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και άρθρο 31 παράγραφος 3,

xviii) 

άρθρο 32 παράγραφος 1 και άρθρο 32 παράγραφος 2 πρώτο, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο,

xix) 

άρθρο 33 παράγραφος 3,

xx) 

άρθρο 34 παράγραφος 2, άρθρο 34 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος, άρθρο 34 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος και άρθρο 34 παράγραφος 7 πρώτη περίοδος,

xxi) 

άρθρο 35 παράγραφος 2, άρθρο 35 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο και άρθρο 35 παράγραφος 10 πρώτη περίοδος,

xxii) 

άρθρο 36 παράγραφος 1,

xxiii) 

άρθρο 37 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 37 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος και άρθρο 37 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

xxiv) 

άρθρο 44 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο, άρθρο 44 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος, άρθρο 44 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο β),

xxv) 

άρθρο 45 παράγραφοι 1 έως 6 και άρθρο 45 παράγραφος 8,

xxvi) 

άρθρο 46 παράγραφος 1 και άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β),

xxvii) 

άρθρο 47,

xxviii) 

άρθρο 48 παράγραφοι 1 έως 11,

xxix) 

άρθρο 49 παράγραφος 1,

xxx) 

άρθρο 50 παράγραφος 1,

xxxi) 

άρθρο 51 παράγραφοι 1 έως 4 και άρθρο 51 παράγραφος 5 δεύτερη περίοδος,

xxxii) 

άρθρο 52 παράγραφος 1 και άρθρο 52 παράγραφος 2 πρώτο, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο,

xxxiii) 

άρθρο 53 παράγραφοι 1, 2 και 3, άρθρο 53 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος και άρθρο 53 παράγραφος 7,

xxxiv) 

άρθρο 54 παράγραφος 1, άρθρο 54 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και άρθρο 54 παράγραφος 3,

xxxv) 

άρθρο 57 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 57 παράγραφος 8 και άρθρο 57 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο,

xxxvi) 

άρθρο 58 παράγραφοι 1 έως 4,

xxxvii) 

άρθρο 63 παράγραφοι 1, 3 και 4, και

▼M6 —————

▼B

β) 

στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

i) 

άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 3,

ii) 

άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,

iii) 

άρθρο 6,

iv) 

άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρώτη περίοδος,

v) 

άρθρο 8 παράγραφοι 1, 3 και 4,

vi) 

άρθρο 10,

vii) 

άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρώτη περίοδος και άρθρο 11 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

viii) 

άρθρο 12 παράγραφος 1,

ix) 

άρθρο 13 παράγραφος 1,

x) 

άρθρο 14 παράγραφος 1, άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος και άρθρο 14 παράγραφος 3 δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος,

xi) 

άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη και τρίτη περίοδος, άρθρο 15 παράγραφος 2 και άρθρο 15 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος,

xii) 

άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος,

xiii) 

άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 18 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος, άρθρο 18 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος, άρθρο 18 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο και άρθρο 18 παράγραφοι 8 και 9,

xiv) 

άρθρο 20 παράγραφος 1 και άρθρο 20 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος,

xv) 

άρθρο 21 παράγραφοι 1, 2 και 3,

xvi) 

άρθρο 22 παράγραφος 2,

xvii) 

άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 2,

xviii) 

άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2,

xix) 

άρθρο 26 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 26 παράγραφοι 2 έως 5, άρθρο 26 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο, άρθρο 26 παράγραφος 7 πρώτο έως πέμπτο εδάφιο και άρθρο 26 παράγραφος 7 όγδοο εδάφιο,

xx) 

άρθρο 27 παράγραφος 1,

▼M6

xxα) 

άρθρο 27στ παράγραφοι 1, 2 και 3, άρθρο 27ζ παράγραφοι 1 έως 5 και άρθρο 27θ παράγραφοι 1 έως 4, όπου ένας ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3·

▼B

xxi) 

άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 28 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

xxii) 

άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 2,

xxiii) 

άρθρο 30 παράγραφος 1,

xxiv) 

άρθρο 31 παράγραφοι 2 και 3,

xxv) 

άρθρο 35 παράγραφοι 1, 2 και 3,

xxvi) 

άρθρο 36 παράγραφοι 1, 2 και 3,

xxvii) 

άρθρο 37 παράγραφοι 1 και 3,

xxviii) 

άρθρα 40, 41 και 42.

4.  

Επίσης θεωρείται παράβαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων χωρίς την απαραίτητη άδεια ή έγκριση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

▼M6

α) 

άρθρο 5 ή άρθρο 6 παράγραφος 2 ή άρθρο 34, 35, 39 ή 44 της παρούσας οδηγίας· ή

β) 

η τρίτη περίοδος του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή το άρθρο 11 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού και, όπου ένας ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 27β του εν λόγω κανονισμού.

▼B

5.  
Η μη συνεργασία ή συμμόρφωση σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 69 θεωρείται επίσης παράβαση της οδηγίας.
6.  

Στις περιπτώσεις των παραβάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5, τα κράτη μέλη προβλέπουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να θεσπίζουν και να επιβάλλουν τουλάχιστον τις εξής διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:

α) 

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παραβίασης σύμφωνα με το άρθρο 71,

β) 

εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει,

▼M6

γ) 

στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 43 της παρούσας οδηγίας και, όπου ένας ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ διαθέτει παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αναστολή ή ανάκληση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 27ε του εν λόγω κανονισμού·

▼B

δ) 

προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την άσκηση καθηκόντων διαχείρισης σε επιχειρήσεις επενδύσεων,

ε) 

προσωρινή απαγόρευση οποιασδήποτε επιχείρησης επενδύσεων που είναι μέλος ή συμμετέχει σε ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ ή οποιουδήποτε πελάτη σε ΜΟΔ,

στ) 

όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 5 000 000  EUR, ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014, ή έως 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών θεωρείται ότι είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εσόδων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές νομοθετικές πράξεις με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης,

ζ) 

όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 5 000 000  EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014,

η) 

ανώτατα διοικητικά πρόστιμα τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία στ) και ζ).

7.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν είδη κυρώσεων, επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 6, ή να επιβάλλουν πρόστιμα που υπερβαίνουν τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία στ), ζ) και η) της παραγράφου 6.

