ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Έλεγχος της απόκτησης και της κατοχής πυροβόλων όπλων – Οδηγία 91/477/ΕΟΚ – Παράρτημα I, μέρος III – Πρότυπα και τεχνικές απενεργοποίησης – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2403 – Επαλήθευση και πιστοποίηση της απενεργοποίησης πυροβόλων όπλων – Άρθρο 3 – Οντότητα επαλήθευσης αναγνωρισμένη από εθνική αρχή – Χορήγηση πιστοποιητικού απενεργοποίησης – Οντότητα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Μεταφορά απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 7 – Αμοιβαία αναγνώριση»

Στην υπόθεση C‑296/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 26ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Μαΐου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

A

παρισταμένων των:

Helsingin poliisilaitos,

Poliisihallitus,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

γραμματέας: R. Stefanova Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Μαΐου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο A, αρχικώς αυτοπροσώπως και στη συνέχεια εκπροσωπούμενος από τον P. Snell,

η Poliisihallitus, εκπροσωπούμενη από τους M. Koponen και M. Lehtonen,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll και V.‑S. Strasser,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Huttunen, την I. Söderlund και τον R. Tricot,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (ΕΕ 1991, L 256, σ. 51), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008 (ΕΕ 2008, L 179, σ. 5) (στο εξής: οδηγία 91/477), καθώς και των άρθρων 3 και 7 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2403 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κατευθυντήριων γραμμών για τα πρότυπα και τις τεχνικές απενεργοποίησης, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα καθίστανται αμετάκλητα ακατάλληλα για χρήση (ΕΕ 2015, L 333, σ. 62).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησε ο A λόγω της απόφασης της Helsingin poliisilaitos (αστυνομίας του Ελσίνκι, Φινλανδία) να μην αναγνωρίσει τα πιστοποιητικά απενεργοποίησης πυροβόλων όπλων τα οποία είχαν εκδοθεί στην Αυστρία και προσκομίσθηκαν επ’ αφορμή της μεταφοράς των εν λόγω όπλων στη Φινλανδία.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 91/477

3

Η οδηγία 91/477 καταργήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2021/555 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (ΕΕ 2021, L 115, σ. 1). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 91/477.

4

Κατά την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, η οδηγία είχε ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθεσιών που αφορούν τα όπλα, με τη θέσπιση αποτελεσματικών κανόνων που θα επιτρέπουν να ελέγχεται στο εσωτερικό των κρατών μελών η απόκτηση και η κατοχή πυροβόλων όπλων και η μεταφορά τους σε άλλο κράτος μέλος.

5

Η οδηγία 2008/51 τροποποίησε το αρχικό κείμενο της οδηγίας 91/477, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να ενσωματωθεί στο δίκαιο της Ένωσης το πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών, που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο υπέγραψε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 16 Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την απόφαση 2001/748/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16 Οκτωβρίου 2001 (ΕΕ 2001, L 280, σ. 5).

6

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 11, 12 και 15 της οδηγίας 2008/51 έχουν ως εξής:

«(1)

Η οδηγία [91/477] θέσπισε συνοδευτικό μέτρο για την εσωτερική αγορά. Καθιερώνει ισορροπία μεταξύ, αφενός, της υποχρέωσης να εξασφαλισθεί, ως ένα βαθμό, ελευθερία κυκλοφορίας για ορισμένα πυροβόλα όπλα εντός της Κοινότητας και, αφετέρου, της ανάγκης πλαισίωσης της εν λόγω ελευθερίας από ορισμένες εγγυήσεις ασφαλείας, προσαρμοσμένες σ’ αυτό το είδος προϊόντων.

[…]

(11)

Όσον αφορά την απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων, το τμήμα III στοιχείο α) του παραρτήματος I της οδηγίας [91/477] παραπέμπει απλώς στις εθνικές νομοθεσίες. Το πρωτόκολλο [των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών] προβλέπει πιο συγκεκριμένες γενικές αρχές για την απενεργοποίηση όπλων. Το παράρτημα I της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ θα πρέπει, ως εκ τούτου, να προσαρμοστεί.

(12)

Λόγω του ειδικού χαρακτήρα της δραστηριότητας του οπλοπώλη, είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να ελέγχουν αυστηρά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ιδίως προκειμένου να επαληθεύονται η επαγγελματική ακεραιότητα και ικανότητα των οπλοπωλών.

[…]

(15)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ιχνηλάτηση των πυροβόλων όπλων και να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά η παράνομη διακίνηση και κατασκευή πυροβόλων όπλων, των μερών τους και των πυρομαχικών, επιβάλλεται να βελτιωθεί η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στα κράτη μέλη.»

7

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/477 όριζε τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “πυροβόλο όπλο” νοείται οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο εξακοντίζει, είναι σχεδιασμένο να εξακοντίζει ή μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εκτός εάν εξαιρείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο μέρος ΙΙΙ του παραρτήματος Ι. Τα πυροβόλα όπλα κατατάσσονται σε κατηγορίες στο μέρος II του παραρτήματος I.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι ένα αντικείμενο μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εάν:

έχει τη μορφή πυροβόλου όπλου, και

λόγω της κατασκευής του ή του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο, μπορεί να υποστεί τη μετατροπή αυτή.

