21.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 227/10


Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου ΕΖΕΣ των αρχών ανταγωνισμού

(2006/C 227/07)

Α.

Η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται βάσει των κανόνων της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (εφεξής «συμφωνία ΕΟΧ») καθώς και της συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής «συμφωνία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου»).

B.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής: «Επιτροπή») εξέδωσε ανακοίνωση περί συνεργασίας στο πλαίσιο του δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού (1). Αυτή η μη δεσμευτική συμφωνία περιέχει αρχές και κανόνες που ακολουθεί η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξηγεί επίσης τους τρόπους με τους οποίους πρόκειται να υλοποιηθεί η συνεργασία εντός του δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού στην ΕΕ.

Γ.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εκτιμά ότι η προαναφερόμενη πράξη παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ. Στην προσπάθειά της να διασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού και ενιαία εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, (ΕΟΧ), η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εγκρίνει την παρούσα ανακοίνωση, ασκώντας την εξουσία που της παρέχεται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Η Εποπτεύουσα Αρχή προτίθεται να τηρήσει τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνονται στην παρούσα ανακοίνωση όταν θα εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες ΕΟΧ σε δεδομένη περίπτωση (2).

Δ.

Συγκεκριμένα, στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ προτίθεται να συνεργαστεί με τις αρχές ανταγωνισμού των χωρών ΕΖΕΣ (3) για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε μεμονωμένες περιπτώσεις και πώς πρόκειται να υλοποιηθεί η συνεργασία στο δίκτυο των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ.

E.

Η παρούσα ανακοίνωση αντικαθιστά την ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ για τη συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών ανταγωνισμού και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ στο χειρισμό περιπτώσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (4).

ΣΤ.

Η παρούσα ανακοίνωση ισχύει σε περιπτώσεις στις οποίες η Εποπτεύουσα Αρχή είναι η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή βάσει του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Με το κεφάλαιο II του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου σχετικά με γενικούς διαδικαστικούς κανόνες εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (εφεξής «κεφάλαιο II») (5) καθιερώθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και οι Αρχές Ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ (εφεξής οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού ΕΑΑ) (6) δύνανται να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Από κοινού, οι ΕΑΑ και η Εποπτεύουσα Αρχή αποτελούν ένα δίκτυο δημόσιων αρχών: ενεργούν προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος και συνεργάζονται στενά με στόχο την προάσπιση του ανταγωνισμού. Το δίκτυο αυτό αποτελεί έναν μηχανισμό για διαβουλεύσεις και συνεργασία στο πλαίσιο της εφαρμογής και επιβολής της πολιτικής ανταγωνισμού του ΕΟΧ. Το δίκτυο παρέχει ένα πλαίσιο για τη συνεργασία των αρχών ανταγωνισμού της ΕΖΕΣ σε περιπτώσεις εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ και συνιστά τη βάση για τη διαμόρφωση και διατήρηση μιας κοινής αντίληψης περί ανταγωνισμού στα κράτη ΕΖΕΣ. Το δίκτυο καλείται «δίκτυο ανταγωνισμού ΕΖΕΣ».

2.

Η δομή των ΕΑΑ ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Σε ένα κράτος ΕΖΕΣ, υπάρχει ένας ενιαίος φορέας ο οποίος διερευνά τις υποθέσεις και λαμβάνει αποφάσεις. Σε ένα άλλο κράτος ΕΖΕΣ, οι σχετικές αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ δύο φορέων, εκ των οποίων ο ένας φέρει την ευθύνη για τη διερεύνηση των υποθέσεων, ενώ ο άλλος, που συχνά είναι συλλογικό όργανο, είναι επιφορτισμένος με την έκδοση απόφασης για την εκάστοτε υπόθεση. Επιπλέον, σε ένα εθνικό σύστημα, ορισμένα είδη κυρώσεων είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνον από δικαστήριο. Με την επιφύλαξη της γενικής αρχής της αποτελεσματικότητας, το άρθρο 40 του κεφαλαίου ΙΙ παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιλέξουν τον φορέα ή τους φορείς που θα αναγορευθούν σε εθνικές αρχές ανταγωνισμού και να κατανείμουν τις σχετικές αρμοδιότητες μεταξύ τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές της νομοθεσίας ΕΟΧ, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, τα κράτη ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένα να συγκροτήσουν ένα σύστημα επιβολής κυρώσεων που να προβλέπει την επιβολή αποτελεσματικών, μη αναλογικών και αποτρεπτικών όσον αφορά παραβιάσεις της νομοθεσίας ΕΟΧ κυρώσεων (7)  (8). Τα συστήματα επιβολής κυρώσεων ποικίλλουν από το ένα κράτος ΕΖΕΣ στο άλλο, αλλά οι ΕΑΑ της ΕΖΕΣ, υπογράφοντας δήλωση υπό τη μορφή παραρτήματος στην παρούσα ανακοίνωση, αναγνωρίζουν, ως βάση συνεργασίας, τους κανόνες των συστημάτων εκάστου κράτους ΕΖΕΣ.

3.

Το δίκτυο που συγκροτούν οι αρχές ανταγωνισμού καλείται να μεριμνήσει τόσο για τον αποτελεσματικό καταμερισμό εργασίας όσο και για την ουσιαστική και συνεπή εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού του ΕΟΧ. Το κεφάλαιο II περιέχει τις βασικές αρχές λειτουργίας του δικτύου. Στην παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζονται τα λεπτομερή χαρακτηριστικά του συστήματος.

4.

Οι διαβουλεύσεις και ανταλλαγές στο πλαίσιο του Δικτύου πραγματοποιούνται αυστηρά μεταξύ των κρατικών αρχών επιβολής του νόμου και δεν αλλοιώνουν τα τυχόν δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο ΕΟΧ ή από το εθνικό δίκαιο για τις εταιρείες. Κάθε αρχή ανταγωνισμού διατηρεί ακέραια την ευθύνη για τη διασφάλιση της προσήκουσας διεκπεραίωσης των υποθέσεων με τις οποίες ασχολείται.

2.   ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΥΛΩΝΑ ΕΖΕΣ

2.1.   Αρχές που διέπουν την κατανομή

5.

Το κεφάλαιο ΙΙ βασίζεται σε ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου όλες οι αρχές ανταγωνισμού έχουν την εξουσία να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 ή 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και φέρουν την ευθύνη για έναν αποτελεσματικό καταμερισμό εργασίας εντός του πυλώνα ΕΖΕΣ όσον αφορά τις υποθέσεις εκείνες για τις οποίες κρίνεται αναγκαία η διεξαγωγή έρευνας. Συγχρόνως, κάθε μέλος του Δικτύου διατηρεί πλήρη ελευθερία να αποφασίζει κατά τη διακριτική του ευχέρεια κατά πόσον θα διεξαγάγει ή όχι έρευνα για την εκάστοτε υπόθεση. Βάσει αυτού του συστήματος, οι υποθέσεις διεκπεραιώνονται:

από μια μόνο ΕΑΑ, ενδεχομένως με τη συνδρομή άλλης ΕΑΑ της ΕΖΕΣ· ή

από περισσότερες ΕΑΑ ΕΖΕΣ οι οποίες δρουν εκ παραλλήλου· ή

από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ.

6.

Στις πλείστες περιπτώσεις, η αρχή που λαμβάνει μία καταγγελία ή κινεί αυτεπαγγέλτως διαδικασία (9) παραμένει αρμόδια για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Η παραπομπή μιας υπόθεσης σε άλλη αρχή είναι δυνατή μόνον στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας (βλ. την παράγραφο 18 κατωτέρω) όταν είτε η πρώτη αρχή θεωρεί ότι είναι ακατάλληλη για να επιληφθεί της υπόθεσης είτε κάποια άλλη αρχή θεωρεί ότι η είναι κατάλληλη για να επιληφθεί της υπόθεσης (βλ. τις παραγράφους 8 έως 14 κατωτέρω).

7.

Οσάκις διαπιστώνεται ότι είναι αναγκαία η παραπομπή μιας υπόθεσης σε άλλη αρχή προς χάριν της ουσιαστικής προστασίας του ανταγωνισμού και του συμφέροντος του ΕΟΧ, τα μέλη του δικτύου καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ούτως ώστε οι υποθέσεις να παραπέμπονται σε μία και μόνον κατάλληλη αρχή ανταγωνισμού όσο το δυνατόν συχνότερα (10). Σε κάθε περίπτωση, η παραπομπή πρέπει να αποτελεί μία σύντομη και αποτελεσματική διαδικασία και να μη θέτει προσκόμματα σε έρευνες που ενδεχομένως βρίσκονται σε εξέλιξη.

8.

