ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 10ης Φεβρουαρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή αλιευτική πολιτική – Κανονισμός (ΕΚ) 1224/2009 – Σύστημα ελέγχου – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και άρθρο 34 – Καταγραφή των αλιευμάτων και της αλιευτικής προσπάθειας – Διαβίβαση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των πληροφοριών σχετικά με την ποσότητα αλιευθείσας καραβίδας – Δυνατότητα χρήσης και άλλων δεδομένων εκτός εκείνων που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο αλιείας – Εύλογη και επιστημονικά έγκυρη μέθοδος για την επεξεργασία και τον έλεγχο των δεδομένων – Απαγόρευση αλιείας»

Στην υπόθεση C‑564/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Οκτωβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

PF,

MF

κατά

Minister for Agriculture, Food and the Marine,

Sea Fisheries Protection Authority (SFPA),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι MF και PF, εκπροσωπούμενοι από τους D. F. Conway, solicitor, E. Sweetman, BL, και D. Conlan Smyth, SC,

η Sea Fisheries Protection Authority (SFPA), εκπροσωπούμενη από τους M. Boohig, advocate, D. McCarthy, BL, και T. F. Creed, SC,

ο Minister for Agriculture, Food and the Marine, εκπροσωπούμενος από τις M. Browne και J. Quaney, από τον A. Joyce, καθώς και από τους P. McGarry και D. Lehane, SC,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Moro και K. Walkerová, καθώς και από τον A. Dawes,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ 2009, L 343, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/812 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 (ΕΕ 2015, L 133, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1224/2009).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των PF και MF και, αφετέρου, του Minister for Agriculture, Food and the Marine (Υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων και Ναυτιλίας, Ιρλανδία, στο εξής: Υπουργός) και της Sea Fisheries Protection Authority (SFPA) (αρχής για την προστασία της θαλάσσιας αλιείας) σχετικά με την απόφαση του Υπουργού να απαγορεύσει την αλιεία καραβίδας (Nephrops norvegicus) στην αλιευτική περιοχή που επονομάζεται Λειτουργική Μονάδα 16 (στο εξής: FU16) στην Porcupine Bank στα ανοικτά της δυτικής ακτής της Ιρλανδίας.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1380/2013

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22), το οποίο θέτει τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής (στο εξής: ΚΑΠ), έχει ως εξής:

«Η ΚΑΠ διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα και ότι υπόκεινται σε διαχείριση με τρόπο που είναι συμβατός με τον στόχο της επίτευξης οικονομικών, κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαθεσιμότητα του επισιτιστικού εφοδιασμού.»

Ο κανονισμός 1224/2009

4

Το άρθρο 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1224/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές αρχές», ορίζει τα εξής:

«Σε κάθε κράτος μέλος, μια ενιαία αρχή συντονίζει τις δραστηριότητες ελέγχου όλων των εθνικών αρχών ελέγχου. Η αρχή αυτή είναι αρμόδια και για τον συντονισμό της συλλογής, της επεξεργασίας και της πιστοποίησης των πληροφοριών σχετικά με τις αλιευτικές δραστηριότητες καθώς και για την υποβολή αναφορών, τη συνεργασία και εξασφάλιση της διαβίβασης πληροφοριών με την Επιτροπή, με την Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας, που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 768/2005 […], με άλλα κράτη μέλη και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τρίτες χώρες.»

5

Το άρθρο 9 παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σύστημα παρακολούθησης σκαφών», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε λειτουργία δορυφορικό Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών για την ουσιαστική παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία τους, όπου και αν βρίσκονται, και των αλιευτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στα ύδατά τους.»

6

Το άρθρο 14, παράγραφοι 1, 2 και 9, του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμπλήρωση και υποβολή του ημερολογίου αλιείας», ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε πολυετή σχέδια, ο πλοίαρχος κάθε ενωσιακού αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους 10 μέτρων και άνω τηρεί ημερολόγιο αλιείας σχετικά με τις δραστηριότητές τους, όπου αναφέρει συγκεκριμένα, για κάθε αλιευτικό ταξίδι, όλες τις ποσότητες κάθε είδους το οποίο αλιεύεται και διατηρείται επί του σκάφους άνω των 50 kg ισοδύναμου βάρους ζωντανών αλιευμάτων. Το όριο των 50 kg εφαρμόζεται μόλις τα αλιεύματα συγκεκριμένου είδους υπερβούν τα 50 kg.