[…]

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “οπλοπώλης” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου η εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα συνίσταται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην κατασκευή, εμπορία, ανταλλαγή, μίσθωση, επισκευή ή μετατροπή πυροβόλων όπλων, μερών τους και πυρομαχικών.»

8

Το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας αυτής προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό των πυροβόλων όπλων, τα αντικείμενα που ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτόν αλλά τα οποία:

α)

έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα προς χρήση μέσω απενεργοποίησης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα ουσιώδη μέρη του πυροβόλου όπλου κατέστησαν οριστικά ακατάλληλα προς χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή οποιαδήποτε ενδεχόμενη επαν[εν]εργοποίηση·

[…]

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις ώστε οι αρμόδιες αρχές να επαληθεύουν τα μέτρα απενεργοποίησης που προβλέπονται στο στοιχείο α), προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι μετατροπές που πραγματοποιούνται σε πυροβόλο όπλο το καθιστούν αμετάκλητα ακατάλληλο για χρήση. Τα κράτη μέλη προβλέπουν, στο πλαίσιο της εν λόγω επαλήθευσης, τη χορήγηση πιστοποιητικού ή εγγράφου που επιβεβαιώνει την απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου ή την απόθεση σχετικού ευδιάκριτου σήματος επί του πυροβόλου όπλου. Η Επιτροπή εκδίδει κοινές κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13α παράγραφος 2, σχετικά με πρότυπα και τεχνικές απενεργοποίησης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα έχουν αμετάκλητα καταστεί ακατάλληλα προς χρήση.

Μέχρις ότου υπάρξει συντονισμός σε κοινοτικό επίπεδο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία τους για τα πυροβόλα όπλα που αναφέρονται στο παρόν σημείο.»

Ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2403

9

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 έχουν ως εξής:

«(2)

Σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος III πρώτο εδάφιο σημείο α) της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ τα αντικείμενα που περιλαμβάνονται στον ορισμό των πυροβόλων όπλων δεν περιλαμβάνονται στον εν λόγω ορισμό εάν έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα για χρήση με την εφαρμογή απενεργοποίησης, η οποία εξασφαλίζει ότι όλα τα βασικά μέρη του πυροβόλου όπλου έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα για χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν με σκοπό οποιαδήποτε επανενεργοποίηση.

(3)

Στο παράρτημα I μέρος III δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ απαιτείται από τα κράτη μέλη να θεσπίζουν διατάξεις που αποσκοπούν στην επαλήθευση των μέτρων απενεργοποίησης από αρμόδια αρχή, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται σε ένα πυροβόλο όπλο το καθιστούν αμετάκλητα ακατάλληλο για χρήση. Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να μεριμνούν για τη χορήγηση πιστοποιητικού ή εγγράφου που επιβεβαιώνει ότι το πυροβόλο όπλο έχει καταστεί ακατάλληλο για χρήση, ή την εν προκειμένω σήμανση του όπλου με σχετικό ευδιάκριτο σήμα.»

10

Το άρθρο 2 του εκτελεστικού αυτού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Άτομα και οντότητες εξουσιοδοτημένες να απενεργοποιούν πυροβόλα όπλα», ορίζει τα εξής:

«Η απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων διενεργείται από δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες ή από άτομα εξουσιοδοτημένα για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.»

11

Το άρθρο 3 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, με τίτλο «Επαλήθευση και πιστοποίηση της απενεργοποίησης πυροβόλων όπλων», προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μια αρμόδια αρχή η οποία επαληθεύει ότι η απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου διενεργήθηκε σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα Ι (“η οντότητα επαλήθευσης”).

2.   Όταν η οντότητα επαλήθευσης είναι επίσης εξουσιοδοτημένη να απενεργοποιεί πυροβόλα όπλα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τον σαφή διαχωρισμό των εν λόγω εργασιών και των προσώπων που τις εκτελούν εντός της εν λόγω οντότητας.

3.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της κατάλογο των οντοτήτων επαλήθευσης που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη, καθώς και αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές και το σύμβολο που χρησιμοποιούν, και στοιχεία επικοινωνίας.

4.   Όταν η απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου έχει διενεργηθεί σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα I, η οντότητα επαλήθευσης χορηγεί στον κάτοχο του πυροβόλου όπλου πιστοποίηση απενεργοποίησης σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα III. Όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό απενεργοποίησης παρέχονται στη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε το πιστοποιητικό απενεργοποίησης και στην αγγλική γλώσσα.

[…]»

12

Το άρθρο 6 του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσθετα μέτρα απενεργοποίησης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν πρόσθετα μέτρα για την απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων στο έδαφός τους, τα οποία υπερβαίνουν τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα I.