Μία αρχή μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης εάν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

(1)

η συμφωνία ή πρακτική έχει σημαντικές άμεσες, πραγματικές ή προβλέψιμες, συνέπειες για τον ανταγωνισμό εντός των ορίων της επικράτειας της αρχής, εφαρμόζεται στο εσωτερικό της επικράτειας ή προέρχεται από αυτήν·

(2)

η αρχή είναι ικανή να θέσει τέλος με αποτελεσματικό τρόπο στην όλη παράβαση, δηλαδή, αφενός, μπορεί να εκδώσει διαταγή παύσης και παράλειψης το αποτέλεσμα της οποίας να αρκεί για τον τερματισμό της παράβασης και, αφετέρου, έχει τη δυνατότητα, οσάκις ενδείκνυται, να επιβάλει την κατάλληλη κύρωση εξαιτίας της παράβασης·

(3)

η αρχή είναι σε θέση να συγκεντρώσει, ενδεχομένως με τη συνδρομή άλλων αρχών, τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειάζονται προκειμένου να αποδειχθεί η παράβαση.

9.

Από τις ανωτέρω προϋποθέσεις συνάγεται ότι πρέπει να υπάρχει ουσιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης και του εδάφους ενός κράτους ΕΖΕΣ για να είναι δυνατόν να θεωρηθεί κατάλληλη να επιληφθεί η αρχή ανταγωνισμού του εν λόγω κράτους ΕΖΕΣ. Αναμένεται ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρχές εκείνων των κρατών ΕΖΕΣ όπου ο ανταγωνισμός επηρεάζεται σημαντικά από μία παράβαση είναι κατάλληλες να επιληφθούν αυτής, υπό τον όρο ότι είναι πράγματι ικανές να θέσουν με αποτελεσματικό τρόπο τέλος στην παράβαση, ενεργώντας είτε μόνες είτε εκ παραλλήλου με άλλες αρχές, εκτός αν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι περισσότερο ενδεδειγμένη για την ανάληψη δράσης (βλ. την παράγραφο 15 κατωτέρω).

10.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μία μόνο ΕΑΑ είναι κατάλληλη για να ασχοληθεί με συμφωνίες ή πρακτικές που έχουν σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό, όταν οι συνέπειες αυτές εκδηλώνονται κυρίως εντός των ορίων της επικράτειάς της.

Παράδειγμα 1:

Επιχειρήσεις που εδρεύουν στο κράτος ΕΖΕΣ A εμπλέκονται σε καρτέλ με σκοπό τον καθορισμό των τιμών ορισμένων προϊόντων που πωλούνται κυρίως στο κράτος ΕΖΕΣ A.

Κατάλληλη για να επιληφθεί της υπόθεσης είναι η ΕΑΑ του κράτους μέλους Α.

11.

Εξάλλου, η ανάληψη ενιαίας δράσης από μία ΕΑΑ είναι επίσης πιθανό να ενδείκνυται όταν, καίτοι περισσότερες ΕΑΑ μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλες, η ανάληψη δράσης από μία και μόνο ΕΑΑ αρκεί για τον τερματισμό της παράβασης στο σύνολό της.

Παράδειγμα 2:

Δύο επιχειρήσεις έχουν συστήσει κοινή επιχείρηση στο κράτος ΕΖΕΣ Α. Η κοινή επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες στα κράτη ΕΖΕΣ Α και Β και προκαλεί πρόβλημα ανταγωνισμού. Κρίνεται ότι μία διαταγή παύσης και παράλειψης είναι αρκετή για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης, διότι είναι ικανή να θέσει τέλος στην παράβαση συνολικά. Τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται κατά κύριο λόγο στα γραφεία της κοινής επιχείρησης στο κράτος ΕΖΕΣ A.

Οι ΕΑΑ στα κράτη μέλη Α και Β είναι αμφότερες κατάλληλες να επιληφθούν της υπόθεσης, πλην όμως η ανάληψη ενιαίας δράσης από την ΕΑΑ του κράτους μέλους Α θα ήταν αρκετή και πιο αποτελεσματική από την ανάληψη ενιαίας δράσης από την ΕΑΑ του κράτους μέλους Β, ή από την ανάληψη εκ παραλλήλου δράσης από τις ΕΑΑ αμφοτέρων των κρατών μελών.

12.

Η εκ παραλλήλου ανάληψη δράσης από πολλές ΕΑΑ ενδείκνυται ενδεχομένως όταν μία συμφωνία ή πρακτική έχει σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως στην επικράτεια εκάστης ΕΑΑ, ενώ η ανάληψη δράσης από μια και μόνο ΕΑΑ δεν θα αρκούσε προκειμένου να τεθεί τέλος στην παράβαση συνολικά ή/και για να επιβληθεί η δέουσα κύρωση.

Παράδειγμα 3:

Δύο επιχειρήσεις συνάπτουν συμφωνία επιμερισμού της αγοράς η οποία προβλέπει ότι η δραστηριότητα της εταιρείας που εδρεύει στο κράτος ΕΖΕΣ A περιορίζεται υποχρεωτικά στο εν λόγω κράτος και ότι η δραστηριότητα της εταιρείας που εδρεύει στο κράτος ΕΖΕΣ Β περιορίζεται υποχρεωτικά στο εν λόγω κράτος.

Οι ΕΑΑ των κρατών μελών Α και Β είναι κατάλληλες για να επιληφθούν εκ παραλλήλου της υπόθεσης, έκαστη ενεργούσα για τη δική της επικράτεια.

13.

Οι αρχές οι οποίες αναλαμβάνουν εκ παραλλήλου δράση για δεδομένη υπόθεση καταβάλλουν προσπάθεια για το συντονισμό των ενεργειών τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Για τον σκοπό αυτό, μπορεί να κρίνουν χρήσιμο να ορίσουν μια από αυτές τις αρχές που θα αναλάβει ηγετικό ρόλο για την υπόθεση και να εκχωρήσουν στην αρχή αυτή ορισμένα καθήκοντα, όπως είναι, επί παραδείγματι, ο συντονισμός των μέτρων έρευνας, ενώ έκαστη αρχή παραμένει αρμόδια για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που έχει η ίδια κινήσει.

14.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενδείκνυται όλως ιδιαιτέρως όταν μία ή περισσότερες συμφωνίες ή πρακτικές, περιλαμβανομένων των δικτύων παρόμοιων συμφωνιών ή πρακτικών, έχουν συνέπειες για τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από δυο κράτη ΕΖΕΣ (διασυνοριακές αγορές οι οποίες εκτείνονται σε περισσότερα από δύο κράτη ΕΖΕΣ ή πολλές εθνικές αγορές).

15.

Εξάλλου, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ είναι ιδιαιτέρως κατάλληλη να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης οσάκις η υπόθεση αυτή συνδέεται στενά με άλλες διατάξεις του ΕΟΧ οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν κατ' αποκλειστικότητα ή με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την Εποπτεύουσα Αρχή, εφόσον το συμφέρον του ΕΟΧ επιβάλλει την έκδοση απόφασης της Αρχής με στόχο την ανάπτυξη της πολιτικής ανταγωνισμού του ΕΟΧ, οσάκις ανακύπτει ένα νέο ζήτημα ανταγωνισμού, ή τη διασφάλιση της ουσιαστικής επιβολής της νομοθεσίας.

2.2.   Μηχανισμοί συνεργασίας με σκοπό την κατανομή των υποθέσεων και την παροχή συνδρομής

2.2.1.   Ενημέρωση στην αρχή της διαδικασίας (Άρθρο 11 του κεφαλαίου ΙΙ)

16.

Για τον εντοπισμό των πολλαπλών διαδικασιών και της διασφάλιση ότι οι υποθέσεις θα εξετάζονται από μία κατάλληλη προς τούτο αρχή ανταγωνισμού, τα μέλη του Δικτύου πρέπει να ενημερώνονται σε πρώιμο στάδιο σχετικά με τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διαφόρων αρχών ανταγωνισμού (11). Εάν μία υπόθεση πρόκειται να παραπεμφθεί από μία αρχή σε άλλη, τα συμφέροντα τόσο του δικτύου όσο και των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων εξυπηρετούνται όντως καλύτερα με την ταχεία πραγματοποίηση της παραπομπής.

17.