2.   Το ημερολόγιο αλιείας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει ιδίως τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και το όνομα του αλιευτικού σκάφους·

β)

τον τριψήφιο αλφαβητικό κωδικό [της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών για τη Διατροφή και τη Γεωργία (FAO)] κάθε είδους και την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

γ)

ημερομηνία των αλιεύσεων·

δ)

ημερομηνία απόπλου και κατάπλου και διάρκεια του αλιευτικού ταξιδιού·

ε)

τύπο εργαλείου, μέγεθος ματιών και διαστάσεις·

στ)

τις κατ’ εκτίμηση ποσότητες κάθε είδους σε χιλιόγραμμα βάρους ζωντανών αλιευμάτων ή, κατά περίπτωση, τον αριθμό των ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων ή των ατόμων κάτω του ελάχιστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης, σε χωριστή εγγραφή·

ζ)

τον αριθμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

[…]

9.   Η ακρίβεια των δεδομένων που καταγράφονται στο ημερολόγιο αλιείας αποτελεί ευθύνη του πλοιάρχου.»

7

Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ηλεκτρονική συμπλήρωση και διαβίβαση των δεδομένων του ημερολόγιου αλιείας», ορίζει τα εξής:

«1.   Ο πλοίαρχος ενωσιακού αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω καταγράφει με ηλεκτρονικά μέσα τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 14 και τα διαβιβάζει ηλεκτρονικά στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους σημαίας τουλάχιστον μία φορά την ημέρα.

2.   Ο πλοίαρχος ενωσιακού αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω διαβιβάζει τα δεδομένα του άρθρου 14 όποτε του ζητηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους σημαίας και, εν πάση περιπτώσει, τα σχετικά δεδομένα του ημερολογίου αλιείας διαβιβάζονται μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας αλιευτικής δραστηριότητας και πριν από τον κατάπλου σε λιμένα.»

8

Το άρθρο 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1224/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταγραφή των αλιευμάτων και της αλιευτικής προσπάθειας», ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε κράτος μέλος σημαίας καταγράφει όλα τα συναφή στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 14, 21, 23, 28 και 62 του παρόντος κανονισμού, σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες όπως αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο, τόσο αναφορικά με τις εκφορτώσεις όσο και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αναφορικά με την αλιευτική προσπάθεια, και τηρεί τα πρωτότυπα αυτών των στοιχείων για χρονικό διάστημα τριών ετών ή περισσοτέρων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

2.   Με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων της ενωσιακής νομοθεσίας, πριν από τις 15 εκάστου μηνός κάθε κράτος μέλος σημαίας κοινοποιεί στην Επιτροπή ή στο όργανο που έχει ορίσει η ίδια μέσω ηλεκτρονικής διαβίβασης

α)

για τις ποσότητες κάθε αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπάγεται σε [συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC)] ή ποσοστώσεις οι οποίες εκφορτώθηκαν κατά τον προηγούμενο μήνα, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι κάτω του ισχύοντος ελάχιστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης, σε χωριστή εγγραφή· […]

[…]».

9

Το άρθρο 34 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στοιχεία που αφορούν την εξάντληση των αλιευτικών δυνατοτήτων», προβλέπει τα εξής:

«Ένα κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή εφόσον διαπιστώνει ότι:

α)

τα αλιεύματα αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία του θεωρείται ότι έχουν εξαντλήσει ποσοστό 80 % της ποσόστωσης ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκεινται σε ποσόστωση ή

[…]

Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, πιο λεπτομερείς πληροφορίες και σε μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 33.»