2.   Η Επιτροπή αναλύει τακτικά με την επιτροπή που συστάθηκε βάσει της οδηγίας [91/477] κάθε πρόσθετο μέτρο που λαμβάνουν τα κράτη μέλη και εξετάζει το ενδεχόμενο αναθεώρησης των τεχνικών προδιαγραφών που ορίζονται στο παράρτημα I σε εύθετο χρόνο.»

13

Το άρθρο 7 του ίδιου εκτελεστικού κανονισμού τιτλοφορείται «Μεταφορά των απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων εντός της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης» και προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα μπορούν να μεταφερθούν σε άλλο κράτος μέλος μόνον εφόσον φέρουν το κοινό ενιαίο σήμα και συνοδεύονται από πιστοποιητικό απενεργοποίησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά απενεργοποίησης που εκδίδει άλλο κράτος μέλος, εφόσον το πιστοποιητικό πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 6, δύνανται να ζητήσουν αποδείξεις σχετικά με το εάν το απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο που πρόκειται να μεταφερθεί στο έδαφός τους συμμορφώνεται με τα εν λόγω πρόσθετα μέτρα.»

14

Το άρθρο 8 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, το οποίο επιγράφεται «Απαιτήσεις κοινοποίησης», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τυχόν μέτρα που θεσπίζουν σχετικά με το πεδίο που καλύπτει ο παρών κανονισμός, καθώς και τυχόν πρόσθετα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1)].»

15

Το παράρτημα I του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τεχνικές προδιαγραφές για την απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων» και περιλαμβάνει τρεις πίνακες, παρουσιάζει τις ενέργειες απενεργοποίησης που πρέπει να εκτελούνται προκειμένου τα πυροβόλα όπλα και τα ουσιώδη εξαρτήματά τους να καταστούν αμετάκλητα ακατάλληλα για χρήση.

16

Το παράρτημα III του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού περιλαμβάνει το υπόδειγμα πιστοποιητικού για τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα που πρέπει να ακολουθούν οι οντότητες επαλήθευσης τις οποίες ορίζουν τα κράτη μέλη.

Το φινλανδικό δίκαιο

17

Το άρθρο 91 του ampuma-aselaki (1/1998) [νόμου περί πυροβόλων όπλων (1/1998), όπως έχει τροποποιηθεί, στο εξής: νόμος περί πυροβόλων όπλων] προβλέπει ότι, εάν η άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα των όπλων ή η άδεια που παρέχει δικαίωμα κατοχής για ιδιωτική χρήση λήξει ή ανακληθεί, η αστυνομία οφείλει να εκδώσει απόφαση για την κατάσχεση των πυροβόλων όπλων, των μερών όπλων, των φυσιγγίων και των ιδιαιτέρως επικίνδυνων πυρομαχικών, εφόσον αυτά δεν έχουν ήδη μεταβιβαστεί σε κάτοχο κατάλληλης άδειας. Η αστυνομία εκδίδει επίσης απόφαση κατάσχεσης όταν ο κάτοχος μη εγκεκριμένων πυροβόλων όπλων ή μερών πυροβόλων όπλων, μη εγκεκριμένων φυσιγγίων ή ιδιαιτέρως επικίνδυνων πυρομαχικών δηλώνει, με δική του πρωτοβουλία, ένα τέτοιο αντικείμενο στην αστυνομία και της αναθέτει τη φύλαξή του.

18

Το άρθρο 112 bis του νόμου περί πυροβόλων όπλων, με τίτλο «Μεταφορά και εισαγωγή απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων στη Φινλανδία», προβλέπει ότι όποιος μεταφέρει ή εισάγει στη Φινλανδία απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο οφείλει εντός 30 ημερών από τη μεταφορά ή την εισαγωγή να προσκομίσει το πυροβόλο όπλο σε αστυνομική αρχή ή στη γενική αστυνομική διεύθυνση προς έλεγχο.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19

Στις 17 Οκτωβρίου 2017 ο A, η εμπορική δραστηριότητα του οποίου συνίσταται στην πώληση ιστορικών στρατιωτικών αντικειμένων, μετέφερε από την Αυστρία στη Φινλανδία τρία τυφέκια εφόδου.

20

Στις 24 Οκτωβρίου 2017, ο A, συμμορφούμενος προς τις επιταγές του άρθρου 112 bis του νόμου περί πυροβόλων όπλων, προσκόμισε στην αστυνομία του Ελσίνκι τα όπλα αυτά ως ήδη απενεργοποιημένα, καθώς και τα πιστοποιητικά απενεργοποίησής τους που είχε εκδώσει στις 9 Οκτωβρίου 2017 η εδρεύουσα στην Αυστρία εταιρία B.

21

Στις 15 Φεβρουαρίου 2018 η αστυνομία του Ελσίνκι αποφάσισε να κατασχέσει τα εν λόγω όπλα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, παράγραφος 2, του νόμου περί πυροβόλων όπλων. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η απενεργοποίηση των εν λόγω τυφεκίων εφόδου δεν πληρούσε τις τεχνικές απαιτήσεις του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι τα όπλα αυτά έπρεπε να χαρακτηριστούν ως πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια κατοχής.