Άρθρο 71

Δημοσιοποίηση αποφάσεων

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να αναρτούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στους επίσημους ιστοτόπους τους κάθε απόφαση σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μετά την ενημέρωση του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση σχετικά με τη συγκεκριμένη απόφαση. Η ανάρτηση περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία για το είδος και τον χαρακτήρα της παράβασης και την ταυτότητα των υπαιτίων. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει για τις αποφάσεις για την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, αν η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων κρίνεται από την αρμόδια αρχή δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α) 

καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση,

β) 

δημοσιεύουν την απόφαση για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, αν η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ) 

δεν δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί:

i) 

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ii) 

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση της κυρώσεως ή μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση.

2.  
Στην περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου ενώπιον των οικείων δικαστικών ή άλλων αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης άμεσα στον επίσημο ιστότοπό τους τα στοιχεία αυτά και τυχόν επακόλουθα στοιχεία σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση περί επιβολής κυρώσεως ή μέτρου.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο ιστότοπό τους τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών από τη δημοσίευση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρμόδιας αρχής μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσιτή μόνο στις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

4.  
Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για διοικητικά μέτρα διερευνητικής φύσης. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 70, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

5.  
Όποτε η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις ή ποινικές κυρώσεις, αναφέρει παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.

▼M6

6.  
Όταν μια δημοσιευθείσα ποινική ή διοικητική κύρωση αφορά επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς, πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες, ή υποκατάστημα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που διαθέτουν άδεια λειτουργίας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή, έναν ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ που διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και διαθέτει παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει στο αντίστοιχο μητρώο αναφορά στη δημοσιευθείσα κύρωση.

▼B

7.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες και τις μορφές υποβολής των πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 72

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών επιβολής κυρώσεων

1.  

Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 69 και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 70 σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια:

α) 

άμεσα,

β) 

σε συνεργασία με άλλες αρχές,

γ) 

υπό την ευθύνη τους αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες βάσει του άρθρου 67 παράγραφος 2 ή

δ) 

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου μιας διοικητικής κύρωσης ή την επιβολή ενός μέτρου στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών επιβολής κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 70, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο:

α) 

της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,

β) 

του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

γ) 

της οικονομικής ισχύος του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπαίτιου φυσικού προσώπου,

δ) 

της σημασίας των κερδών που αποκομίστηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

ε) 

των ζημιών τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

στ) 

του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παραίτησης από αποκτηθέντα κέρδη ή αποφευχθείσες ζημίες,

ζ) 

προηγούμενων παραβάσεων του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη άλλους παράγοντες, επιπλέον των αναφερομένων στο πρώτο εδάφιο, κατά τον προσδιορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και μέτρων.

Άρθρο 73

Καταγγελίες παραβάσεων

1.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που καθιστούν δυνατή την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές, ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Οι μηχανισμοί του πρώτου εδαφίου περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α) 

ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή καταγγελιών για ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες,

β) 

κατάλληλη προστασία για εργαζομένους χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης,

γ) 

προστασία της ταυτότητας τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω έρευνας ή μεταγενέστερων δικαστικών διαδικασιών.

▼M8

2.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, διαχειριστές αγοράς, ΕΜΗΔΗΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που διαθέτουν παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για την εσωτερική αναφορά πραγματικών ή ενδεχόμενων παραβάσεων από τους υπαλλήλους τους μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

▼B

Άρθρο 74

Δικαίωμα προσφυγής

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ισχύει επίσης εάν δεν ληφθεί απόφαση, σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι μηνών από την υποβολή της.
2.  

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους φορείς, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, μπορούν, προς το συμφέρον των καταναλωτών και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να προσφύγουν επίσης στα δικαστήρια ή στους αρμόδιους διοικητικούς φορείς προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α) 

δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους,

β) 

οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών,

γ) 

επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργούν για την προστασία των μελών τους.

Άρθρο 75

Εξωδικαστική επίλυση των διαφορών για τους καταναλωτές

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη θέσπιση αποδοτικών και αποτελεσματικών διαδικασιών υποβολής καταγγελιών και προσφυγής για την εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων, με τη χρησιμοποίηση υφιστάμενων φορέων όταν συντρέχει η περίπτωση. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν περαιτέρω ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσχωρούν σε έναν ή περισσότερους από τους φορείς αυτούς, που εφαρμόζουν τις εν λόγω διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγής.
2.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω φορείς συνεργάζονται ενεργά με τους ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τις διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγής κατά την παράγραφο 1 που είναι ενεργές στο σχετικό δίκαιό τους.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών.

Άρθρο 76

Επαγγελματικό απόρρητο

1.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβασθεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 67 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων επενδύσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που προβλέπονται στο εθνικό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.
2.  
Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
3.  
Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλει το εθνικό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για τον σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.
4.  
Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με άλλες οδηγίες ή κανονισμούς που εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ΟΣΕΚΑ, ΟΕΕ, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ρυθμιζόμενες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ΚΑΤ ή, διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.
5.  
Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 77

Σχέσεις με ελεγκτές

1.  

►M6  Τα κράτη μέλη προβλέπουν, τουλάχιστον, ότι κάθε πρόσωπο που έχει λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 ), το οποίο δραστηριοποιείται σε επιχείρηση επενδύσεων, σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΕΜΗΔΗΣΥ ή ΕΜΗΓΝΩΣΥ που διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, τα καθήκοντα του άρθρου 34 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή του άρθρου 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη εκ του νόμου προβλεπόμενη αποστολή, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στις αρμόδιες αρχές κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με την εν λόγω επιχείρηση του οποίου ή της οποίας έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και που ενδέχεται: ◄

α) 

να συνιστά σοβαρή παραβίαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων,

β) 

να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων,

γ) 

να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

Το πρόσωπο αυτό υποχρεούται επίσης να αναφέρει τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με επιχείρηση επενδύσεων στην οποία επιτελεί επίσης ελεγκτική αποστολή.