10

Το άρθρο 35, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση της αλιείας από τα κράτη μέλη», ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την ημερομηνία από την οποία:

α)

θεωρείται ότι τα αλιεύματα αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία του έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκειται σε ποσόστωση·

[…]

2.   Από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απαγορεύει την αλιεία είτε όσον αφορά το συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων των οποίων η ποσόστωση εξαντλήθηκε, στον συγκεκριμένο τύπο αλιείας είτε για όλα ή για ομάδα των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τα συγκεκριμένα αλιευτικά εργαλεία στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή όπου σημειώθηκε η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια, και ιδιαίτερα τη διατήρηση επί του σκάφους, τη μεταφόρτωση, τη μετακίνηση επί του σκάφους και την εκφόρτωση ιχθύων που αλιεύονται μετά την εν λόγω ημερομηνία, και καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας επιτρέπονται οι μεταφορτώσεις, οι μεταφορές και οι εκφορτώσεις ή οι οριστικές δηλώσεις αλιευμάτων.

[…]»

11

Το άρθρο 109 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές αρχές που διέπουν την ανάλυση των δεδομένων», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν αυτοματοποιημένη βάση δεδομένων για τους σκοπούς της επικύρωσης των δεδομένων που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε όλα τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό να είναι ακριβή, πλήρη και υποβάλλονται μέσα στις προθεσμίες υποβολής τους που προβλέπονται στην [ΚΑΠ].

Ειδικότερα:

α)

τα κράτη μέλη προβαίνουν σε διασταυρούμενους ελέγχους, ανάλυση και επαλήθευση των ακόλουθων δεδομένων μέσω αυτοματοποιημένων αλγορίθμων και μηχανισμών:

i)

δεδομένα του Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών·

ii)

δεδομένα αλιευτικών δραστηριοτήτων, και ιδίως ημερολόγια αλιείας, δηλώσεις εκφόρτωσης, δηλώσεις μεταφόρτωσης και προαναγγελίες·

iii)

δεδομένα από δηλώσεις ανάληψης, παραστατικά μεταφοράς και δελτία πώλησης·

iv)

δεδομένα όσον αφορά την εμπορία αλιευτικών προϊόντων·

v)

δεδομένα από επιθεωρήσεις·

vi)

δεδομένα ισχύος κινητήρα·

β)

τα ακόλουθα δεδομένα επίσης διασταυρώνονται, αναλύονται και επαληθεύονται εάν κριθεί απαραίτητο:

i)

δεδομένα του Συστήματος Εντοπισμού Σκαφών·

ii)

δεδομένα σχετικά με τις διοπτεύσεις·

iii)

δεδομένα σχετικά με τις διεθνείς αλιευτικές συμφωνίες·

iv)

δεδομένα όσον αφορά τις εισόδους και εξόδους προς και από αλιευτικές περιοχές, τις θαλάσσιες περιοχές, όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες πρόσβασης σε ύδατα και πόρους, τις περιοχές διακανονισμού των περιφερειακών οργανώσεων αλιείας και παρόμοιων οργανώσεων και τα ύδατα τρίτης χώρας·

v)

δεδομένα του Συστήματος Αυτόματης Αναγνώρισης.

3.   Το σύστημα επικύρωσης επιτρέπει τον άμεσο εντοπισμό ανακολουθιών, σφαλμάτων και ελλιπών πληροφοριών μεταξύ των δεδομένων.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να αναγράφεται ευκρινώς στη βάση δεδομένων κάθε ανακολουθία που εντοπίζεται από το σύστημα επικύρωσης δεδομένων. Η βάση δεδομένων επισημαίνει με σχετικό δείκτη όλα τα δεδομένα που διορθώθηκαν καθώς και τον λόγο της σχετικής διόρθωσης.

5.   Σε περίπτωση που εντοπιστεί ανακολουθία σε δεδομένα, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διενεργεί τις απαιτούμενες έρευνες και εάν υπάρχουν λόγοι να εικάζει ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Τον Ιούλιο του 2017 η SFPA, η ενιαία αρχή ελέγχου για την Ιρλανδία, η οποία ορίστηκε για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1224/2009, είχε σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αλήθεια και την ακρίβεια των δεδομένων σχετικά με τα αλιεύματα καραβίδων στην UF16 κατά το πρώτο εξάμηνο του ιδίου έτους, όπως καταγράφηκαν στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο αλιείας που τηρείται από τους πλοιάρχους των ιρλανδικών αλιευτικών σκαφών δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού 1224/2009.