22

Ο A άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου Ελσίνκι, Φινλανδία) υποστηρίζοντας ότι δεν εναπέκειτο στην αστυνομία του Ελσίνκι να ελέγξει την απενεργοποίηση των επίμαχων όπλων, διότι τα όπλα αυτά είχαν μεταφερθεί από την Αυστρία μετά την απενεργοποίησή τους εκεί. Αφενός, κατά τον Α, η αστυνομία όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, να αναγνωρίσει το πιστοποιητικό απενεργοποίησης που είχε χορηγήσει η εταιρία Β. Αφετέρου, ο A προσκόμισε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η απενεργοποίηση των επίμαχων όπλων πληρούσε τις απαιτήσεις του παραρτήματος I του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, ήτοι ανταλλαγή αλληλογραφίας με το αυστριακό Υπουργείο Άμυνας και Αθλητισμού, διά της οποίας το Υπουργείο αυτό επιβεβαίωνε ότι η εταιρία B, ως οπλοπώλης, ήταν μία από τις δεκαέξι οντότητες επαλήθευσης που είχαν οριστεί από την Αυστρία.

23

Η Poliisihallitus (γενική αστυνομική διεύθυνση) υποστήριξε ότι τα επίμαχα όπλα δεν μπορούν να θεωρηθούν απενεργοποιημένα, όχι μόνο διότι η πραγματοποιηθείσα απενεργοποίηση ήταν ελλιπής, αλλά και διότι το πιστοποιητικό απενεργοποίησης είχε εκδοθεί από την εταιρία Β, η οποία δεν ήταν αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού και δεν περιλαμβανόταν στον προβλεπόμενο στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού κατάλογο που καταρτίζει η Επιτροπή. Συναφώς, υπογράμμισε ότι η αρχή που αναγραφόταν στον εν λόγω κατάλογο της Επιτροπής για την Αυστρία δεν ήταν η εταιρία Β, αλλά το Υπουργείο Εσωτερικών.

24

Το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο Ελσίνκι) απέρριψε την προσφυγή του Α με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι από τα άρθρα 3 και 8 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 προέκυπτε ότι μόνον το πιστοποιητικό απενεργοποίησης που έχει χορηγηθεί από αρμόδια οντότητα επαλήθευσης η οποία περιλαμβάνεται στον καταρτισθέντα από την Επιτροπή κατάλογο μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληρούσε τις απαιτήσεις του εκτελεστικού κανονισμού. Ελλείψει προσκόμισης πιστοποιητικού απενεργοποίησης χορηγηθέντος από τέτοια οντότητα, η αστυνομία του Ελσίνκι είχε το δικαίωμα να προβεί σε τεχνική επιθεώρηση των όπλων και, στη συνέχεια, σε κατάσχεσή τους.

25

Ο A άσκησε αναίρεση ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Φινλανδία), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

26

Το δικαστήριο αυτό διατηρεί αμφιβολίες ως προς τέσσερα ζητήματα. Πρώτον, εκτιμά ότι το καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης που θεσπίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2403 δεν είναι αρκούντως σαφές καθόσον δεν προβλέπει αν η εγγραφή στον κατάλογο του άρθρου 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού μιας οντότητας που έχει οριστεί από κράτος μέλος είναι αυτόματη ή προϋποθέτει ρητή απόφαση της Επιτροπής.

27

Δεύτερον, διερωτάται αν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου όπως μια εμπορική εταιρία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αρμόδια αρχή» ή ως «οντότητα επαλήθευσης» κατά την έννοια του παραρτήματος I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403.

28

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα που συνεπάγεται η δημοσίευση του καταλόγου των οντοτήτων επαλήθευσης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο, μολονότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει η εν λόγω δημοσίευση ενημερωτικό μόνο χαρακτήρα, εντούτοις, κλίνει υπέρ της άποψης ότι η δημοσίευση έχει συστατικό χαρακτήρα, επομένως δε, προκειμένου ένα πιστοποιητικό απενεργοποίησης να μπορεί να θεωρηθεί αναγνωρισμένο θα πρέπει να χορηγείται από δεόντως ορισθείσα οντότητα επαλήθευσης, της οποίας οι αναλυτικές πληροφορίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο που καταρτίζει η Επιτροπή βάσει της ως άνω διάταξης. Ειδικότερα, η ερμηνεία αυτή είναι η πλέον κατάλληλη για τη διασφάλιση της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης και αποτρέπει τον κίνδυνο να διατυπωθούν αποκλίνουσες ερμηνείες των κανόνων περί απενεργοποίησης των πυροβόλων όπλων από τις αρχές των διαφόρων κρατών μελών.