2.  
Η καλόπιστη αναφορά στις αρμόδιες αρχές, από πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή κανονιστικών περιοριστικών διατάξεων των σχετικών με αποκάλυψη πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

Άρθρο 78

Προστασία δεδομένων

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία πραγματοποιείται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όπου έχει εφαρμογή.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ

Άρθρο 79

Υποχρέωση συνεργασίας

1.  
Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είτε στην εθνική νομοθεσία.

Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με το άρθρο 70, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή διαδικασίες που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις της παρούσα οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και τις θέτουν στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της ανάκτησης των προστίμων.

Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών τα κράτη μέλη καθορίζουν μία μόνο αρμόδια αρχή ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη τα ονόματα των αρχών που έχουν οριστεί να παραλαμβάνουν αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο αυτών των αρχών.

2.  
Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας.
3.  
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και όταν η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παραβίαση των κανόνων που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος.

4.  
Εάν αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει τη γνωστοποίηση προβαίνει στις δέουσες ενέργειες. Ενημερώνει τη γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής.
5.  

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 4, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:

α) 

τυχόν αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους θέσης ή ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιε),

β) 

τυχόν ορίων της ικανότητας προσώπων να εισέλθουν σε παράγωγο επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιστ).

Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ι), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους, καθώς και το εύρος των ορίων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιστ), συμπεριλαμβανομένων του ενδιαφερομένου προσώπου, των εφαρμοστέων χρηματοπιστωτικών μέσων, τυχόν ορίων όσον αφορά το μέγεθος των θέσεων που μπορεί να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 57 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.

Οι γνωστοποιήσεις πραγματοποιούνται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές συνθήκες, η αρμόδια αρχή δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν.

Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που λαμβάνει γνωστοποίηση βάσει της παρούσας παραγράφου μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιε) ή ιστ), αν πληρούται η προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή προβαίνει επίσης σε ειδοποίηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.

Εάν μια ενέργεια βάσει των στοιχείων α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η αρμόδια αρχή ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ) ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

6.  
Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και του λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς την οδηγία 2003/87/ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να έχουν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.
7.  
Σε ό,τι αφορά τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν εκθέσεις και συνεργάζονται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.
8.  
Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.
9.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τις ρυθμίσεις συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 80

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιες εξακριβώσεις ή σε έρευνες

1.  
Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα. Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς, η αρμόδια αρχή της ρυθμιζόμενης αγοράς δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτά, οπότε ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.

Όταν υποβάλλεται σε αρμόδια αρχή αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, η εν λόγω αρχή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της,:

α) 

προβαίνει η ίδια στην εξακρίβωση ή έρευνα,

β) 

επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει την εξακρίβωση ή έρευνα,

γ) 

αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν την εξακρίβωση ή έρευνα.

2.  
Με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΚΑΑ δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των εποπτικών σωμάτων εποπτικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπου εξακριβώσεων ή ερευνών, που διενεργούνται από κοινού από δυο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
3.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ αρμοδίων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο των εποπτικών τους δραστηριοτήτων, επιτόπιων ελέγχων και ερευνών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, επιτόπιους ελέγχους και έρευνες.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 81

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.  
Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες έχουν οριστεί ως σημεία επαφής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 βάσει του άρθρου 79 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας ανταλλάσσουν αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, τα οποία προβλέπονται από τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Οι αρμόδιες αρχές που ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δύνανται να ορίζουν κατά την ανταλλαγή ότι οι ανωτέρω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συμφωνία τους και στην περίπτωση αυτή οι πληροφορίες δύνανται να ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

2.  
Η αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επαφής σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 δύναται να διαβιβάζει στις αρχές του άρθρου 67 παράγραφος 1 τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 77 και 88. Οι αρχές αυτές δεν διαβιβάζουν τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το σημείο επαφής ενημερώνει αμέσως το σημείο επαφής που έστειλε τις πληροφορίες.
3.  

Οι αρχές του άρθρου 71 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 77 και 88 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:

▼M4

α) 

για να εξακριβώσουν αν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και για να διευκολύνουν την παρακολούθηση των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου,

▼B

β) 

για να παρακολουθούν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης,

γ) 

για την επιβολή κυρώσεων,

δ) 

στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,

ε) 

στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 74,

στ) 

στον μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 75.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.  
Ούτε το παρόν άρθρο, ούτε τα άρθρα 76 ή 88 εμποδίζουν την αρμόδια αρχή να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, στις κεντρικές τράπεζες, στο ΕΣΚΤ και στην ΕΚΤ, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της Νομισματικής Αρχής και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπει η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 82

Δεσμευτική διαμεσολάβηση

1.  

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:

α) 

για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 80, ή

β) 

για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 81.

2.  
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ δύναται να ενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτημα για πληροφόρηση προβλεπόμενη στο άρθρο 83 της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 83

Άρνηση συνεργασίας

Μια αρμόδια αρχή δύναται να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπου εξακρίβωσης ή εποπτικής δραστηριότητας του άρθρου 84 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 81 μόνον εάν:

α) 

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα,

β) 

τα ίδια πρόσωπα έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτημα.

Σε περίπτωση άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Άρθρο 84

Διαβουλεύσεις πριν από την αδειοδότηση

1.  

Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ζητείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων η οποία εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,

β) 

είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,

γ) 

ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.

2.  

Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζητείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,

β) 

θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,

γ) 

ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια ασφαλιστική επιχείρηση στην Ένωση.

3.  
Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους ιδίως κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ή των μελών και της φήμης και της εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών και τη φήμη και της εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.
4.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές πριν χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 85

Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής

1.  
Τα κράτη μέλη υποδοχής μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή να δύναται, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στο έδαφός τους την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.
2.  
Στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων που τους παρέχει η παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τα εφαρμοζόμενα σε αυτά τα υποκαταστήματα πρότυπα που καθορίζει το κράτος μέλος υποδοχής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 8. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν δύνανται να είναι πιο αυστηρές από τις προϋποθέσεις που τα ίδια κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα πρότυπα αυτά.