13

Οι πλοίαρχοι των ιρλανδικών αλιευτικών σκαφών δήλωσαν ότι είχαν αλιεύσει 733 τόνους καραβίδων στην UF16. Η SFPA έκρινε ότι ο αριθμός αυτός ήταν σημαντικά χαμηλότερος από την πραγματική ποσότητα καραβίδων που είχαν αλιευθεί στην UF16 και ότι είχε ψευδώς δηλωθεί ότι οι καραβίδες που είχαν αλιευθεί στο UF16 αλιεύθηκαν αλλού. Η αρχή αυτή υπολόγισε ότι 1991 τόνοι καραβίδων είχαν ήδη αλιευθεί στην UF16 το 2017, υπερβαίνοντας έτσι τα TAC της Ιρλανδίας, τα οποία ανέρχονταν, για το έτος 2017 και για την εν λόγω υποπεριοχή, σε 1124 τόνους.

14

Ο υπολογισμός αυτός της SFPA στηρίζεται στην αποκαλούμενη μέθοδο του «διανυθέντος χρόνου», η οποία συνίσταται στη χρησιμοποίηση των δεδομένων που παρέχουν οι αλιείς όσον αφορά, αφενός, τον χρόνο που διανύθηκε σε έναν συγκεκριμένο τομέα και, αφετέρου, το σύνολο των αλιευμάτων. Βάσει των δεδομένων αυτών, η SFPA υπολόγισε εκ νέου την απόδοση ενός αλιευτικού ταξιδιού στηριζόμενη στην υπόθεση ότι ο χρόνος που διανύθηκε σε ορισμένο τομέα αποτελεί καλύτερη ένδειξη της γεωγραφικής θέσης των αλιευμάτων απ’ ό,τι τα στοιχεία που καταγράφονται στα ηλεκτρονικά ημερολόγια αλιείας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω αρχή προέβη σε νέα κατανομή των αλιευμάτων, βάσει του διανυθέντος χρόνου αλίευσης σε συγκεκριμένο τομέα. Κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου αυτής, αν, παραδείγματος χάριν, το 75 % του συνολικού χρόνου αλίευσης κατά τη διάρκεια του αλιευτικού ταξιδιού είχε διανυθεί σε έναν τομέα, το 75 % των σχετικών αλιευμάτων κατανεμήθηκε στον τομέα αυτόν.

15

Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2017, η SFPA ανακοίνωσε τον αριθμό των 1991 τόνων στον Υπουργό και, στη συνέχεια, στην Επιτροπή. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ο Υπουργός απαγόρευσε την αλιεία στα πλοία υπό ιρλανδική σημαία για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2017 και η Επιτροπή κοινοποίησε απαγόρευση αλιείας προς τους αλιείς όλων των κρατών μελών στις 2 Νοεμβρίου 2017.

16

Στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία), οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, αλιείς που δραστηριοποιούνται ιδίως στην υποπεριοχή UF16, ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν σοβαρή οικονομική ζημία λόγω της απαγόρευσης και αμφισβήτησαν, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της μεθόδου που χρησιμοποίησε η SFPA και, κατ’ επέκταση, το κύρος της απόφασης περί απαγόρευσης που έλαβε ο Υπουργός.

17

Με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2018, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) απέρριψε την προσφυγή των εκκαλούντων της κύριας δίκης, οι οποίοι άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ιρλανδία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

18

Στο πλαίσιο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η χρήση της μεθόδου του «διανυθέντος χρόνου» δεν βρίσκει κανένα νομικό έρεισμα στη σχετική κανονιστική ρύθμιση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η εν λόγω μέθοδος είχε ως νομικό έρεισμα τους θεμελιώδεις σκοπούς της ΚΑΠ αντί να εφαρμόσει τις κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες ωστόσο είναι σαφείς.

19

Ειδικότερα, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι τα δεδομένα και οι πληροφορίες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή κατά τον υπολογισμό των αλιευμάτων είναι εκείνα που περιέχονται στα ημερολόγια αλιείας που προβλέπονται στα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού 1224/2009. Η ως άνω αρχή πρέπει να περιορίζεται στη διαβίβαση των στοιχείων αυτών στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 34 του εν λόγω κανονισμού. Εφαρμόζοντας τη μέθοδο του «διανυθέντος χρόνου», η SFPA δεν διαβίβασε τα «δεδομένα» στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 1224/2009, αλλά μάλλον την πραγματογνωμοσύνη της.