Το κεφάλαιο ΙΙ προβλέπει τη θέσπιση μηχανισμού για την αλληλοενημέρωση των αρχών ανταγωνισμού, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική και ταχεία ανακατανομή των υποθέσεων. Στο άρθρο 11 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπεται υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ από τις ΕΑΑ, κάθε φορά που ενεργούν δυνάμει των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, πριν ή άνευ χρονοτριβής μετά την έναρξη του πρώτου τυπικού μέτρου έρευνας (12). Ορίζει επίσης ότι η ενημέρωση μπορεί να παρασχεθεί και σε άλλες ΕΑΑ. Οι ΕΑΑ προτίθενται επίσης να καταστήσουν διαθέσιμη και ευπρόσιτη για όλα τα μέλη του δικτύου κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται βάσει του άρθρου 11. Το σκεπτικό του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ είναι να μπορεί το δίκτυο να ανιχνεύει τις πολλαπλές διαδικασίες και να διευθετεί το ζήτημα της τυχόν παραπομπής των υποθέσεων από τη μία αρχή στην άλλη αφ' ης στιγμής μία αρχή αρχίζει να διερευνά μια υπόθεση. Επομένως, είναι σκόπιμη η παροχή πληροφοριών στις ΕΑΑ και στην Εποπτεύουσα Αρχή πριν ή αμέσως μετά την πραγματοποίηση οποιασδήποτε ενέργειας παρόμοιας με τα μέτρα έρευνας που νομιμοποιείται να λαμβάνει η Επιτροπή βάσει των άρθρων 18 έως 21 του κεφαλαίου II. Η Εποπτεύουσα Αρχή έχει ισοδύναμη υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κεφαλαίου II. Τα μέλη του δικτύου αλληλοενημερώνονται για τις εκκρεμούσες υποθέσεις με τη χρήση ομοιόμορφου εντύπου, που περιλαμβάνει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για την εκάστοτε υπόθεση, όπως είναι η αρχή που ασχολείται με αυτήν, το προϊόν, τα εδάφη και τα μέρη που εμπλέκονται στην υπόθεση, η εικαζόμενη παράβαση, η εικαζόμενη διάρκεια της παράβασης και η προέλευση της υπόθεσης. Ακόμη, ανταλλάσσουν μεταξύ τους επικαιροποιημένα στοιχεία οσάκις επέρχεται κρίσιμη μεταβολή της κατάστασης.

18.

Όταν ανακύπτει ζήτημα παραπομπής μιας υπόθεσης από τη μία αρχή στην άλλη, το ζήτημα πρέπει να διευθετείται χωρίς καθυστέρηση, κατά κανόνα εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της πρώτης αποστολής πληροφοριών στο Δίκτυο δυνάμει του άρθρου 11 του κεφαλαίου II. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, οι αρχές ανταγωνισμού καταβάλλουν προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την τυχόν παραπομπή, καθώς επίσης, ανάλογα με την περίπτωση, σχετικά με τις ρυθμίσεις που θα διέπουν την εκ παραλλήλου ανάληψη δράσης.

19.

Κατά κανόνα, η αρχή ή οι αρχές ανταγωνισμού που ασχολούνται με μία υπόθεση κατά το πέρας της προθεσμίας παραπομπής πρέπει να εξακολουθήσουν να ασχολούνται με αυτήν μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Η παραπομπή μιας υπόθεσης μετά την αρχική δίμηνη προθεσμία ανάθεσης πρέπει κανονικά να γίνεται μόνον εφόσον έχει υπάρξει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ουσιώδης μεταβολή των πραγματικών περιστατικών που είναι γνωστά για την υπόθεση.

2.2.2.   Αναστολή ή περάτωση της διαδικασίας (Άρθρο 13 του κεφαλαίου II)

20.

Όταν η ίδια συμφωνία ή πρακτική υποβάλλεται σε περισσότερες αρχές ανταγωνισμού, είτε επειδή αυτές έλαβαν καταγγελία είτε επειδή κίνησαν διαδικασία αυτεπαγγέλτως, το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπει τη νομική βάση για την αναστολή της διαδικασίας ή την απόρριψη της καταγγελίας με το σκεπτικό ότι με την υπόθεση ασχολείται ήδη ή έχει ασχοληθεί κατά το παρελθόν κάποια άλλη αρχή. Η φράση «ασχολείται με την υπόθεση», η οποία περιλαμβάνεται στη διατύπωση του άρθρου 13 του κεφαλαίου ΙΙ, δεν σημαίνει απλώς ότι έχει υποβληθεί καταγγελία σε κάποια άλλη αρχή. Σημαίνει ότι η άλλη αρχή διεξάγει ήδη ή έχει διεξαγάγει κατά το παρελθόν έρευνα σχετικά με την υπόθεση για ίδιον λογαριασμό.

21.

Το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ είναι εφαρμοστέο όταν κάποια άλλη αρχή έχει ασχοληθεί κατά το παρελθόν ή ασχολείται στο παρόν με το ζήτημα ανταγωνισμού το οποίο έχει εγείρει ο καταγγέλλων, έστω και αν η εν λόγω αρχή έχει ενεργήσει ή ενεργεί επί τη βάσει καταγγελίας που έχει υποβληθεί από διαφορετικό καταγγέλλοντα ή συνεπεία αυτεπάγγελτης διαδικασίας. Τούτο σημαίνει ότι είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 13 του κεφαλαίου ΙΙ όταν η επίμαχη συμφωνία ή πρακτική αφορά την ίδια παράβαση ή τις ίδιες παραβάσεις στις ίδιες γεωγραφικές αγορές αναφοράς και αγορές προϊόντος.

22.

Μια ΕΑΑ δύναται να αναστείλει ή να περατώσει διαδικασία η οποία εκκρεμεί ενώπιόν της, αλλά δεν είναι υποχρεωμένη να το πράξει. Το άρθρο 13 του κεφαλαίου II αφήνει ορισμένα περιθώρια για την εκτίμηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε ατομικής περίπτωσης. Η ευελιξία αυτή έχει μεγάλη σημασία: εάν δεδομένη καταγγελία απερρίφθη από μια αρχή έπειτα από διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης, τότε μια άλλη αρχή είναι πιθανό να μην επιθυμεί να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση. Από την άλλη πλευρά, εάν μια καταγγελία έχει απορριφθεί γι' άλλους λόγους (π.χ. η αρχή δεν μπόρεσε να συλλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία που ήταν αναγκαία για να αποδειχθεί η παράβαση), ενδέχεται κάποια άλλη αρχή να επιθυμεί να διεξαγάγει η ίδια έρευνα και να επιληφθεί της υπόθεσης. Η ευελιξία αυτή αντανακλάται επίσης, προκειμένου για τις εκκρεμούσες υποθέσεις, στην ευχέρεια κάθε ΕΑΑ να επιλέξει μεταξύ της περάτωσης και της αναστολής της ενώπιόν της διαδικασίας. Μία αρχή ενδέχεται να είναι απρόθυμη να προβεί στην περάτωση δεδομένης υπόθεσης προτού καταστεί σαφής η έκβαση διαδικασίας που διεξάγεται από άλλη αρχή. Η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας επιτρέπει σε μια αρχή να διατηρήσει τη δυνατότητα λήψης απόφασης σε μεταγενέστερο στάδιο σχετικά με το κατά πόσον θα προβεί ή όχι στην περάτωση της διαδικασίας. Η ευελιξία αυτή διευκολύνει επιπλέον τη συνεπή εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.

23.

Όταν μια αρχή περατώνει ή αναστέλλει μια διαδικασία επειδή κάποια άλλη αρχή ασχολείται με την ίδια υπόθεση, δύναται να διαβιβάσει, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κεφαλαίου ΙΙ, τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο καταγγέλλων στην αρχή η οποία πρόκειται να επιληφθεί της υπόθεσης.

24.

Το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ είναι επίσης δυνατόν να εφαρμοσθεί σε ένα σκέλος δεδομένης καταγγελίας ή σε ένα μέρος της εκάστοτε διαδικασίας. Ειδικότερα, ενίοτε μόνο ένα σκέλος μίας καταγγελίας ή μέρος αυτεπάγγελτης διαδικασίας παρουσιάζει αλληλοεπικάλυψη σε σχέση με υπόθεση που έχει εξετασθεί κατά το παρελθόν ή εξετάζεται ήδη από κάποια άλλη αρχή ανταγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή ανταγωνισμού στην οποία υποβάλλεται η καταγγελία δικαιούται να απορρίψει ένα σκέλος της κατ' εφαρμογή του άρθρου 13 του κεφαλαίου ΙΙ και να εξετάσει τα υπόλοιπα σκέλη της καταγγελίας με τον τρόπο που αρμόζει. Η ίδια αρχή ισχύει και για την περάτωση της διαδικασίας.

25.

Το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ δεν αποτελεί τη μοναδική νομική βάση για την αναστολή ή την περάτωση αυτεπάγγελτης διαδικασίας ή για την απόρριψη καταγγελιών. Κάθε ΕΑΑ μπορεί επίσης να προβεί στις εν λόγω ενέργειες με βάση τις διατάξεις της εθνικής της δικονομίας. Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ δύναται και αυτή να απορρίψει μια καταγγελία λόγω ελλείψεως επαρκούς συμφέροντος βάσει της συμφωνίας ΕΟΧ ή για άλλους λόγους που σχετίζονται με τη φύση της καταγγελίας (13).

2.2.3.   Ανταλλαγή και χρήση πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα (άρθρο 12 του κεφαλαίου ΙΙ)

26.

Ένα καίριο στοιχείο της λειτουργίας του δικτύου είναι η εξουσία όλων των αρχών ανταγωνισμού να ανταλλάσσουν και να χρησιμοποιούν πληροφορίες (περιλαμβανομένων των εγγράφων, των δηλώσεων και των ψηφιακών πληροφοριών) οι οποίες έχουν συλλεγεί από τις ίδιες ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 53 ή του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η εξουσία αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματική και αποδοτική κατανομή και διεκπεραίωση των υποθέσεων.