Άρθρο 86

Προληπτικά μέτρα εκ μέρους των κρατών μελών υποδοχής

1.  
Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην επικράτειά της παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας οι οποίες δεν παρέχουν εξουσίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών του κράτους μέλους υποδοχής, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) 

αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις παραβάτιδες επιχειρήσεις επενδύσεων να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στην επικράτειά τους. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και

β) 

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.  
Εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι επιχείρηση επενδύσεων η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην επικράτειά της παραβαίνει τις νομικές ή κανονιστικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας οι οποίες παρέχουν εξουσίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

Εάν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η εν λόγω εταιρεία επενδύσεων θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος μέλος υποδοχής, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβιάζει τις νομικές ή κανονιστικές διατάξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δύναται να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  
Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.

Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών του κράτους μέλους υποδοχής ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1, 2 ή 3, τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.

Άρθρο 87

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

1.  
Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Συνεργασία με τρίτες χώρες

Άρθρο 88

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1.  
Τα κράτη μέλη και, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 76. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

Η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα από κράτος μέλος γίνεται σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΚΑΑΑ σε τρίτη χώρα πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 45/2001.

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ δύνανται επίσης να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:

α) 

την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,

β) 

την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλες παρόμοιες διαδικασίες,

γ) 

τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

δ) 

την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,

ε) 

την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων,

στ) 

την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,

ζ) 

την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.

Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο δύνανται να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 76. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος, εφαρμόζεται το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ και εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.  
Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δύνανται να κοινοποιηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 89

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  
Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

▼M8

2.  
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 23 παράγραφος 4, στο άρθρο 24 παράγραφος 13, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 27 παράγραφος 9, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 32 παράγραφος 4, στο άρθρο 33 παράγραφος 8, στο άρθρο 52 παράγραφος 4, στο άρθρο 54 παράγραφος 4, στο άρθρο 58 παράγραφος 6, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 65 παράγραφος 7 και στο άρθρο 79 παράγραφος 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουλίου 2014.
3.  
Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 23 παράγραφος 4, στο άρθρο 24 παράγραφος 13, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 27 παράγραφος 9, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 32 παράγραφος 4, στο άρθρο 33 παράγραφος 8, στο άρθρο 52 παράγραφος 4, στο άρθρο 54 παράγραφος 4, στο άρθρο 58 παράγραφος 6, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 65 παράγραφος 7 και στο άρθρο 79 παράγραφος 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.
4.  
Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
5.  
Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3, του άρθρου 2 παράγραφος 4, του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφος 12, του άρθρου 23 παράγραφος 4, του άρθρου 24 παράγραφος 13, του άρθρου 25 παράγραφος 8, του άρθρου 27 παράγραφος 9, του άρθρου 28 παράγραφος 3, του άρθρου 30 παράγραφος 5, του άρθρου 31 παράγραφος 4, του άρθρου 32 παράγραφος 4, του άρθρου 33 παράγραφος 8, του άρθρου 52 παράγραφος 4, του άρθρου 54 παράγραφος 4, του άρθρου 58 παράγραφος 6, του άρθρου 64 παράγραφος 7, του άρθρου 65 παράγραφος 7 ή του άρθρου 79 παράγραφος 8 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼M3

Άρθρο 89α

Διαδικασία επιτροπής

1.  
Η Επιτροπή επικουρείται από την ευρωπαϊκή επιτροπή κινητών αξιών, που έχει συσταθεί με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής ( 14 ). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ).
2.  
Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

▼B



ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 90

Εκθέσεις και αναθεώρηση

1.  

Πριν από τις ►M3  3 Μαρτίου 2020 ◄ η Επιτροπή υποβάλλει, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με:

α) 

τη λειτουργία των ΜΟΔ, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής χρήσης αντιστοιχισμένης κύριας διαπραγμάτευσης από αυτούς, λαμβάνοντας υπόψη την εποπτική εμπειρία των αρμόδιων αρχών, τον αριθμό των ΜΟΔ που έχουν άδεια στην Ένωση και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν και ιδίως εξετάζοντας κατά πόσο χρειάζονται προσαρμογές στον ορισμό ενός ΜΟΔ και κατά πόσο το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτει η κατηγορία των ΜΟΔ εξακολουθεί να είναι ενδεδειγμένο,

β) 

τη λειτουργία του καθεστώτος για τις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των ΠΜΔ που έχουν καταγραφεί ως αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, τον αριθμό των εκδοτών που είναι παρόντες σε αυτούς και τους αντίστοιχους όγκους συναλλαγών.

Ιδίως, στην έκθεση θα εκτιμάται κατά πόσον το όριο του άρθρου 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) παραμένει κατάλληλο ελάχιστο όριο για την επίτευξη των στόχων για αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, όπως αναφέρεται στην παρούσα οδηγία,

γ) 

τον αντίκτυπο των απαιτήσεων όσον αφορά την αλγοριθμική διαπραγμάτευση, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας,

δ) 

την πείρα που έχει αποκτηθεί από το μηχανισμό απαγόρευσης ορισμένων προϊόντων ή πρακτικών, λαμβανομένου υπόψη του πόσες φορές ενεργοποιήθηκαν οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί και ποια ήταν τα αποτελέσματα,

ε) 

την επιβολή των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων και ιδίως την ανάγκη για περαιτέρω εναρμόνιση των διοικητικών κυρώσεων για την παράβαση των απαιτήσεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

στ) 

τις επιπτώσεις από την εφαρμογή ορίων θέσης και διαχείρισης θέσης στη ρευστότητα, την κατάχρηση της αγοράς, την ομαλή διαμόρφωση των τιμών και στους όρους διακανονισμού στις αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων,

ζ) 

την εξέλιξη των τιμών για τα προδιαπραγματευτικά και τα μεταδιαπραγματευτικά δεδομένα διαφάνειας των συναλλαγών από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,

η) 

τις συνέπειες της απαίτησης για κοινοποίηση αμοιβών, προμηθειών, και μη χρηματικών οφελών σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας στον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9, συμπεριλαμβανομένου του αντικτύπου της στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των διασυνοριακών επενδυτικών συμβουλών.

▼M8

1α.  
Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή επανεξετάζει τις επιπτώσεις της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγα των δικαιωμάτων αυτών και συνοδεύει την επανεξέταση αυτή, όπου κρίνεται σκόπιμο, με νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση της εν λόγω εξαίρεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή αξιολογεί τις συναλλαγές επί δικαιωμάτων εκπομπής και των παραγώγων τους στην Ένωση και σε τρίτες χώρες, τις επιπτώσεις της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) στην προστασία των επενδυτών, την ακεραιότητα και τη διαφάνεια των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής και των παραγώγων τους, καθώς και αν πρέπει να θεσπιστούν μέτρα σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών.