20

Η SFPA και ο Υπουργός τονίζουν ότι από κανένα στοιχείο του κανονισμού 1224/2009, και ιδίως των άρθρων 14, 15, 33 και 34 αυτού, δεν προκύπτει ότι απαγορεύεται η εκ μέρους της SFPA χρήση και άλλων πληροφοριών πέραν εκείνων που έχουν καταχωριστεί στο ημερολόγιο αλιείας, όταν η αρχή διατηρεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών. Ισχυρίζονται ότι, μολονότι από τα άρθρα 14 και 15 του ως άνω κανονισμού προκύπτει ότι το ημερολόγιο αλιείας περιέχει «δεδομένα» και «πληροφορίες», από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτά είναι τα μόνα «δεδομένα» και «πληροφορίες» τα οποία η ενιαία αρχή ελέγχου μπορεί να κοινοποιήσει στην Επιτροπή.

21

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα κύρια ζητήματα του δικαίου της Ένωσης που εγείρονται στην υπό κρίση υπόθεση αφορούν την ερμηνεία των όρων «δεδομένα» και «πληροφορίες» που χρησιμοποιούνται στον κανονισμό 1224/2009 και, ειδικότερα, το ζήτημα αν η αρχή θαλάσσιας αλιείας πρέπει να περιορίζεται, όταν προβαίνει σε κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 34 του κανονισμού αυτού, στην κοινοποίηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα ημερολόγια αλιείας ή αν, σε περίπτωση που μπορεί ευλόγως να αμφιβάλλει για την αξιοπιστία των πληροφοριών αυτών, μπορεί να χρησιμοποιήσει εύλογη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μέθοδο ανάλυσης των δεδομένων που καταγράφονται στα εν λόγω ημερολόγια αλιείας, προκειμένου να καταλήξει, για τους σκοπούς της κοινοποίησης, σε ακριβέστερα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα αλιεύματα.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Υποχρεούται η ενιαία αρχή ελέγχου κράτους μέλους, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πιστοποιήσεως που υπέχει από τα άρθρα 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και 34 του κανονισμού [1224/2009], να περιορίζεται στην κοινοποίηση των δεδομένων αλιείας από συγκεκριμένο ιχθυότοπο που καταχωρίζονται από τους ίδιους τους αλιείς δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού, οσάκις η ενιαία αρχή ελέγχου θεωρεί ευλόγως τα καταχωρισθέντα δεδομένα αναξιόπιστα σε μεγάλο βαθμό, ή διατηρεί η αρχή αυτή το δικαίωμα να εφαρμόζει άλλες, εύλογες και επιστημονικά έγκυρες, μεθόδους επεξεργασίας και πιστοποίησης των καταχωρισθέντων δεδομένων ώστε να καταλήξει σε ακριβέστερα αριθμητικά στοιχεία αλίευσης προς κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή;

2)

Δύναται νομίμως η ενιαία αρχή, οσάκις έχει ευλόγως καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα, να χρησιμοποιεί άλλες ροές δεδομένων, όπως τα δεδομένα από τις αλιευτικές άδειες και τις άδειες αλίευσης, τα δεδομένα του συστήματος παρακολούθησης σκαφών, τις δηλώσεις εκφόρτωσης, τα δελτία πώλησης και τα παραστατικά μεταφοράς;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

23

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 34 του κανονισμού 1224/2009 έχουν την έννοια ότι η ενιαία αρχή ελέγχου ενός κράτους μέλους υποχρεούται να κοινοποιεί στην Επιτροπή μόνον τα δεδομένα που καταγράφουν οι πλοίαρχοι αλιευτικών σκαφών στο ημερολόγιο αλιείας, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού αυτού, ή αν μπορεί να χρησιμοποιεί μια εύλογη και επιστημονικά έγκυρη μέθοδο, όπως η αποκαλούμενη μέθοδος του «διανυθέντος χρόνου», για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών, προκειμένου να διασφαλίσει την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που κοινοποιεί στην Επιτροπή όσον αφορά τα αλιεύματα.