27.

Το άρθρο 12 του κεφαλαίου ΙΙ ορίζει ότι, προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνία ΕΟΧ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών της ΕΖΕΣ έχουν την εξουσία να ανταλλάσσουν μεταξύ τους και να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικό μέσο οποιοδήποτε πραγματικό ή νομικό στοιχείο, περιλαμβανομένων των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών δεν είναι δυνατή μόνο μεταξύ μιας ΕΑΑ και της Εποπτεύουσας Αρχής, αλλά και μεταξύ των διαφόρων ΕΑΑ. Το άρθρο 12 του κεφαλαίου ΙΙ κατισχύει των τυχόν αντίθετων νομοθετικών διατάξεων των κρατών ΕΖΕΣ. Το ερώτημα κατά πόσον ορισμένα στοιχεία συγκεντρώθηκαν με νόμιμο τρόπο από τη διαβιβάζουσα αρχή διέπεται από τη νομοθεσία στην οποία υπόκειται η εκάστοτε αρχή. Κατά τη διαβίβαση στοιχείων, η διαβιβάζουσα αρχή δύναται να ενημερώνει την παραλαμβάνουσα αρχή για το κατά πόσον η συγκέντρωση των στοιχείων έχει αποτελέσει ή ενδέχεται να αποτελέσει μελλοντικά αντικείμενο αντιρρήσεων.

28.

Η ανταλλαγή και η χρήση πληροφοριών περιέχει, ιδίως, τις ακόλουθες ασφαλιστικές δικλίδες για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες:

α)

Πρώτον, το άρθρο 28 του κεφαλαίου ΙΙ ορίζει ότι «η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ, οι υπάλληλοί τους και το λοιπό προσωπικό τους […] οφείλουν να μην δημοσιοποιούν τα στοιχεία που συγκεντρώνουν ή ανταλλάσσουν κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου ή το άρθρο 58 της συμφωνίας ΕΟΧ και το πρωτόκολλο 23 τα οποία, “ως εκ της φύσεώς τους”, καλύπτονται από την υποχρέωση του επαγγελματικού απόρρητου». Παρόλα αυτά, το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων όσον αφορά την προστασία των επιχειρηματικών τους απορρήτων δεν επιτρέπεται να θίγει την κοινολόγηση πληροφοριών οι οποίες είναι απαραίτητες για την απόδειξη παραβιάσεων των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Ο όρος «επαγγελματικό απόρρητο», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 28 του κεφαλαίου ΙΙ, είναι έννοια της νομοθεσίας ΕΟΧ και σε αυτόν εμπίπτουν, ιδίως, τα επιχειρηματικά απόρρητα και τα λοιπά πληροφοριακά στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό θα θεσπισθεί ένα κοινό ελάχιστο επίπεδο προστασίας σε ολόκληρο τον ΕΟΧ (14).

β)

Η δεύτερη ασφαλιστική δικλίδα που παρέχεται στις επιχειρήσεις σχετίζεται με τη χρήση πληροφοριών οι οποίες έχουν ανταλλαγεί στο εσωτερικό του δικτύου. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα μόνο προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ και για το αντικείμενο για το οποίο συνελέγησαν (15). Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι επίσης δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού εκ παραλλήλου στην ίδια υπόθεση. Τούτο είναι, ωστόσο, δυνατό μόνον εφόσον η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη διαπίστωση παράβασης σε σχέση με αυτό που προκύπτει σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ.

γ)

Η τρίτη ασφαλιστική δικλίδα που προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙ σχετίζεται με τις κυρώσεις που επιβάλλονται επί ιδιωτών βάσει πληροφοριών που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1. Το κεφάλαιο II προβλέπει μόνο κυρώσεις κατά επιχειρήσεων για παραβιάσεις των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Ορισμένες εθνικές νομοθεσίες προβλέπουν επίσης την επιβολή κυρώσεων επί ιδιωτών για παραβιάσεις των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά κανόνα, τα δικαιώματα υπεράσπισης των ατόμων παρέχουν πιο εκτεταμένη προστασία [π.χ. ένα άτομο έχει το δικαίωμα να παραμείνει σιωπηλό, ενώ στις επιχειρήσεις μπορεί να αναγνωρίζεται απλώς το δικαίωμα να αρνηθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που θα ισοδυναμούσαν με την παραδοχή της διάπραξης παραβίασης (16)]. Με το άρθρο 12 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από επιχειρήσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο που να καταστρατηγεί την υψηλότερη προστασία η οποία προβλέπεται για τα άτομα. Η συγκεκριμένη διάταξη ορίζει ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδείξεις για την επιβολή κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα εφόσον η διαβιβάζουσα και η παραλαμβάνουσα αρχή δεν έχουν την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις αναλόγου είδους σε φυσικά πρόσωπα, εκτός αν τα δικαιώματα του εκάστοτε προσώπου έχουν γίνει σεβαστά από τη διαβιβάζουσα αρχή σε βαθμό ίδιο με τον βαθμό κατοχύρωσής τους από την παραλαμβάνουσα αρχή όσον αφορά τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Ο χαρακτηρισμός των κυρώσεων από την εθνική νομοθεσία (κύρωση με «διοικητικό» ή «ποινικό» χαρακτήρα), δεν έχει σημασία στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 12 παράγραφος 3 του κανονισμού του κεφαλαίου II. Με το κεφάλαιο ΙΙ επιχειρείται να γίνει διάκριση μεταξύ των κυρώσεων που συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας και των άλλων μορφών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα και οι λοιπές προσωποπαγείς κυρώσεις. Εάν η έννομη τάξη τόσο της διαβιβάζουσας αρχής όσο και της παραλαμβάνουσας αρχής προβλέπουν κυρώσεις του ίδιου είδους (π.χ. και στα δύο κράτη ΕΖΕΣ είναι δυνατό να επιβληθεί πρόστιμο σε μέλος του προσωπικού επιχείρησης που ενέχεται σε παραβίαση του άρθρου 53 ή του άρθρου 54 της συνθήκης), τα στοιχεία που ανταλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 12 του κεφαλαίου ΙΙ είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν από την παραλαμβάνουσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή, οι δικονομικές εγγυήσεις των δύο εννόμων τάξεων θεωρούνται ισοδύναμες. Εάν, αντιθέτως, οι κυρώσεις τις οποίες προβλέπουν οι δύο έννομες τάξεις διαφέρουν ως προς το είδος τους, τότε η χρήση των στοιχείων αυτών επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει τηρηθεί ο ίδιος βαθμός προστασίας των δικαιωμάτων των ατόμων στην εν λόγω υπόθεση (βλ. το άρθρο 12 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, η επιβολή στερητικών της ελευθερίας κυρώσεων είναι δυνατή μόνον εφόσον τόσο η διαβιβάζουσα όσο και η παραλαμβάνουσα αρχή έχουν την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις αυτής της μορφής.

2.2.4.   Έρευνες (Άρθρο 22 του κεφαλαίου II)

29.

Στο κεφάλαιο ΙΙ προβλέπεται η ευχέρεια κάθε ΕΑΑ να ζητά τη συνδρομή κάποιας άλλης ΕΑΑ, προκειμένου να συγκεντρωθούν ορισμένα στοιχεία για λογαριασμό της. Μία ΕΑΑ μπορεί να ζητήσει από κάποια άλλη ΕΑΑ να προβεί για λογαριασμό της στη λήψη μέτρων με σκοπό την εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών. Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κεφαλαίου ΙΙ, η συνδράμουσα ΕΑΑ έχει το δικαίωμα να διαβιβάσει τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει στην ΕΑΑ που τα έχει ζητήσει. Οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΕΑΑ και η χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων από την ΕΑΑ που τις έχει ζητήσει πρέπει υποχρεωτικά να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του κεφαλαίου ΙΙ. Όταν μία ΕΑΑ ενεργεί για λογαριασμό κάποιας άλλης ΕΑΑ, εφαρμόζει τους δικούς της διαδικαστικούς κανόνες και κάνει χρήση των εξουσιών έρευνας που αναγνωρίζονται σε αυτήν την ίδια.

30.

Βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ μπορεί να ζητά από τις ΕΑΑ να διενεργήσουν ελέγχους για λογαριασμό της. Η Εποπτεύουσα Αρχή έχει την ευχέρεια είτε να εκδώσει απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 4 του κεφαλαίου ΙΙ είτε απλώς να απευθύνει αίτηση στην οικεία ΕΑΑ. Οι υπάλληλοι της οικείας ΕΑΑ ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία. Το προσωπικό της Εποπτεύουσας Αρχής δύναται να συνδράμει την ΕΑΑ κατά τη διενέργεια του ελέγχου.

2.3.   Θέση των επιχειρήσεων

2.3.1.   Γενικές παρατηρήσεις

31.