▼M6 —————

▼B

4.  
Έως την ►M3  1 Ιανουαρίου 2019 ◄ , η Επιτροπή εκπονεί έκθεση, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ και τον ΟΣΡΑΕ, για την εκτίμηση του ενδεχόμενου αντικτύπου στις τιμές της ενέργειας και τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, καθώς και για τη σκοπιμότητα και τα οφέλη σε σχέση με τη μείωση των κινδύνων αντισυμβαλλομένου και των συστημικών κινδύνων, όπως επίσης για το άμεσο κόστος των συμβάσεων ενεργειακών παραγώγων Γ6 που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, στις τεχνικές μείωσης του κινδύνου που καθορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 αυτού και τη συμπερίληψή τους στον υπολογισμό του κατωφλίου εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού.

Αν η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα ήταν εφικτό και χρήσιμο να περιληφθούν οι συμβάσεις αυτές, υποβάλλει, αν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ανατίθεται στην Επιτροπή αρμοδιότητα για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 89 της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά την παράταση της περιόδου 42 μηνών που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, μία φορά κατά δύο έτη και μία ακόμη φορά κατά ένα έτος.

▼M2 —————

▼B

Άρθρο 92

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2011/61/ΕΕ

Η οδηγία 2011/61/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1) 

στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιη), προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«vii) 

κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ΔΟΕΕ της ΕΕ παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4,»,

2) 

το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α) 

ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

«Προϋποθέσεις για τη διαχείριση ΟΕΕ της ΕΕ εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη»,

β) 

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αδειοδοτημένοι ΔΟΕΕ της ΕΕ μπορούν, άμεσα ή με την εγκατάσταση υποκαταστήματος:

α) 

να διαχειρίζονται ΟΕΕ της ΕΕ εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι ο ΔΟΕΕ διαθέτει άδεια για τη διαχείριση του συγκεκριμένου τύπου ΔΟΕΕ,

β) 

να παρέχουν σε άλλο κράτος μέλος τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 για τις οποίες έχουν λάβει άδεια.

2.  

Οι ΔΟΕΕ που προτίθενται να αρχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες και να παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους:

α) 

το κράτος μέλος στο οποίο προτίθενται να διαχειριστούν άμεσα ΟΕΕ ή να εγκαταστήσουν υποκατάστημα και/ή να παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4,

β) 

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύουν να παρέχουν και/ή στο οποίο προσδιορίζονται οι ΟΕΕ τους οποίους σκοπεύουν να διαχειρίζονται.».

Άρθρο 93

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις ►M3  3 Ιουλίου 2017 ◄ , τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

▼M6

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

▼B

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την παραπομπή αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση ότι οι παραπομπές στις κείμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των οδηγιών που καταργούνται με την παρούσα οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  
Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα που καθορίζονται στο άρθρο 92 από τις 3 Ιουλίου 2015.
3.  
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

▼M9

3α.  
Έως τις 23 Μαρτίου 2023, τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15). Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 23 Μαρτίου 2023.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη που δεν μπορούν να εγκρίνουν τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15) έως τις 23 Μαρτίου 2023, επειδή οι νομοθετικές τους διαδικασίες διαρκούν πάνω από εννέα μήνες, επωφελούνται από παράταση έξι μηνών κατ’ ανώτατο όριο από τις 23 Μαρτίου 2023, υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνουν την Επιτροπή έως τις 23 Μαρτίου 2023 ότι χρειάζεται να κάνουν χρήση αυτής της παράτασης.

▼B

Άρθρο 94

Κατάργηση

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιείται με τις πράξεις που παρατίθενται στο μέρος Α του παραρτήματος III της παρούσας οδηγίας, καταργείται με ισχύ από τις ►M3  3 Ιανουαρίου 2018 ◄ , με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που ορίζονται στο μέρος Β του παραρτήματος III της παρούσας οδηγίας.

Οι παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ ή στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας.

Οι παραπομπές σε ορισμούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ ή σε άρθρα τους λογίζονται ως παραπομπές σε αντίστοιχο ορισμό της παρούσας οδηγίας ή σε άρθρο της.

Άρθρο 95

Μεταβατικές διατάξεις

1.  

Μέχρι τις ►M3  3 Ιανουαρίου 2021 ◄ :

α) 

η υποχρέωση εκκαθάρισης που καθορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου που καθορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 αυτού δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 που συνάπτονται από μη χρηματοπιστωτικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή από μη χρηματοπιστωτικούς αντισυμβαλλομένους που αδειοδοτούνται για πρώτη φορά ως επιχειρήσεις επενδύσεων από τις ►M3  3 Ιανουαρίου 2018 ◄ και

β) 

οι εν λόγω συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 δεν θεωρούνται συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για τους σκοπούς του ορίου εκκαθάρισης που ορίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Οι συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 που επωφελούνται από το μεταβατικό καθεστώς το οποίο ορίζεται στο πρώτο εδάφιο υπόκεινται σε όλες τις άλλες απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.  
Η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 χορηγείται από τη σχετική αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 για τις οποίες έχει χορηγηθεί εξαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάσταση των εν λόγω συμβάσεων ενεργειακών παραγώγων Γ6.

▼M4

Άρθρο 95α

Μεταβατική διάταξη σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε περίπτωση που τα προβλεπόμενα συνολικά στοιχεία ενεργητικού επιχείρησης, η οποία έχει υποβάλει αίτηση άδειας λειτουργίας βάσει του τίτλου II της παρούσας οδηγίας πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2019, με σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6), ισούνται με το ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβαίνουν, και παρέχουν σχετική ενημέρωση στον αιτούντα.

▼B

Άρθρο 96

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 97

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΤΜΉΜΑ Α

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες

1) 

Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,

2) 

εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,

3) 

διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό,

4) 

διαχείριση χαρτοφυλακίου,

5) 

επενδυτικές συμβουλές,

6) 

αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης,

7) 

τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης,

8) 

λειτουργία ΠΜΔ,

9) 

λειτουργία ΜΟΔ.