24

Υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/2009 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταγράφουν και να διατηρούν «όλα τα συναφή στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 14, 21, 23, 28 και 62 του κανονισμού αυτού, σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες». Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, κάθε κράτος μέλος σημαίας κοινοποιεί μέσω ηλεκτρονικής διαβίβασης στην Επιτροπή «τα συγκεντρωτικά δεδομένα» για τις ποσότητες κάθε αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπάγεται σε TAC ή ποσοστώσεις οι οποίες εκφορτώθηκαν κατά τον προηγούμενο μήνα.

25

Το άρθρο 34, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1224/2009 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή εφόσον διαπιστώνει ότι τα αλιεύματα αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκεινται σε ποσόστωση και τα οποία αλιεύθηκαν από τα αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του θεωρείται ότι έχουν εξαντλήσει το 80 % της ποσόστωσης αυτής.

26

Όσον αφορά τη συμπλήρωση των ημερολογίων των αλιευτικών σκαφών από τους πλοιάρχους, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1224/2009 επιβάλλει στους πλοιάρχους αλιευτικών σκαφών της Ένωσης συνολικού μήκους 10 μέτρων και άνω την υποχρέωση να τηρούν ημερολόγιο αλιείας σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, το ημερολόγιο αλιείας πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει «στοιχεία» σχετικά με την ημερομηνία και τη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα και τις κατ’ εκτίμηση ποσότητες κάθε είδους. Η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται στο κράτος μέλος της σημαίας το αργότερο 48 ώρες μετά την εκφόρτωση. Το άρθρο 14, παράγραφος 9, του κανονισμού καθιστά τον πλοίαρχο υπεύθυνο για την ακρίβεια των «δεδομένων» που καταγράφονται στο ημερολόγιο αλιείας. Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους της Ένωσης συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω καταγράφει και διαβιβάζει καθημερινώς με ηλεκτρονικά μέσα τα «δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 14» του κανονισμού και τάσσει προθεσμίες προς τούτο.

27

Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Staatliches Amt für Landwirtschaft und Umwelt Mittleres Mecklenburg, C‑365/19, EU:C:2021:189, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Όσον αφορά, πρώτον, τη γραμματική ερμηνεία των διατάξεων στις οποίες παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, από το γράμμα του άρθρου 33 του κανονισμού 1224/2009 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται αποκλειστικά στα στοιχεία που διαλαμβάνονται στα άρθρα 14, 21, 23, 28 και 62 του ίδιου κανονισμού, αλλά αφορά ένα ευρύτερο σύνολο που εκτείνεται σε «όλα τα […] στοιχεία» που μπορούν να θεωρηθούν συναφή, όπως επιβεβαιώνεται από τη λέξη «ιδίως».

29

Επιπλέον, από τη χρήση του επιθέτου «συγκεντρωτικά» στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1224/2009 προκύπτει σαφώς ότι τα δεδομένα που πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή δεν περιορίζονται στα ακατέργαστα δεδομένα που αντλούνται από το ημερολόγιο αλιείας, αλλά ότι πρέπει να υποβληθούν σε κάποια επεξεργασία, υπό τη μορφή της συγκέντρωσης.

30

Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 34 του κανονισμού 1224/2009, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό δεν παραπέμπει στους όρους «δεδομένα» και «πληροφορίες», οι οποίοι περιλαμβάνονται σε άλλα άρθρα του ίδιου κανονισμού, προκειμένου να προσδιορισθεί εάν έχει καλυφθεί το όριο εξάντλησης του 80 % της ποσόστωσης και δεν επιβάλλει προς τούτο στα κράτη μέλη καμία μεθοδολογία.

31

Από τα ως άνω στοιχεία συνάγεται, αφενός, ότι το γράμμα των άρθρων 33 και 34 του κανονισμού 1224/2009 δεν συνηγορεί υπέρ ερμηνείας που περιορίζει την ερμηνεία των όρων «δεδομένα» ή «πληροφορίες» μόνο στα ακατέργαστα δεδομένα που καταγράφονται από τους πλοιάρχους αλιευτικών σκαφών στο ημερολόγιο αλιείας.

32

Αφετέρου, από το γράμμα των διατάξεων αυτών και, ειδικότερα, από το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1224/2009 προκύπτει ότι η ενιαία αρχή ελέγχου δεν πρέπει να περιορίζεται στην αυτόματη διαβίβαση των δεδομένων που κατέγραψαν οι πλοίαρχοι σκαφών στο ημερολόγιο αλιείας, αλλά οφείλει να επεξεργάζεται τα στοιχεία αυτά πριν τα διαβιβάσει στην Επιτροπή.