29

Τέλος, τέταρτον, δεδομένου ότι οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν, με επιστολή απευθυνόμενη στον A, ότι είχαν πράγματι ορίσει την εταιρία Β ως «οντότητα επαλήθευσης» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) διερωτάται αν, προκειμένου να θεραπευθεί η μη αναφορά οντότητας στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, ένα τέτοιο αποδεικτικό μέσο μπορεί να γίνει δεκτό προς απόδειξη της ιδιότητας της «οντότητας επαλήθευσης», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Σε περίπτωση μεταφοράς απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων εντός της Ένωσης και λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της οδηγίας [91/477] καθώς και των διατάξεων του εκτελεστικού κανονισμού [2015/2403] και ειδικότερα του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

1)

μπορεί μια εξουσιοδοτημένη από εθνική αρχή οντότητα επαλήθευσης, η οποία εξέδωσε πιστοποιητικό απενεργοποίησης, να θεωρηθεί ως οντότητα επαλήθευσης κατά την έννοια της οδηγίας [91/477] και των άρθρων 3 και 7 του εκτελεστικού κανονισμού [2015/2403], ακόμη και αν δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του ως άνω [εκτελεστικού] κανονισμού, εφόσον διάφορες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους έχουν ενημερώσει τον φορέα που μεταφέρει τα όπλα ότι η ενεργούσα υπό τη νομική μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης […] οντότητα επαλήθευσης που εξέδωσε το πιστοποιητικό έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο σύμφωνα με τον ως άνω κανονισμό; και

2)

μπορεί η πιστοποίηση της οντότητας επαλήθευσης που έχει ορισθεί από κράτος μέλος για την απενεργοποίηση όπλων να αποδεικνύεται, αντί διά της εγγραφής της στον κατάλογο που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του [εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403], με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχει εθνική αρχή, ούτως ώστε το εκδοθέν από την εν λόγω οντότητα επαλήθευσης πιστοποιητικό απενεργοποίησης να πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω [εκτελεστικού] κανονισμού, με αποτέλεσμα το κράτος μέλος να πρέπει να αναγνωρίσει πιστοποιητικό απενεργοποίησης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν κατά το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 και το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, ορθώς ερμηνευόμενα, δύναται να εμπίπτει στην έννοια της «οντότητας επαλήθευσης», που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 της διάταξης αυτής, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως μια εμπορική εταιρία, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου 3 της εν λόγω διάταξης.

32

Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα κατά πόσον η έννοια της «οντότητας επαλήθευσης», κατά το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, μπορεί να περιλαμβάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως μια εμπορική εταιρία. Συναφώς, μολονότι το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 καθώς και το ως άνω άρθρο 3 μνημονεύουν την έννοια της «αρμόδιας αρχής», η οποία στην παράγραφος 1 του άρθρου 3 ονομάζεται «οντότητα επαλήθευσης», καμία από τις διατάξεις αυτές και καμία άλλη διάταξη της οδηγίας και του εκτελεστικού κανονισμού δεν διευκρινίζουν τι νοείται ως «αρμόδια αρχή» και «οντότητα επαλήθευσης».

33

Τούτου λεχθέντος, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν παραπέμπουν, όσον αφορά τις έννοιες αυτές, στο εθνικό δίκαιο, πρέπει να θεωρηθούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη ερμηνεία στο σύνολο των κρατών μελών.

34

Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο προσδιορισμός της σημασίας και του περιεχομένου εκφράσεων ως προς τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές χρησιμοποιούνται και τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελούν τμήμα (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Falck Rettungsdienste και Falck, C‑465/17, EU:C:2019:234, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το γράμμα των διατάξεων αυτών, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 και το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη ορίζουν «αρμόδια αρχή», η οποία καλείται «οντότητα επαλήθευσης» από τον εκτελεστικό κανονισμό, προκειμένου να ελέγχεται αν η απενεργοποίηση πυροβόλου όπλου πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται σε πυροβόλο όπλο το καθιστούν αμετάκλητα ακατάλληλο για χρήση.

36

Υπό το σύνηθες νόημά τους, οι έννοιες της «αρχής» ή της «οντότητας» πρέπει να νοούνται ως αναφερόμενες σε κάθε οργανισμό στον οποίο έχει παρασχεθεί εξουσία ορισμένης φύσεως, χωρίς η ιδιότητα ενός τέτοιου οργανισμού ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου να ασκεί επιρροή. Μολονότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 προκύπτει ότι η εν λόγω «οντότητα» έχει ως αντικείμενο την «επαλήθευση», η διευκρίνιση αυτή είναι ενδεικτική μόνον της φύσεως της εξουσίας που ασκεί η οντότητα αυτή, ήτοι της εξουσίας επαλήθευσης του κατά πόσον η απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου διενεργήθηκε σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 και, ενδεχομένως, της εξουσίας χορήγησης πιστοποιητικού απενεργοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού, και δεν παρέχει επεξηγήσεις ως προς την ιδιότητα της εν λόγω οντότητας ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

37

Αντιθέτως, από τις εκτιμήσεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι έννοιες αυτές εμπίπτουν κατ’ ανάγκην στον ορισμό του «δημόσιου φορέα», που αναφέρεται ειδικώς στο κράτος, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και στους φορείς που ιδρύονται από το κράτος ή τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση αναγκών γενικού συμφέροντος (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, NMI Technologietransfer, C‑516/19, EU:C:2020:754, σκέψη 47).