ΤΜΉΜΑ B

Παρεπόμενες υπηρεσίες

▼M1

1) 

φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων εξ ονόματος πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο («υπηρεσία κεντρικής διατήρησης») όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014,

▼B

2) 

παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο,

3) 

παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,

4) 

υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,

5) 

έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα,

6) 

υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή,

7) 

επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στο τμήμα Α ή Β του παραρτήματος I σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7) και 10) εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

ΤΜΉΜΑ Γ

Χρηματοπιστωτικά μέσα

1) 

κινητές αξίες,

2) 

μέσα χρηματαγοράς,

3) 

μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,

4) 

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα,

5) 

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης,

6) 

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση,

7) 

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σημείο 6) του παρόντος τμήματος και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,

8) 

παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου,

9) 

χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences),

10) 

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ,

11) 

δικαιώματα εκπομπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).

▼M6 —————

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Επαγγελματίας πελάτης είναι ο πελάτης που διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

I.   ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:

1) 

οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:

α) 

πιστωτικά ιδρύματα,

β) 

επιχειρήσεις επενδύσεων,

γ) 

άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις,

δ) 

ασφαλιστικές εταιρείες,

ε) 

οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους,

στ) 

συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους,

ζ) 

διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,

η) 

τοπικές επιχειρήσεις,

θ) 

άλλοι θεσμικοί επενδυτές,

2) 

μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους, σε βάση επιμέρους εταιρείας:

σύνολο ισολογισμού : 20 000 000  EUR

καθαρός κύκλος εργασιών : 40 000 000  EUR

ίδια κεφάλαια : 2 000 000  EUR,

3) 

εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΤΕ και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί,

4) 

άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.

Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Αν ο πελάτης μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, πριν του παράσχει υπηρεσίες, να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η επιχείρηση επενδύσεων, επαγγελματίας πελάτης και ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί, εκτός αν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει επίσης να ενημερώσει τον πελάτη ότι μπορεί να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας.

Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πρέπει να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας αν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.

Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας θα παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την επιχείρηση επενδύσεων ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει αν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

II.   ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

II.1.   Κριτήρια κατηγοριοποίησης

Μπορεί επίσης να επιτραπεί σε πελάτες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα I, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες δεοντολογίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Επιτρέπεται συνεπώς στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται ωστόσο ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο τμήμα I.

Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει μόνο αν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να πειστεί σε εύλογο βαθμό ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.

Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των οδηγιών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορούν να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.

Κατά την εν λόγω αξιολόγηση πληρούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

— 
ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσο όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,
— 
η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τις 500 000  EUR,
— 
ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της πείρας και των γνώσεων των δήμων και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης που ζητούν να υπαχθούν στο καθεστώς των επαγγελματικών πελατών. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να είναι διαφορετικά ή επιπρόσθετα σε σχέση με εκείνα του πέμπτου εδαφίου.

II.2.   Διαδικασία

Οι εν λόγω πελάτες μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:

— 
οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην επιχείρηση επενδύσεων την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως πελάτες επαγγελματίες, είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,
— 
η επιχείρηση επενδύσεων τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν,
— 
οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.

Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο τμήμα II.1.

Ωστόσο, αν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Οι επιχειρήσεις πρέπει να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν διατυπωθεί εγγράφως. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Αν η επιχείρηση επενδύσεων διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΈΡΟς A

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών της τροποποιήσεων

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 94)

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

Οδηγία 2006/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

Οδηγία 2008/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 76 της 19.3.2008, σ. 33).

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

ΜΈΡΟς B

Κατάλογος προθεσμιών μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 94)

Οδηγία 2004/39/ΕΚ



Προθεσμία μεταφοράς

31 Ιανουαρίου 2007

Περίοδος υλοποίησης

1 Νοεμβρίου 2007

Οδηγία 2006/31/ΕΚ



Προθεσμία μεταφοράς

31 Ιανουαρίου 2007

Περίοδος υλοποίησης

1 Νοεμβρίου 2007

Οδηγία 2007/44/ΕΚ



Προθεσμία μεταφοράς

21 Μαρτίου 2009

Οδηγία 2010/78/ΕΕ



Προθεσμία μεταφοράς

31 Δεκεμβρίου 2011




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας αντιστοιχίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 94



Οδηγία 2004/39/ΕΚ

Οδηγία 2014/65/ΕΕ

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο η)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο η)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ) σημείο (i)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 4

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 10

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 10

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 12

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 55

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 56

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35 στοιχείο β)

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3

 

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 4

 

Άρθρο 5 παράγραφος 5

 

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

 

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφοι 4 και 5

 

Άρθρο 8 στοιχείο α)

Άρθρο 8 στοιχείο α)

 

Άρθρο 8 στοιχείο β)

Άρθρο 8 στοιχείο β)

 

Άρθρο 8 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 8 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 8 στοιχείο ε)

Άρθρο 8 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 3

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 5

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4

 

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 9 παράγραφος 6

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Άρθρο 10 παράγραφος 3, Άρθρο 11 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10α παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10α παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10α παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10α παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10α παράγραφος 5

Άρθρο 12 παράγραφος 5

 

Άρθρο 10α παράγραφος 6

Άρθρο 12 παράγραφος 6

 

Άρθρο 10α παράγραφος 7

Άρθρο 12 παράγραφος 7

 

Άρθρο 10α παράγραφος 8

Άρθρο 12 παράγραφοι 8 και 9

 

Άρθρο 10β παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10β παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10β παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10β παράγραφος 4

Άρθρο 13 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10β παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 5

 

Άρθρο 11

Άρθρο 14

 

Άρθρο 12

Άρθρο 15

 

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

 

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2

 

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 3

 

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 4

 

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 5

 

Άρθρο 13 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 6

 

Άρθρο 13 παράγραφος 7

Άρθρο 16 παράγραφος 8

 

Άρθρο 13 παράγραφος 8

Άρθρο 16 παράγραφος 9

 

Άρθρο 13 παράγραφος 9

Άρθρο 16 παράγραφος 11

 

Άρθρο 13 παράγραφος 10

Άρθρο 16 παράγραφος 12

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 1, Άρθρο 19 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 4

 