33

Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα άρθρα 33 και 34 του κανονισμού 1224/2009, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι κανένα στοιχείο του γράμματος των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού 1224/2009 δεν συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας κατά την οποία οι πληροφορίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού αποτελούν τα μόνα συναφή «στοιχεία» για τους σκοπούς των άρθρων 33 ή 34 του ίδιου κανονισμού.

34

Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη τα άρθρα 5, 9 και 109 του κανονισμού 1224/2009.

35

Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 5, του κανονισμού 1224/2009, η ενιαία αρχή ελέγχου που ορίζεται από το κράτος μέλος είναι, μεταξύ άλλων, αρμόδια και για τον συντονισμό της συλλογής, της επεξεργασίας και της πιστοποίησης των πληροφοριών σχετικά με τις αλιευτικές δραστηριότητες, τις οποίες κοινοποιεί στη συνέχεια στην Επιτροπή. Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι πληροφορίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη θέτουν σε λειτουργία δορυφορικό Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών για την ουσιαστική παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία τους, όπου και αν βρίσκονται, και των αλιευτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στα ύδατά τους.

36

Στη συνέχεια, κατά το άρθρο 109, παράγραφος 2, του κανονισμού 1224/2009, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε όλα τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό να είναι ακριβή και πλήρη. Προς τούτο, το στοιχείο αʹ της παραγράφου αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβαίνουν σε διασταυρούμενους ελέγχους, καθώς και σε ανάλυση και επαλήθευση διαφόρων πληροφοριών και δεδομένων, ειδικότερα δε των δεδομένων του Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών και των δεδομένων που αφορούν τις αλιευτικές δραστηριότητες, ιδίως εκείνων που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο αλιείας, των δηλώσεων εκφόρτωσης, τις προαναγγελίες, των δεδομένων από τα παραστατικά μεταφοράς, των δελτίων πώλησης, των αλιευτικών αδειών και των αδειών αλίευσης.

37

Τέλος, το άρθρο 109, παράγραφος 5, του κανονισμού 1224/2009 ορίζει ότι, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη εντοπίσουν ανακολουθία όσον αφορά τις συλλεγείσες πληροφορίες και τα καταχωρισμένα δεδομένα, διενεργούν τις αναγκαίες έρευνες και, εάν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους εικάζεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα.

38

Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 5, και το άρθρο 109, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 1224/2009 έχουν ως σκοπό τα μεν στοιχεία που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή να είναι ακριβή και πλήρη, τα δε κράτη μέλη να προβαίνουν σε επαληθεύσεις εφόσον απαιτείται. Από το γράμμα του άρθρου 5 προκύπτει επίσης ότι η ενιαία αρχή ελέγχου που ορίζεται από κράτος μέλος δεν μπορεί να περιορίζεται στην αυτόματη διαβίβαση προς την Επιτροπή των πληροφοριών που συλλέγει, αλλά οφείλει να επεξεργάζεται και να επαληθεύει τις πληροφορίες αυτές, καθώς και να λαμβάνει, κατά περίπτωση, τα απαιτούμενα μέτρα.

39

Ως εκ τούτου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα άρθρα 33 και 34 του κανονισμού 1224/2009 συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας που εκτίθεται στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως. Η ενιαία αρχή ελέγχου και, κατά συνέπεια, το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η αρχή αυτή δεν θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τον εν λόγω κανονισμό, αν η εν λόγω αρχή δεν μπορούσε να ελέγξει την αξιοπιστία και την ακρίβεια των στοιχείων που συλλέγει και περιοριζόταν στο να διαβιβάζει αυτομάτως τα στοιχεία που κατέγραψαν οι πλοίαρχοι σκαφών στο ημερολόγιο αλιείας.

40

Τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1224/2009, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός αυτός εντάσσεται στο πλαίσιο της ΚΑΠ, της οποίας οι στόχοι διατήρησης καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1380/2013. Κατά τη διάταξη αυτή, η ΚΑΠ διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα και ότι υπόκεινται σε διαχείριση με τρόπο που είναι συμβατός με τον στόχο της επίτευξης οικονομικών, κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαθεσιμότητα του επισιτιστικού εφοδιασμού.