38

Επομένως, οργανισμοί τόσο δημοσίου όσο και ιδιωτικού δικαίου μπορούν να εμπίπτουν στις έννοιες της «αρμόδιας αρχής» και της «οντότητας επαλήθευσης» του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού καθώς και του παραρτήματος I, μέρος III, της οδηγίας 91/477, με αποτέλεσμα ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, για παράδειγμα μια εμπορική εταιρία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, να μπορεί να αποτελεί τέτοια «αρμόδια αρχή» ή «οντότητα επαλήθευσης».

39

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403. Πράγματι, ενώ το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει ότι η απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων διενεργείται από δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες ή από άτομα εξουσιοδοτημένα για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η οντότητα επαλήθευσης ασκεί επίσης τη λειτουργία απενεργοποίησης των πυροβόλων όπλων, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον σαφή διαχωρισμό των εργασιών και των προσώπων που τις εκτελούν εντός την εν λόγω οντότητας. Επομένως, από τον συνδυασμό του άρθρου 2 και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι η διενέργεια της επαλήθευσης της απενεργοποίησης πυροβόλου όπλου μπορεί να ανατεθεί σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.

40

Τέλος, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκουν η οδηγία 91/477 και ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2403 επιρρωννύουν την ερμηνεία αυτή.

41

Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2008/51 προκύπτει ότι η οδηγία 91/477 αποσκοπεί στη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ της ύπαρξης, ως ένα βαθμό, ελευθερίας στην κυκλοφορία ορισμένων πυροβόλων όπλων και της ανάγκης να πλαισιωθεί η ελευθερία αυτή από εγγυήσεις ασφάλειας προσαρμοσμένες στη φύση των αντικειμένων αυτών, τούτο δε προκειμένου να κατοχυρωθεί υψηλό επίπεδο δημόσιας ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Buhagiar κ.λπ., C‑267/16, EU:C:2018:26, σκέψεις 49 έως 52).

42

Οι εγγυήσεις αυτές εκφράζονται, κατά πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/51, με την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη να ασκούν αυστηρό έλεγχο στους οπλοπώλες και, ειδικότερα, να επαληθεύουν την επαγγελματική ακεραιότητα και ικανότητά τους.

43

Κατά δεύτερον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης θέλησε να διευκολύνει την ιχνηλάτηση των πυροβόλων όπλων και να καταπολεμήσει αποτελεσματικά την παράνομη διακίνηση και κατασκευή των όπλων αυτών, των μερών και των πυρομαχικών τους, προωθώντας την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

44

Κατά τρίτον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 προκύπτει ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος επανενεργοποίησης των πυροβόλων όπλων που δεν απενεργοποιήθηκαν προσηκόντως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν οντότητα επαλήθευσης η οποία θα ελέγχει και θα πιστοποιεί ότι οι τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται σε πυροβόλο όπλο το καθιστούν αμετάκλητα ακατάλληλο για χρήση, ήτοι ότι, σύμφωνα με το παράρτημα Ι, μέρος ΙΙΙ, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 91/477, όλα τα βασικά μέρη του πυροβόλου όπλου έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα για χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν με σκοπό οποιαδήποτε επανενεργοποίηση.

45

Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων για τη δημόσια ασφάλεια που ενέχουν τα πυροβόλα όπλα που έχουν απενεργοποιηθεί, η ελεύθερη κυκλοφορία των πυροβόλων όπλων μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με αυστηρή οριοθέτηση των όρων απενεργοποίησής τους και με τη διαβεβαίωση ότι η απενεργοποίηση αυτή διενεργήθηκε σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, πράγμα που εναπόκειται στην οντότητα επαλήθευσης που έχει οριστεί από το οικείο κράτος μέλος να ελέγξει.

46

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 43 έως 49 των προτάσεών του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ορισμός ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ως «οντότητας επαλήθευσης», με αρμοδιότητα να ελέγχει αν η απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων διενεργήθηκε σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού και να χορηγεί το αντίστοιχο πιστοποιητικό, είναι ικανός να διακυβεύσει τους σκοπούς που επιδιώκουν η οδηγία και ο εκτελεστικός κανονισμός, εφόσον ο ορισμός αυτός συνοδεύεται από αποτελεσματική και αυστηρή εποπτεία του προσώπου αυτού από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, η οποία ιδίως αφορά, όταν πρόκειται για οπλοπώλη, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, τον έλεγχο της επαγγελματικής ακεραιότητας και της ικανότητά τους.

47

Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί αν, προκειμένου να χαρακτηριστεί ως «οντότητα επαλήθευσης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, η αρμόδια αρχή που μνημονεύεται στη διάταξη αυτή πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.