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 18 παράγραφος 3, Άρθρο 19 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 5

Άρθρο 18 παράγραφος 6, Άρθρο 19 παράγραφος 3

 

Άρθρο 14 παράγραφος 6

Άρθρο 18 παράγραφος 8

 

Άρθρο 14 παράγραφος 7

Άρθρο 18 παράγραφος 9

 

Άρθρο 15

 

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

 

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 2

 

Άρθρο 16 παράγραφος 3

 

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 22

 

Άρθρο 17 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1

 

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 23 παράγραφος 4

 

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 1

 

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

 

Άρθρο 19 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 4

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 2

 

Άρθρο 19 παράγραφος 5

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 19 παράγραφος 6

Άρθρο 25 παράγραφος 4

 

Άρθρο 19 παράγραφος 7

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 19 παράγραφος 8

Άρθρο 25 παράγραφος 6

 

Άρθρο 19 παράγραφος 9

Άρθρο 24 παράγραφος 6, Άρθρο 25 παράγραφος 7

 

Άρθρο 19 παράγραφος 10

Άρθρο 24 παράγραφος 13, Άρθρο 24 παράγραφος 14, Άρθρο 25 παράγραφος 8

 

Άρθρο 20

Άρθρο 26

 

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 27 παράγραφος 1

 

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 4

 

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Άρθρο 27 παράγραφος 5

 

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 27 παράγραφος 7

 

Άρθρο 21 παράγραφος 5

Άρθρο 27 παράγραφος 8

 

Άρθρο 21 παράγραφος 6

Άρθρο 27 παράγραφος 9

 

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 1

 

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 2

 

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 1

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφος 2

 

Άρθρο 23 παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 4

Άρθρο 29 παράγραφος 4

 

Άρθρο 23 παράγραφος 5

Άρθρο 29 παράγραφος 5

 

Άρθρο 23 παράγραφος 6

Άρθρο 29 παράγραφος 6

 

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 1

 

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 2

 

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

Άρθρο 24 παράγραφος 4

Άρθρο 30 παράγραφος 4

 

Άρθρο 24 παράγραφος 5

Άρθρο 30 παράγραφος 5

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1

 

Άρθρο 24

Άρθρο 25 παράγραφος 2

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 25 παράγραφος 4

 

Άρθρο 26 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 26 παράγραφος 7

Άρθρο 25 παράγραφος 6

 

Άρθρο 26 παράγραφος 8

Άρθρο 25 παράγραφος 7

 

Άρθρο 26 παράγραφος 9

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Άρθρο 31 παράγραφος 1

 

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 27 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1 έως 5

Άρθρο 27 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 6

Άρθρο 27 παράγραφος 3

 

Άρθρο 15 παράγραφος 1 έως 4

Άρθρο 27 παράγραφος 4

 

Άρθρο 16

Άρθρο 27 παράγραφος 5

 

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 27 παράγραφος 6

 

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 7

 

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 1

 

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 2

 

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 3

 

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 29 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 29 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 30 παράγραφος 1

 

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 30 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 1

 

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 2

 

Άρθρο 31 παράγραφος 3

Άρθρο 34 παράγραφος 3

 

Άρθρο 31 παράγραφος 4

Άρθρο 34 παράγραφος 4

 

Άρθρο 31 παράγραφος 5

Άρθρο 34 παράγραφος 6

 

Άρθρο 31 παράγραφος 6

Άρθρο 34 παράγραφος 7

 

Άρθρο 31 παράγραφος 7

Άρθρο 34 παράγραφοι 8 και 9

 

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Άρθρο 35 παράγραφος 1

 

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Άρθρο 35 παράγραφος 2

 

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 35 παράγραφος 3

 

Άρθρο 32 παράγραφος 4

Άρθρο 35 παράγραφος 4

 

Άρθρο 32 παράγραφος 5

Άρθρο 35 παράγραφος 5

 

Άρθρο 32 παράγραφος 6

Άρθρο 35 παράγραφος 6

 

Άρθρο 32 παράγραφος 7

Άρθρο 35 παράγραφος 8

 

Άρθρο 32 παράγραφος 8

Άρθρο 35 παράγραφος 9

 

Άρθρο 32 παράγραφος 9

Άρθρο 35 παράγραφος 10

 

Άρθρο 32 παράγραφος 10

Άρθρο 35 παράγραφοι 11 και 12

 

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 36 παράγραφος 1

 

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 36 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 37 παράγραφος 1

 

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 37 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 3

 

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Άρθρο 38 παράγραφος 1

 

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 38 παράγραφος 2

 

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 44 παράγραφος 1

 

Άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 2

 

Άρθρο 36 παράγραφος 3

Άρθρο 44 παράγραφος 3

 

Άρθρο 36 παράγραφος 4

Άρθρο 44 παράγραφος 4

 

Άρθρο 36 παράγραφος 5

Άρθρο 44 παράγραφος 5

 

Άρθρο 36 παράγραφος 6

Άρθρο 44 παράγραφος 6

 

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφοι 1 και 8

 

Άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 45 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 38 παράγραφος 1

Άρθρο 46 παράγραφος 1

 

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 46 παράγραφος 2

 

Άρθρο 38 παράγραφος 3

Άρθρο 46 παράγραφος 3

 

Άρθρο 39

Άρθρο 47 παράγραφος 1

 

Άρθρο 40 παράγραφος 1

Άρθρο 51 παράγραφος 1

 

Άρθρο 40 παράγραφος 2

Άρθρο 51 παράγραφος 2

 

Άρθρο 40 παράγραφος 3

Άρθρο 51 παράγραφος 3

 

Άρθρο 40 παράγραφος 4

Άρθρο 51 παράγραφος 4

 

Άρθρο 40 παράγραφος 5

Άρθρο 51 παράγραφος 5

 

Άρθρο 40 παράγραφος 6

Άρθρο 51 παράγραφος 6

 

Άρθρο 41 παράγραφος 1

Άρθρο 52 παράγραφος 1

 

Άρθρο 41 παράγραφος 2

Άρθρο 52 παράγραφος 2

 

Άρθρο 42 παράγραφος 1

Άρθρο 53 παράγραφος 1

 

Άρθρο 42 παράγραφος 2

Άρθρο 53 παράγραφος 2

 

Άρθρο 42 παράγραφος 3

Άρθρο 53 παράγραφος 3

 