Όλα τα μέλη του δικτύου καταβάλλουν προσπάθεια έτσι ώστε η διαδικασία ανάθεσης των υποθέσεων να είναι ταχεία και αποτελεσματική. Επειδή το κεφάλαιο ΙΙ έχει δημιουργήσει ένα σύστημα βάσει του οποίου τόσο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ όσο και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ έχουν την αρμοδιότητα εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, η κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των μελών του δικτύου συνιστά απλό καταμερισμό εργασίας βάσει του οποίου ορισμένες αρχές απέχουν από την ανάληψη δράσης. Επομένως, η κατανομή των υποθέσεων δεν συνεπάγεται τη σύσταση ατομικών δικαιωμάτων για τις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια παράβαση ή επηρεάζονται από αυτήν, οι οποίες δεν μπορούν συνεπώς να αξιώσουν την εξέταση της εκάστοτε υπόθεσης από μία συγκεκριμένη αρχή.

32.

Εάν μία υπόθεση παραπεμφθεί από μία αρχή ανταγωνισμού σε άλλη, τούτο συμβαίνει επειδή η εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που περιγράφονται ανωτέρω οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη αρχή είναι κατάλληλη για να επιληφθεί της υπόθεσης, είτε μόνη της είτε εκ παραλλήλου με άλλη αρχή. Η αρχή ανταγωνισμού προς την οποία παραπέμπεται δεδομένη υπόθεση θα ήταν σε θέση, ούτως ή άλλως, να κινήσει αυτεπάγγελτη διαδικασία σε σχέση με την υποτιθέμενη παράβαση.

33.

Εξάλλου, όλες οι αρχές ανταγωνισμού εφαρμόζουν τη νομοθεσία ανταγωνισμού του ΕΟΧ, ενώ το κεφάλαιο ΙΙ προβλέπει μηχανισμούς για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των σχετικών κανόνων.

34.

Οσάκις μία υπόθεση παραπέμπεται από μία αρχή σε άλλη στο εσωτερικό του δικτύου, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ο καταγγέλλων ή οι καταγγέλλοντες ενημερώνονται σχετικά το συντομότερο δυνατό από τις οικείες αρχές ανταγωνισμού.

2.3.2.   Θέση των καταγγελλόντων

35.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, σε περίπτωση που υποβληθεί στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καταγγελία δυνάμει του άρθρου 7 του κεφαλαίου ΙΙ και η Εποπτεύουσα Αρχή δεν διεξαγάγει έρευνα για την καταγγελία ή δεν απαγορεύσει την καταγγελλόμενη συμφωνία ή πρακτική, ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση απόφασης με την οποία να απορρίπτεται η καταγγελία του (17). Τα δικαιώματα των καταγγελλόντων που υποβάλλουν καταγγελία σε συγκεκριμένη ΕΑΑ διέπονται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

36.

Επιπλέον, το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπει ότι όλες οι ΕΑΑ έχουν τη δυνατότητα να αναστείλουν την εξέταση μιας καταγγελίας ή να την απορρίψουν με το σκεπτικό ότι με την ίδια υπόθεση ασχολείται ήδη ή έχει ασχοληθεί κατά το παρελθόν κάποια άλλη αρχή ανταγωνισμού. Η ίδια διάταξη παρέχει επίσης στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ το δικαίωμα να απορρίπτει μία καταγγελία για τον λόγο ότι η αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους ΕΖΕΣ ασχολείται ήδη ή έχει ασχοληθεί κατά το παρελθόν με την ίδια υπόθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κεφαλαίου ΙΙ, επιτρέπεται η διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ αρχών ανταγωνισμού στο πλαίσιο του δικτύου, υπό τον όρο της τήρησης των εγγυήσεων που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο (βλ. παράγραφο 27 ανωτέρω).

2.3.3.   Θέση των αιτούντων που επικαλούνται το ευεργέτημα καθεστώτος επιείκειας

37.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (18)θεωρεί ότι το συμφέρον του ΕΟΧ εξυπηρετείται με την παροχή ευνοϊκής μεταχείρισης σε επιχειρήσεις οι οποίες συνεργάζονται μαζί της κατά τις έρευνες για τις αθέμιτες συμπράξεις. Δύο από τα κράτη ΕΖΕΣ έχουν ομοίως θεσπίσει καθεστώτα επιείκειας (19) τα οποία αφορούν τέτοιου είδους έρευνες. Σκοπός των εν λόγω καθεστώτων επιεικείας είναι η διευκόλυνση της ανίχνευσης από τις αρχές ανταγωνισμού δραστηριοτήτων παραβίασης της νομοθεσίας για τις αθέμιτες συμπράξεις, πράγμα που λειτουργεί επιπλέον ως παράγοντας αποτροπής της συμμετοχής σε αθέμιτες συμπράξεις (καρτέλ).

38.

Στον βαθμό που δεν υπάρχει κάποιο πλέγμα πλήρως εναρμονισμένων καθεστώτων επιείκειας που να καλύπτει το σύνολο των χωρών ΕΖΕΣ, μία αίτηση για επιείκεια η οποία έχει υποβληθεί σε συγκεκριμένη αρχή δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως αίτηση για επιείκεια με αποδέκτη οποιαδήποτε άλλη αρχή. Για τον λόγο αυτό, ο αιτών έχει συμφέρον να υποβάλει αίτηση επιείκειας σε όλες τις αρχές ανταγωνισμού που είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ στο έδαφος όπου εκδηλώνονται οι επιπτώσεις της εκάστοτε παράβασης και οι οποίες είναι πιθανό να θεωρηθούν κατάλληλες να αναλάβουν δράση εναντίον της (20). Λόγω της σπουδαιότητας των χρονικών παραμέτρων στο πλαίσιο των περισσότερων υφιστάμενων καθεστώτων επιείκειας, όσοι ενδιαφέρονται να υπαχθούν στα καθεστώτα αυτά πρέπει επίσης να εξετάζουν κατά πόσον θα ήταν σκόπιμη η ταυτόχρονη υποβολή πολλαπλών αιτήσεων επιείκειας στις αρμόδιες αρχές. Εναπόκειται στον αιτούντα να προβεί στις ενέργειες που θεωρεί απαραίτητες για τη διασφάλιση της θέσης του έναντι των διαδικασιών που θα μπορούσαν να κινήσουν οι εν λόγω αρχές.

39.

Η χρήση και διαβίβαση πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί συνεπεία καθεστώτος επιεικείας ρυθμίζεται βάσει του άρθρου 11 B του κεφαλαίου II. Τα μέλη του δικτύου παροτρύνουν τις επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση επιείκειας να παρέχουν τέτοια έγκριση, για τη διαβίβαση σε άλλη αρχή πληροφοριών που έχουν υποβληθεί οικειοθελώς από επιχείρηση η οποία έχει ζητήσει την υπαγωγή της σε καθεστώς επιεικείας και άλλων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 11 B παράγραφος 2 του κεφαλαίου II, ιδίως σε σχέση με την κοινολόγηση σε αρχές από τις οποίες οι αιτούντες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν επιεική μεταχείριση.

3.   ΣΥΝΕΠΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΟΧ (21)

3.1.   Μηχανισμός συνεργασίας (άρθρο 11 παράγραφοι 4 και 5 του κεφαλαίου ΙΙ)

40.

Με το κεφάλαιο ΙΙ επιδιώκεται η συνεπής εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ στο σύνολο του ΕΟΧ. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΕΑΑ οφείλουν να σέβονται τον κανόνα περί σύγκλισης που περιέχεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 2, οι ΕΑΑ δεν δύνανται, κατά την έκδοση αποφάσεων κατ' εφαρμογή του άρθρου 53 ή του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που αποτελούν ήδη αντικείμενο απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής, να εκδίδουν αποφάσεις αντιφάσκουσες προς τις αποφάσεις της Εποπτεύουσας Αρχής. Η Εποπτεύουσα Αρχή, είναι σε τελική ανάλυση (22), αλλά όχι αποκλειστικά, υπεύθυνη για την χάραξη πολιτικής και για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας ανταγωνισμού του ΕΟΧ.

41.

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του κεφαλαίου ΙΙ, το αργότερο 30 ημέρες πριν από την έκδοση απόφασης για την εφαρμογή των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ με την οποία διατάσσεται η παύση μιας παράβασης, γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ή ανακαλείται το ευεργέτημα ενός κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορία, οι ΕΑΑ ενημερώνουν την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ σχετικά. Πρέπει δε να της αποστείλουν, το αργότερο 30 ημέρες πριν από την έκδοση απόφασης, περίληψη της υποθέσεως, την προβλεπόμενη απόφαση ή, εάν δεν πρόκειται να ληφθεί απόφαση, κάθε άλλο έγγραφο που επισημαίνει τον προτεινόμενο τρόπο δράσης.

42.

Όπως και στην περίπτωση του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ, η υποχρέωση αφορά μεν την ενημέρωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, αλλά οι πληροφορίες μπορεί να κοινοποιούνται, από την ΕΑΑ η οποία ενημερώνει την Εποπτεύουσα Αρχή, και στα άλλα μέλη του Δικτύου.