48

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν την οντότητα επαλήθευσης, ενώ η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι η Επιτροπή δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της κατάλογο των οντοτήτων επαλήθευσης που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη καθώς και αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές, όπως το σύμβολο που χρησιμοποιούν και τα στοιχεία επικοινωνίας.

49

Επιπλέον, από το άρθρο 8 του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που θεσπίζουν σχετικά με το πεδίο που καλύπτει ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/2403.

50

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει, τηρουμένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή όχι μόνον τις αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με την οντότητα επαλήθευσης που έχει ορίσει, το σύμβολο και τα στοιχεία επικοινωνίας της οντότητας αυτής, αλλά και κάθε μεταβολή που επηρεάζει τις πληροφορίες αυτές, ούτως ώστε ο κατάλογος που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού να παραμένει επικαιροποιημένος και πλήρης.

51

Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προωθήσει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να διευκολύνει την ιχνηλάτηση των πυροβόλων όπλων και να καταπολεμήσει αποτελεσματικά την παράνομη διακίνηση και κατασκευή των όπλων αυτών, των μερών και των πυρομαχικών τους.

52

Εξάλλου, όταν τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα μεταφέρονται εντός της Ένωσης, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά απενεργοποίησης που εκδίδει άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα πιστοποιητικά αυτά πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό.

53

Στο πλαίσιο αυτό, η κατάρτιση και η ενημέρωση του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 έχουν καίρια σημασία και, επομένως, είναι κρίσιμο να μνημονεύει ο κατάλογος αυτός με ακρίβεια όλες τις «οντότητες επαλήθευσης» τις οποίες ορίζουν τα κράτη μέλη και να επικαιροποιούνται αμελλητί οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτόν. Η κατάρτιση του ως άνω καταλόγου αποσκοπεί ακριβώς στο να παράσχει στις ελεγκτικές αρχές του κράτους εντός του οποίου μεταφέρονται απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα τη δυνατότητα διαβεβαίωσης, μέσω ενός απλού, άμεσου και αποτελεσματικού μηχανισμού δημοσιότητας, ότι ο οργανισμός που χορήγησε τα επίμαχα πιστοποιητικά απενεργοποίησης αποτελεί όντως «οντότητα επαλήθευσης» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού.

54

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εγγραφή μιας «οντότητας επαλήθευσης» στον καταρτισθέντα από την Επιτροπή κατάλογο, η οποία προϋποθέτει ότι κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, τις πληροφορίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού, συνιστά τυπική προϋπόθεση που πρέπει να τηρείται προκειμένου ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως για παράδειγμα μια εμπορική εταιρία, να μπορεί να θεωρηθεί ως «οντότητα επαλήθευσης» κατά την έννοια του παραρτήματος I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 και του άρθρου 3 του εκτελεστικού κανονισμού.

55

Επομένως, οι ενδείξεις που προέρχονται από οργανισμό περιλαμβανόμενο στον κατάλογο αυτόν, σύμφωνα με τις οποίες το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται έχει ορίσει άλλον οργανισμό, μη περιλαμβανόμενο στον εν λόγω κατάλογο, ως «οντότητα επαλήθευσης» δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο ως άνω οργανισμός αποτελεί «οντότητα επαλήθευσης» κατά την έννοια του παραρτήματος I, μέρος III, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 91/477 και του άρθρου 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403.

56

Μόνον η ερμηνεία της έννοιας της «οντότητας επαλήθευσης» που προκύπτει από τη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης μπορεί να παράσχει στις ελεγκτικές αρχές του κράτους εντός του οποίου μεταφέρονται πυροβόλα όπλα τη δυνατότητα να ελέγξουν, αμέσως και αποτελεσματικώς, την ταυτότητα της οντότητας επαλήθευσης που χορήγησε πιστοποιητικό απενεργοποίησης των όπλων και, ως εκ τούτου, να διατηρήσουν υψηλό επίπεδο δημόσιας ασφάλειας, διασφαλίζοντας την απενεργοποίηση των πυροβόλων όπλων και λαμβάνοντας προφυλάξεις έναντι κάθε κινδύνου επανενεργοποίησης ενός μη προσηκόντως απενεργοποιημένου όπλου.

57

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κατά το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 και το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, ορθώς ερμηνευόμενα, δύναται να εμπίπτει στην έννοια της «οντότητας επαλήθευσης», που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 της διάταξης αυτής, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως μια εμπορική εταιρία, εφόσον το πρόσωπο αυτό περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

58

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν κατά το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, ορθώς ερμηνευόμενα, όταν πιστοποιητικό απενεργοποίησης πυροβόλου όπλου χορηγείται από οντότητα επαλήθευσης που ορίζεται από κράτος μέλος, το κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται το απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο υποχρεούται να αναγνωρίσει το εν λόγω πιστοποιητικό.

59

Επισημαίνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού αυτού κανονισμού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά απενεργοποίησης που εκδίδει άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα πιστοποιητικά αυτά πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό.