Άρθρο 42 παράγραφος 4

Άρθρο 53 παράγραφος 4

 

Άρθρο 42 παράγραφος 5

Άρθρο 53 παράγραφος 5

 

Άρθρο 42 παράγραφος 6

Άρθρο 53 παράγραφος 6

 

Άρθρο 42 παράγραφος 7

Άρθρο 53 παράγραφος 7

 

Άρθρο 43 παράγραφος 1

Άρθρο 54 παράγραφος 1

 

Άρθρο 43 παράγραφος 2

Άρθρο 54 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 44 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 44 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 44 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 45 παράγραφος 1

 

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 45 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 46 παράγραφος 1

Άρθρο 55 παράγραφος 1

 

Άρθρο 46 παράγραφος 2

Άρθρο 55 παράγραφος 2

 

Άρθρο 47

Άρθρο 56

 

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 67 παράγραφος 1

 

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Άρθρο 67 παράγραφος 2

 

Άρθρο 48 παράγραφος 3

Άρθρο 67 παράγραφος 3

 

Άρθρο 49

Άρθρο 68

 

Άρθρο 50 παράγραφος 1

Άρθρο 69 παράγραφος 1, Άρθρο 72 παράγραφος 1

 

Άρθρο 50 παράγραφος 2

Άρθρο 69 παράγραφος 2

 

Άρθρο 51 παράγραφος 1

Άρθρο 70 παράγραφοι 1 και 2

 

Άρθρο 51 παράγραφος 2

Άρθρο 70 παράγραφος 5

 

Άρθρο 51 παράγραφος 3

Άρθρο 71 παράγραφος 1

 

Άρθρο 51 παράγραφος 4

Άρθρο 71 παράγραφος 4

 

Άρθρο 51 παράγραφος 5

Άρθρο 71 παράγραφος 5

 

Άρθρο 51 παράγραφος 6

Άρθρο 71 παράγραφος 6

 

Άρθρο 52 παράγραφος 1

Άρθρο 74 παράγραφος 1

 

Άρθρο 52 παράγραφος 2

Άρθρο 74 παράγραφος 2

 

Άρθρο 53 παράγραφος 1

Άρθρο 75 παράγραφος 1

 

Άρθρο 53 παράγραφος 2

Άρθρο 75 παράγραφος 2

 

Άρθρο 53 παράγραφος 3

Άρθρο 75 παράγραφος 3

 

Άρθρο 54 παράγραφος 1

Άρθρο 76 παράγραφος 1

 

Άρθρο 54 παράγραφος 2

Άρθρο 76 παράγραφος 2

 

Άρθρο 54 παράγραφος 3

Άρθρο 76 παράγραφος 3

 

Άρθρο 54 παράγραφος 4

Άρθρο 76 παράγραφος 4

 

Άρθρο 54 παράγραφος 5

Άρθρο 76 παράγραφος 5

 

Άρθρο 55 παράγραφος 1

Άρθρο 77 παράγραφος 1

 

Άρθρο 55 παράγραφος 2

Άρθρο 77 παράγραφος 2

 

Άρθρο 56 παράγραφος 1

Άρθρο 79 παράγραφος 1

 

Άρθρο 56 παράγραφος 2

Άρθρο 79 παράγραφος 2

 

Άρθρο 56 παράγραφος 3

Άρθρο 79 παράγραφος 3

 

Άρθρο 56 παράγραφος 4

Άρθρο 79 παράγραφος 4

 

Άρθρο 56 παράγραφος 5

Άρθρο 79 παράγραφος 8

 

Άρθρο 56 παράγραφος 6

Άρθρο 79 παράγραφος 9

 

Άρθρο 57 παράγραφος 1

Άρθρο 80 παράγραφος 1

 

Άρθρο 57 παράγραφος 2

Άρθρο 80 παράγραφος 2

 

Άρθρο 57 παράγραφος 3

Άρθρο 80 παράγραφοι 3 και 4

 

Άρθρο 58 παράγραφος 1

Άρθρο 81 παράγραφος 1

 

Άρθρο 58 παράγραφος 2

Άρθρο 81 παράγραφος 2

 

Άρθρο 58 παράγραφος 3

Άρθρο 81 παράγραφος 3

 

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Άρθρο 81 παράγραφος 4

 

Άρθρο 58 παράγραφος 5

Άρθρο 81 παράγραφος 5

 

Άρθρο 58α

Άρθρο 82

 

Άρθρο 59

Άρθρο 83

 

Άρθρο 60 παράγραφος 1

Άρθρο 84 παράγραφος 1

 

Άρθρο 60 παράγραφος 2

Άρθρο 84 παράγραφος 2

 

Άρθρο 60 παράγραφος 3

Άρθρο 84 παράγραφος 3

 

Άρθρο 60 παράγραφος 4

Άρθρο 84 παράγραφος 4

 

Άρθρο 61 παράγραφος 1

Άρθρο 85 παράγραφος 1

 

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Άρθρο 85 παράγραφος 2

 

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 86 παράγραφος 1

 

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 86 παράγραφος 2

 

Άρθρο 62 παράγραφος 3

Άρθρο 86 παράγραφος 3

 

Άρθρο 62 παράγραφος 4

Άρθρο 86 παράγραφος 4

 

Άρθρο 62α παράγραφος 1

Άρθρο 87 παράγραφος 1

 

Άρθρο 62α παράγραφος 2

Άρθρο 87 παράγραφος 2

 

Άρθρο 63 παράγραφος 1

Άρθρο 88 παράγραφος 1

 

Άρθρο 63 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 2

 

Άρθρο 64

Άρθρο 64α

Άρθρο 65

Άρθρο 66

Άρθρο 67

Άρθρο 68

Άρθρο 69

Άρθρο 70

Άρθρο 71

Άρθρο 72

Άρθρο 73

Παράρτημα I

Παράρτημα I

 

Παράρτημα II

Παράρτημα II

 



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με σχετικά με τους ευρωπαίους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 347 της 20.10.2020, σ. 1).

( 3 ) Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

( 4 ) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

( 5 ) Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

( 6 ) Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

( 7 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (βλέπε σελίδα 149 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

( 8 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1184/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 1).

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

( 11 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

( 12 ) Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4η Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

►M6  ( 13 ) Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87). ◄

( 14 ) Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).

( 15 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).