41

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να ελέγχουν ορθώς τη χρήση των ποσοστώσεων και να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού 1380/2013, μόνον εάν μπορούν να διασφαλίσουν ότι διαθέτουν πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες.

42

Συνεπώς, δεν θα ήταν συμβατό με τους στόχους διατήρησης της ΚΑΠ να μην αναγνωρίζεται στην ενιαία αρχή ελέγχου η εξουσία να χρησιμοποιεί μια εύλογη και επιστημονικά έγκυρη μέθοδο επαλήθευσης των δεδομένων που καταγράφονται στο ημερολόγιο αλιείας, ώστε να διασφαλίζεται η ακρίβεια των σχετικών με τα αλιεύματα δεδομένων που διαβιβάζονται στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 34 του κανονισμού 1224/2009.

43

Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, για να γίνει δεκτή η ερμηνεία κατά την οποία η ενιαία αρχή ελέγχου οφείλει να προβαίνει αυτομάτως σε κοινοποίηση, χωρίς να εφαρμόζει με ανεξαρτησία την τεχνογνωσία της, όταν, όπως εν προκειμένω, σχηματίζει την ευλόγως δικαιολογημένη πεποίθηση, ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο αλιείας είναι ανακριβή, θα έπρεπε να προβλέπεται τούτο με σαφείς όρους είτε στον κανονισμό 1380/2013 είτε στον κανονισμό 1224/2009, όπερ δεν ισχύει.

44

Εξάλλου, η ως άνω ερμηνεία είναι σύμφωνη με τη νομολογία που έχει ήδη διαμορφώσει το Δικαστήριο εντός του κανονιστικού πλαισίου που ίσχυε πριν από τον κανονισμό 1224/2009.

45

Πράγματι, όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2241/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες (ΕΕ 1987, L 207, σ. 1), κατά το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν, αφενός, να φροντίζουν ώστε να καταγράφονται όλες οι εκφορτώσεις αποθεμάτων ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκεινται σε TAC ή ποσοστώσεις και, αφετέρου, να κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει απλώς και μόνον την υποχρέωση εμπρόθεσμης διαβίβασης των δεδομένων που έχουν συλλέξει τα κράτη μέλη. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη οφείλουν να φροντίζουν ώστε τα στοιχεία που κοινοποιούνται να είναι ακριβή. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του κράτους μέλους ότι η διάταξη αυτή απλώς υποχρεώνει τα κράτη μέλη να κοινοποιούν τις πληροφορίες που περιέχονται στα ημερολόγια χωρίς να ελέγχουν την ακρίβειά τους (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑454/99, EU:C:2002:652, σκέψεις 47 και 48).

46

Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 34 του κανονισμού 1224/2009 έχουν την έννοια ότι η ενιαία αρχή ελέγχου ενός κράτους μέλους δεν υποχρεούται να κοινοποιεί στην Επιτροπή μόνον τα δεδομένα που καταγράφουν οι πλοίαρχοι αλιευτικών σκαφών στο ημερολόγιο αλιείας, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού αυτού, αλλά μπορεί να χρησιμοποιεί μια εύλογη και επιστημονικά έγκυρη μέθοδο, όπως η αποκαλούμενη μέθοδος του «διανυθέντος χρόνου», για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών, προκειμένου να διασφαλίσει την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που κοινοποιεί στην Επιτροπή όσον αφορά τα αλιεύματα.

Επί των δικαστικών εξόδων

47

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/812 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, έχουν την έννοια ότι η ενιαία αρχή ελέγχου ενός κράτους μέλους δεν υποχρεούται να κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόνον τα δεδομένα που καταγράφουν οι πλοίαρχοι αλιευτικών σκαφών στο ημερολόγιο αλιείας, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού αυτού, ή αν μπορεί να χρησιμοποιεί μια εύλογη και επιστημονικά έγκυρη μέθοδο, όπως η αποκαλούμενη μέθοδος του «διανυθέντος χρόνου», για την επεξεργασία των δεδομένων αυτών, προκειμένου να διασφαλίσει την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που κοινοποιεί στην Επιτροπή όσον αφορά τα αλιεύματα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.