60

Από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η αναγνώριση του πιστοποιητικού που έχει χορηγηθεί από «οντότητα επαλήθευσης» δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε ανεπιφύλακτη, όπως άλλωστε επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 73 και 74 των προτάσεών του, εφόσον εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πιστοποιητικό αυτό πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

61

Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης, προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο δημόσιας ασφάλειας, η ελεύθερη κυκλοφορία αντικειμένων όπως τα πυροβόλα όπλα πρέπει να πλαισιώνεται από εγγυήσεις προσαρμοσμένες στη φύση των αντικειμένων αυτών, πράγμα το οποίο σημαίνει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, ότι είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος επανενεργοποίησης των μη προσηκόντως απενεργοποιημένων πυροβόλων όπλων διασφαλίζοντας ότι όλα τα βασικά μέρη του πυροβόλου όπλου έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα για χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν με σκοπό οποιαδήποτε επανενεργοποίηση.

62

Προς τούτο, οι αρχές του κράτους μέλους εντός του οποίου μεταφέρεται ένα απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο μπορούν να ασκήσουν, πέραν του ελέγχου των πρόσθετων μέτρων απενεργοποίησης που ενδεχομένως θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 6 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, σειρά ελέγχων κατά την προσκόμιση του όπλου αυτού και του πιστοποιητικού απενεργοποίησης που το συνοδεύει.

63

Συναφώς, πρώτον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, το πιστοποιητικό απενεργοποίησης πρέπει να χορηγείται από «οντότητα επαλήθευσης» η οποία ορίζεται από κράτος μέλος και περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού.

64

Δεύτερον, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403 απαιτεί το χορηγούμενο πιστοποιητικό απενεργοποίησης να ακολουθεί το υπόδειγμα εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα III του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού και οι πληροφορίες που αναγράφονται σε αυτό να παρέχονται όχι μόνο στη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε, αλλά και στην αγγλική γλώσσα.

65

Τρίτον, από το άρθρο 3, παράγραφος 4, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει επίσης ότι η χορήγηση του πιστοποιητικού αυτού προϋποθέτει ότι η απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου διενεργήθηκε σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403. Ως εκ τούτου, η χορήγηση του πιστοποιητικού έχει ως ειδικό σκοπό να αποτυπώσει συγκεκριμένα τη διαπίστωση της οντότητας επαλήθευσης ότι οι πράξεις απενεργοποίησης διενεργήθηκαν σύμφωνα με τις ως άνω τεχνικές προδιαγραφές, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλα τα βασικά μέρη του πυροβόλου όπλου έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα για χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν με σκοπό οποιαδήποτε επανενεργοποίηση.

66

Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο μεταφέρεται απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο δεν υποχρεούνται να αναγνωρίσουν το πιστοποιητικό απενεργοποίησης που έχει χορηγηθεί από οντότητα επαλήθευσης που ορίζεται από άλλο κράτος μέλος και συνοδεύει το όπλο αυτό, αν οι αρχές αυτές διαπιστώσουν, κατά τη συνοπτική εξέταση του επίμαχου όπλου, ότι το πιστοποιητικό αυτό προδήλως δεν πληροί τις απαιτήσεις του εκτελεστικού κανονισμού.

67

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω λόγων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κατά το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477 και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403, ορθώς ερμηνευόμενα, όταν πιστοποιητικό απενεργοποίησης πυροβόλου όπλου χορηγείται από «οντότητα επαλήθευσης», το κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται το απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο υποχρεούται να αναγνωρίσει το εν λόγω πιστοποιητικό, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους διαπιστώσουν, κατά τη συνοπτική εξέταση του επίμαχου όπλου, ότι το πιστοποιητικό αυτό προδήλως δεν πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού.

Επί των δικαστικών εξόδων

68

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Κατά το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, και το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2403 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κατευθυντήριων γραμμών για τα πρότυπα και τις τεχνικές απενεργοποίησης, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι τα απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα καθίστανται αμετάκλητα ακατάλληλα για χρήση,

ορθώς ερμηνευόμενα,

δύναται να εμπίπτει στην έννοια της «οντότητας επαλήθευσης», που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 της διάταξης αυτής, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως μια εμπορική εταιρία, εφόσον το πρόσωπο αυτό περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του εκτελεστικού αυτού κανονισμού.

 

2)

Κατά το παράρτημα I, μέρος III, της οδηγίας 91/477, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/51, και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2403

ορθώς ερμηνευόμενα,

όταν πιστοποιητικό απενεργοποίησης πυροβόλου όπλου χορηγείται από «οντότητα επαλήθευσης», το κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται το απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο υποχρεούται να αναγνωρίσει το εν λόγω πιστοποιητικό, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους διαπιστώσουν, κατά τη συνοπτική εξέταση του επίμαχου όπλου, ότι το πιστοποιητικό αυτό προδήλως δεν πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.