43.

Όταν μία ΕΑΑ έχει ενημερώσει την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 4 του κεφαλαίου ΙΙ κι έχει εκπνεύσει η προθεσμία των 30 ημερών, επιτρέπεται η έκδοση απόφασης, εφόσον όμως δεν έχει κινηθεί διαδικασία από την Επιτροπή. Η Εποπτεύουσα Αρχή δύναται να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις επί της υπόθεσης πριν από την έκδοση απόφασης από την ΕΑΑ. Η ΕΑΑ και η Εποπτεύουσα Αρχή καταβάλλουν κατάλληλες προσπάθειες για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας (βλ. την παράγραφο 3 ανωτέρω).

44.

Εάν εξαιτίας ειδικών περιστάσεων επιβάλλεται η έκδοση απόφασης σε επίπεδο κράτους μέλους σε λιγότερες από 30 ημέρες από τη διαβίβαση των πληροφοριών κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 4 του κεφαλαίου ΙΙ, η οικεία ΕΑΑ μπορεί να ζητήσει από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ να ενεργήσει σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Η Εποπτεύουσα Αρχή καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες το ταχύτερο δυνατό.

45.

Ορισμένα άλλα είδη αποφάσεων, όπως είναι οι αποφάσεις για την απόρριψη καταγγελιών, οι αποφάσεις για την περάτωση αυτεπάγγελτων διαδικασιών και οι αποφάσεις με τις οποίες διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα, είναι επίσης πιθανό να είναι σημαντικά από την άποψη της πολιτικής ανταγωνισμού, καθώς επίσης τα μέλη του δικτύου ενδέχεται να έχουν λόγους να επιθυμούν να ενημερώνονται αμοιβαία για αυτές τις αποφάσεις και ενδεχομένως να τις συζητούν. Συνεπώς, οι ΕΑΑ μπορούν, με βάση το άρθρο 11 παράγραφος 5 του κεφαλαίου ΙΙ, να ενημερώνουν την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και, κατ' επέκταση, το δίκτυο, σχετικά με οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εφαρμογής της νομοθεσίας ανταγωνισμού του ΕΟΧ.

46.

Όλα τα μέλη του Δικτύου είναι σκόπιμο να αλληλοενημερώνονται σχετικά με την περάτωση διαδικασιών που έχουν διεξαχθεί ενώπιόν τους και έχουν κοινοποιηθεί στο δίκτυο κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 του κεφαλαίου ΙΙ.

3.2.   Κίνηση διαδικασίας από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ

47.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ είναι επιφορτισμένη, βάσει του άρθρου 55 (1) της συμφωνίας ΕΟΧ με τη διασφάλιση της τήρησης των αρχών που προβλέπονται στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ και είναι υπεύθυνη για την χάραξη και την υλοποίηση των προσανατολισμών της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (23)  (24). Βάσει του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ, δύναται να εκδίδει ανά πάσα στιγμή ατομικές αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ.

48.

Το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ προνοεί ότι η κίνηση διαδικασίας από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ' εφαρμογή του κεφαλαίου ΙΙ συνεπάγεται την απώλεια από τις όλες τις ΕΑΑ της αρμοδιότητάς τους να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Τούτο σημαίνει ότι, αφ' ης στιγμής η Εποπτεύουσα Αρχή έχει κινήσει διαδικασία, οι ΕΑΑ δεν πρέπει να ενεργήσουν στηριζόμενες στην ίδια νομική βάση κατά της ίδιας συμφωνίας (ή των ίδιων συμφωνιών) ή πρακτικής (ή πρακτικών) από μέρους της ίδιας επιχείρησης ή των ίδιων επιχειρήσεων και στην ίδια σχετική γεωγραφική αγορά και αγορά προϊόντος.

49.

Η κίνηση διαδικασίας από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ είναι τυπική πράξη (25) με την οποία η Εποπτεύουσα Αρχή εκδηλώνει την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση δυνάμει του τμήματος ΙΙΙ του κεφαλαίου ΙΙ. Είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της έρευνας που διεξάγει η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ για την υπόθεση. Το γεγονός και μόνο ότι η Εποπτεύουσα Αρχή έχει λάβει καταγγελία δεν αρκεί καθ' εαυτό για να θεωρηθεί ότι οι οικείες ΕΑΑ έχουν παύσει να είναι αρμόδιες για την υπόθεση.

50.

Είναι πιθανές δύο περιπτώσεις. Πρώτον, εάν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι η πρώτη αρχή ανταγωνισμού που κινεί διαδικασία σε μία υπόθεση η οποία αφορά την έκδοση απόφασης βάσει του κεφαλαίου ΙΙ, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δεν έχουν πλέον την εξουσία να επιληφθούν της υπόθεσης. Το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ προνοεί ότι, αφ' ης στιγμής έχει κινηθεί διαδικασία από την Επιτροπή, οι ΕΑΑ δεν δύνανται πλέον να κινήσουν αυτοτελή διαδικασία με σκοπό την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ ως προς την ίδια συμφωνία (ή συμφωνίες) ή πρακτική (ή πρακτικές) από μέρους της ίδιας επιχείρησης ή των ίδιων επιχειρήσεων και στην ίδια σχετική γεωγραφική αγορά και αγορά προϊόντος.

51.

Η δεύτερη περίπτωση ανακύπτει όταν μία η περισσότερες ΕΑΑ έχουν ενημερώσει το Δίκτυο κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙ ότι έχουν ήδη επιληφθεί συγκεκριμένης υπόθεσης. Κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου ανάθεσης (ενδεικτική δίμηνη προθεσμία — βλ. την ανωτέρω παράγραφο 18), η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ δύναται να κινήσει διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ αφού διεξαγάγει πρώτα διαβουλεύσεις με τις οικείες αρχές. Μετά τη φάση της ανάθεσης, η Εποπτεύουσα Αρχή εφαρμόζει καταρχήν το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ μόνον εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

Τα μέλη του Δικτύου σκοπεύουν να εκδώσουν αντικρουόμενες αποφάσεις για την ίδια υπόθεση.

β)

Τα μέλη του Δικτύου σκοπεύουν να εκδώσουν απόφαση η οποία έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με πάγια νομολογία· στο πλαίσιο αυτό είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται ως γνώμονας οι προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αποφάσεις των κοινοτικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, σε παλαιότερες αποφάσεις της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ (26) και σε κανονισμούς της Επιτροπής όπως έχουν ενσωματωθεί στη συμφωνία ΕΟΧ· σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών (π.χ. καθορισμός της εξεταστέας αγοράς), η Εποπτεύουσα Αρχή παρεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί σημαντική απόκλιση.

γ)

Ένα ή περισσότερα μέλη του Δικτύου παρελκύουν αδικαιολόγητα τη διαδικασία στη συγκεκριμένη υπόθεση.

δ)

Είναι απαραίτητη η έκδοση απόφασης από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ για τον καθορισμό των αρχών της νομοθεσίας ανταγωνισμού ΕΟΧ, ιδίως αν έχει ανακύψει σε περισσότερα κράτη μέλη ΕΖΕΣ παρόμοιο ζήτημα ανταγωνισμού ή για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική επιβολή της σχετικής νομοθεσίας·

ε)

Η οικεία ΕΑΑ ή οι οικείες ΕΑΑ δεν προβάλλουν αντίρρηση.

52.

Εάν μία ΕΑΑ προβαίνει ήδη σε ενέργειες για δεδομένη υπόθεση, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εξηγεί γραπτώς τους λόγους που υπαγορεύουν την εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ στην οικεία ΕΑΑ και στα υπόλοιπα μέλη του Δικτύου.

53.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ αναγγέλλει εγκαίρως στο δίκτυο την πρόθεσή της να εφαρμόσει το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ, ούτως ώστε τα μέλη του Δικτύου να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη σύγκληση της συμβουλευτικής επιτροπής σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα προτού κινηθεί η διαδικασία από την πλευρά της Εποπτεύουσας Αρχής.

54.

Υπό κανονικές συνθήκες και στον βαθμό που δεν διακυβεύεται το συμφέρον του ΕΟΧ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ δεν εκδίδει απόφαση αντιβαίνουσα σε απόφαση μιας ΕΑΑ εφόσον έχουν τηρηθεί δεόντως οι περί ενημέρωσης διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4 του κεφαλαίου ΙΙ και η Εποπτεύουσα Αρχή δεν έχει κάνει χρήση του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ.

4.   ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

55.

Η συμβουλευτική επιτροπή είναι το όργανο στο οποίο εμπειρογνώμονες από τις διάφορες αρχές ανταγωνισμού συζητούν επιμέρους υποθέσεις και γενικά ζητήματα που αφορούν τη νομοθεσία ανταγωνισμού ΕΟΧ (27).

4.1.   Αντικείμενο των διαβουλεύσεων

4.1.1.   Αποφάσεις της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ

56.

Διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή πραγματοποιούνται πριν από την έκδοση οιασδήποτε απόφασης από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατ' εφαρμογή των άρθρων 7, 8, 9, 10, 23, 24(2) ή 29(1) του κεφαλαίου ΙΙ. Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ οφείλει να λαμβάνει υπόψη στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και να την ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθη υπόψη η γνώμη της.

57.

Για τις αποφάσεις που αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, οι διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή διεξάγονται σύμφωνα με ταχύτερη και λιγότερο επαχθή διαδικασία, βάσει σύντομου επεξηγηματικού υπομνήματος και του διατακτικού της απόφασης.

4.1.2.   Αποφάσεις των ΕΑΑ

58.

Είναι προς το συμφέρον του δικτύου να μπορούν να συζητούνται στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής οι βαρύνουσας σημασίας υποθέσεις οι οποίες απασχολούν τις ΕΑΑ βάσει των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Το κεφάλαιο ΙΙ παρέχει στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ τη δυνατότητα να εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της συμβουλευτικής επιτροπής μία συγκεκριμένη υπόθεση με την οποία ασχολείται κάποια ΕΑΑ. Την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων μπορεί να ζητήσει η Εποπτεύουσα Αρχή ή οποιοδήποτε κράτος ΕΖΕΣ. Και στις δύο περιπτώσεις, η Εποπτεύουσα Αρχή εγγράφει την υπόθεση στην ημερήσια διάταξη αφού πρώτα ενημερώσει την οικεία ή τις οικείες ΕΑΑ. Η συζήτηση αυτή στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής δεν οδηγεί στην έκδοση επίσημης γνωμοδότησης.

59.

Για τις σημαντικές υποθέσεις, η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως πλαίσιο για τη συζήτηση του θέματος της ανάθεσης της εκάστοτε υπόθεσης. Ειδικότερα, εάν η Εποπτεύουσα Αρχή προτίθεται να εφαρμόσει το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κεφαλαίου ΙΙ μετά την αρχική περίοδο ανάθεσης, η υπόθεση μπορεί να συζητηθεί στη συμβουλευτική επιτροπή προτού η Εποπτεύουσα Αρχή κινήσει τη διαδικασία. Η συμβουλευτική επιτροπή δύναται να εκδώσει ανεπίσημη δήλωση επί του θέματος.

4.1.3.   Μέτρα εφαρμογής, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές και λοιπές ανακοινώσεις (Άρθρο 33 του κεφαλαίου II)

60.

Διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή πραγματοποιούνται επίσης για το σχέδιο συστάσεων της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ όσον αφορά τη μη εφαρμογή νομικών πράξεων για την εφαρμογή του άρθρου 53(3) της συμφωνίας ΕΟΧ, όπως προβλέπεται στο παράρτημα XIV της συμφωνίας ΕΟΧ (28).

61.

Πέραν των συστάσεων, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ μπορεί ακόμη να εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές. Πρόκειται για πιο ευέλικτα εργαλεία, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη χρησιμότητα για την επεξήγηση και αναγγελία της πολιτικής της Εποπτεύουσας Αρχής, καθώς και για την επεξήγηση του τρόπου ερμηνείας της νομοθεσίας ανταγωνισμού από την Εποπτεύουσα Αρχή. Διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή πραγματοποιούνται επίσης για τις εν λόγω ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές.

4.2.   Διαδικασία

4.2.1.   Τακτική διαδικασία

62.

Όταν οι διαβουλεύσεις αφορούν σχέδιο αποφάσεων της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, η συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής πραγματοποιείται το νωρίτερο 14 ημέρες μετά την αποστολή των προσκλήσεων συμμετοχής από την Εποπτεύουσα Αρχή. Η Εποπτεύουσα Αρχή επισυνάπτει στην πρόσκληση περίληψη της υπόθεσης, κατάλογο των σημαντικότερων συναφών εγγράφων (πρόκειται για τα έγγραφα που χρειάζονται για την αξιολόγηση της υπόθεσης) και σχέδιο της απόφασης. Η συμβουλευτική επιτροπή γνωμοδοτεί επί του σχεδίου απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής. Κατόπιν αιτήσεως ενός ή περισσοτέρων μελών, η γνωμοδότηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

63.

Το κεφάλαιο ΙΙ καθιερώνει τη δυνατότητα των κρατών μελών ΕΖΕΣ να συμφωνούν βραχύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ της αποστολής της πρόσκλησης και της συνεδρίασης.

4.2.2.   Έγγραφη διαδικασία

64.

Το κεφάλαιο II καθιερώνει τη δυνατότητα διεξαγωγής έγγραφης διαδικασίας διαβουλεύσεων. Εάν κανένα κράτος μέλος ΕΖΕΣ δεν έχει αντίρρηση, η Εποπτεύουσα Αρχή μπορεί να συμβουλευθεί τα κράτη μέλη ΕΖΕΣ με την αποστολή σε αυτά των συναφών εγγράφων και με τον προσδιορισμό προθεσμίας εντός της οποίας τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου. Η προθεσμία αυτή, υπό κανονικές συνθήκες, δεν μπορεί να είναι συντομότερη από 14 ημέρες, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ασφαλιστικών μέτρων κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 του κεφαλαίου II. Εάν ένα κράτος μέλος ΕΖΕΣ ζητήσει την πραγματοποίηση συνεδρίασης, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ οφείλει να φροντίσει για την πραγματοποίησή της.

4.3.   Δημοσίευση της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής

65.

Η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να εισηγηθεί τη δημοσίευση της γνώμης της. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πραγματοποιεί αυτή τη δημοσίευση ταυτόχρονα με την έκδοση της απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων όσον αφορά την ανάγκη προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων τους.

5.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

66.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν θίγει την τυχόν ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της συμφωνίας ΕΟΧ και των κανονιστικών διατάξεων των κοινοτικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ.

67.

Η παρούσα ανακοίνωση υπόκειται σε περιοδική αναθεώρηση, η οποία πραγματοποιείται από κοινού από τις ΕΑΑ και από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Με βάση την κτηθείσα πείρα, θα αναθεωρηθεί το αργότερο στα τέλη του τρίτου έτους από την υιοθέτηση της.

68.

Η παρούσα ανακοίνωση αντικαθιστά την ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ για τη συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών ανταγωνισμού και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ για το χειρισμό περιπτώσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ που εκδόθηκε το 2000 (29).

6.   ΔΗΛΩΣΗ ΑΛΛΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ

69.

Όλες οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της ΕΖΕΣ που μετέχουν στη λειτουργία του δικτύου υπέγραψαν δήλωση υπό μορφή παραρτήματος της παρούσας ανακοίνωσης. Στη δήλωση αυτή αναγνωρίζουν τις αρχές της παρούσας ανακοίνωσης και δηλώνουν ότι θα τις τηρούν. Κατάλογος των εν λόγω αρχών δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ. Ο κατάλογος αυτός επικαιροποιείται οσάκις κρίνεται αναγκαίο.


(1)  ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 43.

(2)  Την αρμοδιότητα της εξέτασης μεμονωμένων υποθέσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ μοιράζονται μεταξύ τους η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ. Μία μόνον από τις εποπτεύουσες αρχές είναι αρμόδια για το χειρισμό οιασδήποτε υπόθεσης.

(3)  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 41 του κεφαλαίου II του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, το Λιχτενστάιν δεν υποχρεούται να ορίσει αρχή ανταγωνισμού. Έως ότου το Λιχτενστάιν λάβει την απόφαση να εξουσιοδοτήσει μια εθνική αρχή να εφαρμόσει τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Υπηρεσία Εθνικής Οικονομίας του Λιχτενστάιν θα συμμετέχει στο δίκτυο ανταγωνισμού ΕΖΕΣ. Η εν λόγω υπηρεσία δεν είναι εξουσιοδοτημένη να εφαρμόσει τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ και δεν μπορεί να συμμετέχει σε άλλη ΕΑΑ της ΕΖΕΣ με στόχο τη συλλογή πληροφοριών εκ μέρους της ή να εφαρμόσει μέτρα συγκέντρωσης δεδομένων για άλλη ΕΑΑ της ΕΖΕΣ.

(4)  ΕΕ C 307 της 26.10.2000, σ. 6 και Συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ στην ΕΕ αριθ. 61 της 21.12.2000, σ. 5.

(5)  Μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας των κρατών ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, το κεφάλαιο II του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου θα αντιπροσωπευθεί σε μεγάλο βαθμό στον πυλώνα της ΕΖΕΣ στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου που αφορά την ΕΖΕΣ (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1).

(6)  Στην ανακοίνωση αυτή, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και οι ΕΑΑ αναφέρονται συλλογικά ως «οι αρχές ανταγωνισμού».

(7)  Πρβλ. ΔΕΚ υπόθεση 68/88 — Επιτροπή κατά Ελλάδας [1989] Συλλογή 2965 (αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 25). Το άρθρο 6 της συμφωνίας ΕΟΧ προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη μελλοντικών προσαρμογών της νομολογίας, οι διατάξεις της συμφωνίας ΕΟΧ, στο βαθμό που είναι ουσιαστικά ταυτόσημες με αντίστοιχους κανόνες της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και με πράξεις που έχουν εγκριθεί βάσει αυτών των δύο συνθηκών, ερμηνεύονται, κατά την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις συναφείς αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που έχουν ληφθεί πριν από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ΕΟΧ. Όσον αφορά συναφείς αποφάσεις του Δικαστηρίου που έχουν ληφθεί μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ΕΟΧ, βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο ΕΖΕΣ λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις αρχές που προβλέπονται στις εν λόγω αποφάσεις.

(8)  Όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 3, το Λιχτενστάιν δεν υποχρεούται να ορίσει αρχή ανταγωνισμού.

(9)  Στην παρούσα ανακοίνωση, ο όρος «διαδικασία» καλύπτει τις έρευνες ή/και τις επίσημες διαδικασίες που διεξάγει μια ΕΑΑ ή η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, ανάλογα με την περίπτωση, ενόψει της έκδοσης απόφασης δυνάμει του κανονισμού του κεφαλαίου ΙΙ.

(10)  Η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 αναφέρει ότι «για να διασφαλισθεί με τον καλύτερο τρόπο η κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των μελών του δικτύου, ενδείκνυται να θεσπισθεί διάταξη γενικού χαρακτήρα βάσει της οποίας μια αρχή ανταγωνισμού θα μπορεί να αναστέλλει ή να περατώνει την εξέταση δεδομένης υπόθεσης με το σκεπτικό ότι η ίδια υπόθεση εξετάζεται ή έχει εξετασθεί από κάποια άλλη αρχή. Ο στόχος είναι κάθε υπόθεση να εξετάζεται μόνο από μία αρχή. Η διάταξη αυτή, η οποία έχει γίνει δεκτή από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν πρέπει να θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να απορρίπτει μια καταγγελία λόγω ελλείψεως κοινοτικού συμφέροντος, ακόμη και εάν καμιά άλλη αρχή ανταγωνισμού δεν έχει δηλώσει την πρόθεσή της να επιληφθεί της υπόθεσης». Όπως και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003, το κεφάλαιο II προβλέπει την δυνατότητα για μια αρχή ανταγωνισμού να αναστέλλει ή να κλείνει μια υπόθεση με βάση το δικαιολογητικό ότι τη διεκπεραιώνει ή την έχει ήδη διεκπεραιώσει μια άλλη αρχή. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 όπως προαναφέρεται, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ εκτιμά ότι μπορεί να απορρίψει μια καταγγελία λόγω ελλείψεως επαρκούς συμφέροντος βάσει της συμφωνίας ΕΟΧ και ότι αυτό είναι δυνατό ακόμη και αν καμιά άλλη αρχή ανταγωνισμού δεν έχει δηλώσει την πρόθεσή της να επιληφθεί της υπόθεσης.

(11)  Για την περίπτωση της κίνησης διαδικασίας έπειτα από την υποβολή αίτησης για επιεική μεταχείριση, βλέπε τις παραγράφους 37 και επόμ.

(12)  Πληροφορίες που έχουν υποβληθεί βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κεφαλαίου II θα προωθούνται και στην Επιτροπή σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Αρχής βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 23 της συμφωνίας ΕΟΧ.

(13)  Βλέπε την ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με τις καταγγελίες, μη δημοσιευθείσα ακόμη.

(14)  Το άρθρο 10 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 23 της συμφωνίας ΕΟΧ εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του εν λόγω πρωτοκόλλου καλύπτονται επίσης από την υποχρέωση περί επαγγελματικού απορρήτου.

(15)  Βλέπε υπόθεση 85/87 — Dow Benelux, [1989] Συλλογή 3137 (αιτιολογικές σκέψεις 17-20).

(16)  Βλέπε υπόθεση 374/87 – Orkem, [1989] Συλλογή 3283, και υπόθεση T-112/98 — Mannesmannrφhren-Werke AG, [2001] Συλλογή II-729.

(17)  Μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας των κρατών ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2004, την 1η Ιουλίου 2005, το κεφάλαιο IIΙ του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου αντικατοπτρίζει τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της 7ης Απριλίου 2004, ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18-24.

(18)  ΕΕ C 10 της 16.1.2003, σ. 13 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ στην ΕΕ αριθ. 3 της 16.1.2003, σ. 1 (Ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων)

(19)  Στην παρούσα ανακοίνωση, με τον όρο «καθεστώς επιείκειας» νοείται κάθε καθεστώς (περιλαμβανομένου του καθεστώτος της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ) το οποίο προβλέπει είτε πλήρη ασυλία είτε σημαντική μείωση της ποινής που θα επιβαλλόταν σε διαφορετική περίπτωση σε μία επιχείρηση λόγω της συμμετοχής της σε αθέμιτη σύμπραξη, με αντάλλαγμα την εξ ελεύθερης βουλήσεως παροχή πληροφοριακών στοιχείων από την επιχείρηση αυτή σχετικά με τη αθέμιτη σύμπραξη· τα πληροφοριακά στοιχεία πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και να παρέχονται προ ή κατά τη διάρκεια του σταδίου διερεύνησης της υπόθεσης. Ο όρος δεν καλύπτει μειώσεις της ποινής που γίνονται δεκτές γι' άλλους λόγους. Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θα δημοσιεύσει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρχών που εφαρμόζουν καθεστώς επιείκειας.

(20)  Βλέπε τις ανωτέρω παραγράφους 8 έως 15.

(21)  Το άρθρο 15 του κεφαλαίου ΙΙ εξουσιοδοτεί τόσο την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ όσο και τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ να υποβάλλουν γραπτές, καθώς επίσης, με την άδεια του Δικαστηρίου, προφορικές παρατηρήσεις στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Πρόκειται για ένα σημαντικότατο εργαλείο που διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή της νομοθεσίας ΕΟΧ. Κατά την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων, οι ΕΑΑ και η Εποπτεύουσα Αρχή αναπτύσσουν στενή συνεργασία.

(22)  Η τελική ευθύνη για τη χάραξη πολιτικής και για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας ανταγωνισμού του ΕΟΧ ανήκει από κοινού στην Επιτροπή και στην Εποπτεύουσα Αρχή σύμφωνα με τους κανόνες περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων που περιέχονται στο άρθρο 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

(23)  Εξίσου αρμόδια είναι η Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων που περιέχονται στο άρθρο 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

(24)  Βλέπε υπόθεση C-344/98 — Masterfoods Ltd, [2000] Συλλογή I-11369.

(25)  Το ΔΕΚ έχει αποσαφηνίσει την εν λόγω έννοια στην απόφασή του επί της υπόθεσης, 48/72 — SA Brasserie de Haecht, [1973] ECR 77: «η κίνηση διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού αριθ. 17 ισοδυναμεί με πράξη άσκησης εξουσίας από μέρους της Επιτροπής, η οποία πιστοποιεί την πρόθεσή της να προβεί στην έκδοση απόφασης».

(26)  Οι προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη από τις αρχές ανταγωνισμού.

(27)  Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, όταν συζητούνται οριζόντια ζητήματα (π.χ. κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις), τα κράτη της ΕΖΕΣ δύνανται να διορίζουν επιπλέον αντιπρόσωπο αρμόδιο σε θέματα ανταγωνισμού, ο οποίος δεν πρέπει κατ' ανάγκη να ανήκει στην οικεία αρχή ανταγωνισμού.

(28)  Βλέπε π.χ. τα σημεία 2 και 4β του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ 29/2004, ΕΕ L 127 της 29.4.2004, σ. 137, με το συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 22, 29.4.2004, σ. 16. (Που τροποποιεί το παράρτημα XIV (Ανταγωνισμός) της συμφωνίας ΕΟΧ — Συμπλήρωμα στις προσαρμογές στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2790/1999 και (ΕΚ) αριθ. 1400/2002 της Επιτροπής).

(29)  ΕΕ C 307 της 26.10.2000, σ. 6 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ στην ΕΕ αριθ. 61 της 21.12.2000, σ. 5.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΗΛΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Με σκοπό τη στενή συνεργασία ενόψει της προάσπισης του ανταγωνισμού στο εσωτερικό του ΕΟΧ προς το συμφέρον των καταναλωτών, η κάτωθι υπογεγραμμένη αρχή ανταγωνισμού:

(1)

Δηλώνει ότι αποδέχεται τις αρχές που διατυπώνονται στην «Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού»· και

(2)

Δηλώνει ότι θα τηρεί τις εν λόγω αρχές σε κάθε περίπτωση για την οποία ενεργεί ή ενδέχεται να ενεργήσει και στην οποία είναι εφαρμοστέες οι εν λόγω αρχές.

 

(τόπος),

 

(ημερομηνία)